Professional Documents
Culture Documents
Η ενδυμασία στην Καππαδοκία
Η ενδυμασία στην Καππαδοκία
ΚΡΗΝΙΔΕΣ 2012-2013
1
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
2
ΟΜΑΔΑ Δ΄
1. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
2. ΓΑΖΕΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
3. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
4. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
5. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ ΚΛΗΜΗΣ
ΕΠΟΠΤΕΙΑ
ΓΚΟΥΜΑ ΟΛΓΑ
3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Πρόλογος.............................................................................................
.............5
Εισαγωγή……………………………………………………………………………..
6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Γυναίκα και
ένδυμα…………………………………………………………………7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Φορεσιές της
Καππαδοκίας………………………………………………………...9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Γυναικεία
ενδυμασία……………………………………………………………….17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Επίλογος..............................................................................................
...........33
ΒΙβλιογραφία.......................................................................................
............34
Παράρτημα………………………………………………………………………….
36
4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
5
Επίσης η ενδυμασία δεν επηρεαζόταν αποκλειστικά και μόνο από τις
καιρικές συνθήκες που κατά τόπους επικρατούσαν, αλλά και από
διάφορες άλλες περιστάσεις, όπως για παράδειγμα ο γάμος, οι
διάφορες γιορτές κ.α.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
6
Η ενδυμασία ανά τους αιώνες παρέχει ασφάλεια, προστασία και
μαρτυρεί ισχύ, πλούτο, αντίληψη, μα και νοοτροπία. Επιπλέον, τις
περισσότερες φορές, όφειλε να ανταποκρίνεται και σε λειτουργίες
άσχετες προς τις καθαυτό πρακτικές ανάγκες της γυναίκας.
Έτσι λοιπόν όπως κάθε έκφραση λαϊκής δημιουργίας, είναι είδος
χρηστικό και σαν τέτοιο γεννιέται, ζει και εξελίσσεται, με βάση τις
πρακτικές ανάγκες που ίσως πρέπει να καλύψει. Επί πλέον η εξέλιξη
του πολιτισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου διαμορφώθηκε ο
τύπος και η χρήση, καθόρισε και τις εξελίξεις της ενδυμασίας –
φορεσιάς, ανάλογα με το χαρακτήρα και το ρυθμό που ταιριάζει σε
κάθε κοινωνία. Με τους ιερούς άγραφους νόμους, τα ήθη και τα
έθιμα, να είναι προσδιοριστικά και δεσμευτικά για την αισθητική
έκφραση.
Δηλαδή, πολύ απλά, το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον όχι μόνο
καθορίζει, αλλά και δεσμεύει. Τέλος η αισθητική αντίληψη της
ομάδας, δίδει τη κλίμακα εξέλιξης μέσα στην οποία κινείται το
άτομο – γυναίκα, ενώ η έμφυτη τάση της για διακόσμηση, δίδει την
ιδιαίτερη έκφραση, λάμψη που τη χαρακτηρίζει.
Οι ενδυματολογικές συνήθειες των χριστιανών κατοίκων της
Καππαδοκίας ήταν ένα κράμα- αποτέλεσμα πολλών παραγόντων που
είχαν σχέση με τις κλιματολογικές συνθήκες, του συγχρωτισμού με
το μουσουλμανικό στοιχείο, αλλά και τις αρχέγονες παραδόσεις. Σε
τέτοιο μάλιστα σημείο, που τουλάχιστον έως και το τέλος του 19ου
αιώνα, ήταν περίπου όμοιες μεταξύ των δυο μεγάλων κοινωνικών-
θρησκευτικών ομάδων, με απειροελάχιστες διαφορές, μεταξύ των
οποίων ήταν το φέσι και η απαγόρευση χρησιμοποίησης του
σαρικιού από πλευράς χριστιανών.
Μόνο κατά το τέλος του αιώνα και τις αρχές του 20ου άρχισαν να
εισάγονται δειλά-δειλά κάποιοι νεωτερισμοί, από πλευράς κυρίως
των οικονομικών μεταναστών. Αυτοί ζώντας στις μεγαλουπόλεις
7
της επικράτειας έβλεπαν τις νέες συνθήκες ζωής και σε τούτο τον
τομέα και φρόντιζαν να τον οικειοποιηθούν, αλλά και να τον
μεταφέρουν στους δικούς τους. Βεβαίως το κύμα των αντιδράσεων
ήταν μεγάλο.
Από τον ειρωνικό τρόπο αντιμετώπισής τους αρχικά, τις φωνές
μετά, έως και τις απαγορεύσεις με επιτίμια από πλευράς των
ιθυνόντων θρησκευτικών μα και πολιτικών αρχών, για «το
ξερίζωμα της φυλής από τους Φράγκους».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
8
Δύσκολα η έρευνα καταλήγει σε ένα γενικό τύπο ενδυμασίας στην
Καππαδοκία ως το 1924, εξαιτίας της πολυμορφίας και της
διαφοροποίησης των επιμέρους ενδυμάτων ανά περιφέρεια. Ο
κυρίαρχος δομικός ενδυματολογικός τύπος, διαφοροποιούμενος
κατά περίπτωση μορφικά, με ποσοτικό και ποιοτικό εμπλουτισμό ή
απλούστευση, βάσει μαρτυριών και εικονογραφικών τεκμηρίων από
την Ανακού, την Καρβάλη, το Μιστί, την Αξό, το Τσαρικλί, τα
Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) και τη Σινασό, είναι ο ακόλουθος:
1. Φαρδύ βαμβακερό εσώρουχο ως τους αστραγάλους, με
μακρύ κεντρικό τμήμα. Η καθημερινή φορεσιά υφαντή στον
αργαλειό, είναι συνήθως ακόσμητη, ενώ η γιορτινή έχει κεντητό ή
επίρραπτο κάτω μέρος (βρατσί, πατσάι στο Μιστί, τσιντιάνι
και σαλβάρι σε Τσαρικλί και Νίγδη).
2. Μακρυμάνικο ένδυμα ως τους αστραγάλους, ελαφρώς
τραπεζιόσχημο. Φτιαχνόταν συνήθως από ύφασμα του αργαλειού
(μετ’, ιμάτ’).
3. Αμάνικο εφαρμοστό ένδυμα ως τη μέση που κουμπώνει
μπροστά. Φτιαχνόταν από τσόχα και βαμβάκι, με απλό κέντημα
(ουσλούτς).
4. Ποδήρες ένδυμα, στενό στο πάνω τμήμα, κλειστό μπροστά,
άραφο στα πλάγια από τη μέση και κάτω. Τα καθημερινά φορέματα
φτιάχνονταν συνήθως από ριγωτό ύφασμα που αγοραζόταν από τη
Νεάπολη, τη Νίγδη ή το Προκόπι, ενώ τα γιορτινά ή νυφικά από
υφάσματα πολίτικα ή εισαγόμενα από τη Συρία (σειτερjί, εντερί,
γομάσ’ – ονομασία ακριβού υφάσματος και συνεκδοχικά ονομασία
του ενδύματος).
5. Μακρύ και σταυρωτό, κατεξοχήν επίσημο γυναικείο
ένδυμα, έκρυβε τελείως τα ενδύματα που φοριούνταν κάτω από
αυτό. Ραβόταν και κεντιόταν από τεχνίτες με ιδιαίτερη τεχνική
(τσόχα ή τσοχά ή τσογά).
6. Ελαφρύς εξωτερικός κοντός επενδύτης, που φοριόταν πάνω
από το φόρεμα, με ή χωρίς μανίκια (σάλτα, κιρλίκ στην Ανακού
μετά το 1880, ζουμπούνα, εσλίτσι σερεφλού, αμαζόνα με στενές
9
πιέτες στο πίσω μέρος, σελίκ για τις ηλικιωμένες, λιbαdέ,
ζιμπούνα / βαμβακούλα, στη Σινασό).
7. Μακριά ορθογώνια ποδιά, με χρηστικό χαρακτήρα,
κάλυπτε το μπροστινό τμήμα της φορεσιάς. Η επίσημη τσόχα
συνοδευόταν από τιζλίκα με ταιριαστό κεντητό διάκοσμο. Έδενε
στη μέση με κορδόνια που κατέληγαν σε φούντες, τα ράμμαντα
(τιζλίκα σε Κάρβαλη και Μιστί, ιγκιλίκ στην Ανακού, πεσκίρ στη
Σινασό).
8. Απαραίτητο μετά τα δώδεκα χρόνια ήταν το ζωνάρι, που
φοριόταν είτε πάνω από την τιζλίκα (Τσαρικλί, Αξό, Μιστί), είτε
έσφιγγε κατευθείαν το φόρεμα ή την τσόχα (Νίγδη, Καρβάλη). Τα
απλά καθημερινά ζωνάρια φτιάχνονταν από υφαντό του αργαλειού,
ενώ τα επίσημα από εισαγόμενο ύφασμα (κεμέρ, λαχούρι).
Το χειμώνα φορούσαν επιπλέον ενδύματα, όπως το μπαμπουκλού,
ένα γιλέκο με βαμβακερή επένδυση πάνω από το πουκάμισο, ή το
κουτούκ, ένα μακρύ επενδύτη μεταξύ φορέματος και τσόχας στην
Καρβάλη.
Το κεφάλι κάλυπταν με μαντίλι (γεμενί, γιασμά, τιβάχ, κιβράχ, με
χάντρες περιμετρικά) ανοιχτόχρωμο οι νέες, σκουρόχρωμο οι
ηλικιωμένες. Σε ολόκληρη την Καππαδοκία υπάρχουν περίτεχνοι και
ογκώδεις γαμήλιοι κεφαλόδεσμοι, συχνά αρχαΐζοντες (τερλίτσι στο
Μιστί, τσάφκα στην Αξό, τάκα ή ταχιά στην Ανακού, τακέ στα
Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) σε σχήμα φεσιού, κάσσαπα στη Σινασό). Τα
μαλλιά τα είχαν σε μεγάλη υπόληψη («πολύ έχισκάν τα σην
υπόλεψη»). Η πιο συνηθισμένη γυναικεία καππαδοκική κόμμωση
ήταν οι πλεξίις, τέσσερις για τα κορίτσια και τις νέες γυναίκες, δύο
για τις ηλικιωμένες. Σε επίσημες περιστάσεις και σε περιοχές, όπως
το Γκέλβερι, η Σινασός, η Ανακού, τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε), οι
πλεξούδες έφταναν ως και τις σαράντα. Στις μεγαλύτερες πόλεις,
όπως η Σινασός, η Τελμησσός, η Ανακού, υπήρχαν ειδικές
τεχνίτρες, οι εριτζüδες, για το πλέξιμο των μαλλιών. Άλλοτε το
ρόλο αυτό αναλάμβαναν φίλες μεταξύ τους, ενώ στο γάμο η νονά
της κοπέλας ή η συντέξα, γυναίκα που οι γονείς της νύφης της
είχαν βαφτίσει τα παιδιά. Αφού χώριζαν τα μαλλιά στη μέση, τα
έκαναν πλεξιδάκια, τα λεγόμενα φιτίλια. Στις απολήξεις τους
στερέωναν φλουριά (σατσ-αλτινί) και κατόπιν περνούσαν ανάμεσά
τους τσόχινο κορδόνι με ραμμένα φλουριά και χάντρες, έτσι που τα
φιτίλια να ενώνονται μεταξύ τους κάτω από το μέσο του μήκους
τους.
Η ανδρική ενδυμασία εντάσσεται σε πιο σταθερό τύπο που
απαντούσε στην ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας. Ειδικότερα,
πέρα από διαφοροποιήσεις κυρίως στα υφάσματα λόγω της τοπικής
οικοτεχνίας και των επαγγελματικών ιδιαιτεροτήτων, η ανδρική
ενδυμασία ως τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούνταν από:
Εσώρουχο (βρατσίε).
Πουκάμισο (μέτ’, ιμάτ’).
10
Παντελόνι (σαλβάρ, κιατιπιγές, πιο φαρδύ από παντελόνι και
πιο στενό από σαλβάρι, που φοριόταν στη μεταβατική φάση
της ανδρικής ενδυμασίας, τέλη 19ου αιώνα).
Γιλέκο (ισλίτς).
Ζωνάρι (κεμέρ και σιλαχλούλ).
Σακκάκι (σάλτα).
Επενδύτη: γούνα, κάπα, γιαμψί (<τουρκ. yamps?), ριχτό,
αμάνικο, με επένδυση φλόκων εξωτερικά πάνω από ένα
στρώμα κετσέ. Συνηθιζόταν σε ρωσικούς πληθυσμούς και
κάποτε τον δανείζονταν και οι Μιστιώτες που ταξίδευαν σε
αυτές τις περιοχές.
Στις γαμήλιες και γιορτινές φορεσιές χρησιμοποιούνταν
κοσμήματα, κυρίως φλουριά. Το στήθος ανδρών και γυναικών
κοσμούσαν σειρές από νομίσματα ραμμένα σε τσόχα (γκιζντανούχι
σε Νίγδη και Μιστί) ή περασμένων σε αλυσίδα (γκιλντίν), ενώ το
ζωνάρι των γυναικών έκλεινε με περίτεχνη πόρπη
(μπασκουσαγούδια).
Οι ανάγκες για υπόδεση καλύπτονταν από την τοπική παραγωγή
τσαρουχιών ή με κάλτσες (μπεέρτσια στο Τσαρικλί, σαπούχια σε
Τσαρικλί και Μιστί, ποδόρτια στη Σινασό, τσουράπια) που έπλεκαν
οι γυναίκες. Μόνο μέσα στο 19ο αιώνα γενικεύτηκε η χρήση των
πατίν καλόσ’, πιθανότατα κατά μουσουλμανική επίδραση. Γιορτινά
παπούτσια ήταν οι δερμάτινες κοντούρες ή τα καλίκια, που
κατασκεύαζαν οι υποδηματοποιοί στα μεγάλα εμπορικά κέντρα.
11
Για παράδειγμα, οι νιόνυφες στο χορό του Αγίου Βασιλείου
φορούσαν ανοιχτόχρωμα και πλουμισμένα μαντίλια, τα τιβάχ, ενώ
οι από χρόνια παντρεμένες απλούστερα.
Το χαρακτηριστικότερο ίσως στοιχείο της εμφάνισης της
παντρεμένης Καππαδόκισσας, πέρα από αυστηρά εθιμικά πλαίσια,
όπως αυτά του γάμου, ήταν η κάλυψη ολόκληρης της κεφαλής, έτσι
που φαινόταν μόνο μια μικρή περιοχή γύρω από τα μάτια. Στο γάμο,
η κάλυψη του προσώπου της νύφης από πέπλο πυκνά υφασμένο, που
στερεωνόταν στον κεφαλόδεσμο και έφτανε κάποτε ως τα γόνατα,
δικαιολογείται με βάση δεισιδαιμονικές πίστεις που ήθελαν τη νύφη
πομπό αλλά και δέκτη βασκανίας. Στην Καππαδοκία, η γυναίκα μετά
το γάμο, άρα συχνά πριν από τα δεκαοκτώ της χρόνια,
υποχρεωνόταν να φέρει κεφαλοκάλυμμα χαμηλά στο μέτωπο και να
το δένει πίσω στον αυχένα, σταυρώνοντάς το γύρω από το λαιμό
και σκεπάζοντας μύτη και στόμα. Μια τέτοια ενδυματολογική
επιλογή ήταν δηλωτική της κοινωνικής θέσης της γυναίκας στην
Καππαδοκία. Το πατριαρχικό σύστημα εγκατάστασης ενίσχυε την
υποτέλεια της γυναίκας στα άρρενα μέλη της οικογένειας, με τα
οποία δεν επιτρεπόταν να συντρώει, να συνομιλεί, να συνυπάρχει
ως αυτόνομη μονάδα.
Ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει μέσα από μαρτυρίες είναι η
«εξαγορά της νύφης» .Η οικογένεια του γαμπρού έδινε ένα ποσό
στην οικογένεια της νύφης δεδομένου ότι στερούσε την τελευταία
από την εργατική δύναμη της νύφης. Η συμφωνία εθιμοτυπικά
σφραγιζόταν με την προσφορά από την πλευρά του γαμπρού ενός
λεπτού, μονόχρωμου ή κλαρωτού μαντιλιού, του γιασμά(χ) ή
γεμενιού, που φορούσαν ως καθημερινό κεφαλόδεσμο σε όλη την
Καππαδοκία. Συνεκδοχικά οι ονομασίες των μαντιλιών έφτασαν να
σημαίνουν τη συνήθεια της εξαγοράς της νύφης .
Η δομή της ενδυμασίας προάσπιζε τη σεμνότητα, πρωτεύουσα
γυναικεία αρετή στις παραδοσιακές κοινωνίες, που μεταφραζόταν
σε επιβεβλημένη σιωπή και χαμηλό βλέμμα: η τσόχα, ραδινή και
σχεδόν ακίνητη –λόγω κοψίματος, υφής των υφασμάτων, λιτής
διακόσμησης και σκούρων χρωμάτων–, επέτρεπε ανεπαίσθητες
κινήσεις τόσο στους κυκλικούς όσο και στους αντικριστούς χορούς.
Ο κοινωνικός ρόλος του ενδύματος ως «συλλογικού θεσμού»
αναβαθμίζεται σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Στο γάμο η γυναίκα
φορούσε οπωσδήποτε την τσοχά, που καθιερώθηκε αρχικά στα
κέντρα της Καππαδοκίας και κατόπιν γενικεύτηκε ως επίσημο
ένδυμα και στις φτωχότερες περιφέρειες. Στο πένθος, άνδρες και
γυναίκες έβγαζαν τα διακοσμημένα ενδύματα και για καιρό
φορούσαν τα ίδια εξωτερικά ρούχα, πρακτική την τήρηση της
οποίας ήλεγχε η ίδια η κοινότητα. Παρά την οικονομική δυσπραγία,
τα γιορτινά ρούχα δεν έπρεπε να λείπουν από κανένα νοικοκυριό.
Έτσι σχεδόν όλες οι γυναίκες διέθεταν παραπάνω από μια τσοχά.
Για να τηρηθούν όλα «όπως ορίζονταν» ενεργοποιούνταν,
ενδεχομένως ασυναίσθητα, συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής
αλληλεγγύης. Έτσι, αν κάποια Μιστιώτισσα δεν μπορούσε να
αγοράσει έτοιμη τσοχά ή ύφασμα από τη Νεάπολη (Νέβσεχιρ), το
12
Προκόπι (Ουργκιούπ) ή την Πόλη, δανειζόταν από συντοπίτισσά της,
όσο και αν κάτι τέτοιο δεν την τιμούσε ιδιαιτέρως. Κάποτε η
εκκλησία διέθετε τον κόκκινο τελετουργικό μανδύα του γάμου,
επιτρέποντάς μας, τηρουμένων των αναλογιών, να χαρακτηρίσουμε
το ένδυμα οιονεί κοινοτικό, αφού δεν υπάρχει μαρτυρημένη
ενοικίαση. Κάποιες φορές το γαμήλιο πέπλο, το αl, δωριζόταν από
τη νύφη στην εκκλησία του χωριού, που συχνά το ενοικίαζε σε
άλλες νύφες που δεν είχαν.
Η σχέση των Καππαδοκών με τα ενδύματά τους ήταν τέτοια που
ενισχύει την άποψη όσων θεωρούν ότι τα ενδύματα
αντιπροσωπεύουν μέρη του σώματος που καλύπτουν. Έτσι έχει
παρατηρηθεί ότι χριστιανοί κατά περιπτώσεις αφιέρωναν ή έταζαν
ενδύματα σε εκκλησίες, οι οποίες με τη σειρά τους τα έβγαζαν σε
δημοπρασία, για να καλύψουν εκκλησιαστικές ανάγκες.
13
στα αστικά κέντρα της ΝΑ Μικράς Ασίας ή της Πόλης. Οι γυναίκες
κατασκεύαζαν πια ενδύματα με αυτά τα υλικά ή ενσωμάτωναν νέα
ενδύματα στα παλαιά.
Η επικοινωνία των Καππαδόκων με τα αστικά κέντρα είχε άμεσες
συνέπειες στην εξέλιξη και του ανδρικού ενδύματος, που
επηρεάστηκε από τον κυρίαρχο πληθυσμό κάθε τόπου. Έτσι, όσοι
σχετίζονταν με βορειοανατολικές επαρχίες υιοθέτησαν ρωσικά
ενδυματολογικά στοιχεία, οι Αξενοί που ασχολούνταν με το
εσωτερικό εμπόριο γίνονταν οι κατεξοχήν φορείς του τουρκικού
πολιτισμού, στο ένδυμα και στη γλώσσα, ενώ όσοι έφταναν ως την
Πόλη ήταν οι πρώτοι που φορούσαν «φράγκικα».
Από το 1870 και εξής συντελέστηκε σειρά ενδυματολογικών
διαφοροποιήσεων και στο γυναικείο ένδυμα. Τα καταστήματα από
όπου εύκολα προμηθεύονταν υλικά, όπως κλωστές, βελόνια, μα
κάποτε και υφάσματα και έτοιμα ενδύματα, τα παζάρια της Νίγδης
και της Νεάπολης οι πραγματευτές και η επιστροφή των εμπόρων
άμβλυναν τα αυστηρά ήθη. Ήδη από το 1850 η κάλυψη του
προσώπου της νύφης στη Νεάπολη απέκτησε τελετουργικό
χαρακτήρα, απαλλαγμένη από την κοινωνική σήμανση που έφερε το
18ο αιώνα. Το 1870 άρχισε μια σταδιακή απλούστευση του αρχικού
τύπου: στην Αξό τότε παρουσιάστηκε μια τάση εκμοντερνισμού.
Στην Ανακού φορέθηκε το πρώτο κοινό φουστάνι. Όμως μόνο μετά
το 1920 κυκλοφόρησαν ευρύτερα τα δυτικά ενδύματα.
14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Γυναικείες Ενδυμασίες
Περί ενδυμασίας
15
Άρθρον ε: Απαγορεύεται αυστηρώς το χρυσόν «σύρμα», το να
τίθεται εις τα «Κιογισνολούκια» και «προστέλας» και εις άλλα τινά
ενδύματα. Τούτο και προ πολλών ετών απηγορεύθη.
16
Τα της γυναικός λοιπόν:
-Το τουμάνι-«tuman»
(Σύλλατα)
ή «Κιομλέκι» (Προκόπι) ή «βρατσί» (Μιστί) ή πατσάϊα ή βρακί
ή βρακίν ή συντρόφι.
Άσπρο βαμβακερό σώβρακο (εσώρουχο) που έφτανε μέχρι το
γόνατο κεντημένο με δαντέλα τριγύρω.
-η βαμπακού ή κοτσούπα
Ειδικό γυναικείο χειμερινό κυρίως εσώρουχο, ντυμένο
εσωτερινά με μπόλικο βαμπάκι.
-η βρακοζώνα
Η ζώνη της βράκας.
-Το μετ’ ή πουκάμισο
Καμωμένο από απλό μονόχρωμο ύφασμα με μακριά μανίκια έφτανε
μέχρι και τον αστράγαλο.Το φορούσαν κατάσαρκα.
-Το ιμάτι
Άσπρο βαμβακερό, φαρδύ και μακρύ ένδυμα, που έφτανε μέχρι το
γόνατο.
-Χιρκάς
ή ζιπούνα-«zibin»
ή χουρχά-«hirka» ή κιρλίκ-«kilik»
Το φορούσαν κυρίως πάνω από το κιομλέκι στη
βαρυχειμωνιά.Αποτελούνταν από μια στρώση βαμβακιού ραμμένη
ανάμεσα στο τσόχινο ύφασμα και τη φόδρα.
-Το ζιμπίνι ή ουσλούτς
Κοντό μάλλινο ιμάτιο που το φορούσαν δεύτερο κατά τη διάρκεια
του χειμώνα.
-Χηρχάδια ή χηρκάς ή πάμπουκλου
Σαν τη ζιπούνα με μάλλινο ύφασμα σκούρου χρώματος. Είχε γιακά
στενό και στητό. Τσέπες δεξιά-αριστερά, με
προορισμό να κρατά ζεστό το σώμα.
-Το Σαλβάρι-«salbar»
(φαρδύ παντελόνι)
Το γνωστό κυλινδροειδές τσουβάλι, χωρίς καβάλο, με δυο οπές
κάτω που σουρώνουν και δένουν πάνω ή κάτω από τους
αστράγαλους. Στη μέση έδενε με σούρα και βρακοζώνα. Τα
καλύτερα υφάσματα για την κατασκευή του ήταν το «τιμικάτο»
και το «κουμάς».
-Το εντερί ή ενταρί-«entari» ή σεϊτερί
Ρόμπα από σκούρο βαμμένο βαμβακερό ύφασμα που τη φορούσαν
πάνω από το ιμάτι και μέχρι το μέσον του σαλβαριού. Τούτο το
ένδυμα είχε δυο σχισίματα στα πλάγια μέχρι τη μέση και ήταν
αρκετά φαρδιά με τρία ή τέσσερα κουμπιά μπροστά.
Παρατήρηση:
Γενικά έχουν καταγραφεί οι παρακάτω παραλλαγές:
17
μπιλικά ντα εντεριέ
με κόκκινο και μπλε χρωματισμό.
τσιφτελούϊα εντεριέ
με μπλέ και άσπρο.
τα απλά με κόκκινο και άσπρο.
-Το ντολαμά- εντερί
Όπως το ανωτέρω περιγραφόμενο ένδυμα, όμως φτιαγμένο με
τσόχα καλής ποιότητας και στολισμένο περιμετρικά με τα
«καϊτάνια».
-Το εντερί γιαράσογλου
Με σταμπαρισμένες ρίγες…
-Η σάλτα-«salta»
Κοντό σακάκι που δεν κούμπωνε, στολισμένο με κεντήματα και
μπορντούρες.
-Σελίκ- «sellik»
Τσόχινο γελέκο κεντημένο. Κάλυπτε λαιμό, στήθος και έδενε στη
μέση.
18
-Η μπροστέλα ή ιγκιλίκ
Βαρύτιμο ένδυμα που φοριότανε στα πανηγύρια και τους γάμους.
Τσόχινη ποδιά που έδενε στη μέση με κορδονάκια. Σε μεγάλη
ποικιλία χρωμάτων και ανάλογη με την ηλικία της γυναίκας.
Δηλαδή απλές και σκούρες για τις ηλικιωμένες Συλλατινές και
πολύχρωμες, κεντητές, για τις νέες.
-Ο τσιπές- «cuppe»
Ποδήρες τσόχινο φόρεμα που έφερε βραχίονα στα παράφτερα,
λεπτοδουλεμένα με χρυσό γαϊτάνι ή ασημένιο μπρισίμι με πλούσια
κεντήματα.
-Ντιζλίκα ή τιζλίκα
Ποδιά την οποία φορούσαν πάνω από τον τζογά και είχαν διάφορες
ονομασίες ανάλογα με το είδος του υφάσματος, όπως:
τσογαϊόντας ντιζλίκα (κεντητή με διάφορα σχέδια)
φαντή ντιζλίκα (υφαντή στον αργαλειό)
η νταμάσου
η σατένια
η χατζιά
ποδιά, με άσπρο χασεδένο ύφασμα, με νταντέλα στις άκρες του
και κεντημένη με διάφορα σχέδια.
-Γούνα
Φυσικά για τους οικονομικά καλοστεκούμενους. Μακρύ παλτό από
τσόχα ή άλλο καλής ποιότητας μάλλινο ύφασμα, φοδραρισμένο
ολόκληρο με γούνα
αλεπούς ή άλλου ζώου.
-Φεσάκι
Φοριότανε με τις γιορτινές φορεσιές. Είχε μια πλούσια μακριά
χρυσή φούντα που κρεμόταν στον ώμο.
-Ο Γιασμάς-«yasmak» ή καλύπτρα προσώπου
Το μαντήλι της κεφαλής το οποίο φορούσαν απαραίτητα όλες οι
γυναίκες και το έδεναν μάλιστα με τρόπο περίτεχνο, αφού πρώτα
έβαζαν «τοκά» στα μαλλιά και ανασήκωναν την κορυφή. Για τις
οικονομικά ευκατάστατες ήταν αραχνοΰφαντο ύφασμα,
μπιμπιλωμένο με λουλουδάκια και μικρές πούλιες ολόγυρα, σκούρο
φυσικά για τις γυναίκες και ανοιχτόχρωμο για
τα κορίτσια. Τούτο το μαντήλι κάλυπτε όλο το μέτωπο, το λαιμό
και τους ώμους της γυναίκας. Οι νέες το στόλιζαν με πούλιες.
-Το αλ
Λεπτό κόκκινο μαντίλι για τις νιόπαντρες κυράδες, που το
κατέβαζαν και σκέπαζαν το πρόσωπό τους σε ή με κάθε
αντρική συνάντηση.
19
-Ζώνη ή ταραμπουλούς
Με ζεντιφενέδες ή ασημένιες τόκες
- Το σάλι
Πολυτελέστατο τετράγωνο υφαντό ύφασμα, πάντοτε χρωματιστό,
με μεγάλα κρόσσια στις άκρες. Το σάλι, όπως και τον
γιαζμά, το φορούσαν διπλωμένο διαγώνια σε τρόπο που η μια γωνία
να πέφτει πίσω στη ράχη και οι άλλες δυο να περνούν σταυρωτά
κάτω από το σαγόνι και να δένονται στην κορυφή του κεφαλιού.
- Το ντουβάχ
Μάλλινο χρωματιστό κεφαλομάντηλο ενός τετραγωνικού μέτρου
για τις γριές.
-Κάλτσες γενικά
Δηλαδή: «μπουέρτσα», «ποδόρτ’», «ντολάχια», που τις έπλεκαν οι
κυράδες με τις τσίπρες
-Τα τερλίκια
Δηλαδή κοντές πλεγμένες με χοντρό νήμα κάλτσες για μέσα στο
σπίτι.
- Τα ναλίνια
Ξυλένια παπούτσια με στενό πέτσινο λουρί για να κρατιούνται στο
πόδι.
-Τα σηπτιρίκ
Ξώφτερνες πέτσινες παντούφλες
-Τα γαλότσια.
Παπούτσια με πατωσιά ξύλινη ή λαστιχένια για να μη μπαίνει η
υγρασία στα πόδια.
- Τα καλίκια
Μισοπάπουτσο ανοιχτό στο πίσω μέρος
-Γαλτσήνια.
Κάλτσα πλεχτή, με λαιμό ή χωρίς λαιμό, που τη φορούσαν επάνω
στην κάλτσα και έμπαινε στο υπόδημα για να κρατά ζεστό το πόδι.
-Σορόφτ’- σορόφτια
Για τις εύπορες κυρίες. Χειρόκτια (γάντια) φτιαγμένα στις
βιοτεχνίες των αστικών κέντρων και φερμένα ως δώρα από τους
οικονομικούς μετανάστες, συζύγους, αρραβωνιαστικούς, αδελφούς.
Βεβαίως η γυναικεία περιβολή, εκτός από τις βαρύτιμες φορεσιές,
πάντοτε συμπληρώνονταν και με λοιπά στολίδια, που, εκτός από τη
σχετική ομορφιά, προσέδιδαν και μια δυναμική στην κάτοχο
τέτοιων αντικειμένων. Στολίδια απλά, έως και περίτεχνα, που
στόλιζαν λαιμούς και κεφαλή γυναικών και κοριτσιών.
Χρυσός, άφθονος χρυσός, μα και ασήμι, Χρυσές λίρες, πεντόλιρα,
κρεμίτσια (αυστριακά), Ναπολεόνια, κοκοράκια, μονά ή δυο-δυο,
σειρές ολάκερες.
Έχουμε λοιπόν:
20
Σκουλαρίκια ή κουπέδια: Γνωστά από αρχαιοτάτων χρόνων, που
τα φορούσαν με τη γνωστή διαδικασία. Τρυπούσαν λοιπόν τον λοβό
των μικρών κοριτσιών για να περάσουν, στο αρχικό στάδιο, ένα
μικρό αγκίστρι μ ’ένα φλουρί ή άλλο χρυσό αντικείμενο που το
λέγανε «κουπέ».
Παρατήρηση
21
Και κάτι για την ιδιαίτερή μας πατρίδα, συγγραφική αδεία, από τα
χειρόγραφα- κείμενα του λογίου Πέτρου Καρφόπουλου που
γεννήθηκε, έζησε, εργάσθηκε ως δάσκαλος εκεί.«…Αι δε
Μαλακοπήτισσαι γυναίκες έφερον τας μεν καθημερινάς ημέρας
εντερί εκ βαμβακωτού υφάσματος ποικιλόχρωμου με ψιλόν στρώμα
βάμβακος έσωθεν της φόδρας, περιστήθιον (κοσλίκα) εξαρτώμενον
εκ του τραχήλου, ποδιάν (τιζλίκα) από της οσφύος μέχρι
αστραγάλου και ζώνην, έξωθεν δε κοντόν επενδύτην (φέρμενε) εκ
τσόχας πεποικιλμένον κατά περιφέρειαν δια μεταξωτής
επεξεργασίας. Επί δε της κεφαλής κρήδεμνον (φακιόλι) λεγόμενον
γιασμά, γεμενί ή σαλ, καλύπτον την κεφαλήν πλην του προσώπου
και κατερχόμενον εκατέρωθεν των παρειών προς τον λαιμόν,
περιστρεφόμενων έπειτα των άκρων αντιθέτως προς την κορυφήν
και προσδενομένων δι’ απλής θηλειάς.
22
Εις την κεφαλήν φακιόλια με δαντελλωτά κοσμήματα (μπιμπίλα) εκ
μετάξης ή σίρματος. Εις την βάσιν του λαιμού έφερον ως κόσμημα
περιδέραιον αργυρούν ή επίχρυσον (γερταννήκ) με φλωρία
ανηρτημένα από των άκρων, και άλυσιν ανηρτημένην από των
ώμων εις πολλάς σειράς με πολλά μεγάλα και μικρά φλωρία και
σταυρόν χρυσούν. Φλωρία έφερον και εις το μέτωπον ερραμμένα
επί τεμαχίου τσόχας (καγιμά) προσδενομένου όπισθεν της κεφαλής.
Την δε κόμην είχον ερριμμένην επί ράχεως εις πολλάς πλεξίδας
(φιτίλια) συνενουμένας δι’ αργυράς αλύσεως ή μεταξίνης ταινίας
φερούσης κατά μήκος αργυρά κέρματα και φλωρία (σατσλήκ). Εις
τα ώτα έφερον ενώτια (κουπέδια) εκ φλωρίων, εις δε τους
βραχίονας βραχιόλια (βλεχέρια) εξ αργυρού επεξειργασμένου και
εις τους δακτύλους πολλά δακτυλίδια χρυσά, αργυρά ή και κοινά»
Γενικές παρατηρήσεις
23
-Φυσικά όλα ετούτα με την πάροδο των ετών και τη φράγκικη
εισβολή αντικαταστάθηκαν από: το κλασικό φουστάνι (το σαλβάρι),
το σακάκι (η σάλτα), τα μεσάτα, με στενά μανίκια και τους
κλειστούς γιακάδες ενδύματα,Το πότε ακριβώς είναι μάλλον
δύσκολο να προσδιορισθεί. Ούτε φυσικά και η έκταση του
φαινομένου. Απλά μερικές βιβλιογραφικές αναφορές κάνουν λόγο
για το δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα. Ο Θ. Κωστάκης, για
πράδειγμα, γράφει πως, «…ύστερα από εισήγηση του Μητροπολίτη
Ικονίου Αθανασίου και με απόφαση του χωριού, (Ανακού), της 7 ης
Σεπτεμβίου 1892 οι γυναίκες μπορούσαν από την εποχή εκείνη να
φορούν κοινά φουστάνια…»και λίγο παρακάτω πως, «…οι νέες
γυναίκες δεν είχαν κρατήσει τίποτα από την παλιά φορεσιά. Μόνο
στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής ντύνονταν τις παλιές φορεσιές και
χορεύανε. Οι ηλικιωμένες όμως κράτησαν το παλιό ντύσιμο ως την
Ανταλλαγή, πολλές μάλιστα το κράτησαν για πολύν καιρό και στην
Ελλάδα».
24
άφινον τα άκρα μέχρι τινός ανοιχτά (αιώνιο θηλυκό!!!, ώστε κατά
το βάδισμα εφαίνοντο οι μηροί, διο και φαινομηρίδες εκαλούντο.»
25
Στις ενδυματολογικές συνήθειες των κυριών, τότε, ήταν και η
αμπεχόνη ή αμπεχόνιον, όπως δηλαδή και το ανδρικό ρούχο, η
«κυπασσίς», δηλαδή μικρό ρούχο-ύφασμα, που το κούμπωναν
μπροστά και ο «πέπλος», είδος μάλλον πολυτελείας από καλό και
λεπτό ύφασμα, που φοριόταν ολόσωμος.
26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
27
στητό γιακά, η ανδρική όμως γούνα ήταν μακριά ,μέχρι κάτω από
τα γόνατα.
Στο κεφάλι οι άνδρες, σχεδόν υποχρεωτικά, φορούσαν το φέσι,
(φες’) από βυσινί τσόχα , και από την κορυφή του κρεμόταν η
φουντωτή μαύρη φούντα, το πουσκούλ. Στο λαιμό έβαζαν το σάλι,
(σαλ’), ένα είδος κασκόλ.
Στο σώμα ,κατάσαρκα, είχαν το πουκάμισο, από πάνω του είχαν το
γιλέκο, μετά τη ζακέττα και τέλος τη γούνα (το γουνί), που είχε τη
γούνα στο εσωτερικό μέρος.
Στη μέση είχαν το ζωνάρι και στο εσωτερικό είχαν τα σαλβάρια
(βράκες),δεμένα χαμηλά στους αστραγάλους.
Στα πόδια είχαν τα γαλτσίνια, τις κουντούρες , τα γεμενιά, τις
γαλότσες, ή τα «πολίτικα» λάστιχα για τις βροχές. Τα γαλτσίνια
των ανδρών είχαν λαιμό μέχρι ψηλά τα γόνατα.
Τα ευρωπαϊκά ρούχα ήλθαν πολύ νωρίς στη Σινασό και τα έλεγαν
«τσατάλες», από τα δύο παντζάκια του παντελονιού. Επίσης,
φορούσαν το γιλέκο, το ζακέτο (σακάκι), το παλτεσού και το
σουρτούκο ή παλτό.
Για την παιδική φορεσιά, δεν υπάρχουν, σχεδόν , καθόλου στοιχεία,
εκτός από το ότι φορούσαν τα «χηράδια», που ήταν μάλλινη σκούρα
ζιπούνα, σαν παλτό, με στενό και στητό γιακά, που κούμπωνε, με
τσέπες δεξιά και αριστερά. Στα πόδια φορούσαν και τα παιδιά
γαλτσίνια, δερμάτινα παπούτσια, με καρφιά όμως.
28
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
29
Α΄ ΒΙΒΛΙΑ
Β΄ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
el.wikipedia.org
www.kappadokes.gr
www.misti.gr
wikimapia.org.
www.ethnos.gr
lithoksou.net
www.google.gr/εικόνες
30
wikipedia.org
www.farassiotis.gr
www.ellinwn.paradosi.com
www.kapadokiko.blogspot.com
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
31
32
33
34