Professional Documents
Culture Documents
ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
Με τον
όρο εργαλείο εννοείται
μια συσκευή που παρέχει
φυσική ή νοητική υποστήριξη
στην εκπλήρωση ενός έργου.
Τα περισσότερα εργαλεία
είναι μορφές απλών μηχανών,
ή συνδυασμός τους. Εργαλείο
είναι κάθε αντικείμενο με το
οποίο εφαρμόζεται ενέργεια
για την εκτέλεση μιας
εργασίας από το ανθρώπινο
σώμα.
Στο παρελθόν θεωρείται πως
μόνον ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε εργαλεία, αλλά η παρατήρηση
επιβεβαίωσε ότι οι πίθηκοι και άλλα ζώα -κυρίως θηλαστικά όπως
τα δελφίνια και ορισμένα πτηνά (το κοράκι για παράδειγμα)- ή έντομα
χρησιμοποιούν εργαλεία. Τα πρώτα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος
ήταν από ξύλο και πέτρα.
Αργότερα διατυπώθηκε η άποψη πως μόνον οι άνθρωποι μπορούν να
κατασκευάζουν εργαλεία έως ότου οι ζωολόγοι παρατήρησαν πως τα πτηνά
και οι πίθηκοι επίσης κατασκευάζουν εργαλεία. Πλέον η σχέση με τα εργαλεία
που χαρακτηρίζεται μοναδική για το ανθρώπινο είδος είναι ότι χρησιμοποιεί
εργαλεία για να κατασκευάσει άλλα εργαλεία.
Ιστορία
Κατά την εξελικτική του πορεία ο άνθρωπος έμαθε να χρησιμοποιεί όλο και
πιο σύνθετα εργαλεία για να αυξάνει την ικανότητα των χεριών του και να
εκτελεί εργασίες για τις οποίες δεν αρκούσε η απλή δύναμη των μυών του. Τα
πρώτα εργαλεία ήταν ακατέργαστα κλαδιά, ρόπαλα και πέτρες που ο άνθρωπος
έβρισκε στο περιβάλλον του.
Η συνειδητή κατασκευή των εργαλείων ξεκίνησε στην Εποχή του Λίθου, όταν
οι κυνηγοί τροφοσυλλέκτες κατασκεύασαν εργαλεία κοπής, αιχμές βελών,
πρωτόγονα αγκίστρια και σκεύη μεταφοράς. Έχουν βρεθεί εργαλεία κοπής
φτιαγμένα από λίθο τα οποία είναι πολύ αιχμηρά και πολύ δύσκολα στην
κατασκευή τους, που γινόταν χτυπώντας τον οψόλιθο με κόκαλα. Αν το
χτύπημα γινόταν σε λάθος γωνία ή με λάθος ένταση, το εργαλείο έσπαζε και
αχρηστευόταν.
Σύμφωνα με το Σύστημα τριών εποχών, τη χρήση λίθινων εργαλείων
ακολούθησε η ανάπτυξη της μεταλλουργίας και η χρήση χάλκινων και
αργότερα σιδερένιων εργαλείων. Αν και δεν αποτελεί τον κανόνα για όλους
τους πολιτισμούς, οι περισσότεροι ακολούθησαν αυτή γενικά την πορεία.
Οι μηχανικές συσκευές, αν και γνωστές από την Ελληνιστική
περίοδο εξαπλώθηκαν ιδιαίτερα κατά τον μεσαίωνα κυρίως εξαιτίας της
ευρείας χρήσης των ενεργειακών πηγών του αέρα και του νερού.
(ανεμόμυλος, νερόμυλος, άρδευση κ.λπ.).
Μηχανή
Γενικά μηχανή ή μηχάνημα ονομάζεται οποιοδήποτε εργαλείο ή μέσον που
μπορεί να διευκολύνει την
ανθρώπινη εργασία ή που
μπορεί να αυξήσει τη
δύναμη ή την
αποτελεσματικότητά της.
Επίσης οποιαδήποτε
συσκευή που
χρησιμοποιείται για την
παραγωγή έργου, είτε
μεταδίδοντας είτε
μετατρέποντας άλλη
μορφή ενέργειας σε
παραγωγή έργου. Ακόμη μπορεί να εννοείται και κάθε ευφυής επινόηση.
Μεταφορικά, σημαίνει ραδιουργία, σκευωρία αλλά και χαρακτηρισμό πλήθους
υπηρεσιών π.χ. «Κρατική μηχανή» ή «αμυντικός μηχανισμός».
Εργαλειομηχανές
Εργαλειομηχανές είναι εκείνες οι μηχανές που προορίζονται για την
επεξεργασία των υλικών και την κατασκευή εξαρτημάτων άλλων μηχανών ή
γενικότερα μηχανολογικών σχεδίων. Συχνά είναι αυτόματες και μπορούν να
καθοδηγούνται από διάτρητα δελτία ή από μαγνητικές κορδέλες ή να
λειτουργούν με υπολογιστές για την πραγματοποίηση ενός ολοκληρωμένου
κύκλου του κομματιού σύμφωνα με το σχέδιο που δημιούργησε ο ίδιος
ο υπολογιστής.
Αργαλειός
Ο αργαλειός είναι χειροκίνητη μηχανή ύφανσης, συνηθέστερη σε παλαιότερες
εποχές. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά την προβιομηχανική εποχή και
αργότερα κυρίως στις αγροτικές περιοχές, στην οικιακή οικονομία των οποίων
διαδραμάτισε βασικό ρόλο, καθώς
αποτελούσε το κύριο μέσο ύφανσης
και κλωστοϋφαντουργίας. Μετά
τη βιομηχανική επανάσταση ο
κλασικός, ξύλινος, κινούμενος
με μυϊκή ενέργεια αργαλειός
αντικαταστάθηκε από το μηχανικό
αργαλειό. Σήμερα έχει σχεδόν
καταργηθεί, καθώς η διαδικασία της
ύφανσης έχει μηχανοποιηθεί και στη
θέση του αργαλειού χρησιμοποιείται
η υφαντική μηχανή. Ο ξύλινος
αργαλειός απαντάται σήμερα μόνο σε ελάχιστα σπίτια απομακρυσμένων
περιοχών και σε μουσεία λαϊκής τέχνης. Στην κυπριακή διάλεκτο ονομάζεται
βούφα.[1]
Περιγραφή
Ήταν μια απλή κατασκευή από ξύλο με τη μορφή χονδρών σανίδων ή
ορθογώνιας διατομής μακρόστενων καδρονιών. Πάνω σε ένα κυλινδρικό
εξάρτημά του τύλιγαν την κόκκινη κλωστή που χρησιμοποιούσαν ως βάση για
την ύφανση και την ονόμαζαν στημόνι. Όλες αυτές οι κλωστές απλώνονταν
από τον κύλινδρο σε δεκάδες παράλληλα ζεύγη προς έναν άλλο κύλινδρο, ίδιο
με τον προηγούμενο, που βρισκόταν στο αντίθετο μέρος του αργαλειού,
εμπρός από τη θέση του ατόμου που τον χειριζόταν. Όλα τα παράλληλα ζεύγη
του στημονιού περνούσαν μέσα από δύο χτένια που βρίσκονταν το ένα εμπρός
από το άλλο και πιο συγκεκριμένα, οι μισές περνούσαν μέσα από το ένα και οι
άλλες μισές μέσα από το άλλο. Έτσι πατώντας ένα μοχλό, τα χτένια
μετακινούνταν το ένα προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω δίνοντας τη
δυνατότητα ανάμεσα από τις κλωστές (στημόνι) να περάσουν τις μάλλινες
χοντρές, κλωστές που θα γίνονταν κουβέρτες ή στρωσίδια.
Μετά από τα δύο αυτά χτένια, το στημόνι περνούσε μάσα από ένα άλλο
σκληρό και δυνατό χτένι που οι άκρες του κρέμονταν με δύο λεπτές σανίδες
από το πάνω μέρος της κατασκευής, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να μπορεί
να κινείται όλο το χτένι παράλληλα με τις κλωστές του στημονιού
ακολουθώντας τη φορά του. Κάθε φορά που περνούσαν τη μάλλινη κλωστή,
με αυτό το σκληρό χτένι χτυπούσαν, κινώντας το μπρος-πίσω με δύναμη, τη
μάλλινη κλωστή να πάει πολύ κοντά στην προηγούμενη που είχαν περάσει.
Αυτό το χτύπημα ήταν το χαρακτηριστικό χτύπημα του αργαλειού που έχει
εμπνεύσει και λαϊκούς ή δημοτικούς δημιουργούς. Για να γίνει μια κουβέρτα ή
ένα όποιο αποτέλεσμα χρειαζόταν πολλές ώρες δουλειάς.
Απ' αυτό εξαρτιόταν το είδος της ύφανσης και πολλές φορές και η διακόσμηση
του υφαντού.
Πάνω στο πισαντί ήταν τυλιγμένο το στημόνι δηλ. οι κόκκινες κλωστές που
χρησιμοποιούνταν ως βάση για την ύφανση. Όλες αυτές οι κλωστές
απλώνονταν από το πισαντί σε δεκάδες παράλληλα ζεύγη προς το αντί, που
βρισκόταν στο αντίθετο μέρος του αργαλειού, εμπρός από τη θέση της
υφάντρας, που τον χειριζόταν. Όλα τα παράλληλα ζεύγη του στημονιού
περνούσαν μέσα από δύο χτένια που βρίσκονταν το ένα εμπρός από το άλλο
και πιο συγκεκριμένα, οι μισές περνούσαν μέσα από το ένα και οι άλλες μισές
μέσα από το άλλο. Ανάμεσα στη διπλή σειρά νημάτων, των "στημονιών", η
υφάντρα κινούσε παλινδρομικά τη σαΐτα (το μασούρι) από την οποία
ξετυλιγόταν το "υφάδι". Μετά από κάθε διαδρομή της σαΐτας, οι δυο σειρές
των στημονιών διασταυρώνονταν με το πάτημα των ποδαρικών από την
υφάντρα κι έτσι το υφάδι πλεκόταν με τα στημόνια.
Μετά από τα δύο αυτά χτένια, το στημόνι περνούσε μέσα από ένα άλλο
σκληρό και δυνατό χτένι, που οι άκρες του κρέμονταν με δύο λεπτές σανίδες
από το πάνω μέρος της κατασκευής, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να μπορεί
να κινείται όλο το χτένι παράλληλα με τις κλωστές του υφαδιού,
ακολουθώντας τη φορά του.