Professional Documents
Culture Documents
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΕΙ Β 2013 - 02
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΕΙ Β 2013 - 02
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΕΙ Β 2013 - 02
Δημητρίου Ν. Μόσχου
Ἐπίκουρου Καθηγητῆ
εξάμηνο 2013)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΕΥΧΟΥΣ
3.1. ΑΝΑΤΟΛΗ
Στήν Ἀνατολή ἡ ἀκμή τοῦ Βυζαντίου τόν 11ο αἰ. ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν
αὔξηση τῶν Δυνατῶν (ἰσχυρῶν οἰκονομικά, κυρίως γαιοκτημόνων, πού μποροῦν μέ τήν
οἰκονομική τους δύναμη νά ἐπηρεάσουν τή συμπεριφορά ἄλλων), μιᾶς κάποιας μορφῆς
φεουδαρχοποίηση, ἀνάπτυξη μιᾶς τάξης ἰσχυρῆς παλατιανῆς γραφειοκρατίας, ἀλλά καί
ἀνάπτυξη τῆς παιδείας καί τῆς οἰκονομίας. Ἡ Δύση ἀποτελεῖ πλέον ὑπολογίσιμη δύναμη
καί στή Βαλκανική ἀναπτύσσονται ἀνεξάρτητες πολιτικές ὀντότητες. Ἡ ἀσάφεια στίς
πολιτικές κατευθύνσεις (πού ἐκφράζεται μέ συνεχεῖς συγκρούσεις μεταξύ
γραφειοκρατῶν καί γαιοκτημόνων τῆς ἐπαρχίας) σέ συνδυασμό μέ τίς δύο ἥττες τοῦ
1071 (ἀπό τούς Νορμανδούς στήν Κ. Ἰταλία καί ἀπό τούς Σελτζούκους στή Μ. Ἀσία)
ἐπιτείνει τήν ἀστάθεια πού τελικά (1081) φέρνει στήν ἐξουσία τούς ἐπαρχιῶτες εὐγενεῖς
Κομνηνούς. Μαζί τους ἔρχεται ἕνα νέο ὕφος διακυβέρνησης: κουλτούρα βυζαντινῆς
ἀριστοκρατίας, οἰκογενειοκρατία, πυκνές σχέσεις μέ τή Δύση καί τμηματική ἀπώλεια
τῆς Μ. Ἀσίας. Τό στρατοκρατικό καί μονοδιάστατο ὕφος τῆς «μικρομεσαίας ἀγροτικῆς
δημοκρατίας» (Gelzer) δίνει τή θέση του σ' ἕνα πολύπλοκο, πολυκεντρικό πολιτικό σύ-
στημα μέ ἀστική παιδεία. Τό Βυζάντιο γίνεται ἕνα πιό εὐρωπαϊκό καί λιγότερο
"ἀνατολικό" κράτος καί ἡ κοινωνία καί ὁ πολιτισμός ἔχει περισσότερο
«ἐκκοσμικευμένο» χαρακτήρα.
Ἕως τό 1204, στίς παραπάνω συνθῆκες ἡ Ἐκκλησία βλέπει τήν ἀστική κουλ-
τούρα καί τήν οἰκονομική δύναμη τῶν λαϊκῶν νά εἰσβάλλει (κάποτε δημιουργικά καί
κάποτε ἀπειλητικά) στούς θεσμούς. Σέ ἐπίπεδο ἱεραρχίας, ἀκριβῶς γιά νά ἐλεγχθεῖ ἡ
εἴσοδος τῶν λαϊκῶν, γίνεται μεγαλύτερη ἡ ἐξάρτηση ἀπό τό κράτος.
Καθώς ἡ ἀστική παιδεία χρησιμοποιεῖ τήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη σέ νέες
συνθέσεις, ἡ ἱεραρχία ἐπιλέγει ὄχι τόν θεολογικό διάλογο ἀλλά τό δογματικό
φορμαλισμό πού διαφυλάσσεται μέ συνόδους, οἱ ὁποῖες στήν πραγματικότητα
ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος αὐτοκρατορικῶν συμβουλίων μέ ἐλάχιστη ἐπίπτωση στή ζῶσα
πίστη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι παράγοντες πολιτικῶν
ζυμώσεων, πολλοί εἶναι εὐγενεῖς καί διανοούμενοι. Ἡ ζῶσα ὅμως θεολογία
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
32
ἐμφανίζεται περισσότερο στά κείμενα τῆς νηπτικῆς γραμματείας τῶν ἀσκητῶν μέ πρῶτο
τόν Συμεών τό Νέο Θεολόγο καί εἶναι θεσμικά (ἀλλά ὄχι κοινωνικά) περιθω-
ριοποιημένη, ἀφήνοντας ἔτσι τόν κοσμικό οὑμανισμό νά διαγράφει τή δική του
ἀποκλίνουσα τροχιά. Σύνθεση θά ἐπιχειρηθεῖ μόνο ἀπό τίς ἡσυχαστικές ἔριδες καί μετά.
Σέ ἐπίπεδο κοινωνίας ἐπιχειρεῖται ἀνύψωση τῆς θέσης τῶν κληρικῶν, ἐνῶ
μεγάλη μάχη διεξάγεται γιά τή φυσιογνωμία τῶν μοναστηριῶν, τῶν ὁποίων ἡ
λειτουργία συμπυκνώνει ὅλες τίς ἀντιφάσεις τῆς κοινωνίας, ἀλλά καί τήν ἐκκλησιαστική
δυναμική. Ἡ Ἐκκλησία ἀσκεῖ μεγαλύτερο ἔλεγχο στήν κοινωνία καθώς διαθέτει
ἀποτελεσματικό σύστημα κανόνων, ἐλέγχει τό οἰκογενειακό δίκαιο κλπ. Τό τίμημα
ὅμως εἶναι ἡ πρόσδεση στό ἅρμα τοῦ Κομνήνειου κράτους, πού φαίνεται καί ἀπό τίς
σχέσεις μέ τή δυτική Ἐκκλησία (περνοῦν μέσα ἀπό τίς κρατικές ἐπιλογές). Συνοπτικά, ὁ
ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἀναλύεται σέ συντηρητικό ρόλο τῆς Ἱεραρχίας ἀλλά καί σέ
διείσδυση τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν στήν κοινωνία.
Μετά τό 1204, ἡ κατάρρευση τοῦ μεγαλεπήβολου Κομνήνειου κράτους θά
συμπαρασύρει καί τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἅλωση τοῦ 1204 δημιούργησε γεωπολιτικά ἕνα
ριζικά νέο τοπίο πού διατηρήθηκε καί μετά τό 1261 μέχρι τό 1453. Τό ἀστικό στοιχεῖο
ἀναπτύσσεται μακρυά ἀπό τόν παρεμβατισμό τοῦ κράτους, οἱ πόλεις πρακτικά
αὐτοδιοικοῦνται καί γιά πρώτη φορά ἡ Κ/πολη χάνει τήν ἀδιαμφισβήτητη
πρωτοκαθεδρία. Γιά πρώτη φορά ἀναπτύσσονται ἔντονες κοινωνικές συγκρούσεις πού
ἐκφράζονται σέ δύο ἐμφυλίους πολέμους καί ἐξεγέρσεις (1321-1328, 1341-1347).
Πολλά κράτη ἀναπτύσσονται στά Βαλκάνια καί στή Μ. Ἀσία, ἀκόμη καί μετά τό 1261.
Γιά πρώτη φορά ἀναπτύσσεται ἡ ἑλληνικότητα ὡς ἐθνικό συνεκτικό στοιχεῖο (καί ὄχι
μόνο ὡς καταδικαστέες εἰδωλολατρικές ἀπόψεις). Τέλος, ἡ προσέγγιση μέ τή Δύση
γίνεται πάνω στή ρεαλιστική βάση πού ἔδωσε ἡ εἰκόνα τοῦ 1204. Μιά εἰκόνα πού
γέννησε φόβο, μίσος, ἀλλά καί σεβασμό τοῦ ἄλλου ὡς ἀντιπάλου (ἀφοῦ οἱ Λατίνοι
ἔπαψαν νά εἶναι οἱ μακρινοί βάρβαροι καί ἔγιναν οἱ δυνατοί καί ἐπικίνδυνοι
κατακτητές). Βαθμιαῖα, τόν 14ο αἰ., γίνονται προσεγγίσεις: λατινικά ἔργα
μεταφράζονται στά ἑλληνικά, ἐνῶ ἑλληνικά χειρόγραφα μεταφέρονται στή Δύση.
Τά παραπάνω στοιχεῖα ἐπηρεάζουν ἄμεσα τήν Ἐκκλησία: ἄν καί ἡ πρόσδεσή
της στό ἅρμα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας κατά τήν περίοδο τῶν Κομνηνῶν ἦταν ἐπιβλαβής
καί γιά τήν ἴδια ἀλλά καί γιά τό κράτος, ἡ ἑδραίωσή της στήν κοινωνία θά εἶναι τέτοια
πού μετά τό 1204, ἀπελευθερωμένη ἀπό τήν παραπαίουσα ἐξουσία, θά θέσει ὅρους καί
αἰτήματα γιά νέες δομές (ἀναζωογόνηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος), νέα θεολογία
(π.χ. ἡσυχαστική ἔριδα) καί νέα, βαθύτερη σχέση μέ τήν κοινωνία (πνευματικότητα).
Αὐτά ἀποτελοῦν στοιχεῖα πού θά ἐπιτρέψουν στήν Ἐκκλησία νά ἐπιβιώσει καί μετά τό
τέλος τοῦ Βυζαντίου τό 1453 καί νά διακονήσει ὀρθά τήν κοινωνία.
κυρίως τῆς παλατιανῆς τάξης) καί ἀπό τήν ἄλλη πίστευε στή φιλοσοφία μέ μία, ὅμως,
πνευματική διάσταση, πού πιθανόν συνδύαζε νηπτική ἐμπειρία καί νεοπλατωνική
«θεωρία». Ὁ ἴδιος θέλοντας νά αὐτοεμφανισθεῖ ὡς εἰσηγητής μιᾶς ἀναβίωσης τῆς
ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέψης ἀνέπτυξε σέ ποικίλα φιλοσοφικά ἐργίδια καί
ἐπιστολές του μιά φιλοσοφική μεθοδολογία στήν κρίση ζητημάτων πίστεως
ἀκροβατώντας στά ὅρια τῆς παραδοσιακῆς ὀρθόδοξης θεολογίας μέ βάση τόν
αὐτόνομο φιλοσοφικό λόγο. Παρά τίς ἀντιθέσεις του μέ τούς πατριάρχες τῆς ἐποχῆς
(Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο, Κωνσταντίνο Γ΄ Λειχούδη καί Ἰωάννη Η΄ Ξιφιλίνο, ἐκ τῶν
ὁποίων οἱ δύο τελευταίοι μέχρις ἑνός σημείου φίλοι του), δέν ἔγινε δυνατό νά βρεθεῖ
τίποτε ἐπιλήψιμο στίς ἀπόψεις του, διότι ἡ γλώσσα του κρύβει ἐπιδέξια τή σκέψη του
μέσα ἀπό λεπτή εἰρωνεία καί ἀλληγορία.
Τό ἴδιο, ὅμως, δέν ἐπαναλήφθηκε μέ τόν μαθητή του «Ὕπατο τῶν
φιλοσόφων» Ἰωάννη Ἰταλό (1025-μετά τό 1082). Μέσα σ’ ἕνα θολό πολιτικά τοπίο
κάποιες ἀπόψεις τοῦ, ἀνίκανου νά ἐλιχθεῖ, Ἰταλοῦ πού φέρνουν πρός τήν εἰκονομαχία
καί τόν Νεοπλατωνισμό καί ἀμφισβητοῦν τήν ἐκκλησιαστική αὐθεντία στή βίωση καί
διδαχή τῆς ἀληθείας καταδικάζονται ἀπό Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τό 1077 καί οἱ ἀπο-
φάσεις πού μεταφέρονται στό κείμενο τοῦ Συνοδικοῦ (πού διαβάζεται τελετουργικά
τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας) ξεκαθαρίζουν ὅτι οἱ φιλοσοφικές ἀπόψεις τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων εἶναι χρήσιμες μόνον «πρός παίδευσιν» καί δέν ὑποκαθιστοῦν τήν
Ἀποκάλυψη ἐν Χριστῷ.
Μέ τήν ἄνοδο τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ (1081-1118) ὁ Ἰωάννης Ἰταλός
ἐπαναπροσήχθη σέ σύνοδο (1082) μέ ἀφορμή τή θεωρούμενη ὡς εἰκονομαχική
ἄποψη ὅτι οἱ εἰκόνες ἦταν ἁπλῆ «σκιά» τοῦ πρωτοτύπου καί μποροῦσαν νά
καταστραφοῦν. Μολονότι προσπάθησε νά ἀπομακρύνει τίς ὑποψίες ἀπ' αὐτό πού
θεωροῦνταν νεοπλατωνικές καί εἰκονομαχικές ἀπόψεις δέν ἀπέφυγε τήν καταδίκη
κάτω καί ἀπό τό γενικότερο κλῖμα ἀντιδυτικισμοῦ πού εἶχε προέλθει ἀπό τόν,
θανάσιμο γιά τό κράτος, νορμανδικό κίνδυνο. Οἱ ἀνακρίσεις ἐπεκτάθηκαν καί στούς
μαθητές του πού κατεῖχαν σημαντικά ἀξιώματα σέ σχολές καί στήν ἐκκλησιαστική
διοίκηση. Ἀπό τόν κύκλο ὅμως αὐτόν ξεπήδησαν πολλές ἀμφισβητήσεις γύρω ἀπό
τήν προσέγγιση τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος: ὁ μαθητής τοῦ Ἰταλοῦ Νεῖλος
ὑποστήριζε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ θεώθηκε «φύσει» καί ὄχι «θέσει»
(δηλαδή ἀπό τήν ἕνωσή της μέ τή θεϊκή) καί καταδικάστηκε τό 1087 ἀπό Ἐνδημοῦσα
Σύνοδο. Ἄλλος μαθητής, ὁ λόγιος Μητροπολίτης Νικαίας Εὐστράτιος (1092-1120
περ.), πού συμμετεῖχε καί σέ ἑνωτικές συζητήσεις στήν Κωνσταντινούπολη μέ τόν
ἐπίσκοπο Μεδιολάνου Πέτρο Χρυσσολάνο (1112), χώριζε σέ δύο τά πρόσωπα τοῦ
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
35
Χριστοῦ κατά τρόπο νεστοριανικό καί τελικά σέ Ἐνδημοῦσα Σύνοδο πού συγκάλεσε
ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Θ’ Ἀγαπητός (1111-1134) δέχθηκε αὐστηρή ἐπίπληξη. Τό
σημαντικό στίς ἀπόψεις αὐτές εἶναι ὁ τρόπος θεολογίας πού βασίζεται σέ
φιλοσοφικές παραδοχές καί συλλογισμούς πού παρακάμπτουν τίς ἀποφάσεις τῶν
Συνόδων.
Τό φαινόμενο συνεχίσθηκε σέ δύο θεολογικές ἔριδες τοῦ β΄ μισοῦ τοῦ 12ου
αἰ. Κατά τή μία ὁ ἱεροκήρυκας διάκονος Βασίλειος ἐπέμεινε σέ λόγους του ὅτι ἡ
σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἀποδέκτες καί τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ἐνῶ οἱ καθηγητές τῆς Ἁγίας Σοφίας Νικηφόρος Βασιλάκης και Μιχαήλ
Θεσσαλονικεύς ὑποστήριζαν ὅτι εἶχε μόνο τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα. Τό θέμα ἔθιγε
καί τό νόημα καί τή λειτουργία τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Μετά ἀπό πολλές συζητήσεις
Ἐνδημοῦσα Σύνοδος τοῦ 1156 καταδίκασε τίς ἀπόψεις τῶν Βασιλάκη καί
Θεσσαλονικέως. Ὁ πρῶτος, ὅμως, δέν ἀποδέχθηκε τίς ἀποφάσεις, ἐνῶ καί ἄλλος λό-
γιος κληρικός, ὁ Σωτήριχος Παντεύγενος, ὑποστήριξε γραπτά τίς ἀπόψεις τοῦ
Βασιλάκη (κυρίως μέ τό σκεπτικό ὅτι μιά τέτοια ἄποψη μποροῦσε νά ὁδηγήσει σέ
Νεστοριανισμό). Τελικά κι αὐτές οἱ ἀπόψεις καταδικάσθηκαν τό 1157, ἄν καί
συνεχίσθηκαν νά συζητῶνται μέχρι τέλος τοῦ αἰώνα (ὁ μοναχός Μύρων Συκιδίτης τίς
διέδιδε καί θεωροῦσε πώς ἀντανακλῶνταν καί στήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας –
τελικά καταδικάσθηκε τό 1199).
Ἕνα ἄλλο σημαντικό ζήτημα ἦταν ἡ ἑρμηνεία τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου «Ὁ Πα-
τήρ μου μείζων μου ἐστί» (Ἰω. 14, 29) ἀπό τόν Δημήτριο ἐκ Λάμπης τῆς Φρυγίας,
πού ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κατώτερος τοῦ Πατρός. Μετά ἀπό συζητήσεις τοῦ
Δημητρίου μέ τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ καί συλλογή πατερικῶν χωρίων πού
ἀποδείκνυαν ὅτι ἡ «κατωτερότητα» ἀναφέρεται μόνο στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Χριστοῦ, οἱ ἀπόψεις τοῦ Δημητρίου καταδικάσθηκαν ἀπό διευρυμένη Ἐνδημοῦσα
Σύνοδο τό 1166, πού συγκάλεσε ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Λουκᾶς Χρυσοβέργης (1157-
1169) μέ τή συμμετοχή τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Ἀθανασίου (1166-1180) καί
Ἰεροσολύμων Νικηφόρου τοῦ Β΄ (1166-1180) καί σχεδόν ὅλων τῶν μελῶν τῆς
βασιλικῆς οἰκογενείας, συγκλητικῶν κλπ. Ὅπως καί στήν πρώτη περίπτωση οἱ
ἀπόψεις αὐτές συνεχίσθηκαν ἀπό τούς Κερκύρας Κωνσταντίνο καί μοναχό Ἰωάννη
Εἰρηνικό, πού καταδικάσθηκαν τό 1170.
Τά παραπάνω γεγονότα εἶναι ἐνδεικτικά ὄχι μόνο τῶν θεολογικῶν τάσεων
ἀλλά καί τοῦ δομικοῦ τους πλαισίου: οἱ περισσότεροι θεολογοῦντες εἶναι μέλη τῆς
πανίσχυρης ὁμάδας τοῦ κλήρου τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού διδάσκει στή νέα
Πατριαρχική Ἀκαδημία, ἔχουν σημαντικά ἀξιώματα στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
36
καί διψοῦν γιά ἄνοδο μέσα ἀπό τή δίοδο πρός τό Παλάτι. Τό ὄργανο γιά τό στοχασμό
τους εἶναι ἡ κοσμική οὑμανιστική παιδεία πού μεταδίδεται σέ πολλές σχολές καί
κύκλους λογίων. Οἱ αὐτοκράτορες ἀπό τήν ἄλλη ἀναλαμβάνουν ἐνεργό ρόλο στά τῆς
Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀλέξιος Α΄ (1081-1118) πού ἀπαλλοτρίωσε ἄνετα μέρος τῆς
ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά τόν ἀγώνα του κατά τῶν Νορμανδῶν, ἐνήργησε ἀπό
τήν ἄλλη ὡς ὑψηλός προστάτης τῆς Ἐκκλησίας: κυνήγησε μέ δική του πρωτοβουλία
περιβόητες αἱρετικές ὁμάδες (Βογομίλους), ἵδρυσε μονές, ξεκαθάρισε τίς
ἁρμοδιότητες τῆς Συνόδου καί ἀπομάκρυνε τούς παροικοῦντες ἐπισκόπους,
αὐτοπροβλήθηκε ὡς «ἐπιστημονάρχης» (διαιτητικός δικαστής) τῆς Ἐκκλησίας.
Μολονότι ἐπί Ἰωάννου Β΄ (1118-1143) ἡ Ἐκκλησία ἀνέκτησε μέρος τῶν
πρωτοβουλιῶν, ὁ πατριαρχικός κλῆρος ἐπεδίωκε πρωτίστως τή βασιλική εὔνοια. Ὁ
Μανουήλ Α΄ (1143-1185) μέ τό πληθωρικό καί ρομαντικό ὕφος ἐξουσίας διακήρυξε
ἐκ νέου τήν «ἐπιστημοναρχική» του ἰδιότητα, προήδρευσε ὁ ἴδιος στή Σύνοδο καί
πῆρε πιεστικά θέση γιά τό «Ὁ πατήρ μου μείζων μου ἐστί», ἐνῶ διαπραγματευόταν
μόνος γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία ἀφέθηκε στήν
ἔντονη αὐτή προστασία τῆς πολιτείας καί ἔδειξε ἀδράνεια πού φάνηκε ἀσυγχώρητη
στά ἑπόμενα χρόνια τῆς πλήρους πολιτικῆς καί ἠθικῆς ἐξαχρειώσεως τῆς δυναστείας
τῶν Ἀγγέλων, πού ὁδήγησε τελικά τούς Σταυροφόρους μέσα στήν Πόλη. Ἡ ἱεραρχία
ἀφέθηκε σ' ἕναν δογματικό φορμαλισμό πού ἀπέφευγε τή γόνιμη θεολογική
συζήτηση καί ἔμενε σέ συλλογές πατερικῶν χωρίων. Αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν
γενικότερα τάση τῆς ἐποχῆς: ἡ δογματική γραμματεία ἐξαντλεῖται σέ
ἐγκυκλοπαίδειες αἱρέσεων, ὅπως ἡ «Πανοπλία Δογματική» τοῦ Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ,
ἤ ἡ «Πανοπλία» ἤ «Θησαυρός Ορθοδοξίας» τοῦ Νικήτα Χωνιάτη. Ὡστόσο, ἡ
Ἐκκλησία κέρδισε μέ τό νά ὀργανώσει στιβαρότερα τό ποιμαντικό της ἔργο στήν
κοινωνία. Τά ἠθικά ἑρείσματα δέν θά ἔρθουν ὅμως ἀπό τήν ὑποταγμένη στούς
Κομνηνούς κωνσταντινουπολιτική ἱεραρχία, ἀλλά ἀπό τή λαϊκή εὐσέβεια καί τούς
νηπτικούς ἀσκητές.
φιλοσοφίας μέσα στήν Ἐκκλησία τήν εἴδαμε θαυμάσια στίς ἔριδες πού
προαναφέραμε. Πολλοί ἐπίσκοποι προέρχονται ἀπό ἀριστοκρατικές οἰκογένειες καί
ἀναπτύσσουν πλούσιο συγγραφικό ἔργο. Εἶναι πιθανό ὅτι τουλάχιστον ἀπό τήν
πλευρά τῆς κοινωνίας ἀκόμη κι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας περιλαμβάνει ὡς ἕνα σημεῖο
τό συγγραφικό ἔργο.
Πέραν ὅμως ἀπό τήν πλευρά τοῦ πολιτισμοῦ οἱ προκλήσεις τῆς
φεουδαρχοποίησης φαίνονται τόσο στήν ἀπαίτηση γιά αὐξημένο ρόλο τῶν λαϊκῶν
στήν ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν, ὅσο καί στόν ἀγώνα γιά τόν ἔλεγχο τῶν
μοναστηριῶν. Γιά τό πρῶτο θέμα εἶναι χαρακτηριστική ἡ προτίμηση πολλῶν ἰδιωτῶν
γιά ἰδιωτικές λειτουργίες σέ ἀντίστοιχα παρεκκλήσια μέ ἰδιωτικούς ἱερεῖς καθώς καί
ἡ μαζική ἀπαίτηση γιά εἴσοδο στόν κλῆρο πολλῶν ἀνερχόμενων ἐπαγγελματιῶν. Τά
μοναστήρια ὑπέστησαν ὅλη τήν ποικιλότητα τῆς κοινωνικῆς ἐξέλιξης: ἀπετέλεσαν
κέντρα δικτύωσης μεταξύ τῶν ἰσχυρῶν οἰκογενειῶν (πού τά ἵδρυαν), ἀλλά καί
χώρους κοινωνικῆς προσφορᾶς (περίθαλψης, ἐκπαίδευσης κλπ.) καί κέντρα
πνευματικότητας καί προσευχῆς, ἀλλά καί ἐργοδότη γιά μεγάλο μέρος τοῦ ἀγροτικοῦ
πληθυσμοῦ. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Νικηφόρου B΄ Φωκᾶ (963-969) χρονολογεῖται ὁ
θεσμός τῆς «χαριστικῆς» (παραχώρησης σέ ἰδιώτη τῆς διαχείρισης μιᾶς μονῆς μέ
σκοπό τήν ἀνοικοδόμησή της) πού ἐξελίχθηκε σέ τρόπο προσόδου πού χάριζε ἡ
βασιλική οἰκογένεια σέ ὀπαδούς της (φεουδαρχοποίηση) καί ἔγινε κρίκος στήν
ἁλυσίδα τῆς ἐνσωμάτωσης τοῦ μοναστηριοῦ στήν παραγωγική διαδικασία. Πολλά
μοναστήρια ὑπῆρξαν περίφημα κέντρα ὀργανωμένου φιλανθρωπικοῦ ἔργου, ὅπως ἡ
Μονή Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη (σημ. Zeyrek Τζαμί), πού διοικοῦσε
ἕνα νοσοκομεῖο ἐπανδρωμένο καί ἐξοπλισμένο μέ σχεδόν σύγχρονα κριτήρια.
Ὑπῆρξε, ὅμως, μεγάλος ἀγώνας γιά νά ἐμποδιστεῖ ὁ ἔλεγχος τοῦ μοναστηριοῦ ἀπό
τόν ἱδρυτή-χαριστικάριο, πού συνήθως διαχειριζόταν τά οἰκονομικά τῆς μονῆς,
ἐπενέβαινε σ' αὐτήν καί προσπαθοῦσε νά μεταφέρει τή διαχείριση στούς ἀπογόνους
του σάν νά ἦταν ἡ μονή κληρονομήσιμη περιουσία.
Πῶς ἀντέδρασε ἡ Ἐκκλησία σ' ὅλα τά παραπάνω; Κατ' ἀρχάς σέ συνεργασία
μέ τό κράτος σκλήρυνε τούς ὅρους θεολογικῆς ἐνασχόλησης: αὐστηρές καταδίκες τῆς
ἐνασχόλησης μέ τά δόγματα μέ φιλοσοφικό τρόπο καί ἀπό μή ἐκκλησιαστικά
ἁρμόδιους μέ σημαντικότερο (καί ἀποτρεπτικότερο) παράδειγμα τόν Ἰωάννη Ἰταλό.
Κατόπιν σημαντικά συνέβαλε καί ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κανονικοῦ δικαίου σ’ ἕνα χρηστικό
σύνολο πού διελάμβανε πολλές ἐπιμέρους πτυχές τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Τό ἔργο αὐτό,
πού ἐπιτελέσθηκε κυρίως μέ τήν ἐργασία τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος ξεκαθάρισε τή
σχέση κανόνων πρός κρατικούς νόμους, ἁρμοδιότητα δικαστηρίων γιά λαϊκούς καί
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
38
κληρικούς, καθώς καί σοβαρά ζητήματα οἰκογενειακοῦ δικαίου. Ἔτσι τώρα ὑπῆρχε
ἕνα σημαντικό ἐργαλεῖο μέ τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀσκοῦσε μέ ἀποσαφηνισμένες
ἁρμοδιότητες τό ποιμαντικό της ἔργο1.
Στό θέμα τῶν μοναστηριῶν ὑπῆρξε συνεχῶς μεγαλύτερος ἔλεγχος τῶν
«χαριστικῶν» κυρίως μέ τή συστηματική καταγραφή τους ἀπό τήν πατριαρχική καί
μητροπολιτική ὑπαλληλία καί τήν ἐπανενεργοποίηση τῶν 4ου καί 24ου κανόνων τῆς Δ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού θέσπιζε ἔλεγχο τῶν οἰκείων ἐπισκόπων στήν ἵδρυση ἀλλά
καί τή διοίκηση τῶν μονῶν ἀλλά καί τό ἀναπαλλοτρίωτο τῆς περιουσίας τους.
Ταυτόχρονα ὁρίστηκαν μέ σαφήνεια οἱ ἁρμοδιότητες τῶν «κτητόρων» πάνω στή ζωή
τῆς μονῆς.
Τέλος, ἐπιχειρήθηκε ἔντονος χωρισμός τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου ἀπό τόν κλῆρο
στό λειτουργικό πεδίο (π.χ. ἀπαγορεύθηκε αὐστηρά ἡ παραμονή λαϊκῶν στό ἱερό
κλπ.). Μέ ὅλα τά παραπάνω βλέπουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐντατικοποίησε τό ποιμαντικό
της ἔργο στήν κοινωνία γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν πρόκληση τῶν καιρῶν. Βέβαια, σέ
κάποιες περιπτώσεις δυσαρέστησε τήν ἀνερχόμενη «ἐκκοσμικευμένη» τάξη τῶν
δυνατῶν, ἀλλά φάνηκε νά κερδίζει τό σεβασμό τῆς πλειοψηφίας στήν κοινωνία, παρ'
ὅλο πού ὡς ἱεραρχία ταυτίστηκε ὑπερβολικά μέ τίς κρατικές ἐπιλογές.
1
Βλ.σχετικά P. Magdalino, «Enlightenment and Repression in Twelfth-Century Byzantium. The
evidence of the canonists», στό Ν. Οἰκονομίδη (ἐπιμ.) Τό Βυζάντιο κατά τόν 12ο αἰώνα.
Κανονικό Δίκαιο, κράτος καί κοινωνία [Ἑταιρεία Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Μελετῶν,
Διπτύχων - Παράφυλλα 3], Ἀθήνα 1991, σ. 357-373.
Σύνοδος ἀντέτεινε νά ὑποβληθεῖ πρῶτα ἀπό τόν πάπα ἕνα τέτοιο τυπικό στήν οὐσία
κοινωνικό γρᾶμμα (μέ Σύμβολο τῆς πίστεως, πού δέν θά περιεῖχε τό filioque), νά
περιληφθεῖ ξανά στά Δίπτυχα, καί κατόπιν νά συζητηθοῦν οἱ ὅποιες διαφορές σέ
σύνοδο. Τελικά καμμία διαδικασία δέν τελεσφόρησε ἀπό ἐξωγενεῖς παράγοντες.
Τά περιστατικά αὐτά δείχνουν ὅτι δέν εἶχε ἀκόμη συνειδητοποιηθεῖ τό
σχίσμα, ἐνῶ προσκυνήματα καί μεταφορές λειψάνων ἁγίων συνεχίζονταν κανονικά
ἀπό τό Βυζάντιο πρός τήν Ἰταλία2. Ὅπως καί στά ἄλλα θέματα, τίς σχέσεις τῶν δύο
Ἐκκλησιῶν σημάδευσε τελικά ἡ πολιτική: ἡ μόνιμη ἐχθρότητα τῶν Νορμανδῶν, ἡ
ψυχρότητα ἀνάμεσα σέ Βυζαντινούς καί Δυτικοευρωπαίους πού ἀναπτύχθηκε κατά
τήν Α΄ Σταυροφορία (1095) καί κυρίως ἡ ἀκούραστη προπαγάνδα ἑνός ὀρκισμένου
ἀντιβυζαντινοῦ Νορμανδοῦ, τοῦ Βοημούνδου τοῦ Ταρέντο (Τάραντα), πού κατάφερε
νά πείσει τόν πάπα Πασχάλη Β΄ (1099-1118) ὅτι γιά τήν ἀποτυχία τῶν
σταυροφορικῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων στήν περιοχή τοῦ Λιβάνου ἔφταιγε ἡ
perfidea Graecorum (ἀπιστία τῶν Ἑλλήνων), στερεότυπο πού ἔκτοτε διαδόθηκε σ’
ὅλη τήν Εὐρώπη. Παράλληλα, ἡ δημιουργία τῶν σταυροφορικῶν κρατῶν στήν
Παλαιστίνη καί τή Συρία ἀπομακρύνει τούς νόμιμους Πατριάρχες Ἀντιοχείας καί
Ἱεροσολύμων καί τούς ἀντικαθιστᾶ μέ Λατίνους3. Μέσα σέ αὐτό τό κλῖμα ἀποκτᾶ τό
Σχίσμα πρακτικές ἐκκλησιαστικοπολιτικές συνέπειες γιά τήν Ἀνατολή, ἐνῶ τίθενται
σταδιακά στή Δύση τά ἰδεολογικοπολιτικά θεμέλια γιά τό νέο πολιτικό στόχο τῶν
Σταυροφοριῶν, τήν κατάληψη τῆς «σχισματικῆς» Κωνσταντινούπολης, πού θά
ἐπιτευχθεῖ τελικά μέ πρωτοφανῆ βιαιότητα τό 1204.
Ἀλλά καί στήν Ἀνατολή ἡ πολιτική ἔπαιζε καθοριστικό ρόλο καί γιά τίς
ἑνωτικές διαπραγματεύσεις: μέ ἀφορμή τήν πολιτική συνεννόηση τοῦ βυζαντινοῦ
αὐτοκράτορα Ἰωάννη Β΄ μέ τόν Γερμανό αὐτοκράτορα Λοθάριο τό 1136, ἦρθε στή
Βασιλεύουσα ὁ Ἄνσελμος τῆς Ἁβελβέργης (Havelberg) καί διεξήγαγε συζητήσεις γιά
τίς διαφορές τῶν Ἐκκλησιῶν μέ τόν Νικήτα Νικομηδείας - ἀπό τίς πιό διεισδυτικές
καί ταυτόχρονα νηφάλιες ἐπαφές τέτοιου εἴδους σ’ ὅλη τήν περίοδο. Ἡ βυζαντινή
Ἐκκλησία ἀργότερα, τό 1166-1167, προσδεμένη στό κρατικό ἅρμα παρακολούθησε
μέ περιορισμένες ἀντιδράσεις τίς ρομαντικές προτάσεις τοῦ Μανουήλ Α΄ (1143-
1180) νά ὑπαγάγει τή βυζαντινή Ἐκκλησία στήν παπική μέ ἀντάλλαγμα νά τόν στέψει
ὁ πάπας Ἀλέξανδρος Γ΄ (1159-1181) στή Ρώμη αὐτοκράτορα τῆς παλαιᾶς ρωμαϊκῆς
2
Τέτοια περίπτωση εἶναι τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀπό τά Μύρα στό Μπάρι τό 1087, πρίν δηλαδή
ξεκινήσουν οἱ Σταυροφορίες.
3
Περισσότερα τώρα γι’ αὐτό βλ. J. Pahlitzsch, Graeci und Suriani im Palästina der
Kreuzfahrerzeit, Berlin 2001.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
40
Ἡ ὕπαρξη πολλῶν κρατῶν στή Βαλκανική καί τή Μ. Ἀσία μετά τό 1204 ἔθετε
αὐτομάτως προκλήσεις πρός τήν ἑνότητα τῆς ἐκκλησιαστικής δικαιοδοσίας τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Μετά τήν Ἅλωση καί τό θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἰωάννη
Ι’ Καματηροῦ τό 1206, ἐξελέγη νέος Πατριάρχης ὁ Μιχαήλ Δ΄ Αὐτωρειανός τό 1208
στή Νίκαια. Τόσο στό κράτος τῆς Ἠπείρου ὅσο καί τῆς Τραπεζοῦντος οἱ ἐκεῖ ἡγέτες
Μιχαήλ Δούκας καί Δαυίδ Κομνηνός ἐπεδίωκαν ἐκκλησιαστική αὐτονομία στίς
περιοχές τους, ὥστε νά μήν ἀναγκάζονται νά ἀποδέχονται ὡς ἀνώτατη ἀρχή τόν
Πατριάρχη, πού θά ἦταν ὄργανο τῶν ἀντιζήλων τους αὐτοκρατόρων τῆς Νικαίας.
Ἔτσι προωθοῦσαν τήν πλήρωση κενῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων ἀπό ἐκλογές πού ἔκαναν
τοπικές σύνοδοι στά κράτη τους. Αὐτό δέν ἦταν ἀντικανονικό (ἀφοῦ ἐπαρχιακές
σύνοδοι ἐξακολουθοῦσαν νά ὑπάρχουν) ἀλλά χρειαζόταν ἡ ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενι-
κοῦ Πατριάρχη καί, εἰδικά στήν ἐκλογή Μητροπολιτῶν ἤ Ἀρχιεπισκόπων ἐνεργοῦσε
ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, πού τώρα ὑπολειτουργοῦσε. Στήν Τραπεζοῦντα ὁ κλῆρος δέν
ἔφθασε στό σημεῖο νά ἀνεξαρτητοποιηθεῖ μονομερῶς. Στήν Ἤπειρο, ὅμως,
λειτούργησε σύνοδος ἐπισκόπων στήν Ἄρτα πού ὑπό τόν Ναυπάκτου Ἰωάννη
Ἀπόκαυκο (πού ἔγινε ὁ κύριος θεωρητικός ὑποστηρικτής τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς
Ἠπειρωτικῆς ἱεραρχίας) ἄρχισε ἀπό τό 1213 νά προβαίνει σέ χειροτονίες, συνήθως
ὑπό τήν ὑπόδειξη τοῦ Μιχαήλ τῆς Ἠπείρου (Δημητρίου Χωματηνοῦ στήν Ἀχρίδα τό
1218, Γεωργίου Βαρδάνη στήν Κέρκυρα τό 1219 κ.ο.κ.), ἐνῶ ἡ Ἀρχιεπισκοπή
Ἀχρίδας διεκδικοῦσε ἀρχαῖα προνόμια αὐτοκεφαλίας λόγω τῆς (λανθασμένης)
ταύτισής της μέ τήν ἀρχαία ἐπισκοπή τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς, πού ἀντιπροσώπευε
τόν παπικό θρόνο κατά τόν 6ο καί 7ο αἰώνα. Ὡς ἀπάντηση ὁ Πατριάρχης Μανουήλ Α΄
στη Νίκαια ἀνύψωσε τόν Σέρβο ἐπίσκοπο τοῦ Πεκίου (Peć) Σάββα σέ ἀρχιεπίσκοπο
τό 1219 (ἤ 1229), ὥστε νά μειώσει τήν ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδος. Ἔτσι, βέβαια, ἐπέτεινε
τήν ἐκκλησιαστική κατάτμηση τῆς περιοχῆς, ἀλλά ἦταν σημεῖο τῶν καιρῶν, ὅτι
ἄρχιζε ἡ πολλότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν κέντρων στήν περιοχή καί ἡ ἀνάπτυξη
ἐθνικῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως συνέβη καί μέ τήν παραχώρηση περιορισμένης
αὐτοκεφαλίας στήν Ἀρχιεπισκοπή Τυρνόβου τῶν Βουλγάρων τό 1235 4 οἱ ὁποίοι
εἶχαν συγκροτήσει τό β’ βουλγαρικό κράτος ἀπό τό 1187. Λίγο ἀργότερα, τό 1359,
θά χειροτονηθεῖ ἀπό τόν Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ Μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας σέ
ἀνταπόκριση τοῦ αἰτήματος τοῦ βοεβόδα Ἀλεξάνδρου Βασαράβα καί στίς ἀρχές τοῦ
15ου αἰώνα Μητροπολίτης Μολδαβίας καί θά τεθοῦν ἔτσι καί οἱ βάσεις τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.
Ἡ κρίση ἐπιδεινώθηκε, ὅταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος ἔστεψε τόν Δεσπότη
τῆς Ἠπείρου λίγο μετά τό 1225 αὐτοκράτορα στή Θεσσαλονίκη. Ἡ ἀλληλογραφία
πού σώζεται τήν ἐποχή αὐτή ἀνάμεσα στόν Ναυπάκτου Ἰωάννη Ἀπόκαυκο καί τόν
Ἀχρίδος Δημήτριο Χωματηνό ἀπό τή μιά καί τούς Πατριάρχες στή Νίκαια ἀπό τήν
ἄλλη, οἱ ὁποίοι διαμαρτύρονται κυρίως γιά τή στέψη (πού ἔθιγε βασικότατο προνόμιο
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη) ἀλλά δευτερευόντως καί γιά τίς χειροτονίες, δείχνει
τήν ἐκκλησιαστική κρίση πού προκαλεῖται ἀπό τήν πολιτική ἔκλειψη τῆς
Κωνσταντινούπολης. Ἡ κρίση, βέβαια, θά θεραπευθεῖ μετά τήν πολιτική ἔκλειψη καί
τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου μετά τήν ἥττα του ἀπό τούς Βουλγάρους στήν Κλοκοτι-
νίτσα τό 1230 καί τήν ἀποστολή τοῦ πατριαρχικοῦ ἐξάρχου Νικηφόρου Ἀγκύρας τό
1232, ἀλλά δείχνει τήν ἀνάγκη νέας πολυκεντρικότητας στίς ἐκκλησιαστικές ἀρχές
πού δημιουργεῖ τό νέο πολιτικό τοπίο, γεγονός πού ἀντανακλᾶται καί στήν ἀπονομή
τίτλων, ὅπως «Παναγιώτατος», σέ κομβικές πόλεις τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς
Παλαιολόγους (Θεσσαλονίκη, Μονεμβασία) γιά νά δοθεῖ ἕνα μικρό συμβολικό
κομμάτι ἐκκλησιαστικής ἀναγνώρισης ἰδιαιτέρου κύρους καί σ’ αὐτές.
Μιά δεύτερη σημαντική ἐξέλιξη εἶναι ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ συνοδικοῦ
θεσμοῦ. Αὐτό τό βλέπουμε σέ δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ἡ μία εἶναι τό
αἴτημα πού ἀρθρώνεται ἀπό διάφορες πλευρές, ἤδη ἀπό τά μισά τοῦ 13ου αἰ., γιά
σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού θά θεραπεύσει τό σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ
ἁπλές διαπραγματεύσεις ἀνάμεσα στόν αὐτοκράτορα καί τόν πάπα δέν ἰκανοποιοῦν
τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση. Ἔτσι κατά καιρούς εἴτε διατυπώνεται τό αἴτημα ἀπό
τόν πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανό (1254-1260, 1261-1264) πρός τόν πάπα, εἴτε ἀπό
4
Γόνη, Ἱστορία, 55-71, 186-191.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
42
τόν πατριάρχη Ἰωσήφ Α΄ τό 1274 σέ κείμενο Ὅρκου του πού ἀπέκρουε τίς πιέσεις
τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ γιά Ἕνωση, εἴτε ἀπό τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό τό
1339 σέ ἀποστολή πρός τόν πάπα Βενέδικτο τόν ΙΒ΄, εἴτε ἀργότερα τό 1367. Οἱ προ-
σπάθειες αὐτές ὁδήγησαν (σέ συνδυασμό μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς συνοδικῆς κίνησης
στή Δύση, βλ. παρακάτω) στή Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438/39.
Ἄνοιγαν ὅμως καί τό δρόμο γιά τήν ἀνανέωση γενικά τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, πρᾶγμα
πού φαίνεται στό δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τῶν συνόδων τοῦ 14ου αἰ. γιά
τήν ἡσυχαστική ἔριδα.
Πράγματι, οἱ Σύνοδοι τοῦ 1341, 1347, 1351 καί 1368, ἐνῶ τυπικά ἦταν διευ-
ρυμένες Ἐνδημοῦσες Σύνοδοι στήν πραγματικότητα δέν εἶχαν σχέση μέ τίς συνόδους
τοῦ 12ου αἰ. Τό θεολογικό θέμα ἄγγιζε εὐρύτερα φιλοσοφικά, θεολογικά καί
ἐκκλησιολογικά προβλήματα, κινητοποίησε πλῆθος ἐπισκόπων, διήρκεσε μεγάλο
χρονικό διάστημα, προκάλεσε ἔντονο προβληματισμό γιά τούς ὅρους λειτουργίας τοῦ
συνοδικοῦ συστήματος καί στά ἄλλα Πατριαρχεῖα (εἰδικά τοῦ Ἀντιοχείας, τοῦ ὁποίου
ὁ Πατριάρχης ἦταν ἀντιησυχαστής), ἐπαναβεβαίωσε τήν ἀρχή τῆς Πενταρχίας,
παρήγαγε μέγα πλῆθος θεολογικῶν ἔργων καί συγκίνησε πλήθη λαϊκῶν καί μοναχῶν.
Ἔτσι τό συνοδικό σύστημα ἀναδείχθηκε ξανά, παρά καί ἔξω ἀπό τίς ἐπεμβάσεις τῆς
πολιτείας καί μιᾶς μικρῆς παραδοσιοκρατικῆς ὁμάδας ἀρχιερέων πού διέμεναν στήν
Κωνσταντινούπολη, σέ εὐρύτερο κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καί ὁδηγό
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος.
Μιά ἄλλη ἐνδιαφέρουσα πτυχή εἶναι ἡ προσπάθεια νά βρεθεῖ ἕνας
λειτουργικός τρόπος ἐκκλησιαστικῆς διαποίμανσης τῶν λατινοκρατούμενων
περιοχῶν (μέ πρώτη καί καλύτερη τήν Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1204-1261) πού νά
διασώζει τίς βασικές προϋποθέσεις τῶν κανόνων καί τῆς συνέχειας στήν αὐθεντία τῆς
Ἐκκλησίας, καθώς οἱ Λατίνοι κατακτητές ἐπέβαλλαν δικούς τους ἐπισκόπους στίς
περιοχές τους (ὅπως εἶχαν κάνει μέ τήν Ἀντιόχεια καί τά Ἰεροσόλυμα τόν καιρό τῶν
ἐφήμερων λατινικῶν κρατιδίων τόν 12ο αἰ.). Τέλος, σημαντικά εἶναι καί τά
προβλήματα τῆς διαποίμανσης τῶν σλαβικῶν περιοχῶν. Ὅλες αὐτές οἱ κινήσεις
καλοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά ἀνταποκριθεῖ σέ δύσκολες προκλήσεις, ἔχουν
ὅμως τό θετικό ὅτι τή βγάζουν ἀπό τήν ἀδράνεια. Αὐτό θά ἐπιτρέψει στήν ἱεραρχία
νά θέσει μέ περισσότερη πείρα καί δύναμη τούς ὅρους της, ὄχι μόνο στούς
χριστιανούς αὐτοκράτορες (ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἀποτελεσματικῆς ἀντίδρασης
στήν ἑνωτική πολιτική πολλῶν Παλαιολόγων βασιλέων), ἀλλά μετά ἀπό λίγο καί
ἀπέναντι στούς ἀλλόθρησκους Ὀθωμανούς.
Ἡ ἄνοδος τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ συνοδεύθηκε μετά τόν 13ο αἰ. (εἰδικά
στό κράτος τῆς Νικαίας) μέ μιά ἀνάπτυξη τῆς μαθηματικῆς σκέψης, πού ἐπανέφερε
μέ μεγαλύτερη ἐνάργεια φιλοσοφικά προβλήματα, ὅπως ἡ προέλευση τῆς γνώσης, ἡ
οὐσία τοῦ κόσμου κλπ. καί προσπαθήθηκε νά δοθεῖ μιά μεταφυσική ἀπάντηση πού θά
ἀναμείγνυε τήν ἀστρονομία καί τόν ἀναβιωμένο πλατωνισμό. Μέσα ἀπ' αὐτά,
ἀβίαστα, τέθηκε καί πάλι τό παλαιό καίριο πρόβλημα τῆς μετοχῆς στό Θεό. Ἡ
χριστιανική σκέψη πάνω στά βήματα τοῦ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ μιλοῦσε γιά τή
μετοχή ἐν Χριστῷ, πού γινόταν προοδευτικά καί μέ ἐλευθερία μέχρι τά ἔσχατα
(θέωση). Ἡ προοδευτική αὐτή μετοχή γινόταν αἰσθητή ἀκόμη καί ἀπ΄ αὐτή τή ζωή μέ
τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἄσκηση (ἡσυχία). Τήν
ἄποψη αὐτή ὑποστήριζαν οἱ ἀσκητές πού συνέχιζαν τό ἔργο τοῦ μεγάλου νηπτικοῦ
συγγραφέα Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου (949-1022), σέ γνωστά ἀσκητικά κέντρα,
ὅπως τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τέτοιος ἀσκητής ἦταν π.χ. ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, πού ἀπό
τή Μ. Ἀσία πῆγε στό Σινᾶ καί τήν Κρήτη καί ἔμαθε τή νοερά προσευχή καί τή δίδαξε
στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά καί ὁ μαθητής του στά Παρόρια Θεοδόσιος ὁ Τυρνοβίτης, πού
διέδωσε τήν ἡσυχαστική τεχνική καί στή Βουλγαρία. Ἀντίθετα, πολλοί φιλόσοφοι
μιλοῦσαν γιά νεοπλατωνική «ἐπιστροφή» τοῦ ἀνθρώπου στό Ἕν, πού γινόταν μέσῳ
τῆς ἔκστασης ἀλλά καί τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ πάνω στήν οὐσία τοῦ κόσμου
πού ἦταν κυρίως οἱ μαθηματικές του ἀναλογίες.
Ἡ παράλληλη πορεία καί ψυχρότητα μεταξύ τῶν δύο τάσεων μέχρι τίς ἀρχές
ου
τοῦ 14 αἰώνα μετατράπηκε σέ ἀνοιχτή σύγκρουση μέ καταλύτη τήν ἀπερίσκεπτα
ἐπιθετική συμπεριφορά τοῦ φιλοσόφου μοναχοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ (1290-
1350). Αὐτός μετά τόν ἐρχομό του ἀπό τήν Καλαβρία ἐγκαταστάθηκε ἀρχικά στήν
Κωνσταντινούπολη καί κατόπιν λόγῳ ἐρίδων μέ τόν φιλόσοφο Νικηφόρο Γρηγορᾶ
στή Θεσσαλονίκη μέ δική του σχολή. Ταξιδεύοντας στά 1337 στό Ἅγιο Ὄρος
συνάντησε ἀσκητές πού τοῦ μίλησαν γιά τίς θεοπτικές ἐμπειρίες πού προκύπτουν ἀπό
τήν νοερά προσευχή. Τούς χαρακτήρισε Μεσσαλιανούς (τήν ἐνθουσιαστική αἵρεση
τοῦ 4ου αἰ. πού μιλοῦσε γιά σωματική θέα τοῦ Θεοῦ καί συνεχῆ προσευχή, ἀλλά ὄχι
ἐκκλησιαστική ζωή) σέ ἔργα πού συνέγραψε. Τήν ἀντίκρουση τῶν κατηγοριῶν αὐτῶν
Ἡ ἡσυχαστική
ἀνέλαβε γιά λογαριασμό τῶν μοναχῶν ὁ ἐπίσης ἁγιορείτης μοναχός Γρηγόριος
Παλαμᾶς (1296-1357 ἤ 1359), ὁ ὁποῖος στά ἔργα του (τρεῖς «Τριάδες ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων») διατύπωσε τή διδασκαλία τῆς μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ πού γίνεται βιωματικά, ἀσκητικά καί ἐκκλησιαστικά (Ἡσυχασμός).
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
44
Ἀναπτύσσοντας τή διδασκαλία περί δύο ἐνεργειῶν πού ἀντιστοιχοῦν στίς δύο φύσεις
τοῦ Χριστοῦ κατά τίς ἀποφάσεις τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δίδαξε ὅτι οἱ
ἄκτιστες ἐνέργειες εἶναι ἔκφραση/προϊόν τῆς ἄκτιστης Οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία
ὅμως παραμένει ἀπρόσιτη καί ἀμέθεκτη. Ἔτσι σώζεται ὁ ἀντινομικός χαρακτήρας
τῆς μετοχῆς τοῦ κτιστοῦ (ἀνθρώπου-κόσμου) στό ἄκτιστο (Θεό).
Ἐνῶ ἡ διδασκαλία-ἀπολογία τοῦ Παλαμᾶ ἀπέναντι στίς κατηγορίες Βαρλαάμ
ἔγινε δεκτή σέ Σύνοδο πού συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1341 ὑπό τόν
αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Γ΄, ὁμάδα ὑπό τόν πρώην μαθητή τοῦ Παλαμᾶ Γρηγόριο
Ἀκίνδυνο (1300-1349) τόν κατηγόρησε γιά «καινά δόγματα». Ὁ νέος ἀντίπαλος τοῦ
Παλαμᾶ θά ἦταν ὁ δογματικός φορμαλισμός καί ἡ παραδοσιαρχία πού ἐπικρατοῦσε
στήν ἱεραρχία τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν 10ο αἰ., ὅπως εἴδαμε. Ὁ Ἀκίνδυνος
συμμάχησε μέ τόν κατ' ἐξοχήν ἐκφραστή αὐτῆς τῆς παραδοσιαρχικῆς νοοτροπίας, τόν
ἴδιο τόν Πατριάρχη Ἰωάννη ΙΔ΄ Καλέκα, πού μέ τή σειρά του συμμάχησε μέ τήν
Ἀντιβασιλεία, στόν ἐμφύλιο πόλεμο, πού ἀκριβῶς τότε, μέ τόν ξαφνικό θάνατο τοῦ
Αὐτοκράτορα λίγο μετά τή λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, ξεσποῦσε ἀνάμεσα στήν
Ἀντιβασιλεία περί τόν ἀνήλικο Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) καί τόν
ἀνταπαιτητή τοῦ θρόνου, φίλο τοῦ θανόντος Ἀνδρονίκου, Ἰωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό
(1341-1354). Ὁ Παλαμᾶς θεωρήθηκε Καντακουζηνικός ἐπειδή ἀρνήθηκε νά
συμπράξει στήν πολιτική προπαγάνδα τῆς Ἀντιβασιλείας ἐναντίον τοῦ
Καντακουζηνοῦ καταδικάστηκε καί διώχθηκε, καί ἡ ἡσυχαστική θεολογία του
θεωρήθηκε ἀπαγορευμένη (μέ μιά κραυγαλέα παρερμηνεία τῶν ἀποφάσεων τῆς
Συνόδου τοῦ 1341 πού ἀπαγόρευε τό «δογματίζειν» ἀπό ἀναρμόδιους μή ἐπισκόπους
μέ βάση τούς κανόνες 64 καί 19 τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, μέ τό σκεπτικό ὅτι
ἀπαγόρευε καί τό «δογματίζειν» ἀπό τόν ἴδιο τόν Παλαμᾶ).
Τελικά μετά ἀπό περιπέτειες καί ἔντονη πολεμική γραμματεία ἀνάμεσα στούς
Ἡσυχαστές καί τούς Ἀντιησυχαστές, ἐπανῆλθε ἡ πολιτική ὀμαλότητα καί οἱ δύο
πολιτικές πλευρές ἀπό κοινοῦ σέ Σύνοδο τό 1347 δικαίωσαν τόν Παλαμᾶ καί τόν
Ἡσυχασμό καί καταδίκασαν τόν Ἀκίνδυνο καί τόν Καλέκα. Σέ μιά τρίτη φάση
ἀνέλαβε ὅμως ὁ φιλόσοφος Νικηφόρος Γρηγορᾶς (1293-1361) μιά βίαιη (ἀλλά ἐκτός
ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας) ἀνασκευή τοῦ Ἡσυχασμοῦ συνδυάζοντας τό θεολογικό
φορμαλισμό τοῦ Ἀκινδύνου καί νεοπλατωνικό φιλοσοφικό λεξιλόγιο. Τελικά, κα-
ταδικάστηκε κι αὐτός μέ τή σειρά του τό 1351, ἐνῶ ἡσυχαστές εἶχαν ἤδη τοποθετηθεῖ
στόν Οἰκουμενικό θρόνο καί ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶχε χειροτονηθεῖ ἀρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης.
Οἱ νέες συνθῆκες φέρνουν νέες ἀπαιτήσεις γιά τήν παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας
στήν κοινωνία. Τώρα, πλέον, μιλᾶμε γιά μία ἀνεπτυγμένη ἀστικά κοινωνία στήν
ὁποία ὁ Χριστιανισμός ἔχει διεισδύσει τόσο, ὥστε τό ἐκκλησιαστικό ζήτημα τῆς
ἕνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν ἤ τό θεολογικό τῆς μετοχῆς στό Θεό νά ἀφορᾶ ὁλόκληρο τόν
προσανατολισμό τῆς κοινωνίας καί νά ἐπιτρέπει καί σύγκρουση τῆς Ἐκκλησίας μέ
τήν Πολιτεία μέ νικηφόρους ὅρους. Αὐτό συνέβη κατά τήν σύγκρουση τοῦ πατριάρχη
Ἀρσενίου Αὐτωρειανοῦ μέ τόν σφετεριστή τοῦ θρόνου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (πού
δημιούργησε τό λεγόμενο Ἀρσενιανό Σχίσμα) καί τήν ἄρνηση τῶν ἀνθενωτικῶν νά
δεχθοῦν τίς ἀποφάσεις τῆς ἑνωτικῆς παπικῆς συνόδου τῆς Λυών τοῦ 1274 πού
ὁδήγησε σέ διωγμούς ἀπό τό κράτος, ἀλλά πού τελικά τό ἀνάγκασε σέ συμβιβασμό
ἐπί Ἀνδρονίκου Β΄ (1282-1328).
Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Χριστιανισμός ὑποχωρεῖ δραματικά στή Μ. Ἀσία καθώς ἡ
προέλαση τῶν Σελτζούκων καί κατόπιν τῶν Ὀθωμανῶν διώχνουν, ἐξισλαμίζουν καί
γενικά ἐξαφανίζουν τό χριστιανικό ποίμνιο. Τά οἰκονομικά τῶν μικρασιατικῶν
ἐκκλησιῶν καταρρέουν, οἱ ἐπίσκοποι γιά πολιτικούς καί οἰκονομικούς λόγους δέν
ἐγκαθίστανται στίς ἕδρες τους, ὁ ἐκκλησιαστικός χάρτης ἀλλάζει δραστικά.
Ἐνδοχώρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι πλέον ἡ ΒΔ Μικρά Ἀσία (Βιθυνία)
καί κατόπιν ὅσα νησιά τοῦ Αἰγαίου δέν λατινοκρατοῦνται, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία
καί μέρος τῆς ὑπόλοιπης Ἑλλάδας. Στίς αὐτονομημένες πόλεις ὁ ἐπίσκοπος πού
βρίσκεται ἐκεῖ ἀποτελεῖ ἠθικά καί καθεστωτικά πηγή αὐθεντίας. Ἡ Ἐκκλησία
στρέφεται μέσῳ αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων στό νά ἀμβλύνει τίς κοινωνικές ἀνισότητες
μεταξύ φτωχῶν ἀγροτῶν καί πλουσίων γαιοκτημόνων καί ἀστῶν. Αὐτό συμβαίνει
τόσο στή Φιλαδέλφεια μέ τόν μητροπολίτη της Θεόληπτο ὅσο καί στή Θεσσαλονίκη
πού ταλανίζονται ἀπό ἐξεγέρσεις καί δυσαρέσκειες. Πολλά ἔργα ἀπό θεολόγους καί
ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες τῆς ἐποχῆς ἐκφράζουν αὐτή τήν προσπάθεια. Τέτοιοι εἶναι ὁ
Ἀλέξιος Μακρεμβολίτης, ὁ Ἰσίδωρος Γλαβᾶς, ἀλλά καί ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅταν
ἐγκαταστάθηκε στή Θεσ/νίκη κ.ἄ. Ὁ μετέπειτα (ἡσυχαστής) πατριάρχης Ἰσίδωρος
Βούχειρ (ἤ Βουχερᾶς) πρωταγωνιστεῖ στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. σέ ὁμάδα Χριστιανῶν
στρατευμένων στήν κοινωνική μέριμνα.
Στήν Κωνσταντινούπολη ἔχουμε προσπάθειες γιά ἀναμόρφωση στή
διαποίμανση μέ ἀπαίτηση τοῦ Πατριάρχη Ἀθανασίου Α΄ (1289-1293, 1304-1310) νά
ἀπομακρυνθοῦν οἱ παρεπιδημοῦντες ἐπίσκοποι καί μοναχοί στίς ἐπισκοπές τους καί
τά μοναστήρια τους καί νά μή ζοῦν παρασιτικά στήν Πόλη. Ὁ ἡσυχαστής
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
48
τῆς ἀπομόνωσης; Ἡ ἄρχουσα δυναστεία τόσο τῶν Λασκαριδῶν ὅσο καί τῶν Παλαιο-
λόγων ἔχει συνήθως ὡς στόχο τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν (πού ἡ Ρώμη βλέπει ὡς
ἐπιστροφή καί ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων στόν παπικό θρόνο) ἐπιδιώκοντας, ὅπως καί
οἱ Κομνηνοί καί οἱ Ἄγγελοι, πολιτικούς σκοπούς: εἴτε νά ἀνακαταλάβει τήν
Κωνσταντινούπολη, εἴτε νά ἀντιμετωπίσει ποικίλους Δυτικούς ἐχθρούς (Ἀνδεγαυικό
βασίλειο, Γερμανό αὐτοκράτορα) ἤ τούς Τούρκους.
Οἱ πρῶτες ἐπαφές ἄρχισαν ἤδη τό 1206 καί προκλήθηκαν ἀπό τήν κανονική
ἀνωμαλία τῆς ὀργάνωσης μιᾶς παράλληλης λατινικῆς ἱεραρχίας. Ὁ «Πατριάρχης»
Θωμᾶς Μοροσίνι ἀπαίτησε νά μνημονεύεται στά Δίπτυχα καί τό Μνημόσυνο ἀπό
τούς κληρικούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καθώς ἐκείνοι ἀρνήθηκαν, ξέσπασαν
ἔντονες συζητήσεις γιά τή σχέση ἀνάμεσα στό Λατίνο «Πατριάρχη» καί τόν ἐπιχώριο
κλῆρο. Παρά τίς τριβές αὐτοῦ τοῦ εἴδους διεξήχθησαν ἑνωτικές διαπραγματεύσεις
μεταξύ Νικαίας καί Ρώμης τό 1214. Ἡ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ (βλ. παρακάτω)
κατεδείκνυε μέ τίς ἀποφάσεις της γιά ποιό λόγο κάθε σοβαρή προσπάθεια τέτοιου
εἴδους ἦταν καταδικασμένη: ὁ πάπας Ἰννοκέντιος Γ΄ ἀντιμετώπιζε τήν Ἕνωση ὡς
ὑπόθεση προσαρμογῆς τῶν ὀρθοδόξων στή Ρωμαϊκή Ἐκκλησία. Ἡ ἀλλαγή στήν
πολιτική συγκυρία πού προκλήθηκε ἀπό τό θάνατο τοῦ Λατίνου αὐτοκράτορα τῆς
Κωνσταντινούπολης Ἐρρίκου d´Angre d´Hainaut τό 1216 καί ἡ ἀρχή τῆς
κατάρρευσης τοῦ λατινικοῦ κράτους καθώς καί οἱ πολλές στρατιωτικές ἐπιτυχίες τοῦ
ἡγεμόνα τῆς Ἠπείρου Θεοδώρου Δούκα (1215-1230), πού στέφθηκε τό 1224
αὐτοκράτορας στή Θεσσαλονίκη, ἐπέφεραν τή στροφή τοῦ πάπα Ὁνωρίου Γ΄ (1216-
1227) πρός μιὰ προσέγγιση μέ τόν Θεόδωρο καί ἀπεσταλμένοι του ἔφθασαν στόν
αὐτοκράτορα τῆς Ἠπείρου γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Πέτρου Courtenay. Προφανῶς,
αὐτό ἦταν τό πολιτικό ὑπόβαθρο γιά νά ξεκινήσουν νέες προτάσεις ἀπό τόν
ἀνταγωνιστή τοῦ Θεοδώρου Δούκα, τόν Θεόδωρο Λάσκαρη καί τόν Πατριάρχη τῆς
Νικαίας τό 1219 γιά μιά μείζονα σύνοδο μέ τόν σκοπό τῆς Ἑνώσεως. Μετά τήν
ἄρνηση ὅμως τοῦ Ἰωάννη Ἀπόκαυκου ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἠπείρου,
τό ἐγχείρημα ἔπεσε στό κενό.
Τήν τρίτη δεκαετία τοῦ 13ου αἰώνα καί μετά τήν καταστροφική ἥττα τοῦ
Θεοδώρου Ἀγγέλου ἀπό τόν βούλγαρο Τσάρο Ἰβάν Ἀσέν Γ’ (1218-1241) στή μάχη
τῆς Κλοκοτινίτσας καί τή στέψη τοῦ Ἰωάννη Brienne ὡς νέου Λατίνου αὐτοκράτορα
τό 1231, ὁ αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας Ἰωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254)
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
50
5
Βλ. Gill, Byzantium and the Papacy 188.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
52
6
R.-J. Loenertz, «Les missions dominicaines en Orient», Arcivum Fratrum Praedicatorum 2
(1932) σ. 10 καί 31-32.
7
D. J. Geanakoplos, «The Council of Florence (1438-39) and the problem of Union between the
Byzantine and Latin Churches», Church History 24 (1955) ἰδιαίτ. σ. 233-234.
ἀνώτερη ἀπό τοῦ πάπα, κι ὅτι αὐτός ἀπαγορεύεται νά εἰσάγει νέα στοιχεῖα σέ σύμβολα
πίστεως κλπ. (Λόγος τοῦ Βησσαρίωνος). Ἐπίσης, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκ. Συνόδων καί ἡ
διδασκαλία ἐγκρίτων Πατέρων κατέστησαν τό κριτήριο ὀρθότητας των θεμάτων.
ὁποιονδήποτε (ἀκόμη καί ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο, πολλῷ μᾶλλον ἀπό τόν Πάπα
μόνο), ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν ρητές ἀπαγορεύσεις γι’ αὐτό. Ὅπως καί στά ὑπόλοιπα
ζητήματα, μολονότι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔφεραν πολλά καί σοβαρά ἐπιχειρήματα, ἡ πίεση ἀπό
τή μεριά τοῦ αὐτοκράτορα, πού προσδοκοῦσε σέ στρατιωτική βοήθεια καί ἀπό τή μεριά
τῶν Λατίνων δέν ἄφηνε τίς συζητήσεις νά ἐξελιχθοῦν, ἐνῶ ὑπῆρχε καί ἡ μερίδα πού,
ὅπως ἀποδείχθηκε, ἦταν πρόθυμη σέ μεγαλύτερες παραχωρήσεις πρός χάριν ἑνώσεως
ὅπως ὁ λόγιος Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων. Τή χαριστική βολή ἔδωσε ἡ
ἀπόφαση τοῦ πάπα Εὐγενίου νά μετακινηθεῖ ἡ Σύνοδος στή Φλωρεντία, γιά
οἰκονομικούς λόγους, πρᾶγμα πού ἔκανε τήν πίεση ἐπί τῶν Ὀρθοδόξων ἀφόρητη. Τόν
Φεβρουάριο 1439 ἄρχισαν οἱ συζητήσεις στή Μονή τῆς Santa Maria Novella σέ μιά
Φλωρεντία πού διαπερνοῦσε τό ἀναγεννησιακό πνεῦμα τῶν Μεδίκων, καί πού
ἀποσκοποῦσε καί σέ μιά ἐπέκταση τῶν ἐπιχειρηματικῶν της σχεδίων μέ τήν εὐκαιρία
τῆς συνόδου, διότι ἡ Φλωρεντία εἶχε ἐνσωματώσει τήν Πίζα καί διεκδικοῦσε τά
ἐμπορικά προνόμια τῆς τελευταίας.
Σέ ὀκτώ συνεδρίες προσκομίσθηκαν χωρία Ἑλλήνων καί Λατίνων Πατέρων καί
ἐκτέθηκαν τά ἐπιχειρήματα κάθε πλευρᾶς γιά τή δογματική διάσταση τοῦ filioque.
Μέχρι τόν Ἀπρίλιο καί καθώς ἀκόμη καί τό σιτηρέσιο τῶν βυζαντινῶν ἐκπροσώπων
καθυστεροῦσε, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι διαρκῶς ἔσφιγγαν τόν κλοιό γύρω ἀπό τήν
Κωνσταντινούπολη, οἱ Νικαίας Βησσαρίων καί Γεώργιος Σχολάριος ἔκαναν κάποια
βήματα ἀναγκαστικῆς προσέγγισης πρός τή λατινική διδασκαλία. Μολονότι στίς 10
Ἰουνίου πέθανε ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ, ἤδη εἶχε ἑτοιμαστεῖ ἕνα σχετικό κείμενο πρός
ὑπογραφή, σχετικό μέ τό "Filioque" καί συνεχίζονταν οἱ συζητήσεις γιά τά ζητήματα α)
Καθαρτήριο, β΄) παπικό πρωτεῖο, γ’) τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας μέ ἄζυμα καί δ΄) τό
πρόβλημα τῆς «Ἐπικλήσεως» κατά τήν Εὐχαριστία. Ὁ Ἰωάννης Montenigro καί ὁ
Θωμᾶς Torquemada ἦταν αὐτοί πού διηύθυναν τώρα τίς συζητήσεις. Τελικά,
τό δ΄ δέν ἔγινε δεκτό, τό α΄ ἔγινε, τό γ΄ ἀφέθηκε καί τό β΄, πού ἦταν ἕνα ἀπό τά
σημαντικώτερα, ἔγινε ἀντικείμενο πολλῶν ἀντιπροτάσεων, ὥσπου ἔγινε δεκτό τό
πρωτεῖο μέ τό ἔκκλητο ἀλλά μέ τόν ἀσαφῆ περιορισμό στόν Ὅρο «καθ’ ὅν τρόπον καί
ἐν τοῖς Πρακτικοῖς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐν τοῖς ἱεροῖς κανόσι
διαλαμβάνεται». Ἡ ἑνωτική Βούλλα ἑτοιμάσθηκε μεταξύ 28/6 καί 4/7/1439 καί
ὑπογράφηκε στίς 5 Ἰουλίου ἀπό τήν βυζαντινή ἀντιπροσωπεία. Ἡ Ἕνωση, ὅμως, καί οἱ
σχετικές πανηγυρικές ἐκδηλώσεις ἐπισκιάσθηκαν ἀπό τήν ἀνυποχώρητη στάση τοῦ
Μάρκου Ἐφέσου, ὁ ὁποῖος συνέχισε τόν ἀνένδοτο ἀγώνα κατά τῆς ὑποχρεωτικά
ἐπιτευχθείσης Ἑνώσεως καί ἀρνήθηκε (μαζί μέ μερικούς ἄλλους ἐπισκόπους καί τούς
Γεώργιο Σχολάριο, Γεώργιο Γεμιστό-Πλήθωνα καί τόν ἀδελφό τοῦ αὐτοκράτορα
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
58
Ἀνασκοπώντας ὅλο τό ἐγχείρημα τῆς Συνόδου, διαπιστώνουμε ὅτι ἀπό ὅλες τίς
ἑνωτικές διαπραγματεύσεις μέχρι τόν 15ο αἰώνα αὐτή ἡ διαδικασία ἦταν ἡ πιό
συμμετοχική καί πιό διεξοδική μέ ἀναλυτικές συζητήσεις γιά ὅλα τά μεγάλα ἐπίμαχα
θέματα. Ὅμως, ὅπως παρατηροῦν καί διακεκριμένοι ρωμαιοκαθολικοί ἱστορικοί, ὅπως ὁ
H.- G. Beck, ἡ ἴδια ἡ πιεστική στρατιωτικοπολιτική συγκυρία φαλκίδευε τήν ἐλευθερία
τῆς συνοδικῆς διαδικασίας καί καθιστοῦσε τήν πίεση πάνω στούς Ὀρθόδοξους
ἀσφυκτική8. Ὅσον ἀφορᾶ τά ἀποτελέσματα, αὐτά σαφῶς εὐνόησαν περισσότερο τόν
πάπα πού σταθεροποίησε τή θέση του ἀπέναντι στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας καί ἀπέκτησε
ἕνα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα γιά νά ἐπαναλάβει τήν ἴδια διαδικασία καί μέ τούς
Κόπτες καί τούς Ἀρμενίους. Ἀντίθετα, τό μόνο κέρδος γιά τούς Βυζαντινούς ἦταν ἕνας
ἀκόμα πικρός διχασμός, πού τούς ἔκανε ἀκόμη πιό εὐάλωτους ἀπέναντι στούς
Τούρκους καί ἡ συνειδητοποίηση ὅτι ὁ παπικός θρόνος οὔτε τή δύναμη, οὔτε τά πλούτη
τῆς περιόδου τοῦ 13ου αἰώνα διέθετε. Μόλις δύο καράβια ἦταν ἡ περίφημη στρατιωτική
βοήθεια πού ἦρθε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ὁ πάπας Εὐγένιος ἀπέτυχε νά
ὀργανώσει μιά ἀντιτουρκική σταυροφορία καθόσον τά μόνα πιστά καθολικά κράτη
Πολωνία καί Οὐγγαρία ἔριζαν γιά ζητήματα διαδοχῆς στό θρόνο τους καί μόνον οἱ
ναυτικές πόλεις ἐξόπλισαν ἕναν στολίσκο, πού μέ τή μεσολάβηση τοῦ Cesarini ἦλθαν
μόλις τόν Αὔγουστο τοῦ 1443. Τήν ἴδια ἐποχή ἔφθασαν μέχρι τή Σόφια
οὐγγροπολωνικά στρατεύματα πού ὑποχρέωσαν τό Σουλτάνο Μουράτ Β΄ σέ ἀνακωχή.
Μέ τήν ἀψυχολόγητη, ὅμως, ρήξη της ἀπό τόν ἐπί κεφαλῆς πολωνό βασιλέα Λαδίσλαο
ἀκολούθησε ἡ καταστροφική ἥττα στή Βάρνα στίς 10/11/1444, πού ἔβαλε ὁριστικό
τέλος σέ σοβαρά σταυροφορικά ἀντιτουρκικά σχέδια, καί ἕδειξε πόσο πολιτικά λάθος
ἦταν ἡ ἑνωτική ἀπόπειρα μέ τέτοιους ὅρους.
Ὅλο αὐτό τό διάστημα, πάντως, μέχρι τό 1453 ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς
βυζαντινῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν μάταιη προσπάθειά της σέ ἐπίπεδο
ἡγεσίας νά ἐπιβάλει τίς ἀποφάσεις τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας στό ἐκκλησιαστικό σῶμα.
Δέν ἦταν μόνο ὁ Ἐφέσου Μᾶρκος Εὐγενικός πού πολεμοῦσε μέ τά κηρύγματα καί τά
8
Beck, Kirche, σ. 598.
ἔργα του τήν Ἕνωση, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ ἐκπρόσωποι πού εἶχαν ὑπογράψει, ἔδειχναν νά
τό μετανοιώνουν. Ὁ Μητροφάνης Κυζίκου, πού ὑποστηριζόμενος ἀπό τό ἑνωτικό
κόμμα ἐκλέχθηκε Πατριάρχης Κων/λεως στίς 2/5/1440 (Μητροφάνης Β΄) προσπάθησε
στίς βενετοκρατούμενες περιοχές νά ἐπιβάλει τό μνημόσυνο τοῦ πάπα καθώς στήν ἴδια
του τή δικαιοδοσία ὁ λαός καταδίκαζε μέ κάθε μέσον τήν Ἕνωση κι ὅσους τήν
ὑποστήριζαν. Μέχρι τό θάνατό του στίς 1/8/1443 δέν πέτυχε τίποτε. Στό Βυζάντιο ὁ
Μᾶρκος Εὐγενικός συνέχιζε τόν ἀνένδοτο ἀγώνα, ἐνῶ οἱ ἀνθενωτικοί βρῆκαν καί
πολιτικό στήριγμα στίς φιλοδοξίες τοῦ Δημητρίου Παλαιολόγου, πού δέν εἶχε
ὑπογράψει τήν Ἕνωση. Στή Ρωσία ὁ ἑνωτικός Ἕλληνας Μητροπολίτης Κιέβου
Ἰσίδωρος πού προσπάθησε νά κάνει ἀποδεκτή τήν ὑπογραφεῖσα Ἕνωση συνελήφθη τήν
ἄνοιξη τοῦ 1441, δικάστηκε ἀπό συνοδικό δικαστήριο, δραπέτευσε καί ὁ ἡγεμόνας τῆς
Μόσχας Βασίλειος ἐξέλεξε τό 1448 τόν Ρῶσο Ἰωνᾶ Μητροπολίτη Κιέβου. Ἔκτοτε δέν
ἐπανεξελέγη Ἕλληνας Μητροπολίτης Κιέβου. Ἡ κατάρρευση τοῦ κύρους τῆς
κωνσταντινουπολιτικῆς Ἐκκλησίας στό σλαβικό κόσμο ἦταν μιά ἀκόμη συνέπεια τῆς
Φερράρας-Φλωρεντίας.
Μετά τήν καταστροφή τῆς Βάρνας παρά τήν ἄφιξη τοῦ παπικοῦ στολίσκου τό
καλοκαίρι τοῦ 1444 καί τό θάνατο τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ ἡ Ἕνωση ἐξακολουθοῦσε νά
θεωρεῖται ὡς μή γενόμενη. Ὁ Γεώργιος Σχολάριος ἀναδείχθηκε μετά ἀπό δημόσια
συζήτηση μέ τόν Δομηνικανό Βαρθολομαῖο Lapacci τό 1445 σέ νέο ἡγέτη τῶν
ἀνθενωτικῶν. Τήν κατάσταση ἐπιδείνωσε καί μιά σειρά τακτικῶν λαθῶν τοῦ πάπα ὁ
ὁποῖος α) συνέδεσε εὐθέως τή στρατιωτική βοήθεια μέ τήν ἀποδοχή τῆς Ἕνωση
στέλνοντας τόν Garatoni στήν Κωνσταντινούπολη, πού ἀντιμετώπισε τούς ἑνωτικούς
κληρικούς ὡς ἐκτελεστικά του ὄργανα δημιουργώντας ἐπιπρόσθετα προβλήματα καί β)
ἀντάμειψε τούς ὀπαδούς τῆς Ἕνωσης μέ μισθούς καί ἀξιώματα στή Δύση (π.χ. τόν
Μητροπολίτη Βησσαρίωνα), ἐνέργεια πού ἀφ’ ἑνός τούς ἐξέθετε ὡς πουλημένους στόν
πάπα καί δεύτερον τούς ἀπομάκρυνε καί ἀπό τήν Ἀνατολή, ὅπου θά ἔπρεπε νά εἶχαν
παραμείνει γιά νά προπαγανδίσουν τήν Ἕνωση (ἀφοῦ ὑποτίθεται ὅτι αὐτό ἐπεδίωκαν).
Ὁ τελευταῖος βυζαντινός αὐτοκράτορας Κων/νος ΙΑ΄ Δράγασης Παλαιολόγος,
πού στέφθηκε στό Μιστρά στίς 6/1/1449, προσπάθησε νά προωθήσει τήν Ἕνωση ὡς μιά
ὕστατη προσπάθεια γενικῆς ἐπιστράτευσης γιά τήν τελική ἄνιση ἀναμέτρηση μέ τούς
Ὀθωμανούς τοῦ νεαροῦ Μωάμεθ Β΄. Παρά τόν οὐσιαστικά συμβολικό χαρακτήρα της
τόσο οἱ ἀνθενωτικοί Ἰωάννης Εὐγενικός καί Γεώργιος Σχολάριος δέν παραιτήθηκαν ἀπό
τόν ἀνθενωτικό ἀγώνα, ἐνῶ καί σχετικές προτάσεις ἀνθενωτικῶν μέ τόν Ἀνδρόνικο
Βρυέννιο Λεοντάρη στίς ἀρχές τοῦ 1451 νά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν
Κωνσταντινούπολη ἔλαβαν τήν ἐπιθετική ἀπάντηση τοῦ πάπα Νικολάου Ε΄ (1447-
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
60
1455) ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλά ἀπαίτησε συγκεκριμένα μέτρα ἀπό τόν
αὐτοκράτορα γιά τήν πάταξη τῶν ἀνθενωτικῶν. Ἀντίθετα, στρατιωτική βοήθεια ἦρθε
ἐλάχιστη (διακόσιοι τοξότες) ὑπό τόν Ἰσίδωρο Κιέβου (καί νῦν πλέον παπικό λεγάτο)
στίς 26/10/1452. Ἡ πολιορκία καί ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ ἡρωϊκή
κατάληξη μιᾶς ὁλόκληρης ἐποχῆς πού συμπαρέσυρε καί τό τέλος τῶν σχέσεων τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπό καθεστώς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας μέ τή Δύση.
τις βάσεις για το μελλοντικό κράτος των Νορμανδών. Η παρουσία των Νορμανδών
στην Κ. Ιταλία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο πολεμικό κλίμα, που αναπτύχθηκε
μεταξύ Ανατολής και Δύσεως γενικά. Ο γιός του Κορράδου Ερρίκος Γ΄ (1039-1056)
ανάμεσα σε άλλα προσπάθησε να αναμορφώσει την παπική αυθεντία καθώς, όταν
έφθασε στη Ρώμη, συνάντησε τρεις ταυτόχρονους πάπες, που είχαν προκύψει από τις
ατελείωτες φατριαστικές διαμάχες που χαρακτήριζαν όλη αυτή την εποχή από τον 10ο
αιώνα. Για να αναμορφώσει την Εκκλησία συγκάλεσε τη σύνοδο του Σούτρι το 1046
και εξέλεξε πάπα τον αρχιεπίσκοπο Βαμβέργης (Bamberg) Κλήμεντα Δ΄.
Από την εποχή αυτή και μετά θα αναδειχθούν σημαντικές προσωπικότητες στον
παπικό θρόνο όπως ο Λέων Θ΄ (1049-1054) που θα φέρουν τις αρχές του Κλουνύ
(μαζί με τον Οὐμβέρτο τοῦ Moyuenmoutier, πού τον ἔκανε ἐπίσκοπο-Καρδινάλιο τῆς
Silva Candida, βλ. παραπάνω) και θα καταπολεμήσουν την ευνοιοκρατία, τη
διαφθορά και τη σιμωνεία. Όμως, μοιραία έτσι θα συγκρουστούν με τις
καισαροπαπικές τάσεις των Γερμανών αυτοκρατόρων (καί μέ την Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ὅπως εἴδαμε). Έχει πλέον στηθεί το σκηνικό για την «έριδα περί
περιβολής» που θα ξεσπάσει στη διάρκεια της μακράς βασιλείας του γιου του
Ερρίκου, Ερρίκου Δ΄ (1056-1106).
Το 1059 ο πάπας Νικόλαος ο Β΄ συγκάλεσε Σύνοδο στο Λατερανό και ρύθμιζε τα
της εκλογής του πάπα (χωρίς ανάμιξη λαϊκών). Ήταν ἡ ἐποχή πού βρῆκε ἰκανούς
συμμάχους για τον ἀνανεωμένο παπικό θεσμό, δηλ. την Pataria (βλ. παρακάτω) πού
ὑποχρέωσε τον ἀνταγωνιστή ἀρχιεπίσκοπο Μιλάνου νά δώσει ὅρκο ὑποτέλειας στον
πάπα, τούς μεγάλους φεουδάρχες τῆς Βόρειας Ἰταλίας καί τούς Νορμανδούς πού τούς
«χορήγησε» ὅλη τη Νότια Ἰταλία. Το 1073 ἐκλέχθηκε ὁ Ἱλδεβράνδης πάπας ὡς
Γρηγόριος Ζ΄ χωρίς τη συγκατάθεση τοῦ Αὐτοκράτορα, μόνο ἐνημερώνοντάς τον.
Στα τέλη τοῦ 1074 ἀπαγορεύθηκε τελείως σέ ἐγγάμους κληρικούς νά λειτουργοῦν.
Μέ τή νέα Σύνοδο τοῦ 1075 καί την ἀπόφασή της ἐναντίον τῆς περιβολῆς τῶν
ἐπισκόπων ἀπό λαϊκούς καί τον Αὐτοκράτορα ξέσπασε ἡ ἔριδα.
Ἡ ἔριδα
Οἱ λύσεις
Στό μεταξύ εἶχαν ἤδη δοθεῖ κάποιες συμβιβαστικές λύσεις σέ ἄλλα κράτη,
ὅπου εἶχε παρουσιαστεῖ τό ἴδιο πρόβλημα, δηλαδή στή Γαλλία, ὅπου ὁ βασιλιᾶς
Φίλιππος Α΄ εἶχε ἀποφύγει νά συγκρουστεῖ καί στήν Ἀγγλία μέ τόν ἐπίσκοπο καί
μεγάλο θεολόγο Ἄνσελμο τῆς Κανταβρυγίας (Καντέρμπουρυ), ὁ ὁποῖος
προσπαθοῦσε νά «κρατήσει τά προσχήματα» μέ ὅρκο πίστεως στό βασιλιᾶ Γουλιέλμο
Β΄ (1087-1100) ἀλλά καί διεκδίκηση λόγου στά τῆς ἐκλογῆς ἐπισκόπων.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
64
Ἀναγκάστηκε, παρά ταῦτα, νά φύγει δύο φορές γιά τή Ρώμη (συμμετεῖχε καί στήν
ἑνωτική Σύνοδο τῆς Βάρεως τό 1098) καί τελικά νά καταλήξει σέ συμφωνία μέ τόν
Ἐρρίκο τόν Α΄ (1100-1135) τό 1107 (Κονκορδάτο τοῦ Westminster). Ἡ συμφωνία
προέβλεπε νά ἐγκαταλείψει ὁ βασιλιάς τήν ἐκκλησιαστική περιβολή μέ δακτυλίδι καί
ποιμαντορική ράβδο ἀλλά νά κρατήσει τό δικαίωμα τῆς ἀπόδοσης πρός αὐτόν ὅρκου
ὑποταγῆς (hommagium) ἀπό τόν ἐπίσκοπο καὶ τῆς παράδοσης τοῦ σκήπτρου σ’
αὐτόν. Αὐτό ἦταν μιά λύση πού τήν εἶχαν ἤδη ἐπεξεργασθεῖ τό 1090 ὁ Γκύ τῆς
Φερράρας καί ὁ ἐπίσκοπος τῆς Σάρτρ (Chartres) Ἴβων (Yves). Ἐνῶ στή Σύνοδο τοῦ
Κλερμόντ τό 1095 ἐπαναβεβαιώθηκε ἡ ἄρνηση τῆς περιβολῆς ἀπό λαϊκούς, ὁ
ἱστορικός συμβιβασμός τῆς διπλῆς περιβολῆς στήν Ἀγγλία ἐπικυρώθηκε τό 1106 ἀπό
τόν μετριοπαθῆ διάδοχο τοῦ Οὐρβανοῦ Πασχάλη Β΄ (1099-1118). Ὁ δρόμος γιά νά
συμβιβασθεῖ ὁ νέος αὐτοκράτορας Ἐρρίκος Ε΄ (1106-1125) μέ τόν πάπα ἦταν
ἀνοικτός, πρᾶγμα πού ἔγινε στή συμφωνία τοῦ Σούτρι τό 1111 ὅπου ὁ αὐτοκράτορας
ἔπαψε νά ἔχει τό δικαίωμα τῆς περιβολῆς, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ἔχασε τά δικαιώματα σέ
βασιλικές γαῖες. Λόγῳ τῶν πολλῶν ἀντιδράσεων ὅμως, ἡ συμφωνία ἀναβλήθηκε καί
ἐπί τῶν διαδόχων τοῦ Πασχάλη, ὁπότε ἡ διαμάχη ἀναρριπίσθηκε μέ ἀφορισμούς,
μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Καλλίστου Β΄ (1119-1124), ὁπότε μετά πάλι καί ἀπό
συγκρούσεις ἐπήλθε τελικά μιά συμφωνία στήν πόλη Βορματία (Worms), τό
λεγόμενο Κογκορδάτο τῆς Βορματίας (23.9.1122), ὅπου ἡ διπλή περιβολή
διαχωρίσθηκε ἀπό τή χειροτονία, πού ἀποσυνδέθηκε ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ
αὐτοκράτορα. Ὁ αὐτοκράτορας ἔχανε τήν ἐκκλησιαστική περιβολή ἀλλά διατηροῦσε
τό δικαίωμα στήν ἴδια τή Γερμανία ὅπου βασίλευε νά προβάλει βέτο στήν πολιτική
περιβολή τοῦ ἐπισκόπου, πού θά τόν ἐμπόδιζε νά ἐγκατασταθεῖ στήν ἐκκλησία του
καί νά τήν ποιμάνει, ἀφοῦ δέν θά εἶχε πρόσβαση στίς γαῖες καί τίς προσόδους της.
Ἀντίθετα, στίς ἄλλες περιοχές (Ἰταλία, Βουργουνδία) δέν εἶχε τέτοιο δικαίωμα βέτο.
Ἡ συμφωνία ἐπικυρώθηκε στή Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τό 1123, πού θεωρεῖται ἀπό
τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὡς Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (μετά τήν Η΄ παπόφιλη σύνοδο
στήν Κων/πολη τό 869 πού καταδίκαζε τόν Φώτιο, σύμφωνα μέ τήν ἀρίθμηση τοῦ
Καρδιναλίου Bellarmin τόν 17ο αἰ.). Μετά τό 1123 θεωρεῖται ὅτι ἀρχίζει ἡ ἐποχή τοῦ
ἀνανεωμένου, μετερρυθμισμένου παπισμοῦ γιά τή Δύση.
Αὐτοκράτορα), ἐπανῆλθαν κατά τήν ἀνάμιξη τοῦ παπικοῦ θρόνου στίς δυναστικές
περιπέτειες πού ἀκολούθησαν τό τέλος τῆς φραγκονικῆς ἤ σαλικῆς δυναστείας, ἐνῶ
καί στό ἐσωτερικό τῆς παπικῆς κουρίας συντελοῦνται διεργασίες πού ἀφοροῦν τό
πέρασμα ἀπό τή δράση τοῦ μεταρρυθμιστικοῦ μοναχισμοῦ πρός τό ρόλο τῶν
ἐπισκόπων.
Αὐτό ἔγινε σαφές τό 1130 κατά τό σχίσμα πού ξέσπασε γιά πρώτη φορά μετά
τά σκοτεινά χρόνια τῆς παπικῆς κατάπτωσης τοῦ 11ου αἰώνα, ἀνάμεσα στόν πάπα
Ἀνάκλητο Β΄ καί τόν Ἰννοκέντιο Β΄ πού ἐξελέγησαν τήν ἴδια μέρα ἀπό διαφορετικές
φατρίες ρωμαϊκῶν κομμάτων καί ὑποστηρίχθηκαν καί ἀπό τό ἐξωτερικό (ἀπό
Γερμανούς ὁ δεύτερους, ἀπό τούς Νορμανδούς ὁ πρῶτος). Ἡ προσπάθεια νά κλείσει
τό σύντομο ἀλλά σημαντικό αὐτό γιά τήν ἱστορία τοῦ παπισμοῦ σχίσμα ὁδήγησε στήν
ἐνίσχυση τῆς σημασίας τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ μέ τήν θεωρητική θεμελίωση τοῦ
Βερνάρδου τοῦ Κλαιρβώ (βλ. παρακάτω) καί τήν πρακτική ἀνάπτυξη τοῦ κανονικοῦ
δικαίου (βλ. ὁμοίως παρακάτω). Ἔτσι, οἱ πάπες εἶναι πλέον κυρίαρχοι τοῦ πολιτικοῦ
παιχνιδιοῦ,. Τό 1139 ἔγινε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ, γιά νά κλείσει τό σχίσμα,
ἀλλά μέσα ἀπό μιά μεγάλη ἐκπροσώπηση μέ πάνω ἀπό ἑκατό ἐπισκόπους
ἀποφασίσθηκαν καί ἄλλα σημαντικά θέματα: ἀπαγόρευση γάμου κληρικῶν, ἐκλογή
ἐπισκόπων ἀπό κληρικούς καθεδρικῶν ναῶν, ἐνῶ καταδικάσθηκαν ὅσοι ἀπέρριπταν
τό νηπιοβαπτισμό καί τή Θ. Εὐχαριστία, καί τονίσθηκε ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιβολῆς τοπικά
τῶν ἐκεχειριῶν («εἰρήνης τοῦ Θεοῦ» treuga Dei) ἀπό βιαιότητες μεταξύ ἐνόπλων
εὐγενῶν πού διετάρασσαν τά ἤθη. Οἱ ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου θεωρεῖται ὅτι
ὁλοκληρώνουν τίς μεταρρυθμίσεις τῆς Γρηγοριανῆς περιόδου. Ἡ ἑπόμενη περίοδος
δυναμικῶν παπῶν σ’ ἕνα ἀγῶνα ἐπιβολῆς πάνω στά διάφορα βασίλεια θά φέρει τόν
παπικό θεσμό στόν κολοφώνα τῆς ἰσχύος του.
Γερμανία
(Συμφωνία τῆς Κωνσταντίας 1153) ὅπου γιά πρώτη φορά οἱ δύο θεσμοί συμφωνοῦν
νά στηρίζουν ἀπόλυτα ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἔναντι τρίτων (Νορμανδῶν, Βυζαντινῶν). Ὁ
διάδοχός του Εὐγένιου Ἁδριανός Δ΄ (1154-1159) τόν ἔστεψε τό 1154 ἀπαιτώντας
ὅμως συμβολικά ἀπό τόν αὐτοκράτορα τό ρόλο τοῦ ἱπποκόμου καί δίνοντας ἔτσι τό
στίγμα τῆς πολιτικῆς του. Παρά τή μεγάλη πολιτική του ἰσχύ ὁ Φρειδερίκος
συνάντησε ἀντιδράσεις κι ἀπό τά ὑπόλοιπα βασίλεια γιά τόν ἡγεμονικό του ρόλο, ἐνῶ
ὁ νέος ἐκλεγμένος ἀπό τό ἀντιβασιλικό κομμάτι τῶν Καρδιναλίων πάπας Ἀλέξανδρος
Γ΄ (1159-1181) κατάφερε μετά ἀπό ἥττα τοῦ Φρειδερίκου στό Λεγνάνο (1176) νά
ἐπιβληθεῖ κατά τῶν ἀντιπάλων του, καί παρά τήν ἀντίδραση ἐναντίον καί τοῦ βασιλιᾶ
τῆς Ἀγγλίας Ἐρρίκου Β΄ τοῦ Πλανταγενέτη (1154-1189). Ὁ παπικός θρόνος φαινόταν
πανίσχυρος.
Ἀγγλία
Ὁ ἀπόλυτος θρίαμβος
περιόδους χηρείας τοῦ θρόνου. Στό τέλος τῆς ἐποχῆς Φρειδερίκου ἡ Γερμανία
περνοῦσε σέ φάση ἐσωτερικῆς κρίσης καί πολιτικῆς ἀδυναμίας, ἐνῶ, ἀντίθετα, ὁ
παπικός θρόνος μέ τά μοναστικά τάγματα καί τίς Σταυροφορίες φαινόταν κυρίαρχος
καί στην ἡπειρωτική Εὐρώπη.
Ὁ Ἰννοκέντιος Γ΄ (1198-1216) μέ ἰσχυρό πολιτικό νοῦ καί μεγάλη μόρφωση
νομική καί θεολογική (Παρίσι, Μπολώνια), ἐπέβαλε τήν παπική κυριαρχία ἐπί τοῦ
αὐτοκρατορικοῦ θεσμοῦ μέ μινιμαλισμό στά λόγια ἀλλά μαξιμαλισμό στά ἔργα.
Διακήρυξε τή θεωρία περί ἡλίου καί σελήνης, περί τοῦ πάπα ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ
Χριστοῦ (vicarius Christi) καί προσπάθησε πάσῃ θυσία νά ἀποφύγει ἑνοποίηση τῆς
Σικελίας μέ τή Γερμανική Αὐτοκρατορία. Ἔθεσε σκληρούς ὅρους γιά τήν
ἀναγνώριση ἑνός ἀπό τούς ἀντίζηλους γιά τό γερμανικό στέμμα καί τελικά μέ
συμμαχίες σέ σχετικούς πολέμους κατέστησε φόρου ὑποτελῆ τήν Ἀγγλία ὑπό τόν
Ἰωάννη Α΄ Ἀκτήμονα (1199-1216), τή Σικελία καί τήν Πορτογαλία, ἤλεγχε τήν
κατάσταση στή Γερμανία, τή Γαλλία καί τή Νορβηγία, ἐνῶ μετά τό 1204
ἐμφανιζόταν καί ὡς ἀρχηγός καί τῆς Χριστιανικῆς Ἀνατολῆς. Τό 1214 γίνεται ἡ Δ΄
Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ (ΙΒ΄ Οἰκουμενική) πού ἀποφασίζει γιά τήν ἐπικύρωση τῆς
Οὐνίας ὡς μοντέλου ἐκκλησιαστικῆς ἕνωση μέ τήν Ἀνατολή, τήν Ἱερά Ἐξέταση, τήν
ἀπαγόρευση ἵδρυσης νέων μοναστικῶν ταγμάτων κλπ. Οἱ ἑπόμενοι πάπες, πάντως, θά
συναντοῦσαν μεγάλες δυσκολίες γιά νά κρατήσουν τήν πολιτική δύναμη τοῦ παπικοῦ
θρόνου.
Ἀρχή κάμψης
ἀπό τόν πάπα Γρηγόριο Ι΄ ἐπισφράγισε μιά ἕνωση Ἐκκλησιῶν ὑπό τήν ἀσφυκτική
πίεση πάνω στόν βυζαντινό αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, πού μέ τή σειρά του πίεσε τή
βυζαντινή ἐκκλησία, μέ ἀποτέλεσμα ἡ «Ἕνωση» αὐτή νά καταστεῖ ἀνενεργή μόλις
μετά τό 1282 οἱ Σικελοί ἐπαναστάτησαν καί ἔδιωξαν τούς Γάλλους.
Ὁ πάπας Βονιφάτιος Η΄ (1292-1303) διαδήλωνε στή θεωρία τήν ἀπόλυτη
ἐξουσία τοῦ πάπα σέ ὅλα, σέ μιά ἐποχή ὅμως πού ἦταν ἐντελῶς ἀνακόλουθη.
Συγκρούσθηκε μέ τούς βασιλεῖς τῆς Γαλλίας Φίλιππο Δ΄ (1285-1314) καί Ἀγγλίας
Ἐδουάρδο Α΄ (1272-1307) καί προσπάθησε νά ἐνισχύσει τίς διαδικασίες συλλογῆς
ἐκκλησιαστικῶν φόρων στά βασίλεια αὐτά. Ὅμως συνάντησε ἐμπόδια ἀπό τούς
βασιλεῖς τους (διότι εἶχαν ἤδη ἀρχίσει περιορισμοί ἀπό τούς εὐγενεῖς στην αὐθαίρετη
φορολόγηση ἀκόμη καί ἀπό τη Ρώμη) πού ὁδήγησαν σέ σύγκρουση καί ἀφορισμό
τους (Una sanctam 1302). Στή Γαλλία, ὅμως, καταδικάσθηκε ὁ πάπας γιά σιμωνία,
τυραννία, ἀκολασία κλπ. καί ἄρχισε νά καλλιεργεῖται ἡ ἰδέα ὅτι ἡ Σύνοδος εἶναι πάνω
ἀπό τόν πάπα. Ὁ Βονιφάτιος πέθανε λίγο μετά τήν ὀργανωμένη ἀπό τόν
πρωθυπουργό τοῦ Φιλίππου Nogaret ἐπίθεση στό σπίτι του στό Ἀνάγνι, τό 1303.
ξεκινοῦν οἱ ἀπελευθερωτικοί ἀγῶνες ἐναντίον τοῦ Ἰσλάμ στήν Ἰσπανία ἀπό τήν
Καστίλλη, τήν Ἀραγώνα καί τή Ναβάρρα (πού θεωροῦνται ἐπίσης Σταυροφορία).
Ὅταν ὁ Φρειδερίκος Β΄ διακόπτει την Ε΄ σταυροφορία ἀφορίζεται ἀπό τόν πάπα
Γρηγόριο Θ΄ καί τήν ἐπαναλαμβάνει, ὁπότε καταλαμβάνει ἀναίμακτα τό 1229 τήν
Ἰερουσαλήμ πού διατηρεῖται μέχρι τό 1244. Στην ΣΤ΄ Σταυροφορία ὁ Λουδοβίκος Θ΄
καταλαμβάνει για λίγο τη Δαμιέττη στην Αἴγυπτο το 1249 για νά νικηθεῖ λίγο
ἀργότερα στη Μανσούρα καί νά αἰχμαλωτισθεῖ. Μετά ἀπό πληρωμή λύτρων
ἀπελευθερώνεται, ὀχυρώνει την Ἄκκωνα καί ἀναχωρεῖ για τη Γαλλία το 1254. Ζ΄
Σταυροφορία διεξάγεται τό 1270 (στην Τύνιδα!) μέ μηδαμινά ἀποτελέσματα. Το
1291 καταλαμβάνεται ἀπό τούς Μαμελούκους ἡ Ἄκκων καί οἱ Χριστιανοί
ἐγκαταλείπουν ὅλη τη Μ. Ἀνατολή. Βάσεις δυτικές μένουν μόνο ἡ Κύπρος ὑπό τούς
Λουζινιάν μέχρι το 1489 καί τά Δωδεκάννησα ὑπό τούς Ἰωαννίτες μέχρι το 1523.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. διεξάγονται κυρίως Σταυροφορίες ἐναντίον τῶν Τούρκων.
Παρά τά πρόσκαιρα (μεγάλα) ὀφέλη τῶν δυτικῶν φεουδαρχῶν ἀπό την
ἐπέκταση στην Ἀνατολική Μεσόγειο, τη μεταφορά πλούτου, το ἄνοιγμα τοῦ
ἐμπορίου καί την ἐπαφή με τούς ἀνατολικότερους πολιτισμούς, τά ἀποτελέσματα
μακροϊστορικά για την Χριστιανική Ἐκκλησία ἦταν σαφῶς ἀρνητικά: ἐπιδείνωσαν τή
θέση τῶν Χριστιανῶν στήν Ἀνατολή (πού θεωρήθηκαν πράκτορες τῶν Δυτικῶν) καί
ἔφεραν μεγαλύτερη σύγχυση καί καχυποψία μεταξύ Δυτικῶν καί Ἀνατολικῶν
Χριστιανῶν μέ ἀποκορύφωμα τό δρᾶμα τῆς ἅλωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό
τούς Σταυροφόρους.
3.2.2.2. Μέγα (παπικό) Σχίσμα καί ἀνάπτυξη τοῦ συνοδικοῦ κινήματος (1378-
1449).
Γιἀ πολλούς λόγους πού ἔχουν νά κάνουν μέ τόν Ἑκατονταετῆ Πόλεμο (1337-
1453) στήν Ἀγγλία, τήν πανούκλα στήν Εὐρώπη, τή γενικότερη δυσφορία κλπ. ὁ
Γρηγόριος Α΄ (1370-1377) γύρισε πίσω στή Ρώμη ἀλλά χωρίς τούς Γάλλους
Καρδιναλίους. Ἕνα χρόνο μετά πέθανε καί οἱ δύο κουρίες ἐξέλεξαν δύο
διαφορετικούς πάπες, οἱ Ἰταλοί τόν Οὐρβανό ΣΤ’ (1378-1389) καί οἱ Γάλλοι τόν
Κλήμη Ζ΄ (1378-1394) στήν Ἁβινιόν. Οἱ δύο πλευρές ἀφορίσθηκαν ἀμοιβαῖα καί ὅλοι
πιά οἱ πιστοί στή Δύση ἦταν ὑπό ἀφορισμό. Ὑπέρ τοῦ Οὐρβανοῦ ἦταν Γερμανία,
Ἀγγλία, Βοημία, Φλάνδρα, Κάτω Χῶρες, Καστίλλη, καί ὁρισμένες ἰταλικές
ἡγεμονίες, ὑπέρ τοῦ Κλήμη ἡ Γαλλία, Σκωτία, Ν. Ἰταλία, Αὐστρία, Σαβοΐα καί
ὁρισμένες ἡγεμονίες στή Γερμανία. Ἔπρεπε ἤ νά παραιτηθεῖ κάποιος (via cessionis)
ἤ νά γίνει σύνοδος (via synodica). Μετά τόν Κλήμη ἐκλέχθηκε ὁ ἰσπανός Βενέδικτος
ΙΓ΄ (1394-1409) καί τόν Οὐρβανό διαδέχθηκε ὁ Γρηγόριος ΙΒ΄ καί τό σχίσμα
διήρκεσε μέχρι τό 1415, κάνοντας σαφές σέ ὅλους ὅτι ὁ μαξιμαλισμός τῶν
Γρηγοριανῶν διακηρύξεων καί τοῦ Dictatus papae ἦταν πλέον κενό γράμμα.
Μπροστά σ’ αὐτή τήν πραγματικότητα πολλοί θεολόγοι ὅπως ὁ Κορράδος τοῦ
Γκέλνχάουζεν καί ὁ Ἐρρίκος τοῦ Λανγκενστάιν (κέιμενά τους δημοσιεύθηκαν τό
1380 καί 1381) διέδιδαν τήν ἄποψη ὅτι οἱ Καρδινάλιοι μποροῦν καί μόνοι τους νά
συγκαλέσουν σύνοδο, παρά τίς περί τοῦ ἀντιθέτου διακηρύξεις τοῦ dictatus papae.
Τελικά, μιά τέτοια σύνοδος συγκλήθηκε στήν Πίζα στίς 25/3/1409 μέ τό σκεπτικό ὅτι
μποροῦσε νά κριθεῖ ὁ πάπας ἀπό μιά σύνοδο ὄχι μόνο γιά αἵρεση ἀλλά καί γιά
μείζονα κανονικά παραπτώματα. Ὑπῆρχαν δύο θεωρίες: ὅτι ὁ πάπας ἦταν
ἐκτελεστικό ὄργανο τῶν συνόδων, ἤ ὅτι ἀποτελοῦσε μαζί μέ τούς καρδιναλίους ἕνα
σῶμα, διαδοχικό τῶν ἀποστόλων. Στό τέλος, ἡ Σύνοδος καθαίρεσε τούς δύο πάπες
(πού ὅμως δέν παραιτοῦνταν) καί ἐξέλεξε τόν Ἀλέξανδρο τόν Ε΄ πού πέθανε ἕνα
χρόνο μετά. Εἶχε ἀνοίξει ὁ δρόμος γιά μιά σοβαρή ἐκκλησιολογική ἐξέλιξη, ἄν καί ἡ
ἴδια ἡ Σύνοδος τῆς Πίζας δέν προχώρησε σέ ἄλλες μεταρρυθμιστικές ἀποφάσεις.
Μετά τίς σχετικές ἐνεργητικές κινήσεις τοῦ βασιλιᾶ τῆς Οὐγγαρίας (καί μετά τό 1433
ἐστεμμένου αὐτοκράτορα τῆς Γερμανίας) ἄνοιξε τίς ἐργασίες της ἡ Σύνοδος τῆς
Κωνσταντίας στίς 5/11/1414 στήν ὁποία προσκλήθηκαν καί Ἕλληνες ἀπεσταλμένοι.
Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντίας (1414-1418) χαρακτηρίσθηκε ἀπό τήν ἰδιοτυπία τῆς
ἐκπροσώπησης κατά ἔθνη, μέ μεγάλη συμμετοχή (200 ἐπίσκοποι κλπ.) καί ἔτσι
προέκυψαν προβλήματα διαδικασίας (ψηφοφορίας κλπ.). Συμφωνήθηκε ἡ διπλή
ψηφοφορία, πρῶτα ἀνά ἔθνος καί κατόπιν ψηφοφορία στήν ὁλομέλεια. Μολονότι ὁ
ἐν τῷ μεταξύ ἐκλεγείς πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄ (1410-1415) ἐγκατέλειψε τή σύνοδο, αὐτή
συνέχισε. Καθήρεσε τόν πάπα (1415), ἀλλά καί οἱ ἄλλοι δύο πού εἶχαν μείνει
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
72
(Γρηγόριος ΙΒ΄, Βενέδικτος ΙΓ΄) παραιτήθηκαν, διακήρυξε τήν ὑπεροχή τῆς Συνόδου
ἔναντι τοῦ πάπα καί ὅρισε τήν τακτή σύγκληση συνόδων στό μέλλον (μετά ἀπό 5, 7
καί ὕστερα κάθε 10 χρόνια) καί ἐξέλεξε τόν πάπα Μαρτίνο τόν Ε΄ (1417-1431).
Αὐτός συγκάλεσε, ὅπως προβλέφθηκε, τή Σύνοδο στή Βασιλεία τό 1431(-1449), στήν
πορεία πέθανε καί ἐκλέχθηκε στίς 3/3/1431 ὁ Εὐγένιος ὁ Δ΄ (1431-1447). Ὁ πάπας
ἔστειλε ὡς ἀπεσταλμένους τόν Ἰωάννη Ραγούσας καί τόν Ἰωάννη Palomar στή
Βασιλεία γιά νά ἀνοίξουν τίς ἐργασίες. Μετά ἀπό κάποιες ἀποτυχημένες προσπάθειες
νά διαλύσει τή Σύνοδο καί καθώς δυνάμωνε τό κοινό αἴσθημα γιά μεταρρυθμίσεις, ἐνῶ
ἡ σύνοδος ὑποστηριζόταν ἀπό πολλές εὐρωπαϊκές δυνάμεις καί ὑπῆρχε γενική ἐπιθυμία
νά προσέλθουν καί νά πεισθοῦν καί οἱ Χουσίτες, τό χάσμα μεταξύ πάπα καί Συνόδου
βάθαινε ἐπικίνδυνα. Ἔτσι ὁ πάπας ἀναγκάσθηκε νά διαπραγματευθεῖ μαζί της καί
τελικά τό 1434 τήν ἀποδέχθηκε. Ἡ Σύνοδος ἀπό τό 1434 ἕως τό 1438 πῆρε
ἀποφάσεις πού περιόριζαν πολλά παπικά προνόμια, ὅπως τῆς «ἀπαγόρευσης», τά
συγχωροχάρτια, τούς φόρους, ὅριζε τοπικές ἐκλογές ἀξιωματούχων ἀντί παπικῶν
διορισμῶν, ἀλλά δέν ὑπῆρχε περιθώριο συμβιβασμοῦ. Ταυτόχρονα ἄρχισαν καί οἱ
συζητήσεις γιά ἕνωση Ἀνατολῆς καί Δύσης, ἀλλά ἡ Σύνοδος περνοῦσε ἤδη ἀπό
παρακμή καί δέν ὑπῆρχαν πολλοί ἐπίσκοποι καί ἔτσι ἔφθασαν οἱ σχέσεις πάπα καί
Συνόδου στό χειρότερο σημεῖο, κυρίως ἐξαιτίας τῶν Annatae (βλ.)9. Ἡ μικρή
μειοψηφία ἐπισκόπων ἀκολούθησε τήν παπική πρόταση γιά σύνοδο σέ μιά πόλη τῆς
Ἰταλίας, σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειοψηφία, κι ὁ βυζαντινός ἐκπρόσωπος (ὅπως
ἐξηγήσαμε παραπάνω) δέχθηκε τήν εἰσήγηση τῶν ἐπισκόπων, πού στά μάτια του,
ἦταν ἡ φυσιολογική σύσταση μιᾶς συνόδου. Ἡ σύνοδος καθήρεσε τελικά τόν Εὐγένιο
(25/6/1439) καί ἐξέλεξε τόν Φήλικα τόν Ε΄ πού ὅμως μετά τόν θάνατο τοῦ Εὐγενίου
(1447) καί τήν ἐκλογή τοῦ Νικολάου Ε’ (1447-1455) παραιτήθηκε τό 1449 καί τότε ἡ
σύνοδος παραδέχθηκε τον Νικόλαο και σχόλασε. Δεν ξαναϋπῆρξε κάτι σχετικό μέχρι
τη Μεταρρύθμιση.
9
Σχετικά Jedin KG, τ. III/2, σ. 578-579.
ὀργάνωσης. Ἡ λογική τῆς καθαρότητας καί τῶν ἐγκρατιτικῶν τάσεων τούς ὁδήγησε
ὅπως τίς παρόμοιες περιπτώσεις τῶν Μανιχαίων, Βουδδιστῶν κλπ. στή διάκριση σέ
δύο κατηγορίες: τούς τελείους (perfecti) καί τούς πιστούς (credentes). Οἱ πρῶτοι
ἀπεῖχαν ἐντελῶς ἀπό τά τοῦ κόσμου (γάμος, κρεοφαγία, ἰδιοκτησία κλπ.)
Συναθροίζονταν γιά μελέτη τῶν Γραφῶν καί πίστευαν στό τελικό ἐφόδιο γιά τή
σωτηρία πού ἦταν τό consolamentum, πού ἔπρεπε ΟΛΟΙ νά τό λάβουν τοὐλάχιστον
πρίν τό θάνατό τους (ἐπίθεση χειρῶν μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου). Ἡ
Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία τούς ἀντιμετώπισε μέ τά ἀντιαιρετικά μοναστικά
τάγματα καί τήν Ἱερά Ἐξέταση, ἀλλά μετεξέλιξε καί τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου γιά
νά θυμίζει τό consolamentum.
Οἱ Βάλδιοι ξεκίνησαν ἀπό τόν πλούσιο ἔμπορο τῆς Λυών Βάλδο τό 1176, ὁ
ὁποῖος ἀποφάσισε νά ζήσει μέ ἀποστολική πτωχεία καί μάζεψε μαθητές. Αὐτοί δέν
εἶχαν ἰδιαίτερη αἱρετική θεολογία, ὅπως οἱ Καθαροί, ἀλλά πίστευαν σέ μιά ἐσωτερική
Ἐκκλησία πού δέν συμβάδιζε μέ κληρικούς ἀνήθικους (τῶν ὁποίων τά μυστήρια ἦταν
ἄκυρα) οὔτε μέ καινοτομίες, ὅπως τά συγχωροχάρτια. Θά μποροῦσαν νά μήν εἶχαν
ἐξελιχθεῖ σέ αἵρεση, ἄν ὁ πάπας Ἀλέξανδρος Γ΄ (1159-1181) τούς ἔδινε ἄδεια γιά νά
κηρύττουν καί ὁ Λούκιος Γ΄ δέν τούς ἀφόριζε τό 1184. Τελοῦσαν Λειτουργίες,
δημόσια ἐξομολόγηση, ἐξέλεγαν καί χειροτονοῦσαν τούς ἱερεῖς τους, ἔδιναν ἰδιαίτερη
βαρύτητα στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό λαϊκούς καί στήν μυστική προσευχή. Ἡ
μεγάλη τους δύναμη βρισκόταν κυρίως στή Β. Ἰταλία, ὅπου μέχρι σήμερα σώζονται
μικρές προτεσταντικές κοινότητες πού τούς χαρακτηρίζουν πνευματικούς τους
προγόνους.
Καί οἱ δύο κινήσεις οὐσιαστικά ἐπέκριναν τήν πλουτομανία καί τήν
ἀνεπάρκεια τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, γι’ αὐτό τό πιό ἀποτελεσματικό ὅπλο ἐναντίον
τους ἦταν οἱ ἀντίστοιχες κινήσεις κριτικῆς στό ἐσωτερικό τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς
Ἐκκλησίας μέ τά «ἐπαιτικά τάγματα» καί τήν κίνηση τῶν «Πτωχῶν Καθολικῶν», πού
ἦταν κάτι παρόμοιο μέ τούς Βαλδίους ἀλλά μέ τήν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ θεολογικές ζυμώσεις τῆς λεγόμενης «κυρίως σχολαστικῆς» περιόδου
(Hochscholastik, βλ. παρακάτω) πού ἔφεραν τά μεγάλα συστηματικά ἔργα, ἡ γνώση
τοῦ πλήρους ἔργου τοῦ Ἀριστοτέλους, κλπ. ὁδήγησαν καί στήν ἐκδήλωση κριτικῆς
ἀπό ἀκαδημαϊκούς θεολόγους τῶν Πανεπιστημίων πού θύμιζαν σέ ἀρκετό βαθμό τό
Λούθηρο. Ὁ Ἰωάννης Οὐίκλιφ (1324-1384) ἦταν καθηγητής θεολογίας καί
φιλοσοφίας στήν Ὀξφόρδη καί δίδασκε τήν προσωπική κοινωνία ἀνθρώπου καί
Θεοῦ, τό ρόλο του στόν κόσμο ὡς διαχειριστῆ καί ὄχι ὡς κατόχου τῆς φύσης, ὅτι
κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μόνο ὁ Χριστός καί ὄχι ὁ Πάπας, ὑπέρτατη αὐθεντία ἡ
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
75
Ἁγία Γραφή κλπ. Τόν ὑποστήριζαν πολλοί, μαζί καί ὁ βασιλιάς καί πολλοί εὐγενεῖς,
κι ἔτσι ὁ ἀνώτερος κλῆρος καί ὁ πάπας δέν μποροῦσαν νά ἀσκήσουν μέτρα ἐναντίον
του. Πίστευε στόν ἀπόλυτο προορισμό καί ἐξαρτοῦσε τήν ἀξία τῶν μυστηρίων ἀπ’
αὐτούς πού τά τελοῦσαν, στή Θεία Ευχαριστία ἀπέρριπτε τή μετουσίωση καί μιλοῦσε
γιά τήν πραγματική παρουσία τῆς δυνάμεως τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ
Χριστοῦ στόν ἄρτο καί τόν οἶνο. Ὀπαδοί του, ντυμένοι φτωχικά, κήρυτταν ἀνά δύο
τό Εὐαγγέλιο (Λολλάρδοι), αὐτοί καί κυρίως οἱ φτωχοί κληρικοί ὑπέφεραν
περισσότερο ἀπό διώξεις. Σέ ὕμνους, πάντως, πού ἔχουν συνθέσει φαίνεται μιά
ἰδιαίτερη εὐσέβεια γύρω ἀπό τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τούς μεταγγίσθηκε
μᾶλλον ἀπό πιό γνωστούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τοῦ ἡπειρωτικοῦ χώρου,
ὅπως τοῦ Βερνάρδου τοῦ Κλαιρβώ10. Μετά τό θάνατο τοῦ Οὐίκλιφ τό 1384 ἡ κίνηση
ἔχασε σέ δυναμισμό καί τελικά ὁ Ἐρρίκος Δ’ (1399-1413) ἐπέτρεψε τήν Ἱερά
Ἐξέταση στήν Ἀγγλία καί τούς ἐξόντωσε.
Οἱ ἀπόψεις τοῦ Οὐίκλιφ ἐπηρέασαν τόν Ἰωάννη Χούς (1373-1416) πού ἦταν
καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς Πράγας. Χωρίς νά υἱοθετεῖ τίς ἀκραῖες θέσεις τοῦ
προηγουμένου γιά τή Θεία Εὐχαριστία, χαρακτηριζόταν ἀπό ἀντικληρικαλισμό καί
πίστη στόν ἀπόλυτο προορισμό. Ὑποστηρίχθηκε ἀπό λόγους σκοπιμότητας ἀπό τό
βασιλιᾶ τῆς Βοημίας Βεντσέσλα, ἀφορίσθηκε ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Πράγας (1410)
ἔκαψε τήν παπική βούλλα πού ὑποσχόταν ἄφεση γιά ὅσους θά συμμετεῖχαν σέ
Σταυροφορία καί τελικά προσπάθησε νά ὑποστηρίξει τίς θέσεις του στή Σύνοδο τῆς
Κωνσταντίας, ὅπου ὅμως, παρά τίς διαβεβαιώσεις ἀπό τόν Γερμανό Αὐτοκράτορα
Σιγισμούνδο, συνελήφθη, δικάστηκε καί καταδικάστηκε στόν διά πυρᾶς θάνατο τό
1415. Οἱ ὀπαδοί του, ἄν καί χωρίσθηκαν σέ δύο ὁμάδες, συνέχισαν νά
ὑπερασπίζονται τίς ἀπόψεις τους καί οἱ πιό ἀκραίοι ὀργανώθηκαν τό 1453 στήν
«Ἕνωση τῶν ἀδελφῶν».
10
Βλ. Rob Lutton, Lollardy and Orthodox Religion in Pre-Reformation England, Suffolk/NY
2006, p. 68-79.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
76
ἀναξιοπαθοῦντες καί ἐνδεεῖς καί τήν προσωπική πτωχεία. Μετά ἀπό ἀπροθυμία καί
ἀπορρίψεις ἐγκρίθηκε τελικά ἀπό τόν πάπα Ὁνώριο Γ΄ τό 1223 ὁ Κανόνας του, κι
ἔτσι τό τάγμα γνώρισε μεγάλη διάδοση στή Γαλλία, Γερμανία, Ἰσπανία, Ἀγγλία,
Οὐγγαρία καί Συρία. Μετά τήν κοίμηση καί ἁγιοποίηση τοῦ Φραγκίσκου ὑπῆρξε
διάσταση μεταξύ τῶν ἀδελφῶν γιά τό βαθμό τῆς πτωχείας πού ἔπρεπε νά τηρεῖται.
Τελικά ἐπικράτησαν οἱ μετριοπαθεῖς, ἐνῶ οἱ αὐστηροί διώχθηκαν ἀλλά τό 1415 καί
ὁριστικά τό 1517 ἀναγνωρίσθηκαν καί οἱ δύο τάσεις (fratres minores, fratres
conventuales) ἐνῶ τό 1519 προέκυψαν καί ἀπό τούς ζηλωτές οἱ Καπουτσίνοι.
ε) Τήν ἴδια ἐποχή σημειώνουμε καί τά ἱπποτικά τάγματα, πού συνδύαζαν μοναστικούς
ὅρκους καί χρήση ὅπλων. Τά σημαντικώτερα ἦταν οἱ Ἰωαννίτες (ἤ Ξενοδόχοι) καί οἱ
Ναῒτες. Οἱ πρώτοι ἦταν ἕνωση πού διευκόλυνε ἀρχικά καί προστάτευε τους
προσκυνητές (πρό Σταυροφοριών, ὁπότε εἶχε ἱδρυθεῖ τό Ξενοδοχεῖο – Hospital τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου στήν Ἰερουσαλήμ) πού πήγαιναν νά προσκυνήσουν στούς Ἁγίους
Τόπους. Μετά τό 1099 ἀναδιοργανώθηκαν καί τό καταστατικό τους ἐπικυρώθηκε τό
1113 ἀπό τόν πάπα Πασχάλη τόν Β΄. Ὁ ἀρχηγός (πρωτομάγιστρος) πλαισιωνόταν
ἀπό ἕνα Ἀνώτατο Συμβούλιο καί τό τάγμα ἦταν χωρισμένο σέ ἔθνη («γλῶσσες»),
ἀπέκτησε δέ μεγάλη περιουσία καί κτήσεις. Μετά τό 1187 μεταφέρθηκαν στήν
Ἄκκρα, μετά τό 1291 στή Λεμεσό καί τό 1309 στή Ρόδο μέχρι την ἅλωση τοῦ νησιοῦ
ἀπό τούς Τούρκους τό 1522. Τέλος, πῆγαν στή Μάλτα, ὅπου διαλύθηκαν ἀπό τό
Ναπολέοντα τό 1798. Ἐπανιδρύθηκαν καί ἑνώθηκαν μ’ ἕνα ἀντίστοιχο
προτεσταντικό «Τάγμα» τοῦ 1538 καί ἀποτελοῦν σήμερα μιά ὀργάνωση κοινωνικῆς
εὐποιΐας (σωματεῖο ἐθελοντῶν) γιά παροχή πρώτων βοηθειῶν.
Οἱ Ναΐτες ἱδρύθηκαν τό 1119 μέ τήν ἐνθάρρυνση τοῦ Λατίνου βασιλιᾶ τῆς
Ἰερουσαλήμ Βαλδουίνου Β΄, ἦταν πολλοί εὐγενεῖς, ὑπάγονταν ἀπό τό 1139 ἀπευθείας
στόν Πάπα, συνδύαζαν μοναχισμό καί πολεμική ἐκπαίδευση, ἀπέκτησαν τεράστια
περιουσία καί διαμόρφωσαν ἕνα ὑποτυπῶδες τραπεζικό σύστημα. Τελικά ἡ μεγάλη
τους ἐπιτυχία, ἦταν καί ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς τους, γιατί ὁ βασιλιᾶς τῆς Γαλλίας
τούς κατεδίωξε γιά νά τούς πάρει τήν περιουσία (1307). Ἡ δίκη καί ἡ διά πυρᾶς
ἐκτέλεση τοῦ Μεγάλου Μαγίστρου τους γιά ἀποκρυφιστικές πρακτικές τροφοδότησε
πλῆθος θρύλων καί συνωμοσιολογικῶν ἑρμηνειῶν μέχρι σήμερα.
Ἄλλο ἱπποτικό τάγμα ἦταν τό Γερμανικό (Τευτονικό) Τάγμα πού μετά τό
1300 στράφηκε στόν ἐποικισμό περιοχῶν τῆς Βαλτικῆς καί ἀπετέλεσε παράγοντα τοῦ
φαινομένου τῆς γερμανικῆς ἐπέκτασης στήν Ἀνατολή (Drang nach Osten). Μέχρι τόν
15ο αἰώνα εἶχε ὀργανωθεῖ στίς περιοχές τῆς σημερινῆς Λιθουανίας καί βόρειας
Πολωνίας σέ μιά ἐδαφική ἡγεμονία, πού μετά τήν Μεταρρύθμιση θ’ ἀποτελέσει ἕνα
ἀπό τά συστατικά στοιχεῖα τοῦ Βασιλείου τῆς Πρωσσίας.
Τά παραπάνω μοναστικά τάγματα δέν ἀπέκλειαν καί πολλές ἄλλες μορφές
μοναχισμοῦ καί εἰδικά ἀναχωρητισμοῦ πού ξεκίνησε ἀπό τήν Κ. Ἰταλία ἀλλά
ἐπεκτάθηκε σ’ ὅλο τό Μεσογειακό χῶρο. Ἀπ’ ἐκεῖ προῆλθαν ποικίλα τάγματα, ὅπως
τῶν Καρμελιτῶν κλπ. Βορειότερα, ὅμως, ἦταν δυσκολώτερη αὐτή ἡ μορφή γιά
κλιματολογικούς λόγους. Τό σημαντικώτερο, ὅμως, εἶναι ὅτι μέσα ἀπό τά διδακτικά
αὐτά τάγματα προσεγγίζονταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε εξωτερικούς
χώρους (με κήρυγμα και εξομολόγηση) ἐνῶ ἡ ὑλική πλευρά αυτῆς τῆς παρέμβασης
φαίνεται στις οικοδομήσεις/τροποποιήσεις μεγάλων ναών σε κεντρικές ευρωπαϊκές
πόλεις πού συναγωνίζονται τούς καθεδρικούς καί οἰκοδομοῦνται μέ διαδοχικές
ἐπεμβάσεις σέ μικρότερα παλαιοχριστιανικά ἤ ρωμανικά κτίστματα11.
11
Πολύ ἐνδιαφέρουσες στό θέμα αὐτό εἶναι οἱ ἐργασίες τῆς Caroline A. Bruzelius καί εἰδικά
γιά τήν οἰκοδομική τεχνική τῶν Κιστερσιανῶν.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
79
Εἶναι πλέον ἡ ἐποχή πού ἔχουμε μιά ἀναγέννηση τοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ.
Σημαντικοί στοχαστές ἀναδείχθηκαν οἱ Ἄνσελμος Κανταβρυγίας (1033-1109) καί ὁ
Γουλιέλμος τοῦ Champeaux (+1121). Αὐτοί ἀνῆκαν στούς ρεαλιστές, ἐνῶ ὁ
Ροσκελλίνος τῆς Compiéne (1050-1120) ἦταν Νομιναλιστής.
Ἡ ἀρχή τοῦ 12ου αἰ. σημαδεύεται ἀπό τό πέρασμα ἀπό τήν θεολογία τῶν
πνευματικῶν ἐμπειριῶν πού παραγόταν στά Ἀββαεῖα πρός τίς σχολές πού
στεγάζονται σέ ναούς καί ἄλλες ἐγκαταστάσεις τους στίς πόλεις. Αὐτό γίνεται ἀρχικά
σέ περιοχές πού βρίσκονται κυρίως στή Γαλλία, ὅπως στή Λαόν, τό Beck, τή Chartre
καί τήν Auxerre, πού προαναφέραμε. Ὅμως εἶναι διαφορετικές ἀπό τή Laon καί τήν
Auxerre τοῦ 9ου αἰ. Ἡ θεολογία, συνεπῶς, ὁρίζεται ἀπό τή μιά μεριά ἀπό τή μεγάλη
προσωπικότητα τοῦ Κιστερσιανοῦ Βερνάρδου τοῦ Κλαιρβώ, πού συνέβαλε στήν ἴαση
τοῦ σχίσματος τό 1130, ἔγραψε ἑρμηνευτικά ἔργα βαθειᾶς πνευματικότητας καί
θεωρεῖται στή Δύση ὁ τελευταῖος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπό
μαθητές τοῦ Άνσελμου Κανταβρυγίας (Καντέρμπουρυ) πού ὑπῆρξε ὁ
σημαντικώτερος θεολογικός συγγραφέας τοῦ τέλους τοῦ 11ου αἰ. καί ἔγραψε
σημαντικά ἔργα (καί πολεμικά ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων) καί ἀνάμεσά τους τό «Cur
Deus Homo?». Οἱ μαθητές τοῦ Ἀνσέλμου ἔδρασαν στίς σχολές που προαναφέραμε
12
Βλ. D. Lehmann, Mittelalterliche Bibliothekskataloge I Konstanz und Chur, München
1918, Mittelalterliche Bibliothekskataloge IV, 1 Passau, Regensburg, München 1977.
13
J. Contreni, The cathedral school of Laon from 850 to 930 its manuscripts and masters,
München 1978.
14
Γιά τίς ἐξελίξεις τοῦ 9ου ἀπό τόν Καρλομάγνο ἔως τίς ἐπαρχιακές αὐτές σχολές βλ. J.
Marenbon, From the circle of Alkuin to the school of Auxerre London 1981
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
81
καί περιλάμβαναν τόν Ἄνσελμο τῆς Λαόν (1050-1117), τόν Οὔγο τοῦ Ἁγίου
Βίκτωρος (1096-1141) στό Παρίσι πού ἀρχίζει κι αὐτό νά ἀποκτᾶ σπουδαιότητα καί
κυρίως τον Πέτρο Αβελάρδο (1079-1142). Στή Λαόν ἐπίσης δίδασκε περί τό 1060 ὁ
Mangold ἤ Manegold (Mangold τοῦ Lautenbach). Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀνάπτυξη
μετά τό 970 μαζί μέ τήν ἄνοδο τοῦ γερμανικοῦ κράτους, ἡ ἄνοδος τῶν σχολῶν καί ἡ
χρήση τῶν παλαιότερων θεολογικῶν ἔργων τοῦ Ρατράμνου κλπ. συμβάλλουν στήν
ὁριστική διαφοροποίηση ἀπό τήν Ἀνατολή. Τό ἐκκλησιαστικό ἀντίστοιχο αὐτῆς τῆς
ἀνάκαμψης ἦταν ἡ ὑπέρβαση τοῦ σχίσματος τοῦ 1130 καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1139.
Μέ τόν Ἀβελάρδο, πού χρησιμοποίησε τή διαλεκτική καί διατύπωσε
ὁρισμένες τολμηρές ἀπόψεις σέ διάφορα θεολογούμενα βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς
λεγόμενης πρώιμης σχολαστικῆς περιόδου, ἡ ὁποία ἐξωτερικά ἔχει τρία
χαρακτηριστικά: α) τήν ἀνάπτυξη τῆς κριτικῆς διερεύνησης τῶν πηγῶν τῆς θεολογίας
(δηλαδή τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Παραδόσεως τῶν Πατέρων) στίς σχολές πού
εἴδαμε ἤδη, β) τή διαμόρφωση τῆς ἐπιστήμης τοῦ Κανονικοῦ δικαίου στήν Μπολόνια
μέ τόν Καμαλδουλινό μοναχό Γρατιανό πού ἀμέσως μετά τή Σύνοδο τοῦ 1139
συνέταξε ἕνα χρηστικό ἑρμηνευτικό ὑπόμνημα πού ἐναρμόνιζε ἀντιφατικούς μεταξύ
τους κανόνες (“Concordia discordantium canonum”) καί γ΄) τήν ἀνάπτυξη τοῦ
θεσμοῦ τοῦ Πανεπιστημίου στό Παρίσι καί τήν Μπολόνια, ὡς ἐκπαιδευτικοῦ θεσμοῦ
μή ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικοῦ. Τό τελευταῖο συγκροτήθηκε ἀφ’ ἑνός στό Παρίσι σέ
διάφορους ἐπί μέρους χώρους ἀπό μεμονωμένους δασκάλους θεολογίας καί
ἐλευθέρων τεχνῶν (artes liberales) καί ἀφ’ ἐτέρου στήν Μπολόνια μέ τή συνένωση
τῶν διδασκάλων τοῦ Δικαίου σέ ἕνωση (universitas). Αὐτή πρέπει νά εἶχε
δημιουργηθεῖ ἀπό τό 1088, ἀλλά ἐπικυρώθηκε μέ διάταγμα τοῦ Φρειδερίκου τοῦ Α΄
(Habita) στή συνέλευση τῆς Roncaglia, ἑβδομῆντα χρόνια ἀργότερα, τό 1158, ὥστε
νά ὑπάρχει ἕνα ἐπιστημονικό σῶμα γιά γνωμοδοτήσεις σέ περίπτωση διαφωνιῶν ὄχι
μόνο κοσμικοῦ δικαίου, ἀλλά καί ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας. Σχεδόν
ταυτόχρονα συνασπίσθηκαν καί οἱ μεμονωμένοι διδάσκοντες στήν Ὀξφόρδη.
Εἶναι σαφές ὅτι οἱ ἀνάγκες ἑνός ἀνανεωμένου μετά τό σχίσμα τοῦ 1139 καί
κινούμενου ἀπό τό μεταρρυθμιστικό πνεῦμα παπισμοῦ ὁδήγησαν στή χρηστική
τεχνική τῆς κωδικοποίησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου μέ τό Decretum τοῦ
Γρατιανοῦ, πού παρέθετε τούς Κανόνες, τούς σχολίαζε ἀνάμεσα στίς γραμμές καί στό
τέλος παρέθετε μιά διαλεκτικά ἀναπτυσσόμενη ἐπιχειρηματολογία γιά τό τελικό
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
82
τόν Ἀλέξανδρο Χαλέσιο (+1245) πού συνέταξε τή Summa universae Theologiae, τον
Ἰωάννη Βοναβεντούρα (1221-1274) καί τόν Δούνς Σκώτο (1265-1308). Τήν ἴδια
ἐποχή δροῦν στήν Ὀξφόρδη ὁ Robert Grosseteste καί ὁ Roger Bacon (1214-1292).
Στούς Δομηνικανούς ἀνήκει ὁ Ἀλβέρτος Μάγνος (ὁ Μέγας, 1193-1280) πού μέ τήν
πολυμάθειά του (doctor universalis) καί τό διεισδυτικό νοῦ του ἐπέβαλε τελικά ἕναν
«χριστιανικό» Ἀριστοτέλη, καί ὁ μαθητής του, ὁ πολύς Θωμᾶς Ἀκινάτης (1225-
1274), πού δίδαξε κυρίως στό Παρίσι (1252-1259, 1268-1272) καί στή Νεάπολη
(1272-1274). Συνέταξε φιλοσοφικά ὑπομνήματα στόν Ἀριστοτέλη, ἑρμηνευτικά στήν
Ἁγία Γραφή, ἀλλά εἶναι πιό γνωστός γιά τά μεγάλα συνθετικά του ἔργα Summa
contra gentiles (συν. 1258-1264 περίπου) καί τό ἀτελείωτο Summa Theologiae, πού
συνέταξε στό τέλος τῆς ζωῆς του (1267-1274). Στό ἔργο του προσπαθεῖ νά κάνει μιά
σύνθεση βασικῶν φιλοσοφικῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἀριστοτέλους μέ τή χριστιανική
Ἀποκάλυψη πού ὁλοκληρώνει τό ἔργο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὅμως, ἡ σύνθεση
αὐτή δέν ἔγινε στήν ἐποχή του τελείως κατανοητή, ἔγινε μάλιστα καί ἀντικείμενο
κριτικῆς κυρίως ἀπό τούς Φραγκισκανούς, πού προαναφέραμε καί πού προέβαλαν
κυρίως τή σκέψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἀργότερα, ὅμως ὁ Θωμισμός θά
ἀποτελοῦσε τό κυρίαρχο ἔνδυμα τῆς ρωμαιοκαθολικῆς σκέψης μέσα στό εὐρωπαϊκό
πνευματικό τοπίο καί ἡ Summa του θά ἀντικαταστήσει σέ βαρύτητα τίς Sententiae
τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ.
Τό πέρασμα στόν 14ο αἰ. πού σημαδεύει τόν ὕστερο Μεσαίωνα σημαδεύει καί
τό πέρασμα στήν κριτική ἀπέναντι στίς Σούμμες καί τόν ἐνοποιητικό θεολογικό λόγο
πού προσπαθοῦσε νά ὑποτάξει τόν κόσμο τῶν ὀρατῶν στόν κόσμο τῶν γενικῶν
ἐννοιῶν καί τελικά τῶν ἀοράτων. Τέτοια κριτική παρουσιάζεται στό Παρίσι μέ τον
Γουλιέλμο τοῦ Ὄκκαμ (+1349), πού θεωρεῖται εἰσηγητής τοῦ Νομιναλισμοῦ. Δι’
αὐτοῦ τίθενται τά Πανεπιστήμια πρό τοῦ διλήμματος νά ἀκολουθήσουν τήν κλασική
θεολογία καί φιλοσοφία (via antiqua) ἤ τή σύγχρονη κριτική μέθοδο τῆς ἐποχῆς τους
(via moderna);
Ἐκτός, ὅμως ἀπό τίς συγκρούσεις σέ ἐπίπεδο λογικῆς, ὑπῆρξαν καί μυστικοί
θεολόγοι πού ἔδιναν έμφαση στήν πνευματική ἐμπειρία τῆς ζωῆς μέ τό Χριστό, ὅπως
ὁ Μάιστερ Ἔκχαρτ (1260-1327), ὁ Νικόλαος τῆς Λύρας (+1340) καθώς καί ὁ Θωμᾶς
ἐκ Κέμπης (1380-1471) πού συνέγραψε ἕνα κλασικό καί πολυδιαβασμένο μέχρι
σήμερα ἔργο, τήν «Μίμησιν τοῦ Χριστοῦ», πού εἰσάγει μιά νέα εὐσέβεια μέ ἔμφαση
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
84