Professional Documents
Culture Documents
256255105 124483471 Γιούγκερμαν Καραγάτσης PDF
256255105 124483471 Γιούγκερμαν Καραγάτσης PDF
une redécouverte.
S. Freud, Trois essais sur la théorie sexuelle
ι) Η επανανα-κάλυψη
Αρχίζοντας από το μυθιστόρημα Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά
του, θα μας απασχολήσουν οι μορφές θανάτου -σιωπηλές αλλά
παρούσες- που ανιχνεύονται πίσω από τη μάσκα της ασταμάτητης
αναζήτησης απόλαυσης, έτσι όπως ενσαρκώνεται στη μορφή του
Βασιλείου Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, ή αλλιώς Βάσια, που είναι φιν-
λανδικής καταγωγής, γιος εργοστασιάρχη, υπηρέτησε στον τσαρι-
κό ρωσικό στρατό και μετά την πτώση του τσάρου κατέφυγε στην
Πόλη και από εκεί στον Πειραιά. 42
41 Παραπέμπουμε στις εξής εκδόσεις των έργων του Καραγάτση: Ο Γιούγκερμαν
και τα στερνά του, τόμ. Α’, Εστία, Αθήνα, 2004 (α’ έκδοση Κολλάρος, Αθήνα 1938)
και τόμ. Β’, Εστία, Αθήνα, 2004 (α’ έκδοση Πυρσός, Αθήνα 1941), Η μεγάλη χίμαι-
ρα, Εστία, Αθήνα 332004 (α’ έκδοση Μαυρίδης, Αθήνα 1953). Το χαμένο νησί, Εστία,
Αθήνα 102003 (α’ έκδοση Αετός, Αθήνα 1943). Άμρι α Μούγκου. Στο χέρι του Θεού,
Εστία, Αθήνα 92003 (α΄ έκδοση Ίκαρος/Εστία, Αθήνα 1954). Ο κίτρινος φάκελος,
τόμ. Α’, Εστία, Αθήνα [1955] 172004 και τόμ. Β’, Εστία, Αθήνα [1956] 152003.
42 Η μορφή του Γιούγκερμαν, εμφανίζεται και στο πρώτο μυθιστόρημα του Καρα-
γάτση, τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, σε ένα διάλογο του Λιάπκιν με τον Αρκάνωφ. Και
— 31 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
οι δύο τον θεωρούν «κάθαρμα», γιατί εγκατέλειψε τη θέση του εν ώρα μάχης. Εκεί
μαθαίνουμε ότι βρισκόταν πια στην Αθήνα και δούλευε σε κάποια τράπεζα με καλό
μισθό. Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι και σε αυτό το μυθιστόρημα εμφανίζεται
τόσο η μορφή του Λιάπκιν -συνταξιδεύουν με τον Γιούγκερμαν στο πλοίο που τους
μεταφέρει από την Πόλη στον Πειραιά- όσο και η μορφή του Αρκάνωφ ως οδηγού
μιας οικογένειας εφοπλιστών. Βλέπουμε λοιπόν ότι και στα δύο μυθιστορήματα του
Καραγάτση εντοπίζονται και οι τρεις μορφές.
43 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 84.
44 Πβ. ό.π., σ. 89-90.
45 Πβ. ό.π., σ. 95-96.
46 Πβ. ό.π., σ. 116.
— 32 —
Η επανανα-κάλυψη
47 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 125.
48 Πβ. ό.π., σ. 138.
49 Πβ. ό.π., σ. 22 και 107.
50 Πβ. ό.π., σ. 136.
51 Πβ. ό.π.
— 33 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
52 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 105.
53 Στη συνέχεια, η κατάσταση του Καραμάνου θα επιδεινωθεί δραματικά, για να
καταλήξει τελικά στο Δρομοκαΐτειο: «Μέρα με τη μέρα ο ύπνος του γινόταν δυσκο-
λότερος, οι δόσεις των υπνωτικών δυνατότερες, με αποτέλεσμα μια συνεχή κεφα-
λαλγία [...] Κι άφηνε τον εαυτό του έρμαιο μιας περίεργης παθητικής αβουλίας. [...]
Το μάτι του δεν είχε την αλλοτινή του λάμψη. Στο πρόσωπό του ήταν τυπωμένη μια
απέραντη κόπωση. Κάθε τόσο σήκωνε τους ώμους μ’ αδιαφορία, με μοιρολατρική
υποταγή, σα να περίμενε το κάθε τι. Σα να παραδεχόταν τα πάντα, από ανία να τα
κρίνει. Και το χαρακτηριστικότερο: το μάτι του δεν κοιτούσε πια ούτε τον κοντινό άν-
θρωπο, ούτε τον μακρινό ορίζοντα του στοχασμού. Μα ούτε κιόλας είχε την έκφρα-
ση της αυτοσυγκέντρωσης. Δεν κοιτούσε πουθενά. Ήταν μάτι νεκρό...». Πβ. ΚΑΡΑ-
ΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Β’, σ. 38 και 40.
54 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Α’, σ. 208. Τον ίδιο τίτλο θα έχει αργότερα και
το μυθιστόρημα του συγγραφέα Μάνου Τασάκου, (βλ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο κίτρινος
φάκελος, τόμ. Α’, Εστία, Αθήνα [1955] 172004), όπως άλλωστε θα επανεμφανι-
σθεί και ο Γιούγκερμαν, ως διευθυντής τραπέζης που επισκέπτεται τον Καραμάνο
στο Δρομοκαΐτειο. Βλ. ό.π., τόμ. Β’, Εστία, Αθήνα, [1956] 152003.
55 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 316.
— 34 —
Η επανανα-κάλυψη
56 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’ , ό.π., σ. 218.
57 Πβ. ό.π., σ. 220.
58 Πβ. ό.π., σ. 222.
59 Πβ. ό.π., σ. 55.
60 Πβ. ό.π., σ. 225.
61 Πβ. ό.π., σ. 61-62.
— 35 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
62 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 62.
63 Πβ. ό.π., σ. 64-65.
64 Πβ. ό.π., σ. 60.
65 Πβ. ό.π., σ. 60 και 62.
66 Πβ. ό.π., σ. 67.
67 Πβ. ό.π., σ. 67-68.
— 36 —
Η επανανα-κάλυψη
68 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 73.
69 Πβ. ό.π., σ. 76.
70 Πβ. ό.π., σ. 77 και 81.
— 37 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
που τον εγκατέλειψε για να ζήσει με τον εραστή της- όσο και από
την πλευρά του πατέρα του - αυτού του «ασελγούς μέθυσου» που
αδιαφόρησε τελείως για εκείνον.
Μπορούμε εδώ να εντοπίσουμε ένα ισχυρό ναρκισσιστικό
πλήγμα,71 που ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Γιούγκερμαν δεν
καλείται να τοποθετηθεί μόνο απέναντι στον «de lege» πατέρα, ο
οποίος, μετά το θάνατό του, του άφησε μόνο ένα χρηματικό ποσό,
ενώ όλη του την περιουσία την άφηνε στον αδελφό του, στο «αλη-
θινό κι αναμφισβήτητο παιδί της σάρκας του».72 Πρέπει να τοποθε-
τηθεί απέναντι και στον «de facto» πατέρα του, αντιμετωπίζοντας
το ζήτημα της αμφίβολης πατρότητας: «από καιρό είχε αμφιβολίες
περί του ποιος ήταν ο πατέρας του», όμως θύμωσε γιατί του στέ-
ρησε την κληρονομιά. Και πριν φύγει από τη Φινλανδία, όπου είχε
πάει για την κηδεία του πατέρα του, ένα βράδυ, βρήκε τυχαία μια
φωτογραφία του ντε Κρεσύ: «Με μιας γίνηκε φως στο μυαλό του
Βάσια. Έβαλε τη φωτογραφία στην τσέπη του, κατέβηκε γοργά τη
σκάλα της σοφίτας, πήγε στην κάμαρά του, στάθηκε μπροστά στον
καθρέφτη, έβγαλε τη φωτογραφία κι άρχισε να συγκρίνει τα μού-
τρα του με τη φάτσα του Κρεσύ. Κι άξαφνα γέλιο τεράστιο, πλατύ,
ομηρικό τον τράνταξε σύγκορμο. Ναι! Ήταν όμοιος κι απαράλλα-
χτος, λες κι ο Κρεσύ έφτυσε και τον έφτιασε! [...] Έκρυψε τη φω-
τογραφία στη βαλίτζα του, ξάπλωσε στο κρεβάτι, κι άρχισε να συλ-
λογιέται. [...] Καλά τα κατάφερε η μάνα μου, είπε μέσα του. Αν μ’
έφτιανε με τον Καρλ, θα ήμουν κάτι σαν τον Σύλβι, θλιβερός και μι-
σοψόφιος, άνθρωπος δυστυχέστατος. Ενώ τώρα, από τους Γιού-
γκερμαν πήρα μόνο ό,τι αξίζει: τ’ όνομα και το χρήμα. Όχι όμως και
το αίμα, που δεν αξίζει καπίκι. Αυτό, φρόντισε η μάνα μου να είναι
πρώτης ποιότητος! Πρέπει να την ευγνωμονώ... Πού να βρίσκεται
άραγε η μαμά; Κανείς δεν ξέρει. Έχω χρέος να την βρω και να την
ευχαριστήσω για το καλό που μου ‘κανε».73
Σε έναν πρώτο χρόνο λοιπόν βλέπουμε ότι θεωρεί τον εαυτό
— 38 —
Η επανανα-κάλυψη
74 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 87.
75 Πβ. ό.π., σ. 449.
76 Πβ. ό.π., σ. 95.
77 Πβ. ό.π.
78 Πβ. ό.π., σ. 96.
— 39 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
διά, την Νατάσα και τον Καρλ, θα τον ψάξει για να του ζητήσει οι-
κονομική βοήθεια, εκείνος θα τους δεχτεί στο σπίτι του. Μόνο που
«ένα τεράστιο φράγμα υψωνόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και τους τρεις
ανθρώπους που αποτελούσαν την οικογένεια Βασ. Γιούγκερμαν.
Βάραθρο απροσπέλαστο. Γιατί εξόν από μια συνοίκηση και μιαν
άφθονη χρηματική τροφοδότηση, δεν τους ένωνε τίποτ’ άλλο. Ζού-
σε ζωή απόλυτα ξεχωριστή, εντελώς δική του, ωσάν η σύζυγος και
τα δυο παιδιά να μην υπήρχαν».79
Εκτός όμως από τη σχέση του με τον Καραμάνο, μια σχέση φι-
λίας που διατηρήθηκε ώς το θάνατο του Καραμάνου στο Δρομο-
καΐτειο,80 στη ζωή του Γιούγκερμαν καθοριστικό ρόλο έπαιξαν δύο
γυναικείες μορφές. Η μία είναι η Βούλα, μια κοπέλα είκοσι χρο-
νών, την οποία είδε για πρώτη φορά, πριν από πέντε χρόνια, στο
πλοίο που τον έφερνε στον Πειραιά, όταν άνοιξε μια τρύπα στον
τοίχο για να παρακολουθήσει την άτυχη ερωτική μύηση δύο νέων,
στη διπλανή του καμπίνα. Θα τη συναντήσει ξανά τελείως τυχαία,
και χωρίς να της αποκαλύψει ποτέ ότι ήδη τη γνώριζε, θα προχω-
ρήσει σε μια σχέση που θα κρατήσει περίπου τρία χρόνια, η οποία
όμως για αυτόν ξεκίνησε σαν παιχνίδι: ήταν «μια πλατωνική φιλία
μ’ ένα αδύνατο κι ασχημούτσικο κοριτσάκι».81 Μια σχέση που στην
αρχή ο Βάσια πίστευε ότι δεν μπορούσε να προκαλέσει καμιά επι-
θυμία: «Κάθονταν στο ίδιο πάντα τραπέζι κι έπιναν το ίδιο κακό-
γευστο ούζο, τις τρεις μέρες της κάθε βδομάδας που συναντιόνταν.
[...] Έμεναν ως τις εννιάμιση, ποτέ παραπάνω. Η Βούλα έπρεπε να
γυρίσει στο σπίτι. Σιγοπαίρναν τον ανήφορο προς το Περίπτερο.
Κι εκεί χαιρετιόνταν μ’ ένα σφίξιμο του χεριού κι ένα χαμόγελο.
Τα σπίτια τους ήταν κοντά, μα χώριζαν οι δρόμοι τους. Αυτό γινό-
ταν τρεις φορές τη βδομάδα, με την ίδια πάντα ακρίβεια κι ομοι-
ομορφία. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο αυτές οι συναντήσεις
τους ήταν απαραίτητες. Τόσο έπαιρναν συνείδηση πως αλληλοδέ-
νονταν, μα δίχως να ξεκαθαρίσουν με τι είδους δεσμούς. Ο Γιού-
79 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 261.
80 Ο Γιούγκερμαν φρόντισε για τη νοσηλεία του Καραμάνου στο Δρομοκαΐτειο και
μάλιστα η σχέση τους δεν διεκόπη ποτέ ψυχικά, παρά την αναπόφευκτη σύγκρουση
και απομάκρυνση όταν ερωτεύτηκαν την ίδια γυναίκα.
81 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Α’ , σ. 279.
— 40 —
Η επανανα-κάλυψη
82 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’ , ό.π., σ. 276
και 277-278.
83 Πβ. ό.π., σ. 288.
— 41 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
84 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 290-
291 και 299.
85 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π, τόμ. Β’, σ. 41.
— 42 —
Η επανανα-κάλυψη
λευση της επιχείρησης για είκοσι χρόνια, ώστε να πετύχει και την
έντοκη απόσβεση του χρέους αλλά και επιπλέον κερδοφορία. Ο
ίδιος ανέλαβε γενικός διευθυντής, ενισχύοντας το κύρος του και
την ήδη ανθηρή οικονομική του κατάσταση.
Η πρώτη συνάντησή τους έγινε στη βίλα Ντάινα, όπου ο Γιού-
γκερμαν είχε προσκληθεί για να περάσει μερικές μέρες του καλο-
καιριού μαζί με την οικογένεια Σκλαβογιάννη. Η Ντάινα είναι μια
κοπέλα περίπου δεκαοκτώ χρονών, που «ο αέρας ολόγυρά της κο-
ρεζόταν αφροδισιασμό. Ακτινοβολούσε η ύπαρξή της γονιμικές
προσκλήσεις. [...] Θα ‘λεγες φτιαγμένη από καλλιτέχνη, που ‘χε για
νοητό πρότυπο τη γνώση του ιδανικού κορμιού του θηλυκού αν-
θρώπου».86
Και εκείνος «την ήθελε, την πεθυμούσε μ’ όλη την αρσενικάδα
του επιτακτικά, απόλυτα»,87 όμως, «ενώ όλες του οι αισθήσεις τον
τραβούσαν προς την Ντίνα, κάποιος άλλος εσωτερικός παράγο-
ντας, ίσως λογικός, ίσως αυταμυντικός, τον απομάκρυνε. Προσπα-
θούσε να μην τη συναντά, σα ν’ απόφευγε έναν κίνδυνο».88 Ώσπου
άρχισε να νιώθει «τον εαυτό του μαλακωμένο, αδύνατο, άβουλο
μπροστά στο πεπρωμένο»89 και της εξομολογήθηκε ότι την αγα-
πούσε. Και παρότι ήξερε ότι εκείνη δεν ένιωθε τίποτα γι’ αυτόν, ότι
οι κινήσεις της υποκινούνταν από το συμφέρον, ο ίδιος βασανιζό-
ταν από το ερώτημα του γάμου «αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος
να τη χαρή, να την εξουσιάση. [...] Τούτη τη στιγμή, γι’ αυτόν, δεν
υπήρχε παρά το κρεβάτι. [...] Κι ένιωθε την απόλυτη αδυναμία του
να ξεφύγη από το βάραθρο όπου τον τραβούσε ο ίλιγγος της επι-
θυμίας».90 «Δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να ξέρη. Μόνο καταλάβαι-
νε τον εαυτό του κουρασμένο, πολύ κουρασμένο. Από την δουλειά,
την αϋπνία, την επιθυμία. Κυρίως την επιθυμία».91
Τελικά η λύση δόθηκε όταν παρακολούθησε τον Καραμάνο,
86 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π, σ. 330, και
τόμ. Β’, σ. 123.
87 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 127.
88 Πβ. ό.π., σ. 153.
89 Πβ. ό.π, σ. 170.
90 Πβ. ό.π., σ. 170 και 175.
91 Πβ. ό.π., σ. 173.
— 43 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
92 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., , σ. 183.
93 Πβ. ό.π., σ. 187.
94 Πβ. ό.π., σ. 204 και 207.
95 Πβ. ό.π., σ. 221.
96 Πβ. ό.π., σ. 293.
— 44 —
Η επανανα-κάλυψη
97 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 351.
98 Πβ. ό.π., τόμ. Α’, σ. 430-431.
99 Πβ. ό.π., σ. 431.
100 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 352-353.
101 Πβ. ό.π., σ. 353.
— 45 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
102 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 355.
103 Πβ. ό.π., σ. 357.
104 Πβ. ό.π., τόμ. Α’, σ. 79.
105 Πβ. ό.π., σ. 32.
106 Πβ. ό.π., σ. 285.
— 46 —
Η επανανα-κάλυψη
107 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 358-
359.
— 47 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
108 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 359-
360.
109 Βλ. FREUD Sigmund, L’interprétation des rêves, PUF, Παρίσι 1999.
110 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., σ. 376.
— 48 —
Η επανανα-κάλυψη
άλλη γυναίκα. –Τη χάρηκες; –Ναι… Δηλαδή όχι. Μια φορά… μόνο
μια φορά… Ύστερα πέθανε… Και μια γυναίκα με πεθύμησε. –Τη χά-
ρηκες; –Ναι… Δηλαδή όχι. Χάρηκα τη δροσιά της αγάπης της, δίχως
να την αγγίξω. […] –Τίποτα δεν έκανες στη ζωή σου, Βασίλη Γιού-
γκερμαν! Τίποτα!».111
Ποια ήταν όμως αυτή η γυναίκα που τον επιθύμησε χωρίς να
την αγγίξει; Η συνέχεια του ονείρου θα είναι αποκαλυπτική: «Μια
παλάμη τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε: μια παλάμη παχου-
λή, μεταξένια, δροσερώτατη. Ένιωσε τα μακριά δάχτυλα με τ’ αμυ-
γδαλωτά νύχια, αιστάνθηκε τη γυναικότητα του μπράτσου, την δρο-
σερήν οσμή του κορμιού. […] Ήταν παχουλό και μύριζε μοσχοσά-
πουνο, γιασεμί και ξέχειλα νιάτα. Πρέπει να ήταν ξανθή· το σκοτά-
δι δεν έκρυβε γι’ αυτόν αμφιβολίες. Τις ήξερε τις γυναίκες καλά·
τόσο καλά, που η όραση τού ήταν άχρηστη για τη γνωριμία τους.
Κι οι πέντε αισθήσεις είναι πολλές, περιττές για ένα γνώστη. Προ-
χώρησαν μεσ’ τη νύχτα, κι άκουσε τα χείλη να μουρμουρίζουν στ’
αυτί του – σχεδόν ακουμπισμένα στ’ αυτί του: “Προσοχή, σκάλα”.
Το άρωμα της πνοής της τον ζάλισε. Έγειρε το κεφάλι, αποζήτησε
το στόμα και το νεμήθηκε. Ήταν δροσερό, άψυχο, άβουλο. Σα να
του το ‘δωσε γιατί βαριόταν να το αρνηθή. […] Περπατούσαν δίχως
να χωρίσουν τα στόματά τους. Ο Βάσιας ήξερε ποια ήταν. Έπρεπε
να τη χαρή· έπρεπε να τη νιώση συγκαταβατική κάτω από τη νομή
του. Έπρεπε… Την αγκάλιασε σφιχτά, κατάλαβε σπασμένη τη νευρι-
κή καμπύλη του κορμιού της απάνω του· τα σφαιρικά στήθη να θλί-
βωνται στο στέρνο του. Κι άξαφνα, δίχως να μακρύνη από πάνω
του, τον τράβηξε κατά τον τοίχο, ίσως για να στηρίξη τα λυμένα γό-
νατά της. Ο Γιούγκερμαν την ακολούθησε, δίχως να καταλάβη την
πλεκτάνη· γιατί όλ’ αυτά ήσαν πλεκτάνη. Βάζοντας το χέρι της πί-
σωθέ της, βρήκε το πόμολο της πόρτας του σαλονιού, και με από-
τομη χειρονομία την άνοιξε διάπλατη».112
Είναι η στιγμή που, ενώ είχαν αναγνωρίσει και οι τέσσερεις αι-
σθήσεις -αφή, όσφρηση, ακοή, γεύση- και η όραση που όχι μόνο
δεν του ήταν απαραίτητη αλλά, αντιθέτως, του ήταν άχρηστη, θα
111 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 377.
112 Πβ. ό.π., σ. 382-383.
— 49 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
— 50 —
Η επανανα-κάλυψη
χους του ευνουχισμού (Βλ. FREUD Sigmund, «Le Moi et le Ça», Essais de psychana-
lyse, Payot, Παρίσι 1981, σ. 273-274 και Inhibition, symptôme et angoisse, Qua-
drige/PUF, Παρίσι 1999, σ. 53), μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε αυτό το επαναλαμ-
βανόμενο όνειρο του άγχους θανάτου ότι στη θέση της εκπλήρωσης μιας επιθυμίας
αυστηρά απαγορευμένης (επιθυμία προς τη μητέρα) τοποθετείται η τιμωρία που αξί-
ζει (ευνουχισμός/θάνατος ). Έτσι, έχουμε την εκπλήρωση μιας επιθυμίας για τιμωρία
που απαιτεί το ασυνείδητο αίσθημα ενοχής απέναντι στην απορριφθείσα ενόρμη-
ση. (Bλ. FREUD Sigmund, «Au-delà du principe de plaisir», Essais de psychanalyse,
ό.π., σ. 75).
Άλλωστε, μια από τις μορφές του θανάτου που μας περιγράφεται είναι ότι κινδυνεύ-
ει να πνιγεί από έναν «ωκεανό» αίματος που «κυλούσε ποτάμι ακράτητο, και πλημ-
μύριζε τα πάντα» (Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π.,
σ. 25) προερχόμενο από το στόμα μιας ξαπλωμένης γυναίκας. Η περιγραφή αυτή
μας παραπέμπει στη σκηνή που είχε δει την μαμζέλ Ελίζ ξαπλωμένη στο κρεβάτι γε-
μάτη αίματα από τη μέση και κάτω - μια σκηνή που προφανώς ενίσχυσε το υφιστά-
μενο άγχος του ευνουχισμού, που στο όνειρο εμφανίζεται παραμορφωμένο με με-
τάθεση από τα γεννητικά όργανα της γυναίκας στο στόμα.
115 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Β’, σ. 384.
116 Πβ. ό.π.
117 Πβ. ό.π., σ. 386.
— 51 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
118 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 387.
119 Πβ. ό.π., σ. 389.
120 Πβ. ό.π., σ. 390-391.
121 Πβ. ό.π., σ. 391.
122 Πβ. ό.π., σ. 395.
123 Βλ. FREUD Sigmund, «Le Moi et le Ça», Essais de psychanalyse, Payot, Πα-
ρίσι 1981.
124 Ήταν η μοναδική συνάντηση που είχε με τη μητέρα του. Η επαφή τους συνεχί-
στηκε μέσω αλληλογραφίας κάθε μήνα που ο Βάσια της έστελνε οικονομική βοήθεια.
— 52 —
Η επανανα-κάλυψη
τον Ντε Κρεσύ στη Γκρενόμπλ. Σε αυτή τη συζήτηση τους, όπως εί-
δαμε, παρότι έχει ήδη απορρίψει τον νόμιμο πατέρα του -απόρρι-
ψη που ο πυρήνας της τοποθετείται στην οιδιπόδεια προβλημα-
τική-, προτιμά να είναι γιος του Καρλ Γιούγκερμαν,125 από το να
αναγνωρίσει «μια φυσική, μα παράνομη, ενοχλητική, κι αντιπαθη-
τική πατρότητα».126
Αυτή η πατρότητα είναι ενοχλητική και αντιπαθητική, όχι τόσο
γιατί είναι παράνομη, αλλά γιατί ο Ντε Κρεσύ ενσαρκώνει αυτό
που θα ήθελε, αλλά δεν κατάφερε ο ίδιος, δηλαδή να πάρει τη
θέση του πατέρα δίπλα στη μητέρα. Γι’ αυτό και οι ένοχοι είναι,
αφενός, ο νόμιμος πατέρας του και, αφετέρου, ο Ντε Κρεσύ: «Όχι,
εσένα δε σε καταδικάζω. Ο άντρας σου σ’ είχε παρατημένη. Αγά-
πησες αυτόν, ήσουν κάτω απ’ την επιρροή του, δεν είχες κριτήριο.
Αυτός όμως δεν είχε χάσει τα λογικά του από τον έρωτα…».127
Η μητέρα είναι η απολύτως αθώα, αθώα και αγαπημένη. Και
τη στιγμή που της ζητάει να έρθει μαζί του στην Ελλάδα και να ζή-
σει κοντά του λέγοντάς της «θα ξαναγίνεις κυρία Γιούγκερμαν»,128
ακούμε καθαρά την πρωταρχική και ακατάλυτη επιθυμία του, που
είναι ασυνείδητη αλλά παρούσα: η μητέρα του να ξαναγίνει κυρία
Γιούγκερμαν. Αυτή τη φορά όμως, και αφού ο πατέρας του έχει
πεθάνει, θα είναι ο ίδιος που θα την ξανακάνει κυρία Γιούγκερμαν,
αν ζήσει μαζί του και εγκαταλείψει τον ντε Κρεσύ.
Τέλος, αυτό το όνειρο αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρον,
όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει το ζήτημα του άλυτου οιδιπόδειου συ-
μπλέγματος που ρυθμίζει τη σχέση του με τη μητέρα και τον «de
lege» και «de facto» πατέρα, αλλά διότι ρυθμίζει τη σχέση και με
τον αδελφό του. Πρόκειται επίσης για μια σχέση αντιπαλότητας
και ζήλιας, η οποία καλύπτεται πίσω από τη μάσκα της αδιαφορί-
ας -«στο διάστημα σαράντα χρόνων δεν ιδώθηκαν παρά δυο φο-
ρές, και για λίγες μέρες»129- και της ξεκάθαρης υποτίμησής του:
125 «Με λένε Γιούγκερμαν. Είμαι Γιούγκερμαν», βλ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερ-
μαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 449.
126 Πβ. ό.π.
127 Πβ. ό.π., σ. 448.
128 Πβ. ό.π.
129 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 238.
— 53 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
130 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 88.
131 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 394.
132 Πβ. ό.π., σ. 395, 396 και 397.
133 Πβ. ό.π., σ. 405.
134 Πβ. ό.π., σ. 400.
135 Πβ. ό.π., σ. 416-418.
136 Πβ ό.π., τόμ. Α’, σ. 69.
— 54 —
Η επανανα-κάλυψη
«Πώς ήταν έτσι η μαμά, με τον κ. ντε Κρεσύ; Της έκανε κακό; Την
άκουσα να κλαίει…».137 Και ενώ ο αδελφός του προσπαθούσε να
τον πείσει ότι απλώς μιλούσαν και όλα τα υπόλοιπα τα φαντάστηκε,
«ο μικρός σώπασε. Μα είδε καλά πως η μαμά δεν μιλούσε με τον
κ. ντε Κρεσύ. Έκανε κάτι άλλο. Τι; Κάτι κακό, βέβαια, μα πολύ ενδι-
αφέρον. Μέσα του άρχισε να γεννιέται το ενστικτώδες συναίσθη-
μα πως αυτό το κάτι, το κάτι… Κι εκείνος δεν ήξερε τι, αυτό το κά-
τι…».138 Αυτή ήταν «η εικόνα που ξαναείδε νοερά στη μακριά πολυ-
θρόνα. Η εικόνα που χαράχτηκε, σα με πυρό σίδερο, στον τρυφερό
αμφιβληστροειδή του παιδικού του ματιού».139
Αυτή «η παλιά εικόνα ξαναπρόβαλε […] με τραγική ζωντάνια·
βάναυση, απεχθής […] Έκλεισε τα μάτια. Ήταν πάλι παιδί. Ήταν
έφηβος. Ήταν νέος ασυνείδητος κι ευτυχής. Οι ίμεροι κύλησαν
στους γλυκά μουδιασμένους ιστούς του…».140
Πρόκειται για μια εικόνα που μας παραπέμπει στον τραυματικό
χαρακτήρα της πρωταρχικής σκηνής,141 όπου η συνουσία γίνεται
αντιληπτή από το παιδί σαν μια πράξη βίας από την πλευρά του πα-
τέρα, προκαλώντας ταυτόχρονα στο παιδί μια σεξουαλική διέγερ-
ση, την οποία δεν μπορεί να διαχειρισθεί. Και εδώ ακριβώς έγκει-
ται το τραύμα, με την έννοια ότι από οικονομική άποψη χαρακτηρί-
ζεται από μια ιδιαίτερα υψηλή διέγερση, την οποία το υποκείμενο
δεν έχει την ικανότητα να ελέγξει, να ρευστοποιήσει ή να επεξερ-
γαστεί ψυχικά εκείνη τη στιγμή. Αυτή λοιπόν η ανεσταλμένη libido
βρίσκει άμεση εκφόρτιση με τη μορφή του άγχους.142
Ή αλλιώς, με λακανικούς όρους, έχουμε την ανάδυση του
αντικειμένου μικρού α-αιτίου της επιθυμίας, δηλαδή των μερικών
ενορμητικών αντικειμένων,143 που «είναι εκπρόσωποι, μορφές της
137 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 69.
138 Πβ. ό.π., σ. 69-70.
139 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 418.
140 Πβ. ό.π., σ. 419.
141 Βλ. FREUD Sigmund, «L’homme aux loups», Cinq psychanalyses, PUF, Παρί-
σι 2001.
142 Βλ. FREUD Sigmund, Inhibition, symptôme et angoisse, Quadrige/PUF, Παρί-
σι, 1999 και «Rattachement à une action traumatique. L’inconscient», Introduction
à la psychanalyse, Payot, Παρίσι 1961.
143 Βλ. LACAN Jacques, Le Séminaire. Livre Χ, L’Angoisse, Seuil, Παρίσι 2004.
— 55 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
144 Βλ. LACAN Jacques, Le Séminaire. Livre XI, Les Quatre Concepts fondamen-
taux de la psychanalyse, Seuil, Παρίσι 1973, σ. 180.
145 Το ενορμητικό αντικείμενο είναι πάντοτε μερικό αντικείμενο. Αφορά μια μερι-
κή, επιμέρους ενόρμηση. Πρόκειται για δομικό στοιχείο, εφόσον η ολικοποίηση της
ενόρμησης δεν είναι εφικτή, δηλαδή οι ενορμήσεις είναι μερικές, άρα και τα αντικεί-
μενά τους είναι μερικά. Το σώμα όταν λειτουργεί ενορμητικά, λειτουργεί κατακερμα-
τισμένα. Η πληρότητα είναι μια φαντασιακή αυταπάτη.
146 Βλ. LACAN Jacques, Le Séminaire. Livre XI, Les Quatre Concepts fondamen-
taux de la psychanalyse, ό.π., σ. 55.
147 Βλ. ό.π., σ. 62.
148 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 386.
— 56 —
Η επανανα-κάλυψη
γάλη αφού τελικά και οι δύο κάνουν το ίδιο πράγμα».149 Και έχο-
ντας υπόψη ότι αυτό που στη συνείδηση παρουσιάζεται με δύο δια-
φορετικούς, αντιτιθέμενους όρους, «παρθένος μητέρα»/«πόρνη»,
στο ασυνείδητο πολύ συχνά δεν συνιστά παρά μόνο έναν, κατα-
νοούμε γιατί «είδε σ’ αυτήν, την ηρωίδα μιας παράξενης ιστορίας,
που του εντυπώθηκε δυνατά».150 Διότι η Βούλα, η ηρωίδα της άτυ-
χης ερωτικής μύησης, «ήταν η μικρή ερωτευμένη που επαναστά-
τησε μπροστά στη συγκεκριμένη μορφή του άγνωστού της έρω-
τα»,151 που αρνήθηκε τη σεξουαλική επαφή, που έμεινε ανέγγιχτη,
όπως η αρχαϊκή μητέρα-παρθένος.152 «Γι’ αυτόν, η γυναίκ’ αυτή
δεν ήταν τόσο γυναίκα, όσο σύμβολο».153 Και όταν στο όνειρό του
η Βούλα του ζητά να κάνουν έρωτα, εκείνος της λέει: «Όχι εσύ…
Όχι εσύ… Πρέπει να μείνης αγνή… Πρέπει να μείνης…».154
Διαπιστώνουμε λοιπόν, λύνοντας το αίνιγμα της ταυτόχρονης
επιθυμίας προς τις δύο θεμελιώδεις γυναικείες μορφές -επιφανει-
ακά τόσο διαφορετικές μεταξύ τους- ότι δεν αποτελούν παρά το
υποκατάστατο της μητρικής imago στη διπλή του όψη.
Στο σημείο αυτό, όμως, δεν μπορούμε να μην σημειώσου-
με τον καταλυτικό ρόλο της πρωταρχικής σκηνής, της σκηνής στο
μπουντουάρ, όπου εγγράφεται σαν παλίμψηστο η μητέρα-πόρνη
πάνω στη μητέρα-παρθένο, για να αποτυπωθεί πολύ αργότερα, με
τρομακτική ακρίβεια και στις δύο σχέσεις του.
Πιο αναλυτικά, παρατηρούμε ότι ουσιαστικά η ψυχική στιγμή
κατά την οποία ξεκινά η σχέση του με τη Βούλα τοποθετείται στην
ηδονοβλεπτική παρακολούθηση της αποτυχημένης ερωτικής μύη-
σης της: «Πήγε προς αυτήν υποσυνείδητα, σπρωγμένος απ’ την ει-
κόνα του βαποριού»,155 ανταποκρινόμενος στην αρχαϊκή imago της
149 Πβ. FREUD Sigmund, «Un type particulier de choix d’objet chez l’homme»,
La vie sexuelle, PUF, Παρίσι 1999, σ. 52.
150 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 277.
151 Πβ. ό.π., σ. 264.
152 Για την λειτουργία της πόρνης σε σχέση με το μητρικό σύμπλεγμα αναφέρο-
μαι αναλυτικά στο κεφάλαιο «Όψεις της Αφροδίτης».
153 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., σ. 277.
154 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 381.
155 Πβ. ό.π., τόμ. Α’, σ. 277.
— 57 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
156 Βλ. FREUD Sigmund, «Au-delà du principe de plaisir» και «Le Moi et le Ça»,
Essais de psychanalyse, Payot, Παρίσι 1981.
157 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 136.
158 Πβ. LACAN Jacques, Le Séminaire. Livre V, Les formations de l’inconscient,
Seuil, Παρίσι 1998, σ. 243-244.
159 Η Βούλα είναι νεκρή και η Ντάινα χάθηκε ως αντικείμενο αγάπης .
160 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Β’, σ. 276.
161 Πβ. ό.π., σ. 243-244.
— 58 —
Η επανανα-κάλυψη
162 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 276-
277.
163 Βλ.FREUD Sigmund, «Deuil et mélancolie», Métapsychologie, Gallimard, Πα-
ρίσι 1968.
164 Πβ. ό.π., σ. 156.
165 Βλ. FREUD Sigmund, «Le Moi et le Ça», Essais de psychanalyse, Payot, Πα-
ρίσι 1981, σ. 268.
166 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., σ. 276.
— 59 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου
167 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 78.
168 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 362.
169 Πβ. ό.π., σ. 353.
170 Βλ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Η μεγάλη χίμαιρα, Εστία, Αθήνα 332004 (α΄έκδοση, Μαυ-
ρίδης, Αθήνα 1953). Πρόκειται για την αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση του
αρχικού κειμένου με τίτλο «Χίμαιρα» που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Νέα
Εστία το 1936.
171 Πβ. ό.π., σ. 42.
— 60 —