Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 448

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ∆ΕΛΗΓΚΙΑΟΥΡΗ
Πτυχιούχου Νοµικής

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ:


ΝΟΜΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
∆ΙΑΣΤΑΣΗ
∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ
στην ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Με την υποστήριξη του Ιδρύµατος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2007
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ∆ΕΛΗΓΚΙΑΟΥΡΗ
Πτυχιούχου Νοµικής

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ:


ΝΟΜΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
∆ΙΑΣΤΑΣΗ
∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ
στην ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Υποβλήθηκε στο Τµήµα Νοµικής


Τοµέας ∆ηµοσίου ∆ικαίου και Πολιτικής Επιστήµης
Ηµεροµηνία Προφορικής Εξέτασης: 29 Ιουνίου 2007

Εξεταστική Επιτροπή:

Καθηγητής Ζ. Παπαδηµητρίου, Επιβλέπων


Καθηγητής. Κ. Χρυσόγονος, Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής
Αν. Καθηγητής. Π. Λέκκας, Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής

Καθηγητής Ν. ∆εµερτζής, Εξεταστής


Αν. Καθηγητής Γ. Πλειός, Εξεταστής
Αν. Καθηγητής Κ. Ζώρας, Εξεταστής
Αν. Καθηγητής Γρηγ. Πασχαλίδης, Εξεταστής

ii
© Αναστασία Χρ. ∆εληγκιαούρη
© Α.Π.Θ.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ: Νοµική, Πολιτική και Κοινωνική ∆ιάσταση


ISBN

« Η έγκριση της παρούσης ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής από το Τµήµα Νοµικής του


Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωµών του
συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ.2).

iii
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

«ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ:


Νοµική, Πολιτική και Κοινωνική διάσταση»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ………………………………………………………………………………….. 5

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

1.ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ………………………..15


1.1 Σύντοµη επισκόπηση των θεωριών περί «λόγου» (discourse)……………15
1.1.1 Η γλωσσολογική και επικοινωνιακή θεωρία του J. Habermas.................28
1.2 Τύποι και µορφές του «λόγου»...................................................................35
1.2.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις...........................................................35
1.2.2 Ο πραγµατιστικός λόγος............................................................. .39
1.2.3 Ο νοηµατικός λόγος......................................................................40
1.2.4 Ο προπαγανδιστικός λόγος…........................................................42
1.3 Ο πολιτικός λόγος........................................................................................46
1.3.1 Γενικά ...........................................................................................46
1.3.2 Ειδικά χαρακτηριστικά .................................................................52

2. Ι∆ΕΟΛΟΓΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ........................................................65


2.Εισαγωγικά........................................................................................................65
2.1 Η µαρξιστική και µετα-µαρξιστική σκέψη...................................................68
2.1.1. Η µαρξιστική σκέψη.....................................................................68
2.1.2. Η «Ηγεµονία» του Gramsci..........................................................72
2.1.3. Η συµβολή του Althusser ............................................................ 77
2.2 Άλλες προσεγγίσεις.......................................................................................82
2.2.1 Η «Λακανική» προσέγγιση του Žižek ......................................... 82
2.2.2 Η µεταδοµική προσέγγιση του Foucault.......................................86
2.3 H σχέση ιδεολογίας και πολιτικού λόγου......................................................87
2.4 Τα ΜΜΕ ως ιδεολογική υπερδοµή..............................................................100
2.5 Η σύγχρονη Επικοινωνιακή κουλτούρα.......................................................107

3. Ο ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ..........................................................123


3.1 Συνιστώσες και συνθήκες διαµόρφωσης.......................................................123
3.2 Ειδικότερα χαρακτηριστικά..........................................................................147
3.2.1 Η επικοινωνιακή κουλτούρα των συµβόλων................................147
3.2.2 Η «συµπύκνωση»..........................................................................156
3.2.2.1 Ο «µύθος» και οι µυθολογίες του.................................. 159
3.2.3 Η απαραίτητη τελετουργία .......................................................... 165
3.2.4 Η αναπαράσταση ή απεικόνιση .....................................................169
3.2.5 Οι συνέπειες της διαµεσολάβησης από τα ΜΜΕ...........................176
3.2.6 Η οπτικοποίηση του λόγου............................................................179
3.2.7 Η αισθητικοποίηση του λόγου και της πολιτικής...........................186

1
ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ: ΟΙ ΤΡΕΙΣ ∆ΙΑΣΤΑΣΕΙΣ-
Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΜΙΚΗ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

4. Η ΝΟΜΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ: Η Θεσµική ορίζουσα στην σχέση πολιτικού λόγου και


ΜΜΕ……..……………………………………………………………………...193
4. Αντί για εισαγωγή.......................................................................................... ...193
4.1 Το βασικό θεσµικό πλαίσιο των ΜΜΕ στην Ελλάδα......................................204
4.1.1 Το γενικό πλαίσιο και η εξέλιξή του................................................204
4.1.2 Το Συνταγµατικό πλέγµα διατάξεων για την ραδιοτηλεόραση
και το αναθεωρητικό διάβηµα του 2001...........................................212
4.1.2.1 ΜΜΕ και συγκρουόµενα δικαιώµατα.............................216
4.1.2.2 Ο κοινωνικός ρόλος και οι θεσµικές εγγυήσεις
για τα ΜΜΕ......................................................................224
4.1.2.3 Η αρχή του κοινωνικού Κράτους ∆ικαίου ως
ερµηνευτική αρχή ..............................................................230
4.2 Το «Τηλεοπτικό Σύνταγµα» και οι σχετικές «διατάξεις»................................233
4.2.1 Θεωρητική απόπειρα τεκµηρίωσης και εµπειρική προσέγγιση.......233
4.2.2 Νοµιµότητα, Νοµιµοποίηση και «Τηλεοπτικότητα».......................245
4.2.3 Το «Τηλεοπτικό Κοινοβούλιο»- Η τηλεόραση ως νέο πεδίο
δηµοσιότητας...................................................................................248
4.3 Τα νοµικά ολισθήµατα του τηλεοπτικού πολιτικού λόγου.............................255
4.3.1 Είναι ο επικοινωνιακός λόγος και «πληροφοριακός»; ............... …255
4.3.2 Το τεκµήριο «ενοχής».....................................................................259
4.4 ∆ικαίωµα στη δηµόσια επικοινωνία και δικαίωµα προστασίας από τη
δηµόσια επικοινωνία.......................................................................................265

5. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ:Πολιτικός λόγος, ΜΜΕ και σύγχρονη κοινοβουλευτική


δηµοκρατία………..……………………………………………………………….269
5. Εισαγωγικοί προβληµατισµοί.............................................................................269
5.1 Εννοιολογικές διασαφηνίσεις..........................................................................271
5.1.1 Με µια πρώτη µατιά.........................................................................276
5.2 Το επικοινωνιακό συµβόλαιο..........................................................................278
5.3 Η σύγχρονη τηλεοπτική δηµοκρατία...............................................................290
5.3.1 Το ιστορικό µιας...τερατογένεσης…...............................................292
5.3.2 Τα γνωρίσµατα της τηλεοπτικής δηµοκρατίας µέσα από τον
ελληνικό Τύπο............................................................................... .298
5.3.3 Η πολιτική ως τηλεοπτικό προϊόν..................................................303
5.3.4 Ζητήµατα πολιτικής αντιπροσώπευσης- Η θέση των
πολιτικών κοµµάτων.......................................................................307
5.3.5 Ο πολίτης τηλεθεατής-καταναλωτής-ψηφοφόρος..........................313
5.3.6 Ο αυτοπεριορισµός της πολιτικής στην τηλεοπτική εικόνα των
πολιτικών.........................................................................................317
5.4 Πολιτική και σύγχρονη τεχνολογία………………………………………… 323
5.4.1 Ο «Λόγος» της τεχνολογίας και τα ΜΜΕ........................................323
5.4.2 Η ώρα της άµεσης δηµοκρατίας; ....................................................326
5.5 Κρίσεις-Επικρίσεις και Προβληµατισµοί.........................................................329
ΚΑΤΑΚΛΕΙ∆Α......................................................................................................333

2
6. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ: Η επαναδιαπραγµάτευση του κοινωνικού………….335
6. ∆ιευκρινίσεις και µεθοδολογικές διασαφηνίσεις………………. .…………...335
6.1 Ο πλουραλισµός των εικόνων και η µετάλλαξη του πράττειν………………337
6.2 O «homo videns»……………………………………………………………349
6.3 H αλλαγή και ο επανακαθορισµός του πεδίου της δηµοσιότητας…………..354
6.3.1 Οι αλλαγές στον φυσικό χώρο της δηµοσιότητας…………………358
6.3.2. Οι αλλαγές στον συµβολικό δηµόσιο χώρο………………………363
6.4 Ταυτότητες και συλλογικότητες ή µήπως ταυτοτικές συλλογικότητες;…….369
6.4.1. Η «ταυτότητα»…………………………………………………... 370
6.4.2. Η συλλογικότητα…………………………………………………375
6.5 Η κοινωνική πραγµατικότητα ή /και η πραγµατικότητα των ΜΜΕ………...380
6.6 Ο νέος χώρος του κοινωνικού ή ο κενός κοινωνικός χώρος…………………390
6.7 Το τέλος των µεγάλων αφηγήσεων και το τέλος της συλλογικής µνήµης…..392
6.8 Η αναζήτηση κοινωνικής διεξόδου…………….……………………………..396

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ…………………………...…………………………………………..403

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΝΑΦΟΡΕΣ……………………………………411
Α. ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ…………………………………………………………….411
Β. ΞΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ (στο πρωτότυπο ή σε µετάφραση)………………………........424
Γ.ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ (από τον ελληνικό Τύπο)…………………….....................................439
∆.∆ΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΣΤΟ ∆ΙΑ∆ΙΚΤΥΟ……………………………………………………444

3
4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Αυτοί οι οποίοι επικεντρώνονται ειδικώς στην πολιτική γλώσσα, ασχολούνται κυρίως µε την
ικανότητά της να αντικατοπτρίζει την ιδεολογία, να µυστικοποιεί και να διαστρεβλώνει, κάτι το οποίο
είναι βεβαίως ένα είδος δηµιουργικότητας […]. Η πολιτική γλώσσα είναι η πολιτική πραγµατικότητα»1.

Η επιλογή του τίτλου «Πολιτικός λόγος και ΜΜΕ» φανερώνει πρόδηλα τη


θεωρητική αφετηρία της παρούσας διατριβής. Καταρχήν αποδέχεται ως κύρια
συνιστώσα της σύγχρονης πολιτικής την επικοινωνιακή της διάσταση ή καλύτερα την
εξάρτηση της πολιτικής από την άµεση, µαζική επικοινωνία που προτάσσουν τα ΜΜΕ.
Η σύγχρονη πολιτική είναι κατά κύριο λόγο «διαµεσολαβηµένη», και µάλιστα, τόσο
στον τρόπο µε τον οποίο επικοινωνεί τα µηνύµατά της όσο και στον τρόπο µε τον
οποίο διαµορφώνει το περιεχόµενο και τις στρατηγικές της. Η σχέση Πολιτικής και
ΜΜΕ είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, πολυδιάστατη και ενίοτε οι τρόποι σύνδεσης των
δύο «πεδίων», κατά την ορολογία του P. Bourdieu, εξαιρετικά αδιαφανείς και
δυσανάγνωστοι. Η προσέγγιση που επιλέχθηκε για την ανάλυση της σχέσης Πολιτικής
και ΜΜΕ στηρίζεται στην παρατήρηση του πολιτικού λόγου ως άρθρωση πολιτικής
σκέψης, ως πρωταρχική πολιτική πράξη αλλά και ως καθρέφτη της πολιτικής
πραγµατικότητας σύµφωνα µε την παραπάνω ρήση του M. Edelman. Η αναγκαία
συνθήκη διεπιστηµονικότητας που χαρακτηρίζει την ανάλυση της λειτουργίας των
ΜΜΕ οδήγησε αναπόδραστα και την κατεύθυνση και δοµή της παρούσας µελέτης.
Ο κεντρικός συλλογισµός της πολιτικής ανάλυσης που ακολουθείται και
διαπερνά όλο το κείµενο και τα επιχειρήµατα που αναδύονται από αυτό, εµπνέεται και
παράλληλα κατευθύνεται από δύο θεωρητικές προαποδοχές: α) Την ταύτιση ή
καλύτερα την πραγµατολογική ισοδυναµία πολιτικού λόγου και πολιτικής
πραγµατικότητας, καθότι µέσω του λόγου συγκροτείται η κοινωνική πραγµατικότητα.
H αρχή του αντικατοπτρισµού του πολιτικού λόγου στην πολιτική πραγµατικότητα και
αντίστροφα αντλεί την επιχειρηµατολογία της τόσο από την κοινωνιολογική θεωρία
του κοινωνικού κονστρουξιονισµού όσο και από σχετικές θεωρητικές προσεγγίσεις που
ανάγουν την γλώσσα και τον λόγο σε κύρια αναλυτική κατηγορία (βλ. Habermas 1.1.1)

1
Edelman, M., Η κατασκευή του πολιτικού θεάµατος (µτφρ.Αρχ. Κόρκα, προλ- επιµ. Ν. ∆εµερτζής),
εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999, σελ. 186,187 αντίστοιχα.

5
όπως συνέβη µε την «γλωσσολογική στροφή» στις κοινωνικές επιστήµες και στην
φιλοσοφία. Εδράζεται επίσης στην πεποίθησή µας ότι στο κύριο όργανο έκφρασης και
άσκησης πολιτικής, τον πολιτικό λόγο, αντανακλώνται και ενσωµατώνονται
παράλληλα όλες οι πτυχές της σύγχρονης πολιτικής. Στην παρούσα µελέτη, λοιπόν, ο
αναγνώστης µπορεί όπου αναφέρεται η φράση «πολιτικός λόγος» να την
αντικαταστήσει µε την λέξη «πολιτική» και όπου «πολιτική» µπορεί να τεθεί ο όρος
«πολιτικός λόγος», δηλαδή πολιτικός λόγος και πολιτική θεωρούνται ταυτόσηµες
έννοιες. β) Η δεύτερη προαποδοχή αφορά στην επικοινωνιακή φύση του πολιτικού
λόγου, ως λόγου δηµόσιου, «απευθυντέου», λόγου που προσδοκά να συναντήσει την
αποδοχή του κοινού, και τελικά να το πείσει, να το καθυποτάξει. Αν και οι σπουδές
επικοινωνίας έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την µελέτη των «πανίσχυρων
επιδράσεων» στις οποίες εντάσσεται το µονοδιάστατο γραµµικό µοντέλο της
προπαγάνδας, η νοµιµοποίηση που αποζητά και χρειάζεται η πολιτική εξακολουθεί να
αναζητείται και να κατοχυρώνεται, τουλάχιστον σε ένα πρώτο στάδιο, µέσα από την
άρθρωση ενός πειστικού πολιτικού λόγου. Από αυτήν την άποψη ο πολιτικός λόγος
είναι εξ’ορισµού λόγος δηµόσιος και εξωστρεφής µε το βλέµµα στραµµένο στο κοινό
του, ένας λόγος που προσδοκά την «κοινότητα» του µηνύµατος, καθώς και τον
επηρεασµό του δέκτη κάτι που το επιτυγχάνει, µεταξύ άλλων, και µέσα από την χρήση
ιδιαίτερων γλωσσικών τεχνασµάτων (1.3).
Τα σύγχρονα ΜΜΕ έρχονται να παρέµβουν τόσο στο στάδιο παραγωγής όσο
και απεύθυνσης του πολιτικού λόγου. Επηρεάζουν τόσο την παραγωγή του πολιτικού
λόγου, ο οποίος οφείλει να προσαρµοσθεί στις παραµέτρους που θέτουν τα µέσα για
την παραγωγή του αλλά και την «επικοινωνία» του, αφού τα ΜΜΕ καθορίζουν το
πλαίσιο και τους τρόπους µε τους οποίους θα «δηµοσιοποιηθεί» ο πολιτικός λόγος.
Μέσα από την σταδιακή τεχνολογική πρόοδο, παράλληλα µε την διεύρυνση της
σηµασίας της πληροφορίας στις σύγχρονες «Κοινωνίες της πληροφορίας», τα ΜΜΕ
εξελίχθηκαν από διαµεσολαβητές της πραγµατικότητας σε κατασκευαστές της.
Αντικείµενο της ανάλυσής µας, λοιπόν, δεν είναι ο τηλεοπτικός πολιτικός λόγος
αυτός καθαυτός αλλά οι συνέπειες και οι µεταλλάξεις που ο πολιτικός λόγος έχει
υποστεί λόγω της διαµεσολάβησής του από τα ΜΜΕ. Για να µπορέσουµε να
εντοπίσουµε τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί µετά την συνάντησή του µε τα ΜΜΕ

6
επιλέξαµε αρχικά την καταγραφή και ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών
(1.3.2), γενικά ως έννοια είδους, ανεξάρτητα από το «τηλεοπτικό» στοιχείο.
Καταγράφοντας τα διάφορα είδη και κατηγορίες του λόγου (1.2.) οδηγηθήκαµε στην
θέση ότι ο πολιτικός λόγος συµπεριλαµβάνει τόσο στοιχεία του προπαγανδιστικού
λόγου όσο και των άλλων µορφών λόγου, οι οποίοι, στην πραγµατικότητα δεν
εµφανίζονται σχεδόν ποτέ ως καθαροί «ιδεότυποι» αλλά πάντα µε προσµίξεις. Από την
άλλη, υπογραµµίζεται σε πρώτη φάση η επιγενόµενη επικυριαρχία του τηλεοπτικού
πεδίου και ο σταδιακός εγκλωβισµός του πολιτικού λόγου στο τηλεοπτικό είδος του.
Καθόσον η σύγχρονη πολιτική δεν µπορεί να ξεφύγει από τον σφιχτό εναγκαλισµό της
από τα ΜΜΕ, εξετάζουµε τις επιδράσεις των ΜΜΕ στην παραγωγή, δοµή και εκφορά
του πολιτικού λόγου µε απώτερο στόχο να εντοπίσουµε κατά πόσο παραδοσιακά
χαρακτηριστικά του πολιτικού λόγου, όπως π.χ ο ιδεολογικός του χαρακτήρας
διατηρούνται µετά την µεσοποίηση που έχει υποστεί από τους επικοινωνιακούς
διαµεσολαβητές του.
Η σύνδεση πολιτικού λόγου και ιδεολογίας που αναλύεται στο δεύτερο
κεφάλαιο, επιχειρεί να αποτυπώσει την στενή σύνδεση ιδεολογίας και πολιτικής
εφόσον ήδη δεχθήκαµε ότι ο πολιτικός λόγος είναι ή οφείλει να είναι ιδεολογικός.
Μέσα από διάφορες απόψεις, κυρίως µαρξιστικές και µεταµαρξιστικές προσεγγίσεις
(2.1) αλλά και άλλες (2.2) σχετικά µε την συνάρθρωση ιδεολογίας και πολιτικού λόγου
καταλήγουµε σε µια διεπίπεδη διαµόρφωση της ιδεολογίας τόσο από υποκειµενικές
παραµέτρους (άτοµο) όσο και από αντικειµενικές (κοινωνία) (2.3.). Η ιδεολογία ως
σύστηµα ιδεών προσδιορίζεται και µορφοποιείται µέσα από τον κοινωνικά ορισµένο
καθορισµό των τρόπων παραγωγής και πρόσληψης λόγου. Αυτό συνιστά το πρώτο
στάδιο όπου σφυρηλατείται η αντικειµενικοποίηση της ιδεολογίας. Το
αντικειµενικοποιηµένο σύστηµα ιδεών «εγκαλεί» το άτοµο, σύµφωνα µε την ορολογία
του Althusser, σε δεύτερο στάδιο, να επενδύσει την βιωµατική του εµπειρία. Κατ’
αυτόν τον τρόπο προκύπτει το τελικό περιεχόµενο της ιδεολογίας στο οποίο
συναρθρώνεται ο «λόγος» της κοινωνίας ως αντικειµενικοποιηµένο σύστηµα ιδεών και
ο «λόγος» του ατόµου µε την υποκειµενική – ατοµική εσωτερίκευση αυτού του
συστήµατος (2.3). Τα ΜΜΕ ως «ιδεολογικοί µηχανισµοί» αλλά και ως η πιο ισχυρή,
σύγχρονη «ιδεολογική υπερδοµή» (2.4) παρεµβαίνουν ενεργά στα σύγχρονα

7
ιδεολογικά συστήµατα, καταλύοντας υφιστάµενες ιδεολογίες και προωθώντας µία νέα
ιδεολογία, αυτή της κατανάλωσης. Η σύγχρονη επικοινωνιακή κουλτούρα (2.5)
λειτουργεί ως ο συνεκτικός ιστός µεταξύ των ιδεολογικών κατασκευών των ΜΜΕ και
της εµπορευµατοποιηµένης κοινωνίας η οποία ανατροφοδοτείται συνεχώς µε τα νέα
καταναλωτικά δόγµατα.
Τελικά ο «επικοινωνιακός» πολιτικός λόγος, όπως τιτλοφορείται το τρίτο
κεφάλαιο, είναι το αποτέλεσµα της διασταύρωσης πολιτικής και ΜΜΕ, µε απότοκο ένα
νέο είδος πολιτικού λόγου που είναι πρωτίστως και αναγκαστικά «επικοινωνιακό». Τα
ειδικότερα χαρακτηριστικά αυτού του νέου είδους πολιτικού λόγου και κατ’ επέκταση
πολιτικής, (3.2.1-3.2.7) φαίνεται να συγκλίνουν σε επικίνδυνο βαθµό µε τα
χαρακτηριστικά του τηλεοπτικού λόγου, ως έννοια γένους, είτε δηλαδή αυτός είναι
πολιτικός είτε όχι. Η συµπύκνωση, η µυθολογία, η τελετουργία, η απεικόνιση, η
αισθητικοποίηση και φυσικά η οπτικοποίηση του πολιτικού λόγου, ως γνωρίσµατα
«θεαµατοποίησης» του «πολιτικού» µε την ευρεία έννοια, έχουν συµβάλλει στην
αποπολιτικοποίηση του ίδιου του πολιτικού λόγου, των υποκειµένων που τον εκφέρουν
αλλά και των αποδεκτών του. Το πολιτικό θέαµα είναι µια ακόµη παράµετρος και ένα
ακόµη είδος της «κοινωνίας του θεάµατος», η οποία, δίνοντας έµφαση σε µορφολογικά
και αισθητικά στοιχεία, έχει καταφέρει να χαλιναγωγήσει τον συγκρουσιακό
χαρακτήρα του πολιτικού λόγου.
Αφού, λοιπόν, αναλύσαµε µέσα από τις θεωρητικές προσεγγίσεις βασικά
γνωρίσµατα και αλλοιώσεις που έχει υποστεί ο πολιτικός λόγος από την επικυριαρχία
των ΜΜΕ, στο δεύτερο µέρος της µελέτης, στην εµπειρική προσέγγιση, προσπαθούµε
να κατηγοριοποιήσουµε τις συνέπειες τόσο σε νοµικό και πολιτικό όσο και κοινωνικό
επίπεδο. Φυσικά, οφείλουµε να διευκρινίσουµε ότι ο διαχωρισµός αυτός δεν προσδίδει
στις τρεις διαστάσεις απόλυτη αυτονοµία, αφού σε αρκετές παραµέτρους τους
αλληλεπικαλύπτονται ή λειτουργούν βάσει της σχέσης αιτιατού- αποτελέσµατος.
Ιδιαίτερα ο διαχωρισµός νοµικού και πολιτικού στοιχείου υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής
και σε κάποιες επιλογές του επιστηµονικά παράτολµος λαµβάνοντας υπόψη ότι σε ένα
ευνοµούµενο Κράτος ∆ικαίου η στενή σύνδεση και εξάρτηση πολιτικού και νοµικού
στοιχείου είναι επιβεβληµένη δηµοκρατική συνθήκη και βασικός όρος νοµιµοποίησης
του πολιτικού συστήµατος.

8
Μέσα από µια συνοπτική αλλά επικεντρωµένη στο αντικείµενο της µελέτης
επισκόπηση του θεσµικού πλαισίου που καθορίζει τη λειτουργία των ΜΜΕ στην χώρα
µας (4.1.), προβάλλονται τα κοµβικά σηµεία προβληµατισµού για την σύνδεση ΜΜΕ
και Πολιτικής στις σύγχρονες φιλελεύθερες κοινωνίες όπου προέχει η προστασία των
ατοµικών δικαιωµάτων (4.1.2.1.) ∆ικαιώµατα, που είναι αρκετά ευαίσθητα και
εύθραυστα σε ό,τι αφορά στο περιεχόµενο όσο και στην εφαρµογή τους στις σύγχρονες
συνθήκες της επικοινωνιακής παντοκρατορίας. Η «διεύρυνση» δικαιωµάτων, όπως το
δικαίωµα στην προσωπικότητα (αρ. 5 Σ), το δικαίωµα του «πληροφορείν» και του
«πληροφορείσθαι» (αρ. 14 παρ. 1 Σ ), αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευάλωτα στις
προκλήσεις που τους απηύθυναν τα ΜΜΕ. Ο πολυδιάστατος και ο πολυεπίπεδος
χαρακτήρας που διέπει την λειτουργία των ΜΜΕ καθιστά κάποιες επιδράσεις τους µη
ορατές εκ πρώτης όψεως. Η διεισδυτικότητά και η αµεσότητά τους σε συνδυασµό µε
τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες, έχουν δηµιουργήσει στην πράξη δυσεπίλυτες
αντινοµίες και συνταγµατικές συγκρούσεις. Το πεδίο των συνταγµατικά
κατοχυρωµένων ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών εµπλουτίσθηκε µε νέες εστίες
αντιπαράθεσης, κρούοντας, παράλληλα, τον κώδωνα του κινδύνου, για µια πιο
ρεαλιστική στάθµιση των δικαιωµάτων, η οποία θα συµπεριλαµβάνει όσο το δυνατόν
περισσότερες πραγµατολογικές παραµέτρους. Τα εχέγγυα λοιπόν εκδηµοκρατισµού και
η διεύρυνση των όρων της διαβούλευσης που επαγγέλονταν ο απεγκλωβισµός του
ραδιοτηλεοπτικού πεδίου από τα δεσµά της κρατικής τηλεόρασης αποδείχθηκε εν
ολίγοις ότι συνιστούν µια κατάσταση «Ιανός» αφού όσο εύκολη είναι η διεύρυνση του
δικαιώµατος στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας µέσα από τις ρήτρες
πλουραλισµού και πολυφωνίας που οφείλει να υπηρετεί η «απορρύθµιση» της
ραδιοτηλεόρασης άλλο τόσο εύκολη είναι η παράλληλη καταστρατήγηση αυτού αλλά
και άλλων δικαιωµάτων, όπως π.χ. το δικαίωµα προστασίας των προσωπικών
δεδοµένων (αρ. 9Α) και του απορρήτου των επικοινωνιών (αρ. 19) από την υπέρµετρη
και ανεξέλεγκτη διεύρυνση της επικοινωνιακής σφαίρας (media sphere). Τελικά, δεν
είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου το τυπικό Σύνταγµα στην καθηµερινή του εφαρµογή
«ανέχεται» την παράλληλη ύπαρξη ενός «τηλεοπτικού Συντάγµατος» (4.2.1). Το
τελευταίο νοµιµοποιείται και αποφασίζει µε τεκµήρια «τηλεοπτικότητας» (4.2.2) τόσο
για την «κατάλληλη» στάθµιση συνταγµατικών δικαιωµάτων όσο και για την

9
ακολουθία των απαραίτητων διαδικασιών, παρεµβαίνοντας έτσι στην «καρδιά του
Κράτους ∆ικαίου» καταλύοντας άτυπα ουσιώδη στοιχεία και προϋποθέσεις που
συγκροτούν τόσο την έννοια του συντεταγµένου Κράτους όσο και την έννοια του
θεσµισµένου ∆ικαίου. Ο αναθεωρητικός νοµοθέτης, το 2001, προσπάθησε να ρυθµίσει
τα ήδη γιγαντωµένα προβλήµατα από την «ραδιοτηλεοπτική έκρηξη» που ακολούθησε
µετά το 1987 (4.1.2). Η εισαγωγή το αρ. 5Α και των νέων διατάξεων του αρ. 14 Σ.,
µαρτυρούν την επιθυµία για λεπτοµερή ρύθµιση της λειτουργίας των ΜΜΕ προς
αποφυγήν ανεπιθύµητων «παρενεργειών». Από την άλλη η αναθεώρηση αποκάλυψε
ότι η σύγχρονη ερµηνευτική εκδοχή δικαιωµάτων που άπτονται των ΜΜΕ και η
πραγµατική εφαρµογή τους τελεί υπό όρους πολιτικής και οικονοµικής πολιτικής (π..χ
δικαίωµα συµµετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας, αρ. 5Α Σ.). Στην σύγχρονη
επικοινωνιακή πραγµατικότητα είναι κρίσιµο το ζήτηµα σύνδεσης του δέοντος νοµικά
µε το εφαρµοστέο πραγµατικά και της αναζήτησης των όρων που αποκαθιστούν αυτήν
την σχέση.
Η πολιτική διάσταση των συνεπειών που έχει επιφέρει ο γόρδιος δεσµός
Πολιτικής και ΜΜΕ, αναφέρεται αρχικά στην εξέλιξη του κοινωνικού συµβολαίου σε
«επικοινωνιακό συµβόλαιο» αφού βασικοί παράµετροι της σύναψης και λειτουργίας
του «αρχικού» συµβολαίου φαίνεται πως έχουν αλλάξει (5.2). Κατόπιν µέσα από µια
σειρά άρθρων σχετικά µε την τηλεοπτική δηµοκρατία στην χώρα µας σκιαγραφείται η
γένεση, η πορεία αλλά και το ιστορικό της γιγάντωσης των ελληνικών ΜΜΕ, τα οποία
αναπόδραστα κινήθηκαν κατά τα διεθνή πρότυπα. Οι διάφορες απόψεις που
αντλούνται από την αρθρογραφία χρωµατίζουν περισσότερο αρνητικά και λιγότερο
θετικά το περιεχόµενο της «τηλεοπτικής δηµοκρατίας», προβάλλοντας τα βασικά της
γνωρίσµατα, τις αντινοµίες της και τα προβλήµατά της. (5.3.2). Μετά από αυτήν την
καταγραφή, η πολιτική διάσταση προκύπτει από µόνη της ως προέκταση αυτών των
γνωρισµάτων. Η πολιτική ως «τηλεοπτικό προϊόν» (5.3.3), οι αλλαγές στην δοµή των
πολιτικών κοµµάτων (5.3.4) και ο µετασχηµατισµός του ρόλου τους εµπίπτουν στην
ανάλυση όχι µόνο των συνεπειών αλλά και των βασικών χαρακτηριστικών του νέου
είδους πολιτικής, της «διαµεσολαβηµένης πολιτικής». Στην τηλεοπτική εκδοχή της
δηµοκρατίας στο πρόσωπο του πολίτη συνυπάρχουν και άλλες ιδιότητες όπως του
τηλεθεατή, του καταναλωτή και του ψηφοφόρου ( 5.3.5), οι οποίες εκτρέπουν τον ρόλο

10
και την θέση των πολιτών στην λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος σε άλλες
ατραπούς, άλλοτε αδιάφορες έως και επικίνδυνες, άλλοτε πάλι εµπορευµατοποιηµένες
και α-πολιτικές. Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και η σύγκλιση τεχνολογιών που
έχει επιτευχθεί έχει οδηγήσει την αναζήτηση λύσεων για την σύγχρονη δηµοκρατία σε
άλλα µονοπάτια (5.4). Μήπως το διαδίκτυο, ως διαδραστικό µέσο µπορεί να προσφέρει
διεξόδους προς την κατεύθυνση πιο άµεσων µορφών δηµοκρατίας; Μήπως οι
«κυβερνοπολίτες» µπορούν τελικά να σώσουν τους «τηλεπολίτες» από την αδράνειά
τους; Η συζήτηση για την άµεση δηµοκρατία του ∆ιαδικτύου, της οποίας επιλεκτικοί
προβληµατισµοί τίθενται απλώς σε αυτό το κεφάλαιο καθότι το κέντρο βάρους της
µελέτης µας είναι η τηλεόραση, φαίνεται ότι δεν εξελίσσεται µε γρήγορους ρυθµούς
αλλά «επιφυλάσσεται», επιδεικνύοντας µια ατολµία ή συγκρατηµένη αισιοδοξία για
την υποταγή του άναρχου κυβερνοχώρου σε δηµοκρατικές διαδικασίες. Το σίγουρο
είναι ότι το διαδίκτυο όπως και κάθε άλλο µέσο, µπορεί να προσφέρει εναλλακτικές
λύσεις σε επικοινωνιακά αδιέξοδα, αν βέβαια συνοδεύεται από τις απαραίτητες
δηµοκρατικές προϋποθέσεις.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, στην κοινωνική διάσταση παρουσιάζονται οι
επιπτώσεις της συνάρθρωσης Πολιτικής και ΜΜΕ στο άτοµο, τόσο ως αυτόνοµο
υποκείµενο όσο και ως κοινωνικά δρώντος προσώπου. Στην προκειµένη περίπτωση η
έννοια του «πολιτικού» συγκλίνει µε τον επανακαθορισµό της από τον U. Beck. Η
διευρυµένη έννοια του πολιτικού που αποδεχόµαστε, µας επιτρέπει να το ανιχνεύουµε
σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και παρέχει κατ’ αυτόν τον τρόπο
την δυνατότητα για µια πολύπλευρη προσέγγιση του κοινωνικού χώρου. Έτσι λοιπόν,
ξεκινώντας από την παρατήρηση του πλουραλισµού των εικόνων που προσλαµβάνει
καθηµερινά ο “homo-videns” κατά την προσφιλή έκφραση του G. Sartori (6.2),
οδηγούµαστε στην κατάσταση µετάλλαξης του πράττειν, τόσο ως συνειδησιακή όσο
και ως πραξεολογική συνιστώσα (6.1). Η τηλοψία ως η κυρίαρχη πολιτισµική και
κοινωνική συνθήκη πρόσληψης της πραγµατικότητας σηµατοδοτεί νέες αντιλήψεις και
συµπεριφορές του ατόµου τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ιδιαίτερη
σηµασία στον επανακαθορισµό του κοινωνικού έχει η αλλαγή των ορίων, των
διαστάσεων και του περιεχοµένου της δηµόσιας σφαίρας και της δηµοσιότητας (6.3).
Οι αλλαγές τόσο στον φυσικό όσο και στον συµβολικό χώρο της δηµοσιότητας έχουν

11
αλυσιδωτές συνέπειες και στην σύγχρονη νοηµατοδότηση όρων όπως η «ταυτότητα»
και η «συλλογικότητα». Η «επαναδιαπραγµάτευση» του κοινωνικού που είναι ο τίτλος
του έκτου και τελευταίο κεφαλαίου αφορά πρωτίστως στην επαναδιαπραγµάτευση της
πραγµατικότητας και του ρόλου των ΜΜΕ στην πρόσληψη της κοινωνικής
πραγµατικότητας, όπως και στον επαναπροσδιορισµό των όρων σύνδεσής του µε
αυτήν.
Σχηµατικά και µεθοδολογικά για την διευκόλυνση του αναγνώστη, η παρούσα
µελέτη χωρίζεται σε δύο µέρη. Το πρώτο µέρος (Ι. Θεωρητικές προσεγγίσεις)
αποτελείται από τρία κεφάλαια και αποπειράται να αναλύσει αλλά και να
δικαιολογήσει την επιλογή ανάλυσης της σχέσης της πολιτικής και των ΜΜΕ µέσα
από την ρηµατική µορφοποίηση του πολιτικού λόγου. Το δεύτερο µέρος (ΙΙ. Οι τρεις
διαστάσεις: Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος µέσα από την Νοµική, Πολιτική και
Κοινωνική πραγµατικότητα) συνιστά την διεπιστηµονική εµπειρική προσέγγιση η
οποία πλαισιώνει τα θεωρητικά προτάγµατα του πρώτου µέρους µε αναφορές από την
αρθρογραφία του ελληνικού τύπου στην ελληνική πραγµατικότητα. Από αυτήν την
κατεύθυνση παρεκκλίνει το τελευταίο κεφάλαιο, η «Κοινωνική διάσταση», αφού
θεωρήσαµε ότι, λόγω του εύρος των κοινωνικών συνεπειών από τα ΜΜΕ και της εν
γένει απροσδιοριστίας του «κοινωνικού», οποιαδήποτε εξειδικευµένη αναφορά στην
ελληνική περίπτωση θα αποτελούσε περιορισµό και επικίνδυνη εξειδίκευση του
θέµατος, αφήνοντας εκτός ανάλυσης καίρια σηµεία προβληµατισµού τα οποία ακόµη
δεν είναι ιδιαίτερα έντονα και δεν προσιδιάζουν στα ελληνικά δεδοµένα.
Η παρούσα διατριβή φιλοδοξεί να παρέχει µια πολύπλευρη και πολυδιάστατη
ανάλυση της σύγχρονης δηµοκρατίας των ΜΜΕ, αντλώντας και τεκµηριώνοντας την
επιχειρηµατολογία της µέσω της κριτικής παρατήρησης του τρόπου παραγωγής,
άρθρωσης και δηµοσιοποίησης του πολιτικού λόγου. Η αναφορά στην νοµική, πολιτική
και κοινωνική διάσταση δεν συνιστά την πλήρη αποτίµηση των τριών πεδίων στην
σχέση Πολιτικής και ΜΜΕ ωστόσο παρέχει την δυνατότητα στον αναγνώστη να
προσεγγίσει την σύγχρονη πολιτική µέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες για να
µπορέσει να εξάγει ολοκληρωµένα συµπεράσµατα. Η παρούσα µελέτη αποτελεί µια
θεωρητική συνεισφορά στον χώρο των σπουδών πολιτικής επικοινωνίας, η οποία
πλαισιώνεται µε δευτερογενείς πηγές από την σχετική αρθρογραφία από τον Τύπο. Από

12
τα περίπου 150 και πλέον άρθρα που συγκεντρώθηκαν από τον ηµερήσιο ελληνικό
τύπο συµπεριλήφθηκαν ως αναφορές 81. Η χρονική περίοδος που καλύπτουν είναι από
το 1996 και µετέπειτα (µε ελάχιστες εξαιρέσεις), οπότε και θεωρούµε ότι η
τηλεδηµοκρατία έγινε πιο εµφανής στα ελληνικά πολιτικά δρώµενα µε την επίσηµη
καθιέρωση της τηλεόρασης ως πολιτικού forum, µετά την πρώτη τηλεοπτική
αντιπαράθεση πολιτικών αρχηγών (βλ. κεφ. 5), έως το 2006. Απώτερος στόχος,
ωστόσο είναι η κατάθεση ενός γενικότερου πλαισίου αναφοράς επίκαιρων και κριτικών
θέσεων όσο και προβληµατισµών για την φύση και το περιεχόµενο της σύγχρονης
πολιτικής πραγµατικότητας που δεν περιορίζεται µόνο στα δεδοµένα της χώρα µας,
αντίθετα τα προσεγγίζει και τα αναλύει αφού τα εντάξει στον ευρύτερο χώρο της
παγκοσµιοποιηµένης επικοινωνιακής πολιτικής.

Κλείνοντας αυτήν την σύντοµη εισαγωγή αισθάνοµαι την ανάγκη να εκφράσω


τις θερµές µου ευχαριστίες και την ευγνωµοσύνη µου στον επιβλέποντα καθηγητή µου
κ. Ζήση Παπαδηµητρίου για την υποµονή και την επιµονή µε την οποία επιµελήθηκε
το κείµενο που ακολουθεί και την καθοδήγηση που µου προσέφερε στις επιστηµονικές
µου αναζητήσεις και αγωνίες. Ιδιαίτερα σηµαντικές υπήρξαν, επίσης, οι υποδείξεις και
παρατηρήσεις των υπολοίπων δύο µελών της τριµελούς συµβουλευτικής επιτροπής,
του καθηγ. κ Κώστα Χρυσόγονου και του αν. καθηγ. κ. Παντελή Λέκκα. Η συγγραφή
αυτής της διατριβής δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ηθική συµπαράσταση του συζύγου
µου Παναγιώτη Συµεωνίδη και των γονιών µου τους οποίους και ευχαριστώ. Θα ήθελα
επίσης να ευχαριστήσω το προσωπικό της Βιβλιοθήκης του Τµήµατος Νοµικής του
Α.Π.Θ. και ιδιαίτερα την Ελευθερία Κοσόγλου για την καθοδήγηση στην χρήση του
δικτυακών πηγών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης και την
συγκέντρωση του απαραίτητου υλικού.

13
14
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

1.1.Σύντοµη επισκόπηση των θεωριών περί «λόγου» (discourse)

« ∆ιευκρινίζουµε πως στο εξής µε τις λέξεις γλώσσα (langage), οµιλία, λόγος κ.τ.λ, θα
εννοούµε κάθε µονάδα και σηµειοδοτική σύνθεση, προφορική ή οπτική: µια φωτογραφία θα είναι για
µας λόγος, το ίδιο όπως και ένα άρθρο εφηµερίδας:τα ίδια τα αντικείµενα µπορούν αν γίνονται λόγος να
σηµειοδοτούν κάτι» 2.

Η ανάλυση λόγου και συγκεκριµένα του πολιτικού λόγου προϋποθέτει


καταρχήν µια πρώτη, έστω και συνοπτική, ενδοσκόπηση των εννοιολογικών στοιχείων
που ο όρος αυτός περικλείει, κάτι που επιβάλλεται όχι µόνο µεθοδολογικά αλλά και ως
ουσιαστικό αίτηµα. Η προσπάθεια προσδιορισµού των χαρακτηριστικών του «λόγου»
και η περιήγηση στις διάφορες θεωρίες που αναζήτησαν τις ρίζες του, θα µας δώσει µια
πιο σαφή εικόνα για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουµε στη συνέχεια,
αναλύοντας διάφορες παραµέτρους του όπως αυτές εκδηλώνονται στην κοινωνική και
πολιτική ζωή. Μια κατεύθυνση, η οποία στο τέλος θα είναι αναγκαστικά υποκειµενική,
αφού από την πληθώρα των ορισµών και των θεωρήσεων που καταγράφονται, θα
πρέπει να επιλέξουµε αυτήν ή αυτές που θεωρούµε ότι ανταποκρίνονται µε
περισσότερες αξιώσεις στις σύγχρονες συνθήκες παραγωγής και πρόσληψης λόγου.
Τα εµπόδια που συναντά κανείς στην ανάλυση του πολιτικού λόγου είναι εκ
προοιµίου ορατά. Οποιαδήποτε απόπειρα να οριοθετηθεί το περιεχόµενο της έννοιας
του λόγου σκοντάφτει στην πολυσηµία της λέξης που καλλιεργήθηκε τόσο από
επιστηµονικές και φιλοσοφικές θεωρίες όσο και από ιστορικές συγκυρίες. Εξάλλου,
όπως παρατηρεί ο Foucault «… η ιστορία µιας έννοιας δεν είναι, συνολικά και για όλες
τις περιστάσεις, εκείνη της προοδευτικής της εκλέπτυνσης, της συνεχώς αυξανόµενης
ορθολογικότητάς της, του συντελεστή της αφαίρεσης, αλλά η ιστορία των διαφόρων

2
Barthes, Roland, Μυθολογίες, Μάθηµα, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1979, σελ. 203.

15
πεδίων συγκρότησης και ισχύος της, εκείνη των διαδοχικών κανόνων χρήσης της, των
διαφόρων θεωρητικών κύκλων όπου συντελέστηκε και περατώθηκε η επεξεργασία
τους»3.
Αναζητώντας τις απαρχές της θεωρίας του «λόγου» είµαστε ετυµολογικά
«δεσµευµένοι» να αρχίσουµε την έρευνά µας από τις διάφορες γλωσσολογικές θεωρίες
υπό την σκέπη των οποίων πρωτίστως υφίσταται και αναλύεται ο όρος αυτός έως και
σήµερα.
Ο λόγος (discourse), λοιπόν, µπορεί να ειδωθεί κυρίως ως ένα σύνολο σηµείων
που είναι δοµηµένα µε κάποιους κώδικες, όπως υποστηρίζει η στρουκτουραλιστική
προσέγγιση και η δοµική γλωσσολογία που δίνουν πρωτεύοντα ρόλο στον τρόπο µε
τον οποίο οι γλωσσικές µονάδες αναλύονται και συνδέονται µεταξύ τους. To σύστηµα
αυτό και οι νόµοι που το διέπουν συνιστούν την λεγόµενη «γλώσσα». Ο de Saussure
ενσωµατώνοντας τον δοµισµό στην γλωσσολογία ή και αντίστροφα όπως
υποστηρίζουν πολλοί, και καταδικάζοντας, παράλληλα, τον ιστορικισµό και τον
εµπειρισµό, δίνει έµφαση στον συστηµικό χαρακτήρα του λόγου. Η Diane Macdonell
εξηγώντας την λογική του σωσσυριανού µοντέλου αναφέρει: «Ένα σύστηµα
αποτελείται από σχέσεις. Οι ήχοι, τα γραπτά σηµεία και τα νοήµατα µιας γλώσσας
υπάρχουν µόνο σε συσχέτιση µεταξύ τους. Ανήκουν σε ένα σύστηµα σχέσεων και ούτε
οι ήχοι ούτε τα νοήµατα ούτε οι λέξεις προϋπάρχουν του συστήµατος µιας
συγκεκριµένης γλώσσας»4. Η δοµική γλωσσολογική προσέγγιση αντιµετωπίζει την
γλώσσα ως αντανακλαστικό στοιχείο υφιστάµενων σχέσεων που ήδη ενυπάρχουν σε
µια κοινωνία και απλώς καθρεφτίζονται στα πρότυπα οµιλίας χωρίς την ουσιαστική
παρέµβαση του οµιλητή ο οποίος περιορίζεται στον ρόλο του «φορέα» του εκάστοτε
γλωσσικού συστήµατος5. Η αντίστροφη πορεία, δηλαδή, η µελέτη των δοµών της
γλώσσας, σύµφωνα πάντα µε τον Saussure, θα µας αποκαλύψει και τους υπόρρητους

3
Foucault, Michel, Η αρχαιολογία της γνώσης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1987, σελ. 11.
4
Macdonell, Diane, Theories of discourse, An Introduction, Blackwell, Oxford 1993, σελ. 9.
5
Πρβλ όµως και την θέση του Χ. Λυριντζή ο οποίος ισχυρίζεται ότι : «…. Ο στρουκτουραλισµός
αµφισβήτησε την υπόθεση ότι η σκέψη αντανακλά την πραγµατικότητα και ανέπτυξε το επιχείρηµα ότι η
σκέψη επεξεργάζεται την πραγµατικότητα και την αντιλαµβάνεται κατά διαφορετικούς τρόπους,
ανάλογα µε το πλαίσιο µέσα στο οποίο βρίσκεται κάθε φορά ο άνθρωπος . Για τον στρουκτουραλισµό η
ανίχνευση και η ανάλυση των σχέσεων που συγκροτούν την δοµή ενός κειµένου ή µιας διήγησης και η
ερµηνεία της εσωτερικής λογικής της αποτελούν την βασική διαδικασία µέσα από την οποία µπορεί να
προκύψει το νόηµα ενός κειµένου», στο Τσαρδάκης, ∆ηµήτρης, Μαζική επικοινωνία και
πραγµατικότητα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1990, σελ. 20-21.

16
κανόνες που καθορίζουν την οµιλία µας. Και αυτό γιατί οι σηµασίες των λέξεων
υποστασιοποιούνται εσωτερικά στην γλώσσα και όχι σε σχέση µε τα αντικείµενα στα
οποία αναφέρονται. Η στρουκτουραλιστική ανάλυση βασίζεται στην υπόθεση ότι
υπάρχουν «σηµαίνοντα συστήµατα» (πολιτιστικά, γλωσσικά, κοινωνικά) που
αναλύονται σε δοµές και αυτά µε την σειρά τους σε στοιχεία. Η θέση που
καταλαµβάνουν τα στοιχεία µέσα στην δοµή είναι αυτή που καθορίζει την παραγωγή
νοήµατος.
Αποδίδοντας έµφαση στο εγγενές δοµικό σύστηµα της γλώσσας, οι
στρουκτουραλιστές προάγουν τον «θάνατο του υποκειµένου» όπως τον αποκαλεί ο Ian
Craib6. Ο εν λόγω «θάνατος» συνίσταται επιγραµµατικά στο µη αυτεξούσιο των
επιλογών και των αποφάσεων του κοινωνικού υποκειµένου. Εξάλλου, οι τελευταίες (οι
αποφάσεις), σύµφωνα πάντα µε την θεωρία του δοµισµού, προκαθορίζονται και
µορφοποιούνται από τις ιδέες που προϋπάρχουν σε ένα κοινωνικό σύστηµα. Ο
υπερτονισµός των συστηµικών χαρακτηριστικών της γλώσσας έναντι της ανάληψης
πρωτοβουλιών δράσης του υποκειµένου θα µπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι
πλησιάζει την Παρσονική θεωρία7, δηµιουργώντας µια παθητική αντίληψη για το
άτοµο, είτε είναι φορέας είτε είναι αποδέκτης του λόγου.
Σκόπιµο είναι σε αυτό το σηµείο και πριν προχωρήσουµε σε θεωρητικά
ρεύµατα που ακολούθησαν, αµφισβήτησαν ή συµπλήρωσαν τα αξιώµατα του
δοµισµού, να διευκρινίσουµε την χρήση κάποιων γλωσσολογικών όρων που θα
χρησιµοποιήσουµε σε αυτήν την µελέτη. «Το περιεχόµενο του όρου γλώσσα (langue)
προκύπτει από την αντιπαράθεσή του µε τον όρο οµιλία (parole)8. Γλώσσα και οµιλία
αποτελούν δύο όψεις του ίδιου φαινοµένου της ικανότητας του λόγου (langage) που
χαρακτηρίζει αποκλειστικά και µόνο τον άνθρωπο. Η γλώσσα συνιστά την κοινωνική
πλευρά του λόγου, η οµιλία την ατοµική»9. Όσον αφορά τον λόγο (discourse) υπάρχει

6
Craib, Ian, (µτφρ. Μαριάννα Τζαντζή- Παντελής Λέκκας), Σύγχρονη Κοινωνική θεωρία, Από τον
Πάρσονς στον Χάµπερµας, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 1998, σελ. 264.
7
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η Μαρία Πετµεζίδου για την θεωρία του Parsons: « …. Το κοινωνικό
σύστηµα έχει την δύναµη να επηρεάζει την κοινωνική συµπεριφορά των ατόµων. Η άποψη αυτή
ενισχύει ιδιαίτερα τον δυαδισµό άτοµο/κοινωνία δίνοντας έµφαση στον δεύτερο πόλο της διχοτοµικής
αυτής διάκρισης» στο: Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τόµος 1, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 1996, σελ. 5.
8
Να σηµειώσουµε ότι ως συνώνυµο του όρου parole χρησιµοποιείται και ο όρος speech στην αγγλική
βιβλιογραφία.
9
Παυλίδου, Θεοδοσία, Επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 14.

17
µια σχετική σύγχυση και διαφωνία ως προς τo εννοιολογικό και πραγµατικό
περιεχόµενο που τελικώς εγκλείει10. Άλλοι ταυτίζουν τον λόγο µε τον προφορικό λόγο
και το κείµενο µε το γραπτό κείµενο11. Σε πολλά κείµενα επίσης λόγος και γλώσσα
χρησιµοποιούνται ως συνώνυµα. Ο N. Fairclough, ο πιο βασικός εκπρόσωπος της
Κριτικής Ανάλυσης Λόγου (Critical Discourse Analysis) διευκρινίζει πως
«χρησιµοποιώντας τον όρο λόγος (discourse) προτείνω να θεωρήσουµε την χρήση της
γλώσσας ως µια µορφή κοινωνικής πρακτικής παρά ως µια διαδικασία απλής ατοµικής
δραστηριότητας ή αντανάκλασης περιπτωσιακών µεταβολών»12. Ο Fairclough
συµπεριλαµβάνει, επίσης, στον όρο «λόγος» τόσο την χρήση προφορικής ή γραπτής
γλώσσας όσο και άλλους τύπους σηµειωτικής δραστηριότητας, όπως οπτικές εικόνες
και µη προφορική επικοινωνία. 13
Είναι φανερό πως ο ορίζοντας της φιλοσοφίας της γλώσσας είναι πραγµατικά
πολύ ευρύς και κάθε απόπειρα να τον περιορίσουµε σε ένα εισαγωγικό κείµενο όπως
αυτό, καθίσταται εκ προοιµίου ατελέσφορη14. Από την άλλη πλευρά, δεν µπορούµε να
αποφύγουµε τον πειρασµό να παραθέσουµε µερικές σκέψεις από την γλωσσολογική
θεωρία του περασµένου αιώνα, οι οποίες, ίσως προσθέσουν ερµηνευτικές διεξόδους
στην αναζήτησή µας. Παραθέτουµε ενδεικτικά κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις,
όπως: «…Κάθε έκφραση στον βαθµό που αποτελεί κοινοποίηση πνευµατικού
περιεχοµένου, πρέπει να συγκαταλέγεται στην γλώσσα. …Η πνευµατική ουσία
κοινοποιείται εντός της γλώσσας και όχι διαµέσου αυτής» υποστηρίζει ο Walter

10
Για την αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερµηνειών να διευκρινίσουµε ότι ο «Λόγος» (σε
αντιπαράθεση µε τον «λόγο» µε την έννοια που τον ορίσαµε ήδη) είναι όρος που σε φιλοσοφικά κυρίως
κείµενα «υποδηλώνει την λογική δραστηριότητα ή την κατά λογικό συµπερασµό αναγκαία αλήθεια».
Επίσης, ο Λόγος «έφθασε να σηµαίνει γενικότερα, την ικανότητα της διάνοιας να διατυπώνει έννοιες
(concepts) και να θεµελιώνει λογικές σχέσεις έτσι, ώστε να εξάγει ορθά συµπεράσµατα από δεδοµένες
προκείµενες (premises) ή να προβαίνει σε αντικειµενικά έγκυρες κρίσεις για εµπειρικά φαινόµενα
(empirical phenomena). Κατ΄ επέκταση ο όρος έφθασε επίσης να σηµαίνει την λογική και έγκυρη
εξήγηση ή δικαίωση ενός συµβάντος ή µιας σχέσεως. Και από εκεί και πέρα, κάθε αιτία (cause) ή
κίνητρο (motive)», βλ. Λεξικό Κοινωνικών Επιστηµών (υπό την αιγίδα της UNESCO), εκδ. Ελληνική
Παιδεία Α.Ε., Αθήνα 1972, τοµ. 2, σελ. 523.
11
Βλ χαρακτηριστικά το έργο των Garrettt, P. & P. Bell, Approaches to Media Discourses, Blackwell,
Oxford 1998, σελ. 2 κ.ε.
12
Fairclough, Norman, Discourse and Social Change, Polity Press, Cambridge UK 1992, σελ. 63.
13
Fairclough, Norman, Media discourse, Edward Arnold, London 1995, σελ. 54 κ.ε.
14
H φιλοσοφία της γλώσσας ανατρέχει σε πολλά φιλοσοφικά κείµενα. Αν θέλαµε να καταγράψουµε τις
βασικές κατευθύνσεις στην φιλοσοφία της γλώσσας στον 20ο αιώνα θα µπορούσαµε να αναφέρουµε ως
κύριους εκπροσώπους, τον Walter Benjamin, τον Jacques Derrida, τον L. Wittgenstein και τον F. de
Saussure και φυσικά τον J. Habermas, την θεωρία του οποίου θα δούµε πιο αναλυτικά παρακάτω.

18
Benjamin στο δοκίµιό του «Για την γλώσσα εν γένει και για τη γλώσσα του ανθρώπου»
και, διαχωρίζοντας την πνευµατική µε την γλωσσική ουσία, προσπαθεί να συνθέσει την
διττή σηµασία του «λόγου»15. «Αυτός ο πληθωρισµός του σηµείου ‘γλώσσα’ είναι ο
πληθωρισµός του ίδιου του σηµείου, ο απόλυτος πληθωρισµός…»16 όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά ο Jacques Derrida και συνεχίζει: «η ουσία της φωνής όπως την
καθόρισαν, λίγο – πολύ έµµεσα, πρόσκειται τάχα άµεσα σε ό,τι µέσα στην ‘σκέψη’ ως
Λόγος σχετίζεται µε το ‘νόηµα’, το παράγει, το δέχεται, το λέει, το ‘συλλέγει’.
Ανάµεσα στην ψυχή και στο Λόγο υπάρχει µια σχέση συµβατικής συµβολοποίησης.
Και η σύµβαση εκείνη που αναφέρεται ανάµεσα στην τάξη της φυσικής και καθολικής
σηµασίας παράγεται τάχα ως οµιλούµενη γλώσσα»17.
Κλείνοντας αυτήν την σύντοµη σταχυολόγηση θεωριών σχετικά µε την γλώσσα
και το λόγο, οφείλουµε να επιστρέψουµε στην αναζήτησή µας για να εξετάσουµε πώς
τα διάφορα κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά ρεύµατα που ακολούθησαν τον δοµισµό
επεξεργάστηκαν την έννοια του λόγου, της γλώσσας και των σχέσεων µεταξύ τους.
Το καλά δοµηµένο γλωσσικό και σηµειωτικό σύστηµα του Saussure φαίνεται
να συµµερίζεται και ο µεταδοµισµός του Foucault, ο οποίος όµως, παράλληλα µε την
αυστηρή συστηµική θεωρία, προχωράει ένα βήµα παραπάνω, επαναφέροντας στο
προσκήνιο την σχέση µεταξύ κουλτούρας και ατόµων και τοποθετώντας τον λόγο στο
ενδιάµεσο επίπεδο. Όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος παρατηρεί, δεν πρέπει να
σκεφτόµαστε τον λόγο σαν ένα σύνολο σηµείων ή ένα κοµµάτι κειµένου αλλά «σαν
πρακτικές που συστηµατικά διαµορφώνουν τα αντικείµενα για τα οποία οµιλούν»18.
Για τον Foucault πρωταγωνιστικό ρόλο στην συγκρότηση του ατόµου παίζει η εξουσία,
η οποία δεν εκπορεύεται ατοµικά αλλά ασκείται µέσα από µια πλεγµατική µορφή
οργάνωσης της κοινωνίας στην οποία εµπλέκονται τα υποκείµενα µέσα από
θεσµοποιηµένους µηχανισµούς και διαδικασίες ή πρακτικές (practices) και
διαµορφώνουν την ατοµικότητά τους19. Η συσσώρευση γνώσης διοχετεύεται µέσα από

15
Το εν λόγο δοκίµιο συµπεριλαµβάνεται στην συλλογή Benjamin, W., ∆οκίµια για την φιλοσοφία της
γλώσσας, µεταφρ. και επιµέλεια Φώτη Τερζάκη, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1999, σελ. 36-37.
16
Derrida, Jacques, Περί Γραµµατολογίας, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1990, σελ. 19.
17
στο ίδιο., σελ. 27 κ.ε..
18
Foucault, Michel , The Archaeology of Knowledge, Tavistock, London 1972, σελ. 49.
19
Η Μαρία Πετµεζίδου γράφει: «Ο Foucault επικεντρώνει τη µελέτη του στα πλέγµατα σχέσεων µέσα
από τα οποία αναπτύσσεται και ‘κυκλοφορεί’ η εξουσία: ενδιαφέρεται περισσότερο να µελετήσει τους

19
τους µηχανισµούς εξουσίας οι οποίοι διατηρούνται και διαµορφώνονται µέσω των
λόγων. Έτσι ο Foucault καταλήγει στο συµπέρασµα ότι οι λόγοι συνιστούν µέρος της
δοµής της εξουσίας σε µια κοινωνία. Εξουσία και λόγος συναρθρώνουν και
συνδιαµορφώνουν το κοινωνικό στοιχείο. Ο λόγος προσδιορίζεται ως «καθετί που
µπορεί να συλληφθεί, να γραφεί ή να ειπωθεί γύρω από ένα αντικείµενο ή µια
εξειδικευµένη περιοχή γνώσης»20.
Οι Best και Kellner προεκτείνοντας αυτήν την άποψη, παρατηρούν ότι κάθε
λόγος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και εκφράζει τις συγκεκριµένες κοινωνικές
οµάδες που εκπροσωπεί και τα συµφέροντά τους21. Ο λόγος, ιδωµένος υπό αυτό το
πρίσµα, είναι ένα σύνολο αποδεκτών θέσεων µε θεσµική δύναµη που έχει, κατά
συνέπεια, πανίσχυρη επίδραση στον τρόπο που τα υποκείµενα σκέφτονται και δρουν. Η
S. Mills αναφερόµενη στην σύνδεση που κάνει ο Foucault στο έργο του ανάµεσα στους
παράγοντες γλώσσα, λόγος και ιδεολογία παραθέτει µία φράση του ιδίου η οποία, κατά
την γνώµη µας, είναι κοµβικής σηµασίας στην όλη του συλλογιστική: «… Όπως η
ιστορία διαρκώς µας διδάσκει, ο λόγος δεν είναι απλά αυτό που µεταφράζει την πάλη
(τους αγώνες ίσως καλύτερα) ή τα συστήµατα κυριαρχίας αλλά είναι αυτό για το οποίο
και από το οποίο προέρχεται αυτή η πάλη»22.
Ο Foucault δεν αρνείται ότι προϋπάρχει µια πραγµατικότητα πριν τον άνθρωπο,
όπως πρεσβεύουν οι δοµιστές, ούτε αρνείται τον υλισµό των γεγονότων και των
εµπειριών. Απλά «αποκαθιστά» το κοινωνικό υποκείµενο στο επίκεντρο της δράσης
και θεωρεί ότι ο µόνος τρόπος που υπάρχει για να κατανοήσουµε την πραγµατικότητα
είναι µέσω του λόγου και των παρεµβατικών πρακτικών. O Μ. Edelman, υπέρµαχος
του υποκειµενισµού, ασπάζεται τις απόψεις του Foucault τονίζοντας ότι:
«Ερµηνεύοντας τα αντικείµενα και την δράση, η γλώσσα συγκροτεί ταυτοχρόνως το
υποκείµενο. Οι πολιτικοί ηγέτες, όπως όλα τα υποκείµενα, δρουν και µιλούν
αντικατοπτρίζοντας τις καταστάσεις στις οποίες συνεχώς αντεπεξέρχονται23».

λόγους (discourses) και τις πρακτικές (practices) που αποτελούν τους διαύλους της εξουσίας παρά την
ίδια την ουσία της εξουσίας», ό.π., σελ. 25.
20
στο ίδιο, σελ. 24.
21
Best, S., & D. Kellner, PostModern Theory: Critical Interrogations, Macmillan, London, 1991, σελ. 39.
22
Mills,Sara, Discourse, Routledge, London 1997, σελ. 43.
23
Edelman, Murray, Η κατασκευή του πολιτικού θεάµατος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997, σελ. 34.

20
Τις «µετα-δοµικές» αντιλήψεις του Foucault ήλθαν να πλαισιώσουν οι
κοινωνιογλωσσολόγοι δίνοντας έµφαση στην κοινωνική λειτουργία του λόγου και στην
αλληλεπίδραση κοινωνίας και γλώσσας24. Η κοινωνιογλωσσολογία, η οποία άρχισε να
αναπτύσσεται µετά την δεκαετία του ΄60 και ουσιαστικά βρίσκεται στο σταυροδρόµι
της γλωσσολογίας, της κοινωνιολογίας, της ανθρωπολογίας και της ανθρώπινης
επικοινωνίας, εγκαταλείπει τις αυστηρές δοµικές προσεγγίσεις της γλώσσας και
επιχειρεί να διερευνήσει τις αιτιακές σχέσεις µεταξύ γλώσσας και κοινωνίας και τους
πολιτισµικούς και άλλους παράγοντες που παρεισφρύουν σε αυτήν την διάδραση25.
Εξάλλου, όπως διατυπώνει παραστατικά και η κατακλείδα πρόταση της γνωστής αρχής
της γλωσσικής σχετικότητας, η γλώσσα είναι το πρίσµα µέσα από το οποίο οι χρήστες
(της) είναι καταδικασµένοι να βλέπουνε τον κόσµο. Καθορίζει, δηλαδή, την
κοσµοθέωρησή µας (Weltanschauung) και αντίστροφα η κοσµοθεώρησή µας
προσδιορίζεται και προκαθορίζεται από την γλώσσα που µιλούµε26 .
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όπου ο λόγος δεν αναλύεται µόνο ως σύστηµα
(γλώσσα) αλλά επανατοποθετείται στο κοινωνικό του περιβάλλον, κινούνται και οι
σύγχρονες µελέτες επικοινωνίας. Παράλληλα, η έµφαση που είχε αρχικά δοθεί από
τους γλωσσολόγους στην κειµενική ανάλυση και αντίληψη του λόγου27 άρχισε να

24
Η Νέλλη Κωστούλα-Μακράκη, γράφει σχετικά:«Η κοινωνιογλωσσολογία ενδιαφέρεται να περιγράψει
τη γλωσσική χρήση ως ένα κοινωνικό φαινόµενο και, όπου είναι δυνατόν, επιχειρεί να ανακαλύψει
αιτιακές σχέσεις µεταξύ γλώσσας και κοινωνίας, εξετάζοντας την συνεισφορά της γλώσσας στη
δηµιουργία της κοινότητας, καθώς και τον τρόπο µε τον οποίο οι κοινότητες διαµορφώνουν τη γλώσσα
τους µέσω της χρήσης», στο Γλώσσα και Κοινωνία. Βασικές έννοιες, εκδ. Μεταίχµιο, Αθήνα 2001,
σελ.19.
25
Ήδη από το τέλος του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, παρουσιάστηκε η ανάγκη να ερευνηθεί η κοινωνική
σηµασία της γλώσσας. Έτσι, γλωσσολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και ανθρωπολόγοι όπως οι Sapir,
Luria, Vygotsky, Malinowski, Bloomfield, Firth, McDavid εισήγαγαν στις µελέτες τους παρατηρήσεις
σχετικά µε την αµφίδροµη επίδραση γλώσσας – κοινωνίας. Ο πρώτος, ωστόσο, που επισήµανε την
αναγκαιότητα µιας επιστήµης που θα ερευνά την σχέση κοινωνίας και γλώσσας είναι ο Αµερικανός
Haver C. Currie, σε σχετική εργασία του το 1952. Αναλυτικότερα βλ. Μπασλής, Γιάννης,
Κοινωνιογλωσσολογία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, σελ. 31.
26
Η αρχή της γλωσσικής σχετικότητας συνδέεται µε τον όνοµα του γλωσσολόγου Edward Sapir και του
Benjamin Lee Whorf γι΄αυτό και είναι γνωστή και ως Sapir-Whorf(ian) Hypothesis. H εν λόγω υπόθεση
χωρίζεται σε δύο µέρη. Την θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας και την θεωρία του γλωσσικού
ντετερµινισµού. Για µια συνοπτική ανάλυση της Sapir-Whorf(ian) Hypothesis και των δύο θεωριών που
περιλαµβάνει, βλ. Thomas, Linda & Shan Wareing, Language, Society and Power, An Ιntroduction,
Routledge, London 2000, σελ. 24 κ.ε.
27
Η λεγόµενη «κειµενική αντίληψη» του λόγου αντιµετωπίζει τον λόγο αυστηρά ως κείµενο αφήνοντας
σχεδόν εκτός ανάλυσης τις πρακτικές διαµόρφωσης του. Η µέθοδος αυτή αφού αναλύει τον λόγο ως
«κείµενο» (text), είναι φυσικό να δίνει µεγαλύτερη έµφαση στο γραπτό κείµενο ως πιο επιδεκτικό µιας
τέτοιου είδους ανάλυσης. Ας σηµειωθεί, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ότι o όρος “text”,
χρησιµοποιείται διαζευκτικά τόσο για το γραπτό όσο και για το προφορικό κείµενο τουλάχιστον όπως

21
αναδιοργανώνεται και να διαφοροποιείται από την ανάπτυξη των ΜΜΕ και, ιδιαίτερα,
µετά την «επέλαση» στην επικοινωνία του «τηλεοπτικού κειµένου» το οποίο αιρετικά
διεκδίκησε για τον εαυτό του µια νέα κατηγορία κειµένου το «προφορικό κείµενο»28.
Οι λεγόµενες πολιτισµικές σπουδές (cultural studies) «επανέφεραν» στο
προσκήνιο τον χώρο και τον χρόνο και τις συνθήκες εντός των οποίων
πραγµατοποιείται η παραγωγή και η πρόσληψη του λόγου. Αυτή η αλλαγή στο
προσκήνιο είχε ως συνέπεια να συµπαρασύρει στην φθορά την δοµική άποψη ότι οι
αυστηρές δοµές της κοινωνίας έχουν υπεριστορικό και διαχρονικό χαρακτήρα. Σιγά,
σιγά άρχισε να γίνεται συνείδηση ότι οι εν λόγω δοµές πρέπει να αναλύονται «in
concreto» και όχι αφηρηµένα.
Σε αυτήν την κατεύθυνση συνέτειναν και οι µορφές «διαµεσολαβηµένης
επικοινωνίας»29 που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια, και οι οποίες, µε κύριο
εκφραστή το τηλεοπτικό κείµενο, ανέδειξαν τα µειονεκτήµατα και την
«ακαταλληλότητα» της «κειµενικής προσέγγισης του λόγου», τα οποία και
συνοψίζονται στα ακόλουθα σηµεία: η κειµενική µέθοδος α)δεν λαµβάνει υπόψη τις
επιλογές των ατόµων και γενικά την διαδικασία και την δυναµική παραγωγής ενός
κειµένου. Επικεντρώνεται στο κείµενο καθαυτό αγνοώντας τις συνθήκες συγγραφής
και διαµόρφωσής του, β) στο στάδιο της πρόσληψης του κειµένου αγνοεί τον ατοµικό
χαρακτήρα της ερµηνείας του προσλαµβανοµένου µηνύµατος και τους παράγοντες από
τους οποίους εξαρτάται αυτή η ερµηνεία (π.χ. η οργάνωση µιας κοινωνίας, η θέση της
οικογένειας κλπ) και γ) είναι εµφανές ότι «εγκλωβίζει» τον λόγο στο κείµενο και ως εκ
τούτου αδυνατεί να συλλάβει στην ολότητά της την επικοινωνιακή διαδικασία που
διαδραµατίζεται στα σύγχρονα ΜΜΕ30. Ως γνωστόν, η επικοινωνιακή διαδικασία στα
ΜΜΕ έχει ιδιόµορφα χαρακτηριστικά καθώς η παραγωγή, η διάδοση και πρόσληψη

διευκρινίζει ο Fairclough, N., βλ. στο Discourse and Social Change, ό.π., σελ. 4. Με τον τρόπο αυτό,
εξάλλου, χρησιµοποιούν τον όρο «κείµενο» οι µεταστρουκτουραλιστές.
28
Σύµφωνα µε τον Γ.Πλειό: « ...ο λόγος της εικόνας µοιάζει περισσότερο µε τον προφορικό λόγο», Ο
λόγος της εικόνας, Ιδεολογία και Πολιτική, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2001, σελ. 34 .
29
Σχετικά µε την «διαµεσολαβούµενη διαντίδραση» ή επικοινωνία ο Giddens, Α., αναφερόµενος στην
θεωρία του J. Thompson, ο οποίος εισήγαγε τον σχετικό όρο (βλ. και παρακάτω υποσηµ. 30): «Η
διαµεσολαβούµενη διαντίδραση προϋποθέτει την χρήση κάποιας τεχνολογίας των µέσων µαζικής
ενηµέρωσης- χαρτιού, ηλεκτρονικών συνδέσεων, ηλεκτρονικών διεγέρσεων. Χαρακτηριστικό στοιχείο
της διαµεσολαβούµενης διαντίδρασης είναι η διάχυσή της στον χώρο και στον χρόνο- εκτείνεται πέρα
από πλαίσια της κανονικής κατά πρόσωπο διαντίδρασης». Βλ. Κοινωνιολογία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα
2002.
30
Βλ. σχετικά την ανάλυση του Πλειού, ό.π., σελ. 29 κ.ε.

22
των µηνυµάτων πολλές φορές γίνεται «ερήµην» του ποµπού και του δέκτη και η
κοινώς αποκαλούµενη επικοινωνιακή διαντίδραση δεν είναι φανερή. Στην καλύτερη
περίπτωση είναι υποσυνείδητη.
Ας µην ξεχνάµε ότι η έριδα µεταξύ προφορικού λόγου (ή οµιλούµενης
γλώσσας) και γραπτού κειµένου δεν είναι άγνωστο πεδίο αντιπαράθεσης. Οι
συζητήσεις για την επικυριαρχία του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού ή
αντίστροφα αναζωπυρώνονται κάθε φορά που η κοινωνική πραγµατικότητα
µεταβαλλόµενη ανασυγκροτεί τους τρόπους έκφρασης και επικοινωνίας,
προσφέροντας νέα επιχειρήµατα στην µία ή στην άλλη πλευρά. Ήδη στο «∆οκίµιο για
την καταγωγή των γλωσσών», ο Rousseau αντιτάσσει την φωνή στην γραφή όπως την
παρουσία στην απουσία και την ελευθερία στην δουλεία. Ο Rousseau εκλαµβάνει την
γραφή ως επικίνδυνο µέσο, ως απειλητική επικουρία της φυσικής «οµιλίας». Η γραφή
έρχεται ως «προσθήκη» προκειµένου να προστατεύσει την οµιλία αναπαριστώντας την
και καθιστώντας την παρούσα όταν στην πραγµατικότητα απουσιάζει. «Είναι µια βία
που πλήττει την φυσική µοίρα της γλώσσας»31 .
Η σύγχρονη κοινωνική πραγµατικότητα µε τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχει
επιβάλλει στις κοινωνικές δοµές, στις µορφές κοινωνικής δράσης αλλά και στο
επικοινωνιακό τοπίο (τηλεόραση, ψηφιακή τεχνολογία, Internet), όπλισε µε νέα
επιχειρήµατα τους υπέρµαχους του προφορικού λόγου ο οποίος, όµως, εµφανίζεται
«µεταλλαγµένος» ποιοτικά και µορφολογικά. Για παράδειγµα, η συνοµιλία µεταξύ δύο
χρηστών του Ιnternet, αν και αυτοχαρακτηρίζεται ως διαπροσωπική επικοινωνία, (άρα
ως µέσο επικοινωνίας χρησιµοποιείται ο προφορικός λόγος) είναι υποχρεωµένη από
την φύση του µέσου να προσλάβει κειµενικό χαρακτήρα. Αυτή η ηλεκτρονική
κωδικοποίηση της γλώσσας συνιστά µια ειδική «γραφόλεκτο»32 και προωθεί έναν
ιδιαίτερο τύπο «δευτερογενούς προφορικότητας»33, ο οποίος έχει τους δικούς του

31
Derrida, Jacques, ό.π., σελ.290. Ο Derrida χρησιµοποιεί τον όρο «η βία του γράµµατος» συνδέοντας
την βία µε την γραφή και προσδίδοντας, παράλληλα, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις σε αυτήν την
σύνδεση. Αυτόν τον ενδιαφέροντα συσχετισµό θα τον αναλύσουµε κατόπιν σε σχέση µε τα γνωρίσµατα
του πολιτικού λόγου.
32
Όρος που χρησιµοποιήθηκε από τον Walter J. Ong, για να υποδηλώσει µια ιδιαίτερη γλώσσα η οποία
συνδιαµορφώνεται από την άµεση εξάρτησή της από την γραφή. Βλ. Προφορικότητα και
Εγγραµατοσύνη, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.
33
Τον όρο αυτό αναφέρεται επίσης και ο Ν. ∆εµερτζής. Βλ. Πολιτική Επικοινωνία, ∆ιακινδύνευση,
∆ηµοσιότητα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002 σελ. 413 κ.ε.

23
κώδικες, την δική του σηµειολογική δοµή όπως θα δούµε στην συνέχεια. Το
τηλεοπτικό κείµενο επίσης, όπως ήδη παρατηρήσαµε, συγκαταλέγεται στον νέο τύπο
προφορικότητας προσθέτοντας σε αυτόν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Η «ένδεια» του «παραδοσιακού» γραπτού λόγου και οι νέες παγκόσµιες
συνθήκες επικοινωνίας έστρεψαν το ενδιαφέρον των µελετητών στην «επικεντρωµένη
στον χρήστη» (user-centered) προσέγγιση του λόγου στην οποία υπερτονίζεται η
ιδεολογική χροιά του λόγου καθώς και η ανάλυση του κειµένου και της σηµειωτικής
του δοµής34. Η ανάδειξη των υποκειµενιστικών προσεγγίσεων στις µελέτες της µαζικής
επικοινωνίας «επαναβαπτίζουν» το άτοµο στον ρόλο του δρώντος υποκειµένου στην
κοινωνία που µε την δραστηριότητά του επηρεάζει και όχι µόνο επηρεάζεται από το
κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ενεργεί.
Οι νέες τάσεις στις µελέτες επικοινωνίας φαίνεται να συγκλίνουν στα αξιώµατα
του κοινωνικού κονστρουξιονισµού όπου η γλώσσα δεν βρίσκεται απλώς στον
ενδιάµεσο χώρο µεταξύ υποκειµένου και κοινωνικής πραγµατικότητας. Είναι µέσο
κατασκευής και τρόπος ερµηνείας της πραγµατικότητας. Χαρακτηριστική είναι η θέση
του M.Edelman: «... Η γλώσσα, τονίζει, είναι το κλειδί στη δηµιουργία των κοινωνικών
κόσµων που βιώνουν οι άνθρωποι και όχι ένα εργαλείο για την περιγραφή της
αντικειµενικής πραγµατικότητας»35. Για τους κονστρουξιονιστές, εξάλλου, δεν υπάρχει
αντικειµενική πραγµατικότητα. Τα πάντα ερµηνεύονται δια της υποκειµενικής τους
πρόσληψης από το άτοµο.
Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινίσουµε, ότι οι (µαζικές) µορφές επικοινωνίας που
λαµβάνουν χώρα σήµερα δεν είναι στην πλειοψηφία τους διαπροσωπικές
(interpersonal) αλλά διαµεσολαβηµένες (mediated). Αυτό συνεπάγεται ένα
επικοινωνιακό πλαίσιο όπου ο ποµπός και δέκτης του µηνύµατος είναι
αποµακρυσµένοι χωρικά και χρονικά. Η χωροχρονική αυτονοµία των επικοινωνών,
όµως, δεν σηµαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο δέκτης του µηνύµατος έχει παθητικό ρόλο στην

34
Οι αναλύσεις που επικεντρώνονται στον χρήστη (user-centered) σηµατοδοτούν την έναρξη της τρίτης
περιόδου στις µελέτες επικοινωνίας που ξεκινά από το 1960 και εντεύθεν µε κύριο χαρακτηριστικό
εστίαση των µελετητών στην οργάνωση και την λειτουργία των ΜΜΕ καθώς και στους τρόπους µε τους
οποίους τα µέλη του κοινού αποκωδικοποιούν τα µηνύµατα των µέσων.
35
Edelman, M., ό.π. σελ. 185.

24
επικοινωνιακή διαδικασία και είναι ένας µη ενεργός λήπτης36. Η διερεύνηση της
πρόσληψης αλλά και των όποιων συνθηκών που την επηρεάζουν37 είναι επίσης
κεφαλαιώδους σηµασία για το επικοινωνιακό αποτέλεσµα όσο και η διερεύνηση των
µεθόδων και των πρακτικών παραγωγής και µετάδοσης ενός µηνύµατος. Το ζήτηµα
είναι ότι στην περίπτωση της διαµεσολαβηµένης επικοινωνίας και µάλιστα της µαζικής
οφείλουµε να συνυπολογίσουµε και άλλους παράγοντες στις αναλύσεις µας.
Υπό το φως, λοιπόν, της «νέας» άποψης περί επικοινωνίας η οποία επενδύει
περισσότερο στα κοινωνικά χαρακτηριστικά της γλωσσικής δραστηριότητας,
οφείλουµε να αντιληφθούµε και την έννοια του λόγου κάπως διαφορετικά. Ο λόγος
εξακολουθεί να περιλαµβάνει το κείµενο, τους κώδικες και τις σηµειωτικές τους δοµές
αλλά πέρα από όλα αυτά είναι και µια ιστορικά προσδιορισµένη κοινωνική πρακτική η
οποία διαµορφώνει αλλά και διαµορφώνεται από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο
ανατρέχει. Όπως πολύ εύστοχα σηµειώνει ο Γ. Πλειός: «…το κοινωνικό πλαίσιο δεν
βρίσκεται µόνο πριν την παραγωγή του κειµένου, γύρω από το κείµενο και γύρω από
την κατανάλωση του κειµένου. Αντίθετα βρίσκεται και στο εσωτερικό του» 38. Γι αυτό
και δεν µπορούµε να προβούµε σε καµία ανάλυση «λόγου» και µάλιστα του πολιτικού
λόγου, αν προηγουµένως δεν προσδιορίσουµε τα βασικά γνωρίσµατα αυτού του
κοινωνικού πλαισίου.
Μέσω του λόγου και των κοινωνικών πρακτικών που τον επηρεάζουν και τον
µορφοποιούν υποστασιοποιείται επικοινωνιακά η κουλτούρα και ο τρόπος σκέψης µιας
συγκεκριµένης κοινωνίας. Και αυτό γιατί οι κοινωνικές πρακτικές που αναφέραµε,
προϋποθέτουν από τα άτοµα την προηγούµενη υιοθέτηση κάποιων κοινωνικών,
πολιτικών και πολιτισµικών λειτουργιών του λόγου, όπως τις ονοµάζει ο Teun A. Van
Dijk39. Οι τελευταίες, εντοπίζονται σε θεσµικό, κοινωνικό ή πολιτισµικό επίπεδο,

36
Ο J. Thompsοn υποστηρίζει ότι µια τέτοια µορφή επικοινωνίας διευκολύνει την επικέντρωση του
αναλυτή στο συµβολικό περιεχόµενο των µηνυµάτων λειτουργώντας αφαιρετικά ως προς το κοινωνικό
και ιδεολογικό πλαίσιο µέσα στο οποίο λαµβάνει χώρα η επικοινωνιακή διαδικασία. Βλ πιο αναλυτικά
στο έργο του ιδίου, Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999.
37
Το µοντέλο της λήψης και της αποκωδικοποίησης που εισήγαγε ο Stuart Hall -που θα το αναλύσουµε
παρακάτω - ανήκει στις µελέτες µε τον γενικό τίτλο «Ανάλυση της λήψης των µηνυµάτων» (reception
analysis) που επηρεάστηκαν από την κριτική θεωρία, την σηµειολογία και την ανάλυση της αφήγησης µε
κυριότερους εκπροσώπους τους K.B.Jensen ,K.E. Rosengren, St.Hall και J. Fiske.
38
Πλειός, Γιώργος, ό.π., σελ. 41.
39
Ο Teun Van Dijk ανήκει όπως ο Faιrclough στην σχολή της Κριτικής Ανάλυσης του Λόγου στην
οποία, επίσης, θα αναφερθούµε πιο διεξοδικά στην συνέχεια. Σχετικά µε τον λόγο ως κοινωνική

25
έχουν δε ιεραρχική δοµή µε την έννοια ότι µία λειτουργία µπορεί να υπερισχύσει µιας
άλλης ανάλογα µε τις περιστάσεις. Το σηµαντικό σε αυτόν τον συλλογισµό είναι ότι οι
λειτουργίες του λόγου που αναφέρει ο Van Dijk, µε την συχνή επανάληψή τους
συνιστούν κοινωνικές πρακτικές και εφαρµόζονται ή χρησιµοποιούνται από τα άτοµα
συνήθως υποσυνείδητα και µηχανικά. Άρα θα πρέπει να διευκρινίσουµε ότι το «δρων
υποκείµενο», όπως αποκαλείται, δεν έχει πλήρη ελευθερία των επιλογών του. Πολλές
φορές η δράση του είναι ασυνείδητα κοινωνικά προσανατολισµένη και πολλές φορές
αναµενόµενη. Το αποτέλεσµα αυτού του ασυνείδητου προσανατολισµού είναι η
διαφοροποιηµένη χρήση του λόγου που ποικίλει από περίσταση σε περίσταση και
µάλιστα µε τρόπο που όλοι θεωρούµε αυταπόδεικτο40. Όπως υποστηρίζει ο J.
Thompson: «Αυτό που κατέχουµε ως ικανοί οµιλητές δεν είναι η ικανότητά µας να
παράγουµε µια απεριόριστη συχνότητα από γραµµατικά καλοσχηµατισµένες προτάσεις
αλλά περισσότερο η ικανότητά µας να παράγουµε προτάσεις a propos, δηλαδή,
εκφράσεις που είναι σχετικές µε συγκεκριµένες καταστάσεις και σιωπηρά
προσαρµοσµένες στις σχέσεις εξουσίας που χαρακτηρίζουν αυτές τις καταστάσεις».41
Οι προηγούµενες θεωρητικές αναζητήσεις και οι τελευταίες εξελίξεις στον
χώρο των σπουδών της επικοινωνίας αλλά και της πολιτικής κοινωνιολογίας
διαµορφώνουν δύο ερµηνευτικά µονοπάτια σε ό,τι αφορά το εννοιολογικό περιεχόµενο
του λόγου που προσπαθούµε να σκιαγραφήσουµε. Από την µία πλευρά,
«παραβιάζουν» τα όρια µέσα στα οποία µέχρι και σήµερα ήταν επικεντρωµένη η
έννοια συµπεριλαµβάνοντας σε αυτήν πολυποίκιλες συνιστώσες και παράγοντες και
εφευρίσκοντας, έτσι, νέους «τύπους» και «µορφές» λόγου, δηµιουργώντας,
παράλληλα, ένα αχανές πεδίο µελέτης, από την άλλη, «συγκλίνουν» στον κοινωνικό
χαρακτήρα που περιβάλλει την επικοινωνιακή πράξη και κατά συνέπεια τον «λόγο»
και έτσι περιχαρακώνουν λίγο τις αναζητήσεις τους, δίνοντας, παράλληλα, το στίγµα

πρακτική ενδεικτικό είναι το άρθρο του “Discourse as Interaction in Society” στην συλλογή άρθρων που
επιµελήθηκε ο ίδιος µε τίτλο Discourse as Social Interaction, Sage Publications, London 1998, σελ. 1-37.
40
Θεωρούµε αυταπόδεικτο το γεγονός ότι αλλιώς θα εκφραστούµε σε µια επίσηµη συνάντηση αλλιώς σε
µια φιλική παρέα κ.ο.κ. Τα γραπτά κείµενα, επίσης, διαφοροποιούνται ανάλογα µε τις περιστάσεις,
όπως, πχ. µια τυπική επιστολή, ένα άρθρο σε εφηµερίδα, ένα απλό γράµµα σε γνωστό µας πρόσωπο κλπ.
41
Ο J. B. Thompson αναπτύσσει αυτήν την άποψη σε κριτική που ασκεί στην έννοια της “linguistic
competence” του Chomsky (βλ. παρακάτω υποσηµ.49), υποστηρίζοντας τελικά ότι η εν λόγω ικανότητά
µας είναι µια καθαρά «πρακτική» ικανότητα η οποία διαφοροποιείται ανάλογα µε τις κοινωνικές
περιστάσεις και εκδηλώνεται πάντα στην εκφορά του λόγου (-ων). Βλ. Thompson, J.B., Studies in the
Theory of Ideology, Polity Press, Cambridge, 1984, σελ. 7-8.

26
και τον προσανατολισµό στους µελετητές που επιχειρούν να αναλύσουν τον σύγχρονο
πολιτικό λόγο.
Αποδεχόµενοι λοιπόν, το κοινωνικό περίβληµα του λόγου µπορούµε πολύ απλά
να καταλήξουµε στο συµπέρασµα ότι ο «λόγος» είναι µια ζωντανή γλώσσα που
βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση. Τα νήµατα που την κινούν συνιστούν µια ενότητα, που
περιέχει στοιχεία κοινωνικά και επικοινωνιακά, για να αποτελέσει σε τελευταία
ανάλυση ενότητα κουλτούρας, ενότητα, δηλαδή, που µπορεί να διασπασθεί στα βασικά
της συστατικά µόνο για να γίνουν πιο ευδιάκριτα και πιο εύκολα κατανοητά, όχι όµως
και για να αντιµετωπισθούν ως αυτόνοµοι πυλώνες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο
Γ. Πλειός, «λόγος µπορεί να ορισθεί ως η πολιτιστική ιδιαιτερότητα ενός τρόπου
επικοινωνίας και ταυτόχρονα ως η επικοινωνιακή υπόσταση µιας κουλτούρας»42. Κατά
συνέπεια, όση βαρύτητα θα δώσουµε στην ανάλυση του λόγου ως νοηµατικής
ολότητας µε άλλη τόση ίσως και µεγαλύτερη επιµέλεια πρέπει να περιβάλουµε και τις
κοινωνικές και πολιτισµικές διεργασίες που είναι παρούσες πριν, κατά και µετά την
διαµόρφωσή του. Πρόκειται για τις λεγόµενες «πρακτικές του λόγου» (Discourse
practices), όπως τις αποκαλεί ο Fairclough και οι οποίες αναφέρονται τόσο στις
πρακτικές πρόσληψης και ανάγνωσης όσο και ερµηνείας των κειµένων εκ µέρους του
κοινού43.
Ο κατάλογος των ορισµών και των εννοιολογικών γνωρισµάτων που
αποδίδονται στον όρο «λόγος» είναι πραγµατικά ανεξάντλητος και δεν είναι πρόθεσή
µας να τον εξαντλήσουµε εδώ. Πάντως ο λόγος ως εκφορά οµιλίας που πραγµατώνεται
µε την χρήση του σηµειωτικού συστήµατος που λέγεται γλώσσα αλλά και η σχέση του
µε τον Λόγο (Reason, Vernunft) είναι ένα ευρύ πεδίο µελέτης όπου συναντιούνται,
συγκλίνουν αλλά και αλληλοσυγκρούονται γλωσσολογικές, φιλοσοφικές,
κοινωνιολογικές και πολιτικές θεωρίες σε µια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουν
την συνάρτηση που ενώνει αυτά τα στοιχεία τόσο ολοφάνερα όσο και περίπλοκα. ∆εν
είναι τυχαίο ότι πολλές µελέτες µεγάλων στοχαστών έχουν ως κεντρικό σηµείο
ανάλυσης και εκκίνησης την σχέση γλώσσας και κοινωνίας αλλά και τον τρόπο

42
Πλειός, Γιώργος, ό.π ,σελ. 45.
43
Fairclough, N., Media discourse, ό.π.

27
συγκρότησης του ατόµου µέσω της εκφοράς λόγου καθώς και την διαµεσολάβηση του
Λόγου ως νοητική διαδικασία.
Όπως πρεσβεύει και το ρεύµα του κοινωνικού κονστρουξιονισµού, στο οποίο
ακροθιγώς αναφερθήκαµε, η σχέση ανάµεσα στο άτοµο και την κοινωνία και ανάµεσα
στον άνθρωπο και την φύση διαµεσολαβείται από τον Λόγο. Όσον αφορά τον Λόγο η
συγκεκριµένη θεωρία τον ορίζει ως «το σύνολο των σηµειωτικών κωδίκων (γλώσσα,
σύµβολα κλπ.) µε την χρήση των οποίων το υποκείµενο συγκροτεί την αίσθηση του
εαυτού του και του περιβάλλοντος κόσµου»44. Μια από τις πιο πολυσυζητηµένες
θεωρίες που διατυπώθηκαν για την σχέση της γλώσσας και την συγκρότηση του
ατόµου αλλά και της κοινωνίας γενικότερα είναι αυτή του J. Habermas.

1.1.1. H γλωσσολογική και επικοινωνιακή θεωρία του J. Habermas


To έργο του J.Habermas είναι, ως γνωστόν, µεγάλο και πολυσχιδές. Στόχος
εποµένως του εµβόλιµου αυτού µικρού κεφαλαίου δεν είναι, βέβαια η αναλυτική
προσέγγισή της χαµπερµασιανής θεωρίας. ∆εν αποτελεί καν απόπειρα συνοπτικής
καταγραφής των κεντρικών εννοιών της. Αποσκοπεί απλά στην ανάδειξη ορισµένων
βασικών χαρακτηριστικών που διατρέχουν τον φιλοσοφικό στοχασµό του Habermas
και σχετίζονται µε την γλώσσα ως κοινωνικό προϊόν αλληλόδρασης, επικεντρώνοντας
το ενδιαφέρον µας κυρίως στις θέσεις της ύστερης περιόδου του έργου του, (από το
1970 και εντεύθεν), όπου και διατυπώνει µια γενική θεωρία της επικοινωνίας.
Σηµαντικό είναι να κατανοήσουµε τις έννοιες κλειδιά σε αυτήν την θεωρία της
επικοινωνίας για να εντοπίσουµε έτσι τις αιτιατές συνθήκες κάτω από τις οποίες η
επικοινωνιακή χρήση της γλώσσας µπορεί να συνδράµει αποφασιστικά στην
ανασυγκρότηση µιας κριτικής θεωρίας, η οποία θεµελιώνει τα αξιώµατά της σε έναν
γλωσσολογικό πυρήνα απ’ όπου και απορρέουν όλοι οι επιµέρους συλλογισµοί. Γύρω
από αυτόν τον πυρήνα κινείται και περιπλέκεται η γενικότερη φιλοσοφική προσέγγιση
του Habermas για το «ανθρώπινο πράττειν».
Ο Habermas δεν αναλύει την γλώσσα και την επικοινωνία απλώς ως κοινωνικές
κατασκευές αλλά τις χρησιµοποιεί ως θεµελιώδεις κατηγορίες για να συγκροτήσει µια
νέα κοινωνική θεωρία η οποία ανασυντίθεται µε βάση την έννοια της γλώσσας, της

44
∆εµερτζής, Ν., ό.π. σελ. 142.

28
επικοινωνίας και του διαλόγου. Έννοιες που για τον Habermas έχουν έντονη
οντολογική χροιά και δεν αποτελούν απλές κοινωνικές συνιστώσες. Στη θεωρία του ο
Habermas επιχειρεί τόσο τη ριζική κριτική αυτών των εννοιών όσο και την
επανανοηµατοδότησή τους σε έναν νέο, λιγότερο «ατοµοκεντρικό» επικοινωνιακό
χώρο. Υπερβαίνει, δηλαδή τον χώρο της υποκειµενικότητας και της µερικότητας για να
µεταβεί στον χώρο της διυποκειµενικότητας, όπου ο προσανατολισµός στην
επικοινωνιακή δράση έχει χαρακτήρα αλληλόδρασης και ως επιθυµητό ορίζοντα
πρωτίστως την συναίνεση. Εξάλλου, είναι γνωστή η πολυσυζητηµένη φράση του
Habermas: «Η συνεννόηση ενυπάρχει ως τέλος στην ανθρώπινη γλώσσα»45.
Για να κατανοήσουµε τον φιλοσοφικό αλλά και κοινωνιολογικό στοχασµό του
Habermas θα πρέπει να επισηµάνουµε ότι χαρακτηριστικό γνώρισµα του έργου του,
είναι η στροφή του από την «φιλοσοφία της συνείδησης» στην «φιλοσοφία της
γλώσσας»46, προσπαθεί µε άλλα λόγια, να απεγκλωβίσει την κριτική κοινωνική θεωρία
από τα φιλοσοφικά και ιδεολογικά αδιέξοδα που ο ίδιος θεωρεί ότι αντιµετωπίζει,
ανασυνθέτοντας µια νέα κριτική κοινωνική θεωρία, η οποία έχει ως πρώτη ύλη της την
«επικοινωνιακή γλώσσα» αν θα µπορούσαµε να χρησιµοποιήσουµε αυτόν τον
χαρακτηρισµό.
Ο Habermas, κύριος εκπρόσωπος της «δεύτερης γενιάς» της σχολής της
Φραγκφούρτης, συνθέτει την φιλοσοφική θεωρία του σε µια εποχή όπου είναι φανερό
ότι έχει εγκαταλειφθεί η ιδέα µιας επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας.
Αποστρέφεται την ιστορικοφιλοσοφική απαισιοδοξία της «ηγετικής οµάδας» της
σχολής της Φραγκφούρτης και επιχειρεί να θεµελιώσει την έννοια του ορθού Λόγου
και την σύνθετη έννοια της ορθολογικότητας στον χώρο της γλώσσας και της
επικοινωνίας. Η σύγχρονη κοινωνική κριτική θεωρία που επιχειρεί να
επανασυγκροτήσει, αντιπαρατίθεται µε τον θετικισµό και αναστοχάζεται κριτικά στην
βάση µιας γνωσιοθεωρίας που αναζητά την θεµελίωσή της στις συγκεκριµένες
συνθήκες µιας ηθικής του διαλόγου, µιας πανανθρώπινης οικουµενικής ηθικής που έχει

45
Αναφέρεται στο Καβουλάκος, Κωνσταντίνος, Γιούργκεν Χάµπερµας: Τα θεµέλια του Λόγου και της
κριτικής κοινωνικής θεωρίας, εκδ. Πόλις ΕΠΕ, Αθήνα 1996, σελ. 140.
46
Ο Craib, Ian, σχολιάζει για αυτήν την «στροφή»: « Ο Χάµπερµας υποστηρίζει ότι είναι αναγκαίο να
απελευθερωθούµε από αυτό που ονοµάζει «φιλοσοφία της συνείδησης»: από εκείνη, δηλαδή, την
αντίληψη που αντιµετωπίζει την σχέση γλώσσας και δράσης ως σχέση υποκειµένου και αντικειµένου»,
ό.π. σελ. 481.

29
χαρακτήρα διαδικαστικό, καθώς δεν αφορά το περιεχόµενο των κοινωνικών κανόνων
αλλά την διαδικασία µέσα από την οποία θεσπίζονται. «Με άλλα λόγια - γράφει ο
Καβουλάκος - η ηθική του διαλόγου δεν µας δίνει κανονιστικά περιεχόµενα, αλλά
ορίζει µια διαδικασία, η οποία πρέπει να εξασφαλίζει την αµεροληψία της
διαµόρφωσης των ηθικών κρίσεων. Ο πρακτικός Λόγος του Habermas δεν είναι
υποστασιακός αλλά διαδικασιακός. Η ηθικοδιαλογική αρχή αναφέρεται στην διεργασία
(Prozedur), δηλαδή στην διαλογική ικανοποίηση κανονιστικών αξιώσεων ισχύος»47.
Ο Habermas αντιµάχεται τον ιστορικό υλισµό του Marx και υποστηρίζει ότι η
αναπαραγωγή του κόσµου δεν είναι µόνο υλική αλλά και συµβολική. Για τον Marx το
ανθρώπινο πράττειν ορίζεται ως εργασία, για τον Habermas η εργασία ταυτίζεται µε
την εργαλειακή δράση, όχι, όµως και η επικοινωνία. Αυτό που µας ενδιαφέρει ως προς
την φιλοσοφική θεωρία του Habermas είναι το κεντρικό σηµείο και η απαρχή της
σκέψης του ότι «ειδολογικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης είναι η
γλώσσα. Αυτό που καθορίζει την µετάβαση από τους ανθρωπίδες (Hominiden) στο
άνθρωπο είναι η εµφάνιση της διϋποκειµενικότητας της γλώσσας και του
επικοινωνιακού εκκοινωνισµού του ατόµου σε µια κοινότητα»48.
Η έννοια της επικοινωνίας έχει κοµβική σηµασία στο έργο του Habermas
καθώς µε βάση αυτή συγκροτείται η νέα θεωρία του πράττειν (Handlungstheorie). H
χαµπερµασιανή Θεωρία της επικοινωνιακής πράξης49 διακρίνει µεταξύ
προσανατολισµένης στην επιτυχία και προσανατολισµένης στην συνεννόηση δράσης
στην οποία και αντιστοιχούν δύο διαφορετικά είδη ορθολογικότητας: η
ορθολογικότητα ως προς τον σκοπό (Zweckrationalitaet) και η επικοινωνιακή
ορθολογικότητα (kommunikative Rationalitaet). Ουσιώδες γνώρισµα αυτού του
διαχωρισµού είναι ότι οι δύο αυτές «δράσεις» δεν αποτελούν έκφανση της ίδιας
εµπειρικής δράσης αλλά διαφορετικούς τύπους του πράττειν από τους οποίους ο
δεύτερος υπερέχει (η προσανατολισµένη στην συνεννόηση δράση ή αλλιώς η
επικοινωνιακή δράση). Ο Habermas εισηγείται µε αυτόν τον τρόπο µια νέα θεωρία της
γλώσσας και της επικοινωνίας, την οποία θέλει να περιβάλλει µε τον µανδύα της

47
Καβουλάκος, Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 184.
48
Habermas, Jurgen, Η Ηθική της επικοινωνίας. Ηθική του ∆ιαλόγου- Σηµειώσεις για ένα πρόγραµµα
θεµελίωσης, εισ.-µτφρ. Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 1997, σελ. 13-14.
49
Την εν λόγω θεωρία του ο Habermas την αναλύει στο έργο του Theorie des Kommunikativen
Handelns, Frankfurt a.M., 1988.

30
διϋποκειµενικότητας, πλαισιώνοντάς την, παράλληλα, µε έννοιες όπως αυτή της
αλληλόδρασης, της συνεννόησης και της συναινεσιακής αντίληψης της αλήθειας50.
Για να στηρίξει το οµολογουµένως τολµηρό σχέδιό του για µια νέα θεωρία της
επικοινωνίας, αναζητώντας παράλληλα την ορθολογικότητα που ενυπάρχει στην
ανθρώπινη γλώσσα, ο Habermas καταστρώνει την θεωρία της «καθολικής
πραγµατολογίας» (Universalpragmatik) η οποία εµπνέεται από την γλωσσολογική
θεωρία του N. Chomsky51 και την θεωρία των οµιλιακών ενεργηµάτων των J.P.
Austin52 και J.P. Searle. Με το πρόγραµµα της «καθολικής πραγµατολογίας» ο
Habermas επιχειρεί την ανακατασκευή των προϋποθέσεων αλλά και των συνθηκών
εντός των οποίων λαµβάνει χώρα η καθηµερινή επικοινωνία και συνεννόηση. Για να
κατανοήσουµε την θεωρία του πρέπει να έχουµε υπόψη ότι η ορθολογικότητα
ενυπάρχει ως εγγενές στοιχείο στην γλώσσα και η συνεννόηση ως εγγενές στοιχείο
στην επικοινωνία.

50
Για την συναινεσιακή αντίληψη της αλήθειας ο Καβουλάκος, αναφέρει: «Σύµφωνα µε την τελευταία,
η αλήθεια (ή η κανονιστική ορθότητα) είναι µια αξίωση ισχύος που εγείρει η οµιλία. Η αξίωση αυτή
µπορεί να ικανοποιηθεί µόνο στο πλαίσιο µιας ιδιαίτερης µορφής επικοινωνίας, του διαλόγου, όπου οι
συνοµιλητές προσανατολίζονται µε βάση τον κοινό στόχο της αναζήτησης της αλήθειας µε
επιχειρηµατολογικά µέσα», ό.π. σελ. 18 κ.ε.
51
Ο N. Chomsky παρουσίασε το 1965 στο κλασσικό έργο του “Aspects of the theory of syntax” ένα
είδος γενετικής µετασχηµατιστικής γραµµατικής δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση στην έννοια της γλωσσικής
ικανότητας (linguistic competence) και της γλωσσικής επιτέλεσης (linguistic performance) H πρώτη
(η γλωσσική ικανότητα), πολύ συνοπτικά θα µπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «η ασύνειδη γνώση της
γλώσσας που έχει κάθε φυσικός οµιλητής/ακροατής. Η γλωσσική ικανότητα επιτρέπει στον οµιλητή
µιας γλώσσας να αναγνωρίζει ποιες ακολουθίες γλωσσικών στοιχείων είναι σωστές από συντακτική,
σηµασιολογική και φωνολογική άποψη στην συγκεκριµένη γλώσσα, και ποια είναι η συντακτική,
σηµασιολογική και φωνολογική δοµή τους». Σε ότι αφορά την δεύτερη (την γλωσσική επιτέλεση) «είναι
η συγκεκριµένη γλωσσική συµπεριφορά (παραγωγή και κατανόηση προτάσεων), η χρήση του
γλωσσικού συστήµατος από συγκεκριµένους οµιλητές και ακροατές της γλώσσας (και φυσικά σε
συγκεκριµένες περιστάσεις επικοινωνίας)», Αναφέρεται στο: Παυλίδου, Θεοδοσία ο.π. σελ. 82. Η
προσέγγιση του Chomsky θεωρήθηκε περιοριστική από τους κοινωνιογλωσσολόγους και ειδικότερα από
τον Hymes, που υποστήριξαν την έννοια της επικοινωνιακής ικανότητας (communicative
competence) κάνοντας έτσι σαφές «ότι η γνώση του γλωσσικού συστήµατος από µόνη της δεν µπορεί
να εξασφαλίσει την επίτευξη µιας απρόσκοπτης επικοινωνίας, γιατί δεν παρέχει τη δυνατότητα να
επιλεγεί η κατάλληλη γλωσσική µορφή που απαιτούν οι εκάστοτε περιστάσεις επικοινωνίας». Ο όρος
επικοινωνιακή ικανότητα (communicative competence), ωστόσο, έγινε ευρέως γνωστός από τον
Habermas, ο οποίος υποστηρίζει ότι η κατανόηση της επικοινωνίας είναι βασική µέσα στο πλαίσιο µιας
πιο γενικής θεωρίας κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών, η οποία στην συνέχεια προϋποθέτει µια
θεωρία επικοινωνιακής ικανότητας. Για πιο αναλυτικά βλ. Νέλλη Κωστούλα-Μακράκη, ό.π. 25-26.
52
Η θεωρία του J.P. Αustin για τα οµιλιακά ενεργήµατα και τον διαχωρισµό τους σε «ιδιολεκτικά» και
«µεσωλεκτικά» διατυπώνεται στο έργο του How to do things with words, Oxford University Press,
London, Oxford, New York 1962. O Habermas φαίνεται να υιοθετεί την πρωτοκαθεδρία των
ιδιολεκτικών οµιλιακών ενεργηµάτων έναντι των µεσωλεκτικών.

31
Για το αντικείµενο µελέτης της «καθολικής πραγµατολογίας» ο ίδιος ο
Habermas διευκρινίζει: «Η καθολική πραγµατολογία έχει ως στόχο την αναγνώριση
και µετακατασκευή των καθολικών συνθηκών της δυνατής συνεννόησης. Σε άλλες
συνάφειες µιλά κανείς για ‘γενικές προϋποθέσεις της επικοινωνίας’. Εγώ προτιµώ να
µιλώ για γενικές προϋποθέσεις της επικοινωνιακής δράσης, γιατί θεωρώ τον τύπο της
δράσης που στοχεύει στην συνεννόηση θεµελιώδη…»53.
Η χαµπερµασιανή θεωρία πρεσβεύει την διϋποκειµενική ισχύ των οµιλιακών
ενεργηµάτων η οποία καθορίζει και το τελικό σηµασιολογικό τους περιεχόµενο54.
Προϋποθέτει βέβαια µια ιδανική οµιλιακή κατάσταση όπου τα συµµετέχοντα µέρη
αξιώνουν ισότητα ως προς την δυνατότητα χρήσης των επιχειρηµατολογικών µέσων
αλλά και την πλήρη απουσία κάθε είδους εξωτερικού ή εσωτερικού καταναγκασµού. Ο
ίδιος ο Habermas δίνει τον εξής ορισµό: «Ιδανική ονοµάζω µια οµιλιακή κατάσταση
στην οποία οι επικοινωνίες δεν εµποδίζονται όχι µόνο από εξωτερικές τυχαίες
επιδράσεις, αλλά και από καταναγκασµούς που προέρχονται από την ίδια την δοµή της
επικοινωνίας. Η ιδανική οµιλιακή κατάσταση αποκλείει τις συστηµατικές
διαστρεβλώσεις της επικοινωνίας. Η δε επικοινωνιακή δοµή δεν παράγει
καταναγκασµούς, όταν για όλους τους συµµετέχοντες στον διάλογο είναι δεδοµένη µια
συµµετρική κατανοµή των ευκαιριών να επιλέξουν και να επιτελέσουν οµιλιακά
ενεργήµατα»55.
Η προαναφερόµενη θέση του Habermas περί «ιδανικής οµιλιακής κατάστασης»
έχει προκαλέσει έντονες διαφωνίες καθώς έχει χαρακτηρισθεί ως «ουτοπικό
εγχείρηµα», ως «υπερβατολογική επίφαση» ή ακόµη και ως µεταφυσική φαντασίωση
µιας ιδανικής δηµοκρατικής κοινωνίας που υπό όρους εµπειρικούς είναι µάλλον µη
πραγµατοποιήσιµη.
Το σηµείο της φιλοσοφίας του Habermas που σχετίζεται µε την δική µας µελέτη
διατυπώθηκε στην αρχή του κεφαλαίου αυτού και έγκειται στην θεµελιακή σηµασία
που αποδίδεται στην γλώσσα ως την πιο αντιπροσωπευτική συνιστώσα του

53
Αναφέρεται στο Καβουλάκος, Κωνσταντίνος, ό.π. σελ. 135.
54
Ο Κ. Καβουλάκος υπογραµµίζει σχετικά: «Η φιλοσοφία της γλώσσας του Habermas παίρνει έτσι την
µορφή µιας τυπικής-πραγµατολογικής θεωρίας της σηµασίας. Σε αυτήν δε την θεωρία, η ταυτότητα των
σηµασιών συγκροτείται µέσω και εντός των οµιλιακών ενεργηµάτων των ικανών προς οµιλία και δράση
ατόµων», στο ίδιο, σελ. 146.
55
στο ίδιο, σελ. 162.

32
ανθρωπίνου πράττειν αλλά και στον ορισµό της επικοινωνίας ως διαλογικής
αµφίδροµης διαδικασίας (και όχι ως µονόδροµης όπως έχει υπερισχύσει σήµερα).Η
εµµονή αυτή του Habermas στην επικοινωνιακή αλληλόδραση δεν είναι τυχαία. Γι
αυτό και αναζητεί τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η εν λόγω αλληλόδραση θα
αποφύγει να ολισθήσει σε µια µονοµερή εξουσιαστική δράση ενός εκ των
επικοινωνών.
Με την εισαγωγή του επικοινωνιακού θεωρητικού πλαισίου της «ιδανικής
οµιλιακής κατάστασης», στην οποία αναφερθήκαµε προηγουµένως, ο Habermas
επιχειρεί να προστατεύσει την επικοινωνιακή αλληλόδραση από εξουσιαστικούς
µηχανισµούς που δηµιουργούν ανισότητες. Το εν λόγω θεωρητικό πλαίσιο αποτελεί για
τον ίδιο µια αναγκαία υπόθεση, για έναν εµπειριστή, ωστόσο παραµένει ένα απλώς
θεωρητικό πλαίσιο που δεν µπορεί να µετατραπεί σε πραγµατοποιήσιµη υπόθεση.
Οφείλουµε να παρατηρήσουµε ως απλοί θεατές και µόνο της σύγχρονης
πραγµατικότητας ότι µια τέτοιου είδους επικοινωνιακή συνθήκη έχει εγκαταλειφθεί
από την σύγχρονη πολιτική διαδικασία που θα όφειλε, ίσως, σεβόµενη την
αρχαιοελληνική δηµοκρατική της παράδοση, να είναι «ιδανική» τουλάχιστον ως προς
τους όρους ίσης συµµετοχής και την δυνατότητα αλληλόδρασης.
Από µια έποψη, είναι φανερό ότι ο Habermas, χρησιµοποιώντας τον επιθετικό
προσδιορισµό «ιδανική», δεν προσδοκά να αναφερθεί σε µια υπαρκτή κατάσταση.
Φαίνεται ότι τον ενδιαφέρει µια δυνητική – ιδανική κατάσταση ως αναγκαία συνθήκη
για να επιτευχθεί αυτό που ονοµάζουµε ανθρώπινη επικοινωνία. Για τον Habermas,
εφόσον δεν εξασφαλίζεται σε πρότερο χρόνο αυτή η αναγκαία συνθήκη, ο όρος
«επικοινωνία» καθίσταται κι αυτός µε την σειρά του ουτοπικός ή άνευ ουσιαστικού
αντικειµένου, αφού δεν µπορεί να επιτελέσει την βασική του λειτουργία, δηλαδή την
ανταλλαγή επιχειρηµάτων. Όπως υποστηρίζει και ο ίδιος: «...Οι κανόνες του διαλόγου
δεν είναι απλές συµβάσεις αλλά αναπόφευκτες προϋποθέσεις»56.
Η άλλη όψη του επιχειρήµατος των επικριτών του Habermas περί «ουτοπικού
εγχειρήµατος», διευρύνει κρίσιµα τους ορίζοντες του προβληµατισµού µας σε σχέση
µε την πολιτική «επικοινωνία» που επιτυγχάνεται εντός των τειχών µιας

56
Habermas, Jurgen, Η Ηθική της επικοινωνίας, ό.π. σελ. 113.

33
κυριαρχούµενης από τα ΜΜΕ κοινωνίας και επικοινωνίας57. Αναφερόµαστε
συγκεκριµένα στο σηµερινό σκηνικό όπου σε µια σύγχρονη κοινωνία ο λόγος, όπως
και αν αποφασίσουµε να τον ορίσουµε, διαχέεται στους κοινωνούς, υποτασσόµενος
στον Λόγο της οθόνης, µε έναν τρόπο µονοδιάστατο και καθόλου διαλογικό. Άρα για
τον Habermas µε έναν τρόπο µη επικοινωνιακό. Σε παρόµοια επιχειρήµατα στηρίζεται
και η µεταλλαγή του όρου ΜΜΕ (Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας) σε Μέσα Μαζικής
Ενηµέρωσης, όπως επιµένουν πολλοί να τα αποκαλούν58, αν και οφείλουµε να
οµολογήσουµε ότι η µεταφορά όρων διαπροσωπικής επικοινωνίας σε επίπεδο µαζικής
επικοινωνίας αποτελεί παράτολµη θεωρητική ακροβασία. Ωστόσο, αυτή η µεταλλαγή
του όρου είναι, τουλάχιστον σύµφωνα µε την χαµπερµασιανή αντίληψη,
δικαιολογηµένη και σηµασιολογικά πιο συνεπής µε τον πραγµατικό τρόπο λειτουργίας
των ΜΜΕ, αφού η ενηµέρωση δεν ενέχει ούτε απαιτεί κάποια διαδικασία ανταλλαγής
πληροφοριών παρά µόνο πρόσληψης.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν επιτρέπουν την οποία αισιοδοξία σχετικά µε
την σύγχρονη επικοινωνιακή πραγµατικότητα και δη την πολιτική. Αντιλαµβάνεται
κανείς, λοιπόν, ότι αν ο καθηµερινός επικοινωνιακός λόγος µεταξύ των µελών µιας
κοινωνίας διατηρεί ακόµη κάποιες ελπίδες να είναι «ηθικός», ο πολιτικός λόγος µε τις
νέες παραµετροποιήσεις που έχει υποστεί λόγω της αναγκαστικής του διαµεσολάβησης
από τα ΜΜΕ, είναι φανερό πλέον ότι δεν διεκδικεί την ένταξή του σε κανένα

57
Σχολιάζοντας την θέση του Habermas για την «ιδανική ή ιδεώδη οµιλιακή κατάσταση» ο Edelman
παρατηρεί: « Ο ίδιος (σ.σ. ο Habermas) πιστεύει ότι οι άνθρωποι µπορούν να προϋποθέσουν σε κάποιο
βαθµό την ιδεώδη οµιλιακή κατάσταση ακόµα κι όταν αυτή δεν υφίσταται, ακριβώς διότι η ίδια η χρήση
της γλώσσας την προϋποθέτει. Ίσως ένα µεµονωµένο άτοµο δύναται περιστασιακά να επιτύχει ένα
τέτοιο είδος χειραφέτησης από τους κοινωνικούς περιορισµούς, η ιστορία όµως δείχνει ξεκάθαρα ότι οι
συλλογικές διαδικασίες και η διαµόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής δεν κατορθώνουν κάτι τέτοιο. Η
χαµπερµασιανή ιδεώδης οµιλιακή κατάσταση είναι µια αισιόδοξη άποψη ,η οποία µπορεί να εγγυηθεί το
πώς ο λόγος µπορεί να γίνει χειραφετικός σε µία κοινωνία χωρίς καπιταλισµό ή χωρίς κυβερνητικές ή
επιχειρηµατικές και στρατιωτικές ιεραρχίες. ∆εν αφήνει, όµως, και πολλές ελπίδες για το ότι η πολιτική
γλώσσα, στον κόσµο που ζούµε, µπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από µια σειρά στρατηγικών και
εκλογικεύσεων», βλ. Edelman, Murray, H κατασκευή του πολιτικού θεάµατος, ό.π., σελ. 196 κ.ε.
58
Άποψη στην οποία συγκλίνουν και οι παρατηρήσεις του Regis Debray, περί «µεσολογίας». Ο ίδιος
εξηγεί: «Στην λέξη mediologie, το medio προσδιορίζει, σε πρώτη προσέγγιση, το τεχνικά και κοινωνικά
καθορισµένο σύνολο των συµβολικών µέσων µετάδοσης και κυκλοφορίας. Σύνολο που υπερβαίνει και
προηγείται της σφαίρας των σύγχρονων µέσων, έντυπων και ηλεκτρονικών, που εννοούνται ως µέσα
µαζικής µετάδοσης (τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση, κινηµατογράφος, διαφήµιση κ.λ.π.). Μέσα µιας
πληροφόρησης που είναι ακόµη µονόπλευρη και που κακώς λέγεται ‘επικοινωνία’ αφού αυτή
προϋποθέτει επιστροφή, συνάντηση, ‘feedback’, βλ. Η επιστήµη της επικοινωνίας, Ιδέες γενικής
µεσολογίας, µτφρ. Κλεοπάτρα Ουγουρλόγλου, εκδ. οργανισµός Λιβάνη, Αθήνα 1997, σελ. 20.

34
πρόγραµµα ηθικής59 όπως ίσως θα ήθελε ο Habermas. Την παραφθορά και την
διαστρέβλωση του σύγχρονου λόγου και της διαλογικής διαδικασίας επισηµαίνει
χαρακτηριστικά ο Ζ. Παπαδηµητρίου τονίζοντας ότι: «... η γλώσσα, ο λόγος, από µέσο
επικοινωνίας, αντιπαράθεσης, προβληµατισµού και αλληλοκατανόησης
µεταµορφώνεται στο πλαίσιο του µετανεωτερικού διαλόγου σε γρίφο, αφού συνειδητά
έχει αυτονοµηθεί από τα νοήµατα. Το µεταµοντέρνο discurs, παραιτούµενο από την
αποκάλυψη της αλήθειας, καταλήγει στην παραµόρφωση της πραγµατικότητας»60.
Το µόνο που διεκδικεί ο σύγχρονος πολιτικός λόγος είναι η κυριαρχία του την
οποία και βασίζει σε ένα ορθολογικό πρόγραµµα εξοµάλυνσης των συνθηκών
αποδεξιµότητάς του. Σε αυτό το σηµείο η λεγόµενη επικοινωνιακή ικανότητα του
πολιτικού ρήτορα, µε όσες «παράπλευρες ικανότητες» συµπεριλαµβάνει η σύγχρονη
εκδοχή αυτής της έννοιας, είναι ο µόνος καθοριστικός παράγοντας για την ανεύρεση
της «αλήθειας» των επιχειρηµάτων η οποία, όπως θα αναλύσουµε παρακάτω, δεν
αποζητά την διαλογική της τεκµηρίωση. Για να είµαστε πιο ακριβείς δεν αποζητά
κανενός είδους τεκµηρίωση. Αυτή η προϋπόθεση έχει ήδη εκπληρωθεί κατά την
εκφορά του πολιτικού λόγου.

1.2. ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

1.2.1.Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Μετά το σύντοµο «ταξίδι» µας στα φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ρεύµατα


που επιχειρούν να ορίσουν το πραγµατικό περιεχόµενο του λόγου και αφού
καταλήξαµε σε έναν περιεκτικό, έστω περιγραφικό, ορισµό σχετικά µε τα βασικά
γνωρίσµατά του, όπως αυτά έχουν διαµορφωθεί κάτω από την επίδραση των νέων
τεχνολογικών εξελίξεων, το στάδιο που έπεται λογικά είναι η τυπολογία του λόγου. Η
59
Αναφερόµαστε στην φιλοσοφική έννοια της ηθικής που επιχειρεί να θεµελιώσει ο Habermas, που ο
Καβουλάκος την διατυπώνει ως εξής: «Για τον Habermas, που έχει εγκαταλείψει την φιλοσοφία της
συνείδησης και επιδίδεται στη θεωρία της επικοινωνιακής δράσης προς χάριν της ανάπτυξης του νέου
παραδείγµατος της φιλοσοφίας της διϋποκειµενικότητας, το θεµέλιο της ηθικής δεν µπορεί πια να
αναζητηθεί στις a priori δοµές της έλλογης υποκειµενικότητας, αλλά στην διερεύνηση των συνθηκών της
διϋποκειµενικής ισχύος της επικοινωνίας και τελικά στην ίδια την ορθολογική δοµή της επικοινωνίας και
στις «αναγκαίες προϋποθέσεις» της», Καβουλάκος, Κ., ό.π σελ. 181.
60
Παπαδηµητρίου, Ζήσης, «Από την Οικουµενικότητα του ∆ιαφωτισµού στα Μεταµοντέρνα Αδιέξοδα:
Αναζητώντας το Μίτο του Ορθού Λόγου», στο: του ιδίου, Μεταµοντέρνα Αδιέξοδα, εκδ. Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 20.

35
αναζήτηση των µορφών και των τύπων του λόγου µπορεί να θεωρείται αρχικά ως µια
µεθοδολογική επιταγή είναι, όµως µια διαδικασία περισσότερο ουσιαστική από ότι
ίσως διαφαίνεται. Και τούτο γιατί η συγκριτική µελέτη και η κατηγοριοποίηση ενός
φαινοµένου αναδεικνύει πτυχές του που σε διαφορετική περίπτωση µπορεί και να
έµεναν ανεξιχνίαστες. Ήδη η απόφαση για την οποιαδήποτε κατάταξη του πολιτικού
λόγου που είναι το πεδίο µελέτης µας, σε µία κατηγορία από αυτές που θα
περιγράψουµε σε αυτό το κεφάλαιο, σηµαίνει και προαποδοχή κάποιων
χαρακτηριστικών του, σηµαίνει, δηλαδή, ότι ήδη έχουµε καθορίσει – τουλάχιστον εν
µέρει- το σηµείο εκκίνησής µας. Η ύπαρξη µιας «αφετηρίας», ενός σηµείου αναφοράς,
έχει ιδιαίτερη σηµασία καθώς µας παρέχει ένα σταθερό έδαφος πάνω στο οποίο θα
στηρίξουµε τις όποιες θεωρητικές µας ακροβασίες και προεκτάσεις.
Το πρώτο βήµα για να προβούµε σε οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση είναι η
αναζήτηση ενός κριτηρίου που θα λειτουργήσει ως πυξίδα, ως σηµείο αναφοράς στις
κατατάξεις που θα επιχειρήσουµε. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το κριτήριο, η ειδοποιός
διαφορά που είναι αποφασιστικής σηµασίας για τον διαχωρισµό του λόγου στις όποιες
κατηγορίες;
Ένα κριτήριο θα µπορούσε να είναι η θεµατολογία ενός λόγου, ένα άλλο το
κοινό στο οποίο απευθύνεται, ίσως ακόµη το µέσο που κοινοποιεί τον λόγο στον δέκτη
(π.χ. τηλεόραση, ραδιόφωνο κ.α), ή ο γλωσσικός κώδικας που ενσωµατώνει. Ακόµη, το
ρόλο του κριτηρίου θα µπορούσε να επιτελέσει ικανοποιητικά και ο λειτουργικός
στόχος του οµιλούντος, του φορέα του λόγου. Ο στόχος αυτός συνίσταται στην
διερεύνηση των βουλητικών προθέσεων του επικοινωνητή, δηλαδή στην διερεύνηση
των αιτιών για τα οποία ο συγκεκριµένος λόγος εκφωνείται ή γράφεται. Ας σηµειωθεί
ότι κανένα από τα κριτήρια που αναφέραµε δεν υπολείπεται κάποιου άλλου και όλα
έχουν χρησιµοποιηθεί κατά καιρούς από διάφορους µελετητές – γλωσσολόγους και όχι
µόνο- στην προσπάθειά τους να ορίσουν ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς στην ανάλυση
του λόγου.
Η πληθώρα κριτηρίων, ωστόσο, δεν σηµαίνει και ανάλογο πολλαπλασιασµό
στις κατηγοριοποιήσεις. Η πορεία µέσα από διαφορετικές διαδροµές δεν οδηγεί
αναγκαστικά σε διαφορετικούς προορισµούς. Συχνά αντιλαµβανόµαστε ότι η µία ή η
άλλη επιλογή έχει σηµασία µόνο ως προς την περιήγησή και τις εµπειρίες που

36
πρόκειται να αποκοµίσουµε, όχι όµως και ως προς το τελικό αποτέλεσµα. Είναι σαν
µια πλατεία στην οποία οδηγούν πολλές διαδροµές. Όποια κι αν ακολουθήσουµε θα
καταλήξουµε στο ίδιο αποτέλεσµα. Να αντικρίσουµε την πλατεία. Απλά η προοπτική
και η οπτική µας γωνία θα είναι προφανώς διαφορετική. Κάτι ανάλογο φαίνεται να
συµβαίνει και µε την τυπολογία του λόγου. Οι προσπάθειες ανεύρεσης τυπολογίας
συνήθως καταλήγουν σε παραπλήσια συµπεράσµατα.
Η οριστικοποίηση των κριτηρίων που θα χρησιµοποιήσουµε για την δική µας
κατηγοριοποίηση είναι κεφαλαιώδους σηµασίας για την παρούσα µελέτη. Έχοντας
υπόψη ότι ο λόγος, ακόµη και αν ειδωθεί ως κοινωνική πρακτική, δεν µπορεί να
παρακάµψει τον γλωσσικό κώδικα που τον συγκροτεί, δεχόµαστε ως ένα από τα
κριτήριά µας τον γλωσσικό κώδικα που ενυπάρχει στον εκάστοτε λόγο. Επίσης, είναι
φανερό, ότι δεν µπορούµε να αγνοήσουµε την θεµατολογία του λόγου, τα αντικείµενα
δηλαδή ή τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται τα παραγόµενα ή προσλαµβανόµενα
κείµενα.
Η σύνθεση αυτών των κριτηρίων οδηγεί σε µια κατηγοριοποίηση η οποία, ενώ
επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στο γλωσσικό κώδικα του λόγου, δίνει ιδιαίτερη
έµφαση στο περιεχόµενο που αναλύεται µέσω αυτού, και στην σηµασιολογία που
προσλαµβάνουν οι λέξεις εξαιτίας ακριβώς αυτού του κώδικα και των πρακτικών του.
Ο γλωσσικός κώδικας ως ένα εν γένει σηµειωτικό σύστηµα έχει τους δικούς
του κανόνες. Κανόνες, όµως, που δεν αναφέρονται µόνο στην επιφανειακή γραµµατική
και συντακτική δοµή. Συνπροσδιορίζονται και από εξωγενείς παράγοντες. Ο πολιτικός
που χρησιµοποιεί συγκεκριµένη δοµή στον λόγο του δεν το πράττει τυχαία. Υπάρχουν
παράγοντες όπως π.χ το µορφωτικό επίπεδο του κοινού στο οποίο απευθύνεται, ή το
µέσο από το οποίο θα µεταδοθεί το µήνυµά του που έµµεσα του επιβάλλουν κάποιες
επιλογές, αν όχι όλες. Γι’ αυτό πρέπει να µελετήσουµε την «οικονοµία του λεκτικού
αστερισµού», όπως διατείνεται ο Foucault, στον οποίο ανήκει ο εκάστοτε λόγος61. Η
«νοηµατική ολότητα» που περικλείει µέσα του ο λόγος είναι το αποτέλεσµα
αλληλεπίδρασης διαφόρων µεγεθών κοινωνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών
υποκειµενικών κ.α. Εδώ ακριβώς έγκειται και η ιστορικότητα του λόγου ο οποίος δεν
µπορεί να παραβλέψει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο συγκρότησής του.

61
Foucault, Michel, ό.π. σελ. 104.

37
Εφόσον, λοιπόν, επιλέξαµε ως ένα από τα µεθοδολογικά µας κριτήρια τον
γλωσσικό κώδικα πρέπει να τον αναλύσουµε, όπως είπαµε προηγουµένως, µε βάση
σηµασιολογικούς όρους, µε όρους αναπαράστασης62. Το πρώτο ερώτηµα που
καλούµαστε να απαντήσουµε για την εν λόγω κατηγοριοποίηση είναι εάν το
σηµειωτικό γλωσσικό σύστηµα που χρησιµοποιεί ο οµιλητής επιχειρεί να
αναπαραστήσει την πραγµατικότητα ως έχει ή τις προσδίδει µια αναπαράσταση που
προκύπτει από υποκειµενικές ή άλλες αξιολογήσεις. Εξάλλου ακόµη κι αν το δούµε
αντίστροφα όπως προτείνει ο J. Fiske: «η αντίληψη της πραγµατικότητας είναι η ίδια
µια διαδικασία κωδικοποίησης»63. Ο Foucault επιχειρώντας να απο-δοµήσει τους
κανόνες συγκρότησης της γλώσσας τοποθετεί την προβληµατική σχετικά µε το
εγχείρηµα ανάλυσης ενός λόγου σε ένα «προ-εννοιακό επίπεδο», όπως το αποκαλεί,
όπου οποιοιδήποτε καθιερωµένοι νόµοι και παραδεδεγµένες αξίες διαρρηγνύονται για
να επανακαλυφθούν σε νέα βάση. Σε αυτό το επίπεδο σηµαντικό ρόλο διαδραµατίζει η
«απόφανση» ή το σύνολο των αποφάνσεων. Η έννοια της απόφανσης χαρακτηρίζεται
από την λειτουργική της διάσταση και από την ανεξαρτησία της σε σχέση µε µια
πρόταση ή φράση, αφού µπορεί να συγκροτείται πριν ή µετά από αυτές και
οπωσδήποτε δεν έχει ανάγκη ερείσµατος σε δοµικά κριτήρια64.
Το δεύτερο ερώτηµα που αφορά το κριτήριο του περιεχοµένου και της
θεµατικής του λόγου είναι ο καταρχήν προσδιορισµός αυτής α) από τις προθέσεις του
υποκειµένου (δηλαδή ένας λόγος είναι πολιτικός επειδή αυτός που τον εκφωνεί θέλει
να τον χαρακτηρίσει έτσι) και β) από τις συνθήκες παραγωγής και πρόσληψής του (π.χ.

62
Σε αυτό το σηµείο πρέπει να λάβουµε υπόψη µας την σηµαντική συµβολή των σηµειολόγων οι οποίο
προέβησαν σε διάφορους διαχωρισµούς των σηµείων. Ένας ενδιαφέρων διαχωρισµός είναι αυτός του
Charles Pierce που διέκρινε τα σηµεία σε σύµβολα, εικόνες και δείκτες. Οι παρατηρήσεις της
σηµειολογίας ή της σηµειωτικής µας βοηθούν στον εντοπισµό του πραγµατικού (αυθαίρετου)
σηµασιολογικού περιεχοµένου των λέξεων και αυτού το οποίο θέλει να προσδώσει ο οµιλητής.
63
Συνεχίζοντας την επιχειρηµατολογία του ο John Fiske, γράφει σχετικά.: «… Αντίληψη σηµαίνει να
βγάλουµε νόηµα από τις πληροφορίες που έχουµε, πράγµα που συνεπάγεται την αναγνώριση των
σηµαντικών διαφορών, κι έτσι την αναγνώριση των µονάδων. Επίσης συνεπάγεται την αντίληψη των
σχέσεων ανάµεσα σε αυτές τις µονάδες, έτσι ώστε να µπορούµε να τις δούµε ως σύνολο», βλ. Fiske, J.
Εισαγωγή στην Επικοινωνία, Επικοινωνία και Κουλτούρα, Αθήνα 1992, σελ.87.
64
« Συνεπώς η απόφανση δεν είναι µια δοµή...... είναι µια λειτουργία ύπαρξης που ανήκει ιδιαζόντως
στα σηµεία και βάσει της οποίας µπορούµε συνακόλουθα να αποφασίσουµε, µε την ανάλυση ή την
εποπτεία, αν ποιούν ή δεν ποιούν νόηµα, σύµφωνα µε ποιον κανόνα γίνεται η διαδοχή ή η παράθεσή
τους, ποιου πράγµατος είναι σηµεία, και τί λογής πράξη επιτελείται µε την διατύπωσή τους», Foucault,
Michel, ό.π., σελ.135

38
ένας λόγος και πάλι είναι πολιτικός γιατί αυτό µαρτυρά ο τρόπος παραγωγής του και ο
δέκτης προς τον οποίο απευθύνεται, στην προκειµένη περίπτωση ο λαός).
Ακολουθώντας αρχικά την διάκριση που επιχειρεί ο Γ. Πλειός,65 ο οποίος
επίσης δίνει βάρος στα ίδια περίπου κριτήρια, διακρίνουµε τους εξής τύπους λόγου:

1.2.2.Ο πραγµατιστικός λόγος


Ο πραγµατιστικός λόγος επιχειρεί να αναπαραστήσει ρεαλιστικά το
αντικείµενο (το «αναφερόµενο») που περιγράφει. Όσον αφορά τα κριτήρια που
αναφέραµε, καταρχήν ο γλωσσικός κώδικας που χρησιµοποιείται είναι ψηφιακός66 και
απαλλαγµένος από τις αξιολογικές κρίσεις του υποκειµένου. Ο συγκεκριµένος κώδικας
είναι κατ’ ανάγκη αφαιρετικός αλλά και αυστηρός αφού καλείται να περιγράψει πιστά
το αναπαριστάµενο γεγονός ή αντικείµενο. Η αυστηρή καταγραφή που επιχειρείται µε
την υιοθέτηση στην δηµόσια επικοινωνία του πραγµατιστικού λόγου συνδιαµορφώνει
την οργάνωση αλλά και την εξέλιξη των σύγχρονων ΜΜΕ. Η µορφή της
αναπαράστασης επηρεάζει όλες τις επικοινωνιακές συνιστώσες σε µια κοινωνία και
οδηγεί σε εξελιγµένους σηµειωτικούς κώδικες αλλά και σε επίσης «εξελιγµένα»
ΜΜΕ, τα οποία επιχειρούν να ανταποκριθούν στο αίτηµα της πιστής αναπαράστασης.
Κυρίαρχο παράδειγµα αυτής της αλυσιδωτής διαντίδρασης είναι η επικράτηση
της «πληροφοριακής γλώσσας»,67 η οποία, όπως µαρτυρά και η ονοµασία της, είναι
αυστηρή, τεχνική και συναισθηµατικά άχρωµη. Η πληροφοριακή γλώσσα χρησιµοποιεί
κώδικες αυξηµένης περισσότητας68 και παρουσιάζει τα γεγονότα στον παραλήπτη ως
αντικειµενικά, καθολικώς αποδεκτά, αδρανοποιώντας, παράλληλα, ενδεχόµενους
µηχανισµούς συναισθηµατικής ή κριτικής προσέγγισης του περιεχοµένου. Η
επικράτηση της πληροφοριακής γλώσσας και του πραγµατιστικού λόγου στα ΜΜΕ
προάγει τον συνδυασµό ενός κώδικα ρεαλιστικού και αυθαίρετου παράλληλα, ο οποίος
εγκιβωτίζεται σε ένα περιβάλλον συνεχούς εικονορροής (όσον αφορά το µέσο της

65
Πλειός, Γιώργος, ό.π., σελ.67 κ.ε.
66
Όταν µιλούµε για ψηφιακό κώδικα εννοούµε αυτόν του οποίου οι µονάδες και οι κανόνες σύνταξης
τους είναι ευκρινώς διαχωρισµένες και προσδιορισµένες. Αντίθετα αναλογικός είναι ο κώδικας που
λειτουργεί σε συνεχή κλίµακα. Οι ορισµοί ανήκουν στον Fiske, John, ό.π. σελ.86 κ.ε.
67
Ο όρος ανήκει στον Lotman, Υ., βλ. Αισθητική και σηµειωτική του Κινηµατογράφου, εκδ. Θεωρία,
Αθήνα 1982.
68
Βλ. Fiske, John, ό.π. σελ. 28. Όσον αφορά στην έννοια της περισσότητας και της εντροπίας στην
πληροφορία βλ. και παρακάτω κεφ. 3

39
τηλεόρασης) και καθίσταται κατ΄ αυτόν τον τρόπο αδιαµφισβήτητος και καθολικός για
τους αποδέκτες του. Είναι λογικά επόµενο ο φορέας του πραγµατιστικού λόγου να
εξοπλίζεται αντίστοιχα µε µια αδιαµφισβήτητη νοµιµότητα, αφού εκφέρει µια
αντικειµενική αλήθεια και ως θεµατοφύλακάς της ανάγεται σε ηγετικό πρόσωπο. ∆εν
είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι σε αυταρχικά µη-δηµοκρατικά καθεστώτα δίνεται ιδιαίτερη
έµφαση στην χρήση ενός τέτοιου λόγου 69.
Το «περιβάλλον» συγκρότησης του λόγου απουσιάζει σηµασιολογικά σε αυτόν
τον τύπο, αφού επικρατεί το πρόταγµα της αντικειµενικότητας και της πλήρους
οµοιότητας του σηµαίνοντος και του σηµαινόµενου. Η αναπαράσταση έχει γενικευτικό
και αφηρηµένο χαρακτήρα και δεν διεκδικεί κανενός είδους πρωτοτυπία ή
µοναδικότητα. «Η αναπαράσταση παρουσιάζει µια άγνωστη σηµασία µε ένα γνωστό
τρόπο»70. Η αυστηρή καταγραφή της πραγµατικότητας που αποσκοπείται στον
πραγµατιστικό λόγο δεν αφήνει περιθώρια δράσης στο οµιλούν υποκείµενο και έτσι
δεν διαµεσολαβείται από τις κρίσεις και τις αξιολογήσεις του. Οι συνθήκες παραγωγής
και πρόσληψής του πραγµατιστικού λόγου, όπως προαναφέραµε ουσιαστικά
απουσιάζουν ή εγκολπώνονται στο περιεχόµενό του, χωρίς ωστόσο, να αποτελούν
αναλυτικές συνιστώσες. Όταν δεν αγνοούνται, απλά θεωρούνται ουδέτερες.

1.2.3. Ο νοηµατικός λόγος


Στο αντίποδα του πραγµατιστικού λόγου βρίσκεται ο «νοηµατικός» λόγος, ο
οποίος δεν υπακούει στην αρχή της πραγµατικότητας και της πιστής αναπαράστασης.
Σε αυτόν τον τύπο λόγου, η σχέση του αντικειµένου µε το περιβάλλον του έχει
σηµασιολογική υπόσταση, καθότι η ανάλυση του περιεχοµένου του συνίσταται
ακριβώς σε αυτήν την σχέση. Ο χρησιµοποιούµενος κώδικας είναι πρωτότυπος,
µοναδικός, και µπορεί να είναι και άγνωστος στον αποδέκτη. ∆εν έχει αυστηρή δοµή,

69
Ένα χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγµα είναι ο ναζιστικός λόγος που κατάφερε να επιτύχει την
απόλυτη νοµιµοποίηση τόσον όσον αφορά τους φορείς του αλλά και το περιεχόµενο που πρέσβευε.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πάνω σε αυτό το θέµα είναι η ανάλυση του Γάλλου ιστορικού J.P. Faye που
µεταξύ άλλων επισήµανε ότι η χρήση της γλώσσας από την ναζιστική εξουσία αποδείχθηκε ο πιο
επικίνδυνος πειραµατισµός που έγινε ποτέ στην ιστορία της Ευρώπης πάνω στη σχέση που έχει η
γλώσσα µε την πολιτική πράξη. Faye, J. P., Les Langages totalitaires: critique de la raison (de l’
economie) narrative, εκδ. Hermann, Παρίσι 1972. βλ σχετικά στο Φραγκουδάκη, Άννα, Γλώσσα και
Ιδεολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1999, σελ. 168-169.
70
Πλειός, Γιώργος, ό.π. σελ. 69.

40
ούτε οι σχέσεις µεταξύ των συµβόλων που χρησιµοποιεί (γλωσσικών ή µη) είναι
προκαθορισµένες πάντοτε, πολλές φορές ούτε καν αναµενόµενες. Για να γίνουµε πιο
κατανοητοί στον νοηµατικό λόγο, που είναι το βασίλειο αλλά και το καταφύγιο της
ατοµικότητας, ανήκει πρωταρχικά ο λόγος της τέχνης.
Ο συµβολισµός στον νοηµατικό λόγο είναι το πεδίο όπου εκτυλίσσονται όλα
τα «παιχνίδια» των εννοιών. Μόνο που πρωταγωνιστής εδώ είναι το υποκείµενο. Το
υποκείµενο δίνει εννοιολογική υπόσταση στις έννοιες. Οι αξιολογικές και ιδεολογικές
παρεµβάσεις του υποκειµένου είναι πάντα παρούσες στον νοηµατικό λόγο. Αυτό που
επιχειρεί ο «οµιλών» «δεν είναι να µεταφέρει ένα νέο περιεχόµενο αλλά ένα νέο τρόπο
προσέγγισής του»71. Στο επικοινωνιακό αποτέλεσµα παρεµβαίνει και ο αποδέκτης
αφού το σύνολο των εµπειριών του αλλά και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες (όπως π.χ ο
χρόνος, ο χώρος, η συναισθηµατική του κατάσταση) επηρεάζουν την
αποκωδικοποίηση του προσλαµβανόµενου µηνύµατος. Το τελευταίο µπορεί µετά από
όλες αυτές τις παρεµβάσεις στις οποίες αναφερθήκαµε συνοπτικά να µεταµορφωθεί σε
κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που θέλησε να αναπαραστήσει ο οµιλών.
Είναι φανερό ότι ο τρόπος λειτουργίας του νοηµατικού λόγου και η
συµβολοποίηση του περιεχοµένου του, που «αποζητά» την ερµηνεία του από τον
αποδέκτη, έχει επιρροές από την θεωρία των συµβολικών διαντιδράσεων72. Η τελική
διαφοροποίηση στο προσλαµβανόµενο µήνυµα και ο βαθµός που αυτή θα εκλάβει
εξαρτώνται από τις πολιτιστικές διαφορές ποµπού-δέκτη, από το διαφορετικό
χωρόχρονο µέσα στο οποίο θα συµβεί η κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση και από
άλλες σχετικές παραµέτρους.
Ο νοηµατικός λόγος ως τυπολογία έχει εµφανώς την σφραγίδα της Σηµειωτικής
Σχολής (αναφερόµαστε στον διαχωρισµό που κάνει ο Fiske73) και στην οποία η

71
Στο ίδιο, σελ.. 84.
72
Κύριος εκπρόσωπος της θεωρίας των συµβολικών διαντιδράσεων ο J. H. Mead όπου στο έργο του
«Mind, Self and Society: From the Standpoint of a Social Behaviorist» αναφερόµενος στην νόηση και
στην απόδοση νοήµατος υποστηρίζει ότι το νόηµα που αποδίδουµε στις πράξεις προέρχεται αρχικά από
την κοινωνική πραγµατικότητα και όχι από τον ατοµικό νου. Το γεγονός ότι υπάρχουν σύµβολα και
µάλιστα λεκτικά σηµαντικά σύµβολα που εγκλείουν ένα σύνολο προκαθορισµένων εννοιών και
νοηµάτων αυτό δεν σηµαίνει ότι προκαλούν την ίδια αντίδραση ή σηµασιοδοτούνται µε τον ίδιο τρόπο
από όλους. Η (επικοινωνιακή) δράση συνοδεύεται από την µεσολάβηση στοχαστικών νοητικών
διεργασιών µεταξύ ερεθίσµατος και αντίδρασης. Για µια σύντοµη ανάλυση της θεωρίας των συµβολικών
διαντιδράσεων βλ. Πετµεζίδου, Μαρία, (επιµ.), ό.π. σελ. 235 κ.ε.
73
Πρβλ. Fiske, J., ό.π. σελ. 18-20.

41
αλλοίωση του µηνύµατος εξαιτίας παραµέτρων που αφορούν τον δέκτη δεν
χαρακτηρίζονται ως «επικοινωνιακή αποτυχία» αλλά µάλλον ως αποδεκτή
διαφοροποίηση. Ο νοηµατικός λόγος που οδήγησε στην λεγόµενη «αισθητική γλώσσα»
προσφέροντας χαραµάδες ελευθερίας στην υποκειµενικότητα του ατόµου και
αντιστεκόµενος σθεναρά στους περιορισµούς και την εννοιολογική αφαίµαξη του
πραγµατιστικού λόγου καλείται να αποκαταστήσει τις παγκοσµιοποιηµένες ουδέτερες
παραµέτρους της επικοινωνιακής διαδικασίας. Το «εδώ», το «τώρα», το «εγώ», το
«εσύ», το «εµείς» συνθέτουν την ιστορικά διαµορφωµένη κοινότητα µέσα στην οποία
λειτουργεί και δευτερευόντως ερµηνεύεται ο νοηµατικός λόγος ως κοινωνικό
µόρφωµα.

1.2.4. Ο προπαγανδιστικός λόγος


Η σύνθεση πραγµατιστικού και νοηµατικού λόγου µας οδηγεί σε έναν τρίτο
τύπο λόγου που συνήθως αποκαλείται προπαγανδιστικός. Ο προπαγανδιστικός λόγος
συνήθως εµφανίζεται µε πολλές µορφές και άλλες τόσες διαφοροποιήσεις γι΄ αυτό και
µπορεί να τον συναντήσουµε σε επιµέρους αναλύσεις και µε άλλη ορολογία, πχ. µε τον
όρο ιδεολογικός74.
Ο προπαγανδιστικός λόγος ως αποτέλεσµα της συνάντησης των δύο
προηγούµενων τύπων λόγου που αναλύσαµε «επιχειρεί διαρκώς να συνθέτει την
γνωστική ισχύ του πραγµατιστικού και την συναισθηµατική ορµή του νοηµατικού»75.
Το αντικείµενο ή γεγονός που παρουσιάζεται διεκδικεί τον χαρακτηρισµό του
«πραγµατικού» του «αντικειµενικού» αλλά όχι αφαιρετικά. Το εν λόγω πραγµατικό
γεγονός δεν απογυµνώνεται από τις αξιολογικές κρίσεις του επικοινωνητή µόνο που οι
τελευταίες δεν είναι απόλυτα προσωπικές αλλά σταθερά προσανατολισµένες στις
αξιολογικές κρίσεις µιας συγκεκριµένης κοινωνικής οµάδας ή ενός κοινωνικού
συνόλου.
Με την σύγχρονη επικοινωνιακή ορολογία, θα λέγαµε ότι οι αξιολογικοί και
άλλοι προσανατολισµοί του οµιλούντος υποκειµένου «διαµεσολαβούνται» από ένα

74
Τον όρο αυτό χρησιµοποιεί και η Άννα Φραγκουδάκη, ό.π. σελ. 154. Η Φραγκουδάκη γράφει: «…Την
κατάχρηση νοµιµότητας που παράγει αποδοχή, που δίνει µαγικές ιδιότητες στην γλώσσα των εξουσιών,
θα την ονοµάσουµε ιδεολογική γλώσσα».
75
Πλειός, Γιώργος, ό.π., σελ. 96.

42
σύστηµα αξιών και θεσµών το οποίο σε τελική ανάλυση υπηρετούν. Ακόµη και ένα
ιδιόµορφο µοναδικό γεγονός εάν ενταχθεί στον γλωσσικό κώδικα του
προπαγανδιστικού λόγου, προσλαµβάνει διαστάσεις καθολικού γεγονότος. Αυτό
επιτυγχάνεται αποτελεσµατικά µε την διαδικασία της συµβολοποίησης, µε την οποία
πολύ απλά προβάλλονται θεσµισµένες συµπεριφορές, στάσεις, αξίες ή αντικείµενα
πάνω στα άτοµα, προτάσσοντας τον ιδεολογικό χαρακτήρα τους που είναι τόσο καλά
επεξεργασµένος ώστε να αποτελεί κοινή παραδοχή για όλους. Επίσης, η διαδικασία
συµβολοποίησης µπορεί να µετατρέψει οποιοδήποτε κοινωνικό ή ατοµικό φαινόµενο
σε σύµβολο καθεαυτό αντανακλώντας πάνω σε αυτό υφιστάµενες κοινωνικές ή
οικονοµικές δοµές, τελικά µη αµφισβητήσιµες. Τα συµβολικά συστήµατα, όπως τα
αποκαλεί ο P. Bourdieu,76 είναι δοµηµένα εργαλεία επικοινωνίας µε απώτερο στόχο
την επιβολή και την εξασφάλιση της κυριαρχίας µιας κοινωνικής τάξης πάνω σε µια
άλλη χρησιµοποιώντας την συµβολική βία η οποία είναι καθ’ όλα νόµιµη.
Αυτός που λαµβάνει το µήνυµα του προπαγανδιστικού λόγου δεν είναι
παθητικός θεατής. Ούτε ενεργητικός ωστόσο. Για να γίνουµε πιο κατανοητοί: ο λήπτης
του µηνύµατος αντιδρά (θετικά ή αρνητικά) σε αυτό που περιέρχεται στην σφαίρα
αντίληψής του77. Μόνο που συνήθως αντιδρά προβλέψιµα γιατί οι παράµετροι
αποκωδικοποίησης που χρησιµοποιεί είναι ίδιοι µε τις παραµέτρους κωδικοποίησης
που έχει χρησιµοποιήσει προηγουµένως και ιδιαίτερα επιτυχώς ο επικοινωνητής. Η
διαδικασία είναι πιο απλή απ’ όσο φαίνεται. Ο προπαγανδιστικός λόγος προσπαθεί να
πείσει τον δέκτη. Η διαδικασία της εκούσιας πειθούς (όχι αυτής που ασκείται µε την
βία) προϋποθέτει την επεξεργασία του µηνύµατος µε σηµειωτικούς και
σηµασιολογικούς κώδικες που εντάσσονται στο σύστηµα αξιών, προσδοκιών και
παραστάσεων του δέκτη έτσι ώστε να υφίσταται η µικρότερη δυνατή απώλεια κατά την
απονοηµατοδότηση του περιεχοµένου του µηνύµατος. Ακόµη κι αν ο δέκτης έχει την
ψευδαίσθηση ότι αποκωδικοποιεί πρωτογενώς το µήνυµα µε βάση το προσωπικό του
βιωµατικό, εµπειρικό και γνωστικό υπόβαθρο, τον «βιόκοσµό»78 του, όπως τον

76
βλ. Bourdieu, Pierre, Γλώσσα και Συµβολική εξουσία, Ινστιτούτο του βιβλίου- Α. Καρδαµίτσα, Αθήνα
1999, σελ. 241.
77
Βασική αρχή του συµπεριφορισµού και του µοντέλου Ερεθίσµατος- Ανταπόκρισης {Stimulus (S)
→Reaction (R)}.
78
Για την έννοια του «βιόκοσµου» στον Habermas, ο Κ. Καβουλάκος εξηγεί: «Από την
επικοινωνιολογική σκοπιά, ο βιόκοσµος µπορεί να ερµηνευθεί ως ένα πολιτισµικά παραδεδοµένο και

43
αποκαλεί ο Habermas, είναι φανερό ότι ο «διαβασµένος» επικοινωνητής του
προπαγανδιστικού λόγου έχει φροντίσει να µειώσει τις δυνατότητες παρεκκλίνουσας
αποκωδικοποίησης, καθιστώντας τις απλώς δυνητικές στην σφαίρα του υποθετικού και
µόνον 79.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις καταδεικνύουν την σηµασία του
χρησιµοποιούµενου κώδικα στον προπαγανδιστικό λόγο που δεν είναι άλλος από τον
σύγχρονο «αναλογοποιηµένο» - ας µας επιτραπεί ο όρος- ψηφιακό κώδικα που
χρησιµοποιούν ευρέως τα σύγχρονα ΜΜΕ. Ένας κώδικας που αν και παράγεται
ψηφιακά και µάλιστα µε την σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία, δεν παύει να είναι
αναλογικός, αφού εξυπηρετεί τις ανάγκες του προπαγανδιστικού λόγου. Η εικόνα και
η κατασκευή της εικονικής πραγµατικότητας µέσω της τηλεόρασης δηλώνεται
ψηφιακά, συµπαραδηλώνεται όµως αναλογικά. Το ψηφιακό τµήµα του κώδικα
αναπαριστά τεχνολογικά µια εικόνα, βοηθά στην οπτική της απόδοση. Μια εικόνα,
όµως, που δεν είναι πλήρης χωρίς την µεσολάβηση του αναλογικού κώδικα (κώδικες
του γραπτού λόγου, των ήχων κλπ.). Το πλήρες σκηνικό µέσα από το οποίο παίρνει
σάρκα και οστά ο προπαγανδιστικός λόγος είναι ένας σύγχρονος επεξεργασµένος
κώδικας όπως χαρακτηριστικά σηµειώνει ο J. Fiske80.
Για να επανέλθουµε στα κριτήρια που ορίσαµε εξαρχής για τον διαχωρισµό των
τύπων του λόγου είναι εύκολα κατανοητό ότι ένας προπαγανδιστικός λόγος είναι
πρωταρχικά ως προς το περιεχόµενό του ιδεολογικός, εξουσιαστικός και ως εκ τούτου
πολιτικός, χρησιµοποιώντας την έννοια της «πολιτικής» ως «προσπάθεια κατάκτησης ή
και επηρεασµού της εξουσίας» ή ακόµη και ως «άσκηση κοινωνικής εξουσίας εν µέσω

γλωσσικά αρθρωµένο απόθεµα ερµηνευτικών προτύπων, τα οποία χρησιµοποιούνται από τα


επικοινωνούντα υποκείµενα για τις ανάγκες ενός διϋποκειµενικού ορισµού των καθέκαστων σηµαντικών
πρακτικών περιστάσεων. Ο βιόκοσµος είναι ένα σύνολο αυτονόητων και ακλόνητων πεποιθήσεων, που
συνθέτουν την αναγκαία στέρεη βάση της καθηµερινής µας επικοινωνίας», ό.π. σελ. 243. Πιο αναλυτικά
για τον µεθοδολογικό δυϊσµό του Habermas στις έννοιες βιόκοσµος-σύστηµα βλ. στο ίδιο σελ. 240 κ.ε.
79
Βλ. Fiske, J. & J. Hartley Η γλώσσα της τηλεόρασης, εκδ. Επικοινωνία και Κουλτούρα, Αθήνα 1992,
σελ. 83 : « … Όταν το ένα µέρος κωδικοποιεί ένα µήνυµα σύµφωνα µε ορισµένους κώδικες και
συµβάσεις και το άλλο µέρος αποκωδικοποιεί το µήνυµα αυτό µε διαφορετικούς κώδικες, το
αποτέλεσµα είναι γνωστό ως παρεκκλίνουσα αποκωδικοποίηση». Συνεχίζοντας την ανάλυσή τους οι J.
Fiske και J. Hartley καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι αρχικά η σύγχρονη αποκωδικοποίηση είναι
παρεκκλίνουσα σε σχέση µε τις επικοινωνιακές προθέσεις του επικοινωνητή. Τις ενδεχόµενες, όµως,
αρνητικές συνέπειες της παρεκκλίνουσας αποκωδικοποίησης συνεχίζουν ιδιαίτερα όσον αφορά τα
πολιτικά µηνύµατα, προσπαθούν να αποφύγουν οι επαγγελµατίες κωδικοποιοί, υιοθετώντας κώδικες που
διεισδύουν στην κουλτούρα των δεκτών.
80
Πρβλ. Fiske J., ό.π.

44
θεσµικών περιορισµών»81. Η επιβολή του προπαγανδιστικού λόγου στον δέκτη καθώς
και η δηµιουργία των προϋποθέσεων επιβολής του είναι αντικείµενο ευρείας µελέτης.
Επίσης, ένα χαρακτηριστικό αυτού του λόγου είναι ότι πολλές φορές κρίνεται εκ του
αποτελέσµατος. Αν, δηλαδή, κατάφερε να επιφέρει τα αποτελέσµατα που είχε
προδιαγράψει κατά την συγκρότηση ή την διατύπωσή του. Και όταν µιλάµε για
«διατύπωση», εννοούµε συνήθως την προφορική, αφού ο δυναµισµός αυτού του είδους
του λόγου, τις περισσότερες φορές, συναρτάται µε την άµεση διάδραση του οµιλούντος
µε το κοινό του. Είναι βασικά λόγος που προφέρεται παρά γράφεται, αν και δεν
µπορούµε, σε καµιά περίπτωση, να παραβλέψουµε το ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο
γραπτών πολιτικών κειµένων. Ο προπαγανδιστικός λόγος και ιδιαίτερα η
αποτελεσµατικότητα του σχετίζεται άµεσα µε τον δυναµισµό και την κοινωνικά
αναγνωρισµένη θέση του οµιλούντος. «Αυτό που δηµιουργεί την εξουσία των λέξεων
και των συνθηµάτων, εξουσία της διατήρησης της τάξης ή κατάλυσής της είναι η πίστη
στην νοµιµότητα των λέξεων και εκείνου που τις προφέρει, πίστη που η παραγωγή της
δεν εναπόκειται στις λέξεις»82.
Ο λόγος είναι, ίσως, το πιο ισχυρό εργαλείο για την άσκηση πολιτικής. Η
ανάλυση του πολιτικού λόγου παρουσιάζει ιδιαίτερο θεωρητικό και επιστηµονικό
ενδιαφέρον γιατί σε αυτόν µεταλαµπαδεύονται οι υπάρχουσες κάθε φορά ιστορικές
και κοινωνικές συγκυρίες αλλά και τα ισχύοντα συστήµατα επικοινωνίας. Ο πολιτικός
λόγος είναι θεµέλιο και ακρογωνιαίος λίθος σε ένα δηµοκρατικό πολίτευµα, αφού
καθορίζει αποφασιστικά τις διαδροµές όπου συναντώνται η πολιτική εξουσία µε τον
λαό. Από πολύ νωρίς ο M. Weber είχε προβλέψει τον καταλυτικό ρόλο που θα
διαδραµάτιζε ο πολιτικός λόγος στις σύγχρονες δηµοκρατίες. «Σε καταπληκτικά
µεγάλο βαθµό –γράφει- η πολιτική σήµερα ασκείται µε τον προφορικό και γραπτό
λόγο»83. Όσον αφορά στην σχέση πολιτικής γλώσσας (ή λόγου) και πολιτικής
πραγµατικότητας, ο M.Edelman ισχυρίζεται µε απόλυτο τρόπο ότι «η πολιτική γλώσσα

81
Για µια συνοπτική καταγραφή των τρόπων µε τους οποίους έχει εννοιολογηθεί η σύγχρονη «πολιτική»
βλ. Ball, Allan R. & Guy Β.Peters, Σύγχρονη Πολιτική και ∆ιακυβέρνηση, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2001,
σελ. 11-12.
82
Βλ. Bourdieu, Pierre, ό.π., σελ. 245.
83
Weber, Max, Η πολιτική ως επάγγελµα, µτφρ. Μιχ. Κυπραίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1987, σελ. 120.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι το παραπάνω βιβλίο αποτελεί την διάλεξη που έκανε ο M. Weber στο
Πανεπιστήµιο του Μονάχου, το 1918.

45
είναι η πολιτική πραγµατικότητα. ∆εν υπάρχει άλλη πραγµατικότητα όσον αφορά στη
σηµασία των γεγονότων για τους πρωταγωνιστές και τους θεατές» 84.
Όλα τα προαναφερόµενα χαρακτηριστικά του προπαγανδιστικού λόγου µας
οδηγούν σιγά σιγά και σταθερά στα χαρακτηριστικά του πολιτικού λόγου, της πιο
αντιπροσωπευτικής µορφής, ως είθισται να λέγεται, του προπαγανδιστικού λόγου.
Χαρακτηριστικά που καλούµαστε να αναλύσουµε υπό το φως των νέων εξελίξεων στο
πολιτικό και επικοινωνιακό τοπίο. Θα προσπαθήσουµε, λοιπόν, να ξεδιπλώσουµε τις
πολλαπλές πτυχές του πολιτικού λόγου στην σύγχρονη κοινωνία, έτσι όπως αυτός
διαµορφώνεται και σχηµατοποιείται µέσα από την αµφίδροµη σχέση του µε τα ΜΜΕ
και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντοπίζεται, για να καταλήξουµε εν τέλει στις
προοπτικές, ευοίωνες ή δυσοίωνες, που διαγράφει για τα πολιτικά τεκταινόµενα.

1.3 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ


1.3.1 Γενικά
Η προηγούµενη ανάλυση αναφορικά µε την τυπολογία και τις µορφές του
λόγου οδηγεί στην διατύπωση δύο υποθέσεων εργασίας:
α) Η τυπολογία που περιγράψαµε, µε όλα τα επιµέρους χαρακτηριστικά
καταδεικνύει ότι µεταξύ των τύπων του λόγου που διακρίναµε δεν υπάρχουν στεγανά
όρια. Οι τύποι στους οποίους αναφερθήκαµε έχουν την µορφή περισσότερο
«ιδεότυπων»85, γεγονός που σηµαίνει ότι µόνο θεωρητικά διεκδικούν την
«καθαρότητα» και την αυτονοµία τους. Η ιστορική εµφάνισή και διαµόρφωσή τους
εµπεριέχουν χαρακτηριστικά –συνδυαστικά- από όλες τις κατηγορίες. Οι σχέσεις

84
Edelman, Murray, ό.π. σελ. 187.
85
Η έννοια του «ιδεότυπου» είναι βασική µεθοδολογική αρχή ανάλυσης της βεµπεριανής
κοινωνιολογίας. Παραθέτουµε χαρακτηριστικά αποσπάσµατα από την επεξήγηση του όρου από τον M.
Weber: «Η κατασκευή µιας αυστηρά έλλογης πορείας της συµπεριφοράς σε τέτοιες περιπτώσεις
χρησιµεύει στην κοινωνιολογία, µε την ακρίβεια και σαφήνεια της κατανόησής της εξαιτίας της
λογικότητάς της, σαν τύπος («ιδεατός τύπος»), για να κατανοήσουµε την πραγµατικότητα από τις κάθε
είδους αλογικότητες (συγκινήσεις, πλάνες)οι οποίες επηρεάζουν την συµπεριφορά σας «αποκλίσεις» από
την αναµενόµενη πορεία σε µια αυστηρά έλλογη πορεία της συµπεριφοράς», και παρακάτω: «…Τέτοιες
ιδεατοτυπικές κατασκευές είναι π.χ. οι έννοιες και οι ‘νόµοι’ της καθαρής οικονοµικής θεωρίας.
∆ιατυπώνουν ποια πορεία θα ακολουθούσε µια ανθρώπινη συµπεριφορά, διαµορφωµένη µε ορισµένο
τρόπο, εάν ήταν αυστηρά έλλογη, αδιατάρακτη από πλάνες και συγκινησιακούς παράγοντες και εάν
προσανατολιζόταν εντελώς και σαφώς σε έναν µόνο σκοπό», στο Weber Max, Βασικές έννοιες
Κοινωνιολογίας, (εισ. µτφρ Μιχ. Κυπραίος), εκδ. Κένταυρος, Αθήνα 1983, σελ. 223, 227 αντίστοιχα.

46
υπεροχής ή µη του ενός τύπου έναντι κάποιου άλλου είναι αποτέλεσµα κοινωνικών
διεργασιών που συντελούνται σε συγκεκριµένη ιστορική στιγµή ή περίοδο,
αποτέλεσµα που συνδέεται άµεσα και µε την χρήση τους από τους εκφέροντες τον
συγκεκριµένο λόγο και τους αποδέκτες. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει σαφές από
την αρχή ότι η παραπάνω κατηγοριοποίηση δεν υψώνει τείχη ανάµεσα στους τύπους
και τις µορφές του λόγου αλλά µάλλον λειτουργεί µε την λογική των συγκοινωνούντων
δοχείων, τα οποία διατηρούν την αυτονοµία τους όσο τους επιτρέπουν οι συνθήκες.
β) Είναι φανερό από την παραπάνω καταγραφή των χαρακτηριστικών σε κάθε
τύπο λόγου ότι ο πολιτικός λόγος εντάσσεται από µια πρώτη οπτική στον
προπαγανδιστικό λόγο, δεδοµένης και της λειτουργικής εξάρτησής του από την
διαδικασία της πειθούς. Λόγω, όµως, της αλληλεπίδρασης που αναφέραµε µε τους
άλλους τύπους, µπορεί να προσλάβει και χαρακτηριστικά από αυτούς, γεγονός που
είναι άρρηκτα συνδεδεµένο κυρίως µε τον τρόπο που χρησιµοποιείται και προβάλλεται
από τους χρήστες του. Αποτέλεσµα στο οποίο συµβάλλουν αποφασιστικά και οι
δίαυλοι µέσα από τους οποίους διοχετεύεται και κοινοποιείται ο πολιτικός λόγος στο
κοινό του (π.χ. τα ΜΜΕ). Εξάλλου, ο πολιτικός λόγος συνδέεται άµεσα µε το πρόσωπο
ή τα θεσµικά όργανα που τον εκφέρουν και µε την έννοια αυτή δύσκολα προσλαµβάνει
απρόσωπο χαρακτήρα.
Βασιζόµενοι σε αυτές τις υποθέσεις εργασίας και προσπαθώντας να µην
αποκλίνουµε πολύ από τα κριτήρια ανάλυσης που έχουµε ήδη θέσει (βλ. σηµείο β),
οφείλουµε καταρχήν να διευκρινίσουµε ποιος λόγος ή ποια γλώσσα προσδιορίζεται
από το επίθετο «πολιτικός» και σε τί συνίσταται η ιδιαίτερη σπουδαιότητά του σε µια
πολιτική και όχι µόνο ανάλυση όπως η συγκεκριµένη.
Μια πρώτη απάντηση στο προηγούµενο ερώτηµά µας, µας δίνει ο M. Edelman:
«Η γλώσσα, που χρησιµοποιείται κάθε φορά για την πολιτική, υποδηλώνει την άποψη
που έχει ο οµιλητής για την πραγµατικότητα, όπως ακριβώς και η ερµηνεία της ίδιας
αυτής γλώσσας εκ µέρους του κοινού αποτελεί πρόκριµα µιας πιθανώς διαφορετικής
αντίληψης της πραγµατικότητας. Αν δεν υπάρχει διαµάχη για το νόηµα, το θέµα εξ’
86
ορισµού δεν είναι πολιτικό» . Αυτή η τελευταία παρατήρηση µας οδηγεί σε ένα
χαρακτηριστικό του πολιτικού λόγου που συναρτάται µε την ιδιότητά του να προκαλεί

86
Edelman, M., ό.π., σελ. 187 κ.ε.

47
διαµάχες, έριδες, αντιθέσεις. Προφανώς, για τον Edelman, στην φύση του «πολιτικού»
υποβόσκει η έννοια της σύγκρουσης, της διεκδίκησης ή τουλάχιστον της
διαφορετικότητας των προσεγγίσεων.
Με γνώµονα το θέµα που πραγµατεύεται ένας λόγος, την θέση ή την άποψη που
αρθρώνει ή ακόµη και την απλή περιγραφή που ενσωµατώνει για θέµατα πολιτικού
ενδιαφέροντος (πολιτικές ιδέες, στρατηγικές, κοινωνικές πρακτικές), µπορεί να
χαρακτηρισθεί ως πολιτικός. Σε αυτήν την περίπτωση αναφερόµαστε στον «θεµατικό»
πολιτικό λόγο,87 όπου το καθοριστικό κριτήριο για την έννοια του «πολιτικού» είναι το
περιεχόµενό του, η θεµατολογία που πραγµατεύεται88. Ως προς την σπουδαιότητα του
περιεχοµένου έναντι της τυπολογίας του λόγου, όσον αφορά τον χαρακτηρισµό του ως
πολιτικό, φαίνεται να συγκλίνει και ο P.Corcoran, που υποστηρίζει ότι «µπορούµε να
αναγνωρίσουµε τον πολιτικό λόγο από το περιεχόµενό του παρά από την µορφή του»89.
Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι το υποκείµενο του θεµατικού πολιτικού λόγου µπορούµε
να το αναζητήσουµε σε άτοµα που σχετίζονται µε την πολιτική µέσα από διάφορους
ρόλους και θέσεις (δηµοσιογράφοι, πολιτικοί, αναλυτές κλπ.), δηλαδή είτε άµεσα είτε
έµµεσα, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να είναι πολιτικό πρόσωπο.
Από την άλλη πλευρά, αν θελήσουµε να περάσουµε σε ένα υποκειµενικό
επίπεδο, χρησιµοποιώντας ένα, ας το αποκαλέσουµε, «οργανικό» κριτήριο, πολιτικός
είναι ο λόγος που εκφέρεται από αυτούς που νοµιµοποιούνται θεσµικά να τον
εκφέρουν (π.χ. πολιτικοί αρχηγοί). Μπορεί η παραπάνω πρόταση να φαίνεται
ταυτολογική αλλά στην πραγµατικότητα δεν είναι. Θα ήταν άτοπο εάν
εθελοτυφλούσαµε στην θεσµική δύναµη κάποιων ατόµων να αρθρώνουν ένα λόγο που,
ακριβώς εξαιτίας της θέσης τους και µόνο στην πολιτική σκηνή, χαρακτηρίζεται εκ
προοιµίου πολιτικός, ή εξ’ υποκειµένου, σε αντίθεση µε τον εξ’ αντικειµένου θεµατικό
πολιτικό λόγο. Η συγκεκριµένη εξουσιαστική θέση που καταλαµβάνουν αυτά τα άτοµα
στην πολιτική σκακιέρα περιβάλλεται σχεδόν πάντα µε τον µανδύα της νοµιµότητας,
όπως θα παρατηρούσε και ο Max Weber περιγράφοντας τον ιδεότυπο της νόµιµης-
ορθολογικής εξουσίας, και προσδίδει στο συγκεκριµένο είδος πολιτικού λόγου τον

87
βλ. Πλειός, Γιώργος, ό.π., σελ. 435 κ.ε..
88
Αυτό το είδος λόγου οι Paul Chilton και Christina Schaffner, το αποκαλούν «µεταπολιτικό λόγο»
(“metapolitical discourse”) “Discourse and Politics”, στο van Dijk, Teun (ed), Discourse as Social
Interaction, Sage Publications, London 1998, σελ. 214.
89
Corcoran, Paul E., Political Language and Rhetoric, University of Texas Press, Austin 1979, σελ xii.

48
χαρακτήρα του θεσµικού. Εδώ, πλέον, το βάρος της ανάλυσης µετατίθεται στην
διερεύνηση των συνθηκών που νοµιµοποιούν τον συγκεκριµένο φορέα του λόγου,
προσδίδοντάς του από την αρχή το πολιτικό ύφος αλλά και κύρος στα λεγόµενά του
και εξοπλίζοντάς τον αντίστοιχα µε µια αδιαµφισβήτητη πολιτική εξουσία. Στην
γλωσσολογική ανάλυση, το επίπεδο που ερευνά την σύνδεση λόγου και θέσης
(“status”) του οµιλητή αναφέρεται στο πεδίο της πραγµατολογίας και της λεγόµενης
“Conversation Analysis”, η οποία δίνει έµφαση στα «γλωσσικά ενεργήµατα» (speech
acts) και στην αντίληψη του λόγου ως κοινωνικής πράξης και µάλιστα διαλεκτικής90.
Θα πρέπει να επισηµάνουµε σε αυτό το σηµείο ότι, αποδίδοντας τον
προσδιορισµό «πολιτικός» σε αυτό το είδος λόγου, διατρέχουµε έναν ορατό κίνδυνο.
Να έχουµε, δηλαδή, έναν «οιονεί» πολιτικό λόγο όπου το περιεχόµενο δεν αφορά
αµιγώς πολιτικά θέµατα. (π.χ. δήλωση ενός βουλευτή για προσωπικά του θέµατα που
δεν αφορούν τους πολίτες).
Οι Paul Chilton και Christina Schaffner χρησιµοποιούν και ένα άλλο γνώρισµα
του λόγου (ή λειτουργία) για να διακρίνουν τον πολιτικό από άλλους τύπους λόγου.
Υποστηρίζουν ότι χαρακτηριστικό γνώρισµα ενός λόγου που διεκδικεί τον
προσδιορισµό «πολιτικός» είναι η εγγενής δυναµική του να συγκροτεί πολιτικές ή
ιδεολογικές κοινότητες ή οµάδες ή παρατάξεις. Αυτή η κατηγορία πολιτικού λόγου
διαχωρίζεται σε άλλες υποκατηγορίες (είδη). Τον «εντός-επικράτειας» (“domestic” ή
“inner-state”) και τον «διακρατικό» (“inter-state”) λόγο που αφορά την διπλωµατία και
την εξωτερική πολιτική. Τον «εσωτερικό» (“internal-political”) πολιτικό λόγο που έχει
να κάνει µε συζητήσεις µεταξύ των πολιτικών για πολιτικά θέµατα και τον
«εξωτερικό» (“external-political”) πολιτικό λόγο που αναφέρεται στην επικοινωνία των
πολιτικών µε το κοινό91.
Ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη του Terence Ball που θεωρεί ότι ο πολιτικός
λόγος είναι µία «γέφυρα», ένας υπέρ-λόγος (“supra-language”) που ενώνει και
«επεκτείνει» διάφορες υπο-γλώσσες (“sub-languages”)92. Το υποκείµενο που εκφέρει
τον πολιτικό λόγο φαίνεται να µην έχει ανάγκη ιδιαίτερης νοµιµοποίησης για τον T.

90
βλ. ενδεικτικά, Chilton, Paul & Cristina, Schaffner, ό.π., σελ. 215.
91
στο ίδιο, σελ. 214.
92
Ball, Terence, Transforming Political Discourse; Political Theory and Critical Conceptual Theory,
Basil Blackwell, Oxford 1988.

49
Ball, αφού, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, βάση της ενοποιητικής λειτουργίας που
υπηρετεί ο πολιτικός λόγος, αποτελεί ουσιαστικά η κοινή εµπειρία και, παράλληλα, η
κοινή ικανότητα όλων µας να τον προσεταιριζόµαστε µε την µοναδική επίκλησή της
ιδιότητάς µας ως πολιτών µιας συγκεκριµένης αστικής κοινωνίας. Η ικανότητα αυτή
εξακολουθεί να υπάρχει κι όταν ακόµη ως µέλη αυτής της αστικής κοινωνίας δεν
έχουµε συµφωνήσει ως προς το συµβατικό νόηµα όλων των εννοιών. Ο φόβος της
επικοινωνιακής αποτυχίας είναι πάντα παρών στον πολιτικό λόγο και αποδεκτό εγγενές
γνώρισµά του για τον T. Ball, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για τις συνθήκες
παραγωγής του πολιτικού λόγου ως συλλογικού κοινωνικού προϊόντος και λιγότερο για
τα αποτελέσµατα που έχει η µετάδοσή του σε οποιοδήποτε κοινό.
Το κριτήριο που θέσαµε εξαρχής, δηλαδή η χρήση του σηµειωτικού
συστήµατος που ο εκάστοτε λόγος χρησιµοποιεί, µπορεί να µας φανεί και εδώ χρήσιµο
εργαλείο, αν αναλογιστούµε ότι ο πολιτικός λόγος, ως κατεξοχήν δηµόσιος λόγος
(public discourse), µετέρχεται αναγκαστικά, κωδίκων και σηµειωτικών συστηµάτων
που ενδέχεται να τον µεταλλάσσουν τόσο επιτυχηµένα ούτως ώστε να µην είναι
«αναγνωρίσιµος» ως τέτοιος βάση των δύο ειδών λόγω του θεµατικού και θεσµικού
πολιτικού λόγου, που κατά κανόνα είναι εύκολα αναγνωρίσιµοι. Αναφερόµαστε,
βεβαίως στην δηµοσιοποίηση του πολιτικού λόγου κυρίως µέσω των ΜΜΕ, ως
συνθήκη επικοινωνίας στις νεωτερικές κοινωνίες. Συγκεκριµένα, σε αυτήν την
περίπτωση όπου µεσολαβεί σηµειωτικός κώδικας (π.χ. της εικόνας) που έχει την
δυνατότητα να προωθήσει πολιτικό µήνυµα (π.χ. η συνεχής εικονορροή στις πολιτικές
διαφηµίσεις), δεν µιλάµε για ένα νέο είδους πολιτικού λόγου αλλά για ένα από τα δύο
που αναλύσαµε ή για συνδυασµό τους, µόνο που πρέπει να «επανανακαλυφθούν»
κάποια γνωρίσµατά του που πλέον έχουν προσλάβει άλλη µορφή και λειτουργία.
Γνωρίσµατα για τα οποία θα πρέπει να έχουµε πάντα υπόψη µας ότι ενδέχεται να
ανατρέχουν και σε άλλους τύπους λόγου (π.χ. τον πραγµατιστικό ή τον νοηµατικό).
Εξάλλου, το ζητούµενο, σε µια µελέτη πολιτικού λόγου σε συνάρτηση µε τα ΜΜΕ
είναι οι µεταλλάξεις, οι τροποποιήσεις αλλά και τα χαρακτηριστικά που εµφανίζονται
ως σταθερές παράµετροι του συγκεκριµένου λόγου.
Επανερχόµαστε και πάλι στην έννοια του «πολιτικού» που µπορεί να
προσλάβει πλείστες ερµηνείες όσες και κριτικές. Η Σχολή της Κριτικής Ανάλυσης του

50
Λόγου για την οποία έχουµε κάνει ήδη µνεία, (Fairclough, Van Dijk) επισυνάπτει σε
έναν λόγο το επίθετο πολιτικός εάν αναφέρεται σε πολιτικές ενέργειες ή ενέργειες
πολιτικά δρώντων υποκειµένων.93 Ιδιαίτερα o Fairclough, διατυπώνει τις παρατηρήσεις
του όσον αφορά τον λόγο και ιδιαίτερα τον πολιτικό λόγο, έχοντας ως σηµείο
εκκίνησης τις απόψεις του Foucault, του Althusser και του Pecheux αλλά και του
Gramsci συνδέοντας άµεσα τον πολιτικό λόγο µε το ιδεολογικό του υπόβαθρο ως όρο
εκ των ουκ άνευ94. Αυτή η σύνδεση, βέβαια, δεν είναι πρωτοτυπία του Fairclough, κάτι
που και ο ίδιος επισηµαίνει στα βιβλία του αλλά ιστορικά τεκµηριωµένη θεώρηση στον
χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας, οι ρίζες της οποίας ανατρέχουν κυρίως στην
µαρξιστική φιλοσοφία και πολιτική σκέψη όπως και στις µετα-µαρξιστικές θεωρήσεις,
χωρίς, ωστόσο, να αποτελούν οι τελευταίες το µοναδικό σηµείο αναφοράς στην σχέση
ιδεολογίας-πολιτικής.
Η συνάντηση ιδεολογίας-γλώσσας-πολιτικής είναι κοινός τόπος για πολλούς
θεωρητικούς που προσπάθησαν να ξετυλίξουν το νήµα που συσφίγγει περίτεχνα και µε
δεσµούς πραγµατικά ακατάλυτους τις αντανακλάσεις των ιδεολογικών συστηµάτων
στους σηµειολογικούς κώδικες του πολιτικού λόγου95. Γι΄ αυτό άλλωστε τον πολιτικό
λόγο τον συναντούµε συχνά και µε τον όρο «ιδεολογικός» (“ideological”), ή απλώς
«θεσµικός» (“institutional”) ή και «προπαγανδιστικός» (“propaganda speech”).
Αρκετοί είναι, επίσης, οι µελετητές που καταφεύγουν στα γνωρίσµατα του
«ρητορικού» (rhetoric) λόγου για να προσδιορίσουν χαρακτηριστικά του πολιτικού
λόγου. Άλλοι, πάλι, ξεκινούν από την ρητορική που εγκλείει µέσα του ένας λόγος για
να καταλήξουν τελικά στο συµπέρασµα κατά πόσο είναι «πολιτικός» αυτός ο λόγος.
Οι προαναφερθέντες όροι πάντως λειτουργούν µάλλον επιπροσδιοριστικά, σε
ένα δεύτερο επίπεδο δίνοντας στο αρχικό επίθετο πολιτικός χρώµα σε συγκεκριµένες
εκφάνσεις και λειτουργίες του. Γεγονός είναι ότι όποιο προσδιορισµό και αν
διαλέξουµε ως τον πιο κατάλληλο, καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι ο πολιτικός
λόγος είναι λόγος εξουσιαστικός, είτε λόγω του υποκειµένου που τον εκφέρει είτε
λόγω του περιεχοµένου που προσπαθεί να µεταδώσει.

93
βλ. Πλειός, Γιώργος, ό.π. σελ. 439.
94
Fairclough, Norman, ό.π.,σελ. 86 κ.ε.
95
Aναλυτικά για την σχέση ιδεολογίας-λόγου- πολιτικής βλ. στο επόµενο κεφάλαιο.

51
Η σύνδεση πολιτικού λόγου και ιδεολογίας είναι πραγµατικά µείζον ζήτηµα
και, κατά κάποιον τρόπο, υποχρεωτική οδός διέλευσης για µια πολιτική ανάλυση, γι΄
αυτό και θα ασχοληθούµε λεπτοµερώς µε αυτό το θέµα σε ειδικό κεφάλαιο. Χρήσιµο
είναι, ωστόσο, πριν την ενασχόλησή µας µε πιο θεωρητικά ζητήµατα όπως αυτό
(ιδεολογίας-πολιτικού λόγου) να διευκρινίσουµε κάποια ειδικά χαρακτηριστικά του
πολιτικού λόγου έτσι όπως αποκαλύπτονται και συστηµατοποιούνται από µια σύντοµη
ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, παράλληλα µε δικές µας συνδυαστικές και
κριτικές παρατηρήσεις.

1.3.2 Ειδικά χαρακτηριστικά


Αποδεχόµενοι, σχεδόν αξιωµατικά, τον ιδεολογικό και εξουσιαστικό
χαρακτήρα του πολιτικού λόγου, δεν αποµένει παρά να εξετάσουµε ποια γνωρίσµατα
προσλαµβάνει αυτός ο λόγος, να διατυπώσουµε, δηλαδή, τις σταθερές παραµέτρους,
που ακολουθεί, οµολογουµένως, µε εντυπωσιακή συνέπεια στην ιστορική διαδροµή
του. Ποια είναι, λοιπόν, τα τεχνάσµατα του γλωσσικού κώδικα του πολιτικού λόγου (ή
η «ρητορική» του όπως έχει χαρακτηρισθεί) που θα αποδείξουν ότι η αξιωµατική
προαποδοχή µας για την εξουσιαστική «ποιότητά» του δεν είναι απλώς µια
υποκειµενική εµµονή;
Οφείλουµε να υπογραµµίσουµε ότι οι γλωσσικοί ιδιωµατισµοί του πολιτικού
λόγου συνιστούν, «παραφθορά» οποιουδήποτε τύπου λόγου αφού, ουσιαστικά,
«καταχρώνται» τα όποια χαρακτηριστικά αυτού του τύπου λόγου εξωθώντας τα σε
ακραίες µορφές και χρήσεις. Σε ό,τι αφορά π.χ. στον αξιολογικό χαρακτήρα του
πολιτικού λόγου, δεν είναι µόνο αυτή η µορφή λόγου που διεκδικεί αυτό το
χαρακτηριστικό, καθότι αξιολογικός ενδέχεται να είναι και ο νοηµατικός λόγος. Η
διαφορά είναι ότι, στην περίπτωση του πολιτικού λόγου, η «αξιολογική» χροιά
προσλαµβάνει τεράστιες διαστάσεις ώστε να οµιλούµε εκ του ασφαλούς για
αξιολογική υποβολή του δέκτη στο µήνυµα που µεταδίδεται.
Τα παρακάτω χαρακτηριστικά αναφέρονται στον πολιτικό λόγο χωρίς να
εντάσσονται ακόµη σε αυτά τα επιπλέον ή διαφορετικά χαρακτηριστικά που του
αποδίδει η σύνδεσή του και η αλληλεπίδρασή του µε τα σύγχρονα ΜΜΕ. Άλλωστε, για

52
να εντοπίσουµε τα ιδιαίτερα γνωρίσµατα στον «µεσοποιηµένο» πλέον πολιτικό λόγο
θα πρέπει πρώτα να έχουµε ένα ικανό µέτρο σύγκρισης.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι από τις αναλύσεις των διάφορων θεωρητικών,
γλωσσολόγων και µη, διαφαίνεται µια ισχυρή τάση να δίνεται έµφαση στον τρόπο µε
τον οποίο χειρίζεται ο πολιτικός ρήτορας γλωσσικά ιδιώµατα (π.χ. µεταφορές,
παροµοιώσεις κλπ.). Πιο κριτικές αναλύσεις εγκαταλείπουν τα «στενάχωρα» όρια των
δοµικών γλωσσολογικών µεθόδων και ανατρέχουν στις συνθήκες αλλά και στους
µηχανισµούς παραγωγής του πολιτικού λόγου, προσπαθώντας να αντλήσουν από εκεί
τα ειδικότερα γνωρίσµατα. Στην περιγραφή που θα επιχειρήσουµε, γίνεται µια
προσπάθεια συγκερασµού αυτών των παρατηρήσεων, χωρίς, όµως, να θεωρούµε ότι
ένα τόσο µεγάλο ζήτηµα που έχει απασχολήσει την πολιτική σκέψη επί µακρόν µπορεί
να εξαντληθεί µε την παρακάτω καταγραφή96.
Ξεκινώντας, λοιπόν, την διερεύνηση των ιδιαίτερων γνωρισµάτων του
πολιτικού λόγου µια απλή ανάγνωση ενός πολιτικού λόγου αρκεί για τον εντοπισµό της
συντακτικής και γραµµατικής επιτήδευσης του γλωσσικού κώδικα που χρησιµοποιεί.
Φράσεις που πραγµατικά «ασφυκτιούν» υπό το βάρος ατέλειωτων επιθετικών και
επιρρηµατικών προσδιορισµών, νεολογισµοί και ιδιωµατισµοί που καθιστούν ένα απλό
µήνυµα δυσνόητο, πλεονασµοί, συνώνυµα και µακροπερίοδος λόγος συµπληρώνουν
τον κατάλογο των γλωσσικών «καταχρήσεων» που έχουν ένα και µοναδικό στόχο, την
µεγέθυνση και την διόγκωση των λέξεων και των προτάσεων σε αξιολογικά σχήµατα
µε δυσανάλογο κοινωνικό, συναισθηµατικό ή άλλο βάρος. Αυτό είναι το πρώτο βήµα.
Το δεύτερο ακολουθεί και συµπληρώνει το σκηνικό. Τα αξιολογικά σχήµατα
λειτουργούν ως «καταπέλτες» στην συνείδηση και τον ψυχισµό του δέκτη ο οποίος όχι
µόνο δεν τα υποβάλλει σε κριτική αλλά, το χειρότερο, αρνείται και να επιδιώξει µια
τέτοια προσέγγιση. Η επιτυχία του πολιτικού λόγου έγκειται ακριβώς στις
ερµηνευτικές παραλλαγές του ρήµατος «αρνείται». «Αρνείται», στην συγκεκριµένη
επικοινωνιακή συνθήκη, σηµαίνει ότι ο δέκτης είτε έχει πεισθεί για την
αδιαµφισβήτητη «αλήθεια» των επιχειρηµάτων που του υποβάλλονται είτε το
αξιολογικό φορτίο των φράσεων είναι ανεπίτρεπτα δυσανάλογο για τις κριτικές του

96
Στην καταγραφή των κύριων γνωρισµάτων του πολιτικού λόγου χρήσιµος «οδηγός» υπήρξε η
καταγραφή της Άννας Φραγκουδάκη, ό.π., σελ. 154 κ.ε.

53
δυνατότητες,97 είτε έχει ήδη ταυτισθεί πλήρως µε τον οµιλούντα και ως εκ τούτου µια
κριτική του «εκπροσώπου» του δεν βρίσκει λογικό έρεισµα. Η τελευταία περίπτωση,
βέβαια, είναι ευάλωτη στο επιχείρηµα ότι άλλη η έννοια της «εκπροσώπησης» και
άλλη της «αντιπροσώπευσης»98. Η αντιπροσώπευση δεν είναι σε καµιά περίπτωση
σχέση ταυτολογική µεταξύ «αντιπροσωπευόµενου» και «αντιπροσωπεύοντος». Είναι
σχέση εντολής. Τον χαρακτήρα εντολής µπορεί να έχει και η εκπροσώπευση αλλά
υπερισχύει η έννοια της αντι-κατάστασης ή υπο-κατάστασης κάποιου από αυτόν που
τον εκπροσωπεί. Εν κατακλείδι, ο αντιπροσωπευόµενος σε καµία περίπτωση δεν
στερείται κριτικής άποψης απέναντι σε αυτόν που τον αντιπροσωπεύει.
Σε όποια περίπτωση κι αν εµπίπτει η έννοια της άρνησης, η αποστολή του
συγκεκριµένου µηνύµατος έχει πετύχει. Από την στιγµή που έχουµε εκούσια
παραίτηση του δέκτη από το δικαίωµα αξιολόγησης σηµαίνει ότι, τουλάχιστον σε
σηµαντικό βαθµό, έχει γίνει κοινωνός του εν λόγω πολιτικού µηνύµατος. Οι χρόνοι
µέσα στους οποίους πραγµατώνεται η παραπάνω διαδικασία είναι µηδενικοί για να
αποφευχθούν πιθανά περιθώρια αντίδρασης. Αν µεταφέρουµε αυτό το παράδειγµα
στον οπτικοποιηµένο πολιτικό λόγο σήµερα, όπου οι εικόνες αλλάζουν αστραπιαία σε
σχέση µε την ροή του λόγου, αντιλαµβανόµαστε ότι τα περιθώρια αντίδρασης είναι
πλέον ανύπαρκτα ή στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν µια ιδιαίτερη νοητική
διεργασία ιδιαίτερα κουραστική για όποιον την αποτολµήσει.

97
Π.χ. το γνωστό επιχείρηµα πολλών Ελλήνων πολιτικών για την Ελλάδα «ως ισότιµο µέλος της Ε.Ε.»
απαιτεί µεγάλη λογική διεργασία όπως και ειδικές γνώσεις για να αντικρουσθεί. Ως εκ τούτου λίγοι είναι
αυτοί που πρόθυµα θα έµπαιναν στην διαδικασία κριτικής του ανάλυσης.
98
Πρβλ. τις έννοιες των λέξεων «αντιπροσωπεύω» και «εκπροσωπώ» µε αυτές στο Ελληνικό Λεξικό
των Τεγόπουλου-Φυτράκη, Ζ΄ έκδοση 1993. «Αντιπροσωπεύω»: είµαι αντιπρόσωπος, ενεργώ για
λογαριασµό άλλου/ συγκεντρώνω τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα ενός συνόλου (πολιτική ερµηνεία)
ενώ «Εκπροσωπώ»: Παρίσταµαι λογαριασµό άλλου/ είµαι ο εκφραστής ορισµένης αντιλήψεως, ιδέας.
Ένας λόγος εξάλλου, για τον οποίο οµιλούµε για αντιπροσωπευτική και όχι εκπροσωπευτική
δηµοκρατία είναι και αυτός. Ενδιαφέρων είναι επίσης, µεταξύ άλλων ο σχολιασµός του Ν. Bobbio για
τις παραπάνω έννοιες ο οποίος εκκινεί από την σκέψη του C. Schmitt: «Η αντιπροσώπευση µπορεί να
λάβει χώρα αποκλειστικά στη σφαίρα της δηµοσιότητας. Καµιά µορφή αντιπροσώπευσης δεν λειτουργεί
µυστικά ή πρόσωπο µε πρόσωπο.... Ένα κοινοβούλιο έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα µόνον εφόσον
είναι πιστευτό ότι η δραστηριότητά του είναι δηµόσια. Μυστικές συνεδριάσεις, συµφωνίες και µυστικές
αποφάσεις της οποιασδήποτε επιτροπής µπορεί να είναι πολύ σηµαντικές και ουσιώδεις αλλά δεν µπορεί
ποτέ να έχουν αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. ... Εκπροσωπώ σηµαίνει καθιστώ ορατό και καθιστώ
παρόν ένα ον αόρατο µέσω ενός όντος δηµόσια παρόντος. Η διαλεκτική της έννοιας βρίσκεται σ’ αυτό
που το αόρατο προϋποτίθεται ως απόν και ταυτόχρονα καθίσταται παρόν», Bobbio, Norberto, Το µέλλον
της ∆ηµοκρατίας, (µτφρ. Π. Ράµµος, πρόλ.- επιµ. Ε. Βενιζέλος), εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993,
σελ. 112-113.

54
Η χρήση πολυποίκιλων γλωσσικών τεχνασµάτων και πληθωρικών εκφράσεων
στον πολιτικό λόγο, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισµα του «πληθωρικού λόγου» ο
οποίος δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τον ρητορικό λόγο των αρχαίων Ελλήνων. Οι
διαφορές µεταξύ τους είναι θέµα τεχνικής η οποία και συναρτάται άµεσα µε το
κοινωνικό και χρονικό πλαίσιο µέσα στο οποίο µορφοποιούνται αλλά φυσικά
εξαρτάται και από τον δίαυλο (τεχνικό ή µη) µέσω του οποίου διοχετεύεται ο
συγκεκριµένος λόγος.
Στον ισχυρισµό µας ότι ο πολιτικός λόγος είναι πληθωρικός, άρα και εν δυνάµει
δυσνόητος, θα µπορούσε να αντιτείνει κάποιος, ότι κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση µε
τον βασικό του ρόλο που είναι η «κατανάλωση» του µηνύµατος που εµπεριέχει σε
µαζική κλίµακα. Ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το εύλογο ερώτηµα δίνει ο Α.- Ι.∆.
Μεταξάς παρατηρώντας ότι «δεν αποκλείεται µια (πολιτική) οµιλία να είναι ηθεληµένα
πληθωρική και πολύπλοκη. Όταν θέλει, µέσα από το πρόσχηµα µιας δήθεν
πολυσύνθετης λογικής, να παράγει σοφοφανείς συνεξαρτήσεις, δηµιουργώντας στους
τρίτους την απατηλή εντύπωση ότι δεν καταλαβαίνουν, επειδή τα ίδια τα πράγµατα από
την φύση τους ‘είναι δύσβατα»99. Προσθέτει, δηλαδή, έναν ακόµη λόγο αποτροπής
του δέκτη από την κριτική διεργασία του µηνύµατος.
Ο πληθωρισµός στον γλωσσικό κώδικα των πολιτικών είναι ο προθάλαµος του
αξιολογικού του χαρακτήρα. Ο αξιολογικός πολιτικός λόγος κατασκευάζει λέξεις,
έννοιες, µηνύµατα µε τεράστιες ηθικές διαστάσεις και φορτισµένα ενίοτε
συναισθηµατικά ή και ψυχολογικά. Τα περιβάλλει µε µια κρούστα αληθοφάνειας και
υπερβολής, καθιστώντας τα έτσι «άτρωτα». «Τα µηνύµατα έχουν την µορφή της
αλήθειας και όχι της πληροφορίας»100.
Τις περισσότερες φορές η αξιολόγηση είναι λανθάνουσα, υποβόσκει κάτω από
περίτεχνα επιχειρήµατα που δεν θέτουν κανένα θέµα επί τάπητος. Τα έχουν λύσει όλα
κατά την εκφώνησή τους για λογαριασµό πάντα του κοινού. Απλά, ο αποδέκτης του
µηνύµατος βρίσκεται σε µια συνεχή επικοινωνιακή παραίσθηση στην οποία έχει την
πεποίθηση ότι συµµετέχει ενεργά. Στην ουσία επικυρώνει απλώς µε την συγκατάθεσή

99
Μεταξάς, Α.-Ι.∆., Προεισαγωγικά για τον πολιτικό λόγο, ∆εκατέσσερα µαθήµατα για το στυλ, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2001,σελ. 190.
100
Φραγκουδάκη, Άννα, Γλώσσα και Ιδεολογία, ο.π., σελ. 162.

55
του και τερµατίζει, παράλληλα, τον επικοινωνιακό µονόδροµο στον οποίο κάποιοι
άλλοι έχουν θέσει το σηµείο εκκίνησης και τερµατισµού.
Η επιτυχία της συγκεκριµένης «τεχνικής» είναι και πάλι η αποφυγή της
ενεργοποίησης νοητικών και άλλων διαδικασιών στην σκέψη του αποδέκτη. Αυτό
επιτυγχάνεται µε πιο αποδοτικό τρόπο όταν ο πολιτικός ρήτορας περιπλέκει τα
επιχειρήµατά του γύρω από έναν συµπαγή πυρήνα µε λέξεις-κλειδιά (keywords) ή
αλλιώς λέξεις –αξίες101. Οι λέξεις αυτές, τις περισσότερες φορές καλούνται να
σηκώσουν ένα τεράστιο αξιολογικό φορτίο που ακόµη και ο ποµπός δεν είναι σε θέση
να χειρισθεί ικανοποιητικά. Λέξεις όπως ο «λαός», ο «σοσιαλισµός», η «παράδοση»,
το «έθνος» κ.ά. δεν χρήζουν αξιολόγησης γιατί λειτουργούν από µόνες τους ως
αποδεικτικά κριτήρια και επιπλέον έχουν την «ικανότητα» να υποκινούν
συναισθηµατικές συµπαραδηλώσεις στον δέκτη102. Πολλές από αυτές τις λέξεις έχουν
και την ιδιότητα του ταµπού (π.χ. η λέξη «ορθοδοξία») για το µαζικό κοινό που
αποφεύγει εσκεµµένα να τις αγγίξει κριτικά. Οι εν λόγω ρηµατικές κατασκευές και οι
λεκτικές επικλήσεις µη παρατηρήσιµων παραµέτρων έχουν την δική τους στρατηγική
σηµασία στον πολιτικό λόγο που δεν διστάζει να διογκώσει καταστάσεις για να
αποφύγει άλλες.
Είναι γεγονός ότι ο πολιτικός λόγος καίτοι αξιολογικός αποφεύγει την
αξιολόγησή του. Αντιθέτως, στοχεύει στο συναίσθηµα και στην ηθική δέσµευση του
ακροατή, γνωρίζοντας ότι οι κοινωνικές συνθήκες του έχουν διαµορφώσει ένα

101
∆εν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η ανάλυση περιεχοµένου (content analysis) ως µέθοδος ανάλυσης ενός
κειµένου έχει ως βασικό εργαλείο της τον εντοπισµό, την καταµέτρηση αλλά και την κατηγοριοποίηση
των λέξεων- κλειδιών. Βλ. Weber, Robert Philip, Basic Content Analysis, Sage Publications, USA 1985.
Ένας τέτοιος πίνακας που παρουσιάζει την συχνότητα των χρησιµοποιούµενων λέξεων δηµοσιεύθηκε ως
αποτέλεσµα έρευνας που διεξήχθη στις Η.Π.Α. για τις ιδεολογικές αρχές των Ρεπουµπλικάνων και των
∆ηµοκρατικών που εκφωνήθηκαν από τους αρχηγούς τους κατά το χρονικό διάστηµα 1976-1980 (βλ.
RP. Weber, ό.π. σελ. 50-56). Από την σύγκριση των πινάκων του 1976 και του 1980 εξάγονται
σηµαντικά συµπεράσµατα που αν και εκ πρώτης όψεως έχουν ποσοτικό χαρακτήρα (π.χ. πόσες φορές
χρησιµοποιήθηκε η λέξη «υγεία») οδηγούν και σε ποιοτικές αναλύσεις. Η ανάλυση περιεχοµένου έχει
«κατηγορηθεί» ως ποσοτική µέθοδος ανάλυσης –µόνο που µια υποψιασµένη προσέγγιση των
αποτελεσµάτων της, ωστόσο, συνηγορεί υπέρ της αντιθέτου απόψεως.
102
Για τις λέξεις κλειδιά και την λειτουργία τους σε ένα πολιτικό κείµενο βλ. Sornig, Karl, “Some
remarks on linguistic strategies of persuasion” σελ. 108, όπου µεταξύ άλλων διευκρινίζει: « Οι λέξεις-
κλειδιά αναφέρονται σε βιογραφικές και υπαρκτές σηµαντικές έννοιες, στάσεις και εµπειρίες και µε την
ισχύ που αποκτούν από την συσχέτισή τους µε ζωτικές περιοχές του σηµασιολογικού και νοητικού
χώρου ενεργοποιούν ισχυρές συναισθηµατικές και µη λογικές αντιδράσεις στο χρήστη (της γλώσσας)
συµπεριλαµβανοµένου και του αποδέκτη.», στο Wodak, Ruth, (ed), Language, Power and Ideology,
Studies in Political Discourse, John Benjamins Publishing Company, Amsterdam/Philadelphia 1989.

56
οµοιόµορφο πολιτισµικό τοπίο, πρόσφορο για την συγκλίνουσα αποκωδικοποίηση του
περιεχοµένου του. Ένα τοπίο, που κατά την γνώµη µας είναι η αναγκαία αλλά και η πιο
κρίσιµη, παράλληλα, συνθήκη για µια «οµαλή» διεκπεραίωση της πολιτικής
επικοινωνιακής πράξης ή αλλιώς για την επίλυση του προβλήµατος της
«επικοινωνιακής αποδοτικότητας», όπως το αποκαλεί ο Μεταξάς, «το πόσο, δηλαδή,
µπορούν ορισµένοι να επηρεάσουν µε ένα µήνυµά τους τρίτους, επιτυγχάνοντας από
την πλευρά τους τη µικρότερη δυνατή αντίσταση, λογική ή συναισθηµατική, δηλαδή
την καλύτερη δυνατή υποδεκτική αντίδραση»103. Για την επίλυση του προβλήµατος της
επικοινωνιακής αποδοτικότητας, ο συγγραφέας προτείνει δύο πολύ βασικές αρχές για
την πολιτική επικοινωνία: Την αρχή της κοινωνικής εναρµόνισης και εκείνη της
κατανοητικής συµµετρίας104.
Παρακολούθηµα αλλά και παράγοντας που επικουρεί τον αξιολογικό
χαρακτήρα του πολιτικού λόγου είναι η διχοτοµική του ιδιότητα. Η ιδιότητα αυτή
συνίσταται στην αντιπαράθεση, ακόµη κι όταν αυτή δεν είναι απαραίτητη, δύο
εννοιών- αξιών που συνήθως έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην νοηµατοδότηση του
περιεχοµένου του συγκεκριµένου λόγου. Η χρήση αυτής της ιδιότητας έχει προφανές
έρεισµα. Η «αλήθεια» χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα: του καλού και του κακού, του
αποδεκτού ή του µη αποδεκτού, του θετικού ή του αρνητικού και η αντιθετική
κατηγοριοποίηση συνεχίζεται µε τον ίδιο τρόπο.
Ο πολιτικός λόγος σχηµατίζει αυθαίρετα αξιολογικά στρατόπεδα µέσα στα
οποία εντάσσει διάφορες έννοιες ανάλογα µε το συµβολικό περιεχόµενο που θέλει να
τις αποδώσει. Αυτά τα στρατόπεδα είναι προσχηµατισµένα και προδιαµορφωµένα πριν
ακόµη διατυπωθεί το µήνυµα. Όταν το τελευταίο απευθυνθεί στον δέκτη αυτός δεν έχει
την επιλογή να αλλάξει την χωροταξία τους. Απλώς µπορεί να ενταχθεί σε ένα από
αυτά. Αλλά και αυτή η επιλογή του έχει περισσότερο δυνητική αξία και λιγότερο

103
Μεταξάς, Α.-Ι.∆., ό.π. σελ. 71 κ.ε..
104
Σε ό,τι αφορά την πρώτη έννοια ο Μεταξάς εξηγεί: «Είναι γνωστό πως για να έχω επικοινωνιακή
αποδοτικότητα, αν δηλαδή επιδιώκω το µήνυµά µου να γίνει αποδεκτό, θα πρέπει αυτό το τελευταίο
πρώτα ως ουσία τόσο µόνο να αποκλίνει από τα τρέχοντα, από τα συνήθη, ώστε να προσκαλεί την
προσοχή χωρίς να την…προκαλεί». Για την δεύτερη, της κατανοητικής συµµετρίας υπογραµµίζει:
«Παραβίαση της αρχής αυτής έχουµε όταν το προτεινόµενο µήνυµα, ή το όχηµα που το διακινεί, είτε δεν
είναι σαφές είτε δεν γίνεται σαφές σε ένα διάστηµα που να αντιστοιχεί στους ιδιαίτερους ψυχολογικούς
χρόνους αντίληψης της συγκεκριµένης κοινωνίας ή του συγκεκριµένου ακροατηρίου προς το οποίο το
µήνυµα ή το όχηµα απευθύνεται», στο ίδιο, σελ. 72-78.

57
πρακτική. Είναι απίθανο, εάν λάβουµε υπόψη µας και την αρχή της κατανοητικής
συµµετρίας που σηµειώσαµε παραπάνω, να προσχωρήσει κάποιος σε ιδεολογικό
στρατόπεδο που έχει αρνητικό πρόσηµο. Με άλλα λόγια, για να γίνουµε πιο σαφείς,
όταν σε µια πρόταση αναφέρεται η φράση «για την ικανοποίηση των εθνικών µας
συµφερόντων» αυτόµατα όλη η πρόταση αντιµετωπίζεται, τουλάχιστον, µε θετική
προδιάθεση. Μια πρόταση που θα περιείχε την φράση «για την ικανοποίηση των
κοµµατικών µας συµφερόντων» αυτόµατα θα προκαλούσε αρνητικά συναισθήµατα στο
ακροατήριο που δεν µπορεί να ξεφύγει από την διχοτοµική παγίδα. Τα «εθνικά
συµφέροντα» νοµιµοποιούν την αποδοχή του νοήµατος που περικλείει η συγκεκριµένη
πρόταση γιατί υπερτερούν ως αγαθό στην συνείδηση ενός ακροατηρίου εν αντιθέσει µε
την πρόταση που περικλείει την φράση «κοµµατικά συµφέροντα», όπου εξαιτίας και
µόνο τους αρνητικού φορτίου των δύο λέξεων είναι σίγουρο ότι δεν θα τύχει ανάλογης
εκτίµησης από το ακροατήριο.
Η διχοτοµική λογική, λοιπόν, κάνει ένα βήµα πιο µπροστά θωρακίζοντας την
αξιολογική οχύρωση του πολιτικού λόγου, προσφέροντας του δηλαδή µία ακόµη
ασπίδα προστασίας. Την προκατασκευασµένη, αδιάψευστη, ορθολογική και εν τέλει
αυταπόδεικτη αλήθεια. Η αυταπόδεικτη αλήθεια των πολιτικών µηνυµάτων έρχεται
ως το επιστέγασµα όλων των παραπάνω παρατηρήσεων και εµφανίζεται ως η λογική
απόληξή τους. Ο πολιτικός δεν αποζητά την συµµετοχή του κοινού στην ανάλυση του
περιεχοµένου του λόγου του. Αποζητά, απλά, την εκούσια συµµόρφωσή του µε τα
αυταπόδεικτα, αυθεντικά µηνύµατά του. Συνακόλουθα φτάνουµε στο σταυροδρόµι
όπου «ο λόγος και η εκλογίκευση διαπλέκονται. Αυτή η διαπλοκή και η ανυπαρξία
ατράνταχτων αποδείξεων, που µπορούν να πείσουν τους πάντες, είναι το σήµα
κατατεθέν του πολιτικού επιχειρήµατος» 105.
Για αρκετούς µελετητές του πολιτικού λόγου η δύναµη και η σηµασία του
«µετριέται» ακριβώς µε βάση αυτό το αποτέλεσµα. Η δύναµη της κινητοποίησης, η
επιβολή της σιωπής, η απουσία διάψευσης είναι ιδιαίτερο προσδιοριστικό γνώρισµα
της πολιτικής οµιλίας και όχι η αλήθεια των ισχυρισµών. Η επιτυχηµένη πολιτική
οµιλία, σύµφωνα µε αυτήν την αντίληψη, δεσµεύεται να προκαλέσει µια «πολιτική

105
Edelman, M., ό.π. σελ. 188.

58
πράξη», ακόµη κι όταν αυτή η πολιτική πράξη είναι µόνο νοητική. (πχ. πίστη σε µια
ιδεολογία).
Η ανάδραση που έχει κοµβικό ρόλο στην µελέτη της επικοινωνίας εδώ
περιορίζεται σε ρόλο επικύρωσης. Ρόλο, ωστόσο, που πολλοί επικοινωνιολόγοι
επιχείρησαν να ελαχιστοποιήσουν από τις µελέτες της πολιτικής επικοινωνίας
αντικαθιστώντας τον µε την έννοια του «ενεργού κοινού».106 ∆εν αµφισβητείται,
πάντως, η ύπαρξη και ο λειτουργικός στόχος αυτού του ρόλου στον πολιτικό λόγο,
όταν ο τελευταίος καλείται να υπηρετήσει προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Η αυταπόδεικτη αλήθεια αναζητά την νοµιµοποίησή της και στο πρόσωπο που
εκφέρει τον λόγο, τον πολιτικό ηγέτη συνήθως, σχέση που ακροθιγώς έχουµε ήδη
αναφέρει. Επίσης, για να διασφαλίσει την εγκυρότητά της αντλεί επιχειρήµατα από τον
χώρο της επιστήµης, της θρησκείας, της φύσης, από τοµείς, δηλαδή, όπου δύσκολα
εισέρχεται η σκέψη ενός απλού ανθρώπου που δεν είναι µυηµένος ή δεν κατέχει ένα
ελάχιστο επίπεδο γνώσεων.
Η «µονοπώληση» της αντικειµενικής αλήθειας από τον πολιτικό εκπρόσωπο
και η βίαιη, τελικά ενσωµάτωσή του στην οµάδα των αποδεκτών του µηνύµατος, είναι
τα θεµέλια που εδραιώνουν την συµβολική εξουσία για την οποία γίνεται διεξοδική
ανάλυση στο οµώνυµο βιβλίο του P.Bourdieu. Εµείς θα αρκεστούµε στο να
παραθέσουµε µια µικρή ενδεικτική φράση για το πώς εννοεί αυτήν την εξουσία ο
Γάλλος συγγραφέας: «Η συµβολική εξουσία είναι µια εξουσία που προϋποθέτει την
αναγνώριση, δηλαδή την παραγνώριση της βίας που ασκείται διαµέσου αυτής. Άρα, η
συµβολική βία του λειτουργού δεν µπορεί να ασκηθεί παρά µόνο µε εκείνο το είδος
συνενοχής που του χορηγούν, µέσω της παραγνώρισης την οποία ενθαρρύνει η
αποποίηση, εκείνοι πάνω στους οποίους η βία αυτή ασκείται107».
Αν θα θέλαµε, τώρα, να προσεγγίσουµε από πιο κοντά ακόµη τον γλωσσικό
κώδικα του πολιτικού λόγου, θα διακρίναµε τον λεγόµενο συµφυρµατικό χαρακτήρα
του, ο οποίος του δίνει την δυνατότητα να πλάσει γλωσσικά και εννοιολογικά µίγµατα,

106
Η έννοια του «ενεργού κοινού» ανήκει στο δεύτερο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης των σπουδών
επικοινωνίας (1940~1960) και σηµατοδοτείται από την υιοθέτηση της προσέγγισης των «χρήσεων και
ικανοποιήσεων» (uses and gratifications approach). Βλ. πιο αναλυτικά ∆εµερτζής, Ν., ό.π. σελ. 92 κ.ε.
107
Bourdieu, Pierre, ό.π., σελ. 305.

59
συχνά ασαφή και αόριστα, µε στόχο να γοητεύσει τον ακροατή, να τον οδηγήσει σε
συµπεράσµατα που σε άλλη περίπτωση ίσως δεν θα ήταν και η τελική επιλογή του.
Η συµφυρµατική χρήση της γλώσσας κάποτε δηµιουργεί νοηµατικά άλµατα,
κάποτε έρχεται να καλύψει νοηµατικές ατέλειες ή να γεφυρώσει αντιφάσεις ή άλλου
είδους ανακολουθίες στον λόγο. ∆εν είναι λίγες οι φορές που δηµιουργεί νεολογισµούς
και παρασύνθετες λέξεις αµφιβόλου σηµασιολογικού περιεχοµένου. «Το πλεονέκτηµα
αυτών των µορφολογικών συνδυασµών έγκειται στο γεγονός ότι αυτά τα νέα στοιχεία
που επινοήθηκαν ή οι ασυνήθεις συνδυασµοί των µορφών δεν έχουν ακόµη
αξιοποιηθεί σηµασιολογικά»108. Η σηµασιολογική αξιοποίησή τους είναι διαδικασία
ιστορική, διαδικασία σύγκρουσης στην οποία εγγράφεται η κοινωνικοπολιτική
κατάσταση µέσα στην οποία οι συγκεκριµένες λέξεις- όροι θα νοηµατοδοτηθούν. Γιατί
στον πολιτικό λόγο δεν παρατηρούµε µόνο την «ανακάλυψη» νέων λέξεων. Με την
ίδια συχνότητα «ανακαλύπτουµε» νέο νοηµατικό υπόβαθρο σε ήδη σηµασιοδοτηµένες
λέξεις. Κι αυτές ακόµη, «διαπραγµατεύονται» το νόηµά τους σε µια διαλεκτική σχέση
µε το κοινωνικό πλαίσιο που τις «συνδιαµορφώνει»109. Εξάλλου, όπως υπογραµµίζει
και ο Habermas: «η σηµασία µιας λέξης είναι η χρήση της εντός της γλώσσας»110,
υποδηλώνοντας εκτός των άλλων την αντίθεσή του για οποιαδήποτε «αυτονόµηση»
της σηµασιολογικής χροιάς µιας λέξης εκτός του γλωσσικού συστήµατος και
περιβάλλοντος στο οποίο εντάσσεται.
∆εν είναι άγνωστο, επίσης, στην πολιτική ιστορία το φαινόµενο της
δηµιουργίας συνθηµάτων µε ιδιαίτερο συµβολικό-πολιτικό περιεχόµενο, ικανά να
κινητοποιήσουν µάζες ανθρώπων ή την επιβολή σηµασιολογικών ορισµών σε λέξεις
που αρχικά είχαν άλλη έννοια111. Ο πολιτικός λόγος, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η
Α. Φραγκουδάκη, είναι έντονα συµφυρµατικός στις έννοιες και όχι τόσο στις

108
Sornig, Karl, ό.π., σελ. 108.
109
Ο Terence Ball σηµειώνει : « Η ιστορία των πολιτικών εννοιών (ή για την ακρίβεια των εννοιών που
χρησιµοποιούνται στον πολιτικό λόγο) δεν µπορεί να εξηγηθεί εκτός των πολιτικών συγκρούσεων µέσα
στις οποίες σχηµατοποιούνται. Αυτό που διακρίνει την κριτική ιστορία των ιδεών από την φιλολογία ή
την ετυµολογία είναι η προσοχή της στα επιχειρήµατα µέσα στα οποία οι έννοιες εµφανίζονται και
χρησιµοποιούνται για να πραγµατοποιήσουν συγκεκριµένα είδη πράξεων σε συγκεκριµένο χρονικό
πλαίσιο και σε συγκεκριµένο πολιτικό σκηνικό», ό.π., σελ.16.
110
Αναφέρεται στο Καβουλάκος, Κ., ό.π., σελ. 165.
111
Ενδεικτικά αναφέρουµε τις νοηµατικές παραλλαγές που έχει υποστεί η λέξη «επανάσταση» ιδιαίτερα
από ακροδεξιά-φασιστικά καθεστώτα. Πρόσφατη νοηµατική παραλλαγή η έννοια της «ασφάλειας» όπως
χρησιµοποιήθηκε στον πολιτικό λόγο του G. Bush για να νοµιµοποιήσει την εισβολή στο Ιράκ.

60
γλωσσικές µορφές. «∆ηλαδή χρησιµοποιεί τις λέξεις παρά το νόηµά τους, τις
χρησιµοποιεί σαν συνώνυµες λέξεις µε διαφορετική σηµασία, συνθέτει όρους από
λέξεις µε νόηµα αλληλοαναιρούµενο. Πετυχαίνει έτσι σύγχυση ως προς το περιεχόµενο
του πολιτικού µηνύµατος και καταφέρνει να το κάνει αποδεκτό παρά το νόηµά του»112.
Ο συµφυρµατικός λόγος µπορεί να είναι υπερβολικός ή πληθωρικός ως προς
την έκφρασή του αλλά ενδέχεται να είναι και λιτός υπό την έννοια του ελλειπτικού
λόγου όπου η αοριστία του είναι «υπολογισµένη»113. Υπολογισµένη σηµαίνει ότι ο
ποµπός, στοχεύει στο να προκαλέσει την κινητοποίηση του ακροατηρίου του σε µια
συµπληρωµατική αντίδραση που είναι, φυσικά, προµελετηµένη. Μπορεί, δηλαδή, µια
σύντοµη φράση να δηµιουργήσει, λόγω ακριβώς του συµφυρµού των εννοιών,
θαυµασµό, κατάπληξη ή ακόµη και φόβο στο κοινό. Μια τέτοια αντίδραση εκτροχιάζει
το ακροατήριο από οποιαδήποτε κριτική αποτίµηση του µηνύµατος.
Τελευταίο, ενδεικτικό πάντα, γνώρισµα του πολιτικού λόγου είναι ο
ευφηµισµός ο οποίος συνδέεται άµεσα µε τον ρόλο του υποκειµένου στην πολιτική
επικοινωνιακή διαδικασία. Ο ευφηµισµός συνίσταται στην χρήση γλωσσικών
σχηµάτων όπως της µετάθεσης, της µετωνυµίας, του υπονοούµενου ως τακτική
ενδυνάµωσης της νοµιµοποίησης του ποµπού στα µάτια του κοινού. Λειτουργεί
εξορθολογιστικά ως προς την ερµηνεία του µηνύµατος. Ο ευφηµισµός, όπως παρατηρεί
ο G. Orwell είναι απαραίτητος στον πολιτικό λόγο γιατί µε αυτόν τον τρόπο
καταφέρνει να υπερασπισθεί δόγµατα που δεν είναι δεκτικά υπεράσπισης. Με άλλα
λόγια ο ευφηµισµός καθιστά αδικαιολόγητες πολιτικές πρακτικές δικαιολογηµένες114.
Είναι γνωστή η προτίµηση ορισµένων πολιτικών ηγετών να αυτοαποκαλούνται
«σωτήρες», «αρχηγοί», «µπροστάρηδες» κλπ., αυτοκαθιερώνοντας τους εαυτούς τους
ως «εντολοδόχους» της οµάδας που οικειοποιούνται, αποκτώντας έτσι αυθαίρετα µια

112
Φραγκουδάκη, Άννα, ό.π., σελ. 168.
113
Ο Α.-Ι.∆, Μεταξάς αναφέρει σχετικά: «∆υστυχώς, η σύγχρονη χειραγωγιστική οµιλία, προπαγάνδα
µε την πιο στυγνή έννοια του όρου, εργάζεται µε ανοικτές κλίµακες υπολογισµένων ατελειών και
ανακριβειών. Αυτές οι τελευταίες προσαρµόζονται περιοδικά στις µεταβαλλόµενες ανάγκες που κατά
καιρούς έχουµε, ώστε να θέλουµε τόση πληρότητα και όχι παραπάνω, τόση ελλειπτικότητα και όχι
παραπάνω», ό.π. σελ. 232.
114
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα που αναφέρει ο Orwell: «Ανυπεράσπιστα χωριά
βοµβαρδίζονται από αέρος, οι κάτοικοι οδηγούνται στα χωριά, τα εξευτελιστικά αυτοµατοποιηµένα
όπλα, οι καλύβες που αρπάζουν φωτιά από εµπρηστικές σφαίρες... Αυτό αποκαλείται
‘ειρήνευση’»,“Politics and the English Language”, στο Collection of Essays, Mercury Books, London
1966, σελ. 363.

61
δύναµη επιβολής, η οποία ερίζει την νοµιµοποίηση της από την βαρύτητα αυτών των
λέξεων και µόνο115. Από την στιγµή που αυτή η τεχνική χρησιµοποιηθεί επιδέξια
απαλλάσσει τον οµιλητή από οποιαδήποτε «υποχρέωση» τεκµηρίωσης των
επιχειρηµάτων του, αφού αυτά αντανακλαστικά έχουν ανελιχθεί στην σφαίρα του
αδιαµφισβήτητου όπως και η θέση αυτού που τα εκφέρει. Ο σχολιασµός του P.
Bourdieu όσον αφορά τις στρατηγικές που χρησιµοποιεί ο «εντολοδόχος» είναι
πραγµατικά καίριος: «Ο σφετερισµός του εντολοδόχου είναι αναγκαία µετριόφρων,
προϋποθέτει την µετριοφροσύνη… Ο εντολοδόχος εµφανίζει ενός είδους δοµική κακή
πίστη εφόσον, προκειµένου να ιδιοποιηθεί την εξουσία της οµάδας, πρέπει να ταυτιστεί
µε την οµάδα, να περισταλθεί στην οµάδα που τον εξουσιοδοτεί» 116.
Ακόµη πιο ενισχυµένο είναι το πολιτικό µήνυµα όταν µετατίθεται ή
αποσιωπάται το υποκείµενο της οµιλίας. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η χρήση της
αντωνυµίας «εµείς» και γενικά η παρατεταµένη χρήση του πρώτου πληθυντικού
προσώπου που επιχειρεί να πείσει για τον αντιπροσωπευτικό λόγο του πολιτικού, ο
οποίος είναι απλά «ένας από όλους» αλλά ταυτόχρονα, είναι και µοναδικός117. Από τα
λίγα παραδείγµατα όπου η συνταύτιση δεν αποκλείει την εξαίρεση.
Η µετάθεση του υποκειµένου µπορεί, επίσης, να γίνει µε την αντικατάστασή
του από µία γενική και αφηρηµένη έννοια µε αυξηµένη ιδεολογική δύναµη. Γιατί
µπορεί ο πολιτικός ηγέτης να έχει αυξηµένο πολιτικό κύρος αλλά κανείς δεν θα
τολµήσει να εναντιωθεί σε πολιτικό συλλογισµό που την θέση του υποκειµένου κατέχει
η έννοια «λαός» ή το «έθνος» ή η «δηµοκρατία» ή η «ισότητα» και άλλες τέτοιες
λέξεις που από µόνες τους δηµιουργούν αυτοτελείς αντικειµενικοποιηµένες νοηµατικές
ολότητες.
Άλλη παραλλαγή της ευφηµιστικής χρήσης της γλώσσας είναι η συναγωγή του
επιθυµητού συµπεράσµατος από το κοινό µε την προβολή του αντίθετου επιχειρήµατος
ή της απαξίας της αντίθετης άποψης. Στην συγκεκριµένη περίπτωση, η αρνητική
αξιολόγηση που εκφέρει ο οµιλητής οδηγεί µε µαθηµατική ακρίβεια στην αποτίµηση
115
Bourdieu, Pierre, ό.π. σελ. 304 κ.ε.
116
στο ίδιο, σελ. 305.
117
Αναφερόµαστε στην επίκληση που κάνει ο P. Bourdieu στον Λεβιάθαν του Τ. Hobbes, σχετικά µε την
εξήγηση που δίνει ο Hobbes στην αρχή της ενοποιητικής αντιπροσώπευσης περιγράφοντας την «γένεση
της κοινής ευηµερίας». Ο Hobbes εξηγεί ότι ο αντιπρόσωπος είναι ένας και µοναδικός - αντιπρόσωπος
που γίνεται κατανοητός τόσο ως πληρεξούσιος όσο και ως σύµβολο της οµάδας του οποίου ο ίδιος είναι
ορατή ενσάρκωση, στο ίδιο, σελ. 304.

62
της αντίθετης άποψης ως ορθής. Π.χ ακούµε συχνά: «Είναι λάθος η άποψη που
υποστηρίζει ότι……». Άρα, είναι σωστή η άλλη άποψη. Από την αντιπαράθεση αυτή
σχεδόν πάντα βγαίνει κερδισµένος ο υπολανθάνων συλλογισµός.
Επίσης, διατυπώσεις του είδους «είναι λογικό», «είναι φανερό» στην αρχή µιας
πρότασης, αναιρεί έµµεσα από τον ακροατή την επαλήθευση του µηνύµατος που
λαµβάνει, θέτοντάς του εκ προοιµίου το αποτέλεσµα της αξιολόγησης και καθιστώντας
κατ’ αυτόν τον τρόπο άνευ ουσίας οποιαδήποτε απόπειρα δικής του κριτικής
παρεµβολής στο προσλαµβάνον µήνυµα.
Εξακολουθεί να αποτελεί πάντως πεδίο ισχυρών αντιπαραθέσεων στους
κύκλους των γλωσσολόγων και των πολιτικών επιστηµόνων το ερώτηµα ποιος
παράγοντας έχει τον τελευταίο καθοριστικό λόγο για την τελική σηµασιολογική
απόδοση µιας έννοιας. Η «πάλη των λόγων» η οποία υποχρεώνει και τις λέξεις να
προσλάβουν διαφορετικό νόηµα όπως διατείνεται η Diane MacDonnell118 ή η
αναγνώριση των προθέσεων του οµιλητή (ή του συγγραφέα) στις οποίες
ενσωµατώνονται άδηλα οι υπάρχουσες πολιτικές καταστάσεις και ιστορικές συγκυρίες
όπως αντιτάσσει ο Terence Ball119;
Η απάντηση είναι µάλλον θέµα επιλογής της οπτικής γωνίας µέσα από την
οποία αποφασίζει κάποιος να εξετάσει τα φαινόµενα. Χωρίς να ακολουθούµε αυτό που
λέγεται «µέση οδός», θα προτείναµε µια σταδιακή πορεία στην πρόσληψη του τελικού
νοήµατος που αποδίδουµε σε µια έννοια. Οπωσδήποτε, µια συγκεκριµένη έννοια
καταλαµβάνει µια επίσης συγκεκριµένη θέση σε έναν λόγο και από την σχέση που
αυτός έχει µε άλλα είδη λόγου αποκτά τελικώς το συµβατικό της περιεχόµενο. Αυτό
είναι το πρώτο στάδιο. Στο δεύτερο στάδιο παρεµβαίνει και ο οµιλητής – µε όλους τους
κοινωνικούς και άλλους συµβολισµούς που συµπυκνώνει ως κοινωνικό υποκείµενο-
και ενδέχεται να µεταλλάξει σε µεγαλύτερο ή µικρότερο βαθµό το περιεχόµενο του
πρώτου σταδίου, λειτουργώντας ως «χειρούργος», µια ανεπαίσθητη κίνηση του οποίου
µπορεί να έχει δραµατικές αλλαγές. Στον πολιτικό λόγο ακόµη και η παράλειψη
τονισµού της σηµασίας µιας λέξης έχει επιπτώσεις στο προσλαµβανόµενο νόηµα. Η

118
Macdonnell, Diane, ό.π., σελ. 51.
119
Ball, Terence, ό.π., σελ.7.

63
παράλειψη δεν συνιστά πάντα έλλειψη. Μπορεί να υποκρύπτει και στρατηγική
σηµασιοδότησης.
Από τα παραπάνω ειδικά γνωρίσµατα του πολιτικού λόγου αντιλαµβανόµαστε
ότι το σύνολο αυτών των «τεχνικών» αποσκοπεί στον «αφοπλισµό» του δέκτη από την
κριτική του σκέψη και µάλιστα µε εθελούσια επιλογή εκ µέρους του. Το ζήτηµα είναι
κατά πόσο είναι πράγµατι εθελούσια αυτή η επιλογή ή απλά οι επικοινωνιακές
συνθήκες δεν επιτρέπουν άλλου είδους επιλογές. Σε αυτό το σηµείο εντοπίζεται µε
µεγαλύτερη σαφήνεια α) ο κοµβικός ρόλος του δίαυλου µέσω του οποίου «ταξιδεύει» ο
πολιτικός λόγος στο κοινό του που φαίνεται να µην έχει µόνο τον «αθώο» ρόλο του
µεταφορέα και β) οι κοινωνικές και άλλες διεργασίες που προηγούνται της παραγωγής
του πολιτικού λόγου και που οδηγούν µε τόση µαεστρία τον δέκτη του µηνύµατος στην
άνευ όρων παράδοσή του στην ιδεολογική του χειραγώγηση από τον πολιτικό ρήτορα.
Αναφερόµενος στην εκούσια απάθεια σε µια επικοινωνιακή πράξη και στον τρόπο
επιβολής των κανόνων του διαλόγου ο J.Habermas αναφέρει: «Η επιβολή των κανόνων
είναι διπλά κωδικοποιηµένη, γιατί τα κίνητρα για την αναγνώρισή τους µπορούν να
ανάγονται τόσο σε ηθικές παραδοχές όσο και σε κυρώσεις ή σε µια περίπλοκη µείξη
επίγνωσης και βίαιης επιβολής. Κατά κανόνα, η ορθολογική συναίνεση συνδυάζεται µε
µια εµπειρικά, δηλαδή µέσω όπλων ή αγαθών προξενηµένη ανοχή, σχηµατίζοντας µια
πίστη στην νοµιµότητα, τα συστατικά στοιχεία της οποίας δεν µπορούν να αναλυθούν
εύκολα… Στην περίπτωση των µοντέρνων κοινωνιών αυτό σηµαίνει: χωρίς νοµιµότητα
δεν υπάρχει µαζική νοµιµοφροσύνη»120. Παράµετροι, λοιπόν, που θα επιχειρήσουµε να
εξετάσουµε υπό το πρίσµα των νέων τεχνολογιών στον χώρο της ενηµέρωσης αλλά και
των ήδη υφιστάµενων συνθηκών στην κοινωνία.

120
Habermas, J., ό.π. σελ. 75.

64
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ

Ι∆ΕΟΛΟΓΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ

2. Εισαγωγικά
Στο προηγούµενο κεφάλαιο, στην προσπάθεια να αναλύσουµε την έννοια του
λόγου (“discourse”) και τους παράγοντες που επηρεάζουν την διαµόρφωσή του,
καταλήξαµε στο συµπέρασµα ότι ο λόγος είναι φαινόµενο πρωτίστως κοινωνικό. Ως
τέτοιο, συνδιαµορφώνεται µέσα από την αλληλεπίδρασή του µε τις κοινωνικές
συνιστώσες στις οποίες κάθε φορά εντάσσεται. Εύλογα προκύπτει το ερώτηµα ποιες
είναι αυτές οι συνιστώσες και ποιος ο βαθµός αλλά και τα όρια των παρεµβάσεων που
µπορούν να ασκηθούν στην διαµόρφωση του λόγου και συγκεκριµένα του πολιτικού
λόγου. Όπως ήδη έχει επισηµανθεί, ιδιαίτερη έµφαση δίδεται από την κοινωνική
θεωρία στο σύνολό της στην σηµασία των πρακτικών παραγωγής και πρόσληψης του
λόγου. Στις συγκεκριµένες πρακτικές παραπέµπουν ο N. Fairclough καθώς και άλλοι
θεωρητικοί της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου. Έτσι, στην έννοια των «ρηµατικών
πρακτικών» («discursive practices»), ο Foucault επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους
εξουσιαστικούς µηχανισµούς που επιβάλλονται µέσα από τα διάφορα είδη «λόγου».
Ίσως η πιο σηµαντική συνιστώσα στην παραγωγή του λόγου είναι η ιδεολογία. Η
σχέση ιδεολογίας και λόγου και µάλιστα του πολιτικού λόγου, δεδοµένου ότι ο
τελευταίος αντιµετωπίζεται ως έκφραση εξουσιαστικών προθέσεων και σχέσεων
µεταξύ υποκειµένων ή οµάδων, είναι πάντα µια επίκαιρη συζήτηση που εµπλουτίζεται
συνεχώς από νέες θεωρήσεις και ανατροφοδοτείται από την εκάστοτε πολιτική
πραγµατικότητα. Η ανάλυση του πολιτικού λόγου χωρίς την κριτική διερεύνηση του
ιδεολογικού του φορτίου που ιστορικά έχει επωµισθεί, θα ήταν δίχως άλλο µια
ανεπαρκής ανάλυση. Η απόφανση ότι ο πολιτικός λόγος είναι και ιδεολογικός γεννά
ερωτήµατα όπως π.χ. εάν και σε ποιο βαθµό εξακολουθεί και σήµερα να
προσδιορίζεται από το επίθετο «ιδεολογικός» ή εάν αυτό είναι ένα εγγενές του
γνώρισµα που δεν µπορεί να απωλέσει και ως εκ τούτου αυτό που µένει να
διερευνήσουµε είναι οι αλλοιώσεις που έχει υποστεί. Εξάλλου, αν ο πολιτικός λόγος

65
είναι ένας τύπος προπαγανδιστικού λόγου τότε η απάντηση στο προηγούµενο ερώτηµα
φαίνεται να κλίνει προς την δεύτερη εκδοχή.
Η σχέση λόγου και ιδεολογίας έχει χαρακτηρισθεί από αρκετές θεωρητικές
προσεγγίσεις ως σχέση «ταυτοτική». «∆υιστικές» θεωρίες υποστηρίζουν ότι το επίθετο
«ιδεολογικός» είναι απλώς προσδιορισµός ενός χαρακτηριστικού, ανάµεσα σε πολλά
άλλα, του πολιτικού λόγου. Το ζήτηµα που τίθεται τελικά είναι: Υπάρχει πολιτικός
λόγος που να µην είναι ιδεολογικός; Η αρνητική απάντηση σε αυτό το ερώτηµα
προκρίνει την ταυτοτική σχέση. Μια ενδεχόµενη καταφατική απάντηση µας
προσανατολίζει στις δυϊστικές θεωρίες.
Αναζητώντας τις άκρες του νήµατος που ενώνει τις δύο έννοιες αντιλαµβανόµαστε
ότι πρόκειται για µια «πολυτάραχη» σχέση και µάλιστα βαθύτατα «ιδεολογική».
Ανάλογα µε την οπτική γωνία ερµηνείας που θα ακολουθήσει κανείς οδηγείται σε
διαφορετικούς δρόµους. Κατά µείζονα λόγο, στην πολιτική θεωρία, οι δύο έννοιες
αντιµετωπίζονται ως αναγκαίο συµπλήρωµα η µία της άλλης. Πιο καινοτόµες θέσεις
όπως αυτή του Foucault, τις τοποθετούν στο ίδιο περίπου σηµασιολογικό επίπεδο. Η
ιδεολογία για τον Foucault είναι λόγος και αντίστροφα121.
Από τους παραπάνω συλλογισµούς γίνεται σαφές ότι η ανάλυση της «ιδεολογίας»
και του περιεχοµένου της καθίσταται προϋπόθεση εκ των ουκ άνευ για την πληρέστερη
κατανόηση και περιγραφή της σύγχρονης µορφολογίας του πολιτικού λόγου. Όσον
αφορά στην «ιστορία» του όρου, η έννοια της ιδεολογίας ανατρέχει ως επί το πλείστον
στον µαρξικό και µαρξιστικό στοχασµό, υποδηλώνοντας τον κυρίαρχο µοχλό της
κοινωνικής εξέλιξης, τον κυρίαρχο τρόπο αναπαραγωγής και διατήρησης των
εξουσιαστικών µηχανισµών της άρχουσας τάξης122. Οι ιδεολογίες για τον µαρξισµό
είναι το εποικοδόµηµα στα πλαίσια ορισµένων τύπων σχέσεων παραγωγής και
ανταλλαγής. Οι µεταµαρξιστικές αναλύσεις που θα ακολουθήσουν, εγκαταλείπουν
σιγά σιγά τον αυστηρό ταξικό τους µανδύα και το σηµασιολογικό πεδίο του όρου
αρχίζει να αποκτά πιο ευρύ ορίζοντα, ο οποίος συστέλλεται ή διαστέλλεται στο πλαίσιο

121
Βλ. παρακάτω την ανάλυση των απόψεων του Foucault για την σύνδεση λόγου και ιδεολογίας.
122
«...Ο όρος ‘ιδεολογία’ χρησιµοποιείται τόσο για την ιδεολογία που είναι το απαραίτητο
εποικοδόµηµα µιας βάσης όσο και για την ιδεολογία που αντιπροσωπεύει την αυθαίρετη θεωρητική
κατασκευή κάποιων ατόµων. Ο µαρξισµός αρνιέται την δεύτερη και ιστορικά, µάλιστα, αποτελεί
ξεπέρασµά της, είναι, όµως, ταυτόχρονα ιδεολογία µε την πρώτη έννοια», στο Τρικούκης, Μάκης,
Πολιτική και φιλοσοφία στον Γκράµσι, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1985, σελ. 125.

66
των θεωρητικών αντιπαραθέσεων µεταξύ µαρξιστών ανοίγοντας τον δρόµο για
διάφορες ερµηνείες.
Ενδιαφέρουσα και πολύ κατατοπιστική είναι η κατηγοριοποίηση που κάνει ο J.
Thompson σχετικά µε την χρήση του όρου «ιδεολογία» από διάφορους θεωρητικούς.
Από την µία πλευρά κατατάσσει τις ερµηνείες που ερµηνεύουν την ιδεολογία ως
«σύστηµα σκέψης», «σύστηµα πεποιθήσεων» ή «συµβολικές πρακτικές» ως
περιγραφικές που προσδοκούν να αποδώσουν την «ουδέτερη έννοια της ιδεολογίας».
Στην άλλη αντίληψη που έχει διατυπωθεί «η ιδεολογία είναι συνδεδεµένη µε την
διαδικασία συνέχισης ασύµµετρων σχέσεων εξουσίας- δηλαδή µε την διαδικασία της
διατήρησης της κυριαρχίας». Αυτή είναι η «κριτική θεώρηση της ιδεολογίας»123.
Στην προκειµένη περίπτωση παρατηρούµε ότι ο άξονας γύρω από τον οποίο
περιστρέφεται η συζήτηση σχετικά µε την ιδεολογία αποτελείται από τα ακόλουθα
βασικά σηµεία: Ο υλισµός του σκληρού πυρήνα του µαρξικού στοχασµού διατηρείται
και από τους συνεχιστές του στις βασικές του κατευθύνσεις, έντονη κριτική ασκείται,
ωστόσο, από ψυχαναλυτικές και ατοµοκεντρικές προσεγγίσεις που εξακολουθούν να
διεκδικούν µια ισχυρή θέση στην τελική νοηµατοδότηση του όρου ιδεολογία. Κύριος
εκφραστής των προσεγγίσεων αυτών είναι η επιστήµη της ψυχολογίας, η οποία, κυρίως
στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης, αντιµετωπίζει την ιδεολογία ως ένα σύστηµα
πεποιθήσεων, αντιλήψεων και στάσεων που είναι σύµφυτο µε τις κοινωνικές δοµές
αλλά και κοµβικό σηµείο στην τελική συγκρότηση του περιεχοµένου της ιδεολογίας
στα άτοµα124. Οι διαδικασίες εκµάθησης και κοινωνικοποίησης αλλά και η
διαµόρφωση της προσωπικότητας του ατόµου διαµεσολαβούν και, στην ουσία,
διαµορφώνουν τις κοινωνικές σχέσεις που είναι το πρωτογενές υλικό των εν λόγω
δοµών125.

123
Thompson, J. B., Studies in the Theory of Ideology, Polity Press, Cambridge 1984, σελ. 4.
124
«Η ψυχολογική µελέτη της ιδεολογίας εδράζεται στην αντίδραση των ατόµων, την αποδοχή ή την
τήρηση ιδεών ή πεποιθήσεων για κοινωνικά θέµατα, και σε περιορισµούς ή ερµηνείες της συµπεριφοράς
που ορίζονται περιστασιακά ή κοινωνικά». Για να απλοποιήσουµε τους όρους, η ψυχολογική ανάλυση
προσδοκά να ορίσει «ποιος πιστεύει σε ποιες ιδεολογίες, για ποιους λόγους και ποιες είναι οι συνέπειες»,
Brown, L.B., Ideology, Penguin Εducation, Great Britain 1973, σελ. 170.
125
Οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις είναι, όπως είναι φυσικό, επικεντρωµένες στις «εσωτερικές»
διαδικασίες της ιδεολογίας, αυτές, δηλαδή, που αφορούν στην ψυχοσύνθεση του ατόµου και τα στοιχεία
διαµόρφωσης της προσωπικότητάς του. Έτσι στην ψυχανάλυση υπεισέρχονται και άλλοι σηµαντικοί
παράγοντες και κίνητρα όπως π.χ. ο γνωσιολογικός παράγοντας. Οι παράγοντες αυτοί λειτουργούν

67
Η διαφορετική αφετηρία από την οποία εκκινούν οι παραπάνω αντιλήψεις µας
παραπέµπει συνειρµικά στον φιλοσοφικό διχασµό ανάµεσα στον υλισµό και τον
ιδεαλισµό. Ο ίδιος διχασµός αναδεικνύεται και στην προσπάθεια εννοιολογικής
οριοθέτησης της έννοιας της ιδεολογίας. Τελικά το κρίσιµο σηµείο αντιπαράθεσης
επικεντρώνεται στο δίληµµα εάν το περιεχόµενο της έννοιας δοµείται πρωτίστως
συνειδησιακά ως σύνολο ιδεών (προκαθορισµένων ή µη) στο µυαλό του υποκειµένου ή
έχει περισσότερο βιωµατικό- υλικό χαρακτήρα λίγο έως πολύ καθορισµένο από τις
«υλικές συνθήκες» που επικρατούν στο εκάστοτε κοινωνικο-οικονοµικό πλαίσιο σε µια
δεδοµένη κοινωνία. Η απάντηση σε αυτό το ερώτηµα δεν είναι µια αθώα επιλογή της
µιας ή της άλλης οπτικής γωνίας. Είναι η συγκρότηση µιας ολόκληρης θεωρίας σχετικά
µε τον τρόπο που δρουν και αντιδρούν τα υποκείµενα σε µια κοινωνία µέσα στα
«περιθώρια» κινήσεων που η τελευταία τους παρέχει. Τελικά η προβληµατική για την
σχέση λόγου και ιδεολογίας ανάγεται σε µια γενική θεωρία «αλληλοπροσδιορισµού»
και αλληλοκαθορισµού υποκειµένου και κοινωνίας η οποία µπορεί να εκλάβει τόσες
εκδοχές όσες και οι µεταβλητές που θα θέσουµε σε αυτήν την σχέση.

2.1 Η µαρξιστική και µετα-µαρξιστική σκέψη


2.1.1 Η µαρξιστική σκέψη
Ο κεντρικός πυρήνας των «ορθόδοξων» µαρξικών και µαρξιστικών αναλύσεων
προσδίδει αρνητική χροιά126 στην ιδεολογία συνδεόντάς την µε την λεγόµενη «ψευδή
συνείδηση» («falsches Bewusstsein»). Ο όρος «ψευδής» σηµαίνει µη αληθής, «µη
επιστηµονική συνείδηση». Ως γνωστόν, η µαρξιστική θεώρηση της ιστορίας είναι
υλιστική και αποκρούει κάθε ιδεαλιστική αντιµετώπισή της ως µη επιστηµονική127. Η

ανάλογα µε την ιδιοσυγκρασία του ατόµου αλλά και ανάλογα µε την επίδραση που ασκούν στο άτοµο
κοινά πρότυπα συµπεριφοράς. Για πιο αναλυτικά βλ. Brown, L.B., ό.π., σελ. 10-14.
126
«Από την πλευρά του µαρξισµού αλλά και από άλλες µη- µαρξιστικές σχολές της κοινωνιολογικής
επιστήµης, η ‘ιδεολογία’ υποδηλώνει µία αρνητική έννοια. Αντί για το προϊόν µιας αφελούς
ορθολογικότητας, αντιµετωπίζεται ως συνειδητός η ασυνείδητος εξορθολογισµός ταξικών συµφερόντων,
ένα ‘όπλο’ µε το οποίο η απροθυµία µετατρέπεται σε υποστήριξη αυτών των συµφερόντων
νοµιµοποιώντας τις αξίες που βασικά επιβάλλονται πολιτικά», βλ. Bluhm, William T., Ideologies and
Attitudes. Modern Political Culture, Prentice Hall, Inc. Englewood Cliffs, New Jersey 1974, σελ. 3.
127
«Για τους κλασσικούς του µαρξισµού η ιδεολογία είναι εκείνη η φιλοσοφική θεώρηση, σύµφωνα µε
την οποία, η ιστορία είναι προϊόν ιδεών. Αυτή χαρακτηρίζεται ως ‘ψευδής συνείδηση’ όχι επειδή είναι
ψευδείς οι ιδέες, οι κρίσεις και τα συµπεράσµατα που περιέχει... Αντίθετα, χαρακτηρίζεται ως ψευδής
επειδή όλες αυτές οι κρίσεις, επεξηγήσεις, συµπεράσµατα κλπ. βασίζονται στην παραδοχή ότι οι ιδέες
για τις κοινωνικές καταστάσεις είναι και η αιτία της ύπαρξης και δηµιουργίας τους. Το ψεύδος της κατά

68
«ψευδής συνείδηση» λειτουργεί ως ιδεολογικός µηχανισµός αποπλάνησης και
χειραγώγησης των µαζών. Είναι αυτός ο µηχανισµός που διατηρεί στην εξουσία τις
κυρίαρχες τάξεις σε βάρος των κατώτερων λαϊκών στρωµάτων γενικά και της
εργατικής τάξης ειδικότερα. Η ιδεολογία, υπό αυτήν την έννοια είναι «εργαλείο» στα
χέρια των εξουσιαζόντων για την αλλοτρίωση του προλεταριάτου µε στόχο την τελική
υποταγή του στην κυρίαρχη τάξη. Έχει την µορφή κρυµµένης δοµής που για να
εξυπηρετήσει τον στόχο της, την φαντασιακή συνοχή των τάξεων, όχι µόνο δεν επιλύει
τις αντιθέσεις που υπάρχουν αλλά προφασίζεται ότι δεν υπάρχουν καν. Η δοµική
µαρξική αντίληψη συµπυκνώνεται στην ρήση του Μαρξ, ο οποίος διατύπωσε ότι «οι
κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες των κυρίαρχων τάξεων»128. Για τους µαρξιστές η
ιδεολογία υποδηλώνει ταξικότητα129 και αναπαριστά τo «παραπλανητικό ψέµα»
(“destructive falsehood”) που βιώνει ασυνείδητα η εργατική τάξη. Εγγενές στοιχείο
είναι η παραµόρφωση, η διαστρέβλωση.
Ο Νίκος Πουλαντζάς, θεωρητικός του αυστηρού δοµικού µαρξισµού αναλύει µε
συντοµία την προβληµατική της ιδεολογίας στον Μαρξ: «Ο Μαρξ αντιλαµβανόταν την
ιδεολογία όπως και το εποικοδόµηµα γενικά, ξεκινώντας από το µοντέλο ‘υποκείµενο-
πραγµατικό-αλλοτρίωση’. Το υποκείµενο είναι αποστερηµένο από την συγκεκριµένη
του ουσία µέσα στο πραγµατικό, η ιδεολογία αποτελεί µια προβολή, µέσα σ’ έναν
φανταστικό κόσµο της µυθοποιηµένης ουσίας του, µε δύο λόγια, την «ιδεατή»
αλλοτριωτική ανασυγκρότηση της ουσίας του, που είναι αντικειµενικοποιηµένη–
αλλοτριωµένη µέσα στο πραγµατικό: οικονοµικό-κοινωνικό»130. Η άποψη του αυτή
δεν απέχει πολύ από την πρωταρχική µαρξική σκέψη: Γράφει σχετικά: «Ο ρόλος της
ιδεολογίας, σε αντίθεση µε την επιστήµη, είναι ακριβώς να αποκρύπτει τις πραγµατικές
αντιθέσεις, να ανασυγκροτήσει, σε ένα φαντασιακό επίπεδο ένα σχετικά συγκροτηµένο

τους κλασσικούς του µαρξισµού δεν έγκειται στο περιεχόµενο των ιδεών, αλλά σ’ αυτές καθ΄ αυτές τις
ιδέες (ανεξάρτητα από το περιεχόµενό τους) ως επεξηγηµατική αρχή της ιστορικής διαδικασίας», βλ.
Πλειός, Γ., ό.π., σελ. 142 κ.ε.
128
Για τις απόψεις του Marx για την ιδεολογία βλ. σχετικά στο Marx, K., F. Engels, The German
Ideology, Arthur, London 1974.
129
«Οποιοδήποτε ιδεολογικό περιεχόµενο έχει καθαρά ταξική υποδήλωση και οποιαδήποτε αντίφαση
(σύγκρουση) µπορεί να αναχθεί -µέσα από ένα περισσότερο ή λιγότερο περίπλοκο σύστηµα
διαµεσολαβήσεων- σε ταξική αντιπαράθεση», Laclau, Ernesto, Politics and Ideology in Marxist Theory.
Capitalism, Fascism, Populism, Verso editions, London 1982, σελ. 105.
130
Πουλαντζάς, Νίκος Α., Πολιτική εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, µτφρ. Λ. Χατζηπροδροµίδης, τόµος
β΄, β΄έκδοση, εκδόσεις Θεµέλιο, Αθήνα 1975, σελ. 22.

69
λόγο που χαρίζει έναν ορίζοντα στα βιώµατα των δρώντων παραγόντων, πλάθοντας τις
παραστάσεις τους µε υλικό τις πραγµατικές σχέσεις και ενσωµατώνοντάς τις στην
ενότητα των σχέσεων ενός σχηµατισµού»131.
Η µαρξική θεώρηση της ιδεολογίας τελικά καταλήγει στον χαρακτηρισµό της ως
παραποιηµένης γνώσης, αδιαφανούς, εξοπλισµένης µε µια συγκεκαλυµµένη δυναµική
που καθιστά τα άτοµα ασυνείδητα µέλη µιας συγκεκριµένης οικονοµικής και πολιτικής
δοµής. Οι Μαρξ και Ένγκελς ουσιαστικά ορίζουν την ιδεολογία ως µια ψευδαίσθηση,
µια ανεστραµµένη εικόνα της πραγµατικότητας. Η παροµοίωση που κάνουν όσον
αφορά την λειτουργία της µε «camera obscura» υποδηλώνει την αναστροφή του
κόσµου, την διαστρέβλωση της πραγµατικότητας132.
Ο W. Bluhm, κατατάσσει την µαρξιστική θεώρηση της ιδεολογίας στους
«δεοντολογικούς» ή «κανονιστικούς» ορισµούς, όπως τους αποκαλεί. Οι ορισµοί που
κατατάσσονται σε αυτήν την κατηγορία προσδίδουν στην έννοια της ιδεολογίας τα
εξής χαρακτηριστικά: ∆εοντολογικό χαρακτήρα, την λειτουργία της έµπνευσης (υπό
την µορφή πολιτικής υποκίνησης) και την λογική της τάξη. Όπως παρατηρεί ο Π.
Λέκκας « η δεοντολογική λοιπόν λειτουργία της ιδεολογίας προϋποθέτει, λογικά, το
πραξιολογικό της πρόταγµα: µιλώντας για το πώς ‘πρέπει να είναι’ ο κόσµος, η
ιδεολογία αναφέρεται αναπόφευκτα και στο τί ‘πρέπει να κάνουµε’»133. Στην άλλη
κατηγορία των ορισµών που διακρίνει ο Bluhm ανήκουν οι περιγραφικοί
(“descriptive”) ορισµοί που αντιλαµβάνονται την ιδεολογία περισσότερο ως ένα
«συγκεκριµένο εννοιολογικό λεξικό» ή για να το θέσουµε πιο απλά την
αντιλαµβάνονται ως «ένα σύνολο εννοιών και όρων µέσω των οποίων οι άνθρωποι
ερµηνεύουν τον κόσµο γύρω τους». Χαρακτηριστικά της ιδεολογίας µε αυτό το
περιεχόµενο είναι η «αυτοσυνείδησή» της, η εννοιολογική της σαφήνεια και η τάση
της ενάντια σε κάθε ιδεαλιστική επεξεργασία134.

131
στο ίδιο. σελ. 39-40.
132
βλ. στο Marx, K., and F. Engels, ό.π.
133
Λέκκας, Π., Η Εθνικιστική Ιδεολογία, Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, εκδ.
Κατάρτι, Αθήνα 1996, σελ. 51.
134
βλ. Bluhm, William T., ό.π., σελ. 2-5.

70
Ο χαρακτηρισµός της ιδεολογίας ως «ψευδούς συνείδησης» επικρίθηκε έντονα135
και από τους ίδιους τους µαρξιστές για τα θεωρητικά αδιέξοδα στα οποία οδήγησε136.
Ο επιθετικός προσδιορισµός «ψευδής» παραπέµπει για την ερµηνεία του στην αντίθετη
έννοια του «αληθούς» δηµιουργώντας ερµηνευτικά προβλήµατα, αφού και οι δύο
έννοιες δεν έχουν δογµατική, σταθερή σηµασία αλλά η σηµασία τους και το
περιεχόµενό τους καθορίζονται από κοινωνικούς παράγοντες. Ο Ν. ∆εµερτζής
εκκινώντας από αυτήν την προβληµατική σχολιάζει: «Η αλήθεια είναι µια εξαιρετικά
σχετική υπόθεση των ανθρώπινων πραγµάτων και δεν αιωρείται κάπου έξω απ΄ την
εκάστοτε κουλτούρα. Έτσι, το ‘ψευδές’ της ψευδούς συνείδησης δεν µπορεί να κριθεί
σύµφωνα µε κάποια ‘αντικειµενικά’ η ‘επιστηµονικά’ κριτήρια, καθώς η ‘Αλήθεια’
και το ‘Ψεύδος’ υπάρχουν ως τέτοια κατά τρόπο σχετικό, στο πλαίσιο δηλαδή που η
κάθε κοινωνία θεσµίζει τόσο το ‘αληθές’ όσο και το εκάστοτε ‘ψευδές’» και
καταλήγει: «Το ψευδές της ψευδούς συνείδησης έγκειται µάλλον στην έλλειψη της
κριτικής θέσµισης του ορισµού και του αναορισµού της αλήθειας, συνίσταται στη
µυστικοποίηση και την πραγµοποίηση των αεικίνητων αντιφατικών κοινωνικών
διαδικασιών»137.

135
Ενδεικτικά αναφέρουµε την κριτική των Ν. ∆εµερτζή και Θ. Λίποβατς οι οποίοι θεωρούν ότι
ιδεολογία και ψευδής συνείδηση είναι έννοιες συγγενείς όχι όµως και ταυτόσηµες. « Η διαφορά τους
έγκειται στο ότι η πρώτη είναι ένα προσφερόµενο σύστηµα ορθολογικής δικαίωσης των σχέσεων
εξουσίας, ενώ η δεύτερη αποτελεί τον τρόπο που τα υποκείµενα εσωτερικεύουν την ιδεολογία(ες) στην
αµεσότητα του καθηµερινού τους βίου. Άλλο πράγµα λοιπόν το τί είναι η ιδεολογία και άλλο πώς αυτή
εισπράττεται», ∆οκίµιο για την Ιδεολογία. Ένας διάλογος της κοινωνικής θεωρίας µε την ψυχανάλυση,
εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1998, σελ. 140. Βλ. επίσης την κριτική που ασκεί ο Π. Λέκκας καταρχήν στον
«αντικειµενισµό» και στους χαρακτηρισµούς που αποδίδονται στην ιδεολογία ως «ψευδούς
συνείδησης», «διαστρεβλωµένης αναπαράστασης της πραγµατικότητας» κλπ. Παραθέτουµε ενδεικτικά
δύο καίρια ερωτήµατα: «Πώς είναι εποµένως δυνατόν να εξορκίσουµε ως ‘ψευδείς’ τις ιδέες τις
αντιλήψεις των κοινωνικών υποκειµένων για τον κόσµο, για την κοινωνία, για τον δικό τους
προσδιορισµός και προορισµό, για το δέον γενέσθαι που τα ίδια κοινωνικά υποκείµενα πρεσβεύουν και
επιχειρούν να εφαρµόσουν; Πώς είναι δυνατόν να αγνοήσουµε τους τρόπους µε τους οποίους το
υποκείµενο ορίζει τον κοινωνικό του ρόλο, όταν είναι αυτοί ακριβώς οι ορισµοί που επηρεάζουν τη
συµπεριφορά του, δηλαδή τους τρόπους µε τους οποίους εκπληρώνει το ρόλο του;», βλ. σχετικά ό.π.,
σελ. 39. O Γ. Πλειός υποστηρίζει ότι «µια σύγχρονη µεταφορά του όρου ‘ψευδής συνείδηση΄ θα
µπορούσε να είναι ‘κατασκευασµένη πραγµατικότητα’», ό.π. σελ.176.
136
Η έννοια της «ψευδούς» (συνείδησης) ως αντίθετο του αληθούς δηµιουργεί εννοιολογικά σύγχυση
αφού η οριοθέτηση της έννοιας της αλήθειας είναι εξαιρετικά δυσχερές φιλοσοφικό εγχείρηµα. Μπορεί
να προσδιορισθεί επιστηµονικά και αντικειµενικά η αλήθεια; Από την άλλη, αν το αληθινό είναι το
«υλικό», όπως υπονοεί η µαρξική θεώρηση, γιατί αυτή η υλιστική αντίληψη της αλήθειας παύει να είναι
ταυτόχρονα και ιδεολογία; Με άλλα λόγια, ο ιστορικός υλισµός της µαρξιστικής φιλοσοφίας, όντας
«αληθινός», επιστηµονικός, δεν έχει ιδεολογικό χαρακτήρα; Αν όχι, τότε από πού αντλεί την αδιάσειστη
αντικειµενικότητά του;
137
∆εµερτζής, Ν., Κουλτούρα, Νεωτερικότητα, Πολιτική Κουλτούρα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1989, σελ.
153.

71
Η κατάταξη της ιδεολογίας στην κατηγορία της «ψευδαίσθησης» και ο
αποκλεισµός της από την σφαίρα του πραγµατικού τροφοδότησε επίσης σφοδρές
κριτικές138. Στην πορεία, η δοµική- ταξική αντίληψη της κοινωνίας µετασχηµατίστηκε
από τους συνεχιστές της µαρξιστικής θεωρίας στην µελέτη της «υπερδοµής»
(superstructure) της κοινωνίας η οποία και καθορίζει την αναπαραγωγή των
υφιστάµενων εξουσιαστικών σχέσεων καταπίεσης139. Στην έννοια της υπερδοµής ή των
υπερδοµών στηρίζονται πολλοί µετα-µαρξιστές θεωρητικοί για να υποστηρίξουν τον
υλιστικό µανδύα της ιδεολογίας ως εξουσιαστικής κοινωνικής δοµής που προϋπάρχει
ακόµη και της πρόσληψης του λόγου και συµβάλλει αποφασιστικά, αν όχι
αποκλειστικά, στην διαµόρφωσή του 140.

2.1.2 Η «Ηγεµονία» του Gramsci


Στο έργο του ο Gramsci δίνει ιδιαίτερη σηµασία στις πολιτιστικές «υπερδοµές»
αναζητώντας την σχέση τους µε την ανατροπή ή την διατήρηση ενός κοινωνικού
κατεστηµένου141. Η αυτονοµία και η αποτελεσµατικότητα τους στην διαµόρφωση της

138
Βλ ενδεικτικά την κριτική που ασκεί στην έννοια της ψευδαίσθησης ο J. B. Thompson ο οποίος αφού
έχει δεχθεί την λειτουργική σύνδεση γλώσσας-ιδεολογίας σχολιάζει χαρακτηριστικά: « Πρέπει να
αντισταθούµε σε αυτήν την άποψη (σ.σ. της ‘camera obscura’ και της ψευδαίσθησης) γιατί αφού
αναγνωρίζουµε ότι η ιδεολογία λειτουργεί µέσα από την γλώσσα και ότι η γλώσσα είναι ένα µέσο
κοινωνικής πράξης, πρέπει επίσης να αποδεχθούµε ότι είναι εν µέρει συστατικό τµήµα από αυτό που
στις κοινωνίες µας είναι ‘πραγµατικό’. Η ιδεολογία δεν είναι µια χλωµή εικόνα του κοινωνικού κόσµου
αλλά είναι τµήµα αυτού του κόσµου, δηµιουργικό και συστατικό κοµµάτι της κοινωνικής µας ζωής»,
Studies in the Theory of Ideology, ό.π. σελ. 5.
139
Ο Perry Anderson σχολιάζει: «Ο Γκράµσι ήταν ο τελευταίος από τους διανοητές που µε τα γραφτά
του άγγιξε άµεσα βασικά θέµατα της ταξικής πάλης... Ύστερα από τον Γκράµσι, η ίδια η σιωπή κάλυψε
το πολιτικό καθεστώς της αστικής εξουσίας και ταυτόχρονα τα µέσα για την ανατροπή της. Το
αποτέλεσµα ήταν ότι, όταν ο δυτικός µαρξισµός ξεπερνούσε τα προβλήµατα της µεθόδου για να
εξετάσει θέµατα ουσίας, συγκεντρωνόταν στην µεγάλη του πλειοψηφία στην έννοια των υπερδοµών. Κι
ακόµα, οι ειδικοί τοµείς των υπερδοµών µε τους οποίους ασχολήθηκε πιο σταθερά και πιο σοβαρά, ήταν
αυτοί που βρίσκονταν στο «ψηλότερο» σηµείο της διαβαθµισµένης απόστασης από την οικονοµική
υποδοµή, σύµφωνα µε την έκφραση του ‘Ενγκελς. Με άλλα λόγια, δεν ήταν το κράτος ή οι νόµοι που
προσέφεραν τα χαρακτηριστικά αντικείµενα της έρευνάς του. Επίκεντρο του ενδιαφέροντος του δυτικού
µαρξισµού ήταν συνήθως η κουλτούρα», Ο ∆υτικός Μαρξισµός, επιµ. Γιάννης Κρητικός, µτφρ. Αλέκος
Ζάννας, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1978, σελ. 126 κ.ε.
140
Η εγκατάλειψη των αυστηρών ταξικο-κεντρικών αντιλήψεων του Μαρξ από τους συνεχιστές του
οφείλεται, σύµφωνα µε αναλυτές του µαρξισµού, στην ολοένα αυξανόµενα διάσταση θεωρίας και
πράξης η οποία µε την σειρά της οδήγησε στην σταδιακή αποξένωση της µαρξιστικής σκέψης από το
αντικείµενο µελέτης της (το ιστορικό υποκείµενο),την εργατική τάξη και την µετατόπιση του κέντρου
βάρους της σε περισσότερο ιδεαλιστικά συστήµατα σκέψης όπως και στην φιλοσοφική ανάλυση
εννοιών.
141
Ο Jacques Teixer καταλήγει στον συλλογισµό ότι : «Μπορούµε, συνεπώς, να πούµε ότι ο Gramsci
ήταν ο θεωρητικός των υπερδοµών, µε άλλα λόγια, της πολιτικής επιστήµης , των σχέσεων µεταξύ της
κοινωνίας των πολιτών και του Κράτους, του αγώνα για ηγεµονία και για την κατάληψη της εξουσίας,

72
κοινωνικής συνείδησης είναι θέµα καθαρά πολιτικό και ως τέτοιο πρέπει να αναλύεται.
Εξάλλου, η έννοια της ιδεολογίας που µας ενδιαφέρει εδώ «πρέπει να αναλυθεί
ιστορικά, υπό τους όρους της φιλοσοφίας της πράξης, σα µια υπερδοµή»142. Η έννοια
του πολιτικού είναι πολύ ευρεία για τον Gramsci αφού περιλαµβάνει κάθε έκφανση της
ανθρώπινης δραστηριότητας: «το κάθε τι είναι πολιτικό, ακόµα και η φιλοσοφία ή οι
φιλοσοφίες είναι η ιστορία στην πράξη, δηλαδή η ίδια η ζωή»143. Για τον Gramsci όλες
οι µορφές συνειδητοποίησης του εξωτερικού γίγνεσθαι είναι κατ΄ ανάγκη πολιτικές.
Έτσι φαίνεται να λειτουργεί στην θεωρία του η εξής εξίσωση:
Φιλοσοφία+Ιδεολογία=Πολιτική.
H κύρια συµβολή του Gramsci στην µαρξική θεωρία του Κράτους είναι η έννοια
της «ηγεµονίας»144, η οποία παράλληλα αποτελεί και τον χώρο συνάντησής του αλλά
και διαφοροποίησής του µε την λενινιστική φιλοσοφία145. Με την έννοια της
«ηγεµονίας» προσπαθεί να αντιπαρέλθει τον µηχανιστικό υλισµό (δηλαδή την
µηχανιστική αντίληψη της σχέσης ανάµεσα στην τάξη και την ιδεολογία) και να
συλλάβει, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, την πολυπλοκότητα όλης της ανάπτυξης του

των στιγµών της συναίνεσης και της βίας, των σχέσεων µεταξύ της εθνικο-πολιτικής και της οικονοµικο-
πολιτικής ιστορίας, και τέλος ήταν ο θεωρητικός του ρόλου των διανοούµενων και του πολιτικού
κόµµατος», “Gramsci, theoretician of the superstructures. On the concept of civil society”, στο Mouffe,
Chantal, Gramsci and Marxist Theory, Routledge & Kegan Paul, London, Boston and Henley 1979, σελ.
48 κ.ε.
142
βλ. Hoare, Quintin, &, Geoffrey Nowell Smith (eds), Selections from the Prison Notebooks by
Antonio Gramsci, International Publishers, New York 1989, σελ. 376.
143
βλ. στο Gruppi, Luciano, Η έννοια της ηγεµονίας στον Γκράµσι, µτφρ. Π.∆. Καστορινός, εκδ.
Θεµέλιο, Αθήνα 1972, σελ. 11.
144
Για την ιστορία του όρου ο Μάκης Τρικούκης γράφει ότι: «Ο όρος «ηγεµονία» ήταν ήδη, πριν τον
χρησιµοποιήσει ο Γκράµσι, γνωστός στην µαρξιστική φιλολογία, κυρίως την ρωσική. Στα κείµενα του
Λένιν και της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς θα τον απαντήσουµε πολλές φορές. Ο ίδιος ο Γκράµσι θα
αρχίσει να τον χρησιµοποιεί στα γραπτά του µονάχα µετά την παραµονή του στη Σοβιετική Ένωση και
την στενότερη ρωσική µαρξιστική φιλοσοφία που απέκτησε εκεί.» και παρακάτω: « Μιλώντας ο ίδιος
για τις ουσιαστικές πηγές θα πει πως στον Μαρξ θα βρούµε σε µια πρώτη µορφή και το θέµα της
ηγεµονίας, γιατί στο Κράτος δεν είδε µονάχα τη δύναµη ή µόνο τον οικονοµικό παράγοντα αλλά και την
συναίνεση, την ηθικο-πολιτική πλευρά», ό.π., σελ. 60 κ.ε..
145
Για τον Λένιν ο όρος «ηγεµονία» αναφέρεται στην δικτατορία του προλεταριάτου. Για την διαφορά
της χρήσης του όρου από τον Λένιν και τον Γκράµσι, ο Luciano Gruppi διευκρινίζει: « Υπάρχει εδώ µια
διαφορά σηµασίας στους όρους που χρησιµοποιούν ο Γκράµσι και ο Λένιν, γιατί ο Γκράµσι όταν µιλάει
για ηγεµονία µερικές φορές αναφέρεται στην ικανότητα διεύθυνσης και άλλοτε στην διεύθυνση και στην
κυριαρχία συνάµα. Αντίθετα ο Λένιν λέγοντας ηγεµονία εννοεί κυρίως την διευθυντική λειτουργία (σ.σ
του προλεταριάτου). Τον όρο ηγεµονία τον συναντούµε για πρώτη φορά στον Λένιν σε ένα γραπτό του
από τον Γενάρη του 1905, στις αρχές της επανάστασης, όπου λέει: «Από προλεταριακή άποψη η
ηγεµονία ανήκει σε όποιον µάχεται περισσότερο ενεργά, σε όποιον εκµεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να
χτυπήσει τον εχθρό, ανήκει σε αυτόν που τα λόγια του ανταποκρίνονται στα έργα και εποµένως είναι ο
ιδεολογικός αρχηγός της δηµοκρατίας και κριτικάρει κάθε αναποφασιστικότητά της», ό.π. σελ. 22.

73
οικονοµικού σχηµατισµού146. Η «ηγεµονία» κατευθύνει την διάδοση και την
επικράτηση των ιδεολογιών, µια διαδικασία που συντελείται στο επίπεδο των
ιδεολογικών εποικοδοµηµάτων. Η ιθύνουσα τάξη, η οποία είναι πολιτικά και
οικονοµικά κυρίαρχη, διαδίδει µια ορισµένη κοσµοαντίληψη, «ηγεµονεύοντας» έτσι
την κοινωνία και µέσω της ιδεολογίας δηµιουργεί, δικαιολογεί και διατηρεί συγχρόνως,
συγκεκριµένα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά και οικονοµικά εποικοδοµήµατα147.
Για τον Luciano Gruppi τελικά : « η ηγεµονία είναι τούτο: ικανότητα να ενοποιούµε
µέσω της ιδεολογίας και να διατηρούµε ενωµένο ένα κοινωνικό σύνολο που αντίθετα
δεν είναι οµοιογενές, αλλά χαρακτηρίζεται από βαθύτατες ταξικές αντιφάσεις»148.
Η ηγεµονία είναι έννοια που εκπηγάζει από την θεωρία του Κράτους της µαρξικής
φιλοσοφίας που ανέλυσε µε δικούς του όρους ο Gramsci149. Ο Ιταλός µαρξιστής
αντιλαµβάνεται το Κράτος µε µια διαλεκτική µορφή, µε δύο όψεις, οι οποίες είναι
αλληλένδετες µεταξύ τους και βρίσκονται σε µια διαρκή αλληλουχία150. Ονοµάζει
αυτές τις δύο όψεις «διπλή προοπτική» (“dual perspective”, “doppia prospettiva”) και
αναφέρεται σε δύο βασικά επίπεδα τα οποία και παροµοιάζει πολύ χαρακτηριστικά µε
την διπλή όψη του Μακιαβελικού Κένταυρου.151 Η πρώτη όψη είναι το λεγόµενο
«ηθικοπολιτικό» στοιχείο, δηλαδή η συγκατάθεση και η ηγεµονία. Η άλλη όψη
αντιπροσωπεύει το οικονοµικο-πολιτικό στοιχείο, δηλαδή τη βία και την εξουσία. Αυτά

146
Ο Luciano Gruppi διευκρινίζει: «...η έννοια της ηγεµονίας στον Γκράµσι εµφανίζεται σε όλη της την
ευρύτητα, δηλαδή σαν κάτι που επενεργεί όχι µόνο στις οικονοµικές και πολιτικο-οργανωτικές δοµές µια
κοινωνίας, αλλά ακόµα και στον τρόπο σκέψης, στους ιδεολογικούς προσανατολισµούς µέχρι τον τρόπο
της γνώσης», στο ίδιο, σελ. 14.
147
στο ίδιο, σελ. 106 κ.ε.
148
στο ίδιο, σελ. 84.
149
Για την έννοια του Κράτους και την σχέση µεταξύ ιδιωτικής κοινωνίας και πολιτικής κοινωνίας στην
σκέψη του Gramsci ο Μ. Τρικούκης αναφέρει: « Όπως το Κράτος υπεισέρχεται άµεσα στην ιδιωτική
οικονοµία έτσι και στην γενική έννοια του Κράτους υπεισέρχονται στοιχεία που πρέπει να αποδοθούν
στην έννοια της ιδιωτικής κοινωνίας (µε την έννοια αυτή, θα µπορούσαµε να πούµε, ότι Κράτος=
πολιτική κοινωνία+ιδιωτική κοινωνία, δηλαδή ηγεµονία θωρακισµένη µε εξαναγκασµό)», ό.π., σελ. 54
κ.ε.
150
Αναφερόµενος στον A. Gramsci, o Μ. Τρικούκης γράφει: «Για να δείξει τη διαλεκτική ενότητα των
δύο πλευρών σε µια ενιαία υπόσταση χρησιµοποιούσε τον όρο «ιστορικό σύνολο» (blocco storico). Μια
από τις µορφές που χρησιµοποιούσε τον όρο αυτό, ένα από τα περιεχόµενα που του έδωσε ήταν η
ενότητα της κυριαρχίας και της ηγεµονίας σε ένα ενιαίο ιστορικό σύνολο», στο ίδιο, σελ. 64 κ.ε.
151
Όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναλύει στα Τετράδια Φυλακής: ««Η διπλή προοπτική µπορεί να
παρουσιασθεί σε διάφορα επίπεδα, από τα πιο στοιχειώδη στα πιο περίπλοκα. Αλλά όλα αυτά µπορούν
θεωρητικά να συνοψισθούν σε δύο βασικά επίπεδα, που ανταποκρίνονται στην διπλή φύση του
Μακιαβελικού Κένταυρου: µισό ζώο, µισός άνθρωπος. Υπάρχουν δύο επίπεδα της δύναµης και της
συναίνεσης, της εξουσίας και της ηγεµονίας, της βίας και του πολιτισµού, της ιδιωτικής στιγµής και της
παγκόσµιας, της κινητοποίησης και της προπαγάνδας, της τακτικής και της στρατηγικής, κλπ.».
Αναφέρεται στο Hoare, Quintin, & Geoffrey Nowell Smith, ό.π., σελ. 169 κ.ε..

74
είναι τα δύο κυρίαρχα επίπεδα υπερδοµών. Το ένα αποκαλείται « κοινωνία των
πολιτών» ή «ιδιωτικό» και το άλλο « πολιτική κοινωνία» ή «Κράτος». Αυτά τα δύο
επίπεδα ανταποκρίνονται αντίστοιχα στην λειτουργία της «ηγεµονίας» που η κυρίαρχη
τάξη ασκεί στην κοινωνία, και στην «ευθεία κυριαρχία» ή εντολή που εξασκείται από
τα Κράτος και την δικαστική «κυβέρνηση»152. Σηµαντικό είναι, ωστόσο, να
διευκρινίσουµε ότι η διάκριση των δύο όψεων του Κράτους έχει για τον Gramsci
µεθοδολογικό χαρακτήρα και όχι οργανικό. Τα δύο στοιχεία- επίπεδα διαπλέκονται
µεταξύ τους στο ένα και ενιαίο Κράτος σε µια σχέση αιτίου και αιτιατού η οποία
συνεχώς αντιστρέφεται.
Η σύνδεση ηγεµονίας και ιδεολογίας στην γκραµσιανή σκέψη φαίνεται σχετικά
απλή ως σύλληψη αλλά η συµβολή της στην θεωρητική αντιµετώπιση της ιδεολογίας
είναι πολυεπίπεδη. Ξεπερνώντας το ταξικό σχήµα του Λένιν, ο Gramsci αναδεικνύει
την ηγεµονία σε ένα επίπεδο που δεν περιορίζεται σε µια «εργαλειακή» ταξική
συµµαχία, όπου κάθε τάξη διατηρεί, παρόλα αυτά, την ιδεολογία της και την
αυτονοµία της. Όπως εξηγεί η Chantal Mouffe: «Σύµφωνα µε τον Gramsci, η ηγεµονία
περιλαµβάνει την δηµιουργία µιας ανώτερης σύνθεσης, έτσι ώστε όλα τα στοιχεία να
συγχωνεύονται σε µια ‘συλλογική θέληση’ η οποία θα αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή
της πολιτικής πράξης κατά την διάρκεια αυτής της ηγεµονίας. Αυτή η συλλογική
θέληση µορφοποιείται µέσω της ιδεολογίας αφού η ύπαρξή της εξαρτάται από την
δηµιουργία ιδεολογικής ενότητας, η οποία µε την σειρά της µπορεί να ειδωθεί ως
‘τσιµέντο’153. Ο Ν. Πουλαντζάς παρατηρεί ότι «µε την µεταφορά ιδεολογία –
«τσιµέντο» µιας κοινωνίας, ο Γκράµσι θέτει µε έναν πρωτότυπο τρόπο το βασικό
πρόβληµα των σχέσεων ανάµεσα στην κυρίαρχη ιδεολογία και την ενότητα ενός
κοινωνικού σχηµατισµού»154. Η ταύτιση της ιδεολογίας µε την λειτουργία της ως
«κοινωνικού τσιµέντου» για την δικαιολόγηση της σταθερότητας µιας κοινωνίας έχει
δεχθεί σθεναρές επικρίσεις από την σύγχρονη κοινωνική θεωρία155.

152
στο ίδιο, σελ. 12 κ.ε.
153
βλ. «Hegemony and Ideology in Gramsci» στο Mouffe, Chantal (ed), ό.π., σελ. 184.
154
Πουλαντζάς, Νίκος Α., ό.π. σελ. 30.
155
Όπως σηµειώνει ο J. Thompson: « Συχνά έχει επισηµανθεί ότι η ιδεολογία λειτουργεί σαν ένα είδος
‘κοινωνικού τσιµέντου’... ∆εν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι συγκεκριµένες αξίες ή πεποιθήσεις
είναι κοινά αποδεκτές από όλα ( ή τουλάχιστον τα περισσότερα) µέλη των σύγχρονων βιοµηχανικών
κοινωνιών. Αντιθέτως, φαίνεται πιο πιθανό οι κοινωνίες µας, ως ‘σταθερές’ κοινωνικές δοµές, να
σταθεροποιούνται από τον παράγοντα της ανοµοιοµορφίας µεταξύ των αξιών και των πεποιθήσεων και

75
Η κοσµοθεώρηση που έχουν τα άτοµα εκφράζεται αφαιρετικά (όπως π.χ. στην
φιλοσοφία) ή µε πιο απλούς τρόπους όπως π.χ. µε την κοινή λογική (“common
sense”),156 η οποία, αν και θεωρείται η φιλοσοφία ενός απλού ανθρώπου, συµπυκνώνει
ουσιαστικά τις πιο «υψηλές» φιλοσοφίες. Είναι µε άλλα λόγια, οι διάφοροι τρόποι µε
τους οποίους αντιλαµβανόµαστε τον κόσµο, οι κοσµοθεωρίες µας που ποτέ δεν
αποτελούνται από µεµονωµένα γεγονότα αλλά προέρχονται από τα βιώµατα µιας
κοινής ζωής και ονοµατίζονται στον Gramsci ως «οργανικές ιδεολογίες». Αυτές οι
ιδεολογίες είναι που οργανώνουν τις µάζες και µέσα από αυτές τα άτοµα αποκτούν
συνείδηση. Οι ιδεολογίες, ως εποικοδοµήµατα για τον Ιταλό θεωρητικό δεν µπορούν
να αποσπαστούν από την οικονοµική βάση πάνω στην οποία γεννιούνται και
εδράζονται. ∆εν έχουν, όµως, µόνο οικονοµική βάση. Ο Gramsci δεν ασπάζεται,
τουλάχιστον όχι απόλυτα, τον οικονοµικό ντετερµινισµό της µαρξικής σκέψης. Η
ιδεολογία, έχει υλική βάση ύπαρξης και υλοποιείται από πρακτικές αλλά δεν
εξαντλείται σε αυτές. Οργανώνεται από την πράξη αλλά παράλληλα την οργανώνει
κιόλας. Είναι επίσης το «πεδίο» όπου τα άτοµα αποκτούν συνείδηση αλλά και
συνεισφέρουν το δικό τους υλικό στην διαµόρφωση της ιδεολογίας. Η
υποκειµενικότητα, δηλαδή, έχει την δική της συµβολή στην όλη διαδικασία, ή όπως
πολύ εύστοχα συνοψίζει η C. Mouffe «ο ρόλος της υποκειµενικότητας είναι η εισβολή
της ατοµικής συνείδησης στην ιστορία»157.
Στην διαδικασία συγκρότησης του υποκειµένου σηµαντικό ρόλο έχει η λεγόµενη
«ηγεµονική αρχή», όπως την αποκαλεί, ο Gramsci, που συνενώνει όλα τα ιδεολογικά
στοιχεία από διάφορες πηγές στο όνοµα της κυρίαρχης τάξης και αναλαµβάνει τον
ρόλο να αρθρώσει όλα αυτά τα στοιχεία σε µια οργανική ενότητα. « Οι ιδέες και οι
γνώµες δεν γεννιούνται αυτόµατα στο µυαλό κάθε ανθρώπου. Έχουν ένα κέντρο
διαµόρφωσης, ακτινοβολίας, διάδοσης, πειθούς – ένα σύνολο ανθρώπων, ή ακόµη κι
έναν µοναδικό άνθρωπο ο οποίος τις ανέπτυξε και τις παρουσίασε στη πολιτική µορφή

τον πολλαπλασιασµό των αντιθέσεων µεταξύ ατόµων και οµάδων», Thompson, J. B., Studies in the
Theory of Ideology, ό.π. σελ. 5.
156
Όπως εξηγούν οι Hoare, Quintin, & Geoffrey Nowell Smith, για την σηµασιολογία αυτού του όρου
στον Gramsci: «Αυτός ο όρος χρησιµοποιήθηκε από τον Gramsci για να δηλώσει τον µη- κριτικό και
ευρέως ασυνείδητο τρόπο πρόσληψης και κατανόησης του κόσµου που έχει γίνει «κοινός» σε όλες τις
ιστορικές περιόδους», ό.π., σελ. 322.
157
βλ. «Hegemony and Ideology in Gramsci» στο Mouffe, Chantal (ed), ό.π., σελ. 186.

76
της παρούσης πραγµατικότητας» 158. Ο Gramsci προσάπτει στις ιδεολογικές πρακτικές
τόσο υλικό όσο και θεσµικό χαρακτήρα και δίνει ιδιαίτερη έµφαση στον ρόλο των
διανοουµένων στην διαδικασία διαµόρφωσης και διατήρηση ή µη µιας ιδεολογίας.
Ο Gramsci είναι ο προάγγελος µιας νέας στροφής-τάσης στις µαρξιστικές
προσεγγίσεις, η οποία δεν αρνείται την σπουδαιότητα του οικονοµικού-ταξικού
παράγοντα και των δοµών στην διαµόρφωση των ατοµικών συνειδήσεων και
αντιλήψεων, προσδοκά όµως να υπογραµµίσει και τον καίριο ρόλο του υποκειµενικού
παράγοντα η δυναµική του οποίου µπορεί να είναι ανεξέλεγκτη και εξίσου
ανατρεπτική. Ο Althusser είναι ο κύριος εκπρόσωπος αυτού ρεύµατος.

2.1.3 Η συµβολή του Althusser


Εκκινώντας από την ταξική υπέρβαση του Gramsci, ο L. Althusser, προσπαθώντας,
επίσης, να αποφύγει την µονόπλευρη προσέγγιση της κλασσικής µαρξιστικής θεωρίας
σχετικά µε την παραγωγή και τον αποκλειστικά οικονοµικό χαρακτήρα των
κοινωνικών σχέσεων, επαναοριοθετεί, µε τον δικό του τρόπο, την έννοια της
ιδεολογίας, προσδίδοντάς της υπεριστορικότητα και δοµική σταθερότητα159: «Αν
αιώνιο σηµαίνει µη υπερβατικό σε σχέση µε κάθε (έγχρονη) ιστορία, αλλά πανταχού
παρόν, υπεριστορικό, άρα αµετάλλακτο µορφικά σε όλη την έκταση της ιστορίας, τότε
θα επαναλάβω κατά γράµµα την έκφραση του Φρόιντ και θα γράψω. Η ιδεολογία είναι
αιώνια όπως ακριβώς και το ασυνείδητο»160. Παρόµοια είναι και η άποψη του
P.Anderson ο οποίος εξηγεί: «Η υπεριστορική θέση της ιδεολογίας, ως ασύνειδου
φορέα της βιωµένης εµπειρίας, σηµαίνει, ότι, ακόµα και σε αταξική κοινωνία, το
σύστηµα λαθών και παραπλανήσεων θα µπορούσε να επιζήσει για να δώσει µια ζωτική
ενότητα στην ίδια την κοµµουνιστική κοινωνική δοµή. Γιατί και αυτή η δοµή θα είναι
αόρατη και αδιαπέραστη για τους ανθρώπους που βρίσκονται µέσα της»161. Από αυτήν
την θέση διαφαίνεται ότι βασικό χαρακτηριστικό γνώρισµα της ιδεολογίας είναι η
«αόρατη», µη συνειδητή λειτουργία της για τα υποκείµενα. Γι αυτό και το πρώτο βήµα

158
βλ. Hoare, Quintin, & Nowell Smith, Geoffrey, ό.π. σελ. 192 κ.ε.
159
« Η ιδεολογία δεν έχει ιστορία γιατί είναι - όπως και το ασυνείδητο - αµετάβλητη στην δοµή και τη
λειτουργία της στις ανθρώπινες κοινωνίες» βλ. Anderson, Perry, ό.π. σελ. 139.
160
βλ. Althusser, Luis, Θέσεις (1964-1975), εκδ.Θεµέλιο, δ΄έκδοση, Αθήνα 1983, σελ. 99.
161
Anderson, Perry, ό.π. σελ. 141.

77
για την ανάλυση κάποιας ιδεολογίας είναι η αναγνώριση, πρώτα, του περιεχοµένου
της.
Η καινοτοµία του Αlthusser αφορά στην εισαγωγή του µηχανισµού της
«αναγνώρισης» ή «έγκλησης» («interpellation»), µια διαδικασία από την οποία
αναδύεται η σηµασία της υποκειµενικότητας. Η ιδεολογία για τον Althusser είναι
ατελής γνώση (σε αντίθεση µε την επιστήµη που είναι πλήρης γνώση) και δεν είναι
απλώς παραγωγή ιδεών. Είναι «παραγωγή υποκειµένων», φανταστικών τα οποία
διαµορφώνονται από την λειτουργία του «µηχανισµού» «υποκειµενικότητα + υποταγή»
(subjectivity+ subjection). Σε αυτό το στάδιο αναδεικνύεται η σηµασία του
υποκειµένου και ο «διαπλαστικός» του ρόλος στην συγκρότηση ιδεολογίας162. Τα
άτοµα είναι «κοµιστές» των δοµών και µεταµορφώνονται από την επαφή τους µε την
ιδεολογία σε υποκείµενα µέσω της διαδικασίας της αναγνώρισης (ή έγκλησης) που
συναρτάται µε την καθηµερινή πρακτική. Αυτή η διαδικασία πλαισιώνεται και
µορφοποιείται από τις ρηµατικές πρακτικές (“discursive practices”). Όπως ο ίδιος
χαρακτηριστικά περιγράφει: «Η ιδεολογία αναπαριστά την φαντασιακή σχέση του
ατόµου µε τις πραγµατικές συνθήκες ύπαρξής του»163.
Το πρώτο σηµαντικό στοιχείο που απορρέει από αυτήν την διαδικασία είναι, κατά
την γνώµη µας, η χρήση του λόγου ως µέσου εκφοράς και εξωτερίκευσης αλλά και
εσωτερίκευσης ιδεολογικών παραµέτρων. ∆εν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η θέση του
Althusser έχει χαρακτηρισθεί ως «ρηµατική αντίληψη της ιδεολογίας» 164 αφού ο λόγος
δεν συνιστά µόνο τον µεταφορικό ιµάντα ιδεολογικών προκειµένων. ∆ιαµορφώνει,
παράλληλα, τις δικές του παραµέτρους. Η ιδεολογία εσωτερικοποιείται στο άτοµο
µέσω του λόγου και εξωτερικεύεται στο κοινωνικό περιβάλλον επίσης µέσω του λόγου.
Μία από τις λειτουργίες της ιδεολογίας είναι η δηµιουργία ενός συστήµατος
επεξηγήσεων και ερµηνειών το οποίο υπέχει την θέση ενός ευρύτερου πλαισίου, όπου

162
Ο Althusser εξηγεί: «∆εν υπάρχει ιδεολογία παρά µόνο δια του υποκειµένου και για τα υποκείµενα.
Εξηγούµαστε: δεν υπάρχει ιδεολογία παρά µόνο για τα συγκεκριµένα υποκείµενα, και αυτός ο
προσδιορισµός της ιδεολογίας γίνεται εφικτός δια του υποκειµένου, δηλαδή µέσω της κατηγορίας
υποκείµενο και της λειτουργίας του» και παρακάτω: « η κατηγορία του υποκειµένου είναι διαπλαστική
κάθε ιδεολογίας στο βαθµό που κάθε ιδεολογία έχει ως λειτουργία να ‘διαπλάθει’ να ‘µετατρέπει’
συγκεκριµένα άτοµα σε υποκείµενα», βλ. Althusser, Luis, ό.π., σελ. 107.
163
Η παραπάνω φράση αποτελεί την Πρώτη Θέση του L. Althusser για την ιδεολογία. Η ∆εύτερη Θέση
είναι: «Η ιδεολογία έχει υλική υπόσταση», βλ. στο ίδιο, σελ. 99, 102.
164
Purvis, T.,& Allan Hunt, “Discourse, Ideology, Discourse, Ideology, Discourse, Ideology...” στο The
British Journal of Sociology, vol. 44, no3 (Sep., 1993) σελ. 482.

78
λαµβάνει χώρα η κοινωνική αλληλόδραση. Ο λόγος και οι ρηµατικές πρακτικές µέσα
στις οποίες εντάσσεται αυτή η αλληλόδραση συγκροτούν το άτοµο και το τοποθετούν
µέσα σε ένα ιδεολογικό σύστηµα.
Το δεύτερο σηµαντικό στοιχείο απορρέει από το γεγονός ότι η αποτελεσµατική
λειτουργία της «έγκλησης» είναι συνάρτηση ενός διπλού µηχανισµού. Για να γίνουµε
πιο σαφείς, στο γνωστό παράδειγµα που αναφέρει ο Althusser µε τον αστυνοµικό που
απευθύνεται στον πεζό (“Hey you there…”),165 η διαδικασία της αναγνώρισης
µορφοποιείται ως εξής: Ο αστυνοµικός απευθύνεται στον πολίτη χρησιµοποιώντας
συγκεκριµένο λόγο αντανακλώντας σε αυτόν και εξασκώντας µε αυτόν, παράλληλα,
την νοµιµοποιηµένη εξουσία του. ∆εν αρκεί όµως αυτή η ενέργεια του αστυνοµικού
οργάνου για να παραχθεί η ιδεολογία από τα υποκείµενα. Χρειάζεται και η
«αναγνώριση» αυτής της εξουσίας από τον «κοµιστή» της, τον πολίτη που εγκαλείται.
Ο τελευταίος δεχόµενος την ρηµατική προσφώνηση, το κάλεσµα από τον εκφέροντα
τον λόγο, καταρχήν αναγνωρίζει την δοµή του λόγου που αυτός του απευθύνει
(επιλογή λέξεων, σύνταξη κλπ.), τον αποκωδικοποιεί αναλόγως (εδώ υπεισέρχεται η
κοµβική σηµασία των προκαθορισµένων πρακτικών πρόσληψης) και αναγνωρίζει εν
τέλει την εξουσία και κατ’ επέκτασιν την ιδεολογία που αυτός εκπροσωπεί.
Αναγνωρίζει κατ΄ αυτόν τον τρόπο ιδεολογικά και τον εαυτό του εφόσον
ανταποκρίνεται στο κάλεσµα. Μόνον όταν ολοκληρωθεί αυτός ο διπλός µηχανισµός
και από τις δύο πλευρές ολοκληρώνεται και η έννοια της «έγκλησης» στην οποία
παραπέµπει ο Althusser. Έτσι συγκροτούνται τα άτοµα ως υποκείµενα των ιδεολογιών
και αν το δούµε µακροπρόθεσµα έτσι εξασφαλίζεται και η πλήρης υποταγή τους στους
κοινωνικούς µηχανισµούς καταπίεσης, µέσω της αναγνώρισης και αποδοχής της θέσης
τους στην κοινωνία.
Ο Althusser, ακολουθώντας µια πιο ψυχολογική προσέγγιση και υιοθετώντας την
φροϋδική έννοια του ασυνειδήτου166, τοποθετεί την ιδεολογία σε µια ενδιάµεση
βαθµίδα ανάµεσα στο ασυνείδητο του ανθρώπου και στην σχέση του µε τον

165
βλ. Althusser, Louis, Lenin and Philosophy and Other Essays, New Left Books, London, 1971, σελ.
162 κ.ε.
166
Για τον Φρόιντ το ασυνείδητο είναι αιώνιο βλ και παραπάνω.

79
πραγµατικό κόσµο δίνοντας έµφαση στην «αυθόρµητη»-167 υποκειµενική θεώρηση των
αντικειµενικών καταστάσεων από το άτοµο168. Η ιδεολογία είναι ο «διαµεσολαβητής»
στις αυθόρµητες εµπειρίες των ανθρώπων. Τελικά, η ιδεολογία, για τον Althusser, θα
λέγαµε ότι είναι µια «γενικευµένη» (όσον αφορά τις πρακτικές διαµόρφωσής της) αλλά
κατά τα άλλα «προσωπική» (υποκειµενική) βιωµατική εµπειρία. Η υποκειµενικότητα,
ωστόσο, δεν εξασφαλίζει στα άτοµα την πολυπόθητη ελευθερία επιλογών, αφού και
αυτή προκαθορίζεται από τις υπάρχουσες κοινωνικές δοµές, οι οποίες, ως επί το
πλείστον, είναι ακατάληπτες και αόρατες.
Αναλύοντας την πολύπλοκη διαδικασία επεξεργασίας της ιδεολογίας αλλά και
διάδοσής της συµπλέκονται πολλοί παράγοντες (όπως π.χ. οι διανοούµενοι). Το επίσης
σηµαντικό έργο της διάδοσης της ιδεολογίας επιτελούν οι «ιδεολογικοί µηχανισµοί του
κράτους» (“ideological state apparatuses”) όπως π.χ. η ιδεολογία, τα σχολεία, η
αρχιτεκτονική, τα ΜΜΕ κλπ169. Αναµφίβολα τα ΜΜΕ στην σηµερινή εποχή έχουν
υπερκεράσει τον ρόλο των υπόλοιπων ιδεολογικών µηχανισµών.
Ακολουθώντας τα βήµατα του Althusser, ο Γάλλος θεωρητικός M. Pêcheux, o
οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα µε τον πολιτικό λόγο170, προσπαθεί να αναλύσει τον
πολιτικό λόγο µέσα από την σύζευξή του µε την φιλοσοφία του ιστορικού υλισµού
δίνοντας έµφαση στην σηµασία των ρηµατικών πρακτικών και την ταξική προέλευση
των τελευταίων. Ο Pêcheux, πιστεύει στην υλιστική θεώρηση και αυτών ακόµη των
ρηµατικών πρακτικών και διατυπώνει δύο προτάσεις για την ιδεολογία:

167
Ας έχουµε υπόψη µας ωστόσο ότι ο βαθµός αυθορµητισµού διαστέλλεται ή περιορίζεται αντίστοιχα
από την ήδη υφιστάµενη εξάρτηση και ενσωµάτωση του υποκειµένου µε τις υπάρχουσες κοινωνικές
δοµές. Είναι, δηλαδή, σε ένα βαθµό, µέγεθος ετεροκαθοριζόµενο.
168
«Για τον Althusser η ιδεολογία είναι µια σειρά από µυθικές ή απατηλές παραστάσεις της
πραγµατικότητας, που εκφράζουν την φαντασιακή σχέση των ανθρώπων µε τις πραγµατικές συνθήκες
ζωής τους, και είναι σύµφυτες µε την άµεση εµπειρία τους: έτσι η ιδεολογία είναι περισσότερο ένα
ασύνειδο σύστηµα προσδιορισµών παρά µια µορφή συνείδησης, όπως συνήθως θεωρείται. Η µονιµότητα
της ιδεολογίας ως βιωµένου µέσου εξαπάτησης, είναι µε τη σειρά της, αναγκαία συνέπεια της
κοινωνικής της λειτουργίας, να συνδέει τους ανθρώπους µεταξύ τους στην κοινωνία, προσαρµόζοντάς
τους στις αντικειµενικές θέσεις που τους προσφέρει ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής», βλ. πιο αναλυτικά
στο Anderson, Perry, ό.π., σελ. 139-140.
169
Για πιο αναλυτικά βλ. Mouffe, Chantal , ό.π., σελ. 187.
170
Να σηµειώσουµε διευκρινιστικά ότι ο Pêcheux όταν αναφέρεται στον πολιτικό λόγο του δίνει
αποκλειστικά ταξική χροιά. «Όλες οι ρηµατικές πρακτικές εγγράφονται σε µια ιδεολογική ταξική
σχέση», όπου οι ρηµατικές πρακτικές είναι αυτές που µετασχηµατίζουν το κοινό υλικό της γλώσσας σε
λόγο, βλ. πιο αναλυτικά Pêcheux, Michel, Language, Semantics and Ideology. Stating the Obvious,
(transl. by Harbans Nagpal), Macmillan Press Ltd., Londοn 1982, σελ. 55-60.

80
α. ∆εν υπάρχει πρακτική εκτός από αυτήν που προέρχεται και εντάσσεται σε µια
Ιδεολογία.
β. ∆εν υπάρχει Ιδεολογία εκτός από αυτήν που παράγεται από υποκείµενα και για
τα υποκείµενα171.
Όπως ο ίδιος επισηµαίνει «όπου χρησιµοποιείται ο όρος Ιδεολογία στον ενικό
αριθµό υπάρχει ‘θεωρητική’ αναγκαιότητα για την ταυτόχρονη αναφορά στην έννοια
του υποκειµένου»172. Ο Pêcheux, αναφέρεται στην διαδικασία της «έγκλησης» του
Althusser προσφέροντας τις δικές του προεκτάσεις, που κινούνται περισσότερο στον
χώρο του δοµικού Μαρξισµού και της γλωσσολογίας. Το στοιχείο που καθορίζει
αποφασιστικά την «επιτυχία» της διαδικασίας της «έγκλησης» του υποκειµένου είναι η
αναγνώριση του υποκειµένου µέσω της ρηµατικής διαµόρφωσης η οποία κυριαρχεί σε
αυτό. Ο Pêcheux, «στρέφει» το βάρος της προσοχής του πρώτα στην αναγνώριση που
λαµβάνει χώρα ως διαλογική διαδικασία στο ίδιο το άτοµο σε µια πρόκληση µε τον ίδιο
του τον εαυτό. Για να γίνει πιο κατανοητή η άποψή του πρέπει να διευκρινίσουµε ότι η
«επιτυχής» αναγνώριση εξαρτάται από τον βαθµό ταυτοποίησης του υποκειµένου µε τα
ενδογλωσσικά στοιχεία («interdiscourse elements») που ήδη ενυπάρχουν σαν
προδιαµορφωµένη δοµή173. Η συνάντηση των ενδογλωσσικών στοιχείων που είναι ήδη
διαµορφωµένα µε τον εσωτερικό λόγο των ατόµων, η συνάντηση δηλαδή δύο
ρηµατικών σχηµατισµών είναι αυτή που έχει τον καθοριστικό ρόλο στην αναγνώριση
του υποκειµένου στην διαδικασία της έγκλησης. Όταν δηλαδή, κάποιος µας προσφωνεί
µε έναν χαρακτηρισµό και εµείς απαντάµε «Εγώ» σηµαίνει ότι τα ενδογλωσσικά
στοιχεία που ενυπάρχουν στην ρηµατική πρακτική του καλούντος συµφωνούν µε τα
δικά µας. Το αποτέλεσµα είναι η θετική ανταπόκριση στον χαρακτηρισµό µε τον οποίο
έγινε η «έγκλισή» µας. Το αποτέλεσµα της «θετικής ανταπόκρισης» ο Pêcheux το
ονοµάζει «µαρτυρία (απόδειξη) του ατόµου («evidentness of the subject»). Αυτή είναι
η αλληλουχία που ακολουθείται για την παραγωγή νοήµατος, την συγκρότηση του
λόγου και το σµίλευµα της ταυτότητάς µας174. «Το άτοµο παράγεται ως το αποτέλεσµα
του εαυτού του» κατά την διαδικασία παραγωγής του λόγου που διεξάγεται «υπό την

171
στο ίδιο. σελ. 102.
172
στο ίδιο, σελ. 102.
173
στο ίδιο, σελ. 114 κ.ε.
174
στο ίδιο, σελ. 103 κ.ε.

81
επιρροή των ενδογλωσσικών στοιχείων».175 Το υποκείµενο πάντα βρίσκει το εαυτό του
µέσα σε έναν συγκεκριµένο ιδεολογικό σχηµατισµό.
Ο Pêcheux, αναγνωρίζει τον υποκειµενικό παράγοντα στην ιδεολογία ως απόλυτα
συµβατό και απαραίτητο για την διαµόρφωσή της. Η βασική µέριµνά του όµως, όπως ο
ίδιος ισχυρίζεται σε πολλά σηµεία του έργου του, είναι πρωτίστως η θεµελίωση µίας
υλιστικής θεωρίας του λόγου στενά συνδεδεµένης µε τις ταξικές της προκείµενες.

2.2. Άλλες προσεγγίσεις


2.2.1 Η «Λακανική» προσέγγιση του Žižek
Στο µεταίχµιο των µεταµαρξιστικών προσεγγίσεων, ακολουθώντας την θεωρία του
Lacan176 και τα «εργαλεία» της ψυχανάλυσης, βρίσκεται ο S. Žižek που εκπροσωπεί
την Σλοβένικη Λακανική Σχολή. Ο Žižek αντιτίθεται στην άποψη ότι η θεωρία του
Lacan εµπίπτει στον µεταδοµισµό και ο ίδιος την κατατάσσει στον ορθολογισµό
(ρασιοναλισµό).
Ο Žižek αρχίζει να ξετυλίγει το νήµα της ανάλυσής του για την ιδεολογία µε την
φράση από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ: «∆εν το ξέρουν αλλά το κάνουν»177.
«∆ιαβάζοντας» κριτικά αυτήν την φράση, φθάνει να την διατυπώσει διαφορετικά στο
τέλος της ανάλυσής του ακολουθώντας µια εντυπωσιακή, κατά την γνώµη µας,
διαδροµή.
Καταρχήν, ο Σλοβένος θεωρητικός, εκκινεί από την διαπίστωση ότι σε αυτήν την
φράση υποβόσκει µια ερµηνεία της ιδεολογίας υπό τους όρους ενός είδους
«συστατικής αφέλειας», όπως την χαρακτηρίζει, η οποία παραγνωρίζει τις
προϋποθέσεις της πραγµατικής της κατάστασης και δηµιουργεί την απόκλιση µεταξύ
της αποκαλούµενης κοινωνικής πραγµατικότητας και της διαστρεβλωµένης
αναπαράστασης που υπάρχει στην συνείδηση µας. Ο Žižek θεωρεί ότι αυτή η
«αφελής» συνείδηση, επειδή ακριβώς λειτουργεί µε αυτόν τον τρόπο, µπορεί να
175
στο ίδιο σελ. 187.
176
Για την λακανική αντίληψη της ιδεολογίας ο Žižek αναφέρει: «Στην λακανική προσέγγιση η
ιδεολογία αναδεικνύει µια ολότητα η οποία εξαλείφει τα ίχνη του ανέφικτου που ή ίδια εµπεριέχει»,
Žižek, Slavoj, The Sublime Object of Ideology, (8th ed.), Verso editions, London, New York 1999,
σελ.49.
177
« Sie wissen das nicht, aber sie tun es» ή «They do not know it, but they are doing it», αναφέρεται στο
ίδιο, σελ. 28.

82
εγγραφεί σε µια κριτική, όπως την χαρακτηρίζει, διαδικασία, που στόχο θα έχει να την
οδηγήσει (την «αφελή ιδεολογική συνείδηση») στο επίπεδο όπου µπορεί πλέον να
αναγνωρίσει τις πραγµατικές της καταστάσεις, την κοινωνική πραγµατικότητα που η
ίδια διαστρεβλώνει και τελικά, µέσα από αυτήν την πράξη να αναιρεθεί από µόνη
της178. Αυτό που έχει σηµασία, δηλώνει, δεν είναι µόνο να βλέπεις τα πράγµατα όπως
πραγµατικά έχουν, το κρίσιµο είναι να καταλάβεις ότι η πραγµατικότητα η ίδια δεν
µπορεί να αναπαραχθεί χωρίς αυτήν την αποκαλούµενη ιδεολογική µυστικοποίηση
(“ideological mystification”). «Η µάσκα δεν κρύβει απλώς την πραγµατική κατάσταση
των πραγµάτων. Η ιδεολογική παραµόρφωση είναι εγγεγραµµένη σε αυτήν την ίδια
την ύπαρξή τους» 179.
Για την λακανική θεωρία εξάλλου, ο λόγος είναι κατεξοχήν όχηµα σηµασιολογικής
πλάνης αφού η γλώσσα δεν είναι φτιαγµένη για να καταδηλώνει τα πράγµατα. «Αυτή η
απάτη», ισχυρίζεται ο Lacan «είναι δοµικό στοιχείο της ανθρώπινης γλώσσας, και υπό
µία έννοια, πάνω της θεµελιώνεται η επικύρωση κάθε αλήθειας»180. Ο πολιτικός λόγος,
λοιπόν, ως κατεξοχήν ιδεολογικός, εγείρει πλείστους όσους προβληµατισµούς όσον
αφορά την σχέση σηµαίνοντος –σηµαινόµενου αλλά και την «αλήθεια» των
συλλογισµών που εκφράζει, κατά την λακανική έννοια της αλήθειας πάντα. Τελικά «η
αλήθεια ξεπροβάλλει από την πλάνη» για τον Lacan181 και γι’ αυτό ιδιαίτερη σηµασία
πρέπει να δίνεται όχι µόνο στο επιφανειακό περιεχόµενο του λόγου αλλά στις
βαθύτερες, «πραγµατικές» αιτίες της «οµιλούσας πράξης»182.

178
στο ίδιο., σελ. 28 κ.ε.
179
στο ίδιο, σελ. 28.
180
Αναφέρεται στο Dethy, Michel, Εισαγωγή στην ψυχανάλυση του Λακάν, (µτφρ. Νάσια Ποταµιάνου),
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ. 172.
181
Ο Lacan εξηγεί επ’ αυτού: «Όταν κατανοείτε αυτό που εκφράζεται δια των σηµείων της γλώσσας,
αυτό συµβαίνει πάντα, τελικά, χάρη σε ένα φως που σας έρχεται έξω από τα σηµεία – είτε από µια
εσωτερική αλήθεια που σας επιτρέπει να αναγνωρίσετε αυτό που µεταφέρεται δια των σηµείων, είτε από
την παρουσία ενός αντικειµένου που συσχετίζεται µε τρόπο επαναλαµβανόµενο και επίµονο, µε ένα
σηµείο. Ιδού η προοπτική ανεστραµµένη. Η αλήθεια βρίσκεται έξω από τα σηµεία, αλλού»,
παραπέµπεται στο ίδιο, σελ. 173.
182
Όπως χαρακτηριστικά αναλύει ο Θ. Λίποβατς: «Για να αναλύσει κανείς ένα λόγο, πρέπει να τον δει
ως ένα σύνολο σηµαινόντων. Αυτό σηµαίνει ότι ο λόγος πρέπει να διαβασθεί ενάντια στις εµφανείς
προθέσεις του συγγραφέα ή του δρώντος υποκειµένου, που πάντα παράγει καταρχήν ένα ‘λείο’,
συνεκτικό και λογικοφανή λόγο. Ένας τέτοιος λόγος που τα λέει ‘όλα’, δεν είναι πια ένας ‘επιθυµών’
λόγος γιατί κάθε έλλειψη και ∆ιαφορά µέσα σ’ αυτόν τείνουν να εξαφανισθούν. Αυτό συµβαίνει σε
πολιτικούς, επιστηµονικούς, καθηµερινούς λόγους. Η ανάλυση του λόγου αρχίζει µε το ‘σπάσιµο’ του
λογικοποιηµένου λόγου, δηλαδή µε το ψάξιµο και την εύρεση των παραδόξων, αντινοµικών στοιχείων
που είναι κρυµµένα µέσα σ’ αυτόν τον λόγο και τον οργανώνουν ασυνείδητα», βλ. στο Ψυχανάλυση-
Φιλοσοφία-Πολιτική Κουλτούρα. ∆ιαπλεκόµενα Κείµενα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1996, σελ. 54 κ.ε.

83
Στην περαιτέρω ανάλυσή του και για να καταλήξει στο επιθυµητό συµπέρασµα ο
Žižek χρησιµοποιεί δύό έννοιες κλειδιά. Την έννοια του «κυνισµού»183, όπως την
αντιλαµβάνεται ο γερµανός Sloterdijk στο έργο του «Critique of Cynical Reason»184,
και τον «καταναλωτικό φετιχισµό» ή τον φετιχισµό του προϊόντος (“commodity
fetishism”), όπως αναλύεται στον Μαρξ. Η πρώτη κινείται στο επίπεδο της
καθηµερινής συµπεριφοράς των ατόµων, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στην συνειδητή
αντιµετώπιση της πραγµατικότητας µέσα από ένα πολύ συγκεκριµένο πρίσµα.
Ο Žižek αναρωτιέται, αρχικά, εάν αυτή η έννοια της «ψευδούς συνείδησης», έτσι
όπως διατυπώνεται από την µαρξική σκέψη, έχει εφαρµογή και σήµερα. Σε αυτό το
σηµείο δανείζεται την διαπίστωση του Sloterdijk ότι ο βασικός τρόπος λειτουργίας της
ιδεολογίας, σήµερα είναι «κυνικός» και καθιστά την προηγούµενη κριτική διαδικασία
στην οποία αναφερθήκαµε, κενή αν όχι αδύνατη. Και εξηγεί: «το κυνικό υποκείµενο
έχει επίγνωση της απόστασης µεταξύ της ιδεολογικής µάσκας και της κοινωνικής
πραγµατικότητας, αλλά εξακολουθεί να επιµένει πάνω σε αυτήν την µάσκα»185. Ο
κυνικός Λόγος, λοιπόν, δεν είναι αφελής αλλά αποτελεί το παράδοξο µιας
«πεφωτισµένης ψευδούς συνείδησης» («enlightened false consciousness»). Υπό το φως
αυτών των παρατηρήσεων του Sloterdijk, η ρήση του Μαρξ διατυπώνεται πλέον
διαφορετικά: «Γνωρίζουν πολύ καλά τί κάνουν, αλλά εξακολουθούν να το κάνουν».
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η άποψη του Adorno. Όπως, µάλιστα, αναφέρει
ο θεωρητικός της Σχολής της Φραγκφούρτης, η ιδεολογία δεν είναι µόνο µία
κατασκευή που ισχυρίζεται ότι είναι αλήθεια. ∆εν αποτελεί δηλαδή, απλά ένα ψέµα
αλλά ένα ψέµα που βιώνεται ως αλήθεια, ένα ψέµα που απαιτεί να εκλαµβάνεται
σοβαρά.
Προχωρώντας στην ανάλυσή του ο Žižek, προσπαθεί να εντοπίσει τον «χώρο»
αυτής της ιδεολογικής ψευδαίσθησης. Βρίσκεται σε αυτό που γνωρίζουν ότι κάνουν τα
άτοµα, δηλαδή, στο γνωστικό επίπεδο, ή πρέπει να την τοποθετήσουµε στο «πράττειν»
σε αυτό που πραγµατικά κάνουν; Για να απαντήσει στο ερώτηµα αυτό ο Žižek
183
Η έννοια του κυνισµού στον Sloterdijk είναι διαφορετική από την παραδοσιακή του σηµασία, όπως
υπογραµµίζει ο Žižek. «Ο κυνισµός αναπαριστά την λαϊκή, την απόρριψη από τους πληβείους της
επίσηµης κουλτούρας, χρησιµοποιώντας τα µέσα της ειρωνείας και του σαρκασµού», Žižek, Slavoj, ό.π,
σελ. 29.
184
Sloterdijk, Peter, Kritik der zynischen Vernunft, Frankfurt, 1983 (translated as Critique of Cynical
Reason, London 1988).
185
Žižek, Slavoj, ό.π. σελ. 28.

84
χρησιµοποιεί την έννοια του φετιχισµού του εµπορεύµατος και της πραγµοποίησης
(«Verdinglichung», «Reification», «Reifikation») του Μαρξ και περιγράφει την στάση
του σύγχρονου ανθρώπου ως προς το χρήµα και την θέση του στις κοινωνικές
συναλλαγές. Τα άτοµα, εξηγεί, γνωρίζουν πολύ καλά τί ακριβώς αντιπροσωπεύει το
χρήµα και ποιες είναι οι κοινωνικές σχέσεις που κρύβονται πίσω από αυτό ακόµα και
την πραγµοποίηση που έχουν υποστεί. Πράττουν όµως, διαφορετικά ανάγοντας το
χρήµα στην έννοια του πλούτου και της ευηµερίας καθεαυτής. Σε αυτήν την πράξη
οδηγούνται από την φετιχιστική τους ψευδαίσθηση. Ο Žižek ολοκληρώνει τον
συλλογισµό του ως εξής: « Η ψευδαίσθηση δεν είναι στον χώρο της γνώσης, βρίσκεται
ήδη στον χώρο της πραγµατικότητας, εκεί που οι άνθρωποι ενεργούν. Αυτό που δεν
γνωρίζουν είναι ότι η ίδια η πραγµατικότητα, η πράξη, καθοδηγείται από την
ψευδαίσθηση, από µια φετιχιστική αναστροφή. Αυτό που παραβλέπουν, αυτό που δεν
αναγνωρίζουν ορθά είναι ότι δεν είναι η πραγµατικότητα αλλά η ψευδαίσθηση που
δοµεί την πραγµατικότητά τους και την αληθινή κοινωνική τους δράση.... Η
ψευδαίσθηση είναι λοιπόν διπλή. Από την µία παραβλέπουν την ψευδαίσθηση που
δοµεί αυτό που λέµε αληθινό, την πραγµατική σχέση µε την πραγµατικότητα. Και αυτή
η παράβλεψη, η ασυνείδητη ψευδαίσθηση µπορεί να ονοµαστεί ‘ιδεολογική
φαντασία’»186.
Με αυτό το συµπέρασµα, τοποθετώντας την ιδεολογία στο επίπεδο του «πράττειν»,
ο Žižek φαίνεται να µην αποφεύγει τις υλικές της διαστάσεις αλλά τις αντιµετωπίζει µε
έναν ιδιόµορφο τρόπο. Η επικρατούσα ιδεολογία είναι αυτή του κυνισµού. Οι
άνθρωποι έχουν γνώση της αληθινής πραγµατικότητας αλλά εξακολουθούν να
λειτουργούν κοινωνικά σαν να µην γνωρίζουν. Η ιδεολογία για την λακανική σχολή
είναι µια ασυνείδητη φαντασία η οποία δοµεί την κοινωνική πραγµατικότητα 187.

186
στο ίδιο, σελ. 32 κ.ε.
187
Για να κατανοήσουµε καλύτερα τις θέσεις του Žižek αναφερόµαστε ενδεικτικά στην θέση του Lacan
για το Πραγµατικό (Real) έτσι όπως την διατυπώνει ο Žižek: «Ο µόνος τρόπος µε τον οποίο µπορούµε
να προσεγγίσουµε τον σκληρό πυρήνα του πραγµατικού είναι το όνειρο». Και παρακάτω «στην
καθηµερινή µας, ζώσα (wakening) πραγµατικότητα δεν είµαστε τίποτα άλλο παρά η συνείδηση αυτού
του ονείρου», βλ. Žižek, Slavoj, ό.π. σελ.47. Σχετική είναι και η αντίληψη του Κορνήλιου Καστοριάδη
που αναφέρεται στην έννοια της «κοινωνικής φαντασίωσης». Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι η
φαντασίωση είναι αυτή που καθιστά δυνατή οποιαδήποτε σχέση µεταξύ του αντικειµένου και του
ειδώλου του. Είναι η δηµιουργία εκ του µηδενός σχηµάτων και µορφών χωρίς τις οποίες δεν θα
µπορούσε να υπάρχει καµία αντανάκλαση. Για µια συνοπτική θεώρηση και κριτική των απόψεων του Κ.
Καστοριάδη βλ. Thompson, J.B., Studies in the theory of ideology, ό.π. σελ. 16-24.

85
2.2.2. Η µεταδοµική προσέγγιση του Foucault
Ο µεταδοµισµός, µαχόµενος σταθερά προσεγγίσεις που εγκλωβίζουν σε ολιστικά
σχήµατα την κοινωνική πράξη και τις δυνατότητες του υποκειµένου, προκάλεσε
εµµέσως πλην σαφώς την µαρξιστική θεωρία και τις αντιλήψεις σχετικά µε την
υπερδοµή αλλά και τον ασφυκτικό εναγκαλισµό τις ιδεολογίας µε την «πάλη των
τάξεων». Ο Foucault αποδέχεται τον «πολεµικό» χαρακτήρα της ιδεολογίας αλλά δεν
θεωρεί ότι ανάγεται αποκλειστικά στην ταξική πάλη. Η ιδεολογία είναι µια πολιτική
διαµάχη. Σε αυτήν την διαµάχη οι οµάδες σύγκρουσης, θα ισχυριζόµασταν, ότι είναι οι
διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις όσον αφορά την ερµηνεία της πραγµατικότητας.
Για τον Foucault, η έννοια του ψευδούς ή τους αληθούς δεν είναι αυτό που έχει
σηµασία. Αυτό που είναι κρίσιµο είναι να δεχθούµε ότι υπάρχουν «διαφορετικές
ιδεολογικές αναγνώσεις των γεγονότων και των πρακτικών»188. Επίσης σηµαντικό
είναι να ερευνήσουµε πώς ιστορικά η εντύπωση (το αποτέλεσµα) της αλήθειας
παράγεται µέσα από τους λόγους οι οποίοι επίσης δεν είναι ούτε σωστοί ούτε λάθος189.
Με άλλα λόγια η αλήθεια είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισµένο µέγεθος γι
αυτό και αυτή καθεαυτή ως µετρήσιµο µέγεθος δεν είναι πρωτεύουσας σηµασίας, αφού
το περιεχόµενό της είναι ρευστό και ευµετάβλητο. Σηµασία έχουν οι δοµές µέσα από
τις οποίες διοχετεύεται στην κοινωνία και «βαφτίζουν» έτσι κάποιες αντιλήψεις
αληθινές ή όχι190. Υπό αυτήν την έννοια ο Foucault φαίνεται να χρωµατίζει την
αλήθεια µε αξιολογικό χαρακτήρα αποδεχόµενος ότι αυτή πραγµατώνεται και
εξωτερικεύεται ως σύστηµα αξιών µέσα από τον λόγους από τους οποίους
εκφέρεται191. Όπως αναλύει χαρακτηριστικά: «Μέσα στα όριά του κάθε κλάδος
σκέψης αναγνωρίζει αληθινές και ψεύτικες προτάσεις αλλά αποπέµπει έξω από τα
περιθώριά του µιαν ολόκληρη τερατολογία της γνώσης. Ο έξω από κάποια επιστήµη

188
Βλ. Πλειός, Γ., ό.π., σελ. 180.
189
Για τον Foucault όλα τα αντικείµενα είναι το προϊόντα γλωσσικών πρακτικών και η ύπαρξή τους
εξαντλείται από την συγκεκριµένη γλωσσική αναπαράστασή τους. Βλ. Foucault, M., Η αρχαιολογία της
γνώσης, ό.π.
190
« Η αλήθεια δεν είναι έξω από την εξουσία ή κάτι που υστερεί σε εξουσία αλλά ένα αντικείµενο σε
αυτόν το κόσµο που είναι εσωτερικά συνδεδεµένο µε την λογική της εξουσίας και της κυριαρχίας»,
Howarth, David, “An Archaeology of Political Discourse? Evaluating Michel Foucault’s Explanation and
Critique of Ideology”, Political Studies, vol. 50, issue 1, March 2002, σελ. 125.
191
Ο D. Howarth συνοψίζει για τον Foucault: « ... οι λόγοι κατανοούνται στενά ως συστήµατα
δηλώσεων (θέσεων) τα οποία πραγµατοποιούν αυτά καθαυτά τα αντικείµενα που εµφανίζονται να
περιγράφουν και τα επεξηγούν συµπεριλαµβάνοντας και τους θεσµικούς και κοινωνικούς όρους του
πραγµατοποιήσιµου (εφικτού)», ό.π. σελ. 120.

86
χώρος είναι περισσότερο και λιγότερο κατοικηµένος από ό,τι πιστεύουµε: υπάρχει
βέβαια η άµεση εµπειρία, τα φαντασιακά θέµατα που ανανεώνουν κι υποβαστάζουν
πεποιθήσεις δίχως µνήµη. Αλλά ενδεχόµενα δεν υπάρχουν λάθη µε την στενή έννοια
του όρου, γιατί το λάθος δεν µπορεί να γεννηθεί και να γίνει αποδεκτό παρά µόνο στο
εσωτερικό µιας ορισµένης πρακτικής.... Με λίγα λόγια για να µπορέσει µια πρόταση να
καταταχθεί µέσα στο σύνολο ενός κλάδου γνώσης είναι υποχρεωµένη να απαντά σε
περίπλοκές κι ογκώδεις απαιτήσεις. Πριν καν µπορέσει να κριθεί σαν αληθινή ή
ψεύτική πρέπει να βρίσκεται, όπως θα έλεγε ο M. Canguilhem, «µέσα στο αληθινό»192.
Η «αρχαιολογία» του Foucault, δίνει ιδιαίτερο προβάδισµα στις «ρηµατικές
πρακτικές», οι οποίες ρυθµίζουν τις σχέσεις των ρηµατικών πεδίων και καθορίζουν το
τελικό νόηµα των προτάσεων193. Η επιστήµη και η ιδεολογία συνυπάρχουν στην ίδια
διαδικασία ρηµατικής µορφοποίησης και, κατά συνέπεια, η επιστήµη µπορεί να έχει
και ιδεολογικό χαρακτήρα 194. Ως εκ τούτου η διάκριση επιστήµης και ιδεολογίας, που
πρεσβεύει η µαρξική σκέψη, δεν ανταποκρίνεται για τον Foucault στην
πραγµατικότητα.

2.3. Η σχέση ιδεολογίας και (πολιτικού) λόγου


Η σχέση ιδεολογίας και πολιτικού λόγου απεικονίζεται ευρηµατικά στην φράση
του M. Pêcheux: «H συνεχής επιστροφή σε µια ενοχλητική ερώτηση αποδεικνύει ότι
‘κάτι υπάρχει από πίσω’ και µαρτυρεί ότι αυτή η ερώτηση δεν έχει ακόµη
απαντηθεί»195.

192
Foucault, M., Η τάξη του λόγου, (µτφρ.Μηνάς Χριστίδης), εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1971, σελ. 25.
193
Οι Ν. ∆εµερτζής και Θ. Λίποβατς γράφουν για τον Foucault: «... είναι ασφαλέστερο να πούµε ότι για
τον Foucault Λόγος είναι µια ολότητα οργανωµένη από κανόνες και συµβάσεις βάσει των οποίων
παράγεται νόηµα. Η ολότητα αυτή αποτελείται από επιµέρους µονάδες τις οποίες ο Foucault ονοµάζει
‘προτάσεις/αποφάνσεις’ (enonce) ή και αλυσίδες νοηµάτων. Οι προτάσεις/αποφάνσεις ή και οι αλυσίδες
των σηµείων συγκροτούν ένα ‘ρηµατικό σχηµατισµό’ ή ένα ‘ρηµατικό πεδίο’ (discursive formation) ο
οποίος ορίζει και το εκάστοτε νόηµα. Ωστόσο, το νόηµα αυτό δεν προηγείται του ρηµατικού
σχηµατισµού. Συγκροτείται µέσα από αυτό που ο Foucault ονοµάζει ‘ρηµατικές πρακτικές’, οι οποίες
είναι ανώνυµοι ιστορικοί κανόνες που προσδιορίζουν µια ενότητα στην σχέση τους. Οι ρηµατικές
πρακτικές δεν υφίστανται ως προσχεδιασµένες επιλογές αλλά ως διασπορά κανονικοτήτων οι οποίες
οργανώνονται σε επιµέρους πεδία. (ιατρική, φιλολογία, εγκληµατολογία, νοµολογία κλπ.)», ό.π., σελ. 73.
194
Κάθετα αντίθετη είναι η άποψη του δοµικού µαρξισµού που πρεσβεύει ο Ν. Πουλαντζάς: « Η δοµή
του ιδεολογικού λόγου και η δοµή του επιστηµονικού λόγου είναι βασικά διαφορετικές», ό.π. σελ. 40.
195
Pêcheux, Michel, ό.π., σελ. 55.

87
Όπως διαφαίνεται από την ανάλυση που προηγήθηκε οποιαδήποτε προσέγγιση
σχετικά µε την ιδεολογία ορίζεται, κατά µείζονα λόγο, στο πεδίο των ρηµατικών
πρακτικών, στο κατεξοχήν πεδίο συγκρότησης του λόγου. Προσεγγίσεις, λιγότερο
δοµικές, όπως οι µαρξικές και οι µεταµαρξιστικές, παρουσιάζουν ένα πρόσωπο ακόµη
πιο κοινωνικά διευρυµένο. Ο Bell για παράδειγµα, υποστηρίζει ότι η ιδεολογία
ενυπάρχει σε κάθε µορφή κοινωνικών προβληµάτων και διαφορών196. H σύνδεση
ιδεολογίας και οριοθετηµένης (χρονικά ή ιστορικά) κοινωνίας µας επιτρέπει να
προβούµε σε οριοθετήσεις πιο συγκεκριµένες και λιγότερο αφηρηµένες. Πιο
συγκεκριµένα: Η κοινωνία αντιµετωπίζεται πάντα ως αντικείµενο µελέτης ιστορικά
προσδιορισµένο, αφού η γνώση των ιστορικών συνθηκών µέσα στις οποίες εντάσσεται
είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιστηµονική ανάλυση των κοινωνικών
φαινοµένων. Η κοινωνία και οι δοµές της µεταλλάσσονται µε την πάροδο του χρόνου.
Κάποιες µπορεί να διατηρούνται αναλλοίωτες αλλά και σε αυτήν την περίπτωση
«εναρµονίζονται» µε τις συνθήκες που κάθε φορά ισχύουν. Αν, λοιπόν, θεωρήσουµε
ότι η ιδεολογία συνδέεται µε την αντιπαλότητα των κοινωνικών οµάδων ή ενυπάρχει,
όπως δέχεται ο Bell «σε κάθε µορφή κοινωνικών προβληµάτων και διαφορών»197, τότε
εµµέσως αποδεχόµαστε την ιστορικότητα που είναι σύστοιχη µε την έννοια της
ιδεολογίας αφού η εν λόγω αντιπαλότητα µεταβάλλεται, µορφοποιείται και λειτουργεί
ως προς το περιεχόµενό της και τη δοµή της όπως και οι κοινωνικές οµάδες που
αποτελούν τα υποκείµενά της. Όπως ήδη σηµειώθηκε, η προαποδοχή αυτή δεν
σηµαίνει ότι παραγνωρίζεται η ύπαρξη σταθερών σηµείων αναφοράς σε κοινωνίες
ιστορικά διαφοροποιηµένες, κυρίως όσον αφορά στην κάθετη δοµή τους (κοινωνικές
τάξεις, πολιτική εξουσία). Ενδεχόµενες οµοιότητες σε αυτό το επίπεδο λειτουργούν ως
πυξίδες προσανατολισµού της κοινωνικής έρευνας που οφείλει να καταγράψει τον
«αναπαλλοτρίωτο» χαρακτήρα κάποιων κοινωνικών δοµών και σχέσεων. Ο παραπάνω
συσχετισµός µεταξύ ιδεολογίας και κοινωνίας, όπως γίνεται κατανοητό, δεν επιχειρεί
να αµφισβητήσει «σταθερές αξίες» στην κοινωνιολογική σκέψη, όπως η ύπαρξη
δοµών198. Αρνείται, όµως το γνώρισµα της υπεριστορικότητας που της απένειµε ο

196
Βλ. αναλυτικά στο Bell, D. The Cultural Contradictions of Capitalism, Basic Books, New York 1978.
197
Συνοπτικά για τις απόψεις του Bell βλ. Πλειός, Γ., ό.π., σελ. 151.
198
«Η κοινωνική δοµή αποτελεί µια από τις κεντρικές έννοιες της κοινωνιολογίας», παρατηρεί ο T. B.
Bottomore όρος που, όπως υποστηρίζει, δεν απαλλάχθηκε ποτέ από τις εννοιολογικές του ασάφειες.

88
Althusser. Aυτό που προσδοκά είναι να αναδείξει τον ιστορικό χαρακτήρα του
περιεχοµένου της ιδεολογίας και να το αναλύσει ως κοινωνικό «µέγεθος» λαµβάνοντας
υπόψη τις εξαιρετικά πολύπλοκες διαδικασίες που συντελούνται στην διαµόρφωση
οποιουδήποτε κοινωνικού «προϊόντος». Η παραπάνω «κυκλική» συλλογιστική
αποδεικνύει µε ασφάλεια την αυθαίρετη, ίσως, σκέψη που διατυπώθηκε στην αρχή της
ανάλυσή µας, την ένταξη, δηλαδή, της ιδεολογίας στο ίδιο πεδίο που εντάχθηκε στο
προηγούµενο κεφάλαιο και ο λόγος. Αυτό που αποµένει είναι να αναζητήσουµε το πως
οριοθετείται η σχέση αυτών των δύο εννοιών.
Μια τέτοια προσπάθεια οριοθέτησης επιχειρεί ο Lefort ο οποίος σκιαγραφεί το
τρίγωνο ιδεολογία –λόγος- «ιστορική κοινωνία» µε έναν ιδιαίτερο τρόπο. Για τον
Lefort υπάρχει µία και µοναδική σχέση ανάµεσα στην ιδεολογία και την «ιστορική
κοινωνία»: « η ιδεολογία είναι η σύνδεση µεταξύ των αναπαραστάσεων που έχουν την
λειτουργία της επαν-ίδρυσης της µη ιστορικής διάστασης της κοινωνίας µέσα στην
καρδιά της ιστορικής κοινωνίας»199. Ο Lefort ορίζει την ιδεολογία ως ένα δεύτερο
επίπεδο (κοινωνικού) λόγου ο οποίος ακολουθεί τις κατευθύνσεις του ήδη
θεσµοποιηµένου κοινωνικού λόγου και επιχειρεί να καλύψει τις εγγενείς
(κοινωνικές)διακρίσεις που ο τελευταίος έχει χωρίς όµως να αντιπαραθέτει ή να
γοητεύει µε την επίκληση ενός άλλου κόσµου. Μια τέτοια επίκληση θα δηµιουργούσε
επικίνδυνους τριγµούς στα θεµέλια της καθεστηκυίας δοµής. Λόγος και ιδεολογία,
λοιπόν, επιβαίνουν στο ίδιο «κοινωνικό όχηµα». Μόνο που η τελευταία προσδοκά να
συγκαλύψει τις αντινοµίες που χαρακτηρίζουν τον πρώτο.
Μια γόνιµη απάντηση σε αυτό το ερώτηµα µας δίνουν οι T. Purvis και A. Hunt:
«Αν ο ‘λόγος’ και η ‘ιδεολογία’ εµφανίζονται αµφότερες στο γενικό πλαίσιο της
θεωρίας της κοινωνικής πράξης που µεσολαβείται από τις επικοινωνιακές πρακτικές,
τότε ο ‘λόγος’ εστιάζεται πάνω στα ‘εσωτερικά’ χαρακτηριστικά αυτών των πρακτικών
και συγκεκριµένα στις γλωσσολογικές και σηµειωτικές τους διαστάσεις. Από την άλλη
πλευρά, η ‘ιδεολογία’ προσανατολίζεται στις εξωτερικές όψεις, εστιάζοντας στον

Τελικά καταλήγει στον ορισµό ότι «κοινωνική δοµή είναι το σύµπλεγµα των κυριότερων θεσµών και
οµάδων της κοινωνίας», διευκρινίζοντας, ωστόσο ότι άλλη είναι η έννοια της δοµής και άλλη της
οργάνωσης. Με την ανάλυση των δοµών µιας κοινωνίας ασχολήθηκε το ρεύµα του δοµισµού, που
επικεντρώνει την προσοχή του σε καθολικά υπερχρονικά στοιχεία, βλ. Bottomore, T.B., Κοινωνιολογία,
Κεντρικά προβλήµατα και βασική βιβλιογραφία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2001, σελ. 149-154 και 86-87.
199
Αναφέρεται στο Thompson, L.B., Studies in the Theory of Ideology, ό.π., σελ. 26.

89
τρόπο µε τον οποίο η βιωµατική εµπειρία συνδέεται µε τις έννοιες του ενδιαφέροντος
και της θέσης οι οποίες είναι, καταρχήν, διαχωρίσιµες από την βιωµατική εµπειρία» 200.
Αυτή η άποψη προκρίνει την λογική ότι η διαµόρφωση του λόγου προηγείται της
ιδεολογίας αφού η τελευταία έρχεται να εξωτερικεύσει τις διαδικασίες της σκέψης, της
κατανόησης και της ήδη εσωτερικευµένης εµπειρίας. Η ιδεολογία ως συνειδησιακή
κατάσταση µορφοποιεί τα ενδιαφέροντα και συµφέροντα του ατόµου στο πεδίο µιας
κοινωνικής αντιπαράθεσης αφού όπως υποστηρίζουν παρακάτω οι δύο συγγραφείς: «...
η ιδεολογία αποκαλύπτει µια καθοδήγηση µε την έννοια ότι η ιδεολογία πάντα
λειτουργεί προς όφελος κάποιων και µε ζηµία κάποιων άλλων»201.
Οι απόψεις των Purvis και Hunt αρχίζουν να διαγράφουν και να χρωµατίζουν την
λέξη ιδεολογία µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η πρώτη διαπίστωση προκύπτει
άµεσα από τις πρώτες κιόλας σκέψεις που µπορεί να κάνει κάποιος πάνω στις θεωρίες
που επιχειρούν να αναλύσουν τον όρο. Οι ιδεολογίες και, εν προκειµένω, οι πολιτικές
ιδεολογίες, είναι χώρος όπου κυριαρχεί η λογική της σύγκρουσης ή τουλάχιστον των
αντιπαραθέσεων. Είναι το ιδεατό, τουλάχιστον, πεδίο όπου συναντώνται και παίρνουν
σάρκα και οστά διάφορα συµφέροντα και διαφέροντα. Αυτός ο χώρος συγκροτείται και
µε όρους πραγµατικούς, όταν οι ιδεολογίες «εξωτερικεύονται». Η διαδικασία
εξωτερίκευσης και µορφοποίησης των ενδότερων νοητικών διεργασιών του ατόµου
είναι η απόληξη µιας προηγούµενης διαδικασίας που λαµβάνει χώρα στην συνείδηση
(ή στο υποσυνείδητο µε βάση τις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις) κάθε ανθρώπου και
συγκροτεί τον «λόγο».
Ενδιαφέρον εµφανίζει σε αυτό το σηµείο η προσέγγιση που ακολουθεί η σχολή της
«Κριτικής Ανάλυσης του Λόγου» (“Critical Discourse Analysis” ή CDA)202 η οποία
προσπαθεί να συγκεράσει το γνωσιολογικό παράγοντα («cognition») µε το κοινωνικό
(«social») σε µια αρµονική ισορροπία αποδίδοντας την ίδια σπουδαιότητα και στα δύο.
Η συγκρότηση µιας αναλυτικής θεωρίας για την ιδεολογία, όπως την αποκαλεί ο Van
Dijk, στηρίζεται στην ανάλυση της φόρµουλας, ή του τριγώνου σχήµατος λόγος-
γνώση-κοινωνία (“discourse-cognition-society”). Η ανάλυση των επιµέρους στοιχείων
αυτού του τριγώνου επιχειρεί να ανασκευάσει µέρος της Κριτικής Θεωρίας που έχει ως

200
Purvis, T.& Allan Hunt, ό.π., σελ. 476.
201
στο ίδιο, σελ. 178.
202
Κύριοι εκπρόσωποι της σχολής είναι οι N. Fairclough, Teun A. Van Dijk και R. Wodak.

90
αφετηρία της την Σχολή της Φραγκφούρτης αλλά και το έργο άλλων θεωρητικών
µετέπειτα. Στην εν λόγω προσέγγιση, η προσοχή του µελετητή εστιάζεται στην
ανάλυση κειµένων (προφορικών η γραπτών), του κοινωνικού πλαισίου, των σχέσεων
εξουσίας, των κοινωνικών αναπαραστάσεων και του ρόλο του κοινωνικού υποκειµένου
κατά την διαδικασία πρόσληψης της κοινωνικής γνώσης. Σηµαντικό είναι επίσης ότι
στην συγκεκριµένη προσέγγιση δεν αγνοείται η ισχυρή επίδραση προκαθορισµένων
κοινωνικών δοµών αλλά επιχειρείται µια πιο κριτική επισκόπηση των σύγχρονων όρων
λειτουργίας τους και «ενσωµάτωσής» τους στα άτοµα 203.
Η προσπάθεια κατανόησης της διαδικασίας διαµόρφωσης του υποκειµένου από την
ιδεολογία και αντίστροφα φαίνεται «καταδικασµένη» να ακολουθεί µια κυκλική πορεία
σκέψης όπου δύσκολα εντοπίζεται το σηµείο εκκίνησής της γι’ αυτό και πρέπει να
ορισθεί εξαρχής. Η διαδικασία συγκρότησης του λόγου, λοιπόν, δεν συµβαίνει στο
κενό, όπως έχουµε ήδη παρατηρήσει. Είναι “δεσµευµένη” και σε έναν βαθµό
προκαθορισµένη κοινωνικά και εξαρτάται από τις πρακτικές παραγωγής και
πρόσληψης του λόγου. O Foucault γράφει σχετικά: «Υποθέτω ότι σε κάθε κοινωνία η
παραγωγή του λόγου ελέγχεται, επιλέγεται, οργανώνεται και αναδιανέµεται
ταυτόχρονα από ένα ορισµένο αριθµό διαδικασιών που έχουν σαν ρόλο να αποτρέψουν
τις εξουσίες και τους κινδύνους, να κυριαρχήσουν πάνω στο τυχαίο, να αποφύγουν τη
βαριά, την τροµερή υλικότητα»204. Οι προαναφερόµενες πρακτικές κατά ένα ποσοστό
χαρακτηρίζονται επίσης από γνωρίσµατα που προσιδιάζουν και εντάσσονται εν µέρει
στην θεωρία των υπερδοµών. Οι Ν. ∆εµερτζής και Θ. Λίποβατς, αναζητώντας και
αυτοί το σηµείο εκκίνησης, παρατηρούν: «Τα υποκείµενα δεν παράγουν τον Λόγο,
αλλά κατέχουν θέσης εντός της δοµής του Λόγου. ... Το υποκείµενο δεν µιλά την
γλώσσα αλλά η γλώσσα µιλά το υποκείµενο... Η σχέση Λόγου και ιδεολογίας, στην
καλύτερη των περιπτώσεων καθίσταται σχέση γενικού προς ειδικό. Άλλες φορές, όµως,
οι δύο έννοιες ταυτίζονται»205. Μία ακόµη οµολογία για την «πρωτοκαθεδρία» του
λόγου.

203
Για την συγκεκριµένη προσέγγιση βλ..Van Dijk, Teun A., Ideology: Α multidisciplinary approach,
Sage Publications, London, Thousand Oaks, New Delhi 1998.
204
Foucault, M., Η τάξη του λόγου, ό.π., σελ, 7.
205
∆εµερτζής, Ν. & Θ. Λίποβατς, ό.π. σελ. 72 κ.ε.

91
Καταλήγουµε, λοιπόν, σε µια διαλεκτική σχέση όπου αρχικά µέρος της ιδεολογίας
προκαθορίζεται από τις υφιστάµενες κοινωνικές δοµές αλλά αποκτά το τελικό της
περιεχόµενο από την συνδιαλλαγή της µε τα υποκείµενα όταν πλέον περιέλθει στην
σφαίρα της πρόσληψής τους από αυτά, του βιώµατος. Γιατί «η ανταπόκριση στις
ιδεολογίες είναι προσωπική, η βάση τους όµως είναι κοινωνική»206. Ο µεταφορικός
ιµάντας αυτής της συνδιαλλαγής είναι ο «λόγος», ο οποίος µεταφέρει ως «∆ούρειος
Ίππος» και συµπυκνώνει παράλληλα τις κοινωνικές δοµές στις οποίες και ο ίδιος
υποτάσσεται. Οι «υποκειµενικότητες», όπως τις αποκαλεί οι St. Hall, «παράγονται»,
ως επί το πλείστον, ρηµατικά ή διαλογικά207. Ο λόγος, έτσι όπως διαµορφώνεται από
τις ρηµατικές πρακτικές αρθρώνει τα ενδιαφέροντα διαφόρων κοινωνικών οµάδων και
τάξεων οι οποίες ουσιαστικά συναρθρώνονται και υποστασιοποιούνται κοινωνικά από
τους «λόγους» που τις εκπροσωπούν. Γιατί ο λόγος, η γλώσσα που χρησιµοποιεί
κάποιος και ο τρόπος που την χρησιµοποιεί, «δεν περιέχει µονάχα λέξεις γραµµατικά
κενές από περιεχόµενο αλλά αποτελεί ένα σύνολο νοηµάτων και εννοιών, εµπεριέχει
µια υποτυπώδη αντίληψη για τον κόσµο ‘µια φιλοσοφία’»208.
«Οι ιδεολογίες δεν µπορούν να υπάρξουν χωρίς τον Λόγο. Φέρονται δια και από
τον Λόγο. Κατά µία έννοια, είναι ειδικές ιστορικές µορφές Λόγου»209. Λογικό
συµπέρασµα είναι ότι διαφορετικές ιδεολογίες µετέρχονται διαφορετικών λόγων. Αυτή
είναι η οριζόντια διάκριση. Μπορεί, όµως, να υπάρχει και κάθετη διάκριση, όταν µία
ιδεολογία χρησιµοποιεί διαφορετικό λόγο, ανάλογα µε το κοινό που προσδοκά να
προσελκύσει και τελικά να πείσει210. Συνεπώς οι ιδεολογίες ακολουθούν µορφολογικά

206
Brown, L.B., ό.π., σελ. 177.
207
Hall, St., «The centrality of culture: Notes on the cultural revolutions of our time», σελ. 220, στο
Thompson, Kenneth (ed), Media and cultural regulation, Sage Publications, London, Thousand Oaks,
Delhi 1997.
208
Τρικούκης, Μάκης, ό.π. σελ. 114.
209
∆εµερτζής, Ν. & Θ. Λίποβατς, ό.π. σελ. 74.
210
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του E. Laclau ο οποίος παραπέµπει στον Ν. Πουλαντζά και στην
προβληµατική του γύρω από τον φασιστικό λόγο, ως το κατεξοχήν πρότυπο ιδεολογικού λόγου: «Ο
φασισµός είχε έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο για κάθε κοινωνικό τµήµα.... Ο ρόλος της φασιστικής
ιδεολογίας ανάµεσα στις λαϊκές µάζες δεν ήταν καθόλου µια απλή επανάληψη του ίδιου λόγου µέσα από
τεχνικές προπαγάνδας, σε ατοµικευµένες και µη διαφοροποιηµένες µάζες. ... Το αντίθετο, αυτός ο ρόλος
είναι έτσι εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτές οι ιδεολογίες και οι λόγοι παρουσιάζονται µε έναν σηµαντικά
διαφοροποιηµένο τρόπο, και είναι ενσωµατωµένοι σε ποικίλους πολιτικο-ιδεολογικούς µηχανισµούς,
σύµφωνα µε τις διάφορες τάξεις, τις ταξικές µονάδες και τις κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες
απευθύνονται. Και είναι ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό που τις έδωσε την δυνατότητα να
αξιοποιήσουν (να εκµεταλλευθούν) αυτούς τους υλικούς όρους ύπαρξης των τάξεων και των µονάδων
τους», βλ. Laclau, Ernesto, ό.π. σελ. 95.

92
τους λόγους που τις εκφέρουν, τουτέστιν υιοθετούν και τις ανάλογες κατηγορίες,
υποκατηγορίες και είδη τους. Είναι εµφανές, εξάλλου ότι «κάθε συγκεκριµένη δοµή
ορισµένης µορφής του λόγου συνδέεται επιλεκτικά µε ορισµένες ιδεολογικές
αντιλήψεις. Γι αυτό δεν είναι τυχαίο που οι επιµέρους ιδεολογίες, κυρίως µέσα από τις
πολιτικές και άλλες πρακτικές των ατόµων που είναι φορείς τους, συχνά επιδεικνύουν
ιδιαίτερες προτιµήσεις (που συνοδεύονται από την προώθηση ορισµένων µορφών και
δοµών του λόγου, την παρώθηση των ατόµων προς αυτές ή την αποτροπή- βίαιη
πολλές φορές- από άλλες)» 211.
Ιστορικά, η ύπαρξη ή ακόµη και η εκ νέου συγκρότηση συγκεκριµένης ιδεολογίας
χρησιµοποιήθηκε ενίοτε ως εργαλείο στα χέρια των κρατούντων για να δικαιολογήσει
ή να συγκαλύψει «αδικαιολόγητες» πολιτικές και κινήµατα και να προσδώσει σε ιδέες
και απόψεις πολιτική ισχύ. H σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία έχει να επιδείξει πολλά
παραδείγµατα για του λόγου το αληθές. Στο πιο σηµαντικό παράδειγµα αλλά και στο
πιο «αιµατηρό», του ρατσισµού, αναφέρεται ο Ζήσης Παπαδηµητρίου, ο οποίος
συνδέει την φυλετική ιδέα, πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο παραδοσιακός ρατσισµός µε
την αποικιοκρατική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών212. Αναζητώντας τις απαρχές
της ιδεολογικής τεκµηρίωσης του φαινοµένου αναλύει: «Έτσι η έννοια της ‘φυλής’ και
η διαίρεση του ανθρωπίνου γένους σε ανώτερες και κατώτερες ‘φυλές’ εντάσσεται
πλήρως στην λογική της πολιτικής φιλοσοφίας του αστικού φιλελευθερισµού», και
συνεχίζει: «Στο βαθµό που δεν διέθετε πειστικά επιχειρήµατα για να δικαιολογήσει την
αποµάκρυνσή της από το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης (Ελευθερία, Ισότητα,
Αδελφοσύνη), η αστική τάξη ήταν εξαναγκασµένη να λειτουργήσει ιδεολογικά,
αναδεικνύοντας την έννοια της ‘φυλής’ σε υποκατάστατο της ανύπαρκτης αλληλεγγύης
µεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Χρησιµοποίησε δηλαδή την έννοια της
«φυλής» ως µηχανισµό χειραγώγησης των µαζών, καλλιεργώντας το ιδεολόγηµα της
κοινότητας συµφερόντων των λευκών απέναντι στους µη λευκούς, στους ‘Άλλους’.213
Στην ανάλυση της σχέσης εθνικισµού και ρατσισµού το συµπέρασµα είναι ξεκάθαρο:
«Αν και διαφέρουν µεταξύ τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα θεωρητικά προτάγµατα, ο

211
Πλειός, Γ., ό.π., σελ. 189.
212
Παπαδηµητρίου, Ζήσης ∆., Ο Ευρωπαϊκός Ρατσισµός. Εισαγωγή στο φυλετικό µίσος, εκδ. Ελληνικά
Γράµµατα, Αθήνα 2000, σελ. 101.
213
στο ίδιο, σελ.129.

93
ρατσισµός και ο εθνικισµός συναρθρώνονται στο επίπεδο της ιδεολογίας, στο βαθµό
που τα σύνορα µεταξύ τους είναι ιδιαίτερα ρευστά»214. Γιατί, θα µπορούσαµε να
συµπληρώσουµε, ότι ο εθνικισµός όσο και ο ρατσισµός ανήκουν στο αστερισµό των
ιδεολογιών για το «∆ιαφορετικό», το «Άλλο».
Η πολεµική σύρραξη στην οποία οδήγησε ο φυλετικός ρατσισµός δεν είναι πάντα ο
κανόνας. Οι ιδεολογικοί «λόγοι» που διαµορφώνονται µε αυτές τις πρακτικές παρέχουν
ένα υπαρκτό πεδίο συναγωνισµού που δεν τρέπεται κατ’ ανάγκη σε πεδίο σφοδρών
συγκρούσεων. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα και η δυνατότητα να δηµιουργηθούν νέες
συσσωµατώσεις, νέοι εναλλακτικοί «λόγοι» που υποσκελίζουν προηγούµενες
αντιθέσεις και κατεστηµένες καταστάσεις χωρίς να υποδαυλίζουν ανεξέλεγκτες
κοινωνικές αντιδράσεις και έριδες. Η εξήγηση στο παράδοξο αυτό φαινόµενο είναι
απλή. Το κύριο χαρακτηριστικό που εξέλαβε η σύγχρονη έννοια της ιδεολογίας είναι ο
αναίµακτος, καθησυχαστικός της χαρακτήρας. Οι σύγχρονες ιδεολογίες εµπλούτισαν
τον λόγο τους µε τέτοια στοιχεία πειθούς και εννοιολογικής αφαίρεσης που όχι µόνο
δεν προκαλούν συγκρούσεις αλλά, αντιθέτως «αποκοιµίζουν». Οι φορείς των
σύγχρονων ιδεολογιών αντιλήφθηκαν ότι είναι εύκολο να γκρεµίσεις οδοφράγµατα όχι
όµως και ιδεολογικές προκαταλήψεις και πεποιθήσεις. Γι αυτό ο πιο ασφαλής και
αποτελεσµατικός δρόµος που οδηγεί στην πολυπόθητη κοινωνική συναίνεση
(consensus) χρειάζεται µια διαδικασία αποσύνθεσης υφιστάµενων αντιλήψεων, που θα
προχωρά αργά, σταθερά, ανώδυνα. Η έλλειψη πόνου, όµως, και µάλιστα η απουσία
οποιασδήποτε προοπτικής εµφάνισής του είναι ένδειξη θανάτου. Ιδεολογικού θανάτου.
Το συµπέρασµα είναι ότι η εκφορά διαφορετικών λόγων µπορεί να µην έχει
πάντοτε δυναµική σύγκρουσης, δηλαδή «ιδεολογικό αποτέλεσµα» (µε την έννοια που
δεχθήκαµε, προηγουµένως ότι η ιδεολογία είναι πεδίο συγκρούσεων). Η εκφορά, όµως,
διαφορετικών λόγων και µάλιστα πολιτικών λόγων οδηγεί εξ ορισµού στην υποστήριξη
διαφορετικών ιδεολογιών. Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνει ο E. Balibar: «αν η
γλώσσα (σ.σ εδώ χρησιµοποιείται ως συνώνυµο του λόγου) είναι ‘αδιάφορη’ όσον
αφορά τον διαχωρισµό των τάξεων και την πάλη τους, αυτό δεν σηµαίνει ότι και οι
τάξεις είναι ‘αδιάφορες’ ως προς την γλώσσα»215.

214
στο ίδιο, σελ. 251.
215
βλ σχετική αναφορά στο Pêcheux, Michel, ό.π. σελ. 59.

94
Εν κατακλείδι η ιδεολογία είναι, κατά την γνώµη µας, µια διεπίπεδη, διφασική
διαδικασία που προσοµοιάζει αρκετά µε τον µηχανισµό «έγκλισης» του Althusser.
Όπως παρατηρούν οι Ν. ∆εµερτζής και Θ. Λίποβατς: « Είναι αλήθεια ότι η έγκληση
λειτουργεί κατά τρόπο µεθύστερο. Εγκαλούµενο από την ιδεολογία(ες) το υποκείµενο
φαντάζεται εκ των υστέρων ότι ήταν ανέκαθεν ‘προορισµένο’ να γίνει αυτό που τώρα
είναι, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για ένα συµβεβηκός µε τον χαρακτήρα της
τυχαιότητας το οποίο όµως η ιδεολογία το µετατρέπει σε τελεολογία»216. Η ιδεολογία,
ως πρώτη ύλη, είναι ένα «σύστηµα ιδεών» που µορφοποιείται τόσο εξω-συνειδησιακά
όσο και από την επαφή του µε τον υλικό κόσµο. Αυτό το σύστηµα ιδεών, πρωτογενώς,
έχει υποστεί την επεξεργασία θεωρητικών, φιλοσoφικών θέσεων και έχει ενσωµατώσει,
ενδεχοµένως, πραγµατικές καταστάσεις που υλοποιούσαν τον πυρήνα των δογµάτων
του (π.χ. µια επανάσταση). Το εν λόγω σύστηµα προσοµοιάζει αρκετά µε την έννοια
της «πρωταρχικής εµπειρίας» που χρησιµοποιεί ο Foucault217. «Τα πράγµατα
µουρµουρίζουν ήδη ένα νόηµα που η µιλιά µας δεν έχει παρά να το ζωντανέψει»218.
Από το σηµείο αυτό και µετέπειτα, για να αναχθεί αυτό το σύστηµα σε ιδεολογία, για
να «ζωντανέψει», πρέπει να τύχει και της ανάλογης αποδοχής αλλά και επεξεργασίας
των νοηµάτων του από τα άτοµα που φυσικά συγκροτούνται πάντα και ενεργούν στην
λογική µιας κοινωνίας. Η «ζύµωση» που θα προκύψει κάθε άλλο παρά απλή
διαδικασία είναι. Το προϊόν της ιδεολογίας που διαµορφώνεται τελικά είναι ένα
οργανωµένο λογικά, όχι απαραίτητα και ορθολογικά, σύστηµα ιδεών, πεποιθήσεων
ακόµη και προκαταλήψεων.
Στο πιο κρίσιµο στάδιο αυτής της «ζύµωσης» συναντούµε τις λεγόµενες µορφές
«απόκρισης» (όρος της ψυχολογίας) ή αντίδρασης του ατόµου σε αυτό το σύστηµα
ιδεών. Η ανάλυση αυτών των µορφών ως καθοριστικών παραµέτρων έχει απασχολήσει
πολλές ψυχολογικές µελέτες, ιδιαίτερα στον κλάδο της κοινωνικής ψυχολογίας. Έχει

216
∆εµερτζής, Ν. & Θ. Λίποβατς, ό.π. σελ. 115.
217
Γράφει ο Foucault: «...το θέµα της πρωταρχικής εµπειρίας, παίζει έναν ανάλογο ρόλο. Υποθέτει πως
στο επίπεδο µη-ύπαρξης εµπειρίας, πριν ακόµη να’ ναι δυνατό να γίνει αντιληπτή µέσα από την µορφή
ενός cogito, σηµασίες προηγούµενες κατά κάποιο τρόπο ήδη ειπωµένες, διατρέχανε τον κόσµο, τον
προτάσσανε τριγύρω µας και τον άνοιγαν µονοµιάς σε ένα είδος πρωτόγονης αναγνώρισης. Έτσι µια
πρώτη συνενοχή µας µε τον κόσµο θα στήριζε την δυνατότητά µας να µιλήσουµε γι’ αυτόν, σ’ αυτόν, να
τον ονοµάσουµε και να τον χαρακτηρίσουµε, να τον κρίνουµε και να τον αναγνωρίσουµε τελικά µες στη
µορφή της αλήθειας», H τάξη του λόγου, ό.π., σελ. 35.
218
στο ίδιο, σελ. 35.

95
αποδειχθεί, λοιπόν, ότι οι µορφές «απόκρισης» ή «ανταπόκρισης» του ατόµου
µορφοποιούνται σε έναν µεγάλο βαθµό από προηγούµενες εµπειρίες του ατόµου και
από θεσµοποιηµένες κοινωνικές στάσεις. Οι τελευταίες όµως ορίζουν και περιορίζουν
ταυτόχρονα την ίδια την κοινωνική πραγµατικότητα των ατόµων µιας συγκεκριµένης
κοινωνίας, γι αυτό δεν είναι διόλου απίθανο να οδηγούν, τελικά, σε παρόµοιες
«αποκρίσεις» ή αντιδράσεις219. Η πρόσληψη της ιδεολογίας µέσω του λόγου
δηµιουργεί αυτό που ο Van Dijk αποκαλεί (διαφορετικούς) «ιδεολογικούς τόπους»220.
Ο κόσµος διαιρείται σε ιδεολογικά στρατόπεδα. Η πρόσληψη ενός ιδεολογικού λόγου
από το υποκείµενο και η µετέπειτα στάση του απέναντι σε αυτόν ενέχει µιαν
διαδικασία επιλογής και διχοτόµησης.
Σχετικά µε την λειτουργία της «απόκρισης» αλλά και της πρόσληψης της
κοινωνικής πραγµατικότητας ευρύτερα, ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Γερµανού
θεωρητικού K. Mannheim ο οποίος συσχετίζει την πολιτική αντίληψη και σκέψη ενός
ατόµου µε τα ενδιαφέροντά του και την ψυχολογική του κατάσταση. Για τον
Μannheim η ιδεολογία είναι µία ατελής εικόνα της πραγµατικότητας όπου κάποιος
βλέπει µόνο τις πλευρές µιας πολιτικής κατάστασης που ταιριάζουν στις προθέσεις του
και τα ενδιαφέροντά του. Γι αυτό και η εικόνα που έχει δεν είναι ποτέ πλήρης και κατά
συνέπεια, ποτέ αντικειµενική221. Η άποψη του Mannheim µας εισάγει στην
προβληµατική του «ιδεολογικού σχετικισµού» ο οποίος αποκλείει οποιαδήποτε
καθαρότητα και αντικειµενικότητα στην πρόσληψη και συνεπώς στην αξιολόγηση
ιδεών και καταστάσεων. Ακόµη και αυτή η πρωτογενής πρόσληψη της
πραγµατικότητας περιορίζεται και παίρνει άλλη διάσταση ανάλογα µε το σηµείο που
επιλέγει κάποιος για να την αντικρίσει. Είναι, δηλαδή, αναπόφευκτα, επιλεκτική και
επιλογή σηµαίνει αξιολόγηση, απόρριψη ακόµη και άρνηση στοιχείων. Ο Mannheim
µας λέει ότι σηµαίνει και περιορισµένο οπτικό και αντιληπτικό πεδίο.
Συµπερασµατικά, οτιδήποτε αντικειµενικοποιούµε κατά την πρόσληψη της
πραγµατικότητας είναι υποκειµενικό, άρα ελλειπτικό. Ο διαχωρισµός της

219
βλ. για πιο αναλυτικά Brown, L.B., ό.π. , σελ. 15 κ.ε.
220
Αναφέρεται στο Πλειός, Γ., ό.π. σελ. 178 κ.ε.
221
Για τις απόψεις του Karl Mannheim βλ.Mannheim, Karl, Ideology and Utopia (transl. L. Worth and
E. Shils), New York: Harcourt Brace Jovanovitch and London: Routledge and Kegan Paul, Ltd., 1936.

96
αντικειµενικής πραγµατικότητας από την υποκειµενική της πρόσληψη από τα άτοµα
είναι επιβεβληµένος για την κατανόηση της έννοιας της ιδεολογίας 222.
Η ιδεολογία, συνοψίζοντας, είναι το αποτέλεσµα που προκύπτει από την
διαδικασία µεταγραφής ενός πρωτογενούς συστήµατος ιδεών σε ένα συγκεκριµένο
άτοµο, λαµβάνοντας υπόψη όλες τις παραµέτρους που παρεισφρύουν συνειδητά ή µη
σε αυτήν την «µεταγραφή». Ο βαθµός παρέµβασης αυτών των παραµέτρων, που είναι
κατά βάση κοινωνικές, σε συνδυασµό µε την ιδιοσυγκρασία κάθε ατόµου καθορίζει και
το τελικό αποτέλεσµα. Στην επεξεργασία αυτή οπωσδήποτε υπεισέρχεται θεµιτά ή όχι
και ο αξιολογικός παράγοντας, αφού όλες οι ιδέες (ή όλα τα συστήµατα ιδεών) δεν
γίνονται αποδεκτές από ένα άτοµο. Γεγονός είναι, πάντως, ότι η ιδεολογία είναι
ιστορικό προϊόν το οποίο επηρεάζεται από την συγκεκριµένη κοινωνία, αφού η
τελευταία καθορίζει τις πρακτικές της πρόσληψης από τα άτοµα. Εξάλλου, «από την
στιγµή που ούτε όλες οι κοινωνίες είναι µεταξύ τους ίδιες ούτε οι οµάδες-όπως κι αν
αυτές ορίζονται- που τις απαρτίζουν µπορούν να εξοµοιωθούν, εξυπακούεται πως η
έννοια της ιδεολογίας, είναι, εξ ορισµού, ιστορικά και κοινωνικά περιορισµένη, άρα
και προσδιορίσιµη. Για να έχει νόηµα η έννοια της ιδεολογίας, πρέπει να οριστεί ως
περατή- στο χρόνο, στο χώρο και τα εσωτερικά κοινωνικά της όρια»223. Η διαδικασία
«παραγωγής» της ιδεολογίας που έχουµε περιγράψει µπορεί να απεικονισθεί
σχηµατικά ως εξής:
Πρωτογενές σύστηµα ιδεών (ιδέες)

Κοινωνία (καθορισµός πρακτικών παραγωγής και πρόσληψης λόγου )

Άτοµο (πρόσληψη ιδεών µέσω του Λόγου+βιωµατική εµπειρία)

Ιδεολογία (διαµόρφωση τελικού περιεχοµένου)

Από αυτό το σχήµα και τους προηγούµενους συλλογισµούς καταλήγουµε στα


παρακάτω χρήσιµα συµπεράσµατα:

222
Λέκκας, Π., ό.π., σελ. 30.
223
στο ίδιο, σελ. 27 κ.ε.

97
1) Η ιδεολογία είναι διαδικασία ενσωµάτωσης πεποιθήσεων, αντιλήψεων και
γενικότερα ιδεών στο άτοµο. Είναι ο διάλογος του ατόµου µε την κοινωνικές
συνθήκες ύπαρξής του.
2) Αυτή η διαδικασία δεν λαµβάνει χώρα στο κενό. Είναι µια διαδικασία που
διαµεσολαβείται τόσο από κοινωνικές όσο και από υποκειµενικές (ατοµικές)
παραµέτρους. Με άλλους όρους, η ιδεολογία έχει τόσο υλιστικό όσο και
ψυχολογικό υπόβαθρο.
3) Οι ιδέες ως ήδη σχηµατοποιηµένο σύνολο µπορεί να χαρακτηρίζονται από µια
αοριστία και έλλειψη χρονικότητας (υπεριστορικότητα) αλλά όταν αρχίσουν να
µεταµορφώνονται σε ιδεολογία αναγκαστικά µετέρχονται της ιστορικότητας
µέσα στην οποία λαµβάνει χώρα η διαδικασία µεταµόρφωσης.
4) Οι ιδέες συνήθως σχηµατοποιούνται ή απεικονίζονται σε σύµβολα
«συµπυκνωτικά» που συγκροτούν τον βασικό πυρήνα της ιδεολογίας224.
«Φορέας» αλλά και µέσο εκφοράς αυτών των ιδεών είναι ο λόγος ως το
πρωτεύον µέσο έκφρασης, ανακύκλωσης αλλά και «συµπύκνωσης» ιδεών.
5) Η ιδεολογία, ως σύστηµα ιδεών, µπορεί να απεικονίζει τις υπάρχουσες
κοινωνικές δοµές αν όχι απόλυτα τουλάχιστον σε µεγάλο ποσοστό, µπορεί,
όµως και ως αποτέλεσµα κριτικής επεξεργασίας των υφιστάµενων κοινωνικών
δοµών αλλά και των διαφορετικών υποκειµενικών παραµέτρων που
παρεµβαίνουν κάθε φορά να στέκεται κριτικά ή ακόµη και ανατρεπτικά
απέναντί τους. Η πρώτη λειτουργία ανταποκρίνεται σε αυτό που αποκαλούµε
«κυρίαρχη ιδεολογία». ∆εν υπάρχει, όµως, µόνο η κυρίαρχη ιδεολογία.
Υπάρχουν και άλλες η δυναµική των οποίων είναι µέγεθος κοινωνικά
µετρήσιµο.
6) Η διαδικασία της «ζύµωσης» δεν είναι πάντα ορθολογική διαδικασία αλλά
πάντως φαίνεται να έχει αξιολογικό χαρακτήρα αφού υπόκειται σε µια ελάχιστη
δυνατότητα επιλογής. Για αυτόν τον λόγο εξάλλου υπάρχουν και διαφορετικές
ιδεολογικές τοποθετήσεις. Αν στην συγκρότηση της ιδεολογίας είχαν θέση µόνο
οι κοινωνικές (υπερ)δοµές τότε οι ιδεολογικές τοποθετήσεις θα ήταν για όλους

224
Για την σηµασία και την χρήση των συµπυκνωτικών συµβόλων βλ. επόµενο κεφάλαιο (τρίτο).

98
ίδιες. Άρα η βιωµατική πρόσληψη της ιδεολογίας από τα άτοµα είναι ο κύριος
παράγοντας διαφοροποίησης του τελικού της περιεχοµένου.
7) Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή που στην διαδικασία ενσωµάτωσής της στο
άτοµο, η συνάρτηση κοινωνικές δοµές και υποκειµενική προσέγγιση κλίνει
υπέρ των κοινωνικών δοµών. Οι κοινωνικές δοµές αντανακλούνται,
διατηρούνται και απεικονίζονται σε πλήθος κοινωνικών και πολιτικών θεσµών.
Ή όπως ίσως θα συµπλήρωνε ο Gramsci η κυρίαρχη ιδεολογία αντανακλάται
στην µη ορατή, µη αναγνωρίσιµη καθηµερινή µας στάση και άποψη απέναντι
στα πράγµατα.
8) Η ιδεολογία προάγει την συνεκτικότητα, είναι έννοια συνοχής. Τα στοιχεία και
τα δόγµατα που την αποτελούν έχουν µια (λογική) ενότητα.
9) Η υιοθέτηση συγκεκριµένης ιδεολογίας, δεν συνεπάγεται και συνέπεια ως προς
την πράξη, γιατί δεν είναι πάντα εµφανείς και σίγουρα όχι πάντα θεµιτές οι
επιδράσεις της στην πράξη. Πολλές φορές τα άτοµα επιδεικνύουν µια
εσωστρέφεια σε σχέση µε τις ιδεολογικές τους τοποθετήσεις για µια πλειάδα
λόγων όπως φόβος, απροθυµία, έλλειψη αυτοπεποίθησης κ.α. Είναι η γνωστή
διάσταση θεωρίας και πράξης που πολλές φορές οδηγεί στον διχασµό της
προσωπικότητας του ατόµου.
Ένας, λοιπόν, από τους θεσµούς ή από τους µηχανισµούς όπου η ιδεολογία
διαµορφώνεται και διαδίδεται και µάλιστα υπό την µορφή συµβολικών
αναπαραστάσεων, είναι τα ΜΜΕ. Τα ΜΜΕ είναι ο χώρος όπου συναντώνται οι
κυρίαρχες και µη ιδεολογίες και µορφοποιούνται λεκτικά µέσω του λόγου. Είναι ο
χώρος όπου συντελείται η αποκαλούµενη «ιδεολογική κοινωνικοποίηση»225 που έχει
σαν στόχο να εντάξει τα άτοµα σε έναν συγκεκριµένο τρόπο σκέψης. Όπως παρατηρεί
ο C. W. Mills: «Μεταξύ της συνείδησης και της ύπαρξης υπάρχουν οι επικοινωνίες οι
οποίες επηρεάζουν την συνείδηση που οι άνθρωποι έχουν για την ύπαρξή τους226.
Όσον αφορά στην πολιτική πραγµατικότητα που µας αφορά πιο συγκεκριµένα, τα
ΜΜΕ είναι οι διαµεσολαβητές του ιδεολογικού πολιτικού λόγου ανάµεσα στους

225
Όρος που χρησιµοποιεί ο Van Dijk, ό.π. σελ. 193. Η ιδεολογική κοινωνικοποίηση που επιτυγχάνεται
µέσα από τα ΜΜΕ έχει περιορίσει δραστικά την λειτουργία όλων των άλλων «παραδοσιακών»
παραγόντων κοινωνικοποίησης, όπως π.χ. το σχολείο, την οικογένεια, κλπ.
226
Mills, C.W., White Collar, Oxford University Press, New York, 1951, σελ. 333.

99
πρωταγωνιστές του (πολιτικούς) και τους δέκτες του (πολίτες). H διαµεσολάβηση που
«προσφέρουν», ωστόσο, δεν είναι και τόσο αθώα. Έχει προκαλέσει κριτικές και έριδες
και έχει δηµιουργήσει µια πλειάδα ερωτηµάτων τα οποία επιδέχονται πολλών
απαντήσεων και ερµηνειών. Το κύριο ερώτηµα που προκύπτει είναι κατά πόσο πλέον ο
πολιτικός λόγος εξακολουθεί να είναι ο χώρος ουσιαστικών αντιπαραθέσεων, µε άλλα
λόγια εάν έχει ακόµη ιδεολογική χροιά ή έχει θυσιαστεί και αυτή στον βωµό
επικοινωνιακών και άλλων συµφερόντων. Και αν είναι έτσι ποιο είναι το µερίδιο
ευθύνης των ΜΜΕ;

2.4. Τα ΜΜΕ ως ιδεολογική υπερδοµή

«Αν ο άνθρωπος αιωρείται στους ιστούς νοήµατος που ο ίδιος έχει υφάνει τότε τα µέσα
επικοινωνίας είναι οι αιώρες του σύγχρονου κόσµου και τα άτοµα αιωρούµενα σε αυτές παράγουν τους
ιστούς των νοηµάτων τους»227

Αν αποδεχθούµε ότι η πολιτική είναι χώρος ιδεολογικών συγκρούσεων απόρροια


των διαφορετικών συµφερόντων που εκπροσωπούνται και διεκδικούν, προκύπτει
πρόβληµα λογικό εάν µετά από µια γρήγορη µατιά παρατηρήσουµε ότι πολιτικά
πρόσωπα που προέρχονται από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους εκφέρουν
παρόµοιους πολιτικούς λόγους, φαινόµενο που εντοπίζεται σχετικά εύκολα στα ΜΜΕ.
Μπορούµε να υποθέσουµε ότι σε αυτή τη σύγκλιση µερίδιο «ευθύνης» φέρουν οι
επικοινωνιακοί κώδικες του µέσου, που είναι αναγκαστικά κοινοί για όλους τους
επικοινωνούς και φαίνεται ότι υπερισχύουν στην διαµόρφωση του λόγου
υπερκαλύπτοντας ακόµη και ετερόκλητες ιδεολογικές τοποθετήσεις. Η «διάβρωση»
των σκληρών ιδεολογιών και η θυσία της ιδεολογίας στην επικυριαρχία του µέσου δεν
είναι φαινόµενο τυχαίο ούτε συµπτωµατικό. Εδράζεται στην διαδικασία που στην
επικοινωνία αποκαλείται «επικοινωνιακή αποτελεσµατικότητα» του µηνύµατος που
µεταδίδεται. Εκ πρώτης όψεως αυτή η πρώτη εξήγηση φαίνεται λογική αν και ασαφής.
Πώς ορίζεται όµως η «επικοινωνιακή αποτελεσµατικότητα»; Ποιες είναι οι ενδείξεις

227
Clifford Geertz αναφέρεται στο John B. Thompson, Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, ό.π, σελ.
30.

100
που επιτρέπουν τα πολιτικά επιτελεία να ορίσουν την επικοινωνία ενός πολιτικού
λόγου ως αποτελεσµατική άρα και επιτυχή;
Καταρχήν, είτε χρησιµοποιώντας όρους επικοινωνιακούς είτε όχι, ο πολιτικός
λόγος ως ιδεολογικός έχει να επιτελέσει συγκεκριµένες λειτουργίες. Οποιοδήποτε
ιδεολογικός λόγος, είτε µεταδίδεται από τα ΜΜΕ είτε όχι, έχει σε πρώτο επίπεδο ως
απώτερο στόχο να πείσει. Σε δεύτερο επίπεδο προσδοκά να συγκινήσει, να
παρακινήσει, να ταυτίσει τους δέκτες µε τις τοποθετήσεις που προβάλλει228. Εδώ
ακριβώς εδράζεται ένα µέρος του προβλήµατος των ΜΜΕ ως ιδεολογικών
µηχανισµών. ∆εν εξυπηρετούν το δεύτερο επίπεδο. Ή για να είµαστε πιο σαφείς και
ρεαλιστές το εξυπηρετούν µε διαφορετικό τρόπο. Το υποκαθιστούν µε την
παραπλάνηση αντί για την παρακίνηση. Ο ακροατής υποβάλλεται συνειδησιακά στην
αποδοχή κάποιων ενεργειών ή πράξεων τις οποίες µπορεί, πραγµατικά, και να µην
εγκρίνει. Η ακραιφνώς «πολιτική» έννοια της ιδεολογίας, ωστόσο, χρειάζεται τον
ενεργό ακροατή, τον πολίτη που πολύ συνειδητοποιηµένα θα ενεργήσει κατά έναν
συγκεκριµένο τρόπο για να υπηρετήσει τα ιδεολογικά του πιστεύω. Η έννοια της
πράξης (‘praxis’), στην οποία αναφέρεται ο Καστοριάδης, ως κύριο πεδίο της
πολιτικής έκφρασης και ως απόληξη µιας καθοδηγητικής θεωρίας-ιδεολογίας, δεν
φαίνεται δυνατόν να πραγµατωθεί µε τους σηµερινούς όρους229. Ο συνειδητοποιηµένος
ακροατής ή τηλεθεατής, δεν είναι αυτό που αποζητούν τα σύγχρονα µαζικά ΜΜΕ αλλά
αυτό που πασχίζουν να εξαλείψουν. Όπως, πολύ εύστοχα έχει επισηµανθεί για την
λειτουργία της ιδεολογίας στα σύγχρονα ΜΜΕ «η ιδεολογία γίνεται ο δρόµος µέσω
του οποίου εξαλείφεται η πάλη µάλλον παρά η ίδια η αρένα της πάλης»230.
Αυτή ακριβώς η «απουσία» του δέκτη και η αδρανοποίησή του κατά την λήψη των
µηνυµάτων που εκπέµπουν τα σύγχρονα ΜΜΕ είναι το αποτέλεσµα της λεγόµενης

228
Οι «λειτουργίες» της ιδεολογίας και του ιδεολογικού λόγου συνοψίζονται από τους Ν. ∆εµερτζή και
Θ.Λίποβατς σε τρία κυρίως σηµεία: α) Την δικαίωση/νοµιµοποίηση των εξουσιαστικών και κυριαρχικών
σχέσεων, β) Την κινητοποίηση των µαζών. Κοινωνικές αντιδικίες, επαναστάσεις και αλλαγές όλες έχουν
ιδεολογικό χαρακτήρα και, γ) Τον σχηµατισµό ατοµικών και συλλογικών ταυτοτήτων, ό.π. σελ. 91-99.
229
Για να µην παραποιήσουµε την έννοια του όρου να διευκρινίσουµε ότι η έννοια της «πράξης»
χρησιµοποιείται από τον Κ. Καστοριάδη ενταγµένη σε ένα «επαναστατικό σχέδιο», θεωρώντας την ως
την µόνη κατάσταση που προσφέρει επαρκείς πιθανότητες έλευσης µιας αλλαγής, κάτι νέου. Το
επαναστατικό του σχέδιο στηρίζεται πάνω στον δηµιουργικό και αυτόνοµο σκοπό αυτή της «πράξης».
βλ σχετικά στο Thompson, J.B., Studies in the Theory of Ideology, ό.π. σελ. 19 κ.ε.
230
Curran, James, Michael Gurevitch & Janet Woollacott «The study of the media: theoretical
approaches» στο Gurevitch, Michael/Tony Bennett/ James Curran & Janet Woollacott (eds.) Culture,
Society and the Media. London: Methuen 1982, σελ. 26.

101
«καλλιέργειας», της σταδιακής, δηλαδή, υιοθέτησης, µέσω της τηλεθέασης,
πεποιθήσεων για την φύση του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η «θεωρία της
καλλιέργειας» («cultivation theory») που αναπτύχθηκε από τον G. Gerbner231, είναι
πολύ χρήσιµη όσον αφορά στον εντοπισµό αυτής της αργής διαδικασίας ενσωµάτωσης
ιδεολογικών πεποιθήσεων, στην οποία ήδη αναφερθήκαµε, και την σταδιακή σύγκλιση
των ατόµων ως προς τις αντιλήψεις τους για την πραγµατικότητα. Όπως σχολιάζει
επιγραµµατικά ο McQuail: «Σύµφωνα µε τον Gerbner και τους συνεργάτες του, η
τηλεόραση είναι υπεύθυνη για µια µεγάλη διαδικασία ‘καλλιέργειας’ και
‘εκπολιτισµού’, σύµφωνα µε την οποία οι άνθρωποι εκτίθενται συστηµατικά σε µια
επιλεκτική άποψη που τείνει να διαµορφώνει ανάλογα τις πεποιθήσεις και τις αξίες»232.
Το υλικό της σύγχρονης κουλτούρας είναι ένα προκατασκευασµένο προϊόν. Τα ΜΜΕ
µετέχουν τόσο στην διαδικασία παραγωγής του όσο και στην διαδικασία διάδοσής του.
Η ιδεολογία έχει κοµβικό ρόλο σε αυτές τις διαδικασίες233. Το περιεχόµενο των ΜΜΕ,
σύµφωνα µε την παραπάνω θεωρία αλλά και άλλες θεωρίες που αναλύουν την
πολιτιστική διάσταση των µηνυµάτων των ΜΜΕ, έχει θεωρηθεί ένα είδος
«πολιτισµικού δείκτη» («cultivation indicator»), ενός κοινωνικο-οικονοµικού
«βηµατοδότη»234, που οι διακυµάνσεις του έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά αλλά

231
Η «θεωρία της καλλιέργειας», αναπτύχθηκε στη σχολή Άνενµπεργκ του Πανεπιστηµίου της
Πενσυλβάνια µέσα από µια έρευνα που διενεργήθηκε µε αντικείµενο τις επιδράσεις της τηλεόρασης στο
κοινό. Η θεωρία του Gerbner στηρίζεται σε τέσσερις βασικές υποθέσεις: 1) Στην σύγχρονη κοινωνία οι
άνθρωποι γίνονται ολοένα και πιο εξαρτηµένοι από «υποκατάστατες» εµπειρίες 2) Η τηλεόραση, το
κυρίαρχο µαζικό µέσο επικοινωνίας, διαπερνά όλους τους τοµείς της κοινωνίας και προβάλλει µέσα από
επαναληπτικά και διάχυτα πρότυπα που µεταξύ τους είναι οργανικά συνδεόµενα και συνεκτικά
δοµηµένα 3) Οι τηλεθεατές «απορροφούν», τα µηνύµατα που κρύβονται µέσα σε αυτό το υλικό γιατί
χρησιµοποιούν το µέσο κατά κύριο λόγο όχι επιλεκτικά. 4) η βία είναι έννοια κλειδί για την τηλεοπτική
απεικόνιση της κοινωνικής οργάνωσης, Blumler, J.G., and Gurevitch, M., “The political effects of mass
communication”, στο Gurevitch, Michael/ Tony Bennett/ James Curran & Janet Woollacott (eds), ό.π.
σελ. 257-260. Επίσης για µια συνοπτική ανάλυση της θεωρίας της καλλιέργειας αλλά και των
πολιτισµικών δεικτών βλ. McQuail, Denis and Sven Windahl, Σύγχρονα Μοντέλα Επικοινωνίας. Για τη
µελέτη της µαζικής επικοινωνίας, (επιµ. Στέλιος Παπαθανασόπουλος, µτφρ. Κάτια Μεταξά), εκδ.
Καστανιώτη, Αθήνα 2001, σελ. 137-141. Για την πρόσφατη εξέλιξη και θεώρηση της «Θεωρίας της
Καλλιέργειας», βλ. Shanahan, James &Michael Morgan Η Τηλεόραση, Η Πραγµατικότητα και το Κοινό,
(µτφρ. Γιώτα Καραµπίνη), εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2006.
232
McQuail, Denis, Η θεωρία της µαζικής επικοινωνίας για τον 21ο αιώνα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα
2003, σελ. 139.
233
Όπως παρατηρεί ο Γ. Πλειός: «Για τον Gerbner και τους συνεργάτες του, τα τηλεοπτικά
προγράµµατα είναι µια κατασκευή, που οδηγείται από κυρίαρχες, διαδεδοµένες αξίες, κανόνες
συµπεριφοράς κλπ. οδηγείται από έναν ιδεολογικά προσδιορισµένο πολιτισµό», Πλειός, Γιώργος,
(εισαγωγή) στο Shanahan, James & Michael Morgan, ό.π, σελ. 26 κ.ε.
234
Όρος που χρησιµοποιεί ο Enzensberger, H. M., The Consciousness Industry, On Literature, Politics
and the Media, (M. Roloff ed.) The Seabury Press, New York 1974, σελ. 95.

102
και παρόµοιες επιδράσεις µε τους αντίστοιχους δείκτες της οικονοµίας και της
κοινωνίας.
Τα ΜΜΕ, σήµερα, εξακολουθούν να λειτουργούν ως ιδεολογικοί µηχανισµοί
(“ideological (state) apparatuses”), όπως παρατήρησαν ο Gramsci και κυρίως ο
Althusser αλλά όχι αποκλειστικά του κράτους. Η εισαγωγή της ιδιωτικής
επιχειρηµατικότητας, του ιδιωτικού κεφαλαίου, στον χώρο των επικοινωνιών άλλαξε
το τοπίο και την πρωτοκαθεδρία του κράτους. Οι τρόποι παραγωγής, ανακύκλωσης και
διάδοσης των ιδεών έχουν αλλάξει από τις νέες τεχνολογίες των ΜΜΕ και την
«πληροφοριακή επανάσταση». Όπως παρατηρεί ο K. Thompson: «Ο παλιός
διαχωρισµός στο οποίο προέβαινε ο κλασσικός Μαρξισµός µεταξύ οικονοµικής
‘βάσης’ και ιδεολογικού ‘εποικοδοµήµατος’ είναι δύσκολο να διατηρηθεί σε συνθήκες
όπου τα ΜΜΕ συγκροτούν ένα σηµαντικό κοµµάτι της υλικής υποδοµής και από την
άλλη είναι τα κύρια µέσα για την διανοµή ιδεών και εικόνων»235 Η λειτουργία της
«επικρατούσας» ιδεολογίας στην οποία απέδιδαν όλα τα «δεινά» της κοινωνίας οι
µαρξιστές φιλόσοφοι δεν είναι καθόλου ευκρινής, έχει µεταλλαχθεί και έχει προσλάβει
άλλες µορφές, πιο επιτηδευµένες. Η «νέα ιδεολογία», όπως την αποκαλεί ο Lefort,
αναζητά να διασφαλίσει την οµογενοποίηση και την ενοποίηση του κοινωνικού ως µια
νέα µορφή φασισµού που όµως είναι αφανής, αυτονόητη, «αόρατη»236. Αυτή η νέα
µορφή ιδεολογίας «εξαρτάται αποφασιστικά από τα ΜΜΕ γιατί η κεκαλυµµένη
οµογενοποίηση στο κοινωνικό πεδίο επιτυγχάνεται διαµέσου αυτών»237. Η εν λόγω
οµογενοποίηση λειτουργεί υπό τους όρους της αµοιβαιότητας, της αντικειµενικότητας,
της «ορθολογικής» επιλογής και της οικειοποίησης του ατόµου µέσω της συνεχούς
(κυρίως τηλεοπτικής) επαφής του µε επαναλαµβανόµενες απόψεις και λεκτικά
σχήµατα. Εξάλλου, όπως παρατήρησε ο G. Le Bon: «Οι ιδέες δεν επιβάλλονται
καθόλου µε την ακρίβειά τους. Επιβάλλονται, µόνο όταν, µε το διπλό µηχανισµό της
επανάληψης και της διάδοσης, έχουν κατακλύσει εκείνες τις περιοχές του ασυνειδήτου,
όπου τελείται η επεξεργασία των κινήτρων τα οποία διαµορφώνουν την συµπεριφορά
235
Ο Hall, Stuart, συνεχίζει την σκέψη του ως εξής: «Σήµερα, (σ.σ. τα ΜΜΕ) συντηρούν τα παγκόσµια
κυκλώµατα των οικονοµικών συναλλαγών πάνω στα οποία βασίζεται η παγκόσµια κίνηση πληροφορίας,
γνώσης, κεφαλαίου, επενδύσεων, παραγωγής εµπορευµάτων, εµπορίου πρώτων υλών και διάδοσης
αγαθών και ιδεών», Hall, Stuart, “The centrality of culture: Notes on the cultural revolutions of our
time”, ό.π., σελ. 209.
236
Για πιο αναλυτικά βλ.Thompson, J.B. Studies in the Theory of Ideology, ό.π. σελ. 30.
237
στο ίδιο, σελ. 30.

103
µας. Η πειθώ δεν συνίσταται απλά στην απόδειξη της ορθολογικότητας ενός
συλλογισµού, αλλά στην παρακίνηση της δράσης των ανθρώπων σύµφωνα µε το
συλλογισµό αυτό»238.
Στην επίτευξη αυτού του στόχου συντείνουν πολλοί παράγοντες. Η εναγώνια
προσπάθεια για την διεύρυνση του τηλεοπτικού κοινού, για µεγιστοποίηση του
κέρδους, οδηγούν στην αποφυγή ιδεών και αντιλήψεων που δεν είναι δηµοφιλείς στο
ευρύ κοινό και διατρέχουν τον κίνδυνο της απόρριψης. Αυτή η «αποφυγή» γίνεται µε
έντεχνο τρόπο µε την αποσιώπηση όλων αυτών των στοιχείων που µπορεί να θέσουν
σε κίνδυνο την «ιερή συµµαχία» της συναίνεσης. Τα ΜΜΕ από την πραγµατικότητα
επιλέγουν να δείξουν αυτήν την πλευρά της που είναι συµβατή µε τις κυρίαρχες ιδέες
και τάσεις. Ουσιαστικά δεν παρουσιάζουν τµήµα της πραγµατικότητας αλλά την
ανασκευάζουν, την κατασκευάζουν εκ νέου239.
Ο χειραγωγικός ρόλος των ΜΜΕ έτσι όπως αναλύθηκε παραπάνω είναι η κεντρική
υπόθεση της µαρξιστικής προσέγγισης των ΜΜΕ240. Τα ΜΜΕ λειτουργούν ως
µηχανισµοί µετάδοσης και διάδοσης της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης, αυτής
δηλαδή, που κατέχει την ιδιοκτησία και τα ελέγχει. Τα µηνύµατά τους έχουν
περιεχόµενο συµβατικό και αποδεκτό από το κοινό γιατί λειτουργούν ως
«ενισχυτές»241 («amplifiers») των υφιστάµενων δοµών, τις οποίες τελικώς και
νοµιµοποιούν, ιδιαίτερα όταν γίνει συνδυαστική χρήση τους µε άλλους θεσµούς
(αστυνοµία, δικαστική εξουσία κλπ.)242. H συγκεκριµένη προσέγγιση έχει υποστεί
µεταλλάξεις εκ των έσω τις τελευταίες δεκαετίες υπό την επίδραση του δοµισµού, της
θεωρίας της «πολιτικής οικονοµίας» των ΜΜΕ αλλά και των πολιτισµικών σπουδών
(«cultural studies»)243.

238
Le Bon, Gustave, Πολιτική Ψυχολογία (µτφρ.∆. Γιαννόπουλος, επιµ. Ι.Σ. Χριστοδούλου),εκδ.
Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 31.
239
Η θεωρία της κοινωνικής κατασκευής της πραγµατικότητας έχει ως σηµείο αναφοράς το έργο των
Berger, P. & Th. Luckmann, The Social Construction of Reality, Harmondsworth, Penguin 1966.
240
Για µια συνοπτική παρουσίαση της θεωρητικής αντιπαράθεσης µεταξύ του µαρξιστικού-κριτικού και
φιλελεύθερου-πλουραλιστικού µοντέλου βλ. Curran, James/ Michael Gurevitch & Janet Woollacott “The
study of the media: theoretical approaches”, ό.π. σελ. 21κ.ε.
241
Ο I. Connell χρησιµοποιεί τον όρο «µεγάφωνο» («megaphone»), Connell, I., «Television, news and
the social contract», Screen, Spring 1979, 20 (1).
242
http://www.aber.ac.uk/media/Documents/marxism/marxism05.html, last modified 4/10/2005.
243
Για την συµβολή των Cultural Studies βλ παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο.

104
Στον αντίποδα της µαρξικής θεωρίας για τα ΜΜΕ που κατά κύριο λόγο αποδίδει
στα ΜΜΕ χειραγωγικό ρόλο244, οι οπαδοί της πλουραλιστικού-φιλελεύθερου ιδεώδους,
εναπέθεσαν µεγάλο µέρος των προσδοκιών τους στο σύγχρονο επικοινωνιακό
περιβάλλον και στην δυνατότητα των ΜΜΕ να παρέχουν ένα forum για την έκφραση
αντιτιθέµενων πολιτικών λόγων και ιδεολογιών245. Οι θέσεις αυτές κινούνται γύρω από
την γνωστή θέση για τα ΜΜΕ ως «καθρέφτη της πραγµατικότητας» («mirror of
reality») η οποία υποδηλώνει ότι τα ΜΜΕ είναι ουδέτεροι µεταδότες των µηνυµάτων
που βασικά νοηµατοδοτούνται από την κοινωνία και όχι από τα ΜΜΕ246. Οι θιασώτες
αυτού του µοντέλου θεωρούν ότι τα ΜΜΕ (οφείλουν να) αναπαριστούν την
πραγµατικότητα ως έχει. Αν µία άποψη προβάλλεται λιγότερο είναι γιατί αναλογικά
την ίδια αποδοχή έχει και στην κοινωνία. Η σωστή χρήση της έννοιας της ιδεολογίας
είναι στον πληθυντικό της αριθµό: «Ιδεολογίες».
Ενάντια στην έννοια της ηγεµονίας που πρότεινε ο Gramsci ως εξουσιαστικό πέπλο
σε µια κοινωνία, που όταν επικρατήσει απορροφά ιδεολογικές και µαζί µε αυτές
κοινωνικές αντιθέσεις, µεταγενέστερες θεωρίες, κυρίως από τα µέσα του 20ου αιώνα
και µετέπειτα, αναφέρονται ολοένα και πιο συχνά στις «ιδεολογίες» µε πιο ευρεία
χρήση του όρου. Η σχολή της Κριτικής Ανάλυσης του Λόγου, στην οποία έχουµε ήδη
αναφερθεί, ακολουθεί αυτήν την παράδοση και διαφωνεί µε την αντίληψη ότι οι
ιδεολογίες περιορίζονται στην χρήση τους ως εργαλείων άσκησης οποιασδήποτε
«ηγεµονίας». Αντιθέτως οι ιδεολογίες µπορούν κάλλιστα να συµφωνούν, να

244
Ιδιαίτερα οξεία είναι η κριτική που ασκεί ο H. M. Enzensberger στην αριστερή-µαρξιστική θεώρηση
των ΜΜΕ και ιδιαίτερα στην χρήση του όρου «χειραγώγηση». Συνοπτικά η κριτική του Enzensberger
επικεντρώνεται στα εξής σηµεία. Η συστηµατική χρήση της έννοιας της χειραγώγησης, συγκαλύπτει
περισσότερα από αυτά που θέλει να φωτίσει, και υποδηλώνει µια αµυντική θεωρία απέναντι στα ΜΜΕ,
η οποία εκτός από τον ιδεαλισµό που υποκρύπτει φανερώνει µια ανικανότητα και έλλειψη οποιασδήποτε
διάθεσης κινητοποίησης. Η θεωρητική κριτική της Αριστεράς, που φοβάται τα ΜΜΕ και την
ενσωµάτωσή της σε αυτά είναι δείγµα αδυναµίας. Η ουσία δεν είναι να αποφύγουµε τα ΜΜΕ, ούτε να
εντοπίσουµε την αµφισηµία που τα διακρίνει υποστηρίζει ο Enzensberger γιατί έτσι εξακολουθούµε να
στηρίζουµε το σύστηµα. Αυτό που οφείλει να κάνει η σοσιαλιστική αριστερά είναι να απελευθερώσει
µέσα σε αυτά (τα ΜΜΕ) το δυναµικό το νέων παραγωγικών δυνάµεων. Αυτό που οφείλει να κάνει είναι
ένα επαναστατικό σχέδιο, δεν είναι να εξαφανίσει τους χειραγωγούς. Είναι να καταστήσει τους πάντες
χειραγωγούς. Ο Enzensberger είναι υπέρµαχος της ιδέας της µαζικής συµµετοχής που προσφέρουν τα
ΜΜΕ, ό.π. σελ. 100 κ.ε.
245
Αυτή η άποψη εδράζεται βασικά στον δυϊσµό µεταξύ του γεγονότος (ως αντικειµενικής
πραγµατικότητα) και της ερµηνείας του (ως υποκειµενικής πραγµατικότητας).
246
Η λειτουργία των ΜΜΕ ως «καθρέφτη της πραγµατικότητας» εντοπίζεται και στις µαρξιστικές
προσεγγίσεις µε την διαφορά ότι εδώ ο «καθρέφτης» παρουσιάζει µια πραγµατικότητα ανεστραµµένη,
µια πραγµατικότητα διαστρεβλωµένη η οποία επιβεβαιώνει τα συµφέροντα της άρχουσας τάξης.

105
αµφισβητούν, να αντιστέκονται, να αντιπαρατίθενται, να συγκρούονται µεταξύ τους.
Μπορεί απλώς να εκφράζουν το διαφορετικό. Οι ιδεολογίες είναι ο χώρος όπου
καθοδηγείται και συµπυκνώνεται η κοινωνική δράση των ατόµων. Είναι ο αµοιβαίος
νοηµατικός προσανατολισµός, ο ελάχιστος νοηµατικός χώρος αναφοράς –
247
επικοινωνίας που υποστηρίζει µια κοινή πορεία, µία κοινή δράση . Συνεπώς δεν
248 249
υπάρχουν «αρνητικές» ιδεολογίες . Υπάρχουν απλώς ιδεολογίες .
Πράγµατι, η σύγκρουση πολιτικών ιδεολογιών πρέσβευε στα ιστορικά
τεκταινόµενα του 20ου αιώνα την κυρίαρχη πολιτική έκφραση. Στα τέλη του
προηγούµενου αιώνα το σκηνικό άρχισε να αµφισβητείται, οι πολιτικές διαµάχες
άρχισαν να χάνουν την αίγλη τους και τον παλµό τους, παραδίδοντας αµαχητί τα
πολιτικά τους όπλα. Οι οξείες ιδεολογικο-πολιτικές αντιπαραθέσεις αµβλύνθηκαν. Το
συνονθύλευµα και τα δυσδιάκριτα όρια στις εν γένει πολιτικές ιδεολογίες συνέβαλαν
στην δηµιουργία ενός θολού σκηνικού, όπου η «ιδεολογία» αποτελεί το σύνολο των
συµπεριφορών και στάσεων του κοινού απέναντι στην πολιτική γενικότερα και δεν
κατευθύνεται στην δηµιουργία πολιτικής καθεαυτής ως ένσκοπης, έµπρακτης
ενέργειας, ως «τοποθέτησης». Έχει επέλθει, δηλαδή, µια οµογενοποίηση στις πολιτικές
συµπεριφορές και στάσεις των ατόµων απέναντι στο πολιτικό σύστηµα στο σύνολό
του. Ο Bourdieu θεωρεί ότι αυτό το consensus των σύγχρονων µαζικών κοινωνιών
είναι «πρακτικό consensus», είναι µια «συλλογική ενορχήστρωση αξιών η οποία δεν
έχει ανάγκη τον συνειδητό προσανατολισµό (σ.σ. των ατόµων) και τον λεπτοµερή
συντονισµό»250. Πάντως, γεγονός είναι, ότι η κριτική, η αξιολόγηση και ακόµη και η
εναντίωση σε µια πολιτική ιδεολογία έχουν ατονήσει ως πολιτικές πράξεις αφού έχει
ατονήσει και το ιδεολογικό στοιχείο στον σύγχρονο πολιτικό λόγο. Ο σύγχρονος

247
Εξάλλου όπως ο δηλώνουν οι Ν. ∆εµερτζής και Θ. Λίποβατς: «η ανθρώπινη δράση είναι εξ ορισµού
επικοινωνιακή- µε τη µορφική/τυπική έννοια και όχι µε τη χαµπερµασιανή», και παρακάτω «η
επικοινωνιακή/κοινωνική δράση είναι εξαρχής σχεσιακή και γι’ αυτό και εξουσιαστική», ό.π σελ. 13,14.
248
Άλλη είναι η έννοια της «κακής» όσον αφορά το περιεχόµενο ιδεολογίας, πχ. η ιδεολογία του
ρατσισµού και των φυλετικών διακρίσεων στην οποία αναφερθήκαµε παραπάνω. Αυτόν τον
χαρακτηρισµό τον αποδέχεται ο Teun A.Van Dijk, ό.π.
249
Ενδεικτικά αναφερόµαστε στην άποψη που διατυπώνει ο Teun A.Van Dijk: «Ενάντια στις κλασσικές
κριτικές προσεγγίσεις δεν σηµαίνει ότι ο ορισµός της ιδεολογίας περιορίζεται σε µια έννοια που
αντιµετωπίζει την ιδεολογία ως εργαλείο κυριαρχίας. Υπάρχουν ικανοί θεωρητικοί και εµπειρικοί λόγοι
για να υποθέσουµε ότι υπάρχουν επίσης ιδεολογίες της αντίστασης, ή ιδεολογίες ανταγωνισµού µεταξύ
ίσων σε δύναµη οµάδων, ή ιδεολογίες που απλώς προωθούν την εσωτερική συνοχή σε µια οµάδα, ή
ιδεολογίες σχετικά µε την επιβίωση της ανθρωπότητας. Αυτό υπονοεί ότι ως τέτοιες, κατά τη γνώµη µου,
δεν είναι «εκ φύσεως» αρνητικές, ούτε περιορίζονται σε κοινωνικές δοµές κυριαρχίας», στο ίδιο,σελ. 11.
250
Αναφέρεται στο Thompson, J.B., Studies in the Theory of Ideology, ό.π. σελ. 62.

106
«επικοινωνιακός διαφωτισµός» έχει τους δικούς του κανόνες και τις δικές του
µεθόδους επιβολής.
Η διαπίστωση ότι τα ΜΜΕ αποτελούν τον κρατούντα ιδεολογικό µηχανισµό ή την
ιδεολογική υπερδοµή που όχι µόνο αναπαραγάγει αλλά παρεµβαίνει ενεργά στην
τελική διαµόρφωση του «ιδεολογικού προϊόντος», καθιστά αναγκαία µια συνολική
ανάλυση των παραγόντων που λαµβάνουν µέρος σε αυτήν την διαδικασία. Εξάλλου, η
υιοθέτηση ή η αλλαγή πολιτικής στάσης από τα άτοµα περιλαµβάνει τις αποκρίσεις
(αντιδράσεις) τους στις τεχνικές προπαγάνδας και πειθούς αλλά και συνολικά σε
ευαίσθητες όσο και δυσδιάκριτες κοινωνικές επιρροές. Το σύγχρονο επικοινωνιακό
περιβάλλον έχει κατηγορηθεί για υπερπληθώρα τέτοιων τεχνικών και για «αφανή»
συστήµατα επιρροής. Όπως υποψιάζεται και ο Brown: «Οι επικοινωνίες και τα
µηνύµατα, η ευθεία αλληλεπίδραση και η νέα πληροφορία είναι πιθανόν να έχουν
ισχυρά αποτελέσµατα, ενώ από την άλλη, ακραίοι µέθοδοι κοινωνικού έλεγχου έχουν
χρησιµοποιηθεί για να «παράγουν» αλλαγή, ιδιαίτερα σε ιδεολογίες» 251.

2.5. Η σύγχρονη Επικοινωνιακή κουλτούρα

«Οποιαδήποτε µορφή κουλτούρας για να γίνει κοινωνικό κατασκεύασµα, και κατά συνέπεια σωστή
‘κουλτούρα’ είναι και µεσολαβητής και διαµεσολαβείται από την επικοινωνία και κατά συνέπεια είναι
‘επικοινωνιακή’ από την φύση της. Από την άλλη η επικοινωνία µεσολαβείται από την κουλτούρα, είναι
ένας τρόπος µέσα από τον οποίο η κουλτούρα διαχέεται και καθίσταται υπαρκτή και αποτελεσµατική.
∆εν υπάρχει επικοινωνία χωρίς κουλτούρα και κουλτούρα χωρίς επικοινωνία».252

Οποιαδήποτε αναφορά στην ιδεολογία και στις λειτουργίες της, συσχετίζεται σε


όλες τις θεωρητικές προσεγγίσεις µε την έννοια της «κουλτούρας», ως αποφασιστικού
παράγοντα διαµόρφωσης της κοινής γνώµης253. Έναν ενδιαφέροντα συσχετισµό κάνει

251
βλ. Brown, L.B., ό.π., σελ. 20.
252
Douglas, Kellner, Media Culture:Cultural studies, identity and politics between the modern and the
postmodern, Routledge, London and New York 1995, σελ. 35.
253
Σχετικά µε την πολυσηµία του όρου ο Γρηγ. Πασχαλίδης γράφει: « Είναι γνωστή η συλλεκτική και
αναλυτική επιµονή µε την οποία οι εθνολόγοι Alfred Kroeber και Clyde Kluckhohn συγκέντρωσαν και
ταξινόµησαν πάνω από 150 διαφορετικούς ορισµούς της κουλτούρας, προερχόµενους από όλες τις
διαφορετικές κοινωνικές επιστήµες, σε έξι κατηγορίες – περιγραφικοί, ιστορικοί, κανονιστικοί,
ψυχολογικοί, δοµικοί και γενετικοί», επίσης «Ο ορισµός της κουλτούρας και του πολιτισµού ως

107
ο S. Beer σε ό,τι αφορά την πιο ειδική έκφανση της κουλτούρας, την πολιτική
κουλτούρα. Ο Beer χρησιµοποιεί τον όρο «πολιτική κουλτούρα» ως «όχηµα» για να
εισαγάγει στον προβληµατισµό σχετικά µε την ιδεολογία, διευρύνοντας το πεδίο
ορισµού της, τον καθοριστικό παράγοντα της πολιτικής ψυχολογίας. «Τα κυρίαρχα
συστατικά της πολιτικής κουλτούρας είναι οι αξίες, οι πεποιθήσεις, και οι
συναισθηµατικές προδιαθέσεις»254. Στον ψυχολογικό παράγοντα φαίνεται να
συγκλίνουν, επίσης, οι Almond και Verba, κάνοντας λόγο για «τον ψυχολογικό
προσανατολισµό απέναντι στα κοινωνικά αντικείµενα»255. Ο D. Kavanagh αναλύει,
παρόµοια µε τον Beer, αυτόν τον προσανατολισµό σε τρεις διαστάσεις: α) Τον
γνωστικό (γνώση και συνειδητοποίηση του πολιτικού συστήµατος), β) τον θυµικό
(συναισθηµατική διάθεση απέναντι στο σύστηµα), γ) τον αξιακό (κρίσεις γύρω από το
πολιτικό σύστηµα)256. Άλλοι ορισµοί για την πολιτική κουλτούρα είναι λιγότερο
257
ψυχογραφικοί και περικλείουν περισσότερες συνιστώσες διαµόρφωσης του όρου .
Αλλά ακόµη και προσεγγίσεις ακραιφνώς ψυχογραφικές, όπως οι παραπάνω, που
δίνουν έµφαση σε ψυχολογικούς και λιγότερο γνωστικούς παράγοντες, µας επιτρέπουν
να εικάσουµε ότι οι αξίες αυτές και τα πιστεύω258, οι «ιδέες» εν προκειµένω, δεν
προσλαµβάνονται από τα άτοµα σε «ελεύθερη µορφή» από τον κοινωνικό τους
περίγυρο. Αντίθετα συνήθως, εντοπίζονται ενσωµατωµένες σε ήδη διαµορφωµένες
δοµές που παρουσιάζονται είτε µε την µορφή καθηµερινής πρακτικής και σκέψης,

ηγεµονική πρακτική: προς µια γενεαλογία των εννοιών της κουλτούρας και του πολιτισµού», στο
Πασχαλίδης, Γρηγ.& Ελένη Χοντολίδου (επιµ) Σηµειωτική και Πολιτισµός: Κουλτούρα-Λογοτεχνία-
Επικοινωνία, τόµος Ι, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 25.
254
Αναφέρεται στο Bluhm, William T., ό.π., σελ. 6.
255
«Όταν µιλούµε για πολιτική κουλτούρα µιας κοινωνίας, αναφερόµαστε στο πολιτικό σύστηµα έτσι
όπως εσωτερικεύεται από τις γνώσεις, τα συναισθήµατα, και τις εκτιµήσεις του πληθυσµού. Τα άτοµα
µυούνται σε αυτό όπως ακριβώς κοινωνικοποιούνται σε µη πολιτικούς ρόλους και κοινωνικά
συστήµατα», Almond, Gabriel, A. & Sidney Verba, The Civic Culture, Political Attitudes and
Democracy in Five Nations, Sage Publications, Νewbury Park, London, New Delhi 1989, σελ. 13.
256
Για πιο αναλυτικά βλ. Kavanagh, Dennis, Πολιτική Κουλτούρα, (πρόλογος- επιµέλεια Ν. ∆εµερτζή),
εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1991, σελ. 26 κ.ε.
257
Ένας περιεκτικός ορισµός προτείνεται από τον Ν. ∆εµερτζή, ο οποίος, επιχειρώντας µια νέα θεώρηση
της πολιτικής κουλτούρας, γράφει: «... Θα µπορούσαµε να προσεγγίσουµε την πολιτική κουλτούρα ως
το ανοµοιογενές, αντιφατικό και ιδιογενές σύνολο των σχηµάτων πρόσληψης, γνώσης και πρακτικής,
που σε κάθε κοινωνία θέτουν και πραγµατώνουν την σφαίρα της πολιτικής. Ο ορισµός αυτός θα
µπορούσε να διατυπωθεί διαφορετικά ως η εν τω γίγνεσθαι ενότητα πολιτικού ήθους και πολιτικής
πρακτικής», ό.π., σελ. 312.
258
Αν αποπειραθούµε να διευκρινίσουµε εννοιολογικά την έννοια των αξιών σε αντιδιαστολή µε την
έννοια των πεποιθήσεων, µπορούµε να πούµε ότι οι αξίες έχουν έναν «δεοντολογικό» χαρακτήρα και
παραπέµπουν σε αυτό που έπρεπε να ισχύει ως «δέον». Οι πεποιθήσεις, από την άλλη, αντικατοπτρίζουν
το «είναι» ή αυτό που οι άνθρωποι προσλαµβάνουν ως πραγµατικότητα.

108
(κάτι ανάλογο µε την έννοια του “common sense” του Gramsci) ή µε συγκεκριµένο
τρόπο ζωής που ακολουθούµε (το γνωστό “life style”) ή προκύπτουν από την έκθεσή
µας σε µηχανισµούς πληροφόρησης ή παραπλάνησης (ΜΜΕ)259. Οι ίδιες πηγές είναι
υπεύθυνες και για την δηµιουργία της πολιτικής κουλτούρας. Όταν αναφερόµαστε
στην κουλτούρα δηλαδή, οµιλούµε, κατά µείζονα λόγο, για «δοσµένη πολιτική
κουλτούρα» (“given political culture”). O Marcuse την αποκαλεί «συσκευασµένη
κουλτούρα». «Οι πολιτισµικές παραδόσεις των καθυποταγµένων τάξεων, περιοχών και
εθνικών µειονοτήτων καταπνίγονται από τα µαζικά µέσα ενηµέρωσης... Τα µαζικά
µέσα ενηµέρωσης διαµορφώνονται σε µεγάλο βαθµό βάσει των συµφερόντων της
βιοµηχανίας της διασκέδασης που επιδιώκει ανελέητα να αυξήσει την κατανάλωση»260.
Ο ρόλος της µετάδοσης, της διάδοσης, της µάθησης και τελικά της αποδοχής των
παραπάνω «συστατικών» της κουλτούρας από το κοινωνικό σύνολο επιτυγχάνεται, σε
µεγάλο βαθµό υπό την επιρροή του «επικοινωνιακού καταναγκασµού» των ΜΜΕ. Ο
χαρακτηρισµός «καταναγκασµός» υποδηλώνει την υποχρεωτική πρόσληψη από τους
δέκτες συγκεκριµένων οµοιόµορφων µηνυµάτων, αφού η αντίθετη άποψη σπανίζει ή
παρουσιάζεται µε τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά απαξιώνεται. Η συχνή, καθηµερινή και
άσκοπη πολλές φορές επαφή µας µε το περιεχόµενο των ΜΜΕ, ως αναπόσπαστο
τµήµα της καθηµερινής µας ρουτίνας, περιορίζει δραστικά την κριτική στάση απέναντί
τους. Ο T. Adorno από πολύ νωρίς εντόπισε ότι «η επαναληπτικότητα, το
πανοµοιότυπο και η πανταχού παρουσία της σύγχρονης µαζικής κουλτούρας τείνουν
να καλλιεργούν αυτόµατες αντιδράσεις και να εξασθενίζουν τις δυνάµεις της ατοµικής
αντίστασης»261. Η άκριτη αποδοχή του περιεχοµένου τους, όποιο κι αν είναι αυτό, είναι
επίσης «προϊόν» της σύγχρονης πολιτικής ιδεολογίας της απάθειας και του
καθησυχασµού. Η τηλεοπτική αναµετάδοση συζητήσεων και θεµάτων που αφορούν

259
Όπως παρατηρεί και ο Ν. ∆εµερτζής: «Η πολιτική κουλτούρα, λοιπόν, δεν αφορά µόνο τις στάσεις,
τις αντιλήψεις, τις γνώµες, τις αξίες, τους προσανατολισµούς, τις ιδέες, τα σύµβολα και τις πεποιθήσεις
γύρω από την πολιτική. Περιλαµβάνει και όλους τους θεσµοποιηµένους τρόπους πολιτικής
συµπεριφοράς και δράσης. ∆εν είναι µόνο θέµα νοοτροπίας αλλά και ζήτηµα θεσµισµένης πρακτικής και
δοµείται συγχρονικά και διαχρονικά», ∆εµερτζής, Ν., «Η επιλεκτική παράδοση της ελληνικής πολιτικής
κουλτούρας», στο: Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα σήµερα (εισ. επιµ. Ν. ∆εµερτζής), εκδ. Οδυσσέας,
Αθήνα 2000, σελ. 51.
260
Αναφέρεται στο Held, David, Μοντέλα δηµοκρατίας, εκδ. Στάχυ, Αθήνα 2000, σελ. 227.
261
Adorno, T., « Η τηλεόραση και η διαµόρφωση της µαζικής κουλτούρας», στο Λιβιεράτος, Κ.,
Τ.Φραγκούλης, (επιµ.) Η κουλτούρα των µέσων. Μαζική κοινωνία και Πολιτιστική βιοµηχανία, εκδ.
Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σελ. 93 κ.ε.

109
όλη την σφαίρα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής δηµιουργεί την αίσθηση της
«αµοιβαιότητας», πείθει για την απρόσκοπτη και συνεχή ροή του λόγου, δηµιουργεί
τεχνητούς κόσµους οικειότητας.
Ιδιάζουσα σηµασία για την συγκρότηση της πολιτικής κουλτούρας έχει η έννοια
της κοινής λογικής (“common sense”) έτσι όπως εισήγαγε τον όρο ο Gramsci και τον
επεξεργάστηκε αργότερα ο κλάδος της εθνοµεθοδολογίας µε τον A.Schutz και άλλους
θεωρητικούς του χώρου. Κατά γενική οµολογία, ο όρος του «κοινού νου» ή ακόµη και
της «κοινής λογικής» υποδηλώνει πεποιθήσεις, αντιλήψεις και ερµηνείες που δεν
υπόκεινται σε κριτική επεξεργασία από τα άτοµα όσον αφορά την κατανόηση και την
χρήση τους, γιατί θεωρούνται δεδοµένες, αυταπόδεικτες και καθολικές. Ο «κοινός
νους» πολλές φορές λειτουργεί και ως νοµιµοποιητικός παράγοντας για κοινωνικές
καταστάσεις που εξαιτίας της συχνότητας που εµφανίζονται τείνουν να
συµπεριληφθούν στην κατηγορία των «αυτονόητων φαινοµένων» και µε αυτόν τον
τρόπο, έντεχνα, αποφεύγουν την κριτική και τίθενται στο απυρόβλητο. ∆εν είναι
άγνωστη η τακτική που ακολουθούν οι ασκούντες την εξουσία, από τα υψηλότερα έως
τα χαµηλότερα κλιµάκια, να χρησιµοποιούν αυτά τα γενικώς «παραδεδεγµένα»
καθηµερινά νοηµατικά σχήµατα που έχουν εµφιλοχωρήσει περίτεχνα στην σφαίρα του
«κοινού νου» για να προωθήσουν αντιλήψεις και ιδέες που σε διαφορετική περίπτωση
θα ήταν κατακριτέες. Η κοινωνική δυναµική λοιπόν, αυτών των κοινώς αποδεκτών
αντιλήψεων είναι µεγάλη. Η ιδεολογική κυριαρχία και η έννοια της «ηγεµονίας», όπως
την αναλύσαµε στον συλλογισµό του Gramsci, τελειοποιείται όταν οι µάζες έχουν
διευρύνει τόσο πολύ την παραπάνω έννοια που αδυνατούν να διακρίνουν τα δικά τους
συµφέροντα και τις δικές τους πεποιθήσεις από αυτές που ασυνείδητα κυριαρχούν στην
καθηµερινή τους πρακτική262.
Η δηµιουργία κουλτούρας προϋποθέτει την αποδοχή κοινών θέσεων και
αντιλήψεων ενός ελάχιστου «common sense» ως παράγοντα οµογενοποίησης και
συνοχής. Εξάλλου, η κουλτούρα ως µία µορφή ιδεολογίας της αλληλόδρασης είναι το
αποτέλεσµα ανταλλαγής και αποδοχής µηνυµάτων. Οι πεποιθήσεις που µοιραζόµαστε
µε τους άλλους, είτε στο επίπεδο µιας οµάδας είτε στο επίπεδο ενός οργανισµού ή
ακόµη και σε ολόκληρο το φάσµα µιας πολιτιστικής κοινότητας αποκαλούνται και

262
Αναλυτικά για την έννοια του “common sense” βλ. Van Dijk, ό.π. σελ. 102-107.

110
κοινωνικο-πολιτιστικές πεποιθήσεις («sociocultural beliefs»). Η γνωστική ψυχολογία
τοποθετεί αυτές τις πεποιθήσεις στο επίπεδο της λεγόµενης σηµασιολογικής µνήµης
που έχει κοινωνική προέλευση και αποτελείται από την σηµασία που έχουν προσλάβει
οι λέξεις µέσα σε µια κοινωνία263. Ο τρόπος, λοιπόν, µε τον οποίο σχηµατοποιείται ένα
σύνολο πεποιθήσεων ως ιδεολογία και µε την διάδοσή του αρχίζει να εντάσσεται στον
χώρο της «κουλτούρας», υποδηλώνει την κοινωνική του καταγωγή και λειτουργική
εξάρτηση όπως επίσης και την διαδικασία της αλληλόδρασης, του «µοιράσµατος» που
περικλείει264. Αυτή η διαδικασία δεν αποκλείεται να ενέχει και αµφισβήτηση και πάλη
αντιτιθέµενων απόψεων που στο τέλος όµως θα µορφοποιηθούν στην λεγόµενη «ολική
κουλτούρα»265. Στην τελική της µορφή, η κουλτούρα ενώνει, οµογενοποιεί, απαλύνει
εντάσεις. Ο Gramsci αναφέρει σχετικά: «η κουλτούρα, σε διάφορα επίπεδα, ενώνει (τα
άτοµα) σε µια σειρά επιπέδων (σ.σ κοινωνικών στρωµάτων) δεδοµένου ότι έρχεται σε
επαφή (σ.σ. µέσω της κουλτούρας), ένας µεγαλύτερος ή µικρότερος αριθµός ατόµων,
που κατανοούν µεταξύ τους, τους τρόπους έκφρασης που χρησιµοποιούν σε διάφορα
επίπεδα»266.
Η κουλτούρα είναι η διευρυµένη µορφή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Έχει
ιδεολογικές προεκτάσεις, δεν αντιστοιχεί, όµως, απαραίτητα σε συγκεκριµένα
ιδεολογικά προτάγµατα267. Συνήθως αποτελεί την συνισταµένη διαφόρων ιδεολογιών
που από την πολιτική και κοινωνική τους επεξεργασία συνενώθηκαν σε ένα
ακαθόριστο οργανικό σύνολο πεποιθήσεων και συµπεριφορών µε καθορισµένες

263
στο ίδιο, σελ. 28-31.
264
Για µια γενεαλογία των εννοιών της κουλτούρας και του πολιτισµού βλ. Πασχαλίδης, Γρηγ. «Ο
ορισµός της κουλτούρας και του πολιτισµού ως ηγεµονική πρακτική: προς µια γενεαλογία των εννοιών
της κουλτούρας και του πολιτισµού», ό.π. σελ. 25-42.
265
Ο όρος χρησιµοποιείται από τον Ν.∆εµερτζή, ο οποίος αναλύοντας την έννοια της ηγεµονίας του
Gramsci γράφει: «Η ολική κουλτούρα µιας κοινωνίας, και µάλιστα η ολική πολιτική της κουλτούρα
συνίσταται από την αντίθεση διαφορετικών ηγεµονικών στρατηγικών, φορείς των οποίων είναι τα
άτοµα, οι οµάδες, οι θεσµοί και οι τάξεις», Κουλτούρα, Νεωτερικότητα, Πολιτική Κουλτούρα, ό.π. σελ.
323.
266
βλ. Hoare, Quintin, & Geoffrey Nowell Smith, (eds), ό.π., σελ. 349.
267
Για την σχέση κουλτούρας και ιδεολογίας ο Ν. ∆εµερτζής γράφει: «Πρώτη και βασική προϋπόθεση
της πρότασής µας είναι ότι κουλτούρα και ιδεολογία δεν ταυτίζονται. Θα µπορούσαµε όµως να
υποστηρίξουµε ότι η ιδεολογία είναι ένας από τους συστατικούς παράγοντες της κουλτούρας, µε την
ευρεία έννοια, όπως η οικονοµική παραγωγή, η τέχνη, η πολιτική κ.ο.κ. Η ιδεολογία είναι ένα δυναµικό
κοµµάτι της κουλτούρας, στη βάση της οποίας διαµορφώνονται ιδιαίτερα σχήµατα κοινωνικής και
ατοµικής έκφρασης και γνώσης. Η κουλτούρα συνιστά το σφαιρικό πλαίσιο ανάδυσης, διαµόρφωσης
ακµής και παρακµής των ιδεολογιών. Μια ανισοµερής αν και αλληλοδιευσδυτική σχέση διέπει την
ιδεολογία και την κουλτούρα. Η δεύτερη υπερσκελίζει την πρώτη ενώ την ίδια στιγµή η µία επενεργεί
στην άλλη µε πολλαπλούς τρόπους», ό.π., σελ. 157 κ.ε.

111
λειτουργίες, Από την άλλη, µια πιο κριτική ανάγνωση της κουλτούρας θα κατέληγε,
ίσως, στο συµπέρασµα ότι εφόσον η κουλτούρα καθορίζει τον τρόπο ζωής ενός ατόµου
και συγκροτεί κατ’ επέκταση την καθηµερινή του πραγµατικότητα, άρα είναι
«ιδεολογία», ακόµη κι αν δεν είναι «συνεπής» µε τους κανόνες δόµησης µιας
πραγµατικής ιδεολογίας. Εξάλλου, προεκτείνοντας την παραπάνω σκέψη θα
µπορούσαµε να ισχυρισθούµε ότι οποιαδήποτε στάση του ατόµου απέναντι στην
κοινωνία είναι µια µορφή ιδεολογίας. Ακόµη και η σιωπή, όταν είναι
συνειδητοποιηµένη επιλογή είναι επίσης µορφή ιδεολογίας καθώς υπαγορεύει στο
άτοµο συγκεκριµένη κοινωνική και πολιτική συµπεριφορά268.
Πολιτικοί µελετητές µας υπενθυµίζουν, ότι για να χαρακτηρισθεί ένα σύνολο αξιών
και πεποιθήσεων ως «κουλτούρα» «αυτές οι αξίες πρέπει επίσης να µεταδοθούν, να
µαθευτούν και να γίνουν ευρέως αποδεκτές κατά την διάρκεια ικανού χρονικού
διαστήµατος»269. Όπως παρατηρεί ο Thompson, στην «ηλεκτρονικά διαµεσολαβηµένη
κουλτούρα» τα προφορικά και γραπτά µέσα µετάδοσης έχουν συµπληρωθεί και ως ένα
βαθµό αντικατασταθεί από τρόπους µετάδοσης που βασίζονται στα ηλεκτρονικά
ΜΜΕ270. Συνεπώς, η έννοια του «ικανού χρόνου» που είναι απαραίτητη για την
αποτελεσµατική αφοµοίωση της κουλτούρας από τα άτοµα, έχει συντοµευτεί αρκετά
έως και επικίνδυνα από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά ΜΜΕ271. Ο χρόνος, και η αίσθηση
της χρονικότητας, εξάλλου, είναι ανθρώπινες κατασκευές που εγγράφονται ευθέως «σε
διαφορετικούς τύπους ιστορικής συνείδησης και κοινωνικού πράττειν»272. Όπως
παρατηρεί ο E.Morin, η σύγχρονη κουλτούρα είναι η «κουλτούρα εν τω γίγνεσθαι»,
µια κουλτούρα που είναι προσκολληµένη στο παρόν και στην άµεση πραγµατικότητα,
που έχει καταφέρει να επιταχύνει τεχνητά τον χρόνο. Η συνεισφορά της έγκειται στην

268
βλ. σχετικά την πολύ ενδιαφέρουσα εισήγηση του Μιχ. Σετάτου: «Άφωνος λόγος, αποσιώπηση και
σιωπή», στο Πασχαλίδης, Γρηγ.& Ελένη Χοντολίδου (επιµ), ό.π. σελ. 203-211.
269
στο Bluhm, William T., ό.π. , σελ. 11.
270
Τhompson, J.B., Ideology and Modern Culture, Polity Press, Cambridge, UK 1990, σελ. 226.
271
Για να περιγράψει αυτό το φαινόµενο ο D. Harvey χρησιµοποιεί τον όρο «χωρο-χρονική συµπίεση»,
βλ. σχετικά: The condition of Postmodernity: An inquiry into the origins of cultural change, Blackwell,
Oxford 1989.
272
Όπως εξηγεί ο Ν. ∆εµερτζής: «... Ο χρόνος είναι ανθρώπινο µέγεθος καθόσον αυτοθεσµιζόµενος και
αυτοπαραγόµενος κάθε τύπος κοινωνίας (αλλά και οι επιµέρους κοινωνικές οµάδες) σχηµατίζει µια
εικόνα του εαυτού του άρρηκτα συνδεδεµένη µε µια ορισµένη αίσθηση του χρόνου. Η αίσθηση αυτή
καθορίζει τους τροπισµούς της σχέσης ανάµεσα σε παρόν, παρελθόν και µέλλον. Το πώς συνδέονται οι
τρεις αυτές συνιστώσες του χρόνου εξαρτάται από τη δοµική ιδιαιτερότητα της εκάστοτε πολιτισµικής
του σύλληψης», ∆εµερτζής, Ν., «Η επιλεκτική παράδοση της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας», ό.π.,
σελ. 43 κ.ε.

112
«συµµετοχή του ατόµου στο παρόν του κόσµου». Παραθέτουµε αποσπάσµατα από τις
ευρηµατικές σκέψεις του E. Morin: «Η διαρκής προτροπή για κατανάλωση και αλλαγή,
η συνεχής ροή των φλας και των ειδήσεων εντυπωσιασµού συνδέονται σ’ έναν
επιταχυνόµενο ρυθµό, όπου όλα ξεφτίζουν πολύ γρήγορα, τραγούδια, ταινίες, ψυγεία,
έρωτες, αυτοκίνητα.... ένα παρόν πάντα νέο τροφοδοτείται από τη µαζική κουλτούρα.
Περίεργο παρόν, αφού, ταυτόχρονα βιώνεται και δεν βιώνεται. Βιώνεται νοερά ενώ τα
σώµατα υφίστανται την επανάληψη και την οµοιότητα της καθηµερινής ζωής»273.
Η κουλτούρα των ΜΜΕ είναι µια συµβολική, επικοινωνιακή κουλτούρα, που
όπως µαρτυρά και ο χαρακτήρας του ιδεολογικού της µηχανισµού (των ΜΜΕ) είναι
επίσης µια µαζική, παγκόσµιας κλίµακας κουλτούρα274. Τα ΜΜΕ λειτουργώντας ως
χώρος θεσµοποιηµένης πλέον πολιτικής δράσης και συµπεριφοράς δοµούν την
υφιστάµενη πολιτική κουλτούρα, και όχι µόνο, υποχρεώνοντάς την να µετέλθει νέων
πρακτικών, υπαγορεύοντας µία νέα πολιτική και κοινωνική νοοτροπία. Η κουλτούρα
των ΜΜΕ απευθύνεται σε ένα µαζικό, ετερογενές κοινό, το οποίο προσδοκά όχι µόνο
να συγκινήσει αλλά και να καθυποτάξει. Οι όροι της διαθεσιµότητας και της ελεύθερης
πρόσβασης στα προϊόντα, στις συµβολικές µορφές αυτής της κουλτούρας δεν
συµβαδίζουν µε τους όρους παραγωγής τους. Η παραγωγή, η διάθεση και η διάδοση
των συµβολικών της µορφών είναι συνήθως µονόδροµη, αυστηρά περιορισµένη και µη
προσβάσιµη από τα άτοµα που καλούνται να την «καταναλώσουν». Η αλληλόδραση
µεταξύ των κοινωνών έχει επηρεασθεί βαθιά από το νέο περιβάλλον. Έχει αλλάξει
µορφή και περιεχόµενο275.
Η έννοια της µαζικής κουλτούρας και η ανάλυσή της είναι έργο των θεωρητικών
της Σχολής της Φραγκφούρτης και των συνεχιστών της276. Η λειτουργία και τα

273
Morin, E., «Το Πνεύµα των Καιρών», στο Λιβιεράτος, Κ. & Τ.Φραγκούλης, ό.π., σελ. 252.
274
Όπως διευκρινίζει η Hannah Arendt: «η µαζική κοινωνία και η µαζική κουλτούρα είναι αλληλένδετα
φαινόµενα. Η µαζική κοινωνία εµφανίζεται όταν η µάζα του πληθυσµού έχει ενσωµατωθεί στην
κοινωνία», Arendt, Hannah, «Κοινωνία και κουλτούρα», στο Λιβιεράτος, Κ. & Τ. Φραγκούλης ό.π., σελ.
121.
275
Ο Thompson ονοµάζει την αλληλόδραση µεταξύ των µέσων (επικοινωνητών) και του κοινού
«τεχνητά διαµεσολαβηµένη οιονεί αλληλόδραση». Για πιο αναλυτικά βλ. Thompson,. J.B., Ideology and
Modern Culture, ό.π. σελ. 268.
276
Όπως ο ίδιος ο Adorno υπογραµµίζει: « Ο όρος πολιτιστική βιοµηχανία χρησιµοποιήθηκε µάλλον για
πρώτη φορά στο βιβλίο «∆ιαλεκτική του ∆ιαφωτισµού» που ο Horkheimer και εγώ δηµοσιεύσαµε στο
Άµστερνταµ, το 1947, στα χειρόγραφά µας µιλούσαµε για «µαζική κουλτούρα». Aντικαταστήσαµε την
έκφραση µε την «πολιτιστική βιοµηχανία» µε στόχο να αποκλείσουµε από την αρχή την ερµηνεία που
συµφωνεί µε τους υπερασπιστές της: ότι (δηλαδή) είναι κάτι σαν κουλτούρα που αναφύεται από τις ίδιες

113
γνωρίσµατα της µαζικής κουλτούρας εξετάζονται πάντα σε σχέση µε το πολιτιστικό
περιβάλλον όπου εµφανίζεται, σε σχέση µε τα πολιτιστικά δεδοµένα που συναρθρώνει.
Αυτή η στενή σχέση µε τα πολιτιστικά δεδοµένα συµπυκνώνεται στον όρο
«πολιτιστική βιοµηχανία» («cultural industry») που χρησιµοποιείται στις αναλύσεις
των θεωρητικών της Σχολής, υποδηλώνοντας το πολιτιστικό περιεχόµενο των
παραγόµενων προϊόντων και τις κοινωνικές προεκτάσεις της κατανάλωσής τους. Αυτό
που καταναλώνεται τελικά δεν είναι το προϊόν καθεαυτό αλλά η συµβολική του
αξία277. H στενή σύνδεση της «βιοµηχανίας της κουλτούρας» µε την
εµπορευµατοποίηση οδηγεί στην οµοιοµορφία, στην οµογενοποίηση ιδεών και
απόψεων και η διοχέτευσή της µέσω της διασκέδασης την καθιστά εργαλείο
χειραγώγησης της κυρίαρχης οικονοµικά τάξης278. Αυτή η διαδικασία επιτείνεται από
τα ΜΜΕ αφού εξ΄ορισµού είναι µαζικά µέσα.
Ιδιαίτερα αιχµηρή είναι η κριτική που ασκεί ο Hans Magnus Enzensberger στην
χρήση του όρου «πολιτιστική βιοµηχανία» θεωρώντας ότι είναι ανεπαρκής να
αποδώσει στο σύνολό του το φαινόµενο που εµφανίζεται στις ανεπτυγµένες κοινωνίες
και που ο ίδιος αποκαλεί ως «εκβιοµηχάνιση του ανθρώπινου µυαλού», διαδικασία
στην οποία συµµετέχουν ενεργά τα ΜΜΕ ως αναπόσπαστο τµήµα της279.
Προχωρώντας στην ανάλυσή του επισηµαίνει βασικά χαρακτηριστικά της βιοµηχανίας
κατασκευής των συνειδήσεων. Ο όρος «πολιτιστική βιοµηχανία», παρατηρεί, µας

τις µάζες, η σύγχρονη µορφή της λαϊκής τέχνης. Από την τελευταία η πολιτιστική βιοµηχανία πρέπει να
διαχωριστεί στο έπακρο. Στην πολιτιστική βιοµηχανία επέρχεται συγκερασµός του παλαιού και τού
γνωστού σε µια νέα ποιότητα. Σε όλους τους κλάδους της, τα προϊόντα που είναι προσαρµοσµένα για
την µαζική κατανάλωση, και που σε µεγάλο βαθµό καθορίζουν την φύση αυτής της κατανάλωσης,
κατασκευάζονται πολύ ή λίγο σύµφωνα µε ένα σχέδιο. Οι ανεξάρτητοι κλάδοι, είναι παρόµοιοι στην
δοµή ή τουλάχιστον ταιριάζουν η µία µε την άλλη, διατάσσοντας τους εαυτούς τους σε ένα σύστηµα
σχεδόν χωρίς καθόλου κενό. Αυτό είναι εφικτό από τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες παράλληλα
µε την οικονοµική και διοικητική συγκέντρωση», Adorno, Theodor, “Culture Industry Reconsidered”,
στο: Marris, Paul, & Sue Thornham (eds.), Media studies. A reader, (2nd edition), Edinburgh University
Press, 1999, σελ. 31.
277
Ό Ν. ∆εµερτζής γράφει: «Στην καταναλωτική-καπιταλιστική κοινωνία, κάθε ανταλλαγή
εµπορευµάτων συνεπάγεται ταυτόχρονα και ανταλλαγή της εικόνας τους, η οποία εγγράφεται πλέον
ευθέως στην ίδια την διαδικασία παραγωγής του εµπορεύµατος. Προκειµένου να διατεθεί στην αγορά,
το εµπόρευµα κατασκευάζεται και (ίσως δε πρωτίστως) ως αισθητικό αντικείµενο µε συµβολική αξία
χρήσης», Πολιτική Επικοινωνία, ∆ιακινδύνευση, ∆ηµοσιότητα, ∆ιαδίκτυο, ό.π, σελ. 214.
278
Όπως παρατηρούν οι Horkheimer και Adorno: «Όσο ισχυρότερες γίνονται οι θέσεις της βιοµηχανίας
της κουλτούρας, τόσο πιο εύκολα µπορεί να ασχοληθεί µε τις ανάγκες των καταναλωτών, να τις
κατασκευάσει, να τις προσανατολίσει, να τις ελέγξει και να φθάσει ως την κατάργηση της διασκέδασης:
κανένα όριο δεν µπαίνει στην πρόοδο µιας τέτοιας κουλτούρας», Horkheimer, Max & Theodor Adorno,
Η ∆ιαλεκτική του ∆ιαφωτισµού, (µτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1986, σελ. 168.
279
Enzensberger, H. M., ό.π., σελ.4 κ.ε.

114
υπενθυµίζει το παράδοξο που είναι εγγενές χαρακτηριστικό σε οποιαδήποτε µελέτη
των ΜΜΕ. «Η συνείδηση, ακόµα και ψευδής, µπορεί να υποκινείται και να
αναπαράγεται από βιοµηχανικά µέσα αλλά δεν µπορεί να παραχθεί βιοµηχανικά. Είναι
ένα ‘κοινωνικό προϊόν’ που φτιάχνεται από τους ανθρώπους. Οι ρίζες του είναι ο
διάλογος ... Η βιοµηχανία του µυαλού είναι τερατώδης και δύσκολη στην κατανόηση
γιατί, αν θέλουµε να είµαστε αυστηροί, δεν παράγει τίποτα»280. Εξάλλου, όπως
υπογραµµίζει παρακάτω, στόχος της εν λόγω βιοµηχανίας δεν είναι να πουλήσει
κάποιο συγκεκριµένο προϊόν. Στόχος της είναι να «πουλήσει» την υπάρχουσα τάξη
πραγµάτων, να διατηρήσει το µοντέλο της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον
άνθρωπο χωρίς να ενδιαφέρεται για το ποιός εξουσιάζει την κοινωνία και µε ποια
µέσα. «Η βασική αποστολή της είναι να διευρύνει και να εκπαιδεύσει την συνείδησή
µας µε απώτερο στόχο να την εκµεταλλευτεί»281
Η κοινωνία, όπως παρατηρεί ο Baudrillard, δεν περνάει πια από ένα συµβολικό
αλλά από έναν τεχνικό φορέα. Γι αυτό ακριβώς είναι «επι-κοινωνία». Και συνεχίζει την
γλαφυρή του ανάλυση: «εκείνο λοιπόν που µοιράζεται κανείς δεν είναι πια µια
«κουλτούρα», το ζωντανό σώµα, η ενεργός σηµασία της οµάδας- δεν είναι καν µια
γνώση µε την ουσιαστική σηµασία του όρου, είναι αυτό το παράξενο σώµα σηµείων
και αναφορών, σχολικών αναµνήσεων και πνευµατικών διακριτικών της µόδας, που
αποκαλείται ‘µαζική κουλτούρα’ και που θα µπορούσε να ονοµάζεται Ε.Κ.Κ.
(Ελάχιστη Κοινή Κουλτούρα)... Η Ε.Κ.Κ. ορίζει το ελάχιστο κοινό τρόπαιο από
‘σωστές’ απαντήσεις που θα πρέπει να διαθέτει το µέσο άτοµο για να αποκτήσει
πιστοποιητικό πολιτιστικής υπηκοότητας»282. Αυτό που εννοεί ο Baudrillard είναι ότι
σύµφυτη µε τη µαζική κουλτούρα είναι η διπλή ιδεολογική και τεχνική φύση των
ΜΜΕ. Από την µια το παγιωµένο σύστηµα αξιών, πεποιθήσεων και παγιωµένων
γνώσεων που κωδικοποιείται στην Ε.Κ.Κ,. όπως την αποκαλεί, και από την άλλη η
τεχνική δοµή που αλλάζει τους τρόπους επικοινωνίας των ατόµων, αλλάζοντας τυπικά
και ουσιαστικά την επαφή τους µε τον κόσµο. «Η τεχνική αλλάζει τις σχέσεις µεταξύ
των ανθρώπων και τις σχέσεις ανάµεσα στους ανθρώπους και τον κόσµο.

280
στο ίδιο, σελ. 5.
281
στο ίδιο, σελ. 7 κ.ε.
282
Baudrillard, Jean, «Η κουλτούρα των µαζικών µέσων», στο Λιβιεράτος, Κ. & Τ Φραγκούλης, ό.π.,
σελ. 272.

115
Αντικειµενικοποιεί, εξορθολογίζει, αποπροσωποποιεί»283. Ο υλικός φορέας γίνεται η
αρχή και το τέλος της επικοινωνίας, παρακάµπτοντας αυτήν την ίδια την επικοινωνία
που έχει ως αποστολή να υπηρετήσει. Η γνωστή ρήση του M.McLuhan «το µέσο είναι
το µήνυµα» αποτυπώνει ακριβώς αυτήν την ιδιαιτερότητα της σύγχρονης
επικοινωνιακής κουλτούρας284.
Η κουλτούρα που παράγεται από τα σύγχρονα ΜΜΕ είναι αναµφίβολα
επικοινωνιακή και µαζική. Η κεντρικότητα (centrality) των ΜΜΕ στην λειτουργία του
«κυκλώµατος της κουλτούρας» την καθιστά και κυρίαρχη285. Στα γνωρίσµατά της
συγκαταλέγεται επίσης ο ρεαλισµός της 286 ή η αληθοφάνειά της, ο τεχνολογικός και ο
εµπορευµατικός της χαρακτήρας αλλά και το ελκυστικό της περίβληµα. Η νέα αυτή
κουλτούρα εκτός από το αυστηρά υλιστικό της περιεχόµενο έχει και ένα άυλο
χαρακτήρα που τον χρησιµοποιεί ως νοµιµοποιητική βάση287. Η «υλική
εκµετάλλευση», όπως επισηµαίνει ο Enzensberger, δεν αρκεί για την συνέχιση του
συστήµατος. Χρειάζεται και η «άυλη εκµετάλλευση»288 που κάνει όλα τα παράδοξα
και υπερβολικά στον κόσµο των ΜΜΕ να φαίνονται φυσιολογικά, δικαιολογηµένα. Σε
αυτόν τον κόσµος των ΜΜΕ τα πρότυπα που προβάλλονται είναι άκρως σαγηνευτικά
για τον µέσο ακροατή που αδυνατεί πολλές φορές να διακρίνει το πλαστό από το
αληθινό και σε αυτήν την κρίσιµη απώλεια του «αληθινού» δικαιολογείται και η
απουσία αντίστασής του. Ο φιλοσοφικός διαχωρισµός µεταξύ της έννοιας του
«πραγµατικού» και της «πραγµατικότητας» βρίσκει την σύγχρονη εκδοχή του στην

283
Ο Morin, συνεχίζει την παραπάνω σκέψη του µε µια σηµαντική παρατήρηση. « ..Όλα φαίνεται να
πρέπει να αναχθούν σε αριθµούς. Υπάρχει µια τεχνικά προσανατολισµένη πραγµοποίηση που πρέπει να
διακριθεί από την φετιχιστική «εκπραγµάτιση» (reification) όπου επενδύεται η ανάγκη της κατοχής,
όπως υπάρχει και µια καθαρά σύγχρονη αλλοτρίωση που γεννιέται από την ποσοτικοποίηση και την
αφαίρεση», βλ. «Το Πνεύµα των Καιρών», στο Λιβιεράτος, Κ. & Τ. Φραγκούλης, ό.π., σελ. 244.
284
McLuhan, Μ., Understanding Media, The extensions of Man, ARK Paperbacks, New York 1987.
285
Όπως εξηγεί ο St. Hall, η έννοια της ‘κεντρικότητας της κουλτούρας’ σηµατοδοτεί τον τρόπο µε τον
οποίο η κουλτούρα διεισδύει σε κάθε γωνιά και χαραµάδα της σύγχρονης κοινωνικής ζωής,
δηµιουργώντας έναν πολλαπλασιασµό δευτερευόντων κόσµων, διαµεσολαβώντας τα πάντα», Hall. St.,
«The centrality of culture: Notes on the cultural revolutions of our time», ό.π., σελ. 215.
286
Ο ρεαλισµός των ΜΜΕ αποκαλείται «Πλαστός ρεαλισµός» από τον T. Adorno. Ο Γ. Πλειός
χρησιµοποιεί τον όρο «ερµηνευτικός ρεαλισµός» εισάγοντας µια πιο ενεργή συµµετοχή του δέκτη στην
αποκωδικοποίηση του µηνύµατος.
287
Enzensbeger, H.M., ό.π. σελ. 10 κ.ε.
288
Η άυλη εκµετάλλευση προκύπτει από έννοιες-προϊόντα όπως η πολιτική προπαγάνδα και η διαφήµιση
που κατ’ ουσίαν δεν αγοράζονται. «Τα προϊόντα της βιοµηχανίας των συνειδήσεων», όπως παρατηρεί ο
Enzensberger, «δεν µπορούν πλέον να αναλυθούν χρησιµοποιώντας το δίπολο πωλητή αγοραστή. Είναι
µη επιδεκτικά τιµολόγησης (priceless)», στο ίδιο, σελ. 10.

116
σύγχυση που υφίσταται ο δέκτης των ΜΜΕ. Όταν όµως η «πραγµατικότητα» δεν
µπορεί να «εξαντλήσει» το «πραγµατικό», τότε θα πρέπει µάλλον να ισχύει η υπόθεση
ότι η Πολιτική δεν µπορεί να εξαντλήσει το Πολιτικό, όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά
ο Γ. Σταυρακάκης289. ∆ιαφορετική είναι η άποψη της Hannah Arendt: «Στην πολιτική,
περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, δεν έχουµε την δυνατότητα να ξεχωρίσουµε
µεταξύ του υπαρκτού (“being”) και του φαινοµένου (“appearance”). Στο βασίλειο των
ανθρωπίνων σχέσεων, το υπαρκτό και το φαινόµενο είναι πραγµατικά ένα και το
αυτό»290.
Η κουλτούρα που παράγεται από την σύγχρονη ιδεολογία των ΜΜΕ διεκδικεί και
προβάλλει συνεχώς τον ορθολογικό291 και αντικειµενικό χαρακτήρα του λόγου της.
Έναν λόγο που επαγγέλλεται ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες κάθε ατόµου χωριστά αλλά
που στην πραγµατικότητα ανακυκλώνει ένα κλειστό σύστηµα αξιών και αναγκών,
επαναλαµβανόµενο και προκαθορισµένο. Από την άλλη, όµως, απόλυτα
νοµιµοποιηµένο στις συνειδήσεις των ατόµων που είναι σε θέση να αγγίξουν τις
επιθυµίες τους όχι όµως και να τις εκπληρώσουν. Η εκπλήρωση απαιτεί αγώνα αλλά
και συµβιβασµό µε το σύστηµα. Κατά περίεργο τρόπο, αυτός ο περίεργος
ενσυνείδητος, αέναος παραλογισµός και αγώνας χωρίς τέλος δεν προκαλεί κοινωνική
δυσανεξία αλλά ενσωµάτωση. Ο H. Marcuse χαρακτηρίζει αυτήν την κατάσταση ως
µια µορφή εξάρτησης από την «αντικειµενικά υπάρχουσα τάξη πραγµάτων» που
δηµιουργεί µια νέας µορφής υποδούλωση, µια νέα ορθολογικότητα που υπερασπίζεται
σθεναρά την ιεραρχική της διάρθρωση. «Το ψεύτικο υπάρχει µέσα στην ίδια την
ορθολογικότητα του συστήµατος»292.

289
Stavrakakis, Yannis, Lacan and the Political, Routledge, London and New York, 1999, σελ. 72 κ.ε. Η
θέση αυτή του Σταυρακάκη απηχεί τον πυρήνα της πολιτικής θεωρίας των Laclau, Mouffe, Beck και
Lefort.
290
στο Edelman, Murray, Political Language: Words that succeed and policies that fail, Academic Press,
New York, San Francisco, London, 1977, σελ. 15.
291
Πρόκειται για έναν ‘επιχειρησιακό’ ή ‘εργαλειακό’ ορθολογισµό, όπως τον χαρακτηρίζει ο Π.
Λέκκας, «ο οποίος δεν αναφέρεται στο ίδιο το περιεχόµενο των ιδεών που εγκλείει, αλλά στη λογική
επίφαση που διέπει τη διάρθρωση και την παρουσία τους, δηλαδή στην ανάγκη οι ιδέες να
θεµελιώνονται µε αποδείξεις και επιχειρήµατα εµπειρικού, εγκόσµιου, µη –µεταφυσικού τύπου» και λίγο
παραπάνω «Οι ορθολογικές ιδιότητες της σύγχρονης ιδεολογίας δεν έχουν να κάνουν βεβαίως µε τον
ουσιαστικό ορθολογισµό των όσων υποστηρίζει, αλλά µε τον τρόπο δια του οποίου επιχειρεί να
νοµιµοποιήσει την ορθότητα των συλλογισµών της», ό.π., σελ. 58.
292
βλ. Marcuse, H., Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, (µτφρ. Μπάµπη Λυκούδη), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
1971, σελ. 155 κ.ε.

117
Την συµβολή της κουλτούρας στην κοινωνικές αλλαγές στον σύγχρονο κόσµο
εντοπίζει ο St. Hall, ο οποίος συγκρίνοντάς την µε τα πολιτιστικά προϊόντα που
παρήγαγαν άλλες κουλτούρες σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, παρατηρεί ότι η
σύγχρονη κουλτούρα µπορεί να µην έχει να επιδείξει «προϊόντα» όπως αυτά που
παρήχθησαν στην αρχαία Κίνα και Αίγυπτο και σε άλλες ιστορικές περιόδους αλλά η
σηµασία της έγκειται στο γεγονός ότι η σύγχρονη παγκοσµιοποιηµένη µορφή της έχει
την δυνατότητα να επηρεάζει συγκριτικά την ζωή πολύ περισσότερων ανθρώπων και
όχι µόνο περιορισµένων αριθµητικά ελίτ. Αυτό είναι αποτέλεσµα του εύρους των
ανθρώπων οι οποίοι βιώνουν τις επιπτώσεις της και του δηµοκρατικού και λαϊκού
χαρακτήρα της. Η σύγχρονη κουλτούρα που διαχέεται µε την βοήθεια υπερεθνικών
τηλεπικοινωνιακών κολοσσών (π.χ. CNN, BBC), παρέχει εύφορο έδαφος για ραγδαίες
κοινωνικές εξελίξεις και αλλαγές παρά τις «παρενέργειες» (οµογενοποίηση,
εφησυχασµός) που ήδη αναφέραµε293.
Όσον αφορά στην χρήση του όρου «κουλτούρα των ΜΜΕ» ή «επικοινωνιακή
κουλτούρα» («media culture») έχει το προνόµιο να περικλείει πολλά κρίσιµα ζητήµατα
που αφορούν στην κουλτούρα. στο σύνολό της, ως διαδικασίας, ως προϊόντος. Όπως
εξηγεί ο D. Kellner για την επικοινωνιακή κουλτούρα: «...σηµατοδοτεί και την φύση
και την µορφή και τα προϊόντα της πολιτισµικής βιοµηχανίας (π.χ. κουλτούρα) αλλά
και τον τρόπο παραγωγής και διανοµής τους (π.χ. οργανισµοί ΜΜΕ και βιοµηχανίες).
Αποφεύγει ιδεολογικούς όρους όπως ‘µαζική κουλτούρα’ και ‘λαϊκή κουλτούρα’ και
εφιστά την προσοχή στο κύκλωµα παραγωγής, διανοµής και πρόσληψης µέσω του
οποίου η ‘κουλτούρα των ΜΜΕ’ παράγεται, διανέµεται, καταναλώνεται»294. Η
«επικοινωνιακή κουλτούρα» είναι το αντικείµενο ανάλυσης των λεγόµενων
«πολιτισµικών σπουδών» («cultural studies») που αναπτύχθηκαν στην Αγγλία και οι
θεωρητικές τους τοποθετήσεις εκκινούν από την αποκαλούµενη Σχολή του
Μπέρµινγχαµ295.

293
Βλ. σχετικά Hall, St., «The centrality of culture: Notes on the cultural revolutions of our time», ό.π.,
σελ. 209 κ.ε.
294
Kellner, Douglas, Media Culture:Cultural studies, identity and politics between the modern and the
postmodern, Routledge, London and New York 1995, σελ. 34.
295
Οι πολιτισµικές σπουδές έχοντας ως ορίζοντα την πνευµατική κληρονοµιά της Σχολής της
Φραγκφούρτης επιχειρούν µια κριτική προσέγγιση της σύγχρονης κουλτούρας µέσα από ένα
διεπιστηµονικό πρίσµα. «Οι Βρετανικές πολιτισµικές σπουδές τοποθετούν την κουλτούρα µέσα στην
θεωρία της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, εξειδικεύοντας τους τρόπους που οι πολιτισµικές

118
Οι πολιτισµικές σπουδές επανέφεραν στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος την έννοια
της ιδεολογίας και την ενσωµάτωσή της στα κείµενα των µέσων αλλά προεξέτειναν το
ενδιαφέρον τους και στον τρόπο µε τον οποίο αυτή η ιδεολογία προσλαµβάνεται και
αποκωδικοποιείται από το κοινό. Το µοντέλο της «κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης»
του St.Hall πρόσφερε ερµηνευτικές κατευθύνσεις και διεξόδους στις παραπάνω
αναζητήσεις296. Επιβεβαίωσε επίσης την παρατήρηση του Adorno για την λεγόµενη
«πολυστρωµατική» δοµή των µηνυµάτων των σύγχρονων ΜΜΕ και τα στάδια που
διέρχεται το µήνυµα µέχρι να καταλήξει στον δέκτη. Όπως παρατηρεί ο Adorno: «Τα
µαζικά µέσα δεν είναι απλώς το άθροισµα των πράξεων που απεικονίζουν ή των
µηνυµάτων που εκπέµπονται από αυτές τις πράξεις. Τα µαζικά µέσα αποτελούνται
επίσης από διάφορα στρώµατα νοηµάτων που αλληλεπικαλύπτονται και συµβάλλουν
όλα µαζί στο αποτέλεσµα»297. Όπως διευκρινίζει παρακάτω, αυτά τα στρώµατα
χαρακτηρίζονται από διαφορετικό βαθµό προφάνειας και απόκρυψης και
χρησιµοποιούνται από την µαζική κουλτούρα ως ένα τεχνολογικό µέσο χειρισµού του
ακροατηρίου298. Η ένσταση του St. Hall είναι ακριβώς σε αυτόν τον χειρισµό του
ακροατηρίου τον οποίο αποδέχεται ως µεγάλη πιθανότητα αλλά όχι ως τελεολογική και
αναπόφευκτη. Πολύ σηµαντικά στοιχεία, επίσης, που εισήγαγε το θεωρητικό

µορφές έχουν υπηρετήσει είτε την κοινωνική κυριαρχία είτε την ενδυνάµωση των ανθρώπων να
αντισταθούν και να αγωνιστούν ενάντια στη κυριαρχία. Η κοινωνία εκλαµβάνεται ως ένα πεδίο
ιεραρχικών και ανταγωνιστικών σχέσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται από την καταπίεση των κατώτερων
τάξεων, φύλων, φυλών, εθνικών και εθνοτικών στρωµάτων», στο ίδιο, σελ. 31.
296
Το µοντέλο του St. Hall (1980) βασίζεται σε δύο προτάσεις ενστάσεις (όσον αφορά στα προηγούµενα
µοντέλα λήψης της πολιτικής επικοινωνίας). Η επικοινωνία προέρχεται από τα µέσα των οποίων τα
τυπικά νοηµατικά πλαίσια τείνουν να συµβιβαστούν µε τις κυρίαρχες δοµές. Τα µηνύµατα
κωδικοποιούνται σε τύπους µε καθορισµένο περιεχόµενο που εµπεριέχουν και τους τρόπους ερµηνείας
τους. Οι δέκτες των µηνυµάτων, ωστόσο, µπορούν να αναγνώσουν τα µηνύµατα µε διαφορετικό τρόπο
παρεκκλίνοντας από την προκαθορισµένη κατεύθυνση του µηνύµατος, βλ. McQuail, Denis and Sven
Windahl, ό.π., σελ. 190-193. Για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις του ο St. Hall προτείνει την ύπαρξη
τριών βασικών ενεργών κωδίκων: «Ο ένας αφορά στα κυρίαρχα µηνύµατα που σχετίζονται µε την
εξουσία. Ο δεύτερος είναι ο ‘διαπραγµατεύσιµος’ κώδικας, που στην ουσία είναι ο κώδικας των ΜΜΕ
τα οποία παίζουν έναν ρόλο ουδέτερων και αναγνωρισµένων φορέων πληροφοριών. Ο τρίτος είναι ο
‘αντιθετικός’ κώδικας, ο οποίος είναι διαθέσιµος σε όσους τον επιλέξουν ή σε όσους οδηγηθούν από τις
περιστάσεις να δουν τα µηνύµατα όσον αφορά στην πραγµατικότητα µέσα από ένα διαφορετικό πρίσµα
και τελικά να µπορέσουν να ‘διαβάσουν’ ανάµεσα στις γραµµές» των επίσηµων εκδοχών των
γεγονότων. Αυτό το απλό µοντέλο αναγνωρίζει ότι η ιδεολογία, όπως µεταδίδεται δεν είναι ίδια µε την
ιδεολογία που παραλαµβάνεται», στο McQuail, Denis, ό.π. σελ. 126. Για µια πιο αναλυτική παρουσίαση
των βασικών θέσεων του µοντέλου βλ. Hall, St.,“Encoding-Decoding” στο Marris, Paul & Sue
Thornham (eds.), ό.π. σελ. 51-61.
297
Για τις θέσεις αυτές του Adorno βλ. Adorno, T., « Η τηλεόραση και η διαµόρφωση της µαζικής
κουλτούρας», στο Λιβιεράτος, Κ.&Τ. Φραγκούλης, (επιµ), ό.π. σελ. 99-104.
298
στο ίδιο.

119
παράδειγµα του St. Hall πέρα από την αισιοδοξία του για τον ρόλο του αποδέκτη των
µηνυµάτων, είναι η πολλαπλότητα του περιεχοµένου των ΜΜΕ και η δυνατότητα,
αντίστοιχα, πολλαπλών ερµηνευτικών κατευθύνσεων.
Η σχολή του Μπέρµινγχαµ στις πιο γενικές της θέσεις έχει ως αφετηρία της τον
ισχυρισµό ότι τα µέσα, παρόλα αυτά, τείνουν να προκαλούν την αφοµοίωση και την
υποβάθµιση αποκλινόντων ή «παραβατικών» στοιχείων της κοινωνίας. Αυτό
επιτυγχάνεται µε την χρήση κωδίκων που έχουν ως ελάχιστο κοινό παρανοµαστή
κοινές αντιλήψεις και ιδέες και καταλήγουν στην λεγόµενη προτιµητέα ανάγνωση των
µηνυµάτων. Τα άτοµα, πριν ακόµη προχωρήσουν σε οποιαδήποτε αξιολόγηση του
µηνύµατος, επιλέγουν να εκτεθούν σε Μέσα και σε µηνύµατα που δεν έρχονται σε
ευθεία αντίθεση µε τις πεποιθήσεις και τις απόψεις που ήδη έχουν299. Πάντως ο
διαχωρισµός των σταδίων της επικοινωνίας σε µετάδοση και πρόσληψη και η απόδοση
νοηµατικής αυτονοµίας σε καθένα από αυτά, χωρίς να θεωρείται δεδοµένο ότι το
ιδεολογικό περιεχόµενο που έχει ένα µεσοποιηµένο µήνυµα θα είναι αυτό που τελικώς
θα προσληφθεί από τον δέκτη, έδωσε το έναυσµα για έρευνες που εξετάζουν την
λεγόµενη «διαφορική αποκωδικοποίηση»300 .
Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι η ανάλυση της κουλτούρας των ΜΜΕ είναι ένα
πολύπλοκο και δυσχερές έργο αφού λόγω της γραµµατικής του κυρίαρχου µέσου,
προϋποθέτει την µύηση του µελετητή σε διάφορες γνωστικές περιοχές, όπως της
σηµειολογίας, της γλωσσολογίας, της πολιτικής, της ψυχολογίας και της
κοινωνιολογίας. Οι µέθοδοι, επίσης που χρησιµοποιούνται για την ανάλυση του
περιεχοµένου των ΜΜΕ οφείλουν να αντιµετωπίσουν το παρατηρήσιµο υλικό
σφαιρικά και διεπιστηµονικά, εάν θέλουν να τεκµηριώσουν ισχυρά επιχειρήµατα. Η
πολυµορφία και η πολυσηµία των µεσοποιηµένων µηνυµάτων που συµπεριλαµβάνει,

299
Είναι η γνωστή θεωρία του ψυχολόγου L. Festinger, που την ονόµασε «αποφυγή της γνωστικής
ασυµφωνίας» («cognitive dissonance») βλ. στο Festinger, L. A., Theory of Cognitive Dissonance,
Stanford University Press, Stanford 1957.
300
Οι ιδέες του St. Hall έδωσαν το έναυσµα για την επανεξέταση των µαρξιστικών θέσεων περί
ιδεολογίας και ψευδούς συνείδησης. Για παράδειγµα στην έρευνα του ο Morley χρησιµοποίησε την
δυνατότητα της «διαφορικής αποκωδικοποίησης» για να ανακαλύψει τυχόν στοιχεία αντίστασης της
εργατικής τάξης απέναντι στα κυρίαρχα µηνύµατα των ΜΜΕ. Τα αποτελέσµατα της έρευνας δεν ήταν τα
αναµενόµενα αλλά έδωσαν µια νέα τροπή στην ανάλυση του ρόλου του ακροατηρίου στα ΜΜΕ και
στην ενδεχόµενη, υπό όρους, επαναδραστηριοποίησή του. Για πιο αναλυτικά βλ. Morley, D., The
“Nationwide” Audience: Structure and Decoding, BFI TV Monographs No. 11, London, British Film
Institute, 1980.

120
την λεκτική επικοινωνία, την ηχητική, εικόνες, σύµβολα, αναπαραστάσεις, και το εν
γένει σηµειωτικό περιβάλλον καθώς και άλλες παραµέτρους, επιβάλλουν για την
σωστή ερµηνεία, την ένταξη του µηνύµατος που εκπέµπεται στο κοινωνικό, πολιτικό
και πολιτιστικό του περιβάλλον για την όσο το δυνατόν προσήκουσα
αποκωδικοποίηση και ανάλυσή του.
Από το πλέγµα της νέας επικοινωνιακής κουλτούρας δεν ξέφυγε όπως ήταν φυσικό
και η πολιτική. Η σύγχρονη πολιτική κουλτούρα τροφοδοτεί και ανατροφοδοτείται από
τα ΜΜΕ. Με τους ίδιους όρους που αναφέραµε παραπάνω σχηµατοποιείται και η
έννοια της εν γένει πολιτικής κουλτούρας, ως ένα µέρος της γενικότερης κουλτούρας,
για την δηµιουργία (ή την διατήρηση) της οποίας µεγάλη ευθύνη επωµίζονται τα
σύγχρονα ΜΜΕ ως ενεργοί παράγοντες διαµόρφωσής της. Η ευθύνη αυτή αυξάνεται
γεωµετρικά ανάλογα µε τον χρόνο έκθεσης των σύγχρονων πολιτών στα ΜΜΕ. Η
σύγχρονη πολιτική κουλτούρα, πράγµατι, χαρακτηρίζεται από µια οµογένεια στον
πυρήνα των ιδεών που την απαρτίζουν και έναν συντηρητισµό ως προς τις διαδικασίες
αλλαγής της που είναι εξαιρετικά αργές και χρονοβόρες. ∆εν µπορούµε να
ισχυρισθούµε µε βεβαιότητα ότι η κουλτούρα των ΜΜΕ είναι αυτή της κυρίαρχης
τάξης αλλά µε ασφάλεια µπορούµε να αποδεχθούµε ότι η κουλτούρα των ΜΜΕ είναι η
κυρίαρχη κουλτούρα, αυτή που στον πολιτιστικό και καταναλωτικό της «χωνευτήρι»
απορρόφησε πολλές µορφές και επίπεδα κουλτούρας όπως και την πολιτική301.
Ο καµβάς πάνω στον οποίο υφαίνεται η εν λόγω πολιτική κουλτούρα είναι ο
πολιτικός λόγος, έτσι όπως αυτός εκφέρεται πλέον από τα ΜΜΕ µε όλες τις

301
Βέβαια, όπως υποστηρίζει ο Thompson, « Η αποδοχή της ‘κεντρικότητας’ της µαζικής επικοινωνίας
ως χώρου αποδοχής και διάδοσης της ιδεολογίας δεν σηµαίνει ότι πρέπει να παραβλέψουµε την
λειτουργία της ιδεολογίας σε περιβάλλοντα άλλα από αυτά που σχετίζονται µε την διάδοση συµβολικών
µορφών µέσω της µαζικής επικοινωνίας. Εξάλλου, οι συµβολικές µορφές που µεταδίδονται µέσω της
µαζικής επικοινωνίας συνήθως ανευρίσκονται σε περιβάλλοντα της καθηµερινής ζωής και
ενσωµατώνονται στο συµβολικό περιεχόµενο της κοινωνικής αλληλόδρασης», βλ. Thompson, J.B.,
Ideology and Modern Culture, ό.π. σελ. 265-266. Η θέση του Thompson δεν αρνείται την κεντρική θέση
των ΜΜΕ ως φορέων διάδοσης ιδεολογίας. Αυτό που υπονοεί, ωστόσο, κατά την γνώµη µας, είναι ότι η
µεταδιδόµενη ιδεολογία από τα ΜΜΕ µετέρχεται και άλλων συµβολικών µορφών µέσα στην κοινωνική
ζωή που επίσης δρουν ως φορείς ιδεολογίας. Η ιδεολογία των ΜΜΕ αναλύεται αποτελεσµατικά µόνο
µετά την ένταξή της στο κοινωνικό πλαίσιο όπου λειτουργεί λαµβάνοντας υπόψη όλες τις παραµέτρους
αλλά και τις συνέπειες που έχει στην κοινωνική ζωή των ατόµων. Όπως παρατηρεί και ο Enzensberger,
συµπεριλαµβάνοντας τα ΜΜΕ στην βιοµηχανία των συνειδήσεων, «υπάρχουν άλλοι πρόσφατοι κλάδοι
της βιοµηχανίας που παραµένουν ανεξερεύνητοι: η µόδα και το βιοµηχανικό σχέδιο, η διάδοση των
γνωστών θρησκειών και των εσωτερικών αιρέσεων, οι δηµοσκοπήσεις, η προσοµοίωση και τελευταίο
αλλά όχι λιγότερο σηµαντικό, ο τουρισµός, ο οποίος µπορεί να θεωρηθεί ως µαζικό µέσο από µόνο του»,
ό.π. σελ. 6.

121
αναπόφευκτες τροποποιήσεις και αλλοιώσεις που έχει υποστεί από την επικοινωνιακή
του επεξεργασία.

122
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ο ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

3.1. Συνιστώσες και συνθήκες διαµόρφωσης

«Η γλώσσα είναι, µε τα υπονοούµενά της, τις παραδροµές της, τα σφάλµατά της και τις
περιπλανήσεις της, η έκφραση της πραγµατικότητας του υποκειµένου»302.

Οι µεταβολές που σηµειώθηκαν µε την επικοινωνιακή εισβολή των σύγχρονων


ΜΜΕ στην κοινωνική και πολιτική ζωή αποτυπώνονται ξεκάθαρα στο βασικό εργαλείο
άρθρωσης, έκφρασης και υλοποίησης των πολιτικών ιδεολογιών, στον πολιτικό λόγο.
Μια πρόχειρη ανάγνωση ή καλύτερα τηλεθέαση του σύγχρονου πολιτικού λόγου, έτσι
όπως εκφέρεται από τους κύριους και «νόµιµους» εκπροσώπους του, δίνει την αίσθηση
ότι ολισθαίνει σε έναν επικίνδυνο ετεροκαθορισµό από τα ΜΜΕ αποκλίνοντας
σταθερά από τον ρόλο που έχει επωµισθεί θεσµικά και κοινωνικά να επιτελέσει.
Αν προσέξουµε ιδιαίτερα τον πολιτικό λόγο των δύο µεγάλων ελληνικών
κοµµάτων (Ν.∆. και ΠΑΣΟΚ) που εκφράζουν δηµόσια τα δύο µεγάλα κόµµατα µέσα
από τα ΜΜΕ και που εκπροσωπούν το 86% περίπου της ελληνικής κοινωνίας
(σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα των βουλευτικών εκλογών του 2004), παρατηρούµε,
ότι, αν και προσδοκά να εκπροσωπήσει διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις, παρόλα
αυτά είναι πολλές φορές ταυτόσηµος τόσο στις έννοιες που χρησιµοποιεί όσο και στον
τρόπο εκφοράς του, ανεξάρτητα από την ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση του
οµιλούντος. Όπως ανέλυσε ο Wittgenstein στις µελέτες του η σύγκλιση απόψεων
σηµαίνει και σύγκλιση στην γλώσσα που χρησιµοποιείται303. Η παραπάνω διαπίστωση
σε ό,τι αφορά τον πολιτικό λόγο του κοµµατικού δίπολου που επικρατεί στην χώρα
µας, προκύπτει αβίαστα παρακολουθώντας απλά τις πολιτικές εκποµπές που
παρουσιάζονται καθηµερινά στην τηλεόραση που καταδεικνύουν την έκδηλη

302
Dethy, Michel, ό.π., σελ. 30.
303
Βλ σχετικά Wittgenstein, Ludwig, Φιλοσοφικές έρευνες, (µτφρ. Π. Χριστοδουλίδης), εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα 1977.

123
µεταµόρφωση που υφίσταται ο πολιτικός λόγος από την αναγκαστική επεξεργασία του
από τα ΜΜΕ.
Αν οι ιδεολογίες τις προηγούµενες δεκαετίες ήταν παράγοντες διαµόρφωσης
πολιτικών ταυτοτήτων, σήµερα αυτές οι ταυτότητες τείνουν να εξαφανισθούν. Η
συζήτηση για το τέλος των ιδεολογιών που αναζωπυρώνεται κατά καιρούς έχει να
αντλήσει στοιχεία και από το γεγονός της «αλλοτρίωσης» του πολιτικού λόγου, της
αποξένωσής του από το ιδεολογικό του υπόβαθρο304. Η φανερή αναντιστοιχία µεταξύ
του λόγου των πολιτικών ηγετών και της ιδεολογικής του δεξαµενής καθώς και η
γλωσσολογική οµογενοποίηση συναρτάται άµεσα µε την πολιτική απάθεια των
πολιτών οι οποίοι δεν φαίνεται να συγκινούνται από έναν λόγο χωρίς δυναµική
σύγκρουσης ή έστω αµφισβήτησης305. Άµεση συνέπεια είναι η «χαλαρή» πολιτική
αντιµετώπιση των γεγονότων, αφού οι περισσότεροι ψηφοφόροι στερούνται πολιτικής
ταυτότητας. Η έλλειψη πολιτικής ταυτότητας και ακόµη περισσότερο η απουσία
ενδιαφέροντος για την αναζήτησή της είναι πολιτικό πρόβληµα. Η πολιτική
αποπολιτικοποιείται, αποϊδεολογικοποιείται και αποψιλώνεται τελικά από τον
κοινωνικό της ρόλο. Καθίσταται µια µετα-πολιτική κατά την διατύπωση της Mouffe306,

304
Η θέση περί του «τέλους της ιδεολογίας» αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές
της δεκαετίας του ‘60 σε µια προσπάθεια να αναλυθούν οι νέες τάσεις των δυτικών κοινωνιών. Οι
θεωρητικοί του «τέλους της ιδεολογίας» µε πιο γνωστό υπερασπιστή αυτής της θέσης τον Lipset,
ουσιαστικά αποφαίνονται υπέρ του τέλους της ταξικής πολιτικής αφού οι διαφορές µεταξύ των επιπέδων
ζωής και των βιωτικών συνθηκών της εργατικής και της µεσαίας τάξης µειώθηκαν και σε συνδυασµό µε
την κοινωνική κινητικότητα τα ταξικά χάσµατα γεφυρώθηκαν. Κατά αυτόν τον τρόπο η ανταπόκριση
των εκλογέων στην πολιτική µε ταξικούς όρους έχει εξασθενήσει και υπάρχει µια γενική συναίνεση
πάνω στις γενικές πολιτικές αξίες. Τις παραπάνω θέσεις απέρριψε ο Marcuse µε το γνωστό έργο του «Ο
µονοδιάστατος άνθρωπος». Ο Marcuse αναλύοντας την θεαµατική ανάπτυξη των µέσων παραγωγής, την
υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου και την ανάπτυξη της τεχνολογίας καταλήγει στην «αποπολιτικοποίηση»,
όπως την αποκαλεί, µια κατάσταση που απορρέει από την λατρεία της αφθονίας, του καταναλωτισµού
και του εκτοπισµού των πολιτικών και ηθικών ερωτηµάτων. Πάντως και οι δύο προσεγγίσεις ξεκινούν
µε αφετηρία την απόπειρα ερµηνείας της πολιτικής αρµονίας που υπόσχεται ο δυτικός καπιταλισµός και
καταλήγουν στα ακόλουθα κοινά συµπεράσµατα: «α) έναν υψηλό βαθµό συµµόρφωσης και
ενσωµάτωσης σε όλες τις κοινωνικές οµάδες και τάξεις και β) ότι, ως συνέπεια του πιο πάνω, ενισχύεται
η σταθερότητα του πολιτικού και κοινωνικού συστήµατος». Για την συζήτηση σχετικά µε το τέλος των
ιδεολογιών βλ. πιο αναλυτικά στο Held, D., Μοντέλα ∆ηµοκρατίας, εκδ. Στάχυ, Αθήνα 2000, σελ. 224
κ.ε.
305
Όπως επισηµαίνουν και οι A. R. Ball και B. Guy Peters: «Ορισµένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι
τάσεις απάθειας και κυρίως ο γενικότερος σκεπτικισµός των πολιτών απέναντι στις δοµές και το ρόλο
των συστηµάτων διακυβέρνησης οφείλονται εν µέρει στη συστηµατική αρνητική κάλυψη των
περισσότερων πτυχών της σηµερινής διακυβέρνησης από τα ΜΜΕ», βλ. Σύγχρονη Πολιτική και
∆ιακυβέρνηση, Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήµη, (εισ. µτφρ.Κ. Λάβδας) εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
2001, σελ. 240 κ.ε.
306
Βλ. σχετικά το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Mouffe, Chantal, Το ∆ηµοκρατικό Παράδοξο, (µτφρ. Αλ.
Κιούπκιολης, προλ, επιµ. Γ. Σταυρακάκης), εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.

124
που δεν είναι πλέον σε θέση να εµπνεύσει ούτε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της,
πόσο µάλλον τους ήδη αλλοτριωµένους ψηφοφόρους της. Και αυτό γιατί ο πολίτης
αντιµετωπίζεται ως µάζα, ως αντικείµενο τη πολιτικής και όχι ως ενεργό υποκείµενο.
Ως αντικείµενο, όµως, δεν είναι δεκτικός κινητοποίησης παρά µόνο «µετακίνησης»,
υπογραµµίζει χαρακτηριστικά ο Εnzensberger και συνεχίζει: «Η προπαγάνδα που δεν
απελευθερώνει την αυτοπεποίθηση αλλά την περιορίζει οδηγεί στην
307
αποπολιτικοποίηση» . Η εκτεταµένη «αποπολιτικοποίηση» έχει αλυσιδωτές
προεκτάσεις σε όλο το φάσµα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Όπως παρατηρεί ο
Marcuse: «η αποπολιτικοποίηση είναι η συνέπεια της εξάπλωσης της εργαλειακής
λογικής, δηλαδή της εξάπλωσης του µελήµατος για την αποτελεσµατικότητα των
διαφορετικών στόχων σε σχέση µε τους προκαθορισµένους στόχους»308.
Η πολιτική ταυτότητα εννοούµενη ως πολιτική θέση είναι λάθος να ταυτίζεται µε
την κοµµατική πόλωση και την αδιαλλαξία. Η ανάγκη πολιτικού προσανατολισµού και
υιοθέτησης µιας υπεύθυνης πολιτικής στάσης δεν πρέπει, επίσης, να παραπέµπει σε µια
ενδεχόµενη λογική εξυπηρέτησης της πολιτικής κατάταξης των πολιτών µε βάση τις
ιδεολογικές τους πεποιθήσεις. Ένας τέτοιος στόχος είναι προφανώς αντιδηµοκρατικός.
Η πολιτική ταυτότητα είναι πρωτίστως δυνατότητα αντίληψης και κατανόησης. Η
υιοθέτηση κριτικής πολιτικής στάσης απέναντι στο κοινωνικό και πολιτικό πράττειν
ακολουθεί. Η υιοθέτηση διαφορετικών στάσεων είναι προνόµιο µιας ευνοµούµενης
δηµοκρατικής κοινωνίας. Η παντελής απουσία προβληµατισµού και θέσεων, είναι ίδιον
της µαζικής ή καλύτερα µαζικοποιηµένης κοινωνίας. Το έλλειµµα κριτικής σκέψης
είναι πρωτίστως πολιτικό, έλλειµµα που εµφανώς εντοπίζεται και αντικατοπτρίζεται
στον βασικό κώδικα πολιτικής επικοινωνίας, στη γλώσσα.
Στην προβληµατική αυτή αναφέρεται ο M.Edelman αναπτύσσοντας µια
εναλλακτική προσέγγιση σχετικά µε τον ρόλο της πολιτικής γλώσσας στην οποία και
ανακαλύπτει έναν ιδιόµορφο πλουραλισµό, µια εγγενή αντινοµία, µια ξεχωριστή
ικανότητα να προσεγγίζει ένα πρόβληµα από διαφορετικές οπτικές γωνίες309. Η
ιδεολογική και πολιτική µονοµέρεια, ισχυρίζεται, προκύπτει από την επιλογή µίας µόνο

307
Enzensberger, H.M., The Consciousness Industry, On Literature, Politics and the Media, (M. Roloff
ed.)The Seabury Press, New York 1974, σελ. 97.
308
στο Held, D, ό.π. σελ. 227.
309
Edelman, M., Political Language:Words that succeed and policies that fail, Academic Press, New
York, San Francisco, London 1977, σελ. 5 κ.ε.

125
οπτικής από τα άτοµα, αυτής που τους προσφέρεται από τους ιθύνοντες και τις
πολιτικές ελίτ ως η πλέον κατάλληλη για να ανταποκριθεί στα συµφέροντα και τις
ανάγκες των πολιτών. Η οµαλή κοινωνική ενσωµάτωση, πιστεύει ο Edelman, είναι το
αποτέλεσµα της ύπαρξης πολλαπλών συγκρουόµενων θέσεων που γλωσσολογικά είναι
διαθέσιµες, δηµιουργώντας ένα «ευρύ φάσµα αµφίσηµων στάσεων», ικανό να
ικανοποιήσει όλες τις πολιτικές και όλα «εγώ» των ατόµων. H ύπαρξη και µόνο αυτής
της αµφισηµίας και πολλαπλότητας είναι παράγοντας κοινωνικού κατευνασµού, αφού
όλοι θεωρούν ότι εν δυνάµει όλες οι απόψεις εκπροσωπούνται. Εξάλλου η πολυσηµία
ενός «κειµένου» είναι απαραίτητη συνθήκη για να καταστεί το κείµενο αυτό δηµοφιλές
στους κοινωνούς του, στο κοινό που απαρτίζεται εντέλει από άτοµα µε διαφορετικές
θέσεις στην κοινωνική διάρθρωση. Η πολυσηµία δεν σηµαίνει, βεβαίως και αρµονική
συνύπαρξη ή ίση κατανοµή εξουσίας. Όπως παρατηρεί ο Fiske: «Όπως οι κοινωνικές
οµάδες δεν είναι ούτε αυτόνοµες ούτε ίσες µεταξύ τους, έτσι και οι σηµασίες που
παράγονται από το κείµενο δεν είναι ούτε αυτάρκεις ούτε όµοιες µεταξύ τους»310 και
παρακάτω: «Η πολυσηµία είναι πάντα περιχαρακωµένη και δοµηµένη, διότι η
πολυσηµία είναι το κειµενικό ισοδύναµο των κοινωνικών διαφορών και
ετεροτήτων»311.
Όπως εξηγούν οι Elder και Cobb «τα πολιτικά ερεθίσµατα είναι συνήθως αµφίσηµα
για αυτό και τα άτοµα δεν χρειάζεται να κουρασθούν και πολύ για να βρουν
επιβεβαίωση υφιστάµενων απόψεων»312. Για την κατανόηση αυτής της διεργασίας
ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις των Sears και Whitney313 για τρεις, όπως
τις εντοπίζουν, προκαταλήψεις που χαρακτηρίζουν τον τρόπο µε τον οποίο τα άτοµα
προσλαµβάνουν την πολιτική πληροφορία. Η πρώτη αποκαλείται «συνεκτική
προκατάληψη» (“consistency bias”) και αναφέρεται στην τάση των ατόµων να
συµφωνούν µε τις απόψεις ή τα άτοµα που συµπαθούν και να διαφωνούν µε αυτές που
αντιπαθούν. Η δεύτερη αποκαλείται «θετική προκατάληψη» (“positivity bias”) και
εξηγεί γιατί οι λήπτες των πολιτικών µηνυµάτων προτιµούν να αποκωδικοποιούν τις
310
Fiske, John, TV,Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, εκδόσεις ∆ροµέας, Αθήνα 2000, σελ.33.
311
στο ίδιο, σελ. 33.
312
Elder, Charles D., & Roger W. Cobb, The Political Uses of Symbols, Longman, New York, London
1983, σελ. 11.
313
βλ.σχετικά Sears, David & Richard, Whitney, Political Persuasion, General Learning Press,
Morristown, N.J. 1973. Για µια συνοπτική αναφορά των θέσεών τους βλ. Elder, Charles D. & Roger W.
Cobb, ό.π., σελ. 11.

126
πληροφορίες µε θετικό παρά µε αρνητικό τρόπο. Η τελευταία προκατάληψη
χαρακτηρίζεται από τους συγγραφείς ως «προκατάληψη συµφωνίας» (“agreement
bias”) και αναφέρεται βασικά στην δεκτικότητα που εµφανίζεται στα άτοµα ως προς
τα µηνύµατα που προσλαµβάνουν, ανεξάρτητα από τους τρόπους πολιτικής
επικοινωνίας που χρησιµοποιούνται και ανεξάρτητα, επίσης, από το περιεχόµενο των
ληφθέντων µηνυµάτων. Εν κατακλείδι, η έλλειψη ισχυρών πολιτικών αντιπαραθέσεων
οδηγεί τα άτοµα σε µια επιφανειακή και χρησιµοθηρική αντίληψη όσον αφορά την
πολιτική, αντίληψη η οποία δεν έχει καµία διάθεση να εµβαθύνει, να «ερεθίσει»
κριτικές πτυχές, να προκαλέσει προβληµατισµό. Η επαπειλούµενη ανατροπή που θα
εγκυµονούσε µια τέτοια κριτική στάση είναι από µόνη ικανό κίνητρο γα την προώθηση
µιας τάσης εφησυχασµού και σύγκλισης.
Στις ίδιες θεωρητικές και πραγµατολογικές παραδοχές βασίζεται και το
επικοινωνιακό «µοντέλο – παράδειγµα των χρήσεων και ικανοποιήσεων» (“uses
and gratifications approach”), βάσει του οποίου «τα µέλη του κοινού δεν
αποφεύγουν απλώς να εκτεθούν στα µηνύµατα των Μέσων που αντιβαίνουν στις
προσδοκίες και τις γνώσεις τους αλλά σύµφωνα µε τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντά
τους, επιλέγουν µε θεληµατικό και ενεργητικό τρόπο το περιεχόµενο των Μέσων, από
το οποίο θα αντλήσουν διανοητική και συναισθηµατική ικανοποίηση, µέσα σε ένα
εύλογο πλαίσιο διαθέσιµου χρόνου και απαιτούµενης προσπάθειας για την πρόσληψη
του υλικού»314. Βέβαια, τόσο η ακραιφνώς πολιτική ανάλυση των Sears και Whitney
όσο και η λογική του εν λόγω επικοινωνιακού-πολιτικού µοντέλου των θεωρητικών
των ΜΜΕ315 αφήνει αναπάντητα ερωτήµατα σχετικά µε τον προσδιορισµό κρίσιµων
όρων όπως η «ανάγκη», η «προτίµηση», η «συµφωνία» κ.ο.κ., ιδιαίτερα όσον αφορά
στην οριοθέτηση της κοινωνικής τους διάστασης και του τρόπου µε τον οποίο αυτές οι
έννοιες «κατασκευάζονται». Παρόλες τις αδυναµίες αυτών των προσεγγίσεων, δεν

314
∆εµερτζής, Ν., Πολιτική Επικοινωνία, ∆ιακινδύνευση, ∆ηµοσιότητα, ∆ιαδίκτυο, ό.π., σελ. 92 κ.ε. Για
µια ανάλυση των βασικών θέσεων του µοντέλου βλ. Blumler, Jay, & Elihu Katz, The Uses of Mass
Communication, Sage Publications, Beverly Hills 1974. Επίσης βλ. Mc Quail, D., & Sven, Windahl,
Σύγχρονα Μοντέλα Επικοινωνίας, Για την µελέτη της Μαζικής Επικοινωνίας, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα
2001, σελ. 174-187.
315
Η έρευνα των «χρήσεων και ικανοποιήσεων» µπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους:µια «κλασσική
και µια «σύγχρονη». Η βασική «φόρµουλα» ανήκει στους Blumler και Katz, (βλ. παραπάνω υποσηµ.)
και η βασική ανάπτυξη –εκδοχή της θεωρίας ανήκει στον Rosengren, βλ. Mc Quail, D. & Sven,
Windahl, ό.π.

127
µπορούµε να αγνοήσουµε ότι η υιοθέτηση ενός τέτοιου τρόπου ανάλυσης της
πρόσληψης των πολιτικών µηνυµάτων και φυσικά του πολιτικού λόγου εδράζεται σε
µια ρεαλιστική αντίληψη της πολιτικής που ξεπερνά σε µερικά σηµεία τον
ψυχολογισµό και µπορεί να γίνεται, όπου χρειάζεται, και κυνική.
Παρόµοιος και ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο προβληµατισµός του J. Thompson ο
οποίος, ασκώντας κριτική στον ενοποιητικό ρόλο της επικρατούσας ιδεολογίας ως
παράγοντα «σταθεροποίησης» των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, προτείνει µια άλλη
εξήγηση. «Η αναπαραγωγή της κοινωνικής σταθερότητας µπορεί να στηρίζεται όχι
τόσο πάνω στην συναίνεση αναφορικά µε συγκεκριµένες αξίες και νόρµες αλλά πάνω
στην απουσία συναίνεσης µε σηµείο αιχµής εκείνο όπου αντικρουόµενες στάσεις
µπορούν να µεταφρασθούν σε πολιτική πράξη»316. Παρακάτω, αναλύοντας τις θέσεις
του Claude Lefort για την ιδεολογία της αστικής τάξης, ο Thompson σχολιάζει: «Αυτό
που δίνει δύναµη στην αστική ιδεολογία είναι ότι οι λόγοι της παραµένουν ασύνδετοι.
∆εν µιλά από µία µόνο οπτική αλλά πολλαπλασιάζει και διαιρεί τον αυτό της (σ.σ. η
αστική ιδεολογία) ανάλογα µε τις διαφοροποιήσεις των κοινωνικών θεσµών»317. Σε
αυτό το σηµείο ακριβώς εντοπίζεται και το παράδοξο της επικοινωνιακής κουλτούρας
των ΜΜΕ318. Από την µια οµογενοποιεί, απαλύνει, ενώνει. Από την άλλη, µέσα από
ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, εκτονώνει κοινωνικές αντιθέσεις και δυσαρέσκειες µε την
αµφισηµία και την επίφαση πλουραλισµού που χαρακτηρίζει τον λόγο που
χρησιµοποιεί. Πρόκειται για ένα περίεργο µάγµα σηµασιών και κοινωνικών
συµπεριφορών που στηρίζεται στον συµπαγή του πυρήνα, ο οποίος συντίθεται από
έννοιες όπως το δικαίωµα διαφοροποίησης, εναντίωσης και επιλογής. Εξάλλου, όπως
παρατηρεί και ο Enzensberger, «η βιοµηχανία των συνειδήσεων προϋποθέτει
ανεξάρτητα µυαλά, ακόµη και αν στόχος της είναι να τους αποστερήσει από την
ελευθερία τους»319.
Μια πιο «αριστερή» προσέγγιση από τον R. Barthes αποδίδει την
αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής στην απ-ονοµάτιση της αστικής κουλτούρας,
316
Thompson, J.B., Studies in the Theory of Ideology, Polity Press, Cambridge 1984, σελ. 63.
317
στο ίδιο, σελ. 27 κ.ε.
318
Όπως παραστατικά αναλύει ο Enzensberger: «Αυτή (σ.σ. η συνθήκη) είναι η πιο θεµελιώδης από όλες
τις αντινοµίες της. Για να επιτύχει την συναίνεση, πρέπει να εγγυηθεί την επιλογή, ασχέτως µε το πόσο
οριακή και απατηλή µπορεί να είναι. Για να τιθασεύσει τις ικανότητες του ανθρώπινου µυαλού πρέπει να
τις αναπτύξει, ασχέτως µε το πόσο θα τις περιορίσει ή θα τις παραµορφώσει», ό.π. σελ. 12.
319
στο ίδιο, σελ.7.

128
όπως την ονοµάζει που «µπορεί να καταλάβει όλα τα πεδία, και να χάσει ακίνδυνα το
όνοµά της»320. Η απ-ονοµάτιση είναι προς το συµφέρον της αστικής επικρατούσας
ιδεολογίας η οποία πλέον δεν ενοχλεί ιδεολογικά γιατί έχει καταφέρει µε αυτήν την
κίνηση να µετατρέψει την κοινωνική πραγµατικότητα σε φύση, προσφέροντας µια
καθολικά αποδεκτή πρόταση της πραγµατικότητας στην οποία κανείς δεν αντιτίθεται
και κανείς δεν αναζητά την ταυτότητά της. Ένας εχθρός, όµως, χωρίς ταυτότητα, χωρίς
όνοµα, είναι µη εντοπίσιµος, µη υπαρκτός και τελικά άτρωτος σε χτυπήµατα. Ο λόγος
του Barthes είναι σαφής: «... Όλα στην καθηµερινή µας ζωή εξαρτώνται από την ιδέα
που η αστική τάξη σχηµατίζει και που µας κάνει να σχηµατίζουµε για τις σχέσεις του
ανθρώπου µε τον κόσµο. Οι «κανονικοποιηµένες» αυτές µορφές συγκεντρώνουν
ελάχιστα την προσοχή – σε αναλογία µάλιστα µε την έκτασή τους – και η προέλευσή
τους µπορεί άνετα να ξεχαστεί. Κατέχουν µία ενδιάµεση θέση. Καθώς δεν είναι ούτε
άµεσα πολιτικές ούτε άµεσα ιδεολογικές, ζούνε ειρηνικά ανάµεσα στη δράση των
αγωνιστών και στην αµφισβήτηση των διανοούµενων»321.
Σε τελευταία ανάλυση, όµως, ή ύπαρξη αυτού του ευρύτατου φάσµατος επιλογών
δεν ωφελεί αλλά ούτε και προάγει το όραµα του πολυπόθητου πλουραλισµού322.
Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται η παρατήρηση του Stephenson σχετικά µε την
«συγκλίνουσα επιλεκτικότητα»323. Οι λόγοι είναι πολλοί. Αναφέρουµε ενδεικτικά
ορισµένους από αυτούς:
 Η συνήθης επιλογή στάσης αποδεικνύεται τελικά και ταυτίζεται µε την
µοναδική κοινωνικά συµβατή επιλογή.
 Όλες οι υφιστάµενες απόψεις προσφέρουν ικανές ενδείξεις για την αλήθεια
των ισχυρισµών τους αλλά καµία από αυτές δεν είναι πλήρης τεκµηρίων και
αποδείξεων.

320
Barthes, R., ό.π., σελ. 240 κ.ε.
321
στο ίδιο, σελ. 241.
322
Σχολιάζοντας την πολυσηµία που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο λόγο και ιδιαίτερα τον επικοινωνιακό
λόγο ο Fiske παρατηρεί: «Αυτή η ποικιλία κοινωνικών καταστάσεων (βλ. σηµασιών) δεν συνδέεται µε
κάποια αρµονική σχέση οµάδων περίπου ίσων µεταξύ τους, ένα σχήµα που έχει τυποποιήσει ο
φιλελεύθερος πλουραλισµός. Θα πρέπει πάντα να γίνεται αντιληπτή µε όρους κυριαρχίας και υποταγής»,
Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π., σελ.33.
323
βλ. σχετικά Stephenson, W., Play Theory of Mass Communication, University of Chicago Press,
Chicago 1967. Αναφέρεται συνοπτικά επίσης στο Fiske, J. & J. Hartley, ό.π. σελ. 112.

129
 Αυτό συµβαίνει γιατί ως ελλειµµατικές όλες οι απόψεις σχετίζονται η µία
µε την άλλη. Μπορεί να είναι ακόµη και αντιθετικές αλλά δεν
αλληλοαποκλείονται. Μάλλον αλληλοσυµπληρώνονται.
 Η ορθότητα των επιχειρηµάτων που τις συγκροτούν είναι δύσκολο να
αποδειχθεί και τελικά το βάρος της δικαιολόγησής τους και της επιλογής
τους το έχει ο παρατηρητής των πολιτικών φαινοµένων, ο πολίτης ή ο
πολιτικός ο οποίος, βέβαια, ως εκπρόσωπος της κοινωνίας στην οποία ζει
περιορίζεται ως προς την ευθύνη των επιλογών του από το εκάστοτε
κοινωνικό πλαίσιο.
 H πολλαπλότητα των σηµασιών και των αρθρώσεων του λόγου σε καµία
περίπτωση δεν αποτελεί έναν πλουραλισµό από τον οποίο εκλείπει η δοµή
και οι εξουσιαστικές λειτουργίες. Τουναντίον, η σηµασιολογική
πολλαπλότητα είναι οργανωµένη γύρω από την κοινωνική εξουσία και τις
σχέσεις που δοµούνται γύρω από αυτήν.
 Κατ’ ουσία, καµία λύση ή πρόταση δεν προσδοκά να διευθετήσει µία
πολιτική κατάσταση αλλά να προσθέσει απλώς µία ακόµη επίφαση
πλουραλισµού, µία ακόµη ατελή ερµηνεία.
 Τελικά η αµφισηµία των πολιτικών γεγονότων και των εννοιών που είναι
εγγενές χαρακτηριστικό τους, όπως υποστηρίζει ο Edelman324, καθίσταται
µονοσήµαντη µέσα από την καθηµερινή χρήση της γλώσσας και τους
στόχους που προσδοκά να επιτελέσει.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις όσον αφορά στην σηµασία της γλώσσας για την
διατήρηση του πολιτικού συστήµατος, επικυρώνονται από την «γλωσσολογική
στροφή» που παρατηρήθηκε στις κοινωνικές επιστήµες και που εντοπίζει τις απαρχές
και τις ρίζες οποιουδήποτε κοινωνικού προβλήµατος στην γλώσσα325. Έτσι, όταν ο

324
Edelman, Murray, ό.π., σελ. 5-8.
325
Η λεγόµενη «γλωσσολογική στροφή» στις κοινωνικές επιστήµες σηµατοδοτείται από την δηµοσίευση
του έργου του Gareth Stedman Jones Languages of Class: Studies in English Class History 1832-1982,
Cambridge, Cambridge University Press, 1983. Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα βέβαια και άλλοι
θεωρητικοί εµφανίζουν στα έργα τους µια «γλωσσολογική στροφή» όπως ο L. Wittgenstein ο G.L.
Αustin καθώς και οι προσεγγίσεις των J.G.A. Pocock και Quentin Skinner στο Πανεπιστήµιο του
Cambridge. Όπως σχολιάζει ο Andrew Chadwick, «οι ιστορικοί που επηρεάστηκαν από την
‘γλωσσολογική στροφή’ προσπάθησαν να εφαρµόσουν γενικεύσεις για τον συστατικό ρόλο των ‘λόγων’
στην διαµόρφωση της πολιτικής ταυτότητας. Η καθιερωµένη παράδοση στην κοινωνική ιστορία έχει
δεχθεί την επίθεση της προσέγγισης που απορρίπτει την άποψη ότι οι ιδέες προκύπτουν αυτόµατα από τα

130
γλωσσικός κώδικας, όπως ο σύγχρονος, έχει απονευρωθεί από βασικές έννοιες- κλειδιά
ή όταν οι τελευταίες, αν και χρησιµοποιούνται, έχουν απεκδυθεί της πραγµατικής τους
σηµασίας και λειτουργίας, τότε αυτός ο κώδικας καθίσταται ανεπαρκής, χωρίς
ιδεολογική αντιστοιχία, χωρίς πολιτικό όραµα. Ο λόγος που ενσωµατώνει έναν τέτοιο
κώδικα καθίσταται, συνακόλουθα, µη εκφραστικός, µη λειτουργικός και πολιτικά
ανούσιος. ∆εχόµενοι, λοιπόν, την λειτουργία της γλώσσας ως δηµιουργού και όχι
απλώς ως µεταφορέα της πολιτικής πραγµατικότητας αντιλαµβανόµαστε ότι το
πολιτικό σκηνικό που προκύπτει από έναν αλλοτριωµένο πολιτικό λόγο ενέχει όλες τις
«κακοδαιµονίες» του και όντας το αναπόφευκτο αποτέλεσµά του, αντικατοπτρίζει όλες
τις προαναφερόµενες ιδιότητές του.
Σε όποια επιλογή κι αν προχωρήσει ο πολίτης, επιλέγοντας από τις προσφερόµενες
γλωσσικά και κοινωνικά προτάσεις, το τελικό αποτέλεσµα είναι η ενσωµάτωσή του
στην υπάρχουσα τάξη πραγµάτων και η περαιτέρω νοµιµοποίησή της. Αξίζει να
σηµειωθεί, ωστόσο, ότι η εν λόγω διαδικασία που περιγράψαµε και η «οιονεί» επιλογή
δεν είναι ούτε καν µια ακραιφνώς συνειδητοποιηµένη και κριτικά δοµηµένη ενέργεια.
Σε αυτό ακριβώς οφείλεται και η αφοπλιστική δυναµική της: στην αυτοµατοποίηση και
την ταχύτητα που την χαρακτηρίζει και οδηγεί στην οµαλή και ακούσια τελικά επιλογή
της κυρίαρχης άποψης. Έτσι, οι πολίτες είναι παρόντες δια της απουσίας τους στο
πολιτικό σκηνικό. Θα περίµενε κανείς, ωστόσο, την έντονη αντίδρασή τους για την
ακούσια και επιβαλλόµενη εκ των άνω απουσία τους από τα πολιτικά δρώµενα.
Αντίθετα, παρατηρείται µια αδράνεια που αποδεικνύει περίτρανα ότι η κατάσταση
στην οποία έχουν περιέλθει είναι περίτεχνα δοµηµένη και καµουφλαρισµένη και δεν
είναι απλώς µία συνέπεια του εν γένει πολιτικού συστήµατος. Είναι προϋπόθεση
ύπαρξης και επιβίωσής του.
Ένας από τους βασικούς παράγοντες διαµόρφωσης της στάσης που αναφέραµε
απέναντι στην πολιτική, που δεν είναι πολιτικοποιηµένη και ιδεολογικά χρωµατισµένη,
είναι η δηµιουργία ενός «συναινετικού» πλαισίου εκφοράς του πολιτικού λόγου, που
κατά κύριο λόγο διαχέεται από τα ΜΜΕ. Η συναίνεση δεν αποτελεί το ζητούµενο στις

αντικειµενικά και οικονοµικά συµφέροντα των οµάδων και ότι τα κόµµατα, οι οµάδες πίεσης και τα
κινήµατα είναι οι παθητικοί ‘κληρονόµοι’ των δοµικών διαχωρισµών σε µια κοινωνία Ο ιστορικός
µεταµοντερνισµός αντιµετωπίζει τους πολιτικούς οργανισµούς σαν ενεργούς συµµετέχοντες στην
δηµιουργία πολιτικών συµµαχιών και κοινών ‘λόγων’..», στο «Studying Political Ideas: a Public Political
Discourse Approach», στο Political Studies, 2000 vol. 48 σελ. 285 κ.ε.

131
σηµερινές κοινωνίες. Είναι το δεδοµένο. Στην προσπάθειά του να αναλύσει
παραµέτρους της Αµερικανικής κοινωνίας ο C. Wright Mills πιστεύει ότι αυτή η
συναίνεση έχει επινοηθεί από τις πολιτικές ελίτ326. Το συναινετικό πλαίσιο έχει
«τυλιχθεί» σε µια ρητορική στην οποία η µάζα ανταποκρίνεται. Η εν λόγω ρητορική
«ανακουφίζει» από καταστάσεις οξύτητας και αµβλύνει τις συγκρούσεις των µαζών.
Έχοντας επίσης ως σηµείο αναφοράς του την αµερικανική κοινωνία ο R. Dahl θεωρεί
ότι η «συναινετική ρητορική» είναι µια «γνήσια αντιπροσώπευση-αναπαράσταση των
πραγµάτων». Ο Dahl την αντιλαµβάνεται ως µια διαδικασία µε αντίθετη φορά από
αυτήν που περιγράφει ο C.W. Mills. Την περιγράφει ως ένα «συλλογικό προϊόν µιας
κοινωνίας, µία ανέλιξη που προωθείται από χαµηλά και φθάνει να περικυκλώνει την
πολιτική διαδικασία»327. Πάντως, όποια «φορά» κι αν ακολουθήσουµε το αποτέλεσµα
είναι το ίδιο, αλλάζει, όµως, η δικαιολογητική του βάση και, κατά συνέπεια, οι
ενδεχόµενοι τρόποι αντιµετώπισής του. Σταθερό σηµείο αναφοράς, ωστόσο, είναι η
διαπίστωση ότι η ιδεολογική συναίνεση και συµµαχία παίρνει σάρκα και οστά µέσα
από την άρθρωση ενός πολιτικού λόγου που κινείται στο πλαίσιο µίας ενιαίας
πολιτικής ρητορικής. Ενός πολιτικού λόγου που µπορεί να χαρακτηρισθεί και
«αυταρχικός» υπό την έννοια ότι αποκλείει τον κριτικό στοχασµό328. Όπως παρατηρεί
η D. Cameron: «Ο ιδανικός επικοινωνητής σήµερα είναι ειδικευµένος στην τέχνη της
διαπραγµάτευσης και στην επίλυση διαφορών, και πιστεύει ότι µια διαµάχη προκύπτει
κυρίως από ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν (παρεξηγούν) ο ένας τον άλλον –
δηλαδή εξαιτίας µιας επικοινωνιακής αποτυχίας- και όχι επειδή τα άτοµα έχουν βαθιά

326
Βλ. αναλυτικά στο Mills, C. Wright, The Power Elite, New York, Oxford University Press, 1956.
327
Συνοπτικά οι απόψεις των C. Wright Mills και Robert Dahl στο: Bluhm, William T., ό.π., σελ. 19 κ.ε.
328
Τον όρο «αυταρχικός» χρησιµοποιεί ο Γ. Βέλτσος σε αντιδιαστολή µε τον «δηµοκρατικό» πολιτικό
λόγο όπου τα σηµαίνοντα είναι αποτέλεσµα δηµοκρατικού διαλόγου και όχι επιβολής. ∆εν παραλείπει
ωστόσο από την προβληµατική του να ασχοληθεί και µε τους τρόπους νοµιµοποίησης των δύο ειδών
πολιτικού λόγου, οι οποίες µπορεί και να µην είναι ανάλογες του «ονόµατός» τους. Αναρωτιέται λοιπόν,
«Σε ποιο βαθµό µια επίσηµη πολιτική διακοίνωση, ένας πολιτικός λόγος, µονοµερής και αντιδιαλεκτικός
από τη φύση του, είναι λόγος αυταρχικός και σε ποιο µέτρο η αυταρχικότητα είναι ανεκτή ή, το ίδιο µε
ποιες διαδικασίες η αυταρχικότητα του πολιτικού λόγου νοµιµοποιείται από ένα δεδοµένο κοινωνικό και
πολιτικό σύστηµα, δηλαδή απολαµβάνει τέτοιες δυνατότητες ώστε οι υποδείξεις που επιβάλλει να µη
στηρίζονται µονάχα στην βία, στοιχείο ενδογενές της έννοιας εξουσίας, αλλά περισσότερο στην
ελεύθερη συναίνεση του πολίτη», βλ. σχετικά Βέλτσος, Γ., Σηµειολογία των πολιτικών θεσµών, εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα 1974, σελ. 106. Επιχειρώντας µια συνθετική ανάλυση των επιχειρηµάτων του
συγγραφέα θα καταλήγαµε, ίσως, στο συµπέρασµα ότι ο σύγχρονος πολιτικός λόγος είναι αυταρχικός
στο περιεχόµενό του αλλά δηµοκρατικός ως προς την νοµιµοποίησή του.

132
εδραιωµένες αντιλήψεις και συµφέροντα ή επειδή σε κάποιες περιπτώσεις
διασκεδάζουν µια γλωσσική διαµάχη»329.
Ο G. Orwell αποδίδει τον πολιτικό εφησυχασµό στην φθορά της γλώσσας και
θεωρεί ότι οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης της παρούσας καταστάσεως πρέπει να
ξεκινήσει από το γλωσσικό αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι σύγχρονες
κοινωνίες. Αναλύοντας τους παράγοντες παρακµής της αγγλικής γλώσσας σε
συνάρτηση πάντα µε την πολιτική, παρατηρεί: «Οι πολιτικές διάλεκτοι που
ανευρίσκονται σε φυλλάδια, σε κύρια άρθρα, σε µανιφέστα, σε ‘Λευκές εφηµερίδες’
και στους λόγους των υφυπουργών, διαφέρουν φυσικά από κόµµα σε κόµµα αλλά είναι
όλες όµοιες στο σηµείο που κανείς δεν µπορεί ποτέ να βρει σε αυτές ‘φρέσκο’, ζωηρό,
‘σπιτικά-φτιαγµένο λόγο’»330. Ο Orwell εντοπίζει την ένδεια του πολιτικού λόγου στην
υποβάθµιση του γλωσσικού κώδικα που χρησιµοποιείται από τα δηµόσια πρόσωπα
εξαιτίας της προτίµησής τους σε προκατασκευασµένες φράσεις-κλισέ, οι οποίες όµως
στερούνται ουσιαστικού νοήµατος και αποξενώνουν τον οµιλητή από τα περιεχόµενο
των λεγοµένων του, δηµιουργώντας µια ασάφεια και µια νεφελώδη συγκινησιακή
κατάσταση τόσο στον ίδιο όσο και σε αυτόν που τον ακούει. Η αοριστία στην έκφραση
«χρειάζεται όταν κάποιος θέλει να ονοµάσει τα πράγµατα χωρίς να αποζητά να
ανασύρει από αυτά νοητικές εικόνες»331. Όταν η νοητική κατασκευή στην οποία
αναφέρεται ο οµιλητής δεν είναι εύληπτη, τότε το επικοινωνιακό τοπίο είναι θολό και
ανήµπορο να προσφέρει ουσιαστική επικοινωνία άρα και ενδεχόµενη αντίδραση ή
έστω ανάδραση. Εξάλλου, η ασάφεια είναι ο καλύτερος συνήγορος της πολιτικής
απάθειας. Πόσο µάλλον σε ένα µέσο όπως η τηλεόραση που εξ ορισµού τα µηνύµατα,
ακόµη κι όταν είναι ξεκάθαρα και κατανοητά, δεν µπορούν να ξεφύγουν από το
εικονικό περιβάλλον που τα κατατρέχει. Η χρήση µιας απο-νοηµατοδοτηµένης
γλώσσας, µιας γλώσσας κενής περιεχοµένου οδηγεί και την σκέψη σε περίεργα
µονοπάτια, αφού πολλές φορές ούτε ο οµιλητής έχει πλήρη επίγνωση των λεγοµένων
του, χρησιµοποιώντας γλωσσικούς τροπισµούς µε ευφάνταστες λέξεις, λέξεις που όµως

329
Cameron, Deborah, «Globalizing ‘communication’», in Aitchison, Jean & Diana M. Lewis (eds), New
Media Language, Routledge, London and New York, 2004, σελ. 30.
330
Orwell, George, «Politics and the English Language», in Collected Essays, Mercury Books, London
1966, σελ. 362.
331
στο ίδιο, σελ. 363.

133
λειτουργούν ως βεγγαλικά επικοινωνίας332. Εντυπωσιάζουν και παρασύρουν αλλά µετά
από λίγα λεπτά εξαφανίζονται, αφήνοντας πίσω τους τα ίχνη µιας κατ΄ ευφηµισµό
επικοινωνίας. Μιας επικοινωνίας όπου ο κώδικάς της υπάρχει για να διατηρεί σχέσεις
και διαύλους ανοιχτούς χωρίς, όµως, να εξασφαλίζει και την συµµετοχή των
επικοινωνών333. Γιατί: «Αν η σκέψη διαφθείρει την γλώσσα, και η γλώσσα επίσης
µπορεί να διαφθείρει την σκέψη»334.To επιχείρηµα εδώ αφορά την µετα-γλώσσα η
οποία διαποτίζει τις ιδέες των ατόµων για το πώς θα πρέπει να συµπεριφέρονται335.
Χαρακτηριστική είναι η θέση του Andrew Chadwick ο προβληµατισµός του οποίου
καταλήγει στο ίδιο συµπέρασµα: «Για να καταλάβουµε πώς αυτή η (κοινωνική)
συµµαχία κατασκευάζεται πρέπει να δώσουµε προσοχή στις εκφράσεις του πολιτικού
λόγου»336. ∆εδοµένου ότι αυτές οι εκφράσεις που αναφέρει ο Chadwick είναι πλέον,
κατά κύριο λόγο, «τηλεοπτικό προϊόν» τότε είναι φανερό ότι η ανίερη αυτή συναίνεση
ενισχύεται ακόµη περισσότερο όπως και η αποπολιτικοποίηση. Εξάλλου, όπως
παρατηρεί και ο Γ. Πλειός: «...Η αποκορύφωση του προπαγανδιστικού χαρακτήρα του
τηλεοπτικού λόγου, συµβάλλει ώστε ο πολιτικός λόγος να γίνεται κατανοητός µε τους
πιο ετερογενείς και διαφοροποιηµένους τρόπους από τα ακροατήρια, κάτι που
συµβάλλει άλλωστε στην αποπολιτικοποίησή του»337. Αν συνυπολογίσουµε, επίσης,

332
Ως τέτοιες λέξεις ο Orwell αναφέρει ενδεικτικά κάποιος επιθετικούς προσδιορισµούς όπως: «επικός,
ιστορικός, αξέχαστος, θριαµβευτικός, αναπόφευκτος, γνήσιος» κλπ., στο ίδιο, σελ.357.
333
Αυτό το είδος επικοινωνίας αποκαλείται από τον Jakobson «φατική επικοινωνία». Με αυτόν τον όρο
εννοεί «εκείνες τις επικοινωνιακές πράξεις που δεν περιέχουν τίποτα καινούργιο, καµιά πληροφορία,
αλλά που χρησιµοποιούν µόνο τα υπάρχοντα κανάλια µε σκοπό να τα κρατήσουν ανοιχτά και
χρησιµοποιήσιµα» και παρακάτω «Η φατική επικοινωνία παίζει καίριο ρόλο στη διατήρηση της συνοχής
µια κοινότητας ή κοινωνίας, επειδή διατηρεί και επικυρώνει τις σχέσεις», στο, Fiske, J., Εισαγωγή στην
Επικοινωνία. (µτφρ. Βέρα Μεσσήνη, Ελένη Λουντζή), Επικοινωνία και Κουλτούρα, Αθήνα 1992, σελ.
32. Για πιο αναλυτικά στο ίδιο σελ. 32-36.
334
Orwell, George, ό.π., σελ. 364.
335
Η ηθικοπλαστική διάσταση στην χρήση της γλώσσας γίνεται ευρέως αποδεκτή στις µελέτες
εθνογραφίας και κοινωνιογλωσσολογίας. Στην έρευνα που διεξήγαγε ο D. Carbaugh το 1988 στο λόγο
που παρουσίαζε ένα δηµοφιλές talk-show στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι οι κυρίαρχες πολιτιστικές δοµές της
αµερικανικής κοινωνίας ήταν αυτές που καθόριζαν την στάση και την οµιλία του παρουσιαστή της
εκποµπής. Η ενσωµάτωση αυτών των δοµών στην γλώσσα και τα γλωσσικά πρότυπα για το τί και πώς
είναι σωστό να λεχθεί κάτι ήταν αυτά που υπαγόρευαν στον παρουσιαστή συγκεκριµένες απαντήσεις και
παρεµβάσεις στις συζητήσεις που διηύθυνε. Το πρότυπο και οι κανόνες της σωστής επικοινωνίας είναι
αυτές που επιβάλλει, βίαια ή όχι, η καθηµερινή χρήση της γλώσσας. Βλ. για πιο αναλυτικά Carbaugh,
D., Talking American: Culture discourses on Donahue, Norwood, N.J.:Ablex, 1988.
336
Chadwick, Andrew, ό.π. σελ. 286.
337
Πλειός, Γ., ό.π. σελ. 448.

134
τον παράγοντα της διακειµενικότητας («intertextuality»)338 που χαρακτηρίζει τον
τηλεοπτικό λόγο, ως τηλεοπτικό «κείµενο», και την αναπόφευκτη διαρκή διακειµενική
αλληλεπίδραση που λαµβάνει χώρα στην τηλεόραση καταλήγουµε στο συµπέρασµα
ότι η πολυσηµία είναι µια αναπόφευκτη συνθήκη που ήρθε να προστεθεί στον ήδη
αµφιταλαντευόµενο πολιτικό λόγο εξαιτίας της υιοθέτησής του από τα ΜΜΕ. Οι
συνέπειες για την αποκωδικοποίηση αυτού του λόγου είναι ευνόητες: «Οι
διακειµενικές γνώσεις προσανατολίζουν εκ των προτέρων τον αναγνώστη στην
εκµετάλλευση της τηλεοπτικής πολυσηµίας ενεργοποιώντας το κείµενο µε
συγκεκριµένους τρόπους, δηλαδή, παράγοντας ορισµένες σηµασίες αντί για άλλες»339.
Η «ενεργοποίηση» του κειµένου στην οποία αναφέρεται ο Fiske, λαµβάνεται πολύ
σοβαρά υπόψη από τους εκφέροντες πολιτικό λόγο γιατί αν ξεφύγει από τα
προκαθορισµένα όρια ο κίνδυνος απόκλισης από το προτιµητέο νόηµα είναι άµεσος. Ο
σύγχρονος πολιτικός λόγος, λοιπόν, για να αποφύγει τον σκόπελο της «ανεξέλεγκτης
ενεργοποίησης του κειµένου», χαρακτηρίζεται επικοινωνιακά από την έννοια της
«περισσότητας» που επιβάλλει την δόµηση ενός µηνύµατος σύµφωνα µε τους
γνωστούς όρους και τις κρατούσες επικοινωνιακές συµβάσεις340. Η περισσότητα
προϋποθέτει την ύπαρξη και αποδοχή από τους επικοινωνούς ενός κοινού νοηµατικού
πλαισίου, µίας κοινής ερµηνευτικής εκδοχής και την χρήση κοινών σηµαινόµενων
πάνω στα γλωσσικά σηµαίνοντα341. Όπως σηµειώνει ο Γ. Βέλτσος µε όρους
σηµειολογικούς, «η ζεύξη πολιτικού σηµαίνοντος- πολιτικού σηµαινόµενου
προϋποθέτει επικοινωνία και τούτο σηµαίνει πάλι ότι τόσο αυτός που εκπέµπει όσο κι
αυτός που δέχεται το πολιτικό µήνυµα οφείλουν να βρίσκονται στο ίδιο κανάλι
εκποµπής και λήψεως. Να χρησιµοποιούν τον ίδιο κώδικα σηµασιών ή τουλάχιστον να
χρησιµοποιείται ένας κώδικας που να αναλαµβάνει να µεταφέρει πιστά τις σηµασίες

338
Όπως εξηγεί ο J. Fiske: «Σύµφωνα µε τη θεωρία της διακειµενικότητας, κάθε κείµενο διαβάζεται
αναγκαστικά σε σχέση µε άλλα, υπάρχει δε µια σειρά κειµενικών γνώσεων που εφαρµόζονται επ’
αυτού», στο TV, Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π., σελ. 167.
339
στο ίδιο, σελ. 167.
340
Για την έννοια της περισσότητας ο J. Fiske εξηγεί: «Περισσότητα σηµαίνει το προβλεπτό ή το
συµβατικό σε ένα µήνυµα. Εντροπία είναι το αντίθετο της περισσότητας. Περισσότητα είναι το
αποτέλεσµα υψηλής προβλεπτικότητας ενώ εντροπία το αποτέλεσµα χαµηλής προβλεπτικότητας», και
παρακάτω: «Η σύµβαση αποτελεί σοβαρή πηγή περισσότητας και γι’ αυτό αποκωδικοποιείται εύκολα»,
στο Εισαγωγή στην Επικοινωνία, ό.π., σελ. 28 κ.ε.
341
Όπως παρατηρεί ο J. Fiske: «Η περισσότητα βοηθά επίσης στην λύση προβληµάτων που έχουν σχέση
µε το κοινό. Αν θέλουµε να αγγίξουµε ένα πλατύ, ετερογενές κοινό, χρειάζεται να σχεδιάσουµε ένα
µήνυµα µε υψηλό βαθµό περισσότητας», στο ίδιο, σελ. 30.

135
ενός άλλου κώδικα»342. Η προϋπόθεση αυτή καλύπτεται πολύ αποτελεσµατικά από την
δηµιουργία και διατήρηση της κοινής κουλτούρας ως σηµείου αναφοράς και άντλησης
των σηµασιών από τα άτοµα. Για να συνδέσουµε την έννοια της περισσότητας µε την
διακειµενικότητα για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, αρκεί να υπογραµµίσουµε ότι
«κώδικες είναι οι γέφυρες µεταξύ των κειµένων που επιτρέπουν να συµβεί αυτή η
διαρκής διακειµενική αλληλεπίδραση»343.
Το µήνυµα που χαρακτηρίζεται από περισσότητα έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά:
είναι προβλέψιµο ως προς την αποκωδικοποίησή του και περιέχει µικρό αριθµό
πληροφοριών. Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο µήνυµα είναι εύκολα κατανοητό και εύκολα
αποδεκτό. Είναι ένα µήνυµα, δηλαδή, που έχει µειώσει στο ελάχιστο το ενδεχόµενο
«σηµασιακού θορύβου» και της οποιαδήποτε αντίδρασης344. Η περισσότητα είναι η
επικοινωνιακή επιλογή του συµβατικού τρόπου σκέψης. Όταν η σύµβαση καθίσταται
πολιτική επιλογή ο πολιτικός λόγος ακολουθεί τις επιταγές της. Κατά τον Edelman
σηµαίνει ότι «οι άνθρωποι που βρίσκονται στις ίδιες κοινωνικές καταστάσεις,
χρησιµοποιούν παρόµοια γλώσσα για να αντιµετωπίσουν τα προβλήµατά τους και ότι
αυτή ακριβώς η προβλεψιµότητα χαρακτηρίζει ένα µεγάλο µέρος της πολιτικής
γλώσσας. Ως επί το πλείστον η πολιτική γλώσσα είναι τετριµµένη, ακριβώς επειδή
βεβαιώνει τόσο τον οµιλητή όσο και το κοινό πως είναι δικαιολογηµένο ο,τιδήποτε
εξυπηρετεί τα συµφέροντά τους»345.
Από τις παραπάνω παρατηρήσεις προκύπτει αβίαστα το συµπέρασµα ότι το µερίδιο
ευθύνης για την πολιτική διάβρωση στην οποία έχουν περιέλθει οι σύγχρονες µετα-
βιοµηχανικές, µετα-µοντέρνες κοινωνίες δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στα ΜΜΕ, ως
ιδεολογικών µηχανισµών αλλά στην χρήση τους από το υφιστάµενο πολιτικό σύστηµα.
Ο παθητικός τηλεθεατής-πολίτης είναι η ορατή συνέπεια της συνάντησης του
µεταλλαγµένου πολιτικού λόγου µε τα νέα µέσα µετάδοσής του. Είναι φυσικό τα ΜΜΕ
να ζωγραφίζουν έναν πολιτικό λόγο µε τα δικά τους χρώµατα. Είναι, όµως, η

342
Βέλτσος, Γ., ό.π., σελ. 53.
343
Fiske, J. TV, Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π., σελ. 177.
344
« Θόρυβος είναι οτιδήποτε προστίθεται στο σήµα κατά τη διάρκεια της µετάδοσης και της λήψης του
χωρίς την ανάλογη πρόθεση της πηγής.... Ως σηµασιακός θόρυβος ορίζεται κάθε παραµόρφωση του
νοήµατος που συµβαίνει κατά την επικοινωνιακή διαδικασία, που δεν επιδιώκεται από την πηγή και που
επηρεάζει την λήψη του µηνύµατος στον προορισµό του» Fiske, J., Εισαγωγή στην Επικοινωνία ό.π.
σελ. 25 κ.ε.
345
Edelman, Murray, Η κατασκευή του πολιτικού θεάµατος, ό.π., σελ. 197.

136
συγκεκριµένη χρήση των ΜΜΕ, ο καθαυτός πολιτικός λόγος και η «καθησυχαστική»
ιδεολογία που ευθύνονται για τα σηµερινά αδιέξοδα346. Μια προσέγγιση ανάλυσης του
πολιτικού λόγου µε αποκλειστικό γνώµονα την τεχνολογική αιτιοκρατία του M.Mc
Luhan θα αγνοούσε επικίνδυνα, απενοχοποιώντας παράλληλα, τον ρόλο της κοινωνίας
και της «επίσηµης» πολιτικής στην διαµόρφωσή του. Γιατί, όπως µας υπενθυµίζει ο
Enzensberger, ένα πιο αθώο µέσο, το ραδιόφωνο, στάθηκε ικανό να κινητοποιήσει τις
µάζες, έστω και για αρνητικό σκοπό, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι το µέσο που
καθορίζει την ανταπόκριση του κοινού αλλά το ίδιο το ιδεολογικό περιεχόµενο του
µηνύµατος347. Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος δεν είναι αναποτελεσµατικός και ανέξοδος
επειδή είναι ανεπαρκές το µέσο από το οποίο διοχετεύεται ή επειδή η πραγµάτωσή του
µέσω αυτού δυσχεραίνει το έργο του. Είναι επειδή από την αρχή το µήνυµα είναι
«ανέξοδο» και µη πολιτικό. Το µέσο απλώς επιτείνει και υποστηρίζει το σαθρό
περιεχόµενό του. ∆εν θα µπορούσαµε ωστόσο, συµφωνώντας καταρχήν µε την
προηγούµενη άποψη του Enzensberger, να µην εντοπίσουµε και την ιδιάζουσα επιρροή
που ασκεί η «γραµµατική» του µέσου στο µήνυµα. Το επικοινωνιακό περιβάλλον των
ηλεκτρονικών ΜΜΕ έχει το δικό του βαθµό «συνενοχής» στο τελικό προϊόν.
Η ανάλυση του τελικού προϊόντος, λοιπόν, αυτού που θα τολµήσουµε να
αποκαλέσουµε «επικοινωνιακό πολιτικό λόγο»348, οφείλει να κινείται σε δύο
παράλληλες παραµέτρους: στην αυστηρά κειµενική ανάλυση των «παραδοσιακών» ή
ιστορικά προσδιορισµένων χαρακτηριστικών του λόγου (ένα είδος γλωσσολογικής
ανάλυσης)349 και στην ανάλυση του ρόλου που παίζει το µέσο που χρησιµοποιεί ως
forum για την εκφορά του (επικοινωνιακή-κοινωνική ανάλυση)350. Θεωρώντας ως
κυρίαρχο µέσο την τηλεόραση, στην παρακάτω καταγραφή θα γίνει µια συνδυαστική
ανάλυση των χαρακτηριστικών του πολιτικού λόγου έτσι όπως εµφανίζεται στα ΜΜΕ
(ιδιαίτερα στην τηλεόραση) ως συνδυασµένο µόρφωµα των δύο προαναφερόµενων

346
Είναι φανερό ότι αυτή η θέση του Enzensberger έρχεται σε ευθεία αντίθεση µε την θεωρία του
Marshal Mc Luhan τον οποίο άλλωστε και επικρίνει πολύ έντονα, βλ. ό.π. σελ.118 κ.ε.
347
Ο Enzensberger αναφέρεται στην χρήση του ραδιοφώνου από τα φασιστικά καθεστώτα, ό.π. σελ. 97.
348
∆ιευκρινίζουµε από την αρχή ότι το επίθετο επικοινωνιακός χρησιµοποιείται εδώ για να τονίσει µια
σηµαντική συνιστώσα διαµόρφωσης της µορφής αλλά και του περιεχοµένου αυτού του είδους λόγου.
Αναφερόµαστε στην συνιστώσα της σύγχρονης επικοινωνίας. Ο πολιτικός λόγος και χωρίς την αναφορά
στα ΜΜΕ είναι έτσι κι αλλιώς επικοινωνιακός από την φύση του και από το σκοπό του.
349
Η ανάλυση αυτών των χαρακτηριστικών έγινε στο 10 κεφάλαιο.
350
βλ. κεφάλαιο 2.

137
παραµέτρων. Ο στόχος µας δεν είναι η ανάλυση του τηλεοπτικού πολιτικού λόγου
αυτού καθεαυτού, αν και η έρευνά µας αναγκαστικά εξαρτάται από την εµπειρική
παρατήρησή του. Αντικείµενο της ανάλυσής µας και προσδοκία µας είναι να
ιχνογραφήσουµε την υπέρβαση των ορίων στην οποία έχει περιέλθει ο παραδοσιακός
πολιτικός λόγος από την συνάντησή του µε τα ΜΜΕ και τις όποιες επιπτώσεις αυτής
της συνάντησης. Ποιά είναι λοιπόν η νέα µορφή του επικοινωνιακού πολιτικού λόγου
και ποια είναι τα νέα χαρακτηριστικά του; Επιχειρώντας µια σύντοµη αλλά περιεκτική
αναφορά τους θα λέγαµε ότι είναι «µια γλώσσα πολύτροπη, αναπαραστατική και
συµβολική, ρέουσα και ρευστή, περισσότερο συµβατική και λιγότερο δηµιουργική,
ποτέ µονολογική, συχνά παλλόµενη, για να συγκεράσει την πληροφορία µε την
απόλαυση, και πάντοτε αναλώσιµη και φευγαλέα»351. Ο πολιτικός λόγος, ωστόσο, δεν
αρκείται σε αυτά µόνο τα χαρακτηριστικά.
Η πολιτική ρητορική, αφού έλαβε υπόψη της το συναινετικό – οµοιόµορφο πλαίσιο
που προσφέρουν τα σύγχρονα ΜΜΕ µε τις σύγχρονες επικοινωνιακές τους
δυνατότητες και αφού υποτάχθηκε στις ανάγκες της επικοινωνιακής του αναµετάδοσης
εξέλαβε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Επειδή το περιεχόµενο των ΜΜΕ
προσδοκά να ανταποκριθεί στα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες του κοινού, ιδιαίτερα
στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, αυτό σηµαίνει ότι µεγάλος όγκος πολιτικών φαινοµένων
πρέπει να συνοψισθεί, να συµπυκνωθεί και να απλουστευθεί, αφήνοντας τελικά µόνο
αδρές γραµµές και συµβολικές αναπαραστάσεις πολύπλοκων πολιτικών γεγονότων352.
Η διαδικασία αυτή µεταµορφώνει τον πολιτικό λόγο σε ένα νέο είδος λόγου πιο
αφαιρετικό, πιο ευσύνοπτο αλλά και πιο εντυπωσιακό. O Graddol, επικεντρώνοντας το
ενδιαφέρον του στην επικοινωνιακή διάσταση του πολιτικού λόγου, θεωρεί ότι τα
κείµενα των ΜΜΕ είναι «επικοινωνιακά κατασκευάσµατα» (“communicative
artifacts”) και αντανακλούν αλλά και ενσωµατώνουν την τεχνολογία που είναι
διαθέσιµη για την παραγωγή τους353.
Ο N. Fairclough προσπαθώντας να συνθέσει ένα αναλυτικό πλαίσιο για την
ερευνητική προσέγγιση του πολιτικού λόγου των ΜΜΕ, του «media political

351
Lavoinne, Yves, ό.π., σελ. 10.
352
βλ. σχετικά τις παρατηρήσεις της Graber, Doris, Mass Media and American Politics, Congressional
Quarterly Press, Washington D.C., 1980 σελ. 57 κ.ε.
353
Βλ. σχετικά στο Bell, Allan & Peter Garrett “Media and Discourse: A Critical Overview”, στο Bell,
Allan & Peter Garrett (eds), Approaches to Media Discourse, Blackwell Publishers, Oxford 1998, σελ. 3.

138
discourse», όπως τον χαρακτηρίζει, προτείνει µια δυαδικότητα ως προς τις
κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθηθούν. Η πρώτη αφορά στα «επικοινωνιακά
γεγονότα» («communicative events») του λόγου, η δεύτερη στις «τάξεις του
λόγου».(“orders of discourse”). Όπως εξηγεί ο ίδιος, µε τον όρο «πολιτική τάξη του
λόγου» εννοεί την «δοµηµένη σύνθεση από είδη και λόγους που συγκροτούν τον
πολιτικό λόγο, το σύστηµα το οποίο καθορίζει και οριοθετεί τον πολιτικό λόγο σε
συγκεκριµένο χρόνο»354. Ο Γ. Πλειός διευκρινίζει πάνω σε αυτήν την έννοια: «Τα είδη
και οι λόγοι συγκροτούν συστήµατα ή «τάξεις του λόγου» (“orders of discourse”) οι
οποίες είναι ο συνολικός λόγος που παράγεται και χρησιµοποιείται στα πλαίσια ενός
κοινωνικού θεσµού ή ενός κοινωνικού περιβάλλοντος (όπως η οικογένεια, το σχολείο,
τα ΜΜΕ ) κλπ. Η « τάξη του λόγου» που µας αφορά λοιπόν είναι ο πολιτικός λόγος
των ΜΜΕ αλλά µε την διαφορά ότι στην παρούσα µελέτη, όπως έχει ήδη
διευκρινισθεί, δεν αναφερόµαστε ούτε στον δηµοσιογραφικό λόγο, ούτε στον λόγο που
εκφέρουν πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του πολιτικού. Αναφερόµαστε στον
λόγο που αρθρώνουν οι επαγγελµατίες πολιτικοί χρησιµοποιώντας το λεγόµενο
«οργανικό κριτήριο»355. Η «τάξη» που επιχειρεί να αναλύσει το παρόν κεφάλαιο,
λοιπόν, είναι αρκετά πιο συγκεκριµένη, τουλάχιστον ως προς τους φορείς του λόγου,
και ίσως συνιστά υπο-τάξη υπό αυτήν την έννοια. ∆εν περιοριζόµαστε, ωστόσο, ως
προς τα « είδη» (“genres”) του πολιτικού λόγου, δηλαδή τις διαφορετικές γλωσσικές
εκφράσεις του ανάλογα µε το τηλεοπτικό πρόγραµµα στο οποίο συµπεριλαµβάνεται
(π.χ. διαφήµιση, συνέντευξη, οµιλία κλπ). Η πολυπλοκότητα των µεσοποιηµένων
µορφών του πολιτικού λόγου του προσδίδει χαρακτήρα «υβριδικό» και ετερογενή356.
Αυτός ο υβριδικός χαρακτήρα προκύπτει, όπως παρατηρεί ο Fairclough, από το
γεγονός ότι «τα είδη (του λόγου) των ΜΜΕ περιλαµβάνουν µία σύνθετη πρόσµιξη
ειδών από άλλους τοµείς, όπως το είδος της πολιτικής συζήτησης («debate»), της
πολιτικής οµιλίας, τα οποία επαναπροσαρµόζονται µέσα στο πλαίσιο των ΜΜΕ»357.
Ο πολιτικός λόγος των ΜΜΕ, τελικά είναι το αποτέλεσµα της διαλεκτικής σχέσης

354
Fairclough, N., “Political Discourse in the Media: An Analytical Framework”, στο Bell, Allan & Peter
Garrett (eds), ό.π. σελ. 143.
355
Βλ. παραπάνω κεφ. 1.
356
Αυτός ο «υβριδισµός» επίσης αντανακλά και τον υβριδισµό της πολιτικής προσθέτει ο Fairclough,
ό.π. σελ. 149.
357
στο ίδιο, σελ. 150.

139
κοινωνικών και πολιτισµικών µορφών του λόγου έτσι όπως αυτές προσδιορίζονται
ιστορικά 358.
Καταγράφοντας αυτές τις διεργασίες που λαµβάνουν χώρα στην συγκρότηση του
σύγχρονου πολιτικού λόγου καταλήγουµε σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά του, τα
οποία κατηγοριοποιούνται, κατά την γνώµη µας στις παρακάτω βασικές θεµατικές
κατηγορίες που σε καµιά περίπτωση δεν διεκδικούν τον χαρακτήρα αποκλειστικής
καταγραφής. Αυτό που προσδοκούµε να αποδείξουµε είναι ότι ο πολιτικός λόγος έχει
απορροφηθεί πλέον από τον τηλεοπτικό πολιτικό λόγο ο οποίος αρχικά ήταν µια
υποκατηγορία του. Σήµερα ακόµη οποιαδήποτε µορφή-εκδοχή πολιτικού λόγου ακόµη
κι όταν δεν είναι ευθέως τηλεοπτική παράγεται έχοντας τουλάχιστον ως υποθετική
συνιστώσα την ενδεχόµενη τηλεθέασή του. Θα τολµούσαµε να ισχυρισθούµε ότι
ακόµη και ο αυστηρά θεσµικός κοινοβουλευτικός πολιτικός λόγος έχει ως µια (και
πολλές φορές κύρια) παράµετρό του την (ενδεχόµενη) τηλεοπτική του κάλυψη. Είναι
φανερό ότι η πολιορκία της πολιτικής από τα ΜΜΕ, η οποία τύποις και µόνο
«αντιστέκεται», δεν έχει αφήσει ζωτικό χώρο για την διατύπωση ενός µη –τηλεοπτικού
πολιτικού λόγου. Ο «µιντιακός λόγος», όπως χαρακτηρίζεται, είναι πλέον η βασική
µονάδα του λόγου της διαµεσολαβηµένης επικοινωνίας, ανεξάρτητα από τον φορέα
της.
Ο σύγχρονος «επικοινωνιακός πολιτικός λόγος», λοιπόν, είναι:
α) συµβολικός («symbolic») =χρησιµοποιεί ευρέως λεκτικά και άλλα σύµβολα,
β) συµπυκνωτικός («condensation symbols») =συµπυκνώνει εµπειρίες και
ιδεολογήµατα,
γ) τελετουργικός («ritual») = εκφέρεται ακολουθώντας τελετουργικά σχήµατα,
υπακούοντας σε συγκεκριµένους τελετουργικούς κανόνες,

358
Ο Γ. Πλειός γράφει σχετικά: « Σε µεγάλο βαθµό νέες µορφές του λόγου προκύπτουν από την σύνθεση
ειδών (genres) διαφόρων µορφών λόγου. Τέτοιο παράδειγµα είναι η διαφήµιση, ο κινηµατογράφος ή η
τηλεόραση ή ο πολιτικός λόγος των ΜΜΕ όπως διαµορφώνεται στις µέρες µας. Αντίστοιχα πολλά
νέα είδη (π.χ. τηλεοπτικό θέαµα ή µουσικό βίντεο) προκύπτουν από την άρθρωση ορισµένων µορφών
λόγου (π.χ. τηλεόραση και θέατρο, µουσική και κινούµενη εικόνα αντίστοιχα). Μεταξύ των κοινωνικών
και πολιτισµικών µορφών του λόγου υπάρχει διαλεκτική σχέση, καθώς οι πολιτισµικές µορφές
απορρέουν από την ένσκοπη επεξεργασία σε κείµενα των κοινωνικών (που παρουσιάζονται µε την
µορφή θεµάτων). Αντίθετα, οι κοινωνικοί θεσµοί προκύπτουν από την ενεργή χρήση και ερµηνεία,
επεξεργασία κλπ. των πολιτισµικών µορφών (που επίσης παρουσιάζονται µε την µορφή θεµάτων), πάντα
όµως µέσα από την συνολική διαδικασία του λόγου», ό.π. σελ. 59 κ.ε.

140
δ) αναπαραστατικός («representative» ή «reconstructive») = καλείται να
απεικονίσει, να αναπαραστήσει κοινωνικές καταστάσεις και πρότυπα οµιλίας άρα και
αντίληψης. Η αναπαράσταση, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται πάντα στην
πραγµατικότητα,
ε) διαµεσολαβηµένος: («mediated») = διαµεσολαβείται τόσο κατά την παραγωγή
του όσο και κατά την µετάδοση και πρόσληψή του από τα ΜΜΕ,
στ) οπτικός («visual») = κατά µείζονα λόγο εκφέρεται από το κυρίαρχο µέσο την
τηλεόραση και υπακούει στους κανόνες της εικόνας,
ζ) αισθητικός («aesthetical») = προσαρµόζεται στα πρότυπα αισθητικής του µέσου
που τον προβάλλει, δηµιουργώντας παράλληλα και δικούς του κώδικες αισθητικής.
Τα προαναφερόµενα, χαρακτηριστικά, όπως έχει ήδη διευκρινισθεί, λειτουργούν
περισσότερο ως θεµατικές κατηγορίες ιδιοτήτων του πολιτικού καθώς από την
επιµέρους ανάλυσή τους προκύπτουν και άλλα ειδικότερα χαρακτηριστικά, είτε ως
προϋπόθεση είτε ως συνέπειά τους.
Το βασικό αφηγηµατικό πλαίσιο των ΜΜΕ είναι συµβολικό. Η διαδικασία
δηµιουργίας συµβόλων µε κινητήριο µοχλό την γλώσσα εφόσον κατασκευάζει την
πραγµατικότητα είναι µια καθαρά πολιτική διαδικασία που αποσκοπεί στην
κατεύθυνση των πολιτών – καταναλωτών σε συγκεκριµένες συµπεριφορές και
αντιλήψεις. Τα αποτελέσµατά της «απονευρώνουν» τα άτοµα από τα πολιτικά τους
αντανακλαστικά εγκαθιδρύοντας µια νέα κουλτούρα που έχει ονοµασθεί µαζική
κουλτούρα και απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί πολιτική. Τα αίτια αυτού του
φαινοµένου είναι αναγνωρίσιµα µέσα από την ανάλυση του πολιτικού λόγου.
Ο σύγχρονος «µεσοποιηµένος» πολιτικός λόγος δεν χρειάζεται να είναι αληθινός.
Η «αλήθεια» του στηρίζεται στην δυνατότητά του να γίνει πιστευτός. Η
«επικοινωνιακή του αποτελεσµατικότητα», στην οποία αναφερθήκαµε αρχικά αλλά και
στο προηγούµενο κεφάλαιο, έγκειται στην ικανότητά του να εγκαθιστά και να συντηρεί
δικλείδες, ερµηνευτικά κλισέ που εξασφαλίζουν την αξιοπιστία του επιχειρήµατός του
ότι «έτσι είναι τα πράγµατα», όπως παρουσιάζονται. Ο ρεαλισµός της εικόνας που
συντείνει σε αυτόν τον στόχο είναι ένας «ερµηνευτικός ρεαλισµός», όπως τον

141
χαρακτηρίζει ο Γ. Πλειός359. Η παρουσίαση εικόνων που συγκλίνουν µε την
υπάρχουσα κουλτούρα εξασφαλίζει την προβλέψιµη ερµηνεία του πολιτικού λόγου.
Ο οπτικός λόγος από την άλλη, δεν προδίδει τον «προκατασκευασµένο» χαρακτήρα
του. Είναι απόλυτα νατουραλιστικός ή όπως αλλιώς αποκαλείται «φυσικοποιηµένος»
(“naturalized”). H «φυσικότητά» του ως το αποτέλεσµα της ενότητας
«πραγµατικότητας», αναπαραστάσεων και ιδεολογίας, είναι µια ισχυρή ιδεολογική
360
κατασκευή . Ο οπτικός λόγος δεν βασίζεται στην φύση των πραγµάτων (ως έχουν
στην πραγµατικότητα) για να στηρίξει την «αλήθεια» αλλά παράγει την φύση σαν
εγγύηση της αλήθειας που παρουσιάζει. Εξάλλου, θα συµφωνήσουµε µε τον Foucault
ότι η «αλήθεια», πόσο µάλλον η κατασκευασµένη αλήθεια, είναι ένα είδος
αστυνόµευσης του συλλογισµού 361, εγκλωβισµού του σε κλειστά σχήµατα σκέψης και
µια αφόρητη «κανονικότητα», θα συµπληρώναµε εµείς, που η δραπέτευση από αυτήν
οδηγεί στην κοινωνική αποξένωση. Η µη αποδοχή της αλήθειας των ΜΜΕ οδηγεί στην
κοινωνική αποµόνωση.
O πανίσχυρος συνδυασµός εικόνας ως αδιάψευστου µάρτυρα της πραγµατικότητας
και προπαγανδιστικού πολιτικού λόγου οδηγεί σε µια φυσιοκρατική όσο και
νατουραλιστική ψευδαίσθηση. Οδηγεί στην αισθητικοποίηση του πολιτικού λόγου που
κατά κύριο λόγο εκφέρεται για να θεαθεί όχι να κατανοηθεί. Τα «νέα» γνωρίσµατα του
πολιτικού λόγου, ανάµεσα στα άλλα που έχουν αναλυθεί στο προηγούµενο κεφάλαιο,
είναι ουσιαστικά το τελικό προϊόν της διαλεκτικής του σχέσης τόσο µε την υφιστάµενη
κατάσταση αποϊδεολογικοποίησης της πολιτικής όσο και µε την δοµή και την
λειτουργία των σύγχρονων ΜΜΕ. Ο σύγχρονος λόγος είναι κατεξοχήν συναινετικός
τουλάχιστον ως προς το αποτέλεσµα που επιφέρει, αφού οι διαδικασίες παραγωγής και
πρόσληψής του από τα άτοµα έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Ο τηλεοπτικός πολιτικός «λόγος» που θα µπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι είναι
έννοια είδους φαίνεται ότι έχει επισκιάσει και έχει καταλάβει όλο το «ζωτικό χώρο»

359
στο ίδιο.
360
βλ. σχετικά Fiske, John, TV, Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π, σελ. 19.
361
Όπως πολύ χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Foucault «Είναι πάντα δυνατό να εκφράζει κάποιος µιαν
αλήθεια µες στο χώρο ενός παρθένου εδάφους. Αλλά δεν µπορεί να βρεθεί µες στο αληθινό παρά µόνο
αν υπακούει στους νόµους µιας αστυνόµευσης του συλλογισµού, που πρέπει να ασκεί σε κάθε του
αγόρευση». Ο κλάδος γνώσης λοιπόν δεν είναι παρά µια αρχή ελέγχου της παραγωγής του λόγου. Του
καθορίζει όρια µέσα από µια ταυτότητα που έχει την µορφή ενός ασταµάτητου εκσυγχρονισµού των
κανόνων», Foucault, M., Η τάξη του λόγου, ό.π., σελ 26 κ.ε.

142
αυτού που αποκαλούµε πολιτικό λόγο (ως έννοια γένους). Η σηµειολογική του
πληθωρικότητα είναι χαρακτηριστική καθώς δεν αποτελείται µόνο από τους κώδικες
της λεκτικής επικοινωνίας, αν και αυτοί οι κώδικες εξακολουθούν να αποτελούν τον
βασικό του κορµό πάνω στον οποίο θα ενσωµατωθούν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η
γλώσσα (γραπτή ή προφορική) µπορεί να διατηρείται ως το κυρίαρχο σηµειωτικό
σύστηµα (και πώς θα µπορούσε να µην είναι άλλωστε;) αλλά ο σύγχρονος
οπτικοακουστικός πολιτισµός που διαδραµατίζεται στην τηλεόραση, έχει δώσει
εξέχοντα ρόλο και σε άλλα σηµειωτικά συστήµατα.
Ο τηλεοπτικός λόγος πρέπει να αντιµετωπίζεται ως ένα περίεργο αµάλγαµα
προφορικού και γραπτού λόγου, ένα σύνολο σηµείων µε προέλευση από διαφορετικά
σηµειολογικά συστήµατα που η λειτουργική τους ένωση δηµιουργεί µια οργανική
ολότητα, ένα σηµαίνον. Ενώ προσιδιάζει περισσότερο στον προφορικό λόγο, λόγω της
αµεσότητας της εικόνας, εντούτοις φλερτάρει µε τους κώδικες του γραπτού λόγου γιατί
διεκδικεί και τον ρόλο του δηµόσιου, θεσµοποιηµένου πολιτικού λόγου. Η «προφορική
λογική... υποδηλώνει ότι τα τηλεοπτικά µηνύµατα συλλαµβάνονται κυρίως µέσω των
συλλογισµών του προφορικού λόγου, συγχωνευµένων µε οπτικές παραστάσεις, και
λιγότερο µέσω των δοµών της τυπικής λογικής»362. Αναφερόµενος στην ενότητα
«Τηλεοπτικού συντάγµατος» και άµεσης απεύθυνσης ο Γρηγ. Πασχαλίδης αναφέρει
σχετικά µε τον τηλεοπτικό λόγο ότι «µπορεί να ορισθεί ως η οργάνωση ενός
συστήµατος εκφοράς (enonciation), µέσα στο οποίο οι διάφορες επιµέρους εκποµπές
είναι τα εκφερόµενα (enonces), και το οποίο λειτουργεί ως ένας µηχανισµός έγκλησης
του τηλεθεατή ως µέλους ενός εθνικού κοινού και ταυτόχρονα ως
προκατασκευασµένου θεατή-αναγνώστη»363.
Τα οπτικά µηνύµατα είναι η βασική συνιστώσα διαµόρφωσης του τηλεοπτικού
λόγου. Η δύναµη της εικόνας και η δυνατότητά της να αρθρώσει κοινωνικές
αντιλήψεις και πρότυπα δεν αµφισβητείται. ∆εν αµφισβητούνται και οι ιδεολογικές της
προκείµενες επίσης, που είναι εξοπλισµένες µε πανίσχυρες ιδεολογικές
συµπαραδηλώσεις. Η νέα «υπερ-πραγµατικότητα» («hyperreality»), όπως την αποκαλεί

362
Fiske, J. &J. Hartley, Η γλώσσα της τηλεόρασης, εκδ. Επικοινωνία και Κουλτούρα, Αθήνα 1992.
σελ.114.
363
Πασχαλίδης, Γρηγόρης, «Τηλεοπτικός λόγος και αφηγηµατικός χώρος», στο Ναυρίδης, Κλήµης/
Γιάννης ∆ηµητρακόπουλος & Γρηγόρης Πασχαλίδης, (επιµ) Τηλεόραση και Επι-κοινωνία, εκδ.
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 180.

143
ο Baudrillard, την οποία µας συστήνουν τα ΜΜΕ, παράγει έναν κόσµο εξοµοιώσεων
που παρουσιάζει ανοσία στην ορθολογική κριτική364. Είναι τόσο ισχυρή η επίδραση
των εικόνων των ΜΜΕ ώστε να µπορεί να µιλήσει κανείς για την οριστική µεταλλαγή
των µορφών της ιδεολογίας και της κουλτούρας. Ο «οπτικοποιηµένος» πολιτικός
λόγος, όπως προαναφέρθηκε είναι ένα περίεργο κράµα σηµειωτικών συστηµάτων,
περίτεχνα οµογενοποιηµένο µε πολλές παραµέτρους ανάλυσης. Ως εκ τούτου η
αποκωδικοποίησή του είναι µια δυσχερής, πολυδιάστατη διαδικασία η οποία οφείλει να
συµπεριλάβει όλες τις σταθερές και µεταβλητές που παίρνουν µέρος στην διαµόρφωσή
του, προκρίνοντας µια διαλεκτική ανάλυση όλων των παραγόντων. Εξάλλου, «η
ενότητα µιας εξήγησης δεν έγκειται στον ακρωτηριασµό της µιας ή της άλλης
προσέγγισής της, αλλά σύµφωνα µε τον Ένγκελς, στον διαλεκτικό συντονισµό των
ιδιαίτερων επιστηµών που την αφορούν»365.
Και κάτω από αυτές τις συνθήκες πάντως, οι περισσότερες µελέτες συγκλίνουν
στην µελέτη του τηλεοπτικού πολιτικού λόγου ως γλωσσικού κώδικα πρωτίστως αφού
ο χαρακτήρας και ο στόχος της λεκτικής επικοινωνίας διατηρείται. Οι άλλοι κώδικες
που χρησιµοποιούνται, όπως ο οπτικός, ο ηχητικός, οι σηµειωτικοί κώδικες ουσιαστικά
επενδύουν τον γλωσσικό καµβά πάντα όµως αναφερόµενα σε αυτόν κατά τέτοιο τρόπο
που θα τολµούσαµε να τα χαρακτηρίσουµε ως «παραγλωσσικά στοιχεία». Όπως
υποστηρίζει και ο Y. Lavoinne: «Στα ηλεκτρονικά µέσα ενηµέρωσης η γλώσσα όχι
µόνο συµπράττει ισότιµα µε τον ήχο και την εικόνα αλά υποχρεώνεται να συνδράµει
την κατασκευή των µηνυµάτων µε τις ‘λιγότερο γλωσσικές’ πλευρές της: τα
παραγλωσσικά της γνωρίσµατα και την ‘αβεβαιότητα’ του συνοµιλιακού λόγου»366.
Πολλές φορές, όµως, αυτά τα παραγλωσσικά στοιχεία, όπως τα χαρακτηρίσαµε,
απορροφούν τον λόγο εξ’ ολοκλήρου µε την έµµεση υποταγή που επιτυγχάνουν στην
λογική τους και στα αποτελέσµατα που υπόσχονται. Η «πειθαρχία» των πολιτικών
στην τηλεοπτική οθόνη συνεπάγεται και την πειθαρχία τους στο κεντρικό σύστηµα
νοηµάτων της κουλτούρας που ισχύει. Το δέλεαρ της πειθούς του κοινού είναι πολύ
µεγάλο για έναν πολιτικό ρήτορα και αξίζει πολλές θυσίες. Ακόµη και ιδεολογικές.

364
βλ. σχετικά Baudrillard, J., For a Critique of the Political economy of the Sign, St. Luis, Telos, 1981.
365
Barthes, Roland, ό.π., σελ. 205.
366
Lavoinne, Yves, Η γλώσσα των µέσων ενηµέρωσης, (µτφρ. Περικλής Πολίτης), Αριστοτέλειο
Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη],
Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 9.

144
Η αντιµετώπιση του νέου είδους πολιτικού λόγου ως ενός νέου σηµειωτικού
συστήµατος, ενός οµοιογενούς συνόλου µε πολλούς κώδικες συνυφασµένους στην
δοµή και στο περιεχόµενό του, οµοιάζει αρκετά µε την προσέγγιση των Kress και Van
Leeuwen για τον «πολυτροπικό λόγο» (“multimodal discourse”)367. H έννοια του
«πολυτροπισµού» (“multimodality”) συνίσταται «στην χρήση πολλών σηµειωτικών
τρόπων στον σχεδιασµό ενός σηµειωτικού προϊόντος ή γεγονότος, µαζί µε την
συγκεκριµένη µέθοδο µε την οποία οι τρόποι αυτοί συνδυάζονται»368. Ο συνδυασµός
αυτός µπορεί να συνίσταται στην ενδυνάµωση του ενός τρόπου (κώδικα) από τον άλλο,
στην εκπλήρωση συµπληρωµατικών ρόλων, ή στην ιεραρχική τους διάταξη όπου ένας
τρόπος είναι κυρίαρχος, όπως π.χ. στην τηλεόραση ο οπτικός, και µέσα από αυτήν την
ιεραρχία οι άλλοι τρόποι συµπληρώνουν το νόηµα του κυρίαρχου. Υπό αυτό το πρίσµα
ο επικοινωνιακός πολιτικός λόγος ο οποίος επικυριαρχείται από µια πανδαισία
σηµειωτικών τρόπων είναι ένα σηµειωτικό συµβάν µε τους δικούς του κανόνες. Θα
λέγαµε, επίσης, ότι όλοι οι παραπάνω συνδυασµοί είναι παρόντες και
χρησιµοποιούνται στον οπτικοποιηµένο πολιτικό λόγο ανάλογα µε τις επικοινωνιακές
περιστάσεις. Τα πολυτροπικά κείµενα, σύµφωνα µε τους συγγραφείς, ολοκληρώνουν
το µήνυµά τους µέσα από πολλαπλές αρθρώσεις. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν
τέσσερα επίπεδα (“strata”) πρακτικών µέσα από τις οποίες διέρχεται το νόηµα. α) τον
λόγο (discourse), β) Το σχέδιο (“design”), γ) την παραγωγή (“production”) δ) και την
διανοµή (“distribution”)369. Η διαστρωµατική σύνθεση (“stratal configuration”) αυτών
των επιπέδων δεν διακρίνεται πάντα από κάποιον «καταµερισµό εργασίας» µεταξύ
τους ούτε από κάποια στεγανότητα µεταξύ τους. Βέβαια, η σειρά µε την οποία τα
παραθέτουν έχει µια χρονική λογική αλλά πολλές φορές επίπεδα συγχωνεύονται το ένα
µε το άλλο είτε επειδή το υπαγορεύει το µέσο είτε επειδή το επιβάλλει µια

367
Kress, Gunther & Theo Van Leeuwen, Multimodal Discourse, The Modes and Media of
Contemporary Communication, Arnold, London 2001.
368
στο ίδιο, σελ. 20.
369
Για την καλύτερη κατανόηση της κατηγοριοποίησης αυτής παραθέτουµε συνοπτικούς ορισµούς για
τα επίπεδα έτσι όπως τους αντιλαµβάνονται οι συγγραφείς: α) Οι λόγοι (discourses) είναι κοινωνικά
κατασκευασµένες γνώσεις της πραγµατικότητας (ή µιας πλευράς της) β) Το σχέδιο (design) είναι ο
τρόπος µε τον οποίο πραγµατώνεται ένας λόγος στο πλαίσιο µιας δεδοµένης επικοινωνιακής
κατάστασης. γ) η παραγωγή (production) αναφέρεται στην οργάνωση της έκφρασης, στην υπαρκτή
υλική άρθρωση ενός σηµειωτικού συµβάντος ή στην υπαρκτή υλική παραγωγή σηµειωτικών
κατασκευών, και δ) η διανοµή (distribution) µπορεί να κατανοηθεί ως µη σηµειωτική δοµή αρχικά, η
οποία διευκολύνει τις πρακτικές λειτουργίες της συντήρησης και της διανοµής, βλ. για πιο αναλυτικά,
στο ίδιο, σελ. 4 κ.ε.

145
επικοινωνιακή συνθήκη. Σηµαντικό στοιχείο επίσης στην προσέγγιση που επιχειρούν
οι Kress και Van Leeuwen είναι η δυσδιάστατη πρόσληψη της επικοινωνίας αφού η
τελευταία είναι και άρθρωση και ερµηνεία µαζί370. Ο πολυτροπισµός τελικά καταλήγει
σε µια πολύπλευρη ανάλύση των σηµειωτικών κωδίκων- τρόπων που απαρτίζουν ένα
µήνυµα χωρίς, όµως να ενδιαφέρεται για µια αυστηρή τυπολογία και ανάλυση κάθε
κώδικα χωριστά. Πιο σηµαντικό είναι να καταλάβουµε την αλληλεπίδραση των
επίπεδων πρακτικής του νοήµατος και πώς αυτή διαµορφώνεται και λιγότερο να
ορίσουµε τα γνωρίσµατα κάθε κώδικα ως ανεξάρτητης µεταβλητής.
Τα εικονικά σύµβολα, είναι ουσιαστικά οι εικονικές διαστάσεις νοητικών
µοντέλων. Για την ερµηνεία τους ο δέκτης πρέπει να ανατρέξει στον εµπειρικό του
υλικό και στην παρατήρηση. Πρέπει να ανατρέξει σε γνώσεις που έχει αποκτήσει από
την καθηµερινή του ζωή. Γιατί «ο κόσµος µπορεί να υπάρχει και έξω από την γλώσσα
αλλά µπορούµε να τον καταλάβουµε µόνο µέσω της ‘οικειοποίησής’ του στον
λόγο»371.Αυτή η παλινδρόµηση µας επαναφέρει στο σηµείο εκκίνησής µας. Η ερµηνεία
των εικονικών µηνυµάτων εµπλέκεται αναπόφευκτα µε την διαδικασία παραγωγής και
πρόσληψης του λόγου. «Η παραγωγή νοήµατος είναι κοινωνική διαδικασία, πρακτική»
διαπιστώνει ο St. Hall και συνεχίζει: «Ο κόσµος πρέπει να κατασκευασθεί για να
σηµαίνει κάτι». («The world has to be made to mean»). Η γλώσσα και η
συµβολοποίηση είναι τα µέσα µε τα οποία παράγεται το νόηµα»372. Η γλώσσα και η
διαλεκτική της σχέση µε την εκάστοτε επικρατούσα κουλτούρα από όπου αντλεί την
σηµασία της είναι οι πυλώνες του κοινωνικού συστήµατος νοηµατοδότησης. «Η
γλώσσα είναι το µέσο µε το οποίο οι άνθρωποι µετέχουν στην κοινωνία, για να
παράγουν την πραγµατικότητα»373.
Ο P. Scannell, µε γνώµονα µια οντολογική προσέγγιση, καταλήγει στο συµπέρασµα
ότι µπορεί η γλώσσα να είναι κοινωνική κατασκευή αλλά πρέπει να παραδεχθούµε ότι
η αµεσότητα των ατόµων µε την γλώσσα είναι πολύ πιο κοντινή. «Η ανθρώπινη
ύπαρξη είναι µια ύπαρξη µέσα στην γλώσσα. Ο κόσµος στον οποίο διαµένουµε

370
«Ορίζουµε την επικοινωνία µόνο σαν αυτήν που λαµβάνει χώρα εκεί όπου υπάρχει και η άρθρωση
και η ερµηνεία», στο ίδιο, σελ. 8.
371
Hall, Stuart, “The rediscovery of “ideology”: Return of the repressed in media studies”, ό.π., σελ. 70.
372
στο ίδιο, σελ. 67.
373
Fiske, J. &J. Hartley, ό.π., σελ. 17.

146
περιλαµβάνει την γλώσσα. Ο κόσµος µιλά. Μας µιλά και του µιλούµε»374.
Αναφερόµενος στην σχέση ΜΜΕ και γλώσσας συνεχίζει: «Ένας µεσοποιηµένος
κόσµος (“mediatized world”) δεν είναι µια υπερ-πραγµατικότητα ή η ένδειξη µιας
‘εξωτερικής πραγµατικότητας’. Είναι ένα ιστορικό δεδοµένο, ο συγκεκριµένος
ιστορικός τρόπος ύπαρξης για αυτούς που ζουν σε αυτόν τον κόσµο. Η φαινοµενολογία
της γλώσσας των ΜΜΕ375 θα έπρεπε να έχει ως έργο την διερεύνηση των σχέσεων
µεταξύ των ΜΜΕ, της γλώσσας και του κόσµου»376. Η αντίληψη του Scannell, αν και
πραγµατολογική, θα µπορούσε να χαρακτηρισθεί ολιστική ή από µια άλλη οπτική
ολόπλευρη. Για τον Scannell δεν υπάρχει η γλώσσα των ΜΜΕ σαν ξεχωριστό είδος
λόγου. Αυτό που υπάρχει είναι η νέα βιωµατική πραγµατικότητα του µεσοποιηµένου
κόσµου των ΜΜΕ που έχει την δική της γλώσσα. Την γλώσσα των ΜΜΕ.
Η παρούσα ανάλυση δεν ακολουθεί αυτήν την «συνολική» αντιµετώπιση του
Scannell αλλά θα µπορούσαµε να ισχυρισθούµε ίσως, ότι ο σύγχρονος επικοινωνιακός
πολιτικός λόγος έχει δηµιουργήσει το δικό του «σύµπαν λόγου»377 διεκδικεί την
αυτονοµία του ως µήτρα παραγωγής και διαµόρφωσης της γλωσσικής έκφρασης και
µαζί µε αυτήν της αντίληψης και γνώσης. Η πολιτική δράση τροφοδοτεί και
τροφοδοτείται από αυτό το σύµπαν. ∆εν είναι λίγες οι περιπτώσεις που µόνο η
άρθρωση του επικοινωνιακού (τηλεοπτικού σε µείζονα κλίµακα) λόγου αρκεί για τον
πολίτη ως ορισµός της πολιτικής δράσης και πράξης. Μια πιο µακρο-σκοπική
ανάλυση, λοιπόν αυτού του σύµπαντος και των γαλαξιών που το απαρτίζουν δίνει µε
ασφάλεια την πλήρη εικόνα του εν γένει πολιτικού συστήµατος.

3.2.Ειδικότερα χαρακτηριστικά
3.2.1 Η επικοινωνιακή κουλτούρα των συµβόλων.
Η αναπαραγωγή ιδεολογίας από το κυρίαρχο µέσο, την τηλεόραση, λόγω ακριβώς
της µορφοδοµής και «φυσιολογίας» του µέσου γίνεται κυρίως µε την χρήση εικονικών

374
Scannell, P., “Media-Language-World”, στο Bell, Allan & Peter Garrett (eds), ό.π. σελ. 263.
375
Όπως σηµειώνει και ο Γ. Βέλτσος: «Το κύριο χαρακτηριστικό του πολιτικού ( και όχι του ποιητικού)
λόγου παραµένει η φαινοµενολογία του», ό.π. σελ. 107.
376
Scannell, P., ό.π. σελ. 263.
377
«Με ‘σύµπαν’ του λόγου, µε τη διευρυµένη έννοια του όρου εννοούµε τους µέσα σε προσδιορίσιµες
ιστορικές συνθήκες διαµορφωµένους τρόπους οµιλίας και γλωσσικής έκφρασης, που επηρεάζουν
σχήµατα αντίληψης και γνώσης», βλ. σχετικά στο ∆εµερτζής, Ν., Κουλτούρα, Νεωτερικότητα, Πολιτική
Κουλτούρα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1989, σελ. 37.

147
συµβόλων. Η συµβολική αναπαραγωγή της επικρατούσας ιδεολογίας από τα ΜΜΕ δεν
είναι µια απλή γραµµική διαδικασία. Οι τρόποι µε τους οποίους επιτυγχάνεται αλλά και
οι συνέπειές της είναι κεφαλαιώδους σηµασίας για την ανάλυση οποιουδήποτε
κοινωνικού και πολιτικού φαινοµένου. Οι ιδεολογικοί µηχανισµοί, όπως πολύ πρώιµα
παρατήρησε ο Pêcheux, και οι «ιδεολογικές τους διαµορφώσεις» παράγουν
«ιδεολογικά αντικείµενα» (σύµβολα θα τα χαρακτηρίζαµε σήµερα) τα οποία
«προσφέρονται» µαζί µε τον τρόπο χρήσης τους, µε το νόηµά τους, µε τον
προσανατολισµό τους378. Τουτέστιν, η συµβολοποίηση δεν είναι µόνο αναπαραστατική
διαδικασία, είναι διαδικασία ένσκοπης νοηµατοδότησης και ως τέτοια ενέχει
κινδύνους, αφού είναι συνήθως αυθαίρετη ως προς τα νοήµατά της και έντονα
πολιτικοποιηµένη. Τα σύµβολα στις έντονα «πολιτικοποιηµένες» περιόδους της
ιστορίας ήταν η ιδεολογική συµπύκνωση του ρόλου που αυτά είχαν προσλάβει από την
επαφή τους µε την κοινωνική και ιστορική πραγµατικότητα. Η σύγχρονη διαδικασία
συµβολοποίησης που ισχυροποιείται µέσα από την εικονορροή του κυρίαρχου µέσου,
της τηλεόρασης, φαίνεται να ακολουθεί αντίστροφη πορεία379. Προηγείται η
δηµιουργία συµβόλων και η νοηµατοδότησή τους και ακολουθεί η κοινωνική τους
υιοθέτηση και λειτουργία ως απλή εφαρµογή του εννοιολογικού πλαισίου που έθεσαν
ευθύς εξαρχής οι «ιθύνοντες». Αυτό που συµβαίνει σήµερα θα µπορούσαµε να το
αποκαλέσουµε «συµβολοποίηση της πραγµατικότητας», γεγονός που σηµαίνει
αναπόφευκτα µια απώλεια όσον αφορά την πλήρη καταγραφή της πραγµατικότητας. Η
αντιστοιχία - ή τουλάχιστον η πλήρης αντιστοιχία - των συµβόλων µε την
πραγµατικότητα δεν είναι ο κανόνας, µάλλον η εξαίρεση. Γι αυτό και ο χαρακτηρισµός
που αποδίδει ο Θ. Λίποβατς στις εικόνες που παράγουν τα ΜΜΕ είναι «οµοιώµατα»
και όχι είδωλα. Όπως εξηγεί: «Το οµοίωµα είναι µια εικόνα χωρίς πρωτότυπο, που δεν
αναφέρεται δηλαδή σε ‘µια τελευταία πραγµατικότητα’, αλλά αντίθετα την συγκροτεί,
έτσι ώστε η ‘πραγµατικότητα’ η ίδια να αποτελείται από εικόνες»380. Η συζήτηση
σχετικά µε τον ρόλο των συµβόλων στην σύγχρονη πολιτική κουλτούρα είναι αυτή που

378
Pêcheux, Michel, ό.π., σελ. 99.
379
Την σηµασία της Τηλεοπτικής Ροής σχετικά µε την τηλεοπτική µετάδοση και εµπειρία αλλά και
αναφορικά µε την απουσία νοήµατος στην τηλεοπτική αφήγηση υπογραµµίζει ο Γρηγόρης Πασχαλίδης
βλ. «Τηλεοπτικός λόγος και αφηγηµατικός χώρος», ό.π., σελ. 175-193.
380
Θ. Λίποβατς στο ∆εµερτζής, Ν. & Θ. Λίποβατς, ό.π. σελ. 166, βλ επίσης παρακάτω υπό 3.2.4 για την
έννοια της αναπαράστασης.

148
κυριαρχεί στις πολιτικές-πολιτισµικές προσεγγίσεις των ΜΜΕ και έχει προσφέρει
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές παρατηρήσεις οι οποίες αποδεικνύουν ότι
τα ΜΜΕ δεν είναι µόνο µηχανισµοί διάδοσης αλλά και κατασκευής τους.
Ο ρόλος των συµβόλων στην πολιτική ανάλυση δεν αποτελεί νέα θεωρητική
προσέγγιση αλλά ένα συνεχώς επίκαιρο πεδίο συζήτησης που µεταλλάσσεται όπως και
τα σύµβολα381. Εξάλλου, η διαµάχη για την έννοια και τα όρια του Συµβολικού και του
Πραγµατικού είναι ένα συνεχές πεδίο αντιπαράθεσης και προβληµατισµού στην
κοινωνική και πολιτική αλλά και ψυχαναλυτική θεωρία. ∆εν θα ήταν υπερβολικό να
ισχυριστούµε ότι η σταδιακή αποπολιτικοποίηση των µαζών και οι µεταβολές στις
δοµές διαµόρφωσης της κοινής γνώµης και της δηµοσιότητας έχουν µεταµορφώσει το
κοινωνικό και το πολιτικό γίγνεσθαι σε µία κατάσταση όπου το φαντασιακό και το
συµβολικό συµπλέκονται µε το πραγµατικό σε µια αέναη πάλη που αδυνατεί να
διαχωρίσει τις συντεταγµένες και τα πεδία τους, πολλές φορές µάλιστα, δεν είναι σε
θέση ούτε καν να τα αναγνωρίσει, πόσο µάλλον να τα διαχωρίσει. Εξάλλου και στην
λακανική θεωρία το φαντασιακό και το πραγµατικό αναµειγνύονται αναπόφευκτα στην
ανθρώπινη πραγµατικότητα382. «Στην σύγχρονη αστική κοινωνία το πέρασµα από το
πραγµατικό στο ιδεολογικό ορίζεται σαν το πέρασµα από µιαν αντι-φύση σε µια
ψευτο-φύση»383.
Σε ότι αφορά στην πολιτική χρήση των συµβόλων οι Elder και Cobb διευκρινίζουν:
«Τα σύµβολα εξυπηρετούν την σύνδεση του ατόµου µε την ευρύτερη πολιτική τάξη
και συγχρονίζουν τα ποικίλα κίνητρα διαφορετικών ατόµων, κάνοντας την συλλογική
δράση εφικτή»384. Γι αυτόν τον λόγο, υποστηρίζουν παρακάτω οι συγγραφείς, είναι
ζωτικής σηµασίας για την λειτουργία του πολιτικού συστήµατος. «Tα σύµβολα είναι το

381
Βλ. ενδεικτικά: Sapir, Edward, “Symbolism” Encyclopedia of the Social Sciences, 14:492-495, 1934,
Arnold, Thurman, The Symbols of Government, New York, Harcourt, Brace &Jovanovich, 1962,
Boulding, Kenneth, The Image, University of Michigan Press, Ann Arbor, 1961, Lasswell, Harold and
Abraham, Kaplan, Power and Society, Yale University Press, New Haven, 1950, Merriam Charles,
Political Power, Collier, New York, 1964.
382
Έτσι, σύµφωνα µε τον Lacan, µπορεί να υπάρχουν φαινόµενα που τα χαρακτηρίζουµε ως πραγµατικά
ενώ είναι υποκειµενικά. «Όλο το πρόβληµα από εδώ και στο εξής έγκειται στην σύζευξη του
συµβολικού (σ.σ. δηλαδή της γλώσσας σύµφωνα µε τον Lacan) και του φαντασιακού µέσα στη σύσταση
του πραγµατικού», βλ. σχετικά στο Dethy, Michel, ό.π , σελ. 124.
383
Barthes, Roland, ό.π., σελ.243 κ.ε.
384
Elder, Charles D. & Roger W. Cobb, The Political Uses of Symbols, Longman, New York, London
1983, σελ. 1.

149
νόµισµα της επικοινωνιακής διαδικασίας»385 και ως εκ τούτου συνιστούν το επίκεντρο
των ήδη συγκροτηµένων πολιτικών αντιλήψεων και ιδεών συνδέοντας τις εκάστοτε
κυβερνητικές πρακτικές µε τους πολίτες. ∆εν γνωρίζουµε εάν η συλλογική δράση
καθίσταται εφικτή µε αυτόν τον τρόπο, πάντως το σίγουρο είναι ότι κατά αυτόν τον
τρόπο µορφοποιείται η µαζική κουλτούρα και µαζί της µια συλλογική αδράνεια η
οποία επιδρά καταλυτικά σε όλο το φάσµα της κοινωνικής ζωής του ατόµου και
επηρεάζει φυσικά οποιαδήποτε µορφή συλλογικότητας.
Οι Elder και Cobb, ακολουθώντας την κατηγοριοποίηση των Almond και Verba για
τα πολιτικά αντικείµενα στα οποία προσανατολίζονται οι πολίτες σε ένα πολιτικό
σύστηµα386 προχωρούν σε µια γενική τυπολογία των πολιτικών σύµβόλων, η οποία
περιλαµβάνει τρεις κύριες κατηγορίες: α) Τα σύµβολα της πολιτικής κοινότητας β) Τα
σύµβολα που σχετίζονται µε κατηγορίες πολιτευµάτων και γ) Τα «περιεκτικά»
σύµβολα που αναφέρονται ι) στις υπάρχουσες αρχές-εξουσίες ιι) σε µη-κυβερνητικούς
πολιτικούς πρωταγωνιστές ιιι) σε πολιτικές και σε θέµατα πολιτικής γενικότερα387. Ο
πολιτικός λόγος µετέρχεται και χρησιµοποιεί όλες τις παραπάνω κατηγορίες ανάλογα
µε τον επικοινωνιακό του στόχο. Μπορεί ακόµη να χρησιµοποιήσει µια κατηγορία σε
αντιπαράθεση µε µια άλλη π.χ. σύµβολα που παραπέµπουν στην συνοχή της πολιτικής
κοινότητας σε αντιδιαστολή µε σύµβολα που «εκπροσωπούν» µη κυβερνητικές
οργανώσεις, για να ενδυναµώσει την αντιθετική φορά του επιχειρήµατος που αρθρώνει
και να το φορτίσει µε ισχυρές νοηµατικές συµπαραδηλώσεις και συναισθήµατα. Όπως
παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Ν. ∆εµερτζής: «Το σύµβολο µπορεί να λειτουργήσει ως
φαντασιακό µέσο, µια δίοδος για την απελευθέρωση του πολιτικού λόγου και τη
διαµόρφωση κριτικής χειραφετητικής κοινωνικής συνείδησης, όπως π.χ. συνέβη στην
περίπτωση της φοιτητικής εξέγερσης του 1968. Μπορεί όµως να λειτουργήσει και προς
την αντίθετη κατεύθυνση, ως µέσο προώθησης ιδεολογιών που νοµιµοποιούν,

385
στο ίδιο, σελ. 9.
386
Οι τρεις γενικές κατηγορίες αντικειµένων στις οποίες προσανατολίζονται τα άτοµα σε ένα πολιτικό
σύστηµα κατά τους Almond και Verba είναι: 1) Οι συγκεκριµένοι ρόλοι και δοµές, όπως τα νοµοθετικά
σώµατα, τα διευθυντικά στελέχη ή γραφειοκράτες 2) Τα αξιώµατα των ρόλων, όπως οι µονάρχες, οι
νοµοθέτες και οι διοικούντες και 3) Συγκεκριµένες δηµόσιες πολιτικές, αποφάσεις ή εφαρµογές
αποφάσεων, βλ. Almond, Gabriel, A., & Sidney Verba, The Civic Culture, Political Attitudes and
Democracy in Five Nations, Sage Publications, Newbury Park, London, New Delhi 1989, σελ. 14.
387
Elder, Charles D., & Roger W. Cobb, ό.π., σελ. 36.

150
στρεβλώνουν και καλύπτουν τις κοινωνικές αντιφάσεις και τα κατεστηµένα κέντρα
εξουσίας»388.
Σύµφωνα µε µελέτες της πολιτικής συµπεριφοράς και της γνωστικής ψυχολογίας, η
απόπειρα ισχυρής νοηµατοδότησης ενός συµβολικού πολιτικού µηνύµατος δεν
στοχεύει µόνο στην λογική αλλά και στο συναίσθηµα. H πρόσληψη των συµβόλων,
από τα άτοµα κινείται σε δύο διαστάσεις, στην συναισθηµατική και την γνωστική. Η
πρώτη ορίζεται κατά κύριο λόγο από την κατεύθυνση και την ένταση των
συναισθηµάτων, θετικών ή αρνητικών που έχει ένα άτοµο απέναντι σε ένα σύµβολο. Η
γνωστική συνιστώσα αναφέρεται στο νόηµα που αποδίδει ή συσχετίζει ένα άτοµο µε το
συγκεκριµένο σύµβολο. Περιλαµβάνει όλες τις «γνώσεις» (“cognitions”) που έχει
κάποιος για ένα σύµβολο χωρίς να εκλαµβάνουµε την γνώση ως αντικειµενική
παράµετρο αλλά ως την προσωπική δεξαµενή πληροφοριών από την οποία το άτοµο
αντλεί τα στοιχεία που χρειάζεται για να προσλάβει ένα σύµβολο389. Και οι δύο
συνιστώσες ως έντονα υποκειµενικές, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, λειτουργούν ως
µεταβλητές γεγονός που καθιστά την ασφαλή αποκωδικοποίηση ενός συµβόλου,
γλωσσικού ή εικονικού, εξαιρετικά δυσχερή και αόριστη. Ένας ασφαλής γνώµονας,
ωστόσο, που θα µπορούσε να βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η
«χρηστική» λειτουργία του πολιτικού λόγου και η επαναληψιµότητα φράσεων που
δηµιουργεί σηµασιολογικά «δεδικασµένα». Έτσι η έννοια της «συµµετοχικής
δηµοκρατίας», ως φράση σύµβολο µιας συγκεκριµένης µορφής άσκησης της πολιτικής,
στην χώρα µας προσέλαβε το συµβολικό της περιεχόµενο αλλά και τον πολιτικό-
κοµµατικό της προσανατολισµό µέσα από την συνεχή εκφορά της από τον πρόεδρο του
ΠΑΣΟΚ κ. Γεώργιο Παπανδρέου, σηµατοδοτώντας µια νέα πολιτική πρόταση στο
προεκλογικό σκηνικό των βουλευτικών εκλογών του 2004. Το περιεχόµενο των
συµβόλων, λοιπόν, δεν είναι αδέσµευτο ούτε αιωρείται σε µια κοινωνική δεξαµενή
χωρίς δεσµεύσεις. Αντίθετα, είναι αυτές οι ιδεολογικές και πολιτικές «εξαρτήσεις», σε
συνάρτηση µε τις εξαρτήσεις του αποκωδικοποιητή του, που µορφοποιούν το
περιεχόµενο και την χρήση του.

388
∆εµερτζής, Ν., Κουλτούρα, Νεωτερικότητα, Πολιτική Κουλτούρα, ό.π., σελ. 92.
389
Για πιο αναλυτικά βλ. σχετικά Elder, Charles D. & Roger W. Cobb, ό.π., σελ. 37 κ.ε.

151
Τα σύµβολα, µε µια ευρύτερη χρήση του όρου, λειτουργούν και ως µηχανισµοί
που συντείνουν επίσης στην νοµιµοποίηση της εκάστοτε εξουσίας. Είναι αυτά που
καλούνται να δικαιολογήσουν αλλά και να αναδιανείµουν την εξουσία όταν αυτό το
µέτρο είναι απαραίτητο για την καταπράυνση οποιαδήποτε εξουσιαστικής αντινοµίας
του συστήµατος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της µηχανιστικής λειτουργίας
των συµβόλων είναι «οι εκλογές που δεν λειτουργούν µόνο ως µηχανισµοί συλλογικής
επιλογής αλλά και ως σηµαντικές συµβολικές τελετουργίες»390. Επιχείρηµα τολµηρό
αλλά και αρκετά επικίνδυνο ωστόσο αφού, αν αναγάγουµε την ύψιστη πολιτική
διαδικασία νοµιµοποίησης της εξουσίας σε απλό συµβολικό µηχανισµό τότε
παρεκτρεπόµαστε σε µια απολυταρχική νοοτροπία όσον αφορά την πραγµατική
δηµοκρατία και τους θεσµούς ελέγχου της.
Ο St. Hall χαρακτηρίζει την παρούσα κατάσταση µε την επικυριαρχία των
συµβόλων στην πολιτική ως «πολιτική της σηµασιοδότησης (του δηλούµενου)»
(«politics of signification»)391. Στην νέα µορφή πολιτικής κουλτούρας κεντρικό δοµικό
σηµείο είναι η παραγωγή νοήµατος και οι τρόποι µε τους οποίους επιτυγχάνεται. «∆εν
πρέπει να µας εκπλήσσει το γεγονός», παρατηρεί αλλού ο Ηall, ότι «ο αγώνας για την
εξουσία προσλαµβάνει σταδιακά και αυξανόµενα περισσότερο συµβολική και
ρηµατική παρά φυσική και ψυχαναγκαστική µορφή και η πολιτική η ίδια σταδιακά
προσλαµβάνει την µορφή της ‘πολιτικής της κουλτούρας’ (‘cultural politics)»392. Ο
Hall εννοεί ότι η άσκηση της πολιτικής και η ενασχόλησή της µε διάφορους τοµείς της
κοινωνικής ζωής δεν είναι ανεξάρτητη από το πώς τα άτοµα προσδιορίζουν και
ορίζουν την έννοια του πολιτικού και της πολιτικής. Ζητήµατα που σε άλλες χρονικές
περιόδους δεν χαρακτηρίζονταν ως πολιτικά, µπορεί οι σύγχρονες αντιλήψεις να
υπαγορεύουν και να επιβάλλουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα, την ένταξή τους δηλαδή
σε ένα σύστηµα εξουσιαστικών – κυριαρχικών σχέσεων και συµφερόντων. Η
λειτουργία του προσδιορισµού και της οριοθέτησης µιας έννοιας στην σφαίρα του
πολιτικού ορίζεται και περιορίζεται µέσα από το πλέγµα σχέσεων και πρακτικών µιας
390
στο ίδιο, σελ. 21.
391
«Η ιδεολογία δεν µπορεί πλέον να ειδωθεί ως εξαρτηµένη µεταβλητή, µια απλή αντανάκλαση µιας
ήδη δοσµένης πραγµατικότητας στο µυαλό. Ούτε οι συνέπειές της είναι προβλέψιµες από την
συνάρτησή της µε κάποια απλή ντετερµινιστική λογική. Εξαρτώνται (οι συνέπειες) από την ισορροπία
δυνάµεων σε µια συγκεκριµένη ιστορική συγκυρία: στην ‘πολιτική της σηµασιοδότησης’», στο Hall,
Stuart, “The rediscovery of “ideology”: Return of the repressed in media studies’, σελ. 70.
392
Hall, St., “The centrality of culture: Notes on the cultural revolutions of our time”, ό.π., σελ. 213.

152
συγκεκριµένης κουλτούρας. Έτσι επιστρέφουµε και πάλι στον κοµβικό ρόλο της
νοηµατοδότησης και της τελικής διαµόρφωσης σηµασιών, αξιών και νοηµάτων.
Οποιοσδήποτε θεσµός, αντικείµενο, ιδέα προσλαµβάνει την σηµασία του, την αξία του
και την χρήση του µετά από την κατηγοριοποίηση και ενσωµάτωσή του σε έναν
λεκτικό σύστηµα, ένα σύστηµα νοηµάτων που έχει «κανονιστικό» χαρακτήρα. Είναι
δηλαδή, µια µορφή ιδεολογίας, µε την δεοντολογική σηµασία του όρου.
Τονίζοντας τον ρυθµιστικό ρόλο της νοηµατοδότησης, ο Thompson υπογραµµίζει
πως εάν θέλουµε να µελετήσουµε την σύγχρονη ιδεολογία θα πρέπει να αναζητήσουµε
τους τρόπους µε τους οποίους η νοηµατοδότηση προσδοκά να διατηρήσει τις
κυριαρχικές σχέσεις. Η πάλη των τάξεων («struggle of classes») που ανέλυσε η
µαρξική και µετα-µαρξική σκέψη έρχεται να µεταλλαχθεί σε µια νέα µορφή την «πάλη
του νοήµατος» («struggle over meaning»). Σε αυτό το σκηνικό, η δύναµη της
εξουσίας µετέρχεται αναγκαστικά άλλων µορφών, ρηµατικών και συµβολικών . Είναι η
δύναµη της σηµατοδότησης γεγονότων µε συγκεκριµένο τρόπο393.
Για τον Καστοριάδη, η σηµασιοδότηση είναι κόσµος µέσα στον οποίο εκφράζεται
η «κοινωνική φαντασίωση». Τα σύµβολα και οι µύθοι αναπαριστούν σε µια κοινωνία
το παρόν και το παρελθόν της. Ενσαρκώνουν την ταυτότητα µιας κοινωνίας και
αποτελούν την ειδοποιό διαφορά της µε άλλες. Ο δηµιουργικός και συστατικός ρόλος
των σηµασιοδοτήσεων γίνεται καλύτερα αντιληπτός µέσα από τις λειτουργίες και τις
χρήσεις την γλώσσας, η οποία, σύµφωνα πάντα µε τον Καστοριάδη, είναι η κατεξοχήν
σφαίρα του συµβολικού. Σε αυτήν την σφαίρα µια ελπίδα ελευθερίας στην σκέψη
υπάρχει ακόµη γιατί «η σηµασιοδότηση είναι αόριστα προσδιορίσιµη. Αυτό δεν
σηµαίνει, όµως ότι είναι και προσδιορισµένη»394.
Ο M. Edelman, ακολουθώντας µια πιο «ψυχολογική» προσέγγιση της πολιτικής και
αναζητώντας τις απαρχές της γενικευµένης πολιτικής συναίνεσης στις σύγχρονες
κοινωνίες και ιδιαίτερα στην αµερικανική, ασχολήθηκε ιδιαίτερα µε τον ρόλο των
συµβόλων στην πολιτική αλλά και τους τρόπους πρόσληψής τους από τα άτοµα.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα µε την ανάλυση των συµβόλων στην πολιτική γλώσσα,
κάνοντας διάκριση ανάµεσα στα αναφορικά και στα συµπυκνωτικά. Τα λεγόµενα

393
Thompson, J.B., Studies in the Theory of Ideology, ό.π. σελ. 35.
394
Αναφέρεται στο ίδιο, σελ. 24.

153
«αναφορικά» (“referential”) σύµβολα εµπεριέχουν ένα βαθµό «συναίνεσης», αφού
τα στοιχεία που περιλαµβάνουν έχουν το ίδιο ερµήνευµα κατά την πρόσληψή τους από
διαφορετικά άτοµα, γιατί συµβολίζουν τα αντικειµενικά στοιχεία σε πράγµατα ή
καταστάσεις. Σύµφωνα µε την ανάλυση που έχουµε κάνει προηγουµένως, αυτά τα
σύµβολα είναι χρήσιµοι αρωγοί στην διατήρηση της περισσότητας των µηνυµάτων και
της αναπαραγωγής αποδεκτών µηνυµάτων ακόµα και στην χειραγώγησή τους. Tα
αναφορικά σύµβολα είναι «κλειδωµένα» ως προς την ερµηνεία τους από ισχυρές
κοινωνικές και πολιτισµικές συµβάσεις. Η στενή σύνδεση σηµαίνοντος και
σηµαινόµενου τα καθιστά ρεαλιστικά, ακινήτρωτα ή αυθαίρετα395. Τα
396
«συµπυκνωτικά» (“condensation”) σύµβολα από την άλλη, όπως προδίδει και ο
ορισµός τους, εκτός από την αναφορική λειτουργία που ενδέχεται να έχουν, συνειρµικά
υποδηλώνουν και συναισθήµατα, γεγονότα, πράξεις, µνήµες που σχετίζονται µε την
κατάσταση ή το αντικείµενο που αναπαριστούν397. Γι αυτό και πολλές φορές είναι
αµφιλεγόµενα ως προς την ερµηνεία τους, επιδεκτικά πολλών διαφορετικών
αναγνώσεων398.
Οποιαδήποτε πολιτική πράξη, υποστηρίζει ο Edelman, που είναι αµφιλεγόµενη,
διέπεται από αµφισβήτηση ή αµφιταλάντευση εντάσσεται στον αστερισµό των
συµπυκνωτικών συµβόλων και χρειάζεται την απόκριση του κοινού για να
ολοκληρωθεί το νόηµά της. Οι πραγµατικές συνθήκες µόνο εν µέρει καθορίζουν την
σηµασία της, «το νόηµα µπορεί να αναζητηθεί µόνο βάσει των ψυχολογικών αναγκών
των δεκτών και µπορεί να γίνει γνωστό µόνο από τις αντιδράσεις τους»399. Το ίδιο
σύµβολο µπορεί να επικοινωνεί διαφορετικά µε διαφορετικούς ανθρώπους, µας
υπενθυµίζουν οι Elder και Cobb, αν και αυτή η ανοµοιογένεια είναι πολύ πιθανό να
αγνοηθεί ή να παραµερισθεί ως ουσιαστική παράµετρος στην κατανόησή τους, αφού οι
άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι εφόσον η αντίδρασή τους στο ίδιο αντικειµενικό

395
Βλ. τις σχετικές αναλύσεις των J. Fiske και J. Hartley, ό.π., σελ. 40 κ.ε.
396
Για την ιδιαίτερη λειτουργία των συµπυκνωτικών συµβόλων και την έννοια της συµπύκνωσης γίνεται
λόγος παρακάτω.
397
Να σηµειώσουµε ότι ο εν λόγω διαχωρισµός στον οποίο προβαίνει ο Εdelman βασίζεται στον
διαχωρισµό των συµβόλων που είχε κάνει ο E. Sapir σε συµπυκνωτικά (condensational) και αναφορικά
σύµβολα (referential).
398
Για πιο αναλυτικά βλ. Edelman, Murray, The Symbolic Uses of Politics, University οf Illinois Press,
Urbana and Chicago 1985, σελ. 6.
399
στο ίδιο, σελ 7.

154
ερέθισµα είναι κοινή άρα και το νόηµα του συµβόλου είναι εσωτερικό, «φυσικό»400. Σε
αυτήν την πεποίθηση έγκειται εξάλλου και η επιτυχία του συµβολισµού. Ενώ αρχικά
ανυψώνει τον δέκτη στον ρόλο του αποκωδικοποιητή εξαίροντας την προσωπική του
συµβολή στην όλη διαδικασία νοηµατοδότησης, το επόµενο δευτερόλεπτο µε πολύ
έντεχνο τρόπο τον αποκαθηλώνει από το βάθρο του καθιστώντας την προηγούµενη
ελευθερία του άνευ ουσίας.
Η όλη προβληµατική τελικά δεν επικεντρώνεται τόσο στην ερµηνεία των πολιτικών
συµβόλων, αφού αυτή είναι σε µεγάλο βαθµό προκαθορισµένη από τον δηµιουργό
τους. Η πρόκληση στην πολιτική ανάλυση είναι να µπορέσουµε να αποκαλύψουµε πώς
ο συµβολισµός στην πολιτική γλώσσα (µαζί µε άλλα σηµειωτικά συστήµατα π.χ. την
γλώσσα του σώµατος, την εικόνα) µετατρέπεται σε ένα σύστηµα πολύπλοκων
νοητικών και γνωστικών δοµών για τα άτοµα, καθιστώντας την αντίδρασή τους
προβλέψιµη. Οι πολιτικές ερµηνείες και πολιτικές στάσεις που είναι ενσωµατωµένες
στα πολιτικά σύµβολα, είναι εν πολλοίς προκατασκευασµένες από τους ιθύνοντες. Οι
τελευταίοι για να επιτελέσουν το έργο της χειραγώγησης δεν χρειάζεται να
αναζητήσουν την αλήθεια ή µη των συµβόλων. Αυτό που χρειάζεται να γνωρίζουν
είναι πώς κατασκευάζονται και τους συνειρµούς που δηµιουργούν κατά την πρόσληψή
τους από τα άτοµα. Ένα ποσοστό της πειστικότητας ενός συµβόλου, υποστηρίζει ο
Edelman, και κατ’ επέκταση η επικοινωνιακή του αποτελεσµατικότητα έγκειται βασικά
σε πεποιθήσεις των ατόµων που θεωρούνται δεδοµένες και αδιαπραγµάτευτες. Το
υπόλοιπο µέρος καλύπτεται από την εκτίµηση στην οποία προβαίνουν τα άτοµα όταν
παρατηρούν τα πολιτικά φαινόµενα401.
Προεκτείνοντας την άποψη του Edelman, θα µπορούσαµε να ισχυρισθούµε ότι η
«επιτυχία» ενός συµβόλου, είτε αυτό είναι λεκτικό είτε εξωλεκτικό, εδράζεται στον
επιτυχή συνδυασµό του περιεχοµένου που καλείται να αναπαραστήσει και του
παρόντος κάθε φορά κοινωνικού περιβάλλοντος του δέκτη. Ένα πολιτικό σύµβολο,
δηλαδή, συναρτάται άµεσα και µε την πολιτική ή κοινωνική συγκυρία στην οποία
παράγεται. Αν προσπαθήσουµε να το ερµηνεύσουµε υστερόχρονα έξω από αυτήν, είναι
πολύ δύσκολο να επανακτήσει τον συµβολικό εννοιολογικό του πυρήνα. Αλλά ακόµη

400
Elder, Charles D. & Roger W. Cobb, ό.π., σελ. 10.
401
Για πιο αναλυτικά βλ. Edelman, Murray, Political Language:Words that succeed and policies that fail,
ό.π., σελ. 3.

155
κι αν καταφέρει να τον διατηρήσει, γιατί πολλά σύµβολα έχουν διαχρονικό χαρακτήρα,
η ένταση του συµβολισµού του, η εµβέλειά του θα είναι αναµφίβολα εξασθενηµένη.
Π.χ. η έννοια σύµβολο της «πατρίδας» έχει πολλές παραδηλώσεις και
συµπαραδηλώσεις για τον δέκτη που την ακούει, οι οποίες όµως εντείνονται ή
αποκλιµακώνονται ανάλογα µε τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούν τον
χρόνο της πρόσληψης.
Τα σύµβολα δεν είναι εφεύρηµα της σύγχρονης πολιτικής κουλτούρας. Ήταν πάντα
παράµετρος ανάλυσης της πολιτικής. Η «αναβαθµισµένη» θέση που κατέχουν στην
σηµερινή πολιτική σκηνή είναι φυσικό επακόλουθο της αναγκαστικής προσαρµογής
της πολιτικής στο οπτικοακουστικό σκηνικό που κατεξοχήν λειτουργεί µε όρους
συµβολικούς402.
Ο συµβολισµός στην πολιτική κουλτούρα και στον πολιτικό λόγο δανειοδοτείται
από την µαζική κουλτούρα, δοσοληψία που σηµατοδοτεί πλειάδα αλληλεπιδράσεων
και συνεπειών.

3.2.2 Η «συµπύκνωση»
Ο πολιτικός λόγος που αναπαρίσταται οπτικά ή που πολλές φορές παράγεται για να
µεταδοθεί (τηλε)οπτικά επειδή καλείται να ανταποκριθεί στις ανάγκες του µέσου είναι
εξ ανάγκης ελλειπτικός. Ο προσδιορισµός ελλειπτικός αναφέρεται σε κριτήρια τόσο
χρονικά όσο και εννοιολογικά. Ο τηλεοπτικός χρόνος είναι «πολύτιµος» κατά την
γνωστή ρήση των παρουσιαστών τηλεοπτικών εκποµπών, συνεπώς, εάν ο οµιλητής
προσδοκά να περάσει στο κοινό πολλά µηνύµατα ή να γίνει πλήρως αντιληπτή η
άποψη που εκφράζει, πρέπει να αρθρώσει έναν λόγο σύντοµο, συµπυκνωτικό, χωρίς
περιττούς πλεονασµούς. Ο συµπυκνωτικός λόγος συναρτάται άµεσα µε την
συµβολοποίηση, αφού ο πιο ενδεδειγµένος τρόπος «συµπύκνωσης» είναι η χρήση
λεκτικών και άλλων συµβόλων που δηµιουργούν συνειρµικά παραστάσεις στους
τηλεθεατές χωρίς να χρειάζεται µεγάλη γλωσσική επένδυση. Ουσιαστικά µετατοπίζεται
το βάρος της νοηµατοδότησης στον δέκτη του µηνύµατος ο οποίος µέσα από ένα
σύστηµα γνωστών αναπαραστάσεων καλείται να συµπληρώσει την λεκτική

402
Όπως επισηµαίνει και ο Γ. Πλειός: « Ο προσανατολισµός του πολιτικού λόγου στην εικόνα είναι σε
µεγάλο βαθµό η αιτία, ώστε το κέντρο βάρους του πολιτικού λόγου να µετατοπίζεται προς την
συµπαραδήλωση και την µεταφορά, προς την διεύρυνση του συµβολικού χαρακτήρα», ό.π. σελ. 448.

156
«ανεπάρκεια». Ο ελλειπτικός, αφηρηµένος και αφαιρετικός πολιτικός λόγος χρειάζεται
την συµπύκνωση ως σηµασιολογικό αρωγό του. ∆εν έχει την πολυτέλεια των
επεξηγήσεων και της επανάληψης. «Στην πραγµατικότητα η τηλεόραση είναι ένας
πολύ απαιτητικός τρόπος επικοινωνίας. Η τηλεοπτική πληροφόρηση είναι εφήµερη. Ο
θεατής δεν έχει τρόπο να ξαναδεί το υλικό, όπως ο αναγνώστης µιας εφηµερίδας ή ενός
βιβλίου που µπορεί να ξανακοιτάξει τη σελίδα»403. Το τηλεοπτικό µέσο, δηλαδή, δεν
έχει την πολυτέλεια της ανάδρασης από το κοινό και για να είναι αποτελεσµατικός
επικοινωνιακά ο λόγος που παρουσιάζει πρέπει αναγκαστικά να την προβλέψει µε
ασφαλή τρόπο. Η συµπύκνωση πρέπει κατά συνέπεια να βασισθεί σε παραδεδεγµένα
ερµηνευτικά σχήµατα για την αποφυγή του κινδύνου της παρεκκλίνουσας
αποκωδικοποίησης.
Μία τέτοια έννοια, που παρέχει τα εχέγγυα της ασφαλούς αποκωδικοποίησης και
δεν χρειάζεται περιττές αναλύσεις είναι η έννοια της «ασφάλειας» της οποίας η
σηµασία εντείνεται περισσότερο όταν συνοδεύεται από τον επιθετικό προσδιορισµό «η
εθνική ασφάλεια». Οι συµπαραδηλώσεις που ακολουθούν αυτήν την έννοια είναι
πολλές φορές ικανές να στηρίξουν από µόνες τους ένα πολιτικό επιχείρηµα ακόµη κι
όταν η ορθολογικότητά του δεν είναι προφανής404. Η έννοια της «ασφάλειας» υποκινεί
το ενδιαφέρον των ατόµων για τα κοινά, γιατί ως έννοια δεν µπορεί να πραγµατωθεί
αποτελεσµατικά (π.χ. στα όρια ενός κράτους) παρά µόνον συλλογικά. Η επίκλησή της
µε όλα τα συναισθήµατα και τους φόβους που την συνοδεύουν, είναι ικανή να
συσπειρώσει τα άτοµα και µάλιστα να τα πείσει για «απαραίτητες» θυσίες. Η προθυµία
εξάλλου των µαζών να ακολουθήσουν, να θυσιαστούν και να αποδεχθούν τους ρόλους
τους είναι βασική αναγκαιότητα για οποιοδήποτε πολιτικό σύστηµα. Γιατί «χωρίς

403
Παραπέµπεται στο Fiske, J. & J. Hartley, ό.π. σελ. 16. Είναι η γνωστή διαφοροποίηση των
αναγνωστών (“readers”) αναφορικά µε τις δυνατότητες που τους παρέχει η µορφολογία του µέσου για
ανάγνωση των κειµένων τους. Η έννοια του “reader” στην επικοινωνιακή φιλολογία σηµατοδοτεί µια
προσέγγιση στο ενεργό κοινό.
404
Χαρακτηριστική είναι η συχνότητα της λέξης «security» και ιδιαίτερα «national security» στους
πολιτικούς λόγους των Αµερικανών πολιτικών µετά την 11η Σεπτεµβρίου 2001. Ιδιαίτερα στους λόγους
του D. Cheney αλλά και του G. Bush η «εθνική ασφάλεια» χρησιµοποιείται ως σύµβολο νοµιµοποίησης
άσκησης εξωτερικής πολιτικής κυρίως. Η συγκεκριµένη λέξη πάντα είχε µια ιδιαίτερη ιδεολογική και
εννοιολογική συµπύκνωση για τους Αµερικανούς, γεγονός που εντάθηκε ακόµη παραπάνω µε την
τροµοκρατική επίθεση στους ∆ίδυµους Πύργους. Για τους Αµερικανούς πολίτες το σύµπλεγµα
ψυχολογικών και ιδεολογικών παραγόντων που ενυπάρχει στην έννοια της «ασφάλειας» είναι ικανό να
τους αποτρέψει από οποιαδήποτε κριτική αποτίµηση του λόγου που εκφέρεται από τους πολιτικούς τους
ηγέτες.

157
οπαδούς δεν υπάρχουν ηγέτες»405. Τόσο µεγαλύτερη είναι η εγρήγορση που προκαλεί
ένα συµπυκνωτικό σύµβολο όσο η αντιθετική του δύναµη προς ένα άλλο σύµβολο. Τα
λεκτικά σύµβολα «κοµµουνισµός» ή «φιλελευθερισµός» έχουν ισχυρή συµβολική
δύναµη η οποία δεν απορρέει µόνο από την συγκροτηµένη ιδεολογία που πρεσβεύουν
αλλά και από την µεταξύ τους αντίθεση. Η «σκιά» της µίας λέξης είναι πάντα παρούσα
συνειρµικά στην αποκωδικοποίηση της άλλης. Η ιδεολογική πόλωση που προκαλεί η
επίκληση µιας τέτοιας ισχυρής νοηµατικά λέξης ή συµβόλου, ιδιαίτερα στον λόγο των
ΜΜΕ καλείται από τον Van Dijk «ιδεολογικό τετράγωνο»406. Η λέξη σύµβολο και
ιδιαίτερα η τηλεοπτική λέξη –σύµβολο που συνήθως πλαισιώνεται από ένα έντονο
συµβολικό- εικονικό περιβάλλον, δηµιουργεί ένα «ιδεολογικό τετράγωνο»
περικλείοντας µέσα σε αυτό όλες τις παραδηλώσεις και συµπαραδηλώσεις αλλά και τα
εν γένει ιδεολογικά της παρακολουθήµατα κλείνοντας ερµητικά έξω από αυτό (το
τετράγωνο) την αντιθετική µε αυτή έννοια -σύµβολο. Η χρήση του τετραγώνου ως
σχήµατος αναφοράς υποδηλώνει προφανώς την δοµική αυστηρότητα που παρουσιάζει
το συγκεκριµένο σχήµα. Αυτή η αντίθεση, λοιπόν, λειτουργεί στον συµβολισµό ως
επιπρόσθετη δυναµική. Και αυτό δεν είναι ίδιον µόνο της συµβολικής διαδικασίας. Τα
άτοµα στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες ενεργοποιούνται, ως γνωστόν, µόνον
όταν διακυβεύονται βασικά συµφέροντα ή πεποιθήσεις τους, όταν παρουσιάζεται στις
κοινωνικές καταστάσεις µια αντιθετική δυναµική.
Τα συµπυκνωτικά σύµβολα ανήκουν στο δεύτερο είδος ή καλύτερα πεδίο
σηµασιοδότησης, σύµφωνα µε την κατηγοριοποίηση των Fiske και Hartley, όπου «το
απλό, κινητρωµένο407 νόηµα συναντά ένα ολόκληρο φάσµα πολιτισµικών νοηµάτων,
που πηγάζουν όχι από το ίδιο το σηµείο αλλά από τον τρόπο µε τον οποίο η κοινωνία
χρησιµοποιεί και αξιολογεί τόσο το σηµαίνον όσο και το σηµαινόµενο»408. Η επένδυση
του απλού συµβόλου µε το πολιτιστικό του νόηµα είναι διαδικασία συµπύκνωσης. Οι
συµπαραδηλώσεις που ακολουθούν αυτήν την συµπύκνωση είναι ιδεολογικά πολύ
ισχυρές και υποσκελίζουν την οποιαδήποτε αναφορική λειτουργία των συµβόλων.
Πολλές φορές η αναφορική λειτουργία των συµβόλων υποσκελίζεται τόσο δραστικά

405
Εdelman, Murray, Political Language:Words that succeed and policies that fail, ό.π., σελ. 5.
406
Βλ. σχετικά στο Bell, Allan & Peter Garrett “Media and Discourse: A Critical Overview”, ό.π., σελ. 6.
407
Για την έννοια της κινήτρωσης βλ Fiske, J. & J. Hartley, ό.π., σελ. 41.
408
στο ίδιο, σελ. 43.

158
από την συµπύκνωση και την πολιτιστική και πολιτική επένδυση που επιδρά επάνω
του, ώστε το νόηµα τους καθίσταται τόσο ασαφές όσο χρειάζεται για να παραµείνει
αδιευκρίνιστο. Μια τέτοια λέξη-σύµβολο στην πολιτική επιστήµη είναι η
«δηµοκρατία» για την οποία όχι µόνο δεν υπάρχει συµφωνία ως προς τον ορισµό της
αλλά οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί ένας κοινός ορισµός προκαλεί έντονες
αντιδράσεις και µάλιστα στο όνοµά της και τελικά καταλήγει στο κενό. Το µόνο που
είναι κοινά αποδεκτό για αυτήν την λέξη είναι η θετική της φόρτιση. Σε αυτήν την
ανορθόδοξη πορεία όπου η λέξη-σύµβολο πρώτα κατασκευάζεται και µετά αναζητά το
περιεχόµενό της, ο Orwell προτείνει την αντίστροφη διαδικασία ως πιο ασφαλή για
έναν ουσιαστικό πολιτικό λόγο. «Αυτό που χρειάζεται πάνω απ΄ όλα είναι να
αφήσουµε το νόηµα να επιλέξει την λέξη και όχι το αντίστροφο»409.

3.2.2.1 Ο «µύθος» και οι µυθολογίες του

« Ο µύθος είναι ένας λόγος που έχει κλαπεί και επιστραφεί. Μόνο που όταν επιστρέφεται
δεν είναι πια ο ίδιος µε εκείνον που είχε κλαπεί. Επιστρέφοντάς τον δεν τον ξανατοποθετούµε
στην θέση του. Αυτή η σύντοµη κλεψιά, η κρύφια αυτή στιγµή ενός τεχνάσµατος, είναι εκείνη
που δίνει στο µυθικό λόγο τη µαρµαρωµένη όψη του»410.

Η αποδοχή ότι ένα συµπυκνωτικό σύµβολο έχει περιεχόµενο που ανταποκρίνεται


σε ήδη διαµορφωµένες και αποδεκτές πεποιθήσεις και αντιλήψεις το καθιστά µέρος της
εν γένει πολιτικής κουλτούρας, που όπως έχει ήδη σηµειωθεί είναι και αυτή µέρος της
µαζικής κουλτούρας. Για να λειτουργήσει επαρκώς µια συµπύκνωση χρειάζεται την
έννοια του «µύθου», όπου µύθος δεν είναι κάτι το φαντασιακό και µη πραγµατικό αλλά
κοινά παραδεκτές αντιλήψεις που συνήθως χρησιµοποιούνται ως ερµηνευτικά εργαλεία
για την νοηµατοδότηση γεγονότων άσχετα µε το αν θα επαληθευθούν ή θα
επιβεβαιωθούν. Εξάλλου, στην πολιτική και την θρησκεία οτιδήποτε έχει τελετουργικό
ή κοινότυπο χαρακτήρα ενδυναµώνει «καθησυχαστικές» αντιλήψεις αδιάφορα από την

409
Orwell, G., ό.π., σελ. 366.
410
Barthes, Roland, Μυθολογίες, Μάθηµα, (µτφρ. Κ. Χατζηδήµου, Ιουλ. Ράλλη), επιµ. Γιάννης
Κρητικός), εκδ. Ράππα, Αθήνα 1979, σελ.222.

159
εγκυρότητά τους και αποθαρρύνει την σκεπτική διερεύνηση «ενοχλητικών»
θεµάτων»411.
Σε αυτό το δεύτερο επίπεδο σηµασιοδότησης, της συµπύκνωσης, ανήκουν και οι
«µύθοι», που είναι παραπλήσιες κατασκευές µε τα συµπυκνωτικά σύµβολα και
αποτελούν την ενσάρκωση των κοινών αντιλήψεων που έχουν τα άτοµα και βρίσκονται
σε άµεσο συσχετισµό µε την επικρατούσα κουλτούρα. Οι «µύθοι» του R. Barthes
διαφέρουν από τα συµπυκνωτικά σύµβολα του Edelman ως προς την µορφή τους. Οι
µύθοι µπορούν να πραγµατώσουν την ύπαρξή τους µέσα από διαφορετικές µορφές
χωρίς να µετέρχονται απαραίτητα την µορφή ενός εικονικού συµβόλου. Είναι
περισσότερο νοητικές, ιδεολογικές κατασκευές µε αφηρηµένο χαρακτήρα412. Τα
συµπυκνωτικά σύµβολα από την άλλη είναι επίσης πλούσια σε εννοιολογικές
συµπαραδηλώσεις αλλά προσλαµβάνουν πιο συγκεκριµένη µορφή που µπορεί να είναι
µια λέξη ή ένα εικονικό σύµβολο. Ένα ισχυρός µύθος, ωστόσο, µπορεί να είναι ή να
περιέχει ένα συµπυκνωτικό σύµβολο στην οργανική ενότητα των σηµείων που τον
απαρτίζουν413.
Ο «µύθος» δεν είναι προϊόν φαντασίας, ούτε κάτι µυθικό και ανυπέρβλητο. Είναι
ένα µήνυµα, ένα σύστηµα επικοινωνίας που επιβεβαιώνει µια ευρέως αποδεκτή άποψη
η οποία δεν είναι πάντα επαληθεύσιµη πρακτικά αλλά κοινωνικά είναι πάντα ισχυρή414.
Για τον Roland Barthes ο µύθος είναι πρωτίστως λόγος415. Ένας λόγος που αν δεν είναι
απόλυτα είναι εν δυνάµει αιτιολογηµένος. Ακόµη και η έλλειψη αιτιολογίας, όταν
εµφανίζεται, αντικειµενικοποιείται στα νοητικά όρια ενός µύθου και δεν ενοχλεί.
Μετατρέπεται απλώς σε µια δευτερογενή αιτιολογία. Ο µύθος έχει την δυνατότητα να
δώσει σηµασία στο παράλογο, να µυθοποιήσει την απουσία της πληρότητας και της

411
Εdelman, Murray, Political Language:Words that succeed and policies that fail, ό.π. σελ. 3.
412
Κάποιοι από τους «µύθους» που αναφέρει ο R. Barthes είναι π.χ. το «πλαστικό» ως εξέλιξη του
µύθου της αποµίµησης, της µεταστοιχείωσης της ύλης, την «απεργία», σαν µια πρόκληση στις εντολές
της ηθικοποιηµένης λογικής, βλ. ό.π. σελ. 152 κ.ε.και 186 κ.ε. αντίστοιχα.
413
Π.χ., ένα συµπυκνωτικό σύµβολο είναι η σηµαία που συµπυκνώνει αξίες και ιστορικές µνήµες για το
έθνος-κράτος. Μία εικόνα µε στρατιώτες να χαιρετούν τη σηµαία αναπαριστά τον µύθο του
πατριωτισµού στον οποίο εµπεριέχεται ένα συµπυκνωτικό σύµβολο.
414
«Μεγάλος αριθµός ατόµων για µεγάλα χρονικά διαστήµατα εµµένει στον µύθο, για να τον
δικαιολογήσει µε φόρµουλες οι οποίες είναι επαναλαµβανόµενες στις εκάστοτε κουλτούρες, και να
απορρίψει διαστρεβλωµένες πληροφορίες όταν οι κυρίαρχοι µύθοι δικαιολογούν τα συµφέροντά τους,
τους ρόλους τους, πράξεις που έκαναν στο παρελθόν ή καταπραΰνουν τους φόβους τους», Edelman,
Murray, Political Language:Words that succeed and policies that fail, ό.π., σελ. 3.
415
Barthes, Roland, ό.π., σελ. 201.

160
λογικής416. Και αυτό γιατί ο µύθος «δεν ορίζεται από το αντικείµενο του µηνύµατός
του, αλλά από τον τρόπο που προφέρει αυτό το µήνυµα: στον µύθο υπάρχουν όρια
µορφής, δεν υπάρχουν όρια ουσίας»417. Η ανυπαρξία των τελευταίων ορίων τον
αποδεσµεύει από την αλήθεια, γιατί η διττότητα του σηµαίνοντός του καθορίζει µια
διαφορική σηµειοδότηση που φαίνεται να προσδιορίζεται περισσότερο από την
πρόθεση του φορέα και όχι τόσο από το γλωσσικό νόηµα.418
Σε αυτήν την µετα-γλώσσα, η οποία λειτουργεί σε ένα δεύτερο ευρύτερο
σηµειολογικό σύστηµα, το πρωτογενές σύστηµα, δηλαδή η γλώσσα-αντικείµενο,
εκκενώνεται από το πρωτογενές της νόηµα για να δεχθεί πιο εύκολα, χωρίς πολλές
αντιστάσεις, την συγκεχυµένη, αφηρηµένη αλλά πάντα συµπυκνωµένη γνώση που
προσφέρει η µυθική έννοια. Η διπλοσηµία που παρουσιάζεται στον µύθο του προσδίδει
χαρακτήρα «απεύθυνσης» στον «αναγνώστη» του, ο οποίος καλείται να αποκαλύψει το
ουσιαστικό περιεχόµενο και τον ρόλο του. Αυτό που τελικά βιώνει ο αναγνώστης είναι
«σαν µια ιστορία, και αληθινή και εξωπραγµατική»419. Γιατί εφόσον απουσιάζει η
κυριολεξία και η αλήθεια, αυτό που προσφέρεται σαν έννοια δεν είναι ούτε ψέµα ούτε
οµολογία. Αυτό που προσφέρει ο µύθος είναι µια απόκλιση, µια ατελής εικόνα που δεν
προκαλεί ευθέως την λογική αλλά θεµελιώνει το νόηµά της µε φυσικό τρόπο. Αυτή η
αιτιακή διαδικασία που οδηγεί στην επιθυµητή σηµασιοδότηση του µύθου δεν είναι
κρυφή, δεν κρύβει τις προθέσεις της. Αντιθέτως, κατορθώνει, φανερώνοντας τον
πραγµατικό της εαυτό, να εκληφθεί ως πραγµατική κατάσταση. Ισχυρός παράγοντας
που συντείνει σε αυτό το αποτέλεσµα είναι η επανάληψη του µύθου. Το υποκείµενο
συνήθως αντλεί τα ερµηνευτικά του εργαλεία από την διαθέσιµη δεξαµενή ερµηνειών
που είτε έχει υιοθετήσει είτε του προσφέρεται ως κυρίαρχη και άρα ασφαλής.

416
Ο R. Barthes εξηγεί µε τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο: « Για να συλλάβει κανείς την δύναµη
αιτιολόγησης του µύθου, φτάνει να στοχασθεί λιγάκι πάνω σε µια ακραία περίπτωση: έχω µπροστά µου
µια συλλογή από αντικείµενα τόσο άτακτα ριγµένα, ώστε µου είναι αδύνατο να τους αποδώσω το
παραµικρό νόηµα. Φαίνεται εδώ καθαρά πως η µορφή στερηµένη από προκαταρκτικό νόηµα, δεν είναι
δυνατόν να θεµελιώσει πουθενά την αναλογία της και έτσι ο µύθος δεν µπορεί να δηµιουργηθεί. Η
µορφή, όµως, µπορεί πάντα να επιτρέψει την ανάγνωση της ασυναρτησίας αυτής: µπορεί να δώσει
σηµασία στο παράλογο, να µετατρέψει το παράλογο σε µύθο. Αυτό συµβαίνει λόγου χάρη όταν ο κοινός
νους µυθοποιεί τον σουρεαλισµό», στο ίδιο, σελ. 223 κ.ε.
417
στο ίδιο, σελ. 201.
418
στο ίδιο, σελ. 220 κ.ε.
419
στο ίδιο, σελ. 226.

161
Οι µύθοι θέτουν σε κίνηση µια νοητική αλυσίδα νοηµάτων µε την οποία τα άτοµα
αντιλαµβάνονται την πραγµατικότητα. Γίνεται κατανοητό ότι αυτός ο φορέας
σηµασιοδότησης αφού προσδοκά να ανταποκριθεί στις σύγχρονες αντιλήψεις των
ατόµων είναι συνεχώς σε εγρήγορση, έτοιµος να προσλάβει άλλο περιεχόµενο να
µετεξελιχθεί, να αναπροσαρµοσθεί στις τρέχουσες συγκυρίες. «Χαρακτηριστικό της
µυθικής έννοιας είναι η προσαρµοστικότητά της»420. Αυτή η κινητικότητα και
δυναµική του, ωστόσο, δεν επηρεάζει την εσωτερική του συνοχή, τον πυρήνα του,
αφού κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε τον πρωταρχικό και κύριο στόχο του. Την
νοηµατική συνοχή ενός κοινωνικού συστήµατος.
Σύµφωνα µε τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι µύθος και πολιτικός λόγος έχουν
µια διαλεκτική σχέση χρήσης. Για να είµαστε πιο ακριβείς, ο σύγχρονος πολιτικός
λόγος, επειδή ακριβώς χρησιµοποιεί τους µύθους, ως έτοιµη βάση για την
νοηµατοδότηση των συµβόλων του, έχει την δυνατότητα να εξάπτει και να κατευνάζει
παράλληλα φόβους και συναισθήµατα, να είναι πάντα επίκαιρος, κατανοητός και
«ευλύγιστος». Ο Barthes χαρακτηρίζει τον µύθο έναν απο-πολιτικοποιηµένο λόγο µε
την έννοια ότι δηµιουργεί µια φυσική εικόνα της πραγµατικότητας, µία εύλογη
εξήγηση του κόσµου, η οποία αρκείται στον διαπιστωτικό της χαρακτήρα, χωρίς να
προκαλεί αντιφάσεις421. Ο µύθος είναι ένας «αθώος λόγος» που µιλάει για τα πράγµατα
αλλά δεν πράττει. Ο πολιτικός λόγος, όµως, για τον Barthes δεν µπορεί να είναι
αδιάφορος ως προς το πράττειν.

420
στο ίδιο, σελ.214 κ.ε. και παρακάτω: «...∆εν υπάρχει καµιά σταθερότητα στις µυθικές έννοιες:
µπορούν να δηµιουργηθούν, να αλλοιωθούν, να αποσυντεθούν, να εξαφανιστούν ολότελα. Και ακριβώς
επειδή έχουν ιστορικότητα, η Ιστορία µπορεί πολύ εύκολα να τις καταργήσει», σελ. 216.
421
Ο Barthes γράφει για την έννοια του πολιτικού: «η λέξη πολιτικός πρέπει να νοηθεί µε την βαθιά της
έννοια, δηλαδή σαν σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων µε την πραγµατική, την κοινωνική του δοµή, µε
την δυνατότητά τους να φτιάχνουν τον κόσµο. Και πάνω απ΄ όλα, πρέπει να δοθεί στο προσυνθετικό
µόριο «απο» αξία ενεργητική. Γιατί αντιπροσωπεύει εδώ µια κίνηση λειτουργική, πραγµατοποιεί
ασταµάτητα µια αποστασία», στο ίδιο, σελ. 245. Είναι φανερό ότι για τον Barthes η πολιτική
εκλαµβάνεται ως κατάσταση ενεργοποίησης και η πολιτική γλώσσα είναι λειτουργική είναι αυτή που
παρουσιάζει την πραγµατικότητα «όσο χρειάζεται» µε σκοπό να µεταµορφώσει το «πραγµατικό». Όπως
χαρακτηριστικά εξηγεί: «Υπάρχει λοιπόν µια γλώσσα που δεν είναι µυθική – η γλώσσα του
παραγωγικού ανθρώπου. Παντού όπου ο άνθρωπος µιλάει µε σκοπό να µεταµορφώσει το πραγµατικό
και όχι να το διατηρήσει σαν εικόνα, παντού όπου συνδέει την γλώσσα του µε την κατασκευή των
πραγµάτων, η µετα-γλώσσα µετατρέπεται σε γλώσσα αντικείµενο και έτσι ο µύθος είναι ανέφικτος»,
ό.π., σελ. 249.

162
Οι κοινές αντιλήψεις των ατόµων έχουν άµεσο συσχετισµό µε τον «µύθο», έτσι
όπως αυτός αναλύεται στην σηµειολογία και στην κοινωνική θεωρία422. Ο µύθος,
αποτελεί µια αναπόσπαστη πλευρά της πολιτικής εν γένει. Ο απο-πολιτικοποιηµένος
λόγος που ενσαρκώνεται µέσα από τον µύθο είναι ο απο-πολιτικοποιηµένος
µεταπολιτικός λόγος που αποτελεί το αντικείµενο της έρευνάς µας. Αυτό το είδος
λόγου βρίσκει πρόσφορο υπέδαφος για να αναπτυχθεί στα ΜΜΕ. Ο πολιτικός λόγος
καθίσταται τελικά «µυθικός», αφού είναι εξαγνισµένος από ενδεχόµενες ιδεολογικές
αντιπαραθέσεις. ∆εν είναι απλό εργαλείο περιγραφής γεγονότων ή επικοινωνίας αλλά
αυτό το οποίο καθορίζει την σηµασία των γεγονότων και διανέµει τους ρόλους στους
πρωταγωνιστές. Με όρους θεατρικούς, ο πολιτικός µύθος, τελικά, είναι ένας οιονεί
«σκηνοθέτης» της πολιτικής. ∆εν τον ενδιαφέρει να αποκρύψει ή να φτιάξει κάτι από
την αρχή. Τον ενδιαφέρει η παραποίηση, η αλλοτρίωση του νοήµατος η παραµόρφωση
του τελικού του περιεχοµένου, χωρίς να διαταράσσει υφιστάµενες ισορροπίες423. Για
να µεταφέρουµε αυτήν την ανάλυση σε όρους πολιτικούς, ο πολιτικός λόγος
βασιζόµενος στο σίγουρο εννοιολογικό πλαίσιο των εκάστοτε µύθων παρεµβαίνει στην
γλώσσα (και στην µορφή και στο περιεχόµενό της) µε τρόπο αριστοτεχνικό, άκρως
ρεαλιστικό όσο και µνηµονικό. Η συχνή επανάληψη και η µνηµονική αναµόχλευση
είναι απαραίτητες για την επικοινωνιακή επιτυχία του µύθου. Η µυθοπλασία του
πολιτικού λόγου ενισχύεται και από την αφηγηµατική λειτουργία της τηλεόρασης η
οποία «µεταποιεί» ανεπίτρεπτα σε µύθους θέµατα και αντικείµενα (πολιτική
επικαιρότητα, ειδήσεις κ.α.) που θα έπρεπε να τυγχάνουν άλλης µεταχείρισης424. Ο
λήπτης του (µυθικού) µηνύµατος ανατρέχει στην εµπειρία του, στις υφιστάµενες
νοηµατοδοτήσεις και εγκλωβίζεται έτσι σε µια «προσήκουσα» ιδεολογικά
αποκωδικοποίηση του µύθου.

422
«Μεγάλος αριθµός ατόµων για µεγάλα χρονικά διαστήµατα εµµένει στον µύθο, για να τον
δικαιολογήσει µε φόρµουλες η οποίες είναι επαναλαµβανόµενες στις εκάστοτε κουλτούρες, και να
απορρίψει διαστρεβλωµένες πληροφορίες όταν οι κυρίαρχοι µύθοι δικαιολογούν τα συµφέροντά τους,
τους ρόλους τους, πράξεις που έκαναν στο παρελθόν ή καταπραΰνουν τους φόβους τους», Edelman,
Murray, Political Language:Words that succeed and policies that fail, ό.π., σελ. 3.
423
«Οι πολιτικοί µύθοι δεν µπορεί παρά να είναι επιλεκτικοί και βασισµένοι εν µέρει τουλάχιστον στην
επινόηση. Με αυτή την έννοια αποτελούν και διαστρεβλώσεις της πολιτικής πραγµατικότητας ή της
ιστορίας- αποτελούν όµως πάντα πολιτικά σηµαντικές διαστρεβλώσεις. Έπαιξαν, άλλωστε, έναν εντελώς
ιδιαίτερο ρόλο στο πλαίσιο ολοκληρωτικών καθεστώτων», Ball, Αlan, R. & B. Guy Peters, ό.π., σελ.
137.
424
βλ. σχετικά Πασχαλίδης, Γρηγόρης, ό.π., σελ. 184.

163
Και ο µύθος, όµως, δεν λειτουργεί ως αυτόνοµη νοηµατική µονάδα. Η θέση του
ορίζεται από το εκάστοτε «σύνταγµα»425 στο οποίο ανήκει. Το σύνταγµα στην δική µας
ανάλυση είναι η επικρατούσα κουλτούρα, η ιδεολογία ή η µυθολογία όπως
αποκαλείται426. Έτσι µεταβαίνουµε στο τρίτο είδος σηµασιοδότησης (κατά Fiske και
Hartley πάντα) όπου υπεισέρχεται ως έννοια- κλειδί η διϋποκειµενικότητα, ως ο κοινός
τόπος συνάντησης των υποκειµενικών αντιδράσεων οι οποίες τελικά ανάγονται στην
υπέρτατη σφαίρα σηµασιοδότησης, την κουλτούρα.
Οι Hartley και Fiske, αναλύοντας τις λειτουργίες της «ραψωδιακής τηλεόρασης»,427
δανείζονται τον όρο της «τελετουργικής συµπύκνωσης»428 από την ανθρωπολογία για
να ονοµατίσουν την δυνατότητα της τηλεόρασης να προβάλλει αφηρηµένες ιδέες πάνω
σε υλικές µορφές, προσδίδοντάς τες έτσι συγκεκριµένο, εµπειρικό και παρατηρήσιµο
χαρακτήρα. Αυτή η συµπύκνωση ιδεών δραµατοποιεί και παράλληλα προσωποποιεί
υφιστάµενες ιδέες και συµπεριφορές, τις καθιστά οικείες στον τηλεθεατή ο οποίος
µπορεί πλέον να τις κατανοήσει στην πρακτική και όχι την δεοντολογική τους µορφή
που είναι ασαφής και αόριστη. Η τελετουργία έγκειται στο γεγονός, κατά την γνώµη
µας, ότι η συµπύκνωση γίνεται και µε όρους τελετουργίας (όπως π.χ. στις θρησκείες),
µε όρους της δραµατουργίας, αφού για να µετουσιωθεί η αφηρηµένη ιδέα ή
συµπεριφορά σε έναν υλικό φορέα (π.χ έναν ηθοποιό) πρέπει να ακολουθήσει
σκηνοθετικούς και κινηµατογραφικούς κανόνες. Η συµπύκνωση που αναφέρουν οι
Hartley και Fiske µε τον όρο «τελετουργική συµπύκνωση» νοηµατοδοτεί ένα σύγχρονο
τρόπο συµβολικής συµπύκνωσης απόλυτα συµβατό µε την τεχνοτροπία του κυρίαρχου
µέσου, της τηλεόρασης.

425
Για τις έννοιες των «υποδειγµάτων» και των «συνταγµάτων» βλ. Fiske, J. & J, Hartley, ό.π., σελ. 53
κ.ε.
426
Οι Fiske, J. & J. Hartley αναλύουν: « Οι µύθοι που λειτουργούν ως οργανωτικές δοµές µέσα σε αυτήν
την περιοχή της πολιτισµικής διϋποκειµενικότητας, δεν µπορούν να είναι οι ίδιοι ασυνεχείς και
ανοργάνωτοι, γιατί αυτό θα αναιρούσε την πρωταρχική τους λειτουργία (που είναι να οργανώνουν το
νόηµα). Είναι οργανωµένοι σε ένα συνεκτικό σύνολο που θα µπορούσαµε να το ονοµάσουµε µυθολογία
ή ιδεολογία», στο ίδιο σελ. 48.
427
βλ. σχετικά στο ίδιο, σελ. 87 κ.ε.
428
στο ίδιο, σελ. 91κ.ε.

164
3.2.3. Η απαραίτητη Τελετουργία

« Η ανταλλαγή και η επικοινωνία είναι θετικά στοιχεία που λειτουργούν στο εσωτερικό
πολύπλοκων συστηµάτων περιορισµού, και δεν θα µπορούσαν ίσως να λειτουργήσουν
ανεξάρτητα από αυτά. Η πιο επιφανειακή και πιο ορατή µορφή αυτών των συστηµάτων
περιορισµού απαρτίζεται απ’ όσα µπορούµε να συγκεντρώσουµε κάτω απ’ το όνοµα της
τελετουργίας. Η τελετουργία καθορίζει τα προσόντα που οφείλουν να έχουν οι οµιλητές (και
τους υποχρεώνει να παίρνουν αυτή τη θέση ή να διατυπώνουν εκείνο το συµπέρασµα µες την
λειτουργία του διαλόγου, της ερώτησης, της αφήγησης), καθορίζει τις χειρονοµίες, τις
συµπεριφορές, τις περιστάσεις κι όλο το σύνολο των σηµείων που οφείλουν να περιβάλλουν
την αγόρευση. Καθορίζει τέλος την υποτιθεµένη ή επιβεβληµένη αποτελεσµατικότητα της
κουβέντας, την επιρροή της, τα όρια της καταναγκαστικής της αξίας. Οι θρησκευτικές, νοµικές,
θεραπευτικές και σ’ ένα µέτρο ακόµη και οι πολιτικές αγορεύσεις υπακούουν στην διαδικασία
µιας κάποιας τελετουργίας που καθορίζει στους οµιλητές ταυτόχρονα ιδιότητες µοναδικές και
κατάλληλους ρόλους» 429.

Παραθέσαµε αυτούσια µία µεγάλη αναφορά του Foucault στην τελετουργία γιατί
περιλαµβάνει σχεδόν όλα τα στοιχεία που είναι σηµαντικά για την αποσαφήνιση αυτού
του όρου. Η ακολουθία ενός τελετουργικού, η δραµατοποίηση και η προσωποποίηση
πολιτικών πράξεων µέσα από έναν λόγο έντεχνα δραµατουργικό προωθεί και
επιβεβαιώνει τον µύθο της ηγεσίας. Είναι συχνό το φαινόµενο, απλές καθηµερινές
πράξεις πολιτικών που τις περισσότερες φορές, µάλιστα, είναι προϊόν συλλογικής
εργασίας, αποδίδονται µε µια ποµπώδη τελετουργία σε ένα και µοναδικό πρόσωπο, τον
πολιτικό ηγέτη. Οι αποφάσεις που λαµβάνει η κυβέρνηση εκφέρονται συµβολικά από
τον πρωθυπουργό ο οποίος «χρεώνεται» και τα ενδεχόµενα λάθη. Ο Πρόεδρος της
∆ηµοκρατίας στα διαγγέλµατά του συµβολίζει και εκπροσωπεί ένα ισχυρό θεσµό του
πολιτεύµατος, οι πράξεις του είναι κατεξοχήν συµβολικές και τελετουργικές. Η
τελετουργία µπορεί να συγκεκριµενοποιεί πράξεις ή, από την άλλη, να καθιστά
αφηρηµένα τα πρόσωπα430. Ο πρωθυπουργός όταν αναγγέλλει την κυβερνητική

429
Foucault, M., Η τάξη του λόγου, ό.π., σελ. 29.
430
Τις συγκεκριµένες συνέπειες που ο Γ. Πλειός ονοµάζει «γενίκευση του συγκεκριµένου» και
«συγκεκριµενοποίηση του γενικευµένου» αντίστοιχα , τις αποδίδει στην ρεαλιστική αναπαράσταση και
την αφαιρετική θεωρητική ερµηνεία της εικόνας. Για την πρώτη συνέπεια (γενίκευση του
συγκεκριµένου) γράφει: «Τα γνωρίσµατα του συγκεκριµένου γενικεύονται και καταλαµβάνουν τη θέση

165
πολιτική συγκεκριµενοποιεί την εργασία πολλών ανθρώπων που συνέβαλαν ακόµη και
σε αυτήν την άρθρωση των προτάσεών του. Παράλληλα ως άτοµο, επειδή ακριβώς την
ίδια στιγµή που εκφέρει αυτόν τον θεσµοποιηµένο λόγο ανάγεται το ίδιο σε θεσµό,
καθίσταται αφηρηµένο υποκείµενο µε θεσµικές-νοµοθετηµένες ιδιότητες, το οποίο
όµως δεν είναι ένα απλό πολιτικό πρόσωπο. Είναι ο πολιτικός-πρωθυπουργός της
χώρας όπου εδώ η λέξη πολιτικός λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισµός. Τελικά ο
τηλεοπτικός πολιτικός λόγος είναι έντονα αξιολογικός αφού από όλες τις ιδιότητες που
έχει ένα πρόσωπο τελικά κρατά αυτήν που εξυπηρετεί επικοινωνιακά την
συγκεκριµένη περίσταση. Το ίδιο πολιτικό πρόσωπο, ο πρωθυπουργός, µε την
κατάλληλη τελετουργία, π.χ. έναν πιο χαµηλό φωτισµό, ένα διαφορετικό σκηνικό και
το πιο σηµαντικό µε έναν διαφορετικό λόγο (που βέβαια του απευθύνεται και
αναλόγως) αποκτά και πάλι αυτήν την ιδιότητα που είχε απολέσει από την αρχή της
τηλεοπτικής παρουσίασής του, αυτήν, δηλαδή, του απλού καθηµερινού ανθρώπου.
Είναι απόλυτα κατανοητό, λοιπόν, ότι η τελετουργία είναι ο τρόπος µε τον οποίο
εγγράφεται µια πράξη ή µια ιδιότητα σε ένα άτοµο, ή αντίστροφα ένα άτοµο σε µια
πράξη ή ιδιότητα. Ο τελετουργικός πολιτικός λόγος γνωρίζει από πριν ποια τελετή
καλείται να υπηρετήσει και προσαρµόζεται ανάλογα: τόσο ως προς το ύφος και την
δοµή του όσο και ως προς το περιεχόµενό του, προσαρµόζοντας ανάλογα και το
υποκείµενό του, τον φορέα του. Οι κινήσεις του οµιλητή είναι διαφορετικές καθώς και
το παρουσιαστικό του. Ακόµη και η ψυχοσύνθεσή του αλλάζει. Η τελετουργία έχει την
δυνατότητα όχι απλώς της σηµατοδότησης γεγονότων αλλά και της µεταµόρφωσης του
λόγου που τα σηµατοδοτεί.
Η τελετουργία είναι µηχανισµός που υποβοηθά στην σύµφωνη αποκωδικοποίηση
των τηλεοπτικών µηνυµάτων. Ενισχύει προϋπάρχουσες νοηµατικές κατηγορίες
τοποθετώντας τις απλά στα πραγµατικά τους όρια. Τις περισσότερες φορές λειτουργεί

του αφηρηµένου. Παραδόξως, το αφηρηµένο ‘αποκτά πια πρόσωπο’ αποκτά ορατό και εµπειρικά
ελεγχόµενο µοντέλο. Το µερικό καθολικεύεται και παίρνει την θέση του γενικού, και µε τον τρόπο αυτό
µετατρέπεται σε µοντέλο, σε κανόνα». Για την δεύτερη συνέπεια γράφει: «Ό,τι περιγράφεται στην
εικόνα σε µια µοναδική και ανεπανάληπτη σύνθεση, αποτελεί συγκεκριµένη και ιδιαίτερη, πολύπλευρη
προβολή µιας αφηρηµένης αξιολόγησης που πραγµατεύεται η τηλεοπτική µετάδοση». O Γ. Πλειός
αναφέρει και µια τρίτη συνέπεια: «Μια ακόµη σηµαντική ιδεολογική προέκταση της σύνθεσης
συγκεκριµένου και γενικού είναι το γεγονός ότι αυτή καθολικεύει τις ποικίλες και διαφορετικές
παραδοχές, αξίες, πρότυπα κλπ. Και αντίστροφα διαφοροποιεί τις καθολικές παραδοχές», ό.π., σελ. 363,
371 και 373 αντίστοιχα.

166
συσπειρωτικά και συµβάλλει στην εµπέδωση της κοινωνικής συνοχής και στην
κατασκευή της συναίνεσης, µε µια επαναληπτικότητα που συνήθως εµφανίζει και
αναβαθµίζει την ίδια της την σηµασία στα τηλεοπτικά δρώµενα431. Σύµφωνα µε το
τελετουργικό µοντέλο του J.Carey η τελετουργική επικοινωνία βασίζεται στην
αµοιβαιότητα της αντίληψης και των συναισθηµάτων432. Είναι εορταστική,
συµπληρωµατική (εµπεριέχει ένα τέλος µε την έννοια του σκοπού), διακοσµητική και
οπωσδήποτε ενέχει κάποιο στοιχείο παράστασης για την επίτευξη της επικοινωνίας.
«Το µήνυµα της τελετουργικής επικοινωνίας είναι συνήθως λανθάνον και διφορούµενο
και βασίζεται σε συσχετισµούς και σύµβολα που δεν επιλέγονται από τους
συµµετέχοντες, αλλά εµπεριέχονται στον πολιτισµό τους. Συνήθως το µέσο και το
µήνυµα είναι δύσκολο να διαχωρισθούν»433. Μέσα από την τελετουργία του θεάµατος
και της αντιπαράθεσης των επικοινωνιακών γεγονότων, ένα εκ των οποίων είναι και ο
πολιτικός λόγος, επιτυγχάνεται είτε ένα «ενοποιητικό» (unifying) πρότυπο
συσπείρωσης είτε ένα «εναντιωµατικό» (controversial) πρότυπο έγκλησης του
κοινού434. Τελικά η τελετουργία µπορεί να ορισθεί ως µια συµβατικά
επαναλαµβανόµενη «συναλλαγή» µεταξύ βιοµηχανίας του θεάµατος και κοινού, η
οποία τελικά καθίσταται και η κύρια συναλλαγή µέσω της οποίας ένας πολιτισµός
απευθύνεται στον εαυτό του.
Ο πολιτικός λόγος δεν εκφέρεται τελετουργικά µπροστά στα µάτια του τηλεθεατή,
καθίσταται ο ίδιος µια τελετουργία η οποία, εφόσον χαρακτηρισθεί ως τέτοια,
ακολουθεί πιστά το τελετουργικό της, γιατί οποιαδήποτε απόκλιση από αυτό την
ακυρώνει ως διαδικασία. Όσο πιο αυστηρό είναι το τελετουργικό ενός πολιτικού
λόγου, τόσο µεγαλύτερη είναι η νοµιµοποίησή του ως θεσµικού λόγου. Π.χ. τα
διαγγέλµατα του πρωθυπουργού έχουν έντονα τελετουργικό χαρακτήρα, οι
καθηµερινές δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου ενός κόµµατος και ιδιαίτερα του

431
Βλ. σχετικά στο ∆εµερτζής, Ν., Πολιτική Επικοινωνία, ∆ιακινδύνευση, ∆ηµοσιότητα, ∆ιαδίκτυο,
ό.π., σελ. 227.
432
Για το τελετουργικό µοντέλο του J. Carey βλ «A cultural approach to Communication» στο
communication, 2, 1975, σελ.1-22 και περιληπτικά η ανάλυση του µοντέλου στο D. Mc Quail & S.
Widahl, Σύγχρονα µοντέλα επικοινωνίας, ό.π., σελ. 85-87.
433
Βλ. σχετικά στο D. Mc Quail & S. Widahl, ό.π., σελ. 85.
434
Lang K. & G.E. Lang, Politics and Television, Quadrangle, Books, Chicago 1968 και Lang K. &
G.E. Lang Politics and Television Revisited, Sage Publications, London 1984, αναφέρεται στο
∆εµερτζής, Ν., ό.π., σελ. 227.

167
κυβερνώντος τηρούν µε ευλάβεια την καθηµερινή τους τελετουργία η οποία είναι
αναπόσπαστο κοµµάτι της άρθρωσής τους.
Η τελετουργία του επικοινωνιακού πολιτικού λόγου είναι κάτι παραπάνω από µια
απλή τυπολατρία που ακολουθείται υποχρεωτικά, «υπό το βάρος των περιστάσεων»
που πρέπει να εξυπηρετηθούν κάθε φορά. Είναι, αντίθετα, µια επιπρόσθετη συνθήκη
κατανόησης του πολιτικού τους περιεχοµένου. Ο τόπος και ο τρόπος µε τον οποίο
εκφέρεται ο πολιτικός λόγος δεν είναι απλώς ενδεικτικός αλλά δηλωτικός της
σηµασίας του, του χαρακτήρα του. ∆εν είναι λίγες οι φορές που ένας πολιτικός λόγος,
αν παρακάµψουµε το «οργανικό» κριτήριο (δηλαδή τον πολιτικά νοµιµοποιηµένο
φορέα του) καθίσταται πολιτικός µόνο και µόνο από την ένταξή του σε µια πολιτική
τελετουργία
Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η συνθήκη της τελετουργίας δεν είναι µόνο
υποχρεωτική για τον τηλεοπτικό λόγο αλλά και σηµείο εκκίνησης για την κατανόησή
του. Πάντως, είναι γεγονός ότι προκύπτει µε µια φυσικότητα εξαιτίας της συχνής
επανάληψης και εφαρµογής της που δύσκολα γίνεται αντιληπτή ως τέτοια. Γίνεται
αντιληπτή πιο εύκολα η απουσία της, ως απουσία µιας δεδοµένης διαδικαστικής
κανονικότητας, µιας προϋπόθεσης που λειτουργεί ως προαπαιτούµενο για µια
αποτελεσµατική κατανόηση του πολιτικού λόγου435. Εξάλλου, η τελετουργική
επικοινωνία και η χρησιµότητά της είναι ιδιαίτερα εµφανής στις σχεδιασµένες
(προεκλογικές και όχι µόνο) εκστρατείες όπου οι σχεδιαστές-επικοινωνιολόγοι
εκµεταλλεύονται σύµβολα, και πολιτισµικές αξίες για να καταστήσουν πιο
αποτελεσµατικό επικοινωνιακά το πολιτικό µήνυµα436.
Η τελετουργία έχει επίσης άµεση σχέση µε την έννοια της δηµοσιότητας των ΜΜΕ
και την έκθεση των ατόµων σε αυτήν. Είναι η έννοια της διαµεσολαβηµένης
δηµοσιότητας και ο µετασχηµατισµός του δηµοσίου χώρου που απαιτούν τελετουργίες,
απαιτούν, µε άλλα λόγια, διαδικαστικά όρια437. Στον χώρο του «ιδιωτικού», η

435
Η κανονικότητα είναι ένα από τα τρία χαρακτηριστικά της έννοιας του λόγου. Τα άλλα δύο, σύµφωνα
µε τον Γρηγ. Πασχαλίδη είναι η άρθρωση και η απεύθυνση, βλ. σχετικά στο «Τηλεοπτικός λόγος και
αφηγηµατικός χώρος», ό.π., σελ. 178.
436
Για την «Σχεδιασµένη Επικοινωνία» και γενικότερα τις επικοινωνιακές εκστρατείες βλ. D. Mc Quail
& S. Widahl, ό.π., σελ. 236-250.
437
Για τα χαρακτηριστικά της διαµεσολαβηµένης δηµοσιότητας που δηµιουργεί η τηλεόραση ο J.
Thompson υπογραµµίζει τρία βασικά: α) Την νέα και διακριτή σχέση ανάµεσα στην δηµοσιότητα και
στην ορατότητα, όπου η έννοια της συµπαρουσίας, όπως υπήρχε στην παραδοσιακή έκφανση της

168
τελετουργία δεν έχει την ίδια δύναµη σηµατοδότησης. Η τηλεοπτική δηµοσιότητα,
όµως, δεν µπορεί να ξεφύγει από τους κανόνες της σκηνοθεσίας, του µοντάζ, της
κινούµενης εικόνας. Η εικονορροή χρειάζεται περιορισµούς και κανόνες για να µη
καταλήξει µια απλή εναλλαγή άσκοπων, χωρίς νόηµα εικονικών σηµείων. Χρειάζεται
τον σταθερό καµβά των περιορισµών της που επιβάλλει η υιοθέτηση συγκεκριµένης
τελετουργίας, για να περιορίσει την υποκειµενική εντροπία των µηνυµάτων της η
οποία, εάν αφεθεί εντελώς ελεύθερη, θα οδηγήσει σε νοηµατική αστάθεια.
Ο πολιτικός λόγος στηρίζεται στην τελετουργία που του επιβάλλεται σιγά σιγά από
το µέσο, την τηλεόραση, επιβάλλοντας πολλές φορές και ο ίδιος την δική του
τελετουργία.

3.2.4. Η ανα-παράσταση ή απ-εικόνιση438

«Οι εικόνες είναι πιο καθαρές, πιο εντυπωσιακές από την πραγµατικότητα που διεκδικούν να
αναπαραστήσουν, µα είναι επίσης αποσπασµατικές, αντιφατικές και παρουσιάζουν τεράστια
ποικιλοµορφία που αµφισβητεί την ενότητα του κόσµου της εµπειρίας. Οι εικόνες
κατασκευάζονται και διαβάζονται σε σχέση µε άλλες εικόνες και το πραγµατικό διαβάζεται ως
εικόνα»439.

Η αναπαράσταση ως έννοια που φυσικά δεν ταυτίζεται µε την απεικόνιση, αφού η


τελευταία έχει κατά τεκµήριο παθητική σηµασιοδότηση, εµπεριέχει τις έννοιες της
οργάνωσης, της διαδικασίας αλλά και της παραγωγής του µηνύµατος. Αυτό που
καλούµε «τηλεοπτική αναπαράσταση» δεν είναι η απόληξη µιας στατικής, στιγµιαίας

δηµοσιότητας, και η διαλογική επικοινωνία έχουν διαφοροποιηθεί σηµαντικά, β) την δηµιουργία ενός
νέου οπτικού πεδίου, του οποίου η εµβέλεια είναι πολύ εκτεταµένη αλλά δεν εναπόκειται στον έλεγχο
του κοινού γ) την «µονόδροµη» ορατότητα, όπου οι θεατές µπορούν να δουν τα άτοµα που εµφανίζονται
στις τηλεοπτικές οθόνες αλλά δεν συµβαίνει το αντίστροφο. Για πιο αναλυτικά βλ. Thompson, J.,
Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, ό.π., σελ. 210 κ.ε.
438
Όσον αφορά την έννοια της αναπαράστασης (representation) και την διαφορά της µε την έννοια της
αντανάκλασης (reflection) ο St. Hall παρατηρεί: « Η αντιπροσώπευση είναι πολύ διαφορετική έννοια
από αυτήν της αντανάκλασης. Υπονοεί την ενεργή διαδικασία της επιλογής και της παρουσίασης, της
δόµησης και της µορφοποίησης αλλά την πιο ενεργητική εργασία του να δίνεις νόηµα στα πράγµατα
(“making things mean”) και όχι µονάχα την αναµετάδοση ενός υπάρχοντος νοήµατος», στο Hall, Stuart,
“The rediscovery of “ideology”: Return of the repressed in media studies”, ό.π., σελ. 64.
439
Fiske, J., TV: Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π., σελ. 179.

169
προβολής αλλά το αποτέλεσµα που προκύπτει ως συνδυασµένη εφαρµογή των τριών
προαναφεροµένων διαδικασιών και παραγώγων τους. Η αναπαράσταση είναι έννοια
σηµασιολογικά αντίθετη µε την «µετάδοση» και παραπέµπει στην έννοια της
«ιδιοποίησης». Ο τηλεθεατής ιδιοποιείται αναγκαστικά το αναπαριστώµενο τηλεοπτικό
µήνυµα για να το αποκωδικοποιήσει αφού το εντάξει στην δική του σηµασιολογική
σφαίρα. Αυτή η ενεργητική και παρεµβατική διάσταση της αναπαράστασης, όταν
αναφερόµαστε στον τηλεοπτικό λόγο, καθίσταται ιδιαίτερα δυσδιάκριτη, γιατί η
παραδοχή της ενδέχεται να δηµιουργήσει πολιτικές ταλαντεύσεις. Ο πολιτικός λόγος,
εφόσον θεωρούµε ότι είναι λόγος ευθύνης, πρέπει να αναπαρίσταται «αυθεντικά» για
να αποδίδεται εξίσου αυθεντικά στο πολιτικό πρόσωπο που τον εκφέρει αλλά και για
να έχει την δυνατότητα της αυθεντικής αποκωδικοποίησης από τον δέκτη.
Η αναπαράσταση που λαµβάνει χώρα στην τηλεόραση χρησιµοποιεί τους κώδικες
του ρεαλισµού, δεν τους απαρνείται, απλά τους προσαρµόζει σε αυτό που το µέσο
αποκαλεί ρεαλισµό. Ο ρεαλισµός, η φυσικότητα του τηλεοπτικού λόγου, είναι ο
κυρίαρχος τρόπος που η κουλτούρα του µεταµοντέρνου χρησιµοποιεί ως καθιερωµένο
τρόπο αναπαράστασης των πραγµάτων. Γιατί, όπως εξηγεί και ο Fiske, «ο ρεαλισµός
δεν είναι ζήτηµα πιστότητας έναντι της όποιας εµπειρικής πραγµατικότητας, αλλά
ζήτηµα συµβάσεων του λόγου µέσω των οποίων και για τις οποίες κατασκευάζεται µια
αντίληψη για την πραγµατικότητα»440. Το αίτηµα του ρεαλισµού δεν είναι λοιπόν ο
ορισµός της πραγµατικότητας αλλά ο τρόπος µε τον οποίο το πραγµατικό θα γίνει
κατανοητό από τις τηλεοπτικές µάζες. Είναι φανερό ότι αυτός ο ρεαλισµός είναι έντονα
ιδεολογικός, καµουφλάρεται, ωστόσο, πετυχηµένα από τους όρους του «κοινωνικού
ρεαλισµού» που είναι πιο κοντά στον καθηµερινό κόσµο του µέσου πολίτη441.
Πολύ συζήτηση έχει γίνει, ωστόσο, για το κατά πόσο η πραγµατικότητα που
αναπαριστά η τηλεόραση προσοµοιάζει µε την «πραγµατική», δεδοµένης της υποταγής
της οθόνης στις επιταγές του θεάµατος. Στην συζήτηση για τον τηλεοπτικό ρεαλισµό
συχνά παρεµβαίνουν οι µεταφορές της διαφάνειας ή της αντανάκλασης. Στην πρώτη
440
στο ίδιο, σελ. 41.
441
Ο κοινωνικός ρεαλισµός, αναφέρει η Marion Jordan «θεωρεί ότι η ζωή πρέπει να παρουσιάζεται µε
την µορφή αφηγήµατος προσωπικών γεγονότων, µε αρχή, µέση και τέλος που είναι σηµαντικά για τους
βασικούς χαρακτήρες αλλά επηρεάζουν και τους άλλους δευτερογενώς. Παρόλο που τα συµβάντα αυτά
φαινοµενικώς αφορούν κοινωνικά προβλήµατα, ένα από τα κύρια µελήµατά τους έχει να κάνει µε την
τακτοποίηση των ανθρώπων στην ζωή τους. Η έκβαση των γεγονότων αυτών θα πρέπει πάντοτε να είναι
αποτέλεσµα ανθρώπινων παρεµβάσεων», αναφέρεται στο ίδιο, σελ.44.

170
µεταφορά, η τηλεόραση είναι απλώς ένα παράθυρο µέσα από το οποίο βλέπουµε
αδιαµεσολάβητα τον κόσµο, στην δεύτερη, δίκην καθρέφτη, αντανακλά τη δική µας
πραγµατικότητα, άρα την υποκειµενικά προσλαµβανόµενη πραγµατικότητα. Το
επικίνδυνο σηµείο και στις δύο µεταφορές είναι ότι «επικαλούνται µια γυάλινη
επιφάνεια ως απρόσωπο, µη πολιτισµικό µέσο αναπαραγωγής, ο ανθρώπινος ή
πολιτισµικός παράγοντας της διαδικασίας συγκαλύπτεται. Αυτό σηµαίνει ότι η
ολοκληρωµένη αναπαράσταση φυσικοποιείται, διαµορφώνεται δηλαδή έτσι ώστε να
φαίνεται ως αποτέλεσµα φυσικών και όχι πολιτισµικών διαδικασιών, τουτέστιν
αποµακρύνεται από την σφαίρα της ιστορίας και του πολιτισµού και κινείται προς την
σφαίρα της καθολικής αλήθειας»442. Θα πρέπει να θεωρήσουµε, λοιπόν, µία έστω
«ελαφρά» επεξεργασία δεδοµένη. Η κριτική προσέγγιση του Baudrillard, κάνει λόγο
για τις λεγόµενες υπερ-πραγµατικές αναπαραστάσεις, (“hyperreal representations” ή
“simulacra”), και εντοπίζει την ανυπαρξία του πρωτότυπου, άρα την αναπαράσταση
µιας πραγµατικότητας που δεν υπάρχει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παράγεται µία
πραγµατικότητα για την τηλεοπτική κατανάλωση, η οποία πολλές φορές έρχεται, κατά
τον Baudrillard, να αποκαλύψει την έλλειψη της «πραγµατικής» πραγµατικότητας443.
O J. Fiske, επιχειρώντας να αποδοµήσει την τηλεοπτική πραγµατικότητα,
διατυπώνει απόψεις που είναι πολύ κοντά στις αρχές του κοινωνικού
κονστρουξιονισµού. Ο Fiske δέχεται αξιωµατικά ότι ακόµη και η µη-τηλεοπτική
πραγµατικότητα είναι πάντα κωδικοποιηµένη και κατανοείται µέσω πολιτισµικών
κωδίκων. Η τηλεοπτική της αναπαράσταση ή µετάδοση είναι µια ακόµη κωδικοποίηση
που καθιστά την ήδη κωδικοποιηµένη πραγµατικότητα πιο εύκολα προσβάσιµη στο
ευρύ τηλεοπτικό κοινό. Για τον Fiske πραγµατικότητα είναι η πραγµατικότητα έτσι
όπως προσλαµβάνεται από τα άτοµα δεν υφίσταται ως αντικειµενική διάσταση.
«Μπορεί να υπάρχει µια αντικειµενική πραγµατικότητα εκεί έξω, αλλά δεν υπάρχει
καθολικός, αντικειµενικός τρόπος να την αντιληφθούµε και να την εννοήσουµε. Εκείνο
που θεωρείται πραγµατικότητα σε κάθε πολιτισµικό πλαίσιο είναι προϊόν των κωδίκων
του εν λόγω πλαισίου. Εποµένως η ‘πραγµατικότητα’ είναι πάντα ήδη

442
στο ίδιο, σελ. 41.
443
Βλ. την σύντοµη αναφορά στο Gamson, W.A., /D. Croteau, /W. Hoynes & T. Sasson “Media Images
and the Social Construction of Reality”, Annual Review of Sociology, Vol. 18 (1992), σελ.387, retrieved
from www.jstor.org, 4-04-2005 και για πιο αναλυτικά στο Baudrillard, J., Selected Writings, Mark
Poster (ed), Stanford University Press, Stanford, California 1988.

171
κωδικοποιηµένη, δεν είναι ποτέ ‘πρωτογενής’. Εάν αυτό το κοµµάτι της
κωδικοποιηµένης πραγµατικότητας τηλεοπτικοποιηθεί, οι τεχνικοί κώδικες και οι
αναπαραστατικές συµβάσεις του µέσου εφαρµόζονται επί αυτής της πραγµατικότητας
εις τρόπον ώστε να την καταστήσουν α)τεχνολογικά µεταβιβάσιµη και β)πολιτισµικό
κείµενο πρόσφορο για τις διάφορες κατηγορίες κοινού»444. Στους ίδιους κανόνες
αναπαράστασης υπακούει και ο λόγος. « Λόγος είναι µια γλώσσα ή ένα σύστηµα
αναπαράστασης που έχει αναπτυχθεί κοινωνικά προκειµένου να δηµιουργήσει και να
θέσει σε κυκλοφορία ένα συνεκτικό σύνολο σηµασιών σχετικών µε µια σηµαντική
θεµατική περιοχή»445. Πόσο µάλλον όταν πρόκειται για πολιτικό λόγο όπου αυτό το
«συνεκτικό σύνολο σηµασιών» είναι απαραίτητη συνιστώσα για την άρθρωση ενός
«συνεπούς» πολιτικού λόγου µε σταθερό ιδεολογικό πυρήνα που δεν προδίδει την
αξιοπιστία του µε ανακόλουθα σχήµατα. Η βιοµηχανία των µέσων µαζικής
ενηµέρωσης, χρησιµοποιώντας ένα κοινωνικά αποδεκτό σύνολο συµβάσεων προσδίδει
έντονη θεσµοποίηση στον πολιτικό λόγο που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζεται από το
τεκµήριο «θεσµοποίησης». Η αναπαράσταση που προσφέρει ο επικοινωνιακός
πολιτικός λόγος δεν είναι απλώς µια δευτερογενής πραγµατικότητα, αλλά µια
θεσµοποιηµένη πραγµατικότητα που επιβάλλει δυναµικά την ρεαλιστικότητά της.
Φαίνεται όµως ότι τα πράγµατα δεν είναι τόσο απλά. Εάν για ένα οποιοδήποτε
τηλεοπτικό πρόγραµµα η αναπαράσταση που επιχειρείται και ο λόγος που διοχετεύεται
µέσα από αυτήν έχει µια σηµασία, όταν το show είναι πολιτικό, η αναπαράσταση
αυτοµάτως αποκτά κεφαλαιώδη σηµασία. Ο πολιτικός λόγος δεν πρέπει απλώς να είναι
ρεαλιστικός για να πείσει, οφείλει να είναι ρεαλιστικός άρα και οποιαδήποτε
αναπαράσταση γεγονότων και καταστάσεων οφείλει, επίσης, να είναι όσο γίνεται πιο
κοντά στην πραγµατικότητα. Οποιαδήποτε διαστρέβλωση, παραποίηση ή παράληψη,
εφόσον εντοπισθεί, µπορεί να αντιµετωπισθεί ως πολιτική σκοπιµότητα 446.

444
Fiske, J., TV, Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π., σελ. 17 κ.ε.
445
Ακολουθώντας αυτό το σχήµα ο J. Fiske προτείνει: «οποιαδήποτε εξέταση του λόγου θα πρέπει να
περιλαµβάνει τη θεµατική περιοχή, τις κοινωνικές καταβολές και τον ιδεολογικό ρόλο του», στο ίδιο,
σελ. 31.
446
Βλ. π.χ την συζήτηση «διαρκείας» που είχε προκύψει στην δεκαετία του 1980, όταν αναπτύσσονταν
οι σύγχρονες τεχνικές του τηλεοπτικού µέσου µε αιχµή του δόρατος την ιδιωτική τηλεόραση από τα
µέσα της δεκαετίας του ‘80 και µετά, για την ευρύτητα, ή µη των ανοιχτών πολιτικών συγκεντρώσεων,
όπου είχε ειπωθεί ότι παρεµβαίνουν σκόπιµα οι τεχνικές της σκηνοθεσίας για να παραπλανήσουν τους
τηλεθεατές σχετικά µε τον λεγόµενο «όγκο» των συγκεντρωµένων «οπαδών» ενός κόµµατος.

172
Το εύλογο ερώτηµα που προκύπτει είναι κατά πόσο µπορούµε να απαιτούµε από
την τηλεόραση αντικειµενική, απρόσκοπτη και πλήρη αναπαράσταση της
πραγµατικότητας, δεδοµένου ότι δεχόµαστε πως α) το µέσο, αν και ρεαλιστικό και
άµεσο, µετέρχεται κάποιων σηµειωτικών και άλλων κωδίκων που το καθιστούν
ευάλωτο στην παραποίηση και β) οποιοδήποτε «υλικό» ή θέµα παρουσιάζεται στην
τηλεόραση, ακόµη κι αν αυτό είναι ο πολιτικός λόγος που µας ενδιαφέρει εδώ,
αναγκάζεται να διέλθει από µια διαδικασία επιλογής, κατηγοριοποίησης, αξιολόγησης
και επεξεργασίας του υλικού του. ∆εν µπορούν να προβληθούν όλα από την
τηλεόραση, η κάµερα έχει τον ρόλο του «τιµητή» των γεγονότων όσο και δυσανάλογα
«βαρύς» κι αν είναι αυτός. Άρα το ζήτηµα δεν είναι αν τα µέσα εξουσιάζονται ή
κυριαρχούνται από κάποιους, όπως αναφέρει και ο Enzensberger. Αυτό είναι το
δεδοµένο. Το ζήτηµα είναι ποιός εξουσιάζει τα µέσα.
Αφού, λοιπόν, συµφωνήσαµε στο βασικό διακύβευµα, τουτέστιν την µη αληθινή,
στο σύνολό της τουλάχιστον, αναπαράσταση που προσφέρει η τηλεόραση για πολλούς
λόγους, οι κυριότεροι των οποίων είναι οι δύο παραπάνω που αναφέραµε, αυτό που
αποµένει να εξετάσουµε είναι το κατά πόσον αυτή η αναπαράσταση «καταναλώνεται»
ως αληθινή. Το σαγήνευµα της εικόνας είναι νόµος των αισθήσεων447. Η ρεαλιστική
αναπαράσταση, η συµφωνία της µε τα πολιτιστικά πρότυπα της κουλτούρα µας αλλά
και η εξοικείωσή µας µε τους νόµους της εικόνας µετατρέπουν τον πολιτικό λόγο,
ακόµη κι όταν δεν πλαισιώνεται µε αξιόλογους, «ελκυστικούς» σηµειωτικούς κώδικες,
σε θέαµα. Και αυτό γιατί τα όρια µεταξύ πραγµατικότητας και τηλεοπτικής
πραγµατικότητας είναι εξαιρετικά ασαφή και δυσδιάκριτα. Ο σύγχρονος πολιτικός
λόγος εκφέρεται για να θεαθεί περισσότερο παρά για να ακουσθεί και να καταναλωθεί,
όπως σηµειώθηκε και παραπάνω. Γι’ αυτό και τον ενδιαφέρει περισσότερο η συµφωνία
του µε τα πολιτιστικά πρότυπα της κουλτούρας µέσα στην οποία εντάσσεται παρά η
δεδοµένη συµφωνία που πρέπει να επιδιώκει µε την ιδεολογική του µήτρα.
Τελικά η αληθοφάνεια του αναπαραστατικού χαρακτήρα οφείλεται εν πολλοίς στο
γεγονός ότι ο αποδέκτης τον αποκωδικοποιεί χρησιµοποιώντας τον ίδιο κώδικα του
επικοινωνητή. Εξάλλου, «η αληθοφάνεια βασίζεται όχι στην εικονική αναπαράσταση

447
Αρκεί να παρατηρήσουµε από την προσωπική µας εµπειρία ότι όταν υπάρχει ταυτοχρονία ηχητικού
(προφορικού) και οπτικού κώδικα (υπότιτλοι) στην τηλεόραση, αν και δεν χρειάζεται να κοιτάξουµε τον
οπτικό, η προσοχή µας είναι στραµµένη στην ανάγνωση των υποτίτλων και όχι στο άκουσµα του λόγου.

173
αλλά στην πιστή αντιγραφή των συµβάσεων δια των οποίων κατανοούµε τα πράγµατα.
Αποτελεί, εποµένως, ιδεολογική πρακτική»448. Ο έµµεσος πειθαναγκασµός του µέσου
συνίσταται στην δυνατότητά του να προτρέπει τον τηλεθεατή να αντιληφθεί αυτό που
του παρουσιάζεται και να το κατανοήσει όπως ακριβώς και την ίδια την
πραγµατικότητα που βιώνει, παραιτούµενος οικειοθελώς από την σκέψη της
διαµεσολάβησης. Όταν ο κώδικας είναι ο ίδιος, το ερµήνευµα δεν µπορεί να
παρεκκλίνει. Τελικά, η ουσία δεν είναι εάν υπάρχει και σε ποιο βαθµό διάσταση
πραγµατικότητας και τηλεοπτικής αναπαράστασής της. Το σηµαντικό είναι ότι και οι
δύο εκφάνσεις της γίνονται αντιληπτές µε τον ίδιο τρόπο και µάλιστα δεν είναι λίγες οι
φορές που η τηλεοπτική πραγµατικότητα, κάνοντας ιδανική χρήση των
αναπαραστατικών της κωδίκων, κατασκευάζει µια νέα πραγµατικότητα «ισάξια» και
εξίσου αληθινή µε την βιωµατική. Η δύναµη της τηλεοπτικής εικονοπλασίας έγκειται
στην παρουσίαση εικόνων που «εµφανίζονται ως διαφανείς περιγραφές της
πραγµατικότητας, όχι σαν ερµηνείες της, και είναι, κατά τα φαινόµενα, απαλλαγµένες
από οποιοδήποτε πολιτικό περιεχόµενο»449. Κατά συνέπεια η διαµάχη για το πολιτικό
περιεχόµενο του µηνύµατος αδρανεί πριν ακόµη ξεκινήσει.
Η αναπαράσταση, εντούτοις, δεν είναι ποτέ πλήρης. Είναι επιλεκτική και κατά
συνέπεια αφαιρετική. Είναι αυτό που η ίδια η λέξη υποδηλώνει: Ανα-παράσταση. Η
πρωτογενής παράσταση που καλείται να αναπαραχθεί δεν µοιάζει ποτέ επακριβώς µε
το αρχικό της πρότυπο. Μπορεί να είναι πληθωρική ή αφαιρετική, δεν έχει σηµασία και
τούτο γιατί και οι δύο λειτουργίες την αλλοιώνουν. Εάν η αφαίρεση συνίσταται σε
επουσιώδη για το τελικό νόηµα τµήµατα, τότε δεν ενοχλεί ιδιαίτερα. Εάν όµως
σκοπίµως αποκρύπτει κρίσιµες πτυχές σε ένα ζήτηµα, τότε το θέµα δεν είναι απλώς
θεωρητικό, είναι ταυτόχρονα και πρακτικό. Γιατί µπορεί η σύγχρονη πολιτική να είναι
περισσότερο ρηµατική και συµβολική κατασκευή, όπως δεχθήκαµε παραπάνω, τα
αποτελέσµατα, όµως, είναι εντελώς πρακτικά και περισσότερο απτά από ότι νοµίζουµε.
Ο πολιτικός λόγος, επίσης, ως γνήσια αναπαραστατικός είναι ταυτόχρονα ελλειπτικός
στην έκφρασή του και πλήρης ως προς την µορφή του. Πολλές φορές εξαιτίας του
αναπαραστατικού του χαρακτήρα είναι και παραπλανητικός αν όχι και χειραγωγικός. Η

448
Fiske, J. TV, Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π., σελ. 198.
449
Gamson, W. /D. Croteau, /W. Hoynes & T. Sasson ό.π. σελ. 382.

174
ικανότητα του πολιτικού προσώπου να ελίσσεται ανάµεσα σε δύο πραγµατικότητες και
η επίκληση και των δύο ανάλογα µε τα επιχειρήµατα που προσδοκά να υποστηρίξει
του δίνει την δυνατότητα της «διαφυγής». Αν λάβουµε υπόψη µας ότι πολλές φορές τα
λεγόµενα των πολιτικών περιλαµβάνουν αναπαραστάσεις γεγονότων και καταστάσεων
που είναι λίγο έως πολύ άγνωστες στον «απλό τηλεθεατή» (κατά την γνωστή ρήση των
παρουσιαστών τηλεοπτικών εκποµπών), οδηγούµαστε αναπόφευκτα σε µια κατάσταση
που θα την αποκαλούσαµε κατάσταση «µειωµένης ελεγκτικής ικανότητας» του
τηλεθεατή, ο οποίος, όµως ακόµη κι αν αδυνατεί να αναλύσει το περιεχόµενο του
πολιτικού λόγου, δεν παραιτείται από την επίφαση ρεαλιστικής αναπαράστασης που
του προσφέρει. Η τηλεοπτική πραγµατικότητα, ισχυρίζεται, είναι αυτή η ίδια η
πραγµατικότητα «εκεί έξω». Η ταυτοσηµία είναι ένα χαρακτηριστικό επίτευγµα της
«εικονικής ιδεολογίας».
Η επίφαση της ακριβούς αναπαράστασης που προσφέρει η τηλεόραση και
«αναγκαστικά» χρησιµοποιεί ο πολιτικός λόγος είναι το κύριο όπλο πειθούς των
πολιτικών. Ο «ερµηνευτικός ρεαλισµός» της εικόνας είναι αφοπλιστικός. Ο τηλεθεατής
είναι αδιάψευστος µάρτυς µιας πραγµατικότητας που δεν έχει µέσα για να την
αµφισβητήσει, πόσο µάλλον να την ελέγξει. Πολλές φορές, ιδιαίτερα όταν µιλούµε για
µέρη αποµακρυσµένα γεωγραφικά από τα κέντρα των εξελίξεων, η µόνη πηγή
πληροφόρησης αλλά και απεικόνισης της πραγµατικότητας είναι η τηλεόραση. Σε
αυτήν την περίπτωση οι δυνατότητες του τηλεθεατή περιορίζονται σε µια πλαστή
επιλογή ανάµεσα στην αναπαράσταση της πραγµατικότητας που του παρουσιάζει η
τηλεόραση και του αφηγείται ο τηλεοπτικός ρήτορας και την πλήρη απουσία της.
Ασφαλώς και θα επιλέξει την πρώτη. Εξάλλου η τεχνολογία της κάµερας του
υπαγορεύει την αλήθεια που έχει µαγνητοσκοπήσει ως µοναδική τεχνολογική επιλογή
της. Εξάλλου, πολλοί θεωρητικοί της οπτικής επικοινωνίας (visual communication) και
της αντιληπτικής ψυχολογίας (perceptual psychologists) δίνουν ιδιαίτερη έµφαση στις
αναλύσεις τους στην οµοιότητα της λειτουργίας του ανθρώπινου µατιού µε την
τηλεοπτική κάµερα450. Προφανώς η τεχνολογική οµοιότητα δηµιουργεί και άλλες
συγκλίσεις.

450
Βλ. σχετικά στο Metallinos, Nikos, Television Aesthetics, Perceptual, Cognitive and Compositional
Bases, Lawrence Erlbaum Associates/Publishers, Mahwah, NJ 1996, σελ. 20 κ.ε.

175
Η ερώτηση για τον απλό τηλεθεατή είναι:Πώς µπορεί η κάµερα να καταγράψει κάτι
διαφορετικά αφού το µόνο που κάνει είναι η καταγραφή εικόνων; Όπως έχουµε ήδη
επισηµάνει και στην εισαγωγή αυτού του κεφαλαίου θα πρέπει να κάνουµε διάκριση
µεταξύ τεχνολογικών δυνατοτήτων και χρήσης ενός µέσου. Η κάµερα στα χέρια ενός
επιτήδειου είναι όπλο χειραγώγησης και λογοκρισίας. Η έννοια της οπτικής γωνίας ή
της «γωνίας λήψης» είναι µια ανεξέλεγκτη τηλεοπτική ελευθερία την οποία
διαχειρίζονται οι ιθύνοντες των ΜΜΕ και στερούνται αντιστοίχως οι τηλεθεατές.

3.2.5. Οι συνέπειες της διαµεσολάβησης από τα ΜΜΕ


Η διαµεσολάβηση των µηνυµάτων και δη των πολιτικών δεν είναι απλώς µια
διαδικασία παρένθετης µετάδοσης. Επιβάλλει τους δικούς της όρους στην λεκτική όσο
και σηµασιολογική διαµόρφωση του µηνύµατος. Όπως παρατηρεί o J. Thompson: «Η
ρηµατική επεξεργασία των διαµεσολαβηµένων µηνυµάτων µπορεί να µεταµορφώσει το
περιεχόµενο των ίδιων των µηνυµάτων και να προσδιορίσει το αντίκτυπό τους και τον
ρόλο τους στις ζωές τόσο των αρχικών όσο και των δευτερευόντων αποδεκτών
τους»451. Η διαµεσολάβηση στην τηλεόραση είναι διπλή: από την µία διαµεσολαβείται
ο λόγος σε πρώτο επίπεδο και από την άλλη η ίδια η πραγµατικότητα. Η
διαµεσολάβηση δεν είναι µια απλή διαδικασία µεταφοράς αλλά «ενεργητική κοινωνική
διαδικασία µέσω της οποίας κατασκευάζεται το πραγµατικό»452. Γι αυτόν ακριβώς τον
λόγο η πραγµατικότητα της τηλεόρασης είναι ιδιαίτερα ισχυρή, και πάνω απ’ όλα
αληθοφανής453.
Επειδή ακριβώς η διαµεσολάβηση είναι µια ενδιάµεση κατάσταση από την οποία
διέρχεται το µήνυµα, ο λόγος, δεχόµαστε σχεδόν αξιωµατικά ότι ένα ελάχιστο µέρος
του περιεχοµένου του προϋπάρχει λογικά της διαµεσολάβησης. Το µήνυµα, δηλαδή,

451
Thompson, J.B., Ideology and Modern Culture, ό.π. σελ. 266.
452
Fiske, J. & J. Hartley, ό.π., σελ. 131.
453
Όπως αναλύoυν οι Fiske και Hartley για την ιδιαιτερότητα της τηλεόρασης «η αληθοφάνεια της
τηλεόρασης απορρέει από το γεγονός ότι εκµεταλλεύεται δύο διαφορετικούς τρόπους κατασκευής αυτού
που θεωρούµε πραγµατικότητα, τους οποίους όµως αναπαριστά ταυτόχρονα. Οι δύο αυτές
‘προσεγγίσεις’ της πραγµατικότητας από την τηλεόραση, πηγάζουν, τελικά, από τους δύο τρόπους, τον
προφορικό και τον γραπτό. Σύµφωνα µε την ανάλυσή µας, οι γραπτοί τρόποι δηµιουργούν το σύνολο
των συµβατικών µηχανισµών που είναι γενικά γνωστοί ως ρεαλισµός. Οι προφορικοί όµως τρόποι
δηµιουργούν ένα σύνολο συµβάσεων που αναγνωρίζονται και προσδιορίζονται δυσκολότερα από τις
πρώτες», στο ίδιο, σελ.130.

176
µπορεί ήδη να υπάρχει και ως µορφή και ως περιεχόµενο πριν µπει στην διαδικασία της
διαµεσολάβησης. Π.χ. οι λόγοι που εκφωνούν οι πολιτικοί αρχηγοί κατά την διάρκεια
της προεκλογικής περιόδου πριν εκφωνηθούν ακόµη είναι καταγεγραµµένοι ως
γραπτοί λόγοι. Το ζήτηµα είναι ότι όταν παρουσιάζονται από την τηλεόραση δεν
«µεταδίδονται» απλά αλλά µεσολαβούνται από τους κώδικες του µέσου454. Η
µεσολάβηση δεν µπορούµε να δεχθούµε ότι είναι µια ακριβής απόδοση του λόγου,
ακόµη κι όταν αναφερόµαστε σε ζωντανή µετάδοση (π.χ. πλήρης κάλυψη µιας
πολιτικής προεκλογικής οµιλίας), γιατί ακόµη κι αν το λεκτικό κείµενο αποδίδεται
αυτούσιο παρεµβαίνει η µορφολογία του µέσου (εδώ της τηλεόρασης) που µεταβάλλει
ουσιωδώς το αποτέλεσµα. Η τηλεθέαση αυτού του πολιτικού λόγου δεν περιορίζεται
στο γλωσσικό στοιχείο. Ενεργό ρόλο στην αποκωδικοποίησή του έχει η εικόνα που
εµπεριέχει αυτόν τον λόγο. Αυτή η εικόνα που συναρθρώνεται από διάφορα
σηµειολογικά πεδία, όπως έχει ήδη διευκρινισθεί, προσλαµβάνεται στο σύνολό της ως
ενότητα. Η διαµεσολάβηση της τηλεόρασης δεν αποσυντίθεται µπροστά στα µάτια του
τηλεθεατή, αντίθετα, συντίθεται σε ένα οργανικό σύνολο που δεν προδίδει σε καµιά
περίπτωση την προέλευσή του και την επεξεργασία που έχει υποστεί. Το
διαµεσολαβηµένο υλικό της τηλοψίας καθίσταται αυτοµάτως για τον τηλεθεατή το
πραγµατικό αυθεντικό υλικό. Αυτό που προϋπήρχε (ο ήδη διατυπωµένος πολιτικός
λόγος) αποτελεί πλέον παρελθόν. Η τηλεοπτική διαµεσολάβηση είναι η πλέον
υπόρρητη διαδικασία µετασχηµατισµού σηµειωτικών κωδίκων σε έναν ενιαίο και
σφιχτά συγκροτηµένο κώδικα.
Η διαµεσολάβηση δεν είναι µια οµοιόµορφη και πάντα ίδια διαδικασία. Ο βαθµός
παρέµβασής της στην αναπαράσταση της πραγµατικότητας σχετίζεται µε πολλούς
παράγοντες, όπως η επαγγελµατική ηθική, η επιταγή της θεαµατικότητας του
γεγονότος που προβάλλεται κλπ. Όσο µεγαλύτερη είναι η παρέµβαση, τόσο

454
Ενδεικτικά για την διαφορά «µεσολάβησης» και «µετάδοσης» βλ. Lavoinne, Yves, ό.π., σελ. 16, όπου
αναφέρει σχετικά: «Τα µέσα ενηµέρωσης παίζουν δύο διακριτούς ρόλους σε σχέση µε τα µηνύµατα που
διακινούν:
- µεσολάβηση: ενηµέρωση και/ή διατύπωση γνώµης για ένα αντικείµενο αναφοράς εξωτερικό ως προς
τα µέσα ενηµέρωσης, που µπορεί να είναι ένα µήνυµα το οποίο προϋπήρχε ή είχε µεταδοθεί από άλλη
πηγή.
- µετάδοση, πρώτη ή πολλοστή: το µυθιστόρηµα σε συνέχειες στον τύπο του 19ου αιώνα, η τηλεταινία,
η κινηµατογραφική ταινία στην τηλεόραση».

177
µεγαλύτερη είναι, κατά κανόνα, και η διαστρέβλωση. Ο κοινωνικός
κονστρουξιονισµός που κυριαρχεί ως ερµηνευτική προσέγγιση τα τελευταία χρόνια
στις µελέτες των ΜΜΕ, δέχεται την έννοια της διαµεσολάβησης ως εγγενή παράγοντα
στην συγκρότηση της κοινωνικής ή ακόµη και της υποκειµενικής πραγµατικότητας. Η
πρώτη διαµεσολάβηση είναι ο Λόγος αυτός καθαυτός. Η δεύτερη διαµεσολάβηση είναι
τα περιβάλλον των ΜΜΕ. Μπορούµε, λοιπόν, να ισχυρισθούµε, υπό αυτό το πρίσµα,
ότι ο διαµεσολαβηµένος πολιτικός λόγος που φθάνει τελικά στον πολίτη-τηλεθεατή
είναι το αποτέλεσµα αυτής της διπλής διαµεσολάβησης. Κι ενώ η διαµεσολάβηση από
τον Λόγο είναι διαδικασία αναπόφευκτη και κοινωνικά ελεγχόµενη, η διαµεσολάβηση
από τα ΜΜΕ, ως µια καινούργια σχετικά διαδικασία η οποία έχει ως κύριο
χαρακτηριστικό τον σηµειωτικό πλουραλισµό που την διακρίνει δεν υπακούει στους
ίδιους κανόνες. Πρόκειται, για έναν πλουραλισµό, που όπως προαναφέρθηκε, καθιστά
την µελέτη της διαµεσολάβησης πολυδιάστατη και συνθετική.
Όπως ισχυρίζεται ο ∆εµερτζής η κατασκευή στην οποία προβαίνουν τα ΜΜΕ είναι
µια διεπίπεδη κατασκευή και συγκεκριµένα:455 «Σε ένα αρχικό και πρωτογενές
επίπεδο, η κοινωνική και πολιτική πραγµατικότητα κατασκευάζεται νοηµατικά και
συµβολικά και ανακατασκευάζεται σε ένα δεύτερο µέσα από επιµέρους περίτεχνους
και σχεδιασµένους τύπους και τρόπους του λόγου»456. Φυσικό είναι ότι κατά την
διεπίπεδη αυτή διαδικασία το φιλτράρισµα που γίνεται αφήνει κάτι εκτός. Η
αφαιρετικότητα του µέσου επιδρά και στην αφαιρετικότητα του λόγου αφού ο
τελευταίος δεν µπορεί να διατηρήσει την αυτεξούσια διαµεσολάβηση του.
Η πρόσληψη του τηλεοπτικού µηνύµατος από τους δέκτες είναι ένας λόγος που όχι
µόνο κατασκευάζεται σε δύο φάσεις, όπως αναλύσαµε, αλλά και λαµβάνεται και
ερµηνεύεται σε δύο φάσεις. Είναι ένας διπλός λόγος (“double discourse”) όπως τον
αποκαλεί ο K. Richardson457. Ο τηλεοπτικός οµιλητής ερµηνεύει έναν προϋπάρχοντα
λόγο (το γεγονός ως πραγµατικότητα) αλλά και ο λήπτης επίσης κατά την πρόσληψή

455
«....Θα ονοµάσουµε την πρωτογενή διαδικασία ρηµατικής συγκρότησης της κοινωνικής
πραγµατικότητας (αλλά και της κοινωνικής συγκρότησης της πραγµατικότητας) ‘Κατασκευή Ι’. Με το
όρος ‘Κατασκευή ΙΙ’ θα ονοµάσουµε τα αποτελέσµατα δευτερογενών διαδικασιών σκηνοθετηµένης
χρήσης του (πολιτικού λόγου) και της εικόνας», βλ. Πολιτική Επικοινωνία. ∆ιακινδύνευση,
∆ηµοσιότητα, ∆ιαδίκτυο, ό.π., σελ. 176.
456
βλ. σχετικά στο ίδιο, σελ. 176.
457
Richardson, K., “Signs and Wonders: Interpreting the Economy through Television”, στο Bell, Allan
& Peter Garrett (eds), ό.π. σελ. 248.

178
του το ερµηνεύει και το µορφοποιεί. Οι θεωρίες λήψης των µηνυµάτων των ΜΜΕ
µιλούν για την διαπραγµάτευση του νοήµατος µεταξύ ποµπού και δέκτη458. Ο
τελευταίος χρησιµοποιεί την κοινωνική- συλλογική αλλά και προσωπική του µνήµη για
να προχωρήσει την αποκωδικοποίηση. Ο Richardson πολύ σωστά παρατηρεί ότι η
µνήµη των ατόµων δεν έχει µόνο τα παραπάνω χαρακτηριστικά αλλά είναι επιπλέον
και επιλεκτική και θεµατική459. Ο δέκτης του µηνύµατος, δηλαδή, πρέπει να
κατηγοριοποιήσει το υλικό που προσλαµβάνει ανάλογα µε τις ερµηνείες που ήδη είναι
διαθέσιµες κοινωνικά για να το ερµηνεύσει. Η διαφοροποίηση στην λήψη του
µηνύµατος έγκειται ακριβώς στην ύπαρξη αυτών των παραµέτρων που καθιστούν τον
τηλεοπτικό λόγο, µε όλες τις διαµεσολαβήσεις που δέχεται, τελικά µια «προσωπική
υπόθεση».

3.2.6. Η οπτικοποίηση του λόγου

«Αυτό που ενδιαφέρει είναι οι εικόνες, υπάρχουν µέσα στον δικό τους χώρο που
τρεµοφέγγει και ποτέ δεν πατούν γερά στο πραγµατικό. Ο µετανεωτερισµός επιβεβαιώνει την
απόρριψη της σηµασίας, επικυρώνοντας την εικόνα ως σηµαίνον χωρίς τελικό
σηµαινόµενο»460.

Η διάχυση και διάδοση του πολιτικού λόγου από το κυρίαρχο µέσο, την
τηλεόραση, οδήγησε στην άνευ όρων υποταγή του στους κανόνες της οθόνης. Η
οπτικοποίηση του λόγου συµβαδίζει και µε άλλες παραµέτρους της σύγχρονης
πολιτικής παρουσίασης. Η οπτικοποίηση ή για πολλούς «οθονοποίηση» του λόγου
επιβάλλει την ανάγκη σκηνοθεσίας του η οποία δεν περιορίζεται µόνο στην λεκτική
του σκηνοθεσία. Ο οπτικοακουστικός χαρακτήρας του µέσου δίνει την δυνατότητα

458
Ο Richardson εξηγεί: «το βασικό σηµείο από το οποίο εκκινούν οι θεωρίες λήψης, όπως αυτό
αναπτύχθηκε από το 1980 και µετά είναι αυτό που δίνει έµφαση στην «κειµενικότητα» (“textualism”).
∆ηλαδή, λαµβάνει υπόψιν ότι το νόηµα είναι πάντα και µόνο προϊόν του κειµένου αυτού καθεαυτού.
Στην ανάλυση λήψης, ο ισχυρισµός είναι ότι το νόηµα είναι διαπραγµατεύσιµο µεταξύ του κειµένου και
των «αναγνωστών» του (“readers”). Έτσι, από την στιγµή που οι αναγνώστες των ΜΜΕ είναι
πληθυντικού αριθµού, οι αναγνώσεις είναι παροµοίως πληθυντικές. Η υπόθεση του καθορισµένου
κειµένου απορρίπτεται», στο ίδιο, σελ. 221.
459
στο ίδιο, σελ. 232.
460
Fiske, J., TV: Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π. σελ. 179.

179
στον πολιτικό επικοινωνητή να κατασκευάσει ένα συµβολικό περιβάλλον που επιδρά
στο λεκτικό µήνυµα που εκφέρει, δυνατότητα που δεν είχε τόσο διευρυµένη στα άλλα
µαζικά µέσα (π.χ. στο ραδιόφωνο)461. Ο πολιτικός µπορεί να τονίσει σύµβολα που
κατασκευάζουν οικειότητα, κοινωνικό κύρος, αυστηρότητα ή αντίστοιχα χαλάρωση. Ο
οπτικός πολιτικός λόγος χαρακτηρίζεται από την ενότητα του κειµένου του και των
πρακτικών παραγωγής και πρόσληψής του. ∆εν µπορούµε να αντιµετωπίσουµε τον
οπτικό λόγο χωρίς να συµπεριλάβουµε, και µάλιστα σε πρωτογενές επίπεδο τις
παραπάνω συνιστώσες, γιατί κατά αυτόν τον τρόπο θα αγνοούσαµε βασικά δοµικά
στοιχεία στην όποια διαδικασία συγκρότησής του.
Η αλήθεια της εικόνας είναι δεδοµένη. Η όραση είναι αδιάψευστος µάρτυρας
της πραγµατικότητας. Ο πολιτικός λόγος λοιπόν που επενδύεται µε την οπτική αλήθεια
είναι καταρχήν αληθινός. Τουλάχιστον ως προς την οπτική του διάσταση. Η εικόνα
που βλέπουµε και ακούµε είναι πράγµατι ρεαλιστική αλλά όχι και πάντα αληθινή. Η
οπτική γωνία και η οπτικοποίηση είναι διαδικασία που ενέχει την επιλογή. Άρα µια
αθώα ή µη χειραγώγηση είναι δεδοµένη. Η εικόνα δεν έχει µόνον την δυνατότητα να
χειραγωγεί. Είναι και η ίδια αντικείµενο χειραγώγησης, έστω και καλοπροαίρετης.
Μπορεί η εικόνα να ισούται µε χίλιες λέξεις υπάρχουν, ωστόσο, άλλες τόσες που
αναγκαστικά ή µη αποσιωπούνται. Η εικόνα είναι οι «χίλιες λέξεις» της εικαστικής
(εικονικής) αναπαράστασης που εκτίθεται µπροστά στα µάτια µας. ∆εν µιλά καθόλου
για αυτό που δεν εκτίθεται. Η τηλεοπτική πραγµατικότητα είναι πράγµατι ρεαλιστική,
µόνο όσον αφορά αυτό που απεικονίζει. Αν όµως αποκρύπτει ουσιώδη στοιχεία της
πραγµατικότητας, δεν είναι απλώς µη αληθινή, είναι εν δυνάµει διαστρεβλωτική. Ο
λόγος µπορεί να µην είναι τόσο πλούσιος νοηµατικά αλλά ο δυνητικός του πλούτος
αντισταθµίζει το έλλειµµα. Ο συµφυρµός που λαµβάνει χώρα στην τηλεόραση ενός
κώδικα πλούσιου νοηµατικά (της εικόνας) και ενός άλλου που µάλλον υπολείπεται σε
αυτό το σηµείο (λόγος) φαίνεται να υποκύπτει στην ρεαλιστική ανωτερότητα του
πρώτου. Ο ίδιος «εµφύλιος», µε την ίδια έκβαση, εντοπίζεται στους κόλπους του
πολιτικού λόγου ως κλειστού συνόλου. Ο ουσιαστικός πολιτικός λόγος στην φιλονικία
του µε τον εξεικονισµένο πολιτικό λόγο φαίνεται ότι έχει χάσει σηµαντικό έδαφος.
Ωστόσο, ισοπεδωτικές γενικεύσεις είναι επικίνδυνες, ιδιαίτερα όσον αφορά την

461
Βλ. Thompson, J.B., Ideology and Modern Culture, ό.π. σελ, 269.

180
πολιτική. Ο οπτικός πολιτικός λόγος µπορεί να είναι και ουσιαστικός αν αφεθεί στην
αθωότητα του γλωσσικού του κώδικα. Υπόθεση δύσκολη αλλά όχι πάντα απίθανη.
∆εχόµενοι τον οπτικό πολιτικό λόγο ως σύνολο σηµείων µπορούµε να
κατανοήσουµε καλύτερα την πρόταση του Γ. Βέλτσου ότι «το µήνυµα και η
πληροφορία που παρέχει ένας πολιτικός θεσµός-σηµείο έχει την ίδια διχοτοµική δοµή
µε το µήνυµα ενός γλωσσολογικού σηµείου»462. Ο Βέλτσος ακολουθώντας την
διχοτοµική φύση του γλωσσολογικού σηµείου που εισήγαγε ο F. De Saussure και την
αυθαίρετη σχέση µεταξύ τους θεωρεί ότι η ίδια λογική διέπει και το πολιτικό σηµείο –
θεσµό, στην περίπτωσή µας τον πολιτικό λόγο. Η σχέση πολιτικού σηµαίνοντος –
σηµαινόµενου είναι επίσης αυθαίρετη αλλά και πραγµατική για να µπορεί το σηµείο να
αντέχει θεσµικά463. Αυτή η φυσιοκρατία που εντείνεται από τον ρεαλισµό της εικόνας,
συνέχει τον πολιτικό λόγο και είναι αυτή που τον καθιστά θεσµικό και «αρµονικό»
όσον αφορά στο αποτέλεσµα της πρόσληψής του. Η «ακουστική εικόνα» του
τηλεοπτικού πολιτικού λόγου, αν και δεν µπορεί να αποφύγει την προφορική της
διάσταση (ως γνωστόν ο προφορικός λόγος δεν επιβάλλει αυστηρά όρια στην
αποκωδικοποίησή του), απωθεί την νοητική παρέµβαση του τηλεθεατή σε αυτήν γιατί
α) έχει αναχθεί σε θεσµική σηµειολογική συνθήκη και επειδή β) η σχέση σηµαίνοντος
σηµαινόµενου είναι απόλυτα αιτιολογηµένη στην συνείδηση του τηλεθεατή στα όρια
µιας φυσιοκρατίας που δεν χρήζει καµίας περαιτέρω ανάλυσης. Ουσιαστικά ο Βέλτσος
αναφέρεται στην δύναµη της συµβατικής (συµφωνηµένης) σηµασιοδότησης για την
οποία κάναµε λόγο και παραπάνω.
Αν αναλογιστούµε ότι οι οπτικοί κώδικες λειτουργούν ως κατεξοχήν αισθητικοί
κώδικες αλλά και το γεγονός ότι η αντιληπτική ικανότητα του τηλεθεατή
επικεντρώνεται στην πρόσληψη εικόνων (όταν έχει να επιλέξει µεταξύ ήχου και
εικόνας) οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι τελικά η εικονική- οπτική επένδυση του
λόγου είναι µια ψευδαίσθηση. Αυτό που πραγµατικά συµβαίνει είναι η λεκτική
επένδυση της εικόνας. Το πρωτεύον σύστηµα είναι η εικόνα. Ο τηλεοπτικός πολιτικός
λόγος είναι µια εικόνα µε αφηγηµατική λειτουργία. Ο Fiske υπογραµµίζει: «Κάθε

462
Βέλτσος, Γ., ό.π, σελ. 48.
463
«Όταν λέω ‘πραγµατική’ σχέση θέλω να τονίσω το γεγονός µιας διαδικασίας, ενός πολιτικού
συστήµατος καλύτερα, που θα είναι σε θέση να αναδεικνύει αβίαστα τη σηµειωτική εκφορά (σηµαίνον)
µέσα από την έννοια (σηµαινόµενο) κοινωνικών γεγονότων. Θα µειώνει δηλαδή όσο γίνεται
περισσότερο την υπαινικτική λειτουργία του σηµαίνοντος», στο ίδιο, σελ. 50.

181
αφήγηµα αποτελεί επανεγγραφή αυτών των ήδη καταγεγραµµένων ‘ειδών γνώσης’ του
πολιτισµού και κάθε κείµενο γίνεται κατανοητό µόνο στο βαθµό που επανεγγράφει και
απουσιάζει εκ νέου για εµάς αυτή την πραγµατικότητα»464. Η αφηγηµατική λειτουργία,
τουτέστιν, επιτυγχάνεται ακόµη κι όταν ο λεκτικός κώδικας απουσιάζει. Αυτή η
απουσία σε αρκετές περιπτώσεις, είναι εσκεµµένη και δεν επηρεάζει το νοηµατικό
αποτέλεσµα του µηνύµατος του τηλεοπτικού «λόγου», έτσι όπως τον οριοθετήσαµε465.
Η «αφηγηµατοποίηση» είναι ο τρόπος µε τον οποίο η τηλεόραση διαµορφώνει και
οργανώνει την αντίληψη, την εµπειρία, την γνώση και την πληροφορία µέσω της
µετατροπής τους σε αφηγήµατα466.
Ο λόγος ακόµη και στην πιο γενικευµένη του µορφή είναι πιο συγκεκριµένος
ακόµη κι από την ρεαλιστική τηλεοπτική εικόνα. Η άρθρωση λόγου, έστω και
αόριστου, ενέχει τον κίνδυνο της επιλογής, του περιορισµού του περιεχοµένου τελικά.
Ενέχει τον κίνδυνο της διατύπωσης µιας οπτικής γωνίας ή αλλιώς µιας πολιτικής
θέσης. Η τελευταία που είναι τελικά και το ζητούµενο στον πολιτικό λόγο, είναι
αποφευκτέα στην σύγχρονη πολιτική γιατί η ανάληψή της είναι ευθύνη. Η µετατόπιση
ευθύνης στον τηλεθεατή, ο οποίος καλείται να επενδύσει το σύνολο των εικόνων που
περνούν µπροστά από τα µάτια του είναι ένας ασφαλής τρόπος για να γείρουµε την
ζυγαριά προς το κοινό το οποίο πλέον επωµίζεται όχι µόνο τον ρόλο της
νοηµατοδότησης αλλά και της πολιτικής του ερµηνείας. Το ετερογενές και κατά κύριο
λόγο ασαφές αποτέλεσµα αυτής της διεργασίας έχει τον στόχο του σταδιακού
ξεθωριάσµατος της πολιτικής ευθύνης. Η τελευταία έχει περάσει πλέον από τόσα
πολλά στάδια αλλάζοντας συνεχώς φορείς που στο τέλος εξανεµίζεται, καθίσταται
ανούσια και άνευ αντικειµένου.
Η οπτικοακουστική πολιτική ρητορική ως σύνθετη µορφή λόγου δεν προσδοκά
να ενεργοποιήσει ορθολογικά κριτήρια στον λήπτη του µηνύµατος467. Προσδοκά όµως

464
Fiske, J., ό.π., σελ. 178.
465
Π.χ. βλ. διάφορες πολιτικές διαφηµίσεις οι οποίες δεν χρειάζονται την εκφορά λόγου για να κάνουν
αντιληπτό στο κοινό το µήνυµά τους. ∆εν στερούνται, ωστόσο, πολιτικού λόγου γι’ αυτήν και µόνο την
έλλειψη αφού παράγουν πολιτικά µηνύµατα. Απλά ο λόγος τους είναι µετασχηµατισµένος σε κινούµενες
εικόνες.
466
Όπως επισηµαίνει ο Γρηγ.Πασχαλίδης: «Με τον όρο ‘αφηγηµατοποίηση’ αναφέροµαι στο σύνολο της
ταυτόχρονης έλλογης και εικονικής αφηγηµατικής οικονοµίας που χαρακτηρίζει τον τρόπο µε τον οποίο
η τηλεόραση κατασκευάζει ή/και µεταποιεί τα αντικείµενά της», ό.π., σελ. 184.
467
«Η ρητορική του γραπτού κειµένου είναι η ρητορική του ορθολογισµού. Με την οπτικοακουστική
ρητορική εισερχόµαστε στην περιοχή του µαγικού», βλ. στο Lavoinne, Yves, ό.π., σελ. 20.

182
την κινητοποίηση του συναισθηµατικού του κόσµου αλλά και την ψυχολογική του
διέγερση. Αυτή η προσδοκία δεν έχει µόνο αρνητικές επιπτώσεις. Ο µη-ορθολογικός
οπτικός λόγος δεν είναι παράλογος. Είναι απλώς α-λογικός. Η πρόσληψή του ανάγεται
σε εµπειρία και αντλεί την σηµασιοδότησή της από αυτήν. Ας µην ξεχνάµε ότι και η
πρόσληψη των εικόνων της τηλεόρασης µε έναν συγκεκριµένο τρόπο είναι αποτέλεσµα
«εκπαίδευσης» του κοινού στην αποδοχή συγκεκριµένων εικόνων. Καθότι όπως πολύ
εύστοχα παρατηρεί ο G. Thompson «ως κοινό είµαστε πολύ καλά εκπαιδευµένοι στην
ανάγνωση του οπτικού, τόσο καλά που έχουµε ξεχάσει την εκπαίδευσή µας»468.
Εξάλλου η εξοικείωση και η οικειοποίηση εικόνων, συµπεριφορών αλλά και µορφών
469
οµιλίας είναι διαδικασία που ανήκει πρωτίστως στην σφαίρα του «ορατού» .
Εξοικειωνόµαστε µε αντικείµενα, ανθρώπους και καταστάσεις στις οποίες έχουµε την
δυνατότητα πρόσβασης καθηµερινά. Η οικειοποίηση προσφέρει ένα αφηγηµατικό
πλαίσιο «εντός του οποίου τα άτοµα αναδιατυπώνουν τις σκέψεις, τα αισθήµατα και τις
εµπειρίες τους, συνυφαίνοντας όψεις τις δικής τους ζωής µε την επανιστόρηση των
µηνυµάτων των µέσων, καθώς και µε τις αποκρίσεις τους στα εν λόγω µηνύµατα»470.
Η µη οπτική επαφή είναι συνώνυµη τις περισσότερες φορές µε την αποξένωση, ίσως
και την άγνοια. Εάν παρακολουθήσουµε ένα τηλεοπτικό πρόγραµµα της δεκαετίας του
’80, ακόµη κι αν µας φανεί οικείο, θα είναι πλέον «ξένο» σύµφωνα µε τον σύγχρονο
κώδικα που χρησιµοποιεί η όρασή µας. Γιατί και η όραση εξελίσσεται και
προσαρµόζεται ως αίσθηση ανάλογα µε τις προσλαµβάνουσες παραστάσεις που τις
είναι διαθέσιµες. Και η όραση έχει τις πολιτισµικές τις µεταβλητές. Ο τηλεοπτικός
πολιτικός λόγος που καταναλώνεται ως εικόνα υπακούει σε αυτές τις µεταβλητές. Εάν
ένας πολιτικός αρθρώσει τον πολιτικό του λόγου σε µη οικείο επικοινωνιακό
περιβάλλον (π.χ. σε ένα καταπράσινο λιβάδι αντί για το στηµένο πολιτικό σκηνικό του
υπουργείου του), είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει «τηλεοπτική δυσανεξία» η οποία
µπορεί να µεταφρασθεί είτε σε αποστροφή είτε σε απόρριψη είτε σε έκπληξη, δεν έχει
σηµασία. Αυτό που έχει σηµασία είναι ότι το περίεργο- διαφορετικό επικοινωνιακό
περιβάλλον θα απορροφήσει τις αισθήσεις του τηλεθεατή και όχι η ουσία του λόγου

468
Thompson, Gary, Rhetoric through Media, Allyn and Bacon, N.J 1997, σελ. 292.
469
Όπως αναλύει ο J. Thompson παραπέµποντας στον P. Ricoeur, «Οικειοποίηση ενός µηνύµατος είναι
ο έλεγχος του νοηµατικού του περιεχοµένου και η µετατροπή του σε κτήµα αυτού που το
οικειοποιείται», Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, ό.π., σελ. 80.
470
στο ίδιο, σελ. 81.

183
που ακούει γιατί πρώτα πρέπει να «τακτοποιήσει», να επαναφέρει σε µια κανονικότητα
στο µυαλό του τις άτακτες επικοινωνιακές συνθήκες που του παρουσιάζονται ξαφνικά.
Και αυτό χρειάζεται χρόνο, χρόνος που στην τηλεθέαση είναι µη αναστρέψιµος. Ο
τηλεθεατής δεν µπορεί να επιστρέψει στις εικόνες που µόλις πριν από δύο
δευτερόλεπτα πέρασαν από µπροστά του. Η τηλεοπτική πραγµατικότητα είναι µια
στιγµιαία ιστορική στιγµή εφήµερη, αδηφάγα ως προς την χρονική παράµετρο που δεν
επιδέχεται ανάδροµη προσπέλαση. Χρόνος που παρήλθε τηλεοπτικά είναι χρόνος
τηλεοπτικά νεκρός που δεν µπορεί να υποστεί άλλη επεξεργασία. Ο οπτικός πολιτικός
λόγος, λοιπόν, για να λειτουργήσει αποτελεσµατικά πρέπει να συµµαχήσει µε οπτικές
συνθήκες σταθερές και γνώριµες στην εµπειρία του τηλεθεατή για να µπορέσει να
κερδίσει την προσοχή του και την πάντα επιθυµητή του συναίνεση.
Η οπτική αντιµετώπιση ενός σηµείου συµπεριλαµβάνει δύο διαφορετικές
καταστάσεις. Η µία είναι η «κυριολεκτική» (“literal”) («βλέπω ότι είναι στο οπτικό µου
πεδίο») και η άλλη η «αλληγορική», ή «µεταφορική» (“figurative”) («µπορώ να δω
µόνο αυτό που είµαι προετοιµασµένος να δω»)471. Η πρώτη είναι η όραση µε τα µάτια,
η δεύτερη είναι η όραση µε την νόηση. Η δεύτερη είναι που ολοκληρώνει και επενδύει
πολιτισµικά αυτό που δέχεται ως σήµα η απλή οπτική πρόσληψη472. Θα µπορούσαµε
να πούµε ότι η νοηµατική όραση είναι εν γένει συγκριτική (συγκρίνει το αντικείµενο
της πρόσληψης µε υπάρχουσες εικόνες)473 και τελικώς αναγνωριστική (µετά την
σύγκριση και την ανεύρεση οµοιοτήτων και διαφορών ακολουθεί η κατηγοριοποίηση
του προσλαµβάνουσας εικόνας). Αν η συνθήκη της νοηµατικής όρασης
«υπολειτουργεί» τότε σηµαίνει ή ότι η κοινωνική σύµβαση που νοηµατοδοτεί την
οπτική παράσταση είναι ασθενής ή ότι το υποκείµενο που την προσλαµβάνει είναι µη
οικείο µε το συγκεκριµένο οπτικό περιβάλλον και κατ΄ επέκταση δεν έχει την γνώση να
το αποκωδικοποιήσει. Η ένδεια των «σηµειωτικών πηγών» (“semiotic resources”),

471
Thompson, Gary, ό.π., σελ. 295.
472
H όραση µε την νόηση είναι αυτό που ο Ν. Μεταλλινός αποκαλεί «ψυχολογική διάσταση της οπτικής
πρόσληψης». Όπως χαρακτηριστικά εξηγεί: «... Οι αντιλήψεις µας έχουν νοήµατα που αντικατοπτρίζουν
ψυχολογικές διαστάσεις της οπτική πρόσληψης. .. αντλούµε από την εµπειρία και ψάχνουµε µέσα από
αυτοµατοποιηµένα (υπολογισµένα) ερεθίσµατα για να προσδιορίσουµε αυτό το οποίο εξετάζεται», ό.π.,
σελ.18.
473
Αυτή η διαδικασία αποκαλείται από τον Ν. Μεταλλινό ως «αναγνώριση προτύπων», στο ίδιο, σελ.19.

184
όπως τις αποκαλούν οι Kress και Van Leeuwen,474 είναι ο ντετερµινισµός της
επικοινωνιακής αποτυχίας. Πάντως ως τηλεοπτικό κοινό στηριζόµαστε και
αφηνόµαστε στα ΜΜΕ να «δουν για εµάς» και µε τις δύο όψεις του «ορατού»,
περιορίζοντας τον ρόλο µας ως τηλεθεατών σε µια µη συµµετοχική δραστηριότητα,
ούτε καν αντανακλαστική ως προς τους εαυτούς µας. Τελικά ,όπως σωστά παρατηρεί ο
Cohen, «τα ΜΜΕ δεν µας λένε τί να σκεφθούµε αλλά για το τί πρέπει να
σκεφθούµε»475.
Κι ενώ η έννοια της συµµετοχής στο τηλεοπτικό συµβάν µειώνεται
αντιστρόφως ανάλογα µε την συµβατικοποίηση της εικόνας και του λόγου, το
παράδοξο είναι ότι την συµµετοχή έρχεται να αντικαταστήσει µια αίσθηση βιώµατος,
όσο ανακόλουθο κι αν φαίνεται αυτό το σχήµα. Ο τηλεθεατής της πολιτικής
συγκέντρωσης του Χ πολιτικού αρχηγού δεν έχει την αίσθηση ότι παρακολουθεί ένα
τηλεοπτικά µεταδιδόµενο γεγονός. Θεωρεί ότι µετέχει ο ίδιος σε αυτό. Το
«ψευδοβίωµα»476 είναι µια περίεργη κατασκευή, τόσο νοητική όσο και
συναισθηµατική που ενώ αντικαθιστά την πραγµατική εµπειρία δεν έχει τα ίδια
αποτελέσµατα µε αυτήν477. Είναι ένα κακέκτυπό της τόσο πιστά προσηλωµένο στην
πραγµατικότητα που η διαστρέβλωσή της δεν είναι εµφανής αλλά είναι πάντα
παρούσα. Τα αποτελέσµατά της προσοµοιάζουν µε αυτά µιας αρρώστιας που προχωρά
αργά αλλά σταθερά αποδοµώντας το ανοσοποιητικό σύστηµα του αρρώστου. Το

474
Οι συγγραφείς αναφέρουν δύο «σηµειωτικές πηγές» ή αρχές που παρεµβαίνουν στην παραγωγή και
πρόσληψη του λόγου. Η πρώτη είναι αυτή της «προέλευσης» (“provenance”) («από πού προέρχονται τα
σηµεία») που οµοιάζει αρκετά µε την έννοια του µύθου του R. Barthes. Η δεύτερη είναι το «δυνητικό
βιωµατικό νόηµα» (“experiential potential meaning”) που αφορά την δυνατότητα του αποκωδικοποιητή
του µηνύµατος να στραφεί στις υφιστάµενες γνώσεις του για να αναλύσει το περιεχόµενο του
µηνύµατος. Αυτή η πηγή οµοιάζει αρκετά µε την έννοια της µεταφοράς, βλ. σχετικά στο Kress, G.,
&Theo Van Leeuwen, ό.π. σελ. 10 κ.ε.
475
«Media do not tell us what to think, but they tell us what to think about”, στο Cohen, Bernard C., The
Press, The Public and Foreign Policy, Princeton University Press, Princeton 1963, σελ. 13.
476
Ο Γ. Πλειός αναλύει: «Το ψευδοβίωµα θέτει το θεατή σε εκείνη τη θέση, από την οποία παρατηρεί τα
γεγονότα από απόσταση ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα η συµµετοχή του ελέγχεται από το λόγο της
εικόνας. Κύριο χαρακτηριστικό του ψευδοβιώµατος είναι η εξ αποστάσεως συµβολοποιητική,
φαντασιακή συµµετοχή του τηλεθεατή στα διαδραµατιζόµενα στην τηλεοπτική οθόνη κατασκευασµένα
γεγονότα», ό.π., σελ. 391. Η διαφωνία µας µε τον Γ. Πλειό είναι ότι δεν θεωρούµε το ψευδοβίωµα ότι
συνιστά ούτε καν µορφή έµµεσης συµµετοχής αλλά στην καλύτερη περίπτωση µιας προσοµοίωσης
συµµετοχής. Για την ανάλυση της έννοιας του «ψευδοβιώµατος» βλ. σχετικά στο ίδιο σελ. 378 κ.ε.
477
Ο W.Lippmann, ο πρώτος που ανέλυσε την έννοια του ψευδοβιώµατος γράφει χαρακτηριστικά: «Τα
µόνα αισθήµατα που µπορεί να έχει κάποιος για ένα γεγονός, το οποίο δεν γεύεται, είναι τα αισθήµατα
που γεννάει για το γεγονός αυτό η διανοητική εικόνα». Αναφέρεται στο Πλειός, Γ., ό.π. σελ. 388.
Αναλυτικά οι απόψεις του W. Lippman στο Κοινή Γνώµη, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1988.

185
«ανοσοποιητικό σύστηµα» ενός πολίτη είναι η πολιτική του κρίση η οποία σιγά σιγά
εξασθενεί αφού αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από την τηλεοπτική λογική. Την λογική
του θεάµατος και της υποκατάστασης εµπειριών.
Η προσωποποίηση της πολιτικής είναι ένας σηµαντικός παράγοντας που
ενίσχυσε αλλά και ενισχύθηκε από την σηµασία του συµβολικού περιβάλλοντος.
Προσέφερε και αυτή στην ρεαλιστική αναπαράσταση λόγου και καταστάσεων αφού το
προσωπικό, ως πιο συγκεκριµένο είναι και πιο εύκολα προσβάσιµο και πιστευτό478.
Ενίσχυσε επίσης την αναγνωρισιµότητα των πολιτικών αλλά και την ιδιαιτερότητα του
λόγου τους. Ο τηλεθεατής που παρακολουθεί µε µια µέση συχνότητα πολιτικές
εκποµπές και συζητήσεις µπορεί να µην βλέπει ουσιαστική διαφορά στο περιεχόµενο
της πολιτικής ρητορικής που εκτίθεται στα ΜΜΕ αλλά γνωρίζει τα ιδιαίτερα
γνωρίσµατα που έχει µορφολογικά ο λόγος κάθε πολιτικού, τουλάχιστον των
«τηλεοπτικών πολιτικών». H τηλεόραση, όπως τονίζει ο Montgomery, «είναι ένα
οικείο, φυσικό µέσο. Αφήνει το κοινό να δει τον πρωταγωνιστή κατά πρόσωπο και να
ακούσει κάθε απόχρωση της φωνητικής του παρουσίας. Γι’ αυτό απαιτεί ένα
‘ειλικρινές’ και συναισθηµατικά διαφανές στυλ»479. Η οπτικοποίηση του πολιτικού
λόγου σηµατοδοτεί µια σαφή νίκη της µορφής έναντι του περιεχοµένου ακόµη και στο
ευαίσθητο πεδίο της πολιτικής όπου απαιτείται η µετατροπή της µορφής σε
περιεχόµενο και όχι η απορρόφηση του τελευταίου.

3.2.7. Η αισθητικοποίηση του λόγου και της πολιτικής480


Αναπόδραστη συνέπεια της οπτικοποίησης του λόγου είναι και η υιοθέτηση
κωδίκων αισθητικής που καλούνται να εξυπηρετήσουν τον λόγο που περισσότερο

478
Όπως σηµειώνει ο G. Thompson: «Μία έξυπνη και ειλικρινής φωνή πλαισιωµένη µε ένα αξιοσέβαστο
πρόσωπο και κουστούµι µπορεί να µας πείσει ότι αυτό που ακούµε δεν είναι µόνο ειλικρινές (αληθινό)
αλλά και όλη η ιστορία», στο Thompson, G., ό.π. σελ. 301.
479
Βλ σχετική αναφορά στο Cameron, Deborah, «Globalizing ‘ communication’», ό.π., σελ. 34.
480
Η αισθητική ανάλυση των τηλεοπτικών «προϊόντων» είναι αντικείµενο έρευνας και σχολιασµού ενός
ειδικού κλάδου της θεωρίας των ΜΜΕ µε τίτλο «Television Aesthetics». Ο συγκεκριµένος κλάδος
συντίθεται κυρίως από µελέτες των επιστηµών της αντιληπτικής ψυχολογίας, τις νευροφυσιολογίας, της
κριτικής της τέχνης και της επικοινωνίας. Επίσης οι θεωρητικές κατευθύνσεις που επικρατούν στον
κλάδο έχουν τις ρίζες τους σε αντίστοιχα φιλοσοφικά ή καλλιτεχνικά ρεύµατα. Μια πολύ κατατοπιστική
µελέτη πάνω στο «Television aesthetics» είναι του Ν. Μεταλλινού, ό.π. Ο Ν. Μεταλλινός εδράζει την
µελέτη του πάνω σε τρεις παράγοντες-βάσεις, όπως τις αποκαλεί: Τον αντιληπτικό (perceptual), τον
γνωστικό (cognitive) και τον συνθετικό (compositional).

186
βλέπουν οι τηλεθεατές και λιγότερο ακούνε. Η τηλεοπτική αισθητικοποίηση που
υφίσταται ο τηλεοπτικός λόγος αποτελεί την µετουσίωση αφηρηµένων ιδεολογικών
κωδίκων σε ένα σύστηµα υλικών κοινωνικών κωδίκων. Ο «υλισµός» του αισθητικού,
ωστόσο, δεν είναι µονόδροµος. Αφορά συνήθως τον φορέα της αισθητικής (το
υποκείµενο που εκφέρει τον λόγο). Το «άυλο» κοµµάτι (το περιεχόµενο του λόγου)
είναι επίσης υλικό από την άποψη ότι δεν διαχωρίζεται κατά την πρόσληψή του από
τον υλικό φορέα που το εκφέρει. Ο εν λόγω υλισµός, όποια µορφή κι αν µετέρχεται
είναι αναµφίβολα ιδεολογικός.
Η αίσθηση της όρασης δεν ήταν ποτέ απαλλαγµένη από «αισθητικούς»
περιορισµούς και δοξασίες. Οι τελευταίοι δεν επαφίενται τόσο στην υποκειµενική
κρίση του ατόµου αλλά είναι κοινωνικά προσδιορισµένοι από τις εκάστοτε ισχύουσες
αντιλήψεις περί αισθητικής. Αυτές οι αντιλήψεις συνήθως εκπορεύονται από τα
ισχύοντα κάθε φορά ρεύµατα στον χώρο της τέχνης αλλά και από στερεότυπα.
Τα αισθητικά σηµεία είναι καταρχήν λιγότερο συµβατικοποιηµένα, λιγότερο
αυθαίρετα και επιδέχονται πολλαπλές υποκειµενικές προσεγγίσεις. (π.χ. ένα έργο
τέχνης). Ο αισθητικός κώδικας της τηλεόρασης, ωστόσο, δεν φαίνεται να υιοθετεί τα
βασικά γνωρίσµατα των αισθητικών κωδίκων. Τουναντίον, η αισθητική που προβάλλει
αποδεικνύεται έντονα συµβατική και ως προς την παραγωγή της και ως προς την
πρόσληψή της. Το φαινόµενο αυτό δεν οφείλεται προφανώς σε µια εγγενή αδυναµία
του αισθητικού κώδικα που τον καθιστά ανακόλουθο µε τους κανόνες της ίδιας του της
φύσης. Πρόκειται για την µεταλλαγή του σε ένα νέο είδος αισθητικού κώδικα που δεν
δίστασε να αρνηθεί τα όρια της ελευθερίας του και να περιορισθεί σε πιο συµβατές
µορφές για χάρη της δηµοσιότητας της ευρείας αποδοχής του. Το υπέδαφος ήταν
έτοιµο για αυτήν την µετάλλαξη. Από την µία το ίδιο το µέσο, η τηλεόραση που
υπαγορεύει συγκεκριµένες µεθόδους και τεχνικές µετάδοσης του πολιτικού µηνύµατος,
και από την άλλη η εξυπηρέτηση του τηλεοπτικού-καταναλωτικού κοινού που
προσδοκά την κωδικοποίηση των µηνυµάτων µε τον αισθητικό κώδικα που γνωρίζει
και βιώνει καθηµερινά. Σε αυτήν την διµερή σχέση δεν πρέπει να παραλείψουµε και τις
προσδοκίες των επικοινωνών και ιδιαίτερα των πολιτικών επικοινωνών που δεν έχουν
καµία διάθεση να αποκλίνουν από τα αισθητικά πρότυπα, µάλλον αγωνίζονται για την
διατήρησή τους.

187
Η ευρύτερη σχέση τέχνης και πολιτικής είναι αµφίσηµη και αµφοτεροβαρής,
ωστόσο η ανάλυση της δεν είναι αντικείµενο της παρούσας µελέτης. Το ενδιαφέρον
όσον αφορά στον πολιτικό λόγο επικεντρώνεται στην ανάλυση της σχέσης των
σύγχρονων προτύπων αισθητικής µε την πολιτική αλλά και την αναπόδραστη
αισθητική χροιά που έχει προσλάβει ο πολιτικός λόγος. Το ερώτηµα που γεννάται
εύλογα είναι: Πώς αναλύεται ο ισχύον κώδικας αισθητικής και ποιός είναι ο βαθµός
διείσδυσής του στο εργαλείο έκφρασης της πολιτικής, τον πολιτικό λόγο;
∆ίχως άλλο η σύγχρονη κουλτούρα, που περιγράφηκε ακροθιγώς στο
προηγούµενο κεφάλαιο, έχει τα δικά της αισθητικά πρότυπα, ακόµη κι αν αυτά είναι
ασαφή και αόριστα πολλές φορές. Η σύγχρονη αισθητική προάγει σε αντίθεση µε τα
προτάγµατα της αποπολιτικοποίησης και αποϊδεολογικοποίησης που κατηγορείται ότι
υπηρετεί, το προσωποποιηµένο στυλ, την προσωπική έκφανση της αισθητικής. «Ο
υποκειµενισµός είναι έντονος, χωρίς µολαταύτα να διαφαίνεται η ιδιοτέλειά του»481.
Αν και κανείς δεν αµφισβητεί την οµογενοποίηση που έχει κατακλύσει όλες τις
πλευρές της κοινωνικής έκφρασης του ατόµου, η επιτυχία των ΜΜΕ είναι ότι έχουν
πείσει τον τηλεθεατή ότι προσπαθούν να εξυψώσουν και να βοηθήσουν τις διαδικασίες
της πρoσωπικής του επιλογής που αντιµετωπίζεται εν είδη συνεισφοράς στην κοινωνία.
∆ανειζόµενοι τον όρο της «µαζικής εξατοµίκευσης» από τον Μ. ∆ερτούζο482, αν και
αναφέρεται σε διαδικασίες παραγωγής προϊόντων, θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε
ότι οι προσωπικές επιλογές των πολιτικών υπακούουν στην λογική µιας εξατοµίκευσης
µε όρους µαζικότητας. Το εξατοµικευµένο στυλ παράγεται µαζικά µε µικρές διαφορές
που προσφέρουν την επίφαση της πρωτοτυπίας, της ατοµικής επιλογής, της
κυριαρχίας483. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει την παραπάνω συνθήκη ο Adorno «οι
παρεκκλίσεις έχουν σήµερα περιοριστεί σ’ ένα είδος πολλαπλής επιλογής (multiple
choice) µεταξύ ελάχιστων εναλλακτικών λύσεων»484.

481
Barthes, R., ό.π., σελ. 227.
482
Βλ. σχετικά στο ∆ερτούζος, Μιχ., Τί µέλλει γενέσθαι: Πώς ο νέος κόσµος της πληροφορικής θα
αλλάξει την ζωή µας, (µτφρ. Κρίστυ Κουνινιώτη), «Νέα Σύνορα», εκδ. οίκος Λιβάνη, Αθήνα 1998, σελ.
253 κ.ε.
483
«Στη βιοµηχανία της κουλτούρας, η έννοια του αυθεντικού στυλ εµφανίζεται ως αισθητικό
ισοδύναµο της κυριαρχίας. Η θεώρηση του στυλ ως αισθητικής νοµιµότητας είναι ένα ροµαντικό όνειρο
του παρελθόντος», Horkheimer, Max & Theodor Adorno, Η ∆ιαλεκτική του ∆ιαφωτισµού, ό.π. σελ. 152.
484
Adorno, Theodor, «Η τηλεόραση και η διαµόρφωση της µαζικής κουλτούρας», ό.π. σελ. 94.

188
Οι πολιτικοί, λοιπόν, έχουν εκ πρώτης όψεως εντρυφήσει στην παραπάνω
λογική και θα έλεγε κανείς ότι οι λόγοι που εκφέρουν αποτυπώνουν σε ένα βαθµό, αν
και διακριτικά, το ιδιαίτερο αισθητικό κριτήριο του καθενός ξεχωριστά. Μια πιο
κριτική µατιά, ωστόσο, συντείνει στην άποψη ότι το αισθητικό πρότυπο είναι ίδιο για
όλους, αυτό που διαφέρει είναι ο βαθµός προσαρµογής ή µη σε αυτό.
Ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται στην τηλεόραση ακόµη κι αν είναι πλούσιος
νοηµάτων πρέπει να είναι και αισθητικά «σωστός». Η φράση του “politically correct”
επαναδιατυπώνεται µε σύγχρονους όρους ως “aesthetically correct”. Το αισθητικό και
το πολιτικό διαπλέκονται επικίνδυνα ενώ είναι διαφορετικές κατηγορίες. Όπως η
πολιτική πάλεψε για την διεκδίκηση της αυτονοµίας της από την ηθική τώρα καλείται
να οριοθετήσει την σχέση της µε την αισθητική. Η αισθητική συγκρότηση του
πολιτικού λόγου, όπως παρατηρεί ο Γ. Πλειός, «είναι άρρηκτα δεµένη µε την ηθική και
την πολιτική. Κάθε αισθητική επιλογή είναι ηθικά και πολιτικά θεµελιωµένη. Οι λέξεις
και τα λεκτικά σχήµατα, η εµφάνιση, το βάδισµα, το ύφος της οµιλίας κ.ο.κ. Όλα αυτά
υπακούουν στην ηθική της σκληρής προσπάθειας, της σοβαρότητας, της φιλοπονίας,
της αµέριστης αφοσίωσης στο κοινό συµφέρον και στο πνεύµα επίτευξης διαρκώς νέων
επικών κατακτήσεων»485.
Ο γλωσσικός κώδικας οφείλει να είναι εύηχος, αποδεκτός πολιτικά αλλά και
οπτικά. Ένας άρτια δοµηµένος πολιτικός λόγος κινδυνεύει να µείνει στα αζήτητα εάν ο
φορέας του, τουτέστιν ο οπτικά αναπαριστώµενος φορέας του (δηλαδή ο οµιλητής),
δεν ικανοποιεί αισθητικά τον ακροατή. Η ενδυµασία, οι κινήσεις, η συνολική εµφάνιση
του πολιτικού εκπροσώπου πρέπει να δηµιουργεί καλές ή κακές εντυπώσεις. ∆εν έχει
σηµασία. Η ουσία είναι ότι καταρχήν πρέπει να προκαλεί εντυπώσεις και να
συµβαδίζει µε το περιεχόµενο του λόγου που εκφέρεται. ∆εν είναι τυχαίο ότι ένας
φαινοµενικά, τουλάχιστον, ανατρεπτικός λόγος συνοδεύεται από µια αισθητικά
ανατρεπτική εµφάνιση η οποία προδιαθέτει προς την συγκλίνουσα αποκωδικοποίηση
του λόγου που πρόκειται να ερµηνευθεί.
Η αισθητικοποίηση του πολιτικού λόγου λαµβάνει χώρα σε δύο επίπεδα: α) ως
προς την γλώσσα, στον γλωσσικό κώδικα που χρησιµοποιείται β) ως προς τον φορέα
του λόγου που εκφέρεται, δηλαδή τον εκάστοτε πολιτικό ρήτορα-οµιλητή. Τα δύο

485
Βλ. Πλειός, Γ., ό.π. σελ. 444.

189
επίπεδα, αν και διακριτά, συµπλέκονται µε την βοήθεια της τηλεόρασης σε µια
περίεργη ενότητα που ο τηλεθεατής αδυνατεί, ως επί το πλείστον, να διακρίνει στα
βασικά συστατικά της. Το αποτέλεσµα (η αποδοχή ή η απόρριψη του λόγου από τον
αποδέκτη) είναι ενιαίο και αδιαχώριστο. Ο πολιτικός λόγος καθίσταται ένα
αισθητικοποιηµένο αντικείµενο, µια εικόνα που πωλείται και καταναλώνεται µε βάση
κριτήρια αισθητικά και λιγότερο κριτικά. Η κριτική τείνει να υποκύπτει στην
επιβλητικότητα της εικόνας που αυθυποβάλλει, µορφοποιεί, νοµιµοποιεί ή απορρίπτει
σε πρωθύστερο χρόνο, στην καλύτερη περίπτωση σε ταυτόχρονο.
Η επιβολή αισθητικών κανόνων στον γλωσσικό κώδικα που χρησιµοποιείται
ωθεί τον οµιλητή στην χρήση γλωσσικών κλισέ που δεν προσβάλλουν την γλωσσική
αισθητική του δέκτη, ή τουλάχιστον δεν την προκαλούν. Όταν επιτυγχάνουν το
τελευταίο, σηµαίνει ότι ή ο οµιλητής έχει παρεκκλίνει επικίνδυνα από τα γλωσσικά ήθη
ή ότι η παρέκκλιση είναι συνειδητή πολιτική επιλογή του. Ο τηλεοπτικός πολιτικός
λόγος, τις περισσότερες φορές, επειδή µετέρχεται όρων και συντακτικών µεθόδων
γνωστών και ευρέως διαδεδοµένων «αποκοιµίζει» ή καθίσταται ανούσιος. Αυτό είναι
ένα ακόµη παράδειγµα της υποταγής του περιεχοµένου στον βωµό της µορφολογικής
και αισθητικής αρτιότητας. Το αν αυτή η υποταγή είναι ένσκοπη ενέργεια και
οφείλεται είτε στο γεγονός ότι το περιεχόµενο έχει υποστεί σοβαρές ρωγµές ή στο ότι
είναι αποτέλεσµα της ενσωµάτωσής του στην οθόνη είναι ζήτηµα ερµηνείας. Πάντως
µια λογική εξήγηση θα µπορούσε να σταθεί στο επιχείρηµα ότι, αφού υπάρχουν ακόµη
πολιτικοί λόγοι που δεν προκαλούν απάθεια αλλά εγρήγορση, το επιχείρηµα που
επιρρίπτει όλο το βάρος στην τεχνολογία του διαύλου µετάδοσης (ΜΜΕ) είναι µάλλον
δυσανάλογο. Όπως παρατηρεί και ο Enzensberger: «Αυτά τα στοιχεία στην αισθητική
των ΜΜΕ απαιτούνται από τις κοινωνικές σχέσεις. ∆εν είναι αποτέλεσµα της δοµής
των µέσων. Τουναντίον έρχονται σε αντίθεση µε αυτά γιατί η δοµή τους απαιτεί
αλληλόδραση»486.
Ένα χαρακτηριστικό που προκύπτει από τις παραπάνω διαπιστώσεις είναι η µη-
ορθολογικότητα του πολιτικού λόγου, ο οποίος δεν οφείλει να εξηγήσει τον εαυτό του.
Αυτόν τον ρόλο τον έχει αναλάβει το επικοινωνιακό περιβάλλον που τον
περιτριγυρίζει. Ο πολιτικός λόγος είναι αισθαντικός, συναισθηµατικός. ∆εν στοχεύει

486
Enzensberger, H.Μ, ό.π. σελ.124.

190
στην λογική αλλά στο συναίσθηµα του ακροατή. Προσδοκά να συγκινήσει και όχι να
ενεργοποιήσει µηχανισµούς κριτικής θεώρησής του. Η συναισθηµατική του
«πληρότητα» εξυπηρετείται από τις διεργασίες της οικειοποίησης και της
προσωποποίησης του.
Η συναισθηµατική παράµετρος στον πολιτικό λόγο δεν είναι βεβαίως γνώρισµα
που εισήγαγαν τα ΜΜΕ, αλλά οπωσδήποτε ανέδειξαν και εντατικοποίησαν την «χρήση
του», µέσα από την τηλεοπτική οθόνη που λειτουργεί ως καθρέφτης των
συναισθηµάτων του παρουσιαζόµενου. Σύµφωνα µε τον Μ.Scheler, τα συναισθήµατα
και οι συγκινήσεις πρέπει να αντιµετωπίζονται µε την ίδια προσοχή όπως και η λογική
αφού: «… Λόγος και Συγκίνηση έχουν την ίδια σηµασία στον τρόπο που οι άνθρωποι
προσεγγίζουν την πραγµατικότητα, η γνώση της λογικής είναι άλλου τύπου γνώση από
τη γνώση που αποκτά ο άνθρωπος ενορατικά δια των συγκινήσεων»487. Εξάλλου, όλες
οι πολιτικές καταστάσεις αποκτούν µικρή ή µεγάλη ένταση και έκταση ανάλογα µε την
επένδυση θυµικού που κάνουν πάνω σε αυτές τα άτοµα488. Πρόβληµα προκύπτει όταν
το συναίσθηµα, η συγκίνηση και άλλες τέτοιες ψυχικές διεργασίες υπερκαλύπτουν
λογικές διεργασίες απαραίτητες για την αποτίµηση του προσλαµβανόµενου πολιτικού
µηνύµατος, και χρησιµοποιούνται µε χειραγωγικούς σκοπούς. (π.χ. ο λαϊκισµός και ο
λαϊκιστικός λόγος).

487
Αναφέρεται στο ∆εµερτζής, Νίκος. «Λαϊκισµός και Μνησικακία. Μια συµβολή της (πολιτικής)
κοινωνιολογίας των συγκινήσεων», ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τεύχος 12, Άνοιξη 2004, σελ. 80.
488
Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί και σχολιάζει ο Ν. ∆εµερτζής: «…. µέσω των συναισθηµάτων
εξασφαλίζεται σε κάθε κοινωνία η αναπαραγωγή του τρόπου πολιτικής κυριαρχίας. Τί νόηµα έχει,
αίφνης, η κυριαρχία (ως υποταγή και συµµόρφωση) ή η αυθεντία (ως εθελούσια υπακοή) δίχως την
καταλυτική µεσολάβηση του θυµικού; Τι θα µπορούσε, τελικά, να είναι µια πολιτική κινητοποίηση, µια
εξέγερση ή µια επανάσταση, ας πούµε, χωρίς το συγκινησιακό της φορτίο;», στο ίδιο, σελ. 78.

191
192
ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ:
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΜΙΚΗ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΝΟΜΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ:

Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΟΡΙΖΟΥΣΑ
ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΜΜΕ

4. Αντί για εισαγωγή…


Το «σταυρικό» σηµείο και η πρόκληση, παράλληλα που καλείται να διαβεί µε
επιτυχία η σύγχρονη δηµοκρατία είναι η συνάρθρωση διαφορετικών και άτυπων
µορφών εξουσίας489. Πρόκειται για την απόληξη µιας διαχρονικής αλληλόδρασης
πολιτικού και νοµικού στοιχείου που πήρε σάρκα και οστά µέσα από το Κράτος
∆ικαίου, µια πάλη που του έδωσε την δυνατότητα να διευρύνει το περιεχόµενο και την
έκτασή του, να δώσει πνοή σε νέες µορφές άσκησης εξουσίας. Αναγκαία διεύρυνση
και αναπόφευκτη δηµοκρατική εξέλιξη ήταν η µετάβαση σε νέες µορφές επιρροής και
εξουσίας που αν και θεµελιώθηκαν σε δηµοκρατικά αξιώµατα, δεν έτυχαν του
ανάλογου δηµοκρατικού ελέγχου. Μια τέτοια µορφή εξουσίας που ακροβατεί
επικίνδυνα µεταξύ της πολιτικής και της νοµικής ισχύος είναι τα ΜΜΕ. Τα τελευταία
έχουν την διαπλαστική ικανότητα άλλοτε να ταυτίζουν πολιτική και νοµική εξουσία
και άλλοτε να τις διαχωρίζουν επικίνδυνα. Η σύγχρονη διάκριση των εξουσιών
οµαδοποιείται ως εξής: Από την µία το τρίπτυχο Νοµοθετική, Εκτελεστική και
∆ικαστική εξουσία και από την άλλη η Επικοινωνιακή Εξουσία (ΜΜΕ) η οποία
στέκεται κριτικά, επικριτικά πολλές φορές και υπεροπτικά απέναντι στις παραδοσιακές
µορφές εξουσίας.
Η νοµική σχέση πολιτικού λόγου και ΜΜΕ, λοιπόν, είναι ουσιαστικά η
ανάλυση του θεσµικού πλαισίου που ορίζει και περιορίζει, παράλληλα, την συνύπαρξη

489
«Σταυρικό σηµείο» το αποκαλεί ο Ε. Βενιζέλος στο: Το Αναθεωρητικό Κεκτηµένο Το συνταγµατικό
φαινόµενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, εκδ. Αντ. Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-
Κοµοτηνή 2002, σελ. 197.

193
µεταξύ τους. Έννοιες όπως η πολυφωνία, ο πλουραλισµός, η ισότητα πρόσβασης στα
ΜΜΕ και η ίση µεταχείριση των πολιτικών στην τηλεοπτική σφαίρα της δηµοσιότητας
είναι θέµατα που αφορούν άµεσα την εκφορά του πολιτικού λόγου και δεν αποτελούν
µόνο διαδικαστικές αρχές στο πλαίσιο µιας διαβουλευτικής δηµοκρατίας κατά το
πρότυπο του Habermas κυρίως αλλά και άλλων υποστηρικτών αυτού του µοντέλου. Οι
όροι διαµόρφωσης του τηλεοπτικού τοπίου συνιστούν παράγοντες διαµόρφωσης και
του πολιτικού λόγου. Η θεσµική ορίζουσα οφείλει να παρέχει όλα τα εχέγγυα και τις
νοµικές εγγυήσεις για έναν πολιτικό λόγο διαδικαστικά αλλά και ουσιαστικά
δηµοκρατικό. ∆ηµοκρατικός είναι ο πολιτικός λόγος που µπορεί να διαιρείται σε τόσα
υποκείµενα-φορείς τουλάχιστον όσοι και οι πολιτικοί σχηµατισµοί στην χώρα.
∆ηµοκρατικός είναι ο πολιτικός λόγος που παρέχει επαρκή πληροφόρηση στον πολίτη
και δεν αναλώνεται σε «θεαµατικές» και συµβολικές- συνθηµατολογικές
αναπαραστάσεις, συντηρώντας ένα παράλογο πολιτικό σκηνικό ανούσιων
αντεκδικήσεων κενών πολιτικού περιεχοµένου. Η θεσµική ορίζουσα, λοιπόν, µπορεί να
αναδείξει τον πολιτικό λόγο σε πρωταγωνιστή της πολιτικής ή της τηλεόρασης
αντίστοιχα. Στην τελευταία περίπτωση, ο πολιτικός λόγος εντάσσεται και αυτός στην
συνεχή τηλεοπτική ροή ως ένα προϊόν του. Η επικοινωνιακή εξουσία, ως de facto
πλέον συµµέτοχος στο πολιτικό παιχνίδι, µετατρέπει τους συν-αγωνιστές της σε
απλούς παρατηρητές.
Το τρίπτυχο Πολιτική – Κράτος ∆ικαίου- ΜΜΕ αποτελεί τον εξουσιαστικό
τρίποδα πάνω στον οποίο στηρίζεται η σύγχρονη δηµοκρατία. Η ανάλυση του πρώτου
και του τρίτου πυλώνα (Πολιτική και ΜΜΕ) αυτής της «κυβερνητικής» συµµαχίας,
αναλύεται ως ειδικότερη θεµατική στην πολιτική διάσταση της παρούσης µελέτης, ενώ
η σχέση του Κράτους, ως φορέα οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας, και των ΜΜΕ
είναι το αντικείµενο ανάλυσης της νοµικής διάστασης, όπως, επίσης, και οι
προεκτάσεις αυτής της σχέσης στους πολίτες-τηλεθεατές.
Μια γενική και αφηρηµένη νοµική ανάλυση, όµως, θα καθιστούσε την ύλη του
παρόντος κεφαλαίου αχανή όσο και αόριστη. Η πρόκριση και η προτίµησή µας σε µια
οιονεί νοµικο-πολιτική διάσταση αυτής της σχέσης, καθιστά σαφές από την αρχή, ότι
στόχος µας δεν είναι µια ακραιφνώς νοµική ανάλυση αλλά µια πολιτική µε νοµικές
προκείµενες. Η σχέση Συντάγµατος και Πολιτικής ή «Πολιτείας» κατά τους ορισµούς

194
του Αριστοτέλη490 είναι µια σχέση που συνεχώς ακροβατεί σε ένα «τεντωµένο σκοινί»
µε επικίνδυνες ισορροπίες και παγίδες. Αυτή η οριακή συνύπαρξη και σχέση του
Συντάγµατος, ως το νοµικό θεµέλιο µιας πολιτείας, και Πολιτικής, µε την έννοια που
δίνει στην Πολιτική η Mouffe491, ως πρακτική πολιτικών διαδικασιών και µεθόδων,
είναι ακριβώς η εννοιολογική απαρχή της παρούσας έρευνας. Αναζητούµε, µε άλλα
λόγια την νοµική διάσταση ή πλαισίωση του πολιτικού και όχι το αντίστροφο. Η
παραπάνω περιφραστική διατύπωση µας κατευθύνει λίγο πολύ στον περιεκτικό όσο και
πολυσήµαντο ορισµό που σκιαγραφεί το ιστορικό µόρφωµα του Κράτους ∆ικαίου492,
ενός κράτους που στηρίζεται πάνω στο δίκαιο ή ενός δικαίου που στηρίζει την
εφαρµογή του σε ένα ισχυρό κράτος. Εξάλλου η κοινωνία της πληροφορίας και η
διεύρυνση του επικοινωνιακού χώρου και γενικώς η διεύρυνση του «δηµόσιου» χώρου
δεν είναι αυτοφυή «τεχνάσµατα» της σύγχρονης δηµοκρατίας που προέκυψαν εκ του
µηδενός αλλά απολήξεις και κοινωνικά µορφώµατα της πολύπλευρης διαστολής του
δικαιώµατος της έκφρασης σε συνάρτηση µε το δυναµικό και συνεχώς εξελισσόµενο
δικαίωµα της πληροφόρησης ή ενηµέρωσης. Το ουσιαστικό περιεχόµενο αυτών των
δικαιωµάτων δεν υπόκειται πάντα στην κανονιστική ή «δικαστική αρµοδιότητα του
δικαίου». Οι διαστάσεις που προσλαµβάνει εκάστοτε αποτελούν συνάρτηση του
«κοινωνικού» σε συνδυασµό µε το «πολιτικό», όπως αυτά εµφανίζονται σε µια
συγκεκριµένη πολιτική κοινωνία. Στο σύγχρονο διευρυµένο κράτος δικαίου το δίκαιο
συνυφαίνεται µε την πολιτική σε έναν αέναο κύκλο διαλεκτικής σύγκρουσης που

490
Όπως εξηγεί ο Αντ. Μανιτάκης: «Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά χρησιµοποιεί τον όρο ‘Πολιτεία’ µε
τη σηµασία που εµείς αποδίδουµε σήµερα στον όρο ‘Σύνταγµα΄, ανάγοντας τελικά την έννοια της
πολιτείας σε εκείνη του πολιτεύµατος. Στην πολιτική φιλοσοφία του οι όροι ‘Σύνταγµα’, ‘Πολιτεία’ και
‘Πολίτευµα’ είναι ταυτόσηµοι και η ταυτότητα αυτή εκφράζει την οργανική ενότητα που παρατηρείται
στην αθηναϊκή πολιτεία µεταξύ (νοµικής) µορφής και (πολιτικού) περιεχοµένου ή ουσίας, µεταξύ
κρατικής εξουσίας και πολιτών», Ελληνικό Συνταγµατικό ∆ίκαιο Ι, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα,
Θεσσαλονίκη 2004 σελ. 94.
491
«Με τον όρο ‘το πολιτικό’ αναφέροµαι στην διάσταση του ανταγωνισµού που είναι εγγενής στις
ανθρώπινες σχέσεις, ενός ανταγωνισµού που µπορεί να λάβει πολλές µορφές και να αναδυθεί σε
διάφορους τύπους κοινωνικών σχέσεων. Η ‘πολιτική’ από την άλλη, δηλώνει το σύνολο των πρακτικών,
λόγων και θεσµών που έχουν ως σκοπό τους την καθιέρωση µιας ορισµένης τάξης και την οργάνωση της
ανθρώπινης συνύπαρξης υπό συνθήκες που πάντα εγκυµονούν συγκρούσεις καθώς επενεργεί σε αυτές η
διάσταση του ‘πολιτικού’», Mouffe, Chantal, Το ∆ηµοκρατικό Παράδοξο, (µτφρ. Αλ. Κιούπκιολης,
προλ, επιµ. Γ. Σταυρακάκης), εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004, σελ.186.
492
Όπως επισηµαίνει ο Αντ. Μανιτάκης: «Το µεγαλύτερο πρόβληµα στην µελέτη της έννοιας του
Κράτους δικαίου ανακύπτει από την εξαιρετικά πλούσια ποικιλία των σηµασιών που έχει, κατά καιρούς,
αποκτήσει, η οποία καθιστά αδύνατη τη διατύπωση ενός ορισµού ενιαίου, ικανού να περικλείει όλες τις
ιστορικές παραλλαγές και τις θεωρητικές αποχρώσεις της», Κράτος ∆ικαίου και ∆ικαστικός Έλεγχος της
Συνταγµατικότητας, Ι, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 38.

195
ανατροφοδοτείται συνεχώς από τις έριδες, τις αντιθέσεις και τα σηµεία τριβής που
κάθε φορά δηµιουργούνται. Εξάλλου, η ειρηνική συνύπαρξη Πολιτικής και ∆ικαίου
αντανακλά την αιώνια επιθυµία και προσπάθεια του Κράτους ∆ικαίου να είναι τύποις
και ουσία ένα «∆ίκαιο» «Κράτος».
Η ελευθερία έκφρασης αποτελούσε πάντα δηµοκρατικό διακύβευµα στις
φιλελεύθερες δηµοκρατίες και άµεση υποχρέωση του κράτους η διασφάλιση της
απρόσκοπτης άσκησης και λειτουργίας του δικαιώµατος. Η συνταγµατική θεωρία για
το εν λόγω δικαίωµα είναι πλούσια, ιδιαίτερα προβληµατική, ωστόσο, φαίνεται να
είναι η σύγχρονη δυναµική του δικαιώµατος µέσα από το πλαίσιο γιγάντωσης των
ΜΜΕ. Γιατί, λοιπόν, ξαφνικά αυτό το δικαίωµα έγινε τόσο ευαίσθητο, τόσο
πολυδιάστατο σε σηµείο που να αναζητείται ακόµη και το κανονιστικό του
περιεχόµενο; Μια πρώτη απάντηση θα µπορούσε να είναι ότι το δικαίωµα έκφρασης
µεταλλάχθηκε σε δικαίωµα για την έκφραση, στο δικαίωµα για την πληροφόρηση
γεγονός που σηµατοδοτεί µια συµµετοχική διάσταση του δικαιώµατος που έως τώρα
κατά κύριο λόγο ήταν «αυστηρά» ατοµικό δικαίωµα493. Παραθέτουµε τα σχετικά
εδάφια από το άρθρο 5Α του αναθεωρηµένου Συντάγµατος τονίζοντας τις λέξεις που
δίνουν ικανά ερείσµατα στην παραπάνω θέση: «1. Καθένας έχει δικαίωµα στην
πληροφόρηση, όπως νόµος ορίζει..... 2. Καθένας έχει δικαίωµα συµµετοχής στην
Κοινωνία της Πληροφορίας....»494. Είναι φανερό επίσης, ότι εκτός από την έννοια της
συµµετοχής στο δικαίωµα έχει προστεθεί η παράµετρος ή η προϋπόθεση της
«πρόσβασης» ως συνθήκη πραγµατοποίησής του, γεγονός που σηµαίνει ότι η
σύγχρονη εκδοχή της συµµετοχής τελεί υπό την αίρεση της πρόσβασης και µάλιστα
από µορφές πρόσβασης µε τεχνολογικές συνιστώσες και υλικούς φορείς495. Η
συµµετοχή τελεί υπό την αίρεση της πρόσβασης και αυτή µε την σειρά της υπό την

493
Όπως παρατηρεί ο Κ. Στρατηλάτης: «…το δικαίωµα στη δηµόσια ηλεκτρονική επικοινωνία,
συναγόµενο από το πλέγµα των διατάξεων 14 παρ. 1, 5Α και 16 παρ.1 του Συντάγµατος, αναφέρεται σε
κάθε αξίωση του προσώπου που συνδέεται κατά τρόπο αναγκαίο µε τη συµµετοχή του στα πεδία και
στις σχέσεις της ηλεκτρονικά µεσοποιηµένης δηµοσιότητας», στο: Συντάσσοντας το δικαίωµα στη
δηµόσια ηλεκτρονική επικοινωνία. Μαζική Επικοινωνία, Ελευθερία και ∆ηµοκρατία στην
Πληροφοριακή Εποχή, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 225.
494
Το Σύνταγµα της Ελλάδος 1975/1986/2001,(πρόλογος Αντ. Μανιτάκη), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 7. [σ.σ. Οι συνταγµατικές και άλλες νοµοθετικές διατάξεις για να
διακρίνονται από το υπόλοιπο κείµενο αναγράφονται στο εξής σε πλάγια γραφή].
495
Αναλυτικά για τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν για να αποφευχθεί ο αποκλεισµός από την
«Κοινωνία της Πληροφορίας», βλ. Καϊτατζή- Γουϊτλοκ, Σοφία, Η Επικράτεια των Πληροφοριών, εκδ.
Κριτική, Αθήνα 2003, σελ. 406 κ.ε.

196
αίρεση της τεχνολογικής δυνατότητας ή εφαρµογής. «Σε µια εποχή µαζικής πολιτικής,
σε µια εξαιρετικά διαφοροποιηµένη κεφαλαιοκρατική κοινωνία, το δικαίωµα στην
πρόσβαση τείνει να υποκαταστήσει το ιδιοκτησιακό δικαίωµα ως θεµέλιο του
οικονοµικοπολιτικού συστήµατος»496. H αίρεση της πρόσβασης, για να δούµε λίγο την
πραγµατικές απολήξεις και διαστάσεις αυτού του νέου δικαιώµατος, εξαρτάται από την
πολιτική συνθήκη ή προϋπόθεση της ισότητας. Η ισότητα, ωστόσο που εξυποννοεί το
συνταγµατικό κείµενο στην διάταξη του αρ. 5Α, είναι η πραγµατική ισότητα η οποία
ορίζεται µε ακραιφνώς οικονοµικούς όρους. Η παραδοξότητα της «Κοινωνίας της
Πληροφορίας» έχει επιδράσει και σε αυτό το σηµείο και έχει υπαγάγει την έννοια της
πραγµατικής συµµετοχής σε ιδανικά πλαίσια οικονοµικής ισότητας άρα και πολιτικής,
εξαρτώντας τελικά την άσκηση ενός συνταγµατικού δικαιώµατος από την πρότερη
υλοποίηση πολιτικών προϋποθέσεων. Η διαδικτύωση και η οργάνωση του
ηλεκτρονικού πεδίου του διαδικτύου εξαρτάται τελικά από την ιδιωτικο-οικονοµική
του οργάνωση. Αναλύοντας το «δικαίωµα στην δηµόσια ηλεκτρονική επικοινωνία», θα
µπορούσαµε να το διαχωρίσουµε σε τρία επίπεδα: α) Το δικαίωµα στην «κλασσική»
συνταγµατική προστασία του δικαιώµατος β) το δικαίωµα σε διαδικασία, το οποίο
αναλύεται στις διαδικασίες που συνθέτουν ή προϋποθέτουν την άσκηση του
δικαιώµατος και γ) το δικαίωµα σε υλική παροχή που καταδεικνύει ότι για την
πραγµάτωση του συγκεκριµένου δικαιώµατος, ιδιαίτερα στον χώρο της µαζικής
επικοινωνίας χρειάζονται και παροχές σε υλικό χαρακτήρα.497 Γεγονός είναι ότι η
τυπική συνταγµατική προστασία του δικαιώµατος πρέπει να συνοδεύεται από την
απαραίτητα παρατήρηση και «εξειδίκευσή» του βάσει των πραγµατικών συνθηκών
εφαρµογής ή απόλαυσης του δικαιώµατος498.

496
Μανιτάκης, Α. και Ιφ. Καµτσίδου, «Η ελευθερία της επικοινωνίας ως δηµόσιο δικαίωµα και ως αξία
του ελληνικού και του ευρωπαϊκού νοµικού πολιτισµού», στο ΜΜΕ και Πολιτισµός, εισηγήσεις
συνεδρίου, εκδ. Εντελέχεια, Αθήνα 2004, σελ. 206.
497
Αυτόν τον διαχωρισµό προτείνει ο Στρατηλάτης, Κ., ό.π., σελ. 156-164.
498
Όπως διαπιστώνει ο Habermas : «…το σύστηµα των δικαιωµάτων είναι τυφλό όχι µόνο απέναντι
στους άνισους όρους της κοινωνικής ζωής αλλά και απέναντι στις πολιτισµικές διαφορές. Η
αχρωµατοψία της επιλεκτικής ανάγνωσης εξαφανίζεται υπό την προϋπόθεση ότι αποδίδουµε και στους
φορείς των υποκειµενικών δικαιωµάτων µια διυποκειµενικώς νοούµενη ταυτότητα. Τα πρόσωπα, ακόµη
και τα νοµικά πρόσωπα, εξατοµικεύονται µόνο δια της κοινωνικοποιήσεως», Habermas, Jurgen Αγώνες
αναγνώρισης στο δηµοκρατικό κράτος δικαίου, (προλ. Μιχ. Σταθόπουλος, µτφρ. Θεόδωρος Γεωργίου),
«Νέα Σύνορα», εκδ. οργανισµός Λιβάνη, Αθήνα 1994, σελ. 54.

197
Η ανάδειξη της συµµετοχικής διάστασης του δικαιώµατος δεν είναι τυχαία
επιλογή από τον συνταγµατικό νοµοθέτη, αντίθετα, ανταποκρίνεται στις αρχές που
διέπουν το αναθεωρητικό διάβηµα του 2001 και, επιπλέον, καταδεικνύει την
προσπάθεια για µια ικανοποιητική όσο και δηµοκρατική λύση στην ήδη διαµορφωµένη
επικοινωνιακή πραγµατικότητα. Η «Κοινωνία της Πληροφορίας» είναι µια κοινωνία
που ήδη αποτελείται από έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών και δεδοµένων από
διάφορες πηγές και προορισµούς µε µια δυναµική συνεχώς εξελισσόµενη. Οι
τεχνολογικές δοµές των επικοινωνιακών δικτύων ακολούθησαν σε σύντοµο χρονικό
διάστηµα µια ανοδική πορεία εκσυγχρονισµού και τελειοποίησης και έγιναν αρκετά
πολύπλοκες. ∆εν διευρύνθηκε, όµως αποτελεσµατικά και παράλληλα, όπως θα
αναµενόταν, ούτε η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτόν τον όγκο πληροφοριών ούτε η
ισότητα πρόσβασης στο «ηλεκτρονικό» πλέον δικαίωµα στην έκφραση που είναι
λογικά πρότερο από το δικαίωµα στην (ηλεκτρονική) επικοινωνία. Η σειρά των
δικαιωµάτων διαµορφώνεται προφανώς ως εξής: Για να εκφρασθείς αποτελεσµατικά
πρέπει να έχεις προηγουµένως λάβει την σωστή πληροφόρηση499. Για να
επικοινωνήσεις πρέπει πρώτα να σου δοθεί ένα βήµα έκφρασης. Άρα η λογική
αλληλουχία των δικαιωµάτων, κατά την γνώµη µας πάντα, έχει την εξής ακολουθία:
∆ικαίωµα στην Πληροφορία – ∆ικαίωµα στην Έκφραση- ∆ικαίωµα στην
Επικοινωνία.
Η αντινοµία του φαινοµένου που περιγράψαµε παραπάνω είναι προφανής. Η
υπερµεγέθυνση του επικοινωνιακού πεδίου αντί να ενδυναµώσει έθεσε σε
αµφισβήτηση το γνήσιο περιεχόµενο του δικαιώµατος έκφρασης και µάλιστα το
επιβάρυνε µε τέτοιες προϋποθέσεις που καθιστούν αµφίβολη και εξαιρετικά
συζητήσιµη την άσκησή του. Το δικαίωµα αυτό βαθµιαία υπέστη έναν άναρχο
κατακερµατισµό, ο οποίος αγγίζει, ενίοτε, και τον πυρήνα του, ενώ παράλληλα

499
«Υπό τα σύγχρονα κοινωνικά και οικονοµικά δεδοµένα (της λεγόµενης ‘κοινωνίας της πληροφορίας’)
δεν νοείται ούτε ανάπτυξη της προσωπικότητας ούτε και συµµετοχή στα κοινωνικά, πολιτικά και
οικονοµικά δρώµενα χωρίς επαρκή πληροφόρηση και, άρα, η λήψη παντοειδών πληροφοριών πρέπει
ούτως ή άλλως να θεωρηθεί ως καταρχήν συνταγµατικά δεδοµένη. Το κρίσιµο ζήτηµα δεν είναι λοιπόν ή
ύπαρξη του δικαιώµατος καθεαυτού, όσο τα όριά του σε σχέση µε ποικίλα απόρρητα που προβλέπονται
σε διατάξεις της κείµενης νοµοθεσίας (ακόµη και σε διατάξεις του ίδιου του Συντάγµατος, π.χ. αρ. 14
παρ. 3 παρ. γ΄) ή και σε συµβατικές ρήτρες», Χρυσόγονος, Κώστας, Μια Βεβαιωτική Αναθεώρηση. Η
αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγµατος για τα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 2000, σελ 20 κ.ε.

198
δέχθηκε, εκ των πραγµάτων µια άνευ όρων διεύρυνση του περιεχοµένου του. Η
παραδοξότητα του «πολιτικού» επέδρασε άµεσα στον σύγχρονο πραγµατισµό του
δικαιώµατος έκφρασης που έχει ακολουθήσει διαφορετική οδό από αυτήν που έθετε
και προσδοκούσε να εξυπηρετήσει η θεσµική του κατοχύρωση. Στην νέα
επικοινωνιακή πραγµατικότητα ήταν φυσικό οι έννοιες- κλειδιά που συγκροτούν το
σχετικό δικαίωµα να επανανοηµατοδοτηθούν και αυτές ή να προσθέσουν νέες
συνιστώσες στο έως τότε περιεχόµενό τους. Εξάλλου, η επικοινωνία σε µια κοινωνία
ορίζεται, στην πραγµατολογική και εµπειρική της διάσταση, από τις δυνατότητες που
παρέχει η συγκεκριµένη κοινωνία για επικοινωνία. Χωρίς να ασπαζόµαστε στο σύνολό
της την άποψη του M. Mc Luhan για την εικόνα των ΜΜΕ ως αισθητηριακών
προεκτάσεων του σύγχρονου ανθρώπου, δεν µπορούµε να αρνηθούµε ότι οι τρόποι
επικοινωνίας είναι δεδοµένοι και δοσµένοι σε µια κοινωνία και εξαρτώνται εν πολλοίς
από την τεχνολογία των µέσων που είναι ταγµένα για αυτόν τον σκοπό500.
Για να επανέλθουµε στην έννοια του Κράτους ∆ικαίου στην οποία
αναφερθήκαµε αρχικά, θα τολµούσαµε να ισχυρισθούµε ότι η συγκεκριµένη έννοια
µοιάζει ως προς την αποκωδικοποίησή της µε την τηλεοπτική δηµοκρατία η οποία
αναλύεται παρακάτω στην «Πολιτική ∆ιάσταση»,501 όσον αφορά στην δυσχέρεια
εντοπισµού του κυρίου όρου και του παρελκόµενου από αυτόν. Έτσι, λοιπόν, το
∆ίκαιο καθορίζει το Πολιτικό ή το Πολιτικό το ∆ίκαιο; Κατ΄ αναλογία, τίθεται το
ερώτηµα εάν το τηλεοπτικό καθορίζει το πολιτικό ή το αντίστροφο; Η ύπαρξη
αυτού του ερωτήµατος δηµιουργεί ήδη από την διατύπωσή του πολιτικό ζήτηµα αφού
υποτίθεται ότι η πολιτική και η νοµική θεωρία έχουν δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις
µαζί µε επαρκείς εξηγήσεις για το «δέον» σε αυτήν την σχέση. Η πραγµατικότητα
όµως ενίοτε αµφισβητεί την θεωρία, προσθέτει δικές της παραµέτρους, και επειδή κάθε
νοµικό ή πολιτικό µόρφωµα είναι πρωτίστως ιστορικό µόρφωµα, η ιστορική συγκυρία
είναι αυτή που δηµιουργεί ερωτηµατικά αλλά παρέχει και τον πιο ασφαλή δρόµο για
την επίλυσή τους. Εξάλλου, θα ήταν επιστηµονικά επισφαλής οποιαδήποτε αποτίµηση
ενός φαινοµένου η οποία θα αγνοούσε τις ιστορικές µορφές που αυτό εξέλαβε και τις

500
Βλ. τον σχετικό προβληµατισµό σε Κωνσταντοπούλου, Χριστίνα, Θέµατα Μεταµοντέρνας
Επικοινωνίας, εκδ. οίκος Αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 16.
501
βλ. κεφ. 5 της παρούσης µελέτης, σελ.269.

199
όποιες εκφάνσεις του.502. Η ίδια επισήµανση ισχύει και για την τηλεοπτική
δηµοκρατία. ∆εν αρκεί µια δεοντολογική, αποστειρωµένη ιστορικά προσέγγιση. Η
πραγµατικότητα υπαγορεύει την δική της ερµηνεία που πολλές φορές υποσκελίζει
ακόµη και την νοµική.
Από την πλειάδα των συσχετισµών που µπορεί να προκύψουν από την τριµερή
σχέση Πολιτικής- Νόµου (Κράτος ∆ικαίου)- ΜΜΕ προκρίναµε ότι κοµβικής σηµασίας
για την πολιτική ανάλυση που επιχειρείται συνολικά σε αυτήν την µελέτη είναι η
απάντηση καταρχήν του ερωτήµατος, κατά πόσο ο «επικοινωνιακός» πολιτικός λόγος,
που είναι η µονάδα και το κριτήριο µέτρησής µας για την πολιτική πραγµατικότητα,
είναι, συνακόλουθα πληροφοριακός και ενηµερωτικός υπηρετώντας το δικαίωµα-
πλαίσιο, όπως έχει εξελιχθεί κατά την γνώµη µας, αυτό, δηλαδή της επικοινωνίας. Τα
ερωτήµατα που προκύπτουν σκιαγραφούν τον «πίνακα περιεχοµένων» του παρόντος
κεφαλαίου.
• Μήπως, τελικά ο σύγχρονος πολιτικός λόγος που αρθρώνεται είναι
«µονοδιάστατα» (ως προς το περιεχόµενό του) πληροφοριακός και στην συχνή
του πλέον εκφορά αδικαιολόγητα καταγγελτικός:
• Μήπως ο θεσµικός χώρος άρθρωσης του πολιτικού λόγου, το κοινοβούλιο, έχει
µεταφερθεί πλέον στην τηλεόραση και ακόµη και όταν λαµβάνει χώρα στα
προπύλαια της Πλατείας Συντάγµατος και πάλι δεν αποφεύγει την αποτίµησή
του µε τηλεοπτικούς όρους;
• Μήπως στο πλάι του άλλοτε θεσµισµένου, τυπικού, ισχυρού και ακλόνητου
πολιτειακά Συντάγµατος ήρθε να προστεθεί και ένα άλλο, το «τηλεοπτικό» που
η ισχυροποίησή οφείλεται κατά πολύ στο γεγονός ότι αν και δεν κραυγάζει για
την νοµιµοποίησή του, εντούτοις καταφέρνει καθηµερινά, µε νοµιµοφανείς
τουλάχιστον πρακτικές, να την εδραιώνει όλο και πιο συστηµατικά και
αθόρυβα;
• Μήπως ο απόλυτος φόβος και εφιάλτης των Συνταγµατολόγων για το
φαινόµενο της «διάτρησης» του Συντάγµατος είναι πλέον ευλογοφανής και

502
Μανιτάκης, Αντώνης, ό.π., σελ. 38 κ.ε. βλ επίσης την αντιπαράθεση Αντ. Μανιτάκη- Ι. Μανωλεδάκη
για την αναγκαιότητα ή το εφικτό µιας ουσιοκρατικής θεώρησης του ∆ικαίου και των εννοιών ή την
προτίµηση µιας περισσότερο υπαρξιακής- ιστορικογενούς θεώρησης, Κράτος ∆ικαίου και ∆ικαστικός
Έλεγχος της Συνταγµατικότητας, ό.π., σελ. 38-43.

200
µάλιστα στο σηµείο που να µπορούµε σε αρκετές περιπτώσεις να µιλάµε πλέον
για ευθεία όσο και κυνική διάτρηση η οποία όχι απλώς δεν κρύβεται, αντίθετα,
εφευρίσκει συνεχώς τρόπους για να θυµίζει την παρουσία της503;
• Μήπως τελικά τα θεµέλια του σύγχρονου, ελληνικού στην περίπτωσή µας
Κράτους ∆ικαίου δεν µπορούν να ελέγξουν µε αξιώσεις την πολυπλοκότητα της
σύγχρονης επικοινωνιακής Βαβέλ;
Ένα νοµικό κείµενο και ιδιαίτερα το Σύνταγµα που η διαδικασία αναθεώρησής
του είναι πολύ συγκεκριµένη χρονικά, τυπικά και διαδικαστικά504, δεν παραµένει
«κανονιστικά ατάραχο» και «νοηµατικά απαράλλακτο» µπροστά στις πολιτικές και
κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται διαρκώς. Το συνταγµατικό κείµενο ακόµη κι
όταν παραµένει το ίδιο και οι γραπτές του διατάξεις δεν αλλάζουν διατύπωση, τα
νοήµατά τους, και το κανονιστικό τους περιεχόµενο αλλάζουν, όταν ανακύπτουν νέες
συνθήκες στις οποίες συνήθως εµφιλοχωρούν και νέες αντιλήψεις. Είναι, φυσικό,
λοιπόν, εφόσον η «συνταγµατική πραγµατικότητα»505 παράλληλα µε την
επικοινωνιακή µεταβάλλεται, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς και
ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, να έχουν υποστεί µια αλλοίωση οι διατάξεις που
αφορούν την ραδιοτηλεόραση και τα συγκοινωνούντα µε αυτήν δικαιώµατα, αφότου η
κοινωνική πραγµατικότητα και οι επικοινωνιακές συνθήκες επενεργούν στην ερµηνεία
του συνταγµατικού κειµένου. Το ζήτηµα, ωστόσο, είναι κατά πόσο αυτή η «αλλοίωση»
είναι σε επιτρεπτά όρια ή αγγίζει ανεπίτρεπτα τον πυρήνα των δικαιωµάτων και
καθιστά την πραγµάτωση τους ανεπαρκή, σχεδόν «ατροφική» µερικές φορές.

503
Εξηγώντας την έννοια της διάτρησης του Συντάγµατος, ως λανθάνουσα συνταγµατική µεταβολή, ο
Κ. Χρυσόγονος γράφει: «‘∆ιάτρηση’ υπάρχει όταν µια συνταγµατική διάταξη παραµένει θεωρητικά σε
ισχύ, αλλά στην πράξη λαµβάνονται σε συγκεκριµένες περιπτώσεις (και, κυρίως επιβάλλονται
αποτελεσµατικά) µέτρα αντίθετα προς αυτή», στο Συνταγµατικό ∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 73. Ο Ε. Βενιζέλος από την άλλη αναφέρεται στο φαινόµενο της ‘διάτρησης’
του Συντάγµατος ως «της έµµεσης και σιωπηρής τροποποίησης συνταγµατικών διατάξεων, που διαλύει
τη συστηµατική συνοχή και ενότητα του συνταγµατικού κειµένου», Μαθήµατα Συνταγµατικού ∆ικαίου
Ι, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 31.
504
βλ. άρθρο 110 του Συντάγµατος.
505
«Η ‘συνταγµατική πραγµατικότητα’ ως έννοια επιχειρεί να συνδέσει – µιλώντας πολύ σχηµατικά-,
αφενός µεν το κανονιστικό περιεχόµενο του Συντάγµατος, όπως αυτό διαµορφώνεται ενόψει της
πολιτικής πραγµατικότητας, αφετέρου δε τη συγκεκριµένη εφαρµογή αυτού του κανονιστικού
περιεχοµένου από τον κοινό νοµοθέτη, τα δικαστήρια, τα άµεσα κρατικά όργανα, τη διοίκηση, τα
πολιτικά κόµµατα και γενικά όλους όσους εµπλέκονται στην εφαρµογή του», Βενιζέλος, Ευάγγελος,
ό.π., σελ. 83.

201
Μία άλλη παράµετρος που προστίθεται στην ανάλυση για την νοµική διάσταση
των ΜΜΕ και προκύπτει από την µελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας είναι η «ηθική».
Γίνεται αντιληπτό ότι η συζήτηση για τον ρόλο και τις υποχρεώσεις των ΜΜΕ κινείται
πολλές φορές και στον ηθικό άξονα απ΄ όπου εξάλλου προέκυψε και ο κλάδος των
«media ethics». Το «ηθικό» στοιχείο σε αυτήν την περίπτωση φαίνεται να συγκλίνει
µε το δεοντολογικό και ταυτίζεται τις περισσότερες φορές, µε την έννοια της
επαγγελµατικής ηθικής που επωµίζεται, µε ιδιαίτερο ειδικό βάρος, το επάγγελµα του
δηµοσιογράφου σε σχέση µε άλλα επαγγέλµατα. Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός
ότι η τήρηση αυτής της επαγγελµατικής ηθικής είναι σε κάποιες εκφάνσεις της,
ιδιαίτερα ευαίσθητη στον συσχετισµό της µε το κοινωνικό σύνολο καθότι οι συνέπειες
που επιφέρει η παραβίασή της είναι «ακαριαία» ορατές µε αποτελέσµατα, τις
περισσότερες φορές, µη αναστρέψιµα. Η κανονιστική δυναµική που εµπεριέχει η
«ηθική» και οι επαγγελµατικές ή µη ηθικές επιταγές που ορίζει, είτε µε την µορφή
νοµικού κανόνα είτε µε την µορφή κοινωνικής δέσµευσης, δεν αµφισβητείται ούτε
ανακαλύφθηκε επ’ ευκαιρία της µελέτης των ΜΜΕ. Η ιδιαίτερη «ευαισθησία»,
ωστόσο, που περιβάλλει την ηθική των ΜΜΕ και των λειτουργών σε αυτά είναι
απόρροια της τροµακτικής δύναµης διείσδυσης που διαθέτουν στο κοινό και της
ικανότητάς τους να κατασκευάζουν «γεγονότα»506, η αλήθεια των οποίων κρίνεται σε
χρονική στιγµή ύστερη της δηµοσιοποίησής τους, όταν η κοινή γνώµη έχει ήδη
διαµορφώσει άποψη, που, όπως έχει αποδειχθεί, πολύ δύσκολα αλλάζει. Η «ηθική»
αντιµετώπιση ζητηµάτων που αφορούν στην λειτουργία των ΜΜΕ κινείται συχνά σε
ένα αόριστο όσο και απροσδιόριστο ηθικο-κοινωνικό επίπεδο που µπορεί να παράγει
χρήσιµα συµπεράσµατα αλλά αδυνατεί να παράσχει και να προτείνει, παράλληλα, ένα
δεσµευτικό πλαίσιο που πραγµατικά θα λειτουργήσει τόσο ως σηµείο αναφοράς όσο
και ως πυξίδα για την ασφαλή ερµηνευτική πλοήγηση στον χώρο των ΜΜΕ. Από την
άλλη, η προσέγγιση της «ηθικής συνιστώσας των ΜΜΕ»507 ενυπάρχει αναντίρρητα

506
Για την διάκριση των γεγονότων σε «ειδησεογραφικά γεγονότα» (news events), σε «γεγονότα των
Μέσων» ή «επικοινωνιακά γεγονότα» (media events) και σε «ψευδογεγονότα» (pseudoevents), βλ. την
διάκριση που κάνουν οι Daniel Dayan και Elihu Katz, Media events. The Live broadcasting of history,
Harvard University Press, Cambridge 1992.
507
Ανάµεσα στα πολλά συγγράµµατα για την ηθική διάσταση της λειτουργίας των ΜΜΕ βλ. το οµότιτλο
βιβλίο της Έλσας ∆εληγιάννη, Ηθική των ΜΜΕ. ∆ηµοσιογραφική ∆εοντολογία, εκδ. Σιδέρη, Αθήνα
2004. Από την ξενόγλωσση βιβλιογραφία βλ. ενδεικτικά: Christians, C.G./ M.Fackler,/ K.B. Rotzoll, &
Kathy B. McKee, Media Ethics: Cases and Moral Reasoning, 6th Edition, Longman, New York 2001,

202
στην νοµική προσέγγιση αφού το δίκαιο λειτουργεί επιπλέον και ως επίσηµος
εκφραστής της κοινωνικά αποδεκτής ηθικής και καλείται να προσαρµοσθεί όταν αυτή
αλλάζει. Ας µην ξεχνάµε, επίσης, ότι το ∆ίκαιο και η Ηθική είναι κοινωνικά
προσαρµόσιµα και ιστορικά προσδιορισµένα µεγέθη µε χρονικές συντεταγµένες
ανάλυσης επίσης πολύ συγκεκριµένες οι οποίες επαναπροσδιορίζονται κάθε φορά που
το επιβάλλουν οι κοινωνικές συνθήκες.
Η δηµιουργικότητα των παραπάνω ερωτηµάτων και αναζητήσεων όσο και η
πολλαπλότητα των απαντήσεων που επιδέχονται αντικατοπτρίζει πλήρως τις πτυχές της
συζήτησης σχετικά µε την επίδραση του ∆ικαίου στον χώρο των επικοινωνιών αλλά
και τις προκλήσεις που ο χώρος αυτός απηύθυνε στο ∆ίκαιο, ερωτήµατα που µένουν,
κατά την γνώµη µας, χωρίς ουσιαστική απόκριση και διευθέτηση. Αναδεικνύεται,
επίσης, η πολυπλοκότητα µιας τέτοιας προσέγγισης που επιβάλλει από την αρχή
µεθοδολογικές οριοθετήσεις και θεωρητικές στοχεύσεις που µπορούν πραγµατικά να
αναλυθούν στην έκταση ενός κεφαλαίου. Υπό αυτό το πρίσµα οι παρατηρήσεις που
ακολουθούν τείνουν προς την κατεύθυνση του εντοπισµού κοµβικών σηµείων της όλης
προβληµατικής σχετικά µε τον «οµφάλιο λώρο» που φαίνεται να συνδέει τα ΜΜΕ µε
την πολιτική εξουσία του Κράτους του Νόµου, και σε καµιά περίπτωση δεν
περιγράφουν το νοµικό καθεστώς που διέπει τα ΜΜΕ στο σύνολό του.
Η άντληση ή αντίκρουση επιχειρηµάτων από την αρθρογραφία στον ελληνικό
Τύπο υπηρετεί τις ανάγκες µιας εµπειρικής τεκµηρίωσης αλλά και αποσαφήνισης των
θεωρητικών προταγµάτων που σε τελευταία ανάλυση καλούνται να δώσουν λύσεις
στον καθηµερινό «βιόκοσµο» της βιο-πολιτικής για να µην καταλήξουν απολιθωµένα
γράµµατα ενός επιστηµονικού ναρκισσισµού που αποστρέφεται την πραγµατικότητα.
Η χρήση νοµικών όρων για την περιγραφή πολιτικών καταστάσεων ή κατ’
αναλογία αυτών είναι µια απόπειρα σύνδεσης τόσο από εννοιολογική σκοπιά, όσο και
από ετυµολογική του νοµικού στοιχείου µε το πολιτικό. Η παράτολµη,
οµολογουµένως, εισαγωγή και χρήση νοµικών νεολογισµών για την περιγραφή
πολιτικών και επικοινωνιακών φαινοµένων επιχειρεί να αναδείξει µε γλαφυρό τρόπο

Day, L.A. Ethics in Media Communications: Cases and Controversies, 3rd edition, Wadsworth, Belmont
Calif 2000, Fink, Conrad C. Media Ethics, Allyn & Bacon, Needham Heights, MA 1995.

203
την σπουδαιότητα, την σηµασία αλλά και την πρακτική εφαρµογή των αλλαγών που
έχουν συντελεσθεί στο τηλε-πολιτικό τοπίο.
Η εστίαση του προβληµατισµού µας στις διατάξεις και στο πλαίσιο του
Συνταγµατικού δικαίου δεν αποτελεί αυθαίρετη αλλά µάλλον αναγκαία επιλογή, αφού
η σπουδαιότητα του ρόλου των ΜΜΕ και των παρεπόµενων µε αυτά εννοιών και
δικαιωµάτων καθιστά αναγκαία την προσφυγή στο συνταγµατικό κείµενο, ως
ιεραρχικά ανώτερου στην βαθµίδα των κανόνων δικαίου άρα και πιο «αρµόδιου» για
την ασφαλή ερµηνεία του θεσµικού πλαισίου στον χώρο των τηλεπικοινωνιών.
Με αυτές τις σκέψεις και τους προβληµατισµούς διαγράφεται το πλαίσιο
ανάλυσης αυτού του κεφαλαίου, χωρίς να µπορεί πάντα να ξεφύγει από την
«κακοδαιµονία» ενός ευρύτερου στοχασµού που διέπει σχεδόν αναγκαστικά κάθε
κοινωνική, πολιτική και νοµική ανάλυση.

4.1 Το βασικό θεσµικό πλαίσιο των ΜΜΕ στην Ελλάδα508


4.1.1. Το γενικό πλαίσιο και η εξέλιξή του
Το εγχείρηµα παρουσίασης του θεσµικού πλαισίου µέσα στο οποίο κινούνται
τα ΜΜΕ στην χώρα µας είναι εξαιρετικά δυσχερές και πολύπλοκο επειδή ακριβώς τα
σχετικά νοµοθετικά κείµενα είναι πολυάριθµα και συχνά παρουσιάζουν µια ασυνέχεια.
Η παρουσίαση και ερµηνεία νόµων από µόνη της δεν έχει ιδιαίτερη σηµασία στην
παρούσα µελέτη, γι’ αυτό, σε επίπεδο κοινού δικαίου, έµφαση δίνεται στις πρακτικές
απολήξεις και συνέπειες κατά την εφαρµογή ή την µη εφαρµογή τους αντίστοιχα. Η
ανάλυση της νοµικής διάστασης κινείται αναγκαστικά στο πλαίσιο µιας επιλεκτικής
σταχυολόγησης νοµοθετικών και, όπου κρίνεται απαραίτητο, «δικαστικών κειµένων»
(αποφάσεων), µε απώτερο σκοπό να τονισθούν καίρια και «θιγόµενα» κατά την γνώµη

508
Μια γενική καταγραφή των νοµοθετικών διατάξεων (συνταγµατικών και µη) για τα ΜΜΕ στην χώρα
µας, µαζί µε τις διατάξεις για την προστασία του ατόµου από την λειτουργία τους έχει ως εξής: α) αρ. 2
παρ. 1, αρ. 5 παρ. 1 και παρ. 5, αρ. 5Α, αρ. 7 παρ.2, αρ.9, αρ.9Α, αρ.14, αρ. 15, αρ. 19, αρ.25 παρ. 1, 2,και
αρ. 93 παρ. 2 Σ., αρ. 101ΑΣ., β) ΑΚ 57, 58, 59, 60, 281, 288, 914, 919, 920, 932, γ) ΚΠ∆ αρ. 329 παρ.1
και 330 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρ.14 του Ν.1419/1984 δ) ΠΚ 361-367, 369, 370, 370Α ε)
Σύµβαση της Ρώµης αρ.8,10 (ιδίως παρ.2), Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου
(Ν.2329/1953) αρ. 10 παρ. 1,2, ∆ιεθνές Σύµφωνο για τα Ατοµικά και Πολιτικά ∆ικαιώµατα
(Ν.2462/1997) αρ. 19, στ) αρ. 3 παρ. 1β΄ Ν.2328/1995, ζ) Ν.2172/1993, (αρ.35 παρ.4α), άρθρο µόνο
Ν.1178/1981, Ν.1730/1987 (αρ.3 παρ. 2ε) ζ) π.δ.100/2000, π.δ.77/2003 (Κώδικας ∆εοντολογίας
ειδησεογραφικών και άλλων δηµοσιογραφικών και πολιτικών εκποµπών), Ν. 3092/2002 αρ. 8. Επίσης
βλ. Ράλλη, Αθηνά, και Κώστας Αργυρόπουλος, Η Νοµοθεσία των Τηλεπικοινωνιών, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµµοτηνή 2001.

204
µας ζητήµατα και αναζητώντας, όπου αυτό είναι εφικτό, την σύνδεσή τους µε τον
«αλλοτριωµένο» πολιτικό λόγο να προβληθούν οι νοµικές ως επί το πλείστον
προεκτάσεις αυτής της αλλοτρίωσης.
Το ∆ίκαιο των ΜΜΕ στην χώρα µας είναι ένας νέος κλάδος, µε σύντοµη
σχετικά ιστορία, αφού το καθεστώς της κρατικοδίαιτης τηλεόρασης που µεσουρανούσε
στο επικοινωνιακό τοπίο της χώρας έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, είχε καταστήσει
την ανάγκη ρύθµισης του εν λόγω επιστηµονικού πεδίου µάλλον υποτονική. Η
εισαγωγή της ιδιωτικής επιχειρηµατικότητας και η απελευθέρωση της
ραδιοτηλεόρασης από το κρατικό µονοπώλιο ανέδειξε την σπουδαιότητα της νοµικής
περιχαράκωσης των τηλεπικοινωνιών. Από τα πρώτα δείγµατα των δηµοσκοπήσεων
και τηλεµετρήσεων που απεδείκνυαν την επιρροή του κυρίαρχου µέσου, της
τηλεόρασης, στους τηλεθεατές όχι µόνο όσον αφορά στην πολιτική τους πληροφόρηση
και καθοδήγηση αλλά και σε άλλες καθηµερινές τους συνήθειες, έγινε, γρήγορα
συνείδηση ότι η επιβολή θεσµών, ορίων και στη συνέχεια περιορισµών στον χώρο των
επικοινωνιών δεν ήταν µια απλή νοµοθετική διαδικασία καθώς έπρεπε από την µία να
σεβασθεί την ανεξαρτησία των ΜΜΕ και από την άλλη να εξυπηρετήσει το δικαίωµα
του κοινού στην πληροφόρηση. Οι παράµετροι που έπρεπε να ληφθούν υπόψη ήταν
πολλές, σοβαρές, µε εύθραυστες ισορροπίες. Οι συνολικές και βαθύτερες επιρροές των
ΜΜΕ, ωστόσο, είναι τόσο εκτεταµένες και «κρυπτογραφηµένες» στην κοινωνία και
στην πολιτική που παραµένουν κατά πολύ «ασύλληπτες» και, φυσικά, «αρρύθµιστες»
τόσο από τον κοινό όσο και από τον συνταγµατικό νοµοθέτη. Πολλά θέµατα που
αφορούν στην λειτουργία των ΜΜΕ ρυθµίζονται νοµοθετικά µετά την εξακρίβωση
των συνεπειών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι η πρόσφατη επιβολή
περιορισµών στην ιδιοκτησιακή υπερσυγκέντρωση στον χώρο των ΜΜΕ µε την
αναθεώρηση του Συντάγµατος το 2001, φαινόµενο ωστόσο που είχε ήδη ταλαιπωρήσει
την χώρα από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80509. Η «προληπτική» νοµοθετική
λειτουργία έχει ατονήσει πλείστες όσες φορές στον χώρο των ΜΜΕ και αυτό δεν είναι
ένα γεγονός που έχει να κάνει µόνο µε κάποιου είδους «ανεπάρκεια» του νοµοθετικού
σώµατος, αν και σε έναν βαθµό η πολιτική και νοµοθετική «δυσκινησία» έχει µερίδιο
ευθύνης, αλλά περισσότερο φαίνεται να επηρεάζει η ταχύτατη εξέλιξη στον χώρο των

509
Αναφερόµαστε στο άρθρο 14 παρ. 9 του Συντάγµατος.

205
τηλεπικοινωνιών που πραγµατικά καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την «νοµοθετική
παρακολούθησή» της.
Όσον αφορά στην «µονάδα» µέτρησής µας στον πολιτικό λόγο, οι αλλαγές που
υπέστη οφείλονται σε µεγάλο βαθµό στην «χωρική» όσο και «χρονική» αλλαγή που
επήλθε στην σφαίρα της δηµοσιότητας. Για να γίνουµε πιο σαφείς, η χωρική αλλαγή
οφείλεται στην άµβλυνση ή ακόµη και στην κατάρρευση των ιδεατών, τουλάχιστον
χωρικών ορίων που πριν την έλευση των ΜΜΕ όριζαν την δηµόσια σφαίρα510. Η
χρονική αλλαγή συνίσταται στην έλλειψη ταυτοχρονίας και στο φαινόµενο της
χρονικής α-σύµπτωσης που έχει υποστεί ο δηµόσιος χώρος. Η ικανότητα των ΜΜΕ να
επηρεάζουν την κοινή αντίληψη περί χρόνου και να καθιστούν ιστορική στιγµή το
τώρα ή να «ανασταίνουν» παρελθόντα χρόνο σε ενεστωτικό ή ακόµη να δηµιουργούν
«ζωντανές» δηµόσιες σφαίρες εκ του µηδενός έχει προκαλέσει τόσο στο κοινό όσο και
στους πολιτικούς σύγχυση σχετικά µε τις πραγµατικές διαστάσεις αλλά και τις
δυνατότητες του «επικοινωνιακού» πλέον χώρου. Η µετατόπιση του επίσηµου forum
του πολιτικού λόγου στην τηλεόραση επέδρασε τόσο στο περιεχόµενό του όσο και στα
κριτήρια αποκωδικοποίησής του. Η τηλεόραση και η έννοια του τηλεοπτικού χρόνου
και χώρου είναι αυτή που σηµατοδοτεί και τους τρόπους εκφοράς του πολιτικού λόγου,
είναι αυτή που επιλέγει και κρίνει όρους όπως η επικαιρότητα, η χρησιµότητα, η
ανάγκη ενηµέρωσης, δηµοσιοποίησης, και τελικά την έννοια του πολιτικού στο σύνολό
της. Η πολιτική ως «η τέχνη του εφικτού» µετασχηµατίστηκε στην πολιτική ως «τέχνη
του τηλεοπτικού» και αυτό φυσικά οδήγησε αναπόδραστα και στην υιοθέτηση ενός
κατάλληλου γλωσσικού κώδικα ικανού να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες
δηµοσιοποίησης που ανέκυψαν εκ των πραγµάτων.
Συνεπώς, η θέσπιση µέτρων που καθορίζουν το τηλεοπτικό δεν είναι ένα απλό
νοµοθετικό ζήτηµα αλλά οφείλει να συµπεριλάβει µια πλειάδα παραγόντων που
επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τον χώρο των ΜΜΕ. Η διαλεκτική σχέση στον
αλληλοκαθορισµό νοµικού και κοινωνικοπολιτικού στοιχείου, που ήδη έχουµε θίξει,
είναι κοµβικής σηµασίας για την διατύπωση και τελική εφαρµογή του αυστηρού

510
Βλ. σχετικά ∆εµερτζής, Ν., «Πολιτική δηµοσιότητα, πρόσωπα και τηλεόραση: η σχέση δηµόσιου-
ιδιωτικού στην εποχή της κοινωνίας του θεάµατος», στο Ίδρυµα Σάκη Καράγιωργα, Όρια και Σχέσεις
∆ηµοσίου και Ιδιωτικού, Αθήνα 1996, σελ. 539-552.

206
κανονιστικού και δεοντολογικού χαρακτήρα του ∆ικαίου καθώς το εµπλουτίζει µε νέα
δεδοµένα αποδεικνύοντας, µε αυτόν τον τρόπο, την σπουδαιότητα του ρόλου του.
Τα ΜΜΕ, λοιπόν, χωρίς να θέλουµε να προσχωρήσουµε σε µια µιντιοκρατική
θεώρηση δεν είναι ένας ακόµη κοινωνικός τοµέας προς ρύθµιση αλλά ένας ιδιαίτερος
χώρος όπου συναρθρώνεται το πολιτικό και το κοινωνικό σε µια τόσο ρευστή ενότητα
που όποιος αποπειραθεί να ελέγξει την ροή της θα βρεθεί αντιµέτωπος µε το µυστήριο
της «πηγής». Από πού εκπηγάζει η τηλεοπτική πραγµατικότητα; Μήπως απλώς
αφουγκράζεται και αντιγράφει τις πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες ή ο ρόλος των
ΜΜΕ είναι πιο ενεργητικός και άρα η έµφαση πρέπει να δοθεί ακριβώς στο σηµείο
εκκίνησης; Η καθιέρωση των ΜΜΕ ως τον επίσηµο µεταµοντέρνο δηµόσιο χώρο, µας
επιτρέπει να εξάγουµε κάποια συµπεράσµατα. Ο χώρος δηµοσιότητας σε µια κοινωνία,
εξάλλου, είναι ο χώρος ορατότητας και συνάντησης τόσο του κοινωνικού όσο και του
πολιτικού. Άρα δεν αποτελεί ένα αποσπώµενο κοµµάτι από αυτόν αλλά παρέχει ίσως
το πιο αντιπροσωπευτικό του δείγµα. Από την άλλη, όσο πιο καλά οργανωµένος είναι
αυτός ο χώρος τόσο µεγαλύτερο βαθµό νοµικού πολιτισµού αναδεικνύει.
Είναι λογικό να µην επιχειρήσουµε µια συνολική ανασκόπηση του νοµοθετικού
πλαισίου που διέπει την λειτουργία των ΜΜΕ στην χώρα µας για το οποίο αναγνώστης
µπορεί να ανατρέξει σε ειδικά για το θέµα συγγράµµατα. Προκρίνουµε ότι πιο
σηµαντική είναι η αποτύπωση καίριων θεµάτων και σηµαντικών νοµοθετηµάτων που
προσδοκούν να διατηρήσουν µια µορφή «κανονικότητας» και ισορροπίας στον χώρο
των τηλεπικοινωνιών και της ηλεκτρονικής πληροφόρησης.
Έτσι λοιπόν, αναφερόµενοι πάντα στην ελληνική πραγµατικότητα, η µεγάλη
αλλαγή στο τηλεοπτικό σκηνικό επήλθε µε την εισαγωγή του ιδιωτικού κεφαλαίου
στην ραδιοτηλεόραση και την κατάργηση του κρατικού µονοπωλίου εν έτη 1989. Όπως
γίνεται λόγος και στην «Πολιτική διάσταση» παρακάτω, η ελληνική περίπτωση του
ρυθµιστικού πλαισίου των ΜΜΕ προέκυψε ως ανάγκη αλλά και ως καρπός πολιτικής
και µάλιστα κοµµατικής αντιπαράθεσης και δεν υπήρξε οµαλή και οργανωµένη
µετάβαση στην ιδιωτική ραδιοτηλεόραση511. Συνακόλουθα µετά την τηλεοπτική

511
Αναφερόµαστε στην διαµάχη της τότε κυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ) και αντιπολίτευσης (Ν∆) στον χώρο
των τηλεπικοινωνιών και την θέση σε λειτουργία από την αντιπολίτευση που υπερίσχυε πολιτικά στην
τοπική αυτοδιοίκηση στα δύο µεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), των πρώτων

207
έκρηξη και την καθιέρωση ενός άναρχου, τουλάχιστον στα πρώτα του βήµατα,
ραδιοτηλεοπτικού χώρου πρώτα έγιναν ορατές οι αλληλεπιδράσεις των ΜΜΕ στην
πολιτική και στο ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Με ένα σχήµα αρκετά ανακόλουθο, η
κίνηση ή η προσπάθεια για κάλυψη του νοµικού κενού ή, τελοσπάντων, της
ανεπάρκειας του υφιστάµενου νοµικού πλαισίου υπήρξε υστερόχρονη, αφού η πολιτική
αντιπαράθεση είχε προλάβει την τακτική νοµοθετική διαδικασία. Μπορεί το κρατικό
τηλεοπτικό µονοπώλιο να καταργήθηκε το 1989 αλλά µόλις το 1995 µε τον
ν.2328/1995 τέθηκε σε ισχύ ένα συνολικό θεσµικό πλαίσιο για την ιδιωτική τηλεόραση
η οποία είχε ήδη διανύσει ικανό διάστηµα εµφάνισης στις τηλεοπτικές συχνότητες512.
Αυτή η κίνηση που είναι ουσιαστικά αντίθετη προς την φορά των δεικτών του
ρολογιού επέφερε µια δικαιολογηµένη µεν, ανυπόφορη δε, νοµοθετική παρέλκυση,
αφού η ταχεία ανάπτυξη των ιδιωτικών καναλιών έπρεπε να υπακούσει σε ένα
αναχρονιστικό και ελλιπές νοµοθετικό κείµενο. Την ίδια τακτική ακολούθησε η
µεταγενέστερη νοµοθετική πρωτοβουλία στις τηλεπικοινωνίες. Η προσπάθεια του
νοµοθέτη, αποδείχθηκε ότι είναι πάντα παρακολουθηµατική των εξελίξεων, αφού κατά
µείζονα λόγο προσπαθεί να καλύψει αποσπασµατικά τα κενά, προσφέροντας λύσεις οι
οποίες ουσιαστικά έχουν ήδη εφαρµοσθεί καλώς ή κακώς σε προβλήµατα που έχουν
ήδη γιγαντωθεί. Ο νοµοθετικός αναχρονισµός στον χώρο των τηλεπικοινωνιών δεν
συµβαδίζει µε κανένα τρόπο µε την ιλιγγιώδη ταχύτητα εξέλιξης του συγκεκριµένου
χώρου, τόσο διεθνώς όσο και σε εθνικό επίπεδο.
∆εν θα µπορούσαµε, ωστόσο να παραβλέψουµε το γεγονός ότι ήδη από τον
ιδρυτικό νόµο για την ιδιωτική τηλεόραση είχε προβλεφθεί και η σύσταση ανεξάρτητης
αρχής513 για την εποπτεία της, το γνωστό σε όλους µας, Εθνικό Συµβούλιο

δηµοτικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθµών. Βλ. επίσης σχετικά, Καράκωστας, Ι., Το ∆ίκαιο
των ΜΜΕ, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2003, σελ. 110.
512
στο ίδιο, σελ. 111 κ.ε.
513
Σύµφωνα µε το αρ. 3 του ν.1866/1989 που προέβλεψε την σύσταση του ΕΣΡ: «Το Εθνικό Συµβούλιο
Ραδιοτηλεόρασης ασκεί τον άµεσο έλεγχο του Κράτους επί ραδιοφωνίας και τηλεόρασης...». Στον
δικτυακό τόπο του ΕΣΡ αναφέρεται σχετικά: «Το Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, µία από τις
πρώτες ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα, ιδρύθηκε µε το Ν. 1866/1989 που θέσπισε τη λειτουργία
ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθµών και η πρώτη του συνεδρίαση πραγµατοποιήθηκε το Νοέµβριο του
1989. Μετά από αλλεπάλληλες µεταβολές του νοµοθετικού του πλαισίου, η λειτουργία του διέπεται
σήµερα καταρχήν από τους νόµους 2863/2000 και 3052/2002 και, δευτερευόντως, από τους νόµους
2328/1995, 2644/1998 και 3021/2002 και τα προεδρικά διατάγµατα 310/1996 και 100/2000, όπου
ορίζονται οι βασικότερες αρµοδιότητές του», www.esr.gr (τελευταία πρόσβαση 15-02-2007).

208
Ραδιοτηλεοράσεως (ΕΣΡ)514, το οποίο, µε την αναθεώρηση του Συντάγµατος το 2001,
ολοκλήρωσε το καθεστώς «πλήρους» ελέγχου του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου αλλά και
ανεξαρτησίας του, αφού µέσω των συνταγµατικών διατάξεων απεµπόλησε
οποιαδήποτε λειτουργική ή άλλη εξάρτηση από το Κράτος (τουλάχιστον όσον αφορά
στην υπηρεσιακή κατάσταση των µελών του)515. Παρόλα αυτά λειτουργεί ως
ελεγκτικός µηχανισµός για λογαριασµό του Κράτους που ασκεί άµεσο έλεγχο στην
ραδιοφωνία και την τηλεόραση516 διατηρώντας όµως τα εχέγγυα της ανεξάρτητης
διοικητικής αρχής η οποία, φυσικά, δεν εµπλέκεται στην άσκηση της κυβερνητικής
πολιτικής ούτε ενδιαφέρεται για την επίτευξη κυβερνητικών στόχων. Αυτή η
µετακύλιση αρµοδιοτήτων από την κεντρική πολιτική εξουσία σε ανεξάρτητα όργανα
και αρχές, που λαµβάνει χώρα µέσα από τον θεσµό των ανεξάρτητων αρχών, ιδιαίτερα
όσον αφορά στο χώρο των τηλεπικοινωνιών που είναι «επικίνδυνος» πολιτικά χώρος,
κρύβει και άλλες σκοπιµότητες που θίγουν την έννοια της υπεύθυνης πολιτικά

514
Για µια κριτική προσέγγιση του ΕΣΡ πριν την αναθεώρηση του 2001 βλ. µεταξύ άλλων Οικονόµου,
Α. «Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. ∆έκα χρόνια θεσµικής ακροβασίας», ΤοΣ, 1999, σελ. 555 επ.,
Καµτσίδου, Ιφ., «Η αναζήτηση του θεµελίου της ρυθµιστικής εξουσίας του Εθνικού συµβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης µεταξύ των άρθρων 43 παρ. 2 και 15 του Συντάγµατος», ΤοΣ 3/1996, σελ.645 κ.ε.
515
Αναφερόµαστε στα άρθρα 15 παρ. 2 και 101Α παρ. 1 του Συντάγµατος στα οποία αναφέρεται µεταξύ
άλλων: αρ. 15 παρ. 2 εδ. α΄ και β΄ «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άµεσο έλεγχο του
Κράτους. Η έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρµοδιότητα
του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόµος ορίζει», αρ. 101Α παρ.
1: «Όπου από το Σύνταγµα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα µέλη της
διορίζονται µε ορισµένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόµος
ορίζει». Με την θέση σε ισχύ των αναθεωρηµένων συνταγµατικών διατάξεων καταργήθηκαν σχετικές
νοµοθετικές διατάξεις των Ν. 2328/1995 και 2644/1998 που αφορούσαν αρµοδιότητες του Υπουργού
Τύπου και ΜΜΕ οι οποίες πλέον υπάγονται στο συγκεντρωτικό έλεγχο του ΕΣΡ, συµπεριλαµβανοµένης
και της µεταβατικής διάταξης του άρθρου 11 παρ. 2 του Ν. 2863/2000.
516
Όπως σχολιάζει ο Ι. Καράκωστας: «Η έννοια του ‘άµεσου ελέγχου’ αν και υπερβαίνει ‘κατά πολύ την
έννοια της κρατικής εποπτείας’, έχει κριθεί ότι δεν ταυτίζεται µε εκείνη του κρατικού µονοπωλίου επί
ραδιοτηλεοράσεως, χωρίς ωστόσο να το απαγορεύει», ό.π, σελ. 28. Επίσης ο Ε. Βενιζέλος: « Όπως είναι
γνωστό, το Συµβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η έννοια του άµεσου ελέγχου του Κράτους είναι µια
έννοια πλαίσιο, που επιτρέπει πολλές επιµέρους επιλογές στον κοινό νοµοθέτη. Μέσα στο πλαίσιο αυτό
ο κοινός νοµοθέτης έχει, συνεπώς, την διακριτική ευχέρεια να επιλέξει το σχήµα του κρατικού
µονοπωλίου, το σχήµα της συνύπαρξης ενός δηµόσιου και ενός ιδιωτικού τοµέα στον χώρο των
ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών ή ακόµα και το σχήµα της ιδιωτικής αποκλειστικά ραδιοφωνίας και
τηλεόρασης», Η ραδιοτηλεοπτική έκρηξη, Συνταγµατικό πλαίσιο και νοµοθετικές επιλογές, εκδ.
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 31. βλ. επίσης τον σχολιασµό του Αλ. Οικονόµου για την
ασυµβατότητα της έννοιας του άµεσου ελέγχου µε την υφιστάµενη κατάσταση στο «Η συνταγµατική
κατοχύρωση του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και η αναθεώρηση του άρθρου 15 του
Συντάγµατος», σε: Αναθεώρηση του Συντάγµατος και Εκσυγχρονισµός των θεσµών, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2000, σελ. 124-128.

209
διακυβέρνησης. Είναι φανερό ότι κατ΄αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται και το ενδεχόµενο
πολιτικό κόστος που θα µπορούσε να προκύψεις517.
Οι αρµοδιότητες του ΕΣΡ είναι κατά κύριο λόγο ελεγκτικές και ρυθµιστικές
και κυρίως αφορούν τις διαδικασίες χορήγησης, ανανέωσης, τροποποίησης
ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών αδειών, γνωµοδοτικές αρµοδιότητες διορισµού
διευθυντικών στελεχών της κρατικής τηλεόρασης (ΕΡΤ) και φυσικά, για να είναι
αποτελεσµατικές και µε πρακτικό αντίκρισµα αυτές οι αρµοδιότητες, το ΕΣΡ επισύρει
σε ανάλογες περιπτώσεις και την επιβολή κυρώσεων518. Με τις αναθεωρηµένες
διατάξεις του Συντάγµατος, ο έλεγχος του Κράτους επί της ραδιοτηλεόρασης
περιέρχεται οριστικά και συγκεντρωτικά στο ΕΣΡ, το οποίο είναι πλέον ο µόνος
αρµόδιος φορέας για την άσκηση ελέγχου και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στο
πεδίο της ραδιοτηλεόρασης. Σύµφωνα, επίσης, µε την κρατούσα άποψη δεν υφίσταται
ούτε η δυνατότητα ελέγχου νοµιµότητας των πράξεων του ΕΣΡ από τον αρµόδιο
υπουργό από την στιγµή που το ΕΣΡ υπάγεται στις διατάξεις και εγγυήσεις περί
Ανεξάρτητων ∆ιοικητικών Αρχών και, κατά συνέπεια, αποκλείεται τόσο ο ιεραρχικός
έλεγχος όσο και ο έλεγχος νοµιµότητας των πράξεών του519. Μια ιδιαίτερα κρίσιµη
επίσης αρµοδιότητα του ΕΣΡ είναι ο έλεγχος διαφάνειας στον χώρο των ΜΜΕ,
αρµοδιότητα που περιγράφεται στον Ν. 3021/2002, ο οποίος αποτελεί εκτελεστικό
νόµο του αρ. 14 παρ. 9 του Συντάγµατος.
Ο πολυσχιδής νοµικός χαρακτήρας που διέπει την λειτουργία και αποστολή των
ΜΜΕ αποδεικνύεται επιπρόσθετα από το γεγονός ότι στο νοµικό ρυθµιστικό πλαίσιο
υπεισέρχονται, µέσω «πυλών εισόδου» ή «σηµείων εισβολής» που έχουν άλλοτε την
µορφή των «αόριστων εννοιών» ή της επιφύλαξης υπέρ του νόµου, παράµετροι
αστικού και ποινικού δικαίου, δηµιουργώντας ένα εξαιρετικά σύνθετο πεδίο ερµηνείας
της λειτουργίας των ΜΜΕ. Η συνάρθρωση δηµοσίου και ιδιωτικού δικαίου στον χώρο
των ΜΜΕ είναι αδιάψευστος µάρτυρας της συνθετότητας που διέπει τόσο την δράση

517
«Όσο χρήσιµες όµως κι αν είναι οι ανεξάρτητες αρχές για την διεκπεραίωση των διαφορετικών αυτών
αποστολών δεν παύουν να αποτελούν από τη φύση τους θεσµό κατά βάση ξένο προς τη δηµοκρατική
αρχή της ‘υπεύθυνης διακυβέρνησης’, η οποία απαιτεί την άµεση κατά κανόνα σύνδεση της άσκησης
πολιτικής εξουσίας µε την ύπαρξη πολιτικής ευθύνης», Χρυσόγονος, Κώστας, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές
στο Σχέδιο της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγµατος», ΤοΣ, 6/2000, σελ. 1175 κ.ε.
518
Αναλυτικά για τις αρµοδιότητες του ΕΣΡ πριν και µετά τον ν. 2863/2000 βλ. Καράκωστα, Ι.,ό.π., σελ.
63-70.
519
Βλ. σχετικά Χρυσόγονος, Κ., ό.π., σελ. 1163.

210
τους όσο και τις συνέπειες που αυτή επισύρει. Βέβαια, τον πρώτο λόγο έχουν οι
συνταγµατικές διατάξεις αλλά η τελική τους ερµηνεία και εφαρµογή διέρχεται από τον
χώρο του ιδιωτικού δικαίου και κατά βάση του αστικού, µεταλλάσσοντας τα ατοµικά
δικαιώµατα σε έννοµα αγαθά του ιδιωτικού δικαίου και προσδίδοντας σε αυτά τα
αγαθά την αυξηµένη τυπική ισχύ, ως οιονεί συνταγµατικές διατάξεις ή διαφορετικά,
τριτενεργώντας έµµεσα σε αυτά520.
Οι σχετικές διατάξεις του αστικού και ποινικού δικαίου διαµεσολαβούν
ουσιαστικά το περιεχόµενο των συνταγµατικών διατάξεων στον χώρο των ιδιωτικών
έννοµων σχέσεων. Οι συνταγµατικές διατάξεις λειτουργούν ως νοµικές επιταγές σε
αυτήν την περίπτωση αλλά και ως εκπρόσωποι του «αντικειµενικού» δικαίου.
Αναφερόµαστε, βασικά στα άρθρα 57-59 ΑΚ για την προστασία της προσωπικότητας
και τις νοµικές αξιώσεις σε περιπτώσεις προσβολής521. Επίσης στον χώρο του Ποινικού
∆ικαίου τα άρθρα που ενδιαφέρουν, κυρίως, είναι το 367 παρ. 1 ΠΚ που αναφέρεται
στην έννοια του δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος καθώς και τα σχετικά άρθρα για τα
παράνοµα αποδεικτικά µέσα και την παραβίαση του απορρήτου των επιστολών και της
επικοινωνίας γενικότερα (αρ. 370, 370Α,370Β 370Γ ΠΚ)522. Όσον αφορά στην πολιτική

520
βλ. Καράκωστα, Ι., Το ∆ίκαιο των ΜΜΕ, ό.π., σελ. 31. Επίσης για την θεωρία της τριτενέργειας των
ατοµικών δικαιωµάτων βλ. µεταξύ άλλων, Ηλιοπούλου- Στράγγα, Τζούλια, Η τριτενέργεια των
ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων του Συντάγµατος 1975, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα –Κοµοτηνή
1990, Φ. ∆ωρής, Ερµηνεία των Νόµων µε αναγωγή στις συνταγµατικές διατάξεις στη νοµολογία των
πολιτικών δικαστηρίων, Ελλ∆νη, 1991 σ. 773 επ. (Χαριστήρια Ι. ∆εληγιάννη), Επιστηµ. Επετηρ. Σχολ.
Νοµ. Οικ. Επιστ, 1992, σελ. 65-89, Μανιτάκη, Αντ., Η επίδραση του Συντάγµατος στις ιδιωτικές
έννοµες σχέσεις, Χαριστήρια Ι. ∆εληγιάννη, Επιστηµονική Επετηρίδα Τµήµατος Νοµικής,
Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, ΝΟΜΟΣ, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 247-284, επίσης του
ιδίου, Η τριτενέργεια, µια περιττή για την ελληνική έννοµη τάξη έννοια, Χρονικά, Ίδρυµα
Μαραγκοπούλου, Αθήνα, Αντ. Σάκκουλας, 1991, σελ. 289-320.
521
Τα συγκεκριµένα άρθρα σηµατοδοτούν από µόνα τους µια σύγκρουση δικαιωµάτων. Από την µια
τίθεται το δικαίωµα του θύµατος που υπέστη την προσβολή ως έκφανση της στατικής πλευράς της
προσωπικότητάς του (προσβολή της τιµής, της αξιοπρέπειας, του ιδιωτικού βίου κλπ.) και από την άλλη
το δικαίωµα του δράστη που λειτούργησε ασκώντας το ενεργητικό δικαίωµα της ανάπτυξης της
προσωπικότητάς του (συλλογή, επεξεργασία δηµοσίευση πληροφοριών). Επιπλέον δεν µπορεί να
υπάρξει εξαντλητική αναφορά των αγαθών που εµπίπτουν στην προστασία του αρ. 57 γι΄ αυτό ιδιαίτερα
κρίσιµη για την συγκεκριµενοποίηση του περιεχοµένου του αρ. 57 είναι η νοµολογιακή του ερµηνεία,
βλ. σχετικά Καράκωστας, Ι., ό.π., σελ. 223 κ.ε.
522
Για τα παράνοµα αποδεικτικά µέσα στην πολιτική και ποινική δίκη και την προστασία του απορρήτου
των επικοινωνιών, βλ. ∆εληγκιαούρη, Αναστασία. «Η προστασία του ιδιωτικού βίου (επικοινωνιακού
απορρήτου) από την αξιοποίηση στην πολιτική και ποινική δίκη αποδείξεων που αποκτήθηκαν
παράνοµα», αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή εργασία στο Συνταγµατικό ∆ίκαιο, Θεσσαλονίκη, 21-02-2002,
και ειδικότερη βιβλιογραφία όπως µεταξύ άλλων: Καϊσης, Αθαν., Παράνοµα αποδεικτικά µέσα, εκδ.
Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1986, Καµίνης Γ., Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση
των ατοµικών δικαιωµάτων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, ∆ηµητράτος, Ν., Περί
αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική δίκη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 1992,

211
δίκη αντικείµενο ανάλυσης και ειδικότερου σχολιασµού είναι τα κεφάλαια του ΚΠολ∆
για την «Απόδειξη». Ιδιαίτερη έµφαση δίνεται στο αρ. 444 ΚΠολ∆ µετά την προσθήκη
που έγινε σε αυτό από το αρ. 31 παρ. 3 του Ν. 1941/1991. Η συµπλεγµατική όσο και
συνθετική ερµηνεία διατάξεων του κοινού δικαίου µε συνταγµατικού κανόνες αποτελεί
χρήσιµη ερµηνευτική οδό για τον δικαστή στη στάθµιση αντικρουόµενων
συµφερόντων και δικαιωµάτων στην ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή των ΜΜΕ, όπου η
σύγκρουση αποτελεί τον καθηµερινό κανόνα τηλεθέασης. Η στάθµιση, ωστόσο, καίτοι
δικαστική αρµοδιότητα, συχνά και αδικαιολόγητα µεταβαίνει στα χέρια των
δηµοσιογράφων ή άλλων τηλε-ανθρώπων, οι οποίοι, χωρίς τα απαραίτητα εχέγγυα
νοµιµότητας και νοµιµοποίησης, αποφαίνονται για την στάθµιση κρίσιµων
δικαιωµάτων µε κριτήρια όχι νοµικά αλλά τηλεοπτικά.

4.1.2. Το Συνταγµατικό πλέγµα διατάξεων για την ραδιοτηλεόραση και το


αναθεωρητικό διάβηµα του 2001
Η αναγωγή στο Σύνταγµα και η προτίµηση στην αναφορά και ανάλυση των
σχετικών συνταγµατικών διατάξεων έναντι αυτών της κοινής νοµοθεσίας είναι
αναγκαία γιατί καταρχήν ο κοινός νοµοθέτης είναι δύσκολο να προβλέψει και να
συλλάβει τις πολιτικές εξελίξεις και τις προοπτικές τους στο σύνολό τους κάτι που
επιτυγχάνουν οι Συνταγµατικές διατάξεις λόγω του αφαιρετικού και γενικού
χαρακτήρα τους. Εξάλλου, σύµφωνα µε την νοµολογία «η ραδιοτηλεοπτική εκποµπή
είναι άσκηση δηµόσιας εξουσίας» και κατά συνέπεια η ανάληψη ιδιωτικής
πρωτοβουλίας στον χώρο των τηλεπικοινωνιών δεν συνιστά άσκηση συνταγµατικού
δικαιώµατος αλλά παραχώρηση δηµόσιας εξουσίας523. Έχουµε βιώσει επίσης µια εν
γένει αναποτελεσµατικότητα στην εφαρµογή νόµων της κοινής νοµοθεσίας και, κατά

Baumgaurtel, G., «Η δυνατότητα χρήσης στην πολιτική δίκη αποδεικτικών µέσων που αποκτήθηκαν
παράνοµα», ∆ίκη 1983, (14), σελ. 118 επ., Πατεράκη, Στ., «Η δυνατότητα αξιολόγησης στην πολιτική
και ποινική δίκη αποδείξεων που αποκτήθηκαν παράνοµα ή κατά παράβαση συνταγµατικών διατάξεων»,
ΝοΒ 1983,(31) σελ1123 επ., και από την σχετική νοµολογία: Μον. Πρωτ. Αθ., 341/1983 ΝοΒ 1983, (31)
σελ. 1026, ΑΠ 18/1995 ΝοΒ 1995 (44), σελ. 411 επ., και ΑΠ 673/1983, ΑΠ 717/1984, ΑΠ 322/2000,
ΑΠ 748/2000, ΑΠ (Ολοµ) 1/2001, ΕφΘεσ 164/1992, ΕφΠατρ 1751/1999, Γνµ ΕισΑΠ 10/2000, Γνµ
ΕισΑΠ 191/1996 από την Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών NOMOS (http://lawdb.intrasoftnet.com),
ηµεροµηνίες πρόσβασης, 29-03/ 10,11-4-2002.
523
βλ. Βενιζέλος, Ευάγγελος, Η ραδιοτηλεοπτική έκρηξη, ό.π., σελ. 31.

212
συνέπεια, η ανάγκη να προστρέξουµε στο Σύνταγµα για την ρύθµιση του φαινοµένου,
φανερώνει τον φόβο αλλά και την δυσπιστία στην µειωµένη πρακτική ισχύ των κοινών
νοµοθετικών διατάξεων οι οποίες µπορούν να τροποποιηθούν µε κοµµατικά -
«κοινοβουλευτικά» κριτήρια από την άποψη ότι η ψήφιση ενός νόµου συνιστά, τις
περισσότερες φορές, απόφαση της εκάστοτε κυβερνητικής κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας524. Αυτό είναι ένα καλό παράδειγµα για το πώς δύναται η παθογένεια του
πολιτικού συστήµατος να επηρεάσει την νοµοθετική διαδικασία και µάλιστα στο
υψηλότερο θεσµικά επίπεδό της, αυτό της θέσπισης ή τροποποίησης συνταγµατικών
διατάξεων.
Ο φόβος της πολιτικής εξουσίας απέναντι στον εαυτό της υπήρξε εµφανής στην
τελευταία αναθεώρηση και εδράζεται κατά κύριο λόγο στο φαινόµενο της «έκπτωσης
του κοινού νόµου», στην πολιτική και κοινωνική δυσπιστία προς το ίδιο το πολιτικό
σύστηµα αλλά και την «ανάγκη και την βούληση του πολιτικού συστήµατος να
µοιραστεί την ευθύνη αντιµετώπισης του προβλήµατος µε όλους του άλλους
παράγοντες του δηµοσίου βίου»525. Είναι χαρακτηριστική όσο και ασυνήθιστα
λεπτοµερής η διατύπωση των αναθεωρηµένων συνταγµατικά διατάξεων που αφορούν
τον ευαίσθητο χώρο των τηλεπικοινωνιών σε µια προσπάθεια των βουλευτών-
πολιτικών, δια µέσω συνταγµατικού κειµένου, να στεγανοποιήσουν και να
προστατεύσουν συνακόλουθα τον συγκεκριµένο χώρο, τόσο από αδυναµίες του
υφιστάµενου πολιτικού συστήµατος όσο και από ενδεχόµενες παράτυπες παρεµβάσεις
ή πιθανή πολιτική «αδράνεια» σχετικά µε την αυστηρή τήρηση των εν λόγω διατάξεων.
Η ανάλυση του συνταγµατικού πλέγµατος διατάξεων µας παρέχει καθοδήγηση
για τα όρια αλλά και για τις συντεταγµένες που ορίζουν την λειτουργία της
ραδιοτηλεόρασης στη χώρα µας, του ευρύτερου επικοινωνιακού- πληροφοριακού
χώρου και σε τελική ανάλυση και του ίδιου του Κράτους.
Πριν προχωρήσουµε σε µια πιο λεπτοµερή κριτική ανάλυση των σχετικών
διατάξεων και αποτίµηση της τελευταίας αναθεώρησης η παράθεση απόψεων για τον
χαρακτήρα του αναθεωρητικού διαβήµατος του 2001 είναι ιδιαίτερα διασαφηνιστική
για την κατανόηση αλλά και υιοθέτηση ενός γενικότερου ερµηνευτικού πλαισίου

524
Βλ. και την σχετική παρατήρηση του Α. Μανιτάκη, Η επίδραση του Συντάγµατος στις ιδιωτικές
έννοµες σχέσεις, ό.π., σελ. 282.
525
Βενιζέλος, Ε., «Το Αναθεωρητικό κεκτηµένο», ό.π., σελ. 198 κ.ε.

213
ανάγνωσης του συνταγµατικού κειµένου και των ειδικότερων διατάξεων που µας
αφορούν. Ο «καθ’ ύλη» αρµόδιος της αναθεώρησης, ο εισηγητής της πλειοψηφίας,
Ευαγγ. Βενιζέλος, από την αρχή µίλησε για «συναινετική» αναθεώρηση αναφερόµενος
στην πολιτική συναίνεση που επένδυσε και στήριξε την εν λόγω διαδικασία αλλά και
τις τελικές ρυθµίσεις που προκρίθηκαν526. Ο Κ. Χρυσόγονος χαρακτήρισε την
αναθεώρηση του 2001 «επιβεβαιωτική», αφού ουσιαστικά ήρθε να επιβεβαιώσει
κατεστηµένες και ήδη ώριµες νοµοθετικές πρωτοβουλίες527. Ο Αντ. Μανιτάκης,
σχολιάζοντας τις συνταγµατικές καινοτοµίες που διατυπώθηκαν, καταλήγει ότι « κοινό
τους γνώρισµα είναι η συγκρατηµένη τους καινοτοµία και η συµβιβαστική τους
δυναµική» και ότι τελικά δεν έθιξαν τίποτα ουσιώδες ή θεσµικά κρίσιµο.528 Ο Ν.
Αλιβιζάτος θεωρεί ότι είναι απόδειξη «θολής και αβέβαιης εκσυγχρονιστικής πολιτικής
βούλησης και αποφασιστικότητας»529. Οι αναθεωρηµένες συνταγµατικές διατάξεις,
λοιπόν, αντανακλούν τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που καλλιέργησαν
ωρίµασαν και οδήγησαν στην επιτακτική ανάγκη για την αναθεώρησή τους αλλά και
τον συσχετισµό των πολιτικών δυνάµεων που συµµετείχαν. Πάντως είναι σαφής η
επιφυλακτική καινοτοµία του όλου διαβήµατος και η συνεχής αναµέτρηση του
συντακτικού νοµοθέτη µε την γραµµατική διατύπωση των συνταγµατικών διατάξεων
για την πληρέστερη αποτύπωση των συνταγµατικοπολιτικών του επιλογών.
Το αναθεωρητικό διάβηµα, σε ένα µεγάλο του τµήµα, προσπάθησε να δώσει
λύσεις στην σχέση θεσµισµένης πολιτικής εξουσίας και άτυπων µορφών εξουσίας όπως
της επικοινωνιακής. Η παρέµβαση της αναθεώρησης στο νοµικό καθεστώς των µέσων
ενηµέρωσης πραγµατοποιήθηκε σε τρία διαφορετικά επίπεδα: «α) το πρώτο αφορά τη
σχέση του ατόµου µε την επικοινωνιακή εξουσία που διαχειρίζονται τα έντυπα και

526
Ο Ε. Βενιζέλος εξηγεί σε αυτό το σηµείο: «Η αναθεώρηση του 2001 επιδιώχθηκε εξαρχής και µέχρι
τέλους να είναι – και πράγµατι υπήρξε- µία αναθεώρηση ολική, διαδικαστικά ανεπίληπτη,
νοµικοπολιτικά ώριµη και συναινετική και ταυτοχρόνως συστηµατική», ό.π., σελ. 23, βλ. επίσης του
ιδίου, Η συναινετική αναθεώρηση. Αναθεώρηση του Συντάγµατος και αναβίωση της πολιτικής, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 1996.
527
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κ. Χρυσόγονος: «... στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για
επιβεβαίωση, σε συνταγµατικό πια επίπεδο, εξελίξεων που έχουν ήδη συντελεσθεί σε νοµοθετικό ή και
υπερνοµοθετικό (κυρωµένες διεθνείς συµβάσεις) επίπεδο, ή για ρητή κατοχύρωση δικαιωµάτων τα
οποία συνάγονται ερµηνευτικά µε βάση και τις ισχύουσες σήµερα συνταγµατικές διατάξεις»,
Χρυσόγονος, Κώστας, Μια Βεβαιωτική Αναθεώρηση, ό.π. σελ 69.
528
Πρόλογος Αντ. Μανιτάκη στο Σύνταγµα της Ελλάδος, 1975/1986/2001, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα,
Θεσσαλονίκη 2001, σελ. VI και VII.
529
Αλιβιζάτος, Ν., Ο αβέβαιος εκσυγχρονισµός και η θολή συνταγµατική αναθεώρηση, εκδ. Πόλις,
Αθήνα 2001.

214
ηλεκτρονικά µέσα ενηµέρωσης.... β) το δεύτερο αφορά την διαφάνεια ως προς τα
οικονοµικά µέσα και την οικονοµική διαχείριση των επιχειρήσεων των µέσων
ενηµέρωσης...γ) το τρίτο επίπεδο αφορά τη διασφάλιση της αρχής της ισότητας και της
διαφάνειας στην διεξαγωγή του πολιτικού και ιδίως του εκλογικού ανταγωνισµού στα
ηλεκτρονικά µέσα ενηµέρωσης.»530. Αποδεικνύεται και πάλι η πολυσύνθετη
νοµοθετική πρωτοβουλία που επιβάλλεται ακόµη και στο συνταγµατικό κείµενο που
είναι εκ φύσεως ελλειπτικό και αφαιρετικά διατυπωµένο για να καταστεί δυνατή η
διευθέτηση όλων των επικίνδυνων ή προβληµατικών πτυχών της λειτουργίας των
ΜΜΕ, τόσο κατά το στάδιο της συλλογής πληροφοριών (δηµοσιογραφική έρευνα) όσο
και κατά το στάδιο της µετάδοσης πληροφοριών που λαµβάνει χώρα κατά την διάρκεια
µετάδοσης ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκποµπής. Το γεγονός ότι ο συντακτικός
νοµοθέτης αναγκάστηκε να αναθεωρήσει µεγάλο µέρος των διατάξεων που αφορούν
τα ΜΜΕ, προσθέτοντας παράλληλα, και εµβόλιµα άρθρα µε νέα συνταγµατική ύλη,
όπως το άρθρο 5Α που ήδη αναφέραµε (Κοινωνία της Πληροφορίας), είναι
αδιάψευστος µάρτυρας τόσο της συνειδητοποίησης του ρόλου τους όσο και της
σπουδαιότητας διαφύλαξης της δηµοκρατικής και διαφανούς λειτουργίας τους για την
εύρυθµη λειτουργία βασικών αρχών του Κράτους ∆ικαίου. Οι συνταγµατικές διατάξεις
που αφορούν στην ραδιοτηλεόραση ανευρίσκονται στο Β΄ Μέρος του Συντάγµατος για
τα Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα. Η πραγµατική εφαρµογή και προστασία αυτών
των δικαιωµάτων σε ένα µεγάλο εύρος περιπτώσεων επαφίεται και εναπόκειται πολλές
φορές στην «διακριτική ευχέρεια» των ΜΜΕ που δυστυχώς δεν συνοδεύεται κάθε
φορά από το απαραίτητο αίσθηµα σεβασµού και προστασίας της προσωπικότητας του
ατόµου και της κοινωνίας γενικότερα.
Η σχέση επικοινωνιακής και πολιτικής εξουσίας και η νοµική της ρύθµιση
αποτέλεσε µία εκ των τεσσάρων βασικών αρχών του αναθεωρητικού διαβήµατος531,
αυτής της διαφάνειας η οποία αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την πραγµάτωση
των σκοπών του Κράτους ∆ικαίου και την απρόσκοπτη λειτουργία της δηµοκρατικής
αρχής. Η προβληµατική για την διαπλοκή, την διαφθορά και εξ αντιδιαστολής τις

530
Βενιζέλος, Ε. Το Αναθεωρητικό Κεκτηµένο, ό.π., σελ. 117.
531
«Πρόκειται για την αρχή της ασφάλειας του ατόµου, την αρχή της συµµετοχής του πολίτη, την αρχή
της συναίνεσης των πολιτικών δυνάµεων και της αρχή της διαφάνειας των κρατικών λειτουργιών και
των σχέσεων κράτους και οικονοµίας»,στο ίδιο, σελ. 119.

215
εγγυήσεις διαφάνειας δεν είναι, βεβαίως, ελληνική συζήτηση µόνο αλλά συνδέεται µε
ένα πλήθος παραγόντων που ορίζουν και καθορίζουν την διεθνή πολιτική σκηνή και
την διασύνδεσή της µε το οικονοµικό κατεστηµένο532.

4.1.2.1 ΜΜΕ και συγκρουόµενα δικαιώµατα


Εξαιρετικά πυκνό στην «ύφανσή» του όσο και περίπλοκο το Συνταγµατικό
«πλέγµα» διατάξεων καλείται µέσα στην εύθραυστη ισορροπία αξιών και δικαιωµάτων
να παράσχει ασφαλές έδαφος ή, αν το δούµε αντίστροφα, ασφαλή όρια σε δύο
αντικρουόµενες «τάσεις». Η εφαρµογή του άρθρου 15 παρ. 2 όσον αφορά στην
ιδιωτική κυρίως τηλεόραση ενεργοποιεί αναπόδραστα και τον αµυντικό χαρακτήρα
διατάξεων που αφορούν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής (αρ. 9 Σ.), του απορρήτου
των ανταποκρίσεων (αρ. 19 Σ.), όπου προστέθηκαν δύο επιπρόσθετες θεσµικές
εγγυήσεις533 και του νεοεισαχθέντος άρθρου 9Α Σ., µε το οποίο κατοχυρώνεται το
δικαίωµα στην προστασία των προσωπικών δεδοµένων534 σε ρητή συνταγµατική

532
Από την πλούσια και εκτεταµένη αρθρογραφία για την διαφάνεια και την διαφθορά, βλ. ενδεικτικά
από τον ελληνικό τύπο και το διαδίκτυο τα άρθρα: Ζούλας, Κωνσταντίνος, «Η διαφθορά στην
καθηµερινότητά µας», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12-12-2005, συνέντευξη Ντάνιελ Κάουφµαν (Επικεφαλή του
Τµήµατος ∆ιακυβέρνησης της Παγκόσµιας Τράπεζας) µε τίτλο «Η διαφθορά επηρεάζει την ανάπτυξη»
στην Κατερίνα Σώκου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 16-03-2003, σελ. D17, Παπαδηµητρίου, Κωστής, «Το σύστηµα
παράγει τη διαφθορά», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-11-2005, Παπαϊωάννου, Κωστής, «∆ιαπλοκή, διαφθορά και
άλλα προϊόντα», ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ της Κυριακής, 6-02-2005, Κηπουρός, Χρήστος, «∆ιαφθορά. Το τελικό
στάδιο της πολιτικής ανεπάρκειας», στην ιστοσελίδα www.antibaro.gr/society/khpouros_diafthora.html
(ηµεροµηνία πρόσβασης 10-11-2006), Κλαµαρής, Νικόλαος «Οι θεσµοί της ελληνικής κοινωνίας και ο
ρόλος της πολιτικής σήµερα ιδίως από την πλευρά της δικαιοσύνης» 27-04-2005, στην ιστοσελίδα,
www.idkaramanlis.gr/html2/arxeio/articles/klamaris/klam050427-1.html (ηµεροµηνία πρόσβασης 10-11-
2006).
533
Η πρώτη θεσµική εγγύηση στην παρ. 2 παρέχει εξουσιοδότηση για την έκδοση νόµου που θα ορίζει
«τα σχετικά µε τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το
απόρρητο της παραγράφου 1». Ήδη µε τον Ν. 2225/1994 έχει συγκροτηθεί και λειτουργεί η Εθνική
Επιτροπή του Απορρήτου των Επικοινωνιών η οποία πλέον διέπεται από το άρθρο 101Α Σ και τον
σχετικό εκτελεστικό νόµο. Η δεύτερη θεσµική εγγύηση αφορά την παρ. 3 του άρθρου 19 που
απαγορεύει ρητά την «χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού
και των άρθρων 9 και 9Α».Ο κανόνας που εισάγει η παρ. 3 του αρ. 19 είναι άµεσης δικονοµικής ισχύος
και εισάγεται απευθείας τόσο στους ΚΠολ∆, ΚΠ∆, Κ∆∆ κ.ο.κ.
534
Για την συζήτηση σχετικά µε το άρθρο 9Α βλ. Γέροντας, Απ., Το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης των
πληροφοριών. Υπερβολή ή αναγκαιότητα; ΤοΣ, 1997, σελ. 849 επ., του ιδίου, Η ηλεκτρονική
επεξεργασία των προσωπικών πληροφοριών, ΤοΣ, 1989, σελ. 58 επ., του ιδίου, Πληροφορική και
∆ίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991, ∆όνος, Π., «Η συνταγµατική κατοχύρωση του
δικαιώµατος προστασίας του πολίτη από την επεξεργασία των προσωπικών του δεδοµένων και της
αντίστοιχης ανεξάρτητης αρχής», στο Παπαδηµητρίου, Γ., (επιµ), ό.π. σελ. 107 επ., Ιγγλεζάκης, Ι.,
Ευαίσθητα Προσωπικά ∆εδοµένα. Η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών προσωπικών δεδοµένων και οι
συνέπειές τους, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003, Καράκωστας, Ιωάννης, «Προστασία της
ιδιωτικότητας στην Κοινωνία της Πληροφορίας», ∆ιΜΕ&Ε, 1/2004, σελ. 54-58, Κατραµάδος, ∆.,

216
διάταξη και προβλέπεται η συγκρότηση αρµόδιας ανεξάρτητης διοικητικής αρχής535.
Οι παραπάνω συνταγµατικές διατάξεις τελούν σε λειτουργική και πραγµατολογική
συνάφεια µε το αρ. 5 παρ. 1Σ. και φυσικά το αρ. 2 παρ. 1 Σ. Μια σωστή, κατά την
γνώµη µας ερµηνεία του πνεύµατος του Συντάγµατος προϋποθέτει την συστηµατική
ερµηνεία όλων των σχετικών άρθρων αλλά και της ανάλογης νοµολογίας που
εξειδικεύει in concreto το πραγµατικό τους περιεχόµενο.
Το δικαίωµα της δηµοσιοποίησης πληροφοριών ως προϋπόθεση του
δικαιώµατος πληροφόρησης, συνυπάρχει µε το δικαίωµα στην «µη δηµοσιοποίηση»
πληροφοριών. Το κρίσιµο µέγεθος που κρίνει κάθε φορά προς τα πού θα κλίνει η
πλάστιγγα υπέρ του ενός ή του άλλου είναι η ύπαρξη ή µη της αόριστης έννοιας του
«δηµοσίου συµφέροντος»536 ή του «δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος»537 που
υπεισέρχεται στον πεδίο προστασίας της προσωπικότητας µε το αρ. 367 ΠΚ και
δικαιολογεί την επέµβαση στην προσωπικότητα του ατόµου και την δηµοσιοποίηση
στοιχείων που την αφορούν. Από την µία, λοιπόν, το δικαίωµα στην πληροφορία και
την ενηµέρωση και από την άλλη το δικαίωµα στην προσωπικότητα, το δικαίωµα στην
ιδιωτική ζωή. Το δικαίωµα του «πληροφορείν» και το δικαίωµα του
«πληροφορείσθαι» (αρ. 14 παρ.1 Σ.) βρίσκονται σε µια διαλεκτική και ενίοτε
αντιθετική σχέση µε το δικαίωµα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας
(άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), το οποίο, ακόµη κι αν δεν υπήρχαν τα προηγούµενα άρθρα, θα
αρκούσε για να δικαιολογήσει την ύπαρξη και των δύο, αφού θεωρείται δικαίωµα-
πλαίσιο538.

Προστασία του ατόµου από την επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων (Ν. 2472/1997) ∆τΑ 3, 1999, σελ.
577 επ., Τσάτσος, ∆.Θ./ Β. Σκουρής & Φ. Σπυρόπουλος (γνµδ), Ελευθερία του Τύπου και προστασία του
ατόµου από την επεξεργασία προσωπικών πληροφοριών, ΤοΣ, 1998, σελ. 479 επ.
535
Η εν λόγω αρχή ήδη λειτουργούσε κατά τον Ν. 2472/1997 αλλά πλέον υπάγεται στις ανεξάρτητες
διοικητικές αρχές που ρητά ορίζει το Σύνταγµα άρα, η λειτουργία της διέπεται από το άρθρο 101Α.
536
Για την έννοια του δηµοσίου συµφέροντος βλ. µεταξύ άλλων ∆αγτόγλου, Π., Ατοµικά ∆ικαιώµατα,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2005, και Σπηλιωτόπουλος, Ε. Εγχειρίδιο ∆ιοικητικού ∆ικαίου, εκδ.
Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2005.
537
«∆ικαιολογηµένο συµφέρον υπάρχει όταν η θυσία που επιβάλλεται στο θύµα κρίνεται κατώτερη από
το όφελος που µπορεί να αποκοµίσει µια οµάδα προσώπων ή το κοινωνικό σύνολο», Καράκωστας, Ι., Το
∆ίκαιο των ΜΜΕ, ό.π., σελ. 254.
538
Ο Ι. Καράκωστας διευκρινίζει: « Το δικαίωµα της προσωπικότητας θεωρείται ‘δικαίωµα-πλαίσιο’ στο
οποίο περιλαµβάνονται αφ’ ενός εκφάνσεις που συνθέτουν την αξία του ανθρώπου, αποτελώντας
αναπόσπαστα στοιχεία της ανθρώπινης ιδιότητας, και αφετέρου συντελεστές καθοριστικοί της
ατοµικότητας του προσώπου, Ως δικαιολογηµένο συµφέρον θα πρέπει να νοηθεί το συµφέρον του
κοινού για πληροφόρηση», ό.π. σελ. 223.

217
Εξάλλου από τον συνδυασµό του αρ 5 παρ 1, αρ. 9 παρ. 1 και αρ 2 παρ 1 του
Συντάγµατος προκύπτει, ως ιδιαίτερη εκδήλωση του δικαιώµατος της προσωπικότητας,
το δικαίωµα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης «που απαγορεύει τη χρήση
προσωπικών δεδοµένων από οποιονδήποτε, χωρίς την συγκατάθεση του προσώπου
(υποκειµένου), στο οποίο τα δεδοµένα αυτά αναφέρονται»539. Το δικαίωµα λοιπόν επί
των ιδίων πληροφοριών και της απαγόρευσης αυθαίρετης χρήσης τους από τρίτο
πρόσωπο, είναι η «επικοινωνιακή» διάσταση του δικαιώµατος της προσωπικότητας540.
Όσον αφορά στο νεο-αποκτηθέν, ας µας επιτραπεί όρος, άρθρο 5Α για το οποίο
έγινε µνεία παραπάνω, ο διαχωρισµός του σε δύο ουσιαστικά δικαιώµατα, το
δικαίωµα πληροφόρησης και ελευθερίας της πνευµατικής κίνησης (παρ. 1) και το
δικαίωµα συµµετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας (παρ.2 ) καταδεικνύει τον
διφυή χαρακτήρα του. Το δεύτερο δικαίωµα, ως ευρύτερο δικαίωµα, φαίνεται σε
κάποιες περιπτώσεις να ταυτίζεται µε αυτό της παρ.1, αφού η σύγχρονη εκδοχή του
δικαιώµατος στην πληροφόρηση τις περισσότερες φορές χρειάζεται, ως αναγκαία
προϋπόθεση, το δικαίωµα συµµετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας για να ασκηθεί
αποτελεσµατικά, λαµβάνοντας υπόψη όλες τις δυνατές συµπαραδηλώσεις αλλά και
πρακτικές υλοποίησης της συγκεκριµένης έννοιας541. Η λειτουργική εξάρτηση του ενός
δικαιώµατος από το άλλο, στην πλειονότητα της σχετικής περιπτωσιολογίας,
αναδεικνύει και την υπόρρητη οικονοµική και τεχνολογική συνιστώσα στην
πραγµατική διεκδίκηση του δικαιώµατος. Το υπερβολικό κόστος πρόσβασης στο
∆ιαδίκτυο µπορεί να καταστεί εκ του πλαγίου προσβολή του δικαιώµατος γεγονός που
σηµαίνει ότι απαιτείται εκ προοιµίου θετική κρατική ενέργεια αλλά και υποχρέωση του
Κράτους (µε τη µορφή νοµοθετικής ή άλλης παρέµβασης) για την παροχή και
εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων, ώστε η «πρόσβαση» να είναι αγαθό που
απολαµβάνουν όλοι οι πολίτες ανεξαρτήτου οικονοµικής θέσεως και κοινωνικής τάξης,

539
Αρχή Προστασίας ∆εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠ∆ΠΧ), αποφ. 100/31.3.2000, Ποιν∆ικ
5/2000, σελ. 476.
540
Βλ. σχετικά: Άνθιµου, Κ., Το δικαίωµα πληροφοριακού αυτοκαθορισµού του ατόµου ως έκφανση το
δικαιώµατος επί της προσωπικότητας, Κριτική επιθεώρηση 1, 1998, σελ. 155 επ. και Μήτρου, Ευ.,
«Προστασία προσωπικών δεδοµένων, ένα νέο δικαίωµα;» σε Τσάτσο, ∆.Θ./ Ευ. Βενιζέλο και Ξ.
Κοντιάδη (επιµ) Το νέο Σύνταγµα. Πρακτικά συνεδρίου για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του
1975/1986/2001, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2001, σελ. 83 επ.
541
Για το δικαίωµα συµµετοχής στην «Κοινωνία της Πληροφορίας» και την σχετική προβληµατική βλ.
Βιδάλης, Τάκης. «Νέα ∆ικαιώµατα στο Σύνταγµα: ένας απολογισµός», στο: Τσάτσος, ∆.Θ. /Ευ.
Βενιζέλος & Ξ.Ι. Κοντιάδης (επιµ).,ό.π., σελ. 78 κ.ε.

218
κάτι που στην χώρα µας εξακολουθεί να παραµένει ζητούµενο εξαιτίας των
ασυνήθιστα, για τα διεθνή δεδοµένα, υψηλών τιµών πρόσβασης στο διαδίκτυο542. Καλό
είναι, λοιπόν, να ερµηνεύουµε τις συνταγµατικές διατάξεις µε όρους της
πραγµατικότητας και όχι µόνο µε το δεοντολογικό τους περιεχόµενο για να είµαστε σε
θέση να ορίσουµε την πραγµατική τους συνεισφορά. Θέµατα όπως το κόστος
πρόσβασης στο ∆ιαδίκτυο, η ανάλογη τεχνολογική δοµή που απαιτείται και η ισότητα
πρόσβασης, η «επικοινωνιακή ισότητα» είναι προϋποθέσεις εκ των ουκ άνευ για την
πραγµατική άσκηση του δικαιώµατος543.
Το σίγουρο είναι ότι η κατοχύρωση ενός νέου δικαιώµατος στην πληροφόρηση
µε τα ασαφή όρια που σκιαγραφεί το νέο αρ. 5Α δεν µπορεί ως προς την πραγµατική
και πραγµατολογική του άσκηση να είναι χωρίς επιφυλάξεις544. Η παρ. 2 του αρ. 5Α
υπάγεται στους περιορισµούς και τους αµυντικούς µηχανισµούς των άρθρων 9, 9Α και
19 τόσο στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών και κράτους όσο και µεταξύ των ιδιωτών µετά και
την ρητή διατύπωση του αρ. 25 παρ. 1 εδ. γ΄545.
Πάντως η συρροή συνταγµατικών διατάξεων, προστατευτέων αγαθών και
δικαιωµάτων που αφορούν στο ραδιοτηλεοπτικό φαινόµενο και την λειτουργία του εν
γένει και συγκεκριµένα, η συχνή περίπτωση σύγκρουσης546, όπου πλέον απαιτείται η
στάθµισή τους θα πρέπει πρωτίστως να υπηρετεί και να επαληθεύει τον φιλελεύθερο
και δηµοκρατικό χαρακτήρα του Συντάγµατος αλλά και να εξασφαλίζει έναν χώρο
ελεύθερης ύπαρξης, δράσης και επιλογών του ατόµου που δεν θα υπόκεινται σε
δηµόσιο έλεγχο547. Όταν λοιπόν συγκρούεται το δικαίωµα της πληροφοριακής

542
βλ. σχετικά την παρατήρηση του Ε.Βενιζέλου, ό.π., σελ. 161.
543
Όπως παρατηρεί ο Κ. Στρατηλάτης, «…το στοιχείο της πληροφοριακής ισότητας αποτελεί συστατικό
όρο των προστατευόµενων ενεργηµάτων (σ.σ. του συγκεκριµένου δικαιώµατος) και όχι a posteriori
διόρθωση της ανισοκατανοµής κάποιου αγαθού που θα ονοµάζαµε ‘πληροφορία’. Τούτο συµβαίνει
επειδή εδώ η δικαιϊκή σχέση εγκαθιδρύεται εξαρχής ως επικοινωνιακή, ως σχέση, δηλαδή, µεταξύ
ισότιµων µετόχων δηµοσίου λόγου και όχι µεταξύ γενικά αυτόνοµων υποκειµένων», ό.π., σελ.223.
544
Ο Κ. Χρυσόγονος γράφει κατηγορηµατικά: «Σε κάθε περίπτωση είναι αδιανόητη η θέσπιση ενός
ανεπιφύλακτου δικαιώµατος πληροφόρησης, δεδοµένου ότι πολλά απόρρητα, όπως π.χ. το ιατρικό, το
δικηγορικό κ.ά υπηρετούν την προστασία άλλων συνταγµατικών αγαθών. Θα ήταν εποµένως χρήσιµη η
ρητή συνταγµατική αναφορά στα όρια του δικαιώµατος για πληροφόρηση», Μια Βεβαιωτική
Αναθεώρηση, ό.π., σελ. 22.
545
«Τα δικαιώµατα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν» (αρ. 25 παρ.
1 εδ.γ΄ Σ).
546
Για την περίπτωση συρροής και της σύγκρουσης συνταγµατικών διατάξεων βλ. Χρυσόγονος, Κ.,
Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ. 95 κ.ε.
547
‘Όσον αφορά στα κριτήρια της αξιολογικής στάθµισης, «αφετηρία εν προκειµένω αποτελεί η
απάντηση στο ερώτηµα κατά πόσον και σε ποια έκταση µια πληροφορία είναι αναγκαία για την

219
αυτοδιάθεσης µε το δικαίωµα του Τύπου και των ΜΜΕ για πληροφόρηση του κοινού
τότε «η κρίση περί της επικράτησης του ενός ή του άλλου γίνεται in concreto και πάντα
σε συσχέτιση µε την αρχή της αναλογικότητας»548. Γιατί « η αξίωση του κοινού για
ενηµέρωση δεν φθάνει µέχρι του σηµείου να απαιτεί την γνώση ευαίσθητων
δεδοµένων που έχουν ως συνέπεια τον εξευτελισµό της ανθρώπινης αξίας και την
διαπόµπευση του υποκειµένου, ακόµα κι αν οι πληροφορίες αυτές µπορούν να
θεµελιώσουν ποινική ευθύνη για συγκεκριµένες αξιόποινες πράξεις»549. Οι βασικές
αρχές και πρακτικές κατά την στάθµιση συνταγµατικών κανόνων που αφορούν
ατοµικά δικαιώµατα διαπνέονται α) από την αρχή της «πρακτικής αρµονίας», «η
οποία επιδιώκει την παράλληλη άσκηση δύο ή περισσοτέρων δικαιωµάτων από
διαφορετικούς φορείς και αποτρέπει κατ’ αρχάς τον εξοβελισµό του δικαιώµατος του
ενός υπέρ του δικαιώµατος του άλλου»550, β) από την αρχή της «κοινωνικής
προσφορότητας», «κατά την οποία ενέργειες οι οποίες προσβάλλουν έννοµα αγαθά
τρίτων είναι θεµιτές εάν η κοινωνική τους χρησιµότητα δεν είναι δυσαναλόγως µικρή
σε σχέση µε τις βλάβες που προκαλούνται στα θιγόµενα ατοµικά αγαθά»551, γ) από την
θεωρία των «διάσηµων προσώπων ή προσώπων της διασηµότητας» (public
figures), η οποία συνίσταται στην προαποδοχή ότι η «η ιδιωτική σφαίρα των
προσώπων αυτών είναι συρρικνωµένη, σε ορισµένες µάλιστα περιπτώσεις σε µεγάλο
βαθµό, πράγµα που δικαιολογείται από ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής του
κοινού και συνεπώς του τύπου»552. Το ζητούµενο λοιπόν είναι η ανεύρεση της

εκπλήρωση της αποστολή των ΜΜΕ, η οποία πραγµατοποιείται µε τη συλλογή και διάδοση
πληροφοριών και ειδήσεων τη λήψη θέσεως απέναντι σε αυτές, την άσκηση κριτικής και την καθ’
οιονδήποτε τρόπο συµβολή στη διαµόρφωση της κοινής γνώµης... Για να σταθµισθεί εποµένως η
βαρύτητα της αξιώσεως των ΜΜΕ για πληροφόρηση θα πρέπει να ερευνηθεί κατά πόσο η συγκεκριµένη
πληροφορία είναι αναγκαία για τη διαµόρφωση της κοινής γνώµης επάνω σε ένα συγκεκριµένο θέµα και
εξυπηρετεί την ανάγκη ενηµερώσεως του κοινού. Η κρίση κατά πόσο συντρέχει δικαιολογηµένο
ενδιαφέρον πληροφορήσεως, το οποίο θα προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη συγκεκριµένη πληροφορία,
θεµελιώνεται σε αξιολογικά κριτήρια συναγόµενα από συνταγµατικές διατάξεις», Καράκωστας, Ι., Το
∆ίκαιο των ΜΜΕ, ό.π., σελ.178 κ.ε.
548
ΑΠ∆ΠΧ, αποφ. 100/31.3.2000, ό.π., σελ. 47.
549
στο ίδιο, σελ. 47.
550
Τσάτσος, ∆.Θ./ Β. Σκουρής, & Φ.Σπυρόπουλος (γνωµοδότηση), «Ελευθερία του τύπου και
προστασία του ατόµου από την επεξεργασία προσωπικών πληροφοριών», ΤοΣ 3/1998, σελ. 514.
551
στο ίδιο, σελ. 514.
552
στο ίδιο, σελ. 514. Αυτή η θεωρία δεν είναι απόλυτη, ωστόσο. βλ. και απόφ. ∆ιοικΠρωτ.Αθ
16280/1995, (υπόθεση Παπαθεµελή): «Εντούτοις σε µια δηµοκρατική κοινωνία, το άτοµο που
καθίσταται δηµόσιο πρόσωπο, µε την έννοια ότι γίνεται γνωστό σε ευρύτερο κύκλο του κοινού
(πολιτικοί, δηµοσιογράφοι, καλλιτέχνες, αθλητές, κλπ) υπόκειται εκ των πραγµάτων στο

220
συνταγµατικής ισορροπίας των συγκρουόµενων διατάξεων και η διευθέτηση αυτής της
σύγκρουσης µε το µέγιστο κοινωνικό όφελος.
Το κατεξοχήν πολύπλευρα θιγόµενο δικαίωµα από τα ΜΜΕ αυτό της
προσωπικότητας553, εξειδικεύεται επιµέρους στην προσβολή της τιµής (που
προστατεύεται ειδικότερα και από το αρ. 361 κ.επ. του ΠΚ), στην προσβολή του
ιδιωτικού βίου554 (αρ. 2 παρ. 1, 9 παρ.1 και 19 παρ. 1 Σ, επίσης 361 και 366 ΠΚ) και
στο δικαίωµα «επί της ιδίας εικόνας»555 που θεωρείται ότι υπάγεται στο ρυθµιστικό
πλαίσιο του αρ. 57 ΑΚ. Να διευκρινίσουµε ότι στο άρθρο 57ΑΚ συντίθεται και
προστατεύεται τόσο ο πυρήνας του δικαιώµατος στην προσωπικότητα (αξία του
ανθρώπου αρ. 2 παρ. 1 Σ), ως στατική και µη επιδεκτική στάθµισης πλευρά του
δικαιώµατος στην προσωπικότητα, όσο και η δυναµική πλευρά του δικαιώµατος, αυτή,
δηλαδή, που αναφέρεται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόµου
(αρ. 5 παρ. 1 Σ).
Τα παραπάνω συµπυκνώνουν την αιώνια πολιτική αλλά και «νοµική»
σύγκρουση µεταξύ «ιδιωτικού» και «δηµοσίου» χώρου που καλείται να ρυθµίσει το
δίκαιο τηρουµένων των αναλογιών και των αποστάσεων556. Ο ιδιωτικός χώρος
αναζητεί την µυστικότητα την περιχαράκωσή του από την δηµόσια θέασή του, και µε
την έννοια αυτή, είναι ο απόλυτος χώρος ελευθερίας του ατόµου. Αντίθετα, ο δηµόσιος
χώρος είναι τόσο πιο λειτουργικός όσο πιο ορατός και προσιτός είναι. Εδώ παίρνει
σάρκα και οστά η δηµόσια εικόνα των ατόµων, σε αυτόν τον χώρο της κοινής
διαβούλευσης λαµβάνονται (ή θα έπρεπε να λαµβάνονται) οι αποφάσεις που αφορούν
στο σύνολο. Το «ιδιωτικό» λοιπόν είναι πραγµατικά ελεύθερο όταν είναι
περιχαρακωµένο και προστατευµένο, το «δηµόσιο» είναι ελεύθερο όταν διευρύνονται

δηµοσιογραφικό έλεγχο, τον οποίο, και αν είναι οξύς ή δηκτικός, εφόσον δεν θίγεται η τιµή και η
υπόληψή του, οφείλει να ανέχεται», Το Σ 1/1996 σελ. 1999.
553
Για µια ειδικότερη και πιο εκτενή µελέτη όσον αφορά την περιοχή σύγκρουσης των ΜΜΕ και της
προσωπικότητας βλ. Καράκωστας, Ι., Προσωπικότητα και Τύπος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2000.
554
Βλ. ειδικότερα (πριν την αναθεώρηση του Συντάγµατος) Μαυριάς. Κ., Το συνταγµατικό δικαίωµα
ιδιωτικού βίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1982.
555
«Ως δικαίωµα επί της ιδίας εικόνας θεωρείται η εξουσία του προσώπου να αποφασίζει για την
αποτύπωση, διάδοση ή δηµόσια έκθεση της απεικόνισης της µορφής του», Καράκωστας, Ι., Το ∆ίκαιο
των ΜΜΕ, ό.π., σελ. 247. βλ. επίσης τις εκεί αναφερόµενες δικαστικές αποφάσεις.
556
Για µια συνοπτική αλλά κριτική θεώρηση του σύγχρονου δηµόσιου χώρου ( από κοινωνιολογικής και
πολιτικής απόψεως), των µεταλλαγών που έχει υποστεί (κυρίως από τα ΜΜΕ) αλλά και µια
ενδιαφέρουσα ιστορική αναδροµή βλ. Ψύλλα, Μαριάννα, η Πολιτική ως ∆ράση και Λόγος, εκδ.
Τυπωθήτω – Γ. ∆αρδάνος, Αθήνα 2003, σελ. 85 κ.ε.

221
τα σύνορά του και διευρύνεται, παράλληλα ο κύκλος των συµµετεχόντων σε αυτόν. Το
παράδοξο στην έννοια της ελευθερίας είναι ότι άλλοτε χρειάζεται όρια για να
προστατευθεί και άλλοτε χρειάζεται να τα καταργήσει για να µπορέσει να είναι
πραγµατικά «ελεύθερη». Ιδιαίτερα λεπτή είναι ωστόσο η εννοιολογική όσο και η
πραγµατική διαφοροποίηση µεταξύ της όποιας θεµιτής διεύρυνσης και της επικάλυψης
ή «κατάληψης» χώρου που ανήκει σε διαφορετική «δικαιοδοσία» και της
καταστρατήγησης του λειτουργικού του πεδίου. Ο εκδηµοκρατισµός του δηµοσίου
χώρου µε την συµβολή των ΜΜΕ δεν απέχει πολύ από τον εκ-τροχιασµό του σε
τυραννικές µορφές µιας µαζικής δηµοκρατίας η οποία αγνοεί τις ανάγκες του ατόµου.
Σε αυτήν την σύγκρουση έρχεται να προστεθεί και ένας άλλος παράγοντας που
είναι κρίσιµος για την «έκβασή» της. Η ελεγκτική εξουσία που καθιερωµένα είναι
επιφορτισµένος να ασκεί ο Τύπος και κατ’ επέκταση τα ΜΜΕ δίνει ικανές αφορµές
στα ΜΜΕ για ευθεία και απροκάλυπτη καταπάτηση της ιδιωτικής σφαίρας των
ατόµων. Η σχετικά πρόσφατη εισαγωγή της «κοινωνίας της πληροφορίας» που
εισήγαγε η τελευταία Αναθεώρηση του 2001 (αρ. 5Α) στο συνταγµατικό κείµενο
αναγόρευσε και τυπικά πλέον την πληροφορία σε συνταγµατικό αγαθό,
υπενθυµίζοντας ότι στην κοινωνία που ζούµε η πληροφορία έχει ειδικό βάρος και
χρήζει, ως εκ τούτου, ιδιαίτερης προσοχής η προστασία της557. Η πληροφορία πλέον
απολαµβάνει και αυτή «υπέρτατη συνταγµατική προστασία», αφού εµπεριέχεται σε
διάταξη του τυπικού µας Συντάγµατος.
Τα ΜΜΕ, από τον υπέρµετρο ζήλο που δείχνουν για την εξυπηρέτηση της
«πληροφόρησης» του κοινού, αγνοούν σε µεγάλο βαθµό τις λεπτές διαχωριστικές
γραµµές, τα ιδεατά σύνορα µεταξύ της ιδιωτικής και δηµόσιας σφαίρας, δίνοντας
πάντα προβάδισµα στην τελευταία. Το πρόβληµα είναι ότι η διατάραξη αυτής της
ευαίσθητης ισορροπίας είναι συνήθως αφανής ή γίνεται αντιληπτή πολύ αργότερα από
τον χρόνο που θα έπρεπε, µε αποτέλεσµα να διακυβεύονται βασικά ατοµικά
δικαιώµατα, µε πιο βασικό το δικαίωµα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας

557
Αναφορικά µε την πολυσύνθετη έννοια της πληροφορίας και το διαφορετικό σηµασιολογικό φορτίο
µε το οποίο χρησιµοποιείται σε διαφορετικές περιπτώσεις η Καϊτατζή- Γουϊτλοκ διαχωρίζει σε τρία
πρίσµατα- εκφάνσεις του όρου: α) το σηµασιολογικό-σηµαντικό πρίσµα που συνδέεται µε το νόηµα και
το µήνυµα β) το διαδικαστικό, το οποίο αναφέρεται στην πράξη και την ροή της πληροφόρησης και γ) το
συστηµικό που παραπέµπει στην δοµή του επικοινωνιακού περιβάλλοντος, βλ. σχετικά: Η Επικράτεια
των Πληροφοριών, ό.π, σελ. 27 κ.ε.

222
του αρ. 5 Σ. Ο αναθεωρητικός νοµοθέτης, αντιλαµβανόµενος τον άµεσο όσο και
ιδιαίτερα επικίνδυνο χαρακτήρα της προσβολής του ατόµου από τα ΜΜΕ και µάλιστα
ιδιαίτερα από τα ηλεκτρονικά, θέσπισε δύο νέα αντι-µέτρα για να προληφθεί µε όσο το
δυνατόν πιο άµεσο τρόπο η δηµιουργία εσφαλµένων εντυπώσεων στο κοινό. Το νέο
αρ.14 Σ στην παρ.5 που προστέθηκε κατοχυρώνει το δικαίωµα απάντησης του
προσβαλλόµενου και την αντίστοιχη υποχρέωση άµεσης δηµοσίευσης (για τον
έγγραφο τύπο) ή µετάδοσης (για τα οπτικοακουστικά ΜΜΕ) της απάντησης του
θιγόµενου ούτως ώστε να δοθεί η δυνατότητα για άµεση αντίδραση πριν την παγίωση
λανθασµένων και προσβλητικών απόψεων. Εξάλλου το ίδιο το αρ. 14 στην παρ. 1 που
δεν είναι καινούργια, αναφέρεται στο ατοµικό δικαίωµα γνώµης αλλά και κατ΄
επέκταση στο δικαίωµα συνεισφοράς στην διαµόρφωση της κοινής γνώµης, η οποία
έχει αποδειχθεί ότι δεν µεταβάλλεται εύκολα και είναι επικίνδυνα δεκτική στην
πρόσληψη αρνητικών εικόνων, ιδιαίτερα όσον αφορά στα πολιτικά πρόσωπα
κινούµενη µέσα στο γενικό πλαίσιο απαξίωσης της πολιτικής που προωθείται και από
τα ΜΜΕ.
Προς επίρρωση του επιχειρήµατος της αµεσότητας στις συνέπειες του
τηλεοπτικού λόγου, αν το θιγόµενο πρόσωπο από τα ΜΜΕ θελήσει να ακολουθήσει
την δικαστική οδό προς διαλεύκανση της υπόθεσής του, τότε η παρ. 7 του αρ. 14
επιτάσσει την «ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων» (σ.σ. που αφορούν
διαφορές µε τα ΜΜΕ), για τον λόγο που ήδη διευκρινίσαµε και αφορά το «ακαριαίο»
των συνεπειών που υφίσταται ένα πρόσωπο από την προσβολή του από τα ΜΜΕ.
Ωστόσο, ακόµη και µε αυτές τις διατάξεις είναι αµφίβολο εάν θα µπορέσει το «θύµα»
να άρει τις αρνητικές συνέπειες από την δυσφήµισή του ή την προσβολή του από τα
ΜΜΕ γιατί τα ΜΜΕ έχουν οικειοποιηθεί τον ρόλο του «επίσηµου» πληροφοριοδότη»
της κοινωνίας αλλά και του υπερασπιστή των συµφερόντων του και ως εκ τούτου
έχουν την δυνατότητα να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώµη είτε µε ανακριβείς
πληροφορίες είτε µε την απόκρυψη πληροφοριών (όπως π.χ. την µη δηµοσιοποίηση
δικαστικής απόφασης που αναιρεί προηγούµενο δηµοσίευµά τους). Φυσικά, το
δηµοσιογραφικό επάγγελµα δεν είναι ανεξέλεγκτο. Οφείλει να τηρεί τους σχετικούς

223
κώδικες δεοντολογίας558 και όλες τις σχετικές νοµοθετικές διατάξεις αλλά η
δυσαναλογία µεταξύ συνεπειών και δυνατότητας επαναφοράς στην πρότερη
κατάσταση εξακολουθεί να είναι πραγµατικό και όχι θεωρητικό ζήτηµα. Από την άλλη,
η απαγόρευση προληπτικής λογοκρισίας αποτρέπει τον έλεγχο του περιεχοµένου
τηλεοπτικής εκποµπής πριν «βγει στον αέρα». Η λογοκρισία, ωστόσο, µπορεί να
προσλάβει και άλλες πιο έµµεσες µορφές, όπως την επιβολή µεγάλου χρηµατικού
προστίµου που ουσιαστικά αποτρέπει την ελεύθερη έκφραση της γνώµης559. Σε αυτό
άλλωστε συνίσταται η κοινωνική ευαισθησία που οφείλουν να επιδεικνύουν τα ΜΜΕ
κατά την δηµοσίευση υλικού που ενδεχοµένως µπορεί να βλάψει συγκεκριµένο
πρόσωπο ή πρόσωπα. Η πλήρης γνώση του κοινωνικού τους ρόλου αλλά και του
δηµοσίου συµφέροντος που καλούνται να εξυπηρετήσουν είναι απαραίτητη
προϋπόθεση για να µην καταστεί η ελευθερία έκφρασης «άλλοθι για την
καταστρατήγηση της ευθύνης από τη χρήση του δηµοσίου λόγου, στο πλαίσιο του
δηµοκρατικού συστήµατος»560.

4.1.2.2 Ο κοινωνικός ρόλος και οι θεσµικές εγγυήσεις για τα ΜΜΕ


Η έννοια των ΜΜΕ δεν εξαντλείται στον χαρακτηρισµό τους ως υποκειµένων
υποχρεώσεων και περιορισµών. Η αποστολή τους είναι ευρύτερη και ο ρόλος τους
πολυδιάστατος τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά. Ανάγεται, καταρχήν, στην
εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος του κοινού για πληροφόρηση και παροχή
πληροφοριών αλλά και ελέγχου της δηµόσιας εξουσίας υπό την θεσµική εγγύηση των

558
Βλ σχετικά Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως. Κώδικες Ραδιοτηλεοπτικής ∆εοντολογίας (µε
εισαγωγή Π.∆. ∆αγτόγλου), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 1991.
559
βλ. την πρόσφατη απόφαση του ΕΣΡ 467/10.10.2006 που επέβαλε το πρόστιµο των 500.000 ΕΥΡΩ
στον τηλεοπτικό σταθµό ALPHA κατόπιν εγγράφου της Κοινοβουλευτικής Οµάδας του Συνασπισµού
για απαξιωτικές αναφορές στους βουλευτές του Συνασπισµού χωρίς την επίκληση συγκεκριµένων
αποδεικτικών στοιχείων, στο www.esr.gr (τελευταία πρόσβαση 16.11.2006). Στην απόφαση αντέδρασε η
Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθµών Εθνικής Εµβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ) η οποία συντάχθηκε µε το
µέρος του ALPHA και σε σχετική της παρέµβαση – διαµαρτυρία αναφέρει: «Είναι παράνοµο να
τιµωρείται ένας σταθµός και µάλιστα µε τόσο εξοντωτικό πρόστιµο για σχόλια ή αόριστες πληροφορίες
προσκεκληµένου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων, όταν ο παρουσιαστής του δελτίου και νόµιµος
εκπρόσωπος του σταθµού, άµεσα µε σαφή κατηγορηµατικό τρόπο εξέφρασε τη ρητή αποστασιοποίηση
του σταθµού από το περιεχόµενο των σχολίων ή πληροφοριών. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά προτρέπει
εφεξής τους υπεύθυνους ζωντανών ενηµερωτικών εκποµπών και δελτίων ειδήσεων στην άσκηση
προληπτικής λογοκρισίας», στο άρθρο «Ανοιχτοί λογαριασµοί Alpha και ΕΣΡ», ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/10/2006,
σελ. Α67. βλ επίσης και το σχετικό άρθρο «Καµπάνα 500.000 ευρώ στον Alpha», ΤΑ ΝΕΑ, 11/10/2006,
σελ. P.33.
560
ΕΣΡ απόφ. 467/10.10.2006, ό.π.

224
άρθρων 14 παρ.1,2 (όσον αφορά στην ελευθερία του Τύπου), στο ίδιο άρθρο παρ.
5,7,9 (διαφάνεια και πολυφωνία στην ενηµέρωση), αρ. 15 παρ. 2 σε συνδυασµό µε το
αρ 5Α παρ. 1 το οποίο, µε µια πρώτη εκτίµηση προσθέτει την νέα διάσταση στην
παθητική όψη του δικαιώµατος του κοινού στην πληροφόρηση. Πριν την εισαγωγή του
αρ. 5Α παρ. 1 το δικαίωµα (στην πληροφόρηση) το συναγάγαµε από τον συνδυασµό
του αρ. 14 παρ. 1 και του αρ. 10 της ΕΣ∆Α561. Το συνταγµατικό πλέγµα διατάξεων που
ορίζουν και προστατεύουν τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό δικαίωµα στην
πληροφόρηση συµπληρώνεται, λοιπόν, από το αρ. 10 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης
∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣ∆Α) αλλά και από το αρ 19 του ∆ιεθνούς
Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ∆ικαιώµατα (εφεξής ως ∆ΣΑΠ∆).
Οι θεσµικές εγγυήσεις των αρ. 14 και 15 αποσκοπούν ουσιαστικά στην ρύθµιση
και εξασφάλιση των αρχών της αντικειµενικότητας και της ισότητας που πρέπει να
υπάρχουν στον χώρο της πληροφόρησης σε µια δηµοκρατική κοινωνία. Ο
συνταγµατικός νοµοθέτης γνωρίζει ότι τα ΜΜΕ είναι οι κύριοι διαµορφωτές της
κοινής γνώµης αφού η πολιτική εµπειρία των τηλεθεατών έχει υποκατασταθεί και
περιορισθεί στην τηλεοπτική. Το καθήκον λοιπόν των ΜΜΕ στην διαµόρφωση της
κοινής γνώµης, υπακούει σε µια συστοιχία συνταγµατικών διατάξεων αλλά και αξιών
που οφείλουν να διέπουν την δηµοκρατική οργάνωση και προστασία της πληροφορίας,
ως αυτοτελούς αγαθού πλέον. Η τήρηση της αρχής της αντικειµενικότητας και της
αρχής της ισότητας έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην εκπλήρωση του κοινωνικού ρόλου
των ΜΜΕ562. Η ισότητα παραπέµπει και πάλι στην «πρόσβαση» και κατ’ επέκταση
στην αντικειµενικότητα αφού ο περιορισµός της πρόσβασης στην ραδιοτηλεοπτική
δηµοσιότητα καθιστά τις άλλες µορφές ίσης µεταχείρισης de facto ανενεργείς και

561
βλ. σχετικές παρατηρήσεις στο Χρυσόγονος, Κ., Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα, ό.π, σελ. 240.
562
Γράφει ο Ν. Ανδρουτσόπουλος: «Για να επιτευχθεί λοιπόν ο σκοπός του άρθρου 15 παρ. 2 του
Συντάγµατος, η έννοια της αντικειµενικότητας πρέπει να παραµείνει σε κάθε περίπτωση ‘άτρωτη’ για
την πραγµάτωση µιας πληροφορήσεως, η οποία, όταν είναι αληθινά αντικειµενική, σηµαίνει όχι µόνο
σεβασµό προς το δηµοκρατικό πολίτευµα αλλά αποτελεί και ειδικότερη µορφή σεβασµού προς την αξία
του ανθρώπου, που αναγνωρίζεται από το Σύνταγµα (αρ. 2 παρ. 1)ως η πρωταρχική της πολιτείας
υποχρέωση», Και παρακάτω: «Όπως είναι γνωστό, η ισότητα σηµαίνει την όµοια ρύθµιση οµοίων
καταστάσεων. Ειδικότερα η έννοια της ισότητας στην πληροφόρηση, που αποτελεί ειδική εκδήλωση της
διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγµατος, αποκτά το νόηµά της στην πράξη όταν συνίσταται σε
µια διάθεση των ραδιοτηλεοπτικών µέσων ενηµερώσεως προς τα πολιτικά κόµµατα ανάλογη προς τη
δηµοκρατική αρχή της πλειοψηφίας», Ανδρουτσόπουλος, Ν., «Οι αρχές της αντικειµενικότητας και της
ισότητας (αρ. 15 παρ 2 Συντάγµατος) και η πληροφόρηση κατά τον εκλογικό αγώνα των κοµµάτων»,
ΤοΣ 1986, σελ. 74 και. 71 αντίστοιχα.

225
φυσικά καταστρατηγεί την ουσιαστική έννοια της αντικειµενικής ενηµέρωσης αφού η
ελλιπής ενηµέρωση είναι εξ’ ορισµού µη αντικειµενική563.
Οι παραπάνω αρχές έχουν ουσιαστική συµβολή στην δηµοκρατική λειτουργία
του πολιτεύµατος. Η πολυφωνία και η εξασφάλιση της εφαρµογής των αρχών της
ισότητας και της αντικειµενικότητας όχι µόνο σε ατοµικό επίπεδο αλλά και σε
συλλογικό (π.χ. πολιτικά κόµµατα) µπορεί να είναι ο πιο κρίσιµος παράγοντας που θα
κρίνει την διακυβέρνηση του κράτους. Θα µπορούσαµε να ισχυρισθούµε ότι τα ΜΜΕ
και ιδιαίτερα ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται σε αυτά, ή καλύτερα ο πολιτικός λόγος
που τελικά προκρίνεται προς δηµοσιοποίηση στα ΜΜΕ, είναι αποφασιστικής
σηµασίας για την γνήσια διατύπωση της λαϊκής βούλησης και τελικά την ουσιαστική
πραγµάτωση της λαϊκής κυριαρχίας. ∆εν είναι τυχαίο ότι ιδιαίτερη έµφαση έχει δοθεί
στο θέµα της πολυφωνίας στις προεκλογικές περιόδους όπου πρέπει να
διασφαλίζεται η δυνατότητα παρουσίασης των θέσεων όλων των κοµµάτων είτε υπό
την µορφή µονολόγων είτε µε την διαλογική συζήτηση564. Η παρ. 2 του αρ. 15
(τελευταίο εδάφιο)565 µπορεί να επιφυλάσσεται υπέρ του κοινού νοµοθέτη για την
ρύθµιση της ραδιοτηλεοπτικής µετάδοσης των πολιτικών κοµµάτων κατά την
προεκλογική περίοδο αλλά είναι ιδιαίτερα σηµαντικό το ότι έχει αναγάγει σε
συνταγµατικό επίπεδο τον σχετικό προβληµατισµό, γεγονός που αποδεικνύει ότι η
ρύθµιση της ραδιοτηλεοπτικής πολυφωνίας σε προεκλογικές και µη περιόδους έχει
δεσπόζουσα θέση και σηµασία για την εύρυθµη λειτουργία των δηµοκρατικών
θεσµών566.

563
Για την συσχέτιση των δύο αρχών βλ. στο ίδιο, σελ. 72 και 73 αντίστοιχα.
564
Σύµφωνα µε την οδηγία 1/21.2.2006 του ΕΣΡ: «προς διαπίστωση της τηρήσεως των αρχών της
αντικειµενικότητας, της αµεροληψίας και της ισότιµης παρουσίασης των απόψεων των πολιτικών
κοµµάτων, λαµβάνει υπόψη: α) την παρουσία, οµιλία, δήλωση πολιτικών προσώπων ή εκπροσώπων των
κοµµάτων, β) την ανάγνωση ανακοινώσεων ή αποφάσεων κοµµατικών σωµάτων ή οργάνων, γ) την
κάλυψη της δραστηριότητας των κοµµάτων ή κοµµατικών αξιωµατούχων, ή άλλων προσώπων που
εµφανίζονται µε εξουσιοδότηση για την υποστήριξη των κοµµατικών απόψεων», Βλ. επίσης και την
υπ΄αριθµ. 5/8.7.2003 Υπόδειξη του ΕΣΡ (η τελευταία µε αφορµή το από 3.7.2003 εξώδικο του
∆ηµοκρατικού Κοινωνικού Κινήµατος (∆.Η.Κ.Κ.Ι) για την καταστρατήγηση των αρχών της πολιτικής
πολυφωνίας, στο www.esr.gr (τελευταία πρόσβαση 26.11.2006).
565
«Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την υποχρεωτική και δωρεάν µετάδοση των εργασιών της Βουλής και των
επιτροπών της καθώς και προεκλογικών µηνυµάτων των κοµµάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά µέσα» (αρ. 15
παρ. 2 εδ. τελευταίο του Συντάγµατος).
566
βλ. σχετικά για το θέµα της πολυφωνίας στις προεκλογικές περιόδους τις οδηγίες, 5/13.10.2002,
5/13.4.2004 του ΕΣΡ και την απόφαση 17/27.1.2004 του ΕΣΡ, όπως επίσης και το υπ΄αριθµ.πρωτ.
15116/29.9.2006 έγγραφο παροχής διευκρινήσεων για την οδηγία του ΕΣΡ 3/2006, όσον αφορά στην
ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της προεκλογικής περιόδου των κοινοτικών, δηµοτικών και νοµαρχιακών

226
Η αγωνία για την σωστή λειτουργία των ΜΜΕ φάνηκε και στην συζήτηση στην
Επιτροπή Αναθεώρησης και στην Ολοµέλεια της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής. Η
µαξιµαλιστική διατύπωση της παρ.9 του αφ 14 που τελικώς προκρίθηκε, καταδεικνύει
την έντονη ανησυχία του πολιτικού κόσµου απέναντι στον ρόλο των ΜΜΕ και
φαίνεται ότι θέλει να «προλάβει» νοηµατικά και κανονιστικά το περιεχόµενο των υπό
εξουσιοδότηση νόµων που προβλέπει567. Χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι η
ασυνήθιστα για τα συνταγµατικά χρονικά πρόβλεψη κυρώσεων σε περίπτωση
παράβασης των σχετικών διατάξεων. Ο µακροσκελής λόγος της παρ. 9 του αφ 14.Σ
µαρτυρά τόσο την αρνητική ελληνική εµπειρία πάνω στην διασύνδεση οικονοµικής και
επικοινωνιακής εξουσίας όσο και την «εξοµολογητική» θέση του ελληνικού
Κοινοβουλίου ως προς την εφαρµογή προγενέστερων κοινών νόµων που επιχείρησαν
να ρυθµίσουν την εν λόγω σχέση και κρίθηκαν ανεπαρκείς κατά την εφαρµογή τους568.
Η προσδοκία του αναθεωρητικού νοµοθέτη είναι να «ξορκίσει» τον γόρδιο δεσµό
οικονοµικής και πολιτικής εξουσίας και το φάντασµα της «διαπλοκής» που
«στοιχειώνει» τον πολιτικό κόσµο της χώρας µας, γιατί εάν δεν τηρηθούν οι εγγυήσεις
διαφάνειας στον ραδιοτηλεοπτικό χώρο τότε και η πολιτική και το βασικό της
εργαλείο, ο πολιτικός λόγος, καθίσταται ex officio αναξιόπιστος και µη δηµοκρατικά
εκφερόµενος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και επειδή το ιδιοκτησιακό καθεστώς των
ΜΜΕ είναι επιρρεπές στον σχηµατισµό οικονοµικών και πολιτικών ολιγοπωλίων,
ενίοτε και µονοπωλίων, στο αρ. 14 παρ. 9 τίθενται οι προϋποθέσεις διαφάνειας για τα
ΜΜΕ που αφορούν τόσο στο ιδιοκτησιακό καθεστώς όσο και στα µέσα

εκλογών της 15ης και 22ης Οκτωβρίου 2006, οι οποίες ανευρίσκονται στην επίσηµη ιστοσελίδα του ΕΣΡ,
στην διεύθυνση: http://www.esr.gr/odigies.php (τελευταία πρόσβαση 26.11.2006). Βλ επίσης το αρ. 3
παρ.22 και το αρ. 8 παρ. 4 του Ν.2328/1995 όπως επίσης και την ειδικότερη διάταξη του Π.∆.77/2003
που αφορά στον τρόπο σύνταξης των ειδησεογραφικών δελτίων.
567
Ο Ξ. Κοντιάδης σχολιάζει χαρακτηριστικά το κλίµα που επικράτησε στην Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή
σχετικά µε την παρ. 9 του αρ 14 Σ: «Από την απλή ανάγνωση των συζητήσεων στην Ζ΄ Αναθεωρητική
Βουλή, αλλά και του δηµόσιου διαλόγου κατά την κρίσιµη περίοδο, προκύπτει αβίαστα το συµπέρασµα
ότι η τελική διατύπωση του άρθρου 14 παρ. 9 Συντ. υπήρξε αποτέλεσµα µιας πλειοδοτικής διαδικασίας
στην οποία άπαντες διεκδικούσαν τον τίτλο του πολεµίου της διαπλοκής, οι δε επιφυλακτικότεροι
τελούσαν εν επιγνώσει ότι η διατύπωση παραινέσεων για αυτοσυγκράτηση και αυτοπεριορισµό του
αναθεωρητικού νοµοθέτη εγκυµονούσε τον κίνδυνο να επιφέρει το χαρακτηρισµό τους ως άµεσα
αναµεµειγµένων στην ‘διαπλοκή’», «Η οριοθέτηση της σχέσης πολιτικής εξουσίας και µέσων µαζικής
ενηµέρωσης. Πλουραλισµός και ∆ιαφάνεια στο επικοινωνιακό σύστηµα κατά τα άρθρα 14 και 15 του
Νέου Συντάγµατος», στο Τσάτσος, ∆.Θ., Ευ. Βενιζέλος, Ξ.Ι. Κοντιάδης (επιµ).Το Νέο Σύνταγµα:
Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1975/1986/2001, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα Κοµοτηνή 2001, σελ.278.
568
βλ. Ν. 2328/1995, Ν. 2644/1998 (για τη συνδροµητική τηλεόραση).

227
χρηµατοδότησης σε µια προσπάθεια διευκρίνισης των όρων σύνδεσης µεταξύ
οικονοµικής και πολιτικής εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο εξάλλου διεξήχθη και
εξακολουθεί να διεξάγεται η συζήτηση για τον «βασικό µέτοχο»569.
Στο επίσης αναθεωρηµένο άρθρο 15 παρ. 2 ες. γ΄ του Συντάγµατος φαίνεται η
προσπάθεια του συνταγµατικού νοµοθέτη να συγκεράσει όλες αυτές τις αντινοµίες και
να προσδώσει στην ραδιοτηλεόραση τον κοινωνικό ρόλο που ήδη έχει αναλάβει να
διεκπεραιώσει. Παραθέτουµε αυτούσιο το συγκεκριµένο εδάφιο, όπου είναι
χαρακτηριστικός και σχετικά ασυνήθιστος για το συνταγµατικό κείµενο είναι ο
περιεκτικός όσο και µακροπερίοδος λόγος που χρησιµοποιεί. «Ο άµεσος έλεγχος του
Κράτους, που λαµβάνει και τη µορφή του καθεστώτος της προηγούµενης άδειας, έχει ως
σκοπό την αντικειµενική και µε ίσους όρους µετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων,
καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθµης
των προγραµµάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της
τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και το σεβασµό της αξίας του
ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και αγνότητας». Η αποστολή των
ΜΜΕ αποτελεί πλέον συνταγµατική επιταγή και µάλιστα πολυεπίπεδη, αφού είναι
καταρχήν κοινωνική, συνδέεται δε αναπόφευκτα µε την πολιτιστική ανάπτυξη της
χώρας καθώς και µε τον σεβασµό της αξίας του ανθρώπου γενικά και της παιδικής
ηλικίας ειδικότερα. Ακόµη, στο άρθρο 15 παράγραφος 1 του Σ., διατυπώνεται µία
περιοριστική για την ραδιοτηλεόραση διάταξη, που παρέµεινε και µετά την
αναθεώρηση του 2001 και η οποία ορίζει ρητά ότι «Οι προστατευτικές για τον τύπο
διατάξεις του προηγούµενου άρθρου (σ.σ. του αρ 14 Σ. που κατοχυρώνει την

569
Για το Νοµοσχέδιο για τον «βασικό µέτοχο» µε τίτλο «Μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και
την αποτροπή καταστρατηγήσεων κατά τη διαδικασία σύναψης δηµοσίων συµβάσεων», έτσι όπως
κατατέθηκε στις 20.12.2004 στην Βουλή, βλ. ∆ιΜΕ&Ε, 4/2004, σελ. 598 επ. Βλ. επίσης τον σχετικό
νόµο 3021/2002 «Περιορισµοί στην σύναψη δηµοσίων συµβάσεων µε πρόσωπα που
δραστηριοποιούνται η συµµετέχουν σε επιχειρήσεις µέσων ενηµέρωσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ
Α΄19.6.2002), ο οποίος αναφέρεται στο ποσοστό του 5%, Επίσης τον ενδιαφέροντα σχολιασµό του Γ.
Κασιµάτη «Το ασυµβίβαστο του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού µετόχου ή του διευθυντικού
στελέχους επιχειρήσεων Μέσων Ενηµέρωσης σε σχέση µε τις αντίστοιχες ιδιότητες προσώπων που
αναλαµβάνουν την εκτέλεση έργων ή προµηθειών και την παροχή υπηρεσιών του δηµοσίου και νοµικών
προσώπων του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα», ΤοΣ 2/2003, στο δικτυακό τόπο http://tosyntagma.ant-
sakkoulas.gr/theoria/print.php?id=847, (ηµεροµηνία. πρόσβασης 19-02-2007) και του Μανιτάκη, Α., «Η
συνταγµατικότητα της νοµοθετικής απαλλαγής από το ‘ασυµβίβαστο’ του αρ. 14 παρ. 9 εδ. στ΄ του
Συντάγµατος των ‘συζύγων’ και των ‘συγγενών’, εφ’ όσον αποδείξουν την οικονοµική τους
αυτοτέλεια», στο δικτυακό τόπο ΤοΣ 2/2003, http://tosyntagma.ant-
sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=848, ηµεροµηνία. πρόσβασης 19-02-2007.

228
ελευθεροτυπία) δεν εφαρµόζονται στον κινηµατογράφο, τη φωνογραφία, την τηλεόραση
και κάθε άλλο παρεµφερές µέσο µετάδοσης λόγου ή παράστασης». Είναι φανερό ότι η
διατήρηση της παρ.1 του αρ. 15 συνιστά µια νοµικοτεχνική και πολιτική επιλογή που
αντανακλά τους φόβους και τις επιφυλάξεις του συνταγµατικού νοµοθέτη απέναντι
στην «επικοινωνιακή εξουσία»570. Τίθεται, λοιπόν εύλογα το ερώτηµα εάν η ελευθερία
του Τύπου (αρ. 14 Σ) έχει το ανάλογό της στην ελευθερία της ραδιοτηλεόρασης. Η
άποψη που δέχεται ότι η ελευθερία αυτή, στην παθητική της έκφανση, δηλαδή το
δικαίωµα λήψης σήµατος και πληροφόρησης µέσω της ραδιοτηλεόρασης είναι
κατοχυρωµένη ενώ η ενεργητική της πλευρά, δηλαδή η εκποµπή προγράµµατος µέσω
ραδιοτηλεόρασης εξακολουθεί να είναι ένα δικαίωµα υπό τον περιορισµό της
αδειοδότησης που προβλέπει η παρ.2 του αρ. 15. Η αναθεώρηση του 2001, ιδιαίτερα µε
την προσθήκη της παρ. 2 του αρ. 15 όσο και της προσθήκης του αρ. 5Α, φαίνεται ικανή
να στηρίξει το επιχείρηµα, σε συνδυασµό πάντα µε το άρθρο 5 παρ. 1 Σ, για πλήρη
κατοχύρωση της ελευθερίας έκφρασης µέσω της ραδιοτηλεόρασης571 και στις δύο τις
περιπτώσεις572, αφού µία εκ των αναγκαίων προϋποθέσεων για την ελεύθερη ανάπτυξη

570
Σχετικά µε το θέµα αυτό ο Ε. Βενιζέλος διευκρινίζει: «Υποστηρίχθηκε µε έµφαση ότι υπαγωγή της
ραδιοτηλεόρασης στις προστατευτικές για τον Τύπο διατάξεις του αρ. 14 παρ. 1 και 2, που διασφαλίζουν
την ελευθερία του τύπου και απαγορεύουν την λογοκρισία και τη λήψη άλλων προληπτικών µέτρων,
µπορεί να παρεµποδίσει την άσκηση του άµεσου ελέγχου του κράτους µέσω του Εθνικού Συµβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης και να θεµελιώσει δικαίωµα στην ραδιοτηλεοπτική εκποµπή, το οποίο να µην µπορεί
να υπαχθεί στους περιορισµούς της προηγούµενης άδειας ή στους περιορισµούς που απορρέουν από την
υποχρέωση προώθησης των ειδικών συνταγµατικών σκοπών της ραδιοτηλεόρασης, κατά το άρθρο 15
παρ. 2. Υποστηρίχθηκε µε άλλα λόγια η θέση ότι η παρ. 1 του άρθρου 15 εάν τροποποιηθεί και
προβλέπει πλέον την υπαγωγή της ραδιοτηλεόρασης και των ποικίλων µορφών οπτικοακουστικής
δηµιουργίας στις προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις, µπορεί να απορυθµίσει συνταγµατικά το
φαινόµενο της ραδιοτηλεόρασης», Το Αναθεωρητικό Κεκτηµένο, ό.π., σελ. 212. Βλ. επίσης και την
άποψη της Γ. Κική: «Η πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, µε την αλλαγή στην εισήγησή της, έδωσε ένα
µήνυµα πως η άποψη που υποστηρίζει την άσκηση οπτικοακουστικής ελευθερίας, ενιαία, για όλα τα
µέσα, είναι µεν ορθή αλλά η πολιτική ζωή στον τόπο δεν είναι ώριµη να την αποδεχθεί. Η άποψη αυτή,
λοιπόν, δεν υιοθετείται ακόµη, προκειµένου να αποφευχθεί ενδεχόµενη πολιτική κρίση», Η ελευθερία
των οπτικοακουστικών µέσων (υπό το πρίσµα της Συνταγµατικής αναθεώρησης του 2001), εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 122.
571
«Το δικαίωµα στην οπτικοακουστική ελευθερία, όταν ακριβώς αυτό ασκείται µέσω της
ραδιοτηλεόρασης, αποτελεί ένα είδους κοινωνικού δικαιώµατος, η άσκηση του οποίου συνεπάγεται
ενδεχόµενη κρατική παρέµβαση, υπό το πλαίσιο του άµεσου ελέγχου του κράτους. Σκοπό της
παρέµβασης αυτής αποτελεί η ευχερής άσκηση του συνόλου των δικαιωµάτων που εµπεριέχονται στο
ρυθµιστικό πλαίσιο της οπτικοακουστικής ελευθερίας», Κική, Γ., ό.π. σελ. 75 κ.ε.
572
Ο Αντ. Μανιτάκης υποστηρίζει: «Με βάση την πρόταση της Επιτροπής Αναθεώρησης, η
ραδιοφωνική και τηλεοπτική έκφραση και ενηµέρωση αποκτά έτσι τη συνταγµατική υπόσταση µιας
ατοµικής ελευθερίας, που έχει όµως το ίδιο συνταγµατικό έρεισµα µε εκείνο του τύπου, δηλαδή την
ελευθερία του λόγου, από την οποία θεωρείται πλέον ότι απορρέει», «Κριτική θεώρηση της πρότασης
αναθεώρησης του αρ. 15 Σ», ΤοΣ 6/2000, σελ. 1019.

229
της προσωπικότητας και την ελεύθερη διαµόρφωση της γνώµης είναι, όπως δεχθήκαµε
και προηγουµένως, η πρόσβαση, η λήψη ικανού αριθµού πληροφοριών573. Πάντως το
γεγονός ότι, τουλάχιστον αρχικά ο συνταγµατικός νοµοθέτης διαχώρισε ρητά την
ελευθερία του Τύπου από την ελευθερία της ραδιοτηλεόρασης σηµαίνει ότι αυτή η
διαφοροποίηση, τόσο στο βαθµό όσο και στο επίπεδο ελευθερίας και προστασίας
ανατρέχει σε συστατικά στοιχεία της φύσης των µέσων αλλά και της ιστορικής τους
διαδροµής, τα οποία και δικαιολογούν την συγκεκριµένη διαφοροποίηση. Συνάγεται,
λοιπόν, από τις παραπάνω διατάξεις ότι η συνταγµατική µεταχείριση Τύπου και
ραδιοτηλεόρασης αποφεύγει την υιοθέτηση ενός ενιαίου θεσµικού πλαισίου και µε την
έννοια αυτή διαφοροποιείται περιοριστικά σε ό,τι αφορά την ραδιοτηλεόραση,
ορίζοντας µε αυστηρότερους και πιο ξεκάθαρους τους όρους άσκησης ελέγχου.
Εξάλλου, η παρ. 1 του αρ. 15 λειτουργεί ως προοίµιο του άµεσου ελέγχου της
ραδιοτηλεόρασης που επιβάλλεται µε την ειδικότερη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου
άρθρου. Με βάση την προβληµατική των άρθρων 14 και 15 προκύπτει το συµπέρασµα
ότι το Σύνταγµα προσπάθησε να θέσει θεσµικές εγγυήσεις στα ΜΜΕ για την
δηµοκρατική λειτουργία τους αλλά και να περιορίσει, παράλληλα, τις θεσµικές
αποκλίσεις που µπορεί να προκαλέσει η παρεκκλίνουσα δυσ-λειτουργία τους.

4.1.2.3.Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου ως ερµηνευτική αρχή


Για την άρση δυσκολιών στην συστηµατική ερµηνεία των συνταγµατικών
διατάξεων (αρ. 4-25 Σ) αλλά και για την παροχή ικανών ερµηνευτικών εργαλείων σε
περιπτώσεις σύγκρουσης δικαιωµάτων, η εισαγωγή της παρ. 1 στο άρθρο 25 λειτουργεί
ως το γενικό κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς, ως η µείζονα πρόταση ενός συνταγµατικά
θεµελιωµένου συλλογισµού. Η εισφορά του νέου αρ. 25 παρ. 1 είναι όχι µόνο
κανονιστική αλλά και µεθοδολογική. Η αρχή του κοινωνικού κράτους574 µετά την
τελευταία αναθεώρηση, αποτελεί πλέον συνταγµατική επιταγή και ως εκ τούτου το
Κράτος λειτουργεί, οµολογουµένως, µε έναν ταυτολογικό τρόπο, ως εγγυητής της. (αρ.
25 παρ. 1Σ.). Η ρητή αναφορά στην αρχή του κοινωνικού κράτους προστίθεται στα

573
Βλ. για τον σχετικό προβληµατισµό Καράκωστα, Ι., Το ∆ίκαιο των ΜΜΕ, ό.π. σελ. 29.
574
Για το κοινωνικό κράτος πριν την αναθεώρηση του 2001 βλ. Κατρούγκαλος, Γ. Σ., Το Κοινωνικό
Κράτος της Μεταβιοµηχανικής Εποχής, Θεσµοί Παροχικής ∆ιοίκησης και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα στον
Σύγχρονο Κόσµο, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998.

230
«δικαιώµατα του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου»,
φανερώνοντας έτσι τις προθέσεις του συνταγµατικού νοµοθέτη για ισότιµη
αντιµετώπιση του ατόµου, τόσο ως αυθύπαρκτης προσωπικότητας όσο και ως µέλους
του κοινωνικού συνόλου το οποίο και ανάγεται σε χώρο προστασίας από το Σύνταγµα
και το Κράτος. Αναµφίβολα, η νέα διάταξη του αρ. 25 παρ. 1 συνιστά συνταγµατικό
«κοινωνικό κεκτηµένο» και θέτει υπό την επιτήρηση της εξυπηρέτησης των
κοινωνικών σκοπών του κράτους την εφαρµογή άλλων συνταγµατικών διατάξεων που
µπορεί να έρχονται, µερικές φορές και σε αντίθεση µε την πλήρωση των όρων του
κοινωνικού κράτους δικαίου (π.χ. ατοµικό δικαίωµα στην ιδιοκτησία).
Σε ό,τι αφορά στους ειδικότερους ερευνητικούς στόχους της παρούσας µελέτης,
είναι φανερό ότι η συνταγµατική καθιέρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους
αφενός υπάγει τα ατοµικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώµατα σε «κοινωνική
κηδεµονία» από το Κράτος, αφετέρου µέσα στο πλαίσιο µιας «συνταγµατικής
πολιτικής»575, υπαγορεύει πολιτικές επιλογές αλλά και δεσµεύσεις στο Κράτος το
οποίο πλέον οφείλει να υπακούει και συνταγµατικά στην άσκηση κοινωνικής
πολιτικής. Αν το δικαίωµα συµµετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας (5Α) το δούµε
από την σκοπιά του κοινωνικού δικαιώµατος που κατεξοχήν είναι, θα λέγαµε ότι «ο
βασικός του σκοπός είναι να προλάβει µια νέα κοινωνική διαστρωµάτωση µεταξύ των
Information have and have not»576, στόχος ο οποίος συναρτάται άµεσα και µε την αρχή
της συµµετοχής του πολίτη για την οποία ήδη έχει γίνει µνεία, ως αρχή του
αναθεωρητικού διαβήµατος.
Εξειδίκευση προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί επίσης η επίσηµη εισαγωγή
και κατοχύρωση της άµεσης τριτενέργειας των συνταγµατικών δικαιωµάτων (αρ.
25 παρ.1 εδ΄γ΄) στις ιδιωτικές έννοµες σχέσεις, έννοια που είχε ήδη επεξεργασθεί

575
«Το χαρακτηριστικό γνώρισµα αυτού του είδους της δηµοκρατίας είναι η αξιολογική-ουσιαστική
δέσµευση της λαϊκής κυριαρχίας από ορισµένες θεµελιώδεις αξίες, πρωτίστως από τα ‘θεµελιώδη και
απαράγραπτα δικαιώµατα του ανθρώπου’ (αρ. 25 παρ.2 Σ) οι οποίες αποτελούν τα αξεπέραστα όρια των
πολιτικών επιλογών. Η έννοια της συνταγµατικής δηµοκρατίας αντιδιαστέλλεται από τη φορµαλιστική-
διαδικαστική έννοια της δηµοκρατίας, η οποία εξαντλείται στην αρχή της πλειοψηφίας και στη
δυνατότητα περιοδικής εναλλαγής των πολιτικών πλειοψηφιών, υποτάσσοντας στην ουσία την ιδέα του
Συντάγµατος σε εκείνη της ∆ηµοκρατίας και αυτή την τελευταία στον κανόνα της πλειοψηφίας»,
Ανθόπουλος, Χαράλ. «Όψεις της συνταγµατικής δηµοκρατίας στο παράδειγµα του άρθρου 25 παρ. 1 του
Συντάγµατος», στο Τσάτσος, ∆.Θ./ Ευ. Βενιζέλος& Ξ.Ι. Κοντιάδης (επιµ).Το Νέο Σύνταγµα: Πρακτικά
Συνεδρίου για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1975/1986/2001, ό.π., σελ. 176 κ.ε.
576
στο ίδιο, σελ.160 κ.ε.

231
επαρκώς η νοµική επιστήµη και νοµολογία πολύ πριν την εισαγωγή της στο
συνταγµατικό κείµενο. Η συνταγµατική διατύπωση, ωστόσο, προσθέτει ένα ακλόνητο
τεκµήριο εφαρµογής και ισχύος των συνταγµατικών δικαιωµάτων erga omnes,
τεκµηριώνοντας, παράλληλα, την άποψη που θέλει το Σύνταγµα να µην ρυθµίζει µόνο
τις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών και Κράτους αλλά και µεταξύ των ιδιωτών, παρέχοντας ένα
ευρύτερο κανονιστικό πλαίσιο στο σύνολο της έννοµης τάξης. Φανερώνει επίσης την
υιοθέτηση µιας αντίληψης των θεµελιωδών δικαιωµάτων ως «αντικειµενικών
κανόνων» και «αξιολογικών αποφάσεων» που ισχύουν σε όλες τις περιοχές του
δικαίου577.
Η τριτενέργεια των συνταγµατικών δικαιωµάτων στις ιδιωτικές σχέσεις στον
χώρο των ΜΜΕ που µελετάµε, θεµελιώνει την ελευθερία του τύπου και των ΜΜΕ
πέρα από τον θεσµικό της χαρακτήρα και ως «εσωτερική ελευθερία» που οφείλει να
διέπει και την λειτουργία τους. Η ελευθερία λοιπόν, αυτή της γνώµης και της διάδοσης
ιδεών δεν είναι µόνο αίτηµα των ΜΜΕ απέναντι στην κρατική εξουσία αλλά και
αίτηµα της κρατικής εξουσίας και της πολιτικής εν γένει καθώς και των πολιτών
απέναντι στα ΜΜΕ. Επίσης, θεµελιώνει και ένα δεύτερο «εσωτερικό» επίπεδο αυτής
ελευθερίας όσον αφορά στον τρόπο άσκησης του δηµοσιογραφικού επαγγέλµατος. Η
ελευθερία έκφρασης είναι αίτηµα και απέναντι στο µέσο όπου εργάζεται ο
δηµοσιογράφος το οποίο οφείλει να σέβεται την ελευθερία γνώµης του. Η «τελική»
πληροφορία, δεν θα πρέπει να είναι το προϊόν ενός κατ’ όνοµα συµψηφισµού µεταξύ
της γνώµης του δηµοσιογράφου και της «πολιτικής γραµµής» του µέσου,
«συµψηφισµός», ο οποίος συχνά έχει οδηγήσει σε αναγκαστικό συµβιβασµό και
υπακοή εκ µέρους του αδύνατου µέρους, κάτι που δεν συνάδει τόσο µε την έννοια της
δηµοκρατικότητας όσο και µε αυτήν της ελευθερίας της συνείδησης..
Στην ίδια παράγραφο εισάγεται και η αρχή της αναλογικότητας ως επίσηµο
«κριτήριο» για την ασφαλή κρίση σε περίπτωση στάθµισης συνταγµατικών
δικαιωµάτων και ενδεχόµενο περιορισµού τους («περιορισµός των περιορισµών»). Η
αρχή της αναλογικότητας αποτελεί επίσης βασικό εργαλείο στην άσκηση του
δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων και των συναφών διοικητικών

577
Ανθόπουλος, Χαράλ. ό.π., σελ.166.

232
πράξεων578. Η κατοχύρωση της αρχής αυτής στο Σύνταγµα, που ήδη είχε εισαχθεί στην
ελληνική νοµολογία µε την απόφ. 2112/1984 ΣτΕ, και χρησιµεύει έκτοτε ως εργαλείο
άσκησης ελέγχου από τα δικαστήρια, δεν είναι µια τυπολογική εµµονή του
συνταγµατικού νοµοθέτη αλλά υπαγορεύει µια µεθοδολογική επιταγή στην στάθµιση
των συνταγµατικών αξιών που αποσκοπεί να ρυθµίσει. Από την άλλη, ελλοχεύει ο
κίνδυνος µιας ευρείας και διαπλαστικής ερµηνείας συνταγµατικών διατάξεων από
µέρους του δικαστή που δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε έναν νοµικό υποκειµενισµό,
δεκτικό ιεραρχήσεων και προτεραιοτήτων που δεν συµβαδίζει µε την κανονιστική
ισότητα των συνταγµατικών διατάξεων579.
Οι παραπάνω διατάξεις τελούν σε λειτουργική συνάφεια αφού η µία εξειδικεύει
ή διευρύνει το περιεχόµενο της άλλης. Όλες µαζί αποτελούν µία συστοιχία
δεοντολογικών κανόνων για την «συνταγµατική» άσκηση πολιτικής και δεν είναι
απλώς πανηγυρικές διακηρύξεις του Συντάγµατος. Επιπλέον υπαγορεύουν τα κριτήρια
για την αποτελεσµατική εφαρµογή των συνταγµατικών δικαιωµάτων και ελευθεριών,
διαδικασία ιδιαίτερα σηµαντική στον χώρο των ΜΜΕ, δεδοµένου ότι από το
συνταγµατικό κείµενο (αρ. 15 παρ. 2, εδ. γ΄) εξαίρεται µε έµφαση η «κοινωνική τους
αποστολή». Τέλος, επιβεβαιώνουν την επιλογή µας αλλά και το επιχείρηµα ότι η
άσκηση οποιασδήποτε πολιτικής αλλά και η ρύθµιση θεµάτων που αφορούν στην
πολιτικά οργανωµένη κοινωνία εκκινεί ή τουλάχιστον πρέπει να εκκινεί από µια
συστηµατική ερµηνεία των διατάξεων του Συντάγµατος, που παρέχουν την πρωτογενή
ύλη µαζί µε τα βασικά κριτήρια για την ανίχνευση των εκάστοτε κοινωνικοπολιτικών
σχέσεων και ειδικότερα των σχέσεων εξουσίας.

4.2. Το «Τηλεοπτικό Σύνταγµα» και οι σχετικές «διατάξεις»


4.2.1 Εµπειρική προσέγγιση και θεωρητική απόπειρα τεκµηρίωσης

«Είναι επόµενο στους κόλπους ενός τέτοιου πολυθεϊστικού συνταγµατικού σύµπαντος,


µε τους πολλαπλούς αξιακούς αστερισµούς, που αλληλοϋποστηρίζονται και

578
Για µια συνοπτική παρουσίαση της αρχή της αναλογικότητας και των σταδίων που διέρχεται βλ.
Βενιζέλος, Ε., Το Αναθεωρητικό Κεκτηµένο, ό.π., σελ. 142.
579
Βλ. για τον σχετικό προβληµατισµό Ανθόπουλος, Χαράλ. ό.π., σελ.174 κ.ε.

233
αλληλοαπωθούνται, η επιλογή της συγκεκριµένης δοµής αξιών, που θα εφαρµοστεί σε µια
συγκεκριµένη περίπτωση, να είναι το αποτέλεσµα στάθµισης διακυβευοµένων αγαθών και
υπέρβασης των αντινοµιών τους, µια στάθµιση, που αρχικά γίνεται από το νοµοθέτη και στη
συνέχεια κρίνεται από το δικαστή της συνταγµατικότητας»580.

Η παραπάνω παρατήρηση προδίδει την σύµφυτη µε το Σύνταγµα αντινοµία των


αξιών που ενυπάρχει σε µια δηµοκρατική κοινωνία και τον πλουραλισµό συµφερόντων
και ενδιαφερόντων που αποζητούν ρύθµιση ή στάθµιση. Το Σύνταγµα καλείται να
ρυθµίσει µε τις διατάξεις του, πάντα µε γνώµονα το ευρύτερο κοινωνικό συµφέρον, τις
δηµοκρατικές αντιθέσεις αλλά, παράλληλα, αναλαµβάνει και ρόλο εξισορρόπησης
αξιών και δικαιωµάτων. Αυτόν τον ρόλο επιτελεί τόσο στο στάδιο της θέσπισης
συνταγµατικών κανόνων στο πλαίσιο µιας «προληπτικής» συνταγµατικής πολιτικής
όσο και στο στάδιο εφαρµογής των συνταγµατικών διατάξεων ή καλύτερα ερµηνείας
τους από τους δικαστές, όπου εκεί το Σύνταγµα λειτουργεί και χρησιµοποιείται ως ένα
ενιαίο και συστηµατικό σύνολο διατάξεων που παρέχει κατευθυντήριες γραµµές στον
εφαρµοστή του δικαίου. Αυτήν την διαρκή συγκρουσιακή κίνηση αρχικά αποδέχεται
και το ίδιο το Σύνταγµα και µετά επιχειρεί να επιλύσει. Ο γρίφος της στάθµισης αξιών
και δικαιωµάτων στο συνταγµατικό κείµενο αποτελεί, ουσιαστικά, την µικρογραφία
της σύγκρουσης που διεξάγεται στο πλαίσιο µιας δηµοκρατικής και πλουραλιστικής
δηµοκρατίας, όπου το άτυπο Σύνταγµα των πολιτικών αξιών κινείται ή οφείλει να
κινείται µε γνώµονα την πυξίδα των συνταγµατικά κατοχυρωµένων αξιών και
ελευθεριών, ενίοτε όµως αποπροσανατολίζεται επικίνδυνα.
Σε αυτό, λοιπόν, το «πολυθεϊστικό συνταγµατικό σύµπαν» όπου το τυπικό,
γραπτό Σύνταγµα προδιαγράφει και καταγράφει, παράλληλα, τις κινήσεις του άτυπου
και συνεχώς (εξ)ελισσόµµενου πολιτικού συντάγµατος, ενός ∆ηµοκρατικού
Συντάγµατος, ήρθε να προστεθεί ένα άλλο «Σύνταγµα» που συν-τάσσεται µε τα δύο
προηγούµενα σε µια πορεία, παράλληλη, ανεξέλεγκτη, τυπική όσο και αδιαφανή. Το
«τηλεοπτικό Σύνταγµα», όπως θα µπορούσαµε να το ονοµάσουµε εξαιτίας ακριβώς
της δύναµης που έχει, είναι το σύνταγµα των τηλεοπτικών αξιών και διαδικασιών που
ήρθε να προσθέσει νέο περιεχόµενο σε υφιστάµενες αξίες και ήθη, περιεχόµενο που

580
Μανιτάκης Αντώνης, Κράτος ∆ικαίου και ∆ικαστικός Έλεγχος της Συνταγµατικότητας των Νόµων,
ό.π., σελ. 181.

234
πολλές φορές είναι αντίθετο ή διαφορετικό από αυτό του τυπικού και πανίσχυρου
νοµικά Συντάγµατος. Το τελευταίο φαίνεται, ωστόσο, να αρνείται να συνδιαλλαγεί µε
το «τηλεοπτικό Σύνταγµα», σύµφωνα µε την λογική του «δεν αναγνωρίζω την ύπαρξή
σου άρα δε σε αναγνωρίζω ως εχθρό µου». Η αποστροφή αυτή στην πραγµατικότητα
που πριµοδοτεί το «τηλεοπτικό Σύνταγµα» έφερε σε δύσκολη θέση δηµοκρατικές
διαδικασίες και θεσµούς µετατρέποντας τις τυπικές συνταγµατικές διατάξεις σε
τοποτηρητές και θεατές της ίδιας της καταπάτησής τους. Από την άλλη, είναι φανερό
ότι µια αυστηρά νοµική προσέγγιση δεν θα µπορούσε να δεχθεί την ύπαρξη, πόσο
µάλλον την δύναµη, ενός- εκτός Συντάγµατος- Σύνταγµα, γιατί µια τέτοια παραδοχή
είναι εκ των προτέρων νοµικό ατόπηµα. Η ιδιότυπη νοµικο-πολιτική προσέγγιση που
επιχειρούµε µας απαλλάσσει από το βάρος τήρησης µιας αυστηρής νοµικής
δεοντολογίας και µας δίνει την δυνατότητα, µεταφορικά τουλάχιστον, να δούµε αυτό
το φαινόµενο στις πραγµατικές του διαστάσεις, χωρίς τις αντιστάσεις που προκαλεί µια
«ορθόδοξη» νοµικά προσέγγιση. Εξάλλου, η άρνηση εντοπισµού και αποδοχής του
«τηλεοπτικού Συντάγµατος» εγκυµονεί πολύ περισσότερους κινδύνους από αυτούς που
δηµιουργεί. Η υιοθέτηση µιας τυφλής δεοντολογικής στάσης απέναντι στον
καταστατικό χάρτη της χώρας, δεν βοηθά την αντικειµενική όσο και ρεαλιστική
ανάλυση αλλά, πολύ περισσότερο, αποσιωπά καίρια ζητήµατα που αφορούν στην
εφαρµογή του.
Την έννοια του «τηλεοπτικού Συντάγµατος» χρησιµοποιούν οι Fiske και
Hartley στην σηµειολογική ανάλυση των κειµένων της τηλεόρασης581. Ο τρόπος µε τον
οποίο χρησιµοποιείται ο όρος σε αυτό το κεφάλαιο δεν ταυτίζεται, βεβαίως, µε το
εννοιολογικό- σηµειωτικό περιεχόµενο που του αποδίδουν οι παραπάνω συγγραφείς.
Είναι φανερό, ωστόσο, ότι το «Σύνταγµα», υπό ευρεία έννοια, χρησιµοποιείται σε
φράσεις και νεολογισµούς, για να δηλώσει π.χ. µια οριζόντια συστοιχία ή συνάρθρωση
σε ενιαίο σώµα ισότιµων µονάδων είτε αυτές λέγονται διατάξεις στην συνταγµατική
θεωρία είτε λέξεις στην γλωσσολογία582 είτε λέγονται σύνολο εικονικών και
ακουστικών σηµείων στην τηλεοπτική-σηµειωτική ορολογία κλπ., οι οποίες στο

581
Fiske, J &J. Hartley, Η Γλώσσα της Τηλεόρασης, Επικοινωνία και Κουλτούρα, Αθήνα 1992, σελ. 53
κ.ε.
582
«…Οι λέξεις µιας γλώσσας σχηµατίζουν ένα υπόδειγµα που το ονοµάζουµε λεξιλόγιο. Οι λέξεις
αυτές σχηµατίζουν συντάγµατα που λέγονται φράσεις ή προτάσεις, µε βάση τους κανόνες της
γραµµατικής», στο ίδιο, σελ 53.

235
σύνολό τους έχουν αυξηµένη κανονιστική ισχύ583. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά
του κάθε «Συντάγµατος» είναι η συστηµατική του διάρθρωση και η ενοποιητική του
λειτουργία η οποία, ωστόσο, δεν είναι δεδοµένη αλλά βρίσκεται σε συνεχή διάλογο µε
την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική πραγµατικότητα. Ως συµβολικός τόπος
πολιτικής ενοποίησης, µέσω του Συντάγµατος και της ερµηνείας του αποτρέπεται η
όξυνση διαφορών και οι συγκρούσεις584.
Τα παραδείγµατα από την πολιτική πρακτική ιδιαίτερα όσον αφορά στην
τήρηση των νόµιµων διαδικασιών και χρόνων που ενισχύουν την άποψη για την
επικράτηση του «τηλεοπτικού Συντάγµατος», είναι, δυστυχώς, αρκετά γι’ αυτό και θα
αρκεστούµε στην ενδεικτική αναφορά κάποιων από αυτά που πιστεύουµε ότι αρκούν
για να πείσουν και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη.
Στον ελληνικό τύπο, τον όρο «τηλεοπτικό Σύνταγµα» τον συναντήσαµε σε
κείµενο του Κ. Παπαϊωάννου στην «Μακεδονία της Κυριακής» µε αφορµή την εκλογή
του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, κ. Κάρολου Παπούλια το 2004585. Το άρθρο
σχολιάζει την συναινετική τακτική που ακολούθησαν τα κόµµατα σε ό,τι αφορά την
εκλογή του προσώπου του Πτ∆ προκειµένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος πρόωρων
εκλογών, έχοντας υπόψη τους, ακριβώς το παιχνίδι των εντυπώσεων και της
στρατηγικής που διέπει το «τηλεοπτικό Σύνταγµα» και παραβλέποντας ουσιαστικά, τις
επιταγές του νοµικού συντάγµατος, τουτέστιν την ουσιαστική δηµοκρατική διαδικασία
που οφείλουν να ακολουθούν τα κόµµατα για να είναι η εκλογή του Πτ∆ προϊόν
θεσµικής διαδικασίας και όχι απλός συµψηφισµός κοµµατικών συµφερόντων. Ως προς

583
«Όπως υπάρχει ένα σύνολο ή υπόδειγµα γραµµάτων από τα οποία επιλέγουµε για να φτιάξουµε τις
λέξεις, έτσι υπάρχει κι ένα σύνολο ή υπόδειγµα γραµµάτων από τα οποία επιλέγουµε για να φτιάξουµε
τις λέξεις, έτσι υπάρχει κι ένα σύνολο ή υπόδειγµα διαφόρων µέσων. Μια εικόνα µπορεί να
παρουσιαστεί στην τηλεόραση ή στον κινηµατογράφο, σε µια αφίσα ή σ’ ένα περιοδικό, σ’ ένα
οικογενειακό άλµπουµ ή σε µια αίθουσα τέχνης. Η τηλεόραση ως ‘µονάδα’ µέσα στο υπόδειγµα των
µέσων, θα συγκροτήσει τα νοήµατά της σε σχέση µε τις άλλες µονάδες: είναι πιο δηµόσια,
παραδείγµατος χάριν, από την οικογενειακή φωτογραφία, πιο ιδιωτική από την αφίσα, πιο ανεπίσηµη
από την αίθουσα τέχνης», στο ίδιο, σελ. 55.
584
Χρυσόγονος, Κώστας, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 46.
585
Παπαϊωάννου, Κωστής, «Προεδρία και ∆ηµοκρατία», ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ της Κυριακής,19-12-2004.
Γράφει σχετικά στο εν λόγω άρθρο ο Κ. Παπαϊωάννου: «Το Σύνταγµα ορίζει την διαδικασία εκλογής
του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας. Ορίζει ποιος µπορεί να τον προτείνει, ποιος και σε ποιο πλαίσιο θα τον
ψηφίσει, τί θα γίνει αν δεν πάρει όσες ψήφους πρέπει. Όλη η λογική του Συντάγµατος έχει ανατραπεί
πλήρως, ενώ αντίθετα εφαρµόζεται πλέρια η λογική του τηλεοπτικού συντάγµατος...». Για την εκλογή
Παπούλια και την διαδικασία που ακολουθήθηκε βλ. µεταξύ άλλων τα άρθρα: Γαλιατσάτος, Π.,
«Υπερίσχυσε µεταξύ 4 υποψηφίων», ΤΑ ΝΕΑ, 13-12-2004, «Η συνεννόηση Καραµανλή µε
Παπανδρέου», ΤΑ ΝΕΑ, 13-12-2004.

236
την συγκεκριµένη εκλογή διαπιστώθηκε από τον Τύπο έλλειµµα εσωκοµµατικής
δηµοκρατίας και τήρησης των νόµιµων συνταγµατικά προβλεπόµενων διαδικασιών586.
Θεωρούµε ότι εκτός από τις επιταγές του αρ. 29 παρ. 1 θίγεται και η λογική του
άρθρου 31 Σ. για τις διαδικασίες εκλογής του Πτ∆, η οποία προβλέπει την δυνατότητα
διεξαγωγής έως και τριών ψηφοφοριών για την επίτευξη της απαραίτητης
κοινοβουλευτικής συναίνεσης587. Σύµφωνα µε το άρθρο 140 παρ. 5: «Η Βουλή ψηφίζει
ύστερα από προτάσεις που µπορούν να γίνουν µόνο από τις Κοινοβουλευτικές
Οµάδες»588. Στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου προβλέπεται η µη διεξαγωγή συζήτησης
στην Βουλή πριν την εκλογή του Πτ∆ αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι πριν από αυτές τις
προτάσεις δεν προηγείται εσωκοµµατικός διάλογος.
Είναι αλήθεια ότι ο ρόλος του Πτ∆ έχει περιορισθεί περαιτέρω από την
αναθεώρηση του 1986, το γεγονός αυτό όµως δεν µας επιτρέπει να υποτιµήσουµε την
σηµασία της κοινοβουλευτικής διαδικασίας εκλογής του. Η αλήθεια είναι ότι το
«τηλεοπτικό Σύνταγµα» µε ταχείες διαδικασίες είχε δηµοσιοποιήσει πολύ πριν την
ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας το αποτέλεσµα εκλογής του νέου Πτ∆
που τελικά το Κοινοβούλιο «επικύρωσε». Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η αµεσότητα της
τηλεοπτικής ενηµέρωσης προσλαµβάνει ακόµη και σε θέµατα υψίστου σηµασίας την
µορφή ειλληµµένων αποφάσεων. Το ενδεχόµενο, η ψηφοφορία στην Βουλή να έχει
διαφορετικά αποτελέσµατα από τα τηλεοπτικά προαναγγελθέντα, εξακολουθεί να
υφίσταται, ωστόσο µόνο ως υπερβατολογική δυνατότητα. Γιατί πρώτον, η τηλεοπτική
αναµετάδοση της πληροφορίας για την πρόταση του Πρωθυπουργού στο πρόσωπο του
Κ. Παπούλια και την συµφωνία των δύο µεγάλων πολιτικών κοµµάτων (Ν∆ και
ΠΑΣΟΚ) σηµατοδοτεί ανάληψη πολιτικής ευθύνης και δεύτερον υπό το βάρος της
τηλεοπτικής απόφασης, η οποία ήδη έχει προλάβει να διαµορφώσει την κοινή γνώµη

586
Ο Κ. Χρυσόγονος αναφέρεται συγκεκριµένα στη «διαδικαστική πλευρά του θέµατος» και ειδικότερα
στην πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού να προτείνει τον κ. Παπούλια, χωρίς την προηγούµενη
συγκατάθεση του κόµµατός του, παραβιάζοντας έτσι την επιταγή του αρ. 29 παρ. 1 Σ. για δηµοκρατική
οργάνωση και λειτουργία των κοµµάτων. «Πρόκειται για ακραίο φαινόµενο αρχηγισµού και για
προφανή παραβίαση της επιταγής του αρ. 29 παρ. 1 του Συντάγµατος για δηµοκρατική οργάνωση και
λειτουργία των πολιτικών κοµµάτων, αφού δεν έγινε καν προσπάθεια να τηρηθούν έστω προσχήµατα
συλλογικότητας», Χρυσόγονος, Κ., «Προεδρική εκλογή και ‘εσωκοµµατική δηµοκρατία’», ΤΟ ΒΗΜΑ,
16-12-2004, σελ. Α11.
587
Για την πρώτη ψηφοφορία απαιτείται η πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθµού των
βουλευτών, στην δεύτερη και τρίτη των τριών πέµπτων (αρ. 32 παρ. 3 εδ. α΄ και γ΄ Σ. αντίστοιχα).
588
Κανονισµός της Βουλής, ανευρίσκεται στον επίσηµο δικτυακό τόπο της Βουλής, www.parliament.gr,
ηµεροµηνία πρόσβασης 2-12-2006.

237
αλλά και την εσωκοµµατική πειθαρχία (και όχι δηµοκρατία), οι βουλευτές έχουν
ελάχιστα περιθώρια απόκλισης. Γεννάται το γενικότερο ερώτηµα, λοιπόν, αν και κατά
πόσο τηρούνται οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και του κοινοβουλευτικού
πολιτεύµατος που διαπνέουν όλες τις συνταγµατικές διατάξεις, αν για την εκλογή του
«ρυθµιστή του πολιτεύµατος» (αρ. 30 παρ. 1 Σ) δεν αποφαίνεται ο «κυρίαρχος λαός»
ούτε καν οι δηµοκρατικά εκλεγµένοι αντιπρόσωποί του αλλά η συγκεντρωτική
αρχηγική εξουσία των πολιτικά κυρίαρχων κοµµάτων. Η πολιτική συναίνεση είναι,
αναµφίβολα, µέσα στο πνεύµα των σχετικών συνταγµατικών διατάξεων, σηµαντικό
ρόλο και λόγο, ωστόσο, διαδραµατίζει και η διαδικασία επίτευξης της συναίνεσης, αν
είναι, δηλαδή, το αποτέλεσµα δηµοκρατικής διαδικασίας και διαλογικής συζήτησης ή
αν τελικά επιβάλλεται από µονοπρόσωπα πολιτικά όργανα (αρχηγούς πολιτικών
κοµµάτων) «κοινή συναινέσει» µε την µεσολάβηση επικοινωνιακών µηχανισµών
(ΜΜΕ)589.
Σχετικά πρόσφατο παράδειγµα (2005) καταστρατήγησης των διοικητικών
διαδικασιών αλλά και συνταγµατικά προστατευόµενων δικαιωµάτων η περίπτωση του
υποδιοικητή του ΙΚΑ κ. Νίκου Γερασίµου, ο οποίος παραιτήθηκε από την θέση του
υπό το βάρος «αποκαλύψεων» και του σχετικού θορύβου που προκλήθηκε από
τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Ακόµη πιο σηµαντικό είναι το γεγονός ότι ο υποδιοικητής του
ΙΚΑ υπέβαλε την παραίτησή του στον (τέως) Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής
Προστασίας κ. Πάνο Παναγιωτόπουλο επειδή η πίεση που ασκήθηκε από την
αµεσότητα και το «τεκµήριο αλήθειας» του τηλεοπτικού µέσου τον εξανάγκασε σε
αυτήν την πράξη590. Ο χρόνος, λοιπόν, αντίδρασης καθίσταται νοµικό µέγεθος και από
το συγκεκριµένο περιστατικό αναδεικνύεται η σηµασία του «τηλεοπτικού χρόνου» ως
καθοριστικής παραµέτρου αλλά και του «τηλεοπτικού χώρου»591. Η ανάληψη λοιπόν

589
Τελικά, όπως παρατηρεί ο Κ. Παπαϊωάννου: «Το θεσµικό πρόσωπο του Προέδρου υποβιβάστηκε σε
ένα άθυρµα άνευ πραγµατικής υπόστασης. Ένα αντικείµενο, αντί υποκείµενο, πολιτικών χειρισµών πριν
ακόµη υπάρξει», «Προεδρία και ∆ηµοκρατία», ό.π.
590
Όπως ο ίδιος υποστήριξε: «...κατόπιν του θορύβου που προκλήθηκε και του ενδεχοµένου να βλάψω
άθελά µου το έργο της διοίκησης του Ιδρύµατος και της κυβέρνησης, υπέβαλα αµέσως την παραίτησή
µου»590. Από τον δικτυακό τόπο του BBC news in Greek, 22-10-2005, στο
http://www.hri.org/news/europe/bbc/2005/05-10-22.bbc.html, ηµεροµηνία πρόσβασης στην ιστοσελίδα
30/08/2006.
591
Όπως έγινε γνωστό «την παραίτησή του κ. Γερασίµου ζήτησε την Παρασκευή ο υφυπουργός
Κοινωνικής Προστασίας Νίκος Αγγελόπουλος από το ‘παράθυρο’ του τηλεοπτικού σταθµού Alpha,
όπου ο υφυπουργός κλήθηκε να σχολιάσει ρεπορτάζ για τη νοµική εµπλοκή του υποδιοικητή στις off

238
από την τηλεόραση της θέσης του επίσηµου πολιτικού forum, όπου διαδραµατίζονται
όλα τα πολιτικά τεκταινόµενα, δεν είναι µόνο το αποτέλεσµα σφετερισµού της
εξουσίας από τα ΜΜΕ αλλά και de facto αναγνώρισής του πολιτικού τους ρόλου από
επίσηµους φορείς.

Ας αναλύσουµε, όµως, το παράδειγµα µε τον υποδιοικητή του ΙΚΑ από πιο


κοντά. Η έρευνα για παράνοµη ενέργεια γίνεται από δηµοσιογράφο592 και όχι από την
αρµόδια αρχή, τα «πορίσµατα» της έρευνας και πάλι δηµοσιοποιούνται από το
τηλεοπτικό µέσο. Ο αρµόδιος προϊστάµενος φορέας (υφυπουργός) λαµβάνει γνώση του
γεγονότος από την τηλεόραση και ζητεί «επισήµως» από το τηλεοπτικό βήµα τις
«νόµιµες» προβλεπόµενες ενέργειες από τον «κατηγορούµενο». Εξάλλου, εάν δούµε το
θέµα εκτός τηλεοπτικής πραγµατικότητας, εάν η ∆ιοίκηση του ΙΚΑ είχε βάσιµες
υποψίες και ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία για παράνοµες πράξεις του
υποδιοικητή της, πριν ακόµη εκδώσει την σχετική πράξη, όφειλε να ζητήσει από τον
«κατηγορούµενο» να προσέλθει σε ακρόαση, ασκώντας έτσι το συνταγµατικά
κατοχυρωµένο δικαίωµα ακρόασης593. Φαίνεται, όµως, ότι τα πρακτικά περιθώρια που
δίνει στον «κατηγορούµενο» η τηλεοπτική αναµετάδοση του γεγονότος είναι
ασφυκτικά και η άσκηση ακόµη και συνταγµατικών δικαιωµάτων καθίσταται
ανεπαρκής. Ο τελευταίος υποκύπτει αναγκαστικά στις επιταγές αµεσότητας που του
επιβάλλει η τηλεοπτική αποδεικτική διαδικασία και παραιτείται πρώτα τηλεοπτικά και
µετά τυπικά. Η τυπική, έγγραφη παραίτησή του στον υπουργό έχει την µορφή
επιβεβαίωσης της τηλεοπτικής. Μάλιστα, σύµφωνα µε τα λεγόµενα του υφυπουργού,
ήδη η αντίδραση υπήρξε καθυστερηµένη από τον κ. Γερασίµου, ο οποίος φαίνεται, ότι
δεν ανταποκρίθηκε µε την απαιτούµενη ταχύτητα στην «ηθική» προσταγή για

shore εταιρείες», στο http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=658483, ηµεροµηνία πρόσβασης


30/08/2006.
592
Και µάλίστα υπό την µορφή ρεπορτάζ µε κρυφή κάµερα και χρησιµοποιώντας ως τεκµήριο
τηλεφωνική συνοµιλία που έχει υποκλαπεί και αναµεταδοθεί χωρίς την συναίνεση του συνοµιλούντος κ.
Γερασίµου.
593
«Το δικαίωµα της προηγούµενης ακρόασης του ενδιαφεροµένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια
ή µέτρο που λαµβάνεται σε βάρος των δικαιωµάτων ή συµφερόντων του», (αρ. 20, παρ. 2 Σ). Όπως
διευκρινίζει ο Κ. Χρυσόγονος, το «δικαίωµα της προηγούµενης ακρόασης» ανήκει στα δικαιώµατα
διαδικασίας που προβλέπει το Σύνταγµα αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι είναι απλώς µια διαδικαστική
τυπολογία αφού: «η προηγούµενη ακρόαση οφείλει να είναι αποτελεσµατική περιλαµβάνοντας κάθε
νόµιµο µέσο που συντείνει στην καλύτερη υπεράσπιση των δικαιωµάτων ή συµφερόντων του
διοικούµενου», βλ. Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα, ό.π., σελ. 370 κ.ε, καθώς και τις εκεί
αναφερόµενες δικαστικές αποφάσεις.

239
παραίτηση. Μετά από αυτό το θέατρο του παραλόγου, ωστόσο, η υπόθεση θα
διερευνηθεί «εις βάθος»594! Και απορούν οι τηλεθεατές, όχι αδίκως, ποιο είναι το
πραγµατικό νόηµα αυτής της διερεύνησης «εις βάθος», όταν έχουν προηγηθεί όλες οι
παραπάνω διαδικασίες και ενέργειες που άλλαξαν όχι µόνο εκ βαθέων αλλά συθέµελα
την διοικητική ιεραρχία στο ΙΚΑ. Μήπως η νοµική διαδικασία απόδειξης ή µη των
τηλεοπτικών δεδοµένων τίθεται, εκ των πραγµάτων, σε δεύτερη µοίρα ως απλό
πληροφοριακό υλικό, το οποίο, τελικά, δεν ενδιαφέρει την κοινή γνώµη που ήδη έχει
σχηµατίσει άποψη;

Με αυτόν τον τρόπο οι νοµικές, στην προκειµένη οι διοικητικές ενέργειες και η


έρευνα, λειτουργούν µε τους ρυθµούς µιας «ιστορικής» ανάλυσης των γεγονότων που
προηγήθηκαν και αφού έχει ήδη γνωρίσει τα αποτελέσµατα αυτών των γεγονότων,
κατόπιν αναζητεί τις αιτίες του, τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό κλπ. Η
υστερόχρονη ανάλυση και παρα-φιλολογία που ακολουθεί έρχεται να επιβεβαιώσει ή
να διαψεύσει υποθέσεις εργασίας, σε ένα χρονικό σηµείο όπου τα οποιαδήποτε
διακυβεύµατα έχουν ήδη κριθεί και οι εξελίξεις έχουν ήδη δροµολογηθεί. Στην
περίπτωση του δικαίου η αντιµετώπιση δεν µπορεί να έχει µόνο αυτήν την κατεύθυνση.
Η «θεραπεία» της τυπικής ή ουσιαστικής νοµιµότητας, είναι µία από τις λειτουργίες
του δικαίου αλλά όχι η µόνη. Η λειτουργία της πρόληψης και της ακολουθίας των
νόµιµων διαδικασιών που επιτρέπουν, χωρίς να θίγουν, παράλληλα, την διαλεύκανση
µιας υπόθεσης είναι εξίσου σηµαντική.

Από τα παραπάνω παραδείγµατα γίνεται αντιληπτό ότι οι τηλεοπτικοί χρόνοι


είναι αµείλικτοι. Η τηλεοπτική δηµοσιότητα είναι δίκοπο µαχαίρι στα χέρια των τηλε-
ανθρώπων που πολλές φορές δεν εκτιµούν µε την δέουσα σηµασία την «αιχµηρότητά»
του και ταλαντεύονται επικίνδυνα ανάµεσα στις δύο πλευρές του. Άλλες φορές πάλι η
επιλογή είναι εσκεµµένη καθώς η τηλεοπτική συνταγή είναι ιδιαίτερα αποτελεσµατική

594
Όπως αναφέρεται στο σχετικό άρθρο: «Παίρνοντας τον λόγο, ο κ. Αγγελόπουλος εκτίµησε ότι ο κ.
Γερασίµου έπρεπε να είχε διευκολύνει την κυβέρνηση παραιτούµενος και διευκρίνισε ότι αµέσως µετά
θα ζητήσει από τον διοικητή του Ιδρύµατος Γιάννη Βαρθολοµαίο να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση
και να ζητήσει την παραίτηση του υποδιοικητή», στο
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=658483, ηµεροµηνία πρόσβασης 30/08/2006.

240
και αποδεδειγµένα όσο και ανεπανόρθωτα επιβλαβής για την προσωπικότητα του
θιγόµενου προσώπου που, πραγµατικά, λίγα µέσα αντίδρασης έχει.

Παραθέτουµε ακόµη ένα παράδειγµα από την πολιτική σχετικά µε την εκλογική
διαδικασία. Η λογική του Συντάγµατος και οι σχετικοί νόµοι προβλέπουν ότι η
εκλογική διαδικασία ολοκληρώνεται µε την καταµέτρηση των ψήφων και αφού
οριστικοποιηθεί το εκλογικό αποτέλεσµα. Μόνον τότε γνωρίζουµε πλέον µε
βεβαιότητα ποιο από τα κόµµατα πλειοψηφεί και σχηµατίζει κυβέρνηση στην νέα
βουλή. Η τηλεοπτική δηµοκρατία και το Σύνταγµά της, βεβαίως, δεν µπορούσαν να
«ανεχθούν» τόσο χρονοβόρες διαδικασίες. Τα γκάλοπ και οι δηµοσκοπήσεις έχουν την
τιµητική τους πριν τις εκλογές σε σηµείο που να µπορούµε µε την µέθοδο των «exit
polls» να εικάσουµε, µε σχετική ασφάλεια, το αποτέλεσµα των εκλογών. Εξάλλου, οι
συχνές δηµοσκοπήσεις πριν τις εκλογές αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας
της Βουλής, θέτουν σε µια εκλογική διαδικασία και τους πολιτικούς οι οποίοι
κρίνονται και ξανακρίνονται πριν την ηµέρα των εκλογών σε σηµείο που η φθορά που
υπόκεινται από την συνεχή κρίση που επιδέχονται να είναι ίσως µεγαλύτερη από το
αντάλλαγµα δηµοσιότητας που αποκοµίζουν.

Όταν έρθει η ώρα του εκλογικού αποτελέσµατος, φυσικά, η τηλεοπτική


δηµοκρατία είναι αυτή που θα κόψει πρώτη το νήµα, αφήνοντας στην τυπική
καταµέτρηση των ψήφων την διαβεβαίωση των πορισµάτων της… Το αποτέλεσµα
είναι γνωστό πριν ακόµη κλείσουν οι κάλπες. Το άνοιγµα της κάλπης έρχεται να
επιβεβαιώσει ή να τροποποιήσει ελάχιστα το αποτέλεσµα που ήδη έχει αναγγελθεί.
Ακόµη κι όταν οι προβλέψεις παρεκκλίνουν ανεπίτρεπτα από το εκλογικό αποτέλεσµα
της κάλπης, ο κανόνας εξακολουθεί να είναι αντίστροφος. Ελέγχουµε εάν το
αποτέλεσµα της καταµέτρησης επαληθεύει ή όχι τις δηµοσκοπήσεις και όχι εάν οι
δηµοσκοπήσεις προσεγγίζουν µε µεγαλύτερη ή µικρότερη επιτυχία το αποτέλεσµα595.

Το τηλεοπτικό σύνταγµα προηγείται χρονικά κατά πολύ του τυπικού. Έχει τις
δικές του εκλογικές διαδικασίες, τις οποίες ολοκληρώνει σχετικά γρήγορα και τις

595
Ο Π. Μπουκάλας σε σχετικό άρθρο του για τις πρόσφατες δηµοτικές και νοµαρχιακές εκλογές γράφει
σχετικά: «… όλο το γυάλινο σκηνικό κατασκευάστηκε µε βάση τα exit poll και µια αµφισβητηθείσα
«πανελλήνια δηµοσκόπηση», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-10-2006, σελ. 6.

241
ενσωµατώνει, κατόπιν, στην κανονική ροή του τηλεοπτικού προγράµµατος. Κατ΄
αναλογία, η «ενοποιητική» λειτουργία του «τηλεοπτικού Συντάγµατος» λειτουργεί µε
τον ίδιο τρόπο. Αν υπάρξει, βεβαίως, απόκλιση, µεγαλύτερη από τα επιτρεπτά όρια που
θέτουν οι αρµόδιοι αναλυτές στα εκτιµώµενα αποτελέσµατα που παρουσιάζουν, τότε
οµιλούµε για «νίκη» της πραγµατικής δηµοκρατίας, για την αδιαµφισβήτητη κυριαρχία
του λαού, για την καταπληκτική «ικανότητα» της δηµοκρατίας να µπορεί να ανατρέπει
προβλέψεις και καλά τεκµηριωµένες στατιστικές596. Με αυτόν τον τρόπο
επιβεβαιώνεται και πάλι η νοµιµότητα των ΜΜΕ και ο δηµοκρατικός τους χαρακτήρας
αφού δεν «φιµώνουν» την δηµοκρατία και την βούληση του λαού αλλά διευκολύνουν
απλώς την πιο έγκαιρη ενηµέρωση του κοινού, υπηρετώντας, παράλληλα, το δικαίωµα
πληροφόρησης.

Η έννοια της ιεραρχίας των γεγονότων, κατ’ αναλογία µε την ιεραρχία των
κανόνων δικαίου, έχει επίσης µεταλλαχθεί στα τηλεοπτικά προγράµµατα ή για να
είµαστε πιο ακριβείς έχουν αλλάξει τα κριτήρια που την ορίζουν. Το «σηµαντικό»
τηλεοπτικό γεγονός µπορεί να αφορά µια πολύ µικρή µερίδα ατόµων ή και ένα
µοναδικό πρόσωπο ενώ αποσιωπώνται στο καθορισµό της «ηµερήσιας διάταξης» των
τηλεοπτικών δελτίων, µε την µετατόπισή τους χρονικά στο τέλος των τηλεοπτικών
δελτίων, γεγονότα ύψιστης σηµασίας για το κοινωνικό σύνολο, οι συνέπειες των
οποίων θα µπορούσαν να επιφέρουν άµεσα ή στο κοντινό µέλλον σηµαντικές αλλαγές
στην καθηµερινή ζωή τους. Η στάθµιση στην οποία προβαίνουν τα ΜΜΕ δεν υπακούει
ασφαλώς στην λογική των κριτηρίων στάθµισης των συνταγµατικών δικαιωµάτων για
τα οποία έγινε λόγος πιο πριν σε αυτό το κεφάλαιο αλλά της τηλεθέασης. Με βάση,
λοιπόν, το κριτήριο της τηλεθέασης, δεν επιλέγονται για να προβληθούν πρωτίστως τα
σηµαντικά γεγονότα αλλά τα εντυπωσιακά. Η πυραµίδα αξιών της τηλεόρασης, επίσης
δεν ταυτίζεται πάντα µε την κοινωνική ιεραρχία αξιών. Η τελευταία, ωστόσο, φαίνεται
ιδιαίτερα δεκτική επηρεασµού στις παρεµβολές και στα τηλεοπτικά κελεύσµατα.

596
«∆εν είναι µακριά το 2000, όταν, στις εθνικές εκλογές, η εξουσία, χωρίς να ρωτήσει του
δηµοσκόπους και τους «παραθυρωµένους» αναλυτές άλλαξε χέρια λίγο πριν ξηµερώσει, και ενώ ήδη
πολλοί νεοδηµοκράτες, είχα πέσει για ύπνο µε την (τηλεοπτική) βεβαιότητα ότι το κόµµα τους είχε
νικήσει», Μπουκάλας, Π., ό.π.

242
Τα δηµοκρατικά κράτη οφείλουν να παρέχουν στους πολιτικούς το απαραίτητο
θεσµικό και διαδικαστικό πλαίσιο για την δηµοσιοποίηση των πράξεών τους, γιατί η
πολιτική πρέπει να κινείται στον δηµόσιο χώρο µε θεσµικούς προδιατυπωµένους
κανόνες, γνωστούς και κατανοητούς για να είναι όσο το δυνατόν πιο εύκολα ελέγξιµη
η νοµιµότητά της. Το «τηλεοπτικό Σύνταγµα», ωστόσο, έχει επιβάλλει την δική του
λογική και τις δικές του διαδικασίες οι οποίες είναι πιο γρήγορες, συνοπτικές και
φυσικά ανεξέλεγκτες. Αναφερόµαστε στο όχι σπάνια πλέον φαινόµενο στελέχη
κυβερνήσεων, υπουργοί, βουλευτές, υψηλά ιστάµενα πολιτικά πρόσωπα να µην
ακολουθούν τις νοµοθετικά προδιαγεγραµµένες διαδικασίες για την παραίτησή τους ή
για οποιαδήποτε άλλη πράξη τους αλλά τις τηλεοπτικές. Οι πολιτικοί δεν λογοδοτούν
πλέον ούτε στους πολιτικούς τους προϊσταµένους ούτε στα αρµόδια όργανα αλλά
στους δηµοσιογράφους. Οι νοµικές διαδικασίες, όπως είδαµε από τα παραπάνω
παραδείγµατα, έπονται των τηλεοπτικών και απλώς επικυρώνουν ειλληµµένες
αποφάσεις που έχουν ληφθεί µε βάση το τεκµήριο της «τηλεοπτικότητας», της
αναπαράστασής τους δηλαδή από τα ΜΜΕ, χωρίς να ερευνώνται πάντα οι µέθοδοι, οι
τρόποι και οι προθέσεις της αναπαράστασής τους. Όπως ήδη έχει αναλυθεί, ο πολιτικός
λόγος και δη ο τηλεοπτικός έχει το τεκµήριο της αλήθειας ή της αληθοφάνειας και
είναι αυταπόδεικτος ακριβώς επειδή χρησιµοποιεί τεχνηέντως το κύριο γνώρισµά του,
την οπτικοποίησή του. Ο αδιάψευστος µάρτυς της όρασης, όµως, ψεύδεται ασύστολα
και φυγοπονεί όταν αγνοεί ότι εκτός από αυτά που είναι ορατά µπορεί να υπάρχουν
άλλα τόσα που εσκεµµένα ή µη µπορεί να µην είναι ορατά. Έτσι, η αξία της ταχύτητας
και του «πολύτιµου τηλεοπτικού χρόνου» έχουν αντιστρέψει ακόµη και αυτήν την
πυραµίδα των αξιών της πολιτικής. Σηµασία έχει η κατανάλωση του ζητήµατος και όχι
η ανάλυσή του, τουτέστιν το δικαίωµα στην πληροφορία που υποτίθεται ότι υπηρετούν
µε ζήλο τα ΜΜΕ, έρχεται σε αντιδιαστολή µε την ηθική του αναλυτικού στοχασµού597.
O λόγος των ΜΜΕ και ακόµη περισσότερο ο πολιτικός λόγος των ΜΜΕ, «γίνεται όλο
και πιο θορυβώδης και εντυπωσιακός παρά κριτικός και αναλυτικός» δηµιουργώντας

597
Τσουκαλάς. Κ., ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 30-7-2004, σελ. 24.

243
ερωτήµατα για το πόσο αυτό το χαρακτηριστικό είναι παθογένεια µόνο των ΜΜΕ ή
τελικά ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας598.

Η νέα επικοινωνιακή ηθική ελάχιστα σχετίζεται µε την ηθική του λόγου, της
κριτικής απόστασης, του στοχασµού, καθότι ο αναλυτικός στοχασµός, προϋποθέτει µια
διάσταση χρονική που δεν συµβαδίζει µε την α-χρονικότητα του µεσοποιηµένου
χρόνου, ο οποίος µπορεί να «αναστήσει» το παρελθόν, να επεκταθεί στο µέλλον αλλά
είναι αδύνατον να σταθεί έστω για ένα δευτερόλεπτο στο παρόν. Η χρονική συνιστώσα
του παρόντος είναι ιδιαίτερα «φθαρτή» στην τηλεοπτική της έκφανση και η σηµασία
της εξαντλείται την στιγµή ακριβώς που πραγµατώνεται ως τέτοια.

Κανένα νοµικό κείµενο πόσο µάλλον το Σύνταγµα δεν µπορεί να µένει ατάραχο
και νοηµατικά απαράλλαχτο µπροστά στα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόµενα.599.
Κανένα σύνταγµα επίσης δεν µπορεί να αγνοεί τρόπους και µεθόδους που
χρησιµοποιούνται άµεσα ή έµµεσα για την καταστρατήγησή του ούτε να παραβλέψει
την µη τήρηση βασικών του διατάξεων, ιδιαίτερα όσον αφορά στα ατοµικά και
κοινωνικά δικαιώµατα που προασπίζει. Το «τηλεοπτικό Σύνταγµα» έχει οδηγήσει σε
«λειτουργική παραφθορά» βασικές αρχές τόσο των ατοµικών και κοινωνικών
δικαιωµάτων όσο και του οργανωτικού τµήµατός του. Το Σύνταγµα, τελικά, είναι η
ερµηνεία του600. Αλλά η ερµηνεία απέχει πολύ από την «επιτρεπτή» παρερµηνεία στην
οποία έχουµε προσχωρήσει και η αίσθηση ότι πολλές φορές η µέθοδος της «σύµφωνης
µε το Σύνταγµα ερµηνείας» των νόµων ή του εν γένει ουσιαστικού Συντάγµατος,
αποκρύπτει νοµίµως «παράνοµες» πτυχές φαίνεται πως ανταποκρίνεται συχνά στην
αλήθεια. Το «τηλεοπτικό Σύνταγµα» δεν ερµήνευσε το τυπικό, αλλά µε έντεχνο τρόπο
και µέσω της πρακτικής οδού αλλοίωσε το κανονιστικό και λειτουργικό περιεχόµενο
ορισµένων διατάξεών του, προβάλλοντας την δική του ερµηνεία, και το χειρότερο,
τεκµηριώνοντάς την µε την ανάλογη «πραγµατικότητα».

598
Παπαθανασόπουλος, Στ., «Τρίτη Άποψη, Σιωπηλή ∆ηµοκρατία, θορυβώδη µέσα», ΤΑ ΝΕΑ, 28-06-
2005.
599
Μανιτάκης, Αντώνης, Ελληνικό Συνταγµατικό ∆ίκαιο Ι, ό.π., σελ. 360.
600
Όπως παρατηρεί ο Α. Μανιτάκης: «...το Σύνταγµα είναι αυτό που η ερµηνεία και η πρακτική του
ορίζουν, µε την έννοια ότι οι συνταγµατικές επιταγές επαναπροσδιορίζονται συνεχώς µε τρόπο αργό µεν
αλλά λογικά συνεκτικό και ελέγξιµο», στο ίδιο, σελ. 361 κ.ε.

244
4.2.2. Νοµιµότητα, Νοµιµοποίηση και «Τηλεοπτικότητα»

Μια από τις νοµικές έννοιες που υπέστη ερµηνευτικό «βιασµό» είναι αυτή της
«νοµιµοποίησης» που έλκει την καταγωγή της νοηµατικά και ουσιαστικά από την
«νοµιµότητα». Η νοµιµότητα έχει περισσότερο τυπική χροιά, ενώ η νοµιµοποίηση
αγγίζει και τα όρια του πολιτικού, µε τάσεις επιβεβαίωσης κατεστηµένων
καταστάσεων.
Ο τρόπος λειτουργίας των ΜΜΕ και συγκεκριµένα η ταχύτητα µε την οποία
επιλέγουν, αναλύουν και αποφασίζουν να προβάλουν ένα πολιτικό ζήτηµα, υπονοµεύει
συχνά κάθε µορφή νοµιµότητας. Η τυπική νοµιµότητα των πράξεων των ΜΜΕ
συνιστά τις περισσότερες φορές ψευδεπίγραφη εγγύηση. Το «γράµµα του νόµου»
ενίοτε παραµένει «κενό» ή διατυπώνει απλώς νόµιµα την όλη διαδικασία, αφού η
ουσία έχει ήδη διοχετευθεί και προαποφασισθεί αλλού. Βέβαια, αφού λήξουν οι
τηλεοπτικές διαδικασίες και έχουν ληφθεί οι σχετικές αποφάσεις, τότε πρέπει να
περιβληθούν τον καθιερωµένο τύπο για να είναι και τύποις σωστές. Την ουσιαστική
τους νοµιµότητα την έχει κρίνει άλλος «αρµόδιος», το ανώνυµο όσο και ανεύθυνο
τηλεοπτικό κοινό, έτσι όπως το ορίζουν και το καθορίζουν οι εταιρείες τηλεµετρήσεων,
µε την επικύρωση συγκεκριµένων τηλεοπτικών πρακτικών.
Η διαδικαστική νοµιµοποίηση λοιπόν προηγείται της ουσιαστικής στο
«τηλεοπτικό Σύνταγµα». Η πρώτη ως κυρίαρχη µορφή νοµιµοποίησης, κατ’ αναλογία
µε τις επιταγές της διαδικαστικής δηµοκρατίας, έσπευσε, µόλις εµφανίσθηκαν τα
πρώτα δείγµατα τηλεοπτικής δηµοκρατίας, να διατυπώσει τις αρχές ενός «τηλεοπτικού
Συντάγµατος», «µε απώτερο σκοπό τη δικαιολόγηση και την αποδοχή της ύπαρξής
τους»601. Η ουσιαστική νοµιµοποίηση602 από την άλλη έχει επίσης προσλάβει
διαφορετικό περιεχόµενο και στηρίζει την αποτελεσµατικότητά της σε µια σειρά από
θεµελιώδεις ή στην περίπτωσή µας, από υπερµεγενθυµένες αξίες, όπως αυτή της
πληροφόρησης που έχουν ήδη ξεπεράσει το εµπόδιο της στάθµισης, για να καταστούν
έτσι διαχρονικές και ανυπέρβλητες, µη επιδεχόµενες περιορισµούς. Το διαδικαστικό

601
Μανιτάκης, Α., ό.π., σελ. 140 κ.ε., ο οποίος βέβαια, αναφέρεται στην νοµιµοποιητική λειτουργία του
νοµικού Συντάγµατος και όχι του «τηλεοπτικού».
602
Ως ουσιαστική νοµιµοποίηση εννοούµε αυτή που αποκοµίζουν τα ΜΜΕ και άλλοι οιονεί
εξουσιαστικοί µηχανισµοί από την συγκατάθεση του κοινού το οποίο βεβαίως το έχουν «εκπαιδεύσει»
ανάλογα προηγουµένως.

245
µοντέλο που επικρατεί στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες σε πρότερο χρόνο σε σχέση
µε το ουσιαστικό, µαρτυρά τους εκρηκτικούς ρυθµούς που ακολουθούνται και οι
οποίοι τόσο σε νοµικό όσο και κοινωνικό επίπεδο είναι δύσκολο να τύχουν σωστής
παρακολούθησης και επιτήρησης.
Η νοµιµότητα και η νοµιµοποίηση δεν είναι ταυτόσηµες έννοιες καθώς η
δεύτερη είναι ευρύτερη και ενίοτε ιδιαίτερα «επικίνδυνη»603.Το «τηλεοπτικό
Σύνταγµα» και οι διατάξεις του στηρίζονται στην ευρύτερη έννοια της νοµιµοποίησης,
η οποία δεν είναι συστατική του συνθήκη αλλά αποτελεί, εφόσον τεθεί, ζήτηµα προς
απόδειξη. Αυτό σηµαίνει ότι η νοµιµοποίηση δεν προκύπτει από κάπου ούτε και
αποζητείται τελικά αλλά συνήθως συνάγεται από τον εφησυχασµό που επικρατεί είτε
εξ αντιδιαστολής από την έλλειψη αντίδρασης είτε ακόµη και από την
επαναληψιµότητα καταστάσεων και διαδικασιών που σιγά σιγά αποκτούν κοινωνική
νοµιµοποίηση, η οποία είναι ιδιαίτερα ισχυρή και δύσκολα αµφισβητείται.
∆ιαφορετικής υφής, αλλά συναφούς προβληµατικής είναι το θέµα της
µετακύλησης αρµοδιοτήτων, έστω και άτυπης, που εµφανίζεται ως παράγοντας κρίσης
του πολιτικού συστήµατος604. Σε καµιά περίπτωση, βέβαια, δεν ισχυριζόµαστε ότι
νοµικά υπάρχει µεταβίβαση αρµοδιοτήτων στα ΜΜΕ. Πολιτικά, ωστόσο, υπάρχει,
αφού τα ΜΜΕ συχνά καλούνται να επιλύσουν πολιτικές διαφορές, να προωθήσουν τον
όποιο διάλογο, να επιλύσουν πολιτικές διαφωνίες µεταξύ των κοµµάτων ακόµη και να
βρουν πιθανές λύσεις ή εξηγήσεις σε µείζονα κοινωνικά θέµατα. Και εδώ ακριβώς
έγκειται και η κρίση νοµιµοποίησής τους ή η πολιτική τους αναρµοδιότητα, αφού τα
ΜΜΕ δεν είναι οι νόµιµοι αντιπρόσωποι του λαού, δεν έχουν διέλθει µέσα από νόµιµες

603
Για την διάκριση των δύο εννοιών ο Α. Μανιτάκης γράφει: «Ως νοµιµότητα νοείται η αξίωση
συµφωνίας µιας πράξης ή ενός κανόνα µε έναν υπερκείµενο κανόνα, ο οποίος καθορίζει τη διαδικασία,
τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης του υποκείµενου κανόνα ή της υποκείµενης πράξης»,
και παρακάτω: «Η έννοια της νοµιµοποίησης, έχει, ωστόσο, υπερβεί από καιρό την ταύτισή της µε την
τυπική νοµιµότητα. ∆ιεκδικώντας ένα αυτοτελές ουσιαστικό περιεχόµενο, αξιώνει την εναρµόνιση των
κρατικών αποφάσεων όχι µόνον µε τις επιταγές του δικαίου αλλά και µε αξίες ηθικοπολιτικού
χαρακτήρα, γενικότερης ισχύος και αποδοχής, που να ανταποκρίνονται στις κρατούσες πεποιθήσεις ενός
λαού ή µιας δοσµένης κοινωνίας», Κράτος ∆ικαίου και ∆ικαστικός Έλεγχος της Συνταγµατικότητας,
ό.π., σελ. 195, 196 αντίστοιχα βλ. επίσης και την εκεί παρατιθεµένη βιβλιογραφία.
604
Όπως παρατηρεί ο Κ. Χρυσόγονος, «Σε ό,τι αφορά το περιεχόµενο της επικείµενης αναθεώρησης
εξάλλου, µια από τις απαντήσεις της στην κρίση νοµιµοποίησης είναι η µετατόπιση αρµοδιοτήτων από
τυος παραδοσιακούς φορείς λήψης αποφάσεων, οι οποίοι µονιµοποιούνται κυρίως εκφράζοντας
(υποτίθεται) τα συµφέροντα των εκλογέων που τους ψήφισαν, σε νέους φορείς, όπως οι ανεξάρτητες
αρχές», «Οι Ανεξάρτητες Αρχές στο Σχέδιο Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγµατος», ό.π., σελ.
1174.

246
διαδικασίες κρίσης και αξιολόγησής τους, όπως οι εκλογές αλλά στηρίζουν την δύναµή
τους µόνο στην τηλεοπτικότητα, στη µαζική, δηλαδή, αποδοχή των ενεργειών τους από
το κοινό, η οποία συνάγεται, συνήθως µε το εξ’ αντιδιαστολής συµπέρασµα ότι αφού
δεν υπάρχει αντίδραση υπάρχει αποδοχή. Πρόκειται εν τέλει για µια «νοµιµοποίηση
µέσω της διαδικασίας», εφόσον η τελευταία είναι πλέον αποδεκτή χωρίς ιδιαίτερες
αντεγκλήσεις.
Η νοµιµοποίηση είναι η δικαιολογητική αρχή για την άσκηση κάθε εξουσίας,
πόσο µάλλον της τηλεοπτικής. Το πρόβληµα µε την τηλεοπτική εξουσία, ωστόσο, είναι
ότι η ίδια δεν την αναγνωρίζει ως τέτοια (ως αρχή), τουλάχιστον στην έκταση που την
χρησιµοποιεί, και, επιπλέον, (η νοµιµοποίηση) είναι πολλές φορές µη εντοπίσιµη,
καθότι προσλαµβάνει συµβολικές µορφές ή µετέρχεται ενός κώδικα, όπως του
πολιτικού λόγου, ιδιαίτερα «εύκαµπτου» και λανθάνοντος ως προς τα νοήµατά του,
άρα και δυσδιάκριτου στις εξουσιαστικές του δοµές605. Τελικά, υπό αυτές τις
συνθήκες, της αφανούς άσκησης της εξουσίας, η ανάγκη δικαιολόγησής της καθίσταται
άνευ αντικειµένου αφού υπάρχει διαφωνία ακόµη και στην ονοµασία της δύναµης των
ΜΜΕ ως εξουσίας. Τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ σφετερίστηκαν µε ιδιαίτερη ευκολία τον
παραδοσιακό χαρακτηρισµό του Τύπου ως τέταρτης εξουσίας. Η αποδοχή όµως αυτή
που επιτεύχθηκε υιοθετώντας, παράλληλα, και το ιστορικό περιεχόµενο της έννοιας,
υποδηλώνει την ελεγκτική εξουσία της τέταρτης εξουσίας επί των άλλων τριών, δεν
επιτρέπει, όµως την παρεµβολή και αλλοίωση των άλλων εξουσιών. Ο υποτιθέµενος
νόµιµος ελεγκτικός ρόλος των ΜΜΕ λειτούργησε καταχρηστικά σε ό,τι αφορά την
νοµιµοποίηση λειτουργιών των ΜΜΕ, οι οποίες µάλλον καταστρατηγούν την
ανεξαρτησία και την τριχοτόµηση της εξουσίας σε νοµοθετική, δικαστική και
εκτελεστική παρά την ενισχύουν.
Η τηλεοπτικότητα είναι µια υβριδική, ιδιότυπη µη νοµική ωστόσο
νοµιµοφανής έννοια που επιχειρεί να υποστηρίξει δύο επιχειρήµατα: 1) να
αναπληρώσει την έλλειψη νοµιµότητας στις πράξεις των ΜΜΕ όπου αυτή υφίσταται
και 2) να συνδέσει µε έναν ιδιόµορφο όσο και αδιαφανή δεσµό την νοµιµοποίηση του
µέσου (βασικά της τηλεόρασης) µε την νόµιµη, φανερή και αυταπόδεικτη αλήθεια της

605
Αναλυτικά για αυτό το θέµα της συµβολικής βίας και ιδιαίτερα την γλώσσας ως µέσο άσκησης βίας
βλ το χαρακτηριστικό βιβλίο, στο οποίο έχει ήδη γίνει αναφορά σε αυτήν την µελέτη του Bourdieu, P.
Γλώσσα και συµβολική εξουσία, ό.π.

247
τηλεοπτικής οθόνης. Η τηλεοπτικότητα, δηλαδή η αυτο-τεκµαιρόµενη νοµιµοποίηση
που απορρέει από την τήρηση των διατάξεων του «τηλεοπτικού Συντάγµατος»,
λειτουργεί στον άξονα της αυτο-νοµιµοποίησης των τηλεοπτικών πεπραγµένων και
των προσώπων που συµµετέχουν σε αυτά. Η έννοια αυτή, βέβαια, στηρίζεται και στην
αποδοχή του κοινού ή ανοχή του κοινού. Γιατί, αν το κοινό ήταν δύσπιστο στις
τηλεοπτικές αποκαλύψεις και στα λεγόµενα «τηλεδικεία», κανένα τεκµήριο
τηλεοπτικότητας δεν θα µπορούσε να νοµιµοποιήσει την υιοθέτηση ρόλων από τους
δηµοσιογράφους που δεν συνάδουν µε τα καθήκοντα και τις αρµοδιότητές τους.
Τα ζητήµατα νοµιµότητας και νοµιµοποίησης στα ΜΜΕ πολλές φορές
προσλαµβάνουν τον χαρακτήρα ηθικών, δεοντολογικών και επαγγελµατικών κανόνων,
γι’ αυτό και δεν θα ήταν λάθος να τα εντάξουµε σε ένα συνολικό πλαίσιο ηθικής που
διέπει την σύγχρονη, και στην προκειµένη περίπτωση, την ελληνική κοινωνία. Αυτή η
προσέγγιση, εντούτοις, οφείλει να λειτουργήσει συµπληρωµατικά σε σχέση µε την
αυστηρά νοµική για να µην βρεθούµε αντιµέτωποι µε µια επικίνδυνη ελαστικοποίηση
και αποµείωση του νοµικού ρυθµιστικού πλαισίου η οποία θα οδηγούσε σε µια
επικίνδυνη κανονιστική απορρύθµιση.

4.2.3 Το «τηλεοπτικό κοινοβούλιο»: Η τηλεόραση ως νέο πεδίο πολιτικής


δηµοσιότητας

«∆ύο παράγοντες επιβάλλουν τη σχέση, σε κανονιστικό επίπεδο και µάλιστα συνταγµατικό, του
Κοινοβουλίου και των µέσων µαζικής ενηµέρωσης: πρώτα, η ανάγκη ισορροπίας στο πλαίσιο της
∆ηµοκρατίας µεταξύ των διαφόρων θεµελιωδών θεσµών της και περιορισµού της ενδεχόµενης
αυθαίρετης χρήσης της εξουσίας τους· και ακόµη η ανάγκη επαφής µε το καινούργιο: η πολιτική
εξουσία, όσο ευφυής ή ευαίσθητη και αν είναι, δεν µπορεί να συλλάβει πάντοτε τα υπόγεια ρεύµατα ή,
ακόµη, το εντελώς καινούργιο που επωάζεται ή γεννιέται. Τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης είναι πιο
ευαίσθητα, πιο ευάλωτα, µπροστά στο καινούργιο»606.

Αν και η Βουλή των Eλλήνων συνέρχεται στο χώρο του Κοινοβουλίου, στην
Πλατεία Συντάγµατος, τίθεται εύλογα το ερώτηµα αν και κατά πόσο η αποστολή της

606
Από το άρθρο του Βγόντζας, Α. «Κοινοβούλιο και Μέσα», ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-10-1998.

248
εκπληρώνεται σε αυτόν τον χώρο και όχι στην τηλεόραση. Ενόψει της επικοινωνιακής
παντοδυναµίας της τηλεόρασης στον κατεξοχήν χώρο πολιτικής επικοινωνίας, τη
Βουλή, η τελευταία υφίσταται τις συνέπειες της αποµυθοποίησης των συνεδριάσεών
της και γενικά του ρόλου της στα µάτια της κοινής γνώµης και τείνει να απολέσει τον
αυστηρό θεσµικό της χαρακτήρα αλλά και την σηµασία της ως χώρου δηµόσιας
πολιτικής διαβούλευσης και αποφάσεων. Η τηλεοπτική πραγµατικότητα τείνει να
αλλοιώσει το θεσµικό χαρακτήρα του Κοινοβουλίου καθώς και τους µύθους του
κοινού σχετικά µε τους πολιτικούς. Πρόκειται για εκδηµοκρατισµό ή για ανεπίτρεπτο
εκχυδαϊσµό του πολιτικού συστήµατος; Οι απόψεις διίστανται607.
Προσεγγίζοντας µε θετική προδιάθεση τον ρόλο των ΜΜΕ, διαπιστώνουµε, ότι
λίγα πράγµατα θα γνωρίζαµε για τις συνεδριάσεις της Βουλής, στην καλύτερη
περίπτωση απλώς και µόνο την ηµερήσια διάταξή τους, χωρίς την παρουσία της
τηλεοπτικής κάµερας στις συνεδριάσεις της608. Για την πλειονότητα των πολιτών, το
Κοινοβούλιο διατηρεί τον «απρόσιτο» χαρακτήρα του παρά το γεγονός ότι στον χώρο
αυτό λαµβάνονται αποφάσεις που αφορούν άµεσα τη ζωή τους. Το ρόλο εξοικείωσης
του κοινού µε την Βουλή έχει επωµισθεί η κρατική τηλεόραση κυρίως, η οποία ακόµη
δεν έχει δώσει «γην και ύδωρ», τουτέστιν δεν έχει υποταχθεί πλήρως στις
διαφηµιστικές εταιρίες. Η ευχέρεια που έχει η τηλεόραση να διεισδύει στα πλατιά
λαϊκά στρώµατα και να εκλαϊκεύει παράλληλα τον πολιτικό λόγο, την καθιστά
προνοµιακό µέσο σε ό,τι αφορά την διάχυση της πολιτικής πληροφορίας,
συµβάλλοντας έτσι στην «γνωστική κινητοποίηση»609 των µαζών και στην διεύρυνση
της δηµοσιότητας. Πράγµατι η κρατική τηλεόραση αναµεταδίδει µε πιστότητα τις
συνεδριάσεις της Βουλής, χωρίς να παρεµβαίνει σκηνοθετικά, όσο βέβαια το επιτρέπει

607
βλ. επίσης σχετικά: Παναγιώτου, Π. «Τηλεόραση και Βουλή», ΤΑ ΝΕΑ, 13-3-2001, Βγόντζας, Α.
«Κοινοβούλιο και Μέσα», ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-10-1998, ∆ρεττάκης, Μ. «Το Κοινοβούλιο ως Μέσο Μαζικής
Ενηµέρωσης», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20-1-1999, Παπαδάκου, Γ., «Βουλή-TV», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27-9-1998, Μαυρής, Γ. «ΜΜΕ και Πολιτική:προς αναζήτηση νέας ισορροπίας»,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30-1-1994, Ρωµαίος, Γ., «Τηλεόραση και Πολιτικοί. Η αποκατάσταση του κύρους του
Κοινοβουλίου, της πολιτικής και των πολιτικών προϋποθέτει την απεξάρτηση από την τηλεόραση», ΤΟ
ΒΗΜΑ, 17-2-2002.
608
Για τη κάλυψη των κοινοβουλευτικών ειδήσεων από την τηλεόραση βλ. την σχετική έρευνα των Ν.
∆εµερτζή/ Τ. Καπέλου &Παναγ. Τσιλιγιάννη στο άρθρο τους «Οι κοινοβουλευτικές ειδήσεις στην
ελληνική τηλεόραση», στο Ζητήµατα Επικοινωνίας, Αφιέρωµα: Όψεις της Πολιτικής Επικοινωνίας», τχ.
3/2005, σελ. 36-57.
609
βλ. σχετικά ∆εµερτζής, Ν. & Α. Αρµενάκης, Το Κοινοβούλιο στον Τύπο και την Τηλεόραση. Η
εικόνα τη Βουλής των Ελλήνων στον Τύπο και η σχέση των Βουλευτών µε την τηλεόραση, Βουλή των
Ελλήνων, Αθήνα 1999, σελ. 12 κ.ε. και τις εκεί αναφερόµενες βιβλιογραφικές παραποµπές.

249
η οικονοµία του µέσου, στην τηλεοπτική τους κάλυψη. Ακριβώς αυτόν τον σκοπό
επιτελεί και ο τηλεοπτικός σταθµός της Βουλής ως θεµατικό κανάλι µε αρκετή
επιτυχία, αν και δεν συνοδεύεται από την ανάλογη κοινοβουλευτική παιδεία του κοινού
ούτως ώστε να έχει την απήχηση που θα τον καθιστούσε βασική και έγκυρη πηγή
πληροφόρησης για τα κοινοβουλευτικά τεκταινόµενα στην χώρα µας.
Ως γνωστόν, η παρ. 2 του αρ. 15 στο τελευταίο της εδάφιο, προσπαθώντας να
τονώσει τον «τηλεοπτικό κοινοβουλευτισµό», εφόσον ο τυπικός κινδυνεύει να
εξελιχθεί σε διαδικαστική συνιστώσα του πολιτεύµατος, ορίζει ότι: «Νόµος ορίζει τα
σχετικά µε την υποχρεωτική και δωρεάν µετάδοση των εργασιών της Βουλής και των
επιτροπών της καθώς και προεκλογικών µηνυµάτων των κοµµάτων από τα
ραδιοτηλεοπτικά µέσα». Σε ό,τι αφορά αυτήν την πλευρά του «τηλεοπτικού
κοινοβουλευτισµού», ισχύει η επιφύλαξη κατά πόσο η αποσπασµατικότητα που
επιβάλλει το ίδιο το µέσο όσο και η ένσκοπη επιλογή συγκεκριµένων σκηνών από τις
συνεδριάσεις στο Κοινοβούλιο εξυπηρετεί κοινοβουλευτικούς ή άλλους σκοπούς που
κάθε άλλο παρά τονώνουν το πολιτικό ενδιαφέρον των πολιτών. Η αναγκαστική
διαµόρφωση µιας πολιτικής ατζέντας αλλά και η επιλεκτική µετάδοση θεµάτων,
επιχειρηµάτων και αναµετρήσεων στην τηλεόραση, προκαλεί σε πολλές περιπτώσεις
σύγχυση και συµβάλλει στη διαστρέβλωση της κοινής γνώµης παρά στη σωστή
ενηµέρωσή της 610.
Το «τηλεοπτικό κοινοβούλιο», στο οποίο αναφερόµαστε, δεν έχει να κάνει µε
αυτήν, την θεµιτή, επιλογή στο πρόγραµµα των κρατικών και µη καναλιών για
προβολή του κοινοβουλευτικού έργου. Αντίθετα, προσπαθεί να ονοµατίσει το
φαινόµενο του εξω-κοινοβουλευτικού κοινοβουλίου, του «τηλεοπτικού», που
προωθήθηκε µε την µορφή διαλογικής συζήτησης και µάλιστα, τις περισσότερες φορές,
ζωντανής («live»), θέτοντας έτσι σε αµφισβήτηση την χρησιµότητα και εν τέλει την
αποτελεσµατικότητα των τυπικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Ως γνωστόν στην
τυπική κοινοβουλευτική συζήτηση υπερισχύουν οι µακροσκελείς µονόλογοι µε µικρές

610
«Ειδικά για το Κοινοβούλιο λέγεται ότι η τηλεόραση ελάχιστα προβάλλει το έργο του και ότι η εικόνα
που επιλεκτικά προβάλλεται από την τηλεόραση (π.χ. άδεια έδρανα, βαριεστηµένοι, διαπληκτιζόµενοι ή
φωνασκούντες βουλευτές) όχι µόνο δεν αντιστοιχεί στην πραγµατική δουλειά που γίνεται στις διάφορες
επιτροπές και στις συνεδριάσεις νοµοθετικού έργου και κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά οξύνει την
κρίση αντιπροσώπευσης, εφόσον από την τηλεοπτική κάλυψη του Κοινοβουλίου προκύπτει µια
αρνητική εικόνα τόσο του θεσµού όσο και των λειτουργών του», στο ίδιο, σελ. 30 κ.ε.

250
δυνατότητες απάντησης σε συγκεκριµένες περιπτώσεις611. Αυτό το «σκηνικό», αν και
θεσµοθετηµένο, ξενίζει πολλές φορές τους τηλεθεατές, αντιπαρατιθέµενο µε την
ζωντάνια του τηλεοπτικού διαλόγου, της κυρίαρχης µορφής διαλόγου σήµερα. Βεβαίως
η τυπική νοµοθετική εξουσία ασκείται στον χώρο της Βουλής. Μήπως, όµως, η
ουσιαστική ασκείται, εκπορεύεται και προαναγγέλλεται στην τηλεόραση;
Η παραπάνω ανησυχία δεν είναι αβάσιµη ούτε κινείται στην σφαίρα του
φανταστικού. Η νοµοθετική διαδικασία µπορεί να εκπληρώνεται την ώρα της ψήφισης
ενός νοµοσχεδίου, ότι όµως προηγείται της ψήφισης είναι αυτό που καθορίζει το
περιεχόµενό του, το οποίο είναι άλλωστε και το ζητούµενο, αυτό δηλαδή που µας
ενδιαφέρει άµεσα και όχι η τυπική διαδικασία ψήφισής του, της οποίας η έκβαση στο
πλαίσιο της πλειοψηφικής αρχής του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, είναι σχετικώς
προδιαγεγραµµένη µε βάση τα ποσοστά των κοµµάτων στην Βουλή. Τα νοµοσχέδια
είθισται να «κατατίθενται» πρώτα στα τηλεοπτικά κανάλια και µετά στα αρµόδια
όργανα της Βουλής. Ακόµη κι αν η νόµιµη κατάθεσή τους προηγείται της τηλεοπτικής,
η τελευταία καθορίζει ουσιαστικά την έναρξη του περιβόητου «κοινωνικού διαλόγου».
Η συζήτηση για το πραγµατικό περιεχόµενο του υπό ψήφιση νοµοσχεδίου γίνεται στα
τηλεοπτικά παράθυρα, οι αντιδράσεις του κοινού προσδιορίζονται από την τηλεοπτική
ερµηνεία του νόµου η οποία είτε είναι είτε δεν είναι η προσήκουσα, είναι αυτή που σε
τελευταία ανάλυση γνωρίζει το κοινό. Το κοινό, καθώς έχει «εµπεδώσει»
αποτελεσµατικά το «τεκµήριο τηλεοπτικότητας» και τους γοργούς τηλεοπτικούς
χρόνους, απαιτεί πλέον να ενηµερωθεί για την σπουδαιότητα ή µη ενός νοµοθετήµατος
καθώς και για τις κρίσιµες διατάξεις του µέσα σε λίγες προτάσεις ή φράσεις ή λέξεις-
συνθήµατα. Η προσαρµογή στην ταχύτητα που αποτελεί συγχρόνως και απαίτηση του
κοινού εξυπηρετεί βέβαια τα ΜΜΕ που µετατρέπουν την αναγκαστική επιλεκτικότητα,
που εξ ανάγκης εφαρµόζουν στις πληροφορίες που δέχονται, σε εργαλείο για την
επιλεκτική δηµοσιοποίηση διατάξεων του εν λόγω νοµοθετήµατος, οι οποίες µπορεί να
µην εκφράζουν την ουσία του και το νοµοθετικό διάβηµα στο σύνολό του, αποτελούν,
όµως, πολύτιµη τροφή για τηλεοπτικά σχόλια και τις τηλε-αναµετρήσεις612. Σε αυτές

611
Για τον τρόπο διεξαγωγής των συζητήσεων στην Βουλή, βλ. σχετικές διατάξεις στον Κανονισµό της
Βουλής.
612
Στην ποιότητα και την ποσότητα των κοινοβουλευτικών ειδήσεων έτσι όπως προβάλλονται από τον
ιταλικό Τύπο αλλά και γενικότερες παρατηρήσεις για την σχέση Κοινοβουλίου και ΜΜΕ αναφέρεται ο

251
τις αναµετρήσεις ο πολιτικός λόγος υπακούει στην θεατρικότητα του µέσου,
αδιαφορώντας πλήρως για τα πολιτικά συµπεράσµατα που θα µπορούσε να εξάγει
κάποιος από αυτή την τηλε-µαχία. Συνθήµατα, λέξεις- σύµβολα, και εικονικοί κώδικες
επιστρατεύονται για να πείσουν τον τηλεθεατή για την ορθότητα των επιχειρηµάτων ή
για να ικανοποιήσουν το δηµοκρατικό του αίσθηµα ότι, δηλαδή, διεξάγεται
πραγµατικά δηµόσιος διάλογος. Πολλές φορές, βέβαια, αυτός ο διάλογος συµβάλλει
σηµαντικά στην αποσαφήνιση του νοµοσχεδίου, τονίζοντας κρίσιµα σηµεία του, τα
οποία δύσκολα εντοπίζονται από µια απλή ανάγνωση του νοµοθετικού κειµένου και
µόνον. Έτσι, ο πολιτικός λόγος ακολουθεί αυτές τις επιλογές και αναλώνεται σε µια
τηλε-µαχία αναπαραγωγής γνωστών και χιλιοειπωµένων θέσεων, χωρίς ωστόσο να
εντοπίζεται το πραγµατικό σηµείο διαφωνίας, είτε να προτείνονται λύσεις ή θέσεις για
το συγκεκριµένο θέµα, και τούτο γιατί στο «τηλεοπτικό κοινοβούλιο» δεν λαµβάνονται
αποφάσεις αλλά κατασκευάζονται διαφωνίες ανατροφοδοτώντας έτσι στο διηνεκές το
έτσι κι αλλιώς υποβαθµισµένο πολιτικό σκηνικό.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακόµη κι όταν υπάρχει πρόθεση από
κάποιον πολιτικό να καταλήξει «κάπου», είναι σίγουρο ότι δεν θα του το «επιτρέψει» ο
«περιορισµένος τηλεοπτικός χρόνος», κατά την προσφιλή φράση των
τηλεπαρουσιαστών. Έτσι η συζήτηση διακόπτεται συνήθως στο πιο κρίσιµο και
ενδιαφέρον σηµείο της, προκαλώντας στο κοινό την αίσθηση του ανικανοποίητου, του
µη επιτεύξιµου όχι, όµως ως σκόπιµη τηλεοπτική πρακτική ή πρόβληµα της
τηλεόρασης αλλά ως σύµφυτο γνώρισµα της πολιτικής εν γένει και της
πολυπλοκότητας των προβληµάτων που, κατά τ’ άλλα µένουν πάντα άλυτα613. Κατ’
αυτόν τον τρόπο τα ΜΜΕ χρησιµοποιούν την πολιτική ως ένα ενδιαφέρον θέαµα,
φορτώνοντάς της συγχρόνως όλα τα κακώς κείµενα. Η εξίσωση ΜΜΕ και πολιτικής
σπάνια αποβαίνει σε όφελος της δεύτερης.
Οι στόχοι επιτυγχάνονται µε την πιστή τήρηση του «Κώδικα Τηλεοπτικής
∆ιαδικασίας». Πιο συγκεκριµένα η τακτική που ακολουθείται συνίσταται στα εξής
σηµεία: 1)στη συνεχή ανατροφοδότηση των τηλεοπτικών δελτίων µε

Mancini, Paolo «Πολιτική και Κοινοβούλιο στον ιταλικό Τύπο», Ζητήµατα Επικοινωνίας, Αφιέρωµα:
Όψεις της Πολιτικής Επικοινωνίας, τχ.3/2005, σελ. 20-36.
613
Για την πολιτική χρήση των «προβληµάτων» και των «κρίσεων» βλ. την γλαφυρή περιγραφή του
Μ. Edelman στο Η κατασκευή του πολιτικού θεάµατος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999.

252
ανακατασκευασµένα νέα και ειδήσεις, 2) στην καλλιέργεια της πεποίθησης στο κοινό
ότι η επίλυση του εν λόγω προβλήµατος είναι ιδιαίτερα δύσκολη, προβάλλοντας την
όποια λύση προκύψει ως «πολιτικό κατόρθωµα», 3) στον ισχυρισµό των πολιτικών ότι
εκφέρουν πολιτική γνώµη και διαφορετική εκάστοτε πολιτική πρόταση για ένα θέµα,
µε αποτέλεσµα να «νοµιµοποιείται» ο πολιτικός τους ρόλος στο προσκήνιο. Στην
πραγµατικότητα, ο πολιτικός λόγος είναι ένα ακόµη γρανάζι στην τηλεοπτική εκποµπή
που χρησιµοποιείται για να παράσχει την απαιτούµενη νοµιµοποίηση, στον
τηλεπαρουσιαστή. Γενικά, η αναστροφή των όρων είναι γενικός κανόνας στο
«τηλεοπτικό Σύνταγµα».
Λέγεται συχνά ότι οι συζητήσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα λειτουργούν
συµπληρωµατικά σε σχέση µε τις συζητήσεις στην Βουλή και µάλιστα επεξηγηµατικά
διευκολύνοντας τον θεσµικό ρόλο της Βουλής που από την φύση του είναι πιο
αυστηρός. Η ιδεατή αυτή συνθήκη φαίνεται ότι διαψεύδεται από την πραγµατικότητα.
Στο βαθµό που ο λαός αντλεί την ενηµέρωσή του και άρα διαµορφώνει την γνώση του
ως επί το πλείστον µέσα από την τηλεοπτική οθόνη, σηµασία πρέπει να δοθεί στην
πληροφορία που αποκοµίζει από αυτήν η οποία µπορεί να είναι επεξηγηµατική,
διατρέχει όµως και τον κίνδυνο να είναι παραπλανητική. ∆εν έχει σηµασία αν τα ΜΜΕ
έχουν ή όχι, πραγµατικά την πρόθεση να αφήσουν την κοινοβουλευτική
πραγµατικότητα να λειτουργήσει ανεµπόδιστα, όταν τελικά οι πρωταγωνιστές
σύρονται και διασύρονται στα τηλεοπτικά κανάλια, προκειµένου να δικαιολογήσουν
αποφάσεις και πολιτικές του κόµµατός τους, την δική τους θέση, τους λόγους
υπερψήφισης ή καταψήφισης ενός νοµοσχεδίου κλπ. Φαίνεται πως εκείνο που προέχει
πολιτικά αλλά και νοµικά στην εποχή µας είναι ο σχολιασµός και όχι οι πραγµατικές
προθέσεις και τοποθετήσεις. Τελικά ποιος είναι ο ρόλος που καλείται να διαδραµατίσει
η Βουλή;
Επιπρόσθετα, ο αντιδηµοκρατικός χαρακτήρας του «τηλεοπτικού
κοινοβουλίου» είναι προφανής. Η συµµετοχή σε αυτό στηρίζεται πρωτίστως σε
δηµοσιογραφικά κριτήρια και αυτά µε την σειρά τους σε κριτήρια τηλεθέασης. Η
τηλεοπτική ελίτ απαρτίζεται από µια µικρή µειονότητα βουλευτών, η οποία, ωστόσο,
διαθέτει διαχρονική ισχύ, καθότι ακόµη κι αν αντιστραφεί το δίπολο κυβέρνηση-
αντιπολίτευση, οι πρωταγωνιστές παραµένουν οι ίδιοι και απλώς αλλάζουν ρόλους. Η

253
τηλεοπτική κάµερα λειτουργεί ενίοτε και ως µέσο πολιτικής προβολής και προώθησης
συγκεκριµένων πολιτικών προσώπων, πολύ γνωστών «τηλεγενών» στο τηλεοπτικό
κοινό. Όσον αφορά στο επίπεδο της εκπροσώπησης των κοµµάτων η ανισοκατανοµή
χρόνου, συνήθως προς όφελος του κυβερνώντος κόµµατος ή της αξιωµατικής
αντιπολίτευσης είναι συνήθως ο κανόνας614.
Η τηλεοπτική συζήτηση, λοιπόν, διεξάγεται µε όρους «δηµοκρατικής
ισότητας», έτσι όπως ορίζεται από τους ίδιους τηλεπαρουσιαστές, αλλά πάντα
βασιζόµενη σε ολιγαρχίες προσώπων. Τα πρόσωπα, πόσο µάλλον τα πολιτικά
πρόσωπα, αντιδρούν διαφορετικά όταν η τηλεοπτική κάµερα είναι παρούσα Η
συµπεριφορά τους γίνεται τηλεοπτική, θεατρική και πάντα «ανταγωνιστική», αφού η
έλλειψη χρόνου για την τεκµηρίωση ενός σωστού επιχειρήµατος δηµιουργεί άγχος,
σύγχυση, παρανοήσεις και τελικά αντιδικίες που µπορεί να είναι προς όφελος της
τηλεθέασης όχι όµως και της πολιτικής ενηµέρωσης. Συνακόλουθα, ο πολιτικός λόγος
στα αποκαλούµενα «παράθυρα», πάντα συµβολικός και απλουστευτικά χαώδης,
θυσιάζεται στον βωµό του µέσου τηλεθεατή και για να γίνει κατανοητός, υποπίπτει σε
µια ακατάσχετη αοριστολογία και διαδικασία αντεγκλήσεων έτσι ώστε το τελικό
συµπέρασµα να είναι πάντα ένα: «η ύπαρξη διαφωνίας». Στο «τηλεοπτικό
κοινοβούλιο», µπορεί να κυριαρχεί η αµεσότητα του λόγου και των διαδικασιών, είναι
όµως αµφίβολο κατά πόσο κυριαρχεί ο δηµοκρατικά διεξαγόµενος διάλογος και η
συναγωγή ορθών πολιτικών συµπερασµάτων.
Από την περιγραφή του παραπάνω σκηνικού γίνεται σαφές ότι η ελευθερία
έκφρασης και συµµετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας φαίνεται ότι δεν
«τριτενεργεί» µεταξύ των τηλεοπτικών βουλευτών. Αντίθετα οδηγεί µε σιγουριά στη
θεατρικοποίηση της πολιτικής. Έτσι, όταν το σκηνικό είναι το ίδιο, το καστ των
«ηθοποιών» δεν αλλάζει και η πλοκή του έργου λίγο πολύ γνωστή τότε το ενδιαφέρον
τον (τηλε)θεατών είναι εξαιρετικά µειωµένο. Αυξάνεται µόνον όταν ακουµπάει
ευαίσθητες χορδές της προσωπικής τους ζωής και των καθηµερινών τους
προβληµάτων. Το παράδοξο είναι ότι η πολυφωνία υποτίθεται ότι διαφυλάσσεται υπέρ
των πολιτών µε το παραπάνω «στηµένο» σκηνικό, σκηνικό που οι τηλε-πολίτες

614
Βλ. σχετικά τις θέσεις των ∆εµερτζή, Ν. & Α. Αρµενάκη, ό.π., σελ. 18 κ.ε.

254
φαίνεται ότι έχουν αφοµοιώσει ικανοποιητικά, αδιαφορώντας πλέον για την
ουσιαστική πραγµατοποίηση και διαφύλαξη της πολυφωνίας και του πλουραλισµού.
Οι αφοριστικές αντιλήψεις, ωστόσο σε ό,τι αφορά στη σχέση «τηλεοπτικού»
και «παραδοσιακού» Κοινοβουλίου δεν καταργούν τα υφιστάµενα προβλήµατα, αφού
και τα δύο διάγουν βίους παράλληλους στην σύγχρονη πολιτική (τηλε)πραγµατικότητα.
Η λειτουργία του Κοινοβουλίου και οι κοινοβουλευτικοί χρόνοι δεν συνάδουν µε
αυτούς του «τηλεοπτικού κοινοβουλίου» ούτε µε την λειτουργία και τον σκοπό της
τηλεόρασης ως µέσου. Η οριοθέτηση της σχέσης τους µε κριτήρια θεσµικά και
λειτουργικά είναι επιτακτική ανάγκη, θα πρέπει ωστόσο να στηριχθεί σε ρεαλιστική
βάση. ∆εν είναι δυνατόν να απαιτεί κανείς από το Κοινοβούλιο να ανταποκριθεί στις
τηλεοπτικές ανάγκες όπως επίσης δεν αποτελεί λύση η µεταµόρφωση της τηλεόρασης
σε ένα αργό, «χρονοβόρο» µέσο που θα υποτάσσεται στις ανάγκες ενός σωστού
κοινοβουλευτικού διαλόγου615. Ο τηλεοπτικός διάλογος είναι άλλης φύσης και άλλων
στόχων από τον κοινοβουλευτικό. Το ζήτηµα είναι να µην υποσκάπτει ο ένας τον ρόλο
του άλλου και να συµβάλλουν και οι δύο, κοινοβουλευτικός και τηλεοπτικός λόγος,
στην καλύτερη και πιο έγκυρη πληροφόρηση του κοινού616.

4.3. Τα νοµικά «ολισθήµατα» του τηλεοπτικού πολιτικού λόγου


4.3.1 Είναι ο «επικοινωνιακός» πολιτικός λόγος και «πληροφοριακός»;
Η παραπάνω ανάλυση κατέδειξε πόσο σηµαντικός είναι ο ρόλος των ΜΜΕ,
ιδιαίτερα στην διαµόρφωση της πολιτικής γνώµης των πολιτών ή πιο συνοπτικά σε
αυτό που ονοµάζουµε «κοινή γνώµη». Συνεπώς, το ερώτηµα αν και κατά πόσο ο
σύγχρονος πολιτικός λόγος είναι και πληροφοριακός εντάσσεται στην γενική
προβληµατική, αν τα ΜΜΕ ως το κατεξοχήν πολιτικό forum και κύριος δίαυλος

615
Όπως παρατηρεί ο Π. Παναγιώτου, «Από πλευράς µέσου, δηλαδή τηλεόρασης, η συνταγµατική
υποχρέωση για πλήρη και αµερόληπτη τηλεόραση πρέπει να γίνεται µε τρόπους και µέσα που
αντιστοιχούν και αρµόζουν στο ίδιο το µέσο», ό.π.
616
Ο Α. Βγόντζας, γράφει: «Το Κοινοβούλιο (και πιο γενικά η πολιτική) οφείλει να κατανοήσει θεσµικά
τους κανόνες και τις αρχές που σήµερα διέπουν ή κυριαρχούν στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης. Αλλά να
µην υποταχθεί σε αυτά ούτε να τα αντιγράψει. Μπορεί η προσωποποίηση των γεγονότων να είναι για τον
δηµοσιογράφο ένα απλό µέσο παρουσίασης πολύπλοκων προβληµάτων. Από την άλλη, δεν µπορεί το
Κοινοβούλιο να συµπράξει στην υπερβολή των θεατρικών αποτελεσµάτων της πολιτικής δράσης ή στην
υποκίνηση επεισοδίων σχεδιασµένων κατάλληλα για τα ηλεκτρονικά κυρίως µέσα ενηµέρωσης», στο
«Κοινοβούλιο και Μέσα», ό.π.

255
διάχυσης και δηµοσιοποίησης του πολιτικού λόγου, ανταποκρίνονται επαρκώς και µε
σύνεση στον ρόλο του επίσηµου πληροφοριοδότη του κοινού. Η τηλεοπτική
πραγµατικότητα που διαδραµατίζεται µπροστά στις οθόνες µας καθηµερινά συνηγορεί
δυστυχώς περί του αντιθέτου. Τα ΜΜΕ είναι, µαζί µε τους πολιτικούς, συνυπαίτιοι για
το µονοσήµαντο πολιτικό λόγο, την πολιτική των αντεγκλήσεων, η οποία όχι µόνο δεν
ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις µιας δηµοκρατικής κοινωνίας για αντικειµενική
πληροφόρηση αλλά και δεν καλύπτει ούτε καν αυτή την στοιχειώδη ανάγκη αλλά και
απαίτηση του πολίτη για σφαιρική πολιτική πληροφόρηση617. Εξάλλου, ο όρος
«πληροφοριακός» δε συνδέεται µόνο µε την µεταφορά οποιουδήποτε µηνύµατος αλλά
η πληροφορία οφείλει να παρέχει µια ‘είδηση’, να προσκοµίζει µια ειδοποιό διαφορά
σε σχέση µε τα προηγουµένως γνωστά, ειδάλλως εκπίπτει σε κοινοτοπία618. Επιπλέον η
«πληροφορία» προϋποθέτει την ύπαρξη δύο, τουλάχιστον, σχετιζόµενων υποκειµένων
για την παραγωγή νοήµατος άρα µια συνθήκη τουλάχιστον οιονεί διαδραστική619. Το
ερώτηµα λοιπόν που προκύπτει είναι κατά πόσο ο σύγχρονος πολιτικός λόγος κοµίζει
«ειδήσεις» στον πληροφοριολήπτη του, το κοινό και σε ποιο βαθµό υποβοηθεί την
πολιτική αλληλόδραση µεταξύ ποµπού και δέκτη ή προσδοκά να µεταφέρει «έτοιµα»
νοηµατοδοτηµένα µηνύµατα για να αποφύγει αυτήν την αλληλόδραση.
Με άλλα λόγια, το πρόβληµα αφορά σε τελευταία ανάλυση την ποιότητα και το
περιεχόµενο του «επικοινωνιακού» πολιτικού λόγου και µάλιστα του πολιτικού λόγου
όχι ως αντικειµένου µιας εσωστρεφούς µελέτης αλλά ως βασικής παραµέτρου για την,
κατά το δυνατό, απρόσκοπτη λειτουργία κάθε δηµοκρατικής κοινωνίας στην οποία
λαµβάνονται σοβαρά υπόψη τα ΜΜΕ, ως διαµεσολαβητές µεταξύ πολιτών και
πολιτικής εξουσίας. Έχουν, µε άλλα λόγια, οι πολίτες τις απαραίτητες πληροφορίες για
να µορφώσουν πολιτική άποψη ή απλώς αρκούνται σε έναν ανούσιο επικοινωνιακό
πολιτικό λόγο ως τηλεοπτικό προϊόν της «ενηµερω-διασκέδασης» (infotainment); Μια
πιο ενδελεχής ανάγνωση και ερµηνεία των αρ. 14 και 15 Σ συνηγορεί υπέρ της άποψης
ότι η πολιτικοκοινωνική σηµασία των θεσµικών εγγυήσεων που τίθενται για τα ΜΜΕ
617
Για την απουσία ουσιαστικού πολιτικού λόγου στην τηλεόραση και όχι µόνο βλ. ενδεικτικά:
Ψυχάρης, Στ., «Ο ουσιαστικός πολιτικός λόγος λείπει», ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-3-2001, Τσιβάκου, Ιωάννα,
«Πολιτικός λόγος και προεκλογική ρητορεία», ΤΟ ΒΗΜΑ, 2-4-2000, Ιωακειµίδης, Π.Κ., «Προβολείς. Η
εσωστρέφεια του πολιτικού λόγου», ΤΑ ΝΕΑ, 17-11-2006, Πάσσα, Κατερίνα «Απουσίασε ο καθαρός
πολιτικός λόγος», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 8-3-2004.
618
Καϊτατζή - Γουϊτλοκ, Σοφία, Η επικράτεια των πληροφοριών, ό.π., σελ. 28.
619
στο ίδιο.

256
αλλά και οι προσδοκίες του συνταγµατικού νοµοθέτη για αυτά είναι ίσως υπερβολικά
αισιόδοξες.
Με βάση την αρχή ∆ικαίωµα στην Πληροφορία, ∆ικαίωµα στην Έκφραση
και ∆ικαίωµα στην Επικοινωνία το δικαίωµα του κοινού στην πληροφόρηση
πραγµατώνεται αποτελεσµατικά µόνο µε την κατοχύρωση του πλουραλισµού των
πηγών πληροφόρησης. Ο πλουραλισµός δεν είναι αφηρηµένη έννοια, ούτε
περιορίζεται η κατοχύρωσή του µόνο σε αριθµητικά ή τυπολογικά κριτήρια. Η ύπαρξη
πολλών τηλεοπτικών καναλιών δεν σηµαίνει και πολυφωνία. Στην πραγµατικότητα
µπορεί να λειτουργήσει ως ψευδεπίγραφος πλουραλισµός, ένας πλουραλισµός που
µπορεί να καταλήξει τελικά «µονοφωνικός». Ο πλουραλισµός οφείλει να είναι
πολιτικός µε την έννοια ότι όλες οι πολιτικές απόψεις πρέπει να ακούγονται. Η
πληθώρα πηγών ενηµέρωσης αλλά και οι τεχνολογικές δυνατότητες διάδοσης της
πληροφορίας δεν δηµιουργούν αναγκαστικά συνθήκες κοινωνικού ή πολιτικού
πλουραλισµού.
Μόνο ο πληροφορηµένος πολίτης είναι παράλληλα και ενεργός πολίτης. Ο
πολιτικός λόγος, λοιπόν, θα πρέπει να χρησιµοποιεί το forum των ΜΜΕ όχι µόνο για
πολιτική αντιπαράθεση αλλά και για λόγους εκδηµοκρατισµού του δικαιώµατος της
έκφρασης. Η ανάγκη να καταστεί η πολιτική πληροφορία πιο εύκολα προσιτή στο
κοινό δεν εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια ούτε των ΜΜΕ ούτε των πολιτικών.
Είναι συνταγµατική επιταγή.
Οι προϋποθέσεις δηµοκρατικότητας που οφείλει να σέβεται ο πολιτικός λόγος
στην τηλεόραση εντοπίζονται κυρίως σε δύο επίπεδα : α) στον διαµεσολαβητή του
πολιτικού µηνύµατος, τα ΜΜΕ, µε την υποχρέωση της άµεσης υπαγωγής της
πληροφόρησης στις αρχές της αντικειµενικότητας και της ισότητας. β) στον φορέα ή
στο υποκείµενο που εκφέρει τον πολιτικό λόγο, το εκάστοτε πολιτικό πρόσωπο
δηλαδή, το οποίο οφείλει να παρέχει ικανοποιητικές και ποιοτικά αδιαµφισβήτητες
πληροφορίες για το κοινό αλλά και να σέβεται τους κανόνες για µια δίκαιη πολιτική
αντιπαράθεση. Η µονοπώληση του πολιτικού λόγου από ένα ή δύο κόµµατα στην
τηλεόραση οδηγεί σε «µονοπωλιακό πλουραλισµό» ο οποίος, αναγόµενος στην
κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία και µόνο, είναι δύσκολο να καταπολεµηθεί, ακριβώς
επειδή καλλιεργείται στο όνοµα µιας ψευδεπίγραφης πολυφωνίας.

257
Ο πολιτικός λόγος στην τηλεόραση οφείλει να είναι πάνω απ’ όλα
ενηµερωτικός και πληροφοριακός, να αποφεύγει όσο το δυνατόν τους
συναισθηµατισµούς. Ο επικοινωνιακός πολιτικός λόγος, όµως, τουτέστιν η τηλεοπτική
ρητορική, χρησιµοποιεί την «στρατηγική του συνθήµατος»620. Ο λόγος των
πολιτικών «πειθαρχεί» στο µέσο και στις επιταγές του. Η πρόκληση συναισθηµάτων
επιτυγχάνεται µέσα από την εικόνα που προβάλλουν οι τηλε-πολιτικοί, οι οποίοι
λειτουργούν µε βάση τη λογική της τηλεθέασης621. Πολυφωνία και πολιτική αφωνία,
λοιπόν, µπορούν να συνυπάρχουν παράλληλα στην τηλεόραση. Το αποτέλεσµα είναι
µία ανούσια «τηλε-βαβούρα» που εξυπηρετεί µόνο τις ανάγκες της τηλεοπτικότητας
των ενηµερωτικών εκποµπών. Σηµειωτέον ότι ακόµη και οι ειδήσεις έχουν µετατραπεί
σε πολιτικές εκποµπές ενηµερωτικού και ψυχαγωγικού χαρακτήρα, όπου η
συρρίκνωση της πληροφόρησης πλαισιώνεται µε θεαµατικές όχι όµως και
ενηµερωτικές λογοµαχίες622. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η σχετικά πρόσφατη τάση
στα δελτία των τηλεοπτικών σταθµών να υπάρχουν δύο ή και τρεις σχολιαστές για την
εξασφάλιση δήθεν της πληρέστερης ανάλυσης των ειδήσεων η οποία θεωρείται
συνώνυµο της καλύτερης ενηµέρωσης. Έτσι, το κλάσµα πληροφορίας και τηλεοπτικού
χρόνου έχει πολύ µικρό αριθµητή623. Η έννοια της είδησης, µε τα χαρακτηριστικά που
πρέπει να έχει, εκλείπει σε µεγάλο βαθµό.624

620
Η «στρατηγική του συνθήµατος ενεργοποιεί και εκµεταλλεύεται τα συναισθήµατα του πολίτη:
φόβους, άγχος, αγανάκτηση, µίσος, φανατισµό, συµπάθεια, χαρά, ευφορία, ενθουσιασµό, συναισθήµατα
υπεροχής και δύναµης, συναισθήµατα αδικίας, καταπίεσης κλπ», βλ. Μπαµπινιώτης, Γ. «Τα παιχνίδια
του πολιτικού λόγου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 2-4-2000.
621
«Ο λόγος χρειάζεται χώρο και χρόνο για να αναπτυχθεί. Ο περιορισµένος χρόνος της τηλεόρασης
συµπιέζει και συρρικνώνει τον λόγο, τον ωθεί σε περιληπτική απόδοση των πραγµάτων, σε συµπαγή
µηνύµατα, σε ‘σλόγκαν’. Μέσα στην στενότητα του τηλεοπτικού χρόνου είναι φυσικό ο λόγος και η
γλώσσα να ασφυκτιούν. Στενεύει το περιεχόµενό τους και συνθηµατοποιούνται», βλ. Κουσούλης, Λ., «Ο
λόγος πειθαρχεί στο µέσον», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23-11-2003.
622
«... Εξ ορισµού το πλαίσιο ενός ενηµερωτικού σώου, είτε για δελτίο ειδήσεων πρόκειται είτε για
ενηµερωτική εκποµπή, είναι σουρεαλιστικό, εµπεριέχει δηλαδή µια ‘θεωρία αντι-επικοινωνίας’. Αυτό
σηµαίνει ότι προβάλλει έναν λόγο που αρνείται τον ορθολογισµό, την επιχειρηµατολογία, την συνέπεια
και τους κανόνες της αντίθεσης, αφήνει τη µαγεία της τεχνολογίας να επιβληθεί στο περιεχόµενο»,
∆ιαµαντάκου, Πόπη, «Οι τηλεοπτικές αγκυλώσεις του πολιτικού λόγου», ΤΑ ΝΕΑ, 2-12-2000.
623
Π.χ το κλάσµα 1/35 όπου ο αριθµητής 1 αντικατοπτρίζει την πολιτική πληροφορία και ο
παρανοµαστής 35 τα λεπτά τηλεοπτικής αναµετάδοσης δείχνει πολύ απλά ότι σε 35 λεπτά τηλεοπτικού
χρόνου η πραγµατική πληροφορία που παρουσιάστηκε είναι µόλις µία και ο υπόλοιπος χρόνος είναι
τηλεοπτική συζήτηση ή ανάλυση. Η δυσαναλογία είναι εµφανής.
624
Η έννοια της είδησης προϋποθέτει: «α) η είδηση είναι γεγονός, συµβάν ή γνώµη β) η είδηση αποτελεί
γεγονός, συµβάν, ή γνώµη, άγνωστα µέχρι την στιγµή της κοινοποίησής τους γ) η είδηση ενδιαφέρει
πολλούς», στο Μαθιουδάκης, Μ.Ι., Οι ειδήσεις στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, Κέντρο Ελευθέρων –
Φιλοσοφικών- Κοινωνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 2 κ.ε.

258
Μήπως λοιπόν ο τηλεοπτικός πολιτικός λόγος, σύµφωνα µε τα κριτήρια του
αρ.15 παρ. 2 στο οποίο ήδη αναφερθήκαµε, είναι, τελικά, «αντισυνταγµατικός» εφόσον
δεν ανταποκρίνεται µε τη δέουσα επάρκεια στην πληροφόρηση του κοινού; Οι
«παρενέργειες» του πολιτικού λόγου συµπαρασύρουν και το δικαίωµα στην έκφραση
που διαθέτουν οι πολίτες, το οποίο και ασκούν πληµµελώς χωρίς το ανάλογο
αντίκρισµα σε γνώση και κρίση. Θα πρέπει να αναλογιστούµε, λοιπόν, εάν η άρνηση
των πολιτών στο δικαίωµα επικοινωνίας µε τους πολιτικούς, έχει τελικά πολύ
συγκεκριµένες αιτίες για τις οποίες πρωταρχικά φέρουν ευθύνη οι πολιτικοί και
µετέπειτα οι πολίτες.

4.3.2 Το τεκµήριο «ενοχής»

«Το δικαίωµα σε δίκαιη δίκη αποτελεί καθοριστική αξία του Κράτους ∆ικαίου, το
οποίο εξασφαλίζεται από τη ∆ηµοκρατική µας Πολιτεία... Η αναγκαία ψυχραιµία και
αυτοκυριαρχία αντικατοπτρίζεται στην ποιότητα του δηµοσίου λόγου και της δηµόσιας εικόνας
που θα αποτελέσουν το περιβάλλον της δίκης. Η διαµόρφωση µιας παράλληλης εικονικής
δίκης µέσω ραδιοφώνου και τηλεόρασης ως και η συγκρότηση δηµοσίου χώρου εντυπώσεων,
ανευθυνότητας, εµπορευµατοποίησης και λαϊκού θεάτρου θα µεταβάλλει το κοινό σε
καθοδηγούµενο πλήθος ενόρκων» 625.

Εκτός από τα προηγούµενα «ελαττώµατα» που προσάψαµε στον πολιτικό λόγο


ένα από τα σχετικά σύγχρονα γνωρίσµατά του είναι η απολογητική του φύση. Ο
«καταγγελτικός» δηµοσιογραφικός λόγος, που φυσικά έχει χρέος να ελέγχει την
πολιτική εξουσία αλλά όχι να αποφαίνεται µε «καταδικαστικές» τηλεοπτικές
αποφάσεις έχει µετατρέψει τους πολιτικούς σε κατηγορούµενους των τηλεοπτικών
καναλιών φέρνοντάς τους σε θέση απολογούµενων για πράξεις, ενέργειες και
ισχυρισµούς τους. Επίσης, το συνεχές θέαµα των αντεγκλήσεων στο οποίο
συµµετέχουν, τους εξαναγκάζει µερικές φορές να είναι και αυτοί αδικαιολόγητα
αφοριστικοί απέναντι σε συναδέλφους τους. Ο πολιτικός λόγος δεν µπορεί εύκολα να
αποφύγει την µέγγενη της συνεχούς διαρροής αποκαλύψεων και καταντά,

625
Οδηγία 1/2003 του ΕΣΡ, στο www.esr,gr (τελευταία πρόσβαση 26.11.2006).

259
καταγγελτικός ή απολογητικός, ανάλογα µε την πολιτική τοποθέτηση του οµιλούντος,
αγνοώντας την ισχύ του «τεκµηρίου της αθωότητας» και των εν γένει Συνταγµατικών
διατάξεων.
Πρόκειται, συγκεκριµένα, για το σύγχρονο φαινόµενο των «τηλεδικείων» που
σε ορισµένες περιπτώσεις προσλαµβάνει εξαιρετικά επικίνδυνες διαστάσεις σε ό,τι
αφορά τη διαµόρφωση του πολιτικού λόγου. Το φαινόµενο των «τηλεδικείων»
καταδεικνύει ότι η διάκριση των εξουσιών φαίνεται πως έχει υποκύψει πλέον στην
λογική της «τηλε-δηµοκρατίας», καθώς στις τρεις κλασσικές εξουσίες έχει προστεθεί
και µία ακόµη οιονεί εξουσία, η τέταρτη, που ασκούν τα ΜΜΕ. Η ανατροπή βασικών
αρχών, διαδικασιών και αξιών της δικαστικής διαδικασίας επιβεβαιώνει ότι η
τηλεοπτική εκδίκαση των υποθέσεων µπορεί τυπικά να µην αποσκοπεί στην
υποκατάσταση της δικαστικής εξουσίας, την επηρεάζει, ωστόσο, καίρια. Ως γνωστόν, η
απονοµή δικαιοσύνης δεν λαµβάνει χώρα σε ένα αποστειρωµένο κοινωνικό
περιβάλλον. Συχνά επηρεάζεται έντονα από πεποιθήσεις και αντιλήψεις και γενικά από
παραµέτρους κοινωνικού, οικονοµικού, πολιτικού καθώς και συναισθηµατικού
χαρακτήρα. Καθώς ένας από τους κύριους σκοπούς της δικαστικής λειτουργίας είναι η
διευθέτηση διαφορών µεταξύ των πολιτών, η δικαστική εξουσία είναι υποχρεωµένη να
λαµβάνει πάντα υπόψη της και την περιρρέουσα κοινωνική ατµόσφαιρα και το κοινό
«περί δικαίου» αίσθηµα. Το τελευταίο, ωστόσο, τείνει συχνά να προσαρµόζεται στην
πραγµατικότητα που κατασκευάζουν και παρουσιάζουν τα ΜΜΕ626.
Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος των ΜΜΕ, ως είδος του τηλεοπτικού λόγου,
ολισθαίνει αρκετές φορές σε ατεκµηρίωτες καταγγελίες οι οποίες άλλοτε προκαλούν
σοβαρές αψιµαχίες, άλλοτε πάλι χάνονται µέσα στην τηλεοπτική εικονορροή ως µέρος
του συνολικού πολιτικού θεάµατος, αφήνοντας αδιευκρίνιστες εντυπώσεις ως επί το
πλείστον αρνητικές για τον πολιτικό κόσµο. Οι ανούσιες αψιµαχίες των πολιτικών στην
τηλεόραση συνήθως επινοούνται κατασκευάζονται και αναλύονται in actu επί

626
Γράφει ο Γ. Κάβουρας και επισηµαίνει σχετικά: «Τα µέσα ενηµέρωσης οφείλουν να σέβονται την
προσωπικότητα του ατόµου και να αποφεύγουν σχόλια και κρίσεις σχετικά µε την ενοχή του και
απεικονίσεις που εµφανίζουν τον κατηγορούµενο αντιπαθή στην κοινή γνώµη, πριν την έκδοση
αµετάκλητης αποφάσεως, διότι προσβάλλεται η αποκαλούµενη ‘εσωτερική ανεξαρτησία’ του δικαστή.
Ο δικαστής και ο ένορκος πρέπει να µένουν ανεπηρέαστοι στην διαµόρφωση της δικανικής πεποιθήσεώς
τους, αν αυτή θέλει να είναι προϊόν της φωνής της συνείδησής τους και της απροσωπόλυτης εκτίµησης
των γεγονότων και των πραγµατικών περιστατικών». Το Τεκµήριο Αθωότητας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα- Κοµοτηνή 2003, σελ. 127.

260
«οθόνης», αποτελούν, δηλαδή, µέρος του τηλεοπτικού θεάµατος το οποίο και
εξυπηρετούν. ∆εν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι δεν συµβαίνουν ποτέ σε άκαιρο χρόνο.
Συνήθως λαµβάνουν χώρα στην αποκαλούµενη «καυτή ζώνη» (prime -time), λίγο πριν
ή µετά τα δελτία ειδήσεων. Η τάση αυτή των ΜΜΕ δεν σχετίζεται µόνο µε την
εκπλήρωση του χρέους τους για ενηµέρωση του κοινού αλλά εντάσσεται «µέσα σε
έναν ανελέητο αγώνα επικράτησης στον χώρο του εµπορίου των ειδήσεων», µε στόχο
την αύξηση της ακροαµατικότητας» 627.
Ενόψει αυτών των εξελίξεων, η πολιτική ευθύνη µετατράπηκε και αυτή σε
τηλεοπτική πολιτική ευθύνη, καθώς τα πολιτικά πρόσωπα αισθάνονται την ανάγκη
να αιτιολογούν τις πράξεις και τις απόψεις τους όχι στους πολιτικούς τους
«προϊστάµενους» ή στα αρµόδια όργανα αλλά στους τηλεπαρουσιαστές οι οποίοι
προβάλλονται ως εκπρόσωποι του λαού. Ο τελικός κριτής, το περιώνυµο τηλεοπτικό
κοινό, µε έντονες ηδονοβλεπτικές τάσεις είναι συχνά αδυσώπητο στις κρίσεις του, πιο
σκληρό από τον θεσµικό δικαστή, πάντα κατακριτικό και αόριστο, αδήλωτο και,
φυσικά, ανώνυµο! Κρίνει χωρίς να κρίνεται και να εκτίθεται, χωρίς να αναλαµβάνει
ευθύνες και ως εκ τούτου η απαγγελία καταδίκης είναι πιο εύκολη δουλειά. Ο
πολιτικός είναι υποχρεωµένος να λάβει υπόψη του τον ανώνυµο τηλεθεατή που είναι
µαζικός, παντοδύναµος και εξουσιαστικός. Η επιταγή του ρεαλισµού, της
συγχρονικότητας, της ταυτοχρονίας και της τηλεθέασης τείνουν να µετατρέψουν το
πεδίο της πολιτικής σε µια διαδικαστική αλληλουχία καταγγελιών-απαντήσεων-
ανταπαντήσεων και κρίσεων µε τελικό στόχο την «τηλεοπτική» αθώωση ή ενοχή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στους µύθους που πλάθει ο
τηλεοπτικός λόγος, το τηλεοπτικό κοινό αντιδρά µε την αποµυθοποίηση των
πρωταγωνιστών του. Μπορεί ο λόγος των πολιτικών να εξακολουθεί να εντυπωσιάζει
κατά κάποιο τρόπο το τηλεοπτικό κοινό, ίσως επειδή είναι «ξύλινος» και δυσνόητος, οι
ίδιοι οι πολιτικοί όµως χάνουν την πάλαι ποτέ αίγλη τους, καθώς βιώνονται από το
τηλεοπτικό κοινό ως οι «διπλανοί» µας άνθρωποι. Πραγµατικά παράδοξος αυτός ο
διχασµός ωστόσο αληθινός. Η οικειοποίηση µπορεί να βοηθά στην αποκωδικοποίηση
των µηνυµάτων, δεν βοηθά, όµως, καθόλου στην δηµόσια αναβάθµιση και στη

627
Βλ. σχετικά: Κρουσταλάκης, Ευάγγ., ∆ικαιοσύνη και Κοινωνία σε διάλογο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα 1998, σελ. 64.

261
βελτίωση της εικόνας των πολιτικών. Η υπερβολική εγγύτητα τηλεθεατή και πολιτικού
δηµιουργεί την τυραννία της οικειότητας. Όλα είναι ορατά και ταυτόχρονα δεν είναι. Ο
µέσος τηλεθεατής, «γνωρίζει» πλέον και αυτά που δε βλέπει, καθότι ακόµη και η
εσωτερική πολιτική σκηνή που µέχρι πρόσφατα ήταν απόρθητο «κάστρο» των
πολιτικών, έχει γίνει τµήµα της ευρύτερης δηµόσιας σφαίρας, τα όρια της οποίας δεν
έχουν ακόµη διευκρινιστεί, µια και η αοριστία αυτή της επιτρέπει να διαστέλλεται και
να συστέλλεται όποτε και όπως το επιθυµεί. Στην υπερµεγενθυµένη, πλέον, δηµόσια
σφαίρα είναι πρόδηλη η πρόθεση για πλήρη καταστρατήγηση της αυτονοµίας της
ιδιωτικής σφαίρας, µε πρόσχηµα την διαφάνεια και την επέκταση του ελέγχου. Ό,τι
ανήκει στην σφαίρα του ιδιωτικού είναι υπό αίρεση, µέχρις ότου οι ιθύνοντες να
αποφασίσουν µε δικαιολογία-πρόσχηµα το «δηµόσιο συµφέρον»628 ή κάποιο άλλο
ικανό λόγο ότι πρέπει να φωτισθεί µε το «άπλετο φως» της δηµοσιότητας, φως
πραγµατικά εκτυφλωτικό αλλά και εξίσου καταστρεπτικό για τις ελευθερίες του
ατόµου.
Ο πολιτικός λόγος λοιπόν εκφέρεται µέσα από κριτικές και κατακρίσεις οι
οποίες δεν ενδιαφέρονται για την ορθολογικότητα αλλά ούτε και για την
επαληθευσιµότητα των επιχειρηµάτων τους. Η γνωστή ελιτίστικη ασάφεια του
πολιτικού λόγου έχει «εµπλουτισθεί» περαιτέρω µε εννοιολογικές αγκυλώσεις. Η
εξοικείωσή του ακροατή µε τον τηλεοπτικό πολιτικό λόγο έχει προχωρήσει σε ό,τι
αφορά τα µορφολογικά και προσωποποιηµένα του γνωρίσµατα, το περιεχόµενό του
όµως εξακολουθεί να παραµένει ακατάληπτο και ασαφές. Την δυσκολία αυτή έρχεται
να άρει η γνωστή δηµοσιογραφική προτροπή: «για να καταλάβει ο κόσµος», η οποία,
µε έντεχνο τρόπο, καθιστά το περιεχόµενο του πολιτικού λόγου ακόµη πιο ασαφές και
δυσνόητο, γιατί η «ποµπώδης» αοριστία του είναι αυτή που τον καθιστά εντυπωσιακό.
Μέσα σε αυτό το θέατρο του παραλόγου, όπου η αποδεικτική διαδικασία
καταστρατηγείται στο όνοµα της αυταπόδεικτης αλήθειας του τηλεοπτικού λόγου, το
τεκµήριο αθωότητας629 παραβιάζεται και τελικά αντιστρέφεται σε τεκµήριο ενοχής. Η

628
Για την ερµηνεία και τον ρόλο των αόριστων εννοιών ιδιαίτερα στον ευαίσθητο χώρο του δηµοσίου
δικαίου βλ. µεταξύ άλλων Κουτούπα- Ρεγκάκου Ευαγγελία, Αόριστες και τεχνικές έννοιες στο ∆ηµόσιο
∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997.
629
Το τεκµήριο αθωότητας βάσει του αρ. 28 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγµατος συνιστά έναν γενικώς
παραδεδεγµένο κανόνα του διεθνούς δικαίου, µε αποτέλεσµα να υπερισχύει, σύµφωνα µε την εν λόγω

262
αθωότητα τεκµαίρεται, γεγονός που σηµαίνει ότι αντικείµενο απόδειξης είναι η ενοχή
και όχι όπως συνήθως συµβαίνει τηλεοπτικά η αθωότητα: Πρώτα κατηγορείται
κάποιος για κάτι, ενίοτε και χωρίς αποδείξεις, και µετά καλείται στη συνέχεια να
αποδείξει το ψευδές των ισχυρισµών και συνακόλουθα την αθωότητά του. Η
αντιστροφή αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση µε την λογική της ποινικής δίκης, γιατί το
γεγονός ότι «ο κατηγορούµενος δεν µπόρεσε να αποδείξει την αθωότητά του, εν
πρώτοις, καθόλου δεν δίνει στο δικαστήριο το δικαίωµα να τον ... καταδικάσει. ∆εν
χρειάζεται να την αποδείξει αφού τεκµαίρεται»630, πράγµα που δεν συµβαίνει στις
γνωστές «τηλεδίκες».
Η ιδιαίτερα εύθραυστη ισορροπία µεταξύ δικαιώµατος ενηµέρωσης του κοινού
και προστασίας του φερόµενου ως κατηγορουµένου αφορά πρωτίστως την σύγκρουση
αντιτιθέµενων αγαθών. Ο νοµοθέτης προέβλεψε τις τηλεοπτικές παρενέργειες σχετικά
µε την τήρηση του τεκµηρίου αθωότητας, όµως η πρακτική που τελικά ακολουθείται
είναι αυτή που αποφαίνεται για την αποτελεσµατικότητα του θεσµικού πλαισίου. «Με
τον Ν. 1730/1987, άρθρο 16 ο νοµοθέτης προέβλεπε για την Ελληνική Ραδιοφωνία και
την Τηλεόραση ποινικές κυρώσεις, δίσταζε όµως να θεσπίσει αδίκηµα για την
προστασία του τεκµηρίου της αθωότητας»631. Επίσης στον Κανονισµό 1/1991 του ΕΣΡ
(«∆ηµοσιογραφική ∆εοντολογία») στο αρ. 10 παρ. 1 αναφέρεται ρητά: «Οι
κατηγορούµενοι δεν αναφέρονται ως ένοχοι. Η αρχή ότι ο κατηγορούµενος
τεκµαίρεται αθώος µέχρι την καταδίκη του γίνεται σεβαστή». Σχετικές διατάξεις για
την θέση και τις υποχρεώσεις των συνηγόρων υπεράσπισης στην τηλεόραση έχουν
εκδώσει και οι δύο µεγαλύτεροι δικηγορικοί σύλλογοι της Ελλάδας, των Αθηνών και
της Θεσσαλονίκης632. Εξάλλου, κατ’ ορθή κρίση, από το τεκµήριο αθωότητας
συνάγεται η υποχρέωση της Πολιτείας και ειδικότερα του εθνικού νοµοθέτη για την
λήψη θετικών µέτρων, µε στόχο την προστασία και ορθή λειτουργία του εν λόγω
τεκµηρίου υπέρ του κατηγορουµένου. Η ύπαρξη και µόνον νοµοθετικών κανόνων

διάταξη, κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόµου. Επίσης κατοχυρώνεται και από το αρ. 6 παρ. 2 της
ΕΣ∆Α.
630
Ανδρουλάκης, Ν., Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1994,
σελ.191.
631
Κάβουρας, Γ., ό.π. σελ. 129.
632
βλ. σχετικά την από 13-12-2005 Ανακοίνωση του ∆ικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (∆.Σ.Θ) και
το από 8-5-2006 ∆ελτίο Τύπου του ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (∆.Σ.Α) επ’ αφορµή του
παραδικαστικού κυκλώµατος.

263
φαίνεται ότι δεν είναι αρκετή να εµποδίσει την εκδίκαση υποθέσεων από την
τηλεόραση. Το χειρότερο είναι ότι η δηµοσιότητα που λαµβάνει µια τέτοια διαδικασία
είναι αρκετή για να διασύρει τον «κατηγορούµενο» ακόµη κι αν αποδειχθεί κατόπιν η
αθωότητά του.
Στην ίδια προβληµατική εντάσσεται και το θέµα της δηµοσιότητας της
ακροαµατικής διαδικασίας, ιδιαίτερα της ποινικής δίκης από τα ΜΜΕ633. Σύµφωνα
µε την εισηγητική έκθεση του Ν. 2172/1993, «η δηµοσιότητα αποτελεί εγγύηση ορθής
απονοµής της δικαιοσύνης καθώς µε αυτήν συντελείται ο έλεγχος των δικών και από το
λαό, εµπεδώνεται το αίσθηµα εµπιστοσύνης των πολιτών προς την δικαιοσύνη και
ενισχύεται το αίσθηµα ευθύνης των λειτουργών της. Οι αξίες αυτές υπηρετούνται και
από τη µετάδοση των δικών από τα µέσα επικοινωνίας, η οποία επιπρόσθετα συντελεί
στην πληροφόρηση των πολιτών»634. Αυτή η ευρεία ερµηνεία της δηµοσιότητας635
ωστόσο δεν πρέπει να θίγει και τα δικαιώµατα του κατηγορουµένου, και στην
προκειµένη περίπτωση, την προσωπικότητα του κατηγορουµένου, ο οποίος είναι
εύκολη «λεία» στην αδηφάγο διάθεση των µέσων µαζικής ενηµέρωσης. Η
ανακύπτουσα σύγκρουση µπορεί να λυθεί µόνο µε µία στάθµιση των έννοµων αγαθών,
όπου εξετάζεται η σηµασία και η βαρύτητα της προσβολής της ιδιωτικής σφαίρας σε
σχέση προς το δηµόσιο συµφέρον της ενηµερώσεως του κοινού636.
Το δικαίωµα απάντησης που εισήχθη στο αναθεωρηµένο Σύνταγµα637 ήρθε να
απαλύνει κάπως την αµεσότητα του καταγγελτικού τηλεοπτικού λόγου και να ρυθµίσει

633
«Με το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν.2145/1993 είχε απαγορευθεί η εν όλω ή εν µέρει τηλεοπτική µετάδοση
της δίκης, εκτός αν τούτο είχε επιτραπεί µε απόφαση του δικαστηρίου και εφόσον συµφωνούσαν ο
εισαγγελέας και οι διάδικοι... Η µε την ως άνω διάταξη του αρ. 28 παρ. 1 του Ν. 2145/1993 παρεχόµενη
ευχέρεια τηλεοπτικής µετάδοσης της δίκης διευρύνθηκε σηµαντικά µε το αρ. 35 παρ. 4 του Ν.
2172/1993, από το οποίο προκύπτει ότι επιτρέπεται κατ΄αρχήν η τηλεοπτική µετάδοση της δίκης, εκτός
αν το δικαστήριο µε ειδικώς αιτιολογηµένη απόφασή του απαγορεύσει την τηλεοπτική µετάδοση και
‘µόνο αν υποβληθεί σχετικό αίτηµα από κατηγορούµενο ή παθόντα και η δίκη δεν συνδέεται µε τη
δηµόσια ζωή’», Πλαγιανάκος, Γ., Η Τηλεοπτική Μετάδοση της ∆ίκης, εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
2002, σελ. 53 και 54 αντίστοιχα.
634
Αναφέρεται στο Κωνσταντινίδης, Α. «Ποινική ∆ίκη και Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης», ∆ίκη 28 1997,
σελ.83.
635
βλ. σχετικά και Μανωλεδάκη, Ι., «Τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης στην ποινική δίκη», ∆ικαιοσύνη και
µέσα µαζικής ενηµέρωσης, 1ο Νοµικό Συνέδριο Συλλόγου Αποφοίτων Κολεγίου Αθηνών, (2-3/12/1994),
σελ. 92 κ.ε.
636
Κωνσταντινίδης, Α., ό.π., σελ. 82 κ.ε.
637
Αρ. 14 παρ. 5 του Συντάγµατος: «Καθένας ο οποίος θίγεται από ανακριβές δηµοσίευµα ή εκποµπή έχει
δικαίωµα απάντησης, το δε µέσο ενηµέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άµεσης
επανόρθωσης. Καθένας ο οποίος θίγεται από υβριστικό ή δυσφηµιστικό δηµοσίευµα ή εκποµπή, έχει,
επίσης, δικαίωµα απάντησης, το δε µέσο ενηµέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση άµεσης δηµοσίευσης ή

264
αυτήν την συγκρουσιακή σχέση µεταξύ καταγέλλοντος και καταγγελλόµενου,
ενισχύοντας παράλληλα το δικαίωµα στην επανόρθωση, το οποίο όµως εξακολουθεί
να είναι κατά πολύ ανίσχυρο στον ήδη αρνητικά προϊδεασµένο τηλεθεατή638. Το
δικαίωµα ανάδρασης του θιγόµενου, επειδή ακριβώς είναι υστερόχρονο της
προσβολής, έχει συγκριτικό µειονέκτηµα σε σχέση µε τους ισχυρισµούς που έχουν ήδη
διατυπωθεί, συνήθως µε την συνοδεία οπτικοακουστικού υλικού από ρεπορτάζ και
είναι εξαιρετικά αµφίβολο αν θα µπορέσει αποτελεσµατικά να πείσει το αδηφάγο κοινό
των «τηλεοπτικών ενόρκων» που έχει εθιστεί στην εύκολη καταδίκη και την
«θεαµατική» ταλαιπωρία των «κατηγορουµένων». Ο «συνειδησιακός κλοιός»639 και ο
επικίνδυνος καταιγισµός εντυπώσεων, µε πιθανότητα λάθους, τηλεοπτικών
«µαρτυρικών» καταθέσεων δυσχεραίνει σαφώς την κρίση των δικαστών όσο και των
τηλεθεατών ως προς την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας.
Όπως χαρακτηριστικά προειδοποιεί η υπ΄αριθµ.1/18.9.2002 Σύσταση του ΕΣΡ:
«Ήδη απειλείται η µεταβολή των ΜΜΕ σε βήµα αυτόκλητων κατηγόρων της
δηµοκρατικής έννοµης τάξης της χώρας και των θεσµικών οργάνων της. Αν δεν
επικρατήσει η σύνεση, η αυτοσυγκράτηση και η στοιχειώδης τήρηση κανόνων
δεοντολογίας, θα κυριαρχήσει ο εκχυδαϊσµός του χώρου της ενηµέρωσης και µάλιστα
µε τον πιο αποτρόπαιο τρόπο...»640.

4.4. ∆ικαίωµα στην δηµόσια επικοινωνία και δικαίωµα προστασίας από την
δηµόσια επικοινωνία
Αν τον 18ο αιώνα και µετέπειτα η ανερχόµενη αστική τάξη στήριξε µεγάλο
µέρος της ανόδου της στην ελευθερία της έκφρασης και στην δυνατότητα κριτικού
ελέγχουν στην παντοδύναµη συγκεντρωτική πολιτική εξουσία µε κύριο όπλο της την
ελευθερία του Τύπου. Η ανερχόµενη ήδη από τα τέλη του περασµένου αιώνα
«ψηφιακή» αστική τάξη και οι ψηφιακοί πολίτες για να προασπίσουν το δικαίωµα στην

µετάδοσης της απάντησης. Νόµος ορίζει τον τρόπο µε τον οποίο ασκείται το δικαίωµα απάντησης και
διασφαλίζεται η πλήρης κα άµεση επανόρθωση ή η δηµοσίευση και µετάδοση της απάντησης».
638
Για µια αναλυτική και περιπτωσιολογική αναφορά στο δικαίωµα απάντησης στην τηλεόραση, πριν
όµως την Αναθεώρηση του 2001, βλ. Καϊτατζή- Γουϊτλοκ, Σοφία «∆ικαίωµα απάντησης και
‘αυτορρύθµιση’ στην τηλεόραση, ΤοΣ, 3-4/1999, σελ. 469 κ.ε.
639
Έτσι τον χαρακτηρίζει ο Στ. Ματθίας, όπως παραπέµπεται στο Κρουσταλάκης, Ευάγγ., ό.π., σελ. 63.
640
Στην επίσηµη ιστοσελίδα του ΕΣΡ www.esr.gr (ηµεροµηνία πρόσβασης 26.11.2006)

265
ελεύθερη έκφραση πρέπει να κινηθούν αντίστροφα. Η ολοκληρωτική κατάληψη του
δηµόσιου ελεύθερου χώρου από τα ΜΜΕ και η επιβολή µιας µονοδιάστατης
επικοινωνιακής ροής απειλεί την ελεύθερη ανάπτυξη γνώµης απαλλαγµένης από
εξουσιαστικούς συνασπισµούς συµφερόντων και πληροφοριακές µονοπωλήσεις. Η
ελευθερία του Τύπου γιγαντώθηκε, έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις µε την εισαγωγή
στον χώρο της επικοινωνίας των ηλεκτρονικών µέσων, τα οποία γρήγορα
αυτονοµήθηκαν από το τυπικό θεσµικό πλαίσιο της ελευθεροτυπίας και της ελευθερίας
της έκφρασης, διεκδικώντας το δικαίωµα στην αυτορρύθµιση. Αν οι προσδοκίες ήταν
αρχικά να πλαισιωθεί κα να υποβοηθηθεί µε σύγχρονους τρόπους το δικαίωµα στην
δηµόσια, ηλεκτρονική πλέον- επικοινωνία και να καταστεί ο έλεγχος της εξουσίας πιο
αποτελεσµατικός, η ιστορία απέδειξε ότι η πρωτογενής σύλληψη µιας ιδέας δεν
συγκλίνει πάντα µε την τελική εφαρµογή της.641.
Τα ΜΜΕ, όχι µόνον υιοθέτησαν τον δηµόσιο χώρο που τους δόθηκε αλλά
δηµιούργησαν και έναν δικό τους, ο οποίος αυτονοµήθηκε γρήγορα, καταπατώντας την
αυτονοµία άλλων χώρων, όπως αυτού της πολιτικής, του ιδιωτικού βίου, των
διαπροσωπικών σχέσεων. Η κοινή γνώµη έγινε πιο µετρήσιµη από ποτέ αλλά
παράλληλα και πιο εύκολα χειραγωγήσιµη αφού πλέον ο χώρος της επικοινωνίας
µπορεί να αποτίναξε, µε σχετική δυσκολία, το ζυγό του κρατικισµού αλλά αποδέχθηκε
µε παροιµιώδη ευκολία την άλωσή του από την µιντιοκρατία. Ο σύγχρονος πολιτικός
αγώνας επικεντρώνεται καταρχήν στην αποδέσµευση της κοινής γνώµης από τα ΜΜΕ
ή στην πιο δηµοκρατική της έκφανση στην ελευθερία διαµόρφωσής της και από τα
ΜΜΕ αλλά όχι αποκλειστικά από αυτά642. Όση προσοχή χρήζει η περιφρούρηση του
ιδιωτικού χώρου και της ιδιωτικής σφαίρας του ατόµου από κάθε µορφή επέµβασης
και εξουσίας άλλο τόσο επιτακτικό είναι το αίτηµα για περιφρούρηση του δηµόσιου

641
Τελικά, όπως παρατηρεί ο Γ. Σωτηρέλης, «Τα σύγχρονα ΜΜΕ – και ιδίως τα ηλεκτρονικά- µε τη
συγκεκριµένη λειτουργία τους, όχι µόνο δεν φαίνεται να υπηρετούν τον χώρο του αυτοκαθορισµού των
ατόµων, ώστε να ‘νοµιµοποιείται’ η αυξηµένη προστασία τους έναντι της κρατικής εξουσίας, αλλά
αντίθετα έχουν ήδη οφθαλµοφανώς αναδειχθεί σε ισοδύναµη τουλάχιστον, αν όχι και σηµαντικότερη
πηγή διακινδύνευσης της συνταγµατικά κατοχυρωµένης προσωπικής ελευθερίας στις σηµαντικότερες
εκφάνσεις της» στο: «Ελευθερία και ΜΜΕ», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 6-7-1997.
642
Βλ. τον σχετικό προβληµατισµό που αναπτύσσουν οι Α. Μανιτάκης και Ιφ. Καµτσίδου, «Η ελευθερία
της επικοινωνίας ως δηµόσιο δικαίωµα και ως αξία του ελληνικού και του ευρωπαϊκού νοµικού
πολιτισµού», στο ΜΜΕ και Πολιτισµός, ό.π., σελ. 203-210.

266
χώρου από υποβόσκουσες εξουσιαστικές θέσεις και προθέσεις που απειλούν την έννοια
της ελευθερίας του δηµόσιου χώρου όπως επίσης και την ελευθερία στο δηµόσιο χώρο.
Το περίεργο αµάλγαµα δηµοσίου και ιδιωτικού, η ανάδυση της «ιδιωτικής
δηµόσιας σφαίρας» και αντίστροφα και η διαλεκτική αντίθεση µεταξύ ελευθερίας και
ασφάλειας αποτελεί το σύγχρονο διακύβευµα στις δυτικές κοινοβουλευτικές
δηµοκρατίες, οι οποίες κινδυνεύουν να καταστήσουν τον κοινοβουλευτισµό
διαδικαστική αρχή, αποµονώνοντας τον από τα δηµοκρατικά του ερείσµατα. Το ίδιο
επίφοβη έχει καταστεί και η έννοια της δηµο-κρατίας, αφού ο σύγχρονος δήµος είναι
πλέον µάζα, µάλιστα µιντιακής προέλευσης.
Ο κλονισµός της δηµοκρατίας ως χώρου δηµόσιας διαβούλευσης αφορά τόσο
στην έννοια του «δηµοσίου» όσο και της «διαβούλευσης». Τελικά ποιος είναι ο
δηµόσιος χώρος, και ποια τα όριά του; Είναι πραγµατικά δηµόσιος: Ποια είναι η
σύγχρονη εκδοχή της διαβούλευσης, ποιά τα υποκείµενά της και πού πραγµατικά
διεξάγεται; Είναι πραγµατικά δηµόσια διαβούλευση αυτή που είναι ορατό στο κοινό ή,
µήπως, είναι απλώς η απόληξή της και τίποτα παραπάνω643. Πάντως η «µοναξιά» του
δηµόσιου χώρου είναι προφανής. Μπορεί να βρίθει από θόρυβο, πολυφωνία και άλλα
χαρακτηριστικά που ξεκινούν µε πρώτο συνθετικό το πολυ-, η αποµόνωσή του,
ωστόσο από το πραγµατικό του περιεχόµενο είναι µεγάλη. Ο σύγχρονος δηµόσιος
χώρος είναι µαζικός αλλά όχι όσο θα όφειλε δηµόσιος644. Η παράλογη επικοινωνιακή
του διεύρυνση οδήγησε στην δηµοκρατική του ατροφία. Μήπως η σύγχρονη πολύβουη
πολυφωνία µας οδήγησε τελικά σε δηµοκρατική αφωνία;
Ρόλος του δικαίου σε αυτό το περίεργο συνοθύλλευµα εννοιών µε τις
εσωτερικές εννοιολογικές επιφάσεις είναι πρωτίστως η απόδοση της αρµόζουσας
εννοιολογικής και αξιακής επάρκειας στις λέξεις που στηρίζουν τον νοµικό και
πολιτικό πολιτισµό µας. Λέξεις- αξίες όπως η ελευθερία, το δικαίωµα, η έκφραση, η

643
« Η πολιτική εξουσία συχνά ανακοινώνει τις αποφάσεις της χωρίς να γίνεται έλλογη κριτική
αντιπαράθεση και όταν αυτή γίνεται είτε είναι θορυβώδης είτε δεν γίνεται αντιληπτή στην ευρύτερη
κοινωνία. Οι Έλληνες πολιτικοί, ιδίως όταν βρίσκονται σε κυβερνητικούς θώκους, όταν µιλούν για
διάλογο εννοούν νοµοσχέδια υπό κατάθεση», Παπαθανασόπουλος, Στ., «Τρίτη Άποψη, Σιωπηλή
∆ηµοκρατία, θορυβώδη µέσα», ΤΑ ΝΕΑ, 28-06-2005.
644
Για την διαφορά της έννοιας του «δηµοσίου» µε το «µαζικό» βλ. την ανάλυση των παρατηρήσεων
του C.W. Mills που αναλύει ο Habermas στο The Structural Transformation of the Public Sphere, An
Inquiry into a category of bourgeois society, (transl. by Thomas Burger & Frederick Lawrence), MIT
Press, Cambridge, Massachussets 1991, σελ. 249-250.

267
ασφάλεια, η συµµετοχή πρέπει να επανατοποθετηθούν στον αξιακό ορίζοντα
διαλεγόµενες µε τις νέες επικοινωνιακές συνθήκες και αποκαθιστώντας παράλληλα την
κανονιστική τους εµβέλεια. Το ζήτηµα, ωστόσο, δεν περιορίζεται στο επίπεδο εννοιών
και ιδεών. Ο νοµοθέτης (πρώτα ο συνταγµατικός και µετά ο κοινός) οφείλουν µε την
δυναµική και την δεσµευτικότητα που έχει µία δικαιϊκή ρύθµιση να αφουγκρασθούν
και να ορίσουν, χωρίς να καταπιέζουν, από την άλλη, τις πραγµατικές διαστάσεις των
ατοµικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωµάτων στην αυγή της ψηφιακής εποχής. Η
προσαρµοστικότητα του δικαίου στις νέες συνθήκες δεν αποτελεί υποχώρηση αλλά
κοινωνική επιταγή και καθήκον µιας ευνοµούµενης πολιτείας.
Η πρωτοβουλία του συνταγµατικού νοµοθέτη της χώρας µας, η οποία φυσικά
εφορµάται από ανάλογη πολιτική βούληση, προσπάθησε να ανταποκριθεί και εν
πολλοίς το πέτυχε µε την αναθεώρηση του 2001, στις νέες προκλήσεις που οι
επικοινωνιακές συνισταµένες προέβαλλαν. Φαίνεται, ωστόσο ότι πολλά προβλήµατα
παραµένουν. Η πρόθεση για νέα αναθεώρηση του Συντάγµατος σε χρόνο ρεκόρ από
την προηγούµενη, καταδεικνύει, αν µη τι άλλο, ένα γεγονός, ότι οι κοινωνικές και οι
πολιτικές συνθήκες, τόσο στην χώρα µας όσο και στον διεθνή και ευρωπαϊκό χώρο,
απαιτούν συνεχείς ανακατατάξεις και προσαρµογές, ακόµη και στην ύλη του
καταστατικού χάρτη της χώρας, του Συντάγµατος. Η σύντµηση του πραγµατικού
χρόνου και η ενσωµάτωσή του σε αυτόν των ΜΜΕ αποτελεί βασική παράµετρο αυτής
της πορείας. Οι προκλήσεις είναι µια χειροπιαστή ευκαιρία για αλλαγές αρκεί να
συνοδεύονται από την ανάλογη κοινωνική γνώση και εµπειρία, για να µην καταλήξουν
ατελέσφορα ποµπώδη θεωρητικά διαβήµατα.

268
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ:

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΜΜΕ


ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

5. Εισαγωγικοί προβληµατισµοί

« Ο πολιτικός λόγος είναι η επίσηµη διαδικασία ανταλλαγής αιτιολογηµένων απόψεων


σχετικά µε τους διαφορετικούς εναλλακτικούς τρόπους δράσης που µπορούν να ακολουθηθούν
για να επιλυθεί ένα κοινωνικό πρόβληµα. Ο πολιτικός λόγος στοχεύει στο να συµπεριλάβει
όλους τους πολίτες στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, να πείσει άλλους (µέσω έγκυρων
πληροφοριών και της λογικής) και να καταστήσει σαφές ποια µορφή δράσης είναι πιο
αποτελεσµατική στην επίλυση ενός κοινωνικού προβλήµατος»645

Η παραπάνω θέση αναγνωρίζει ουσιαστικά µια εγγενή διϋποκειµενικότητα στον


πολιτικό λόγο, η οποία, µέσα από την διαδικασία ανταλλαγής απόψεων διαµορφώνει το
τελικό του περιεχόµενο. Ο πολιτικός λόγος, µε αυτήν την έννοια είναι το αποτέλεσµα
διαβούλευσης µεταξύ πολιτικά δρώντων υποκειµένων. Η δεοντολογική αυτή
προσέγγιση ωστόσο, δεν είναι απολύτως αληθινή. Ο επιµερισµός των ευθυνών για την
διαµόρφωση του πολιτικού λόγου δεν µπορεί να βαρύνει τους πολίτες και τους
πολιτικούς µε τον ίδιο συντελεστή. Οι θεσµικά εκφέροντες τον πολιτικό λόγο έχουν
την πρωταρχική ευθύνη που πολύ απλά αποκαλείται «πολιτική πρόταση». Η πολιτική
πρόταση είναι η πρώτη µορφή πολιτικής ευθύνης που οφείλουν να αναλάβουν αυτοί
που γνωρίζουν και καλούνται να διαµορφώσουν το πλαίσιο υλοποίησής της, δηλαδή οι
πολιτικοί. Η ανταλλαγή απόψεων είναι το επόµενο στάδιο τα αποτελέσµατα της οποίας
είναι τόσο πιο αντιπροσωπευτικά όσο πιο διευρυµένη είναι η κοινωνική βάση. Βέβαια,
η υποβολή προτάσεων προς συζήτηση δεν είναι αποκλειστικό προνόµιο των πολιτικών

645
Johnson, David W. & Roger T. Johnson,. “Civil Political Discourse in a Democracy: The contribution
of Psychology”, 2000 από τον δικτυακό τόπο: http://www.co-operation.org/pages/contro-pol.html
(τελευταία πρόσβαση 13-06-2006).

269
αφού µπορεί να γίνει και από τους πολίτες. Απλά για τους πολιτικούς είναι
επιπροσθέτως και καθήκον που απορρέει από την θεσµική τους θέση.
Προκρίνοντας, λοιπόν, τον επικοινωνιακό χαρακτήρα του πολιτικού λόγου, το
ερώτηµα που θα επιχειρήσουµε να προσεγγίσουµε από µια άλλη οπτική γωνία αν και
σε ποιο βαθµό ο σύγχρονος πολιτικός λόγος είναι και κατ’ ουσία «επικοινωνιακός» µε
τους πολίτες και ενηµερωτικός ή τελικά η µεσοποίηση που έχει υποστεί τον
αποµακρύνει από τις πολιτικές του δεσµεύσεις. Εξακολουθεί πραγµατικά ο πολιτικός
λόγος να είναι το µέσο πολιτικής διαβούλευσης και ανταλλαγής ιδεών, εξακολουθεί, µε
άλλα λόγια, να «παράγει» πολιτική ή έχει περιέλθει σε κατάσταση αδράνειας, χωρίς να
είναι πλέον το αποτέλεσµα αµφίδροµης συν-διαµόρφωσης από πολίτες και πολιτικούς;
Η µονόδροµη επικοινωνία που προάγεται από την τηλεόραση και προτιµάται από τους
πολιτικούς αντανακλάται ευθέως και στους τρόπους λειτουργίας του πολιτικού λόγου.
Οι συλλογισµοί, οι σκέψεις και το εµπειρικό υλικό που ακολουθεί επιβεβαιώνουν τον
χαρακτηρισµό που αποδώσαµε στον πολιτικό λόγο ως «επικοινωνιακό», όπου το εν
λόγω επίθετο µάλλον κατ’ ευφηµισµό χρησιµοποιείται αφού δεν αναφέρεται σε
ανταλλαγή ιδεών αλλά στην µετατόπιση του κέντρου βάρος του πολιτικού λόγου από
την ιδεολογική στην επικοινωνιακή συνιστώσα του µέσου (των ΜΜΕ) η οποία τελικά
υποβαθµίζει τον πολίτη-τηλεθεατή σε δέκτη χωρίς άµεση, τουλάχιστον, απόκριση.
Οι Johnson και Johnson διευκρινίζουν ακόµη περισσότερο τους στόχους που
καλείται να υπηρετήσει ο πολιτικός λόγος και ως τέτοιους αναφέρουν: «α) Την παροχή
διευκόλυνσης στους πολίτες για την κατανόηση ενός θέµατος, β) την παροχή βοήθειας
στους πολίτες για να µπορέσουν να καταλήξουν σε ένα τεκµηριωµένο επιχείρηµα
σχετικά µε την πορεία δράσης που πρέπει να ακολουθήσουν για να λυθεί το πρόβληµα
γ) την αύξηση της συµµετοχής των πολιτών στην πολιτική διαδικασία και δ) την
κοινωνικοποίηση της επόµενης γενιάς µε τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις που
χρειάζονται για να γίνουν ενεργοί πολίτες»646.
Οι παραπάνω προσδοκίες σχετικά µε τον ρόλο του πολιτικού λόγου αντανακλούν,
παράλληλα, και τις προσδοκίες που έχει το κοινωνικό σύνολο απέναντι στην έννοια
του «πολιτικού» και της «πολιτικής» ως κοινωνικής δραστηριότητας εν γένει.
Αποµένει να δούµε κατά πόσο οι προσδοκίες αυτές εκπληρώνονται ή τουλάχιστον

646
στο ίδιο.

270
προωθούνται από το ισχύον σκηνικό καθώς και από το καθεστώς επιβολής νέων
πολιτικών ηθών από τα ΜΜΕ.

5.1 Εννοιολογικές διασαφηνίσεις


Η πολιτική διάσταση στην σχέση ΜΜΕ και πολιτικού λόγου αναλύεται σε αυτό το
κεφάλαιο πάντα ενταγµένη στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας
και των βασικών θεσµών που περιβάλλουν αυτήν την µορφή οργάνωσης και άσκησης
της εξουσίας, έτσι όπως διαµορφώθηκε µετά την επικράτηση του φιλελευθερισµού στις
περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Ας σηµειωθεί, ωστόσο, ότι ο διαχωρισµός του
πολιτικού στοιχείου από το νοµικό είναι εξαιρετικά δυσχερής, αφού στο επίπεδο της
«θεσµικά οριοθετηµένης» δηµοκρατίας, στο κράτος –δικαίου όπως αποκαλείται, η
πολιτική διάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την νοµική καθώς η µία οριοθετεί
και συµπληρώνει την άλλη. Η πρόκριση για το αν ένα ζήτηµα ανήκει στην σφαίρα του
πολιτικού ή του νοµικού βασίζεται περισσότερο στην φύση των «παρενεργειών» που
προκαλεί η διείσδυση των ΜΜΕ σε µια από τις δύο σφαίρες και στην βαρύτητα που
έχουν αυτές οι «παρενέργειες» για την λειτουργία του πολιτικού ή του νοµικού
στοιχείου σε µια κοινωνία.. Πάντως, οφείλουµε να παραδεχθούµε ότι και αυτό δεν
είναι ασφαλές κριτήριο για τον διαχωρισµό τους.
Κρίσιµα ζητήµατα που πρέπει να αναλυθούν από µια κριτική πολιτική σκοπιά,
είναι η έννοια της αντιπροσώπευσης, οι νέοι όροι σύναψης του κοινωνικού συµβολαίου
και η αλλοίωση της πολιτικής, συνολικά, µέσα από την διαλεκτική της σχέση µε τα
ΜΜΕ. Η ανάλυση της πολιτικής αυτής καθεαυτής είναι από ερευνητική άποψη επίσης
δισδιάστατη. Από την µια είναι η «εσωτερική» πλευρά της πολιτικής, οι διαδικασίες
παραγωγής και οι µέθοδοι δηµοσιοποίησής της και από την άλλη η «εξωτερική» της
πλευρά, αυτήν που προσλαµβάνει ο απλός πολίτης, σε αυτήν που καλείται να
συµµετάσχει, τουτέστιν ο νοητός «χώρος» όπου συναντώνται τα πολιτικά υποκείµενα
(πολιτικοί και ψηφοφόροι) για να ενσαρκώσουν ή και να αναδιανείµουν, ακόµη, τους
ρόλους τους. Η παραπάνω περιγραφή παραπέµπει ουσιαστικά στον πολυσυζητηµένο
όρο του «δηµόσιου χώρου» που έχει γίνει τόσο ελαστικός και περιεκτικός ως
«χώρος», ως θεωρητική διάσταση αλλά και ως εµπειρική πραγµατικότητα που εύκολα
θα µπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ο «πανταχού χώρος» αφού ο δηµόσιος χώρος έχει

271
διεισδύσει τόσο πολύ στον ιδιωτικό που ο τελευταίος προσπαθεί να περιφρουρήσει τα
όριά του συνεχώς αµυνόµενος647. ∆ηµόσιος χώρος ή εν δυνάµει δηµόσιος χώρος τελικά
είναι οπουδήποτε µπορεί να µεταφερθεί µια κάµερα648. ∆εδοµένου από την άλλη ότι η
τεχνολογία καλπάζει στον χώρο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι απολύτως
εξηγήσιµο γιατί αυτός ο δηµόσιος χώρος έχει διογκωθεί τόσο υπέρµετρα. Η παραδοχή
και αποδοχή ωστόσο µιας παντοδύναµης δηµοσιότητας µε τάσεις ολοκληρωτισµού
είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και θέτει σε αµφισβήτηση βασικά ατοµικά δικαιώµατα,
ιδιαίτερα όσον αφορά στην σφαίρα της ιδιωτικότητας (privacy) του ατόµου649. Η
«διαστροφή της κλειδαρότρυπας», όπως την ονοµάζει ο Ζ. Παπαδηµητρίου, είναι η
αποκορύφωση αυτού του φαινοµένου που τείνει εκτός από τους κινδύνους που
προµηνύει, να δηµιουργήσει και «αρνητικά στερεότυπα κοινωνικής συµπεριφοράς»650.
Οι φόβοι και οι προβληµατισµοί που εξέφρασε ο I. Ramonet για την «τυραννία των
ΜΜΕ» αποδεικνύονται δυστυχώς βάσιµοι 651.
Παράγωγες έννοιες ή καταστάσεις όπως η συµµετοχή του πολίτη στην πολιτική
διαβούλευση, οι δυνατότητες πρόσβασης και «παραµονής» στον χώρο της
πολιτικής όσον αφορά τους ίδιους τους πολιτικούς είναι επίσης κοµβικής σηµασίας
και στενά συνυφασµένες µε την λειτουργία της σύγχρονης δηµοκρατίας. Οποιαδήποτε
αλλοίωση ή µεταβολή στην αντίληψη ή στην λειτουργία των παραπάνω όρων
επηρεάζει ευθέως τον πυρήνα του δηµοκρατικού εγχειρήµατος. Εξάλλου, η
δηµοκρατία δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό διάβηµα καθότι είναι οι διαδικασίες αυτές

647
Για τις αλλαγές που έχει υποστεί ο δηµόσιος χώρος και ιδιαίτερα το πεδίο δηµοσιότητας της
πολιτικής βλ. επίσης και την σχετική ανάλυση στο προηγούµενο κεφάλαιο, στην «Νοµική διάσταση»
αλλά και στο επόµενο στην «Κοινωνική διάσταση».
648
Όπως σχολιάζει ο Ν. ∆εµερτζής: «Με την εµπλοκή της τηλεόρασης στην πολιτική διαδικασία νέα
πεδία δηµοσιότητας έκαναν την εµφάνισή τους δίπλα στα παραδοσιακά. Εκτός από το Κοινοβούλιο, τις
αίθουσες Τύπου, τα υπουργεία κλπ., απέκτησαν επικοινωνιακή σηµασία και τα αεροδρόµια, τα
ξενοδοχεία, καθώς και διάφοροι άλλοι ανοικτοί χώροι όπου µπορεί να µεταφερθεί η κάµερα», Πολιτική
Επικοινωνία: ∆ιακινδύνευση, ∆ηµοσιότητα, ό.π.,σελ. 228 κ.ε.
649
Αναφερόµενος στην κατάργηση του ιδιωτικού (χώρου) στη σχέση ιδιωτικού-δηµοσίου, ο ∆.
Χαραλάµπης γράφει: «Είναι προφανές ότι ο νέος αυτός Λεβιάθαν (σ.σ. ο δηµόσιος χώρος), δεν µπορεί
να εκφράσει το καλό του συνόλου αφού δεν αποτελεί το προϊόν της άσκησης του πολιτικού δικαιώµατος
ως µήτρας της νοµοθετικής λειτουργίας στο πλαίσιο δεσµευτικών κανόνων και προϋποθέσεων που
εγγυώνται την ελευθερία και την ισότητα. Η συλλογικότητα µεταλλάσσεται µε αυτόν τον τρόπο σ’ ένα
άµορφο σύνολο, σ’ ένα στατιστικό άθροισµα του σχεδιασµού, εφόσον η επιµέρους ατοµικότητα παύει
να υπάρχει», ∆ηµοκρατία και Παγκοσµιοποίηση, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1998, σελ. 102.
650
βλ. σχετικά Παπαδηµητρίου, Ζήσης, Μεταµοντέρνα Αδιέξοδα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη
2002, σελ. 82 κ.ε.
651
βλ. σχετικά στο Ραµονέ Ι., Η τυραννία των ΜΜΕ, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1999.

272
που συγκροτούν τον πυρήνα της και επιβεβαιώνουν την αληθινή ύπαρξή της, τουτέστιν
την εµπειρική της έκφανση.
Η συστηµατική µελέτη του πολιτικού λόγου απαιτεί την οργανική ένταξή του στο
ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο που διαµορφώνει και ορίζει τις παραµέτρους ύπαρξης
και λειτουργίας του. Το πλαίσιο αυτό, στην προκειµένη περίπτωση είναι η σύγχρονη
αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δηµοκρατία. Ωστόσο, η παράθεση του όρου
και µόνο δεν σηµαίνει εκ των προτέρων και κατανόηση του πραγµατικού του
περιεχοµένου. Η προσθήκη της λέξης σύγχρονη δεν αποτελεί απλά µια χρονική
συνιστώσα. Αντίθετα, έρχεται να επιβεβαιώσει την δύσκολη θέση στην οποία έχει
περιέλθει η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δηµοκρατία καθώς καλείται να
«διαπραγµατευθεί» και να επαναπροσδιορίσει το περιεχόµενο των λέξεων που την
συγκροτούν σε συνδυασµό µε την έννοια του «σύγχρονου» λαµβάνοντας υπόψη το
πλήθος των παραλλαγών της και των εκάστοτε συµπαραδηλώσεων: Θεσµούς,
διαδικασίες, συνθήκες, αντιλήψεις, αλλαγές, προκλήσεις.
Η διασαφήνιση των όρων λειτουργία της σύγχρονης δηµοκρατίας απαιτεί την
προσέγγιση και ανάλυση της πολυσυζητηµένης έννοιας της «διαµεσολάβησης»
γεγονός που επιβαρύνει τον ήδη µακρόσυρτο ορισµό της σύγχρονης δηµοκρατίας. Η
«διαµεσολαβηµένη» πολιτική ή όπως αρκετοί συγγραφείς την κατονοµάζουν, η
«πολιτική στην εποχή της διαµεσολάβησης» λειτουργεί τόσο επεξηγηµατικά όσο και
αποπροσανατολιστικά σαν προσδιορισµός, καθότι οι συνιστώσες του εξακολουθούν να
είναι ρευστές και ασαφείς λόγω της διαρκούς αναζήτησης αλλά και στάθµισης των
επεξηγηµατικών προσεγγίσεων που θα µπορούσαν να συµβάλλουν ώστε να καταστεί η
έννοια της διαµεσολάβησης κατανοητή αλλά και πιο προσιτή στην πραγµατική της
διάσταση.
Το σίγουρο είναι ότι εάν συνεχίσουµε την διερεύνηση των όρων µε τους οποίους
και µέσω των οποίων ασκείται, τελικά η πολιτική σήµερα, ο κατάλογος των επιθετικών
προσδιορισµών θα εµπλουτισθεί ακόµη περισσότερο. Η εµµονή µας όµως να
παραµείνουµε στα µέχρι τώρα «ευρήµατα» έχει σηµασία. Προκρίνουµε ότι ο όρος της
διαµεσολάβησης είναι πληρέστερος σε σχέση µε τους άλλους, προκειµένου να
περιγράψει το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να ανταποκριθούν οι σύγχρονες
δηµοκρατίες, περιβάλλον το οποίο διαµορφώνεται µε τους επικοινωνιακούς όρους που

273
επιβάλλουν τα σύγχρονα ΜΜΕ. Η ανάλυση πρωτίστως του «επικοινωνιακού πολιτικού
λόγου» ως κυρίου οργάνου έκφρασης και άσκησης πολιτικής είναι το εφαλτήριο για
την διερεύνηση της πολιτικής διάστασης στην σχέση του πολιτικού λόγου µε τα ΜΜΕ.
Υποστηρίζοντας την θέση που από την αρχή αποδεχθήκαµε ότι «η πολιτική γλώσσα
είναι η ίδια η πολιτική πραγµατικότητα»652 σε προηγούµενο κεφάλαιο,
προχωρήσαµε στην πρωτογενή ανάλυση της υπάρχουσας πολιτικής κατάστασης. Η
δευτερογενής ανάλυση, η ανάλυση σε δεύτερο επίπεδο που ακολουθεί είναι πρωτίστως
ανάλυση συνεπειών και αποτελεσµάτων και έχει σαν στόχο την καταγραφή και µελέτη
όχι τόσο των γενεσιουργών αιτίων όσο των ίδιων των φαινοµένων. Με άλλα λόγια, το
ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην εµπειρική τεκµηρίωση και λιγότερη στην θεωρητική.
Εξάλλου, τα γενεσιουργά αίτια έχουν ήδη επισηµανθεί µε βάση τις µεταλλάξεις και
τροποποιήσεις που έχει υποστεί αλλά και έχει επιφέρει ο επικοινωνιακός πολιτικός
λόγος. Με την ίδια αναγωγική λογική τα γνωρίσµατα του πολιτικού λόγου στα οποία
ήδη αναφερθήκαµε είναι και γνωρίσµατα της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Η
οπτικοποίηση, η αισθητικοποίηση, η συµπύκνωση, η διαµεσολάβηση, η
συµβολοποίηση, η αναπαράσταση κλπ. είναι φαινόµενα που χαρακτηρίζουν την
πολιτική ζωή στο σύνολό της και παρατηρούνται παντού άλλοτε σε µεγαλύτερη και
άλλοτε σε µικρότερη κλίµακα.. Τις αλλαγές αυτές κατέγραψε µε σαφήνεια ο H.
Marcuse ήδη από την δεκαετία του ‘60: «Οι µεταβολές της γλώσσας έχουν το
παράλληλό τους στις µεταβολές της πολιτικής συµπεριφοράς. Όταν πουλιέται
εξοπλισµός που επιτρέπει την άνεση και την διασκέδαση µέσα σε ατοµικό καταφύγιο,
όταν παρουσιάζονται στην τηλεόραση αντίπαλοι προεδρικοί υποψήφιοι, αυτά
αποτελούν ένα πληρέστατο συνδυασµό της πολιτικής, των επιχειρήσεων και της
ψυχαγωγίας».653
Η χρήση ενός συντηρητικού όσο και ολιγαρκή ορισµό του µοντέλου της σύγχρονης
δηµοκρατίας, δεν φαίνεται να διευκολύνει την πραγµατατολογική αποσαφήνιση της
σύγχρονης δηµοκρατίας καθότι η περιγραφή της δηµοκρατίας ως σύγχρονης,
διαµεσολαβηµένης, αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας,
«κουράζει» λόγω της πληθώρας των επιθετικών προσδιορισµών προκαλώντας

652
Αναφερόµαστε στην σχετική πρόταση του Edelman που ήδη επισηµάναµε στο 1ο κεφάλαιο, βλ.
αναλυτικά , 1ο κεφ. σελ. 45- 46.
653
Marcuse, Herbert, Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1971, σελ. 120 κ.ε.

274
συγχρόνως ερωτηµατικά σχετικά µε την συµβατότητα όλων αυτών των λέξεων.
Προκύπτουν αναγκαστικά ερωτήµατα όπως:
 Μήπως η διαµεσολάβηση έχει µετατρέψει την αντιπροσώπευση από
θεσµικό παράγοντα σε απλή τυπολογία;
 Μήπως τελικά η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δηµοκρατία στο
σύνολό της εκφράζεται επαρκέστερα µε τον όρο της τηλεοπτικής
δηµοκρατίας και οι υπόλοιποι προσδιορισµοί καθίστανται άνευ ουσιαστικού
περιεχοµένου654; Με άλλα λόγια έχει αφήσει η τηλεοπτική δηµοκρατία655
«ζωτικό χώρο» στον αντιπροσωπευτικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα
που υποτίθεται ότι ήρθε για να ενισχύσει;
Η επιµονή στον κατάλληλο επιθετικό προσδιορισµό, προκειµένου να οριστεί στην
παρούσα ιστορική συγκυρία το δηµοκρατικό διακύβευµα έχει έντονη πολιτική
σηµασία. Γεγονός είναι ότι η αδυναµία καθορισµού του περιεχοµένου της σύγχρονης
δηµοκρατίας µε λίγες λέξεις φανερώνει την αµφισηµία, τον πολυδιάστατο χαρακτήρα
της και γιατί όχι την πολλαπλότητα των συµπαραδηλώσεών της. Η παρατήρηση του C.
Lefort σχετικά µε την «διάλυση των δεικτών βεβαιότητας» στην σύγχρονη δηµοκρατία,
αυτό ακριβώς το φαινόµενο προσπαθεί να επισηµάνει656.
Αναζητήσεις αυτού του είδους, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες όταν δεν είναι εκ των
προτέρων καθορισµένες. Σκοπός της ανάλυσης που ακολουθεί είναι η ανεύρεση και η
εµβάθυνση στις σύγχρονες προκλήσεις αλλά και στις κύριες µεταλλάξεις που έχει
υποστεί το «πολιτικό» και ιδιαίτερα η έκφραση του πολιτικού µέσα από την συνάντησή
του µε τα ΜΜΕ, έχοντας πάντα ως σταθερό σηµείο αναφοράς το συγκεκριµένο
πολίτευµα που αναφέραµε και ως πεδίο παρατήρησης και άντλησης παραδειγµάτων
την ελληνική πολιτική σκηνή.

654
Απαντώντας στην ρητορική αυτή ερώτηση ο Κ. Παπαϊωάννου γράφει: «Το πραγµατικό πολίτευµα της
Ελλάδας σήµερα είναι η Τηλεοπτική ∆ηµοκρατία... Άρχισαν βέβαια κάποιοι να µιλάνε για ‘τηλεοπτική
δηµοκρατία’ µιλάνε όµως ειρωνικά. Σαν αυτή να είναι παράβαση της αστικής κοινοβουλευτικής
δηµοκρατίας που πρέπει να σταµατήσει και να υπάρξει επιστροφή στην ορθοδοξία της αστικής
δηµοκρατίας. Με άλλα λόγια, όνειρα αστικοθερινής νυκτός!» Παπαϊωάννου, Κωστής, «Προεδρία και
∆ηµοκρατία», ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ της Κυριακής, 19-12-2004.
655
Για την «πατρότητα» του όρου «τηλεοπτική δηµοκρατία» βλ. παρακάτω σελ. 296 κ.ε.
656
Με αυτήν την έκφραση ο C. Lefort περιγράφει τον µετασχηµατισµό της σύγχρονης δηµοκρατικής
κοινωνίας σε µια κοινωνία όπου η εξουσία, η γνώση και ο νόµος χαρακτηρίζονται από µια ριζική
ακαθοριστία, βλ σχετικά στο Mouffe, Chantal, Το ∆ηµοκρατικό Παράδοξο, (µτφρ. Αλ. Κιούπκιολης,
προλ, επιµ. Γ. Σταυρακάκης), εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004, σελ. 68.

275
5.1.1 Με µια πρώτη µατιά...
Στρέφοντας το βλέµµα στον διεθνή χώρο µπορεί κανείς µε σχετική ευκολία, να
εντοπίσει την σοβαρή διάβρωση που έχουν υποστεί οι δηµοκρατίες των
δυτικοευρωπαϊκών κρατών, µε «πρωτοπόρα» την αµερικανική, από την επικυριαρχία
των ΜΜΕ. Σε αρκετές περιπτώσεις η διάβρωση αυτή είναι αρκετά προχωρηµένη σε
σηµείο που να υπονοµεύει άµεσα βασικούς πυλώνες της δηµοκρατίας.
Ο φόβος της κατάρρευσης των παραδοσιακών δηµοκρατικών ιδεωδών από τον
µετασχηµατισµό της ορατότητας που επέφεραν τα εξελιγµένα επικοινωνιακά δίκτυα,
προκάλεσε µια περίεργη εγρήγορση. Το άγχος δεν είχε µόνο φιλολογικό ή
επιστηµονικό χαρακτήρα. Η εναγώνια προσπάθεια να συνδυασθούν τα ΜΜΕ µε την
πολιτική σε µια έκφραση που θα έχει δηµοκρατικά ερείσµατα και δεν θα προσβάλλει
τα «παραδοσιακά» δηµοκρατικά ήθη αποκαλύπτει την «ενοχή» της πολιτικής που
εφηύρε τρόπους για να δικαιολογήσει τους λόγους που την οδήγησαν να γίνει
«συνοδοιπόρος» των ΜΜΕ και δη της τηλεόρασης στην κούρσα της δηµοκρατίας και
να παραιτηθεί από βασικά «κυριαρχικά» της δικαιώµατα. Έτσι, προέκυψε ο όρος της
«τηλεοπτικής δηµοκρατίας» (“media democracy”) εκφράζοντας περισσότερο ένα
είδος γλωσσολογικής συναίνεσης που εξοµαλύνει τα εµπόδια και εξαγνίζει την
δηµοκρατία από ενδεχόµενα λάθη ή παραλείψεις της που σε διαφορετική περίπτωση θα
προκαλούσαν την κοινή γνώµη. Ο όρος, λοιπόν, του «τηλεοπτικού» στον µακρόσυρτο
ορισµό της δηµοκρατίας διεύρυνε το περιεχόµενό της, ελαστικοποιώντας, συγχρόνως
τα ηθικά της ερείσµατα. Η γλωσσολογική συναίνεση που υιοθετήθηκε στο πολιτικό
λεξιλόγιο «ελαφρά τη καρδία» ήταν κάτι παραπάνω από πολιτική αλλά και ενδεικτική
των προθέσεων αφού πλέον η ικανότητα των πολιτών να συναινούν έχει αναχθεί σε
βασικό πολιτικό ένστικτο. Αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ότι η συναίνεση αυτή από την
µία συγκαλύπτει περίτεχνα την απουσία κανονιστικού περιεχοµένου της νέας µορφής
δηµοκρατίας, από την άλλη, κρύβει πολλές παγίδες στην πρακτική της εφαρµογή. Έτσι,
το δηµοκρατικό και το τηλεοπτικό δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες
που προκάλεσε η συνένωσή τους. Η στενή παρακολούθηση ή και επιτήρηση της
δηµοκρατίας από τον επιθετικό προσδιορισµό του «τηλεοπτικού» δεν έγινε ανέξοδα,
ακολούθησε τους νόµους της αγοράς όπου σε µια συναλλαγή κάτι παίρνεις και κάτι
δίνεις. Πάντως τίποτα δεν γίνεται χωρίς αντάλλαγµα. H ανεύρεση του τιµήµατος αυτής

276
της συναλλαγής είναι τελικά το ζητούµενο στην τηλεοπτική δηµοκρατία. Και για να
γίνουµε πιο σαφείς, ο επιθετικός προσδιορισµός «τηλεοπτική» υποδηλώνει απλά µια
ιδιότητα της σύγχρονης δηµοκρατίας ή µήπως την καθορίζει αποφασιστικά, αφήνοντας
λίγες δυνατότητες διαφυγής;
Ο λόγος περί «τηλεοπτικής δηµοκρατίας», ήρθε, λοιπόν, να απαλύνει την
τηλεοπτική υποδούλωση της πολιτικής, προσφέροντας µια επίφαση δηµοκρατίας,
«φορτώνοντας» και «αναθέτοντας» παράλληλα στην τηλεόραση έναν δηµοκρατικό
ρόλο που ουδέποτε υποσχέθηκε να υπηρετήσει και τον οποίο αναγκάστηκε εκ των
υστέρων να αποδεχθεί για να δικαιολογήσει την αναιτιολόγητη υπερ-παρουσία της στα
πολιτικά πράγµατα657. Το δίληµµα εξακολουθεί να παραµένει και είναι καθοριστικό
γιατί η πορεία µιας έρευνας χρειάζεται τουλάχιστον µια σταθερή και µια µεταβλητή
συνθήκη για να προχωρήσει µε αξιώσεις. Τελικά, µε όρους πραγµατικούς και όχι
θεωρητικούς, το «τηλεοπτικό» είναι αυτό που καθορίζει το «πολιτικό» ή το
αντίστροφο658; Μια τεκµηριωµένη απάντηση θα πρέπει να λάβει υπόψιν της τις
θεωρητικές αλλά και πρακτικές απολήξεις της σύγχρονης τηλε-πολιτικής δηµοκρατίας
αντλώντας τα επιχειρήµατα της από τις άµεσες και έµµεσες συνέπειες που έχει στην
καθηµερινή πολιτική πρακτική.
Το πρίσµα, όπως προαναφέρθηκε, µέσα από το οποίο θα αναζητηθούν οι
παράµετροι του σύγχρονου δηµοκρατικού εγχειρήµατος που ακόµη δεν έχει
κατασταλάξει στο τί διεκδικεί για τον εαυτό του, είναι ο πολιτικός λόγος, ο οποίος
µέσα από τις εκφράσεις του περιγράφει, αναλύει και γενικώς παρέχει µια
αντιπροσωπευτική εικόνα της πολιτικής πραγµατικότητας. Ας σηµειωθεί ότι εδώ η
σχέση αντιπροσώπευσης πολιτικού λόγου και πολιτικής λειτουργεί πλήρως ως τέτοια
και µάλιστα υπακούει στις αρχές του αντικατοπτρισµού. Η απόπειρα µιας εκ βαθέων
προσέγγισης αυτής της σχέσης θα µπορούσε να οδηγήσει στο συµπέρασµα ότι ο
πολιτικός λόγος δεν είναι απλά αντιπροσωπευτικό δείγµα του πολιτικού σκηνικού αλλά
βασική συνθήκη της ύπαρξής του και των επιµέρους. Η πολιτική ως επικοινωνιακή
διαδικασία και ο επικοινωνιακός πολιτικός λόγος είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο

657
Στην ιστορία των ΜΜΕ η τηλεόραση ήταν το µέσο που υποσχέθηκε την µαζική διάδοση
πληροφοριών. Αν και σε ποιο βαθµό η διακίνηση των πληροφοριών θα συνέβαινε µε δηµοκρατικό ή όχι
τρόπο, αυτό δεν ήταν στις «εξαγγελίες» της όταν έκανε την εµφάνισή της στο χώρο των επικοινωνιών.
658
Πιστεύουµε ότι σε θεωρητικό επίπεδο το «πολιτικό» αναµφίβολα ορίζει και καθορίζει το
«τηλεοπτικό». Η αντιστροφή αυτού του σχήµατος θα ήταν από όλες τις απόψεις ανακόλουθη.

277
συσπειρώνονται τα δοµικά στοιχεία άσκησης της πολιτικής. Γιατί το πρώτο στάδιο της
πολιτικής πράξης χρησιµοποιεί αναγκαστικά το λόγο. Η πολιτική που ασκείται χωρίς
την διατύπωση υπεύθυνου πολιτικού λόγου είναι ανεύθυνη, απρόσωπη, µυστικοπαθής
και αδιαφανής. Ωστόσο, η σηµασία µιας πολιτικής ανάλυσης δεν πρέπει να
περιορίζεται µόνο στους τρόπους εκφοράς του πολιτικού λόγου. Σε αρκετές
περιπτώσεις είναι επίσης σηµαντικός ο εντοπισµός της απουσίας του πολιτικού λόγου
και, φυσικά, των αιτιών που επέβαλαν ή δηµιούργησαν τις συνθήκες για την εν λόγω
απουσία. Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η φλυαρία του τηλεοπτικού
πολιτικού λόγου αποδείχθηκε ως ο καλύτερος τρόπος και χρησιµοποιήθηκε ως
προπέτασµα καπνού για την κάλυψη και την απουσία του ουσιαστικού πολιτικού
λόγου. Εάν εντάξουµε τον σύγχρονο πολιτικό λόγο στο ευρύτερο πλαίσιο του
µεταµοντέρνου, όπου και αναγκαστικά ανήκει, αντιλαµβανόµαστε ότι «…επικρατεί
έντονος βερµπαλισµός αλλά και φετιχισµός των εννοιών. Ο φετιχισµός αυτός δεν είναι
τόσο αθώος όσο φαίνεται. Έχει συχνά στόχο να προσδώσει, µε αυταρχικό τρόπο, µέσω
της δήθεν επιστηµονικής αυθεντίας, νόηµα σε κοινοτοπίες. Έτσι η γλώσσα, ο λόγος
από µέσο επικοινωνίας, αντιπαράθεσης, προβληµατισµού και αλληλοκατανόησης
µεταµορφώνεται στο πλαίσιο του µετανεωτερικού διαλόγου σε γρίφο, αφού συνειδητά
έχει αυτονοµηθεί από τα νοήµατα. Το µεταµοντέρνο discurs, παραιτούµενο από την
αποκάλυψη της αλήθειας, καταλήγει στην παραµόρφωση της πραγµατικότητας»659.

5.2. Το επικοινωνιακό συµβόλαιο.


Ως γνωστόν, η έννοια της αντιπροσώπευσης έχει τις καταβολές της στην
φιλελεύθερη πολιτική θεωρία και στις θεωρίες περί κοινωνικού συµβολαίου των T.
Hobbes, J. Locke και J. J. Rousseau660. Στο κοινωνικό συµβόλαιο των πρώιµων
φιλελεύθερων, τα άτοµα εκχωρούν µέρος της ελευθερίας τους στους κυβερνώντες, οι

659
Παπαδηµητρίου, Ζήσης, ό.π. σελ. 20
660
Για µια συνοπτική επισκόπηση της εξέλιξης της θεωρίας του Κοινωνικού Συµβολαίου βλ. Μακρής,
Σπύρος, «Πολιτική Φιλοσοφία και Νεωτερικότητα. Από το Φιλελεύθερο στο ∆ίκαιο Κράτος»,
Φιλελεύθερη έµφαση, τχ. 7/2001, σελ. 78 κ.ε.

278
οποίοι καλούνται να διευθετήσουν µε τρόπο πρόσφορο τα κοινά συµφέροντα των
πολιτών και αναλαµβάνουν το δύσκολο έργο της διακυβέρνησης661.
Η έννοια της γενικής βούληση που αποτελεί το κοµβικό σηµείο στην πολιτική
θεωρία του Rousseau µπορεί να αναγνωρισθεί µε γνώµονα τρία κριτήρια: α) την πηγή
της, τουτέστιν το λαό ή την πλειοψηφία του λαού. Η τελευταία αποτελεί ικανή ένδειξη
της γενικής βούλησης µόνο υπό την προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας, της
ελευθερίας του ατόµου να διαµορφώνει και να διατυπώνει ελεύθερα την γνώµη του β)
τα γενικά και αφηρηµένα ζητήµατα στα οποία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της γ)το
περιεχόµενό της που δεν είναι άλλο από το γενικό καλό, το αντικειµενικά καλό για την
πολιτική κοινότητα662. Ο όρος «κοινωνικό συµβόλαιο» από άποψη περιεχοµένου κάθε
άλλο παρά ανταποκρίνεται στη σηµερινή κοινωνική και πολιτική πραγµατικότητα. Η
γενική βούληση έχει υποκατασταθεί από την «τηλεοπτική βούληση», η οποία µε βάση
τα παραπάνω κριτήρια είναι : α) εξαιρετικά αόριστη ως προς την πηγή από την οποία
εκπορεύεται (δηµοσιογράφοι, πολιτικοί, ιδιοκτήτες ΜΜΕ, άλλες οµάδες
συµφερόντων), ενώ ο πλουραλισµός των υποκειµένων της είναι επίσης προβληµατικός
όσον αφορά στην σύνδεση µεταξύ τους, β) η προσοχή της δεν στρέφεται σε γενικά και
αφηρηµένα ζητήµατα αλλά έχει την τάση να συγκεκριµενοποιεί, να προσωποποιεί και
να εξειδικεύει γιατί το ειδικό είναι πιο «επικοινωνιακό», γ) το αντικειµενικά καλό
καθορίζεται από υποκειµενικούς παράγοντες που «αντικειµενικά» αδυνατούν να το
εκφράσουν. Η τηλεοπτική ελίτ, όποια κι αν είναι αυτή, που αποφασίζει το
αντικειµενικά καλό, έχει απλά ως κριτήριο τί είναι τηλεοπτικά αποτελεσµατικό. Ακόµη
και σε περιόδους πολιτικών κρίσεων, όταν διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια οι
δηµοσιογράφοι δεν διστάζουν να αποκαλύψουν στοιχεία που ενδεχοµένως θα
µπορούσαν να αποβούν εις βάρος των εθνικών συµφερόντων της χώρας.
Χαρακτηριστική περίπτωση η κρίση των Ιµίων, όπου ο τότε τηλεοπτικός σταθµός
ΣΚΑΪ βρισκόταν σε συνεχή αναµετάδοση των κινήσεων του ελληνικού στόλου και των

661
Αναφερόµενος στο περιεχόµενο του κοινωνικού συµβολαίου του T. Hobbes, ο Π. Κιτροµηλίδης
γράφει: «Το περιεχόµενο του συµβολαίου είναι ακριβώς αυτό: οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την φυσική
του ελευθερία και τα απεριόριστα δικαιώµατα που διαθέτουν στην φυσική ζωή, για να εγκαθιδρύσουν
µια κοινή εξουσία, ικανή να τους υπερασπίσει από εισβολές εξωτερικών εχθρών και από τα αµοιβαία
πλήγµατα που προκαλούν οι διαµάχες τους και να τους εξασφαλίσει την απόλαυση των καρπών των
κόπων τους», Νεότερη Πολιτική Θεωρία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµµοτηνή, 1996, σελ. 29.
662
Πιο αναλυτικά για την έννοια της γενικής βούλησης του J.J. Rousseau, βλ. Κιτροµηλίδης, Π., ό.π.,
σελ. 62-67.

279
ειδικών δυνάµεων, µε «αποκλειστικές πληροφορίες», διακινδυνεύοντας την
αποτελεσµατικότητα στρατηγικών κινήσεων και ελιγµών εκ µέρους του ελληνικού
Πενταγώνου663.
Η κοινή γνώµη έρχεται ως µέγεθος να αντικαταστήσει την έννοια της γενικής
βούλησης µε αµφιβόλου ποιότητας κριτήρια. Τον νοµιµοποιητικό της ρόλο
αναλαµβάνουν οι εκάστοτε δηµοσκοπήσεις664 που τελικά χειραγωγούν την κοινή
γνώµη αφού δεν είναι αντιπροσωπευτικές. Ο Στ. Παπαστάµος επισηµαίνοντας τον
τρόπο και τους κινδύνους της επερχόµενης «τυραννίας της κοινής γνώµης» όπως την
αποκαλεί, αναφέρει: «Η επίµονη χρήση της επικαλούµενης ‘κοινής γνώµης’ και που
καταχρηστικά συνοψίζεται είτε µε όρους ‘πλειοψηφίας’ και ‘µειοψηφίας’, είτε εξίσου
καταχρηστικά ανάγεται στην (µαθηµατική) λογική του ‘µέσου όρου’, οδηγεί
νοµοτελειακά στο εσφαλµένο συµπέρασµα του οµοιογενούς τρόπου αντιµετώπισης του
κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι: η µονοσήµαντη αναφορά στην ‘πλειοψηφία’ και η
ταύτιση των απόψεών της µε αυτών της ‘κοινής γνώµης’ αγνοεί πράγµατι τη
διαφορετικότητα των απόψεων της ‘µειοψηφίας’, µε τον ίδιο τρόπο που η συνεχής
χρήση του ‘µέσου όρου’ οδηγεί στην πρόδηλα καταχρηστική έννοια του ‘µέσου
πολίτη’, µε όλες τις πραγµατολογικές και πολιτικές συνέπειες της εξοµάλυνσης ή/και
κανονικοποίησης των ιδεολογικών διαφορών»665. Ο P. Bourdieu σχολιάζοντας τις
δηµοσκοπήσεις γράφει: «Η σφυγµοµέτρηση εγκαθιδρύει µια άµεση, αδιαµεσολάβητη

663
Το θέµα της τηλεοπτικής κάλυψης της κρίσης των Ίµια, από τον τηλεοπτικό σταθµό ΣΚΑΪ αποτέλεσε
αντικείµενο κριτική και κυρώσεων από το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συµβούλιο, βλ. σχετικά απόφ. ΕΣΡ
26/242/12.9.1995, Τριµ. ∆οικ. Πρωτ. Πειρ. 217/1996.
664
Για τις δηµοσκοπήσεις και τον ρόλο τους βλέπε µεταξύ άλλων τα ενδιαφέροντα άρθρα των:
Οικονοµίδη, Α. «Τα υπέρ και τα κατά των προεκλογικών δηµοσκοπήσεων», ΤΟ ΒΗΜΑ, 1-09-1996,
Μπαστέα, Νατάσα (ρεπορτάζ), «Οι δέκα παγίδες των δηµοσκοπήσεων», ΤΑ ΝΕΑ, 8-01-1996, της ίδιας
.«Πρόβλεψη, όχι προφητεία», ΤΑ ΝΕΑ, 9-01-1996, της ίδιας «Αρκεί ο κώδικας ή χρειάζεται νόµος;», ΤΑ
ΝΕΑ, 10-01-1996, Κεφαλογιάννη, Μανώλη «Νόµος-πλαίσιο για τα γκάλοπ», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 26/27-04-1997, Παναγόπουλου, Κώστα «Καλοί φίλοι και... καλοί λογαριασµοί»,
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20-04-1997, Φαναρά, Στρ., και Παναγιωτόπουλου, Ν., «Ποιά είναι
η αξία των δηµοσκοπήσεων;», ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥ∆ΡΟΜΟΣ, 2-10-2003, σελ.32-34, Μάνη, Μαρίνα
«Ανώνυµες Εταιρείες Πολιτικής Επικοινωνίας», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21-09-2003, της
ίδιας «Γκάλοπ και παγίδες», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21-09-2003, Γιαννακά, Σοφία και
Νέδος, Β., «Όταν έφυγαν οι οπαδοί, ήρθαν οι δηµοσκοπήσεις», ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-06-2003, Φιλή Νίκου
«Γκάλοπ: Πραγµατικότητα, αντιφάσεις και σκοπιµότητες», Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 18-01-2004,
Βερναρδάκη, Χριστόφορου, «Τέσσερις µύθοι που στηρίζουν την χειραγώγηση των δηµοσκοπήσεων», Η
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 22-02-2004, Τσάτση, Θωµά, «Φάκελος: Τα γκάλοπ στο µικροσκόπιο»,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24-01-2004.
665
Παπαστάµος, Στάµος, «Η τυραννία της ‘κοινής γνώµης’», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 29-
02-2004.

280
σχέση µε τους εκλογείς, η οποία θέτει εκτός παιχνιδιού όλους τους ατοµικούς ή
συλλογικούς φορείς (όπως είναι τα κόµµατα ή τα συνδικάτα) που είναι κοινωνικά
εντεταλµένοι να εξεργασθούν και να προτείνουν συγκροτηµένες απόψεις. Η
σφυγµοµέτρηση αφαιρεί από όλους τους εντολοδόχους και τους εκπροσώπους το
δικαίωµα στο µονοπώλιο της νόµιµης έκφρασης της ‘δηµόσιας γνώµης’ και
ταυτόχρονα την αρµοδιότητα να επιδίδονται σε κριτική επεξεργασία των πραγµατικών
ή υποτιθέµενων απόψεων των εντολοδοτών τους»666.
Βλέπουµε, λοιπόν, ότι από µια απλή συγκριτική θεώρηση των γνωρισµάτων µιας
µόνο έννοιας του κοινωνικού συµβολαίου µε το εµπειρικό της περιεχόµενο συνάγουµε
πλείστα όσα συµπεράσµατα για τις διαφοροποιήσεις που έχουν επέλθει στο
περιεχόµενό της. Το πιο πιθανό είναι ότι αν συνεχίσουµε αυτήν την αντιπαράθεση του
θεωρητικού περιεχοµένου των όρων του κοινωνικού συµβολαίου µε το πραγµατικό
τους αντίκρισµα, τα αποτελέσµατα θα είναι περίπου τόσο αντιφατικά όσο αυτά που
προέκυψαν από την ανάλυση της «γενικής βούλησης». Είναι, λοιπόν, δυνατόν να
εξακολουθήσουµε να επιµένουµε στην «καθαρότητα» του όρου «κοινωνικό
συµβόλαιο» ή µήπως πρέπει, ακολουθώντας τον λόγο του εκσυγχρονισµού, να
εκσυγχρονίσουµε και την διατύπωση του κοινωνικού συµβολαίου, «εκσυγχρονίζοντας»
παράλληλα και το περιεχόµενό του; Γιατί ο λόγος του εκσυγχρονισµού δεν είναι ούτε
ιδεολογικά ούτε πολιτικά ουδέτερος.
Σε µια απόπειρα να ονοµατίσουµε την νέα πολιτική εκδοχή του κοινωνικού
συµβολαίου θεωρούµε ότι το «συµβόλαιο» ως συµβατική κατάσταση υπάρχει. Η
αλλαγή έχει να κάνει µε το «κοινωνικό» που µάλλον δεν είναι στις προτεραιότητες του
νέου συµβολαίου ή το τελευταίο το αντιλαµβάνεται µε άλλες εκδοχές. Το νέο
συµβόλαιο, φαίνεται να προσοµοιάζει µε «επικοινωνιακό συµβόλαιο»667. Η
προτίµηση στον όρο «επικοινωνιακό» σηµαίνει, (όπως και στον «επικοινωνιακό
πολιτικό λόγο»), ότι ως επί το πλείστον το εν λόγω συµβόλαιο συνάπτεται για την

666
Bourdieu, P., Για την τηλεόραση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998, σελ. 115.
667
Έναν παρεµφερή όρο, µε πιο στενή έννοια, ωστόσο, χρησιµοποιεί η Κατερίνα Πάσσα µιλώντας για το
«Συµβόλαιο Επικοινωνίας» ως επικοινωνιακή συνθήκη, ως πλαίσιο µέσα στο οποίο εκφέρεται ο λόγος
και καθορίζει σε µεγάλο βαθµό το νόηµα ή την σηµασία αυτού που λέγεται. Κάποια στοιχεία από αυτό
το συµβόλαιο µας βοηθούν να κατανοήσουµε και τους όρους του δικού µας συµβολαίου, βλ. σχετικά στο
Πάσσα, Κατερίνα, «Η Τηλεοπτική Εκκλησία του ∆ήµου. Το «Συµβόλαιο Επικοινωνίας», στην Πολιτική
Επικοινωνία, στο ∆εµερτζής, Ν., (επιµ.) Η Πολιτική Επικοινωνία στην Ελλάδα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
2002, σελ. 367-409.

281
εξυπηρέτηση επικοινωνιακών στόχων. Η επικίνδυνη εξίσωση που σιγά σιγά
επιβλήθηκε, ότι δηλαδή πολιτική=επικοινωνία αποστερεί την πολιτική από το
ουσιαστικό της περιεχόµενο, δίνοντας µεγάλη έµφαση στην επικοινωνιακή της
παράµετρο η οποία είναι σηµαντική µε την προϋπόθεση, βέβαια, ότι έχει αντικείµενο.
Η επικοινωνία στην πολιτική σηµαίνει ότι υπάρχει ένα πολιτικό µήνυµα που πρέπει να
διακοινωθεί, να γνωστοποιηθεί σε τρίτους. Η έννοια της επικοινωνίας είναι
συµπληρωµατική του πολιτικού λόγου και όχι το αντίστροφο. Αν ισχύσει το
αντίστροφο, και σε αρκετές περιπτώσεις συµβαίνει, ο πολιτικός λόγος, γυµνός από
ιδέες και προτάσεις, καθίσταται επικοινωνιακό τέχνασµα, περιορίζεται στην
δηµιουργία εντυπώσεων και ο αντίκτυπος που έχει είναι τελικά στιγµιαίος έως
ουσιαστικά ανύπαρκτος.
Κυβερνώντες και κυβερνώµενοι έχουν παραχωρήσει τα δικαιώµατά τους σε ένα
µέσο ή στα µέσα που θα τους παράσχουν την αυταπάτη, την ουτοπία της
αποτελεσµατικής, δηµοκρατικής, αµφίδροµης και ουσιαστικής επικοινωνίας. Είναι
φανερό ότι το νέο συµβόλαιο έχει πιο πρωτότυπες αρχές από τον προκάτοχό του και
πιο εύληπτες διαδικασίες για να µπορέσει να ανταποκριθεί στο ετερογενές κοινό των
ΜΜΕ. Είναι µεταµοντέρνο, µε το ενδιαφέρον του στραµµένο στην εξυπηρέτηση
πρακτικών καταστάσεων, δίνοντας λιγότερη προσοχή σε θεωρητικές και άλλες
τεκµηριώσεις. Η οποιαδήποτε τεκµηρίωση έχει υποταχθεί στην έννοια της
αποτελεσµατικότητας, του πρακτικού consensus όπως το αποκαλεί ο Bourdieu668.
Οι «καινοτοµίες» του εν λόγω «συµβολαίου» µπορούν να συνοψισθούν στα εξής
σηµεία:
α) Οι πρωταγωνιστές: Η σχέση εξουσιαζόντων-εξουσιαζοµένων δεν είναι δυαδική
αλλά τριµερής ή καλύτερα τριγωνική. Οι παράγοντες που λαµβάνουν µέρος είναι οι
πολιτικοί, τα ΜΜΕ και οι πολίτες. Το σχήµα λειτουργεί ως τρίγωνο εξουσίας όπου
στην κορυφή είναι τα ΜΜΕ, ενίοτε δε ως ανεστραµµένο τρίγωνο, όταν υποδηλώνει την
οργανική σύνδεση ΜΜΕ και πολιτικής και την παθητική στάση των πολιτών.
β) Η παραχώρηση κυριαρχίας: Η «παραχώρηση» κυριαρχίας και ελευθερίας είναι
αµοιβαία και από τους πολιτικούς και από τους πολίτες προς τα ΜΜΕ. Οι
επικοινωνιακοί κολοσσοί όχι µόνο έχουν καταλάβει πανηγυρικά την πολύπαθη

668
στο Thompson, J.B., Studies in the Theory of Ideology, ό.π. σελ.62.

282
«δηµόσια σφαίρα» αλλά ως νόµιµοι πλέον διαµεσολαβητές της στο πολιτικό παιχνίδι,
βασιζόµενοι σε µε µια «εν λευκώ» εξουσιοδότηση, καλούνται να ορίσουν ακόµη και
τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού. «Επικοινωνιακοί» χειρισµοί ευαίσθητων εννοιών
όπως η ελευθερία, η λαϊκή κυριαρχία και τα εν γένει δικαιώµατα των πολιτών µπορεί
να αποβούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι όταν ελέγχονται µε µόνο κριτήριο την
αποτελεσµατικότητά τους, χωρίς να διερευνάται η ουσιαστική τήρηση του αξιακού
τους περιεχοµένου.
γ) Ο στόχος: Στο κοινωνικό συµβόλαιο η παραχώρηση εξουσίας και ο
αυτοπεριορισµός της ελευθερίας των πολιτών είχε σαφείς σκοπούς και στόχους και
µάλιστα βασική συνιστώσα της εν λόγω παραχώρησης ήταν, µέσα από την διεύρυνση
της «δηµοσιότητας», η εξυπηρέτηση του γενικού (ως κοινού παράγοντα) συµφέροντος
που πλέον είναι ορατό άρα κοινό. Εξάλλου, όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, «η
αντιπροσώπευση µπορεί να λάβει χώρα αποκλειστικά στην σφαίρα της
δηµοσιότητας»669. Το επικοινωνιακό συµβόλαιο δεν είναι σαφές ως προς ποιο
συµφέρον υπηρετεί και πάντως, φαίνεται, ότι έχει συρρικνώσει κατά πολύ την
«ποσοτική» έννοια του γενικού συµφέροντος που µόνο γενικό δεν είναι. Γεγονός είναι
ότι ακόµη και οι αµιγώς πολιτικοί στόχοι είναι µέγεθος προσαρµόσιµο που χρειάζεται
να υπακούσει στις τηλεοπτικές επιταγές.(π.χ. στις ανάγκες της τηλεθέασης).
δ) Κανόνες- ∆ιαδικασίες: Οι κανόνες του παιχνιδιού στο κοινωνικό συµβόλαιο
είναι επιτηδευµένα σαφείς, παράλληλα όµως γνωστοί από την πρακτική τους
εφαρµογή. Το επικοινωνιακό συµβόλαιο έχει άρρητους, αδήλωτους κανόνες,
προφανώς για να αποφύγει τον κίνδυνο της δυσχερούς κατάργησής τους. Αυτοί οι
κανόνες συνοψίζονται στην τήρηση των επικοινωνιακών µεγεθών και παραµέτρων.
Ένα γεγονός είναι σηµαντικό όταν είναι και εν δυνάµει επικοινωνιακό. Οι κανόνες που
τηρούνται είναι αυτοί του θεάµατος και της τηλεοπτικής του αναπαράστασης. Οι
τελευταίοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Την υπερ-εκτίµηση του «παρόντος
χρόνου» («present time»). Ο άκρατος «παροντισµός» («presentism») ή οι τάσεις
ενεστωποίησης του παρελθόντος, σύµφωνα µε τον χαρακτηρισµό του Ζ.

669
Bobbio, Norberto, Το Μέλλον της ∆ηµοκρατίας, (µτφρ. Π. Ράµµος, πρόλ.- επιµ. Ε. Βενιζέλος), εκδ.
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 112.

283
Παπαδηµητρίου670, που πολλές φορές υιοθετούν τα µέσα για να ανταποκριθούν στην
υπέρτατη «αξία» της επικαιρότητας, δεν συµβαδίζει µε τον αναγκαίο χρόνο ωρίµασης
και ολοκλήρωσης των παραδοσιακών πολιτικών διαδικασιών. Ο ετεροχρονισµός του
πολιτικού µε τον µεσοποιηµένο χρόνο έληξε µε την επικράτηση του δεύτερου671. Οι
πολιτικές διαδικασίες απαξιώθηκαν, ο «κύκλος της πολιτικής» άλλαξε. Ο τετραετής
ρυθµός των εκλογών έχει και αυτός αλλοιωθεί από την υπερτίµηση του «στιγµιαίου».
Οι πολιτικοί κρίνονται πολύ πριν τις εκλογές. Κρίνονται από την καθηµερινή τους
προβολή στα ΜΜΕ. Εξάλλου, όπως παρατηρεί και η P. Norris672, καθώς και άλλοι
θεωρητικοί, είµαστε σε µια συνεχή προεκλογική περίοδο.
ε) Το διακύβευµα673: Το διακύβευµα δεν είναι τελικά η υπηρέτηση κάποιου είδους
δηµοκρατικού ιδεώδους ή ενός νέου µοντέλου δηµοκρατικής διακυβέρνησης και η
τήρηση βασικών παραµέτρων όπως η διευκόλυνση του δηµοκρατικού διαλόγου
συνολικά, ή της επικοινωνίας µεταξύ πολιτικών και πολιτών. Η «επικοινωνιακά και
ορθολογικά συγκροτηµένη εξουσία» στην οποία εναποθέτουν τις ελπίδες τους οι Rawls
και Habermas674 δεν εξυπηρετείται, τουλάχιστον µε τον τρόπο που θα έπρεπε µε το
επικοινωνιακό συµβόλαιο. Ο στόχος επικεντρώνεται περισσότερο στο να πείσουµε τον
τηλεθεατή για τα λεγόµενά µας τηρώντας τις αρχές της αποδοτικής επικοινωνίας και
όχι της ορθολογικής πειθούς. Τα επιχειρήµατα ελέγχονται πρώτα για την τηλεοπτική
και επικοινωνιακή τους συµβατότητα και µετά για την πολιτική τους ορθότητα. Ο
ποµπώδης λόγος είναι συχνό φαινόµενο στα τηλεοπτικά πάνελ όπως επίσης και οι
«φαντασµαγορικές» ρητορικές τηλεµαχίες που διεγείρουν το ενδιαφέρον καλύπτουν δε
συγχρόνως και νοηµατικά κενά στις «πολιτικές συζητήσεις», παρέχοντας δίχτυ

670
Παπαδηµητρίου, Ζήσης, ό.π, σελ. 16.
671
Για χαρακτηριστικά του «µιντιακού-µεσοποιηµένου χρόνου» και του πολιτικού χρόνου αλλά και για
την σχέση µεταξύ τους βλ. Thomas Meyer &Lew Hinchman, Media Democracy, How the Media
Colonize Politics, Polity Press, Cambridge, UK 2002, σελ. 40 κ.ε.
672
Βλ,σχετικά στο Νorris, Pippa, A Virtuous Circle. Political Communications in Postindustrial
Societies, Cambridge, Cambridge University Press, 2002.
673
Όπως σηµειώνει σχετικά η Κατερίνα Πάσσα για το διακύβευµα: «... Να πεισθεί ο τηλεθεατής-
ψηφοφόρος- απών, ως φυσικό πρόσωπο, αλλά τελικός αποδέκτης και αυτός για τον οποίον ουσιαστικά
γίνεται η συζήτηση (έµµεση απεύθυνση)», ό.π., σελ. 375.
674
Η διέξοδος που προτείνουν οι Rawls και Habermas, µε διαφορετικά επιχειρήµατα, ωστόσο, για την
«ανανέωση» της δηµοκρατίας είναι ο αναπροσδιορισµός της λαϊκής κυριαρχίας µε διυποκειµενικούς
όρους και η µεθερµηνεία της ‘επικοινωνιακά συγκροτηµένης εξουσίας’, βλ. Mouffe, Chantal, ό.π., σελ.
165.

284
ασφαλείας στους πολιτικούς που κρύβονται πίσω από τα επικοινωνιακά τους
τεχνάσµατα για να αποφύγουν τα πολιτικά επιχειρήµατα
ε) Η νοµιµοποίηση: Ενώ το κοινωνικό συµβόλαιο δικαιολογούσε και ουσιαστικά
νοµιµοποιούσε την άσκηση εξουσίας από τους κυβερνώντες το νέο συµβόλαιο
βασίζεται σε µια de factο, σε µια αναπόδραστη συνθήκη νοµιµοποίησης. Οι χρόνοι
τηλεθέασης δεν αφήνουν περιθώρια αµφιβολίας και αναστοχασµού. ∆ηµοκρατικό και
νόµιµο τεκµαίρεται ότι είναι το ορατό από όλους, το τηλεοπτικό. Η νοµιµοποίηση έχει
περιορισθεί στην προσπάθεια δικαιολόγησης τακτικών και στρατηγικών της
«τηλεπολιτικής», µέσα από έναν επικίνδυνο εργαλειακό ορθολογισµό και δεν
απευθύνεται στους όρους άσκησης της εξουσίας και ύπαρξης ακόµη αυτού του
συµβολαίου. Αυτήν (την ύπαρξή του) την αποδεχόµαστε ως κατάσταση εκ των ουκ
άνευ. Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις που οι όροι αντιστρέφονται και το τηλεοπτικό
είναι αυτό που παρέχει την νοµιµοποίηση στο πολιτικό. Το τελευταίο πολλές φορές
αναζητά την τηλεοπτική κάµερα για να νοµιµοποιήσει πράξεις και αποφάσεις του.
στ) Όροι σύναψης του συµβολαίου: Η έννοια της νοµιµοποίησης έρχεται να
καλύψει αναδροµικά την παντελή απουσία της κατά την σύναψη του συµβολαίου. Οι
όροι αυτού του συµβολαίου επιβλήθηκαν µε την καθηµερινή τους επανάληψη, µε µια
διαδικασία οικειοποίησης που έλαβε χώρα χωρίς να γίνεται, αρχικά τουλάχιστον, πολύς
λόγος για την σηµασία της. Εξάλλου, όσον αφορά τον συµβαλλόµενο που καλείται
ΜΜΕ είναι αµφίβολο και ακόµη πιο δύσκολο να εξακριβωθεί αν η διαµεσολαβηµένη
εξουσία που καλούνται τα ΜΜΕ να υπηρετήσουν έλκει από κάπου την ουσιαστική
νοµιµοποίησή της.
ζ) Η διακυβέρνηση: Το επικοινωνιακό συµβόλαιο δεν δίνει λύσεις και απαντήσεις
στο πρόβληµα διακυβέρνησης ή καλύτερα στην διερεύνηση των υποκειµένων της
διακυβέρνησης. Αντίθετα, προάγει την συνεχή µετακύλιση της εξουσίας ανάµεσα
στους συµβαλλόµενους (πολιτικούς, δηµοσιογράφους, τηλεοπτικό κοινό), οι οποίοι στο
τέλος έχουν µια πολύ ασαφή εικόνα για την θέση που καταλαµβάνουν µέσα στο
πολιτικό πεδίο. Οι ευθύνες, ακολούθως, µετακυλούνται και αυτές ανάλογα µε τις
περιστάσεις και έτσι άλλοτε φταίει το κοινό που δεν αντιδρά στα τηλεοπτικά
τεκταινόµενα, άλλοτε οι πολιτικοί µε την στάση ανοχής που επιδεικνύουν απέναντι

285
στην τηλεόραση και άλλοτε το ίδιο το µέσο, το «κουτί», που έχει την µαγική ιδιότητα
να αποκοιµίζει και να ξεγελά τους πάντες.
Από τις προηγούµενες παρατηρήσεις γίνεται αντιληπτό, γιατί πρέπει να
αναθεωρήσουµε την έννοια του «κοινωνικού συµβολαίου» που κυριαρχούσε στις
πολιτικές αντιλήψεις των Hobbes, Locke και Rousseau και να αρχίσουµε να
αντιµετωπίζουµε µε την δέουσα σοβαρότητα και ειλικρίνεια το «επικοινωνιακό
συµβόλαιο». Εξάλλου, η σύµπραξη σε αυτό είναι αναπόφευκτη και οδηγεί σε µια
αναγκαστική κοινωνική ειρήνευση η οποία, ως φαίνεται, δεν είναι το ζητούµενο αλλά
µάλλον η βάση εκκίνησης. Οι συµµετέχοντες σε αυτό το συµβόλαιο δεν εκχωρούν
αναγκαστικά ένα µέρος της εξουσίας τους για να επιτευχθεί η αποτελεσµατικότερη
διακυβέρνησή τους, όπως ισχυρίσθηκαν οι θεωρητικοί του κοινωνικού συµβολαίου.
Εκχωρούν τους ίδιους τους εαυτούς τους, χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγµα στο όνοµα
µιας ανύπαρκτης συµµετοχής τους στα τεκταινόµενα, στο όνοµα µιας ουτοπίας που
εξακολουθεί να συντηρεί τον µύθο της αυτο-κυβέρνησης, της αυτοκυριαρχίας του
ατόµου, ακολουθώντας τα κελεύσµατα του µεταµοντέρνου ατοµικισµού. Η κατάκτηση
του τηλεοπτικού φακού και η χρήση έστω και ελάχιστου χρόνου από τα ΜΜΕ
αντιµετωπίζεται ως κατάκτηση εξουσίας. Η εξίσωση δηµοσιότητα = επιτυχία δεν
ισχύει µόνο στην πολιτική αλλά είναι ευρέως αποδεκτή συνθήκη. Η συσσώρευση
ανώνυµων πολιτών στα τηλεοπτικά κανάλια για την διατύπωση µιας σηµαντικής ή
ασήµαντης γνώµης δηµιουργεί την επικοινωνιακή «υπεραξία», αν θα µπορούσαµε να
δανεισθούµε αυτόν τον όρο από την µαρξική θεωρία. Την υπεραξία αυτήν, δεν την
καρπούται ο πολίτης. Σε αυτόν δίνεται απλώς η ψευδαίσθηση λίγης πολύτιµης
δηµοσιότητας (µία από τις νέες κοινωνικές αξίες) και σε αντάλλαγµα δηλώνεται η
υποταγή του σε όλο αυτό το σύστηµα. Ένα σύστηµα που πολλές φορές χρησιµοποιεί η
επικοινωνιακή πολιτική για να απαλύνει το αίσθηµα της κυβερνητικής δυσανεξίας. Ο
πολίτης δεν αντιπροσωπεύεται από κανέναν, δεν συµµετέχει ουσιαστικά πουθενά κι
όµως θεωρεί ότι συµµετέχει παντού.
O επικοινωνιακός πολιτικός λόγος έχει µεγάλο µερίδιο ευθύνης σε αυτό το
έλλειµµα αντιπροσώπευσης. Υποβοηθούµενος από την ψευδαίσθηση της «κυρίαρχης
εποπτείας»675 που παρέχεται στον τηλεθεατή και συνίσταται στην αυταπάτη του

675
Fiske, J., TV, Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, ό.π., σελ. 21.

286
πλήρους ελέγχου της τηλεοπτικής εικόνας, άρα και της πραγµατικότητας που αυτή
απεικονίζει, ο «τηλεοπτικός πολίτης» θεωρεί ότι πλέον ο πολιτικός είναι υπό την
εποπτεία του. Η πληροφορία, εξάλλου, που λαµβάνει δεν είναι µόνο πολιτική αλλά έχει
έντονα στοιχεία διαπροσωπικού χαρακτήρα. Ο τηλεθεατής είναι σίγουρος ότι αφού
µπορεί και ελέγχει το σύνολο της εικόνας του πολιτικού που εκτίθεται µπροστά του
ελέγχει και τα λεγόµενά του. Έλεγχος σηµαίνει, σε αυτήν την περίπτωση, ότι κάποιος
έχει την συναίσθηση ότι αντιλαµβάνεται τα όρια και το περιεχόµενο του λόγου που
δέχεται. Ο ρεαλισµός της εικόνας, που αναλύσαµε στο προηγούµενο κεφάλαιο,
επιτείνει αυτήν την αίσθηση και διογκώνει παράλληλα την «απόλαυση της πλάνης»,
επικυρώνοντας έτσι το ψευδεπίγραφο του περιβόητου «ελέγχου»676. Ο «αναγνώστης»
του τηλεοπτικού λόγου παραιτείται µε αυτόν τον τρόπο από την κριτική θεώρηση του
πολιτικού λόγου που ακούει και βλέπει δεχόµενος αξιωµατικά την «κυρίαρχη
εποπτεία» που η τηλεοπτική οθόνη του προσφέρει. Η αµοιβή ή απολαβή που λαµβάνει
ο κυρίαρχος αναγνώστης για την παραχώρηση της κριτικής του ικανότητας είναι η
εύκολη ικανοποίηση που λαµβάνει από την τηλεθέαση του οικείου και το αίσθηµα
επάρκειας που ολοκληρώνει το σκηνικό της πολιτικής των ψευδαισθήσεων όπως την
αποκαλεί ο L. Bennett677.
Η έννοια του αναγνώστη, βέβαια, για την οποία ήδη έχουµε κάνει µνεία,
υποδηλώνει την ενεργητική συµµετοχή του ακροατή στα επικοινωνιακά γεγονότα. Μια
συµµετοχή που συνίσταται στην κατασκευή σηµασιών και την ταύτισή τους µε
υφιστάµενες κοινωνικές σχέσεις. Μια συµµετοχή που είναι κατεξοχήν ερµηνευτική-
παραγωγική διαδικασία που συνδιαµορφώνει το τηλεοπτικό κείµενο. Αυτή η νέα
έννοια της συµµετοχής, όµως, κινείται σε ένα καθαρά εγωκεντρικό- ατοµικιστικό
επίπεδο για το άτοµο. Η εξήγηση είναι απλή. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο J. Fiske,
«αυτή η παραγωγική ικανότητα είναι το αποτέλεσµα κοινωνικής εµπειρίας ή
κατάρτισης τυπικής ή άτυπης. ∆εν πρόκειται για έµφυτο χάρισµα αλλά για επίκτητη
ιδιότητα»678. Το επίκτητο είναι κοινωνικό και κατόπιν προσαρµόσιµο σε ατοµικούς
κώδικες. Ακόµη κι αν αυτή η επίκτητη ικανότητα του αναγνώστη µορφοποιείται κατά
µείζονα λόγο από την κοινωνική του ιδεολογικοποίηση δεν παύει στο τέλος να είναι

676
στο ίδιο, σελ. 187 κ.ε.
677
Bennett, L., Ειδήσεις, Η πολιτική των ψευδαισθήσεων, εκδ. ∆ροµέας, Αθήνα 1999.
678
Fiske, J., ό.π., σελ. 35.

287
ατοµική ιδιότητα. Ο πολίτης- τηλεθεατής συµµετέχει στην πολιτική. Αλλά αυτή η
συµµετοχή έχει τις δικές της παραµέτρους: α) είναι ατοµική διαδικασία β) λαµβάνει
χώρα σε ένα δευτερογενές επίπεδο (ερµηνεία του πολιτικού λόγου όχι ευθεία
παρεµβολή σε αυτόν), γ) είναι υστερόχρονη πολιτικά δράση αφού δεν κατευθύνεται
στην παραγωγή πολιτικής (ως πράξης- ενέργειας) αλλά στην ερµηνεία των
πεπραγµένων.
Ας µην αγνοούµε, επίσης, ότι η συγχρονική ανάδραση δεν είναι χαρακτηριστικό
της τηλεόρασης. Στην καλύτερη περίπτωση η όποια ανάδραση είναι καθυστερηµένη
(“delayed feedback”) και µπορούµε να την αναζητήσουµε σε δηµοσκοπήσεις της
κοινής γνώµης ή γκάλοπ που πάντως δεν επηρεάζουν τον πολιτικό λόγο την ώρα που
εκφέρεται, δεν συνιστούν, δηλαδή, αντίδραση µε την ουσιαστική έννοια του όρου αλλά
στην καλύτερη τους εκδοχή µία υστερόχρονη κριτική προσέγγιση. Όση οικειότητα
δηµιουργεί η τηλεόραση µε τα τηλεοπτικά πολιτικά πρόσωπα άλλη τόση απόσταση
προκαλεί µεταξύ των τηλεθεατών και των πραγµατικών πολιτικών γεγονότων. Η
εγρήγορση και η κινητοποίηση δεν συγκαταλέγονται στα χαρακτηριστικά της
τηλεοπτικής συµµετοχής που περισσότερο είναι µια εσωστρεφής ατοµική διαδικασία
που αποµονώνει τα άτοµα παρά µια διαδικασία που τα προτρέπει να συσπειρωθούν, να
κινητοποιηθούν ή να αλλάξουν κάτι. Η συµµετοχή στο πολιτικό γεγονός ως µέρος µιας
τηλεοπτικής πληροφορίας σηµαίνει πολύ απλά ότι ο κάθε τηλεθεατής συµµετέχει στην
δηµιουργία νοήµατος σχετικά µε το µήνυµα που δέχεται. Αυτό δεν συνεπάγεται
απαραίτητα ότι το νόηµα που παράγεται είναι κοινό ώστε να προωθηθεί µια συλλογική
αντίδραση. Η τελευταία προϋποθέτει και άλλες καταστάσεις, όπως η συνειδητοποίηση
και η παροχή κινήτρων. Το παράδοξο µε την πολιτική συµµετοχή µέσω τηλεόρασης
είναι ότι οι συµµετέχοντες βρίσκονται σε διάσταση τόπου, µπορεί και χρόνου, η
συµµετοχή είναι µια ιδεατή κατάσταση που ο καθένας βιώνει ξεχωριστά. Γιατί όπως
έχει ειπωθεί, η τηλεόραση είναι ένα δηµόσιο θέαµα που βιώνεται ιδιωτικά. Η
τηλεόραση λειτουργεί ως πρίσµα που διαθλά την συµµετοχή, την προσανατολίζει σε
κάθε άτοµο χωριστά και όχι ως µαγνητικό πεδίο που συγκεντρώνει την συµµετοχική
δράση των ατόµων. Αυτή η κεντρόφυγη κατεύθυνση στην τηλεοπτική συµµετοχή σε
ένα πολιτικό γεγονός έρχεται σε αντίθεση µε την πραγµατική κεντροµόλο συµµετοχή

288
σε ένα πολιτικό γεγονός. Η απόπειρα σχηµατικής αναπαράστασης της εν λόγω
διαφοροποίησης φαίνεται παρακάτω στην εικόνα 1.

1. Μη διαµεσολαβηµένο γεγονός 2. ∆ιαµεσολαβηµένο γεγονός

MME (TV)

Κεντροµόλος συµµετοχή Κεντρόφυγη συµµετοχή

Εικόνα 1: Είδη συµµετοχής. Τα τόξα υποδηλώνουν την φορά της συµµετοχής (κεντροµόλο
ή κεντρόφυγη). Στο σχήµα 2 το πραγµατικό γεγονός διαµεσολαβείται από το πλαίσιο των
ΜΜΕ.

Καταφέραµε λοιπόν, να µετασχηµατίσουµε την συµµετοχή σε ατοµική διαδικασία,


σε διαδικασία κατανάλωσης της πολιτικής και το χειρότερο σε διαδικασία που όχι µόνο
δεν προκαλεί τύψεις αλλά, αντίθετα, είναι συστατικό τέρψης στον κυρίαρχο τηλεθεατή.
Η τέρψη που προκαλείται από την ψευδαίσθηση µιας πλαστής ευδαιµονίας και
αυτοϊκανοποίησης , η τέρψη που προκαλείται από µια ασυνείδητη άγνοια για αυτό που
παραλείπεται. Όσο αυτή η κατάσταση ευφορίας διατηρείται, η πολιτική συµµετοχή των
πολιτών θα εξακολουθεί να περιορίζεται σε µια συµµετοχική ερµηνεία του πολιτικού
λόγου. Εξάλλου κανείς δεν θέλει να παραιτηθεί από µια κατάσταση «αγνωστικής
ευτυχίας», γιατί η παραίτηση από την αθωότητα κοστίζει ακριβά.
Τελικά, η τηλε-οπτική δηµοκρατία έχει πλήρως επαληθεύσει την σηµασιολογία των
λέξεων που την συνθέτουν. Είναι µια δηµοκρατία που βιώνεται οπτικά από απόσταση
(τηλε), ικανή για να δηµιουργήσει απάθεια σε αυτούς που δεν εµπλέκονται άµεσα στα
τηλεοπτικά τεκταινόµενα παράλληλα µε κάποιες τάσεις ηδονοβλεψίας. Είναι µια
«εξοµολογητική» για τους πρωταγωνιστές της και «ηδονοβλεπτική» για τους τηλε-

289
θεατές της δηµοκρατία. Οι µεν, εξοµολογούνται στους δηµοσιογράφους οι δε, µε µια
σαρκοβόρα ηδονή που χαρακτήριζε το πλήθος στις ρωµαϊκές αρένες, αρέσκονται να
βλέπουν πολιτικούς και γενικά «δηµόσια πρόσωπα» να κατατροπώνονται υπό το βάρος
της αδιάψευστης τηλεοπτικής αλήθειας. Και όλα αυτά µε το αζηµίωτο. Τουλάχιστον το
ρωµαϊκό πλήθος δεν αρνήθηκε ποτέ τον απάνθρωπο χαρακτήρα των θεαµάτων που
παρακολουθούσε, συµµετείχε συνειδητά εκάστοτε στην «διεξαγωγή» της διαφθοράς µε
έναν δηµόσιο συνθηµατικό λόγο. Είχε το βάρος της συµµετοχής και της ευθύνης. Το
τηλεοπτικό κοινό όντας πιο αιµοβόρο είναι, µε ένα σχήµα οξύµωρο, καλά κρυµµένο
µπροστά από την τηλεοπτική οθόνη και συµµετέχει στην δική του αρένα χωρίς καν να
το οµολογεί στον εαυτό του.
Η πραγµατική συµµετοχή, όπως είπαµε, ενέχει ευθύνη, επιλογή στάσης, απόφαση.
Ο συµµετέχων ευθύνεται προσωπικά και δεν µπορεί να κατακρίνει, τουλάχιστον µε την
ίδια δριµύτητα τον αντιπρόσωπό του (πολιτικό). Η µετάθεση (του υποκειµένου) που
λειτουργεί ως ρητορικό όπλο στον πολιτικό λόγο679 είναι και σχήµα πραγµατικό.
Μετάθεση ευθυνών από τους πολιτικούς στον απλό πολίτη, ο οποίος αγνοεί το γεγονός
ότι όση «εξουσία» επωµίζεται τόση ανευθυνότητα κερδίζει ο πολιτικός, χωρίς, ωστόσο,
να χάνει τίποτα σε πραγµατική εξουσία. Ο ισολογισµός είναι πάντα, κατ’ αυτόν τον
τρόπο, ελλειµµατικός για τον πολίτη. Το τίµηµα των µαζικών ΜΜΕ είναι η έλλειψη
εντοπισµού της πολιτικής ευθύνης.
Μια σειρά από αλυσιδωτές συνέπειες στον χώρο της πολιτικής οφείλουν την
ύπαρξή τους στην παρεµβολή των ΜΜΕ. Για του λόγου το αληθές...

5.3. Η σύγχρονη τηλεοπτική δηµοκρατία

«Η τηλεοπτική δηµοκρατία καταργεί τη δηµοκρατική αυτονοµία της πολιτικής,


εξουθενώνει τη δηµοκρατική αξία της συµµετοχής και του ελέγχου, ενταφιάζει κάτω από τα
τηλεοπτικά σκουπίδια τα µεγάλα κοινωνικά, πολιτισµικά και πολιτικά προβλήµατα, χειραγωγεί
τη λήψη πολιτικών αποφάσεων και κοινωνικών προτιµήσεων»680.

679
Βλ. κεφ. 1.
680
Απόσπασµα από οµιλία του πρώην προέδρου του Συνασπισµού κ. Ν. Κωνσταντόπουλου στο
Συνέδριο µε θέµα: "Η ποιότητα στην τηλεόραση" που οργάνωσε το Πανεπιστήµιο Αθηνών και το
Υπουργείο Τύπου και Μ.Μ.Ε. σε συνεργασία µε τα Πανεπιστηµιακά Τµήµατα Επικοινωνίας,
∆ηµοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε., του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Παντείου Πανεπιστηµίου και του
Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης (Αθήνα 28 Νοεµβρίου 2002), βλ. για το σχετικό
απόσπασµα στο άρθρο του Σ. Μανιάτη «Κανιβαλισµός και ασυδοσία», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 29-11-2002.

290
Μία πρώτη, περιεκτική αλλά καθόλου αισιόδοξη άποψη για την τηλεοπτική
δηµοκρατία η οποία, µάλιστα, διατυπώνεται από πολιτικό πρόσωπο. Είναι τόσο
δυσοίωνες οι προοπτικές της τηλεοπτικής δηµοκρατίας; Μήπως τελικά µε το να
εναποθέτουµε στα ΜΜΕ όλες τις ευθύνες για την τροπή που έχει προσλάβει η πολιτική
δηµοκρατία σήµερα, βρίσκουµε απλώς ένα καλό άλλοθι για να στρέψουµε το βλέµµα
µας µακριά από τους πραγµατικούς ιθύνοντες;
Έχει υποστηριχθεί ξανά σε αυτήν την µελέτη ότι οποιοδήποτε µέσο –
επικοινωνιακό ή µη- είναι επιδεκτικό χρήσης από την κοινωνία από την οποία, σε
τελευταία ανάλυση, αναδεικνύεται η αξία χρήσης του. ∆εν αµφισβητείται επίσης ότι
για να µπορέσει µια κοινωνία να αξιοποιήσει προς το γενικό της όφελος ένα µέσο και
στην προκειµένη περίπτωση το τηλεοπτικό µέσο, πρέπει να διαθέτει τις κατάλληλες
υποδοµές και την ανάλογη ισορροπία κοινωνικών δυνάµεων. ‘Όταν οι δύο τελευταίες
έχουν διαβρωθεί είναι φυσικό να διαφεύγουν από τον έλεγχο θεσµοί και διαδικασίες
που σε διαφορετική περίπτωση θα διευκόλυναν την λειτουργία µιας κοινωνίας.
Η εισβολή των ΜΜΕ πρώτα στις προεκλογικές αναµετρήσεις και µετά σε όλο
το φάσµα της πολιτικής σήµαναν την έναρξη µιας αλληλουχίας συνεπειών και
διαδικασιών οι οποίες, επειδή µάλλον δεν κατανοήθηκαν στις πραγµατικές τους
διαστάσεις, δεν έτυχαν της ανάλογης προσοχής. Τα ΜΜΕ διέφυγαν από τον έλεγχο
των κοινωνικών οµάδων, που έτσι κι αλλιώς από καιρό είχαν χάσει την κοινωνική τους
ισχύ, και κατάφεραν να διεισδύσουν τόσο βαθιά στην πολιτική ανατρέποντας
κατεστηµένες θέσεις ισχύος. Η διαδικασία της «αποικιοποίησης της πολιτικής»681
(«colonization of politics») από τα ΜΜΕ ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα ακολουθώντας
τους φρενήρεις ρυθµούς της επικοινωνιακής κλιµάκωσης. Οι πολιτικοί άρχισαν,
σταδιακά, να µετριάζουν την αντίληψή τους περί εξουσίας µόλις ο τηλεοπτικός φακός
τους προσκάλεσε σε µια άνευ όρων δηµοσιότητα η οποία, όπως απεδείχθη σε πολλές
περιπτώσεις, λειτούργησε αρνητικά για την πολιτική τους υπόσταση. Η σαγήνη όσο

681
Ο όρος χρησιµοποιείται από τους Thomas Meyer και Lew Hinchman, οι οποίοι τον δανείσθηκαν από
τον J. Habermas για να περιγράψουν την άνευ όρων παράδοση της πολιτικής στα ΜΜΕ, η οποία
σηµαίνει µε την σειρά της ότι όχι µόνο επηρεάστηκε η πολιτική ως σύστηµα και ως δοµή αλλά άλλαξε
και η λογική της, η «παραγωγική», όπως την αποκαλούν οι συγγραφείς, διαδικασία της. Το στοιχείο που
προβληµατίζει, ωστόσο, όπως υποστηρίζουν, είναι η εθελούσια προσχώρηση της πολιτικής στην
διαδικασία αποικιοποίησης η οποία από µόνη της συνιστά πολιτική επιλογή. Βλ. σχετικά ό.π., σελ. 56
κ.ε.

291
και ο πειρασµός της εύκολης «αλιείας» ψήφων που προσέφερε απλόχερα η τηλεόραση
έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις επιλογές των πολιτικών και την αποδοχή µια κατάστασης
υπερ-δηµοσιοποίησης της πολιτικής. Η εκούσια αυτο- µεσοποίηση («self-
mediatization») των πολιτικών682, δηλώνει, κατά την γνώµη µας την «αυτοπάθεια»
του φαινοµένου. ∆εν αντιλήφθηκαν οι κατέχοντες την εξουσία, τουλάχιστον αρχικά,
ότι µια αµετροεπής δηµοσιοποίησή του εαυτού τους συνοδεύεται από µια αδηφάγο
ηδονοβλεψία του κοινού που καταντά βαρβαρότητα. ∆εν είναι τυχαίο ότι τα
περισσότερα πολιτικά σκάνδαλα, αν όχι όλα, έλαβαν χώρα και έγιναν γνωστά µέσα
από την τηλεόραση. Παρατηρούµε µάλιστα ότι όσο πιο ισχυρή είναι η παρουσία των
ΜΜΕ σε µια κοινωνία τόσο πληθαίνουν τα πολιτικά σκάνδαλα. Αν και δεν είναι κανείς
εναντίον της πληροφόρησης του κοινού και της πάταξης της διαφθοράς εντούτοις δεν
µπορούµε να αγνοήσουµε ότι τα «προκατ- τηλεοπτικά» σκάνδαλα, τα σκάνδαλα που
επινοούνται απλώς και µόνο για να ανεβάσουν τους δείκτες τηλεθέασης έχουν λάβει
ανησυχητικές διαστάσεις. Η έννοια της «διάστασης» και του ορίου είναι, κατά την
γνώµη µας, ιδιαίτερα σηµαντική στην πολιτική γιατί µπορεί να αποτελέσει ασφαλές
κριτήριο για την στοιχειοθέτηση του «αντικειµενικά ορθού» αν και η ανάλυση της
έννοιας του αντικειµενικού είναι από µόνη της πολυδιάστατη. Για να αποφύγουµε
θεωρητικές ακροβασίες θα περιοριστούµε στην παρατήρηση ότι η υπέρβαση των ορίων
είναι πολύ εύκολη όταν δεν είναι γνωστά αυτά τα όρια από την αρχή. Η ελληνική
κοινωνία πρώτα βίωσε την άλωσή της από τα ΜΜΕ και κατόπιν έσπευσε να περιορίσει
σε έκταση το φαινόµενο.

5.3.1.Το ιστορικό µιας ... τερατογένεσης


Η εδραίωση του επικοινωνιακού συµβολαίου, στο οποίο αναφερθήκαµε δεν
αποτέλεσε απλώς µια αλλαγή στις επικοινωνιακές συνθήκες της πολιτικής.
Ακολουθήθηκε από µια συνολική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό και στους σύγχρονους
όρους πραγµάτωσης της δηµοκρατίας. Ο λόγος περί «τηλεοπτικής δηµοκρατίας»
στην Ελλάδα συνυφαίνεται παράλληλα µε την αναδιοργάνωση και τον
εκσυγχρονισµό του ελληνικού κράτους. Η τηλεοπτική δηµοκρατία µπήκε δειλά δειλά
στην ηµερήσια διάταξη της πολιτικής στην χώρα µας στην δεκαετία του ’80. Η

682
στο ίδιο, σελ. 58 κ.ε.

292
ελληνική τηλεοπτική πραγµατικότητα αποτίναξε τα δεσµά του κρατικού µονοπωλίου
και «επέτρεψε» την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στον χώρο της ραδιοτηλεόρασης
σχετικά αργά (µόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’80). Από το χρονικό σηµείο αυτό και
µετά η ανάπτυξη των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθµών καλπάζει µε γοργούς ρυθµούς
και επιβάλλει τους δικούς της κανόνες, απορροφώντας σιγά σιγά το σύνολο της
πολιτικής ζωής και συνδέοντας το «τηλεοπτικό» µε το «πολιτικό» σε µια σχέση
αµοιβαίας αλληλεξάρτησης µε συνδετικό κρίκο την «δηµοσιότητα».
Ήδη από την δεκαετία του ’80 είχαν διαφανεί οι προποµποί της «νέας τάξης
πραγµάτων» ιδιαίτερα µε τις τηλεοπτικές µεταδόσεις των µαζικών προεκλογικών
συγκεντρώσεων οι οποίες γρήγορα κατηγορήθηκαν ως προϊόν τηλεοπτικού µοντάζ µε
στόχο τον αποπροσανατολισµό του εκλογικού σώµατος. Αλλά σε αυτήν την πρώιµη
περίοδο εξακολουθούσε να είναι ισχυρή η άποψη ότι οι πολιτικοί χρησιµοποιούν τα
µέσα και όχι το αντίθετο. Εξάλλου το κρατικό µονοπώλιο εξακολουθούσε να
καταδυναστεύει το χώρο των επικοινωνιών. Η Α΄ τηλεοπτική δηµοκρατία683, ας µας
επιτραπεί ο όρος, διερχόταν ακόµη την «περίοδο της αθωότητάς της» και τα ΜΜΕ
αντιµετωπιζόταν ως ένα ισχυρό επικοινωνιακό όπλο στα χέρια των πολιτικών. Είµαστε
ακόµη στην «εποχή της πλατείας όπου το βάρος της επικοινωνιακής πολιτικής έπεφτε
στις µεγάλες συγκεντρώσεις της πλατείας Αριστοτέλους και του Συντάγµατος684. Ήταν
η εποχή που «γέµιζες την πλατεία... κέρδιζες τις εκλογές».
Αυτή η περίοδος δεν κράτησε πολύ: Άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ’80
και τελείωσε στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, όπου από το 1987 και µετά εισήλθαν στο
µιντιακό σκηνικό τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια685. Ο Στ. Παπαθανασόπουλος
παρατηρεί: «Η απελευθέρωση του ελληνικού τηλεοπτικού τοπίου ήταν αποτέλεσµα
τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών πιέσεων, συµφερόντων και συγκυριών.

683
Ο διαχωρισµός της ελληνικής τηλεοπτικής δηµοκρατίας σε περιόδους συγκλίνει σε κάποια σηµεία µε
τον διαχωρισµό που κάνει ο Στ. Παπαθανασόπουλος της ελληνικής τηλεοπτικής ενηµέρωσης σε τρεις
φάσεις: α)1968-1989, β)1989-1994, γ)1996 έως και σήµερα, βλ. Παπαθανασόπουλος, Στ. Η δύναµη της
τηλεόρασης: Η λογική του µέσου και η αγορά, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997, σελ. 276 κ.ε.
684
«Η εποχή της πλατείας είχε και το «µάγο της» τον Τάσο Μπιρσίµ. Οι κάµερες τοποθετηµένες σε
γερανούς, ελικόπτερα και αερόστατα, η γυροσκοπική κάµερα και µια σειρά από άλλες καινοτοµίες
έδιναν... ‘απόσταση ασφαλείας’ από τα ... κενά της συγκέντρωσης, που σε συνδυασµό µε την σωστή
τοποθέτηση του κόσµου από το γραφείο κινητοποιήσεων του κόµµατος, τα πανώ και τα σηµαιάκια
έδιναν το προβάδισµα της νίκης στους αναποφάσιστους που δειλά δειλά κατέγραφαν οι πρώτες
δηµοσκοπήσεις της εποχής», στο «Η κατασκευή της πολιτικής εικόνας», περιοδικό ΈΨΙΛΟΝ, σελ. 28.
685
Το MEGA Channel εµφανίσθηκε στις τηλεοπτικές συχνότητες στις 20 Νοεµβρίου 1989 και ο
Antenna TV στις 31 ∆εκεµβρίου του 1989.

293
Στις εξωτερικές πιέσεις και συγκυρίες, θα µπορούσε κανείς να αναφέρει την ευρύτερη
διάδοση που είχε στην δεκαετία του ‘80 η ιδεολογία της ιδιωτικοποίησης των αγορών,
η αναδιάταξη των ραδιοτηλεοπτικών συστηµάτων της Ευρώπης, οι δυνατότητες που
προσέφερε η δορυφορική τηλεόραση και, τέλος, η τηλεοπτική πολιτική της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία, στην ουσία, διάνοιγε τον δρόµο για την είσοδο των
φορέων του ιδιωτικού τοµέα στα ραδιοτηλεοπτικά συστήµατα των κρατών-µελών
της»686.
Οι µεταλλάξεις και οι παρενέργειες που επέφεραν οι ιδιωτικοί, «ανεξάρτητοι»
τηλεοπτικοί σταθµοί στην πολιτική έγιναν γρήγορα ορατές από το έµπειρο µάτι των
δηµοσιογράφων, των πανεπιστηµιακών και του συνόλου των αρθρογράφων. Οι
Έλληνες πολιτικοί, πέρασαν και αυτοί το κατώφλι της «διαδικασίας σύγχρονης
δηµοσιότητας» («modern publicity process»), όπως την χαρακτηρίζει ο Jay
Blumler687. Η «Α΄περίοδος» της τηλεοπτικής δηµοκρατίας είχε οριστικά παρέλθει
παραχωρώντας την θέση της στη «Β΄περίοδο», όπου τα ΜΜΕ εισήλθαν δυναµικά στο
πολιτικό σκηνικό και απέδειξαν, µε κυνικό τρόπο πολλές φορές, ότι, όσον αφορά στο
θέµα της χειραγώγησης, είναι σε θέση να αναλάβουν τον ρόλο του υποκειµένου και όχι
του αντικειµένου της. Θεωρούµε ότι η Β΄περίοδος της τηλεοπτικής δηµοκρατίας
διήρκεσε έως το 1996, την χρονική στιγµή ακριβώς που ωρίµασε και κατοχυρώθηκε
επίσηµα ο ρόλος της µε την απόφαση των πολιτικών αρχηγών των δύο µεγάλων
κοµµάτων (Μ. Έβερτ και Κ. Σηµίτη) να αναδείξουν την τηλεόραση ως χώρο επίσηµο
προεκλογικής αντιπαράθεσης και να προχωρήσουν στην πρώτη τηλεµαχία (debate)688.

686
Παπαθανασόπουλος, Στέλιος, Η τηλεόραση στον 21ο αιώνα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2005, σελ. 285
κ.ε.
687
Οι πολιτικοί και τα κόµµατα έχουν προσαρµοσθεί σε αυτήν την διαδικασία «αφού προσαρµόζουν τις
δραστηριότητές τους και τις αποφάσεις τους σύµφωνα µε τις προσταγές που επιβάλλει το τηλεοπτικό
µέσο, καθώς όχι µόνον επιδιώκουν να παρουσιαστούν όσο το δυνατόν περισσότερο στις τηλεοπτικές
κάµερες, αλλά και σχεδιάζουν τις δραστηριότητές τους µε τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στις
προθεσµίες που θέτουν τα Μέσα και να προσανατολίζουν µεγάλο µέρος των ικανοτήτων τους στην
παραγωγή συνθηµατολογικών εκφράσεων (sound bites)», Παπαθανασόπουλος, Στ., «Τηλεόραση και
εκλογές στην Ελλάδα τη δεκαετία 1990-2000», στο ∆εµερτζής, Ν., (επιµ.) Η Πολιτική Επικοινωνία στην
Ελλάδα, ό.π., σελ. 44.
688
Όπως περιγράφεται αυτή η τηλεµαχία από το Ειδικό Ένθετο - αφιέρωµα στο ΒΗΜΑ, µε τίτλο «30
χρόνια εκλογικών αναµετρήσεων, Οι εκλογές του 1996», 3-03-2004: «Οι εκλογές του 1996 παρουσίασαν
µια καινοτοµία σε αυτόν τον τοµέα, δηλαδή στην επικοινωνιακή αναµέτρηση: για πρώτη φορά στην
Ελλάδα οι αρχηγοί των δύο µεγαλύτερων κοµµάτων αναµετρήθηκαν σε µια τηλεοπτική αντιπαράθεση.
Η διαδικασία βεβαίως δεν περιείχε ευθεία αντιπαράθεση µεταξύ των δύο πολιτικών. Ήταν µια
τηλεοπτική αναµέτρηση µε αυστηρούς κανόνες, όπου οι δύο πολιτικοί αρχηγοί απαντούσαν µε τη σειρά

294
Το 1996 ήταν επίσης χρονιά ορόσηµο για τις µεθόδους πολιτικής επικοινωνίας
στην χώρα µας, αφού το ΠΑΣΟΚ άνοιξε την αυλαία της πολιτικής αντιπαράθεσης στο
∆ιαδίκτυο689 και ουσιαστικά σήµανε την έναρξη της «Γ΄ περιόδου» της ελληνικής
τηλεοπτικής δηµοκρατίας. Οι βουλευτικές εκλογές του 2000 µε την εκτεταµένη χρήση
του Ίντερνετ από τα πολιτικά κόµµατα και τους υποψηφίους βουλευτές690 ανέδειξαν
νέες µορφές πολιτικής προσέγγισης των πολιτικών µε τους ψηφοφόρους τους,
εννοώντας πάντα τους «συνδεδεµένους» ψηφοφόρους, οι οποίοι στην χώρα µας
εξακολουθούν να είναι λίγοι για τα ευρωπαϊκά δεδοµένα691. Όπως σηµειώνει ο Ν.
Σαρτζετάκης: «Οι πρώιµες εκλογές του Απριλίου του 2000 έφεραν τους πολιτικούς σε
µια απρόσµενη προεκλογική περίοδο, κατά την οποία αρκετοί προσπάθησαν να µπουν
στο διαδίκτυο επειγόντως µε αποτέλεσµα τους τελευταίους δυο µήνες πριν από τις
εκλογές οι προσωπικές ιστοσελίδες των πολιτικών να εµφανίζονται µε εντυπωσιακούς
ρυθµούς που έφτασαν τις δύο και τρεις ιστοσελίδες την ηµέρα»692. Στα σύγχρονα όπλα
της πολιτικής επικοινωνίας προστέθηκε οριστικά και το Ιντερνετ για να προάγει πιο
άµεσες µορφές επικοινωνίας καθιστώντας την σχέση πολιτικού και ψηφοφόρου πιο
άµεση, πιο προσωπική, πιο ανθρώπινη.
Η πολιτική και τα ΜΜΕ έφθασαν σε τέτοιο βαθµό αλληλοδιείσδυσης που η
διατύπωση του υποκειµένου και του αντικειµένου ή του δέκτη της χειραγώγησης

τους στα ερωτήµατα των δηµοσιογράφων. Και οι δυο τους παρουσίασαν την εικόνα που οι περισσότεροι
περίµεναν».
689
«Επρόκειτο για µια ιστοσελίδα φιλοξενούµενη από την εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου
Hellas Online, η οποία δεν ανανεώθηκε σχεδόν ποτέ... Πρώτος ο Συνασπισµός εισέρχεται οργανωµένα
στο ∆ιαδίκτυο το 1997 και ακολουθούν έστω και καθυστερηµένα τα υπόλοιπα ελληνικά κόµµατα την
περίοδο 1998-1999. Το ΠΑΣΟΚ, που έκανε την πρώτη προσπάθεια το 1996, θα επανέλθει ουσιαστικά
στον κυβερνοχώρο ύστερα από τρία χρόνια, το 1999, µε µια σαφώς ανανεωµένη και δυναµική
ιστοσελίδα και µε δική του διεύθυνση (URL). Βλ. σχετικά Κωτσικοπούλου, Βασιλική, «Εκλογές &
∆ιαδίκτυο: Η περίπτωση του Ηνωµένου Βασιλείου και της Ελλάδας», στο ∆εµερτζής, Ν., (επιµ.), Η
Πολιτική Επικοινωνία στην Ελλάδα, ό.π., σελ. 197.
690
Η Β. Κωστικοπούλου γράφει: «Από τα περίπου 35 ελληνικά κόµµατα που συµµετείχαν στις
βουλευτικές εκλογές του 2000, 16 είχαν διαδικτυακή παρουσία. Στις εκλογές αυτές, µάλιστα, έκαναν την
εµφάνισή τους και πρώτοι πολιτικοί ιστοδείκτες. Πέρα δηλαδή από τις σελίδες των ελληνικών πυλών
(portals) που ήταν αφιερωµένες στην πολιτική, όπως αυτή του in.gr ή του robby.gr ή της the.gr, υπήρξαν
και σελίδες που δηµιουργήθηκαν µε βασικό σκοπό την προβολή της διαδικτυακής παρουσίας των
κοµµάτων και των υποψηφίων και την ενηµέρωση της προεκλογικής εκστρατείας», στο ίδιο, σελ. 200-
201.
691
Για την χρήση του Ίντερνετ στις εκλογές του 2000 βλ. Κωστικοπούλου, Β., στο ίδιο, σελ. 200-210,
όπως επίσης και ∆εµερτζή Ν. & Α. Αρµενάκη, «Πολιτική (κυβερνο)κουλτούρα. Πολιτική χρήση και
αξιοπιστία του ∆ιαδικτύου», στο Παναγιωτοπούλου, Ρόη (επιµ), Η Ψηφιακή Πρόκληση, ΜΜΕ και
∆ηµοκρατία, εκδ. Τυπωθήτω- Γιώργος ∆αρδάνος, Αθήνα 2003, σελ. 253-276.
692
Σαρτζετάκης, Νεκτάριος, «Πολιτική Επικοινωνία στο ∆ιαδίκτυο. Η περίπτωση της Ελλάδας στις
βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2000», στο: Παναγιωτοπούλου, Ρόη (επιµ), ό.π. σελ. 281.

295
καθίσταται πλέον εξαιρετικά δυσχερές έργο. Συνήθως, µια τέτοια κατάσταση ασάφειας
όσο και «ισορροπίας» υποδηλώνει την ύπαρξη ισορροπίας ή συµφωνίας σε άλλα
επίπεδα, διαπίστωση που είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Και µόνο η υπόθεση ότι η
τέταρτη εξουσία693 είναι ισοδύναµη ουσιαστικά µε τις άλλες τρεις δηµιουργεί
ισοδύναµα µεγέθη µοιράζοντας απλόχερα την εξουσία ακόµη και σε υποκείµενα που
στερούνται θεσµικής νοµιµοποίησης για να αναλάβουν τέτοιου είδους ευθύνη. Σε
αυτήν την περίπτωση µια ενδεχόµενη τυπική κατοχύρωση αυτής της διανοµής
δύναµης, όπως π.χ. η έννοια της «τηλεοπτικής δηµοκρατίας» στην οποία
αναφερθήκαµε, δεν είναι τίποτα παραπάνω από µια θεωρητικά ορθή κατασκευή που
έρχεται να κυρώσει αναδροµικά µια ήδη διαµορφωµένη κατάσταση. Για λόγους
ιστορικής συνέπειας, τουλάχιστον, οφείλουµε να διευκρινίσουµε ότι «η δύναµη του
Τύπου προέκυψε από τη δυνατότητά του να προσφέρει ή να αποσιωπά τη δηµοσιότητα
και από την ικανότητά του να ενηµερώνει την κοινή γνώµη»694. Η σηµερινή τέταρτη
εξουσία δεν ενηµερώνει απλώς την κοινή γνώµη, την διαµορφώνει και την υποτάσσει
σε ένα µέγεθος προσαρµόσιµο στις δικές της ανάγκες.
Στο διεθνές πολιτικό στερέωµα η τηλεοπτική δηµοκρατία είναι µέγεθος
ανάλογο µε την ανάπτυξη και την επέκταση των ΜΜΕ σε κάθε κράτος695. Ήδη από το
1990 ο πρώην καγκελάριος της ∆υτ. Γερµανίας Helmut Schmidt έκανε λόγο για την
«τηλεοπτική δηµοκρατία»696. Όπως γράφει ο Φ. Μαλιγκούδης, «Για τον παλαίµαχο
σοσιαλδηµοκράτη πολιτικό η εποχή της ‘∆ηµοκρατίας της εφηµερίδας’ είχε πια
ξεπερασθεί. Βρισκόµαστε σήµερα στην εποχή της τηλεοπτικής ∆ηµοκρατίας, µε τους
πολιτικούς να έχουν προσαρµοσθεί στις ιδιαιτερότητες του νέου αυτού µέσου: να

693
«Ο όρος ‘τέταρτη εξουσία’ επινοήθηκε, όπως λέγεται, από τον Edmund Burke στην Αγγλία, στα τέλη
του δέκατου όγδοου αιώνα, για να αναφερθεί στην πολιτική δύναµη που είχε αποκτήσει ο Τύπος, και
ήταν εφάµιλλος µε τις τρεις ‘εξουσίες’ του βρετανικού βασιλείου: Τους Λόρδους, την Εκκλησία και την
Αστική Τάξη», βλ. στο McQuail, D., Η θεωρία της µαζικής επικοινωνίας για τον 21ο αιώνα, ό.π., σελ.
179.
694
στο ίδιο, ό.π., σελ. 179.
695
Για µια συνολική επισκόπηση στον διεθνή χώρο της επίδρασης των ΜΜΕ στην πολιτική και
ειδικότερα στις µεθόδους προεκλογικής επικοινωνίας, βλ. στον συλλογικό τόµο Swanson, David, L και
Mancini, Paolo (eds), Politics, Media and Modern Democracy: An International Study of Innovations in
Electoral Campaigning and Their Consequences, Praeger, Westport, Connecticut, London 1996. Από την
αρθρογραφία για την θέση της τηλεόρασης στην διεθνή πολιτική σκηνή βλ. ενδεικτικά το άρθρο της
Ματρώνης ∆ικαιάκου «Εκείνοι, εµείς και η TV», µε αναφορές στην Βρετανία, την Γαλλία, την
Γερµανία, την Ισπανία και τις Η.Π.Α, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16-02-1997, σελ. 40.
696
Schmidt, Helmut, On Men and Power, A Political Memoir, Vintage/ Ebury (A Division of Random
House Group), 1990.

296
εκφέρουν δηλαδή, λόγω του ασφυκτικά περιορισµένου τηλεοπτικού χρόνου,
γενικόλογες δηλώσεις και κυρίως να έχουν ευχάριστο παρουσιαστικό, να φαίνονται
συµπαθείς όταν κοιτούν, µέσω της κάµερας, το κοινό τους στα µάτια...»697.
Ενδεικτικά αναφέρουµε από τον ευρωπαϊκό χώρο ως παράδειγµα τηλεοπτικής
δηµοκρατίας την Ιταλία όπου ο λεγόµενος «µπερλουσκονισµός»698 µε την
συγκέντρωση πάνω από το 50% στα ΜΜΕ (τηλεόραση, εφηµερίδες, περιοδικά,
εκδοτικοί οίκοι) επέβαλλε την µονοπώληση της πληροφόρησης και συνακόλουθα της
πολιτικής εξουσίας. Γιατί κατέχων και εξουσιάζων κατ΄επέκταση, σήµερα είναι ο
κατέχων την πληροφορία. «Η Ιταλία», όπως παρατηρεί ο Γ. Ρωµαίος «περνάει πλέον
στην ιστορία ως η πρώτη ‘τηλεοπτική δηµοκρατία’ και ανατρέπει τις προβλέψεις του
καηµένου Τζόρτζ Όργουελ»699. Οι γενικές εκλογές του 1994 ήταν το σηµείο εκκίνησης
µιας νέας εποχής για τα ιταλικά δεδοµένα αλλά και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα
της γενίκευσης του φαινοµένου της «αµερικανοποίησης»700 της ευρωπαϊκής πολιτικής,
όπως έχει επικρατήσει ο όρος, µε τους ειδικούς (και µη) της επικοινωνίας να
αναλαµβάνουν τα ηνία της πολιτικής, να καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού, να
αποφασίζουν για τις κινήσεις των πολιτικών αρχηγών701.
Η περίπτωση της αµερικανικής δηµοκρατίας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική
για να διαγνώσουµε τους όρους που επέβαλλε στο παιχνίδι η τηλεόραση702. Πριν
ακόµη εδραιωθεί το τηλεοπτικό ως όρος της δηµοκρατίας οι αµερικανικές εκλογές

697
βλ. σχετικά στο άρθρο του Φαίδωνα Μαλιγκούδη, «Μια παρθενογένεση», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15-03-
2001.
698
Για το φαινόµενο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, τις αιτίες εµφάνισής του και τις «παρενέργειες» που
προκάλεσε, βλ. µεταξύ άλλων Mazzoleni, Giampriet, «Patterns and Effects of Recent Changes in
Electoral Campaigning in Italy», στο Swanson, David, L & Paolo Mancini, (eds), ό.π , σελ. 193-206.
699
Ρωµαίος, Γ., «Η ‘τηλεοπτική δηµοκρατία’», ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-05-2001.
700
Όπως εξηγούν οι D. Swanson και P. Mancini υπάρχει διαφωνία µεταξύ των πολιτικών επιστηµόνων
για την καταλληλότητα της χρήσης του όρου «αµερικανοποίηση», όσον αφορά τις καινοτοµίες στην
προεκλογική πολιτική επικοινωνία. Ο όρος µπορεί να αναγνωσθεί ως υιοθέτηση σύγχρονων
προεκλογικών µεθόδων από τις Η.Π.Α. Πολλοί θεωρητικοί, ωστόσο, αντιτείνουν ότι οι νέες µέθοδοι
πολιτικής επικοινωνίας προέκυψαν ως συνέπεια εσωτερικών διεργασιών και ανάπτυξης στις εκάστοτε
χώρες και δεν είναι αποτέλεσµα µιµητισµού. Άρα, καταλήγουν, οι συγγραφείς ο όρος περισσότερο δίνει
το χωρικό στίγµα της καταγωγής- προέλευσης αυτών των µεθόδων από τις Η.Π.Α, όπου και
εφαρµόσθηκαν αλλά και µελετήθηκαν αυτές οι µέθοδοι, «Patterns of Modern Campaigning», στο
Swanson, David, L και Paolo Mancini (eds), ό.π, σελ.249 κ.ε.
701
Για τα χαρακτηριστικά αυτής της τάσης βλ. και παρακάτω σελ. 301.
702
Για την µια συνοπτική αλλά περιεκτική περιγραφή της σχέσης Πολιτικής, ΜΜΕ και σύγχρονης
δηµοκρατίας στις ΗΠΑ ιδιαίτερα όσον αφορά τις καινοτοµίες στις προεκλογικές εκστρατείες, βλ.
Nimmo, Dan, «Politics, Media and Modern Democracy. The United States», στο Swanson, David, L και
Paolo Mancini, (eds), ό.π., σελ. 29-49.

297
ήταν ήδη «τηλεοπτικοποιηµένες» και δοµηµένες µε τους κανόνες του θεάµατος. Ο
χαρακτήρας του θεάµατος και της τηλεοπτικής πολιτικής ήταν αντικειµενική
πραγµατικότητα στις προεκλογικές εκστρατείες των υποψηφίων προέδρων στις οποίες
ούτως ή άλλως εξαιτίας της προσωπολατρείας που τις χαρακτηρίζει προσδίδουν στον
υποψήφιο χαρακτήρα ηθοποιού αφού καλείται να σηκώσει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου το
βάρος της προεκλογικής εκστρατείας του κόµµατος που τον υποστηρίζει.
Η ιστορική αναδροµή και η συγκριτική επισκόπηση της τηλεοπτικής
δηµοκρατίας στην διεθνή πολιτική σκηνή δεν είναι το αντικείµενο µελέτης της
παρούσης. Κάποια στοιχεία, ωστόσο, που φαίνεται να οµοιάζουν σε όλες τις
περιπτώσεις, µας βοηθούν ώστε να συνάγουµε, µε µεγαλύτερη ασφάλεια, καθολικώς
αποδεκτά συµπεράσµατα. ∆εν αµφισβητείται, λοιπόν, το γεγονός ότι η ανάπτυξη των
ΜΜΕ ή καλύτερα η γιγάντωσή τους είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε τον οικονοµικό
παράγοντα καθώς ισχύει το ρητό «η ισχύς εν τη ενώσει». Η ιδιοκτησιακή
υπερσυγκέντρωση των ΜΜΕ είναι αποφασιστικής σηµασίας για την ενίσχυση και της
πολιτικής τους δύναµης. Στην κοινωνία της πληροφορίας όπως έχει επικρατήσει ο
όρος, όλα σχετίζονται µε το ποιος παράγει, επιλέγει, διανέµει και τελικά καταναλώνει
την πληροφορία. Είναι λογικό, λοιπόν, το ιδιοκτησιακό µονοπώλιο ή ολιγοπώλιο στα
ΜΜΕ να συνεπάγεται και µια οιονεί πληροφοριακή απολυταρχία, στην καλύτερη
περίπτωση ολιγαρχία. Η τηλεοπτική δηµοκρατία είναι ιδιαίτερα «ευαίσθητη» και
επιρρεπής στις σχέσεις της µε τον οικονοµικό παράγοντα. Τα οικονοµικά µεγέθη την
«αγγίζουν» άµεσα. Όταν έλθουν σε πολύ στενή επαφή µαζί της έχει την τάση να τα
αφοµοιώνει µε κερδοφόρο τρόπο. Αυτήν την αφοµοιωτική τάση πρέπει να προσεχθεί
ιδιαίτερα.

5.3.2.Τα γνωρίσµατα της τηλεοπτικής δηµοκρατίας µέσα από τον ελληνικό Τύπο
Για την τηλεοπτική δηµοκρατία και τα χαρακτηριστικά της θα µπορούσαν να
παρατεθούν πλήθος από αναφορές όσο και θεωρίες. Θεωρούµε ότι ένα
αντιπροσωπευτικό δείγµα άρθρων από τον Ηµερήσιο τύπο της χώρας µε θέµατα ή
καταστάσεις που άπτονται της «νέας µορφής πολιτεύµατος» είναι πιο πρόσφορη
µέθοδος για να ανιχνεύσουµε όχι µόνο τα θεωρητικά αδιέξοδα του όρου αλλά και τις
πρακτικές συνέπειές του. Εξάλλου, όπως ήδη προαναφέραµε, η τηλεοπτική δηµοκρατία

298
αποτέλεσε πρώτα εµπειρική πραγµατικότητα και µετά αντικείµενο θεωρητικής έρευνας
και αντιπαράθεσης703.
Οι περιπτώσεις και η αρθρογραφία στην οποία θα αναφερθούµε αφορούν
κυρίως, την Β΄ και Γ΄ περίοδο της τηλεοπτικής δηµοκρατίας και σχετίζονται µε
πολιτικά γεγονότα, σχόλια και κρίσεις που καταδεικνύουν την στενή σχέση πολιτικής
και ΜΜΕ, άλλοτε µέσα από ένα απαισιόδοξο πρίσµα και άλλοτε αποδεικνύοντας τα
τρωτά του µιντιακού συστήµατος. Θεωρούµε ότι µια τέτοια προσέγγιση που συνδέεται
άµεσα µε πραγµατικά περιστατικά είναι ιδιαίτερα σηµαντική γιατί έρχεται να
επικυρώσει ή να διαψεύσει τις υποψίες µας για τους σύγχρονους όρους άσκησης της
πολιτικής και δίνει, µε αυτόν τον τρόπο µια αντιπροσωπευτική εικόνα της
«δηµοκρατίας εν κινήσει», της δηµοκρατίας σε πράξη, συγκεκριµενοποιώντας,
παράλληλα, αφηρηµένες θεωρήσεις που αν αποκοπούν από την πολιτική
πραγµατικότητα µπορεί να εκτροχιάσουν την συζήτηση σε ανούσιες λογοµαχίες.
Από την σταχυολόγηση ικανού αριθµού άρθρων από τον ελληνικό Τύπο704
παρατηρούµε ότι ο κατάλογος των φράσεων ή λέξεων που προσπαθούν να ορίσουν
όσο γίνεται πιο περιγραφικά την τηλεοπτική δηµοκρατία είναι ιδιαίτερα πλούσιος.
Άλλοι ορισµοί είναι περιεκτικοί άλλοι κακόπιστοι άλλοι «αγανακτισµένοι» για αυτό το
νέο φαινόµενο. «Αυτή είναι η τηλεοπτική δηµοκρατία. Η δηµοκρατία της αγοράς... Η
Τηλεοπτική δηµοκρατία σαν εξουσία, οδηγεί την κοινωνία σε µια κατάσταση
παιχνιδιού, που υποτίθεται πως παίζουν οι µέτοχοί της. Ήδη όµως το υλικό πλαίσιο του

703
∆εν µπορούµε, βεβαίως να αγνοήσουµε την συµβολή µεγάλων θεωρητικών (π.χ. των φιλοσόφων της
Σχολής της Φραγκφούρτης, γλωσσολόγων, πολιτικών επιστηµόνων) µε τις παρατηρήσεις τους και τις
προφητικές µελέτες του για την µαζική επικοινωνία, την µαζική κουλτούρα, την κουλτούρα των νέων
µέσων κλπ., οι οποίοι από πολύ νωρίς εντόπισαν την τροπή που πήραν τα δηµοκρατικά πολιτεύµατα της
∆ύσης πολύ αργότερα. Επίσης ειδική µνεία πρέπει να γίνει στο κατεξοχήν «αρµόδιο» και προφητικό
όπως απεδείχθη βιβλίο του G. Orwell µε τον τίτλο 1984, που περιγράφει µε µελανά χρώµατα την
επελθούσα κατάσταση.
704
Τα άρθρα που αποτέλεσαν το εµπειρικό µας υλικό είναι περίπου 150 στον αριθµό από το 1993 και
µετά (δίνοντας έµφαση πάντα σε, όσο το δυνατόν, πιο σύγχρονα δηµοσιεύµατα) οπότε και θεωρούµε ότι
η συζήτηση περί τηλεοπτικής δηµοκρατίας άρχισε να γίνεται πιο κριτική και τα σηµάδια της πιο έντονα.
Οι εφηµερίδες από τις οποίες αντλήθηκαν τα άρθρα είναι από τις πιο έγκυρες, κατά την γνώµη µας, στην
πολιτική πληροφόρηση στην χώρα µας. Οι περισσότερες είναι τα κυριακάτικα φύλλα γιατί σε αυτά
αφιερώνεται περισσότερος χώρος σε αναλύσεις και κριτικά άρθρα. Αναφερόµαστε στις: ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΤΑ ΝΕΑ, ΤΟ ΒΗΜΑ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Επίσης αναφορές γίνονται και σε άλλες
µικρότερης κυκλοφορίας εφηµερίδες, όπως η ΗΜΕΡΗΣΙΑ και η (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ) ΑΥΓΗ όταν θεωρούµε
ότι η αναφορά σε κάποια άρθρα του προσφέρει χρήσιµα στοιχεία στην ανάλυσή µας.

299
παιγνίου αντιστρέφει την θέση αντικειµένου και υποκειµένου. Και γοργά η εξουσία
γίνεται το παίγνιο µε το οποίο ασκείται η κοινωνία»705.
Η νέα µορφή δηµοκρατίας δίδει επίσης και κάποια «προνόµια» στον τηλεθεατή.
«...Είναι η δηµοκρατία του τηλεκοντρόλ- εκτός από το να αλλάζεις κανάλια, µπορείς
και να την κλείσεις»706. Αλλά ακόµη και να την κλείσεις, θα συµπληρώναµε εµείς,
αυτή εξακολουθεί να υπάρχει και το χειρότερο, λαµβάνει αποφάσεις εν αγνοία σου.
∆υστυχώς, πολλές φορές το τηλεκοντρόλ λειτουργεί ως εργαλείο αποφυγής
καταστάσεων και ευθυνών και αντί να σου προσφέρει την περιβόητη ελευθερία
επιλογής ουσιαστικά σου προσφέρει µόνο µία: ή της συµµετοχής, έστω µε την µορφή
της «προσοµοίωσης» ή της παραίτησης. Στην προκειµένη περίπτωση δεν γνωρίζουµε
ποια επιλογή είναι περισσότερο δηµοκρατική και επωφελής.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά στοιχειοθετούν για τον P. Bourdieu µια
«αρνητική τηλεοπτική δηµοκρατία» γιατί «αποτελεί την κορύφωση µιας αρνητικής
πολιτικής τάσης που θέλει τη δηµοκρατία να υποκύπτει στους τηλεοπτικούς,
οικονοµικούς και διαφηµιστικούς κανόνες»707. Ο αρνητισµός που επικαλείται ο P.
Bourdieu είναι σύµφυτος µε τον ραγιαδισµό της πολιτικής στην τηλεκρατία.
Ιδιαίτερα καυστικός είναι στην κριτική του ο Κ. Τσουκαλάς ο οποίος,
αναφερόµενος στην αλλαγή της κοινωνίας και στον µετασχηµατισµό του πολιτικού
συστήµατος, επιρρίπτει ευθύνες στην µαζική τηλεοπτική δηµοκρατία για την
αναδιάρθρωση των κανόνων της πολιτικής επικοινωνίας. «Περισσότερο από
σύγκρουση ιδεών και πολιτικών στοχοθεσιών, η πολιτική κονίστρα λειτουργεί ως
αντιπαράθεση κενών συνθηµάτων, σκηνοθετηµένων εικόνων και πληκτικών θεατρικών
παραστάσεων. Στην καθολικά εµπεδούµενη ‘δηµοκρατία της πλήξης’, η πολιτική
εναλλαγή νοείται ως εναλλαγή προσώπων ή προσώπων που αυτοπροτείνονται ως
συµβολικοί απλώς ‘ανανεωτές’ ενός χώρου ανήµπορου ή ακόµη και αναρµόδιου να
αντιµετωπίσει τα σωρευµένα προβλήµατα»708. Αυτή η δηµοκρατία της πλήξης
οριοθετείται από τα ΜΜΕ ως µια νέα τηλεκουλτούρα που «εκφράζεται µε τον

705
Παπαϊωάννου, Κωστής., «Προεδρία και ∆ηµοκρατία», ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ της Κυριακής, 19-12-2004.
706
Στήλη «Μικροπολιτικός», Υστερόγραφα, ΤΑ ΝΕΑ, 3-06-2002.
707
Βλ σχετική αναφορά στις απόψεις του P. Bourdieu στην στήλη «Προλογικά», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-
10-2004.
708
Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, «Προς µια δηµοκρατία της πλήξης;», στο αφιέρωµα «1974-2004: 30
χρόνια δηµοκρατίας», ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-07-2004.

300
περιορισµό των κειµένων και την εξαφάνιση του επιχειρήµατος... Για πρώτη φορά η
πλήξη ενσκήπτει ως παράγοντας διαµόρφωσης πολιτικών ιδεών» 709.
Ενδιαφέροντες είναι και οι χαρακτηρισµοί του Κ. Γουλιάµου ο οποίος
αναφέρεται στην σύσταση ενός νέου πολιτισµικού χώρου «της τηλεπολιτείας»,
αναγνωρίζοντας σε αυτόν τόσο θετικές όσο και αρνητικές όψεις710. Αναλύοντας τον
λόγο της τηλεόρασης γράφει: «∆εν είναι υπερβολή αν πούµε πως η τηλεόραση
αποτελεί ένα είδος ‘κοινωνικού µυαλού’ της σύγχρονης δηµοκρατίας. Η δύναµή της
να καθορίσει ποια θέµατα ή ροπές θα πρέπει να κυριαρχήσουν στη δηµόσια ζωή και
ποια πρόσωπα είναι ‘αξιόπιστα’ να διευκρινίσουν αυτά τα θέµατα είναι κάτι
περισσότερο από αλληγορική»711. Και συνεχίζει: «Πρόκειται για θεσµική πρακτική που
δεν απορρέει από τη λογική της διαχείρισης, αλλά από την ιδεολογική λειτουργία που
εκπληρώνει»712.
Στις συνέπειες που έχει επιφέρει η τηλεοπτική δηµοκρατία στον τρόπο άσκησης
της πολιτικής αλλά και στους πρωταγωνιστές της αναφέρεται ο Στ.
Παπαθανασόπουλος σε σχετικό άρθρο του. Οι συνέπειες-επιπτώσεις είναι συνοπτικά οι
εξής: 1) η προσωποποίηση της πολιτικής σκηνής 2) η χρήση ειδικών
(επικοινωνιολόγων, διαφηµιστών, στατιστικολόγων, πολιτικών επιστηµόνων) από τα
κόµµατα κυρίως κατά την προεκλογική περίοδο. 3) η «αµερικανοποίηση» των
τακτικών πολιτικής επικοινωνίας που όλο και περισσότερο προσοµοιάζουν µε τις
αµερικανικές, 4) η ανάγκη προσέλκυσης όλο και περισσότερου κοινού οδηγεί στην
υιοθέτηση κεντρώων θέσεων και στην σύγκλιση τελικά πολιτικών απόψεων, 5) Η
αναγκαστική ορατότητα των κυβερνήσεων από το κοινό µπορεί να οδηγεί σε µια πιο
αποτελεσµατική διαφάνεια αλλά δηµιουργεί συχνά και πολιτική αστάθεια, καθότι οι
αντιδράσεις του κοινού στις κυβερνητικές πολιτικές υφίστανται συνεχείς διακυµάνσεις,
6) η συνεχής εκφορά του πολιτικού λόγου µε τον λόγο των πολιτικών διαφηµίσεων και
η υποταγή του στις επιταγές της εµπορικής διαφήµισης και τέλος 7) η αδιάκοπη

709
Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, «30 χρόνια Ελληνική ∆ηµοκρατία», ένθετο Βιβλιοθήκη,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. 30-07-2004, σελ. 24.
710
Η θετική του όψη, σύµφωνα πάντα µε τον Κ. Γουλιάµο, έγκειται στην δυνατότητα της τηλεόρασης να
αποτελέσει ένα ανοιχτό πεδίο δηµοσίου διαλόγου και δράσης. Στις αρνητικές όψεις της τηλεπολιτείας
συγκαταλέγεται η επιβεβληµένη λειτουργία της µε τους κανόνες της διαφήµισης και του µάρκετινγκ, βλ.
σχετικά «Αναζητώντας τηλεοπτική δηµοκρατία», ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-04-1993.
711
στο ίδιο.
712
στο ίδιο.

301
κριτική των πολιτικών από «αναρµόδια» πολλές φορές πρόσωπα των ΜΜΕ που έχουν
άποψη επί παντός επιστητού και είναι έτοιµοι να ασκήσουν κριτική ανά πάσα ώρα και
στιγµή. Τελικά, συµπεραίνει ο Παπαθανασόπουλος ότι έχουµε καταλήξει σε µια
«κοινωνία τηλεθεατών» που ικανοποιούνται µε αξίες όπως το εντυπωσιακό, το
στιγµιαίο, το θεαµατικό. Η συµµετοχή των πολιτών έχει καταντήσει η σύγχρονη
εκδοχή της «τηλε-ηδονοβλεψίας» 713.
Στις παραπάνω συνέπειες οι P. Mancini και D. Swanson προσθέτουν, ιδιαίτερα
όσον αφορά στις προεκλογικές εκστρατείες 1) την αποσύνδεση των πολιτών από τα
κόµµατα και αντίστροφα 2) την υπερίσχυση αυτόνοµων δοµών στα ΜΜΕ και την
ανεξάρτητη παρουσία τους στην πολιτική, κοινωνική και οικονοµική ζωή και φυσικά
3) την µετάβαση από την έννοια του πολίτη στην έννοια του θεατή714.
Εντοπίζοντας τις µεταλλαγές στην πολιτική σκέψη αλλά και στην σύγχρονη
πολιτική αντιπαράθεση, ο ∆. Χαλκιώτης επιµένει στον χαρακτηρισµό της τηλεοπτικής
δηµοκρατίας ως «παθητικής δηµοκρατίας» σε αντίθεση µε το µοντέλο της
συµµετοχικής που προτείνει ο ίδιος, το οποίο θα αποσκοπεί στην τόνωση της
διαβούλευσης σε όλα τα επίπεδα επαναφέροντας τον ενεργό πολίτη στο προσκήνιο715.
Η καταγραφή των χαρακτηρισµών για την τηλεοπτική δηµοκρατία θα
µπορούσε να συνεχισθεί για πολλές σελίδες ακόµη. Η παραπάνω καταγραφή αν και
αποσπασµατική, είναι από την άλλη ενδεικτική του αρνητικού φορτίου που χρεώθηκε
από νωρίς το νέο τηλεοπτικό πολίτευµα, ίσως γιατί η κριτική πολλές φορές είναι το
µόνο όπλο αντίστασης αλλά και επίθεσης κατά των «δεινών» της τηλεκρατίας.
Παρατηρούµε, επίσης, ότι στους παραπάνω χαρακτηρισµούς βαραίνει ιδιαίτερα η
οικονοµική χροιά της εν λόγω δηµοκρατίας αλλά και η συµµετοχή ή στάση του
τηλεθεατή στην τηλε-πολιτική.

713
Παπαθανασόπουλος, Στ., «Στην εποχή της τηλεοπτικής δηµοκρατίας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-09-
1996.
714
Mancini, Paolo, και David, L. Swanson «Politics, Media and Modern Democracy», στο Swanson,
David, L και Mancini, Paolo (eds), ό.π. σελ. 14-17. Για αυτές τις έννοιες πολίτη- τηλεθεατή γίνεται
λόγος παρακάτω σε αυτό το κεφάλαιο στα ζητήµατα πολιτικής αντιπροσώπευσης.
715
Χαλκιώτης, ∆, «Το µεγάλο στοίχηµα του 21ου αιώνα», ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-11-2004. σελ. Α7.

302
5.3.3. Η πολιτική ως τηλεοπτικό προϊόν
Η έννοια του προϊόντος ανήκει στις οικονοµικές επιστήµες. Το οποιοδήποτε
προϊόν υπακούει στους όρους της αγοράς στην οποία θα διακινηθεί. Όταν µιλούµε,
δηλαδή, για την πολιτική ως τηλεοπτικό προϊόν πρέπει να έχουµε υπόψη µας τους
παραπάνω απλούς οικονοµικούς κανόνες. Η οικονοµική σχέση της πολιτικής και της
τηλεόρασης και ειδικότερα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ΜΜΕ716, έχει
απασχολήσει κατά καιρούς πολύ έντονα όχι µόνο τους επιστήµονες αλλά και τα
Κοινοβούλια των Ευρωπαϊκών χωρών που προσπαθούν µε νοµοθετικές παρεµβάσεις
να περιορίσουν αυτήν την σχέση που όσο «φυσιολογική» φαίνεται για τα δεδοµένα
µιας φιλελεύθερης, καπιταλιστικής και πολύ περισσότερο µιας νεοφιλελεύθερης
δηµοκρατίας, τόσο ανίερη και ακανθώδης είναι κατά βάθος. Το φαινόµενο της
«αγοροκρατίας», όπως το αποκαλεί ο Ν. Μουζέλης, αντικατοπτρίζει «την τάση του
οικονοµικού κεφαλαίου, κυρίως µέσω του ελέγχου της τηλεόρασης, να αγοράζει λίγο-
πολύ αυτόµατα πολιτικό και πολιτισµικό κεφάλαιο.... ∆ηµιουργεί πλέον (σ.σ. η
αγοροκρατία) µια πιο γενική κατάσταση όπου όλες οι αξίες
υποβαθµίζονται/υποτάσσονται στην λογική της αγοράς και του κέρδους»717.
Όπως υποστηρίζει ο R. Entman ο νόµος της προσφοράς και της ζήτησης
χαλυβδώνει την αλληλοεξάρτηση ΜΜΕ και πολιτικής718. Στην έννοια της πολιτικής ο
Entman συµπεριλαµβάνει και την οικονοµία. Από την µία η «ζήτηση», η απαίτηση του

716
Η σχέση αυτή είναι στο επίκεντρο των µαρξιστικών προσεγγίσεων των ΜΜΕ και της προσέγγισης
της πολιτικής οικονοµίας των ΜΜΕ. Ως προς τις δύο συγγενείς αυτές προσεγγίσεις ο McQuail αναλύει
χαρακτηριστικά. Για την πρώτη: «Παρότι ο Karl Marx γνώριζε τον Τύπο πριν αυτός καταστεί ένα
πραγµατικά µαζικό µέσο, είναι δυνατόν να εξετάσουµε τα σύγχρονα ΜΜΕ µε βάση τις αναλύσεις του.
Τα ΜΜΕ, ως βιοµηχανία, συγκλίνουν προς ένα γενικό καπιταλιστικό τύπο µε παραγωγικές δυνάµεις
(πρώτες ύλες, τεχνολογία και εργασία) και παραγωγικές σχέσεις. Πιθανώς υπόκεινται στην µονοπωλιακή
νοµή της κεφαλαιοκρατικής τάξης και είναι εθνικώς ή διεθνώς οργανωµένα, έτσι ώστε να εξυπηρετούν
τα συµφέροντα αυτής της τάξης. Αυτό γίνεται µε την υλική εκµετάλλευση των εργατών (αποσπώντας
την εργατική υπεραξία) και των καταναλωτών (αποκοµίζοντας υπερβολικά κέρδη)». Για την δεύτερη:
«Η θεωρία της πολιτικής οικονοµίας είναι µια κοινωνική κριτική προσέγγιση η οποία επικεντρώνεται
πρωτίστως στη σχέση ανάµεσα στην οικονοµική δοµή και τη δυναµική των επικοινωνιακών
βιοµηχανιών και του ιδεολογικού περιεχοµένου των ΜΜΕ. Σύµφωνα µε την οπτική αυτή, τα ΜΜΕ
πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν τµήµα του οικονοµικού συστήµατος και πώς έχουν στενούς
δεσµούς µε το πολιτικό σύστηµα. Το πολιτικοοικονοµικό σύστηµα καθορίζει το περιεχόµενο των ΜΜΕ
και υπολογίζεται µε βάση της αξία συναλλαγής των διαφόρων µορφών του, τόσο σε συνθήκες πίεσης για
την επέκταση στην αγορά, όσο και σε σχέση µε τα ‘υπόγεια’ οικονοµικά συµφέροντα των ιδιοκτητών,
όπως και εκείνων οι οποίοι παίρνουν τις αποφάσεις», ό.π., σελ. 102-103 και 108-109 αντίστοιχα.
717
Μουζέλης, Νίκος, «Τα πλουραλιστικά ελλείµµατα», στο αφιέρωµα «1974-2004: 30 χρόνια
δηµοκρατίας», ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-07-2004.
718
Entman, Robert, M., Democracy without citizens: Media and the Decay of American Politics, Oxford
University Press, New York, Oxford 1989, σελ. 17 κ.ε.

303
κοινού για πληροφόρηση, ιδιαίτερα όσον αφορά την πολιτική δεν αφήνει τα ΜΜΕ να
κινηθούν σε µια αυτόνοµη σφαίρα. Ο σκόπελος της µαζικής ενηµέρωσης προσαρµόζει
την πολιτική σε µαζικοποιηµένα πρότυπα. Από την άλλη, για να ελαχιστοποιηθεί το
κόστος ως προς την «προσφορά» πληροφορίας, η πιο επικερδής λύση είναι η
προσφυγή σε πηγές που βασίζονται σε νοµιµοποιηµένες πολιτικές ελίτ, οι οποίες έχουν
ήδη εδραιώσει και την πολιτιστική τους ηγεµονία. Το αποτέλεσµα αυτής της
συνδιαλλαγής, δηλαδή το «ευτυχισµένο», ικανοποιηµένο κοινό είναι προς το συµφέρον
και της πολιτικής και των ΜΜΕ.
Η διείσδυση του οικονοµικού και του εµπορικού στοιχείου στην τηλεπολιτική
αλλά και η κατασκευή της πολιτικής πραγµατικότητας µε όρους κινηµατογραφικούς
απεικονίζεται πολύ γλαφυρά στις παροµοιώσεις που κάνει ο Γ. Πανούσης σε σχετικό
άρθρο του719. Ο πολιτικός καθίσταται ένα τυποποιηµένο προϊόν µε µόνο διαφορά του
από τα υπόλοιπα προϊόντα ότι «µιλάει και κινείται» αν και είναι αµφίβολο κατά πόσο
πράττει «αυτοδύναµα» και «αυτόφωτα». Έτσι, «...το κρίσιµο επικοινωνιακό
ενδιαφέρον µετακινείται στους αγοραστές (δηλαδή ποιός και γιατί χρειάζεται ένα
τέτοιο προϊόν) ενώ το µόνο πολιτικό γεγονός που µπορεί να απασχολήσει ένα σοβαρό
αναλυτή είναι το ποια εταιρεία έχει αναλάβει το γύρισµα της ταινίας, ποιός είναι ο
χρηµατοδότης- παραγωγός και ποιοι άλλοι παίζουν (έστω και χωρίς να γνωρίζουν ότι
πρόκειται για ‘εικονική πραγµατικότητα’)»720.
Το ζήτηµα είναι κατά πόσο η πολιτική θα υπακούσει σε αυτούς τους
«οικονοµικούς» εν γένει κανόνες και εάν η τηλεόραση έχει την δυνατότητα να την
καθυποτάξει στο δικό της παιχνίδι. Αρκεί, µε άλλα λόγια, η απλή τηλεοπτική πώληση
ενός πολιτικού (κόµµατος, προσώπου, προγράµµατος) για την επιτυχία του, τουτέστιν
την αποδοχή του από το τηλεοπτικό-εκλογικό κοινό; Η αναφορά σε µερικά αλλά
ενδεικτικά παραδείγµατα της ελληνικής τηλεοπτικής δηµοκρατίας, συνηγορεί, σε
κάποιες περιπτώσεις υπέρ της αντίθετης άποψης.
Ας δούµε λίγο από πιο κοντά την περίπτωση του Κινήµατος των Ελευθέρων
Πολιτών (ΚΕΠ) του οποίου επικεφαλής ήταν ο νυν υπουργός ∆ηµήτρης
Αβραµόπουλος. Η τηλεοπτική διαφήµιση που δέχθηκε το νεοσύστατο κόµµατα

719
Πανούσης, Γιάννης «Ριµέικ», Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 18-01-2004.
720
στο ίδιο.

304
ξεπερνούσε κάθε προηγούµενο στην ελληνική τηλεόραση. Οι προσδοκίες που
δηµιουργήθηκαν ήταν µεγάλες αλλά διαψεύσθηκαν χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Στο σχετικό
άρθρο του ο Κ. Μποτόπουλος αναφέρει: «Τα µέσα ‘έπαιξαν’ αφειδώς, για κάποιο
χρονικό διάστηµα τουλάχιστον τον κύριο δήµαρχο και το κόµµα του χωρίς αυτό να
βοηθήσει το νέο σχήµα ούτε να ριζώσει στη συνείδηση των πολιτών ούτε καν να
τολµήσει να µετρήσει τις δυνάµεις του µε άλλον τρόπο εκτός από τις
δηµοσκοπήσεις»721.
Το συµπέρασµα από όλη αυτήν την ιστορία είναι ότι ακόµη υπάρχει η αίσθηση
του πολιτικού στους τηλεθεατές οι οποίο, µπορεί να παρασύρονται από επικοινωνιακά
τεχνάσµατα και να υποκύπτουν στον θέαµα της εικόνας, αλλά είναι σε θέση να
διακρίνουν µεταξύ πολιτικής άποψης και τηλεοπτικής παρουσίασης722. Μπορεί οι
σκληρές ιδεολογίες να έχουν ξεθωριάσει αλλά η απαίτηση για «καθαρό» πολιτικό λόγο
µε στόχο, όραµα και, κυρίως, πολιτική τοποθέτηση εξακολουθεί να είναι το
ζητούµενο723. Το παράδειγµα του ΚΕΠ στο οποίο αναφερθήκαµε αποδεικνύει
περίτρανα ότι οποιοδήποτε πολιτικό προϊόν τελικά εκπροσωπείται από τον λόγο που
αρθρώνει. Όταν ο τελευταίος δεν εµπνέει εµπιστοσύνη και δεν έχει προσανατολισµό
ακυρώνεται όλη η προσπάθεια. Ο λόγος του ΚΕΠ ήταν ποµπώδης, ενθουσιώδης και
«εναλλακτικός». Η µη αποδοχή του, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, αποδεικνύει ότι οι
πολίτες δεν µπορούσαν να το κατατάξουν σε έναν χώρο στην πολιτική τους σκακιέρα.
Κι επειδή η πολιτική είναι πεδίο µάχης, η έλλειψη στρατηγικής θέσης κοστίζει
πραγµατικά πολύ ακόµη κι αν την έχεις επενδύσει (την έλλειψη) µε µια ιδεολογία
άκρως γοητευτική.

721
Μποτόπουλος, Κ., «Το προαναγγελθέν ναυάγιο», ΤΑ ΝΕΑ, 17-06-2002
722
Όπως σχολιάζει η Κ. Πάσσα για το θέµα του ΚΕΠ: «....µπορεί το επικοινωνιακό ταλέντο του κυρίου
Αβραµόπουλου να είναι ο καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας του εγχειρήµατός του; Η εκτίµησή µας
είναι όχι. Αν υπάρχει πολιτικό όραµα και κυρίως µια κοινωνική ανάγκη, την οποία θα θελήσει να
εκφράσει µε την κίνησή του ο κύριος Αβραµόπουλος, η επικοινωνιακή του δεινότητα θα είναι αρωγός.
Αν δεν υπάρχει, το επικοινωνιακό του ταλέντο απλώς θα καταστεί κενό αντικειµένου. Η επικοινωνία σε
όλες τις της µορφές (έκφραση ιδεών, στρατηγική επιρροής) είναι και θα παραµείνει και µέσο έκφρασης
της πολιτικής, σε καµία περίπτωση δεν δύναται -από µόνη της- να υποκαταστήσει την ίδια την
πολιτική», ό.π., σελ. 405.
723
Όπως παρατηρεί στο ίδιο άρθρο του ο Κ. Μποτόπουλος: «... το ΚΕΠ µε την ιδρυτική του ήδη
διακήρυξη, έδειχνε να αρνείται την θεµελιώδη αρχή της πολιτικής, που απαιτεί από τα κόµµατα να
δηλώνουν αυτό που είναι και αυτό που θέλουν να κάνουν και να µην αρκούνται στο αµπαλάρισµα ενός
πακέτου που δεν περιέχει τίποτα», ό.π.

305
Η τηλεοπτική δηµοκρατία, από την άλλη, λειτούργησε «απαξιωτικά» και ως
αγκάθι για την θητεία του π. Υπουργού Υγείας του ΠΑΣΟΚ κ. Αλ. Παπαδόπουλου ο
οποίος, εν µέσω της κυβερνητικής θητείας της κυβέρνησης του κ. Σηµίτη, αποφάσισε
να µην πολιτευθεί στις επόµενες εκλογές (του 2004). Οι λόγοι που οδήγησαν τον κ.
Παπαδόπουλο στην απόφαση αυτή ήταν αρκετοί αλλά ένας εξ’ αυτών είναι η
λειτουργία της τηλεοπτικής δηµοκρατίας που, όπως ο ίδιος υποστήριξε, δεν
επικοινώνησε σωστά το έργο που έκανε στο συγκεκριµένο υπουργείο. Ακολούθησε η
έρευνα της VPRC (εταιρία δηµοσκοπήσεων) που ανέφερε πτώση της δηµοτικότητάς
του προκαλώντας «επικοινωνιακό επεισόδιο». «Μιλώντας στην ‘Καθηµερινή της
Κυριακής’ ο Κ. Παπαδόπουλος, αφού επικρίνει την τηλεοπτική δηµοκρατία η οποία
«βοµβαρδίζει» την κοινή γνώµη, επικεντρώνει την κριτική της σε κάποιες
δυσλειτουργίες και απαξιώνει το «γιγαντιαίο έργο» που συντελείται στον χώρο της
Υγείας και στέκεται ιδιαίτερα στις συνέπειες της µεταρρύθµισης που επιχειρείται»724.
Πολύς λόγος έγινε τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2004 για την
«επικοινωνιακή καταιγίδα» που εξαπέλυσε το ΠΑΣΟΚ για τον νέο του αρχηγό Γ.
Παπανδρέου. Τόσο τα γεγονότα που προηγήθηκαν της εκλογής του όσο και όλη η
διαδικασία εκλογής προσέλαβαν τον χαρακτήρα πολιτικού φεστιβάλ. ∆όθηκε έµφαση
στην διαφήµιση της αλλαγής ηγεσίας του κόµµατος και λιγότερο στις ουσιαστικές
παραµέτρους, - αν υπήρχαν- της ίδιας της αλλαγής. Ο τηλεοπτικός «βοµβαρδισµός»
στον οποίο επιδόθηκαν τα κανάλια για την προβολή του νέου αρχηγού, προσέβαλε σε
αρκετές περιπτώσεις την ορθολογική ιεραρχία των ειδήσεων στα τηλεοπτικά δελτία
ειδήσεων µε την πρόκριση θεµάτων µικρότερης σηµασίας σε σχέση µε άλλα θέµατα
µεγαλύτερης, κατά τεκµήριο, πολιτικής σηµασίας725. Σε δελτίο ειδήσεων, π.χ. κρίθηκε
πιο σηµαντική η είδηση της επίσκεψης του Γ. Παπανδρέου σε θέατρο της Αθήνας παρά
η ανακοίνωση των κοµµατικών συνδυασµών και του προγράµµατος του Συνασπισµού.
Οι επισκέψεις των Κ. Καραµανλή και Ν. Κωνσταντόπουλου την επίµαχη περίοδο στο
Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης αλλά και σχετική ανακοίνωση του ΚΚΕ

724
«Εκτός Βουλής για 5+1 λόγους», άρθρο, ΤΑ ΝΕΑ, 3-06-2002.
725
Χαρακτηριστικό παράδειγµα της δεινότητας των ΜΜΕ να διαµορφώνουν την λεγόµενη «ηµερήσια
ατζέντα» των θεµάτων. Αναφερόµαστε στις γνωστές αναλύσεις περί «agenda-setting».

306
αποδεικνύουν την δυσαρέσκεια της αντιπολίτευσης και τους φόβους για καταπάτηση
των αρχών της πολιτικής πολυφωνίας726.
Οι «καταιγίδες», λοιπόν δεν δηµιουργούν πάντα γόνιµο έδαφος για την
δηµοκρατία αν και µπορούν να ασκήσουν σηµαντική επιρροή στο εκλογικό σώµα.
Στην περίπτωση του Γ. Παπανδρέου µπορεί να επικρίθηκε ως προς την
δηµοκρατικότητα του χαρακτήρα της, οι δηµοσκοπήσεις που προβλήθηκαν εκείνη την
περίοδο από τα τηλεοπτικά κανάλια, ωστόσο, έδειχναν αύξηση των ποσοστών
συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και ελαφρά αύξηση στις προτιµήσεις του
εκλογικού σώµατος. Οι εκλογές του Μαρτίου 2004 απέδειξαν βέβαια, ότι η
επικοινωνιακή επίθεση δεν αρκεί για την «πώληση» ενός πολιτικού προϊόντος, αν δεν
συνοδεύεται µε τις ανάλογες ιδεολογικές προκείµενες και φυσικά µε µια ισχυρή
πολιτική πρόταση.
Είναι ενθαρρυντικό, λοιπόν, το συµπέρασµα ότι το τηλεοπτικό δεν έχει
καταφέρει ακόµη να υπερκεράσει το κριτήριο του πολιτικού. Αναµφίβολα, όµως το
έχει µεταλλάξει.

5.3.4 Ζητήµατα πολιτικής αντιπροσώπευσης- Η θέση των πολιτικών κοµµάτων727

Η διάσταση πολιτικού λόγου και ιδεολογίας που αναλύθηκε στο δεύτερο κεφάλαιο,
δεν είναι µόνο θεωρητικό ζήτηµα. Έχει και πρακτικές απολήξεις που συνδέονται τόσο
µε την εσωτερική οργάνωση της πολιτικής (π.χ. διεργασίες στο εσωτερικό ενός
κόµµατος) όσο και µε το ευρύτερο πεδίο της πολιτικής, δηλαδή τις σχέσεις

726
Βλ σχετικές παρατηρήσεις στο άρθρο της Α. Νταρζάνου, «Επικοινωνιακή καταιγίδα και τηλεοπτικός
βοµβαρδισµός», Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 18-01-2004.
727
Για την κρίση των πολιτικών κοµµάτων ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο βλ. µεταξύ άλλων:
∆ιαµαντόπουλος, Θ., Η κρίση του κοµµατικού φαινοµένου, εκδ. αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –Κοµοτηνή
1995, Σπουρδαλάκης, Μ. Για τη θεωρία και τη µελέτη των πολιτικών κοµµάτων, Αθήνα, εκδ. Εξάντας,
1990, Τσάτσος, Θ.& Ξ.Ι. Κοντιάδης (επιµ.) Το Μέλλον των Πολιτικών Κοµµάτων, εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα 2003, επίσης Μαυρής, Γ., «Οι τάσεις αποδόµησης/µετασχηµατισµού του µεταπολιτευτικού
κοµµατικού συστήµατος», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήµης, τχ. 9, 1997, σελ. 179 επ. και
Καφετζής, Π., «Πολιτική Επικοινωνία, Πολιτική Συµµετοχή και κρίση της πολιτικής»,Ελληνική
Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήµης, τχ. 9, 1997, σελ. 167 επ.

307
εξουσιαζόντων-εξουσιαζοµένων (την εξωτερική πλευρά στην οποία αναφερθήκαµε
προηγουµένως)728.
Η αποξένωση του πολιτικού λόγου από το ιδεολογικό του οπλοστάσιο
αντικατοπτρίζει την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας των πολιτικών µε την λαϊκή
τους βάση. Η «παραδοσιακή» βάση που τροφοδοτούσε την πολιτική ρητορεία µε τα
πιστεύω, τις ανάγκες, τα οράµατά της, δηλαδή οι προσδοκίες του απλού λαού, έχει
παραχωρήσει πλέον την θέση της σε έναν ισχυρό συνασπισµό εξουσιαστικών
συµφερόντων που αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοεξυπηρετούνται ως προς τις
επιδιώξεις τους, χρησιµοποιώντας συγχρόνως αποτελεσµατικά σύγχρονες πολιτικές
µεθόδους για την νοµιµοποίηση και την πολιτική εδραίωση αυτού του «συνασπισµού».
Η λαϊκή βάση των κύριων εκπροσώπων του πολιτικού συστήµατος, των πολιτικών
κοµµάτων, έχει αυτονοµηθεί από τον λαό σε ένα σύνολο µε ανεξάρτητη δυναµική. Η
κοµµατική βάση αποτελεί πλέον τον απαραίτητο πυρήνα των ατόµων µε πολιτικές –
ιδιοτελείς επιδιώξεις, που, στην καλύτερη περίπτωση θα κληθούν να εκπροσωπήσουν
τον εαυτό τους και κανέναν άλλον. Στην ουσία είναι απλώς το πρώτο σκαλοπάτι, το
εφαλτήριο για µια µελλοντική πολιτική καριέρα και σε καµιά περίπτωση δεν διεκδικεί
τον χαρακτήρα µιας συλλογικής συνάθροισης πολιτών που έχουν συλλογικούς
στόχους, που επιδιώκουν, σε τελευταία ανάλυση, την πραγµατοποίηση µιας πολιτικής
πρότασης, ενός πολιτικού οράµατος ή έστω µιας ουσιώδους παρέµβασης.
Λογικό είναι µια τέτοια «συστοιχία συµφερόντων» να χρειάζεται µια ανάλογη δοµή
που θα έχει την δυνατότητα να «στεγανοποιήσει» τα συµφέροντα των εκλεκτών και να
τα προάγει αποτελεσµατικά και µάλιστα «συναινετικά». Ο εν λόγω κοµµατικός
πυρήνας λειτουργεί υπό τους όρους µιας ισχυρά οργανωµένης γραφειοκρατίας, η οποία
προσοµοιάζει σε εκπληκτικό βαθµό µε αυτήν που περιέγραψε ο M. Weber αλλά και
τους φόβους που εξέφρασε για την λειτουργία της σε µια αστική δηµοκρατία. Άµεση
συνέπεια είναι η νόθευση ακόµη και αυτής της έννοιας της αντιπροσώπευσης αφού
κατ’ ουσία δεν αντιπροσωπεύεται η κοινή βούληση (volunte generale) των ψηφοφόρων
ενός κόµµατος αλλά η οργανωµένη βάση του η οποία καλείται από την µια να

728
Όπως παραδέχεται ο Χρ. Παπουτσής: «Στο δηµόσιο λόγο µας, εγκαταλείψαµε την ιδεολογική
αναφορά και το τεκµηριωµένο πολιτικό επιχείρηµα προς χάριν του επικοινωνιακού µηνύµατος. Κι
επιτρέψαµε να γίνεται η πολιτική αντιπαράθεση µε όρους πολιτικής διαφήµισης», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-
23/1/2005, σελ. 19.

308
εξυπηρετήσει συγκεκριµένα συµφέροντα και από την άλλη να «αναπαραγάγει» την
κοµµατική ιεραρχία και πειθαρχία729. ∆υστυχώς, η οµηρία των ελίτ συνοδεύει και τον
κοινοβουλευτικό βίο. «Τόσο οι βουλευτές όσο και τα κοινοβουλευτικά όργανα
βρίσκονται υπό την οµηρία των κοµµατικών µηχανισµών και ενδοκοµµατικών
φατριών, γεγονός που περιορίζει αισθητά την κοµµατική τους εµβέλεια και µετατρέπει
αντικειµενικά τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού συστήµατος σε
νεκρό γράµµα»730.
Ο «χαλαρός οριζόντιος κοµµατικός ιστός» και η ανάδυση του «κόµµατος-δικτύου»
σε συνδυασµό µε την προώθηση της έννοιας του «καθηµερινού πολίτη», που είναι
κατά βάση αποπολιτικοποιηµένος, έχει «εκσυγχρονίσει» τα πολιτικά κόµµατα σε
µηχανισµούς διάχυσης ιδεών οι οποίες χρησιµοποιούνται απλώς για την αναρρίχηση
των «επιδοτούµενων» κοµµατικά (και όχι µόνο) µελών στην εξουσία. Το παράδοξο
φαινόµενο της συρρίκνωσης της πολιτικής διαβούλευσης στην εποχή του
επικοινωνιακού διαφωτισµού είναι ορατό και στα πολιτικά κόµµατα. Όπως
παρατηρούν οι Σ. Σακελλαρόπουλος και Π. Σωτήρης: «Η υποχώρηση των
εσωκοµµατικών διαδικασιών τείνει να διαµορφώσει εξατοµικευµένους φορείς οι οποίοι
καλούνται να επικυρώσουν προειληµµένες αποφάσεις της ηγετικής ελίτ»731.
Αν παλαιότερα η λειτουργία ενός κόµµατος προσοµοίαζε µε µία «εσωτερική
δηµόσια σφαίρα» της πολιτικής, όπου κάθε κόµµα αποτελούσε έναν ξεχωριστό
δηµόσιο χώρο διαβούλευσης και ανταλλαγής ιδεών και η ύπαρξη πολλαπλών,
επιµέρους δηµόσιων χώρων ερχόταν να αντισταθµίσει τα ελλείµµατα αµεσότητας της
αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας, τώρα τα ΜΜΕ απορρόφησαν όλες αυτές της
δηµόσιες σφαίρες στο όνοµα ενός άµεσου, ορατού και «περιεκτικού» («inclusive»)
δηµόσιου χώρου ο οποίος αποτελείται από εικόνες και σύµβολα και ανθρώπινα
«οµοιώµατα». Σε αυτόν τον δηµόσιο χώρο διεξάγεται πολιτική συζήτηση χωρίς
πραγµατικές ιδέες. Η βασική ιδέα εξαντλείται την ίδια στιγµή που παρουσιάζεται
κάποιος στην τηλεόραση. Η συνθήκη της δηµοσιότητας εκπληρώνεται αυτήν ακριβώς
729
Ο Γ. Λούλης γράφει επ’ αυτού: «Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως οι κοµµατικοί µηχανισµοί
προσλαµβάνονται ως ‘κλειστοί κύκλοι’ στελεχών που υπηρετούν τις δικές του προτεραιότητες. Η ίδια η
κοινωνία πιστεύει πως οι κοµµατικοί µηχανισµοί είναι εγκλωβισµένοι σε µικρόκοσµους που δεν την
αφορούν», «Το στοίχηµα των ηγεσιών», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-23/01/2005.
730
Παπαδηµητρίου, Ζήσης, Παρεµβάσεις, Σύγχρονοι Ορίζοντες, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 148.
731
Σακελλαρόπουλος, Σ. και Π. Σωτήρης, «Ο µετασχηµατισµός των σύγχρονων πολιτικών κοµµάτων»,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, τεύχος 1, 2005, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 109.

309
την στιγµή. Το περιεχόµενο των λεγοµένων του παρουσιαζόµενου είναι η δεύτερη
στιγµή την οποία αρκετοί από εµάς χάνουµε 732.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν είναι απλώς θεωρητικές υποθέσεις. Πρόσφατη
έρευνα- δηµοσκόπηση που δηµοσιεύθηκε στην εφηµερίδα «Ηµερησία» επαληθεύει τις
παραπάνω παρατηρήσεις: Το 43,6% των ερωτηθέντων εκφράζει την διαφωνία του
σχετικά µε την εκπροσώπηση των κοινωνικών δυνάµεων από τα κόµµατα. Το 59,6%
πιστεύει ότι εκπροσωπούν µόνο τα συµφέροντα των στελεχών και το 47,1% έχει την
άποψη ότι τα πολιτικά κόµµατα είναι διεφθαρµένα. Αξιοσηµείωτο είναι το ποσοστό
του 88,1% που δηλώνει ότι τα κόµµατα έχουν ανάγκη από µεγάλες αλλαγές
σηµατοδοτώντας, ουσιαστικά, την ύπαρξη «νεκρών κοµµάτων», αφού ο
αντιπροσωπευτικός τους ρόλος έχει ατονήσει πλήρως, η ανταπόκρισή τους στις
σύγχρονες προκλήσεις είναι µηδενική και η δοµή τους απαρχαιωµένη733.
Η αποδυνάµωση της σχέσης κοινωνικών τάξεων και πολιτικής είναι γεγονός
αδιαµφισβήτητο και φυσικά είναι συνακόλουθη µε την αναντιστοιχία µεταξύ πολιτικού
λόγου και κοινωνικής πραγµατικότητας. Ο Ζ. Παπαδηµητρίου εξηγεί: «… η πολιτική
ρητορεία και πρακτική των πολιτικών κοµµάτων δε συνδέεται άµεσα µε τις συλλογικές
κοινωνικές διεργασίες, και η έλλειψη περιεχοµένου στις φαινοµενικά µόνο
πολιτικοποιηµένες αντιδράσεις των πολιτών, οδήγησαν στην εµφάνιση ενός κλίµατος
απολιτικής, θα έλεγα «υπερπολιτικοποίησης», η οποία, αν την εξετάσει κανείς από
κοντά και µε κριτήριο τη διάθεση για ουσιαστική πολιτική στράτευση, υποδηλώνει
µάλλον πολιτική απάθεια, αφού λείπει η συλλογική συνείδηση, βασική προϋπόθεση για
την ενεργό συµµετοχή των πολιτών στα πολιτικά τεκταινόµενα του τόπου»734. H
κοµµατικά οργανωµένη βάση, που η πολιτική της νοµιµοποίηση είναι έτσι κι αλλιώς
αµφιλεγόµενη, έχει πάψει προ πολλού να είναι ο οργανωµένος ιστός των ψηφοφόρων
ενός κόµµατος, αφού έχει εγκλωβιστεί στην κινούµενη άµµο της γραφειοκρατίας. Η
πολυεπίπεδη αντιπροσώπευση, ενώ θα µπορούσε να εξυπηρετήσει αποτελεσµατικά τις
ανάγκες µιας δηµοκρατίας δοµηµένης σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστηµα, έχει
732
Αν παρατηρήσουµε τις καθηµερινές µας τηλεοπτικές συνήθειες παρατηρούµε ότι πολλές φορές
αλλάζουµε κανάλι πριν προλάβει να µιλήσει ένα τηλεοπτικό πρόσωπο. Μας αρκεί να γνωρίζουµε ότι
«µιλάει» χωρίς να ακούµε τί ακριβώς λέει.
733
Αναλυτικά για την εν λόγω έρευνα που διεξήγαγε η METRON- ANALYSIS µε τίτλο: «Κρίση
εµπιστοσύνης στα κόµµατα» βλ. Εφηµερίδα ΗΜΕΡΗΣΊΑ, 8-9 Φεβρουαρίου 2005, πρώτη σελίδα και
σελ. 3-5.
734
Παπαδηµητρίου, Ζήσης, Παρεµβάσεις, ό.π, σελ. 147.

310
καταλήξει να λειτουργεί ως χοάνη ιδεών, όπου οι αρχικές ιδέες υπόκεινται σε τέτοια
επεξεργασία και «προσαρµογή» που δεν καταφέρνουν, τελικά, να περισώσουν το
πραγµατικό τους περιεχόµενο. Αλλά και οι διαδικασίες που παρεµβαίνουν είναι τόσο
περίπλοκες και χρονοβόρες µε αποτέλεσµα οι πιθανότητες που έχουν οι ιδέες, οι
προτάσεις αλλά και οι επιταγές της βάσης να αγγίξουν την κορυφή της κοµµατικής
ιεραρχίας είναι πολύ λίγες. Όσες τελικά το κατορθώσουν έχουν υποστεί τόσες
αλλοιώσεις και συµψηφισµούς που καθιστούν το περιεχόµενό τους εντελώς
διαφορετικό από το αρχικό.
Βέβαια, για την έννοια και τις λειτουργίες του θεσµού της αντιπροσώπευσης έχουν
υποστηριχθεί κατά καιρούς πολλές διαφορετικές και αντικρουόµενες απόψεις που
διαφέρουν ως προς τον βαθµό ελευθερίας που αναγνωρίζουν στον αντιπρόσωπο
(βουλευτή)735. Μία αναλυτική προσέγγιση στο εν λόγω ζήτηµα επιχειρεί και ο Α.Η.
Birch, ο οποίος προβληµατίζεται αρκετά για τα όρια και τους περιορισµούς που
υφίσταται η «λαϊκή εντολή» στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία736. Οι
διαφοροποιήσεις, ωστόσο, στην οπτική µέσα από την οποία αντιµετωπίζεται η

735
Ο ∆. Χαραλάµπης παρατηρεί: «Η έµµεση δηµοκρατία χαρακτηρίζεται σαφώς από µια απόσταση
µεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευοµένων. Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια της ελεύθερης
αντιπροσώπευσης, όπου ο αντιπρόσωπος είναι υπεύθυνος απέναντι του λαού, απέναντι του συλλογικού
πολιτικού σώµατος και της συνείδησής τους, εν αντιθέσει προς τη δέσµια αντιπροσώπευση και την
κατηγορηµατική εντολή , όπου ο αντιπρόσωπος είναι απλός εντολοδόχος της συγκεκριµένης οµάδας (και
των συµφερόντων της) που τον επέλεξε. Αυτή η ελευθερία της αντιπροσώπευσης υποδηλώνει ήδη ότι
υπόκειται σε γενικές αρχές και όχι σε συγκεκριµένα συµφέροντα», ∆ηµοκρατία και Παγκοσµιοποίηση,
ό.π., σελ. 123.
736
Ο Birch, A.H., αναφέρει τις τρεις βασικές λειτουργίες – χρήσεις της έννοιας της αντιπροσώπευσης:
α)Να υποδηλώσει έναν εντολοδόχο ή έναν εκπρόσωπο ο οποίος ενεργεί για λογαριασµό ενός εντολέα. β)
να υποδηλώσει ότι ένα πρόσωπο µοιράζεται κάποια χαρακτηριστικά µε µια συγκεκριµένη οµάδα
προσώπων γ) να υποδηλώσει ότι ένα άτοµο συµβολίζει την ταυτότητα ή τις ποιότητες µιας οµάδας
ατόµων. Ο Birch υποστηρίζει ότι η φύση της πολιτικής αντιπροσώπευσης δεν ταυτίζεται πλήρως µε
καµιά από τις τρεις παραπάνω «χρήσεις» αλλά έχει έναν ειδικό χαρακτήρα που δίνει µεγαλύτερη έµφαση
στον τρόπο που αυτοί επιλέγονται. Επιπρόσθετα, όταν αυτή η επιλογή τους γίνεται από τα κοµµατικά
συµβούλια που σε κανένα µέρος του κόσµου, όπως υποστηρίζει ο Birch, δεν εγείρουν πλήρη
αντιπροσωπευτική νοµιµοποίηση το περιεχόµενο της αντιπροσώπευσης γίνεται ακόµη πιο περίπλοκο.
Πιο συγκεκριµένα όσον αφορά στην φύση της πολιτικής αντιπροσώπευσης ο συγγραφέας αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Αναρίθµητοι συγγραφείς και οµιλητές υποστήριξαν ότι οι εκλεγµένοι αντιπρόσωποι
έχουν το καθήκον να ενεργούν ως εντολοδόχοι των µελών τους, και σε µερικές χώρες, σε κάποιες
χρονικές περιόδους αυτή ήταν η επικρατούσα άποψη. Από την άλλη πλευρά, οι πιο σηµαντικοί
θεωρητικοί στον δυτικό κόσµο δίνουν έµφαση στην ανάγκη οι εκλεγµένοι αντιπρόσωποι να κάνουν
οτιδήποτε θεωρούν σωστό για το έθνος ως σύνολο ενώ κάποιο άλλοι συγγραφείς έχουν υποστηρίξει ότι
το πρώτο καθήκον ενός εκλεγµένου προσώπου είναι να υποστηρίξει το κόµµα του. Η σηµασία και η
εγκυρότητα των εντολών και των διαταγών υπήρξε ένα θέµα που εµφανίζεται συχνά στην χρόνια
συζήτηση για την πολιτική αντιπροσώπευση», στο Representation, Macmillan Press Ltd, London 1971,
σελ.18 κ.ε.

311
αντιπροσώπευση δεν µετατοπίζουν το κέντρο βάρους και την αγωνία πάνω στο βασικό
διακύβευµα, τουτέστιν, την εξασφάλιση µιας ελάχιστης νοµιµοποιητικής βάσης και
επικοινωνίας του πολιτικού αντιπροσώπου µε τον αληθινό εντολέα του, τον λαό737.
Είναι φανερό ότι η γνήσια εντολή αντιπροσώπευσης δίνεται από τον λαό προς τους
πολιτικούς οι οποίοι καλούνται να τον υπηρετήσουν πάντα µέσα από έναν κοµµατικό
σχηµατισµό ο οποίος είναι εν γένει χαρακτηριστικός θεσµός της κοινοβουλευτικής
δηµοκρατίας. Όταν αυτός ο κοµµατικός σχηµατισµός λειτουργεί πλέον αυτόνοµα και
όχι σύµφωνα µε τις συντεταγµένες που επιβάλλει ο νόµος, τότε, αναµφισβήτητα
υπάρχει θεσµικό κενό. Σε αυτήν την περίπτωση ο λαός ως το ανώτατο όργανο της
δηµοκρατίας δεν αντιπροσωπεύεται, λειτουργεί απλώς ως νοµιµοποιητικός
µηχανισµός738.
Η συζήτηση για τις ανακατατάξεις στα πολιτικά κόµµατα και την εικόνα που
παρουσιάζουν είναι πραγµατικά ανεξάντλητη. Κι επειδή στον σύγχρονο οπτικό
πολιτισµό των ΜΜΕ έχουµε συνηθίσει να αντιλαµβανόµαστε καταστάσεις µε εικόνες
που συµπυκνώνουν άλλοτε επιτυχηµένα και άλλοτε όχι τις λεκτικές περιγραφές
παραθέτουµε µια χαρακτηριστική «εικονοπλαστική» περιγραφή της σηµερινής
κατάστασης που συνοψίζει τις παραπάνω παρατηρήσεις: «Άλλοι κάνουν λόγο για
αντιστροφή της πυραµίδας η οποία κάποτε στήριζε τα κόµµατα σε δυνατά, χαλύβδινα
πόδια. Σήµερα, η εικόνα αυτή έχει αντικατασταθεί από ένα αδύναµο σώµα, στηριγµένο
σε καχεκτικά πόδια. Στην κορυφή του, όµως, ένα αφύσικα µεγάλο κεφάλι κοροϊδεύει
την ικανότητά του να στέκεται ακλόνητο. Σε τί στηρίζεται;»739

737
Για τα τέσσερα κύρια µοντέλα αντιπροσώπευσης (της διαχείρισης, της πληρεξουσιότητας, της λαϊκής
εντολής και της οµοιότητας) βλ. Heywood, Andrew, Εισαγωγή στην Πολιτική (µτφρ. Γιώργος
Καράµπελας), εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006.
738
Παραδοχή την οποία αποδέχονται και οι πρωταγωνιστές του πολιτικού σκηνικού στην χώρα µας οι
οποίοι σχολιάζοντας την προαναφερόµενη έρευνα της «Ηµερησίας» γράφουν: «Η έρευνα της κοινής
γνώµης που δηµοσιεύτηκε στην ‘Ηµερησία’ την προηγούµενη εβδοµάδα, αποτυπώνει την κρίση της
αντιπροσώπευσης και αξιοπιστίας που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Οι πολίτες ψηφίζουν αλλά δεν
εκπροσωπούνται από τα κόµµατα», Μπακογιάννη, Ντόρα, «Παρωχηµένο το µοντέλο του ’80 για τα
κόµµατα», «Τα κόµµατα πρέπει να λειτουργούν ως χώρος προβληµατισµού και παραγωγής ιδεών και
πολιτικών µακριά από πλαγιοκοπήσεις οικονοµικών και συντεχνιακών συµφερόντων. Αυτό που σήµερα
συµβαίνει είναι η άναρχη κυριαρχία της αγοράς, ο εκµηδενισµός των αξιών, η αποθέωση του κέρδους
και η απουσία µακροπρόθεσµου σχεδιασµού», Καστανίδης, Χάρης, «Για µια νέα σχέση εµπιστοσύνης».
Και τα δύο άρθρα δηµοσιεύθηκαν στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/01-2005.
739
Άρθρο «Κλειστές κοµµατικές οργανώσεις», που δηµοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ, 24-06-2003, στο πλαίσιο
έρευνας του «Βήµατος» για τη φυσιογνωµία του πολιτικού συστήµατος. (από τους Σοφία Γιαννάκα, Β.
Νέδο).

312
5.3.5. Ο πολίτης τηλεθεατής- καταναλωτής-ψηφοφόρος
Η απουσία ουσιαστικής αντιπροσώπευσης συνεπάγεται την σταδιακή έλλειψη
ενδιαφέροντος από τους πραγµατικούς πρωταγωνιστές της πολιτικής, τους ίδιους τους
πολίτες. Όταν ο πολίτης δεν αναγνωρίζει στον πολιτικό λόγο που εκφέρεται τον δικό
του λόγο, το φυσικό επακόλουθο είναι να µην έχει πολιτικά αντανακλαστικά αφού
αντιλαµβάνεται ότι όλα γίνονται στο όνοµά του αλλά µε την πλήρη απουσία του740.Η
συναίνεση που παρουσιάζεται στον πολιτικό λόγο, για την οποία έγινε λόγος
προηγουµένως, είναι ενδεικτική της γενικότερης πολιτικής συναίνεσης και
«εξοµάλυνσης» που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία και όχι µόνο. Όπως παρατηρεί
ο Κ. Τσουκαλάς: «Ακολουθώντας τα επείσακτα υπερεθνικά πρότυπα, η πολιτική και
κοινωνική πραγµατικότητα δεν εξελίσσεται απλώς προς την κατεύθυνση της
εξοµάλυνσης των θεσµών. Βαδίζει πια ολοταχώς προς µιαν «εξοµάλυνση των
κοινωνικών υποκειµένων» Για όλο και περισσότερους πολίτες η πολιτική δεν
εκφράζει τη θεµελιώδη ανάγκη συµµετοχής στη χάραξη και υλοποίηση ενός κοινού
µέλλοντος. Αναδεικνύει µιαν ακόµη κοινωνική περιοχή όπου καλούνται να µετέχουν
ως αδιαφοροποίητοι πελάτες, χρήστες, καταναλωτές ή θεατές»741.
Η παραπάνω απόκλιση από τους όρους πραγµάτωσης της ουσιαστικής
αντιπροσώπευσης εντείνεται ακόµη περισσότερο υπό τον επικοινωνιακό εναγκαλισµό
που υφίσταται η πολιτική και προσθέτει στην ήδη ανίσχυρη αντιπροσώπευση και
άλλους «διαµεσολαβητές» µεταξύ πολιτικών και πολιτών. Τα προηγούµενα
προβλήµατα αντιπροσώπευσης είναι λίγο πολύ γνωστά και προκύπτουν κυρίως από την
ολιγαρχική οργάνωση των κοµµάτων, «τον σιδηρούν νόµο της ολιγαρχίας» του R.
Michels742. Ο περιορισµός, ωστόσο, του προβλήµατος της πολιτικής συµµετοχής στην
παθογένεια των πολιτικών κοµµάτων είναι εξαιρετικά αφαιρετικός τρόπος

740
Την ανάγκη των ατόµων να αναγνωρίζουν και να ανευρίσκουν στον πολιτικό λόγο στοιχεία που
προσιδιάζουν σε γνωρίσµατα της προσωπικότητάς τους ή σε γνωστές καταστάσεις υπογραµµίζει ο M.
Edelman ο οποίος παρατηρεί: « Τα πολιτικά γεγονότα είναι ιδιαίτερα ζωηρά και αξιοµνηµόνευτα όταν οι
όροι που τα υποδηλώνουν απεικονίζουν µια προσωποποιηµένη απειλή: έναν εχθρό, κάτι αφύσικο, κάτι
εγκληµατικό, κάτι που δεν αξίζει τον κόπο. Τα γεγονότα εύκολα αγνοούνται όταν έχουν να κάνουν µε
άτοµα που τα χαρακτηριστικά τους είναι άγνωστα (σ.σ. στο ευρύ κοινό)», στο Political Language:Words
that succeed and policies that fail, ό.π. σελ. 13 κ.ε.
741
Τσουκαλάς, Κ., «Προς µια δηµοκρατία της πλήξης;», ό.π.
742
Michels, Robert, Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κοµµάτων στη Σύγχρονη ∆ηµοκρατία. Έρευνες
γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του οµαδικού βίου (µτφρ. Γιώργ. Ανδρουλιδάκης), εκδ. «Γνώση»,
Αθήνα 1997.

313
προσέγγισης. Η «µοντέρνα» εκδοχή του προβλήµατος εµπλουτίζεται από την
παρεµβατική λειτουργία των ΜΜΕ στην πολιτική που εξασθενεί ακόµη περισσότερο
τις αντιπροσωπευτικές και κοινοβουλευτικές δοµές της δηµοκρατίας. Στα ήδη
ολιγαρχικά οργανωµένα κόµµατα, όπου άνθρωποι και γνώµες διυλίζονται και
εξοντώνονται µέχρι τελικής πτώσεως, προστίθεται και η διαµεσολάβηση από τα ΜΜΕ
που έρχεται να φιλτράρει... ότι απέµεινε. Ο καταµερισµός εργασίας, οι κρίσεις και
επικρίσεις των εκάστοτε συµβούλων, διευθυντών, δηµοσιογράφων βιαιοπραγούν, στην
κυριολεξία σε οποιαδήποτε έννοια αντιπροσωπευτικότητας, ακυρώνοντας ουσιαστικά
κάθε ελπίδα σύνδεσης του πολίτη µε τον πολιτικό του αντιπρόσωπο, δηλαδή τον
βουλευτή.
Κατά µία άλλη άποψη, βεβαίως, η τηλεόραση, µε την τάση διεύρυνσης του κύκλου
των συµµετεχόντων, ενισχύει παράλληλα τις δυνατότητες άµεσης συµµετοχής του
πολίτη αφού δεν είναι λίγες οι φορές που του δίνει βήµα για να εκφράσει τις όποιες
απόψεις του χωρίς να χρήζει αντιπροσώπευσης από κανέναν. Το ζήτηµα είναι εάν αυτή
η δυνατότητα είναι πραγµατικά µια γνήσια µορφή πολιτικής έκφρασης ή απλώς
σποραδικά και χωρίς κανέναν συντονισµό ζητείται η άποψη του κοινού για επίκαιρα
θέµατα χωρίς καν το δείγµα των ερωτηθέντων να είναι έστω µια υποδεέστερη
κατηγορία της «κοινής γνώµης». Γιατί στην πολιτική δεν ενδιαφέρει µόνο η έκφραση
αλλά και η συστηµατική οργάνωση της έκφρασης, αν θα µπορούσαµε να
χρησιµοποιήσουµε αυτόν τον όρο, υπό την έννοια ότι για να χαρακτηρισθεί µια άποψη
πολιτική και αντιπροσωπευτική οφείλει να υποστηρίζεται από έναν ικανό αριθµό
ατόµων που µπορούν να επιχειρηµατολογήσουν για αυτήν και να την υποστηρίξουν
συνειδητά. Για να µην περιπλέκουµε περισσότερο την σκέψη µας, δεν θα
αµφισβητήσουµε ότι η τηλεόραση πρόκρινε µια «οιονεί» συµµετοχή των πολιτών στα
επίκαιρα πολιτικά θέµατα, έστω µε την µορφή της λεκτικής παρέµβασης. Απέχει,
ωστόσο, αρκετά αυτή η παρέµβαση από τον χαρακτηρισµό της ως «πολιτικής» µε
αποτελέσµατα πραγµατικά πολιτικά γιατί στερείται κινήτρου, οργάνωσης,
συλλογικότητας και στόχων. Η απλή παράθεση ατοµικών απόψεων εξυµνεί την
ατοµικότητα καθενός από εµάς τους τηλε-πολίτες, µας δίνει την τέρψη και την
ικανοποίηση της συµµετοχής, µας αποστερεί, όµως, ταυτόχρονα από την επιθυµία ή
ακόµη και από την δυνατότητα αυτή η συµµετοχή να είναι πλέον θεσµική, να στοχεύει

314
στην καρδιά του προβλήµατος και να µην αναλώνεται στο «περιτύλιγµα». Το
τηλεοπτικό βήµα δεν διεκδικεί κανενός είδους αθωότητα. Η πολιτική της ανταλλαγής
που χρησιµοποιεί είναι απλή. Ανταλλάσσει το περίπλοκο µε το απλό έως και απλοϊκό.
Ανταλλάσσει τον αυστηρό, τυπικό, θεσµικό λόγο µε έναν λόγο χαλαρής οικειότητας,
«εκλαϊκευµένο». Ο ψηφιακός «λαϊκισµός» έχει όλα τα γνωρίσµατα του «απλού»
λαϊκισµού µεγενθυµένα. Το τηλεοπτικό βήµα ανταλλάσσει το συλλογικό- πολιτικό µε
το ατοµικό- εγωκεντρικό. Ο ατοµικισµός είναι η συνθήκη ασφάλειας και α-
κινδυνότητας για το κατεστηµένο πολιτικό σύστηµα. Μπορεί να αποβεί επικίνδυνος
και να αποκτήσει ισχύ µόνο όταν υποστηρίζεται από µια ισχυρή προσωπικότητα ή από
ένα δηµόσιο πρόσωπο αναγνωρισµένου κύρους.
Ο τηλεοπτικός φακός ξέρει, επίσης, να αναµοχλεύει τις τάσεις ναρκισσισµού του
σύγχρονου ατόµου. Η προσωρινή σαγήνη του ναρκισσισµού που προσφέρει ο
τηλεοπτικός φακός ανταλλάσσεται µε την γοητεία της συνεννόησης, της συνένωσης.
Οι µικροί καθηµερινοί τηλεοπτικοί «αστέρες» που εµφανίζονται κάθε µέρα στην
τηλεόραση, είτε ηθεληµένα είτε όχι, οι καθηµερινοί άνθρωποι, δηλαδή, γοητεύονται
τόσο πολύ από την προβολή τους από τα ΜΜΕ, που είναι σε θέση να προτιµήσουν
αυτόν τον ρόλο από κάποιον άλλο που ίσως παλαιότερα γοήτευε περισσότερο. Όταν
κάποιος σου προτάσσει ένα µικρόφωνο για να µιλήσεις, πολύ εύκολα θεωρείς ότι έχεις
περάσει πλέον στην αντίπερα όχθη. Είσαι «τηλεοπτικός». Οι άλλες σου ιδιότητες
ωχριούν µπροστά την λάµψη του «γυαλιού».
Η πρόκριση αυτής της ιδιότυπης ατοµικότητας που χαίρει ιδιαίτερης εκτίµησης από
την τηλεοπτική δηµοκρατία, συντηρεί ένα παράδοξο σχήµα συµµετοχής στην πολιτική
η οποία διαµορφώνεται µε όρους ατοµικούς, απεµπολώντας οποιαδήποτε έννοια
συσπείρωσης, κινητοποίησης και διεκδίκησης. Η θυσία του συλλογικού έναντι του
ατοµικού είναι η βασική συνισταµένη του σχήµατος743: Πολίτης, τηλεθεατής,
καταναλωτής, ψηφοφόρος, όπου η σειρά των λέξεων δεν είναι τυχαία αλλά
λειτουργική και διαδικαστική. Ο πολίτης µέσω της αναγκαστικής τηλεθέασης
µετέρχεται της πολιτικής µε την ιδιότητα του καταναλωτή και προσεγγίζει την κάλπη,

743
Η Άννα ∆ιαµαντοπούλου γράφει: «Οι πολίτες των ανεπτυγµένων χωρών έχουν περισσότερο ατοµική
παρά συλλογική ατζέντα. Η ισχυρή (πληθυσµιακά και εισοδηµατικά) µεσαία τάξη δεν αιµοδοτεί πλέον
κινήµατα, κόµµατα οργανώσεις», «Το ‘νέο’ γεννιέται – δεν γίνεται», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-23/01/2005, σελ.
17.

315
ως ψηφοφόρος πλέον, αφού έχει αποτιµήσει την πολιτική ως τηλεοπτικό προϊόν. Ο
δρόµος προς την κάλπη, λοιπόν, έχει πολλές «στάσεις». Όταν ο πολίτης αποκαµωµένος
πια από τις ηχηρές προεκλογικές περιόδους και τα επικοινωνιακά τεχνάσµατα φθάσει
επιτέλους στον προορισµό του έχει αλλοτριωθεί πλήρως από την ουσία του εκλογικού
του δικαιώµατος. Τα ΜΜΕ έχουν φροντίσει να µετατρέψουν «τον δρόµο προς την
Ιθάκη» σε ένα ατέρµονο και κουραστικό παιχνίδι εντυπώσεων. Έτσι η Ιθάκη στο τέλος
φαντάζει ως διαδικαστική λύτρωση και όχι ως εκπλήρωση επιθυµίας ή ακόµη και
χρέους. Στο πολιτικό παιχνίδι όµως δεν έχει σηµασία µόνο το «ταξίδι». Σηµασία έχει
και η «Ιθάκη». Η απόφανση του πολιτικού είναι η πολιτική απόφαση. Η κρίσιµη ώρα
της δηµοκρατίας είναι η ώρα των πολιτικών επιλογών. Η πολιτική θεωρία υπάρχει για
να δικαιολογεί την πολιτική πράξη και όχι το αντίθετο.
Στην σύγχρονη τηλε-δηµοκρατία έχουµε ξεχάσει ότι σηµαντικός δεν είναι ο
«τηλεοπτικός» αλλά ο πολιτικός. Ικανοποιητική πολιτική συνθήκη δεν είναι να µπορείς
απλώς να λες την γνώµη σου. Ακόµη πιο σηµαντικό είναι να µπορείς να την
υποστηρίξεις αναλόγως και να υποκινήσεις κάποιους να την ακούσουν και να
ασχοληθούν σοβαρά µε αυτή. Η τηλεοπτική µνήµη, όµως είναι µικρή σε διάρκεια. Η
συνεχής εναλλαγή προσώπων, εικόνων, θέσεων και αντιπαραθέσεων είναι θεαµατική
αλλά µη δεκτική αποµνηµόνευσης. Πολλές φορές η ίδια η επαναληψιµότητα των
γεγονότων µέσω τηλεόρασης και η αδικαιολόγητη ενασχόληση των ΜΜΕ µε θέµατα
ήσσονος πολιτικής σηµασίας όχι µόνο δεν καλλιεργεί την µνήµη αλλά απωθεί
γεγονότα από αυτήν, γιατί η υπερβολή στην επεξεργασία τους τα έχει καταστήσει
ευτελή.
Η πολιτική του θεάτρου θέλει τους πολιτικούς να κινούνται ως ηθοποιοί στην
µικρή οθόνη χωρίς να αναγνωρίζει καν στους τηλεθεατές το δικαίωµα του ενεργού
κοινού. Το κοινό που βλέπει και υποτίθεται ότι κρίνει, συµφωνεί ή διαφωνεί. Το
τηλεοπτικό κοινό έρχεται πολλές φορές να παίξει τον ρόλο του κοµπάρσου στο όλο
έργο πλαισιώνοντας τον θέατρο του παραλόγου της πολιτικής. Σε αυτό το θέατρο όλοι
οι συντελεστές είναι εν κινήσει αλλά χωρίς σενάριο. Αν αυτό υπάρχει, πάλι, συνήθως
δεν είναι σε θέση να το γνωρίζουν!

316
5.3.6. Ο αυτοπεριορισµός της πολιτικής στην τηλεοπτική εικόνα των πολιτικών
Η προσωπικότητα ενός πολιτικού προσώπου δεν ήταν ποτέ αµελητέο µέγεθος
στην πολιτική και ιδιαίτερα στην πολιτική επικοινωνία. Η πολιτική είναι ενασχόληση
µε το κοινό, το γενικό, το καθολικό αλλά ενσαρκώνεται µέσα από το πολύ
«συγκεκριµένο» είτε αυτό είναι κόµµα, είτε µια οµάδα συµφερόντων, είτε ένα πολιτικό
πρόσωπο. Η συνδροµή, λοιπόν, του προσωπικού στοιχείου στην πολιτική
επικοινωνιακή διαδικασία είναι αναντίρρητος και αποδεκτός όρος.
Το πρόσωπο, από την άλλη δεν ενεργεί, συνήθως για τον εαυτό του. Καλείται
να εκπροσωπήσει κυρίως µε τον λόγο του µια πολιτική παράταξη, µια ιδεολογία, µια
θέση. Στο συλλογικό αυτό έργο συµµετέχει ως φορέας έκφρασης και ως ενσάρκωση
του πολιτικού. Ο πολίτης αναζητά πίσω από τον πολιτικό το πολιτικό του µήνυµα, την
πρόταση, την θέση.
Η τηλεοπτική δηµοκρατία ανέστρεψε και αυτόν τον όρο. Άλλαξε τους νόµους
βαρύτητας της πολιτικής. Προωθώντας συνεχώς την εικόνα εις βάρος του λόγου
κατάφερε να καταστήσει την πολιτική παιχνίδι προσώπων. Η «προσωποκεντρική
πολιτική κουλτούρα» είναι το σύγχρονο θέατρο σκιών της πολιτικής. Σκιές είναι, σε
αυτήν την περίπτωση οι πολιτικές ιδέες που µόνο ως υποψία υπάρχουν πίσω από το
κυρίαρχο τηλεοπτικά πολιτικό πρόσωπο. Η πολιτική στην σκιά των πολιτικών θα ήταν
µια καλή περιγραφή της κατάστασης. Η προσωποποίηση της πολιτικής
(«personalization of politics») όπως αποδεικνύεται από πολιτικές µελέτες,744 είναι ο
πιο σηµαντικός παράγοντας που οδηγεί τα άτοµα να λαµβάνουν αποφάσεις µε βάση
την προσωπικότητα των πολιτικών προσώπων και όχι µε βάση τις θέσεις των
πολιτικών κοµµάτων ή τα ζητήµατα που συζητούνται. Εξάλλου « η προσωποποίηση
της πολιτικής δίνει µεγαλύτερη συγκινησιακή ένταση στο πολιτικό θέαµα, ιδιαίτερα
µάλιστα όταν συνοδεύεται από τους δραµατικούς τόνους που χαρακτηρίζουν την
γλώσσα των ΜΜΕ»745. Όπως σχολιάζει η Τ. Καπέλου: «Οι έρευνες που ασχολούνται
µε το αντικείµενο αυτό καταλήγουν στο ότι, όταν το κοινό φέρνει στον νου πολιτικά
πρόσωπα, καταφεύγει σε απλοποιηµένες αξιολογήσεις οι οποίες στηρίζονται, κυρίως,

744
Μια ενδεικτική αναφορά στις πιο σηµαντικές από αυτές τις έρευνες κάνει η Τ. Καπέλου, «Ζητήµατα
ικανότητας. Η συναισθηµατική παράµετρος της αξιολόγησης των πολιτικών», στο ∆εµερτζής, Ν. (επιµ.),
Η Πολιτική Επικοινωνία στην Ελλάδα, ό.π., σελ. 414.
745
Γιαλκέτσης, Θανάσης, «Τηλε-δηµοκρατία», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15-09-1996, σελ.
52.

317
σε δείκτες προσωπικότητας. Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του κάθε
πολιτικού, σύµφωνα µε έρευνες στο χώρο της διαµόρφωσης εντυπώσεων, θεωρούνται
αντιπροσωπευτικές ενδείξεις επίκτητων δεξιοτήτων και προσφέρουν στο κοινό έναν
προσφιλή και εύκολο τρόπο διαχείρισης της πληθώρας των διαθέσιµων για τον
πολιτικό χώρο πληροφοριών»746.
Στην νέα προσωποποιηµένη µορφή δηµοκρατίας το πιο σηµαντικό, ίσως,
πολιτικό βαρόµετρο είναι η δηµοτικότητα ενός πολιτικού η οποία δεν εδράζεται πάντα
σε ορθολογικά, πόσο µάλλον σε πολιτικά κριτήρια: «Είναι προφανές ότι η
δηµοτικότητα δεν προϋποθέτει αναγκαστικά το συναπάντηµα της ιδιοφυΐας µε την
ανθρωπότητα. Κάποτε αρκεί το ελάχιστο ή το ιδιόρρυθµο µε την προϋπόθεση ότι θα
συναντήσεις τις φετιχιστικές υποδοχές του κόσµου την κατάλληλη στιγµή»747. Τελικά
η δηµοτικότητα είναι ο συνδυασµός επικοινωνιακής οικειότητας και θεµατικής µη
οικειότητας δίνοντας στο στυλ ουσία. Η ουσία της πολιτικής είναι το στυλ, το
τηλεοπτικό στυλ που ευνοεί τον προσαρµόσιµο στην τηλεοπτική πραγµατικότητα
πολιτικό. «Η καινούργια σκηνοθεσία, χωρίς τηβέννους και κοθόρνους και µε τον
άπλετο φωτισµό των ΜΜΕ, δεν ευνοεί τους δυσπροσάρµοστους... Αντίθετα πριµοδοτεί
όσους διαθέτουν αίσθηση αναλογιών, περίστασης και επικαιρότητας, όσους
καταφέρνουν να ισορροπήσουν ανάµεσα στην αίσθηση του ‘βαρυσήµαντου’ και την
επίγνωση της ‘ελαφρότητας’ ανάµεσα στον αυτοσεβασµό και την ειρωνική
αυτογνωσία»748.
Ο Γ. Λούλης βλέπει τον αυξανόµενο ρόλο των πολιτικών ηγετών ως απάντηση
στην φθορά των κοµµάτων. Γράφει χαρακτηριστικά: «Τα κόµµατα υποχωρούν ως
πόλος έλξης ψηφοφόρων. Τη θέση τους παίρνουν πλέον τα πολιτικά πρόσωπα. Τα
πρόσωπα αυτά (τόσο ο κ. Σηµίτης στο παρελθόν όσο και ο κ. Καραµανλής τώρα)
εκφράζουν δευτερευόντως τα στενά κοµµατικά όρια των παρατάξεών τους. Πρωτίστως
τα υπερβαίνουν. Ένα συρρικνούµενο τµήµα του εκλογικού σώµατος έλκεται από τα
κόµµατα. Όµως οι πιο πολλοί προσβλέπουν σε πολιτικούς ηγέτες, που µε ευρύτερα
αποδεκτές εικόνες εµφανίζονται ως το ‘νέο’ έναντι του ‘παλιού’. Και ποιο είναι το

746
Καπέλου, Τερέζα, ό.π. σελ. 415.
747
Παπαγγελής, Θ.∆., «Ο µύθος και ο γρίφος της δηµοτικότητας», ΤΟ ΒΗΜΑ, Επιφυλλίδες, 12-07-1998.
748
στο ίδιο.

318
‘παλιό’; Κυρίως τα ίδια τα κόµµατά τους»749. Μήπως, λοιπόν, η αποτυχία των
κοµµάτων «φόρτωσε» µε υπέρογκες ευθύνες τα πολιτικά πρόσωπα που καλούνται να
προσφέρουν την εικόνα τους και την καλή έξωθεν µαρτυρία τους για να περισώσουν το
χαµένο κύρος της πολιτικής; Η εξήγηση αυτού του φαινοµένου είναι σχετικά απλή.
«...Όσο δύσκαµπτοι και αρτηριοσκληρωτικοί είναι οι µηχανισµοί (σ.σ. των κοµµάτων)
τόσο ευέλικτοι και εµπροσθοβαρείς µπορεί να αποδειχθούν ορισµένοι πολιτικοί
ηγέτες»750. Αλλά η συζήτηση για τους πολιτικούς ηγέτες και για την εικόνα που αυτοί
παρουσιάζουν σήµερα είναι εξίσου προβληµατική.
Η διόγκωση του προσώπου σε βάρος της πολιτικής, ωστόσο δεν ανέδειξε
«χαρισµατικούς ηγέτες» ή πολιτικά πρόσωπα πολλά υποσχόµενα, όπως θα ανέµενε
κανείς. Μάλλον υποβάθµισε τον ρόλο τους καθιστώντας τους µέχρι πρότινος
ανέγγιχτους πολιτικούς ηγέτες τόσο προσιτούς, ανθρώπινους και καθηµερινούς που
όντας απλώς κάποιοι από τους πολλούς δεν εµπνέουν. Η συναινετική πολιτική που
προωθείται από τα ΜΜΕ σε συνδυασµό µε την συναινετική πολιτική ρητορική που
την επενδύει δεν αφήνει περιθώρια για θαυµασµό. Η οµοιοµορφία στον πολιτικό λόγο
σηµαίνει και πολιτική ισοπέδωση του φορέα του. Η σύγχρονη δηµοκρατική κουλτούρα
δεν ανέχεται τους ηγέτες, όπως πολύ χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Andrew Mare: «Η
συνήθης εξήγηση είναι ότι οι πολιτικοί έχουν σήµερα µικρότερη δύναµη απ’ ό,τι στο
παρελθόν, πρωταγωνιστώντας σ’ έναν κόσµο που δεν βρίσκεται στο χείλος του
ολοκαυτώµατος και, κατά συνέπεια, ορθώς δείχνουν λιγότερο σηµαντικοί»751. Η
εξήγηση, όπως και ο ίδιος ο Mare παραδέχεται, δεν είναι αυτή ή τουλάχιστον δεν είναι
µόνο αυτή. Το κύριο µερίδιο ευθύνης το έχει η τηλεόραση, η τηλεοπτική δηµοκρατία
της εξοικείωσης, της πλαστής οικειότητας που δεν βελτιώνει, ως είθισται να λέγεται,
τις προσωπικές σχέσεις αλλά τις εκµηδενίζει στην περίπτωσή µας. Τα πολιτικά
πρόσωπα της τηλεόρασης είναι το δυνητικό «εγώ» του τηλεθεατή ο οποίος απαξιεί να
τους δώσει την δέουσα προσοχή, θεωρώντας ότι και αυτός µε αρωγό του την
τηλεόραση και µε την συνδροµή κάποιων άλλων καταστάσεων θα µπορούσε να
βρίσκεται στην θέση τους. Η ισότητα είναι πολύ σηµαντική έννοια και προϋπόθεση

749
Λούλης, Γιάννης, «Οι πέντε παράγοντες της πολιτικής δυναµικής», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/1/2005, σελ.
7.
750
Λούλης, Γιάννης, «Το στοίχηµα των ηγεσιών», ό.π.
751
Μαρ, Άντριου, «Τί έγιναν οι ήρωες;», ΤΑ ΝΕΑ, 9-10-1998. Ο ΄Αντριου Μαρ είναι πρώην διευθυντής
της εφηµερίδας «Independent», και νυν συνεργάτης πολλών βρετανικών εντύπων.

319
µιας πραγµατικής δηµοκρατίας. Η ισοπέδωση όµως είναι παράγοντας µιας κοινωνίας
χωρίς όραµα. Ο Α. Mare καταλήγει σε ένα πολύ σηµαντικό συµπέρασµα που εξαιτίας
της γλαφυρότητας του λόγου του το παραθέτουµε αυτολεξεί: « Το πρόβληµα είναι
όµως ότι η ουσιαστική αντιπροσωπευτική δηµοκρατία απαιτεί εξουσία και σεβασµό.
Εάν είµαστε ενστικτωδώς καχύποπτοι απέναντι στα µεγάλα µυαλά, αυτό θα αποβεί εις
βάρος µας και εις βάρος της δηµοκρατίας, Εάν χάσουµε το δέος για τα επιτεύγµατα του
ανθρώπου, εάν πάψουµε να γυµνάζουµε το µυαλό µας για να αντιλαµβανόµαστε το
µεγαλείο, θα γίνουµε µικρότεροι»752.
Η µετατόπιση του βάρους από τις ιδέες και τις αξίες στα πολιτικά πρόσωπα
µπορεί να διευκόλυνε από µία άποψη την σύνδεση των τηλεθεατών µε την πολιτική. Η
τελευταία αντιµετωπίζεται ως διαπροσωπική σχέση µεταξύ τηλεθεατή και τηλεοπτικού
πολιτικού έχει, όµως, και αλλά από την άλλη, τα αρνητικά της επακόλουθα. Καταρχήν,
ο πολιτικός λόγος αντί να εκφέρεται από τους πολιτικούς, συµβαίνει το αντίθετο. Ο
πολιτικός χρησιµοποιεί εργαλειακά τον λόγο για την προβολή της προσωπικής του
εικόνας (image). Η δεύτερη πρόταση µε την χρήση της ενεργητικής φωνής του
ρήµατος και την συντακτική τοποθέτηση του λόγου στην θέση του αντικειµένου, δεν
αποτελεί απλή αναστροφή της πρώτης. Ο πολιτικός λόγος πλέον επενδύει την
τηλεοπτική εικόνα των πολιτικών και πολλές φορές συµπαρασύρεται από έναν έντονο
αυθορµητισµό, έρµαιο της πολιτικής (και όχι µόνο) συµπεριφοράς του προσώπου που
τον εκφέρει. Έτσι καθίσταται ποµπώδης, υποβλητικός χωρίς ουσία, ενίοτε αυθάδης και
ασεβής απέναντι στο κοινό του που µπορεί να µην ενδιαφέρεται πάντα για την πολιτική
ως ουσία αλλά είναι πάντα σε θέση να αντιληφθεί την υπέρβαση ορίων753. Ο Α. Ρήγος
αναφέρεται χαρακτηριστικά στο µετανεωτερικό µοντέλο του φαίνεσθαι και του κενού
λόγου που παρακολουθείται από το επίσης µετανεωτερικό µοντέλο που καταρρίπτει
πολιτικές διακρίσεις και ιδεολογίες όπως την διάκριση Αριστεράς – ∆εξιάς754. Γιατί
«ένα πολιτικό µήνυµα όσο αποστεωµένο και αν είναι, για να περάσει οφείλει όχι µόνο

752
στο ίδιο.
753
Όπως παρατηρεί σχετικά ο Τ. Γιαννίτσης: «Η παραποίηση της πραγµατικότητας, συνδυασµένη µε το
στοιχείο της αυθαιρεσίας- µια αυθαιρεσία καλυµµένη πίσω από ένα γενικευµένο πολιτικό ναρκισσισµό ή
πίσω από ψευδεπίγραφες υπεροπτικές αυθεντίες- κυριαρχεί έντονα στο πολιτικό προσκήνιο που βιώνει ο
κάθε πολίτης», «Χρειάζονται ηγεσίες, ικανές να εµπνεύσουν... και να συνεγείρουν την κοινωνία»,
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-23/1/2005, σελ. 18.
754
Ρήγος, Άλκης, «Συνδυασµός λαϊκιστικού µοντέλου του παρελθόντος µε το ‘µετανεωτερικό’ µοντέλο
του φαίνεσθαι και του κενού λόγου», Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 18-01-2004, σελ. 6-7.

320
να µη αντιστρατεύεται το κυρίαρχο πολιτιστικό σύστηµα αλλά πρέπει να δηµιουργεί
έξη και ανάγκη κατανάλωσής του»755.
Η προσωποποίηση της πολιτικής δεν φαίνεται να ενθουσιάζει τους πολίτες,
τουλάχιστον όταν διακρίνουν σε αυτήν στοιχεία υπερβολής και υπέρµετρου εγωισµού.
Σηµαντικό είναι, από την άλλη, το στοιχείο ότι η πολιτική κρίνεται πλέον µε όρους
προσωπικής συµπεριφοράς των πρωταγωνιστών της. Ένα ολόκληρο κόµµα µπορεί να
κατηγορηθεί εάν εκπρόσωπός του συµπεριφερθεί µε τρόπο ανοίκειο στην τηλεόραση
που έχει την ιδιότητα να µεγεθύνει καταστάσεις και συµπεριφορές. ∆εν είναι τυχαίο,
ότι στην έρευνα της «Ηµερησίας» που αναφέραµε παραπάνω, στην ερώτηση που
αφορά στο αξιακό πλαίσιο της πολιτικής πρώτη έρχεται η «σεµνότητα» ως αξία (µε
ποσοστό 74,4% των ερωτηθέντων) αφήνοντας πίσω της ακόµη και την
πολυσυζητηµένη έννοια της «κοινωνικής δικαιοσύνης» (µε ποσοστό 74,1%). Όπως
σχολιάζεται χαρακτηριστικά στην ανάλυση των αποτελεσµάτων της έρευνας; «Στην
πρώτη θέση του βάθρου των ‘νικητών των αξιών’ βρίσκεται η σεµνότητα, γεγονός που
καταδεικνύει την βαθιά αποστροφή των πολιτών στα φαινόµενα της αλαζονείας του
παρελθόντος αλλά, σε µια δεύτερη ανάγνωση, υπογραµµίζει µε έµφαση και τη
συντηρητική στροφή µιας κοινωνίας που γοητευόταν από την αλλαγή»756.
Το διαπροσωπικό στοιχείο δεν υπάρχει µόνο στις σχέσεις πολιτικών και
ψηφοφόρων. Έχει επικρατήσει ως µοντέλο πολιτικής αντιπαράθεσης µεταξύ των
πολιτικών που επιδίδονται σε διαπροσωπικές αψιµαχίες, διασταυρώνοντας τις
προσωπικές- πολιτικές τους απόψεις και ενίοτε κοµµατικές. Οι απόψεις τους
εκπροσωπούν το κόµµα όταν είναι συµφέρουσες για αυτό. Όταν ενέχουν κινδύνους,
όταν ο κίνδυνος να προσβληθεί το κόµµα από τα λεγόµενα ή την συµπεριφορά του
πολιτικού οµιλητή είναι ορατός, τότε η αντιπροσώπευση δεν ισχύει ακόµη κι αν το
συγκεκριµένο πρόσωπο έχει κληθεί στην τηλεόραση ως εκπρόσωπος ενός
συγκεκριµένου κόµµατος. Η κοµµατική αποµόνωση του πολιτικού προσώπου όταν δεν
ανταποκρίνεται στις κοµµατικές επιταγές είναι δεδοµένη. ∆εν θα ήταν παράτολµο να
µιλήσουµε σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες παρόµοιες για «επιλεκτική
αντιπροσώπευση» καθώς η τηλεόραση είναι µέσο µε δύναµή της την ταχύτητα στην

755
στο ίδιο.
756
Εφηµερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, έρευνα –δηµοσκόπηση, «Κρίση εµπιστοσύνης στα κόµµατα», ό.π., σελ. 3.

321
διάχυση της πληροφορίας. Τότε η δοσµένη αντιπροσώπευση σε ένα πολιτικό πρόσωπο
µπορεί να ανακληθεί «αναδροµικά». Τα αντανακλαστικά των κοµµάτων και των
κοµµατικών µηχανισµών είναι συνήθως υστερόχρονα της τηλεοπτικής δήλωσης. Όταν
αντιληφθούν ότι µια δήλωση ή ενέργεια ξεφεύγει από τα προκαθορισµένα κοµµατικά
όρια ανακαλούν το δικαίωµα εκπροσώπησής τους από τον συγκεκριµένο πολιτικό εν
όψει µιας κοµµατικής σταθερότητας και αξιοπιστίας που δεν πρέπει- επ’ ουδενί- να
κλονισθεί. Τα απαρχαιωµένα πολιτικά κόµµατα µπορεί να µετονοµάσθηκαν σε
«πολυσυλλεκτικά» για να µπορέσουν να σταθούν στο ύψος µιας πλουραλιστικής,
πολυκεντρικής πολιτικής σκηνής αλλά πολλές φορές αποδεικνύουν ότι η ζυγαριά
µεταξύ κοµµατικής πειθαρχίας και ελευθερίας γνώµης γέρνει πάντα προς το µέρος της
πρώτης. Ο πολυσυλλεκτισµός τους µάλλον αφορά µόνο στην συγκέντρωση
ψηφοφόρων από όλο το πολιτικό φάσµα απόψεων µε µια εµφανή τάση των κοµµάτων,
ακόµη και στην χώρα µας, να φλερτάρουν µε τον «µεσαίο χώρο» σε µια προσπάθεια να
αυξήσουν το διάνυσµα επιρροής τους. Σε καµιά περίπτωση η πολυσυλλεκτικότητά
τους δεν αντικατοπτρίζει κάποιου είδους πολυ-γνωµία, ή έναν πλουραλισµό θέσεων.
Γιατί, αφού ολοκληρωθεί η συλλογή του απαραίτητου «υλικού», ακολουθεί η
διαδικασία της αφοµοίωσης.
Η «θεατρικοποίηση» της πολιτικής µε πρωταγωνιστές τα πολιτικά πρόσωπα δεν
έλαβε υπόψη της ότι στο θεατρικό θέαµα δεν µπορεί επ’ ουδενί οι απαιτήσεις να είναι
οι ίδιες όπως στο πολιτικό θέαµα. Οι στόχοι που καλούνται να υπηρετήσουν αυτά τα
δύο θεάµατα είναι διαφορετικοί. Το θέατρο προσελκύει το ενδιαφέρον του θεατή και
κινητοποιεί συναισθηµατικές καταστάσεις. Ως καλλιτεχνική δηµιουργία όµως δεν
επιβάλλει κανενός είδους αποφάσεις και συνέπειες. Η σηµειολογία του είναι
προσωπική υπόθεση του κάθε θεατή. Η πολιτική, ακόµη κι αν ειδωθεί ως θέαµα, δεν
αποφεύγει την µετουσίωσή της σε απόφαση, πράξη, αποτέλεσµα. Όπως υπενθυµίζει ο
Thomas Meyer στην ιδιαίτερα γλαφυρή περιγραφή της σχέσης Θεάτρου και Πολιτικής:
«∆ουλειά της πολιτικής – και στην κοινωνία των µέσων – θα έπρεπε να είναι
προπάντων να ασκεί πολιτική και να τη σκηνοθετεί ελκυστικά. Η δουλειά των µέσων
είναι να παρουσιάζουν την πολιτική κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να την βλέπουν πολλοί
άνθρωποι, αλλά να παραµένει πολιτική. Η κριτική της σκηνοθεσίας µπορεί να
αποτελέσει την κινητήρια δύναµη τόσο για την πολιτική όσο και για την σχέση µεταξύ

322
των µέσων ενηµέρωσης»757. Το σίγουρο είναι ότι στην πολιτική τα φώτα της ράµπας
δεν σβήνουν ποτέ!

5.4 Πολιτική και σύγχρονη τεχνολογία


5.4.1 Ο Λόγος της Τεχνολογίας και τα ΜΜΕ
Ο λόγος του εκσυγχρονισµού και της τεχνολογίας δεν είναι ουδέτερος ούτε
πολιτικά ούτε κοινωνικά αλλά ούτε και επικοινωνιακά. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στον
χώρο των τηλεπικοινωνιών και ο εκσυγχρονισµός που επήλθε στις κοινωνίες της
πληροφορίας επηρέασαν και την λειτουργία της δηµοκρατίας. Τα κελεύσµατα του
εκσυγχρονισµού που στην χώρα µας αναδείχθηκαν ως κυρίαρχα αιτήµατα της
ελληνικής κοινωνίας την δεκαετία του ’90, δηµιούργησαν προσδοκίες και
υποχρεώσεις. Η χώρα µας έπρεπε να συγκλίνει µε την παγκοσµιοποιηµένη
πραγµατικότητα, να ανταποκριθεί στις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις και να
αντεπεξέλθει στις µεγάλες προκλήσεις, τεχνολογικές και άλλες, εδραιώνοντας την θέση
της στην διεθνής πολιτική σκηνή758.
«Η τεχνολογία είναι κοινωνική σχέση» ισχυρίζεται ο Ζ. Παπαδηµητρίου759 και
φαίνεται ότι επαληθεύεται καθηµερινά, ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ. Οι νέες τεχνολογίες
στον χώρο των επικοινωνιών δηµιούργησαν νέες δοµές στον τρόπο επικοινωνίας και
ιδιαίτερα στην δηµόσια επικοινωνία, εκεί, δηλαδή, όπου πραγµατώνεται η ουσία της
πολιτικής διαβούλευσης. Όπως επισηµαίνει ο Γ. Παπαδηµητρίου: «Κατά την
χρησιµοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία πρέπει
οπωσδήποτε να διατηρηθούν αλώβητες οι αρχές του νοµικού πολιτισµού µας, ιδίως η
ελευθερία, η ισότητα, η συµµετοχική δηµοκρατία. Σε αυτή τη µεγάλη πρόκληση

757
Meyer, Thomas, Η Πολιτική ως Θέατρο, Η νέα εξουσία της ηθοποιίας, (µτφρ, Θ. Παρασκευόπουλος,
προλ. Ν. Κοτζιάς) εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 170. βλ. επίσης το σχετικό µε το βιβλίο του
Meyer άρθρο του Μ. Πλωρίτη, «Πολιτική, θέατρο και ΜΜΕ», ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-9-2000.
758
Όπως επισηµαίνει ο Ροβέρτος Σπυρόπουλος: «Η περίοδος εµπέδωσης και ολοκλήρωσης της
ελληνικής κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας συνέπεσε, εκ των πραγµάτων, µε την περίοδο ουσιαστικής
περιστολής της δυναµικής και της ισχύος των εθνικών πολιτικών συστηµάτων, στις ευρωπαϊκές
τουλάχιστον χώρες που άρχισαν να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σύστηµα υπερεθνικής πολιτικής
διακυβέρνησης», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/01/2005, σελ. 6.
759
Papadimitriou, Zissis «Zum Verhaeltnis von Technik Arbeitsorganisation and gesellschaftlichen
Interessenlagen», («Αναφορικά µε τη σχέση τεχνικής οργάνωσης της εργασίας και κοινωνικών
συµφερόντων») στο G. Brandt et al, Computer und Arbeitsprozess, Campus-Verlag, Frankfurt | M|, New
York 1978, σελ. 6-22.

323
καλούµαστε να ανταποκριθούµε. Πρόκειται, ίσως, για το µεγαλύτερο διακύβευµα της
σύγχρονης εποχής. Ο άνθρωπος πρέπει µε την χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας να
πραγµατώνει την ελευθερία και την αυτονοµία του, χωρίς να απεµπολήσει τις δύο
αυτές θεµελιώδεις αξίες»760.
Η µετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής στην επικοινωνία άνοιξε την
αυλαία για τις γνωστές πλέον θεωρίες περί «διαβουλευτικής δηµοκρατίας»,761 όπου η
ουσία της πολιτικής ανευρίσκεται και τελικά πραγµατώνεται µέσα από έναν
δηµοκρατικό διάλογο, ένα «modus procedendi» όπως το αποκαλεί ο Schumpeter762
τηρουµένων πάντα των βασικών προϋποθέσεων και διαδικασιών. Προς αυτήν την
κατεύθυνση συγκλίνουν οι θεωρίες του J. Habermas και J. Rawls763 προτάσσοντας τις
αξίες της ίσης συµµετοχής σε έναν δηµοκρατικό διάλογο αλλά και την ορθολογικότητα
που πρέπει να χαρακτηρίζει του συνοµιλούντες έτσι ώστε να καταλήξουν σε
συµπεράσµατα και προτάσεις ικανές να εξυπηρετήσουν το γενικό καλό. Ο κίνδυνος,
βέβαια, να µετατραπεί η δηµοκρατία σε ένα άτεγκτο διαδικαστικό µοντέλο
διαβούλευσης είναι εµφανής και άλλο τόσο είναι ορατά τα όρια του ανέφικτου στην
τήρηση των προϋποθέσεων για µια ουσιαστική διαβούλευση απαλλαγµένη από σχέσεις
εξουσίας. Υπό αυτήν την έποψη η «ιδανική οµιλιακή κατάσταση»764 που οραµατίζεται
ο Habermas και οι οπαδοί του παρουσιάζεται τελικά ως «ρυθµιστικό ιδεώδες»765.
Οι φιλελεύθερες δηµοκρατίες των αγορών αλλά και κάθε µορφή του
δηµοκρατικού πολιτεύµατος που προάγει το άτοµο σε κύτταρο της κοινωνικής και
οικονοµικής ζωής δεν µπορεί να αποφύγει τη διαφορά, τη διάκριση και κατά συνέπεια
την κατάταξη των πολιτών σε κατηγορίες ή σε διαβαθµίσεις. Η ελευθερία του ατόµου,
φιλελεύθερη ή µη, συνεπάγεται και την ελευθερία του να διαµορφώνει τις κοινωνικές
και επαγγελµατικές του σχέσεις µε δικά του κριτήρια. Η ανισότητα είτε αυτή είναι
πολιτική είτε οικονοµική, έχει τις ρίζες της στην ελευθερία του ατοµισµού, του

760
Παπαδηµητρίου, Γιώργος, «Η ωρίµανση του δηµοκρατικού πολιτεύµατος», στο αφιέρωµα «1974-
2004: 30 χρόνια δηµοκρατίας», ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-07-2004.
761
Για µια κριτική παρατήρηση των όρων της διαβουλευτικής δηµοκρατίας µε βάση κυρίως το
χαµπερµασιανό µοντέλο βλ. Mouffe, Chantal, Το δηµοκρατικό παράδοξο, ό.π. σελ. 120 κ.ε.
762
στο ίδιο, σελ 94.
763
Για τις απόψεις του J. Rawls, βλ. κυρίως τα έργα του: Political Liberalism, Columbia University
Press, New ed edition, 1995, και A Theory of Justice, Belknap Press, Revised edition, 1999.
764
βλ. παραπάνω κεφ. 1 σελ. 28-35.
765
βλ. αναφορά στο Mouffe, Chantal, ό.π. σελ. 124.

324
άκρατου ατοµικού συµφέροντος στο δικαίωµα της διαφοράς όχι ως ιδιαιτερότητα αλλά
ως κατάληψη συγκεκριµένης θέσης στην κοινωνική κλίµακα. Το αν αυτό είναι θεµιτό
η όχι αποτελεί ζήτηµα θεωρητικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, ανάλογα µε το
πολιτικό πρίσµα που χρησιµοποιεί κάποιος για την ανάλυσή του. Το σίγουρο είναι ότι
οι σύγχρονες φιλελεύθερες δηµοκρατίες δεν έχουν µέσα διαφυγής από αυτήν την
νοµιµοποιηµένη ανισότητα που παραδόξως λαµβάνει χώρα στο πλαίσιο της πολιτικής
ισότητας ή για να γίνουµε πιο σαφείς της συνταγµατικής ισότητας. Η ισότητα απέναντι
στον νόµο («rule of law») δεν έχει πάντα το αντίστοιχό της σε µια πραγµατική ισότητα.
Μπορούν λοιπόν οι σύγχρονες τεχνολογίες των ΜΜΕ να βοηθήσουν στην
δηµιουργία των προϋποθέσεων ενός διευρυµένου διαλόγου, στο «άνοιγµα» του
κοινωνικού διαλόγου για την στήριξη τουλάχιστον του διαδικαστικού µέρους της
δηµοκρατίας; Η έως τώρα διαδροµή της τηλεόρασης, έτσι όπως καθιερώθηκε ως µέσο
µαζικής µετάδοσης πληροφοριών, δεν φαίνεται να συνηγορεί υπέρ αυτής της
πιθανότητας. Είναι πιθανό, και ήδη κάποια τηλεοπτικά προγράµµατα εφαρµόζουν
αυτήν την πολιτική, η συµµετοχή των τηλεθεατών να αυξηθεί, ζητώντας την γνώµη
τους για διάφορα ζητήµατα. Από την απλή συµµετοχή όµως έως την πολιτική
συµµετοχή που είναι συνειδητοποιηµένη και τείνει να διαµορφώσει καταστάσεις, να
παράξει δηλαδή πολιτικό έργο, η απόσταση που αποµένει να διανυθεί είναι πολύ
µεγάλη. Επίσης, ας µην ξεχνάµε ότι µεγάλο ρόλο σε µια τέτοια στροφή της τηλεόρασης
προς το κοινό παίζουν και οι αντιλήψεις αλλά και η κουλτούρα που έχει ήδη
διαµορφωθεί για το συγκεκριµένο µέσο. Η αλλαγή οπτικής απέναντι στην τηλεόραση
και η θεώρησή της ως τον επίσηµο πολιτικό χώρο δηµοσίου διαλόγου δεν φαίνεται και
τόσο εύκολη. Οι αναρίθµητες κατηγορίες και οι κάθε είδους αφορισµοί που έχουν
διατυπωθεί για τον ρόλο, την θέση αλλά και τις δυνατότητες του µέσου δύσκολα θα
αναιρεθούν στην συνείδηση του τηλεοπτικού κοινού που δικαιολογηµένα πλέον θα
σταθεί υποψιασµένο σε µια τέτοια προσπάθεια.
Από την άλλη, η εξ’ ορισµού διαδραστικότητα ενός άλλου µέσου του
∆ιαδικτύου προσέφερε χρήσιµα εργαλεία και ανανέωσε τα επιχειρήµατα για την
δυνατότητα επιστροφής µας σε πιο γνήσιες, λιγότερο, «διαµοσελαβηµένες» µορφές
δηµοκρατίας. Οι δυνατότητες του Ιντερνετ αναζωογόνησαν τις ξεχασµένες θεωρίες για

325
άµεση δηµοκρατία. Μήπως, όµως πάλι, η υπεραισιοδοξία µας είναι εµπόδιο για µια
αντικειµενική θεώρηση των πραγµάτων;

5.4.2 Η ώρα της άµεσης δηµοκρατίας;

«Η ‘ψηφιακή δηµοκρατία’ µπορεί να είναι είτε µια εντυπωσιακή διεύρυνση της


δηµοκρατίας και του πεδίου της πολιτικής είτε µια τραγική και επικίνδυνη συρρίκνωση της
δηµοκρατίας και του πεδίου της πολιτικής µέσα από την ψευδαίσθηση της αποσπασµατικής και
επιµερισµένης συµµετοχής που θυσιάζει το πολιτικό ως συνολικό στο δήθεν άµεσο και
ειδικό»766.

Η συζήτηση για την έλευση ή µη της άµεσης δηµοκρατίας ή τουλάχιστον


µορφών που πλησιάζουν το ιδεώδες της εξακολουθεί να κινείται στο πλαίσιο ενός
σκεπτικισµού ο οποίος δεν φαίνεται έτοιµος να αρθρώσει ένα αδιαµφισβήτητο
επιχείρηµα. Η συνάντηση της συζήτησης περί άµεσης δηµοκρατίας που πάντα ήταν το
αντίπαλο δέος της κοινοβουλευτικής φιλελεύθερης πολιτείας, βρήκε πρόσφορο έδαφος
στην εξάπλωση του ∆ιαδικτύου και των οπαδών της άµεσης πρόσβασης στις
πληροφορίες και γιατί όχι στην άµεση συµµετοχή σε δικτυακές κοινότητες που
διεκδικούν τον τίτλο του άµεσου πολιτικού forum (βλ. bloggs),767 όπου τουλάχιστον η
ισότητα πρόσβασης στις διαδικασίες είναι δεδοµένη τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.
Κάπως έτσι άνθισε και η ελπίδα ή το δικαίωµα στην ελπίδα ότι οι νέες
τεχνολογίες µπορούν να σταθούν αρωγοί δίπλα της στην καλύτερη εξυπηρέτηση των
δηµοκρατικών ιδεωδών. Μια ελπίδα που δυστυχώς δεν ακολουθήθηκε από την
απαραίτητη και υπεύθυνη διερεύνηση των όρων µε τους οποίους µια τέτοια
ελπιδοφόρα προοπτική θα µπορούσε να επιτευχθεί. Η φιλολογία περί άµεσης
δηµοκρατίας γρήγορα µετατράπηκε σε παραφιλολογία αγνοώντας βασικά δηµοκρατικά
µεγέθη, αγνοώντας επίσης το προφανές. Οποιοσδήποτε µετασχηµατισµός στους όρους
766
Βενιζέλος, Ευάγγελος, «Από την αντιπροσωπευτική στην Ψηφιακή ∆ηµοκρατία. Η ∆ηµοκρατία ως
πεδίο της νέας πολιτικής», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήµης, τχ. 22, ∆εκέµβριος 2003, σελ.
46
767
Για την θέση και τον ρόλο των bloggs στην σύγχρονη πολιτική επικοινωνία, βλ. τις ενδιαφέρουσες
εισηγήσεις στο ∆ιεθνές Συνέδριο της ∆ιεθνούς Ένωσης Έρευνας Μέσων και Επικοινωνίας (∆ΕΕΜΕ)
(International Association for Media and Communication Research- IAMCR) που πραγµατοποιήθηκε
στο Κάιρο, 23-28 Ιουλίου 2006, 25th Conference and General Assembly Proceedings, Political
Communication Section, Sessions 4,5.

326
λειτουργίας της δηµοκρατίας πρέπει να συνοδεύεται από την ανάλογη «κοινωνική
ωριµότητα» αλλά και από την ανάλογη πολιτική πρωτοβουλία για να γίνουν τα
οράµατα πράξη ή τουλάχιστον ουσιαστική πολιτική πρόταση.
Καταρχήν, καµιά έννοια δηµοκρατίας δεν νοείται αν δεν είναι σε θέση να
συµµετέχει σε αυτήν το σύνολο του εκλογικού σώµατος. Και αυτή δεν είναι µόνο µια
διαδικαστική προϋπόθεση ή µια αριθµητική τυπολογία (του τύπου πόσοι είναι χρήστες
του Ίντερνετ και πόσοι όχι). Απαιτεί έναν ολόκληρο µετασχηµατισµό των πολιτικών
και πρωτίστως των κοινωνικών δοµών και φυσικά την ανάλογη τεχνολογία. Η ψήφος
µε το πάτηµα ενός πλήκτρου είναι τροµακτικά εύκολη και συνάµα ριψοκίνδυνη
διαδικασία. Μπορεί ένα άναρχο µέσο όπως το Ιντερνετ να διαχειρισθεί και να
επωµισθεί µια τόσο µεγάλη ευθύνη; Η συζήτηση για τις ψηφιακές κάλπες έχει ανοίξει
από καιρό αλλά τα αποτελέσµατα αργούν. Και αν υποθέσουµε ότι πραγµατικά είναι
εφικτό να προχωρήσουµε στην ψηφιοποίηση της εκλογικής τουλάχιστον διαδικασίας,
αυτό σηµαίνει ότι ήρθε το τέλος της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας;
Η απάντηση του Ε. Βενιζέλου είναι σαφής και ξεκάθαρη. Οι µέθοδοι και οι
διαδικασίες άµεσης δηµοκρατίας απλώς συµπληρώνουν τα κενά αντιπροσώπευσης των
σύγχρονων δηµοκρατιών. ∆εν µπορούν, αν υποκαταστήσουν την έννοια της
αντιπροσώπευσης, να την περιορίσουν απλά σε «επιτρεπτά» όρια. «Το µείζον θεσµικό
και πολιτικό ερώτηµα της ψηφιακής εποχής είναι αν και πώς θα διατηρηθεί µια
παρόµοια σύνθετη και συναιρετική πολιτική λειτουργία που δεν αποτρέπει ούτε
υποτιµά την άµεση έκφραση της ατοµικής γνώµης και της ατοµικής θέσης για κάθε
συγκεκριµένο ζήτηµα σε όλα τα πιθανά επίπεδα, διασφαλίζει, όµως, ταυτόχρονα, τη
δυνατότητα σύνθεσης των θέσεων αυτών σε ένα ενιαίο και διαρθρωµένο πολιτικό
πρόγραµµα που εφαρµόζεται σταδιακά και συνολικά και αξιολογείται πολιτικά τόσο
καταρχάς όσο και εντέλει»768.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η άποψη του Ν. Bobbio ο οποίος δέχεται ένα είδος
«ανεπάρκειας» των βασικών θεσµών της άµεσης δηµοκρατίας, της συνέλευσης των
πολιτών και του δηµοψηφίσµατος. Ο Bobbio δεν δέχεται ότι µπορεί να υπάρξει
ιστορικά «καθαρή µορφή» ή καθαρός ιδεότυπος είτε της αντιπροσωπευτικής είτε της
άµεσης δηµοκρατίας γι’ αυτό αναφέρεται σε ένα «ερµαφρόδιτο γένος». Οι

768
Βενιζέλος, Ε, ό.π., σελ. 46.

327
διαχωριστικές γραµµές δεν υφίστανται µεταξύ αυτών των δύο µορφών δηµοκρατίας,
τουλάχιστον όσον αφορά στους «γνήσιους», όπως τους αποκαλεί, τύπους: «... Μεταξύ
της γνήσιας αντιπροσωπευτικής και της γνήσιας άµεσης δηµοκρατίας δεν υπάρχει
ποιοτικό άλµα όπως πιστεύουν οι θιασώτες της τελευταίας, ωσάν να υπήρχε µια
διαχωριστική γραµµή µεταξύ της µιας και της άλλης, που περνώντας από την άλλη
πλευρά αλλάζει εντελώς το τοπίο. Οι ιστορικές σηµασίες της αντιπροσωπευτικής και
της άµεσης δηµοκρατίας είναι τόσες και τέτοιες που δεν µπορεί να τεθεί το πρόβληµα
διαζευκτικά, σαν να ήταν δυνατό να υπάρχει µόνο µια αντιπροσωπευτική και µόνο µία
άµεση δηµοκρατία. Μπορεί να τεθεί το πρόβληµα της µετάβασης από την µια µορφή
στην άλλη µέσω µιας διαδικασίας αλληλοδιαδοχής στην οποία είναι δύσκολο να πούµε
που σταµατά η πρώτη και που αρχίζει η δεύτερη»769.
Η συζήτηση για την έλευση της νέας «ψηφιακής» δηµοκρατίας είναι
πραγµατικά ανεξάντλητη770 και ανανεώνεται κάθε φορά που η τεχνολογία προσφέρει
νέους τρόπους «διαδικτυακής έκφρασης», πιο οργανωµένους, πιο κατοχυρωµένους και
µε µεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας. Ας µην ξεχνάµε ότι ο «κυβερνοχώρος» είναι
ουσιαστικά µη κυβερνήσιµος αφού δεν υπάρχει κεντρική µορφή εξουσίας ούτε καν
διαχείρισης πληροφοριών. Η εγγενής αναρχία του χώρου έχει προκαλέσει αρκετά
προβλήµατα αλλά και αντιδράσεις από τους χρήστες στις προσπάθειες που έγιναν είτε
να ελεγχθεί είτε να τεθούν κάποια όρια. Οι άναρχοι «κυβερνοπολίτες» δεν φαίνονται
διατεθειµένοι να απολέσουν εύκολα έναν χώρο απόλυτης ελευθερίας αλλά και
ανωνυµίας.
Από τις θέσεις και ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί για το εν λόγω ζήτηµα η
άποψή µας συγκλίνει µε αυτή του Ε. Βενιζέλου ότι, δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να
υπάρξει πλήρης µεταστροφή από το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστηµα σε ένα
σύστηµα άµεσης, αδιαµεσολάβητης δηµοκρατίας. Αυτό που µπορεί πραγµατικά να
προωθηθεί αποτελεσµατικά από τις σύγχρονες τεχνολογίες είναι µια δηµιουργική
σύνθεση ή ανασύνθεση των δοµών και θεσµών της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας

769
Bobbio, N., ό.π., σελ. 67.
770
Από την πλούσια βιβλιογραφία για την σχέση του Ίντερνετ και της δηµοκρατίας αλλά και τις
«δηµοκρατικές δυνατότητες» των νέων ψηφιακών µέσων, βλ. Jenkins, Henry &Thornburn, David (eds),
Democracy and New Media, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, London, England, 2003,
Webster, Frank, (ed), Culture and Politics in the Information Age. A new politics? Routledge, Taylor and
Francis Group, London and New York, 2001.

328
και του κοινοβουλευτικού συστήµατος µε µια ενδυνάµωση άµεσων µορφών έκφρασης
που θα δίνουν την δυνατότητα στην σύγχρονη δηµοκρατία να επιληφθεί τόσο της
ατοµικής γνώµης των πολιτών όσο και της συλλογικής που συναρθρώνεται µέσα από
θεσµούς αντιπροσώπευσης. Για να έχουν βέβαια, αυτές προτάσεις δηµοκρατικά
ερείσµατα και να µην είναι απλά ευχολόγια θα πρέπει να έχουµε υπόψη µας ότι οι αξίες
της ισότητας (πρόσβασης στην προκειµένη περίπτωση), και ελευθερίας (έκφρασης
απόψεων) εξακολουθούν να είναι το βασικό διακύβευµα και στις ψηφιακές
«δικτυωµένες» κοινωνίες771. Αν τα ψηφιακά δίκτυα αποτελέσουν την µεταλλαγή ή
µετωνυµία των έως τώρα ελίτ τότε η ψηφιακή δηµοκρατία είναι µία ακόµη απόπειρα
να ονοµάσουµε και να ξορκίσουµε στο όνοµα της δηµοκρατίας την κυριαρχία των
πολλών εις βάρος των ολίγων.

5.6. Κρίσεις- επικρίσεις και προβληµατισµοί


Η άλωση της πολιτικής από την τηλεοπτική εικόνα συνέβαλε τα µέγιστα, όπως
είδαµε, στην αισθητικοποίηση της πολιτικής. Αισθητικοποίηση, ωστόσο, δεν σηµαίνει
υποχρεωτικά και παρουσία αισθητικής. Η τελευταία εξακολουθεί να είναι το
ζητούµενο. Σε µια εποχή που η παραδοσιακή πολιτική έχει µετασχηµατισθεί σε αυτό
που ο St. Hall ονοµάζει “cultural politics” (πολιτική της κουλτούρας), έχει διευρύνει
δηλαδή το πεδίο ενδιαφερόντων της και αναπόφευκτα επηρεάζει και επηρεάζεται και
από άλλες παραµέτρους έξω από τον «παραδοσιακό» της χώρο, η διασταύρωσή της µε
τα ΜΜΕ επέβαλε µια συζήτηση περί πολιτικής που εστιάζει σε άλλα θέµατα. Οι
κλασσικές έννοιες της αντιπροσώπευσης, της εµπιστοσύνης, της συµµετοχής, του
εκσυγχρονισµού εξακολουθούν να κατέχουν µια περίοπτη θέση στην πολιτική ατζέντα,
αλλά έννοιες όπως, το «πολιτικό ύφος», «η επικοινωνιακή πολιτική», η αναδιάρθρωση,
το «προφίλ των κοµµάτων» και προσωποπαγείς όροι όπως, η σεµνότητα (στην οποία
αναφερθήκαµε παραπάνω), η αλήθεια, η ταπεινότητα και η αξιοπιστία, το «πολιτικό
ήθος», τελικά, φαίνεται να επικρατούν στις σύγχρονες πολιτικές αναζητήσεις. ∆εν είναι
τυχαίο το γεγονός, ότι και η σύγχρονη δηµοκρατία έχει «προσωποποιηθεί» και έχει

771
Για µια οιονεί «∆ιακήρυξη» των αρχών της Ψηφιακής ∆ηµοκρατίας βλ. την ιστοσελίδα
http://www.democraticmedia.org/issues/decDigitalDemocracy.html (τελευταία πρόσβαση 22/09/2006).

329
προσλάβει παράλληλα, χαρακτηρισµούς που προσιδιάζουν σε προσωπικά
χαρακτηριστικά, δίνοντας έµφαση στην συναισθηµατική παράµετρο772. Ένα
ικανοποιητικό δείγµα αυτής της νέας τάσης µας δίνει ο ∆. Αβραµόπουλος: «Οι
σκληρές ιδεολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές διαφορές που οδήγησαν σε σκληρές
συγκρούσεις τον πολιτικό κόσµο ανήκουν στο παρελθόν. Το µέλλον ανήκει σε ένα νέο
περιβάλλον όπου µπορεί να καλλιεργηθεί µια πολιτική πολιτισµού»773. Εξηγώντας
παρακάτω αυτόν τον ορισµό αναφέρεται στους νέους πολιτικούς όρους που : «... θα
προαναγγείλουν και θα εγκαινιάσουν την εποχή της πολιτικής του πολιτισµού και των
πολιτών, φέρνοντας και πάλι κοντά όρους και έννοιες κοινής νοηµατικής ρίζας και
κυρίως, κοινής προοπτικής. Με άλλα λόγια όρους µιας νέας κοινής συνείδησης αλλά
και αισθητικής της πολιτικής»774. Αυτή η «ήπια» µορφή πολιτικής, η µετα-πολιτική
κατά τον χαρακτηρισµό της Mouffee, δεν εκλαµβάνεται, βεβαίως, από όλες τις
πολιτικές παρατάξεις ως «νέα τάση». Αντίθετα, είναι πολλές οι προσεγγίσεις που
µιλούν για την παραφθορά της πολιτικής, την κρίση αξιών που διέρχεται, την υπο-
πολιτική τελικά, η οποία έχει υποβαθµίσει τον ρόλο της σε απλό διαχειριστή
εντυπώσεων και δια-πολιτικών σχέσεων έχοντας απολέσει τις δηµιουργικές της
ικανότητες όπως η έµπνευση, η εγρήγορση, η µεταµόρφωση. Ενδεικτική αυτής της
τάσης είναι η άποψη του Γ. Φλωρίδη: «...διακηρύχθηκε ‘το τέλος της πολιτικής’, µετά
από αυτό ‘της Ιστορίας’. Νέοι θεοί λατρεύτηκαν. Ανάµεσά τους πιο αστραφτερός, πιο
υψωµένος, ο οικονοµικός αυτοµατισµός. Οι λαοί άρχισαν να δυσπιστούν στην
δυνατότητα ( ή και στη διάθεση) της πολιτικής να διαµορφώνει τις εξελίξεις. Το ‘µετα-
πολιτικό’ ή ‘υπο-πολιτικό’ φαινόµενο ήρθε σαν αποτέλεσµα»775. Άλλες πάλι απόψεις
οµιλούν για µια δηµοκρατία που χρησιµοποιείται ως επίφαση µιας πολυ-πολιτισµικής
διάστασης της πολιτικής η οποία το µόνο που κάνει είναι να συγκαλύπτει την
παντοκρατορία µίας και µόνο πολιτικής776. Αυτής του οικονοµικού ιµπεριαλισµού. O

772
Χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι το βιβλίο του Βruckner, Pascal, Η µελαγχολική ∆ηµοκρατία,
(µτφρ. Μαρίνα Λώµη) εκδ. Αστάρτη, Αθήνα 1990.
773
Αβραµόπουλος, ∆ηµήτρης, «Στο κατώφλι µιας νέας πολιτικής εποχής», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/01/2005,
σελ. 5.
774
στο ίδιο.
775
Φλωρίδης, Γιώργος, «Με επίθεση ιδεών απαντάµε στην κρίση της πολιτικής», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-
23/01/2005, σελ. 19.
776
Ο Jose Saramago (Πορτογάλος, νοµπελίστας συγγραφέας, µέλος του Πορτογαλικού Κοµµουνιστικού
Κόµµατος) γράφει σχετικά: «Η ιδέα της πολιτιστικής δηµοκρατίας έχει αντικατασταθεί από µια, όχι

330
τελευταίος βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης µέσα από την παγκοσµιοποίηση των
επικοινωνιών και την υπερεθνική σύγκλιση του περιεχοµένου των ΜΜΕ ως κατεξοχήν
φορέων της παγκόσµιας πληροφορίας και προώθησης πολιτιστικών προτύπων777.
Γίνεται αντιληπτό ότι για την εισαγωγή νέων όρων στην πολιτική αλλά και για
την διαπιστωµένη πλέον κρίση µεγάλο µερίδιο ευθύνης έχουν και τα ΜΜΕ. Γιατί «αν
τα ΜΜΕ λειτουργούν ως παραµορφωτικός καθρέπτης, γιατί ο σκοπός είναι να πληγεί η
πολιτική, τότε η έλλειψη εµπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική δεν είναι
πρωτογενές πρόβληµα της πολιτικής αλλά επιβολή ψευδούς εικόνας από τα
ραδιοτηλεοπτικά µέσα. Γι ‘ αυτό και συνιστά προτεραιότητα για την ∆ηµοκρατία να
εξασφαλισθεί ότι ο διαµεσολαβητικός ρόλος των ΜΜΕ στηρίζεται σε καθαρούς
όρους»778. Εξάλλου, όπως επισηµαίνει ο Μιχ. Σπουρδαλάκης: «Υπάρχει µια κρίσιµη
διαφορά ανάµεσα σε διαµεσολάβηση και εκπροσώπηση.... ∆ιαµεσολαβούνται στο
κράτος, στην κοινωνία, αυτά τα οποία οι λειτουργοί των ΜΜΕ νοµίζουν ότι θα ήθελε ο
πολίτης να διαµεσολαβούν»779.
Αυτός ο διαµεσολαβητικός ρόλος των ΜΜΕ δεν έχει µόνο επικριτές. Υπάρχει
και η αισιόδοξη άποψη που βλέπει στα ΜΜΕ ένα διευρυµένο δηµόσιο χώρο που σε
συνδυασµό µε την ταχύτητα και αµεσότητα του µέσου είναι ικανό να παρέχει µια
«αντιπροσωπευτική ανάδραση» για σηµαντικά θέµατα παρέχοντας την δυνατότητα
στους πολίτες να συµµετέχουν πραγµατικά στην λήψη αποφάσεων780. Αυτή η

λιγότερο χυδαία, βιοµηχανική µαζικοποίηση των πολιτισµών, ένα ψεύτικο χωνευτήρι, το οποίο
χρησιµεύει για να κρύψει την κυριαρχία του ενός και µοναδικού πολιτισµού», LE MONDE Diplomatique
(ελληνική έκδοση από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία), 31-10-2004, σελ. 34.
777
Για την «ταυτοχρονία του επικοινωνιακού γίγνεσθαι» και την «επικοινωνιακή παγκοσµιοποίηση» βλ.
την αναλυτική περιγραφή των χαρακτηριστικών σε Καϊτατζή- Γουϊτλοκ, Η επικράτεια των
πληροφοριών, ό.π., σελ. 362 κ.ε
778
Καστανίδης, Χάρης, «Για µια νέα σχέση εµπιστοσύνης», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/01/2005, σελ. 5.
779
Συζήτηση µεταξύ των: Τσουκαλά, Κωνσταντίνου, Καρδάση, Βασίλη, Καφετζή, Τάκη και
Σπουρδαλάκη, Μιχάλη µε θέµα «30 χρόνια ελληνική ∆ηµοκρατία», στο ένθετο «Βιβλιοθήκη»,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 30-07-2004, σελ. 24.
780
Αναφερόµαστε στην πρόταση που κάνει ο Κώστας Γουλιάµος (καθηγ. Μαζικής Επικοινωνίας στο
Πανεπιστήµιο της Οτάβα του Καναδά), την οποία και παραθέτουµε στην κρίση του αναγνώστη: «Κάτι
τέτοιο επιτυγχάνεται αρχικώς µέσα από τον σχεδιασµό ενός επιστηµονικού ερωτηµατολογίου, το οποίο
διανέµεται αντιπροσωπευτικώς σε έναν µεγάλο αριθµό πολιτών, οι οποίο συµφωνούν να συµµετάσχουν
σε µια προκαθορισµένη «τηλεοπτική συνάντηση». Στη διάρκεια της συνάντησης οι συµµέτοχοι καλούν –
µέσω τηλεφώνου - την τηλεόραση µε στόχο να καταγράψουν την συµφωνία ή διαφωνία τους, καθώς και
άλλες πλευρές στο επίµαχο θέµα. Με λίγα λόγια, ψηφίζουν σύµφωνα µε τις ερωτήσεις του
επιστηµονικού ερωτηµατολογίου. Έτσι η Τοπική Αυτοδιοίκηση ή η Βουλή έχει σε λιγότερο από τρία
λεπτά την απαιτούµενη αντιπροσωπευτική ανάδραση αλλά και το πληροφοριακό υλικό (σε υψηλό βαθµό

331
ηλεκτρονική συµµετοχή των πολιτών θα αναβάθµιζε την ουσιαστική επικοινωνία
ανάµεσα στους πολίτες και τους πολιτικούς µοιράζοντας αναλόγως και την ευθύνη για
την λήψη την αποφάσεων. Όπως διευκρινίζει ο Κ. Γουλιάµος: «∆εν πρόκειται ακριβώς
περί δηµοσκόπησης αλλά περί συµµετοχής στις αποφάσεις και τον σχεδιασµό µιας
πολιτικής που έως τώρα γίνεται σχεδόν ερήµην των πολιτών. Φυσικά µια τέτοια
λειτουργία προϋποθέτει µια υπεύθυνη όσο και ανοιχτή τηλεοπτική διαχείριση, η οποία
και θα µετασχηµατίσει την τηλεόραση από µέσο διανοµής σε µέσο επικοινωνίας»781.
Πού έχουµε φθάσει λοιπόν; Η ανάπτυξη των επικοινωνιών δεν ήταν όσο θα
περιµέναµε αποτελεσµατική επικοινωνιακά. Η διαµεσολαβηµένη επικοινωνία
γιγαντώθηκε εις βάρος της διαβούλευσης, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Αλλά
παράδοξος είναι και ο χαρακτήρας της σύγχρονης δηµοκρατίας. Οι τεχνολογικές
δυνατότητες, πολλαπλασιάστηκαν, όχι όµως ανάλογα µε τις δυνατότητες, σε
πραγµατική βάση, του πολίτη να εκφράζει την γνώµη του και να συµµετέχει στην
πολιτική ζωή. Ενώ η πολιτική εισέβαλλε έφιππη στο χώρο της τηλεοπτικής οθόνης
µέσα στα σπίτια µας καθιστώντας την πολιτική «καθηµερινή συνήθεια», εντούτοις
φαίνεται ότι η απόσταση που δηµιουργεί το «γυαλί» είναι µεγαλύτερη από αυτήν που
επιχειρεί να µειώσει. Η πολιτική ως σφαίρα έχει σχεδόν αυτονοµηθεί όσον αφορά
στους συµµετέχοντες σε αυτήν και οι πολίτες ακολουθώντας τις επιταγές της τέταρτης
εξουσίας, που «ελέγχει» την πολιτική εξουσία, βαυκαλίζονται και αναλώνονται σε έναν
ρόλο τιµητή της πολιτικής. Η τελευταία εξαντλείται στο να ζητά την γνώµη της χωρίς
να την λαµβάνει πάντα υπόψη της. Οι παράλληλοι δρόµοι πολιτικής και πολιτών –
τηλεθεατών δεν συγκλίνουν πουθενά παρά µόνο σε µια τυπική εκλογική διαδικασία η
οποία και αυτή είναι τελικά διαµεσολαβηµένη.
Κατά την γνώµη µας το κλειδί για την απελευθέρωση της σύγχρονης
δηµοκρατίας από τα δεσµά του τηλεκρατισµού είναι η συνειδητοποίηση του
παράδοξου χαρακτήρα της που αν και είναι εγγενές γνώρισµά της, όπως υποστηρίζει η
Mouffe, δεν παύει να αποτελεί πρόκληση η εξοµάλυνσή του προς όφελος της ίδιας της
δηµοκρατίας. Η σύνθεση του αντιθέτου, του διαφορετικού, του αντι-µαχόµενου και

ευκρίνειας) πάνω σε θέµατα ζωτικής σηµασίας και αναλόγως αποφασίζει», «Αναζητώντας τηλεοπτική
δηµοκρατία», ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-04-1993.
781
στο ίδιο.

332
τέλος του τεχνολογικού δεν είναι ένα πρόβληµα της δηµοκρατίας. Είναι η δυναµική
της.

ΚΑΤΑΚΛΕΙ∆Α:
Οι θέσεις και αντιθέσεις που προηγήθηκαν καταδεικνύουν την εννοιολογική
αδυνατότητα όσο και την διαφαινόµενη πραγµατολογική ανεπάρκεια µιας πρότασης
προκειµένου να υπάρξει ολοκληρωµένη δηµοκρατία που θα υλοποιεί στο έπακρον τα
δηµοκρατικά ιδεώδη που η ίδια επαγγέλλεται. Η παρατήρηση της Mouffe µας
απαλλάσσει από την τυραννία του άµεµπτου, αµόλυντου και απόλυτα συµπαγή
χαρακτήρα της δηµοκρατίας γιατί όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Η τέλεια δηµοκρατία
θα κατέστρεφε, πράγµατι, τον εαυτό της. Γι΄ αυτό και θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα
αγαθό που υφίσταται ως τέτοιο µόνο εφόσον παραµένει ανεκπλήρωτο»782.

782
Mouffe, Chantal, Το ∆ηµοκρατικό Παράδοξο, ό.π., σελ.257.

333
334
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ:
Η ΕΠΑΝΑ∆ΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

6. ∆ιευκρινίσεις και µεθοδολογικές διασαφηνίσεις


Το παρόν κεφάλαιο αποτελεί το τέλος της «τριλογίας» των διαστάσεων που
επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τις διαδροµές του πολιτικού λόγου στο νοµικό στο
πολιτικό και στο κοινωνικό επίπεδο. Η κοινωνική διάσταση είναι επιφορτισµένη
αναπόφευκτα µε το βαρύ «καθήκον» της σύνοψης και κριτικής αποτίµησης των δύο
άλλων διαστάσεων. Επίσης επειδή το «κοινωνικό» είναι ένας εξαιρετικά ευρύς στον
προσδιορισµό του χώρος, ο οποίος διαστέλλεται και συστέλλεται υπό το πρίσµα των
ιστορικών και πολιτισµικών συνθηκών µέσα στις οποίες διαβιεί και υπάρχει, αποκλείει
εξ αρχής κάθε απόπειρα απόλυτου ορισµού ως προς τα όριά του και τον χώρο που
καταλαµβάνει. Αντ’ αυτού, η πολυπλοκότητα και ο πλουραλισµός των µορφών µε τις
οποίες εκδηλώνεται το κοινωνικό προικίζουν την κοινωνική όσο και κοινωνιολογική
προσέγγιση µε το γνώρισµα του «εγκιβωτισµού» συνεπειών που είτε ήδη
σχολιάσθηκαν στην νοµική ή πολιτική διάσταση είτε υπάρχουν νοηµατικά ως
προαπαιτούµενα σύνολα σε αυτές. Αντιστρόφως η επικοινωνία είναι κοινωνική δράση
και κοινωνικός δεσµός αφού προϋποθέτει την συνεύρεση, µε την µία ή την άλλη
µορφή, ατόµων προς επίτευξη µιας διαλογικής διαδικασίας, η οποία τελικά
πραγµατώνεται στις περισσότερες περιπτώσεις µέσα από την γλώσσα. Με ποιόν τρόπο
βεβαίως εισέρχόνται τα άτοµα σε αυτόν τον διάλογο και πώς καθορίζονται οι σκοποί
παραµένει πάντα ένα επίκαιρο θέµα θεωρητικής αντιπαράθεσης783.
Η περιδιάβαση στο νοµικό και πολιτικό χώρο των συνεπειών της
τηλεοπτικοποίησης του πολιτικού λόγου που προηγήθηκε κατευθύνει σε πολλά σηµεία
τον τρόπο γραφής αυτού του κεφαλαίου. Η κοινωνική διάσταση ως πεδίο µείζονος και
πολύπλευρου συλλογισµού διακατέχεται από µια εγγενή απροσδιοριστία η οποία

783
Ενδεικτικά αναφέρουµε τις πιο γνωστές θέσεις πάνω σε αυτό το θέµα, «την ιδανική οµιλιακή
κατάσταση» (“ideal speech situation”) του J. Habermas, και την θεωρία για το πέπλο της άγνοιας (“veil
of ignorance”) του J. Rawls.

335
δικαιολογεί ή υπαγορεύει την συµπλήρωσή της µε φιλοσοφικές αναζητήσεις,
ακροβασίες στοχασµού και επι-κριτικές παρατηρήσεις σε κρίσεις που έχουν ήδη
διατυπωθεί. Οι νέες παρατηρήσεις ή οι πιο «κοινωνικές» οφείλονται στο γεγονός ότι η
οπτική µας από την έως τώρα µελέτη έχει διευρυνθεί και παράλληλα µε την επίκληση
στο κοινωνικό έχει απεγκλωβιστεί από τον «ειδικό» νοµικό ή πολιτικό χαρακτήρα που
ανατρέχει στα προηγούµενα κεφάλαια. Επιπρόσθετα προσπαθεί να διευρύνει τους
ορίζοντες σκέψεις και προβληµατισµού έτσι ώστε να καλύψει το «κοινωνικό» και στην
σχέση του µε τον πολιτικό λόγο (ως αντιπρόσωπο του «πολιτικού»), ορίζοντας
παράλληλα πώς αυτή η σχέση παρεµβαίνει στην σύλληψη της πραγµατικότητας.
Η ανάλυση αντιµετωπίζει το «κοινωνικό» και το «πολιτικό» έτσι όπως γίνονται
αντιληπτά, τουτέστιν ως ολότητες που τέµνονται. Εκεί που σταµατά το πολιτικό
αρχίζει το κοινωνικό και αντίστροφα. Μια αλλεπάλληλη κίνηση, µία συνενοχή και
ένας γόρδιος δεσµός µε εξαιρετικό δυναµισµό. Άλλοι πάλι τον αποκαλούν φαύλο
κύκλο και ακόµη περισσότεροι είναι αυτοί που αναζητούν τα όριά της: «Η Κοινωνία
ανάγεται στους θεσµούς της που είναι πολύ λιγότερο αλλά και πολύ περισσότερο από
αυτήν»784. Γεγονός είναι ότι η εισβολή του «εικονικού» άλλαξε την ποιότητα αυτής της
δυναµικής και συνακόλουθα, και τα σηµεία επαφής των δύο αυτών ολοτήτων. Μήπως,
όµως, άλλαξε και τις ολότητες αυτές καθαυτές;
Για να προεκτείνουµε λίγο το εν λόγω επιχείρηµα, η επικείµενη κοινωνική
ανάλυση αντιλαµβάνεται την κοινωνία όχι µόνο ως σύνολο πρακτικών και δράσεων
αλλά πρωτίστως ως σύνολο σηµασιών που βρίσκονται σε σχέση αλληλοτροφοδότησης
µε το κοινωνικό. Αυτή η θέση δεν συνιστά µια προσπάθεια φιλοσοφικής αποτίµησης
της κοινωνικής πραγµατικότητας στην οποία θα µπορούσε να «χρεωθεί» παράλληλα
µια τάση φυγής και από-φυγής των προβληµάτων αλλά, αντίθετα, αποτελεί µια
συνειδητή επιλογή οπτικής στην προσπάθεια να αντιληφθούµε και να διερευνήσουµε
τα κοινωνικά προβλήµατα στη γένεσή τους και όχι αφού ήδη έχουν θεµελιωθεί.
Εξάλλου, ο τρόπος µε τον οποίο σηµατοδοτούνται κεντρικές κοινωνικές έννοιες είναι ο
κύριος µοχλός εκκοινώνησης των ατόµων, συµµετοχής τους στο κοινωνικό πράττειν.
Άρα το πρόβληµα δεν είναι στην απόφανση του πράττειν, σε αυτό δηλαδή που
αντιλαµβανόµαστε ως εµπειρικό γεγονός, ως πράξη ή ως εκδήλωση βούλησης, αλλά

784
Βέλτσος, Γ., Για την Επικοινωνία, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1985, σελ. 101.

336
στην συγκρότησή του, εκεί, δηλαδή, όπου οι ήδη συγκροτηµένες κοινωνικές έννοιες
αναζητούν το περιεχόµενό τους και τυποποιούνται πρώτα µέσα από την γλώσσα και
µετά µέσα από συγκεκριµένες πρακτικές και δράσεις.
Από τον τρόπο διατύπωσης των υποκεφαλαίων της κοινωνικής διάστασης
γίνεται φανερό ότι υφίσταται µια διαρκής αντινοµία µεταξύ εννοιών, τόσο στον τρόπο
διατύπωσής τους όσο και στην σχέση µεταξύ τους. Αυτό οφείλεται στην εγγενή
αντινοµία που παρουσιάζει το ίδιο το αντικείµενο µελέτης µας, η κοινωνική
πραγµατικότητα µέσα από την µεταστοιχείωση που της επιβλήθηκε από την σύγχρονη
συνθήκη «εικονολατρείας» που διοχετεύεται από τα ΜΜΕ. Όλη η συλλογιστική και
επιχειρηµατολογία αυτού του κεφαλαίου βασίζεται πάνω στην εξερεύνηση, αποκάλυψη
και προσπάθεια επίλυσης αυτής της αντινοµίας.
Η ανάλυση των κοινωνικών συνεπειών των ΜΜΕ γίνεται ενταγµένη στην
γενική συζήτηση της παγκοσµιοποιηµένης, εµπορευµατοποιηµένης κοινωνίας Η
επιλογή για µια συνολική και καθολική αποτίµηση του «κοινωνικού» σε σχέση µε τα
ΜΜΕ οδήγησε αναπόφευκτα στην συνειδητή επιλογή της µείωση των αναφορών σε
αρθρογραφία σε αυτό το κεφάλαιο. Θεωρούµε ότι το εύρος των κοινωνικών
επιπτώσεων στα άτοµα είναι πραγµατικά πολύ ευρύ και είναι πρακτικά αδύνατον να
συγκεκριµενοποιηθεί επαρκώς µέσα από µια σειρά άρθρων, πόσο µάλλον να καλυφθεί
µε την ύλη ενός κεφαλαίου. Από την άλλη, ο περιορισµός της «κοινωνικής διάστασης»
και των συνεπειών της και η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην ελληνική
πραγµατικότητα θα περιόριζε επικίνδυνα το πεδίο στοχασµού και ανάλυσης,
αφήνοντας εκτός καίριες παραµέτρους που εµπλέκονται στην σχέση και την διαλεκτική
κοινωνίας και ΜΜΕ. Φιλοδοξία µας, λοιπόν είναι να περιγράψουµε το ευρύτερο
πλαίσιο µέσα στο οποίο εντάσσεται αναπόδραστα και το ειδικότερο (η ελληνική
περίπτωση).

6.1 Ο πλουραλισµός των εικόνων και η µετάλλαξη του πράττειν

«Από ‘αναγνώστες’ του κόσµου έχουµε γίνει θεατές… ».785

785
Απόσπασµα από συνέντευξη του Hans Georg Gadamer στο ιταλικό περιοδικό «Espresso», επιµ. Θ.
Γιαλκέτση, µε τίτλο «Από αναγνώστες, θεατές», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10-11-1996, σελ.
52.

337
Η κοινωνική πραγµατικότητα που έχει διαµορφωθεί από το σύγχρονο
επικοινωνιακό τοπίο συνοψίζεται στις παραπάνω λέξεις του H. G. Gadamer. Η
κοινωνική διάσταση στην σχέση πολιτικού λόγου και ΜΜΕ εγγράφεται ακριβώς σε
αυτήν την συνθήκη «απώλειας» της ικανότητας ανάγνωσης των σύγχρονων τηλε-
θεατών. Η πολιτισµική και κοινωνική συνθήκη της τηλεθέασης σηµατοδοτεί την
µετάβαση από την ανάγνωση, ως κριτική διαδικασία αποτίµησης, στην απλή
(τηλε)θέαση, αποτελεί δηλαδή το θεωρητικό εφαλτήριο για την απαρχή νέων µορφών
συµπεριφοράς αλλά και κοινωνικής αλληλόδρασης. Υπαγορεύει επίσης αλλαγές στην
νοηµατοδότηση όρων όπως η κοινωνική σχέση, η διαπροσωπική σχέση, η έννοια της
συµµετοχής, η έννοια της κοινότητας και τέλος παρεµβαίνει ενεργητικά στην
διαµόρφωση των σύγχρονων ταυτοτήτων των πολιτών. Υπαγορεύει, µε άλλα λόγια
αλλαγές στο πράττειν, στον τρόπο δηλαδή µε τον οποίο µορφοποιείται και
εξωτερικεύεται το σύνολο των κοινωνικών σηµασιών που είναι αποδεκτές στην
συγκεκριµένη ιστορικά κοινωνία. Αυτή η διαδικασία «µέθεξης» προσδίδει στο άτοµο
την κοινωνική του χροιά, αφού τελικά το ίδιο δέχεται να παίξει τον ρόλο του µέσου, µε
τη διαµεσολάβηση του οποίου, η κοινωνική φαντασίωση µετουσιώνεται σε κοινωνική
πραγµατικότητα786.
∆εν είναι τυχαία, εξάλλου, η µεταστροφή των σπουδών επικοινωνίας αλλά και
κοινωνιολογίας των ΜΜΕ στην µελέτη του «ακροατηρίου» (audience) και µάλιστα
στην εξελικτική του φάση που αποκαλείται «διάχυτο ακροατήριο» (“diffused
audience”)787. Στα χαρακτηριστικά αυτού του ακροατηρίου συγκαταλέγεται ο
αυξηµένος χρόνος που επενδύεται από τα άτοµα στα ΜΜΕ, η διεισδυτικότητα των
ΜΜΕ ενσωµατωµένη στην καθηµερινή πρακτική, η εξύψωση της έννοιας της

786
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κ. Καστοριάδης: «Οι σηµασίες δεν είναι, προφανώς, αυτό που τα
άτοµα, συνειδητά ή ασυνείδητα, έχουν ως παραστάσεις ή αυτό που σκέπτονται. Είναι αυτό µέσω και
βάσει του οποίου τα άτοµα διαµορφώνονται ως κοινωνικά άτοµα, που µπορούν έτσι να συµµετέχουν στο
κοινωνικό πράττειν και παριστάνειν/λέγειν, να έχουν παραστάσεις, να δρουν και να σκέπτονται µε τρόπο
συµβιβαστό, συνεκτικό και συγκλίνοντα, έστω κι αν αυτός είναι ανταγωνιστικός», Καστοριάδης, Κ., Η
Φαντασιακή Θέσµιση της Κοινωνίας, (µτφρ. Σωτήρης Χαλικιάς, Γιούλη Σπαντιδάκη, Κώστας
Σπαντιδάκης), 12η έκδοση, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006, σελ. 507.
787
Οι Nicholas Abercrombie & Brian Longhurst επισηµαίνουν τρία στάδια εξέλιξης του κοινού: το απλό
(simple), το µαζικό (mass) και το διάχυτο (diffused), βλ. σχετικά στο Audiences, A Sociological Theory
of Performance and Imagination, Sage Publications, London, Thousand Oaks, New Delhi 1998, σελ.39
κ.ε.

338
επιτέλεσης και η διάδραση µεταξύ δύο βασικών παραµέτρων-διαδικασιών, του
θεάµατος και του ναρκισσισµού. Η αντιµετώπιση του κοινού ως ακροατηρίου, αποδίδει
και τον ρόλο που έχει αναλάβει ως θεατής γιατί η χρήση ενός συγκεκριµένου όρου
προδίδει µια ήδη διαµορφωµένη κοινωνική πραγµατικότητα που αποζητά την
ονοµασία της.
Η συµβολική βία που συνοδεύεται από την συµβολική καταπίεση των ΜΜΕ
δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια και επειδή ακριβώς διαθέτει αναπτυγµένη την ικανότητα
ενσωµάτωσης και διείσδυσης στην σφαίρα του πραγµατικού, έχει την ικανότητα να
αλλάζει ακόµη και τις παραµέτρους πρόσληψης του πραγµατικού. Η αφαιρετική
αλήθεια της εικόνας είναι αφοπλιστικά ρεαλιστική και γίνεται πλήρως και οικειοθελώς
αποδεκτή από τα τηλεοπτικά ακροατήρια. Εξίσου σηµαντικό είναι το γεγονός ότι
ακόµη και αυτή η αποδοχή δεν πραγµατώνει την βουλησιαρχική προϋπόθεση της
ενέργειας παραίτησης, δεν γίνεται δηλαδή αντιληπτή από τα υποκείµενα ως συνειδητή
πράξη αποχής ή αποδοχής µιας κατάστασης αλλά, αντίθετα συνιστά µια κατάσταση α-
πραξίας ή καλύτερα µη-πράξης. Στη χειρότερη εκδοχή της, η εν λόγω απραξία
τεκµαίρεται και ως συµφωνία και στην ακραία της µορφή, όταν αφορά στους
πρωταγωνιστές του δηµοσίου βίου, κατονοµάζεται ως συνενοχή. Η συνενοχή της
σιωπής ή η συνένοχη σιωπή, θα µπορούσαµε να πούµε, είναι η περίπλοκη όσο και
ασυνήθιστη κατάσταση αναζήτησης ευθύνης σε αλληλένδετα και αλληλεξαρτώµενα
πεδία που επειδή έχει καταλυθεί η αυτονοµία τους αναζητούν ερείσµατα από κοντινά ή
συγγενικά πεδία καθιστώντας, έτσι δυσδιάκριτο τον διαχωρισµό τους και συνακόλουθα
την απόδοση των ανάλογων ευθυνών. Αναφερόµαστε στην συνενοχή των πεδίων των
ΜΜΕ και της Πολιτικής που φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις επαυξάνει το ούτως ή
άλλως εξαιρετικά δυσχερές έργο επίλυσης του γόρδιου δεσµού τους. Εξάλλου, οι όροι
που αναλύθηκαν στα προηγούµενα κεφάλαια όπως «Τηλεοπτική ∆ηµοκρατία»,
«∆ιαµεσολαβηµένη Πολιτική», «Η ∆ηµοκρατία των ΜΜΕ» µαρτυρούν αυτήν την
ανταγωνιστική αλλά ταυτόχρονα ειρηνική συνύπαρξη ανάµεσα στα δύο πεδία αφού
είναι γεγονός ότι υπάρχει µεταξύ τους µια κοινότητα συµφερόντων η οποία
συνοψίζεται στην φράση: «Επικυριαρχία της ∆ηµοσιότητας». Τελικά δεν µπορούµε να
γνωρίζουµε εάν το πρόβληµα της σύγχρονης δηµοκρατίας είναι δοµικό, αναφέρεται
δηλαδή στην συσχέτιση και ιεραρχία θεσµών µέσα στο σύστηµα, ή είναι πρόβληµα των

339
ίδιων των δοµών, των εσωτερικών δοµών δηλαδή που συγκροτούν και ρυθµίζουν την
λειτουργία κάθε θεσµού-πεδίου ξεχωριστά. Το ερώτηµα λοιπόν που προκύπτει είναι
εάν ο δυσεπίλυτος γρίφος µεταξύ ΜΜΕ και Πολιτικής είναι προβληµατικός γιατί η
συνδεσµολογία τους δεν ανταποκρίνονται στις αρχές της διαφάνειας ή αυτή η
αδιευκρίνιστη εµπλοκή τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγκαστική αντανάκλαση
των εσωτερικών προβληµάτων που παρουσιάζουν αυτά τα πεδία788. Η συλλογιστική
είναι απλή. Αν η εσωτερική συγκρότηση του πεδίου, είτε αυτό είναι των ΜΜΕ είτε της
Πολιτικής έχει διαρθρωτικά και λειτουργικά προβλήµατα, τότε και στην σχέση µε ένα
άλλο πεδίο είναι φυσικό να καθρεφτίζονται οι εσωτερικές του αδυναµίες και
αντινοµίες.
H κοινωνική διάσταση που προκύπτει από την προαναφερόµενη αδιαφανή
σχέση ΜΜΕ και Πολιτικής εστιάζει τον πυρήνα της ανάλυσής της, στο «κοινωνικό
άτοµο» (social persona), αλλά επιχειρεί να φωτίσει επίσης και ευρύτερες επιπτώσεις
στην κοινωνία από την διείσδυση των ΜΜΕ σε όλες τις σφαίρες της πολιτισµικής
παραγωγής. Η εκφορά του πολιτικού λόγου στα ΜΜΕ, ως κατεξοχήν
αντιπροσωπευτικού θεσµικού λόγου, µπορεί ως πολιτική συνέπεια να επισύρει και να
τροφοδοτεί την αποπολιτικοποίηση του τηλεοπτικού κοινού για την οποία ήδη έχει
γίνει λόγος αλλά οι συνέπειες δεν σταµατούν εδώ. Όταν ο αντιπροσωπευτικός θεσµικός
λόγος, δηλαδή ο πολιτικός λόγος, ο οποίος προσδοκά να ρυθµίσει τόσο τις υπάρχουσες
κοινωνικές συγκυρίες όσο και να παράσχει ένα πολιτικό όραµα στην κοινωνία έχει
πλέον σοβαρά προβλήµατα άρθρωσης και αυτονοµίας, τότε το κοινωνικό άτοµο και
συνακόλουθα η κοινωνία στην οποία εντάσσεται, αναπόφευκτα υιοθετεί και ασπάζεται
τις δυσλειτουργίες του πολιτικού λόγου, ως θεσµικού στοιχείου που αποστολή έχει να
την καθοδηγήσει. Η θέση µας για την έννοια του λόγου789 και την συνάρθρωση σε
αυτόν ρηµατικών και µη πρακτικών προσιδιάζει µε την θέση του M. Foucault: «… Θα

788
Για την έννοια του πεδίου έτσι όπως την νοηµατοδοτεί ο P. Bourdieu παραθέτουµε ένα ενδεικτικό
απόσπασµα: «ένα πεδίο είναι ένας χώρος κοινωνικά δοµηµένος, ένα πεδίο δυνάµεων – υπάρχουν
κυρίαρχοι και κυριαρχηµένοι, υπάρχουν σταθερές, µόνιµες σχέσεις ανισότητας οι οποίες ασκούνται στο
εσωτερικό αυτού του χώρου -, το οποίο είναι επίσης πεδίο αγώνων για τη µεταµόρφωση ή τη διατήρηση
αυτού του πεδίου δυνάµεων», Για την τηλεόραση (µτφρ. Αλεξάνδρα Σωτηρίου, Καίτη ∆ιαµαντάκου),
εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998, σελ. 60. Για το πεδίο και την αυτονοµία του βλ. Επίσης του ιδίου,
Μικρόκοσµοι, Τρεις µελέτες πεδίου (επιµ.-µτφρ. Ν. Παναγιωτόπουλος), εκδ. ∆ελφίνι, Αθήνα 1992. Για
µια κριτική µελέτη των ΜΜΕ και της θεωρίας του πεδίου του Bourdieu βλ. Couldry, Nick “Media,
Symbolic Power and the Limits in Bourdieu’s Field Theory”, στο Media@LSE Electronic Papers, 2003.
789
Βλ. αναλυτικά την ανάλυση στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης µελέτης.

340
εγκαταλείψω, λοιπόν, την προσπάθεια να δω τον λόγο ως φαινόµενο έκφρασης – ως
την λεκτική µετάφραση µιας πρότερα οργανωµένης σύνθεσης. Αντιθέτως, θα
αναζητήσω το πεδίο κανονικότητας για διάφορες θέσεις της υποκειµενικότητας. Κατ’
αυτόν τον τρόπο αντιλαµβανόµενος, ο λόγος δεν είναι το µαγικό ξεδίπλωµα εκδήλωσης
(ή αποκάλυψης) του σκεπτόµενου, γνωρίζοντος, και οµιλούντος υποκειµένου, αλλά,
αντιθέτως, είναι µια ολότητα, µέσα στην οποία το σκόρπισµα του υποκειµένου και η
ασυνέχεια µε τον εαυτό του µπορούν να καθορισθούν. Είναι ένας χώρος
εξωτερικότητας µέσα στον οποίο ένα δίκτυο από διαφορετικούς χώρους
αναπτύσσεται»790. Η «ολότητα του λόγου», λοιπόν, είναι αυτή που καθορίζει την
έκταση των συνεπειών που υπο-φέρει το άτοµο ως υποκείµενο και αντικείµενο του
λόγου. Οι ρηµατικές πρακτικές (discursive practices) καθορίζουν την
υποκειµενικότητά του και οι µη – ρηµατικές πρακτικές (non discursive practices)
καθορίζουν την θέση του που αντί-κειται στον λόγο. Οι πρώτες έχουν χαρακτήρα
προσωπικό οι δεύτερες είναι κοινωνικές συνιστώσες. Αν επανέλθουµε λοιπόν στον
πεδίο του πολιτικού λόγου που εξετάζουµε και το δούµε µε την οπτική του Foucault ως
ολότητα κοινωνική και πολιτική (το πολιτικό εµπεριέχεται ως υποσύνολο και
συναρθρώνεται µε το κοινωνικό) καθίσταται άνευ χρηστικής σηµασίας η δικαιολόγηση
της ευρύτητας των συνεπειών από έναν από-πολιτικοποιηµένο, ξεριζωµένο από την
φύση του πολιτικό λόγο. Γιατί σε µία πολιτική κοινωνία τίποτα δεν νοείται έξω από
την ολότητα του πολιτικού λόγου. Η ολότητα σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι έννοια
εγκλεισµού αλλά περιεκτικότητας, είναι η πεποίθηση ότι η αλληλοδιαπλοκή των
πεδίων τελικά οδηγεί στην συνύφανσή τους σε ένα µόνο πεδίο, αυτό του λόγου791. Από
την οπτική µιας πολιτικο-κεντρικής ανάλυσης που αναδεικνύει το πολιτικό σε ύψιστη
έκφανση του κοινωνικού αυτό το πεδίο µετονοµάζεται σε πολιτικό λόγο. Με όρους

790
Foucault, M., The Archaeology of Knowledge (Transl. A. M. Sheridan Smith), Pantheon, New York
1966, σελ. 54 κ.ε.
791
Η εν λόγω ολιστική θέση για το πολιτικό εν πολλοίς συνάδει µε την θέση του U. Beck για την
επινόηση του πολιτικού ή καλύτερα την επαν-ανακάλυψή του και διάχυσή του σε όλα τα σύνολα και
υποσύνολα της κοινωνικής ζωής. Παραθέτουµε ένα χαρακτηριστικό απόσπασµα από τον πρόλογο του
Ν. Κοτζιά που αντικατοπτρίζει την σκέψη του U. Beck: «Ο Μπεκ εκτιµά ότι δεν υπάρχει σήµερα µόνο
ένας και µοναδικός τόπος για το πολιτικό, το κράτος, όπως παλιά. Θεωρεί πως το καινούργιο συνίσταται
στο ότι όλη η κοινωνία αποτελεί, πλέον ένα όλον ως χώρος έκφρασης και απαίτησης εκδήλωσης του
πολιτικού», Beck, U. Η Επινόηση του Πολιτικού. Για µια θεωρία του εκσυγχρονισµού, (προλ. - εισ. Ν.
Κοτζιάς, µτφρ. Κ. Καβουλάκος), εκδ. Νέα Σύνορα- εκδοτικός οργανισµός Λιβάνη, Αθήνα 1996, σελ. 35.

341
µαρξιστικούς, αντιµετωπίζουµε τον λόγο όχι ως «εποικοδόµηµα» αλλά ως «βάση»792.
Πάνω σε αυτόν εδράζεται και µορφοποιείται ο σκοπός της πολιτικής.
Οι συνέπειες από την δηµιουργία ιλαρού πολιτικού κλίµατος είναι εµφανείς
τόσο σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Όσον αφορά στην προσωπική
διάσταση των εν λόγω συνεπειών, ο αποπολιτικοποιηµένος, αδιάφορος τηλεθεατής δεν
λειτουργεί διαφορετικά στις άλλες εκφάνσεις της ιδιωτικής και κοινωνικής του ζωής. Η
ίδια στάση που έχει απέναντι στην πολιτική υπαγορεύει και τις επιλογές του στις
διαπροσωπικές του σχέσεις, καθορίζει, δηλαδή, και τον τρόπο που λειτουργεί
«ιδιωτικά». Το στερητικό (α-) συνοδεύει τις περισσότερες πράξεις και ενέργειές του οι
οποίες είναι σχεδόν α-διάφορες, α-νέξοδες, α-νεύθυνες και τελικά ελάχιστα
προσωποποιηµένες. ∆υστυχώς η αποστροφή απέναντι στην πολιτική δεν έστρεψε το
ενδιαφέρον προς άλλες κατευθύνσεις για να αντισταθµισθεί µε τρόπο δηµιουργικό, αν
µη τι άλλο, το έλλειµµα συµµετοχής. Μάλλον οδήγησε σε έναν αυτοπεριορισµό των
ατόµων σε έναν εικονικό όσο και πλασµατικό κόσµο ο οποίος βρίθει από εικόνες-
σύµβολα, χωρίς, όµως πραγµατικό περιεχόµενο. Τα µηνύµατα στοιβάζονται ως
«περιέχοντα χωρίς περιεχόµενα, ως απολιθωµένα κελύφη, κενά γράµµατα ή
οµοιώµατα»793 και τελικά ως εννοιολογικές παγίδες. Η απουσία του πραγµατικού
συνίσταται στην έλλειψη ικανού εµπειρικού υλικού που θα επενδύσει στις
προσλαµβάνουσες εικόνες ένα βίωµα, µία µαρτυρία. Η κουλτούρα της προσοµοίωσης
που προωθείται από τα ΜΜΕ δεν έχει αφήσει χώρο για «αυθεντικές ερµηνείες». Η
προσοµοίωση συµµετοχής που προσφέρει η τηλεόραση επ’ ουδενί δεν µπορεί να
αντικαταστήσει πραγµατικές καταστάσεις, οι οποίες, τουλάχιστον περικλείουν µια
σηµαντική επιλογή, την επιτυχία ή την αποτυχία, επιλογές, που ωστόσο, προϋποθέτουν
προσπάθεια, ευθύνη, απόφαση, καταστάσεις δηλαδή που αποσοβούνται και
απωθούνται από την εύπλαστη τηλεοπτική πραγµατικότητα.
Η τηλεόραση, κατέχοντας για να παραφράσουµε την ρήση του M. Weber794 «το
µονοπώλιο της χρήσης συµβολικής βίας», κατέχει και το µονοπώλιο διαµόρφωσης
εγκεφάλων αλλά και συνειδήσεων. Το παιχνίδι του εγκλεισµού του ατόµου στην
792
Άποψη που υποστηρίζει και ο Γ. Βέλτσος, ό.π., σελ. 25.
793
στο ίδιο, σελ. 228.
794
Σύµφωνα µε την ρήση του M. Weber το «κράτος κατέχει το µονοπώλιο στην χρήση νόµιµης βίας»,
βλ. σχετικά Weber, M., Βασικές έννοιες Κοινωνιολογίας, (εισ. µτφρ Μιχ. Κυπραίος), εκδ. Κένταυρος,
Αθήνα 1983.

342
εικονική πραγµατικότητα που προσφέρει η τηλεόραση οµοιάζει µε ένα δωµάτιο µε
καθρέφτες όπου το οµοίωµα είναι δυσδιάκριτο από αυτό που αντανακλάται. «Το
οµοίωµα, ωστόσο είναι αληθινό» (“The simulacrum is true”), όπως παρατηρεί ο
Baudrillard795, και είναι αυτό που καθορίζει τις χωροχρονικές συνθήκες της αντίληψης.
Η δυνατότητα του ατόµου να αντικρίζει παντού και συνεχώς το οµοίωµα του εαυτού
του είναι ιδιαίτερα προκλητική, ναρκισσιστική όσο και παραπλανητική. Ο
ατοµοκεντρισµός που προωθείται από τα ΜΜΕ είναι αυστηρά εγωκεντρικός. Το
παράδοξο είναι ότι αυτός ο εγωκεντρισµός είναι επίσης προϊόν οµογενοποίησης. Η
διαδικασία οµογενοποίησης και εξοµάλυνσης διαφορών που επιφέρει η απόλυτη
επικράτηση των ΜΜΕ χαρακτηρίζεται από τον Gadamer ως «συγχώνευση των
οριζόντων» και ακολουθείται, φυσικά, από την ανάλογη µεταµόρφωση της ιστορικής
συνείδησης, η οποία, όπως ο ίδιος παραδέχεται, ενέχει µια µορφή αλλοτρίωσης σε
σχέση µε τις πραγµατικές συνθήκες ύπαρξης που βιώνουµε796.
Γεγονός είναι ότι η τηλεοπτική ανάγνωση σε σχέση µε την τηλε-θέαση είναι
διαφορετικές καταστάσεις του πράττειν αλλά και της συνείδησης. Η διάσταση που
προσδοκούµε να αναλύσουµε σε αυτό το κεφάλαιο έχει να κάνει ακριβώς µε αυτήν την
µετάλλαξη του πράττειν η οποία απορρέει από την συνειδησιακή µετάλλαξη. Οι
παραπάνω «αλλοιώσεις» που παρατηρούµε είναι η φανερή ή η παρατηρήσιµη
κοινωνική αλλαγή. Η γενεσιουργός αιτία ανάγεται σε ένα άλλο επίπεδο, εκεί όπου
«αποφασίζεται», συντίθεται και οργανώνεται ως σηµασιολογικό πεδίο πρωτίστως, η
κοινωνική πραγµατικότητα. Το «τηλεοπτικό», ή ευρύτερα το «εικονικό», έχει αναδυθεί
ως κεντρική κοινωνική σηµασία, όπως θα το αποκαλούσε ο Καστοριάδης797, γεγονός
που σηµατοδοτεί την πρωτοκαθεδρία του σε σχέση µε άλλες παράγωγες έννοιες, αλλά
και την υπερκείµενη αναφορική του αξία που δηµιουργεί «υποτελείς» έννοιες και
πράξεις. Αντί, λοιπόν, να αποδώσουµε στο «εικονικό» την θέση που θα του άρµοζε ως
µία ακόµη σηµασιολογική µεταβλητή και παράλληλα επιλογή, µάλλον το
υπερεκτιµήσαµε και περιορίσαµε την έκταση του πράττειν στα όρια που αυτό χαράσει.
Η υποκατάσταση αυτή είναι πιο πρακτική και λιγότερο φιλοσοφική από όσο

795
Baudrillard, J., ό. π., σελ. 1.
796
Hans Georg Gadamer, ό.π.
797
«Αυτές είναι δηµιουργοί αντικειµένων εκ του µηδενός και οργανώτριες του κόσµου (ως κόσµου
‘εξωτερικού’ προς την κοινωνία, κοινωνικού κόσµου, και της αµοιβαίας σύµφυσης και των δύο)
Καστοριάδης, Κ., ό.π, σελ. 502.

343
ακούγεται. «Αυτό για το οποίο πρόκειται, είναι η ανάδυση µιας κεντρικής σηµασίας
που επανοργανώνει, ανακαθορίζει, αναµορφώνει ένα πλήθος από ήδη διαθέσιµες
κοινωνικές σηµασίες, µ’ αυτόν τον τρόπο τις αλλοιώνει, προσδιορίζει τη συγκρότηση
άλλων σηµασιών και επιτρέπει εκ πλαγίων ανάλογα αποτελέσµατα σε σχεδόν όλες τις
κοινωνικές σηµασίες του θεωρούµενου συστήµατος»798.
Αν οι παραπάνω σκέψεις ξεδιαλύνουν το τοπίο σχετικά µε τα γενεσιουργά αίτια
αυτής της µετάλλαξης του πράττειν που επικαλούµαστε, η αναγνώριση των βασικών
χαρακτηριστικών του υλικού και συµβολικού φορέα διαµέσω του οποίου αυτές οι
αλλαγές είναι δυνατές φωτίζει ακόµη περισσότερο την άκρη του τούνελ. Η βασική
ορίζουσα λοιπόν του σύγχρονου πολιτισµικού τοπίου είναι η εικόνα, άλλοτε ως
στατική και άλλοτε ως κινούµενη ή ως σύνολο κινούµενων εικόνων. Μάλιστα, για να
είµαστε πιο ακριβείς, επειδή η εικόνα παραπέµπει σε τέχνη, συνήθως αναφερόµαστε
στην ρεαλιστική εικόνα, αυτή που προσδοκά να αποτυπώσει πιστά το σηµαίνον, να
υπάρξει, δηλαδή, συµφωνία σηµαίνοντος και σηµαινόµενου. Αυτού του είδους η
εικόνα που κατονοµάζεται ως ρεαλιστική, θέλοντας να τεκµηριώσει µια σχέση
απόλυτης αναπαράστασης µε την πραγµατικότητα, είναι τελικά µη διαπραγµατεύσιµη
ως προς το περιεχόµενο και την ερµηνεία της799. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι είναι
ένας «αποκρυσταλλωµένος λόγος», δεδοµένου ότι ο λόγος της εικόνας έχει ήδη
αποφανθεί για το σηµαινόµενο µε τρόπο οριστικό. Ο Ν. Postman αναλύει γλαφυρά τον
λόγο της στατικής εικόνας, της φωτογραφίας: «Η φωτογραφία είναι η γλώσσα που µιλά
µέσα από συγκεκριµενικότητες (particularities). Το λεξιλόγιο των εικόνων είναι
περιορισµένο σε συγκεκριµένες αναπαραστάσεις. Σε αντίθεση µε τις λέξεις και τις
προτάσεις, η φωτογραφία δεν µας παρουσιάζει µια ιδέα ή µια αντίληψη για τον κόσµο,
εκτός από την περίπτωση που χρησιµοποιούµε την γλώσσα για να µετατρέψουµε την
εικόνα σε ιδέα. Από µόνη της η φωτογραφία δεν µπορεί να συνδιαλλαγεί µε το µη-
ορατό, το συγκεχυµένο, το αιώνιο, το αφαιρετικό. ∆εν µιλάει γενικά για έναν άνθρωπο,
µιλάει για τον άνθρωπο»800. Η εικόνα ως σηµείο δεν επιδέχεται αµφισβήτηση όπως ο
λόγος, δεν επιδέχεται διαµάχη, είναι µια αλήθεια από µόνη της, αν δεχθούµε βεβαίως

798
στο ίδιο, σελ. 504.
799
Postman, Neil. Amusing Ourselves to Death. Public Discourse in the Age of Show Business, Penguin
Books, New York, 1986, σελ. 73.
800
στο ίδιο, σελ. 72.

344
ότι αλήθεια είναι αυτή που αποτυπώνει η κάµερα, έτσι όπως ακριβώς την αποτυπώνει.
Η δύναµη της τηλεοπτικής εικόνας είναι ότι δεν µιλάει για ένα γεγονός, είναι το ίδιο το
γεγονός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εκµηδενίζει τα περιθώρια παρεκκλίνουσας
σηµασιοδότησης και ελαχιστοποιεί τις µεταβλητές της κωδικοποίησής της.
«Η εικόνα», παρατηρεί ο ∆. Χαραλάµπης, «είναι µια ιδιόρρυθµη πληροφορία.
Η εικόνα, βασίζεται, είναι δηµιουργεί σοκ. Η αµεσότητά της είναι µοναδική. Αυτή της
η ιδιότητα σαφώς οδηγεί σε µια λογική αύξησης, συσσώρευσης, έντασης αυτού του
σοκ δηµιουργώντας µια κοινωνία εξαρτηµένων ατόµων, µια κοινωνία που αναζητεί την
συχνή ένταση της δόσης»801. Τελικά η εικόνα είναι τόσο πλήρης λόγος όσο και
αφαιρετικός. Είναι µια στιγµιαία απόλυτη όσο και πραγµατική αφαίρεση. Ο ∆.
Χαραλάµπης καταλήγει: «Η εικόνα δεν προσδιορίζει πια. Μέσω της αµεσότητάς της
αφαιρεί συγκεκριµένα»802.
Η µονοσήµαντη και µονοθετική εικονική αλήθεια συµπληρώνεται, από την
άλλη, από τον πλουραλισµό των εικόνων που δεχόµαστε καθηµερινά ως
αναπαραστάσεις της πραγµατικότητας. Ο πλουραλισµός αυτός είναι πολλές φορές
µόνο µορφικός και δεν αγγίζει το περιεχόµενο. Η πολυµορφία των εικόνων που
δεχόµαστε δεν οδηγεί σε µια ποικιλία περιεχοµένων, µας επιτρέπει απλώς «να ζούµε
την αυταπάτη της ταυτόχρονης θέασης των πολλαπλών όψεων (των καναλιών) µιας-
κατά τ’ άλλα ενιαίας και µοναδικής πραγµατικότητας και ενός και µόνου µηνύµατος,
αυτού που προέρχεται από την τηλεόραση»803. Ο πλουραλισµός των εικόνων λοιπόν
δηµιουργεί πολλαπλές πραγµατικότητες ή προσφέρει διαφορετικές εκδοχές της ίδιας
πραγµατικότητας. Γεγονός είναι ότι η σύγχυση που προκαλείται στα άτοµα εξαιτίας
της ύπαρξης µιας εύθραυστης αλήθειας που µεταλλάσσεται µε γρήγορους ρυθµούς και
δεν είναι άξια εµπιστοσύνης, δηµιουργεί ένα ασταθές κοινωνικό έδαφος πάνω στο
οποίο το σίγουρο είναι ότι δεν µπορείς να χτίσεις κάτι συµπαγές, µπορείς, ωστόσο να
χτίζεις και να γκρεµίζεις συνεχώς, διαδικασία που εξυπονοεί ότι όλα δηµιουργούνται
δυνητικά και καταρρέουν την ίδια στιγµή. Η κρίσιµη παράµετρος για την

801
Χαραλάµπης, ∆ηµήτρης, ∆ηµοκρατία και Παγκοσµιοποίηση, ό.π., σελ. 334.
802
στο ίδιο, σελ. 335.
803
Θεµπριάν, Χουάν, Λουίς Το ∆ίκτυο, Το Ίντερνετ και τα Νέα Μέσα Επικοινωνίας, εκδ. Στάχυ, Αθήνα
2000, σελ. 96.

345
πραγµατικότητα των ΜΜΕ είναι η απόφαση. Κάποιος αποφασίζει ότι αυτή είναι.
Κάποιος άλλος επίσης αποφασίζει ότι έτσι την αποδέχεται.
Η παρέµβαση της εµπορευµατοποίησης και οι ισχυρές δοµές του µάρκετινγκ
το µόνο νόηµα που κρύβουν από πίσω τους και το µόνο µήνυµα και πρότυπο
συµπεριφοράς που προσδοκούν να περάσουν είναι η κατανάλωση. Το χαρακτηριστικό
γνώρισµα του σύγχρονου εµπορικού πνεύµατος είναι η δηµιουργία και πώληση
αναγκών και µετά αγαθών804. Η δηµιουργία και η άσκηση πειθούς για την ύπαρξη µιας
ανάγκης και µετέπειτα η προσφορά προϊόντων που θα καλύψουν αυτήν την ανάγκη
είναι πιο αποτελεσµατική στρατηγική. Η τηλεόραση ως µαζικό µέσο έχει την
δυνατότητα να δηµιουργεί και να προωθεί ανάγκες και µάλιστα µε τρόπο αναντίρρητο
αφού ενσωµατώνει την κατανάλωση προϊόντων σε πρότυπα αισθητικά, σε πρότυπα
ζωής τόσο λαµπερά και αψεγάδιαστα που η αντίσταση του τηλεθεατή εύκολα
κάµπτεται. Είναι γεγονός, εξάλλου, ότι η αντίσταση προβάλλει και αναδεικνύεται σε
πραγµατικές καταστάσεις και γεγονότα, όχι στον ονειρικό κόσµο των ΜΜΕ.
Στα προηγούµενα κεφάλαια αναλύσαµε την πολιτισµική διάσταση στην
νοητική όραση. Η τηλοψία είναι πολιτιστικό γεγονός εφόσον καθορίζει και
δηµιουργεί βιώµατα ως προς την αντίληψη του ατόµου για τον κόσµο αλλά και για την
ίδια την ύπαρξή του. Η µεταµοντέρνα κατάσταση άλλαξε οριστικά την γνωστική σχέση
του ανθρώπου µε τον κόσµο σε δύο επίπεδα: α) Στο επίπεδο της αντιληπτικής
διαδικασίας, στον τρόπο δηλαδή µε τον οποίο αντιλαµβάνεται αντικείµενα και
γεγονότα και β) στο επίπεδο της αυτοσυνείδησης όπου το άτοµο «µεταφράζει» την
αντιληπτική του ικανότητα805. Η πληροφόρηση από την τηλεόραση όµως δεν είναι
καθόλου αµφίδροµο µοντέλο αλλά µονόδροµο και γραµµικό. Οι εµπειρίες του ακροατή
από την στιγµή που αυτός θα αφεθεί στην θεαµατική πραγµατικότητα των ΜΜΕ είναι

804
Ο Ζ. Παπαδηµητρίου παρατηρεί: «Η τηλεόραση ανήκει στους πλέον ισχυρούς ιδεολογικούς
µηχανισµούς της κυρίαρχης αντίληψης, όπως αυτή εµφανίζεται στο πλαίσιο της περιώνυµης
παγκοσµιοποίησης. Προωθώντας τις εικονικές µορφές ζωής, η τηλεόραση ισοπεδώνει τις υφιστάµενες
αξίες, αποµακρύνει τους ανθρώπους από την πραγµατικότητα, αναµοχλεύει και ενεργοποιεί κατάλληλα
τους φόβους και τις ανασφάλειες των πολιτών που χαρακτηρίζουν την εποχή µας, καθιστώντας τους έτσι
άβουλους αποδέκτες πολιτικών µηνυµάτων του συστήµατος εξουσίας, καταναλωτές µιας εικονικής
πραγµατικότητας και υποτάσσοντάς τους τελικά στη λογική του ατοµικού βολέµατος και της
πνευµατικής νάρκωσης. Όντας εµπορευµατοποιηµένη η τηλεόραση εκµεταλλεύεται την ψυχοπαθολογία
των κοινωνιών µας, προαναγγέλλοντας την εποχή της τηλεβαρβαρότητας», Παρεµβάσεις, ό.π., σελ. 178.
805
Lyotard, Jean-Francois, Η µεταµοντέρνα κατάσταση, (προλ. Θ. Γεωργίου, µτφρ. Κ. Παπαγιώργης)2η
έκδοση, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993, σελ. 14.

346
εν πολλοίς ετερόφωτες και προκαθορισµένες από το µέσο. Αυτή η διαδικασία έχει δύο
µειονεκτήµατα: α) την ελαχιστοποίηση της πραγµατικής συµµετοχής του τηλεθεατή ο
οποίος περιορίζεται στην κατανάλωση ουσιαστικά του τηλεοπτικού προϊόντος, χωρίς
να συν-επιδρά ουσιαστικά στην διαµόρφωσή του και β) το µονοδιάστατο όσον αφορά
στην πηγή της πληροφορίας που έχει ως συνέπεια την πραγµάτωση και ολοκλήρωση
της εµπειρίας, χωρίς την επίθεση σε αυτήν της προσωπικής διάστασης του τηλεθεατή.
Έµµεση συνέπεια είναι η «συσκευασµένη» οµογενοποιηµένη εµπειρία στην οποία,
επειδή ακριβώς δεν ενέχεται το αληθινό βίωµα που θα καταστήσει την εικόνα εµπειρία,
καταλήγει να είναι λίγο πολύ όµοια για όλους. Η οµοιότητα στην διανοµή και την
κατανάλωση της πληροφορίας είναι αυτή που δηµιουργεί και διατηρεί το «consensus»
των σύγχρονων κοινωνιών παρατηρεί ο Baudrillard806. Ο σύγχρονος πολιτιστικός
υλισµός βασίζεται στην πληροφορία και στην δύναµη διείσδυσής της στις µάζες. Η
σύγχρονη ύπνωση έχει το ισοδύναµό της στην υπερπληροφόρηση. Η εξίσωση
πληροφορία=γνώση φαίνεται να µην λειτουργεί όταν η πληροφορία είναι τόσο
µονοδιάστατα ελεγχόµενη. Στις σύγχρονες κοινωνίες της υπερπληροφόρησης όπως
παρατηρεί ο Γ. Βέλτσος: «η ενηµέρωση και η πληροφόρηση από τα µαζικά ‘µέσα’ και
κυρίως από τα ηλεκτρονικά µαζικά ‘µέσα’, είναι κατά της επικοινωνίας και κατά του
κοινωνικού δεσµού. Η απόλυτα σηµειολογηµένη πληροφόρηση σήµερα, αναιρεί τα
ίδια της τα περιεχόµενα και εκπίπτει σε επικοινωνία αφασική»807.
Η διαδικασία εξοµάλυνσης συνειδήσεων έχει ως εξής. Η ταχύτητα της
τηλεόρασης σε συνδυασµό µε τις λεγόµενες «παραδεδεγµένες αλήθειες» της
τηλεόρασης που λόγω της επαναληψιµότητάς τους περιβάλλονται µε τον µανδύα των
καθολικά αποδεκτά ιδεών, έχει ως αποτέλεσµα την έλλειψη στοχασµού διότι «η
σκεπτόµενη σκέψη εξαρτάται από τον χρόνο»808, µέγεθος που εκλείπει στην
τηλεόραση. Η «σκεπτόµενη σκέψη», λοιπόν, που θα µπορούσε να δηµιουργήσει

806
Baudrillard, Jean, Simulacra and Simulation (trans. by Sheila Faria Glaser), Ann Arbor, The
University of Michigan Press, 1994 σελ. 80.
807
Βέλτσος, Γ., ό.π., σελ. 26. Παραθέτουµε επίσης και µια γλαφυρή αιτιολόγηση αυτής της θέσης: «….Ο
επικοινωνιακός στόχος που είναι ταυτόχρονα και ο κοινωνικός δεσµός, δε στοχεύεται µε την
πληροφόρηση και την ενηµέρωση, αλλά µε παίγνια λόγου, εννοηµατωµένες σιωπές, µεταθέσεις,
υπερβάσεις, οριακές εµπειρίες, καταλύσεις, παραληρήµατα, και κατά µέτωπο επιθέσεις της ίδιας
γλώσσας, επαναληπτικές κινήσεις κυκλικές, όπου ‘η οµιλία γίνεται για χάρη της οµιλίας’, όπως θα ήθελε
ο Novalis», στο ίδιο, σελ. 26.
808
Bourdieu, P., ό.π., σελ. 44.

347
διαφορά τουλάχιστον όσον αφορά την αποκωδικοποίηση του µηνύµατος απουσιάζει
και µαζί µε αυτήν απουσιάζει και η εντροπία του αναλυτικού στοχασµού. Το
αποτέλεσµα είναι η δηµιουργία κοινών τόπων τόσο γνωστικών όσο και ψευδο-
εµπειρικών. Από αυτό το σηµείο και µετά η εργαλειοποίηση των συνειδήσεων είναι
σχετικά εύκολος στόχος. Αν ο Μάρξ επέµενε ότι οι κατέχοντες τα µέσα παραγωγής
εξουσιάζουν, η σύγχρονη εκδοχή κατονοµάζει ως κατέχοντες αυτούς που εξουσιάζουν
τα µέσα ενηµέρωσης, αυτούς που διανέµουν και αναδιανέµουν την πληροφορία. Γιατί
η οµογενοποίηση δεν εντοπίζεται µόνο στην κατανάλωση του µηνύµατος αλλά και
στην παραγωγή του, αφού οι πηγές της πληροφόρησης είναι επίσης πολύ
συγκεκριµένες. Την «πίτα» της ενηµέρωσης διαχειρίζεται ένας πολύ µικρός αριθµός
ειδησεογραφικών πρακτορείων και τηλεοπτικών σταθµών. Η κατευθυνόµενη
ενηµέρωση, ιδιαίτερα σε θέµατα πολιτικού ενδιαφέροντος, είναι ένα κρίσιµο ζήτηµα
που δίνει απαντήσεις στον γρίφο µεταξύ Πολιτικής και ΜΜΕ που είδαµε
προηγουµένως. Η οµογενοποίηση λοιπόν κινείται ενίοτε στην επικίνδυνη περιοχή της
χειραγώγησης η οποία, όµως, δεν είναι µια ακόµη συνέπεια της µαζικής τηλεόρασης
αλλά επισύρει πολιτικές ευθύνες, αφού προϋποθέτει ενσυνείδητη παραµόρφωση του
µηνύµατος προς επίτευξη συγκεκριµένων στόχων.
Τα παραπάνω γνωρίσµατα και οι παρενέργειες που θίξαµε ακροθιγώς
προσιδιάζουν σε ένα νέο είδος ανθρώπου που ο Ιταλός πολιτικός επιστήµονας G.
Sartori ονόµασε “homo-videns”, θέλοντας να τονίσει την µετάβαση της συνείδησης
από την αλήθεια της σκέψης στην αλήθεια της εικόνας. Οι σύγχρονες καταστάσεις της
τηλοψίας εγκαινιάζουν το τέλος της συνείδησης της σκέψης και µαζί µε το τέλος
εγκαινιάζουν την απαρχή της εικονικής συνείδησης. Η νέα µορφή σκέψης µαζί µε τις
νέες µορφές πράττειν που εγκαινιάζει είναι πιο ευέλικτη, πιο δεκτική σε αλλαγές, γιατί
όλα τα γεγονότα περνούν από δίπλα της, χωρίς να τα αξιολογεί. Οι διαφορετικές
µορφές του πράττειν που ενσαρκώνουν αυτήν την νέα µορφή α-συνείδητης σκέψης
µπορεί να είναι πιο συµβατές µε την σηµερινή πραγµατικότητα αλλά έχουν ένα βασικό
χαρακτηριστικό. ∆ιακατέχονται από αποσπασµατικότητα, ασυνέχεια και
809
ανακολουθία .

809
Bauman, Zygmunt, Και πάλι µόνοι: Η Ηθική µετά τη Βεβαιότητα, εκδ. Έρασµος, Αθήνα 1998, σελ.
31.

348
6.2. O «homo videns» 810
O P. Bourdieu αναφερόµενος στην ρήση του Berkeley «Υπάρχω σηµαίνει ότι
γίνοµαι αντιληπτός»811 (“To be is to be perceived”) προσπαθεί να καταδείξει ότι η
έννοια της αντίληψης ως αίσθησης, ικανότητας εντοπισµού και κατανόησης
µετουσιώνεται πλέον µε τους όρους της τηλεοπτικής δηµοσιότητας. Για τα
περισσότερα δηµόσια πρόσωπα και ιδιαίτερα για τους πολιτικούς «υπάρχω σηµαίνει
ότι γίνοµαι αντιληπτός στην τηλεόραση»812 γεγονός που σηµατοδοτεί τον περιορισµό
της σφαίρας αντίληψης τόσο όσον αφορά στον εαυτό µας όσο και στους άλλους στον
τηλεοπτικό φακό. Η αντανάκλαση της ύπαρξης ενός γεγονότος ή προσώπου στην
τηλεόραση δηµιουργεί ναρκισσιστικές τάσεις στο σύγχρονο άνθρωπο ο οποίος
επιβεβαιώνει τον εαυτό του αλλά και την συµµετοχή του στον σύγχρονο γίγνεσθαι
µέσα από την οπτικοποίησή του813. Η εισβολή του «πανθορώντος οφθαλµού» στην
καθηµερινή µας ζωή είναι πλέον αποδεκτή συνθήκη. Μια από τις πολλές
«ναρκισσιστικές χρήσεις» της κάµερας είναι η «αυτοεπιτήρηση» που λειτoυργεί ως
ακατάπαυστη εξονυχιστική αυτοεξέταση µε την δυνατότητα να «κάνει την αίσθηση
του εαυτού να εξαρτάται από την κατανάλωση εικόνων του εαυτού, ενώ συγχρόνως
αµφισβητεί την πραγµατικότητα του εξωτερικού κόσµου»814. Ο Baudrillard εντάσσει
τον ναρκισσισµό στην διαλεκτική της µαζικής κουλτούρας ως ένα ακόµη δείγµα της
αυταρέσκειας της καταναλωτικής κοινωνίας να καθρεφτίζεται στον εαυτό της. «Ο
ναρκισσισµός του ατόµου στην καταναλωτική κοινωνία δεν είναι απόλαυση της
ιδιαιτερότητας, είναι διάθλαση συλλογικών χαρακτηριστικών»815. O ναρκισσισµός και
η έννοια της ναρκισσιστικής κοινωνίας σηµατοδοτεί την µετατόπιση του κέντρου

810
Για µια ανάλυση του “homo-videns” και των κύριων χαρακτηριστικών του, βλ. Deligiaouri, Anastasia
& Zissis Papadimitriou, «The Cultural Identity of Homo-Videns in Mediated City Spaces», Linkoping
University Electronic Press, Sweden, 2007, στο www. ep.liu.se/ecp/020/014 σελ. 139-148.
811
Bourdieu, Pierre, Για την τηλεόραση, ό.π., σελ. 21.
812
στο ίδιο,. σελ. 21.
813
Ο Christopher Lash παρατηρεί: «Η έννοια ναρκισσισµός µας παρέχει όχι έναν έτοιµο ψυχολογικό
ντετερµινισµό (αιτιοκρατία) αλλά έναν τρόπο να καταλαβαίνουµε το ψυχολογικό αντίκτυπο των
πρόσφατων κοινωνικών αλλαγών. […]. Με άλλα λόγια, µας παρέχει ένα υποφερτά ακριβές πορτραίτο
της ‘απελευθερωµένης’ προσωπικότητας της εποχής µας, µε την γοητεία της, την ψευτοεπίγνωση της
κατάστασής της… την προστατευτική της ρηχότητα, την αποφυγή της εξάρτησης κλπ». Η Κουλτούρα
του Ναρκισσισµού. Η αµερικανική ζωή σε µια εποχή µειωµένων προσδοκιών, (µτφρ. Βασ. Τοµανάς),
εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2002, σελ.59.
814
στο ίδιο, σελ. 57.
815
Baudrillard, Jean Η Καταναλωτική Κοινωνία, (µτφρ. Βασ. Τοµανάς), 2η έκδοση, εκδ. Νησίδες,
Θεσσαλονίκη 2005, σελ.106.

349
βάρους από την κοινωνία στο άτοµο και µάλιστα στην ιδέα ότι όλοι είναι εν δυνάµει
πρωταγωνιστές στο σύγχρονο θέαµα και συνάµα όλοι αντιδρούν ως αντικείµενα προς
θέαση απέναντι σε µια «φαντασιακή κοινότητα». Ο σύγχρονος ναρκισσισµός
συνδέεται άµεσα µε την έννοια της επιτέλεσης, της επίδοσης (performance),
δηµιουργώντας δύο τάσεις: α) συρρικνώνει τον «χώρο» µεταξύ των πρωταγωνιστών
και του κοινού δίδοντας παράλληλα πιο ενεργητικό ρόλο στο κοινό καθιστώντας το
επίσης πρωταγωνιστή και β) ανάγει σε έννοιες ιδιαίτερης κοινωνικής σηµασίας την
εµφάνιση και το στυλ, έννοιες φυσικά εµπορευµατοποιηµένες και κατευθυνόµενες από
τα πρότυπα των ΜΜΕ816. Ο νάρκισσος πρέπει να αρέσει στον εαυτό του.
Αυτή είναι µια πρώτη ένδειξη της λειτουργίας των ΜΜΕ ως επίσηµων
πυλωρών (gatekeepers) της ιδιωτικής σφαίρας µε δικαιοδοσίες να αποφασίζουν την
είσοδο και την έξοδο των ατόµων σε και από αυτήν. Βλέπουµε, δηλαδή ότι η
οπτικοποίηση του πολιτικού λόγου για την οποία έγινε λόγος στο τρίτο κεφάλαιο της
παρούσας µελέτης817, δεν έχει παρέµβει µόνο στο προϊόν του λόγου που εκφέρει ένα
υποκείµενο αλλά οι συνέπειές της προεκτείνονται τόσο στον φορέα του λόγου
(επικοινωνητή) όσο και στον αποδέκτη του (τηλεθεατή). Η οπτικοποίηση είναι, µε
άλλα λόγια, µια συνολική διαδικασία µετάλλαξης στην οποία εµπλέκονται τόσο
υποκειµενικές όσο και αντικειµενικές συνιστώσες παραγωγής του λόγου.
Ο homo-videns ή ο homo-teleopticus818 έχει αφοµοιώσει την εικονική
πραγµατικότητα των ΜΜΕ σε σηµείο που η πραγµατικότητα ως έχει είναι πλέον
δυσδιάκριτη. Ο όρος ανήκει στον Ιταλό φιλόσοφο και πολιτικό επιστήµονα G,.
Sartori819 ο οποίος προσπάθησε µε αυτόν τον όρο να στιγµατίσει την µετάβαση σε ένα
νέο είδος ανθρώπου, σε ένα νέο είδος ανθρώπινης συµπεριφοράς, γιατί η σύγχρονη
τεχνολογία της οθόνης έχει ένα µοναδικό χαρακτηριστικό. ∆εν ήρθε να διευκολύνει, να
διορθώσει ή να αντικαταστήσει την κοινωνική πραγµατικότητα ή άλλου είδους
καταστάσεις, το αντίθετο. Η σύγχρονη τεχνολογία δίνει έµφαση στην επικοινωνία
επειδή ακριβώς προσδοκά να δηµιουργήσει εκ νέου, ενίοτε και εκ του µηδενός, έναν
816
βλ. σχετικά τις παρατηρήσεις των Nicholas Abercrombie & Brian Longhurst, ό.π., σελ. 88-96.
817
Βλ. κεφ. τρίτο σελ. 179 επ.
818
Από εισήγηση του πρώην προέδρου του Συνασπισµού στο συνέδριο του Τµήµατος ∆ηµοσιογραφίας
και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, που διεξήχθη στην Θεσσαλονίκη, στις 3-5
Νοεµβρίου 2006 µε θέµα: «Πολιτισµός των ΜΜΕ- Πολιτισµός στα ΜΜΕ». Η εισήγηση έγινε στο
πλαίσιο συζήτησης σε Στρογγυλό τραπέζι µε θέµα «Πολιτιστική Πολιτική για τα µέσα επικοινωνίας».
819
Sartori, Giovanni Homo videns: La Sociedad Teledirigida, Taurus, Madrid 1998.

350
καινούργιο κόσµο, ο οποίος, επειδή θεµελιώνεται σε νέες αξίες και νέες ανθρώπινες
συνήθειες, δεν χρειάζεται τα δεκανίκια του παλαιού για να εδραιωθεί. Η δύναµή του
εδράζεται εν πολλοίς στο νέο και φρέσκο που προσφέρει, στα νέα πεδία αναφοράς που
δηµιουργεί τα οποία είναι ακόµη άφθαρτα, µη επιδεκτικά κριτικής αποτίµησης. Ο
Sartori καταδεικνύει µε τον όρο που χρησιµοποιεί ότι η µετάλλαξη στην ανθρώπινη
φύση και στο ανθρώπινο πράττειν δεν είναι ούτε εφήµερη, ούτε µερική, ούτε εύκολα
µεταβλητή. Θα τολµούσαµε να υποστηρίξουµε ότι η σύγχρονη τεχνολογία είναι
«ανθρωποδυναµική».
Στην δεύτερη εποχή των ΜΜΕ, όπως την ονοµάζει ο M. Poster820, το «µήνυµα
είναι το µέσο» για να αντιστρέψουµε την ρήση του McLuhan (the medium is the
message). H απορρόφηση όλων των αισθήσεων από την επικυριαρχία της όρασης δεν
είναι απλώς µια συνέπεια, είναι νέα µορφή συνείδησης, η νέα συνιστώσα διαµόρφωσης
του ανθρώπινου πράττειν. Οι άνθρωποι που σκέπτονται γρήγορα, οι «fast thinkers»,
όπως τους αποκαλεί ο Bourdieu, στοχάζονται πιο γρήγορα και από την σκιά τους821. Η
αποστασιοποίηση από την ενεργητική δράση και η µετάβαση στην «παθητική
ενεργητικότητα», η οποία συνίσταται σε µηχανικές επαναλήψεις κινήσεων και
αυτοµατοποιηµένες σκέψεις, δεν «κλείνει» όταν κλείνει ο διακόπτης της τηλεόρασης.
Είναι µια συνεχής κατάσταση και αντίληψη των γεγονότων που έχει καταλάβει ακόµη
και τον χώρο των διαπροσωπικών σχέσεων ο οποίος έχει επίσης τηλεοπτικοποιηθεί.
Συµπεριφορές, ενέργειες, πράξεις και στάσεις αποτελούν µιµητικές καταστάσεις από
τα τηλεοπτικά πρότυπα που έχουν εδραιώσει την ανωτερότητά τους. Η κουλτούρα της
προσοµοίωσης εντείνει και υποβοηθά µε κατάλληλους τρόπους αυτήν την συνέργια. Ο
κόσµος φαίνεται να είναι περίπου ο ίδιος και εκτός τηλεόρασης. Ο M. Poster
παρατηρεί: «Η διαµεσολάβηση έχει γίνει τόσο έντονη που τα πράγµατα που
διαµεσολαβούνται δεν µπορούν να προσποιηθούν ότι παραµένουν απρόσβλητα. Η
κουλτούρα είναι ολοένα αυξανόµενα προσοµοιωτική µε την έννοια ότι τα ΜΜΕ συχνά
αλλάζουν τα πράγµατα που µεταχειρίζονται, µετασχηµατίζοντας την ταυτότητα των
πρωτοτύπων και των σηµαινόµενων (referentialities). Στην δεύτερη εποχή των ΜΜΕ η

820
Poster, Mark The Second Media Age, Polity Press, UK 1995.
821
Bourdieu, P., ό.π., σελ. 43.

351
πραγµατικότητα γίνεται πολλαπλή»822. Η πολλαπλότητα αυτή βεβαίως αφορά, όπως
ήδη παρατηρήσαµε, τις πολλαπλές όψεις του ίδιου νοµίσµατος. Τελικά, η τηλεόραση
αντανακλά τον κόσµο που η ίδια έχει φτιάξει. Μια περίεργη αντανάκλαση αφού το
πρωτότυπο έχει προ πολλού χαθεί στα ηλεκτρονικά τσιπς των ψηφιακών συσκευών.
Ας ξεκινήσουµε µε τις επιδράσεις στην σύγχρονη οικογένεια ως το πιο εύκολα
παρατηρήσιµο αλλά και πρωτογενές κύτταρο κοινωνικής ζωής. Η πυρηνική οικογένεια
που ονοµάστηκε έτσι από την κεντρική θέση που κατέχει σε αυτήν η ανατροφή του
παιδιού (-ιών) έχει ακόµη ένα λόγο για να διατηρήσει τον πυρηνικό της χαρακτήρα.
Την επικέντρωση του ενδιαφέροντος επικοινωνίας της οικογένειας στην τηλεόραση. Ο
πυρήνας της πληροφόρησης, της συζήτησης είναι άδηλα ή προδήλως το τηλεοπτικό
µήνυµα. Οι απαιτήσεις των σύγχρονων παιδιών απορρέουν συνήθως από τον
συµβολικό καταναγκασµό τηλεοπτικών µηνυµάτων. Αυτό συµβαίνει γιατί τα ΜΜΕ
έχουν αναχθεί στον κύριο θεσµό και δίαυλο κοινωνικοποίησης και µάλιστα
πρωτογενούς823. Σε αυτό το στάδιο που προηγείται της δηµιουργίας ταυτότητας, το
άτοµο λαµβάνει και εσωτερικεύει τον περιβάλλοντα κόσµο µε τα στοιχεία που
προβάλλονται ως σηµαντικά ή ως λιγότερο σηµαντικά έως ασήµαντα. Το ζήτηµα είναι
ότι η εσωτερίκευση του κόσµου σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης δεν επιδέχεται
αµφιβολίες ή αρνήσεις. Στην πρωτογενή κοινωνικοποίηση οι παραστάσεις που
προσλαµβάνονται από το παιδί είναι καθ΄ όλα πραγµατικές και µοναδικές καθότι δεν
τυγχάνουν κριτικής επεξεργασίας. Κατηγοριοποιούν τον τρόπο αντίληψής του,
νοµιµοποιούν τον κόσµο γύρω του, αρθρώνουν νοηµατικά συµφραζόµενα απαραίτητα
για την οµαλή ένταξή του στην κοινωνία. Η δευτερογενής κοινωνικοποίηση που
ακολουθεί και ουσιαστικά µοιράζει ρόλους στα άτοµα είναι εξαρτώµενη µεταβλητή
από την πρώτη. Όταν, λοιπόν, τα παιδιά έχουν διέλθει επιτυχώς από την τηλεοπτική
κοινωνικοποίηση κανένας δεν µπορεί να τους πείσει ότι οι απαιτήσεις τους και οι
προσδοκίες τους είναι επίπλαστες και αναφέρονται σε έναν προσεκτικά µελετηµένο
κόσµο της εµπορευµατοποίησης. Για αυτά τα παιδιά αυτός ο κόσµός είναι ο µόνος που
υφίσταται ως πραγµατικός. Οι συνέπειες από εκεί και πέρα είναι αλυσιδωτές. Οι
αυξανόµενες ανάγκες δηµιουργούν αυξανόµενες απαιτήσεις και αυτές µε την σειρά

822
Poster, Mark, ό.π. σελ. 31.
823
Για την λειτουργία της πρωτογενούς και δευτερογενούς κοινωνικοποίησης βλ. Berger, P. & Th.
Luckmann, ό.π., σελ. 239-269.

352
τους εκπληρώνονται µε επιπρόσθετες ώρες εργασίας για τα εργαζόµενα µέλη της
οικογένειας. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ακόµη κι όταν ο χρόνος τηλεθέασης
ελαχιστοποιείται για κάποια άτοµα λόγω των επαγγελµατικών τους απαιτήσεων και δεν
δικαιολογεί το εύρος των επιδράσεων από τα ΜΜΕ για τα οποία έχει γίνει λόγος, οι
επιδράσεις εξακολουθούν να είναι άµεσες και ισχυρές εφόσον καθορίζουν τον τρόπο
ζωής και την έντασης της εργασίας.
Φυσικό επακόλουθο της περιορισµένης οικογενειακής ζωής ως πρώτης µορφής
συλλογικότητας είναι η ελαχιστοποίηση του ενδιαφέροντος για την πολιτική
κοινότητα, η οποία φαντάζει ως απολίθωµα του παρελθόντος στον κόσµο των
ψηφιακών κυκλωµάτων. Η τηλεπολιτική ως η κύρια µορφή πολιτικής ζωής περιορίζει
ακόµη και τον συνειδητοποιηµένο πολίτη που θέλει να είναι ενεργητικός στην
υιοθέτηση της θέσης του θεατή των πολιτικών γεγονότων µαζί µε µια σειρά άλλων
συνεπειών για τις οποίες ήδη κάναµε λόγο. Για τον homo-videns η περιχαράκωση γύρω
από το εγώ του είναι από µόνη της ικανή συνθήκη ύπαρξης. Η µετάβαση στην
κατάσταση του homo-videns σήµανε την οριστική πτώση του homo-politicus824,
δηλαδή του πολίτη «που ενεργοποιείται και του οποίου η δηµόσια απόφανση είναι
ουσιαστική»,
Ο homo-videns είναι το ίδιο αντιφατικός και στις σχέσεις του µε τον εαυτό
του. ∆ιακατέχεται από µια έντονη αυταρέσκεια αλλά και αποµόνωση, αφού µόνο ο
ίδιος µπορεί να συνοµιλήσει πραγµατικά µε τον εαυτό του. Η συνολική κοινωνική
φαντασίωση έχει προ πολλού χαθεί. Παραµένει η προσωπική, εξαιρετικά
εξατοµικευµένη και εύθραυστη, γιατί η απώλεια το κοινού βιώµατος συνεπάγεται την
απώλεια µιας κοινά συγκροτηµένης συνείδησης, ενός θεµελιωµένου σηµείου αναφοράς
στο οποίο επιστρέφει το µυαλό για να αναζητήσει ερείσµατα, για να προστατευθεί από
την εσωτερική του αστάθεια. Ο αυτοπεριορισµός του ατόµου σε ένα εικονικό κόσµο
έχει καταργήσει ακόµη και αυτές τις δικλείδες προσωπικής ασφάλειας και ισορροπίας.
Η µεγάλη ελευθερία του προσδιορισµού ακολουθείται από την µεγάλη πιθανότητα
κατάρρευσης όσο και αυτοκαταστροφής.

824
βλ. Held, David, Μοντέλα ∆ηµοκρατίας, Θεωρία-Ιδέες, Πολύτροπον, Αθήνα 2003, σελ. 47.

353
6.3. H αλλαγή και ο επανακαθορισµός του πεδίου της δηµοσιότητας

«Η παρουσία των άλλων που βλέπουν ό,τι βλέπουµε και ακούνε ό,τι ακούµε µας
βεβαιώνει για την πραγµατικότητα του κόσµου και του ίδιου του εαυτού µας, και ενώ η
εσωτερικότητα µιας πλήρους ανεπτυγµένης ιδιωτικής ζωής, άγνωστης πριν την έλευση της
νεότερης εποχής και την συνακόλουθη παρακµή της δηµόσιας σφαίρας, θα ενισχύει και θα
εµπλουτίζει πάντα σε µεγάλο βαθµό ολόκληρη την κλίµακα των υποκειµενικών συγκινήσεων
και των προσωπικών αισθηµάτων, ωστόσο αυτή η ενίσχυση θα γίνεται πάντα εις βάρος της
βεβαιότητας για τον κόσµο και τους ανθρώπους» 825.

Ο δηµόσιος χώρος, η έννοια της δηµοσιότητας, είναι ίσως το πιο ενδεικτικό


πεδίο µελέτης για την τροπή που έχουν λάβει οι σύγχρονες δηµοκρατίες και την
ιχνογράφηση των µεταλλαγών που έχουν προωθηθεί στις κοινωνίες. Από τις απαρχές
και την γένεση της δηµοκρατίας µε πρωτοπόρο την Αρχαία Αθήνα και την πρώτη
ουσιαστική πραγµάτωση δηµοκρατικών ιδεωδών, το δηµόσιο, η πόλις, είχε το
προνόµιο να αποτελεί τον χώρο συνάντησης της πολιτικής κοινότητας η οποία
αποφάσιζε, έκρινε, διαλέγονταν στον ορατό κοινωνικό χώρο της «αγοράς». Το
«ιδιωτικό» από την άλλη, συνήθως είναι ο χώρος εγκλεισµού του ατόµου στον εαυτό
του, ο χώρος άµυνας απέναντι στο δηµόσιο.
Η Arendt, συνοψίζοντας τις διάφορες υποδηλώσεις που έχουν προταθεί για τον
δηµόσιο χώρο καταλήγει σε δύο βασικές όψεις: α) την κοινή ορατότητα. Ό,τι
εµφανίζεται δηµοσίως µπορεί να ιδωθεί και να ακουστεί από τον καθένα β) την
δήλωση του κόσµου (ως σύνολο) που ανήκει σε όλους µας και είναι κοινός σε µας σε
αντίθεση µε τον ιδιωτικό, το χώρο που κατέχουµε ιδιωτικά µέσα σε αυτόν (ως
υποσύνολο)826. Με άλλα λόγια είναι το ιδιωτικό, είναι ο χώρος που συνειδητά
αποκόπτουµε από το δηµόσιο κοινό χώρο για να στεγάσουµε την ανάγκη ιδιώτευσής
µας. Με την δεύτερη έννοια του «δηµοσίου» η Arendt προσθέτει και ένα ακόµη
σηµαντικό χαρακτηριστικό. Το δηµόσιο είναι ο χώρος αντίληψης της πραγµατικότητας
αφού «η αντίληψή µας για τη πραγµατικότητα εξαρτάται ολοκληρωτικά από τα

825
Arendt, Hannah, Η Ανθρώπινη Κατάσταση (vita activa), (µτφρ. Στ. Ροζάνης- Γερ. Λυκιαρδόπουλος),
εκδ. Γνώση, Αθήνα 1986, σελ. 75.
826
στο ίδιο, σελ. 74 κ.ε.

354
φαινόµενα και συνεπώς από την ύπαρξη µιας δηµόσιας σφαίρας, όπου τα πράγµατα
µπορούν να αναδύονται από το σκοτάδι µιας προφυλαγµένης ύπαρξης»827. Είναι ο
χώρος της κοινής «σηµαντικότητας» από την άποψη ότι σε αυτόν τον χώρο θα
προβληθούν γεγονότα και πράξεις που αντέχουν στο φως της δηµοσιότητας, που
προκρίνονται ως σηµαντικά. Η Arendt δεν παραγνωρίζει ωστόσο την σηµασία του
ιδιωτικού και αναγνωρίζει παράλληλα την ανάγκη για ορισµένες δραστηριότητες του
ανθρώπου να παραµένουν στο ηµίφως του ιδιωτικού828. Για να σηµατοδοτήσει τις
διαφορετικές αλλά ισότιµες «σηµαντικότητες» που αναδεικνύει ο δηµόσιος και ο
ιδιωτικός χώρος, χρησιµοποιεί τους όρους «µεγαλείο» για τον πρώτο (το δηµόσιο) και
«γοητεία» για το δεύτερο (το ιδιωτικό).
Οι δύο όψεις που επεσήµανε η Arendt, είναι διαχρονικές σταθερές στον τρόπο
σύλληψης και κατανόησης του δηµόσιου χώρου και παραµένουν έως και σήµερα
αποδεκτές. Φυσικά οι κοινωνικο-οικονοµικές εξελίξεις αλλά και οι ιστορικές επιταγές
αλλοίωσαν την φυσιογνωµία του δηµόσιου χώρου, αφού ο τελευταίος έχει την ευτυχία
και την κατάρα συνάµα να αφουγκράζεται και να απορροφάει συγχρόνως όλους του
κοινωνικούς κραδασµούς, όλες τις ιστορικές µεταβολές829. Είναι ο χώρος όπου το
κοινωνικό µεταφράζεται σε πολιτική συµµετοχή και παίρνει την µορφή της πολιτικής
δύναµης. Η σηµασιολογία και οι πολιτικές συµπαραδηλώσεις µεταξύ δηµοσίου και
ιδιωτικού χώρου όπως επίσης και η διάκριση µεταξύ τους είναι σηµείο τριβής µεταξύ
διαφορετικών θεωρητικών προταγµάτων που αποδίδουν στους δύο όρους περιεχόµενο
συνήθως ανάλογο µε την δεοντολογία που προσδοκούν να εκπληρώσουν830.

827
στο ίδιο, σελ. 76 κ.ε.
828
«Αυτό, βέβαια, δεν σηµαίνει ότι οι ιδιωτικές υποθέσεις είναι γενικά ασήµαντες. Αντιθέτως θα δούµε
πως υπάρχουν πάρα πολλές σπουδαίες υποθέσεις, οι οποίες είναι δυνατό να επιβιώσουν µόνο στην
περιοχή του ιδιωτικού. Για παράδειγµα, ο έρωτας, σε αντιδιαστολή προς τη φιλία, σκοτώνεται ή µάλλον
σβήνει, από τη στιγµή που εκτίθεται σε κοινή θέα. Ο έρωτας, όντας από την φύση του αδιάφορος για τον
κόσµο, δεν µπορεί παρά να νοθεύεται και να διαστρέφεται όταν χρησιµοποιείται για πολιτικούς σκοπούς
(σ.σ. ή οποιουσδήποτε άλλους σκοπούς), όπως είναι η αλλαγή ή η σωτηρία του κόσµου», στο ίδιο, σελ.
77.
829
Μια χαρακτηριστική περιγραφή της ιστορικής εξέλιξης και της σπουδαιότητας του δηµόσιου χώρου
σε σχέση µε την άνοδο της αστικής τάξης κάνει ο W. Sombart στο έργο του Ο Αστός, Πνευµατικές
Προϋποθέσεις και ιστορική πορεία του δυτικού καπιταλισµού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998.
830
Όσον αφορά στην χρήση των δύο εννοιών ο N. Garnham παρατηρεί τρία επίπεδα συζήτησης:
«Πρώτον, στο πλαίσιο µιας ευρύτερης θεσµικής συζήτησης σχετικά µε τη δηµοκρατία. ∆εύτερον, σε µια
συζήτηση σχετικά µε το περιεχόµενο και την πρακτική των µέσων, η οποία εστιάζεται σε ζητήµατα
ιδιωτικότητας. Τρίτον, σε αναλύσεις σχετικά µε τη ρύθµιση των µέσων οι οποίες, από την προοπτική της
σύγκλισης των τεχνολογιών και της διάδοσης του ∆ιαδικτύου, στρέφονται στη διάκριση ανάµεσα στα
δικαιώµατα και στις υποχρεώσεις που σχετίζονται µε τη δηµόσια σφαίρα και την ιδιωτική επικοινωνία»,

355
Το δηµόσιο, ωστόσο, δεν είναι µόνο ο φυσικός τόπος που έχει το προνόµιο και
την υποχρέωση παράλληλα της δηµοσιότητας. Το δηµόσιο έχει και συµβολική
διάσταση, είναι ο συµβολικός χώρος συνάρθρωσης των πολιτών, εκεί που λαµβάνει
χώρα το συλλογικό, εκεί όπου αντιλαµβανόµαστε τους στενούς δεσµούς µας µε την
κοινότητα στην οποία ανήκουµε και τις επιρροές που ασκούµε και δεχόµαστε από
αυτήν. Ο συµβολικός χώρος της δηµοσιότητας προϋποθέτει την αίσθηση της
κοινότητας, προϋποθέτει την ψυχολογική συνταύτιση του ατόµου µε την κοινότητα
ανθρώπων που το περιβάλλει, την αποδοχή ότι το κοινωνικό είναι η προέκταση του
ατοµικού και ο κύριος παράγοντας καθορισµού του. Σηµαίνει επίσης ότι ηθεληµένα
αφήνουµε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας µε τους τρίτους για να ρυθµίσουµε
θέµατα που αφορούν στο «εµείς», όχι ως αντίπαλο αναγκαστικά του «εγώ» αλλά ως
παράγοντα συνδιαµόρφωσής και εξέλιξής του.
Η θεωρητική συζήτηση σχετικά µε το δηµόσιο κινείται τόσο στον χώρο της
πολιτικής επιστήµης, αφού το πολιτικό έχει εξ ορισµού δηµόσιο χαρακτήρα, στον χώρο
της κοινωνιολογίας, ως δοµική αλλαγή των σύγχρονων κοινωνιών αλλά και σε
ολόκληρο το εύρος των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστηµών (π.χ.
ανθρωπολογία, ψυχολογία) αφού επηρεάζει την ψυχοσύνθεση του ατόµου στο σύνολό
του. Επειδή η κοινωνική εµπειρία προϋποθέτει την επικοινωνία και επειδή ο δηµόσιος
χώρος ήταν µέχρι πρότινος ο κύριος χώρος επικοινωνίας των ατόµων, γίνεται
αντιληπτό γιατί οι σπουδές επικοινωνίας έστρεψαν από νωρίς το ενδιαφέρον τους στις
αλλαγές στον χώρο της δηµοσιότητας.
Η τηλεόραση στις σύγχρονες κοινωνίες διαµεσολαβεί την δηµοσιότητα µε έναν
τρόπο αντιφατικό. ∆ιευρύνει τον αριθµό των δεκτών, των θεατών αλλά συρρικνώνει
τον αριθµό των ατόµων που προβάλλονται. Η µονόδροµη αυτή ορατότητα δηµιουργεί
έναν αυστηρό διαχωρισµό µεταξύ πρωταγωνιστών και θεατών και ενώ οι κοινωνοί του
θεάµατος είναι πολλοί, η συµµετοχή ή η οποιαδήποτε αντίδραση είναι µηδενική.
Μπορεί, λοιπόν η δηµοσιότητα να διευρύνεται, ως πραγµατολογική συνθήκη, δεν
διευρύνεται, όµως, ανάλογα η πρόσβαση σε αυτήν και η αλληλόδραση µεταξύ των

βλ. Garnham, Nicholas, Χειραφέτηση και Νεωτερικότητα. Ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας,
(µτφρ. Κάτια Μεταξά), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σελ. 262. Επίσης, για µια συνοπτική όσο και
περιεκτική ανάλυση των θέσεων και θεωριών περί «δηµοσίου» και «ιδιωτικού», βλ. στο ίδιο, σελ. 253-
288.

356
συµµετεχόντων (παραγωγών και δεκτών µηνύµατος). Τα τηλεοπτικά µηνύµατα
γίνονται άµεσα αντιληπτά από τους τηλεθεατές και µάλιστα πολλές φορές µε
ταυτοχρονία, η αµεσότητα ωστόσο δεν δηµιουργεί υπόβαθρο διαλογικής επικοινωνίας.
Στην σύγχρονη µορφή διαµεσολαβηµένης δηµοσιότητας των Μέσων οι παραδοσιακές
λογικές συνεπαγωγές έχουν καταρριφθεί: το δηµόσιο και η αµφίδροµη ορατότητα, το
δηµόσιο και η συµµετοχή, η αµεσότητα και η αλληλόδραση φαίνεται ότι έχουν υποστεί
ρήγµα στον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης και σύνδεσής τους. Όταν αναφερόµαστε
πλέον στον νέο χώρο της δηµοσιότητας, αναφερόµαστε στο «αποτοπισµένο, µη-
διαλογικού χαρακτήρα και ανοικτό πεδίο του ορατού, µέσα στο οποίο τα
διαµεσολαβηµένα συµβολικά αγαθά µπορούν να εκφρασθούν και να προσληφθούν από
µια πλειονότητα απόντων άλλων»831. Το δίπολο παρόντες-απόντες λοιπόν είναι µάλλον
η πιο χαρακτηριστική έκφραση για την περιγραφή της αποτοπισµένης συµπαρουσίας,
και όµως απουσίας επικοινωνούντων ατόµων, µια «απουσία» µε κοινωνική σηµασία
και συνέπειες.
Από την πληθώρα επιπτώσεων και συνεπειών στην αλλαγή της δηµοσιότητας
και του δηµοσίου χώρου επιλέξαµε να εστιάσουµε και να κατηγοριοποιήσουµε την
προσέγγισή µας σε δύο επίπεδα: α) στον φυσικό χώρο, ως ορατό και παρατηρήσιµο
πεδίο αλλαγών και β) στον συµβολικό ο οποίος εµπεριέχει αναφορές τόσο στην
κοινωνική φαντασίωση και αντίληψη όσο και στην προσωπική αντιµετώπιση της
έννοιας του δηµοσίου. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις έχουν δύο κατευθύνσεις. Η µια
αντιµετωπίζει τα ΜΜΕ ως παράγοντα διεύρυνσης του ορατού και άρα δηµοκρατικού
ελέγχου και διαφάνειας, αποδεχόµενη την αποσύνδεσή του από τα φυσικά µεγέθη του
χώρου και του χρόνου, η άλλη νοσταλγός του πάλαι ποτέ δηµόσιου χώρου που έσφυζε
από την δηµοκρατική ζωντάνια των παρόντων διαβουλευοµένων, προσάπτει αρνητικά
γνωρίσµατα στην κατάληψη και αναπροσαρµογή του δηµοσίου από τα ΜΜΕ, τα οποία

831
Thompson, J.B., Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, ό.π., σελ.397. Ο Thompson υπογραµµίζει
και την θετική πλευρά της διαµεσολάβησης της δηµοσιότητας από τα ΜΜΕ υπό την έννοια της
διεύρυνσης της ορατότητας ως δυνατότητα των πολιτών να γνωρίζουν περισσότερα. Η δηµόσια σφαίρα
των ΜΜΕ λειτουργεί ως συµπλήρωµα ή υποκατάστατο όπου η ταυτόχρονη παρουσία σε ένα χώρο δεν
είναι δυνατή, ή και επιθυµητή. Επίσης δηµιουργεί και άλλου είδους πολιτικά αιτήµατα. Τώρα πλέον οι
πολίτες απαιτούν από την διαµεσολαβηµένη δηµόσια σφαίρα που έχει αποκόψει τους δεσµούς µε την
παραδοσιακή έννοια του «κοινού τόπου» (“common locale”) να παρέχει δηµοσιότητα ακόµη και όταν η
παρουσία τους σε ένα δηµόσιο γεγονός δεν είναι εφικτή. Τα πάντα πλέον µπορούν να καταστούν
ορατά», βλ. σχετικά του ιδίου, Ideology and Modern Culture, ό.π., σελ. 241 κ.ε.

357
µπορεί να προσέθεσαν στοιχεία ορατότητας εκεί όπου άλλοτε ήταν το βασίλειο
κρυφών πολιτικών συναντήσεων, αποδυνάµωσαν όµως το δηµόσιο, απεξαρτώνοντας
το παράλληλα από την δυναµική της ανθρώπινης αλληλόδρασης832. Η θέση που
αναλύεται παρακάτω προσπαθεί να λάβει υπόψη της και τις δύο κατευθύνσεις και την
επιµέρους προβληµατική τους αλλά επικεντρώνεται, όµως περισσότερο στην δεύτερη
έκφανση υιοθετώντας την προσδοκία ζωντάνιας του δηµοσίου χώρου ως πραγµάτωση
του κοινωνικού ατόµου.
Πάντως το µόνο σίγουρο είναι ότι η συνάρτηση ΜΜΕ και δηµοσιότητας
βρίσκει σύµφωνη την κοινωνική θεωρία στην διατύπωση του αξιώµατος που δέχεται
ότι πρέπει να επανανοηµατοδοτήσουµε όρους που µέχρι την έλευση της µιντιακής
εποχής ήταν σχεδόν αυτονόητοι και να βρούµε τα διακριτά τους γνωρίσµατα
συγκρίνοντάς τους µεταξύ τους. Αναφερόµαστε σε έννοιες όπως ο χώρος, ο χρόνος833,
το ορατό, το δηµόσιο και το ιδιωτικό, το προσωρινό και το µόνιµο, το καθολικό834

6.3.1 Οι αλλαγές στον φυσικό χώρο της δηµοσιότητας

«Ο αστικός χώρος, οι απολαύσεις της ζωής και οι αστικές κουλτούρες έχουν


µετατραπεί σε πολύτιµα εµπορεύµατα προς πώληση στην παγκόσµια αγορά»835.

Η αρχιτεκτονική και δοµή του χώρου, τόσο του ιδιωτικού όσο και του
δηµοσίου, είναι η παραστατική απεικόνιση των ρηµατικών πρακτικών του λόγου και,
παραφράζοντας τον Foucault και την αντίληψή του για τον λόγο, είναι η απεικόνιση

832
Περιληπτικά οι δύο θεωρητικές κατευθύνσεις στο ίδιο, σελ. 238-248.
833
Ο Z. Bauman περιγράφει χαρακτηριστικά την νέα µορφή χρόνου ως εξής: «… ο χρόνος τεµαχίζεται
σε επεισόδια – το καθένα µε αρχή και τέλος, αλλά χωρίς προϊστορία ή µέλλον. Η σχέση ανάµεσα στα
επεισόδια εάν υπάρχει, είναι µικρή και ακόµη και η διαδοχή τους µοιάζει τυχαία, συµπτωµατική,
απροσδόκητη. Και αφού τα επεισόδια έρχονται από το πουθενά, πάνε κι έρχονται χωρίς να έχουν
µακρόχρονες συνέπειες», Και Πάλι Μόνοι: Η Ηθική µετά την Βεβαιότητα, ό.π., σελ. 30 κ.ε.
834
βλ ενδεικτικά για την σχετική προβληµατική στους Giddens, A., Time, Space and Regionalization, in
D. Gregory and J. Urry (eds) Social Relations and Spatial Structures, Macmillan, London 1985, του ιδίου
The consequences of Modernity, Polity, Cambridge 1990, Harvey, D., The Condition of Postmodernity:
An Enquiry into the Origins of Cultural Change, Basil Blackwell, Oxford 1989, του ιδίου Spaces of
Hope, Edinburgh University Press, Edinburgh 2000, Lash, S. and J. Urry Economies of Signs and Space,
Sage, London 1994, Lefebvre, H. The Production of Space, Basil Blackwell, Oxford 1974/1991, Lyotard,
J. F., The Post Modern Condition, Manchester University Press, Manchester 1984.
835
Stevenson, D., Cities and Urban cultures. Issues in Cultural and Media Studies, Open University
Press, Madenhead, Philadelphia 2003, σελ. 97.

358
των πεδίων σύγκρουσης των διαφόρων εξουσιαστικών µορφών του λόγου. Η εν λόγω
σύγκρουση ή η ιεραρχία κοινωνικών λόγων, σχέσεων και προταγµάτων µορφοποιείται
µέσα από τον αστικό σχεδιασµό των πόλεων και ειδικότερα των παραδοσιακά
δηµόσιων χώρων. Οι σχετικές συζητήσεις στον χώρο της αστικής κοινωνιολογίας
αποδέχονται την στενή σχέση µεταξύ του αστικού σχεδιασµού και της «δύναµης» σε
όλες της τις εκδηλώσεις, είτε πρόκειται για οικονοµική, πολιτική, στρατιωτική ή άλλου
είδους. Η δυναµική αλληλεπίδραση µεταξύ πολιτικών διαδικασιών και συµβολικών
νοηµάτων είναι η κύρια αιτία για την διευθέτηση και, όπου χρειάζεται, την
αναπροσαρµογή τόσο του εσωτερικού όσο και εξωτερικού χώρου.
Στις ραγδαίες οικονοµικές εξελίξεις που ακολούθησαν την άνοδο του
παγκοσµιοποιηµένου κεφαλαίου, το οποίο είναι αποκεντρωµένο, α-τοπικό και κινείται
µε εξαιρετική ταχύτητα, δεν µπόρεσε να αντισταθεί ούτε καν ο σχεδιασµός ή καλύτερα
ο επανα-σχεδιασµός των σύγχρονων µεγαλουπόλεων που αποτελούν την έδρα τόσο του
οικονοµικού όσο και πολιτισµικού κεφαλαίου836. Η πόλη λοιπόν µπήκε στην λογική
του θεάµατος, έγινε και η ίδια ένα θέαµα, σε µια απέλπιδα προσπάθεια να συµπορευθεί
µε το ανταγωνιστικό πνεύµα και µε τις απαιτήσεις της εµπορευµατοποίησης. Οι
αλλαγές αυτές, βέβαια, έλκουν την «νοµιµοποίησή» τους, θα λέγαµε, από βαθύτερες
κοινωνικές µεταβολές. «Το ενδιαφέρον στον δυϊσµό του αστικού θεάµατος µε το
θέαµα που δηµιουργήθηκε ως αστικό τοπίο καθώς ο καπιταλισµός απέκτησε έναν
αυξανόµενα παγκόσµιο χαρακτήρα, είναι η µετάβαση από τον Φορντισµό στον µετα-
Φορντισµό και η οικειοποίηση από τον µεταµοντερνισµό του ‘µοντέρνου’ ως την
κυριαρχούσα µορφή της πολιτισµικής έκφρασης»837. Είναι εµφανές ότι το παγκόσµιο
κεφάλαιο επένδυσε στις πόλεις µεταθέτοντας το κέντρο βάρους τους όχι στους χώρους
παραγωγής αλλά στους χώρους κατανάλωσης. Ο βιοµηχανικός σχεδιασµός των πόλεων
υποβαθµίσθηκε στο έπακρον, αφού η σύγχρονη «οικονοµία των υπηρεσιών» (service

836
Σηµαντική συνεισφορά στην σχετική συζήτηση έχουν προσφέρει µεταξύ άλλων οι: Castells, M., The
Urban Question, Edward Arnold 1972, Castells, M., The Informational City: Information Technology,
Economic Restructuring and the Urban-Regional Process, Basil Blackwell, Edward Arnold, Oxford
1991, Sassen, S., Cities in a World Economy, Pine Forge Press, Thousand Oaks, CA 1994, Sassen, S.,
“Rebuilding the global city: Economy, Ethnicity, and Space” , in Α. King (ed) Re-Presenting the City:
Ethnicity, Capital and Culture in the Twenty-First Century Metropolis, Macmillan, London 1996,
Wallerstein, I., “World-system analysis” in Giddens, A. and J. Turner (eds) Social Theory Today, Polity,
Oxford 1987.
837
Stevenson, D., ό.π., σελ. 93.

359
economy), όπως αποκαλείται, απαιτεί καταναλωτές και όχι παραγωγούς. Η παραγωγή
είναι ενεργητική διαδικασία, η κατανάλωση παθητική. Ο σύγχρονος πολίτης δεν
µπορεί να ξεφύγει από την παθητικοποίησή του ούτε στον «εξωτερικό» χώρο των
πόλεων. Οι παραστάσεις που αντλεί από τους χώρους όπου κινείται, από τους
δηµόσιους χώρους, εντείνουν ακόµη περισσότερο την αποστασιοποίησή του και την
αλλοτρίωσή του.
Μια προσεκτική µατιά στον τρόπο οργάνωσης τόσο του ιδιωτικού όσο και του
δηµοσίου χώρου, επαληθεύει την «βασιλεία της τηλεόρασης» και γενικότερα του
θεάµατος στις σύγχρονες µεγαλουπόλεις. Όπως παρατηρεί ο Χ. Λ. Θεµπριάν σχετικά
µε την σύγχρονη οικιακή χωροταξία: «Η οθόνη της τηλεόρασης διαδραµατίζει στο
τοπίο ένα ρόλο τοτέµ, και αποτελεί το πραγµατικό ιερό τέµπλο της οικογένειας,
µπροστά στο οποίο θυσιάζονται πολλές φορές τα µέλη της, θύµατα της µη
επικοινωνίας και της αποξένωσης»838. Ο περιορισµός στον χώρο είναι επίσης
παράγοντας οργάνωσης του χώρου αλλά και της δραστηριότητας, ή καλύτερα
καθορισµού του πιθανού εύρους δραστηριοτήτων. Ο R. Dunn επισηµαίνει: «Ο θεατής
πρέπει να παρακολουθήσει το τηλεοπτικό δέκτη σε κάποιο χώρο. Καθορίζοντας στο
θεατή ένα δεδοµένο φυσικό χώρο, η τηλεόραση επιβάλλει περιορισµούς όχι µόνο στο
µυαλό και στις συγκινήσεις, αλλά επίσης και στο σώµα. Η τηλεόραση έχει τον
προσδιορισµένο της χώρο κατανάλωσης όπως έχουν και άλλα εµπορεύµατα. Ο
περιορισµός του χώρου αποτελεί ίσως τη στοιχειωδέστερη προϋπόθεση για την
αδράνεια και την ιδιωτικοποίηση του θεατή»839.
Οι σύγχρονες οικογένειες, όπως παρατηρήσαµε και παραπάνω, διακατέχονται
από το σύνδροµο της µοναχικότητας και της οιονεί-αυτονοµίας των µελών τους όσο
και της απόλυτης «εξειδίκευσης» στην τηλεθέαση, καθώς είναι γνωστό το φαινόµενο
όπου σε κάθε µέλος της οικογένειας αντιστοιχεί και µία τηλεοπτική συσκευή. Η
αναγωγή του οικογενειακού προβληµατισµού στα πρότυπα και στα γεγονότα που
προβάλλει η τηλεόραση είναι ένα άλλο σηµαντικό ζήτηµα που σηµατοδοτεί αλλαγές
την θεµατολογία της συζήτησης στην οικογένεια. Όλα αυτά ξεκινούν από την ανάδειξη

838
Θεµπριάν, Χουάν, Λουίς, ό.π., σελ. 94.
839
Dunn, Robert, «Τηλεόραση, Κατανάλωση και Εµπορευµατική Μορφή» στο Κοµνηνού, Μαρία &
Χρήστος Λυριντζής (επιµ.) Κοινωνία, Εξουσία & Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
1988, σελ.352.

360
της τηλεοπτικής οθόνης ως τον κύριο φορέα κοινωνικοποίησης των παιδιών και των
ατόµων. Πολύ πριν παρέµβει στην ψυχοσύνθεση ενός παιδιού ο γονιός ή το σχολείο ή
ακόµη οι κοινωνικές του συναναστροφές, η τηλεόραση έχει ήδη διαµορφώσει το
πλαίσιο υποδοχής και δεκτικότητας του παιδιού στις πληροφορίες που λαµβάνει και τις
εµπειρίες που θα αποκτήσει. Βλέπουµε, λοιπόν, ότι ο τρόπος οργάνωσης του οικιακού
περιβάλλοντος δεν αντανακλά απλώς τις σύγχρονες τάσεις οργάνωσής του αλλά
αναδεικνύει πρότυπα συµπεριφορών και αντιλήψεων.
Η δηµόσια χωροταξία έχει επίσης µεταβληθεί, ή καλύτερα είχε ήδη µεταβληθεί
σε άλλες πόλεις, τα τελευταία χρόνια υπεισέρχονται πλέον και οι ελληνικές
µεγαλουπόλεις στον οµογενοποιηµένο χωροταξικό σχεδιασµό. Η αρχιτεκτονική των
δηµόσιων κτιρίων που διαχρονικά έχει αναλάβει τον ρόλο του επίσηµου καθρέφτη
κοινωνικών και άλλων ιδεών συµπυκνώνει την σύγχρονη αντίληψη περί χώρου, ο
οποίος περιορίζει τα άτοµα σε γυάλινους και φαντασµαγορικούς κόσµους, που
καραδοκούν ως οι σύγχρονοι χώροι παραίτησης από την ελευθερία. Η έµφαση που
δόθηκε στους σύγχρονους χώρους του εµπορίου, τα πολυκαταστήµατα ή όπως τα
ονοµάζει η D. Stevenson «φεστιβαλικούς χώρους αγοράς» (festival
marketplaces)840, συνοδεύονται από µια νέα «ηθική» κατανάλωσης και αντιµετώπισης
του δηµοσίου χώρου η οποία είναι προκατασκευασµένη, απρόσωπη αλλά και
θεαµατική.
Αναφερόµαστε στους σύγχρονους πολυχώρους ψυχαγωγίας και αγοράς, όπου
µπορούν να ολοκληρωθούν σε µια µεγάλη, πάντα όµως περιορισµένη σε δυνατότητες,
έκταση όλες οι κοινωνικές και προσωπικές ανάγκες του σύγχρονου ατόµου. Σε αυτούς
τους χώρους, ο ελεύθερος χρόνος, η διασκέδαση, το θέαµα και η ευχαρίστηση
«παράγονται, πακετάρονται, πωλούνται και καταναλώνονται»841, χωρίς διάκριση. Η
πραγµάτωση του «infotainment» (ενηµερωδιασκέδαση) λοιπόν και εκτός τηλεόρασης.
Με απαρχή τα αµερικάνικα “malls” οι πολυχώροι, όπου η αγορά, η διασκέδαση και η
επικοινωνία προσφέρονται στην συσκευασία του ενός, οι νέοι τεχνητοί κόσµοι
δηµιουργίας και κάλυψης αναγκών που εισήχθησαν στην χώρα µας ακολουθώντας το
παράδειγµα άλλων ευρωπαϊκών κρατών που εξαµερικανίστηκαν επίσης και

840
Stevenson, D., ό.π., σελ. 100 κ.ε.
841
στο ίδιο, σελ. 100.

361
προσφέρουν µια πληθώρα ίδιων προϊόντων, προσφέρουν σε τελική ανάλυση το
δικαίωµα συµµετοχής στην οµοιότητα, αφού τελικά οµοιάζουν όλα µεταξύ τους ως
προς την σύλληψη του χώρου απεµπολώντας τον ιστορικό χαρακτήρα του τόπου, της
πόλης, στην οποία εντάσσονται. Επιπλέον, για την κατασκευή τους επιλέγονται
συνήθως περιοχές εκτός του κέντρου των πόλεων, ένα ακόµη ενδεικτικό στοιχείο για
την «φυγόκεντρη» κίνηση εκτός του κεντρικού δηµόσιου χώρου, µια κίνηση την οποία
ήδη εντοπίσαµε στον τρόπο που συµµετέχουν τα άτοµα στο τηλεοπτικό γεγονός842. Η
περιγραφή του St. Johnson για τα αµερικανικά shopping malls που είναι οι προποµποί
των σύγχρονων ευρωπαϊκών επικοινωνιακών κέντρων, είναι ιδιαίτερα γλαφυρή και
κατατοπιστική: «Παρατηρήστε προσεκτικά ένα από αυτά τα εµπορικά κέντρα
(shopping malls) και θα δείτε πόσο στενά συνδέεται η αρχιτεκτονική µε την κοινωνική
φαντασίωση. Βάσει οποιουδήποτε λογικού κριτηρίου τα εµπορικά κέντρα
καταρρίπτουν όλους τους κανόνες: η εξωτερική τους όψη είναι παγερή, όχι
αποπερατωµένη, απαγορευτική. Οι ενδείξεις για τις εξόδους δεν είναι ποτέ ξεκάθαρες.
Ο χώρος φαίνεται καταχθόνια σχεδιασµένος για να δηµιουργεί σύγχυση. Και στην
πραγµατικότητα έχει σχεδιασθεί για να προκαλεί σύγχυση. Μεγάλο οικονοµικό όφελος
µπορεί να προκύψει από τον αποπροσανατολισµό, όπως είχε προκύψει και από τις
τεχνικές του ‘ντυσίµατος της βιτρίνας’ (“window dressing”) και της παρορµητικής
αγοραστικής συµπεριφοράς (“impulse buying”) στα πρώτα πολυκαταστήµατα στα τέλη
του 19ου αιώνα»843. Σε αυτούς τους χώρους λοιπόν λαµβάνει χώρα η πλήρης απόρριψη
του πραγµατικού και ο φρενήρης εγκλεισµός του ατόµου σε µια πλαστή
πραγµατικότητα η οποία τον «προστατεύει» από το δικαίωµα διαφορετικότητας που
τόσο επικίνδυνο είναι στην σύγχρονη κοινωνία των τηλεθεατών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα συγκεκριµένα κτίρια είναι έτσι κατασκευασµένα
ώστε να αποκόπτουν και να αποµονώνουν τον καταναλωτή από τον εξωτερικό κόσµο.
Ενίοτε έχουν φουτουριστικό σχεδιασµό ο οποίος παραπέµπει σε φαντασιακούς
κόσµους ή στον κόσµο των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Είναι οι νέοι χώροι αστικού
τουρισµού που προσπαθούν να προσελκύσουν όχι µόνο τους τουρίστες µιας πόλης σε

842
Βλ. σχετικά παραπάνω στο 5ο κεφάλαιο για την πολιτική διάσταση, σελ. 289.
843
Johnson, Steven Interface Culture. How new technology transforms the way we create and
communicate, Harper San Francisco, USA: Basic Books, 1997, σελ. 43.

362
αυτούς αλλά και τους ίδιους τους κατοίκους της σε µια προσπάθεια
αποπροσανατολισµού από τους πραγµατικούς χώρους συνάντησης του κοινωνικού.
Φυσικά η εξοικείωση και η εύκολη αποδοχή των σύγχρονων πολιτών της
προϊούσας αναδιάταξης του χώρου οφείλει τα µέγιστα στην συστηµατική
«εκπαίδευση» του καταναλωτισµού ως επίσηµη κοινωνική λογική από τα ΜΜΕ, στην
«εκγύµναση των ατόµων στην πειθαρχία ενός κώδικα σηµείων»844. Η τηλεόραση,
εξάλλου, έχει εντάξει επιτυχώς και µε ένα ασύνειδο µηχανισµό τα καταναλωτικά
αγαθά σε έναν κώδικα κατανάλωσης, σε µια «µεταγλώσσα» η οποία ουσιαστικά
µεταφράζει κοινωνικές δοµές σε εµπορευµατικές αξίες ή και το αντίστροφο845. Σε
αυτήν την µεταγλώσσα, τα εµπορεύµατα (προϊόντα, ανθρώπινες σχέσεις κλπ) είναι
σηµεία που συνδέονται κατάλληλα µεταξύ τους σε έναν κώδικα ο οποίος τους παρέχει
ένα κοινό πλαίσιο νοηµατοδότησης και ο οποίος µε την σειρά του νοηµατοδοτεί και τις
σχέσεις των ατόµων. Οι αντιδράσεις και οι συµπεριφορές των ατόµων στον χώρο που
έχει υποστεί την µέγιστη πραγµοποίηση ως φυσική σχέση έχουν ως έρεισµα την
σηµασιοδότηση όλων των παραµέτρων (χώρου, χρόνου, προϊόντων) που τους έχει
εµφυσήσει η τηλεόραση. Γίνεται αντιληπτή µε αυτόν τον τρόπο η στενή
αλληλεξάρτηση και υποστήριξη µεταξύ υφιστάµενων κοινωνικών δοµών και
τηλεόρασης αφού τελικά σε όλες είναι κοινός τόπος η χρησιµοποίηση της
µεταγλώσσας, η οποία καταλήγει στην εµπορευµατοποιηµένη ιδιώτευση των πολιτών.

6.3.2. Οι αλλαγές στον συµβολικό δηµόσιο χώρο


Στο σύγχρονο συνεχώς κινούµενο και µεταλλασσόµενο κοινωνικό περιβάλλον,
ο εσωτερικός διάλογος έχει αναχθεί στην κυρίαρχη µορφή επικοινωνίας. Μια
διαφορετική αντίληψη των πραγµάτων θα µπορούσε να ισχυρισθεί ότι δεν υπάρχει
τίποτα κακό στην εξατοµικευµένη αντίληψη του κόσµου, που έχει ουσιαστικά

844
Baudrillard, J., Η Καταναλωτική Κοινωνία, ό.π. σελ. 105.
845
«Η τηλεόραση (και άλλα εµπορικά ΜΜΕ) αποτελούν µια µεταγλώσσα της καταναλωτικής κοινωνίας.
Η γλώσσα αυτής της κοινωνίας υφίσταται συµπύκνωση και επεξεργασία στο πλαίσιο του ειδικευµένου
νοηµατικού συστήµατος της ίδιας της τηλεόρασης. Ενώ τα περιεχόµενα και οι δοµές της αποτελούν
παράγωγα (ή ‘αντανακλάσεις’) της καταναλωτικής κοινωνίας η τηλεόραση µεταθέτει ταυτόχρονα το
νοηµατικό σύστηµα αυτής της κοινωνίας στη δική της γλώσσα, απευθυνόµενη στις ιδεολογικές
προδιαγραφές και προϋποθέσεις της κοινωνίας και επεκτείνοντάς τις µε επιλεκτικό τρόπο. Ως σύστηµα
σηµείων στο πλαίσιο ενός συστήµατος σηµείων, η τηλεόραση καθρεφτίζει τον κεντρικό κώδικα του
καταναλωτισµού µόνο για να τον ενισχύσει σε ένα βαθύτερο λογικό και ψυχολογικό επίπεδο», Dunn, R.,
ό.π., σελ. 342.

363
απαρνηθεί τα δεσµά της µε τα «κοινά», εφόσον η στάση αυτή πραγµατώνει µια
κατάσταση µεγαλύτερης ελευθερίας για τα άτοµα. ∆εν θα διαφωνήσουµε µε την
σηµασία και τις προεκτάσεις της εξατοµικευµένης εµπειρίας, αρκεί αυτή να
αναφέρεται σε πραγµατικά και όχι ψευδοβιώµατα και να µην εξοβελίζει από το πεδίο
δράσης του ατόµου την «ανάγκη του ανήκειν», ως βασική συνιστώσα της ανθρώπινης
φύσης και συµπεριφοράς. Μπορεί, λοιπόν, να επανατοποθετήσουµε στην κλίµακα των
αξιών µας την κοινοτική ζωή αλλά δεν µπορούµε να την εξαλείψουµε τελείως γιατί
είναι βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Η σύγχρονη λογική της αποσιώπησης
µιας ανάγκης δεν οδηγεί πουθενά, γιατί µε το να προσπαθούµε να κρύψουµε ή να
καλύψουµε κάτι δεν σηµαίνει ότι συνακόλουθα το καταργούµε. Η προώθηση του
προτύπου του µη κοινωνικού ατόµου, που όµως έχει στην φύση του την κοινωνικότητα
ως χαρακτηριστικό του γνώρισµα, είναι η προσφερόµενη αιτιολόγηση για µια
εσωτερική αντινοµία η οποία δεν οδηγεί πουθενά.
Οι αλλαγές στους φυσικούς-παραδοσιακούς χώρους του δηµοσίου
σηµατοδότησαν και αλλαγές στην σύλληψη του δηµοσίου χώρου και της σηµασίας
του. Η περιστροφή γύρω από την σπουδαιότητα του «εγώ» µεταλλάσσει και τους
όρους της δηµοσιότητας. Μετά την δοµική αλλαγή της δηµόσιας σφαίρας που
εισηγήθηκε ο Habermas846, αναδύεται η λεγόµενη ιδιωτική-δηµόσια σφαίρα
(private-public sphere)847 που πολύ απλά εξηγείται στον διαχωρισµό της έννοιας της
ορατότητας (“visibility”) από την έννοια της δηµοσιότητας (“publicity”). Η απορία που
δηµιουργείται είναι εύλογη και λογική. Πώς µπορεί κάτι να είναι σε δηµόσιο χώρο και
να µην είναι ορατό; Και όµως οι χώροι όπου συναρθρώνεται το δηµόσιο δεν είναι
πάντα «ορατοί» από τα άτοµα, εξαιτίας της κατάστασης µη δεκτικότητας και
αδιαφορίας για την πρόσληψη παραστάσεων που θεωρούν ότι τους είναι αδιάφορες848.
Γιατί µπορείς πολύ απλά να περπατάς σε ένα από αυτά τα πολυκαταστήµατα, χωρίς

846
Habermas. Jurgen The Structural Transformation of the Public Sphere, An Inquiry into a category of
bourgeois society, ό.π.
847
Ortega, Felix “The New Public Space of Politics”, in International Review of Sociology, Vol. 14,
No2, 2004, σελ. 217.
848
Η Η. Arendt σηµειώνει για την αλλαγή στην συµβολική λειτουργία της δηµόσιας σφαίρας: «Η
δηµόσια σφαίρα, ως κοινός κόσµος, µας συγκεντρώνει και ωστόσο µας εµποδίζει, µπορούµε να πούµε,
να πέφτουµε ο ένας πάνω στον άλλο. Αυτό που κάνει τόσο αφόρητη την µαζική κοινωνία δεν είναι ο
µεγάλος αριθµός των ανθρώπων που περιλαµβάνει, ή τουλάχιστον δεν είναι αυτός κατά κύριο λόγο,
αλλά το γεγονός ότι ο κόσµος ανάµεσά τους έχει χάσει τη δύναµή του να τους συγκεντρώνει, να τους
συνδέει και να τους διαχωρίζει», ό.π., σελ. 78.

364
πραγµατικά να γίνεσαι ορατός από τους άλλους αφού είσαι ένας ακόµη αδιάφορος
καταναλωτής, και χωρίς να αποκοµίζεις κάποιου είδους δηµοσιότητα. Τελικά και η
«απόσταση» ως φυσικό όριο εκµηδενίστηκε, η συµβολική της αξία αντιθέτως
αναβαθµίσθηκε. «Η κοινωνία που έχει καταφέρει να µειώσει τις γεωγραφικές
αποστάσεις αναπαράγει την απόσταση στο εσωτερικό της ως θεαµατικό
849
διαχωρισµό» .
Ο κατακλυσµός του ατόµου από διάφορες εικόνες στον ιδιωτικό του χώρο έχει
ελαχιστοποιήσει το ενδιαφέρον του για τις πραγµατικές εικόνες που αντικρίζει στην
καθηµερινή του ζωή. Η όραση, όπως έχουµε ήδη παρατηρήσει, είναι απλή αλλά και
νοητική850. Η νοητική έχει ατονήσει. Εξάλλου υπάρχουν σύγχρονες ηλεκτρονικές
συσκευές που προάγουν την εξατοµίκευση ακόµη και την ψυχαγωγία (mp3 players,
IPods), που αποµονώνουν το άτοµο ακόµη κι όταν βρίσκεται σε έναν δηµόσιο χώρο.
Ο δηµόσιος πολιτικός χώρος, ως χώρος πολιτικού διαλόγου υποβαθµίστηκε, και
µαζί µε αυτόν και η θεσµική του σηµασία. Η πολιτική διαβούλευση δεν ενδιαφέρει
πλέον και η απουσία της δηµιουργεί την σύγχρονη ιδιότητα του πολίτη, ο οποίος από
τη µια δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε µια πόλη από την άλλη, έχει
χάσει την αίσθηση της δηµόσιας διαβούλευσης, γιατί γι’ αυτόν έχει αντικατασταθεί
από την «ιδιωτική διαβούλευση» και µάλιστα µόνο όταν αυτός την επιλέγει. Ο
δηµόσιος χώρος, ως σύγχρονος «Λεβιάθαν», «καταργεί την ατοµικότητα και την
αυτονοµία των πολιτών, είναι ανεξέλεγκτος και ολοκληρωτικός και λειτουργεί µε τη
δική του λογική, µε τις δικές του σκοποθεσίες σχετικά µε το καλό του συνόλου, το
οποίο δεν εκφράζει, αλλά απλώς ορίζει»851.Τελικά ο σύγχρονος αστός αποστερείται της
ιδιότητας του πολίτη αφού έχουν συρρικνωθεί τα πραγµατικά όρια άσκησης της
πολιτικής του δραστηριότητας.
Η σηµασία του δηµόσιου χώρου ως φυσικού χώρου αλλά και ως συµβολισµού
για τις σύγχρονες αστικές ταυτότητες έχει υπογραµµισθεί από διάφορους συγγραφείς,
κάποιοι µάλιστα, όπως ο R. Sennett852, δεν διστάζουν να επαναξιολογήσουν την αξία

849
Debord, Guy The Society of The Spectacle, Black and Red 1983 (html version), op. 167.
850
βλ. κεφ. τρίτο σελ. 184 κ.ε.
851
βλ. σχετικά στο Χαραλάµπης, ∆ηµήτρης, ό.π., σελ. 102.
852
Περιληπτικά οι απόψεις του R. Sennett στο ∆εµερτζής, Ν., Πολιτική Επικοινωνία, ∆ιακινδύνευση,
∆ηµοσιότητα, ∆ιαδίκτυο, ό.π., σελ. 264 κ.ε. Αναλυτικά στο Sennett, R., Η Τυραννία της Οικειότητας. Ο
δηµόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισµό, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999.

365
της αρχαίας ελληνικής πόλης (polis)853, η οποία βεβαίως δεν µπορεί να επανέρθει στην
µορφή που την καθιέρωσε ιστορικά αλλά η υιοθέτηση του συµβολικού της
περιεχοµένου και των διαδικασιών που ελάµβαναν χώρα σε αυτήν µπορούν να
βοηθήσουν στην επανανακάλυψη του δηµοσίου και της αρχής της συλλογικότητας,
περιορίζοντας παράλληλα τις συνθήκες αποστροφής στο δηµόσιο και κοινό και την
σύγχρονη αποµόνωση στον πραγµατικό όσο και ψεύτικο κόσµο του θεάµατος. Η
H.Arendt ορίζει την πόλη ως τον χώρο αλληλεπίδρασης µεταξύ των πολιτών οι οποίοι
αναγνωρίζουν αλλήλους ως ίσους αλλά είναι και σε θέση να αναγνωρίσουν την
διαφορετικότητά τους και επιθυµούν να την διατηρήσουν. Εξάλλου, αυτή ορίζει και
τον σκοπό της συνάντησής τους854.
Ο σύγχρονος ανταγωνισµός του θεάµατος είδαµε ότι κινείται ακόµη και σε
επίπεδο κατασκευών και αρχιτεκτονικής. Για να αλλάξεις όµως την εξωτερική όψη
ενός κτιρίου σηµαίνει ότι έχεις ήδη µετασχηµατίσει ή αλλοιώσει κατάλληλα τα
συγκείµενα µε αυτόν απτά και µη-απτά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τον
συγκεκριµένο αστικό χώρο. Η κοινωνία του θεάµατος εξαγοράζοντας τον χώρο της
δηµοσιότητας, εξαγόρασε µαζί και τα υλικά του οικοδοµήµατα. Το προφίλ των πόλεων
και του συµβολικού τους περιεχοµένου αλλάζει όπως αλλάζουν και οι πολίτες που
διαµένουν σε αυτές. Ο πολιτισµός είναι βιοµηχανία πολλές δεκαετίες τώρα αλλά το
ζήτηµα είναι πλέον ότι η σύγχρονη βιοµηχανία σκέψης είναι επιπρόσθετα αντι-
παραγωγική, δεν έχει ούτε καν ιστορική συνείδηση. ∆εν προσδοκά να απεικονίσει
ιστορικές αφηγήσεις, να δέσει τα άτοµα µε το παρόν και το παρελθόν τους αλλά τους
προσφέρει µια ακατάσχετη µελλοντολογία και έναν εικονικό κόσµο στον οποίο φυσικά
ενεργούν ως καταναλωτές και όχι ως πολίτες. ∆εν υπάρχει τίποτα κακό στο καινούργιο
και στο νέο αρκεί αυτό να συναρθρώνεται κατάλληλα µε την κληρονοµιά του
παρελθόντος έστω και αµφισβητώντας την.
Η έννοια του πολίτη για την οποία τόσος λόγος έχει γίνει και η οποία, βέβαια,
έχει βαρύνουσα σηµασία για τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, δεν µπορεί να

853
O D. Held αναφέρει ότι στην αρχαία Αθήνα το «δηµόσιο» και το «ιδιωτικό» ήταν αλληλένδετα και
ότι η θέση που πρέσβευε στην δηµόσια ζωή ήταν ότι « η αρετή του ατόµου ταυτίζεται µε την αρετή του
πολίτη. Οι πολίτες ολοκληρώνονταν και ζούσαν έντιµα ως πολίτες µόνο µέσα στην πόλη και µέσω
αυτής, επειδή η ηθική και η πολιτική ενσωµατωνόταν στη ζωή της πολιτικής κοινότητας», Μοντέλα
∆ηµοκρατίας, ό.π., σελ. 29.
854
Βλ. σχετικά Arendt, Hannah, ό.π., σελ. 46-59.

366
αντιµετωπισθεί αφαιρετικά χωρίς να λάβουµε υπόψη το σύγχρονο «υλικό» όσο και
συµβολικό κοινωνικό περιβάλλον. H «επαναφεουδαρχοποίηση» της δηµόσιας σφαίρας
και η συνένωση µαζικής διασκέδασης και διαφήµισης έχουν πολιτικό χαρακτήρα και
έχουν επιδράσει ακόµη και στον χαρακτήρα της σχέσης πολίτη και κράτους855. Οι
απροσδιόριστες δοµές της κοινωνίας του θεάµατος δηµιουργούν αποκλίνοντες και
παράλληλους κοινωνικούς δρόµους, όπου τα άτοµα πορεύονται µε µοναδικό
συνοδοιπόρο τον εαυτό τους και το προσωπικό τους όφελος856. Αυτή η κατάσταση δεν
συνάδει µε την έννοια του citoyen, την κατεξοχήν έννοια πολιτικού και κοινωνικού
προσδιορισµού, αλλά περισσότερο µε µια νέα µορφή bourgeois, ο οποίος, επειδή έχει
απονεκρώσει την κοινωνική φύση του, δεν µπορεί να συνταχθεί µε καµία έννοια
«γενικού συµφέροντος»857. Το «γενικό», εξάλλου, έχει παραχωρήσει την θέση του στο
ειδικό και προσωπικό ως νέα συνθήκη του η οποία καθορίζει και το πολιτικό γίγνεσθαι.
«Εάν η πολιτική (όσα συζητιούνται και αποφασίζονται στην αγορά, όπου όλοι οι
ενδιαφερόµενοι µπορούν να συγκεντρωθούν και να µιλήσουν) αφορά όσα άπτονται του
κοινού συµφέροντος και όσα έχουν σηµασία για όλους, ποιος την χρειάζεται όταν τα
συµφέροντα και αυτά που το κάθε µέλος της κοινωνίας θεωρεί σηµαντικά συνεχίσουν
να αποκλίνουν;»858. Στον κόσµο του θεάµατος και των προσοµοιώσεων όπου ακόµη
και το φυσικό περιβάλλον είναι προς προσοµοίωση είναι δυνατόν να απαιτούµε ο
πολιτικός λόγος, η πολιτική και οι πολιτικοί αλλά και οι πολίτες να διατηρήσουν
κάποια από τα «παλαιά» χαρακτηριστικά τους; Ουτοπικός συλλογισµός, αφέλεια ή
ελπίδα; Και επειδή η ελπίδα είναι κινητήρια δύναµη, πολλοί µελετητές της σύγχρονης
επικοινωνιακής κουλτούρας και των πολιτικών της επιπτώσεων έχουν εναποθέσει τις
855
Όπως πολύ διευσδυτικά παρατηρεί ο Habermas: «Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δηµιουργούν την
εντύπωση στους πελάτες τους ότι µέσω των καταναλωτικών τους αποφάσεων δρούν εκπληρώνοντας την
ιδιότητά τους ως πολίτες, (έτσι) το κράτος πρέπει να αντιµετωπίσει τους πολίτες ως καταναλωτές. Αυτό
έχει ως αποτέλεσµα η δηµόσια εξουσία να συναγωνίζεται επίσης για την δηµοσιότητα», ό.π., σελ. 195.
856
«Βρισκόµαστε λοιπόν µπροστά σε ένα είδος φαύλου κύκλου. Μια ολοένα και πιο ιδιωτικοποιηµένη
ζωή τρέφει την αδιαφορία για την πολιτική. Και η πολιτική ανεξέλεγκτα προεκτείνει την ιδιωτικοποίηση
προκαλώντας ακόµη µεγαλύτερη αδιαφορία», Bauman Zygmunt, Και Πάλι Μόνοι: Η Ηθική µετά την
Βεβαιότητα, ό.π., σελ.42.
857
«… Με την ιδιότητα του πολίτη, του citoyen, οι άνθρωποι «απογυµνώνονται» από τις πραγµατικές
ατοµικές ιδιότητες και διαφορές τους, συγκρούονται µε τον εγωιστικό εαυτό τους, τον bourgeois, που
επιδιώκει µόνο την ικανοποίηση των ιδιαίτερων συµφερόντων του και καθίστανται συγχρόνως φορείς
της ‘γενικής θέλησης’ και συνεκτιµητές του ‘γενικού συµφέροντος’. Στην επιφάνεια της αστικής
κοινωνίας προβάλλει έτσι µία αναίρεση των κοινωνικών-ταξικών διαιρέσεων, η ενότητα της
θεµελιώνεται ιδεολογικά στην ιδιότητα του πολίτη, που διαθέτουν όλα τα ενήλικα µέλη της», Πάσχος, Γ.
Πολιτική ∆ηµοκρατία και Κοινωνική Εξουσία, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 114 κ.ε.
858
Bauman Zygmunt, Και Πάλι Μόνοι: Η Ηθική µετά την Βεβαιότητα, ό.π., σελ.41.

367
ελπίδες τους για την αναζωογόνηση της ιδιότητας του πολίτη και κατ’ επέκταση της
σύγχρονης δηµοκρατίας, στην ανάκαµψη της σηµασίας των δηµόσιων χώρων, ως
χώρων πολιτικής διαβούλευσης859. Έτσι µπορούµε ίσως να σώσουµε και τον πολιτικό
λόγο από την παγίδα αοριστίας και α-στοχίας που τον διακρίνει. Ο πολιτικός λόγος ως
λόγος ευθύνης οφείλει να είναι λόγος για το συγκεκριµένο, είναι ο λόγος που είτε
συγκροτεί είτε αµφισβητεί την πολιτική εξουσία. Είναι ο λόγος που εκτός από τους
θεσµικούς εκφορείς του (τους πολιτικούς) χρησιµοποιούν και τα άτοµα, οι πολίτες για
να ταχθούν υπέρ ή κατά της εξουσίας860. Ο τηλεοπτικοποιηµένος πολιτικός λόγος
συµπυκνώνοντας στις δοµές του το φαινόµενο της εξουσίας είναι ο ίδιος η απόλυτη
εξουσία. Με ποιον πολιτικό λόγο λοιπόν θα κρίνουν ή θα αµφισβητήσουν οι πολίτες
την εξουσία;
Ας σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε τις επισηµάνσεις της H. Arendt, στην πόλη, στον
χώρο του πολιτικού βίου, δύο ήταν οι κύριες δραστηριότητες, η πράξις και η λέξις
(οµιλία). Οι δύο αυτές δραστηριότητες βαθµιαία διαχωρίστηκαν και έγιναν
ανεξάρτητες. Σιγά σιγά την πρωτοκαθεδρία ανέλαβε η οµιλία έναντι της πράξης,
περισσότερο ως µέσο πειθούς και όχι απάντησης ή απόκρισης, µε το σκεπτικό «το να
είναι κανείς πολιτικό όν, το να ζει στην πόλιν, σήµαινε ότι κάθε τι αποφασιζόταν δια
των λόγων και της πειθούς και όχι µε τον καταναγκασµό και την βία»861. Η επέκταση
του επιχειρήµατος της Arendt στον ψυχολογικό καταναγκασµό και στην συµβολική βία
δεν θα ήταν παράλογη µε τα σηµερινά δεδοµένα. Η έµφαση στην οµιλία όσον αφορά
τον τρόπο αλληλόδρασης στον δηµόσιο χώρο δεν είναι τυχαία επιλογή για τους
αρχαίους Έλληνες οι οποίο διείδαν ότι µόνο µέσω του λόγου διασφαλίζεται η ίση και
ελεύθερη διακίνηση των ιδεών αλλά και η αποτελεσµατική συµµετοχή στα «κοινά». Ο
λόγος µεταξύ άλλων είναι εξωτερίκευση σκέψης και παραίτηση από την απόλυτη
ελευθερία του νου στην συλλογικά περιφρουρούµενη ελευθερία η οποία
προσανατολίζεται απέναντι σε κάποιον και περιορίζεται επίσης από την παρουσία του.

859
Όπως σηµειώνει η D. Stevenson: «Η ‘καρδιά’ αυτής της θέσης εµφανίζεται να είναι η άποψη ότι η
‘πολιτισµική’ αναζωογόνηση της ‘εσωτερικής’ πλευράς της πόλης και η επανακατασκευή του δηµόσιου
χώρου είναι καίριας σηµασίας για την αφύπνιση της τοπικής δηµοκρατίας και για το χτίσιµο της
‘ταυτότητας της κοινότητας’», ό.π. σελ. 107.
860
Όπως σωστά αναρωτιέται ο Γ. Βέλτσος: «Αναρωτιέµαι, λοιπόν, πώς και µε ποιο πολιτικό λόγο
µπορούµε τελικά να αµφισβητούµε την κοινωνία µας αν δεν σκεφθούµε πρώτα την ίδια την δοµή αυτού
του λόγου που είναι πάντα η Εξουσία;», ό.π., σελ. 24.
861
Arendt, Hannah, ό.π., σελ. 44 κ.ε.

368
Η οµιλία προσδοκά και προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου, δεν την αποκλείει. Σήµερα
η παραίτηση από την συλλογική µέριµνα για την διεξαγωγή διαλόγου έχει ατονήσει
πλήρως και αναλόγως έχει περιοριστεί και η αναγκαία «ένταση» στην πολιτική σφαίρα.
Η πειθώ πλέον µετέρχεται συµβολικών µορφών και η ανάγκη για πειστική άρθρωση
επιχειρηµάτων είναι υποτονική αφού ως προς τις βασικές θέσεις που κρίνουν την
πολιτική κατεύθυνση έχουµε ήδη συµφωνήσει. Οι πολίτες δεν συνδιαλέγονται µεταξύ
τους γιατί δεν βρίσκουν τον λόγο πλέον για να το κάνουν.
Από τις παραπάνω παρατηρήσεις, το σίγουρο είναι ότι, προς το παρόν, οι
σύγχρονες πόλεις σφύζουν από ένα εξατοµικευµένο, α-πολιτικό και µη κοινωνικό
πλήθος. Μια κοινωνία µοναχικών ατόµων (“lonely crowd”) µε ουσιαστική έλλειψη
επικοινωνίας862. Είµαστε όλοι µαζί αλλά πάντα µόνοι. Η παραδοξότητα του σύγχρονου
κοινωνικού είναι ότι από την µαζικοποίηση προωθείται η ατοµικότητα. «Μαζική
ατοµικότητα» λοιπόν είναι το motto της σύγχρονης κοινωνίας.
Αν, όµως η ατοµικότητα έχει ανέλθει στο σύγχρονο χρηµατιστήριο αξιών γιατί
η διάκριση της ταυτότητας, ως έκφανση διαφορετικότητας έχει καταστεί τόσο
δυσχερές έργο; Τι απέγιναν οι ταυτότητες, λοιπόν;

6.4. Ταυτότητες και συλλογικότητες ή µήπως ταυτοτικές συλλογικότητες;


Πριν προχωρήσουµε στην ανάλυση των σύγχρονων πολιτικών και κοινωνικών
ταυτοτήτων των πολιτών είναι προτιµότερο να κατανοήσουµε την διαδικασία
συγκρότησης µιας ταυτότητας, η οποία βεβαίως άπτεται µίας ιδεολογικής διαδικασίας,
και αποτελεί συνάρθρωση στοιχείων του ατοµικού και του κοινωνικού µε
ιδιαιτερότητες και πολλές παρεµβαίνουσες παραµέτρους863. Από τον ίδιο βαθµό
ιδεολογικοποίησης διακατέχεται και η έννοια όσο και διαδικασία συγκρότησης
συλλογικοτήτων ή µορφών κοινοτισµού. Τόσο η προσωπική όσο και η κοινωνική
διάσταση του ατόµου µεταφράζονται και παίρνουν υπόσταση µέσα από την ταυτότητα
και την συλλογικότητα. Οι δύο έννοιες, βέβαια, δεν είναι πάντα σε αντιθετική σχέση

862
βλ. το χαρακτηριστικό και πρωτοπόρο έργο του D. Riesman The Lonely Crowd, Yale University
Press, 1961 και τις σχετικές αναφορές και αναλύσεις πάνω σε αυτό που κάνει η Μ. Σεραφετινίδου στο
Κοινωνιολογία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, Ο ρόλος των Μέσων στην αναπαραγωγή του
σύγχρονου καπιταλισµού, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2005, βλ. ενδεικτικά σελ. 22, 98 κ.α.
863
Για την ιδεολογία και την ιδεολογική συγκρότηση του ατόµου βλ. αναλυτικά το δεύτερο κεφάλαιο
της παρούσης µελέτης.

369
µεταξύ τους, γιατί και οι εκάστοτε συλλογικότητες έχουν την δική τους ταυτότητα που
τις διακρίνει µεταξύ τους. Μήπως τελικά η οµογενοποίηση στη συµπεριφορά των
ατόµων δηµιουργεί αναπόφευκτα οµογενοποίηση και στις µορφές συνάθροισής τους;
Το ζήτηµα που προκύπτει στις σύγχρονες διαµεσολαβηµένες από τα ΜΜΕ
κοινωνίες είναι καταρχήν αν επιτρέπουν την δηµιουργία κοινοτήτων πέραν των
τηλεοπτικών, και εφόσον την επιτρέπουν αν οι οποιεσδήποτε συλλογικότητες έχουν
πραγµατικά ταυτότητα που τις διακρίνει και στόχους, καθώς και αν τα µέλη τους που
είναι ενταγµένα σε αυτές είναι διατεθειµένα να απωλέσουν µέρος της ατοµικότητάς
τους για την επίτευξη αυτού του στόχου. Οι µεταλλάξεις βασικών εννοιών που
καθορίζουν την κοινωνική ζωή, για τις οποίες έγινε λόγος προηγουµένως, έχουν
επιπτώσεις και στον τρόπο µε τον οποίο τα άτοµα αντιλαµβάνονται, εκτιµούν και
τελικά αποδέχονται έναν συλλογικό τρόπο σκέψης και οργάνωσης της ζωής τους.

6.4.1. Η «ταυτότητα»

«Ακριβώς την στιγµή που η κοινότητα καταρρέει, εφευρίσκεται η ταυτότητα»864

Ας µη ξεχνάµε ότι στην διαδικασία συγκρότησης ταυτοτήτων παρεµβαίνουν


δύο προϋποθέσεις – συνθήκες και συγκεκριµένα α) ο «βιόκοσµος», το άµεσο
περιβάλλον του ατόµου (οικογένεια, προσωπικές συναναστροφές κλπ) ως κύκλος
ενότητας και σηµείο αναφοράς και β) ο κοινωνικός περίγυρος και το ευρύτερο
κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον του ατόµου το οποίο λειτουργεί ως πεδίο σύγκρισης
και αντιπαραβολής. Στην τελική απόφανση της κατασκευής ταυτότητας το υποκείµενο
είτε αναγνωρίζει τον εαυτό του ταυτοτικά ως µέλος µιας κοινωνικής οµάδας ή
αντιθετικά διαχωρίζοντας τον εαυτό του από την εν λόγω οµάδα865. Για την
πραγµάτωση της δεύτερης συνθήκης (β) απαιτούνται δύο επιµέρους προϋποθέσεις: ι) η
ικανότητα «ανάγνωσης», σύγκρισης και επεξεργασίας των χαρακτηριστικών της υπό

864
Young, Jock The Exclusive Society, Sage Publications, London 1999, σελ. 164.
865
Ο Θ. Λίποβατς, αναφερόµενος στο έργο του Freud «Ψυχολογία των Μαζών και Ανάλυση του Εγώ»
γράφει: «… Η σχέση που αναπτύσσει κάθε υποκείµενο µε τον άλλον έχει διττό (καταρχήν) χαρακτήρα.
Ο άλλος είναι αντικείµενο της επιθυµίας ή αντικείµενο της ταύτισης. Το υποκείµενο δεν έχει αρχικά
καµία ‘ταυτότητα’ αλλά την ‘κατασκευάζει’ (ασυνείδητα) µέσω της ταύτισής του µε τον άλλον/τους
άλλους.[…]. ‘Ταυτότητα’ σηµαίνει τελικά το εκάστοτε ‘σύνολο’ αυτών των ταυτίσεων», στο
Ψυχανάλυση-Φιλοσοφία-Πολιτική Κουλτούρα. ∆ιαπλεκόµενα Κείµενα, ό.π., σελ. 171.

370
σύγκριση οµάδας ιι) η ύπαρξη κοινωνικής «ετερότητας» (alteritas)866. Η ικανότητα
ανάγνωσης (ι) έχει ατονήσει όπως είδαµε εξαιτίας της παρατεταµένης απραξίας των
ατόµων λόγω της καθιέρωσης της τηλεοπτικής παθητικότητας, µιας νέας µορφής του
πράττειν. Η κοινωνική ετερότητα (ιι) εµφανίζει επίσης υπαρκτά προβλήµατα καθότι η
ετερότητα είναι πλέον έννοια αρκετά ατροφική λόγω των επιδράσεων της σύγχρονης
οµογενοποιηµένης κουλτούρας. Η έκπτωση της λειτουργίας του λόγου συµβάλλει
επίσης και στην έλλειψη ετερότητας. Η ετερότητα έχει αναχθεί σε «εξωτερικό
γνώρισµα» των κοινωνικών ταυτοτήτων, ενώ η ουσία παραµένει εξαιρετικά
εξοµοιωµένη. Η εποχή, λοιπόν, των ισχυρών ετεροτήτων ως έκφανση ιδεολογικής ή
άλλης διαφοροποίησης έχει παρέλθει, αφήνοντας σιωπηλά την θέση της στην
«δυνητική ετερότητα», ως µία ακόµη υπόθεση εργασίας και µάλιστα εξαιρετικά
αµφιβόλου ισχύος. Ακόµη και όταν το δικαίωµα διαφοροποίησης «ασκείται», γίνεται
πάνω σε πολύ διαφορετική βάση από αυτήν που σηµατοδοτεί η ίδια η λέξη της
διαφοροποίησης, συνέπεια που απορρέει επίσης από την παρεµβολή της
εµπορευµατοποίησης και της κατανάλωσης στην συγκρότηση ταυτοτήτων. Η διαφορά
εναπόκειται πλέον στους όρους της βιοµηχανικής παραγωγής και µάλιστα της
µονοπωλιακής. Την παράγει το ίδιο το σύστηµα µε την ετικέτα της ιδιαιτερότητας867.
Τελικά τα άτοµα έχουν να επιλέξουν ανάµεσα σε ετικέτες προϊόντων τις ταυτότητές
τους αποφασίζοντας σε ποιο πρότυπο θα προσχωρήσουν και σε ποια συµβολική αξία
χρήσης θα προσανατολιστούν.
Η δυνητικότητα ως υπαρξιακή συνθήκη εξακολουθεί να παρέχει εχέγγυα
πλουραλισµού και δηµοκρατικότητας αλλά η πραγµατικότητα την απωθεί και την

866
Η Arendt διευκρινίζει: «Η ετερότητα, πραγµατικά, αποτελεί µια σπουδαία πλευρά της πολλότητας,
αποτελεί τον λόγο για τον οποίο όλοι µας οι ορισµοί συνιστούν διακρίσεις, τον λόγο για τον οποίο δεν
είµαστε σε θέση να πούµε τί είναι κάτι χωρίς να το διακρίνουµε από κάτι άλλο […] Στον άνθρωπο, η
ετερότητα την οποία συµµερίζεται σε κάθε τι υπαρκτό, και η διαφορετικότητα, την οποία συµµερίζεται
µε κάθε τι έµψυχο, γίνονται µοναδικότητα, και η ανθρώπινη πολλότητα είναι η παράδοξη πολλότητα
µοναδικών όντων», ό.π., σελ. 242.
867
Ο Baudrillard εξηγεί γλαφυρά την σύγχρονη εκδοχή της διαφοροποίησης; «Ώστε, να
διαφοροποιείσαι, σηµαίνει ακριβώς να προσχωρείς σε ένα πρότυπο, να προσδιορίζεσαι σε σχέση µε ένα
αφηρηµένο πρότυπο, µε ένα συνδυαστικό σχήµα της µόδας, και έτσι να χάνεις κάθε αληθινή διαφορά,
κάθε ιδιαιτερότητα, που µπορεί να εµφανιστεί µόνο στην συγκεκριµένη συγκρουσιακή σχέση µε τους
άλλους και µε τον κόσµο. Αυτό ακριβώς είναι το θαύµα και η τραγωδία της διαφοροποίησης. Έτσι
ακριβώς όλη η καταναλωτική διαδικασία κυβερνάται από την παραγωγή προτύπων τεχνητά
απολλαπλασιασµένων (όπως οι µάρκες απορρυπαντικών), στα οποία η µονοπωλιακή τάση είναι η ίδια
όπως στους άλλους τοµείς παραγωγής. Υπάρχει µονοπωλιακή συγκέντρωση παραγωγής των διαφορών»,
Η Καταναλωτική Κοινωνία, ό.π., σελ. 97.

371
διατηρεί σε αυτό το πεδίο της θεωρητικής εκδοχής της και µόνο, αναιρώντας την
πιθανότητα της πραξεολογικής επιλογής. Η δυνητικότητα είναι η νέα πολιτισµική
συνθήκη της νεωτερικότητας.
Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι εφόσον οι δύο υπο-προϋποθέσεις είναι σχεδόν σε
κατάσταση αδράνειας ο κοινωνικός περίγυρος, το κοινωνικό περιβάλλον δεν είναι
πλέον το µέτρο σύγκρισης που θα οδηγήσει στην συνειδητή επιλογή ή απόρριψη. Είναι
µάλλον πεδίο εγκλεισµού του ατόµου και προσωπικού του αυτοπεριορισµού. Οι
καταστάσεις ανελευθερίας και περιορισµού, ωστόσο δηµιουργούν δράσεις και
αντιδράσεις. Η σύγχρονη επικοινωνιακή κουλτούρα διαµορφώνεται από τους ειδικούς
του επικοινωνιακού µονολόγου των Μέσων γνωρίζουν και αυτήν την συνθήκη. Γι αυτό
και η σύγχρονη κουλτούρα που σταθεροποιεί και διαιωνίζει τις παραπάνω «ελλείψεις»
του ατόµου προσφέρεται σε γυαλιστερή συσκευασία ως απελευθέρωση και όχι
καταναγκασµός. Από την στιγµή που θα απελευθερωθείς έχεις κλειστεί για πάντα στον
εικονικά κατασκευασµένο εαυτό σου. Η σύγχρονη ελευθερία των ΜΜΕ προϋποθέτει
παραίτηση από την άσκηση πραγµατικής ελευθερίας.
Τα παράδοξο είναι ότι «η εξατοµίκευση αντί να συνεπάγεται την κατοχύρωση
µιας ιδιαιτερότητας ως αποτέλεσµα θετικής ελευθερίας, να οδηγεί στην επανάληψη
οµοιόµορφων ατοµικοτήτων. Πρόκειται για µια ανελευθερία χωρίς καταπίεση»868. Η
δοµική λογική της διαφοροποίησης παρουσιάζεται µε την µάσκα της προσωποποίησης
και την καθηµερινή ανακύκλωση πάνω στην «Ελάχιστη Οριακή ∆ιαφορά»869. Η
εξατοµίκευση είναι ουσιαστικά η νοµιµοποίηση της «ψευτοατοµικότητας», η οποία
λειτουργεί ως παράγων ενσωµάτωσης και όχι διαφοροποίησης870. Η κοινωνία, λοιπόν,
που προωθεί το ιδεώδες της ατοµικότητας δεν παρέχει ικανά εχέγγυα προστασίας του,
παρουσιάζοντας µια συγκεκαλυµµένη κατάσταση ανελευθερίας, από την οποία κανείς
δεν µπορεί να ξεφύγει για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν γίνεται αντιληπτή ως τέτοια. Ο

868
∆εµερτζής, Ν., Πολιτική Επικοινωνία, ∆ιακινδύνευση , ∆ηµοσιότητα, ∆ιαδίκτυο, ό.π., σελ 258.
869
Η ελάχιστη Οριακή ∆ιαφορά συνίσταται στην «αναζήτηση των µικρών ποιοτικών διαφορών, µε τις
οποίες επισηµαίνονται το στιλ και η καταστατική θέση», Baudrillard, J., Η Καταναλωτική Κοινωνία,
ό.π., σελ. 99.
870
«Η ψευτοατοµικότητα είναι η προϋπόθεση για την κατανόηση και την εξουδετέρωση του τραγικού:
µόνο επειδή τα άτοµα έχουν πάψει να είναι οι εαυτοί τους και έχουν µετατραπεί σε κέντρα στα οποία
συναντώνται οι γενικές τάσεις, είναι δυνατή η πλήρης επανένταξή τους στην γενικότητα», βλ.
Horkheimer, Max & Theodor Adorno, Η ∆ιαλεκτική του ∆ιαφωτισµού, (µτφρ. Ζήσης Σαρίκας),ό.π. σελ.
180.

372
πολιτισµικός κώδικας µε τον οποίο µεταφράζεται η ελευθερία σήµερα, διέρχεται από
τα πρότυπα της διαφήµισης και της εµπορευµατοποίησης, στεγανοποιείται µέσα από
την οπτικοποίηση αξιών και ιδεών και στο τέλος λαµβάνει την µορφή της ελευθερίας
κατανάλωσης, όπου η έννοια της ελευθερίας είναι µάλλον δευτερεύουσας σηµασίας σε
σχέση µε την κατανάλωση. «Το σύστηµα δεν παίζει ποτέ πάνω στις πραγµατικές
(ιδιαίτερες, απερίσταλτες) διαφορές µεταξύ των προσώπων. Αυτό που το θεµελιώνει
ως σύστηµα, είναι ακριβώς το ότι σβήνει το καθαυτό περιεχόµενο, το καθαυτό είναι
του καθενός (υποχρεωτικά διαφορετικό) για να το αντικαταστήσει µε τη διαφορική
µορφή, που µπορεί να βιοµηχανοποιηθεί και να εµπορευµατοποιηθεί ως διακριτικό
σηµείο»871. Ένας ιδιότυπος νέο-ολοκληρωτισµός που απολαµβάνει το συγκριτικό
πλεονέκτηµα ενός αντιπάλου που απουσιάζει, αφού ο ίδιος δεν παρουσιάζεται ως
αντίπαλος αλλά ως απελευθερωτής.
Η έννοια της ταυτότητας, συνεπώς, δεν καταργήθηκε στην κοινωνία της µάζας
και µετά στην κοινωνία των τηλεθεατών όπως πολλοί ισχυρίζονται. Έµφαση, ωστόσο,
έχει δοθεί στην ατοµική ταυτότητα ενώ έχει υποβαθµισθεί η κοινωνική ταυτότητα. Η
τελευταία έχει προσλάβει ως κύριο χαρακτηριστικό της την ανταγωνιστικότητα και την
αυτό-παρατήρηση. Το λεγόµενο «σχέδιο του εαυτού» («project of self»)872
χαρακτηρίζει την σύγχρονη τάση για αυτο-ταυτότητες («self-identities»). Σε αυτή την
κατασκευή, η ταυτότητα γίνεται αντιληπτή ως αυτοποιητική διαδικασία, ως
ανακλαστική κατανόηση του κόσµου µε προσωποποιηµένα κριτήρια και τελικά αυτό
που προκύπτει είναι η ερµηνεία της προσωπικής µας αυτοβιογραφίας873.
Υπάρχω κοινωνικά σηµαίνει ότι έχω καταφέρει να αντεπεξέλθω στις
σύγχρονες ανταγωνιστικές σχέσεις και τελικά να επιβιώσω. Την σχέση ατοµικής και
κοινωνική ταυτότητας περιγράφει µε γλαφυρό τρόπο Z. Bauman: «Η ταυτότητα πρέπει
να ιδωθεί ως ταυτότητα. Η διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στην ατοµικά
δηµιουργηµένη και την κοινωνικά αποδεκτή ταυτότητα είναι η γραµµή που χωρίζει την
τρέλα από την προσπάθεια κάποιου που επιβάλει την παρουσία του»874. Εξάλλου, η
σύγχρονη επικοινωνιακή κουλτούρα δεν προσδοκά στην κατάργηση «παραδοσιακών»

871
Baudrillard, J., σελ. 103.
872
Abercrombie, Nicholas & Brian Longhurst, ό.π., σελ. 94 κ.ε.
873
στο ίδιο, σελ. 95.
874
Bauman, Zygmunt, Και πάλι µόνοι: Η Ηθική µετά τη Βεβαιότητα, ό.π. σελ 44.

373
ιδεών. Προσδοκά στην «ανωτερότητα» της προσφοράς των νέων που αυτή προσφέρει
χωρίς, ωστόσο, να µάχεται για τις υφιστάµενες. Αυτές θα ξεθωριάσουν έτσι κι αλλιώς
µπροστά στην λάµψη του θεάµατος. Η ταυτότητα σήµερα σηµαίνει την ύπαρξη µιας
διπλής προοπτικής: ή ταυτίζεσαι µε την εµπορευµατοποιηµένη τηλεοπτική κουλτούρα
ή είσαι απέναντί της. Βέβαια, η επιλογή αυτή ποτέ δεν παρουσιάζεται ξεκάθαρα και
ευκρινώς. Αντιλαµβάνεσαι την ένταξή σου στην κοινωνία της ταυτότητας ή την
απόρριψή σου όταν έχεις ήδη υποστεί τα συµπτώµατα. Η αναστροφή του χρόνου και η
απώλεια της αίσθησης του πραγµατικού χρόνου είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο
παιχνίδι.
Ενεργό ρόλο στο τελικό προϊόν της ταυτότητας παίζει και η λεγόµενη
«ιζηµατοποίηση», η οποία ουσιαστικά συνίσταται στην αποκρυστάλλωση και
αποµνηµόνευση των εµπειριών του ατόµου, οι οποίες πλέον διατηρούνται στην
συνείδησή του και είναι αναγνωρίσιµες µε έναν ορισµένο τρόπο. Η ιζηµατοποίηση
αντικειµενικοποιεί τις πληροφορίες που έχει προσλάβει το άτοµο και αποσυνδέοντάς
τις από τα αρχικά τους συµφραζόµενα τις καθιστά µεταβιβάσιµες στην κοινότητα. Σε
αυτό το σηµείο λαµβάνει χώρα η διϋποκειµενική ιζηµατοποίηση. «Τη διϋποκειµενική
ιζηµατοποίηση µπορούµε να την ονοµάσουµε αληθινά κοινωνική µόνο όταν έχει
αντικειµενικοποιηθεί σε ένα σύστηµα σηµείων κάποιου είδους, όταν δηλαδή
παρουσιάζεται η πιθανότητα επαναλαµβανόµενης αντικειµενικοποίησης των κοινών
εµπειριών»875. Η σύγχρονη µορφή ιζηµατοποίησης φαίνεται ότι παίρνει σάρκα και
οστά µέσα από την κοινή τηλεθέαση και την απόκτηση τηλε-εµπειριών οι οποίες
παρουσιάζονται ως αντικειµενικοποιηµένη κοινή γνώση.
Είναι φανερό ότι η οµοιοµορφία στις σύγχρονες ταυτότητες είναι αποτέλεσµα
συγκεκριµένων παραγόντων: α) της «εξοµάλυνσης» πιθανών αντιθέσεων στην
διαδικασία «ιζηµατοποίησης» β) της προϊούσας αντικειµενικοποίησης του κόσµου των
ΜΜΕ, και γ) της επιτυχηµένης κοινωνικοποίησης των ατόµων η οποία χαρακτηρίζεται
από την σύµπτωση και τον υψηλό βαθµό συµµετρίας ανάµεσα στην υποκειµενική και
αντικειµενική πραγµατικότητα876. Η επιτυχής κοινωνικοποίηση των ατόµων µέσα από

875
Berger, P. & Th. Luckmann, ό.π., σελ. 133.
876
στο ίδιο, σελ. 300 κ.επ.

374
τα ΜΜΕ σηµαίνει ότι οι ταυτότητες των ατόµων είναι προδιαγεγραµµένες και
προκαθορισµένες από τα ΜΜΕ, µε λίγες δυνατότητες απόκλισης.

6.4.2. Η συλλογικότητα
Στον κόσµο της µιντιακής κουλτούρας όλοι µετέχουν αυτόνοµα, όλοι µετέχουν
ατοµικά, γιατί η ανταγωνιστικότητα υπερέχει της κοινότητας. Ακόµη κι όταν στις
τηλεοπτικές διαφηµίσεις παρουσιάζονται οµάδες, κοινότητες ατόµων ως πρότυπα και
πάλι µέσα στην οµάδα προβάλλεται η αξία του ατόµου που τονώνει την ιδιαιτερότητά
του από την ένταξή του σε κάποια οµάδα. Καµία µορφή συλλογικότητας, ωστόσο, δεν
κατέχει το προνόµιο της διάρκειας, της συνέχειας, της σταθερότητας. Το άτοµο, όσο
εύκολα εισέρχεται σε µια οµάδα το ίδιο εύκολα εξέρχεται, όταν η συλλογικότητα
απειλεί την πολύτιµη αποµόνωσή του. Οι πολλές οµάδες συµφερόντων και
ενδιαφερόντων µπορεί δυνητικά να απελευθερώνουν το άτοµο δίνοντάς του πολλαπλές
δυνατότητες, αλλά µπορεί το ίδιο εύκολα να το εγκλωβίζουν σε µια ανεξέλεγκτη
πολυδιάσπαση της προσωπικότητάς του παραµελώντας, ίσως, µε τρόπο επικίνδυνο,
σηµαντικές πτυχές της.
Το συλλογικό έχει επίσης υπεισέλθει σε µια φάση µετεξέλιξης ή καλύτερα έχει
περάσει σε «άλλη διάσταση». Η τηλεόραση ως µη διαδραστικό µέσο προώθησε το
ψευδοβίωµα, την πλαστή εµπειρία, την τηλεοπτική κοινότητα που συνίσταται σε ένα
ετερογενές πλήθος τηλεθεατών που έχουν ως αρχική ταυτοτική και συλλογική συνθήκη
το γεγονός ότι είναι τηλεθεατές. Η τηλεοπτική κοινότητα είναι µια ακόµη «φαντασιακή
κοινότητα» που βασίζεται στην φαντασίωση ως κοινωνική πρακτική877. Όλοι βλέπουν
συλλογικά το ίδιο θέαµα. Από αυτήν την «συλλογικότητα», όµως, εκλείπει η διάδραση,
το αποτέλεσµα της αλληλόδρασης, ή της κοινής εµπειρίας, γιατί η τηλεοπτική εµπειρία
γίνεται ορατή συλλογικά αλλά τελικά αποκωδικοποιείται προσωπικά. Αυξήθηκε η
ορατότητα δηµοσίων γεγονότων αλλά µειώθηκε η δυνατότητα ή η συνθήκη της
κοινωνικότητας που πριν την έλευση της µιντιακής εποχής ήταν όρος εκ των ων ουκ
άνευ. Η κοινωνικότητα είναι αυτή που δηµιουργεί πραγµατικές σχέσεις και δοµεί την
τελική πρόσληψη µιας εµπειρίας, µιας συλλογικής εµπειρίας. Αφού αυτή (η

877
Πρώτος εισήγαγε την έννοια της «φαντασιακής κοινότητας» ο B. Anderson προσπαθώντας να
αναλύσει την γένεση του κράτους-έθνους στο Imagined Communities: Reflections on the Origins and
Spread of Nationalism (revised edition), Verso, London 1991.

375
κοινωνικότητα) υπονοµεύθηκε η σύνταξη κατηγοριών διαφορετικότητας, ακολούθησε
την ίδια φθορά ως σηµασιολογικά συµπαρασυρόµενη έννοια. Τελικά, οι όποιες
συλλογικότητες δηµιουργούνται έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό που είναι φυσικό
αποτέλεσµα της οµοιότητας των ατόµων που τις απαρτίζουν. Είναι «ταυτοτικές»
δηλαδή οµοιάζουν σε περισσότερα σηµεία παρά διαφοροποιούνται. Όπως παρατηρούν
οι Abercrombie και Longhurst, βασικό χαρακτηριστικό της κοινότητας ή καλύτερα της
διακριτότητας των κοινοτήτων είναι η σχετικότητα. «Οι κοινότητες προσδιορίζονται
από την σχέση µεταξύ τους και από την ποιότητα των σχέσεων εσωτερικά στην
κοινότητα. Συνεπώς το αίσθηµα του συνανήκειν σχετικά µε την έννοια της κοινότητας
δοµείται τόσο στο µη-ανήκειν σε µια φαντασιακή ενότητα όσο και στο ανήκειν»878. Αν
λοιπόν έχει εκλείψει το κριτήριο βάσει του οποίου κάποιος αναγνωρίζει τον εαυτό του
ως µέλος µιας κοινότητας ή όχι τότε για ποιες κοινότητες οµιλούµε; Ή αντίστροφα αν
οι κοινότητες πλέον είναι πανοµοιότυπες χωρίς διακριτικά στοιχεία τότε σε τί
συνίσταται η απόφαση για ένταξη ή µη σε αυτές; Η βασική απάντηση είναι ότι οι
οποιεσδήποτε συλλογικότητες ή ενότητες σήµερα βρίσκονται σε θέση οµόκεντρων
κύκλων µε την παγκοσµιοποιηµένη κοινότητα της κατανάλωσης και της
εµπορευµατοποιηµένης διαφοροποίησης και όσο και να προσπαθούν να ξεµακραίνουν
από αυτήν το κέντρο βάρος τους τις διατηρεί σε «ισορροπία».
∆εν θα µπορούσαµε, ωστόσο αφοριστικά να αποκλείσουµε από την κοινωνία
του θεάµατος την ύπαρξη και την δηµιουργία πραγµατικών συλλογικοτήτων που και
στόχο έχουν και σχετική µεθοδικότητα για την επίτευξή του. Αποτελούν, ωστόσο, την
εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Πολλές φορές, επίσης, δίνεται η εντύπωση ότι
ακόµη και αυτές αυτό-περιορίζονται ή αποδυναµώνονται εκ των έσω, όταν τα µέλη
τους υποπέσουν στην σαγήνη του τηλεοπτικού φακού, ο οποίος σε αποδέχεται, αφού
τον αποδεχθείς. ∆υστυχώς, ή ευτυχώς στην τηλεοπτική κοινωνία η τηλεόραση
καθορίζει τους όρους της δηµοσιότητας και όχι η σηµασία ή η ιδιαιτερότητα µιας
συλλογικότητας ή µιας άποψης.
Η έννοια της συλλογικότητας εντάσσεται στον ευρύτερο προβληµατισµό για
την µετάλλαξη ή ακόµη και την απώλεια της «κοινότητας» (“community”). Η
συλλογικότητα είναι η «συνείδηση» της κοινότητας, ο όρος που πρέπει να προϋπάρχει

878
Abercrombie Nicholas & B. Longhurst, ό.π., σελ. 116.

376
για την πρόθεση ένταξης ή παραµονής κάποιου σε µια κοινότητα. Εφόσον αυτός ο
όρος έχει παραφθαρεί είναι λογικό και οι κοινότητες να έχουν την ίδια φθορά και να
θεωρούνται παρωχηµένος τρόπος ζωής.
Σύµφωνα µε την θεωρία του S. Freud η βασική δοµή κάθε κοινότητας
προϋποθέτει την ύπαρξη τριών σχέσεων:
α) Ένα σύνολο υποκειµένων τοποθετούν στη θέση του ιδεώδους τους εγώ ένα
«εξωτερικό» κοινό σε όλους τους αντικείµενο, πρόσωπο, το οποίο θαυµάζουν,
φοβούνται ή προσδοκούν να ταυτιστούν µαζί του.
β) Ως συνέπεια τα υποκείµενα «αντιγράφουν» ορισµένα χαρακτηριστικά αυτού
του «εξωτερικού» σηµείου αναφοράς, τα οποία και συγκροτούν τον συνδετικό κρίκο
ανάµεσά τους (π.χ. στολές, κοινός τρόπος συµπεριφοράς κλπ)
γ) Τα υποκείµενα, µέλη της κοινότητας, εντοπίζουν αντισυµµετρικά προς τον
αρχηγό τους, τον «άλλον», τον «εχθρό», τον «αντίπαλο», προς τον οποίο στρέφουν την
ασυνείδητη ή συνειδητή επιθετικότητά τους αποτρέποντας την έτσι να εκδηλωθεί
ανάµεσά τους879.
Είναι φανερό ότι αυτό το «εξωτερικό αντικείµενο αναφοράς» και
προσανατολισµού της κοινότητας, εν απουσία µάλιστα ηγετικών φυσιογνωµιών, είναι
συνήθως, η τηλεόραση. Οι σύγχρονες κοινότητες ακόµη, όποιον προσανατολισµό κι αν
διατείνονται ότι έχουν, δανείζονται στοιχεία και πρότυπα από την τηλεόραση και
εντοπίζουν οτιδήποτε είναι εκτός τηλεοπτικής πραγµατικότητας ως εχθρικό ή
τουλάχιστον µη φιλικό µε τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Μάλιστα, σε αναλογία µε την
παρατήρηση που έγινε προηγουµένως για την αυτοαναφορικότητα των ΜΜΕ, οι
σύγχρονες γενεές δεν αναζητούν ούτε νοσταλγούν µορφές κοινοτικής ζωής γιατί δεν
πρόλαβαν να τις βιώσουν. Σε αυτήν την περίπτωση «η κοινότητα δεν χάθηκε ποτέ,
απλώς δεν γεννήθηκε ποτέ»880.
Η απώλεια συλλογικών µορφών ζωής συνεπάγεται ακολούθως και την απώλεια
των χαρακτηριστικών που τις συνοδεύουν. Η ασφάλεια, η κατανόηση, η
αλληλοβοήθεια, κοινωνία συναισθηµάτων και αξιών είναι µερικά µόνο από αυτά τα
χαρακτηριστικά που συνθέτουν τον λεγόµενο «θερµό κύκλο» (“warm circle”), όπως

879
Βλ. σχετικά στο Λίποβατς, Θάνος, ό.π. 172, µε δικές µας προσθήκες και παρατηρήσεις ενδιάµεσα.
880
Bauman, Zygmunt, Community, Seeking Safety in an Insecure World, Polity Press, UK 2001, σελ.
60.

377
τον ονοµάτισε ο Goran Rosenberg881, έναν κύκλο στον οποίο απουσιάζουν η ψυχρή
υπολογιστική λογική, η αποτίµηση του κέρδους, η εναγώνια προσπάθεια ανάδειξης του
ατόµου. Σε αυτόν τον ιδεαλιστικό κύκλο, η κοινότητα είναι ανθρώπινη όχι εξωγενής
ούτε καν ορθολογιστική ως προς τον σκοπό της. Η «κοινωνία του ρίσκου» (“risk
society”)882 ή «κοινωνία του καζίνο» (“casino society”)883 έπεισε αποτελεσµατικά τα
άτοµα ότι το ρίσκο είναι τρόπος ζωής και προώθησε την ανταλλαγή βασικών
γνωρισµάτων «ασφάλειας» της ζωής µε τον ατοµικισµό και την εγωκεντρική
αποτίµηση του κόσµου. Το «νόµισµα» µε το οποίο ανταλλάχθηκαν οι παραπάνω αξίες
ήταν η διεύρυνση της ατοµικής ελευθερίας και της ελευθερίας επιλογών, τίµηµα που
από µόνο του δεν ακούγεται κακό ή απορριπτέο. Αλλά όλα τα προτάγµατα αν δεν
συντάσσονται µε µια µορφή κοινωνικής ηθικής884, απορυθµίζουν την κοινωνία και την
αποσυνδέουν από τους ίδιους τους κοινωνούς, καθιστώντας την µια απολιθωµένη
έννοια που δεν έχει να προσφέρει τίποτα.
Η µετάλλαξη της ορατότητας, των φυσικών και άλλων συνόρων885, του τόπου
σε αντιδιαστολή µε τον χώρο, ήταν επόµενο να επιδράσει στον πυρήνα συγκρότησης
των κοινοτήτων. Οι κοινότητες συνίστανται, συνήθως, από µικρές οµάδες ατόµων που
έχουν συγκεκριµένο χώρο συνάντησης (έστω και φαντασιακό αλλά συγκεκριµένο) και
είναι ορατές µεταξύ τους. Η σύγχρονη εκδοχή της ορατότητας προσοµοιάζει µε το
«Πανοπτικόν»886 του M. Foucault887. Οι άνθρωποι µπορεί πλέον να µην βλέπονται

881
στο ίδιο, σελ. 10.
882
Πρώτος εισήγαγε τον όρο ο U. Beck στο World Risk Society, Polity Press, Cambridge 1999.
883
βλ. σχετικά Παπαδηµητρίου, Ζήσης, Παρεµβάσεις, ό.π. σελ. 147.
884
Με την έννοια που εννοεί ο Bauman για την «ηθική» ως ενδιαφέρον για τον άλλον, ως θεµέλιο λίθο
µιας πραγµατικής κοινωνίας και όχι απλής συνεύρεσης ατόµων µε παράλληλες ζωές που δεν τέµνονται
πουθενά, βλ. Bauman, Zygmunt, Και πάλι µόνοι: Η Ηθική µετά τη Βεβαιότητα, ό.π.
885
Είτε πάρουµε ως παράδειγµα τις σύγχρονες παγκοσµιοποιηµένες κοινότητες είτε τις κοινότητες του
κυβερνοχώρου η έννοια του συνόρου έχει υποστεί µια εννοιολογική αφαίρεση άνευ προηγουµένου τόσο
που µάλλον κινείται στην σφαίρα του φαντασιακού και όχι του πραγµατικού.
886
Για µια συνοπτική περιγραφή του µοντέλου ορατότητας του «Πανοπτικού» το οποίο εισήγαγε ο J.
Bentham ως σχέδιο για ιδανικό σωφρονιστήριο, βλ. Bentham, Jeremy Panopticon; or the Inspection
House, T. Payne, London 1791.
887
Βλ. το έργο του Foucault, Discipline and Punish: The Birth of the Prison, µτφρ. Alan Sheridan,
Penguin, Harmondsworth 1977, και µια κριτική αποτίµηση των απόψεων του Foucault βλ. Thompson,
J.B., Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, ό.π. όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Επειδή το
Πανοπτικό καθιστά τους πολλούς ορατούς στους λίγους και επιτρέπει στην εξουσία να ασκείται
υποβάλλοντας τους πολλούς σε ένα καθεστώς µόνιµης ορατότητας, η ανάπτυξη των επικοινωνιακών
µέσων παρέχει τον τρόπο µε τον οποίο πολλοί άνθρωποι µπορούν να συγκεντρώσουν πληροφορίες
σχετικά µε τους λίγους και την ίδια στιγµή να µπορούν οι λίγοι να εµφανίζονται µπροστά στους
πολλούς. Χάρη στα ΜΜΕ είναι πρωτίστως εκείνοι που ασκούν την εξουσία παρά εκείνοι που την

378
µεταξύ τους αλλά τα ΜΜΕ τους βλέπουν. Στην σύγχρονη µορφή τηλεθέασης, τα άτοµα
δεν παρακολουθούν τηλεόραση. Η τηλεόραση τους παρακολουθεί. Μάλιστα, δεν τους
παρακολουθεί απλά, τους παρατηρεί και τους κατηγοριοποιεί, ανάλογα µε τις
αγοραστικές τους τάσεις και «ανάγκες» αφού όλες οι διαστάσεις της ανθρώπινης
ύπαρξης είναι πλέον εµπορεύσιµες. Οι νέες µορφές µάρκετινγκ δεν κάνουν έρευνα
αγοράς σε προϊόντα αλλά σε ανθρώπινες συµπεριφορές, γιατί «η σύγχρονη
µονοπωλιακή παραγωγή δεν είναι ποτέ µόνον η παραγωγή των αγαθών, είναι πάντα και
η (µονοπωλιακή) παραγωγή σχέσεων και διαφορών»888.
Οι αναλογίες µε τον πολιτικό χώρο που είναι το κύριο διακύβευµα αυτής της
µελέτης είναι κάτι παραπάνω από εµφανείς. Η σύγχρονη πολιτική υπάγεται στους
όρους του µάρκετινγκ. Επίσης η πολιτική είναι εξ’ ορισµού µορφή συλλογικής ζωής,
αφού πραγµατώνει το υπό λατινικούς όρους res publica, το ενδιαφέρον για τα «κοινά»,
την δηµόσια διαβούλευση. Αν, λοιπόν, εντοπίσουµε ότι οι απλές συλλογικότητες, που
βασίζονται στην ελεύθερη και εθελοντική συµµετοχή έχουν πλέον πρόβληµα ύπαρξης
και λειτουργίας, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η πολιτική κοινότητα που είναι χώρος
αντιθέσεων και πάλης και χρειάζεται «στιβαρές», ατσαλωµένες ιδεολογικά
συλλογικότητες για να λειτουργήσει αποτελεσµατικά ο διάλογος και η αντιπαράθεση,
έχει αναπόφευκτα το ίδιο και σοβαρότερο πρόβληµα. Μήπως τελικά η συναίνεση και ο
συναινετικός πολιτικός λόγος έρχονται να καλύψουν το κενό στην ικανότητά µας να
διαλεγόµαστε συλλογικά και να λειτουργούµε υπό ένα πρίσµα αµοιβαιότητας και
ενδιαφέροντος; Μήπως το “divide et impera” (διήρε και βασίλευε) έχει προσλάβει
πλέον νόµιµη µορφή: µε την επιλογή µας να µην παραιτούµαστε ποτέ και για τίποτα
από τον εγωκεντρικό εαυτό µας; Ο Bauman παρατηρεί σκωπτικά: «Φαίνεται ότι η
κονιορτοποίηση του δηµοσίου χώρου και ο εµποτισµός του µε διακοινοτικούς
αλληλοσπαραγµούς είναι ακριβώς το είδος της πολιτικής «υπερδοµής» (ή µήπως
καλύτερα να την λέγαµε «υποδοµή»;) που η καινούργια ιεραρχία δύναµης συντηρεί µε

υφίστανται που υπόκεινται σε ένα ορισµένο είδος ορατότητας», σελ. 224, βλ. επίσης και τις κριτικές
παρατηρήσεις επί του θέµατος αυτού από Lyon, David The Electronic Eye: the Rise of the Surveillance
Society, Polity Press, Cambridge 1994.
888
Baudrillard, J., Η Καταναλωτική Κοινωνία, ό.π., σελ. 98.

379
την στρατηγική της απελευθέρωσης των αναγκών και η οποία ανοιχτά ή κρυφά θα
καλλιεργούσε, αν της επιτρεπόταν να κάνει κάτι τέτοιο»889.

6.5. Η κοινωνική πραγµατικότητα ή /και η πραγµατικότητα των ΜΜΕ890;


Όταν ξεκινά κάποιος να απαντήσει αυτή την ερώτηση τότε µάλλον έχει
προαποδεχθεί τουλάχιστον µία εκ των τριών παρακάτω υποθέσεων εργασίας: α) η
κοινωνική πραγµατικότητα ως διαφορετική πραγµατολογική συνθήκη εξακολουθεί να
υφίσταται διατηρώντας µια σχετική τουλάχιστον αυτονοµία από την πραγµατικότητα
των ΜΜΕ, µε άλλα λόγια το κοινωνικό δεν έχει πλήρως αποικειοποιηθεί από τα ΜΜΕ,
β) η πραγµατικότητα των ΜΜΕ, είναι εικονική, ανήκει στον πλασµατικό χώρο των
µέσων άρα δεν µπορεί να υποκαταστήσει την εµπειρική κοινωνική πραγµατικότητα,
κατά συνέπεια ο δυϊσµός είναι επιβεβληµένος, γ) η πραγµατικότητα τελικά ως ολότητα
εµπειριών είναι µία και οποιοσδήποτε διχασµός της πραγµατικότητας είναι εσωτερικός
ως διχασµός του κοινωνικού ανάµεσα στον πραγµατικό-ισχύον και τις αναπαραστάσεις
του (ΜΜΕ), οι οποίες αποδεχόµαστε ότι ενδέχεται να µην είναι πιστές ως προς το
αναπαριστώµενο. Ουσιαστικά η τρίτη θέση υποστηρίζει έναν σηµειολογικό διχασµό
όπου το σηµαινόµενο έχει αποκτήσει µια σχετική ανεξαρτησία από το σηµαίνον.
Υπάρχει, βεβαίως και µια πιο πραγµατολογική προσέγγιση η οποία
υπερκαλύπτει τις προηγούµενες, ιεραρχώντας τις µε τρόπο καταλυτικό. Σύµφωνα µε
τους Berger και Luckmann: «ανάµεσα στις πολλαπλές πραγµατικότητες υπάρχει µια
που παρουσιάζεται ως η πραγµατικότητα par excellence. Η προνοµιούχος θέση της, της
παραχωρεί το δικαίωµα να οριστεί ως η ανώτατη πραγµατικότητα»891. Η ανωτερότητα
της πραγµατικότητας που αναφέρουν οι δύο συγγραφείς έγκειται στο υψηλό επίπεδο
αντικειµενικοποίησης των στοιχείων που την απαρτίζουν, σε τέτοιο βαθµό που
αναστέλλει αποτελεσµατικά κάθε αµφιβολία ότι µπορεί και να µην είναι έτσι τα
πράγµατα και µπορεί να είναι κάπως αλλιώς. Η δύναµη αυτής της πραγµατικότητας
είναι ακριβώς η ιδιότητα που έχει ως να µην χρειάζεται απόδειξη.
889
Bauman, Zygmunt, Community, Seeking Safety in an Insecure World, ό.π., σελ. 105.
890
Για το συγκεκριµένο θέµα βλ. της εισηγήσεις των συνέδρων στο Παναγιωτοπούλου, Ρ., (επιµ.) Η
«κατασκευή» της πραγµατικότητας και τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης. Πρακτικά ∆ιεθνούς Συνεδρίου
που διοργανώθηκε από το Τµήµα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης του Καποδιστριακού
Πανεπιστηµίου Αθηνών, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998
891
Berger, P. & Th. Luckmann Η κοινωνική κατασκευή της πραγµατικότητας (µτφρ. Κ. Αθανασίου,
επιµ. Γ. Κουζέλης, ∆ηµ. Μακρυνιώτη), 2η έκδοση, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2003, σελ. 53.

380
∆ιαφορετική είναι η οπτική του Ν. Luhmann υπό το πρίσµα της συστηµικής
θεωρίας αλλά και του τελεστικού κονστρουκτιβισµού (Konstriktivismus)892. Ο
Luhmann, λοιπόν, δέχεται ότι η πραγµατικότητα δεν είναι προσπελάσιµη χωρίς
κατασκευές γιατί µπορεί να γίνει κατανοητή µόνο από «γνωστικά τελεστικά
εγχειρήµατα». «Η πραγµατικότητα, τότε, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα δείκτη
επιτυχηµένων ελέγχων συνοχής εντός του συστήµατος»893. Ένα από τα συστήµατα της
µοντέρνας κοινωνίας είναι τα ΜΜΕ, το οποίο έχει επιτύχει µέσω της «εντελούς
διαφοροποίησης»894 να αποκτήσει την αυτονοµία του και να οργανώσει δυναµικά τα
πολιτισµικά σύνολα που το ίδιο έχει δηµιουργήσει. Η δοµή του επιχειρήµατος του
Luhmann αναιρεί δύο πολυσυζητηµένες θέσεις για την πραγµατικότητα των ΜΜΕ.
α)Την λεγόµενη «παραµόρφωση» της πραγµατικότητας από τα ΜΜΕ και β) την
κριτική σχετικά µε την αλήθεια των γεγονότων που παρουσιάζοντα από τα ΜΜΕ. Η
απόρριψη των εν λόγω θέσεων ξεπηδά από την ίδια την συλλογιστική του θεωρητικού
του εγχειρήµατος. Όσον αφορά στην πρώτη θέση η παραµόρφωση προϋποθέτει µια
οντολογικά αντικειµενική πραγµατικότητα που υφίσταται αλλοίωση, προϋπόθεση που
όπως είδαµε έχει καταρρίψει. Σχετικά µε την «αλήθεια» ο Luhmann θεωρεί ότι το
σύστηµα των ΜΜΕ πραγµατώνει τις επικοινωνιακές του λειτουργίες χρησιµοποιώντας
την δυαδική κωδικοποίηση «πληροφορία/µη πληροφορία» και όχι «αληθές/µη αληθές».
Αυτή η µετατόπιση βάρους από την αλήθεια στην πληροφορία είναι αποτέλεσµα
καταρχήν της ενδοσυστηµικής συµπύκνωσης, επιβεβαίωσης, σχηµατοποίησης και
γενίκευσης νοηµατικών συνόλων που ανάγονται σε «ιδιοαξίες» του συστήµατος και
δεν χρειάζονται επαλήθευση από το περιβάλλον895 (ως εξωτερικό σύστηµα αναφοράς).
Εξάλλου, όπως υποστηρίζει αλλού ο γερµανός κοινωνιολόγος, στόχος της λειτουργίας

892
Όπως ο ίδιος εξηγεί: «Η θέση του τελεστικού κονστρουκτιβισµού δεν οδηγεί εποµένως σε µια
‘απώλεια του κόσµου’, δεν αρνείται ότι υπάρχει πραγµατικότητα. Προϋποθέτει όµως τον κόσµο όχι ως
αντικείµενο αλλά ως ορίζοντα µε την έννοια της φαινοµενολογίας. Εποµένως ως απρόσιτο. Και γι΄αυτό
δεν αποµένει καµιά άλλη δυνατότητα παρά να κατασκευάζει πραγµατικότητα και ενδεχοµένως να
παρατηρεί τους παρατηρητές πώς κατασκευάζουν πραγµατικότητα», Luhmann, N., Η πραγµατικότητα
των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας,(µτφρ.–εισ.Πέρσα Ζέρη, επιµ. ∆. Καβαθθάς), εκδ. Μεταίχµιο, 1996,
σελ. 31 κ.ε.
893
στο ίδιο, σελ. 32.
894
«Κάτω από την έννοια ‘εντελής διαφοροποίηση’ (γερµ. Ausdifferenzierung) πρέπει να καταλάβουµε
την ανάδυση ενός ιδιαίτερου επιµέρους συστήµατος της κοινωνίας, που το ίδιο πραγµατώνει τα
χαρακτηριστικά του σχηµατισµού του συστήµατος, κυρίως την αυτοποιητική αυτοαναπαραγωγή, την
αυτοοργάνωση, την προσδιοριστότητα των δοµών και µε όλα αυτά το τελεστικό κλείσιµο», στο ίδιο,
σελ. 63.
895
στο ίδιο, σελ. 83.

381
των ΜΜΕ δεν είναι ο πολλαπλασιασµός της γνώσης αλλά η αυτοπαραγόµενη
αβεβαιότητα και η διαρκής παραγωγή και επεξεργασία ερεθισµάτων. Τα ερεθίσµατα
αυτά δηµιουργούν ένα ευρύ ορίζοντα ετερογενών δυνατοτήτων και επιλογών ο οποίος
προσανατολίζεται στην µοντέρνα κοινωνία και τις ανάγκες της896. Ιδιαίτερα, όσον
αφορά στο ιδιαίτερο υποσύστηµα της τηλεόρασης, η λειτουργία της υπακούει όλο και
περισσότερο ιδιαίτερα στην ιδιωτική τηλεόραση στην «οικονοµία της προσοχής», στην
προσέλκυση δηλαδή του ενδιαφέροντος µέσω της παραγωγής και αναπαραγωγής
ερεθισµάτων και πληροφοριών µε στόχο να κρατούν απλώς το σύστηµα σε κίνηση
χωρίς να αποσκοπούν στην πραγµάτωση ουσιαστικών στόχων όπως η παραγωγή
γνώσης, η διεύρυνση της πολιτικής συµµετοχής κ.α. Με αυτόν τον τρόπο η τηλεόραση
κατάφερε σταδιακά να απεκδυθεί των προσδοκιών και των απαιτήσεων κοινωνικών
οµάδων για την συµµετοχή τους στην τηλεοπτική πραγµατικότητα.
Η θέση του Weimann τοποθετεί την πραγµατικότητα των ΜΜΕ στο ενδιάµεσο
χώρο µεταξύ «Φυσικής Πραγµατικότητας» (Reality) και «Προσλαµβανοµένης-
∆ιαµεσολαβηµένης Πραγµατικότητας» (Perceived Mediated Reality- PMR)897. Ο
ενδιάµεσος χώρος ορίζεται από την «Κατασκευασµένη ∆ιαµεσολαβηµένη
Πραγµατικότητα» (Constructed Mediated Reality- CMR). Το µοντέλο-παράδειγµα
δέχεται την διφασική επεξεργασία της πραγµατικότητας στο πρώτο στάδιο από τα
ΜΜΕ (CMR) και στο τέλος από τα άτοµα αφού η «τελική προσλαµβανόµενη
πραγµατικότητα» (PMR) υπόκειται και αυτή σε µια υψηλά επιλεκτική διαδικασία από
το κοινό µε βάση µεταβλητές που προσιδιάζουν στον καθένα χωριστά898. Ο Weimann
αποδέχεται τον δυϊσµό και την επανακατασκευή της πραγµατικότητας ως αναγκαστική
λειτουργική συνιστώσα τόσο των ΜΜΕ που υποχρεούνται να επιλέξουν το υλικό που
θα δηµοσιοποιήσουν όσο και από τα άτοµα που προσθέτουν ή αφαιρούν στοιχεία από
τα προσλαµβανόµενα µηνύµατα ανάλογα µε το γνωστικό τους υπόβαθρο και τις
εµπειρικές τους παραστάσεις.

896
στο ίδιο, σελ. 178 κ.ε.
897
Weimann, Gabriel, Communicating Unreality. Modern Media and The Reconstruction of Reality,
Sage Publications, Thousand Oaks, London, New Delhi 2000.
898
«Σε αυτό το στάδιο η επιλεκτική διαδικασία είναι εξαιρετικά υψηλή. ∆ιαλέγουµε τα κανάλι
επικοινωνίας στα οποία εκτιθέµεθα (επιλεκτική έκθεση - selective exposure), επιλέγουµε πώς
‘διαβάζουµε’ και µεταφράζουµε τα µηνύµατα (επιλεκτική πρόσληψη- selective perception) και
διαλέγουµε ποια θα διατηρήσουµε στην µνήµη µας και θα θυµόµαστε (επιλεκτική διατήρηση- selective
retention), στο ίδιο, σελ. 12.

382
Ιδιαίτερα σηµαντική είναι η συµβολή της «Θεωρίας της καλλιέργειας», η οποία
αντιµετωπίζει τα τηλεοπτικά κείµενα ως «ιστορίες» που δεν είναι αντανάκλαση της
πραγµατικότητας αλλά κοινωνικές κατασκευές. Τελικά, αυτές οι κατασκευές µέσω της
επαναληψιµότητας για µεγάλο χρονικό διάστηµα «διαµορφώνουν τον τρόπο µε τον
οποίο αντιλαµβανόµαστε τον κόσµο, και τελικά συµβάλλουν ώστε να διαµορφώνεται,
µέσω των στάσεων και των συµπεριφορών µας, ο ίδιος ο κόσµος»899.Η τηλεοπτική
οθόνη, λοιπόν, είναι ο σύγχρονος «αφηγητής ιστοριών» και µέσω των αναπαραστικών
κωδίκων που διαθέτει η εικονιστική προβολή τους καθίσταται και συνδιαµορφωτής της
καθηµερινής ιστορίας. Το ζήτηµα που θέτει η «Θεωρία της Καλλιέργειας» είναι ότι η
τηλεοπτική «άποψη της πραγµατικότητας συµπίπτει µε αυτή των κυρίαρχων ελίτ».
Κατ΄αυτόν τον τρόπο η κατασκευή της πραγµατικότητας δεν κινείται µόνο στον χώρο
των φιλοσοφικών αναζητήσεων αλλά καθίσταται πολιτικό εργαλείο στα χέρια των
κυρίαρχων τάξεων ή οµάδων. Αυτή η πολιτική κυριαρχία, λοιπόν, εδραιώνεται µέσω
της αφήγησης, µέσω του αφηγηµατικού πολιτικού λόγου, ως επί το πλείστον.
Πάντως, όποια θέση και αν αποδεχθούµε, οφείλουµε να παραδεχθούµε ότι
ακόµη και το γεγονός ότι οµιλούµε για «πραγµατικότητα των ΜΜΕ» σηµαίνει ότι
επιχειρούµε να αναλύσουµε µια ήδη προκατασκευασµένη αντικειµενικοποίηση.
Σηµαίνει επίσης ότι έχουµε ήδη συγκροτήσει νοηµατικές κατηγορίες και εµπειρίες και
τις έχουµε ταξινοµήσει και τελικώς ενσωµατώσει στο αντικειµενικοποιηµένο σύνολο
που καλούµε «πραγµατικότητα των ΜΜΕ». Αυτή η πραγµατικότητα, λοιπόν, αποτελεί
πλέον ένα «κοινωνικό απόθεµα γνώσης» που τυποποιείται και είναι διαθέσιµο στο
κοινωνικό σύνολο ως διϋποκειµενική και σύµφωνη χρήση κοινών νοηµάτων, ως
παραποµπή σε κοινά βιώµατα900. Η πραγµατικότητα των ΜΜΕ ασχέτως από το πόσο
αληθινή ή όχι είναι, έχει καταφέρει να αντικειµενικοποιηθεί τηλεοπτικά ως τέτοια και
η όποια συζήτηση ή ανάλυση διεξάγεται να προσπερνά το ερώτηµα αν υπάρχει ή όχι
αυτή η πραγµατικότητα και να προχωρά απευθείας στην ανάλυση των στοιχείων από
τα οποία αυτή συντίθεται.

899
Πλειός, Γιώργος, (εισαγωγή) στο Shanahan, James &Michael Morgan ό.π, σελ. 15.
900
Όπως σηµειώνουν οι Berger, P. & Th. Luckmann: «…Η αλληλόδρασή µου µε άλλους στην
καθηµερινή ζωή επηρεάζεται διαρκώς από την κοινή µας συµµετοχή στο διαθέσιµο κοινωνικό απόθεµα
γνώσης» ό.π. σελ. 86 κ.ε.

383
Η δική µας θεωρητική εκκίνηση είναι σχεδόν συνδυαστική σε σχέση µε τις
παραπάνω θεωρίες από την άποψη ότι αποδέχεται αρχικά ότι ο δυϊσµός µεταξύ
υπαρκτού και αναπαριστώµενου µπορεί να υφίσταται και µάλιστα συνειδητά αλλά υπό
έναν όρο τον οποίο έχει καταλύσει η επικοινωνιακή συνθήκη: την ικανότητα διάκρισής
τους. Όπως αναφέραµε και προηγουµένως, αυτή η δυνατότητα είναι πλέον
περιορισµένη ως ανύπαρκτη. Φυσικά τα αρχικά ερεθίσµατα των τηλεοπτικών
αναπαραστάσεων αντλούνται από συνθήκες πραγµατικές, από καταστάσεις που
σκιαγραφούν κοινωνικές παραµέτρους. Η (µετα)ποιητική δύναµη της τηλεόρασης,
ωστόσο, είναι πραγµατικά ανεξέλεγκτη. Ακόµη και αυτά τα ψήγµατα βιωµατικής
πραγµατικότητας υπόκεινται στην επεξεργασία και στις απαιτήσεις του εικονικού
κόσµου, όπου τελικά στο τέλος η αρχική τους µορφή έχει εξοβελιστεί από το
περιεχόµενό τους οριστικά. Τελικά το µεταποιηµένο πρωτότυπο, εφόσον προστεθούν
σε αυτό οι απαραίτητες εµπορικές ιδιότητες, γίνεται ανεξάρτητο σηµείο αναφοράς για
την τηλεοπτική πραγµατικότητα που το αναπαραγάγει πλέον συστηµατικά και
συνειδητά αλλάζοντας ίσως κάποια εξωτερικά γνωρίσµατα, κρατώντας όµως την νέα
του «σηµασία» ακέραιη. Με αυτόν τον τρόπο η πραγµατικότητα των ΜΜΕ γίνεται
αυτό-αναφορική και τα σύµβολα που χρησιµοποιεί είναι νοηµατικά αυθύπαρκτα901.
Για να επανέλθουµε στο επιχείρηµα της «ανώτερης» πραγµατικότητας που
αναφέραµε προηγουµένως, το χαρακτηριστικό της αυτό-αναφορικότητας των ΜΜΕ,
της ανακλαστικής νοµιµοποίησής τους δηλαδή είναι αυτό που καθιστά εντέλει την
πραγµατικότητά τους «ανώτερη», καθηµερινή άρα και αυταπόδεικτη. Η ισχυρή
νοµιµοποίηση των ΜΜΕ είναι αποτέλεσµα της κατάληψης της καθηµερινής ζωή που
έχουν επιτύχει. Η απόδειξη αυτού του επιχειρήµατος είναι σχετικά ευλογοφανής αν
αναλογιστούµε ότι η καθηµερινότητα είναι πάντα και αναπόφευκτα διατεταγµένη
χρονικά, ορίζεται και περιορίζεται από την µεταβλητή του χρόνου. Ο τελευταίος τελεί
υπό συνεχή κατάσταση πολιορκίας από τα ΜΜΕ και ακόµη όταν τα ΜΜΕ δεν
καταφέρνουν να προσελκύσουν την προσοχή κάποιου, το σίγουρο είναι ότι θα
καταφέρουν να περάσουν τα µηνύµατά τους µέσω άλλων οι οποίοι έρχονται σε

901
Ο Ν. Luhmann για να περιγράψει αυτό το χαρακτηριστικό των ΜΜΕ χρησιµοποιεί τον όρο
«αυτοποιητικό σύστηµα» όπου το σύστηµα έχει την ικανότητα αναπαραγωγής όλων των στοιχειακών
ενοτήτων από τις οποίες αποτελείται µέσα από τα ίδια τα στοιχεία, οριοθετώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο
και τις διαχωριστικές του γραµµές απέναντι στο περιβάλλον», Luhmann, N., ό.π., εισαγωγή σελ.11.

384
συναναστροφή µε τον «αδιάφορο» τηλεθεατή. Εξάλλου, η κατάσταση του homo-
videns που αναλύσαµε προηγουµένως συνηγορεί υπέρ του επιχειρήµατος ότι για να
νοµιµοποιηθεί αποτελεσµατικά ένας «µηχανισµός» κατεξοχήν ιδεολογικός όπως τα
ΜΜΕ ως πραγµατικότητα, πρέπει πρώτα να νοµιµοποιηθούν τα στάδια µέσω των
οποίων τα άτοµα εσωτερικεύουν ιδιοποιούνται και συντηρούν αυτήν την
πραγµατικότητα. Επίσης πρέπει να υπάρχει παράλληλα και η συνειδητή εγκατάλειψη
άλλων, εναλλακτικών πραγµατικοτήτων και επιλογών902. Όταν αυτά τα στάδια
ολοκληρωθούν επιτυχώς τότε η εγκαθίδρυση της νέας πραγµατικότητας είναι
αντικειµενικό γεγονός. Η αντικειµενικοποίηση της πραγµατικότητας είναι µια
κατάσταση η οποία εµπεριέχει και το κριτήριο της διϋποκειµενικής αποδοχής της, αν
την αντιληφθούµε ως «τοµή» στην κατά µόνας πραγµατικότητα ενός ακαθόριστου
συνόλου ανθρώπων. Η αντικειµενικοποιηµένη πραγµατικότητα είναι αυτή που όλοι
αποδεχόµαστε ως τέτοια και αντιδρούµε βάσει αυτής. Η συχνή επαναληψιµότητα στον
τρόπο αντίληψής µας και στις αντιδράσεις µετατρέπει σιγά σιγά αυτήν την
πραγµατικότητα σε κοινωνική δοµή903. Τα ΜΜΕ έχουν αναγάγει τον ρόλο τους σε
κυρίαρχη γνωστική και όχι µόνο δοµή της σύγχρονης πραγµατικότητας. Τα ΜΜΕ
σήµερα είναι πλέον θεσµός.
Η τηλεόραση, λοιπόν συνδιαλέγεται και αναστοχάζεται µε τον εαυτό της αυτο-
ορίζοντας την πραγµατικότητα που µετέπειτα η ίδια κρίνει904. Όπου εκλείπει όµως ο
αντίλογος, όπου εκλείπει η σύγκρουση παραµονεύει η λογοκρισία, η φασιστική
νοοτροπία της απουσίας διαλόγου905. Η επιτυχία του φασιστικού λόγου έγκειται στο
γεγονός ότι η απουσία αυτή δεν γίνεται ορατή ή ακόµη κι όταν γίνεται αντιληπτή έχει
ήδη υποβαθµισθεί η αξία της. Οφείλεται επίσης στην απουσία διαφορετικής
νοηµατοδότησης και στην πρόκριση οιονεί αντιθετικών νοηµατικών συνόλων που

902
Berger, P. & Th. Luckmann, ό.π., σελ. 291.
903
«Κοινωνική δοµή είναι το συνολικό άθροισµα αυτών των τυποποιήσεων και των επαναλαµβανόµενων
προτύπων αλληλόδρασης που εγκαθιδρύονται µέσω αυτών των τυποποιήσεων. Ως τέτοια, η κοινωνική
δοµή αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της πραγµατικότητας της καθηµερινής ζωής», στο ίδιο, σελ. 73.
904
Ως γνωστόν το τηλεοπτικό πρόγραµµα χωρίζεται κυρίως σε δύο κατηγορίες εκποµπών. Αυτές που
προσπαθούν, ή διατείνονται ότι παρουσιάζουν την πραγµατικότητα µε αποκορύφωµα τα reality shows
και σε αυτές που µε την προµετωπίδα των εκποµπών σχολιασµού κρίνουν τις «reality» εκποµπές.
905
O St. Johnson παρατηρεί για το µονοδιάστατο των ΜΜΕ και τις συνέπειες από την έλλειψη
συγκρίσιµων µεγεθών: «Ένας κόσµος που κυβερνάται αποκλειστικά από ένα µέσο είναι ένας κόσµος
που κυβερνάται από τον εαυτό του. ∆εν µπορείς να µετρήσεις την επιρροή χωρίς να υπάρχει κάτι µε το
οποίο να την συγκρίνεις», Johnson, Steven,ό.π., σελ. 4.

385
προωθούν έναν ψευδεπίγραφο δυϊσµό, µη αφήνοντας περιθώρια για «ενδιάµεσα»
νοήµατα906. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οποιαδήποτε ασάφεια και παρερµηνεία στον
τηλεοπτικό λόγο εξαφανίζεται τεχνητά πριν ακόµη γίνει ορατή πριν ακόµη κριθεί. Ο
λόγος των ΜΜΕ, όπως κάθε µορφή λόγου, υπακούει στις περιστάσεις εκφοράς του και
εδώ η περίσταση υπαγορεύεται από έναν βασικό νόµο, τον νόµο της ταχύτητας και της
απροσδιοριστίας907. Κατά πόσο λοιπόν το ψευδογεγονός908, όπως αποκαλείται, της
τηλεόρασης δεν είναι γεγονός και κατά πόσο µπορεί να του αποδοθεί λιγότερη
σηµασία από το πραγµατικό γεγονός; Η σηµασία ενός γεγονότος δεν ορίζεται από την
ονοµασία του ως σηµαντικού ή µη. Καθορίζεται από το εύρος και την κρισιµότητα των
συνεπειών που επιφέρει. Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να αλλάξουµε νοοτροπία και να
εγκαταλείψουµε την προκατάληψή µας που υποτιµά τα τηλεοπτικά γεγονότα ως
ψευδογεγονότα και να αρχίσουµε να αντιλαµβανόµαστε ότι πραγµατικό είναι η
παρούσα αντιληπτικότητα του γεγονότος, αυτό που βιώνουµε, αυτό που έχει την
δυνατότητα να κατευθύνει την καθηµερινή µας ζωή. Κατ’ αναλογία µε την κριτική που
ασκείται για την µαρξιστική έννοια της ψευδούς συνείδησης909 και εδώ το
ψευδογεγονός µπορεί τελικά να µην είναι ψευδές αλλά αφού βιώνεται, έστω και µε
ιδιαιτερότητες, είναι το πραγµατικό γεγονός. Με την αναστροφή των εννοιών ψευδούς
- αληθούς που επιχειρούµε, αυτό που έως τώρα θεωρούσαµε ως πραγµατικό
καθίσταται φαντασιακό (ψευδές), και το φαντασιακό (ψευδές) είναι πλέον το
πραγµατικό. Η τάση να ονοµάζουµε το ψευδές-τηλεοπτικό ως εικονικό φανερώνει την
πρόθεσή µας να ορίσουµε την κατάστασή του ως τέτοια. Η λογική αυτή είναι
εσκεµµένη. Το να «ξορκίσουµε» την πραγµατικότητα των ΜΜΕ από την συνείδησή
µας ως µη πραγµατική και πλαστή δεν αποκαθιστούµε καµιά συνθήκη

906
Ο Γ. Βέλτσος παρατηρεί για τον ολοκληρωτισµό της συγκεντρωτικής εξουσίας και της µαζικής
πληροφόρησης: « Ό,τι δεν αφήνει κατάλοιπα, υπόλοιπα και ρέστα, και ότι αντίθετα στηρίζεται σε
δυαδικές αντιπαραθέσεις του τύπου: ‘όλα ή τίποτα’, ‘δεξιά ή αριστερά’ …», ό.π.., σελ. 27.
907
Ο Luhmann αναφερόµενος στην επικοινωνία που διεξάγεται µέσα από τα ΜΜΕ γράφει ότι: «η
οικονοµία και η ταχύτητα της επικοινωνίας απαιτούν πάντα µια αναφορά σε νοηµατική συµπλέγµατα
(σ.σ. ήδη αποδεκτά) και ότι η επικοινωνία δεν µπορεί εποµένως ποτέ ξανά να προσεγγίσει το νόηµα το
οποίο υπονοεί. […] Αυτό σηµαίνει τελικά ότι η υποψία προκαταλήψεων ή χειραγώγησης αναπαράγεται
µεν διαρκώς, δεν µπορεί όµως ποτέ να διαλυθεί πραγµατικά στην επικοινωνία µε µια ανάλογη
διάκριση», Luhmann, N., ό.π., σελ. 83.
908
Ο πρώτος που έκανε λόγο για αυτή την σύγχυση πραγµατικού και επικοινωνιακού γεγονότος και
µίλησε για τα λεγόµενα ψευδογεγονότα-pseudoevents ήταν ο D. Boorstin, στο βιβλίο του The Image, A
Guide to pseudoevents in America, Harper & Row, Νέα Υόρκη 1964.
909
Βλ κεφ. 2, σελ.68 κ.ε.

386
πραγµατικότητας στην ζωή µας. Εξακολουθούµε να εθελοτυφλούµε και να
αποδυναµώνουµε την ικανότητα αντίστασής µας. Ο κόσµος των ΜΜΕ λοιπόν είναι
πραγµατικός όσον αφορά την βιωµατική του διάσταση γιατί αυτός καθορίζει, σε
µεγαλύτερη ή µικρότερη έκταση, τα πρότυπά µας, τις ανάγκες µας, τον τρόπο που
ζούµε. Τα καθορίζει ακόµη και όταν δεν τα αποδεχόµαστε ως τέτοια γιατί πολύ απλά
καθορίζουν τους άλλους και ο προσδιορισµός του ατόµου σε µια κοινωνία δεν είναι
ποτέ µόνο αυτοαναφορικός, είναι σχεδόν πάντα και ετεροκαθοριζόµενος. Ο
προσδιορισµός λοιπόν που υφίστανται οι σύγχρονοι τηλεθεατές είναι και απόλυτος (σε
σχέση µε την προσωπική τους κλίµακα αξιών και εµπειριών) και σχετικός (σε σχέση µε
τους άλλους). Εξάλλου, και το µοντέλο της Noelle- Neumann για την σπειροειδή
γραµµή της σιωπής (spiral of silence) αυτό παρατήρησε. Τελικά το ζήτηµα δεν είναι
µεταξύ ουσίας και επιφαινοµένου, γιατί το τηλεοπτικό δεν είναι επιφαινόµενο,
παρεµβαίνει αποφασιστικά στην κατασκευή του πραγµατικού Η τηλοψία είναι
πραγµατολογική και όχι φαινοµενολογική συνθήκη της σύγχρονης ζωής. Αν την
αντιµετωπίσουµε µέσα από αυτό το πρίσµα, µπορούµε να σταθούµε απέναντί της
κριτικά και να ελαχιστοποιήσουµε τις επιδράσεις της. Σε τελική ανάλυση αν δεν
µπορούµε να γίνουµε ενεργητικοί τηλεθεατές ας πάψουµε να είµαστε τηλεθεατές.
Θεωρούµε ότι για να κατανοήσουµε την πραγµατικότητα στην αληθινή της
διάσταση οφείλουµε να διαχωρίσουµε πρώτα την διαφορετική οντολογία των όρων
δυνητικό και πραγµατικό, ως διαφορετικούς τροπισµούς του «είναι». Το δυνητικό
λοιπόν είναι το εν δυνάµει υπαρκτό ενώ το πραγµατικό συνιστά το υπαρκτό. Η
διάκριση µεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών είναι σηµαντική γιατί η συνύπαρξή τους
µπορεί να δηµιουργήσει ψευδαισθήσεις και ψευδείς πραγµατικότητες. Ωστόσο, η
διακεκριµένη ύπαρξη και των δύο καταστάσεων είναι απαραίτητη γιατί εκεί που
αποτυγχάνει να δώσει λύσεις η πραγµατικότητα η δυνητική προϋπόθεση αλλαγής της
προσφέρει διεξόδους για την επίλυση καταστάσεων και προβληµάτων. Η φυσιολογική
κίνηση λοιπόν είναι από το δυνητικό στο πραγµατικό αλλά στην µετανεωτερικότητα
που κατακλύζεται από εικόνες και σύµβολα οι αλλαγές έχουν διαφορετική φορά: α)
αντίθετα µε την κυρίαρχη κίνηση που ισχύει µε ορθολογικά κριτήρια από το δυνητικό
στο πραγµατικό (υπαρκτό), η σηµερινή κίνηση µετατρέπει το εν ενεργεία πραγµατικό

387
(υπαρκτό) σε δυνητικό, β) το δυνητικό όπως ήδη παρατηρήσαµε φαίνεται να
προσοµοιάζει επικίνδυνα στο πραγµατικό και µάλιστα τείνει να το αντικαταστήσει910.
Οι θέσεις του Κ. Καστοριάδη για το «φαντασιακό» και το «πραγµατικό»
παρέχουν ικανές εξηγήσεις για την «διαπλοκή» τους. Το φαντασιακό λοιπόν είναι η
πρώτη ύλη για το πραγµατικό είναι η πύλη εισόδου µέσα από την οποία διέρχεται το
πραγµατικό, και αποκτά «ανθρώπινη» υπόσταση. Για τον Καστοριάδη η
πραγµατικότητα ως σύνολο αξιών και εννοιών δεν µπορεί να ειδωθεί έξω από την
«µετάφρασή» της από τον άνθρωπο. Έτσι, λοιπόν, το πραγµατικό ως αντικειµενική
υλική υπόσταση και το φαντασιακό ως πεδίο ιδεολογικής συνάρθρωσης του είναι
αδιαχώριστα για την κοινωνική πραγµατικότητα αφού αυτή τελικά βιώνεται ως
ανθρώπινη πραγµατικότητα911.
Όµως και το «φαντασιακό» έχει δύο επίπεδα διάρθρωσης για τον Καστοριάδη.
Τις λεγόµενες «ριζικές φαντασιακές» οι οποίες είναι ουσιαστικά τα κεντρικά
εννοιολογικά σύνολα από τα οποία αναδύονται οι πρωταρχικές και κύριες µορφές,
εικόνες και έννοιες που κατόπιν θα λειτουργήσουν ως «περίγραµµα» για τους
παράγωγους, δευτερεύοντες σχηµατισµούς του φαντασιακού που συµπεριλαµβάνονται
στο «πραγµατικό φαντασιακό». Η δευτερογενής φύση του «πραγµατικού
φαντασιακού» εξηγεί και τον χαρακτηρισµό που του αποδίδει ο Καστοριάδης ως
«συµβολικό»912.
Οι συλλογισµοί του Καστοριάδη επεξηγούν µε συστηµατικό τρόπο τα
προβλήµατα που αναδύονται από την πραγµατικότητα των ΜΜΕ και τους φόβους ότι η
εν λόγω πραγµατικότητα έχει καταλάβει όλο τον χώρο του κοινωνικού. Η επιτυχία των
ΜΜΕ που από απλοί διαµεσολαβητές της πραγµατικότητας κατάφεραν να ανελιχθούν
σε διαµορφωτές της έγκειται στην ικανότητα παρέµβασής τους στις «ριζικές

910
Βλ. σχετικά τις αναλύσεις του Ν. ∆εµερτζή, ό.π., σελ. 442-449. Επίσης για την σύγχρονη έννοια της
δυνητικότητας στην διάσταση του Κυβερνοχώρου βλ. Levy, Pierre, ∆υνητική Πραγµατικότητα. Η
Φιλοσοφία του Κυβερνοχώρου, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1999.
911
«Το ‘φαντασιακό’ είναι η πρωταρχική και πρωτογενής διαδικασία οικείωσης του κόσµου, είναι η
πρώτη και καθοριστική αναπαράσταση και εσωτερίκευση του αντικειµένου που προηγείται της
θεωρητικής και εννοιακής επεξεργασίας, της κάθε επεξεργασίας αναλυτικού χαρακτήρα. Αυτό που
συνήθως αποκαλούµε ‘πραγµατικότητα’ και την θεωρούµε ανεξάρτητη από τη γνώση και τον άνθρωπο
τελεί στην ουσία υπό την αιγίδα του ‘φαντασιακού’ ακριβώς διότι αυτή δεν µπορεί να νοηθεί έξω από
τον άνθρωπο. Η πραγµατικότητα υπάρχει απλώς. ∆εν υπάρχει όµως ως κόσµος νοηµάτων και
πραγµάτων έξω από τον άνθρωπο», βλ. σχετικά στο ∆εµερτζής, Ν., Κουλτούρα, Νεωτερικότητα,
Πολιτική Κουλτούρα, ό.π., σελ. 161.
912
Βλ. για τις σχετικές έννοιες και την διάκρισή τους στο Καστοριάδης, Κορνήλιος, ό.π.

388
πρωταρχικές» αλλάζοντας έννοιες αλλά και τον τρόπο πρόσληψης «ριζικών» εννοιών,
όπως ο Χρόνος, ο Χώρος, το Ωραίο, το Άσχηµο, το Καλό, το Κακό κ.α. Εφόσον λοιπόν
έχει αλωθεί η πρωτογενής σύλληψη της πραγµατικότητας η δευτερογενής, ως
λειτουργικά εξαρτώµενη από την πρώτη, παρεκτρέπεται ανάλογα. Αν οραµατιστούµε
αυτήν την διαδικασία όχι απλώς σε ένα άτοµο αλλά πολλαπλασιαστικά σε µια
κοινωνία, η οποία φυσικά απαρτίζεται από ένα σύνολο ατόµων, αντιλαµβανόµαστε
γιατί το κοινωνικό ριζικό φαντασιακό έχει µεταβληθεί µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Αυτό το «µάγµα»913 λοιπόν που συµπαρασύρει το εννοιολογικό πλαίσιο µιας κοινωνίας
είναι αυτό ακριβώς που ευθύνεται για την θέσµισή της, επικοινωνώντας πάντα µε το
χωροχρονικό πλαίσιο µέσα από το οποίο αναδύεται αυτή η κοινωνία.
Το σύγχρονο µάγµα σηµασιών είναι το αποτέλεσµα της διεισδυτικής
παρέµβασης των ιδεολογικών ΜΜΕ που κατάφεραν να δηµιουργήσουν το δικό τους
«φαντασιακό πραγµατικό» κατά την ορολογία του Καστοριάδη, κατάφεραν δηλαδή να
οικειοποιηθούν την πραγµατικότητα πολύ πριν την οικειοποιηθεί το κοινωνικό σύνολο.
∆εν χωρεί καµία αµφιβολία ότι η εµπειρική πραγµατικότητα διέρχεται από τον χώρο
του φαντασιακού. Συνεπώς η αποτελεσµατική επιρροή της πραγµατικότητας, ως
εµπειρικά µετρήσιµου µεγέθους, επιτυγχάνεται όταν «σκλαβωθεί» το φαντασιακό,
όταν επιτευχθεί η περιχαράκωση και πλαισίωσή του (framing). Ο ιδεολογικός
ολοκληρωτισµός των ΜΜΕ εδράζεται και τροφοδοτείται ακριβώς από την ικανότητά
του να δηµιουργεί νέες κοινωνικές φαντασιώσεις, να προσδίδει νέο νοηµατικό πλαίσιο
στην κοινωνική φαντασίωση και την τροφοδοτεί µε συµβολικό περιεχόµενο που
παράγει και αναπαράγει το µάγµα σηµασιών που χρειάζεται και µαζί µε αυτό την
απαραίτητη κοινωνική συνοχή ή για κάποιους άλλους την κοινωνική συνενοχή. Η
διαφορά που εντοπίζεται στην επικοινωνιακή –διαµεσολαβηµένη συγκρότηση αυτού
του µάγµατος είναι η αναίρεση του απρόβλεπτου και εν πολλοίς ρευστού χαρακτήρα
του, όπως τον αντιλαµβάνεται και τον περιγράφει ο Καστοριάδης. Φυσικά το µάγµα

913
«Μάγµα είναι αυτό από το οποίο µπορούµε να εξαγάγουµε (ή µέσα στο οποίο µπορούµε να
κατασκευάσουµε) συνολιστικές οργανώσεις απροσδιόριστου αριθµού, αλλά που δεν µπορεί ποτέ να
ανασυγκροτηθεί µε συνολιστική σύνθεση αυτών των οργανώσεων», και παρακάτω: «Η θέσµιση της
κοινωνίας είναι κάθε φορά θέσµιση ενός µάγµατος κοινωνικών φαντασιακών σηµασιών, που µπορούµε
και πρέπει να καλέσουµε κόσµο σηµασιών. […] Η κοινωνία κάνει να υπάρξει ένας κόσµος σηµασιών
και η ίδια αναφέρεται σε έναν τέτοιο κόσµο. Αντίστοιχα, τίποτα δεν µπορεί να υπάρξει για την κοινωνία,
αν δεν αναφέρεται στον κόσµο των σηµασιών», στο ίδιο, σελ. 479 και 499 αντίστοιχα.

389
των κοινωνικών σηµασιών είναι συνεχώς εν κινήσει αλλά η πορεία και τα όρια µέσα
στα οποία µπορεί να κινηθεί είναι επαρκώς σηµαδεµένα από τα ΜΜΕ.
Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, η διατύπωση της ερώτησης που τέθηκε ως
επικεφαλίδα του υποκεφαλαίου «Η κοινωνική πραγµατικότητα ή /και η
πραγµατικότητα των ΜΜΕ» αυτοαναιρείται εάν αποδεχθούµε το δυεπίπεδο
ουσιαστικά, σχήµα κατασκευής της πραγµατικότητας. Η πιο σωστή διατύπωση του
τίτλου θα ήταν µάλλον «Η πραγµατικότητα των ΜΜΕ που ορίζει την κοινωνική
πραγµατικότητα». Αναγωγικά, στην κλίµακα του Καστοριάδη «η πραγµατικότητα των
ΜΜΕ» είναι οι «ριζικές φαντασιακές» ενώ η «κοινωνική πραγµατικότητα» έχει την
θέση του «πραγµατικού φαντασιακού», ως παράγωγο και επόµενο µέγεθος. Φυσικά
µεταξύ των δύο επιπέδων δεν υφίστανται τείχη αλλά διαλεκτική συνάφεια και
ανταλλαγή των πληροφοριών. Το ζήτηµα, όµως είναι ποιος ελέγχει την ροή, από πού
εκπορεύεται η πληροφορία. Το ζήτηµα είναι να βρούµε από πού τροφοδοτείται η ρίζα.

6.6 Ο νέος χώρος του κοινωνικού ή ο κενός κοινωνικός χώρος;


Τί απέµεινε τελικά στο κοινωνικό να διευθετήσει; Μπορεί να ρυθµίσει κάτι ή
απλώς συµπορεύεται από τις αποφάσεις που λαµβάνουν άλλοι τόσο για την
νοηµατοδότησή του όσο και για τις δράσεις του; Αν υπήρξαν εποχές όπου οι
κοινωνικές αναταραχές ή η κοινωνική ειρήνευση καθόριζε το πολιτικό, τώρα θα πρέπει
να δούµε κατά πόσο η διαµεσολάβηση από την τηλεόραση έχει αλλοιώσει και αυτήν
την ευθεία άµεση σχέση δράσης- αντίδρασης. Το πρώτο ερώτηµα είναι: Τι απέµεινε
στο κοινωνικό; Μήπως εκκενώθηκε τελείως από το σηµαινόµενο που µέχρι πρότινος
κάλυπτε αποµένοντας ένα κενό σηµαίνον;
Τα ΜΜΕ ήρθαν στο προσκήνιο ως διεύρυνση και εκδηµοκρατισµός του
κοινωνικού χώρου, ως πεδίο ανακούφισης και διοχέτευσης της ελευθερίας της
έκφρασης, ως γη της επαγγελίας για έναν λόγο µη κατευθυνόµενο. Οι σύγχρονες
«µητροπόλεις της έκφρασης» έγιναν γρήγορα «αποικίες» της έκφρασης συµφερόντων
οικονοµικών, πολιτικών και κοινωνικών. Οι κοινωνικές ελίτ που υπήρχαν
µεταφέρθηκαν καλλωπισµένες στην τηλεόραση, µε πρόσωπο πιο ανθρώπινο και
κατάφεραν µε αυτόν τον τρόπο να καταστήσουν κοινωνούς των ιδεών τους και τους
«εκτός του κύκλου». Το διακύβευµα ήταν να δηµιουργηθεί ένας ενιαίος κοινωνικός

390
χώρος, διαµεσολαβηµένος όπου οι οποιεσδήποτε διακρίσεις, αντιθέσεις, διαφορές θα
ήταν δευτερεύουσας σηµασίας µπροστά στην βασική οµοιότητα, αυτής της τηλεθέασης
και της κατανάλωσης. Από την στιγµή που εδραιώθηκε αυτό το κοινό σηµείο
αναφοράς, έκτοτε ο κοινωνικός χώρος δεν εξαφανίστηκε αλλά αυτοπεριορίστηκε
συνειδητά στον ρόλο κοµπάρσου του τηλεοπτικού θεάµατος. Χρησιµοποιήθηκε και
αυτός ως θέαµα. Οι κοινωνικές αναταραχές είναι πηγή θεάµατος για την τηλεόραση
και πηγή ατέρµονων εκποµπών για τους τηλε-ανθρώπους, τηλε-σχολιαστές. Η οθόνη
της τηλεόρασης, ωστόσο, έχει µια µαγική ιδιότητα. Αφ’ ότου µεταφερθεί ένα γεγονός
σε αυτήν, ακόµη και µε την µικρότερη δυνατή µορφή παρέµβασης, εντάσσεται
αυτοµάτως στον κόσµο του θεάµατος και γίνεται ακόµη ένα κοινωνικό θέαµα και
µάλιστα ιδιαίτερα κερδοφόρο, αφού η αναταραχή και ο προβληµατισµός είναι
παράγοντες κερδοφορίας για τα ΜΜΕ. Και ποια είναι η λύση, λοιπόν; Η µη τηλεοπτική
αναµετάδοσή τους; Ασφαλώς όχι, αυτό εξάλλου θα ήταν ένα ακόµη ανάχωµα προς την
κατεύθυνση της πραγµατικής και ουσιαστικής διεύρυνσης του κοινωνικού χώρου.
Αυτό που πρέπει να αλλάξει δεν είναι η προσβασιµότητα των γεγονότων στην
τηλεόραση αλλά ο τρόπος παρουσίασης ο οποίος πρέπει να προσιδιάζει στο γεγονός
και στην περίσταση, αφήνοντας χώρο στο κοινωνικό να ανασάνει και να διαδραµατίσει
τον ρόλο του και εκτός τηλεοπτικού. Η συνεχής και εντατική δηµοσιοποίηση-
τηλεοπτικοποίηση των γεγονότων µπορεί να αποβεί εξίσου αντιδηµοκρατική όσο και η
µη δηµοσιοποίηση-τηλεοπτικοποίηση. Η λύση δεν είναι η µέση οδός, είναι η
αναλογική που αποτιµά τα γεγονότα ανάλογα µε το βάρος, την σηµασία, την αξία τους
και αφήνει χώρο να εξελεγχθούν ελεύθερα.
Αν λοιπόν, σήµερα η Mouffe914 εντοπίζει έναν κενό κοινωνικό χώρο µε την
αισθητηριακή του πρόσληψη, ότι, δηλαδή, δεν διαπιστώνουµε να διαδραµατίζονται
γεγονότα τότε αυτό σηµαίνει ότι: α) είτε αυτά δεν υπάρχουν άρα πραγµατικά ο χώρος
αυτός έχει ατονήσει β) είτε ότι διαδραµατίζονται συγκρούσεις αλλά πλέον υπό άλλη
µορφή, η οποία έχει το προνόµιο να µην γίνεται αντιληπτή για τον λόγο ότι
εµφιλοχωρεί σε µορφές που δεν µπορούµε να τις αναγνωρίσουµε ή γιατί το κριτήριό
µας δεν είναι ισχυρό αυτό, δηλαδή που θα τις αποµονώσει από την εικονορροή και θα
τις ξεµακραίνει από την πληθώρα όµοιων όχι όµως ισότιµων τηλε-γεγονότων. Και οι

914
Mouffe, Ch., To δηµοκρατικό παράδοξο, ό.π.

391
δύο υποθέσεις είναι εξίσου επιβαρυντικές και εξίσου πραγµατικές. Αν και τις
συνδέσαµε αντιθετικά µεταξύ τους, φαίνεται ότι συνυπάρχουν καθιστώντας τις
δυνατότητες αναστροφής τους και θεραπείας τους εξαιρετικά δυσχερείς

6.7. Το τέλος των µεγάλων αφηγήσεων και το τέλος της συλλογικής µνήµης

«Σε αυτά τα µέρη (σ.σ. τα πολυκαταστήµατα) κανένας δεν γίνεται επί µακρόν (“long term”)
µάρτυρας της ζωής κάποιου άλλου»915.

Στην ρήση του Bauman που εµπνέεται από τις σκέψεις του R. Sennett
εµφιλοχωρεί η ουσία του σύγχρονου τρόπου ζωής η οποία πρωταγωνιστεί µπροστά µας
και εµείς συνήθως προσπαθούµε να την ακολουθήσουµε, να «αγγίξουµε» ότι
µπορούµε. Ποτέ άλλοτε οι ρυθµοί της ζωής δεν ήταν τόσο ταχείς και ποτέ άλλοτε
επίσης ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο εξοικειωµένος αλλά και ικανοποιηµένος µε την
λογική της ταχύτητας. Προφανώς αυτή η εξοικείωση οφείλεται στην καλή εκπαίδευση
αλλά και στην απώλεια της σηµασίας του χρόνου, αφού και αυτός πλέον έχει υποστεί
ψηφιακές µεταλλάξεις. Το σύγχρονο ταξίδι προς την Ιθάκη έχει τόσες πολλές στάσεις,
επιστροφές και αλλαγές κατεύθυνσης που στο τέλος η Ιθάκη έχει χαθεί οριστικά, αν
υποθέσουµε ότι ήταν συγκεκριµένη από την αρχή. Ο συνοδοιπόρος έπαψε να
υφίσταται και ήρθε και αντικαταστάθηκε µε τον µοναχικό κοσµοπολίτη ο οποίος
σπανίως αντιλαµβάνεται την απόλαυση που προσφέρει η παρατήρηση, είτε γιατί ποτέ
δεν είχε χρόνο για µια τόσο «χρονοβόρα» διαδικασία, είτε γιατί η ύπαρξη του άλλου
είναι µια ακόµη εικόνα στις πολλές που περνούν αδιάφορα µπροστά του. H σηµερινή
κοινωνία είναι «αυτοπαρατηρούµενη». Βαυκαλίζεται από τα επιτεύγµατά της που η
ίδια έχει ορίσει ως τέτοια.
Στην εποχή λοιπόν όπου έχουν εκλείψει ή κατά πολύ συντµηθεί οι µεγάλες
αφηγήσεις έχει κατά πού αλλάξει και η γλώσσα των αφηγήσεων. Η γλώσσα, ωστόσο
παρέµεινε σηµαντική. Μπορούµε πολύ εύκολα να επικοινωνήσουµε µε «κοινό τόπο»
οικεία σύµβολα αλλά µας είναι εξαιρετικά δύσκολο να αρθρώσουµε έναν συλλογικό

915
Bauman, Zygmunt, Community: Seeking Safety in an Insecure World, ό.π., σελ. 46.

392
λόγο που θα περιλαµβάνει κοινές εµπειρίες και απόψεις. Όπως αναφέρει ο Bauman, οι
σύγχρονες κοινότητες είναι κοινότητες των ειδώλων, των οµοιωµάτων, λειτουργούν
τελικά µε όρους αισθητικούς916. Το στοιχείο που µας ενώνει, η αφήγηση που
κατανοούµε εκπορεύεται από την κοινή ορατότητα ειδώλων-συµβόλων και µάλιστα µε
διαµεσολαβηµένη σηµασία, συνήθως εµπορική. Φυσικά, αυτές οι κοινότητες που δεν
στηρίζονται σε γερά βιωµατικά θεµέλια είναι εύθραυστες και καταρρέουν. Είναι,
επίσης, σύντοµες γιατί η «µονιµότητα» ενοχλεί, γιατί η µονιµότητα υπαγορεύει
κάποιου είδους δέσµευση, λέξη µε ιδιαίτερα αρνητικό φορτίο. Εξάλλου και τα είδωλα
αλλάζουν γρήγορα. Στους ειδωλολατρικούς κόσµους λοιπόν της διαµεσολαβηµένης
πραγµατικότητας η αφοσίωσή µας σε σύµβολα- εικόνες και είδωλα διαρκεί όσο
αποφασίζουµε εµείς και διακόπτεται χωρίς συνέπειες. Αυτή η ανεύθυνη δέσµευση είναι
η σύγχρονη µορφή αλλοτρίωσης η οποία σηµατοδοτεί την απουσία συλλογικής
µνήµης. Παλαιότερα η µνήµη είχε διάρκεια γιατί είχαν και τα γεγονότα, τώρα η
κατανάλωση υπαγορεύει τον «γρήγορο θάνατο» των προϊόντων και µαζί µε αυτών των
εµπορευµατοποιηµένων συµβολικών αξιών που αυτά ενσωµατώνουν. Η χωροχρονική
συµπίεση που έχει επιβληθεί από τα ΜΜΕ στην κοινωνία έχει συµπιέσει και τις
εµπειρίες µας, και την ζωή µας και την σχέση µας µε τους άλλους καθώς οι
περισσότερες συναναστροφές µας κρίνονται µε το κριτήριο µιας εργαλειακής
επικοινωνίας η οποία προφανώς εξυπηρετεί κάποιο σκοπό.
Ο «εκπληροφορισµός» της κοινωνίας και οι τεχνολογικοί µετασχηµατισµοί που
συναρτώνται µαζί του πρωτίστως επηρεάζουν τόσο την παραγωγή όσο και την
µετάδοση πληροφοριών οι οποίες πλέον υιοθετούν τον «ρυθµό» της συσκευής από την
οποία διέρχονται. Στην ανθρωπολογία του Κυβερνοχώρου «τα δίκτυα των δεδοµένων
συγκροτούν µια συλλογική γνώση, µια συλλογική ευφυΐα χωρίς υποκείµενο. Η
διατήρηση ενός λόγου που διατηρεί την σιωπή του…»917. Η µεταµοντέρνα εκδοχή της
«γνώσης» είναι πλέον παραγωγική δύναµη η οποία «παράγεται και θα παράγεται για να
πωλείται. Καταναλώνεται και θα καταναλώνεται για να παίρνει αξία µέσα σε µια νέα

916
στο ίδιο, σελ. 66-71.
917
Χαραλάµπης, ∆ηµήτρης, ό.π., σελ. 19.

393
παραγωγή. Και στις δύο περιπτώσεις ο σκοπός είναι η ανταλλαγή της. Παύει να είναι
αυτοσκοπός, χάνει την ‘αξία χρήσης της’»918.
Οι µεγάλες αφηγήσεις που συγκροτούσαν την συλλογική µνήµη έχουν δώσει
την θέση τους στις εξορθολογισµένες «µικρές» αφηγήσεις που κατακλύζουν τον χώρο
της τηλεόρασης προκαλώντας αργά αλλά σταθερά λήθη σε σχέση µε την παρελθούσα
γνώση γιατί όπως είδαµε είναι αυτό-αναφορικές. Η τάση της µοντέρνας κοινωνίας είναι
να καθορίζει τις συνθήκες του λόγου µέσα σε ένα λόγο αναφερόµενο σε αυτές τις
συνθήκες919 αλλάζοντας ακόµη και την πραγµατολογική συνθήκη των «αφηγηµατικών
θέσεων» οι οποίες είναι έτσι κατανεµηµένες ώστε η θέση του ποµπού προϋποθέτει ότι
έχεις ήδη περάσει από την θέση του δέκτη έχεις ήδη τοποθετηθεί ως δέκτης, ως στόχος
αφήγησης σε µια πρότερη χρονική στιγµή920.
Στην εποχή της ανακλαστικότητας-αυτοπάθειας (reflexivity)921 και της
επιτέλεσης (performance), οι µεγάλες αφηγήσεις, ως συνολιστικές αφηγήσεις της
κοινωνίας, έχουν αντικατασταθεί από τις προσωποποιηµένες αφηγήσεις (self-
narratives) όπου η πραγµατικότητα αλλά και η προσωπική εµπειρία αποτιµάται από την
αντανάκλασή της, από την ερµηνεία που καθένας αποφασίζει για την κοινωνία και τον
εαυτό του, έχοντας πάντα υπόψη ένα φαντασιακό κοινό δοµηµένο διαφορετικά στην
συνείδηση του καθενός. Σε αυτό το µοτίβο της «πολλαπλότητας του ερµηνευτικού
ανταγωνισµού», είναι εµφανής η αµηχανία µπροστά στο τέλος των µεγάλων
αφηγήσεων, µπροστά στο τέλος και των µεγάλων πολιτικών αφηγήσεων922. Η
επανάληψη των ίδιων ερµηνευτικών προτύπων «συγκροτεί την άτονη µουσική του
σύγχρονου λόγου», µουσική που µπορεί να µην χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία έχει,
ωστόσο ρυθµό, τον ρυθµό επιβολής της923.
Την σύγχρονη κοινωνία την συνέχει αποκλειστικά ο λόγος της τεχνολογίας, ο
οποίος εξ’ ορισµού είναι ορθολογικός. Το «τέλος των µεγάλων αφηγήσεων» είναι
παράλληλη συνθήκη µε το τέλος της διάρκειας, αφού όλα υπόκεινται στην έννοια της

918
Lyotard, J.-F., ό.π., σελ. 33.
919
στο ίδιο, σελ. 33.
920
στο ίδιο, σελ. 67.
921
Βλ. σχετικά Giddens, A., The Consequences of Modernity, Polity Press, Cambridge 1990, του ιδίου,
Modernity and Self-Identity, Polity Press, Cambridge 1991, Beck U., Risk society, Sage Publications,
London 1992
922
Χαραλάµπης, ∆ηµήτρης, ό.π., σελ. 19.
923
στο ίδιο, σελ. 19.

394
γρήγορης κατανάλωσης. Η αποσπασµατικότητα και ο κατακερµατισµός που υφίσταται
ο λόγος σήµερα προωθούν την συλλογική λήθη ως προϋπόθεση για την αποδοχή του
νέου, του καινούργιου, το οποίο δεν προσδοκά να «συνάψει» σχέσεις µε το παλαιό
αλλά να το καταργήσει εντελώς. Το θέαµα ως κοινωνική σχέση πλέον έχει τις δικές του
συναρτήσεις: «Το θέαµα, ως η παρούσα κοινωνική οργάνωση της παράλυσης της
ιστορίας και της µνήµης, της εγκατάλειψης της ιστορίας που έχει οικοδοµηθεί στα
θεµέλια του ιστορικού χρόνου, είναι η ψευδής συνείδηση της εποχής µας»924.
Η αφήγηση εγγενώς αποδέχεται την πολλαπλότητα των γλωσσικών παιχνιδιών,
αποδέχεται και αποφάνσεις µη-ορθολογικές ποτέ όµως, µη-ιστορικές. Μια κοινωνία
που µπορεί να αποτιµήσει την µεγάλη αφήγηση είναι αυτή που µπορεί να κάνει χρήση
του παρελθόντος της προς όφελος του µέλλοντος, αποσυνδέοντας την λειτουργική
εξάρτηση γνώσης και αποδοτικότητας. Η γνώση δεν είναι πάντα ορθολογικά
αποδοτική, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι πάντα ορθολογικός και αυτή η εξίσωση οφείλει
να παραµείνει έτσι, διαφορετικά θα περιέλθουµε στην κατάσταση «τροµοκρατίας του
ορθού λόγου».
Και αν οι µεγάλες ιστορικές αφηγήσεις κατακερµατίσθηκαν τότε ποιος
«αφηγείται» την ιστορία; Τον ρόλο αυτόν τον έχει αναλάβει η τηλεόραση ή καλύτερα
αν συµπεριλάβουµε και τα νέα µέσα, ο εικονοπλαστικός πολιτισµός. Η τηλεοπτική
αφήγηση καλύπτει το κενό που η ίδια δηµιουργεί στην καθηµερινή πραγµατικότητα.
Αναπλάθει και κατασκευάζει µύθους ευρείας κατανάλωσης µετατρέποντας την
πραγµατικότητα σε ένα αφήγηµα µυστηρίου/δράσης/περιπέτειας/ανακάλυψης925. Στον
νέο «αφηγηµατικό χώρο», η ροή είναι συνεχής, συνεκτική και τα τµήµατα του
προγράµµατος δύσκολα διαχωρίσιµα. Η «Προ-φάνεια» και ο ρεαλισµός που
χαρακτηρίζει την τηλεόραση χρησιµοποιείται ως µέσο υποταγής και οµογενοποίησης
των διαφορετικών λόγων µέσω της σχέσης τους προς έναν κυρίαρχο λόγο926. Τελικά, η
τηλεοπτική αφήγηση έχει αναχθεί στο επίσηµο σύστηµα κωδικοποίησης της ζωής µας.
Όπως συνοψίζει ο Lyotard: «Από αυτή την Αποσύνθεση των µεγάλων
Αφηγήσεων έπεται εκείνο που µερικοί αναλύουν ως την διάλυση του κοινωνικού

924
Debord, Guy, ό.π., op. 168.
925
βλ.σχετικά Πασχαλίδης, Γρηγ. «Τηλεοπτικός λόγος και Αφηγηµατικός χώρος», ό.π., σελ. 184.
926
Όπως εξηγεί ο Γρηγ. Πασχαλίδης: «Με άλλα λόγια αν ο κινηµατογράφος χαρακτηρίζεται από
αληθοφάνεια, η τηλεόραση χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερο είδος αληθοφάνειας, που µπορούµε να
αποκαλέσουµε Προ-φάνεια», στο ίδιο, σελ. 186 κ.ε.

395
δεσµού και το πέρασµα των κοινωνικών ολοτήτων σε µια κατάσταση µαζών
απαρτιζόµενων από ξεκοµµένα άτοµα. […]»927.

6.8 Η αναζήτηση κοινωνικής διεξόδου

«Ο πλουραλισµός των εικόνων, ελεγχόµενος από την νέα ελίτ, γεννάει στην πράξη την
απόλυτη κοινωνική και πολιτιστική οµοιοµορφία. ∆εν το έχουµε αντιληφθεί αλλά ζούµε ήδη
σε συνθήκες ολιγαρχίας. Μόνο οι ολιγαρχίες θα επιβιώσουν αν συνεχίσουµε να βαδίζουµε στον
ίδιο δρόµο..»928

Στο γνωστό έργο του Richard Sennett «Η τυραννία της οικειότητας»


περιγράφεται η καταστρεπτική για το άνθρωπο οικειότητα που πρέπει να επιδεικνύεται
στον δηµόσιο χώρο καταργώντας ουσιαστικά την αυτονοµία του και την ελευθερία
του. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι η τελευταία, δεν πρέπει να υπακούει σε κανόνες
δηµοσιότητας αλλά πρέπει να παραµένει κρυφή ως το τελευταίο καταφύγιο
ανεξαρτησίας και αδέσµευτου αυτό-προσδιορισµού του ατόµου που έχει από καιρό
απολέσει την έννοια της διάκρισης χρόνου µεταξύ εργασίας και ιδιωτικής ζωής.
Η διάκριση δηµοσίου και ιδιωτικού δεν είναι νέα συζήτηση, είναι
προβληµατισµός που κατεξοχήν διαµορφώνεται από κοινωνικές και πολιτιστικές
προκείµενες, καθώς συνυφαίνεται παράλληλα µε το αξιακό περιεχόµενο εννοιών όπως
ο σεβασµός της προσωπικότητας, η αξιοπρέπεια, η τιµή, πρωτίστως µε την έννοια της
ηθικής. Στην παρούσα µελέτη πίσω από τους περισσότερους συλλογισµούς που έχουµε
καταγράψει παραµονεύει η «προσδοκία» για τον όσο γίνεται πιο ευδιάκριτο και σαφή
διαχωρισµό αυτών των δύο χώρων καθώς θεωρούµε ότι ανταποκρίνονται στον δυϊσµό
της ανθρώπινης φύσης που και την µοναχικότητα αποζητά ως προπύργιο υπέρτατης
ελευθερίας αλλά και την κοινωνικότητα, την «δηµοσιότητα», µε την ευρεία έννοια του
όρου που θα δηµιουργήσει γέφυρες επικοινωνίας και συνδιαλλαγής µε όλες τις µορφές
του κοινωνικού.

927
Lyotard, J.-F., ό.π., σελ. 56.
928
Συνέντευξη του Hans Georg Gadamer, ό.π.

396
O προσδιορισµός της τυραννίας όσον αφορά τις λειτουργίες των ΜΜΕ δεν
είναι επίσης κάποιου είδους νεολογισµός929. Η τυραννία της πλειοψηφίας, η τυραννία
των ΜΜΕ, η τυραννία της κοινής γνώµης είναι µερικές από τις φράσεις που
συµπεριλαµβάνονται στην λίστα των αντικειµένων- εννοιών που η ανεξέλεγκτη
ισχυροποίησή τους αναιρεί το αξιακό τους περιεχόµενο καθιστώντας τις «τυραννικές».
Η τυραννία της δηµοσιότητας που επιχειρούµε να στηρίξουµε εδώ ως επιχείρηµα
δανείζεται από τις προηγούµενες θεωρητικές τοποθετήσεις αρκετές θέσεις και
προβληµατισµούς και φιλοδοξεί να προχωρήσει το σχέδιο σύγχρονης «τυραννίας» του
µεταµοντέρνου ανθρώπου λίγο παραπέρα.
Ο απέραντος δηµόσιος χώρος των ΜΜΕ που ουσιαστικά, όπως απέδειξε και η
νοµική διάσταση, ελέγχεται και περιφρουρείται ελλειπτικά και αποσπασµατικά, έχει
δηµιουργήσει ένα είδος τροµοκρατίας των ΜΜΕ. Ο φόβος εισβολής στην σφαίρα του
ιδιωτικού µε µόνη δικαιολογία την εύπλαστη έννοια του «δηµοσίου συµφέροντος» ή
της βεβηλωµένης πια φράσης «ο κόσµος πρέπει να γνωρίζει», λειτουργεί πολλές φορές
ανασταλτικά για την έκφραση ουσιωδών συµπεριφορών και δραστηριοτήτων για την
ανθρώπινη ύπαρξη. Ο φόβος του «Μεγάλου Αδερφού»930 έχει εκλείψει, γιατί µέσα από
τον µανδύα των καλοστηµένων reality shows έχουµε ξορκίσει την ύπαρξή του ως
τηλεοπτική «εξέλιξη» και αποδεχθήκαµε µε λίγες αντιστάσεις την έννοια της
παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής των ατόµων, που µέχρι πρότινος αποτελούσε
διαστροφή, αρχικά ως παιχνίδι, και µετά την 11η Σεπτεµβρίου ως προϋπόθεση
ασφάλειας. Η δηµόσια ασφάλεια που όµως κατήργησε την ασφαλή µυστικότητα της
ιδιωτικής, παρασύροντας τους πάντες σε µια «ιδιωτική δηµοσιότητα» που άλλοτε
προτάσσει το δηµόσιο άλλοτε το ιδιωτικό µε τέτοιες ταχύτητες εναλλαγής που
καταργεί, τελικά και τα δύο.
Σε αυτό το επισφαλές αλαλούµ, ας µας επιτραπεί ο όρος, οι µόνοι κερδισµένοι
είναι αυτοί που είναι σε θέση να το παρακολουθήσουν και να µην αναµειχθούν σε
αυτό. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι κάποια στιγµή και αυτοί θα βρεθούν στα γρανάζια
αυτού του «ιδιωτικού δηµόσιου χώρου» και θα βιώσουν την βαρβαρότητά του. Αλλά

929
Βλ. την «Τυραννία των ΜΜΕ» από τον Ιγνάσιο Ραµονέ και την τυραννία της κοινής γνώµης που έχει
χρησιµοποιηθεί κατά κόρον στις εκφράσεις των αρθρογράφων στην κριτική τους για την διαµόρφωση
και κατόπιν επιβολή της παντοδύναµης κοινής γνώµης.
930
Βλ. το κλασσικό έργο του G. Orwell, 1984, (µτφρ. Ν.Μπάρτη), εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1978.

397
και αυτό δεν ενοχλεί, καθώς την θέση τους θα πάρουν κάποιοι άλλοι, αναλώσιµοι και
αυτοί, οι οποίοι θα έχουν επίσης την αφελή όσο και εγκληµατική ψευδαίσθηση της
εποπτείας και του ελέγχου931. Η διεύρυνση της δηµοσιότητας δεν είχε µόνο θετικά
αποτελέσµατα για αυτούς που διαχειρίζονται τα κοινά. Η «διαχείριση της ορατότητας»
και µάλιστα της διευρυµένης ορατότητας δεν είναι εύκολο εγχείρηµα, γιατί το µέσο (η
τηλεόραση) δεν παρέχει την δυνατότητα πλήρους ελέγχου του. Επίσης, ακόµη κι αν
υποθέσουµε ότι ο έλεγχος που ασκείται στην παραγωγή και δηµοσιοποίηση του
µηνύµατος είναι αποτελεσµατικός, η πρόσληψή του εξακολουθεί να διαφεύγει του
ελέγχου. Το δηµόσιο πρόσωπο που εκτίθεται δεν είναι σε θέση να λάβει γνώση των
αντιδράσεων του κοινού ούτε καν του αριθµού των προσώπων που προσέλαβαν το
µήνυµα, µόνο να εικάσει µπορεί. Η αβεβαιότητα, λοιπόν, για τις αντιδράσεις και για το
αντίκτυπο µηνυµάτων που δηµοσιοποιούνται στην µεσοποιηµένη δηµόσια σφαίρα της
τηλεόρασης είναι εγγενές πρόβληµα, ένα αναπόφευκτο ρίσκο του µέσου. Συνήθως το
αντίκρισµα που έχει ένα µήνυµα στο κοινό γίνεται ορατό σε ένα δεύτερο επίπεδο και
συνάγεται από κοινωνικές εκδηλώσεις, από την περιρρέουσα ατµόσφαιρα που
δηµιουργείται και φυσικά από δηµοσκοπήσεις οι οποίες όµως είναι πάντα
υστερόχρονες.
Ποιος είναι ο ρόλος της κοινωνίας σήµερα; Πώς µπορεί να αποσοβήσει τον
κίνδυνο να χάσει την σηµασία της; Καταρχήν θα πρέπει να αναθεωρήσουµε την
πολιτική υιοθέτησης της πραγµατικότητας και να αναλάβουµε ενεργό δράση ως
διαµορφωτές της. Βασική συνιστώσα επαναπροσδιορισµού του κοινωνικού είναι η
σωστή αποτίµηση και «αξία χρήσης» του χρόνου ως µεγέθους ζωτικού και όχι
εµπορευµατικού932. Γιατί η ιδιοποίηση και µονοπώληση του ελεύθερου χρόνου µας
από την τηλεόραση και η ενσωµάτωση σε αυτών προτύπων ζωής µπορεί να αποφευχθεί

931
βλ. σχετικές παρατηρήσεις και παραπάνω στο κεφάλαιο 5 , σελ. 290 κ.ε.
932
Για την «χρήση» του χρόνου από την τηλεόραση ο R. Dunn σχολιάζει: «Η ορθολογικοποιηµένη
επαναοργάνωση του πολιτισµού σηµαίνει ότι τα οφέλη της τηλεόρασης δεν προκύπτουν άµεσα από το
«πλασάρισµα» των αγαθών ή των υπηρεσιών αλλά από τον περιορισµό και το «πλασάρισµα» ενός
ασυνήθιστου εµπορεύµατος- του χρόνου-. Ο χρόνος, για να µετατραπεί σε εµπόρευµα, πρέπει να
αποκτήσει µια αξία χρήσης Η πηγή αυτής της αξίας είναι η προσοχή του κοινού, όπως ορίζεται και
υπολογίζεται από την εκτίµηση των προγραµµάτων [… ]. Ο χρόνος, ως µια κοινωνικά πεπερασµένη
οντότητα, ιδιοποιείται και εµπορευµατοποιείται από την τηλεόραση σε συµφωνία µε τις ανάγκες και τις
συµβάσεις της, µεταποιώντας τις σε αντικείµενα για πώληση, δηλαδή σε περιορισµένες ποσότητες
ανταλλακτικής αξίας», ό.π., σελ. 333.

398
µε µια κριτική απόσταση αναγκαία ως ενέργεια για την αποστασιοποίησή µας από τις
επιδράσεις των Μέσων.
Μήπως τελικά η λύση του γρίφου για την ανανέωση του «κοινωνικού» είναι η
αφετηρία από την οποία εµπνεύσθηκε η παρούσα µελέτη; Η Τζ. Κρίστεβα µας
υπενθυµίζει ότι «η εικόνα έχει γίνει το όπιο του λαού. Μόνο η κουλτούρα του λόγου
µπορεί να µας αλλάξει»933. Αν οι δοµές της γλώσσας είναι αυτές που καθορίζουν τις
δοµές της σκέψης και η ονοµατοθεσία αυτή που καθορίζει τα κοινωνικά µηνύµατα,
τότε πρωτίστως πρέπει να αναιρέσουµε το σηµασιολογικό περιεχόµενο όρων που
καταδυναστεύουν µε την σηµασιολογία τους την κατασκευή της πραγµατικότητας και
δεν την αφήνουν να δραπετεύσει από τους καταναγκασµούς ενός προσδιορισµένου επι-
κοινωνικά περιεχοµένου. Όροι όπως το µαζικό, η απάθεια, η πολιτική, η τηλεόραση
πρέπει να επαναδιαπραγµατευθούν ανάλογα µε τις χρήσεις που προσδοκούµε να
κερδίσουµε από αυτούς.
Η όλη συλλογιστική και αυτού του κεφαλαίου εδράζεται στην σηµασία της
γλώσσας τόσο ως γνωστικής όσο και ως πραξεολογικής δοµής. Εξάλλου, η σηµασία
στη γλώσσα, «είναι το συνανήκειν ενός όρου και αυτού στο οποίο αυτός ο όρος
παραπέµπει, προοδευτικά, άµεσα ή έµµεσα. Είναι µια δέσµη παραποµπών µε αφετηρία
έναν όρο και γύρω από αυτόν. Έτσι, µια γλώσσα παραπέµπει στα κανονικά γλωσσικά
σηµαινόµενά της, είτε πρόκειται για ‘κυριολεκτικά’ είτε για ‘µεταφορικά’ και σε
καθένα από αυτά µε τον τρόπο της ταυτιστικής κατονοµασίας»934. Οποιαδήποτε,
λοιπόν, αλλαγή διέρχεται αναγκαστικά µέσα από τις γλωσσικές δοµές, ως συστήµατος
σηµείων, αλλά και τις δοµές του Λόγου, ως ολότητας αντίληψης, σκέψης και πράξης.
Το γλωσσικό παιχνίδι είναι η πραγµατικότητα είναι, το «υφάδι» των κοινωνικών
σχέσεων, είναι αυτό που δηµιουργεί ή καταλύει κοινωνικούς δεσµούς935.

933
Από Συνέντευξη της Τζούλια Κρίστεβα στην Τ. ∆ηµητρούλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-10-2006, σελ.
7.
934
Καστοριάδης, Κ., ό.π, σελ. 481.
935
Όπως εξηγεί ο Lyotard, «Τα γλωσσικά παιχνίδια αντιπροσωπεύουν από τη µια µεριά τον ελάχιστο
βαθµό της σχέσης που απαιτείται για να υπάρχει κοινωνία […]. Πριν ακόµη γεννηθεί, µε το όνοµα που
του δίνεται, το παιδί έχει τοποθετηθεί αναφορικά µε την ιστορία που διηγείται ο περίγυρός του και σε
σχέση µε την οποία θα πρέπει αργότερα να µετατοπιστεί. Ή ακόµα πιο απλά: το ζήτηµα του κοινωνικού
δεσµού, ως ζήτηµα, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι, το παιχνίδι της ερωτηµατοθεσίας, που αποδίδει άµεσα
µια θέση σε εκείνον που απευθύνεται και σε εκείνο που αναφέρεται: αυτή η ερώτηση είναι ήδη ο
κοινωνικός δεσµός», ό.π., σελ. 57.

399
Αν επιδιώκουµε κάποιου είδους αλλαγή στο σύγχρονο «πράττειν» έτσι όπως το
περιγράψαµε παραπάνω, τότε µάλλον θα έπρεπε να κινηθεί προς το «γνωστικό
πράττειν» αυτό που προϋποθέτει νέες γνωσιολογικές δοµές. Αυτό που προσδοκούµε να
αλλάξουµε είναι οι σηµασιολογικές µεταβλητές της γλώσσας. Να µεταβούµε από το
πράττειν που υπαγορεύει το εικονικό σε αυτό που προϋποθέτει το γνωστικό και
καταλήγει στο σκεπτόµενο. Και για να το κάνουµε αυτό πρέπει να παρέµβουµε
δηµιουργικά στην υφιστάµενη σηµασιολογική «τυραννία» εννοιών, στη
σηµασιολογική βία που ασκούν τα ΜΜΕ σε έννοιες κοµβικές όπως ο πολίτης, η
κοινωνία, η ζωή. Μόνο εάν επαναδιαπραγµατευθούµε αποφασιστικά τους όρους που
συνθέτουν την κοινωνία µας µπορούµε να επαναδιαπραγµατευθούµε την ίδια την
κοινωνία. Το µάγµα είναι κινητικό αλλά εµείς ρυθµίζουµε την «κοίτη» του ποταµού
µέσα στην οποία ρέει. «Πάντα ρει», λοιπόν, αλλά τα ζήτηµα είναι πάντα η κατεύθυνση
της ροής. Όπως παρατηρούν οι Berger και Luckmann: «Οι κοινές
αντικειµενικοποιήσεις της καθηµερινής ζωής συντηρούνται πρώτα και κύρια µέσω της
γλωσσικής σηµασιοδότησης. Η καθηµερινή ζωή είναι, πάνω απ’ όλα, µε και µέσα από
την γλώσσα που µοιράζοµαι µε τους συνανθρώπους µου. Έτσι, η κατανόηση της
γλώσσας έχει ουσιαστικά σηµασία για την κατανόηση της πραγµατικότητας της
καθηµερινής ζωής»936.
Η σηµασία της γλώσσας φαίνεται και από την επικέντρωση του ενδιαφέροντος
ακόµη και των επιστηµών της πληροφορικής να δηµιουργήσουν µια «γλώσσα», να
ανακαλύψουν κώδικες οι οποίοι µπορούν να κωδικοποιήσουν ως σύνολο
συναρτόµενων σηµείων µια γνώση937. Η κοινωνική γνώση πλέον είναι σηµαντική υπό
τον όρο ότι είναι µεταβιβάσιµη µέσω ηλεκτρονικών δικτύων. Για να συµβεί αυτό
πρέπει να µπορεί να µεταφρασθεί στη γλώσσα της «µηχανής» που θα αναλάβει την
επεξεργασία της. Με άλλα λόγια το µέσο καθορίζει και το µήνυµα αλλά και την αξία
του.

936
Berger, P. & Th. Luckmann, ό.π., σελ. 79.
937
Ο Lyotard γράφει: «Εδώ και σαράντα χρόνια οι επονοµαζόµενες ακριβείς επιστήµες και οι τεχνικές
αναφέρονται στη γλώσσα. Η φωνολογία και οι γλωσσολογικές θεωρίες, τα προβλήµατα της επικοινωνίας
και η κυβερνητική, οι µοντέρνες άλγεβρες και η πληροφορική, οι υπολογιστές και οι γλώσσες τους, τα
προβλήµατα µετάφρασης των γλωσσών και η αναζήτηση της συµβατότητας µεταξύ γλωσσών-µηχανών,
τα προβλήµατα της εγγραφής στην µνήµη των εγκεφάλων και οι τράπεζες στοιχείων, η τηλεµατική και η
τελειοποίηση ‘νοηµόνων’ τερµατικών», ό.π. σελ.30.

400
Η επικοινωνιακή πραγµατικότητα είναι παρούσα και έχει ήδη επιβάλλει τους
κανόνες της µε την πλήρη αποδοχή µας. Η µεταστροφή που προσδοκούµε δεν είναι
κάποια πρότερη κοινωνία. Είναι η αντιληπτική και γνωστική διευθέτηση της νέας, της
τωρινής µε όρους κοινωνικούς, πολιτικούς και νοµικούς οι οποίοι να προσιδιάζουν
περισσότερο σε ανθρώπινα και λιγότερο σε τεχνολογικά δεδοµένα. Η νοηµατική
κινητοποίηση εννοιών όπως η πολιτική, η κοινωνία, η συµµετοχή, η κοινότητα
µπορούν να δηµιουργήσουν νέους ορίζοντες στον τρόπο µε τον οποίο βιώνονται οι
παραπάνω έννοιες ως καταστάσεις πλέον. Η επαναδιαπραγµάτευση του κοινωνικού
που επιλέχθηκε ως τίτλος αυτού του κεφαλαίου δεν υποκρύπτει κάποιου είδους
οπισθοδρόµηση ούτε αποπνέει νοσταλγία για το παρελθόν απλά προσδοκά την
διαλεκτική σύνθεση υφιστάµενων ιστορικών αρχών που (πρέπει να) διέπουν τον χώρο
του κοινωνικού και νέων προκλήσεων, όπως οι νέες τεχνολογίες και τα ΜΜΕ οι
οποίες, ωστόσο, οφείλουν να ενσωµατωθούν στην κοινωνική πραγµατικότητα ως
αρωγοί και όχι ως δυνάστες της. Οι αλλαγές και οι µεταβολές είναι δείγµα ενός
ζωντανού οργανισµού όπως του κοινωνικού. Αυτές οι αλλαγές, ωστόσο, πρέπει να µη
προσβάλουν τον πυρήνα του οργανισµού, γιατί µετά αυτός καθίσταται ανίσχυρος.
Τα ΜΜΕ, λοιπόν, οφείλουν να συνδιαλέγονται µε την κοινωνική
πραγµατικότητα, αφήνοντας άθικτες πλευρές της που είναι ουσιώδεις για την σωστή
λειτουργία της. Ως κοινωνικές δοµές, τα ΜΜΕ γίνονται ορατές διάµεσου των
αποτελεσµάτων τους938, η αποτελεσµατική αντιµετώπιση όµως των προβληµάτων που
απορρέουν από αυτά ανάγεται στον τρόπο λειτουργίας αυτών των δοµών. Επίσης
επειδή τα ΜΜΕ έχουν την ικανότητα ως δοµές να ελίσσονται και να προσαρµόζονται η
µελέτη τους ως τυπικά, κοινωνικά µορφώµατα ή ως σταθεροποιηµένα κοινωνικά
µοντέλα δεν αποφέρει τους προσδοκώµενους καρπούς. Η προσέγγισή µας εδράζεται
κατά κύριο λόγο στην κατανόηση των ΜΜΕ ως ουσιαστικών κοινωνικών µορφωµάτων
και όχι ως επιφαινοµένων. Οι αλλαγές που θα µπορούσαν να επιβληθούν είναι αλλαγές

938
Η θέση ότι η δοµή δεν υπάρχει αφ’ εαυτής αλλά µόνο διαµέσου των αποτελεσµάτων της είναι θέση
του Althusser. «Η ολική δοµή είναι µια δοµή εν ενεργεία, δεν προϋπάρχει αλλά διαπιστώνουµε την
ύπαρξή της εκ των υστέρων µελετώντας τις σχέσεις των ‘περιφερειακών δοµών’ µε την βοήθεια της
αρχής της δοµικής αιτιότητας (structural causality)», παραπέµπεται στο ∆εµερτζής, Ν., Κουλτούρα,
Νεωτερικότητα, Πολιτική Κουλτούρα, ό.π., σελ. 170. Αναλυτικά οι θέσεις του Althusser στο Althusser,
L. & E. Balibar, Reading Capital, Verso, London 1979.

401
στις ρηµατικές τους πρακτικές, στην κοινωνική τους νοηµατοδότηση, στον ρόλο που
έχουµε «ονοµατίσει» ότι θα διαδραµατίζουν.
Η παρακάτω φράση του Κ. Καστοριάδη συνοψίζει τις θέσεις µας: «Ο
αυτοµετασχηµατισµός της κοινωνίας αφορά στο κοινωνικό- και συνεπώς και πολιτικό,
µε τη βαθιά ανάσα του όρου- πράττειν των ανθρώπων µέσα στην κοινωνία και τίποτε
άλλο. Μια ουσιαστική του συνιστώσα είναι το σκεπτόµενο πράττειν και η πολιτική
σκέψη, που σκέπτεται την κοινωνία ως αυτοδηµιουργούµενη»939.

939
Καστοριάδης, Κ., ό.π., σελ. 517.

402
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ…

«Τα µέσα παραγωγής (οικονοµία), τα µέσα πειθούς (επικοινωνία) και τα µέσα


καταναγκασµού (πολιτική) διαµορφώνουν την οικονοµική, πολιτική και πολιτιστική ισχύ, όπως
και τις δοµές και τις διαδικασίες κάθε κοινωνικού σχηµατισµού»940.

Βασικό κίνητρο της παρούσας µελέτης υπήρξε η διαπίστωση ότι οποιαδήποτε


προσέγγιση της σύγχρονης πολιτικής κατάστασης που θέλει να λέγεται ρεαλιστική
οφείλει να λάβει υπόψη της ότι µια από τις κύριες συνιστώσες διαµόρφωσης της
πολιτικής και µάλιστα µε έντονο παρεµβατικό χαρακτήρα είναι τα ΜΜΕ. Η
προαναφερόµενη τριπλή διάκριση των «µέσων» φαίνεται να καταστρατηγείται τόσο ως
προς την αυτονοµία τους όσο και ως προς το ειδικό βάρος που έχουν. Τα ΜΜΕ δεν
είναι µόνο µέσα πειθούς αλλά παράγουν και πολιτισµό όπως επίσης παράγουν και
συµβολικούς καταναγκασµούς.
Ειδικότερα η συσχέτιση Επικοινωνίας και Πολιτικής έχει προσλάβει τον
χαρακτήρα γόρδιου δεσµού δηµιουργώντας έντονη αλληλεξάρτηση µεταξύ των δύο
πεδίων και µέσων. Για να ξετυλίξουµε το νήµα της σχέσης µεταξύ Πολιτικής και ΜΜΕ
υποθέσαµε, αρχικά, µε βάση την λογική µιας διµερούς σχέσης, ότι εξακολουθεί να
υφίσταται η αυτονοµία του «Πολιτικού» και του «Επικοινωνιακού» παράγοντα. Με
αυτήν την προϋπόθεση, παρατηρώντας παράλληλα την αυξανόµενη δύναµη των ΜΜΕ,
επιχειρήσαµε να διευκρινίσουµε την συνδεσµολογία των δύο πεδίων σε νοµικό,
πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Η ανάλυση των χαρακτηριστικών που προσέλαβε ο πολιτικός λόγος µέσα από
την υποχρεωτική του διέλευση από τα ΜΜΕ, κατέδειξε τελικά ότι το κύριο και
«παραδοσιακό» χαρακτηριστικό του πολιτικού λόγου, ο ιδεολογικός, συγκρουσιακός
του χαρακτήρας έχει υποχωρήσει µπροστά στις επιταγές της επικοινωνιακής
οµοιοµορφίας. Η «απορρόφηση» του ουσιαστικού περιεχοµένου του πολιτικού λόγου
από τις σύγχρονες µορφολογικές επιταγές που επιβάλλουν τα ΜΜΕ έχει άµεσες
συνέπειες τόσο στην παραγωγή του αλλά και στην δοµή της σύγχρονης πολιτικής µε
την ευρεία έννοια. Μπορεί το τέλος των ιδεολογιών να µην έχει επέλθει οριστικά, αλλά

940
Πλειός, Γιώργος & Στέλιος Παπαθανασόπουλος, (εισ.) στο Garnham, Nicholas, ό.π, σελ. 13.

403
το σίγουρο είναι ότι έχει επέλθει ο «µετασχηµατισµός» της ιδεολογίας. Η ιδεολογία
από πεδίο εκκίνησης, αντιπαραθέσεων και άντλησης προτάσεων έχει µετατραπεί σε
πεδίο τερµατισµού, όπου τελικά συναντώνται όλες οι «παραδοσιακές» ιδεολογίες, και
συντίθενται σε µια ιδεολογία, την ιδεολογία του «κέντρου», της άµβλυνσης
αντιθέσεων, της εµπορευµατοποίησης και της κατανάλωσης, ή πιο συνοπτικά, στην
ιδεολογία των εικόνων και του θεάµατος. Εξάλλου, η σύγχρονη πολιτική συζήτηση
σχετικά µε την απουσία «Αριστεράς» και «∆εξιάς» και την σύγκλιση των ιδεολογικών
προταγµάτων τους µέσα στο πλαίσιο των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών που
µοιράζονται διλήµµατα και προβλήµατα, επισηµαίνει ακριβώς αυτήν την κατεύθυνση.
Μεγάλο µέρος της ευθύνης για την διαµόρφωση αυτής της πολιτικής κουλτούρας
έχουν και τα ΜΜΕ τα οποία λόγω της φύσης τους να απευθύνουν µαζικά µηνύµατα
στο «µαζικό» κοινό έχουν τη δυνατότητα να προωθούν την κοινωνική οµογενοποίηση
µέσω της προβολής προτύπων και της κατανάλωσης (όµοιων) προϊόντων. Ακόµη και
«πολιτικών προϊόντων». Η επικοινωνιακή κουλτούρα που από πολύ νωρίς προωθήθηκε
από τα ΜΜΕ λειτούργησε ως παράγοντας εξοµάλυνσης πολιτικών και πολιτισµικών
διαφορών και υποταγής της πολιτικής στους κανόνες του θεάµατος.
Το κύριο forum του σύγχρονου πολιτικού λόγου, εκεί όπου διεξάγεται κατά
µείζονα λόγο η πολιτική διαβούλευση, είναι η τηλεοπτική οθόνη. O πολιτικός λόγος,
ως ένας ακόµη υποταγµένος στην τηλεόραση τρόπος έκφρασης, προσέλαβε τα
χαρακτηριστικά του µέσου της παραγωγής και της αναµετάδοσής του. Ας µην ξεχνάµε
ότι τα ΜΜΕ δεν είναι απλώς δίαυλοι και ποµποί µετάδοσης πολιτικών µηνυµάτων. Ο
πολιτικός λόγος δεν δηµοσιεύεται απλά µέσω της τηλεόρασης, τις περισσότερες φορές
δηµιουργείται γι’ αυτήν. Μια απλή παρατήρηση της πολιτικής µας καθηµερινότητας
αρκεί για να υποστηρίξει το επιχείρηµα ότι οι πολιτικοί αφιερώνουν µεγάλο µέρος της
δηµόσιας δράσης και υποστήριξης της επιχειρηµατολογίας τους στην τηλεόραση.
Γεγονός είναι επίσης ότι το µεγαλύτερο ποσοστό της πολιτικής µας πληροφόρησης
προέρχεται από την τηλεόραση. Είναι απόλυτα λογικό λοιπόν, δεδοµένης όπως ήδη
παρατηρήσαµε της ανάγκης εξωστρέφειας τους πολιτικού λόγου, ο τελευταίος να έχει
ενσωµατώσει στα γνωρίσµατά του τις τηλεοπτικές συνθήκες µετάδοσής του. Η κρίση
του πολιτικού συστήµατος, βέβαια, δεν εντοπίζεται µόνο σε αυτές τις µορφολογικές
αλλαγές ούτε η αποπολιτικοποίηση του πολιτικού λόγου οφείλεται µόνο στην

404
«τυραννία των ΜΜΕ». Ωστόσο, γίνεται αντιληπτό ότι «µέσο» και «µήνυµα» δεν
τελούν υπό όρους ανεξαρτησίας, µε το πρώτο (το µέσο) να επιβάλλει τους κανόνες του
στο δεύτερο (µήνυµα) µε εύλογο αντάλλαγµα το ευρύ κοινό που προσφέρει και την
ικανότητα που έχει, µέσω των οπτικών κωδίκων, να υπεκφεύγει την κριτική αποτίµηση
όσων παρουσιάζει.
Η ανάλυση των θεωρητικών προσεγγίσεων των τριών πρώτων κεφαλαίων
λειτουργεί ως πεδίο αναφοράς αλλά και υποστήριξης δεδοµένων από την εµπειρική
πραγµατικότητα που παρουσιάζονται στα τρία επόµενα κεφάλαια (4,5,6). Στην νοµική
διάσταση διαπιστώσαµε ότι ο αυστηρός, τυπικός χαρακτήρας θεµελιωδών νοµικών
διατάξεων πόσο µάλλον του αυστηρού, τυπικού Συντάγµατος, δεν στάθηκε ικανός να
εµποδίσει την διεισδυτικότητα του τηλεοπτικού θεάµατος και την επιβολή κανόνων
που µειονεκτούν σε όρους τυπικής νοµιµότητας αλλά καταφέρουν να κατισχύσουν στα
πολιτικά δρώµενα µε την υπεροχή που έλκουν από το τεκµήριο «τηλεοπτικότητας».
Επιχειρώντας να δηµιουργήσουµε εννοιολογικούς συνειρµούς και ισχυρές
συµπαραδηλώσεις στο µυαλό του αναγνώστη, χρησιµοποιήσαµε όρους όπως
«Τηλεοπτικό Σύνταγµα» και «Τηλεοπτικό Κοινοβούλιο». Στόχος δεν ήταν φυσικά η
ισότιµη τοποθέτηση αυτών των νεολογισµών στην ίδια θέση µε τους θεσµούς που
περιγράφουν. Όπως και ο πολυχρησιµοποιηµένος όρος «τηλεοπτική δηµοκρατία» έτσι
και αυτοί οι νεολογισµοί θέτοντας τον επιθετικό προσδιορισµό «τηλεοπτικός» πριν από
το ουσιαστικό-θεσµό που προσδιορίζουν, αποδίδουν ταυτόχρονα την πηγή προέλευσης
και την αιτία «άλωσής» τους. Αποδίδουν επίσης, την δέουσα σηµασία και επισύρουν
τον ανάλόγο προβληµατισµό αλλά και εγρήγορση για τον κεφαλαιώδη πολιτικό ρόλο
που συγκεκαλυµµένα ή όχι επιτελούν τα τηλεοπτικά δρώµενα σε µια συντεταγµένη
πολιτεία. Η παραποµπή σε πραγµατικά περιστατικά δυστυχώς επαληθεύει τους φόβους
και τις αµφιβολίες µας. Προκύπτει εύλογα το ερώτηµα, µήπως τελικά η εµµονή στον
νοµικό φορµαλισµό και σε ένα αφηρηµένο κανονιστικό πλαίσιο υπολείπεται σε
αποτελεσµατικότητα; Είναι γεγονός ότι στον χώρο των ΜΜΕ όπου διακυβεύονται
τόσο δικαιώµατα όσα και αυτά που κινδυνεύουν, ισότιµο βάρος και προσοχή πρέπει να
δοθεί όχι µόνο στις νοµικές προϋποθέσεις εφαρµογής ενός νόµου αλλά και στις
πραγµατικές καταστάσεις που το συνοδεύουν και που αν δεν υφίστανται καθιστούν την
νοµοθετική πρόβλεψη κατ’ ουσία ανενεργή.

405
Φαίνεται ότι ο αναθεωρητικός νοµοθέτης συνειδητοποίησε την θέση των ΜΜΕ
και µε καίριες παρεµβάσεις και προσθήκες στο συνταγµατικό κείµενο προσπάθησε να
καταστήσει την λειτουργία τους πιο σαφή και προσδιορισµένη. Θεωρούµε ότι εξαιτίας
του σύντοµου χρονικού διαστήµατος που έχει µεσολαβήσει από το 2001, το
αναθεωρητικό διάβηµα δεν έχει ακόµη κριθεί οριστικά ως προς την
αποτελεσµατικότητα των νέων του ρυθµίσεων. Αυτό που φαίνεται να έχει κριθεί
οριστικά είναι η σπουδαιότητα και η συνταγµατική κατοχύρωση της «πληροφορίας»
και των δικαιωµάτων που συνδέονται µε αυτήν όπως και η αποδοχή και η κατοχύρωση
από τον συνταγµατικό νοµοθέτη του γνωρίσµατος της σύγχρονης κοινωνίας ως
«Κοινωνίας της Πληροφορίας».
Η «τηλεοπτική δηµοκρατία», λοιπόν καλά κρατεί και στην χώρα µας και
µάλιστα έχει εκµεταλλευτεί δεόντως την επίσηµη αναγωγή της σε πολιτικό forum µετά
από την προεκλογική εκστρατεία του 1996 οπότε και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί των δύο
µεγαλύτερων κοµµάτων στην χώρα αναγόρευσαν την τηλεόραση σε επίσηµο
«προεκλογικό» βήµα για την έκφραση και αντιπαράθεση των πολιτικών τους ιδεών.
Έκτοτε, αυτή η απόφαση και η επιλογή του τηλεοπτικού «χώρου» ως κύριου πολιτικού
«χώρου», δεν αµφισβητήθηκε από τους µεταγενέστερους πολιτικούς αρχηγούς αλλά
τουναντίον ενδυναµώθηκε η ισχύς του ακόµη περισσότερο. Από την πλευρά των ΜΜΕ
πάλι, η συνειδητοποίηση της δύναµής τους, τους (αυτο)αναγόρευσε σταδιακά σε
ρυθµιστές, ή και διαιτητές των πολιτικών πραγµάτων. Βέβαια, από την επιτρεπτή
ρύθµιση και υπαγωγή του επικοινωνιακού πεδίου της πολιτικής στην τηλεόραση έως
την καθυπόταξή της στους τηλεοπτικούς κανόνες η απόσταση είναι µεγάλη,
«διανύθηκε» ωστόσο, µέσα σε ταχύτατους ρυθµούς, γεγονός το οποίο υποβοηθήθηκε
και από την ευρύτερο περιβάλλον της παγκοσµιοποίησης των τηλεπικοινωνιών και της
σύγκλισης των τεχνολογιών που τις υποστηρίζουν. Η πολιτική µεταλλάχθηκε σε ένα
ακόµη τηλεοπτικό προϊόν, οι πολίτες-ψηφοφόροι περιορίστηκαν στον ρόλο του
τηλεθεατή. Η τηλεθέαση του «πολιτικού» ως η σύγχρονη µορφή συµµετοχής, στην
καλύτερη περίπτωση µπορεί να οδηγήσει στην κριτική αποτίµηση γεγονότων, πάντως
δύσκολα ανταποκρίνεται και προκρίνει ανάληψη ευθυνών και δράσης. Όταν η πολιτική
πλέον συµπεριλήφθηκε, ως ένα ακόµη θέαµα στην ροή του τηλεοπτικού
προγράµµατος, οι τηλεθεατές περιορίστηκαν στην παρατήρηση είτε επειδή συνειδητά

406
και απογοητευµένα προχώρησαν σε αυτήν την επιλογή είτε επειδή ασυνείδητα την
υιοθέτησαν λόγω του φόβου αποµόνωσης από την κοινή γνώµη, όπως επισήµανε το
µοντέλο της Noelle-Neumann. Κάπως έτσι επιβλήθηκε και η «ορθότητα» της κοινής
γνώµης που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ και η µεταγενέστερη «τυραννία της κοινής
γνώµης» που πολλοί αρθρογράφοι σχολιάζουν και που ουσιαστικά συνίσταται στην
αναζήτηση της κοινής γνώµης από τις τηλεοπτικά προβαλλόµενες δηµοσκοπήσεις οι
οποίες είναι επιδεκτικές σε κατασκευές και δεν αντανακλούν απαραίτητα την γνώµη
των πολιτών.
Η κεντρική θέση της τηλεόρασης στα πολιτικά δρώµενα ανέδειξε νέους
τρόπους προβολής της πολιτικής και µετασχηµάτισε, παράλληλα, ακόµη και την δοµή
των πολιτικών κοµµάτων που αντιλήφθηκαν ότι το παιχνίδι της αντιπροσώπευσης δεν
αφορά πλέον πολιτικές ιδεολογίες αλλά προσωποποιηµένες και µάλιστα θεαµατικές
αντιθέσεις πολιτικών προσώπων. Από την µια η αδιαφορία των πολιτών, από την άλλη
οι άτεγκτες γραφειοκρατικές δοµές των πολιτικών κοµµάτων σε συνδυασµό µε την
πρωσοπολατρεία της τηλεοπτικής οθόνης, συνέθεσαν το παράδοξο σκηνικό της
σύγχρονης α-πολιτικής «υπερ-πολιτικοποίησης». Παρατηρήθηκε αύξηση της πολιτικής
θεµατολογίας τόσο στα δελτία ειδήσεων όσο και στα πάνελ των τηλεοπτικών
εκποµπών και απουσία ουσιαστικού τηλεοπτικού λόγου, παράλληλα. Η υπερ-
πολιτικοποίηση, κυρίως ως υπερθέαµα, µε τις θεαµατικές τηλεοπτικές αψιµαχίες καίτοι
πρέσβευε τον εκδηµοκρατισµό του πολιτικού διαλόγου και την παράλληλη διεύρυνσή
του στις περισσότερες περιπτώσεις είχε αντίθετα αποτελέσµατα. Ο «Τηλεοπτικός
ελιτισµός» που επικρατεί ως φαινόµενο επιλογής και εναλλαγής στις οθόνες πολύ
συγκεκριµένων «τηλεγενών» προσώπων, οι οποίοι χρίζονται αντιπρόσωποι πολιτικών
κοµµάτων και ιδεολογιών αλλά στην πραγµατικότητα όλοι υπηρετούν τους κανόνες
της τηλεθέασης, είναι εµφανής. Η προσωποποίηση της πολιτικής προσέφερε την
οικειοποίηση των πολιτών µε τα τηλεοπτικά πρόσωπα και σε αρκετές περιπτώσεις και
την αποµυθοποίησή τους, σήµανε όµως, παράλληλα, την αποµάκρυνσή τους από τον
πραγµατικό πολιτικό λόγο.
Η αντινοµία των όρων της τηλεοπτικής δηµοκρατίας που διαφαίνεται σε όλο το
σώµα του κειµένου γίνεται πιο ξεκάθαρη στην κοινωνική διάσταση όπου
διαπιστώνουµε ότι σε οποιαδήποτε πρόταση ή θέση που επιχειρούµε να διατυπώσουµε

407
υπάρχει πάντα το αντίπαλο «δέος» της. Έτσι τα εννοιολογικά δίπολα είναι
αναπόφευκτα. Η µόνη απόφανση που ισχύει χωρίς να καθρεφτίζεται επάνω της το
αντίθετό της είναι η σύγχρονη «µετάλλαξη του πράττειν» η οποία δεν αµφισβητείται
ως αφετηριακή παράµετρος ανάλυσης. Ο χρόνος τηλεθέασης ως χρόνος που δαπανάται
από την καθηµερινή µας ζωή καθορίζει πρότυπα συµπεριφοράς, ζωής και πράξης.
Είναι τόσο ισχνή πλέον η διάκριση µεταξύ του πραγµατικού βιωµένου κόσµου και του
πλασµατικά πραγµατικού των ΜΜΕ, όπου η απόδραση από το εικονικό «είναι»,
φαίνεται µάλλον «φαντασιακή» ως δυνατότητα. Η σύγχυση µεταξύ δηµόσιου και
ιδιωτικού χώρου, η απώλεια κοινών βιωµάτων µε εξαίρεση τα τηλεοπτικά
«ψευδοβιώµατα» έχει οδηγήσει αναπόφευκτα στην «σύγκλιση των οριζόντων» όπως
πολύ χαρακτηριστικά παρατήρησε ο H. G. Gadamer. Στο τέλος τα αποµεινάρια του
άλλοτε έκρυθµου και ζωντανού κοινωνικού χώρου έχουν και αυτά αυτονοµηθεί και
υποταχθεί στις αρχές της ατοµικότητας.
Η µελέτη µας, αν και σχετικά πολυδιάσταστη, εκκινεί και καταλήγει από το ίδιο
σηµείο. Ξεκινήσαµε να εντοπίζουµε την παραφθορά της πολιτικής από τα ΜΜΕ µέσα
από την άρθρωση του πολιτικού λόγου. Η ελπίδα για µια σύγχρονη πολιτική αλλαγή
και εγρήγορση των συνειδήσεων ξεκινά πάλι από τον πολιτικό λόγο. Αν δεν
επαναεφεύρουµε τον πολιτικό λόγο ως σηµαίνων και σηµαινόµενο τότε η
επαναδιαπραγµάτευση του νοµικού µας πολιτισµού, του πολιτικού µας αυθορµητισµού
και του κοινωνικού µας πράττειν φαντάζει µάλλον µια απραγµατοποίητη ουτοπία.
Αφού, λοιπόν, τα προβλήµατα της σύγχρονης πολιτικής καθρεφτίζονται και
αναπαράγονται µέσα από τον πολιτικό λόγο οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής ή
αναµόρφωσης της παρούσας κατάστασης πρέπει να ξεκινήσει από αυτόν.
Το κύριο συµπέρασµα στο οποίο καταλήγουµε µέσα από την ανάλυση των
χαρακτηριστικών του πολιτικού λόγου είναι ότι πλέον δεν µιλάµε για σχέση πολιτικής
και ΜΜΕ αλλά για συνάρθρωση στο ίδιο επίπεδο. Η «διαµεσολαβηµένη πολιτική» δεν
είναι απλώς η πολιτική που διαµεσολαβείται επικοινωνιακά από τα ΜΜΕ, είναι επίσης
η πολιτική που παράγεται µε όρους και προϋποθέσεις διαµεσολάβησης. Ο πολιτικός
λόγος ακόµη και όταν δεν εκφέρεται µέσα από τα ΜΜΕ κατά την παραγωγή και
εκφορά του λαµβάνει σοβαρά υπόψη του την επικοινωνιακή συνιστώσα. Με άλλα
λόγια ακόµη και όταν δεν είναι τηλεοπτικό προϊόν προσδοκά ή αναµένει την

408
«τηλεοπτικοποίησή» του. Το κεφάλαιο της νοµικής και πολιτικής διάστασης
αποδεικνύει του λόγου το αληθές αφού ο κοινοβουλευτικός λόγος έχει επίσης αλωθεί
από την τηλεοπτική του µετάδοση, οι κοινοβουλευτικοί οµιλητές γνωρίζουν ότι η
οµιλία τους ενδέχεται να µεταδοθεί από την τηλεόραση και προσαρµόζουν ανάλογα
τον λόγο τους. Οι πολιτικοί οµιλητές στις ανοιχτές τους συγκεντρώσεις επίσης έχουν
υπόψη τους τον τηλεοπτικό παράγοντα. Αλλά ακόµη και όταν δεν γίνεται συνειδητή
επιλογή στην εκφορά πολιτικού λόγου συµβατού µε τους όρους της τηλεοπτικότητας,
αυτή η επιλογή υπάρχει ασυνείδητα αφού οι δοµές του τηλεοπτικού θεάµατος έχουν
παρέµβει, όπως είδαµε, στις «ριζικές φαντασιακές» του «πολιτικού» εν γένει και
φυσικά των πολιτικών εκπροσώπων του. Με άλλα λόγια, δεν νοείται ανάλυση
πολιτικού λόγου έξω από το επικοινωνιακό πεδίο, που πάντα ήταν σηµαντικό, λόγω
του δηµόσιου χαρακτήρα του πολιτικού λόγου, αλλά τώρα πλέον είναι και σχεδόν
προκαθορισµένο τόσο από την «γραµµατική» όσο και την πολιτική του µέσου.
Η τηλεοπτική δηµοκρατία ως εξέλιξη του εκσυγχρονισµού της πολιτικής
έκφρασης και διεύρυνσης των δυνατοτήτων συµµετοχής δεν ανταποκρίθηκε µε την
αναµενόµενη επιτυχία στις αρχικές προσδοκίες, γεγονός που αποδεικνύει ότι αν στην
χρήση ενός µέσου και µάλιστα µαζικού και επικοινωνιακού δεν δοθεί προσοχή και δεν
καθορισθούν εκ των προτέρων οι στόχοι και το πλαίσιο λειτουργίας του τότε τα
αποτελέσµατα µπορεί να είναι στον αντίποδα των επιθυµητών. Η προϊούσα
«τηλεοπτικοποίηση» του πολιτικού λόγου δεν αποτελεί την πλήρη επιβεβαίωση της
θέσης του Mc Luhan αλλά καταδεικνύει ότι η παραγωγή, δηµοσιοποίηση και
πρόσληψη του λόγου σε µια κοινωνία είναι συνιστώσες που τελούν υπό λειτουργική
συνάφεια µεταξύ τους. Συνιστώσες που εν πολλοίς εξαρτώνται από τους στόχους, τις
δοµές και τις προσδοκίες µιας κοινωνίας µέσα στην οποία εντάσσονται τα ΜΜΕ. ∆εν
µπορούµε να αναλύσουµε τις επιδράσεις των ΜΜΕ ως ανεξάρτητων µεταβλητών σε
ένα πολιτικό σύστηµα γιατί και αυτά εντάσσονται σε µια κοινωνική ιεραρχία και δοµή
η οποία λειτουργεί ως σύνολο.
Θεωρούµε, λοιπόν, ότι οι οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις των ΜΜΕ στην
Πολιτική είναι προϊόν της ανεξέλεγκτης διαδροµής και πορείας τους όπως και της
απουσίας αρχικών στόχων και θεσµικών πλαισίων. Η τηλεόραση, όπως παλαιότερα και
το ραδιόφωνο και σήµερα το ∆ιαδίκτυο, µπορούν και έχουν προσφέρει στον

409
εκδηµοκρατισµό των σύγχρονων ανεπτυγµένων κοινωνιών µε όσα προβλήµατα και αν
δηµιούργησαν. Αυτό που θα δώσει άλλη πνοή και θα ελαχιστοποιήσει, κατά την γνώµη
µας, τις παρενέργειές τους είναι η επαναδιατύπωση και ο επανακαθορισµός της
κοινωνικής φαντασίωσης, ή των κοινωνικών φαντασιακών όπως τις ονοµάζει ο Κ.
Καστοριάδης.

410
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ- ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Α. Έλληνες συγγραφείς

Άνθιµου, Κ., «Το δικαίωµα πληροφοριακού αυτοκαθορισµού του ατόµου ως


έκφανση του δικαιώµατος επί της προσωπικότητας», Κριτική επιθεώρηση
1, 1998, σελ. 155-179.
Αλιβιζάτος, Ν., Ο αβέβαιος εκσυγχρονισµός και η θολή συνταγµατική
αναθεώρηση, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2001.
Ανδρουλάκης, Ν., Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα 1994.
Ανδρουτσόπουλος, Ν., «Οι αρχές της αντικειµενικότητας και της ισότητας (αρ.
15 παρ 2 Συντάγµατος) και η πληροφόρηση κατά τον εκλογικό αγώνα των
κοµµάτων», ΤοΣ 12/1986, σελ.70-80.
Ανθόπουλος, Χαράλ. «Όψεις της συνταγµατικής δηµοκρατίας στο παράδειγµα
του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγµατος», στο: Τσάτσος, ∆.Θ./Ευ.
Βενιζέλος,& Ξ.Ι. Κοντιάδης (επιµ).Το Νέο Σύνταγµα: Πρακτικά Συνεδρίου
για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1975/1986/2001, σελ.153-179.
Βέλτσος, Γ., Σηµειολογία των πολιτικών θεσµών, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1974.
Βέλτσος, Γ., Για την Επικοινωνία, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1985.
Βενιζέλος. Ε., Η ραδιοτηλεοπτική έκρηξη, Συνταγµατικό πλαίσιο και νοµοθετικές
επιλογές. εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989.
Βενιζέλος, Ε., Μαθήµατα Συνταγµατικού ∆ικαίου Ι, εκδ. Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη 1991.
Βενιζέλος. Ε., Η συναινετική αναθεώρηση. Αναθεώρηση του Συντάγµατος και
αναβίωση της πολιτικής, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 1996.
Βενιζέλος, Ε., Το Αναθεωρητικό Κεκτηµένο Το συνταγµατικό φαινόµενο στον
21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2002.
Βενιζέλος, Ε., «Από την αντιπροσωπευτική στην Ψηφιακή ∆ηµοκρατία. Η
∆ηµοκρατία ως πεδίο της νέας πολιτικής», Ελληνική Επιθεώρηση
Πολιτικής Επιστήµης, τχ. 22, ∆εκέµβριος 2003, σελ.30-52.

411
Βερναρδάκης, Χρ. (επιµ) Η Κοινή Γνώµη στην Ελλάδα, Έρευνες-
∆ηµοσκοπήσεις, «Νέα Σύνορα», εκδ. οργανισµός Λιβάνη, Αθήνα 2000.
Βιδάλης, Τ. «Νέα ∆ικαιώµατα στο Σύνταγµα: ένας απολογισµός», στο: Τσάτσος,
∆.Θ., /Ευ. Βενιζέλος & Ξ.Ι. Κοντιάδης (επιµ).Το Νέο Σύνταγµα: Πρακτικά
Συνεδρίου για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1975/1986/2001, Εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2000, σελ. 75-81.
Γέροντας, Απ., Η ηλεκτρονική επεξεργασία των προσωπικών πληροφοριών, ΤοΣ,
1989, σελ. 58-94.
Γέροντας, Απ., Πληροφορική και ∆ίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991.
Γέροντας, Απ., Το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης των πληροφοριών. Υπερβολή ή
αναγκαιότητα; ΤοΣ, 1/1997, σελ. 849-867.
∆αγτόγλου, Π., Ατοµικά ∆ικαιώµατα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2005.
∆εληγιάννη, E., Ηθική των ΜΜΕ. ∆ηµοσιογραφική ∆εοντολογία, εκδ. Σιδέρη,
Αθήνα 2004.
∆εληγκιαούρη, Α., «Η προστασία του ιδιωτικού βίου (επικοινωνιακού
απορρήτου) από την αξιοποίηση στην πολιτική και ποινική δίκη αποδείξεων
που αποκτήθηκαν παράνοµα», αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή εργασία στο
Συνταγµατικό ∆ίκαιο, Θεσσαλονίκη 21-02-2002.
Deligiaouri, A., “Mediated Politics in Representative Democratic Regimes: The
Transformation of Ideology and Depolitisization of Voters”, IAMCR, Cairo,
23-28 July 2006, Conference Proceedings, σελ. 387-392.
Deligiaouri, A. & Z. Papadimitriou, «The Cultural Identity of Homo-Videns in
Mediated City Spaces», Linkoping University Electronic Press, Conference
Proceedings, Sweden 2007, www.ep.liu.se/ecp/020, σελ.139-148.
∆εµερτζής, Ν., Κουλτούρα, Νεωτερικότητα, Πολιτική Κουλτούρα, εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα 1989.
∆εµερτζής, Ν., «Πολιτική δηµοσιότητα, πρόσωπα και τηλεόραση: η σχέση
δηµόσιου-ιδιωτικού στην εποχή της κοινωνίας του θεάµατος», στο Ίδρυµα
Σάκη Καράγιωργα, Όρια και Σχέσεις ∆ηµοσίου και Ιδιωτικού, Αθήνα 1996,
σελ. 539-552.

412
∆εµερτζής, Ν. & Θ. Λίποβατς, ∆οκίµιο για την Ιδεολογία. Ένας διάλογος της
κοινωνικής θεωρίας µε την ψυχανάλυση, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1998.
∆εµερτζής, Ν. & Α. Αρµενάκης, Το Κοινοβούλιο στον Τύπο και την Τηλεόραση.
Η εικόνα τη Βουλής των Ελλήνων στον Τύπο και η σχέση των Βουλευτών
µε την τηλεόραση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1999.
∆εµερτζής, N., Πολιτική Επικοινωνία, ∆ιακινδύνευση, ∆ηµοσιότητα, εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα 2002.
∆εµερτζής, Ν. (επιµ.), Η Πολιτική Επικοινωνία στην Ελλάδα, εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα 2002.
∆εµερτζής, Ν., & Α. Αρµενάκης «Πολιτική (κυβερνο)κουλτούρα. Πολιτική
χρήση και αξιοπιστία του ∆ιαδικτύου», στο: Παναγιωτοπούλου, Ρ. (επιµ),
Η Ψηφιακή Πρόκληση, ΜΜΕ και ∆ηµοκρατία, εκδ. Τυπωθήτω- Γιώργος
∆αρδάνος, Αθήνα 2003, σελ. 253-277
∆εµερτζής, Ν. «Λαϊκισµός και Μνησικακία. Μια συµβολή της (πολιτικής)
κοινωνιολογίας των συγκινήσεων», ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τεύχος
12/2004, σελ. 75-114.
∆εµερτζής, Ν. /Τ. Καπέλου & Παναγ. Τσιλιγιάννης «Οι κοινοβουλευτικές
ειδήσεις στην ελληνική τηλεόραση», στο Ζητήµατα Επικοινωνίας,
Αφιέρωµα: Όψεις της Πολιτικής Επικοινωνίας», τχ. 3/2005, σελ. 36-57
∆ερτούζος, Μιχ., Τί µέλλει γενέσθαι: Πώς ο νέος κόσµος της πληροφορικής θα
αλλάξει την ζωή µας, (µτφρ. Κρίστυ Κουνινιώτη), «Νέα Σύνορα», εκδ.
οίκος Λιβάνη, Αθήνα 1998.
∆ηµητράτος, Ν., Περί αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική δίκη, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 1992
∆ιαµαντόπουλος, Θ., Η κρίση του κοµµατικού φαινοµένου, εκδ. Aντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα –Κοµοτηνή 1995
∆ιεθνές Συνέδριο της ∆ιεθνούς Ένωσης Έρευνας Μέσων και Επικοινωνίας
(∆ΕΕΜΕ) (International Association for Media and Communication
Research- IAMCR) που πραγµατοποιήθηκε στο Κάιρο, 23-28 Ιουλίου 2006,
25th Conference and General Assembly Proceedings, Political
Communication Section, Sessions 4,5.

413
∆όνος, Π., «Η συνταγµατική κατοχύρωση του δικαιώµατος προστασίας του
πολίτη από την επεξεργασία των προσωπικών του δεδοµένων και της
αντίστοιχης ανεξάρτητης αρχής», στο: Παπαδηµητρίου, Γ., (επιµ)
Αναθεώρηση του Συντάγµατος και Εκσυγχρονισµός των θεσµών, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2000, σελ. 107-117.
∆ωρής, Φ., Ερµηνεία των Νόµων µε αναγωγή στις συνταγµατικές διατάξεις στη
νοµολογία των πολιτικών δικαστηρίων, Ελλ∆νη, 1991 σ. 773 επ.
(Χαριστήρια Ι. ∆εληγιάννη, Επιστηµ. Επετηρ. Σχολ. Νοµ. Οικ. Επιστ, 1992,
σελ. 65-89).
Ζέρη, Π., Θεσµοί εποπτείας στο ραδιοτηλεοπτικό σύστηµα, εκδ. Οδυσσέας,
Αθήνα 1996.
Ηλιοπούλου- Στράγγα, Τζ., Η τριτενέργεια των ατοµικών και κοινωνικών
δικαιωµάτων του Συντάγµατος 1975, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κοµοτηνή 1990.
Ιγγλεζάκης, Ι., Ευαίσθητα Προσωπικά ∆εδοµένα. Η επεξεργασία ειδικών
κατηγοριών προσωπικών δεδοµένων και οι συνέπειές τους, εκδ. Σάκκουλα,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003.
Ιντζεσίλογλου, Ν., Κοινωνιολογία του ∆ικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη
1990.
Ιντζεσίλογλου, Ν., Κοινωνία και Νέα Τεχνολογία: δοκίµια βιοµηχανικής
κοινωνιολογίας, ανθρωπίνων σχέσεων και κοινωνιολογίας των
επαγγελµάτων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1992.
Καβουλάκος, Κ., Γιούργκεν Χάµπερµας: Τα θεµέλια του Λόγου και της κριτικής
κοινωνικής θεωρίας, εκδ. Πόλις ΕΠΕ, Αθήνα 1996.
Κάβουρας, Γ., Το Τεκµήριο Αθωότητας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κοµοτηνή 2003.
Καϊσης, Αθαν., Παράνοµα αποδεικτικά µέσα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1986
Καµίνης Γ., Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των
ατοµικών δικαιωµάτων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998.

414
Καµτσίδου, Ιφ., «Η αναζήτηση του θεµελίου της ρυθµιστικής εξουσίας του
Εθνικού συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης µεταξύ των άρθρων 43 παρ. 2 και
15 του Συντάγµατος», ΤοΣ 3/1996, σελ.645-666.
Καπέλου, T., «Ζητήµατα ικανότητας. Η συναισθηµατική παράµετρος της
αξιολόγησης των πολιτικών», το ∆εµερτζής, Ν. (επιµ.), Η Πολιτική
Επικοινωνία στην Ελλάδα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002.
Κασιµάτης, Γ., «Το ασυµβίβαστο του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού
µετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχειρήσεων Μέσων Ενηµέρωσης
σε σχέση µε τις αντίστοιχες ιδιότητες προσώπων που αναλαµβάνουν την
εκτέλεση έργων ή προµηθειών και την παροχή υπηρεσιών του δηµοσίου και
νοµικών προσώπων του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα», ΤοΣ 2/2003, στο
δικτυακό τόπο http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria/print.php?id=847.
Καστοριάδης, Κ., Η Φαντασιακή Θέσµιση της Κοινωνίας, (µτφρ. Σωτήρης
Χαλικιάς, Γιούλη Σπαντιδάκη, Κώστας Σπαντιδάκης), 12η έκδοση, εκδ.
Κέδρος, Αθήνα 2006.
Καϊτατζή- Γουϊτλοκ, Σ., «∆ικαίωµα απάντησης και ‘αυτορρύθµιση’ στην
τηλεόραση, ΤοΣ, 3-4/1999, σελ. 469-498.
Καϊτατζή- Γουϊτλοκ, Σ., Η επικράτεια των πληροφοριών, εκδ. Κριτική, Αθήνα
2003.
Καράκωστας, Ι., Προσωπικότητα και Τύπος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα
2000.
Καράκωστας, Ι., Το ∆ίκαιο των ΜΜΕ, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή
2003.
Καράκωστας, Ι., «Προστασία της ιδιωτικότητας στην Κοινωνία της
Πληροφορίας», ∆ιΜΕ&Ε, 1/2004, σελ. 54-58.
Καρβούνης, Αντ., Εισαγωγή στην οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους, εκδ.
Πατάκη, Αθήνα 2004.
Κατραµάδος, ∆., Προστασία του ατόµου από την επεξεργασία προσωπικών
δεδοµένων (Ν. 2472/1997) ∆τΑ 3/1999, σελ. 577-610.

415
Κατρούγκαλος, Γ. Σ., Το Κοινωνικό Κράτος της Μεταβιοµηχανικής Εποχής,
Θεσµοί Παροχικής ∆ιοίκησης και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα στον Σύγχρονο
Κόσµο, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998.
Καφετζής, Π., «Πολιτική Επικοινωνία, Πολιτική Συµµετοχή και κρίση της
πολιτικής», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήµης, τχ. 9/1997, σελ.
168-178.
Καψωµένος, Ερ. Γ. & Γρηγ. Πασχαλίδης (επιµ). Η ζωή των σηµείων, Τρίτο
Πανελλήνιο Συνέδριο Σηµειωτικής (Ιωάννινα, 26-29 Οκτωβρίου 1989), εκδ.
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996.
Κική, Γ., Η ελευθερία των οπτικοακουστικών µέσων (υπό το πρίσµα της
Συνταγµατικής αναθεώρησης του 2001), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2003.
Κιτροµηλίδης, Π., Νεότερη Πολιτική Θεωρία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κοµµοτηνή, 1996.
Κοµνηνού, Μ. & Χρ. Λυριντζής, (επιµ.) Κοινωνία, Εξουσία & Μέσα Μαζικής
Επικοινωνίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1988.
Κοντιάδης, Ξ., «Η οριοθέτηση της σχέσης πολιτικής εξουσίας και µέσων µαζικής
ενηµέρωσης. Πλουραλισµός και ∆ιαφάνεια στο επικοινωνιακό σύστηµα
κατά τα άρθρα 14 και 15 του Νέου Συντάγµατος», στο: Τσάτσος, ∆.Θ./ Ευ.
Βενιζέλος & Ξ.Ι. Κοντιάδης (επιµ) Το Νέο Σύνταγµα: Πρακτικά Συνεδρίου
για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1975/1986/2001, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα - Κοµοτηνή 2000, σελ. 265-319.
Κουτούπα- Ρεγκάκου, Ευαγγ., Αόριστες και τεχνικές έννοιες στο ∆ηµόσιο
∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997
Κρουσταλάκης, Ευάγγ., ∆ικαιοσύνη και Κοινωνία σε διάλογο, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα 1998.
Κωνσταντινίδης, Α., «Ποινική ∆ίκη και Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης», ∆ίκη 28
1997, σελ.79-86.
Κωνσταντόπουλος, Ν., Εισήγηση στο συνέδριο του Τµήµατος ∆ηµοσιογραφίας
και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, που διεξήχθη
στην Θεσσαλονίκη, στις 3-5 Νοεµβρίου 2006 µε θέµα: «Πολιτισµός των

416
ΜΜΕ- Πολιτισµός στα ΜΜΕ». Η εισήγηση έγινε στο πλαίσιο συζήτησης
σε Στρογγυλό τραπέζι µε θέµα «Πολιτιστική Πολιτική για τα µέσα
επικοινωνίας».(αδηµοσίευτη).
Κωνσταντοπούλου, Χρ., Θέµατα Μεταµοντέρνας Επικοινωνίας, εκδ. οίκος
Αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995.
Κωστούλα-Μακράκη, Ν., Γλώσσα και Κοινωνία. Βασικές έννοιες, εκδ.
Μεταίχµιο, Αθήνα 2001.
Κωτσικοπούλου, Β., «Εκλογές & ∆ιαδίκτυο: Η περίπτωση του Ηνωµένου
Βασιλείου και της Ελλάδας», στο ∆εµερτζής, Ν., (επιµ.), Η Πολιτική
Επικοινωνία στην Ελλάδα., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002, σελ. 173-211.
Λέκκας, Π., Η Εθνικιστική Ιδεολογία, Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική
κοινωνιολογία, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 1996.
Λεξικό Κοινωνικών Επιστηµών (υπό την αιγίδα της UNESCO), εκδ. Ελληνική
Παιδεία Α.Ε., Αθήνα 1972, τοµ. 2.
Λιβιεράτος, Κ & Τ. Φραγκούλης (επιµ.), Το µήνυµα του µέσου. Η έκρηξη της
µαζικής επικοινωνίας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991.
Λιβιεράτος, Κ & Τ. Φραγκούλης (επιµ.), Η κουλτούρα των µέσων. Μαζική
κοινωνία και Πολιτιστική βιοµηχανία, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994.
Λίποβατς, Θ., Ψυχανάλυση-Φιλοσοφία-Πολιτική Κουλτούρα. ∆ιαπλεκόµενα
Κείµενα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1996.
Μαθιουδάκης, Μ.Ι., Οι ειδήσεις στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, Κέντρο
Ελευθέρων – Φιλοσοφικών- Κοινωνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1990.
Μακρής, Σπ., «Πολιτική Φιλοσοφία και Νεωτερικότητα. Από το Φιλελεύθερο
στο ∆ίκαιο Κράτος», Φιλελεύθερη Έµφαση, τχ. 7/2001, σελ. 70-87.
Μανιτάκης, Αντ., Η τριτενέργεια, µια περιττή για την ελληνική έννοµη τάξη
έννοια, Χρονικά, Ίδρυµα Μαραγκοπούλου, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα 1991,
σελ. 289-320.
Μανιτάκης, Αντ., Η επίδραση του Συντάγµατος στις ιδιωτικές έννοµες σχέσεις,
Χαριστήρια Ι. ∆εληγιάννη, Επιστηµονική Επετηρίδα Τµήµατος Νοµικής,
Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, ΝΟΜΟΣ, Θεσσαλονίκη
1992, σελ. 247-284.

417
Μανιτάκης, A., Κράτος ∆ικαίου και ∆ικαστικός Έλεγχος της Συνταγµατικότητας,
Ι, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1994.
Μανιτάκης, Α., «Κριτική θεώρηση της πρότασης αναθεώρησης του αρ. 15 Σ»,
ΤοΣ 6/2000, σελ. 1019-1035.
Μανιτάκης, A., Το Σύνταγµα της Ελλάδος 1975/1986/2001, (πρόλογος Αντ.
Μανιτάκη), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2001.
Μανιτάκης, Α., «Η συνταγµατικότητα της νοµοθετικής απαλλαγής από το
‘ασυµβίβαστο’ του αρ. 14 παρ. 9 εδ. στ΄ του Συντάγµατος των ‘συζύγων’
και των ‘συγγενών’, εφ’ όσον αποδείξουν την οικονοµική τους αυτοτέλεια»,
στο δικτυακό τόπο ΤοΣ 2/2003, http://tosyntagma.ant-
sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=848.
Μανιτάκης, A., Ελληνικό Συνταγµατικό ∆ίκαιο Ι, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα,
Θεσσαλονίκη 2004.
Μανιτάκης, Α. & Ιφ. Καµτσίδου, «Η ελευθερία της επικοινωνίας ως δηµόσιο
δικαίωµα και ως αξία του ελληνικού και του ευρωπαϊκού νοµικού
πολιτισµού», στο ΜΜΕ και Πολιτισµός, εισηγήσεις συνεδρίου, εκδ.
Εντελέχεια, Αθήνα 2004, σελ. 203-211.
Μανωλεδάκης, Ι., «Τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης στην ποινική δίκη»,
∆ικαιοσύνη και µέσα µαζικής ενηµέρωσης, 1ο Νοµικό Συνέδριο Συλλόγου
Αποφοίτων Κολεγίου Αθηνών, (2-3/12/1994), «∆ικαιοσύνη και ΜΜΕ»,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1994, σελ. 91-95.
Μαυρής, Γ., «Οι τάσεις αποδόµησης/µετασχηµατισµού του µεταπολιτευτικού
κοµµατικού συστήµατος», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήµης, τχ.
9, 1997, σελ. 179-196.
Μαυριάς, Κ., Το συνταγµατικό δικαίωµα ιδιωτικού βίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα 1982.
Μήτρου, Ευ., «Προστασία προσωπικών δεδοµένων, ένα νέο δικαίωµα;» στο:
Τσάτσος, ∆.Θ./ Ευ. Βενιζέλο & Ξ. Κοντιάδη (επιµ) Το νέο Σύνταγµα.
Πρακτικά συνεδρίου για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1975/1986/2001,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2001, σελ. 83-103.

418
Metallinos, N., Television Aesthetics, Perceptual, Cognitive and Compositional
Bases, Lawrence Erlbaum Associates/Publishers, Mahwah, NJ 1996.
Μεταξάς, Α.-Ι.∆., Πολιτική Επικοινωνία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1976.
Μεταξάς, Α.-Ι.∆., Προεισαγωγικά για τον πολιτικό λόγο, ∆εκατέσσερα µαθήµατα
για το στυλ, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2001.
Μεταξάς, Α.-Ι.∆., «Αρχές, µορφές και θεµελιώδεις διακρίσεις του πολιτικού
λόγου», Η Πολιτική Επικοινωνία στην Πράξη/2, Τα Σεµινάρια της
Λέγειν&Πράττειν, Μεταµεσονύκτιες εκδόσεις ΕΠΕ, Αθήνα 2004, σελ. 94-
103.
Μπασλής, Γ., Κοινωνιογλωσσολογία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000.
Ναυρίδης, Κλ./ Γ. ∆ηµητρακόπουλος & Γρηγ.Πασχαλίδης, (επιµ) Τηλεόραση και
Επι-κοινωνία, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998.
Οικονόµου, Αλ., «Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. ∆έκα χρόνια θεσµικής
ακροβασίας- Με αφορµή την απόφαση ΣτΕ 944/1999», ΤοΣ, 3-4/1999, σελ.
555-578.
Οικονόµου, Αλ., «Η συνταγµατική κατοχύρωση του Εθνικού Συµβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης και η αναθεώρηση του άρθρου 15 του Συντάγµατος»,
στο: Παπαδηµητρίου, Γ., (επιµ) Αναθεώρηση του Συντάγµατος και
Εκσυγχρονισµός των θεσµών, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή
2000, σελ. 117-143.
Παναγιωτοπούλου, Ρ., (επιµ.), Η «κατασκευή» της πραγµατικότητας και τα µέσα
µαζικής ενηµέρωσης. Πρακτικά ∆ιεθνούς Συνεδρίου που διοργανώθηκε από
το Τµήµα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης του
Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998.
Παναγιωτοπούλου, Ρ., (επιµ.), Η Ψηφιακή Πρόκληση, ΜΜΕ και ∆ηµοκρατία,
εκδ. Τυπωθήτω- Γιώργος ∆αρδάνος, Αθήνα 2003.
Παπαδηµητρίου, Γ., (επιµ) Αναθεώρηση του Συντάγµατος και Εκσυγχρονισµός
των θεσµών, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2000.
Papadimitriou, Ζ., «Zum Verhaeltnis von Technik Arbeitsorganisation and
Gesellschaftlichen Interessenlagen», («Αναφορικά µε τη σχέση τεχνικής
οργάνωσης της εργασίας και κοινωνικών συµφερόντων») στο: G. Brandt et

419
al, Computer und Arbeitsprozess, Campus-Verlag, Frankfurt | M|, New
York 1978, σελ. 6-22.
Παπαδηµητρίου, Ζ., Ο Ευρωπαϊκός Ρατσισµός. Εισαγωγή στο φυλετικό µίσος,
εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2000.
Παπαδηµητρίου, Ζ., Μεταµοντέρνα Αδιέξοδα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη
2002.
Παπαδηµητρίου, Ζ., Παρεµβάσεις, Σύγχρονοι Ορίζοντες, Θεσσαλονίκη 2006.
Παπαθανασόπουλος, Στ., Απελευθερώνοντας την Τηλεόραση, εκδ. Καστανιώτη,
Αθήνα 1993.
Παπαθανασόπουλος, Στ., Η δύναµη της τηλεόρασης: Η λογική του µέσου και η
αγορά, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997.
Παπαθανασόπουλος, Στ., «Τηλεόραση και εκλογές στην Ελλάδα τη δεκαετία
1990-2000», στο ∆εµερτζής, Ν., (επιµ.) Η Πολιτική Επικοινωνία στην
Ελλάδα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002, σελ. 39-95.
Παπαθανασόπουλος, Στ., Η τηλεόραση στον 21ο αιώνα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα
2005.
Πάσσα, Κ., «Η Τηλεοπτική Εκκλησία του ∆ήµου. Το «Συµβόλαιο
Επικοινωνίας», στην Πολιτική Επικοινωνία, στο: ∆εµερτζής, Ν., (επιµ.) Η
Πολιτική Επικοινωνία στην Ελλάδα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002, σελ.
367-413.
Πασχαλίδης, Γρηγ., «Τηλεοπτικός λόγος και αφηγηµατικός χώρος», στο
Ναυρίδης, Κλήµης/ Γιάννης ∆ηµητρακόπουλος & Γρηγόρης Πασχαλίδης,
(επιµ.) Τηλεόραση και Επι-κοινωνία, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη
1998, σελ. 175-193.
Πασχαλίδης, Γρηγ., «Ο ορισµός της κουλτούρας και του πολιτισµού ως
ηγεµονική πρακτική: προς µια γενεαλογία των εννοιών της κουλτούρας και
του πολιτισµού», στο Πασχαλίδης, Γρηγ.& Ε. Χοντολίδου (επιµ)
Σηµειωτική και Πολιτισµός: Κουλτούρα-Λογοτεχνία-Επικοινωνία, τόµος Ι,
εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 25- 42.

420
Πασχαλίδης, Γρηγ.& Ε. Χοντολίδου, (επιµ.) Σηµειωτική και Πολιτισµός:
Κουλτούρα-Λογοτεχνία-Επικοινωνία, τόµος Ι, εκδ. Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη 2001.
Πασχαλίδης, Γρηγ.& Ε. Χοντολίδου, (επιµ.) Σηµειωτική και Πολιτισµός:
Ιδεολογία-Επιστήµη-Τέχνη-Αρχιτεκτονική, τόµος ΙΙ, εκδ. Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη 2001.
Πάσχος, Γ., Πολιτική ∆ηµοκρατία και Κοινωνική Εξουσία, 2η έκδοση, εκδ.
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1981.
Πατεράκης, Σ., «Η δυνατότητα αξιολόγησης στην πολιτική και ποινική δίκη
αποδείξεων που αποκτήθηκαν παράνοµα ή κατά παράβαση συνταγµατικών
διατάξεων», ΝοΒ 1983,(31) σελ. 1123-1129.
Παυλίδου, Θ., Επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη
1997.
Πετµεζίδου, Μ., Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τόµος 1, Πανεπιστηµιακές
εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
Πλαγιανάκος, Γ., Η Τηλεοπτική Μετάδοση της ∆ίκης, εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα 2002.
Πλειός, Γ., Ο λόγος της ιδεολογίας, Ιδεολογία και Πολιτική, εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα 2001.
Πλειός, Γ., «Η ιδιωτικοποίηση των ΜΜΕ και η διαµόρφωση του (τηλεοπτικού)
πολιτικού λόγου», στο: ∆εµερτζής, Ν. (επιµ.), Η Πολιτική Επικοινωνία
στην Ελλάδα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002,σελ. 235-281.
Πλειός, Γ. & Στ. Παπαθανασόπουλος, (εισ.) στο Garnham, Nicholas,
Χειραφέτηση και Νεωτερικότητα. Ο ρόλος των Μέσων Μαζικής
Επικοινωνίας, (µτφρ. Κάτια Μεταξά), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003.
Πλειός, Γ., «Ψηφιακή τεχνολογία και εικονική ιδεολογία: από την πολιτική
δράση στην αισθητική στάση», στο: Παναγιωτοπούλου, Ρ. (επιµ), Η
Ψηφιακή Πρόκληση, ΜΜΕ και ∆ηµοκρατία, εκδ. Τυπωθήτω- Γιώργος
∆αρδάνος, Αθήνα 2003, σελ. 229-243.

421
Πλειός, Γ., (εισαγωγή) στο Shanahan, James &Michael Morgan Η Τηλεόραση, Η
πραγµατικότητα και το Κοινό, (µτφρ. Γιώτα Καραµπίνη), εκδ. Πολύτροπον,
Αθήνα 2006.
Πουλαντζάς, Ν. Α., Πολιτική εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, (µτφρ. Λ.
Χατζηπροδροµίδης), τόµος β, β’ έκδοση, εκδόσεις Θεµέλιο, Αθήνα 1975.
Ράλλη, Α. & Κ. Αργυρόπουλος, Η Νοµοθεσία των Τηλεπικοινωνιών, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµµοτηνή 2001.
Σακελλαρόπουλος, Σ. & Π. Σωτήρης, «Ο µετασχηµατισµός των σύγχρονων
πολιτικών κοµµάτων και η ανάδυση του κόµµατος-δικτύου. Η περίπτωση
του ΠΑΣΟΚ», ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, τεύχος 1, 2005, εκδ. Σάκκουλα,
σελ. 102-119.
Σαρτζετάκης, Νεκτ., «Πολιτική Επικοινωνία στο ∆ιαδίκτυο. Η περίπτωση της
Ελλάδας στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2000», στο:
Παναγιωτοπούλου, Ρ. (επιµ), Η Ψηφιακή Πρόκληση, ΜΜΕ και
∆ηµοκρατία, εκδ. Τυπωθήτω- Γιώργος ∆αρδάνος, Αθήνα 2003, σελ. 277-
297.
Σεραφετινίδου, Μ., Εισαγωγή στην Πολιτική Κοινωνιολογία, εκδ. Gutenberg,
Αθήνα 2004.
Σεραφετινίδου, Μ., Κοινωνιολογία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, Ο ρόλος
των Μέσων στην αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισµού, εκδ.
Gutenberg, Αθήνα 2005.
Σετάτος, Μιχ., «Άφωνος λόγος, αποσιώπηση και σιωπή», στο Πασχαλίδης,
Γρηγ.& Ε. Χοντολίδου (επιµ), Σηµειωτική και Πολιτισµός: Κουλτούρα-
Λογοτεχνία-Επικοινωνία, τόµος Ι, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001.
σελ. 203-211.
Σπηλιωτόπουλος, Ε., Εγχειρίδιο ∆ιοικητικού ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα 2005.
Σπουρδαλάκης, Μ., Για τη θεωρία και τη µελέτη των πολιτικών κοµµάτων, εκδ.
Εξάντας, Aθήνα 1990.
Stavrakakis, Y., Lacan and the Political, Routledge, London and New York 1999.

422
Σωτηρέλης, Γ., Σύνταγµα και ∆ηµοκρατία στην εποχή της Παγκοσµιοποίησης,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2000.
Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό Ζ΄ έκδοση 1993.
Τρικούκης, Μ., Πολιτική και φιλοσοφία στον Γκράµσι, εκδ. Εξάντας, Αθήνα
1985.
Τσαρδάκης, ∆., Μαζική επικοινωνία και πραγµατικότητα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
1990.
Τσάτσος, ∆.Θ. /Β. Σκουρής, & Φ. Σπυρόπουλος, (γνωµοδότηση), «Ελευθερία του
τύπου και προστασία του ατόµου από την επεξεργασία προσωπικών
πληροφοριών», ΤοΣ 3/1998, σελ. 497-518.
Τσάτσος, ∆.Θ., /Ευ. Βενιζέλος & Ξ.Ι. Κοντιάδης, (επιµ).Το Νέο Σύνταγµα:
Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1975/1986/2001,
Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2000.
Τσάτσος, ∆.Θ. & Ξ.Ι. Κοντιάδης, (επιµ.) Το Μέλλον των Πολιτικών Κοµµάτων,
εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2003.
Τσεβάς, Αθαν., «Η εφαρµογή του νόµου για την προστασία του ατόµου από την
επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα στον τύπο και την
ραδιοτηλεόραση», Κριτική Επιθεώρηση, 1/1998, σελ. 181-246.
Φραγκουδάκη, Α., Γλώσσα και Ιδεολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1999.
Χαραλάµπης, ∆., ∆ηµοκρατία και Παγκοσµιοποίηση. Η έννοια του ανθρώπου
στη Νεωτερικότητα: Πραγµατική Αφαίρεση και ορθός λόγος, Ίδρυµα Σάκη
Καράγιωργα, Αθήνα 1998.
Χρυσόγονος, Κ., Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κοµοτηνή 1998.
Χρυσόγονος, Κ., «Οι Ανεξάρτητες Αρχές στο Σχέδιο της Επιτροπής
Αναθεώρησης του Συντάγµατος», ΤοΣ, 6/2000, σελ. 1163-1176.
Χρυσόγονος, Κ., Μια Βεβαιωτική Αναθεώρηση. Η αναθεώρηση των διατάξεων
του Συντάγµατος για τα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 2000.
Χρυσόγονος, Κ., Συνταγµατικό ∆ίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη
2003.

423
Ψύλλα, Μ., Η Πολιτική ως ∆ράση και Λόγος, εκδ. Τυπωθήτω – Γ. ∆αρδάνος,
Αθήνα 2003.

B. ΞΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ (στο πρωτότυπο ή από µετάφραση)

Abercrombie, N. & Br. Longhurst, Audiences, A Sociological Theory of


Performance and Imagination, Sage Publications, London, Thousand Oaks,
New Delhi 1998.
Adorno, Th., « Η τηλεόραση και η διαµόρφωση της µαζικής κουλτούρας», στο
Λιβιεράτος, Κ. & Τ. Φραγκούλης, (επιµ.) Η κουλτούρα των µέσων. Μαζική
κοινωνία και Πολιτιστική βιοµηχανία, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994,σελ.
89-117.
Adorno, Th., “Culture Industry Reconsidered”, στο: Marris, P., & S. Thornham,
(eds), Media studies. A reader, (2nd edition), Edinburgh University Press,
1999, σελ. 31-38.
Aitchison, J. & Diana M. Lewis (eds), New Media Language, Routledge, London
and New York 2004.
Almond, G. A., & S. Verba, The Civic Culture, Political Attitudes and
Democracy in Five Nations, Sage Publications, Newbury Park, London,
New Delhi 1989.
Althusser, L, Lenin and Philosophy and Other Essays, New Left Books, London
1971.
Althusser, L, & E. Balibar, Reading Capital, Verso, London 1979.
Althusser, L, Θέσεις (1964-1975), (µτφρ.Ξ. Γιαταγάνας), εκδ. Θεµέλιο, δ’
έκδοση, Αθήνα 1983.
Anderson, B., Imagined Communities: Reflections on the Origins and Spread of
Nationalism (revised edition), Verso, London 1991.
Anderson, P., Ο ∆υτικός Μαρξισµός, µτφρ. Αλέκος Ζάννας, επιµ. Γιάννης
Κρητικός, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1978.
Arendt, H., Η Ανθρώπινη Κατάσταση (vita activa), (µτφρ. Στ. Ροζάνης- Γερ.
Λυκιαρδόπουλος), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1986.

424
Arendt, H., «Κοινωνία και κουλτούρα», στο: Λιβιεράτος, Κ & Τ. Φραγκούλης
(επιµ.) Η κουλτούρα των µέσων. Μαζική κοινωνία και Πολιτιστική
βιοµηχανία, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σελ. 121-137.
Arterton, F.C., Teledemocracy: Can technology Protect Democracy? Sage
Publications, London 1987.
Arnold, Th., The Symbols of Government, Harcourt, Brace & Jovanovich, New
York 1962.
Αustin, J.P., How to do things with words, Oxford University Press, London,
Oxford, New York 1962.
Ball, A. R. & B. Guy Peters, Σύγχρονη Πολιτική και ∆ιακυβέρνηση, εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα 2001.
Ball, T., Transforming Political Discourse; Political Theory and Critical
Conceptual Theory, Basil Blackwell, Oxford 1988.
Barthes, R., Μυθολογίες, Μάθηµα, (µτφρ. Κ. Χατζηδήµου, Ιουλ. Ράλλη, επιµ.
Γιάννης Κρητικός), εκδ. Ράππα, Αθήνα 1979.
Baudrillard, J., For a Critique of the Political economy of the Sign, St. Luis,
Telos, 1981.
Baudrillard, J., Selected Writings, Mark Poster (ed), Stanford University Press,
Stanford, California 1988.
Baudrillard, J., Simulacra and Simulation (trans. by Sheila Faria Glaser), Ann
Arbor, The University of Michigan Press, 1994.
Baudrillard, J., «Η κουλτούρα των µαζικών µέσων», στο Λιβιεράτος, Κ & Τ.
Φραγκούλης (επιµ) Η κουλτούρα των µέσων. Μαζική κοινωνία και
Πολιτιστική βιοµηχανία, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σελ. 263-298.
Baudrillard, J., Η Καταναλωτική Κοινωνία, (µτφρ. Βασ. Τοµανάς), 2η έκδοση,
εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2005.
Bauman, Z., Και πάλι µόνοι: Η Ηθική µετά τη Βεβαιότητα, εκδ. Έρασµος, Αθήνα
1998.
Bauman, Z., Community, Seeking Safety in an Insecure World, Polity Press, UK
2001.

425
Baumgaurtel, G., «Η δυνατότητα χρήσης στην πολιτική δίκη αποδεικτικών µέσων
που αποκτήθηκαν παράνοµα», ∆ίκη 1983, (14), σελ. 118-129.
Beck, U., Risk Society, Towards a New Modernity, Sage Publications, London
1992.
Beck, U., World Risk Society, Polity Press, Cambridge 1999.
Beck, U., Η Επινόηση του Πολιτικού. Για µια θεωρία του εκσυγχρονισµού,
(προλ.- εισ. Ν. Κοτζιάς, µτφρ. Κ. Καβουλάκος), εκδ. Νέα Σύνορα-
εκδοτικός οργανισµός Λιβάνη, Αθήνα 1996.
Bell, A. & P. Garrett, “Media and Discourse: A Critical Overview”, στο Bell, A.
& P. Garrett (eds), Approaches to Media Discourse, Blackwell Publishers,
Oxford 1998, σελ.1-21.
Bell, A. & P. Garrett (eds), Approaches to Media Discourse, Blackwell
Publishers, Oxford 1998.
Bell, D., The Cultural Contradictions of Capitalism, Basic Books, New York
1978.
Bennett, L., Ειδήσεις, Η πολιτική των ψευδαισθήσεων, εκδ. ∆ροµέας, Αθήνα
1999.
Bentham, J., Panopticon, or the Inspection House, T. Payne, London 1791.
Benjamin, W., ∆οκίµια για την φιλοσοφία της γλώσσας, µεταφρ. και επιµέλεια
Φώτη Τερζάκη, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1999.
Berger, P., & Th.Luckmann, The Social Construction of Reality, Harmondsworth,
Penguin 1966.
Berger, P. & Th. Luckmann, Η κοινωνική κατασκευή της πραγµατικότητας
(µτφρ. Κ. Αθανασίου, επιµ. Γ. Κουζέλης, ∆ηµ. Μακρυνιώτη), 2η έκδοση,
εκδ. Νήσος, Αθήνα 2003.
Best, S., & D. Kellner, PostModern Theory: Critical Interrogations, Macmillan,
London 1991.
Birch, A.H., Representation, Macmillan Press Ltd., London 1971.
Bluhm, W. T., Ideologies and Attitudes. Modern Political Culture, Prentice Hall,
Inc. Englewood Cliffs, New Jersey 1974.

426
Blumler, J. G. & E. Katz, The Uses of Mass Communication, Sage Publications,
Beverly Hills 1974.
Blumler, J.G.& M. Gurevitch, “The political effects of mass communication”,
στο: Gurevitch, M., / T. Bennett / J. Curran & J. Woollacott (eds.) Culture,
Society and the Media. London: Methuen 1982, σελ. 236-268.
Bobbio, N., Το Μέλλον της ∆ηµοκρατίας, (µτφρ. Π. Ράµµος, πρόλ.- επιµ. Ε.
Βενιζέλος), εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993.
Bottomore, T.B., Κοινωνιολογία, Κεντρικά προβλήµατα και βασική
βιβλιογραφία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2001.
Boulding, K., The Image, University of Michigan Press, Ann Arbor, 1961
Bourdieu, P., Μικρόκοσµοι, Τρεις µελέτες πεδίου (επιµ.-µτφρ.Ν.
Παναγιωτόπουλος), εκδ. ∆ελφίνι, Αθήνα 1992.
Bourdieu, P., Για την τηλεόραση (µτφρ. Αλεξάνδρα Σωτηρίου, Καίτη
∆ιαµαντάκου), εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998.
Bourdieu, P., Γλώσσα και συµβολική εξουσία. Ινστιτούτο του βιβλίου- Α.
Καρδαµίτσα, Αθήνα 1999.
Boorstin, D., The Image, A Guide to pseudoevents in America, Harper & Row,
Νέα Υόρκη 1964.
Brown, L.B., Ideology, Penguin Εducation, Great Britain 1973.
Βruckner, P., Η µελαγχολική ∆ηµοκρατία, (µτφρ. Μαρίνα Λώµη) εκδ. Αστάρτη,
Αθήνα 1990
Cameron, D., «Globalizing ‘communication’», στο: Aitchison, J. & D. M. Lewis
(eds), New Media Language, Routledge, London and New York, 2004, σελ.
27-35.
Carbaugh, D., Talking American: Culture discourses on Donahue, Norwood,
N.J.:Ablex, 1988.
Carey, J., «A cultural approach to communication» στο Communication, 2, 1975,
σελ.1-22.
Carrier, J. P., (µτφρ. Σοφία Ασλανίδου), Θεωρητικές προσεγγίσεις για την
ανάλυση των ΜΜΕ, εκδ. Τυπωθήτω, Γιώργος ∆αρδάνος, Αθήνα 2004.

427
Castells, M., The Informational City: Information Technology, Economic
Restructuring and the Urban-Regional Process, Basil Blackwell, Edward
Arnold, Oxford 1991.
Castells, M., The Urban Question, Edward Arnold 1972.
Cebrian, J.L., Το ∆ίκτυο, Το Ίντερνετ και τα Νέα Μέσα Επικοινωνίας, (µτφρ.
Χάρης Παπαγεωργίου).εκδ. Στάχυ, Αθήνα 2000.
Chadwick, A., «Studying Political Ideas: a Public Political Discourse Approach»,
στο Political Studies, 2000 vol. 48, σελ. 238-301.
Chalaby, J. K., “Beyond the Prison-House of Language: Discourse as a
Sociological Concept”, στο: The British Journal of Sociology, Vol. 47, No.4
(Dec. 1996), σελ.684-698, retrieved from http://www.jstor.org (23-8-2005).
Chilton, P. & Chr. Schaffner, “Discourse and Politics”, στο: Van Dijk, Teun (ed),
Discourse as Social Interaction, Sage Publications, London 1998, σελ. 206-
231.
Chomsky, N., Media Control, The spectacular achievements of propaganda,
Seven Stories Press, USA 1997.
Christians, C.G./ M.Fackler,/ K.B. Rotzoll, & Kathy B. McKee, Media Ethics:
Cases and Moral Reasoning, 6th Edition, Longman, New York 2001.
Cohen, B. C., The Press, The Public and Foreign Policy, Princeton University
Press, Princeton 1963.
Connell, I., «Television, news and the social contract», Screen, Spring 1979, 20
(1).
Connolly, W., The Terms of Political Discourse, (3rd ed.) Princeton University
Press, Princeton, New Jersey 1993.
Corcoran, P. E., Political Language and Rhetoric, University of Texas Press,
Austin 1979.
Couldry, N. “Media, Symbolic Power and the Limits in Bourdieu’s Field Theory”
στο Media@LSE Electronic Papers, 2003.
Craib, I., Σύγχρονη Κοινωνική θεωρία, Από τον Πάρσονς στον Χάµπερµας,
(µτφρ. Μαριάννα Τζαντζή- Παντελής Λέκκας), εκδ. Ελληνικά Γράµµατα,
Αθήνα 1998.

428
Curran, J., /M. Gurevitch & J. Woollacott «The study of the media: theoretical
approaches» στο Gurevitch, M./ T. Bennett,/J. Curran & J. Woollacott (eds.)
Culture, Society and the Media. Methuen, London 1982, σελ. 11-30.
Dahlgren, P., Television and The Public Sphere: Citizenship, Democracy and the
Media, Sage Publications, London 1995.
Day, L.A., Ethics in Media Communications: Cases and Controversies, 3rd
edition, Wadsworth, Belmont Calif 2000.
Dayan, D. & E. Katz, Media events. The Live broadcasting of history,
Cambridge, Harvard University Press 1992.
Debord, G., The Society of The Spectacle, Black and Red 1983 (html version).
Debray, R., Η επιστήµη της επικοινωνίας, Ιδέες γενικής µεσολογίας, (µτφρ. Κλ.
Ουγουρλόγλου), εκδ. οργανισµός Λιβάνη, Αθήνα 1997.
Derrida, J., Περί Γραµµατολογίας, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1990.
Dethy, M., Εισαγωγή στην ψυχανάλυση του Λακάν, (µτφρ. Νάσια Ποταµιάνου),
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000.
Dunn, R., «Τηλεόραση, Κατανάλωση και Εµπορευµατική Μορφή» στο:
Κοµνηνού, Μ. & Χρ. Λυριντζής (επιµ.) Κοινωνία, Εξουσία & Μέσα
Μαζικής Επικοινωνίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1988, σελ.327-359.
Edelman, M., Η κατασκευή του πολιτικού θεάµατος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
1997.
Edelman, M., Political Language: Words that succeed and policies that fail,
Academic Press, New York, San Francisco, London 1977.
Edelman, M., The Symbolic Uses of Politics, University Of Illinois Press, Urbana
and Chicago 1985.
Elder, Ch. D., & R. W. Cobb, The Political Uses of Symbols, Longman, New
York, London 1983.
Enzensberger, H. M., The Consciousness Industry, On Literature, Politics and the
Media, (M. Roloff ed.) The Seabury Press, New York 1974.
Entman, R. M., Democracy without citizens: Media and the Decay of American
Politics, Oxford University Press, New York, Oxford 1989.

429
Evans, J.& St. Hall (eds), Visual Culture: the reader, Sage Publications, Lodno,
Thousand Oaks, New Delhi 1999.
Fairclough, N., Discourse and Social Change, Polity Press, Cambridge UK 1992.
Fairclough, N., Media discourse, Edward Arnold, London 1995.
Fairclough, N., “Political Discourse in the Media: An Analytical Framework”,
στο Bell, A. & P. Garrett (eds), Approaches to Media Discourse, Blackwell
Publishers, Oxford 1998, σελ. 142-163.
Faye, J. P., Les Langages totalitaires: critique de la raison (de l’ economie)
narrative, εκδ. Hermann, Παρίσι 1972.
Festinger, L., A Theory of Cognitive Dissonance, Stanford University Press,
Stanford 1957.
Fink, Conrad C., Media Ethics, Allyn & Bacon, Needham Heights, MA 1995.
Fiske, J. & J. Hartley, Η γλώσσα της τηλεόρασης, εκδ. Επικοινωνία και
Κουλτούρα, Αθήνα 1992.
Fiske, J., Εισαγωγή στην Επικοινωνία, Επικοινωνία και Κουλτούρα, Αθήνα 1992.
Fiske, J., TV, Η ανατοµία του τηλεοπτικού λόγου, εκδόσεις ∆ροµέας, Αθήνα
2000.
Foucault, M., H Τάξη του Λόγου (εναρκτήριο µάθηµα στο College de France,
1970), (µτφρ. Χ. Χρηστίδης, Μ. Μαϊδατσής), εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1971.
Foucault, M., The Archaeology of Knowledge, Tavistock, London 1972.
Foucault, M., The order of things, Tavistock Publications, London 1974.
Foucault, M., Discipline and Punish: The Birth of the Prison, (µτφρ. Alan
Sheridan), Penguin, Harmondsworth 1977.
Foucault, M., Η αρχαιολογία της γνώσης, (µτφρ. Κωστής Παπαγιώργης), εκδ.
Εξάντας, Αθήνα, 1987.
Gamson, W., Talking Politics, Cambridge University Press, Cambridge 1992.
Gamson, W./ A., Croteau,/ D. Hoynes, & W. Sasson T, “Media Images and the
Social Construction of Reality”, Annual Review of Sociology, Vol.18
(1992), retrieved from www.jstor.org, 4-04-2005, σελ. 373-393.
Garnham, N., Χειραφέτηση και Νεωτερικότητα. Ο ρόλος των Μέσων Μαζικής
Επικοινωνίας, (µτφρ. Κάτια Μεταξά), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003

430
Garret, P. & Α. Bell, Approaches to Media Discourses, Blackwell, Oxford 1998.
Giddens, A., Time, Space and Regionalization, in D. Gregory and J. Urry (eds)
Social Relations and Spatial Structures, Macmillan, London 1985.
Giddens, A. & J. Turner (eds), Social Theory Today, Polity, Oxford 1987.
Giddens, A., The consequences of Modernity, Polity, Cambridge 1990.
Giddens, A., Modernity and Self-Identity, Polity Press, Cambridge 1991.
Giddens, A., Κοινωνιολογία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2002.
Graber, D., Mass Media and American Politics, Congressional Quarterly Press,
Washington D.C. 1980.
Gramsci, Α., Selections from the Prison Notebooks (Hoare, Quintin, & Geoffrey
Nowell Smith (eds)), International Publishers, New York 1989.
Gregory, D. & J. Urry, (eds) Social Relations and Spatial Structures, Macmillan,
London 1985.
Gruppi, L., Η έννοια της ηγεµονίας στον Γκράµσι, µτφρ. Π.∆. Καστορινός, εκδ.
Θεµέλιο, Αθήνα 1972.
Gunther, G., & Th. Van Leeuwen, Multimodal Discourse, The Modes and Media
of Contemporary Communication, Arnold, London 2001.
Gurevitch, M., / T. Bennett / J. Curran & J. Woollacott (eds.) Culture, Society and
the Media. Methuen, London1982.
Hall, St., “The rediscovery of “ideology”: Return of the repressed in media
studies”, στο: Gurevitch, M., /T. Bennett /J. Curran & J. Woollacott (eds.)
Culture, Society and the Media, Methuen, London 1982, σελ. 56-91.
Hall, St., «The centrality of culture: Notes on the cultural revolutions of our
time», στο: Thompson, K. (ed), Media and cultural regulation, Sage
Publications, London, Thousand Oaks, Delhi 1997, σελ. 207-238.
Hall, St., “Encoding-Decoding” στο Marris, P. & S. Thornham, (eds.) Media
studies. A reader, (2nd edition), Edinburgh University Press, 1999, σελ. 51-
62.
Harvey, D., The condition of Postmodernity: an inquiry into the origins of cultural
change, Blackwell, Oxford 1989.
Harvey, D., Spaces of Hope, Edinburgh University Press, Edinburgh 2000.

431
Ηabermas, J., Theorie des Kommunikativen Handelns, Frankfurt a.M.1988.
Ηabermas, J., The Theory of Communicative Action, Reason and the
Rationalization of Society, (transl. by Thomas McCarthy), Polity Press, vol.
1, Polity Press, UK 1984.
Ηabermas, J., The Theory of Communicative Action, Lifeworld and System: A
Critique of Functionalist Reason, (transl. by Thomas McCarthy), Polity
Press, vol. 2, Polity Press, UK 1984.
Habermas, J., The Structural Transformation of the Public Sphere, An Inquiry
into a category of bourgeois society, (transl. by Thomas Burger & Frederick
Lawrence), MIT Press, Cambridge, Massachussets 1991
Habermas, J., Αγώνες αναγνώρισης στο δηµοκρατικό κράτος δικαίου, (προλ.
Μιχ. Σταθόπουλος, µτφρ. Θεόδωρος Γεωργίου), «Νέα Σύνορα», εκδ.
οργανισµός Λιβάνη, Αθήνα 1994.
Habermas, J., Η Ηθική της επικοινωνίας. Ηθική του ∆ιαλόγου- Σηµειώσεις για
ένα πρόγραµµα θεµελίωσης, (εισ.-µτφρ. Κωνσταντίνος Καβουλάκος),
Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 1997.
Held, D., Μοντέλα δηµοκρατίας, εκδ. Στάχυ, Αθήνα 2000.
Heywood, A., Εισαγωγή στην Πολιτική (µτφρ. Γιώργος Καράµπελας), εκδ.
Πόλις, Αθήνα 2006.
Horkheimer, M. & Th. Adorno, Η ∆ιαλεκτική του ∆ιαφωτισµού, (µτφρ. Ζήσης
Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1986.
Howarth, D., “An Archaelogy of Political Discourse? Evaluating Michel
Foucault’s Explanations and Critique of Ideology”, στο: Political Studies, 50
(1), 2002, σελ.117-132, retrieved from http://muse.lib.auth.gr (1-04-2005).
Iyengar, S., Is anyone responsible? How television frames political issues,
University of Chicago Press, Chicago 1991
Iyengar, S. & R. Reeves, (eds.), Do the Media govern? Sage publications, London
1997.
Jenkins, H. & D. Thornburn, (eds), Democracy and New Media, The MIT Press,
Cambridge, Massachusetts, London, England 2003.

432
Johnson, David W. & R. T. Johnson, “Civil Political Discourse in a Democracy:
The contribution of Psychology”, 2000 από τον δικτυακό τόπο:
http://www.co-operation.org/pages/contro-pol.html.
Johnson, St., Interface Culture. How New technology transforms the way we
create and communicate, Penguin Books (A member of the Perseus Books
Group), 1997.
Kaid, L.L. (ed.) Handbook of Political Communication Research, Lawrence
Erlbaum Associates, publishers, Mahwah, New Jersey, London 2004.
Kavanagh, D., Πολιτική Κουλτούρα, (πρόλογος- επιµέλεια Ν. ∆εµερτζή), εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα 1991.
Kean, J., The Media and Democracy, Polity Press, Oxford 1991.
Kellner, D., Media Culture: Cultural studies, identity and politics between the
modern and the postmodern, Routledge, London and New York 1995.
King, A., (ed) Re-Presenting the City: Ethnicity, Capital and Culture in the
Twenty-First Century Metropolis, Macmillan, London 1996.
Kress, G. & T. Van Leeuwen, Multimodal Discourse, The Modes and Media of
Contemporary Communication, Arnold, London 2001.
Laclau, E., Politics and Ideology in Marxist Theory. Capitalism, Fascism,
Populism, Verso editions, London 1982.
Lang, K. & G.E.Lang, Politics and Television, Quadrangle, Books, Chicago 1968.
Lang, K. & G.E. Lang, Politics and Television Revisited, Sage Publications,
London 1984.
Lash, Chr., Η Κουλτούρα του Ναρκισσισµού. Η αµερικανική ζωή σε µια εποχή
µειωµένων προσδοκιών, (µτφρ. Βασ. Τοµανάς), εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη
2002.
Lash, S. & J. Urry, Economies of Signs and Space, Sage, London 1994.
Lasswell, H. & A. Kaplan, Power and Society, Yale University Press, New
Haven, 1950.
Lavoinne, Y., Η γλώσσα των µέσων ενηµέρωσης, (µτφρ. Περικλής Πολίτης),
Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών
Σπουδών, [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2004.

433
Le Bon, G., Πολιτική Ψυχολογία (µτφρ.∆. Γιαννόπουλος, επιµ. Ι.Σ.
Χριστοδούλου),εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1998.
Lefebvre, H., The Production of Space, Basil Blackwell, Oxford 1974/1991.
Levy, P., ∆υνητική Πραγµατικότητα. Η Φιλοσοφία του Κυβερνοχώρου, εκδ.
Κριτική, Αθήνα 1999.
Lippman, W., Κοινή Γνώµη, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1988.
Lotman, Υ., Αισθητική και σηµειωτική του Κινηµατογράφου, εκδ. Θεωρία,
Αθήνα 1982.
Luhmann, N., Η πραγµατικότητα των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, (µτφρ.–
εισ.Πέρσα Ζέρη, επιµ. ∆. Καβαθθάς), εκδ. Μεταίχµιο, Αθήνα 1996.
Lyon, D., The Electronic Eye: the Rise of the Surveillance Society, Polity Press,
Cambridge 1994.
Lyotard, J-F., Η µεταµοντέρνα κατάσταση, (προλ. Θ. Γεωργίου, µτφρ. Κ.
Παπαγιώργης) 2η έκδοση, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993.
Macdonell, D., Theories of discourse, An Introduction, Blackwell, Oxford 1993.
Maletzke, G., Θεωρίες της µαζικής επικοινωνίας, (εισ, µτφρ,επιµ Περσεφόνη
Ζέρη), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1991.
Mancini, P., «Πολιτική και Κοινοβούλιο στον ιταλικό Τύπο», Ζητήµατα
Επικοινωνίας, Αφιέρωµα: Όψεις της Πολιτικής Επικοινωνίας, τχ.3/2005,
σελ. 20-36.
Mannheim, K., Ideology and Utopia (transl. L. Worth and E. Shils), New York:
Harcourt Brace Jovanovitch and London: Routledge and Kegan Paul, Ltd.,
1936.
Marcuse, H., Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, (µτφρ. Μπάµπη Λυκούδη, εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα 1971.
Marris, P. & S. Thornham, (eds.) Media studies. A reader, (2nd edition),
Edinburgh University Press, 1999.
Marx, K. & F. Engels, The German Ideology, Arthur, London 1974.
Mazzoleni, G. «Patterns and Effects of Recent Changes in Electoral Campaigning
in Italy», στο: Swanson, D. L & P. Mancini (eds), Politics, Media and
Modern Democracy: An International Study of Innovations in Electoral

434
Campaigning and Their Consequences, Praeger, Westport, Connecticut,
London 1996, σελ. 193-206.
Mc Nair, B., Εισαγωγή στην Πολιτική Επικοινωνία, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 1998.
Mc Quail, D. & S. Windahl, Σύγχρονα Μοντέλα Επικοινωνίας. Για τη µελέτη της
µαζικής επικοινωνίας, (επιµ. Στέλιος Παπαθανασόπουλος, µτφρ. Κάτια
Μεταξά), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001.
Mc Quail, D., Η θεωρία της µαζικής επικοινωνίας για τον 21ο αιώνα, εκδ.
Καστανιώτη, Αθήνα 2003.
Merriam Ch., Political Power, Collier, New York 1964.
Meyer, Th., Η Πολιτική ως Θέατρο, Η νέα εξουσία της ηθοποιίας, (µτφρ. Θ.
Παρασκευόπουλος, προλ. Ν. Κοτζιάς) εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
Meyer, Th. & L. Hinchman, Media Democracy, How the Media Colonize
Politics, Polity Press, Cambridge, UK 2002.
Michels, R., Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κοµµάτων στη Σύγχρονη
∆ηµοκρατία. Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του οµαδικού βίου
(µτφρ. Γιώργ. Ανδρουλιδάκης), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1997.
Mills, C.W., White Collar, Oxford University Press, New York 1951.
Mills, C. W., The Power Elite, Oxford University Press, New York 1956.
Mills, S., Discourse, Routledge, London 1997.
Morin, E., «Το Πνεύµα των Καιρών», στο: Λιβιεράτος, Κ & Τ. Φραγκούλης
(επιµ.) Η κουλτούρα των µέσων. Μαζική κοινωνία και Πολιτιστική
βιοµηχανία, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σελ. 237-263.
Morley, D., The “Nationwide” Audience: Structure and Decoding, BFI TV
Monographs No.11, British Film Institute, London 1980.
Mouffe, Ch., Gramsci and Marxist Theory, Routledge & Kegan Paul, Boston and
Henley, London 1979.
Mouffe, Ch., «Hegemony and Ideology in Gramsci» στο Mouffe, Ch., Gramsci
and Marxist Theory, Routledge & Kegan Paul, London, Boston and Henley.
London 1979, σελ. 168-204
Mouffe, Ch., Το ∆ηµοκρατικό Παράδοξο, (µτφρ. Αλ. Κιούπκιολης, προλ, επιµ. Γ.
Σταυρακάκης), εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.

435
Negrine, R., The Communication of Politics, Sage Publications, London 1996.
Noelle-Neumann, E., The Spiral of Silence. Public Opinion-Our Social Skin,
University of Chicago Press, Chicago 1984.
Nimmo, D., «Politics, Media and Modern Democracy. The United States», στο:
Swanson, D. L & P. Mancini (eds), Politics, Media and Modern Democracy:
An International Study of Innovations in Electoral Campaigning and Their
Consequences, Praeger, Westport, Connecticut, London 1996, σελ.29-49.
Νorris, P., A Virtuous Circle. Political Communications in Postindustrial
Societies, Cambridge University Press, Cambridge 2002.
Οng, W. J., Προφορικότητα και Εγγραµατοσύνη, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις
Κρήτης, Ηράκλειο 1997.
Ortega, F., “The New Public Space of Politics”, in International Review of
Sociology, Vol. 14, No2, 2004, σελ. 209-221.
Orwell, G., «Politics and the English Language», in Collected Essays, Mercury
Books, London 1966.
Orwell, G., 1984, (µτφρ. Ν.Μπάρτη), εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1978.
Pêcheux, M., Language, Semantics and Ideology. Stating the Obvious, (transl. by
Harbans Nagpal), Macmillan Press Ltd., Londοn 1982.
Poster, M., The Second Media Age, Polity Press, UK 1995.
Postman, N., Amusing Ourselves to Death. Public Discourse in the Age of Show
Business, Penguin Books, New York 1986.
Purvis, T., & A. Hunt, “Discourse, Ideology, Discourse, Ideology, Discourse,
Ideology...” στο: The British Journal of Sociology, vol. 44, no3 (Sep.1993),
σελ. 473-499.
Raboy, M. & B. Dagenais (eds), Media, Crisis and Democracy. Mass
Communication and the disruption of Social Order. Sage Publications,
London, Newbury Park, New Delhi, 1992.
Ramonet, I., Η Τυραννία των ΜΜΕ, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1999.
Rawls, J., Political Liberalism, Columbia University Press, New ed edition, 1995.
Rawls, J., A Theory of Justice, Belknap Press, revised edition, 1999.

436
Richardson, K., “Signs and Wonders: Interpreting the Economy through
Television”, στο: Bell, A. & P. Garret (eds), Approaches to Media
Discourse, Blackwell Publishers, Oxford 1998, σελ. 220-251.
Riesman, D., The Lonely Crowd, Yale University Press, 1961.
Rubin, B., Media, Politics and Democracy, Oxford University Press, New York
1977.
Sapir, Ed., “Symbolism” Encyclopedia of the Social Sciences, 14:492-495, 1934.
Sassen, S., Cities in a World Economy, Pine Forge Press, Thousand Oaks, CA
1994.
Sassen, S., “Rebuilding the global city: Economy, Ethnicity, and Space” in A.
King (ed) Re-Presenting the City: Ethnicity, Capital and Culture in the
Twenty-First Century Metropolis, Macmillan, London 1996.
Sartori, G., Homo videns: La Sociedad Teledirigida, Taurus, Madrid 1998.
Scannell, P., “Media-Language-World”, στο Bell, A. & P. Garrett (eds),
Approaches to Media Discourse, Blackwell Publishers, Oxford 1998, σελ.
251-268.
Schmidt, H., On Men and Power, A Political Memoir, Vintage/Ebury (A Division
of Random House Group), 1990.
Sears, D., & P. Whitney, Political Persuasion, General Learning Press,
Morristown, N.J. 1973.
Sennett, R., Η Τυραννία της Οικειότητας. Ο δηµόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον
δυτικό πολιτισµό, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999.
Shanahan, J. &M. Morgan, Η Τηλεόραση, Η Πραγµατικότητα και το Κοινό,
(µτφρ. Γιώτα Καραµπίνη), εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2006.
Sloterdijk, P., Kritik der zynischen Vernunft, Frankfurt, 1983 (translated in
English as Critique of Cynical Reason, London 1988).
Sombart, W., Ο Αστός, Πνευµατικές Προϋποθέσεις και ιστορική πορεία του
δυτικού καπιταλισµού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998.
Sornig, K., “Some remarks on linguistic strategies of persuasion” στο Wodak, R.
(ed), Language, Power and Ideology, Studies in Political Discourse, John

437
Benjamins Publishing Company, Amsterdam/Philadelphia 1989, σελ. 95-
113.
Stedman J., Language of Class: Studies in English Class History 1832-1982,
Cambridge University Press, Cambridge 1983.
Stephenson, W., Play Theory of Mass Communication, University of Chicago
Press, Chicago 1967.
Stevenson, D., Cities and Urban cultures. Issues in Cultural and Media Studies,
Open University Press, Madenhead, Philadelphia 2003.
Swanson, D. L & P. Mancini (eds), Politics, Media and Modern Democracy: An
International Study of Innovations in Electoral Campaigning and Their
Consequences, Praeger, Westport, Connecticut, London 1996.
Teixer, J., “Gramsci, theoretician of the superstructures. On the concept of civil
society”, στο: Mouffe, Ch., Gramsci and Marxist Theory, Routledge &
Kegan Paul, Boston and Henley, London 1979, σελ. 48-79.
Thompson, G., Rhetoric through Media, Allyn and Bacon, N.J 1997.
Thompson, K., (ed), Media and cultural regulation, Sage Publications, London,
Thousand Oaks, Delhi 1997.
Thompson, J.B., Studies in the Theory of Ideology, Polity Press, Cambridge 1984.
Τhompson, J.B., Ideology and Modern Culture, Polity Press, Cambridge, UK
1990.
Τhompson, J.B., Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
1999.
Thomas, L. & S. Wareing, Language, Society and Power, An Ιntroduction,
Routledge, London 2000.
Van Dijk, T. (ed), Discourse and Communication. New approaches to the
Analysis of Mass Media Discourse and Communication, Walter de Gruyter,
Berlin, New York 1985.
Van Dijk, T., Discourse as Social Interaction, Sage Publications, London 1998.
Van Dijk, T., Ideology: Α multidisciplinary approach, Sage Publications, London,
Thousand Oaks, New Delhi 1998.

438
Wallerstein, I., “World-system analysis” in Giddens, A.& J. Turner (eds) Social
Theory Today, Polity, Oxford 1987.
Weber, M., Βασικές έννοιες Κοινωνιολογίας, (εισ. µτφρ Μιχ. Κυπραίος), εκδ.
Κένταυρος, Αθήνα 1983.
Weber, M., Η πολιτική ως επάγγελµα, (µτφρ. Μιχ. Κυπραίου), εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα 1987.
Weber, R. Ph., Basic Content Analysis, Sage Publications, USA 1985.
Webster, Fr. (ed), Culture and Politics in the Information Age. A new politics?
Routledge, Taylor and Francis Group, London and New York 2001.
Weimann, G., Communicating Unreality. Modern Media and The Reconstruction
of Reality, Sage Publications, Thousand Oaks, London, New Delhi 2000.
Williams, R., Television, Technology and Cultural Form, Routledge, London 1992.
Wittgenstein, L., Φιλοσοφικές έρευνες, (µτφρ. Π. Χριστοδουλίδης), εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα 1977.
Wodak, R. (ed), Language, Power and Ideology, Studies in Political Discourse,
John Benjamins Publishing Company, Amsterdam/Philadelphia 1989.
Wodak, R. & M. Meyer (eds), Methods of Critical Discourse Analysis, Sage
publications, London, Thousand Oaks, New Delhi 2001.
Young, J., The Exclusive Society, Sage Publications, London 1999.
Žižek, S., The Sublime Object of Ideology, (8th ed.), Verso editions, London, New
York 1999.

Γ. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ (από τον ελληνικό τύπο)941

Αβραµόπουλος, ∆., «Στο κατώφλι µιας νέας πολιτικής εποχής», ΗΜΕΡΗΣΙΑ,


15/16-01-2005.
«Ανοιχτοί λογαριασµοί Alpha και ΕΣΡ», ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-10-2006, σελ. Α67.
Βερναρδάκης, Χριστ., «Τέσσερις µύθοι που στηρίζουν την χειραγώγηση των
δηµοσκοπήσεων», Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 22-02-2004.
Βγόντζας, Α., «Κοινοβούλιο και Μέσα», ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-10-1998.

941
Τα ανυπόγραφα άρθρα τίθενται σε αλφαβητική σειρά µε βάση τον τίτλο τους.

439
Bourdieu, P., στην στήλη «Προλογικά», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-10-2004.
Γαλιατσάτος, Π., «Υπερίσχυσε µεταξύ 4 υποψηφίων», ΤΑ ΝΕΑ, 13-12-2004.
Γιαλκέτσης, Θ., «Τηλε-δηµοκρατία», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15-09-
1996.
Γιαννακά, Σ. & Β. Νέδος, «Όταν έφυγαν οι οπαδοί, ήρθαν οι δηµοσκοπήσεις»,
ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-06-2003
Γιαννακά, Σ. & Β. Νέδος, «Κλειστές κοµµατικές οργανώσεις», ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-
06-2003.
Γιαννίτσης, T., «Χρειάζονται ηγεσίες, ικανές να εµπνεύσουν... και να
συνεγείρουν την κοινωνία», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-23/1/2005.
Γουλιάµος, Κ., «Αναζητώντας τηλεοπτική δηµοκρατία», ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-04-1993
∆ικαιάκου, Μ., «Εκείνοι, εµείς και η TV», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
16-02-1997.
Gadamer, H-G., (συνέντευξη) στο ιταλικό περιοδικό «Espresso», επιµ.
Γιαλκέτση, Θ., «Από αναγνώστες, θεατές», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10-11-1996.
∆ιαµαντάκου, Π., «Οι τηλεοπτικές αγκυλώσεις του πολιτικού λόγου», ΤΑ ΝΕΑ,
2-12-2000.
∆ιαµαντοπούλου, A., «Το ‘νέο’ γεννιέται – δεν γίνεται», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-
23/01/2005.
∆ρεττάκης, Μ. «Το Κοινοβούλιο ως Μέσο Μαζικής Ενηµέρωσης»,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20-1-1999.
«Εκτός Βουλής για 5+1 λόγους», άρθρο, ΤΑ ΝΕΑ, 3-06-2002.
Ζούλας. Κ., «Η διαφθορά στην καθηµερινότητά µας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12-12-
2005.
«Η κατασκευή της πολιτικής εικόνας», περιοδικό ΈΨΙΛΟΝ, Ειδικό Ένθετο –
αφιέρωµα µε τίτλο «30 χρόνια εκλογικών αναµετρήσεων. Οι εκλογές του
1996», ΤΟ ΒΗΜΑ, 3-03-2004.
«Η συνεννόηση Καραµανλή µε Παπανδρέου», ΤΑ ΝΕΑ, 13-12-2004.
Ιωακειµίδης, Π.Κ., «Προβολείς. Η εσωστρέφεια του πολιτικού λόγου», ΤΑ ΝΕΑ,
17-11-2006.

440
«Καµπάνα 500.000 ευρώ στον Alpha», ΤΑ ΝΕΑ, 11-10-2006.
Καστανίδης, Χ., «Για µια νέα σχέση εµπιστοσύνης», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/01-
2005.
Κάουφµαν Ντ., (επικεφαλής του Τµήµατος ∆ιακυβέρνησης της Παγκόσµιας
Τράπεζας) µε τίτλο «Η διαφθορά επηρεάζει την ανάπτυξη» συνέντευξη
στην Κατερίνα Σώκου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 16-03-2003, σελ. D17.
Κεφαλογιάννη, Μ., «Νόµος-πλαίσιο για τα γκάλοπ», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 26/27-04-1997.
Κηπουρός, Χρ., «∆ιαφθορά. Το τελικό στάδιο της πολιτικής ανεπάρκειας», στην
ιστοσελίδα www.antibaro.gr/society/khpouros_diafthora.html.
Κλαµαρής, Ν., «Οι θεσµοί της ελληνικής κοινωνίας και ο ρόλος της πολιτικής
σήµερα ιδίως από την πλευρά της δικαιοσύνης» 27-04-2005, στην
ιστοσελίδα:www.idkaramanlis.gr/html2/arxeio/articles/klamaris/klam05042
7-1.html.
Κουσούλης, Λ., «Ο λόγος πειθαρχεί στο µέσον», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23-11-
2003.
«Κρίση εµπιστοσύνης στα κόµµατα» Έρευνα που διεξήγαγε η METRON-
ANALYSIS, ΗΜΕΡΗΣΊΑ, 8-9 Φεβρουαρίου 2005.
Κρίστεβα, Τζ., συνέντευξη στην Τ. ∆ηµητρούλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-10-
2006.
Λούλης, Γ., «Το στοίχηµα των ηγεσιών», ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22/23-01-2005.
Λούλης, Γ., «Οι πέντε παράγοντες της πολιτικής δυναµικής», ΗΜΕΡΗΣΙΑ,
15/16-1-2005.
Μαλιγκούδης, Φ., «Μια παρθενογένεση», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15-03-2001.
Μάνη, Μ., «Ανώνυµες Εταιρείες Πολιτικής Επικοινωνίας», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21-09-2003.
Μάνη, Μ., «Γκάλοπ και παγίδες», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21-09-
2003.
Μανιάτης, Σ., «Κανιβαλισµός και ασυδοσία», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 29-11-2002.
Μare, Α., «Τί έγιναν οι ήρωες;», ΤΑ ΝΕΑ, 9-10-1998.

441
Μαυρής, Γ., «ΜΜΕ και Πολιτική: Προς αναζήτηση νέας ισορροπίας»,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30-1-1994.
«Μικροπολιτικός», Υστερόγραφα, ΤΑ ΝΕΑ, 3-06-2002.
Μουζέλης, Ν., «Τα πλουραλιστικά ελλείµµατα», στο αφιέρωµα «1974-2004: 30
χρόνια δηµοκρατίας», ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-07-2004.
Μπακογιάννη, Ντ., «Παρωχηµένο το µοντέλο του ’80 για τα κόµµατα»
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/01-2005.
Μπαµπινιώτης, Γ. «Τα παιχνίδια του πολιτικού λόγου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 2-4-2000.
Μπαστέα, Ν.,(ρεπορτάζ), «Οι δέκα παγίδες των δηµοσκοπήσεων», ΤΑ ΝΕΑ, 8-
01-1996.
Μπαστέα, Ν., «Πρόβλεψη, όχι προφητεία», ΤΑ ΝΕΑ, 9-01-1996.
Μπαστέα, Ν., «Αρκεί ο κώδικας ή χρειάζεται νόµος;», ΤΑ ΝΕΑ, 10-01-1996.
Μποτόπουλος, Κ., «Το προαναγγελθέν ναυάγιο», ΤΑ ΝΕΑ, 17-06-2002.
Μπουκάλας, Π., Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-10-2006.
Νταρζάνος, Α., «Επικοινωνιακή καταιγίδα και τηλεοπτικός βοµβαρδισµός», Η
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 18-01-2004.
Οικονοµίδης, Α. «Τα υπέρ και τα κατά των προεκλογικών δηµοσκοπήσεων», ΤΟ
ΒΗΜΑ, 1-09-1996.
Παναγιώτου, Π. «Τηλεόραση και Βουλή», ΤΑ ΝΕΑ, 13-3-2001.
Παναγόπουλος, Κ., «Καλοί φίλοι και...καλοί λογαριασµοί», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20-04-1997.
Πανούσης, Γ., «Ριµέικ», Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 18-01-2004.
Παπαγγελής, Θ.∆., «Ο µύθος και ο γρίφος της δηµοτικότητας», ΤΟ ΒΗΜΑ,
Επιφυλλίδες, 12-07-1998.
Παπαδάκου, Γ., «Βουλή-TV», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27-9-1998.
Παπαδηµητρίου, Γ., «Η ωρίµανση του δηµοκρατικού πολιτεύµατος», στο
αφιέρωµα «1974-2004: 30 χρόνια δηµοκρατίας», ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-07-2004.
Παπαδηµητρίου, Κ., «Το σύστηµα παράγει τη διαφθορά», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-
11-2005.
Παπαϊωάννου, Κ., «Προεδρία και ∆ηµοκρατία», ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ της Κυριακής,19-
12-2004.

442
Παπαϊωάννου, Κ., «∆ιαπλοκή, διαφθορά και άλλα προϊόντα», ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ της
Κυριακής, 6-02-2005.
Παπαθανασόπουλος, Στ., «Στην εποχή της τηλεοπτικής δηµοκρατίας», Η
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-09-1996.
Παπαθανασόπουλος, Στ., «Τρίτη Άποψη, Σιωπηλή ∆ηµοκρατία, θορυβώδη
µέσα», ΤΑ ΝΕΑ, 28-06-2005.
Παπαστάµος, Στ., «Η τυραννία της ‘κοινής γνώµης’», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 29-02-2004.
Πάσσα, Κ., «Απουσίασε ο καθαρός πολιτικός λόγος», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 8-3-
2004.
Παπουτσής, Χρ., ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-23/1/2005.
Πλωρίτης, Μ., «Πολιτική, θέατρο και ΜΜΕ», ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-9-2000.
Ρήγος, Άλ., «Συνδυασµός λαϊκιστικού µοντέλου του παρελθόντος µε το
‘µετανεωτερικό’ µοντέλο του φαίνεσθαι και του κενού λόγου», Η
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 18-01-2004.
Ρωµαίος, Γ., «Η ‘τηλεοπτική δηµοκρατία’», ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-05-2001.
Ρωµαίος, Γ., «Τηλεόραση και Πολιτικοί. Η αποκατάσταση του Κύρους του
Κοινοβουλίου, της πολιτικής και των πολιτικών προϋποθέτει την
απεξάρτηση από την τηλεόραση», ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-2-2002.
Σπυρόπουλος, Ροβ., ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/01/2005.
Saramago, J., LE MONDE Diplomatique (ελληνική έκδοση από την Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία), 31-10-2004.
Σωτηρέλης, Γ., «Ελευθερία και ΜΜΕ», ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 6-7-
1997.
Τσάτση, Θ., «Φάκελος: Τα γκάλοπ στο µικροσκόπιο», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24-
01-2004.
Τσιβάκου, Ι., «Πολιτικός λόγος και προεκλογική ρητορεία», ΤΟ ΒΗΜΑ, 2-4-
2000.
Τσουκαλάς, Κ., «Προς µια δηµοκρατία της πλήξης;», στο αφιέρωµα «1974-2004:
30 χρόνια δηµοκρατίας», ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-07-2004.

443
Τσουκαλάς, Κ., «30 χρόνια Ελληνική ∆ηµοκρατία», ένθετο Βιβλιοθήκη,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 30-07-2004.
Τσουκαλάς, Κ., /Β. Καρδάσης,/Τ. Καφετζής, & Μ. Σπουρδαλάκης, µε θέµα «30
χρόνια ελληνική ∆ηµοκρατία», ένθετο «Βιβλιοθήκη», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
30-07-2004.
Φαναράς, Στρ. & Ν. Παναγιωτόπουλος, «Ποιά είναι η αξία των
δηµοσκοπήσεων;», ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥ∆ΡΟΜΟΣ, 2-10-2003.
Φιλής, Ν., «Γκάλοπ: Πραγµατικότητα, αντιφάσεις και σκοπιµότητες», Η
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ,18-01-2004.
Φλωρίδης, Γ., «Με επίθεση ιδεών απαντάµε στην κρίση της πολιτικής»,
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-23/01/2005.
Χαλκιώτης, ∆., «Το µεγάλο στοίχηµα του 21ου αιώνα», ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-11-2004.
Χρυσόγονος, Κ., «Προεδρική εκλογή και ‘εσωκοµµατική δηµοκρατία’», ΤΟ
ΒΗΜΑ, 16-12-2004.
Ψυχάρης, Στ., «Ο ουσιαστικός πολιτικός λόγος λείπει», ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-3-2001.

∆. ∆ΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΣΤΟ ∆ΙΑ∆ΙΚΤΥΟ


http://www.aber.ac.uk/media/Documents/marxism/marxism05.html,
http://www.democraticmedia.org/issues/decDigitalDemocracy.html
http://www.hri.org/news/europe/bbc/2005/05-10-22.bbc.html
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=6584833
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=658483,
www.antibaro.gr/society/khpouros_diafthora.html
www.jstor.org
http://www.co-operation.org/pages/contro-pol.html
www.esr.gr
http://lawdb.intrasoftnet.com.
www.dsa.gr
www.dsanet.gr
http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=848.

444
http://muse.lib.auth.gr
http://lib.auth.gr (electronic sources).
www.parliament.gr.
www.mme.gr
http://ta-nea.dolnet.gr
http://www.enet.gr/online/online/
http://digital.tovima.gr
http://www.ethnos.gr
http://avgi.gr
http://hyper.gr/makthes
www.kathimerini.gr
www.imerisia.gr

445

You might also like