Professional Documents
Culture Documents
Οδυσσέας Γκιλής. Mykhnai. Αποσπάσματα Απο Αρχαία Κείμενα. Θεσσαλονίκη 2019
Οδυσσέας Γκιλής. Mykhnai. Αποσπάσματα Απο Αρχαία Κείμενα. Θεσσαλονίκη 2019
Οδυσσέας Γκιλής. Mykhnai. Αποσπάσματα Απο Αρχαία Κείμενα. Θεσσαλονίκη 2019
Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια
MYKHNAI
Θεσσαλονίκη 2019
2
3
Περιεχόμενα
Ονομασία
Ιστορία
Νεολιθική και μέση εποχή χαλκού
Τα Κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών
Δωρική Κάθοδος
Απ' τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισε η παρακμή των Μυκηνών. Η καταστροφή
του κράτους των Χετταίων που ήταν και οι μοναδικοί φορείς ήδη από τον
17ο αιώνα της τεχνικής επεξεργασίας του σιδήρου, η απώλεια των
αιγυπτιακών αγορών άρχισαν να κλονίζουν τις Μυκήνες. Η καταστροφή
αυτή συμπληρώθηκε απ' τους Ηρακλειδείς. Μετά το φόνο του
Αγαμέμνονα απ' τον Αίγισθο, το κράτος των Ατρειδών έπαψε να υπάρχει
και οι νέοι κατακτητές της Πελοποννήσου, οι Δωριείς, δε δυσκολεύτηκαν
καθόλου να πατήσουν το 1100 π.Χ. τη χώρα, που έφτασε σε μεγάλο βαθμό
πολιτισμού.
Από τότε έπεσαν σε αφάνεια μέχρι τους περσικούς πολέμους. Λίγοι μόνο
πολεμιστές της πήραν μέρος στις μάχες Θερμοπυλών και Πλαταιών.
Καταστράφηκαν ξανά το 468 π.Χ. από τους Αργείους που έγιναν κύριοι
της περιοχής και τη μοίρασαν στους φτωχούς πολίτες του Άργους.
Βέβαια υπήρχαν ακόμα στην παλιά πόλη μερικοί κάτοικοι μέχρι το 150
μ.Χ., οπότε πιθανώς ερημώθηκε τελείως.
να θέλει, τον παππού του και έδωσε στο Μεγαπένθη το βασίλειό του, το
Άργος, ενώ πήρε από εκείνον το βασίλειο της Τίρυνθας.
Άλλοι λένε ότι η κόρη ή η γυναίκα του Ινάχου είχε το όνομα Μυκήνη.
Από τον Περσέα ιδρύθηκε η δυναστεία των Περσειδών, στην οποία
ανήκουν μικροί τετράγωνοι τάφοι. Απόγονοι αυτού ήταν ο Ηλεκτρύονας,
ο Σθένελος και ο Ευρυσθέας, ο τελευταίος γόνος της δυναστείας, που
φονεύθηκε από τους Hρακλείδες.
Ατρείδες
Σημερινή κατάσταση
Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει το μικρό χωριό Μυκήνες (Χαρβάτι επί
τουρκοκρατίας) και τα ερείπια της Ακρόπολης, που θυμίζουν πάντα τις
μακρινές και ένδοξες εποχές. Από τα σωζόμενα σήμερα ερείπια
σπουδαιότερα είναι οι δυο ταφικοί βασιλικοί περίβολοι Α και Β που
αποτελούσαν τμήμα του εκτεταμένου προιστορικού νεκροταφείου στα
δυτικά του λόφου του ανακτόρου, από των οποίων την ανασκαφή
(λακκοειδείς τάφοι) προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εκπληκτικών
ευρημάτων (τα περισσότερα είναι χρυσά και χαρακτηρίζονται για τη
θαυμάσια τέχνη τους), ο θησαυρός του Ατρέα (θολωτός τάφος), ο θολωτός
τάφος της Κλυταιμνήστρας, η Πύλη των Λεόντων, το Βασιλικό
ανάκτορο, ο ναός, η Βόρεια Πύλη καθώς και η Υπόγεια δεξαμενή κ.ά.
Πάρα πολλά από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική
σκαπάνη στις Μυκήνες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της
Αθήνας καθώς και στο νέο, σύγχρονο, Μουσείο Μυκηνών στη βόρεια
κλιτύ της ακρόπολης, προκαλώντας το θαυμασμό σε εκατομμύρια
επισκέπτες από όλες τις γωνιές της γης.
Παραπομπές
Chew 2000, p. 220; Chapman 2005, p. 94: "...Thebes at 50 hectares,
Mycenae at 32 hectares..."
Beekes 2009, p. 29 (s.v. "Ἀθήνη").
Chadwick 1976, p. 1. Although Chadwick states that the name "Mycenae"
is derived from a previously unknown language(s) spoken in Greece, he
admits that his supposition of a Greek language outside of Greece is "a
hypothesis for which there is no evidence."
Παυσανίας, Βιβλίο 2, Paus. 2.16.3
Πλήθος αρχαίων σε όλη τη χώρα, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 149,
Καθημερινή (1997)
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
10
Ερίκος Σλήμαν
Άρχισε την ανασκαφή της Τροίας, την πιο διάσημη της ζωής του, το
1870, μετά τις ανασκαφές του στην Ιθάκη, όπου αναζητούσε το παλάτι
του Οδυσσέα. Στην Ιθάκη έφερε στην επιφάνεια αρκετές (20)
τεφροδόχους, ένα θυσιαστικό εγχειρίδιο, ένα πήλινο ειδώλιο αρχαίας
θεάς και άλλα μικρότερης σημασίας ευρήματα, αλλά όχι το ανάκτορο του
Οδυσσέα. Έτσι, στράφηκε προς την αναζήτηση της Τροίας και έφυγε για
την Τουρκία. Παρ' όλες τις ενδείξεις αρχαιολογικών ευρημάτων στο
Μπουρνάμπασι, που θεωρείτο εκείνη την εποχή πιθανώς τόπος της
Τροίας, εκείνος καθοδηγούμενος από τις ομηρικές αναφορές και το
ένστικτό του στράφηκε στον λόφο του Χισαρλίκ.
αγγείο, ένα χρυσό, δύο χρυσά κύπελλα, ένα μικρό κύπελλο από ήλεκτρο,
δύο χρυσά διαδήματα, 56 χρυσά σκουλαρίκια και 8.750 χρυσά
δαχτυλίδια και κουμπιά. Ο θησαυρός απεκρύβη και διασκορπίστηκε σε
φίλους σε όλη την Ελλάδα, για να μην μπορεί να τον διεκδικήσει η
τουρκική ή η ελληνική κυβέρνηση.
Τον Αύγουστο του 1876 ξεκίνησε την ανασκαφή του κοντά στην Πύλη
των Λεόντων και σύντομα έφθασε στα ταφικά συμπλέγματα και την
ανασκαφή του Ταφικού Περιβόλου Α΄. Εξαιτίας της αφθονίας των
χρυσών τέχνεργων που ανακάλυψε, θεώρησε πως είχε βρει τα σώματα
του Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας, της Κλυταιμνήστρας και του
Αίγισθου.
Η κριτική
Tο γραφείο του Ερρίκου Σλήμαν στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισσας
Σημειώσεις
Παραπομπές
Alfred Brueckner: «Schliemann, Heinrich» 1910. σελ. 171–184.
13
Βιβλιογραφία
Χρονολογικά
Πα. — ἄπαις,
ἄπαις· [ἀντ. (1131)
ἐγὼ δ’ ἔρημος ἀθλίου πατρὸς τάλας (1132)
ἔρημον οἶκον ὀρφανεύσομαι λαβών,
— Μυκήνας δὲ τᾶς
Κυκλωπίας [ἀντ. (264)
παῖς Ἀτρέως ἔπεμπε ναυβάτας (265)
ναῶν ἑκατὸν ἠθροϊσμένους·
σὺν δ’ Ἄδραστος ἦν
εἶτα Βαντουράροι,
καὶ ὑπὸ τὰ Γάραφα ὄρη Ἀκουήνσιοι (ἢ Νακου-
ήνσιοι),
καὶ Μυκῆνοι (ἢ Μυκίνοι),
καὶ Μακ(κ)οῦραι (ἢ Μακκούρωνες).
(20) καὶ ὑπὲρ μὲν τὸ Κιννάβα ὄρος Ἐνάβασοι
(ἢ Νάβασοι),
Κατά συγγραφέα
Θουκυδίδης ιστορίαι.
Book 1, chapter 9, section 2, l. 14
Θουκυδίδης ιστορίαι.
Book 1, chapter 10, section 1, l. 1
νων παραλαβὼν καὶ ναυτικῷ [τε] ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων
ἰσχύσας, τὴν στρατείαν οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ ξυν-
αγαγὼν ποιήσασθαι. φαίνεται γὰρ ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς
ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχών, ὡς Ὅμηρος τοῦτο
δεδήλωκεν, εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι. καὶ ἐν τοῦ σκήπτρου
ἅμα τῇ παραδόσει εἴρηκεν αὐτὸν πολλῇσι νήσοισι καὶ Ἄργεϊ
παντὶ ἀνάσσειν· οὐκ ἂν οὖν νήσων ἔξω τῶν περιοικίδων
(αὗται δὲ οὐκ ἂν πολλαὶ εἶεν) ἠπειρώτης ὢν ἐκράτει, εἰ μή τι
καὶ ναυτικὸν εἶχεν. εἰκάζειν δὲ χρὴ καὶ ταύτῃ τῇ στρατείᾳ
οἷα ἦν τὰ πρὸ αὐτῆς.
Καὶ ὅτι μὲν Μυκῆναι μικρὸν ἦν, ἢ εἴ τι τῶν τότε πόλισμα
νῦν μὴ ἀξιόχρεων δοκεῖ εἶναι, οὐκ ἀκριβεῖ ἄν τις σημείῳ
χρώμενος ἀπιστοίη μὴ γενέσθαι τὸν στόλον τοσοῦτον ὅσον
οἵ τε ποιηταὶ εἰρήκασι καὶ ὁ λόγος κατέχει. Λακεδαιμονίων
γὰρ εἰ ἡ πόλις ἐρημωθείη, λειφθείη δὲ τά τε ἱερὰ καὶ τῆς
κατασκευῆς τὰ ἐδάφη, πολλὴν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνά-
μεως προελθόντος πολλοῦ χρόνου τοῖς ἔπειτα πρὸς τὸ κλέος
αὐτῶν εἶναι (καίτοι Πελοποννήσου τῶν πέντε τὰς δύο μοίρας
νέμονται, τῆς τε ξυμπάσης ἡγοῦνται καὶ τῶν ἔξω ξυμμάχων
πολλῶν· ὅμως δὲ οὔτε ξυνοικισθείσης πόλεως οὔτε ἱεροῖς
καὶ κατασκευαῖς πολυτελέσι χρησαμένης, κατὰ κώμας δὲ τῷ
ΤΗΜΕΝΙΔΑΙ
λοχαῖον σῖτον
ψυκτήρ
Ευρυπίδης. , Fragmenta
Fragment 15b, l. 27
χύμενον· ὦ τάλας
Ευρυπίδης. , Heraclidae
56
L. post 86
Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 136
Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 290
Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. post 336
Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 760
φαεσιμβρότου αὐγαί,
ἀγγελίαν μοι ἐνέγκαι,
ἰαχήσατε δ' οὐρανῶι
καὶ παρὰ θρόνον ἀρχέταν
γλαυκᾶς τ' ἐν Ἀθάνας·
μέλλω τᾶς πατριώτιδος
γᾶς, μέλλω καὶ ὑπὲρ δόμων
ἱκέτας ὑποδεχθεὶς
κίνδυνον πολιῶι τεμεῖν σιδάρωι.
δεινὸν μὲν πόλιν ὡς Μυκήνας εὐδαίμονα καὶ δορὸς
πολυαίνετον ἀλκᾶι
μῆνιν ἐμᾶι χθονὶ κεύθειν·
κακὸν δ', ὦ πόλις, εἰ ξένους
ἱκτῆρας παραδώσομεν
κελεύσμασιν Ἄργους.
61
Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 806
Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 829
62
Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 932
Ευρυπίδης. , Electra
L. 248
Ευρυπίδης. , Electra
L. post 674
Ευρυπίδης. , Electra
L. 709
Ευρυπίδης. , Electra
L. 761
Ευρυπίδης. , Electra
L. 776
Ευρυπίδης. , Electra
L. 963
Οἰνωᾶτιν ἀγάλλει.
τεθρίππων τ' ἐπέβα
καὶ ψαλίοις ἐδάμασσε πώ-
λους Διομήδεος, αἳ φονίαισι φάτ-
ναις ἀχάλιν' ἐθόαζον
κάθαιμα γένυσι σῖτα,
χαρμοναῖσιν ἀνδροβρῶσι
δυστράπεζοι· πέραν
δ' ἀργυρορρύτων Ἕβρου
διεπέρασεν ὄχθων,
Μυκηναίωι πονῶν τυράννωι.
ἄν τε Μηλιάδ' ἀκτὰν
Ἀναύρου παρὰ παγὰς
Κύκνον ξεινοδαΐκταν
τόξοις ὤλεσεν, Ἀμφαναί-
ας οἰκήτορ' ἄμεικτον.
ὑμνωιδούς τε κόρας
ἤλυθεν ἑσπέριόν τ' ἐς αὐ-
λὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφό-
ρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων,
δράκοντα πυρσόνωτον,
71
Ευρυπίδης. , Hercules
L. 418
Ευρυπίδης. , Hercules
L. 943
Ευρυπίδης. , Hercules
L. 963
Ευρυπίδης. , Phoenisae
L. 186
προσηγάγετο, καὶ τὴν Τίγγιν, εἰς ἣν ὁ Ἄσκαλις συνέφυγε μετὰ τῶν ἀδελ-
φῶν, ἐξεπολιόρκησεν. ἐνταῦθα τὸν Ἀνταῖον οἱ Λίβυες ἱστοροῦσι κεῖσθαι,
καὶ τὸν τάφον αὐτοῦ Σερτώριος διέσκαψε, τοῖς βαρβάροις ἀπιστῶν διὰ
μέγεθος. ἐντυχὼν δὲ τῷ σώματι, πηχῶν ἑξήκοντα μῆκος ὥς φασι, κατ-
επλάγη, καὶ σφάγιον ἐντεμὼν συνέχωσε τὸ μνῆμα καὶ τὴν περὶ αὐτοῦ
τιμήν
τε καὶ φήμην συνηύξησε. Τιγγῖται δὲ μυθολογοῦσιν Ἀνταίου τελευτήσαν-
τος τὴν γυναῖκα Τίγγην Ἡρακλεῖ συνελθεῖν, Σόφακα δ' ἐξ αὐτῶν γενό-
μενον βασιλεῦσαι τῆς χώρας καὶ πόλιν ἐπώνυμον τῆς μητρὸς ἀποδεῖξαι·
Σόφακος δὲ παῖδα γενέσθαι Διόδωρον, ᾧ πολλὰ τῶν Λιβυκῶν ἐθνῶν ὑπ-
ήκουσεν, Ἑλληνικὸν ἔχοντι στράτευμα τῶν αὐτόθι κατῳκισμένων ὑφ'
Ἡρακλέους Ὀλβιανῶν καὶ Μυκηναίων. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀνακείσθω τῇ
84
ΗΛΕΚΤΡΑ
{ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ}
Ὦ τοῦ στρατηγήσαντος ἐν Τροίᾳ ποτὲ
Ἀγαμέμνονος παῖ, νῦν ἐκεῖν' ἔξεστί σοι
παρόντι λεύσσειν ὧν πρόθυμος ἦσθ' ἀεί.
Τὸ γὰρ παλαιὸν Ἄργος οὑπόθεις τόδε,
τῆς οἰστροπλῆγος ἄλσος Ἰνάχου κόρης·
αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ
ἀγορὰ Λύκειος· οὑξ ἀριστερᾶς δ' ὅδε
Ἥρας ὁ κλεινὸς ναός· οἷ δ' ἱκάνομεν,
φάσκειν Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾶν,
πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν τόδε,
ὅθεν σε πατρὸς ἐκ φόνων ἐγώ ποτε
πρὸς σῆς ὁμαίμου καὶ κασιγνήτης λαβὼν
ἤνεγκα κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην
τοσόνδ' ἐς ἥβης πατρὶ τιμωρὸν φόνου.
Νῦν οὖν, Ὀρέστα καὶ σύ, φίλτατε ξένων
Πυλάδη, τί χρὴ δρᾶν ἐν τάχει βουλευτέον,
ὡς ἡμὶν ἤδη λαμπρὸν ἡλίου σέλας
ἑῷα κινεῖ φθέγματ' ὀρνίθων σαφῆ,
μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη.
ΑΤΡΕΥΣ Η ΜΥΚΗΝΑΙΑΙ
Όμηρος Οδύσσεια. Ed. von der Mühll, P.Basel: Helbing & Lichtenhahn,
1962.Book 2, l. 120
{ΛΥΚΙΔΑΣ}
99
{ΕΡΜΗΣ}
Ἡράκλεις, ὡς πολὺν τὸν Ὅμηρον ἐπαντλεῖς.
ἀλλ' ἐπείπερ ἀνέμνησας, ἐθέλω σοι δεῖξαι τὸν
τοῦ Ἀχιλλέως τάφον. ὁρᾷς τὸν ἐπὶ τῇ θαλάττῃ;
Σίγειον μὲν ἐκεῖθέν ἐστι τὸ Τρωϊκόν· ἀντικρὺ
δὲ ὁ Αἴας τέθαπται ἐν τῷ Ῥοιτείῳ.
{ΧΑΡΩΝ}
Οὐ μεγάλοι, ὦ Ἑρμῆ, οἱ τάφοι. τὰς πόλεις δὲ
τὰς ἐπισήμους δεῖξόν μοι ἤδη, ἃς κάτω ἀκούομεν,
τὴν Νίνον τὴν Σαρδαναπάλλου καὶ Βαβυλῶνα
καὶ Μυκήνας καὶ Κλεωνὰς καὶ τὴν Ἴλιον αὐτήν·
πολλοὺς γοῦν μέμνημαι διαπορθμεύσας ἐκεῖθεν,
ὡς δέκα ὅλων ἐτῶν μὴ νεωλκῆσαι μηδὲ διαψῦξαι
108
τὸ σκαφίδιον.
{ΕΡΜΗΣ}
Ἡ Νίνος μέν, ὦ πορθμεῦ, ἀπόλωλεν ἤδη καὶ
οὐδὲ ἴχνος ἔτι λοιπὸν αὐτῆς, οὐδ' ἂν εἴποις ὅπου
ποτὲ ἦν· ἡ Βαβυλὼν δέ σοι ἐκείνη ἐστὶν ἡ
εὔπυργος, ἡ τὸν μέγαν περίβολον, οὐ μετὰ πολὺ
καὶ αὐτὴ ζητηθησομένη ὥσπερ ἡ Νίνος· Μυκήνας
δὲ καὶ Κλεωνὰς αἰσχύνομαι δεῖξαί σοι,
vgl. Sophokles, Ἡρακλεΐσκ. F 229 Pears. ‘τὸν δρῶντα γάρ (πού) τι 8καὶ
παθεῖν ὀφείλεται’.
Τὰ εἰς ενις καὶ ονις ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ὀξύνεται, εὐμενίς, εὐ-
γενίς, Λυκαονίς, Ἀμαζονίς, Ἁθμονίς, Αὐσονίς ἡ ὕστερον Ἰτα-
λία, Ἀντιγονίς φυλὴ τῆς Ἀττικῆς ἀπ' Ἀντιγόνου, Ἰαονίς, Βιστο-
νίς, ἐκτέταται δὲ καὶ λέγεται Βιστωνίς διὰ τοῦ ω ποιητικῶς. Ἑρμιο-
νίς, Λαιστρυγονίς, Μακεδονίς, Στρυμονίς, Φαρκηδονίς, Χαλ-
κηδονίς. Στράβων δωδεκάτῃ (p. 541) «καλεῖται δὲ τὰ ἀριστερὰ τοῦ
Πόντου Θρᾳκικά, τὰ δ' ἐν δεξιᾷ Χαλκηδονίς». Μῃονίς· οὕτως ἐκα-
λεῖτο ἡ Κύπρος. Χαονίς.
Τὰ εἰς ηνις καὶ ωνις ὑπὲρ δύο συλλαβὰς παρώνυμα ὀξύνεται,
Ἀραφηνίς, Ἑλληνίς, Παλληνίς, Γερηνίς, Κυζικηνίς, Μες-
σηνίς, Μυκηνίς, Οἰζηνίς· οὕτως ἐκαλεῖτο Τραπεζοῦς πόλις πρὸς
τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ, Προσεληνίς, Πυληνίς, Τιβαρηνίς, Τροιζη-
νίς. Αὐξωνίς, Ἀσκαλωνίς, Αὐσωνίς, Λευκωνίς. οὕτως ἐλέγετο
ἡ λίμνη Κωπαΐς. Βαβυλωνίς, Ἁλωνίς νῆσος καὶ πόλις Μασσαλίας
ὡς Ἀρτεμίδωρος. Γιγωνίς. οὕτως Ἀρτεμίδωρος ὁ Ἐφέσιος Γιγωνίαν
119
καὶ ὅτι οὐ τὸ μέτρον αἴτιόν ἐστι, δῆλός ἐστιν Ἑκαταῖος οὕτως κλίνας·
φησὶ γὰρ «καὶ ἐπαφήσας τὸν κολεὸν τοῦ ξίφεος, τὸν μύκην εὗρεν
ἀποπεπτωκότα». ὁ δὲ Ἄρατος (Dios. 244) περιττοσυλλάβως ἔκλινεν
»ἢ λύχνοιο μύκητες ἀγείρονται περὶ μύξαν» πάλιν Σάπης Σάπου, καὶ
Χάρης Χάρου καὶ Χάρητος, Πύλης Πύλου καὶ Πύλητος, Μύνης Μύνου
καὶ Μύνητος (ὁ μὲν γὰρ Σοφοκλῆς Μύνου ἔκλινεν, Αἰχμαλωτίσιν εἰπὼν
Μύνου τ' Ἐπιστρόφου τε,
Πίνδον, διὰ τὸ ἐπάρξαι τῶν τόπων τούτων τοὺς Πελασγούς· τόν τε Δία
τὸν Δωδωναῖον (F 142) αὐτὸς ὁ ποιητὴς ὀνομάζει Πελασγικόν (Il. Π
233)·
’Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικέ.’ πολλοὶ δὲ καὶ τὰ Ἠπειρωτικὰ ἔθνη
Πελασγικὰ
εἰρήκασιν, ὡς καὶ μέχρι δεῦρο ἐπαρξάντων· Πελασγούς τε πολλοὺς καὶ
τῶν ἡρώων
ὄνομα καλέσαντες οἱ ὕστερον ἀπ' ἐκείνων πολλὰ τῶν ἐθνῶν ἐπώνυμα
πεποιήκασι.
καὶ γὰρ τὴν Λέσβον Πελασγίαν εἰρήκασι, καὶ τοῖς ἐν τῆι Τρωάδι Κίλιξιν
Ὅμηρος
εἴρηκε τοὺς ὁμόρους Πελασγούς (Il. Β 840)· ‘Ἱππόθοος δ' ἄγε φῦλα
Πελασγῶν
148
λέως τῆς Ἠπείρου τὸ ὄνομα τὸν Γηρυόνην οὐκ ἔξω τοῦ εἰκότος τίθεμαι·
τῶν δὲ
ἐσχάτων τῆς Εὐρώπης Ἰβήρων οὔτ' ἂν τοῦ βασιλέως τὸ ὄνομα
γιγνώσκειν Εὐρυσθέα,
καὶ τρίτον ἐπὶ τούτοις Ἔρεβος ὁμιχλῶδες ... ἀλλὰ μὴν ἐν τούτοις ὁ
Χρόνος ὠιὸν
ἐγέννησεν ... καὶ τρίτον ἐπὶ τούτοις θεὸν ἀσώματον πτέρυγας ἐπὶ τῶν
ὤμων ἔχοντα
χρυσᾶς, ὃς ἐν μὲν ταῖς λαγόσι προσπεφυκυίας εἶχε ταύρων κεφαλάς, ἐπὶ
δὲ τῆς κεφαλῆς
δράκοντα πελώριον παντοδαπαῖς μορφαῖς θηρίων ἰνδαλλόμενον’. τοῦτον
μὲν οὖν ὡς
νοῦν τῆς τριάδος ὑποληπτέον ... καὶ ἥδ' ἡ Θεολογία Πρωτόγονον ἀνυμνεῖ
καὶ Δία
καλεῖ πάντων διατάκτορα καὶ ὅλου τοῦ κόσμου· διὸ καὶ Πᾶνα καλεῖσθαι.
τοσαῦτα καὶ
αὕτη περὶ τῶν νοητῶν ἀρχῶν ἡ γενεαλογία παρίστησιν.
SCHOL. HESIOD. Theog. 139: γείνατο δ' αὖ Κύκλωπας ...
Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον] τὰς ἐγκυκλίους
δυνάμεις.
Ἑλλάνικος δὲ τοὺς Κύκλωπάς φησιν ὀνομάζεσθαι ἀπὸ Κύκλωπος, υἱοῦ
τοῦ Οὐρανοῦ ... Κυκλώπων γὰρ γένη τρία· Κύκλωπες οἱ τὴν Μυκήνην
τειχίσαντες· καὶ οἱ περὶ τὸν Πολύφημον· καὶ αὐτοὶ οἱ θεοί.
SCHOL. APOLL. RHOD. I 1129: Δάκτυλοι Ἰδαῖοι] ἓξ καὶ πέντε
φασὶ τούτους εἶναι, δεξιοὺς μὲν τοὺς ἄρσενας, ἀριστεροὺς δὲ τὰς
θηλείας.
Φερεκύδης (3 F 47) δὲ τοὺς μὲν δεξιοὺς εἴκοσι λέγει, τοὺς δὲ εὐωνύμους
τριάκοντα δύο. γόητες δὲ ἦσαν καὶ φαρμακεῖς· καὶ δημιουργοὶ σιδήρου
λέγονται εἶναι πρῶτοι καὶ μεταλλεῖς γενέσθαι. ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ
τῆς μητρὸς Ἴδης, ἀριστεροὶ μὲν αὐτῶν, ὥς φησι Φερεκύδης, οἱ γόητες, οἱ
δὲ ἀναλύοντες δεξιοί. ὡς Ἑλλάνικός φησι, Ἰδαῖοι Δάκτυλοι ἐκλήθησαν,
ὅτι ἐντὸς Ἴδης συντυχόντες τῆι Ῥέαι ἐδεξιώσαντο τὴν θεὸν καὶ τῶν
δακτύλων αὐτῆς ἥψαντο. ὡς δὲ Μνασέας ἐν πρώτωι Περὶ Ἀσίας (V),
150
ἐπὶ ἡμέρᾳ νύξ, καὶ ἐπὶ νεότητι γῆρας, καὶ ἐπὶ χειμῶνι
ἔαρ· ἢ κατὰ πάθος, ὡς κάλλει ἔρως ἐπιγίνεται, καὶ
προπηλακισμῷ ὀργή, καὶ ἡδονὴ εὐτυχίαις, καὶ λύπη
συμφοραῖς· ἢ κατὰ τόπον,
Φᾶρίν τε, Σπάρτην τέ, πολυτρήρωνά τε Θίσβην·
ἢ κατὰ νόμον,
Βοιωτῶν μὲν Πηνέλεως καὶ Λήϊτος ἦρχον,
Ἀρκεσίλαός τε, Προθοήνωρ τέ, Κλόνιός τε·
ἢ κατὰ δύναμιν,
Ζεῦ πάτερ, ἢ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν,
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
Ἅτε οὖν ἐν προθύροις τῆς ψυχῆς αἱ αἰσθήσεις
ἱδρυμέναι, ἐπειδάν τινος ἐφάψωνται ἀρχῆς, καὶ παρα-
δῶσιν τῷ νῷ, ἐπιλαβόμενος ταύτης, διορᾷ τὰ λοιπά,
καὶ διεξέρχεται ἐπὶ τὰ ἀκόλουθα, ἢ χρόνῳ, ἢ φύσει,
ἢ νόμῳ, ἢ τόπῳ, ἢ τιμῇ, ἢ δυνάμει. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ
τῶν μακρῶν καὶ λεπτῶν δοράτων, ὁ τὸν στύρακα κλο-
νήσας, παρέπεμψε τὴν κίνησιν διὰ παντὸς τοῦ δόρατος
μέχρι τῆς αἰχμῆς· καὶ ὥσπερ τῶν μακρῶν καὶ διατε-
ταμένων κάλων ὁ διασείσας τὴν ἀρχήν, παραδίδωσιν
τὴν κίνησιν τῷ ὅλῳ, βαδίζουσαν ἐπὶ τὸ πέρας·
ΠΕΡΙ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΕΩΣ.
θρώπων ἔχειν καὶ οἰκεῖον καὶ φίλον πρὸς ὃν ἂν ἔλθοι θυσίας οὔσης τὸν
καλοῦν-
τα μὴ περιμείνας (cf. Eustath. Hom. B 409).
Eustathius ad Homerum γ 267 πὰρ δ' ἄρ' ἔην καὶ ἀοιδὸς
ἀνήρ (cf. schol.): ὁ δὲ Φαληρεὺς Δημήτριος ἱστορεῖ ὅτι Μενέλαος ἅμα
Ὀδυσσεῖ
ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς ἤρετο περὶ τῆς εἰς Ἴλιον στρατείας ἀγωνοθετοῦντος
Κρέον-
τος τὸν ἐνναετηρικὸν ἀγῶνα τῶν Πυθίων, ἐν ᾧ ἐνίκα Δημόδοκος Λάκων
μαθητὴς
Μυκηναίου Αὐτομήδους τοῦ δι' ἐπῶν γράψαντος τὴν Ἀμφιτρύωνός τε
μάχην πρὸς
Τηλεβόας καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνος καὶ Ἑλικῶνος, ἀφ' ὧν τὰ ἐν Βοιωτίᾳ
ὄρη
ἐκλήθησαν. ἦν δέ, φησί, καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου
διδάξαντος
αὐτόν τε καὶ τὸν ῥηθέντα Μυκηναῖον Αὐτομήδην καὶ Λικύμνιον τὸν
Βουπρασιέα
καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιάτην. τότε δὴ
Μενέλαος μὲν τῇ Προναίᾳ Ἀθηνᾷ τὸν τῆς Ἑλένης ὅρμον ἀνέθηκεν ἐν
Δελφοῖς. Ἀγαμέμνων δὲ τὸν Δημόδοκον εἰς Μυκήνας ἀκολουθῆσαι
πείσας ἔταξε τὴν Κλυταιμνήστραν τηρεῖν. ἐτίμα γὰρ λίαν φησὶ τοὺς
ἀοιδοὺς ὡς διδασκάλους τῶν τε θείων καὶ
ἀνθρωπίνων. δηλοῖ δέ φησι καὶ Κλυταιμνήστρα τὴν εἰς αὐτὸν τιμήν. οὐ
166
ἐπίτασιν, αἰτίαν λέγειν εἶναι τὴν τοῦ ὅλου μεταβολήν τε καὶ φθοράν.
ἡγοῦνται γὰρ σημείοις τούτοις χρώμενοι ἐκπύρωσιν γίνεσθαι τοῦ ὅλου,
ὡς
Ἡράκλειτος μὲν πρὸ αὐτοῦ καὶ οἱ τῆς ἐκείνου δόξης, οἱ δὲ ἀπὸ τῆς
Στοᾶς μετ' αὐτόν, καὶ ἐκ τούτου λέγουσιν ὡς ὄντος γενητοῦ τε καὶ φθαρ-
ναὶ μὴν τῆς μαλάχης παρεγγύα πίνειν ὡς πλεῖστον τοῖς φλαύρως ἔχουσι
καὶ
κατειλημμένοις ὑπὸ τούτου, ἢ καὶ σήσαμα κατακόψας καὶ λεήνας αὐτὰ
δίδο-
θι μετ' οἴνου· καὶ γὰρ πινόμενα τυγχάνει λυσιτελέστατα πρὸς ὑγεῖαν.
Ἀλλὰ
μὴν καὶ ἡ τῶν κλημάτων τῆς ἀμπέλου τέφρα ἐστὶν ἐπωφελὴς θερμῷ μὲν
ὕ-
δατι πλυθεῖσα, διηττηθεῖσα δὲ ἐπιμελῶς ὡς ὅτι μάλιστα, καλαθίσκος δὲ
ὑπ-
αρχέτω ὁ ταύτην διηθῶν τὴν τέφραν καὶ ἀποκαθαίρων, ἤ τις ἠθμὸς τυχόν,
ὅστις ἐπισχεῖν τὴν ἰλὺν τὴν ἀπὸ ταύτης δυνήσεται, καί σφι μετ' ἐλαίου
τὴν
ἰλὺν συναναμιγνύων κέχρησο πρὸς τὰ προκείμενα. Ῥύεται δὲ τοῦ κακοῦ
τού-
του καὶ ὁ ξηρὸς δὴ [τοῦ] τῆς Περσείας καρπός, Περσείας ἐκείνης, ἣν ὁ
Περ-
σεὺς ἐξ Αἰθιοπίας μετὰ τὸ τὴν τῆς Μεδούσης ἐκτεμεῖν κεφαλὴν τῇ χρυσῇ
ἅρ-
πῃ χρησάμενος ἤγαγεν εἰς Μυκήνας, καὶ κατεφύτευσε, Κηφέως
δωρησαμένου,
ὃς τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε, τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν· πλησί-
ον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος, ὃ καλοῦσιν οἱ ἐπιχώριοι Μέλανθον,
καὶ κρή-
νη ἐν αὐταῖς Μυκήναις, ἀλλὰ καὶ ταύτην τοι Λαγγίαν ἐπονομάζουσι τὴν
πη-
γήν, ἔνθα δὴ καὶ τὸ τῆς θήκης ἄκρον, ὃν μύκην καλοῦσιν, αὐτὸς ἧς
ἔφερεν
ἅρπης ὁ Περσεύς, ἐκπεσεῖν λέγεται. Γενέσθαι μέντοι λέγουσι τὸ
κατατρετὸν
μύκην παιδός τε τοῦ Δανάης πρὸς τροφὴν μέλλοντος .... Ὠφελήσειε δ' ἂν
169
πλανηθέντα ἀπὸ τῆς νεὼς διὰ τὸν ἔρωτα τὸν Ὕλα λέγουσι
περὶ τοὺς Καππαδόκας ἀληθῆναι.» Καὶ αὖθις· «͵α δὲ
ἐτέων ἀπὸ Σεμιράμεως εἰς Μητραῖον βα-
σιλέα ἂν ἀριθμοῖ τὸ περιτελλόμενον·
Μήδεια Κολχὶς ἀνεχώρησεν Αἰγέως, ἧς
υἱὸς Μῆδος, ἐξ οὗ Μῆδοι καὶ ἡ χώρα ἐκλήθη Μήδεια.»
Εἶτά φησι· «Μητραίου δὲ τὴν ἀρχὴν διαδέχεται Ταύ-
τανος, ζῶν καὶ αὐτὸς κατὰ ἔθη τὰ Ἀσσυ-
ρίων καὶ νόμους. Καὶ ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐγένετο οὐδὲ
ἐπὶ τούτου καινὸν ἔργον· Ἀγαμέμνων δὲ καὶ Μενέ-
λαος οἱ Μυκηναῖοι ἐστρατεύσαντο σὺν Ἀργείοισι καὶ
τοῖσι ἄλλοισιν Ἀχαιοῖς τῆς εἰς Ἴλιον πόλιν Πριάμου
τοῦ Φρυγὸς στρατηγίης.»
Eusebius Chron.: CEPHALIONIS HISTO-
RICI DE REGNO ASSYRIORUM. – »Ea scribere aggre-
dior, quorum alii quoque meminerunt, in primis
Hellanicus Lesbius et Ctesias Cnidius, nec non He-
rodotus Halicarnassensis, Principio Assyrii domi-
nati sunt Asiae, ex quibus erat
Ninus Belides: quo regnante multae res et facinora
maxima contigerunt.» Deinde addit Samiramidis
(sc. ἐκ τῆς Τροίας) σὺν Ἀγαμέμνονι τῶι βασιλεῖ περιήιει τοὺς τοπάρχας
τῆς χώρας
παρακαλῶν μὴ παριδεῖν τὴν ὕβριν τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ συμμαχεῖν αὐτῶι
καὶ συνα-
γωνίσασθαι κατὰ τῶν ταῦτα τολμησάντων βαρβάρων. καὶ συνήγαγον
βασιλεῖς καὶ
176
ναῦται, πάντα ὅμοια | καὶ δυσδιάκριτα· καὶ γάρ τοι τὰ τῆς κολα-
κείας | ταύτῃ πανουργότατα, ᾗ τὴν ἀληθῆ φιλίαν | μιμεῖσθαι ἐπι-
τηδεύει· ἐπειδὰν δὲ ὁ τύ|χης χειμὼν ἐμπέσῃ, τότε δὴ τοὺς μὲν |
κούφους τε καὶ ἐπιπλάστους τῶν φίλων δο|κούντων ὥσπερ ἄνε-
μος ἐξ ἀχυρμιᾶς ἐξε|φύσησέν τε καὶ διερρίπισεν, ὀλίγοι δὲ | οἱ ἀλη-
θεῖς φίλοι πυρῶν δίκην ὑπομένου|σιν.
νῦν γὰρ εἶ χρεῖος φίλων·
θεοὶ δ' ὅταν | τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων·
ἅλις γὰρ ὁ θεὸς | ὠφελῶν ὃν ἂν θέλῃ.
3. ἢ οὐκ οἴει καὶ Πειρι|θόῳ ἐν Θετταλίᾳ πολλοὺς καὶ Ὀρέστῃ |
ἐν Μυκήναις ἔτι πλείους ἑταίρους δοκεῖν; | ἀλλά, ἐπειδὴ τύχῃ ἐχρή-
σαντο οἵᾳ δή, τῷ μὲν | Θετταλῷ Ἀθηναῖος εἷς, Φωκεὺς δὲ εἷς
τῷ Μυ|κηναίῳ μόνοι ἑταίρων ἀπελείφθησαν, | τοὺς δὲ ἄλλους
Θετταλῶν τε καὶ Μυκηναί|ων ἡ ἐναντία τύχη ἀπερρίπισεν. 4. ὅπερ ‖
γὰρ τὸν Μῶμον τῷ Προμηθεῖ μέμ[ψα]σθαι | λέγουσιν, ὡς τὰ μὲν
ἄλλα μέρη τοῦ ἀνθρώ|που ὀρθῶς ἔχοντα, τὰς δὲ φρένας οὐ δε|όντως
ὑπὸ τῷ στέρνῳ κατακρύψαντι | (χρῆναι γὰρ ἐπιθεῖναί τινα ὀπὴν
δι' ἧς τὴν | γνώμην τοῦ προσιόντος κατοπτεύσομεν, | πρὶν καί τινα
πρὸς αὐτὸν κοινωνίαν ξυνθές|θαι), τοῦτο δὴ οὐκ ὀρθῶς μέμψασθαί
μοι δοκεῖ· | ἱκανὴ γὰρ ἡ τῆς συμφορᾶς ὀπὴ αὐτόν τέ τι|να δεῖξαι
ὅστις ἐστὶν καὶ τοὺς προσιόντας | ὅπως γνώμης ἔχουσιν
1870.Fragment 14, l. 2
Vitae Homeri, Sudae vita (1805: 010)“Homeri opera, vol. 5”, Ed. Allen,
T.W.Oxford: Clarendon Press, 1912, Repr. 1969.L. 20
Themistius Phil., Rhet., Περὶ τοῦ μὴ δεῖν τοῖς τόποις ἀλλὰ τοῖς
ἀνδράσι προσέχειν (2001: 027)“Themistii orationes quae supersunt, vol.
2”, Ed. Schenkl, H., Downey, G., Norman, A.F.Leipzig: Teubner, 1971.
Harduin page 334, section c, l. 9
Οι Κύκλωπες της προϊστορίας. Η τρίτη κατηγορία αφορά έναν λαό γιγάντιων ανθρώπων
στους οποίους οι Έλληνες της κλασσικής εποχής απέδιδαν την κτίση των γιγάντιων τειχών
που τα υπολείμματα τους διατηρούνταν σε πολλές περιοχές της χώρας. Προφανώς, τα τείχη
αυτά είχαν κτιστεί στην ακμή των κοινωνιών της Μυκηναϊκής περιόδου.
ἴασις γίγνεται, ἀλλ' ὑπὲρ μὲν τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὀμεῖ-
ται, τῶν δ' ἐν μέσῳ κακῶν τίς ἔσται λόγος εὐπρεπής;
Ὅτι, φησί, τοὺς λοιποὺς Ἕλληνας ἄξιον
ἐλεεῖν. τί λέγεις; οἷς ἤρεσκε τὰ τότε πραττόμενα;
πῶς γάρ, εἴπερ οὐκ ἤρεσκε, πέπρακται; εἰ γὰρ ἐκεῖ-
νοι συστραφέντες καὶ τὰ ὅπλα θέμενοι καὶ περιστάν-
τες τὴν σκηνὴν Ἀγαμέμνονος καὶ βοῆς ἐμπλήσαν-
τες τὸν ναύσταθμον ἐχρήσαντο δικαίοις καὶ συμφέ-
ρουσι λόγοις, οὐκ ἂν οὕτω μετεπεπτώκει τὰ πράγματα,
197
τοῦ Διὸς καὶ πληρῶσαι τὴν θυσίαν τοῦ τάγματος, δεδωκὼς αὐτῷ
ἄνδρας νʹ. καὶ ἀντιπεράσας τὴν θάλασσαν ἀπήρχετο ἐπὶ τὸ ἱερὸν
τοῦ Διός. μαθὼν δὲ ὁ Τάνταλος, νομίσας ὅτι κατασκοπῆσαι
ἦλθε τὴν Εὐρώπην χώραν, ἔπεμψε πολλοὺς ὡπλισμένους,
καὶ εἰς λόγον ἀποτροφῆς τῶν στρατοπέδων νῆας λʹ, Μενέλαος καὶ
Λήιστος καὶ Ἀρκεσίλαος καὶ Προθοήνωρ καὶ Κλονίος σὺν νηυ-
σὶν νʹ, Ἐλεφήνωρ ἐξ Εὐβοίας σὺν νηυσὶν ξʹ, Μενέλαος δὲ υἱὸς
Πλεισθένους, ὁ τῆς Σπάρτου βασιλεύς, σὺν νηυσὶν ξʹ, Διομήδης
ἐξ Ἄργους νηυσὶν πʹ, Ἀσκάλαφος καὶ Ἰάλμενος σὺν νηυσὶν λʹ,
Σχεδίος καὶ Ἐπίστροφος σὺν νηυσὶ μʹ, Μέγης ἐκ Δολίχης τῆς Ἑλ-
λάδος σὺν νηυσὶ μʹ, Αἴας Τελαμώνιος ἐκ τῆς Σαλαμίνου σὺν
νηυσὶ μʹ, Νέστωρ σὺν νηυσὶν ϟʹ, Θόας σὺν νηυσὶ μʹ, Ἀγήνωρ
καὶ Τευθίδης σὺν νηυσὶν ξʹ, Πρόθωος καὶ Μαγνίτωρ σὺν νηυσὶ
μʹ, Εὔμενος σὺν νηυσὶν ιαʹ, Νηρεὺς ἐκ Μυκήνης σὺν νηυσὶ γʹ,
ἀκούσασα διὰ τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα ὅτι τὴν Κασάνδραν φιλεῖ, καὶ
ἀφορμὴν εὑρηκυῖα, δέδωκεν ἑαυτὴν εἰς μοιχείαν τῷ Αἰγίσθῳ τῷ
συγκλητικῷ, υἱῷ τοῦ Θυέστου. καὶ ἀκούσασα τὴν τοῦ Ἀγαμέ-
μνονος μέλλουσαν ἐπὶ τὴν Μυκηναίων παρουσίαν, ἐβουλεύσατο
μετὰ τοῦ Αἰγίσθου πῶς ὀφείλει δόλῳ φονευθῆναι ἐρχόμενος ὁ
Ἀγαμέμνων ὑπὸ τοῦ Αἰγίσθου. καὶ καταφθάσαντος τοῦ Ἀγα-
μέμνονος ἐν τῇ Μυκηναίων πόλει, καὶ δεχθέντος ὑπὸ τῆς πόλεως
καὶ τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ Αἰγίσθου, εἰσελθὼν εἰς τὸ ἴδιον πα-
λάτιον ἐσφάγη. καὶ ἐποίησεν εὐθέως ἡ γυνὴ αὐτοῦ βασιλέα
τὸν Αἴγισθον, καὶ ἐγαμήθη αὐτῷ νόμῳ. καὶ ἔσχεν ἐξ αὐτοῦ
θυγατέρα, ἣν ἐκάλεσεν Ἐνιγόνην· ἥτις μετὰ θάνατον τοῦ πα-
τρὸς καὶ τῆς μητρὸς φοβηθεῖσα τὸν Ὀρέστην ἑαυτὴν ἀγχόνῃ
ἀναιρεῖ. ἡ δὲ σύγκλητος καὶ ἡ πόλις καὶ ὁ στρατὸς ἐμίσει
τὸν Αἴγισθον· ἀκούσας δὲ ὁ Ὀρέστης, ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος υἱός,
καὶ μετ' αὐτὸν ἄλλοι τινὲς ἦρξαν ἕως Θεστίου, ὃς παρὰ τὸν Εὐ-
ρώταν ποταμὸν πόλιν οἰκοδομεῖ τὴν Θεστίαν. οὗτος ὁ Θέστιος
τῶν Λακώνων βασιλεύσας τίκτει θυγατέρας τρεῖς εἰς ὑπερβολὴν
εὐπρεπεῖς, Λήδαν καὶ Κλυτίαν καὶ Μελίππην, αἳ καὶ Λακωνίδες
ἐκαλοῦντο. τὴν μέντοι Λήδαν Τυνδάρεως λαβὼν εἰς γυναῖκα,
ὃς καὶ μετὰ Θέστιον τῆς τῶν Λακώνων χώρας ἐπεκράτησεν, ἔσχεν
ἐξ αὐτῆς τὴν Κλυταιμνήστραν, ἣν μετὰ ταῦτα Ἀγαμέμνων ἠγάγετο
γυναῖκα, τῶν Μυκηναίων ὁ βασιλεύς. ἡ μέντοι Λήδα ἐν προα-
στείῳ παρὰ τὸν Εὐρώταν ὡραϊζομένη, ἐπεὶ Τυνδάρεως μὴ παρὼν
ἦν, μοιχευθεῖσα ὑπὸ νεωτέρου τινὸς Κύκνου καλουμένου, υἱοῦ
Ἐδερίωνος βασιλέως Ἀχαΐας, τίκτει βρέφη τρία ἐν ἑνὶ τοκετῷ,
Κάστορα Πολυδεύκην καὶ Ἑλένην. ἦν δὲ ἡ Ἑλένη ὡραιοτάτη,
ἣν ὁ Τυνδάρεως Μενελάῳ ἀδελφῷ Ἀγαμέμνονος, βασιλεύοντι
τότε τῶν Ἀργείων, εἰς γυναῖκα ἐξέδοτο. εἰκῇ οὖν τὸν Δία κύκνον
γενέσθαι καὶ τῇ Λήδᾳ συνελθεῖν μεμυθολογήκασιν οἱ ποιηταί.
Ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ κριτοῦ Σαμψὼν Δάρδανος μὲν υἱὸς
Ἴλου τῶν Φρυγῶν,
Page 8, l. 34
καὶ ἀφώρισαν τὸν ἕνα παρὰ μίαν τὸν Ὀρέστην, τὸν δὲ Πυλάδην
ἤγαγον πρὸς θυσίαν παρὰ τὸν βωμὸν Ἀρτέμιδος. καὶ ἐπερώτησεν
αὐτὸν ἡ Ἰφιγένεια ποίας ἂν εἴη χώρας. ὁ δὲ ἔφη· χώρας μὲν
Ἑλλάδος, ἐκ πόλεως δὲ Μυκήνης ὁ δυστυχὴς πάρειμι. ἡ δὲ ἀκού-
σασα τὴν χώραν καὶ τὴν πόλιν, ἔνθα ἐβασίλευσεν ὁ αὐτῆς πατήρ,
ἐδάκρυσεν. νομίσασα δὲ ὅτι ὑπὸ τῶν βουκόλων ἐδιδάχθησαν, λέγει
αὐτῷ· εἰ ἐκ Μυκήνης παρεγένου, οἶδας καὶ τίς αὐτῆς βασιλεύει;
ὁ δὲ εἶπεν· Ἀγαμέμνων ἦν πρώην. ἡ δὲ πάλιν πρὸς αὐτόν· εἰ
τὸν Ἀγαμέμνονα ἀκριβῶς ᾔδεις, τίς ἡ τούτου γυνή, καὶ τίνας ἐξ
αὐτῆς παῖδας ἔσχεν; ὁ δὲ εἶπεν· ἔσχεν ἐκ Κλυταιμνήστρας
Ὀρέστην καὶ Ἠλέκτραν καὶ Ἰφιγένειαν, ἥτις, ὡς λέγουσι, θυσία
προσήχθη Ἀρτέμιδι, καὶ ἡ θεὸς ἐρρύσατο αὐτήν, καὶ οὐκ ἐγνώ-
σθη ποῦ ὑπάρχει. ἔσχε δὲ καὶ Χρυσόθεμιν καὶ Λαοδίκην θυγα-
τέρας. ἡ δὲ ἀκούσασα ταῦτα ἐκέλευσεν αὐτὸν λυθῆναι τῶν δες
μηδ' ὅλως τῷ τοιούτῳ συνθέσθαι βουλήματι. ὅθεν καὶ τοὺς τῆς αἱρέσεως
αὐτῷ συνεργοὺς ἐν τῷ παλατίῳ ἀποκατέστησεν, δίαιταν πρὸς τρυφὴν
ἰδιαζόντως τούτοις δαψιλευσάμενος. μεθ' ὧν καὶ συνέριθον τῆς αὐτοῦ
διδασκαλίας εὑρὼν τὸν Γραμματικὸν Ἰωάννην, τὸν καὶ Ἰαννῆν διὰ τὸ τῆς
ἀληθείας ἀντίρροπον, τούτοις συνέταξεν. οἷς νεαροπρεπῆ πίστιν νηπιό-
φρων ὁ ἀποστάτης προστάττει συγγράφεσθαι. καὶ μετὰ δύο χρόνους
τῆς βασιλείας ἀνέδην ἀποστατήσας, καθάπερ ὁ υἱὸς τοῦ Κίς, τῆς τῶν
σεβαστῶν εἰκόνων μετεποιήσατο καθαιρέσεως, ἐντεῦθεν καὶ γράψας
παντὶ ἐπισκόπῳ καταίρειν ἐν Βυζαντίῳ τῷ ὑπὸ Μεγαρέων κτισθέντι
καὶ Βύζαντος, κατ' Εὐρώπην συνελθόντων ἐν τῇ τούτου πολίσει Καρυ-
στίων, Μυκηναίων καὶ Κορινθίων ἄλλων τε πολλῶν, φιλοσόφοις ἅμα
καὶ ῥήτορσι. καὶ δὴ ὅτε οἱ ἐπίσκοποι τοῖς κατὰ Πέραν προσήγγιζον,
οὐ κατὰ τὸ εἰθισμένον προσεντυγχάνειν τῷ πατριάρχῃ ἠφίεντο, ἀλλὰ
πρὸς αὐτὸν ἤγοντο καὶ ἄκοντες συνευδοκεῖν τῷ κακοδόξῳ φρονήματι
ἐβιάζοντο. ὧν τοὺς πειθαρχοῦντας αὐτῷ προσηκούσης ἠξίου φιλοφρονή-
σεως, τοὺς δὲ μὴ πειθομένους αἰκίσεσι παντοδαπαῖς διημείβετο, τὰ
Χριστιανῶν παρ' οὐδὲν θεσπίσματα λογιζόμενος, ὡς δῆθεν καὶ ταῖς πρὸς
τοὺς Οὔννους εἰρηναίαις συμβάσεσι ταῦτα συνέχεεν, ἐκείνοις μὲν
217
φέρεται παρ' Ἕλλησι διὰ τὴν ἀρχαιότητα, καθάπερ τῶν λοιπῶν. ἔστι δὲ
κατὰ τοὺς πολλοὺς ἀπὸ μὲν τοῦ πρώτου Ἰνάχου ἕως τοῦ θʹ Σθενέλου
ἐτῶν υιγʹ. τὸν δὲ Σθένελον Δαναὸς ἐκβαλὼν ἐκράτησε τοῦ Ἄργους, ὡς
μαρτυροῦσι πάντες ἱστορικοί, σὺν τοῖς ἀπογόνοις ἔτη ρξβʹ. ὁμοῦ ἔτη
φοεʹ
ἀπὸ Ἰνάχου ἐπὶ Ἀκρίσιον εʹ ἀπὸ Δαναοῦ βασιλέως τοῦ Ἄργους.
Μετὰ δὲ Ἀκρίσιον ἔσχατον τῶν Δαναϊδῶν εἰς Μυκήνας μετετέθη ἡ
βασι-
λεία τῶν Ἀργείων κατὰ Εὐρυσθέα τὸν Σθενέλου τοῦ Περσέως. καὶ διε-
δέξαντο τὴν βασιλείαν οἱ Πελοπίδες ὧν πρῶτος ἐβασίλευσε Πέλοψ,
218
ΑΡΓΕΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ
Εὐρώπης καὶ τῶν νήσων βασιλεῦσι καὶ ναυσὶ καὶ στρατεύμασι. μεθ' οὓς
Αἴγισθος, εἶτα Ὀρέστης καὶ οἱ λοιποὶ Πελοπίδαι Ἀργείων καὶ αὐτοὶ
βασι-
λεῖς ἀναγορευόμενοι κατὰ τὴν Ὁμήρου ποίησιν, κατὰ δέ τινας τῶν
ἱστορι-
κῶν Μυκηνῶν διὰ τὸ κυριεύειν ἄμφω τῶν χωρῶν, οἷς καὶ Εὐσέβιος
ἕπεται.
ἡμεῖς δὲ αὐτοὺς Ἀργείων ἐφεξῆς κατατάττομεν λογιζόμενοι κατὰ συν-
έχειαν τῶν Δαναϊδῶν τοῦ Ἄργους μὲν βασιλεύσαντας, Πελοπίδας δὲ κα-
λουμένους ἀπὸ Πέλοπος, εἰς ὃν καὶ τὸ γένος ἀναφέρουσι, καὶ τὴν
Ἀργείων
ἀρχὴν ἐπὶ πλέον αὐξήσαντας. τινὲς δὲ διαφέρονται λέγοντες μετὰ Ἀκρί-
σιον εἰς Μυκήνας μετατεθείσης τῆς ἀρχῆς τῶν Ἀρείων βασιλεῦσαι Περ-
σέα, Σθένελον, Εὐρυσθέα πρὸ τοῦ Ἀτρέως, Πέλοπος μνήμην οὐδ' ὅλως
ποιούμενοι, οἷς οὐχ ἑπόμεθα μάρτυρα ἔχοντες Ὅμηρον.
ΑΡΓΕΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ
ΑΡΓΕΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ
ἔτος ͵δσμδʹ.
Τὸν Πέλοπα τινὲς οὐ μόνον Ἀργείων καὶ Μυκηνῶν ἱστοροῦσι
βασιλεῦσαι,
ἀλλὰ καὶ πάσης τῆς Πελοποννήσου. οὗτος Ὀλυμπίων προέστη καὶ στρα-
τεύσας ἐπὶ Ἴλιον ἡττήθη ὑπὸ Δαρδάνου. ἀπ' αὐτοῦ Πελοπόννησος ὠνο-
μάσθη. οὗτος Ἱπποδάμειαν ἔγημε. τινὲς δὲ νγʹ ἔτη καὶ ἄλλοι ξγʹ λέγουσιν
αὐτὸν βασιλεῦσαι, καὶ ἕτεροι λεʹ.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιϛʹ ἐβασίλευσαν Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης ἔτη λγʹ, κατὰ
δὲ ἄλλους ἔτη ξεʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δσοθʹ.
Μετὰ τὴν Πέλοπος τελευτὴν ἐμερίσαντο τὴν ἀρχὴν Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης
τῶν Μυκηνῶν κατὰ τοὺς αὐτοὺς χρόνους. ὧν θανόντων Ἀγαμέμνων διε-
δέξατο τὴν ἀρχὴν Μυκηνῶν καὶ Ἀργείων. Μενέλαος δὲ Ἀγαμέμνονος
ἀδελφὸς Λακεδαιμονίων ἐβασίλευσε μετὰ τὸν Ἀτρέως θάνατον, ὡς ἑξῆς
ΑΡΓΕΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ
Ἀργείων ιζʹ ἐβασίλευσεν Ἀγαμέμνων ἔτη ιηʹ, κατὰ δὲ ἄλλους ἔτη λεʹ.
τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δτιβʹ.
Τῷ ηʹ ἔτει Ἀγαμέμνονος ὁ κατὰ τῆς Τροίας ἤρξατο πόλεμος διὰ τὴν
Ἑλένης ὑπὸ Ἀλεξάνδρου τοῦ Πάριδος κλοπὴν υἱοῦ Πριάμου βασιλέως
Ἰλίου, καὶ διήρκεσεν ἔτη ιʹ ἕως ἁλώσεως Ἰλίου, ἥτις τῷ ὑποκειμένῳ ιζʹ
ἔτει Ἀγαμέμνονος γέγονεν.
Ἀγαμέμνονος Ἀργείων καὶ Μυκηνῶν βασιλεύοντος, Μενελάου δὲ τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ Λακεδαιμονίων, Πρίαμος υἱὸς Λαομέδοντος τῆς Τροίας
καὶ Ἰλίου ἐβασίλευσε. τούτου τοῦ Πριάμου παῖς Ἀλέξανδρος ὁ καὶ Πάρις
εἰς Πελοπόννησον ἐλθὼν θῦσαι τοῖς αὐτόθι δαίμοσι ξεναγωγεῖται παρὰ
Μενελάῳ ἐν Λακεδαιμονίᾳ. Μενελάῳ δὲ ἦν γυνή τις Ἑλένη σφόδρα περι-
καλλής. ταύτης ἐρασθεὶς Ἀλέξανδρος καὶ μοιχεύσας ἥρπασε· καὶ ἀπο-
πλεύσας εἰς Σιδῶνα τῆς Φοινίκης ἄκων ἐκρίπτεται. ξενισθεὶς δὲ καὶ παρὰ
τῷ Σιδωνίων βασιλεῖ ἐπιβουλεύει αὐτῷ καὶ πολλὰ χρήματα καὶ ἐσθῆτα
κομισάμενος ἀπὸ Σιδῶνος, μεθ' ὧν ἐκεκλόφει σὺν Ἑλένῃ, καὶ ἀπὸ Λακε-
δαίμονος ὡς ἀριστεύσας ἐπάνεισιν εἰς Τροίαν παρὰ τῷ πατρὶ Πριάμῳ.
Ἀγαμέμνων δὲ καὶ Μενέλαος πρὸς Πρίαμον καὶ τοὺς υἱοὺς πρεσβευσάμε
καὶ Διομήδους καὶ αὐτοῦ Μενελάου, ἐπεὶ μηδὲν ἤνυον, καίπερ τῶν περὶ
Πρίαμον δημαγωγῶν πρεσβυτέρων συμβουλευόντων, ἐν οἷς ἦρχεν Ἀντή-
νωρ, ἀποδοθῆναι τὴν Ἑλένην, πόλεμον αἴρονται κατὰ τῆς Τροίας καὶ
Πριάμου δεινὸν ἔτεσι ιʹ κροτηθέντα, κατὰ δὲ τὸ αὐτὸ δέκατον ἁλούσης
Ἰλίου καὶ Πριάμου καὶ τῶν τέκνων τοῖς Ἕλλησιν. ἦν δὲ τῶν ἐξ Ἀδὰμ
͵δτλʹ ἔτος. ἀπὸ δὲ τῆς Ἀβραὰμ γενέσεως καὶ μγʹ ἔτους τῆς Νίνου τοῦ
δευτέρου βασιλέως Ἀσσυρίων βασιλείας ἔτη συνάγεται ͵αιηʹ. ἀπὸ δὲ
Μωυσέως γενέσεως, ἥτις ἦν κατὰ μϛʹ ἔτος Ἰνάχου τοῦ πρώτου βασιλέως
Ἀργείων, κόσμου δὲ κατὰ τὸ ͵γψληʹ, ἔτη συνάγεται φϙβʹ ἐπὶ τὴν Τροίας
ἅλωσιν, εἰ καὶ Εὐσεβίῳ οὐ δοκεῖ διαμαρτάνοντι σιϛʹ ἔτεσι κατάλειψιν.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιηʹ ἐβασίλευσεν Αἴγισθος ἔτη εʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν
ἔτος ͵δτλʹ.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιθʹ ἐβασίλευσεν Ὀρέστης ἔτη κγʹ. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵δτλεʹ.
222
νωρ, ἀποδοθῆναι τὴν Ἑλένην, πόλεμον αἴρονται κατὰ τῆς Τροίας καὶ
Πριάμου δεινὸν ἔτεσι ιʹ κροτηθέντα, κατὰ δὲ τὸ αὐτὸ δέκατον ἁλούσης
Ἰλίου καὶ Πριάμου καὶ τῶν τέκνων τοῖς Ἕλλησιν. ἦν δὲ τῶν ἐξ Ἀδὰμ
͵δτλʹ ἔτος. ἀπὸ δὲ τῆς Ἀβραὰμ γενέσεως καὶ μγʹ ἔτους τῆς Νίνου τοῦ
δευτέρου βασιλέως Ἀσσυρίων βασιλείας ἔτη συνάγεται ͵αιηʹ. ἀπὸ δὲ
Μωυσέως γενέσεως, ἥτις ἦν κατὰ μϛʹ ἔτος Ἰνάχου τοῦ πρώτου βασιλέως
Ἀργείων, κόσμου δὲ κατὰ τὸ ͵γψληʹ, ἔτη συνάγεται φϙβʹ ἐπὶ τὴν Τροίας
ἅλωσιν, εἰ καὶ Εὐσεβίῳ οὐ δοκεῖ διαμαρτάνοντι σιϛʹ ἔτεσι κατάλειψιν.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιηʹ ἐβασίλευσεν Αἴγισθος ἔτη εʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν
ἔτος ͵δτλʹ.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιθʹ ἐβασίλευσεν Ὀρέστης ἔτη κγʹ. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵δτλεʹ.
Ὀρέστης Πύρρον τὸν Ἀχιλλέως ἀναιρεῖ ἐν Δελφοῖς εἰς τὸ τοῦ Ἀπόλλω-
νος ἱερὸν προδοθέντα ὑπὸ Μαχαιρέως τοῦ ἱερέως· καὶ οἱ Ἕκτορος παῖδες
τὸ Ἴλιον ἀνεκτήσαντο τοὺς Ἀντηνορίδας ἐκβαλόντες Ἑλένου γνώμῃ.
ΣΠΟΡΑΔΗΝ
Τὰ διὰ τοῦ υνος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς οὐκ οἶδε πρὸ τέλους
τὴν οι δίφθογγον· οἷον, Πάχυνος· Μόσσυνος· κίνδυνος· χέλυ-
νος· εὔθυνος· Ῥόσχυνος· Πόλτυνος· Ὄρδυνος, ὄνομα ποταμοῦ·
Κόρυνος.
(Θηλυκόν.)
ταις ἐπιτέλλει. οὕτω μὲν οὖν δέδεικται, ὅτι καὶ ἀπὸ ποτίμου γῆς ξηρὰ
γίνεται γῆ καὶ ἀπὸ ξηρᾶς πότιμος, ἔτι μήν, ὅτι καὶ τὸ ἁλμυρὸν ὑγρὸν εἰς
ξηρότητα μεταβάλλει καὶ ξηρότης εἰς ὑγρότητα. ὅτι δὲ καὶ ὑγρότης
λιμνώδης εἰς ξηρότητα μεταβάλλει καὶ ξηρότης εἰς ὑγρότητα, δῆλον. τὸ
γὰρ Ἄργος πάλαι ἐπὶ τῶν Τρωικῶν ἑλῶδες ἦν· διὸ καὶ οὐδὲ ᾠκεῖτο,
ἀλλ' ἱππόβοτον ἦν. αἱ δὲ Μυκῆναι εὔκρατοι ἦσαν· διὸ καὶ πολύχρυσος
καὶ βασιλεύουσα ἦν. νῦν δὲ τοὐναντίον· τὸ μὲν Ἄργος εὔκρατον, ἡ δὲ
Μυκήνη ξηροτάτη, ὥστε μηδὲ οἰκεῖσθαι σχεδὸν αὐτήν, ἀλλ' εἶναι
βοοστάσιον. ἀλλὰ ζητῆσαι ἄξιον, τί δήποτε ὁ ποιητὴς ‘πολυδίψιον’
ἐκάλεσε τὸ Ἄργος ἑλῶδες ὂν τότε. ἢ ῥητέον, ὅτι πολυδίψιον οὐ κατὰ τὴν
ἄχρηστον ὑγρό-τητα, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρηστήν. αὗται μὲν οὖν αἱ
μεταβολαὶ γίνονται,
πλὴν λανθάνουσιν διὰ τρεῖς αἰτίας· ἢ γὰρ διὰ τὸ ἐν πολλῷ χρόνῳ γίνε-
σθαι κατὰ τὴν ἡμετέραν ζωὴν τὰς τοιαύτας μεταβολὰς οὐ δυνάμεθα αὐ-
ψεύσηται, καὶ οὔτε δῶρα λαβών, ἀλλὰ καὶ ἑκατόμβην προσεπιθεὶς τὴν
παιδίσκην ἀποπέμψῃ τῷ πατρί. καὶ τοῦτο μὲν τοιοῦτον. ἐν δὲ τῷ «καὶ
γῆρας ἔπεισι» δοκεῖ ἐκ περισσοῦ κεῖσθαι καὶ πρὸς οὐδὲν ἀναγκαῖον ὁ και
σύνδεσμος. Τὸ δὲ ἔπεισιν ἀντὶ μέλλοντός ἐστι τοῦ ἐπελεύσεται. πολλαχοῦ
γὰρ οἱ παλαιοὶ χρόνους ἀντὶ χρόνων λαμβάνουσι. καὶ οὕτω μὲν ὁ ποιητὴς
αἰτιατικῇ συντάσσει τὸ «ἔπεισι» λαβὼν αὐτὸ ἀντὶ τοῦ καταλήψεται. οἱ δὲ
μεθ' Ὅμηρον δοτικῇ συντάσσουσιν, οἷον «ἔπεισί μοι ποιεῖν τάδε».
τοιοῦτον δὲ καὶ τὸ «τοῖς μύρμηξι πονεῖν ἐπῄει».
(v. 30) Ὅτι Ἄργος ἐνταῦθα, ὡς καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς πολλαχοῦ, τὴν
Πελοπόννησον
λέγει εἰπών «ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ, ἐν Ἄργεϊ». οὐ γὰρ τὸ ἰδίως οὕτω
λεγόμενον
Ἄργος, ἡ πόλις, οἶκος ἦν Ἀγαμέμνονος, ἀλλ' αὐτὸ μὲν ὑπὸ τὸν Διομήδην
ἦν, ὁ δὲ
Ἀγαμέμνων τῶν Μυκηνῶν ἦν βασιλεύς. ὅτι δὲ ἀπό τινος Ἄργου τὸ
Ἄργος
λέγεται καὶ εἴ τι ἄλλο εἰς τοῦτο ῥηθῆναι δεῖ, κατ' ἐπιτομὴν ζητητέον εἰς
τὰ τοῦ
Περιηγητοῦ. [Ὅρα δὲ ὡς ἐν ἑνὶ τόπῳ τὴν εν πρόθεσιν καὶ κοινῶς
προήγαγε καὶ
ποιητικῶς. τοιοῦτον γὰρ ἡ ἐνὶ κατ' ἐπέκτασιν, ἥτις ἐπέκτασις ὑπερτεθεῖσα
ποιεῖ ἐκ δισυλλάβου τῆς ἐνι προθέσεως τὴν εἰν πρόθεσιν, οἷον «εἰν Ἀΐδαο
δόμοισιν».] (v. 31) Ὅτι ἡ τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν Χρύσην δημηγορία
232
μίγμα
ἔχει λυπηρῶν τε καὶ ἡδέων· λυπηρὸν μὲν τὸ μὴ λαβεῖν τὴν θυγατέρα καὶ
ἐπιρρήματος, χρονικοῦ μὲν ἐν τῷ «οὔ τις ἐμοῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ
δερκο-
μένοιο», ὅ ἐστι φαινομένου· οἱονεὶ γὰρ λέγει, ὅτι οὐκ εἰσαεὶ κατὰ τὸ
μέλλον βοη-
θήσω σοι, ἀλλ' ἕως ἂν ζῶν περίβλεπτος ὦ καὶ ἐπιφανῶς ἔχω. τοπικοῦ δὲ
ἐν
τῷ «κοίλαις παρὰ νηυσί» μονονουχὶ λέγων, ὅτι καὶ ζῶν καὶ φαινόμενος
οὐδ'
οὕτω διόλου ἐπαρήξω σοι, ἀλλ' ἕως ἐνταῦθα ἐν τῇ Τροίᾳ ἐσμέν. οὐ γὰρ
δήπου
καὶ εἰς τὴν Φθίαν ἀπονοστήσας ὀφειλέτης σοι τῆς ἀρωγῆς ἔσομαι. ἐπεὶ δὲ
οὗτος ὁ λόγος ἀπέκναιε τὸν Κάλχαντα, ἐπάγει εὐθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ
θεραπείαν
εἰπών· «ὃς νῦν ἄριστος ἐν στρατῷ εὔχεται εἶναι», οἱονεὶ λέγων, ὅτι ἐὰν
ἐνταῦθα
βοηθήσω σοι, ἔχεις τὸ πᾶν. καὶ γὰρ ἐν ταῖς ναυσὶν ἔστι σοι χρεία τῆς
ἀρωγῆς
καὶ οὐχ' ὕστερον μετὰ τὴν τοῦ πολέμου λύσιν. νῦν γὰρ ἄριστος ὁ
Ἀγαμέμνων,
ὡς αἱρετὸς εὐρυκρείων τυγχάνων, ὕστερον δὲ Μυκήνης μόνης ἐσόμενος
βασιλεύς. καὶ ὅρα, ὅπως ἔχῃ τι οὐκ ὀλίγον αὐστηρότητος ὁ τοῦ Ἀχιλλέως
οὗτος λόγος. οὔτε γὰρ εἶπεν ἀπολύτως, ὅτι ὁ Ἀγαμέμνων ἄριστος, ἀλλὰ
νῦν
ἄριστος. καὶ οὐδὲ ὅτι ἄριστός ἐστιν, ἀλλὰ εὔχεται εἶναι τουτέστιν ᾄδεται,
λέγεται· καὶ οὐδὲ ἄριστος ἁπλῶς, οἷον καὶ γένει καὶ ἀνδρίᾳ καὶ παρὰ
ὅλοις Ἕλ-
λησιν, ἀλλὰ ἐν τῷ στρατῷ. ἑαυτὸν δὲ προϊὼν ἐρεῖ τοιοῦτον ἐν τῷ
«ἄριστον
Ἀχαιῶν οὐδὲν ἐτίμησας» τουτέστιν ἐμὲ τὸν καὶ βασιλέα καὶ ἀνδρειότατον
καὶ
εὐγενέστατον. διὸ καὶ ὁ Ἀγαμέμνων συνάγει χόλον τινὰ καὶ ἐν τούτοις.
πικρὰ
γὰρ τά τε ἄλλα καὶ τὸ «οὐδ' ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς», εἰ καὶ παράκειται
οἷον
γλυκύ τι «τὸ ἄριστος ἐν στρατῷ», ὃ καὶ αὐτὸ ἔχει τι πικρίας, ὡς εἴρηται.
(v. 88 s.)
233
Καταλόγῳ, ἐξ οὗ, φασί, καὶ πάντες Ἕλληνες Ἀργεῖοι, δι' οὓς ὦφλε δίκην
ἐξ ἐρήμης ὁ ποιητὴς ἀνδρὶ φθονερῷ. κατὰ γὰρ τὴν Ἡροδότου ἱστορίαν
Κλεισθέ-
νης, Σικυῶνος τύραννος, Ἀργείοις πολεμήσας ἔπαυσε τοὺς ῥαψῳδοὺς ἐν
Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι, τῶν Ὁμήρου, φησίν, ἐπῶν ἕνεκα, διότι Ἀργεῖοι καὶ
Ἄργος τὰ πολλὰ ἐν αὐτοῖς ὑμνοῦνται. δῆλον δὲ ὅτι οὐ μικροβασιλεὺς ὁ
Ἀγαμέμνων, ὃς καθάπερ ἄλλοις ἑτέρους τόπους, οὕτω καὶ τοῖς περὶ
Διομήδην
τὴν Ἀργείαν ἀπεχαρίσατο. λέγουσι δὲ οἱ παλαιοὶ ἐν τῷ τῶν Ἀργείων
τούτῳ
καταλόγῳ καί, ὅτι ἀκολούθως μετὰ Σαλαμῖνα ἐπὶ Πελοπόννησον ἧκεν ὁ
ποιη-
τής. ἐπεὶ δέ, φασί, τότε ἓξ ἦσαν ἐκεῖ δυναστεῖαι, ἐν μὲν τῷ πρὸς ἠῶ μέρει,
ἤτοι τῷ ἀνατολικῷ, δύο, ἐν δὲ τῷ πρὸς ἑσπέραν τέσσαρες, πρώτας τὰς
πρὸς ἠῶ
καταλέγει, τὴν Ἀργολικήν, ἤτοι τὴν τῶν Ἀργείων, καὶ τὴν Μυκηνίδα,
ἥτις
ἦν ὑπὸ τῷ Ἀγαμέμνονι. εἶτα Λακωνικὴν καὶ Πύλιον, εἶτα Ἠλείαν καὶ
Ἀρκα-
δικήν. ζητητέον δέ, τί δήποτε δηλοῖ τὸ «ἓξ ἦσαν δυναστεῖαι», ὡς
ἀνωτέρω
236
ἐγράφη, ἵνα μὴ διαφωνία τις ἐνταῦθα εἴη πρὸς Ἡρόδοτον εἰπόντα, ὅτι
οἰκεῖ
Πελοπόννησον ἔθνη ἑπτά. (v. 569 – 80) Ὅτι οἳ τὰς Μυκήνας εἶχον καὶ
Κόρινθον καὶ Κλεωνάς, Ὀρνειάς τε Ἀραιθυραίην τε καὶ Σικυῶνα,
Ὑπερησίην
τε καὶ Γονόεσσαν, Πελλήνην τε καὶ Αἴγιον, Αἰγιαλόν τ' ἀνὰ πάντα καὶ
Ἑλίκην,
μάθωμεν, ὅτι καὶ τοῖς Ἀρκάσιν ἑξήκοντα νῆας κενὰς ὁ αὐτὸς Ἀγαμέμνων
δέδωκε, τότε πλεῖόν τι σεμνὸν ἐπ' αὐτῷ γνωσόμεθα. Ἐνταῦθα δὲ
237
σημείωσαι,
ὅτι ταὐτὸν ἡγεῖται ὁ ποιητὴς λέγειν «νῆες ἕποντο» καὶ «λαοὶ ἕποντο».
εἶτα μὴ
θέλων ἀπεριλάλητον ἀφεῖναι τὸν γεραρώτατον εὐρυκρείοντα ἐπάγει· «ἐν
δ'
αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκὸν κυδιόων, ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν,
οὕνεκ'
ἄριστος ἔην, πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς». Ἐγκώμια δὲ ταῦτα
βασιλέως,
βραχέα μὲν τῇ περιγραφῇ, πολυειδῆ δὲ τοῖς νοήμασιν. Ὅρα δὲ ὅτι τὸ
«πολὺ
πλείστους ἄγε λαούς» ἐκ τοῦ ἀνωτέρω ῥηθέντος παρῴδηται, ὅπερ ἦν τὸ
«ἅμα
τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοὶ ἕποντο». καὶ νῦν μὲν οὕτως ἐν
στενῷ τὸν
βασιλέα ἐπαινεῖ, προϊὼν δὲ πλατύτερον καὶ λαμπρότερον. εἰδέναι δὲ χρή,
ὅτι
ὅσα μὲν γνῶναι ἀπὸ συναναγνώσεως κοινῆς, Ἀγαμέμνων ὁ ῥηθεὶς τῶν
Μυκηνῶν
λέγεται βασιλεύς. οἱ δὲ παλαιοὶ εὑρεθῆναί φασιν ἐν πολλοῖς Ἀγαμέδοντα
λεγόμενον, ὥσπερ καὶ τὸν Ἀχιλλέα Ἀθηλέα καὶ τὸν Κάλχαντα Χάλκαντα.
καὶ ὁ Βελλεροφόντης δέ, φασίν, Ἐλλεροφόντης ἐν τοῖς Ζηνοδότου
εὕρηται, καὶ
ὁ Ὀδυσσεύς δέ που Ὀλυσσεύς καὶ ἡ Ὀδύσσεια Ὀλύσσεια καὶ ὁ Ἰκάριος
Ἰκάδιος. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. Ὁ δὲ ποιητὴς μετ' ἐπιθέτων προάγει
τινὰς
τῶν ῥηθεισῶν πόλεων, τὰς μὲν Μυκήνας εὐκτίμενον πτολίεθρον εἰπών,
τὴν δὲ
Κόρινθον ἀφνειόν, ὡς καὶ εἶναι ἀμφίβολον, εἴτε τὸν ἀφνειὸν Κόρινθον
χρὴ
εἰπεῖν ὁμωνύμως τῷ ἥρωϊ ἀφ' οὗ καλεῖται, εἴτε Ἀττικῶς καὶ Ἰωνικῶς τὴν
ἀφνειὸν Κόρινθον. τὰς δὲ Κλεωνὰς εὐκτιμένας λέγει, ἐρατεινὴν δὲ τὴν
ὅτι
ὅσα μὲν γνῶναι ἀπὸ συναναγνώσεως κοινῆς, Ἀγαμέμνων ὁ ῥηθεὶς τῶν
Μυκηνῶν
λέγεται βασιλεύς. οἱ δὲ παλαιοὶ εὑρεθῆναί φασιν ἐν πολλοῖς Ἀγαμέδοντα
λεγόμενον, ὥσπερ καὶ τὸν Ἀχιλλέα Ἀθηλέα καὶ τὸν Κάλχαντα Χάλκαντα.
καὶ ὁ Βελλεροφόντης δέ, φασίν, Ἐλλεροφόντης ἐν τοῖς Ζηνοδότου
εὕρηται, καὶ
ὁ Ὀδυσσεύς δέ που Ὀλυσσεύς καὶ ἡ Ὀδύσσεια Ὀλύσσεια καὶ ὁ Ἰκάριος
Ἰκάδιος. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. Ὁ δὲ ποιητὴς μετ' ἐπιθέτων προάγει
τινὰς
τῶν ῥηθεισῶν πόλεων, τὰς μὲν Μυκήνας εὐκτίμενον πτολίεθρον εἰπών,
τὴν δὲ
Κόρινθον ἀφνειόν, ὡς καὶ εἶναι ἀμφίβολον, εἴτε τὸν ἀφνειὸν Κόρινθον
χρὴ
εἰπεῖν ὁμωνύμως τῷ ἥρωϊ ἀφ' οὗ καλεῖται, εἴτε Ἀττικῶς καὶ Ἰωνικῶς τὴν
ἀφνειὸν Κόρινθον. τὰς δὲ Κλεωνὰς εὐκτιμένας λέγει, ἐρατεινὴν δὲ τὴν
Ἀραι-
θυρέην, αἰπεινὴν δὲ τὴν Γονόεσσαν καὶ εὐρεῖαν τὴν Ἑλίκην. (v. 569)
Τούτων
δὲ ἡ μὲν Μυκήνη ἀπό τινος νύμφης, φασί, Λακωνικῆς ὠνομάσθη ἢ ἀπὸ
Μυκηνέως υἱοῦ Σπάρτωνος, ἀδελφοῦ Φορωνέως, ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ
ξίφους, ὃ
ἐφόρει Περσεύς, οὗ πεσόντος, φασί, κατὰ κέλευσιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἐκεῖ
ἔκτι-
σε. μύκης δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους· ἡ δὲ χρῆσις καὶ παρ'
Ἡροδότῳ ἐν τῷ «καὶ τοῦ κουλεοῦ τοῦ ξίφους ὁ μύκης ἀποπίπτει».
Πολυσήμαν-
τος δὲ ἡ τοῦ μύκητος λέξις, λεγομένη οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἐκ γῆς φυομένου
ἐδωδίμου
χρὴ
εἰπεῖν ὁμωνύμως τῷ ἥρωϊ ἀφ' οὗ καλεῖται, εἴτε Ἀττικῶς καὶ Ἰωνικῶς τὴν
ἀφνειὸν Κόρινθον. τὰς δὲ Κλεωνὰς εὐκτιμένας λέγει, ἐρατεινὴν δὲ τὴν
Ἀραι-
θυρέην, αἰπεινὴν δὲ τὴν Γονόεσσαν καὶ εὐρεῖαν τὴν Ἑλίκην. (v. 569)
Τούτων
δὲ ἡ μὲν Μυκήνη ἀπό τινος νύμφης, φασί, Λακωνικῆς ὠνομάσθη ἢ ἀπὸ
Μυκη-
νέως υἱοῦ Σπάρτωνος, ἀδελφοῦ Φορωνέως, ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους, ὃ
ἐφόρει Περσεύς, οὗ πεσόντος, φασί, κατὰ κέλευσιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἐκεῖ
ἔκτι-
σε. μύκης δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους· ἡ δὲ χρῆσις καὶ παρ'
Ἡροδότῳ ἐν τῷ «καὶ τοῦ κουλεοῦ τοῦ ξίφους ὁ μύκης ἀποπίπτει».
Πολυσήμαν-
τος δὲ ἡ τοῦ μύκητος λέξις, λεγομένη οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἐκ γῆς φυομένου
ἐδωδίμου
περιττώματος, ὃ δὴ ἀμανίτην φαμὲν κοινότερον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς μύξης,
ἥτις
ἀνθρακοειδὴς τῶν ἀναπτομένων ἐλλυχνίων προβέβληται, δηλοῦσα δέ, ὡς
εἴρηται, καὶ τὴν τοῦ ξίφους λαβήν, ἧς αἱ Μυκῆναι παρώνυμοι. κατὰ δέ
τινας
Μυκήνη ἀπὸ τοῦ μυκήσασθαι τὴν Ἰῶ, βοῦν ἐκεῖ γενομένην. Λέγεται δὲ
καὶ
ἑνικῶς Μυκήνη καὶ πληθυντικῶς. ὁ δὲ πολίτης αὐτῆς οὐ μόνον
Μυκηναῖος ἀλλὰ
λεγόμενον, ὥσπερ καὶ τὸν Ἀχιλλέα Ἀθηλέα καὶ τὸν Κάλχαντα Χάλκαντα.
καὶ ὁ Βελλεροφόντης δέ, φασίν, Ἐλλεροφόντης ἐν τοῖς Ζηνοδότου
εὕρηται, καὶ
ὁ Ὀδυσσεύς δέ που Ὀλυσσεύς καὶ ἡ Ὀδύσσεια Ὀλύσσεια καὶ ὁ Ἰκάριος
Ἰκάδιος. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. Ὁ δὲ ποιητὴς μετ' ἐπιθέτων προάγει
τινὰς
τῶν ῥηθεισῶν πόλεων, τὰς μὲν Μυκήνας εὐκτίμενον πτολίεθρον εἰπών,
τὴν δὲ
Κόρινθον ἀφνειόν, ὡς καὶ εἶναι ἀμφίβολον, εἴτε τὸν ἀφνειὸν Κόρινθον
χρὴ
εἰπεῖν ὁμωνύμως τῷ ἥρωϊ ἀφ' οὗ καλεῖται, εἴτε Ἀττικῶς καὶ Ἰωνικῶς τὴν
ἀφνειὸν Κόρινθον. τὰς δὲ Κλεωνὰς εὐκτιμένας λέγει, ἐρατεινὴν δὲ τὴν
Ἀραι-
θυρέην, αἰπεινὴν δὲ τὴν Γονόεσσαν καὶ εὐρεῖαν τὴν Ἑλίκην. (v. 569)
240
Τούτων
δὲ ἡ μὲν Μυκήνη ἀπό τινος νύμφης, φασί, Λακωνικῆς ὠνομάσθη ἢ ἀπὸ
Μυκη-
νέως υἱοῦ Σπάρτωνος, ἀδελφοῦ Φορωνέως, ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους, ὃ
ἐφόρει Περσεύς, οὗ πεσόντος, φασί, κατὰ κέλευσιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἐκεῖ
ἔκτι-
σε. μύκης δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους· ἡ δὲ χρῆσις καὶ παρ'
Ἡροδότῳ ἐν τῷ «καὶ τοῦ κουλεοῦ τοῦ ξίφους ὁ μύκης ἀποπίπτει».
Πολυσήμαν-
τος δὲ ἡ τοῦ μύκητος λέξις, λεγομένη οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἐκ γῆς φυομένου
ἐδωδίμου περιττώματος, ὃ δὴ ἀμανίτην φαμὲν κοινότερον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ
τῆς μύξης, ἥτις ἀνθρακοειδὴς τῶν ἀναπτομένων ἐλλυχνίων
προβέβληται, δηλοῦσα δέ, ὡς εἴρηται, καὶ τὴν τοῦ ξίφους λαβήν, ἧς αἱ
Μυκῆναι παρώνυμοι. κατὰ δέ τινας Μυκήνη ἀπὸ τοῦ μυκήσασθαι τὴν
Ἰῶ, βοῦν ἐκεῖ γενομένην. Λέγεται δὲ καὶ ἑνικῶς Μυκήνη καὶ
πληθυντικῶς. ὁ δὲ πολίτης αὐτῆς οὐ μόνον Μυκηναῖος
καὶ Μυκηνεὺς κατὰ τὸν τὰ Ἐθνικὰ γράψαντα. Ἐταπεινώθησαν δέ, φησί,
μετὰ τὰ Τρωϊκὰ αἱ Μυκῆναι . καὶ οἱ τὸ Ἄργος ἔχοντες εἶχον καὶ
Μυκήνας συντελούσας
εἰς ἕν. χρόνοις δ' ὕστερον κατεσκάφησαν ὑπ' Ἀργείων, ὡς μηδ' ἴχνος
εὑρίσκε-
σθαι τῆς Μυκηναίων πόλεως. καί πως ἔοικεν ἡ ποιητικὴ μαντικὴ τοῦτο
προειπεῖν διὰ τῆς Ἥρας, ἥτις φιλτάτην, ὥς πού φησι παρ' Ὁμήρῳ, τὴν
Μυκήνην ἔχουσα, ὅμως ἀφίησι πορθηθῆναι τῷ Διΐ, ὅτε ἐκεῖνος
βούλοιτο.
οὔκουν ζητητέον ἄρτι τὰς Μυκήνας· ὁ χρόνος γὰρ κατὰ τὸν Γεωγράφον
τῶν
Ὁμήρου ἠμαύρωκε τὰ πολλά, λέγοντος οὐ τὰ νῦν ἀλλὰ τὰ ἀρχαῖα.
Φέρεται δὲ
ἱστορία καί, ὅτι Μυκήνας Περσεὺς μὲν ἔκτισε, διεδέξατο δὲ Σθένελος,
εἶτα Εὐρυσθεὺς Περσείδης καὶ αὐτὸς ὤν. ἐπεὶ δὲ συμβαλὼν Ἀθηναίοις
τελευτᾷ,
προϊστῶσι κατά τι λόγιον Ἀτρέα, αὐτόθι διάγοντα μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ
Θυέστου
ἐπὶ τῷ φόνῳ Χρυσίππου. εὐδαιμονήσασα δὲ τὸ παλαιὸν ὕστερον
ἐδυσπράγησε.
μετὰ γὰρ τὴν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίαν Ἀργεῖοι καὶ Κλεωναῖοι ἐπελθόντες
καὶ
Τεγεᾶται ἄρδην αὐτὰς καθεῖλον καὶ τὴν γῆν διενείμαντο. (v. 570) Ἡ
Κόρινθος
δὲ πόλις περιώνυμος καὶ πολλῶν αἰτία λόγων τοῖς πάλαι σοφοῖς, ἐν οἷς
ἐστι καὶ
Πίνδαρος, ἔσω τοῦ ἐν Πελοποννήσῳ ἰσθμοῦ κειμένη. ἐκαλεῖτο δέ, φασί,
241
εἰς ἄκραν ἀπήνειαν, δι' ἣν ὠμὸν ἂν φάγοι τὸν Πρίαμον καὶ τοὺς περὶ
αὐτόν.
(v. 36) Ὅρα δὲ καὶ τὸ «χόλον ἐξακέσαιο». νόσος μὲν γὰρ οἷον τὸ
χολοῦσθαι,
τὸ δὲ παύσασθαι τοῦ χόλου ἀκέσασθαί ἐστι. (v. 35) Τοῦ δὲ βεβρώθοις τὸ
θέμα
βεβρώθω, γενόμενον κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τοῦ βρῶ, καθὰ ἐκ τοῦ
κλῶ
τὸ κλώθω. (v. 39) Ὅτι τὸ «ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν» ἀντὶ τοῦ ἐπιτυχῶς
θὲς εἰς
νοῦν. δῆλον δέ, ὡς διαφέρει τὸ βαλέσθαι τοῦ βαλεῖν. (v. 39 – 54) Ὅτι
ἀντιπαρα-
243
βασιλεύς,
ὅτι τε οὐκ ἦν πτοιαλέος ὁ Τυδεύς, ὡς ὁ Διομήδης, καθὰ προσεχῶς
ἐγράφη, καὶ
ὅτι ἄτερ μὲν πολέμου εἰσῆλθε Μυκήνας ὁ Τυδεὺς ξεῖνος ἅμ' ἀντιθέῳ
Πολυνείκεϊ
λαὸν ἀγείρων κατὰ Ἐτεοκλέους καὶ Θηβαίων καὶ ζητῶν ἐπικούρους, ὅτε
Θυέστης μέν, ὁ τότε ἐπιτροπεύων κατὰ τοὺς παλαιοὺς Ἀγαμέμνονος, ὡς
καὶ
ἐν τῇ βʹ ῥαψῳδίᾳ γέγραπται, ἔτι δὲ καὶ οἱ Μυκηναῖοι ἤθελον δοῦναι, ὁ
Ζεὺς δὲ, ἔτι δὲ καὶ οἱ Μυκηναῖοι ἤθελον δοῦναι, ὁ Ζεὺς δὲ
ἐκώλυσε. Καὶ σημείωσαι, ὅτι ἀπολογία τρόπον τινὰ ταῦτα τῷ βασιλεῖ
πρὸς τὸν Διομήδην, ὃς εἴποι ἂν μὴ ἀναγκαῖος ὀφειλέτης εἶναι συμμαχίας
τῷ βασιλεῖ,
ὅτι μηδ' αὐτὸς Τυδεῖ τῷ πατρὶ πάλαι ποτὲ δεομένῳ συνήρατο. φησὶν οὖν
ὁ
βασιλεὺς ὑπὲρ μὲν ἑαυτοῦ, ὅτι οὐκ οἶδεν αὐτὸς τὸν Τυδέα ὡς νεώτατος
ὢν τότε,
ὑπὲρ δὲ τοῦ ῥηθέντος ἐπιτρόπου καὶ τῶν συμπολιτῶν, ὅτι ἐκείνους
θέλοντας
συμμαχῆσαι διεκώλυσε τὸ δαιμόνιον, ᾧ πείθεσθαι δεῖ. Φησὶ γάρ, ὅτι «οἳ
δ' ἔθε-
λον δοῦναι καὶ ἐπῄνεον, ὡς ἐκέλευον» καὶ ἑξῆς. ἔνθα σημείωσαι τὸ «οἳ
δέ».
Μυκήνας γὰρ εἰπὼν ἐπάγει τὸ «οἳ δέ», ὡς ταὐτὸν ὂν Μυκήνας καὶ
Μυκηναίους
εἰπεῖν. πόλις γὰρ οἱ πολῖταί εἰσι κατὰ τὸ «οὐδέν ἐστιν οὔτε πόλις οὔτε
ναῦς
ἔρημος ἀνδρῶν μὴ συνοικούντων ἔσω». διὸ καὶ ἐν τῇ αʹ ῥαψῳδίᾳ ἀντὶ
τοῦ εἰπεῖν
»ὅτε δὲ ἡ ναῦς ἐνελιμενίσθη» ἔφη· «οἳ δ' ὅτε δὴ λιμένος ἐντὸς ἵκοντο»,
ἤγουν οἱ
περὶ τὴν νῆα, ὡς ταὐτὸν ὂν εἰπεῖν ἡ ναῦς καὶ οἱ τῆς νέως. ἴσως δὲ καὶ διὰ
τὸ πάντῃ φανερὸν ἐσίγησε καὶ τοὺς Μυκηναίους καὶ τοὺς ναύτας, ὡς καὶ
ἐν τῷ «τήν ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων». οὐ γὰρ λέγει τίνες ἀπηύρων τὴν
Βρισηΐδα, ὡς δή-λων καὶ αὐτῶν ὄντων. Ἰστέον δέ, ὅτι τοῦ τὸν Οἰδίποδα
κατὰ τῶν ῥηθέντων αὐτοῦ δύο παίδων ἀγανακτῆσαι καὶ ἐπαράσασθαι
διαλαχεῖν αἵματι καὶ
ὅτι μηδ' αὐτὸς Τυδεῖ τῷ πατρὶ πάλαι ποτὲ δεομένῳ συνήρατο. φησὶν οὖν
ὁ
βασιλεὺς ὑπὲρ μὲν ἑαυτοῦ, ὅτι οὐκ οἶδεν αὐτὸς τὸν Τυδέα ὡς νεώτατος
245
ὢν τότε,
ὑπὲρ δὲ τοῦ ῥηθέντος ἐπιτρόπου καὶ τῶν συμπολιτῶν, ὅτι ἐκείνους
θέλοντας
συμμαχῆσαι διεκώλυσε τὸ δαιμόνιον, ᾧ πείθεσθαι δεῖ. Φησὶ γάρ, ὅτι «οἳ
δ' ἔθε-
λον δοῦναι καὶ ἐπῄνεον, ὡς ἐκέλευον» καὶ ἑξῆς. ἔνθα σημείωσαι τὸ «οἳ
δέ».
Μυκήνας γὰρ εἰπὼν ἐπάγει τὸ «οἳ δέ», ὡς ταὐτὸν ὂν Μυκήνας καὶ
Μυκηναίους
εἰπεῖν. πόλις γὰρ οἱ πολῖταί εἰσι κατὰ τὸ «οὐδέν ἐστιν οὔτε πόλις οὔτε
ναῦς
ἔρημος ἀνδρῶν μὴ συνοικούντων ἔσω». διὸ καὶ ἐν τῇ αʹ ῥαψῳδίᾳ ἀντὶ
τοῦ εἰπεῖν
»ὅτε δὲ ἡ ναῦς ἐνελιμενίσθη» ἔφη· «οἳ δ' ὅτε δὴ λιμένος ἐντὸς ἵκοντο»,
ἤγουν οἱ
περὶ τὴν νῆα, ὡς ταὐτὸν ὂν εἰπεῖν ἡ ναῦς καὶ οἱ τῆς νέως. ἴσως δὲ καὶ διὰ
τὸ
πάντῃ φανερὸν ἐσίγησε καὶ τοὺς Μυκηναίους καὶ τοὺς ναύτας, ὡς καὶ ἐν
τῷ «τήν
ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων». οὐ γὰρ λέγει τίνες ἀπηύρων τὴν Βρισηΐδα,
ὡς δή-
λων καὶ αὐτῶν ὄντων. Ἰστέον δέ, ὅτι τοῦ τὸν Οἰδίποδα κατὰ τῶν
ῥηθέντων
αὐτοῦ δύο παίδων ἀγανακτῆσαι καὶ ἐπαράσασθαι διαλαχεῖν αἵματι καὶ
σιδήρῳ
τὴν βασιλείαν, ἀφ' ἧς αἰτίας ὁ Θηβαϊκὸς ἐξήφθη πόλεμος, ἄλλοι μὲν
ἄλλας
αἰτίας ἀποδεδώκασιν, ἐν αἷς καὶ μοῖρά τις κρεῶν παραδέδοται τὸν πατέρα
λυπήσασα καὶ τὸ μὴ προστῆναι δὲ αὐτοῦ ἐξωθουμένου τῆς πατρίδος.
θυγατέρας καὶ ἰδὼν ἱκετεύσαντας εἰς αὐτόν, Τυδέα μὲν συὸς ἐναπτόμενον
δέρας, Πολυνείκην δὲ λέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικός, κατὰ τὴν τραγῳδίαν
εἰπεῖν,
συνέβαλεν ἐπ' αὐτοῖς τὸν χρησμὸν καὶ ἔδωκε Τυδεῖ μὲν Δηϊπύλην, ἐξ ὧν
Διομήδης, Ἀργείαν δὲ Πολυνείκει. Ἕτεροι δὲ παράσημα εἶναι τοῖς ἥρωσι
τούτοις φασὶν ἐν ταῖς ἀσπίσι λέοντα καὶ κάπρον, ἐξ ὧν τὸν Ἄδραστον
ἐναχθέντα
εἰς τὸν νοῦν τοῦ χρησμοῦ συζεῦξαι τοῖς ξένοις τὰς θυγατέρας. εἰσὶ δέ, οἳ
καὶ
φιλονεικῆσαι αὐτοὺς οἴονται περὶ τῆς ξενίας ἐν τῷ τοῦ Ἀδράστου οἴκῳ
καὶ τὴν
246
μάχην εἰκασθῆναι τοῦ μὲν εἰς λέοντος ὀργήν, τοῦ δὲ εἰς ὁρμὴν συός. καὶ
οὕτω
ἐπιγαμβρεῦσαι αὐτοὺς τῷ βασιλεῖ, ἐφ' ᾧ φυγάδας ὄντας καταγαγεῖν εἰς
τὰ
οἰκεῖα. (v. 377) Ἔτι ἰστέον καί, ὅτι τὸ ξεῖνος διασαφητικόν ἐστι τοῦ ἄτερ
πολέμου, ἵνα μὴ νοοῖτο κατ' ἐμπορίαν ἢ ἐκ παρόδου ὁ Τυδεὺς εἰς
Μυκήνας
ἐλθεῖν, ἀλλὰ διὰ πρεσβείαν, ἧς χάριν ἐπεξενώθη ἐκεῖ, καὶ ὅτι μέση λέξις
ὁ
ξεῖνος. Λέγεται γὰρ οὕτω καὶ ὁ δεχόμενός τινα εἰς ξενίαν καὶ ὁ δεχθείς,
ὥσπερ
καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ ἱκέτης ὁ ἱκετεύσας τε καὶ ἱκετευθείς. περὶ μέντοι τῶν ἐκ
τούτων συνθέτων, τί δήποτε σημαίνουσι, προδεδήλωται, ἤγουν ὅτι
πρόξενος
μὲν ὁ ὑπὸ πόλεως ἠξιωμένος ἐν τῇ σφετέρᾳ προΐστασθαι ξένων, οἷος ὁ
Ἀντήνωρ
ἐν τοῖς Τρωσὶ καὶ ὁποῖοι οἱ βασιλικοὶ διοικηταί. ἀπ' αὐτοῦ δὲ κατὰ
μεταφορὰν
καὶ ὁ καλοῦ τινος ἢ κακοῦ αἴτιος οὕτω λέγεται, οἷον ἀπωλείας πρόξενος
εὐτελεῖ λιθιδίῳ τυχὸν ἢ ξυληφίῳ ἢ τοιούτῳ τινί. Αἴας οὖν τὸν αὐτοῦ
κλῆρον
ἐν τοῖς ἑξῆς ἐκ τοῦ κήρυκος λαβών, ὃν αὐτὸς ἐπιγράψας κυνέῃ ἔβαλε,
παρὰ
πόδα χαμάδις ἔρριψεν ὡς εὐτελῆ τινα ὄντα. Ζητητέον δ' ἐνταῦθα καὶ τὸν
παρὰ
Σοφοκλεῖ δραπέτην κλῆρον, ὃς εὐτελὴς ἦν καὶ αὐτός. Ὅτι δὲ γράψαι μὲν
λέγει ὁ ποιητής, γράμμα δὲ οὔ, ἀλλ' ἀντ' αὐτοῦ τὸ σῆμα, προγέγραπται.
(v. 176)
Ὅτι ἕκαστος τῶν ῥηθέντων ἀριστέων κλῆρον, καθὰ ἐρρέθη,
ἐνσημηνάμενοι
ἐνέβαλον τῇ τοῦ βασιλέως κυνέῃ. Καὶ ὅρα ὅτι παλλόμενόν τι σῶμα
ἐνσεση-
μασμένον ὁ κλῆρος ἦν. (v. 177 – 180) Ὅτι παλλομένων τῶν κλήρων
εὔξαντο
Ἀχαιοί. Φησὶ γὰρ «λαοὶ δ' ἠρήσαντο, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον. ὧδε δέ τις
εἴπεσκεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν· Ζεῦ πάτερ, ἢ Αἴαντα λαχεῖν ἢ Τυδέος
υἱὸν
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης». Καὶ ὅρα τίνας ἐπικρίνει ὁ
ποιητὴς
κρείττους εἶναι τῶν ἐννέα παρ' Ἕλλησιν ἀριστέων, καὶ ὅτι ἐν τῇ
ἀπαριθμήσει
προτάξας τὸν βασιλέα ὡς προεξαναστάντα, ὅμως ἐν τῇ τῶν Ἑλλήνων
εὐχῇ
καὶ τῇ τῶν ἀρίστων ἐπιλογῇ προτάττει μὲν τὸν Αἴαντα, ὕστερον δὲ
τάσσει τὸν
βασιλέα, καὶ ὅτι εἰς οὐρανὸν ὁρῶντες Ἕλληνες εὔχονται, ἔνθα ἱδρῦσθαι
τὸ θεῖον δοκεῖ, καὶ ὅτι τὸ εὐξάμενον μέρος κἀνταῦθα εὐτυχεῖ, καὶ ὅτι τὸ
Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 2, page 438, l. 5
ἐχομένων τοῦ θείου τῶν εὐχομένων – Διὸ καὶ δοκεῖ παρὰ τὸ τοῦ εὖ
ἔχεσθαι
συντεθεῖσθαι ἡ εὐχή – , ἢ καὶ ὡς προκαλουμένων τὴν ἐκεῖθεν ἀντοχήν.
Τὸ
δὲ σχῆμα κἀνταῦθα τῆς εὐχῆς Ἀττικῶς ἤπεικται κατὰ ἔλλειψιν. Λείπει
γὰρ
τὸ δός, ἵνα λέγῃ ὅτι δὸς τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα λαχεῖν. Παρακατιὼν οὖν
φησιν
ἐντελέστερον «δὸς νίκην Αἴαντι καὶ ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι». (v. 180)
Βασιλεὺς
δὲ Μυκήνης ὁ Ἀγαμέμνων, ὡς Ἄργους ὁ Διομήδης καὶ Νέστωρ Πύλου
καὶ Σπάρτης Μενέλαος καὶ ἄλλος ἄλλου τόπου. Εἰ δ' ἐν ἄλλοις
εὐρυκρείων ὁ αὐτός, ῥητέον ὡς ἑνὶ μὲν τόπῳ ἦν ἐνδιαιτώμενος, τῶν δὲ
ἄλλων ψυχῇ δεσπόζων, ὡς διὰ μὲν τὴν Μυκήνην βασιλεὺς λέγεσθαι
ἁπλῶς καὶ αὐτός, διὰ δὲ τοὺς ἄλλους εὐρυκρείων. Τισὶ δὲ ἀρέσκει
αἱρετὸν εὐρυκρείοντα τὸν Ἀγαμέμνονα χειροτο-νηθῆναι τοῖς Ἀχαιοῖς ἐν
μόνῳ τῷ Ἰλιακῷ πολέμῳ, [καθά που καὶ Εὐριπίδης ἱστορῶν σαφῶς
εὕρηται.], ἄλλως δέ γε μικροβασιλέα εἶναι καὶ αὐτὸν καὶ οὐ
βασιλέα βασιλέων. Διὸ καὶ ἐν τῇ δʹ ῥαψῳδίᾳ φησὶ τοὺς Ἀχαιοὺς αὐτίκα
μνήσεσθαι νόστου, εἰ πέσοι Μενέλαος, ὡς οὕτω συντεθὲν αὐτοῖς καὶ
μηκέτι ἀνάγκης οὔσης παραμένειν. Καὶ Διομήδης δέ που ἐρεῖ, κἂν πάντες
Ἀχαιοὶ ἀπονοστήσωσι, μόνος αὐτὸς Σθένελός τε παραμενεῖν καὶ
πολεμήσειν,
διὰ γοργότητα. Δοκεῖ γὰρ λείπειν ἢ τὸ φυγεῖν, ἵνα λέγῃ «ὡς ἀγορεύεις
φυγεῖν
φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν», ἢ τὸ νέεσθαι, καθὰ μικρόν τι ὑποκαταβάς
φησιν.
Ἔτι δὲ τὸ «ὡς ἀγορεύεις» ἀστείως εἴρηκε, μονονουχὶ λέγων ὡς, εἰ καὶ
θετέον,
ὅτι ἀπόλεμοι καὶ ἀνάλκιδες οἱ Ἀχαιοί, ἀλλ' οὐχ' οὕτως ὡς ἀγορεύεις, ἵνα
καὶ
φεύγωσι. Καὶ ἄλλως δὲ εἰπεῖν, ἀπόδειξίς ἐστι τὸ «ὡς ἀγορεύεις» τοῦ
ἔλπεσθαι
ἀνάλκιδας εἶναι τοὺς Ἀχαιούς. ὁ γὰρ ἀγορεύων τι ψεκτόν τινος καὶ
τοιοῦτον
ἐκεῖνον ἔλπεται εἶναι. (v. 42) Ἐν δὲ τῷ «ὥστε νέεσθαι» κοινότερον
πλεονάζει
ὁ τε σύνδεσμος, ὡς καὶ ἐν τῷ οἷόν τε ἀντὶ τοῦ δυνατόν καὶ ἐν τῷ οἷός τε
ἦν
καὶ ἐν τοῖς ὁμοίοις. (v. 43) Τὸ δὲ τὰς νῆας τῷ βασιλεῖ ἄγχι θαλάσσης
ἑστάναι
σκῶμμα λεληθότως εὐφυές ἐστιν, ὡς δῆθεν προχείρου τοῦ βασιλέως
ὄντος
φυγεῖν. (v. 44) Τὸ δὲ «αἵ σοι ἕποντο Μυκήνηθεν» μερικεύει τε ἅμα καὶ
ἑρμη-
νεύει τὸν νοῦν, ἵνα μὴ βασιλέως νῆες αἱ κατὰ τὸν ναύσταθμον πᾶσαι
νοοῖντο.
Τὸ δὲ «μάλα πολλαί» σεμνύνει πάλιν τὸν βασιλέα φιλαλήθως ὡς καὶ
ἄλλως
πολύναυν. Ὅτι δὲ καὶ πολλαὶ αὐτῷ νῆες ἦσαν, ἡ Βοιωτία ἐδήλωσεν. (v.
45)
Ἐν δὲ τῷ «ἀλλ' ἄλλοι μενέουσιν» ἢ περιττὸς ὁ ἀλλὰ σύνδεσμος, ἢ
ἔλλειψιν
ἔχει νοήματος, ἵνα λέγῃ, ὡς εἰ καὶ σὺ ἀπελεύσῃ, ἀλλὰ οἱ λοιποὶ μενοῦσι.
(v. 46) Τὸ δὲ «εἰς ὅ κε Τροίην διαπέρσομεν» οὐ μόνον σεμνότερον ἀλλὰ
καὶ
σαφέστερον τοῦ «εἰς ὅ κε τέκμωρ Ἰλίου εὕρωμεν». ἐκεῖνο δὲ πῶς νοεῖται,
προείρηται. Εἰ δὲ ἀκόλουθον ἦν πρὸς τὸ «ἄλλοι μενέουσιν Ἀχαιοί» εἰπεῖν
»εἰς ὅ κε Τροίην διαπέρσουσιν», ἀλλ' ὁ Διομήδης οὐκ ἠνέσχετο μὴ
Ὅμηρος δὲ καὶ ἄλλως τοῦ μικροῦ τούτου ἐπαινετέος πάνυ ἐστίν. οὐδὲ
γὰρ ἦν ἄλλῳ τινὶ σχήματι καταποικῖλαι τὸν τελαμῶνα εἰς στενὸν
συνηγμένον καὶ εἰς μῆκος συρόμενον, εἰ μὴ τῷ τοῦ δράκον-
τος, ὃς δολιχὸς ἕλκεται καὶ στενός. (v. 41 s.) Οὕτω δὲ καὶ τὴν βασιλικὴν
ὅλην ἀσπίδα σὺν καὶ τῷ κατ' αὐτὴν τελαμῶνι περιεργασάμενος ὁ
ποιητής, εἶτα περιτίθησιν αὐτῷ καὶ κυνέην ἀμφίφαλον «τετραφάληρον
ἵππουριν. δεινὸν δέ», φησί, «λόφο καθύπερθεν ἔνευε». (v. 43 – 5) Δίδωσι
δὲ καὶ δύο ἄλκιμα δοῦρα, «ὀξέα», ὧν ὁ χαλκὸς τῆλε ἀπ' αὐτόφιν οὐρανὸν
εἴσω ἔλαμπεν. (v. 45 s.) Ἐφ' οἷς οὐ μόνον ἀνδρεῖον ἀλλὰ καὶ θεοφιλῆ τὸν
βασιλέα παρα-δεικνὺς ἐπάγει· «ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη,
τιμῶσαι βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης». Ἐνταῦθα δέ τις εἰπὼν τὸ
«τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ' αὐτῶν οὐρανὸν εἴσω ἔλαμπεν» ὅμοιον εἶναί πως τῷ
πρὸ ὀλίγου ῥηθέντι τῷ «τῆλε δὲ χαλκὸς ἔλαμπεν ὥστε στεροπὴ Διός»,
ἤτοι ἀέρος, θαρρήσοι ἂν φάναι καὶ ὅτι τολμήσας ἤδη ὁ ποιητὴς ἀστραπῇ
παρεικάσαι τὴν τοῦ ὅπλου αὐγὴν καὶ ῥᾷον παραδεχθεὶς τερατεύεται
προσφυῶς ἐνταῦθα καί τινα οἷον ταύτην ἐν μάχῃ βροντήν, εἰπὼν «ἐπὶ δ'
ἐγδούπησαν» καὶ ἑξῆς, ὡς προέκκειται, ὡς τοῦ τῆς βροντῆς δούπου τῇ
ἀστραπῇ συντρέχοντος. Ἔνθα καὶ ὅρα ὅπως τὸ τῆς
βασιλικῆς ὁπλίσεως χωρίον οὐ μόνον καλὸν τῇ ἐκφράσει, ἀλλὰ καὶ
φοβερὸν καὶ σεμνὸν δέ, οἷς οὐδὲν ἀφελῶς φράζει, ἀλλὰ τὰ πλείω
τερατωδέστερον, αὶ οὐ κοινῶς, ἀλλὰ ποιητικώτερον.
μεγάλην ἀερίαν σημαίνειν, ὁποία τις καὶ ἡ τῆς Ἔριδος κατὰ τὸ «βοὴ δ'
καθὰ
καὶ ὁ κτύπος καὶ ὅσα τοιαῦτα. (v. 46) Περὶ δὲ Μυκήνης, καὶ πῶς
πολύχρυσος
λέγεται, καὶ ὡς ἠφάνισται τῷ μακρῷ χρόνῳ ἐς τοσοῦτον, ὡς μηδὲ ἴχνος
αὐτῆς
φαίνεσθαι, προδεδήλωται ἱκανῶς. Σημείωσαι δὲ ὅτι οὐκ ἂν οὕτω πολὺν
ἀνάλωσε
λόγον ὁ ποιητὴς εἰς τὴν βασιλικὴν ὅπλισιν, εἰ μὴ μεγάλα τινὰ ἔμελλεν
ἱστορήσειν
περὶ αὐτοῦ. ἐπεὶ μηδὲ ἐχρῆν αἰσχῦναι ἀρετὴν ὅπλων ἔργων φαυλότητι.
καὶ
ἔστι κἀνταῦθα μάλιστα οἰκεῖον εἰπεῖν, ὡς ἐσθλὰ ἐσθλὸς ἔδυνε. καὶ ἔοικε
μὲν
καὶ ἄλλοτε τὰ τοιαῦτα τεύχεα πεφορηκέναι ὁ βασιλεύς, Ὁμήρῳ δὲ νῦν
ἤρεσεν
οὕτως αὐτὸν λαμπρῶς ὁπλίσαι, ὁπηνίκα ἔμελλεν ἀνδραγαθίαις
ἐλλάμψεσθαι. Πολλαχοῦ δὲ εἴωεν ὁ ποιητὴς κατά τινα διαλείμματα
φιλοτιμεῖσθαι
ἐν τοῖς ῥηθεῖσιν ἄγεται. (v. 637) Τὸ δὲ «καὶ Διῒ πατρί» διὰ σαφήνειαν
κεῖται τοῦ «θεσπεσίως φόβηθεν». εἰ γὰρ ὑπὸ Διῒ ἔφυγον, θεσπεσίως ἄρα
ἔφυγον, ὡς θεόθεν ἐμπεσόντος τοῦ πάθους. οὕτω δὲ καὶ νέφος ἀχλύος
θεσπέσιον ἐν τοῖς ἑξῆς ἐρεῖ. Συνήθης δὲ φράσις Ὁμήρῳ τὸ «ὑφ' Ἕκτορι
καὶ Διΐ» συντάσσειν εἰωθότος δοτικῇ τὴν ὑπο πρόθεσιν. (v. 639 s.) Ὅτι ὁ
Κοπρεὺς τὰς ἀγγελίας τῶν ἄθλων ἐκ τοῦ Εὐρυσθέως ἐκόμιζε τῷ
Ἡρακλεῖ. τούτου υἱὸς ὁ προσεχῶς
εἰρημένος Περιφήτης, ἀνὴρ ἀγαθός. (v. 641 – 3) Φησὶ γὰρ «τοῦ γένετ' ἐκ
πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων», [οὐ κατά τι ἕν,] ἀλλὰ «παντοίην
ἀρετήν,
ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι», ὅπερ ἐπὶ Ἀντιλόχου ἐν ἀκεραίῳ στίχῳ εἶπεν.
ἔτι
δέ φησι «καὶ νόον ἐν πρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο». (v. 644 – 51)
Τοῦτον
τὸν Περιφήτην ἀναιρεῖ Ἕκτωρ δυστυχήσαντα. «στρεφθεὶς γὰρ
μετόπισθεν
ὑπ' ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο, ἣν φορέεσκε ποδηνεκὲς ἕρκος ἀκόντων. τῇ ὅ
γε»,
ἤγουν ταύτῃ οὗτος, «ἐνιβλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος. Ἕκτωρ δ' ὀξὺ νόησε,
θέων
δέ οἱ ἄγχι παρέστη, στήθεσι δ' ἐν δόρυ πῆξε, φίλων δέ μιν ἐγγὺς ἑταίρων
κτεῖνεν». ὃ δὴ περιπαθέστατον, εἰ πρὸ τῶν ἑαυτοῦ κτεινόμενος οὐκ εἶχε
πρὸς
οὐδενὸς ἐπικουρίαν. (v. 651 s.) Φησὶ γὰρ «οἳ δ' οὐκ ἐδύναντο καὶ
Eustathius Philol.,Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. )“Eustathii
archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, 2
vols. in 1”, Ed. Stallbaum, G.Leipzig: Weigel, 1:1825; 2:1826, Repr.
1970.Volume 1, page 85, l. 8
εἶναι τρία ταῦτα τῇ Πηνελόπῃ τὰ εἰς ἀφορμὴν τοῦ ἱστοῦ. τὴν ἐκ τῶν
σωφρόνων γυναικῶν νέμεσιν. καὶ
τὸ ἁπλῶς ὅσιον. τὸ χρῆναι δηλαδὴ τῷ τεθνεῶτι ὁσιοῦσθαι ἐντάφιον. καὶ
τὸ μὴ ἐθέλειν ὀλέσθαι τὰ
νήματα τῇ εἰς πλέον ἀναβολῇ. ἐφ' οἷς καὶ ἐπείσθησαν οἱ ἀγήνορες. ἔνθα
καὶ ἠματίη μέν φησιν ὑφαί-
νεσκε μέγαν ἱστόν. νύκτας δ' ἀλλύεσκεν ἐπὴν δαΐδας παραθείη. ὣς
τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπει-
θεν Ἀχαιούς. ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι, καὶ τότε
δή τις ἔειπε γυναικῶν
ἣ σάφα ᾔδη. καὶ τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν. Ὣς τὸ μὲν,
ἐξετέλεσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ'
ὑπ' ἀνάγκης. Σοί δ' ὧδε μνηστῆρες ὑποκρίνονται ἵν' εἰδῇς Αὐτὸς σῷ
θυμῷ, εἰδῶσι δὲ πάντες Ἀχαιοί.
259
Νέστορος. καὶ νῦν μὲν, ἐμήσατό φησι μάλα μέγα ἔργον. μετ' ὀλίγα δὲ
ἐρεῖ, ἐκτελέσας μέγα ἔργον.
προσθεὶς ἐκεῖ ἀντὶ τοῦ μάλα τὸ, ὃ οὔποτε ἔλπετο θυμῷ. (Vers. 256.)
Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ μὲν ἔτετμεν,
ἀπὸ τοῦ τέμω γίνεται ἀφ' οὗ καὶ ἡ συντομία. ἵνα ᾖ ὡς καὶ ἐν ἄλλοις
δηλοῦται, τέμω τμῶ, καὶ ἀναδι-
πλασιασμῷ, τέτμω. ὅθεν τὸ ἔτετμεν. ἤτοι κατέλαβεν. εὗρε κατ' ἐπιτομὴν
δηλαδὴ ὁδοῦ. ποιηταῖς δὲ
μόνοις φιλεῖται ἡ λέξις. (Vers. 258.) Χυτὴ δὲ κἀνταῦθα γαῖα, χοώδης. ἡ
λυτὴ εἰς ξηρὸν χοῦν. ἀφ' ἧς
τὰ τῶν τύμβων χώματα, ἤγουν ἀναχωματισμοὶ τάφων. (Vers. 259.) Τὸ δὲ
δάπτειν, πρωτότυπόν ἐστι
τοῦ δαρδάπτειν. ὡς καὶ τὸ μαίρειν, τοῦ μαρμαίρειν. ἀπ' αὐτοῦ δὲ, καὶ
δαπταὶ αἱ μυῖαι παρὰ Λυκό-
261
πάθος καὶ ποικιλίαν οἷος αὐτὸς καὶ τὰ τοιαῦτα δεινὸς. (Vers. 515.) Ὅρα
δὲ τὸ, ἀναρπάξασα
θύελλα. ὅμοιόν τι ὂν τῷ, Ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο. (Vers. 516.) Τὸ δὲ
ἔφερεν ἐπὶ πόντον, νῦν μὲν,
ἐπὶ θυέλλης εἶπε. πρὸ βραχέων δὲ, ἐπὶ Ποσειδῶνος, ἐν τῷ, τόν δ' ἐφόρει
κατὰ πόντον. ταυτὸν γὰρ
ἐν τούτοις τὸ φέρειν καὶ τὸ φορεῖν. (Vers. 517.) ὁ δὲ ῥηθεὶς ἀγρὸς, φασὶν
οἱ παλαιοὶ ὅτι κατὰ τὸν
ἱστορικὸν Ἄνδρωνα, ὑφίσταται περὶ Κύθηρα εἶναι, ὅπου φασὶν ἡ τοῦ
Θυέστου οἴκησις. (Vers. 517.)
Τὸ δὲ ἐφαίνετο νόστος ἀπήμων, ἑρμηνεύει ὁ ποιητὴς διὰ στίχου
ἀκεραίου, τὸ μὲν νόστος, διὰ τοῦ
καὶ οἴκαδ' ἵκοντο. (Vers. 520.) Τὸ δὲ ἀπήμων, διὰ τοῦ, ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον
τρέψαν ἢ στρέψαν, ἀντὶ
τοῦ μετήλλαξαν ἀπὸ θυέλλης εἰς πνεῦμα εὐδιεινόν. ἄλλως γὰρ, ὁ τοῦ
263
ὥς πέρ ποτε καὶ ἡ Λακωνική. νῦν δέ ἐστι πυθέσθαι τοῦ χρόνου πού ποτε
τὰς πλείους ἀπήγαγεν, Ἁρ-
πυίαις κελεύσας ἀνερείψασθαι. Ὅτι δὲ κατὰ τὴν ἐπὶ Λεύκῳ ἱστορίαν
ἐδυστύχησαν καὶ ἄλλαι βασιλεῖαι,
δῆλον ἐξ ὧν καὶ Αἴγισθος ἐν τοῖς Ἀγαμέμνονος δόμοις πεπλημμέληκε.
καὶ Σθένελος δὲ ὁ Κομήτου ἐν
τοῖς τοῦ Διομήδους. θρυλοῦνται δὲ καὶ δοῦλοι ὕστερον Σκυθικοὶ τοῖς
δεσπόταις στρατευσαμένοις που
πράγματα παρασχόντες ἐν τῷ ἐπανελθεῖν. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. (Vers.
175.) Ἐν δὲ τῷ, ἄλλη
δ' ἄλλων γλῶσσα, τὴν διάλεκτον γλῶσσαν λέγει, ἐξ ὀργάνου αὐτῆς
δηλῶν τὸ ἀποτελούμενον, τὴν φω-
νήν. Ἔνθα φασὶν οἱ παλαιοὶ πλάττειν τὸν Ὀδυσσέα τὴν τῶν γλωσσῶν
ἀνάμιξιν, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ ὡς μὴ
τῇ τῶν Κρητῶν γλώσσῃ χρώμενος ἢ χαριζόμενος. Τὸ δὲ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ
ἑξῆς, ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ, ἄλλη
δ' ἄλλων γλῶσσα. εἰσὶ γὰρ ἄλλοι οἱ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ μετ' αὐτοὺς ῥηθέντες,
ἐξ ὧν συγκροτεῖται τὸ πολύ-
γλωσσον. Μυκηναίους δέ τινες ἐνταῦθα φασὶ τοὺς Ἀχαιοὺς, εἰπόντες ὡς
μετὰ τὰ Ἰλιακὰ Ταλθύβιος
265
νης. καὶ δ' αὐτοὶ τόδε ἴστε· τί με χρὴ μητέρος αἴνου; ἀλλ' ἄγε μὴ μύνῃσι
παρέλκετε, μηδ' ἔτι τόξου
δηρὸν ἀποτρωπᾶσθε τανυστύος, ὄφρα ἴδωμεν. καὶ αὐτὸς δ' ἂν ἐγώ, φησι,
τόξου πειρησαίμην. εἰ δέ
κεν ἐντανύσω διοϊστεύσω τε σιδήρου, οὐκ ἄν μοι ἀχνυμένῳ τάδε δώματα
πότνια μήτηρ λείποι ἅμ' ἄλλῳ
ἰοῦσα, (Vers. 116.) ὅτ' ἐγὼ κατόπισθε λιποίμην, οἷός τε ἤδη πατρὸς
ἀέθλια κάλ' ἀνελέσθαι, ἤγουν
οἷος ἀεθλεύειν κατὰ τὸν πατέρα. ἔφη ὁ παῖς. καὶ ἀπ' ὤμοιϊν χλαῖναν θέτο
φοινικόεσσαν ὀρθὸς ἀναΐξας,
(Vers. 119.) ἀπὸ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμων· ἔφερε γὰρ καὶ ξίφος κατά τε
ἔθος καὶ ἐπίτηδες διὰ τὸ μελε-
τηθέν. δῆλον δ' ὅτι διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν καὶ ἔγχος ἐγγὺς ἔχει, περὶ ὃ ἐν τῷ
τέλει τῆς ῥαψῳδίας βάλλει τὴν χεῖρα. οὗ ἕνεκεν καὶ παρέῤῥιψε φθάσας ὁ
ποιητὴς πρὸ ὀλίγων δύο στίχους, δηλοῦντας ὡς ἔγχος ἔχων ὁ Τηλέμαχος
ἐξῆλθεν εἰς ἀγορὰν, ξίφους ἐκεῖ μὴ μνησθεὶς, ὅ περ ἐνταῦθα κεῖται. καὶ
τέως οὕτω
μὲν ἐν τῷ, ἀλλ' ἄγετε μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνεται ἄεθλον, οὐδέν τι
περιαυτολογῆσαι προέθετο, ἐπεὶ
μηδὲ ἐχρῆν· ὁ δὲ ῥήτωρ φίλος υἱὸς ἔπαινον αὐτῆς ἐνταῦθα εἶπεν, ὃς ἦν ἂν
μεγαλοπρεπέστερος, εἴ περ
ἠρκέσθη ὁ παῖς εἰπὼν, οἵα νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ, καθὰ καὶ ἡ μήτηρ
σιγήσασα παντελῶς πλείω ἑαυτὴν
ἐσέμνυνε διὰ μόνου τοῦ, τόδ' ἄεθλον. νῦν δὲ μερικεύσας αὐτὸς καὶ
ὡρισμένως προσθέμενος τὸ, κατ'
Ἀχαιΐδα γαῖαν καὶ ἑξῆς, σμικρῦναι δοκεῖ καὶ ἀποστενῶσαι τὸν ἔπαινον.
καὶ ὅμως ἔστι νοῆσαι ἄλλως,
ὅτι ἡ σύγκρισις τῷ ῥήτορι πρὸς μόνας νῦν τὰς Ἑλληνίδας γίνεται· ὧν
πασῶν ὑπεξαίρει τὴν Πηνε-
λόπην, εἰπὼν τὸ κατ' Ἀχαιΐδα γαῖαν. αἱ γὰρ ὁποιδή ποτε Ἑλληνίδες
Ἀχαιΐδες ἂν εἶεν ὡς ἐκ μέρους
τοῦ κρείττονος. δῆλον δὲ, ὡς ὑπερτίθησι τὴν μητέρα καὶ αὐτῆς Ἑλένης
τῆς περιπύστου, εἴ περ Ἀργεία
καὶ ἐκείνη. εἰ τοίνυν πρὸς μὲν τὰς βαρβάρους ἀσύγκριτος ὡς Ἑλληνὶς
αὕτη, τῶν δὲ Ἑλληνίδων οὐδε-
μία ἐστὶ κατ' αὐτὴν, πασῶν λοιπῶν ὑπερκεῖσθαι λέγοι ἂν αὐτὴν ὁ παῖς.
(Vers. 108.) Τὸ δὲ, οὔτε
Πύλου ἱερῆς οὔτε Μυκήνης, ἐκ περισσοῦ κείσθαι δοκεῖ· συνεπινοοῦνται
267
δηλοῦσα.
τίς οὕτω, πρὸς θεῶν, ἔρωτος κρείττων, ὡς
μὴ παθεῖν τὴν ψυχήν; καὶ γὰρ εἰ μὲν ἐτύγχανε μόνος
ἐρῶν, ἴσως ἂν εἶχεν ἀδεῶς ἐναβρύνεσθαι· ἀντερῶντος δὲ
τοῦ Μυκηναίου πλείστης ἔδει θεραπείας αὐτῷ, μή ποτε
παθοῦσά τι λυπηρὸν πρὸς Ἀγαμέμνονα κλίνῃ. ἆρ' οὖν
οὕτω πικρὰν ἀτιμίαν ἤνεγκεν ἄν, εἰ μὴ πάλαι πεπεικὼς
αὑτὸν ἦν πάντα τοῖς ἄρχουσι πείθεσθαι;
Ἐξετάσωμεν τοίνυν παρ' ἄλληλα τὰ σοί τε καὶ τῷ
Μυκηναίῳ πρὸς ἐκεῖνον ὑπάρχοντα δίκαια· μὴ γάρ, εἰ
πρὸς τὸν Ἀτρέως ὤφθη τινὰ φυλάξας αἰδῶ, αὐτόθεν ἤδη
Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 10, section 2, par.67, l. 6
ὑπὲρ τὸν Ἰθακήσιον κυβερνήτην (Od V 271 – 3)· τῶι μὲν γὰρ
Ἁλικαρνασσεῖ (Herod I 8) ὦτα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν τυγχάνει,
Ἄρατος δὲ τὴν μάθησιν ἅμα τοῖς ὠσὶν ἐπιδείκνυσι τοῖς ὄμμα-
σιν. οὐ περὶ ἀστρολογίας δέ, ἀλλὰ περὶ ἀστρονομίας τὸν λόγον
ποιούμεθα, μαθήματος εὐχρήστου τῶι βίωι, δι' ὃ καὶ ἡ Μέτω-
νος γεωμετρία καὶ ἡ Πυθαγόρου φιλοσοφία. τοῦτο τὸ μάθημα
κυβερνήτην μὲν ἐν καιρῶι πεποίηκεν Ὀδυσσέα, Ἀτρέα δὲ βα-
σιλέα· ‘δείξας γὰρ ἄστρων τὴν ἐναντίαν ὁδόν’ καὶ τὴν ἄρνα
ἔλαβε τὴν χρυσῆν καὶ τὴν βασιλείαν ἀπείληφε (Eur fr 861) ‘πολυ-
χρύσοιο Μυκήνης’ (Il XI 46 al). οὐδὲ μὴν οὐδὲ Ὅμηρος τοῦ μα-
θήματος ἀμύητος, ἀλλ' οἶδε μεθ' Ἡφαίστου τὰ κατ' οὐρανὸν
ἄστρα τῆι τοῦ Ἀχιλλέως ἀσπίδι ἐγγράφειν. παρ' αὐτῶι δὲ καὶ
στρατιώτης νυκτομαχῶν τοῖς ἄστροις τὴν νύκτα μετρεῖ (Il X
252 sq.)·
ὀνομάζει.
τὴν φράσιν· ἔπειτα οὐκ ἐπιδὴν οὐδὲ μετὰ χρόνον κεράσαντες, ἀντὶ
τοῦ εὐθέως καὶ μετολίγον.
b ἡ θέμις: ὅτι ἔθος ἦν τοῖς παλαιοῖς κρατῆρα κιρνᾶν, ὅτε
μέλλοιεν καθεύδειν, καὶ τὰς γλώσσας τῶν ἱερείων ἐπιθύειν τῷ Ἑρμῇ καὶ
ἐπισπένδειν οἶνον. καὶ ἴσως φυσικῶς. ἐπεὶ γὰρ Ἑρμῆς λόγος εἶναι
παραδέδοται, ὄργανον δὲ αὐτοῦ ἡ γλῶσσα, ἥτις ὕπνου ἐπιπεσόντος ἠρε-
μεῖ, εἰκότως τῷ Ἑρμῇ αὐτὴν θύουσιν. καὶ Ὅμηρος (γ 332) ‘ἀλλ' ἄγε
τάμνετε γλώσσας’ ἀντὶ τοῦ παύετε τοὺς λόγους.
c ἡ θέμις ἐστί: Διευχίδας ἐν τοῖς Μεγαρικοῖς (fg 8 M. IV
390) ἱστορεῖ, ὅτι Ἀλκάθους ὁ Πέλοπος διὰ τὸν Χρυσίππου φόνον φυγα-
δευθεὶς ἐκ τῶν Μυκηνῶν ἤρχετο κατοικήσων εἰς ἑτέραν πόλιν. ὡς δὲ
περιέπεσε λέοντι λυμαινομένῳ τὰ Μέγαρα, ἐφ' ὃν καὶ ἕτεροι ἦσαν ἀπε-
σταλμένοι ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Μεγάρων, καταγωνίζεται τοῦτον καὶ
τὴν γλῶτταν αὐτοῦ εἰς πήραν θέμενος ἤρχετο πάλιν εἰς τὰ Μέγαρα.
καὶ ἀπαγγελλόντων τῶν ἀπεσταλμένων ἐπὶ τὴν θήραν, ὅτι αὐτοί εἰσιν
285
[484] καὶ νῦν ἕτοιμός εἰμι τἀμαυτοῦ λαβὼν στρατὸν μὲν ἔξω
τῆσδ' ἀποστεῖλαι χθονός: – B
οὐκ ἀποδίδομεν: – Mg
τοῦ ἐπιβάλλοντός σοι: –
θεῶν τῶν λευκοπώλων δώμαθ': εὐφήμως· λέγει δὲ τῶν
μελανοπώλων: – MA
Κάστορος καὶ Πολυδεύκους. ἢ Ζήθου καὶ Ἀμφίονος, ὅπερ ἄμεινον: –
MAB
οἵτινες μισοῦσί σε: – MiAg
ἐξελάσων πορθήσων· διὸ ψιλῶς ἀναγνωστέον: – MiA
292
ἄνδρα, προδώσεις τοὺς σοὺς παῖδας. ἐκβληθήσονται γὰρ τῶν οἴκων. λοι-
πὸν πρὶν ἀποπληρῶσαι τὸν λόγον διὰ μέσου φησὶ πρὸς τάδ' αὐθαδε-
στέρα γίγνου θαλάσσης: – MNAB
ἀλλ' ἴσθι μέντοι: γίνωσκε προδιδοῦσα τοὺς σοὺς παῖδας, εἰ
θανῇ: – MiNAB
εἰ ἀποθάνοις: – MiAg
μὴ μετέχοντας καὶ δεσπόζοντας τῶν οἴκων: – MiNABi
ἔσθ' ὅτε ἠθικῶς ὀμνύομεν κατὰ τῶν ἐχθρῶν, οὐ σεμνύναι
αὐτοὺς βουλόμενοι, ἀλλ' εἰρωνευόμενοι. ἢ πρὸς πλείονα ἐρεθισμὸν
κατ' ἐκείνης ὄμνυσιν, ἢ ἐπεὶ εἰώθασιν εἰρωνευόμενοι κατὰ τῶν ἐχθρῶν
ὀμνύναι· ὡς καὶ Σοφοκλῆς ἐν Μυκηναίαις [frg. 136]· ‘μὰ τὴν ἐκείνου
δειλίαν, ᾗ βόσκεται, θῆλυς μὲν αὐτὸς, ἄρσενας δ' ἐχθροὺς ἔχων’: –
MNAB
293
φυγὰς ὤν: MV 1H
post ἂν gloss. τὸν τῆς μανίας δαίμονα M int. 1H
ἔκτοθεν οὐ ῥᾳδίως· καὶ
(post sch. ad γὰρ ἀνδρὸς κακῶς πράσσοντος ἐκποδὼν φίλοι
976 scr.) τὸ δὲ συγγενὲς κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην δοῦλον
ὡς καὶ ἐν δυσκόλῳ φησὶν ὁ μένανδρος “οὐκ
294
(scholia vetera), vols. 1–5, 7”, Ed. Erbse, H.Berlin: De Gruyter, 1:1969;
2:1971; 3:1974; 4:1975; 5:1977; 7:1988.Book of Iliad 1, verse 225c, l. of
scholion 9
Nic. βάσκ' ἴθι οὖλε ὄνειρε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν: στι-
κτέον κατὰ τὸ τέλος τοῦ στίχου· περίοδον γὰρ αὐτοτελῆ ὁ στίχος
ἔχει, καὶ τὸ πρέπον τῆς ἐγκελεύσεως διὰ τοῦ ἀσυνδέτου φαίνεται. A Aext
ex. ἐλθὼν ἐς κλισίην: ἀσύνδετος καὶ ἀρχοντικὸς ὁ λόγος. b
(BCE3)T
ex. πάντα μάλ' ἀτρεκέως: διδάσκει τοὺς ἀγγέλους μὴ πε-
ρισσὸν τῶν ἀκουομένων περιεργάζεσθαι.
Ariston. ἀγορευέμεν: ὅτι ἀπαρεμφάτῳ χρῆται ἀντὶ προστακτι-
κοῦ, ἀγορευέμεν ἀντὶ τοῦ ἀγόρευε. Aim
ex. ἀγορευέμεν: Ἀττικῶς· “φάσκειν Μυκήνας” (Soph. El.
9). ἐπιτέλλω δὲ ἀντὶ τοῦ ἐπιστέλλω. T
Hrd. | ex. θωρῆξαί ἑ: ἐγκλιτέον τὴν ἕ. θωρής-
σεσθαι καὶ κορύσσεσθαι ἀπὸ τῶν ἡγεμονικῶν, ὡς “ὄμματα καὶ κεφαλήν,/
Ἄρεϊ δὲ ζώνην” (cf. Β 478 – 9). καὶ ὁπλίζεσθαι δέ πού (cf. Η 417 al.)
φησιν ὁ ποιητής.
297
ἀντὶ γενικῆς
ex. δαιτὸς ἐΐσης / λοιβῆς τε – ἡμεῖς: καὶ αὐτοῖς
γὰρ ἐμέριζον οἱ θύοντες, “καὶ Ἑρμῇ, Μαιάδος
υἱεῖ” (ξ 435). T καλῶς δὲ προαναγινώσκει νόμον εὐσεβείας. ἵνα δὲ
μὴ δοκῇ ἐπ' ὀλίγοις ἀγάλλεσθαι, φησίν· τὸ γὰρ λάχομεν γέρας
ἡμεῖς (49).
ex. κνίσης {τε}: ἡ κνῖσα τῇ ἀναθυμιάσει τῆς γῆς ἔοικε τῶν σω-
μάτων καιομένων. T
ex. ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς: ἐκτίθεται τὴν αἰτίαν τῆς περὶ τοὺς Ἕλληνας
σπουδῆς· ἀγνοεῖ οὖν τὴν κρίσιν. T
ex. ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς – Μυκήνη: διὰ τί ὁ μὲν Ζεὺς
μίαν, ἡ δὲ Ἥρα τρεῖς φησιν ἔχειν πόλεις φιλτάτας,
καὶ ἡ μὲν Ἑλληνίδας, ὁ δὲ βάρβαρον; ἔδει γὰρ τὰς κρείσσονας τὸν
βασιλέα τῶν θεῶν ἔχειν φιλτάτας. b(BCE3E4) ῥητέον δὲ ὅτι
εὐπρεπῆ βουλόμενος περιθεῖναι αὐτῇ τὴν αἰτίαν τῆς ὀργῆς ὁ ποιητής,
καὶ οὐχ ἣν ὁ μῦθος ἀναπλάττει, ὡς ἄρα διὰ τὸ μὴ προτιμηθῆναι τῆς
Ἀφροδίτης ἐπὶ τῇ κρίσει τοῦ κάλλους τοῖς Τρωσὶν ἐχαλέπαινεν, ἐπίτη-
δες ταύτας φησὶν αὐτὴν τὰς πόλεις φιλεῖν, περὶ ἃς τὸ ἀδίκημα τὸ κατὰ
τὴν Ἑλένην γέγονεν, Ἄργος τε Σπάρτη τε
(52). T σύμψηφα δὲ τούτων κἀκεῖνα, ἐν οἷς αὐτὴν ποιεῖ λαμ
ἐπὶ τῇ τοῦ κάλλους κρίσει. ὁ δὲ Ζεὺς μίαν πόλιν λέγων φιλεῖν ἐξαίρει
τὴν χάριν· οὐχ οὕτω γὰρ ὁ ἀπὸ πολλῶν διδούς τι θαυμάζεται ὡς ὁ
ἀπὸ ὀλίγων. ὥστε ἀμφότεροι ῥητορικῶς κατασκευάζουσιν· ἡ μὲν γὰρ
πολλὰς ἀντὶ μιᾶς προήσεσθαί φησιν, ὁ δὲ τὴν μίαν, ἣν καὶ μόνην ἔχει,
χαριεῖσθαι. b(BE3E4)T
Ariston. Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη: ὅτι
τούτων τῶν πόλεων ἕνεκα συνεμάχουν τοῖς Ἕλλησιν, οὐ διὰ τὸ
ἀποκεκρίσθαι ὑπὸ Ἀλεξάνδρου τὸ κάλλος αὐτῶν, ὅπερ οὐκ οἶδεν
Ὅμηρος. A
Hrd. {τὰς} διαπέρσαι: πρὸ τέλους ἡ ὀξεῖα τοῦ διαπέρσαι,
ἵν' ᾖ ἀπαρέμφατον ἀντὶ προστακτικοῦ. A
ex. (?) διαπέρσαι: ἀντὶ τοῦ πέρσον. Til
ex. τὰς διαπέρσαι ὅτ' – περὶ κῆρι: δείκνυσι τῶν
ὀργιζομένων τὸ ἦθος ἀλόγιστον, οἳ πόθῳ τῶν παρὰ χεῖρα τῶν
μειζόνων ἀμελοῦσιν. A b (BCE3E4)T διὰ δὲ τοῦ περὶ κῆρι ἐμφαί-
νει περὶ τῶν Τρώων, ὡς ὁμοίως αὐτῇ μισοῦνται ὡς
οὐκ ἀποδοκιμάζει μέντοι τὴν ἑτέραν ὁ Ἀλεξίων· καὶ ἡμῖν οὕτως δο-
κεῖ. A
διχῶς, καὶ “θεοῖσι δέ” καὶ θεοῖς ἰδέ. Aim
διχῶς δὲ θεοῖς ἰδὲ χεῖρας καὶ “θεοῖσι δὲ χεῖρας”. T
λαοὶ δ' ἠρήσαντο θεοῖς ἰδὲ χεῖρας ἀνέσχον: ἡδέα
καὶ Ἑλληνικὰ ἀγωνιᾶν τοὺς Ἕλληνας περὶ εὐδοξίας.
ex. ἢ Αἴαντα λαχεῖν – Μυκήνης: τάξιν ἡ εὐχὴ
ἔχει, τὸν πρῶτον κατ' ἀλκὴν καὶ τὸν δεύτερον καὶ τὸν τρίτον κατα-
λέγουσα.
ex. λαχεῖν: λείπει τὸ δός. Til
Ariston. Μυκήνης: ὅτι ἀλλαχοῦ (sc. Β 569. Δ 376) πληθυντικῶς
Μυκήνας. Aint
ex. | D πάλλεν δὲ Γερήνιος: ὡς μὴ κακουργηθῆναί τι περὶ τὸν
κλῆρον· πιστότατος γάρ. | τὸ δὲ πάλλεν ἀντὶ τοῦ
ἐκλήρου. T
Ariston. ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης: ὅτι ἀνέσειον τοὺς κλήρους,
οὐκ ἐξῃροῦντο, ὡς ἡμεῖς νῦν. Aim
ex. ὃν ἄρ' ἤθελον αὐτοί: πιθανῶς εἴρηται τοῦτο, εὐχῆς
γὰρ τὸ ἔργον ἦν, καὶ κεχαρισμένως τῷ ἀκροατῇ. b(BCE3E4)
Hrd. ἐνδέξια: ὅταν ἀντὶ ἐπιρρήματος ᾖ, ἀντὶ τοῦ ἐπιδεξί-
ως ἐνδέξια, τρίτη ἀπὸ τέλους ἡ ὀξεῖα.
Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 11, verse 46, l. of scholion 1
Ariston. εἵλετο δ' ἄλκιμα δοῦρε: ὅτι καὶ ἐπὶ τῆς Ἀλεξάνδρου μο-
νομαχίας (sc. Γ 18) τὸ ὅμοιον. A
Ariston. {ὀξέα·} τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ' αὐτόφιν οὐρανὸν εἴσω:
ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ εἰς οὐρανόν. καὶ ὅτι, ὅταν ἐπ' Ἀχιλλέως λέγῃ
“ὣς τοῦ χαλκὸς ἔλαμπε” (Χ 32), νοητέον ἀπὸ τοῦ δόρατος τὴν λαμ-
πηδόνα ἀνταυγεῖν· τὰ γὰρ ἄλλα χρυσᾶ εἶχεν. A
Ariston. {λάμπ'} ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν: ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκει-
ται τὸ γ. τὸν δὲ “δοῦπον” (Δ 455 al.) οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον. A
303
Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 11, verse 46, l. of scholion 2
πρὸς αὐτοὺς πρῶτον μὲν ἐκεῖνο εἰπεῖν ὅτι οὐχ ἁπλῶς τὰ εἰς ης, ἀλλὰ
τὰ εἰς της λήγοντα τὴν προειρημένην ἀναδέχεται κλίσιν. ἔπειτα πολλά
ἐστι διχῶς κεκλιμένα· τὸ γοῦν Μύνης ὁ μὲν ποιητὴς περιττοσυλλά-
βως ἔκλινεν, “πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος” (Τ 296), ὁ δὲ Σο-
φοκλῆς (fr. 40 N.2 = 43 P. = 43 R.) ἰσοσυλλάβως· “Μύνου τ' Ἐπιστρόφου
γε”. μύκητά τε καὶ μύκην, εἰ καὶ πολλὰ σημαίνει ἡ λέξις. καὶ ὅτι οὐ τὸ
μέτρον αἴτιόν ἐστι, δῆλός ἐστιν Ἑκαταῖος (FGrHist 1, 22) οὕτως
κλίνας· φησὶ γάρ· “καὶ ἐπαφήσας τὸν κολεὸν τοῦ ξίφεος, τὸν μύκην
εὗρεν ἀποπεπτωκότα”· ὁ δὲ Ἄρατος περιττοσυλλάβως ἔκλινεν· “ἢ
λύχνοιο μύκητες ἀγείρονται περὶ μοῖραν” (Phaen. 976). καὶ μήποτε
ταῦτα συναγωνίζεται τῷ Ἀριστάρχῳ· καὶ γὰρ ταῦτα διχῶς κλιθέντα
οὐ μετέβαλε τὸν τόνον, οἷς ὅμοιον δύναται εἶναι καὶ τὸ Μέγης. A
{μέγην τε:} Ἀρίσταρχος μὲν βαρύνει τὸ Μέγην
τὸν Δωριέα, καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα, καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιά-
την. τότε δὴ Μενέλαος τῇ προνοίᾳ τῆς Ἑλένης ἀνέθηκεν ὅρμον
Ἀθηνᾷ. τὸν δὲ Δημόδοκον εἰς Μυκήνας λαβὼν Ἀγαμέμνων ἔταξε
τὴν Κλυταιμνήστραν τηρεῖν. ἐτίμων δὲ λίαν τοὺς ᾠδοὺς ὡς διδασκά-
λους τῶν τε θείων καὶ παλαιῶν ἀνδραγαθημάτων, καὶ τῶν ἄλλων ὀρ-
γάνων πλέον τὴν λύραν ἠγάπων. δηλοῖ δὲ καὶ Κλυταιμνήστρα τὴν
ἅμα τῷ Ὀδυσσεῖ ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς τὸν θεὸν ἤρετο περὶ τῆς μελ-
λούσης ἔσεσθαι εἰς Ἴλιον στρατείας. τότε δὴ καὶ τὸν ἐνναετηρικὸν
τῶν Πυθίων ἀγῶνα ἀγωνοθετεῖ Κρέων, ἐνίκα δὲ Δημόδοκος Λάκων
μαθητὴς Αὐτομήδους τοῦ Μυκηναίου, ὃς ἦν πρῶτος δι' ἐπῶν γράψας
τὴν Ἀμφιτρύωνος πρὸς Τηλεβόας μάχην καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνός τε
καὶ Ἑλικῶνος, ἀφ' ὧν δὴ καὶ τὰ ἐν Βοιωτίᾳ ὄρη προσαγορεύεται· ἦν
δὲ καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου, ὃς ἐδίδαξεν αὐτόν τε τὸν
Μυκηναῖον Αὐτομήδην, καὶ Λικύμνιον τὸν Βουπράσιον καὶ Σίνιν, καὶ
308
τὸν Δωριέα, καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα, καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιά-
την. τότε δὴ Μενέλαος τῇ προνοίᾳ τῆς Ἑλένης ἀνέθηκεν ὅρμον
Ἀθηνᾷ. τὸν δὲ Δημόδοκον εἰς Μυκήνας λαβὼν Ἀγαμέμνων ἔταξε
τὴν Κλυταιμνήστραν τηρεῖν. ἐτίμων δὲ λίαν τοὺς ᾠδοὺς ὡς διδασκά-
λους τῶν τε θείων καὶ παλαιῶν ἀνδραγαθημάτων, καὶ τῶν ἄλλων ὀρ-
γάνων πλέον τὴν λύραν ἠγάπων. δηλοῖ δὲ καὶ Κλυταιμνήστρα τὴν
εἰς αὐτὸν τιμήν· οὐ γὰρ φονεύειν, ἀλλ' ἀφορίζειν αὐτὸν ἐκέλευσε.
Τιμόλαος δὲ ἀδελφὸν αὐτόν φησιν εἶναι Φημίου, ὃν ἀκολουθῆσαι τῇ
Πηνελόπῃ εἰς Ἰθάκην πρὸς παραφυλακὴν αὐτῆς· διὸ καὶ βίᾳ τοῖς
μνηστῆρσιν ᾄδει. E.H.M.Q.R. τοσοῦτον δὲ καὶ πρὸς τὰ πολιτικὰ
διέτεινεν ἡ τῶν κιθαρῳδῶν μουσικὴ ὡς τῶν Σπαρτιατῶν τὴν πόλιν
ὠφελεῖσθαι λέγουσιν ὑπὸ τούτων τῶν ἀνδρῶν τὰ μέγιστα καὶ πρὸς
ὁμόνοιαν καὶ πρὸς τὴν τῶν νόμων φυλακήν. ὡς καὶ τὴν Πυθὼ,
Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (= D scholia) Book of Iliad 20, verse 67, l.
of scholion 22
ἆθλον εὐθέως
ἐτελεύτησεν:
Ἐκ τοῦ πρήθω τὸ καίω τὸ ἔπραθον γίνεται. ἐπακολουθεῖ γὰρ τοῖς
φονευθεῖσι καὶ τῷ θανάτῳ προσομιλήσασι τὸ καυθῆναι κατὰ τὸ σύνηθες:
Ἀμφιτρύωνα προσκαλεσάμενος ὁ ἠλεκτρυὼν εἰς βοήθειαν, ὅτε ὁ πρὸς
ταφίους ἦν αὐτῷ πόλεμος, τὴν αὐτοῦ θυγατέρα ἀλκμήνην τούτῳ
κατεγγυᾶται. ὁ δὲ
κατά τινα τύχην [ἄκων] αὐτὸν ἀπέκτεινε, καὶ τὰς Μυκήνας ἀφεὶς εἰς
θήβας φυγὼν
μετῴκησεν:
Ἡ ἀλκμήνη, φησί, μιγεῖσα τῷ διῒ καὶ τῷ ἀμφιτρύωνι, ἔτεκεν ἐν μιᾷ
ὠδῖνι, ἤτοι ἐν ἑνὶ τόκῳ, σθένος διδύμων υἱῶν κρατησίμαχον, ἤγουν
πολεμικωτάτην
δύναμιν, ἤτοι ἰσχυροτάτους υἱούς:
Τὸ κωφὸς εἶπεν, ἐπειδὴ ὁ μὴ ἀκηκοὼς περὶ τῶν προσόντων τινὶ καλῶν
οὐδὲ εἰπεῖν τι περὶ τούτου δύναται καὶ ἐπαινέσαι αὐτόν.
ἐπιμέμναται δὲ
γράφε, μὴ ἀεὶ μέμναται. οὕτω γὰρ ἔχει τὸ κῶλον ὀρθῶς, οὐκ ἐκείνως:
Ὁ λόγος ἔοικε παρὰ τοῦ ὑμνουμένου λέγεσθαι πρὸς τὸν ἡρακλέα καὶ
ἰφικλέα. φησὶ γάρ· παθὼν ἐσθλόν τι καὶ ἀγαθὸν τέλειον καὶ πληρέστατον
ἐπ' εὐχῇ,
ΕΙΣ ΗΛΕΚΤΡΑΝ.
ΑΛΦΕΙΟΥ ΜΙΤΥΛΗΝΑΙΟΥ
ΜΟΥΝΔΟΥ ΜΟΥΝΑΤΙΟΥ
ΜΟΥΝΔΟΥ ΜΟΥΝΑΤΙΟΥ
The Panagia Houses at Mycenae- Σελίδα 16- Ione Mylonas Shear - 1987 -
Elsewhere at Mycenae, this type of construction has been noted, as for
example in the west wall of the House of Sphinxes, E. French, Mycenae
Tablets III. 33, and outside of Mycenae, it can be seen in the construction
of the west wall of the ...
The Mycenae Tablets Iv- Τόμος 3 - Σελίδα 38- John Chadwick - 1963 - -
Well Built Mycenae: The service areas of the cult centreElizabeth Bayard
French, W. D. Taylour, William Taylour - 2007 - These are a remarkable
addition to our knowledge of Mycenaean pottery, whether for comparative
studies of style and decoration or for questions of function.
The Tomb of Agamemnon: Mycenae and the Search for a Hero- Cathy
Gere - 2011 - - Gere takes us from the Cult of the Hero that sprung up in
the shadow of the great burned walls in the eighth century BC, to
Agamemnon's twentieth-century reincarnation as an Aryan military
genius and to the distinctly anti-heroic ...
The 'spice' Tablets of Cnossos, Pylos and Mycenae- Arthur James Beattie
- 1958 -
Troy, Crete, & Mycenae- Robert Byrne - 1969 - Among the topics covered
in this volume are the geography of the ancient Aegean world, Troy and
the wooden horse, the siege of Troy, the graves, tombs, and treasures of
Mycenae, the Cretan religion, Cretan frescoes, Cretan writing, and the ...
Minoan Weights and Mediums of Currency, from Crete, Mycenae ...- Sir
Arthur Evans - 1906 -
unpublished, for the large cemetery which stretched around the citadel hill
at Mycenae, outside the early walls.
The Engraved Gems of Classical Times- Σελίδα 18- John Henry Middleton
- 1891 - - iS MYCENAE SIGNETS [CHAP. II. Mycenae gems. Forms of
Island gems. Plate I. Pebble gems. unlike the vigour of the figures of
Assyrian style on other works of art from Mycenae. Though sunk on a gold
bezel, the design is sharply cut with ...
Hissarlik the Homeric poets knew of a fortified city, and that that city was
wasted by a victorious enemy. This historical sketch of the discovery is
necessary before we ...
Ancient Greece: Art, Architecture, and History- Σελίδα 18- Luca Mozzati,
Marina Belozerskaya, Stefano Peccatori - 2004 - - Mycenae: The Mighty
Fortress M ycenae, the home of Homeric heroes, assumed a commanding
position in the Aegean through trade and war. The ancestors of
Agamemnon inhabited the palace at the heart of the citadel. Unlike the
sprawling ...
A. D. Moore - 1988 -
The Anatolian: A Novel of the Ancient Middle East- Dr. Edward
Grochowski - 2009 - - There he learned that soon after Horem's baby was
born, his Mycenae mother returned to her country accompanied by the
ambassador. Muwatallis had sent a royal document written in an early form
of the Greek language to the Mycenae king ...
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Wace 1953: Wace A., Hood. S., “Mycenae 1939-1952. Part IV. The
Epano Phournos Tholos Tomb”, BSA 48, 1953, σ. 69-83.
Wace 1955: Wace A., Mycenae 1939-1954. Part III. Notes on the
Construction of the “Tomb of Clytemnestra”, BSA 50, 1955, σ., 194-198,
πιν. 32-35.
Αναστάσιος Ορλάνδος 1978: Αναστάσιος Ορλάνδος: ο άνθρωπος και το
έργον του. Αθήναι: Ακαδημία Αθηνών (1978).
Βασιλάκου Ν., Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν
Αρχαιολογικής Εταιρείας 152, Αθήνα 1995
Βασιλικού Ντ., Μυκηναϊκός πολιτισμός, Αθήνα 1995
Βλαχόπουλος A .Γ. (επιμ.),
Αρχαιολογία - Νησιά του Αιγαίου (Αθήνα 2006)
Αρχαιολογία - Εύβοια και Στερεά Ελλάδα (Αθήνα 2008)
Αρχαιολογία - Πελοπόννησος (Αθήνα 2012)
Δημακοπούλου Κ. (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε αιώνες
πρώιμου Ελληνικού πολιτισμού 1600-110 π.Χ., Αθήνα 1988
Δημακοπούλου Κ. (επιμ.), Τροία, Μυκήνες, Τίρυνς, Ορχομενός. Εκατό
χρόνια από το θάνατο του Ερρίκου Σλήμαν, Αθήνα 1990
Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος-Πέντε Αιώνες
πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού 1600-
Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.), Τροία, Μυκήνες, Τίρυνς, Ορχομενός.
Ερρίκος Σλήμαν, 100 χρόνια από τονθάνατό του. (Κατάλογος Έκθεσης
ΕΑΜ), Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1990
Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1997
Η ανακάλυψη της μυκηναϊκής Πελοποννήσου μέσα από τον ελληνικό
εθνικό Τύπο (δεκαετία 1830-δεκαετία 1920)
Ιακωβίδης, Σ. Ε., Μυκήνες-Επίδαυρος-Αργος-Τίρυνς-Ναύπλιον,
(οδηγός), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1995
Κτενάς 1915: Κτενάς Χ., «Περί της στερεώσεως των αρχαίων μνημείων
Μυκηνών», ΑΔ 1915, Παράρτημα, σ. 53-54.
Μαρινάτος 1953-54: Μαρινάτος Σπ., «Μικραί έρευναι εν Μυκήναις»
ΑΕ, 1953-54 Ι, σ. 9-24.
Μοuntjoy P., Mυκηναϊκή γραπτή κεραμική: οδηγός ταύτισης, Αθήνα 1998
343
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ
Μυκηναίου, 23, 28, 29, 63, 78, 80, 164, 180, 181, 186, 189, 191, 202, 223, 224,
165, 166, 184, 261, 272, 273, 274, 276, 226, 227, 231, 234, 238, 239, 240, 251,
278, 306, 307 255, 256, 259, 260, 267, 281, 292, 294,
Μυκηναίους, 21, 29, 32, 58, 81, 96, 104, 298, 299, 305, 306, 311, 316, 317, 318,
105, 106, 139, 197, 244, 245, 264 321, 329, 330, 331, 332
Μυκήναις, 23, 24, 27, 28, 33, 34, 42, 64, Μυκήνῃ, 200
71, 72, 76, 79, 100, 101, 109, 115, 116, Μυκήνηθεν, 18, 91, 112, 121, 174, 225,
130, 132, 137, 138, 153, 168, 169, 175, 252, 253, 302
178, 185, 186, 193, 196, 216, 267, 272, Μυκήνηισι, 77
285, 289, 290, 292, 303, 305, 316, 331, Μυκήνην, 41, 42, 44, 51, 149, 173, 175,
342, 343 192, 213, 214, 240, 251, 269, 270, 289,
Μυκηναίων, 8, 15, 19, 20, 21, 22, 24, 25, 290, 295, 299, 300, 303, 312, 318, 319,
26, 28, 31, 32, 33, 37, 38, 42, 43, 44, 45, 324, 325, 326, 328, 329, 331
46, 48, 49, 59, 60, 65, 66, 67, 69, 78, 83, Μυκήνην τειχίσαντες, 295
85, 86, 92, 95, 96, 98, 99, 111, 112, 114, Μυκήνης, 16, 17, 18, 41, 43, 45, 46, 90,
115, 116, 130, 136, 144, 147, 167, 176, 91, 93, 94, 122, 135, 140, 162, 163, 173,
179, 183, 203, 204, 205, 206, 207, 208, 174, 176, 177, 188, 189, 190, 194, 205,
209, 213, 215, 216, 233, 240, 241, 242, 207, 209, 210, 215, 225, 226, 228, 232,
258, 286, 287, 288, 290, 291, 320, 327, 233, 241, 242, 243, 250, 251, 254, 255,
331 261, 263, 265, 266, 282, 296, 297, 300,
Μυκηναίων πόλει, 43, 44, 206 301, 303, 309, 310, 316, 317, 326, 327,
Μυκήνας, 17, 18, 19, 21, 22, 24, 27, 30, 329, 330
33, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 48, 49, Μυκηνίδα, 29, 80, 235, 236
51, 52, 53, 57, 60, 61, 62, 72, 74, 82, 85, Μυκηνίδας, 55, 133, 288, 289
88, 90, 102, 105, 106, 107, 108, 110, Μυκηνίδες, 26, 29, 68, 82, 188, 288, 289
111, 112, 113, 117, 118, 120, 121, 127, Μυκηνίς, 118, 229, 230
128, 129, 130, 132, 133, 135, 139, 140, Μυκηνών, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 12, 14, 342, 343
142, 146, 148, 150, 151, 153, 157, 158, Μυκηνῶν, 20, 21, 23, 26, 34, 35, 38, 40,
159, 160, 165, 166, 168, 169, 173, 181, 54, 55, 56, 57, 62, 69, 73, 84, 99, 120,
182, 187, 191, 195, 199, 200, 201, 203, 122, 139, 140, 141, 144, 146, 154, 155,
211, 212, 217, 218, 219, 236, 237, 238, 156, 161, 162, 163, 168, 169, 170, 177,
239, 240, 244, 245, 246, 247, 248, 249, 178, 179, 196, 197, 210, 212, 219, 221,
261, 262, 268, 269, 270, 282, 285, 286, 222, 223, 228, 230, 231, 237, 238, 264,
287, 288, 289, 296, 297, 299, 300, 301, 265, 271, 278, 279, 281, 283, 284, 297,
305, 307, 308, 310, 313, 314, 315, 316, 308, 312, 313, 314, 315, 319, 320, 322,
317, 322, 323, 324 324, 325, 326, 332
Μυκῆνας, 123 Ομήρου Ιλιάδα, 17, 18, 19
Μυκηνάων, 47 Πύλη των Λεόντων, 6, 8, 9, 12
Μυκηνέα, 135, 136, 137 Σλήμαν, 5, 8, 10, 11, 12, 342
Μυκήνες, 4, 5, 6, 7, 9, 10, 11, 14, 342, Σοφοκλής, 8, 30, 31, 85, 86, 87, 88
343 Τίρυνθα, 5, 7, 51, 145, 153, 268, 313, 343
Μυκηνέως, 120, 121, 229, 238 Τίρυνθά, 88
Μυκήνη, 4, 8, 16, 17, 89, 93, 119, 124,
125, 135, 140, 152, 164, 170, 171, 172,
346