Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 6

«ΓΝΗΣΙΕΣ» ΚΑΙ «ΝΟΘΕΣ» ΔΙΦΘΟΓΓΟΙ

Οι ονομασίες αφορούν αποκλειστικά τα ει και ου.

Σημείωση: Τα ει και ου μπορούν να χαρακτηριστούν ως δίψηφα με βάση τη σημερινή κατάσταση, εφόσον


πρόκειται για ακολουθία δύο γραμμάτων, τα οποία δηλώνουν ένα φθόγγο. Σε ό,τι αφορά την Αρχαία Ελληνική,
τα ει και ου δεν μπορούν φυσικά να χαρακτηριστούν ως δίψηφα ως προς τις «γνήσιες» διφθόγγους /ei/ και /ou/.

Συμβολισμοί:
/e :/ /o:/ : Μακρά κλειστά φωνήεντα.
/ε :/ / :/ : Μακρά ανοιχτά φωνήεντα.
Με τα σύμβολα < > δηλώνονται οι γραφηματικές μονάδες.

Α. «ΝΟΘΕΣ» ΔΙΦΘΟΓΓΟΙ:

Έχουμε τις εξής περιπτώσεις:

1. Συναίρεση (δηλ. τη συγχώνευση δύο φωνηέντων σε ένα):


Στην περίπτωση συνάντησης δύο βραχέων ĕ δημιουργείτο ένα μακρό e: . Το
αποτέλεσμα αυτής της συναίρεσης δηλώθηκε αρχικά με το <Ε>.
Π.χ. στο συνηρημένο ρήμα φιλέω-ῶ το 2.ΠΛΗΘ. θα ήταν αρχικά *φιλέ-ετε.
Τα δύο ĕ συναιρέθηκαν σε / e : / και έτσι προέκυψε ο τύπος /phile:te/. Άλλο
παράδειγμα αποτελούν τα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα σε –ής (π.χ.
εὐγενής), στα οποία ο αρχικός τύπος της ονομαστικής πληθυντικού του
αρσενι-κού+θηλυκού έληγε σε –έ-ες. Το τελευταίο συναιρέθηκε σε /-e:s/.
Για τη γραφή αυτού του ē χρησιμοποιήθηκε αρχικά (στο «προευκλείδειο»
αλφάβητο) το Ε και έτσι η γραφή των παραπάνω τύπων ήταν στην
παλαιότερη αττική ορθογραφία ΦΙΛΕΤΕ και –ΕΣ (π.χ. ΕΥΓΕΝΕΣ).

Στην περίπτωση συνάντησης δύο βραχέων ŏ ή βραχέος ĕ και βραχέος ŏ


δημιουργείτο ένα μακρό /o:/. Το αποτέλεσμα αυτής της συναίρεσης δηλώθηκε
αρχικά με το <Ο>. Παραδείγματα:
(α) /noos/ (=νόος) > /no:s/
(β) Ο συγκριτικός βαθμός π.χ. του μέγας, στον πληθυντικό του
αρσενικού+θηλυκού είχε παλαιότερα τη μορφή οἱ μείζοες, το τέρμα του
οποίου με συναίρεση των /o/ και /e/ εξελίχθηκε σε /-o:s/ (μείζους).
(γ) Το 1. πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του φιλέω ήταν αρχικά
φιλέομεν (προφορά: /phileomen/), το οποίο με συναίρεση των ĕ και ŏ
εξελίχθηκε σε /philo:men/ (φιλοῦμεν).
(δ) Η γενική ενικού του ουδετέρου ουσιαστικού το γένος ήταν αρχικά τοῦ
γένεος (προφορά: /geneos/). Το τελευταίο με συναίρεση των ĕ και ŏ εξελίχθηκε
σε /geno:s/) (γένους).
Για τη γραφή αυτού του /o:/ χρησιμοποιήθηκε αρχικά το <O> και έτσι η
γραφή των παραπάνω τύπων ήταν στην παλαιότερη αττική ορθογραφία
ΝΟΣ, ΜΕΙΖΟΣ, ΦΙΛΟΜΕΝ και ΓΕΝΟΣ.
2. Αντέκταση:
Σε κάποια φάση της εξέλιξης της Ελληνικής προέκυψαν σε διάφορους τύπους
οι ακολoυθίες /ens/ και /ons/:
Παραδείγματα:
(α) H μετοχή αορίστου του τίθημι ήταν σε κάποια παλαιότερη φάση *θενς
(/thens/) (στο αρσενικό γένος). Η περαιτέρω εξέλιξη του τύπου ήταν η εξής:
Αποβλήθηκε το n και παράλληλα εκτάθηκε το φωνήεν ĕ σε μακρό ē:
*thens > /the:s/
Το φαινόμενο ονομάζεται αντέκταση ή αναπληρωματική έκταση.
(β) To αρσενικό αριθμητικό ‘ένας᾽ ήταν σε κάποια παλαιότερη φάση *hέν-ς
(hεν- = θέμα της λέξης, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελείται
μόνο από τη ρίζα + κατάληξη -ς). Αποβλήθηκε το /n/ και παράλληλα
εκτάθηκε το φωνήεν ĕ σε μακρό / e: / :
*hens > /he:s/
Έχουμε δηλαδή και εδώ αντέκταση ή αναπληρωματική έκταση.

[ Σημείωση: Μακρό /e:/ δημιουργήθηκε και από τις λεγόμενες «παλαιές»


αντεκτάσεις, π.χ. *es-mi > /e:mi/ (=εἰμί), αόριστος του μένω: *e-men-sa >
/eme:na/ (=ἔμεινα), αόριστος του νέμω: *e-nem-sa > /ene:ma/ (=ἔνειμα) ]

Για τη γραφή αυτού του /e:/ χρησιμοποιήθηκε αρχικά (στο «προευκλείδειο»


αλφάβητο) το <Ε> και έτσι η γραφή των παραπάνω τύπων ήταν στην
παλαιότερη αττική ορθογραφία ΘΕΣ και ΗΕΣ (το <Η> χρησιμοποιείτο στα παλαιό
αττικό αλφάβητο για τη δήλωση του δασέος πνεύματος ( [ h ] ), αυτό που στη μεταγενέστερη
ορθογραφία δηλώθηκε με τη δασεία), και ΕΜΙ.

(γ) Η κατάληξη της αιτιατικής πληθυντικού των δευτερόκλιτων αρσενικών


ήταν αρχικά –ονς. Αργότερα το n αποβλήθηκε και παράλληλα εκτάθηκε το ŏ
σε μακρό /o:/ :
*-οns > /-o:s/
Έχουμε δηλαδή και εδώ αντέκταση ή αναπληρωματική έκταση.
(δ) Ο τύπος π.χ. της θηλυκής μετοχής ενεστώτα του δίδωμι ήταν σε κάποια
παλαιότερη φάση *διδόνσα. Αργότερα το /n/ αποβλήθηκε και παράλληλα
εκτάθηκε το φωνήεν ŏ σε μακρό /o:/ :
*didοnsa > /dido:sa/
Έχουμε δηλαδή και εδώ αντέκταση ή αναπληρωματική έκταση.

Για τη γραφή αυτού του /o:/ χρησιμοποιήθηκε αρχικά (στο «προευκλείδειο»


αλφάβητο) το <Ο> και έτσι η γραφή των παραπάνω τύπων ήταν στην
παλαιότερη αττική ορθογραφία –ΟΣ και ΔΙΔΟΣΑ.
Με συναιρέσεις και αντεκτάσεις προέκυψαν επομένως νέα μακρά φωνήεντα
/e:/ και /o:/.

Β. «ΓΝΗΣΙΕΣ» ΔΙΦΘΟΓΓΟΙ:

Όπως λέει και η ονομασία τους, επρόκειτο αρχικά για πραγματικές διφθόγγους:
/ei/ /ou/
Οι δίφθογγοι αυτές δηλώθηκαν στο αλφάβητο (π.χ. στο παλαιό αττικό) εξαρχής με
τα <ΕΙ> και <ΟΥ>.
«Γνήσιες» παλαιές διφθόγγους έχουμε π.χ. στις λέξεις που παρατίθενται πιο κάτω.
To γεγονός ότι αυτές οι λέξεις περιείχαν «γνήσια» δίφθογγο διαπιστώνεται από τα
εξής:
(α) τη γραφή τους στις επιγραφές προ του 400 π.Χ. με <ΕΙ> και <ΟΥ> (εφόσον
εμφανίζονται φυσικά σε κάποια επιγραφή),
(β) από την ετυμολογία τους (η οποία προκύπτει από τη σύγκριση με άλλες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες),
(γ) από άλλα στοιχεία, όπως π.χ. από το γεγονός ότι η ρίζα π.χ. του εἶμι ‘θα πάω᾽
(δηλαδή εἰ-) και του λείπω (δηλαδή λειπ-) εμφανίζεται σε άλλους κλιτικούς τύπους
αυτών των ρημάτων με απλό /i/, στη λεγόμενη δηλαδή «ασθενή» μεταπτωτική
βαθμίδα (πρβλ. τον πληθυντικό ἴ-μεν ἴ-τε, ή τον αόριστο β΄ ἔ-λιπ-ον).

/ei/
πείθω : παλαιότερη προφορά: / peith: /
εἶμι : παλαιότερη προφορά: /eimi/
τεῖχος : παλαιότερη προφορά: /teikhos/
λείπω : παλαιότερη προφορά: / leip: /
Η γραφή των παραπάνω τύπων στο παλαιό αττικό αλφάβητο θα ήταν:
ΠΕΙΘΟ (στο παλαιότερο αττικό αλφάβητο δεν υπήρχε το <Ω>)
ΕΙΜΙ
ΤΕΙΧΟΣ
ΛΕΙΠΟ

/ou/
οὐκ : παλαιότερη προφορά: /ouk/
βοῦς : παλαιότερη προφορά: /bous/
οὖς (=αφτί): παλαιότερη προφορά: /ous/
σπουδή : παλαιότερη προφορά: / spoudε: / (το συγκεκριμένο ουσιαστικό είναι παράγωγο του
ρήματος σπεύδω, το οποίο περιέχει δίφθογγο /eu/, οπότε η ρίζα στην ετεροιωμένη βαθμίδα
σπουδ- θα περιέχει επίσης δίφθογγο /ou/).
Η γραφή των παραπάνω τύπων στο παλαιό αττικό αλφάβητο θα ήταν:
ΟΥΚ
ΒΟΥΣ
OΥΣ
ΣΠΟΥΔΕ (στο παλαιό αττικό αλφάβητο το <Η> δεν χρησιμοποιείτο για την απόδοση του μακρού /ε:/, αντ᾽
αυτού χρησιμοποιείτο το <Ε>)

Πιθανόν περί τα τέλη της Αρχαϊκής Εποχής οι «γνήσιες» δίφθογγοι


μονοφθογγίστηκαν, δηλαδή μεταβλήθηκαν σε απλά μακρά φωνήεντα. Η /ei/
τράπηκε σε ένα μακρό /e:/, ενώ η ou τράπηκε σε ένα μακρό /o:/ (το οποίο αργότερα
μεταβλήθηκε περαιτέρω σε /u:/, πήρε δηλαδή τη σημερινή του προφορά –με την εξαίρεση της
μακρότητας-):

/ peith: / > / pe:th: /


/eimi/ > /e:mi/ (=θα πάω)
/teikhos/ > /te:khos/
/ leip: / > / le:p: /

/ouk/ > /o:k/


/bous/ > /bo:s/
/ous/ > /o:s/
/ spoudε: / > / spo:dε: /

Η γραφή παρέμεινε όμως ίδια. Οι παραπάνω τύποι εξακολούθησαν να γράφονται


ΠΕΙΘΟ, ΟΥΚ κ.λπ. Η περίπτωση αυτή είναι ένα καλό παράδειγμα για τη σταδιακή
μετατροπή της αρχικά φωνολογικής ορθογραφίας, η οποία αποδίδει «πιστά» τη
φωνολογική δομή της λέξης, σε ιστορική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μετά το
μονοφθογγισμό των παλαιών διφθόγγων /ei/ και /ou/ σε /e:/ και /o:/ αντίστοιχα, τα
δίψηφα <ΕΙ> και <ΟΥ> δεν αποδίδουν πλέον πιστά την προφορά.

Με το μονοφθογγισμό των παλαιών («γνήσιων») διφθόγγων προέκυψαν επομένως


νέες περιπτώσεις μακρών /e:/ και /o:/.

Έτσι, οι «γνήσιες» δίφθογγοι, οι οποίες με το μονοφθογγισμό τους έπαψαν να είναι


πλέον δίφθογγοι, ταυτίστηκαν στην προφορά με τις λεγόμενες «νόθες» διφθόγγους,
δηλαδή με τα μακρά φωνήεντα /e:/ και /o:/ που προέκυψαν, όπως είδαμε πιο πάνω,
από συναιρέσεις και αντεκτάσεις.

Γ. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ:
Από τα τέλη της Αρχαϊκής Εποχής είχε διαμορφωθεί η εξής κατάσταση:
Μακρά /e:/ και /o:/, προερχόμενα:
(α) Από συναιρέσεις, π.χ. /phile:te/ , /no:s/ , /geno:s/ , /philo:men/
Από αντεκτάσεις, π.χ. /the:s/ , /dido:sa/
Αυτά τα /e:/ και /o:/ αποδίδονταν στη γραφή από την αρχή μέχρι τα τέλη του 5ου
π.Χ. αι. με τα <Ε> και <Ο>.
(β) Από μονοφθογγισμό γνήσιων παλαιών διφθόγγων /ei/ και /ou/ σε /e:/ και /o:/
αντίστοιχα. Οι δίφθογγοι αυτές αποδόθηκαν στη γραφή αρχικά, όπως είναι
αναμενόμενο, με τα <ΕΙ> και <ΟΥ> αντίστοιχα, εξακολούθησαν όμως να
αποδίδονται κατά τον ίδιο τρόπο και ύστερα από τον μονοφθογγισμό τους (μέχρι
σήμερα).

Έχουμε δηλαδή αρχικά διαφορετική προφορά και διαφορετική γραφή. Με το


μονοφθογγισμό των γνησίων διφθόγγων από τα τέλη της Αρχαϊκής Εποχής η
προφορά των (α) και (β) ταυτίζεται, η γραφή τους παραμένει όμως μέχρι τα τέλη του
5ου π.Χ. αι. διαφορετική παραπέμποντας στη διαφορετική τους προέλευση.

Από τον 4ο π.Χ. αι. και με την καθιέρωση στην Αθήνα του ιωνικού αλφαβήτου,
αρχίζει να υιοθετείται πλέον κοινή γραφή και για τα δύο, και έτσι αυτά τα μακρά /e:/
και /o:/ άρχισαν να δηλώνονται στη γραφή συμβατικά με τα <ΕΙ> και <ΟΥ>,
ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους (δηλ. από συναιρέσεις-αντεκτάσεις ή
μονοφθογγισμό παλαιών γνήσιων διφθόγγων). Η γραφή αυτή χρησιμοποιείται μέχρι
σήμερα:
ΠΕΙΘΩ, ΕΙΜΙ, ΤΕΙΧΟΣ, ΛΕΙΠΩ : ΦΙΛΕΙΤΕ, ΕΥΓΕΝΕΙΣ, ΕΙΣ, ΘΕΙΣ, ΕΙΜΙ
ΟΥΚ, ΒΟΥΣ, ΟΥΣ, ΣΠΟΥΔΗ : ΝΟΥΣ, ΜΕΙΖΟΥΣ, ΓΕΝΟΥΣ, ΦΙΛΟΥΜΕΝ, -ΟΥΣ,
ΔΙΔΟΥΣΑ

Ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι τα αυτά τα μακρά ē και ō
δεν δηλώθηκαν -ύστερα από την καθιέρωση του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα
στα τέλη του 5ου π.Χ. αι.- με τα γράμματα <Η> και <Ω>, τα οποία επίσης δήλωναν
μακρά ē και ō. Ο λόγος είναι ότι τα ē και ō που προέκυψαν από συναιρέσεις-
αντεκτάσεις (βλ. παρπάνω) και μονοφθογγισμό των «γνήσιων» διφθόγγων /ei/ και
/ou/ διέφεραν στην προφορά από τα ē και ō που δηλώνονταν με τα <Η> και <Ω>.
Θεωρούμε μάλιστα ότι τα ē και ō, που προέκυψαν από συναιρέσεις-αντεκτάσεις και
μονοφθογγισμό των «γνήσιων» διφθόγγων /ei/ και /ou/ και δηλώθηκαν τελικά με τα
<ΕΙ> και <ΟΥ>, ήταν πιο κλειστά στην προφορά. Τα ē και ō που δηλώθηκαν τελικά
με τα γράμματα <Η> και <Ω> ήταν πιο ανοιχτά, περίπου όπως τα νεοελληνικά /e/
και /o/ (μακρά βεβαίως!). Mε φωνητικά σύμβολα δηλαδή / ε: / και / : / . Μάλιστα τα
κλειστά μακρά φωνήεντα και τα ανοιχτά μακρά φωνήεντα είχαν το status
ξεχωριστών φωνημάτων, αφού διέκριναν σημασίες, π.χ. οριστική φιλεῖτε (με μακρό
κλειστό e) αλλά υποτακτική φιλῆτε (με μακρό ανοιχτό e), οριστική δηλοῦμεν (με
μακρό κλειστό ο), αλλά υποτακτική δηλῶμεν (με μακρό ανοιχτό ο).
Έτσι στην αττική διάλεκτο αρκετά νωρίς διαμορφώθηκε η εξής κατάσταση στο χώρο
των μεσαίου ύψους φωνηέντων:
Τέσσερα μακρά φωνηεντικά φωνήματα (και οι τρόποι απόδοσής τους από τα τέλη
του 5ου π.Χ. αι.):
/e:/ (<ΕΙ>) /o:/ (<ΟΥ>)

/ε:/ (<Η>) /:/ (<Ω>)

Συμβολισμός:
Στην παλαιότερη κυρίως βιβλιογραφία τα κλειστά ē και ō (<ΕΙ>, <ΟΥ>)
συμβολίζονται φωνητικά μερικές φορές με μία πρόσθετη τελεία (στιγμή) κάτω από
το e ή το ο, ενώ τα ανοιχτά ē και ō (<Η>, <Ω>) συμβολίζονται με ένα πρόσθετο
διακριτικό σημείο, που μοιάζει με την ψιλή, κάτω από το e ή το ο. Απαραίτητη
φυσικά είναι η παρουσία του σημείου της μακρότητας πάνω από το e ή το o. Στο
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο χρησιμοποιούνται τα σύμβολα που βλέπετε
παραπάνω.

Προσοχή: Τα αποτελέσματα των συναιρέσεων και αντεκτάσεων δεν είναι σε όλες


τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους τα ίδια. Σε πολλές από αυτές οι συναιρέσεις και
αντεκτάσεις δίνουν μακρά ανοιχτά φωνήεντα (και όχι κλειστά, όπως στην αττική
διάλεκτο), τα οποία μετά την καθιέρωση του ιωνικού αλφαβήτου δηλώθηκαν φυσικά
με τα γράμματα Η και Ω. Έτσι, για παράδειγμα, σε κείμενο μη αττικής (και γενικά μη
ιωνικής) διαλέκτου ένας τύπος φιλῆτε μπορεί να είναι και τύπος οριστικής έγκλισης,
εφόσον στη διάλεκτο του κειμένου το αποτέλεσμα της συναίρεσης από αρχικό *φιλέ-
ετε είναι όχι -όπως συνέβη στην αττική διάλεκτο- μακρό κλειστό φωνήεν, αλλά ένα
μακρό ανοιχτό φωνήεν, το οποίο φυσικά δηλώνεται με το γράμμα Η. Ομοίως, σε μη
ιωνικές διαλέκτους η κατάληξη της αιτιατικής πληθυντικού των δευτεροκλίτων
αρσενικών, μπορεί να είναι –ως (π.χ. τώς θεώς), εφόσον το αποτέλεσμα της
αντέκτασης από αρχική κατάληξη –ονς είναι όχι -όπως συνέβη στην αττική διάλεκτο-
ένα μακρό κλειστό ο, αλλά ένα μακρό ανοιχτό ο, το οποίο δηλώθηκε φυσικά με το
γράμμα Ω. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί π.χ. η διδοῦσα να εμφανιστεί σε διαλέκτους
ως διδῶσα ή ο θείς ως θής κ.λπ., με το αποτέλεσμα της αντέκτασης να είναι ένα
μακρό ανοιχτό φωνήεν και όχι κλειστό, όπως στην αττική διάλεκτο.

You might also like