Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 30

La découverte de l’objet est à vrai dire

une redécouverte.
S. Freud, Trois essais sur la théorie sexuelle

Ι. Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο θα μας απασχολήσει αυτό που


αποκαλείται «μοιραίο πάθος» -όπως συνυφαίνεται από την ορμή
της ζωής/Eros και την ορμή του θανάτου-, το οποίο συνιστά και τον
βασικό άξονα ανάγνωσης των μυθιστορημάτων Ο Γιούγκερμαν και
τα στερνά του, Η μεγάλη χίμαιρα, Το χαμένο νησί, ‘Αμρι α Μούγκου.
Στο χέρι του Θεού και Ο κίτρινος φάκελος, που θα μελετηθούν στα
επόμενα υποκεφάλαια. 41

ι) Η επανανα-κάλυψη
Αρχίζοντας από το μυθιστόρημα Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά
του, θα μας απασχολήσουν οι μορφές θανάτου -σιωπηλές αλλά
παρούσες- που ανιχνεύονται πίσω από τη μάσκα της ασταμάτητης
αναζήτησης απόλαυσης, έτσι όπως ενσαρκώνεται στη μορφή του
Βασιλείου Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, ή αλλιώς Βάσια, που είναι φιν-
λανδικής καταγωγής, γιος εργοστασιάρχη, υπηρέτησε στον τσαρι-
κό ρωσικό στρατό και μετά την πτώση του τσάρου κατέφυγε στην
Πόλη και από εκεί στον Πειραιά. 42
41 Παραπέμπουμε στις εξής εκδόσεις των έργων του Καραγάτση: Ο Γιούγκερμαν
και τα στερνά του, τόμ. Α’, Εστία, Αθήνα, 2004 (α’ έκδοση Κολλάρος, Αθήνα 1938)
και τόμ. Β’, Εστία, Αθήνα, 2004 (α’ έκδοση Πυρσός, Αθήνα 1941), Η μεγάλη χίμαι-
ρα, Εστία, Αθήνα 332004 (α’ έκδοση Μαυρίδης, Αθήνα 1953). Το χαμένο νησί, Εστία,
Αθήνα 102003 (α’ έκδοση Αετός, Αθήνα 1943). Άμρι α Μούγκου. Στο χέρι του Θεού,
Εστία, Αθήνα 92003 (α΄ έκδοση Ίκαρος/Εστία, Αθήνα 1954). Ο κίτρινος φάκελος,
τόμ. Α’, Εστία, Αθήνα [1955] 172004 και τόμ. Β’, Εστία, Αθήνα [1956] 152003.
42 Η μορφή του Γιούγκερμαν, εμφανίζεται και στο πρώτο μυθιστόρημα του Καρα-
γάτση, τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, σε ένα διάλογο του Λιάπκιν με τον Αρκάνωφ. Και

— 31 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

Αν προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε την πορεία του, σε μια


πρώτη ανάγνωση, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για έναν αδί-
στακτο τυχοδιώκτη: εισάγεται στη στρατιωτική σχολή της Πετρού-
πολης -μετά από προτροπή του πατέρα του και χωρίς να έχει άλλη
επιλογή- όπου και «έπιασε φιλίες με πεντέξι άλλους που του έμοια-
ζαν. Δηλαδή παιδιά καλών οικογενειών, αγράμματους κι ασυνείδη-
τους, που πήγαν στη Σχολή, όχι από κλίση στο ευγενικό επάγγελμα
των όπλων, μα γιατί τους έστειλε η φαμίλια τους. Κι είχε τα πολιτι-
κά μέσα, η φαμίλια τους, να εμποδίση την αποβολή τους, παρ’ όλη
την αμέλεια, την τεμπελιά, και την ασυνειδησία τους».43
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Βάσια γλεντούσε, έπαιζε χαρ-
τιά, έπινε, ξοδεύοντας τα χρήματα της πατρικής περιουσίας: «ήταν
ομορφάντρας, δυνατός και θρασύς. Ο θρύλος του γλετζέ, του καρ-
διοκαταχτητή, του δημιούργησε γόητρο ακαταμάχητο στο γυναικό-
κοσμο. Όποια ήθελε, την είχε. Κι όλες του δίνονταν, αν κι ήξεραν
το πόσο άκαρδος, κυνικός και χυδαίος ήταν στις ερωτικές του υπο-
θέσεις».44
Όταν ξέσπασε η επανάσταση, εκείνος «πλιατσικολόγησε, έσφα-
ξε άμαχο πληθυσμό, εβίασε γυναίκες, γλέντησε μέσα σ’ ένα όργιο
από πιοτό, αίμα, και θάνατο. Κι ήταν πανευτυχής».45 Τελικά κατέφυ-
γε πρόσφυγας στην Πόλη, όπου έκανε λαθρεμπόριο ναρκωτικών,
και από εκεί έφτασε στον Πειραιά, όπου βρήκε μια καλοπληρωμέ-
νη δουλειά στην τράπεζα εμπορικών παροχών, εκμεταλλευόμενος
τη γλωσσομάθεια και την οξυδέρκειά του. Και παρότι αυτή η δου-
λειά δεν τον ενδιέφερε, αφού ήθελε να φτιάξει τη δική του επιχεί-
ρηση «ένα χαμαιτυπείο κρυφό και υπερπολυτελές»,46 μέσα σε έξι

οι δύο τον θεωρούν «κάθαρμα», γιατί εγκατέλειψε τη θέση του εν ώρα μάχης. Εκεί
μαθαίνουμε ότι βρισκόταν πια στην Αθήνα και δούλευε σε κάποια τράπεζα με καλό
μισθό. Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι και σε αυτό το μυθιστόρημα εμφανίζεται
τόσο η μορφή του Λιάπκιν -συνταξιδεύουν με τον Γιούγκερμαν στο πλοίο που τους
μεταφέρει από την Πόλη στον Πειραιά- όσο και η μορφή του Αρκάνωφ ως οδηγού
μιας οικογένειας εφοπλιστών. Βλέπουμε λοιπόν ότι και στα δύο μυθιστορήματα του
Καραγάτση εντοπίζονται και οι τρεις μορφές.
43 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 84.
44 Πβ. ό.π., σ. 89-90.
45 Πβ. ό.π., σ. 95-96.
46 Πβ. ό.π., σ. 116.

— 32 —
Η επανανα-κάλυψη

χρόνια κατάφερε να γίνει «ένας από τους κυριότερους υπαλλήλους


του Υποκαταστήματος Πειραιώς, με απολαβές πολύ καλές, που του
επέτρεπαν να ζη με όλες τις ανέσεις»47 και μετά από δώδεκα χρό-
νια κατάφερε να γίνει ο ίδιος διοικητής και μέτοχος της τράπεζας.
Τον πρώτο καιρό συναναστρεφόταν κάτι τύπους του λιμανιού
με τους οποίους έπινε και γλεντούσε μέχρι το πρωί, αφού «στο ζή-
τημα των γυναικών ήταν αμετανόητος. Τις κυνηγούσε όλες, όσες
συντύχαιναν στο δρόμο του. Του ήταν ζωτική ανάγκη να κάνη το
κέφι του μ’ όποια του κάπνιζε. Τίποτα δεν τον σταματούσε στο
σκοπό του».48
Άλλωστε, «ποτέ δεν κούρασε το μυαλό του με περιττές σκέ-
ψεις. [...] Ζούσε για να ικανοποιή τις ορέξεις, τα κέφια, τις ιδιοτρο-
πίες του, καταβάλλοντας όλες τις διανοητικές του προσπάθειες γι’
αυτό το σκοπό. Όταν όμως τύχαινε οι αισθήσεις κι οι επιδιώξεις του
να είναι χορτασμένες, το μυαλό του σταματούσε σε αδράνεια θε-
ληματική. [...] Ο κόσμος πλάστηκε από τον Θεό για να τον γλεντάη
αυτός, κι οι άνθρωποι για να ικανοποιούν τα κέφια του. Γυμνωμέ-
νος από συνείδηση ηθικών αξιών, έπλεγε σ’ ένα πέλαγος ανηθικι-
σμού, απόλυτα συνταυτισμένο με την ευτυχία. Ναι, ήταν ευτυχισμέ-
νος. Όσο μπορεί να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος».49
Σιγά-σιγά όμως, αυτό «το οργιαστικό μεθύσι άρχισε να τον
κουράζη. Δημιούργησε καινούργιες φιλίες και συναναστροφές κά-
πως ανώτερες»,50 σύμφωνα και με την κοινωνική θέση που είχε
αποκτήσει στην αθηναϊκή κοινωνία. Όμως «ήταν βραδυές που ο
παλιός δαίμονας ξυπνούσε παντοδύναμος. [...] άφηνε τα ένστι-
χτά του ν’ αποχαλινωθούν. Ο εαυτός του ξυπνούσε πρωτόγονος,
απαιτητικός στην καθαυτό απόλαυση. Συνέχιζε το όργιο αδιάκοπα
και αδιάπτωτα ως το πρωί, μέχρις ότου ένιωθε πως άδειασε, πως
εξουθενώθηκε, πως δεν βαστούσε πια. Δοκίμαζε το ακρότατο όριο
αντοχής του οργανισμού του, σα να ‘θελε να κάνη έλεγχο στις δυ-
νατότητές του».51

47 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 125.
48 Πβ. ό.π., σ. 138.
49 Πβ. ό.π., σ. 22 και 107.
50 Πβ. ό.π., σ. 136.
51 Πβ. ό.π.

— 33 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

Τομή στη ζωή του συνιστά η συνάντηση και η μετέπειτα φι-


λία του με τον λογοτέχνη και διανοούμενο Μιχάλη Καραμάνο. Ήταν
ένας συνάδελφός του «ως τριάντα χρόνων, με μαλλιά και μάτια κα-
στανά, πρόσωπο φίνο, έξυπνο, που αντικαθρέφτιζε μια μικρή νευ-
ρικότητα. Δεν πολυμιλούσε. Τέλειωνε τη δουλειά του με μεγάλη
γρηγοράδα. Ύστερα κοιτούσε το λιμάνι καπνίζοντας και σιγοτρα-
γουδώντας».52
Πρόκειται για έναν άνθρωπο εξαιρετικά γοητευτικό, με ιδιαίτε-
ρο σαρκασμό, τάσεις αυτοκτονίας και αϋπνίες.53 Ζούσε με τη μητέ-
ρα του και τα βράδια ασχολούνταν με τα βιβλία του. Δεν είχαν ιδιαί-
τερες σχέσεις μέχρι τη στιγμή που ο Γιούγκερμαν είδε τυχαία σε μια
βιτρίνα το βιβλίο του με τίτλο: «Θέσεις κι αντιθέσεις. Μυθιστόρη-
μα».54 Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου του έκανε μεγάλη εντύπωση
και ουσιαστικά αποτέλεσε το κίνητρο της φιλίας του με τον Καρα-
μάνο. Είναι η στιγμή που ο Γιούγκερμαν, μέσα από τις συζητήσεις
τους, θα ανακαλύψει ένα καινούργιο σύμπαν: «Αυτός μου έμαθε τα
Μεγάλα Μυστικά. Αυτός πήρε το κτήνος που ήμουν και το ‘κανε άν-
θρωπο. Ο Θεός μου ‘δωσε την ψυχή, οι γονείς μου τη σάρκα, κι Αυ-
τός τη νοημοσύνη. Αγαθό ανεχτίμητο…».55
«Η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος. Η Μοίρα των Θεών

52 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 105.
53 Στη συνέχεια, η κατάσταση του Καραμάνου θα επιδεινωθεί δραματικά, για να
καταλήξει τελικά στο Δρομοκαΐτειο: «Μέρα με τη μέρα ο ύπνος του γινόταν δυσκο-
λότερος, οι δόσεις των υπνωτικών δυνατότερες, με αποτέλεσμα μια συνεχή κεφα-
λαλγία [...] Κι άφηνε τον εαυτό του έρμαιο μιας περίεργης παθητικής αβουλίας. [...]
Το μάτι του δεν είχε την αλλοτινή του λάμψη. Στο πρόσωπό του ήταν τυπωμένη μια
απέραντη κόπωση. Κάθε τόσο σήκωνε τους ώμους μ’ αδιαφορία, με μοιρολατρική
υποταγή, σα να περίμενε το κάθε τι. Σα να παραδεχόταν τα πάντα, από ανία να τα
κρίνει. Και το χαρακτηριστικότερο: το μάτι του δεν κοιτούσε πια ούτε τον κοντινό άν-
θρωπο, ούτε τον μακρινό ορίζοντα του στοχασμού. Μα ούτε κιόλας είχε την έκφρα-
ση της αυτοσυγκέντρωσης. Δεν κοιτούσε πουθενά. Ήταν μάτι νεκρό...». Πβ. ΚΑΡΑ-
ΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Β’, σ. 38 και 40.
54 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Α’, σ. 208. Τον ίδιο τίτλο θα έχει αργότερα και
το μυθιστόρημα του συγγραφέα Μάνου Τασάκου, (βλ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο κίτρινος
φάκελος, τόμ. Α’, Εστία, Αθήνα [1955] 172004), όπως άλλωστε θα επανεμφανι-
σθεί και ο Γιούγκερμαν, ως διευθυντής τραπέζης που επισκέπτεται τον Καραμάνο
στο Δρομοκαΐτειο. Βλ. ό.π., τόμ. Β’, Εστία, Αθήνα, [1956] 152003.
55 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 316.

— 34 —
Η επανανα-κάλυψη

είναι η Λήθη».56 Αυτή ήταν η φράση στην οποία στάθηκε ο Γιού-


γκερμαν, όταν διάβασε το κείμενο του Καραμάνου που αποτέλεσε
ουσιαστικά και το αντικείμενο της πρώτης τους συζήτησης, κατά τη
διάρκεια της οποίας ο Γιούγκερμαν θα πεί στον Καραμάνο: « –Αυτά
που λες δεν είναι καθαρά. Μα σα να νιώθω τι θέλεις να πης. Ή, κα-
λύτερα, το διαισθάνομαι. Είναι κάτι σαν απροσδιόριστη αλήθεια,
που πάντα βρισκόταν μέσα μου. Μα κοιμόταν».57 Και «για πρώτη
φορά αισθανόταν μια κυρίαρχη ανάγκη προσφοράς. Θα ήθελε να
ανοίξη την ψυχή του, να ξομολογηθή τη ζωή του, να μεταδώση τον
κρυφό εαυτό του σε τούτο τον άνθρωπο, που ήξερε ν’ αναταράζη
το μέσα κόσμο του πλαϊνού του».58 Είναι η στιγμή, που, για πρώτη
φορά ο Γιούγκερμαν θα μιλήσει για τη ζωή του, τα παιδικά του χρό-
νια, και θα ανασύρει από τη λήθη τους δικούς του «εφέστιους θε-
ούς».59 Είναι η στιγμή που τον ακούμε να ομολογεί: «εμένα ο πα-
τέρας μου ήταν ένας ασελγής μέθυσος. Η μάνα μου μια ασυνείδη-
τη ερωτομανής».60
Στο σημείο όμως αυτό, νομίζω ότι είναι απαραίτητο να μελετή-
σουμε τα πρώτα παιδικά χρόνια του Βάσια : «Όταν το μυαλό του Βα-
σίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν γυρίζει στα περασμένα -γεγονός πολύ
σπάνιο- το πρώτο πράμα που θυμάται είναι το οικογενειακό του
σπίτι του Τάμερφορς [...]. Όλα τα πράματα, εκεί μέσα, είχαν προσω-
πικότητα αντιπαθητική κι αφηρημένη. Τοποθετημένα σε θέσεις κα-
θορισμένες, σαν από νόμο μεταφυσικό με τρομαχτικές κυρώσεις,
δεν είχες δικαίωμα ούτε να τ’ αγγίζης καλά-καλά, λες και ήσαν τα-
μπού. Οι κάμαρες ξαπλώνονταν η μια πλάι στην άλλη, πολυτελείς,
άψυχες κι άχρηστες. [...] Ήταν ένα σπίτι σκοτεινό. [...] Η μοναδική
ευχάριστη κάμαρα ήταν το boudoir της μαμάς: ένα δωματιάκι τό-
σο-δα, στ’ απάνω πάτωμα, με παράθυρο που ‘βλεπε στη λίμνη…».61
Η μητέρα του, όλη την ημέρα στο μπουντουάρ «ξαπλωμένη σε

56 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’ , ό.π., σ. 218.
57 Πβ. ό.π., σ. 220.
58 Πβ. ό.π., σ. 222.
59 Πβ. ό.π., σ. 55.
60 Πβ. ό.π., σ. 225.
61 Πβ. ό.π., σ. 61-62.

— 35 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

μια chaise-longue, διάβαζε γαλλικά μυθιστορήματα, κάπνιζε αιγυ-


πτιακά τσιγάρα και δεχόταν τους γνωστούς της. Με τον άντρα της
δεν είχε μεγάλη επαφή».62 Επίσης, κάθε χρόνο ταξίδευε για μή-
νες στο εξωτερικό, «απ’ όπου γύριζε μεταμορφωμένη, όλο λάμψη,
ομορφιά και χαμόγελα. Ψηλή, λιγερή με δέρμα γαλατένιο, και μάτια
βαθυγάλανα, παιχνιδιάρικα, άπιαστα».63
Ο πατέρας, «ψηλός, χοντρός, με μάτι σκληρό και κοροϊδευτι-
κό», διηύθυνε το εργοστάσιο που κληρονόμησε από πατέρα του
64

και ήταν «σπάταλος, χαρτοπαίχτης, μπεκρής, γυναικάς. [...] Σπάνια


βρισκόταν σπίτι του. Πότε στο εργοστάσιο ήταν, πότε στην πόλη,
πότε στο κυνήγι. Ερχόταν σε ώρες απίθανες, θυμόταν πως είχε γυ-
ναίκα και παιδιά, τους έλεγε δύο-τρία συμβατικά λόγια κι έφευγε
ξανά βιαστικός…».65
Η μόνη που ασχολούνταν μαζί του και με τον μεγαλύτερο αδελ-
φό του, τον Σύλβεστρο, ήταν η Εγγλέζα δασκάλα τους, η μις Μόρ-
τιμερ, μια εξαιρετικά αυστηρή γυναίκα εξήντα χρονών, η οποία αυ-
τοκτόνησε όταν ο Βάσιας ήταν οκτώ ετών: «μεσ’ στο μισοσκότα-
δο είδε τη δασκάλα να κρέμεται απ’ το ταβάνι. Το μαύρο πρόσω-
πό της μόρφαζε τραγικά, όπως όταν καυτηρίαζε τους κακούς και
τους ανήθικους. [...] Καθώς την είδε κρεμασμένη, του ‘κανε μάλλον
αστεία εντύπωση. Μόνο που, για πρώτη φορά, γεννήθηκ’ εντός του
το μυστήριο του θανάτου».66
Η καινούργια τους δασκάλα, η «μαμζέλ Ελίζ», «μόλις εικοσιδυό
χρονών, είχε εκείνη την τσαχπίνικη νοστιμιά της Παριζιάνας».67 Αδι-
αφόρησε παντελώς τόσο για τη μόρφωση των παιδιών όσο και για
τη διαπαιδαγώγησή τους και πριν κλείσει ένας χρόνος πέθανε από
ακατάσχετη αιμορραγία που οφειλόταν σε απόξεση. Ο Βάσια ήταν
πάλι παρών, και μάλιστα μόνος του αυτή τη φορά, αφού ο αδερφός
του είχε ήδη φύγει για σπουδές. Ένα βράδυ, λοιπόν, ξύπνησε ακού-

62 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 62.
63 Πβ. ό.π., σ. 64-65.
64 Πβ. ό.π., σ. 60.
65 Πβ. ό.π., σ. 60 και 62.
66 Πβ. ό.π., σ. 67.
67 Πβ. ό.π., σ. 67-68.

— 36 —
Η επανανα-κάλυψη

γοντας κάποιον να βογκάει σαν να πονούσε αβάσταχτα. «Άνοιξε την


πόρτα κι είδε την μαμζέλ Ελίζ ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με μάτια κλει-
στά, μορφή κάτασπρη και χείλια μελανά. [...] Πλησίασε στο κρεβά-
τι κι είδε πως τα σεντόνια, οι κουβέρτες, ακόμα και το πάτωμα ήταν
λεκιασμένα με αίμα».68 Κάλεσε τους υπηρέτες και κρυμμένος πίσω
από μια πολυθρόνα είδε και άκουσε το θάνατο της «μαμζέλ Ελίζ»,
τον πατέρα του να προσφέρει στον γιατρό χρήματα και να του ζητά
να μην μαθευτεί τίποτε, και τον κ. ντε Κρεσύ να ζητά χρήματα προ-
κειμένου να μην μιλήσει, κάνοντας έξαλλο τον πατέρα του.
Λίγους μήνες μετά η μητέρα του θα φύγει για διακοπές και δεν
θα ξαναγυρίσει ποτέ, ενώ ο πατέρας του θα αδιαφορήσει τελείως
για εκείνον – έκανε περίπου δύο χρόνια να τον δει. Ο Βάσιας, εντε-
λώς μόνος και ασύδοτος πια, άλλωστε μαζί του ασχολούνταν μόνο
οι υπηρέτες, «τριγυρνούσε όπου ήθελε κι όταν ήθελε. Γύριζε στο
σπίτι του μόνο όταν πεινούσε ή νύσταζε. Όσο για μόρφωση, δεν
γινόταν λόγος. Ούτε εσωτερική δασκάλα, ούτε σχολείο. Όλη μέρα
έπαιζε στο πάρκο, είτε τριγυρνούσε στο εργοστάσιο. [...] Άλλες φο-
ρές ξεκινούσε για μακριές περιπλανήσεις στις εργατικές και τις βι-
ομηχανικές συνοικίες της πολιτείας. Είχε πιάσει παρέα με κάτι αλά-
νηδες της ηλικίας του. [...] Γύριζε το βράδυ ξεσκισμένος, βρώμικος,
ματωμένος κι έξαλλος από τον ξυλοδαρμό».69 Τελικά πήγε «σ΄ένα
συνοικιακό δημοτικό, όπου οι εργάτες έστελναν τα παιδιά τους, [...]
τέλειωσε το Λύκειο χωρίς να διακριθή για την επιμέλειά του, [...]
και κατάφερε να μπλέξει με τα περιφημότερα βρωμόμουτρα του
Τάμερφορς. Βασική απασχόλησή τους ήταν η χαρτοπαιξία, σε διά-
φορα ύποπτα κέντρα. [...] Όταν πάλι δεν είχαν κέφι για τζόγο, πή-
γαιναν να βρουν τα γνωστότερα βρωμοθήλυκα των λαϊκών συνοι-
κιών, κι έβγαζαν τα μάτια τους για δυο ρούβλια».70
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το σημαίνον της εγκατάλειψης εί-
ναι το κυρίαρχο σημαίνον που τον σημαδεύει. Πρόκειται για μια δι-
πλή εγκατάλειψη που ισοδυναμεί με απώλεια αγάπης, τόσο από την
πλευρά της μητέρας του -αυτής της «ασυνείδητης ερωτομανούς»

68 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 73.
69 Πβ. ό.π., σ. 76.
70 Πβ. ό.π., σ. 77 και 81.

— 37 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

που τον εγκατέλειψε για να ζήσει με τον εραστή της- όσο και από
την πλευρά του πατέρα του - αυτού του «ασελγούς μέθυσου» που
αδιαφόρησε τελείως για εκείνον.
Μπορούμε εδώ να εντοπίσουμε ένα ισχυρό ναρκισσιστικό
πλήγμα,71 που ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Γιούγκερμαν δεν
καλείται να τοποθετηθεί μόνο απέναντι στον «de lege» πατέρα, ο
οποίος, μετά το θάνατό του, του άφησε μόνο ένα χρηματικό ποσό,
ενώ όλη του την περιουσία την άφηνε στον αδελφό του, στο «αλη-
θινό κι αναμφισβήτητο παιδί της σάρκας του».72 Πρέπει να τοποθε-
τηθεί απέναντι και στον «de facto» πατέρα του, αντιμετωπίζοντας
το ζήτημα της αμφίβολης πατρότητας: «από καιρό είχε αμφιβολίες
περί του ποιος ήταν ο πατέρας του», όμως θύμωσε γιατί του στέ-
ρησε την κληρονομιά. Και πριν φύγει από τη Φινλανδία, όπου είχε
πάει για την κηδεία του πατέρα του, ένα βράδυ, βρήκε τυχαία μια
φωτογραφία του ντε Κρεσύ: «Με μιας γίνηκε φως στο μυαλό του
Βάσια. Έβαλε τη φωτογραφία στην τσέπη του, κατέβηκε γοργά τη
σκάλα της σοφίτας, πήγε στην κάμαρά του, στάθηκε μπροστά στον
καθρέφτη, έβγαλε τη φωτογραφία κι άρχισε να συγκρίνει τα μού-
τρα του με τη φάτσα του Κρεσύ. Κι άξαφνα γέλιο τεράστιο, πλατύ,
ομηρικό τον τράνταξε σύγκορμο. Ναι! Ήταν όμοιος κι απαράλλα-
χτος, λες κι ο Κρεσύ έφτυσε και τον έφτιασε! [...] Έκρυψε τη φω-
τογραφία στη βαλίτζα του, ξάπλωσε στο κρεβάτι, κι άρχισε να συλ-
λογιέται. [...] Καλά τα κατάφερε η μάνα μου, είπε μέσα του. Αν μ’
έφτιανε με τον Καρλ, θα ήμουν κάτι σαν τον Σύλβι, θλιβερός και μι-
σοψόφιος, άνθρωπος δυστυχέστατος. Ενώ τώρα, από τους Γιού-
γκερμαν πήρα μόνο ό,τι αξίζει: τ’ όνομα και το χρήμα. Όχι όμως και
το αίμα, που δεν αξίζει καπίκι. Αυτό, φρόντισε η μάνα μου να είναι
πρώτης ποιότητος! Πρέπει να την ευγνωμονώ... Πού να βρίσκεται
άραγε η μαμά; Κανείς δεν ξέρει. Έχω χρέος να την βρω και να την
ευχαριστήσω για το καλό που μου ‘κανε».73
Σε έναν πρώτο χρόνο λοιπόν βλέπουμε ότι θεωρεί τον εαυτό

71 Βλ. FREUD Sigmund, «Au-delà du principe de plaisir», Essais de psychanalyse,


Payot, Παρίσι 1981.
72 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 87.
73 Πβ. ό.π., σ. 88-89.

— 38 —
Η επανανα-κάλυψη

του τυχερό – πρόκειται για μια αντίδραση που προσπαθεί να επι-


καλύψει το νέο ναρκισσιστικό πλήγμα που έχει υποστεί. Αυτή τη
φορά όμως η αντίδρασή του δεν προκαλείται από την αδιαφορία
του πατέρα του, την οποία αντιμετώπισε με το να θεωρεί ότι «στο
βάθος δεν ένιωθε τίποτα γι’ αυτό τον άνθρωπο, που τόσο λίγη πα-
τρική φροντίδα έδειξε για τα παιδιά του».74 Τώρα πρόκειται για την
άμεση και ξεκάθαρη αμφισβήτησή του ως γιου αυτού του πατέρα.
Και παρότι γνωρίζει την αλήθεια, σε έναν δεύτερο χρόνο, στη
μία και μοναδική συνάντηση που θα έχει με τη μητέρα του, της το-
νίζει: «–Έστω κι αν τον παντρευόσουν, θα γινόταν πατρυιός μου.
–Μα είναι πατέρας σου! –Έχεις λάθος. Είμαι γιος του Καρλ Γιού-
γκερμαν. Με λένε Γιούγκερμαν. Είμαι Γιούγκερμαν. Είναι αργά να
αναγνωρίσω μια φυσική, μα παράνομη, ενοχλητική, κι αντιπαθητι-
κή πατρότητα».75 Εδώ απορρίπτει και τον φυσικό του πατέρα, υπε-
ραμυνόμενος του νόμιμου, αλλά επίσης απορριφθέντος πατρός.
Πρόκειται για ένα αίνιγμα, τη λύση του οποίου θα επιχειρήσουμε
να φωτίσουμε στη συνέχεια.
Το αποτύπωμα αυτού του ναρκισσιστικού πλήγματος εγγράφε-
ται καθαρά στην αδιαφορία που επιδεικνύει απέναντι στην πατρό-
τητα -φυσική/νόμιμη- αν λάβουμε υπόψη μας την επιπολαιότητα
με την οποία αντιμετώπισε την περίπτωση της Αννούσα -μιας γυ-
ναίκας που μοιραζόταν με τον φίλο του Τουρανέβσκυ- όταν τους
ανήγγειλε ότι περιμένει παιδί. Εκείνοι, μεθυσμένοι, προθυμοποι-
ήθηκαν να την παντρευτούν. Ο κλήρος έπεσε στον Γιούγκερμαν,
ο οποίος θεώρησε ότι «αν καλοσκεφθής το πράμα έχει το γούστο
του!»76 και «το τριπλό συζυγάτο»77 συνέχισε με τον ίδιο τρόπο μέ-
χρι να ξεσπάσει η επανάσταση. Όταν τελικά ο Γιούγκερμαν έφυγε
από την Ρωσία, «είχε ξεχάσει ολότελα ότι είχε αφήσει τη γυναίκα
του και τα κατά μαχητό τεκμήριο παιδιά του».78
Δώδεκα χρόνια αργότερα, όταν η Αννούσα, μαζί με τα δύο παι-

74 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 87.
75 Πβ. ό.π., σ. 449.
76 Πβ. ό.π., σ. 95.
77 Πβ. ό.π.
78 Πβ. ό.π., σ. 96.

— 39 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

διά, την Νατάσα και τον Καρλ, θα τον ψάξει για να του ζητήσει οι-
κονομική βοήθεια, εκείνος θα τους δεχτεί στο σπίτι του. Μόνο που
«ένα τεράστιο φράγμα υψωνόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και τους τρεις
ανθρώπους που αποτελούσαν την οικογένεια Βασ. Γιούγκερμαν.
Βάραθρο απροσπέλαστο. Γιατί εξόν από μια συνοίκηση και μιαν
άφθονη χρηματική τροφοδότηση, δεν τους ένωνε τίποτ’ άλλο. Ζού-
σε ζωή απόλυτα ξεχωριστή, εντελώς δική του, ωσάν η σύζυγος και
τα δυο παιδιά να μην υπήρχαν».79
Εκτός όμως από τη σχέση του με τον Καραμάνο, μια σχέση φι-
λίας που διατηρήθηκε ώς το θάνατο του Καραμάνου στο Δρομο-
καΐτειο,80 στη ζωή του Γιούγκερμαν καθοριστικό ρόλο έπαιξαν δύο
γυναικείες μορφές. Η μία είναι η Βούλα, μια κοπέλα είκοσι χρο-
νών, την οποία είδε για πρώτη φορά, πριν από πέντε χρόνια, στο
πλοίο που τον έφερνε στον Πειραιά, όταν άνοιξε μια τρύπα στον
τοίχο για να παρακολουθήσει την άτυχη ερωτική μύηση δύο νέων,
στη διπλανή του καμπίνα. Θα τη συναντήσει ξανά τελείως τυχαία,
και χωρίς να της αποκαλύψει ποτέ ότι ήδη τη γνώριζε, θα προχω-
ρήσει σε μια σχέση που θα κρατήσει περίπου τρία χρόνια, η οποία
όμως για αυτόν ξεκίνησε σαν παιχνίδι: ήταν «μια πλατωνική φιλία
μ’ ένα αδύνατο κι ασχημούτσικο κοριτσάκι».81 Μια σχέση που στην
αρχή ο Βάσια πίστευε ότι δεν μπορούσε να προκαλέσει καμιά επι-
θυμία: «Κάθονταν στο ίδιο πάντα τραπέζι κι έπιναν το ίδιο κακό-
γευστο ούζο, τις τρεις μέρες της κάθε βδομάδας που συναντιόνταν.
[...] Έμεναν ως τις εννιάμιση, ποτέ παραπάνω. Η Βούλα έπρεπε να
γυρίσει στο σπίτι. Σιγοπαίρναν τον ανήφορο προς το Περίπτερο.
Κι εκεί χαιρετιόνταν μ’ ένα σφίξιμο του χεριού κι ένα χαμόγελο.
Τα σπίτια τους ήταν κοντά, μα χώριζαν οι δρόμοι τους. Αυτό γινό-
ταν τρεις φορές τη βδομάδα, με την ίδια πάντα ακρίβεια κι ομοι-
ομορφία. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο αυτές οι συναντήσεις
τους ήταν απαραίτητες. Τόσο έπαιρναν συνείδηση πως αλληλοδέ-
νονταν, μα δίχως να ξεκαθαρίσουν με τι είδους δεσμούς. Ο Γιού-

79 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 261.
80 Ο Γιούγκερμαν φρόντισε για τη νοσηλεία του Καραμάνου στο Δρομοκαΐτειο και
μάλιστα η σχέση τους δεν διεκόπη ποτέ ψυχικά, παρά την αναπόφευκτη σύγκρουση
και απομάκρυνση όταν ερωτεύτηκαν την ίδια γυναίκα.
81 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Α’ , σ. 279.

— 40 —
Η επανανα-κάλυψη

γκερμαν δεν μπορούσε να καταλάβη τον εαυτό του, χωρίς όμως


να νιώθη την ανάγκη αυτής της κατανόησης. Η Βούλα ήταν γι’ αυ-
τόν μια προϋπόθεση ξεκούρασης, γαλήνης. [...] Την επιθυμούσε;
Θα ήθελε να τη σφίξη στην αγκαλιά του; Να χαρή εκείνο που δεν
δυνήθηκε να κερδίσει ο νέος κι όμορφος πολυαγαπημένος; Δεν δι-
ανοήθηκε ποτέ του τέτοιο πράμα. Δεν της μίλησε ποτέ για τίποτα.
Παρουσιάστηκε μπροστά της σαν καινούργιος κι άγνωστος σε και-
νούργια κι άγνωστη. [...] Οι ελάχιστες πονηρές σκέψεις πολύ σύ-
ντομα διαλύθηκαν. Κάτι του ‘λεγε πως τίποτα δεν είχε αλλάξει από
τον καιρό – εδώ κι έξι χρόνια – που το άπραγο κορίτσι επαναστα-
τούσε στην ανδρική επαφή. Ίσως να πλανιόταν. Μα δεν ήθελε. Δεν
ήταν αυτή η γυναίκα που θα του ‘δινε την ηδονή. Δεν τον τραβού-
σε, δεν του γεννούσε ορέξεις. Η μόνη του απόλαυση ήταν να κάθε-
ται κοντά της και ν’ ακούη την αδύναμη και μελωδική της φωνή να
λέη απλοϊκά και στοχαστικά λόγια. Λόγια ειλικρινή, αληθινά, γδυμέ-
να από κάθε πονηριά κι υστεροβουλία. Κάτι σαν εξομολόγηση ενός
κλειστού κόσμου προς φίλο αγαπητό... Απόλυτα γοητευμένος από
τον απλό, τον καθαρό, τον παιδικό ψυχικό της κόσμο».82
Όμως, μετά από μήνες συναντήσεων, «ο Γιούγκερμαν θυμή-
θηκε τη σκηνή του βαποριού. Ξαναείδε το ισχνό κορμί -αυτό το
ίδιο που αχτινοβολούσε τώρα πλάι του μια συμβολική θερμότητα-,
αφημένο στα χέρια του νεαρού με το μουστακάκι. Το φιλί που ένω-
σε τα δύο στόματα. Το είχε δεχτή με μισόκλειστα μάτια το φιλί, η μι-
κρή ατίθαση! Της άρεσε το φιλί. Κατόπι, η συνέχεια την είχε αγρι-
έψει... Αν τη φιλούσε κι αυτός; Αν την έσφιγγε στην αγκαλιά του,
όπως ποθούσε μήνες τώρα; Ναι, μήνες. Μόνο που σήμερα ξεχύθη-
καν οι κρυμμένοι πόθοι του… Σταμάτησε να συλλογιέται. Την αγκά-
λιασε με μπράτσα τρεμουλιαστά. Άρπαξε τα χείλη της με αγωνία.
Δέχτηκε το φιλί του».83
«Όλο-όλο ένα φιλί τους ένωνε, ένα σφίξιμο, ένα τίποτα. Αρ-
κετό όμως για να φέρη επανάσταση στη μακρόχρονη φιλία τους.
Έσβησαν με μιας τα παλιά: οι ανώδυνες κουβέντες, η φιλική συ-

82 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’ , ό.π., σ. 276
και 277-278.
83 Πβ. ό.π., σ. 288.

— 41 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

ντροφιά. Τώρα είχαν να πουν άλλα. [...] Κι αυτά τ’ άλλα διέφεραν


τόσο λίγο σε μορφή απ’ τα παλιά, που μόνο αυτοί οι ίδιοι ήταν σε
θέση να εκτιμήσουν την αλλαγή. Την αλλαγή που μαρτυριόταν ίσως
στον τόνο της φωνής, ίσως σε μερικές λέξεις, που άλλοτε δεν θα
λέγονταν. Κάτι αδιόρατο. [...] Μέρα με τη μέρα η επιθυμία μεγάλω-
νε μέσα του. Τώρα ο Βάσιας συνειδητοποίησε την έλξη της κοπέ-
λας. Ήθελε να την απολαύση. Κάτι υπέρτερο τον τραβούσε προς
αυτήν. Γενετήσια ορμή αλόγιστη, κυβερνημένη από διαστροφή φα-
ντασίας. Οι αιώνιες εικόνες το βαποριού ξαναβγήκαν από το χάος
της λήθης, με τρομαχτικήν ακρίβεια. Θυμόταν την κάθε λεπτομέ-
ρεια της δραματικής πάλης. Η Βούλα, στα χέρια του άντρα, απο-
κρούει με απόγνωση τη σαρκική μύηση. Και θα ήθελε να ήταν εκεί-
νος στη θέση του άλλου. Όχι τώρα, μα τότε, τη στιγμή εκείνη, εδώ
κι έξι χρόνια. Να νικήση την αντίσταση. Να θριαμβεύση -γερό αρ-
σενικό- πάνω στο φτωχό και σχεδόν άνηβο κορμί. Το κορμί με τον
ανεξήγητο κρυφό μαγνήτη. [...] κι έμενε τυραγνισμένος από την κυ-
ρίαρχη επιθυμία [...] τη μακριά κι ασίγαστη διέγερση. Κάτι το πρω-
τόγνωρο γι’ αυτόν τον κυνικό χαροκόπο, που ένα κάρτο μετά τα
πρώτα χάδια τέλειωνε κιόλας τη δουλειά του».84
«Κάθε φορά που η λιγνή σιλουέτα της σχεδιαζόταν στην ασα-
φή ατμόσφαιρα του δειλινού, η καρδιά του σκιρτούσε με την ίδια
πρωτόγνωρη χαρά, όπου το πέρασμα των ημερών πρόσθετε διαρ-
κώς κάτι το βαθύτερο. Ένιωθε πως τ’ αόρατα δίχτυα του δεσμού
τους πλήθαιναν, τους τύλιγαν, τους ένωναν σε μια κοινήν υπόστα-
ση. Σε μια συνταύτιση που κανένα αίτιο δεν μπορούσε να ξεδιαλύ-
νη».85
Σχεδόν όμως παράλληλα με την Βούλα υπήρξε και μια άλλη
γυναικεία μορφή, η Ντίνα ή αλλιώς Ντάινα, κόρη του ενός από τους
αδελφούς Σκλαβογιάννη, οι οποίοι χρεοκόπησαν εξαιτίας της αλό-
γιστης σπατάλης τους, παρότι η επιχείρηση ήταν εξαιρετικά κερ-
δοφόρα. Είχαν καταχρεωθεί στην τράπεζα και ο Γιούγκερμαν, αντί
πλειστηριασμού, εισηγήθηκε να αναλάβει η τράπεζα την εκμετάλ-

84 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 290-
291 και 299.
85 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π, τόμ. Β’, σ. 41.

— 42 —
Η επανανα-κάλυψη

λευση της επιχείρησης για είκοσι χρόνια, ώστε να πετύχει και την
έντοκη απόσβεση του χρέους αλλά και επιπλέον κερδοφορία. Ο
ίδιος ανέλαβε γενικός διευθυντής, ενισχύοντας το κύρος του και
την ήδη ανθηρή οικονομική του κατάσταση.
Η πρώτη συνάντησή τους έγινε στη βίλα Ντάινα, όπου ο Γιού-
γκερμαν είχε προσκληθεί για να περάσει μερικές μέρες του καλο-
καιριού μαζί με την οικογένεια Σκλαβογιάννη. Η Ντάινα είναι μια
κοπέλα περίπου δεκαοκτώ χρονών, που «ο αέρας ολόγυρά της κο-
ρεζόταν αφροδισιασμό. Ακτινοβολούσε η ύπαρξή της γονιμικές
προσκλήσεις. [...] Θα ‘λεγες φτιαγμένη από καλλιτέχνη, που ‘χε για
νοητό πρότυπο τη γνώση του ιδανικού κορμιού του θηλυκού αν-
θρώπου».86
Και εκείνος «την ήθελε, την πεθυμούσε μ’ όλη την αρσενικάδα
του επιτακτικά, απόλυτα»,87 όμως, «ενώ όλες του οι αισθήσεις τον
τραβούσαν προς την Ντίνα, κάποιος άλλος εσωτερικός παράγο-
ντας, ίσως λογικός, ίσως αυταμυντικός, τον απομάκρυνε. Προσπα-
θούσε να μην τη συναντά, σα ν’ απόφευγε έναν κίνδυνο».88 Ώσπου
άρχισε να νιώθει «τον εαυτό του μαλακωμένο, αδύνατο, άβουλο
μπροστά στο πεπρωμένο»89 και της εξομολογήθηκε ότι την αγα-
πούσε. Και παρότι ήξερε ότι εκείνη δεν ένιωθε τίποτα γι’ αυτόν, ότι
οι κινήσεις της υποκινούνταν από το συμφέρον, ο ίδιος βασανιζό-
ταν από το ερώτημα του γάμου «αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος
να τη χαρή, να την εξουσιάση. [...] Τούτη τη στιγμή, γι’ αυτόν, δεν
υπήρχε παρά το κρεβάτι. [...] Κι ένιωθε την απόλυτη αδυναμία του
να ξεφύγη από το βάραθρο όπου τον τραβούσε ο ίλιγγος της επι-
θυμίας».90 «Δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να ξέρη. Μόνο καταλάβαι-
νε τον εαυτό του κουρασμένο, πολύ κουρασμένο. Από την δουλειά,
την αϋπνία, την επιθυμία. Κυρίως την επιθυμία».91
Τελικά η λύση δόθηκε όταν παρακολούθησε τον Καραμάνο,

86 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π, σ. 330, και
τόμ. Β’, σ. 123.
87 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 127.
88 Πβ. ό.π., σ. 153.
89 Πβ. ό.π, σ. 170.
90 Πβ. ό.π., σ. 170 και 175.
91 Πβ. ό.π., σ. 173.

— 43 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

τον οποίο υποψιαζόταν ότι είχε ερωτική σχέση με τη Ντάινα, και


ύστερα από σύντομη πάλη μαζί του «την ακινήτησε πάνω στα χορ-
τάρια και τη νεμήθηκε, βίαια, γοργά, οργισμένα. Κι όταν την εξου-
σίασε απόλυτα, όταν την ένιωσε υποχείρια και συμμέτοχη της αρ-
σενικάδας του, με μια σπρωξιά την έδιωξε από πάνω του. Κι έφυγε
σαν παλαβός μέσα στη νύχτα».92
Μετά από αυτό το συμβάν «η ανάμνηση της Ντίνας δεν είχε ξε-
γραφτή ολότελ’ από μέσα του, αν και υποχώρησε σε κάποιο βά-
θος. Ήταν στιγμές που η μορφή της πρόβαλλε τυραννική μπρος στα
κλειστά του μάτια. Μα ένα αίσθημα σιχαμάρας ανάβλυζε αμέσως
από μέσα του. Και το κακό όραμα χανόταν, για να ξανάρθη όλο και
ασαφέστερο, διαρκώς σπανιότερο. Εκείνο που τον λύτρωσε από το
γενετήσιο μαγνητισμό της ήταν η νομή, ή καλύτερα οι περιστάσεις
της νομής. Αν του παραδινόταν φυσιολογικά, ύστερ’ από μια σύ-
ντομη ή μακριά αντίσταση, αλλά με τη θέλησή της, τότε δίχως άλλο
η ηδονή της θα έδενε τη σάρκα του για καιρό και γερά».93
Καθοριστικό, βεβαίως, ρόλο έπαιξε και η μορφή της Βούλας, την
οποία συνέχισε να συναντά. Τη νύχτα που έκαναν έρωτα για πρώτη
φορά «χαμογέλασε στο άπειρο ευτυχισμένος [...] –Θεέ μου μουρ-
μούρισε. Είναι δυνατή τόση ευτυχία;».94 Και αποφάσισε ότι η Βού-
λα θα γινόταν σύζυγός του. Δεν συνέβη. Με τον ξαφνικό θάνατό της
«πλάι στα χείλη του ζωγραφίστηκαν οι δύο ανεξίτηλες ζαρωματιές
του πόνου. Αυτές που ακολουθούν τον άνθρωπο ως τον τάφο».95
Στο σημείο αυτό όμως οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι οι
δύο βασικές γυναικείες μορφές -που συνιστούν τομή στη ζωή του
γιατί ενσαρκώνουν την πραγματική επιθυμία, αφού όπως λέει «και
τις δύο που πεθύμησα πραγματικά, τις χάρηκα μόνο από μία φο-
ρά»96- λειτουργούν παράλληλα και ταυτόχρονα, σαν να μην μπορεί
να διαχωριστεί η μία από την άλλη. Αυτόν τον αινιγματικό χαρακτή-
ρα της επιθυμίας που κατευθύνεται ταυτόχρονα και με την ίδια ισχύ

92 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., , σ. 183.
93 Πβ. ό.π., σ. 187.
94 Πβ. ό.π., σ. 204 και 207.
95 Πβ. ό.π., σ. 221.
96 Πβ. ό.π., σ. 293.

— 44 —
Η επανανα-κάλυψη

σε δύο φαινομενικά τελείως διαφορετικά πρόσωπα θα επιχειρή-


σουμε να αναλύσουμε στη συνέχεια.
Εξίσου αινιγματική είναι και η επιθυμία του να επιστρέψει στη
Φινλανδία, εβδομήντα χρονών πια, «για να πεθάνη»,97 αν σκεφτού-
με ότι στη μοναδική συνάντηση που είχε με τον αδελφό του τελείως
τυχαία, σε ένα εμπορικό συνέδριο στη Βουδαπέστη, όταν ο Σύλβι
τον ρωτά αν πεθύμησε την πατρίδα και το σπίτι ο Βάσιας του απα-
ντά: «Δεν θυμάμαι τίποτα από τα παλιά. Όλα έσβησαν, σιγά-σιγά,
μέσα μου. Είναι στιγμές που θαρρώ πως γεννήθηκα στον Πειραιά,
από γονείς Έλληνες. Η Φινλανδία για μένα έχει το ίδιο ενδιαφέρον
με την Παταγονία... [...] Κανόνισα τη ζωή μου έτσι που για μένα να
μην υπάρχει παρελθόν. Εξόν από κάτι εφιαλτικές αναμνήσεις…».98
Όταν αποχαιρετίστηκαν, ο Βάσια «έμεινε μόνος, στο πεζοδρό-
μιο του Κόρσο, με διάχυτη δυσφορία στην ψυχή. Οσοδήποτε κι αν
το αρνιόταν, το ξαναφανέρωμα του παλιού κόσμου του γέννησε
νοσταλγίες. Συναισθήματα ασαφή στην περασμένη ύπαρξή τους,
που αναβίωσαν εντός του, δημιουργώντας λανθάνουσα κρίση. Κάτι
θα ήθελε, μα κι αυτός δεν ήξερε τι. Η επιθυμία του ήταν υποσυνεί-
δητη κι αξεκαθάριστη. Μα τόσο επιταχτική, που πρώτη φορά στη
ζωή του ένιωσε την αγωνία της απροσδιόριστης λαχτάρας».99
Ήταν αυτή η αινιγματική επιθυμία που ακόμη και μετά τον θά-
νατο του αδελφού του τον έκανε να μην πουλήσει το σπίτι, παρά το
ότι και μόνο που «θυμόταν το θαμπό πύργο, τον πλακωμένο από
το δάσος, το χιόνι, την ασέλγεια, τον αλκοολισμό, τον εγωισμό, την
εγκατάλειψη και το θάνατο, τον έπιανε κάτι στην τραχεία».100 «Το
κράτησε σαν κάτι κρυφό, ντροπιασμένο, που μοιραία μένει ανα-
παλλοτρίωτο μέσα στο στέρνο της οικογένειας. [...] Το κράτησε το
σπίτι, κι αυτός δεν ήξερε ακριβώς γιατί. Το κράτησε γιατί δεν ήθελε
να το πουλήση, δίχως να κάνει καμιά συνθετώτερη σκέψη. [...] Και
να, που ήρθε να πεθάνη μέσα στις αποτρόπαιες κάμαρές του».101

97 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 351.
98 Πβ. ό.π., τόμ. Α’, σ. 430-431.
99 Πβ. ό.π., σ. 431.
100 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 352-353.
101 Πβ. ό.π., σ. 353.

— 45 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

«Εκείνο που τον χτύπησε κατάμουτρα -κατάψυχα- σαν άνοιξε


τη η βαρειά δρύινη πόρτα, ήταν το σκοτάδι κι η οσμή της μούχλας.
Το σκοτάδι ήταν χρονική κατάσταση στο σπίτι των Γιούγκερμαν. [...]
Η μούχλα ήρθε αργότερα, μετά το φευγιό της Λίλυς με τον Αντε-
μάρ ντε Κρεσύ. Κλείσαν όλες οι κάμαρες, κι έμεινε μόνο το γρα-
φείο, λημέρι του Καρλ στα μπεκρουλιάσματα και τις ασέλγειες με
τα δουλικά».102
«Να, η πόρτα του γραφείου. Την άνοιξε με τρεμάμενο χέρι».103
Μπαίνει στο δωμάτιο – τόπο θανάτου του πατέρα του και του αδελ-
φού του. Σε αυτό το γραφείο ήταν που ανακάλυψε την ντουλάπα
με τα μπουκάλια και άρχισε για πρώτη φορά να δοκιμάζει αλκοόλ,
όπως άλλωστε και τα πορνογραφήματα και «άρχισε να αισθάνεται
την ανάγκη να δοκιμάση κι αυτός τα όσα διάβαζε περιγραφόμενα κι
έβλεπε εικονιζόμενα».104 Στο ίδιο δωμάτιο παρακολούθησε κάποια
στιγμή κρυφά μια ερωτική συνεύρεση του πατέρα του με μια υπη-
ρέτρια, για να ακολουθήσει η πρώτη του σεξουαλική επαφή επίσης
με μια υπηρέτρια, ύστερα από μια αντίστοιχη σκηνή που είχε δει με
τον πατέρα του. Και αργότερα: «του άρεσε να βλέπη ερωτικές δια-
χύσεις – ήταν το βίτσιο του. Άλλοτε, στη Ρωσία, πλήρωνε γερά τις
διευθύντριες των παλιόσπιτων, και τον άφηναν να βλέπη απ’ την
κλειδαρότρυπα».105
Πολύ αργότερα, όταν θα έβλεπε την υπηρέτριά του την Αντιό-
πη, να σφουγγαρίζει γονατιστή, θα θυμηθεί «μια παρόμοια σκηνή:
όταν παιδί, στο σπίτι του Τάμερφορς, κρυφοείδε τον πατέρα του να
περιβουτάη το ξανθό ανήλικο δουλικό, στην ίδια στάση… –Οι Βρυ-
κόλακες! Τι αυτοεπαλήθευση της ιψενικής θεωρίας!».106
Και είναι πράγματι οι βρικόλακες, που όμως δεν επιστρέφουν
απλώς στη ζωή του, αλλά τον στοιχειώνουν κυριολεκτικά, αφού
και ο ίδιος μέσω της ταύτισης δεν ήταν παρά ένας «ασελγής μέ-
θυσος», όπως ο πατέρας του που αντιμετώπιζε το άλλο φύλο σαν

102 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 355.
103 Πβ. ό.π., σ. 357.
104 Πβ. ό.π., τόμ. Α’, σ. 79.
105 Πβ. ό.π., σ. 32.
106 Πβ. ό.π., σ. 285.

— 46 —
Η επανανα-κάλυψη

να επρόκειτο για «ασυνείδητες ερωτομανείς», όπως η μητέρα του,


που τον εγκατέλειψε φεύγοντας με τον εραστή της. Μόνο που αυ-
τοί είναι οι γνωστοί βρικόλακες που είναι σε θέση να αναγνωρίζει.
Μέσα του, στην «άλλη σκηνή» θα συναντήσει σε λίγο τους βρικό-
λακες που αγνοεί.
«Πάνω στο γραφείο ήταν αποθεμένη μια μικρή φωτογραφία,
παλιά, μισοσβησμένη, ασαφέστατη. [...] Πώς βρέθηκε αυτή η φω-
τογραφία πάνω στο γραφείο; Ο γέρο-Καρλ την είχε κρυμμένη στο
συρτάρι, και δεν την έβγαζε παρά σαν ήταν ολομόναχος και τύφλα
στο μεθύσι. [...] Έκλαιγε, τότε, τη χαμένη αγάπη, και τα δάκρυά του
έχουν λερώσει το καφετί χαρτί. Έκλαιγε κι έπινε, για να ξεχάση·
[...] Ο Σύλβεστρος [...] λογικά, πρέπει να την είχε εξαφανίσει από
τα μάτια του, όπως την μάνα του από την καρδιά του. [...] Κι όμως
η φωτογραφία υπάρχει ακόμα. Υπάρχει απάνω στο γραφείο του
γιού που μισούσε τη μάνα του. Και στην άκρη του χαρτονιού, γραμ-
μένη με τρεμάμενο χέρι αλκοολικού, μια χρονολογία: η μέρα που
η Λίλυ Γιούγκερμαν αναπαύτηκε για πάντα στο νεκροταφείο της
Γκρενόμπλ, πλάι στο γοργό ρέμα του Ιζέρ. –Την αγαπούσες και συ,
μουρμούρισε ο Βάσιας. Την αγαπούσες την μάνα μας, την αμαρ-
τωλή… Και ξαναθυμήθηκε τη μορφή της, σα να την είχε ιδή χτες
για στερνή φορά, κι όχι εδώ κι εξηντατρία χρόνια. [...] Η έκφρα-
σή της ήταν ψυχρή, άψυχη, μυστηριακή. Κι αυτό ακριβώς γοήτευε,
τραβούσε. [...] Κι άξαφνα, ο Βασίλης Γιούγκερμαν πανιάζει. Τώρα
καταλαβαίνει πόσο η Ντάινα έμοιαζε με τη μητέρα του. Τώρα νιώ-
θει πως το πάθος του γι’ αυτή τη γυναίκα ίσως να χρωστιέται στον
υποσυνείδητο παραλληλισμό της με τη Λίλυ. Το χέρι του τρέμει. Η
φωτογραφία παίζει μπρος στα μάτια του, σχηματίζοντας μιαν αστα-
θή εικόνα, που μη μπορώντας να την αντικρίση, προσπαθεί να την
ανασχηματίση με τη μνήμη. Μα του είναι αδύνατο να ιδή, πάνω στο
τρεμάμενο χαρτί, τη μητέρα του. Είναι η Ντάινα που πήρε τη θέση
της. Η Νταίνα του τοτινού καιρού, καταπληκτικά όμορφη, κτηνιακά
άψυχη, διαβολικά προκλητική».107

107 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 358-
359.

— 47 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι και να συναντήσει αυτή τη μισο-


σβησμένη και ασαφή φωτογραφία της μητέρας του για αναγνωρί-
σει τον τόπο της επιθυμίας του, τον τόπο της παιδικής του επιθυμί-
ας, που στη ζωή του ενσαρκώθηκε στη μορφή της Ντάινας. Και δεν
είναι τυχαίο πως και οι δύο μεγάλες αλήθειες στη ζωή του –η επι-
θυμία της μητέρας και η φυσική πατρότητα- αποκαλύφθηκαν μέσα
από μια φωτογραφία, από το φαντασιακό, από την εικόνα που φέ-
ρει εντός της το ίχνος του θανάτου.
«Oedipus complexus. Ποιος θυμάται πια τις φροϋδικές θεω-
ρίες; Ο Καραμάνος σ’ αυτές βάσιζε το έργο του. Γι’ αυτό το έργο
του θα σβήση. Ένα μόνο πράμα υπάρχει στη ζωή: ο αιώνιος άν-
θρωπος με τα κυρίαρχα, τ’ ανίατα πάθη του. Ποιο πάθος γιατρεύ-
τηκε ποτέ; Ποιος ανικανοποίητος πόθος δεν απωθήθηκε στα λημέ-
ρια του υποσυνείδητου; Μήπως μπορεί να πη, αυτός ο μελλοθά-
νατος εβδομηντάρης, πως η θύμηση της Ντάινας δεν τον ταράζει;
Βιάστηκε πολύ η ανθρωπότητα να περάση το σφουγγάρι της λή-
θης πάνω από τον Ζίγκμουντ Φρόυντ. Η εικόνα αυτή είναι άχρηστη.
Κάλλιο θα ‘κανε να την κατέστρεφε, να την έκαιγε· μα το τζάκι είναι
σβηστό. [...] Πρέπει κάπου να την κρύψη. [...] Πετάει τη φωτογρα-
φία στο βάθος, πίσω από την παράταξη των μπουκαλιών.“Ώσπου
να τελειώσουν, θα‘χω πεθάνει” συλλογιέται. “Δε θα την ξαναβρώ
ποτέ πια...”».108
Μόνο που θα την ξαναδεί, θα ξανασυναντήσει την επιθυμία
του, στην πιο καθαρή και ολοκληρωμένη της μορφή, στο όνειρο
που θα ακολουθήσει, σε αυτή τη via regia 109 προς το ασυνείδητο.
Μεταξύ των άλλων μορφών του ονείρου, εμφανίζεται και η
μορφή του Καραμάνου που τον ρωτά: «Αναρωτιέμαι καμιά φορά:
τι έκανες στα εβδομήντα χρόνια της ζωής σου, Βασίλη Γιούγκερ-
μαν; Τι έκανες;»110 Και ακολουθεί ο διάλογος: «–Τι έκανα; Μουρ-
μούρισε. Πεθύμησα μια γυναίκα… –Τη χάρηκες; –Ναι… Δηλαδή όχι.
Ήταν μια βίαιη ένωση αμοιβαίας σιχαμάρας. Κατόπι αγάπησα μιαν

108 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 359-
360.
109 Βλ. FREUD Sigmund, L’interprétation des rêves, PUF, Παρίσι 1999.
110 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., σ. 376.

— 48 —
Η επανανα-κάλυψη

άλλη γυναίκα. –Τη χάρηκες; –Ναι… Δηλαδή όχι. Μια φορά… μόνο
μια φορά… Ύστερα πέθανε… Και μια γυναίκα με πεθύμησε. –Τη χά-
ρηκες; –Ναι… Δηλαδή όχι. Χάρηκα τη δροσιά της αγάπης της, δίχως
να την αγγίξω. […] –Τίποτα δεν έκανες στη ζωή σου, Βασίλη Γιού-
γκερμαν! Τίποτα!».111
Ποια ήταν όμως αυτή η γυναίκα που τον επιθύμησε χωρίς να
την αγγίξει; Η συνέχεια του ονείρου θα είναι αποκαλυπτική: «Μια
παλάμη τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε: μια παλάμη παχου-
λή, μεταξένια, δροσερώτατη. Ένιωσε τα μακριά δάχτυλα με τ’ αμυ-
γδαλωτά νύχια, αιστάνθηκε τη γυναικότητα του μπράτσου, την δρο-
σερήν οσμή του κορμιού. […] Ήταν παχουλό και μύριζε μοσχοσά-
πουνο, γιασεμί και ξέχειλα νιάτα. Πρέπει να ήταν ξανθή· το σκοτά-
δι δεν έκρυβε γι’ αυτόν αμφιβολίες. Τις ήξερε τις γυναίκες καλά·
τόσο καλά, που η όραση τού ήταν άχρηστη για τη γνωριμία τους.
Κι οι πέντε αισθήσεις είναι πολλές, περιττές για ένα γνώστη. Προ-
χώρησαν μεσ’ τη νύχτα, κι άκουσε τα χείλη να μουρμουρίζουν στ’
αυτί του – σχεδόν ακουμπισμένα στ’ αυτί του: “Προσοχή, σκάλα”.
Το άρωμα της πνοής της τον ζάλισε. Έγειρε το κεφάλι, αποζήτησε
το στόμα και το νεμήθηκε. Ήταν δροσερό, άψυχο, άβουλο. Σα να
του το ‘δωσε γιατί βαριόταν να το αρνηθή. […] Περπατούσαν δίχως
να χωρίσουν τα στόματά τους. Ο Βάσιας ήξερε ποια ήταν. Έπρεπε
να τη χαρή· έπρεπε να τη νιώση συγκαταβατική κάτω από τη νομή
του. Έπρεπε… Την αγκάλιασε σφιχτά, κατάλαβε σπασμένη τη νευρι-
κή καμπύλη του κορμιού της απάνω του· τα σφαιρικά στήθη να θλί-
βωνται στο στέρνο του. Κι άξαφνα, δίχως να μακρύνη από πάνω
του, τον τράβηξε κατά τον τοίχο, ίσως για να στηρίξη τα λυμένα γό-
νατά της. Ο Γιούγκερμαν την ακολούθησε, δίχως να καταλάβη την
πλεκτάνη· γιατί όλ’ αυτά ήσαν πλεκτάνη. Βάζοντας το χέρι της πί-
σωθέ της, βρήκε το πόμολο της πόρτας του σαλονιού, και με από-
τομη χειρονομία την άνοιξε διάπλατη».112
Είναι η στιγμή που, ενώ είχαν αναγνωρίσει και οι τέσσερεις αι-
σθήσεις -αφή, όσφρηση, ακοή, γεύση- και η όραση που όχι μόνο
δεν του ήταν απαραίτητη αλλά, αντιθέτως, του ήταν άχρηστη, θα

111 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 377.
112 Πβ. ό.π., σ. 382-383.

— 49 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

αναγκαστεί να δει. Διότι το πέπλο σκίζεται και η επιθυμία αναδύ-


εται: «ο Γιούγκερμαν, σ’ αυτό το κιτρινόλευκο αντιφέγγισμα, είδε
το πρόσωπο της γυναίκας να γελάη με κέφι, να χαχανίζη με πρό-
κληση· κάτι περισσότερο: με ικανοποιημένη κακεντρέχεια. –Βάσια!
Πώς σου πέρασαν παράξενες ιδέες; [...] –Εσύ ήσουν; Σφύριξε εκεί-
νος με σφιγμένα δόντια. Εσύ ήσουν; Α, πώς σε μισώ! Με ξεγέλα-
σες. Πήρες την απόκρυφη μορφή εκείνης, μεσ’ το σκοτάδι. Και το
φιλί μου, το αγκάλιασμά μου το δέχτηκες. –Ήταν φάρσα. –Α, ναι!
Φάρσα…».113
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι τη στιγμή που βλέπει την καθαρή
επιθυμία, μια επιθυμία που είχε νιώσει με όλες του τις αισθήσεις,
την ίδια στιγμή -ακόμη και μέσα στο όνειρο- την αρνείται, προβάλ-
λοντας τη δική του επιθυμία ως επιθυμία της μητέρα του.114
113 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 383-
384.
114 Αυτή η λιβιδινική επένδυση του παιδιού προς της μητέρα, μέσα στο πλαίσιο της
οιδιπόδειας προβληματικής, συσχετίζεται άμεσα με το σύμπλεγμα του ευνουχισμού,
δηλαδή με την απάντηση του παιδιού στην ανατομική διαφορά των φύλων, όπου το
αγόρι φοβάται τον ευνουχισμό –ως απειλή από τον πατέρα- εξαιτίας ακριβώς της λι-
βιδινικής επένδυσης της μητέρας.
Στην περίπτωσή μας αυτό το άγχος του ευνουχισμού αποτυπώνεται στο επαναλαμ-
βανόμενο όνειρο που ταλαιπωρεί τον Γιούγκερμαν: «Κάθε νύχτα, ύστερ’ από μια
μέρα γεμάτη κάθε λογής αισθησιακή απόλαυση, έπεφτε να κοιμηθεί ήσυχος, απόλυ-
τα ευχαριστημένος από τον εαυτό του. Κι όμως, ο ύπνος του ήταν γεμάτος παράξε-
νους εφιάλτες. [...] Αγωνιούσε, ίδρωνε γεμάτος τρόμο, με ψυχή λαφιασμένη. Ένιω-
θε την ανάσα του να σταματά, μεσ’ το βαρύ του στέρνο. Την καρδιά του να χάνεται σε
καλπασμό φυγής. Τα πόδια του να μουδιάζουν, να μαρμαρώνουν μπροστά σ’ ένα κίν-
δυνο ή μια προσπάθεια. Όταν, τέλος, ο θάνατος τον κόντευε, σε μια απ’ τις αμέτρητες
μορφές του, τιναζόταν απ’ το κρεβάτι πνιγμένος, κοντανασαίνοντας, με μάτια ανοιχτά
μεσ’ το σκοτάδι του ύπνου. Και ρέκαζε φωνή υπέρτατου τρόμου. Σκούξιμο αγριμιού
τρακαρισμένου από σκυλιά. Κραυγή κυρίαρχης απελπισίας. Και ξυπνούσε». Πβ. ΚΑ-
ΡΑΓΑΤΣΗΣ. Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 23.
Έχοντας υπόψη μας ότι η ίδια η έννοια του θανάτου είναι εξαιρετικά αφηρημένη, χω-
ρίς κάποια αντίστοιχη παράσταση στο ασυνείδητο – ασυνείδητα πιστεύουμε στην
προσωπική μας αθανασία, το άγχος θανάτου προκύπτει από μια σύγκρουση ανάμε-
σα στο εγώ και στο υπερεγώ. (Βλ. FREUD Sigmund, «Considérations actuelles sur
la guerre et sur la mort», Essais de psychanalyse, Payot, Παρίσι 1981). Πρόκειται
για το άγχος του εγώ απέναντι στο υπερεγώ –που σχηματίστηκε μέσω της ταύτισης
με τη γονεϊκή αρχή - απ’ όπου κάποτε υπήρξε η απειλή του ευνουχισμού. Και αυτό
το άγχος του ευνουχισμού είναι ο πυρήνας αυτού που αργότερα θα εμφανισθεί ως
άγχος θανάτου.
Καταλήγοντας, λοιπόν, πως το άγχος θανάτου δεν είναι παρά επεξεργασία του άγ-

— 50 —
Η επανανα-κάλυψη

«Τέτοια ήσουν πάντα! Ούρλιαξε. Τέτοια κι αποτέτοια! Ντρέπο-


μαι που είμαι κρέας της μήτρας σου. Ντρέπομαι για τις τοξίνες που
μου χάρισες, σαν μ’ έπιανες άνομα, μεσ’ στην κάμαρα του αντρός
σου, μ’ εκείνον τον απατεώνα. Ήταν φάρσα… Ήταν φάρσα… Για
παιδάκι μ’ έχεις, που δεν ξέρει από γυναίκες; Θαρρείς πως ένα θη-
λυκό που δίνει τα φιλιά του από συμφέρον, ή από καπρίτσιο, ή από
διαφθορά, ή από αγάπη, ή από δίψα ηδονής, είναι μυστηριακό αί-
νιγμα για μένα;»115 Και συνεχίζει: «Βρίζω τη μάνα μου, τη μοιχαλί-
δα, τη διεστραμμένη, την αιμομίχτισσα, μέσα στο ιερό σπίτι των δή-
θεν προγόνων μου».116
Για να ομολογήσει μετά την παρέμβαση των μορφών του «de
lege» και «de facto» πατέρα αποκαλύπτοντας την αμφιθυμία του: «Την
αγαπούσα, την μητέρα μου. Ή κάλλιο, την αγάπησα. Γιατί ήταν όμορφη,
κι ελεύθερη, κι ασυνείδητη, κι ασυγκράτητη στα πάθη της. Μόνον αυτά
δίνουν τη νοημοσύνη στον άνθρωπο, τον ανθρωπάκο».117
Σε αυτό το όνειρο, όμως, δεν αποκαλύπτεται μόνο η ασυνεί-
δητη επιθυμία προς τη μητέρα. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η
εμφάνιση των μορφών του «de lege» και του «de facto» πατέρα.
Ο Γιούγκερμαν ζητά από την ορχήστρα να παίξει ακόμη τρεις

χους του ευνουχισμού (Βλ. FREUD Sigmund, «Le Moi et le Ça», Essais de psychana-
lyse, Payot, Παρίσι 1981, σ. 273-274 και Inhibition, symptôme et angoisse, Qua-
drige/PUF, Παρίσι 1999, σ. 53), μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε αυτό το επαναλαμ-
βανόμενο όνειρο του άγχους θανάτου ότι στη θέση της εκπλήρωσης μιας επιθυμίας
αυστηρά απαγορευμένης (επιθυμία προς τη μητέρα) τοποθετείται η τιμωρία που αξί-
ζει (ευνουχισμός/θάνατος ). Έτσι, έχουμε την εκπλήρωση μιας επιθυμίας για τιμωρία
που απαιτεί το ασυνείδητο αίσθημα ενοχής απέναντι στην απορριφθείσα ενόρμη-
ση. (Bλ. FREUD Sigmund, «Au-delà du principe de plaisir», Essais de psychanalyse,
ό.π., σ. 75).
Άλλωστε, μια από τις μορφές του θανάτου που μας περιγράφεται είναι ότι κινδυνεύ-
ει να πνιγεί από έναν «ωκεανό» αίματος που «κυλούσε ποτάμι ακράτητο, και πλημ-
μύριζε τα πάντα» (Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π.,
σ. 25) προερχόμενο από το στόμα μιας ξαπλωμένης γυναίκας. Η περιγραφή αυτή
μας παραπέμπει στη σκηνή που είχε δει την μαμζέλ Ελίζ ξαπλωμένη στο κρεβάτι γε-
μάτη αίματα από τη μέση και κάτω - μια σκηνή που προφανώς ενίσχυσε το υφιστά-
μενο άγχος του ευνουχισμού, που στο όνειρο εμφανίζεται παραμορφωμένο με με-
τάθεση από τα γεννητικά όργανα της γυναίκας στο στόμα.
115 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Β’, σ. 384.
116 Πβ. ό.π.
117 Πβ. ό.π., σ. 386.

— 51 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

φορές το θλιμμένο βαλς του Sibelius -αυτό που θυμάται από τα


παιδικά του χρόνια- για να χορέψει η μητέρα του με τον σύζυγό
της, τον εραστή της και τον ίδιο. Στον σύζυγό της «δόθηκε με δυ-
σφορία, με ανία, με κακή διάθεση».118 Στον εραστή της «προχώρη-
σε όπως δίνονται οι γυναίκες που αγαπούν»,119 αποκαλύπτοντάς
του όμως το λόγο για τον οποίο έφυγε μαζί του: «Δεν ήθελα να ξα-
ναντικρίσω τα μάτια του Σύλβεστρου. Δεν ήθελα να ξανακούσω τη
φωνή του. Ντρεπόμουν ως το θάνατο. Έτρεμα καλώντας το θάνα-
το. Οτιδήποτε, μα όχι το μίσος του παιδιού μου. Αν δεν έφευγα μαζί
σου, θα σκοτωνόμουν».120 Τελικά «ήταν άγνωστοι. Άγνωστοι που
συναντήθηκαν σε κάποιο σταυροδρόμι της ζωής και περπάτησαν
παράλληλα, δίχως να σμίξουν».121
Τόσο λοιπόν ο νόμιμος σύζυγος, όσο και ο εραστής εμφανί-
ζονται ως ανεπαρκείς για εκείνη: «Ο Καρλ μόνο κενά άφησε μέσα
μου. Κι ο Αντεμάρ δεν τα γέμισε…».122 Αυτό επιθυμεί ο Γιούγκερ-
μαν, να είναι και οι δύο ανεπαρκείς. Μια επιθυμία που προδίδει
την δική του αντιπαλότητα και εχθρότητα, τόσο απέναντι στον νό-
μιμο πατέρα του, αυτόν τον «ασελγή μέθυσο», όσο και απέναντι
στον φυσικό του πατέρα, αυτόν τον «απατεώνα». Είναι η κλασι-
κή αντιπαλότητα του γιου προς τον πατέρα, που συναντάμε στο οι-
διπόδειο σύμπλεγμα,123 όπου η ταύτιση με τον πατέρα παίρνει μια
χροιά εχθρική, μετατρέπεται σε επιθυμία να τον αποκλείσει και να
τον αντικαταστήσει, παίρνοντας τη θέση του δίπλα στη μητέρα, το
πρώτο αντικείμενο των λιβιδινικών επενδύσεων του παιδιού.
Τώρα λύνεται και το αίνιγμα που προέκυψε, όπως έχουμε επι-
σημάνει, από τη μία και μοναδική συνάντηση με τη μητέρα του124
ύστερα από τριάντα χρόνια, σε ένα άθλιο καφέ που διατηρούσε με

118 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 387.
119 Πβ. ό.π., σ. 389.
120 Πβ. ό.π., σ. 390-391.
121 Πβ. ό.π., σ. 391.
122 Πβ. ό.π., σ. 395.
123 Βλ. FREUD Sigmund, «Le Moi et le Ça», Essais de psychanalyse, Payot, Πα-
ρίσι 1981.
124 Ήταν η μοναδική συνάντηση που είχε με τη μητέρα του. Η επαφή τους συνεχί-
στηκε μέσω αλληλογραφίας κάθε μήνα που ο Βάσια της έστελνε οικονομική βοήθεια.

— 52 —
Η επανανα-κάλυψη

τον Ντε Κρεσύ στη Γκρενόμπλ. Σε αυτή τη συζήτηση τους, όπως εί-
δαμε, παρότι έχει ήδη απορρίψει τον νόμιμο πατέρα του -απόρρι-
ψη που ο πυρήνας της τοποθετείται στην οιδιπόδεια προβλημα-
τική-, προτιμά να είναι γιος του Καρλ Γιούγκερμαν,125 από το να
αναγνωρίσει «μια φυσική, μα παράνομη, ενοχλητική, κι αντιπαθη-
τική πατρότητα».126
Αυτή η πατρότητα είναι ενοχλητική και αντιπαθητική, όχι τόσο
γιατί είναι παράνομη, αλλά γιατί ο Ντε Κρεσύ ενσαρκώνει αυτό
που θα ήθελε, αλλά δεν κατάφερε ο ίδιος, δηλαδή να πάρει τη
θέση του πατέρα δίπλα στη μητέρα. Γι’ αυτό και οι ένοχοι είναι,
αφενός, ο νόμιμος πατέρας του και, αφετέρου, ο Ντε Κρεσύ: «Όχι,
εσένα δε σε καταδικάζω. Ο άντρας σου σ’ είχε παρατημένη. Αγά-
πησες αυτόν, ήσουν κάτω απ’ την επιρροή του, δεν είχες κριτήριο.
Αυτός όμως δεν είχε χάσει τα λογικά του από τον έρωτα…».127
Η μητέρα είναι η απολύτως αθώα, αθώα και αγαπημένη. Και
τη στιγμή που της ζητάει να έρθει μαζί του στην Ελλάδα και να ζή-
σει κοντά του λέγοντάς της «θα ξαναγίνεις κυρία Γιούγκερμαν»,128
ακούμε καθαρά την πρωταρχική και ακατάλυτη επιθυμία του, που
είναι ασυνείδητη αλλά παρούσα: η μητέρα του να ξαναγίνει κυρία
Γιούγκερμαν. Αυτή τη φορά όμως, και αφού ο πατέρας του έχει
πεθάνει, θα είναι ο ίδιος που θα την ξανακάνει κυρία Γιούγκερμαν,
αν ζήσει μαζί του και εγκαταλείψει τον ντε Κρεσύ.
Τέλος, αυτό το όνειρο αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρον,
όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει το ζήτημα του άλυτου οιδιπόδειου συ-
μπλέγματος που ρυθμίζει τη σχέση του με τη μητέρα και τον «de
lege» και «de facto» πατέρα, αλλά διότι ρυθμίζει τη σχέση και με
τον αδελφό του. Πρόκειται επίσης για μια σχέση αντιπαλότητας
και ζήλιας, η οποία καλύπτεται πίσω από τη μάσκα της αδιαφορί-
ας -«στο διάστημα σαράντα χρόνων δεν ιδώθηκαν παρά δυο φο-
ρές, και για λίγες μέρες»129- και της ξεκάθαρης υποτίμησής του:

125 «Με λένε Γιούγκερμαν. Είμαι Γιούγκερμαν», βλ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερ-
μαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 449.
126 Πβ. ό.π.
127 Πβ. ό.π., σ. 448.
128 Πβ. ό.π.
129 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 238.

— 53 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

είναι «θλιβερός και μισοψόφιος, άνθρωπος δυστυχέστατος».130


Στο όνειρο λοιπόν, κατά τη διάρκεια του τρίτου χορού, του χο-
ρού του γιου με τη μητέρα, που ειρήσθω εν παρόδω δεν πρόκειται
για θλιμμένο βαλς αλλά για τσιφτετέλι, όπου «άφηναν το ρευστό της
ηδονόφιλης νωχέλειας να ποτίζη τους ιστούς τους»,131 ο Γιούγκερ-
μαν αναφερόμενος στον Σύλβεστρο της λέει: «εσύ όλο γι’ αυτόν μου
μιλούσες στη Γκρενόμπλ. Μια ώρα σε είδα, και γι’ άλλον δε μου μί-
λησες […]. Όταν ήρθα στον παλιοκαφενέ της Γκρενόμπλ, και κάτι κα-
τάλαβες, κάτι ένιωσες, πριν σου δώσω γνωριμία, πάνιασες ολόκλη-
ρη. Θάρρεψες πως ήμουν εκείνος. […] Όσο για μένα, μουρμούρι-
σε, όσο για μένα... Η εικόνα σου ήταν πάντα κρυμμένη στο πιο άγνω-
στο βάθος. Ποτέ δεν μαρτυρήθηκε, μα ήταν. Κι ανέβαινε στα μάτια
μου ύπουλα παραμορφωμένη, να με ξεγελάση, να με τυραγνήση».132
Αυτή την ύπουλα παραμορφωμένη εικόνα συνάντησε στην Ντά-
ινα, που «την είχε τόσο πιθυμήσει […] και τόσο λίγο απολαύσει».133
«Κι ήταν όμορφη, όπως τότε, όπως πάντοτε»134 όταν πέθανε στην
αγκαλιά της μέσα στο μπουντουάρ της μητέρας του: «αυτή η κάμα-
ρα…αυτή η πόρτα…Όχι, ποτέ δεν θα ’χε το κουράγιο να την ανοί-
ξη. Είναι πόρτες που μια φορά μονάχα τις ανοίγει το χέρι του αν-
θρώπου. Και κατόπι το πόμολό τους γίνεται σίδερο πυρό. Κλείνουν
μόνα τους τα βλέφαρα, να μη ξαναδούν εκείνο που είδαν. Κι όλο το
κορμί τρέμει στη θύμηση της σιχαμερής εικόνας. […] Το μπουντου-
άρ της μαμάς. Όπως το είδε τότε, εκείνο το συννεφιασμένο δειλι-
νό, σαν άνοιξε σιγανά την πόρτα με τον Σύλβεστρο»135 όπου «είδε
κάτι παράξενο, αλλόκοτο...η μαμά ήταν ξαπλωμένη στην dormeuse,
με μάτια κλειστά. Κι απάνω της πεσμένος ο κ. ντε Κρεσύ, κάπως
ατημέλητος. Η μαμά αναστέναζε. Τα δάχτυλα του γυμνού της πο-
διού, χάιδευαν σπασμωδικά το σταχτογάλανο σατέν του καναπέ».136
Και είναι χαρακτηριστικές οι ερωτήσεις που κάνει στον αδελφό του:

130 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 88.
131 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 394.
132 Πβ. ό.π., σ. 395, 396 και 397.
133 Πβ. ό.π., σ. 405.
134 Πβ. ό.π., σ. 400.
135 Πβ. ό.π., σ. 416-418.
136 Πβ ό.π., τόμ. Α’, σ. 69.

— 54 —
Η επανανα-κάλυψη

«Πώς ήταν έτσι η μαμά, με τον κ. ντε Κρεσύ; Της έκανε κακό; Την
άκουσα να κλαίει…».137 Και ενώ ο αδελφός του προσπαθούσε να
τον πείσει ότι απλώς μιλούσαν και όλα τα υπόλοιπα τα φαντάστηκε,
«ο μικρός σώπασε. Μα είδε καλά πως η μαμά δεν μιλούσε με τον
κ. ντε Κρεσύ. Έκανε κάτι άλλο. Τι; Κάτι κακό, βέβαια, μα πολύ ενδι-
αφέρον. Μέσα του άρχισε να γεννιέται το ενστικτώδες συναίσθη-
μα πως αυτό το κάτι, το κάτι… Κι εκείνος δεν ήξερε τι, αυτό το κά-
τι…».138 Αυτή ήταν «η εικόνα που ξαναείδε νοερά στη μακριά πολυ-
θρόνα. Η εικόνα που χαράχτηκε, σα με πυρό σίδερο, στον τρυφερό
αμφιβληστροειδή του παιδικού του ματιού».139
Αυτή «η παλιά εικόνα ξαναπρόβαλε […] με τραγική ζωντάνια·
βάναυση, απεχθής […] Έκλεισε τα μάτια. Ήταν πάλι παιδί. Ήταν
έφηβος. Ήταν νέος ασυνείδητος κι ευτυχής. Οι ίμεροι κύλησαν
στους γλυκά μουδιασμένους ιστούς του…».140
Πρόκειται για μια εικόνα που μας παραπέμπει στον τραυματικό
χαρακτήρα της πρωταρχικής σκηνής,141 όπου η συνουσία γίνεται
αντιληπτή από το παιδί σαν μια πράξη βίας από την πλευρά του πα-
τέρα, προκαλώντας ταυτόχρονα στο παιδί μια σεξουαλική διέγερ-
ση, την οποία δεν μπορεί να διαχειρισθεί. Και εδώ ακριβώς έγκει-
ται το τραύμα, με την έννοια ότι από οικονομική άποψη χαρακτηρί-
ζεται από μια ιδιαίτερα υψηλή διέγερση, την οποία το υποκείμενο
δεν έχει την ικανότητα να ελέγξει, να ρευστοποιήσει ή να επεξερ-
γαστεί ψυχικά εκείνη τη στιγμή. Αυτή λοιπόν η ανεσταλμένη libido
βρίσκει άμεση εκφόρτιση με τη μορφή του άγχους.142
Ή αλλιώς, με λακανικούς όρους, έχουμε την ανάδυση του
αντικειμένου μικρού α-αιτίου της επιθυμίας, δηλαδή των μερικών
ενορμητικών αντικειμένων,143 που «είναι εκπρόσωποι, μορφές της

137 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 69.
138 Πβ. ό.π., σ. 69-70.
139 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 418.
140 Πβ. ό.π., σ. 419.
141 Βλ. FREUD Sigmund, «L’homme aux loups», Cinq psychanalyses, PUF, Παρί-
σι 2001.
142 Βλ. FREUD Sigmund, Inhibition, symptôme et angoisse, Quadrige/PUF, Παρί-
σι, 1999 και «Rattachement à une action traumatique. L’inconscient», Introduction
à la psychanalyse, Payot, Παρίσι 1961.
143 Βλ. LACAN Jacques, Le Séminaire. Livre Χ, L’Angoisse, Seuil, Παρίσι 2004.

— 55 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

libido»,144 αφού η σεξουαλικότητα δεν δρα παρά με τη μορφή των


μερικών ενορμήσεων, των μερικών ενορμητικών αντικειμένων.145
Πρόκειται για τη συνάντηση του υποκειμένου με το πραγματικό, «το
πραγματικό με τη μορφή εκείνου του αναφομοίωτου που υπάρχει
μέσα του – με τη μορφή του τραύματος».146 Είναι αυτό που δεν
μπορεί να αφομοιωθεί, να υπεισέλθει στην αλυσίδα των σημαινό-
ντων, να σημασιοδοτηθεί, και παραμένει εκτός νοήματος. Σε αυτήν
ακριβώς την αντίσταση στην σημασία έγκειται και η αδιαφάνεια του
τραυματισμού, όπου «η κεντρική κακή συνάντηση συντελείται στο
επίπεδο του σεξουαλικού». 147
Και ίσως τώρα μπορούμε να κατανοήσουμε τον αινιγματικό χα-
ρακτήρα της επιθυμίας του, που κατευθυνόταν ταυτόχρονα και με
την ίδια ισχύ σε δύο φαινομενικά τελείως διαφορετικά πρόσωπα.
Η Ντάινα, όπως είδαμε, ενσάρκωνε την imago της μητέρας για-
τί ήταν «όμορφη, κι ελεύθερη, κι ασυνείδητη, κι ασυγκράτητη στα
πάθη της»,148 όπως η μητέρα του. Η Βούλα όμως που δεν ήταν
ούτε όμορφη, ούτε ελεύθερη, ούτε ασυγκράτητη τι αντιπροσώ-
πευε; Αντιπροσώπευε την πρωταρχική imago της παρθένου/ανέγ-
γιχτης μητέρας πριν από τη διαφώτιση του παιδιού για τις σεξου-
αλικές σχέσεις μεταξύ των ενηλίκων, και επομένως και των γονέ-
ων του. Είναι η στιγμή που το παιδί αναπόφευκτα θα ανακαλύψει
την οντότητα της πόρνης, για την οποία θα αισθανθεί ένα μείγμα
τρόμου και έλξης, αφού μπορεί αυτή να το εισάγει στη σεξουαλι-
κή ζωή. Και όταν πια δεν μπορεί να εξαιρέσει τους γονείς του από
τη σεξουαλική δραστηριότητα «πείθεται με κυνισμό, πως η διαφο-
ρά ανάμεσα στη μητέρα και στη πόρνη δεν είναι τελικά και τόσο με-

144 Βλ. LACAN Jacques, Le Séminaire. Livre XI, Les Quatre Concepts fondamen-
taux de la psychanalyse, Seuil, Παρίσι 1973, σ. 180.
145 Το ενορμητικό αντικείμενο είναι πάντοτε μερικό αντικείμενο. Αφορά μια μερι-
κή, επιμέρους ενόρμηση. Πρόκειται για δομικό στοιχείο, εφόσον η ολικοποίηση της
ενόρμησης δεν είναι εφικτή, δηλαδή οι ενορμήσεις είναι μερικές, άρα και τα αντικεί-
μενά τους είναι μερικά. Το σώμα όταν λειτουργεί ενορμητικά, λειτουργεί κατακερμα-
τισμένα. Η πληρότητα είναι μια φαντασιακή αυταπάτη.
146 Βλ. LACAN Jacques, Le Séminaire. Livre XI, Les Quatre Concepts fondamen-
taux de la psychanalyse, ό.π., σ. 55.
147 Βλ. ό.π., σ. 62.
148 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 386.

— 56 —
Η επανανα-κάλυψη

γάλη αφού τελικά και οι δύο κάνουν το ίδιο πράγμα».149 Και έχο-
ντας υπόψη ότι αυτό που στη συνείδηση παρουσιάζεται με δύο δια-
φορετικούς, αντιτιθέμενους όρους, «παρθένος μητέρα»/«πόρνη»,
στο ασυνείδητο πολύ συχνά δεν συνιστά παρά μόνο έναν, κατα-
νοούμε γιατί «είδε σ’ αυτήν, την ηρωίδα μιας παράξενης ιστορίας,
που του εντυπώθηκε δυνατά».150 Διότι η Βούλα, η ηρωίδα της άτυ-
χης ερωτικής μύησης, «ήταν η μικρή ερωτευμένη που επαναστά-
τησε μπροστά στη συγκεκριμένη μορφή του άγνωστού της έρω-
τα»,151 που αρνήθηκε τη σεξουαλική επαφή, που έμεινε ανέγγιχτη,
όπως η αρχαϊκή μητέρα-παρθένος.152 «Γι’ αυτόν, η γυναίκ’ αυτή
δεν ήταν τόσο γυναίκα, όσο σύμβολο».153 Και όταν στο όνειρό του
η Βούλα του ζητά να κάνουν έρωτα, εκείνος της λέει: «Όχι εσύ…
Όχι εσύ… Πρέπει να μείνης αγνή… Πρέπει να μείνης…».154
Διαπιστώνουμε λοιπόν, λύνοντας το αίνιγμα της ταυτόχρονης
επιθυμίας προς τις δύο θεμελιώδεις γυναικείες μορφές -επιφανει-
ακά τόσο διαφορετικές μεταξύ τους- ότι δεν αποτελούν παρά το
υποκατάστατο της μητρικής imago στη διπλή του όψη.
Στο σημείο αυτό, όμως, δεν μπορούμε να μην σημειώσου-
με τον καταλυτικό ρόλο της πρωταρχικής σκηνής, της σκηνής στο
μπουντουάρ, όπου εγγράφεται σαν παλίμψηστο η μητέρα-πόρνη
πάνω στη μητέρα-παρθένο, για να αποτυπωθεί πολύ αργότερα, με
τρομακτική ακρίβεια και στις δύο σχέσεις του.
Πιο αναλυτικά, παρατηρούμε ότι ουσιαστικά η ψυχική στιγμή
κατά την οποία ξεκινά η σχέση του με τη Βούλα τοποθετείται στην
ηδονοβλεπτική παρακολούθηση της αποτυχημένης ερωτικής μύη-
σης της: «Πήγε προς αυτήν υποσυνείδητα, σπρωγμένος απ’ την ει-
κόνα του βαποριού»,155 ανταποκρινόμενος στην αρχαϊκή imago της

149 Πβ. FREUD Sigmund, «Un type particulier de choix d’objet chez l’homme»,
La vie sexuelle, PUF, Παρίσι 1999, σ. 52.
150 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 277.
151 Πβ. ό.π., σ. 264.
152 Για την λειτουργία της πόρνης σε σχέση με το μητρικό σύμπλεγμα αναφέρο-
μαι αναλυτικά στο κεφάλαιο «Όψεις της Αφροδίτης».
153 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., σ. 277.
154 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 381.
155 Πβ. ό.π., τόμ. Α’, σ. 277.

— 57 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

μητέρας. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ντάινα· το τέλος της σχέσης


τους τοποθετείται σε μια επίσης ηδονοβλεπτική παρακολούθηση,
αφού, ανταποκρινόμενος ασυνείδητα στην ύστερη imago της μητέ-
ρας, προχωρεί εδώ άμεσα στη σεξουαλική πράξη ταυτιζόμενος με
τον Ντε Κρεσύ. Πρόκειται για μια ασυνείδητη ταύτιση που σε συ-
νειδητό επίπεδο προκαλεί το αίσθημα της αηδίας και οδηγεί αναπό-
φευκτα στη διακοπή της σχέσης.
Το τέλος αυτής της σχέσης και ο θάνατος της Βούλας, αυτή η
διπλή απώλεια αντικειμένου θα σηματοδοτήσει μια πορεία θανά-
του ήδη παρούσα, αλλά αφανή. Μια πορεία που μπορούμε να ανι-
χνεύσουμε αρχικά κεκαλυμμένη πίσω από τη μάσκα της ασταμάτη-
της αναζήτησης απόλαυσης, που ενώ φαίνεται να υπηρετεί της ορ-
μές της ζωής, στην πραγματικότητα δεν υπηρετεί παρά την ορμή
του θανάτου,156 με τον αυτοκαταστροφικό τρόπο που αποτυπώνε-
ται: «Συνέχιζε το όργιο αδιάκοπα και αδιάπτωτα ώς το πρωί, μέ-
χρις ότου ένιωθε πως άδειασε, πως εξουθενώθηκε, πως δεν βα-
στούσε πια. Δοκίμαζε το ακρότατο όριο αντοχής του οργανισμού
του...»,157 τείνοντας προς το βαθμό μηδέν της ενόρμησης, δηλαδή
προς το θάνατο, αφού «δεν υπάρχει πιο ριζική επιστροφή στο μη-
δέν από τον θάνατο».158
Και στη συνέχεια, αφού ήρθε αντιμέτωπος με την επιθυμία,
έτσι όπως ενσαρκώθηκε στη μορφή της Ντάινας και της Βούλας,
και την απώλεια τους,159 «το μεγάλο γκρέμισμα»160 όπως το απο-
καλεί, τότε «άρχισε να γεννιέται μέσα του το νόημα της σχετικό-
τητας, συνοδευμένο από μιαν αίσθηση κυρίαρχης αδιαφορίας [...]
ωσάν τίποτα να μην άξιζε για γέλια ή για κλάματα. Και μια μέρα είδε
στον καθρέφτη πως [...] η έκφραση των ματιών του άλλαξε, ωσάν
η λάμψη τους να γύρισε προς τα μέσα».161

156 Βλ. FREUD Sigmund, «Au-delà du principe de plaisir» και «Le Moi et le Ça»,
Essais de psychanalyse, Payot, Παρίσι 1981.
157 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 136.
158 Πβ. LACAN Jacques, Le Séminaire. Livre V, Les formations de l’inconscient,
Seuil, Παρίσι 1998, σ. 243-244.
159 Η Βούλα είναι νεκρή και η Ντάινα χάθηκε ως αντικείμενο αγάπης .
160 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., τόμ. Β’, σ. 276.
161 Πβ. ό.π., σ. 243-244.

— 58 —
Η επανανα-κάλυψη

Και ενώ θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι δεν πρόκειται


παρά για μια αντίδραση πένθους, απολύτως αναμενόμενη μετά την
απώλεια, το γεγονός ότι από εκείνη τη στιγμή και μέχρι το θάνα-
τό του απέσυρε τελείως το ενδιαφέρον του από τον εξωτερικό κό-
σμο, μας παραπέμπει στην κατάσταση της μελαγχολίας: «Δεν του
απέμεινε παρά η συνείδηση και μια άχρωμη, πνιχτική βαριεστιμά-
ρα για τα πάντα. Η μόνιμη άχαρη κι ανίατη δυστυχία, που πότισε βα-
θιά όλους τους ψυχικούς ιστούς του. Η τελειωτική δυστυχία…».162
Παρατηρούμε λοιπόν, σύμφωνα με τη διαδικασία που συνα-
ντάμε στη μελαγχολία,163 πως μετά την απώλεια του αντικειμένου,
δεν υπήρξε απόσυρση της libido από το αντικείμενο και μετάθε-
σή της σε κάποιο νέο αντικείμενο, αλλά η libido αποσύρθηκε στο
εγώ όπου συντελέστηκε μια ταύτιση του εγώ με το χαμένο αντικεί-
μενο. Και επειδή η απώλεια του αντικειμένου αποτελεί μια εξαιρε-
τική ευκαιρία για να κινητοποιηθεί η αμφιθυμία που διέπει τις σχέ-
σεις αγάπης, υπό την επίδραση αυτής της αμφιθυμικής σύγκρου-
σης έχουμε παλινδρόμηση στο σαδιστικό στάδιο, όπου ενεργοποι-
είται το μίσος εναντίον του χαμένου αντικειμένου, το οποίο όμως
έχει πλέον ταυτιστεί με το εγώ. Ή, αλλιώς, «η σκιά του αντικειμένου
έπεσε πάνω στο εγώ».164 Με αυτόν τον τρόπο, η απώλεια του αντι-
κειμένου μετασχηματίζεται σε απώλεια του εγώ, εφόσον πρόκειται
πια για ένα εγώ-αντικείμενο, εναντίον του οποίου το υπερεγώ θα
ασκήσει με όλη του τη μανία κάθε διαθέσιμη σαδιστική/καταστρο-
φική συνιστώσα. Πρόκειται για μια καθαρή εμφάνιση της ορμής
του θανάτου που, αν δεν υπάρξει αντίδραση, θα οδηγήσει το εγώ
στο θάνατο, όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μας.165
Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι με την απώ-
λεια της Ντάινας και της Βούλας, «το μεγάλο γκρέμισμα»166 δεν

162 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Β’, ό.π., σ. 276-
277.
163 Βλ.FREUD Sigmund, «Deuil et mélancolie», Métapsychologie, Gallimard, Πα-
ρίσι 1968.
164 Πβ. ό.π., σ. 156.
165 Βλ. FREUD Sigmund, «Le Moi et le Ça», Essais de psychanalyse, Payot, Πα-
ρίσι 1981, σ. 268.
166 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ό.π., σ. 276.

— 59 —
Η μυθολογία του έρωτα και του θανάτου

οφείλεται στην απώλεια αυτών των αντικειμένων, αλλά στο γεγο-


νός ότι έρχεται αντιμέτωπος με μια κομβική απώλεια, την απώλεια
της μητέρας, της οποίας, όπως είδαμε, αυτές οι δύο μορφές συνι-
στούν το υποκατάστατό της.
Τότε, σε εκείνη την απώλεια, στην εγκατάλειψη της μητέρας,
η ορμή του θανάτου διοχετεύτηκε με τη μορφή της καταστροφι-
κότητας προς τον εξωτερικό κόσμο: «Τον ενοχλούσε η ομίχλη. […]
Τότε, τον έπιανε κάτι περίεργο: μια μανία να κάνη κακό, να τυραν-
νήση, να τρομοκρατήση».167 Τώρα όμως, ασυνείδητα, ταυτίζεται με
το χαμένο αντικείμενο-μητέρα, ενεργοποιείται όλο το μίσος εξαι-
τίας της εγκατάλειψης της, το οποίο στρέφεται εναντίον του εγώ-
αντικειμένου, με όλη τη σφοδρότητα που το υπερεγώ μπορεί να επι-
δείξει, αφήνοντας την ορμή του θανάτου να επιτελέσει το έργο της.
Τώρα πια λύνεται και το αίνιγμα της επιθυμίας του να επιστρέ-
ψει στο πατρικό σπίτι για να πεθάνει, σε αυτό το «λιμέρι της αρχής
και του τέλους».168 Διότι επιστρέφοντας στο σπίτι, επιστρέφοντας
στις «αποτρόπαιες κάμαρές του»,169 επιστρέφει στο μπουντουάρ
της μητέρας για να ενωθεί μαζί της. Πίσω λοιπόν από την πραγ-
ματικότητα του νόστου, παλιν-νοστεί στην αρχαϊκή δυική σχέση με
τη μητέρα, στη φαντασιακή συμβιωτική σχέση μη διάκρισης, έτσι
όπως ορίζεται στους πρώτους μήνες μετά τη γέννηση ή ακόμη νω-
ρίτερα στη νιρβάνα της ενδομήτριας ύπαρξης.

ιι) Η σάρκα δεν ψεύδεται ποτέ


Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η κεντρική μορφή του μυθιστο-
ρήματος Η μεγάλη χίμαιρα,170 η Γαλλίδα Μαρίνα Μπαρέ, μια γυναίκα
πολύ μορφωμένη - «δεινή ελληνίστρια»,171 πλούσια και όμορφη:
«μέτρια στο ανάστημα, με αυστηρές αναλογίες, χάριζε την αισθη-

167 Πβ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τόμ. Α’, ό.π., σ. 78.
168 Πβ. ό.π., τόμ. Β’, σ. 362.
169 Πβ. ό.π., σ. 353.
170 Βλ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., Η μεγάλη χίμαιρα, Εστία, Αθήνα 332004 (α΄έκδοση, Μαυ-
ρίδης, Αθήνα 1953). Πρόκειται για την αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση του
αρχικού κειμένου με τίτλο «Χίμαιρα» που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Νέα
Εστία το 1936.
171 Πβ. ό.π., σ. 42.

— 60 —

You might also like