Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 9

 

 
ΤΜΗΜΑ: ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Μ.Μ.Ε. 
ΜΑΘΗΜΑ: Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ 
 
Διδάσκουσα: Ε. Διαμαντοπούλου   
 

 
 
 
Ε. ΝΤΕΓΚΑ : “ΤΟ ΑΨΕΝΤΙ” (L’ Absinthe) 
 
Δημήτρης Χρυσανθακόπουλος  
Α.Μ.: 9983201400177 
 
 
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ   
 
 
Αντικείμενο  της  παρούσας  εργασίας  αποτελεί  ο  εμβληματικός  πίνακας  του  Εντγκάρ 
Ντεγκά  “Το  Αψέντι”. Πρόκειται για έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους πίνακες του Γάλλου 
καλλιτέχνη,  ο  οποίος  βρίσκεται  σήμερα  στο  διάσημο  “μουσείο  των  Ιμπρεσιονιστών”,  στο 
“Μουσείο  Ορσέ”  (Musée  d’Orsay)  στο  Παρίσι.  Πέραν  της  αναντίρρητης  καλλιτεχνικής 
αξίας  του,  το  συγκεκριμένο  έργο  προσφέρεται  υποδειγματικά  για  μια  “εικονολογική” 
ανάλυση  στα  πλαίσια  της  μεθοδολογίας  του  E.  Panofsky,  καθώς  τόσο το ίδιο το θέμα του 
πίνακα  (το  περιβόητο αλκοολούχο ποτό που “σάρωσε” τη Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα) 
όσο  και  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  το  έχει  χειριστεί  ο  Ντεγκά  αποτελούν  εξαιρετικά  “σημεία 
εισόδου”  σε  ένα  πολύπλοκο  πλέγμα  ιστορικών,  κοινωνικών,  και  πολιτιστικών  ζητημάτων 
τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα.  
 
 
2. ΠΡΟΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 
 
 
Στον  πίνακα  απεικονίζονται  μια  γυναικεία  και  μια  αντρική  φιγούρα,  καθισμένες  σε 
έναν  μακρόστενο  βαθυκόκκινο  καναπέ.  Οι  σκιές  τους,  οι  οποίες  προβάλλονται  στον 
ντυμένο  με  ταπετσαρία  τοίχο  που  βρίσκεται  πίσω  τους,  υποβάλουν  την  ιδέα  μιας  πηγής 
φωτισμού  η  οποία φωτίζει τα πρόσωπά τους και το χώρο γύρω τους, αλλά βρίσκεται η ίδια 
εκτός  του  κάδρου.  Ένα  σημαντικό  μέρος  της  επιφάνειας  του  πίνακα  καλύπτεται  από  τις 
λείες  επιφάνειες  τριών  τραπεζιών  (ή  καλύτερα  πάγκων)  πίσω  από  τα  οποία  μοιάζουν 
σχεδόν  να  “στριμώχνονται”  οι  δύο  φιγούρες.  Οι  πάγκοι,  η  ταπετσαρία  του  τοίχου,  το 
πάτωμα,  το  “πουκάμισο”  γυναικείας  φιγούρας,  ακόμα  και  τα  πρόσωπα  των  δύο 
πρωταγωνιστών  είναι  ζωγραφισμένα  σε  παραπλήσιους  υπόλευκους  τόνους,  οι  οποίοι 
δημιουργούν  μια  βασική  χρωματική  αντίθεση  αφενός  με  το  κόκκινο  του  καναπέ  και  το 
παρόμοιο  χρώμα  του  φορέματος  της  γυναικείας  φιγούρας,  και  αφετέρου  με  το  μαύρο  του 
ενδύματος  της  ανδρικής  φιγούρας.  Πάνω  στους  δύο  πάγκους  μπροστά  στις  δύο  φιγούρες 
υπάρχουν  δύο  ποτήρια  και  ένα  άδειο  γυάλινο  μπουκάλι  πάνω  σε ένα μεταλλικό δίσκο. Το 
ποτήρι  που  βρίσκεται  προς  τη  μεριά  της  γυναίκας  περιέχει  ένα  πράσινο  ποτό,  και  το 
ποτήρι  που  βρίσκεται  προς  τη  μεριά  του  άντρα  ένα  κόκκινο.  Τέλος,  μπορούμε  να 
παρατηρήσουμε  ότι  το  βλέμμα  του  άντρα  είναι  ενεργά  στραμμένο  προς  κάποιο  σημείο  ή 
αντικείμενο  εκτός  του  πίνακα,  ενώ το βλέμμα της γυναίκας δεν είναι σαφώς εστιασμένο σε 
κάποιο σημείο, αλλά είναι μάλλον απλανές ή μετέωρο.   
 
Παρότι  ο  ίδιος  ο  Ντεγκά  απέρριπτε  τον  όρο  “Ιμπρεσιονισμός”  και  αμφισβητούσε 
πρακτικές  των  ιμπρεσιονιστών  όπως  τη  “ζωγραφική  στον  ανοιχτό  αέρα”  (τη  ζωγραφική 
έξω  από  το στούντιο, σε φυσικές συνθήκες), τόσο η τεχνική που χρησιμοποιείται όσο και ο 
τρόπος  απόδοσης  του  θέματος  σαφώς  φέρουν  τη  σφραγίδα  του  Ιμπρεσιονισμού:  Η 
επίφαση  του  “ρεαλισμού”  διατηρείται  αλλά  ελάχιστη  σημασία  δίνεται  στις  λεπτομέρειες 
των  αντικειμένων,  ενώ  τα  περιγράμματα  των  μορφών  είναι  ασαφή  και  θολά.  Επιπλέον, 
τόσο  η  γωνία  θέασης  της  σκηνής, όσο και η απόδοση της προοπτικής, η οποία υπονοεί ένα 
σημείο  φυγής  έξω  και  μακριά  από  την  επιφάνεια  του  πίνακα,  είναι  συνηθισμένα  “σήματα 
κατατεθέντα”  των  Ιμπρεσιονιστών  γενικά,  και  του  προσωπικού  στυλ  του  Ντεγκά 
ειδικότερα.  Ασυνήθιστο  άλλωστε  σύμφωνα  με  τα  ακαδημαϊκά  πρότυπα,  αλλά  τυπικό  για 
τον  Ιμπρεσιονισμό  είναι  και  το  “καδράρισμα”  του  πίνακα  το  οποίο  ¨στριμώχνει”  την 
αντρική  φιγούρα  τόσο  στην  άκρη  του  καμβά  ώστε  το  γόνατό  της  να  “κόβεται”  από  τη 
ζωγραφική επιφάνεια.  
 
 
3. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 
 
 
 
Συνθέτοντας  τώρα  την  παραπάνω  μορφολογική  περιγραφή  σε  μια  περισσότερο 
“εννοιολογική”  ή  “σημασιολογική”  ανάλυση  μπορούμε  εύκολα  να  καταλάβουμε  πως 
πρόκειται  για  μια  σκηνή  από  κάποιο  καφέ  της  εποχής  του  καλλιτέχνη,  πιθανότατα  στο 
Παρίσι  όπου  ζούσε  την  περίοδο  που  το  ζωγράφισε  ο  Ντεγκά  (1875-76).  Ως  προς  τούτο,  ο 
αρχικός  τίτλος  του  πίνακα,  ο  οποίος  είναι  γνωστός  από  πρωτογενείς  πηγές,  επιβεβαιώνει 
την  εντύπωσή  μας:  “Dans  un  café”  δηλαδή  “σε  ένα  καφέ”.  Η  απεικόνιση  της  καθημερινής 
ζωής  και  ειδικά  των  Παρισινών  καφέ  ήταν  άλλωστε  από  τα  πιο  συνηθισμένα  θέματα  της 
εποχής.  Σήμερα  γνωρίζουμε  πως  πρόκειται  για  το  “Café  de  la  Nouvelle-Athènes”,  σημείο 
συνάντησης  για  τους  Γάλλους ιμπρεσιονιστές, καθώς και για προσωπικότητες όπως ο Ερίκ 
Σατί.  Βρισκόταν  στο  κέντρο  του  Παρισιού,  στην  πλατεία  Πιγκάλ.  Επίσης  γνωρίζουμε  τις 
ταυτότητες  των  δύο  μοντέλων  που  χρησιμοποίησε  ο  Ντεγκά  για  να  αποδώσει  τις  δύο 
καθισμένες  φιγούρες:  Ο  άντρας  είναι  ο  ​Marcellin  Desboutin​,  χαράκτης,  ζωγράφος,  και 
συγγραφέας  της  εποχής.  Η  γυναίκα  είναι  η    Ellen  André​e,  ηθοποιός,  την  οποία  είχαν 
επιλέξει ως μοντέλο για πίνακές τους καλλιτέχνες όπως ο Ρενουάρ και ο Μανέ.  
 
Με  τα  παραπάνω  υπ’όψιν  μπορούμε  τώρα  να  κατανοήσουμε  το  περιεχόμενο  των  δύο 
ποτηριών:  Ο  άντρας  πίνει  κατά  πάσα πιθανότητα κόκκινο κρασί (ή κάποιο κοκκινόχρωμο 
λικέρ)  και  η  γυναίκα  πίνει  αψέντι, το περιβόητο ποτό της εποχής το οποίο άλλωστε έδωσε 
και στο έργο τον τίτλο με τον οποίο είναι σήμερα ευρύτερα γνωστό.  
Ερχόμενοι  τώρα  προς  το  κέντρο  βάρους  του  πίνακα, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε 
στο  πρόσωπο  της  γυναικείας  φιγούρας,  και  ειδικότερα  στο  βλέμμα  της,  το  οποίο  δεν 
αποτυγχάνει  μέχρι  και  σήμερα  (150  σχεδόν  χρόνια  μετά  τη  δημιουργία  του  πίνακα)  να 
μαγνητίσει  τα  βλέμματα  των  θεατών.  Παρά  την  προσπάθειά  μας  να  αποφύγουμε 
ρομαντικοποιημένους  χαρακτηρισμούς και “ποιητικές” εκφράσεις και να μείνουμε μόνο σε 
αντικειμενικά  όσο  το  δυνατόν  γεγονότα,  δεν  είναι  υπερβολή  να  πούμε  ότι  στο  πρόσωπο 
της  γυναικείας  αυτής  φιγούρας  ο  Ντεγκά  κατάφερε  να  ζωγραφίσει  την  ίδια την “Απουσία” 
με  την  έννοια  που  δίνει  ο  Ντεριντά  στο  δίπολο  “Απουσίας-  Παρουσίας”  κατά  την 
“αποδομητική”  του  εργασία  :  Παρότι  η  γυναίκα  στέκεται  μπροστά  μας  εν  σώματι,  το 
βλέμμα  της  δηλώνει  ταυτόχρονα  την  απόλυτη  και  τέλεια  απουσία  της  από  την 
πραγματικότητα  του  καφέ  που  βρίσκεται  γύρω  της.  Είναι  χαμένη  όχι  απλώς στις σκέψεις 
της,  αλλά  καλύτερα  σε  έναν  δικό  της  προσωπικό  κόσμο,  έναν  κόσμο  τόσο  μακριά από το 
“εδώ”  και το “τώρα” τόσο της απεικόνισης όσο και υμών των θεατών της, ώστε η απόσταση 
που τη χωρίζει από τη δική μας πραγματικότητα να είναι αδύνατον πια να γεφυρωθεί.  
 
Όλη  η  συντριπτική  δύναμη,  η  αίσθηση αποξένωσης και μοναξιάς η οποία αποτελεί την 
ίδια  τη  γοητεία  του  έργου  εκπορεύεται  από  αυτό  το  βλέμμα  το  οποίο  ο  Ντεγκά  έχει 
καταφέρει  να  παρουσιάσει  με  τρόπο  ώστε  να  “κοιτάει”  αλλά  να  μη  “βλέπει”:  Παρότι 
κοιτάει  “έξω”  είναι  ουσιαστικά  στραμμένο  προς  τα  “μέσα”,  είναι  “χαμένο”,  όπως  είναι 
συχνά  τα  βλέμματα  ανθρώπων  με  βαρύτατα  ψυχιατρικής  φύσης  προβλήματα,  ή,  στην 
καλύτερη  περίπτωση,  ανθρώπων  που  βρίσκονται  υπό  την  επήρεια  ισχυρότατων 
ναρκωτικών ουσιών.  
 
Η  δύναμη  του  βλέμματος  της  γυναικείας  φιγούρας  ενισχύεται  από  το  βλέμμα  του 
άντρα  δίπλα  της:  Το  δικό  του  βλέμμα  είναι  ζωντανό  και  ενεργό,  στρέφεται  εξεταστικά 
προς  κάτι  το  οποίο  δε  βλέπουμε.  Στην  πραγματικότητα,  η  εντύπωση  που  αποκομίζουμε 
από  την απεικόνιση είναι ότι οι δύο θαμώνες του καφέ παρότι κάθονται τόσο κοντά μεταξύ 
τους  ώστε  τα  σωματά  τους  σχεδόν να εφάπτονται, είναι είτε τελείως άγνωστοι, είτε απλώς 
αγνοούν  ο  ένας  την  ύπαρξη  του  άλλου.  Θα  μπορούσαμε  ίσως  αρχικά  να  υποθέσουμε  ότι 
έχουν  καθίσει  μαζί  στο  καφέ  καθώς τα ποτά τους φαίνεται να είναι σερβιρισμένα στον ίδιο 
πάγκο,  όμως  ο  άντρας  σχεδόν  έχει  γυρίσει την πλάτη του προς τη γυναίκα, ενώ ο αγκώνας 
του  μοιάζει  να  αποτρέπει  κάθε  ενδεχόμενο  επικοινωνίας  από  μεριάς  της.  Οι 
συναισθηματικές  εκφράσεις  στα  πρόσωπά  τους  είναι  εξάλλου  τελείως  διαφορετικές:  Η 
δική  της  είναι  λυπημένη  και  θλιβερή,  ενώ  η  δική  του  είναι  μάλλον  σκληρή,  νευρική,  και 
εξεταστική.  Προκειμενου  μάλιστα  να  τονίσει  ακόμα  περισσότερο  αυτή  την  αίσθηση 
θλίψης,  εγκατάλειψης  και  αποξένωσης  την  οποία  αναδύει  η  γυναικεία  φιγούρα,  ο Ντεγκά 
την  τοποθετεί  στρατηγικά  ανάμεσα  στα  δύο  τραπεζάκια  του  καφέ:  Αν  παρατηρήσουμε 
προσεκτικά,  και  φανταστούμε  τη  σκηνή  σα  να  τη  βλέπουμε  από  μπροστά  κι  όχι  από  την 
πλαϊνή  θέση  που  έχει επιλέξει ο Ντεγκά καταλαβαίνουμε ότι η θέση της γυναίκας είναι μια 
μη-θέση  στην  πραγματικότητα,  καθώς  παρότι  βρίσκεται  προς  την  αντρική  φιγούρα,  δεν 
καλύπτεται  ούτε  από  το  δεξί  ούτε  από  το  αριστερό  τραπέζι  πλήρως.  Η  γυναίκα  κάθεται 
στην  άκρη  του  δεξιού  για  εμάς  τραπεζιού, αλλά καταλαμβάνει το χώρο που συνήθως μένει 
κενός  ανάμεσα  σε  δύο  παρέες  όταν  κάθονται σε παρόμοια μέρη, και μοιάζει σαν απλώς να 
έχει  παρατήσει  τον  εαυτό της εκεί, σα να έχει ξεχαστεί,  ή ίσως μπορεί και να έχει επιλέξει 
εκείνη  την  “κενή”  θέση  ανάμεσα  στις  θέσεις  που  ορίζει  στα  καφέ  η  χωροταξία  των 
τραπεζιών που διαθέτουν.  
 
 
 
4. ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 
 
 
Περνώντας  στο  επίπεδο  της  εικονολογικής  ανάλυσης  πλέον,  και  με  βάση  τα  δύο 
στάδια  που  προηγήθηκαν,  η  πρώτη  σκέψη  που  μας  έρχεται  στο  μυαλό  σχετικά  με  το 
βαθύτερο  νόημα  του  πίνακα,  ή  για  να  το  θέσουμε  αλλιώς  η  αυτονόητη  σχεδόν  απάντηση 
στο  παροιμοιώδες  ερώτημα  του  “τι  θέλει  να  πει  ο  καλλιτέχνης;”  (sic)  είναι  κατά  τη  γνώμη 
μας  η  εξής:  Ο  Ντεγκά  έχει  ζωγραφίσει  τον  αλκοολισμό  και  την  κοινωνική 
περιθωριοποίηση,  τη  μοναξιά,  και  την  ψυχολογική  κατάπτωση  που  αυτός  προκαλεί.  Ο 
τίτλος  του  πίνακα άλλωστε, (“Το Αψέντι”) συνηγορεί προς αυτή την ερμηνεία: Το ποτήρι με 
το  πράσινο  ποτό  που  βρίσκεται  μπροστά  στη  γυναικεία  φιγούρα  και  μάλιστα  (διόλου 
τυχαία)  στο  κέντρο  του  πίνακα  (προεικονογραφική  ανάλυση)  είναι  το  πολύ  διαδεδομένο 
για  την  εποχή  του  αψέντι (όπως αναγνωρίσαμε στο εικονογραφικό στάδιο της περιγραφής 
μας),  και το νόημα του πίνακα (το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο φυσικά με τον τίτλο του) 
δεν  είναι  άλλο  από  τα  αποτελέσματα  τα  οποία  προκαλεί  η  κατανάλωση  του 
συγκεκριμένου ποτού (εικονολογική ερμηνεία).  
 
Με  αυτό  τον  τρόπο  ο  Ντεγκά  θα  μπορούσε  να  προκριθεί  ως  ηθικολόγος,  σα  να 
απευθύνει  ένα  προειδοποιητικό  μήνυμα  στην  κοινωνία  της  εποχής  του,  του  τύπου:  “Μην 
καταναλώνετε  αψέντι  -  ιδού  τα  αποτελέσματα”.  Αυτή βέβαια είναι μια βιαστική  ερμηνεία 
που  εύκολα  καταρρίπτεται:  Ο  Ντεγκά  είναι  ένας  από  τους  διασημότερους  ζωγράφους  του 
Δυτικού  “Κανόνα”  της  ζωγραφικής  και  το  έργο  του  όχι  μόνο  είναι  στο  σύνολό  του  ευρέως 
γνωστό  (καθώς  πίνακες  του  εκτίθενται  στα  μεγαλύτερα  μουσεία  του  κόσμου  και 
αναπαράγονται  εδώ  και  πολλές  γενιές  σε  εκατοντάδες  βιβλία  και  εκδόσεις  περί  Τέχνης 
παγκοσμίως)  αλλά  και  έχει  ενδελεχώς  αναλυθεί  και  περιγραφεί  από  εκατοντάδες  (αν όχι 
χιλιάδες)  μελετητές  παγκοσμίως.  Γνωρίζοντας  λοιπόν  τόσο  το  έργο  του  Ντεγκά  εν  γένει 
όσο  και  την  περιρρέουσα  καλλιτεχνική  ατμόσφαιρα  της  εποχής  μπορούμε  να 
ανασκευάσουμε  τη θέση μας περί ηθικολογίας στο εξής: Ο Ντεγκά απλώς περιγράφει αυτό 
που  βλέπει  γύρω  του και του κεντρίζει το καλλιτεχνικό του αισθητήριο, χωρίς απαραίτητα 
να  παίρνει  κάποια  ηθική  στάση  απέναντι στο θέμα του. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, πολλοί 
ζωγράφοι  της  εποχής  του,  τόσο  “νατουραλιστές”  όσο  και  “ιμπρεσιονιστές”,  ενδιαφέρονται 
κυρίως  για  την  απεικόνιση  της  απλής  καθημερινής  ζωής,  για  τον  κόσμο  όπως  τον 
προσλαμβάνουν  τα  μάτια  τους,  σε  αντίθεση  με  τους  “ακαδημαϊκούς  ζωγράφους  που 
προτιμούσαν  μυθικά,  ηρωικά  και  εν  γένει  “ανώτερα”  θέματα.  Φυσικά  σε  αυτή  την  τάση 
σχετικά  με  τα  θέματα  των  ζωγράφων  μπορούμε  να  ανιχνεύσουμε  τόσο καθαρά αισθητικά 
στοιχεία  (ανανέωση  της  ζωγραφικής  τέχνης)  όσο  και  στοιχεία  κοινωνικής  ή  και  ηθικής 
κριτικής,  αλλά  θα  ήταν  λογικό  άλμα  να  θεωρήσουμε  ότι  ο  Ντεγκά  ζωγραφίζει  αυτό  τον 
πίνακα  με  σκοπό  να  ασκήσει  κοινωνική  κριτική:  Θα  ήταν  τόσο  ακραίο  όσο  το  να 
υποστηρίξει  κάποιος  ότι  ο  Ντεγκά  ζωγράφιζε  τις  διάσημες  “μπαλαρίνες”  του  για  να 
αφυπνίσει το φεμινιστικό αίσθημα της εποχής του! 
 
Με  βάση  λοιπόν  τα  παραπάνω,  η  θέση  μας  θα  μπορούσε  να  συνοψιστεί  στα  εξής:  Ο 
Ντεγκά,  ο  οποίος  σύχναζε  στο  “Café  de  la  Nouvelle-Athènes”  όπως  και  πολλοί  άλλοι 
συνάδελφοί  του  εκείνη  την  εποχή,  επιλέγει ένα τελείως αντιπροσωπευτικό του καιρού του 
θέμα  (τα  Παρισινά  καφέ)  και  του  δίνει  μια  εκφραστικότερη  και  ενδιαφέρουσα  τροπή 
αναπαριστώντας  μια  εθισμένη στο αψέντι γυναικεία φιγούρα (θέαμα διόλου σπάνιο επίσης 
με  βάση  όσα  γνωρίζουμε  για  την  εποχή).  Τα  κίνητρά  του  είναι  αισθητικά,  και  όχι 
κοινωνικά.  
 
 
5. ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 
 
 
……  Ο αρχικός τίτλος του πίνακα δεν κάνει αναφορά στο αψέντι και ο Ντεγκά
τον άλλαξε αφού είχε εκτεθεί για πρώτη φορά ο πίνακας για εμπορικούς μάλλον
λόγους….
…. Αν εξετάσουμε σε μεγαλύτερο βάθος την ιστορία του Αψεντιού
διαπιστώνουμε ότι στα 1875-6 που δημιουργήθηκε ο πίνακας το αψέντι ήταν
ακόμα στις δόξες του. Η απαγόρευσή του ήρθε σχεδόν μια γενιά μετά τον
Ντεγκά, και πάντως μετά το 1905 οπότε και έγινε ένας φόνος που αποδόθηκε
στην επήρεια του και κινητοποίησε την κοινή γνώμη εναντίον του…
…. Το αψέντι δεν συνδέεται μόνο με τον κύκλο των καλλιτεχνών και των
“καταραμένων ποιητών” κλπ αλλά ήταν το ποτό της κατώτερης εργατικής τάξης
(πιο φθηνό και πιο ισχυρό από το αλκοόλ)...
…. Το μοντέλο του Ντεγκά για τη γυναικεία φιγούρα ήταν μια διάσημη και
ποθητή από πολλούς ηθοποιό της εποχής… βλ. Επόμενη εικόνα, το ίδιο μοντέλο
ζωγραφισμένο από τον Ρενουάρ
…. Στον πίνακα του Ντεγκά το ποτήρι είναι γεμάτο και μπορούμε να
υποθέσουμε ότι ακόμα δεν έχει πιεί γουλιά η γυναίκα…

ΣΥΝΕΠΩΣ θα υποστηρίξω πως μπορεί ο πίνακας να αναγνωσθεί και ως “Μια λυπημένη


γυναίκα, (ίσως εξαιτίας του άντρα δίπλα της που δε της δίνει σημασία… ίσως κοιτάζει
κάποια άλλη που περνάει έξω από το καφέ;;) κάθεται στο μπαρ και παραγγέλνει το
ποτό της μόδας αλλά δεν έχει πιεί καν μια γουλιά ακόμα: Ο Ντεγκά δε ζωγραφίζει τον
αλκοολισμό αλλά απλώς μια σκηνή από ένα καφέ, οπότε και το αψέντι μπορεί να είναι
απλώς τυχαίο, ένα αντικείμενο ακόμα στη σύνθεση του πίνακα, πάντως δεν είναι η
ΑΙΤΙΑ της εξαθλίωσης της γυναίκας, ούτε το κεντρικό σημείο του πίνακα, ούτε το σημείο
ενδιαφέροντος του Ντεγκά…

Η Ιστορία: ο Ντεγκά εκθέτει τον πίνακα στο Παρίσι το 1876 με τον τίτλο “Σε ένα καφέ”
και παίρνει αρνητικές κριτικές. Το ίδιο και το 1892 επίσης στο Παρίσι. Στα 1893 (20
σχεδόν χρόνια μετά) ο πίνακας αλλάζει τίτλο, γίνεται “Το Αψέντι” και εκτίθεται στην
Αγγλία (όπου το αψέντι δεν έχει επιτυχία αλλά αντίθετα ελάχιστη διάδοση). Άρα το
αψέντι δεν είναι καν αρχικά το βασικό του θέμα - ίσως ο τίτλος άλλαξε για εμπορικούς
λόγους, και ο Ντεγκά ή ο οργανωτής της έκθεσης στο Λονδίνο να σκέφτηκε ότι οι
Λονδρέζοι θα ήθελαν να δουν την εξαθλίωση που προκαλεί αυτό το απαίσιο στη γεύση
ούτως ή άλλως ποτό για εκείνους, στους “απέναντι” Γάλλους….

Δηλαδή ο Ντεγκά προσάρμοσε τον τίτλο στα νέα δεδομένα της εποχής που ήταν
κατά του αψεντιού… (για εμπορικούς λόγους;;;)
Στα 1858 (10 και πλεόν χρόνια πριν) ο Μανέ έχει ζωγραφίσει ένα ¨πότη αψεντιού” όπου
διόλου δε φαίνεται κάποιο “παρακμιακή” διάθεση… Αντίθετα μάλλον προβάλλεται μια
ηρωικότητα ή ανωτερότητα στην αντρική φιγούρα που στέκεται δίπλα στο αψέντι….

(1858)

Έπρεπε να έρθει το 1895 για να κάνει ο ​Albert Maignan την “Πράσινη μούσα” και μόνο 1901 o
Viktor Oliva έκανε τον δικό του “πότη αψεντιού”. Αυτοί οι δύο πίνακες δείχνουν το ξελόγιασμα
του καλλιτέχνη από την “πράσινη νεράιδα” και τις παραισθήσεις που προκαλεί το αψέντι κλπ…
Αλλά στα 1875 που ζωγράφισε ο Ντεγκά το δικού του πίνακα και το ονόμασε “Σε ένα καφέ” το
αψέντι δεν είχε ακόμα πάρει τόσο αρνητικές συνδηλώσεις, ήταν ακόμα η “πράσινη ώρα” στο
Παρίσι που όλοι πίνανε λίγο αψέντι σαν απεριτίφ… O Βαν Γκόγκ άλλωστε το ζωγράφισε εν
είδει νεκρής φύσης, σαν απλό αντικείμενο στα 1866…

(1901)
(1895)

 
 
 
 
 

You might also like