Κιτρομηλίδης

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 3

Κιτρομηλίδης, Το εθνικό ζήτημα στα βαλκάνια, σ. 53-131.

Η μέθοδος για την μελέτη του εθνικισμού οφείλει να είναι γνήσια διεπιστημονική,
συνδυάζοντας προοπτικές από την πολιτική επιστήμη, την ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία.
Ο εθνικισμός, λόγω του ρευστού και ασπόνδυλου χαρακτήρα του, καθιστά επιτακτικώς
αναγκαία τη διεπιστημονικότητα ώστε να αποφευχθεί η απλοϊκότητα και η ταυτολογία
ερμηνευτικών σχημάτων. Θα πρέπει να συζητηθούν οι δύο κυρίαρχες ιστοριογραφικές
απόψεις. Η πρώτη είναι η ιδέα της «εθνικής αφύπνισης», δηλαδή ότι τα έθνη προϋπάρχουν
των κρατών, αντίληψη που ανάγεται ως τον Herder και τον Fichte και υιοθετήθηκε και από
τον Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος μιλούσε για την τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνικού έθνους.
Η δεύτερη αντίληψη είναι εκείνη που ταυτίζει την ορθοδοξία με την εθνικότητα και την
καθιστά πρόμαχο του εθνικισμού, διαδραματίζοντας μείζονα ρόλο στην καθοδήγηση της
εθνικής «αφύπνισης».
Η φιλολογία που παρήχθη στα ελληνικά υπό την επίδραση του Διαφωτισμού εισήγαγε για
πρώτη φορά τις έννοιες των διαφορετικών εθνοτικών ταυτοτήτων στα βαλκάνια.
Παρατηρείται, δειλά – δειλά, η μετάβαση από την οικουμενική κοινότητα της ορθοδοξίας και
από τα θρησκευτικά προσδιορισμένα μιλέτ, στον ατελή, αδιαμόρφωτο και αβέβαιο κόσμο των
σύγχρονων γλωσσικών εθνών. Τα βαλκάνια ήταν πολιτικά ενοποιημένα λόγω της οθωμανικής
κατάκτησης και πολιτιστικά ομοιογενή στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας. Η εκκλησία
ήταν η υπέρτατη έδρα πολιτικής και πολιτιστικής ηγεσίας, ακλόνητα προσηλωμένη στις ιδέες
των οικουμενικών αυτοκρατοριών του μεσαιωνικού Βυζαντίου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι
αλληλοσυγκρουόμενοι εθνικισμοί, συνδυασμένοι με τις ορθολογικές και εκκοσμικευμένες
ιδέες του Διαφωτισμού, ήρθαν να αναστατώσουν και να υπονομεύσουν την εκκλησιαστική
εξουσία.
Η βαλκανική ορθοδοξία απαρτίζονταν από διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, όπου κάθε
συλλογικότητα είχε ως βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο την γλώσσα τους. Την γλωσσική
αυτή διαφοροποίηση καταδεικνύει και η ύπαρξη των διαφορετικών λεξικών στην περιοχή,
περίπου στα 1770 (βλέπε και στις σημειώσεις του Μαρκέτου). Παρόλα αυτά, οι πρώτες
απόπειρες δεν πηγάζουν από κάποια εθνικιστική λογική. Αυτό γίνεται περισσότερο σαφές με
το λεξικό του Δανιήλ Μοσχοβίτη που εκδίδεται το 1802. Στον πρόλογο του
ελληνοαλβανικοβουλγαρικοβλαχικό λεξικό, ο συγγραφέας καλεί τους μη ελληνόφωνους
ορθοδόξους να εξελληνιστούν και γλωσσικά και πολιτισμικά ώστε να μπορέσουν να
ανελιχθούν κοινωνικά.
Ήδη πριν τη Γαλλική Επανάσταση, στα 1780, ο Δημήτριος Καταρτζής, αξιωματούχος στην
αυλή της Βλαχίας, ανέπτυξε τη διαπλοκή μεταξύ Διαφωτισμού γλώσσας και εθνικότητας.
Εξύμνησε τις αρετές της ελληνικής καθομιλουμένης ως ισάξια της αρχαίας ελληνικής και κατά
πολύ ανώτερης από οποιαδήποτε άλλη. Ήταν πιθανώς ο πρώτος που χρησιμοποίησε την λέξη
έθνος για να περιγράψει την συλλογικότητα που οριοθετείται από τη γλώσσα και την
πολιτισμική κληρονομιά. Θεωρούσε πως οι Έλληνες πληρούσαν τα κριτήρια του ορισμού του
Αριστοτέλη για το έθνος.
Εθνικιστικοί Μηχανισμοί
Εσωτερική διάσταση
Η εσωτερική διαδικασία οικοδόμησης του έθνους επιχείρησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα
στο νέο κράτος και την παραδοσιακή κοινωνία, πάνω στην οποία οι θεσμοί του σύγχρονου
κράτους έπρεπε να ασκήσουν τον έλεγχο τους. Επίσης η καλλιέργεια ομοιογενούς εθνικής
ταυτότητας έπρεπε να συγκεράσει επιτυχώς και τις κοινωνικές αντιθέσεις που είχε
κληρονομήσει η Ελλάδα από το παρελθόν της. Δύο ήταν τα βασικά προβλήματα: Πρώτον, η
ληστεία και δεύτερον, οι τοπικισμοί. Στη βάση αυτών των προβλημάτων, οι εκκλήσεις υπέρ
μίας «μεγάλης Πατρίδος» και οι εθνικιστικές ρητορικές, θα συνέτεθαν τον κανονιστικό λόγο
των νέων κρατικών θεσμών. Ο στρατός θα εξελισσόταν σε ένα από τους βασικούς διαύλους
μέσω των οποίων η ελληνική κοινωνία θα γινόταν κοινωνός των αξιών του εθνικισμού.
Αξιόλογη πηγή αποτελεί η νουβέλα ανωνύμου, «Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» του (1870).
Η λειτουργία του στρατού ήταν: α) η δημιουργία της ιδέας ενός απελευθερωτή που ασκούσε
έλξη στους εκτός του βασιλείου πληθυσμούς, β) γλωσσικός εξελληνισμός των κληρωτών,
γ)μετακινούσε πληθυσμούς καλλιεργώντας την αίσθηση της ευρύτερης κοινής πατρίδας, δ) να
μάθουν τους νέους θεσμούς του κράτους.

Δεύτερος εθνικιστικός μηχανισμός ήταν η εκπαίδευση. Κύρια επιδίωξη ήταν η δημιουργία


δικτύου στοιχειώδους εκπαίδευσης σε όλη την Ελλάδα. Από τα 71 σχολεία το 1830, έχουμε
1172 το 1879, δηλαδή αύξηση 1650%, παρόλα αυτά τα 2/3 από τους ελληνικούς οικισμούς
δεν διέθεταν σχολείο. Βασική λειτουργία της εκπαίδευσης ήταν η γλωσσική ομοιογένεια του
πληθυσμού που μιλούσε δεκάδες τοπικά ιδιώματα, διαλέκτους και διαφορετικές γλώσσες.

Τρίτος εθνικιστικός μηχανισμός ήταν η δικαστική εξουσία. Υπήρξε ένα ισχυρό ιδεολογικό
μέσο για την καταδίκη και την τιμωρία, ως κοινωνικών παρεκτροπών, μορφών συμπεριφοράς
που δεν συμμορφώνονταν με την εθνικιστική ιδεολογία του κράτους που ήταν αναγκαία για
την ολοκλήρωση και επιβίωσή του. Οι αντιθέσεις στην κοινωνία έπρεπε να παραμεριστούν
χάρη της εθνικής ενότητας. Το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας (Κωλέττης 1844) διαμορφώθηκε
πάνω στη βάση τέτοιων συγκρούσεων όπως το ζήτημα των ετεροχθόνων – αυτοχθόνων. Όντας
ο ίδιος ετερόχθων επικαλέστηκε τη μεγάλη ιδέα της ενότητας ολόκληρου του έθνους που
επεκτείνονταν πολύ πέρα από τα στενά σύνορα του μικρού βασιλείου, για να υποστηρίξει τα
την ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από τον τόπο γέννησης.
Εξωτερική διάσταση
Η διάσταση αυτή περιλαμβάνει τους νέους όρους εθνικής ταυτότητας και εθνοτικού
προσδιορισμού προς τα εδάφη πέρα από τα σύνορα του ελληνικού βασιλείου. Το ανεξάρτητο
βασίλειο έγινε το «εθνικό κέντρο» που προσδιορίζονταν από κοινά πολιτισμικά
χαρακτηριστικά, όπως γλώσσα, θρησκεία, ιστορικές μνήμες και εθνοτική προέλευση. Τις
εξωτερικές διαδικασίες διαμόρφωναν κάποια βασικά ζητήματα όπως ο μεγάλος αριθμός
βλαχόφωνων και αλβανόφωνων πληθυσμών, όπως επίσης και το μακεδονικό μωσαϊκό
πληθυσμών ανάμεσα σε Εβραίους, Αρμένιους, Τούρκους, Αλβανούς, Βλάχους, Βούλγαρους.
Επιπλέον, η άνοδος των γειτονικών εθνικισμών που διεκδικούσαν αυτούς τους πληθυσμούς
επέβαλλε μία πιο επιθετική εθνικιστική πολιτική, η οποία όμως ήταν περικλειστική και όχι
αποκλειστική. Ίδια προβλήματα αντιμετωπίζαμε και στα νησιά, με εξαίρεση ίσως τα
Επτάνησα και την Κρήτη, όπου παρά τα τοπικά ιδιώματα, είχαν διατηρήσει την ελληνική
γλώσσα ως αποκλειστική ντοπιολαλιά.

Το έργο αυτό της εθνικής αφύπνισης και της εκούσιας ταύτισης με την ευρύτερη νοερή
κοινότητα του έθνους ανέλαβαν, τα ελληνικά προξενεία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
είχαν διπλωματικά και εμπορικά καθήκοντα, ενώ μετά την απελευθέρωση επιφορτίστηκα με
το καθήκον την απονομής υπηκοότητας σε ντόπιους Έλληνες που μπορούσαν να αποδείξουν
την συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία
πυρήνων Ελλήνων υπηκόων εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι, εν καιρώ θα
πίεζαν για την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική επικράτεια. Επικουρικά λειτούργησε και το
δίκτυο ελληνικών σχολείων και είχε τις λειτουργίες που περιεγράφηκαν παραπάνω.

Ορθοδοξία και Εθνικισμός1

1
Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μεταπολεμικός Κόσμος.

You might also like