Professional Documents
Culture Documents
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ Α -
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ Α -
Παράδειγμα ερώτησης: Ποιες είναι οι διαφορές και ομοιότητες των τρόπων και
μεθόδων θεολογίας μεταξύ δυτικών και ορθοδόξων; Π.χ. Ποια είναι η αρνητική
θεολογία της δυτικής εκκλησίας και σε ποιο βαθμό διαφοροποιείται από την
αποφατική μέθοδο των ορθοδόξων; Η αποφατική μέθοδος δεν αποκλείει την
κατάφαση και οι ορθόδοξη δογματική χρησιμοποιεί και τους δύο, ενώ η
αρνητική θεολογία αποκλείει την θετική θεολογία. (βλ σ. 58)
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1
Εισαγωγή
2
μια αντικειμενική άποψη των πραγμάτων. Όχι να την πολεμάει μετά μανίας
αλλά να διακρίνει τα θετικά και να βάζει τα αρνητικά στη άκρη.
3) Να γνωρίζει τη σύγχρονη επιστημονική και φιλοσοφική γλώσσα
προκειμένου να εκφράσει στη σύγχρονη εποχή τη δογματική διδασκαλία της
εκκλησίας. Και να ξέρει τις σύγχρονες συνθήκες ζωής και τη σύγχρονη απλή
γλώσσα του λαού. Οι ακροατές πρέπει να καταβάλουν αμέσως, χωρίς κόπο. Ο
λόγος του θεολόγου να είναι απλός, σύντομος, κατανοητός και λυτός, αλλά να
έχει ακρίβεια στην έκφραση του περιεχομένου της πίστεως. Μπορεί να είναι και
ευέλικτος προς πράγματα που αφορούν τη κτιστή πραγματικότητα. Π.χ. Αν λέει
ότι οι άγγελοι είναι ασώματοι, ή ότι έχουν ένα είδος σώματος δεν είναι μεγάλο
πρόβλημα. Ουδέποτε, όμως, να είναι ευέλικτος μιλώντας για την άκτιστη
πραγματικότητα. Π.χ. να λέει ότι ο Πατήρ είναι γενητός (με ένα ν) ή ότι ο Υιός
είναι ομοιούσιος. Αυτά είναι τραγικά λάθη.
Δόγμα και Αίρεση: Στα αρχαία σχολεία της φιλοσοφίας, όποιος παρέκλινε από
τις αρχές μιας σχολής ονομαζότανε αιρετικός και απομονώνονταν. Στον
Χριστιανισμό γενικά, η αίρεση είναι μια θρησκευτική διδασκαλία που
παρεκκλίνει από τη γνήσια και επίσημη διδασκαλία της μίας, αγίας και
αποστολικής εκκλησίας, όπως αυτή πηγάζει από την Αγία Γραφή και
επικυρώνεται από την Ιερά Παράδοση. Η αίρεση είναι ασυμβίβαστη και αντίθετη
με την ορθόδοξη πίστη για τον Τριαδικό Θεό, τον Θεάνθρωπο Χριστό, το Άγιο
Πνεύμα. Βασική αιτία είναι ο εγωισμός και ο ορθολογισμός (rationalism) των
αιρεσιαρχών.
Το δόγμα είναι η εκφορά της ζώσας αλήθειας της εκκλησίας, μια αποκάλυψη
έχοντας μια δυναμική πορεία, όχι στατική. Π.χ. Ο Υιός πάντοτε γεννάται. Το
3
τώρα δεν έχει ποτέ αρχή και τέλος. Τα δόγματα είναι διατυπώσεις της ζωής και
όχι εντολές και γνώμη. Το ‘πρέπει’ οδηγεί σε αίρεση.
4
εάν υιοθετήσουμε το Φιλιόκβε στην ορθόδοξη εκκλησία τότε αυτό αποτελεί
αίρεση διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις ως προς τον τρόπο θεολογίας.
Επομένως εάν ο τρόπος ερμηνείας της δυτικής εκκλησίας εφαρμοστεί στην
ορθόδοξη εκκλησία αυτό αποτελεί αίρεση για μας. Το επιστημονικό αναγκαίο
είναι πάντοτε να βάζουμε τις προϋποθέσεις αυτές στο συγκεκριμένο γεγονός,
είτε είναι θεολογικές, ιστορικές, φιλοσοφικές κ.λπ. Γι’ αυτό θα πρέπει να γίνει
μια ανάλυση των κριτηρίων του τρόπου ερμηνείας των άλλων ώστε να τους
κατανοήσουμε, αλλά από τη πλευρά τη δική μας είναι αιρετική οι
ρωμαιοκαθολική.
Η λογική είναι μια προϋπόθεση στον σωστό τρόπο θεολογίας. Όμως, δεν
προβάλουμε τα του κόσμου στα μετά αυτού του κόσμου – τα δεδομένα των
σχέσεών μας στα δεδομένα του Τριαδικού Θεού. Π.χ. δεν μπορούμε να πούμε τα
ίδια πράγματα που εννοούμε στη γέννηση ενός ανθρώπου σε αναφορά με τη
γέννηση του Λόγου του Θεού.
5
Η λογική είναι σαν τους νόμος: Ένας νόμος είναι το αποτέλεσμα του λογικού
γεωμετρικού πνεύματος που θέλει να αποκτήσει εξουσία. Ο Blaise Pascal έλεγε
ότι ένας νόμος ισχύει μέχρι την όχθη ενός ποταμού, όπου στην απέναντι όχθη
θα ισχύει έναν άλλο νόμο που πολλές φορές είναι σε αντίθεση με το πρώτο. Το
ίδιο ισχύει και για τη λογική. Π.χ. Υπάρχει διάσταση στον τρόπο του σκέπτεσθαι
μεταξύ Έλληνες και Γάλλους, δεν συνεννοούνται μιλώντας για τα ίδια
πράγματα, και μπορεί να είναι εντελώς αντίθετη. Έτσι, η λογική υπόκειται σε
ορισμένα κριτήρια και σε ορισμένες προϋποθέσεις σε κάθε λαό. Άρα, η σκέψη
αυτή καθαυτή είναι λογική αλλά τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις της σκέψεως
διαφέρουν, και για αυτό διαφέρουν και τα συμπεράσματα.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Αν οι συνήθειές μας πηγάζουν από τη δεύτερή μας φύση, μήπως είναι και η
πρώτη μας φύση μια συνήθεια; Έχουμε συνηθίσει να ζούμε έτσι, και να
θεωρούμε αυτό πραγματικότητα ενώ στη πραγματικότητα δεν υπάρχει; Μήπως
ζούμε ένα παγκόσμιο όνειρο; Μήπως η πραγματικότητα είναι μετά το θάνατο; Ή
μήπως αυτή εδώ είναι η πραγματικότητα επειδή μετά το θάνατο δεν υπάρχει
τίποτα; Όλες αυτές είναι λογικές ερωτήσεις. Τίποτα στη ζωή δεν είναι δεδομένο
επειδή είμαστε κτιστά όντα και ζούμε στη κτιστή πραγματικότητα όπου υπάρχει
αρχή και τέλος και ενδιάμεσα τη φθορά.
6
Στη κτιστή πραγματικότητα τα πάντα φθείρουνε, αλλοιώνουν, χάνονται
και εξαφανίζεται η αξία τους, αφού προέρχονται εκ του μη-όντος (την
ανυπαρξία, όχι το μηδέν). Αφού η ύπαρξή μας προέρχεται εκ του μη-όντος είναι
θαύμα και μυστήριο το ότι ακόμα υπάρχουμε. Δεν είναι μόνο επτά τα μυστήρια,
αλλά η ίδια η ζωή είναι ένα μυστήριο που δεν εξηγείται. Γιατί, πάντοτε,
οτιδήποτε είναι γεννητό οδηγείται στην αρχή από την οποία προήλθε – στην
ανυπαρξία. Άρα η δική μου υπαρξιακή/οντολογική πορεία είναι προς την
ανυπαρξία, ολοκληρωτικά, σώμα και ψυχή (και η ψυχή είναι δημιούργημα). Γι’
αυτό τον λόγο, ακριβώς, το γεγονός ότι εγώ δεν αλλοιώνομαι και δεν χάνομαι ή
δεν επιστρέφω στην ανυπαρξία, είναι θαύμα κα μυστήριο.
Άρα δε πρέπει να θεωρούμε τίποτα δεδομένο και αυτονόητο. Ούτε ότι
ζούμε, ούτε το ότι υπάρχουμε με αυτούς γύρο μας: Τη γυναίκα μας, τον άνδρα
μας, τα παιδία μας, τους γονείς. Όλα είναι ρευστά - «τα πάντα ρει».
Στη θεολογία δεν έχουμε την ίδια ακριβώς έννοια του πάθους και της φθοράς
που έχουμε στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Η φθαρτότητα στον Πλάτωνα
και σε όλη την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αναφέρεται στη διαμόρφωση
και όχι στη γένεση της ύλης. Συνυπάρχει η ύλη μαζί με τον Θεό και ο Θεός
διαμορφώνει την ύλη, αλλά δεν τη δημιουργεί – άρα δεν κινδυνεύετε να χαθεί.
Ενώ, στη θεολογία δεν υπάρχει ύλη καν πριν δημιουργείται από τον θεό εκ του
μη-όντος. Άρα, για τη θεολογία τα πάντα ρέουν προς την ανυπαρξία από όπου
προήλθαν ακόμη και μόλις γεννιούνται, εξ ου και η ίδια η γένεση είναι φθορά:
ο ψαλμωδός λέει «εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου». Μέσα στο πάθος
δημιουργείτε/γενάται ο άνθρωπος. Η γυναίκα πονάει για να γεννήσει και
αλλοιώνεται ο οργανισμός της, και αυτό που γεννά πάλη αλλοιώνεται και
υποφέρει - φθείρεται.
Στη θεολογία, και η γένεση, και η δημιουργία είναι πάθος και φθορά
εκ του μη-όντος. Για αυτό υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της φθοράς του ανθρώπου
προς την ανυπαρξία που είναι η αρνητική αλλοίωση – ο κολασμός. Αντιθέτως,
εάν αναφερόμαστε στη μόνη πραγματικότητα που ονομάζετε Άκτιστη Θεία
Φύση το αποτέλεσμα θα είναι θετική αλλοίωση - ή θέωση. Η ύπαρξή μας
είναι εφικτό ανάλογα στο βαθμό που αναφερόμαστε σε αυτή τη μόνη
πραγματικότητα.
7
*Βλ. κείμενο 1): Η Άκτιστη Φύση του Θεού και η Κτιστή της Δημιουργίας - 2) ΙΩ.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως.
Μέσα στη θεολογία δεν υπάρχει το μηδέν, το τίποτα, άρα η ευχή που λέει «εκ του
μη-όντος στο είναι» χρησιμοποιείται καταχρηστικώς. Έχουμε δύο αναφορές στη
Πάλαια διαθήκη του «εκ του μη-όντος», αλλά όπως ερμηνευτικέ αυτό μέσα στην
εκκλησία και τη πατερική θεολογία το εκ του μη-όντος σημαίνει εκ της
ανυπαρξίας και όχι εκ του μηδενός. Αυτό γιατί από το απολύτως τίποτα δε
μπορεί να προέρχεται τίποτε άλλο εκτός από το τίποτα. Το κάτι προέρχεται από
κάτι που υπάρχει.
Άρα, στη προκειμένη περίπτωση το εκ του μη-ον σημαίνει ότι όλα τα
κτιστά όντα υπάρχουν στη βούληση του Θεού και από αυτή τη βούληση του
Θεού λαμβάνουν σε κάποια στιγμή ύπαρξη «εκ του μη-όντος εις το είναι».
Λαμβάνουμε ύπαρξη από τη βούληση του Θεού, όπου υπάρχουν τα πάντα. Γι’
αυτό εκ του μη-όντος είναι θεολογικό περίφραση (periphrasis: round-about way of
saying sth). (*Το είναι είναι υπαρξιακός όρος στη φιλοσοφία και η ουσία είναι
οντολογικός όρος.*)
Οντολογική Απόδειξη
8
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη σκέφτεται τον Θεό, και αφού υπάρχουν
τόσες ομολογίες περί Θεού, συμπεραίνεται ότι ο Θεός θα έχει διάφορες
μορφές/είδη, πράγμα που είναι αδύνατο. Εφόσον, όμως, όλοι σκεφτόμαστε τον
Θεό, πρέπει να υπάρχει ο Θεός ως μια γενική έννοια. Άρα η οντολογική
απόδειξη περί Θεού του Ανσέλμου είναι: Εφόσον σκέφτομαι τον θεό και όλοι
τον σκεφτόμαστε, άρα οπωσδήποτε υπάρχει ένας Θεός, και αυτός ο ένας
είναι ο αληθινός Θεός, άσχετα από τις διαφορετικές αντιλήψεις περί Θεού του
καθενός. Εδώ στηρίχθηκε και η Σωτηριολογία του Ανσέλμου.
Ποιές είναι οι συνέπειες αυτής της θεωρίας και ποιά είναι η διαφορά μεταξύ
της οντολογικής απόδειξης, και της κοσμολογικής και τελεολογικής του
Ιωάννου του Δαμασκηνού;
Στην οντολογική απόδειξη η εκτίμηση γίνεται από τον άνθρωπο προς τον
θεό – από τον κτιστό στο άκτιστο: Στη δυτική εκκλησία λένε ότι υπάρχει
αναλογία: όπως ο Θεός κατανοείτε μέσα στη κτιστή πραγματικότητα, έτσι έχει
μια παρόμοια αντιστοιχία στην άκτιστη πραγματικότητα. Δεν μπορεί, δηλαδή, ο
Θεός να αποκαλύπτεται στον κόσμο ως τριαδικός και να μην είναι τριαδικός και
ο ίδιος - ως αγάπη και να μην είναι αγάπη - το πρόσωπο του Χριστού ως γεννητό
και να μην υπάρχει ο Υιός ως γέννημα του Θεού - ό,τι υπάρχει εδώ το ίδιο ισχύει
και στην Αγία Τριάδα.
Βεβαίως αυτό απορρίπτεται από τους Έλληνες πατέρες της εκκλησίας. Ο Αγ.
Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Μ. Βασίλειος και ο Μ. Αθανάσιος τονίζουν ότι όταν
μιλάμε για τον τριαδικό Θεό δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε καμία εικόνα
της κτιστής πραγματικότητας. Ούτε ακόμη εκείνη του ηλίου και την ακτίνα
του φωτός. Εξαιτίας, όμως, της αδυναμίας της ανθρωπίνης λογικής, και για να
μη κατηγορηθούμε ότι δεν έχουμε να απαντήσουμε στους αιρετικούς, για αυτό
αναγκαστικά χρησιμοποιούμε παραδείγματα της κτιστής πραγματικότητας.
Αλλά, οι Έλληνες πατέρες, όταν μιλάνε για τον Θεό θέτουν ένα όριο και λένε
ότι αλλιώς μιλάμε για την αποκεκαλυμμένη τριάδα προς τον κόσμο και
αλλιώς μιλάμε για την αΐδια τριάδα. Η σημασία των λέξεων αλλάζει: άλλη η
γέννησης των ανθρώπων και άλλη η γέννησης του Θεού. Έχουμε τη
προσαρμογή του Θεού στην κτιστή πραγματικότητα και όχι η κτιστή
πραγματικότητα στον θεό.
Άρα βασική διαφορά μεταξύ δυτικής και ανατολικής ορθοδόξου θεολογίας είναι
ότι δεν δεχόμαστε αυτή την αναλογία και την οντολογική απόδειξη για να
αποδείξουμε τον Θεό. Εξαιτίας στο ότι ξεκινάνε από τη κτιστή πραγματικότητα
για να αποδείξουν το Θεό, με αυτό τον τρόπο ‘προσγειώνουν’ τον Θεό στη
κτιστή πραγματικότητα. Με τη κοσμολογική και τελεολογική απόδειξη του
Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού ‘απογειώνουμε’ τον κόσμο και τον άνθρωπο
από την κτίση προς τον Κτίστη. Όλη η κτιστή πραγματικότητα δεν υπάρχει
χωρίς τον άκτιστο Θεό. Η βαρύτητα πέφτει στον άκτιστο και όχι στον κτιστό.
9
Δεν είναι τα κτιστά πράγματα σημαντικότερα ώστε μέσω αυτά να φτάσουμε να
εξηγήσουμε το άκτιστο, αλλά όλα αυτά φθείρουνε και έχουν την ύπαρξή τους
μόνο σε αναφορά προς τον άκτιστο Θεό. Στην ορθοδοξία έχουμε την
άρνηση των λογικών ορίων της κτιστής πραγματικότητας προκειμένου να
φτάσουμε μόνο σε μια ‘ιδέα’ ή ‘σκέψη’ περί της υπάρξεως του Θεού. Είναι
εντελώς αντίθετη η μεθοδολογική προσέγγιση.
Σύνοψη: Άρα, στη μεν δυτική θεολογία, η προσέγγιση του Θεού είναι από το
κτιστό στο άκτιστο, αλλά στη δε ορθόδοξη θεολογία, από το άκτιστο στο
κτιστό. Και αυτό φαίνεται στη τέχνη που πάντοτε εκφράζει τη πολιτιστική
σκέψη του ανθρώπου: Στη δύση έχουμε τεράστιες εκκλησίες με οβελίσκους και
πύργους. Συμβολίζουν τη προσπάθεια του ανθρώπου να φτάσει στον ουρανό, να
προσεγγίσει το Θείο. Αντιθέτως, στην ορθοδοξία ο θόλος συμβολίζει την
αποκάλυψη του θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός φανερώνεται και κατεβαίνει
προς τον άνθρωπο για να μπορέσει ο άνθρωπος να κοινωνεί μαζί Του. Ο θεός
κατεβαίνει και όχι ο άνθρωπος ανεβαίνει.
Η δυτική προσπάθεια δεν έχει καμία σχέση με τη θέωση. Η θέωση δεν
είναι η άνοδος του ανθρώπου προς τον θεό, αλλά η μεταμόρφωση του
ανθρώπου. Οι μεταμόρφωση του ανθρώπου δεν είναι η πορεία του ανθρώπου
προς το Θεό, αλλά η πορεία του ήδη μεταμορφωμένου (Θεωμένου) ανθρώπου
προς το Θεό. Μόνο στην αναγνώριση του αποκεκαλυμμένου Θεού κατά
χάριν έχουμε τη πορεία του ανθρώπου προς το θεό. Ο Θεός αποκαλύπτεται σε
όλους τους ανθρώπους αδιάκριτα. Ο καθένας συμμετέχει και δέχεται αυτή την
αποκάλυψη ανάλογα με την ελεύθερη επιθυμία του, μεταμορφώνεται και
αναγνωρίζει τον Θεό, και είναι αδύνατον να τον γνωρίσει με έναν άλλο τρόπο.
Στη δύση έχουμε μια ανθρωπολογική αντίληψη περί Θεού. Αυτό είναι
λάθος, δεν είναι ο άνθρωπος κεντρικό σημείο του κόσμου. Δεν είναι βάση της
θεολογίας η ανθρωπολογία αλλά η κοινωνία θεού και ανθρώπου – κτιστού
και ακτίστου. Στην ορθοδοξία ερμηνεύουμε τον άνθρωπο μόνο σε αναφορά με
τον Θεό με τη βασική διάκριση κτιστού και ακτίστου - ότι είναι κτιστό δεν
ταυτίζεται στο άκτιστο και αντίστροφα.
10
Η πίστη, όπου εμπειρικά βιώνουμε το περιεχόμενο αυτής της
θείας αποκαλύψεως. Η πίστη εκφράζεται ως μια χαρισματική
εμπειρία και θεολογία η οποία, νε μεν χρησιμοποιεί τον λόγο,
αλλά απαλλαγμένο από τη συμβατικότητα των λογικών εννοιών -
όταν λέμε κάτι, αλλά εννοούμε κάτι άλλο ή αντίθετο.
11
και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αντίληψης: π.χ. Είτε αισθητικά, είτε πνευματικά
(π.χ. μέσω της προσευχής).
Η Άκτιστη Θεία Φύση δεν είναι μία δύναμη από την οποία δουλικά εξαρτάται η
κτιστή πραγματικότητα, γιατί αυτό θα σήμαινε εξουσία. Αλλά είναι η πηγή της
ζωής στην οποία η ζωή αναφέρεται, και από την οποία υπάρχει κάθε όν. Δεν
είναι μια δύναμη εξουσιαστική όπως σε μια στρατιωτική ιεραρχία. Κατά τον
Άγιο Γρηγόριο τον Νύσση, μόνο οι άνθρωποι προσπαθούν να υποδουλώσουν
τους άλλους ανθρώπους και τα ζώα (η άλογη κτίση).
Η άλογη κτίση είναι δούλη στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος ποτέ δε
μπορεί να γίνει δούλος ενός άλλου ανθρώπου επειδή είναι εκ του ιδίου
είδους και άρα είναι ομοούσιοι μεταξύ τους. Ως ομοούσιοι δεν ανέχονται να
είναι κατώτεροι ενός άλλου του ιδίου είδους, γι’ αυτό γίνονται επαναστάσεις. Ο
δούλος δεν είναι κατώτερος του ελευθέρου ή του κυριάρχου κατ’ ουσίαν. Μόνον
μεταξύ διαφορετικών οντολογικών κατηγοριών μπορεί να υπάρχει
κυριαρχία. Δηλαδή, τα ζώα (άλογα) που δεν έχουν το λόγο είναι δούλα στον
(έλλογο) άνθρωπο, και κατ’ επέκταση ο άνθρωπος είναι δούλος στον θεό. Μόνο
ο άνθρωπος, ως έλλογο όν, μπορεί και γεννά εξουσία. Όμως, ως κτιστό και
αδύναμο όν ουδέποτε μπορεί να δημιουργήσει κάτι τέλειο και δε μπορεί να γίνει
τελείως καταδυναστευτική η εξουσία του ανθρώπου (ευτυχώς).
12
ούτε από την εκκλησία ως κανόνες λειτουργίας, όπως έχουμε από ομάδες
κοινωνικές, πολιτιστικές, ακαδημαϊκές, οικονομικές κ.λπ. Όταν δεν υπάρχει ούτε
ένας κανόνας αυτό σημαίνει ελευθερία. Η ελευθερία δεν είναι κάτι το οποίο
εξασφαλίζεται από κάποια πηγή, αλλά βιώνεται. Δεν μπορεί τίποτα να μας τη
δώσει ή να μας τη στερήσει, αλλά ο καθένας μπορεί να είναι ελεύθερος στο
βαθμό που την βιώνει ως θεϊκό δώρο.
Δεν υπάρχει περίπτωση ο Θεός να έχει μια εξουσιαστική σχέση με τον άνθρωπο,
αλλά μόνο μια σχέση οντολογική – εξάρτησης – το κτιστό εξαρτάται
οντολογικά από το άκτιστο για την ύπαρξη του. Έτσι λοιπόν η πίστη, ως
κοινωνία και εμπιστοσύνη στη πηγή της ζωής που είναι ο Θεός, αποτελεί το
μέσω μετοχής στη προσωπική εμπειρία (βίωσης) αυτής της οντολογικής
εξάρτησης του πιστού από το θεό. Η εμπειρία της πίστεως ως κοινωνία κτιστού
και ακτίστου αποτυπώνεται τόσο στη φυσική αποκάλυψη, όσο και στη λεγόμενη
υπερφυσική αποκάλυψη. Πως διακρίνονται; Η διάκριση είναι καθαρά
σχολαστικισμός δυτικού τύπου, η οποία βεβαίως υιοθετείται και
προσλαμβάνεται και από ορθόδοξους θεολόγους. Όμως ο θεός, δεν
αποκαλύπτεται στη φύση με την υπερφυσική αποκάλυψη; Ο ίδιος ο Χριστός δεν
αποκαλύφθηκε φυσικώς μέσα στον κόσμο; Και η φυσική αποκάλυψη δεν έχει
την υπερφυσική; Δηλαδή στην ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού που είναι
φυσική, δεν αποκαλύπτεται το υπερφυσικό στοιχείο της θεότητας; Στην ουσία
δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ φυσικής και υπερφυσικής αποκάλυψης. Είναι ένα
και το αυτό. Στη προκειμένη περίπτωση η αναφορά αυτή δεν πρέπει να είναι
13
διαζευκτική αλλά και τα δύο να θεωρούνται σε μία ενότητα μέσα στην οποία
αποκαλύπτεται ο Τριαδικός Θεός.
14
Σύνοψη: Η υπερφυσική ή μεταφυσική αποκάλυψη σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει
καμία σχέση με την ιστορία και τη φύση. Είναι κάτι το οποίο συλλαμβάνεται
θεωρητικά, νοητικά ή φιλοσοφικά. Στην ορθόδοξη παράδοση, όμως, δεν υπάρχει
ούτε το ένα ούτε το άλλο γιατί υπάρχουν συγχρόνως και τα δύο: και κτιστό και
άκτιστο, και ιστορία και έσχατα: Έχουμε και Εσχατολογία (τα περί σωτηρίας): η
Βασιλεία του Θεού, και Πρωτολογία: η δημιουργία του κόσμου. Δεν μπορούμε την
εσχατολογία να τη δούμε ανεξάρτητα από τη δημιουργία του κόσμου, γιατί εάν
αναφερόμαστε στη σωτηρία του ανθρώπου υπονοούμε την πτώση η οποία
παραπέμπει στην εκ του μη-όντος δημιουργία του ανθρώπου, άρα
προϋποθέτουμε τη δημιουργία. Όταν αναφερόμαστε στην εκ του μη-όντος
δημιουργία του ανθρώπου υπονοούμε τη δυνατότητα πτώσης που συνέβη και
σωτηρία – τα έσχατα. Τα έσχατα, π.χ., είναι κάτι που ζούμε τώρα στο παρών, αρά
τα έσχατα δεν είναι κάτι μελλοντικό. Με απλά λόγια έσχατα σημαίνει σωτηρία
και οικονομία. Η σωτηρία γίνεται σήμερα αφού έχουμε αγίους ανθρώπους εν
ζωή. Άρα η σωτηρία συντελείται τώρα και όχι μόνο στη Δευτέρα παρουσία.
Όλα αυτά είναι ένα σύνολο και όχι επιμερισμένα και αυτόνομα.
Διακρίσεις που γίνονται μεταξύ εσχατολογίας και πρωτολογίας, κτιστού
ακτίστου, φύση και μεταφυσική κ.λπ. είναι σχιζοφρενικές. Δεν υπάρχει
διαφορά στη σχέση φυσικής και υπερφυσικής αποκαλύψεως, όταν ο Χριστός ο
ίδιος είναι η υπερφυσική αποκάλυψη στη φύση. Και αφού η φυσική αποκάλυψη
ερμηνεύεται μόνο μέσω της υπερφυσικής ενσάρκωσης του Λόγου,
καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει διαφοροποίηση.
15
κυριαρχία και δουλεία πρέπει να υπάρχει μόνο στη σχέση μεταξύ όντα
διαφορετικών κατηγοριών και όχι της ίδιας κατηγορίας.
Λογική σχέση Θεού ανθρώπου: Όταν χάνεται αυτή η οντολογική σχέση και
γίνεται γνωσιολογική (λογική), η γνώση αυτή γίνεται παραπάνω από ότι
μπορεί να αντέξει. Π.χ. Στη περίπτωση του Αδάμ και της Εύας, ήθελαν να γίνουν
θεοί (απέρριψαν το Θεό), έτρωγαν από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του
κακού, γνώριζαν περισσότερο από εκείνα που άντεξαν να μάθουν με
αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσουν της ικανότητες της ανθρώπινης φύσης
έναντι του Θεού, τότε ήρθε η καταστροφή, όπως και στη περίπτωση του πύργου
της Βαβέλ. Επίσης, όταν έναν άνθρωπο δε γνωρίζει τη διδασκαλία της εκκλησίας
απορρίπτει την εκκλησία επειδή είναι κάτι περισσότερο απ’ ότι μπορεί να
αντέξει. Όταν, όμως, κάποιος αρχίζει να γνωρίζει σταδιακά τη διδασκαλία της,
ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο και αναπτύσσεται μια σχέση μαζί της. Άρα
όταν ένας άνθρωπος παίρνει γνώση που είναι παραπάνω από ότι μπορεί να
αντέξει, τότε αυτός, ο όποιος βρίσκεται σε νηπιακή ηλικία, απορρίπτει
εκείνον που του δίνει την γνώση. Αυτό το λέει και ο Απόστολος Παύλος (Α΄
Κορινθ. 3:1-2). Επομένως, ο άνθρωπος αναστάτωσε την αρμονική οντολογική του
σχέση με τον Θεό με μια λογική σχέση, και ζει με της συνέπειες.
Λογική σχέση ανθρώπου φύσεως: Αυτό γίνεται πάλη από τον άνθρωπο στις
ημέρες μας εις βάρος της άλογης φύσης όπου γίνεται εξουσιαστής. Ο άνθρωπος
με τη λογική του εκμεταλλεύεται τη φύση επειδή τη θεωρεί (λογικά) ως
ιδιοκτησία του, και αφού η φύση δεν έχει απαιτήσεις, δεν πονάει, δεν
διαμαρτυρείται – όλα λογικά συμπεράσματα και ορθολογικά επιχειρήματα.
Τώρα πάλι ζει τα αποτελέσματα τις πράξεις του. Η κτίση πρέπει να υποτάσσεται
στον άνθρωπο αλλά σε μια αρμονική οντολογική σχέση όπου ο άνθρωπος είναι
διαχειριστής και συντηρητής της, και όχι εξουσιαστής και εκμεταλλευτείς.
16
Οντολογικές διαφοροποιήσεις υπάρχουν στη δημιουργία με βάση την
Αριστοτελική διάκριση. Διακρίνεται η φύση σε τρεις κατηγορίες:
Έλλογα ή λογικά όντα είναι οι άνθρωποι (και οι άγγελοι για την
εκκλησία)
Άλογα είναι τα ζώα που έχουν ζωή
Θρεπτικά είναι τα φυτά που έχουν μόνο την αυξητική δύναμη
Μεταξύ αυτές τις τρεις διαφορετικές κατηγορίες έχουμε μια σχέση κυριαρχίας
από τα ανώτερα προς τα κατώτερα: Τα έλλογα προς τα άλογα και τα θρεπτικά
και τα άλογα προς τα θρεπτικά. Σε οντολογικό επίπεδο αυτές οι σχέσεις είναι
φυσιολογικές και σωστές, π.χ. μεταξύ τα άλογα όντα και τα φυτά υπάρχει μια
ισορροπία. Ο άνθρωπος όμως διαταράζει αυτή την ισορροπία μεταξύ ζώων και
φυτών σκοτώνοντας ή καταστρέφοντας το περιβάλλον με αποτέλεσμα τα ζώα
να πεθαίνουν. Η διατάραξη αυτής της ισορροπίας δημιουργείτε μόνο όταν ο
άνθρωπος επέμβει με τη τεχνολογική και βιογενετική γνώση που ανέπτυξε
πρόσφατα. Στο παρελθόν όταν ο άνθρωπος ήταν γνωστικά πιο πίσω διατηρούσε
καλύτερα την ισορροπία μεταξύ αυτού και της φύσεως. Άρα, όσο αισθάνεται
δύναμη ο άνθρωπος γνωσιολογικά τόσο θεωρεί τον εαυτό του ανεξάρτητος
από τα υπόλοιπα όντα - η ύπαρξή του δεν εξαρτάται πλέων από αυτά, και
καταστρέφει ως εκμεταλλευτείς.
17
συζύγων. Ο ένας ανοίγει στον άλλον, αποκτούν κοινά στοιχεία, και
μεταμορφώνονται. β) Στο επίπεδο θεού και ανθρώπου έχουμε οντολογική
κοινωνία και μόνο η μεταμόρφωση του μη-όντος στο Όν. Εδώ, η ύπαρξή μου
δεν υφίσταται από μόνη της (δεν έχει ουσία), αλλά αποδεικνύεται μόνο σε
σχέση με την ύπαρξη του ακτίστου θεού.
Όπως υπάρχει επικοινωνία μεταξύ δύο ανθρώπους μέσα από της
αποκαλύψεως του ενός προς τον άλλον, έτσι και μεταξύ Θεού και ανθρώπου
μέσω της Θείας αποκαλύψεως υπάρχει τέλεια κοινωνία όπου ο άνθρωπος
θεώνεται. Αυτή η κοινωνία και τελειότητα φαίνεται σαφώς στο τριαδικό τρόπο
υπάρξεως του Θεού. Αντιθέτως, ο αντιτριαδικός μονοθεϊσμός βασίζεται σε
δικανικά και ηθικά σχήματα, όπως στον Ιουδαϊσμό όπου έχουμε τον νόμο μου
μας λέει τι πρέπει να κάνουμε, τους κανόνες, ηθική και δίκαιο (όχι αγάπη, έλεος,
κοινωνία κ.ό.κ.). Η σχέση αυτή δεν έχει κοινωνικό χαρακτήρα όπου όλοι ήμαστε
ίσιοι και κοινωνούμε μεταξύ μας, αλλά εξουσιαστικά στοιχεία που οδηγούν στη
Θεοδικία. Η θεοδικία είναι το αποτέλεσμα ενός ηθικού δικανικού τρόπος σκέψης
και αντίληψης και χαρακτηρίζεται από το αίσθημα του φόβου – και στη
καλλίτερη περίπτωση το αίσθημα της αντιμισθίας (προσφέρω και παίρνω). Ενώ
στη κοινωνία κυριαρχεί η ελεύθερη σχέση της υιότητος εν αγάπη. Η αποκάλυψη,
λοιπόν, του Θεού με την έννοια της δυναμικότητας και όχι της στατικότητας, δεν
παραπέμπει σε έναν ηθικό – δικανικό τρόπο αντίληψης (περιεχόμενο), αλλά
δηλώνει την κοινωνία μέσα στο πλαίσιο της δυναμικής μεταμορφωτικής μετοχής
του μη-όντος στο ον. Άρα, η Θεϊκή Αποκάλυψη οδηγεί σε κοινωνία Θεού και
Ανθρώπου όπου πλέον ο άνθρωπος μεταμορφώνεται εν Αγίω Πνεύματι
(θεώνεται).
18
Αυτή η αποκάλυψη είναι η φανέρωση της ίδιας της Αγίας Τριάδας, η οποία είναι
το αποτέλεσμα των Θείων ενεργειών και όχι της ουσίας του Θεού.
(*Παρένθεση: Αυτή η διάκριση ουσίας και ενεργείας ισχύει και στη κτιστή
πραγματικότητα. Π.χ. Εάν βλέπαμε έναν άνθρωπο ο οποίος έμενε ακίνητος,
δεν θα διαμορφώνονταν καμία εικόνα για το πρόσωπο του. Η εικόνα του όμως
διαμορφώνεται από τη στιγμή που αρχίζει να ενεργεί - να μιλάει και να κινείται.
Γι’ αυτό και κάθε άνθρωπος που ενεργεί εκφράζει την προσωπικότητα του μέσω
τις ενέργειές του. Επειδή όμως η έκφρασή του θα αρέσει σε κάποιους και σε
άλλους δεν θα αρέσει, θα προκαλεί είτε υποστήριξη είτε αντίδραση, και
αποτέλεσμα να αποκτάει φίλους και εχθρούς. Αυτό είναι πολύ φυσιολογικό.
Ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει εχθρούς δεν θα έχει ούτε αληθινούς φίλους και
ο ίδιος είναι ένα τίποτα. Στη κτιστή πραγματικότητα ο άνθρωπος είναι το όν που
δρα: ημερεύει τα ζώα, διαχειρίζεται τη φύση. Εάν ο άνθρωπος, που από τη φύση
του πρέπει να δρα και να ενεργεί δεν κάνει τίποτα, όλα τα δέχεται, δεν
απορρίπτει κάτι, δεν δραστηριοποιείται, αυτός δεν είναι άνθρωπος και για τη
κοινωνία έχει πεθάνει. Είναι κατάντημα ο άνθρωπος να είναι τίποτα μέσα στη
κοινωνία. Το να μη δρα ο άνθρωπος δε σημαίνει ότι είναι αυτάρκης. Αυτάρκεια
σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ικανοποιημένος με ότι έχει αλλά δεν σημαίνει ότι
αποκόπτει την εξέλιξή του. Ακόμη και ο ασκητής μοναχός ενεργεί και έχει
καθημερινή κοινωνία με τον άκτιστο - ατελείωτο. Στη σχέση αυτή οι εχθροί είναι
οι δαιμονικές δυνάμεις που προσπαθούν να διαιρέσουν και να διαφθείρουν τη
σχέση του με τον Θεό. Αλλά αυτή η σχέση είναι δυναμική και εξελισσόμενη γιατί
το αντικείμενο δεν έχει τέλος. Όσο πιο πνευματικός είναι ένας άνθρωπος τόσο
ταπεινώς είναι.*)
Κριτήρια απόκτησης γνώσεως: Άρα, έχουμε την αποκάλυψη του Θεού ως
ιστορικό γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Βεβαίως, η γνώση και η
μετοχή στη θεία αποκάλυψη εξαρτάται από τη πίστη και την ικανότητα του
ανθρώπου. Η γνώση παρέχεται από το Θεό, η υποδοχή της από τον άνθρωπο
εξαρτάται από α) τις γνωστικές και λογικές ικανότητες που έχει και β) από πόση
πίστη έχει. Άρα, ανάλογα με τη πίστη και τις ικανότητες του ανθρώπου
αποκτάται η γνώση. Στη προκειμένη περίπτωση μιλάμε για τη λεγόμενη
σταδιακή γνώση όπου φτάνει κανείς στην ώριμη πνευματική ηλικία. Όποιος έχει
πίστη χωρίς γνώση γνωρίζει σε νηπιακή ηλικία, και η γνώση αυτή είναι
καταστροφική, όσο γι’ αυτόν, τόσο και για τους γύρους του. Άρα η γνώση
βρίσκεται σε συνάρτηση μεταξύ τη δύναμη του ανθρώπου (τις ικανότητές
του) και τη πίστη.
19
(περιγράφει) αυτή την αποκάλυψη. Κυρίαρχο ρόλο στην Αγία Γραφή παίζει α) το
Άγιο Πνεύμα και β) η σημασία των γεγονότων, όχι τα γράμματα αυτά καθαυτά.
Για μας δεν έχει σημασία η ιστορία των Εβραίων, αλλά η συμβολική έννοια του
κάθε γεγονός. Π.χ. Στη θυσία του Ισαάκ, όπου το αρνίον θυσιάζεται εκ μέρους
του Ισαάκ, μας παραπέμπει στη σταύρωση του Χριστού. Στη Π.Δ. η αποκάλυψη
γίνεται μέσω των προφητών και μέσω των ιστορικών γεγονότων που είναι η
Θεοφάνιες. Η ιστορία του Ιουδαϊκού λαού είναι η ιστορία της Θείας
Αποκαλύψεως. Έτσι, δε διαβάζουμε τη Π.Δ. ως μια ιστορία ενός έθνους, αλλά
υπό το πρίσμα της κυριαρχίας του Αγίου Πνεύματος.
(*Παρένθεση: Στη Π.Δ. στη φιλοξενία της Αγίας Τριάδος υπό του Αβραάμ δεν
έχουμε την αποκάλυψη των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, αλλά μόνο του
προσώπου του Χριστού (του Θεού Λόγου) με δύο αγγέλους, άρα μόνο
συμβολίζονται τα πρόσωπα του Θεού Πατήρ και το Αγίου Πνεύματος. Αυτό
συμπεραίνεται στο επόμενο κεφάλαιο όπου οι δυο άγγελοι συνεχίζουν στα
Σόδομα και στα Γόμορα, ενώ ο Κύριος φεύγει. Αυτό είναι λογικό επειδή ποτέ
στην ιστορία ο Πατέρας αποκαλύπτεται μόνος του, αλλά δια του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος.
Εδώ που δύο άγγελοι εκπροσωπούν τη θέση του Πατρός και του Αγίου
Πνεύματος, αν θεολογικώς αποδίδει την Αγία Τριάδα, αγιογραφικός δεν
υφίσταται. Μόνο στη δύση η εικόνα έχει βιβλική βάση, όπου παρουσιάζεται ο
Πατέρας με άσπρα γένια, και ο Χριστός είναι στα δεξιά του όπου αποκαλύπτει
αυτόν και το Άγιο Πνεύμα φαίνεται εν είδη περιστεράς. Ενώ η ορθόδοξη εικόνα
της Αγίας Τριάδος με τρείς αγγέλους δεν εκφράζει τόσο το ιστορικό γεγονός, όσο
τη θεολογία της ομοουσιότητας της Αγίας Τριάδος. Στην εποχή του Αβραάμ το
Άγιο Πνεύμα δεν έχει φανερωθεί ακόμη, αλλά μόνο μετά τη πεντηκοστή.
Υπάρχει όμως εξ αρχής, και δρα και ενεργεί μέσα στη κτίση, γιατί ουδέποτε η
Αγία Τριάδα δεν είναι τριάδα, και ποτέ είναι μονάδα με ένα πρόσωπο. Όταν
αποκαλύπτεται το ένα πρόσωπο εκ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος,
συνεργούν και τα άλλα δύο. Ο ρόλος του κάθε προσώπου είναι ιδιαίτερος αλλά
φαίνεται να ενεργεί μόνο το ένα, όμως οπωσδήποτε ενεργούν και τα άλλα δύο.
Εάν η ενέργεια δεν είναι κοινή για τα τρία πρόσωπα, τότε δεν υπάρχει ενέργεια.
Κατ’ αυτό τον τρόπο καταλαβαίνουμε την μοναρχία του τριαδικού Θεού, και η
τριάδα παραπέμπει στη μοναρχία του Πατρός. Εφόσον, τόσο ο Υιός Λόγος, όσο
και το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτουν τον Θεό Πατέρα, και ουδέποτε ο Πατέρας
αυτοαποκαλύπτεται. Λέει ο Επιφάνειος στο Κατά Αιρέσεων: «Πάντοτε
αποκαλύπτεται η τριάς της μοναρχίας σε όλους τους προφήτες και αγιασμένους.
Η τριάδα στη μοναρχία του Πατρός αποκαλύπτεται».
Πολλές λέξεις στη Π.Δ. έχουν θεολογική έννοια και όχι την ηθική έννοια που
καταλαβαίνουμε σήμερα: Στη Π.Δ: 1) Αμαρτία σημαίνει διακοπή στη σχέση του
20
ανθρώπου με τον θεό, 2) Μοιχεία σημαίνει φεύγω από τον Θεό και λατρεύω
ξένους θεούς, και 3) Παρθενία σημαίνει σταθερή πίστη στον Θεό*)
ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ
Η Τρισυπόστατη Μονάδα
Στην ιστορία των Θεοφανιών επισημάνθηκε από κάποιους η ύπαρξη του Θεού
ως απρόσωπο όν. Αυτό όμως δημιούργησε έναν κίνδυνο ο οποίος έγινε αφορμή
να δημιουργηθούν οι μεγάλες τριαδολογικές και χριστολογικές αιρέσεις. Αλλά
και μεταγενέστερα τον 14ο αιώνα μεταξύ του Βαρλαάμ του Καλαβρού και του
Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν παρεξηγήσεις,
εξαιτίας αυτού του κινδύνου, μεταξύ ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών σχετικά
με την ερμηνεία του τριαδολογικού δόγματος και της εκκλησιολογίας. Ο
κίνδυνος αυτός εντοπίζεται στη δύση στην αδυναμία διακρίσεως θεολογίας
και οικονομίας. Υπάρχει σαφής διαφορά, αλλά η δυτική δεν τη βλέπουν. Λένε
ό,τι υπάρχει στον κόσμο ισχύει και στην Αγία Τριάδα, δηλαδή εισάγουν μια
αναλογία μεταξύ την Οικονομική Τριάδα και την Αΐδια Τριάδα, πράγμα που
έκαναν και πολύ αιρετικοί. Στην πατερική διδασκαλία, δεν υπάρχουν
αντιστοιχίες και αναλογίες Θεού και κόσμου. Ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος και
ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λένε ότι: ό,τι καταλάβουμε για τη κτιστή
πραγματικότητα δεν είναι κατάλληλο ως πηγή να εξηγήσουμε την Αγία Τριάδα.
Επειδή, όμως, κάτι πρέπει να πούμε για να καταλάβουμε σε ένα βαθμό,
θεωρούμε την αναλογία του ηλίου και του φωτός το πλέον καταλληλότερο από
οτιδήποτε άλλο.
Γι’ αυτό, εκτός από τη διάκριση κτιστού και ακτίστου, πάντα πρέπει να
έχουμε υπόψη μας τη βασική διάκριση μεταξύ οικονομίας και θεολογίας.
Άλλο η οικονομία που αναφέρεται στη κτιστή πραγματικότητα, και άλλο η
θεολογία που αναφέρεται στην Αΐδια Τριάδα.
21
ουσία (γένος) εκφράζεται μέσω των προσώπων (είδη) στη κτιστή
πραγματικότητα. Αυτό το λάθος λέγεται ουσιοκρατία των δυτικών όπου
προβάλλεται η ουσία υποβιβάζοντας τα πρόσωπα. Πολύ λένε ότι εμείς δεν
είμαστε ουσιοκράτες επειδή ταυτίζουμε τη θεότητα με το πρόσωπο. Αυτό δεν
ισχύει και λέγεται από τους περσοναλιστές (ή προσωποκρατικοί) οι οποίοι
φιλοσοφούν και δεν θεολογούν.
22
είναι μια κίνηση που εκφράστηκε σε διάφορες αιρέσεις οι οποίες στηριζόταν
στην αντίληψη περί του Θεού της μίας αρχής. Π.χ. ο μονοφυσιτισμός, ο
αρειανισμός, οι άλογοι, ακόμη και ο ιουδαϊσμός. (*Οι Πνευματομάχοι είναι
Μοναρχιανοί αλλά άλλου τύπου επειδή δέχονται και τον Υιό ως Θεό.*) Ο
Μοναρχιανισμός χωρίζεται σε δυναμικό και τροπικό:
Δυναμικός Μοναρχιανισμός: Απορρίπτονται ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα
ως ξεχωριστά πρόσωπα. Μόνο ο Πατέρας είναι Θεός και ο Υιός και το
Άγιο Πνεύμα είναι απλά δυνάμεις (ενέργειες) του Θεού. Ο Χριστός
υιοθετείται από τον Πατέρα. Οι κύριοι εκπρόσωποι του είναι ο Θεόδοτος ο
Σκυτεύς, ο Θεόδοτος ο Τραπεζίτης και ο Παύλος ο Σαμοσατεύς.
Τροπικός Μοναρχιανισμός: Εκφράζεται κυρίως από τον Σαβέλλιο όπου
ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν υπάρχουν αλλά είναι τρόποι έκφρασης ή
προσωπεία του ιδίου και του ενός Θεού. Δηλαδή, ο ένας Θεός εκφράζεται
πότε σαν Πατέρας, πότε σαν Υιός και πότε σαν Άγιο Πνεύμα, αλλά
πάντα είναι ο ίδιος ο Θεός. Παίρνει διάφορες μορφές (όπως και οι
άγγελοι) αναλόγως με το τι θέλει να εκφράσει, άρα στηρίζεται στον
τρόπο έκφρασης (εξ ου και το όνομα).
Πατροπασχίτες: Μια εξέλιξη του τροπικού Μοναρχιανισμού ήταν η
διδασκαλία των Πατροπασχίτων οι οποίοι έλεγαν ότι στη σταύρωση ναι
μεν φαίνετε ο Υιός αλλά πάσχετε ο Πατήρ ουσιαστικά ο οποίος
παρουσιάζεται σαν Υιός. Άρα ο Χριστός είναι ο Υιοπάτωρ.
Υποταγή: Σε αντίθεση με αυτές τις αιρέσεις του Μοναρχιανισμού έχουμε
την ανάπτυξη μιας θεωρίας του Ωριγένη, ο οποίος προσπαθώντας να
εξηγήσει το τριαδολογικό δόγμα ‘φαίνεται’ να δέχεται μια υποταγή: Λέει
ότι ο Υιός υποτάσσεται στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα υποτάσσεται
στον Υιό και στον Πατέρα, και άρα εισάγει μια ιεραρχική τάξη στην Αγία
Τριάδα. (*Δε ξέρουμε πόσο είναι φανατικός υποστηριχτής αυτής της
αντιλήψεως γιατί αλλού αναιρεί την υποταγή. Μήπως χρειάστηκε να τη
διατυπώσει έτσι προκειμένου να εξηγήσει κάποια πράγματα σε
αντιπαράθεση με τους αιρετικούς εκείνης της εποχής και οδηγήθηκε σε
κάποιες ακραίες διατυπώσεις, όπως και στην διδασκαλία της
αποκαταστάσεως των πάντων.*)
Ορθοδοξία: Ο αποκεκαλυμμένος Θεός ο οποίος αποκαλύπτεται μέσα στην
ιστορία είναι απλώς, η αιτία των πάντων, προσωπικός (όχι μια αφηρημένη ιδέα),
κοινωνικός και κινητικός (όχι στατικός όπως το πρώτο κινούν ακίνητο του
Αριστοτέλους). Και γι’ αυτό είναι ο ζωντανός θεός και το «όντος όν», το μοναδικό
και πραγματικό.
23
επηρεάζονται οι Πνευματομάχοι. Επηρεάζονται από τους Ανομοίους όσον
αφορά την ‘τεχνολογία’ – τη χρήση της γλώσσας, τα σοφιολογήματα και τα
σοφίσματα. Οι Αρειανοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν και να
συνειδητοποιήσουν τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος, και επηρεασμένοι από τη φιλοσοφία και τον Ιουδαϊσμό, απέρριπταν
τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και έλεγαν ότι είναι κτίσματα. Οι νέο-Αρειανοί
υιοθέτησαν αυτή την άποψη αλλά προσπάθησαν όμως να την τεκμηριώσουν
χρησιμοποιώντας τη γλώσσα επί τη βάσει των σοφιστών – κατά το δοκούν, και
με μία ‘μαϊστρία’ οδηγούσαν τους ανθρώπους να παραδεχτούν πράγματα τα
οποία δε θα παραδεχόταν εάν τα έλεγαν ξεκάθαρα. Οι Πνευματομάχοι όμως
δέχτηκαν τη θεότητα του Υιού αλλά λόγω των τεχνολογικών επιρροών
απέρριπταν το Άγιο Πνεύμα επειδή εννοιολογικά δε συνάπτεται στη σχέση
Πατρός και Υιού.*)
Ανακεφαλαίωση:
Η τριαδολογική αποκάλυψη του Θεού μέσω των Θεοφανιών (της παρουσίας του
Θεού μέσα στον κόσμο) κάνει σαφή τη διάκριση μεταξύ όντος και μη-όντος -
δημιουργού και δημιουργήματος. Και από την άλλη πλευρά μεταξύ
Οικονομικής Τριάδος και Αΐδιας Τριάδος. Άλλο η Αΐδια Τριάδα που είναι η
θεολογία, και άλλο η Οικονομική Τριάδα που αποκαλύπτεται μέσα στη κτιστή
πραγματικότητα και στην ιστορία. Αυτά συνεισφέρουν στο να διαμορφώσουμε
τον χαρακτήρα του Χριστιανισμού σε αντιδιαστολή με τις φυσιολατρικές
θρησκείες του κόσμου. Ο Θεός δε ταυτίζεται με τα κτιστά άψυχα όντα ούτε
υπάρχει μέσα σε αυτά δίνοντάς τα θεία υπόσταση. Υπάρχει, απλώς, η ενέργεια
του θεού μέσα σε αυτά, όχι ο ίδιος ο Θεός.
Ο χριστιανισμός διαφοροποιείται και από την ιεραρχική διάρθρωση
κυρίως του νεοπλατωνισμού όπου έχουμε α)το εν, β)ο νους, γ)την μια παγκόσμια
ψυχή και δ)οι πολλές ψυχές των ανθρώπων. Δεν υπάρχουν τέτοιες απορροές ή
μια τέτοια ιεράρχηση των όντων. Υπάρχει μόνο ο Θεός και η κτίση. Από τη μια
πλευρά είναι ο Θεός ο άκτιστος και από την άλλη είναι ολόκληρη η κτιστή
δημιουργία με αρχή, τέλος και φθορά.
Διαφοροποίηση υπάρχει επίσης από τη φιλοσοφική αντίληψη περί της
μιας ακινήτου θεότητας επειδή ο Θεός είναι Τριάδα, κινητικός και κοινωνικός.
Γεννά (τον Υιό) συνεχώς και εκπορεύει (το Άγιο πνεύμα) ακαταπαύστως. Η
κινητικότητα του Θεού είναι στη συνεχή γέννηση και εκπόρευση. Μεταξύ
Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος κοινωνούν κατά φύση, και υπάρχουν
εντός τις Αγίας Τριάδος οι ενέργειες του γεννάν και το εκπορεύειν του
Πατρός, το γεννάται εκ του Πατρός του Υιού και το εκπορεύεται εκ του Πατρός
του Αγίου Πνεύματος. (*Βλέπουμε ότι υπάρχει συνέπεια μέσα στη θεολογική
σκέψη των πατέρων. Η ασυνέπεια και τα προβλήματα υπάρχουν στη στοχαστική
φιλοσοφική σκέψη και όχι στη θεολογία.*)
24
Τα υποστατικά ιδιώματα είναι το αγέννητο, το γεννητό και το εκπορευτώ,
πράγματα ακοινώνητα (ακίνητα) του κάθε προσώπου.
Βασική διάκριση στη τριαδολογία είναι η διάκριση μεταξύ ουσίας ή φύσεως και
υποστάσεως ή προσώπου. Για τους έλληνες πατέρες της εκκλησίας μέχρι τους
σημερινούς ορθοδόξους θεολόγους δεν γίνεται διάκριση μεταξύ προσώπου ή
υποστάσεως και ουσία ή φύσεως, αλλά αυτά ταυτίζονται. Η μια ουσία είναι η μία
φύση και η μία φύση είναι η μία ουσία. Οι τρείς υποστάσεις είναι τα τρία
πρόσωπα και τα τρία πρόσωπα είναι οι τρεις υποστάσεις. Δεν έχουν
εννοιολογική διαφοροποίηση. Η διαφοροποίηση μεταξύ υποστάσεως
(υποκειμένου) και προσώπου είναι διαφοροποίηση που γίνεται κάτω από τη
σύγχρονη προβληματική και όχι στους πατέρες.
Ο ορισμός της ουσίας: Δεν είναι θεολογικός όρος αλλά καθαρά φιλοσοφικός
από το τι ην είναι του Αριστοτέλη - αυτό που είναι ό,τι είναι. Άρα δεν μπορούμε να
το προσδιορίσουμε η να πούμε τίποτε άλλο για αυτό. Είναι ό,τι είναι. Άρα δε
μπορούμε την ουσία να την γνωρίζουμε, να την προσδιορίσουμε και να την
ονομάσουμε και μένει αχαρακτήριστη. Το τι ην είναι δηλώνει το
απροσδιόριστο της ουσίας. Η ουσία είναι πάντοτε το υπόβαθρο οποιουδήποτε
όντος – υλικό ή πνευματικό. Δεν υπάρχει περίπτωση ένα όν να μην έχει ουσία.
Εδώ εμπλέκονται περισσότερο οι δυτικοί οι οποίοι αναφέρονται στους
πατέρες τις εκκλησίας και λένε ότι ο πατήρ της εκκλησίας τάδε είναι
αριστοτελικός ή πλατωνικός ή νεοπλατωνικός κ.λπ. δηλαδή εμπλέκονται στους
προσδιορισμούς (όρους). Ο Ekkehard Mühlenberg, ένας γερμανός πατρολόγος (*ο
οποίος επηρέασε πολλούς παλαιούς καθηγητές της σχολής μας*), έλεγε ότι ο
Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης είναι Αριστοτελικός και μάλιστα ξεπέρασε τον
Αριστοτέλη, επειδή στη περιγραφεί του θεού αντικατέστησε τον όρο ουσία με τον
όρο άπειρο, ο οποίος σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει πέρας. Το γεγονός αυτό, δήθεν,
25
τον κάνει να ξεπερνά τον Αριστοτέλη γιατί ορίζει τον θεό. Το θέμα είναι ότι ο
Αριστοτέλης δεν ορίζει τον Θεό. Ο ίδιος ο ορισμός της ουσίας του Αριστοτέλους
αίρει τον ορισμό αφού σημαίνει ότι η ουσία είναι απλά αυτό που είναι.
Ουσιαστικά, ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης όχι μόνο δεν ξεπερνάει τον
Αριστοτέλη αλλά ο ίδιος σε κάποιο έργο του, λέει ότι δε μπορούμε να
προσδιορίσουμε το Θείο, και ούτε μπορούμε να πούμε ότι είναι άπειρο, γιατί
κατά μια έννοια ακόμη και η δημιουργία είναι άπειρη: Εάν πούμε ότι η κτίση
δημιουργήθηκε εκ της βουλήσεως του θεού, και η βούληση του θεού δεν έχει
αρχή και τέλος – είναι αιώνια, τότε αιώνια είναι και η δημιουργία. Για αυτό και
το άπειρο δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να προσδιορίσουμε τη θεότητα.
Αρμόζει περισσότερο το μη έχων αρχή ως τη καλύτερη περιγραφή, δηλαδή το
άναρχο αντί το άπειρο και το άναρχο για να προσδιορίσουμε τη θεότητα. Γιατί,
συνεχίζει, ότι κατά μια έννοια είμαστε και εμείς άπειροι και ατελεύτητοι αφού
πότε δεν πρόκειται να πεθάνουμε ή να εξαφανιστούμε, αφού μέσα στη βούληση
του Πατρός η δημιουργία υπάρχει προαιωνίως.
26
Αυτοί οι όροι δανείζουν οι πατέρες τις εκκλησίας από την αρχαία ελληνική
φιλοσοφία, και ο μεν ορισμός της πρώτης ουσίας του Αριστοτέλους
αποδίδουν στην ουσία καθεαυτή, ενώ ο δε ορισμός της δεύτερης ουσίας
αποδίδουν στην υπόσταση, κάνοντας ταυτοχρόνως τη διάκριση μεταξύ
ουσίας και υποστάσεως. Τι σημαίνει όμως αυτό; Όταν αναφέρουν οι πατέρες
στην ουσία γενικότερα σημαίνει ότι αυτή είναι άγνωστη, απροσέγγιστη,
απροσπέλαστη. Όχι μόνον η ουσία του Θεού αλλά και η ουσία των υλικών όντων
είναι άγνωστη, όπως υποστηρίζει και η σύγχρονη επιστήμη και γι’ αυτό δεν
υπάρχει ορισμός της ουσίας (αυτής καθαυτής). Μπορούμε να γνωρίζουμε μόνο
από τι αποτελείται η ύλη και πως συμπεριφέρονται τα στοιχεία της, αλλά το τι
είναι δε γίνεται να το προσδιορίσουμε. Άρα η ουσία είναι αδύνατον να γνωστή σε
οποιαδήποτε περίπτωση. Η υπόσταση αναφέρεται στην έκφραση της ουσίας,
αλλά η ουσία αναφέρεται στη διάκριση κτιστού και ακτίστου.
27
Ναι μεν το πλαίσιο της θεολογικής του σκέψης είναι ορθόδοξο, αλλά οδηγείται
σε λανθασμένες και αιρετικές διατυπώσεις εξαιτίας της δυσκολίας να διακρίνει
την ουσία από την υπόσταση.
Η ανθρώπινη φύση δεν γνωρίζεται πέραν από τον τρόπο ύπαρξής της. Είναι η
ίδια φύση στον καθένα αλλά αλλιώς υπάρχει στον κάθε άνθρωπο. Άρα ο
28
τρόπος υπάρξεως της ουσίας διαφοροποιείται με βάση της ιδιότητες της
υποστάσεως. Μην οδηγούμαστε όμως στον Σαβελλιανισμό που λέει ότι η ίδια η
ουσία εκφράζεται φαινομενικά με διαφορετικά πρόσωπα. Η μεν ανθρώπινη
ουσία είναι μία αλλά και μεριστή – χωρίζεται σε πολλά μέρη. Στον δε θεό, όμως,
η ουσία είναι μία και κοινή στα τρία πρόσωπα, και δεν μερίζεται. Στη προκειμένη
περίπτωση ο Σαβέλλιος ταύτιζε την ουσία με την υπόσταση τα οποία
διακρίνονται, αλλά δεν διαχωρίζονται ώστε να υπάρχει το ένα αυτόνομα από το
άλλο. Γι’ αυτό λέει ο Αγ. Ι. Δαμασκηνό ότι δεν υπάρχει ουσία ανυπόστατη ούτε
υπόσταση ανούσια. Άρα το ένα συνεπινοεί το άλλο.
Οι πατέρες διέκριναν σαφώς την ουσία από την υπόσταση, σύμφωνα με την
φιλοσοφική ορολογία, και σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζουν την
δυνατότητα γνώσεως της ουσίας, εφόσον η ουσία καθαυτή «ουχ υφίσταται αλλ’
εν ταις υποστάσεσειν θεωρείτε» (Ι. Δαμασκηνός, Εκδώσεις). Δηλαδή δεν υπάρχει
ουσία ανυπόστατη και υπόσταση ανούσια. Διακρίνονται χωρίς να χωρίζονται και
δεν υπάρχει το ένα αυτόνομα από το άλλο. Εμείς σήμερα εξαιτίας των
επιδράσεων του περσοναλισμού (προσωποκρατίας) και όλης της θεωρίας
περί οντολογίας του προσώπου κάνουμε μια λεπτή διάκριση μεταξύ
προσώπου και υποστάσεως, πράγμα που δεν κάνουν οι πατέρες.
Συνώνυμο της ουσίας είναι η φύση αλλά στη κτιστή πραγματικότητα υπάρχει
μια μικρή διαφορά. Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η φύση αποδίδεται ως
29
το μερικότερο της ουσίας στο βαθμό του είδους. Π.χ. Και οι άνθρωποι και οι
άγγελοι είναι κτιστά και έλλογα όντα, άρα ως προς την κτιστότητα και τη λογική
ταυτίζονται και δεν υπάρχει διαφοροποίηση ως προς την ουσία.
Διαφοροποιούνται, όμως, ως προς την φύση. Αναφερόμαστε στη φύση των
ανθρώπων ή στη φύση των αγγέλων, άρα έχουνε διαφορετική φύση γιατί η φύση
των ανθρώπων προσδιορίζεται και από ένα επιπλέον στοιχείο – η ύλη ή το σώμα
που δεν έχουν η άγγελοι. Επομένως, διακρίνονται από τους αγγέλους παρόλο
που είναι στην ίδια ουσιαστική κατηγορία.
Βεβαίως, η φύση δεν είναι η υπόσταση καθαυτή (όπως αναφέραμε
προηγουμένως για τον Κύριλλο Αλεξανδρείας) αλλά ένας αριθμός ή ένας
πλήθος υποστάσεων. Η φύση των ανθρώπων, δεν είναι όλα τα έλλογα κτιστά
όντα, αλλά όλα τα έλλογα κτιστά όντα που έχουν και ύλη επιπλέων. Η φύση
των αγγέλων είναι όλα τα έλλογα κτιστά όντα τα οποία στερούνται ύλης – τα
άυλα κτιστά έλλογα όντα.
Επομένως στα κτιστά όντα η φύση είναι μερικότερη της ουσίας και αναφέρεται
στο μεγαλύτερο αριθμό του ενός, δηλαδή στο πλήθος. Παρόλο όμως αυτής της
λεπτής διαφοροποίησης δεν γίνεται ποτέ διαχωρισμός μεταξύ φύσης και
ουσίας, και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται από τους πατέρες συνωνύμως, όπως
επίσης συνωνύμως χρησιμοποιούνται υπόσταση, πρόσωπο και άτομο. Η
διαφοροποίηση όμως παραμένει.
Η ταύτιση ουσίας και φύσεως γίνεται απόλυτη στη περίπτωση του θεού.
Στο Θεό δεν υπάρχει άλλο όν ώστε να αποτελέσει άλλη φύση πλην του Θεού,
άρα δεν υπάρχει διάκριση φύσης και ουσίας, αλλά ταυτίζονται.
Διαίρεση των κτιστών όντων: Η διάκριση των όντων κατά τη φύση βασίζεται
στα ουσιώδη χαρακτηριστικά (ουσιώδες διαφορές). Αυτή η κατά φύση διάκριση
των όντων φαίνετε τόσο στην έλλογη (αγγέλους & ανθρώπους), όσο και στην
άλογη κτιστή πραγματικότητα (διάφορα είδη των ζώων και φυτών). Σε αυτά,
όταν αποδίδονται τα είδη και τα συμβεβηκότα (το τυχαίο ατομικό συμβάν,
γεγονός) διακρίνονται, στη συνέχεια, σε υποστάσεις, όπου παρατηρούνται τα
ουσιώδη χαρακτηριστικά (διαφοροποιήσεις). Π.χ. Οι άνθρωποι είναι έλλογα,
υλικά και κτιστά όντα, αλλά οι άγγελοι είναι έλλογα, άυλα και κτιστά όντα.
Άρα, κατά το γεγονός ότι η άνθρωποι είναι και υλικά έτσι διακρίνονται από τους
αγγέλους. Αυτό είναι το ουσιώδες χαρακτηριστικό (ουσιώδη διαφορά). Γιατί; α) Η
ύλη του ανθρώπου είναι κάτι μοναδικό στα κτιστά έλλογα όντα και β) δεν
μπορούμε να έχουμε τον άνθρωπο χωρίς ύλη.
30
Όπως έχει ήδη επισημανθεί στη κτιστή πραγματικότητα:
γένος = ουσία
είδος = φύση
άτομο = υπόσταση
31
Ο Πατήρ δεν είναι Πατήρ όλων, αλλά του Μονογενούς Υιού, ώστε εμείς όταν
λέμε Πατήρ αναφερόμαστε καταχρηστικώς στον Πατέρα γιατί είμαστε υιοί μόνο
στο βαθμό που ταυτιζόμαστε με τον Χριστό. Βεβαίως, όταν αναφερόμαστε εμείς
στον Πατέρα δεν αποδίδουμε το όνομα αυτό στην υπόσταση του Πατρός αυτή
καθαυτή, αλλά αποδίδουμε τη πατρότητα της δικής μας κτιστής εμπειρίας που
είναι η γέννηση των παιδιών (ο πατέρας γεννά, η μητέρα τίκτει). Γι’ αυτό και
εδώ, το όνομα Πατήρ δεν λέγεται για το Θεό καταχρηστικώς αλλά κυρίως, γιατί
το <Πατήρ> χρησιμοποιείται από μας καθότι μας φέρνει εκ του μη-όντος και μας
προσέχει σε όλη μας τη ζωή. Γι’ αυτό τον λόγο αποδίδουμε σε αυτόν το όνομα το
οποίο χρησιμοποιούμε στη δική μας κτιστή εμπειρία το οποίο όνομα (με τη
κλασσική έννοια του πατέρα) αναφέρεται σε αυτόν που μας γεννά, συντρέχει
και προσέχει, όπως σε μια οικογενειακή σχέση η οποία βασίζεται σε ουσιαστική
ενότητα, όπου υπάρχει κοινωνία και θεσμό.
Όταν αποδίδουμε τον όνομα Πατρός στη πρώτη υπόσταση του Θεού,
εννοούμε την αιτία από την οποία προέρχεται όχι η ουσία, αλλά η υπόσταση του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Άρα, το όνομα Πατρός δηλώνει την αρχή των
υποστάσεων και όχι της ουσίας.
Στη προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, όταν λέμε «Πατέρα» δεν εννοούμε κάτι το
ιδιαίτερο αλλά η πρώτη υπόσταση της Αγίας Τριάδος. Εδώ, το ‘πρώτη’ είναι
σχετικό ώστε να το καταλάβουμε εμείς, γιατί και η τρεις υποστάσεις υπάρχουν
ταυτοχρόνως – δεν υπάρχει πρώτη, δεύτερη και τρίτη. (*Δεν πρέπει να
σκεφτόμαστε λογικά εδώ επειδή οι κτιστές κατηγορίες τις ανθρώπινης λογικής
δε μας επιτρέπουν να καταλάβουμε εφόσον σκεφτόμαστε μέσα από μια
πεπερασμένη πραγματικότητα με αρχή, τέλος, τάξη και αριθμούς. Δηλαδή, δεν
καταλαβαίνουμε διαφορετικά πράγματα ταυτοχρόνως χωρίς να υπάρχει
σύγχυση, αλλά το ένα μετά το άλλο.*)
32
Πατέρα ως Θεό. Ο Άρειος είπε ότι υπήρχε κάποτε όταν ο Υιός δεν υπήρχε και
κάποια στιγμή δημιουργείτε. Ο Μ. Αθανάσιος αντιμετωπίζοντας τον Άρειο (οι δε
Καππαδόκες τον Ευνόμιο), είπε ότι εάν κάποια στιγμή ο Πατήρ δημιούργησε τον
Υιό τότε θα υπήρχε κάποτε που δεν ήταν Πατέρας, που θα σήμαινε μεταβολή
και αλλοίωση στη φύση του. Αυτό είναι κάτι ανέφικτο επειδή ο Θεός δε θα ήταν
αυτή-ουσία ή αυτή-φύση εάν αλλοιώθηκε, και τότε θα είχε μια σύνθετη ουσία
όπως τα κτιστά όντα. Αυτό είναι άτοπο, επειδή τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε
μια άλλη ουσία που είναι απλή και ασύνθετη που θα ήταν η αιτία της σύνθετης
ουσίας.
Άρα κατά τους πατέρες δεν ταυτίζεται το όνομα Θεός με το πρόσωπο του
Πατρός. Αποδίδουμε το όνομα Πατήρ στον θεό επειδή διασφαλίζει την
μοναρχία - τον ένα Θεό με τα τρία πρόσωπα. Δεν δίνουμε οντολογική
υπόσταση στο όνομα Πατήρ, αλλά μόνο χρηστική σημασία, εφόσον δεν υπάρχει
οντολογική υπόσταση και οντολογική σημασία στο πρόσωπο. Η ουσία
(θεότητα) δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο. Η θεότητα είναι μία ουσία γι’ αυτό
είναι ένας ο Θεός.
Τόσο ο Μ. Αθανάσιος, όσο και ο Αγ. Γρηγόριος θεολόγος και ο Αγ.
Γρηγόριος Νύσσης λένε ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται η θεότητα με ένα πρόσωπο
αλλιώς τα άλλα δύο πρόσωπα στερούνται της θεότητας. Ο Μέγας Βασίλειος λέει:
Αναφερόμαστε στον Θεό Πατέρα γιατί συγχρόνως, αδιαστάτως, αχωρίστως,
συνεπινοείται και ο Υιός. Δεν μπορεί να λέγεται κάποιος πατέρα χωρίς να έχει
υιό και κάποιος υιός χωρίς να έχει πατέρα. Το Πατήρ είναι μια συντόμευση της
θεότητας που σημαίνει ταυτοχρόνως Πατήρ, Υιό και Άγιο Πνεύμα.
(*Παρένθεση: Οι Καππαδόκες Λένε στον Ευνόμιο ότι το όνομα Πατήρ είναι ότι
καλύτερο σαν όνομα, αλλά όχι σε αναφορά με το πρόσωπο. Αυτό δεν έχει
καμία σχέση με τη προσωποκρατία. Πρώτοι οι ρωμαιοκαθολικοί είπαν ότι οι ίδιοι
είναι ουσιοκράτες ενώ οι ορθόδοξη είναι προσωποκράτες. Αυτό είναι εκτός
εκκλησίας. Το Πατήρ διασφαλίζει το αναίτιο και την Τριάδα.
Το Πάτερ ημών είναι η μοναδική προσευχή στην οποία απευθυνόμαστε
στον Πατέρα, και μπορούμε επειδή είμαστε εξ υιοθεσίας υιοί του Θεού. Αν το πει
ένας μη-βαπτισμένος είναι βλασφημία. Γι’ αυτό λέγεται στο μέρος της Θείας
Λειτουργίας που αφορά μόνο τους βαπτιζομένους και όχι τους κατοικουμένους –
όπως και το σύμβολο της πίστεως.*)
33
πρόσωπα. Δεν λέμε ότι «εκφράζεται», «αποκαλύπτεται», «υπάρχει» όπως οι
δυτικοί, αλλά είναι!
Προσωποκρατία: Μερική λένε ότι εξαιτίας της ταύτισης του Πατρός με τον θεό
στους ορθοδόξους, το πρόσωπο προηγείται έναντι τις ουσίας και λένε ότι οι
πατέρες είναι προσωποκράτες. Αυτό δεν ισχύει, και ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος
λέει στο τέλος του ΚΘ΄ λόγου του θεολογικού Λόγου, ότι η ουσία δεν
αποδίδεται στα πρόσωπα. Ο Θεός είναι ένας γιατί μια είναι μια ουσία. Αυτοί,
όμως, που υποστηρίζουν την οντολογία του προσώπου λένε ότι ο Θεός είναι
ένας γιατί ένας είναι ο Πατήρ. Δεν ισχύει αυτό – η ουσία είναι μια και γι’
αυτό έχουμε έναν θεό, όχι επειδή είναι ένας ο Πατήρ (άλλο το ότι το όνομα
διασφαλίζει την Αγία Τριάδα). Ουσία και Θεότητα δεν ταυτίζεται αποκλειστικά
με τον Πατέρα. Το όνομα του πατρός αποδίδεται στη πρώτη υπόσταση (όχι στην
ουσία) ως αιτία της υπάρξεως των άλλων δύο υποστάσεων – του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος.
Η μοναρχία του Πατρός ως αιτία του τρόπου υπάρξεως των δύο άλλων
προσώπων, δεν αναφέρεται στο πρόσωπο του Πατρός, αλλά στη κοινότητα
της ουσίας των τριών προσώπων.
34
Η μοναρχία, ναι μεν αποδίδεται στον πατέρα, αλλά όχι κατ’ εξοχήν, κυρίως και
αποκλειστικώς. Αποδίδεται κυρίως στη κοινότητα της ουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο
θα πρέπει να ερμηνεύεται τα λόγια του Χριστού, ότι «Ο Πατήρ μείζων μου εστί».
Το «μείζων» δεν αναφέρεται στην ουσία ώστε να θεωρείται ο Υιός υποδεέστερος
του Πατρός, αλλά δηλώνει την αιτία της υπάρξεως, δηλαδή τον τρόπο υπάρξεως
της υπόστασης. Ο Υιός δεν δημιουργείται αλλά γεννάται εκ της ουσίας του
Πατρός, φυσικώς, χωρίς χρόνο και τόπο, επειδή δεν υπάρχει χρόνο στο Θεό.
Ακόμη και αυτή τη στιγμή γεννάται εκ της παρθένου, σταυρώνεται και
ανασταίνεται. Αυτό δε χωράει στην ανθρώπινη λογική η οποία έχει στάδια. Δεν
μπορεί να συλλάβει το συγχρόνως και αδιαστάτως όπου όλα γίνονται στο θεό
κατά ενεστώτα χρόνο. Στον Θεό τα πάντα υπάρχουν στον ενεστώτα χρόνο, όπως
και η κρίση έχει ήδη γίνει για τον θεό, μόνο για μας δεν έχει γίνει ακόμη. Άρα οι
πατέρες λένε ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού επειδή ο Χριστός
πάντα είχε την ανθρώπινη φύση, πριν ακόμη δημιουργηθεί ο άνθρωπος. Αυτά
είναι παράλογα, αλλά αφού δεν υπάρχει χρόνος στον Θεό τα πάντα
γίνονται. Στην προκειμένη περίπτωση η ρωμαιοκαθολική εκκλησία, μέσα
από την αιτιότητα και δικανική σκέψη, δε μπορεί να καταλάβει τα πάντα
συνολικά, αλλά πρώτο το ένα και μετά το άλλο.
Ομοουσιότητα
Το ομοούσιο των προσώπων της Αγίας Τριάδος δεν αφήνει κανένα περιθώριο
διακρίσεως των τριών προσώπων κατά την ουσία τους. Δηλαδή, δεν υπάρχει
οντολογική διαφοροποίηση και διάκριση – είναι μία κατηγορία. Γι’ αυτό και δεν
υπάρχει αξιολογική ιεράρχηση στην Αγία Τριάδα όπως συμβαίνει στη κτιστή
πραγματικότητα όπου τα έλλογα όντα είναι πάνω από τα άλογα.
Από την άλλη πλευρά, όμως, το ομοούσιο δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί με
την νεοπλατωνική αντίληψη όπου δια των απορροών το γενικότερο διοχετεύεται
στο ειδικότερο, αρχίζοντας με το απόλυτο Εν (ουσία) –> παγκόσμια ψυχή (νόες) –
> διάφορες ψυχές των ανθρώπων. Με αυτή την έννοια υπάρχει πανθεϊσμός.
Δηλαδή, η ουσία του Θεού διοχετεύεται σε άλλες κατώτερες οντότητες
(υπάρξεις). Δεν ισχύει μια τέτοια ηθική και αξιολογική διαφοροποίηση στην
Αγία Τριάδα, ότι μέρους του προηγουμένου έχει το επόμενο ή με άλλα λόγια
χάνει κάποια ουσία καθώς διοχετεύεται στα άλλα όντα.
Φιλιόκβε: Στην Αγία Τριάδα όλη η ουσία είναι στον Πατέρα, όλη η ουσία
είναι στον Υιό και όλη η ουσία είναι στο Άγιο πνεύμα. Γι’ αυτό και
απορρίπτεται στην ορθόδοξη παράδοση η εκ του Υιού εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος που θα σήμαινε ότι ο Υιός είναι αίτιο της υπάρξεως του Αγίου
Πνεύματος, και συναίτιο με τον Πατέρα. Άρα, εδώ, αναφερόμαστε σε δύο
35
αίτια και υποβιβάζουμε το Άγιο Πνεύμα έναντι των άλλων δύο υποστάσεων.
Οι πατέρες επιχειρηματολογούν την ατοπία του Φιλιόκβε λέγοντας ότι εάν δε
θέλουμε να υποβιβάσουμε το Άγιο Πνεύμα, θα λέγαμε ότι είναι συναίτιος με τον
Πατέρα και τον Υιό. Τότε θα ήταν όλα εξίσου μεταξύ τους ως αίτια, πράγμα που
είναι άτοπο επειδή δε μπορεί να είναι κάτι αίτιο του εαυτού του – να
δημιουργήσει τον εαυτό του. Θα μπορούσαμε να πούμε κάτι τέτοιο μόνο αν
δεχόμασταν μια ηθική ιεράρχηση (ερμηνεία) - αξιολόγηση. Στη θεολογία
μιλάμε για οντολογική ιεράρχηση όπου ο Θεός είναι άκτιστος και ο κόσμος
κτιστός. Ο Υιός γεννάται και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα ο
οποίος είναι η μοναδική αιτία της Αγίας Τριάδος. Το βασικό υπόβαθρο του
Φιλιόκβε είναι η ηθική ερμηνεία – η αδυναμία των δυτικών να ερμηνεύσουν τον
τρόπο ύπαρξης του Θεού οντολογικά.
Είπαμε ότι ο Λόγος είχε προσλάβει την ανθρώπινη φύση πριν ακόμη
δημιουργηθεί ο άνθρωπος. Αυτό είναι εντελώς παράλογο. Αλλά εάν
αφαιρέσουμε το χρόνο και τον τόπο από το Θεό τότε γίνεται κατανοητό. Δεν
μπορεί ο Υιός να προσέλαβε την ανθρώπινη φύση από κάποιο σημείο και
μετά, επειδή αυτό θα σήμαινε μεταβολή και αλλοίωση – άρα φθαρτότητα.
Στο Θεό ότι γίνεται, γίνεται πάντοτε χωρίς αρχή και τέλος - αιωνίως. Μόνο
να θέλει ο θεός και δημιουργείται ο κόσμος, αιωνίως στη βούλησή Του. Για μας
υπάρχει η ώρα της αποκαλύψεως ή εμφανίσεως στον κόσμο – η οικονομία.
Γι’ αυτό η δημιουργία δε προσδιορίζεται χρονικά αλλά οντολογικά – η
κτιστότητα της δημιουργίας βασίζεται στη βούληση του Θεού. Ο Αγ. Γρηγόριος ο
Νύσσης παίρνοντας από τον Μ. Αθανάσιο λέει ότι για τον θεό η δημιουργία
36
υπάρχει προαιωνίως. Άρα, η κτιστότητα του κόσμου δε σημαίνεται στη
χρονική έναρξη, αλλά ότι είναι εκ της βουλήσεως του Θεού.
Εάν τονίσει κανείς ότι ο υιός γεννάται εξ αγάπης - ελευθέρως από τον Πατέρα
(γιατί τον θέλει), τότε ο Υιός είναι κτίσμα και όχι θεός. Η αγάπη είναι στοιχείο
της βουλήσεως του θεού. Εάν ο Υιός γεννάται εξ αγάπης τότε γεννάται εκ της
βουλήσεως του Θεού, όπως και ο κόσμος. Επομένως, ο Υιός γεννάται εκ της
Ουσίας του Πατρός μόνο. Άλλο ο τρόπος ύπαρξης και άλλο η σχέση μεταξύ των
προσώπων. Η σχέση μεταξύ των προσώπων χαρακτηρίζεται από ελευθερία και
αγάπη. Ο τρόπος ύπαρξης, όμως, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι εκ της
ουσίας και όχι εκ της αγάπης και της ελευθερίας του Πατρός. Η ελευθερία και η
αγάπη συνακολουθούν τον τρόπο ύπαρξης του Υιού και του Αγίου Πνεύματος,
αλλά δεν βασίζεται σε αυτά ο τρόπος γέννησης και ο τρόπος εκπόρευσης.
Στην οικονομική Τριάδα γίνεται λόγος π.χ. α) για προκοπή του Χριστού (Λουκά.
2:52) β) για την υπερύψωση του Χριστού (Φιλιπ. 2:9) και γ) για την γέννηση του
Χριστού ως πρωτότοκος της Κτίσεως (Κολλ. 1:15). Βλέπουμε ότι στην Οικονομική
Τριάδα αναφερόμαστε σε πράγματα αιρετικά. Δεν υπάρχει προκοπή στο Χριστό
37
γιατί αυτό θα σήμαινε ηθική τελείωση. Στον Χριστό έχουμε μόνο οντολογική
τελείωση. Οντολογικώς θεώνεται η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Ιησού και
όχι ηθικώς. Όταν λέει πρωτότοκος της κτίσεως δεν εννοεί το πρώτο δημιούργημα
της κτίσεως, αλλά ο πρώτος που θεώνεται από ολόκληρη την κτίση, την
ανάληψη της ανθρωπίνης φύσεως από τον Λόγο του Θεού και ο πρώτος
άνθρωπος ο οποίος μπαίνει στον παράδεισο. Το 2ο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο
Λόγος, οδηγεί τον Ιησού να προσευχηθεί στον Πατέρα. Όμως, η προκοπή της
ανθρώπινης φύσεως του Χριστού δεν υπάρχει. Το πρόσωπο του Χριστού δεν
προκόπτει στη τελείωση, αλλά τελειοποιείται ευθύς εξ αρχής και άρα δεν
υπάρχει σταδιακή τελείωση της ανθρωπίνης φύσεως Του. Παρά ταύτα, όμως,
χρησιμοποιείται κάποια πράγματα προκειμένου να τονίζουν ακριβώς τη σχέση
που έχει το κτιστό με το άκτιστο όσον αφορά εμάς και όχι όσον αφορά τον Υιό
και Λόγο του Θεού. Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται σαφή διάκριση μεταξύ θεολογίας
και οικονομίας, γιατί μπορούμε να φτάσουμε σε ορισμένες αιρετικές
διατυπώσεις. Π.χ. η γέννηση του Λόγου του Θεού είναι κάτι μοναδικό και
ανεπανάληπτο, και δεν έχει σχέση με τη δική μας γέννηση. Γι’ αυτό δεν
μπορούμε να την εξηγήσουμε κατά τα δικά μας δεδομένα. Επομένως βλέπουμε
πως δεν μπορούμε να αποδώσουμε λογικές λέξεις και έννοιες στην Αγία Τριάδα.
1 Ο Πλάτων έλεγε ότι το αγένητο (με ένα ‘ν’) σημαίνει το αδημιούργητο – το άκτιστο - το αγένητο
που δεν υπόκειται στη γέννηση (μεταβολή, φθορά, θάνατο), αυτό είναι το αεί όν. Σε αντίθεση με το
38
περίπτωση το αγένητο δηλώνει την ουσία του Θεού αφού είναι αεί όν. Αυτή η
Πλατωνική αντίληψη ονομάζεται πραγματοκρατία όπου τα ονόματα
ανταποκρίνονται στην ουσία των πραγμάτων – ένα όνομα δηλώνει μια ουσία.
Αυτό αναιρείται φιλοσοφικά από τους Βάκονες Φρανσίσκο και Ρωγίρο (Francis &
Roger Bacon), και από τους πατέρες φυσικά δε γίνεται αποδεκτό. Ήδη οι
Καππαδόκες αμφισβητούν την αντιστοιχία ονόματος και ουσίας. Με άλλα λόγια
τα ονόματα είναι σύμβολα και δημιουργήματα της ανθρωπίνης επίνοιας
που χρησιμοποιούμε απλά να συνεννοούμαστε. Γι’ αυτό ο Γρηγόριος ο
Παλαμάς λέει ότι δεν χρειάζεται να μαλώνουμε για τα ονόματα αλλά για το τι
εννοούμε με όσα λέμε. Ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης λέει «ου γαρ ταυτόν εστί το
είναι το λέγειν» - δεν είναι το ίδιο αυτό που λέμε και αυτό που είναι στη
πραγματικότητα. Άρα δε ταυτίζονται τα ονόματα με την ουσία. Άλλο το
αγένητο, σαν όνομα, και άλλο η ουσία αυτή καθαυτή. Εδώ ταυτίζουν οι αιρετικοί
το αγένητο του Πατρός με το αγέννητο (το αναίτιο), και το γεννητό που είναι ο
Υιός το ταυτίζουν με τη κτιστή πραγματικότητα (ο Άρειος, οι Ευνομιανοί και οι
υπόλοιποι). Ταυτίζουν το γεννητό με την ουσία, και εφόσον είναι γεννητή η
ουσία άρα είναι κτιστή. Και εδώ έχουμε τη σύγχυση του ενός και δύο ‘ν’, όπου το
γεννητό σημαίνει και γενητό (δηλαδή δημιούργημα - κτίσμα).
αγένητο υπάρχει το γενητό το οποίο είναι δημιούργημα, κτίσμα, και γι’ αυτό δεν είναι αεί όν αλλά
ουκ ον, δηλαδή μη-ον, π.χ. η ύλη για τον Πλάτων - το απόλυτο μηδέν, το δυνάμει του Αριστοτέλη.
Σε αυτό το δυνάμει έρχεται η ενέργεια για να διαμορφώσει το δυνάμει, εφόσον για τη φιλοσοφία η
δημιουργία δεν είναι εκ του μη-όντος αλλά η διαμόρφωση της ήδη υπάρχουσας ύλης στην οποία ο
θεός δίνει μορφή. Ο Θεός είναι η μία αρχή που διαμορφώνει τα πάντα και η ύλη είναι το απόλυτο
μηδέν που δέχεται τη διαμόρφωση, και γι’ αυτό είναι κατά φύση κακό γιατί δεν έχει μορφή. Άρα η
ύλη είναι το απόλυτο μηδέν το οποίο υπάρχει συναϊδιο με το θεό (ταυτοχρόνως), αλλά επειδή δεν
έχει καμία μορφή ή καμία ύπαρξη, είναι κακό.
39
υποστάσεως - κοινή είναι η ουσία και ιδιαίτερη είναι η υπόσταση. Η ουσία
είναι κοινή και η υπόσταση κινείται. Ο χαρακτηρισμός της αγαθότητας για
παράδειγμα αποδίδει μια ιδιότητα στην ουσία του Θεού και γι’ αυτό αναφέρεται
και στα τρία πρόσωπα, επειδή η Θεότητα δεν είναι μόνο ο Πατήρ αλλά και ο Υιός
και το Άγιο Πνεύμα. Αλλά, όταν αναφερόμαστε στην υπόσταση αναφερόμαστε
στο ιδιαίτερο στοιχείο του κάθε προσώπου. Γενικώς, είτε τα ονόματα είναι
ουσιώδες είτε υποστατικές, αναφερόμαστε σε ιδιότητες.
Ορθόδοξη αντίληψη:
Ουσία = Δε γνωρίζεται ποτέ
↑ αναφορά
Υπόσταση = Εξατομικευμένος τρόπος υπάρξεως της ουσίας – το λεγόμενο
άτομο
↑ αναφορά
Πρόσωπο = Δεν έχει οντολογική ύπαρξη, αναφέρεται μόνο στην υπόσταση και
δηλώνει σχέση.
40
Κατά τους δυτικούς, όμως, το πρόσωπο δεν αναφέρεται στην υπόσταση αλλά
στην ουσία, γιατί (όπως γίνεται και στην ορθόδοξη παράδοση) ταυτίζουν την
υπόσταση με το πρόσωπο χωρίς να κάνουν καμία διαφοροποίηση ή διαχωρισμό.
Άρα, το πρόσωπο, επειδή αναφέρεται στην υπόσταση, αναφέρεται και στην
ουσία.
Δυτική αντίληψη:
Ουσία
↗αναφορά↖
Υπόσταση = Πρόσωπο = Αναφέρεται στην ουσία και άρα έχει οντολογική
ύπαρξη
Εάν ισχύει η οντολογία του προσώπου τότε ισχύει και η περιγραφεί της ουσίας.
Επιπλέων εάν πάει το πρόσωπο στην ουσία τότε η ουσία υπάρχει εξαιτίας των
σχέσεων και όχι ότι υπάρχει καθαυτή, διότι το πρόσωπο δηλώνει σχέση. Η
ουσία δεν υπάρχει ποτέ σε σχέση, απλώς υπάρχει. Το πρόσωπο υπάρχει σε
σχέση γιατί αναφέρεται στις υποστάσεις και όχι στην ουσία, γι’ αυτό το
πρόσωπο δηλώνει σχέση υποστάσεων/υποκειμένων, όχι σχέση ουσίας. Γι’ αυτό
και η ουσία ποτέ δεν γνωρίζεται. Άρα, η σχέση είναι ένα ιδίωμα των
υποκειμένων.
41
πραγματικότητα, αλλά μόνο μεταξύ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Επομένως είναι άγνωστες και απρόσιτες στην ανθρώπινη σκέψη και λογική. Οι
κτιστές ενέργειες, όμως, γίνονται γνωστές στον κόσμο και αυτές εμείς
γνωρίζουμε.
42
στη σχέση των υποκειμένων, στη διαλεκτική του εγώ και του εσύ. Δηλαδή το
εγώ υπάρχει μόνο στη περίπτωση που αναφέρεται στο εσύ, και το εσύ παίρνει
πρόσωπο και υπόσταση στο βαθμό που αναφέρεται στο εγώ, και μέσα από
αυτή τη διαλεκτική σχέση του εγώ και του εσύ αναπτύσσεται η θεωρία του
προσώπου – ο περσοναλισμός. Αυτός ο περσοναλισμός υιοθετείται (από τον
Bauer) στη δυτική θεολογική παράδοση και εκκλησία και προσπαθούν
αυτόν τον περσοναλισμό να τον ερμηνεύσουν και να τον παρουσιάσουν με
θεολογικό πλέον περιεχόμενο.
Αυτά τα προβλήματα είναι ξένα προς τη δική μας παράδοση, ακόμη και η
αγαπητική σχέση αυτού του επιπέδου η οποία έχει βάση από τη φιλοσοφία του
Πλάτωνος. Ο Πλάτων αναπτύσσει τη σχέση των ανθρώπων επί τη βάση της
αγάπης - του έρωτος. Έτσι, όλα αυτά που λέει ο περσοναλισμός, υπάρχουν
σε πρώτη μορφή, στο «συμπόσιο» του Πλάτωνος. Δεν είναι κάτι καινούριο
δηλαδή. Άρα στην ορθοδοξία δεν έχουμε την ανάπτυξη αυτής της
φιλοσοφικού τύπου αγαπητική σχέση. Τι λέει ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος;
Το αντίστοιχο! Μιλάει για αυτοκένωση, όχι για μια διαλεκτική σχέση. Τι
σημαίνει αυτοκένωση; Παρέχω την αγάπη μου χωρίς να την έχει ανάγκη ο
άλλος, και παρέχω τη βοήθειά μου χωρίς να μου τη ζητήσει ο άλλος και
χωρίς να περιμένω ανταπόδοση. Μόνο επειδή εγώ θέλω να την παρέχω, επειδή
εγώ έχω το όφελος εκείνη τη στιγμή. Γιατί στη περίπτωση της ανταπόδοσης ή να
μου ζητηθεί βοήθεια πρώτα για να τη δώσω, μιλάμε για διαλεκτικές σχέσεις και
όχι αυτοκένωση όπως έχουμε στην ορθόδοξη παράδοση. Φτάνει κανείς στο
επίπεδο της αυτοκένωσης μόνο εν Χριστώ, πράγμα που θέλει κόπο και
πνευματικό αγώνα. Η διαλεκτική σχέση είναι πολύ εύκολο – δίνω και παίρνω
συγχρόνως. Παίρνοντας μπορώ να ξανά δώσω, αλλά το να δώσω συνεχώς χωρίς
να παίρνω από τους άλλους κάποια στιγμή εξαντλούμε. Μπορεί αυτό να γίνει
μόνο όταν παίρνω από τον θεό. Όταν δηλαδή ταυτίζομαι με τον Χριστό και
πλέον πληρώνομε συνεχώς Θείας Χάριτος, μπορώ να δώσω στους άλλους χωρίς
να περιμένω ανταπόδοση, γιατί παίρνω από αλλού. Γι’ αυτό η αυτοκένωση
μπορεί να γίνει μόνο εν Χριστώ και εντός της εκκλησίας. Ενώ η διαλεκτική
σχέση, φιλοσοφικού τύπου, ναι μεν μπορεί να εφαρμοστεί μέσα στην κοινωνία,
αλλά σε καμία περίπτωση σε επίπεδο θεολογίας και μυστηριακής
εκκλησιαστικής ζωής.*)
43
λεκτικής (της φτώχιας των λέξεων), ως Σαβελλιανιστές ή Αριανοί. Δεν μπορούν
να εκφράσουν την διαφοροποίηση προσώπου-υποστάσεως, και ουσίας-φύσεως.
Παρακαλεί, ο Μ. Αθανάσιος να μη στεκόμαστε στις λέξεις αλλά να προχωρούμε
στο νόημα του τι θέλουμε να πούμε (*Η πρώτη και η δεύτερη κατηγορία της
ουσίας του Αριστοτέλους είναι το υπόβαθρο αυτών των προβλημάτων*). Έτσι ο
Σαβέλλιος, κατά την αντίληψή του, θέλοντας να διασφαλίσει τον ένα Θεό και να
μην τον χωρίσει σε τρία πρόσωπα (τρεις ουσίες) λέει ότι η μία ουσία εμφανίζεται
πότε σαν Υιός, πότε σαν Πατέρας και πότε σαν Άγιο Πνεύμα. Γιατί εάν πει ότι
υπάρχει σε τρία πρόσωπα ταυτοχρόνως, τότε η ουσία χωρίζεται σε τρία μέρη.
Αυτό τον καθιστούσε ως τροπικός μοναρχιανός.
Άρα με λίγα λόγια στη δυτική θεολογική παράδοση ταυτίζεται το
πρόσωπο με την υπόσταση και το πρόσωπο αναφέρεται στην ουσία. Ενώ, στην
ανατολική ορθόδοξη παράδοση το πρόσωπο δε συνδέθηκε ποτέ με την ουσία,
αλλά με την υπόσταση η οποία διακρίνεται σαφώς της ουσίας κατά τον
συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης. Επομένως, η προσηγορία
(ονομασία/προσωνυμία) των προσωπικών ονομάτων, κατά τους πατέρες,
αναφέρεται στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν το ένα
πρόσωπο από τις υπόλοιπες ομοούσιες υποστάσεις. Άρα το πρόσωπο
αναφέρεται στις υποστάσεις και όχι στην ουσία. Η προσωπική προσηγορία
διαφοροποιεί τις ομοούσιες υποστάσεις μεταξύ τους. Ο Αγ. Ιωάννης ο
Δαμασκηνός διακρίνει αυτή τη μικρή αλλά πολύ σημαντική διαφορά: Το
πρόσωπο προσδιορίζει τη σχέση μεταξύ των υποστάσεων. Δηλαδή ποιο είδος
σχέση υπάρχει μεταξύ των υποστάσεων. Το πρόσωπο δηλώνει τη σχέση η οποία
αναφέρεται στις υποστάσεις και όχι στην ουσία.
44
πρόσωπα αναφερόμαστε στις σχέσεις αυτών των ανθρώπων, όπου αυτές τις
σχέσεις δεν είναι μόνο διαπροσωπικές. Υπάρχει μια λανθασμένη θεωρία ότι
κανείς γίνεται πρόσωπο μόνο όταν προχωράει προς την θέωση. Και όταν φτάσει
πλέον να ταυτισθεί με τον Θεό (να θεωθεί) τότε γίνεται πρόσωπο. Όμως, ο
δαίμων δεν είναι πρόσωπο; Και εάν δεν είναι τότε γιατί έχει προσωπικό όνομα –
Εωσφόρος. Ο Αδάμ όταν εξέπεσε του παραδείσου και διακόπτεται η θέωση,
έπαψε να είναι πρόσωπο; Άρα, δεν είναι η διαλεκτική σχέση που προσδιορίζει το
πρόσωπο, αλλά η ευρύτερη σχέση μιας συγκεκριμένης υποστάσεως με τα πάντα:
Με το χρόνο, τον χώρο, που γεννήθηκε, ποια περίοδο έζησε, πως ενήλικε, με
ποιούς έκανε παρέα, πως εκφράστηκε κ.ό.κ. Όλα αυτά προσδιορίζουν το
πρόσωπο επειδή καθιστούν την υπόσταση ιδιαίτερο, και συγχρόνως την
αναφέρουν στα διάφορα γεγονότα: σε πρόσωπα, πράγματα, εποχές, ιδεολογίες
κ.ό.κ. Ακόμη είμαστε πρόσωπα και στη κυοφορία μας στη μήτρα όπου υπάρχει
κοινωνία με την μητέρα και το περιβάλλον.
Το όνομα του πρόσωπου επομένως, δε πρέπει να ταυτίζεται σε καμία
περίπτωση με τη θεότητα, γιατί δεν είναι δηλωτικό της ουσίας η οποία είναι
κοινή και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. (*Γιατί, όπως αναφέραμε,
υπάρχει μια θεωρία ότι εμείς οι ορθόδοξη είμαστε προσωποκράτες και όχι
ουσιοκράτες. Δηλαδή εμείς προβάλουμε το πρόσωπο έναντι της ουσίας ενώ η
ρωμαιοκαθολικοί προβάλουν την ουσία έναντι του προσώπου και είναι
ουσιοκράτες, ενώ εμείς είμαστε περσοναλιστές – προσωποκράτες – λέμε ο Πατήρ
θεός.*) Το όνομα του προσώπου είναι δηλωτικό της υποστάσεως -
περιγράφει. Γι’ αυτό και δεν λέμε ότι ο Θεός είναι ο Πατήρ, αλλά Θεός ο Πατήρ,
Θεός ο Υιός και Θεός το Άγιο Πνεύμα. Δε λέμε Θεός είναι μόνο ο Πατήρ, ούτε ότι
ο Πατήρ είναι ο Θεός.
Το όνομα Πατήρ δηλώνει μόνο την αιτία των υποστάσεων του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος και η ταυτόχρονη ύπαρξή τους με τον Πατέρα. Άρα, δεν
προέχει ο Πατήρ ως το αίτιο των άλλων δύο υποστάσεων. Γι’ αυτό ο Αγ.
Γρηγόριος ο Νύσσης λέει:
αναίτιος ο Πατρός και αιτία του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Αναίτιος ο Υιός αλλά αιτιατός ως προς τον Πατέρα.
Αναίτιο το Άγιο πνεύμα και αιτιατό ως προς τον Πατέρα.
Άρα, όσον αφόρα την ουσία είναι αναίτιοι και οι τρεις τρόποι ύπαρξης
(υποστάσεις).
45
Ενότητα και Ετερότητα
46
Άρα, τα ουσιώδη γνωρίσματα/ιδιώματα αναφέρονται στη ουσία, όπως το
άκτιστο, το αγαθό, το δημιουργικό κ.λπ. και είναι κοινά και στα τρία
πρόσωπα. Τα υποστατικά ιδιώματα είναι ακοινώνητα και αναφέρεται το
καθένα σε μία υπόσταση. Το αγέννητο στον Πατέρα, το γεννητό στον Υιό
και το εκπορευτό σο Άγιο Πνεύμα.
Η ενότητα της κτίσης: Στην κτίση όμως η ενότητα δεν αναφέρεται στη κοινή
ουσία αλλά στη συνεκτική δύναμη (connecting power) του θεού. Γι’ αυτό και οι
άνθρωποι πολλές φορές είναι αντίπαλοι και εχθροί μεταξύ τους. Μόνο η
συνεκτική ενέργεια του θεού ή Θεία Πρόνοια δηλαδή, διασφαλίζει την
ενότητα του κόσμου, επειδή:
Αφενός μεν, τα κτιστά όντα διαφέρουν μεταξύ τους κατά την ουσία
π.χ. άλλο ο άνθρωπος, άλλο το ζώο και άλλο το φυτό. Αφετέρου δε, τα
έλλογα όντα διαφέρουν μεταξύ τους κατά το γνωμικό θέλημα π.χ.
αλλιώς σκέφτεται ο Α αλλιώς ο Β και αλλιώς ο Γ, αν και είναι της αυτής
ουσίας διαφοροποιούνται όσον αφορά την ετερότητα του γνωμικού
θελήματος.
Η οντολογική ύπαρξη των κτιστών όντων οφείλεται στην εκ του μη-
όντος παραγωγή/δημιουργία τους, πράγμα που χαρακτηρίζει τόσο την
υλική κτίση όσο και την άυλη. Γι’ αυτόν το λόγο χαρακτηρίζονται τα
όντα (άυλα και υλικά) με το πάθος, δηλαδή είναι παθητά. Η
διαφορετικότητα των όντων φαίνεται αναλόγως με τη δεκτικότητα της
ενεργείας του κατασκευαστού από τον κατασκευασμένο, όπου υπάρχει
μεταβολή και αλλοίωση σύμφωνα με τη θέληση του κατασκευαστού.
47
ενώ ουσιώδες γνώρισμα όλων των κτιστών όντων είναι το πάθος – αρνητικό
ή θετικό. Άρα είναι αδύνατο να φτάσει ο άνθρωπος στην απάθεια.
Επομένως, πάθος είναι αλλοίωση, είτε αρνητική είτε θετική. Γι’ αυτό είπαν οι
αρχαίοι Έλληνες «ο παθός μαθός» - παθαίνεις και μαθαίνεις. Γι’ αυτό μιλάμε
για τα πάθη και τα παθήματα των Χριστιανών – όχι τα παθήματα με την
αρνητική έννοια, αλλά με την έννοια της εμπειρίας. Πάθος είναι εμπειρία, και
εμπειρία σημαίνει παθαίνω, μεταβάλλομαι, μεταμορφώνομαι, και η
αληθινή γνώση έρχεται από το πάθος, όχι από τη σκέψη και τα βιβλία. Γι’
αυτό η θεολογία μιλάει για πράγματα και όχι θεωρίες.
(*Παρένθεση: Στη περίπτωση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού παθαίνει στο
γεννάται ως άνθρωπος, αυξάνεται, σταυρώνεται – άρα έχουμε τη μεταβολή του
φυσικού στοιχείου της ανθρώπινης φύσης Του. Και φυσικά, η ψυχή του Χριστού
είναι ανθρώπινη και όχι της Θείας φύσεως, γιατί η θεία φύση φυσικώς δεν έχει
ψυχή. Το Χριστός είναι συνοπτικό όνομα και αναφέρεται τόσο στη θεία φύση όσο
και στην ανθρώπινη.*)
48
Διάκριση ουσίας και ενέργειας και πως γεννιούνται οι ενέργειες
Η διάκριση των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος τη γνωρίζουμε μέσω των θείων
ενεργειών (όχι μέσω της απρόσιτης ουσίας/φύσεως). Ως προς τον θεό είναι μια
και εαυτή ενέργεια, και έτσι με βάση τη μία ενέργεια και τη μία βούληση του
Θεού αναγνωρίζουμε την ενότητα του Θεού: Λέμε ένας θεός, μία ουσία, μία
βούληση, μία ενέργεια και ένα θέλημα. Δεν έχουμε πολλές ενέργειες στο θεό.
Η βούληση του Θεού είναι ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, και επειδή ακριβώς η
ενέργεια είναι η κίνηση του Λόγου, γι’ αυτό είναι μία και όχι πολλές – εκ
Πατρός ο Υιός κινείται εν Αγίω Πνεύματι. Η κίνηση σημαίνει μεταβολή, όχι
όμως στη περίπτωση του Θεού. Στη περίπτωση του Θεού δεν αναφερόμαστε σε
μεταβολή και πάθος. Ο Θεός είναι η Ζωή, κινεί όλα τα όντα χωρίς ο ίδιος, όμως,
με τη κίνηση του να φθείρεται.
49
Πατρός και όχι εκ της βουλήσεως – της αγάπης. Εκ της ουσίας του Πατρός
γεννάται ο Υιός τον οποίο ο Πατήρ ελευθέρως θέλει και αγαπά. Και επειδή,
ακριβώς, υπάρχει η ελευθερία και η αγάπη του Πατρός προς τον Υιό, γι’ αυτό δεν
υπάρχει η αναγκαιότητα όπως αυτή υπάρχει και αναπτύσσεται στην αρχαία
ελληνική φιλοσοφία, όπου ότι προέρχεται εκ της ουσίας σημαίνει ανάγκη. Στον
Θεό δεν υπάρχει καμία ανάγκη, αλλά μόνο στα κτιστά όντα. Ο Υιός ελευθέρως
θέλει να γεννάται και να αγαπά και να αγαπιέται από τον Πατέρα, και το Άγιο
Πνεύμα ελευθέρως θέλει να εκπορεύεται από τον Πατέρα, να αναπαύεται στον
Υιό και οπωσδήποτε να αγαπά τον Πατέρα και τον Υιό. Άρα μεταξύ τους
υπάρχει μια αγαπητική σχέση και ελευθερία, αλλά η γέννηση και η
εκπόρευση βασίζονται στην εκ της ουσίας του Πατρός.*)
Ως προς την κτίση λοιπόν η μία ενέργεια του Θεού πληθύνεται κατά τα τρία
πρόσωπα τα οποία διακρίνονται ως προς την προκαταρκτική (preliminary) αιτία
που είναι ο Πατήρ. Δηλαδή ως προς την αποκάλυψη της Τριάδος δια του Υιού με
την άσαρκη και ένσαρκη παρουσία του - μέσω του δημιουργικού και
απολυτρωτικού του έργο ή αλλιώς δημιουργικό και αναδημιουργικό, επειδή δεν
είναι δύο διαφορετικά έργα, αλλά ταυτίζονται. Ο Πατρός είναι η προκαταρτική
αιτία, ο Υιός είναι ο δημιουργός και το Άγιο Πνεύμα τελειοποιεί (αγιάζει).
Επομένως το απολυτρωτικό έργο του Υιού είναι η ίδια η δημιουργική ενέργειά
του η οποία αποκαλύπτει είτε δημιουργικός είτε απολυτρωτικός (προς τη κτιστή
πραγματικότητα). Ο Υιός αποκαλύπτει την Αγία Τριάδα διττώς: ασάρκως στη
Παλαιά Διαθήκη και ενσάρκως με τη σάρκωση του Λόγου στο πρόσωπο του
Ιησού Χριστού. Ο Υιός επικοινωνεί με τον Μωυσή σε όλες τις περιπτώσεις.
50
Όλα συντελούνται εν Αγίω Πνεύματι, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να
από-καλέσουμε τον θεό Πατέρα ή Κύριο χωρίς αυτό να γίνει εν Αγίω Πνεύματι,
ούτε να συζητήσουμε ούτε να σκεφτούμε για τον Θεό. Γι’ αυτό εξηγεί ο Μ.
Αθανάσιος πρώτος και επαναλαμβάνει ο Μ. Βασίλειος στη συνέχεια, ότι η
βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος είναι ασυγχώρητη, γιατί αυτό
σημαίνει στέρηση της κοινωνίας με το Θεό. Όποιος αμφισβητεί την Θεία
ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και την εν τω Αγίω Πνεύματι συντελεσθείσα
πραγματικότητα, βλασφημεί κατά του θεού, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση
κοινωνίας ανθρώπου και Θεού πλέων. Γι’ αυτό είναι ασυγχώρητη, όχι με την
έννοια ότι ο Θεός δεν συγχωρεί, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ‘ρθει στη
μετάνοια (εν Αγίω Πνεύματι) για να συγχωρεθεί. Εάν αποδέχεσαι το Άγιο
Πνεύμα αποδέχεσαι τον θεό, εάν αρνείσαι το Άγιο Πνεύμα αρνείσαι τον Θεό. Γι’
αυτό εάν αρνούμαι τον Πατέρα ή τον Υιό υπάρχει δυνατότητα μετάνοιας, όμως η
άρνηση του Αγίου Πνεύματος σημαίνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα μετάνοιας
και μέθεξης, εφόσον μόνο εν Αγίω Πνεύματι γεννάται η πίστη μέσα μας. (*Πιστή
= εμπιστοσύνη σε κάτι ότι είναι αλήθεια και πραγματικότητα.*)
51
διδακτική, είτε στα υπέρ αυτού του κόσμου όντα – στους αγγέλους, είναι μία
και όχι τρεις ενέργειες, και πάνω από αυτή τη ενέργεια βασίζεται ο ένας
θεός.
Η ενέργεια του Θεού: Από όλα αυτά γίνεται σαφές ότι η κτίση υπάρχει και
προχωρεί μόνον μέσω της μετοχής της άκτιστης Θείας ενέργειας, η οποία όμως
μετοχή χαρακτηρίζεται από το πάθος. Η ενέργεια, βεβαίως, όπως αυτή γίνεται
αντιληπτή από την κτίση δεν ταυτίζεται με τον ενεργούντα. Δεν είναι ο ίδιος ο
θεός η ενέργεια, όπως η ζωγραφική δεν είναι άνθρωπος. Είναι κίνηση ποιητική
όπου η ύπαρξη αυτής της κίνησης εξαρτάται από τη βούληση του ενεργούντος.
Επομένως είναι φυσική και ουσιώδης ενέργεια, αλλά δεν γεννάται εκ της ουσίας
παίρνοντας μια ξεχωριστή ύπαρξη. Προέρχεται εκ της ουσίας αλλά δεν
γεννάται εκ της ουσίας, αλλά εκ της βουλήσεως. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν
ανταποκρίνεται στην ουσία του ενεργούντος, αλλά προέρχεται από τη βούληση
– θέλει και το κάνει. Δεν γίνεται όπως π.χ. γεννάται ο Υιός εκ της ουσίας του
πατρός, τον οποίο βεβαίως και θέλει αλλά δεν είναι ο Υιός εκ της βουλήσεως. Οι
ενέργειες δεν αποτελούν διαφορετικά μέρη του Θεού, αλλά είναι η φυσική
κίνηση της ίδιας της ουσίας προς τα έξω με την οποία κίνηση (ενέργεια, δόξα)
φανερώνεται η Θεότητα προς τον κόσμο και μετέχεται ολόκληρη η Θεία Τριάς.
Άρα οι ενέργειες είναι επίσης άκτιστες ως φυσικές και ουσιώδεις ιδιότητες και
άρα κοινές σε όλα τα πρόσωπα τις Αγίας Τριάδος. Η ουσία είναι η αιτία των
ενεργειών επομένως οι ενέργειες είναι ενούσιες και ενυπόστατες αλλά όχι
αυθυπόστατες.
52
Η βούληση του θεού: Μόνο στη περίπτωση των κτιστών όντων ισχύει η εκ της
βουλήσεως του θεού. Δηλαδή θα μπορούσε και να μη γινόταν, ενώ στη
περίπτωση του Υιού δεν θα μπορούσε να μη γινόταν, όπως και δεν θα μπορούσε
να μην εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα εκ τον Πατέρα. Παρόλο που θέλεται δεν θα
μπορούσε να μην υπάρχει. Τα κτιστά όντα, όμως, θα μπορούσαν και να μην
υπάρχουν, όπως ολόκληρος ο κόσμος. Γι’ αυτό είχαμε πει στην αρχή ότι ζούμε σε
μια φαντασία, και η πραγματικότητα αυτού του κόσμου είναι σχετική και
συμβατική (relative and conventional). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ζούμε ένα
πάρα πολύ ζωντανό όνειρο που βλέπουμε όλη μας ταυτοχρόνως. Εδώ έγκειται η
κτιστότητα του κόσμου. Όχι στο χρόνο, αλλά στη βούληση του θεού. Εμείς
έχουμε υπόσταση αλλά μόνο σε αναφορά με τον Θεό, γιατί δεν είμαστε
αυθυπόστατοι. Υπόσταση πραγματική είναι η υπόσταση του θεού ως
αυθυπόστατος. Εμείς είμαστε συμβεβηκότα – στο βαθμό που μας θέλει ο Θεός
να είμαστε υποστάσεις και όχι στο βαθμό που είμαστε υποστάσεις. Εδώ, είναι το
πρόβλημα της υπάρξεως αυτού του κόσμου, γιατί δεν είναι αυθυπόστατος. Είναι
πραγματικότητα αλλά μόνο επειδή θέλεται από τον Θεό.
53
Διάκριση Θεού και κόσμου: Η διαφοροποίηση του κόσμου από το Θεό δεν
έγκειται στο χρόνο, αλλά στο γεγονός ότι προέρχεται εκ της βουλήσεως του
θεού, και όχι εκ της ουσίας. Ο κόσμος είναι κτίσμα επειδή προέρχεται εκ της
προαιώνιας βουλήσεως του Θεού, ενώ ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός και
Θεός επειδή προέρχονται εκ της ουσίας του Θεού προαιωνίως και ατελευτήτως.
Δηλαδή η βούληση και η ενέργεια κάνουν την διαφοροποίηση κτιστού και
ακτίστου. Ο χρόνος είναι σχετικός και δημιούργημα δικό μας. Ο ροώδης χρόνος
που ξέρουμε τώρα θα παύσει να υπάρχει μετά τη δευτέρα παρουσία του κυρίου
και τότε θα ζήσουμε το χρόνο της αιωνιότητας – ο ατελεύτητος χρόνος. Η
κτιστότητα έγκειται στην ενέργεια της βουλήσεως του Θεού, όπου δεν έχουμε
γέννηση και εκπόρευση αλλά ποίηση. Η ανθρώπινη βούλησή οδηγεί στην
ενέργεια αλλά στον θεό αυτό γίνεται εκτός χρόνου. Ο κόσμος υπάρχει αϊδίως
στο Θεό ως βούληση αλλά η εμφάνιση του κόσμου γίνεται σταδιακή εν
χρόνω. Δηλαδή, πρώτα έχουμε τη δημιουργία, μετά εξελίσσονται τα όντα
συνεχώς, και ακόμα στο μέλλον θα εξελίσσονται, όχι όμως από είδος σε είδος
αλλά κάθε είδος από την αρχική ανόργανη ύπαρξή του εξελίσσεται στο
διηνεκές, είτε είναι άνθρωπος, είτε ζώο, είτε οτιδήποτε. Ο θεός δεν δημιούργησε
την κότα, ή το γάτο, ή το ψάρι, ή τον άνθρωπο στη σημερινή τους μορφή.
Δημιούργησε όλα αυτά ξεχωριστά εν μια στιγμή – «εν ακαρής στιγμή» – «εν
κεφαλαίω» (Αγ. Γρηγόριος Ν.) και άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται στον
κόσμο. Ακόμη και τώρα ζούμε στη δημιουργία και στην εξέλιξη.
Η θέληση του Θεού: Επομένως, ποτέ ο Θεός δεν παύει να θέλει ότι θέλει, ούτε
να θέλει κάτι που πριν δεν ήθελε. Άλλωστε, ο θεός θέλει πάντα το αγαθό. Άρα,
δεν είναι δυνατόν ο Θεός να παύει να θέλει το αγαθό. Η αλλοίωσή μας
ανταποκρίνεται στην δεκτικότητα μας και όχι στην αλλαγή της βουλήσεως του
Θεού. Η δεκτικότητα εξαρτάται από το γεγονός της προαιρέσεως και της
πράξεως. Σε μας η πράξη ακολουθεί τη προαίρεση, ενώ στο θεό δεν υπάρχει
προαίρεση. Στο θεό υπάρχει μόνο φυσικό θέλημα. Η προαίρεση σημαίνει
επιλογή, πράγμα που χαρακτηρίζει μόνο τα έλλογα όντα. Ο Θεός δεν επιλέγει
επειδή δεν έχει μεταξύ αντίθετα πράγματα να επιλέξει. Ότι θέλει, ανέκαθεν το
θέλει, και δημιουργείται αυτό που θέλει.
54
επιλέξουμε αυτό ή εκείνο, τότε γίνουμε ακίνητη και άρα δούλη. Δεν δινόμαστε
την ώθηση για να προχωρήσουμε, και άρα μένουμε ακίνητοι μπροστά στην
απόλυτη ελευθερία. Και η ακινησία σημαίνει θάνατος για τον ζώντα οργανισμό.
Ποτέ δεν σταματάμε να κινούμαστε, αφού η ζωή δεν σταματάει ποτέ. Εδώ είναι
η διαφοροποίηση κτιστού ακτίστου. Στον μεν κτιστό όν η απόλυτη
ελευθερία είναι θάνατος (ακινησία), ενώ στον δε Θεό η απόλυτη ελευθερία
είναι ζωή.
Όταν ομοιώνεται προς τον θεό ο άνθρωπος θέλει το Θεό αλλά αυτή η βούληση
και η θέληση του Θεού από πλευράς του ανθρώπου δεν σταματάει ποτέ, ούτε
εδώ ούτε στη μεταθανάτια ζωή – έχει μια πορεία. Γι’ αυτό κανείς δε βλέπει το
πρόσωπο του Θεού και «ζήσεται», όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Πάντοτε
τα οπίσθια του θεού βλέπουμε, όπως στη περίπτωση του Μωυσή, γιατί ποτέ δεν
βλέπουμε τον θεό κατά πρόσωπο αλλά πάντα τον ακολουθούμε. Το να δεις το
πρόσωπο του Θεού σημαίνει ότι βρίσκεσαι στην απέναντι πλευρά του Θεού όπου
υπάρχει μόνο θάνατος. Ο Αγ. Γρηγόριος ο Νύσσης στο Βίον Μωυσέως, στη
θεωρία ερμηνεύει αυτό: αν είσαι αντι-κείμενος του θεού τότε πεθαίνεις. Μόνο
υπο-κείμενος του θεού ζεις. Η πορεία της θεώσεως είναι μια συνεχή ακολουθία,
και πάντοτε θέλει το επόμενο – ακολουθείς πάντα. Δεν σταματάει ποτέ ούτε
στον ροώδης χρόνο, ούτε στην αιωνιότητα. Ακόμη και οι άγγελοι δεν σταματούν
ποτέ να θέλουν τον Θεό και να πορεύουνε προς αυτόν.
Άκτιστη η ενέργεια ως κίνηση του Λόγου του Θεού: Οι ενέργειες στο Θεό
είναι η κίνηση της βουλήσεώς του. Είναι η αποκάλυψη, δηλαδή η έκφανση, του
Θείου θελήματος, και όχι η έκφανση η αποκάλυψη της ίδιας της ουσίας του
Θεού. Όπως και η θεότητα απορρέει από τη θεατική ενέργεια. Όταν λέμε Θεός
αναφερόμαστε στην ενέργεια του Θεού που είναι θεατική ενέργεια, αλλά σε
καμία περίπτωση όμως δεν αναφερόμαστε στη ουσία. Δεν αποκαλύπτεται η
ουσία του θεού ποτέ. Μόνον η βούληση του Θεού αποκαλύπτεται σε μας. Και
αφού η βούληση είναι ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού, τώρα μπορούμε να
καταλάβουμε γιατί ο Πατήρ ποτέ δεν αποκαλύπτεται παρά μόνον στο
πρόσωπο του Υιού, και στο Άγιο Πνεύμα.
Αν το δούμε σχηματικά, μέσα στα πλαίσια τις κτιστής κατηγορίας και
μόνον για να το καταλάβουμε (όχι ότι έτσι είναι), είναι ο Πατήρ η ουσία, ο Υιός η
βούληση και το Πνεύμα είναι η πνοή – σαν ο λόγος που βγαίνει από το στόμα
μας. Η βούληση, όμως, δεν διαφοροποιείται της ουσίας του Πατρός, αλλά
απορρέει εκ της μίας και αυτής ουσίας και εκφράζεται και αποκαλύπτεται μέσα
στη κτιστή πραγματικότητα. Και αυτό γιατί η ενέργεια είναι η ίδια η κίνηση
του ιδίου του Υιού του θεού. Εάν η βούληση είναι ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του
Θεού, η ενέργεια είναι η κίνηση της βουλήσεως του Θεού. Ο Υιός είναι, κατά τον
Μ. Βασίλειο «το ενεργών, και ενούσιον, και ενυπόστατον, τη αϊδίω φύση θέλημα
55
του Θεού.» Όταν, επομένως, λέμε ότι η ενέργεια είναι εκ της βουλήσεως – εκ
του Υιού, σημαίνει ότι η ενέργεια ως κίνηση της βουλήσεως σημαίνει
κίνηση του Υιού. Εδώ μπορούμε να καταλάβουμε το άκτιστο των Θείων
ενεργειών. Κατά τη φύση η κίνηση του Υιού και Λόγου του θεού είναι άκτιστη,
γιατί δεν μπορεί να είναι η κίνηση του Υιού και Λόγου του θεού κτιστή. Να γιατί
είναι άκτιστη η φύση της ενεργείας: Γιατί είναι η φυσική κίνηση του ιδίου
του Υιού και Λόγου του Θεού, ο οποίος είναι άκτιστος. Άλλα είναι κατά το
αποτέλεσμα κτιστό – κατά το ποίημα ή δημιούργημα είναι κτιστό και υλικό.
Κατ’ εικόνα: Η ενσάρκωση είναι μία κίνηση του Υιού και Λόγου του Θεού η
οποία γίνεται πριν ακόμη δημιουργηθεί ο κόσμος - προαιωνίως, όμως για μας
λαμβάνει αρχή κάποια στιγμή. Γι’ αυτό μερικοί πατέρες λένε ότι το κατ’ εικόνα
του Θεού είναι και το σώμα, γιατί το σώμα είναι το δημιουργηθέν σώμα
προαιωνίως στον Λόγο του Θεού. Αλλά, βέβαια, οι περισσότεροι πατέρες
επισημαίνουν ότι το κατ’ εικόνα του Θεού δηλώνει τον Λόγο του Θεού – δηλαδή
το νοητικό, γιατί η ποίησή της σαρκός και η ενσάρκωση του Λόγου βασίζονται
στη πτώση του ανθρώπου. Επομένως, εάν δεν υπήρχε η πτώση του ανθρώπου
δεν θα υπήρχε το σώμα του Χριστού (ως πρωτότυπο του σώματος του
ανθρώπου). Γι’ αυτό και οι περισσότεροι πατέρες δεν πηγαίνουν στο κατ’ εικόνα
του σώματος, η οποία είχε ο Λόγος προαιωνίως, αλλά στο Λόγο του θεού που
σημαίνει το αυτεξούσιο της βουλήσεως.
Μετοχή - γνώση Θεού: Επομένως στη μετοχή της δύναμης του Πατρός (ο Υιός, ή
Ζωή) θεμελιώνονται τα πάντα, και από αυτήν (της μετοχής) συντηρούνται στο
είναι. Από αυτήν δημιουργούμαστε και σε αυτήν μετέχουμε για να μπορούμε να
υπάρχουμε. Επομένως η μετοχή της κτίσεως στη Ζωή σημαίνει μετοχή του
Αγαθού – το οποίο Αγαθό δεν είναι τίποτε παρά η αγαθοποιός ενέργεια του
Θεού. Αυτή μας δίνει ύπαρξη και μας συνέχει. Η μετοχή αυτή αποσαφηνίζει τη
διάκριση κτιστής και άκτιστης φύσης και τη σχέση μεταξύ τους.
Ο Μ. Αθανάσιος, όταν αναφέρεται στη θεότητα του Αγίου Πνεύματος στην 1η
και 3η επιστολή του προς Σεραπίων, λέει ότι: το γεγονός ότι το Άγιο Πνεύμα δεν
μετέχει σημαίνει ότι είναι άκτιστο. Εάν μετείχε της Ζωής θα ήταν κτιστό. Δεν
μετέχει αλλά μετέχεται εκ των κτιστών όντων. Η μετοχή διακρίνει το
Μετεχόμενο από τον μετέχοντα. Αυτός που μετέχει είναι κτίσμα, ενώ αυτός που
μετέχεται είναι άκτιστος. Αυτό δηλώνει όχι μόνο το χωρισμό αλλά και την ένωση
κτιστού και ακτίστου, ότι δεν μπορεί το κτιστό ον να υπάρχει χωρίς τη μετοχή με
το άκτιστο όν. Άρα, βασική προϋπόθεση είναι η μετοχή η οποία ξεχωρίζει τα
όντα αλλά και τα συνάπτει – τα χωρίζει ως προς την ουσία και τα συνάπτει
ως προς την σχέση και την ύπαρξη και τη ζωή. Για να υπάρχω εγώ πρέπει να
μετέχω και γι’ αυτό δεν είμαι θεός, αλλά κτίσμα. Άρα, το ακατάληπτο της
θείας ουσίας σημαίνει την εξάρτηση του κτιστού από το άκτιστο, και την
56
αναγκαιότητα της κοινωνίας του ακτίστου με τον άκτιστο Θεό μέσω των
θείων ενεργειών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να καταλάβουμε το ακατάληπτο του
Θεού – το οντολογικό. Εάν το δούμε γνωσιολογικά, όπως υποστήριζε ο Βαρλαάμ,
ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό, εξαιτίας ελλείψεως γνωστικής ή
νοητικής ικανότητας, τότε έχουμε ανθρωποκεντρικές βάσεις. Αυτό καταλήγει
είτε στην αθεΐα, είτε στον αγνωστικισμό. Οι πατέρες λένε ότι δε γνωρίζουμε το
Θεό εξαιτίας του κτιστού ακτίστου και όχι εξαιτίας έλλειψης γνωσιολογικών
ικανοτήτων. Δηλαδή, όχι επειδή δεν έχουμε αναπτύξει την φιλοσοφία, αλλά
επειδή είμαστε κτιστά όντα. Γι’ αυτό, κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή,
οδηγείται κανείς στη γνώση του Θεού μέσω της μετοχής. Εάν η γνώση έχει
καθαρά γνωσιολογικές βάσεις, αυτό σημαίνει αθεΐα ή αγνωστικισμός, αφού
εάν δε μπορώ να γνωρίσω το Θεό, συμπεραίνεται ότι δεν υπάρχει. Άρα κατά
τους πατέρες, γνωρίζω την ύπαρξή Του, αλλά όχι την ουσία Του.
57
δεν τοποθετούμε το Θεό σε μεταφυσικό επίπεδο, διότι δεν υπάρχει μεταφυσική
μέσα στη θεολογία των πατέρων και στην εκκλησία. Η μεταφυσική προέρχεται
εκ της φιλοσοφίας του Πλάτωνος όπου λέει ότι η ιδέα του αγαθού (η ουσία) είναι
επέκεινα (μακριά) και της ίδιας της ουσίας, και του Αριστοτέλους στις θεωρίες
περί του πρώτος κινούντος ακινήτου, περί τις έλξεως, περί της 1ης και 2ης ουσίας
κ.ό.κ. Όλα αυτά είναι μεταφυσική γιατί προϋποθέτουν την φυσική. Ενώ στη
θεολογία δεν υφίσταται λόγο μεταφυσικό, αλλά φυσικό – όλα είναι φυσικά γιατί
έχουμε την αποκάλυψη του Θεού μέσα στη φυσική πραγματικότητα, δηλαδή την
φυσική αποκάλυψη εντός του χρόνου και της ιστορίας. Δεν αναφερόμαστε πέραν
της ιστορίας.
Επομένως, η μόνη αναφορά που γίνεται είναι μεταξύ κτιστού και
ακτίστου που αναφέρεται σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, όντος και μη-όντος
ταυτοχρόνως που σημαίνει ότι αφενός μεν γίνεται διάκριση, αφετέρου δε,
γίνεται η αναφορά ότι δε μπορούμε να μιλήσουμε για μη-όν χωρίς το όν, ή για
κτιστό χωρίς το άκτιστο. Διότι η ύπαρξη του μη-όντος αναφέρεται όχι στο ίδιο το
μη-όν αλλά στο όν που είναι ο Θεός. Έτσι λοιπόν υπάρχει διάκριση και
ενότητα ταυτοχρόνως. Αυτή η ενότητα φυσικά δεν είναι οντολογική-
ουσιαστική αλλά είναι ενεργειακή-χαρισματική. Άρα, οι ιδιότητες του θεού
τις γνωρίζουμε μόνο μέσω των ενεργειών του Θεού προς τον κόσμου.
58
στον Αγ. Γρηγόριο Νύσση. Όταν λέει ο Άγιος ότι περιγράφουμε το Θεό ως ο μη
έχων αρχή αυτή είναι η καταλληλότερη έκφραση επειδή με αυτή και
αποφατικώς και καταφατικώς περιγράφεις τον Θεό. Χρησιμοποιούμε και
αίρεση και κατάφαση, αναφερόμενοι στο ατελεύτητο, άναρχο και αναίτιο
που είναι ο Θεός, γιατί το άναρχο δεν προσδιορίζει το άκτιστο, αλλά το αναίτιο.
Το άκτιστο θεμελιώνει την αιτία. Άρα το άκτιστο δηλώνει το αναίτιο και το
αναίτιο το άναρχο. Το άναρχο δεν εννοείται με τη δική μας έννοια του χρόνου,
αλλά υπάρχει ως απλή έννοια και όχι ως συγκεκριμένη ποσότητα όπως
εννοούσε τον χρόνο ο Αριστοτέλης ως η κίνηση εντός του χώρου.
*Βλ. Κείμενο 5): Ουσία και ενέργειες του Θεού - 1) Ἰω. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά
52
Αποφατισμός – καταφατισμός
Το μη-όν σημαίνει κάτι που δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά όταν λέμε ότι ο θεός
είναι μη-όν εννοούμε ότι δεν είναι αυτό που είμαστε εμείς ως όντα, το οποίο
φυσικά δε σημαίνει ανυπαρξία αλλά αναιρεί τη κτιστότητα του Θεού. Ως προς τη
κτιστή πραγματικότητα όμως, το μη-ον δηλώνει την ετερουσιότητα των κτιστών
όντων από τον Δημιουργό, και φυσικά την αναγκαιότητα της μετοχής του
κτιστού όντος στο άκτιστο το οποίο προσδιορίζει την ουσία του Όντος ως μη-όν.
Άρα, ενώ στη περίπτωση του θεού το μη-ον σημαίνει ότι είναι άκτιστος –
καταφατικά, για τη κτιστή πραγματικότητα δηλώνει αποφατικώς το τι
είναι – κτιστή και ετερούσιο του Θεού. Άρα, δε μιλάμε μόνο για τον Θεό
αποφατικά αλλά και για τη κτίση, λέγοντας ότι η κτίση είναι μη-όν. Το μόνο Ων
είναι ο Θεός ο οποίος είναι και μη-ον κατά την έννοια ότι δεν είναι κτιστός.
Ανάλογα με ποιες προϋποθέσεις χρησιμοποιούμε τον ίδιο όρο έχει την
αντίστοιχη έννοια. (*Εδώ είναι ένα μεγάλο πρόβλημα των συζητήσεων
ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών επειδή χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις αλλά
με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο, λόγο των διαφόρων προϋποθέσεων.
Προτιμότερο είναι να χρησιμοποιούμε τις κατάλληλες λέξεις με τον τρόπο που
τις καταλαβαίνει ο άλλος και όχι όπως τις καταλαβαίνω εγώ*)
Άρα δεν υπάρχει απόλυτη διάκριση προσεγγίσεως του Θεού σε αυτές
τις δύο μεθόδους. Είτε χρησιμοποιούμε την απόφαση είτε την κατάφαση, και
στις δύο περιπτώσεις το ένα προϋποθέτει το άλλο. Άρα δεν ισχύει η αντίληψη ότι
μιλάμε μόνο αποφατικώς για τον θεό και μόνο καταφατικώς για τη κτιστή
πραγματικότητα.
Όταν μιλάμε για αποφατικά ονόματα δεν μιλάμε για άρνηση αλλά για
στέρηση, κάτι στερείται κάποιου πράγματος, αλλά η στέρηση προϋποθέτει
τη κατάφαση. Αν κάποιος στερείται ομορφιάς λέμε ότι είναι άσχημος, το
στερείται ομορφιάς, όμως, προϋποθέτει την ομορφιά. Επομένως μιλάμε
59
αποφατικώς έχοντας στο νου μας τη κατάφαση. Επομένως, σε όλες τις
εκφράσεις μας πάντοτε παίζει σημαντικό ρόλο αυτή η σχέση απόφασης και
κατάφασης.
Το μη-ον δεν έχει την έννοια της κατ’ αντίθεση ύπαρξη της αρχαιοελληνικής
φιλοσοφίας του Πλωτίνου, ότι το μη-όν υπάρχει ως αντίθετο του όντος. Αυτό
σημαίνει άρνηση και θέση - αντιθετικότητα: (η άρνηση είναι το αντίθετο της
θέσης). Αυτό, βεβαίως, εισάγεται αργότερα στη φαινομενολογία του Hegel και
τους υπόλοιπους όπου μιλάνε για τη διαλεκτική σχέση θέσης και άρσης. Όπως η
αρχαία ελληνική φιλοσοφία η φαινομενολογία ψάχνει να ανιχνεύσει την ουσία
των πραγμάτων. Υποστηρίζει ότι μόνο το φαινόμενο είναι πραγματικότητα,
επειδή όλοι αντιλαμβανόμαστε το φαινόμενο. Άρα, ότι φαίνεται το ξέρουμε και
δεν μπορούμε να ξέρουμε κάτι που δεν φαίνεται. Γι’ αυτό λένε ότι για να βρούμε
την ουσία των πραγμάτων θα πρέπει να έχουμε α) τη θέση – το φαινόμενο ενός
πράγματος, β) την άρση – το τι δεν φαίνεται πίσω από αυτό το πράγμα, και με τη
σύνθεση αυτών των δύο αντιθέσεων έχουμε τη κοινή συνισταμένη (component)
που εκφράζει τη πραγματικότητα. Άρα, όπως και στην αρχαία φιλοσοφία,
επιδιώκεται η οντολογία και ο ιδεαλισμός. Ψάχνουν να βρουν την ουσία των
πραγμάτων που όμως είναι αδύνατο επειδή η ουσία δεν γνωρίζεται ποτέ, παρά
μόνο το φαινόμενο. Αυτός ο Γερμανικός ιδεαλισμός αναιρείται από τον Καντ
αργότερα.
Συνεχίζει αυτή τη θεωρία ο Heidegger που ήταν μαθητής του Hegel και η
συνέχεια και εξέλιξη της φαινομενολογίας είναι ο υπαρξισμός, ο οποίος λέει
ότι αυτό το οποίο γνωρίζουμε είναι η ύπαρξη αυτού που βλέπουμε – και όχι το
είναι αυτό καθαυτό. Δηλαδή, δεν δέχονται τη κοινή συνισταμένη ως την ουσία.
Αυτό που φαίνεται εκφράζει κάτι άλλο το οποίο το οποίο θα πρέπει να ψάξουμε.
Ο Heidegger προσπάθησε όλη τη ζωή του να βρει το είναι των πραγμάτων μόνο
να πει στο τέλος ότι προσπάθησε να βρει κάτι το οποίο ουδέποτε δε μπορεί
κανείς να το βρει. Είναι θέμα Θεού και όχι θέμα ανθρώπινης γνώσεως. Άρα, η
φαινομενολογία και ο υπαρξισμός είναι περίπου το ίδιο με κάποιες μικρές
διαφορές.
Όλα αυτά έχουν σχέση με μας όσον αφορά τον προορισμό της ουσίας, η
οποία δεν προσδιορίζεται ούτε προσεγγίζεται. Απλώς περιγράφουμε την
υπόσταση – το φαινόμενο – την ύπαρξη, με τη διαλεκτική μέθοδο,
πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο περιγράφουμε και την ουσία. Το
πρόβλημα όμως είναι ότι στη θεολογία μερικοί προσπαθούν, με βάση τον
υπαρξισμό, να προσδιορίζουν το Θεό ή τον κόσμο. Γι’ αυτό λένε ότι το πρόσωπο
είναι η ουσία, και ο Πατήρ είναι ο Θεός κ.λπ. Ενώ, οι πατέρες λένε ότι ακόμη και
την ουσία της κτίσης δεν προσδιορίζεται, «πολλώ δε μάλλον» την ουσία του
Θεού.
60
Όπως αναφέραμε πριν, το μη-ον δεν σημαίνει την κατ’ αντίθεση ύπαρξη, όπως
έλεγε ο Πλωτίνος «ως έτερων μόνον του όντος» - που σημαίνει ότι συνυπάρχει,
και δεν διαφοροποιείται από το όν [αλλά είναι απλώς την άλλη πλευρά του ιδίου
νομίσματος]. Στην αρχαία φιλοσοφία και στον υπαρξισμό, τόσο το μη-ον όσο και
το μηδέν θεωρούνται όντα και όχι ανύπαρκτα. Ακόμη και στο θεϊστικό
υπαρξισμό του Heidegger όπου το μη-ον είναι όν. Όμως στη θεολογία, του μη-
ον δεν συνυπάρχει με το όν αλλά σχετίζεται και εξαρτάται από τη βούληση
του όντος, άρα όχι κατ’ αντίθεση με το ον που έχει αναφορά στην ουσία και όχι
στη βούληση.
61
μέσα στη θεολογία [αφού ούτε τα της φύσης μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως,
πολύ περισσότερο τα της ‘μεταφυσικής’]. Το γεγονός ότι ό,τι λέμε βασίζεται
στη διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου και τη σχέση αυτών, γι’ αυτό
χρησιμοποιούμε από τη μία αποφατικές εκφράσεις και από την άλλη
καταφατικές.
62
να διασφαλίσουν την θεότητα από τη μείξη και τη σύγχυση με τη κτιστή
πραγματικότητα.
Άρα, στη προκειμένη περίπτωση, εφόσον δε μπορείς να ορίζεις κάτι που
δε ξέρεις, δια των συλλογισμών φτάνουμε στη γνώση του Θεού. Και όταν
υποστηρίζουμε ότι δια των συλλογισμών φτάνουμε μόνο στη περιγραφή του
Θεού, πάλι περιγράφουμε το Θεό ορίζοντας, και άρα πάλι φτάνουμε στον ορισμό
του Θεού, και άρα στη γνώση της ουσίας του.
Σύνοψη:
ο 1ος κίνδυνος: όταν καταφάσκουμε τον Θεό τον ταυτίζουμε με τη
κτιστή πραγματικότητα, και στη να μη γίνει αυτή η ταύτιση που θα
σήμαινε ειδωλολατρία, δε αφαιρούμε τη μέθοδο αλλά εξορίζουμε τον Θεό
σε μια μεταφυσική πραγματικότητα. Άρα η θεολογία από φυσική
μετατρέπεται σε μεταφυσική.
Ο 2ος κίνδυνος: εξορίζουμε τον Θεό κατευθείαν με τη αποφατική
θεολογία. Εδώ, μας λείπει η κοινωνία ακτίστου και κτιστού και άρα
υπάρχει αγνωστικισμός. Αλλά, προκειμένου να μη φτάσουμε στον
αγνωστικισμό εισάγουμε τη συλλογιστική κατανόηση και περιγραφή του
Θεού με συνέπεια να προσδιορίσουμε την ουσία του.
*Βλ. Κείμενο 5): Ουσία και ενέργειες του Θεού 2) Γρηγορίου Νύσσης, Κατά
Ευνομίου Β΄, και 3) Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου Β
Είχαμε αναφερθεί στο αίτιο το οποίο εντός των αΐδιων σχέσεων της Αγίας
Τριάδος δεν αφορά την ουσία σε καμία περίπτωση, αλλά αποκλειστικά ως προς
τον τρόπο ύπαρξης των υποστάσεων. Το αίτιο αναφέρεται μόνο στις
υποστάσεις και όχι στην ουσία. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποκλείεται η
ετερουσιότητα των υποστάσεων. Όταν όμως το αίτιο είναι ποιητικό
(δημιουργικό) τότε το αποτέλεσμα της ποιητικής ενεργείας (του ποιητικού
αιτίου) είναι η δημιούργημα – η κτίση. Άρα όσον αφορά τη κτιστή
πραγματικότητα το αίτιο είναι ετερούσιο του αιτιατού, αλλά όχι όσον αφορά τις
υποστάσεις της Θεότητας.
63
*Βλ. Κείμενο 6): Περί Αγίου Πνεύματος – 1) Γρηγορίου Νύσσης, Προς Ἀβλάβιον.
Άρα στη προκειμένη περίπτωση, όταν αναφερόμαστε στο αίτιο και στο αιτιατό
δεν αναφερόμαστε, όπως μέσα στη κτιστή πραγματικότητα, στο προγενέστερο
και στο μεταγενέστερο, δηλαδή σε αυτό που υπάρχει και σε αυτό που ακόμη δεν
υπάρχει. Π.χ. εάν λέμε ότι κάποιος είναι η αιτία υπάρξεως του παιδιού του,
εννοούμε τόσο ως προς την υπόσταση όσο και ως προς την ουσία, αφού η
ανθρώπινη ουσία μερίζεται από το προγενέστερο στο μεταγενέστερο. Όμως
στην αΐδια ύπαρξη του Θεού δεν υπάρχει ούτε μερισμός ούτε χρόνος, άρα δεν
υπάρχει προγενέστερο και μεταγενέστερο αλλά μια συνεχή κατάσταση στον
ενεστώτα χρόνο. Άρα, η αιτία του Υιού δεν έγκειται στο ότι η ουσία έρχεται στην
ύπαρξη σε κάποια στιγμή αλλά στον τρόπο υπάρξεως της υπόστασής του.
Άρα, με βάση της ιδιότητες διακρίνουμε τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μεταξύ
τους, ενώ κατά τη φύση συνάπτονται – είναι ομοούσια, πράγμα που αποδίδεται
με τον όρο άκτιστο. Το άκτιστο (ως κατεξοχήν θεολογικός όρος) αναφέρεται στην
ουσία του Θεού – στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
(*Παρένθεση: Υπάρχει μια κοινή ενέργεια η οποία είναι εκ του Πατρός δι’ Υιού
εν Αγίω Πνεύματι, αλλά το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που τελικά έρχεται σε μας,
γι’ αυτό και δεν υπάρχει τίποτα χωρίς το Άγιο Πνεύμα. Κάθε φορά που μιλάει ο
Λόγος στους προφήτες, πάντα μιλάει εν Αγίω Πνεύματι. Και γι’ αυτό λέει στο
Σύμβολο της πίστεως «το λαλήσαν δια των προφητών», επειδή δεν μπορεί ο
προφήτης και ο άνθρωπος να δεχθεί την αποκάλυψη του Λόγου χωρίς να γίνεται
εν Αγίω Πνεύματι.*)
Η αγαθότητα είναι ουσιώδες γνώρισμα της Αγίας Τριάδος. Ο Θεός δεν μετέχει
του Ακτίστου και της Ζωής επειδή είναι φύση άκτιστο και ζωή. Εμείς, όμως, για
να παραμένουμε στη ζωή πρέπει να μετέχουμε τις άκτιστες θείες ενέργειες του
Θεού, όπως ένα ηλεκτρικό μηχάνημα μπορεί να λειτουργεί, να είναι σε ‘ζωή’,
μονό όταν είναι στο ρεύμα. Άρα, μετέχουμε της Ζωής, της Υπάρξεως, της
Αληθείας, της Φιλανθρωπίας και όλων των ενεργειών του Θεού. Το Άγιο
Πνεύμα όμως δεν τα έχει όλα αυτά εκ μετοχής αλλά εκ φύσεως. Άρα, δεν
είναι αγωγός αλλά χορηγός της αγαθότητας, της ζωής και της υπάρξεως ως
κατεξοχήν ύπαρξη – το όντος Ον.
*Βλ. Κείμενο 6): Περί Αγίου Πνεύματος – 2) Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου
Γ΄
64
Το όνομα Πατήρ, δύο ερμηνείες - 1ο ως προς την ουσία, 2ο ως προς την
υπόσταση:
1) Εάν χρησιμοποιούμαι το Πατήρ ως προς την ουσία είναι όνομα
συμπεριληπτικό – δηλαδή με το Πατήρ εννοούμε την Αγία Τριάδα. Εδώ, το
όνομα δεν αναφέρεται στην ουσία του προσώπου Πατήρ, για να έχουμε
οντολογία του προσώπου, αλλά είναι συμπεριληπτικό όνομα της Αγίας
Τριάδος. (*Παρένθεση: Στο «Πάτερ ημών» το όνομα είναι συμπεριληπτικό
της Αγίας Τριάδος – της θεότητας, και συγχρόνως δηλώνει την σχέση
θεού και πιστού Χριστιανού.*)
2) Όταν το Πατήρ αναφέρεται στην υπόσταση σημαίνει ότι είναι το όνομα
του προσώπου και παίρνει τη σημασία της ουσίας του προσώπου, και
είναι ακοινώνητο. Άρα έχει την οντολογική έννοια του προσώπου. (Να
αναφερθούμε σε αυτά που έχουμε πει σχετικά για την ουσία, την
υπόσταση και το πρόσωπο, σ. 29) (*Το ακοινώνητο του ονόματος του
Πατρός εδώ σημαίνει ότι ο Πατήρ είναι μόνο η πρώτη υπόσταση και δεν
είναι Πατήρ ο Υιός, ούτε είναι το Άγιο Πνεύμα Πατήρ, όπως έλεγαν οι
Πνευματομάχοι ότι ο Υιός είναι είτε πατήρ του Πνεύματος είτε το Πνεύμα
είναι κτίσμα [βλ. κάτω]*).
65
Άγιο Πνεύμα: 1) Αμώς, 2) 1η προς Τιμόθεος και 3) προς Εβραίους, όπου το
Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται ως κτίσμα και άγγελος. Γι’ αυτό, παρόλο
που δεν χαρακτηρίζονταν ως Πνευματομάχοι ήταν κατ’ ουσίαν, γιατί
χαρακτήριζαν το Άγιο Πνεύμα ως κτιστό και μάλιστα ως λειτουργικό
πνεύμα, δηλαδή άγγελος (ένας άγγελος μεταξύ των αγγέλων).
Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι Τροπικοί πρέπει να είναι μια
περαιτέρω εξέλιξη των Αλόγων του δευτέρου αιώνος, γιατί είχαν την ίδια
επιχειρηματολογία και στηρίζονταν ακριβώς στα ίδια χωρία της Αγίας Γραφής
(το ευαγγέλιο και τις επιστολές του Αγίου Ιωάννου του θεολόγου). Αυτή η
επιρροή των από τους άλλους έχει ένα βασικό υπόβαθρο:
Ανάλυση: Το Πνεύμα δεν μπορεί να κατανοηθεί στη σχέση Πατρός και Υιού,
διότι το όνομα Πνεύμα δεν συνάπτεται εννοιολογικά με τους όρους Πατήρ και
Υιός. Έτσι, λοιπόν, το Πνεύμα εξορίζεται από τη θεότητα. Οι Τροπικοί έλεγαν
λοιπόν, ότι το Πνεύμα, για να είναι Θεός, θα πρέπει να γεννάται είτε εκ του
Πατρός είτε εκ Του Υιού, αλλιώς είναι κτίσμα. Εάν γεννάται εκ του Πατρός τότε
ο Υιός δεν είναι μονογενής, αφού θα είχε αδελφό το Πνεύμα. Εάν γεννάται εκ
του Υιού τότε ο Υιός είναι πατήρ του Πνεύματος και ο Πατήρ θα είναι παππούς
του Πνεύματος. Αυτό είναι άτοπο. Άρα κατά συνέπεια το Πνεύμα είναι κτίσμα.
Αυτοί ονομάζονται Τροπικοί Πνευματομάχοι (της Αλεξάνδρειας) από
τον Μ. Αθανάσιο, γιατί εισάγουν έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης. Μερικοί
βιογράφοι του Μ. Αθανασίου λένε ότι τους ονομάζει Τροπικούς γιατί
ερμηνεύουν την Αγία Γραφή με διαφορετικό τρόπο. Όμως, πολύ πιθανόν όχι
μόνο για αυτό τον λόγο, αλλά επειδή α) Ερμηνεύουν την εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος διαφορετικά και δέχονται μόνο τη δυάδα με τη συνέπεια να β)
αποδίδουν το Άγιο Πνεύμα κατευθείαν στη σχέση Υιού και Πατέρα όπου
αποκλείεται να προέρχεται μέσω αυτής της σχέσης, και γι’ αυτό είναι κτίσματα.
Λέει ο Μ. Αθανάσιος ότι βλέπουν τη σχέση του Αγίου Πνεύματος με τον
Υιό και τον Πατέρα με κτιστές κατηγορίες, και δεν προχωρούν πέραν της
συμβατικότητας των εννοιών και των λέξεων της κτιστής πραγματικότητας για
να ερμηνεύσουν την Αγία Τριάδα. Δεν δέχονται τη πίστη, αλλά την
λογικοποιούν. Θέτουν ερωτήματα που δεν έχουν απαντήσεις και γι’ αυτό
φτάνουν σε λάθος αποτελέσματα. Το ίδιο έλεγε ο Μ. Βασίλειος στο περί Αγίου
Πνεύματος. Ένας τέτοιος κτιστός συλλογισμός όμως, προσιδιάζει μόνο στην
Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Καταργούν την Αγία Τριάδα εισάγοντας
κατηγορίες της κτιστής φύσεως (όπως την μερικότητα) στο Θεό, γιατί αυτές οι
αντιλήψεις περί πατεράδων και παππούδων υπάρχουν στη κτιστή
πραγματικότητα όπου ισχύει ο μερισμός της φύσεως. Άλλα στην Αγία Τριάδα
δεν υπάρχει μερισμός της φύσεως και είναι απλή η ουσία του θεού.
66
(*Παρένθεση: Αυτό είναι πολύ σημαντικό και για μας τους σύγχρονους
θεολόγους που λέμε πολλές φορές ότι χρειάζεται ο συγχρονισμός της θεολογίας.
Αναλόγως! Εάν θέτουμε ερωτήματα της σύγχρονης πραγματικότητας τότε
βρισκόμαστε στον κίνδυνο να θέτουμε ερωτήματα που δεν έχουνε απάντηση στη
θεολογία. Γιατί σαφώς, άλλα είναι τα ερωτήματα που απευθύνονται στη κτίση
και άλλα τα ερωτήματα που απευθύνονται στον θεό. Όταν ρωτάμε: Πως
γεννάται ο Θεός; Αυτό είναι ένα αδύνατο ερώτημα να απαντήσουμε. Εάν πούμε
ότι δεν ξέρουμε πως γεννιέται ο Θεός άρα δεν τον δεχόμαστε, τότε οδηγούμαστε
στην αθεΐα. Η αθεΐα οφείλεται στο ότι απαιτούμε απαντήσεις σε ερωτήματα τα
οποία δεν έχουν απαντήσεις. Ο άνθρωπος δε μπορεί να δώσει απαντήσεις περί
ύπαρξης του Θεού, γιατί απλά υπόκειται (he is subject to) της πεπερασμένης
λογικής ικανότητάς του. Όπως στη περίπτωση που δεν μπορούμε να δώσουμε,
μετά βεβαιότητας, μια απάντηση στο ποια είναι η έκταση των άλλων
συμπάντων, δε μπορεί κανείς να πει ότι αφού δεν μπορείς να μετρήσεις την
έκταση ενός σύμπαντος αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλα σύμπαντα. Γι’
αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι εφόσον δεν ξέρουμε πως γεννιέται ο Θεός άρα
δε τον δεχόμαστε. Όποιος θέτει ερωτήματα οπού δεν μπορούν να δοθούν
απαντήσεις και βγαίνει σε συμπεράσματα είναι σοφιστής.*)
*Βλ. Κείμενο 6): Περί Αγίου Πνεύματος – 4) Γρηγορίου Θεολόγου, Περὶ Ἁγίου
Πνεύματος
Ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγεί πάλι σαφώς τη προέλευση του Λόγου και
του Αγίου Πνεύματος στην έκδοση ακριβής της ορθοδόξου πίστεως (*το όποιο θα
πρέπει να έχουμε όλοι. Η καλλίτερη μετάφραση κάνει του Ματσούκα, αλλά
υπάρχει και στις εκδόσεις ΕΠΕ*) και λέει: Ό,τι έχει ο Πατήρ είναι και του Αγίου
Πνεύματος εκτός από την αγεννησία. Αυτή είναι η υποστατική διάκριση και δε
σημαίνει διαφορά της ουσίας-οντολογική, ούτε υπάρχει ηθική-αξιολογική
διαφοροποίηση, αλλά δηλώνει υπαρξιακή διαφορά (κατά την υπόσταση). Κατά
το αγένητος οι υποστάσεις ταυτίζονται, κατά το αγέννητος - μόνο ο Πατήρ. Το εκ
της ουσίας του Πατρός προσδιορίζει την θεότητα του Αγίου Πνεύματος, και
φυσικά δε μπορούμε να ξέρουμε το πως εκπορεύεται από τον Πατέρα σε
καμία περίπτωση.
67
Τριαδολογικές Σχέσεις
Η σχέση του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα δεν καθίσταται σαφή εξ απόψεως
ονομάτων διότι το Πνεύμα δε συνάπτεται εννοιολογικά με τα ονόματα Πατήρ και
Υιός. Γι’ αυτό οι πατέρες της εκκλησίας όταν αναφέρονται στην υπόσταση του
Αγίου Πνεύματος αναφέρονται στο σχήμα Θεός – Λόγος θεού – Πνεύματος.
Όταν όμως αναφέρονται στη σχέση Πατρός και Υιού τότε με το σχήμα Πατρός –
Υιός. Αυτά τα σχήματα βέβαια δε μπορούν να εξηγήσουν τη σχέση Πατρός, Υιού
και Αγίου Πνεύματος.
68
αγαπώμενο (αυτό που αγαπιέται) θα πρέπει να είναι ένα πρόσωπο (όχι μια
αφηρημένη έννοια) και μάλιστα να είναι της ίδιας ουσίας του Θεού για να
διασφαλίζεται η Τριάδα. Δε μπορεί να είναι ετερούσιο, αλλά ομοούσιο του θεού
(αλλιώς οδηγούμαστε σε μια Ιουδαϊκή αντίληψη περί Θεού που δέχεται τον ένα
Θεό απολύτως). Αλλά ούτε μπορεί αυτή η αγαπητική σχέση να ολοκληρωθεί
μεταξύ δύο προσώπων επειδή τότε εγκλωβίζεται η σχέση σε δυαρχία. Άρα,
κατά τον Richard de San Victor θα πρέπει να υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο - το
Άγιο Πνεύμα, το οποίο σπάζει τη διαλεκτική-δυαρχική σχέση του εγώ και
του εσύ και διαλύει την έννοια του υποκειμενισμού. Έτσι αυτό το τρίτο
πρόσωπο προσδιορίζεται ως μία ενεργειακή-αγαπητική σχέση μεταξύ των
άλλων δύο προσώπων. Ώμος στο Θεό δεν υπάρχει τίποτε ανυπόστατο, άρα
το Άγιο Πνεύμα είναι η υποστασιοποίηση της αγάπης. Άρα, η ίδια αυτή η
Αγάπη του Πατρός προς τον Υιό και του Υιού προς τον Πατέρα είναι το πρόσωπο
του Αγίου Πνεύματος – το οποίο συνδέει τα δύο πρόσωπα. Άρα, το Άγιο Πνεύμα
= Αγάπη.
Σύνοψη: Επομένως, κατά την ερμηνεία στον Αυγουστίνο του Richard de San
Victor, ο Πατήρ αγαπά τον Υιό μέσω του Αγίου Πνεύματος, το Άγιο Πνεύμα
δέχεται την αγάπη και τη μεταδίδει στη συνέχεια, και με τον ίδιο τρόπο ο Υιός
αγαπά τον Πατέρα μέσω του Αγίου Πνεύματος. Οπότε υπάρχει συγχρόνως η
ενεργητική και η παθητική ενέργεια μέσα στην Αγία Τριάδα σε όλα τα
πρόσωπα (*Ενεργητική σημαίνει ενεργώ – αγαπώ, και παθητική σημαίνει
δέχομαι την αγάπη. Το παθητικό δεν έχει την έννοια του πάθους κατά την
αλλοίωση όπως σε μας, αλλά της αποδοχής. Όμως δεν αποκλείεται η
δυνατότητα περαιτέρω παρεξηγήσεως και παρερμηνείας κατά αυτή τη έννοια*).
Άρα, το Άγιο Πνεύμα δίνει και δέχεται την αγάπη μεταξύ Πατρός και Υιού.
Αυτές είναι οι αΐδιες και άκτιστες ενέργειες του θεού εντός της Αγίας
Τριάδος (Κατά τους δυτικούς).
(*Παρένθεση: Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τελικά η Αγία Τριάδα ερμηνεύεται
με μια ενεργητική-αγαπητική σχέση. Βλέπουμε πως αυτές οι αγαπητικές σχέσεις
και ουσιαστικές αντιλήψεις μπορούν να αλλοιώσουν τα δόγματα της εκκλησίας.
Γι’ αυτό οι έλληνες πατέρες απέφευγαν τέτοιου είδους παραδείγματα, και
χρησιμοποιούν παραδείγματα από την φύση και όχι από τον ίδιο τον άνθρωπο,
π.χ. ο ποταμός, ο ήλιος, η φωτιά κ.λπ. Εμείς οι ορθόδοξοι δεχόμαστε ότι φυσικά
και έχουν αγάπη μεταξύ τους άλλα όχι μια τέτοιου είδους σχέση. Ο Ιερός
Αυγουστίνος, εξαιτίας του Μανιχαϊσμού, της φιλοσοφίας του Νέου
Πλατωνισμού και της αποστάσεως από την ανατολική πατερική παράδοση δε
μπορούσε να προχωρήσει σε μια διαφορετική ερμηνεία των πραγμάτων. Γι’ αυτό
χρησιμοποίησε ανθρωπολογικές κατηγορίες με βάση της φιλοσοφίας. Ναι μεν
δεν είναι αίρεση η Τριαδολογική του δογματική, αφού λέει τρία τα πρόσωπα και
69
μία η ουσία, αλλά με τις ερμηνευτικές του βάσεις δίνει τη δυνατότητα περαιτέρω
παρερμηνείας στους διαδόχους του*).
1) Εισάγει τη δυαρχία. Όσο ο Πατήρ είναι η αρχή του Αγίου Πνεύματος τόσο ο
Υιός, οπότε καταλύεται η μοναρχία του Πατρός στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος
(πράγμα που απορρίπτεται από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο).
70
πρόσωπα γεννούν και εκπορεύουν και άλλους και άλλα επ' αόριστον φτάνοντας
στη πλειάδα.
Η σχέση του Αγίου Πνεύματος με τον Υιό περιγράφεται κατά τον καλύτερο
τρόπο από τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης ο οποίος τονίζει την συνύπαρξη του Αγίου
Πνεύματος στη γέννηση του Υιού. Άρα συνυπάρχει με τον Υιό και δεν
εκπορεύεται από τον Υιό. Φυσικά αυτή η συνύπαρξη δε μπορεί να κατανοηθεί
μέσα στα πλαίσια του χρόνου επειδή είναι εκτός χρόνου, χώρου ή διαστήματος,
επομένως πάντοτε συνυπάρχει μαζί με τον Υιό (και τον Πατέρα) - ταυτοχρόνως.
Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι το Άγιο Πνεύμα δεν εν-υπάρχει στον Πατέρα
και στον Υιό αλλά συν-υπάρχει. Δηλαδή, εάν δεχτούμε το ενυπάρχει τότε χάνει
την υπόσταση. Ενυπόστατη π.χ. είναι η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του
Χριστού. Ο Λόγος είναι η υπόσταση άρα η ανθρώπινη φύση στον Ιησού
Χριστού δεν έχει υπόσταση αλλά είναι ενυπόστατο. Εάν μιλούμε περί
ενυποστάτου ενεργείας αυτό σημαίνει ότι δεν έχει ανεξάρτητη υπόσταση.
Άρα, δεν είναι ενυπόστατοι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα στον Πατέρα αλλιώς δεν
υπάρχουν ως πρόσωπα. Η μόνη περίπτωση ενύπαρξης του Αγίου Πνεύματος
είναι με τη χάρη (ενέργεια) του, που υπάρχει εντός των αγίων. Άρα η χάρις του
Αγίου Πνεύματος δεν είναι η ουσία αλλά η ενέργεια – εκ της βουλήσεως. Η
βούληση είναι κοινή στην Αγία Τριάδα αλλά χορηγεί το Άγιο Πνεύμα.
Αφού επιλύσαμε και το θέμα του ενυπάρχω και συνυπάρχω και των ενεργειών
και των ουσιωδών δυνάμεων του Θεού, πάμε στην αρίθμηση.
*Βλ. Κείμενο 6): Περί Αγίου Πνεύματος – 7) Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου
Α
71
καθαυτά. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει καμία πιθανότητα υποταγής του Αγίου
Πνεύματος αφού δεν υπάρχει ποιοτική διαφοροποίηση, δηλαδή, ετερουσιότητα.
(*Παρένθεση: Η κτίση υποτάσσεται στον θεό γιατί είναι ετερούσια, όπως και τα
ζώα υποτάσσονται στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να υπάρχει υποταγεί σε ομοούσια
όντα, για αυτό και έχουμε τις επαναστάσεις, εκτός εάν χάσει το γνώθι σαυτόν,
δηλαδή ξεχάσει το τι είναι. Δηλαδή, εάν κάποιος ξεχάσει τις πολιτιστικές και
εθνικές του ρίζες, τις αρχές και τις αξίες, τότε χάνει την ταυτότητά του και δε
ξέρει τι είναι, που τον οδηγεί στη ταύτιση με τα άλογα όντα. Γι’ αυτό λέει ο
Ιουστίνος Μάρτης και Φιλόσοφος ότι η αλογία της φύσεως σκότωσε τον Σωκράτη
και σταύρωσε τον Χριστό, διότι το έλλογο είναι το κατ’ αλήθειαν ζην.
Σήμερα η μόδα καταργεί την ετερότητα. Η πολιτική εξουσία πρέπει να
διατηρεί την τάξη της κοινωνίας, γι’ αυτό έχει νόμους και όργανα περιστολής
(containment). Όταν, όμως, οι πολιτική παραμελεί την ευταξία της κοινωνίας και
να διαμορφώσει ποιοτικά τις κοινωνικές δομές, τότε υπάρχουνε συγκρούσεις. Γι’
αυτό ο εκάστοτε πρωθυπουργός είναι πρέπει να είναι διάκονος όλων, όπως ένας
επίσκοπος, και βεβαίως, όπως ήτανε και ο Χριστός. Μόνο από αυτή την έννοια
γίνεται αποδεκτή η πολιτική εξουσία από τους πατέρες της εκκλησίας, ένδειξη
της διαχρονικότητας της θεολογίας*)
(*Προσοχή! Η δουλεία υπάρχει ακόμη και σήμερα, απλώς έχει αλλάξει τρόπος
έκφρασης. Υπάρχει, π.χ. στον ακαδημαϊκό χώρο όπου η διαφωνία είναι
μειονέκτημα. Όμως, κυρίως στον ακαδημαϊκό χώρο, επιβάλλεται να
διαφωνήσεις, αλλιώς δεν υπάρχει επιστήμη. Σήμερα υπάρχει επίσης η
ψυχολογική δουλεία η οποία είναι η χειρότερη, γιατί στη περίπτωση της
σωματικής δουλείας ήτανε εμφανής, όπου επίσης πάντα επισημαινόταν και ο
72
ήρωας ο οποίος βρισκόταν στην άλλη πλευρά και αντιδρούσε. Σήμερα, κατά τον
George Orwell στο έργο ‘1984’ (εκδόθηκε το 1949), προβλέπει πως η δουλεία δεν
θα γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούνται ήρωες, αλλά θα υπάρχει η
ψυχολογική δουλεία όπου οι άνθρωποι υποτάσσονται εξ ανάγκης, όπου
πιστεύουν ότι αυτό που λένε είναι σωστό ενώ στη πραγματικότητα είναι λάθος.
Αλλάζουν τον πύρινα τις σκέψης του υποτασσόμενου πλέον. Σήμερα η
ισοπέδωση γίνεται στα ηλικιακά κατώτερα στρώματα τις κοινωνίας. Τα δόγματα
είναι ζωή και όχι θεωρίες όπως φαίνεται με το παράδειγμα της ισότητας μεταξύ
των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος που απορρίπτει την εξουσία και την
κυριαρχία. Στην κοινωνία βιώνουμε είτε την αγιοτριαδική σχέση είτε τη μη-
αγιοτριαδική σχέση, άρα βιώνουμε ένα τριαδολογικό δόγμα, και άρα τα
δόγματα είναι ζωή. Στην ομοουσιότητα του ανθρώπου δεν είναι ο ένας
καλλίτερος από τον άλλον ως προς την φύση*).
73
αναφέρεται στη σχέση θεολογίας και οικονομίας και όχι στην Αγία
Τριάδα.
Η Δυτική θεολογία αδυνατεί να διακρίνει την ουσία από τις ενέργειες και
στηρίζει την ταυτότητα της ουσίας των τριών προσώπων (το ομοούσιο) στην
ενεργητική ενέργεια. Έτσι, με το αγαπώ που είναι μια ενεργητική ενέργεια,
αναπτύσσεται η ενεργειακή σχέση των προσώπων ως ουσιώδης γνώρισμα. Η
διάκριση των υποστάσεων, όμως, βασίζεται στη παθητική ενέργεια, το πώς
δέχεται το κάθε πρόσωπο - το αγαπώμενο – την αγάπη. Έχουμε πει ότι μεταξύ
του Πατρός και του Υιού παρεμβάλλεται το Άγιο Πνεύμα το οποίο δίνει και
παίρνει την αγάπη – αγαπά και αγαπιέται από τον Πατέρα και τον Υιό. Άρα, το
ομοούσιο έγκειται στο ότι και τα τρία πρόσωπα αγαπούν με την ενεργητική
ενέργεια της αγάπης, και η διάκριση των τριών προσώπων στο πως
προσλαμβάνει το κάθε πρόσωπο την αγάπη αυτήν με τη παθητική ενέργεια.
Άρα, ο τρόπος με τον οποίον προσλαμβάνεται από τον κάθε πρόσωπο η αγάπη
και μεταφέρεται σε άλλο πρόσωπο διαφοροποιεί τα πρόσωπα μεταξύ τους. Η
ενεργητική ενέργεια σημαίνει το ομοούσιο και η παθητική ενέργεια
σημαίνει την ετερότητα των προσώπων.
Αυτές, κατά τους δυτικούς, είναι η άκτιστες ενέργειες του Θεού οι
οποίες δεν αποκαλύπτονται στη κτιστή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οι
δυτικοί δεν πέφτουν στον πανθεϊσμό γιατί διακρίνουν τις ενέργειες σε κτιστές
και άκτιστες. Εμείς οι ορθόδοξη δεν διακρίνουμε διαφορετικές ενέργειες
γιατί δεν υπάρχουν ενέργειες εντός και εκτός των τριών προσώπων πέραν το
γεννάν και το εκπορεύειν που προσδιορίζουν τα αιτιατά πρόσωπα. Η
διαφοροποίηση είναι στο ότι ο Θεός γεννάει τον Υιό και γεννάει την δημιουργία
ολόκληρη, όχι όμως εκ της φύσεως όπως τον Υιό αλλά εκ της βουλήσεως. Εδώ
είναι η διαφοροποίηση: Εκ της φύσεως γεννάει μόνο τον Υιό και εκπορεύει
μόνο το Άγιο Πνεύμα, και αυτές είναι οι ενέργειες οι ενδοτριαδικές. Αλλά δεν
υπάρχει η κινητικότητα του θεού όπως αποκαλύπτεται σε μας. Φυσικά και
υπάρχει αγάπη μεταξύ των τριών προσώπων, άρα είναι ουσιώδες γνώρισμα και
φυσική, αλλά η αγάπη του Θεού προς τα κτίσματα είναι βουλητική – εκ της
βουλήσεως. Εδώ βλέπουμε πως υπάρχει κίνδυνος όταν πούμε ότι ο Πατήρ γεννά
τον Υιό επειδή τον αγαπά, επειδή έτσι εισάγεται η βούληση εντός της Τριάδος,
εφόσον ο Θεός γεννά και τον κόσμο εξ αγάπης.*)
74
προσεγγίσεων ή νοοτροπιών, αλλά διαφορετικός τρόπος αποδοχής και
ερμηνείας του Τριαδολογικού δόγματος που τελικά καταλήγει στη παραποίηση
της πίστεως του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική
έννοια που δίνεται στα ρήματα εκπορεύεται και πέμπω (αποστέλλω). Ο Άγιος
Γρηγόριος ο Νύσσης στον Γ’ κατά Ευνομίου λόγο που αναφέρεται στη θεότητα
του Αγίου Πνεύματος ακριβώς αυτό επισημαίνει: Άλλο η πέψη του Αγίου
Πνεύματος προς τη δημιουργία και την αντίστοιχη λήψη (το «λάβετε» που λέει ο
Χριστός) από τους ανθρώπους εντός της θείας οικονομίας, και άλλο όσον αφορά
τη θεότητα όπου ούτε πέμπεται, ούτε λαμβάνεται. Ο Άγιος Γρηγόριος
επισημάνει: ένας δάσκαλος, ο οποίος είναι κτιστό όν, πρώτα λαμβάνει και έπειτα
μεταδίδει. Το Άγιο Πνεύμα, όμως, εάν λάβει αυτό που δεν έχει τότε δεν είναι
Θεός. Εάν λάβει αυτό που έχει τότε ποια η ανάγκη του λαμβάνω;
Έτσι γίνεται η σύγχυση του εκπορεύεται που διατυπώνεται στη παθητική
φωνή, με το πέμπω που έχει ενεργητική σημασία. Η εκπόρευση είναι
υποστατικό ιδίωμα και όχι ενέργεια, αλλά η πέμψη δηλώνει την ενέργεια
του Θεού προς τη κτιστή πραγματικότητα όπου έγκειται η σχέση Θεού και
κτίσης. Άρα, γίνεται μια σύγχυση του ακοινώνητου υποστατικού ιδιώματος
με την ενέργεια του Θεού προς τον κόσμο.
Η απόρριψη τις ενεργειακής σχέσεως μεταξύ των προσώπων
απαλείφει (erases) τον κίνδυνο παρείσφρησης (intrusion) ενεργειών
εντός της Αγίας Τριάδος. Δεν υπάρχει μεταξύ των προσώπων της
Τριάδος ενέργειες όπως τις γνωρίζουμε εμείς, γιατί όταν λαμβάνει
κάποιος κάτι σημαίνει ότι δε το είχε εκ φύσεως, άρα εάν παίρνει το Άγιο
Πνεύμα κάτι τότε δεν είναι Θεός.
Η απόρριψη απαλείφει βεβαίως και τη παρείσφρηση της έννοιας του
χρόνου τι στιγμή όταν κάποιος παίρνει κάτι που δεν έχει.
Εφόσον το Άγιο Πνεύμα δίνει και παίρνει την αγάπη μεταξύ τον
Πατέρα και τον Υιό, υπάρχει ένας μεγαλύτερος κίνδυνος
παρείσφρησης της έννοιας του πάθους εντός της Τριάδας. Η θεωρία
της ενεργητικής πνοής εισάγει αντίθεση στην Αγία Τριάδα – δίνω και
παίρνω - με συνέπεια να συνέρχονται, φυσικά, η αλλοίωση και μεταβολή
εντός της Θείας φύσεως. Άρα αντίθεση = αλλοίωση. Η αντίθεση είναι
χαρακτηριστικό της κτιστής φύσεως μόνο και κατά συνέπεια και η
αλλοίωση. «Εκ του μη όντος εις στο είναι» - από το τίποτα γεννηθήκαμε,
άρα αντίθεση. Μη ον αντί ον, καλό αντί κακό, μεγάλο αντί μικρό. Γι’ αυτό
υπάρχει αλλοίωση, πάθος και φθορά στη κτίση.
75
σχέσεις που είναι ξένες και άσχετες για μας. Το Φιλιόκβε, για τους δυτικούς,
μπορεί να είναι σωστό, για μας όμως είναι αίρεση γιατί είναι άλλες οι
προϋποθέσεις οι δικές μας.*)
Η ενέργεια κατά τους Έλληνες πατέρες τις εκκλησίας είναι η δραστική και
ουσιώδη της φύσεως κίνησης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει μια
ανάλυση των περί της ενεργείας ερωτώντας ποιος ο ενεργών; πια η ενέργεια;
και τι το ενέργημα; Στη περίπτωση που δεχτούμε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι η
αγάπη ως σύνδεσμος μεταξύ Πατρός και Υιού, τότε ενδέχεται να αντιληφθούμε
το Άγιο Πνεύμα ως η ενέργεια μεταξύ Πατρός και Υιού. Η αγάπη για μας τους
ορθοδόξους είναι ενέργεια και μάλιστα ουσιώδης ενέργεια του Θεού η οποία
εκφαίνεται (έκφανση: expression) εκ του θεού προς τα έξω (προς τον κόσμο).
Αυτή η έκφανση του θεού προς τα έξω που εκφράζεται μέσω της αγάπης
για μας είναι η ενέργεια. Άρα, εάν το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη, για μας
σημαίνει ότι είναι ενέργεια. Επομένως εάν τα ρήματα πέμπεται, λαμβάνειν,
ανακαινίζειν και διδάσκειν απονέμονται στο Άγιο Πνεύμα, τα δεχόμαστε μόνο ως
προς την οικονομία – σχέση Θεού και κόσμο – και όχι εντός της Αΐδιας Τριάδας.
Αλλιώς υποβιβάζεται το Άγιο Πνεύμα σε σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό, όπως
και όταν υποστηρίζουμε ότι οι ενέργειες του Θεού είναι
προσωπικές/υποστατικές.
Ο Αγ. Ι. Δαμασκηνός αναφέρει ότι εάν δούμε υποστατικά τη θελητική
και τη ενεργητική δύναμη (το θέλημα και την ενέργεια ως υποστατικές
ενέργειες) τότε θα αναγκασθούμε να πούμε ότι οι τρεις υποστάσεις είναι
«ετεροθελείς» και «ετεροενεργείς». Εφόσον η ενέργεια είναι η κίνηση της
βουλήσεως (θελητική κίνηση), έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η υποστατική
διαφοροποίηση των ενεργειών του Θεού θα δήλωνε και τη διαφορετική κίνηση
της βουλήσεως, όπου κάθε πρόσωπο θα είχε διαφορετική βούληση ή κίνηση.
Αυτό στη συνέχεια θα σήμαινε ότι η διαφόρως ενεργούσα υπόσταση είναι και
διαφορετικής ουσίας και η αντίληψη περί μιας ενεργείας θα σήμαινε ότι υπάρχει
μόνο ένα πρόσωπο. Αυτά έρχονται σε αντίθεση με την αρχή ότι όσα
πρόσωπα είναι της ίδιας ουσίας είναι και της ίδιας ενεργείας. Στη περίπτωση
της ανθρώπινης φύσης η ικανοποίηση της πείνας είναι μια κοινή φυσική
βούληση και ενέργεια, όμως το τι και το πώς εξαρτάται από το γνωμικό θέλημα.
Η ενέργεια επομένως είναι κοινή στη φύση. Έτσι και στη θεία φύση όπου
ταυτίζονται τα θεία πρόσωπα ουσιωδώς θα πρέπει κατ’ ανάγκη να δεχτούμε και
τη μία ενέργεια, η οποία όμως ενέργεια εκφαίνεται, αποκαλύπτεται και
φανερώνεται κατά διάφορους τρόπους σε μας. Μία ενέργεια η οποία είναι
κοινή και στα τρία πρόσωπα εκφαίνεται με διάφορους τρόπους, σύμφωνα
με τη δεκτικότητα των δεχομένων, όχι του ενεργώντα.
76
*Βλ. Κείμενο 7): Η ιεράρχηση των όντων-κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν – 1)
Γρηγορίου Παλαμά, Αντιρρητικός 5.
Άρα, καταλαβαίνουμε τις σχέσεις που υπάρχουν μέσα στην Αγία Τριάδα: Εκ
του Πατρός ως αιτία των πάντων, Ο Υιός αποκαλύπτει την τρισυπόστατη
θεότητα πραγματώνοντας το δημιουργικό και ανακαινιστικό (στη
συνέχεια) έργο, το Άγιο Πνεύμα διενεργεί τη τελείωση του εκκλησιαστικού
σώματος και όλα αυτά δια της μίας και της αυτής ενεργείας και χάριτος της
Αγίας Τριάδος.
Παρόλο, όμως, που διακρίνονται η αποκαλύψεις του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος προς εμάς κατά το διαφορετικό σωτηριώδες έργο τους, δεν
απουσιάζουν ποτέ τα άλλα δύο πρόσωπα σε κάθε περίπτωση. Π.χ. Ολόκληρη
η Αγία Τριάδα αποκαλύπτεται και ενεργεί κατά την ένωση των δύο φύσεων στο
πρόσωπο του Χριστού όπου βλέπουμε την εκ του Πατρός Δύναμη που είναι ο
ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού και η αναγνώριση του Αγίου Πνεύματος. Και
μέσα στην εκκλησία μαζί με το Άγιο Πνεύμα είναι παρών τόσο ο Πατήρ, ο
οποίος αποστέλλει δια του Υιού το Άγιο Πνεύμα, όσο ο Υιός μέσω του οποίου
αποστέλλεται.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ενέργεια είναι κοινή. Απλώς η έκφανση γίνεται
από ένα πρόσωπο το οποίο παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο μέσα στην αποκάλυψη. Η
αναδημιουργική ενέργεια της ενσαρκώσεως του Λόγου αποκαλύπτεται εν
77
Χριστώ, όχι όμως ότι δε συμμετέχουν και τα άλλα πρόσωπα. Και στη συνέχεια
μέσα στην εκκλησία, αυτή η ίδια η κοινή αναδημιουργική ενέργεια
αποκαλύπτεται εν Αγίω Πνεύματι, συμμετεχόντων και των άλλα δύο
προσώπων. Έτσι, η έκφανση της μίας ενεργείας τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο
του ενός προσώπου. Επομένως η κοινή ενέργεια του Θεού
εκφαίνεται/αποκαλύπτεται εν τέλι: α) στο πρόσωπο του Χριστού με τη σάρκωση,
και β) μέσω του Αγίου Πνεύματος όπου ενώνει τα μέλη της εκκλησίας.
Τα πρόσωπα, λοιπόν, της Αγίας Τριάδος δεν συγχέονται ούτε στο μυστήριο της
Θείας οικονομίας, και βεβαίως δε ταυτίζονται σε καμία περίπτωση
(Σαβελλιανισιμός). Π.χ. στο μυστήριο της βαπτίσεως διατάζει ο ίδιος ο Χριστός
με το «βαπτίζοντας αυτούς εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος.» Αυτό αναφέρεται στον Πατέρα ως η αρχή των πάντων, στον Υιό ο
οποίος είναι ο δημιουργός της κτίσεως και στο Άγιο Πνεύμα που είναι τελειωτικό
των πάντων – σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης.
(*παρένθεση: Γιατί οι μαθητές του Χριστού δε βαπτισθήκανε με νερό; Η κοινωνία
με τον Υιό και Λόγο του Θεού είναι ένα είδος βαπτίσεως. Όταν καλεί τους
μαθητές και τον ακολουθούν εκείνη τη στιγμή, αυτό είναι βάπτιση. Εφόσον είναι
ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, δεν χρειάζεται να βαπτισθούν στο όνομα της Αγίας
Τριάδος. Όσοι ακολουθούν και δέχονται την κλήση και ακολουθούν τον Υιό και
Λόγο του Θεού, αυτό σημαίνει εγκεντρισμός στο σώμα του Χριστού – στην
εκκλησία. Γι’ αυτό οι μαθητές αποτελούν τη πρώτη εκκλησία παρόλο που δεν
βαπτίζονται. Όπως και η Παναγία καθαρίζεται κατά τη σύλληψη όπου
εγκεντρίζεται στο σώμα του Χριστού και τότε έχουμε τη κάθαρση του
προπατορικού αμαρτήματος, όχι πριν όπου ναι μεν ήταν αγαθή, αλλά
αμαρτωλή, έχοντας το προπατορικό αμάρτημα. Αυτά είναι διάφορα είδη
βαπτίσματος που γίνονται λόγω της παρουσίας του Λόγου του Θεού. Επίσης και
μετά με τη βάπτιση των εθνικών όταν άκουσαν και βαπτίσθηκαν. Έτσι και
σήμερα έχουμε το γνωστό μας είδος βαπτίσματος. Άρα, έχουμε εγκεντρισμό στο
σώμα του Χριστού ακόμη και πριν τη Πεντηκοστή, αλλά όχι πριν τη σάρκωση
στους προφήτες, κριτές, πατριάρχες.
Άλλο το βάπτισμα του Ιωάννου – μετανοίας, και άλλο το βάπτισμα του
Χριστού – σωτηρίας. Η μετάνοια είναι προϋπόθεση, ενώ η σωτηρία είναι
οντολογική αλλοίωση ή μεταμόρφωση του ανθρώπου. Γι’ αυτό το ένα γίνεται
μόνο «εν ύδατι» ενώ το άλλο «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί».
Με το βάπτισμα παίρνουμε τα χαρίσματα, και το χρίσμα είναι η
ενεργοποίηση ή δραστηριοποίηση των χαρισμάτων που παίρνουμε μέσω του
βαπτίσματος. Στην ημέρα τις Πεντηκοστής γιορτάζουμε το γεγονός της
αποκάλυψης του Αγίου Πνεύματος ως ιδιαιτέρου προσώπου «εν μορφή πύρινων
γλωσσών» και «βοή». Δεν είναι η αποκάλυψη μιας απλής δύναμης ή ενέργειας
αλλά η αποκάλυψη του τρίτου προσώπου που καθιστά εμφανή τη παρουσία του
εντός της εκκλησίας, αλλά δεν διαφέρει όσον των άλλων δύο προσώπων όσον
78
αφορά την ενέργεια. Τόσο στη Π.Δ. όσο και στη Κ.Δ. έχουμε την ίδια δράση και
ενέργεια, αλλά τώρα η επίκληση του Αγίου Πνεύματος γίνεται πρώτη. Στη Π.Δ.
το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τους ανθρώπους και δημιουργεί τον χώρο μέσα στον
οποίο φανερώνεται ο Λόγος του θεού. Η προφήτες βλέποντας τον Λόγο
προφητεύουν εν Αγίω Πνεύματι. Υπάρχει η παρουσία του Αγίου Πνεύματος
αλλά δε γίνεται εμφανής.
Επομένως την ίδια τη κίνηση της ενέργειας δεν τη γνωρίζουμε, αλλά μόνον εκ
του αποτελέσματος αναγνωρίζουμε ποια ήταν αυτή η κίνηση. Όμως η φύση του
αποτελέσματος δεν ακολουθεί τη φύση της ενεργείας. Ο Ευνόμιος έλεγε ότι
εφόσον εκ του αποτελέσματος γνωρίζουμε την ενέργεια, τότε όχι μόνο το
αποτέλεσμα είναι κτιστό αλλά και η ενέργεια είναι κτιστή. Οι πατέρες λένε εκ
του αποτελέσματος γνωρίζουμε την ενέργεια αλλά όχι την φύση της
ενέργειας, γιατί η φύση της ενέργειας είναι ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του θεού
– ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος.
Βούληση του Θεού = κίνηση = ενέργεια = δημιουργία.
Ενέργειες νοούνται μόνο στη σχέση Θεού και κόσμου, χωρίς όμως να
υπονοούν μια ιδιαίτερη κατάσταση όπως στον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνος.
Ενέργειες εντός Αγίας Τριάδος δε ξέρουμε πως υπάρχουν και ποιες είναι.
Απλώς τα υποστατικά ονόματα ή προσόντα αποδίδονται στα πρόσωπα
79
ξεχωριστά, δηλαδή της αγεννησίας, της γέννησης και της εκπόρευσης, τα οποία
χαρακτηρίζουν τη σχέση των τριών προσώπων μεταξύ τους. Αυτή η αΐδια σχέση
εξεικονίζεται και με την έκφανση των θείων ενεργειών στην οικονομία. Αυτές οι
ενέργειες α) γεννιούνται εκ του Πατρός, β) πραγματοποιούνται διά του Υιού
και γ) τελειώνονται εν Αγίω Πνεύματι (η δόξα), δηλώνοντας τη μία ενέργεια
και κάνοντας σαφή την ομοουσιότητα της Αγίας Τριάδος.
Σύγχυση σχέσης Θεού και κόσμου με ενδοτριαδικές σχέσεις στη δυτική θεολογία
80
με τους δυτικούς) μέσα σε μια διαλεκτική ενεργειακή σχέση με ένα άλλο
πρόσωπο. Χαρακτηρίζεται από το εγώ και το εσύ. Το εσύ να γίνει το εγώ και το
εγώ να γίνει το εσύ του άλλου. Στη δυτική αντίληψη, όμως, μέσα στη
πεπερασμένη (finite) κτιστή πραγματικότητα δεν είναι δυνατόν να είναι πάντοτε
τέλεια μέσα του εγώ και του εσύ. Δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη διαλεκτική σχέση
όπου μέσω του ετέρου αναγνωρίζω εγώ τον ίδιο τον εαυτό μου. Έτσι, η
τελειότητα αυτής της σχέσεως δεν μπορεί να υπάρξει μέσα στη κτιστή
πραγματικότητα. Άρα, η πραγματική διαλεκτική σχέση υπάρχει μόνο
μεταξύ θεού και ανθρώπου όπου ο άνθρωπος γίνεται η κατάφαση του Θεού
και ο Θεός γίνεται το εγώ του ανθρώπου. Δεν υπάρχω εγώ αλλά υπάρχει ο
Θεός μέσα μου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός» του Αποστόλου
Παύλου. Αυτή είναι η απόλυτη έκφραση της διαλεκτικής σχέσης στη δυτική
θεολογία που σημαίνει ότι το εγώ του Παύλου είναι ο ίδιος ο Θεός πια.
Επομένως, αυτή η σχέση απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον εγκλωβισμό
στον εαυτό του και την εγωκεντρική σκέψη, και με αυτόν τον τρόπο
καθίσταται ελεύθερος ο άνθρωπος. (*Αυτή είναι η βάση της φιλοσοφίας του
θεϊκού υπαρξισμού του Heidegger η οποία εν συνεχεία υιοθετείται απ’ τον
Bauer(?) και εφαρμόζεται στη δυτική θεολογία ως τη λεγόμενη ελευθερία του
προσώπου ή του ανθρώπου.*)
81
πρόσωπο. Επομένως η ελευθερία και η αγάπη του θεού, κατά τη δυτική
θεολογία, σημαίνει την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου.
Η σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού δεν είναι βουλησιαρχική (supremacy of the will)
αλλά ουσιαστική που σημαίνει ότι ο Υιός είναι ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος του
Πατρός. Είναι αυτός ο οποίος αποκαλύπτει τον Πατέρα, ο ενεργών της
Θεοφανίας της Π.Δ. και ενανθρωπίζεται στη Κ.Δ.. Υιός = βουλή Πατρός. Κατ’
αυτή την έννοια η ελευθερία και η αγάπη δεν είναι στοιχεία μέσα στα οποία
ερμηνεύουμε την Αγία Τριάδα, αλλά τη δημιουργία.
Γι’ αυτό το λόγο δε μπορεί να υπάρξει μια τέτοιου είδους ερμηνείας ούτε για την
Αγία Τριάδα, και ούτε για την ελευθερία του προσώπου. Η ελευθερία του
ανθρώπου δεν υπάρχει με τη κλήση απέναντι στο θεό, αλλά μέσα στη
περατότητα και στη κτιστότητά του. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος επειδή είναι
κτιστός και περατός, και επειδή καλείται πάντοτε να διαλέξει μεταξύ του ενός
και του άλλου, μεταξύ θέση και άρσης, να δεχθεί ή να αρνηθεί. Πάντοτε η
ελευθερία του προσώπου υπάρχει όταν καλείται ο άνθρωπος να διαλέξει.
Αλλιώς εάν δεν κληθεί να διαλέξει τότε είναι ανελεύθερος. Να γιατί ο Θεός
του δίνει την εντολή να μην δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό! Άρα κατά τους
πατέρες η επιλογή και η προαίρεση τον καθιστά ελεύθερος. Η επιλογή και η
82
προαίρεση είναι η ελευθερία του προσώπου. Εάν δεν υπάρχει προαίρεση
(δυνατότητα επιλογής) δεν υπάρχει ελευθερία, λένε ο Νύσσης και ο
Χρυσόστομος.
Σύγκριση: Επειδή στη δυτική παράδοση το εσύ στη περίπτωση του Θεού και του
ανθρώπου είναι ο Θεός και ο Θεός είναι η απόλυτη ελευθερία, γι’ αυτό και αυτή
η σχέση καθιστά τον άνθρωπο απολύτως ελεύθερος, γιατί διαλέγεται με το
απολύτως απόλυτο Όν. Αυτή είναι η θεολογικό-φιλοσοφική ερμηνεία.
Οι Πατέρες, όμως λένε ότι η ελευθερία του ανθρώπου δε θεμελιώνεται
στη σχέση του με τον θεό, αλλά στη δυνατότητα επιλογής. Όπως έχουμε πει, η
απόλυτη ελευθερία καθιστά τον άνθρωπο ανενεργός. Δε μπορεί να διαλέξει και
χρειάζεται μια ώθηση από κάποιον να του πει τι είναι προτιμότερο. Να υπάρξει
δηλαδή μια γνώμη που να βαρύνει κάποιον. Άρα η απόλυτη ελευθερία του
ανθρώπου είναι θάνατος για μας. Η ελευθερία βασίζεται στη προαίρεση και ο
άνθρωπος έχει τη συνείδηση της ελευθερίας του με τη συνείδηση ότι είναι
πεπερασμένο όν έναντι του Θεού και βεβαίως μέσα στη κτιστή πραγματικότητα
– έχει όρια. Ο άνθρωπος οδηγήθηκε στη πτώση διότι υπερέβη (exceeded) αυτή τη
αντίληψη και είπε «εγώ δεν είμαι πεπερασμένος, είμαι θεός».
Δηλαδή όσο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και έχει πλήρης συνείδηση
τον ορίων και της περατότητας του, είναι πραγματικά ελεύθερος και
πραγματικό ον. Από τι στιγμή που ο άνθρωπος θα υπερβεί αυτή τη άποψη και
θα θεωρήσει τον εαυτό του ότι έχει ξεπεράσει τα όρια, αυτός ο άνθρωπος έχει
εκπέσει από την ύπαρξή του. Έχει χάσει και την ελευθερία του και την ύπαρξή
του - θάνατος. (*Αυτό το βλέπουμε στη σημερινή εποχή όπου θεωρούμαστε ότι
μπορούμε να κάνουμε τα πάντα και γι’ αυτό από τη μία ο άνθρωπος δημιουργεί
και από τη δημιουργία του έρχεται η καταστροφή.*)
83
άνθρωπος μυροβλύζει, βλέπουμε το αποτέλεσμα μιας όχι μόνον θεωρητικού
τύπου μεταμόρφωση αλλά μία πραγματική μεταμόρφωση του ανθρώπου. Ή
όταν έχουμε κάποια θαυματουργική ενέργεια κάποιον λειψάνων, εκεί βλέπουμε
τη μεταμορφωτική ενέργεια της σχέσης αυτής.
Μια τέτοιου είδους, όμως, μεταμορφωτική ενέργεια δεν υπάρχει και δεν
διασφαλίζεται σε μια θεωρητική διαλεκτική σχέση Θεού και ανθρώπου, αλλά
μόνο με τη συνείδηση της περατότητός μου η οποία με οδηγεί σε μια ουσιαστική
σχέση με τον Θεό όπου ο ίδιος γνωρίζεται πλέον ως ο δημιουργός μου, ο μόνος
υπάρχων και η μόνη οντολογική πραγματικότητα. Δεν αναγνωρίζω τον εαυτόν
μου ως οντολογική πραγματικότητα - δεν είμαι τίποτα έναντι του Θεού. Εμείς (οι
ορθόδοξοι) λέμε Το αντίθετο ακριβώς από τους δυτικούς: Όχι ότι «εγώ είμαι»
έναντι του Θεού, αλλά «εγώ δεν είμαι τίποτα» έναντι του Θεού, και αυτό
είναι που με καθιστά όν, άνθρωπος, βούλημα και δημιούργημα του Θεού.
Γιατί εάν εγώ καθίσω έναντι του Θεού για να ανταλλαγούνε το εγώ και το εσύ,
είναι μια επι ίσης όρεις συζήτση πλέον και μια διαλεκτική σχέση. Έρχομαι εγώ
να μιλήσω με το Θεό και ο Θεός έρχεται να μιλήσει με εμένα. Εάν εγώ έρχομαι
έναντι του Θεού να μιλήσω, σημαίνει ότι α) καταφάσκω τον εαυτόν μου, και β)
θα γίνει το εγώ μου Θεός και ο Θεός το εγώ μου. Άρα, στέκομαι έναντι του Θεού
ως μια αυτόνομη οντότητα.
Στη θεολογική παράδοση όσον αφορά το προπατορικό αμάρτημα, οι
πατέρες λένε το αντίθετο, ότι εγώ δεν ίσταμαι έναντι του Θεού ως αυτόνομος
αλλά ως μη-ον έναντι του όντος. Εάν εγώ ως μη-ον βρίσκομε έναντι του όντος
δε λέω ότι «εγώ είμαι» αλλά «εγώ δεν είμαι» έναντι του Θεού. Άσχετα εάν ο Θεός
με θέλει και γι’ αυτό υπάρχω. Είναι η αυτοσυνειδησία η δική μου ότι εκ του
μη-όντος παρήλθα που με καθιστά ύπαρξη έναντι του Θεού. Είναι απολύτως
διαφορετικές οι προϋποθέσεις αντιλήψεως αυτής της σχέσης Θεού και
ανθρώπου. Όταν έχω τη συνείδηση ότι εγώ είμαι εκ του μη-όντος,
πεπερασμένος και εντός ορίων, αυτή η συνείδηση με καθιστά ύπαρξη και
ελεύθερο όν, και όχι μια διαλεκτική σχέση. Στη δυτική σκέψη δε μπορεί να
υπάρχει αυτό επειδή δεν υπάρχει η προϋπόθεση της διάκρισης κτιστού και
ακτίστου.
84
καταφάσκω τον εαυτό μου. Όμως στη πραγματικότητα, έναντι του Θεού εγώ δεν
υπάρχω αυτόνομα αλλά μόνον επειδή με θέλει ο Θεός. Η πραγματοκρατία (ότι
τα ονόματα έχουν ουσία και ύπαρξη) είναι και αυτό το ένα αποτέλεσμα που
φανερώνει τον τρόπο σκέψεις τον δυτικών: Ότι έχει όνομα έχει και ύπαρξη
επειδή δε μπορεί να ονομάζεται κάτι που δεν υπάρχει. Άρα κάθε όνομα έχει την
ύπαρξή του - το ορατό αντικείμενο και δεν είναι αφηρημένο. Μετά έρχονται ο
Όκκαμ και ο Francis & Roger Bacon και οι υπόλοιποι και αναιρούν αυτή τη
πραγματοκρατία.
Αυτή είναι η διαφοροποίηση, λεπτή, αλλά ουσιαστική, διότι όταν εγώ
ίσταμαι έναντι του Θεού με τη συνείδηση ότι είμαι μη-ον, αυτό με καθιστά ον.
Όμως εάν πω εγώ ότι υπάρχω έναντι του Θεού, αυτό με οδηγεί στη πτώση,
όπως στη περίπτωση του Αδάμ και του Εωσφόρου. Αυτό σημαίνει
εωσφορικός εγωισμός – όταν δεν δέχομαι τη πιθανότητα του λάθος μου και
της αδυναμίας μου. Αυτό εκφράζεται με το καλύτερο δυνατό τρόπο από τον
Νίτσε στη συνέχεια που υποστηρίζει τον υπεράνθρωπο: Δεν έχουμε ανάγκη το
θεό, μόνο τον υπεράνθρωπο. Η δυτική νοοτροπία δεν αφήνει τον άνθρωπο να
πει ότι εγώ δεν υπάρχω. Δεν υπάρχει η έννοια της ταπείνωσης ως συνείδηση των
ανθρωπίνων ελλείψεων - αυτογνωσία. Στον Θεό λέει μπορεί να μην είμαι το ίδιο
με εσένα αλλά «είμαι» και θα με σεβαστείς. Εδώ βασίζεται και η φεμινιστική
θεολογία στη δύση όπου φτάνουν στο σημείο που αρχίζουν να λένε ο/η Θεός.
Το Πατήρ, όμως, δε δηλώνει φύλο αλλά είναι περιληπτικό όνομα της ουσίας
όπου δηλώνει τη σχέση Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Ούτε με το όνομα
Υιός δηλώνεις φύλο γιατί είναι συγχρόνως και Λόγος. Η γυναίκα δεν έχει Λόγος;
Έχει η Λόγος και όχι ο Λόγος; Οδηγούμαστε σε γελοιότητες πια με τέτοιες
προϋποθέσεις.*)
Σύνοψη: Η σχέση Θεού και ανθρώπου στην ανατολική θεολογική παράδοση και
νοοτροπία προσδιορίζεται από τη συνείδηση της περατότητας και κτιστότητας
του ανθρώπου έναντι του Θεού και της κατ’ ουσίαν ανυπαρξίας του. Υπάρχω ως
βούλημα του Θεού και όχι ως αυτόνομη ύπαρξη. Στη δυτική παράδοση η
συνείδηση είναι ότι «εγώ υπάρχω» έναντι του θεού εξ ου και η διαλεκτική σχέση
Θεού και ανθρώπου ως επι ίσης όρεις διαλεγόμενων. Ενώ, σε μας δεν υπάρχει
διαλεκτικότητα. Η αναγνώριση της δικής μου κτιστότητας σημαίνει τη
κατάφαση της ύπαρξής μου από τον Θεό και τη μεταμόρφωσή μου, και η
απόλυτη μεταμόρφωση οδηγεί στην Αγιότητα – στη Θέωση, η οποία φαίνεται σε
ορατά σημεία πλέον π.χ. θαύματα. Αυτό που με οδηγεί να γίνω διαλεγόμενο
πρόσωπο με τον Θεό, δεν είναι η κατάφαση της ύπαρξής μου αλλά η
απόφαση της ύπαρξής του, εγώ δεν υπάρχω έναντι του Θεού εάν ο Θεός
είναι το όντος όν. Η εκ του μη-όντος ύπαρξή μου με οδηγεί στο να υπάρχω
πραγματικά σε κοινωνία με το Θεό, η οποία κοινωνία μου δίνει πραγματική
85
ύπαρξη. Γι’ αυτό έχουμε και τη πτώση του Αδάμ και της Εύας από τη στιγμή που
αρνήθηκαν αυτή την ουσιαστική αναφορά στο Θεό.
86
μόνος του μπορεί να ερμηνεύσει τα πάντα. Π.χ. Λένε τυπικά: «δεν χρειάζομαι
τον επίσκοπο να κοινωνήσω αλλά εγώ κοινωνώ με τον Θεό κατευθείαν».
Απορρίπτουνε και τα μυστήρια (οι περισσότεροι) και διαμορφώνουν μια
πνευματοκρατική αντίληψη και τρόπο ζωής υπέρ των ιερών μυστηρίων και της
εκκλησίας ως σώμα Χριστού, άρα συγκροτείται μόνον από το κήρυγμα και την
ιεραποστολή. Βεβαίως και αυτό είναι λάθος, διότι ποτέ δεν είναι το Άγιο Πνεύμα
χωρίς τα άλλα δύο πρόσωπα.
87
Ανακεφαλαίωση της Τριαδολογίας
Τελειώσαμε με της διακρίσεις
ουσίας και ενεργείας
των προσώπων της Αγίας Τριάδος,
Ουσίας, υποστάσεως και προσώπου
και βεβαίως με τη διασαφήνιση όλων αυτών των όρων σε σχέση με τη δυτική
θεολογία. Άρα ολοκληρώσαμε τη Τριαδολογία. Βεβαίως αυτές οι διακρίσεις
τριαδολογία, φυσιολογία, ανθρωπολογία είναι μόνο λειτουργικές και όχι
ουσιαστικές.
Αφού περιγράψαμε τον Θεό με βάση των ακτίστων θείων ενεργειών [στη
Τριαδολογία] μπαίνουμε στην εκ του μη-όντος δημιουργία του κόσμου.
Αυτό ήταν το πρώτο σημείο που εκφράζουν οι πατέρες με την εκ του μη-όντος
δημιουργία. Δηλαδή δεν είναι εκ του μηδενός (η δημιουργία) αλλά εκ της
βουλήσεως του Θεού, άρα εάν ήταν εκ του μηδενός τότε δεν θα ήταν εκ της
βουλήσεως του Θεού. Επομένως, εκ του μη-όντος σημαίνει εκ της βουλήσεως.
88
(*Αυτή είναι η μια ερμηνεία της εκ του μη-όντος δημιουργίας. Το μη-ον σημαίνει
και η κακία, και αυτή η διάκριση τη κάνει ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Εάν η
κακία ήταν εκ του μη-ον, όπως είναι οι άνθρωποι, τότε όλοι οι άνθρωποι θα ήταν
κακοί. Αυτό θα δούμε παρακάτω στο πρόβλημα του κακού*)
Κοινωνία Θεού και κόσμου: Δεν υπάρχει φύση κοινωνίας Θεού και ανθρώπου
όπως υπάρχει μεταξύ Πατήρ, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Κατά φύση κοινωνούν
τα πρόσωπα - οι υποστάσεις της Αγίας Τριάδος μεταξύ τους και βεβαίως
υπάρχουν οι ενέργειες: το γεννάν και το εκπορεύειν του Πατρός, το γεννάται
το Υιού και του εκπορεύεται του Αγίου Πνεύματος. Επομένως μεταξύ κτιστής
πραγματικότητας και Θεού μεσολαβούν οι άκτιστες θείες ενέργειες μέσω των
οποίων κοινωνεί η κτιστή πραγματικότητα. Η κοινωνία είναι αποτέλεσμα της
κλήσης από τον Θεό. Ο Θεός καλεί τα όντα στην ύπαρξη και δημιουργούνται, ή
ακριβέστερα, καλεί τα μη-όντα σε όντα. Ο Θεός όταν καλεί κάτι αυτό γίνεται
επειδή η βούληση του θεού έχει οντολογικό χαρακτήρα που σημαίνει ότι ό,τι
θέλει υπάρχει. Δεν υπάρχει κάτι που να μη θέλει ο Θεός ή κάτι που θέλει που να
μην υπάρχει. Ο κόσμος ως ετερούσιος της θείας ουσίας υπάρχει μόνον δια της
μετοχής στη Ζωή. Επομένως σε περίπτωση που ο Θεός θα έπαυε να θέλει κάτι,
αυτό θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Ούτε η μνήμη του δε θα υπήρχε.
Επομένως αν πάρει τη πνοή/το πνεύμα του ο Θεός από κάτι τα πάντα χάνονται
από την ύπαρξή αυτού. Επομένως εάν πούμε «εκ του μηδενός υπάρχει η ζωή»
αυτό είναι λάθος. Εφόσον εκ του μη-όντος = η βούληση του θεού, το εκ του
μη-όντος δημιουργία σημαίνει τη παραγωγή της δημιουργίας όχι εκ της
ουσίας του θεού, αλλά εκ της βουλητικής ενεργείας – από την ενέργεια της
θείας βουλήσεως.
Ο Χρόνος
89
Άρα η διαφορά είναι φυσική/ποιοτική και όχι χρονική ή τοπική, γιατί οι
κατηγορίες του χρόνου και του τόπου προσδιορίζουν τα όντα εντός της
δημιουργίας και όχι εκτός. Γι’ αυτό η «αρχή» σημαίνει ότι η κτιστή φύση είναι
αρρήκτως συνδεδεμένη με το χρόνο. Πάντοτε όταν μιλάμε περί αρχής εννοούμε
τη χρονική αρχή κυρίως, που σημαίνει συγχρόνως την έναρξη ενός γεγονότος
γιατί ο χρόνος είναι το μέτρο κίνησης ενός πράγματος όπου τόπος και χρόνος
ενώνονται. Και βεβαίως με την έννοια του χρόνου στη κτιστή πραγματικότητα
συνεπινοείται και η προηγούμενη ανυπαρξία αυτού του γεγονότος. Όταν λέμε
ότι άρχισε κάτι προηγουμένως, δεν υπήρχε αυτό πριν αρχίζει. Επομένως μιλούμε
για τη χρονική αρχή ενός γεγονότος και συγχρόνως προϋποθέτουμε τη πρότερα
ανυπαρξία.
Στην άκτιστη Θεία φύση η αρχή σημαίνει την αίτια του τρόπου
υπάρξεως και δεν αποτελεί σημείο διακρίσεως προηγούμενης και
μεταγενέστερης καταστάσεως. Η αρχή είναι αιτία του τρόπου υπάρξεως του
θεού.
Σύνοψη: Επομένως η αρχή στην μεν κτιστή πραγματικότητα έχει χρονική έννοια
και σημαίνει την προγενέστερη ανυπαρξία ενός γεγονότος, στην δε Άκτιστη
Θεία Φύση η αρχή έχει αιτιατή σημασία (την αιτία) με υπαρξιακό μέγεθος του
τρόπου υπάρξεως των υποστάσεων και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση σημείο
που να διακρίνει μεταξύ προγενέστερο και μεταγενέστερο.
Η κτίση, όμως, επειδή χωρίζεται σε άυλη και υλική διακρίνεται στη συνέχεια
στον ροώδη χρόνο και στον αιώνα ο οποίος όπως είπαμε είναι παραστατικός της
οντολογικής διαστάσεως της κτίσεως (κτίση δηλαδή σαν όν). Ο ροώδης χρόνος
έχει την έννοια του μέτρου εφόσον η κτίση χαρακτηρίζεται ως μετρική κίνηση.
Όλες η καταστάσεις φθείρουνε, ο κόσμος αλλάζει μορφή και γενικότερα τα
πάντα κινούνται, είτε είναι μια κατάσταση είτε υλικά πράγματα. Ο ροώδης
χρόνος έχει την έννοια του μέτρου και σημαίνει την αλλοίωση των όντων και την
γένεση – τη δημιουργία, και φυσικά αυτός ο ροώδης χρόνος δεν επεκτείνεται στο
άπειρο. Το τέλος αυτού του χρόνου είναι κατά τους Καππαδόκες η όγδοη ημέρα.
Η έβδομη μέρα είναι αυτή που ζούμε τώρα μετά τη σάρκωση του Λόγου του
Θεού και η όγδοη μέρα είναι μετά τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού και τη
κρίση των όντων. Η όγδοη μέρα, λοιπόν, είναι όπου ο χρόνος της ζωής πλέον
παρατείνεται στο ατελεύτητο. Γι’ αυτό και οι πατέρες λένε ότι το ατελεύτητο δεν
είναι χαρακτηριστικό όνομα της θεότητας, διότι ατελεύτητη είναι και η
90
δημιουργία. Η όγδοη μέρα, ακριβώς, σημαίνει – το ατελεύτητο της ζωής η
οποία φυσικά δεν θα εμποδίζεται από τη φυσική περατότητα της
δημιουργίας.
*Βλ. κείμενο 8): Η εκ του μη όντος δημιουργία – 5) Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν
ἕκτον Ψαλμὸς περὶ τῆς ὀγδόης
Η βούληση του Θεού διακρίνει, όχι ο χρόνος: Η κτιστότητα του κόσμου είναι
στη βούληση του Θεού η οποία βούληση ποτέ δε μπορεί να αλλάξει διότι δε
μπορεί αν έχει αρχή και τέλος. Εάν βάλουμε χρόνο στη βούληση και λέμε ότι ο
θεός θέλησε από μια στιγμή και μετά, αυτό σημαίνει ότι πριν δεν ήθελε. Άλλα
το να μη θέλω και μετά να θελήσω κάτι, αυτό σημαίνει μεταβολή. Εάν
υπάρχει μεταβολή μέσα στον θεό αυτό σημαίνει αλλοίωση. Η αλλοίωση
παραπέμπει στη φθορά και η φθορά στη κτιστότητα. Επομένως ο Θεός θα
είναι κτιστός εάν δεχθούμε ότι κάποτε δεν ήθελε και μετά θέληση τη
δημιουργία. Γι’ αυτό δεν εισάγεται ποτέ χρόνος μέσα στην αΐδια ύπαρξη του
91
Θεού. Η διαφοροποίηση είναι στη βούληση. Γι’ αυτό και δεν αποδίδουμε τις
υποστάσεις του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στη βούληση του Πατρός γιατί
κατ’ ανάγκη θα ήταν κτιστές όπως η δημιουργία. Άρα η διαφοροποίηση κτιστού
και ακτίστου δεν έγκειται στο χρόνο αλλά στη βούληση του Θεού.
(* Υπάρχουνε τρεις χρόνοι: ο ροώδης στον οποίο ζούμε εμείς, ο αιώνας στον
οποίο ζούνε οι άγγελοι και οι κεκοιμημένες ψυχές των ανθρώπων και οι
δαίμονες, και η αϊδιότητα που περιγράφει τον Θεό.*)
Θεολογία και επιστήμη: Ο Θεός λοιπόν διαφοροποιείται από τη κτίση όχι κατά
τη χρονική απόσταση αλλά κατά το κτιστό και άκτιστο. Στη διάκριση και σχέση
κτιστού και ακτίστου εντάσσεται και η έννοια του θαύματος, το οποίο έρχεται
πολλές φορές σε αντίθεση με την επιστημονική σκέψη. Στη προκειμένη
περίπτωση θα πρέπει να προσδιορίσουμε τη σχέση μεταξύ θεολογίας και
επιστήμης. Η θεολογία δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με την επιστήμη ούτε η
επιστήμη κατ’ ουσίαν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη θεολογία, διότι η δρόμοι
αυτών των δύο χώρων δεν συμπλέκονται σε καμία περίπτωση. Δεν εξηγούνται
τα θεολογικά θέματα με επιστημονικό τρόπο, ούτε τα επιστημονικά
αποτελέσματα εξηγούνται με θεολογικό τρόπο. Το ενδιαφέρουν και ο σκοπός
της θεολογίας είναι διαφορετικά από τα αντίστοιχα της επιστήμης. Η θεολογία
ενδιαφέρεται για το ποιος έκανε τον κόσμο και όχι για το πώς ακριβώς
γίνεται ο κόσμος όσον αφορά την ανάλυση των υλικών πραγμάτων με
πειραματικούς μεθόδους. Η θεολογία ενδιαφέρεται για το ποια είναι η αιτία
του κόσμου, όχι την υλική ή φυσική αιτία, αλλά για το ποιος έδωσε την έναρξη,
την αρχή, την πρώτη αρχή δημιουργίας αυτών όλων. Γι’ αυτό και δεν μας
ενδιαφέρει ο χρόνος. Εμείς πιστεύουμε ότι η δημιουργία δεν έχει αρχή στον
ροώδη χρόνο που ξέρουμε. Με αυτή τη χρονική έννοια ο κόσμος είναι άχρονος –
προαιώνιος στη βούληση του Θεού. Δεν έχει σημασία για μας εάν οι επιστήμονες
μας καταλαβαίνουν ή όχι, ως θεολόγοι υποστηρίζουμε αυτό που πρέπει. Η
θεολογία μπορεί να ενδιαφέρεται για το πώς έγινε ο κόσμος στη περίπτωση π.χ.
της θεωρίας της εξελίξεως τον ειδών μεταξύ τους του Δαρβίνου, δηλαδή εάν ο
άνθρωπος προέρχεται από τον πίθηκο ή όχι. Εκεί η θεολογία έχει λόγω αλλά όχι
όμως όσον αφορά την εξέλιξη των ειδών. Οπωσδήποτε ο άνθρωπος μπορεί να
ήταν πιο τέλειος από τον σημερινό άνθρωπο, να πέρασε μία κάμψη και να
έφτασε στη πρωτόγονη μορφή και τώρα βρίσκεται πάλη στη διαδικασία
ανάκαμψης, δηλαδή να ξανά έρχεται στη κατάσταση της προτέρας
καταστάσεως πριν την πρωτόγονη αυτή κατάσταση. Μπορεί! Δε λέμε ότι έτσι
είναι αλλά μπορεί, αλλά δεν ενδιαφέρει τη θεολογία αυτό. Μπορεί να ήταν όντος
92
μια εξελικτική συνέχεια από τη πρωτόγονη μορφή απ’ όπου εξελίσσεται
συνέχεια ο άνθρωπος. Και αυτό αποδεκτό.
Δε μας ενδιαφέρει, ως θεολόγους, η εξέλιξη των ειδών, αλλά το ποιος και
(το άλλο πολύ σπουδαίο) το γιατί φτιάχτηκε όλος αυτός ο κόσμος, σημείο όπου η
επιστήμη δεν ενδιαφέρεται. Γιατί να δημιουργηθούμε, να υπάρχουμε, να ζούμε,
να δημιουργούμε οικογένεια; Γιατί να έχουμε όλες αυτές τις αναζητήσεις, γιατί
να δημιουργούμε πολιτισμό; Γιατί να υπάρχουμε; Και πάλι στις ερωτήσεις αυτές
η επιστήμη δεν έχει λόγο. Γι’ αυτό και η θεολογία δεν ανήκει στις ανθρωπιστικές
επιστήμες με τη κλασσική στενή έννοια, γιατί οι ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως
επί παραδείγματι η κοινωνιολογία, ασχολείται με τη κοινωνία όπως αυτή
λειτουργεί και υπάρχει. Δεν ασχολείται με το πριν και το μετά της κοινωνίας.
Και πάλι η ψυχολογία ασχολείται με τον άνθρωπο όπως αυτός λειτουργεί, αλλά
όχι με το σκοπό – γιατί δημιουργήθηκε ο άνθρωπος εν γένι; Ασχολείται με τα
προβλήματα που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή και ψάχνει να βρει τα αίτια ή
να προσδιορίσουν την εξέλιξη των γεγονότων στο παρελθών, παρών και μέλλον,
και πάντοτε έχοντας υπόψη τη περίπτωση του λάθους. Αλλά η θεολογία λέει:
Γιατί να υπάρχει το σύμπαν και ο κόσμος όπως υπάρχει; Όχι μόνο τώρα αλλά
και πριν και στο μέλλον, και που θα καταλήξει. Ποιος είναι ο σκοπός όλης αυτής
της δημιουργίας; Εντελώς διαφορετικά πράγματα.
93
οι δύο μιλάνε περί και αναζητάνε την αλήθεια και γι’ αυτό πολλές φορές
συμπλέκονται και συγχέονται, και γι’ αυτό έχουμε θεολόγους να φιλοσοφούν
και φιλοσόφους να θεολογούν και από αυτή τη μύξη γίνεται κάτι που δεν είναι
ούτε θεολογία, ούτε φιλοσοφία.
Τι είναι θαύμα;
Βλέπουμε πως τα ιστορικά γεγονότα αποκαλύπτουν τον Θεό. Δεν είναι μόνον
μια φυσική εξέλιξη που βασίζεται στη φυσική αιτιότητα, αλλά αυτή η ίδια
φυσική εξέλιξη και φυσική αιτιότητα παραπέμπει στην αποκάλυψη του Θεού. Γι’
αυτό τα θαύματα αποκαλούνται «σημεία» της παρουσίας του Θεού. Στην
Αγία Γραφή το θαύμα δεν έχει την έννοια που ξέρουμε σήμερα, αλλά καλούνται
«σημεία» της παρουσίας του θεού.
Θαύμα και πίστη: Το θαύμα δεν προκαλεί τη πίστη αλλά τη προϋποθέτει. Γι’
αυτό είναι λάθος να λέμε «θα πιστεύαμε αν γινόταν ένα θαύμα» επειδή με αυτή
τη θέση δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, και είναι ακριβώς αντίθετες οι
προϋποθέσεις. (*Ένας που αναζητείται το θαύμα για να πιστεύει ουδέποτε δε
πρόκειται να δει θαύμα, αλλά ακόμη αν γίνει δε θα το δει και θα βρει ένα τρόπο
ερμηνείας να το αμφισβητήσει για να επιβεβαιώσει την απιστία του*). Το θαύμα
προϋποθέτει την πίστη δεν προκαλεί την πίστη. Γι’ αυτό ο Χριστός αρνείται να
κάνει θαύματα ενώπιον των απίστων και λέει στο Ματθ. 13:58 «καὶ οὐκ ἐποίησεν
94
ἐκεῖ δυνάμεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν». Το θαύμα λοιπόν δεν γίνεται
στον άνθρωπο που ζητά για να πιστέψει, γιατί τα θαύματα δεν έχουν ως
σκοπό να αποδείξουν τον Θεό, την άκτιστη θεία παρουσία και την ενέργεια
του Θεού μέσα στον κόσμο, άλλα έχουν ως σκοπό να τονίσουν τη
προνοητική, συντηρητική και (ανα)δημιουργική θεία ενέργεια στον πιστό
Χριστιανό. Άρα τα θαύματα δεν αποδεικνύουν την ύπαρξή της θείας ενέργειας
αλλά τονίζουν την ήδη υπάρχουσα ενέργεια την οποία αποδέχεται ο πιστός
χριστιανός ως ενέργεια του Θεού.
95
εντός της εκκλησίας όπου τα μέλη συνενώνονται μεταξύ τους με τη κοινή πίστη
υπάρχει το θαύμα, γιατί αυτή η πρόοδος των ανθρώπων και η συνέχεια της
ιστορίας και της ζωής υπάρχει μόνο στην κοινότητα της εκκλησίας. Από τη
στιγμή που θα απομονώσεις το άτομο από την εκκλησία σε μια κοινωνία έξω και
μακριά από την εκκλησία τότε αυτό θα ζει τον θάνατο. Απομονώνεται, χάνει την
κίνηση και την δημιουργικότητα του. Όταν ολόκληρη η κοινωνία απομονώνεται
από την εκκλησία τότε χάνει τη ανανεωτική πορεία της, δεν ανανεώνεται και
νεκρώνει. Λέμε σήμερα «γιατί δεν υπάρχουν πνευματική άνθρωποι»; Γιατί
ακριβώς η κοινωνία έγινε μια ανθρωποκεντρική, ατομοκεντρική κοινωνία, γιατί
χάθηκε αυτή η αναφορά του ανθρώπου προς κάτι άλλο ώστε να δίνει αυτή τη
συνέχεια ή πορεία προς τα έξω. Επικρατεί το ατομικό συμφέρων, οι χρηματο-
οικονομικές σχέσεις, η δύναμη της αγοράς – προσφορά και ζήτηση, το τι με
συμφέρει και τι δε με συμφέρει, και αυτό οδηγεί στο θάνατο. Γι’ αυτό λοιπόν το
θαύμα υπάρχει μόνο εντός της εκκλησίας και γι’ αυτό έρχεται προς δόξα του
ανθρώπου αλλά στη μεταμόρφωση του προς τη δόξα του Θεού. Άρα η δόξα του
ανθρώπου έγκειται προς δόξα Θεού – η πορεία του προς τη δόξα του θεού.
96
των πραγμάτων μέσα στο χρόνο και στην ιστορία, αλλά είναι διαχρονική. Η
αποκάλυψη αφορά το γεγονός αυτό καθαυτό και όχι την εφαρμογή και την
έκφραση αυτού του γεγονότος σε μία χρονική στιγμή ή σε ένα συγκεκριμένο
χώρο. Το περιεχόμενο της αποκάλυψης μπορεί να εκφράζεται ποικιλοτρόπως
αλλά είναι ένα και ενιαίο και δεν συνδέεται με μια συγκεκριμένη στιγμιαία
περιγραφή και έκφραση. Άρα η γνώση της θεολογίας είναι γνώση σταθερή γιατί
αφορά το γεγονός αυτό καθαυτό, όχι τον τρόπο έκφρασης του γεγονότος, ούτε
συνδέεται με διάφορες ιστορικές στιγμές ή διάφορα ιστορικά γεγονότα. Γιατί εάν
συνδεθεί η αποκάλυψη με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται η αποκάλυψη,
τότε γίνεται συντήρηση και παρελθόν. Στη θεολογία δεν υπάρχει παρελθόν και
μέλλον – χθες και αύριο, εκσυγχρονισμός, ανανέωση, κ.λπ.
*Βλ. κείμενο 9): Θαύμα και φύση – 3) Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπολογητικὸς περὶ
τῆς Ἑξαημέρου
Αυτά σημαίνουν ότι ο θεός κατέβαλε εξ αρχής τις πρώτες αρχές ή σπερματικές
καταβολές από την δημιουργική ενέργειά του.
*Βλ. κείμενο 9): Θαύμα και φύση – 4) Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον,
Το ίδιο ακριβώς αναφέρει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης όπου επισημαίνει ότι
ολόκληρη η δημιουργία έγινε από τον θεό σε μια μόνη στιγμή, και στη συνέχεια
εξελίσσεται και φανερώνεται κατά τα είδη.
*Βλ. κείμενο 9): Θαύμα και φύση – 5) Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπολογητικὸς περὶ
τῆς Ἑξαημέρου
Έτσι λοιπόν ο Θεός δίνει τις αφορμές και τις αιτίες της δημιουργίας οι οποίες
βεβαίως βρίσκονται στην εμφάνεια. Με την πρώτη ορμή της θελήσεως, την
πρώτη ενέργεια ή την κίνηση της βουλήσεως του θεού, εμφανίζονται και
97
γίνονται πραγματικότητα. Αρχίζει σταδιακά δηλαδή να εμφανίζεται η
δημιουργία και τα όντα. Στη βουλή όμως του θεού όλα υπήρχαν προαιωνίως.
Εξηγεί ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης το πως γίνεται . . .
*Βλ. κείμενο 9): Θαύμα και φύση – 6) Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπολογητικὸς περὶ
τῆς Ἑξαημέρου
98
φιλοσοφικές προϋποθέσεις για να εξηγήσουνε αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό και
μέχρι σήμερα δεν υπάρχει διάκριση στη δυτική εκκλησία μεταξύ κτιστού και
ακτίστου. Ακόμη και στη σύγχρονη θεολογική γλώσσα μιλάνε για δημιούργημα
και ο Θεός – για δημιουργό και δημιουργία, αλλά όχι για κτιστό και άκτιστο.
Άλλη η βαρύτητα των όρων αυτών και άλλη του δημιουργού και του
δημιουργήματος τα οποία έχουμε ήδη στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, όπως
στον Πλάτωνα.
*Βλ. κείμενο 9): Θαύμα και φύση – 9) Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Γ΄
Αγγελολογία
99
και τη ψυχή του ανθρώπου και γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους
μέσω της διανοίας. Άρα έχουμε δύο οντολογικές κατηγορίες: το κτιστό και το
άκτιστο. Η άκτιστη φύση φυσικά δεν διαιρείται, αλλά επειδή ακριβώς το
κτιστό βρίσκεται μέσα στη περατότητα της αρχής και του τέλους – εντός ορίων,
γι’ αυτό υπάρχει και επιπλέων διαίρεση στο ορατό και στο αόρατο.
*Βλ. Κείμενο 7): Η ιεράρχηση των όντων-κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν – 1)
Γρηγορίου Παλαμά, Αντιρρητικός 5.
Αν και διακρίνονται οι θεϊκές ενέργειες δεν είναι πολλές και διάφορες. Η ίδια
είναι η ενέργεια από την οποία το κάθε είδος μεταλαμβάνει από κάποια μέρη
αυτής της ενιαίας ενεργείας. Π.χ. οι άγγελοι των εννέα ταγμάτων που είναι
πνευματικά άυλα όντα, δεν μεταλαμβάνουν της ουσιοποιού και ζωοποιού
ενεργείας εφόσον αυτές αναφέρονται στην ύλη και στη ζωή, αλλά μόνο της
σοφοποιού (της λογικής φύσεως ως έλλογα όντα) και της θεοποιού. Και εδώ
είναι ο λόγος που ο άνθρωπος υπερέχει τον αγγέλων, στο ότι δεν μετέχει
μόνον πνευματικά, όπως πνευματικός είναι ο Θεός, αλλά μετέχει και υλικά.
Άρα μετέχει γενικώς ο άνθρωπος σε όλες τις ενέργειες του Θεού, ακόμη και στην
ζωοποιό και στην ουσιοποιό που αφορούν μόνο την ύλη. Ο άνθρωπος δηλαδή
μετέχει καθ’ ολοκληρία σε όλες τις ενέργειες του Θεού, ή αλλιώς, στη μία
δημιουργική ενέργεια του Θεού στην οποία μετέχει καθόλου – κατά το σύνολο,
γι’ αυτό και λέγεται συνδημιουργός μαζί με τον δημιουργικό Θεό. Η
κατεξοχήν ενέργεια του Θεού είναι η δημιουργική που παίρνει διάφορες
μορφές. Η ενέργεια όμως του Θεού είναι ενιαία και όχι πολλές αλλιώς θα
υπήρχε πολλότητα και σύνθεση στον Θεό και άρα δε θα είχε απλή ουσία.
Οτιδήποτε υπάρχει εκτός του Θεού είναι κτιστό και αυτό βρίσκεται
πάντοτε και αναγκαίως σε αναφορά προς τον Θεό.
Ο Θεός συνέχει τόσο την άλογη κτιστή πραγματικότητα όσο και την
έλλογη.
Μόνον η έλλογη κτίση μπορεί να μετέχει της θεώσεως ως απάντηση
στη βούληση του Θεού. Μόνο τα έλλογα όντα μπορούν να αποκριθούν
διότι μπορούν να αποδεχθούν τη βούληση του Θεού ελευθέρως και να
ταυτίσουν του θέλημά τους με το θέλημα του Θεού. Εδώ έχουμε την
ενεργοποίηση του φυσικού θελήματος πέραν του γνωμικού θελήματος.
100
Το φυσικό θέλημα σημαίνει ότι εγώ θέλω ελευθέρως αυτό που θέλει ο
Θεός και άρα ταυτίζω το θέλημά μου με το θέλημα του Θεού. Αυτό
γίνεται στην ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού όπου η βούληση της
ανθρωπίνης φύσεως εταυτίζετο με τη βούληση του Θεού και δεν ήταν
άβουλη. Γι’ αυτό ο Χριστός ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο δεν
ενεργοποιείται το γνωμικό θέλημα.
101
Ιδιότητες των Αγγέλων: Έτσι λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Έκδοσης
Ακριβής. Κεφ. 17) εκφράζει τους αγγέλους ως ουσία νοερά ακίνητος, αυτεξούσιος,
ασώματος, Θεό-λειτουργούσα, αθάνατος (όχι φύσει αθάνατος αλλά κατά χάρη).
Προς εμάς οι άγγελοι είναι αόρατοι και άυλοι, όχι όμως προς τον Θεό. Οι άγγελοι
είναι κτίσματα τα οποία απλώς τιμούνται από εμάς ως λειτουργικά πνεύματα
του Θεού, όπως και οι άγιοι και η Παναγία, άρα ούτε λατρεύονται ούτε
προσκυνούνται.
102
Ο Μ. Βασίλειος λέει ότι κάθε άνθρωπος έχει τον άγγελό του ως λειτουργικό
πνεύμα και βεβαίως δεν επηρεάζει την ελευθερία του ανθρώπου. Εάν κάποιος
πεθαίνει και διακόπτεται η κοινωνία του με τον Θεό, το γεγονός ότι κολάζεται δε
σημαίνει ότι ο άγγελος του θα συνυπάρχει με τον δαίμονα σε αυτή τη ψυχή.
Δηλαδή πιθανότατα η λειτουργικότητα των αγγέλων βρίσκεται στους
ανθρώπους οι οποίοι μετέχουν της κοινωνίας με τον Θεό, και βεβαίους στους
ανθρώπους τους οποίους δεν έχει παγιωθεί η επιθυμία τους προς τον Θεό η
αντίθετα και επομένως βρίσκεται ο άγγελος για να βοηθά τη πνευματική
πορεία του ανθρώπου. Άρα πιθανών είναι ότι εάν η απόφαση μας παγιωθεί και
είναι αρνητική έναντι του Θεού δε πρέπει ο άγγελος να συνεχίζει να βρίσκεται
δίπλα μας.
Η λειτουργικότητα δεν αφορά μόνο τη σχέση ενός αγγέλου με έναν
άνθρωπο αλλά υπάρχουν και άλλα τάγματα όπως οι άγγελοι των εθνών –
προστατεύει ένα ολόκληρο έθνος.
Ενώ είναι αόρατες υπάρξεις εμφανίζονται σε ανθρώπους κατά καιρούς,
όπως στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου από τον Γαβριήλ.
*Βλ. Κείμενο 7): Η ιεράρχηση των όντων-κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν – 4)
Μ. Ἀθανασίου, Βίος καὶ πολιτεία
Η φύση του ανθρώπου, εξαιτίας της κτιστότητας, είναι μετοχή. Άρα το είναι του
έχει ανάγκη τη κοινωνία με το όντος Όν και άρα ότι έχει το έχει κατά χάρη. Η
103
ανάγκη τις μετοχής καθορίζει και την ανάγκη κοινωνικότητας με άλλα όντα
πράγμα που καθιστά τον άνθρωπο ως κοινωνικό όν που δημιουργεί πολιτισμό.
Άρα οντολογικά ο άνθρωπος φύσει κοινωνεί - μετέχει. Όταν μετέχει των
ακτίστων θείων ενεργειών αυτό είναι το τέλειο. Όταν όμως δε μετέχει σύμφωνα
με τη φύση τις ενέργειες του Θεού του, αλλά με το παράφυση, οδηγείται στο
κακό. Όταν λέμε κατ’ ουσίαν αγαθός αυτό σημαίνει μη-δυνατότητας να πραχθεί
κακό. Όταν λέμε κατά μετοχή αγαθός σημαίνει ότι υπάρχει και η περίπτωση του
αντιθέτου. Γι’ αυτό μόνο στον Θεό όλα υπάρχουν κατ’ ουσίαν, φύσει αγαθός –
αυτάγαθος ο Θεός.
Καθ’ Ομοίωσιν: Άρα στη προκειμένη περίπτωση μιλάμε για κοινωνία και
μετοχή του ανθρώπου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και οι περισσότεροι
πατέρες λένε ότι το καθ’ ομοίωση είναι το ζητούμενο που πρέπει να φτάσουμε,
και άρα δεν το έχουμε. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν είχε το καθ’
ομοίωση προπτωτικώς. Εδώ φαίνεται ότι έχουμε αντίφαση αφού από τη μια
λέμε ότι πλάσθηκε με το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση και από την άλλη
λέμε ότι έχει το κατ’ εικόνα και αναζητά το καθ’ ομοίωση. Που οφείλεται
αυτή η αντίφαση; Που υπάρχει; Μετά τη πτώση το καθ’ ομοίωση το χάνει ενώ
το είχε πριν ή και πριν τη πτώση δεν είχε το καθ’ ομοίωση κα έπρεπε να το
φτάσει αλλά δε τα κατάφερε; Το πιθανόν είναι ότι προπτωτικώς είχε το καθ’
ομοίωση αλλά δεν είχε σταθεροποιηθεί σε αυτό. Εκεί ήταν το ζητούμενο, όχι
να φτάσει αλλά να στερεοποιηθεί στο καθ’ ομοίωση, η οποία στερέωση θα
ήταν δυνατόν να γίνει εάν ακολουθούσε τη βούληση του Θεού – αν γινόταν
υπήκοος. Άρα υπήρχε η ομοιότητα στις αρετές του Θεού στον άνθρωπο και
προπτωτικώς, αλλά δεν τις είχε πλέον σταθεροποιήσει μέσα του.
104
υπήρχε προπτωτικώς, μετά τη πτώση χάθηκε στους ανθρώπους και πλέον
είναι το ζητούμενο. Δεν εξαχρειώθηκε το κατ’ εικόνα όμως όπως λένε οι
προτεστάντες. Ναι μεν αμαυρώθηκε - καλύφθηκε από την ακοινωνησία με τον
Θεό, αλλά αυτό είναι αναστρέψιμο, δηλαδή μπορεί να ξεκινήσει η αντίθετη
πορεία, να κοινωνεί ο άνθρωπος με τον Θεό και να οδηγείται στο να αποκτά
πάλι την καθ’ ομοίωση.
Στους μεν δαίμονες ενώ είναι το ζητούμενο δεν το θέλουν και έχουν
σταθεροποιηθεί στην απόφασή τους, και αυτή είναι η κόλαση, ενώ οι άνθρωποι
το θέλουνε αλλά μπορεί να γίνει μόνο με πνευματικό αγώνα. Όπως και άγγελοι
είναι σταθεροί – κοινωνούν με τον Θεό και μετέχουν των θείων ενεργειών, πλέον
δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν επειδή δεν θέλουν. Αυτή η βούληση δεν
υπήρχε στον άνθρωπο προπτωτικώς. Εάν ο άνθρωπος είχε σταθεροποιηθεί
πριν τη πτώση δεν θα υπήρχε περίπτωση να πει ότι δε θέλει τον Θεό. Ως
δυνατότητα πάντα υπάρχει αλλά δε θα υπήρχε κατ’ ενέργεια.
Η δυναμικότητα ισχύει όμως και μετά τη στερέωση με έναν άλλο τρόπο.
Επειδή ακριβώς η μετοχή στο καθ’ ομοίωση δεν τελειώνει ποτέ, αυτή είναι η
δυναμική της. Δηλαδή εξαιτίας του ότι ο Θεός είναι άκτιστος και άρα όλες οι
ιδιότητες του Θεού δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος, και γι’ αυτό οι ενέργειες του
Θεού είναι άκτιστες, γι’ αυτό η μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού δεν
έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος, πράγμα που σημαίνει τον δυναμικό χαρακτήρα
του καθ’ ομοίωση.
105
πραγματικότητά μας συνεχώς αλλάζει. Απλώς πάντα περιγράφουμε. Για τον
ένα η ζωή σημαίνει οικογένεια, για τον άλλο χρήματα δόξα. Όλα αυτά είναι μια
δυναμική που αλλάζουν με το χρόνο είναι σχετικά.*)
Σύνοψη: Το κατ’ εικόνα επομένως του Θεού στον άνθρωπο είναι το λογικό
και το αυτεξούσιο, το καθ’ ομοίωση είναι οι αρετές – η μετοχή στις άκτιστες
θείες ενέργειες. Εάν ο άνθρωπος δεν μετέχει των ιδιοτήτων του Θεού οδηγείται
στο παρά φύση, στο παράνομο (όχι σύμφωνα με τον νόμο και την φύση). Η
λογική του ανθρώπου – ο νους, επειδή ακριβώς έχει πλασθεί κατ’ εικόνα Θεού
παρέχει/ρέπει προς το Αγαθό και τη Ζωή – προς τον Θεό από όπου αντλεί την
ζωή. (*Γι’ αυτό και πάντοτε ο Θεός υπάρχει στη ζωή του ανθρώπου, και δεν
υπάρχει άνθρωπος χωρίς Θεό. Η ανθρωπολογία μας δείχνει πως από τις πρώτες
μορφές ανθρώπινης κοινωνίας έχουμε θρησκεία – την αναζήτηση του Θεού και
τη θεοποίηση. Ο Θεός είναι υπαρκτός, το τι είναι Θεός είναι άλλο θέμα, αλλά
είναι πάντοτε μέσα στη ζωή του ανθρώπου. Το θέμα είναι που
προσανατολίζεσαι.*)
(*Παρένθεση: Γι’ αυτό όσοι ζουν μέσα στη εκκλησία έχουν φοβερό αυτοέλεγχο,
ενώ αυτοί που είναι εκτός εκκλησίας είναι περισσότερο παρορμητική. Όσο
περισσότερο ζεις μέσα στην εκκλησία τόσο περισσότερο αυτοέλεγχο και
κυριαρχία έχεις λόγω της εγκράτειας. Π.χ. η νηστεία, ο περιορισμός της
διασκέδασης, του ύπνου, της τροφής και σε όλα τα πράγματα γενικά αυτά
οδηγούν τον άνθρωπο στο να μπορεί να αυτοελέγχεται. Και εδώ έχουμε την
κυριαρχία του λογικού πάνω σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες.*)
106
Αυτή την κυριαρχία τονίζει ο Άγιος Ι. ο Χρυσόστομος, να έχει ο άνθρωπος το
λογικό αυτοέλεγχο, και λόγω αυτής της κυριαρχίας ο άνθρωπος θα υπερέχει
όλων των υπολοίπων κτιστών όντων. Επισημαίνει ο Άγιος ότι αυτό οφείλεται
φυσικά στον διαφορετικό τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου και τονίζει πως οι
άνθρωποι δεν πλάσθηκαν όπως τα άλλα όντα – είπε και «εγένετο», αλλά ο ίδιος
ο Θεός «μετά βουλής και σκέψεως» (βέβαια δεν υπάρχει βουλή και σκέψη όπως
τη δική μας στον Θεό, αλλά την ιδιαιτερότητα της βουλής του ανθρώπου
εννοείται εδώ), και αυτή η ιδιαιτερότητα την αποδίδει στο κυριαρχικό. Γι’ αυτό
και έρχεται στο τέλος όλης της δημιουργίας για να έχει κυριαρχία επί όλης της
υλικής φύσεως αλλά και επί των κινημάτων της ψυχής του. Στη προκειμένη
περίπτωση μόνο τα λογικά όντα έχουν κοινωνία με άλλα έλλογα όντα. Οι
άνθρωποι και οι άγγελοι κοινωνούν με τον Θεό ο οποίος είναι όχι μόνο φυσικά ο
κατεξοχήν λογικός αλλά και ο Λόγος του Θεού έχει υπόσταση, ενώ η δική μας
λογική είναι ανυπόστατη. Άρα εδώ έχουμε τη κοινωνία ελλόγων όντων αλλά
υπάρχει μια διαφορά: Όταν λέει «μετά βουλής και σκέψεως» εννοεί το κατ’
εικόνα, δηλαδή το ότι τα έλλογα όντα έχουν κάτι επιπλέων από τα υπόλοιπα
κτιστά όντα. Δεν αναφέρεται στην ιδιαιτερότητα του ανθρώπου να μετέχει τις
ενέργειες του Θεού, αλλά διαφοροποιεί τον άνθρωπο όσον αφορά τη κτιστή
πραγματικότητα - σε σχέση με την άλογη ύλη: τα φυτά, τα ζώα. Στον άνθρωπο
έχουμε τη «μετά βουλής και σκέψεως» δημιουργία επειδή ως και υλικό λογικό όν
μπορεί να ταυτιστεί με την υπόλοιπη υλική πραγματικότητα - με τα ζώα ως ζώο
λογικό (ζώο = ζωή) από τη μια πλευρά, αλλά από την άλλη έχει λογική που τον
διαφοροποιεί. Ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος επομένως, όταν μιλάει περί της
κυρίαρχης θέσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, προϋποθέτει σαφώς την
λογική ως την αιτία της κυριαρχίας.
*Βλ. Κείμενο 7): Η ιεράρχηση των όντων-κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν – 5)
Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰσαγωγή δογμάτων στοιχειώδης
107
άκτιστος. Τα κτιστά όντα όμως δεν μπορούν να έχουν ελευθερία χωρίς τη
δυνατότητα επιλογής που τους δίνει το αυτεξούσιο. (*Και αυτό φαίνεται και
μεταξύ τους ανθρώπους: Όταν δεν δίνεις τη δυνατότητα επιλογής τότε δεν δίνεις
και τη δυνατότητα ελευθερίας, όπως σε μία σχολική τάξη.*) Αυτή είναι η
‘κατάρα’ του κτιστού όντος, να είναι ελεύθερος μέσα στη περατότητα. Το
ανάποδο ισχύει για τον Θεό που είναι απολύτως ελεύθερος γιατί δεν ζει μέσα
στη περατότητα. Απολύτως ελεύθερος ο άνθρωπος δε μπορεί να υπάρξει.
Έτσι λοιπόν ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει το δια του επισήματος ώστε
να έχει ο άνθρωπος την πλήρη συνείδηση να διακρίνει «τι μεν καλόν τι δε
κακόν». Γι’ αυτό πλάθεται ο άνθρωπος με την διάνοια και το λογικό (*Και εδώ
έχουμε διάκριση: δεν υπάρχει λογική χωρίς διάνοια. Η διάνοια είναι ο τρόπος
λειτουργίας της σκέψης και κατευθύνει τη λογική – τον νου. Η κακή διάνοια
είναι αυτή που δημιουργεί την αμαρτία κατά τον Δαμασκηνό. Η σκέψη αυτή
καθαυτή δεν είναι φύσει κακή και αμαρτωλή και γι’ αυτό ο άνθρωπος φυσικά δε
ρέπει προς το κακό αλλά προς το αγαθό. Ο τρόπος χρήσης της λογικής έχει
σημασία.*).
Έτσι ερμηνεύοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός το γεγονός της
ονοματοθεσίας των αλόγων όντων από τον Αδάμ, επισημαίνει ακριβώς ότι μέσω
του αυτεξουσίου της προαιρέσεως και της συνέσεως – μέσω της λογικής,
αναλογίζεται ο άνθρωπος τη μεγάλη τιμή που του έχει δώσει ο Θεός - το μέγεθος
των δωρεών και φυσικά τις άπειρες ευεργεσίες, αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητά
του μέσα στη κτιστή πραγματικότητα ώστε να εξασφαλίσει την ειρήνη με τον
Θεό. Γι’ αυτό έχει δοθεί το λογικό στοιχείο στον άνθρωπο και αυτό φαίνεται
στην ονοματοθεσία των ζώων. Όταν δηλαδή ο Αδάμ ορίζει την κτίση και
λέει τι είναι η κτιστή πραγματικότητα (την κτίση την ορίζει ο άνθρωπος και
όχι ο Θεός), αυτό του δίνει ο Θεός ακριβώς για να δήξει την ιδιαιτερότητα
του ανθρώπου μέσα στη κτιστή πραγματικότητα, και αυτή η λειτουργία
έχει σαν στόχο την συμφιλίωση και την ειρήνευση μεταξύ Θεού και
ανθρώπου, η οποία μετά ταράζεται με την πτώση, και επανακαθίσταται
δυνατή με την ενσάρκωση του Λόγου - «και επί γης ειρήνη» όπως λένε οι
άγγελοι. Αμέσως έρχεται η καταλαγή στη συμφιλίωση της ανθρώπινης φύσης
με την γένεση και την ανάληψη του Λόγου του Θεού. Επομένως αφενός να
εξασφαλίσει τη συμφιλίωση με τον Θεό, αφετέρου δε να αγωνίζεται ο
άνθρωπος να φτάσει και να οδηγηθεί στη καθ’ ομοίωση εφόσον μέσω του
αυτεξουσίου της προαιρέσεως και της συνέσεως (η φρόνηση – η σωστή
χρίση της διάνοιας) του δίνεται τη δυνατότητα να εφαρμόζει τη κυριαρχία
του όχι μόνο στη κτιστή άλογη φύση όπου είναι βασιλεύς, αλλά και στον
ίδιο τον εαυτό του που σημαίνει κυριαρχία στις σκέψεις, για να μπορέσει να
φτάσει κατά το δυνατόν στο καθ’ ομοίωση με τον Θεό η οποία είναι
αδύνατον να πραγματοποιηθεί ειμή μόνο δια της ελευθερίας. Γιατί η κατ’
108
ανάγκη ομοίωση με τον Θεό δεν είναι ομοίωση – ο Θεός είναι ελεύθερος.
Επομένως ελευθέρως πρέπει να φτάσει κανείς, όχι ως αποτέλεσμα ανάγκης,
αλλά ως αποτέλεσμα χρήσης της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. Κάθε τι
που γίνεται εξ ανάγκης είναι βραχύβιος, δεν κρατάει πολύ, άρα δεν γίνεται
εξ ανάγκης η σωτηρία του ανθρώπου. Εάν πιέζεται κάποιος να κάνει κάτι
χωρίς να το θέλει το κάνει μόνον όσο διαρκεί η πίεση. Γι’ αυτό και
διαπαιδαγωγείται ο άνθρωπος από τον Θεό για να επιλέγει ελευθέρως το
καλό και τότε παραμένει και σταθεροποιείται στην απόφασή του και
μεταμορφώνεται. Ο άνθρωπος προπτωτικώς δεν είχε σταθεροποιηθεί και
πείρε γνώση πολύ περισσότερο απ’ ότι μπορούσε να αντέξει. Δεν
παιδαγωγήθηκε στη γνώση για να καταλάβει δηλαδή τι είναι αυτός έναντι του
Θεού και θεώρησε τον εαυτό του Θεό. Χωρίς να διαπαιδαγωγηθεί σιγά σιγά να
φτάσει να καταλάβει τι είναι έναντι του Θεού γνώρισε της δυνατότητές του
και έπειτα είπε ότι «δεν χρειάζομαι τον Θεό αλλά μόνο τον εαυτό μου», και
αυτή ήταν η πτώση του ανθρώπου και το προπατορικό αμάρτημα (*το οποίο
επαναλαμβάνεται ακόμη και σήμερα σε κάθε πτυχή της ζωής μας – κοινωνική,
οικογενειακή, προσωπική. Όταν δεν πιεστούμε για το καλό και προσπαθούμε να
εξαπατήσουμε τον εαυτό μας, την οικογένειά μας και την κοινωνία να κάνουμε
κάτι διαφορετικό, αυτό είναι το προπατορικό αμάρτημα. Να τι σημαίνει
κληρονομικότητα του προπατορικού αμαρτήματος. Ο άνθρωπος
επαναλαμβάνει το προπατορικό αμάρτημα σε όλες του τις κινήσεις και πράξεις:
Στη ζωή, κοινωνία, οικονομία κ.λπ.*).
Το κατ’ εικόνα, λοιπόν, οι πατέρες το αποδίδουν σε ολόκληρο τον άνθρωπο – και
στο σώμα:
*Βλ. Κείμενο 7): Η ιεράρχηση των όντων-κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν. 8)
Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 1, 1, 10.
Άρα το κατ’ εικόνα υπάρχει στα υλικά όντα αλλά δεν μπορεί μόνο το κατ’ εικόνα
να φτάσει στη μετοχή των ακτίστων ενεργειών. Μόνο το πνευματικό μπορεί να
φτάσει στη μετοχή. Άρα όταν λέει «κατ΄ εἰκόνα μὲν τὸν ὑλικὸν ὑπάρχειν͵
παραπλήσιον μὲν͵ ἀλλ΄ οὐχ ὁμοούσιον τῷ Θεῷ·» το κατ’ εικόνα δεν σημαίνει ότι
είναι αυτός ο άνθρωπος (ο υλικός) ο οποίος κοινωνεί με τον Θεό, αλλά μπορεί να
κοινωνήσει μόνο μέσω του πνευματικού στοιχείου. Το κατ’ εικόνα στη
προκειμένη περίπτωση σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να υπάρχει και να
λειτουργεί μέσα στη κτίση ως σώμα και πνεύμα – ως θεός μέσα στον κόσμο
(Χρυσόστομος) άλλα μόνο όσον αφορά τον κόσμο. Άλλα όταν λέει «ἀλλ΄ οὐχ
ὁμοούσιον τῷ Θεῷ· καθ΄ ὁμοίωσιν δὲ τὸν ψυχικὸν͵ ὅθεν καὶ πνεῦμα ζωῆς τὴν
οὐσίαν αὐτοῦ εἰρῆσθαι͵ ἐκ πνευματικῆς ἀποῤῥοίας οὖσαν», ότι αυτό που μπορεί
να οδηγήσει στη κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και ολόκληρης της κτίσης,
είναι το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου το οποίο μόνο μπορεί να φτάσει στο
109
καθ’ ομοίωσιν. Η ύλη δεν μπορεί να φτάσει στο καθ’ ομοίωσιν – απλώς
ακολουθεί το πνεύμα.
Άρα δεν φτάνει μόνο η λειτουργία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο ως
θεός, αλλά για να ολοκληρωθεί σαν άνθρωπος πλέον πρέπει να μετέχει και του
Θεού. Ο άνθρωπος επομένως λειτουργεί διττώς – υλικά και πνευματικά και
λειτουργεί σαν θεός. Άλλα για νε λειτουργεί ορθώς ως θεός πρέπει να μετέχει
του Θεού για να έχει και το καθ’ ομοίωσιν. Το αντίθετο θα σημαίνει κυριαρχία
στον κόσμο ως θεός αλλά ως εκμετάλλευση και καταστροφή της φύσης π.χ.
Άρα χωρίς το καθ’ ομοίωσιν δεν λειτουργεί το κατ’ εικόνα σωστά κατά
τον Ειρηναίο. Κάνει περαιτέρω διάκριση μεταξύ υλικού τρόπου ζωής και
σώματος και λέει: «Ὕστερον δὲ περιτεθεῖσθαι λέγουσιν αὐτῷ τὸν δερμάτινον
χιτῶνα·». Το σώμα δηλ. είναι δερμάτινο χιτώνα το οποίο ερμηνεύει ως σαρκίο –
σάρκα – το φθοροποιό σώμα. (*Ο Νύσσης ερμηνεύει τους δερμάτινους χιτώνες
ως η κακή χρήση των παθών η οποία υιοθετείται πλέον μετά τη πτώση.
Ενδύονται δήλ. τα πάθη. Προσοχή! Όλα είναι πάθη, απλά η χρήση του πάθους
έχει διαφορετική σημασία: είτε αρνητικά είτε φυσικά – κατά νόμο ή παρά νόμο
όπως λέει ό Ι. Δαμασκηνός*). Όταν λέει ο Ειρηναίος «τοῦτο δὲ τὸ αἰσθητὸν
σαρκίον εἶναι λέγουσι» δίνει την έννοια της αισθητότητας - αισθητό σαρκίο με
την έννοια του πάθους.
Η ερμηνεία αυτή του κατ’ εικόνα, φυσικά, δε σημαίνει ότι στο Θεό
υπάρχει ύλη, ούτε μπορούμε να θεωρήσουμε πραγματική την ανθρωπομορφική
έκφραση, δηλ. ο Θεός περπατάει στο παράδεισο, βλέπει, ακούει, κ.λπ.
Χρησιμοποιούμε ανθρωπομορφικές εκφράσεις προκειμένου να περιγράψουμε τις
ενέργειες του Θεού. Σε καμία περίπτωση δε μπορούμε να φτάσουμε στο σημείο
να θεωρούμε ότι ο Θεός είναι σύνθετος – σώμα και πνεύμα. Η ουσία του Θεού
είναι απλή και δεν έχει ύλη. Η ύλη είναι δημιούργημα του Θεού.
110
αναφορά περί ικανοποιήσεως της αρχέγονης δικαιοσύνης του Θεού για τη
σωτηρία του ανθρώπου. Αυτό είναι ξένο προς τη δική μας παράδοση γιατί δε
πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος έχασε το κατ’ εικόνα ώστε να είναι ανάγκη να
δικαιωθεί να το επαναλάβει ούτως ώστε να μπορέσει να θεωθεί. Γι’ αυτό και
θεωρούνε ότι τα καλά έργα του ανθρώπου είναι η προσπάθεια του να
ικανοποιήσει και να εξαγοράσει τη σωτηρία του.
*Βλ. Κείμενο 7): Η ιεράρχηση των όντων-κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν. 9)
Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93A- 96A.
Αναφέρεται εδώ σε αυτό που λέει ο Απ. Παύλος ότι από όλες τις δωρεές του
Αγίου Πνεύματος στη ψυχή, αυτό που μετράει περισσότερο είναι η ελπίδα, η
επιθυμία και η αγάπη. Η αγάπη όμως είναι πάνω απ’ όλα. Η ελπίδα και η
επιθυμία σταματάνε όταν αποκτάμε αυτό που ελπίζουμε ή επιθυμούμε, η
αγάπη όμως δε σταματάει ποτέ. Η αγάπη δεν είναι κάτι το οποίο αναζητάς και
βρίσκεις και τελειώνει όταν το βρεις, αλλά είναι η μεταμόρφωση του ανθρώπου
σε αυτό που αγαπά. (*Αυτό σχετίζεται και με τη λειτουργία μιας οικογένειας
όπου ο άνδρας και η γυναίκα μορφώνονται ο ένας στον άλλον. Η ψυχή φεύγει
από τον ίδιο – από το δικό μου – και γίνεται ό,τι είναι ο άλλος, χάνει δηλ. εαυτόν.
Παύει να υπάρχουν πρόσωπα και υποστάσεις για να έχουμε ετερότητα και
διαφορετικότητα, άλλα γίνονται όχι μόνο σαρκικά αλλά και ψυχικά μία
υπόσταση και ένα πρόσωπο.*) Εάν παύεις να αγαπάς τον άλλον, παύεις και να
μεταμορφώνεσαι στον άλλον πλέον και γίνεσαι πάλι ο εαυτός σου. Γι’ αυτό και
όταν παύει η αγάπη λειτουργεί ο εγωκεντρικός τρόπος σκέψεις, γίνεται
διάσταση, λύεται η ενότητα, ξεχωρίζεται το ζευγάρι, οι φίλοι, σε όλα τα επίπεδα.
Όμως σε σχέση με αυτή την αγάπη προς τους ανθρώπους, παρόλο που
δίνει την αίσθηση ότι δεν παύει ποτέ, η αγάπη προς τον Θεό είναι πολύ ανώτερη
γιατί αυτού του είδους αγάπη δεν τελειώνει ποτέ γιατί δεν υπάρχει περίπτωση η
ψυχή να βρει κάτι το πεπερασμένο – σωματικό και υλικό. Φεύγει απ’ όλες αυτές
τις συμβατικές έννοιες που ζει ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο. Όταν η ψυχή
λοιπόν βρει αυτό το μόνο απλό (το τέλειο χωρίς σύνθεση) και άυλο αγαθό,
«ἐκεῖνο τὸ μόνον τοιόν τι ἀγαπητὸν καὶ ἐράσμιον» - εκείνο χωρίς πέρας, τέλος
και όρια.
111
Όταν η ψυχή συναντήσει και αγαπήσει αυτό το αγαθό τότε δεν υπάρχει τέλος,
και εδώ έγκειται η διαφοροποίηση με την ελπίδα και την επιθυμία, διότι συνεχώς
το βρίσκεις και συνεχώς συνεχίζεις να το βρίσκεις. Είναι μια συνεχή αναζήτηση
και ακολουθία που ποτέ δε τελειώνει γιατί ο Θεός είναι άκτιστος και δεν έχει
πέρας ή τέλος. Η αγάπη αυτή μεταμορφώνει. Δεν βρίσκουμε αγαθά ή δώρα της
αρχέγονης δικαιοσύνης – κάποια πράγματα τα οποία εάν τα χάσεις έληξε η
υπόθεση, αλλά με την αγάπη βρίσκεις συνεχώς αυτή τη κοινωνία και
μεταμόρφωση προς τον άλλον, όπου οι δύο γίνονται ένα όταν ο ένας μέσω της
αγάπης μεταμορφώνεται στον άλλον – σκέφτονται σαν έναν άνθρωπο πλέον.
Όταν υπάρχει αντίσταση στη μεταμόρφωση αυτή τότε δε μπορεί να υπάρχει
πραγματική αγάπη, αλλιώς υπάρχει μόνο συμβίωση και είναι θέμα χρόνου πότε
θα διαλυθεί η σχέση. Εάν ενώνονται δύο όχι από αγάπη αλλά μόνο από βιοτικές
ανάγκες, τότε, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος, όταν παύσει η ανάγκη θα παύσει
και η ανάγκη συνύπαρξης. Ο πραγματικός γάμος είναι όταν υπάρχει ενότητα με
τον άλλον, όχι ικανοποίηση προσωπικών αναγκών. Η αγάπη σημαίνει χάνω τον
εαυτό μου στον άλλον. Δεν υπάρχει ιδιαιτερότητα και διαφοροποίηση, δεν βλέπω
το εγώ ανεξάρτητα από το εσύ πλέον, αλλά υπάρχει ταυτότητα. Πρέπει να
αγωνιστώ για να υιοθετήσω τον άλλον και να χάσω τη προσωπικότητά μου στον
άλλον.
Στη προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει πάθος κακό, επιθυμία κακιά, θυμός
κακός, οργή κακή. Όλα αυτά είναι φύσει καλά εάν τα χρησιμοποιούμε σωστά.
Εάν, όμως ο τρόπος με τον οποίο τα χρησιμοποιούμε είναι λανθασμένος τότε
είναι κακά κατά στέρηση. Το κακό, ως μη ον, παρυφίσταται - υπάρχει σε κάποιο
άλλο ον αλλά όχι από μόνο του. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης στον Εκκλησιαστή
λέει ότι το κακό είναι ανυπόστατο διότι εκ του μη-όντος έχει την υπόσταση.
Εφόσον επομένως εκ του μη-όντος είναι ον, κατά τη φύση του είναι ανύπαρκτο.
Βεβαίως είμαστε και εμείς ανύπαρκτη κατά τη φύση, αλλά υπάρχει η διαφορά
ότι η κτιστή πραγματικότητα υπάρχει στο βαθμό που μετέχει των ακτίστων
ενεργειών του Θεού. Εδώ όμως το κακό δεν εξαρτάται από τη μετοχή στο Θεό
ευθέως, αλλά μέσω του ανθρώπου. Διότι το κακό υπάρχει στο βαθμό που
διακόπτεται η κοινωνία των ελλόγων όντων με το Θεό. Άρα οτιδήποτε πέραν του
Θεού είναι ανύπαρκτο κατά τη φύση.
112
Η σχέση του κακού με την ύπαρξη αναλύεται στον Αγ. Γρηγόριο Νύσσης:
Η ύπαρξη του κακού σαφώς εξαρτάται από τη στέρηση του αγαθού - της
κοινωνίας με το Θεό. Όσο δηλ. απομακρύνεται ο άνθρωπος και στερείται του
αγαθού γενάται - δημιουργείται το κακό. Όσο κοινωνεί με το Αγαθό, τόσο το
κακό περιστέλλεται και εξαφανίζεται.
113
*Βλ. Κείμενο 10): Το πρόβλημα του κακού – 5) Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ
θείων ὀνομάτων, 31-32.
Δε λέμε ότι δεν υπάρχει το κακό για να παρεξηγούμαστε από ηθικής πλευράς.
Απλά λέμε ότι το κακό δεν έχει ουσία και ύπαρξη όπως έχει ο άνθρωπος. Η
αμαρτία δεν είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου, γιατί τότε όλοι οι άνθρωποι θα
ήταν αμαρτωλοί και δε θα υπήρχαν άγιοι – άνθρωποι που λανθάνουν λιγότερο
από κάποιους άλλους. Τότε θα ήμασταν όλοι κολασμένοι αυτομάτως. Η αμαρτία
δεν υπάρχει ως αυτόνομη, αλλά είναι ο τρόπος χρήσης των πραγμάτων και
σημαίνει στέρηση του αγαθού. Άρα δε πιστεύουμε σε μια διαρχία - Μανιχαϊστική
αντίληψη – καλό και κακό. Οδηγούνται πολλοί σε ένα συμπέρασμα συνύπαρξης
καλού και κακού μέσω του απολύτου προορισμού με την ηθική και δικαιική
ερμηνεία. Αλλά εάν ερμηνεύουμε τη δογματική με βάση την ηθική τότε
οδηγούμαστε σε λάθος. Η ηθική στηρίζεται στη δογματική και όχι το ανάποδο.
*Βλ. Κείμενο 10): Το πρόβλημα του κακού – 6) Ἰω. Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, 45.
Το κακό δηλ. σημαίνει στέρηση του αγαθού που σημαίνει στέρηση της αληθινής
γνώσεως, όπου ο άνθρωπος καταλήγει στη ζήτηση του μη-όντος ως ον, δηλ. στη
φαντασία. Γι’ αυτό το κακό και η αμαρτία είναι ασθένεια και αστοχία και όχι μια
κατάσταση οντολογική.
Το Προπατορικό Αμάρτημα
Έχουμε το δέντρο της γνώσεως που οδηγεί στο καλό ή στο κακό. Αυτό σημαίνει
ότι όταν ο άνθρωπος παίρνει γνώση περισσότερη από αυτή που μπορεί να
χειριστεί τότε οδηγείται στο κακό και στη καταστροφή, δηλ. αρνείται το καλό. Με
τη προειδοποίηση και προτροπή του Θεού ο Αδάμ γνώρισε τη σημαίνει κακό
θεωρητικά, αλλά όχι υπαρξιακά. Γνώρισε μέχρι τότε μόνο τη μετοχή στο Θεό, όχι
την αμεθεξία. Υπερεκτιμώντας όμως τις δικές του δυνάμεις και θεωρώντας ο
ίδιος ότι μπορεί να γίνει Θεός, αρνήθηκε το Θεό που είναι φύσει Θεός, τότε
οδηγήθηκε στην υπαρξιακή εμπειρία του κακού. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος
θεωρήσει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα – ότι είναι αυτάρκης, τότε εκπίπτει –
πέφτει από τη πραγματικότητα, οδηγείται στη φαντασία. Ξεχνάει ότι όλη η
ύπαρξή του εξαρτάται από τη μετοχή και ότι δε κατέχει τίποτα ο ίδιος.
114