Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 9

ΦΟΥΚΩ, ΦΡΟΫΝΤ, ΛΑΚΑΝ:

ΤΡΕΛΛΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


Ή
Η λογοτεχνία σύμφωνα με τον Φουκώ
(Συνοπτική βερσιόν)
Η σύμπλευση τρέλας και λογοτεχνίας είναι άραγε περιστασιακή, ανιχνεύσιμη σε ευτυχείς συγκυρίες
όπου ο λεγόμενος τρελός απελευθερώνει τον λόγο από τις παραληρηματικές στερεοτυπίες του και τον διοχετεύει
μέσα στη δημιουργική έξαψη της γραφής; Γενικότερα, αυτή η σύμπλευση καθορίζεται άραγε από τις αστάθμητες
μεταβλητές της ενδεχομενικότητας (contigence) ή μήπως μπορούμε να απομονώσουμε μια δομική, απαρκτήρια
σύμφυση της τρέλας και της λογοτεχνίας μετά το τέλος της κλασσικής εποχής;
Για να απαντήσουμε σε ένα τέτοιο ερώτημα θα πρέπει να αποτολμήσουμε να μιλήσουμε για την τρέλα
και την λογοτεχνία εγκαθιστώντας το εννοιολογικό πρίσμα ανίχνευσης της σχέσης τους σ’ ένα σημείο όπου δεν
έχει ακόμη συντελεστεί η κατηγοριοποίησή τους σε ιδιάζουσες εκφράσεις της υποκειμενικότητας, αυστηρά
οριοθετημένες από ιστορικά διαμορφωμένους λόγους. Σε ένα σημείο δηλαδή που τοποθετείται πριν τον
εγκλεισμό τους σε ρηματικούς νάρθηκες, πριν το νυστέρι της κριτικής και της διάγνωσης, της λογοτεχνικής κριτικής
και της ψυχιατρικής διάγνωσης συγκεκριμένα, τις διαχωρίσουν. Η ύπαρξη ενός τόσου παράδοξου σημείου έπαψε
να είναι αδιανόητη χάρη σ’ ένα φιλοσοφικό και συγγραφικό συμβάν: την συναρπαστική Ιστορία της τρέλας, του
Μισέλ Φουκώ που κατεδάφισε τις κλασσικές «υγειονομικές» αντιλήψεις περί τρέλας και τα παγιωμένα
διαγνωστικά μοντέλα ανασκάπτοντας με ρηξικέλευθη πρωτοτυπία το αρχαιολογικό υπέδαφος της ιστορικότητάς
τους και των μορφών εξουσίας που προώθησαν την καθιέρωσή τους. Κάθε εποχή οριοθέτησε με τον δικό της
τρόπο τον χώρο της τρέλας και τις ποικίλες εκφάνσεις της. Όπως συνέβη άλλωστε και με αυτό το ιδιότυπο
γλωσσικό μόρφωμα που πολιτογραφήθηκε στο σύγχρονο σύμπαν του λόγου με το όνομα λογοτεχνία. Ό,τι
γνωρίζουμε για την τρέλα δεν προέρχεται από την άμεση μαρτυρία της αλλά από την αμιγή ετυμηγορία του Λόγου
(Raison). Του λόγου που είναι πάντα ορθός, σ’ αντίθεση με την «λόξα» της τρέλας, την εγγενή λοξότητά της, την
αβυσσαλέα απόκλισή της από τις ισορροπίες του ορθού λόγου. Η τρέλα, όπως την στοιχειοθέτησε η δυτική
νεοτερικότητα είναι απλά ένα αντικείμενο του λόγου ( objet discursif). Το μεγαλείο και η στρατευμένη
ευαισθησία του φουκαλδιανού εγχειρήματος στην Ιστορία της τρέλας συνίσταται στην προσπάθεια αυτού του
μαχόμενου φιλόσοφου και ερευνητή να αφουγκραστεί την διατεταγμένη σιωπή της και να ανασυνθέσει τις
ιστορικές περιόδους της καταδίκης της σε αφασία. Ο Φουκώ αναγνωρίζει ότι αν μπόρεσε να ανασυνθέσει την
αρχαιολογία αυτής της σιωπής το χρωστά, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η τρέλα βρήκε στην πρόθυμη συνέργεια
της λογοτεχνίας το γλωσσικό ιδίωμα κατάφασης της ύπαρξής της. Η τρέλα δραπέτευσε από τους τέσσερεις τοίχους
της σιωπής της χάρη στην συνέργεια της λογοτεχνίας. Όλη η ιδιοφυής προσπάθεια του Φουκώ συνίσταται στο να
αποδείξει ότι αυτή η συνέργεια δεν ήταν ένα εφήμερο τυχαίο συμβάν αλλά μια πηγαία εκβλάστηση πάνω σ’ ένα
κοινό υπέδαφος. Θα έλεγα λοιπόν ότι το στρατευμένο πάθος του Φουκώ επιχειρεί να αναδείξει με αποδεικτική
παρρησία την όμαιμη καταγωγή της τρέλας και της λογοτεχνίας από μια γλώσσα χωρίς καταγωγική εστία ( origine).
Τουτέστιν από μια γλώσσα που δεν συνάπτει τις Λέξεις και τα Πράγματα, για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός άλλου
μνημειώδους έργου του. Αλλά που αντίθετα, δεν παύει να επαναπατρίζει τις λέξεις στην περίκλειστη περατότητα
της γλωσσικής τοπικής τους.
Η όμαιμη καταγωγή τους δεν υποδηλώνει ότι η γλώσσα της τρέλας είναι ταυτόσημη με την γλώσσα της
λογοτεχνίας. Υποδηλώνει ότι η συμβολική οικονομία τους διέπεται από μια κοινή συνθήκη. Το ζητούμενο για τον
Φουκώ ήταν να φέρει στο φως την ομόρριζη προέλευσή τους που συνίσταται στον τρόπο με τον οποίο η τρέλα και
η λογοτεχνία εσωτερικεύουν τη γλώσσα διακόπτοντας τις συναλλαγές της με το Εκτός της. Εκεί όπου η φιλοσοφία,
η ψυχολογία, οι θεωρίες της επικοινωνίας κ.τ.λ. αναζητούν μια εκφραστική εγγύτητα ανάμεσα στις λέξεις και στα
πράγματα, η τρέλα και η λογοτεχνία καταφάσκουν μια γενέθλια αποσύνδεση της γλώσσας από τα πράγματα, το
νόημα, την παρουσία, από κάθε φιγούρα του Εκτός και εσωτερικεύουν την γλώσσα ως μεταγλώσσα του εαυτού
της. Μένει να δούμε αναλυτικότερα αυτό το σημείο.
Θα ξεκινήσω με μια περίτεχνη φράση του Φουκώ, αντλημένη από ένα εμπνευσμένο κείμενο στο οποίο η
σύγχρονη σκέψη, σαγηνευμένη και αμήχανη, δεν έπαψε να επιστρέφει, και το οποίο ενσωματώθηκε εν είδει
παραρτήματος στο βιβλίο που τάραξε τον ύπνο της ψυχιατρικής και απονομιμοποίησε τους επίπλαστους τίτλους
επιστημολογικής ευγένειας που την περιέβαλαν. Η φράση αυτή είναι η ακόλουθη: «Η τρέλα διαμορφώνει ένα
χασματικό απόθεμα που δηλώνει και καθιστά ορατό αυτό το κενό όπου γλώσσα και ομιλία εμπλέκονται αμοιβαία,
μορφοποιούνται η μία με βάση την άλλη και δεν λένε τίποτα άλλο πέραν της βουβής ακόμη σχέσης τους. Από τον
Φρόυντ και μετά η τρέλα στον δυτικό κόσμο έγινε […] γλώσσα που δεν υφίσταται παρά μόνο μέσα σ’ αυτή την
ομιλία, ομιλία που δεν λέει παρά μόνο την γλώσσα της, δηλαδή μια μήτρα του γλωσσικού ιδιώματος η οποία δεν
λέει τίποτα. Πτύχωση του εκφερόμενου λόγου που συνιστά μια απουσία έργου (absence d’ oeuvre)»1. Η έκφραση
αυτή, συγκολλημένη με την «τρέλα» , εκλήθη από τον Φουκώ να επιστεγάσει ως τίτλος το μνημειώδες κείμενο του
παραρτήματος που ανέφερα και ταυτόχρονα να συμπυκνώσει την προβληματική του. Η προκύπτουσα φράση έχει
την επιγραμματικότητα ενός ορισμού. Συγκεκριμένα ορίζει την τρέλα ως απουσία έργου. Αντιλαμβανόμαστε, αν
αφουγκραστούμε μια αθόρυβη εννοιολογική διολίσθηση της φράσης, ότι η τρέλα ως απουσία έργου εισάγει στο
χώρο της λογοτεχνίας. Διαφαίνεται ήδη ότι γι’ αυτόν τον ευαίσθητο ηχολήπτη της σιωπής της τρέλας και της
σιωπής του γράμματος, η τρέλα και η λογοτεχνία επικοινωνούν μέσα από την έννοια του έργου. Κατά τρόπον
παράδοξο αλλά συνεκτικό, ο Φουκώ εντοπίζει το είναι της τρέλας, και ειδικότερα την δημιουργικότητά της στο
σημείο σύμπτωσης της με την απουσία έργου για την οποία αποδεικνύει ότι αποτελεί επίσης το καταγωγικό λίκνο
της λογοτεχνίας. Σε μια διάλεξή του το 1964 στις Βρυξέλλες, με τίτλο «Λογοτεχνία και γλώσσα», υπογραμμίζει «την
ουσιώδη σχέση του συνανήκειν της λογοτεχνίας και της τρέλας» 2.
Εκ πρώτης όψεως η απουσία έργου δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει ως συνθήκη της λογοτεχνίας και να
εγγυηθεί την γενέθλια εγγύτητά της με την τρέλα. Φαντάζει μάλλον σαν … τρελή συνθήκη! Διαψεύδεται
προκλητικά από όλη την φαινομενολογία της λογοτεχνίας και την ιστορία της τρέλας, και μάλιστα από την πένα
του ιδίου του Φουκώ που επιλέγει ως υποδειγματική επιβεβαίωση του παράδοξου ορισμού του ακριβώς το έργο
συγγραφέων που υπήρξαν επιφανείς συνομιλητές της τρέλας: Χαίλντερλιν, Αρτώ, Νερβάλ, Νίτσε, Ρουσσέλ, Τζόυς
κ.τ.λ. Ο ορισμός λοιπόν του Φουκώ, διαψεύδοντας την απλότητά του, εξυφαίνει ένα ιδιαζόντως αινιγματικό
παράδοξο. Αινιγματικό και φωτεινό, θα πρόσθετα. Ποια μπορεί να είναι άραγε η επιβεβλημένη διαμεσολάβηση
που το καθιστά προσπελάσιμο; Θεωρώ ότι η αμφιρρεπής εγγύτητα τρέλας και λογοτεχνίας δεν είναι ορατή παρά
μόνο μέσα από την ψυχανάλυση, και πιο συγκεκριμένα μέσα από την οπτική γωνία που διανοίγει αυτό που ο
Λακάν ονομάζει «το συμβάν Φρόυντ» και ο Φουκώ αναγορεύει σε μείζων καμπή στην ιστορία άρσης της σιωπής
της τρέλας. Μια ορισμένη θέση των Ντελέζ – Γκυατταρί επί του θέματος ίσως να μην είναι άγνωστη. Την
συνοψίζω, αυτοσχεδιάζοντας εν πνεύματι αληθείας: μπορεί ο Φρόυντ και η ψυχανάλυση να έτειναν ευήκοον ους
στο ασυνείδητο ως λόγο του Άλλου ωστόσο εκώφευσαν στον Άλλο του λόγου, στις «φωνές της τρέλας». Η θέση
του Φουκώ, όλη η φουκαλδιανή αξιωματική που διέπει την αρχαιολογία της τρέλας στην καμπή του 20 ου αιώνα,
κινείται αντίρροπα προς την θέση της ντελεζικής βαρηκοΐας. Για τον Φουκώ, η καταλυτική συμβολή του Φρόυντ
συνίσταται στην απελευθέρωση της τρέλας από την αφασική αντικειμενοποίησή της και την νοσολογική
στεγανοποίησή της σε «νοητική ασθένεια» (maladie mentale). Με αυτή την ρηξικέλευθη χειρονομία «ο Φρόυντ
[2]
επανατοποθετούσε την τρέλα στο επίπεδο της γλώσσας, ανασυγκροτούσε ένα από τα ουσιώδη στοιχεία μιας
εμπειρίας που ο θετικισμός την είχε κάνει να σωπάσει: δεν πρόσθετε στον κατάλογο των ψυχολογικών θεραπειών
της τρέλας μια μείζονα προσθήκη, αποκαθιστούσε εντός της ιατρικής σκέψης την δυνατότητα ενός διαλόγου με
την αλογία», δηλαδή την déraison όπως αυτή οριοθετήθηκε μέσα από την βίαιη επιβολή του «μεγάλου
διαχωρισμού»3 (le grand partage) που ανακατένειμε την εμπειρία της τρέλας στην ιεραρχημένη αντίθεση λόγου
και αλογίας. Ο Φρόυντ αποσπά την τρέλα από το θετικιστικό νάρθηκα της «νοητικής ασθένειας» και την
επανεγγράφει στο συσκοτισμένο σημείο καθίζησης της «τραγικής» 4 συνομιλίας της με τον Λόγο, πριν αυτός, ως
ορθός λόγος, ορθώσει τα τείχη εγκλεισμού της τρέλας στην αλογία και σε ανυπόληπτα γλωσσικά ιδιώματα. Εδώ
είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η σημασιοδότηση της τρέλας ως νοητικής ασθένειας ήταν μια όψιμη
απόφαση του δυτικού Λόγου. Την κλασσική εποχή, το καθεστώς της τρέλας προσδιορίζεται και κωδικοποιείται υπό
την εποπτεία των ρυθμιστικών κανόνων που δεσπόζουν στην οικονομία των λόγων. Μέσα από την λειτουργία τους
η τρέλα πολιτογραφείται στο κατάστιχο των «γλωσσικών απαγορεύσεων», επισημαίνει ο Φουκώ: «ο κλασσικός
εγκλεισμός συμπεριλαμβάνει μαζί με την τρέλα, την ακολασία της σκέψης και της ομιλίας, την εμμονή της
ασέβειας ή στην ετεροδοξία, την βλαστήμια, την μαγγανεία, την αλχημεία – κοντολογίς όλα όσα χαρακτηρίζουν τον
απαγορευμένο και ομιλούμενο κόσμο της αλογίας. Η τρέλα είναι η αποκλεισμένη γλώσσα» 5. Η αναλυτική του
Φουκώ αποδεικνύει ότι η περίφημη μεταρρύθμιση του Πινέλ και η γένεση της ψυχιατρικής κομίζουν μια πιο βαριά
και καθοριστική ταφόπλακα πάνω στον λόγο του τρελού. Με την ψυχιατρική μετοίκηση της τρέλας στις
εγκεφαλικές αύλακες, διανοίγεται ένα αβυσσαλέο χάσμα ανάμεσα στην φιγούρα του δυτικού ανθρώπου και την
εμπειρία της τρέλας ως γλώσσας. Η ιατρικοποίηση του παραληρήματος, η κλινική εθελοτυφλία απέναντι στην
συμβολική του άρθρωση και τα εκφραστικά μοτίβα του, η κένωσή του από κρίσιμες σημασίες συγκλίνουσες στο
πάσχον υποκείμενο ολοκληρώνουν τον αποκλεισμό του ομιλούντος υποκειμένου από την «τρέλα του». Σ΄αυτό το
σημείο παρεμβαίνει «το συμβάν Φρόυντ» αποκαθιστώντας για την τρέλα το δικαίωμα στον λόγο και
ξαναϋφαίνοντας την σχέση της με την γλώσσα. Η αιχμή ωστόσο της φροϋδικής χειρονομίας δεν συνίσταται στην
αποκατάσταση των δικαιωμάτων του ομιλούντος υποκειμένου στο επίπεδο της τρέλας μέσα από την άρση των
«γλωσσικών απαγορεύσεων» που προσδιόριζαν το καθεστώς της κατά την κλασσική εποχή. Η τρέλα μετά τον
Φρόυντ, και χάρη σ’ αυτόν, «έπαψε να είναι γλωσσικό σφάλμα, προφερόμενη βλαστήμια, ή μη ανεκτή σημασία.
Απέκτησε τη μορφή μιας ομιλίας ενθυλακωμένης στον εαυτό της, λέγοντας κάτω από αυτό που διατυπώνει κάτι
άλλο του οποίου είναι ταυτόχρονα ο μόνος δυνατός κώδικας» 6. Από αυτή την άποψη «το συμβάν Φρόυντ»
εγκαινιάζει μια νέα περίοδο στις σχέσεις του δυτικού ανθρώπου με την τρέλα – μια σχέση ομότοπη με εκείνη που
συνάπτει η λογοτεχνία με την γλώσσα. Το έργο του Φρόυντ, λέει χαρακτηριστικά «μετατοπίζει την ευρωπαϊκή
εμπειρία της τρέλας σε μια επικίνδυνη, πάντα παραβατική περιοχή που είναι εκείνη των γλωσσικών ιδιωμάτων
που εμπλέκονται αυτοαναφορικά στην συγκρότησή τους, που διατυπώνουν μέσα σε διατυπώσεις τους τη γλώσσα
εντός της οποίας διατυπώνονται» 7. Συνάγεται από αυτή την λεπτά σμιλεμένη τοποθέτηση ότι η μη αναγώγιμη
πρωτοτυπία της φροϋδικής τομής δεν συνίσταται απλά και μόνο στην αποσύνδεση της τρέλας από τα κλασσικά
σχήματα που την ταύτιζαν με έναν αλλοτριωμένο λόγο, με φράσεις κενές νοήματος, με λόγια τελματωμένα στη
νοηματική ασυναρτησία, προκειμένου να επανασυνδεθεί με ένα άδηλο νόημα ικανό να αποκαταστήσει την
συνοχή του σημασιακού ιστού του παραληρήματος και να αποδώσει στις ερμητικές σημασίες που στοιχειώνουν
τον λόγο του τρελού την ερμηνευτική διαύγειά τους. Η επιτελεστική εμβέλεια της φροϋδικής τομής είναι
ασύγκριτα πιο ανατρεπτική και πρωτότυπη. Απελευθερώνοντας τον λόγο του τρελού από την ομηρία του στο κενό
του νοήματος και πολιτογραφώντας τον στην επικράτεια των αυτοθεσμιζόμενων γλωσσικών ιδιωμάτων, ο Φρόυντ
εισήγαγε την τρέλα σε ένα άλλο καθεστώς ορατότητα όπου εμφανίζεται «όχι ως η πανουργία μιας κρυμμένης
[3]
σημασίας, αλλά σαν ένα θαυμαστό απόθεμα νοήματος. Πρέπει ωστόσο να κατανοήσουμε με αρμόζοντα τρόπο την
λέξη «απόθεμα»: δεν πρόκειται για διαθέσιμη προμήθεια αλλά για ένα σχήμα που συγκρατεί και αναστέλλει το
νόημα, διαμορφώνει ένα κενό όπου δεν προτείνετε παρά η ανεκπλήρωτη ακόμη δυνατότητα έλευσης σ’ αυτό το
σημείο ενός νοήματος, ή ενός δευτέρου ή τρίτου νοήματος, κι αυτό εις άπειρον» 8. Γίνονται εδώ επιτέλους
αντιληπτές οι συντεταγμένες της φράσης του Φουκώ που προτάξαμε ως αινιγματικό οδοδείκτη. Η τρέλα
διαμορφώνει ένα χασματικό απόθεμα νοήματος, ένα καταγωγικό κενό αφιλόξενο σε διαδικασίες νοηματικής
πλήρωσης, που θέτει την χασματικότητά του στην υπηρεσία μιας αυτοθεσμιζόμενης παραβατικής γλώσσας που
ταυτόχρονα με τις φράσεις της, και χωρίς να παίρνει αποστάσεις από αυτές, διατυπώνει τους κανόνες
αναγνωσιμότητας τους και αποκρυπτογράφησης της «ενδοκειμενικής» σημασίας τους. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο
ο Φουκώ ανιχνεύει μια ανυποψίαστη αλληλεγγύη ανάμεσα στην σύγχρονη εμπειρία της τρέλας και το
μεταμαλλαρμεϊκό καθεστώς της λογοτεχνίας, επισφραγίζοντάς την με την διατύπωση της δομικής συνοχής της. Σ’
αυτή την χασματική τοπολογία του «αποθέματος» εντοπίζει την γλωσσική μήτρα του γενέθλιου σκιρτήματος της
σύγχρονης λογοτεχνίας, σημαδεμένης από την συνάντησή της με αυτό που ονομάζει «το ανεπεξέργαστο είναι» της
γλώσσας, αυτοτελώς υφιστάμενο, εντεύθεν της σημασίας, του υποκειμένου, της επικοινωνίας. Σ’ αυτό το χάσμα
όπου αίρεται η παρουσία του νοήματος και εξουδετερώνονται οι αξιώσεις του απέναντι στην γλώσσα
εγκαθίσταται, συγκατοικώντας με την συνθήκη της τρέλας, η σύγχρονη λογοτεχνία κυοφορώντας μέσα από την
άρνηση και την παραβατική υπονόμευση κάθε κατεστημένου κώδικα, κάθε αναγνωρίσιμης σημασίας, το δικό της
ιδίωμα. Η λογοτεχνία μετά το τέλος της κλασσικής εποχής ανασυντάχθηκε στον χώρο μιας σημαίνουσας
παραγωγικότητας όπου η νοηματοδότηση των φράσεων και η αναγνωσιμότητα των έργων εναποτίθεται σ’ ένα
ιδίωμα που η ίδια κωδικοποιεί τους κανόνες του και την φειδωλή ή λαβυρινθώδη συνδυαστική τους, διεκδικώντας
την υφολογική ιδιοπροσωπία της: « η λογοτεχνία (και αυτό με αφετηρία τον Μαλλαρμέ χωρίς αμφιβολία)
καθίσταται σιγά-σιγά με τη σειρά της ένα γλωσσικό ιδίωμα του οποίου ο εκφερόμενος λόγος διατυπώνει
παράλληλα και ισόχρονα με αυτό που λέει, την γλώσσα που την καθιστά αποκωδικοποιήσιμη ως εκφερόμενο
λόγο»9. Πριν τον Μαλλαρμέ η λογοτεχνική γραφή σμίλευε τις φράσεις της συμπράττοντας με μια δεδομένη
γλώσσα ενεργοποιώντας τους εδραιωμένους κώδικές της. «Στα τέλη του 19 ου αιώνα (την εποχή ανακάλυψης της
ψυχανάλυσης) η λογοτεχνία έγινε ένας εκφερόμενος λόγος που εγγράφει μέσα του την αρχή της
αποκωδικοποίησής του», αναγνωρίζοντας στον εαυτό της το δικαίωμα να υπονομεύει και να επαναπροσδιορίζει
κυριαρχικά τις σημαίνουσες συνθήκες και τις σημασίες της γλώσσας με την οποία συνέπραττε 10. Ό,τι ακριβώς
πραγματοποιούσε η τρέλα ανασυντάσσοντας την «εσωτερική εμπειρία» της για να χρησιμοποιήσω ένα όρο του
Μπατάιγ, μέσω μιας φερέοικης γλώσσας – μιας ανέστιας και παραβατικής γλώσσας που κουβαλά το καβούκι της.
Ο Φουκώ δεν ισχυρίζεται βεβαίως ότι όλη η λογοτεχνία μετά τον Μαλλαρμέ υπάγεται σ’ αυτήν την συνθήκη και ότι
επιστρατεύει την σημαίνουσα παραγωγικότητά της στην κατάφαση της ιδιωματικής ιθαγένειάς της.
Χαρτογραφώντας τις μετατοπίσεις που διαμόρφωσαν την νεοτερικότητα, αναδεικνύει την «αρχαιολογική»
συνθήκη που κατέστησε εφικτή την έλευση μιας άλλης λογοτεχνίας – ή απλά της Λογοτεχνίας.
Επιβάλλεται εδώ να διευκρινίσουμε την φουκαλδιανή σύλληψη της λογοτεχνίας αν μη τι άλλο, γιατί οι
θέσεις της δεν περιβάλλονται με το κέλυφος του αυτονόητου αλλά κυκλοφορούν στις αναλύσεις του με ασαφή
περιγράμματα, και δύσληπτους προσδιορισμούς. Ο Φουκώ επισημαίνει ένα προφανές παράδοξο που συναντάμε
στο κατώφλι της λογοτεχνίας: δεν υπάρχουν λέξεις κατηγοριοποιήσιμες ως λογοτεχνικές. Δεν υπάρχουν λέξεις που
να φέρουν πάνω στην γραμματολογική σύστασή τους σημάδια, εμβλήματα, εραλδικές ενδείξεις λογοτεχνικής
ετεροτοπίας. Τι αίρει λοιπόν την εγγενή κοινοτοπία των λέξεων που ρίχνονται πάνω στην λευκή σελίδα και τους
επιτρέπει να μετοικήσουν επιτοπίως στην ανοριοθέτηση τοπική της Λογοτεχνίας; Αν μου επιτραπεί να
[4]
παραφράσω ευγενείς μεταφορές, θα έλεγα ότι οι λέξεις είναι όπως οι χεγγελιανές αγελάδες μέσα στην μαύρη
νύχτα. Όλες περίπου ίδιες, βόσκουν αδιακρίτως, με ίσα δικαιώματα στον λακανικό τόπο του Άλλου! Ποια αλχημεία
τις μεταμορφώνει και τις εξευγενίζει με τίτλους λογοτεχνικής ευγένειας; Συναθροίζοντας αυτές τις απορίες,
οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η φουκαλδιανή φιγούρα της λογοτεχνίας στοιχειοθετείται, είναι όπως η
λακανική γυναίκα: δεν υπάρχει. Διόλου τυχαία ο Φουκώ της απονέμει στην λογοτεχνία έναν Μπαταϊγικό τίτλο
τιμής. Παρουσιάζει μια ελλειμματική συγκρότηση: η λογοτεχνία είναι θεμελιώδες και εγγενώς «μια παραβατική
γλώσσα». Θα συνάγουμε ότι δεν διαθέτει οντολογική πληρότητα, δεν διαθέτει ένα προσίδιο οντολογικό χώρο
αλλά επέρχεται ως συμβάν παράβασης εκεί όπου η γλώσσα αποσπάται από το παρελθόν της, διακόπτει το
συμβόλαιο με την σημασία, την παρουσία, με το υποκείμενο, το Βιβλίο του Θεού, την επανάληψή του μύθου και
υπερβαίνει αυτό που λέει. Εκεί όπου επιβάλλει στον εαυτό της μια απύθμενη σημασιακή πτύχωση από την οποία
δεν μπορεί να αναδυθεί κανένα κληρονομημένο σημαινόμενο κι έτσι βρίσκεται αντιμέτωπη με το ίδιο της το είναι
ως μοναδικό παρτενέρ.
Η πιο πρωτότυπη όψη της φουκαλδιανής γενεαλογίας της λογοτεχνίας, απόλυτα συνεκτική με την
αρχιτεκτονική της, με το εν -ελλείψει- είναι της αν μπορώ να πω, συμπυκνώνεται στην ρηξικέλευθη διαπίστωση
ότι η λογοτεχνία δεν υπάρχει κατά την κλασσική εποχή. Δεν υπάρχει απόλυτα, είναι απόλυτα ανύπαρκτη, με τους
πιο αυστηρούς όρους, και όχι με την σχετικότητα που δεν υπάρχει η λακανική γυναίκα. Η θέση αυτή εκπλήσσει και
καταγράφει στο παθητικό της την διάψευση που κομίζει η λογοτεχνία του 17 ου, 18ου και εν μέρει του 15ου αιώνα. Ο
Φουκώ αντιπαρέρχεται αυτή την εμπειρικά τεκμηριωμένη ένσταση αποσαφηνίζοντας με αποδεικτική ενάργεια ότι
την κλασσική εποχή δεν υπάρχει λογοτεχνία, υπάρχουν γλωσσικά έργα που μορφοποιούνταν στον χώρο της
ρητορικής. Εκ των υστέρων επανασημασιοδοτούνται ως λογοτεχνία. Κατά την πρωτογενή μορφοποίησή τους,
αυτά τα γλωσσικά έργα αποσκοπούσαν να πολιτογραφήσουν στο σύμπαν του λόγου αυτό που ο Φουκώ ονομάζει
«….. βουβή γλώσσα, εντεύθεν των γλωσσών, τον Λόγο του Θεού, την Αλήθεια, τους Αρχαίους ως πρότυπο, την
Βίβλο». Τουτέστιν μια γλώσσα που αποτελούσε το θεμέλιο κάθε εκκάλυψης. Η λογοτεχνία αναδύθηκε μέσα από τα
ερείπια της Ρητορικής εκκάλυψης αυτής της άφατης γλώσσας. Στη φουκαλδιανή αρχαιολογία, η λογοτεχνία με την
αυστηρή έννοια του όρου είναι λοιπόν ένα νεοσύστατο μόρφωμα που προϋποθέτει την διάρρηξη του κλασσικού
κόσμου της παράστασης όπου η αυτονομία της γλώσσας ήταν αδιανόητη. Πιο συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύει
στις Λέξεις και τα Πράγματα και ειδικότερα στο κεφάλαιο “L’ home et ses doubles”, κατά την κλασσική εποχή, η
γλώσσα ήταν ένα πειθήνιο εργαλείο ταξινόμησης και συντακτικής άρθρωσης των παραστάσεων (représentations ) .
Η λειτουργία της αναλωνόταν στην εργαλειακή διαμεσολάβηση της και η ύπαρξή της ήταν ενσωματωμένη στην
ρηματικότητα, στους διαφόρους λόγους (discours), στα σχήματα γνώσης και απεικόνισης του κόσμου. « Διαβήκαμε
οριστικά το κατώφλι που οδηγεί από τον κλασικισμό στην νεοτερικότητα όταν οι λέξεις έπαψαν να
αλληλοδιασταυρώνονται με τις παραστάσεις και να πλαισιώνουν αυθόρμητα τη γνώση των πραγμάτων» 11. Με την
κατάρρευση του παραστατικού παραδείγματος της κλασσικής γνώσης, η γλώσσα αυτονομήθηκε και
αποστασιοποιήθηκε από τις παραστάσεις και την γνωστική τους άρθρωση, βαίνοντας προς μια αυθύπαρκτη
υπόσταση, ταυτισμένη με το αινιγματικό είναι της, πέρα από την διαφάνεια της παράστασης. Την κλασσική εποχή,
υπό την αιγίδα της παράστασης, ένας ειδικός λόγος, η Γενική γραμματική( La grammaire générale), είχε ως
‘συμπαγές’ αντικείμενο της την γλώσσα. «Αποσπασμένη από την παράσταση, η γλώσσα δεν υφίσταται πλέον παρά
υπό καθεστώς διασποράς: για τους φιλόλογους οι λέξεις συνιστούν αντικείμενα συγκροτημένα και
αρχειοθετημένα από την ιστορία. Για όσους θέλουν να τυποποιήσου, η γλώσσα οφείλει να αποψιλωθεί από το
συγκεκριμένο περιεχόμενό τους... Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε τότε οι λέξεις γίνονται κείμενο προς
θραυσματοποίηση ώστε να δούμε να αναδύεται στο φως εκείνη η άλλη σημασία που κρύβουν. Τέλος συμβαίνει η
[5]
γλώσσα να ξεπροβάλλει για δικό της λογαριασμό μέσα στην πράξη της γραφής που δεν δηλώνει τίποτα πέραν του
εαυτού της»12. Με την κατάκτηση λοιπόν μιας αυθύπαρκτης ιδιαιτερότητας η γλώσσα αναδείχτηκε σε σκοτεινό
αντικείμενο του πόθου νέων συμβολικών πρακτικών. Αναμφίβολα των νεοσύστατων γνωστικών κλάδων που
υπαινίσσεται ο Φουκώ, αλλά κατά τρόπο ασύγκριτα πιο ριζικό της λογοτεχνίας, της γραφής, με ορόσημο το
Μαλλαρμέ. « Το εγχείρημα του Μαλλαρμέ, να περικλείσει κάθε δυνατό λόγο μέσα στα εύθραυστα τοιχώματα της
λέξης, μέσα σε αυτή τη λεπτή και υλική μαύρη γραμμή που αποθέτει πάνω στο χαρτί το μελάνι, απαντά κατά
βάθος στο ερώτημα που ο Νίτσε υπαγόρευε στη φιλοσοφία. Για τον Νίτσε το ζητούμενο δεν ήταν το καλό και το
κακό καθαυτά αλλά ποιος δήλωνε, ή μάλλον ποιος μιλούσε, όταν προκειμένου να δηλώσει τον εαυτό του, έλεγε
Αγαθός και Δείλος για να δηλώσει τους άλλους.[…] Σε αυτόν το νιτσεϊκό ερώτημα: «ποιος μιλά ;» ο Μαλλαρμέ
απαντά λέγοντας πως αυτό που μιλά μέσα στη μοναχικότητά του, μέσα στην εύθραυστη δόνησή του, μέσα στο
κενό του είναι η ίδια η λέξη- όχι το νόημα της λέξης αλλά το πρόσκαιρο και αινιγματικό είναι της» 13. Μέσα από
την λογοτεχνία, η γλώσσα εδώ και ένα αιώνα περίπου μιλά ευθέως για τον εαυτό της, μετουσιώνεται σε
λογοτεχνία που εκλαμβάνει και απολαμβάνει ως αντικείμενο το άφατο είναι της, αρνούμενη να παραχωρήσει την
φωνή της σε μια παρασκηνιακή υπερβατικότητα, σε ένα επήλυδα λόγο, σε μια ξένη πρόσκληση. Σ’ αυτή την
αυτοαναφορική πτύχωση της γλώσσας ως λογοτεχνίας, μέσα σε ένα χρόνο παράλληλο και αντιδιαστελλόμενο με
την ορθοπεδική ανασύνταξη της σε «σύστημα επικοινωνίας» με τον θετικιστικό μόχθο της γλωσσολογίας – και
σήμερα της νευρο-γλωσσολογίας (!) – κυοφορήθηκαν περιορισμένα μεν σε αριθμό έργα – Μαλλαρμέ, Τζόυς,
Χαίλντερλιν, Μπλανσό, Τσέλαν – τα οποία ωστόσο εμπέδωσαν μια άλλη γεωγραφία του σημαίνοντος και μια άλλη
τοπική του λόγου. Δεν αποτελούν την Λογοτεχνία, ούτε ελέω Θεού τις κορυφαίες στιγμές της Λογοτεχνίας – η
υποκειμενικότητα του «γούστου» διατηρεί ανέπαφα τα δικαιώματά της . Απλά, σ’ αυτό που ο Φουκώ ονομάζει
αλλού «ριζική εμπειρία της γλώσσας» στον εσωτερικό ορίζοντας αυτής της πτύχωσης, εμφιλοχωρούν και κυρίως
αναγεννώνται οι όροι με τους οποίους η γλώσσα, αναδιπλασιαζόμενη, συμβάλλεται ποιητικά με την εκ-
σωτερικότητά της: με τον εαυτό της ως ένα ενδόμυχο Εκτός.
Αυτό το λάξεμα της φιγούρας της λογοτεχνίας δεν αποσκοπεί να προλειάνει το έδαφος στην ακραία
υπόθεση σύμφωνα με την οποία η λογοτεχνία θα ήταν ένα από τα πρόσωπα του παραληρήματος και το
παραλήρημα μια μορφή λογοτεχνίας. Οι θέσεις που ξεδιπλώνει κεφαλαιοποιούν ένα εύρημα. Ανασκάπτοντας
ιδιοφυώς το αρχαιολογικό υπέδαφος της νεοτερικότητας, φέρνει στο φως την ομόρριζη καταγωγή της τρέλας και
της Λογοτεχνίας από μια γλώσσα χωρίς καταγωγική εστία, η οποία έχει εσωτερικεύσει και ενδοβάλλει τις απαρχές
της. Τρέλα και Λογοτεχνία συνανήκουν στην οικογένεια των αυτοθεσμιζόμενων γλωσσών οι οποίες απεργάζονται
με την παραβατική κυριαρχικότητά τους τους ιδιωματικούς κανόνες σημασιακής πλήρωσης των φράσεων και τους
νεοπαγείς κώδικες αναγνωστικής πρόσληψης. Απλοποιώντας στο έπακρο, θα λέγαμε ότι η τρέλα και η Λογοτεχνία
εσωτερικεύουν την γλώσσα τους. Ή παραλλάσσοντας την διατύπωση, ο χώρος της Λογοτεχνίας, όπως και ο χώρος
της τρέλας αποτελούν έναν ομότοπο χώρο αυτοθέσμισης της γλώσσας. Είναι σαφές ότι αυτός ο χώρος δεν μπορεί
παρά να συμπίπτει με εκείνο το εισαγωγικό «απόθεμα νοήματος» που διακρίνεται όχι για την περίσσεια του αλλά
για την κενότητά του. Εκεί, απαγκιστρωμένη από την παρακαταθήκη του νοήματος και την υποχρέωση της
εκφοράς του η γλώσσα αγκιστρώνεται στο είναι της και γίνεται εγγαστρίμυθος του εαυτού της, αν μπορώ να πω:
μιλά μέσα από τα σπλάχνα της, μέσα από το είναι της για τον ίδιο της τον εαυτό. Αλλά σ’ αυτό το σημείο μηδέν
που αναδιπλώνεται στο είναι της και «υπερτίθεται βουβά στον εαυτό της» δεν λέει ακόμη τίποτα: απουσία έργου,
absence d’ oeuvre. Και ταυτόχρονα εκεί διαγράφεται «η κενή μορφή απ’ όπου κατάγεται αυτό το έργο» 14. Ο τρελός
θα ήταν όμηρος αυτού του κενού, πράγμα που σημαίνει ότι ο Φουκώ συλλαμβάνει την τρέλα ως επωνυμία της
απουσίας έργου: «δίδυμη ασυμβατότητα του έργου και της τρέλας» 15, λέει με μια υπέροχη έκφραση. Σ’ αυτή τη
[6]
μήτρα απουσίας η αυτοθεσμιζόμενη γλώσσα της τρέλας δεν παύει να υπερτίθεται άγονα στον εαυτό της
κυοφορώντας την απουσία έργου. Η λογοτεχνία, αντίθετα, αποσπά από την αυτοθεσμιζόμενη γλώσσα της
λαξεμένα θραύσματα γραφής και περίτεχνες συνθέσεις που εγκαθιστούν την πληρότητα του έργου εκεί όπου το
κυοφορούσε η απουσία του. Ωστόσο, αυτή η δίδυμη ασυμβατότητα δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Στην ενδοχώρα
της απουσίας όπου η γλώσσα υπερτίθεται βουβά στον εαυτό της, η τρέλα και η Λογοτεχνία τυχαίνει να παίρνουν
από κοινού τον λόγο μέσα από το έργο ενός Αρτώ, ενός Ρεϋμόν Ρουσσέλ, ενός Τζόυς, μεταξύ άλλων,
διεμβολίζοντας την συνθήκη ασυμβατότητας. Προσφεύγοντας και πάλι στην έμμεση συνηγορία του Φρόυντ, ο
Φουκώ αποφαίνεται ότι «το είναι της λογοτεχνίας, όπως αυτό παράγεται από τον Μαλλαρμέ και μετά φθάνοντας
ως εμάς, καταλαμβάνει τον χώρο όπου μετά τον Φρόυντ συντελείται η εμπειρία της τρέλας» 16.
Ξανασυναντάμε εδώ τον Φρόυντ χωρίς τον οποίο η ιστορία της τρέλας και της Λογοτεχνίας θα είχε
παραμείνει ένα κλειστό βιβλίο για τον Φουκώ, η ένα άγραφο κεφάλαιο στο ανατρεπτικό έργο του. Ο Ντερριντά
μάλιστα υπερθεματίζει εγκαλώντας ευγενικά τον Φουκώ για ελλιπή αναγνώριση χρέους απέναντι στον Φρόυντ
αλλά και στον Λακάν, ζητώντας του «Να είμαστε δίκαιοι με τον Φρόυντ», με μια φράση δανεισμένη από την
Ιστορία της τρέλας που της προσδίδει καθεστώς τίτλου σ’ ένα κείμενο μεταθανάτιας επιτίμησης ορισμένων
σιωπών του Φουκώ. Ο Ντερριντά συνηγορεί με την γενική θέση ότι ο Φρόυντ «ξανανοίγει τον διάλογο με την
αλογία, αίρει την απαγόρευση που βάραινε πάνω στην γλώσσα, επιστρέφει σε μια εγγύτητα με την τρέλα» 17. Και
δεν διστάζει να συμπληρώσει ότι αυτή η εγγύτητα αφήνει να διαφανεί η φιγούρα «ενός τραγικού Φρόυντ που
αποδεικνύεται φιλόξενος στην τρέλα, ενός τραγικού Φρόυντ που αξίζει να φιλοξενηθεί στην μεγάλη οικογένεια
των ιδιοφυών τρελλών»18. Ενός Φρόυντ που ρίχνει μια γέφυρα με αυτό που ο Φουκώ αποκαλούσε «η τραγική
εμπειρία της τρέλας» μέσα στον διάλογο με τον εαυτό της και τον Άλλον, με τον εαυτό της ως Άλλο, στην υπηρεσία
της τραγικής αλήθειας του κόσμου, πριν τον «μεγάλο διαχωρισμό» που την συρρίκνωσε σε φιγούρα αλογίας
εξοστρακισμένη από τον Λόγο.
Ο Φουκώ δεν μνημονεύει τον Λακάν – Ο Ντερριντά του το προσάπτει – γράφει όμως την Ιστορία της
τρέλλας και ειδικότερα τους παράλληλους βίους της τρέλας και της λογοτεχνίας μέσα από την προοπτική που είχε
διανοίξει η λακανική Επιστροφή του Φρόυντ. Ο Φουκώ εντοπίζει την επιστροφή του Φρόυντ στην διαλογική
εγγύτητα με την τρέλα γιατί ακριβώς η λακανική επιστροφή στον Φρόυντ είχε επανεισάγει την γλώσσα ως
μαγνητικό βορρά της φροϋδικής πυξίδας: ρητορική του ασυνειδήτου που συνυφαίνει μεταφορά και μετωνυμία,
λογική που διέπει τους ψυχωτικούς σχηματισμούς. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Λακάν που είχε γαλουχηθεί με τις πιο
γόνιμες στιγμές της ξεχασμένης πια κλασσικής ψυχιατρικής ήταν σε θέση να αφουγκραστεί την μαρτυρία της
λογικής μέσα στην ακατάληπτη σύνθεση του παραληρήματος. Γνώριζε ότι κάθε μορφή τρέλας είναι σε τελική
ανάλυση «συλλογιστική τρέλα», folie raisonnante, σύμφωνα με την κλινική οριοθεσία που είχαν προτείνει οι
Serieux και Capgras, στην οποία ο Λακάν είχε επιφυλάξει μια κριτική πρόσληψη ήδη από τη Διατριβή του. Ο Λακάν
λοιπόν δεν εκώφευσε στις φωνές της τρέλας γιατί δεν εκώφευσε στη γλώσσα: επανεισήγατε μέσα στην τρέλα την
βαθμίδα του ομιλούντος υποκειμένου, υπό την παράδοξη μορφή του ομιλούμενου υποκειμένου. Του υποκειμένου
δηλαδή που αφήνει να μιλήσει μέσα του η γλώσσα, που γίνεται εγγαστρίμυθος της εσωτερικότητας της αντί να την
θέσει στην υπηρεσία ενός vouloir-dire, όπως θα έλεγε ο Ντερριντά, μιας εμπρόθετης εκφοράς σημασίας, ενός
«θέλω να πω». Εντόπισε το υποκείμενο εκεί όπου ο καθ’ υπόθεσιν δικός του λόγος συμπίπτει με το είναι της
γλώσσας – στο σημείο όπου η τρέλα συναντά τις προϋποθέσεις του έργου στην απουσία του. Θα έλεγα λοιπόν ότι
η μεταμαλλαρμεϊκή λογοτεχνία είναι ο μεταφραστής ενός ομιλούμενου υποκειμένου σε έργο. Η Λογοτεχνία είναι
ο χώρος όπου συντελείται αυτή η μετά-φραση. Κάτι που συνεπάγεται ότι η έκλειψη του υποκειμένου στην γραφή

[7]
του και η λογοτεχνία ως χώρος όπου ο συγγραφέας δεν παύει να συμ-φράζεται με τον θάνατό του, σύμφωνα με το
μπλανσωτικό μοτίβο, αποτελούν δευτερογενή επεισόδια.
Προεκτείνοντας το εγκώμιο του Φουκώ στις «τρελές» λογοτεχνικές χειρονομίες ενός Αρτώ ή ενός
Ρουσσέλ, θα πρόσθετα ότι ο χώρος της Λογοτεχνίας είναι ο χώρος άρσης της διάκρισης σε Λόγο και αλογία επειδή
σ’ αυτήν η αμφιχανής τοπική της γλώσσας αποδεικνύεται φιλόξενη τόσο στον Λόγο όσο και στον Άλλο του Λόγου
αδιακρίτως.
Ανοίγω εδώ, πριν πέσει η αυλαία, ένα τελευταίο ερώτημα: ποια είναι άραγε η καταγωγή του λογικού
μοτίβου των αυτοθεσμιζόμενων γλωσσών που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ιδιοφυούς φουκαλδιανής
κατασκευής; Να την υποθέσουμε αυτοφυή καθ’ ότι ιδιοφυής; Στον κλασσικό Λακάν, εκείνον της δεκαετίας του ’50,
συναντάμε περίοπτες πινελιές ενός στοχασμού πάνω στα παράδοξα που αναφύονται στην ανταγωνιστική
διαλεκτική των σχέσεων της γλώσσας και της ομιλίας. Αναφέρω ενδεικτικά την Εισήγηση της Ρώμης και την
αποκρυπτογράφηση των φράσεων του σρεμπερικού παραληρήματος. Αντί να εξοβελίζει το παραλήρημα στην
νύχτα της αλογίας, δείχνει σε τι βαθμό οι ερμητικές σημασίες που ενδημούν στον λόγο του ψυχωτικού, αποκτούν
νοηματική διαύγεια αν υπαχθούν όχι στην διακίνηση ενός άδηλου νοήματος αλλά στον ιδιωματικό κώδικα που
συνθέτει η γλώσσα του ψυχωτικού παράλληλα με την παραγωγή των εκφερόμενων διατυπώσεων. Αυτό είναι
λοιπόν το μυστικό που στοιχειώνει τα θεμέλια του εμπνευσμένου κειμένου του Φουκώ.
Παραλλάσσοντας τον τίτλο του ντερριναϊκού κειμένου, που είναι μια φράση του Φουκώ, θα κλείσω
λέγοντας «ας είμαστε δίκαιοι με τον Λακάν».
Δημήτρις Βεργέτης

[8]
1
M. Foucault, Histoire de la folie, Paris, Plon, 1971, σ. 580
2
M. Foucault, La grande étrangère, à propos de la littérature, EHESS, 2013, σ. 112
3
M. Foucault, Histoire de la folie, Paris, Gallimard, 1972, σ. 360
4
Ο Φουκώ χαρακτηρίζει την εμπειρία της τρέλας τον 15 ο αιώνα ως τραγική σε αντιδιαστολή με την «κριτική και ηθική»
ανασημασιοδότησή της που καθιερώνει ο μεγάλος διαχωρισμός. (βλ. σχετικά το πρώτο κεφάλαιο της Ιστορίας της τρέλας,
«Stultifera navis»
5
M. Foucault, Histoire de la folie, ό.π., σ. 579
6
Αυτόθι, σ. 579
7
Αυτόθι, σ. 579. Αναφανδόν εγκωμιαστική, η θέση του Φουκώ για την συμβολή του Φρόυντ περιέχει και σημεία κριτικής
διαφοροποίησης, με εστιακή ένσταση την επιλήψιμη συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του γιατρού και την εδραίωση
της ιατρικής αυθεντίας.
8
Αυτόθι, σ. 580
9
Αυτόθι, σ. 580
10
Συχνά ο Φουκώ εντοπίζει στον Σαντ την παραβατική επώαση της λογοτεχνίας, θέμα που είναι αδύνατο να
πραγματευτούμε εδώ..
11
M. Foucault, Les mots et les choses, Paris, nrf Gallimard, σ.315
12
Αυτόθι, σ.315
13
Αυτόθι, σ.316-317
14
M. Foucault, Histoire de la folie, ό.π., σ. 581
15
Αυτόθι, σ. 581
16
Αυτόθι , σ.581
17
J. Derrida, Être juste avec Freud, in Penser la folie, Paris, Galilée, σ. 172
18
Αυτόθι, σ. 179

You might also like