Λογικές Πλάνες & Διαλεκτική Ερειστική PDF

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 31

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΕΛΩΝ ΠΝ

Σ.ΔΙ.ΕΠ.Ν. 12/09

«ΕΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ. Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ


ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΗΓΕΤΗ.

Δοκίμιο

Από τον

Υποπλοίαρχο (Μ) Σ. Μαργώνη Π.Ν.

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2010
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

Στο παρόν δοκίμιο εξετάζεται η έννοια της διαλεκτικής και ειδικότερα της
εριστικής διαλεκτικής, με αφορμή το βιβλίο του Αρθούρου Σοπενχάουερ (Arthur
Schopenhauer) ‘Εριστική Διαλεκτική’.

Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η χρήση του όρου διαλεκτική από τον
Σοπενχάουερ και η θεωρητική διερεύνηση αυτής. Αναφέρονται οι δρόμοι και οι
τρόποι αναίρεσης μιας θέσης του ‘αντιπάλου’.

Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι λογικές πλάνες ή παραλογισμοί


που χρησιμοποιούνται σε μια επιχειρηματολογία. Αναφέρονται οι ακόλουθοι
άτυποι παραλογισμοί: Κατά του προσώπου (Argumentum ad hominem),
Επίκληση άγνοιας (Argumentum ad Ignorantiam), Επίκληση στην αυθεντία
(Argumentum ad verecundiam), Επίκληση στη κοινή γνώμη (Argumentum ad
populum), Προσφυγή στη δύναμη (Argumentum ad baculum), Σφάλμα του
άσχετου συμπεράσματος (Ignoratio Elenchi), Σφάλμα του απρόβλεπτου
γεγονότος (Accident), Το αντίστροφο του σφάλματος του απρόβλεπτου
γεγονότος (Converse Accident), Σφάλμα εξ ομωνυμίας ή αμφισημία (Fallacy of
Equivocation), Σφάλμα Αμφιβολίας (Amphiboly), Σφάλμα σύνθεσης
(Composition), Σφάλμα διαίρεσης (Division).

Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται κάποια τεχνάσματα (ή στρατηγήματα)


κυρίως μέσα από την ‘Εριστική Διαλεκτική’ του Σοπενχάουερ που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια μιας λεκτικής αντιπαράθεσης ώστε να
επιβληθεί μια άποψη είτε στο συνομιλητή είτε στο ακροατήριο που την
παρακολουθεί. Επίσης αναφέρονται κάποιες επιπλέον λογικές πλάνες –
τεχνάσματα.

Στο τέταρτο κεφάλαιο φαίνεται ο ρόλος της διαλεκτικής και της χρήσης του
λόγου για πειθώ στην ηγεσία, στις διαπραγματεύσεις – διπλωματία και στη λήψη
αποφάσεων.

Ως συμπέρασμα δηλώνεται η μεγάλη χρησιμότητα των μαθημάτων της


λογικής, της ανάλυσης της επιχειρηματολογίας, της ρητορικής και της αφήγησης
(strategic narrative – narrative leadership) ως εργαλεία των ανώτερων στελεχών
του Π.Ν., ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στους ρόλους πολλαπλών
αναγκών που καλούνται να υπηρετήσουν στο σύγχρονο δυναμικώς εξελισσόμενο
γνωσιακό περιβάλλον.
ii

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΔΟΚΙΜΙΟΥ


___________________________________________

Σελίδα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ -iii-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ "Α" – Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ -1-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ "Β" – ΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΑΝΕΣ Ή ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ -5-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ "Γ"– ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΠΟΨΕΩΝ -12-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ "Δ" – Ο ΗΓΕΤΗΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ -20-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ "Ε"- ΣΥΝΟΨΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ -24-

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -v-
iii

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Το να μιλάς λανθασμένα δεν είναι απλώς άσχημο καθ’ εαυτό, αλλά κάνει κακό και
στη ψυχή». Πλάτων ‘Γοργίας’

Η ιδέα αυτού του δοκιμίου προήλθε από μία αναφορά του διοικητή της
σχολής σε μία από τις συναντήσεις μας περί εριστικής διαλεκτικής και τεχνασμάτων
που χρησιμοποιούνται σε συζητήσεις για την επιβολή μιας άποψης. Εκτός από την
κατά το παρελθόν προσωπική μου ενασχόληση με τις διάφορες μορφές του λόγου
και τη χρήση τους για πειθώ, το ενδιαφέρον μου κεντρίστηκε περαιτέρω από τις
συζητήσεις που έλαβαν μέρος κατά τη διάρκεια της φοίτησης στη σχολή ως προς τη
συμμετοχή στελεχών των ενόπλων δυνάμεων σε επιτροπές και συμβούλια σε
ευρωπαϊκό ή νατοϊκό επίπεδο και στις οποίες απαιτείται να διαπραγματευτούν
εθνικά συμφέροντα ή απλώς να εκπροσωπήσουν την Ελλάδα παίρνοντας θέση σε
επιμέρους ζητήματα. Ένας από τους σκοπούς αυτού του δοκιμίου είναι να δείξει τη
αναγκαιότητα απόκτησης εξειδικευμένων γνώσεων, ως προς τη χρήση του λόγου,
από τα στελέχη που αναλαμβάνουν τέτοιες θέσεις και καλούνται να διακρίνουν και
να αντικρούσουν επιχειρήματα/θέσεις που διατυπώνονται πολλές φορές με δόλιο
τρόπο από πλευρές με αντίθετα συμφέροντα από τα δικά τους.

Σε αντιστοιχία με τις άτεχνες και τις έντεχνες αποδείξεις που


χρησιμοποιούνται κατά τον Αριστοτέλη στο ρητορικό λόγο1, τα μέσα που μπορούν
να χρησιμοποιηθούν για να αντικρουστεί ένα επιχείρημα σε μια αντιπαράθεση είναι:
α) ένα τεκμήριο (proof) από τον επιστημονικό χώρο ή από την ίδια την
πραγματικότητα (π.χ. Αυτός είναι ο πατέρας μου) που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
και στηρίζει απόλυτα τη θέση μας β) ένα επιχείρημα (ή ενθύμημα κατά τον
Αριστοτέλη) 1 που σκοπό έχει να πείσει είτε αναφερόμενο στην αλήθεια της θέσης
που θέλει να υποστηρίξει είτε στις γενικότερες πεποιθήσεις που υπάρχουν γι αυτό το
θέμα, ώστε αν δεν πείσουμε τουλάχιστον να υποχρεώσουμε τον συνομιλητή ή το

Αριστοτέλης, Ρητορική Α’ Μτφρ. Δημήτριος Λυπουρλής, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002.


1
iv

ακροατήριο να δεχτεί την άποψη, αν δε θέλουν να αντιφάσκουν με άλλες θέσεις ή


γενικότερες πεποιθήσεις γ) ένα τέχνασμα (stratagem), που χρησιμοποιεί είτε μια
λογική ανακολουθία είτε ένα κόλπο ώστε να ξεγελάσουμε τον αντίπαλο και το
ακροατήριο, για να φανεί ότι η θέση μας είναι σωστή ή σε κάθε περίπτωση να μην
πείσει ο αντίπαλος.

Επίσης θα αναφερθεί η αναγκαιότητα της γνώσης χρήσης του λόγου από τον
ηγέτη για την επίτευξη των σκοπών του. Αν ως ηγεσία μπορούσε να ορισθεί µια
«διαδικασία επίδρασης της συμπεριφοράς και των πράξεων µιας µικρής ή µεγάλης
οµάδας, ακόµα και ενός ατόµου ξεχωριστά, κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να
προσπαθήσουν µε προθυμία να επιτύχουν τους στόχους της οµάδας στην οποία
ανήκουν και δραστηριοποιούνται» 2, φαίνεται πόσο επιτακτική καθίσταται η γνώση
εργαλείων πειθούς και χρήσης του λόγου εν γένει, ειδικά σε μοντέλα διακυβέρνησης
και διοίκησης οργανισμών που στηρίζονται στη συμμετοχή και τον πλουραλισμό στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ειδικότερα σε θέματα διαπραγματεύσεων, τα
τεχνάσματα και τα είδη λογικών πλανών που χρησιμοποιούνται από διάφορους
ομιλητές πρέπει να εντοπίζονται ώστε να αναδεικνύονται και να αντικρούονται. Η
δομή, η ανάλυση και ο έλεγχος του επιχειρήματος – είτε του δικού μας είτε του
συνομιλητή – είναι (ή θα έπρεπε να είναι) μία από τις βασικότερες διαδικασίες που
επιτελεί μια ομάδα που συμμετέχει σε μια διαδικασία λήψης απόφασης.

2
Rahim, A., 'A measure of styles of handling interpersonal conflict', Academy of Management
Journal', 1983, Vol.26, N.2, σελ.368-376.
1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

Ο όρος Διαλεκτική, όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, αρχικά


χρησιμοποιήθηκε από τον Πλάτωνα στο ‘Φαίδρο’, στην ‘Πολιτεία’ και αλλού
εννοώντας την ικανότητα της χρήσης της λογικής στο συλλογισμό. Η κλασσική
θεώρηση του Αριστοτέλη περί ρητορικής διακρίνει το Συμβουλευτικό, Δικανικό και
Επαινετικό λόγο, ενώ διακρίνει τη χρήση του λόγου ως προς το επιχείρημα σε λογική
ή αναλυτική, διαλεκτική, εριστική και σοφιστική. Αναλυτική είναι η μέθοδος επίτευξης
αληθών ή αποδεικτικών συμπερασμάτων, διαλεκτική, η μέθοδος συλλογισμού που
καταλήγει σε συμπεράσματα που είναι αποδεκτά ή που θεωρούνται αληθή (ένδοξα),
εριστική, κατά την οποία το συμπέρασμα του συλλογισμού είναι αληθές, αν και οι
προκείμενες δεν είναι αληθείς αλλά απλώς φαίνεται να είναι αληθείς και σοφιστική
κατά την οποία το συμπέρασμα είναι ψευδές ενώ φαίνεται ως αληθές. Ο
Σοπενχάουερ ενοποιεί τις τρεις τελευταίες στην Εριστική Διαλεκτική της οποίας ο
στόχος είναι η φαινομενική αλήθεια, αδιαφορώντας για την αλήθεια καθ’ εαυτήν.

Ο Σοπενχάουερ 3 διαχωρίζει τη λογική από τη διαλεκτική, ορίζοντας τη λογική


ως την επιστήμη των νόμων του σκέπτεσθαι, δηλαδή της μεθοδολογίας του
ανθρωπίνου λόγου, τη δε διαλεκτική ως συνομιλείν (η τέχνη της αντιπαράθεσης
μέσα σε μια συζήτηση). Η λογική έχει ένα καθαρά a priori αντικείμενο και αυτό είναι
οι νόμοι της σκέψης, η μέθοδος του λόγου, πρόκειται δηλαδή για την κατά μόνας
σκέψη ενός έλλογου όντος. Απεναντίας η διαλεκτική αφορά στην κοινή συνύπαρξη
δύο έλλογων όντων που σκέπτονται από κοινού, δομείται μόνο a posteriori, δηλαδή
εκ της εμπειρικής γνώσης των διαταραχών που υφίσταται το καθαρό σκέπτεσθαι

Schopenhauer Arthur, Εριστική Διαλεκτική Μτφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης, Εκδόσεις Printa, Αθήνα
3

2008.
Saunders Bailey, Τhe Art of Controversy and other posthumous papers by Arthur Schopenhauer,
Swan Sonnenschein & CO. Lim., Λονδίνο, Αγγλία 1896.
.
2

από την ετερογένεια της ατομικότητας. Μόλις υπάρξει κάποια απόκλιση από τον
απόλυτο μεταξύ των δύο έλλογων όντων συντονισμό –αφού τα δύο άτομα
στηρίζονται στον καθαρό λόγο θα έπρεπε να είναι πλήρως εναρμονισμένα-, αρχίζει
η αντιπαράθεση. Τη χρήση της εριστικής διαλεκτικής αντί της λογικής ο
Σοπενχάουερ τη δικαιολογεί μέσω της κακής φύσης του ανθρωπίνου γένους, την
έμφυτη ματαιοδοξία και την έμφυτη ανειλικρίνεια. Θα πρόσθετα την εγγενή
διανοητική αδυναμία του κάθε ανθρώπου, τον περιορισμό δηλαδή στη νοητική
ικανότητα χρήσης της λογικής για τη θεωρητική αντιμετώπιση ενός ζητήματος καθώς
και τη διαφορά δυναμικού μεταξύ των συμμετεχόντων σε μια συζήτηση. Ο Μακιαβέλι
για παράδειγμα, προτρέπει τον ηγεμόνα να μην κρατά το λόγο του, γιατί επειδή οι
άνθρωποι δεν είναι εκ φύσεως μόνο καλοί δεν πρόκειται να κρατήσουν το λόγο τους
απέναντί του άρα δεν είναι υποχρεωμένος και ο ίδιος να τον κρατήσει 4. Πρέπει
λοιπόν κάποιος να αγωνίζεται για την εδραίωση της θέσης του και όχι για την
αλήθεια.

Φαίνεται να παρασυρόμαστε σε μια ανειλικρινή στάση μέσα σε μια συζήτηση


κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί βασιζόμαστε στην πεποίθηση ότι η ορθότητα
του επιχειρήματος του αντιπάλου είναι φαινομενική και ότι κατά τη διάρκεια της
αντιπαράθεσης θα οδηγηθούμε σε ένα νέο επιχείρημα ή θα επιβεβαιώσουμε την
αλήθεια του δικού μας με έναν άλλο τρόπο. Αυτή η πεποίθηση μας οδηγεί να
κρατήσουμε μια αμυντική στάση απέναντι στα επιχειρήματα του αντιπάλου μέχρι να
δείξουμε ότι σφάλλει. Δεύτερον, επειδή σπανίως γνωρίζουμε εκ των προτέρων τι
είναι αντικειμενικά αληθές και ψευδές, το να μεταπειστώ κατά τη διάρκεια μιας
συζήτησης από ένα επιχείρημα του αντιπάλου μπορεί να θεωρηθεί ότι υιοθετώ κάτι
ψευδές βασισμένος σε μια στιγμιαία εντύπωση που με έχει παρασύρει. Επομένως, ο
καθένας προσπαθεί να επιβάλλει το δικό του ισχυρισμό, ακόμη και αν προς στιγμή
του φαίνεται εσφαλμένος ή αμφίβολος. Ακόμα όμως και όταν κάποιος έχει δίκιο
χρειάζεται τη διαλεκτική για να υποστηρίξει τη θέση του, ενώ πρέπει να γνωρίζει τα

Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας- Η Τέχνη της Εξουσίας Μτφρ. Ε. Γκαγκάτσιου, Εκδόσεις


4

Παπασωτηρίου. Αθήνα 2008. Σελ. 130


.
3

ανειλικρινή τεχνάσματα προκειμένου να τα αντιμετωπίσει. Η επιστήμη της


διαλεκτικής δηλαδή, έχει ως κύρια αποστολή της να προβάλλει και να αναλύσει
εκείνα τα τεχνάσματα ανεντιμότητας κατά την αντιπαράθεση σε μια συζήτηση,
προκειμένου να τα αναγνωρίζει κανείς αμέσως στις πραγματικές λογομαχίες και να
τα εξουδετερώνει. Όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική

«αν είναι ντροπή να μην μπορεί κανείς να υπερασπιστεί


σωματικά τον εαυτό του, θα ήταν άτοπο να μην είναι ντροπή για ό,τι
αφορά το λόγο, που είναι γνώρισμα του ανθρώπου πολύ περισσότερο
από ό,τι η χρήση του σώματός του. Και αν πει κανείς ότι ένας που κάνει
άδικη χρήση της δύναμης του λόγου μπορεί να γίνει πρόξενος μεγάλου
κακού, αυτό μπορεί να ευσταθεί για όλα τα αγαθά, εκτός από την αρετή,
και κατά κύριο λόγο για τα πιο χρήσιμα αγαθά, όπως είναι η δύναμη, η
υγεία, ο πλούτος, η εξουσία. Όπως η σωστή χρήση τους μπορεί να
ωφελήσει τα μέγιστα, έτσι και η μη σωστή τους χρήση μπορεί να
προκαλέσει τη μεγαλύτερη βλάβη» 5.

Κατά τον Σοπενχάουερ, εκτός από τον Αριστοτέλη ο οποίος ασχολείται με τέτοιου
είδους τεχνάσματα, αυτός που φαίνεται να είχε κάνει μια ολοκληρωμένη εργασία επί
του θέματος στην αρχαιότητα ήταν ο Θεόφραστος με τη Ρητορική του (Αγωνιστικόν
ταις περί τους εριστικούς λόγους θεωρίας), έργο το οποίο δε σώθηκε. Επιπλέον κατά
τον Σοπενχάουερ σε κάθε συζήτηση πρέπει οι συμμετέχοντες να συμφωνούν με
κάποιες αρχές-αξιώματα. Δε μπορούμε να συζητήσουμε με κάποιον που αρνείται
αυτές τις αρχές (Contra negantem principia non est disputandum)6.

Στην ανάλυση που κάνει ο Σοπενχάουερ προβάλλει δύο τρόπους και δύο
δρόμους που ακολουθούμε –όχι πρέπει να ακολουθούμε- ως αναίρεση μιας θέσης
του ‘αντιπάλου’. Οι τρόποι είναι: α) ad rem (προέρχεται από τη λατινική λέξη res-
πράγμα), δείχνουμε δηλαδή ότι η θέση δεν συμφωνεί με τη φύση των πραγμάτων,
την απόλυτη αντικειμενική αλήθεια˙ β) ad hominem ή ex concessis δείχνουμε

Αριστοτέλης Ρητορική Α’ Μτφρ. Δημήτριος Λυπουρλής, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002.


5
4

δηλαδή ότι η θέση δεν συμφωνεί με άλλες ισχυρισμούς ή παραδοχές του


‘αντιπάλου’. Οι δρόμοι είναι: α) άμεση ανασκευή, η οποία αναιρεί τις αιτιάσεις-
προκείμενες της θέσης ή την ορθή μορφή του συλλογισμού˙ β) έμμεση, η οποία
αναιρεί τις συνέπειες της θέσης, δείχνει δηλαδή γιατί δεν είναι δυνατόν να αληθεύει.
Για την έμμεση ανασκευή χρησιμοποιείται είτε η απαγωγή, κατά την οποία
δεχόμαστε τη θέση του αντιπάλου ως αληθή και χρησιμοποιώντας μια οποιαδήποτε
άλλη πρόταση θεωρούμενη ως αληθής καταλήγουμε σε ψευδές συμπέρασμα, είτε η
ένσταση, ανασκευή δηλαδή της γενικής θέσης μέσω ευθείας αναφοράς σε ειδικές
περιπτώσεις υπαγόμενες σ’ αυτήν, για τις οποίες όμως η γενική θέση δεν ισχύει, άρα
είναι υποχρεωτικώς ψευδής.

Η μεγάλη συνεισφορά του Σοπενχάουερ στο συγκεκριμένο θέμα είναι η


προσεκτική ενασχόληση με την παρατήρηση των λογομαχιών και των
στρατηγημάτων που χρησιμοποιούνται κατά τις αντιπαραθέσεις καθώς και η εξέταση
της φύσης του ανθρώπου η οποία επηρεάζει την αντιπαράθεση. Προσπάθησε να
εμφανίσει τους τρόπους που μπορεί κάποιος να εξαπατήσει το συνομιλητή ώστε να
πείσει για τη δική του θέση ή να αποδομήσει τη θέση του ‘αντιπάλου’ – ή σωστότερα
να αντιλαμβάνεται αυτές τις προσπάθειες για να τις αποκρούει. Αυτό μπορεί να γίνει
κυρίως είτε χρησιμοποιώντας τεχνάσματα αντιπαράθεσης είτε λογικές πλάνες. Η
λογική πλάνη είναι ένα επιχείρημα το οποία ‘πάσχει’ ως προς τη λογική του μορφή˙
ένα επιχείρημα που ενώ φαίνεται να είναι ορθό, μετά από προσεκτικότερη εξέταση
αποδεικνύεται άκυρο. Ο Αριστοτέλης στους Σοφιστικούς Ελέγχους αναγνώρισε 13
τύπους, πολλούς από τους οποίους χρησιμοποιεί και ο Σοπενχάουερ, ενώ
πρόσφατα παρουσιάστηκαν 112 διαφορετικές λογικές πλάνες 6 (ή παραλογισμοί
όπως αλλιώς αποκαλούνται).

6
David H. Fischer Historian Fallacies New York: Harper & Row, 1979.
5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΑΝΕΣ Ή ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

«Όλοι οι παραλογισμοί (ή λογικά σφάλματα) αποτελούν χαρακτηριστικές


περιπτώσεις εσφαλμένου συλλογισμού. Όταν το σφάλμα βρίσκεται στη μορφή ή στη
δομή της επιχειρηματολογίας, η εσφαλμένη εξαγωγή συμπεράσματος ονομάζεται
‘τυπικός’ παραλογισμός. Όταν έγκειται στο περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας τότε
ονομάζεται ‘άτυπος’ παραλογισμός.» 7 Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα τυπικών
παραλογισμών μπορούν απλώς να αναφερθούν η επιβεβαίωση της επομένης και η
άρνηση της ηγουμένης. «Παραγωγικά επιχειρήματα με τέτοιες λογικές μορφές
δίνουν την ψευδαίσθηση εγκυρότητας όταν είναι διατυπωμένα σε φυσική γλώσσα.
Αυτό οφείλεται στην “κατά προσέγγιση ομοιότητα” της επιβεβαίωσης της επόμενης
με τον κανόνα modus ponens και της άρνησης της ηγούμενης με τον κανόνα modus
tollens» 8, δύο κλασσικές μορφές της παραγωγικής λογικής. Ακολούθως θα
εξετάσουμε κατ’ αρχάς μερικούς από τους άτυπους παραλογισμούς (λογικές
πλάνες) – ίσως τους πιο κοινούς στις συνομιλίες μας – αφού όπως προαναφέρθηκε
ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος για να καλυφθεί σε αυτή την εργασία 9.

Κατά του προσώπου (Argumentum ad hominem): Αν και η πιο σωστή


στάση είναι να αποδείξει κάποιος τη θέση του χρησιμοποιώντας επιχειρήματα και
αποδεικτικούς ισχυρισμούς που να στηρίζουν αυτή τη θέση, είναι πολύ πιο εύκολο

7
Baggini, Julian & Fosl, Peter S. Τα εργαλεία του φιλοσόφου: Φιλοσοφικές έννοιες και μέθοδου
(Μτφρ. Κώστας Θεολόγου), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005..

8
Αραγεώργης Αριστείδης, Βασικές έννοιες λογικής. Πανεπιστημιακές παραδόσεις. Αθήνα Ε.Μ.Π.
2009

9
Η κατηγοριοποίηση ακολουθεί αυτή των Irving Copi και Carl Cohen στο βιβλίο τους. Introduction to
logic, Upper Saddle River, NJ: Prentice Hall 1998.
6

να πείσει δείχνοντας ότι ο άλλος κάνει λάθος (ad hominem) 10, ενώ το αποτέλεσμα –
δηλαδή η επικράτηση της άποψής του – είναι το ίδιο. Για παράδειγμα μπορεί
κάποιος να πει ότι ένας ιερέας πρέπει να δεχτεί μια άποψη επειδή η άρνησή της θα
ήταν αντίθετη με τη Βίβλο. Αυτή η τακτική μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική
αλλά χαρακτηρίζεται ως λογική πλάνη γιατί το επιχείρημα ad hominem είναι άσχετο
ως προς την αλήθεια της θέσης υπό συζήτηση˙ απλώς λέει ότι ο αντίπαλος πρέπει
να τη δεχτεί μόνο και μόνο επειδή δεν συνάδει με άλλη θέση του ή μια αποδεκτή
θεωρία. Το επιχείρημα αυτό (στη μορφή του ex concessis) χρησιμοποιείται ιδιαίτερα
συχνά – και ίσως τις περισσότερες φορές είναι το μόνο που έχουμε – αφού αν
απομακρυνθούμε από το χώρο των μαθηματικών, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι
ο παραγωγικός συλλογισμός καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, από τη στιγμή μάλιστα
που συνήθως δεν υπάρχουν απόλυτα αληθείς προκείμενες αλλά μόνο πολύ πιθανές
ή γενικά αποδεκτές.

Επίκληση άγνοιας (Argumentum ad Ignorantiam): Είναι το επιχείρημα


που στηρίζεται στο ότι μία πρόταση είναι αληθής μόνο και μόνο γιατί δεν έχει
αποδειχθεί ότι είναι ψευδής, ή ότι είναι ψευδής μόνο και μόνο γιατί δεν έχει
αποδειχτεί ότι είναι αληθής. Ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να δοθεί σε ένα
γενικότερο πλαίσιο είναι η προσπάθεια κάποιων ψευδοεπιστημόνων (ψυχικών
φαινομένων για παράδειγμα) να πείσουν για την ορθότητα των απόψεών τους,
στηριζόμενοι στο γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχτεί ή να εξηγηθεί σε κάποιες
περιπτώσεις το προς συζήτηση φαινόμενο. Ένα επιχείρημα που έχει διατυπωθεί για
τη ζωή μετά θάνατο είναι «Κανείς δεν έχει κατορθώσει να αποδείξει ότι δεν υπάρχει
μετά θάνατον ζωή. Γι’ αυτό το λόγο, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μετά
θάνατον ζωή, όχι μόνο υπάρχει, αλλά και συμβάλλει στον τρόπο με τον οποίο
πρέπει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας και τις ζωές των άλλων».

Μεταξύ των ειδικών υπάρχουν δύο απόψεις ως προς τη χρήση του εν λόγω στρατηγήματος
10

(επίθεση κατά του προσώπου-ad hominem). Η μία είναι να αποδείξεις ότι η θέση του αντιπάλου
αντιφάσκει με μία άλλη θέση του (ex concessis) και η άλλη είναι η προσωπική επίθεση στον αντίπαλο
ή στις πηγές του ( ως προς την εντιμότητα, το χαρακτήρα, το ήθος κλπ) με σκοπό να αποδυναμώσεις
τη θέση του.
7

Επίκληση στην αυθεντία (Argumentum ad verecundiam): Αν και να


εμπιστευτούμε έναν ειδικό για τη στάση μας σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα δεν
αποτελεί λογική πλάνη, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι το πιο συνετό πράγμα
που μπορούμε να κάνουμε, εντούτοις όταν στηρίζεται μια άποψη σε κάποιον που
θεωρείται ειδικός στον τομέα του άλλα δεν έχει ειδική γνώση για το θέμα που
εξετάζεται τότε διαπράττεται το εν λόγω σφάλμα. Ένα απλό παράδειγμα είναι οι
προσπάθειες των διαφημιστών να πείσουν τους καταναλωτές να αγοράσουν ένα
προϊόν επειδή ένας τηλεοπτικός αστέρας ή ένας αθλητής το χρησιμοποιεί. Σφάλμα
επίσης είναι να στηρίζεται μια επιχειρηματολογία σε μια μόνο πηγή, ακόμα και αν
μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυθεντία.

Επίκληση στη κοινή γνώμη (Argumentum ad populum): Αυτό το


επιχείρημα έχει δύο εκφάνσεις. Μπορεί να θέλει να επηρεάσει το λαό
χρησιμοποιώντας τη γλώσσα ώστε να διεγείρει το συναίσθημα του πλήθους, όπως
για παράδειγμα οι διάφορες μορφές λαϊκισμού, είτε να χρησιμοποιείται η
υποτιθέμενη αντίληψη της κοινής γνώμης ως προκείμενη για την απόδειξη ενός
ισχυρισμού. Κατά τον Σοπενχάουερ, η κοινή αποδοχή μιας γνώμης δεν αποτελεί
απόδειξη, ούτε καν ένδειξη της ορθότητάς της. Ενώ κατά τον Bertrand Russell «το
γεγονός ότι μια άποψη είναι κοινά αποδεκτή όχι μόνο δεν αποτελεί κριτήριο
ορθότητας, αλλά η ίδια η άποψη μπορεί να είναι και εντελώς παράλογη. Πράγματι,
αν αναλογιστεί κανείς τη βλακεία που επικρατεί στην πλειοψηφία της ανθρωπότητας,
μια ευρέως αποδεκτή πεποίθηση είναι πιο πιθανό να είναι ανοησία παρά σοφία». 11

Προσφυγή στη δύναμη (Argumentum ad baculum): Είναι προφανές ότι


όταν προσφεύγουμε στην ισχύ για την υποστήριξη ενός ισχυρισμού, προσπαθούμε
να εξαναγκάσουμε και όχι να πείσουμε. Πολλές φορές όμως η προσφυγή στη
δύναμη (ad baculum σημαίνει κυριολεκτικά ‘με ξύλο’) χρησιμοποιείται
συγκεκαλυμμένα από πολλές πλευρές ώστε να επιτευχθεί η συναίνεση σε ένα
ζήτημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μας δίνει ο Θουκυδίδης κατά την εξιστόρηση
της σύγκρουσης Αθήνας και Μήλου το 416 π.Χ. Οι Αθηναίοι διαπραγματευτές λένε

11
Bertrand Russell Marriage and Morals New York: Liveright, 1929.
8

στους Μηλίους: «Όλοι μας ξέρουμε ότι, από γενέσεως κόσμου, οι αρχές της
δικαιοσύνης τηρούνται μόνο όταν τα δύο μέρη συνδέονται από ίση δύναμη. Αλλιώς
οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν και οι αδύναμοι προσαρμόζονται… Πράγματι
πιστεύουμε ότι τόσο οι Θεοί (όπως υποθέτουμε) όσο και οι άνθρωποι (όπως
ανέκαθεν ξέρουμε), από μια φυσική ροπή τους, επικρατούν σε όποιον μπορούν να
υποτάξουν.»

Σφάλμα του άσχετου συμπεράσματος (Ignoratio Elenchi): Διαπράττεται


όταν το συμπέρασμα είναι άσχετο με τις προκείμενες. Μπορεί να έχει σχέση με το
θέμα σε μια γενική του μορφή αλλά δεν μες λέει τίποτα για το συγκεκριμένο θέμα
που εξετάζουμε. Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε μια πολιτική συζήτηση
που γίνεται για την αύξηση των φόρων και στην οποία ενώ το θέμα είναι κατά πόσο
είναι δίκαιο ή όχι ένα μέτρο, ή κατά πόσο το συγκεκριμένο μέτρο είναι
αποτελεσματικό, το επιχείρημα να στρέφεται γύρω από την ανάγκη αύξησης των
εσόδων του κράτους.

Λήψη του ζητουμένου (Petitio Principii): Είναι η λογική πλάνη στην


οποία οι προκείμενες προϋποθέτουν ανοιχτά ή κρυφά το συμπέρασμα που
πρόκειται να αποδειχθεί. Αυτό μπορεί να γίνει όπως αναφέρει και ο Σοπενχάουερ
είτε χρησιμοποιώντας διαφορετικές λέξεις για το ίδιο νόημα στις προκείμενες και το
συμπέρασμα (π.χ. τιμή αντί για υπόληψη), είτε όταν έχουμε δύο αλληλεξαρτώμενες
θέσεις, ενώ προσπαθούμε να αποδείξουμε τη μία, παίρνουμε ως αξίωμα την άλλη.
Ένα παράδειγμα έρχεται από την φιλοσοφία της επιστήμης και είναι η προσπάθεια
που έγινε από πολλούς φιλοσόφους να αποδείξουν την αρχή της επαγωγής στην
επιστήμη, δηλαδή ότι η φύση θα ‘συμπεριφερθεί’ στο μέλλον όπως ‘συμπεριφέρεται’
και σήμερα. Κάποιοι διανοητές υποστήριξαν ότι αφού έχουμε δει στο παρελθόν ότι η
φύση κάθε φορά ‘συμπεριφέρθηκε’ σύμφωνα με κάποιους νόμους είναι λογικό να
υποθέσουμε ότι θα ‘συμπεριφερθεί’ έτσι και στο μέλλον και συνεπώς ο επαγωγικός
συλλογισμός ισχύει. Ο David Hume όμως εντόπισε το σφάλμα, ότι το θέμα υπό
εξέταση ήταν εάν η φύση παρά την έως τώρα κανονικότητά της θα συνεχίσει να
συμπεριφέρεται το ίδιο και στο μέλλον και ότι επειδή κάθε φορά στο παρελθόν το
9

μέλλον όντως εμφάνιζε κανονικότητα δεν μπορεί αυτό να είναι απόδειξη ότι θα
συνεχίσει να ισχύει.

Σφάλμα του απρόβλεπτου γεγονότος (Accident): Διαπράττεται από ένα


επιχείρημα που εφαρμόζει ένα γενικό κανόνα σε μια ιδιαίτερη περίπτωση που ο
κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται. Η αλήθεια π.χ. της πρότασης ότι «οι άνθρωποι
βλέπουν» δεν είναι λογική βάση για το συμπέρασμα ότι «οι
τυφλοί βλέπουν». Αυτό είναι μια ειδική περίπτωση του λεγόμενου στα λατινικά
σφάλματος του secundum quid (δηλαδή σύμφωνα με κάτι), το οποίο διαπράττεται
όταν μια γενική πρόταση χρησιμοποιείται ως προκείμενη για ένα επιχείρημα, χωρίς
να δίνεται προσοχή στους περιορισμούς της, που αποκλείουν την εφαρμογή της με
αυτόν τον τρόπο.

Το αντίστροφο του σφάλματος του απρόβλεπτου γεγονότος (Converse


accident): Εδώ εξάγει κάποιος λαθεμένα από μια ειδική περίπτωση ένα γενικό
κανόνα. Έτσι το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο φάρμακο κάνει καλό σε ορισμένους
ασθενείς, δε σημαίνει ότι αυτό είναι καλό για όλους τους ανθρώπους.
Ανάλογα από δύο ή τρία παραδείγματα που ισχύουν εξάγει κάποιος
λαθεμένα ένα καθολικό νόμο υποθέτοντας ότι αυτός ισχύει για όλα τα
δυνατά παραδείγματα.

Σφάλμα της λαθεμένης αιτιότητας (Argumentum non causa pro causa):


Πρόκειται για περίπτωση ψευδώνυμου συλλογισμού βασισμένου στο ότι
εκλαμβάνουμε κάτι που δεν είναι αίτιο ως αίτιο. Η πιο συνήθης μορφή του είναι να
υποθέτουμε ότι ένα γεγονός είναι αίτιο για ένα άλλο, μόνο και μόνο επειδή έπεται
χρονικά του δεύτερου, όπως για παράδειγμα μία αδιαθεσία ενώ οφείλεται σε ίωση,
συχνά εξηγείται ότι οφείλεται στον κρύο αέρα ή στον ιδρώτα του σώματος. Αυτή η
κατηγορία αποκαλείται και ‘post hoc ergo proper hoc’ «μετά απ’ αυτό, άρα εξ’ αιτίας
αυτού», που θεωρεί λαθεμένα τη χρονική ακολουθία σαν μια αιτιατή σχέση.

Σφάλμα εξ ομωνυμίας ή αμφισημία (Fallacy of Equivocation): Είναι η


περίπτωση κατά την οποία χρησιμοποιείται μια λέξη στις προκείμενες ή στο
10

συμπέρασμα με διαφορετική εννοιολογική χρήση κάθε φορά. Αν και τις


περισσότερες φορές είναι εύκολο να εντοπιστεί το σόφισμα 12, κάποιες φορές τα
επιχειρήματα αμφισημίας μπορούν να δυσκολέψουν τη σκέψη αν δεν δοθεί η
πρέπουσα προσοχή. Στο ακόλουθο απόσπασμα εξετάζεται η περίπτωση αυτή.
«Υπάρχει μια αμφισημία στη φράση ‘έχω πίστη σε κάτι’, η οποία κάνει την πίστη να
φαίνεται εύλογη έννοια. Όταν κάποιος πει ότι έχει πίστη στον πρόεδρο υποθέτει ότι
είναι φανερό σε όλους ότι υπάρχει ένας πρόεδρος, και απλώς εκφράζει την
πεποίθηση ότι ο πρόεδρος θα αποδώσει συνολικά θετικά για τη χώρα του. Αλλά αν
κάποιος πει ότι έχει πίστη στην τηλεπάθεια, δεν εννοεί ότι έχει την πεποίθηση ότι η
τηλεπάθεια θα δώσει συνολικά θετικό έργο, αλλά ότι πιστεύει ότι το φαινόμενο της
τηλεπάθειας πραγματικά υπάρχει. Άρα η φράση ‘πιστεύω στο Χ’ μερικές φορές
σημαίνει να έχω την πεποίθηση ότι το Χ θα αποδώσει θετικό έργο, προϋποθέτοντας
ότι αυτό το Χ υπάρχει, ενώ άλλες φορές σημαίνει ότι πιστεύω ότι το Χ απλά υπάρχει.
Ποιο από τα δύο ισχύει στη φράση ‘πιστεύω στο Θεό’; Και τα δύο. Αν υπάρχει ένας
παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός είναι αυταπόδεικτο ότι θα πιστέψουμε ότι θα
κάνει το καλό σε κάθε περίσταση. Υπό αυτό το πρίσμα ‘να έχεις πίστη στο Θεό’ είναι
μια λογική παρότρυνση. Υποδηλώνεται όμως έτσι και η άλλη έννοια της πίστης,
δηλαδή ‘πίστευε ότι υπάρχει ένας παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός, ανεξάρτητα
με άλλες αποδείξεις’. Έτσι η λογική σκέψη της εμπιστοσύνης στο Θεό εάν αυτός
υπάρχει, χρησιμοποιείται ώστε να φανεί λογικό να πιστέψουμε ότι και αυτός
υπάρχει» 13.

Σφάλμα Αμφιβολίας (Amphiboly): Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού


του σοφίσματος, όπως και του προηγούμενου, είναι οι χρησμοί των μαντείων στην
αρχαία Ελλάδα. Είναι η περίπτωση δηλαδή όπου μια πρόταση, ανάλογα με τη
σύνταξή της, έχει διαφορετικά νοήματα όπως το περίφημο «ήξεις αφήξεις ου θνήξεις
εν πολέμω», όπου η απουσία στίξεως δίνει δύο εντελώς αντίθετες σημασίες στην
πρόταση, ανάλογα με το πού θα τοποθετηθεί το κόμμα – πριν ή μετά το «ου». Σε

Όπως στο παράδειγμα: Η μαργαρίνη είναι καλύτερη από το τίποτα.


12

Τίποτα δεν είναι καλύτερο από το βούτυρο.


Άρα η μαργαρίνη είναι καλύτερη από το βούτυρο.
Richard Robinson, An atheist’s Values Oxford University Press, Οξφόρδη, Αγγλία 1964, Σελ. 121
13
11

αυτή την κατηγορία μπορεί να συμπεριληφθεί και η περίπτωση του σοφίσματος του
‘τονισμού’ (accent), αν και στη βιβλιογραφία αναφέρεται ως ιδιαίτερη περίπτωση 14,
το οποίο εμφανίζεται όταν μια πρόταση μπορεί να έχει διαφορετικές σημασίες,
ανάλογα με το ποια λέξη τονίζεται σε αυτή, όπως π.χ. «οι άνθρωποι θεωρούνται
ίσοι» και «οι άνθρωποι θεωρούνται ίσοι». Πολλές φορές τέτοιου είδους κόλπα
χρησιμοποιούνται στην προπαγάνδα κάθε είδους και κατά κόρον σε διαφημίσεις.

Σφάλμα σύνθεσης (Composition): Αυτό το σφάλμα συμβαίνει όταν η


αρχική πρόταση ότι τα μέρη ενός όλου έχουν μια ορισμένη φύση χρησιμοποιείται
ακατάλληλα για να συμπεράνει κάποιος ότι και το ίδιο το όλον πρέπει να έχει αυτή τη
φύση, όπως π.χ. μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ένα μυθιστόρημα που αποτελείται
από καλές παραγράφους είναι ένα καλό μυθιστόρημα. Επίσης εσφαλμένος
ισχυρισμός αυτού του είδους φαίνεται στο ακόλουθο παράδειγμα από ένα βιβλίο του
Κοπέρνικου «…η μορφή του σύμπαντος είναι σφαιρική…. γιατί όλα τα συστατικά του
σύμπαντος, που είναι ο ήλιος, το φεγγάρι, και οι πλανήτες φαίνεται να έχουν αυτή τη
μορφή»

Σφάλμα διαίρεσης (Division): Tο αντίθετο της σύνθεσης, που συμβαίνει


όταν η πρόταση ότι ‘ένα όλον έχει μια ιδιαίτερη φύση’ χρησιμοποιείται ακατάλληλα
για να συμπεράνει κάποιος ότι και ορισμένα μέρη αυτού του όλου πρέπει να έχουν
αυτή τη φύση, όπως για παράδειγμα όταν ισχυρίζεται κάποιος για ένα μακροσκελή
λόγο ότι κάθε πρότασή του είναι μακρά, ή ότι επειδή σε ένα πανεπιστήμιο οι
φοιτητές διδάσκονται διάφορα μαθήματα π.χ. θεωρητική μηχανική, αρχιτεκτονική,
ναυπηγική ισχυρίζεται ότι και ο κάθε φοιτητής θα διδάσκεται όλα αυτά τα μαθήματα.

14
Copi I. M. & Cohen C, Introduction to logic, Upper Saddle River, NJ: Prentice Hall 1998.
12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΠΟΨΕΩΝ

Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν κάποια τεχνάσματα (ή στρατηγήματα)


κυρίως μέσα από την ‘Εριστική Διαλεκτική’ του Σοπενχάουερ που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια μιας λεκτικής αντιπαράθεσης ώστε να επιβληθεί
μια άποψη είτε στο συνομιλητή είτε στο ακροατήριο που την παρακολουθεί (μέσα σε
παρένθεση αναγράφεται το αντίστοιχο τέχνασμα από το βιβλίο του Σοπενχάουερ).
Επίσης θα αναφερθούν κάποιες λογικές πλάνες – τεχνάσματα που δεν έχουν
αναφερθεί έως τώρα.

Α) (Τέχνασμα 4) Δεν φανερώνουμε από την αρχή το συμπέρασμα στο


οποίο θέλουμε να καταλήξουμε, αλλά οι προκείμενες τίθενται με τυχαίο τρόπο, χωρίς
να αφήνουμε τον αντίπαλο να καταλάβει τον σκοπό μας ώστε να παραδέχεται όλα
όσα χρειάζονται για την απόδειξη του ισχυρισμού μας.

Β) (Τέχνασμα 7) Χρησιμοποιούμε τη μέθοδο των ερωτήσεων (καλείται


και μαιευτική-σωκρατική μέθοδος), θέτοντας όμως μακροσκελείς και αλλεπάλληλες
ερωτήσεις, ώστε να αποκρύπτουμε το τι πράγματι επιθυμούμε να ομολογήσει ο
αντίπαλος. Από την άλλη, προβάλουμε επιχειρήματα που να στηρίζονται σε όσα
παραδέχτηκε ο άλλος και έτσι παραβλέπονται τα όποια αποδεικτικά σφάλματα ή
κενά.

Γ) (Τέχνασμα 8) Προκαλούμε θυμό στον αντίπαλο, ώστε να μην είναι


σε θέση να κρίνει και να επιχειρηματολογήσει σωστά (μπορούμε να φτάσουμε μέχρι
και στο σημείο της αναίδειας). Πολύ σημαντικό λοιπόν είναι να μην χάνουμε την
ψυχραιμία μας και να εντοπίζουμε τις προθέσεις και τους σκοπούς της επίθεσης.
13

Δ) (Τέχνασμα 10) Εάν παρατηρείται κάποια σκοπιμότητα στις


απαντήσεις του αντιπάλου με απόλυτη αρνητική διάθεση σε ερωτήματα που τίθενται
προς επίρρωση των ισχυρισμών μας, ρωτάμε αντίθετα από αυτά που θέλουμε να
αποδείξουμε ώστε να λάβουμε θετικά αποτελέσματα ως προς τους ισχυρισμούς μας,
ή τουλάχιστον να τον μπερδέψουμε ως προς το τί θέλουμε να τον κάνουμε να
παραδεχθεί.

Ε) (Τέχνασμα 12) Ένα τέχνασμα που παρατηρείται συχνά και στις


μέρες μας είναι να δίνουμε στα πράγματα και τις έννοιες ονόματα που μας βολεύουν
αναλόγως την περίσταση. Για παράδειγμα, ενώ ένας ουδέτερος παρατηρητής
αναφέρεται σε «λατρεία» ή «επίσημο δόγμα», ο υπερασπιστής της θρησκείας το
ονομάζει «ευσέβεια» «λόγος του Θεού» και αυτός που την αντιμάχεται
«μισαλλοδοξία», «δεισιδαιμονία». Όπως αναφέρει και ο Σοπενχάουερ «κατά βάση
έχουμε να κάνουμε με μια κομψή ‘λήψη του ζητουμένου’: το προς απόδειξη
παρουσιάζεται εκ των προτέρων ως δεδομένο, και μάλιστα με την ονομασία με την
οποία θα προκύψει κατόπιν μέσω μιας αναλυτικής καθαρά κρίσης… Απ’ όλα τα
τεχνάσματα, το παρόν χρησιμοποιείται πιο συχνά σχεδόν ενστικτωδώς».

Στ) (Τέχνασμα 13-14-15) Για να κάνουμε τον αντίπαλο να υιοθετήσει τη


δική μας άποψη, του εκθέτουμε και την αντίθετή της δείχνοντας όλα τα αρνητικά και
παρουσιάζοντάς την ως παράλογη, ώστε να μην έχει άλλο περιθώριο από το να
προσχωρήσει στη θέση μας - η οποία φαίνεται εύλογη - αν δεν θέλει να φανεί
ανόητος. Άλλη εκδοχή αυτού του τεχνάσματος είναι να καλέσουμε τον αντίπαλο να
αποδεχθεί ή να απορρίψει μια οποιαδήποτε ορθή (ή θεωρούμενη ορθή) θέση – που
να έχει εννοείται κάποια σχέση με αυτό που θέλουμε να αποδείξουμε έστω και όχι
άμεση – δίνοντας την εντύπωση ότι επιθυμούμε να βασιστούμε σ’ αυτή για να
στηρίξουμε τη θέση μας. Αν την απορρίψει από καχυποψία, εύκολα μπορούμε να
δείξουμε ότι κάνει λάθος (για παράδειγμα χρησιμοποιώντας την ‘εις άτοπον
απαγωγή’) ενώ αν την αποδεχτεί μπορούμε να ισχυριστούμε πως η θέση μας έχει
αποδειχτεί. Πρόκειται για το άκρον άωτον της θρασύτητας, πλην όμως είναι κάτι που
14

πρακτικά συμβαίνει. Υπάρχουν μάλιστα άνθρωποι που όλα αυτά τα εφαρμόζουν


ενστικτωδώς.

Ζ) (Τέχνασμα 18-23) Όταν ο αντίπαλος χρησιμοποιεί μια


επιχειρηματολογία που πιθανότατα να μας πλήξει, δεν τον αφήνουμε ανενόχλητο να
καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα αλλά φροντίζουμε να διακόπτουμε την εξέλιξη της
αναμέτρησης, να παρεκκλίνουμε στρέφοντας την συζήτηση αλλού, δηλαδή να
θέτουμε σε εφαρμογή μια μετατόπιση του θέματος της φιλονικίας (mutatio
controversiae). Πολλές φορές μάλιστα, οι συνεχείς οχλήσεις προκαλούν εκνευρισμό
και χρησιμοποιούνται προβληματικά επιχειρήματα για την δικαιολόγηση ενός
ισχυρισμού. Αν ανασκευάσουμε το προβληματικό επιχείρημα, θα δοθεί η εντύπωση
ότι ανασκευάσαμε και την αρχική θέση του αντιπάλου. Πρέπει και εμείς οι ίδιοι να
προσέχουμε μήπως χάσουμε τον έλεγχο και αδυνατήσουμε έτσι την
επιχειρηματολογία μας.

Η) (Τέχνασμα 19) Όταν ο αντίπαλος μάς ζητά να εκφράσουμε τη


γνώμη μας σε ένα σημείο του ισχυρισμού του, θετικά ή αρνητικά, ώστε να μπορέσει
να συνεχίσει και εμείς δεν έχουμε να αντιτείνουμε κάτι συγκεκριμένο, μπορούμε να
μετατοπίσουμε το θέμα γενικότερα και να τον αντικρούσουμε εκεί. Αν για
παράδειγμα, ο αντίπαλος χρησιμοποιήσει μια δεδομένη υπόθεση της φυσικής
επιστήμης, που δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί, εμείς μπορούμε να μιλήσουμε για
την αβεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης εν γένει, κάνοντας χρήση κάθε είδους
παραδειγμάτων. Το αντίμετρο σε αυτό όπως και στο προηγούμενο τέχνασμα, αλλά
και στα περισσότερα κατά τη γνώμη μου τεχνάσματα, είναι να θέσουμε τον ακριβή
προσδιορισμό του σημείου της αντιπαράθεσης (status controversiae)

Θ) (Τέχνασμα 22) Όπως είδαμε παραπάνω στο δεύτερο κεφάλαιο, μία


από τις λογικές πλάνες είναι η «λήψη του ζητουμένου». Όταν λοιπόν ο άλλος φτάνει
σε μία θέση από την οποία συνάγεται κατευθείαν το διαφιλονικούμενο πρόβλημα,
εμείς αρνούμαστε να την δεχτούμε υποστηρίζοντας πως επιχειρείται «λήψη του
ζητουμένου», αφού εύκολα εκλαμβάνεται το διαφιλονικούμενο ζήτημα ως ταυτόσημο
με μια παραπλήσια θέση και έτσι του στερούμε το καλύτερό του επιχείρημα.
15

Ι) (Τέχνασμα 25) Μια μέθοδος για να δοκιμάσουμε τα όρια μιας


γενικής θέσης ή ενός συλλογισμού, η οποία χρησιμοποιείται μάλιστα και στο
επιστημονικό πεδίο, είναι να αναφερθεί μια και μόνο περίπτωση μη εφαρμογής της
γενικής θέσης προκειμένου να αναιρεθεί. Μια τέτοια περίπτωση καλείται ένστασις
(exemplum in contrarium, instantia). Όταν ο αντίπαλος εγείρει ενστάσεις πρέπει να
εξετάζουμε: α) εάν το παράδειγμά του είναι πράγματι αληθές β) εάν το παράδειγμα
εντάσσεται στην περίπτωση που συζητείται και γ) εάν πράγματι το παράδειγμα
αντιφάσκει με τη θέση μας και όχι μόνο φαινομενικά.

ΙΑ) (Τέχνασμα 28) Αυτό το τέχνασμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν


ειδικοί συζητούν ενώπιον μη ειδικού ακροατηρίου και σκοπό έχει να πείσει τους
ακροατές. Ονομάζεται argumentum ad auditores και συνίσταται στο ότι διατυπώνεται
μια αβάσιμη αντίρρηση της οποίας τη μη βασιμότητα ίσως να αντιλαμβάνεται μεν ο
συνομιλητής που είναι ειδικός, αλλά όχι και το κοινό: προκειμένου να δείξει το
ασυνάρτητο της θέσης ο έτερος συνομιλητής θα πρέπει να εμπλακεί σε μια μεγάλη
εξειδικευμένη ανάλυση κάτι που μπορεί να μην διατηρήσει το ενδιαφέρον των
ακροατών.

ΙΒ) (Τέχνασμα 32) Σε αυτή την περίπτωση γίνεται προσπάθεια


απαξίωσης του επιχειρήματος ή της θέσης του αντιπάλου κατατάσσοντάς τα σε μια
γενικότερη θεωρία η οποία έχει απορριφθεί ή εκφυλιστεί ή γενικότερα δεν χαίρει
γενικότερης εκτίμησης, ακόμα και αν έχει μικρή σχέση με αυτή τη θεωρία. Για
παράδειγμα, σε μια συζήτηση για τη θρησκεία μπορεί να λεχθεί ότι μια θέση ανήκει
στη θεωρία του πανθεϊσμού, αθεϊσμού, μυστικισμού κ.ο.κ.

ΙΓ) (Τέχνασμα 35) Αυτό το τέχνασμα καθίσταται πολλές φορές αρκετά


αποτελεσματικό. Προσπαθούμε να πείσουμε ότι η συγκεκριμένη άποψη ή το
επιχείρημα αντιβαίνει στα συμφέροντα του αντιπάλου. Αν αυτό δεν είναι εφικτό,
προσπαθούμε να δείξουμε στο ακροατήριο -ειδικά αν αυτοί ανήκουν σε μια
οργάνωση, επαγγελματική τάξη κλπ- ότι η άποψη του συνομιλητή μας αντιτίθεται
στα συμφέροντα της συγκεκριμένης ομάδας και τότε εύκολα ξεχνιούνται και τα πιο
16

ισχυρά επιχειρήματα. Το εν λόγω τέχνασμα αναφέρεται και ως εξαρτώμενο από το


όφελος (argumentum ab utili).

ΙΔ) (Τέχνασμα 36) Αν και αυτό το τέχνασμα είναι σπάνιο να έχει κάποιο
θετικό αποτέλεσμα, εν τούτοις είναι γεγονός ότι κάποιες φορές υποκρινόμαστε ότι
καταλαβαίνουμε κάτι μόνο και μόνο για να μην φανούμε αδαείς. Πολλές φορές
μάλιστα υποσυνείδητα προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε κάθε τι που ακούμε και να
του θέσουμε μια λογική βάση. Μπορεί λοιπόν να διατυπωθεί με σοβαρότητα μια
βαρύγδουπη ανοησία που ηχεί βαθυστόχαστα και να αποστομώσει τον αντίπαλο ή
τουλάχιστον να τον κάνει να σαστίσει 15.

ΙΕ) (Τέχνασμα 38) Αυτό είναι ο έσχατος τρόπος επιβολής της άποψης
ή σε πιο ρεαλιστική βάση αποφυγής να ακουστεί ο αντίπαλος όταν έχει πολύ ισχυρά
επιχειρήματα. Γίνονται δηλαδή προσωπικές επιθέσεις με προσβολές και υβριστικούς
χαρακτηρισμούς. Ονομάζεται και argumentum ad personam και διαχωρίζεται ως
προς το argumentum ad hominem στο εξής: ενώ στην περίπτωση ad hominem η
επίθεση στο πρόσωπο έχει ως σκοπό να μειώσει την αξιοπιστία του αντιπάλου
ώστε να μειωθεί και η ισχύς των επιχειρημάτων του, στο ad personam οι
χαρακτηρισμοί έχουν σαν σκοπό κυρίως να εκτρέψουν το θέμα της συζήτησης ώστε
να μη βγει τελικό συμπέρασμα, ή να επιβληθεί μια άποψη χωρίς να υπάρχει
αντίλογος αλλά μόνο φωνές και ύβρεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται μεγάλη
υπομονή για να μη χάσει κάποιος το δίκιο του ακολουθώντας την ίδια τακτική, αλλά
να αναδεικνύει το τέχνασμα ώστε να εκτίθεται ο αντίπαλός του μπροστά στο
ακροατήριο.

Το Ψευδές Δίλημμα: Το να υποθέτεις ότι υπάρχουν μόνο δύο εναλλακτικές


λύσεις, όταν στην πραγματικότητα υπάρχουν περισσότερες. Το πιο γνωστό
παράδειγμα είναι «Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας…» στο οποίο η
απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι «είμαι ουδέτερος».

O Σοπενχάουερ αναφέρει στο βιβλίο του ένα πολύ ωραίο παράδειγμα από το έργο του Victor
15

Goldsmith ‘Vicar of Wakefild’.


17

Η Ψευδοαναλογία: Ο ισχυρισμός ότι δύο καταστάσεις είναι εντελώς


παρόμοιες, ενώ δεν είναι, παρότι μπορεί να μοιάζουν σε μερικά πράγματα. Για
παράδειγμα μπορεί κάποιος να συγκρίνει το άτομο με το ηλιακό σύστημα, που ενώ
υπάρχει η εντύπωση ότι μοιάζουν στην πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετικά.

Το Σφάλμα του Ολισθηρού Κατήφορου (Slippery Slope): Αν και επιδέχεται


διάφορες ερμηνείες, το σφάλμα αυτό χρησιμοποιείται όταν δεν υπάρχει σαφής
διαχωρισμός μεταξύ δύο καταστάσεων και ότι μια κατάσταση εάν γίνει αποδεκτή θα
προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Όσο και αν φαίνεται λογική μια θέση που
στηρίζεται σε ένα τέτοιο επιχείρημα, εντούτοις για να γίνει αποδεκτή πρέπει να
συνοδεύεται και από άλλους υποστηρικτικούς συλλογισμούς. Ένα παράδειγμα είναι
το επιχείρημα που διατυπώνεται στη βάση του ότι εάν νομιμοποιηθεί ένα είδος
ναρκωτικού τότε αναγκαστικά πολλοί άνθρωποι θα δοκιμάσουν πιο σκληρά
ναρκωτικά. Επίσης χρησιμοποιείται στο θέμα της έκτρωσης για το που ορίζεται η
διαχωριστική γραμμή για την ανηθικότητα ή μη της διακοπής της κύησης.

Ένα από τα πιο δόλια πάντως τεχνάσματα είναι η χρησιμοποίηση της μισής
αλήθειας. Γνωρίζοντας ότι ένα απόλυτο ψέμα είναι πολύ εύκολο να αποκαλυφθεί,
παρουσιάζεται επιλεγμένα η μισή μόνο αλήθεια από ένα πραγματικό γεγονός, με
άλλα λόγια εκείνο μόνο το κομμάτι της ιστορίας που ευνοεί τον αφηγητή,
αποσιωπώντας έντεχνα το υπόλοιπο, το οποίο θα μπορούσε ίσως να ανατρέψει μια
θέση. Μιας και η μισή «αλήθεια» που παρουσιάζεται είναι πειστική και ευαπόδεικτη,
καταλήγουμε να πειστούμε για την ορθότητα του επιχειρήματός του. Με αυτό τον
τρόπο μπορεί π.χ. να παραποιηθεί πλήρως το νόημα ενός γραπτού κειμένου ή ο
λόγος ενός συνομιλητή, απομονώνοντας δολίως μερικές εκφράσεις του. Ένα
συνηθισμένο κόλπο στην ίδια γενική κατηγορία είναι να παρουσιάζονται κάποιες
αλήθειες και να ακολουθεί ένα ψέμα, το οποίο και παρέχει την «απόδειξη» των
ισχυρισμών του συνομιλητή. Επειδή είναι εύκολο να ελέγξουμε την εγκυρότητα των
αληθειών, κάνουμε το σφάλμα να υποθέσουμε ότι και το τελευταίο δεδομένο είναι
έγκυρο, χωρίς να προβαίνουμε σε έλεγχο της εγκυρότητάς του. Χρησιμοποιούνται
κατά κόρον στην πολιτική προπαγάνδα και τη διαφήμιση.
18

Πρέπει να επισημάνουμε ότι όλα αυτά τα τεχνάσματα που έχουν αναφερθεί


δεν γίνονται πάντα με πρόθεση (αν και ο όρος τέχνασμα εμπεριέχει την έννοια της
εξαπάτησης). Η αποτελεσματικότητά τους δε, εξαρτάται από τον διαθέσιμο χρόνο
και μάλιστα όσο πιο μικρός είναι ο διαθέσιμος χρόνος της συνομιλίας, τόσο πιο πολύ
αυξάνεται η αποτελεσματικότητά τους.

Επίσης, ένα επιχείρημα είναι δυνατό να αντικρουστεί ή να μη γίνει αποδεκτό


παρότι η λογική της επιχειρηματολογίας μπορεί να είναι άψογη και οι προκείμενες
μπορεί να φαίνονται αληθείς. Αυτό γίνεται όταν μια έννοια που χρησιμοποιείται είναι
ασαφής. Για παράδειγμα, αν μια προκείμενη σε ένα επιχείρημα είναι «η κυβέρνηση
είναι υποχρεωμένη να παρέχει βοήθεια σε όσους δεν έχουν τα απαραίτητα προς το
ζην», πρέπει να διευκρινιστεί τι είναι τα «απαραίτητα προς το ζην» αλλιώς η
επιχειρηματολογία που στηρίζεται σε μια τέτοια προκείμενη κρίνεται ως ανεπαρκής.

Θα ήθελα τέλος να κάνω δύο διαπιστώσεις που αναφέρονται στο χώρο της
λογικής, αλλά εμπεριέχουν συλλογιστικά σφάλματα και αναφέρθηκαν στο
προηγούμενο κεφάλαιο, τους τυπικούς παραλογισμούς της επιβεβαίωσης της
επομένης και της άρνησης της ηγουμένης. Εξετάζοντας λοιπόν τη λογική
συνεπαγωγή 16, είναι φανερό ότι από μια λανθασμένη υπόθεση και χρησιμοποιώντας
σωστή λογική μέθοδο μπορούμε να οδηγηθούμε σε σωστό συμπέρασμα. Πολλές
φορές λοιπόν, παρουσιάζεται το συμπέρασμα που φαίνεται σε όλους σωστό και μια
λογική μέθοδος με την οποία εξήχθη το συμπέρασμα και καταλήγουμε ότι και η
υπόθεση θα πρέπει να είναι αληθής. Αυτό είναι από τα πιο συνηθισμένα σφάλματα
(εσκεμμένα ή μη) πάρα πολλών συλλογισμών. Αν για παράδειγμα μια θεωρία είναι
συνεπής, μας δίνει δηλαδή επαληθεύσιμες προβλέψεις, δεν σημαίνει ότι η θεωρία
αυτή είναι και σωστή. Επίσης αν η υπόθεση είναι ψευδής και χρησιμοποιούμε
σωστή λογική διαδικασία μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι και το συμπέρασμα είναι
κατ’ ανάγκη ψευδές, ενώ στην πραγματικότητα βλέπουμε ότι το συμπέρασμα μπορεί
να είναι αληθές ή ψευδές.

Όταν αναλύουμε τον πίνακα αληθείας της συνεπαγωγής P=>Q


16
19

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η αλήθεια ή το ψεύδος του


συμπεράσματος δεν καθορίζει την εγκυρότητα ή ακυρότητα του επιχειρήματος. Ούτε
η εγκυρότητα του επιχειρήματος εξασφαλίζει την αλήθεια του συμπεράσματος. Μόνο
η ορθότητα (soundness) ενός επιχειρήματος το επιτυγχάνει αυτό: ένα επιχείρημα
λέγεται ορθό (sound) αν και μόνο αν είναι έγκυρο και, επιπλέον, έχει όλες τις
προκείμενες αληθείς (οπότε, αναγκαστικά, και το συμπέρασμα είναι αληθές). Ένα
επιχείρημα λέγεται έγκυρο (valid) αν και μόνο αν ισχύουν οι παρακάτω, ισοδύναμες
μεταξύ τους, συνθήκες:
(1) Αν όλες οι προκείμενες είναι αληθείς, τότε πρέπει το συμπέρασμα να είναι
αληθές.
(2) Η αλήθεια όλων των προκειμένων εγγυάται απολύτως την αλήθεια του
συμπεράσματος.
(3) Είναι λογικώς αδύνατο να είναι όλες οι προκείμενες αληθείς και το
συμπέρασμα ψευδές.

Αντίθετα, ένα επιχείρημα λέγεται άκυρο (invalid) αν και μόνο αν είναι λογικώς
δυνατόν να έχει όλες τις προκείμενες αληθείς και το συμπέρασμα ψευδές17.

Αραγεώργης Αριστείδης, Βασικές έννοιες λογικής. Πανεπιστημιακές παραδόσεις. Αθήνα Ε.Μ.Π.


17

2009
20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

Ο ΗΓΕΤΗΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Η χρήση της διαλεκτικής και των μορφών πειθούς του συνομιλητή βρίσκει
έδαφος εφαρμογής στις διαπραγματεύσεις, σε οποιαδήποτε μορφή αυτών. Από τις
διαπροσωπικές σχέσεις μέχρι τα συμβούλια διακρατικών οργανισμών οι
διαπραγματεύσεις κατέχουν κυρίαρχο ρόλο στην ομαλή συνεργασία των μερών. Είτε
σε μια επιτροπή του ΝΑΤΟ είτε σε ένα υπουργικό συμβούλιο είτε σε ένα συμβούλιο
διευθυντικών στελεχών μιας επιχείρησης η χρήση της διαλεκτικής και η δύναμη της
πειθούς είναι ένα σημαντικό εργαλείο. Ειδικότερα μια βασική αρχή των
διαπραγματεύσεων είναι να διαχωρίζεται το πρόσωπο από το θέμα της
διαπραγμάτευσης. Εστιάζοντας στο πρόσωπο, το κυριότερο μέσο
διαπραγματεύσεων είναι η επικοινωνία και ο εντοπισμός των παρανοήσεων και των
διαφορών ώστε να ακολουθήσει το στάδιο της συνεννόησης και της δημιουργίας
αξίας (expanding pie) 18. Η πειθώ πολλές φορές επιτυγχάνεται και με τρόπους όπως
η ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων, η υπογράμμιση κοινών σημείων δράσης, η
επίδειξη αυτοπεποίθησης, η αυτοκριτική, η επίδειξη κατανόησης στις θέσεις του
άλλου ακόμα και χαρίζοντας μικρά δώρα ώστε να «υποχρεωθεί» σε μια είδους
ανταποδοτικότητα19. Όπως ειπώθηκε από τον Francois de Callieres, έναν στοχαστή
του 18ου αιώνα, ο ικανός διαπραγματευτής κατέχει «την υπέρτατη τέχνη του να
πείθει κάποιον να του προσφέρει ό,τι αυτός είχε σχεδιάσει να προστατέψει» 19.

Η πιο σημαντική χρησιμότητα της διάκρισης αυτών των τεχνασμάτων ή


παραλογισμών είναι στη ίδια τη σκέψη και τους συλλογισμούς ενός ανθρώπου όταν

Δε γίνεται προσπάθεια να εξαντληθεί το θέμα των διαπραγματεύσεων (μέσα και τρόπους πειθούς)
18

απλώς μια αναφορά στη σημασία της χρήσης του λόγου στις διαπραγματεύσεις.
19
François de Callières, The Practice of Diplomacy, translation of "De la manière de négocier avec
les souverains," London: Constable & Co, 1919. Σελ. 43
21

αυτός σκέφτεται και διαμορφώνει τη γνώμη του για ένα θέμα μόνος του. «Υπάρχει
ένας χρυσός κανόνας ακόμη και για το λόγο, όχι μόνο ν’ αγαπάμε τους άλλους,
όπως τον εαυτό μας, αλλά και να μιλάμε στους άλλους όπως στον εαυτό μας» 20.
Ακόμα και αν ίσχυε ο κανόνας αυτός και όλοι είχαν την βούληση να συνεισφέρουν
στην αλήθεια και όχι να πείσουν τον συνομιλητή τους, πάλι θα χρειαζόταν να
αποκλείσουμε τις λογικές πλάνες από τους συλλογισμούς μας για να καταλήξουμε
σε ορθά συμπεράσματα. Αντίστοιχα πολύ σημαντικό είναι για κάποιον είτε είναι
πολίτης που κρίνει είτε ηγέτης που κατευθύνει, - σε πολιτικό, στρατιωτικό ή
οικονομικό τομέα - να μπορεί να εντοπίζει τις λογικές πλάνες και τα διάφορα
τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται για την επιβολή μιας άποψης. Ειδικά σε ένα
δημοκρατικά δομημένο σύστημα η ορθή χρήση των επιχειρημάτων και ο ορθώς
δομημένος λόγος είναι πρωταρχικής σημασίας για τη βελτιστοποίηση της
λειτουργίας του συστήματος ή οργανισμού. Ακόμα όμως και σε ένα πιο αυταρχικό
περιβάλλον, όπου η ανάγκη χρήσης του λόγου για πειθώ περιορίζεται, η ομαλότητα
στη λειτουργία και η ορθότητα των αποφάσεων επιτυγχάνεται με την ανάλυση των
προτάσεων των επιτελείων/συμβούλων. Ο αυτοέλεγχος λοιπόν στη διαδικασία
λήψης απόφασης είτε του ατόμου είτε της ομάδας που ασχολείται με ένα θέμα
εμπεριέχει απαραίτητα την ικανότητα εντοπισμού των λογικών πλανών για τη τελική
της διαμόρφωση.

Ειδικότερη αναφορά πιστεύω πως πρέπει να γίνει στις σημερινές συνθήκες


που διαμορφώνονται για τον ηγέτη. Ειδικά στο πολιτικό πεδίο η τάση ακόμα και σε
παγκόσμιο επίπεδο είναι τα εμπλεκόμενα μέρη να συνεργάζονται, κάτι το οποίο
συνεπάγεται διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς. Έχει ξεπεραστεί το μοντέλο της
διαταγής – έλεγχος εκτέλεσης της διαταγής – τιμωρία και έχουμε περάσει στην
έμπνευση, το όραμα και την πειθώ. Δεν υπάρχει χώρος για ηγέτες παλαιού
μοντέλου˙ ο ηγέτης πρέπει να είναι ανοιχτόμυαλος, να ομαδοποιεί, να προωθεί
ιδέες, να προσαρμόζεται, να δίνει λύσεις. Ο ηγέτης πλέον κρίνεται αποτελεσματικός
όταν πείθει, όταν τον αποδέχονται ως ηγέτη. Δεν είναι ο τίτλος που κάνει κάποιον

Umberto Eco, Daniele Del Giudice, Gianfranco Ravasi, ‘Η Δύναμη των Λέξεων’, Εκδόσεις Ελληνικά
20

Γράμματα, Αθήνα 2006.


22

ηγέτη αλλά η ικανότητά του να ακούει, να πείθει, να κατευθύνει. Οι εργαζόμενοι σε


ένα οργανισμό δεν περιμένουν να ακούσουν μόνο τι πρέπει να κάνουν αλλά και γιατί
το κάνουν, τι προοπτική υπάρχει.

Ένας προβληματισμός, που καλείται να κρίνει η πολιτική φιλοσοφία, είναι


κατά πόσο ο ηγέτης δικαιούται να παίρνει αποφάσεις που δεν ανταποκρίνονται στη
βούληση του λαού – οι οποίες όμως σύμφωνα με την κρίση του και εκτιμώντας τις
εξελίξεις θα ωφελήσουν την πολιτεία – και αν πρέπει να χρησιμοποιεί τη ρητορική ή
άλλα εργαλεία πειθούς για να τους κατευθύνει ή αντίθετα, αν θα πρέπει να έχει το
όραμα και να διαμορφώσει τις συνθήκες για την πραγμάτωσή του πείθοντας τους
πολίτες να τον ακολουθήσουν. Το ερώτημα είναι αν κατευθύνει τους πολίτες ή
απλώς τους εκπροσωπεί. Και αν βιαστούμε να απαντήσουμε πως η σωστότερη
θέση είναι η δεύτερη, ας αναλογιστούμε τι θα γινόταν σε ένα δημοψήφισμα για την
ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ ή την επανένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Η Ελβετία
λαμβάνει δρακόντεια μέτρα εναντίον των προσφύγων και των ξένων, μέσω συχνών
δημοψηφισμάτων. Η ίδια χώρα, μέσω συνεχόμενων δημοψηφισμάτων εμπόδιζε τη
παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες μέχρι και τη δεκαετία του ’70. Το
2000 η Εκκλησία της Ελλάδος ζητούσε επίμονα να διεξαχθεί δημοψήφισμα για την
αναγραφή ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες. «Να γίνει ένα δημοψήφισμα και
θα δούνε ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας», ήταν το κύριο επιχείρημα του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Η απάντηση ασφαλώς μπορεί να είναι κάπου στη μέση και
δεν θέλω να απαξιώσω το χαρακτήρα του δημοψηφίσματος, που είναι βασικό
εργαλείο της άμεσης δημοκρατίας, αλλά αναφέρω αυτόν τον προβληματισμό για να
καταστεί σαφές το ηθικό δίλημμα που τίθεται στους ηγέτες στο αν και πώς θα
χρησιμοποιήσουν το λόγο και τα εργαλεία του για να πείσουν και να κατευθύνουν.
Δεν θα επεκταθώ άλλο στο εν λόγω ζήτημα αφού απαιτείται μεγάλη ανάλυση και δεν
είναι άμεσος σκοπός αυτού του δοκιμίου.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο εμφανίζεται ο όρος στρατηγική


αφήγηση και η αφήγηση ως εργαλείο του ηγέτη (strategic narrative – narrative
leadership). Αν και η αφήγηση έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς από πολλούς ηγέτες
23

κατά το παρελθόν, μόνο τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει προσπάθειες να διερευνηθεί
διεξοδικά ο τρόπος που μπορεί ο ηγέτης να πείθει για την ανάγκη αλλαγής σε ένα
οργανισμό από το παλιό τρόπο λειτουργίας σε ένα καινούργιο σχέδιο. Ο καθηγητής
David Boje αναφέρει ότι ο ρόλος του ηγέτη είναι να διευκολύνει τον μετασχηματισμό
του οργανισμού από τη μία αφηγηματική μορφή σε μία άλλη. Με όρους στρατηγικής
αφήγησης, είναι ένας μετασχηματισμός σε μια πιο πολυφωνική (πλουραλιστική)
αφήγηση. Ένας άλλος ρόλος είναι να επανερμηνεύει και να αλλάζει την κουλτούρα
του οργανισμού καθώς και να μετουσιώνει μοντέλα που έχουν κοινή αποδοχή 21. Οι
ηγέτες μέσω της αφηγηματικής λειτουργίας του λόγου βοηθούν τα άτομα να «δουν»
την πραγματικότητα όπως είναι και την καινούργια όπως διαμορφώνεται. Ο
καθηγητής του πανεπιστημίου του Ohio Jeffrey D. Ford υποστηρίζει ότι οι ηγέτες δεν
είναι έχουν απλώς συμβουλευτικό ρόλο αλλά πολλές φορές δρουν προλαβαίνοντας
τις εξελίξεις, με σκοπό να κάνουν τα άτομα να αντιληφθούν τα πράγματα όπως είναι
και όπως θα έπρεπε να είναι 22.

Με τα όσα αναφέρθηκαν σε αυτό το κεφάλαιο, θέλησα να διατυπώσω μερικές


σκέψεις για τη σχέση του ηγέτη με τον λόγο καθώς και τις διάφορες μορφές που
αυτή η σχέση μπορεί να πάρει.

Boje, D. Leadership is theatre! Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 4 Ιανουαρίου 2008 στο
21

http://business.nmsu.edu/~dboje/388/leadership_theatre_book.html 2005 Σελ. 12


22
Ford, J. (1999). Organizational change as shifting conversations. Journal of Change Management,
12, (6), 480-500 http://www.hsdinstitute.org/learn-more/library/articles.html
24

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

ΣΥΝΟΨΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η βάση λοιπόν κάθε σκέψης που καταλήγει σε λήψη απόφασης είναι η


επιχειρηματολογία και η ανάλυσή της ή αν ακούσουμε τον Ισοκράτη «Δε θα δούμε
πουθενά λογική δραστηριότητα να επιτελείται άνευ του λόγου, που αντιθέτως είναι ο
οδηγός κάθε πράξης και κάθε σκέψης»(Νικοκλής 9) 23. Η ανάλυση και αξιολόγηση
του επιχειρήματος γίνεται από τη λογική και δη την τυπική λογική – προτασιακός
λογισμός, κατηγορηματικός λογισμός κλπ. Η συμβολική ή τυπική λογική (symbolic or
formal logic) κατασκευάζει τεχνητές γλώσσες με τη βοήθεια των οποίων
επιτυγχάνεται η αναπαράσταση των λογικών μορφών επιχειρημάτων και η διάκρισή
τους σε έγκυρες και άκυρες. Η λογική δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια των
προκειμένων αλλά μόνο για τη λογική διαδικασία που ακολουθήθηκε για την
εξαγωγή του συμπεράσματος και την τελική σχέση μεταξύ προκειμένων και
συμπεράσματος. Οι λογικές πλάνες ή παραλογισμοί είναι τα επιχειρήματα που δεν
έχουν «αποδεικτική αξία» - με την έννοια ότι δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν
το συμπέρασμά τους - αλλά είναι συχνά παραπειστικά (δηλαδή μπορούν να
εξαπατήσουν τον συζητητή). Στο παρόν πόνημα, κατεβλήθη προσπάθεια να
παρουσιαστεί το εύρος αυτών των επιχειρημάτων – με αφορμή το βιβλίο του
Σοπενχάουερ Εριστική Διαλεκτική – ώστε να καταστεί αντιληπτή η αναγκαιότητα
εκπαίδευσης των Αξιωματικών στο μάθημα της λογικής και της ανάλυσης
επιχειρήματος. Μια πρόταση είναι να ενσωματωθεί ένα τέτοιο μάθημα στα πρώτα
σταδιοδρομικά σχολεία του Π.Ν. και ειδικότερα στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.

Umberto Eco, Daniele Del Giudice, Gianfranco Ravasi, ‘Η Δύναμη των Λέξεων’, Εκδόσεις Ελληνικά
23

Γράμματα, Αθήνα 2006 Σελ.17.


25

Η ρητορική και η αφήγηση πιστεύω ότι είναι θέματα εξίσου σημαντικά που
πρέπει να αναλυθούν ενδελεχώς και χρήζουν ξεχωριστής μελέτης, ώστε να φανεί το
εύρος της αναγκαιότητας χρήσης τους ως εργαλεία των ανώτερων στελεχών του
Π.Ν., ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στους ρόλους πολλαπλών αναγκών που
καλούνται να υπηρετήσουν στο σύγχρονο δυναμικώς εξελισσόμενο γνωσιακό
περιβάλλον.

Τελειώνοντας θα αναφέρω κάτι που γράφει ο Κικέρων στο πρώτο από τα


ρητορικά του έργα «Η σοφία που στερείται ευγλωττίας δεν ωφελεί την κοινωνία,
αλλά μια ευγλωττία που στερείται σοφίας είναι στις περισσότερες περιπτώσεις
ιδιαίτερα επιβλαβής˙ και σε καμία περίπτωση ωφέλιμη» (De inventione 1,1) 24

Umberto Eco, Daniele Del Giudice, Gianfranco Ravasi, ‘Η Δύναμη των Λέξεων’, Εκδόσεις Ελληνικά
24

Γράμματα, Αθήνα 2006 Σελ.17.


v

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΙΒΛΙΑ-ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ

1. Αραγεώργης Αριστείδης, Βασικές έννοιες λογικής. Πανεπιστημιακές παραδόσεις.


Αθήνα Ε.Μ.Π. 2009.

2. Αριστοτέλης, Ρητορική Α’ Μτφρ. Δημήτριος Λυπουρλής, Εκδόσεις Ζήτρος,


Θεσσαλονίκη 2002.

3. Αριστοτέλης, Ρητορική Β’ – Γ’ Μτφρ. Δημήτριος Λυπουρλής, Εκδόσεις Ζήτρος,


Θεσσαλονίκη 2004.

4. Baggini, Julian & Fosl, Peter S. Τα εργαλεία του φιλοσόφου: Φιλοσοφικές έννοιες
και μέθοδοι. Μτφρ. Κώστας Θεολόγου, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005.

5. Copi I. M. & Cohen C, Introduction to logic, Upper Saddle River, NJ: Prentice Hall
1998.

6. Eco Umberto, Daniele Del Giudice, Gianfranco Ravasi, Η Δύναμη των Λέξεων
Μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.

7. Μακιαβέλι Νικολό, Ο Ηγεμόνας- Η Τέχνη της Εξουσίας Μτφρ. Ε. Γκαγκάτσιου,


Εκδόσεις Παπασωτηρίου. Αθήνα 2008.

8. Πορτίδης Δ., Ψύλλος Σ., Αναπολιτάνος Δ., Λογική - Η δομή του επιχειρήματος
Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2007.

9. Saunders Bailey, Τhe Art of Controversy and other posthumous papers by Arthur
Schopenhauer, Swan Sonnenschein & CO. Lim., Λονδίνο, Αγγλία 1896.

10. Schopenhauer Arthur, Εριστική Διαλεκτική Μτφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης,


Εκδόσεις Printa, Αθήνα 2008.

ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

11. Boje, D. Leadership is theatre! Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 4 Ιανουαρίου 2008
στο http://business.nmsu.edu/~dboje/388/leadership_theatre_book.html (2005)

12. Ford, J. (1999). Organizational change as shifting conversations. Journal of


Change Management, 12, (6), 480-500
http://www.hsdinstitute.org/learn-more/library/articles.html

You might also like