Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 92

Ελληνο-Αγγλικό Γλωσσάριο Φιλοσοφικών Όρων

Richard McKirahan, Pomona College


© 2015
Α

α ποστεριόρι a posteriori
α πριόρι a priori
αγαθό good (n.)
αγαθός: μη εγγενές αγαθό nonintrinsic good
αγαθός: ύψιστο αγαθό summum bonum
αγκύλη bracket
αγνότητα purity
αγνωσιαρχία agnosticism
αγνωστικισμός agnosticism
άγνωστος unknown
άγραφος πίνακας tabula rasa
αγχομένος anxious
άγχος anxiety
αγωνία anxiety
άδειος empty
αδιάκριτος: ταυτότητα των αδιακρίτων identity of indiscernibles
αδιαλλαξία intolerance
αδιαμφισβήτητο indubitability
αδιαμφισβήτητος indubitable
αδιαφάνεια opacity
αδιαφάνεια: αναφορική αδιαφάνεια referential opacity
αδιαφανής opaque
αδιαφορία indifference
αδιαφοριστικός adiaphoristic
αδιάφορος indifferent
αδιάφορος: θεολογικά αδιάφορος adiaphoristic
αδιάψευστος infallible
αδράνεια inertia
αδυναμία powerlessness
αδυναμία διόρθωσης incorrigibility
αδυναμία της βούλησης weakness of will
αδύνατος: απαγωγή εις το αδύνατον reductio ad impossible
αδύνατος: απαγωγή στο αδύνατον reductio ad impossible
αδυνατότητα διόρθωσης incorrigibility
αέναος perpetual
αθέμιτος illicit
αθροίζω aggregate
άθροισμα sum, summation
αθροιστικός aggregate, cumulative
αιδώς shame
αίρεση choice, heresy
αισθάνεσθαι sensing
αίσθημα feeling, percept, sensation, sentiment
αισθηματοκρατία sensationalism
αίσθηση sensation, sense, sensing
αίσθηση χρέους obligation
αίσθηση: εσωτερική αίσθηση inner sense
αίσθηση: ηθική αίσθηση moral sense
αισθησιακός sensual
αισθησιακότητα sensuality
αισθησιαρχία sensationalism, sensualism
αισθησιασμός sensuality
αισθησιοκρατία sensationalism, sensualism
αισθησιοκρατικός sensualistic
αισθητά sensibilia
αισθητηριακή πρόσληψη percept
αισθητηριακός sense, sensing, sensory, sensuous
αισθητηριακά δεδομένα sense data
αισθητηριακή εμπειρία sense experience
αισθητηριακή εντύπωση sense impression
αισθητηριακό δεδομένο sense datum
αισθητηριακός: θεωρία αισθητηριακών δεδομένωνsense datum theory
αισθητήριο sensorium
αισθητήριος sensory
αισθητήριο όργανο sense organ
αισθητής aesthete
αισθητική aesthetics
αισθητικός aesthetic
αισθητικότητα sensibility
αισθητισμός aestheticism
αισθητό percept, perceptible (n.), sensum
αισθητός perceptible (adj.), sensible
αισθητότητα sensibility
αισιοδοξία optimism
αισχύνη shame
αίτημα postulate
αίτημα: θέτω ως αίτημα postulate
αιτία cause, etiology
αιτιακή σύνδεση causation
αιτιακός causal
αιτιατό causality
αίτιο cause
αίτιο: ποιητικό αίτιο efficient cause
αίτιο: τελικό αίτιο final cause
αιτιοκρατία determinism
αιτιολογία etiology
αιτιότητα causation, causality
αιτιώδης causal
αιτιώδης-αιτιακή επενέργεια causation
αιώνιος eternal
αιωνιότητα eternity, perpetuity
ακαθόριστος indefinite, indeterminate, undetermined
άκαμπτος rigid, rigidified
άκαμπτος καταδηλωτής rigid designator
ακαμψία rigidity
ακέραιος with integrity
ακεραιότητα integrity
ακίνητος immutable, motionless
ακολουθία sequence
ακολουθία κανόνων rule following
ακολουθιακός sequential
ακόλουθο consequence
ακόλουθος consequent, successor
ακόρεστος unsaturated
ακοσμισμός acosmism
ακούσιος involuntary
ακραίος extreme
ακρασία akrasia, incontinence
ακρίβεια accuracy, precision
ακριβής accurate, exact, precise, proximate
ακριβής δομή fine structure
ακριβοδικία fairness
άκρος extreme
άκυρος invalid
ακυρότητα invalidity
ακυρώνω invalidate
ακυρώσιμος defeasible
ακυρωσιμότητα defeasibility
αλάθητο infallibility
αλάθητος infallible
αλάνθαστο infallibility
αλάνθαστος faultless, infallible
αλγόριθμος algorithm
αλήθεια truth
αληθεία: βαθμοί αληθείας degrees of truth
αλήθεια: πίνακας αληθείας truth table
αλήθεια: συνθήκη αληθείας truth condition
αλήθεια: τιμή αληθείας truth value
αληθειακή τροπικότητα alethic modality
αληθειακός veridical
αληθής true
αληθινός actual, true
αληθοκατηγόρημα truth predicate
αληθόμοιος truthlike
αληθομοιότητα truthlikeness
αληθοπίνακας truth table
αληθοποιητής truth-maker
αληθοσυνάρτηση truth function
αληθοσυναρτησιακός truth functional
αληθοτιμή truth value
αληθοφάνεια verisimilitude
αλλαγή change
αλλάζω change
αλλάσσω change
αλληλεγγύη solidarity
αλληλεπίδραση interaction, reciprocity
αλληλεπίδραση: θεωρία της αλληλεπίδρασης interactionism
αλληλεπιδρώ interact
αλληλοδιαδοχή alternation
αλληλοεξαρτώμενος interdependent
αλλοιώνω change
αλλοτρίωση alienation
αλογία irrationality
άλογο irrationality
αλογοκρατία irrationalism
άλογος arational, irrational
αλτρουισμός altruism
αλυσίδα του είναι chain of being
αλυσίδα του όντος chain of being
αλυσιδωτός: αλυσιδωτό επιχείρημα chain argument
αμάρτημα sin
αμαρτία sin
αμερόληπτος fair, impartial, unbiased
αμεροληψία impartiality
άμεσος direct, immediate, proximal, proximate
άμεσος: γνώση εξ άμεσου γνωριμίας knowledge by acquaintance
αμεσότητα immediacy
αμεταβατότητα intransitivity
αμετάβλητος immutable, invariant
αμεταβλητότητα invariance
αμοιβαίος mutual, reciprocal
αμοιβαία ανταλλαξιμότητα interchangeability
αμοιβαία αποκλειόμενος mutually exclusive
αμοιβαιότητα mutualism, reciprocity
αμοιβή reward (n.)
αμφιβάλλω doubt
αμφιβολία amphiboly, doubt
αμφίβολος ambiguous
αμφίδρομη συνεπαγωγή biconditional
αμφίεση guise
αμφιλεγόμενος controversial
αμφιλογία amphiboly, equivocation
αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία one-to-one correspondence
αμφισβήτηση challenge
αμφισβητώ challenge, dispute, doubt
αμφισημαντότητα equivocation
αμφισημία ambiguity, equivocation, equivocity
αμφισημία εμβέλειας scope ambiguity
αμφίσημος ambiguous, equivocal
γράφω αμφίσημα equivocate
μιλώ αμφίσημα equivocate
αναγκάζω constrain
αναγκαιοκρατία necessitarianism
αναγκαιοποίηση necessitation
αναγκαίος necessary
αναγκαίος και επαρκής necessary and sufficient
αναγκαιότητα necessitation, necessity
ανάγκη need
αναγνώριση avowal
ανάγω reduce
αναγωγή reduction
αναγωγή: μικρο-αναγωγή micro-reduction
αναγωγικός reductive
αναγώγιμος reducible
αναγωγιμότητα reducibility
αναγωγισμός reductionism, reductionalism
αναγωγιστικός reductive
αναγώγος reducible
ανάγωγος: μη ανάγωγος irreducible
αναδιπλασιαστικός reduplicative
ανάδραση feedback, recursion, regress
αναδρομή: θεωρία αναδρομών recursion theory
αναδρομή: φαύλη αναδρομή vicious regress
αναδρομικός recursive
αναδρομικός: θεωρία αναδρομικών συναρτήσεων recursion theory
αναδρομικότητα: θεωρία αναδρομικότητας recursion theory
αναδύομαι emerge
αναδυόμενος emergent
ανάδυση emergence
αναδυτισμός emergentism
αναδυτιστικός emergent
αναθεώρηση revision
αναθεωρητισμός revisionism
αναθεωρώ revise
αναίρεση disproof
ανακατασκευή refutation
ανακλαστική ιδιότητα reflexivity
ανακλαστικός reflexive, reflective
ανακλαστικός: μη ανακλαστικός irreflexive
ανακλαστικότητα reflexivity
ανακλαστικότητα: μη ανακλαστικότητα irreflexivity
ανακόλουθος incoherent
ανακρίνω interrogate
αναλλοίωτο immutability, invariance
αναλλοίωτος immutable, invariant
αναλογία analogy, proportion, proportionality, ratio
αναλογικότητα proportionality
ανάλογος analogous
ανάλυση analysis, decomposition
αναλυτικός analytic, analytical
αναλυτικότητα analyticity
αναλύω analyse
ανάμνηση recollection
αναμορφωμένος reformed
αναμόρφωση reformation
αναμφίβολος indubitable
αναμφισβήτητος indubitable
αναπαράσταση representation
αναπαράσταση: νοητική αναπαράσταση mental representation
αναπαράσταση: σφαλερή αναπαράσταση misrepresentation
αναπαραστασιακός representative
αναπαραστατικός representational, representative
αναπαριστώ represent
αναπόσπαστος integral
αναρχισμός anarchism
ανασκευή refutation
ανασκόπηση retrospect, retrospection
αναστέλλω inhibit
αναστολή inhibition
αναστολή της απόφασης suspension of judgment
αναστολή της κρίσης suspension of judgment
αναστοχαστική ισορροπία reflective equilibrium
αναστοχαστικός reflective
αναστρέψιμος: μη αναστρέψιμος irreversible
αναστρεψιμότητα reversibility
αναστροφή inversion, transposition
ανασύνθεση redintegration
ανασχηματισμός reformation
ανατροφοδότηση feedback
αναφέρομαι refer
αναφερόμενος referring (adj.)
αναφέρω refer
αναφορά anaphora, designation, inscription,
reference, referring (n.)
αναφορά: αντικείμενο αναφοράς referent
αναφορά: περίοδος αναφοράς time reference
αναφορά: πλαίσιο αναφοράς context
αναφορά: σύστημα αναφοράς frame of reference
αναφορική αδιαφάνεια referential opacity
αναφορική έκφραση referring expression
αναφορικός referential, referring (adj.), relative
αναφορικός όρος referring term
αναφορικότητα anaphorism
ανδρεία courage
ανδρείος courageous
ανείπωτος ineffable
ανεκπλήρωτος unfulfilled
ανεκτικότητα: έλλειψη ανεκτικότητας intolerance
ανέκφραστος ineffable
ανέλιξη process
ανεξαρτησία independence
ανεξαρτησία από κάθε όρο unconditionality
ανεξάρτητος independent
ανεξιχνίαστο inscrutability
ανεξιχνίαστος inscrutable
ανεπαρκής insufficient
ανεπίδεκτο διόρθωσης incorrigibility
ανερμήνευτος uninterpreted
άνεση leisure
ανεστραμμένος inverted
άνευ: εκ των ων ουκ άνευ sine qua non
ανθίσταμαι oppose
ανθρωπάκι homuncular
ανθρωπάκος homuncular
ανθρωπάριο homunculus
ανθρωπιά humanity
ανθρώπινη φύση humanity
ανθρώπινος human, humane
ανθρωπισμός humanism, humanity
ανθρωπιστικός humane
ανθρωπομορφισμός anthropomorphism
άνθρωπος human
ανθρωπότητα humanity
ανιδιοτέλεια disinterestedness
ανισότητα inequality
ανιχνεύσιμο: μη ανιχνεύσιμο inscrutability
ανν (εάν και μόνο εάν) iff (if and only if)
ανοησία nonsense
ανοιχτή σύσταση open texture
ανοιχτή υφή open texture
ανορθολογικός arational, irrational
άνορθολογικότητα irrationality
ανορθολογισμός irrationalism
ανορθόλογος irrational
ανοσογνωσία anosognosia
ανταλλαγή interchange
ανταλλαξιμότητα: αμοιβαία ανταλλαξιμότητα interchangeability
ανταμείβω reward (v.)
ανταμοιβή reward (n.)
αντανακλαστικός reflective
αντανακλώ reflect
ανταπόδοση reciprocity, retribution
ανταποκρίνομαι correspond
ανταπόκριση: ερέθισμα-ανταπόκριση stimulus-response
ανταποκρίσιμος responsive
ανταποκριτικός responsive
αντεστραμμένος inverted
αντιανακλαστικός irreflexive
αντιγεγονική συνεπαγωγή counterfactual implication
αντιγεγονικός counterfactual
αντιγεγονικός υποθετικός λόγος counterfactual conditional
αντιγνωμία controversy
αντίδραση reaction, response
αντιδρομή controversion
αντιδρώ respond
αντίθεση contrast, obverse, opposition
αντίθετα contraries
αντιθετικός adversative, contrapositive
αντιθετοαναστροφή contraposition
αντιθετοανάστροφο contrapositive (n.)
αντίθετος contrary, opposite
αντικαθιστώ replace
αντικατάσταση interchange, substitution
αντικατάσταση replacement
αντικαταστασιμότητα substitutability
αντικειμενικός objective
αντικειμενικότητα objectivity
αντικειμενισμός objectivism
αντικείμενο object
αντικείμενο αναφοράς referent
αντικρούω contradict
αντιλαμβάνομαι cognize
αντιληπτικό ερέθισμα percept
αντιληπτικός perceptive, perceptual
αντιληπτικότητα perceptiveness
αντιληπτός perceptible (adj.)
αντίληψη cognition, insight, perception
αντίληψη: εκτασιακή αντίληψη extensionality
αντιλογισμός antilogism
αντιμετάθεση contraposition, permutation, transposition
αντιμεταθετικός commutative
αντιμεταθετικότητα commutativity
αντινομία antinomy
αντινομισμός antinomianism
αντι-ολισμός anti-holism
αντιορθολογισμός irrationalism
αντι-ουσιοκρατία anti-essentialism
αντιπαραβάλλω contrast
αντιπαραβολή contrast, opposition
αντιπαράδειγμα counterexample, counterinstance
αντιπαράθεση opposition
αντιπραγματικός contrary to fact
αντι-πραγματιστής anti-factualist
αντιπροσωπευτικός representational, representative
αντιπρόσωπος representative
αντιρεαλισμός antirealism
αντιστοιχία correspondence
αντιστοιχία εν-πολλά one-many correspondence
αντιστοιχία πολλά-εν many-one correspondence
αντιστοιχία: αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία one-to-one correspondence
αντιστοιχία: έν προς έν αντιστοιχία one-to-one correspondence
αντίστοιχο counterpart
αντίστοιχος corresponding
αντίστοιχος σχετικός όρος correlate
αντιστοιχώ correspond
αντιστρέψιμος reversible
αντιστροφή conversion, inversion, reciprocity,
reversibility, reversion
αντίστροφο converse
αντίστροφο του αντιστρόφου contrapositive
αντίστροφος converse, inverse, reciprocal, reverse
αντισυμμετρικός antisymmetrical
άντιτίθεμαι εις oppose
αντιτίθεμαι σε/προς object
αντιυλισμός immaterialism
αντίφαση antiphasis, contradiction
αντίφαση: αρχή της μη αντίφασης principle of noncontradiction
αντίφαση: μη αντίφαση noncontradiction
αντιφατικός contradictory
αντωνυμικός pronominal
ανύπαρκτος nonexistent
ανυπαρξία non-existence
άνυσμα vector
άνω φράγμα upper bound
άνω φραγμός upper bound
ανωμαλία anomaly
ανώμαλος anomalous
ανώμαλος χαρακτήρας anomalism
αξία import, value
αξία value
αξιακά ουδέτερος value free
αξιακός value (adj.)
αξιοκράτης meritarian
αξιοκρατία meritocracy
αξιολόγηση evaluation, valuation
αξιολογική κρίση value judgment
αξιολογικός: μη αξιολογικός value free
αξιοματικοποιώ axiomatize
αξιοπιστία confidence, reliability
αξιοπιστοκρατία reliabilism
αξιοπιστοκρατία διαδικασιών process reliabilism
αξιόπιστος reliable
αξιοπρέπεια dignity
αξίωμα axiom, postulate
αξίωμα ζεύγους pairing axiom
αξιωματικοποίηση axiomatization
αξιωματικός axiomatic
αξιώνω stipulate
αξίωση claim (n.), presumption, stipulation
αόριστος indefinite, indeterminate, undefined
απάγω abduce
απαγωγή abduction
απαγωγή εις το αδύνατον reductio ad impossible
απαγωγή στο αδύνατον reductio ad impossible
απαγωγή: απαγωγή εις άτοπον reductio ad absurdum
απαισιοδοξία pessimism
απαισιόδοξος pessimistic
απαίτηση requirement
απαίτηση: έχω την απαίτηση require
απαιτώ require
απαλοιφή elimination
απάντηση response
απαντώ respond
απαραλλαξία indiscernibility
απαράλλαχτος immutable
απαρίθμηση enumeration
απαριθμώ enumerate
απαρχή origin
απάτη: αυταπάτη illusion
απείκασμα image
απεικονίζω image
απεικόνιση imagery
απειρία infinitude
άπειρο infinite, infinitude
απειροελάχιστος infinitesimal
απειροκρατικός infinitary
άπειρον infinity
άπειρος infinite
απειροστικός infinitesimal
απειροστός infinitesimal
απειρότητα infinity
απεισαγωγικός disquotational
απεισαγωγικότητα disquotationalism
απεισαγωγισμός disquotationalism
απελευθέρωση liberation
απεραντοσύνη infinitude
απλοποιημένος simplified
απλοποίηση simplification
απλός simple
απλότητα simplicity
απλούστευση simplification
απλώς simply
από κοινού δυνατόν compossible
αποβλεπτικός intentional
αποβλεπτικότητα intentionality
αποδεικνύω demonstrate, prove
αποδεικτικός apodeictic, demonstrative, evidential
απόδειξη demonstration, derivation, evidence, proof
απόδειξη: θεωρία απόδειξης proof theory
απόδειξη: πλάγια απόδειξη indirect proof
αποδειξιμότητα provability
αποδίδω ascribe, attribute
αποδόμηση deconstruction, deconstructionism
αποδομώ deconstruct
απόδοση apodosis, ascription, attribute, attribution,
performance
απόδοση πεποίθησης belief attribution
αποδοχή acceptance, avowal
αποθώ suppress
αποκάλυψη revelation
αποκλειστικός exclusive
αποκλείω exclude
αποκλείω: αμοιβαία αποκλειόμενος mutually exclusive
αποκλείω: αποκλειόμενος μέσος excluded middle
αποκλείω: αποκλειόμενος τρίτος excluded middle
αποκλείω: νόμος του αποκλειόμενου μέσου law of the excluded middle
αποκλείω: νόμος του αποκλειόμενου τρίτου law of the excluded middle, tertium non
datur
αποκλίνω diverge
αποκλίνων deviant, divergent
απόκλιση divergence, variation
αποκρίνομαι respond
απόκριση response
απόκριση: ερέθισμα-απόκριση stimulus-response
αποκρίσιμος decidable
αποκρίσιμος: μη αποκρίσιμος undecidable
αποκρισιμότητα decidability
αποκρισιμότητα: μη αποκρισιμότητα undecidability
απόκτηση acquisition
αποκτώ acquire
απολαμβάνω enjoy
απόλαυση enjoyment
απολυταρχία authoritarianism
απολυταρχικός authoritarian
απόλυτο absolute
απόλυτος absolute, cardinal
απομονώνω isolate
απομόνωση isolation
απομονωτισμός isolationism
αποξένωση alienation
απορρέω emanate
απορρέων descending
απόρρητος ineffable
απόρριψη του ντετερμινισμού indeterminism
απορροή emanation
απορροή: θεωρία της απορροής emanationism
απόρροια corollary, resultance
απορρόφηση absorption
απορροφώ absorb
απόσπαση detachment
απόσπασμα quotation
αποσπώ detach
απόσταση distance
αποσωματωμένος disembodied
αποτέλεσμα conclusion, effect, result
αποτελεσματικός effective
αποτελεσματικότητα effectiveness
αποτελώ παράδειγμα exemplify
αποτίμηση assessment, evaluation, valuation
αποτροπή inhibition
απότυπος token
αποτύπωση imprinting
απουσία σφάλματος faultlessness
απόφανση assertion, proposition
απόφανση: ενική απόφανση singular sentence
αποφαντικός λογισμός sentential calculus
απόφαση deciding, decision
απόφαση: αναστολή της απόφασης suspension of judgment
αποφασίζειν deciding
αποφασίζω decide
αποφασίσιμος decidable
αποφασίσιμος: μη αποφασίσιμος undecidable
αποφασισιμότητα decidability
αποφασισιμότητα: μη αποφασισιμότητα undecidability
απόφθεγμα maxim
αποχρονικοποιημένος detensed
αποχρών λόγος sufficient reason
άποψη assumption, opinion
άποψη: διαισθητική άποψη insight
απροσδιοριστία indeterminacy, indeterminism
απροσδιόριστος indefinable, indefinite, indeterminate,
undefined
απρόσιτος στη γνώση unknowable
απροϋπόθετο unconditionality
απτός tangible
απτότητα tangibility
απώθηση suppression
απώτερος remote
αραιός sparse
αρεταϊκή ηθική virtue ethics
αρετή virtue
αρετολογική ηθική virtue ethics
αρετολογικός virtue (adj.)
αρθρωμένος articulated
αρθρωμένος: μη αρθρωμένος unarticulated
αρθρωτότητα modularity
αρίθμηση enumeration
αριθμήσιμος countable, denumerable, enumerable
αριθμησιτότητα countability
αριθμητικοποίηση arithmetization
αριθμητό ουσιαστικό count noun
αριθμός: αριθμοί επιπέδου level-numbers
αριθμός: διατακτικός αριθμός ordinal number
αριθμός: περιορισμένος αριθμός limit number
αριθμός: πληθικός αριθμός cardinal number
αριθμός: πληθυντικός αριθμός plural
αρκούμαι satisfice
αρμονία harmony
αρμονικός harmonious
άρνηση denial, negation
άρνηση της ηγούμενης denying the antecedent
άρνηση: σύζευξη αρνήσεων joint denial
αρνούμαι deny
άρρητο ineffable
άρρητος ineffable, irrational
άρτια δομή fine structure
αρχέτυπο archetype
αρχή origin, principle
αρχή της μη αντίφασης principle of noncontradiction
αρχή της πραγματικότητας reality principle
αρχή: κανονιστική αρχή norm
αρχικός original, preliminary, primitive
ασάφεια vagueness
ασαφής ambiguous, vague
ασαφής λογική fuzzy logic
ασκητική ζωή asceticism
ασκητικός ascetic
ασκητισμός asceticism
ασκώ κριτική criticize
ασυλλογιστικός asyllogistic
ασύμβατος incompatible
ασυμβατότητα incompatibility
ασυμβίβαστος exclusive, inconsistent
ασυμμετρία asymmetry, incommensurability
ασυμμετρικός asymmetrical
ασύμμετρος asymmetric, incommensurable
ασυμπτωτικά εγγύς proximal
ασυμφωνία disagreement, dissonance
ασυναισθησία unconsciousness
ασυνάρτητος disjoint, incoherent
ασύνδετος disjoint
ασυνδύαστος uncombinable
ασυνειδησία unconsciousness
ασυνείδητος unconscious
ασυνεκτικός incoherent
ασυνεκτικότητα incoherence
ασυνέπεια inconsistency
ασυνεπής inconsistent
ασυνέχεια discontinuity
ασυνεχής discontinuous
άσχετος irrelevant
ασώματη φύση incorporeality
ασώματος disembodied, incorporeal
ασωματότητα incorporeality
ατέλεια defect
ατελής incomplete
ατομική θεωρία atomism
ατομική σταθερά individual constant
ατομικισμός individualism
ατομικός individual (adj.)
ατομικότητα individuality
ατομισμός atomism, individualism
άτομο individual, person
άτοπος: εις άτοπον απαγωγή reductio ad absurdum
άτρεπτος immutable
άτυπος informal
αυθαίρετος arbitrary
αυθεντία authority
αυθεντία: πρωτοπρόσωπη αυθεντία first person authority
αυθεντικός original, authentic
αυθεντικότητα authenticity, originality
αυθεντικότητα: πιστοποιώ την αυθεντικότητα authenticate
αυθορμησία spontaneity
αυθόρμητος spontaneous
αϋλοκρατία immaterialism
άϋλος immaterial, incorporeal
αύξηση increment
αύξων serial
αυστηρή συνεπαγωγή strict implication
αυστηρός rigid, rigorous, strict
αυστηρότητα rigor, strictness
αυταπάτη illusion
αυταρχικός authoritarian
αυταρχισμός authoritarianism
αυτενέργεια spontaneity
αυτεξούσιος autonomous
αυτό id
αυτο- self-
αυτονομία autonomy
αυτόνομος autonomous
αυτοπάθεια reflexivity
αυτοπαθής ως προς το δείγμα token reflexive
αυτοπαθητικότητα reflexivity
αυτοσχεδιάζω improvise
αυτοσχεδιασμός improvisation
αυτότητα haecceity, thisness
αφαίρεση abstraction
αφαιρώ abstract
αφασία aphasia
αφή touch
αφηρημένος abstract
αφορισμός maxim
άφραστος ineffable
αχρονικός tenseless
άχρονο παρόν timeless present
άχρονος tenseless, timeless
άψογος faultless
B

βαθιά γραμματική (δομή) deep grammar


βαθμίδα instant, rank (set theory)
βαθμιδωτός ordinal
βαθμός degree, order (n.), rank (set theory)
βαθμός: βαθμοί αληθείας degrees of truth
βαθμός: σε μέγιστο βαθμό maximal
βαθμωτός scalar
βάθος intension
βαθύνοια insight
βαρύτητα import
βάση base, basis
βασική δήλωση basic statement
βασικός basic, cardinal, fundamental
βασίλειο των σκοπών kingdom of ends
βάσιμος sound
βέβαιος certain
βεβαιότητα certainty
βεβαιώνω affirm, assert
βεβαίωση affirmation, assertion
βεβαιωσιμότητα assertability
βεβαιωτικός assertive, assertoric
βεληνεκές range, scope
βελτιοδοξία meliorism
βία force
βιοηθική bioethics
βιταλισμός vitalism
βιώνω experience
βιώσιμος viable
βιωσιμότητα viability
βολονταρισμός voluntarism
βολονταριστικός voluntaristic
βουβός dummy
βούληση volition, will
βούληση: αδυναμία της βούλησης weakness of will
βούληση: ελεύθερη βούληση free will
βουλησιαρχία voluntarism
βουλητικός: βουλητικό ενέργημα volition
Γ

γεγονικός factual
γεγονικότητα facticity
γεγονός event, fact
γεγονότα matters of fact
γεγονότα της πραγματικότητας matters of fact
γεγονότητα facticity
γεγονοτικός factual
γενετική genetics
γενετικός genetic
γενίκευση generalization
γενικεύω generalize
γενικός general
γενικότητα generality
γενναιοδωρία charity
γένος genus
γένος: εγγύτατο γένος proximum genus
γένος: πλησιέστερο γένος proximum genus
γεύση taste
γη: δίδυμη γη twin earth
γινόμενο product
γλώσσα language
γλώσσα: καθημερινή γλώσσα ordinary language
γλώσσα: κοινή γλώσσα ordinary language
γλώσσα: τυπική γλώσσα formal language
γλωσσικό παίγνιο language game
γλωσσικό παιχνίδι language game
γλωσσικός speech (adj.), linguistic
γνήσιος original
γνώμη maxim, opinion
γνωρίζω be acquainted, cognize, know
γνωρίζω ότι knowing that
γνωρίζω πώς knowing how
γνωριμία aquaintance
γνωριμία: γνώση εξ άμεσου γνωριμίας knowledge by acquaintance
γνωριμία: γνώση ἐχω γνωριμία be aquainted
γνωριμία: γνώση ἐχω εξοικείωση be aquainted
γνώρισμα trait, attribute, feature
γνώση cognition
γνώση: απρόσιτος στη γνώση unknowable
γνώση εξ άμεσου γνωριμίας knowledge by acquaintance
γνώση μέσω περιγραφής knowledge by description
γνώση: ύπαρξη έμφυτης γνώσης innatism
γνωσιακός cognitive
γνωσιαρχικός cognitivist
γνώσιμος knowable
γνώσιμος: μη γνώσιμος unknowable
γνωσιμότητα: μη γνωσιμότητα unknowability
γνωσιοθεωρία epistemology
γνωσιοκράτης cognitivist
γνωσιοκράτης: μη γνωσιοκράτης non-cognitivist
γνωσιοκρατία cognitivism
γνωσιοκρατία: μη γνωσιοκρατία noncognitivism
γνωσιοκρατικός cognitivist
γνωσιοκρατικός: μη γνωσιοκρατικός non-cognitivist
γνωσιολογία epistemology
γνωστικισμός gnosticism
γνωστικιστής gnostic
γνωστικιστικός gnostic
γνωστικός cognitive, gnostic
γνωστικές διεργασίες cognition
γνωστική επαφή acquaintance
γονιμοποιός seminal
γονιμότερος seminal
γούστο taste
γραμματική grammar
γραμματική: βαθιά γραμματική (δομή) deep grammar
γραμματική: επιφανειακή γραμματική surface grammar
γραμματικός: που έχει γραμματικό χρόνο tensed
γραμμή λειτουργίας Σέφφερ Sheffer stroke function
γραμμική διάταξη linear ordering
γραμμικός linear
γράφω αμφίσημα equivocate
γυμνό επιμέρους bare particular
γυμνό καθέκαστο bare particular
γωνία corner
Δ

δεδομένα: αισθητηριακά δεδομένα sense data


δεδομένα: θεωρία αισθητηριακών δεδομένων sense datum theory
δείγμα instance, sample, token
δείγμα πρότασης sentence token
δείγμα: αυτοπαθής ως προς το δείγμα token reflexive
δειγματισμός exemplification
δειγματοληπτικός sample
δειγματοληψία sampling
δειγματολογώ sample
δείκτης index, indicator
δείκτης προκείμενης premise indicator
δεικτική έκφραση indexical
δεικτικό demonstrative (n.), indexical
δεικτικός ostensive
δεικτικότητα indexicality
δείχνω demonstrate
δεξιότητα skill
δεοντικός deontic
δεοντοκρατία deontology
δεοντοκρατικός deontological
δεοντολογία deontology
δεοντολογικός deontological
δεοντολογισμός deontologism
δεσμευμένη μεταβλητή bound variable
δεσμευμένος bound
δέσμευση import
δεσμευτικός conditional
δέσμη cluster
δέσμη: θεωρία δέσμης bundle theory
δευτερεύων secondary
δευτεροβάθμιος second-order
δευτερογενής secondary
δεύτερος: δεύτερη πρόθεση second intention
δέχομαι consent
δηλώνω declare, denote, state
δήλωση declaration, indication, statement
δήλωση ταυτότητας identity statement
δήλωση υποκειμένου-κατηγορήματος subject-predicate statement
δήλωση: βασική δήλωση basic statement
δηλωτικός declarative, indicative, significant
δηλωτικός: μη δηλωτικός non-declarative
δημιουργία creation
δημιουργικός constructive, creative
δημιουργικότητα creativity
δημιουργισμός creationism
δημιουργός demiurge
δημιουργώ create
διαβαθμίσιμος scalar
διαβουλεύομαι deliberate
διαβούλευση deliberation
διαγιγνώσκω diagnose
διαγνωστικός diagnostic
διάγραμμα: κατασκευή διαγραμμάτων diagramming
διάγρμμα Venn Venn diagram
διαγώνιος: διαγώνια πρόταση diagonal proposition
διαδέχομαι succeed
διαδικασία procedure, process
διαδικασία: αξιοπιστοκρατία διαδικασιών process reliabilism
διάδοση dissemination
διαδοχή succession
διαδοχικός consecutive, sequential, successive
διάδοχος successor
διάδραση interaction
διάζευξη disjunction
διαζευτικός disjunctive
διάθεση attitude, mood
διαίρεση division
διαιρέτης consequent
διαιρετότητα divisibility
διαιρώ divide
διαισθάνομαι intuit, sense
διαίσθηση insight
διαισθητική άποψη insight
διάκειμαι ευμενώς sympathetic (be)
διακειμενικότητα intertextuality
διακείμενο intertext
διακεκριμένος discrete
διάκενο interval
διακλαδιζόμενος ramified
διακλαδισμένος ramified
διακλάδωση ramification
διακρίνω discriminate
διάκριση discrimination, distinction
διακρίσιμος: μη διακρίσιμος indiscernible
διακρίσιμος: ταυτότητα των μη διακρίσιμων identity of indiscernibles
διακρισιμότητα: μη διακρισιμότητα indiscernibility
διακριτός discrete, distinct
διακριτότητα discreteness, distinctness
διαλέγω choose
διαλεκτική dialectic
διαλεκτικός dialectical
διάλογος conversation, discourse
διαμάχη controversy
διαμφισβητώ controvert
διανεμημένος: μη διανεμημένος undistributed
διανεμητικός distributive
διανέμω distribute
διανοητικός intellectual, intelligible
διανοητός conceivable
διάνοια intellect, intelligence, understanding
διανοούμαι conceive
διανοούμενος intellectual
διάνυσμα vector (n.)
διάνυσμα: καταστατικό διάνυσμα state vector
διανυσματικός vector (adj.)
διανυσματικός: διανυσματικός χώρος vector space
διαπερατότητα transparency
διαπιστώνω constate
διαπίστωση constative
διαπιστωτικός constative
διάρκεια duration, persistence
διαρχία dualism
διασταλτικότητα expansiveness
διάσταση dimension, dimensionality
διάστημα interval
διαστολή dilation
διαστρέβλωση distortion
διαστρωματωμένος stratified
διαστρωμάτωση stratification
διαστρώνω stratify
διατακτικός ordinal
διατακτικός αριθμός ordinal number
διατακτικός: διατακτικά όμοιος ordinally similar
διάταξη order (n.), ordering
διάταξη: γραμμική διάταξη linear ordering
διατάσσω order (v.)
διατεταγμένο ζεύγος ordered pair
διατεταγμένος ordered
διατεταγμένος: καλώς διατεταγμένος well ordered
διατεταγμένος: μερικώς διατεταγμένος partially ordered
διατεταγμένος: πυκνά διατεταγμένος densely ordered
διατήρηση conservation
διαύγεια clarity
διαφάνεια transparency
διαφανής transparent
διαφορά difference
διαφορά: ειδοποιός διαφορά differentia, specific difference
διαφορίζω differentiate
διαφορικός differential
διαφόριση differentiation
διαφωνία disagreement
διαφωτισμένος enlightened
διαφωτισμός enlightenment
διαχωρίσιμος separable
διαχωρισμός disjunction, separation
διαψεύδω contradict, disprove
διάψευση falsification, refutation
διαψευσιμότητα falsifiability
δίδαγμα: ηθικό δίδαγμα moral (n.)
διδασκαλία instruction
διδασκαλία: ερμητική διδασκαλία hermeticism
διδαχή instruction
δίδυμη γη twin earth
διεθνισμός internationalism
διεξοδικός comprehensive
διεργασία process
διεργασία: γνωστικές διεργασίες cognition
διερεύνηση inquiry
διερμηνέας interpreter
διερμηνευμένος interpreted
διθέσιος binary
διιστάμενος divergent
δικαιικός judicial, juridical
δίκαιο: φυσικό δίκαιο natural law
δικαιολογημένος justified
δικαιολόγηση justification
δικαιολόγηση: συναγωγική δικαιολόγηση inferential justification
δικαιολογητικός justificational
δικαιολογώ justify
δίκαιος fair
δικαιοσύνη justice
δικαίωμα: φυσικό δικαίωμα natural right
δικαιώματα rights
δικαίωση justification
δικανικός judicial, juridical
δικαστικός judicative, judicial
δίλημμα dilemma
διμελής binary
δίνω παράδειγμα exemplify
διόραση insight
διορατικότητα insight
διορθώνω correct, rectify
διόρθωση correction, rectification
διόρθωση: αδυναμία διόρθωσης incorrigibility
διόρθωση: αδυνατότητα διόρθωσης incorrigibility
διόρθωση: ανεπίδεκτο διόρθωσης incorrigibility
διόρθωση: μη επιδεχόμενο διόρθωση incorrigibility
διόρθωση: μη επιδεχόμενος διόρθωση incorrigible
διορθωσιμότητα corrigibility
διορθωσιμότητα: μη διορθωσιμότητα incorrigibility
διπλός binary
διπλή συνεπαγωγή biconditional
δισθένεια bivalence
δισθενής bivalent
δίτιμη λογική two-valued logic
διυποκειμενικότητα intersubjectivity
διφορούμενο ambiguity
διφορούμενος ambiguous
διχοτομία dichotomy
δίψα thirst
δόγμα dogma
δογματισμός dogmatism
δοκητισμός docetism
δοκιμάζω experiment
δοκιμασία testing
δοκιμή testing
δομή structure
δομή: ακριβής δομή fine structure
δομή: άρτια δομή fine structure
δομή: βαθιά γραμματική δομή deep grammar
δομή: καλή δομή fine structure
δομή: λεπτή δομή fine structure
δομή: φραστική δομή phrase structure
δομικός structural
δομισμός structuralism
δόξα opinion
δοξαστικός doxastic
δράση action
δράση: ελάχιστη δράση least action
δρων agent
δρων νους agent intellect
δρων υποκείμενο agent
δυαδικός binary, dyadic
δυαδικότητα duality
δυϊσμός dualism
δυϊστής dualist
δυϊστικός dualist
δυνάμει potential
δύναμη force, power
δυναμική dynamics
δυναμικό potential (n.)
δυναμικός dynamic, dynamical, potential (adj.)
δύναμις potency
δυναμισμός dynamism
δυναμοσύνολο power set
δυνατός possible
δυνατός: από κοινού δυνατόν compossible
δυνατότητα possibility, potentiality
δυνατότητα εκμάθησης learnability
δυνατότητα ελέγχου testability
δυνατότητα κατανόησης intelligibility
δυνατότητα παραγωγής derivability
δυνατότητα πραγμάτωσης realizability
δυνατότητα τυποποίησης formalizability
δυνητικός potential
δυνητικότητα potentiality
δυσαναλογία disanalogy
δυσκολία difficulty
δύσκολος difficult
E

εαυτός self
εγγενής inherent, innate, internal
εγγράφω inscribe
εγγυημένος guaranteed, warranted
εγγύηση guarantee, warrant
εγγύς proximal
εγγύς: ασυμπτωτικά εγγύς proximal
εγγύτατο γένος proximum genus
εγγύτητα proximity
εγγυώμαι warrant
εγκαρσιότητα transversalilty
ἐγκιβωτισμένος nested
εγκιβωτισμός nesting
εγκλεισμός inclusion
έγκλιση mood
έγκλιση: ευκτική έγκλιση optative mood
έγκλιση: οριστική έγκλιση indicative mood
έγκυρος valid
εγκυρότητα legitimacy, validity
έγχρονος temporal, tensed
εγώ ego
εγώ κι εσύ I and thou
εγώ: σχέση εγώ-αυτό I-it relationship
εγωισμός egoism
εγωιστής egoist
εγωκεντρικός egocentric
εδάφιο section
εθιμικός customary
έθιμο custom
εθνοκεντρισμος ethnocentrism
ειδητικός formal
ειδητικός όρος kind term
ειδικός specific
ειδικός: ειδικότατο είδος infima species
ειδισμός speciesism
ειδολογικός sortal
ειδοποιός specific
ειδοποιός διαφορά differentia, specific difference
είδος form, idea, kind, species
είδος: ειδικότατο είδος infima species
είδος: κατώτατο είδος infima species
είδος: φυσικό είδος natural kind
είδωλο image, simulacrum
εικάζω conjecture (v.), speculate
εικασία conjecture (n.), speculation
εικόνα image
εικόνα: σχηματισμός εικόνων imagery
εικόνες imagery
εικονικός iconic
εικονοκλαστικός iconoclastic
εικονολογία imagery
εικοτολογία speculation
εικοτολογικός speculative
εικοτολογώ speculate
ειλικρίνεια sincerity
ειλικρινής sincere
ειμαρμένη fate
είναι being
είναι: αλυσίδα του είναι chain of being
είναι: μη είναι nonbeing
ειρηνισμός pacifism
ειρηνιστής pacifist
εισαγωγή input
εισαγωγικά quotation, quotation marks
εισαγωγικά: παραθέτω εισαγωγικά quote (v.)
είσοδος input
εισροή input
εκ περιτροπής alternate
εκ πρώτης όψεως prima facie
εκ των προτέρων a priori
εκ των υστέρων a posteriori
έκδηλος evident, occurrent
εκδήλωση manifestation
εκδήλωση: ταυτόχρονη εκδήλωση co-instantiation
εκδίκηση revenge
εκδικούμαι avenge
εκθετός exponible
εκλαμβάνω construe
εκλεκτικισμός eclecticism
εκλεκτικός eclectic
εκλεκτιστικός eclectic
εκλογίκευση rationalization
εκμηδενίζω eliminate
εκούσιος voluntary
εκπαίδευση instruction
εκπλήρωση fulfillment
εκπλήρωση επιθυμίας wish fulfillment
εκπλήρωση ευχής wish fulfillment
εκροή output
έκσταση ecstasy
εκστασιοκρατικός extensionalist
έκταση extension
έκταση: ιδίας εκτάσεως coextensive
εκτασιακή αντίληψη extensionality
εκτασιακός extensional, extensive
εκτασιακότητα extensionality,
εκτασιοκρατία extensionalism, extensionality
εκτείνω, εκτείνομαι extend
εκτέλεση performance
εκτελώ perform
εκτίμηση estimation, evaluation
εκτιμώ estimate, evaluate
εκφέρω utter
εκφορά utterance
έκφραση expression
έκφραση: αναφορική έκφραση referring expression
έκφραση: δεικτική έκφραση demonstrative (n.)
εκφραστικός expressive
εκφραστικότητα expressiveness
εκφώνημα utterance
εκφώνηση diction, utterance
εκφωνώ utter
ελάσσων όρος minor term
ελάσσων προκείμενη minor premise
ελάττωμα defect
ελάχιστη δράση least action
ελάχιστο άνω φράγμα least upper bound
ελάχιστος άνω φραγμός least upper bound
ελαχιστοποίηση minimalization
ελεγξιμότητα decidability, testability
έλεγχος refutation, testing
έλεγχος: δυνατότητα ελέγχου testability
ελεύθερη βούληση free will
ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής free occurrence of a variable
ελεύθερη μεταβλητή free variable
ελευθερία freedom, liberty
ελευθεριασμός libertarianism
ελευθέριες τέχνες liberal arts
ελευθεριοκρατία libertarianism
ελευθεροκρατία libertarianism
ελεύθερος από ποσοδείκτες quantifier free
ελεύθερος χρόνος leisure
έλλαμψη illumination
έλλειψη want
έλλειψη ανεκτικότητας intolerance
έλλειψη επίγνωσης unconsciousness
έλλειψη συνάφειας irrelevance
έλλειψη συνειδητότητας unconsciousness
έλλειψη συνοχής incoherence
ελλεκτικός illocutionary
εμβέλεια scope
εμβέλεια: αμφισημία εμβέλειας scope ambiguity
εμμένεια immanence
εμμενής immanent
έμμεσος implicit, indirect, oblique
έμμεσος: έμμεση συναγωγή mediate inference
εμμονή adherence, persistence
εμπειρία experience
εμπειρία: αισθητηριακή εμπειρία sense experience
εμπειριαρχία experientialism
εμπειρικός empirical
εμπειριοκριτικισμός empiriocriticism
εμπειριοκριτισμός empiriocriticism
εμπειρισμός empiricism
έμπνευση inspiration
εμπνέω inspire
εμποδίζω inhibit
εμφανής patent (adj.)
εμφανιζόμενος occurrent
εμφάνιση appearance, appearing, manifestation,
occurrence
εμφάνιση: ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής free occurrence of a variable
έμφυτο innateness
εμφυτοκρατία innatism, nativism
έμφυτος inherent, innate
έμφυτος: έμφυτη φύση innateness
έμφυτος: έμφυτος χαρακτήρας innateness
έμφυτος: ύπαρξη έμφυτης γνώσης innatism
εμφώλευση nesting
εν συνέπεια consequently
εν: αντιστοιχία εν-πολλά one-many correspondence
εν: αντιστοιχία πολλά-εν many-one correspondence
εναλλαγή alternation, commutation
εναλλακτικός alternate, alternative
εναλλάξ alternate (adj.)
εναλλαξιμότητα interchangeability
εναλλάσσομαι alternate
εναντιόμορφος enantiomorphic
εναντιωματικός adversative
εναντίωση opposition
ενάργεια clarity, clearness
ενάρετος virtuous
εναρτισμός impanation
ενατένιση contemplation
ενδεικτικός indicative
ένδειξη indication, sign
ένδειξη: ποσοδεικτική ένδειξη quantification
ενδεχομενικό contingent
ενδεχομενικότητα contingency
ενδεχόμενο contingency
ενδεχόμενος contingent
ενδιάθετος implicit
ενδιάμεσος intermediate, interval
ενδιαφέρον interest
ενδογενείς ιδιότητες intrinsics
ενδογενής: χρονικά ενδογενείς temporary intrinsics
ενδολεκτικό ενέργημα illocutionary act
ενδολεκτικός illocutionary
ενδοσκόπηση introspection
ενδοσκοπικός introspective
ενδοσκοπισμός introspectionism
ενδοστρέφεια introversion
ενεργεία actual
ενέργεια action, energy
ενέργεια: αυτενέργεια spontaneity
ενέργεια: κινητική ενέργεια kinetic energy
ενέργεια: σκόπιμη ενέργεια purposive act
ενεργειοκρατία actualism
ενέργημα: βουλητικό ενέργημα volition
ενέργημα: ενδολεκτικό ενέργημα illocutionary act
ενέργημα: λεκτικό ενέργημα speech act
ενέργημα: ομιλιακό ενέργημα speech act
ενεργητικισμός energeticism
ενεργητικός active, energetic
ενεργοποίηση activation
ενεργοποιώ activate
ενεργός active, actual
ενημερωτικός informative
ενθεϊσμός entheism
ένθεση nesting
ένθετη τροπικότητα nested modality
ενθύμημα enthymeme
ενθυμούμαι recollect
ενική απόφανση singular proposition
ενικός singular
ενικός όρος singular term
ενίσχυση support
ενναλάξ alternate
έννοια concept, sense
εννοιακός sense (adj.)
εννοιοκρατία conceptualism
εννοιολογικός conceptual
ενοθεϊσμός henotheism
ενολογία henology
ενολογικός henological
ενόραση insight, intuition
ενόραση: θεωρία της ενόρασης intuitionalism
ενορασιοκρατία intuitionalism, intuitionism
ενορατικός intuitive
ενόρμηση conation
ενορμικός conative
ενότητα unity
ενοχή guilt
ενόχληση harrassment
ένοχος guilty
έν-προς-έν αντιστοιχία one-to-one correspondence
ενσάρκωση embodiment
ένστικτο instinct
ενστικτώδης instinctive
ενσυναίσθηση empathy
ενσώματος corporeal
ενσωματωμένος integral
ενσωματώνω embody, integrate
ενσωμάτωση embodiment, integration, nesting
ένταξη inclusion
ένταση intension, intensity, stress
εντασιακή λογική intensional logic
εντελέχεια entelechy
εντολή prescription
εντροπία entropy
εντύπωση: αισθητηριακή εντύπωση sense impression
ενύπαρκτος integral
ενυπάρχω inhere
ένωση union
εξαγγέλλω enounce
εξαγγελτικός enunciative
εξαγνισμός purgation, purification
εξάγω export
εξαγωγή eduction, exportation
εξαίρεση exception
εξαλειπτικός eliminative
εξαλειπτισμός eliminativism
εξαλείφω eliminate
εξάλειψη eliminability, elimination
εξαναγκάζω constrain
εξαναγκασμένος forced
εξαναγκασμός forcing
εξαρτημένη μάθηση conditioning
εξαρτημένος dependent
εξάρτηση dependency
εξατομίκευση individuation
εξαϋλομένος disembodied
εξελικτικισμός evolutionism
εξελικτικός evolutionary
εξελικτισμός evolutionism
εξέλιξη evolution
εξελίσσομαι evolve
εξέταση testing
εξέταση: υποβάλλω σε εξέταση interrogate
εξήγηση explanation
εξηγητέο explanandum
εξηγητικός explanatory
εξηγούν explanans
εξηγώ explain
εξιδανίκευση idealization
εξισώνω equalize, equate
εξίσωση equation
εξισωτικός equational
εξισωτισμός egalitarianism
έξοδος output
εξοικείωση acquaintance
εξοικείωση: έχω εξοικείωση be acquainted
εξπρεσιονισμός expressionism
εξτερναλισμός externalism
εξτρεμισμός extremism
εξωγενής extrinsic
εξωλογικός alogical
εξωτερικός external, extrinsic
επαγόμενος derived
επαγωγή induction
επαγωγικός inductive
επαγωγισμός inductivism
επαίσχυντος shameful
επακολούθηση resultance
επακόλουθος concomitant, sequential
επακριβής accurate
επαλήθευση verification
επαληθεύσιμος verifiable
επαληθευσιμότητα verifiability
επαληθευσιοκρατία verificationism
επαληθευσιοκρατικός verificationist
επαληθεύω verify
επαναλαμβάνομαι recur
επαναλαμβανόμενος iterated
επαναλαμβάνω iterate
επαναληπτικός iterative
επανάληψη iteration, recurrence
επαναντίληψη apperception
επανάσταση revolution
επαναστατικός revolutionary
επανενσάρκωση reincarnation
επάνοδος recurrence
επάρκεια adequacy
επαρκής adequate, sufficient
επαρκής λόγος sufficient reason
επαρκής: αναγκαίος και επαρκής necessary and sufficient
επαφή connection, touch
επαφή: γνωστική επαφή acquaintance
επέκταση extension
επεκτατικότητα expansiveness
επενέργεια: αιτιώδης-αιτιακή επενέργεια causation
επεξεργασία processing
επεξήγηση explicature
επιβεβαιώνω confirm
επιβεβαίωση assertion, avowal, confirmation
επιβεβαίωση της επομένης affirming the consequent
επιβεβαιωτικός affirmative
επιβεβαιωτικός: επιβεβαιωτική πράξη affirmative action
επιβολή domination, imposition
επιβολή: μέθοδος επιβολής forcing
επιβράβευση reward (n.)
επιγένεση supervenience
επιγιγνόμενος supervenient
επίγνωση awareness
επίγνωση: έλλειψη επίγνωσης unconsciousness
επίγονος successor
επίγραμμα inscription
επιγραφή inscription
επιγραφικός inscriptional
επιδέχομαι: μη επιδεχόμενο διόρθωση incorrigibility
επιδέχομαι: μη επιδεχόμενος διόρθωση incorrigible
επιδοκιμασία approbation
επίδοση performance
επιείκεια equity
επιθυμία desire, want, wish
επιθυμία: εκπλήρωση επιθυμίας wish fulfillment
επιθυμώ desire, want
επικαλύπτων νόμος covering law
επικουρικότητα subsidiarity
επικρίνω censure
επίκριση stricture
επίκτητος acquired
επικυριαρχία predominance
επικυρώνω confirm
επικύρωση confirmation
επιλέγω choose
επιλογή choice, choosing (n.)
επιλογή: θεωρία της ορθολογικής επιλογής rational choice theory
επίλυση resolution, solution
επιλυσιμότητα solvability
επιλυσιμότητα: μη επιλυσιμότητα unsolvability
επίμαχος controversial
επιμερισμένος: μη επιμερισμένος undistributed
επιμερισμός distribution
επιμεριστικός distributive
επιμεριστικότητα distributivity, proportionality
επιμέρους individual, particular
επιμέρους: γυμνό επιμέρους bare particular
επιμέρους: σκέτο επιμέρους bare particular
επιμύθιο moral
επινοητικότητα ingenuity
επίπεδο level
επίπεδο: αριθμοί επιπέδου level-numbers
επίπεδο: θεωρία επιπέδων levels theory
επιπλήττω censure
επιπόλαιος superficial
επιπολαιότητα superficiality
επίπτωση consequence, ramification
επίρρημα adverb
επιρρηματικοποίηση adverbialism
επιρρηματικός adverbial
επιστήμη science
επιστήμη: νομική επιστήμη jurisprudence
επιστημικός epistemic
επιστημονικός scientific
επιστημονισμός scientism
επιστήμων scientist
επιστροφή recurrence
επισυνάπτω subjoin
επιταγή prescription
επιτακτικισμός prescriptivism
επιτακτικός prescriptive
επιτακτισμός prescriptivism
επιτέλεση performance
επιτελεστικός performative
επιτρεπτικός permissive
επιτρεπτός allowable, permissible
επιφαινομενισμός epiphenomenalism
επιφανειακή γραμματική surface grammar
επιφανειακός superficial
επιφανειακότητα superficialism
επιχείρημα argument
επιχείρημα: αλυσιδωτό επιχείρημα chain argument
επιχείρημα: ορθό επιχείρημα sound argument
επιχείρημα: παραγωγικό επιχείρημα deductive argument
επιχειρηματολογία argumentation
επιχειρηματολογία: πρακτική επιχειρηματολογία practical reasoning
επιχειρηματολογικός argumentative
εποικοδομητισμός constructivism
επόμενη consequent (n.)
επομένη: επιβεβαίωση της επομένης affirming the consequent
επόμενο consequent (n.)
επόμενος consequent (adj.)
εποπτεία intuition
εργαλειακός instrumental
εργαλειοκρατία instrumentalism
ερέθισμα stimulus
ερέθισμα-ανταπόκριση stimulus-response
ερέθισμα-απόκριση stimulus-response
ερέθισμα: αντιληπτικό ερέθισμα percept
έρευνα inquiry
έρευνα: μετα-έρευνα meta-inquiry
έριδα controversy
εριστική, εριστική τέχνη eristic (n.)
εριστικός eristic (adj.)
ερμηνεία interpretation
ερμηνευμένος interpreted
ερμηνευτής interpretationist
ερμηνευτική hermeneutics
ερμηνευτικός hermeneutic
ερμηνεύω construe, interpret
ερμητική διδασκαλία hermeticism
ερμητικός hermetic
ερμητισμός hermeticism
ερώτημα interrogation
ερωτηματικός interrogative
ερώτηση interrogation
ερωτητική erotetic
εσκεμμένος tendentious
εστία focus (n.)
εστιάζω focus (v.)
εστιακός focal
εστίαση focusing (n.)
εσφαλμένος fallacious, false
εσχατολογία eschatology
έσχατος ultimate
εσωστρέφεια introversion
εσωστρεφής introvert
εσωτερική σημασία inner sense
εσωτερική αίσθηση inner sense
εσωτερικισμός internalism
εσωτερικός inner, internal, intrinsic
εσωτερικός: χρονικά εσωτερικο temporary intrinsics
εσωτερικότητα internality
εσώτερος inner
ευγονική eugenics
ευδαιμονία happiness
ευδαιμονισμός eudaemonism
ευθανασία euthanasia
ευθύνη responsibility
ευκρινής distinct
ευκτική έγκλιση optative (n.)
ευκτικός optative
ευλάβεια piety
εύλογο reasonableness
εύλογος reasonable
ευμενής: διάκειμαι ευμενώς sympathetic (be)
ευρετήριο index
ευρετική heuristics
εύρος extension, range, scope
εύρυνση dilation
ευρύς comprehensive
ευσέβεια piety
ευσεβισμός pietism
ευταξία order (n.)
ευτυχία happiness
ευφυΐα ingenuity, intelligence
ευχή wish
ευχή: εκπλήρωση ευχής wish fulfillment
εφαρμοστικός applicative
έφεκτικότητα suspension of judgment
έφεση inclination
εφευρετικότητα ingenuity
έχω αντίρρηση object
έχω συνείδηση aware (be)
έχω συνοχή cohere
έχω την απαίτηση require
έχω την πρόθεση intend
Z

ζεύγος pair
ζεύγος: διατεταγμένο ζεύγος ordered pair
ζεύγος: αξίωμα ζεύγους pairing axiom
ζήτημα topic
ζητούμενο: ψευδώνυμος συλλογισμός παρά την begging the question
λήψιν του ζητουμένου
ζητούμενο: λήψη του ζητουμένου begging the question
ζωή: ασκητική ζωή asceticism
ζωή: μετά θάνατον ζωή afterlife
ζωή: μεταθανάτια ζωή afterlife
ζωτικός vital
ζωτικός: ζωτική ορμή vital impetus
ζωτικότητα vitality
H

ηγούμενη antecedent (n.)


ηγούμενη: άρνηση της ηγούμενης denying the antecedent
ηγούμενο antecedent (n.)
ηδονικός hedonic
ηδονισμός hedonism
ηδονιστής hedonist
ηδονοκρατία hedonism
ηθική ethics, moral (n.), morality
ηθική αίσθηση moral sense
ηθική: αρετολογική ηθική virtue ethics
ηθικισμός moralism
ηθικό δίδαγμα moral (n.)
ηθικός moral (adj.)
ηθικότητα morality
ήθος manner, morality
ημι- quasi-, semi-
ημιθετικισμός semipositivism
ημιπρόταση semisentence
ηπειρωτικός continental
ήπιος περιορισμός soft constraint
ήχος sound
Θ

θεάζομαι contemplate
θέαση contemplation, vision
θεατής spectator
θεϊσμός theism
θεϊστικός theistic
θέληση want (n.)
θέλω want (v.)
θέμα subject, topic
θεματικά ουδέτερος topic neutral
θεματική ουδετερότητα topic neutrality
θεμέλια foundations
θεμελιοκρατία foundationalism
θεμελιώδης basic, cardinal
θεοδικία theodicy
θεοκρατία theocracy
θεοκρατικός theocratic
θεολογικά αδιάφορος adiaphoristic
θεοσοφία theosophy
θεουργία theurgy
θέση assumption, tenet, thesis, rank (set theory),
stance
θέση: κατηγόρημα δύο θέσεων two-place predicate
θετικισμός positivism
θετικιστικός positivistic
θετικιστιστής positivist
θετική δράση affirmative action
θετικός positive
θέτω situate
θέτω εντός παρενθέσεως bracket
θέτω σε παρένθεση bracket
θέτω ως αίτημα postulate
θεώρημα theorem
θεώρηση contemplation, vision
θεωρησιακός speculative
θεωρητικολόγος theoretician
θεωρητικός theoretic, theoretical, theoretician
θεωρία theory
θεωρία αισθητηριακών δεδομένων sense datum theory
θεωρία αναδρομικότητας recursion theory
θεωρία αναδρομικών συναρτήσεων recursion theory
θεωρία αναδρομών recursion theory
θεωρία απόδειξης proof theory
θεωρία δέσμης bundle theory
θεωρία επιπέδων levels theory
θεωρία ομάδων group theory
θεωρία πεδίου field theory
θεωρία συνόλων set theory
θεωρία της αλληλεπίδρασης interactionism
θεωρία της απορροής emanationism
θεωρία της ενόρασης intuitionalism
θεωρία της ισότητας egalitarianism
θεωρία της μεσότητας doctrine of the mean
θεωρία της ορθολογικής επιλογής rational choice theory
θεωρία της συμπεριφοράς behaviorism
θεωρία της φώτισης illuminationism
θεωρία του μέσου doctrine of the mean
θεωρία του συνειρμού associationism
θεωρία: ατομική θεωρία atomism
θιασώτης adherent
θλίψη thlipsis
θρησκόληπτος pietistic
I

ίδανικό ideal (n.)


ιδανικός ideal (adj.)
ιδέα form, idea, insight
ιδεαλισμός idealism
ιδεαλιστής idealist (n.)
ιδεαλιστικός idealist (adj.), ideational
ιδεασμός ideation
ιδεατό ideation
ιδεατός ideal (adj.)
ιδεοκινητικός ideomotor
ιδεοκρατία idealism
ιδεολογία ideology
ιδεοποιητικός ideational
ιδεώδες ideal (n.)
ίδεώδης ideal (adj.)
ιδιάζων singular
ιδιαίτερος specific
ιδιόλεκτος idiolect
ιδιομορφία singularity
ιδιόμορφος singular
ίδιον proprium
ιδιοποιούμαι appropriate (v.)
ιδιοπροσωπία individuality
ίδιος identical
ίδιος: ιδίας εκτάσεως coextensive
ιδιότητα attribute, property
ιδιότητα μέλους membership
ιδιότητα: ενδογενείς ιδιότητες intrinsics
ιδιότητα: σποραδική ιδιότητα sparse property
ιδίωμα property, proprium
ιδιωτικοποίηση privatization
ιεράρχηση ordering
ιεραρχία hierarchy
ικανοποίηση satisfaction
ικανοποιήσιμο satisfiable (n.)
ικανοποιήσιμος satisfiable (adj.)
ικανοποιησιμότητα satisfiability
ικανοποιώ satisfy
ικανότητα skill
ικανότητα για μάθηση learnability
ιλουζιονισμός illusionism
ίνδαλμα ideal, image
ιντερναλισμός internalism
ιντερναλιστής internalist
ιντερναλιστικός internalist
ιντουισιονισμός intuitionism, intuitionalism
ιρασιοναλισμός irrationalism
ισοδυναμία equivalence, biconditional
ισοδυναμία: κλάση ισοδυναμίας equivalence class
ισοδυναμία: υλική ισοδυναμία material equivalence
ισοδύναμος equal, equivalent
ισοκρατικός egalitarian
ισόκυρος coextensive
ισομορφισμός isomorphism
ισόμορφος isomorphic
ισοπίθανος equiprobable
ισοπληθικός equipollent
ισορροπία balance, equilibrium
ισορροπία: αναστοχαστική ισορροπία reflective equilibrium
ισορροπώ balance
ίσος equal
ισοσθένεια equipollence, isosthenia
ισότητα egalitarianism, equality, equity
ισότητα: θεωρία της ισότητας egalitarianism
ιστορικισμός historicism
ιστορικότητα historicity
ισχύει is the case
ισχυρίζομαι assert
ισχυρισμός assertion, claim (n.)
ισχύς force, power, validity
ίχνος trace
K

καζουιστική casuistry
καθ’ εαυτό: πράγμα καθ’ εαυτό thing in itself
καθ’ όλου universal
καθαρότητα clarity, purity
κάθαρση catharsis, purgation, purification
καθέκαστο individual, particular
καθέκαστο: γυμνό καθέκαστο bare particular
καθέκαστο: σκέτο καθέκαστο bare particular
καθήκον duty
καθημερινή γλώσσα ordinary language
καθιερωμένο πρώτυπο standard model
καθιερωμένος standard
καθοδήγηση instruction
καθολίκευση universalization
καθολικευσιμότητα universalizability
καθολικεύω universalize
καθολικός universal
καθολικότητα universality
καθόλου universal
καθορίζω determine
καθορισιμότητα determinacy
καθορισμένος determinate, determined
καθορισμός constraint, determination, specification
καιρολογικός kairological
κακία vice
καλαισθησία taste
καλή δομή fine structure
καλοσχηματισμένος well formed
καλώς διατεταγμένος well ordered
κανόνας canon, norm, rule (n.)
κανόνας σχηματισμού formation rule
κανόνας: ακολουθία κανόνων rule following
κανόνας: τήρηση κανόνων rule following
κανόνας: χρυσός κανόνας golden rule
κανονικός canonical, normal, standard
κανονικός: μη κανονικός irregular
κανονικός: μη κανονικός nonstandard
κανονικότητα regularity
κανονιστική αρχή norm
κανονιστικός canonical, normative, rule (adj.)
κανονιστικότητα normativity
κάνω ένα πείραμα experiment (v.)
κανών: χρυσούς κανών golden rule
καπιταλισμός capitalism
κατ' αξίωσιν stipulative
κατά μείζονα λόγο a fortiori
κατά συμβεβηκός accidental
κατά συνέπεια consequently
κατά συνθήκη conditional
καταγραφή inscription
κατάγω originate
καταγωγή origin
καταδεικνύω denote
καταδεικτικός denotative, ostensible, ostensive
κατάδειξη ostention
καταδηλώνω denote
καταδήλωση denotation, designation
καταδηλωτής designator
καταδηλωτής: άκαμπτος καταδηλωτής rigid designator
καταδηλωτικός denotative, denoting
καταλαβαίνω comprehend
καταλήγω στο συμπέρασμα conclude
καταληπτός intelligible
κατάληψη apperception
κατάλληλη περιγραφή proper description
κατάλληλος appropriate
καταλογισμός ascriptivism
κατάλογος index
κατάλοιπο residue
καταμερισμός distribution
καταμέτρηση enumeration
καταναγκασμός constraint
κατανεμημένος distributed
κατανεμημένος: μη κατανεμημένος undistributed
κατανέμω distribute
κατανικήσιμος defeasible
κατανικησιμότητα defeasibility
κατανόηση insight, intelligibility, understanding
κατανόηση: δυνατότητα κατανόησης intelligibility
κατανοήσιμος intelligible
κατανοησιμότητα intelligibility
κατανοητός intelligible
κατανοητότητα intelligibility, tangibility
κατανομή distribution
κατανοώ comprehend, sympathize
κατασκευάζω construct
κατασκευασιμότητα constructability
κατασκευασιοκρατία constructivism
κατασκευαστικός constructive
κατασκευή construction, structure, construct
κατασκευή διαγραμμάτων diagramming
κατασκευοκρατία constructability
κατάσταση state (n.)
κατάσταση πραγμάτων state of affairs
κατάσταση: κεντρικών καταστάσεων central state (adj.)
κατάσταση: λανθάνουσα κατάσταση latency
καταστασιακός situation
καταστατικό διάνυσμα state vector
καταστατικός state (adj.)
καταστέλλω suppress
καταστολή suppression
κατάταξη classification
κατάτμηση partition
κατάφαση affirmation
καταφάσκω affirm
καταφατικός affirmative
κατεπάγομαι entail
κατεπαγωγή entailment
κατευθυνόμενος: στοχο-κατευθυνόμενος goal-directed
κατηγόρημα attribute, predicable, predicate
κατηγόρημα δύο θέσεων two-place predicate
κατηγόρημα: δήλωση υποκειμένου-κατηγορήματος subject-predicate statement
κατηγορηματικός assertive, categorematic, predicate
κατηγορηματικός λογισμός predicate calculus
κατηγορηματικός: μη κατηγορηματικός impredicative
κατηγόρηση attribution, predication
κατηγόρηση: τρόπος κατηγόρησης predicable
κατηγορία class, category
κατηγοριακός categorical
κατηγοριακός: κατηγοριακό σφάλμα category mistake
κατηγορικός categorical
κατηγορικός λογισμός predicate calculus
κατηγορικός: μη κατηγορικός impredicative
κατηγορικότητα categoricity
κατηγοριοποίηση grouping, predication
κατηγορίσιμος predicable (n.)
κατηγορούμενο attribute, predicate
κάτω φράγμα lower bound
κάτω φράγμός lower bound
κατώτατο είδος infima species
κβαντικός quantum
κβάντο quantum
κειμενισμός textualism
κειμενοκρατία textualism
κενό vacuum, void
κενός null, empty, vacuous
κενότης vacuity, vacuousness
κεντρικός central
κεντρικών καταστάσεων central state (adj.)
κερατίνης συλλογισμός horned syllogism
κερατίτης (λόγος) horned syllogism
κεφαλαιοκρατία capitalism
κεφαλαιώδης seminal
κινηματική kinematics
κίνηση motion
κινητήριος motivational, motive (adj.)
κινητική ενέργεια kinetic energy
κινητικός motive
κίνητρο motivation, motive
κλάση class
κλάση ισοδυναμίας equivalence class
κλείσιμο closure
κλειστός closed
κλειστότητα closure
κληρονομικός hereditary
κληρονομικότητα heredity
κλίμακα scale
κλίση inclination
κοινή γλώσσα ordinary language
κοινή συγκατάνευση consensus
κοινός joint
κοινός: από κοινού δυνατόν compossible
κοινοτικό πνεύμα communitarianism
κοινοτικός communitarian
κοινοτισμός communitarianism
κοινοτοπία platitude
κοινωνικοποίηση socialization
κοινωνικό συμβόλαιο social contract
κοινωνικότητα sociality
κοινωνιοκρατία socialism
κολάζω punish
κοσμική ψυχή world soul
κοσμικός cosmic
κοσμογονία cosmogony
κοσμολογία cosmology
κοσμολογικός cosmological
κόσμος universe
κόσμος του λόγου universe of discourse
κόσμος: ψυχή του κόσμου world soul
Κουακερισμός Quakerism
κράτος state
κρίνω judge
κρίση judgment
κρίση: αναστολή της κρίσης suspension of judgment
κρίση: αξιολογική κρίση value judgment
κρίσιμος critical
κριτήριο criterion
κριτηριολογία criteriology
κριτική criticism
κριτική: ασκώ κριτική criticize
κριτικός critical, judicative
κυβερνητική cybernetics
κύκλος circle
κύκλος: φαύλος κύκλος vicious circle
κύκλωμα circuit
κυνικός cynic, cynical
κυνισμός cynicism
κύρια περιγραφή proper description
κυριαρχία domination, sovereignty
κυρίαρχος sovereign
κυριαρχώ dominate
κύριο μοντέλο intended model
κύριο όνομα proper name, proper noun
κύριο ουσιαστικό proper noun
κυριολεκτικός literal
κυριολεκτισμός literalism
κυριολεξία literalism, literalness
κυριολεξία: μη κυριολεξία non-literalness
κύριος cardinal, prime
κυριότητα sovereignty
κύρωση sanction
κωλύω inhibit
Λ

λάθος error
λαϊκισμός populism
λανθάνουσα κατάσταση latency
λανθάνουσα περίοδος latency
λανθάνων latent, tacit
λειτουργία function
λειτουργία: γραμμή λειτουργίας Σέφφερ Sheffer stroke function
λειτουργία: φυσικο-σημειακή λειτουργία natural sign function
λειτουργικός functional
λειτουργικός operational
λειτουργισμός functionalism
λειτουργώ operate
λεκτική πράξη speech act
λεκτικό ενέργημα speech act
λεκτικός lexical, verbal, locutionary
λέξη word
λεξικογραφικός lexical
λεξικός lexical
λεπτή δομή fine structure
λήμμα lemma
λήψη του ζητουμένου begging the question
λήψη: ψευδώνυμος συλλογισμός παρά την λήψιν begging the question
του ζητουμένου
λογίζομαι reason
λογική logic
λογική τριών τιμών three-valued logic
λογική: ασαφής λογική fuzzy logic
λογική: δίτιμη λογική two-valued logic
λογική: εντασιακή λογική intensional logic
λογική: συνδυαστική λογική combinatory logic
λογική: τρίτιμη λογική three-valued logic
λογική: χρονική λογική tense logic
λογικισμός logicism
λογικός logical, rational
λογικός: λογικό τετράγωνο square of opposition
λογικότητα reasonableness
λογισμός calculus, reasoning
λογισμός: αποφαντικός λογισμός sentential calculus
λογισμός: κατηγορηματικός λογισμός predicate calculus
λογισμός: κατηγορικός λογισμός predicate calculus
λογισμός: προτασιακός λογισμός propositional calculus, sentential calculus
λογιστικός logistic
λογοκεντρισμός logocentrism
λογοκρίνω censor
λογοκρισία censorship
λογομαχώ dispute
λόγος discourse, ratio, reason, speech
λόγος: αντιγεγονικός υποθετικός λόγος counterfactual conditional
λόγος: αποχρών λόγος sufficient reason
λόγος: επαρκής λόγος sufficient reason
λόγος: κατά μείζονα λόγο a fortiori
λόγος: κερατίτης λόγος horned syllogism
λόγος: κόσμος του λόγου universe of discourse
λόγος: πεδίο του λόγου universe of discourse
λόγος: πλάγιος λόγος indirect discourse
λόγος: πρακτικός λόγος practical reason
λόγος: σύμπαν του λόγου universe of discourse
λόγος: σχήμα λόγου trope
λύση resolution, solution
λύω resolve
M
μάζα mass (n.)
μαζικός mass (adj.)
μαζικός όρος mass term
μάθηση: εξαρτημένη μάθηση conditioning
μάθηση: ικανότητα για μάθηση learnability
μακρόκοσμος macrocosm
Μανιχαϊσμός Manichaeism
μαρξισμός marxism
μαρτυρία evidence, testimony
ματαιοδοξία vanity
μάταιος otiose, vain
ματαιότητα otiosity, vanity
ματεριαλισμός materialism
μεγαλείο sublimity
μέγιστο κάτω φράγμα greatest lower bound
μέγιστος κάτω φραγμός greatest lower bound
μέγιστος: σε μέγιστο βαθμό maximal
μέθεξη participation, methexis
μεθοδολογικός methodological
μέθοδος method, process, technique
μέθοδος επιβολής forcing
μέθοδος: πειραματική μέθοδος experimentalism
μείζων όρος major term
μείζων προκείμενη major premise
μείζων: κατά μείζονα λόγο a fortiori
μεικτός υποθετικός συλλογισμός mixed hypothetical syllogism
μειονέκτημα defect
μειώνω reduce
μέλλον future
μέλος member
μέλος: ιδιότητα μέλους membership
μεμονωμένος isolated
μερεολογία mereology
μερεολογικός mereological
μερική ταυτότητα partial identity
μερικός partial
μερικός: μερικώς διατεταγμένος partially ordered
μερικότητα partiality
μεροληπτικός preferential, tendentious
μεροληψία partiality
μερολογία mereology
μερολογικός mereological
μέρος part
μέρος: συζευκτικό μέρος conjunct
μέσα means
μεσαίος mean (adj.)
μέσο mean (n.), medium
μέσο: θεωρία του μέσου doctrine of the mean
μεσοδιάστημα interval
μέσος mean (adj.)
μέσος όρος middle term
μέσος: αποκλειόμενος μέσος excluded middle
μέσος: νόμος του αποκλειόμενου μέσου law of the excluded middle
μεσότητα: θεωρία της μεσότητας doctrine of the mean
μετά θάνατον ζωή afterlife
μεταβάλλω change
μεταβατικός transitive
μεταβατικός: μη μεταβατικός intransitive
μεταβατικότητα transitivity
μεταβατικότητα: μη μεταβατικότητα intransitivity
μεταβίβαση transference
μεταβλητή variable
μεταβλητή: δεσμευμένη μεταβλητή bound variable
μεταβλητή: δεσμεύουσα μεταβλητή binding variable
μεταβλητή: ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής free occurrence of a variable
μεταβλητή: ελεύθερη μεταβλητή free variable
μεταβλητός variable
μεταβλητός: μη μεταβλητός invariant
μεταβλητότητα variability
μεταβλητότητα: μη μεταβλητότητα invariance
μεταβολή change
μεταγλώσσα metalanguage
μεταγωγή transduction
μεταδιδόμενος translational
μεταδομισμός poststructuralism
μετα-έρευνα meta-inquiry
μεταηθική metaethics
μεταηθικός metaethical
μεταθανάτια ζωή afterlife
μετάθεση commutation, permutation, transposition
μεταθετικισμός postpositivism
μεταθετικότητα commutativity
μεταθέτω transpose
μεταθεώρημα metatheorem
μεταθεωρία metatheory
μετακριτική metacriticism
μεταμαθηματικά metamathematics
μεταοντολογία metontology
μεταρρύθμιση reformation
μεταρρυθμισμένος reformed
μεταρρυθμιστής reformer
μεταστρουκτουραλισμός poststructuralism
μεταστροφή conversion, obversion
μετασχηματίζω transform
μετασχηματισμός permutation, transformation
μετασχηματιστής transducer
μετατόπιση displacement, transposition
μετατόπιση τελεστή operator shift
μετατρέπω convert
μετατρεψιμότητα convertibility
μετατροπή alteration, conversion
μεταφέρω transfer
μεταφορά metaphor, transfer, transference,
transposition
μεταφράζω interpret
μεταφυσική metaphysics
μεταφυσικός metaphysical
μετείκασμα after-image
μετεμψύχωση reincarnation, transmigration
μετενσάρκωση reincarnation, transmigration
μετενσωμάτωση reincarnation, transmigration
μετουσίωση sublimation, transubstantiation
μετοχή participation
μετρικός metrical
μη ανάγωγος irreducible
μη ανακλαστικός irreflexive
μη ανακλαστικότητα irreflexivity
μη αναστρέψιμος irreversible
μη ανιχνεύσιμο inscrutability
μη αντίφαση noncontradiction
μη αξιολογικός value free
μη αποκρίσιμος undecidable
μη αποκρισιμότητα undecidability
μη αποφασίσιμος undecidable
μη αποφασισιμότητα undecidability
μη αρθρωμένος unarticulated
μη γνώσιμος unknowable
μη γνωσιμότητα unknowability
μη γνωσιοκράτης non-cognitivist
μη γνωσιοκρατία noncognitivism
μη γνωσιοκρατικός non-cognitivist
μη δηλωτικός non-declarative
μη διακρίσιμος indiscernible
μη διακρισιμότητα indiscernibility
μη διανεμημένος undistributed
μη διορθωσιμότητα incorrigibility
μη εγγενές αγαθό nonintrinsic good
μη είναι nonbeing
μη επιδεχόμενο διόρθωση incorrigibility
μη επιδεχόμενος διόρθωση incorrigible
μη επιλυσιμότητα unsolvability
μη επιμερισμένος undistributed
μη κανονικός irregular
μη κανονικός nonstandard
μη κατανεμημένος undistributed
μη κατηγορηματικός impredicative
μη κατηγορικός impredicative
μη κυριολεξία non-literalness
μη μεταβατικός intransitive
μη μεταβατικότητα intransitivity
μη μεταβλητός invariant
μη μεταβλητότητα invariance
μη ον nonbeing
μη ορθολογικός arational
μη ορίσιμος indefinable
μη περιγραφισμός nondescriptivism
μη πληρότητα incompletability
μη πληρότητα incompleteness
μη πραγματωμένος uninstantiated
μη ρητός implicit
μη συμβατός incompatible
μη συμπερασματικός non-inferential
μη συναγωγικός non-inferential
μη συναφής irrelevant
μη συνδυάσιμος uncombinable
μη συνειδητός non-conscious
μη συνειδητότητα unconsciousness
μη συνεπής inconsistent
μη σωματικό incorporeality
μη σωματικός incorporeal
μη σωματικότητα incorporeality
μη υπαρκτός nonexistent
μη υπάρχειν non-existence
μη φυσιοκρατία nonnaturalism
μηδέν nothingness
μηδενικότητα nothingness
μηδενισμός nihilism
μηδενιστής nihilist
μηδενιστικός nihilistic
μήτρα matrix
μηχανικός mechanical
μηχανιστικός mechanistic
μικρο-αναγωγή micro-reduction
μικρόκοσμος microcosm
μιλώ αμφίσημα equivocate
μίμημα imitation
μίμηση imitation, mimesis
μιμησιοκρατία imitationism
μιμούμαι imitate
μινιμαλισμός minimalism
μνήμη memory
μνημικός mnemic
μοιάζω resemble
μοίρα fate
μοιρολάτρης fatalist
μοιρολατρία fatalism
μοιρολατρικός fatalistic
μονάδα monad, unit, unity
μοναδιαίος monadic, singulary
μοναδικός monadic
μοναδικότητα uniqueness
μοναδολογία monadology
μονισμός monism
μονοθεϊσμός monotheism
μονομελές σύνολο unit set
μονοσήμαντος univocal
μονοσημαντότητα univocity
μονοτονία monotony
μονοτονικός monotonic
μοντέλο model
μοντέλο: κύριο μοντέλο intended model
μορφή form
μορφικός formal
μπεϋζιανισμός Bayesianism
μπεϋζιανός bayesian
μπιχεβιορισμός behaviorism
μυθοπλασία fiction
μυθοπλασιοκρατία fictionalism
μυθοπλαστικός fictional
μυρίζω smell (v.)
μυρωδιά smell (n.)
N

νατουραλισμός naturalism
νατουραλιστικός naturalistic
νέμεσις nemesis
νιχιλιστής nihilist
νοερός intellectual
νόημα meaning, sense
νόημα: χωρίς νόημα meaningless
νοημοσύνη intelligence
νοήμων intelligible
νόηση intellect, intelligence
νοησιαρχία mentalism
νοησιαρχικός mentalist (adj.), mentalistic
νοητική mentalese
νοητικός intellectual, intelligible, mental, noetic
νοητικός: νοητικά σχήματα mental imagery
νοητικός: νοητική αναπαράσταση mental representation
νοητικότητα conceivability
νοητό intelligibility
νοητός intelligible
νοητότητα intelligibility
νομικισμός legalism
νομικός legal
νομικός: νομική επιστήμη jurisprudence
νομιμότητα legitimacy
νομιναλισμός nominalism
νομοειδής lawlike
νομολογικός judicial, nomological
νομολογικός: παραγωγικό-νομολογικός deductive-nomological
νόμος του αποκλειόμενου μέσου law of the excluded middle
νόμος του αποκλειόμενου τρίτου law of the excluded middle, tertium non
datur
νόμος: επικαλύπτων νόμος covering law
νόμος: φυσικός νόμος natural law
νοούμενο percept
νοούμενος noumenal
νους intellect, intelligence
νους: δρων νους agent intellect
νους: ποιητικός νους agent intellect
νοών thinking
ντεϊσμός deism
ντετερμινισμός determinism
ντετερμινισμός: απόρριψη του ντετερμινισμού indeterminism
Ξ

ξένος disjoint
ξέρω know
ξυράφι του Όκκαμ Ockham’s razor

οδηγία instruction
οικειοποιούμαι appropriate
οικογενειακή ομοιότητα family resemblance
οικονομία parsimony
οιονεί quasi-
οκκαζιοναλισμός occasionalism
Όκκαμ: ξυράφι του Όκκαμ Ockham’s razor
ολικός total
ολισμός holism
ολιστικός holistic
ολόκληρος complete
ολοκλήρωμα integral
ολοκληρωμένος integral
ολοκληρώνω integrate
ολοκλήρωση consummation, integration, integrity
ολοκληρωτικός integral
ολοκληρωτισμός totalitarianism
ομάδα cluster, group
ομάδα: θεωρία ομάδων group theory
ομαδοποίηση grouping
ομαλός uniform
ομιλία speech
ομιλία: πεδίο ομιλίας universe of discourse
ομιλία: σύμπαν ομιλίας universe of discourse
ομιλιακό ενέργημα speech act
ομιλιακός speech (adj.)
ομογένεια homogeneity
ομογενής homogeneous
ομοεκτατός coextensive
ομοιάζω resemble
ομοιομορφία uniformity
ομοιόμορφος uniform
όμοιος similar
ομοιότητα resemblance, similarity
ομοιότητα: οικογενειακή ομοιότητα family resemblance
ομοίωμα simulacrum
ομόλογο counterpart
ομομορφισμός homomorphism
ομοφωνία consensus,
ομωνυμία ambiguity, homonymity
ομώνυμο homonym
ομώνυμος homonymous
ον being
ον: αλυσίδα του όντος chain of being
ον: μη ον nonbeing
όνομα name (n.)
όνομα: κύριο όνομα proper noun, proper name
ονομάζειν naming
ονομάζω name (v.)
ονομασία naming
ονομαστικός nominal
ονοματικός nominal
ονοματοδοσία naming
ονοματοκρατία nominalism
ονοματοκρατικός nominal
οντικός ontic
οντολογία ontology
οντολογικός ontological
οντολογισμός ontologism
οντότητα entity
ονυματικό σύστημα onymatic system
οξυδέρκεια insight
οπαδός adherent
οπερασιοναλισμός operationalism
οπερασιοναλιστικός operational
οπερασιονισμός operationism
οπισθοδρομικός backward, retrograde
οπισθόδρομος backward
οπτικό πεδίο visual field
οπτιμισμός optimism
όραμα vision
όραση vision
οργανικισμός organicism
οργανικός organic
οργανισμός organism
όργανο organ
όργανο: αισθητήριο όργανο sense-organ
οργάνωση organization
ορθολογικός rational
ορθολογικός: θεωρία της ορθολογικής επιλογής rational choice theory
ορθολογικός: μη ορθολογικός arational
ορθολογικότητα rationality
ορθολογισμός rationalism
ορθή περιγραφή proper description
ορθό επιχείρημα sound argument
ορθός correct, sound
ορθότητα correctness, rightness, soundness
οριακός boundary (adj.), bounded, extreme, limit,
limiting
οριζόμενο definiendum
ορίζον definiens
ορίζω define
ορίζω ρητώς stipulate
ορίζω: που μπορεί να οριστεί definable
όριο bound, boundary, limit
ορίσιμος definable
ορίσιμος: μη ορίσιμος indefinable
ορισιμότητα definability, definism
όρισμα argument (of a function)
ορισμένος definite
ορισμικότητα definism
ορισμός definition
ορισμός: πεδίο ορισμού domain of a definition
ορισμός: πραγματικός ορισμός real definition
οριστής definist
οριστική indicative (n.)
οριστική έγκλιση indicative mood
όριστική περιγραφή definite description
οριστικός definite
ορμή: ζωτική ορμή vital impetus
οροκρατία terminism
όρος term, word
όρος: αναφορικός όρος referring term
όρος: ανεξαρτησία από κάθε όρο unconditionality
όρος: αντίστοιχος σχετικός όρος correlate
όρος: ειδητικός όρος kind term
όρος: ελάσσων όρος minor term
όρος: ενικός όρος singular term
όρος: μαζικός όρος mass term
όρος: μείζων όρος major term
όρος: μέσος όρος middle term
οσμή smell
ουδέτερος neutral
ουδέτερος: θεματικά ουδέτερος topic-neutral
ουδετερότητα neutrality
ουδετερότητα: θεματική ουδετερότητα topic-neutrality
ουμανισμός humanism
ουνιταρισμός unitarianism
ουσία essence, substance
ουσιαστικό: αριθμητό ουσιαστικό count-noun
ουσιαστικό: κύριο ουσιαστικό proper noun
ουσιαστικός substantial, substantival, substantive
ουσιοκρατία essentialism
ουσιοκρατία: αντι-ουσιοκρατία anti-essentialism
ουσιοκρατία: παν-ουσιοκρατία pan-essentialism
ουσιοκρατισμός substantialism
ουσιολογικός substantival, substantive
ουσιολογισμός substantivalism
ουσιότητα essence
ουσιώδης essential, substantial, substantive
ουσιώδης φύση quiddity
ουτοπία utopia
ουτοπισμός utopianism
όφελος interest
όψη aspect, stance
όψις: εκ πρώτης όψεως prima-facie
Π

παγκόσμια ψύχη world soul


παθητικός passive
παθητικότητα: αυτοπαθητικότητα reflexivity
παίγνιο: γλωσσικό παίγνιο language game
παιχνίδι: γλωσσικό παιχνίδι language game
πάλη striving
παλιγγενεσία palingenesis
παλινδρόμηση regression
παμψυχισμός panpsychism
παν-ουσιοκρατία pan-essentialism
πανθεϊσμός pantheism
πανίατρος panphysician
πανίσχυρος omnipotent
πανλογισμός panlogism
πάνσοφος omniscient
πανσωματισμός pansomatism
παντογνωσία omniscience
παντογνώστης omniscient
παντοδυναμία omnipotence
παντοδύναμος omnipotent
παντοτινός omnitemporal
παράγοντας factor
παράγω deduce, derive
παράγω: που μπορεί να παραχθεί derivable
που μπορεί να προκύψει derivable
παράγω: που παράγεται derivable
παραγωγή deduction, deductive argument,
derivability, derivation, output
παραγωγή: δυνατότητα παραγωγής derivability
παραγωγικό επιχείρημα deductive argument
παραγωγικός deductive
παραγωγικό-νομολογικό deductive-nomological
παραγωγικό-στατιστικός deductive-statistical
παραγωγικό: υποθετικο-παραγωγικός hypothetico-deductive
παραγωγικότητα derivability
παραγώγιμος deducible, derivable
παράγωγος derivative
παράδειγμα instance, paradigm (n.)
παραδειγματική περίπτωση paradigm case
παραδειγματικοκρατία exemplarism
παραδειγματικός paradigm (adj.), paradigmatic
παραδειγματικός: πραγμάτωση παραδειγματική instantiability
παραδηλωτικός connotative
παράδοξο paradox
παράδοξος paradoxical
παράδοση tradition
παραδοσιοκρατία traditionalism
παραδοχή assumption, acceptance, avowal
παράθεμα quotation
παραθέτω quote
παραθέτω εισαγωγικά quote (v.)
παρακίνηση motivation
παρακινητικός motivational
παρακμαίος decadent
παρακμή decadence
παρακωλύω inhibit
παραλλαγή permutation, variation
παραλληλισμός parallelism
παράλληλος parallel
παραλογισμός fallacy, paralogism
παράλογος irrational
παράμετρος parameter
παραμονή persistence
παραμόρφωση distortion
παραπέμπω refer
παραπλήρωμα supplement
παραπλήσιος proximal
παραποίηση distortion
παρασυνέπεια paraconsistency
παρατακτικός paratactic
παραφραστικός paraphrastic
παραψυχολογία parapsychology
παρεκκλίνων deviant
παρεμβαίνων intervening
παρένθεση parenthesis
παρένθεση: θέτω εντός παρενθέσεως bracket
παρένθεση: θέτω σε παρένθεση bracket
παρενόχληση harrassment
παρενοχλώ harrass
παριστάνω represent
παρομοίωση simile
παρόν present (n.)
παρόν: άχρονο παρόν timeless present
παρόρμηση inclination
παρουσία presence
παρών present (adj.)
πασιφισμός pacifism
πατερικός patristic
πατριαρχισμός patriarchalism
πεδίο domain, field, range, scope
πεδίο ομιλίας universe of discourse
πεδίο ορισμού domain
πεδίο του λόγου universe of discourse
πεδίο: θεωρία πεδίου field theory
πεδίο: οπτικό πεδίο visual field
πεδίο: σχεσιακό πεδίο domain of a relation
πείθω convince
πείραμα experiment, experimentation
πειραματική μέθοδος experimentalism
πειραματικός experimental
πειραματισμός experimentation
πεπερασμένο finite (n.)
πεπερασμένος finitary, finite, limited
πεπλεγμένος implicit
πεποίθηση belief
πεποίθηση: απόδοση πεποίθησης belief attribution
πέρας bound, limit, boundary
περατοκρατία finitism
περατοκρατικός finitary, finitistic
περιγραφέας descriptor
περιγραφή description
περιγραφή: γνώση μέσω περιγραφής knowledge by description
περιγραφή: κατάλληλη περιγραφή proper description
περιγραφή: κατάσταση περιγραφής state description
περιγραφή: κύρια περιγραφή proper description
περιγραφή: ορθή περιγραφή proper description
περιγραφή: όριστική περιγραφή definite description
περιγραφή: σωστή περιγραφή proper description
περιγραφικός descriptional, descriptive, prescriptive
περιγραφιοκρατία descriptivism
περιγραφισμός descriptionalism, descriptivism
περιγραφισμός: μη περιγραφισμός nondescriptivism
περιγράφω describe
περιεκτικός comprehensive, inclusive
περιεκτικότητα scope
περιεχόμενο contents
περιεχόμενο: πραξικό περιεχόμενο practition
περιεχόμενο: προτασιακό περιεχόμενο proposition
περιθώρια scope
περιλαμβάνω include
περιλεκτικός perlocutionary
περιοδεία circuit
περίοδος αναφοράς time-reference
περίοδος: λανθάνουσα περίοδος latency
περιορίζω constrain, restrict
περιορισμένος constrained, limited, restricted
περιορισμένος αριθμός limit number
περιορισμός constraint, limitation, restriction,
confinement
περιορισμός: ήπιος περιορισμός soft constraint
περιοριστικός constraining, limitative, restrictive
περίπλοκος complex
περίπτωση case, circumstance, occasion
περίπτωση: παραδειγματική περίπτωση paradigm case
περιπτωσιοκρατία casuistry
περιπτωσιοκρατία occasionalism
περισπωμένη tilde
περίσταση circumstance
περιστασιακός circumstantial, situational
περιστασιοκρατία occasionalism
περιστατικό instance
περιστροφή revolution
περιτροπή: έκ περιτροπής alternate (adj.)
περιφερειαλιστής peripheralist
περσοναλισμός personalism
περσοναλιστικός personalistic
πεσιμισμός pessimism
πεφωτισμένος enlightened
πηγάζω originate
πηγή origin
πιετισμός pietism
πιθανοκρατία possibilism, probabilism
πιθανός probable
πιθανότητα probability
πιθανοφάνεια likelihood
πικτοριαλιστής pictorialist
πίνακας index, matrix, table
πίνακας αληθείας truth table
πίνακας: άγραφος πίνακας tabula rasa
πίστη adherence, belief
πιστιοκρατία fideism
πιστοποιώ την αυθεντικότητα authenticate
πίσω backward
πλάγιος oblique
πλάγιος: πλάγια απόδειξη indirect proof
πλάγιος: πλάγιος λόγος indirect discourse
πλαισιακός contextual
πλαίσιο context, frame, scope
πλαίσιο αναφοράς context
πλαισιοκρατία contextualism
πλαισίωση framing
πλάνη error, fallacy
πλάνη: συναισθηματική πλάνη pathetic fallacy
πλασματικός factitious, fictional
πλάτος extension
πλέγμα cluster
πλειονοτικός pleonotetic
πλειότιμος many-valued
πλεονασμός redundancy
πλεοναστικός redundant
πλευρά aspect, obverse
πληθικός αριθμός cardinal number
πληθικότητα cardinality
πληθυντικός plural, pluralitive
πληθυντικός αριθμός plural
πλήρης complete
πληρότητα completeness
πληρότητα: μη πληρότητα incompletability, incompleteness
πληροφορία information
πληροφοριακός informational, informative
πληροφορική informatics
πληροφορικός informative
πλησιέστερο γένος proximum genus
πλουραλισμός pluralism
πνεύμα intelligence, spirit
πνεύμα: κοινοτικό πνεύμα communitarianism
πνευματικός intellectual, intelligible, spiritual
ποιητικό αίτιο efficient cause
ποιητικός νους agent intellect
ποινή punishment
ποιόν quality
ποιότητα quality
ποιότητα: φαινόμενες ποιότητες qualia
ποιοτικός qualitative
πολικός polar
πολικότητα polarity
πολιτεία state
πολλά: αντιστοιχία εν-πολλά one-many correspondence
πολλά: αντιστοιχία πολλά-εν many-one correspondence
πόλος pole
πολυδιάστατος multidimensional
πολυλειτουργικότητα multifunctionalism
πολύπλοκος complex
πολυπλοκότητα complexity
πολυπολιτισμικότητα multiculturalism
πολυσήμαντος multivocal
πολύσημος multivocal
πολυσυλλογισμός polysyllogism
πολυσύνθετος complex
πολύ-τιμος many-valued
πολωμένος polarized
πόλωση polarization
πόρισμα corollary
ποσιμπιλισμός possibilism
ποσοδεδειγμένος quantified
ποσοδεικνύω quantify
ποσοδείκτης quantifier
ποσοδείκτης: ελεύθερος από ποσοδείκτες quantifier-free
ποσοδείκτης: χωρίς ποσοδείκτη quantifier-free
ποσοδεικτική ένδειξη quantification
ποσοδεικτικός quantification (adj.), quantificational
ποσοδεικτικός προσδιορισμός quantification
ποσόδειξη quantification
ποσόν quantity
ποσοποίηση quantification
ποσότητα quantity
ποσοτικό quantifier
ποσοτικοποιημένος quantificational
ποσοτικοποίηση quantification
ποσοτικοποιώ quantify
ποσοτικός quantitative
ποσοτικός: ποσοτικά προσδιορισμένος quantified
που έχει γραμματικό χρόνο tensed
που μπορεί να προσδιοριστεί definable
που μπορεί να οριστεί definable
που μπορεί να παραχθεί derivable
που μπορεί να προκύψει derivable
που παράγεται derivable
πουριτανικός puritanical
πουριτανισμός puritanism
πουριτανός puritan
πράγμα καθ’ εαυτό thing in itself
πράγμα: κατάσταση πραγμάτων state of affairs
πραγματεία discourse
πραγματικισμός pragmaticism
πραγματικός actual, factual, real
πραγματικός ορισμός real definition
πραγματικότητα reality
πραγματικότητα: αρχή της πραγματικότητας reality principle
πραγματικότητα: γεγονότα της πραγματικότητας matters of fact
πραγματισμός pragmatism
πραγματιστής pragmatist
πραγματιστής: αντι-πραγματιστής anti-factualist
πραγματιστικός pragmatic, pragmatist
πραγματολογία pragmatics
πραγματολογικός factual, pragmatic
πραγματωμένος: μη πραγματωμένος uninstantiated
πραγματώνω realize
πραγμάτωση embodiment
πραγμάτωση παραδειγματική instantiability
πραγμάτωση: δυνατότητα πραγμάτωσης realizability
πραγματώσιμος instantial
πραγμοκρατία reism
πραγμοποίηση reification
πραγμοποιώ reify
πρακτέον practition
πρακτική επιχειρηματολογία practical reasoning
πρακτική συλλογιστική practical reasoning
πρακτικός practical
πρακτικός λόγος practical reason
πράξη action, praxis
πράξη: επιβεβαιωτική πράξη affirmative action
πράξη: λεκτική πράξη speech-act
πράξη: σκόπιμη πράξη purposive act
πραξικό περιεχόμενο practition
πράττων agent
πρέπον appropriate
πριμιτιβισμός primitivism
προάγγελος anticipation
προαίρεση intention
προαναγγελία anticipation
προαναλυτικός preanalytic
προβλέπω predict
πρόβλεψη prediction
προβλεψιμότητα predictability
πρόβλημα problem
προβληματική πρόταση problematic proposition
προβληματικός problematic
προβλητότητα projectibility
προβολή projection
προβολησιαρχία projectivism
προβολικότητα projectibility
προβολισμός projectivism
προγενέστερο antecedent (n.)
πρόγνωση precognition
πρόγραμμα program
προγραμματισμός programming
πρόδηλος clear, patent (adj.)
προδιάθεση disposition, inclination
προδιαθεσιακός dispositional
προδιαθετικότητα dispositionalism
προδιαθέτω prejudice (v.)
προδιαμόρφωση preformation
προδιατεταγμένος pre-established
προέλευση origin
προεπιλογή default
προέρχομαι originate
προηγούμενο antecedent (n.), precedent (n.)
προηγούμενος precedent (adj.)
πρόθεση inclination, intention
πρόθεση: δεύτερη πρόθεση second-intention
πρόθεση: σημασιολογία βασισμένη στην πρόθεση intention-based semantics
προθεσιακός intentional
προθεσιακότητα intentionality
προθετικός intentional
προθετικότητα intentionality
προθεωρητικός pretheoretical
προϊόν product
προκαθορίζω predetermine
προκαθορισμένος pre-established
προκαθορισμός predestination, predetermination
προκαλώ challenge
προκαταλαμβάνω prejudice
προκατάληψη prejudice
προκαταρκτικός preliminary
προκείμενη antecedent (n.), premise
προκείμενη: δείκτης προκείμενης premise indicator
προκείμενη: ελάσσων προκείμενη minor premise
προκείμενη: μείζων προκείμενη major premise
πρόκληση challenge
προκύπτουσα πρόταση implication
προκύπτω: που μπορεί να προκύψει derivable
προκύπτων derived
προλέγω predict
προληπτικό anticipatory
πρόληψη anticipation
προνοητικός anticipatory
πρόνοια providence
προνοιακός providential
προνομιακός preferential, privileged
προνόμιο privilege (n.)
προνομιούχος privileged
πρόοδος progress
προοπτική perspective
προοπτικισμός perspectivalism
προορισμός predestination
προπαρασκευαστικός preliminary
προ-προτασιακός prosentential
προσανατολισμένος σε κάποιο στόχο goal-directed
προσαρμογή adaptation
προσαρμόζω, προσαρμόζομαι adapt
προσαρμόσιμος adaptive
προσαρμοσμένος adapted
προσαρμοστικός adaptive
προσάρτηση adjunction
πρόσβαση access
προσδιορίζω define, determine, qualify,
προσδιορίζω: που μπορεί να προσδιοριστεί definable
προσδιορίσιμο determinable (n.)
προσδιορίσιμος definable
προσδιορίσιμος determinable (adj.)
προσδιορισμένο determinate (n.)
προσδιορισμός designation, determination, qualification,
specification
προσδιορισμός: ποσοδεικτικός προσδιορισμός quantification
προσδιοριστικότητα determinacy
προσεταιρισμός association
προσεταιριστικός associative
προσεταιριστικότητα associativity
προσεχής proximate
πρόσζευξη adjunction
προσηγορικός denominative
προσηλυτίζω convert (v.)
προσήλυτος convert (n.)
προσηλωμένος: στοχο-προσηλωμένος goal-directed
πρόσθεση addition
προσθετικός additive
προσθετικότητα additivity
προσθέτω add, subjoin
προσθήκη addition
προσκόλληση adherence
πρόσκτηση acquisition
προσλεκτικός perlocutionary
προσληπτικός prosleptic
πρόσληψη: αισθητηριακή πρόσληψη percept
προσομοιώνω simulate
προσομοίωση simulation
προσοχή attention
προσποίηση pretence
προσποιούμαι pretend
προστακτική imperative
προσυλλογισμός prosyllogism
προσυνειδητό preconscious
προσυνειδητός preconscious
πρόσχημα pretence
προσχηματισμός preformation
προσωπικός personal
προσωπικότητα personality
πρόσωπο person
πρόταση sentence, statement, protasis
πρόταση: δείγμα πρότασης sentence-token
πρόταση: διαγώνια πρόταση diagonal proposition
πρόταση: προβληματική πρόταση problematic proposition
πρόταση: προκύπτουσα πρόταση implication
πρόταση: υποθετική πρόταση conditional
προτασιακή στάση propositional attitude
προτασιακή συνάρτηση propositional function
προτασιακό περιεχόμενο proposition
προτασιακός propositional, sentential
προτασιακός λογισμός sentential calculus, propositional calculus
προτασιακός: προ-προτασιακός prosentential
πρότερος: εκ των προτέρων a priori
προτιμητός preferential
πρότυπο model
πρότυπο prototype
προϋπαρξη pre-existence
προϋπόθεση assumption, presupposition, requirement
προϋποθέτω presume, presuppose
προφανής explicit, patent (adj.)
πρόφαση pretence
προφορά diction
πρωταρχική σταθερά primitive constant
πρωταρχικός original, prime, primitive
πρωτογενής primitive
πρωτογονισμός primitivism
πρωτοθετική protothetic (n.)
πρωτοθετικός protothetic (adj.)
πρωτοπρόσωπη αυθεντία first-person authority
πρώτος prime
πρώτος: εκ πρώτης όψεως prima-facie
πρώτος: πρώτη τάξη first-order
πρώτος: πρώτης τάξεως first-order
πρωτότητα firstness
πρωτοτυπία originality
πρωτότυπο prototype
πρώτυπο: καθιερομένο πρώτυπο standard model
πρωτότυπος original
πτυχή aspect
πυκνικότητα density
πυκνός dense
πυκνός: πυκνά διατεταγμένος densely ordered
P

ρασιοναλισμός rationalism
ρατσισμός racism
ρεαλισμός realism
ρεαλιστής realist (n.)
ρεαλιστικός realist (adj.), realistic
ρεβιζιονισμός revisionism
ρεϊσμός reism
ρήμα verb
ρηματικός verbal
ρήση diction
ρητός explicit
ρητός: μη ρητός implicit
ρητός: ορίζω ρητώς stipulate
ρηχός superficial
ρηχότητα superficiality
ρίζα root
ριζοσπαστικός radical
ριζοσπαστισμός radicalism
ροή flux
ρομαντισμός romanticism
ροπή force, inclination
ρυθμιστικός prescriptive
Σ

σαφήνεια clarity, clearness


σαφής clear
σε μέγιστο βαθμό maximal
σειρά series, succession
σειριακός serial
σειριακότητα seriality
Σέφφερ: γραμμή λειτουργίας Σέφφερ Sheffer stroke function
σημαίνον signifier
σημαίνων seminal
σήμανση signification
σημαντικός seminal, significant
σημασία attention, import, meaning, sense,
significance, signification
σημασία: εσωτερική σημασία inner sense
σημασία: χωρίς σημασία meaningless
σημασιακός intentional
σημασιολογία semantics, semasiology
σημασιολογία βασισμένη στην πρόθεση intention-based semantics
σημασιολογικός semantic, semantical
σημεία στίξης punctuation
σημειακός punctiform
σημείο sign
σημείο τομής intersection
σημείο: εισαγωγικά σημεία quotation
σημείο: στιγμιαίο σημείο point-instant
σημειολογία semiology, semiotics
σημείωση semiosis
σημειωτική semiology
σημειωτικός semiotic
σιωπηρός implicit, tacit
σκέπτεσθαι thinking
σκεπτικισμός scepticism, skepticism
σκεπτικιστικός sceptical
σκεπτικός sceptic (adj. and n.), sceptical
σκεπτιστής sceptic (n.)
σκεπτιστικός sceptic (adj.)
σκεπτόμενος thinking
σκέτος: σκέτο επιμέρους bare particular
σκέτος: σκέτο καθέκαστο bare particular
σκέψη thinking
σκοπεύω intend
σκόπιμος purposive
σκόπιμος: σκόπιμη ενέργεια purposive act
σκόπιμος: σκόπιμη πράξη purposive act
σκόπιμος: σκόπιμη συμπεριφορά purposive behavior
σκοπιμότητα purposiveness
σκοπός end, purpose
σκοπός: βασίλειο των σκοπών kingdom of ends
σολιψισμός solipsism
σοσιαλισμός socialism
σοφία wisdom
σόφισμα fallacy, sophism
σοφιστεία sophism
σοφιστής sophist
σοφιστικός sophistic, sophistical
σοφός wise
σπερματικός seminal, spermatic
σπισισμός speciesism
σποραδική ιδιότητα sparse property
σπουδαιότητα import
στάδιο: χρονικό στάδιο temporal stage
σταθερά constant
σταθερά: ατομική σταθερά individual constant
σταθερά: πρωταρχική σταθερά primitive constant
σταθερός constant, fixed, invariant, stable
σταθερότητα stability
στάση attitude, stance
στάση: προτασιακή στάση propositional attitude
στατική statics
στατιστική statistics
στατιστικός statistical
στατιστικός: παραγωγικό-στατιστικός deductive-statistical
στενός restrictive
στερεός solid
στέρηση privation
στερητικό όνομα privative name
στερητικός privative
στήριγμα support
στιγμή instant, moment
στιγμή: χρονική στιγμή instant
στιγμιαίο σημείο point-instant
στιγμιαίος instant, instantaneous, momentary
στιγμιότυπο instance
στίξη punctuation
στίξη: σημεία στίξης punctuation
στοικός stoic, stoical
στοιχείο element
στοιχείο: φραστικό στοιχείο phrastic
στοιχειώδης elementary
στοξαστικός stochastic
στοχάζομαι speculate
στοχασμός reflection, speculation, thinking
στόχος goal, scope
στόχος: προσανατολισμένος σε κάποιο στόχο goal-directed
στόχος: στοχο-κατευθυνόμενος goal-directed
στόχος: στοχο-προσηλωμένος goal-directed
στρουκτουραλισμός structuralism
στρωματοποιημένος stratified
στωικισμός stoicism
συγγένεια kinship
συγγενής relative (n.)
συγκατάνευση: κοινή συγκατάνευση consensus
συγκατατίθεμαι consent (v.)
συγκατηγορηματικός syncategorematic
συγκεκριμενοκρατία concretism
συγκεκριμενοπιώ instantiate
συγκεκριμενοποίηση concretism, instantiation
συγκεκριμένος specific, concrete
συγκεντρώνω concentrate (v.)
συγκέντρωση concentration
συγκεχυμένος confused
συγκίνηση emotion
συγκινησιακός emotional
συγκινησιακός emotive
συγκινησιοκρατία emotivism
συγκλίνουσα convergent
συγκλίνω converge
συγκλίνων convergent
σύγκλιση convergence
συγκρητικός syncretic
συγκρητισμός syncretism
συγκρίσιμος comparable
συγκρισιμότητα comparability
συγκριτικός comparative
συγκρότηση constitution
σύγχρονος simultaneous
συγχώνευση fusion
σύζευγμα conjunct
συζευγνύω conjoin
συζευκτικό μέρος conjunct
συζευκτικός conjunctive
σύζευξη conjunction
σύζευξη αρνήσεων joint denial
συζήτηση conversation, discourse
συζητώ converse
συλλαμβάνω conceive
σύλληψη conception, insight
συλλογή collection
συλλογίζομαι reason
συλλογικότητα collectivity
συλλογισμός reasoning, syllogism
συλλογισμός: κερατίνης συλλογισμός horned syllogism
συλλογισμός: μεικτός υποθετικός συλλογισμός mixed hypothetical syllogism
συλλογισμός: ψευδώνυμος συλλογισμός παρά την begging the question
λήψιν του ζητουμένου
συλλογιστική reasoning, syllogistic
συλλογιστικό reasoning
συλλογιστικό σχήμα syllogistic figure
συλλογιστικός syllogistic
συμβαίνω occur
συμβαίνων occurrent
συμβάν event, occurrence
σύμβαση convention
συμβασιοκρατία conventionalism
συμβατικός conventional
συμβατοκρατία compatibilism
συμβατός compatible
συμβατός: μη συμβατός incompatible
συμβατότητα compatibility
συμβεβηκός accident
συμβεβηκός: κατά συμβεβηκός accidental
συμβόλαιο contract
συμβόλαιο: κοινωνικό συμβόλαιο social contract
συμβολαιοκρατία contractarianism, contractualism
συμβολίζω symbolize
συμβολικός symbolic
συμβολισμός symbolism
σύμβολο symbol
συμμετάλλαξη commutation
συμμετοχή participation
συμμετρία symmetry
συμμετρικός symmetric, symmetrical
σύμμετρος symmetric, symmetrical
συμμιγής compound
συμπάγεια compactness
συμπαγής compact
συμπάθεια sympathy
συμπαθητικός sympathetic
σύμπαν universe
σύμπαν ομιλίας universe of discourse
σύμπαν του λόγου universe of discourse
συμπαραλλαγή co-variation
συμπαραλλακτικός co-variational
συμπεραίνω conclude, derive, infer
συμπέρασμα conclusion, inference
συμπέρασμα: καταλήγω στο συμπέρασμα conclude
συμπερασματικός deductive, illative
συμπερασματικός: μη συμπερασματικός non-inferential
συμπερασμός inference
συμπεριλαμβανόμενος inclusive
συμπεριλαμβάνω include, aggregate (v.)
συμπεριλαμβάνων inclusive
συμπερίληψη comprehension, inclusion
συμπεριφορά conduct
συμπεριφορά: θεωρία της συμπεριφοράς behaviorism
συμπεριφορά: σκόπιμη συμπεριφορά purposive behavior
συμπεριφορισμός behaviorism
συμπίπτω coincide
σύμπλεγμα aggregate, complex
σύμπλεγμα group
συμπλήρωμα complement, supplement
συμπληρωματικός complementary, supplemental,
supplementary
συμπληρώνω complement, complete
συμπονετικός sympathetic
συμπτωματικός accidental, adventitious
σύμπτωση coincidence
συμφέρον interest
συμφραζόμενα (τα) context
σύμφραση context
συμφρασιοκρατία contextualism
συμφραστικός contextual
συμφυής connate
σύμφυτος connate
συνάγω infer
συναγωγή collection, inference
συναγωγή: έμμεση συναγωγή mediate inference
συναγωγική δικαιολόγηση inferential justification
συναγωγικός inferential
συναγωγικός: μη συναγωγικός non-inferential
συναγωγιμότητα inferability
συναιvώ consent
συναίνεση consensus, consent
συναίσθημα emotion, feeling, sentiment
συναισθηματικός emotional
συναισθηματικός: συναισθηματική πλάνη pathetic fallacy
συναισθηματισμός sentimentalism
συναισθηματοκρατία sentimentalism
συναίσθηση coenaesthesis
συναισθησία synaesthesis
συνακόλουθος concomitant, consequent
συναλλαγή interchange
συναρμόζω conjoin
συνάρτηση function
συνάρτηση Μπουλ Boolean function
συνάρτηση: θεωρία αναδρομικών συναρτήσεων recursion theory
συνάρτηση: προτασιακή συνάρτηση propositional function
συνάρτηση: φυσικο-σημειακή συνάρτηση natural-sign function
συναρτησιακός functional
συνάφεια relevance
συνάφεια: έλλειψη συνάφειας irrelevance
συναφής relevant
συναφής: μη συναφής irrelevant
συνδεδεμένος bound
σύνδεση bound (n.), conjunction, connection
σύνδεση: αιτιακή σύνδεση causation
σύνδεσμος conjunction, connective (adj.)
συνδετικό connective (n.), copula
συνδετικός copulative
συνδετισμός connectionism
συνδέω conjoin
συνδήλωση connotation
συνδηλωτικός connotative
συνδιαλέγομαι converse (v.)
συνδυάζω compound (v.)
συνδυάζω, συνδυάζομαι combine
συνδυάσιμος: μη συνδυάσιμος uncombinable
συνδυασμός combination
συνδυαστικός joint, combinatorial
συνδυαστικός: συνδυαστική λογική combinatory logic
συνειδέναι consciousness
συνείδηση consciousness, conscience
συνειδητός conscious
συνειδητός: μη συνειδητός non-conscious
συνειδητότητα: έλλειψη συνειδητότητας unconsciousness
συνειδητότητα: μη συνειδητότητα unconsciousness
συνειρμικός associative
συνειρμικότητα associativity
συνειρμισμός associationism
συνειρμός association
συνειρμός: θεωρία του συνειρμού associationism
συνεκτασιακός coextensive
συνεκτασιμότητα coextensionality
συνεκτικισμός coherentism
συνεκτικός coherent, comprehensive, connected
συνέκφανση co-instantiation
συνενώνομαι cohere
συνένωση fusion
συνεπάγομαι derive, imply
συνεπαγωγή implication
συνεπαγωγή: αμφίδρομη συνεπαγωγή biconditional
συνεπαγωγή: αντιγεγονική συνεπαγωγή counterfactual implication
συνεπαγωγή: αυστηρή συνεπαγωγή strict implication
συνεπαγωγή: διπλή συνεπαγωγή biconditional
συνεπαγωγή: υλική συνεπαγωγή material implication
συνέπεια consistency, corollary, import (n.),
consequence
συνέπεια: κατά συνέπεια consequently
συνέπεια: υλική συνέπεια material consequence
συνεπειοκρατία consequentialism
συνεπής consistent
συνεπής: μη συνεπής inconsistent
συνέργεια, συνεργία synergy
συνεργισμός synergism
συνέχεια continuity
συνέχεια: εν συνέχεια consequently
συνεχειολογία synechiology
συνεχές continuant, continuum
συνεχής continuous
συνεχισμός synechism
συνήθεια custom
συνήθης customary
σύνθεση complex, composition, synthesis,
composite
συνθεσιακότητα compositionality
συνθετικό component
συνθετικός synthetic
σύνθετος complex, composite, compound
συνθετότητα complexity
συνθέτω compound
συνθήκη condition
συνθήκη αληθείας truth condition
συνθήκη: κατά συνθήκη conditional
συνθηκοποίηση conditionalization
συνίσταμαι consist
συνιστώ constitute
συνιστώσα component
συνολικός aggregate
σύνολο aggregate, class, cluster, set, total
σύνολο του οποίου μόνο μέλος είναι το χ unit set of x
σύνολο: θεωρία συνόλων set theory
σύνολο: μονομελές σύνολο unit set
συνολοθεωρητικός set theoretic
συνομιλία conversation
συνομιλιακός conversational
συνομιλώ converse
συνοριακός borderline
σύνορο boundary
συνοχή coherence, cohesion, connection
συνοχή: έλλειψη συνοχής incoherence
συνταγή prescription
σύνταγμα constitution
συνταγματικός constitutional
συνταγματισμός constitutionalism
συντακτικισμός syntacticism
συντακτικός syntactic
σύνταξη syntactics, syntax
συντελεστής factor
συντελεστικός operant
συντεταγμένος coordinate
σύντηξη fusion
συντήρηση conservation
συντηρητισμός conservatism
συντονισμός attunement
συντροπισμός syntropism
συνωνυμία synonymity, synonymy
συνώνυμο synonym
συνώνυμος synonymous
συσταλτικός deflationary
συσταλτικότητα deflationism
σύσταση constitution
σύσταση: ανοιχτή σύσταση open texture
συστατικό component (n.), constituent (n.)
συστατικός constitutional
σύστημα system
σύστημα αναφοράς frame of reference
σύστημα: ονυματικό σύστημα onymatic system
σύστημα: τυπικό σύστημα formal system
συστηματικός systematic
συστηματικότητα systematicity
συσχετίζω correlate
συσχέτιση association, correlation
συσχετισμός association, correlation
συσχετιστικός relational
σφαίρα scope
σφαλερός: σφαλερή αναπαράσταση misrepresentation
σφάλμα error, fallacy
σφάλμα: απουσία σφάλματος faultlessness
σφάλμα: κατηγοριακό σφάλμα category mistake
σφάλμα: υποκείμενος σε σφάλματα fallible
σφετερίζομαι appropriate (v.)
σχεδιάζω design (v.)
σχεδιασμός construct (n.)
σχεδιασμός design (n.)
σχεδιασμός: αυτοσχεδιασμός improvisation
σχέδιο design (n.)
σχεδόν quasi
σχέση relation
σχέση εγώ-αυτό I-it relationship
σχεσιακό πεδίο domain of a relation
σχεσιακός relational, relative
σχεσιοκρατία relationism
σχετικισμός relativism
σχετικιστικός relativistic
σχετικός relative
σχετικός: αντίστοιχος σχετικός όρος correlate
σχετικότητα relativity
σχήμα schema
σχήμα λόγου trope
σχήμα: νοητικά σχήματα mental imagery
σχήμα: συλλογιστικό σχήμα syllogistic figure
σχηματισμός configuration, formation
σχηματισμός εικόνων imagery
σχηματισμός: κανόνας σχηματισμού formation rule
σχηματοποίηση schematizing
σχηματοποιώ schematize
σχολαστικισμός scholasticism
σωματικός corporeal
σωματικός: μη σωματικό incorporeality
σωματικός: μη σωματικός incorporeal
σωματικότητα: μη σωματικότητα incorporeality
σωρείτης sorites
σωρευτικός cumulative
σωστή περιγραφή proper description
σωτηρία salvation
T

τάξη class, order (n.), ordering, rank (set theory)


τάξη: πρώτη τάξη first-order
τάξη: πρώτης τάξεως first-order
ταξινόμηση class, classification, taxonomy
ταξινομητικός classificatory
ταξινομία taxonomy
ταξινομικός classificatory
ταξινομώ classify
τάση inclination, propensity, stress
ταυτιζόμενος identical
ταυτοδυναμία idempotence, idempotency
ταυτολογία tautology
ταυτολογικός tautologous
ταυτοσημία synonymy
ταυτόσημος synonymous
ταυτότητα identity
ταυτότητα των αδιακρίτων identity of indiscernibles
ταυτότητα των μη διακρίσιμων identity of indiscernibles
ταυτότητα: δήλωση ταυτότητας identity statement
ταυτότητα: μερική ταυτότητα partial identity
ταυτοτικός identity
ταυτοχρονία simultaneity
ταυτόχρονος simultaneous
ταυτόχρονος: ταυτόχρονη εκδήλωση co-instantiation
τεκμήριο evidence, presumption
τεκμηριοκρατία evidentialism
τελειοθηρία perfectionism
τελειοκρατία perfectionism
τελειοποιώ perfect
τέλειος perfect
τελειότητα perfection
τελειώνω conclude
τελεολογία teleology
τελεολογικός teleological
τελεοσημασιολογία teleosemantics
τέλεση performance
τελεσιοκρατία operationalism
τελεστής operator
τελεστής: μετατόπιση τελεστή operator shift
τελεστικός operational, operator
τελευταίος ultimate
τελικό αίτιο final cause
τελικός ultimate
τελολογία teleology
τελολογικός teleological
τέλος end
τεμάχιο section, segment
τεμάχιο: χρονικό τεμάχιο temporal slice
τέμνω intersect
τερμινισμός terminism
τερμινιστικός terminist
τεταμένος tense
τετράγωνο: λογικό τετράγωνο square of opposition
τετριμμένος vacuous
τέχνη: ελευθέριες τέχνες liberal arts
τέχνη: εριστική τέχνη eristic
τεχνητός artificial, factitious
τεχνική technique
τεχνικισμός technicism
τεχνικότητα technicity
τεχνοκρατία technocracy
τεχνούργημα artifact
τηλεπάθεια telepathy
τήρηση κανόνων rule following
τιμή value
τιμή αληθείας truth value
τιμή: λογική τριών τιμών three-valued logic
τιμωρία punishment
τιμωρώ punish
τμήμα section, segment
τομέας section
τομή intersection, section
τομή: σημείο τομής intersection
τοποθετημένος situated
τοποθετώ situate
τοτεμισμός totemism
τριαδικός triadic
τρίτιμη λογική three-valued logic
τρίτος: αποκλειόμενος τρίτος excluded middle
τρίτος: νόμος του αποκλειόμενου τρίτου tertium non datur
τριτότητα thirdness
τριχοτομία trichotomy
τροπικός modal
τροπικότητα modality
τροπικότητα: αληθειακή τροπικότητα alethic modality
τροπικότητα: ένθετη τροπικότητα nested modality
τροποποιώ change
τρόπος manner
τρόπος mode, mood, trope
τρόπος κατηγόρησης predicable (n.)
τυπικός formal
τυπικά συστήματα formal systems
τυπική γλώσσα formal language
τυποκρατικός formal
τυπολογία typology
τυποποιημένος formal, formalized
τυποποίηση formalization
τυποποίηση: δυνατότητα τυποποίησης formalizability
τυποποιώ formalize
τύπος formula, type
τυχαιοκρατία accidentalism
τυχαιοποίηση randomization
τυχαιοποιώ randomize
τυχαίος accidental, arbitrary, random
τυχαιότητα randomization
τύχη chance
τυχισμός tychism
τυχοκρατία tychism
Υ

ύλη material, matter


υλική ισοδυναμία material equivalence
υλική συνεπαγωγή material implication
υλική συνέπεια material consequence
υλικός corporeal, material
υλικός υποθετικός material conditional
υλισμός materialism
υλιστής materialist (n.)
υλιστικός materialist (adj.)
υλοζωικός hylozoic
υλοζωισμός hylozoism
υλομορφικός corporeal, hylomorphic
υλομορφισμός hylomorphism
υπαινίσσομαι imply
υπαιτιότητα responsibility
υπακοή adherence
υπαλληλία subalternation
υπάλληλος subaltern, subalternate
υπαρκτικός existential
υπαρκτός existent
υπαρκτός: μη υπαρκτός nonexistent
ύπαρξη existence
ύπαρξη έμφυτης γνώσης innatism
υπαρξισμός existentialism
υπάρχειν: μη υπάρχειν non-existence
υπάρχω exist
υπενάντιος subcontrary
υπεραποτίμηση supervaluation
υπερασπιστής adherent
υπερβατικός transcendent, transcendental
υπερβατικότητα transcendence
υπερβατολογικός transcendental, transcendentalist
υπερβατολογισμός transcendentalism
υπερβολή excess
υπεργινόμενα ultraproducts
υπερεγώ superego
υπερεντασιακός hyperintensional
υπερκαθορισμός overdetermination
υπέρμαχος adherent
υπερνατουραλισμός supranaturalism
υπεροχή sublimity
υπερπεπερασμένος transfinite
υπερπροσδιορισμός overdetermination
υπερυποκειμενικότητα transsubjectivity
υπερφυσικό supernatural
υπερφυσικός psychic, supernatural
υπερφυσιοκρατία supranaturalism
υπεύθυνος responsible
υπευθυνότητα responsibility
υπθέτω suppose
υποβάλλω σε εξέταση interrogate
υποδεικνύω designate, indicate
υποδηλώνω imply
υποδήλωση implication
υποδοξαστικός subdoxastic
υπόθεση assumption, conditional, hypothesis,
presumption
υποθετική πρόταση conditional
υποθετικό conditional (n.)
υποθετικός conditional (adj.), hypothetical,
suppositional
υποθετικός: αντιγεγονικός υποθετικός λόγος counterfactual conditional
υποθετικός: μεικτός υποθετικός συλλογισμός mixed hypothetical syllogism
υποθετικός: υλικός υποθετικός material conditional
υποθετικο-παραγωγικός hypothetico-deductive
υποθέτω assume, hypothesize, presume
υποκαθιστώ substitute (v.)
υποκαθορισμός underdetermination
υποκατάσταση substitution
υποκαταστασιμότητα substitutability, substitutivity
υποκατάστατο substitute (n.)
υποκειμενικός subjective
υποκειμενικότητα subjectivity
υποκειμενισμός subjectivism
υποκειμενιστής subjectivist (n.)
υποκειμενιστικός subjectivist (adj.)
υποκείμενο subject (n.)
υποκείμενο: δρων υποκείμενο agent
υποκείμενος subject (adj.)
υποκείμενος σε σφάλματα fallible
υποκείμενος: δήλωση υποκειμένου-κατηγορήματος subject-predicate statement
υποκλάση subclass
υποκρίvομαι pretend
υπολογίζω compute
υπολογίσιμος computable
υπολογισιμότητα reckonability, computability
υπολογισμός computation
υπολογιστικός computational, computing (adj.)
υπόλοιπο residue
υπονόηση implicature
υπονοώ imply
υποπροσδιορισμός underdetermination
υπόρρητος implicit, tacit
υποσημαίνω implicate
υπόσταση hypostasis, substance
υποστασιοποίηση hypostasis
υποστήριγμα support (n.)
υποστηρίζω support (v.)
υποστηρικτής adherent, supporter
υποστήριξη support (n.)
υποστηρίξιμος tenable
υπόστρωμα substratum
υποσυνείδητο subconscious (n.)
υποσυνείδητος subconscious (adj.), subliminal
υποσύνολο subset
υπόχρεος obliged
υπόχρεος: καθιστώ υπόχρεο oblige
υποχρεωμένος obliged
υποχρεώνω oblige
υποχρέωση obligation
ύστερος: εκ των υστέρων a posteriori
υφή: ανοιχτή υφή open texture
υφίσταμαι subsist
υφίστασθαι subsistence
υψηλό sublime (n.)
υψηλός sublime (adj.)
υψηλότης sublimity
υψηλότητα sublimity
ύψιστο αγαθό summum bonum
ύψος sublimity
Φ

φαινομεναλισμός phenomenalism
φαινομενικός phenomenal
φαινόμενο appearance, phenomenon
φαινομενοκρατία phenomenalism
φαινομενολογία phenomenology
φαινομενολογικός phenomenological
φαινομενολόγος phenomenologist
φαινόμενος phenomenal
φαινόμενος: φαινόμενες ποιότητες qualia
φαλλιμπιλισμός fallibilism
φανερός clear
φανερώνω demonstrate
φανέρωση manifestation
φανξιοναλισμός functionalism
φαντασιακός fantastic, imaginary
φάση phase
φασισμός fascism
φασίστας fascist
φασιστικός fascist
φάσμα range, scope, spectrum
φαταλισμός fatalism
φαταλιστής fatalist
φαταλιστικός fatalistic
φαύλη αναδρομή vicious regress
φαύλος κύκλος vicious circle
φθίνων descending
φιλαλληλία altruism
φιλελευθερισμός liberalism
φιλελεύθερος liberal
φιλοκαλία taste
φιντεϊσμός fideism
φιξιοναλισμός fictionalism
φορέας bearer
φορέας αληθείας truth bearer
φόρμα form
φορμαλισμός formalism
φράγμα bound (n.)
φράγμα: άνω φράγμα upper bound
φράγμα: ελάχιστο άνω φράγμα least upper bound
φράγμα: κάτω φράγμα lower bound
φράγμα: μέγιστο κάτω φράγμα greatest lower bound
φραγμὀς bound (n.)
φραγμός: άνω φραγμός upper bound
φραγμός: ελάχιστος άνω φραγμός least upper bound
φραγμός: κάτω φραγμός lower bound
φραγμός: μέγιστος κάτω φραγμός greatest lower bound
φράση phrase
φραστική δομή phrase-structure
φραστικό στοιχείο phrastic
φραστικός phrase (adj.), verbal
φρόνηση practical wisdom, wisdom
φυλετισμός racism
φύση: ανθρώπινη φύση humanity
φύση: ασώματη φύση incorporeality
φύση: έμφυτη φύση innateness
φύση: ουσιώδης φύση quiddity
φυσικαλισμός physicalism
φυσικαλιστικός physicalistic
φυσικό δίκαιο natural law
φυσικό δικαίωμα natural right
φυσικό είδος natural kind
φυσικο-σημειακή λειτουργία natural-sign function
φυσικο-σημειακή συνάρτηση natural-sign function
φυσικοθεολογία physicotheology
φυσικοποιημένος naturalized
φυσικός natural
φυσικός νόμος natural law
φυσιογνωμία physiognomy
φυσιοκρατία naturalism
φυσιοκρατία: μη φυσιοκρατία nonnaturalism
φυσιοκρατικός naturalistic
φωνητική phonetics
φωνολογία phonology
φώτιση illumination
φώτιση: θεωρία της φώτισης illuminationism
φωτισμένος enlightened
φωτισμός illumination
X

χαρακτήρας: ανώμαλος χαρακτήρας anomalism


χαρακτήρας: έμφυτος χαρακτήρας innateness
χαρακτηρισμός designation
χαρακτηριστικό attribute, characteristic, trait
χαρακτηριστικός characteristic (adj.)
χάρη, χάρις grace
χρέος: αίσθηση χρέους obligation
χρηστικός utilitarian
χρονικός temporal, tense (adj.), tensed
χρονικός: χρονικά ενδογενείς temporary intrinsics
χρονικός: χρονικά εσωτερικο temporary intrinsics
χρονικός: χρονική λογική tense logic
χρονικός: χρονική στιγμή instant
χρονικός: χρονικό στάδιο temporal stage
χρονικός: χρονικό τεμάχιο temporal slice
χρονικότητα temporality
χρόνος tense, time
χρόνος: ελεύθερος χρόνος leisure
χρόνος: που έχει γραμματικό χρόνο tensed
χρυσός κανόνας, χρυσούς κανών golden rule
χωρίζω separate (v.)
χωρικός spatial
χωρίς νόημα meaningless
χωρίς ποσοδείκτη quantifier-free
χωρίς σημασία meaningless
χωρισμός separation
χωριστός separate (adj.)
χώρος space
χώρος: διανυσματικός χώρος vector space
χωροχρονικός spatiotemporal
χωροχρόνος space-time
Ψ

ψευδαίσθηση illusion
ψευδής false-
ψευδο- quasi-
ψεύδος falsehood, falsity
ψευδώνυμος συλλογισμός παρά την λήψιν του begging the question
ζητουμένου
ψύχη του κόσμου world soul
ψυχή: κοσμική ψυχή world soul
ψυχή: παγκόσμια ψύχη world soul
ψυχικός psychic, psychical

ως qua
ωφέλεια utility
ωφελιμισμός utilitarianism
ωφελιμιστής utilitarian (n.)
ωφελιμιστικός utilitarian (adj.)
ωφελιμοκρατία utilitarianism
ωφελιμότητα utility

You might also like