Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 2

Ε. Χ.

Γονατάς, Η κρύπτη, Αθήνα 1959 [επιλογή]

Είχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνου στα δέντρα για να βλέπωνται τα πουλιά

***

Αδιαφορούσα για τα λουλούδια – κείνες τις αδηφάγες μολόχες – που χάσκανε τα


στόματά τους και γαυγίζαν στο πέρασμά μου. Δεν τους έδινα ποτέ το δάχτυλό μου να
το δαγκώσουν.
***

Στη σκηνή σβήσαν τα φώτα. Η αίθουσα άδειασε. Ένα κερί πετάει από κάθισμα σε
κάθισμα.
***

Αυτό το παραγιομισμένο μπαούλο, όσο και να πέφτω πάνω του βαρύς, δεν
καταφέρνω να το κλείσω. Ένα κομμάτι κίτρινο ύφασμα περισσεύει ολόγυρα, μια
μέλισσα πιασμένη απ’ το ποδάρι σβουρίζει, ένα λουλούδι μου γνέφει απ’ την
κλειδαριά∙ ξεχνιέμαι και του μιλάω ώρες.
***

Ο αγέρας ζώνει ολούθε το καμπαναριό∙ μέσα του είναι κλεισμένο ένα μικρό πράσινο
ελάτι που προσεύχεται αναμαλλιασμένο κι αλμυρό.
***

Ο σκαντζόχερος

Πάνω στο λόφο, ένας σκαντζόχερος μπαίνει και βγαίνει σε μια τεράστια άδεια
γλάστρα. Είναι πολύ μεγάλη για το σώμα του η τετράγωνη γλάστρα, όμως αυτός
επιμένει πως κάποτε θα καταφέρει να τη γεμίσει χωρίς τη βοήθεια κανενού.
«Με τα χρόνια μεγαλώνω, μεγαλώνω και κάθε φορά τη γεμίζω και λίγο
περισσότερο» σκέφτεται. «Τότε θα ξεκουραστώ, σα θα ‘ρθει η μέρα που θα βουλώσω
με το κορμί μου κάθε της γωνιά».
Και ξακολουθεί να μπαινοβγαίνει στη γλάστρα.
Ποτέ δεν παίρνει είδηση απ’ ό,τι γίνεται γύρω του. Όχι πως είναι αδιάφορος.
Είναι μονάχα αφοσιωμένος στο σκοπό του. Έπειτα είναι και κωφάλαλος.
Κάποτε όμως με τα χρόνια θα τη γεμίσει τη γλάστρα του, ακόμα κι αν
χρειαστεί ν’ αλλάξει σχήμα και να γίνει τετράγωνος.

Το είδωλο

Υπάρχει ένα κατάμαυρο μεταξωτό πουλί, μ’ ένα μοναδικό χρυσό φτερό στην ουρά
του.
Όταν προβάλλει η αυγή, κίτρινη, μετανοιωμένη στα περιβόλια πίσω απ’ τις
μουσμουλιές ή όταν αρχίζει το σούρουπο ν’ απλώνει τις γαλαζοκόκκινες σκιές του
στις άπατες λαγκαδιές, τότε το πουλί, που φωλιάζει στις πέτρες των έρημων λιβαδιών,

1
βγαίνει απ’ την τρύπα του, ξεχύνεται στο δάσος με τα κουδούνια – το χνούδι του
ζαλίζει τα λουλούδια. Είναι το φόβητρο των μυημένων κυνηγών. Στη μουσική των
φτερών του υποχωρούν τα βήματά τους.
Δε φεύγει ποτέ μπροστά στον κίνδυνο, δεν αφήνει ποτέ τη θέση του, δεν
κρύβεται ποτέ απ’ τα μάτια των εχτρών του ταξιδεύοντας τυλιγμένο σ’ ένα πράσινο
φύλλο, όπως κάνουν όλα τ’ άλλα πουλιά
Μετριούνται στα δάχτυλα οι κυνηγοί που μπορούνε να παινευτούν ότι το
είδαν δυο-τρεις φορές ολάκερη τη ζωή τους. Αλλά ούτε ένας ταριχευτής σπάνιων
πουλιών δεν καυχήθηκε ως τα σήμερα πως πλούτισε μ’ αυτό τη συλλογή του.
Αλλοίμονο σ’ εκείνον που χωρίς να ξέρει συναπαντιέται οπλισμένος, για
πρώτη φορά μαζί του. Τον προσκαλεί να πλησιάσει με τη σοβαρή χάρη του
χρωματισμού του, με την ανείπωτη γλύκα της φωνής του, με τις ρυθμικές κινήσεις
του χρυσού φτερού του. Ο κυνηγός ανυποψίαστος φτάνει κοντά, σημαδεύοντας
πάντα με υψωμένη την καραμπίνα κατά πάνω του και το δάχτυλο σταθερό στη
σκαντάλη.
Τη στιγμή που είναι έτοιμος πια να τραβήξει, βλέπει με φρίκη, στο κλαδί, στο
βράχο ή στην πεζούλα του ξεροπήγαδου, το ίδιο κατάμαυρο πουλί να τον κοιτάζει,
αυτή τη φορά μ’ ένα αλλιώτικο βλέμμα.
Πού τα ξέρει αυτά τα μάτια; Πού τά ’χει ξαναδεί αυτά τα μαλλιά; Πού τα
θυμάται αυτά τα πολύ γνώριμα χαραχτηριστικά που είναι αντικρύ του;
Όχι δεν κάνει λάθος.
Στο μαύρο κορμί του πουλιού, στη θέση του κεφαλιού του, βρίσκεται τώρα
κολλημένο το μικροσκοπικό ομοίωμα της δικιάς του κεφαλής. Είναι το δικό του
πρόσωπο που, σαν μέσα από αναποδογυρισμένο κιάλι που μικραίνει τα πράματα,
σημαδεύει στο κλαδί, στο βράχο ή στην πεζούλα του ξεροπήγαδου.
Ποιος θα τολμήσει να ρίξει το βόλι πάνω στο είδωλό του την ώρα που πάει να
χτυπήσει ένα πουλί;

You might also like