Οδυσσέας Γκιλής. Mykhnai. Αποσπάσματα Απο Αρχαία Κείμενα. Θεσσαλονίκη 2019

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 346

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

MYKHNAI

Απόσπασματα από αρχαία κείμενα

Θεσσαλονίκη 2019
2
3

Περιεχόμενα

Από τη Βικιπαίδεια. Οι Μυκήνες (Μυκήναι, Μυκήνη). ........................................................... 4


Ονομασία ............................................................................................................................... 5
Ιστορία ................................................................................................................................... 6
Νεολιθική και μέση εποχή χαλκού .................................................................................... 6
Ύστερη εποχή του χαλκού ................................................................................................ 7
Δωρική Κάθοδος ............................................................................................................... 7
Οι Μυκήνες στην Ελληνική μυθολογία και μύθους ............................................................. 7
Περσείδες .......................................................................................................................... 7
Ατρείδες ............................................................................................................................ 8
Σημερινή κατάσταση ............................................................................................................. 9
Παραπομπές .......................................................................................................................... 9
Από τη Βικιπαίδεια, Ο Ερρίκος Σλήμαν. ................................................................................. 10
Η ζωή του ............................................................................................................................ 10
Ιθάκη - Τροία - Μυκήνες .................................................................................................... 11
Η κριτική ............................................................................................................................. 12
Σημειώσεις........................................................................................................................... 12
Παραπομπές ........................................................................................................................ 12
Βιβλιογραφία ....................................................................................................................... 13
Από τη Βικιπαίδεια, Η κύρια είσοδος της ακρόπολης των Μυκηνών .................................... 14
Από τη Βικιπαίδεια, Ο Οίκος των Ατρειδών ........................................................................... 15
 Η Μυθολογία ............................................................................................................... 15
Χρονολογικά ........................................................................................................................... 16
Κατά συγγραφέα ..................................................................................................................... 47
Αποσπάσματα από βιβλία .................................................................................................... 333
4

Ενδεικτική βιβλιογραφία ..................................................................................................... 340


ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ .......................................................................................................................... 344

Πύλη των λεόντων

Λεξικόν ιστορίας και γεωγραφίας. Μετ. Ηλία Ι. Οικονομόπουλου. Τόμος


2ος. Εν Αθήναις 1900΄. Μυκήναι αρχαία πόλις της Πελοποννήσου ου
μακράν του Άργους. Καθέδρα του Ευρυσθέως και του Αγαμέμνονος
περίφημος δια τα Κυκλώπεια τείχη της... Μυκήνη θυγ. Του ΄Ναχου εξ ης
ωνομάσθη η πόλις Μυκήνη.

Από τη Βικιπαίδεια. Οι Μυκήνες (Μυκήναι, Μυκήνη).

Από τη Βικιπαίδεια. Οι Μυκήνες (Μυκήναι, Μυκήνη) ήταν αρχαία πόλη


της Αργολίδας κοντά στο βουνό Τρητός κι απέναντι απ' τον Αργολικό
κόλπο. Ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών βρίσκεται περίπου 90
χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αθήνας, στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.

Κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού, οι Μυκήνες ήταν ένα από τα


μεγαλύτερα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, αποτελώντας ένα ισχυρό
στρατιωτικό φρούριο που δέσποζε στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας
Ελλάδας. Η περίοδος της ελληνικής ιστορίας μεταξύ 1600 π.Χ. έως
5

περίπου το 1100 π.Χ. ονομάζεται «μυκηναϊκή», αναφερόμενη στις


Μυκήνες. Στο απόγειο της δόξας τους, το 1350 π.Χ., το κάστρο και η κάτω
πόλη είχαν 30.000 κατοίκους και ήταν έκτασης 32 εκταρίων.[1] Πρώτος ο
Όμηρος αναφέρει την πόλη περιγράφοντάς την με τα λόγια «ευρυάγυιαν,
Πολύχρυσον».

Ονομασία

Παρότι το οχυρό κτίστηκε από Έλληνες, η ονομασία «Μυκήνες» δεν


θεωρείται ελληνική αλλά μάλλον αποτελεί προελληνικό τοπωνύμιο, το
οποίο υιοθετήθηκε από τους επήλυδες Έλληνες.[2][3] Σύμφωνα με τον
Παυσανία, ο Περσέας έκτισε τις Μυκήνες στην Τίρυνθα και τους έδωσε
αυτό το όνομα είτε διότι του έπεσε εκεί ο «μύκης» (θήκη) απ' το ξίφος
του[4] είτε ενώ διψούσε, βρήκε ένα μύκητα (δηλαδή ένα μανιτάρι) και
τραβώντας τον είδε να υπάρχει η πηγή Περσεία, που υπάρχει και σήμερα.

Τούτο παρακίνησε τον Ερρίκο Σλήμαν να σκάψει την ακρόπολη των


Μυκηνών, όπου βρήκε τους γνωστούς κάθετους λακκοειδείς τάφους,
διάφορα αγγεία σπάνιας τέχνης, δείγματα Μυκηναϊκού πολιτισμού που
αναπτύχθηκε με κέντρο τις Μυκήνες από τα 1600 π.Χ.- 1100 π.Χ. Το έργο
του Σλήμαν συνέχισε από το 1888 ο Χρήστος Τσούντας, η συστηματική,
σχεδόν επί εικοσαετία, σκαπάνη του οποίου έφερε στο φως το ανάκτορο
στην κορυφή της ακρόπολης, καθώς και πλήθος θαλαμοειδών τάφων στην
ευρύτερη περιοχή. Το έργο του Σλήμαν και του Χρήστου Τσούντα
συνέχισε επάξια ο Άλαν Γουέις (A. Wace), διευθυντής της Βρετανικής
Αρχαιολογικής Σχολής, που από τα 1919 έως τα 1955, συστηματοποίησε
τα έως τότε δεδομένα, εμπλούτισε την έρευνα, τα ευρήματα και τη γνώση
του χώρου και του πολιτιστικού του ιδιώματος. Άξιοι συνεχιστές της
επιστημονικής παρακαταθήκης των προηγουμένων, οι Γουίλιαμ Τέιλορ
(Lord William Taylour), η έρευνα του οποίου έφερε στο φως το
Θρησκευτικό Κέντρο στην κάτω δυτική πλαγιά του τειχισμένου λόφου,
του Ιωάννη Παπαδημητρίου ο οποίος έφερε στο φως τον Ταφικό Κύκλο
Β, ο Γεώργιος Μυλωνάς που ως διευθυντής ανασκαφών της
αρχαιολογικής εταιρείας για 30 περίπου χρόνια διεκπεραίωσε το πλέον
σημαντικό ανασκαφικό έργο στην ακρόπολη των Μυκηνών,
αποκαλύπτοντας εκτεταμένα οικιστικά συγκροτήματα, όπως οι βόρειες
αποθήκες, η βορειοδυτική και νοτιοδυτική συνοικία, συμβάλλοντας στην
κατανόηση της οργάνωσης και χρήσης του χώρου σ' ένα μοναδικό
ανακτορικό συγκρότημα, όπως των Μυκηνών. Επιπλέον, η συμβολή του
Σπ. Ιακωβίδη αλλά και της Φρενς (E. French) την τελευταία τριακονταετία
κεφαλαιοποιεί την σχεδόν επί έναν αιώνα συναρπαστική και ατέρμονη του
Μυκηναϊκού πολιτισμού.
6

Τέλος, σημαντική είναι η προσφορά διαχρονικά της Διεύθυνσης


Αναστήλωσης, αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έφερε σε πέρας το
δύσκολο έργο της αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής μορφής του
ανακτορικού συγκροτήματος και της αίθουσας του θρόνου (εστία), της
θόλου του τελευταίου μνημειώδους θολωτού τάφου που χτίστηκε στις
Μυκήνες, γνωστού ως της Κλυταιμνήστρας-γυναίκα του -αλλά και των
τειχών. Το 1962, ανακαλύφθηκε πλήθος ευρημάτων στην Ακρόπολη των
Μυκηνών[5]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Αρχαιολογική Εταιρεία
προχώρησε στην αναστήλωση και διάσωση του θολωτού τάφου, γνωστού
ως Αιγίσθου αλλά και του σημαντικού κτιριακού συγκροτήματος στα
δυτικά της τειχισμένης ακρόπολης, της συνοικίας του λαδέμπορα. Από το
2000 έως και σήμερα, το ΥΠ.ΠΟ και το ταμείο διαχείρισης πιστώσεων για
την εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.) συνεχίζει το έργο της
συντήρησης, στερέωσης και ανάδειξης της ακρόπολης και των μνημείων
του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου των Μυκηνών, με στοχευμένες
επεμβάσεις που αποσκοπούν στη διάσωση του μοναδικού αυτού μνημείου
της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η δημιουργία ενός
εκτεταμένου δικτύου προσβάσεων εντός κι εκτός της ακρόπολης των
Μυκηνών, η ανάδειξη της αυλής και της εστίας του ανακτόρου, η
διάσωση των μοναδικών αποθηκευτικών πίθων των βόρειων αποθηκών, η
αποκατάσταση και ενίσχυση των τοιχοδομιών των επί ένα αιώνα
εκτεθειμένων οικιστικών και ανακτορικών καταλοίπων,η ανάδειξη του
ταφικού κύκλου Β και του θολωτού τάφου των Λεόντων καθώς κι η
κατασκευή απαραίτητων υποδομών στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο
συμβάλλουν στην αρμονική, επιμορφωτική και διαλεκτική σχέση με τον
ολοένα αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών απ' όλο τον κόσμο.

Ιστορία
Νεολιθική και μέση εποχή χαλκού
Τα Κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών

Η ακρόπολη των Μυκηνών κατοικούταν από την πρώιμη νεολιθική έως


και την πρώιμη και μέση ελλαδική περίοδο. Το1877-1878 ανακαλύφθηκαν
από τον Σταματάκη στον Ταφικό Κύκλο Α, αποτελούμενος από έξι
φρεατοειδείς τάφους, σε ρηχό βάθος πήλινα αντικείμενα, η χρονολογία
των οποίων εκτείνεται κατά την ελλαδική περίοδο. Επιπλέον ελλαδικά και
μεσοελλαδικά ευρήματα βρέθηκαν κάτω από τείχη και το δάπεδο του
ανακτόρου, στην κορυφή της ακροπόλεως και έξω από την Πύλη των
Λεόντων, στο αρχαίο νεκροταφείο[6]. Στην κορυφή του λόφου Καλκάνη,
νοτιοδυτικά της ακρόπολης και κοντά σε ένα πηγάδι, ανακαλύφθηκε
επίσης ένας πρώιμος και μεσοελλαδικός οικισμός[7]. Οι πρώτες ταφές σε
λάκκους ή λακκοειδείς τάφους στη δυτική παρειά του λόφου, που
7

περικλείεται εν μέρει από το κυκλικό οχυρωματικό τείχος, παραπέμπουν


στη μεσοελλαδική εποχή (περίπου 1800-1700 π.Χ.)[8].

Ύστερη εποχή του χαλκού

Κατά τη διάρκεια της εποχής του χαλκού, το οικιστικό σχέδιο των


Μυκηνών περιλάμβανε έναν οχυρωμένο λόφο που περιβάλλεται από
μικρά χωριά και κτήματα, σε αντίθεση με την πυκνοκατοικημένη
παραθαλάσσια περιοχή (Άργος). Οι ηγεμόνες του κράτους των Μυκηνών
που δέσποζε σε μεγάλο μέρος του μεσογειακού κόσμου θα πρέπει να
επέλεξαν αυτή τη λιγότερο κατοικημένη και πιο απομακρυσμένη
τοποθεσία χάρη στην αμυντική της αξία.

Δωρική Κάθοδος

Απ' τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισε η παρακμή των Μυκηνών. Η καταστροφή
του κράτους των Χετταίων που ήταν και οι μοναδικοί φορείς ήδη από τον
17ο αιώνα της τεχνικής επεξεργασίας του σιδήρου, η απώλεια των
αιγυπτιακών αγορών άρχισαν να κλονίζουν τις Μυκήνες. Η καταστροφή
αυτή συμπληρώθηκε απ' τους Ηρακλειδείς. Μετά το φόνο του
Αγαμέμνονα απ' τον Αίγισθο, το κράτος των Ατρειδών έπαψε να υπάρχει
και οι νέοι κατακτητές της Πελοποννήσου, οι Δωριείς, δε δυσκολεύτηκαν
καθόλου να πατήσουν το 1100 π.Χ. τη χώρα, που έφτασε σε μεγάλο βαθμό
πολιτισμού.

Από τότε έπεσαν σε αφάνεια μέχρι τους περσικούς πολέμους. Λίγοι μόνο
πολεμιστές της πήραν μέρος στις μάχες Θερμοπυλών και Πλαταιών.
Καταστράφηκαν ξανά το 468 π.Χ. από τους Αργείους που έγιναν κύριοι
της περιοχής και τη μοίρασαν στους φτωχούς πολίτες του Άργους.

Οι παλιοί κάτοικοι των Μυκηνών σκορπίστηκαν σε όλη σχεδόν την


Ελλάδα φτάνοντας μέχρι τη Μακεδονία.

Βέβαια υπήρχαν ακόμα στην παλιά πόλη μερικοί κάτοικοι μέχρι το 150
μ.Χ., οπότε πιθανώς ερημώθηκε τελείως.

Οι Μυκήνες στην Ελληνική μυθολογία και μύθους


Περσείδες

Η παράδοση αναφέρει ότι τις Μυκήνες ίδρυσε ο Περσέας, εγγονός του


βασιλέα του Άργους Ακρισίου. Ο Ακρίσιος χώρισε τη χώρα του σε
διάφορα βασίλεια και έδωσε το Ηραίο στον αδελφό του Προίτο, τη Μιδέα
και την Τίρυνθα και ο Περσέας, που ήταν γιος του Δία και της Δανάης,
έφυγε για τη χώρα της Λυκίας. Επιστρέφοντας από εκει, σκότωσε, χωρίς
8

να θέλει, τον παππού του και έδωσε στο Μεγαπένθη το βασίλειό του, το
Άργος, ενώ πήρε από εκείνον το βασίλειο της Τίρυνθας.

Χρυσό προσωπείο του Ά ταφικού περιβόλου, 16ος αιώνας, γνωστό ως


"προσωπείο του Αγαμέμνονα", βρέθηκε από τον Σλήμαν το 1876

Άλλοι λένε ότι η κόρη ή η γυναίκα του Ινάχου είχε το όνομα Μυκήνη.
Από τον Περσέα ιδρύθηκε η δυναστεία των Περσειδών, στην οποία
ανήκουν μικροί τετράγωνοι τάφοι. Απόγονοι αυτού ήταν ο Ηλεκτρύονας,
ο Σθένελος και ο Ευρυσθέας, ο τελευταίος γόνος της δυναστείας, που
φονεύθηκε από τους Hρακλείδες.

Ατρείδες

Η δυναστεία αυτή ανατράπηκε από τη δυναστεία των Πελοπιδών από τους


οποίους προήλθαν οι Ατρείδες. Οι Πελοπίδες κατασκεύασαν την Πύλη
των Λεόντων και δραστήριοι, όπως ήταν, κυριάρχησαν σε όλη την
Πελοπόννησο και τα γύρω νησιά, απέκτησαν δύναμη και κύρος, ώστε όλοι
οι βασιλείς εκείνων των χρόνων θεώρησαν ως αρχηγό τους στην
εκστρατεία κατά της Τροίας τον Αγαμέμνονα. Σ' αυτούς ανήκουν τα
οχυρά της Ακρόπολης, οι θολωτοί τάφοι, όπως ο περίφημος τάφος του
Ατρέα, ένα θαυμάσιο έργο των αρχαίων Ελλήνων κι ακόμα πολλοί άλλοι
μικρότεροι , που βρέθηκαν ανοιχτοί και λεηλατημένοι για πολλά χρόνια,
όπως αναφέρει ο Παυσανίας κι ο Σοφοκλής.

Οι Πελοπίδες κυβέρνησαν τρεις και περισσότερο αιώνες 1400 π.Χ. - 1050


π.Χ. Βέβαια, οι παραδόσεις δεν μπορούν να μας πληροφορήσουν ακριβώς
για τα ιστορικά γεγονότα αυτών των χρόνων. Ο Ατρεύς κι ο Αγαμέμνονας
είναι τα πιο γνωστά πρόσωπα αυτής εποχής απ' τα ποιήματα και τα
ευρήματα των ανασκαφών, που μας βοηθούν να γνωρίσουμε και τους
ανθρώπους που έζησαν σ' αυτά τα μέρη. Οι πελώριοι λίθοι που
χρησιμοποιήθηκαν για την Πύλη των Λεόντων, μας μιλούν για τη δύναμη
εκείνων των ανθρώπων, που προκαλούσαν κατάπληξη στους πολίτες των
άλλων πόλεων, ώστε τα ονόμαζαν «Κυκλώπεια τείχη». Τα ανάκτορα, που
είχαν για πυρήνα ένα ορθογώνιο κτίριο με πολλά διαμερίσματα γύρω,
στολίζονταν με πολύχρωμες τοιχογραφίες.

Τα διάφορα κοσμήματα, όπλα, δαχτυλίδια, ειδώλια (αγάλματα) μικρά και


άλλα αντικείμενα αλλά και τα εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα εντός και
εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών μας γνωρίζουν τον τρόπο ζωής των
Μυκηναίων.

Ταφικός Περίβολος Α'


9

Σημερινή κατάσταση

Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει το μικρό χωριό Μυκήνες (Χαρβάτι επί
τουρκοκρατίας) και τα ερείπια της Ακρόπολης, που θυμίζουν πάντα τις
μακρινές και ένδοξες εποχές. Από τα σωζόμενα σήμερα ερείπια
σπουδαιότερα είναι οι δυο ταφικοί βασιλικοί περίβολοι Α και Β που
αποτελούσαν τμήμα του εκτεταμένου προιστορικού νεκροταφείου στα
δυτικά του λόφου του ανακτόρου, από των οποίων την ανασκαφή
(λακκοειδείς τάφοι) προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εκπληκτικών
ευρημάτων (τα περισσότερα είναι χρυσά και χαρακτηρίζονται για τη
θαυμάσια τέχνη τους), ο θησαυρός του Ατρέα (θολωτός τάφος), ο θολωτός
τάφος της Κλυταιμνήστρας, η Πύλη των Λεόντων, το Βασιλικό
ανάκτορο, ο ναός, η Βόρεια Πύλη καθώς και η Υπόγεια δεξαμενή κ.ά.
Πάρα πολλά από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική
σκαπάνη στις Μυκήνες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της
Αθήνας καθώς και στο νέο, σύγχρονο, Μουσείο Μυκηνών στη βόρεια
κλιτύ της ακρόπολης, προκαλώντας το θαυμασμό σε εκατομμύρια
επισκέπτες από όλες τις γωνιές της γης.

Παραπομπές
Chew 2000, p. 220; Chapman 2005, p. 94: "...Thebes at 50 hectares,
Mycenae at 32 hectares..."
Beekes 2009, p. 29 (s.v. "Ἀθήνη").
Chadwick 1976, p. 1. Although Chadwick states that the name "Mycenae"
is derived from a previously unknown language(s) spoken in Greece, he
admits that his supposition of a Greek language outside of Greece is "a
hypothesis for which there is no evidence."
Παυσανίας, Βιβλίο 2, Paus. 2.16.3
Πλήθος αρχαίων σε όλη τη χώρα, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 149,
Καθημερινή (1997)
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
10

Ερίκος Σλήμαν

Από τη Βικιπαίδεια, Ο Ερρίκος Σλήμαν.

Από τη Βικιπαίδεια, Ο Ερρίκος Σλήμαν[α] (Heinrich Schliemann, 6


Ιανουαρίου 1822 - 26 Δεκεμβρίου 1890) ήταν Γερμανός επιχειρηματίας,
σημαντικός πρωτοπόρος στον τομέα της αρχαιολογίας. Έγινε γνωστός
για τις ανασκαφές του στην αρχαία Τροία και στις Μυκήνες. Οι
ανακαλύψεις του βοήθησαν να καθιερωθεί ένα ιστορικό υπόβαθρο για τις
ιστορίες και τους μύθους που τραγούδησαν ο Όμηρος και ο Βιργίλιος.
Μύθοι που γοήτευσαν τον Σλήμαν από την παιδική του ηλικία.
Η ζωή του

Ο Σλήμαν γεννήθηκε στη πόλη Νοϋμπούκοφ του Μεκλεμβούργου


Σβερίν. Επειδή η οικογένειά του ήταν φτωχή, αναγκάσθηκε να
εγκαταλείψει τις γυμνασιακές του σπουδές για να εργαστεί αρχικά σε
παντοπωλείο. Τότε αποφάσισε να μεταβεί στη Βενεζουέλα για καλύτερη
τύχη και επιβιβάστηκε σε πλοίο ως ναυτόπαις. Το πλοίο όμως ναυάγησε
στη νήσο Κύπρο και ο Σλήμαν βρέθηκε στο χωριό Πύλα, όπου μετά από
πολλές στερήσεις κατάφερε να βρει δουλειά σε εμπορικό οίκο. Τότε του
δόθηκε η ευκαιρία της συμπλήρωσης της μόρφωσής του μαθαίνοντας
διάφορες ξένες γλώσσες. Το 1848 ο Σλήμαν φθάνει στην Αγία
Πετρούπολη ως αντιπρόσωπος εμπορικού γραφείου, όπου και
αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα με δικό του εμπορικό οίκο, ο οποίος
κατά το 1854 του απέδιδε ετήσιο εισόδημα 250.000 φράγκων.
Θαυμάζοντας όμως από μικρός τις διάφορες ιστορίες της Ελληνικής
Μυθολογίας και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στο Τρωικό πόλεμο,
σπούδασε στη Πετρούπολη αρχαία και νέα ελληνική γλώσσα και το 1859
11

επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα.


Το 1864 επανήλθε και αφού περιηγήθηκε διάφορα μέρη πέρασε στην
Μικρά Ασία, φθάνοντας μέχρι την Ινδία, την Κίνα και την Ιαπωνία. Στη
συνέχεια επέστρεψε στο Παρίσι, όπου και σπούδασε επί διετία
αρχαιολογία. Το 1868 έρχεται για τρίτη φορά στην Ελλάδα οπότε και
νυμφεύθηκε τη Σοφία Εγκαστρωμένου με την οποία απέκτησε την
Ανδρομάχη Σλήμαν (1871 – 1962), μετέπειτα σύζυγο του Λέοντος Μελά
και τον Αγαμέμνονα Σλήμαν (1878-1954), μετέπειτα πολιτικό.

Ο Σλήμαν απεβίωσε στη Νάπολη και η σωρός του μεταφέρθηκε στην


Αθήνα· τάφηκε σε μαυσωλείο, που μοιάζει με αρχαίο ελληνικό ναό,
σχεδιασμένο από τον Ερνστ Τσίλλερ.

Ιθάκη - Τροία - Μυκήνες

Άρχισε την ανασκαφή της Τροίας, την πιο διάσημη της ζωής του, το
1870, μετά τις ανασκαφές του στην Ιθάκη, όπου αναζητούσε το παλάτι
του Οδυσσέα. Στην Ιθάκη έφερε στην επιφάνεια αρκετές (20)
τεφροδόχους, ένα θυσιαστικό εγχειρίδιο, ένα πήλινο ειδώλιο αρχαίας
θεάς και άλλα μικρότερης σημασίας ευρήματα, αλλά όχι το ανάκτορο του
Οδυσσέα. Έτσι, στράφηκε προς την αναζήτηση της Τροίας και έφυγε για
την Τουρκία. Παρ' όλες τις ενδείξεις αρχαιολογικών ευρημάτων στο
Μπουρνάμπασι, που θεωρείτο εκείνη την εποχή πιθανώς τόπος της
Τροίας, εκείνος καθοδηγούμενος από τις ομηρικές αναφορές και το
ένστικτό του στράφηκε στον λόφο του Χισαρλίκ.

Ερχόμενος σε συμφωνία με τον Άγγλο ιδιοκτήτη της ανατολικής πλευράς


του λόφου Φρανκ Κάλβερτ (Frank Calvert) – ο οποίος μάλιστα δεν του
ζήτησε τίποτα σε αντάλλαγμα - ξεκίνησε αμέσως ανασκαφές, που του
απέδωσαν τα ερείπια ενός ανακτόρου, αλλά όχι τα ευρήματα που
αναζητούσε. Κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα για να παντρευτεί τη
Σοφία Εγκαστρωμένου και έφυγε πάλι για το Χισαρλίκ. Εκεί, με
αντάλλαγμα τις πέτρες που ξέθαβε η ανασκαφή, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες
της δυτικής πλευράς του λόφου του επέτρεψαν να συνεχίσει την
ανασκαφή στην ιδιοκτησία τους. Η παλινωδία των ιδιοκτητών, όμως, και
η απροθυμία της τουρκικής κυβέρνησης να του δώσει επίσημη άδεια,
οδήγησαν την ανασκαφή σε προσωρινή αποτυχία. Μετά από αρκετές
προσπάθειες και αφού υποσχέθηκε τον μισό από τον θησαυρό που θα
έβρισκε, οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και στις 30 Μαΐου 1873 έκανε τη
μεγάλη του ανακάλυψη: Ανάμεσα στα ευρήματα του χώρου που
ανέσκαψαν προσωπικά ο Ερρίκος και η Σοφία -δίνοντας άδεια σε όλο το
προσωπικό για να μη διαρρεύσει ευρύτερα το μυστικό- υπήρχαν μια
ορειχάλκινη ασπίδα, μια χύτρα, ένα αργυρό αγγείο, ένα ορειχάλκινο
12

αγγείο, ένα χρυσό, δύο χρυσά κύπελλα, ένα μικρό κύπελλο από ήλεκτρο,
δύο χρυσά διαδήματα, 56 χρυσά σκουλαρίκια και 8.750 χρυσά
δαχτυλίδια και κουμπιά. Ο θησαυρός απεκρύβη και διασκορπίστηκε σε
φίλους σε όλη την Ελλάδα, για να μην μπορεί να τον διεκδικήσει η
τουρκική ή η ελληνική κυβέρνηση.

Ερχόμενος σε διάσταση με την τουρκική κυβέρνηση για την απόκρυψη


των θησαυρών της Τροίας απευθύνθηκε στην ελληνική κυβέρνηση για να
δεχθεί τους θησαυρούς που είχε οικειοποιηθεί, με αντάλλαγμα την άδεια
της ανασκαφής των Μυκηνών. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε κατ’
αρχήν τον θησαυρό του Σλήμαν, αλλά του έδωσε την άδεια της
ανασκαφής με την προϋπόθεση να παρακολουθείται από τις αρμόδιες
ελληνικές αρχές.

Τον Αύγουστο του 1876 ξεκίνησε την ανασκαφή του κοντά στην Πύλη
των Λεόντων και σύντομα έφθασε στα ταφικά συμπλέγματα και την
ανασκαφή του Ταφικού Περιβόλου Α΄. Εξαιτίας της αφθονίας των
χρυσών τέχνεργων που ανακάλυψε, θεώρησε πως είχε βρει τα σώματα
του Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας, της Κλυταιμνήστρας και του
Αίγισθου.

Η κριτική
Tο γραφείο του Ερρίκου Σλήμαν στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισσας

Οι νεότεροι ερευνητές και αρχαιολόγοι άσκησαν δριμεία κριτική στον


Σλήμαν για τις καταστροφικές μεθόδους του, συγκρινόμενες βέβαια με
αυτές που έχει υιοθετήσει η σύγχρονη αρχαιολογική μέθοδος. Ωστόσο,
πιστώνεται με τη δημιουργία μιας μεθόδου που ούτε καν υπήρχε στην
εποχή του (την έρευνα με βάση τις αρχαίες πηγές), όσο και για το
γεγονός ότι απέδειξε πως η ανασκαφή είναι κάτι περισσότερο από κυνήγι
θησαυρού και ότι μπορεί να αποκαταστήσει τη γνώση για τους αρχαίους
πολιτισμούς.

Σημειώσεις

1. Το επίθετό του συναντάται σε παλαιότερες δημοσιεύσεις και ως


Σχλήμαν ή Σχλιέμαν ή Σλείμαν (Σλεῖμαν)[13]. Ο ίδιος υπέγραφε
Ἑῤῥικός Σχλίεμανν.

Παραπομπές
Alfred Brueckner: «Schliemann, Heinrich» 1910. σελ. 171–184.
13

Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου,


Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας:
Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2014.
(Γαλλικά) BnF authorities. data.bnf.fr/ark:/12148/cb119239981.
Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
RKDartists. 363462. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Αγγλικά) SNAC. w6pc3gvz. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Αγγλικά) Find A Grave. 5531. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου,
Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας:
Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2014.
Alfred Brueckner: «Schliemann, Heinrich» 1910. σελ. 171–184.
Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου,
Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας:
Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2014.
«Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Great Russian
Entsiklopedia, JSC. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου
2015.
Alfred Brueckner: «Schliemann, Heinrich» 1910. σελ. 171–184.
(Γαλλικά) BnF authorities. data.bnf.fr/ark:/12148/cb119239981.
Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.

13. βλ. π.χ. Σωτηριάδης, Γεώργιος (Ιανουάριος 1912). «Ἡ


ἀρχαιολογία ἐν Ἑλλάδι κατὰ τὸ 1911: Προϊστορικαὶ ἔρευναι». Η
Μελέτη 6 (1): 3.

Βιβλιογραφία

 Brackman, Arnold C., The Dream of Troy (1974)


 Ceram, C. W., Gods, Graves, and Scholars, 2d rev. ed. (1967)
 Poole, Lynn and Gray, One Passion, Two Loves: The Story of
Heinrich and Sophia Schliemann (1966)
 Schliemann, Heinrich, Memoirs of Heinrich Schliemann, ed. by
Leo Deuel (1977)
 Schuchhardt, Karl, Schliemann's Excavations, trans. by Eugenie
Sellers (1891; repr.
14

 Schwichtenberg, Holly (2006). «Heinrich Schliemann». EMuseum.


Minnesota State University, Mankato. Ανακτήθηκε στις 10
Αυγούστου 2009.
 Payne, Robert, The Gold of Troy: The Story of Heinrich
Schliemann and the Buried Cities of Ancient Greece, Funk
&Wagnalls Co. New York, 1959.
 Johannes Irmsher, «O Eρρίκος Σλίμαν και οι κλασικές σπουδές
σήμερα», Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών, τομ. 28 (1979-1985), σελ.39-51

Από τη Βικιπαίδεια, Η κύρια είσοδος της ακρόπολης των Μυκηνών

Από τη Βικιπαίδεια, Η κύρια είσοδος της ακρόπολης των


Μυκηνών, του κύριου κέντρου του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Η
πύλη κατασκευάστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ., κατά τη
διάρκεια της δεύτερης επέκτασης των οχυρώσεων στις Μυκήνες
όταν βασιλιάς ήταν ο Ατρέας.

 Η κατασκευή αποτελεί ένα επιβλητικό μεγαλιθικό μνημείο, το οποίο


μπορεί να συγκριθεί με τις πύλες της Χεττικής πόλης Χαττούσα στη
Μικρά Ασία. Επάνω ακριβώς από την πύλη, στο ανακουφιστικό
τρίγωνο προβάλλει παράσταση δύο ανάγλυφων αντιμέτωπων
λιονταριών που στηρίζουν τα μπροστινά τους πόδια σε ένα
αμφίκοιλο βωμό και περιβάλλουν έναν κίονα μινωικού τύπου. Η
επιβλητική πύλη ήταν το έμβλημα των Μυκηναίων ηγεμόνων και
το σύμβολο της ισχύος τους.
 Ακριβώς μετά την πύλη βρισκόταν μια σκεπασμένη αυλή με μικρό
θάλαμο που λειτουργούσε πιθανόν ως φυλάκιο. Ο Ταφικός
Περίβολος Α', που εκείνη την εποχή ήταν μνημείο προς τιμήν των
15

παλαιών Μυκηναίων ηγεμόνων βρίσκονταν νοτιοανατολικά της


Πύλης, και δεξιά της κύριας εισόδου που οδηγεί στο παλάτι. Για
πρώτη φορά η μνημειακή γλυπτική εμφανίζεται στο ευρωπαϊκό
έδαφος.

Από τη Βικιπαίδεια, Ο Οίκος των Ατρειδών

Το προσωπείο του Αγαμέμνονα είναι ένα εύρημα της ανασκαφής


των Μυκηνών το 1876 από τον Ερρίκο Σλήμαν.

Από τη Βικιπαίδεια, Ο Οίκος των Ατρειδών έχει γενάρχη τον Ατρέα


(γιο τού Πέλοπα) και αποτελείται από τους απογόνους του, τον
Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα και τον γιο τού τελευταίου Ορέστη. Ο
Οίκος είναι κλάδος των Πελοπιδών, που και αυτοί με τη σειρά τους
είναι κλάδος των Τανταλιδών.

 Ο Ατρέας, γενάρχης των Ατρειδών. Γλυπτό της συλογής Φαρνέζε.
 Η Μυθολογία
 Ο Τάνταλος πρόφερε τον γιο του Πέλοπα ως γεύμα στους θεούς
και εκείνοι, αφού αποκατέστησαν στη ζωή τον Πέλοπα, τιμώρησαν
τον Τάνταλο αιώνια: η τροφή και το νερό πλησίαζαν σε αυτόν,
αλλά όταν πήγαινε να τα πάρει, αυτά απομακρυνόταν. Αδελφή του
Πέλοπα ήταν η Νιόβη.
16

 Ο Πέλοπας νυμφεύτηκε την Ιπποδάμεια και είχε τέκνα τον Ατρέα,


τον Θυέστη, τον Πιτθέα (η κόρη του Αίθρα έκανε τον Θησέα), τον
Αλκάθοο (η κόρη του Περίνοια έκανε τον Αίαντα), κ.ά.
 Ο Ατρέας έκανε τον Αγαμέμνονα, τον Μενέλαο, τον Πλεισθένη
και την Αστυόχη (Αναξιβία), μητέρα του Πυλάδη.
 Ο Αγαμέμνονας με την Κλυταιμνήστρα έκανε τον Ορέστη, την
Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα και τη Χρυσόθεμι.
 Τα όσα συνέβησαν στους Ατρείδες έγιναν προσφιλή θέματα για
τους τραγικούς ποιητές, όπως η τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια,
που αποτελείται από τις τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι,
Ευμενίδες, η Ηλέκτρα του Σοφοκλή και τα έργα του Ευρυπίδη
Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ελένη, Ηλέκτρα, Ορέστης.

Χρονολογικά

 1. Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 2 l. 120


 ἔργα τ’ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλὰς
κέρδεά θ’, οἷ’ οὔ πώ τιν’ ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν,
τάων αἳ πάρος ἦσαν ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,
Τυρώ τ’ Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη· (120)
τάων οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ
ᾔδη· ἀτὰρ μὲν τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε. —
τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ’ ἔδονται...

 2. Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 3 l. 305


 ἠλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους·
τόφρα δὲ ταῦτ’ Αἴγισθος ἐμήσατο οἴκοθι λυγρά,
κτείνας Ἀτρεΐδην , δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ’ αὐτῷ.
ἑπτάετες δ’ ἤνασσε πολυχρύσοιο Μυκήνης, (305)
τῷ δέ οἱ ὀγδοάτῳ κακὸν ἤλυθε δῖος Ὀρέστης
ἂψ ἀπ’ Ἀθηνάων, κατὰ δ’ ἔκτανε πατροφονῆα,
[Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα.]
17

 3. Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 21 l. 108


 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι θυμῷ. (105)
ἀλλ’ ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ’ ἄεθλον,
οἵη νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ κατ’ Ἀχαιΐδα γαῖαν,
οὔτε Πύλου ἱερῆς οὔτ’ Ἄργεος οὔτε Μυκήνης,
[οὔτ’ αὐτῆς Ἰθάκης οὔτ’ ἠπείροιο μελαίνης·]
καὶ δ’ αὐτοὶ τόδε ἴστε· τί με χρὴ μητέρος αἴνου; — (110)
ἀλλ’ ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε μηδ’ ἔτι τόξου

 4. Ομήρου Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 2 l. 569


 Μηκιστῆος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος.
συμπάντων δ’ ἡγεῖτο βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
τοῖσι δ’ ἅμ’ ὀγδώκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.
οἳ δὲ Μυκήνας εἶχον, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,
ἀφνειόν τε Κόρινθον ἐϋκτιμένας τε Κλεωνάς (570)
Ὀρνειάς τ’ ἐνέμοντο Ἀραιθυρέην τ’ ἐρατεινήν
καὶ Σικυῶν’, ὅθ’ ἄρ’ Ἄδρηστος πρῶτ’ ἐμβασίλευσεν,

 5. Ομήρου Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 4 l. 52


 λοιβῆς τε κνίσης τε· τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς.”
τὸν δ’ ἠμείβετ’ ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη· (50)
“ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες,
Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη·
τὰς διαπέρσαι, ὅτ’ ἄν τοι ἀπέχθωνται περὶ κῆρι.
τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι οὐδὲ μεγαίρω.
εἴ περ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι...
18

ευρυάγυια — εὐρυάγυια, ἡ (Α) αυτή που έχει ευρείες οδούς, η


ευρύχωρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ + αγυιά «δρόμος...

 6. Ομήρου Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 4 l. 376


 ἀλλὰ πολὺ πρὸ φίλων ἑτάρων δηίοισι μάχεσθαι,
ὡς φάσαν οἵ μιν ἴδοντο πονεόμενον· οὐ γὰρ ἐγώ γε
ἤντησ’ οὐδὲ ἴδον· περὶ δ’ ἄλλων φασὶ γενέσθαι. (375)
ἤτοι μὲν γὰρ ἄτερ πολέμου εἰσῆλθε Μυκήνας
ξεῖνος ἅμ’ ἀντιθέωι Πολυνείκεϊ λαὸν ἀγείρων·
οἳ δὲ τότ’ ἐστρατόωνθ’ ἱερὰ πρὸς τείχεα Θήβης,
καί ῥα μάλα λίσσοντο δόμεν κλειτοὺς ἐπικούρους.

 7. Ομήρου Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 7 l. 180


 λαοὶ δ’ ἠρήσαντο, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον,
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν·
“Ζεῦ πάτερ, ἠ’ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν,
ἠ’ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.” (180)
ὣς ἄρ’ ἔφαν, πάλλεν δὲ Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
ἐκ δ’ ἔθορε κλῆρος κυνέης, ὃν ἄρ’ ἤθελον αὐτοί,
Αἴαντος. κήρυξ δὲ φέρων ἀν’ ὅμιλον ἁπάντηι

 8. Ομήρου Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 9 l. 44


 ἀπτολέμους τ’ ἔμεναι καὶ ἀνάλκιδας, ὡς ἀγορεύεις;
εἰ δέ τοι αὐτῶι θυμὸς ἐπέσσυται ὥς τε νέεσθαι,
ἔρχεο· πάρ τοι ὁδός, νῆες δέ τοι ἄγχι θαλάσσης
ἑστᾶσ’, αἵ τοι ἕποντο Μυκήνηθεν μάλα πολλαί·
ἀλλ’ ἄλλοι μενέουσι κάρη κομόωντες Ἀχαιοί, (45)
εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν. εἰ δὲ καὶ αὐτοί
φευγόντων σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν,

 9. Ομήρου Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 11 l. 46


 εἵλετο δ’ ἄλκιμα δοῦρε δύω, κεκορυθμένα χαλκῶι,
ὀξέα· τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ’ αὐτόφιν οὐρανὸν εἴσω
λάμπ’. ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη, (45)
τιμῶσαι βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
ἡνιόχωι μὲν ἔπειτα ἑῶι ἐπέτελλεν ἕκαστος
ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρωι,
αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
19

 10. Ομήρου Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 15 l. 638


 αἰὲν ὁμοστιχάει, ὃ δέ τ’ ἐν μέσσηισιν ὀρούσας (635)
βοῦν ἔδει, αἳ δέ τε πᾶσαι ὑπέτρεσαν· ὣς τότ’ Ἀχαιοί
θεσπεσίως ἐφόβηθεν ὑφ’ Ἕκτορι καὶ Διὶ πατρί
πάντες, ὃ δ’ οἶον ἔπεφνε Μυκηναῖον Περιφήτην,
Κοπρῆος φίλον υἱόν, ὃς Εὐρυσθῆος ἄνακτος
ἀγγελίης οἴχνεσκε βίηι Ἡρακληείηι. (640)
τοῦ γένετ’ ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων

 11. Ομήρου Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 15 l. 643


 ἀγγελίης οἴχνεσκε βίηι Ἡρακληείηι. (640)
τοῦ γένετ’ ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων
παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι,
καὶ νόον ἐν πρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο.
ὅς ῥα τόθ’ Ἕκτορι κῦδος ὑπέρτερον ἐγγυάλιξεν·
στρεφθεὶς γὰρ μετόπισθεν ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο, (645)
τὴν αὐτὸς φορέεσκε ποδηνεκέ’, ἕρκος ἀκόντων·

 12. Θουκυδίδη Ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 chapter 9 section 2 l. 9


 σχεῖν, καὶ ὕστερον τοῖς ἐκγόνοις ἔτι μείζω ξυνενεχθῆναι,
Εὐρυσθέως μὲν ἐν τῇ Ἀττικῇ ὑπὸ Ἡρακλειδῶν ἀποθανόντος,
Ἀτρέως δὲ μητρὸς ἀδελφοῦ ὄντος αὐτῷ, καὶ ἐπιτρέψαντος
Εὐρυσθέως, ὅτ’ ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ
τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ (τυγχάνειν δὲ αὐτὸν φεύγοντα τὸν πατέρα
διὰ τὸν Χρυσίππου θάνατον), καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν
Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ τῶν

 13. Θουκυδίδη Ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 chapter 9 section 2 l.


12
 Εὐρυσθέως, ὅτ’ ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ
τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ (τυγχάνειν δὲ αὐτὸν φεύγοντα τὸν πατέρα
διὰ τὸν Χρυσίππου θάνατον), καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν
Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ τῶν
Ἡρακλειδῶν καὶ ἅμα δυνατὸν δοκοῦντα εἶναι καὶ τὸ πλῆ-
θος τεθεραπευκότα τῶν Μυκηναίων τε καὶ ὅσων Εὐρυσθεὺς
ἦρχε τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν, καὶ τῶν Περσειδῶν (15)

 14. Θουκυδίδη Ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 chapter 9 section 2 l.


14
20

 διὰ τὸν Χρυσίππου θάνατον), καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν


Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ τῶν
Ἡρακλειδῶν καὶ ἅμα δυνατὸν δοκοῦντα εἶναι καὶ τὸ πλῆ-
θος τεθεραπευκότα τῶν Μυκηναίων τε καὶ ὅσων Εὐρυσθεὺς
ἦρχε τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν, καὶ τῶν Περσειδῶν (15)
(3) τοὺς Πελοπίδας μείζους καταστῆναι. ἅ μοι δοκεῖ Ἀγαμέμνων
παραλαβὼν καὶ ναυτικῷ [τε] ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων

 15. Θουκυδίδη Ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 chapter 10 section 1 l.


1
 (αὗται δὲ οὐκ ἂν πολλαὶ εἶεν) ἠπειρώτης ὢν ἐκράτει, εἰ μή τι
καὶ ναυτικὸν εἶχεν. εἰκάζειν δὲ χρὴ καὶ ταύτῃ τῇ στρατείᾳ
οἷα ἦν τὰ πρὸ αὐτῆς.1.10.(1) Καὶ ὅτι μὲν Μυκῆναι μικρὸν ἦν, ἢ
εἴ τι τῶν τότε πόλισμα
νῦν μὴ ἀξιόχρεων δοκεῖ εἶναι, οὐκ ἀκριβεῖ ἄν τις σημείῳ
χρώμενος ἀπιστοίη μὴ γενέσθαι τὸν στόλον τοσοῦτον ὅσον
(2) οἵ τε ποιηταὶ εἰρήκασι καὶ ὁ λόγος κατέχει. Λακεδαιμονίων

 16. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 85


 θεν ἁλίῳ πλάτᾳ
κατέχετ’ ἐκλιπόντες Εὐβοῖδ’ ἀκτάν;
Ιο. οὐ νησιώτην, ὦ ξένοι, τρίβω βίον,
ἀλλ’ ἐκ Μυκηνῶν σὴν ἀφίγμεθα χθόνα. (85)
Χο. ὄνομα τί σε, γέρον,
Μυκηναῖος ὠνόμαζεν λεώς;
Ιο. τὸν Ἡράκλειον ἴστε που παραστάτην

 17. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 87


 Ιο. οὐ νησιώτην, ὦ ξένοι, τρίβω βίον,
ἀλλ’ ἐκ Μυκηνῶν σὴν ἀφίγμεθα χθόνα. (85)
Χο. ὄνομα τί σε, γέρον,
Μυκηναῖος ὠνόμαζεν λεώς;
Ιο. τὸν Ἡράκλειον ἴστε που παραστάτην
Ἰόλαον· οὐ γὰρ σῶμ’ ἀκήρυκτον τόδε.
Χο. οἶδ’ εἰσακούσας καὶ πρίν· ἀλλὰ τοῦ ποτὲ (90)

 18. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 136


 ποίας ἀφῖξαι δεῦρο γῆς ὅρους λιπών;
Κη. Ἀργεῖός εἰμι· τοῦτο γὰρ θέλεις μαθεῖν·
21

ἐφ’ οἷσι δ’ ἥκω καὶ παρ’ οὗ λέγειν θέλω. (135)


πέμπει Μυκηνῶν δεῦρό μ’ Εὐρυσθεὺς ἄναξ
ἄξοντα τούσδε· πολλὰ δ’ ἦλθον, ὦ ξένε,
δίκαι’ ὁμαρτῇ δρᾶν τε καὶ λέγειν ἔχων.
Ἀργεῖος ὢν γὰρ αὐτὸς Ἀργείους ἄγω

 19. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 176


 ψυχὴν ἐπαίρει· χοὑν μέσῳ πολὺς χρόνος
ἐν ᾧ διεργασθεῖτ’ ἄν. ἀλλ’ ἐμοὶ πιθοῦ·
δοὺς μηδέν, ἀλλὰ τἄμ’ ἐῶν ἄγειν ἐμὲ (175)
κτῆσαι Μυκήνας, μηδ’ ὅπερ φιλεῖτε δρᾶν
πάθῃς σὺ τοῦτο, τοὺς ἀμείνονας παρὸν
φίλους ἑλέσθαι, τοὺς κακίονας λάβῃς.
Χο. τίς ἂν δίκην κρίνειεν ἢ γνοίη λόγον,

 20. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 187


 ἡμῖν δὲ καὶ τῷδ’ οὐδέν ἐστιν ἐν μέρει·
ἐπεὶ γὰρ Ἄργους οὐ μέτεσθ’ ἡμῖν ἔτι, (185)
ψήφῳ δοκῆσαν, ἀλλὰ φεύγομεν πάτραν,
πῶς ἂν δικαίως ὡς Μυκηναίους ἄγοι
ὧδ’ ὄντας ἡμᾶς, οὓς ἀπήλασαν χθονός;
ξένοι γάρ ἐσμεν. ἢ τὸν Ἑλλήνων ὅρον
φεύγειν δικαιοῦθ’ ὅστις ἂν τἄργος φύγῃ; (190)

 21. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 261


 Δη. σκαιὸς πέφυκας τοῦ θεοῦ πλείω φρονῶν.
Κη. δεῦρ’, ὡς ἔοικε, τοῖς κακοῖσι φευκτέον.
Δη. ἅπασι κοινὸν ῥῦμα δαιμόνων ἕδρα. (260)
Κη. ταῦτ’ οὐ δοκήσει τοῖς Μυκηναίοις ἴσως.
Δη. οὐκ οὖν ἐγὼ τῶν ἐνθάδ’ εἰμὶ κύριος;
Κη. βλάπτων γ’ ἐκείνους μηδέν, ἢν σὺ σωφρονῇς.
Δη. βλάπτεσθ’, ἐμοῦ γε μὴ μιαίνοντος θεούς.

 22. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 290


 ὑπήκοον τήνδ’ ἀλλ’ ἐλευθέραν ἔχω.

Χο. ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι (287)


στρατὸν Ἀργείων·
μάλα δ’ ὀξὺς Ἄρης ὁ Μυκηναίων,
22

ἐπὶ τοῖσι δὲ δὴ μᾶλλον ἔτ’ ἢ πρίν. (290)


πᾶσι γὰρ οὗτος κήρυξι νόμος,
δὶς τόσα πυργοῦν τῶν γιγνομένων.

 23. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 336


 Δη. σοί τ’ εὖ λέλεκται, καὶ τὰ τῶνδ’ αὐχῶ, γέρον,
τοιαῦτ’ ἔσεσθαι· μνημονεύσεται χάρις.
κἀγὼ μὲν ἀστῶν σύλλογον ποιήσομαι, (335)
τάξω δ’, ὅπως ἂν τὸν Μυκηναίων στρατὸν
πολλῇ δέχωμαι χειρί· πρῶτα μὲν σκοποὺς
πέμψω πρὸς αὐτόν, μὴ λάθῃ με προσπεσών·
ταχὺς γὰρ Ἄργει πᾶς ἀνὴρ βοηδρόμος·

 24. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 759


 γᾶς, μέλλω καὶ ὑπὲρ δόμων
ἱκέτας ὑποδεχθεὶς
κίνδυνον πολιῷ τεμεῖν σιδάρῳ.
δεινὸν μὲν πόλιν ὡς Μυκήνας εὐδαίμονα καὶ δορὸς (760)
πολυαίνετον ἀλκᾷ
μῆνιν ἐμᾷ χθονὶ κεύθειν·
κακὸν δ’, ὦ πόλις, εἰ ξένους

 25. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 806


 ἥκεις, τί τήνδε γαῖαν οὐκ εἰάσαμεν (805)
. . . . . . (805)
. . . . . . (805)
καὶ τὰς Μυκήνας οὐδὲν ἐργάσῃ κακὸν
ἀνδρὸς στερήσας· ἀλλ’ ἐμοὶ μόνος μόνῳ
μάχην συνάψας, ἢ κτανὼν ἄγου λαβὼν
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἢ θανὼν ἐμοὶ

 26. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 829


 Ὦ ξυμπολῖται, τῇ τε βοσκούσῃ χθονὶ
καὶ τῇ τεκούσῃ νῦν τιν’ ἀρκέσαι χρεών.
ὃ δ’ αὖ τό τ’ Ἄργος μὴ καταισχῦναι θέλειν
καὶ τὰς Μυκήνας συμμάχους ἐλίσσετο.
ἐπεὶ δ’ ἐσήμην’ ὄρθιον Τυρσηνικῇ (830)
σάλπιγγι καὶ συνῆψαν ἀλλήλοις μάχην,
23

πόσον τιν’ αὐχεῖς πάταγον ἀσπίδων βρέμειν,

 27. Ευρυπίδης. Heraclidae (5 B.C.) L. 932


 Εὐρυσθέα σοι τόνδ’ ἄγοντες ἥκομεν,
ἄελπτον ὄψιν, τῷδέ τ’ οὐχ ἧσσον τύχην· (930)
οὐ γάρ ποτ’ ηὔχει χεῖρας ἵξεσθαι σέθεν,
ὅτ’ ἐκ Μυκηνῶν πολυπόνῳ σὺν ἀσπίδι
ἔστειχε μείζω τῆς δίκης φρονῶν, πόλιν
πέρσων Ἀθηνᾶς. ἀλλὰ τὴν ἐναντίαν
δαίμων ἔθηκε, καὶ μετέστησεν τύχην. (935)

 28. Ευρυπίδης. Andromacha {0006.006} (5 B.C.) L. 1075


 Πη. αἰαῖ· πρόμαντις θυμὸς ὥς τι προσδοκᾷ.
Αγ. οὐκ ἔστι σοι παῖς παιδός, ὡς μάθῃς, γέρον
Πηλεῦ· τοιάσδε φασγάνων πληγὰς ἔχει
Δελφῶν ὑπ’ ἀνδρῶν καὶ Μυκηναίου ξένου. (1075)
Χο. ἆ ἆ, τί δράσεις, ὦ γεραιέ; μὴ πέσῃς·
ἔπαιρε σαυτόν. Πη. οὐδέν εἰμ’· ἀπωλόμην.
φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δ’ ἄρθρα μου κάτω.

 29. Ευρυπίδης. Supplices {0006.008} (5 B.C.) L. 1131


 πᾶ φέρεις δάκρυα φίλᾳ
ματρὶ τῶν ὀλωλότων;
σποδοῦ τε πλῆθος ὀλίγον ἀντὶ σωμάτων (1130)
εὐδοκίμων δήποτ’ ἐν Μυκήναις;

Πα. — ἄπαις,
ἄπαις· [ἀντ. (1131)
ἐγὼ δ’ ἔρημος ἀθλίου πατρὸς τάλας (1132)
ἔρημον οἶκον ὀρφανεύσομαι λαβών,

 30. Ευρυπίδης. Hercules {0006.009} (5 B.C.) L. 388


 δυστράπεζοι· πέραν δ’ (385)
ἀργυρορρύτων Ἕβρου
διεπέρασεν ὄχθων,
Μυκηναίῳ πονῶν τυράννῳ.

— ἄν τε Πηλιάδ’ ἀκτὰν (388)


Ἀναύρου παρὰ πηγὰς
24

Κύκνον ξεινοδαΐκταν (390)

 31. Ευρυπίδης. Hercules {0006.009} (5 B.C.) L. 418


 ζωστῆρος ὀλεθρίους ἄγρας. (415)
τὰ κλεινὰ δ’ Ἑλλὰς ἔλαβε βαρ-
βάρου κόρας λάφυρα, καὶ
σῴζεται Μυκήναις.

— τάν τε μυριόκρανον (418)


πολύφονον κύνα Λέρνας
ὕδραν ἐξεπύρωσεν, (420)

 32. Ευρυπίδης. Hercules {0006.009} (5 B.C.) L. 943


 ἐπὶ τοῖσι νῦν θανοῦσιν ἁγνιῶ χέρας. (940)
ἐκχεῖτε πηγάς, ῥίπτετ’ ἐκ χειρῶν κανᾶ.
τίς μοι δίδωσι τόξα; τίς δ’ ὅπλον χερός;
πρὸς τὰς Μυκήνας εἶμι· λάζυσθαι χρεὼν
μοχλοὺς δικέλλας θ’, ὥστε Κυκλώπων βάθρα
φοίνικι κανόνι καὶ τύκοις ἡρμοσμένα (945)
στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινῶσαι πάλιν.

 33. Ευρυπίδης. Hercules {0006.009} (5 B.C.) L. 963


 πρὸς οὐδέν’ ἡμιλλᾶτο κἀκηρύσσετο (960)
αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ καλλίνικος οὐδενός,
ἀκοὴν ὑπειπών. δεινὰ δ’ Εὐρυσθεῖ βρέμων
ἦν ἐν Μυκήναις τῷ λόγῳ. πατὴρ δέ νιν
θιγὼν κραταιᾶς χειρὸς ἐννέπει τάδε·
Ὦ παῖ, τί πάσχεις; τίς ὁ τρόπος ξενώσεως (965)
τῆσδ’; οὔ τί που φόνος σ’ ἐβάκχευσεν νεκρῶν,

 34. Ευρυπίδης. Electra {0006.012} (5 B.C.) L. 35


 Αἴγισθος· ὃς μὲν γῆς ἀπηλλάχθη φυγὰς
Ἀγαμέμνονος παῖς, χρυσὸν εἶφ’ ὃς ἂν κτάνῃ,
ἡμῖν δὲ δὴ δίδωσιν Ἠλέκτραν ἔχειν
δάμαρτα, πατέρων μὲν Μυκηναίων ἄπο (35)
γεγῶσιν—οὐ δὴ τοῦτό γ’ ἐξελέγχομαι·
λαμπροὶ γὰρ ἐς γένος γε, χρημάτων δὲ δὴ
πένητες, ἔνθεν ηὑγένει’ ἀπόλλυται—
25

 35. Ευρυπίδης. Electra {0006.012} (5 B.C.) L. 170


 ἤλυθον, Ἠλέκτρα, ποτὶ (167)
σὰν ἀγρότειραν αὐλάν.
ἔμολέ τις ἔμολεν γαλακτοπότας ἀνὴρ
Μυκηναῖος ὀρειβάτας· (170)
ἀγγέλλει δ’ ὅτι νῦν τριταί-
αν καρύσσουσιν θυσίαν
Ἀργεῖοι, πᾶσαι δὲ παρ’ Ἥ-

 36. Ευρυπίδης. Electra {0006.012} (5 B.C.) L. 248


 Ηλ. ἀπὼν ἐκεῖνος, οὐ παρὼν ἡμῖν φίλος. (245)
Ορ. ἐκ τοῦ δὲ ναίεις ἐνθάδ’ ἄστεως ἑκάς;
Ηλ. ἐγημάμεσθ’, ὦ ξεῖνε, θανάσιμον γάμον.
Ορ. ᾤμωξ’ ἀδελφὸν σόν. Μυκηναίων τίνι;
Ηλ. οὐχ ᾧ πατήρ μ’ ἤλπιζεν ἐκδώσειν ποτέ.
Ορ. εἴφ’, ὡς ἀκούσας σῷ κασιγνήτῳ λέγω. (250)
Ηλ. ἐν τοῖσδ’ ἐκείνου τηλορὸς ναίω δόμοις.

 37. Ευρυπίδης. Electra {0006.012} (5 B.C.) L. 674


 Ορ. ὦ Ζεῦ Πατρῷε, καὶ Τροπαῖ’ ἐχθρῶν γενοῦ . . .
Ηλ. οἴκτιρέ θ’ ἡμᾶς· οἰκτρὰ γὰρ πεπόνθαμεν . . .
Πρ. οἴκτιρε δῆτα σούς γε φύντας ἐκγόνους.
Ηλ. Ἥρα τε, βωμῶν ἣ Μυκηναίων κρατεῖς . . .
Ορ. νίκην δὸς ἡμῖν, εἰ δίκαι’ αἰτούμεθα. (675)
Πρ. δὸς δῆτα πατρὸς τοῖσδε τιμωρὸν δίκην.
Ορ. σύ τ’, ὦ κάτω γῆς ἀνοσίως οἰκῶν πάτερ . . .

 38. Ευρυπίδης. Electra {0006.012} (5 B.C.) L. 708


 χρυσέαν καλλιπλόκαμον (705)
πορεῦσαι. πετρίνοις δ’ ἐπι-
στὰς κᾶρυξ ἰάχει βάθροις·
Ἀγορὰν ἀγοράν, Μυκηναῖοι, στείχετε μακαρίων
ὀψόμενοι τυράννων (710)
φάσματα δείματα . . . . χοροὶ δ’ Ἀτρει-
δᾶν ἐγέραιρον οἴκους·

 39. Ευρυπίδης. Electra {0006.012} (5 B.C.) L. 761


26

 Ηλ. οὐκ ἔστι· νικώμεσθα· ποῦ γὰρ ἄγγελοι;


Χο. ἥξουσιν· οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν. (760)
ΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες, (761)
νικῶντ’ Ὀρέστην πᾶσιν ἀγγέλλω φίλοις,
Ἀγαμέμνονος δὲ φονέα κείμενον πέδῳ
Αἴγισθον· ἀλλὰ θεοῖσιν εὔχεσθαι χρεών.

 40. Ευρυπίδης. Electra {0006.012} (5 B.C.) L. 776


 κτείνει Θυέστου παῖδα; βούλομαι μαθεῖν.
Αγ. ἐπεὶ μελάθρων τῶνδ’ ἀπήραμεν πόδα,
ἐσβάντες ᾖμεν δίκροτον εἰς ἁμαξιτὸν (775)
ἔνθ’ ἦν ὁ κλεινὸς τῶν Μυκηναίων ἄναξ.
κυρεῖ δὲ κήποις ἐν καταρρύτοις βεβώς,
δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους·
ἰδών τ’ ἀυτεῖ· Χαίρετ’, ὦ ξένοι· τίνες

 41. Ευρυπίδης. Electra {0006.012} (5 B.C.) L. 963


 σκότῳ τε δοῦναι, δμῶες, ὡς, ὅταν μόλῃ (960)
μήτηρ, σφαγῆς πάροιθε μὴ εἰσίδῃ νεκρόν.
Ορ. ἐπίσχες· ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον.
Ηλ. τί δ’; ἐκ Μυκηνῶν μῶν βοηδρόμους ὁρῶ;
Ορ. οὔκ, ἀλλὰ τὴν τεκοῦσαν ἥ μ’ ἐγείνατο.
Ηλ. καλῶς ἄρ’ ἄρκυν ἐς μέσην πορεύεται . . . (965)
καὶ μὴν ὄχοις γε καὶ στολῇ λαμπρύνεται.

 42. Ευρυπίδης. Iphigenia Taurica {0006.013} (5 B.C.) L. 510


 Ιφ. χάριν δὲ δοῦναι τήνδε κωλύει τί σε;
Ορ. τὸ κλεινὸν Ἄργος πατρίδ’ ἐμὴν ἐπεύχομαι.
Ιφ. πρὸς θεῶν, ἀληθῶς, ὦ ξέν’, εἶ κεῖθεν γεγώς;
Ορ. ἐκ τῶν Μυκηνῶν γ’, αἵ ποτ’ ἦσαν ὄλβιαι. (510)
Ιφ. φυγὰς δ’ ἀπῆρας πατρίδος, ἢ ποίᾳ τύχῃ;
Ορ. φεύγω τρόπον γε δή τιν’ οὐχ ἑκὼν ἑκών.
Ιφ. ἆρ’ ἄν τί μοι φράσειας ὧν ἐγὼ θέλω;

 43. Ευρυπίδης. Iphigenia Taurica {0006.013} (5 B.C.) L. 532


 Ιφ. πρὶν γὰρ θανεῖν σε, τοῦδ’ ἐπαυρέσθαι θέλω.
Ορ. ἔλεγχ’, ἐπειδὴ τοῦδ’ ἐρᾷς· λέξω δ’ ἐγώ. (530)
Ιφ. Κάλχας τις ἦλθε μάντις ἐκ Τροίας πάλιν;
27

Ορ. ὄλωλεν, ὡς ἦν ἐν Μυκηναίοις λόγος.


Ιφ. ὦ πότνι’, ὡς εὖ. —τί γὰρ ὁ Λαέρτου γόνος;
Ορ. οὔπω νενόστηκ’ οἶκον, ἔστι δ’, ὡς λόγος.
Ιφ. ὄλοιτο, νόστου μήποτ’ ἐς πάτραν τυχών. (535)

 44. Ευρυπίδης. Iphigenia Taurica {0006.013} (5 B.C.) L. 592


 ἐς Ἄργος αὖθις, τάς τ’ ἐμὰς ἐπιστολὰς
πέμψειε σωθεὶς τῶν ἐμῶν φίλων τινί. (590)
σὺ δ’—εἶ γάρ, ὡς ἔοικας, οὔτε δυσμενὴς
καὶ τὰς Μυκήνας οἶσθα χοὓς κἀγὼ θέλω—
σώθητι, καὶ σὺ μισθὸν οὐκ αἰσχρὸν λαβών,
κούφων ἕκατι γραμμάτων σωτηρίαν.
οὗτος δ’, ἐπείπερ πόλις ἀναγκάζει τάδε, (595)

 45. Ευρυπίδης. Iphigenia Taurica {0006.013} (5 B.C.) L. 846


 δέδοικα δ’ ἐκ χερῶν με μὴ πρὸς αἰθέρα
ἀμπτάμενος φύγῃ·
ἰὼ Κυκλωπὶς ἑστία· ἰὼ πατρίς, (845)
Μυκήνα φίλα,
χάριν ἔχω ζόας, χάριν ἔχω τροφᾶς,
ὅτι μοι συνομαίμονα τόνδε δόμοις
ἐξεθρέψω φάος.

 46. Ευρυπίδης. Iphigenia Taurica {0006.013} (5 B.C.) L. 982


 ἀλλ’ ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν,
σύμπραξον· ἢν γὰρ θεᾶς κατάσχωμεν βρέτας, (980)
μανιῶν τε λήξω καὶ σὲ πολυκώπῳ σκάφει
στείλας Μυκήναις ἐγκαταστήσω πάλιν.
ἀλλ’, ὦ φιληθεῖσ’, ὦ κασίγνητον κάρα,
σῷσον πατρῷον οἶκον, ἔκσῳσον δ’ ἐμέ·
ὡς τἄμ’ ὄλωλε πάντα καὶ τὰ Πελοπιδῶν, (985)

 47. Ευρυπίδης. Phoenissae (5 B.C.) L. 125


 ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων; (122)
Πα. λοχαγός, ὦ δέσποινα. Αν. τίς, πόθεν γεγώς;
αὔδασον, ὦ γεραιέ, τίς ὀνομάζεται;
Πα. οὗτος Μυκηναῖος μὲν αὐδᾶται γένος, (125)
Λερναῖα δ’ οἰκεῖ νάμαθ’, Ἱππομέδων ἄναξ.
28

Αν. ἒ ἒ ὡς γαῦρος, ὡς φοβερὸς εἰσιδεῖν,


γίγαντι γηγενέτᾳ προσόμοιος

 48. Ευρυπίδης. Phoenissae (5 B.C.) L. 186


 κεραυνῶν τε φῶς αἰθαλόεν, σύ τοι
μεγαλαγορίαν ὑπεράνορα κοιμίζεις·
ὅδ’ ἐστίν, αἰχμαλώτιδας (185)
ὃς δορὶ Θηβαίας Μυκηνηΐσιν
Λερναίᾳ τε δώσειν τριαίνᾳ,
Ποσειδανίοις Ἀμυμωνίοις
ὕδασι δουλείαν περιβαλών—

 49. Ευρυπίδης. Phoenissae (5 B.C.) L. 430


 Πο. δισσοῖς Ἄδραστος ὤμοσεν γαμβροῖς τόδε,
[Τυδεῖ τε κἀμοί· σύγγαμος γάρ ἐστ’ ἐμός·]
ἄμφω κατάξειν ἐς πάτραν, πρόσθεν δ’ ἐμέ.
πολλοὶ δὲ Δαναῶν καὶ Μυκηναίων ἄκροι (430)
πάρεισι, λυπρὰν χάριν, ἀναγκαίαν δ’, ἐμοὶ
διδόντες· ἐπὶ γὰρ τὴν ἐμὴν στρατεύομαι
πόλιν. θεοὺς δ’ ἐπώμοσ’ ὡς ἀκουσίως

 50. Ευρυπίδης. Phoenissae (5 B.C.) L. 513


 τοὔλασσον ἔλαβε. πρὸς δὲ τοῖσδ’ αἰσχύνομαι, (510)
ἐλθόντα σὺν ὅπλοις τόνδε καὶ πορθοῦντα γῆν
τυχεῖν ἃ χρῄζει· ταῖς γὰρ ἂν Θήβαις τόδε
γένοιτ’ ὄνειδος, εἰ Μυκηναίου δορὸς
φόβῳ παρείην σκῆπτρα τἀμὰ τῷδ’ ἔχειν.
χρῆν δ’ αὐτὸν οὐχ ὅπλοισι τὰς διαλλαγάς, (515)
μῆτερ, ποιεῖσθαι· πᾶν γὰρ ἐξαιρεῖ λόγος

 51. Ευρυπίδης. Phoenissae (5 B.C.) L. 608


 Πο. ἐξελαυνόμεσθα πατρίδος . . .
Ετ. καὶ γὰρ ἦλθες ἐξελῶν. (607)
Πο. ἀδικίᾳ γ’, ὦ θεοί.
Ετ. Μυκήναις, μὴ ’νθάδ’ ἀνακάλει θεούς. (608)
Πο. ἀνόσιος πέφυκας . . .
Ετ. ἀλλ’ οὐ πατρίδος, ὡς σύ, πολέμιος. (609)
Πο. ὅς μ’ ἄμοιρον ἐξελαύνεις. (610)
29

 52. Ευρυπίδης. Phoenissae (5 B.C.) L. 862


 ἐν γὰρ κλύδωνι κείμεθ’, ὥσπερ οἶσθα σύ,
δορὸς Δαναϊδῶν, καὶ μέγας Θήβαις ἀγών. (860)
βασιλεὺς μὲν οὖν βέβηκε κοσμηθεὶς ὅπλοις
ἤδη πρὸς ἀλκὴν Ἐτεοκλῆς Μυκηνίδα·
ἐμοὶ δ’ ἐπέσταλκ’ ἐκμαθεῖν σέθεν πάρα,
τί δρῶντες ἂν μάλιστα σώσαιμεν πόλιν.
Τε. Ἐτεοκλέους μὲν οὕνεκ’ ἂν κλῄσας στόμα (865)

 53. Ευρυπίδης. Phoenissae (5 B.C.) L. 1082


 Αγ. ἑστᾶσ’ ἄθραυστοι, κοὐκ ἀνήρπασται πόλις.
Ιο. ἦλθον δὲ πρὸς κίνδυνον Ἀργείου δορός; (1080)
Αγ. ἀκμήν γ’ ἐπ’ αὐτήν· ἀλλ’ ὁ Καδμείων Ἄρης
κρείσσων κατέστη τοῦ Μυκηναίου δορός.
Ιο. ἓν εἰπὲ πρὸς θεῶν, εἴ τι Πολυνείκους πέρι
οἶσθ’· ὡς μέλει μοι καὶ τόδ’, εἰ λεύσσει φάος.
Αγ. ζῇ σοι ξυνωρὶς ἐς τόδ’ ἡμέρας τέκνων. (1085)

 54. Ευρυπίδης. Orestes (5 B.C.) L. 101


 Ελ. δεῖξαι γὰρ Ἀργείοισι σῶμ’ αἰσχύνομαι.
Ηλ. ὀψέ γε φρονεῖς εὖ, τότε λιποῦσ’ αἰσχρῶς δόμους.
Ελ. ὀρθῶς ἔλεξας, οὐ φίλως δ’ ἐμοὶ λέγεις. (100)
Ηλ. αἰδὼς δὲ δὴ τίς σ’ ἐς Μυκηναίους ἔχει;
Ελ. δέδοικα πατέρας τῶν ὑπ’ Ἰλίῳ νεκρῶν.
Ηλ. δεινὸν γάρ· Ἄργει τ’ ἀναβοᾷ διὰ στόμα.
Ελ. σύ νυν χάριν μοι τὸν φόβον λύσασα δός.

 55. Ευρυπίδης. Orestes (5 B.C.) L. 1246


 δότ’ εὐτυχῆσαι τῷδ’ ἐμοί τε τῇδέ τε·
τρισσοῖς φίλοις γὰρ εἷς ἀγών, δίκη μία,
ἢ ζῆν ἅπασιν ἢ—θανεῖν ὀφείλεται. (1245)

Ηλ. Μυκηνίδες ὦ φίλαι, [στρ. (1245)


τὰ πρῶτα κατὰ Πελασγὸν ἕδος Ἀργείων.
Χο. τίνα θροεῖς αὐδάν, πότνια; παραμένει (1249)
γὰρ ἔτι σοι τόδ’ ἐν Δαναϊδῶν πόλει. (1250)

 56. Ευρυπίδης. Orestes (5 B.C.) L. 1470


30

 πλαγᾷ· φυγᾷ δὲ ποδὶ τὸ χρυσεοσάνδαλον (1467-1468)


ἴχνος ἔφερεν ἔφερεν· ἐς (1469)
κόμας δὲ δακτύλους δικὼν Ὀρέστας, (1469)
Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβάς, (1470)
ὤμοις ἀριστεροῖσιν ἀνακλάσας δέρην,
παίειν λαιμῶν ἔμελ-
λεν εἴσω μέλαν ξίφος. (1472)

 57. Ευρυπίδης. Iphigenia Aulidensis (5 B.C.) L. 265


 Λοκρᾶς τε τοῖσδ’ ἴσας ἄγων
ναῦς ἦλθ’ Οἰλέως τόκος κλυτὰν
Θρονιάδ’ ἐκλιπὼν πόλιν.

— Μυκήνας δὲ τᾶς
Κυκλωπίας [ἀντ. (264)
παῖς Ἀτρέως ἔπεμπε ναυβάτας (265)
ναῶν ἑκατὸν ἠθροϊσμένους·
σὺν δ’ Ἄδραστος ἦν

 58. Ευρυπίδης. Iphigenia Aulidensis (5 B.C.) L. 1499


 ὄνομα δι’ ἐμὸν [τᾶσδ’] Αὐλίδος
στενοπόροις ἐν ὅρμοις.
ἰὼ γᾶ μᾶτερ ὦ Πελασγία,
Μυκηναῖαί τ’ ἐμαὶ θεράπναι . . .
Χο. καλεῖς πόλισμα Περσέως, (1500)
Κυκλωπίων πόνον χερῶν;
Ιφ. ἐθρέψαθ’ Ἑλλάδι με φάος·

 59. Σοφοκλής. Electra {0011.005} (5 B.C.) L. 9


 αὕτη δ’, Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ
ἀγορὰ Λύκειος· οὑξ ἀριστερᾶς δ’ ὅδε
Ἥρας ὁ κλεινὸς ναός· οἷ δ’ ἱκάνομεν,
φάσκειν Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾶν,
πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν τόδε,
ὅθεν σε πατρὸς ἐκ φόνων ἐγώ ποτε
πρὸς σῆς ὁμαίμου καὶ κασιγνήτης λαβὼν

 60. Σοφοκλής. Electra {0011.005} (5 B.C.) L. 161


31

 οἵα Χρυσόθεμις ζώει καὶ Ἰφιάνασσα,


κρυπτᾷ τ’ ἀχέων ἐν ἥβᾳ (159)
ὄλβιος, ὃν ἁ κλεινὰ (160)
γᾶ ποτε Μυκηναίων
δέξεται εὐπατρίδαν, Διὸς εὔφρονι
λήματι μολόντα τάνδε γᾶν Ὀρέσταν.
ΗΛ. Ὅν γ’ ἐγὼ ἀκάματα προσμένουσ’, ἄτεκνος,

 61. Σοφοκλής. Electra {0011.005} (5 B.C.) L. 423


 πῆξαι λαβόντα σκῆπτρον οὑφόρει ποτὲ (420)
αὐτός, τανῦν δ’ Αἴγισθος· ἐκ δὲ τοῦδ’ ἄνω
βλαστεῖν βρύοντα θαλλὸν ᾧ κατάσκιον
πᾶσαν γενέσθαι τὴν Μυκηναίων χθόνα.
Τοιαῦτά του παρόντος, ἡνίχ’ Ἡλίῳ
δείκνυσι τοὔναρ, ἔκλυον ἐξηγουμένου· (425)
πλείω δὲ τούτων οὐ κάτοιδα, πλὴν ὅτι

 62. Σοφοκλής. Electra {0011.005} (5 B.C.) L. 1459


 ΑΙ. Ἦ πολλὰ χαίρειν μ’ εἶπας οὐκ εἰωθότως.
ΗΛ. Χαίροις ἄν, εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε.
ΑΙ. Σιγᾶν ἄνωγα κἀναδεικνύναι πύλας
πᾶσιν Μυκηναίοιςιν Ἀργείοις θ’ ὁρᾶν,
ὡς εἴ τις αὐτῶν ἐλπίσιν κεναῖς πάρος (1460)
ἐξῄρετ’ ἀνδρὸς τοῦδε, νῦν ὁρῶν νεκρὸν
στόμια δέχηται τἀμά, μηδὲ πρὸς βίαν

 63. Σοφοκλής. Philoctetes {0011.006} (5 B.C.) L. 325


 ΦΙ. Ἦ γάρ τι καὶ σὺ τοῖς πανωλέθροις ἔχεις
ἔγκλημ’ Ἀτρείδαις, ὥστε θυμοῦσθαι παθών;
ΝΕ. Θυμὸν γένοιτο χειρὶ πληρῶσαί ποτε,
ἵν’ αἱ Μυκῆναι γνοῖεν ἡ Σπάρτη θ’ ὅτι (325)
χἠ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μήτηρ ἔφυ.
ΦΙ. Εὖ γ’, ὦ τέκνον· τίνος γὰρ ὧδε τὸν μέγαν
χόλον κατ’ αὐτῶν ἐγκαλῶν ἐλήλυθας;

 64. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 section 202 l. 7


 Μαντινέων χίλιοι, ἡμίσεες ἑκατέρων, ἐξ Ὀρχομενοῦ τε
τῆς Ἀρκαδίης εἴκοσι καὶ ἑκατὸν καὶ ἐκ τῆς λοιπῆς Ἀρκα-
δίης χίλιοι· τοσοῦτοι μὲν Ἀρκάδων· ἀπὸ δὲ Κορίνθου τετρα-
32

κόσιοι καὶ ἀπὸ Φλειοῦντος διηκόσιοι καὶ Μυκηναίων


ὀγδώκοντα· οὗτοι μὲν ἀπὸ Πελοποννήσου παρῆσαν. Ἀπὸ δὲ
Βοιωτῶν Θεσπιέων τε ἑπτακόσιοι καὶ Θηβαίων τετρακόσιοι.
(203) Πρὸς τούτοισι ἐπίκλητοι ἐγένοντο Λοκροί τε οἱ Ὀπούντιοι

 65. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 9 section 27 l. 11


 εἶναι μᾶλλον ἢ Ἀρκάσι. Ἡρακλείδας, τῶν οὗτοί φασι
ἀποκτεῖναι τὸν ἡγεμόνα ἐν τῷ Ἰσθμῷ, τοῦτο μὲν τούτους
πρότερον ἐξελαυνομένους ὑπὸ πάντων Ἑλλήνων ἐς τοὺς
ἀπικοίατο φεύγοντες δουλοσύνην πρὸς Μυκηναίων, μοῦνοι
ὑποδεξάμενοι τὴν Εὐρυσθέος ὕβριν κατείλομεν, σὺν ἐκεί-
νοισι μάχῃ νικήσαντες τοὺς τότε ἔχοντας Πελοπόννησον.
Τοῦτο δὲ Ἀργείους τοὺς μετὰ Πολυνείκεος ἐπὶ Θήβας

 66. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 9 section 28 l. 19


 Ἀρκάδες Ὀρχομένιοι ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Σικυωνίων
τρισχίλιοι. Τούτων δὲ εἴχοντο Ἐπιδαυρίων ὀκτακόσιοι·
παρὰ δὲ τούτους Τροιζηνίων ἐτάσσοντο χίλιοι, Τροιζηνίων
δὲ ἐχόμενοι Λεπρεητέων διηκόσιοι, τούτων δὲ Μυκηναίων
καὶ Τιρυνθίων τετρακόσιοι, τούτων δὲ ἐχόμενοι Φλειάσιοι (20)
χίλιοι· παρὰ δὲ τούτους ἔστησαν Ἑρμιονέες τριηκόσιοι.
Ἑρμιονέων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο Ἐρετριέων τε καὶ Στυρέων

 67. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 9 section 31 l. 18


 Ὀρχομενίους τε καὶ Σικυωνίους. Μήδων δὲ ἐχομένους (15)
ἔταξε Βακτρίους· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἐπιδαυρίους τε καὶ
Τροιζηνίους καὶ Λεπρεήτας [τε] καὶ Τιρυνθίους καὶ
Μυκηναίους τε καὶ Φλειασίους. Μετὰ δὲ Βακτρίους
ἔστησε Ἰνδούς· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἑρμιονέας τε καὶ Ἐρε-
τριέας καὶ Στυρέας τε καὶ Χαλκιδέας. Ἰνδῶν δὲ ἐχομένους (20)
Σάκας ἔταξε, οἳ ἐπέσχον Ἀμπρακιώτας τε καὶ ...

 68. Αριστοτέλης. Meteorologica {0086.026} (4 B.C.) Bekker page


352a l. 9
 δὲ τοῦτο καὶ πάλιν εὐθενεῖ· ξηραινόμενοι γὰρ οἱ τόποι ἔρ-
χονται εἰς τὸ καλῶς ἔχειν, οἱ δὲ πρότερον εὐκραεῖς ὑπερ-
ξηραινόμενοί ποτε γίγνονται χείρους. ὅπερ συμβέβηκε τῆς
Ἑλλάδος καὶ περὶ τὴν Ἀργείων καὶ Μυκηναίων χώραν· ἐπὶ
μὲν γὰρ τῶν Τρωικῶν ἡ μὲν Ἀργεία διὰ τὸ ἑλώδης εἶναι
33

ὀλίγους ἐδύνατο τρέφειν, ἡ δὲ Μυκηναία καλῶς εἶχεν (διὸ


ἐντιμοτέρα ἦν), νῦν δὲ τοὐναντίον διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν·

 69. Αριστοτέλης. Meteorologica {0086.026} (4 B.C.) Bekker page


352a l. 11
 ξηραινόμενοί ποτε γίγνονται χείρους. ὅπερ συμβέβηκε τῆς
Ἑλλάδος καὶ περὶ τὴν Ἀργείων καὶ Μυκηναίων χώραν· ἐπὶ
μὲν γὰρ τῶν Τρωικῶν ἡ μὲν Ἀργεία διὰ τὸ ἑλώδης εἶναι
ὀλίγους ἐδύνατο τρέφειν, ἡ δὲ Μυκηναία καλῶς εἶχεν (διὸ
ἐντιμοτέρα ἦν), νῦν δὲ τοὐναντίον διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν·
ἡ μὲν γὰρ ἀργὴ γέγονεν καὶ ξηρὰ πάμπαν, τῆς δὲ τὰ
τότε διὰ τὸ λιμνάζειν ἀργὰ νῦν χρήσιμα γέγονεν. ὥσπερ

 70. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 6 l. 6
 όπτην, ὃν Φερεκύδης μὲν Ἀρέστορος λέγει, Ἀσκληπιάδης
δὲ Ἰνάχου, Κέρκωψ δὲ Ἄργου καὶ Ἰσμήνης τῆς Ἀσω-
ποῦ θυγατρός· Ἀκουσίλαος δὲ γηγενῆ αὐτὸν λέγει.
οὗτος ἐκ τῆς ἐλαίας ἐδέσμευεν αὐτὴν ἥτις ἐν τῷ Μυκη-
(7) ναίων ὑπῆρχεν ἄλσει. Διὸς δὲ ἐπιτάξαντος Ἑρμῇ
κλέψαι τὴν βοῦν, μηνύσαντος Ἱέρακος, ἐπειδὴ λαθεῖν
οὐκ ἠδύνατο, λίθῳ βαλὼν ἀπέκτεινε τὸν Ἄργον, ὅθεν
ἀργειφόντης ἐκλήθη. Ἥρα δὲ τῇ βοῒ οἶστρον ἐμβάλλει

 71. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 49 l. 1
 Προίτου παῖδα Μεγαπένθην ἠλλάξατο, τούτῳ τε τὸ
Ἄργος ἐνεχείρισε. καὶ Μεγαπένθης μὲν ἐβασίλευσεν
Ἀργείων, Περσεὺς δὲ Τίρυνθος, προστειχίσας Μίδειαν
(49) καὶ Μυκήνας. ἐγένοντο δὲ ἐξ Ἀνδρομέδας παῖδες αὐτῷ,
πρὶν μὲν ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἑλλάδα Πέρσης, ὃν παρὰ
Κηφεῖ κατέλιπεν (ἀπὸ τούτου δὲ τοὺς Περσῶν βασιλέας
λέγεται γενέσθαι), ἐν Μυκήναις δὲ Ἀλκαῖος καὶ Σθέ-

 72. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 49 l. 4
 (49) καὶ Μυκήνας. ἐγένοντο δὲ ἐξ Ἀνδρομέδας παῖδες αὐτῷ,
πρὶν μὲν ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἑλλάδα Πέρσης, ὃν παρὰ
Κηφεῖ κατέλιπεν (ἀπὸ τούτου δὲ τοὺς Περσῶν βασιλέας
34

λέγεται γενέσθαι), ἐν Μυκήναις δὲ Ἀλκαῖος καὶ Σθέ-


νελος καὶ Ἕλειος Μήστωρ τε καὶ Ἠλεκτρύων, καὶ
θυγάτηρ Γοργοφόνη, ἣν Περιήρης ἔγημεν.
(50) ἐκ μὲν οὖν Ἀλκαίου καὶ Ἀστυδαμείας τῆς Πέλοπος,

 73. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 53 l. 3
 Λικύμνιον.
(53) Σθενέλου δὲ καὶ Νικίππης τῆς Πέλοπος Ἀλκυόνη
καὶ Μέδουσα, ὕστερον δὲ καὶ Εὐρυσθεὺς ἐγένετο, ὃς
καὶ Μυκηνῶν ἐβασίλευσεν. ὅτε γὰρ Ἡρακλῆς ἔμελλε
γεννᾶσθαι, Ζεὺς ἐν θεοῖς ἔφη τὸν ἀπὸ Περσέως γεννη-
θησόμενον τότε βασιλεύσειν Μυκηνῶν, Ἥρα δὲ διὰ
ζῆλον Εἰλειθυίας ἔπεισε τὸν μὲν Ἀλκμήνης τόκον ἐπι-

 74. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 53 l. 5
 καὶ Μέδουσα, ὕστερον δὲ καὶ Εὐρυσθεὺς ἐγένετο, ὃς
καὶ Μυκηνῶν ἐβασίλευσεν. ὅτε γὰρ Ἡρακλῆς ἔμελλε
γεννᾶσθαι, Ζεὺς ἐν θεοῖς ἔφη τὸν ἀπὸ Περσέως γεννη-
θησόμενον τότε βασιλεύσειν Μυκηνῶν, Ἥρα δὲ διὰ
ζῆλον Εἰλειθυίας ἔπεισε τὸν μὲν Ἀλκμήνης τόκον ἐπι-
σχεῖν, Εὐρυσθέα δὲ τὸν Σθενέλου παρεσκεύασε γεννη-
θῆναι ἑπταμηνιαῖον ὄντα.

 75. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 54 l. 1
 ζῆλον Εἰλειθυίας ἔπεισε τὸν μὲν Ἀλκμήνης τόκον ἐπι-
σχεῖν, Εὐρυσθέα δὲ τὸν Σθενέλου παρεσκεύασε γεννη-
θῆναι ἑπταμηνιαῖον ὄντα.
(54) Ἠλεκτρύονος δὲ βασιλεύοντος Μυκηνῶν, μετὰ Τα-
φίου οἱ Πτερελάου παῖδες ἐλθόντες τὴν Μήστορος
ἀρχὴν τοῦ μητροπάτορος ἀπῄτουν, καὶ μὴ προσέχοντος
Ἠλεκτρύονος ἀπήλαυνον τὰς βόας· ἀμυνομένων δὲ τῶν

 76. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 55 l. 4
 (55) τὰς ναῦς ἐφύλασσε. τῶν δὲ Ταφίων οἱ διαφυγόντες
ἀπέπλευσαν τὰς ἐλαθείσας βόας ἑλόντες, καὶ παρέθεντο
35

τῷ βασιλεῖ τῶν Ἠλείων Πολυξένῳ· Ἀμφιτρύων δὲ


παρὰ Πολυξένου λυτρωσάμενος αὐτὰς ἤγαγεν εἰς Μυκήνας. ὁ δὲ
Ἠλεκτρύων τὸν τῶν παίδων θάνατον
βουλόμενος ἐκδικῆσαι, παραδοὺς τὴν βασιλείαν Ἀμφι-
τρύωνι καὶ τὴν θυγατέρα Ἀλκμήνην, ἐξορκίσας ἵνα
μέχρι τῆς ἐπανόδου παρθένον αὐτὴν φυλάξῃ, στρατεύειν

 77. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 56 l. 7
 τῶν κεράτων εἰς τὴν Ἠλεκτρύονος κεφαλὴν ἐλθὸν
ἀπέκτεινεν αὐτόν. ὅθεν λαβὼν ταύτην τὴν πρόφασιν
Σθένελος παντὸς Ἄργους ἐξέβαλεν Ἀμφιτρύωνα, καὶ
τὴν ἀρχὴν τῶν Μυκηνῶν καὶ τῆς Τίρυνθος αὐτὸς
κατέσχε· τὴν δὲ Μίδειαν, μεταπεμψάμενος τοὺς Πέλο-
πος παῖδας Ἀτρέα καὶ Θυέστην, παρέθετο τούτοις.
(57) Ἀμφιτρύων δὲ σὺν Ἀλκμήνῃ καὶ Λικυμνίῳ παρα-

 78. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 75 l. 10
 ἕως ἔπνιξε, καὶ θέμενος ἐπὶ τῶν ὤμων ἐκόμιζεν εἰς
Κλεωνάς. καταλαβὼν δὲ τὸν Μόλορχον ἐν τῇ τελευ-
ταίᾳ τῶν ἡμερῶν ὡς νεκρῷ μέλλοντα τὸ ἱερεῖον ἐναγί-
ζειν, σωτῆρι θύσας Διὶ ἦγεν εἰς Μυκήνας τὸν λέοντα.
(76) Εὐρυσθεὺς δὲ καταπλαγεὶς αὐτοῦ τὴν ἀνδρείαν ἀπεῖπε
τὸ λοιπὸν αὐτῷ εἰς τὴν πόλιν εἰσιέναι, δεικνύειν δὲ
πρὸ τῶν πυλῶν ἐκέλευε τοὺς ἄθλους. φασὶ δὲ ὅτι

 79. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 76 l. 7
 δείσας καὶ πίθον ἑαυτῷ χαλκοῦν εἰσκρυβῆναι ὑπὸ γῆν
κατεσκεύασε, καὶ πέμπων κήρυκα Κοπρέα Πέλοπος τοῦ
Ἠλείου ἐπέταττε τοὺς ἄθλους. οὗτος δὲ Ἴφιτον κτεί-
νας, φυγὼν εἰς Μυκήνας καὶ τυχὼν παρ’ Εὐρυσθέως
καθαρσίων ἐκεῖ κατῴκει.
(77) δεύτερον δὲ ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὴν Λερναίαν
ὕδραν κτεῖναι· αὕτη δὲ ἐν τῷ τῆς Λέρνης ἕλει ἐκτρα-

 80. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 81 l. 2
36

 δέκα τὸν ἆθλον· οὐ γὰρ μόνος ἀλλὰ καὶ μετὰ Ἰολάου


τῆς ὕδρας περιεγένετο.
(81) τρίτον ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὴν Κερυνῖτιν ἔλαφον
εἰς Μυκήνας ἔμπνουν ἐνεγκεῖν. ἦν δὲ ἡ ἔλαφος ἐν
Οἰνόῃ, χρυσόκερως, Ἀρτέμιδος ἱερά· διὸ καὶ βουλό-
μενος αὐτὴν Ἡρακλῆς μήτε ἀνελεῖν μήτε τρῶσαι,
συνεδίωξεν ὅλον ἐνιαυτόν. ἐπεὶ δὲ κάμνον τὸ θηρίον

 81. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 82 l. 5
 συντυχοῦσα ἀφῃρεῖτο, καὶ τὸ ἱερὸν ζῷον αὐτῆς κτείνοντα
κατεμέμφετο. ὁ δὲ ὑποτιμησάμενος τὴν ἀνάγκην, καὶ τὸν
αἴτιον εἰπὼν Εὐρυσθέα γεγονέναι, πραΰνας τὴν ὀργὴν
τῆς θεοῦ τὸ θηρίον ἐκόμισεν ἔμπνουν εἰς Μυκήνας.
(83) τέταρτον ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὸν Ἐρυμάνθιον
κάπρον ζῶντα κομίζειν· τοῦτο δὲ τὸ θηρίον ἠδίκει τὴν
Ψωφῖδα, ὁρμώμενον ἐξ ὄρους ὃ καλοῦσιν Ἐρύμανθον.

 82. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 87 l. 5
 τήσαντα θεασάμενος, θάψας αὐτὸν ἐπὶ τὴν τοῦ κάπρου
θήραν παραγίνεται, καὶ διώξας αὐτὸν ἔκ τινος λόχμης
μετὰ κραυγῆς, εἰς χιόνα πολλὴν παρειμένον εἰσωθήσας
ἐμβροχίσας τε ἐκόμισεν εἰς Μυκήνας.
(88) πέμπτον ἐπέταξεν αὐτῷ ἆθλον τῶν Αὐγείου βοσκη-
μάτων ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ μόνον ἐκφορῆσαι τὴν ὄνθον. ἦν
δὲ ὁ Αὐγείας βασιλεὺς Ἤλιδος, ὡς μέν τινες εἶπον,

 83. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 96 l. 2
 εἰς Μαραθῶνα τῆς Ἀττικῆς ἀφικόμενος τοὺς ἐγχωρίους
διελυμαίνετο.
(96) ὄγδοον ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὰς Διομήδους τοῦ
Θρᾳκὸς ἵππους εἰς Μυκήνας κομίζειν· ἦν δὲ οὗτος
Ἄρεος καὶ Κυρήνης, βασιλεὺς Βιστόνων ἔθνους Θρᾳ-
κίου καὶ μαχιμωτάτου, εἶχε δὲ ἀνθρωποφάγους ἵππους.
πλεύσας οὖν μετὰ τῶν ἑκουσίως συνεπομένων καὶ
37

 84. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (sub nomine Apollodori) (A.D. 1/2)


Chapter 2 section 105 l. 10
 Τορώνην Πολύγονον καὶ Τηλέγονον, τοὺς Πρωτέως
τοῦ Ποσειδῶνος υἱούς, παλαίειν προκαλουμένους κατὰ
τὴν πάλην ἀπέκτεινε. κομίσας δὲ τὸν ζωστῆρα εἰς
Μυκήνας ἔδωκεν Εὐρυσθεῖ.
(106) δέκατον ἐπετάγη ἆθλον τὰς Γηρυόνου βόας ἐξ
Ἐρυθείας κομίζειν. Ἐρύθεια δὲ ἦν Ὠκεανοῦ πλησίον
κειμένη νῆσος, ἣ νῦν Γάδειρα καλεῖται. ταύτην κατῴ-

 85. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 2 section 11 l. 4
 μέλησε τῆς εὐχῆς (11) πνίξας δὲ αὐτὴν εἰς λάρνακα κατέ-
θετο κἀκεῖ ἐφύλασσε ταύτην· ἣν Ἀερόπη δίδωσι τῷ
Θυέστῃ μοιχευθεῖσα ὑπ’ αὐτοῦ. χρησμοῦ γὰρ γεγο-
νότος τοῖς Μυκηναίοις ἑλέσθαι βασιλέα Πελοπίδην,
μετεπέμψαντο Ἀτρέα καὶ Θυέστην. λόγου δὲ γενομένου
περὶ τῆς βασιλείας ἐξεῖπε Θυέστης τῷ πλήθει τὴν βα-
σιλείαν δεῖν ἔχειν τὸν ἔχοντα τὴν ἄρνα τὴν χρυσῆν·

 86. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 2 section 16 l. 1
 ὁ Ἀγαμέμνων μὲν λαβὼν σύνευνον Κλυταιμνήστραν,
κτείνας αὐτῆς τὸν σύζυγον Τάνταλον τὸν Θυέστου
σὺν τέκνῳ πάνυ νεογνῷ, Μενέλαος Ἑλένην.

(16) Ἀγαμέμνων δὲ βασιλεύει Μυκηναίων καὶ γαμεῖ Τυν-


δάρεω θυγατέρα Κλυταιμνήστραν, τὸν πρότερον αὐτῆς
ἄνδρα Τάνταλον Θυέστου σὺν τῷ παιδὶ κτείναντος, καὶ
γίνεται αὐτῷ παῖς μὲν Ὀρέστης, θυγατέρες δὲ Χρυσό-

 87. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 3 section 6 l. 1
 παραγενέσθαι εἰς Τροίαν
πεποιημένον ἐκ νεφῶν εἴ-
δωλον Ἑλένης ἔχοντα.
(6) Μενέλαος δὲ αἰσθόμενος τὴν ἁρπαγὴν ἧκεν εἰς Μυκή-
νας πρὸς Ἀγαμέμνονα, καὶ δεῖται στρατείαν ἐπὶ Τροίαν
ἀθροίζειν καὶ στρατολογεῖν τὴν Ἑλλάδα. ὁ δὲ πέμπων
κήρυκα πρὸς ἕκαστον τῶν βασιλέων τῶν ὅρκων ὑπεμί-
38

μνησκεν ὧν ὤμοσαν, καὶ περὶ τῆς ἰδίας γυναικὸς ἕκαστον

 88. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 3 section 12 l. 2
 τος καὶ Ἀλκυόνης· ἦγε ναῦς μʹ. Ἀθηναίων Μενεσθεύς·
ἦγε ναῦς νʹ. Σαλαμινίων Αἴας ὁ Τελαμώνιος· ἦγε ναῦς
ιβʹ. (12) Ἀργείων Διομήδης Τυδέως καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἦγον
ναῦς πʹ. Μυκηναίων Ἀγαμέμνων Ἀτρέως καὶ Ἀερόπης
ναῦς ρʹ. Λακεδαιμονίων Μενέλαος Ἀτρέως καὶ Ἀερό-
πης ξʹ. Πυλίων Νέστωρ Νηλέως καὶ Χλωρίδος ναῦς μʹ.
Ἀρκάδων Ἀγαπήνωρ ναῦς ζʹ. Ἠλείων Ἀμφίμαχος καὶ

 89. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 23a l. 2
 μετὰ τὸν Φωκικὸν πόλεμον ἱκέτιδας ἐπαύσαντο πέμ-
ποντες.
(23a) Ἀγαμέμνων δὲ καταν-
τήσας εἰς Μυκήνας μετὰ
Κασάνδρας ἀναιρεῖται ὑπὸ
Αἰγίσθου καὶ Κλυταιμνή-
στρας· δίδωσι γὰρ αὐτῷ

 90. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 23a l. 9
 χιτῶνα ἄχειρα καὶ ἀτρά-
χηλον, καὶ τοῦτον ἐνδυόμε-
νος φονεύεται, καὶ βασι-
λεύει Μυκηνῶν Αἴγισθος·
κτείνουσι δὲ καὶ Κασάν-
δραν. (24a) Ἠλέκτρα δὲ μία
τῶν Ἀγαμέμνονος θυγατέ-

 91. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 25a l. 3
 ἐρωτᾷ, εἰ τοὺς αὐτόχειρας
τοῦ πατρὸς μετέλθοι. (25a) τοῦ-
το δ’ ἐπιτραπεὶς ἀπέρχεται
εἰς Μυκήνας μετὰ Πυ-
λάδου λαθραίως καὶ κτείνει
39

τήν τε μητέρα καὶ τὸν


Αἴγισθον, καὶ μετ’ οὐ πο-

 92. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 28a l. 1
 λει. ἐπιγνωσθεὶς δὲ ὑπὸ
τῆς ἀδελφῆς, ἄρας τὸ ξό-
ανον σὺν αὐτῇ φεύγει.
(28a) καὶ δὴ ἐλθὼν εἰς Μυκήνας
Πυλάδῃ μὲν τὴν ἀδελφὴν
Ἠλέκτραν συζεύγνυσιν, αὐ-
τὸς δὲ γήμας Ἑρμιόνην, ἢ

 93. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 30a l. 7
 μέχρι τότε εἴδωλον ἐκ νε-
φῶν ἐσχηκότος τοῦ Μενε-
λάου. ὀκτὼ δὲ πλανηθεὶς
ἔτη κατέπλευσεν εἰς Μυκή-
νας, κἀκεῖ κατέλαβεν Ὀρέ-
στην μετεληλυθότα τὸν τοῦ
πατρὸς φόνον. ἐλθὼν δὲ
εἰς Σπάρτην τὴν ἰδίαν

 94. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 23b l. 2
 εἰς Σπάρτην τὴν ἰδίαν
ἐκτήσατο βασιλείαν. καὶ ...
(23b) Ἀγαμέμνων δὲ καταν-
τήσας εἰς Μυκήνας μετὰ
Κασάνδρας ἀναιρεῖται ὑπὸ
Αἰγίσθου καὶ Κλυταιμνή-
στρας· δίδωσι γὰρ αὐτῷ

 95. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 23b l. 9
 χιτῶνα ἄχειρα καὶ ἀτρά-
χηλον, καὶ τοῦτον ἐνδυόμε-
νος φονεύεται, καὶ βασι-
40

λεύει Μυκηνῶν Αἴγισθος·


κτείνουσι δὲ καὶ Κασάν-
δραν. (24b) Ἠλέκτρα δὲ μία
τῶν Ἀγαμέμνονος θυγατέ-

 96. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 25b l. 3
 αὐτόχειρας τοῦ πατρὸς μετ-
έλθοι. (25b) τοῦ θεοῦ ἐπιτρέ-
ποντος ἀπερχόμενος εἰς
Μυκήνας μετὰ Πυλάδου λα-
θραίως τόν τε Αἴγισθον καὶ
τὴν μητέρα κτείνει, καὶ μετ’
οὐ πολὺ μανίᾳ κατασχεθεὶς

 97. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) (A.D. 1/2) Chapter 6 section 30b l. 7
 μέχρι τότε εἴδωλον ἐκ νε-
φῶν ἐσχηκότος τοῦ Μενε-
λάου. ὀκτὼ δὲ πλανηθεὶς
ἔτη κατέπλευσεν εἰς Μυκή-
νας, κἀκεῖ κατέλαβεν Ὀρέ-
στην μετεληλυθότα τὸν τοῦ
πατρὸς φόνον. ἐλθὼν δὲ
εἰς Σπάρτην τὴν ἰδίαν

 98. Claudius PTOLEMAEUS Astrol. et Math. Geographia (lib. 1-


3) } (A.D. 2) Book 3 chapter 14 section 41 l. 5
 Νέμεα ναʹ ιβʹʹ λϛʹʹ γʹʹ ιβʹʹ
Κλεωναί ναʹ ϛʹ λϛʹ γʹʹ ιβʹʹ
Ἄργος ναʹ γʹʹ λϛʹ δʹʹ
Μυκῆναι ναʹ ʹʹδʹʹ λϛʹ ϛʹʹ
Ἀσίνη ναʹ ʹʹιβʹʹ λϛʹ δʹʹ
(42) Μεσσηνίας μεσόγειοι
Ἁλίαρτος μηʹ ʹʹγʹʹ λεʹ ʹʹδʹʹ

 99. Claudius PTOLEMAEUS Astrol. et Math. Geographia (lib. 4-


8) (A.D. 2) Book 4 chapter 2 section 19 l. 6
41

 εἶτα Βαντουράροι,
καὶ ὑπὸ τὰ Γάραφα ὄρη Ἀκουήνσιοι (ἢ Νακου-
ήνσιοι),
καὶ Μυκῆνοι (ἢ Μυκίνοι),
καὶ Μακ(κ)οῦραι (ἢ Μακκούρωνες).
(20) καὶ ὑπὲρ μὲν τὸ Κιννάβα ὄρος Ἐνάβασοι
(ἢ Νάβασοι),

 100. MAXIMUS Soph. Dialexeis (A.D. 2) Lecture 5 chapter 2


section b l. 4
 (b) καὶ κατέλυσεν τὴν Λυδῶν μεγάλην ἀρχήν. Ἀκούω δὲ
καὶ παρ’ Ὁμήρῳ εὐχομένου Ἕλληνος ἀνδρός,
Ζεῦ πάτερ, ἢ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν,
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης·
καὶ δηλαδὴ ὁ Ζεὺς ἐπιτελεῖ τὴν εὐχήν,
ἐκ δ’ ἔθορε κλῆρος κυνέης, ὃν ἄρ’ ἤθελον αὐτοὶ
Αἴαντος.

 101. MAXIMUS Soph. Dialexeis (A.D. 2) Lecture 10 chapter 7


section h l. 3
 Ἀρκεσίλαός τε, Προθοήνωρ τέ, Κλόνιός τε·
(h) ἢ κατὰ δύναμιν,
Ζεῦ πάτερ, ἢ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν,
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.10.8.(a) Ἅτε οὖν ἐν
προθύροις τῆς ψυχῆς αἱ αἰσθήσεις
ἱδρυμέναι, ἐπειδάν τινος ἐφάψωνται ἀρχῆς, καὶ παρα-
δῶσιν τῷ νῷ, ἐπιλαβόμενος ταύτης, διορᾷ τὰ λοιπά,

 102. THEODORETUS Scr. Eccl. et Theol. Interpretatio in


Psalmos {4089.024} (A.D. 4-5) Volume 80 page 992 l. 41
 ται. Ἔστι δὲ ἰδεῖν καὶ πόλεις παρ’ ἡμῖν διπλῆν
τὴν ὀνομασίαν ἐχούσας. Καὶ γὰρ καὶ Ταρσὸν λέγομεν
καὶ Ταρσοὺς, τὴν μίαν πόλιν· καὶ Θήβην καὶ (40)
Θήβας, τὴν αὐτὴν πόλιν. Οὕτω Μυκήνην τε καὶ
Μυκήνας ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ, μίαν πόλιν εἰδότες
τὴν πληθυντικῶς ὀνομαζομένην. Ταῦτα δέ μοι οὐχ
ἁπλῶς εἴρηται, ἀλλὰ διὰ τοὺς πολλοὺς οὐρανοὺς

 103. THEODORETUS Scr. Eccl. et Theol. Interpretatio in


Psalmos {4089.024} (A.D. 4-5) Volume 80 page 992 l. 42
42

 τὴν ὀνομασίαν ἐχούσας. Καὶ γὰρ καὶ Ταρσὸν λέγομεν


καὶ Ταρσοὺς, τὴν μίαν πόλιν· καὶ Θήβην καὶ (40)
Θήβας, τὴν αὐτὴν πόλιν. Οὕτω Μυκήνην τε καὶ
Μυκήνας ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ, μίαν πόλιν εἰδότες
τὴν πληθυντικῶς ὀνομαζομένην. Ταῦτα δέ μοι οὐχ
ἁπλῶς εἴρηται, ἀλλὰ διὰ τοὺς πολλοὺς οὐρανοὺς
ἀριθμεῖν πειρωμένους. (45)

 104. CYRILLUS Alexandrinus Theol. Contra Julianum


imperatorem (libri iii-x) {4090.111} (A.D. 4-5) Book 3 column
633 l. 8
 τινα συγγεγραφότας. Πορφύριος τοίνυν ὁ αὐτοῦ κοι-
νωνός, καὶ τῆς καθ’ ἡμῶν ἀθυροστομίας πατήρ, τὸν
Πυθαγόρου βίον ἐξηγούμενος, ὧδέ πή φησι· Τὰ γὰρ
ἱστορούμενα περὶ τῆς ἐν Μυκήναις ἀνακειμένης
σὺν Τρωϊκοῖς λαφύροις τῇ Ἀργείᾳ Ἥρᾳ Εὐφόρ-
βου τοῦ Φρυγός, καὶ τῆς τούτου ἀσπίδος, παρίε-
μεν ὡς πάνυ δημώδη. Καύκασον δὲ ἔφασαν πο-

 105. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 80 l. 4


 (80) ὄνομα Ἰλίου τοῦ μείζονος αὐτοῦ υἱοῦ. ὅστις πληρώσας τὰ τεί-
χη τῶν πόλεων, τοὺς τοπαρχοῦντας, ἤτοι βασιλεύοντας, τῆς Εὐ-
ρώπης χώρας πάντας προετρέψατο δίχα τοῦ Ταντάλου, βασιλέως
τῆς Μυκηναίων χώρας. καὶ πρὸς τοῦτο ἐλυπήθη ὁ Τάνταλος,
καὶ ἔσχεν ἔχθραν μεγάλην πρὸς αὐτόν· ἦν δὲ ταξάμενος ὁ Τρῶος
πρὸ τοῦ ἄρχεσθαι κτίζειν τὰς πόλεις δῶρα πέμπειν καὶ θυσίας
ποιεῖν ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διὸς τοῦ εἰς τὴν Εὐρώπην χώραν. ὅστις

 106. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 82 l. 15


 Τυνδαρίῳ· ὅστις μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ Θεστίου ἐβασίλευσε τῆς
τῶν Λακώνων χώρας. ἔσχε δὲ θυγατέρα ἐκ τῆς Λήδας ὁ αὐτὸς
Τύνδαρος ὀνόματι Κλυταιμνήστραν· ἥντινα μετὰ χρόνον αὐξη-
θεῖσαν ἠγάγετο γυναῖκα Ἀγαμέμνων, ὁ βασιλεὺς τῆς
Μυκηναίων (15)
χώρας. ἡ δὲ ἐπορνεύθη μοιχευθεῖσα ὑπό τινος νεωτέρου συγ-
κλητικοῦ, ὀνόματι Κύκνου, υἱοῦ Ἐδερίωνος, βασιλέως τῆς
Ἀχαΐας, τοῦ καταγομένου ἐκ τοῦ Πίκου Διός, Τυνδαρίου, τοῦ

 107. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 107 l. 12


43

 τας ὑπὸ Ἀγαμέμνονος καὶ Μενελάου βασιλέων καὶ τοὺς ὁπλισα-


μένους καὶ κατελθόντας μετὰ τοῦ στόλου ἐπὶ τὸ Ἴλιον, ἕκαστον
ἔχοντα ἴδιον στρατὸν καὶ ναῦς. ὅστις πρὸ πάντων ἐξώρμησεν
Ἀγαμέμνων, υἱὸς Ἀτρέως, Μυκηναίων βασιλεύς, σὺν νηυσὶν ρʹ,
καὶ εἰς λόγον ἀποτροφῆς τῶν στρατοπέδων νῆας λʹ, Μενέλαος καὶ
Λήιστος καὶ Ἀρκεσίλαος καὶ Προθοήνωρ καὶ Κλονίος σὺν νηυ-
σὶν νʹ, Ἐλεφήνωρ ἐξ Εὐβοίας σὺν νηυσὶν ξʹ, Μενέλαος δὲ
υἱὸς (15)

 108. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 107 l. 22


 λάδος σὺν νηυσὶ μʹ, Αἴας Τελαμώνιος ἐκ τῆς Σαλαμίνου σὺν
νηυσὶ μʹ, Νέστωρ σὺν νηυσὶν ϟʹ, Θόας σὺν νηυσὶ μʹ,
Ἀγήνωρ (20)
καὶ Τευθίδης σὺν νηυσὶν ξʹ, Πρόθωος καὶ Μαγνίτωρ σὺν νηυσὶ
μʹ, Εὔμενος σὺν νηυσὶν ιαʹ, Νηρεὺς ἐκ Μυκήνης σὺν νηυσὶ γʹ,
(108) Χαλίας ἐκ Τρίκκης σὺν νηυσὶ μʹ, Λεοντεὺς καὶ Πολυπήτης
σὺν
νηυσὶ μʹ, Ἀμφιγενείας ἐξ Ἰλίου σὺν νηυσὶ μγʹ, Μενεσθεὺς ἐξ
Ἀθηνῶν νηυσὶ νʹ, Ἰδομενεὺς καὶ Μηριόνης ἐκ Κρήτης σὺν νηυ-

 109. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 122 l. 6


 Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Διομήδης λαβὼν τὸ Παλλάδιον ἐξώρμησεν
ἀπὸ τῆς Τροίας εἰς τὴν ἰδίαν πατρίδα.
Ὁ δὲ Ἀγαμέμνων ἔχων τὴν Κασσάνδραν, ἣ ἐπόθει, ἐπέ-
ρασε τὸ τῆς Ῥόδου πέλαγος, βουλόμενος ἐπὶ Μυκηναίων πόλιν
ὁρμῆσαι.
Λοιπὸν ὁ Πύῤῥος ἑωρακὼς πάντας ἀποπλεύσαντας, τεφρώ-
σας τὸν Τελαμώνιον Αἴαντα καὶ λαβὼν ἐν ὑδρίᾳ ἔθαψε μετὰ

 110. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 133 l. 7


 ἀκούσασα διὰ τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα ὅτι τὴν Κασάνδραν φιλεῖ, καὶ
ἀφορμὴν εὑρηκυῖα, δέδωκεν ἑαυτὴν εἰς μοιχείαν τῷ Αἰγίσθῳ τῷ
συγκλητικῷ, υἱῷ τοῦ Θυέστου. καὶ ἀκούσασα τὴν τοῦ Ἀγαμέ-
μνονος μέλλουσαν ἐπὶ τὴν Μυκηναίων παρουσίαν, ἐβουλεύσατο
μετὰ τοῦ Αἰγίσθου πῶς ὀφείλει δόλῳ φονευθῆναι ἐρχόμενος ὁ
Ἀγαμέμνων ὑπὸ τοῦ Αἰγίσθου. καὶ καταφθάσαντος τοῦ Ἀγα-
μέμνονος ἐν τῇ Μυκηναίων πόλει, καὶ δεχθέντος ὑπὸ τῆς
πόλεως
44

 111. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 133 l. 10


 μνονος μέλλουσαν ἐπὶ τὴν Μυκηναίων παρουσίαν, ἐβουλεύσατο
μετὰ τοῦ Αἰγίσθου πῶς ὀφείλει δόλῳ φονευθῆναι ἐρχόμενος ὁ
Ἀγαμέμνων ὑπὸ τοῦ Αἰγίσθου. καὶ καταφθάσαντος τοῦ Ἀγα-
μέμνονος ἐν τῇ Μυκηναίων πόλει, καὶ δεχθέντος ὑπὸ τῆς
πόλεως
καὶ τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ Αἰγίσθου, εἰσελθὼν εἰς τὸ ἴδιον πα-
λάτιον ἐσφάγη. καὶ ἐποίησεν εὐθέως ἡ γυνὴ αὐτοῦ βασιλέα
τὸν Αἴγισθον, καὶ ἐγαμήθη αὐτῷ νόμῳ. καὶ ἔσχεν ἐξ αὐτοῦ

 112. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 133 l. 18


 τρὸς καὶ τῆς μητρὸς φοβηθεῖσα τὸν Ὀρέστην ἑαυτὴν
ἀγχόνῃ (15)
ἀναιρεῖ. ἡ δὲ σύγκλητος καὶ ἡ πόλις καὶ ὁ στρατὸς ἐμίσει
τὸν Αἴγισθον· ἀκούσας δὲ ὁ Ὀρέστης, ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος υἱός,
τὴν τοῦ ἰδίου πατρὸς ἐπὶ τὴν Μυκηναίων πόλιν παρουσίαν, ἦλ-
θεν ἀπὸ τοῦ Σχοινέως, ᾧτινι ἔδωκεν αὐτὸν μέλλων ἐπὶ τὸν πό-
λεμον ἐλθεῖν ὁ Ἀγαμέμνων ἀνατραφῆναι ὑπ’ αὐτοῦ καὶ παι- (20)
δευθῆναι. καὶ λαβοῦσα αὐτὸν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ κρύφα ἐξεῖπεν

 113. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 134 l. 1


 δευθῆναι. καὶ λαβοῦσα αὐτὸν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ κρύφα ἐξεῖπεν
αὐτῷ ὅτι βουλεύεται ὁ Αἴγισθος ἀνελεῖν αὐτόν. καὶ βουλευομέ-
νου τοῦ Ὀρέστου τί δεῖ αὐτὸν πρᾶξαι, ἐν τῷ μεταξὺ παραγίνεται
(134) ὁ Στρόφιος εἰς τὴν Μυκήνην, ἐκ γένους ὑπάρχων τοῦ
Ἀγαμέμνο-
νος, ἅμα τῷ υἱῷ αὐτοῦ Πυλάδῃ τῷ συνανεγνωκότι. καὶ μαθὼν
ὁ Στρόφιος τὰ συμβάντα τῷ Ἀγαμέμνονι, συνεβουλεύετο τῷ
Ὀρέστῃ πόλεμον ποιῆσαι πρὸς τὸν Αἴγισθον. καὶ λαβὼν Ὀρέ-

 114. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 134 l. 13


 Καὶ παρεκάλεσε τὸν Στρόφιον ὑποστρέψαι εἰς τὴν ἰδίαν αὐ-
τοῦ πατρίδα, ἐάσαντα αὐτῷ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν Πυλάδην· καὶ
πεισθεὶς ὁ Στρόφιος ἐποίησεν οὕτως. καὶ λοιπὸν ἦλθον εἰς τὴν
Μυκηναίων πόλιν ὁ Ὀρέστης καὶ ὁ Πυλάδης κατὰ τὸν χρησμόν·
καὶ λάθρᾳ εἰσῆλθε πρὸς τὴν Ἠλέκτραν, ἀδελφὴν αὐτοῦ, καὶ πα-
ρακαλεῖ αὐτὴν πεῖσαι τὴν μητέρα αὐτοῦ Κλυταιμνήστραν
δέξα- (15)
σθαι αὐτόν· ἥτις Ἠλέκτρα ἔπεισε τὴν ἰδίαν μητέρα, καὶ ἐδέξατο
45

 115. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 137 l. 19


 Σκύθαι τὸν Ὀρέστην· τὸν δὲ Πυλάδην ἤγαγον πρὸς θυσίαν παρὰ
τὸν βωμὸν τῆς Ἀρτέμιδος. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ἡ Ἰφιγένεια
ποίας ἂν εἴη χώρας. ὁ δὲ ἔφη, Χώρας μὲν Ἑλλάδος, πόλεως
δὲ Μυκήνης, ὁ δυστυχὴς πάρειμι. ἡ δὲ ἀκούσασα τὴν χώραν
καὶ τὴν πόλιν, ἔνθα ἐβασίλευσεν ὁ αὐτῆς πατήρ, ἐδάκρυσε. (20)
νομίσασα δὲ ὅτι ὑπὸ τῶν βουκόλων ἐδιδάχθησαν, λέγει αὐτῷ,
(138) Εἰ ἐκ Μυκήνης παρεγένου, οἶδας καὶ τίς ἐν αὐτῇ βασιλεύς. ὁ
δὲ

 116. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 138 l. 1


 δὲ Μυκήνης, ὁ δυστυχὴς πάρειμι. ἡ δὲ ἀκούσασα τὴν χώραν
καὶ τὴν πόλιν, ἔνθα ἐβασίλευσεν ὁ αὐτῆς πατήρ, ἐδάκρυσε. (20)
νομίσασα δὲ ὅτι ὑπὸ τῶν βουκόλων ἐδιδάχθησαν, λέγει αὐτῷ,
(138) Εἰ ἐκ Μυκήνης παρεγένου, οἶδας καὶ τίς ἐν αὐτῇ βασιλεύς. ὁ
δὲ
εἶπεν, Ἀγαμέμνων ἦν πρῴην. ἡ δὲ πάλιν πρὸς αὐτόν, Εἰ τὸν
Ἀγαμέμνονα ἠκρίβωσαι, τίς ἡ τούτου γυνή, καὶ τίνας ἐξ αὐτῆς
παῖδας ἔσχεν; ὁ δὲ εἶπεν, Ἔσχεν ἐκ Κλυταιμνήστρας Ὀρέστην
καὶ

 117. Ιωάννης Μαλαλάς, χρονογραφία. (A.D. 5-6) Page 142 l. 8


 πόλεως, νυνὶ δὲ Σελευκείας· καὶ εὑρηκὼς νῆας ἐκεῖ, ἀπέπλευσε
μετὰ τῆς Ἰφιγενείας καὶ τοῦ Πυλάδου ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα. καὶ
ζεύξας πρὸς γάμον τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφὴν Ἠλέκτραν τῷ Πυλάδῃ,
κατέσχε τῆς Μυκηναίων χώρας ἕως θανάτου. οἱ δὲ Σύροι προσε-
σχηκότες τὸ σχῆμα τῆς στήλης τοῦ Ὀρέστου, καὶ μαθόντες παρὰ
τῶν Ἰωνιτῶν τὸν τρόπον, ὀργισθέντες ἐπεκάλεσαν αὐτὸν δρα-
πέτην, διότι τοιούτου ἀγαθοῦ συμβάντος αὐτῷ ἐν τῇ αὐτῶν χώ-

 118. Eustathius MACREMBOLITES Scr. Erot. Hysmine et


Hysminias {3072.001} (A.D. 12) Book 2 section 7 l. 4
 (7) Μετάγομεν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τὴν μετὰ τὰς παρ-
θένους γραφὴν καὶ δίφρον ὁρῶμεν ὑψηλὸν καὶ λαμπρὸν καὶ
ὄντως βασιλικόν. Κροίσου δίφρος ἐκεῖνος ἢ πολυχρύσου
Μυκήνης τυράννου τινός. Τῷδ’ ἐπεκάθητο μειράκιον τερα-
τῶδες, γύμνωσιν παντελῆ καθ’ ὅλου φέρον τοῦ σώματος·
πρὸς ὃ δὴ βλέπων ᾐσχυνόμην αὐτὸς καὶ τοῦ ἔπους ἐμνήσθην
ὡς ‘τὸ μὴ φρονεῖν κάρτ’ ἀνώδυνον κακόν.’ Τόξον καὶ πῦρ
46

 119. Joannes TZETZES Gramm. et Poeta Argumentum et


allegoriae in Homeri Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section
proem l. 512
 ὑιοὶ κατὰ τοὺς πλείονας Ἀτρέως, Ἀερόπης,
Πλεισθένους καθ’ ἑτέρους δὲ παῖδες καὶ τῆς Κλεόλας. (510)
Ὁ Ἀγαμέμνων ναυαρχῶν ἦν ἑκατὸν ὁλκάδων,
τοὺς Κορινθίους ἦγε δὲ μετὰ τῶν Μυκηναίων.
Ἑξήκοντα Μενέλαος ἦν ναυαρχῶν ὁλκάδων,
τοὺς Σπαρτιάτας, Λάκωνας καὶ Ἀμυκλαίους ἄγων.
Νέστωρ, ὑιὸς Νηλέως τε καὶ Χλώριδος ὑπάρχων, (515)

 120. Joannes TZETZES Gramm. et Poeta Argumentum et


allegoriae in Homeri Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section
proem l. 756
 ἀνθ’ ὧν, ὡς γράφουσι τινὲς ἐκ τῶν μυθογραφούντων,
ὁ Ἀγαμέμνων ἔλαφον Ἀρτέμιδος τοξεύει·
ὅθεν τὴν Ἰφιγένειαν αὑτοῦ τὴν θυγατέρα, (755)
ἐκ τῆς Μυκήνης ἄξαντες, ἔμελλον θύειν τότε,
διαδραμοῦσαν δ’ ἔλαφον σφάττουσιν ἀντ’ ἐκείνης,
ἐκείνην δὲ ἱέρειαν Ἀρτέμιδος ποιοῦσιν·
ἡ δ’ Ἄρτεμις οὐκ ἄλλη τίς ἐστιν, ἀλλ’ ἡ σελήνη·

 121. Joannes TZETZES Gramm. et Poeta Argumentum et


allegoriae in Homeri Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section
proem l. 1113
 καὶ τοῦ στρατεύματος αὐτὸν προδότην ἀπεκάλει. (1110)
Ὡς δ’ ἐκ τῆς κλίνης ἤγαγον καὶ τὸν πλαστὸν τὸν χάρτην,
λίθοις ὡς κύνα τὸν σοφὸν ἀνεῖλον Παλαμήδην,
Ζακύνθιοι λιθάζοντες μόνοι καὶ Μυκηναῖοι,
τοῦτο μόνον τὸ λόγιον κτεινόμενον εἰπόντα·
χαῖρε ἀλήθεια κλεινή, προετεθνήκεις γάρ μου. (1115)
Οὕτως ἀδίκως τοῦ σοφοῦ θανόντος Παλαμήδους,

 122. Joannes TZETZES Gramm. et Poeta Argumentum et


allegoriae in Homeri Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section 9 l. 21
 Οὕτω δοκεῖς ἀπόλεμον τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων;
εἴ περ αὐτός, ὦ βασιλεῦ, ἀνθυποστρέφειν θέλεις,
ἀπέρχου, πάρεστιν ὁδός· πλησίον τῆς θαλάσσης (20)
ὁλκάδες, ἅς περ ἤγαγες πολλὰς ἐκ τῆς Μυκήνης·
ἄλλοι δὲ καρτερήσουσιν εἰς πόρθησιν τῆς Τροίας·
47

εἰ δὲ καὶ οὗτοι θέλουσι, φευγέτωσαν οἱ πάντες·


ἐγὼ δέ, καὶ ὁ Σθένελος ἐγκαρτεροῦμεν μόνοι.

 123. Joannes TZETZES Gramm. et Poeta Argumentum et


allegoriae in Homeri Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section 15 l.
217
 πνοὰς ἀνέμων καρτερεῖ καὶ κύματα μεγάλα,
οὕτω τοὺς Τρῶας Ἕλληνες μένοντες ἐκαρτέρουν· (215)
μόλις κόψας εἰσέδραμε, τοὺς Ἕλληνας δὲ τρέπει·
τὸν Μυκηναῖον δ’ ἔκτεινε Κοπρέως Περιφήτην,
ἄντυγι σάκους τοῦ αὐτοῦ πεσόντα τῷ προσκροῦσαι·
ὃν καὶ δραμὼν ἀπέκτεινε δορὶ βαλὼν πρὸς στῆθος·
οἱ δὲ πάντες ἐτράποντο πρὸς ἐσωτέρας νῆας·

Κατά συγγραφέα

Apollonius Rhodius Epic., Argonautica (0001: 001) “Apollonii Rhodii


Argonautica”, Ed. Fraenkel, H. Oxford: Clarendon Press, 1961, Repr.
1970 (1st edn. corr.). Book 1, l. 128

Ἀργόθεν αὖ Ταλαὸς καὶ Ἀρήιος, υἷε Βίαντος,


ἤλυθον ἴφθιμός τε Λεώδοκος, οὓς τέκε Πηρώ
Νηληίς, τῆς ἀμφὶ δύην ἐμόγησε βαρεῖαν
Αἰολίδης σταθμοῖσιν ἐν Ἰφίκλοιο Μελάμπους.
Οὐδὲ μὲν οὐδὲ βίην κρατερόφρονος Ἡρακλῆος
πευθόμεθ' Αἰσονίδαο λιλαιομένου ἀθερίξαι·
ἀλλ' ἐπεὶ ἄιε βάξιν ἀγειρομένων ἡρώων
νεῖον ἀπ' Ἀρκαδίης Λυρκήιον Ἄργος ἀμείψας,
τὴν ὁδὸν ᾗ ζωὸν φέρε κάπριον ὅς ῥ' ἐνὶ βήσσῃς
φέρβετο Λαμπείης Ἐρυμάνθιον ἂμ μέγα τῖφος,
τὸν μὲν ἐνὶ πρώτοισι Μυκηνάων ἀγορῇσι
δεσμοῖς ἰλλόμενον μεγάλων ἀπεσείσατο νώτων,
αὐτὸς δ' ᾗ ἰότητι παρὲκ νόον Εὐρυσθῆος
ὡρμήθη· σὺν καί οἱ Ὕλας κίεν, ἐσθλὸς ὀπάων
πρωθήβης, ἰῶν τε φορεὺς φύλακός τε βιοῖο.
Τῷ δ' ἐπὶ δὴ θείοιο κίεν Δαναοῖο γενέθλη,
Ναύπλιος· ἦ γὰρ ἔην Κλυτονήου Ναυβολίδαο,
Ναύβολος αὖ Λέρνου, Λέρνον γε μὲν ἴδμεν ἐόντα
Προίτου Ναυπλιάδαο, Ποσειδάωνι δὲ κούρη
48

πρίν ποτ' Ἀμυμώνη Δαναῒς τέκεν εὐνηθεῖσα


Ναύπλιον, ὃς περὶ πάντας ἐκαίνυτο ναυτιλίῃσιν.

Θουκυδίδης ιστορίαι. “Thucydidis historiae, 2 vols.”, Ed. Jones, H.S.,


Powell, J.E.Oxford: Clarendon Press, 1:1942 (1st edn. rev.); 2:1942 (2nd
edn. rev.), Repr. 1:1970; 2:1967.Book 1, chapter 9, section 2, l. 9

Ἀγαμέμνων τέ μοι δοκεῖ τῶν τότε δυνάμει προύχων καὶ


οὐ τοσοῦτον τοῖς Τυνδάρεω ὅρκοις κατειλημμένους τοὺς
Ἑλένης μνηστῆρας ἄγων τὸν στόλον ἀγεῖραι. λέγουσι δὲ
καὶ οἱ τὰ σαφέστατα Πελοποννησίων μνήμῃ παρὰ τῶν
πρότερον δεδεγμένοι Πέλοπά τε πρῶτον πλήθει χρημάτων,
ἃ ἦλθεν ἐκ τῆς Ἀσίας ἔχων ἐς ἀνθρώπους ἀπόρους, δύναμιν
περιποιησάμενον τὴν ἐπωνυμίαν τῆς χώρας ἔπηλυν ὄντα ὅμως
σχεῖν, καὶ ὕστερον τοῖς ἐκγόνοις ἔτι μείζω ξυνενεχθῆναι,
Εὐρυσθέως μὲν ἐν τῇ Ἀττικῇ ὑπὸ Ἡρακλειδῶν ἀποθανόντος,
Ἀτρέως δὲ μητρὸς ἀδελφοῦ ὄντος αὐτῷ, καὶ ἐπιτρέψαντος
Εὐρυσθέως, ὅτ' ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ
τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ (τυγχάνειν δὲ αὐτὸν φεύγοντα τὸν πατέρα
διὰ τὸν Χρυσίππου θάνατον), καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν
Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ τῶν
Ἡρακλειδῶν καὶ ἅμα δυνατὸν δοκοῦντα εἶναι καὶ τὸ πλῆ-
θος τεθεραπευκότα τῶν Μυκηναίων τε καὶ ὅσων Εὐρυσθεὺς
ἦρχε τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν, καὶ τῶν Περσειδῶν
τοὺς Πελοπίδας μείζους καταστῆναι. ἅ μοι δοκεῖ Ἀγαμέμ-
νων παραλαβὼν καὶ ναυτικῷ [τε] ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων
ἰσχύσας, τὴν στρατείαν οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ ξυν-
αγαγὼν ποιήσασθαι. φαίνεται γὰρ ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς

Θουκυδίδης ιστορίαι. Book 1, chapter 9, section 2, l. 12

καὶ οἱ τὰ σαφέστατα Πελοποννησίων μνήμῃ παρὰ τῶν


πρότερον δεδεγμένοι Πέλοπά τε πρῶτον πλήθει χρημάτων,
ἃ ἦλθεν ἐκ τῆς Ἀσίας ἔχων ἐς ἀνθρώπους ἀπόρους, δύναμιν
περιποιησάμενον τὴν ἐπωνυμίαν τῆς χώρας ἔπηλυν ὄντα ὅμως
49

σχεῖν, καὶ ὕστερον τοῖς ἐκγόνοις ἔτι μείζω ξυνενεχθῆναι,


Εὐρυσθέως μὲν ἐν τῇ Ἀττικῇ ὑπὸ Ἡρακλειδῶν ἀποθανόντος,
Ἀτρέως δὲ μητρὸς ἀδελφοῦ ὄντος αὐτῷ, καὶ ἐπιτρέψαντος
Εὐρυσθέως, ὅτ' ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ
τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ (τυγχάνειν δὲ αὐτὸν φεύγοντα τὸν πατέρα
διὰ τὸν Χρυσίππου θάνατον), καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν
Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ τῶν
Ἡρακλειδῶν καὶ ἅμα δυνατὸν δοκοῦντα εἶναι καὶ τὸ πλῆ-
θος τεθεραπευκότα τῶν Μυκηναίων τε καὶ ὅσων Εὐρυσθεὺς
ἦρχε τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν, καὶ τῶν Περσειδῶν
τοὺς Πελοπίδας μείζους καταστῆναι. ἅ μοι δοκεῖ Ἀγαμέμ-
νων παραλαβὼν καὶ ναυτικῷ [τε] ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων
ἰσχύσας, τὴν στρατείαν οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ ξυν-
αγαγὼν ποιήσασθαι. φαίνεται γὰρ ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς
ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχών, ὡς Ὅμηρος τοῦτο
δεδήλωκεν, εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι. καὶ ἐν τοῦ σκήπτρου
ἅμα τῇ παραδόσει εἴρηκεν αὐτὸν πολλῇσι νήσοισι καὶ Ἄργεϊ

Θουκυδίδης ιστορίαι.
Book 1, chapter 9, section 2, l. 14

ἃ ἦλθεν ἐκ τῆς Ἀσίας ἔχων ἐς ἀνθρώπους ἀπόρους, δύναμιν


περιποιησάμενον τὴν ἐπωνυμίαν τῆς χώρας ἔπηλυν ὄντα ὅμως
σχεῖν, καὶ ὕστερον τοῖς ἐκγόνοις ἔτι μείζω ξυνενεχθῆναι,
Εὐρυσθέως μὲν ἐν τῇ Ἀττικῇ ὑπὸ Ἡρακλειδῶν ἀποθανόντος,
Ἀτρέως δὲ μητρὸς ἀδελφοῦ ὄντος αὐτῷ, καὶ ἐπιτρέψαντος
Εὐρυσθέως, ὅτ' ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ
τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ (τυγχάνειν δὲ αὐτὸν φεύγοντα τὸν πατέρα
διὰ τὸν Χρυσίππου θάνατον), καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν
Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ τῶν
Ἡρακλειδῶν καὶ ἅμα δυνατὸν δοκοῦντα εἶναι καὶ τὸ πλῆ-
θος τεθεραπευκότα τῶν Μυκηναίων τε καὶ ὅσων Εὐρυσθεὺς
ἦρχε τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν, καὶ τῶν Περσειδῶν
τοὺς Πελοπίδας μείζους καταστῆναι. ἅ μοι δοκεῖ Ἀγαμέμ-
νων παραλαβὼν καὶ ναυτικῷ [τε] ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων
ἰσχύσας, τὴν στρατείαν οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ ξυν-
αγαγὼν ποιήσασθαι. φαίνεται γὰρ ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς
ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχών, ὡς Ὅμηρος τοῦτο
50

δεδήλωκεν, εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι. καὶ ἐν τοῦ σκήπτρου


ἅμα τῇ παραδόσει εἴρηκεν αὐτὸν πολλῇσι νήσοισι καὶ Ἄργεϊ
παντὶ ἀνάσσειν· οὐκ ἂν οὖν νήσων ἔξω τῶν περιοικίδων
(αὗται δὲ οὐκ ἂν πολλαὶ εἶεν) ἠπειρώτης ὢν ἐκράτει, εἰ μή τι

Θουκυδίδης ιστορίαι.
Book 1, chapter 10, section 1, l. 1

νων παραλαβὼν καὶ ναυτικῷ [τε] ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων
ἰσχύσας, τὴν στρατείαν οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ ξυν-
αγαγὼν ποιήσασθαι. φαίνεται γὰρ ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς
ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχών, ὡς Ὅμηρος τοῦτο
δεδήλωκεν, εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι. καὶ ἐν τοῦ σκήπτρου
ἅμα τῇ παραδόσει εἴρηκεν αὐτὸν πολλῇσι νήσοισι καὶ Ἄργεϊ
παντὶ ἀνάσσειν· οὐκ ἂν οὖν νήσων ἔξω τῶν περιοικίδων
(αὗται δὲ οὐκ ἂν πολλαὶ εἶεν) ἠπειρώτης ὢν ἐκράτει, εἰ μή τι
καὶ ναυτικὸν εἶχεν. εἰκάζειν δὲ χρὴ καὶ ταύτῃ τῇ στρατείᾳ
οἷα ἦν τὰ πρὸ αὐτῆς.
Καὶ ὅτι μὲν Μυκῆναι μικρὸν ἦν, ἢ εἴ τι τῶν τότε πόλισμα
νῦν μὴ ἀξιόχρεων δοκεῖ εἶναι, οὐκ ἀκριβεῖ ἄν τις σημείῳ
χρώμενος ἀπιστοίη μὴ γενέσθαι τὸν στόλον τοσοῦτον ὅσον
οἵ τε ποιηταὶ εἰρήκασι καὶ ὁ λόγος κατέχει. Λακεδαιμονίων
γὰρ εἰ ἡ πόλις ἐρημωθείη, λειφθείη δὲ τά τε ἱερὰ καὶ τῆς
κατασκευῆς τὰ ἐδάφη, πολλὴν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνά-
μεως προελθόντος πολλοῦ χρόνου τοῖς ἔπειτα πρὸς τὸ κλέος
αὐτῶν εἶναι (καίτοι Πελοποννήσου τῶν πέντε τὰς δύο μοίρας
νέμονται, τῆς τε ξυμπάσης ἡγοῦνται καὶ τῶν ἔξω ξυμμάχων
πολλῶν· ὅμως δὲ οὔτε ξυνοικισθείσης πόλεως οὔτε ἱεροῖς
καὶ κατασκευαῖς πολυτελέσι χρησαμένης, κατὰ κώμας δὲ τῷ

Theocritus Bucol., Idyllia (0005: 001)


“Theocritus, vol. 1, 2nd edn.”, Ed. Gow, A.S.F.
Cambridge: Cambridge University Press, 1952, Repr. 1965.
51

Idyll 25, l. 171

ἦκα παρακλίνας κεφαλὴν κατὰ δεξιὸν ὦμον·


’ξεῖνε, πάλαι τινὰ πάγχυ σέθεν πέρι μῦθον ἀκούσας,
εἰ περὶ σεῦ, σφετέρῃσιν ἐνὶ φρεσὶ βάλλομαι ἄρτι.
ἤλυθε γὰρ στείχων τις ἀπ' Ἄργεος – ἦν νέος ἀκμήν –
ἐνθάδ' Ἀχαιὸς ἀνὴρ Ἑλίκης ἐξ ἀγχιάλοιο,
ὃς δή τοι μυθεῖτο καὶ ἐν πλεόνεσσιν Ἐπειῶν
οὕνεκεν Ἀργείων τις ἕθεν παρεόντος ὄλεσσε
θηρίον, αἰνολέοντα, κακὸν τέρας ἀγροιώταις,
κοίλην αὖλιν ἔχοντα Διὸς Νεμέοιο παρ' ἄλσος.
“οὐκ οἶδ' ἀτρεκέως ἢ Ἄργεος ἐξ ἱεροῖο
αὐτόθεν ἢ Τίρυνθα νέμων πόλιν ἠὲ Μυκήνην·”
ὣς κεῖνος ἀγόρευε· γένος δέ μιν εἶναι ἔφασκεν,
εἰ ἐτεόν περ ἐγὼ μιμνήσκομαι, ἐκ Περσῆος.
ἔλπομαι οὐχ ἕτερον τόδε τλήμεναι Αἰγιαλήων
ἠὲ σέ, δέρμα δὲ θηρὸς ἀριφραδέως ἀγορεύει
χειρῶν καρτερὸν ἔργον, ὅ τοι περὶ πλευρὰ καλύπτει.
εἴπ' ἄγε νῦν μοι πρῶτον, ἵνα γνώω κατὰ θυμόν,
ἥρως, εἴτ' ἐτύμως μαντεύομαι εἴτε καὶ οὐκί,
εἰ σύγ' ἐκεῖνος ὃν ἧμιν ἀκουόντεσσιν ἔειπεν
οὑξ Ἑλίκηθεν Ἀχαιός, ἐγὼ δέ σε φράζομαι ὀρθῶς
εἰπὲ δ' ὅπως ὀλοὸν τόδε θηρίον αὐτὸς ἔπεφνες,

Ευρυπίδης. , Fragmenta (0006: 020)“Tragicorum Graecorum


fragmenta”, Ed. Nauck, A.Leipzig: Teubner, 1889, Repr. 1964.
Fragment 723, l. 2

χάλα. τά τοι μέγιστα πολλάκις θεὸς


ταπείν' ἔθηκε καὶ συνέστειλεν πάλιν.
τί δ', ὦ τάλας; σὺ τῷδε πείθεσθαι μέλλεις;
ὥρα σε θυμοῦ κρείσσονα γνώμην ἔχειν.
Ἕλληνες ὄντες βαρβάροις δουλεύσομεν;
κακῶς ὀλοίατ'· ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι.
κακός τίς ἐστι προξένῳ σοὶ χρώμενος.
ἴθ' ὅποι χρῄζεις· οὐκ ἀπολοῦμαι
τῆς σῆς Ἑλένης εἵνεκα
Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει·
τὰς δὲ Μυκήνας ἡμεῖς ἰδίᾳ.
πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν
λοχαῖον σῖτον
ψυκτήρ
ἀπέπτυσ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος.
52

ΤΗΜΕΝΙΔΑΙ

. . φιλεῖ τοι πόλεμος οὐ πάντων τυχεῖν,


ἐσθλῶν δὲ χαίρει πτώμασιν νεανιῶν,
κακοὺς δὲ μισεῖ. τῇ πόλει μὲν οὖν νόσος
τόδ' ἐστί, τοῖς δὲ κατθανοῦσιν εὐκλεές.
εἰκὸς δὲ παντὶ καὶ λόγῳ καὶ μηχανῇ

Ευρυπίδης. , Fragmenta papyracea (0006: 021)


“Nova fragmenta Euripidea in papyris reperta”, Ed. Austin, C.
Berlin: De Gruyter, 1968.
Fragment 2, l. 14

Ἄ[β]ας ἐγένετο· τοῦ δὲ δίπτυχον γένο[ς·


Προῖτος μανε[ι]σῶν θυγατέρων τρισσῶν πατήρ,
ὅς τ' ἐγκαλ̣ύπτει χαλκέωι νυμφεύματ[ι
Δανά̣ην̣ ̣ ....θ̣εις.... Ἀκρίσιός ποτε.
Δανάης δὲ Περσεὺς ἐγένετ' ἐκ χρυσορρύτων
σταγόνων, ὃς ἐλθὼν Γοργόνος καρατόμος
Αἰθίοπ' ἔγημεν Ἀνδρομέδαν τὴν Κηφέως,
ἣ τριπτύχους ἐγείνατ' ἐκ Περσέως κόρους·
Ἀλκαῖον ἠδὲ Σθένελον, ὅς τ' Ἄργους πόλιν
ἔ[ς]χεν Μυκήνας, πατέρα δ' Ἀλκμήνης τρίτον
Ἠλεκτρύωνα· Ζ[ε]ὺς δ' ἐς Ἀλκμήνης λέχος
π̣ε[̣ ς]ὼν τὸ κλειν[ὸ]ν Ἡρακλέους σπείρει δέμας.
Ὕλλος δὲ τοῦδ[ε], Τήμενος δ' Ὕλλου πατρός,
ὃς Ἄργος ὤικησ' Ἡρακλέους γεγὼς ἄπο.
ἀπαιδίαι δὲ χρώμενος πατὴρ ἐμὸς
Τήμενος ἐς ἁγνῆς ἦλθε Δωδώνης πτύχας
τέκνων ἔρωτι· τῆς δ' ὁμωνύμου Διὸς
πρόπολος Διώνης εἶπε Τημένωι τάδε·
“ὦ παῖ πεφυκὼς ἐκ γονῶν Ἡρακλέους,
Ζεύς ς[οι] δίδωσι παῖδ', ἐγὼ μαντεύομαι,
53

Ευρυπίδης. , Fragmenta papyracea


Fragment 131, l. 2

Ἕλληνες ὄντες βαρβάροις δουλεύσομεν;

κακῶς ὄλοιτ' ἄν· ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι.

κακός τίς ἐστι προξένωι σοὶ χρώμενος.

{(Ἀγαμ.)} ἴθ' ὅποι χρήιζεις· οὐκ ἀπολοῦμαι


τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα.
{(Ἀγαμ.)} Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει·
τὰς δὲ Μυκήνας ἡμεῖς ἰδίαι.

πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν.

λοχαῖον σῖτον

ψυκτήρ

ἀπέπτυσ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος.

πρὸς ταῦθ' ὅτι χρὴ καὶ παλαμάσθω

Ευρυπίδης. , Fragmenta Hypsipyles (0006: 026)


“Euripides. Hypsipyle”, Ed. Bond, G.W.
Oxford: Clarendon Press, 1963.
Fragment I,iv, l. 34

τίνος τάδ' ἀνδρῶν μηλοβοσκὰ δώματ[α


Φλειουντίας γῆς, ὦ ξένη, νομίζεται;
Ὑψιπύ[λ(η) [ὄ]λβια Λυκούργου μέλαθρα κλῄζεται τά[δε
[ὃ]ς ἐξ ἁπάσ̣ης αἱρεθεὶς Ἀσωπίας
κλῃδοῦχός ἐστι τοὐπιχωρίου Διός.
Ἀμφ. [ῥ]υτὸν λαβεῖ̣ν̣ [χ]ρ̣[ῄζοιμ'] ἂ̣ν ἐν κρωσσοῖς ὕδωρ
54

[χ]έρνιβα θ̣εοῖ[ς]ι̣ν ὅ[διον] ὡ̣ς χεαίμεθα.


στατῶν γὰρ ὑδάτων [ν]ά̣ματ' οὐ διειπετῆ,
στρατοῦ δὲ πλήθει πάντα συνταράσσεται.
Ὑψιπ. [τίν]ες μολόντες καὶ χ[θ]ονὸς ποίας ἄπο;
(Ἀμφ.) ἐ̣κ τῶν Μυκηνῶν [ἐς]μὲν Ἀργεῖοι γέν[ος,
[ὅ]ρ̣ια δ' ὑπερβαίνοντες εἰς ἄλλην χθόνα
[στρ]ατοῦ πρ[ο]θῦσαι βουλόμεσθα Δαν[α]ϊδῶ[ν.

Ευρυπίδης. , Fragmenta (0006: 029)“Select papyri, vol. 3 [Literary


papyri]”, Ed. Page, D.L.London: Heinemann, 1941, Repr. 1970.
Fragment 12, l. 123

{ΥΨΙΠΥΛ[Η]} ὄλβια Λυκούργου μέλαθρα κλήιζεται τάδε,


ὃς ἐξ ἁπάσης αἱρεθεὶς Ἀσωπίας
κληιδοῦχός ἐστι τοὐπιχωρίου Διός.
{ΑΜ.} ῥυτὸν λαβεῖν [χ]ρήιζοι]μ' ἂν ἐν κρωσσοῖς
ὕδωρ
χέρνιβα θεοῖσιν ὅ[διον] ὡς χεαίμεθα.
στατῶν γὰρ ὑδάτων νάματ' οὐ διειπετῆ,
στρατοῦ δὲ πλήθει πάντα συνταράσσεται.
{ΥΨ.} τίνες μολόντες καὶ χθονὸς ποίας ἄπο;
[{ΑΜ.}] ἐκ τῶν Μυκηνῶν ἐσμὲν Ἀργεῖοι γένος,
ὅρια δ' ὑπερβαίνοντες εἰς ἄλλην χθόνα
στρατοῦ προθῦσαι βουλόμεσθα Δαναϊδῶν.
[ἡ]μεῖς [γὰρ ὡ]ρμ[ήμες]θα πρὸς Κάδμου
πύλας,

Ευρυπίδης. , Fragmenta
Fragment 15b, l. 27

εἰπεῖν δίκαιον, ὦ ξέν', ὅστις ὢν τόπους


εἰς τούσδε χρίμπτηι καὶ καθ' ἥντιν' αἰτίαν.
[{ΗΡΑΚΛΗΣ}] οὐδεὶς ὄκνος πάντ' ἐκκαλύψασθαι
λόγον.
ἐμοὶ πατρὶς μὲν Ἄργος, ὄνομα δ' Ἡρακλῆς,
θεῶν δὲ πάντων πατρὸς ἐξέφυν Διός.
ἐμῆι γὰρ ἦλθε μητρὶ κεδνῆι πρὸς λέχος
Ζεύς, ὡς λέλεκται τῆς ἀληθείας ὕπο.
ἥκω δὲ δεῦρο πρὸς βίαν, Εὐρυσθέως
ἀρχαῖς ὑπείκων, ὅς μ' ἔπεμψ' Ἅιδου κύνα
55

ἄγειν κελεύων ζῶντα πρὸς Μυκηνίδας


πύλας, ἰδεῖν μὲν οὐ θέλων, ἆθλον δέ μοι
ἀνήνυτον τόνδ' ὤιετ' ἐξηυρηκέναι.
τοιόνδ' ἰχνεύων πρᾶγος Εὐρώπης κύκλωι
Ἀσίας τε πάσης ἐς μυχοὺς ἐλήλυθα.
[{ΘΗΣΕΥΣ} ......] πιστὸν γὰρ ἄνδρα καὶ
φίλον
αἰσχρὸν πρ]οδοῦναι δυς[με]νῶς εἰλημμένον.

Ευρυπίδης. , Heraclidae (0006: 037)


“Euripidis fabulae, vol. 1”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1984.
L. post 85

χύμενον· ὦ τάλας

πρὸς τοῦ ποτ' ἐν γῆι πτῶμα δύστηνον πίτνεις;


{Ιο.} ὅδ' ὦ ξένοι με σοὺς ἀτιμάζων θεοὺς
ἕλκει βιαίως Ζηνὸς ἐκ προβωμίων.
{Χο.} σὺ δ' ἐκ τίνος γῆς, ὦ γέρον, τετράπτολιν
ξύνοικον ἦλθες λαόν; ἢ
πέραθεν ἁλίωι πλάται
κατέχετ' ἐκλιπόντες Εὐβοῖδ' ἀκτάν;
{Ιο.} οὐ νησιώτην, ὦ ξένοι, τρίβω βίον,
ἀλλ' ἐκ Μυκηνῶν σὴν ἀφίγμεθα χθόνα.
{Χο.} ὄνομα τί σε, γέρον, Μυκηναῖος ὠ-
νόμαζεν λεώς;
{Ιο.} τὸν Ἡράκλειον ἴστε που παραστάτην
Ἰόλαον· οὐ γὰρ σῶμ' ἀκήρυκτον τόδε.
{Χο.} οἶδ' εἰσακούσας καὶ πρίν· ἀλλὰ τοῦ ποτε
ἐν χειρὶ σᾶι κομίζεις κόρους
νεοτρεφεῖς; φράσον.
{Ιο.} Ἡρακλέους οἵδ' εἰσὶ παῖδες, ὦ ξένοι,
ἱκέται σέθεν τε καὶ πόλεως ἀφιγμένοι.
{Χο.} τί χρέος; ἦ λόγων πόλεος, ἔνεπέ μοι,

Ευρυπίδης. , Heraclidae
56

L. post 86

πρὸς τοῦ ποτ' ἐν γῆι πτῶμα δύστηνον πίτνεις;


{Ιο.} ὅδ' ὦ ξένοι με σοὺς ἀτιμάζων θεοὺς
ἕλκει βιαίως Ζηνὸς ἐκ προβωμίων.
{Χο.} σὺ δ' ἐκ τίνος γῆς, ὦ γέρον, τετράπτολιν
ξύνοικον ἦλθες λαόν; ἢ
πέραθεν ἁλίωι πλάται
κατέχετ' ἐκλιπόντες Εὐβοῖδ' ἀκτάν;
{Ιο.} οὐ νησιώτην, ὦ ξένοι, τρίβω βίον,
ἀλλ' ἐκ Μυκηνῶν σὴν ἀφίγμεθα χθόνα.
{Χο.} ὄνομα τί σε, γέρον, Μυκηναῖος ὠ-
νόμαζεν λεώς;
{Ιο.} τὸν Ἡράκλειον ἴστε που παραστάτην
Ἰόλαον· οὐ γὰρ σῶμ' ἀκήρυκτον τόδε.
{Χο.} οἶδ' εἰσακούσας καὶ πρίν· ἀλλὰ τοῦ ποτε
ἐν χειρὶ σᾶι κομίζεις κόρους
νεοτρεφεῖς; φράσον.
{Ιο.} Ἡρακλέους οἵδ' εἰσὶ παῖδες, ὦ ξένοι,
ἱκέται σέθεν τε καὶ πόλεως ἀφιγμένοι.
{Χο.} τί χρέος; ἦ λόγων πόλεος, ἔνεπέ μοι,
μελόμενοι τυχεῖν;

Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 136

{Δη.} τί δῆτ' ἰυγμῶν ἥδ' ἐδεῖτο συμφορά;


{Χο.} βίαι νιν οὗτος τῆσδ' ἀπ' ἐσχάρας ἄγειν
ζητῶν βοὴν ἔστησε κἄσφηλεν γόνυ
γέροντος, ὥστε μ' ἐκβαλεῖν οἴκτωι δάκρυ.
{Δη.} καὶ μὴν στολήν γ' Ἕλληνα καὶ ῥυθμὸν πέπλων
ἔχει, τὰ δ' ἔργα βαρβάρου χερὸς τάδε.
σὸν δὴ τὸ φράζειν ἐστί, μὴ μέλλειν δ', ἐμοὶ
ποίας ἀφῖξαι δεῦρο γῆς ὅρους λιπών.
{Κη.} Ἀργεῖός εἰμι· τοῦτο γὰρ θέλεις μαθεῖν·
ἐφ' οἷσι δ' ἥκω καὶ παρ' οὗ λέγειν θέλω.
57

πέμπει Μυκηνῶν δεῦρό μ' Εὐρυσθεὺς ἄναξ


ἄξοντα τούσδε· πολλὰ δ' ἦλθον, ὦ ξένε,
δίκαι' ἁμαρτῆι δρᾶν τε καὶ λέγειν ἔχων.
Ἀργεῖος ὢν γὰρ αὐτὸς Ἀργείους ἄγω
ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ τούσδε δραπέτας ἔχων,
νόμοισι τοῖς ἐκεῖθεν ἐψηφισμένους
θανεῖν· δίκαιοι δ' ἐσμὲν οἰκοῦντες πόλιν
αὐτοὶ καθ' αὑτῶν κυρίους κραίνειν δίκας.
πολλῶν δὲ κἄλλων ἑστίας ἀφιγμένοι
ἐν τοῖσιν αὐτοῖς τοισίδ' ἕσταμεν λόγοις,
κοὐδεὶς ἐτόλμησ' ἴδια προσθέσθαι κακά.

Ευρυπίδης. , Heraclidae L. post 176

κτήσηι πρὸς ἀστῶν, εἰ γέροντος οὕνεκα


τύμβου, τὸ μηδὲν ὄντος, ὡς εἰπεῖν ἔπος,
παίδων τε τῶνδ' ἐς ἄντλον ἐμβήσηι πόδα.
ἐρεῖς τὸ λῶιστον ἐλπίδ' εὑρήσειν μόνον·
καὶ τοῦτο πολλῶι τοῦ παρόντος ἐνδεές.
κακῶς γὰρ Ἀργείοισιν οἵδ' ὡπλισμένοις
μάχοιντ' ἂν ἡβήσαντες, εἴ τι τοῦτό σε
ψυχὴν ἐπαίρει· χοὐν μέσωι πολὺς χρόνος
ἐν ὧι διεργασθεῖτ' ἄν. ἀλλ' ἐμοὶ πιθοῦ·
δοὺς μηδὲν ἀλλὰ τἄμ' ἐῶν ἄγειν ἐμὲ
κτῆσαι Μυκήνας, μηδ' ὅπερ φιλεῖτε δρᾶν
πάθηις σὺ τοῦτο, τοὺς ἀμείνονας παρὸν
φίλους ἑλέσθαι τοὺς κακίονας λαβεῖν.
{Χο.} τίς ἂν δίκην κρίνειεν ἢ γνοίη λόγον,
πρὶν ἂν παρ' ἀμφοῖν μῦθον ἐκμάθηι σαφῶς;
{Ιο.} ἄναξ, ὑπάρχει γὰρ τόδ' ἐν τῆι σῆι χθονί,
εἰπεῖν ἀκοῦσαί τ' ἐν μέρει πάρεστί μοι,
κοὐδείς μ' ἀπώσει πρόσθεν ὥσπερ ἄλλοθεν.
ἡμῖν δὲ καὶ τῶιδ' οὐδέν ἐστιν ἐν μέσωι·
ἐπεὶ γὰρ Ἄργους οὐ μέτεσθ' ἡμῖν ἔτι,
ψήφωι δοκῆσαν, ἀλλὰ φεύγομεν πάτραν,

Ευρυπίδης. , Heraclidae L. post 187

πάθηις σὺ τοῦτο, τοὺς ἀμείνονας παρὸν


φίλους ἑλέσθαι τοὺς κακίονας λαβεῖν.
{Χο.} τίς ἂν δίκην κρίνειεν ἢ γνοίη λόγον,
58

πρὶν ἂν παρ' ἀμφοῖν μῦθον ἐκμάθηι σαφῶς;


{Ιο.} ἄναξ, ὑπάρχει γὰρ τόδ' ἐν τῆι σῆι χθονί,
εἰπεῖν ἀκοῦσαί τ' ἐν μέρει πάρεστί μοι,
κοὐδείς μ' ἀπώσει πρόσθεν ὥσπερ ἄλλοθεν.
ἡμῖν δὲ καὶ τῶιδ' οὐδέν ἐστιν ἐν μέσωι·
ἐπεὶ γὰρ Ἄργους οὐ μέτεσθ' ἡμῖν ἔτι,
ψήφωι δοκῆσαν, ἀλλὰ φεύγομεν πάτραν,
πῶς ἂν δικαίως ὡς Μυκηναίους ἄγοι
ὅδ' ὄντας ἡμᾶς, οὓς ἀπήλασαν χθονός;
ξένοι γάρ ἐσμεν. ἢ τὸν Ἑλλήνων ὅρον
φεύγειν δικαιοῦθ' ὅστις ἂν τἄργος φύγηι;
οὔκουν Ἀθήνας γ'· οὐ γὰρ Ἀργείων φόβωι
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἐξελῶσι γῆς.
οὐ γάρ τι Τραχίς ἐστιν οὐδ' Ἀχαιικὸν
πόλισμ' ὅθεν σὺ τούσδε, τῆι δίκηι μὲν οὔ,
τὸ δ' Ἄργος ὀγκῶν, οἷάπερ καὶ νῦν λέγεις,
ἤλαυνες ἱκέτας βωμίους καθημένους.
εἰ γὰρ τόδ' ἔσται καὶ λόγους κρινοῦσι σούς,

Ευρυπίδης. , Heraclidae L. 261

πρὸς τοῖσδέ τ', εἴ τι τοισίδ' ἐγκαλεῖ ξένοις,


δίκης κυρήσειν· τούσδε δ' οὐκ ἄξεις ποτέ.
{Κη.} οὐκ ἢν δίκαιον ἦι τι καὶ νικῶ λόγωι;
{Δη.} καὶ πῶς δίκαιον τὸν ἱκέτην ἄγειν βίαι;
{Κη.} οὔκουν ἐμοὶ τόδ' αἰσχρὸν ἀλλ' οὐ σοὶ βλάβος;
{Δη.} ἐμοί γ', ἐάν σοι τούσδ' ἐφέλκεσθαι μεθῶ.
{Κη.} σὺ δ' ἐξόριζε κἆιτ' ἐκεῖθεν ἄξομεν.
{Δη.} σκαιὸς πέφυκας τοῦ θεοῦ πλείω φρονῶν.
{Κη.} δεῦρ', ὡς ἔοικε, τοῖς κακοῖσι φευκτέον.
{Δη.} ἅπασι κοινὸν ῥῦμα δαιμόνων ἕδρα.
{Κη.} ταῦτ' οὐ δοκήσει τοῖς Μυκηναίοις ἴσως.
{Δη.} οὔκουν ἐγὼ τῶν ἐνθάδ' εἰμὶ κύριος;
{Κη.} βλάπτων γ' ἐκείνους μηδέν, ἢν σὺ σωφρονῆις.
{Δη.} βλάπτεσθ', ἐμοῦ γε μὴ μιαίνοντος θεούς.
{Κη.} οὐ βούλομαί σε πόλεμον Ἀργείοις ἔχειν.
{Δη.} κἀγὼ τοιοῦτος· τῶνδε δ' οὐ μεθήσομαι.
{Κη.} ἄξω γε μέντοι τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ λαβών.
{Δη.} οὐκ ἆρ' ἐς Ἄργος ῥαιδίως ἄπει πάλιν.
{Κη.} πειρώμενος δὴ τοῦτό γ' αὐτίκ' εἴσομαι.
59

{Δη.} κλαίων ἄρ' ἅψηι τῶνδε κοὐκ ἐς ἀμβολάς.


{Κη.} μὴ πρὸς θεῶν κήρυκα τολμήσηις θενεῖν.

Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 290

λαμπρὸς δ' ἀκούσας σὴν ὕβριν φανήσεται


σοὶ καὶ πολίταις γῆι τε τῆιδε καὶ φυτοῖς·
μάτην γὰρ ἥβην ὧδέ γ' ἂν κεκτήιμεθα
πολλὴν ἐν Ἄργει, μή σε τιμωρούμενοι.
{Δη.} φθείρου· τὸ σὸν γὰρ Ἄργος οὐ δέδοικ' ἐγώ.
ἐνθένδε δ' οὐκ ἔμελλες αἰσχύνας ἐμὲ
ἄξειν βίαι τούσδ'· οὐ γὰρ Ἀργείων πόλιν
ὑπήκοον τήνδ' ἀλλ' ἐλευθέραν ἔχω.
{Χο.} ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι
στρατὸν Ἀργείων·
μάλα δ' ὀξὺς Ἄρης ὁ Μυκηναίων,
ἐπὶ τοῖσι δὲ δὴ μᾶλλον ἔτ' ἢ πρίν.
πᾶσι γὰρ οὗτος κήρυξι νόμος,
δὶς τόσα πυργοῦν τῶν γιγνομένων.
πόσα νιν λέξειν βασιλεῦσι δοκεῖς,
ὡς δείν' ἔπαθεν καὶ παρὰ μικρὸν
ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι;
{Ιο.} οὐκ ἔστι τοῦδε παισὶ κάλλιον γέρας
ἢ πατρὸς ἐσθλοῦ κἀγαθοῦ πεφυκέναι
[γαμεῖν τ' ἀπ' ἐσθλῶν· ὃς δὲ νικηθεὶς πόθωι
κακοῖς ἐκοινώνησεν οὐκ ἐπαινέσω,

Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. post 336

οὐδὲν κακίων τυγχάνεις γεγὼς πατρός,


παύρων μετ' ἄλλων· ἕνα γὰρ ἐν πολλοῖς ἴσως
60

εὕροις ἂν ὅστις ἐστὶ μὴ χείρων πατρός.


{Χο.} ἀεί ποθ' ἥδε γαῖα τοῖς ἀμηχάνοις
σὺν τῶι δικαίωι βούλεται προσωφελεῖν.
τοιγὰρ πόνους δὴ μυρίους ὑπὲρ φίλων
ἤνεγκε καὶ νῦν τόνδ' ἀγῶν' ὁρῶ πέλας.
{Δη.} σοί τ' εὖ λέλεκται καὶ τὰ τῶνδ' αὐχῶ, γέρον,
τοιαῦτ' ἔσεσθαι· μνημονεύσεται χάρις.
κἀγὼ μὲν ἀστῶν σύλλογον ποιήσομαι,
τάξω δ' ὅπως ἂν τὸν Μυκηναίων στρατὸν
πολλῆι δέχωμαι χειρί· πρῶτα μὲν σκοποὺς
πέμψω πρὸς αὐτόν, μὴ λάθηι με προσπεσών·
ταχὺς γὰρ Ἄργει πᾶς ἀνὴρ βοηδρόμος·
μάντεις τ' ἀθροίσας θύσομαι. σὺ δ' ἐς δόμους
σὺν παισὶ χώρει, Ζηνὸς ἐσχάραν λιπών.
εἰσὶν γὰρ οἵ σου, κἂν ἐγὼ θυραῖος ὦ,
μέριμναν ἕξουσ'. ἀλλ' ἴθ' ἐς δόμους, γέρον.
{Ιο.} οὐκ ἂν λίποιμι βωμόν, εὐξόμεσθα δὲ
ἱκέται μένοντες ἐνθάδ' εὖ πρᾶξαι πόλιν.
ὅταν δ' ἀγῶνος τοῦδ' ἀπαλλαχθῆις καλῶς,

Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 760

φαεσιμβρότου αὐγαί,
ἀγγελίαν μοι ἐνέγκαι,
ἰαχήσατε δ' οὐρανῶι
καὶ παρὰ θρόνον ἀρχέταν
γλαυκᾶς τ' ἐν Ἀθάνας·
μέλλω τᾶς πατριώτιδος
γᾶς, μέλλω καὶ ὑπὲρ δόμων
ἱκέτας ὑποδεχθεὶς
κίνδυνον πολιῶι τεμεῖν σιδάρωι.
δεινὸν μὲν πόλιν ὡς Μυκήνας εὐδαίμονα καὶ δορὸς
πολυαίνετον ἀλκᾶι
μῆνιν ἐμᾶι χθονὶ κεύθειν·
κακὸν δ', ὦ πόλις, εἰ ξένους
ἱκτῆρας παραδώσομεν
κελεύσμασιν Ἄργους.
61

Ζεύς μοι σύμμαχος, οὐ φοβοῦ-


μαι, Ζεύς μοι χάριν ἐνδίκως
ἔχει· οὔποτε θνατῶν
ἥσσους δαίμονες ἔκ γ' ἐμοῦ φανοῦνται.
ἀλλ', ὦ πότνια, σὸν γὰρ οὖ

Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 806

{Αγ.} εἷς μου λόγος σοι πάντα σημανεῖ τάδε.


ἐπεὶ γὰρ ἀλλήλοισιν ὁπλίτην στρατὸν
κατὰ στόμ' ἐκτείνοντες ἀντετάξαμεν,
ἐκβὰς τεθρίππων Ὕλλος ἁρμάτων πόδα
ἔστη μέσοισιν ἐν μεταιχμίοις δορός.
κἄπειτ' ἔλεξεν· Ὦ στρατήγ' ὃς Ἀργόθεν
ἥκεις, τί τήνδε γαῖαν οὐκ εἰάσαμεν

καὶ τὰς Μυκήνας οὐδὲν ἐργάσηι κακὸν


ἀνδρὸς στερήσας· ἀλλ' ἐμοὶ μόνος μόνωι
μάχην συνάψας, ἢ κτανὼν ἄγου λαβὼν
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἢ θανὼν ἐμοὶ
τιμὰς πατρώιους καὶ δόμους ἔχειν ἄφες.
στρατὸς δ' ἐπήινεσ' ἔς τ' ἀπαλλαγὰς πόνων
καλῶς λελέχθαι μῦθον ἔς τ' εὐψυχίαν.
ὁ δ' οὔτε τοὺς κλύοντας αἰδεσθεὶς λόγων
οὔτ' αὐτὸς αὑτοῦ δειλίαν στρατηγὸς ὢν
ἐλθεῖν ἐτόλμησ' ἐγγὺς ἀλκίμου δορός,
ἀλλ' ἦν κάκιστος· εἶτα τοιοῦτος γεγὼς

Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 829
62

μάντεις δ', ἐπειδὴ μονομάχου δι' ἀσπίδος


διαλλαγὰς ἔγνωσαν οὐ τελουμένας,
ἔσφαζον, οὐκ ἔμελλον, ἀλλ' ἀφίεσαν
λαιμῶν βοείων εὐθὺς οὔριον φόνον.
οἱ δ' ἅρματ' εἰσέβαινον, οἱ δ' ὑπ' ἀσπίδων
πλευροῖς ἔχριμπτον πλεύρ'· Ἀθηναίων δ' ἄναξ
στρατῶι παρήγγειλ' οἷα χρὴ τὸν εὐγενῆ·
Ὦ ξυμπολῖται, τῆι τε βοσκούσηι χθονὶ
καὶ τῆι τεκούσηι νῦν τιν' ἀρκέσαι χρεών.
ὁ δ' αὖ τό τ' Ἄργος μὴ καταισχῦναι θέλειν
καὶ τὰς Μυκήνας συμμάχους ἐλίσσετο.
ἐπεὶ δ' ἐσήμην' ὄρθιον Τυρσηνικῆι
σάλπιγγι καὶ συνῆψαν ἀλλήλοις μάχην,
πόσον τιν' αὐχεῖς πάταγον ἀσπίδων βρέμειν,
πόσον τινὰ στεναγμὸν οἰμωγήν θ' ὁμοῦ;
τὰ πρῶτα μέν νυν πίτυλος Ἀργείου δορὸς
ἐρρήξαθ' ἡμᾶς, εἶτ' ἐχώρησαν πάλιν.
τὸ δεύτερον δὲ ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί,
ἀνὴρ δ' ἐπ' ἀνδρὶ στάς, ἐκαρτέρει μάχη·
πολλοὶ δ' ἔπιπτον. ἦν δὲ τοῦ κελεύσματος
Ὦ τὰς Ἀθήνας – Ὦ τὸν Ἀργείων γύην

Ευρυπίδης. , Heraclidae
L. 932

ναι, καὶ τούσδε θεᾶς πόλις


καὶ λαὸς ἔσωσε κείνας·
ἔσχεν δ' ὕβριν ἀνδρὸς ὧι
θυμὸς ἦν πρὸ δίκας βίαιος.
μήποτ' ἐμοὶ φρόνη-
μα ψυχά τ' ἀκόρεστος εἴη.
{Θε.} δέσποιν', ὁρᾶις μὲν ἀλλ' ὅμως εἰρήσεται·
Εὐρυσθέα σοι τόνδ' ἄγοντες ἥκομεν,
ἄελπτον ὄψιν τῶιδέ τ' οὐχ ἧσσον τύχην·
οὐ γάρ ποτ' ηὔχει χεῖρας ἵξεσθαι σέθεν,
ὅτ' ἐκ Μυκηνῶν πολυπόνωι σὺν ἀσπίδι
ἔστειχε μείζω τῆς δίκης φρονῶν, πόλιν
63

πέρσων Ἀθάνας. ἀλλὰ τὴν ἐναντίαν


δαίμων ἔθηκε καὶ μετέστησεν τύχην.
Ὕλλος μὲν οὖν ὅ τ' ἐσθλὸς Ἰόλεως βρέτας
Διὸς τροπαίου καλλίνικον ἵστασαν·
ἐμοὶ δὲ πρὸς σὲ τόνδ' ἐπιστέλλουσ' ἄγειν,
τέρψαι θέλοντες σὴν φρέν'· ἐκ γὰρ εὐτυχοῦς
ἥδιστον ἐχθρὸν ἄνδρα δυστυχοῦνθ' ὁρᾶν.
{Αλ.} ὦ μῖσος, ἥκεις; εἶλέ σ' ἡ Δίκη χρόνωι;
πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ' ἐπίστρεψον κάρα

Ευρυπίδης. , Andromacha (0006: 039)


“Euripidis fabulae, vol. 1”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1984.
L. 1075

χωρήσεταί τις Πυθικὴν πρὸς ἑστίαν


καὶ τἀνθάδ' ὄντα τοῖς ἐκεῖ λέξει φίλοις,
πρὶν παῖδ' Ἀχιλλέως κατθανεῖν ἐχθρῶν ὕπο;
{ΑΓΓΕΛΟΣ}
ὤμοι μοι·
οἵας ὁ τλήμων ἀγγελῶν ἥκω τύχας
σοί τ', ὦ γεραιέ, καὶ φίλοισι δεσπότου.
{Πη.} αἰαῖ· πρόμαντις θυμὸς ὥς τι προσδοκᾶι.
{Αγ.} οὐκ ἔστι σοι παῖς παιδός, ὡς μάθηις, γέρον
Πηλεῦ· τοιάσδε φασγάνων πληγὰς ἔχει
Δελφῶν ὑπ' ἀνδρῶν καὶ Μυκηναίου ξένου.
{Χο.} ἆ ἆ, τί δράσεις, ὦ γεραιέ; μὴ πέσηις·
ἔπαιρε σαυτόν. {Πη.} οὐδέν εἰμ'· ἀπωλόμην.
φρούδη μὲν αὐδή, φροῦδα δ' ἄρθρα μου κάτω.
{Αγ.} ἄκουσον, εἰ καὶ σοῖς φίλοις ἀμυναθεῖν
χρήιζεις, τὸ πραχθέν, σὸν κατορθώσας δέμας.
{Πη.} ὦ μοῖρα, γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν
οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ' ἔχεις.
πῶς δ' οἴχεταί μοι παῖς μόνου παιδὸς μόνος;
σήμαιν'· ἀκοῦσαι δ' οὐκ ἀκούσθ' ὅμως θέλω.
{Αγ.} ἐπεὶ τὸ κλεινὸν ἤλθομεν Φοίβου πέδον,
64

Ευρυπίδης. , Supplices (0006: 041)


“Euripidis fabulae, vol. 2”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1981.
L. 1130

ἢ τέκνα θανόντ' ἐσιδέσθαι;


{ΠΑΙΔΕΣ}
φέρω φέρω,
τάλαινα μᾶτερ, ἐκ πυρᾶς πατρὸς μέλη,
βάρος μὲν οὐκ ἀβριθὲς ἀλγέων ὕπο,
ἐν δ' ὀλίγωι τἀμὰ πάντα συνθείς.
{Χο.} ἰὼ ἰώ,
παῖ, δάκρυα φέρεις φίλαι
ματρὶ τῶν ὀλωλότων
σποδοῦ τε πλῆθος ὀλίγον ἀντὶ σωμάτων
εὐδοκίμων δή ποτ' ἐν Μυκήναις.
{Πα.} ἄπαις ἄπαις·
ἐγὼ δ' ἔρημος ἀθλίου πατρὸς τάλας
ἔρημον οἶκον ὀρφανεύσομαι λαβών,
οὐ πατρὸς ἐν χερσὶ τοῦ τεκόντος.
{Χο.} ἰὼ ἰώ·
ποῦ δὲ πόνος ἐμῶν τέκνων,
ποῦ λοχευμάτων χάρις
τροφαί τε ματρὸς ἄυπνά τ' ὀμμάτων τέλη·
καὶ φίλιαι προσβολαὶ προσώπων;
{Πα.} βεβᾶσιν, οὐκέτ' εἰσίν· οἴμοι πάτερ·

Ευρυπίδης. , Electra (0006: 042)


“Euripidis fabulae, vol. 2”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1981.
L. 35

ἐπεὶ δὲ καὶ τοῦτ' ἦν φόβου πολλοῦ πλέων,


μή τωι λαθραίως τέκνα γενναίωι τέκοι,
κτανεῖν σφε βουλεύσαντος ὠμόφρων ὅμως
65

μήτηρ νιν ἐξέσωσεν Αἰγίσθου χερός.


ἐς μὲν γὰρ ἄνδρα σκῆψιν εἶχ' ὀλωλότα,
παίδων δ' ἔδεισε μὴ φθονηθείη φόνωι.
ἐκ τῶνδε δὴ τοιόνδ' ἐμηχανήσατο
Αἴγισθος· ὃς μὲν γῆς ἀπηλλάχθη φυγὰς
Ἀγαμέμνονος παῖς, χρυσὸν εἶφ' ὃς ἂν κτάνηι,
ἡμῖν δὲ δὴ δίδωσιν Ἠλέκτραν ἔχειν
δάμαρτα, πατέρων μὲν Μυκηναίων ἄπο
γεγῶσιν (οὐ δὴ τοῦτό γ' ἐξελέγχομαι·
λαμπροὶ γὰρ ἐς γένος γε, χρημάτων δὲ δὴ
πένητες, ἔνθεν ηὑγένει' ἀπόλλυται),
ὡς ἀσθενεῖ δοὺς ἀσθενῆ λάβοι φόβον.
εἰ γάρ νιν ἔσχεν ἀξίωμ' ἔχων ἀνήρ,
εὕδοντ' ἂν ἐξήγειρε τὸν Ἀγαμέμνονος
φόνον δίκη τ' ἂν ἦλθεν Αἰγίσθωι τότε.
ἣν οὔποθ' ἁνὴρ ὅδε (σύνοιδέ μοι Κύπρις)
ἤισχυν' ἐν εὐνῆι· παρθένος δ' ἔτ' ἐστὶ δή.

Ευρυπίδης. , Electra L. 170

Τροίας ὅδου βουλᾶς.


οὐ μίτραισι γυνά σε
δέξατ' οὐδ' ἐπὶ στεφάνοις,
ξίφεσι δ' ἀμφιτόμοις λυγρὰν
Αἰγίσθου λώβαν θεμένα
δόλιον ἔσχεν ἀκοίταν.
{ΧΟΡΟΣ}
Ἀγαμέμνονος ὦ κόρα, ἤλυθον, Ἠλέκτρα,
ποτὶ σὰν ἀγρότειραν αὐλάν.
ἔμολέ τις ἔμολεν γαλακτοπότας ἀνὴρ
Μυκηναῖος οὐριβάτας·
ἀγγέλλει δ' ὅτι νῦν τριταί-
αν καρύσσουσιν θυσίαν
Ἀργεῖοι, πᾶσαι δὲ παρ' Ἥ-
ραν μέλλουσιν παρθενικαὶ στείχειν.
{Ηλ.} οὐκ ἐπ' ἀγλαΐαις, φίλαι,
θυμὸν οὐδ' ἐπὶ χρυσέοις
ὅρμοις ἐκπεπόταμαι
τάλαιν', οὐδ' ἱστᾶσα χοροὺς
Ἀργείαις ἅμα νύμφαις
εἱλικτὸν κρούσω πόδ' ἐμόν.
66

Ευρυπίδης. , Electra
L. 248

{Ορ.} εἰ ζῆις, ὅπως τε ζῶσα συμφορᾶς ἔχεις.


{Ηλ.} οὔκουν ὁρᾶις μου πρῶτον ὡς ξηρὸν δέμας;
{Ορ.} λύπαις γε συντετηκός, ὥστε με στένειν.
{Ηλ.} καὶ κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῶι.
{Ορ.} δάκνει σ' ἀδελφὸς ὅ τε θανὼν ἴσως πατήρ.
{Ηλ.} οἴμοι· τί γάρ μοι τῶνδέ γ' ἐστὶ φίλτερον;
{Ορ.} φεῦ φεῦ· τί δ' αὖ σοῦ σῶι κασιγνήτωι δοκεῖς;
{Ηλ.} ἀπὼν ἐκεῖνος, οὐ παρὼν ἡμῖν φίλος.
{Ορ.} ἐκ τοῦ δὲ ναίεις ἐνθάδ' ἄστεως ἑκάς;
{Ηλ.} ἐγημάμεσθ', ὦ ξεῖνε, θανάσιμον γάμον.
{Ορ.} ὤιμωξ' ἀδελφὸν σόν. Μυκηναίων τίνι;
{Ηλ.} οὐχ ὧι πατήρ μ' ἤλπιζεν ἐκδώσειν ποτέ.
{Ορ.} εἴφ', ὡς ἀκούσας σῶι κασιγνήτωι λέγω.
{Ηλ.} ἐν τοῖσδ' ἐκείνου τηλορὸς ναίω δόμοις.
{Ορ.} σκαφεύς τις ἢ βουφορβὸς ἄξιος δόμων.
{Ηλ.} πένης ἀνὴρ γενναῖος ἔς τ' ἔμ' εὐσεβής.
{Ορ.} ἡ δ' εὐσέβεια τίς πρόσεστι σῶι πόσει;
{Ηλ.} οὐπώποτ' εὐνῆς τῆς ἐμῆς ἔτλη θιγεῖν.
{Ορ.} ἅγνευμ' ἔχων τι θεῖον ἤ σ' ἀπαξιῶν;
{Ηλ.} γονέας ὑβρίζειν τοὺς ἐμοὺς οὐκ ἠξίου.
{Ορ.} καὶ πῶς γάμον τοιοῦτον οὐχ ἥσθη λαβών;

Ευρυπίδης. , Electra
L. post 674

{Ηλ.} πρώτιστα μέν νυν τῶιδ' ὑφήγησαι, γέρον.


{Πρ.} Αἴγισθος ἔνθα νῦν θυηπολεῖ θεοῖς;
{Ηλ.} ἔπειτ' ἀπαντῶν μητρὶ τἀπ' ἐμοῦ φράσον.
{Πρ.} ὥστ' αὐτά γ' ἐκ σοῦ στόματος εἰρῆσθαι δοκεῖν.
{Ηλ.} σὸν ἔργον ἤδη· πρόσθεν εἴληχας φόνου.
67

{Ορ.} στείχοιμ' ἄν, εἴ τις ἡγεμὼν γίγνοιθ' ὁδοῦ.


{Πρ.} καὶ μὴν ἐγὼ πέμποιμ' ἂν οὐκ ἀκουσίως.
{Ορ.} ὦ Ζεῦ πατρῶιε καὶ τροπαῖ' ἐχθρῶν ἐμῶν
{Ηλ.} οἴκτιρέ γ' ἡμᾶς· οἰκτρὰ γὰρ πεπόνθαμεν.
{Πρ.} οἴκτιρε δῆτα σοῦ γε φύντας ἐκγόνους.
{Ορ.} Ἥρα τε βωμῶν ἣ Μυκηναίων κρατεῖς
{Ηλ.} νίκην δὸς ἡμῖν, εἰ δίκαι' αἰτούμεθα.
{Πρ.} δὸς δῆτα πατρὸς τοῖσδε τιμωρὸν δίκην.
{Ορ.} σύ τ' ὦ κάτω γῆς ἀνοσίως οἰκῶν πάτερ
{Ηλ.} καὶ Γαῖ' ἄνασσα, χεῖρας ἧι δίδωμ' ἐμάς
{Πρ.} ἄμυν' ἄμυνε τοῖσδε φιλτάτοις τέκνοις.
{Ορ.} νῦν πάντα νεκρὸν ἐλθὲ σύμμαχον λαβών
{Ηλ.} οἵπερ γε σὺν σοὶ Φρύγας ἀνήλωσαν δορί
{Πρ.} χὤσοι στυγοῦσιν ἀνοσίους μιάστορας.
{Ορ.} ἤκουσας, ὦ δείν' ἐξ ἐμῆς μητρὸς παθών;
{Πρ.} πάντ', οἶδ', ἀκούει τάδε πατήρ· στείχειν δ' ἀκμή.

Ευρυπίδης. , Electra
L. 709

{Χο.} ἀταλᾶς ὑπὸ ματέρος Ἀργείων


ὀρέων ποτὲ κληδὼν
ἐν πολιαῖσι μένει φήμαις
εὐαρμόστοις ἐν καλάμοις
Πᾶνα μοῦσαν ἡδύθροον
πνέοντ', ἀγρῶν ταμίαν,
χρυσέαν ἄρνα καλλίποκον
πορεῦσαι. πετρίνοις δ' ἐπι-
στὰς κᾶρυξ ἰαχεῖ βάθροις·
Ἀγορὰν ἀγοράν, Μυκηναῖοι, στείχετε μακαρίων
ὀψόμενοι τυράννων
φάσματα δείματα.
χοροὶ δ' Ἀτρειδῶν ἐγέραιρον οἴκους.
θυμέλαι δ' ἐπίτναντο χρυσήλατοι,
σελαγεῖτο δ' ἀν' ἄστυ
πῦρ ἐπιβώμιον Ἀργείων·
λωτὸς δὲ φθόγγον κελάδει
κάλλιστον, Μουσᾶν θεράπων,
68

μολπαὶ δ' ηὔξοντ' ἐραταὶ


χρυσέας ἀρνὸς ἐπίλογοι

Ευρυπίδης. , Electra
L. 761

{Χο.} οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· φόνιον οἰμωγὴν κλύω.


{Ηλ.} ἤκουσα κἀγώ, τηλόθεν μὲν ἀλλ' ὅμως.
{Χο.} μακρὰν γὰρ ἕρπει γῆρυς, ἐμφανής γε μήν.
{Ηλ.} Ἀργεῖος ὁ στεναγμὸς ἢ φίλων ἐμῶν;
{Χο.} οὐκ οἶδα· πᾶν γὰρ μείγνυται μέλος βοῆς.
{Ηλ.} σφαγὴν ἀυτεῖς τῆιδέ μοι· τί μέλλομεν;
{Χο.} ἔπισχε, τρανῶς ὡς μάθηις τύχας σέθεν.
{Ηλ.} οὐκ ἔστι· νικώμεσθα· ποῦ γὰρ ἄγγελοι;
{Χο.} ἥξουσιν· οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν.
{ΑΓΓΕΛΟΣ}
ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες,
νικῶντ' Ὀρέστην πᾶσιν ἀγγέλλω φίλοις,
Ἀγαμέμνονος δὲ φονέα κείμενον πέδωι
Αἴγισθον· ἀλλὰ θεοῖσιν εὔχεσθαι χρεών.
{Ηλ.} τίς δ' εἶ σύ; πῶς μοι πιστὰ σημαίνεις τάδε;
{Αγ.} οὐκ οἶσθ' ἀδελφοῦ μ' εἰσορῶσα πρόσπολον;
{Ηλ.} ὦ φίλτατ', ἔκ τοι δείματος δυσγνωσίαν
εἶχον προσώπου· νῦν δὲ γιγνώσκω σε δή.
τί φήις; τέθνηκε πατρὸς ἐμοῦ στυγνὸς φονεύς;
{Αγ.} τέθνηκε· δίς σοι ταὔθ', ἃ γοῦν βούληι, λέγω.
{Ηλ.} ὦ θεοί, Δίκη τε πάνθ' ὁρῶσ', ἦλθές ποτε.

Ευρυπίδης. , Electra
L. 776

{Αγ.} οὐκ οἶσθ' ἀδελφοῦ μ' εἰσορῶσα πρόσπολον;


{Ηλ.} ὦ φίλτατ', ἔκ τοι δείματος δυσγνωσίαν
69

εἶχον προσώπου· νῦν δὲ γιγνώσκω σε δή.


τί φήις; τέθνηκε πατρὸς ἐμοῦ στυγνὸς φονεύς;
{Αγ.} τέθνηκε· δίς σοι ταὔθ', ἃ γοῦν βούληι, λέγω.
{Ηλ.} ὦ θεοί, Δίκη τε πάνθ' ὁρῶσ', ἦλθές ποτε.
ποίωι τρόπωι δὲ καὶ τίνι ῥυθμῶι φόνου
κτείνει Θυέστου παῖδα; βούλομαι μαθεῖν.
{Αγ.} ἐπεὶ μελάθρων τῶνδ' ἀπήραμεν πόδα,
ἐσβάντες ἦιμεν δίκροτον εἰς ἁμαξιτὸν
ἔνθ' ἦν ὁ καινὸς τῶν Μυκηναίων· ἄναξ.
κυρεῖ δὲ κήποις ἐν καταρρύτοις βεβώς,
δρέπων τερείνης μυρσίνης κάραι πλόκους·
ἰδὼν δ' ἀυτεῖ· Χαίρετ', ὦ ξένοι· τίνες
πόθεν πορεύεσθ' ἔστε τ' ἐκ ποίας χθονός;
ὁ δ' εἶπ' Ὀρέστης· Θεσσαλοί· πρὸς δ' Ἀλφεὸν
θύσοντες ἐρχόμεσθ' Ὀλυμπίωι Διί.
κλύων δὲ ταῦτ' Αἴγισθος ἐννέπει τάδε·
Νῦν μὲν παρ' ἡμῖν χρὴ συνεστίους ὁμοῦ
θοίνης γενέσθαι· τυγχάνω δὲ βουθυτῶν
Νύμφαις· ἑῶιοι δ' ἐξαναστάντες λέχους

Ευρυπίδης. , Electra
L. 963

δίκην δέδωκας. ὧδέ τις κακοῦργος ὢν


μή μοι τὸ πρῶτον βῆμ' ἐὰν δράμηι καλῶς
νικᾶν δοκείτω τὴν Δίκην, πρὶν ἂν πέρας
γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψηι βίου.
{Χο.} ἔπραξε δεινά, δεινὰ δ' ἀντέδωκέ σοι
καὶ τῶιδ'· ἔχει γὰρ ἡ Δίκη μέγα σθένος.
{Ηλ.} εἶἑν· κομίζειν τοῦδε σῶμ' ἔσω χρεὼν
σκότωι τε δοῦναι, δμῶες, ὡς, ὅταν μόληι
μήτηρ, σφαγῆς πάροιθε μὴ 'σίδηι νεκρόν.
{Ορ.} ἐπίσχες· ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον.
{Ηλ.} τί δ'; ἐκ Μυκηνῶν μῶν βοηδρόμους ὁρᾶις;
{Ορ.} οὔκ, ἀλλὰ τὴν τεκοῦσαν ἥ μ' ἐγείνατο.
{Ηλ.} καλῶς ἄρ' ἄρκυν ἐς μέσην πορεύεται.
{Ορ.}
{Ηλ.} καὶ μὴν ὄχοις γε καὶ στολῆι λαμπρύνεται.
70

{Ορ.} τί δῆτα δρῶμεν; μητέρ' ἦ φονεύσομεν;


{Ηλ.} μῶν σ' οἶκτος εἷλε, μητρὸς ὡς εἶδες δέμας;
{Ορ.} φεῦ·
πῶς γὰρ κτάνω νιν, ἥ μ' ἔθρεψε κἄτεκεν;
{Ηλ.} ὥσπερ πατέρα σὸν ἥδε κἀμὸν ὤλεσεν.
{Ορ.} ὦ Φοῖβε, πολλήν γ' ἀμαθίαν ἐθέσπισας.

Ευρυπίδης. , Hercules (0006: 043)


“Euripidis fabulae, vol. 2”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1981.
L. 388

Οἰνωᾶτιν ἀγάλλει.
τεθρίππων τ' ἐπέβα
καὶ ψαλίοις ἐδάμασσε πώ-
λους Διομήδεος, αἳ φονίαισι φάτ-
ναις ἀχάλιν' ἐθόαζον
κάθαιμα γένυσι σῖτα,
χαρμοναῖσιν ἀνδροβρῶσι
δυστράπεζοι· πέραν
δ' ἀργυρορρύτων Ἕβρου
διεπέρασεν ὄχθων,
Μυκηναίωι πονῶν τυράννωι.
ἄν τε Μηλιάδ' ἀκτὰν
Ἀναύρου παρὰ παγὰς
Κύκνον ξεινοδαΐκταν
τόξοις ὤλεσεν, Ἀμφαναί-
ας οἰκήτορ' ἄμεικτον.
ὑμνωιδούς τε κόρας
ἤλυθεν ἑσπέριόν τ' ἐς αὐ-
λὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφό-
ρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων,
δράκοντα πυρσόνωτον,
71

Ευρυπίδης. , Hercules
L. 418

τὸν ἱππευτάν τ' Ἀμαζόνων στρατὸν


Μαιῶτιν ἀμφὶ πολυπόταμον
ἔβα δι' ἄξεινον οἶδμα λίμνας,
τίν' οὐκ ἀφ' Ἑλλανίας
ἄγορον ἁλίσας φίλων,
κόρας Ἀρείας πέπλων
χρυσεόστολον φάρος
ζωστῆρος ὀλεθρίους ἄγρας·
τὰ κλεινὰ δ' Ἑλλὰς ἔλαβε βαρ-
βάρου κόρας λάφυρα καὶ
σώιζεται Μυκήναις.
τάν τε μυριόκρανον
πολύφονον κύνα Λέρνας
ὕδραν ἐξεπύρωσεν,
βέλεσί τ' ἀμφέβαλ' ἰόν,
τὸν τρισώματον οἷσιν ἔ-
κτα βοτῆρ' Ἐρυθείας.
δρόμων τ' ἄλλων ἀγάλματ' εὐτυχῆ
διῆλθε τόν τε πολυδάκρυον
ἔπλευσ' ἐς Ἅιδαν, πόνων τελευτάν,
ἵν' ἐκπεραίνει τάλας

Ευρυπίδης. , Hercules
L. 943

ῥίζας τ' ἐν ὄσσοις αἱματῶπας ἐκβαλὼν


ἀφρὸν κατέσταζ' εὔτριχος γενειάδος.
ἔλεξε δ' ἅμα γέλωτι παραπεπληγμένωι·
Πάτερ, τί θύω πρὶν κτανεῖν Εὐρυσθέα
καθάρσιον πῦρ καὶ πόνους διπλοῦς ἔχω;
ἔργον μιᾶς μοι χειρὸς εὖ θέσθαι τάδε.
ὅταν δ' ἐνέγκω δεῦρο κρᾶτ' Εὐρυσθέως
ἐπὶ τοῖσι νῦν θανοῦσιν ἁγνιῶ χέρας.
72

ἐκχεῖτε πηγάς, ῥίπτετ' ἐκ χειρῶν κανᾶ.


τίς μοι δίδωσι τόξα; τίς δ' ὅπλον χερός;
πρὸς τὰς Μυκήνας εἶμι· λάζυσθαι χρεὼν
μοχλοὺς δικέλλας θ' ὥστε Κυκλώπων βάθρα
φοίνικι κανόνι καὶ τύκοις ἡρμοσμένα
στρεπτῶι σιδήρωι συντριαινῶσαι πάλιν.
ἐκ τοῦδε βαίνων ἅρματ' οὐκ ἔχων ἔχειν
ἔφασκε δίφρου τ' εἰσέβαινεν ἄντυγα
κἄθεινε, κέντρωι δῆθεν ὡς θείνων, χερί.
διπλοῦς δ' ὀπαδοῖς ἦν γέλως φόβος θ' ὁμοῦ,
καί τις τόδ' εἶπεν, ἄλλος εἰς ἄλλον δρακών·
Παίζει πρὸς ἡμᾶς δεσπότης ἢ μαίνεται;
ὁ δ' εἷρπ' ἄνω τε καὶ κάτω κατὰ στέγας,

Ευρυπίδης. , Hercules
L. 963

ὁ δ' εἷρπ' ἄνω τε καὶ κάτω κατὰ στέγας,


μέσον δ' ἐς ἀνδρῶν' ἐσπεσὼν Νίσου πόλιν
ἥκειν ἔφασκε, δωμάτων τ' ἔσω βεβὼς
κλιθεὶς ἐς οὖδας ὡς ἔχει σκευάζεται
θοίνην. διελθὼν δ' ὡς βραχὺν χρόνον μονῆς
Ἰσθμοῦ ναπαίας ἔλεγε προσβαίνειν πλάκας.
κἀνταῦθα γυμνὸν σῶμα θεὶς πορπαμάτων
πρὸς οὐδέν' ἡμιλλᾶτο κἀκηρύσσετο
αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ καλλίνικος οὐδενός,
ἀκοὴν ὑπειπών. δεινὰ δ' Εὐρυσθεῖ βρέμων
ἦν ἐν Μυκήναις τῶι λόγωι. πατὴρ δέ νιν
θιγὼν κραταιᾶς χειρὸς ἐννέπει τάδε·
Ὦ παῖ, τί πάσχεις; τίς ὁ τρόπος ξενώσεως
τῆσδ'; οὔ τί που φόνος σ' ἐβάκχευσεν νεκρῶν
οὓς ἄρτι καίνεις; ὁ δέ νιν Εὐρυσθέως δοκῶν
πατέρα προταρβοῦνθ' ἱκέσιον ψαύειν χερὸς
ὠθεῖ, φαρέτραν δ' εὐτρεπῆ σκευάζεται
καὶ τόξ' ἑαυτοῦ παισί, τοὺς Εὐρυσθέως
δοκῶν φονεύειν. οἱ δὲ ταρβοῦντες φόβωι
ὤρουον ἄλλος ἄλλοσ', ἐς πέπλους ὁ μὲν
μητρὸς ταλαίνης, ὁ δ' ὑπὸ κίονος σκιάν,
73

Ευρυπίδης. , Iphigenia Taurica (0006: 045)


“Euripidis fabulae, vol. 2”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1981.
L. 510

{Ορ.} τὸ μὲν δίκαιον Δυστυχὴς καλοίμεθ' ἄν.


{Ιφ.} οὐ τοῦτ' ἐρωτῶ· τοῦτο μὲν δὸς τῆι τύχηι.
{Ορ.} ἀνώνυμοι θανόντες οὐ γελώιμεθ' ἄν.
{Ιφ.} τί δὲ φθονεῖς τοῦτ'; ἦ φρονεῖς οὕτω μέγα;
{Ορ.} τὸ σῶμα θύσεις τοὐμόν, οὐχὶ τοὔνομα.
{Ιφ.} οὐδ' ἂν πόλιν φράσειας ἥτις ἐστί σοι;
{Ορ.} ζητεῖς γὰρ οὐδὲν κέρδος ὡς θανουμένωι.
{Ιφ.} χάριν δὲ δοῦναι τήνδε κωλύει τί σε;
{Ορ.} τὸ κλεινὸν Ἄργος πατρίδ' ἐμὴν ἐπεύχομαι.
{Ιφ.} πρὸς θεῶν, ἀληθῶς, ὦ ξέν', εἶ κεῖθεν γεγώς;
{Ορ.} ἐκ τῶν Μυκηνῶν γ', αἵ ποτ' ἦσαν ὄλβιαι.
{Ιφ.} καὶ μὴν ποθεινός γ' ἦλθες ἐξ Ἄργους μολών.
{Ορ.} οὔκουν ἐμαυτῶι γ'· εἰ δὲ σοί, σὺ τοῦθ' ὅρα.
{Ιφ.} φυγὰς δ' ἀπῆρας πατρίδος ἢ ποίαι τύχηι;
{Ορ.} φεύγω τρόπον γε δή τιν' οὐχ ἑκὼν ἑκών.
{Ιφ.} ἆρ' ἄν τί μοι φράσειας ὧν ἐγὼ θέλω;
{Ορ.} ὡς ἐν παρέργωι τῆς ἐμῆς δυσπραξίας.
{Ιφ.} Τροίαν ἴσως οἶσθ', ἧς ἁπανταχοῦ λόγος.
{Ορ.} ὡς μήποτ' ὤφελόν γε μηδ' ἰδὼν ὄναρ.
{Ιφ.} φασίν νιν οὐκέτ' οὖσαν οἴχεσθαι δορί.
{Ορ.} ἔστιν γὰρ οὕτως οὐδ' ἄκραντ' ἠκούσατε.

Ευρυπίδης. , Iphigenia Taurica


L. 532

{Ορ.} ἥκει, κακῶς γ' ἐλθοῦσα τῶν ἐμῶν τινι.


{Ιφ.} καὶ ποῦ 'στι; κἀμοὶ γάρ τι προυφείλει κακόν.
{Ορ.} Σπάρτηι ξυνοικεῖ τῶι πάρος ξυνευνέτηι.
74

{Ιφ.} ὦ μῖσος εἰς Ἕλληνας, οὐκ ἐμοὶ μόνηι.


{Ορ.} ἀπέλαυσα κἀγὼ δή τι τῶν κείνης γάμων.
{Ιφ.} νόστος δ' Ἀχαιῶν ἐγένεθ', ὡς κηρύσσεται;
{Ορ.} ὡς πάνθ' ἅπαξ με συλλαβοῦσ' ἀνιστορεῖς.
{Ιφ.} πρὶν γὰρ θανεῖν σε, τοῦδ' ἐπαυρέσθαι θέλω.
{Ορ.} ἔλεγχ', ἐπειδὴ τοῦδ' ἐρᾶις· λέξω δ' ἐγώ.
{Ιφ.} Κάλχας τις ἦλθε μάντις ἐκ Τροίας πάλιν;
{Ορ.} ὄλωλεν, ὡς ἦν ἐν Μυκηναίοις λόγος.
{Ιφ.} ὦ πότνι', ὡς εὖ. τί γὰρ ὁ Λαέρτου γόνος;
{Ορ.} οὔπω νενόστηκ' οἶκον, ἔστι δ', ὡς λόγος.
{Ιφ.} ὄλοιτο, νόστου μήποτ' ἐς πάτραν τυχών.
{Ορ.} μηδὲν κατεύχου· πάντα τἀκείνου νοσεῖ.
{Ιφ.} Θέτιδος δ' ὁ τῆς Νηρῆιδος ἔστι παῖς ἔτι;
{Ορ.} οὐκ ἔστιν· ἄλλως λέκτρ' ἔγημ' ἐν Αὐλίδι.
{Ιφ.} δόλια γάρ, ὡς ἴσασιν οἱ πεπονθότες.
{Ορ.} τίς εἶ ποθ'; ὡς εὖ πυνθάνηι τἀφ' Ἑλλάδος.
{Ιφ.} ἐκεῖθέν εἰμι· παῖς ἔτ' οὖσ' ἀπωλόμην.
{Ορ.} ὀρθῶς ποθεῖς ἄρ' εἰδέναι τἀκεῖ, γύναι.

Ευρυπίδης. , Iphigenia Taurica


L. 592

θέλοις ἄν, εἰ σώσαιμί σ', ἀγγεῖλαί τί μοι


πρὸς Ἄργος ἐλθὼν τοῖς ἐμοῖς ἐκεῖ φίλοις,
δέλτον τ' ἐνεγκεῖν, ἥν τις οἰκτίρας ἐμὲ
ἔγραψεν αἰχμάλωτος, οὐχὶ τὴν ἐμὴν
φονέα νομίζων χεῖρα, τοῦ νόμου δ' ὕπο
θνήισκειν τὰ τῆς θεοῦ ταῦτα δίκαι' ἡγουμένης;
οὐδένα γὰρ εἶχον ὅστις ἀγγείλαι μολὼν
ἐς Ἄργος αὖθις τάς τ' ἐμὰς ἐπιστολὰς
πέμψειε σωθεὶς τῶν ἐμῶν φίλων τινί.
σὺ δ' (εἶ γάρ, ὡς ἔοικας, οὔτι δυσγενὴς
καὶ τὰς Μυκήνας οἶσθα χοὒς ἐγὼ φιλῶ)
σώθητι κεῖσε, μισθὸν οὐκ αἰσχρὸν λαβών,
κούφων ἕκατι γραμμάτων σωτηρίαν.
οὗτος δ', ἐπείπερ πόλις ἀναγκάζει τάδε,
θεᾶι γενέσθω θῦμα χωρισθεὶς σέθεν.
{Ορ.} καλῶς ἔλεξας τἄλλα πλὴν ἕν, ὦ ξένη·
75

τὸ γὰρ σφαγῆναι τόνδ' ἐμοὶ βάρος μέγα.


ὁ ναυστολῶν γάρ εἰμ' ἐγὼ τὰς συμφοράς,
οὗτος δὲ συμπλεῖ τῶν ἐμῶν μόχθων χάριν.
οὔκουν δίκαιον ἐπ' ὀλέθρωι τῶι τοῦδ' ἐμὲ
χάριν τίθεσθαι καὐτὸν ἐκδῦναι κακῶν.

Ευρυπίδης. , Iphigenia Taurica


L. 846

ἔλιπον ἀγκάλαισι νεαρὸν τροφοῦ


νεαρὸν ἐν δόμοις.
ὦ κρεῖσσον ἢ λόγοισιν εὐτυχοῦσά μου
ψυχά, τί φῶ; θαυμάτων
πέρα καὶ λόγου πρόσω τάδ' ἀπέβα.
{Ορ.} τὸ λοιπὸν εὐτυχοῖμεν ἀλλήλων μέτα.
{Ιφ.} ἄτοπον ἡδονὰν ἔλαβον, ὦ φίλαι·
δέδοικα δ' ἐκ χερῶν με μὴ πρὸς αἰθέρα
ἀμπτάμενος φύγηι.
ἰὼ Κυκλωπὶς ἑστία, ἰὼ πατρίς,
Μυκήνα φίλα,
χάριν ἔχω ζόας, χάριν ἔχω τροφᾶς,
ὅτι μοι συνομαίμονα τόνδε δόμοις
ἐξεθρέψω φάος.
{Ορ.} γένει μὲν εὐτυχοῦμεν, ἐς δὲ συμφοράς,
ὦ σύγγον', ἡμῶν δυστυχὴς ἔφυ βίος.
{Ιφ.} ἐγὦιδ' ἁ μέλεος, οἶδ', ὅτε φάσγανον
δέραι 'φῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ.
{Ορ.} οἴμοι· δοκῶ γὰρ οὐ παρών σ' ὁρᾶν ἐκεῖ.
{Ιφ.} ἀνυμέναιος, ὦ σύγγον', Ἀχιλλέως
ἐς κλισίαν λέκτρων δόλιον ἀγόμαν·

Ευρυπίδης. , Iphigenia Taurica


L. 982
76

ἕως ἐς ἁγνὸν ἦλθον αὖ Φοίβου πέδον


καὶ πρόσθεν ἀδύτων ἐκταθείς, νῆστις βορᾶς,
ἐπώμοσ' αὐτοῦ βίον ἀπορρήξειν θανών,
εἰ μή με σώσει Φοῖβος, ὅς μ' ἀπώλεσεν.
ἐντεῦθεν αὐδὴν τρίποδος ἐκ χρυσοῦ λακὼν
Φοῖβός μ' ἔπεμψε δεῦρο, διοπετὲς λαβεῖν
ἄγαλμ' Ἀθηνῶν τ' ἐγκαθιδρῦσαι χθονί.
ἀλλ' ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν
σύμπραξον· ἢν γὰρ θεᾶς κατάσχωμεν βρέτας,
μανιῶν τε λήξω καὶ σὲ πολυκώπωι σκάφει
στείλας Μυκήναις ἐγκαταστήσω πάλιν.
ἀλλ', ὦ φιληθεῖσ', ὦ κασίγνητον κάρα,
σῶσον πατρῶιον οἶκον, ἔκσωσον δ' ἐμέ·
ὡς τἄμ' ὄλωλε πάντα καὶ τὰ Πελοπιδῶν,
οὐράνιον εἰ μὴ ληψόμεθα θεᾶς βρέτας.
{Χο.} δεινή τις ὀργὴ δαιμόνων ἐπέζεσεν
πρὸς Ταντάλειον σπέρμα διὰ πόνων τ' ἄγει.
{Ιφ.} τὸ μὲν πρόθυμον, πρίν σε δεῦρ' ἐλθεῖν, ἔχω
Ἄργει γενέσθαι καὶ σέ, σύγγον', εἰσιδεῖν.
θέλω δ' ἅπερ σύ, σέ τε μεταστῆσαι πόνων

Ευρυπίδης. , Phoenisae (0006: 048)


“Euripidis fabulae, vol. 3”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1994.
L. 125

{Αν.} ἆρα πύλαι κλήιθροις χαλκόδετά τ' ἔμβολα


λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργάνοις
τείχεος ἥρμοσται;
{Θε.} θάρσει· τά γ' ἔνδον ἀσφαλῶς ἔχει πόλις.
[ἀλλ' εἰσόρα τὸν πρῶτον, εἰ βούληι μαθεῖν.]
{Αν.} τίς οὗτος ὁ λευκολόφας,
πρόπαρ ὃς ἁγεῖται στρατοῦ
πάγχαλκον ἀσπίδ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων;
[{Θε.} λοχαγός, ὦ δέσποινα. {Αν.} τίς πόθεν γεγώς;
αὔδασον, ὦ γεραιέ, τίς ὀνομάζεται;]
77

{Θε.} οὗτος Μυκηναῖος μὲν αὐδᾶται γένος,


Λερναῖα δ' οἰκεῖ νάμαθ', Ἱππομέδων ἄναξ.
{Αν.} ἒ ἔ,
ὡς γαῦρος, ὡς φοβερὸς εἰσιδεῖν,
γίγαντι γηγενέται προσόμοιος,
ἀστερωπὸς ὥσπερ ἐν
γραφαῖσιν, οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίωι γένναι.
{Θε.} τὸν δ' ἐξαμείβοντ' οὐχ ὁρᾶις Δίρκης ὕδωρ;
[λοχαγόν; {Αν.} ἄλλος ἄλλος ὅδε τευχέων τρόπος.]
{Αν.} τίς δ' οὗτός ἐστι; {Θε.} παῖς μὲν Οἰνέως ἔφυ
Τυδεύς, Ἄρη δ' Αἰτωλὸν ἐν στέρνοις ἔχει.

Ευρυπίδης. , Phoenisae
L. 186

ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα


πώλοις μεταφέρων ἰθύνει.
ποῦ δ' ὃς τὰ δεινὰ τῆιδ' ἐφυβρίζει πόλει
Καπανεύς; {Θε.} ἐκεῖνος προσβάσεις τεκμαίρεται
πύργων, ἄνω τε καὶ κάτω τείχη μετρῶν.
{Αν.} ἰὼ
Νέμεσι καὶ Διὸς βαρύβρομοι βρονταὶ
κεραύνιόν τε φῶς αἰθαλόεν, σύ τοι
μεγαλαγορίαν ὑπεράνορα κοιμίζεις·
ὅδ' ἐστὶν αἰχμαλωτίδας
ὃς δορὶ Θηβαίας Μυκήνηισι
Λερναίαι τε δώσειν τριαίναι
Ποσειδανίοις Ἀμυμωνίοις
ὕδασι δουλείαν περιβαλών.
μήποτε μήποτε τάνδ', ὦ πότνια,
χρυσεοβόστρυχον ὦ Διὸς ἔρνος
Ἄρτεμι, δουλοσύναν τλαίην.
{Θε.} ὦ τέκνον, ἔσβα δῶμα καὶ κατὰ στέγας
ἐν παρθενῶσι μίμνε σοῖς, ἐπεὶ πόθου
ἐς τέρψιν ἦλθες ὧν ἔχρηιζες εἰσιδεῖν.
ὄχλος γάρ, ὡς ταραγμὸς εἰσῆλθεν πόλιν,
78

Ευρυπίδης. , Phoenisae L. 430

{Ιο.} τί θηρσὶν ὑμᾶς δῆτ' Ἄδραστος ἤικασεν;


{Πο.} στρωμνῆς ἐς ἀλκὴν οὕνεκ' ἤλθομεν πέρι.
{Ιο.} ἐνταῦθα Ταλαοῦ παῖς συνῆκε θέσφατα;
{Πο.} κἄδωκέ γ' ἡμῖν δύο δυοῖν νεάνιδας.
{Ιο.} ἆρ' εὐτυχεῖς οὖν τοῖς γάμοις ἢ δυστυχεῖς;
{Πο.} οὐ μεμπτὸς ἡμῖν ὁ γάμος ἐς τόδ' ἡμέρας.
{Ιο.} πῶς δ' ἐξέπεισας δεῦρό σοι σπέσθαι στρατόν;
{Πο.} δισσοῖς Ἄδραστος ὤμοσεν γαμβροῖς τόδε,
[Τυδεῖ τε κἀμοί, σύγγαμος γάρ ἐστ' ἐμός,]
ἄμφω κατάξειν ἐς πάτραν, πρόσθεν δ' ἐμέ.
πολλοὶ δὲ Δαναῶν καὶ Μυκηναίων ἄκροι
πάρεισι, λυπρὰν χάριν, ἀναγκαίαν δέ μοι
διδόντες· ἐπὶ γὰρ τὴν ἐμὴν στρατεύομαι
πόλιν. θεοὺς δ' ἐπώμοσ' ὡς ἀκουσίως
τοῖς φιλτάτοις ἑκοῦσιν ἠράμην δόρυ.
ἀλλ' ἐς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν,
[μῆτερ, διαλλάξασαν ὁμογενεῖς φίλους]
παῦσαι πόνων σὲ κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν.
[πάλαι μὲν οὖν ὑμνηθέν, ἀλλ' ὅμως ἐρῶ·
τὰ χρήματ' ἀνθρώποισι τιμιώτατα
δύναμίν τε πλείστην τῶν ἐν ἀνθρώποις ἔχει.

Ευρυπίδης. , Phoenisae L. 513

ἐγὼ γὰρ οὐδέν, μῆτερ, ἀποκρύψας ἐρῶ·


ἄστρων ἂν ἔλθοιμ' ἡλίου πρὸς ἀντολὰς
καὶ γῆς ἔνερθε, δυνατὸς ὢν δρᾶσαι τάδε,
τὴν θεῶν μεγίστην ὥστ' ἔχειν Τυραννίδα.
τοῦτ' οὖν τὸ χρηστόν, μῆτερ, οὐχὶ βούλομαι
ἄλλωι παρεῖναι μᾶλλον ἢ σώιζειν ἐμοί·
ἀνανδρία γάρ, τὸ πλέον ὅστις ἀπολέσας
τοὔλασσον ἔλαβε. πρὸς δὲ τοῖσδ' αἰσχύνομαι
ἐλθόντα σὺν ὅπλοις τόνδε καὶ πορθοῦντα γῆν
τυχεῖν ἃ χρήιζει· ταῖς γὰρ ἂν Θήβαις τόδε
γένοιτ' ὄνειδος, εἰ Μυκηναίου δορὸς
φόβωι παρείην σκῆπτρα τἀμὰ τῶιδ' ἔχειν.
χρῆν δ' αὐτὸν οὐχ ὅπλοισι τὰς διαλλαγάς,
79

μῆτερ, ποιεῖσθαι· πᾶν γὰρ ἐξαιρεῖ λόγος


ὃ καὶ σίδηρος πολεμίων δράσειεν ἄν.
ἀλλ', εἰ μὲν ἄλλως τήνδε γῆν οἰκεῖν θέλει,
ἔξεστ'· ἐκείνου δ' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι.
[ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ;]
πρὸς ταῦτ' ἴτω μὲν πῦρ, ἴτω δὲ φάσγανα,
ζεύγνυσθε δ' ἵππους, πεδία πίμπλαθ' ἁρμάτων,
ὡς οὐ παρήσω τῶιδ' ἐμὴν τυραννίδα.

Ευρυπίδης. , Phoenisae L. 608

{Πο.} τοῦ μέρους ἔχων τὰ πλείω; {Ετ.} φήμ'· ἀπαλλάσσου


δὲ γῆς.
{Πο.} ὦ θεῶν βωμοὶ πατρώιων ... {Ετ.} οὓς σὺ πορθήσων
πάρει.
{Πο.} κλύετέ μου ... {Ετ.} τίς δ' ἂν κλύοι σου πατρίδ'
ἐπεστρατευμένου;
{Πο.} καὶ θεῶν τῶν λευκοπώλων δώμαθ' ... {Ετ.} οἳ
στυγοῦσί σε.
{Πο.} ἐξελαυνόμεσθα πατρίδος ... {Ετ.} καὶ γὰρ ἦλθες
ἐξελῶν.
{Πο.} ἀδικίαι γ', ὦ θεοί. {Ετ.} Μυκήναις, μὴ 'νθάδ' ἀνακάλει
θεούς.
{Πο.} ἀνόσιος πέφυκας ... {Ετ.} ἀλλ' οὐ πατρίδος ὡς σὺ
πολέμιος.
{Πο.} ὅς μ' ἄμοιρον ἐξελαύνεις. {Ετ.} καὶ κατακτενῶ γε
πρός.
{Πο.} ὦ πάτερ, κλύεις ἃ πάσχω; {Ετ.} καὶ γὰρ οἷα δρᾶις κλύει.
{Πο.} καὶ σύ, μῆτερ; {Ετ.} ἀθέμιτόν σοι μητρὸς ὀνομάζειν κάρα.
{Πο.} ὦ πόλις. {Ετ.} μολὼν ἐς Ἄργος ἀνακάλει Λέρνης ὕδωρ.
{Πο.} εἶμι, μὴ πόνει· σὲ δ' αἰνῶ, μῆτερ. {Ετ.} ἔξιθι χθονός.
{Πο.} ἔξιμεν· πατέρα δέ μοι δὸς εἰσιδεῖν. {Ετ.}

Ευρυπίδης. , Phoenisae L. 862

{Τε.} κόπωι παρεῖμαι γοῦν Ἐρεχθειδῶν ἄπο


δεῦρ' ἐκκομισθεὶς τῆς πάροιθεν ἡμέρας·
κἀκεῖ γὰρ ἦν τις πόλεμος Εὐμόλπου δορός,
οὗ καλλινίκους Κεκροπίδας ἔθηκ' ἐγώ·
80

καὶ τόνδε χρυσοῦν στέφανον, ὡς ὁρᾶις, ἔχω


λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων.
{Κρ.} οἰωνὸν ἐθέμην καλλίνικα σὰ στέφη·
ἐν γὰρ κλύδωνι κείμεθ', ὥσπερ οἶσθα σύ,
δορὸς Δαναϊδῶν, καὶ μέγας Θήβαις ἀγών.
βασιλεὺς μὲν οὖν βέβηκε κοσμηθεὶς ὅπλοις
ἤδη πρὸς ἀλκὴν Ἐτεοκλῆς Μυκηνίδα·
ἐμοὶ δ' ἀπέσταλκ' ἐκμαθεῖν σέθεν πάρα
τί δρῶντες ἂν μάλιστα σώσαιμεν πόλιν.
{Τε.} Ἐτεοκλέους μὲν οὕνεκ' ἂν κλήισας στόμα
χρησμοὺς ἐπέσχον· σοὶ δ', ἐπεὶ χρήιζεις μαθεῖν,
λέξω. νοσεῖ γὰρ ἥδε γῆ πάλαι, Κρέον.
[ἐξ οὗ 'τεκνώθη Λάιος βίαι θεῶν
πόσιν τ' ἔφυσε μητρὶ μέλεον Οἰδίπουν·
αἵ θ' αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραὶ
θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι.

Ευρυπίδης. , Phoenisae L. 1082

{Ιο.} ὦ φίλτατ', οὔ που ξυμφορὰν ἥκεις φέρων


Ἐτεοκλέους θανόντος, οὗ παρ' ἀσπίδα
βέβηκας αἰεὶ πολεμίων εἴργων βέλη;
[τί μοί ποθ' ἥκεις καινὸν ἀγγελῶν ἔπος;]
τέθνηκεν ἢ ζῆι παῖς ἐμός; σήμαινέ μοι.
{Αγ.} ζῆι, μὴ τρέσηις, τοῦδ' ὥς σ' ἀπαλλάξω φόβου.
{Ιο.} τί δ' ἑπτάπυργοι – πῶς ἔχουσι; – περιβολαί;
{Αγ.} ἑστᾶσ' ἄθραυστοι κοὐκ ἀνήρπασται πόλις.
{Ιο.} ἦλθον δὲ πρὸς κίνδυνον Ἀργείου δορός;
{Αγ.} ἀκμήν γ' ἐπ' αὐτήν· ἀλλ' ὁ Καδμείων Ἄρης
κρείσσων κατέστη τοῦ Μυκηναίου δορός.
{Ιο.} ἓν εἰπὲ πρὸς θεῶν, εἴ τι Πολυνείκους πέρι
οἶσθ'· ὡς μέλει μοι καὶ τόδ', εἰ λεύσσει φάος.
{Αγ.} ζῆι σοι ξυνωρὶς ἐς τόδ' ἡμέρας τέκνων.
{Ιο.} εὐδαιμονοίης. πῶς γὰρ Ἀργεῖον δόρυ
πυλῶν ἀπεστήσασθε πυργηρούμενοι;
λέξον, γέροντα τυφλὸν ὡς κατὰ στέγας
ἐλθοῦσα τέρψω, τῆσδε γῆς σεσωμένης.
{Αγ.} ἐπεὶ Κρέοντος παῖς ὁ γῆς ὑπερθανὼν
πύργων ἐπ' ἄκρων στὰς μελάνδετον ξίφος
λαιμῶν διῆκε, τῆιδε γῆι σωτηρίαν,
81

Ευρυπίδης. , Orestes (0006: 049)


“Euripidis fabulae, vol. 3”, Ed. Diggle, J.
Oxford: Clarendon Press, 1994.
L. 101

{Ηλ.} οὕτως ἔχει τάδ' ὥστ' ἀπείρηκεν κακοῖς.


{Ελ.} πρὸς θεῶν, πίθοι' ἂν δῆτά μοί τι, παρθένε;
{Ηλ.} ὅσ' ἄσχολός γε συγγόνου προσεδρίαι.
{Ελ.} βούληι τάφον μοι πρὸς κασιγνήτης μολεῖν ...
{Ηλ.} μητρὸς κελεύεις τῆς ἐμῆς; τίνος χάριν;
{Ελ.} κόμης ἀπαρχὰς καὶ χοὰς φέρουσ' ἐμάς;
{Ηλ.} σοὶ δ' οὐχὶ θεμιτὸν πρὸς φίλων στείχειν τάφον;
{Ελ.} δεῖξαι γὰρ Ἀργείοισι σῶμ' αἰσχύνομαι.
{Ηλ.} ὀψέ γε φρονεῖς εὖ, τότε λιποῦσ' αἰσχρῶς δόμους.
{Ελ.} ὀρθῶς ἔλεξας, οὐ φίλως δέ μοι λέγεις.
{Ηλ.} αἰδὼς δὲ δὴ τίς σ' ἐς Μυκηναίους ἔχει;
{Ελ.} δέδοικα πατέρας τῶν ὑπ' Ἰλίωι νεκρῶν.
{Ηλ.} δεινὸν γὰρ Ἄργει γ' ἀναβοᾶι διὰ στόμα.
{Ελ.} σύ νυν χάριν μοι τὸν φόβον λύσασα δός.
{Ηλ.} οὐκ ἂν δυναίμην μητρὸς ἐσβλέψαι τάφον.
{Ελ.} αἰσχρόν γε μέντοι προσπόλους φέρειν τάδε.
{Ηλ.} τί δ' οὐχὶ θυγατρὸς Ἑρμιόνης πέμπεις δέμας;
{Ελ.} ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλόν.
{Ηλ.} καὶ μὴν τίνοι γ' ἂν τῆι τεθνηκυίαι τροφάς.
{Ελ.} [ὀρθῶς ἔλεξας, πείθομαί τέ σοι, κόρη·]
ναί, πέμψομέν γε θυγατέρ'· εὖ γάρ τοι λέγεις.

Ευρυπίδης. , Orestes L. 1246

{Πυ.} ἐγὼ δέ γ' ἐπεκέλευσα κἀπέλυσ' ὄκνου.


{Ορ.} σοί, πάτερ, ἀρήγων. {Ηλ.} οὐδ' ἐγὼ προύδωκά σε.
{Πυ.} οὔκουν ὀνείδη τάδε κλυὼν ῥύσηι τέκνα;
{Ορ.} δακρύοις κατασπένδω σ'. {Ηλ.} ἐγὼ δ' οἴκτοισί γε.
{Πυ.} παύσασθε, καὶ πρὸς ἔργον ἐξορμώμεθα·
εἴπερ γὰρ εἴσω γῆς ἀκοντίζουσ' ἀραί,
κλύει. σὺ δ', ὦ Ζεῦ πρόγονε καὶ Δίκης σέβας,
δότ' εὐτυχῆσαι τῶιδ' ἐμοί τε τῆιδέ τε·
τρισσοῖς φίλοις γὰρ εἷς ἀγών, δίκη μία
[ἢ ζῆν ἅπασιν ἢ θανεῖν ὀφείλεται].
82

{Ηλ.} Μυκηνίδες ὦ φίλιαι,


τὰ πρῶτα κατὰ Πελασγὸν ἕδος Ἀργείων.
{Χο.} τίνα θροεῖς αὐδάν, πότνια; παραμένει
γὰρ ἔτι σοι τάδ' ἐν Δαναϊδᾶν πόλει.
{Ηλ.} στῆθ' αἱ μὲν ὑμῶν τόνδ' ἁμαξήρη τρίβον,
αἱ δ' ἐνθάδ' ἄλλον οἶμον ἐς φρουρὰν δόμων.
{Χο.} τί δέ με τόδε χρέος ἀπύεις;
ἔνεπέ μοι, φίλα.

Ευρυπίδης. , Orestes L. 1470

γυναικὸς ἀντίοι σταθέν-


τες ἐννέπουσι· Κατθανῆι κατθανῆι·
κακός σ' ἀποκτείνει πόσις,
κασιγνήτου προδοὺς
ἐν Ἄργει θανεῖν γόνον.
ἁ δ' ἀνίαχεν ἴαχεν· Ἰώ μοί μοι.
λευκὸν δ' ἐμβαλοῦσα πῆχυν στέρνοις
κτύπησε κρᾶτα μέλεον πλαγάν,
φυγάδι δὲ ποδὶ τὸ χρυσεοσάμβαλον ἴχνος
ἔφερεν ἔφερεν· ἐς κόμας δὲ δακτύλους
δικὼν Ὀρέστας, Μυκηνίδ' ἀρβύλαν
προβάς, ὤμοις ἀρι-
στεροῖσιν ἀνακλάσας δέραν,
παίειν λαιμῶν ἔμελ-
λεν εἴσω μέλαν ξίφος.
{Χο.} ποῦ δ' ἦτ' ἀμύνειν οἱ κατὰ στέγας Φρύγες;
{Φρ.} ἰαχᾶι δόμων θύρετρα καὶ σταθμοὺς

Ευρυπίδης. , Iphigenia Aulidensis (0006: 051)“Euripidis fabulae, vol.


3”, Ed. Diggle, J.Oxford: Clarendon Press, 1994.L. 265

Λοκρὰς δὲ ταῖσδ' ἴσας ἄγων


ναῦς ἦν Οἰλέως τόκος κλυτὰν
Θρονιάδ' ἐκλιπὼν πόλιν.
ἐκ Μυκήνας δὲ τᾶς Κυκλωπίας
παῖς Ἀτρέως ἔπεμπε ναυβάτας
ναῶν ἑκατὸν ἠθροϊσμένους·
σὺν δ' ἀδελφὸς ἦν
ταγός, ὡς φίλος φίλωι,
τᾶς φυγούσας μέλαθρα
βαρβάρων χάριν γάμων
83

πρᾶξιν Ἑλλὰς ὡς λάβοι.


ἐκ Πύλου δὲ Νέστορος

Ευρυπίδης. , Iphigenia Aulidensis L. 1499

ὦ πότνια πότνια μᾶτερ, οὐ δάκρυά γέ σοι


δώσομεν ἁμέτερα·
παρ' ἱεροῖς γὰρ οὐ πρέπει.
ἰὼ ἰὼ νεάνιδες,
συνεπαείδετ' Ἄρτεμιν
Χαλκίδος ἀντίπορον,
ἵνα τε δόρατα μέμονε νάϊ'
ὄνομα δι' ἐμὸν Αὐλίδος
στενοπόροις ἐν ὅρμοις.
ἰὼ γᾶ μᾶτερ ὦ Πελασγία
Μυκηναῖαί τ' ἐμαὶ θεράπναι ...
{Χο.} καλεῖς πόλισμα Περσέως,
Κυκλωπιᾶν πόνον χερῶν;
{Ιφ.} ἐθρέψαθ' Ἑλλάδι με φάος·
θανοῦσα δ' οὐκ ἀναίνομαι.
{Χο.} κλέος γὰρ οὔ σε μὴ λίπηι.
{Ιφ.} ἰὼ ἰώ·

Plutarchus Biogr., Phil., Sertorius (0007: 042)“Plutarchi vitae


parallelae, vol. 2.1, 2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.
Chapter 9, section 10, l. 1

προσηγάγετο, καὶ τὴν Τίγγιν, εἰς ἣν ὁ Ἄσκαλις συνέφυγε μετὰ τῶν ἀδελ-
φῶν, ἐξεπολιόρκησεν. ἐνταῦθα τὸν Ἀνταῖον οἱ Λίβυες ἱστοροῦσι κεῖσθαι,
καὶ τὸν τάφον αὐτοῦ Σερτώριος διέσκαψε, τοῖς βαρβάροις ἀπιστῶν διὰ
μέγεθος. ἐντυχὼν δὲ τῷ σώματι, πηχῶν ἑξήκοντα μῆκος ὥς φασι, κατ-
επλάγη, καὶ σφάγιον ἐντεμὼν συνέχωσε τὸ μνῆμα καὶ τὴν περὶ αὐτοῦ
τιμήν
τε καὶ φήμην συνηύξησε. Τιγγῖται δὲ μυθολογοῦσιν Ἀνταίου τελευτήσαν-
τος τὴν γυναῖκα Τίγγην Ἡρακλεῖ συνελθεῖν, Σόφακα δ' ἐξ αὐτῶν γενό-
μενον βασιλεῦσαι τῆς χώρας καὶ πόλιν ἐπώνυμον τῆς μητρὸς ἀποδεῖξαι·
Σόφακος δὲ παῖδα γενέσθαι Διόδωρον, ᾧ πολλὰ τῶν Λιβυκῶν ἐθνῶν ὑπ-
ήκουσεν, Ἑλληνικὸν ἔχοντι στράτευμα τῶν αὐτόθι κατῳκισμένων ὑφ'
Ἡρακλέους Ὀλβιανῶν καὶ Μυκηναίων. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀνακείσθω τῇ
84

Ἰόβα (FGrH 275 T 10) χάριτι, τοῦ πάντων ἱστορικωτάτου βασιλέων·


ἐκείνου γὰρ ἱστοροῦσι τοὺς προγόνους Διοδώρου καὶ Σόφακος
ἀπογόνους
εἶναι. Σερτώριος δὲ πάντων ἐγκρατὴς γενόμενος, τοὺς δεηθέντας αὐτοῦ

Plutarchus Biogr., Phil., Aratus (0007: 063)“Plutarchi vitae parallelae,


vol. 3.1, 2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1971.Chapter 29,
section 5, l. 2

λαβών, ἦγε τοὺς Ἀχαιοὺς ἑπομένους οὕτω μὲν εὐτάκτως,


οὕτω δὲ ταχέως καὶ προθύμως, ὥστε μὴ μόνον ὁδεύον-
τας, ἀλλὰ καὶ παρελθόντας εἰς τὰς Κλεωνὰς ἔτι νυκτὸς
οὔσης καὶ συνταξαμένους ἐπὶ μάχην ἀγνοεῖσθαι καὶ λαν-
θάνειν τὸν Ἀρίστιππον. ἅμα δ' ἡμέρᾳ τῶν πυλῶν ἀνοιχθει-
σῶν καὶ τῆς σάλπιγγος ἐγκελευσαμένης, δρόμῳ καὶ ἀλα-
λαγμῷ προσπεσὼν τοῖς πολεμίοις εὐθὺς ἐτρέψατο, καὶ
κατεῖχε διώκων ᾗ μάλιστα φεύγειν ὑπενόει τὸν Ἀρίστιπ-
πον, ἐκτροπὰς πολλὰς τῶν χωρίων ἐχόντων. γενομένης δὲ
τῆς διώξεως ἄχρι Μυκηνῶν, ὁ μὲν τύραννος ὑπὸ Κρητός
τινος, ὡς Δεινίας ἱστορεῖ (FGrH 306 F 4), τοὔνομα Τρα-
γίσκου καταληφθεὶς ἀποσφάττεται, τῶν δ' ἄλλων ἔπεσον
ὑπὲρ χιλίους πεντακοσίους. ὁ δ' Ἄρατος οὕτως λαμπρῶς
εὐτυχήσας, καὶ μηδένα τῶν αὑτοῦ στρατιωτῶν ἀποβαλών,
ὅμως οὐκ ἔλαβε τὸ Ἄργος οὐδ' ἠλευθέρωσε τοὺς ἐν αὐ-
τῷ, τῶν περὶ Ἀγίαν καὶ τὸν νεώτερον Ἀριστόμαχον μετὰ
δυνάμεως βασιλικῆς παρεισπεσόντων καὶ κατασχόντων
τὰ πράγματα. τὸ μὲν οὖν πολὺ τῆς διαβολῆς καὶ λόγους
καὶ σκώμματα καὶ βωμολοχίας παρείλετο τῶν κολακευόν-
των τοὺς τυράννους καὶ διεξιόντων ἐκείνοις χαριζομέ

Plutarchus Biogr., Phil., De exilio (599a–607f) (0007: 110)


“Plutarchi moralia, vol. 3”, Ed. Sieveking, W.Leipzig: Teubner, 1929,
Repr. 1972.Stephanus page 606, section F, l. 2

’φίλοι δὲ πατρὸς καὶ ξένοι σ' οὐκ ὠφέλουν;’


’εὖ πρᾶσσε· τὰ φίλων δ' οὐδέν, ἤν τι δυστυχῇς.’
’οὐδ' ηὑγένειά σ' ᾖρεν εἰς ὕψος μέγα;’
’κακὸν τὸ μὴ ἔχειν· τὸ γένος [δὲ] οὐκ ἔβοσκέ με.’

ταῦτ' ἤδη καὶ ἀχάριστα τοῦ Πολυνείκους ἀτιμίαν μὲν


εὐγενείας ἀφιλίαν δὲ τῆς φυγῆς κατηγοροῦντος, ὃς διὰ τὴν
85

εὐγένειαν ἠξιώθη μὲν φυγὰς ὢν γάμων βασιλικῶν, φίλων


δὲ συμμαχίᾳ καὶ δυνάμει τοσαύτῃ πεφραγμένος ἐστρά-
τευσεν, ὡς αὐτὸς μετὰ μικρὸν ὁμολογεῖ (v. 430)·
’πολλοὶ δὲ Δαναῶν καὶ Μυκηναίων ἄκροι
πάρεισι, λυπρὰν χάριν ἀναγκαίαν δ' ἐμοὶ
διδόντες.’

Σοφοκλής. , Electra (0011: 005)“Sophocle, vol. 2”, Ed. Dain, A.,


Mazon, P.Paris: Les Belles Lettres, 1958, Repr. 1968 (1st edn. rev.).
L. 9

ΗΛΕΚΤΡΑ

{ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ}
Ὦ τοῦ στρατηγήσαντος ἐν Τροίᾳ ποτὲ
Ἀγαμέμνονος παῖ, νῦν ἐκεῖν' ἔξεστί σοι
παρόντι λεύσσειν ὧν πρόθυμος ἦσθ' ἀεί.
Τὸ γὰρ παλαιὸν Ἄργος οὑπόθεις τόδε,
τῆς οἰστροπλῆγος ἄλσος Ἰνάχου κόρης·
αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ
ἀγορὰ Λύκειος· οὑξ ἀριστερᾶς δ' ὅδε
Ἥρας ὁ κλεινὸς ναός· οἷ δ' ἱκάνομεν,
φάσκειν Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾶν,
πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν τόδε,
ὅθεν σε πατρὸς ἐκ φόνων ἐγώ ποτε
πρὸς σῆς ὁμαίμου καὶ κασιγνήτης λαβὼν
ἤνεγκα κἀξέσωσα κἀξεθρεψάμην
τοσόνδ' ἐς ἥβης πατρὶ τιμωρὸν φόνου.
Νῦν οὖν, Ὀρέστα καὶ σύ, φίλτατε ξένων
Πυλάδη, τί χρὴ δρᾶν ἐν τάχει βουλευτέον,
ὡς ἡμὶν ἤδη λαμπρὸν ἡλίου σέλας
ἑῷα κινεῖ φθέγματ' ὀρνίθων σαφῆ,
μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη.

Σοφοκλής. , Electra L. 161

{ΧΟ.} Οὔτοι σοὶ μούνᾳ, τέκνον, {Str. 2.}


ἄχος ἐφάνη βροτῶν,
86

πρὸς ὅ τι σὺ τῶν ἔνδον εἶ περισσά,


οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος,
οἵα Χρυσόθεμις ζώει καὶ Ἰφιάνασσα,
κρυπτᾷ τ' ἀχέων ἐν ἥβᾳ
ὄλβιος, ὃν ἁ κλεινὰ
γᾶ ποτε Μυκηναίων
δέξεται εὐπατρίδαν, Διὸς εὔφρονι
λήματι μολόντα τάνδε γᾶν Ὀρέσταν.
{ΗΛ.} Ὅν γ' ἐγὼ ἀκάματα προσμένουσ', ἄτεκνος,
τάλαιν', ἀνύμφευτος, αἰὲν οἰχνῶ,
δάκρυσι μυδαλέα, τὸν ἀνήνυτον
οἶτον ἔχουσα κακῶν· ὁ δὲ λάθεται
ὧν τ' ἔπαθ' ὧν τ' ἐδάη· τί γὰρ οὐκ ἐμοὶ
ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον;
ἀεὶ μὲν γὰρ ποθεῖ,
ποθῶν δ' οὐκ ἀξιοῖ φανῆναι.

Σοφοκλής. , Electra L. 423

{ΗΛ.} Εἴ μοι λέγεις τὴν ὄψιν, εἴποιμ' ἂν τότε.


{ΧΡ.} Ἀλλ' οὐ κάτοιδα πλὴν ἐπὶ σμικρὸν φράσαι.
{ΗΛ.} Λέγ' ἀλλὰ τοῦτο· πολλά τοι σμικροὶ λόγοι
ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς.
{ΧΡ.} Λόγος τις αὐτήν ἐστιν εἰσιδεῖν πατρὸς
τοῦ σοῦ τε κἀμοῦ δευτέραν ὁμιλίαν
ἐλθόντος ἐς φῶς· εἶτα τόνδ' ἐφέστιον
πῆξαι λαβόντα σκῆπτρον οὑφόρει ποτὲ
αὐτός, τανῦν δ' Αἴγισθος· ἐκ δὲ τοῦδ' ἄνω
βλαστεῖν βρύοντα θαλλὸν ᾧ κατάσκιον
πᾶσαν γενέσθαι τὴν Μυκηναίων χθόνα.
Τοιαῦτά του παρόντος, ἡνίχ' Ἡλίῳ
δείκνυσι τοὔναρ, ἔκλυον ἐξηγουμένου·
πλείω δὲ τούτων οὐ κάτοιδα, πλὴν ὅτι
πέμπει μ' ἐκείνη τοῦδε τοῦ φόβου χάριν.
Πρός νυν θεῶν σε λίσσομαι τῶν ἐγγενῶν
ἐμοὶ πιθέσθαι μηδ' ἀβουλίᾳ πεσεῖν·
εἰ γάρ μ' ἀπώσῃ, σὺν κακῷ μέτει πάλιν.
{ΗΛ.} Ἀλλ', ὦ φίλη, τούτων μὲν ὧν ἔχεις χεροῖν

Σοφοκλής. , Electra L. 1459


87

ἔξωθεν εἴην τῶν ἐμῶν γε φιλτάτων.


{ΑΙ.} Ποῦ δῆτ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι; δίδασκέ με.
{ΗΛ.} Ἔνδον· φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν.
{ΑΙ.} Ἦ καὶ θανόντ' ἤγγειλαν ὡς ἐτητύμως;
{ΗΛ.} Οὔκ, ἀλλὰ κἀπέδειξαν, οὐ λόγῳ μόνον.
{ΑΙ.} Πάρεστ' ἄρ' ἡμῖν ὥστε κἀμφανῆ μαθεῖν;
{ΗΛ.} Πάρεστι δῆτα καὶ μάλ' ἄζηλος θέα.
{ΑΙ.} Ἦ πολλὰ χαίρειν μ' εἶπας οὐκ εἰωθότως.
{ΗΛ.} Χαίροις ἄν, εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε.
{ΑΙ.} Σιγᾶν ἄνωγα κἀναδεικνύναι πύλας
πᾶσιν Μυκηναίοιςιν Ἀργείοις θ' ὁρᾶν,
ὡς εἴ τις αὐτῶν ἐλπίσιν κεναῖς πάρος
ἐξῄρετ' ἀνδρὸς τοῦδε, νῦν ὁρῶν νεκρὸν
στόμια δέχηται τἀμά, μηδὲ πρὸς βίαν
ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν φύσῃ φρένας.
{ΗΛ.} Καὶ δὴ τελεῖται τἀπ' ἐμοῦ· τῷ γὰρ χρόνῳ
νοῦν ἔσχον, ὥστε συμφέρειν τοῖς κρείσσοσιν.
{ΑΙ.} Ὦ Ζεῦ, δέδορκα φάσμ' ἄνευ φθόνου μὲν οὐ
πεπτωκός· εἰ δ' ἔπεστι νέμεσις, οὐ λέγω.
Χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφθαλμῶν, ὅπως
τὸ συγγενές γε κἀπ' ἐμοῦ θρήνων τύχῃ.

Σοφοκλής. , Philoctetes (0011: 006)“Sophocle, vol. 3”, Ed. Dain, A.,


Mazon, P.Paris: Les Belles Lettres, 1960, Repr. 1967 (1st edn. rev.).L.
325

δοῖέν ποτ' αὐτοῖς ἀντίποιν' ἐμοῦ παθεῖν.


{ΧΟ.} Ἔοικα κἀγὼ τοῖς ἀφιγμένοις ἴσα
ξένοις ἐποικτίρειν σε, Ποίαντος τέκνον.
{ΝΕ.} Ἐγὼ δὲ καὐτὸς τοῖσδε μάρτυς ἐν λόγοις,
ὡς εἴσ' ἀληθεῖς οἶδα, συντυχὼν κακῶν
ἀνδρῶν Ἀτρειδῶν τῆς τ' Ὀδυσσέως βίας.
{ΦΙ.} Ἦ γάρ τι καὶ σὺ τοῖς πανωλέθροις ἔχεις
ἔγκλημ' Ἀτρείδαις, ὥστε θυμοῦσθαι παθών;
{ΝΕ.} Θυμὸν γένοιτο χειρὶ πληρῶσαί ποτε,
ἵν' αἱ Μυκῆναι γνοῖεν ἡ Σπάρτη θ' ὅτι
χἠ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μήτηρ ἔφυ.
{ΦΙ.} Εὖ γ', ὦ τέκνον· τίνος γὰρ ὧδε τὸν μέγαν
χόλον κατ' αὐτῶν ἐγκαλῶν ἐλήλυθας;
{ΝΕ.} Ὦ παῖ Ποίαντος, ἐξερῶ, μόλις δ' ἐρῶ,
ἅγωγ' ὑπ' αὐτῶν ἐξελωβήθην μολών.
88

Ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ' Ἀχιλλέα θανεῖν –


{ΦΙ.} Οἴμοι· φράσῃς μοι μὴ πέρα, πρὶν ἂν μάθω
πρῶτον τόδ'· ἦ τέθνηχ' ὁ Πηλέως γόνος;
{ΝΕ.} Τέθνηκεν, ἀνδρὸς οὐδενός, θεοῦ δ' ὕπο,
τοξευτός, ὡς λέγουσιν, ἐκ Φοίβου δαμείς.

Σοφοκλής. , Fragmenta (0011: 008)“Tragicorum Graecorum


fragmenta, vol. 4”, Ed. Radt, S.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht,
1977.Fragment 140-141, l. t

ΑΤΡΕΥΣ Η ΜΥΚΗΝΑΙΑΙ

μὰ τὴν ἐκείνου δειλίαν, ᾗ βόσκεται,


θῆλυς μὲν αὐτός, ἄρσενας δ' ἐχθροὺς ἔχων
ἐπισπάσει

ΜΥΚΗΝΑΙΑΙ vide ΑΤΡΕΥΣ

Όμηρος Ιλιάδα. , vols. 2–3”, Ed. Allen, T.W.Oxford: Clarendon Press,


1931.Book 2, l. 569

Οἳ δ' Ἄργός τ' εἶχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν


Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε, βαθὺν κατὰ κόλπον ἐχούσας,
Τροιζῆν' Ἠϊόνας τε καὶ ἀμπελόεντ' Ἐπίδαυρον,
οἵ τ' ἔχον Αἴγιναν Μάσητά τε κοῦροι Ἀχαιῶν,
τῶν αὖθ' ἡγεμόνευε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης
καὶ Σθένελος, Καπανῆος ἀγακλειτοῦ φίλος υἱός·
τοῖσι δ' ἅμ' Εὐρύαλος τρίτατος κίεν ἰσόθεος φὼς
Μηκιστέος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος·
συμπάντων δ' ἡγεῖτο βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
τοῖσι δ' ἅμ' ὀγδώκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.
Οἳ δὲ Μυκήνας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον
ἀφνειόν τε Κόρινθον ἐϋκτιμένας τε Κλεωνάς,
⸖ Ὀρνειάς τ' ἐνέμοντο Ἀραιθυρέην τ' ἐρατεινὴν
καὶ Σικυῶν', ὅθ' ἄρ' Ἄδρηστος πρῶτ' ἐμβασίλευεν,
οἵ θ' Ὑπερησίην τε καὶ αἰπεινὴν Γονόεσσαν
Πελλήνην τ' εἶχον ἠδ' Αἴγιον ἀμφενέμοντο
Αἰγιαλόν τ' ἀνὰ πάντα καὶ ἀμφ' Ἑλίκην εὐρεῖαν,
89

τῶν ἑκατὸν νηῶν ἦρχε κρείων Ἀγαμέμνων


Ἀτρεΐδης· ἅμα τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι
λαοὶ ἕποντ'· ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκὸν
⸖ κυδιόων, πᾶσιν δὲ μετέπρεπεν ἡρώεσσιν

Όμηρος Ιλιάδα. Book 4, l. 52

μή τι διατρίβειν τὸν ἐμὸν χόλον, ἀλλά μ' ἐᾶσαι·


καὶ γὰρ ἐγὼ σοὶ δῶκα ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ·
αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι
ναιετάουσι πόληες ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
τάων μοι περὶ κῆρι τιέσκετο Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο.
οὐ γάρ μοί ποτε βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης
λοιβῆς τε κνίσης τε· τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς.
Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη·
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες
Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη·
τὰς διαπέρσαι ὅτ' ἄν τοι ἀπέχθωνται περὶ κῆρι·
τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι οὐδὲ μεγαίρω.
— εἴ περ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι,
— οὐκ ἀνύω φθονέουσ' ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερός ἐσσι.
ἀλλὰ χρὴ καὶ ἐμὸν θέμεναι πόνον οὐκ ἀτέλεστον·
καὶ γὰρ ἐγὼ θεός εἰμι, γένος δέ μοι ἔνθεν ὅθεν σοί,
καί με πρεσβυτάτην τέκετο Κρόνος ἀγκυλομήτης,
ἀμφότερον γενεῇ τε καὶ οὕνεκα σὴ παράκοιτις
κέκλημαι, σὺ δὲ πᾶσι μετ' ἀθανάτοισιν ἀνάσσεις.
ἀλλ' ἤτοι μὲν ταῦθ' ὑποείξομεν ἀλλήλοισι,

Όμηρος Ιλιάδα. Book 4, l. 376

ἑσταότ' ἔν θ' ἵπποισι καὶ ἅρμασι κολλητοῖσι·


πὰρ δέ οἱ ἑστήκει Σθένελος Καπανήϊος υἱός.
καὶ τὸν μὲν νείκεσσεν ἰδὼν κρείων Ἀγαμέμνων,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
ὤ μοι Τυδέος υἱὲ δαΐφρονος ἱπποδάμοιο
τί πτώσσεις, τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας;
οὐ μὲν Τυδέϊ γ' ὧδε φίλον πτωσκαζέμεν ἦεν,
ἀλλὰ πολὺ πρὸ φίλων ἑτάρων δηΐοισι μάχεσθαι,
ὡς φάσαν οἵ μιν ἴδοντο πονεύμενον· οὐ γὰρ ἔγωγε
ἤντησ' οὐδὲ ἴδον· περὶ δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι.
90

ἤτοι μὲν γὰρ ἄτερ πολέμου εἰσῆλθε Μυκήνας


ξεῖνος ἅμ' ἀντιθέῳ Πολυνείκεϊ λαὸν ἀγείρων·
οἳ δὲ τότ' ἐστρατόωνθ' ἱερὰ πρὸς τείχεα Θήβης,
καί ῥα μάλα λίσσοντο δόμεν κλειτοὺς ἐπικούρους·
οἳ δ' ἔθελον δόμεναι καὶ ἐπῄνεον ὡς ἐκέλευον·
ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων.
οἳ δ' ἐπεὶ οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο,
Ἀσωπὸν δ' ἵκοντο βαθύσχοινον λεχεποίην,
⸖ ἔνθ' αὖτ' ἀγγελίην ἐπὶ Τυδῆ στεῖλαν Ἀχαιοί.
αὐτὰρ ὃ βῆ, πολέας δὲ κιχήσατο Καδμεΐωνας
δαινυμένους κατὰ δῶμα βίης Ἐτεοκληείης.

Όμηρος Ιλιάδα. Book 7, l. 180

τοῖς δ' αὖτις μετέειπε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·


κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερὲς ὅς κε λάχῃσιν·
οὗτος γὰρ δὴ ὀνήσει ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς,
καὶ δ' αὐτὸς ὃν θυμὸν ὀνήσεται αἴ κε φύγῃσι
δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος.
Ὣς ἔφαθ', οἳ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος,
ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο.
λαοὶ δ' ἠρήσαντο, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν·
Ζεῦ πάτερ ἢ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν,
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
Ὣς ἄρ' ἔφαν, πάλλεν δὲ Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης ὃν ἄρ' ἤθελον αὐτοὶ
Αἴαντος· κῆρυξ δὲ φέρων ἀν' ὅμιλον ἁπάντῃ
δεῖξ' ἐνδέξια πᾶσιν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν.
οἳ δ' οὐ γιγνώσκοντες ἀπηνήναντο ἕκαστος.
ἀλλ' ὅτε δὴ τὸν ἵκανε φέρων ἀν' ὅμιλον ἁπάντῃ
ὅς μιν ἐπιγράψας κυνέῃ βάλε φαίδιμος Αἴας,
ἤτοι ὑπέσχεθε χεῖρ', ὃ δ' ἄρ' ἔμβαλεν ἄγχι παραστάς,
γνῶ δὲ κλήρου σῆμα ἰδών, γήθησε δὲ θυμῷ.

Όμηρος Ιλιάδα. Book 9, l. 44

ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον ὀνείδισας ἐν Δαναοῖσι


φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον καὶ ἀνάλκιδα· ταῦτα δὲ πάντα
ἴσασ' Ἀργείων ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες.
σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω·
91

σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων,


ἀλκὴν δ' οὔ τοι δῶκεν, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
δαιμόνι' οὕτω που μάλα ἔλπεαι υἷας Ἀχαιῶν
ἀπτολέμους τ' ἔμεναι καὶ ἀνάλκιδας ὡς ἀγορεύεις;
εἰ δέ τοι αὐτῷ θυμὸς ἐπέσσυται ὥς τε νέεσθαι
ἔρχεο· πάρ τοι ὁδός, νῆες δέ τοι ἄγχι θαλάσσης
— ἑστᾶσ', αἵ τοι ἕποντο Μυκήνηθεν μάλα πολλαί.
ἀλλ' ἄλλοι μενέουσι κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν. εἰ δὲ καὶ αὐτοὶ
φευγόντων σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν·
νῶϊ δ' ἐγὼ Σθένελός τε μαχησόμεθ' εἰς ὅ κε τέκμωρ
Ἰλίου εὕρωμεν· σὺν γὰρ θεῷ εἰλήλουθμεν.
Ὣς ἔφαθ', οἳ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἷες Ἀχαιῶν
μῦθον ἀγασσάμενοι Διομήδεος ἱπποδάμοιο.
τοῖσι δ' ἀνιστάμενος μετεφώνεεν ἱππότα Νέστωρ·

Όμηρος Ιλιάδα. Book 11, l. 46

τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργὼ βλοσυρῶπις ἐστεφάνωτο


δεινὸν δερκομένη, περὶ δὲ Δεῖμός τε Φόβος τε.
τῆς δ' ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν· αὐτὰρ ἐπ' αὐτοῦ
κυάνεος ἐλέλικτο δράκων, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν
τρεῖς ἀμφιστρεφέες ἑνὸς αὐχένος ἐκπεφυυῖαι.
κρατὶ δ' ἐπ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον
ἵππουριν· δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν.
εἵλετο δ' ἄλκιμα δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ
ὀξέα· τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ' αὐτόφιν οὐρανὸν εἴσω
λάμπ'· ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη
τιμῶσαι βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
Ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἕκαστος
ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ' ἐπὶ τάφρῳ,
αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
ῥώοντ'· ἄσβεστος δὲ βοὴ γένετ' ἠῶθι πρό.
φθὰν δὲ μέγ' ἱππήων ἐπὶ τάφρῳ κοσμηθέντες,
ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον· ἐν δὲ κυδοιμὸν
ὦρσε κακὸν Κρονίδης, κατὰ δ' ὑψόθεν ἧκεν ἐέρσας
αἵματι μυδαλέας ἐξ αἰθέρος, οὕνεκ' ἔμελλε
πολλὰς ἰφθίμους κεφαλὰς Ἄϊδι προϊάψειν.

Όμηρος Ιλιάδα. Book 15, l. 638


92

δειδιότες· τυτθὸν γὰρ ὑπ' ἐκ θανάτοιο φέρονται·


ὣς ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν.
αὐτὰρ ὅ γ' ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών,
αἵ ῥά τ' ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο νέμονται
μυρίαι, ἐν δέ τε τῇσι νομεὺς οὔ πω σάφα εἰδὼς
θηρὶ μαχέσσασθαι ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν·
ἤτοι ὃ μὲν πρώτῃσι καὶ ὑστατίῃσι βόεσσιν
αἰὲν ὁμοστιχάει, ὃ δέ τ' ἐν μέσσῃσιν ὀρούσας
βοῦν ἔδει, αἳ δέ τε πᾶσαι ὑπέτρεσαν· ὣς τότ' Ἀχαιοὶ
θεσπεσίως ἐφόβηθεν ὑφ' Ἕκτορι καὶ Διὶ πατρὶ
πάντες, ὃ δ' οἶον ἔπεφνε Μυκηναῖον Περιφήτην,
Κοπρῆος φίλον υἱόν, ὃς Εὐρυσθῆος ἄνακτος
⸖ ἀγγελίης οἴχνεσκε βίῃ Ἡρακληείῃ.
τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων
παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι,
καὶ νόον ἐν πρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο·
ὅς ῥα τόθ' Ἕκτορι κῦδος ὑπέρτερον ἐγγυάλιξε.
στρεφθεὶς γὰρ μετόπισθεν ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο,
τὴν αὐτὸς φορέεσκε ποδηνεκέ' ἕρκος ἀκόντων·
τῇ ὅ γ' ἐνὶ βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος, ἀμφὶ δὲ πήληξ
σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος.

Όμηρος Ιλιάδα. Book 15, l. 643

θηρὶ μαχέσσασθαι ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν·


ἤτοι ὃ μὲν πρώτῃσι καὶ ὑστατίῃσι βόεσσιν
αἰὲν ὁμοστιχάει, ὃ δέ τ' ἐν μέσσῃσιν ὀρούσας
βοῦν ἔδει, αἳ δέ τε πᾶσαι ὑπέτρεσαν· ὣς τότ' Ἀχαιοὶ
θεσπεσίως ἐφόβηθεν ὑφ' Ἕκτορι καὶ Διὶ πατρὶ
πάντες, ὃ δ' οἶον ἔπεφνε Μυκηναῖον Περιφήτην,
Κοπρῆος φίλον υἱόν, ὃς Εὐρυσθῆος ἄνακτος
⸖ ἀγγελίης οἴχνεσκε βίῃ Ἡρακληείῃ.
τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων
παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι,
καὶ νόον ἐν πρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο·
ὅς ῥα τόθ' Ἕκτορι κῦδος ὑπέρτερον ἐγγυάλιξε.
στρεφθεὶς γὰρ μετόπισθεν ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο,
τὴν αὐτὸς φορέεσκε ποδηνεκέ' ἕρκος ἀκόντων·
τῇ ὅ γ' ἐνὶ βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος, ἀμφὶ δὲ πήληξ
σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος.
Ἕκτωρ δ' ὀξὺ νόησε, θέων δέ οἱ ἄγχι παρέστη,
στήθεϊ δ' ἐν δόρυ πῆξε, φίλων δέ μιν ἐγγὺς ἑταίρων
93

κτεῖν'· οἳ δ' οὐκ ἐδύναντο καὶ ἀχνύμενοί περ ἑταίρου


χραισμεῖν· αὐτοὶ γὰρ μάλα δείδισαν Ἕκτορα δῖον.

Όμηρος Οδύσσεια. Ed. von der Mühll, P.Basel: Helbing & Lichtenhahn,
1962.Book 2, l. 120

ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ', ὑπ' ἀνάγκης·


σοὶ δ' ὧδε μνηστῆρες ὑποκρίνονται, ἵν' εἰδῇς
αὐτὸς σῷ θυμῷ, εἰδῶσι δὲ πάντες Ἀχαιοί·
μητέρα σὴν ἀπόπεμψον, ἄνωχθι δέ μιν γαμέεσθαι
τῷ ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται καὶ ἁνδάνει αὐτῇ.
εἰ δ' ἔτ' ἀνιήσει γε πολὺν χρόνον υἷας Ἀχαιῶν,
τὰ φρονέουσ' ἀνὰ θυμόν, ἅ οἱ περὶ δῶκεν Ἀθήνη,
ἔργα τ' ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλὰς
κέρδεά θ', οἷ' οὔ πώ τιν' ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν,
τάων αἳ πάρος ἦσαν ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,
Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη·
τάων οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ
ᾔδη· ἀτὰρ μὲν τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε. –
τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ' ἔδονται,
ὄφρα κε κείνη τοῦτον ἔχῃ νόον, ὅν τινά οἱ νῦν
ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί· μέγα μὲν κλέος αὐτῇ
ποιεῖτ', αὐτὰρ σοί γε ποθὴν πολέος βιότοιο.
ἡμεῖς δ' οὔτ' ἐπὶ ἔργα πάρος γ' ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ,
πρίν γ' αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ' ἐθέλῃσι.”
τὸν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·

Όμηρος Οδύσσεια. Book 3, l. 305

ἔνθα νότος μέγα κῦμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ,


ἐς Φαιστόν, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ' ἀποέργει.
αἱ μὲν ἄρ' ἔνθ' ἦλθον, σπουδῇ δ' ἤλυξαν ὄλεθρον
ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν
κύματ'· ἀτὰρ τὰς πέντε νέας κυανοπρωείρους
Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων
ἠλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους·
τόφρα δὲ ταῦτ' Αἴγισθος ἐμήσατο οἴκοθι λυγρά,
κτείνας Ἀτρεΐδην , δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ' αὐτῷ.
ἑπτάετες δ' ἤνασσε πολυχρύσοιο Μυκήνης,
τῷ δέ οἱ ὀγδοάτῳ κακὸν ἤλυθε δῖος Ὀρέστης
94

ἂψ ἀπ' Ἀθηνάων, κατὰ δ' ἔκτανε πατροφονῆα,


[Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα.]
ἦ τοι ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισι
μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο·
αὐτῆμαρ δέ οἱ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
πολλὰ κτήματ' ἄγων, ὅσα οἱ νέες ἄχθος ἄειραν.
καὶ σύ, φίλος, μὴ δηθὰ δόμων ἄπο τῆλ' ἀλάλησο,
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ' ἐν σοῖσι δόμοισιν
οὕτω ὑπερφιάλους, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι

Όμηρος Οδύσσεια. Book 21, l. 108

ἦ τοι ὀϊστοῦ γε πρῶτος γεύσασθαι ἔμελλεν


ἐκ χειρῶν Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὃν τότ' ἀτίμα
ἥμενος ἐν μεγάροισ', ἐπὶ δ' ὤρνυε πάντας ἑταίρους.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ' ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
“ὢ πόποι, ἦ μάλα με Ζεὺς ἄφρονα θῆκε Κρονίων·
μήτηρ μέν μοί φησι φίλη, πινυτή περ ἐοῦσα,
ἄλλῳ ἅμ' ἕψεσθαι νοσφισσαμένη τόδε δῶμα·
αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι θυμῷ.
ἀλλ' ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ' ἄεθλον,
οἵη νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ κατ' Ἀχαιΐδα γαῖαν,
οὔτε Πύλου ἱερῆς οὔτ' Ἄργεος οὔτε Μυκήνης,
[οὔτ' αὐτῆς Ἰθάκης οὔτ' ἠπείροιο μελαίνης·]
καὶ δ' αὐτοὶ τόδε ἴστε· τί με χρὴ μητέρος αἴνου; –
ἀλλ' ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε μηδ' ἔτι τόξου
δηρὸν ἀποτρωπᾶσθε τανυστύος, ὄφρα ἴδωμεν.
καὶ δέ κεν αὐτὸς ἐγὼ τοῦ τόξου πειρησαίμην·
εἰ δέ κεν ἐντανύσω διοϊστεύσω τε σιδήρου,
οὔ κέ μοι ἀχνυμένῳ τάδε δώματα πότνια μήτηρ
λείποι ἅμ' ἄλλῳ ἰοῦσ', ὅτ' ἐγὼ κατόπισθε λιποίμην
οἷός τ' ἤδη πατρὸς ἀέθλια κάλ' ἀνελέσθαι.”
ἦ, καὶ ἀπ' ὤμοιϊν χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν

Ηρόδοτος ιστορίες. 9 vols.”, Ed. Legrand, Ph.–E.Paris: Les Belles


Lettres, 1:1932;.Book 7, section 202, l. 7

πύλαι, ὑπὸ δὲ τῶν ἐπιχωρίων καὶ περιοίκων Πύλαι. Ἐστρα-


τοπεδεύοντο μέν νυν ἑκάτεροι ἐν τούτοισι τοῖσι χωρίοισι,
ἐπεκράτεε δὲ ὁ μὲν τῶν πρὸς βορέην ἄνεμον ἐχόντων πάν-
95

των μέχρι Τρηχῖνος, οἱ δὲ τῶν πρὸς νότον τε καὶ μεσαμ-


βρίην φερόντων τὸ ἐπὶ ταύτης τῆς ἠπείρου. Ἦσαν δὲ οἵδε
Ἑλλήνων οἱ ὑπομένοντες τὸν Πέρσην ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ·
Σπαρτιητέων τε τριηκόσιοι ὁπλῖται καὶ Τεγεητέων καὶ
Μαντινέων χίλιοι, ἡμίσεες ἑκατέρων, ἐξ Ὀρχομενοῦ τε
τῆς Ἀρκαδίης εἴκοσι καὶ ἑκατὸν καὶ ἐκ τῆς λοιπῆς Ἀρκα-
δίης χίλιοι· τοσοῦτοι μὲν Ἀρκάδων· ἀπὸ δὲ Κορίνθου τετρα-
κόσιοι καὶ ἀπὸ Φλειοῦντος διηκόσιοι καὶ Μυκηναίων
ὀγδώκοντα· οὗτοι μὲν ἀπὸ Πελοποννήσου παρῆσαν. Ἀπὸ δὲ
Βοιωτῶν Θεσπιέων τε ἑπτακόσιοι καὶ Θηβαίων τετρακόσιοι.
Πρὸς τούτοισι ἐπίκλητοι ἐγένοντο Λοκροί τε οἱ Ὀπούντιοι
πανστρατιῇ καὶ Φωκέων χίλιοι. Αὐτοὶ γάρ σφεας οἱ
Ἕλληνες ἐπεκαλέσαντο, λέγοντες δι' ἀγγέλων ὡς αὐτοὶ μὲν
ἥκοιεν πρόδρομοι τῶν ἄλλων, οἱ δὲ λοιποὶ τῶν συμμάχων
προσδόκιμοι πᾶσαν εἶεν ἡμέρην, ἡ θάλασσά τέ σφι εἴη ἐν
φυλακῇ ὑπ' Ἀθηναίων τε φρουρεομένη καὶ Αἰγινητέων καὶ
τῶν ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντων, καί σφι εἴη δεινὸν
οὐδέν· οὐ γὰρ θεὸν εἶναι τὸν ἐπιόντα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἀλλ'

Ηρόδοτος ιστορίες. Book 9, section 27, l. 11

οὔτ' ὦν καινὰ οὔτε παλαιά.» Οἱ μὲν ταῦτα ἔλεγον, Ἀθη-


ναῖοι δὲ πρὸς ταῦτα ὑπεκρίναντο τάδε· «Ἐπιστάμεθα μὲν
σύνοδον τήνδε μάχης εἵνεκα συλλεγῆναι πρὸς τὸν βάρβα-
ρον, ἀλλ' οὐ λόγων· ἐπεὶ δὲ ὁ Τεγεήτης προέθηκε παλαιά
τε καὶ καινὰ λέγειν τὰ ἑκατέροισι ἐν τῷ παντὶ χρόνῳ κατέρ-
γασται χρηστά, ἀναγκαίως ἡμῖν ἔχει δηλῶσαι πρὸς ὑμέας
ὅθεν ἡμῖν πατρώιόν ἐστι, ἐοῦσι χρηστοῖσι αἰεί, πρώτοισι
εἶναι μᾶλλον ἢ Ἀρκάσι. Ἡρακλείδας, τῶν οὗτοί φασι
ἀποκτεῖναι τὸν ἡγεμόνα ἐν τῷ Ἰσθμῷ, τοῦτο μὲν τούτους
πρότερον ἐξελαυνομένους ὑπὸ πάντων Ἑλλήνων ἐς τοὺς
ἀπικοίατο φεύγοντες δουλοσύνην πρὸς Μυκηναίων, μοῦνοι
ὑποδεξάμενοι τὴν Εὐρυσθέος ὕβριν κατείλομεν, σὺν ἐκεί-
νοισι μάχῃ νικήσαντες τοὺς τότε ἔχοντας Πελοπόννησον.
Τοῦτο δὲ Ἀργείους τοὺς μετὰ Πολυνείκεος ἐπὶ Θήβας
ἐλάσαντας, τελευτήσαντας τὸν αἰῶνα καὶ ἀτάφους κειμέ-
νους, στρατευσάμενοι ἐπὶ τοὺς Καδμείους ἀνελέσθαι τε
τοὺς νεκρούς φαμεν καὶ θάψαι τῆς ἡμετέρης ἐν Ἐλευσῖνι.
Ἔστι δὲ ἡμῖν ἔργον εὖ ἔχον καὶ ἐς Ἀμαζονίδας τὰς ἀπὸ
Θερμώδοντος ποταμοῦ ἐσβαλούσας κοτὲ ἐς γῆν τὴν Ἀττι-
κήν· καὶ ἐν τοῖσι Τρωικοῖσι πόνοισι οὐδαμῶν ἐλειπόμεθα.
Ἀλλ' οὐ γάρ τι προέχει τούτων ἐπιμεμνῆσθαι·
96

Ηρόδοτος ιστορίες. Book 9, section 28, l. 19

κισχίλιοι καὶ τρισμύριοι, περὶ ἄνδρα ἕκαστον ἑπτὰ τεταγ-


μένοι. Προσεχέας δὲ σφίσι εἵλοντο ἑστάναι οἱ Σπαρτιῆται
τοὺς Τεγεήτας καὶ τιμῆς εἵνεκα καὶ ἀρετῆς· τούτων δ'
ἦσαν ὁπλῖται χίλιοι καὶ πεντακόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους
ἵσταντο Κορινθίων πεντακισχίλιοι, παρὰ δὲ σφίσι εὕροντο
παρὰ Παυσανίεω ἑστάναι Ποτειδαιητέων τῶν ἐκ Παλλήνης
τοὺς παρεόντας τριηκοσίους. Τούτων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο
Ἀρκάδες Ὀρχομένιοι ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Σικυωνίων
τρισχίλιοι. Τούτων δὲ εἴχοντο Ἐπιδαυρίων ὀκτακόσιοι·
παρὰ δὲ τούτους Τροιζηνίων ἐτάσσοντο χίλιοι, Τροιζηνίων
δὲ ἐχόμενοι Λεπρεητέων διηκόσιοι, τούτων δὲ Μυκηναίων
καὶ Τιρυνθίων τετρακόσιοι, τούτων δὲ ἐχόμενοι Φλειάσιοι
χίλιοι· παρὰ δὲ τούτους ἔστησαν Ἑρμιονέες τριηκόσιοι.
Ἑρμιονέων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο Ἐρετριέων τε καὶ Στυρέων
ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Χαλκιδέες τετρακόσιοι, τούτων δὲ
Ἀμπρακιωτέων πεντακόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους Λευκαδίων
καὶ Ἀνακτορίων ὀκτακόσιοι ἔστησαν, τούτων δὲ ἐχόμενοι
Παλέες οἱ ἐκ Κεφαλληνίης διηκόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους
Αἰγινητέων πεντακόσιοι ἐτάχθησαν· παρὰ δὲ τούτους
ἐτάσσοντο Μεγαρέων τρισχίλιοι·

Ηρόδοτος ιστορίες. Book 9, section 31, l. 18

περιῆσαν πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, ἐπί τε τάξις πλέονας ἐκεκο-


σμέατο καὶ ἐπεῖχον καὶ τοὺς Τεγεήτας. Ἔταξε δὲ οὕτω·
ὅ τι μὲν ἦν αὐτῶν δυνατώτατον πᾶν ἀπολέξας ἔστησε
ἀντίον Λακεδαιμονίων, τὸ δὲ ἀσθενέστερον παρέταξε κατὰ
τοὺς Τεγεήτας. Ταῦτα δ' ἐποίεε φραζόντων τε καὶ διδα-
σκόντων Θηβαίων. Περσέων δὲ ἐχομένους ἔταξε Μήδους·
οὗτοι δὲ ἐπέσχον Κορινθίους τε καὶ Ποτειδαιήτας καὶ
Ὀρχομενίους τε καὶ Σικυωνίους. Μήδων δὲ ἐχομένους
ἔταξε Βακτρίους· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἐπιδαυρίους τε καὶ
Τροιζηνίους καὶ Λεπρεήτας [τε] καὶ Τιρυνθίους καὶ
Μυκηναίους τε καὶ Φλειασίους. Μετὰ δὲ Βακτρίους
ἔστησε Ἰνδούς· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἑρμιονέας τε καὶ Ἐρε-
τριέας καὶ Στυρέας τε καὶ Χαλκιδέας. Ἰνδῶν δὲ ἐχομένους
Σάκας ἔταξε, οἳ ἐπέσχον Ἀμπρακιώτας τε καὶ Ἀνακτο-
ρίους καὶ Λευκαδίους τε καὶ Παλέας καὶ Αἰγινήτας.
Σακέων δὲ ἐχομένους ἔταξε ἀντία Ἀθηναίων τε καὶ Πλα-
ταιέων καὶ Μεγαρέων Βοιωτούς τε καὶ Λοκροὺς καὶ
Μηλιέας τε καὶ Θεσσαλοὺς καὶ Φωκέων τοὺς χιλίους· οὐ
97

γὰρ ὦν ἅπαντες [οἱ Φωκέες] ἐμήδιζον, ἀλλά τινες αὐτῶν


καὶ τὰ Ἑλλήνων ηὖξον περὶ τὸν Παρνησσὸν κατειλημένοι,
καὶ ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι ἔφερόν τε καὶ ἦγον τήν

Nicander Epic., Alexipharmaca (0022: 002)“Nicander. The poems and


poetical fragments”, Ed. Gow, A.S.F., Scholfield, A.F.Cambridge:
Cambridge University Press, 1953.L. 102

χυλῷ ἔνι κλώθοντι κακηπελέοντα κορέσσαις.


πολλάκι σήσαμα κόπτε, πόροις δ' ἐν νέκταρι καὶ τά·
ἠὲ σὺ κληματόεσσαν ἐν ὕδατι πλύνεο τέφρην
θαλπομένην, τὸ δὲ ῥύμμα νεοπλεκέος καλάθοιο
κόλποις ἰκμήνειας, ὁ γάρ τ' ἀναδέξεται ἰλύν.
καί τε κατατριφθέντα μετ' ἀργήεντος ἐλαίου
σκλήρ' ἀπὸ περσείης κάρυα βλάβος οὖλον ἐρύξει,
Περσεὺς ἥν ποτε ποσσὶ λιπὼν Κηφηίδα γαῖαν,
αὐχέν' ἀποτμήξας ἅρπῃ γονόεντα Μεδούσης,
ῥεῖα Μυκηναίῃσιν ἐνηέξησεν ἀρούραις,
Κηφῆος νέα δῶρα, μύκης ὅθι κάππεσεν ἅρπης,
ἄκρον ὑπὸ πρηῶνα Μελανθίδος ἔνθα τε Νύμφη
Λαγγείης πόμα κεῖνο Διὸς τεκμήρατο παιδί.
πολλάκι δ' ἐνθρύψειας ἐν ὀπταλέῃσιν ἀκοσταῖς
Γερραίης λιβάνοιο χύσιν περιπηγέα θάμνοις·
καί τε σύ γ' ἢ καρύης ἄπο δάκρυον ἢ ἀταλύμνου,
ἢ πτελέης ὅ τε πολλὸν ἀεὶ καταλείβεται ὄσχαις,
κόμμινά τε χλιόεντι ποτῷ ἐπαρωγέα τήξαις,
ὄφρα τὰ μέν τ' ἐρύγῃσι τὰ δ' ἑψητοῖσι δαμασθείς
ἀλθήσῃ ὑδάτεσσιν ὅτ' ἰκμήνῃ δέμας ἱδρώς.

Pindarus Lyr., Pythia (0033: 002)“Pindari carmina cum fragmentis, pt.


1, 5th edn.”, Ed. Maehler, H. (post B. Snell)Leipzig: Teubner, 1971.
Ode 4, l. 49

Ἀίδα στόμα, Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών,


υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ,
τόν ποτ' Εὐρώπα Τιτυοῦ θυγάτηρ
⸐τίκτε Καφισοῦ παρ' ὄχθαις,
Γʹ τετˈράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων
αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐ-
ρεῖαν ἄπειρον. τότε γὰρ μεγάλας
98

ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργεί-


ου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν.
νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν
ἐν λέχεσιν γένος, οἵ κεν τάνδε σὺν τιμᾷ θεῶν
νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται
φῶτα κελαινεφέων πεδίων
δεσπόταν· τὸν μὲν πολυχˈρύσῳ ποτ' ἐν δώματι
⸏Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσιν
Πύθιον ναὸν καταβάντα χρόνῳ
ὑστέρῳ, νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν Νεί-
λοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα.’

Pindarus Lyr., Fragmenta (0033: 005)“Pindari carmina cum


fragmentis, pt. 2, 4th edn.”, Ed. Maehler, H. (post B. Snell)
Leipzig: Teubner, 1975.Type of poem Incert, fragment 202, l. 1

οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταί


Θῆβαι
μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ
Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου
ἔνθα βουλαὶ γερόντων
καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί,
καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγˈλαΐα
Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας
ἔσχατον Νείλου κέρας, αἰγιβάται
ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται
λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται
ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι {Σκύθαι}
νεκρὸν ἵππον στυγέοι-
σι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δέ
σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν
καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστεϊ

Bion Bucol., Epithalamium Achillis et Deidameiae [Sp.] (0036: 002)


“Bucolici Graeci”, Ed. Gow, A.S.F.Oxford: Clarendon Press, 1952, Repr.
1969.L. 13

{ΛΥΚΙΔΑΣ}
99

κἠμοὶ συρίσδεν, Μύρσων, φίλον, ἀλλὰ τί μέλψω;


{ΜΥ.} Σκύριον ὅν, Λυκίδα, ζαλώμενος ᾆδες ἔρωτα,
λάθρια Πηλεΐδαο φιλάματα, λάθριον εὐνάν,
πῶς παῖς ἕσσατο φᾶρος, ὅπως δ' ἐψεύσατο μορφάν,
χὤπως ἐν κώραις Λυκομηδίσιν ἅπαλέγοισαι
ἠείδη κατὰ παστὸν Ἀχιλλέα Δηιδάμεια.
{ΛΥ.} ἅρπασε τὰν Ἑλέναν πόθ' ὁ βωκόλος, ἆγε δ' ἐς Ἴδαν,
Οἰνώνῃ κακὸν ἄλγος. ἐχώσατο δ' ἁ Λακεδαίμων
πάντα δὲ λαὸν ἄγειρεν Ἀχαϊκόν, οὐδέ τις Ἕλλην,
οὔτε Μυκηναίων οὔτ' Ἤλιδος οὔτε Λακώνων,
μεῖνεν ἑὸν κατὰ δῶμα φυγὼν δύστανον Ἄρηα.
λάνθανε δ' ἐν κώραις Λυκομηδίσι μοῦνος Ἀχιλλεύς,
εἴρια δ' ἀνθ' ὅπλων ἐδιδάσκετο, καὶ χερὶ λευκᾷ
παρθενικὸν κόρον εἶχεν, ἐφαίνετο δ' ἠύτε κώρα·
καὶ γὰρ ἴσον τήναις θηλύνετο, καὶ τόσον ἄνθος
χιονέαις πόρφυρε παρηίσι, καὶ τὸ βάδισμα
παρθενικῆς ἐβάδιζε, κόμας δ' ἐπύκαζε καλύπτρῃ.
θυμὸν δ' ἀνέρος εἶχε καὶ ἀνέρος εἶχεν ἔρωτα·
ἐξ ἀοῦς δ' ἐπὶ νύκτα παρίζετο Δηιδαμείᾳ,

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1–20) (0060: 001)


“Diodori bibliotheca historica, 5 vols., 3rd edn.”, Ed. Vogel, F., Fischer,
K.T. (post I. Bekker & L. Dindorf)Leipzig: Teubner, 1:1888; 2:1890;
3:1893; 4–5:1906, Repr. 1964.Book 4, chapter 11, section 3, l. 6

μεγέθει τῆς συμφορᾶς. πάντων δ' αὐτῷ συλλυπου-


μένων καὶ συμπενθούντων, ἐπὶ πολὺν χρόνον κατὰ
τὴν οἰκίαν ἡσύχαζεν, ἐκκλίνων τὰς τῶν ἀνθρώπων
ὁμιλίας τε καὶ ἀπαντήσεις· τέλος δὲ τοῦ χρόνου τὸ
πάθος πραΰναντος κρίνας ὑπομένειν τοὺς κινδύ-
νους παρεγένετο πρὸς Εὐρυσθέα. καὶ πρῶτον μὲν
ἔλαβεν ἆθλον ἀποκτεῖναι τὸν ἐν Νεμέᾳ λέοντα.
οὗτος δὲ μεγέθει μὲν ὑπερφυὴς ἦν, ἄτρωτος δὲ ὢν
σιδήρῳ καὶ χαλκῷ καὶ λίθῳ τῆς κατὰ χεῖρα βιαζο-
μένης προσεδεῖτο ἀνάγκης. διέτριβε δὲ μάλιστα
μεταξὺ Μυκηνῶν καὶ Νεμέας περὶ ὄρος τὸ καλού-
μενον ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος Τρητόν· εἶχε γὰρ
περὶ τὴν ῥίζαν διώρυχα διηνεκῆ, καθ' ἣν εἰώθει
φωλεύειν τὸ θηρίον. ὁ δ' Ἡρακλῆς καταντήσας
ἐπὶ τὸν τόπον προσέβαλεν αὐτῷ, καὶ τοῦ θηρίου
συμφυγόντος εἰς τὴν διώρυχα συνακολουθῶν αὐτῷ
100

καὶ τὸ ἕτερον τῶν στομίων ἐμφράξας συνεπλάκη,


καὶ τὸν αὐχένα σφίγξας τοῖς βραχίοσιν ἀπέπνιξε.
τὴν δὲ δορὰν αὐτοῦ περιθέμενος, καὶ διὰ τὸ μέγεθος
ἅπαν τὸ ἴδιον σῶμα περιλαβών, εἶχε σκεπαστήριον
τῶν μετὰ ταῦτα κινδύνων.

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 4, chapter 57,


section 2, l. 4

συγγραφεῦσιν αἰτίαν τῆς πλάνης φασὶ γενέσθαι τὴν


ὁμωνυμίαν τῶν ποταμῶν.
Ἡμῖν δ' ἀρκούντως ἐξειργασμένοις τὴν περὶ τῶν
Ἀργοναυτῶν ἱστορίαν καὶ τὰ ὑφ' Ἡρακλέους πρα-
χθέντα οἰκεῖον ἂν εἴη κατὰ τὴν γενομένην ἐπαγ-
γελίαν ἀναγράψαι τὰς τῶν υἱῶν αὐτοῦ πράξεις.
μετὰ τὴν Ἡρακλέους τοίνυν ἀποθέωσιν οἱ παῖδες
αὐτοῦ κατῴκουν ἐν Τραχῖνι παρὰ Κήυκι τῷ βασιλεῖ.
μετὰ δὲ ταῦτα Ὕλλου καί τινων ἑτέρων ἀνδρωθέν-
των, Εὐρυσθεὺς φοβηθεὶς μὴ πάντων ἐνηλίκων
γενομένων ἐκπέσῃ τῆς ἐν Μυκήναις βασιλείας, ἔγνω
τοὺς Ἡρακλείδας ἐξ ὅλης τῆς Ἑλλάδος φυγαδεῦσαι.
διὸ Κήυκι μὲν τῷ βασιλεῖ προηγόρευσε τούς τε
Ἡρακλείδας καὶ τοὺς Λικυμνίου παῖδας ἐκβαλεῖν,
ἔτι δὲ Ἰόλαον καὶ τὸ σύστημα τῶν Ἀρκάδων τῶν
Ἡρακλεῖ συνεστρατευκότων, ἢ ταῦτα μὴ ποιοῦντα
πόλεμον ἀναδέξασθαι. οἱ δ' Ἡρακλεῖδαι καὶ οἱ μετ'
αὐτῶν θεωροῦντες αὑτοὺς οὐκ ἀξιομάχους ὄντας
Εὐρυσθεῖ πολεμεῖν, ἔγνωσαν ἑκουσίως φεύγειν ἐκ
τῆς Τραχῖνος· ἐπιόντες δὲ τῶν ἄλλων πόλεων τὰς
ἀξιολογωτάτας ἐδέοντο δέξασθαι σφᾶς αὐτοὺς

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 4, chapter 58, section 2, l. 3

μάχην πλεῖστοι μὲν τῶν μετ' Εὐρυσθέως κατεκόπη-


σαν, αὐτὸς δ' ὁ Εὐρυσθεύς, τοῦ ἅρματος κατὰ τὴν
φυγὴν συντριβέντος, ὑπὸ Ὕλλου τοῦ Ἡρακλέους
ἀνῃρέθη· ὁμοίως δὲ καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Εὐρυσθέως
πάντες κατὰ τὴν μάχην ἐτελεύτησαν. μετὰ δὲ ταῦτα
οἱ μὲν Ἡρακλεῖδαι πάντες περιβοήτῳ μάχῃ νενικη-
κότες τὸν Εὐρυσθέα, καὶ διὰ τὴν εὐημερίαν συμ-
101

μάχων εὐπορήσαντες, ἐστράτευσαν ἐπὶ τὴν Πελο-


πόννησον Ὕλλου στρατηγοῦντος. Ἀτρεὺς δὲ μετὰ
τὴν Εὐρυσθέως τελευτὴν καταλαβόμενος τὴν ἐν
Μυκήναις βασιλείαν, καὶ προσλαβόμενος συμμάχους
Τεγεάτας καί τινας ἄλλους, ἀπήντησε τοῖς Ἡρακλεί-
δαις. κατὰ δὲ τὸν Ἰσθμὸν τῶν στρατοπέδων ἀθροι-
σθέντων, Ὕλλος μὲν ὁ Ἡρακλέους εἰς μονομαχίαν
προεκαλέσατο τῶν πολεμίων τὸν βουλόμενον, ὁμο-
λογίας θέμενος τοιαύτας, εἰ μὲν Ὕλλος νικήσαι τὸν
ἀντιταχθέντα, παραλαβεῖν Ἡρακλείδας τὴν Εὐρυ-
σθέως βασιλείαν, εἰ δ' Ὕλλος λειφθείη, μὴ κατιέναι
τοὺς Ἡρακλείδας εἰς Πελοπόννησον ἐντὸς ἐτῶν
πεντήκοντα. καταβάντος δ' εἰς τὴν πρόκλησιν Ἐχέ-
μου τοῦ βασιλέως τῶν Τεγεατῶν, καὶ τῆς

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 7, chapter 3,


section 1, l. 6

Διόδωρός τε σύντροχα λέγει Διονυσίῳ,


καὶ ἕτεροι μυρίοι δέ. [Tzetzes Hist. 12, 179.]
Διόδωρος ἀποδείκνυσι τοῦτον (Homerum) πρὸ
τῆς Ἡρακλειδῶν καθόδου τετελευτηκότα. [Crameri
Anecd. Paris. II p. 227; cf. Müller frag. II p. 10.]
Ὅτι Αἰγιάλεια ἡ τοῦ Διομήδους σύζυγος τελέως
ἀπηλλοτριώθη τῆς τοῦ συμβιοῦντος εὐνοίας. ἣν
οὐ δικαίως τῷ συνοικοῦντι προσφερομένην διὰ τὸ
μῖσος παρακαλέσαι τοὺς συγγενεῖς πρὸς τὴν κατ'
αὐτοῦ τιμωρίαν. τούτους δὲ προσλαβομένους Αἴ-
γισθον προσφάτως κατεσχηκότα τὴν ἐν Μυκήναις
βασιλείαν ἐπενεγκεῖν αὐτῷ θανάτου κρίσιν, κατη-
γοροῦντας ὅτι ξένου πατρὸς ὢν τοὺς μὲν εὐγενεῖς
ἐκ τῆς πόλεως ἐκβαλεῖν βουλεύεται, τῶν δὲ συγγε-
νῶν Αἰτωλῶν τινας κατοικίζειν. τῆς δὲ διαβολῆς
πίστιν λαβούσης φοβηθέντα τὸν Διομήδην φεύγειν
ἐξ Ἄργους μετὰ τῶν βουλομένων. [Exc. Escorial.
p. 10 Fed., p. VII Müll.]

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 11, chapter p,


section 1, l. 35

Ὡς Θρασυδαῖος ὁ Θήρωνος μὲν υἱός, τύραννος δὲ Ἀκρα-


102

γαντίνων, ἡττηθεὶς ὑπὸ Συρακουσίων ἀπέβαλε τὴν δυνα-


στείαν.
Ὡς Θεμιστοκλῆς φυγὼν πρὸς Ξέρξην καὶ κατηγορηθεὶς
θανάτου ἠλευθερώθη.
Ὡς Ἀθηναῖοι τὰς κατὰ τὴν Ἀσίαν Ἑλληνίδας πόλεις ἠλευ-
θέρωσαν.
Περὶ τοῦ γενομένου σεισμοῦ περὶ τὴν Λακωνικήν.
Περὶ τῆς ἀποστάσεως τῶν Μεσσηνίων καὶ τῶν Εἱλώτων
Λακεδαιμονίων.
Ὡς Ἀργεῖοι Μυκήνας κατασκάψαντες ἀοίκητον ἐποίησαν
τὴν πόλιν.
Ὡς τὴν ἀπὸ Γέλωνος βασιλείαν κατέλυσαν οἱ Συρακούσιοι.
Ὡς Ξέρξου δολοφονηθέντος Ἀρταξέρξης ἐβασίλευσεν.
Περὶ τῆς ἀποστάσεως τῶν Αἰγυπτίων ἀπὸ Περσῶν.
Περὶ στάσεων τῶν γενομένων ἐν ταῖς Συρακούσαις.
Ὡς Ἀθηναῖοι Αἰγινήτας καὶ Κορινθίους κατεπολέμησαν.
Ὡς Φωκεῖς πρὸς Δωριεῖς ἐπολέμησαν.
Ὡς Μυρωνίδης ὁ Ἀθηναῖος ὀλίγοις στρατιώταις Βοιωτοὺς
πολλαπλασίους ὄντας ἐνίκησεν.
Περὶ τῆς Τολμίδου στρατείας εἰς Κεφαλληνίαν.

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 11, chapter


65, section 1, l. 6

οἱ δ' Εἵλωτες πανδημεὶ τῶν Λακεδαιμονίων ἀφε-


στῶτες συνεμάχουν τοῖς Μεσσηνίοις, καὶ ποτὲ μὲν
ἐνίκων, ποτὲ δὲ ἡττῶντο. ἐπὶ δὲ ἔτη δέκα τοῦ
πολέμου μὴ δυναμένου διακριθῆναι, διετέλουν τοῦ-
τον τὸν χρόνον ἀλλήλους κακοποιοῦντες.
Μετὰ δὲ ταῦτα Ἀθήνησι μὲν ἦν ἄρχων Θεαγε-
νείδης, ἐν Ῥώμῃ δ' ὕπατοι καθειστήκεσαν Λεύκιος
Αἰμίλιος Μάμερκος καὶ Λεύκιος Ἰούλιος Ἴουλος,
ὀλυμπιὰς δ' ἤχθη ἑβδομηκοστὴ καὶ ὀγδόη, καθ' ἣν
ἐνίκα στάδιον Παρμενίδης Ποσειδωνιάτης. ἐπὶ δὲ
τούτων Ἀργείοις καὶ Μυκηναίοις ἐνέστη πόλεμος διὰ
τοιαύτας αἰτίας. Μυκηναῖοι διὰ τὸ παλαιὸν ἀξίωμα
τῆς ἰδίας πατρίδος οὐχ ὑπήκουον τοῖς Ἀργείοις,
ὥσπερ αἱ λοιπαὶ πόλεις αἱ κατὰ τὴν Ἀργείαν, ἀλλὰ
κατ' ἰδίαν ταττόμενοι τοῖς Ἀργείοις οὐ προσεῖχον·
ἠμφισβήτουν δὲ καὶ περὶ τῶν ἱερῶν τῆς Ἥρας, καὶ
τὸν ἀγῶνα τῶν Νεμέων ἠξίουν αὐτοὶ διοικεῖν· πρὸς
103

δὲ τούτοις [ὅτι] τῶν Ἀργείων ψηφισαμένων μὴ συμ-


μαχεῖν εἰς Θερμοπύλας τοῖς Λακεδαιμονίοις,

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 11, chapter


65, section 2, l. 1

στῶτες συνεμάχουν τοῖς Μεσσηνίοις, καὶ ποτὲ μὲν


ἐνίκων, ποτὲ δὲ ἡττῶντο. ἐπὶ δὲ ἔτη δέκα τοῦ
πολέμου μὴ δυναμένου διακριθῆναι, διετέλουν τοῦ-
τον τὸν χρόνον ἀλλήλους κακοποιοῦντες.
Μετὰ δὲ ταῦτα Ἀθήνησι μὲν ἦν ἄρχων Θεαγε-
νείδης, ἐν Ῥώμῃ δ' ὕπατοι καθειστήκεσαν Λεύκιος
Αἰμίλιος Μάμερκος καὶ Λεύκιος Ἰούλιος Ἴουλος,
ὀλυμπιὰς δ' ἤχθη ἑβδομηκοστὴ καὶ ὀγδόη, καθ' ἣν
ἐνίκα στάδιον Παρμενίδης Ποσειδωνιάτης. ἐπὶ δὲ
τούτων Ἀργείοις καὶ Μυκηναίοις ἐνέστη πόλεμος διὰ
τοιαύτας αἰτίας. Μυκηναῖοι διὰ τὸ παλαιὸν ἀξίωμα
τῆς ἰδίας πατρίδος οὐχ ὑπήκουον τοῖς Ἀργείοις,
ὥσπερ αἱ λοιπαὶ πόλεις αἱ κατὰ τὴν Ἀργείαν, ἀλλὰ
κατ' ἰδίαν ταττόμενοι τοῖς Ἀργείοις οὐ προσεῖχον·
ἠμφισβήτουν δὲ καὶ περὶ τῶν ἱερῶν τῆς Ἥρας, καὶ
τὸν ἀγῶνα τῶν Νεμέων ἠξίουν αὐτοὶ διοικεῖν· πρὸς
δὲ τούτοις [ὅτι] τῶν Ἀργείων ψηφισαμένων μὴ συμ-
μαχεῖν εἰς Θερμοπύλας τοῖς Λακεδαιμονίοις, ἐὰν μὴ
μέρος τῆς ἡγεμονίας αὐτοῖς παραδῶσι, μόνοι τῶν
τὴν Ἀργείαν κατοικούντων συνεμάχησαν οἱ

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 11, chapter 65, section 3, l. 1

τῆς ἰδίας πατρίδος οὐχ ὑπήκουον τοῖς Ἀργείοις,


ὥσπερ αἱ λοιπαὶ πόλεις αἱ κατὰ τὴν Ἀργείαν, ἀλλὰ
κατ' ἰδίαν ταττόμενοι τοῖς Ἀργείοις οὐ προσεῖχον·
ἠμφισβήτουν δὲ καὶ περὶ τῶν ἱερῶν τῆς Ἥρας, καὶ
τὸν ἀγῶνα τῶν Νεμέων ἠξίουν αὐτοὶ διοικεῖν· πρὸς
δὲ τούτοις [ὅτι] τῶν Ἀργείων ψηφισαμένων μὴ συμ-
μαχεῖν εἰς Θερμοπύλας τοῖς Λακεδαιμονίοις, ἐὰν μὴ
μέρος τῆς ἡγεμονίας αὐτοῖς παραδῶσι, μόνοι τῶν
τὴν Ἀργείαν κατοικούντων συνεμάχησαν οἱ Μυκηναῖοι τοῖς
Λακεδαιμονίοις. τὸ δὲ σύνολον ὑπώ-
104

πτευον αὐτούς, μήποτε ἰσχύσαντες ἐπὶ πλέον τῆς


ἡγεμονίας ἀμφισβητήσωσι τοῖς Ἀργείοις διὰ τὸ πα-
λαιὸν φρόνημα τῆς πόλεως. διὰ δὴ ταύτας τὰς
αἰτίας ἀλλοτρίως διακείμενοι, πάλαι μὲν ἔσπευδον
ἆραι τὴν πόλιν, τότε δὲ καιρὸν εὔθετον ἔχειν ἐνό-
μιζον, ὁρῶντες τοὺς Λακεδαιμονίους τεταπεινωμέ-
νους καὶ μὴ δυναμένους τοῖς Μυκηναίοις βοηθεῖν.
ἀθροίσαντες οὖν ἀξιόλογον δύναμιν ἔκ τε Ἄργους
καὶ ἐκ τῶν συμμαχίδων πόλεων ἐστράτευσαν ἐπ'
αὐτούς, νικήσαντες δὲ μάχῃ τοὺς Μυκηναίους καὶ

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 11, chapter 65, section 3, l. 8

μαχεῖν εἰς Θερμοπύλας τοῖς Λακεδαιμονίοις, ἐὰν μὴ


μέρος τῆς ἡγεμονίας αὐτοῖς παραδῶσι, μόνοι τῶν
τὴν Ἀργείαν κατοικούντων συνεμάχησαν οἱ Μυκη-
ναῖοι τοῖς Λακεδαιμονίοις. τὸ δὲ σύνολον ὑπώ-
πτευον αὐτούς, μήποτε ἰσχύσαντες ἐπὶ πλέον τῆς
ἡγεμονίας ἀμφισβητήσωσι τοῖς Ἀργείοις διὰ τὸ πα-
λαιὸν φρόνημα τῆς πόλεως. διὰ δὴ ταύτας τὰς
αἰτίας ἀλλοτρίως διακείμενοι, πάλαι μὲν ἔσπευδον
ἆραι τὴν πόλιν, τότε δὲ καιρὸν εὔθετον ἔχειν ἐνό-
μιζον, ὁρῶντες τοὺς Λακεδαιμονίους τεταπεινωμέ-
νους καὶ μὴ δυναμένους τοῖς Μυκηναίοις βοηθεῖν.
ἀθροίσαντες οὖν ἀξιόλογον δύναμιν ἔκ τε Ἄργους
καὶ ἐκ τῶν συμμαχίδων πόλεων ἐστράτευσαν ἐπ'
αὐτούς, νικήσαντες δὲ μάχῃ τοὺς Μυκηναίους καὶ
συγκλείσαντες ἐντὸς τειχῶν ἐπολιόρκουν τὴν πόλιν.
οἱ δὲ Μυκηναῖοι χρόνον μέν τινα τοὺς πολιορκοῦν-
τας εὐτόνως ἠμύνοντο, μετὰ δὲ ταῦτα λειπόμενοι
τῷ πολέμῳ, καὶ τῶν Λακεδαιμονίων μὴ δυναμένων
βοηθῆσαι διὰ τοὺς ἰδίους πολέμους καὶ τὴν ἐκ τῶν
σεισμῶν γενομένην αὐτοῖς συμφοράν, ἄλλων δ' οὐκ
ὄντων συμμάχων, ἐρημίᾳ τῶν ἐπικουρούντων κατὰ

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 11, chapter 65, section 3, l. 11

ναῖοι τοῖς Λακεδαιμονίοις. τὸ δὲ σύνολον ὑπώ-


πτευον αὐτούς, μήποτε ἰσχύσαντες ἐπὶ πλέον τῆς
ἡγεμονίας ἀμφισβητήσωσι τοῖς Ἀργείοις διὰ τὸ πα-
105

λαιὸν φρόνημα τῆς πόλεως. διὰ δὴ ταύτας τὰς


αἰτίας ἀλλοτρίως διακείμενοι, πάλαι μὲν ἔσπευδον
ἆραι τὴν πόλιν, τότε δὲ καιρὸν εὔθετον ἔχειν ἐνό-
μιζον, ὁρῶντες τοὺς Λακεδαιμονίους τεταπεινωμέ-
νους καὶ μὴ δυναμένους τοῖς Μυκηναίοις βοηθεῖν.
ἀθροίσαντες οὖν ἀξιόλογον δύναμιν ἔκ τε Ἄργους
καὶ ἐκ τῶν συμμαχίδων πόλεων ἐστράτευσαν ἐπ'
αὐτούς, νικήσαντες δὲ μάχῃ τοὺς Μυκηναίους καὶ
συγκλείσαντες ἐντὸς τειχῶν ἐπολιόρκουν τὴν πόλιν.
οἱ δὲ Μυκηναῖοι χρόνον μέν τινα τοὺς πολιορκοῦν-
τας εὐτόνως ἠμύνοντο, μετὰ δὲ ταῦτα λειπόμενοι
τῷ πολέμῳ, καὶ τῶν Λακεδαιμονίων μὴ δυναμένων
βοηθῆσαι διὰ τοὺς ἰδίους πολέμους καὶ τὴν ἐκ τῶν
σεισμῶν γενομένην αὐτοῖς συμφοράν, ἄλλων δ' οὐκ
ὄντων συμμάχων, ἐρημίᾳ τῶν ἐπικουρούντων κατὰ
κράτος ἥλωσαν. οἱ δὲ Ἀργεῖοι τοὺς Μυκηναίους
ἀνδραποδισάμενοι καὶ δεκάτην ἐξ αὐτῶν τῷ θεῷ
καθιερώσαντες, τὰς Μυκήνας κατέσκαψαν.

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 11, chapter 65, section 4, l. 1

ἡγεμονίας ἀμφισβητήσωσι τοῖς Ἀργείοις διὰ τὸ πα-


λαιὸν φρόνημα τῆς πόλεως. διὰ δὴ ταύτας τὰς
αἰτίας ἀλλοτρίως διακείμενοι, πάλαι μὲν ἔσπευδον
ἆραι τὴν πόλιν, τότε δὲ καιρὸν εὔθετον ἔχειν ἐνό-
μιζον, ὁρῶντες τοὺς Λακεδαιμονίους τεταπεινωμέ-
νους καὶ μὴ δυναμένους τοῖς Μυκηναίοις βοηθεῖν.
ἀθροίσαντες οὖν ἀξιόλογον δύναμιν ἔκ τε Ἄργους
καὶ ἐκ τῶν συμμαχίδων πόλεων ἐστράτευσαν ἐπ'
αὐτούς, νικήσαντες δὲ μάχῃ τοὺς Μυκηναίους καὶ
συγκλείσαντες ἐντὸς τειχῶν ἐπολιόρκουν τὴν πόλιν.
οἱ δὲ Μυκηναῖοι χρόνον μέν τινα τοὺς πολιορκοῦν-
τας εὐτόνως ἠμύνοντο, μετὰ δὲ ταῦτα λειπόμενοι
τῷ πολέμῳ, καὶ τῶν Λακεδαιμονίων μὴ δυναμένων
βοηθῆσαι διὰ τοὺς ἰδίους πολέμους καὶ τὴν ἐκ τῶν
σεισμῶν γενομένην αὐτοῖς συμφοράν, ἄλλων δ' οὐκ
ὄντων συμμάχων, ἐρημίᾳ τῶν ἐπικουρούντων κατὰ
κράτος ἥλωσαν. οἱ δὲ Ἀργεῖοι τοὺς Μυκηναίους
ἀνδραποδισάμενοι καὶ δεκάτην ἐξ αὐτῶν τῷ θεῷ
καθιερώσαντες, τὰς Μυκήνας κατέσκαψαν. αὕτη μὲν
106

οὖν ἡ πόλις, εὐδαίμων ἐν τοῖς ἀρχαίοις χρόνοις


γενομένη καὶ μεγάλους ἄνδρας ἔχουσα καὶ πράξεις

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 11, chapter 65, section 5, l. 1

ἀθροίσαντες οὖν ἀξιόλογον δύναμιν ἔκ τε Ἄργους


καὶ ἐκ τῶν συμμαχίδων πόλεων ἐστράτευσαν ἐπ'
αὐτούς, νικήσαντες δὲ μάχῃ τοὺς Μυκηναίους καὶ
συγκλείσαντες ἐντὸς τειχῶν ἐπολιόρκουν τὴν πόλιν.
οἱ δὲ Μυκηναῖοι χρόνον μέν τινα τοὺς πολιορκοῦν-
τας εὐτόνως ἠμύνοντο, μετὰ δὲ ταῦτα λειπόμενοι
τῷ πολέμῳ, καὶ τῶν Λακεδαιμονίων μὴ δυναμένων
βοηθῆσαι διὰ τοὺς ἰδίους πολέμους καὶ τὴν ἐκ τῶν
σεισμῶν γενομένην αὐτοῖς συμφοράν, ἄλλων δ' οὐκ
ὄντων συμμάχων, ἐρημίᾳ τῶν ἐπικουρούντων κατὰ
κράτος ἥλωσαν. οἱ δὲ Ἀργεῖοι τοὺς Μυκηναίους
ἀνδραποδισάμενοι καὶ δεκάτην ἐξ αὐτῶν τῷ θεῷ
καθιερώσαντες, τὰς Μυκήνας κατέσκαψαν. αὕτη μὲν
οὖν ἡ πόλις, εὐδαίμων ἐν τοῖς ἀρχαίοις χρόνοις
γενομένη καὶ μεγάλους ἄνδρας ἔχουσα καὶ πράξεις
ἀξιολόγους ἐπιτελεσαμένη, τοιαύτην ἔσχε τὴν κατα-
στροφήν, καὶ διέμεινεν ἀοίκητος μέχρι τῶν καθ'
ἡμᾶς χρόνων. ταῦτα μὲν οὖν ἐπράχθη κατὰ τοῦτον
τὸν ἐνιαυτόν.

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 11, chapter 65, section 5, l. 3

οἱ δὲ Μυκηναῖοι χρόνον μέν τινα τοὺς πολιορκοῦν-


τας εὐτόνως ἠμύνοντο, μετὰ δὲ ταῦτα λειπόμενοι
τῷ πολέμῳ, καὶ τῶν Λακεδαιμονίων μὴ δυναμένων
βοηθῆσαι διὰ τοὺς ἰδίους πολέμους καὶ τὴν ἐκ τῶν
σεισμῶν γενομένην αὐτοῖς συμφοράν, ἄλλων δ' οὐκ
ὄντων συμμάχων, ἐρημίᾳ τῶν ἐπικουρούντων κατὰ
κράτος ἥλωσαν. οἱ δὲ Ἀργεῖοι τοὺς Μυκηναίους
ἀνδραποδισάμενοι καὶ δεκάτην ἐξ αὐτῶν τῷ θεῷ
καθιερώσαντες, τὰς Μυκήνας κατέσκαψαν. αὕτη μὲν
οὖν ἡ πόλις, εὐδαίμων ἐν τοῖς ἀρχαίοις χρόνοις
γενομένη καὶ μεγάλους ἄνδρας ἔχουσα καὶ πράξεις
ἀξιολόγους ἐπιτελεσαμένη, τοιαύτην ἔσχε τὴν κατα-
107

στροφήν, καὶ διέμεινεν ἀοίκητος μέχρι τῶν καθ'


ἡμᾶς χρόνων. ταῦτα μὲν οὖν ἐπράχθη κατὰ τοῦτον
τὸν ἐνιαυτόν.

Pseudo-Λουκιανός. Amores (0061: 002)“Lucian, vol. 8”, Ed. Macleod,


M.D.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1967.
Section 47, l. 22

Ἑλλάδος ὅροις ἐμέτρησαν, ἀλλ' ἐπὶ τοὺς ἐσχάτους


Σκυθῶν τέρμονας ἔπλευσαν, ὁ μὲν νοσῶν, ὁ δὲ
θεραπεύων. τῆς γοῦν Ταυρικῆς γῆς ἐπιβαίνοντας
εὐθὺς ἡ μητροκτόνος αὐτοὺς Ἐρινὺς ἐξενοδόχησεν,
καὶ τῶν βαρβάρων ἐν κύκλῳ περιεστώτων ὁ μὲν
ὑπὸ τῆς συνήθους μανίας πεσὼν ἔκειτο, Πυλάδης δὲ
ἀφρόν τ' ἀπέψα σώματός τ' ἐτημέλει
πέπλου τε προὐκάλυπτεν εὐπήνους ὑφάς,
οὐκ ἐραστοῦ μόνον, ἀλλὰ καὶ πατρὸς ἐνδεικνύμενος
ἦθος. ἡνίκα γοῦν ἐκρίθη θατέρου μένοντος ἐπὶ τῷ
φονευθῆναι τὸν ἕτερον ἐς Μυκήνας ἀπιέναι κομιοῦντα
γράμματα, μένειν ὑπὲρ ἀλλήλων ἀμφότεροι θέλουσιν
ἑκάτερος ἐν θατέρῳ ζῶντι ζῆν ἑαυτὸν ἡγούμενος.
ἀπωθεῖται δὲ τὰς ἐπιστολὰς Ὀρέστης ὡς Πυλάδου
λαβεῖν ἀξιωτέρου, μόνον οὐκ ἐραστὴς ἀντ' ἐρωμένου
γενόμενος·

Λουκιανός. Charon sive contemplantes (0062: 023)


“Lucian, vol. 2”, Ed. Harmon, A.M.Cambridge, Mass.: Harvard
University Press, 1915, Repr. 1960.Section 23, l. 9

{ΕΡΜΗΣ}
Ἡράκλεις, ὡς πολὺν τὸν Ὅμηρον ἐπαντλεῖς.
ἀλλ' ἐπείπερ ἀνέμνησας, ἐθέλω σοι δεῖξαι τὸν
τοῦ Ἀχιλλέως τάφον. ὁρᾷς τὸν ἐπὶ τῇ θαλάττῃ;
Σίγειον μὲν ἐκεῖθέν ἐστι τὸ Τρωϊκόν· ἀντικρὺ
δὲ ὁ Αἴας τέθαπται ἐν τῷ Ῥοιτείῳ.
{ΧΑΡΩΝ}
Οὐ μεγάλοι, ὦ Ἑρμῆ, οἱ τάφοι. τὰς πόλεις δὲ
τὰς ἐπισήμους δεῖξόν μοι ἤδη, ἃς κάτω ἀκούομεν,
τὴν Νίνον τὴν Σαρδαναπάλλου καὶ Βαβυλῶνα
καὶ Μυκήνας καὶ Κλεωνὰς καὶ τὴν Ἴλιον αὐτήν·
πολλοὺς γοῦν μέμνημαι διαπορθμεύσας ἐκεῖθεν,
ὡς δέκα ὅλων ἐτῶν μὴ νεωλκῆσαι μηδὲ διαψῦξαι
108

τὸ σκαφίδιον.
{ΕΡΜΗΣ}
Ἡ Νίνος μέν, ὦ πορθμεῦ, ἀπόλωλεν ἤδη καὶ
οὐδὲ ἴχνος ἔτι λοιπὸν αὐτῆς, οὐδ' ἂν εἴποις ὅπου
ποτὲ ἦν· ἡ Βαβυλὼν δέ σοι ἐκείνη ἐστὶν ἡ
εὔπυργος, ἡ τὸν μέγαν περίβολον, οὐ μετὰ πολὺ
καὶ αὐτὴ ζητηθησομένη ὥσπερ ἡ Νίνος· Μυκήνας
δὲ καὶ Κλεωνὰς αἰσχύνομαι δεῖξαί σοι,

Λουκιανός. Charon sive contemplantes Section 23, l. 17

τὴν Νίνον τὴν Σαρδαναπάλλου καὶ Βαβυλῶνα


καὶ Μυκήνας καὶ Κλεωνὰς καὶ τὴν Ἴλιον αὐτήν·
πολλοὺς γοῦν μέμνημαι διαπορθμεύσας ἐκεῖθεν,
ὡς δέκα ὅλων ἐτῶν μὴ νεωλκῆσαι μηδὲ διαψῦξαι
τὸ σκαφίδιον.
{ΕΡΜΗΣ}
Ἡ Νίνος μέν, ὦ πορθμεῦ, ἀπόλωλεν ἤδη καὶ
οὐδὲ ἴχνος ἔτι λοιπὸν αὐτῆς, οὐδ' ἂν εἴποις ὅπου
ποτὲ ἦν· ἡ Βαβυλὼν δέ σοι ἐκείνη ἐστὶν ἡ
εὔπυργος, ἡ τὸν μέγαν περίβολον, οὐ μετὰ πολὺ
καὶ αὐτὴ ζητηθησομένη ὥσπερ ἡ Νίνος· Μυκήνας
δὲ καὶ Κλεωνὰς αἰσχύνομαι δεῖξαί σοι, καὶ μά-
λιστα τὸ Ἴλιον. ἀποπνίξεις γὰρ εὖ οἶδ' ὅτι τὸν
Ὅμηρον κατελθὼν ἐπὶ τῇ μεγαληγορίᾳ τῶν ἐπῶν.
πλὴν ἀλλὰ πάλαι μὲν ἦσαν εὐδαίμονες, νῦν δὲ
τεθνᾶσι καὶ αὗται· ἀποθνήσκουσι γάρ, ὦ πορθ-
μεῦ, καὶ πόλεις ὥσπερ ἄνθρωποι, καὶ τὸ παρα-
δοξότατον, καὶ ποταμοὶ ὅλοι· Ἰνάχου γοῦν οὐδὲ
τάφος ἔτι ἐν Ἄργει καταλείπεται.

Λουκιανός. Toxaris vel amicitia (0062: 044)“Lucian, vol. 5”, Ed.


Harmon, A.M.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1936, Repr.
1972.Section 5, l. 4

θαλάττης ναυτιλλομένους· ἅπασαν γὰρ οὗτοι ἀκτὴν


καὶ πάντα αἰγιαλόν, ὡς εἰπεῖν, διερευνησάμενοι
καθ' ἕκαστον ἔτος ὀψὲ τοῦ μετοπώρου εἰς τὴν
αὐτῶν ἐπανίασιν. οὓς κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον
θεοὺς νόμιζε, καὶ ταῦτα καπήλους καὶ ταριχοπώλας,
εἰ τύχοι, τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ὄντας.
{ΤΟΞΑΡΙΣ}
109

Ἄκουε δή, ὦ θαυμάσιε, καὶ σκόπει καθ' ὅσον


ἡμεῖς οἱ βάρβαροι εὐγνωμονέστερον ὑμῶν περὶ
τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν κρίνομεν, εἴ γε ἐν Ἄργει μὲν
καὶ Μυκήναις οὐδὲ τάφον ἔνδοξον ἔστιν ἰδεῖν
Ὀρέστου ἢ Πυλάδου, παρ' ἡμῖν δὲ καὶ νεὼς
ἀποδέδεικται αὐτοῖς ἅμα ἀμφοτέροις, ὥσπερ εἰκὸς
ἦν, ἑταίροις γε οὖσι, καὶ θυσίαι προσάγονται καὶ
ἡ ἄλλη τιμὴ ἅπασα, κωλύει τε οὐδὲν ὅτι ξένοι
ἦσαν ἀλλὰ μὴ Σκύθαι ἀγαθοὺς κεκρίσθαι καὶ
ὑπὸ Σκυθῶν τῶν ἀρίστων θεραπεύεσθαι. οὐ
γὰρ ἐξετάζομεν ὅθεν οἱ καλοὶ καὶ ἀγαθοί εἰσιν,
οὐδὲ φθονοῦμεν εἰ μὴ φίλοι ὄντες ἀγαθὰ εἰργά-
σαντο, ἐπαινοῦντες δὲ ἃ ἔπραξαν, οἰκείους αὐτοὺς
ἀπὸ τῶν ἔργων ποιούμεθα.

Λουκιανός. De saltatione (0062: 045)“Lucian, vol. 5”, Ed. Harmon,


A.M.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1936, Repr. 1972.
Section 43, l. 1

σιγὴ καὶ τὰ Πενθέως καὶ Ἀκταίωνος καὶ τὰ


Οἰδίποδος καὶ Ἡρακλῆς σὺν τοῖς ἄθλοις αὐτοῦ
ἅπασιν καὶ ἡ τῶν παίδων σφαγή.
Εἶθ' ἡ Κόρινθος πλέα καὶ αὕτη μύθων, τὴν
Γλαύκην καὶ τὸν Κρέοντα ἔχουσα, καὶ πρὸ αὐ-
τῶν τὸν Βελλεροφόντην καὶ τὴν Σθενέβοιαν καὶ
Ἡλίου μάχην καὶ Ποσειδῶνος, καὶ μετὰ ταῦτα
τὴν Ἀθάμαντος μανίαν καὶ τῶν Νεφέλης παίδων
ἐπὶ τοῦ κριοῦ τὴν διαέριον φυγήν, ... Ἰνοῦς
καὶ Μελικέρτου ὑποδοχήν.
Ἐπὶ τούτοις τὰ Πελοπιδῶν καὶ Μυκῆναι καὶ
τὰ ἐν αὐταῖς καὶ πρὸ αὐτῶν, Ἴναχος καὶ Ἰὼ καὶ
ὁ φρουρὸς αὐτῆς Ἄργος καὶ Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης
καὶ Ἀερόπη, καὶ τὸ χρυσοῦν ἀρνίον καὶ Πελο-
πείας γάμος καὶ Ἀγαμέμνονος σφαγὴ καὶ Κλυ-
ταιμήστρας τιμωρία· καὶ ἔτι πρὸ τούτων ἡ τῶν
ἑπτὰ λοχαγῶν στρατεία καὶ ἡ τῶν φυγάδων
γαμβρῶν τοῦ Ἀδράστου ὑποδοχὴ καὶ ὁ ἐπ'
αὐτοῖς χρησμὸς καὶ ἡ τῶν πεσόντων ἀταφία καὶ
Ἀντιγόνης διὰ ταῦτα καὶ Μενοικέως ἀπώλεια.
καὶ τὰ ἐν Νεμέᾳ δέ, ἡ Ὑψιπύλη καὶ Ἀρχέμορος,
110

Scylax Perieg., Periplus Scylacis (0065: 001)“Geographi Graeci


minores, vol. 1”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1855, Repr. 1965.
Section 49, l. 3
.
ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΝΗΣΟΙ. Κυκλάδες δὲ αἵδε εἰσὶ κατὰ
τὴν Λακεδαιμονίαν χώραν οἰκούμεναι· Μῆλος καὶ λι-
μὴν, κατὰ δὲ ταύτην Κίμωλος, κατὰ δὲ ταύτην Ὠλία-
ρος, κατὰ δὲ ταύτην Σίκινος, αὕτη καὶ πόλις· κατὰ
δὲ ταύτην Θήρα, κατὰ δὲ ταύτην Ἀνάφη, κατὰ δὲ
ταύτην Ἀστυπάλαια. Ἐπάνειμι δὲ πάλιν ἐπὶ τὴν ἤπει-
ρον, ὅθεν ἐξετραπόμην.
ΑΡΓΟΣ. Μετὰ δὲ Λακεδαίμονα πόλις ἐστὶν
Ἄργος, καὶ ἐν αὐτῇ Ναυπλία πόλις καὶ λιμήν· ἐν
μεσογείᾳ δὲ Κλεωναὶ καὶ Μυκῆναι καὶ Τίρυνς. Πα-
ράπλους τῆς Ἀργείας χώρας κύκλῳ (ἔστι γὰρ κόλπος
ὁ Ἀργολικὸς καλούμενος) στάδια ρνʹ.
ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ. Μετὰ δ' Ἄργος ἡ Ἐπίδαυρος χώρα·
καθήκει γὰρ εἰς τὸν κόλπον τοῦτον στάδια λʹ. Μετὰ
δὲ τὴν Ἐπιδαυρίαν χώραν Ἁλία καὶ λιμήν. Αὕτη
ἐστὶ ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ Ἀργολικοῦ κόλπου. Περί-
πλους ταύτης ἐστὶ σταδίων ἑκατόν.

Flavius Arrianus Hist., Phil., Alexandri anabasis “Flavii Arriani quae


exstant omnia, vol. 1”, Ed. Roos, A.G., Wirth, G.Leipzig: Teubner, 1967
(1st edn. corr.).Book 2, chapter 16, section 5, l. 3

καθάπερ καὶ Ἀθηναῖοι Διόνυσον τὸν Διὸς καὶ Κόρης


σέβουσιν, ἄλλον τοῦτον Διόνυσον· καὶ ὁ Ἴακχος ὁ
μυστικὸς τούτῳ τῷ Διονύσῳ, οὐχὶ τῷ Θηβαίῳ, ἐπ-
ᾴδεται. ὡς τόν γε ἐν Ταρτησσῷ πρὸς Ἰβήρων τιμώ-
μενον Ἡρακλέα, ἵνα καὶ στῆλαί τινες Ἡρακλέους ὠνο-
μασμέναι εἰσι, δοκῶ ἐγὼ τὸν Τύριον εἶναι Ἡρακλέα,
ὅτι Φοινίκων κτίσμα ἡ Ταρτησσὸς καὶ τῷ Φοινίκων
νόμῳ ὅ τε νεὼς πεποίηται τῷ Ἡρακλεῖ τῷ ἐκεῖ καὶ αἱ
θυσίαι θύονται. Γηρυόνην δέ, ἐφ' ὅντινα ὁ Ἀργεῖος
Ἡρακλῆς ἐστάλη πρὸς Εὐρυσθέως τὰς βοῦς ἀπελάσαι
τὰς Γηρυόνου καὶ ἀγαγεῖν ἐς Μυκήνας, οὐδέν τι προς-
ήκειν τῇ γῇ τῇ Ἰβήρων Ἑκαταῖος ὁ λογοποιὸς λέγει,
οὐδὲ ἐπὶ νῆσόν τινα Ἐρύθειαν τῆς ἔξω τῆς μεγάλης
θαλάσσης σταλῆναι Ἡρακλέα, ἀλλὰ τῆς ἠπείρου τῆς
περὶ Ἀμπρακίαν τε καὶ Ἀμφιλόχους βασιλέα γενέσθαι
111

Γηρυόνην καὶ ἐκ τῆς ἠπείρου ταύτης ἀπελάσαι Ἡρα-


κλέα τὰς βοῦς, οὐδὲ τοῦτον φαῦλον ἆθλον τιθέμενον.
οἶδα δὲ ἐγὼ καὶ εἰς τοῦτο ἔτι εὔβοτον τὴν ἤπειρον
ταύτην καὶ βοῦς τρέφουσαν καλλίστας· καὶ ἐς Εὐρυ-
σθέα τῶν μὲν ἐξ Ἠπείρου βοῶν κλέος ἀφῖχθαι καὶ
τοῦ βασιλέως τῆς Ἠπείρου τὸ ὄνομα τὸν Γηρυόνην

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. De Thucydidis idiomatibus (epistula ad


Ammaeum) (0081: 011)“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 5”, Ed.
Usener, H., Radermacher, L.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1965.Section
15, l. 26

πρώτῃ περιόδῳ καὶ ἐσχημάτισεν οὕτως· ‘τῆς γὰρ ἐμπο-


ρίας οὐκ οὔσης, οὐδ' ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις οὔτε
κατὰ γῆν οὔτε κατὰ θάλασσαν, νεμόμενοι δὲ τὰ
ἑαυτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν οὐ χαλεπῶς ἀνίσταντο’,
φανερωτέραν ἂν ἐποίει τὴν διάνοιαν· τῇ δὲ παρεμβολῇ
τῶν μεταξὺ πραγμάτων πολλῶν ὄντων ἀσαφῆ καὶ δυσπα-
ρακολούθητον πεποίηκεν), καὶ ἡ περὶ τῆς Εὐρυσθέως
στρατείας ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥδε· ‘Εὐρυσθέως ἐν τῇ Ἀτ-
τικῇ ὑπὸ Ἡρακλειδῶν ἀποθανόντος, Ἀτρέως δὲ μητρὸς
ἀδελφοῦ ὄντος αὐτῷ, καὶ ἐπιτρέψαντος Εὐρυσθέως, ὅτ'
ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ τὸ οἰκεῖον
Ἀτρεῖ· τυγχάνειν δὲ αὐτὸν φεύγοντα τὸν πατέρα διὰ
τὸν Χρυσίππου θάνατον· καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν
Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ
τῶν Ἡρακλειδῶν, καὶ ἅμα δυνατὸν δοκοῦντα εἶναι καὶ
τὸ πλῆθος τεθεραπευκότα τῶν Μυκηναίων τε καὶ ὅσων
Εὐρυσθεὺς ἦρχεν τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν.’
Ἐν οἷς δὲ σκολιὰ καὶ πολύπλοκος καὶ δυσεξέλικτος
ἡ τῶν ἐνθυμημάτων κατασκευὴ γίνεται, τοῦτον τὸν
τρόπον ἔχει παρ' αὐτῷ· κεῖται δὲ ἐν τῷ ἐπιταφίῳ ἡ
λέξις· ‘τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. De Thucydidis idiomatibus (epistula ad


Ammaeum) Section 15, l. 29

ἑαυτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν οὐ χαλεπῶς ἀνίσταντο’,


φανερωτέραν ἂν ἐποίει τὴν διάνοιαν· τῇ δὲ παρεμβολῇ
112

τῶν μεταξὺ πραγμάτων πολλῶν ὄντων ἀσαφῆ καὶ δυσπα-


ρακολούθητον πεποίηκεν), καὶ ἡ περὶ τῆς Εὐρυσθέως
στρατείας ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥδε· ‘Εὐρυσθέως ἐν τῇ Ἀτ-
τικῇ ὑπὸ Ἡρακλειδῶν ἀποθανόντος, Ἀτρέως δὲ μητρὸς
ἀδελφοῦ ὄντος αὐτῷ, καὶ ἐπιτρέψαντος Εὐρυσθέως, ὅτ'
ἐστράτευε, Μυκήνας τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ τὸ οἰκεῖον
Ἀτρεῖ· τυγχάνειν δὲ αὐτὸν φεύγοντα τὸν πατέρα διὰ
τὸν Χρυσίππου θάνατον· καὶ ὡς οὐκέτι ἀνεχώρησεν
Εὐρυσθεύς, βουλομένων καὶ τῶν Μυκηναίων φόβῳ
τῶν Ἡρακλειδῶν, καὶ ἅμα δυνατὸν δοκοῦντα εἶναι καὶ
τὸ πλῆθος τεθεραπευκότα τῶν Μυκηναίων τε καὶ ὅσων
Εὐρυσθεὺς ἦρχεν τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν.’
Ἐν οἷς δὲ σκολιὰ καὶ πολύπλοκος καὶ δυσεξέλικτος
ἡ τῶν ἐνθυμημάτων κατασκευὴ γίνεται, τοῦτον τὸν
τρόπον ἔχει παρ' αὐτῷ· κεῖται δὲ ἐν τῷ ἐπιταφίῳ ἡ
λέξις· ‘τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν
αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον
νομίσαντες ἐβουλήθησαν τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι τῶν δ'
ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Ars rhetorica [Sp.] (0081: 016)“Dionysii


Halicarnasei quae exstant, vol. 6”, Ed. Usener, H., Radermacher, L.
Leipzig: Teubner, 1929, Repr. 1965.Chapter 9, section 4, l. 31

φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον καὶ ἀνάλκιδα. ταῦτα δὲ πάντα


ἴσασ' Ἀργεῖοι ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες.
σοὶ δὲ διάνδιχ' ἔδωκε Κρόνου παῖς ἀγκυλομήτεω,
σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων·
ἀλκὴν δ' οὔ τοι δῶκεν, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
δαιμόνι', οὕτω που μάλα ἔλπεαι υἷας Ἀχαιῶν
ἀπτολέμους τ' ἔμεναι καὶ ἀνάλκιδας, ὡς ἀγορεύεις;
εἰ δέ τοι αὐτῷ θυμὸς ἐπέσσυται, ὥςτε νέεσθαι,
ἔρχεο· πάρ τοι ὁδός. νῆες δέ τοι ἄγχι θαλάσσης
ἑστᾶσ', αἵ τοι ἕποντο Μυκήνηθεν μάλα πολλαί.
ἀλλ' ἄλλοι μενέουσι καρηκομόωντες Ἀχαιοί,
εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν· εἰ δὲ καὶ αὐτοί,
φευγόντων σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν·
νῶι δ', ἐγὼ Σθένελός τε, μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε
τέκμωρ
Ἰλίου εὕρωμεν· σὺν γὰρ θεῷ εἰλήλουθμεν.
οὗτος ὁ λόγος, ἂν μή τι ἕτερον διοικῆται ἢ λέγῃ,
παντάπασιν ἄτοπός ἐστι καὶ ἀσχήμων· τὸ γὰρ ἐν κακοῖς
113

ἐπιτίθεσθαι τῷ βασιλεῖ καὶ λοιδορεῖσθαι ἀπρεπέστατον.


καὶ ἔοικέ πως ὁ Διομήδης ὁμολογεῖν, ὅτι ἀπρεπῶς

Aeschylus Trag., Fragmenta (0085: 008)


“Die Fragmente der Tragödien des Aischylos”, Ed. Mette, H.J.
Berlin: Akademie–Verlag, 1959.
Tetralogy 15, play C, fragment 127, l. 6

⌊τέλειός ἐστι· τῶν δ' ἐγὼ παραίτιος.⌋


(unterer Rand fehlt)
Hesych. Lex. II 384, 25 Schm. (aus Diogenian.):8
’καθαίρομαι γῆρας’·
ἐκδύομαι. Αἰσχύλος Δαναΐσι.
Strab. Γεωγραφ. V 2, 4: ... τῶι δ' Ἐφόρωι (70 F 114 Jac.) τοῦ ἐξ
Ἀρκαδίας εἶναι τὸ φῦλον τοῦτο (sc. die Pelasger) ἦρξεν Ἡσίοδος·
φησὶ γὰρ (F 44 Rz.39)
’υἱεῖς ἐξεγένοντο Λυκάονος ἀντιθέοιο,
ὅν ποτε τίκτε Πελασγός’.
Αἰσχύλος δ' ἐκ τοῦ περὶ Μυκήνας Ἄργους φησὶν ἐν Ἱκέτισιν (250ff.)
ἢ Δαναΐσι τὸ γένος αὐτῶν. καὶ τὴν Πελοπόννησον δὲ ‘Πελασγίαν’

Aeschylus Trag., Fragmenta Tetralogy 44, play A, fragment 664a, l. 4

ἀντὶ τοῦ ὠιῶν. τινὲς δὲ κελύφων.


Συναγ. λέξ. χρησίμ. Phot. II 32, 11 Nab.: 8‘ὀστράκων’· τῶν τοῦ
ὠιοῦ. Αἰσχύλος.
Hesych. Lex. IV 14, 20 Schm. (aus Diogenian.): ‘σαυροβριθὲς ἔγχος’
(F trag. adesp. 264 N.29)· ἐκ τοῦ σαυρωτῆρος βαρύ. καὶ Αἰσχύλος
‘ὀπισθοβριθὲς ἔγχος – × – ⏑ ב
ἔφη.
– – IV 159, 10 + II 550, 6 Schm. (aus Diogenian.):
‘Τιρύνθιον πλίνθευμα, Κυκλώπων ἕδος’·
ἀντὶ τοῦ τὸ .... τεῖχος· ὑπὸ Κυκλώπων δὲ κατεσκεύαστο. ‖ 8‘Κυκλώ-
πων ἕδος’· ἐπειδὴ Κύκλωπες ἐτείχισαν τὰς Μυκήνας.
Ioann. v. Stob. Ἐκλογ. I o, 24 p. 56, 22 Wachsm. [Theophil. Πρὸς
Αὐτόλυκον II 37]: Αἰσχύλου·
‘δράσαντι γάρ τοι καὶ παθεῖν ὀφείλεται’,
114

vgl. Sophokles, Ἡρακλεΐσκ. F 229 Pears. ‘τὸν δρῶντα γάρ (πού) τι 8καὶ
παθεῖν ὀφείλεται’.

Αριστοτέλης. Meteorologica (0086: 026)


“Aristotelis meteorologicorum libri quattuor”, Ed. Fobes, F.H.
Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1919, Repr. 1967.
Bekker page 352a, l. 9

λούμεναι. δηλοῖ δὲ καὶ Ὅμηρος, οὕτως πρόσφατος ὢν ὡς εἰ-


πεῖν πρὸς τὰς τοιαύτας μεταβολάς· ἐκείνου γὰρ τοῦ τόπου
ποιεῖται μνείαν ὡς οὔπω Μέμφιος οὔσης ἢ ὅλως ἢ οὐ τηλι-
καύτης. τοῦτο δ' εἰκὸς οὕτω συμβαίνειν· οἱ γὰρ κάτωθεν τό-
ποι τῶν ἄνωθεν ὕστερον ᾠκίσθησαν· ἑλώδεις γὰρ ἐπὶ πλείω
χρόνον ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς ἐγγύτερον τῆς προσχώσεως διὰ
τὸ λιμνάζειν ἐν τοῖς ἐσχάτοις ἀεὶ μᾶλλον. μεταβάλλει
δὲ τοῦτο καὶ πάλιν εὐθενεῖ· ξηραινόμενοι γὰρ οἱ τόποι ἔρ-
χονται εἰς τὸ καλῶς ἔχειν, οἱ δὲ πρότερον εὐκραεῖς ὑπερ-
ξηραινόμενοί ποτε γίγνονται χείρους. ὅπερ συμβέβηκε τῆς
Ἑλλάδος καὶ περὶ τὴν Ἀργείων καὶ Μυκηναίων χώραν· ἐπὶ
μὲν γὰρ τῶν Τρωικῶν ἡ μὲν Ἀργεία διὰ τὸ ἑλώδης εἶναι
ὀλίγους ἐδύνατο τρέφειν, ἡ δὲ Μυκηναία καλῶς εἶχεν (διὸ
ἐντιμοτέρα ἦν), νῦν δὲ τοὐναντίον διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν·
ἡ μὲν γὰρ ἀργὴ γέγονεν καὶ ξηρὰ πάμπαν, τῆς δὲ τὰ
τότε διὰ τὸ λιμνάζειν ἀργὰ νῦν χρήσιμα γέγονεν. ὥσπερ
οὖν ἐπὶ τούτου τοῦ τόπου συμβέβηκεν ὄντος μικροῦ, ταὐτὸ δεῖ
νομίζειν τοῦτο συμβαίνειν καὶ περὶ μεγάλους τόπους καὶ χώ-
ρας ὅλας. οἱ μὲν οὖν βλέποντες ἐπὶ μικρὸν αἰτίαν οἴονται
τῶν τοιούτων εἶναι παθημάτων τὴν τοῦ ὅλου μεταβολὴν ὡς
γιγνομένου τοῦ οὐρανοῦ·

Αριστοτέλης. Meteorologica Bekker page 352a, l. 11

ποιεῖται μνείαν ὡς οὔπω Μέμφιος οὔσης ἢ ὅλως ἢ οὐ τηλι-


καύτης. τοῦτο δ' εἰκὸς οὕτω συμβαίνειν· οἱ γὰρ κάτωθεν τό-
ποι τῶν ἄνωθεν ὕστερον ᾠκίσθησαν· ἑλώδεις γὰρ ἐπὶ πλείω
χρόνον ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς ἐγγύτερον τῆς προσχώσεως διὰ
τὸ λιμνάζειν ἐν τοῖς ἐσχάτοις ἀεὶ μᾶλλον. μεταβάλλει
δὲ τοῦτο καὶ πάλιν εὐθενεῖ· ξηραινόμενοι γὰρ οἱ τόποι ἔρ-
χονται εἰς τὸ καλῶς ἔχειν, οἱ δὲ πρότερον εὐκραεῖς ὑπερ-
115

ξηραινόμενοί ποτε γίγνονται χείρους. ὅπερ συμβέβηκε τῆς


Ἑλλάδος καὶ περὶ τὴν Ἀργείων καὶ Μυκηναίων χώραν· ἐπὶ
μὲν γὰρ τῶν Τρωικῶν ἡ μὲν Ἀργεία διὰ τὸ ἑλώδης εἶναι
ὀλίγους ἐδύνατο τρέφειν, ἡ δὲ Μυκηναία καλῶς εἶχεν (διὸ
ἐντιμοτέρα ἦν), νῦν δὲ τοὐναντίον διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν·
ἡ μὲν γὰρ ἀργὴ γέγονεν καὶ ξηρὰ πάμπαν, τῆς δὲ τὰ
τότε διὰ τὸ λιμνάζειν ἀργὰ νῦν χρήσιμα γέγονεν. ὥσπερ
οὖν ἐπὶ τούτου τοῦ τόπου συμβέβηκεν ὄντος μικροῦ, ταὐτὸ δεῖ
νομίζειν τοῦτο συμβαίνειν καὶ περὶ μεγάλους τόπους καὶ χώ-
ρας ὅλας. οἱ μὲν οὖν βλέποντες ἐπὶ μικρὸν αἰτίαν οἴονται
τῶν τοιούτων εἶναι παθημάτων τὴν τοῦ ὅλου μεταβολὴν ὡς
γιγνομένου τοῦ οὐρανοῦ· διὸ καὶ τὴν θάλατταν ἐλάττω γίγνε-
σθαί φασιν ὡς ξηραινομένην, ὅτι πλείους φαίνονται τόποι
τοῦτο πεπονθότες νῦν ἢ πρότερον.

Αριστοτέλης. Fragmenta varia (0086: 051)“Aristotelis qui ferebantur


librorum fragmenta”, Ed. Rose, V.Leipzig: Teubner, 1886, Repr. 1967.
Category 8, treatise title 50, fragment 640, l. 3

Ποῦ ἕκαστος τῶν Ἑλλήνων τέθαπται καὶ τί ἐπιγέγραπται ἐπὶ τῷ


τάφῳ.

1. ἐπὶ Ἀγαμέμνονος κειμένου ἐν Μυκήναις.


λεύσσεις Ἀτρείδεω Ἀγαμέμνονος, ὦ ξένε, τύμβον,
ὃς θάν' ὑπ' Αἰγίσθου κοὐλομένης ἀλόχου.
2. ἕτερον.
μνῆμα τόδ' Ἀτρείδεω Ἀγαμέμνονος, ὅν ῥα κατέκτα
δῖα Κλυταιμνήστρη Τυνδαρὶς οὐχ ὁσίως.
3. ἐπὶ Μενελάου.
ὄλβιος ὦ Μενέλαε, σύ τ' ἀθάνατος καὶ ἀγήρως
ἐν μακάρων νήσοις, γαμβρὲ Διὸς μεγάλου.
4. ἐπὶ Ἀχιλλέως κειμένου ἐν Τροίᾳ, τιμωμένου δὲ καὶ ἐν
Λεύκῃ τῇ νήσῳ.

Αριστοτέλης. Fragmenta varia Category 8, treatise title 50, fragment


640, l. 115

ἐνθάδ' ἐνὶ Τροίῃ μοῖρα κατέσχε βίου.


34. ἐπὶ Μενεσθέως κειμένου ἐν Ἀθήναις.
ταξίλοχος λαῶν υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεὺς
ἐνθάδ' ἐνὶ κλεινῇ πατρίδι μοῖραν ἔχει.
116

35. ἐπὶ Σθενέλου καὶ Εὐρυάλου κειμένων ἐν Ἄργει.


Ἀργεῖος Σθένελος Καπανήιος ὧδε τέθαπται
τύμβῳ καὶ τούτου πλησίον Εὐρύαλος.
36. ἐπὶ Θαλπίου καὶ Πολυξένου κειμένων ἐν Ἤλιδι.
οἵδε Πολύξεινος καὶ Θάλπιος Ἤλιδι δίῃ
δμηθέντες κρυεροῦ δῶμ' Ἀίδαο ἔβαν.
37. ἐπὶ Ταλθυβίου κειμένου ἐν Μυκήναις.
Ταλθύβιον θεράποντα θεῶν κήρυκα καὶ ἀνδρῶν
ὧδε Μυκηναίων δῆμος ἔθαψεν ἅπας.
38. ἐπὶ Αὐτομέδοντος ἐν Τροίᾳ.
Αὐτομέδοντ' Ἀχιλῆι ἐὺν καὶ πιστὸν ἑταῖρον
ἥδε κατεσκίασε Τρῳὰς ἄρουρα τάφῳ.
39. ἐπὶ Φειδίππου καὶ Ἀντίφου.
Φείδιππον Τροίην πέρσαντ' ἠδ' Ἄντιφον ἥρω
γαῖα πατρὶς Κῴων ἥδ' Ἐφύρα κατέχει.
40. ἐπὶ Δηιπύλου.

Αριστοτέλης. Fragmenta varia Category 8, treatise title 50, fragment


640, l. 117

ταξίλοχος λαῶν υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεὺς


ἐνθάδ' ἐνὶ κλεινῇ πατρίδι μοῖραν ἔχει.
35. ἐπὶ Σθενέλου καὶ Εὐρυάλου κειμένων ἐν Ἄργει.
Ἀργεῖος Σθένελος Καπανήιος ὧδε τέθαπται
τύμβῳ καὶ τούτου πλησίον Εὐρύαλος.
36. ἐπὶ Θαλπίου καὶ Πολυξένου κειμένων ἐν Ἤλιδι.
οἵδε Πολύξεινος καὶ Θάλπιος Ἤλιδι δίῃ
δμηθέντες κρυεροῦ δῶμ' Ἀίδαο ἔβαν.
37. ἐπὶ Ταλθυβίου κειμένου ἐν Μυκήναις.
Ταλθύβιον θεράποντα θεῶν κήρυκα καὶ ἀνδρῶν
ὧδε Μυκηναίων δῆμος ἔθαψεν ἅπας.
38. ἐπὶ Αὐτομέδοντος ἐν Τροίᾳ.
Αὐτομέδοντ' Ἀχιλῆι ἐὺν καὶ πιστὸν ἑταῖρον
ἥδε κατεσκίασε Τρῳὰς ἄρουρα τάφῳ.
39. ἐπὶ Φειδίππου καὶ Ἀντίφου.
Φείδιππον Τροίην πέρσαντ' ἠδ' Ἄντιφον ἥρω
γαῖα πατρὶς Κῴων ἥδ' Ἐφύρα κατέχει.
40. ἐπὶ Δηιπύλου.
Δηιπύλου κόρσης εὐειδέος Ὀρμενίοιο
μνῆμα τόδ' εὔκλεινον· γείνατο Τληπόλεμος.
41. ἐπὶ Ζήθου ἐν Θήβαις.
117

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Grammatici Graeci, vol. 3.1”, Ed.


Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1867, Repr. 1965.Part+volume 3,1, page 60,
l. 30

σθήσεται. ἄλλως τε εἰ εὑρέθη αὐτοῦ ἡ αἰτιατικὴ ὡς ἀπὸ βαρυτόνου


»Φυλλείδην τε Μέγητα» (Il. Τ 239), ὅτε μὴ οὕτως ἔχῃ, περισπασθή-
σεται ὡς Θαλῆν καὶ Θάλητα καὶ Φαλῆν Φάλητα. ἔστι δὲ ὑπὲρ τοῦ
Ἀριστάρχου πρὸς αὐτοὺς πρῶτον μὲν ἐκεῖνο εἰπεῖν, ὅτι οὐχ ἁπλῶς
τὰ εἰς ης, ἀλλὰ τὰ ῥηματικὰ μὴ εἰς της λήγοντα τὴν προειρημένην
ἀναδέχεται κλίσιν οἷον λέβης, Λάχης, Δάρης, Χάρης, πλάνης, πένης,
Τρό-
μης, Κράτης. πρόσκειται δὲ «μὴ εἰς της» διὰ τὸ δότης, πλύτης, θύτης.
ἔπειτα πολλά ἐστι διχῶς κεκλιμένα. τὸ γοῦν Μύνης ὁ μὲν ποιητὴς
περιττοσυλλάβως ἔκλινεν «πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος» (Il. Τ
296)· ὁ δὲ Σοφοκλῆς ἐν Αἰχμαλωτίσιν ἰσοσυλλάβως «Μύνου Ἐπιστρό-
φου τε», μύκητά τε καὶ μύκην, εἰ καὶ πολλὰ σημαίνει ἡ λέξις· σημαίνει
γὰρ καὶ τοὺς σπινθῆρας τοὺς ἐπικειμένους τοῖς λύχνοις ὡς παρὰ Καλ-
λιμάχῳ ἐν Ἑκάλῃ (fr. 4)
ὁπότε λύχνου
δαιομένου πυρόεντος ἄδην ἐγένοντο μύκητες.
σημαίνει δὲ καὶ τοὺς ἀμανίτας τοὺς περὶ τὰ δένδρα γινομένους ὡς παρὰ
Ἀντιφάνει «ὄπτα μύκητας πρινίνους τοῦσδε δύο» (Mein. fr. com. p. 557
ed. min.). σημαίνει δὲ καὶ τὸ μέρος τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους «ἔνθα κρα-
τεῖ τις, οὗ πεσόντος ἐκ Περσέως Μυκήνας συνέβη κτισθῆναι», σημαίνει
δὲ καὶ τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ ἰσοσυλλάβως ἔκλινεν Ἀρχίλοχος
(fr. 96 Bergk)

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, page 61, l. 6

περιττοσυλλάβως ἔκλινεν «πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος» (Il. Τ


296)· ὁ δὲ Σοφοκλῆς ἐν Αἰχμαλωτίσιν ἰσοσυλλάβως «Μύνου Ἐπιστρό-
φου τε», μύκητά τε καὶ μύκην, εἰ καὶ πολλὰ σημαίνει ἡ λέξις· σημαίνει
γὰρ καὶ τοὺς σπινθῆρας τοὺς ἐπικειμένους τοῖς λύχνοις ὡς παρὰ Καλ-
λιμάχῳ ἐν Ἑκάλῃ (fr. 4)
ὁπότε λύχνου
δαιομένου πυρόεντος ἄδην ἐγένοντο μύκητες.
σημαίνει δὲ καὶ τοὺς ἀμανίτας τοὺς περὶ τὰ δένδρα γινομένους ὡς παρὰ
Ἀντιφάνει «ὄπτα μύκητας πρινίνους τοῦσδε δύο» (Mein. fr. com. p. 557
ed. min.). σημαίνει δὲ καὶ τὸ μέρος τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους «ἔνθα κρα-
τεῖ τις, οὗ πεσόντος ἐκ Περσέως Μυκήνας συνέβη κτισθῆναι», σημαίνει
δὲ καὶ τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ ἰσοσυλλάβως ἔκλινεν Ἀρχίλοχος
118

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, page 61, l. 12

δαιομένου πυρόεντος ἄδην ἐγένοντο μύκητες.


σημαίνει δὲ καὶ τοὺς ἀμανίτας τοὺς περὶ τὰ δένδρα γινομένους ὡς παρὰ
Ἀντιφάνει «ὄπτα μύκητας πρινίνους τοῦσδε δύο» (Mein. fr. com. p. 557
ed. min.). σημαίνει δὲ καὶ τὸ μέρος τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους «ἔνθα κρα-
τεῖ τις, οὗ πεσόντος ἐκ Περσέως Μυκήνας συνέβη κτισθῆναι», σημαίνει
δὲ καὶ τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ ἰσοσυλλάβως ἔκλινεν Ἀρχίλοχος
(fr. 96 Bergk)
ἀλλ' ἀπερρώγασί μοι
μύκεω τένοντες·
καὶ ὅτι οὐ τὸ μέτρον αἴτιόν ἐστι, δῆλός ἐστι Ἑκαταῖος οὕτως κλίνας·
φησὶ γὰρ «καὶ ἐπαφήσας τὸν κολεὸν τοῦ ξίφεος, τὸν μύκην εὗρεν ἀπο-
πεπτωκότα». ὁ δὲ Ἄρατος περιττοσυλλάβως ἔκλινεν «ἢ λύχνοιο μύ-
κητες ἀγείρονται περὶ μύξαν» (Dios. 244). καὶ μήποτε ταῦτα συναγω-
νίζεται τῷ Ἀριστάρχῳ. καὶ γὰρ ταῦτα διχὼς κλιθέντα οὐ μετέβαλε τὸν
τόνον, οἷς ὅμοιον δύναται εἶναι καὶ τὸ Μέγης. Γύγης ἐπὶ τοῦ γίγαν-
τος καὶ ἐπὶ τοῦ βασιλέως τῆς Λυδίας. Δράγγης ἔθνος Περσικῆς.
Στράβων πεντεκαιδεκάτῃ (p. 721). Μόργης ἔθνος Ἰταλίας. Βρίγης
ὁ κατοικήσας ἐν Μακεδονίᾳ, ἀφ' οὗ Βριγία ἡ Τρωϊκή, τουτέστιν ἡ
Φρυγία. Βρύγης ἔθνος Μακεδονικὸν προσεχὲς Ἰλλυριοῖς ὃ καὶ Βρύξ,
Μίσγης ἔθνος Ἰβήρων. Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ, Λίργης, Ἄργης κύριον
»Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον» παρ' Ἡσιόδῳ

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, page 96, l. 3

Τὰ εἰς ενις καὶ ονις ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ὀξύνεται, εὐμενίς, εὐ-
γενίς, Λυκαονίς, Ἀμαζονίς, Ἁθμονίς, Αὐσονίς ἡ ὕστερον Ἰτα-
λία, Ἀντιγονίς φυλὴ τῆς Ἀττικῆς ἀπ' Ἀντιγόνου, Ἰαονίς, Βιστο-
νίς, ἐκτέταται δὲ καὶ λέγεται Βιστωνίς διὰ τοῦ ω ποιητικῶς. Ἑρμιο-
νίς, Λαιστρυγονίς, Μακεδονίς, Στρυμονίς, Φαρκηδονίς, Χαλ-
κηδονίς. Στράβων δωδεκάτῃ (p. 541) «καλεῖται δὲ τὰ ἀριστερὰ τοῦ
Πόντου Θρᾳκικά, τὰ δ' ἐν δεξιᾷ Χαλκηδονίς». Μῃονίς· οὕτως ἐκα-
λεῖτο ἡ Κύπρος. Χαονίς.
Τὰ εἰς ηνις καὶ ωνις ὑπὲρ δύο συλλαβὰς παρώνυμα ὀξύνεται,
Ἀραφηνίς, Ἑλληνίς, Παλληνίς, Γερηνίς, Κυζικηνίς, Μες-
σηνίς, Μυκηνίς, Οἰζηνίς· οὕτως ἐκαλεῖτο Τραπεζοῦς πόλις πρὸς
τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ, Προσεληνίς, Πυληνίς, Τιβαρηνίς, Τροιζη-
νίς. Αὐξωνίς, Ἀσκαλωνίς, Αὐσωνίς, Λευκωνίς. οὕτως ἐλέγετο
ἡ λίμνη Κωπαΐς. Βαβυλωνίς, Ἁλωνίς νῆσος καὶ πόλις Μασσαλίας
ὡς Ἀρτεμίδωρος. Γιγωνίς. οὕτως Ἀρτεμίδωρος ὁ Ἐφέσιος Γιγωνίαν
119

ἄκραν φησίν. Μυτωνίς· οὕτω καλεῖ Λέσβον Καλλίμαχος ἐν τετάρτῳ,


Παρθένιος δὲ Μυτωνίδας τὰς Λεσβικάς φησι. Δωδωνίς. Ἀπολλώνιος
»στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ (Argon. I 527, IV 583).
καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι «τὰς θεσπιῳδοὺς ἱερίας Δωδωνί-
δας». Ἠδωνίς· οὕτως Ἀριστοτέλης φησὶν Ἄντανδρον πόλιν ὠνομά-
σθαι διὰ τὸ Θρᾷκας Ἠδωνοὺς ὄντας οἰκῆσαι. Ἰτωνίς, Ἰωνίς,

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, page 181, l. 33

Ἀραβίων. Ἑκαταῖος ἐν περιηγήσει· καὶ οἱ κατοικοῦντες ὁμοίως. Ταβη-


νός Ἀργεῖος, ἀφ' οὗ κατ' ἐνίους Τάβαι πόλις Λυδίας, καὶ ἔθνος κατὰ
τὴν ἔρημον Καρμανίας οἰκοῦντες. Γαληνός κύριον, Ἀκεσηνός πο-
ταμός, Εὐηνός ποταμὸς Αἰτωλίας, ὃς καὶ Λυκόρμας καλεῖται, Σιλη-
νός, ποτηνός, ὠγηνός, ἀμενηνός, γαλαθηνός, πετηνός,
ἀκμηνός, Ἰσμηνός ποταμὸς Βοιωτίας. τὸ δὲ πανσέληνος σύνθετον
ὥσπερ καὶ τὸ προσέληνος – ὁ Ἀρκάς. Ἵππυς δὲ ὁ Ῥηγῖνος λέγε-
ται πρῶτος καλέσαι προσελήνους τοὺς Ἀρκάδας – καὶ τὸ δύστηνος,
δίμηνος, τρίμηνος, διχόμηνος. προσέθηκα δὲ «εἰ μὴ παρώνυμα
εἴη κατὰ τροπὴν γένους θηλυκοῦ εἰς τὴν εἰς ος κατάληξιν γενόμενα»
διὰ τὸ Ὑπήνη Ὕπηνος, Μυκήνη Μύκηνος, Κυλλήνη Κύλληνος.
»ἢ παρὰ γενικῆς ἀναπεμφθέντα» διὰ τὸ Τροίζηνος «υἱὸς Τροιζή-
νοιο» (Β 847). ἀπὸ γὰρ γενικῆς τῆς Τροιζῆνος ἐγένετο εὐθεῖα ἔθει
ποιητικῷ· οὕτω καὶ ὁ Γέρην τοῦ Γέρηνος ὁ Γέρηνος· Ἡσίοδος ἐν αʹ
καταλόγων «κτεῖνε δὲ Νηλῆος ταλασίφρονος υἱέας ἐσθλοὺς ἕνδεκα, δω-
δέκατος δὲ Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ ξεῖνος ἐὼν ἐτύχησε παρ' ἱπποδά-
μοισι Γερήνοις». καὶ αὖθις «Νέστωρ οἶος ἄλυξεν ἐν ἀνθεμοέντι Γερήνῳ».
πρόσκειται δὲ «εἰ μὴ παρὰ Συρακουσίοις παράγοιτο καθ' ὁμοιωματικὴν
σημασίαν» διὰ τὸ τοσσῆνος, τοιῆνος.

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, page 278, l. 6

Κορινθίου. Δαιδάλεια πόλις Ἰταλίας Δαιδάλου κτίσμα. Δεκέλεια


δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς ἀπὸ Δεκέλου τοῦ ἡγησαμένου τοῖς
Διοσκούροις εἰς Ἀφίδνας, ὡς Ἡρόδοτος ἐνάτῳ (c. 73). λέγεται καὶ
Δεκελιά, ὅθεν τὸ τοπικὸν Δεκελιᾶθεν. Δικαιάρχεια πόλις Ἰταλίας,
ἣ ἐκέκλητο Ποτίολοι. πότια δὲ τὰ φρέατα καλοῦσι Ῥωμαῖοι, ὀλῆρε
δὲ τὸ ὄζειν. δυσώδη γὰρ τὰ φρέατα εἶχε. Διομήδεια πόλις Δαυνίων
κτίσμα Διομήδους. καὶ νῆσος ἡ Διομήδεια. ἔστι καὶ τόπος Διομήδεια
πλησίον Ἀργυρίππων. Ἐλάτεια πόλις Φωκίδος ἀπὸ Ἐλάτου. ἔστι καὶ
Θετταλίας. ἔστι καὶ Θεσπρωτίας, ἣν καὶ Ἐλατρίαν φασὶ διὰ τοῦ ρ.
Ἐλέγεια χωρίον πέραν Εὐφράτου. Ἀρριανὸς ἐν Παρθικῶν ηʹ. Ἔμεια
120

τόπος πλησίον Μυκηνῶν. Ἔμεια δὲ λέγεται, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἤμεσεν ὁ Κέρ-


βερος ἀνελθὼν ἐκ τοῦ Ἅιδου ἢ ἐπειδὴ ὁ Θυέστης φαγὼν τὰ τέκνα αὐτοῦ
ἐκεῖ ἤμεσεν. Ἐπιφάνεια πόλις Συρίας κατὰ Ῥαφανέας ἐν μεθ-ορίοις
Ἀράδου. δευτέρα Κιλικίας. τρίτη Βιθυνίας. τετάρτη κατὰ Τίγριν.
Ἐρίκεια δῆμος Ἀθήνησι τῆς Αἰγηΐδος φυλῆς. Ἐρύσθεια πόλις Κύπρου.
Εὔγεια χωρίον Ἀρκαδίας. Θεόπομπος εἰκοστῷ ἕκτῳ. Εὐέλγεια πόλις.
Ἑκαταῖος περιηγήσει. Εὐκάρπεια δῆμος τῆς μικρᾶς Φρυγίας. Εὐμέ-
νεια πόλις Φρυγίας Ἀττάλου καλέσαντος ἀπὸ Εὐμενοῦς τοῦ Φιλαδέλ-
φου. ἢ Ὕλλος καλῶς μείνας ὠνόμασεν οὕτως. δευτέρα Καρίας, τρίτη
ἐπὶ Ὑρκανίᾳ. Εὐωνύμεια πόλις Καρίας.

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, page 331, l. 32

δῶνος, .... ὃν Κλεομένης ὁ Λεωνίδου ἀδελφὸς ἀνελὼν καὶ ἐκδείρας


ἔγραψεν ἐν τῷ δέρματι τοὺς χρησμοὺς ὧδε τηρεῖσθαι. ἔστι καὶ Ἀρκαδίας
πόλις. Ἀτήνη δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς. Διονύσιος Ἀτηνίαν.
Ἀτρήνη πόλις .... Φιλοστέφανός φησιν ἀπὸ Δέσου καὶ Ἀτρῶνος καὶ
Ἀτρήνης τῶν Ἄργητος τοῦ Κύκλωπος καὶ Φρυγίας νύμφης, προσηγο-
ρεῦσθαι. Ξιφήνη χώρα Παλαιστίνης. Σιδήνη πόλις Λυκίας ὡς Ξάνθος
ἐν Λυδιακῶν τετάρτῳ. Βαρήνη πόλις Μηδίας ἐγγὺς Ἀγβατάνων.
Συήνη πόλις μέση Αἰγύπτου καὶ Αἰθιοπίας ἐπὶ τῷ Νείλῳ, μεθ' ἣν
ὠνόμασται Σῖρις ὁ ποταμός. μέμνηται δὲ πόλεως Παυσανίας (I 33, 4
e. g.), κέκληται δὲ ἀπὸ Συήνου Ἀετοῦ παιδός. Φιδήνη πόλις Ἀλβα-
νῶν. ἔοικε καὶ Φίδηνα λέγεσθαι ὡς Ῥάβεννα. Μυκῆναι πόλις Πελο-
ποννήσου. Ὅμηρος «οἳ δὲ Μυκήνας εἶχον (Β 569) ἀπὸ Μυκηνέως τοῦ
Σπάρτωνος τοῦ Φορωνέως ἀδελφοῦ. ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους, ὃ
ἐφόρει Περσεύς, ἔνθα κρατεῖ τις, οὗ πεσόντος ἐκ Περσέως κατὰ κέλευ-
σιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἔκτισεν. ἢ ἀπὸ τοῦ μυκήσασθαι τὴν Ἰὼ βοῦν
ἐκεῖ γενομένην. Πελλήνη πόλις Ἀχαΐας. λέγεται καὶ Πελλίνα ὡς
Μιτυλίνα. Πριήνη πόλις Ἰωνίας. Πυλήνη πόλις Αἰτωλίας. Πυρήνη
ὄρος Εὐρώπης. Χαζήνη σατραπεία πρὸς τῷ Εὐφράτῃ τῆς Μεσοποτα-
μίας. Ἀρριανὸς ἐν τρισκαιδεκάτῳ Περσικῶν «ἐν ταύτῃ τῇ Ὀλβίᾳ καὶ
τὰ πεδία τῆς Χαζήνης σατραπείου ἐπὶ μήκιστον ἀποτεταμένα». Καρήνη
πόλις Μυσίας. Ἡρόδοτος ἑβδόμῃ (c. 42). Ξερξήνη ἀπὸ Ξέρξου

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, page 331, l. 33

ἔγραψεν ἐν τῷ δέρματι τοὺς χρησμοὺς ὧδε τηρεῖσθαι. ἔστι καὶ Ἀρκαδίας


πόλις. Ἀτήνη δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς. Διονύσιος Ἀτηνίαν.
Ἀτρήνη πόλις .... Φιλοστέφανός φησιν ἀπὸ Δέσου καὶ Ἀτρῶνος καὶ
121

Ἀτρήνης τῶν Ἄργητος τοῦ Κύκλωπος καὶ Φρυγίας νύμφης, προσηγο-


ρεῦσθαι. Ξιφήνη χώρα Παλαιστίνης. Σιδήνη πόλις Λυκίας ὡς Ξάνθος
ἐν Λυδιακῶν τετάρτῳ. Βαρήνη πόλις Μηδίας ἐγγὺς Ἀγβατάνων.
Συήνη πόλις μέση Αἰγύπτου καὶ Αἰθιοπίας ἐπὶ τῷ Νείλῳ, μεθ' ἣν
ὠνόμασται Σῖρις ὁ ποταμός. μέμνηται δὲ πόλεως Παυσανίας (I 33, 4
e. g.), κέκληται δὲ ἀπὸ Συήνου Ἀετοῦ παιδός. Φιδήνη πόλις Ἀλβα-
νῶν. ἔοικε καὶ Φίδηνα λέγεσθαι ὡς Ῥάβεννα. Μυκῆναι πόλις Πελο-
ποννήσου. Ὅμηρος «οἳ δὲ Μυκήνας εἶχον (Β 569) ἀπὸ Μυκηνέως τοῦ
Σπάρτωνος τοῦ Φορωνέως ἀδελφοῦ. ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους, ὃ
ἐφόρει Περσεύς, ἔνθα κρατεῖ τις, οὗ πεσόντος ἐκ Περσέως κατὰ κέλευ-
σιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἔκτισεν. ἢ ἀπὸ τοῦ μυκήσασθαι τὴν Ἰὼ βοῦν
ἐκεῖ γενομένην. Πελλήνη πόλις Ἀχαΐας. λέγεται καὶ Πελλίνα ὡς
Μιτυλίνα. Πριήνη πόλις Ἰωνίας. Πυλήνη πόλις Αἰτωλίας. Πυρήνη
ὄρος Εὐρώπης. Χαζήνη σατραπεία πρὸς τῷ Εὐφράτῃ τῆς Μεσοποτα-
μίας. Ἀρριανὸς ἐν τρισκαιδεκάτῳ Περσικῶν «ἐν ταύτῃ τῇ Ὀλβίᾳ καὶ
τὰ πεδία τῆς Χαζήνης σατραπείου ἐπὶ μήκιστον ἀποτεταμένα». Καρήνη
πόλις Μυσίας. Ἡρόδοτος ἑβδόμῃ (c. 42). Ξερξήνη ἀπὸ Ξέρξου Περ-
σικὴ χώρα τῇ μικρᾷ Ἀρμενίᾳ ὅμορος. τὸ δὲ Εὐθηναί πόλις Καρίας

Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, page 500, l. 19

ἐπιμεριζόμενα. τὰ δὲ λοιπὰ πάντα παροξύνεται, ἀγρόθεν, οὐρανό-


θεν, κυκλόθεν, Λεσβόθεν, Ἰλιόθεν, Ἀβυδόθεν, ποντόθεν,
αὐτόθεν, πρυμνόθεν – τὸ δὲ πρύμνηθεν τῷ η παραληγόμενον
προπαροξύνεται – τηλόθεν καὶ ἄλλα μυρία. σημειούμεθα τὸ οἴκο-
θεν, πάντοθεν προπαροξυνόμενα. τὰ μέντοι τῷ α μακρῷ παραλη-
γόμενα ἢ τῷ η ἢ τῷ ω, εἰ μὲν πρωτότυπον αὐτῶν βαρύτονον ᾖ, τρίτην
ἀπὸ τέλους ἔχει τὴν ὀξεῖαν, εἰ δὲ ὀξύτονον, προπερισπᾶται. τῶν μὲν
προπαροξυνομένων ὑποδείγματα πρῷρα πρῴραθεν, Φθία Φθίαθεν,
Πιερία Πιερίαθεν, τὸ δὲ Πιερίηθεν τροπῇ τοῦ α εἰς η, Ὀλυμπία
Ὀλυμπίαθεν, θύρα θύραθεν, Ἀφίδνηθεν, Αἰγίνηθεν, κλισίη-
θεν, Μυκήνηθεν, Ἴδηθεν, πρύμνηθεν, τὸ μέντοι πρυμνόθεν διὰ
τοῦ ο παροξύνεται. τῶν δὲ προπερισπωμένων ὑποδείγματα ταῦτα, Ὑσιαί
ὀξυτόνως, προπερισπωμένως Ὑσιᾶθεν, Θεσπιᾶθεν, Πλαταιᾶθεν,
Δεκελιᾶθεν, παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ Δεκελειόθεν, ἀρχῆθεν, ὅτι
ἀρχή. ἔσω ἔσωθεν, ἔξω ἔξωθεν, πρόσω πρόσωθεν, ἄνω ἄνωθεν,
κάτω κάτωθεν, προτέρωθεν, ἑκατέρωθεν, ὁποτέρωθεν, ἑτέ-
ρωθεν, ἀμφοτέρωθεν, καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἄπω μὴ εἰρημένου τὸ ἄπω-
θεν. διὰ τοῦτο ἀπὸ μὲν τοῦ ἕως βαρυτόνου τὸ ἕωθεν, ἀπὸ δὲ τοῦ
ἠώς ὀξυτονουμένου ἠῶθεν προπερισπᾶται ὡς ἀπὸ τοῦ Πυθώ Πυθῶ-
θεν διὰ τοῦ ω ὡς Κριῶθεν καὶ μετὰ συστολῆς Πυθόθεν ὡς Λεσβό-
θεν καὶ Θριώ ὄνομα δήμου Ἀττικοῦ Θριῶθεν,
122

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ λιακῆς προσῳδίας (0087: 007)“Grammatici


Graeci, vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr.
1965.Part+volume 3,2, page 34, l. 29

ἀντιπίπτει τὸ Ἅλιος κατὰ τὴν παράδοσιν, καὶ τὸ Ἄνιος καὶ Κρόνιος


καὶ Ξένιος. BL.
496. Αὐλίδα: ὡς ἀπὸ ὀξυτόνου εὐθείας ἡ ἀνάγνωσις καὶ εἰ μέντοι
παρὰ τῷ Εὐφορίωνι «Αὖλίν τ' ἔσφαγον» (fr. CXXIX Mein.) αἰτιατικὴ
ἀπὸ εὐθείας βαρυνομένης γέγονεν. ἡ γὰρ εἰς ιν κατάληξις ἀπὸ βαρυ-
τόνων ἐστίν, ἡ δὲ εἰς δα καὶ βαρυτόνων καὶ ὀξυτόνων. A.
498. Θέσπειαν: ἐκτετάσθαι φασὶ διὰ τὸ μέτρον (sine dubio
Θέσπιαν scribentes). τὸ γὰρ τῆς ἱστορίας ἐν συστολῇ τέ ἐστι πληθυν-
τικῶς τε λεγόμενον. ἴσως οὖν ὅλον ποιητικόν ἐστιν· σύνηθες γὰρ αὐτῷ
πολλάκις τὰ πληθυντικῶς λεγόμενα καὶ ἑνικῶς προφέρεσθαι, «καὶ εὐρυά-
γυιαν Ἀθήνην» (Od. η 80), «πολυχρύσοιο Μυκήνης» (Il. Η 180). καὶ
ἐκ τοῦ ἐναντίου τὰ ἑνικὰ πληθυντικῶς· «ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχομαι»
(Od. ξ 199). ταῦτα ἐν τῇ προσῳδίᾳ ὁ Ἡρωδιανός. ἐν μέντοι τῷ ιαʹ
τῆς καθολικῆς προσῳδίας ἐν τοῖς προπαροξυτόνοις καὶ ἔχουσι πρὸ τέ-
λους τὴν ει δίφθογγον αὐτὸ καταριθμεῖ καὶ τοῦτο αὐτὸ τὸ Ὁμηρικὸν
παρατίθησι, καὶ ἀλλαχοῦ λέγει τὴν ει ἔχειν αὐτὸ φανερῶς καὶ ἐπιφέρει
ὅτι καὶ Θεσπιά ὀξυτόνως λέγεται. A.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας (0087: 011)“Grammatici Graeci,


vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+volume
3,2, page 506, l. 10

Ἐλιπεύς: ὁ Ἐνιπεύς ποταμός.


Ἑλλάνικος: διὰ τοῦ ι τὸ νι. παρὰ γὰρ τὸ Ἕλλην Ἑλληνικός
καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α. καὶ ἄλλως τὰ εἰς κος κτητικὰ διὰ τοῦ ι γρά-
φεται. ἢ ἀπὸ τοῦ Ἕλλην Ἕλληνος καὶ τοῦ νίκη γέγονεν Ἑλλανόνικος
καὶ συγκοπῇ Ἑλλάνικος.
Ἑλλοί οἱ οἰκήτορες τῆς περὶ Δωδώνην χώρας Ἐλλοπίας καὶ Σελλοί.
ἔλπος ἔλαιον, στέαρ, εὐθηνία. ἔλφος βούτυρον. Κύπριοι.
Ἔμεια διὰ τῆς ει διφθόγγου τῷ λόγῳ τῶν διὰ τοῦ εια προπαρο-
ξυτόνων. καὶ ἄλλως· ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἐνεργῶ ἐνέργεια καὶ ἀνθῶ Ἄν-
θεια, οὕτω καὶ ἐκ τοῦ ἐμῶ Ἔμεια διὰ τῆς ει διφθόγγου. ἔστι δὲ τόπος
πλησίον Μυκηνῶν. Ἔμεια δὲ λέγεται, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἤμεσεν ὁ Κέρβερος
ἀνελθὼν ἐκ τοῦ Ἅιδου ἢ ἐπειδὴ ὁ Θυέστης φαγὼν τὰ τέκνα αὑτοῦ
ἐκεῖ ἤμεσεν.
Ἔμισα ἡ πόλις ὡς Λάρισα καὶ Ἐμισαῖος ὡς Λαρισαῖος.
123

ἐμίχθη: τὸ μι κατὰ παράδοσιν. μέμιγά ἐστιν ὁ μέσος παρακεί-


μενος. εἰ δὲ διὰ τῆς ει διφθόγγου ἐγράφετο, μέμοιγα ἤμελλεν εἶναι.
ἐὰν γὰρ εὑρεθῇ τὸ ε ἐν δισυλλάβῳ μέλλοντι ἢ μόνον ἢ μετὰ τοῦ ι, τρέ-
πεται εἰς τὸ ο οἷον [φθείρω φθερῶ ἔφθορα] πείθω πείσω πέποιθα
λείβω λείψω λέλοιβα. εἰ οὖν τὸ μίγω μίξω διὰ τῆς ει διφθόγγου ἐγρά-
φετο, μέμοιγα ἤμελλεν εἶναι ὁ παρακείμενος.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ κλίσεως ὀνομάτων (0087: 013)“Grammatici


Graeci, vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.
Part+volume 3,2, page 679, l. 5

δαιομένου πυρόεντες ἄδην ἐγένοντο μύκητες.


σημαίνει δὲ καὶ τοὺς ἀμανίτας τοὺς περὶ τὰ δένδρα γενομένους, ὡς
παρὰ Ἀντιφάνει (Athen. II p. 60D)
ὄπτα μύκητας πρινίνους τουσδὶ δύο,
σημαίνει δὲ καὶ τὸ μέρος τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους, ἔνθα κρατεῖ τις, οὗ
πεσόντος ἐκ Περσέως Μυκῆνας συνέβη κτισθῆναι· σημαίνει δὲ καὶ τὸ
αἰδοῖον τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ ἰσοσυλλάβως ἔκλινεν ὁ Ἀρχίλοχος, εἰπὼν
(fr. 46 Bergk)
ἀλλ' ἀπερρώγασί μοι
μύκεω τένοντες.
καὶ ὅτι οὐ τὸ μέτρον αἴτιόν ἐστι, δῆλός ἐστιν Ἑκαταῖος οὕτως κλίνας·
φησὶ γὰρ «καὶ ἐπαφήσας τὸν κολεὸν τοῦ ξίφεος, τὸν μύκην εὗρεν
ἀποπεπτωκότα». ὁ δὲ Ἄρατος (Dios. 244) περιττοσυλλάβως ἔκλινεν
»ἢ λύχνοιο μύκητες ἀγείρονται περὶ μύξαν» πάλιν Σάπης Σάπου, καὶ
Χάρης Χάρου καὶ Χάρητος, Πύλης Πύλου καὶ Πύλητος, Μύνης Μύνου
καὶ Μύνητος (ὁ μὲν γὰρ Σοφοκλῆς Μύνου ἔκλινεν,

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ κλίσεως ὀνομάτων Part+volume 3,2, page 679,


l. 11

σημαίνει δὲ καὶ τοὺς ἀμανίτας τοὺς περὶ τὰ δένδρα γενομένους, ὡς


παρὰ Ἀντιφάνει (Athen. II p. 60D)
ὄπτα μύκητας πρινίνους τουσδὶ δύο,
σημαίνει δὲ καὶ τὸ μέρος τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους, ἔνθα κρατεῖ τις, οὗ
πεσόντος ἐκ Περσέως Μυκῆνας συνέβη κτισθῆναι· σημαίνει δὲ καὶ τὸ
αἰδοῖον τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ ἰσοσυλλάβως ἔκλινεν ὁ Ἀρχίλοχος, εἰπὼν
(fr. 46 Bergk)
ἀλλ' ἀπερρώγασί μοι
μύκεω τένοντες.
124

καὶ ὅτι οὐ τὸ μέτρον αἴτιόν ἐστι, δῆλός ἐστιν Ἑκαταῖος οὕτως κλίνας·
φησὶ γὰρ «καὶ ἐπαφήσας τὸν κολεὸν τοῦ ξίφεος, τὸν μύκην εὗρεν
ἀποπεπτωκότα». ὁ δὲ Ἄρατος (Dios. 244) περιττοσυλλάβως ἔκλινεν
»ἢ λύχνοιο μύκητες ἀγείρονται περὶ μύξαν» πάλιν Σάπης Σάπου, καὶ
Χάρης Χάρου καὶ Χάρητος, Πύλης Πύλου καὶ Πύλητος, Μύνης Μύνου
καὶ Μύνητος (ὁ μὲν γὰρ Σοφοκλῆς Μύνου ἔκλινεν, Αἰχμαλωτίσιν εἰπὼν
Μύνου τ' Ἐπιστρόφου τε,

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ παρωνύμων (0087: 026)“Grammatici Graeci,


vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+volume
3,2, page 854, l. 35

ἀπείργειν ἢ ἀπὸ τοῦ τὸ φάρη φυλάσσειν παρῆκται. ἔστι φωραμός καὶ


πλεονασμῷ τοῦ ι φωριαμός.
E. M. 261, 40: δεῖμος ὁ φόβος· ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἄνθος γίνεται ἄν-
θιμος καὶ ἀπὸ τοῦ κῦδος κύδιμος, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ δέος δέϊμος καὶ
δεῖμος ὁ δέος ἐμποιῶν, ὄνομα πρέπον Ἄρεος παιδί. Ὅμηρος «Δεῖμός
τε Φόβος τε» (Λ 37).
E. Orion. 89, 4: ὄρχαμος παρὰ τὴν ἀρχὴν ἄρχαμος καὶ ὄρχαμος.
Arcad. 65, 2, Theogn. 67, Il. Pr. Β 847 et St. B. Γερηνία et
p. 203, 22 et 325, 6: τὰ εἰς ηνος παρώνυμα κατὰ τροπὴν γένους
θηλυκοῦ εἰς τὴν εἰς ος κατάληξιν γενόμενα προπαροξύνεται, Ὑπήνη
Ὕπηνος, Μυκήνη Μύκηνος, Κυλλήνη Κύλληνος καὶ τὰ παρὰ γενικῆς
ἀναπεμφθέντα, Τροίζηνος «υἱὸς Τροιζήνοιο». ἀπὸ γὰρ γενικῆς τῆς
Τροιζῆνος ἐγένετο εὐθεῖα ἔθει ποιητικῷ. οὕτω καὶ ὁ Γέρην τοῦ Γέρη-
νος ὁ Γέρηνος. Ἡσίοδος ἐν αʹ καταλόγων «κτεῖνε δὲ Νηλῆος ταλασί-
φρονος υἱέας ἐσθλοὺς ἕνδεκα, δωδέκατος δὲ Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ
ξεῖνος ἐὼν ἐτύχησε παρ' ἱπποδάμοισι Γερήνοις». καὶ αὖθις «Νέστωρ
οἶος ἄλυξεν ἐν ἀνθεμόεντι Γερήνῳ». τὰ δὲ παρὰ Συρακουσίοις παρα-
γόμενα καθ' ὁμοιωματικὴν σημασίαν προπερισπᾶται τοσσῆνος, τοιῆνος.
E. M. 793, 45: τὰ εἰς ινος κύρια ἢ ἐθνικὰ ἢ προσηγορικὰ εἰ ἀπὸ
ὀνόματος παραχθῶσιν, ἢ ἀπὸ εὐθείας ἢ γενικῆς παράγονται, φίλος
Φιλῖνος, ἀγαθός Ἀγαθῖνος, πάλλακος Παλλακῖνος.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) (0087: 036)“Herodiani partitiones”, Ed. Boissonade, J.F.
London, 1819, Repr. 1963.Page 88, l. 16

μώλωψ, τὸ τραῦμα· μωλωπίζω, τὸ τραυματίζω· μῶς,


τὸ ὕδωρ, ὅθεν καὶ Μωσῆς, κύριον· Μωὰβ, Μωδὰδ, καὶ Μώ-
κιος, κύρια· Μωαβῖται, ἐθνικὸν, οἱ ἀπὸ τοῦ Μωάβ·
125

Μωδεεὶμ δὲ, καὶ Μωκηκὸς, πόλεις· μῶλος, ὁ πόλεμος·


μώνυξ, ὁ ἕνα ὄνυχα ἔχων· μῶν, ἀντὶ τοῦ ἆρα· καὶ μῶρος,
ὁ μωρὸς, Ἀττικῶς.
Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς μυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
υ γράφεται· οἷον· μύω, τὸ διδάσκω· μύστης, ὁ μαθητής·
καὶ μυσταγωγὸς ὁ διδάσκαλος· μυστήριον· μύω, τὸ καμ-
μύω· μῦθος· μυκᾶσθαι, ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ βοὸς, ὅθεν καὶ
μυκηθμός· Μυκήνη, πόλις· μύλη· μυλίτης, ὀδούς· μυδαίνω,
τὸ ὑγραίνω· μυδαλέος, ὁ ὑγρός· μῦρον· μυρεψός· μύρομαι,
τὸ θρηνῶ· μυρίκη, καὶ μυῤῥίνη, δένδρα· Μύρων, κύριον, καὶ
κλίνεται Μύρωνος· μύωψ, ὁ κώνωψ, καὶ ἡ βίτζα, καὶ
κλίνεται μύωπος· μὺς, ὁ Ποντικὸς, καὶ κλίνεται μυός·
μυωξία, ἡ τοῦ μυὸς τρύπα· μύκης, τὸ ἀμανιτάριον, καὶ
κλίνεται μύκητος· μυλωθρὶς γυνὴ, ἡ ἐν τῷ μύλωνι· καὶ τὰ
λοιπά.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) Page 226, l. 10

Πλὴν τοῦ κονίστρα· κυλίστρα· ποτίστρα· λίτρα· καὶ


μίτρα, τὸ ὅπλον.
Τὰ διὰ τοῦ ινη ἐκφερόμενα θηλυκὰ διὰ τοῦ ἰῶτα γρά-
φονται· οἷον· ἀξίνη· μυῤῥίνη· ὑσμίνη, ἡ μάχη· ῥητίνη·
θριδακίνη, τὸ μαϊούλιον· Ἀνδριστίνη, κύρια· εἰλαπίνη,
ἡ εὐωχία· Παλαιστίνη· Παλαιστηνὸς δὲ, η· δωτίνη, ἡ
δωρεά· ἡρωΐνη, γυνή· ξυλίνη· συκίνη· χρυσίνη· πυρίνη· καὶ
τὰ ὅμοια.
Πλὴν τοῦ εἰρήνη· γαλήνη· σελήνη· καὶ τὰ τῶν πόλεων
ὀνόματα· Μυκήνη· Πυρήνη· καὶ Βηρήνη. Σὺν τούτοις
σαγήνη· ἀπήνη, ἡ ἅμαξα· ὑπήνη, τὸ γένειον· Ἀλκμήνη,
καὶ Ἰσμήνη, κύρια· καὶ τὰ δισύλλαβα· πήνη, ἡ μέταξα·
γλήνη, τὸ ὄμμα· μήνη, ἡ σελήνη· καὶ σκοτομήνη.
Τὰ διὰ τοῦ ικη ἐκφερόμενα διὰ τοῦ ι γράφονται· οἷον·
μυρίκη· νίκη· καταδίκη· καὶ τὰ λοιπά.
Πλὴν τοῦ πηνήκη, ἡ περικεφαλαία· θήκη· προσθήκη·
καὶ ἐπιθήκη. Δίφθογγα δὲ ταῦτα· Εὐνείκη, κύριον·
ἐρείκη, φυτόν· καὶ νείκη, ἡ φιλονεικία.
Ἀπειλή· ὀφειλὴ, τὸ χρέος· καὶ ὠτειλὴ, τὸ τραῦμα·

Πλούταρχος. , De fluviis (0094: 001)“Geographi Graeci minores, vol.


2”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1861, Repr. 1965.Chapter 18, section 4, l.
126

δύνως ἐκτρῶσαι θελήσωσιν, ἐν οἴνῳ βεβρεγμένην τοῖς


ὀμφαλοῖς ἐπιτιθέασιν.
Εὑρίσκεται δ' ἐν αὐτῷ καὶ λίθος βηρύλλῳ πα-
ρόμοιος· ὃν ἐὰν κρατήσωσιν οἱ ψευδομαρτυρεῖν ἐθέλον-
τες, μέλας γίνεται. Κεῖνται δὲ πολλοὶ ἐν τῷ τεμένει
τῆς Προσυμναίας Ἥρας, καθὼς ἱστορεῖ Τιμόθεος ἐν
Ἀργολικοῖς· μέμνηται δὲ τούτων καὶ Ἀγάθων ὁ Σά-
μιος ἐν βʹ περὶ Ποταμῶν. Ἀγαθοκλῆς δ' ὁ Μιλήσιος
ἐν τοῖς περὶ Ποταμῶν φησὶ, τὸν Ἴναχον διὰ πανουρ-
γίαν ὑπὸ τοῦ Διὸς κεραυνωθέντα, ξηρὸν γενέσθαι.
Παράκεινται δ' αὐτῷ ὄρη Μυκῆναί τε καὶ Ἀπέ-
σαντος καὶ Κοκκύγιον καὶ Ἀθηναῖον, τὰς προσηγορίας
εἰληφότα διὰ τοιαύτην αἰτίαν. Τὸ μὲν Ἀπέσαντον
ἐκαλεῖτο πρότερον Σεληναῖον. Ἥρα γὰρ παρ' Ἡρα-
κλέους δίκας βουλομένη λαβεῖν συνεργὸν παρέλαβε
τὴν Σελήνην· ἡ δὲ ἐπῳδαῖς χρησαμένη μάγοις ἀφροῦ
κίστην ἐπλήρωσεν, ἐξ ἧς γεννηθέντα λέοντα μέγιστον
Ἶρις ταῖς ἰδίαις ζώναις ἐπισφίγξασα κατήνεγκεν εἰς
ὄρος Ὀφέλτιον· ὁ δὲ ποιμένα τινὰ τῶν ἐγχωρίων
Ἀπέσαντον σπαράξας ἀνεῖλεν κατὰ δὲ θεῶν πρόνοιαν
ὁ τόπος Ἀπέσαντος ἀπ' αὐτοῦ μετωνομάσθη,

Πλούταρχος. , De fluviis Chapter 18, section 6, l. 1

κίστην ἐπλήρωσεν, ἐξ ἧς γεννηθέντα λέοντα μέγιστον


Ἶρις ταῖς ἰδίαις ζώναις ἐπισφίγξασα κατήνεγκεν εἰς
ὄρος Ὀφέλτιον· ὁ δὲ ποιμένα τινὰ τῶν ἐγχωρίων
Ἀπέσαντον σπαράξας ἀνεῖλεν κατὰ δὲ θεῶν πρόνοιαν
ὁ τόπος Ἀπέσαντος ἀπ' αὐτοῦ μετωνομάσθη, καθὼς
ἱστορεῖ Δημόδοκος ἐν αʹ Ἡρακλείας.
Γεννᾶται δ' ἐν αὐτῷ βοτάνη Σελήνη καλουμένη·
τὸν δὲ καταφερόμενον ἀπ' αὐτῆς ἀφρὸν περὶ τὴν ἀρχὴν
τοῦ θέρους οἱ ποιμένες αἴροντες ἀλείφουσι τοὺς πόδας,
καὶ οὐδὲν ὑπὸ τῶν ἑρπετῶν ἀδικοῦνται.
Μυκῆναι δὲ ἐκαλοῦντο τὸ πρότερον Ἄργιον ἀπὸ
Ἄργου τοῦ πανόπτου· μετωνομάσθη δὲ Μυκῆναι δι'
αἰτίαν τοιαύτην. Περσέως Μέδουσαν ἀποκτείναντος,
Σθενὼ καὶ Εὐρυάλη ὡς τῆς προειρημένης ἀδελφαὶ τῆς
πεφονευμένης τὸν ἐπίβουλον ἐπεδίωκον· γενόμεναι δὲ
κατὰ τοῦτον τὸν λόφον καὶ ἀπελπίσασαι τῆς συλλή-
127

ψεως, διὰ τὴν συμπάθειαν μυκηθμὸν ἀνέδωκαν· οἱ δ'


ἐγχώριοι τὴν ἀκρώρειαν ἀπὸ τοῦ συγκυρήματος Μυκήνας μετωνόμασαν,
καθὼς ἱστορεῖ Κτησίας Ἐφέσιος ἐν αʹ Περσηίδος.

Πλούταρχος. , De fluviis Chapter 18, section 6, l. 2

Ἶρις ταῖς ἰδίαις ζώναις ἐπισφίγξασα κατήνεγκεν εἰς


ὄρος Ὀφέλτιον· ὁ δὲ ποιμένα τινὰ τῶν ἐγχωρίων
Ἀπέσαντον σπαράξας ἀνεῖλεν κατὰ δὲ θεῶν πρόνοιαν
ὁ τόπος Ἀπέσαντος ἀπ' αὐτοῦ μετωνομάσθη, καθὼς
ἱστορεῖ Δημόδοκος ἐν αʹ Ἡρακλείας.
Γεννᾶται δ' ἐν αὐτῷ βοτάνη Σελήνη καλουμένη·
τὸν δὲ καταφερόμενον ἀπ' αὐτῆς ἀφρὸν περὶ τὴν ἀρχὴν
τοῦ θέρους οἱ ποιμένες αἴροντες ἀλείφουσι τοὺς πόδας,
καὶ οὐδὲν ὑπὸ τῶν ἑρπετῶν ἀδικοῦνται.
Μυκῆναι δὲ ἐκαλοῦντο τὸ πρότερον Ἄργιον ἀπὸ
Ἄργου τοῦ πανόπτου· μετωνομάσθη δὲ Μυκῆναι δι'
αἰτίαν τοιαύτην. Περσέως Μέδουσαν ἀποκτείναντος,
Σθενὼ καὶ Εὐρυάλη ὡς τῆς προειρημένης ἀδελφαὶ τῆς
πεφονευμένης τὸν ἐπίβουλον ἐπεδίωκον· γενόμεναι δὲ
κατὰ τοῦτον τὸν λόφον καὶ ἀπελπίσασαι τῆς συλλή-
ψεως, διὰ τὴν συμπάθειαν μυκηθμὸν ἀνέδωκαν· οἱ δ'
ἐγχώριοι τὴν ἀκρώρειαν ἀπὸ τοῦ συγκυρήματος Μυ-
κήνας μετωνόμασαν, καθὼς ἱστορεῖ Κτησίας Ἐφέσιος
ἐν αʹ Περσηίδος.

Πλούταρχος. , De fluviis Chapter 18, section 7, l. 10

Χρύσερμος δὲ ὁ Κορίνθιος ἐν αʹ Πελοποννησια-


κῶν ἱστορίας μέμνηται τοιαύτης. Περσέως φερομένου
μετεώρου καὶ κατὰ τὸν λόφον γενομένου τοῦτον ἐξέπε-
σεν αὐτοῦ τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους ὁ μύκης. Γοργοφόνος
δὲ, ὁ βασιλεὺς Ἐπιδαυρίων, ἐκπεσὼν τῆς ἀρχῆς ἔλα-
βε χρησμὸν, ἐμπεριελθεῖν τὰς Ἀργολικὰς πόλεις καὶ
ὅπου ἂν εὕρῃ ξίφους μύκητα, ἐκεῖ κτίσαι πόλιν. Γενό-
μενος δὲ κατὰ τὸ Ἄργιον ὄρος καὶ εὑρὼν τὴν ἐλεφαν-
τίνην λαβὴν πόλιν ἔκτισεν, ἣν ἀπὸ τοῦ συγκυρήματος
προσηγόρευσε Μυκήνας.
Γεννᾶται δ' ἐν αὐτῷ λίθος κορύβας καλούμενος,
τῇ χρόᾳ κοραξός· ὃν ἐὰν εὕρῃς καὶ ἔχῃς ἐν τῷ σώματι
128

περικείμενον, κατ' οὐδὲν φοβῇ τὰς τετρατώδεις ὄψεις.


Τὸ δ' ὄρος Ἀπέσαντος τοῦ Ἀκρισίου. Κυνηγε-
τῶν γὰρ κατ' ἐκεῖνον τὸν τόπον καὶ πατήσας ἑρπετὸν
δηλητήριον ἐτελεύτησεν· ὁ δὲ βασιλεὺς τὸν υἱὸν θάψας
[τὸν] λόφον Ἀπέσαντον μετωνόμασεν, καλούμενον Σε-
λινούντιον.

Στράβων Γεωγραφικά. Strabonis geographica, 3 vols.”, Ed. Meineke,


A.Leipzig: Teubner, 1877, Repr. 1969.
Book 5, chapter 2, section 4, l. 30

καὶ τὰ Ἠπειρωτικὰ ἔθνη Πελασγικὰ εἰρήκασιν, ὡς καὶ


μέχρι δεῦρο ἐπαρξάντων· Πελασγούς τε πολλοὺς καὶ
τῶν ἡρώων ὄνομα καλέσαντες, οἱ ὕστερον ἀπ' ἐκείνων
πολλὰ τῶν ἐθνῶν ἐπώνυμα πεποιήκασι· καὶ γὰρ τὴν
Λέσβον Πελασγίαν εἰρήκασι, καὶ τοῖς ἐν τῇ Τρῳάδι
Κίλιξιν Ὅμηρος εἴρηκε τοὺς ὁμόρους Πελασγούς “Ἱπ-
“πόθοος δ' ἄγε φῦλα Πελασγῶν ἐγχεσιμώρων, τῶν οἳ
“Λάρισαν ἐριβώλακα ναιετάασκον.” τῷ δ' Ἐφόρῳ τοῦ
ἐξ Ἀρκαδίας εἶναι τὸ φῦλον τοῦτο ἦρξεν Ἡσίοδος. φησὶ
γάρ “υἱεῖς ἐξεγένοντο Λυκάονος ἀντιθέοιο, ὅν ποτε
“τίκτε Πελασγός.” Αἰσχύλος δ' ἐκ τοῦ περὶ Μυκήνας
Ἄργους φησὶν ἐν Ἱκέτισι καὶ Δαναΐσι τὸ γένος αὐτῶν.
καὶ τὴν Πελοπόννησον δὲ Πελασγίαν φησὶν Ἔφορος
κληθῆναι, καὶ Εὐριπίδης δ' ἐν Ἀρχελάῳ φησὶν ὅτι
“Δαναὸς ὁ πεντήκοντα θυγατέρων πατὴρ ἐλθὼν ἐς
“Ἄργος ᾤκισ' Ἰνάχου πόλιν, Πελασγιώτας δ' ὠνομα-
“σμένους τὸ πρὶν Δαναοὺς καλεῖσθαι νόμον ἔθηκ' ἀν'
“Ἑλλάδα.” Ἀντικλείδης δὲ πρώτους φησὶν αὐτοὺς τὰ
περὶ Λῆμνον καὶ Ἴμβρον κτίσαι, καὶ δὴ τούτων τινὰς
καὶ μετὰ Τυρρηνοῦ τοῦ Ἄτυος εἰς τὴν Ἰταλίαν συνᾶ-
ραι. καὶ οἱ τὴν Ἀτθίδα συγγράψαντες ἱστοροῦσι περὶ

Στράβων Γεωγραφικά. Book 8, chapter 6, section 2, l. 7

ἀπὸ Μαλεῶν ἀρξάμενος μέχρι πολλοῦ ὁ Λακωνικός,


ἔχει δ' ὅμως ὑφόρμους καὶ λιμένας. ἡ λοιπὴ δ' ἐστὶ
παραλία εὐλίμενος, νησίδιά τε πολλὰ πρόκειται αὐτῆς
οὐκ ἄξια μνήμης.
Τῶν δ' Ἀργείων αἵ τε Πρασιαὶ καὶ τὸ Τημένιον,
129

ἐν ᾧ τέθαπται Τήμενος, καὶ ἔτι πρότερον τὸ χωρίον,


δι' οὗ ῥεῖ ποταμὸς ἡ Λέρνη καλουμένη ὁμώνυμος τῇ
λίμνῃ, ἐν ᾗ μεμύθευται τὰ περὶ τὴν Ὕδραν. τὸ δὲ Τη-
μένιον ἀπέχει τοῦ Ἄργους ἓξ καὶ εἴκοσι σταδίους ὑπὲρ
τῆς θαλάττης, ἀπὸ δὲ τοῦ Ἄργους εἰς τὸ Ἡραῖον τετ-
ταράκοντα, ἔνθεν δὲ εἰς Μυκήνας δέκα. μετὰ δὲ τὸ
Τημένιον ἡ Ναυπλία, τὸ τῶν Ἀργείων ναύσταθμον·
τὸ δ' ἔτυμον ἀπὸ τοῦ ταῖς ναυσὶ προσπλεῖσθαι. ἀπὸ
τούτου δὲ πεπλάσθαι φασὶ τὸν Ναύπλιον καὶ τοὺς
παῖδας αὐτοῦ παρὰ τοῖς νεωτέροις· οὐ γὰρ Ὅμηρον
ἀμνημονῆσαι ἂν τούτων, τοῦ μὲν Παλαμήδους τοσαύ-
την σοφίαν καὶ σύνεσιν ἐπιδεδειγμένου, δολοφονη-
θέντος δὲ ἀδίκως, τοῦ δὲ Ναυπλίου τοσοῦτον ἀπεργα-
σαμένου φθόρον ἀνθρώπων περὶ τὸν Καφηρέα. ἡ δὲ
γενεαλογία πρὸς τῷ μυθώδει καὶ τοῖς χρόνοις διημάρ-
τηται· δεδόσθω γὰρ Ποσειδῶνος εἶναι, Ἀμυμώνης δὲ

Στράβων Γεωγραφικά. Book 8, chapter 6, section 8, l. 13

καὶ τῆς ἐκεῖ λίμνης τῆς καλουμένης Στυμφαλίδος, ἐν


ᾗ τὰς ὄρνεις μυθολογοῦσι τὰς ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους το-
ξεύμασι καὶ τυμπάνοις ἐξελαθείσας, [ἃς] καὶ αὐτὰς κα-
λοῦσι Στυμφαλίδας· δύντα δ' ὑπὸ γῆς φασὶ τὸν ποτα-
μὸν τοῦτον ἐκπίπτειν εἰς τὴν Ἀργείαν καὶ ποιεῖν ἐπίρ-
ρυτον τὸ πεδίον· ῥεῖ δὲ καὶ ἄλλος ὁμώνυμος ἐκ τῆς
Ἀρκαδίας εἰς τὸν κατὰ Βοῦραν αἰγιαλόν· ἄλλος δ' ἐστὶν
ὁ Ἐρετρικός, καὶ ὁ ἐν τῇ Ἀττικῇ κατὰ Βραυρῶνα. δεί-
κνυται δὲ καὶ Ἀμυμώνη τις κρήνη κατὰ Λέρνην. ἡ δὲ
Λέρνη λίμνη τῆς Ἀργείας ἐστὶ καὶ τῆς Μυκηναίας, ἐν
ᾗ τὴν Ὕδραν ἱστοροῦσι· διὰ δὲ τοὺς γινομένους κα-
θαρμοὺς ἐν αὐτῇ παροιμία τις ἐξέπεσε “Λέρνη κακῶν.”
τὴν μὲν οὖν χώραν συγχωροῦσιν εὐυδρεῖν, αὐτὴν δὲ
τὴν πόλιν ἐν ἀνύδρῳ χωρίῳ κεῖσθαι, φρεάτων δ' εὐ-
πορεῖν (ἃ ταῖς Δαναΐσιν ἀνάπτουσιν, ὡς ἐκείνων ἐξευ-
ρουσῶν, ἀφ' οὗ καὶ τὸ ἔπος εἰπεῖν τοῦτο “Ἄργος ἄνυ-
δρον ἐὸν Δανααὶ θέσαν Ἄργος ἔνυδρον”), τῶν δὲ φρε-
άτων τέτταρα καὶ ἱερὰ ἀποδειχθῆναι καὶ τιμᾶσθαι δια-
φερόντως, ἐν εὐπορίᾳ ὑδάτων ἀπορίαν εἰσάγοντες.
Τὴν δὲ ἀκρόπολιν τῶν Ἀργείων οἰκίσαι λέγεται

Στράβων Γεωγραφικά. Book 8, chapter 6, section 10, l. 9


130

Ὁμήρῳ δ' οὐδ' ἅπαξ· μάλιστα δ' οἴονται Μακεδονι-


κὸν καὶ Θετταλικὸν εἶναι.
Τῶν δ' ἀπογόνων τοῦ Δαναοῦ διαδεξαμένων τὴν
ἐν Ἄργει δυναστείαν, ἐπιμιχθέντων δὲ τούτοις τῶν
Ἀμυθαονιδῶν ὡρμημένων ἐκ τῆς Πισάτιδος καὶ τῆς
Τριφυλίας, οὐκ ἂν θαυμάσειέ τις εἰ συγγενεῖς ὄντες
οὕτω διείλοντο τὴν χώραν εἰς δύο βασιλείας τὸ πρῶ-
τον, ὥστε τὰς ἡγεμονευούσας ἐν αὐταῖς δύο πόλεις
ἀποδειχθῆναι πλησίον ἀλλήλων ἱδρυμένας ἐν ἐλάττο-
σιν ἢ πεντήκοντα σταδίοις, τό τε Ἄργος καὶ τὰς Μυ-
κήνας, καὶ τὸ Ἡραῖον εἶναι κοινὸν ἱερὸν τὸ πρὸς ταῖς
Μυκήναις ἀμφοῖν, ἐν ᾧ τὰ Πολυκλείτου ξόανα τῇ μὲν
τέχνῃ κάλλιστα τῶν πάντων πολυτελείᾳ δὲ καὶ μεγέθει
τῶν Φειδίου λειπόμενα. κατ' ἀρχὰς μὲν οὖν τὸ Ἄργος
ἐπεκράτει μᾶλλον, εἶθ' αἱ Μυκῆναι μείζονα ἐπίδοσιν
λαβοῦσαι διὰ τὴν τῶν Πελοπιδῶν εἰς αὐτὰς μεθίδρυ-
σιν· περιστάντων γὰρ εἰς τοὺς Ἀτρέως παῖδας ἁπάν-
των, Ἀγαμέμνων ὢν πρεσβύτερος παραλαβὼν τὴν
ἐξουσίαν ἅμα τύχῃ τε καὶ ἀρετῇ πρὸς τοῖς οὖσι πολλὴν
προσεκτήσατο τῆς χώρας, καὶ δὴ καὶ τὴν Ἀργολικὴν
τῇ Μυκηναίᾳ προσέθηκε. Μενέλαος μὲν δὴ τὴν

Στράβων Γεωγραφικά. Book 8, chapter 6, section 10, l. 28

προσεκτήσατο τῆς χώρας, καὶ δὴ καὶ τὴν Ἀργολικὴν


τῇ Μυκηναίᾳ προσέθηκε. Μενέλαος μὲν δὴ τὴν Λακω-
νικὴν ἔσχε, Μυκήνας δὲ καὶ τὰ μέχρι Κορίνθου καὶ
Σικυῶνος καὶ τῆς Ἰώνων μὲν τότε καὶ Αἰγιαλέων κα-
λουμένης Ἀχαιῶν δὲ ὕστερον Ἀγαμέμνων παρέλαβε.
μετὰ δὲ τὰ Τρωικὰ τῆς Ἀγαμέμνονος ἀρχῆς καταλυ-
θείσης ταπεινωθῆναι [συνέβη] Μυκήνας καὶ μάλιστα
μετὰ τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. κατασχόντες γὰρ
οὗτοι τὴν Πελοπόννησον ἐξέβαλον τοὺς πρότερον κρα-
τοῦντας ὥσθ' οἱ τὸ Ἄργος ἔχοντες εἶχον καὶ τὰς Μυ-
κήνας συντελούσας εἰς ἕν· χρόνοις δ' ὕστερον κατε-
σκάφησαν ὑπ' Ἀργείων ὥστε νῦν μηδ' ἴχνος εὑρίσκε-
σθαι τῆς Μυκηναίων πόλεως. ὅπου δὲ Μυκῆναι τοι-
αῦτα πεπόνθασιν, οὐ δεῖ θαυμάζειν οὐδ' εἴ τινες τῶν
ὑπὸ τῷ Ἄργει καταλεγομένων ἀφανεῖς νῦν εἰσιν. ὁ
μὲν δὴ κατάλογος ἔχει οὕτως “οἳ δ' Ἄργος τ' εἶχον Τί-
“ρυνθά τε τειχιόεσσαν Ἑρμιόνην τ' Ἀσίνην τε, [βα-
131

“θὺ]ν κατὰ κόλπον ἐχούσας, Τροιζῆν' Ἠιόνας τε καὶ


“ἀμπελόεντ' Ἐπίδαυρον, οἵ τ' ἔχον Αἴγιναν Μάσητά
“τε, κοῦροι Ἀχαιῶν.” τούτων δὲ περὶ μὲν τοῦ Ἄργους
εἴρηται, περὶ δὲ τῶν ἄλλων λεκτέον.

Στράβων Γεωγραφικά. Book 8, chapter 6, section 13, l. 10

ασιν ἐνταῦθα τοῖς νεκροῖς ναῦλον.


Δρυόπων δ' οἰκητήριόν φασι καὶ τὴν Ἀσίνην,
εἴτ' ἐκ τῶν περὶ Σπερχειὸν τόπων ὄντας αὐτοὺς Δρύ-
οπος τοῦ Ἀρκάδος κατοικίσαντος ἐνταῦθα, ὡς Ἀρι-
στοτέλης φησίν, εἴθ' Ἡρακλέους ἐκ τῆς περὶ τὸν Παρ-
νασσὸν Δωρίδος ἐξελάσαντος αὐτούς. τὸ δὲ Σκύλ-
λαιον τὸ ἐν Ἑρμιόνῃ ὠνομάσθαι φασὶν ἀπὸ Σκύλλης
τῆς Νίσου θυγατρός, ἣν ἐξ ἔρωτος προδοῦσαν Μίνῳ
τὴν Νίσαιαν καταποντωθῆναί φασιν ὑπ' αὐτοῦ, δεῦρο
δ' ἐκκυμανθεῖσαν ταφῆς τυχεῖν. Ἠιόνες δὲ κώμη τις
ἦν, ἣν ἐρημώσαντες Μυκηναῖοι ναύσταθμον ἐποίησαν,
ἀφαν[ισθεῖσα δ' ὕστερον] οὐδὲ ναύσταθμόν ἐστιν.
Τροιζὴν δὲ ἱερά ἐστι Ποσειδῶνος, ἀφ' οὗ καὶ Πο-
σειδωνία ποτὲ ἐλέγετο· ὑπέρκειται δὲ τῆς θαλάττης εἰς
πεντεκαίδεκα σταδίους, οὐδ' αὕτη ἄσημος πόλις. πρό-
κειται δὲ τοῦ λιμένος αὐτῆς Πώγωνος τοὔνομα Κα-
λαυρία νησίδιον ὅσον τριάκοντα σταδίων ἔχον τὸν κύ-
κλον· ἐνταῦθα ἦν ἄσυλον Ποσειδῶνος ἱερόν, καί φασι
τὸν θεὸν τοῦτον ἀλλάξασθαι πρὸς μὲν Λητὼ τὴν Κα-
λαυρίαν ἀντιδόντα Δῆλον, πρὸς Ἀπόλλωνα δὲ Ταίνα-
ρον ἀντιδόντα Πυθώ.

Στράβων Γεωγραφικά. Book 8, chapter 6, section 19, l. 1

λον, ὕστερον δὲ καὶ μέχρι παντὸς ὑπερεβάλοντο Λα-


κεδαιμόνιοι καὶ διετέλεσαν τὴν αὐτονομίαν φυλάττον-
τες, πλὴν εἴ τί που μικρὸν προσπταίειν αὐτοὺς συνέ-
βαινεν. Ἀργεῖοι δὲ Πύρρον μὲν οὐκ ἐδέξαντο (ἀλλὰ
καὶ πρὸ τοῦ τείχους ἔπεσε γρᾳδίου τινός, ὡς ἔοικε,
κεραμίδα ἀφέντος ἄνωθεν ἐπὶ τὴν κεφαλήν) ὑπ' ἄλ-
λοις δ' ἐγένοντο βασιλεῦσι, μετασχόντες δὲ τοῦ τῶν
Ἀχαιῶν συστήματος σὺν ἐκείνοις εἰς τὴν τῶν Ῥωμαίων
ἐξουσίαν ἦλθον, καὶ νῦν συνέστηκεν ἡ πόλις δευτε-
ρεύουσα τῇ τάξει μετὰ τὴν Σπάρτην.
132

Ἑξῆς δὲ λέγωμεν περὶ τῶν ὑπὸ Μυκήναις καὶ τῷ


Ἀγαμέμνονι τεταγμένων τόπων ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν
νεῶν· ἔχει δ' οὕτω τὰ ἔπη “οἳ δὲ Μυκήνας εἶχον, ἐυ-
“κτίμενον πτολίεθρον, ἀφνειόν τε Κόρινθον ἐυκτιμέ-
“νας τε Κλεωνάς, Ὀρνειάς τ' ἐνέμοντο Ἀραιθυρέην
“[τ' ἐρατεινὴν] καὶ Σικυῶν', ὅθ' [ἄρ'] Ἄδρηστος πρῶτ'
“ἐμβασίλευεν, οἵ θ' Ὑπερησίην τε καὶ αἰπεινὴν Γο-
“νόεσσαν Πελλήνην τ' εἶχον, ἠδ' Αἴγιον ἀμφενέ-
“μοντο, Αἰγιαλόν τ' ἀνὰ πάντα καὶ ἀμφ' Ἑλίκην εὐ-
“ρεῖαν.” αἱ μὲν οὖν Μυκῆναι νῦν οὐκέτ' εἰσίν, ἔκτισε
δ' αὐτὰς Περσεύς, διεδέξατο δὲ Σθένελος,

Στράβων Γεωγραφικά. Book 8, chapter 6, section 19, l. 23

μὲν οὖν στρατεύσας εἰς Μαραθῶνα ἐπὶ τοὺς Ἡρακλέ-


ους παῖδας καὶ Ἰόλαον βοηθησάντων Ἀθηναίων ἱστο-
ρεῖται πεσεῖν ἐν τῇ μάχῃ, καὶ τὸ μὲν ἄλλο σῶμα Γαρ-
γηττοῖ ταφῆναι, τὴν δὲ κεφαλὴν χωρὶς ἐν Τρικορύνθῳ,
ἀποκόψαντος αὐτὴν Ἰολάου περὶ τὴν κρήνην τὴν Μα-
καρίαν ὑπὸ ἁμαξιτόν· καὶ ὁ τόπος καλεῖται Εὐρυσθέως
κεφαλή. αἱ δὲ Μυκῆναι μετέπεσον εἰς τοὺς Πελοπίδας
ὁρμηθέντας ἐκ τῆς Πισάτιδος, εἶτ' εἰς τοὺς Ἡρακλεί-
δας καὶ τὸ Ἄργος ἔχοντας. μετὰ δὲ τὴν ἐν Σαλαμῖνι
ναυμαχίαν Ἀργεῖοι μετὰ Κλεωναίων καὶ Τεγεατῶν
ἐπελθόντες ἄρδην τὰς Μυκήνας ἀνεῖλον καὶ τὴν χώραν
διενείμαντο. διὰ δὲ τὴν ἐγγύτητα τὰς δύο πόλεις ὡς
μίαν οἱ τραγικοὶ συνωνύμως προσαγορεύουσιν, Εὐρι-
πίδης δὲ καὶ ἐν τῷ αὐτῷ δράματι τοτὲ μὲν Μυκήνας
καλῶν τοτὲ δ' Ἄργος τὴν αὐτὴν πόλιν, καθάπερ ἐν
Ἰφιγενείᾳ καὶ Ὀρέστῃ. Κλεωναὶ δ' εἰσὶ πόλισμα ἐπὶ
τῇ ὁδῷ κείμενον τῇ ἐξ Ἄργους εἰς Κόρινθον ἐπὶ λόφου
περιοικουμένου πανταχόθεν καὶ τετειχισμένου καλῶς,
ὥστ' οἰκείως εἰρῆσθαί μοι δοκεῖ τὸ ἐυκτιμένας Κλεω-
νάς.

Mantissa Proverbiorum, Mantissa proverbiorum (0200: 001)


“Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 2”, Ed. von Leutsch, E.L.
Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1851, Repr. 1958.Centuria 2,
section 86, l. 2
133

φους ὑποτυποῦν· σκάριφος δέ ἐστιν ἡ γραφὶς αὐτῶν.


Σκιὰ ὀνείρων: ἐπὶ τῶν ἀδήλων.
Σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή: Θεμι-
στίου περὶ γήρως· καίτοι περί γε τῶν γερόντων ὁ Σοφοκλῆς
εἴρηκε χαριέντως·
Σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή·
καταγωγῇ γὰρ ἔοικεν ὁ γεροντικὸς θάνατος, ἐκβολὴ δὲ καὶ
ναυάγιόν ἐστιν ὁ τῶν νέων· ἐκπίπτει γὰρ ἡ ψυχὴ βίᾳ συν-
τριβομένου τοῦ σώματος.
Σπάρταν ἔλαχες, κείναν κόσμει·
τὰς δὲ Μυκήνας ἡμεῖς ἰδίᾳ.
Σπιθαμὴ τοῦ βίου: τὸ ἐλάχιστον.
Σπόγγῳ πάτταλον κρούειν: ἐπὶ τοῦ μηδὲν ἀνύοντος.
Στησίχορος παλινῳδίαν ᾄδει: ἐπὶ τῶν μεταβαλ-
λομένων τοῖς βελτίοσιν.
Συλοσῶντος χλαμύς: ἐπὶ τῶν ἀλαζονευομένων ἐπὶ
ἐσθῆτι· οὗτος γὰρ εἶχε χλαμύδα, ἣν Δαρείῳ ἰδιωτεύοντι
δωρησάμενος ἔτυχε τῆς εἰς Σάμον καθόδου.

Critias Eleg., Phil., Trag., Fragmenta (0319: 001)“Tragicorum


Graecorum fragmenta, vol. 1”, Ed. Snell, B.Göttingen: Vandenhoeck &
Ruprecht, 1971.Fragment 1, l. 12

δεῦρ' ἐγκονοῦντα καὶ μάλ' εὐτόλμῳ φρενί.


εἰπεῖν δίκαιον, ὦ ξέν', ὅστις ὢν τόπους
ἐς τούσδε χρίμπτῃ καὶ καθ' ἥντιν' αἰτίαν.
{ΗΡΑΚΛΗΣ·} οὐδεὶς ὄκνος πάντ' ἐκκαλύψασθαι λόγον·
ἐμοὶ πατρὶς μὲν Ἄργος, ὄνομα δ' Ἡρακλῆς,
θεῶν δὲ πάντων πατρὸς ἐξέφυν Διός·
ἐμῇ γὰρ ἦλθε μητρὶ κεδνὰ πρὸς λέχη
Ζεύς, ὡς λέλεκται τῆς ἀληθείας ὕπο.
ἥκω δὲ δεῦρο πρὸς βίαν, Εὐρυσθέως
ἀρχαῖς ὑπείκων, ὅς μ' ἔπεμψ' Ἅιδου κύνα
ἄγειν κελεύων ζῶντα πρὸς Μυκηνίδας
πύλας, ἰδεῖν μὲν οὐ θέλων, ἆθλον δέ μοι
ἀνήνυτον τόνδ' ᾤετ' ἐξηυρηκέναι.
τοιόνδ' ἰχνεύων πρᾶγος Εὐρώπης κύκλῳ
Ἀσίας τε πάσης ἐς μυχοὺς ἐλήλυθα.

Claudius Ptolemaeus Math., Geographia (lib. 1–3) (0363: 009)


134

“Claudii Ptolemaei geographia, vol. 1.1”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1883.Book 3, chapter 14, section 41, l. 5

Ἀντιγόνεια ἡ καὶ Μαν-


τίνεια μθʹ γοʹʹ λεʹ ʹʹδʹʹ
Στύμφαλος νʹ γʹʹ λϛʹ γʹʹ
Κλείτωρ νʹ γʹʹ ιβʹʹ λϛʹ
Λίλαια νʹ ʹʹγʹʹ λϛʹ γʹʹ
Μεγάλη Πόλις νʹ γοʹʹ λϛʹ ϛʹʹ
Ἀργείας μεσόγειοι
Νέμεα ναʹ ιβʹʹ λϛʹʹ γʹʹ ιβʹʹ
Κλεωναί ναʹ ϛʹ λϛʹ γʹʹ ιβʹʹ
Ἄργος ναʹ γʹʹ λϛʹ δʹʹ
Μυκῆναι ναʹ ʹʹδʹʹ λϛʹ ϛʹʹ
Ἀσίνη ναʹ ʹʹιβʹʹ λϛʹ δʹʹ
Μεσσηνίας μεσόγειοι
Ἁλίαρτος μηʹ ʹʹγʹʹ λεʹ ʹʹδʹʹ
Ἰθώμη μηʹ ʹʹγʹʹ λεʹ γʹʹ ιβʹʹ
Τροιζήν μθʹ ϛʹʹ λεʹ γʹʹ ιβʹʹ
Λακωνικῆς μεσόγειοι

Claudius Ptolemaeus Math., Geographia (lib. 4–8) (0363: 014)“Claudii


Ptolemaei geographia, vols. 1–2”, Ed. Nobbe, C.F.A.Leipzig: Teubner,
1:1843; 2:1845, Repr. 1966.Book 4, chapter 2, section 19, l. 6

καὶ Τολῶται, καὶ Νακμούσιοι μέχρι τῶν Γαράφων ὀρέων.


Τῶν δὲ Ταλαδουσίων εἰσὶν ἀνατολικώτε-
ροι μέχρι τῶν ἐκβολῶν τοῦ Χιναλὰφ ποταμοῦ Μα-
χούσιοι.
ὑφ' οὓς τὸ Ζάλακον ὄρος αὶ μετὰ τοῦτο
Μάζικες.
εἶτα Βαντουράροι,
καὶ ὑπὸ τὰ Γάραφα ὄρη Ἀκουήνσιοι (ἢ Νακου-
ήνσιοι),
καὶ Μυκῆνοι (ἢ Μυκίνοι),
καὶ Μακ(κ)οῦραι (ἢ Μακκούρωνες).
καὶ ὑπὲρ μὲν τὸ Κιννάβα ὄρος Ἐνάβασοι
(ἢ Νάβασοι),
ἀνατολικώτεροι δὲ τοῦ Ζαλάκου ὄρους ἐπὶ θαλάς-
σῃ Μακχούρηβοι.
135

Acusilaus Hist., Fragmenta (0392: 002)“FGrH #2”.Volume-Jacobyʹ-F


1a,2,F, fragment 24, l. 3

ἀπὸ Ὠγύγου τοῦ παρ' ἐκείνοις αὐτόχθονος πιστευθέντος, ἐφ' οὗ γέγονεν ὁ


μέγας
καὶ πρῶτος ἐν τῆι Ἀττικῆι κατακλυσμός, Φορωνέως Ἀργείων
βασιλεύοντος, ὡς
Ἀκουσίλαος ἱστορεῖ ...
SYNKELL. p. 119, 14 Bonn: ὥστε οὐδὲν
ἀξιομνημόνευτον Ἕλλησιν ἱστορεῖται πρὸ Ὠγύγου, πλὴν Φορωνέως τοῦ
συγχρονίσαν-
τος αὐτῶι καὶ Ἰνάχου τοῦ Φορωνέως πατρός, ὃς πρῶτος Ἄργους
ἐβασίλευσεν, ὡς
Ἀκουσίλαος ἱστορεῖ.
PAUSAN. II 16, 3: Περσεὺς δὲ ὡς ἀνέστρεψεν ἐς Ἄργος ... Μεγα-
πένθην τὸν Προίτου πείθει οἱ τὴν ἀρχὴν ἀντιδοῦναι, παραλαβὼν δὲ αὐτὸς
τὴν ἐκείνου Μυκήνας κτίζει. τοῦ ξίφους γὰρ ἐνταῦθα ἐξέπεσεν ὁ μύκης
αὐτῶι ... (4) Ὅμηρος δὲ ἐν Ὀδυσσείαι (β 120) γυναικὸς Μυκήνης ἐν
ἔπει τῶιδε ἐμνήσθη· ‘Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐυστέφανός τε Μυκήνη’.
ταύτην εἶναι θυγατέρα Ἰνάχου, γυναῖκα δὲ Ἀρέστορος τὰ ἔπη λέγει, ἃ
δὴ Ἕλληνες καλοῦσιν Ἠοίας μεγάλας (F 146)· ἀπὸ ταύτης οὖν
γεγονέναι καὶ τὸ ὄνομα τῆι πόλει φασί. ὃν δὲ προσποιοῦσιν Ἀκου-
σιλάωι λόγον, Μυκηνέα υἱὸν εἶναι Σπάρτωνος, Σπάρ-
τωνα δὲ Φορωνέως, οὐκ ἂν ἔγωγε ἀποδεξαίμην, διότι μηδὲ αὐτοὶ
Λακεδαιμόνιοι. Λακεδαιμονίοις γὰρ Σπάρτης μὲν γυναικὸς εἰκών ἐστιν
ἐν Ἀμύκλαις, Σπάρτωνα δὲ Φορωνέως παῖδα θαυμάζοιεν ἂν καὶ ἀρχὴν
ἀκούσαντες.

Acusilaus Hist., Fragmenta Volume-Jacobyʹ-F 1a,2,F, fragment 24, l. 4

SYNKELL. p. 119, 14 Bonn: ὥστε οὐδὲν


ἀξιομνημόνευτον Ἕλλησιν ἱστορεῖται πρὸ Ὠγύγου, πλὴν Φορωνέως τοῦ
συγχρονίσαν-
τος αὐτῶι καὶ Ἰνάχου τοῦ Φορωνέως πατρός, ὃς πρῶτος Ἄργους
ἐβασίλευσεν, ὡς
Ἀκουσίλαος ἱστορεῖ.
PAUSAN. II 16, 3: Περσεὺς δὲ ὡς ἀνέστρεψεν ἐς Ἄργος ... Μεγα-
πένθην τὸν Προίτου πείθει οἱ τὴν ἀρχὴν ἀντιδοῦναι, παραλαβὼν δὲ αὐτὸς
τὴν ἐκείνου Μυκήνας κτίζει. τοῦ ξίφους γὰρ ἐνταῦθα ἐξέπεσεν ὁ μύκης
αὐτῶι ... (4) Ὅμηρος δὲ ἐν Ὀδυσσείαι (β 120) γυναικὸς Μυκήνης ἐν
ἔπει τῶιδε ἐμνήσθη· ‘Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐυστέφανός τε Μυκήνη’.
ταύτην εἶναι θυγατέρα Ἰνάχου, γυναῖκα δὲ Ἀρέστορος τὰ ἔπη λέγει, ἃ
136

δὴ Ἕλληνες καλοῦσιν Ἠοίας μεγάλας (F 146)· ἀπὸ ταύτης οὖν


γεγονέναι καὶ τὸ ὄνομα τῆι πόλει φασί. ὃν δὲ προσποιοῦσιν Ἀκου-
σιλάωι λόγον, Μυκηνέα υἱὸν εἶναι Σπάρτωνος, Σπάρ-
τωνα δὲ Φορωνέως, οὐκ ἂν ἔγωγε ἀποδεξαίμην, διότι μηδὲ αὐτοὶ
Λακεδαιμόνιοι. Λακεδαιμονίοις γὰρ Σπάρτης μὲν γυναικὸς εἰκών ἐστιν
ἐν Ἀμύκλαις, Σπάρτωνα δὲ Φορωνέως παῖδα θαυμάζοιεν ἂν καὶ ἀρχὴν
ἀκούσαντες.

Acusilaus Hist., Fragmenta Volume-Jacobyʹ-F 1a,2,F, fragment 27, l. 6

Ἀκουσίλαος Πειρῆνος αὐτήν φασιν εἶναι. ταύτην ἱερωσύνην τῆς Ἥρας


ἔχουσαν Ζεὺς ἔφθειρε. φωραθεὶς δὲ ὑφ' Ἥρας τῆς μὲν κόρης ἁψάμενος
εἰς βοῦν μετεμόρφωσε λευκήν, ἀπωμόσατο δὲ ταύτηι μὴ συνελθεῖν· διό
φησιν Ἡσίοδος οὐκ ἐπισπᾶσθαι τὴν ἀπὸ τῶν θεῶν ὀργὴν τοὺς γινομένους
ὅρκους ὑπὲρ ἔρωτος.
– – II 6: Ἥρα δὲ αἰτησαμένη παρὰ Διὸς τὴν βοῦν φύλακα
αὐτῆς κατέστησεν Ἄργον τὸν πανόπτην, ὃν Φερεκύδης (3 F 67) μὲν
Ἀρέστορος λέγει· Ἀσκληπιάδης (12 F 16) δὲ Ἰνάχου· Κέρκωψ (Hesiod.
F 188) δὲ Ἄργου καὶ Ἰσμήνης τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός. Ἀκουσίλαος δὲ
γηγενῆ αὐτὸν λέγει. οὗτος ἐκ τῆς ἐλαίας ἐδέσμευεν αὐτὴν ἥτις ἐν τῶι
Μυκηναίων ὑπῆρχεν ἄλσει.
– – II 26: καὶ Ἀκρίσιος μὲν Ἄργους βασιλεύει, Προῖτος δὲ
Τίρυνθος. καὶ γίνεται Ἀκρισίωι μὲν ... Δανάη, Προίτωι δὲ ἐκ Σθενεβοίας
Λυσίππη καὶ Ἰφινόη καὶ Ἰφιάνασσα. αὗται δὲ ὡς ἐτελειώθησαν,
ἐμάνησαν,
ὡς μὲν Ἡσίοδός (F 27) φησιν, ὅτι τὰς Διονύσου τελετὰς οὐ κατεδέχοντο·
ὡς δὲ Ἀκουσίλαος λέγει, διότι τὸ τῆς Ἥρας ξόανον ἐξηυτέλισαν.
[APOLLODOR.] Bibl. II 94: ἕβδομον ἐπέταξεν ἆθλον τὸν κρῆτα
ἀγαγεῖν ταῦρον. τοῦτον Ἀκουσίλαος μὲν εἶναί φησι τὸν διαπορθμεύσαντα
Εὐρώπην Διί· τινὲς δὲ τὸν ὑπὸ Ποσειδῶνος ἀναδοθέντα ἐκ θαλάσσης, ὅτε
καταθύσειν Ποσειδῶνι Μίνως εἶπε τὸ φανὲν ἐκ τῆς θαλάσσης.

Acusilaus Hist., Fragmenta (0392: 004)“Die Fragmente der


Vorsokratiker, vol. 1, 6th edn.”, Ed. Diels, H., Kranz, W.Berlin:
Weidmann, 1951, Repr. 1966.Fragment 24, l. 3

IOSEPH. ant. Iud. I 107 μαρτυροῦσι δέ μου τῶι λόγωι


πάντες οἱ παρ' Ἕλλησι καὶ βαρβάροις συγγραψάμενοι τὰς ἀρχαιολο-
γίας ... καὶ γὰρ καὶ Μανέθων ... καὶ Βηρωσὸς καὶ ... συμφωνοῦσι
τοῖς ὑπ' ἐμοῦ λεγομένοις Ἡσίοδός
137

[fr. 256 Rz.2] τε καὶ Ἑκαταῖος [FGrHist. 1 F 35 I 16] καὶ Ἑλλάνικος


[FGrHist. 4 F 202 I 152] καὶ Ἀ. καὶ πρὸς τούτοις Ἔφορος
[FGrHist. 70 F 238 II 109] καὶ Νικόλαος [FGrHist. 90 F 141 II 426]
ἱστοροῦσι τοὺς ἀρχαίους ζήσαντας ἔτη χίλια.
PAUSAN. II 16, 4 ἀπὸ
ταύτης οὖν γεγονέναι καὶ τὸ ὄνομα τῆι πόλει φασί. ὃν δὲ προς-
ποιοῦσιν Ἀκουσιλάωι λόγον, Μυκηνέα υἱὸν εἶναι Σπάρτωνος,
Σπάρτωνα δὲ Φορωνέως, οὐκ ἂν ἔγωγε ἀποδεξαίμην, διότι
μηδὲ αὐτοὶ Λακεδαιμόνιοι.
SCHOL. APOLL. RHOD. II 1122 [3 B 12] Ἀ. δὲ καὶ Ἡσίο-
δος ἐν ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις (fr. 152) φασὶν ἐξ Ἰοφώσσης τῆς
Αἰήτου.

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. (0525: 001)“Pausaniae Graeciae


descriptio, 3 vols.”, Ed. Spiro, F.Leipzig: Teubner, 1903, Repr.
1:1967.Book 2, chapter 4, section 2, l. 6

δέ ἐστιν οὐ πόρρω Χαλινίτιδος Ἀθηνᾶς ἱερόν· Ἀθηνᾶν


γὰρ θεῶν μάλιστα συγκατεργάσασθαι τά τε ἄλλα Βελλε-
ροφόντῃ φασὶ καὶ ὡς τὸν Πήγασόν οἱ παραδοίη χει-
ρωσαμένη τε καὶ ἐνθεῖσα αὐτὴ τῷ ἵππῳ χαλινόν. τὸ
δὲ ἄγαλμα τοῦτο ξόανόν ἐστι, πρόσωπον δὲ καὶ χεῖρες
καὶ ἀκρόποδες εἰσὶ λευκοῦ λίθου. Βελλεροφόντην δὲ
οὐκ αὐτοκράτορα ὄντα βασιλεύειν, εἶναι δὲ ἐπὶ Προίτῳ
καὶ Ἀργείοις ἐγώ τε πείθομαι καὶ ὅστις τὰ Ὁμήρου
μὴ πάρεργον ἐπελέξατο. φαίνονται δὲ καὶ Βελλερο-
φόντου μετοικήσαντος ἐς Λυκίαν οὐδὲν ἧσσον οἱ Κο-
ρίνθιοι τῶν ἐν Ἄργει δυναστῶν ἢ Μυκήναις ὑπακού-
οντες· ἰδίᾳ τε οὐδένα παρέσχοντο ἄρχοντα τῆς ἐπὶ
Τροίαν στρατιᾶς, συντεταγμένοι δὲ Μυκηναίοις καὶ
ὅσων ἄλλων Ἀγαμέμνων ἡγεῖτο μετέσχον τοῦ στόλου.
Σισύφῳ δὲ οὔτι Γλαῦκος μόνον ὁ Βελλεροφόντου πα-
τὴρ ἀλλὰ καὶ ἕτερος υἱὸς ἐγένετο Ὀρνυτίων, ἐπὶ δὲ
αὐτῷ Θέρσανδρός τε καὶ Ἄλμος. Ὀρνυτίωνος δὲ ἦν
Φῶκος, Ποσειδῶνος δὲ ἐπίκλησιν. καὶ ὁ μὲν ἀπῴκησεν
ἐς Τιθορέαν τῆς νῦν καλουμένης Φωκίδος, Θόας δὲ
Ὀρνυτίωνος υἱὸς νεώτερος κατέμεινεν ἐν τῇ Κορίνθῳ.
Θόαντος δὲ Δαμοφῶν, Δαμοφῶντος δὲ ἦν Προπόδας,

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 2, chapter 4, section 2, l. 8


138

ροφόντῃ φασὶ καὶ ὡς τὸν Πήγασόν οἱ παραδοίη χει-


ρωσαμένη τε καὶ ἐνθεῖσα αὐτὴ τῷ ἵππῳ χαλινόν. τὸ
δὲ ἄγαλμα τοῦτο ξόανόν ἐστι, πρόσωπον δὲ καὶ χεῖρες
καὶ ἀκρόποδες εἰσὶ λευκοῦ λίθου. Βελλεροφόντην δὲ
οὐκ αὐτοκράτορα ὄντα βασιλεύειν, εἶναι δὲ ἐπὶ Προίτῳ
καὶ Ἀργείοις ἐγώ τε πείθομαι καὶ ὅστις τὰ Ὁμήρου
μὴ πάρεργον ἐπελέξατο. φαίνονται δὲ καὶ Βελλερο-
φόντου μετοικήσαντος ἐς Λυκίαν οὐδὲν ἧσσον οἱ Κο-
ρίνθιοι τῶν ἐν Ἄργει δυναστῶν ἢ Μυκήναις ὑπακού-
οντες· ἰδίᾳ τε οὐδένα παρέσχοντο ἄρχοντα τῆς ἐπὶ
Τροίαν στρατιᾶς, συντεταγμένοι δὲ Μυκηναίοις καὶ
ὅσων ἄλλων Ἀγαμέμνων ἡγεῖτο μετέσχον τοῦ στόλου.
Σισύφῳ δὲ οὔτι Γλαῦκος μόνον ὁ Βελλεροφόντου πα-
τὴρ ἀλλὰ καὶ ἕτερος υἱὸς ἐγένετο Ὀρνυτίων, ἐπὶ δὲ
αὐτῷ Θέρσανδρός τε καὶ Ἄλμος. Ὀρνυτίωνος δὲ ἦν
Φῶκος, Ποσειδῶνος δὲ ἐπίκλησιν. καὶ ὁ μὲν ἀπῴκησεν
ἐς Τιθορέαν τῆς νῦν καλουμένης Φωκίδος, Θόας δὲ
Ὀρνυτίωνος υἱὸς νεώτερος κατέμεινεν ἐν τῇ Κορίνθῳ.
Θόαντος δὲ Δαμοφῶν, Δαμοφῶντος δὲ ἦν Προπόδας,
Προπόδα δὲ Δωρίδας καὶ Ὑανθίδας. τούτων βασι-
λευόντων Δωριεῖς στρατεύουσιν ἐπὶ Κόρινθον· ἡγεῖτο

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 2, chapter 6, section 7, l. 8

Ἰανίσκος ἀπόγονος Κλυτίου τοῦ Λαμέδοντι κηδεύ-


σαντος ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἀττικῆς ἐβασίλευσεν, ἀποθανόν-
τος δὲ Ἰανίσκου Φαῖστος τῶν Ἡρακλέους λεγόμενος
παίδων καὶ οὗτος εἶναι. Φαίστου δὲ κατὰ μαντείαν
μετοικήσαντος ἐς Κρήτην βασιλεῦσαι λέγεται Ζεύξιππος
Ἀπόλλωνος υἱὸς καὶ νύμφης Συλλίδος. μετὰ δὲ Ζεύ-
ξιππον τελευτήσαντα Ἀγαμέμνων στρατὸν ἤγαγεν ἐπὶ
Σικυῶνα καὶ τὸν βασιλέα Ἱππόλυτον Ῥοπάλου παῖδα
τοῦ Φαίστου· δείσας δὲ τὸν στρατὸν ἐπιόντα Ἱππόλυ-
τος συνεχώρησεν Ἀγαμέμνονος κατήκοος καὶ Μυκη-
ναίων εἶναι. Ἱππολύτου δὲ ἦν τούτου Λακεστάδης.
Φάλκης [ταμφάλκης] δὲ ὁ Τημένου καταλαβὼν νύκτωρ
Σικυῶνα σὺν Δωριεῦσι κακὸν μὲν ἅτε Ἡρακλείδην
καὶ αὐτὸν ἐποίησεν οὐδέν, κοινωνὸν δὲ ἔσχε τῆς ἀρχῆς.
καὶ Δωριεῖς μὲν Σικυώνιοι γεγόνασιν ἀπὸ τούτου καὶ
μοῖρα τῆς Ἀργείας· τὴν δὲ τοῦ Αἰγιαλέως ἐν τῷ πεδίῳ
πόλιν Δημήτριος καθελὼν ὁ Ἀντιγόνου τῇ πάλαι ποτὲ
ἀκροπόλει προσῴκισε τὴν νῦν πόλιν. ἐχόντων δὲ ἀσθε-
139

νῶς ἤδη τῶν Σικυωνίων – αἰτίαν δὲ οὐκ ὀρθῶς


ποιοῖ τις ἂν ζητῶν, ἀποχρῷτο δὲ τῷ Ὁμήρῳ λεγομένῳ
περὶ Διός,

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 2, chapter 15, section 4, l. 2

... Νεμείων πανηγύρει τῶν χειμερινῶν. ἐνταῦθα


ἔστι μὲν Ὀφέλτου τάφος, περὶ δὲ αὐτὸν θριγκὸς λίθων
καὶ ἐντὸς τοῦ περιβόλου βωμοί· ἔστι δὲ χῶμα γῆς
Λυκούργου μνῆμα τοῦ Ὀφέλτου πατρός. τὴν δὲ πηγὴν
Ἀδράστειαν ὀνομάζουσιν εἴτε ἐπ' ἄλλῃ τινὶ αἰτίᾳ εἴτε
καὶ ἀνευρόντος αὐτὴν Ἀδράστου· τὸ δὲ ὄνομα λέγουσι
τῇ χώρᾳ Νεμέαν δοῦναι θυγατέρα Ἀσωποῦ καὶ ταύ-
την. καὶ ὄρος Ἀπέσας ἐστὶν ὑπὲρ τὴν Νεμέαν, ἔνθα
Περσέα πρῶτον Διὶ θῦσαι λέγουσιν Ἀπεσαντίῳ. –
ἀνελθοῦσι δὲ ἐς τὸν Τρητὸν καὶ αὖθις τὴν ἐς Ἄργος
ἰοῦσίν ἐστι Μυκηνῶν ἐρείπια ἐν ἀριστερᾷ. καὶ ὅτι
μὲν Περσεὺς ἐγένετο Μυκηνῶν οἰκιστής, ἴσασιν Ἕλλη-
νες· ἐγὼ δὲ αἰτίαν τε γράψω τοῦ οἰκισμοῦ καὶ δι'
ἥντινα πρόφασιν Ἀργεῖοι Μυκηναίους ὕστερον ἀνέστη-
σαν. ἐν γὰρ τῇ νῦν Ἀργολίδι ὀνομαζομένῃ τὰ μὲν
ἔτι παλαιότερα οὐ μνημονεύουσιν, Ἴναχον δὲ βασιλεύ-
οντα τόν τε ποταμὸν ἀφ' αὑτοῦ λέγουσιν ὀνομάσαι
καὶ θῦσαι τῇ Ἥρᾳ. λέγεται δὲ καὶ ὧδε λόγος· Φορω-
νέα ἐν τῇ γῇ ταύτῃ γενέσθαι πρῶτον, Ἴναχον δὲ οὐκ
ἄνδρα ἀλλὰ τὸν ποταμὸν πατέρα εἶναι Φορωνεῖ· τοῦτον
δὲ Ποσειδῶνι καὶ Ἥρᾳ δικάσαι περὶ τῆς χώρας,

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 2, chapter 16, section 3, l. 7

καὶ ἔργοις δεξιώσασθαι – ἔρχεται παρ' αὐτὸν ἐς τὴν


Λάρισαν· καὶ ὁ μὲν οἷα ἡλικίᾳ τε ἀκμάζων καὶ τοῦ
δίσκου χαίρων τῷ εὑρήματι ἐπεδείκνυτο ἐς ἅπαντας,
Ἀκρίσιος δὲ λανθάνει κατὰ δαίμονα ὑποπεσὼν τοῦ
δίσκου τῇ ὁρμῇ. καὶ Ἀκρισίῳ μὲν ἡ πρόρρησις τοῦ
θεοῦ τέλος ἔσχεν, οὐδὲ ἀπέτρεψέν οἱ τὸ χρεὼν τὰ ἐς
τὴν παῖδα καὶ τὸν θυγατριδοῦν παρευρήματα· Περ-
σεὺς δὲ ὡς ἀνέστρεψεν ἐς Ἄργος – ᾐσχύνετο γὰρ τοῦ
φόνου τῇ φήμῃ – , Μεγαπένθην τὸν Προίτου πείθει
οἱ τὴν ἀρχὴν ἀντιδοῦναι, παραλαβὼν δὲ αὐτὸς τὴν
ἐκείνου Μυκήνας κτίζει. τοῦ ξίφους γὰρ ἐνταῦθα
ἐξέπεσεν ὁ μύκης αὐτῷ, καὶ τὸ σημεῖον ἐς οἰκισμὸν
140

ἐνόμιζε συμβῆναι πόλεως. ἤκουσα δὲ καὶ ὡς διψῶντι


ἐπῆλθεν ἀνελέσθαι οἱ μύκητα ἐκ τῆς γῆς, ῥυέντος δὲ
ὕδατος πιὼν καὶ ἡσθεὶς Μυκήνας ἔθετο τὸ ὄνομα τῷ
χωρίῳ. Ὅμηρος δὲ ἐν Ὀδυσσείᾳ γυναικὸς Μυκήνης
ἐν ἔπει τῷδε ἐμνήσθη
Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐυστέφανός τε Μυκήνη.
ταύτην εἶναι θυγατέρα Ἰνάχου γυναῖκα δὲ Ἀρέστορος
τὰ ἔπη λέγει, ἃ δὴ Ἕλληνες καλοῦσιν Ἠοίας μεγάλας·
ἀπὸ ταύτης οὖν γεγονέναι καὶ τὸ ὄνομα τῇ πόλει

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 2, chapter 16, section 5, l. 3

τὰ ἔπη λέγει, ἃ δὴ Ἕλληνες καλοῦσιν Ἠοίας μεγάλας·


ἀπὸ ταύτης οὖν γεγονέναι καὶ τὸ ὄνομα τῇ πόλει
φασίν. ὃν δὲ προσποιοῦσιν Ἀκουσιλάῳ λόγον, Μυκη-
νέα υἱὸν εἶναι Σπάρτωνος, Σπάρτωνα δὲ Φορωνέως,
οὐκ ἂν ἔγωγε ἀποδεξαίμην, διότι μηδὲ αὐτοὶ Λακεδαι-
μόνιοι. Λακεδαιμονίοις γὰρ Σπάρτης μὲν γυναικὸς
εἰκών ἐστιν ἐν Ἀμύκλαις, Σπάρτωνα δὲ Φορωνέως
παῖδα θαυμάζοιεν ἂν καὶ ἀρχὴν ἀκούσαντες.
Μυκήνας δὲ Ἀργεῖοι καθεῖλον ὑπὸ ζηλοτυπίας.
ἡσυχαζόντων γὰρ τῶν Ἀργείων κατὰ τὴν ἐπιστρατείαν
τοῦ Μήδου, Μυκηναῖοι πέμπουσιν ἐς Θερμοπύλας ὀγ-
δοήκοντα ἄνδρας, οἳ Λακεδαιμονίοις μετέσχον τοῦ
ἔργου· τοῦτο ἤνεγκεν ὄλεθρόν σφισι τὸ φιλοτίμημα
παροξῦναν Ἀργείους. λείπεται δὲ ὅμως ἔτι καὶ ἄλλα
τοῦ περιβόλου καὶ ἡ πύλη, λέοντες δὲ ἐφεστήκασιν
αὐτῇ· Κυκλώπων δὲ καὶ ταῦτα ἔργα εἶναι λέγουσιν,
οἳ Προίτῳ τὸ τεῖχος ἐποίησαν ἐν Τίρυνθι. Μυκηνῶν
δὲ ἐν τοῖς ἐρειπίοις κρήνη τέ ἐστι καλουμένη Περσεία
καὶ Ἀτρέως καὶ τῶν παίδων ὑπόγαια οἰκοδομήματα,
ἔνθα οἱ θησαυροί σφισι τῶν χρημάτων ἦσαν. τάφος
δὲ ἔστι μὲν Ἀτρέως,

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 2, chapter 17, section 1, l. 1

τοῦ ἡνιόχου, καὶ Τελεδάμου τὸ αὐτὸ καὶ Πέλοπος –


τούτους γὰρ τεκεῖν διδύμους Κασσάνδραν φασί, νη-
πίους δὲ ἔτι ὄντας ἐπικατέσφαξε τοῖς γονεῦσιν Αἴγι-
141

σθος – καὶ Ἠλέκτρας· Πυλάδῃ γὰρ συνῴκησεν


Ὀρέστου δόντος. Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε ἔγραψε, Μέ-
δοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδῃ παῖδας ἐξ
Ἠλέκτρας. Κλυταιμνήστρα δὲ ἐτάφη καὶ Αἴγισθος
ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ τείχους· ἐντὸς δὲ ἀπηξιώθησαν,
ἔνθα Ἀγαμέμνων τε αὐτὸς ἔκειτο καὶ οἱ σὺν ἐκείνῳ
φονευθέντες.
Μυκηνῶν δὲ ἐν ἀριστερᾷ πέντε ἀπέχει καὶ δέκα
στάδια τὸ Ἡραῖον. ῥεῖ δὲ κατὰ τὴν ὁδὸν ὕδωρ Ἐλευ-
θέριον καλούμενον· χρῶνται δὲ αὐτῷ πρὸς καθάρσια
αἱ περὶ τὸ ἱερὸν καὶ τῶν θυσιῶν ἐς τὰς ἀπορρήτους.
αὐτὸ δὲ τὸ ἱερόν ἐστιν ἐν χθαμαλωτέρῳ τῆς Εὐβοίας·
τὸ γὰρ δὴ ὄρος τοῦτο ὀνομάζουσιν Εὔβοιαν, λέγοντες
Ἀστερίωνι γενέσθαι τῷ ποταμῷ θυγατέρας Εὔβοιαν
καὶ Πρόσυμναν καὶ Ἀκραίαν, εἶναι δὲ σφᾶς τροφοὺς
τῆς Ἥρας· καὶ ἀπὸ μὲν Ἀκραίας τὸ ὄρος καλοῦσι τὸ
ἀπαντικρὺ τοῦ Ἡραίου, ἀπὸ δὲ Εὐβοίας ὅσον περὶ τὸ
ἱερόν, Πρόσυμναν δὲ τὴν ὑπὸ τὸ Ἡραῖον χώραν.

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 2, chapter 18, section 1, l. 1

δὲ ὑπὲρ τὸν ναὸν τοῦτον τοῦ προτέρου ναοῦ θεμέλιά


τε καὶ εἰ δή τι ἄλλο ὑπελίπετο ἡ φλόξ. κατεκαύθη
δὲ τὴν ἱέρειαν τῆς Ἥρας Χρυσηίδα ὕπνου καταλαβόν-
τος, ὅτε ὁ λύχνος πρὸ τῶν στεφανωμάτων ἥπτετο. καὶ
Χρυσηὶς μὲν ἀπελθοῦσα ἐς Τεγέαν τὴν Ἀθηνᾶν τὴν
Ἀλέαν ἱκέτευεν· Ἀργεῖοι δὲ καίπερ κακοῦ τηλικούτου
παρόντος σφίσι τὴν εἰκόνα οὐ καθεῖλον τῆς Χρυσηίδος,
ἀνάκειται δὲ καὶ ἐς τόδε τοῦ ναοῦ τοῦ κατακαυθέντος
ἔμπροσθεν.
ἐκ Μυκηνῶν δὲ ἐς Ἄργος ἐρχομένοις ἐν ἀριστερᾷ
Περσέως παρὰ τὴν ὁδόν ἐστιν ἡρῷον. ἔχει μὲν δὴ
καὶ ἐνταῦθα τιμὰς παρὰ τῶν προσχωρίων, μεγίστας
δὲ ἔν τε Σερίφῳ καὶ παρ' Ἀθηναίοις, οἷς Περσέως
τέμενος καὶ Δίκτυος καὶ Κλυμένης βωμὸς σωτήρων
καλουμένων Περσέως. ἐν δὲ τῇ Ἀργείᾳ προελθοῦσιν
ὀλίγον ἀπὸ τοῦ ἡρῴου τούτου Θυέστου τάφος ἐστὶν
ἐν δεξιᾷ· λίθου δὲ ἔπεστιν αὐτῷ κριός, ὅτι τὴν ἄρνα
ὁ Θυέστης ἔσχε τὴν χρυσῆν, μοιχεύσας τοῦ ἀδελφοῦ
τὴν γυναῖκα. Ἀτρέα δὲ οὐκ ἐπέσχεν ὁ λογισμὸς μετρῆ-
σαι τὴν ἴσην, ἀλλὰ τῶν Θυέστου παίδων σφαγὰς καὶ
142

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 5, chapter 23, section 2, l. 6

νων ὅσοι Πλαταιᾶσιν ἐμαχέσαντο ἐναντία Μαρδονίου


τε καὶ Μήδων. εἰσὶ δὲ καὶ ἐγγεγραμμέναι κατὰ τοῦ
βάθρου τὰ δεξιὰ αἱ μετασχοῦσαι πόλεις τοῦ ἔργου,
Λακεδαιμόνιοι μὲν πρῶτοι, μετὰ δὲ αὐτοὺς Ἀθηναῖοι,
τρίτοι δὲ γεγραμμένοι καὶ τέταρτοι Κορίνθιοί τε καὶ
Σικυώνιοι, πέμπτοι δὲ Αἰγινῆται, μετὰ δὲ Αἰγινήτας
Μεγαρεῖς καὶ Ἐπιδαύριοι, Ἀρκάδων δὲ Τεγεᾶταί τε
καὶ Ὀρχομένιοι, ἐπὶ δὲ αὐτοῖς ὅσοι Φλιοῦντα καὶ Τροί-
ζηνα καὶ Ἑρμιόνα οἰκοῦσιν, ἐκ δὲ χώρας τῆς Ἀργείας
Τιρύνθιοι, Πλαταιεῖς δὲ μόνοι Βοιωτῶν, καὶ Ἀργείων
οἱ Μυκήνας ἔχοντες, νησιῶται δὲ Κεῖοι καὶ Μήλιοι,
Ἀμβρακιῶται δὲ ἐξ ἠπείρου τῆς Θεσπρωτίδος, Τήνιοί
τε καὶ Λεπρεᾶται, Λεπρεᾶται μὲν τῶν ἐκ τῆς Τριφυ-
λίας μόνοι, ἐκ δὲ Αἰγαίου καὶ τῶν Κυκλάδων οὐ Τή-
νιοι μόνοι ἀλλὰ καὶ Νάξιοι καὶ Κύθνιοι, ἀπὸ δὲ Εὐ-
βοίας Στυρεῖς, μετὰ δὲ τούτους Ἠλεῖοι καὶ Ποτιδαιᾶται
καὶ Ἀνακτόριοι, τελευταῖοι δὲ Χαλκιδεῖς οἱ ἐπὶ τῷ Εὐ-
ρίπῳ. τούτων τῶν πόλεων τοσαίδε ἦσαν ἐφ' ἡμῶν
ἔρημοι· Μυκηναῖοι μὲν καὶ Τιρύνθιοι [ὑπὸ] τῶν Μη-
δικῶν ὕστερον ἐγένοντο ὑπὸ Ἀργείων ἀνάστατοι· Ἀμ-
βρακιώτας δὲ καὶ Ἀνακτορίους ἀποίκους Κορινθίων

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 7, chapter 25, section 5, l. 6

τῶν ἐν Λακεδαίμονι ἀντισχεῖν. ἐγένετο δὲ τῆς Ἑλίκης


ἀπώλεια Ἀστείου μὲν Ἀθήνῃσιν ἔτι ἄρχοντος, τετάρτῳ
δὲ ἔτει τῆς πρώτης ὀλυμπιάδος ἐπὶ ταῖς ἑκατόν, ἣν
Δάμων Θούριος ἐνίκα τὸ πρῶτον. Ἑλικαέων δὲ οὐκέτι
ὄντων νέμονται τὴν χώραν οἱ Αἰγιεῖς.
μετὰ δὲ Ἑλίκην ἀποτραπήσῃ τε ἀπὸ θαλάσσης ἐς
δεξιὰν καὶ ἥξεις ἐς πόλισμα Κερύνειαν· ᾤκισται δὲ
ὑπὲρ τὴν λεωφόρον ἐν ὄρει, καί οἱ τὸ ὄνομα ἢ δυνά-
στης ἐπιχώριος ἢ ὁ Κερυνίτης ποταμὸς πεποίηκεν, ὃς
ἐξ Ἀρκαδίας καὶ ὄρους Κερυνείας ῥέων Ἀχαιοὺς τοὺς
ταύτῃ παρέξεισι. παρὰ τούτους σύνοικοι Μυκηναῖοι
κατὰ συμφορὰν ἀφίκοντο ἐκ τῆς Ἀργολίδος. Μυκη-
ναίοις [μὲν] γὰρ τὸ μὲν τεῖχος ἁλῶναι κατὰ τὸ ἰσχυρὸν
οὐκ ἐδύνατο ὑπὸ Ἀργείων, ἐτετείχιστο γὰρ κατὰ ταὐτὰ
143

τῷ ἐν Τίρυνθι ὑπὸ τῶν Κυκλώπων καλουμένων, κατὰ


ἀνάγκην δὲ ἐκλείπουσι Μυκηναῖοι τὴν πόλιν ἐπιλει-
πόντων σφᾶς τῶν σιτίων, καὶ ἄλλοι μέν τινες ἐς Κλεω-
νὰς ἀποχωροῦσιν ἐξ αὐτῶν, τοῦ δήμου δὲ πλέον μὲν
ἥμισυ ἐς Μακεδονίαν καταφεύγουσι παρὰ Ἀλέξανδρον,
ᾧ Μαρδόνιος ὁ Γωβρύου τὴν ἀγγελίαν ἐπίστευσεν

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 7, chapter 25, section 5, l. 8

δὲ ἔτει τῆς πρώτης ὀλυμπιάδος ἐπὶ ταῖς ἑκατόν, ἣν


Δάμων Θούριος ἐνίκα τὸ πρῶτον. Ἑλικαέων δὲ οὐκέτι
ὄντων νέμονται τὴν χώραν οἱ Αἰγιεῖς.
μετὰ δὲ Ἑλίκην ἀποτραπήσῃ τε ἀπὸ θαλάσσης ἐς
δεξιὰν καὶ ἥξεις ἐς πόλισμα Κερύνειαν· ᾤκισται δὲ
ὑπὲρ τὴν λεωφόρον ἐν ὄρει, καί οἱ τὸ ὄνομα ἢ δυνά-
στης ἐπιχώριος ἢ ὁ Κερυνίτης ποταμὸς πεποίηκεν, ὃς
ἐξ Ἀρκαδίας καὶ ὄρους Κερυνείας ῥέων Ἀχαιοὺς τοὺς
ταύτῃ παρέξεισι. παρὰ τούτους σύνοικοι Μυκηναῖοι
κατὰ συμφορὰν ἀφίκοντο ἐκ τῆς Ἀργολίδος. Μυκη-
ναίοις [μὲν] γὰρ τὸ μὲν τεῖχος ἁλῶναι κατὰ τὸ ἰσχυρὸν
οὐκ ἐδύνατο ὑπὸ Ἀργείων, ἐτετείχιστο γὰρ κατὰ ταὐτὰ
τῷ ἐν Τίρυνθι ὑπὸ τῶν Κυκλώπων καλουμένων, κατὰ
ἀνάγκην δὲ ἐκλείπουσι Μυκηναῖοι τὴν πόλιν ἐπιλει-
πόντων σφᾶς τῶν σιτίων, καὶ ἄλλοι μέν τινες ἐς Κλεω-
νὰς ἀποχωροῦσιν ἐξ αὐτῶν, τοῦ δήμου δὲ πλέον μὲν
ἥμισυ ἐς Μακεδονίαν καταφεύγουσι παρὰ Ἀλέξανδρον,
ᾧ Μαρδόνιος ὁ Γωβρύου τὴν ἀγγελίαν ἐπίστευσεν ἐς
Ἀθηναίους ἀπαγγεῖλαι· ὁ δὲ ἄλλος δῆμος ἀφίκοντο ἐς
τὴν Κερύνειαν, καὶ δυνατωτέρα τε ἡ Κερύνεια

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 7, chapter 25, section 6, l. 3

δεξιὰν καὶ ἥξεις ἐς πόλισμα Κερύνειαν· ᾤκισται δὲ


ὑπὲρ τὴν λεωφόρον ἐν ὄρει, καί οἱ τὸ ὄνομα ἢ δυνά-
στης ἐπιχώριος ἢ ὁ Κερυνίτης ποταμὸς πεποίηκεν, ὃς
ἐξ Ἀρκαδίας καὶ ὄρους Κερυνείας ῥέων Ἀχαιοὺς τοὺς
ταύτῃ παρέξεισι. παρὰ τούτους σύνοικοι Μυκηναῖοι
κατὰ συμφορὰν ἀφίκοντο ἐκ τῆς Ἀργολίδος. Μυκη-
ναίοις [μὲν] γὰρ τὸ μὲν τεῖχος ἁλῶναι κατὰ τὸ ἰσχυρὸν
οὐκ ἐδύνατο ὑπὸ Ἀργείων, ἐτετείχιστο γὰρ κατὰ ταὐτὰ
τῷ ἐν Τίρυνθι ὑπὸ τῶν Κυκλώπων καλουμένων, κατὰ
144

ἀνάγκην δὲ ἐκλείπουσι Μυκηναῖοι τὴν πόλιν ἐπιλει-


πόντων σφᾶς τῶν σιτίων, καὶ ἄλλοι μέν τινες ἐς Κλεω-
νὰς ἀποχωροῦσιν ἐξ αὐτῶν, τοῦ δήμου δὲ πλέον μὲν
ἥμισυ ἐς Μακεδονίαν καταφεύγουσι παρὰ Ἀλέξανδρον,
ᾧ Μαρδόνιος ὁ Γωβρύου τὴν ἀγγελίαν ἐπίστευσεν ἐς
Ἀθηναίους ἀπαγγεῖλαι· ὁ δὲ ἄλλος δῆμος ἀφίκοντο ἐς
τὴν Κερύνειαν, καὶ δυνατωτέρα τε ἡ Κερύνεια οἰκη-
τόρων πλήθει καὶ ἐς τὸ ἔπειτα ἐγένετο ἐπιφανεστέρα
διὰ τὴν συνοίκησιν τῶν Μυκηναίων. ἐν Κερυνείᾳ δὲ
ἱερόν ἐστιν Εὐμενίδων· ἱδρύσασθαι δὲ αὐτὸ Ὀρέστην
λέγουσιν. ὃς δ' ἂν ἐνταῦθα ἢ αἵματι ἢ ἄλλῳ τῳ μιά

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 8, chapter 5, section 5, l. 1

Λαοδίκης ὅδε πέπλος· ἑᾷ δ' ἀνέθηκεν Ἀθηνᾷ


πατρίδ' ἐς εὐρύχορον Κύπρου ἀπὸ ζαθέας.
Ἀγαπήνορος δὲ οὐκ ἀνασωθέντος οἴκαδε ἐξ Ἰλίου,
παρέλαβε τὴν ἀρχὴν Ἱππόθους Κερκυόνος τοῦ Ἀγαμή-
δους τοῦ Στυμφήλου. καὶ τῷ μὲν ἐπιφανὲς συμβῆναι
παρὰ τὸν βίον φασὶν οὐδέν, πλὴν ὅσον οὐκ ἐν Τεγέᾳ
τὴν βασιλείαν κατεστήσατο ἀλλὰ ἐν Τραπεζοῦντι·
Αἴπυτος δὲ ὁ Ἱππόθου μετὰ τὸν πατέρα ἔσχε τὴν
ἀρχήν, καὶ Ὀρέστης ὁ Ἀγαμέμνονος κατὰ μαντείαν τοῦ
ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος μετῴκησεν ἐς Ἀρκαδίαν ἐκ
Μυκηνῶν. Αἰπύτῳ δὲ τῷ Ἱππόθου παρελθεῖν ἐς τὸ
ἱερὸν τοῦ Ποσειδῶνος τὸ ἐν Μαντινείᾳ τολμήσαντι –
ἔσοδος δὲ ἀνθρώποις οὔτε τότε ἐς αὐτὸ ἦν οὔτε ἄχρι
ἡμῶν ἔστιν – , ἐς τοῦτο ἐσελθόντι τυφλωθῆναι καὶ
οὐ μετὰ πολὺ τῆς συμφορᾶς τελευτῆσαί οἱ τὸν βίον
ἐγένετο.

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 8, chapter 27, section 1, l. 10

τὰς πηγὰς ὅροι πρὸς Μεγαλοπολίτας Ἡραιεῦσίν εἰσιν.


ἡ δὲ Μεγάλη πόλις νεωτάτη πόλεών ἐστιν οὐ τῶν
Ἀρκαδικῶν μόνον ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν Ἕλλησι, πλὴν
ὅσων κατὰ συμφορὰν ἀρχῆς τῆς Ῥωμαίων μεταβεβή-
κασιν οἰκήτορες· συνῆλθον δὲ ὑπὲρ ἰσχύος ἐς αὐτὴν
οἱ Ἀρκάδες, ἅτε καὶ Ἀργείους ἐπιστάμενοι τὰ μὲν ἔτι
παλαιότερα μόνον οὐ κατὰ μίαν ἡμέραν ἑκάστην κιν-
145

δυνεύοντας ὑπὸ Λακεδαιμονίων παραστῆναι τῷ πολέμῳ,


ἐπειδὴ δὲ ἀνθρώπων πλήθει τὸ Ἄργος ἐπηύξησαν κατα-
λύσαντες Τίρυνθα καὶ Ὑσιάς τε καὶ Ὀρνεὰς καὶ Μυ-
κήνας καὶ Μίδειαν καὶ εἰ δή τι ἄλλο πόλισμα οὐκ
ἀξιόλογον ἐν τῇ Ἀργολίδι ἦν, τά τε ἀπὸ Λακεδαι-
μονίων ἀδεέστερα τοῖς Ἀργείοις ὑπάρξαντα καὶ ἅμα
ἐς τοὺς περιοίκους ἰσχὺν γενομένην αὐτοῖς. γνώμῃ
μὲν τοιαύτῃ συνῳκίζοντο οἱ Ἀρκάδες, τῆς πόλεως δὲ
οἰκιστὴς Ἐπαμινώνδας ὁ Θηβαῖος σὺν τῷ δικαίῳ κα-
λοῖτο ἄν· τούς τε γὰρ Ἀρκάδας οὗτος ἦν ὁ ἐπεγείρας
ἐς τὸν συνοικισμὸν Θηβαίων τε χιλίους λογάδας καὶ
Παμμένην ἀπέστειλεν ἡγεμόνα ἀμύνειν τοῖς Ἀρκάσιν,
εἰ κωλύειν πειρῶνται οἱ Λακεδαιμόνιοι τὸν οἰκισμόν.
ᾑρέθησαν δὲ καὶ ὑπὸ τῶν Ἀρκάδων οἰκισταὶ

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 8, chapter 33, section 2, l. 1

εἰ δὲ ἡ Μεγάλη πόλις προθυμίᾳ τε τῇ πάσῃ συνοι-


κισθεῖσα ὑπὸ Ἀρκάδων καὶ ἐπὶ μεγίσταις τῶν Ἑλλήνων
ἐλπίσιν ἐς αὐτὴν κόσμον τὸν ἅπαντα καὶ εὐδαιμονίαν
τὴν ἀρχαίαν ἀφῄρηται καὶ τὰ πολλά ἐστιν αὐτῆς ἐρεί-
πια ἐφ' ἡμῶν, θαῦμα οὐδὲν ἐποιησάμην, εἰδὼς τὸ
δαιμόνιον νεώτερα ἀεί τινα ἐθέλον ἐργάζεσθαι, καὶ
ὁμοίως τὰ πάντα τά τε ἐχυρὰ καὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ τὰ
γινόμενά τε καὶ ὁπόσα ἀπόλλυνται μεταβάλλουσαν τὴν
τύχην, καὶ ὅπως ἂν αὐτῇ παριστῆται μετὰ ἰσχυρᾶς
ἀνάγκης ἄγουσαν. Μυκῆναι μέν γε, τοῦ πρὸς Ἰλίῳ
πολέμου τοῖς Ἕλλησιν ἡγησαμένη, καὶ Νῖνος, ἔνθα ἦν
Ἀσσυρίοις βασίλεια, καὶ Βοιώτιαι Θῆβαι προστῆναι
τοῦ Ἑλληνικοῦ ποτε ἀξιωθεῖσαι, αἱ μὲν ἠρήμωνται
πανώλεθροι, τὸ δὲ ὄνομα τῶν Θηβῶν ἐς ἀκρόπολιν
μόνην καὶ οἰκήτορας καταβέβηκεν οὐ πολλούς. τὰ δὲ
ὑπερηρκότα πλούτῳ τὸ ἀρχαῖον, Θῆβαί τε αἱ Αἰγύπ-
τιοι καὶ ὁ Μινύης Ὀρχομενὸς καὶ ἡ Δῆλος τὸ κοινὸν
Ἑλλήνων ἐμπόριον, αἱ μὲν ἀνδρὸς ἰδιώτου μέσου δυνά-
μει χρημάτων καταδέουσιν ἐς εὐδαιμονίαν,

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 9, chapter 34, section 6, l. 5

τὸ ἔριον χρυσοῦν, καὶ ἀποδρᾶναι σφᾶς ἐπὶ τοῦ κριοῦ


τούτου. ἀνωτέρω δέ ἐστιν Ἡρακλῆς Χάροψ ἐπίκλησιν·
146

ἐνταῦθα δὲ οἱ Βοιωτοὶ λέγουσιν ἀναβῆναι τὸν Ἡρα-


κλέα ἄγοντα τοῦ Ἅιδου τὸν κύνα. ἐκ δὲ Λαφυστίου
κατιόντι ἐς τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς τὸ ἱερὸν ποταμός ἐστι
Φάλαρος ἐς τὴν Κηφισίδα ἐκδιδοὺς λίμνην.
τοῦ δὲ ὄρους τοῦ Λαφυστίου πέραν ἐστὶν Ὀρχο-
μενός, εἴ τις Ἕλλησιν ἄλλη πόλις ἐπιφανὴς καὶ αὕτη
ἐς δόξαν. εὐδαιμονίας δέ ποτε ἐπὶ μέγιστον προαχθεῖ-
σαν ἔμελλεν ἄρα ὑποδέξεσθαι τέλος καὶ ταύτην οὐ
πολύ τι ἀποδέον ἢ Μυκήνας τε καὶ Δῆλον. περὶ δὲ
τῶν ἀρχαίων τοιαῦτ' ἦν ὁπόσα καὶ μνημονεύουσιν.
Ἀνδρέα πρῶτον ἐνταῦθα Πηνειοῦ παῖδα τοῦ ποταμοῦ
λέγουσιν ἐποικῆσαι καὶ ἀπὸ τούτου τὴν γῆν Ἀνδρηίδα
ὀνομασθῆναι· παραγενομένου δὲ ὡς αὐτὸν Ἀθάμαντος,
ἀπένειμε τῆς αὑτοῦ τῷ Ἀθάμαντι τήν τε περὶ τὸ Λα-
φύστιον χώραν καὶ τὴν νῦν Κορώνειαν καὶ Ἁλιαρτίαν.
Ἀθάμας δὲ ἅτε οὐδένα οἱ παίδων τῶν ἀρσένων λελεῖ-
φθαι νομίζων – τὰ μὲν γὰρ ἐς Λέαρχόν τε καὶ Μελι-
κέρτην ἐτόλμησεν αὐτός, Λεύκωνι δὲ ὑπὸ νόσου τελευ-
τῆσαι συνέβη, Φρίξον δὲ ἄρα οὐκ ἠπίστατο ἢ αὐτὸν

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 10, chapter 20, section 1, l. 8

ὡς οὖν ἀπολωλέναι δέον ἢ [δ' οὖν] ἐπικρατεστέρους


εἶναι, κατ' ἄνδρα τε ἰδίᾳ καὶ αἱ πόλεις διέκειντο ἐν
κοινῷ.
πάρεστι δέ, ὅστις ἐθέλοι καὶ ἀνταριθμῆσαι τούς τε
ἐπὶ βασιλέα Ξέρξην ἐς Πύλας καὶ τοὺς τότε ἐναντία
Γαλατῶν ἀθροισθέντας. ἐπὶ μέν γε τὸν Μῆδον ἀφί-
κοντο τοσοίδε Ἑλλήνων· Λακεδαιμόνιοι οἱ μετὰ Λεω-
νίδου τριακοσίων οὐ πλείονες, Τεγεᾶται πεντακόσιοι
καὶ ἐκ Μαντινείας ἴσοι, παρὰ δὲ Ὀρχομενίων Ἀρκάδων
εἴκοσί τε καὶ ἑκατόν, ἀπὸ δὲ τῶν ἄλλων χίλιοι τῶν
ἐν Ἀρκαδίᾳ πόλεων, ὀγδοήκοντα δὲ ἐκ Μυκηνῶν καὶ
ἐκ Φλιοῦντος διακόσιοι, διπλάσιοι δὲ τούτων Κορίν-
θιοι· παρεγένοντο δὲ καὶ Βοιωτῶν ἑπτακόσιοι ἐκ [δὲ]
Θεσπείας καὶ ἐκ Θηβῶν τετρακόσιοι. χίλιοι δὲ Φω-
κέων ἐφύλασσον μὲν τὴν ἀτραπὸν ἐν τῇ Οἴτῃ, προς-
έστω δὲ τῷ παντὶ Ἑλληνικῷ καὶ ὁ ἀριθμὸς ὁ τούτων.
Λοκροὺς δὲ τοὺς ὑπὸ τῷ ὄρει τῇ Κνήμιδι Ἡρόδοτος
μὲν οὐχ ὑπήγαγεν ἐς ἀριθμόν, ἀλλ' ἀφικέσθαι σφᾶς
ἀπὸ πασῶν ἔφη τῶν πόλεων· τεκμήρασθαι δὲ ἀριθμὸν
147

καὶ τούτων ἔστιν ἐγγύτατα τοῦ ἀληθοῦς· ἐς Μαραθῶνα


γὰρ Ἀθηναῖοι σὺν ἡλικίᾳ τε τῇ ἀχρείῳ καὶ δούλοις

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. Book 10, chapter 20, section 2, l. 12

μὲν οὐχ ὑπήγαγεν ἐς ἀριθμόν, ἀλλ' ἀφικέσθαι σφᾶς


ἀπὸ πασῶν ἔφη τῶν πόλεων· τεκμήρασθαι δὲ ἀριθμὸν
καὶ τούτων ἔστιν ἐγγύτατα τοῦ ἀληθοῦς· ἐς Μαραθῶνα
γὰρ Ἀθηναῖοι σὺν ἡλικίᾳ τε τῇ ἀχρείῳ καὶ δούλοις
ἐνακισχιλίων ἀφίκοντο οὐ πλείους, τὸ οὖν μάχιμον
Λοκρῶν τὸ ἐς Θερμοπύλας ἐλθὸν οὐκ ἂν ὑπέρ γε ἑξα-
κισχιλίους ἀριθμοίη τις. οὕτω γένοιτο ἂν ὁ σύμπας
στρατὸς διακόσιοι καὶ χίλιοι καὶ μύριοι. φαίνονται
δὲ οὐδὲ οὗτοι τὸν χρόνον πάντα ἐπὶ τῇ φρουρᾷ τῶν
Πυλῶν καταμείναντες· πλὴν γὰρ Λακεδαιμονίων τε
αὐτῶν καὶ Θεσπιέων καὶ Μυκηναίων προαπέλιπον τὸ
πέρας τῆς μάχης οἱ λοιποί. ἐπὶ δὲ τοὺς ἀπὸ τοῦ
Ὠκεανοῦ βαρβάρους τοσοίδε ἐς Θερμοπύλας ἀφίκοντο
Ἕλληνες· ὁπλῖται μύριοι καὶ ἵππος πεντακοσία παρὰ
Βοιωτῶν· ἐβοιωτάρχουν δὲ Κηφισόδοτος καὶ Θεαρίδας
καὶ Διογένης καὶ Λύσανδρος. ἐκ δὲ Φωκέων ἱππεῖς
πεντακόσιοι καὶ ἐς τρισχιλίους ὁ ἀριθμὸς τῶν πεζῶν·
στρατηγοὶ δὲ Φωκέων Κριτόβουλός τε ἦν καὶ Ἀντίοχος.
Λοκροὺς δὲ τοὺς ἐπὶ Ἀταλάντῃ τῇ νήσῳ Μειδίας ἦγεν·

Ephorus Hist., Fragmenta (0536: 003)“FGrH #70”.Volume-Jacobyʹ-F


2a,70,F, fragment 113, l. 23

Πίνδον, διὰ τὸ ἐπάρξαι τῶν τόπων τούτων τοὺς Πελασγούς· τόν τε Δία
τὸν Δωδωναῖον (F 142) αὐτὸς ὁ ποιητὴς ὀνομάζει Πελασγικόν (Il. Π
233)·
’Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικέ.’ πολλοὶ δὲ καὶ τὰ Ἠπειρωτικὰ ἔθνη
Πελασγικὰ
εἰρήκασιν, ὡς καὶ μέχρι δεῦρο ἐπαρξάντων· Πελασγούς τε πολλοὺς καὶ
τῶν ἡρώων
ὄνομα καλέσαντες οἱ ὕστερον ἀπ' ἐκείνων πολλὰ τῶν ἐθνῶν ἐπώνυμα
πεποιήκασι.
καὶ γὰρ τὴν Λέσβον Πελασγίαν εἰρήκασι, καὶ τοῖς ἐν τῆι Τρωάδι Κίλιξιν
Ὅμηρος
εἴρηκε τοὺς ὁμόρους Πελασγούς (Il. Β 840)· ‘Ἱππόθοος δ' ἄγε φῦλα
Πελασγῶν
148

ἐγχεσιμώρων, τῶν οἳ Λάρισαν ἐριβώλακα ναιετάασκον.’ τῶι δ' Ἐφόρωι


τοῦ ἐξ Ἀρκαδίας εἶναι τὸ φῦλον τοῦτο ἦρξεν Ἡσίοδος· φησὶ γὰρ (F 44
Rz3)·
’υἱεῖς ἐξεγένοντο Λυκάονος ἀντιθέοιο, ὅν ποτε τίκτε Πελασγός’.
Αἰσχύλος δ'
ἐκ τοῦ περὶ Μυκήνας Ἄργους φησὶν ἐν Ἱκετίσιν ἢ Δαναίσι (v. 250 ff.) τὸ
γένος αὐτῶν.
καὶ τὴν Πελοπόννησον δὲ Πελασγίαν φησὶν Ἔφορος κληθῆναι· καὶ
Εὐριπίδης

Hecataeus Hist., Fragmenta Volume-Jacobyʹ-F 1a,1,F, fragment 26, l. 3

NATAL. COM. Myth. 6, 23 (p. 656 ed. Genev.): Tyndarus


dicitur procos Helenae convocasse, qui super equi execti testibus
iurarunt se Helenam
defensuros .... post illud iuramentum Tyndarus equum in eo loco infodit,
sicuti
scripsit Pausanias in Laconicis (3, 20, 9). fuit enim antiquorum
consuetudo ut
super testibus victimarum plerunque iuraretur, cum foedera inter aliquos
percu-
terentur. idcirco ubi Hercules foedus iniit cum liberis Nelei, fide ultro
citroque
data, sue mactato, super eius testibus et ipse et illi iurarunt atque
confirmarunt iura-
mentum insuper factum, ut scripsit in Phoroneo Hecataeus.
ARRIAN. anab. II 16, 5 (EUSTATH. Dion. Per. 558): Γηρυόνην
δέ, ἐφ' ὅντινα ὁ Ἀργεῖος Ἡρακλῆς ἐστάλη πρὸς Εὐρυσθέως τὰς βοῦς
ἀπελάσαι
τὰς Γηρυόνου καὶ ἀγαγεῖν ἐς Μυκήνας, οὐδέν τι προσήκειν τῆι γῆι τῆι
Ἰβήρων Ἑκαταῖος ὁ λογοποιὸς λέγει, οὐδὲ ἐπὶ νῆσόν τινα Ἐρύθειαν ἔξω
τῆς μεγάλης θαλάσσης σταλῆναι Ἡρακλέα, ἀλλὰ τῆς ἠπείρου τῆς περὶ
Ἀμπρακίαν τε καὶ Ἀμφιλόχους βασιλέα γενέσθαι Γηρυόνην καὶ ἐκ τῆς
ἠπείρου
ταύτης ἀπελάσαι Ἡρακλέα τὰς βοῦς, οὐδὲ τοῦτο φαῦλον ἆθλον
τιθέμενον.
(6) οἶδα δὲ ἐγὼ καὶ εἰς τοῦτο ἔτι εὔβοτον τὴν ἤπειρον ταύτην καὶ βοῦς
τρέφουσαν
καλλίστας· καὶ ἐς Εὐρυσθέα τῶν μὲν ἐξ Ἠπείρου βοῶν κλέος ἀφῖχθαι καὶ
τοῦ βασι-
149

λέως τῆς Ἠπείρου τὸ ὄνομα τὸν Γηρυόνην οὐκ ἔξω τοῦ εἰκότος τίθεμαι·
τῶν δὲ
ἐσχάτων τῆς Εὐρώπης Ἰβήρων οὔτ' ἂν τοῦ βασιλέως τὸ ὄνομα
γιγνώσκειν Εὐρυσθέα,

Hellanicus Hist., Fragmenta (0539: 002)“FGrH #4, #323a, #601a,


#608a, #645a, #687a”.
Volume-Jacobyʹ-F 1a,4,F, fragment 88, l. 4

καὶ τρίτον ἐπὶ τούτοις Ἔρεβος ὁμιχλῶδες ... ἀλλὰ μὴν ἐν τούτοις ὁ
Χρόνος ὠιὸν
ἐγέννησεν ... καὶ τρίτον ἐπὶ τούτοις θεὸν ἀσώματον πτέρυγας ἐπὶ τῶν
ὤμων ἔχοντα
χρυσᾶς, ὃς ἐν μὲν ταῖς λαγόσι προσπεφυκυίας εἶχε ταύρων κεφαλάς, ἐπὶ
δὲ τῆς κεφαλῆς
δράκοντα πελώριον παντοδαπαῖς μορφαῖς θηρίων ἰνδαλλόμενον’. τοῦτον
μὲν οὖν ὡς
νοῦν τῆς τριάδος ὑποληπτέον ... καὶ ἥδ' ἡ Θεολογία Πρωτόγονον ἀνυμνεῖ
καὶ Δία
καλεῖ πάντων διατάκτορα καὶ ὅλου τοῦ κόσμου· διὸ καὶ Πᾶνα καλεῖσθαι.
τοσαῦτα καὶ
αὕτη περὶ τῶν νοητῶν ἀρχῶν ἡ γενεαλογία παρίστησιν.
SCHOL. HESIOD. Theog. 139: γείνατο δ' αὖ Κύκλωπας ...
Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον] τὰς ἐγκυκλίους
δυνάμεις.
Ἑλλάνικος δὲ τοὺς Κύκλωπάς φησιν ὀνομάζεσθαι ἀπὸ Κύκλωπος, υἱοῦ
τοῦ Οὐρανοῦ ... Κυκλώπων γὰρ γένη τρία· Κύκλωπες οἱ τὴν Μυκήνην
τειχίσαντες· καὶ οἱ περὶ τὸν Πολύφημον· καὶ αὐτοὶ οἱ θεοί.
SCHOL. APOLL. RHOD. I 1129: Δάκτυλοι Ἰδαῖοι] ἓξ καὶ πέντε
φασὶ τούτους εἶναι, δεξιοὺς μὲν τοὺς ἄρσενας, ἀριστεροὺς δὲ τὰς
θηλείας.
Φερεκύδης (3 F 47) δὲ τοὺς μὲν δεξιοὺς εἴκοσι λέγει, τοὺς δὲ εὐωνύμους
τριάκοντα δύο. γόητες δὲ ἦσαν καὶ φαρμακεῖς· καὶ δημιουργοὶ σιδήρου
λέγονται εἶναι πρῶτοι καὶ μεταλλεῖς γενέσθαι. ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ
τῆς μητρὸς Ἴδης, ἀριστεροὶ μὲν αὐτῶν, ὥς φησι Φερεκύδης, οἱ γόητες, οἱ
δὲ ἀναλύοντες δεξιοί. ὡς Ἑλλάνικός φησι, Ἰδαῖοι Δάκτυλοι ἐκλήθησαν,
ὅτι ἐντὸς Ἴδης συντυχόντες τῆι Ῥέαι ἐδεξιώσαντο τὴν θεὸν καὶ τῶν
δακτύλων αὐτῆς ἥψαντο. ὡς δὲ Μνασέας ἐν πρώτωι Περὶ Ἀσίας (V),
150

Hellanicus Hist., Fragmenta Volume-Jacobyʹ-F 1a,4,F, fragment 155, l. 2

ἰδὼν δὲ αὐτὴν ἐπεχείρει βιάζεσθαι· ὃ γνοὺς Μενέλαος ἀναιρεῖ αὐτόν·


ὅθεν ἡ πόλις Θῶνις ὠνόμασται, ὡς ἱστορεῖ Ἑλλάνικος.
SCHOL. (TZETZ.) LYKOPHR. Al. 827: Ἑλλάνικός φησι τοὺς
Ἐρεμβοὺς περὶ τὰς τοῦ Νείλου ῥοὰς οἰκεῖν.
Et. M. 370, 40:
Ἐρεμβοί οἱ Ἄραβες. εἰσὶ γὰρ ἀπὸ Ἄραβος βασιλέως Βαβυλῶνος. Ἐρεμ-
βοὺς οἱ μὲν τοὺς Ἄραβάς φασιν, ὡς Ἑλλάνικος. ἔνιοι δὲ τοὺς Τρωγλοδύ-
τας ἤκουσαν ἀπὸ τοῦ εἰς ἔραν βαίνειν. Κράτης δὲ Ἐρεμνοὺς γράφει καὶ
ἀποδίδωσι τοὺς Ἰνδούς, ἐπεὶ μέλανες οὗτοι. λέγονται δὲ καὶ Ἐρεμβαῖοι.
PAUSAN. II 16, 6: τάφος δέ ἐστι μὲν Ἀτρέως (sc. ἐν Μυκή-
ναις), εἰσὶ δὲ καὶ ὅσους σὺν Ἀγαμέμνονι ἐπανήκοντας ἐξ Ἰλίου δειπνίσας
κατεφόνευσεν Αἴγισθος. τοῦ μὲν δὴ Κασσάνδρας μνήματος
ἀμφισβητοῦσι
Λακεδαιμονίων οἱ περὶ Ἀμύκλας οἰκοῦντες. ἕτερον δέ ἐστιν
Ἀγαμέμνονος·
τὸ δὲ Εὐρυμέδοντος τοῦ ἡνιόχου· καὶ Τελεδάμου τὸ αὐτὸ καὶ Πέλοπος –
τούτους γὰρ τεκεῖν διδύμους Κασσάνδραν φασί, νηπίους δὲ ἔτι ὄντας
ἐπικατέσφαξε τοῖς γονεῦσιν Αἴγισθος – καὶ Ἠλέκτρας· Πυλάδηι γὰρ
συνώικησεν Ὀρέστου δόντος. Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε ἔγραψε· Μέδοντα

Πολύβιος ιστορίες. (0543: 001)“Polybii historiae, vols. 1–4”, Ed.


Büttner–Wobst, T.Leipzig: Teubner, 1:1905; 2:1889; 3:1893; 4:1904,
Repr. 1:1962; 2–3:1965; 4:1967.Book 16, chapter 16, section 4, l. 7

στενῆς παρὰ τὸ Πολιάσιον, ἕως ἐπὶ τοὺς κατὰ Σελ-


λασίαν ἀφίκετο τόπους· ἐντεῦθεν δ' ἐπὶ Θαλάμας
ἐπιβαλόντα κατὰ Φαρὰς παραγενέσθαι πρὸς τὸν
Πάμισον ποταμόν. ὑπὲρ ὧν οὐκ οἶδα πῶς χρὴ
λέγειν· τοιαύτην γὰρ φύσιν ἔχει τὰ προειρημένα
πάντα συλλήβδην ὥστε μηδὲν διαφέρειν τοῦ λέγειν
ὅτι ποιησάμενός τις ἐκ Κορίνθου τὴν ὁρμὴν καὶ
διαπορευθεὶς τὸν Ἰσθμὸν καὶ συνάψας ταῖς Σκειρω-
νίσιν εὐθέως ἐπὶ τὴν Κοντοπορίαν ἐπέβαλε καὶ
παρὰ τὰς Μυκήνας ἐποιεῖτο τὴν πορείαν εἰς Ἄργος.
ταῦτα γὰρ οὐχ οἷον παρὰ μικρόν ἐστιν, ἀλλὰ τὴν
ἐναντίαν διάθεσιν ἔχει πρὸς ἄλληλα, καὶ τὰ μὲν
κατὰ τὸν Ἰσθμόν ἐστι καὶ τὰς Σκιράδας πρὸς ἀνα-
τολὰς τοῦ Κορίνθου, τὰ δὲ κατὰ τὴν Κοντοπορίαν
151

καὶ Μυκήνας ἔγγιστα πρὸς δύσεις χειμερινάς, ὥστ'


εἶναι τελέως ἀδύνατον ἀπὸ τῶν προηγουμένων ἐπι-
βαλεῖν τοῖς προειρημένοις τόποις. τὸ δ' αὐτὸ καὶ
περὶ τοὺς κατὰ τὴν Λακεδαίμονα συμβέβηκεν· ὁ μὲν
γὰρ Εὐρώτας καὶ τὰ περὶ τὴν Σελλασίαν κεῖται
τῆς Σπάρτης ὡς πρὸς τὰς θερινὰς ἀνατολάς,

Πολύβιος ιστορίες. Book 16, chapter 16, section 6, l. 1

λέγειν· τοιαύτην γὰρ φύσιν ἔχει τὰ προειρημένα


πάντα συλλήβδην ὥστε μηδὲν διαφέρειν τοῦ λέγειν
ὅτι ποιησάμενός τις ἐκ Κορίνθου τὴν ὁρμὴν καὶ
διαπορευθεὶς τὸν Ἰσθμὸν καὶ συνάψας ταῖς Σκειρω-
νίσιν εὐθέως ἐπὶ τὴν Κοντοπορίαν ἐπέβαλε καὶ
παρὰ τὰς Μυκήνας ἐποιεῖτο τὴν πορείαν εἰς Ἄργος.
ταῦτα γὰρ οὐχ οἷον παρὰ μικρόν ἐστιν, ἀλλὰ τὴν
ἐναντίαν διάθεσιν ἔχει πρὸς ἄλληλα, καὶ τὰ μὲν
κατὰ τὸν Ἰσθμόν ἐστι καὶ τὰς Σκιράδας πρὸς ἀνα-
τολὰς τοῦ Κορίνθου, τὰ δὲ κατὰ τὴν Κοντοπορίαν
καὶ Μυκήνας ἔγγιστα πρὸς δύσεις χειμερινάς, ὥστ'
εἶναι τελέως ἀδύνατον ἀπὸ τῶν προηγουμένων ἐπι-
βαλεῖν τοῖς προειρημένοις τόποις. τὸ δ' αὐτὸ καὶ
περὶ τοὺς κατὰ τὴν Λακεδαίμονα συμβέβηκεν· ὁ μὲν
γὰρ Εὐρώτας καὶ τὰ περὶ τὴν Σελλασίαν κεῖται
τῆς Σπάρτης ὡς πρὸς τὰς θερινὰς ἀνατολάς, τὰ δὲ
κατὰ Θαλάμας καὶ Φαρὰς καὶ Πάμισον ὡς πρὸς τὰς
χειμερινὰς δύσεις, ὅθεν οὐχ οἷον ἐπὶ τὴν Σελλασίαν,
ἀλλ' οὐδὲ τὸν Εὐρώταν δέον ἐστὶ διαβαίνειν τὸν
προτιθέμενον παρὰ Θαλάμας ποιεῖσθαι τὴν πορείαν
εἰς τὴν Μεσσηνίαν.

Sextus Empiricus Phil., Adversus mathematicos (0544: 002)


“Sexti Empirici opera, vols. 2 & 3 (2nd edn.)”, Ed. Mutschmann, H.,
Mau, J.Leipzig: Teubner, 2:1914; 3:1961.Book 1, section 154, l. 4

ἀρρενικόν. ἀλλ' εἰ μὲν ὡς φύσει θηλυκοῦ καθεστῶτος,


ἐπεὶ οὐδὲν φύσει θηλυκόν ἐστι καθὼς παρεστήσαμεν,
ἀδιάφορον τὸ ὅσον ἐπὶ τούτῳ ἐάν τε οὕτως ἐάν τε ἐκείνως
ἐκφέρηται· εἰ δ' ὡς ὑπὸ τῆς κοινῆς συνηθείας ἀντὶ θη-
λυκοῦ θεματισθέν, γενήσεται τοῦ τε εὖ λεγομένου καὶ
μὴ κριτήριον οὐχὶ τεχνικός τις καὶ γραμματικὸς λόγος
152

ἀλλ' ἡ ἄτεχνος καὶ ἀφελὴς τῆς συνηθείας παρατήρησις.


Τὰ δὲ αὐτὰ ταῦτα μετακτέον καὶ ἐπὶ τὰ ἑνικὰ καὶ
πληθυντικὰ τῶν ὀνομάτων. Ἀθῆναι γὰρ λέγονται πλη-
θυντικῶς ἡ μία πόλις καὶ Πλαταιαί, καὶ πάλιν Θήβη ἑνι-
κῶς καὶ Θῆβαι πληθυντικῶς, καὶ Μυκήνη καὶ Μυκῆναι .
ῥηθήσεται δὲ ἐπιμελέστερον περὶ τῆς ἐν τούτοις ἀνωμα-
λίας προβαινούσης τῆς ζητήσεως.
Τὰ νῦν δὲ ἐπεὶ καὶ ὑποδειγματικῶς κατωπτεύκαμεν
τὴν ἐν τούτοις τῶν γραμματικῶν ἀκρίβειαν, φέρε κἀκεῖνο,
πρὶν ἐπ' ἄλλον τ[ρ]όπον ἀπελθεῖν, ἐξετάσωμεν, φημὶ δὲ
τίνα λόγον καλοῦσιν ἢ μέρη λόγου.

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) (0548:


001)“Apollodori bibliotheca. Pediasimi libellus de duodecim Herculis
laboribus”, Ed. Wagner, R.Leipzig: Teubner, 1894; Mythographi Graeci
1.Chapter 2, section 7, l. 1

Ζεὺς ἔφθειρε. φωραθεὶς δὲ ὑφ' Ἥρας τῆς μὲν κόρης


ἁψάμενος εἰς βοῦν μετεμόρφωσε λευκήν, ἀπωμόσατο
δὲ ταύτῃ μὴ συνελθεῖν· διό φησιν Ἡσίοδος οὐκ ἐπι-
σπᾶσθαι τὴν ἀπὸ τῶν θεῶν ὀργὴν τοὺς γινομένους
ὅρκους ὑπὲρ ἔρωτος. Ἥρα δὲ αἰτησαμένη παρὰ Διὸς
τὴν βοῦν φύλακα αὐτῆς κατέστησεν Ἄργον τὸν παν-
όπτην, ὃν Φερεκύδης μὲν Ἀρέστορος λέγει, Ἀσκληπιάδης
δὲ Ἰνάχου, Κέρκωψ δὲ Ἄργου καὶ Ἰσμήνης τῆς Ἀσω-
ποῦ θυγατρός· Ἀκουσίλαος δὲ γηγενῆ αὐτὸν λέγει.
οὗτος ἐκ τῆς ἐλαίας ἐδέσμευεν αὐτὴν ἥτις ἐν τῷ Μυκη-
ναίων ὑπῆρχεν ἄλσει. Διὸς δὲ ἐπιτάξαντος Ἑρμῇ
κλέψαι τὴν βοῦν, μηνύσαντος Ἱέρακος, ἐπειδὴ λαθεῖν
οὐκ ἠδύνατο, λίθῳ βαλὼν ἀπέκτεινε τὸν Ἄργον, ὅθεν
ἀργειφόντης ἐκλήθη. Ἥρα δὲ τῇ βοῒ οἶστρον ἐμβάλλει
ἡ δὲ πρῶτον ἧκεν εἰς τὸν ἀπ' ἐκείνης Ἰόνιον κόλπον
κληθέντα, ἔπειτα διὰ τῆς Ἰλλυρίδος πορευθεῖσα καὶ
τὸν Αἷμον ὑπερβαλοῦσα διέβη τὸν τότε μὲν καλού-
μενον πόρον Θρᾴκιον, νῦν δὲ ἀπ' ἐκείνης Βόσπορον.
ἀπελθοῦσα δὲ εἰς Σκυθίαν καὶ τὴν Κιμμερίδα γῆν,
πολλὴν χέρσον πλανηθεῖσα καὶ πολλὴν διανηξαμένη
θάλασσαν Εὐρώπης τε καὶ Ἀσίας, τελευταῖον ἧκεν εἰς

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori)


Chapter 2, section 49, l. 1

γυμνικὸν ἀγῶνα, παρεγένετο καὶ ὁ Περσεὺς ἀγωνίσα-


153

σθαι θέλων, ἀγωνιζόμενος δὲ πένταθλον, τὸν δίσκον


ἐπὶ τὸν Ἀκρισίου πόδα βαλὼν παραχρῆμα ἀπέκτεινεν
αὐτόν. αἰσθόμενος δὲ τὸν χρησμὸν τετελειωμένον τὸν
μὲν Ἀκρίσιον ἔξω τῆς πόλεως ἔθαψεν, αἰσχυνόμενος
δὲ εἰς Ἄργος ἐπανελθεῖν ἐπὶ τὸν κλῆρον τοῦ δι' αὐτοῦ
τετελευτηκότος, παραγενόμενος εἰς Τίρυνθα πρὸς τὸν
Προίτου παῖδα Μεγαπένθην ἠλλάξατο, τούτῳ τε τὸ
Ἄργος ἐνεχείρισε. καὶ Μεγαπένθης μὲν ἐβασίλευσεν
Ἀργείων, Περσεὺς δὲ Τίρυνθος, προστειχίσας Μίδειαν
καὶ Μυκήνας. ἐγένοντο δὲ ἐξ Ἀνδρομέδας παῖδες αὐτῷ,
πρὶν μὲν ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἑλλάδα Πέρσης, ὃν παρὰ
Κηφεῖ κατέλιπεν (ἀπὸ τούτου δὲ τοὺς Περσῶν βασιλέας
λέγεται γενέσθαι), ἐν Μυκήναις δὲ Ἀλκαῖος καὶ Σθέ-
νελος καὶ Ἕλειος Μήστωρ τε καὶ Ἠλεκτρύων, καὶ
θυγάτηρ Γοργοφόνη, ἣν Περιήρης ἔγημεν.
ἐκ μὲν οὖν Ἀλκαίου καὶ Ἀστυδαμείας τῆς Πέλοπος,
ὡς δὲ ἔνιοι λέγουσι Λαονόμης τῆς Γουνέως, ὡς δὲ ἄλλοι
πάλιν Ἱππονόμης τῆς Μενοικέως, Ἀμφιτρύων ἐγένετο
καὶ θυγάτηρ Ἀναξώ, ἐκ δὲ Μήστορος καὶ Λυσιδίκης
τῆς Πέλοπος Ἱπποθόη. ταύτην ἁρπάσας Ποσειδῶν καὶ

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) Chapter 2, section


49, l. 4

αὐτόν. αἰσθόμενος δὲ τὸν χρησμὸν τετελειωμένον τὸν


μὲν Ἀκρίσιον ἔξω τῆς πόλεως ἔθαψεν, αἰσχυνόμενος
δὲ εἰς Ἄργος ἐπανελθεῖν ἐπὶ τὸν κλῆρον τοῦ δι' αὐτοῦ
τετελευτηκότος, παραγενόμενος εἰς Τίρυνθα πρὸς τὸν
Προίτου παῖδα Μεγαπένθην ἠλλάξατο, τούτῳ τε τὸ
Ἄργος ἐνεχείρισε. καὶ Μεγαπένθης μὲν ἐβασίλευσεν
Ἀργείων, Περσεὺς δὲ Τίρυνθος, προστειχίσας Μίδειαν
καὶ Μυκήνας. ἐγένοντο δὲ ἐξ Ἀνδρομέδας παῖδες αὐτῷ,
πρὶν μὲν ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἑλλάδα Πέρσης, ὃν παρὰ
Κηφεῖ κατέλιπεν (ἀπὸ τούτου δὲ τοὺς Περσῶν βασιλέας
λέγεται γενέσθαι), ἐν Μυκήναις δὲ Ἀλκαῖος καὶ Σθέ-
νελος καὶ Ἕλειος Μήστωρ τε καὶ Ἠλεκτρύων, καὶ
θυγάτηρ Γοργοφόνη, ἣν Περιήρης ἔγημεν.
ἐκ μὲν οὖν Ἀλκαίου καὶ Ἀστυδαμείας τῆς Πέλοπος,
ὡς δὲ ἔνιοι λέγουσι Λαονόμης τῆς Γουνέως, ὡς δὲ ἄλλοι
πάλιν Ἱππονόμης τῆς Μενοικέως, Ἀμφιτρύων ἐγένετο
καὶ θυγάτηρ Ἀναξώ, ἐκ δὲ Μήστορος καὶ Λυσιδίκης
τῆς Πέλοπος Ἱπποθόη. ταύτην ἁρπάσας Ποσειδῶν καὶ
154

κομίσας ἐπὶ τὰς Ἐχινάδας νήσους μίγνυται, καὶ γεννᾷ


Τάφιον, ὃς ᾤκισε Τάφον καὶ τοὺς λαοὺς Τηλεβόας
ἐκάλεσεν, ὅτι τηλοῦ τῆς πατρίδος ἔβη.

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) Chapter 2, section


53, l. 3

λάῳ δὲ ἐγένοντο παῖδες Χρομίος Τύραννος Ἀντίοχος


Χερσιδάμας Μήστωρ Εὐήρης.
Ἠλεκτρύων δὲ γήμας τὴν Ἀλκαίου θυγατέρα Ἀναξώ,
ἐγέννησε θυγατέρα μὲν Ἀλκμήνην, παῖδας δὲ Στρατο-
βάτην Γοργοφόνον Φυλόνομον Κελαινέα Ἀμφίμαχον
Λυσίνομον Χειρίμαχον Ἀνάκτορα Ἀρχέλαον, μετὰ δὲ
τούτους καὶ νόθον ἐκ Φρυγίας γυναικὸς Μιδείας
Λικύμνιον.
Σθενέλου δὲ καὶ Νικίππης τῆς Πέλοπος Ἀλκυόνη
καὶ Μέδουσα, ὕστερον δὲ καὶ Εὐρυσθεὺς ἐγένετο, ὃς
καὶ Μυκηνῶν ἐβασίλευσεν. ὅτε γὰρ Ἡρακλῆς ἔμελλε
γεννᾶσθαι, Ζεὺς ἐν θεοῖς ἔφη τὸν ἀπὸ Περσέως γεννη-
θησόμενον τότε βασιλεύσειν Μυκηνῶν, Ἥρα δὲ διὰ
ζῆλον Εἰλειθυίας ἔπεισε τὸν μὲν Ἀλκμήνης τόκον ἐπι-
σχεῖν, Εὐρυσθέα δὲ τὸν Σθενέλου παρεσκεύασε γεννη-
θῆναι ἑπταμηνιαῖον ὄντα.
Ἠλεκτρύονος δὲ βασιλεύοντος Μυκηνῶν, μετὰ Τα-
φίου οἱ Πτερελάου παῖδες ἐλθόντες τὴν Μήστορος
ἀρχὴν τοῦ μητροπάτορος ἀπῄτουν, καὶ μὴ προσέχοντος
Ἠλεκτρύονος ἀπήλαυνον τὰς βόας· ἀμυνομένων δὲ τῶν
Ἠλεκτρύονος παίδων, ἐκ προκλήσεως ἀλλήλους

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori)


Chapter 2, section 53, l. 5

Ἠλεκτρύων δὲ γήμας τὴν Ἀλκαίου θυγατέρα Ἀναξώ,


ἐγέννησε θυγατέρα μὲν Ἀλκμήνην, παῖδας δὲ Στρατο-
βάτην Γοργοφόνον Φυλόνομον Κελαινέα Ἀμφίμαχον
Λυσίνομον Χειρίμαχον Ἀνάκτορα Ἀρχέλαον, μετὰ δὲ
τούτους καὶ νόθον ἐκ Φρυγίας γυναικὸς Μιδείας
Λικύμνιον.
Σθενέλου δὲ καὶ Νικίππης τῆς Πέλοπος Ἀλκυόνη
καὶ Μέδουσα, ὕστερον δὲ καὶ Εὐρυσθεὺς ἐγένετο, ὃς
καὶ Μυκηνῶν ἐβασίλευσεν. ὅτε γὰρ Ἡρακλῆς ἔμελλε
155

γεννᾶσθαι, Ζεὺς ἐν θεοῖς ἔφη τὸν ἀπὸ Περσέως γεννη-


θησόμενον τότε βασιλεύσειν Μυκηνῶν, Ἥρα δὲ διὰ
ζῆλον Εἰλειθυίας ἔπεισε τὸν μὲν Ἀλκμήνης τόκον ἐπι-
σχεῖν, Εὐρυσθέα δὲ τὸν Σθενέλου παρεσκεύασε γεννη-
θῆναι ἑπταμηνιαῖον ὄντα.
Ἠλεκτρύονος δὲ βασιλεύοντος Μυκηνῶν, μετὰ Τα-
φίου οἱ Πτερελάου παῖδες ἐλθόντες τὴν Μήστορος
ἀρχὴν τοῦ μητροπάτορος ἀπῄτουν, καὶ μὴ προσέχοντος
Ἠλεκτρύονος ἀπήλαυνον τὰς βόας· ἀμυνομένων δὲ τῶν
Ἠλεκτρύονος παίδων, ἐκ προκλήσεως ἀλλήλους ἀπέκτει-
ναν. ἐσώθη δὲ τῶν Ἠλεκτρύονος παίδων Λικύμνιος
ἔτι νέος ὑπάρχων, τῶν δὲ Πτερελάου Εὐήρης,

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) Chapter 2, section


54, l. 1

τούτους καὶ νόθον ἐκ Φρυγίας γυναικὸς Μιδείας


Λικύμνιον.
Σθενέλου δὲ καὶ Νικίππης τῆς Πέλοπος Ἀλκυόνη
καὶ Μέδουσα, ὕστερον δὲ καὶ Εὐρυσθεὺς ἐγένετο, ὃς
καὶ Μυκηνῶν ἐβασίλευσεν. ὅτε γὰρ Ἡρακλῆς ἔμελλε
γεννᾶσθαι, Ζεὺς ἐν θεοῖς ἔφη τὸν ἀπὸ Περσέως γεννη-
θησόμενον τότε βασιλεύσειν Μυκηνῶν, Ἥρα δὲ διὰ
ζῆλον Εἰλειθυίας ἔπεισε τὸν μὲν Ἀλκμήνης τόκον ἐπι-
σχεῖν, Εὐρυσθέα δὲ τὸν Σθενέλου παρεσκεύασε γεννη-
θῆναι ἑπταμηνιαῖον ὄντα.
Ἠλεκτρύονος δὲ βασιλεύοντος Μυκηνῶν, μετὰ Τα-
φίου οἱ Πτερελάου παῖδες ἐλθόντες τὴν Μήστορος
ἀρχὴν τοῦ μητροπάτορος ἀπῄτουν, καὶ μὴ προσέχοντος
Ἠλεκτρύονος ἀπήλαυνον τὰς βόας· ἀμυνομένων δὲ τῶν
Ἠλεκτρύονος παίδων, ἐκ προκλήσεως ἀλλήλους ἀπέκτει-
ναν. ἐσώθη δὲ τῶν Ἠλεκτρύονος παίδων Λικύμνιος
ἔτι νέος ὑπάρχων, τῶν δὲ Πτερελάου Εὐήρης, ὃς καὶ
τὰς ναῦς ἐφύλασσε. τῶν δὲ Ταφίων οἱ διαφυγόντες
ἀπέπλευσαν τὰς ἐλαθείσας βόας ἑλόντες, καὶ παρέθεντο
τῷ βασιλεῖ τῶν Ἠλείων Πολυξένῳ·

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) Chapter 2, section


55, l. 5

φίου οἱ Πτερελάου παῖδες ἐλθόντες τὴν Μήστορος


156

ἀρχὴν τοῦ μητροπάτορος ἀπῄτουν, καὶ μὴ προσέχοντος


Ἠλεκτρύονος ἀπήλαυνον τὰς βόας· ἀμυνομένων δὲ τῶν
Ἠλεκτρύονος παίδων, ἐκ προκλήσεως ἀλλήλους ἀπέκτει-
ναν. ἐσώθη δὲ τῶν Ἠλεκτρύονος παίδων Λικύμνιος
ἔτι νέος ὑπάρχων, τῶν δὲ Πτερελάου Εὐήρης, ὃς καὶ
τὰς ναῦς ἐφύλασσε. τῶν δὲ Ταφίων οἱ διαφυγόντες
ἀπέπλευσαν τὰς ἐλαθείσας βόας ἑλόντες, καὶ παρέθεντο
τῷ βασιλεῖ τῶν Ἠλείων Πολυξένῳ· Ἀμφιτρύων δὲ
παρὰ Πολυξένου λυτρωσάμενος αὐτὰς ἤγαγεν εἰς Μυ-
κήνας. ὁ δὲ Ἠλεκτρύων τὸν τῶν παίδων θάνατον
βουλόμενος ἐκδικῆσαι, παραδοὺς τὴν βασιλείαν Ἀμφι-
τρύωνι καὶ τὴν θυγατέρα Ἀλκμήνην, ἐξορκίσας ἵνα
μέχρι τῆς ἐπανόδου παρθένον αὐτὴν φυλάξῃ, στρατεύειν
ἐπὶ Τηλεβόας διενοεῖτο. ἀπολαμβάνοντος δὲ αὐτοῦ τὰς
βόας, μιᾶς ἐκθορούσης Ἀμφιτρύων ἐπ' αὐτὴν ἀφῆκεν
ὃ μετὰ χεῖρας εἶχε ῥόπαλον, τὸ δὲ ἀποκρουσθὲν ἀπὸ
τῶν κεράτων εἰς τὴν Ἠλεκτρύονος κεφαλὴν ἐλθὸν
ἀπέκτεινεν αὐτόν. ὅθεν λαβὼν ταύτην τὴν πρόφασιν
Σθένελος παντὸς Ἄργους ἐξέβαλεν Ἀμφιτρύωνα, καὶ
τὴν ἀρχὴν τῶν Μυκηνῶν καὶ τῆς Τίρυνθος αὐτὸς

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) Chapter 2, section


56, l. 7

κήνας. ὁ δὲ Ἠλεκτρύων τὸν τῶν παίδων θάνατον


βουλόμενος ἐκδικῆσαι, παραδοὺς τὴν βασιλείαν Ἀμφι-
τρύωνι καὶ τὴν θυγατέρα Ἀλκμήνην, ἐξορκίσας ἵνα
μέχρι τῆς ἐπανόδου παρθένον αὐτὴν φυλάξῃ, στρατεύειν
ἐπὶ Τηλεβόας διενοεῖτο. ἀπολαμβάνοντος δὲ αὐτοῦ τὰς
βόας, μιᾶς ἐκθορούσης Ἀμφιτρύων ἐπ' αὐτὴν ἀφῆκεν
ὃ μετὰ χεῖρας εἶχε ῥόπαλον, τὸ δὲ ἀποκρουσθὲν ἀπὸ
τῶν κεράτων εἰς τὴν Ἠλεκτρύονος κεφαλὴν ἐλθὸν
ἀπέκτεινεν αὐτόν. ὅθεν λαβὼν ταύτην τὴν πρόφασιν
Σθένελος παντὸς Ἄργους ἐξέβαλεν Ἀμφιτρύωνα, καὶ
τὴν ἀρχὴν τῶν Μυκηνῶν καὶ τῆς Τίρυνθος αὐτὸς
κατέσχε· τὴν δὲ Μίδειαν, μεταπεμψάμενος τοὺς Πέλο-
πος παῖδας Ἀτρέα καὶ Θυέστην, παρέθετο τούτοις.
Ἀμφιτρύων δὲ σὺν Ἀλκμήνῃ καὶ Λικυμνίῳ παρα-
γενόμενος ἐπὶ Θήβας ὑπὸ Κρέοντος ἡγνίσθη, καὶ δίδωσι
τὴν ἀδελφὴν Περιμήδην Λικυμνίῳ. λεγούσης δὲ Ἀλκμή-
νης γαμηθήσεσθαι αὐτῷ τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς ἐκδική-
σαντι τὸν θάνατον, ὑποσχόμενος ἐπὶ Τηλεβόας στρατεύει
157

Ἀμφιτρύων, καὶ παρεκάλει συλλαβέσθαι Κρέοντα. ὁ δὲ


ἔφη στρατεύσειν, ἐὰν πρότερον ἐκεῖνος τὴν Καδμείαν
τῆς ἀλώπεκος ἀπαλλάξῃ· ἔφθειρε γὰρ τὴν Καδμείαν

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) Chapter 2, section


75, l. 10

σωτῆρι θύειν, ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, τότε ὡς ἥρωι ἐναγίζειν.


εἰς δὲ τὴν Νεμέαν ἀφικόμενος καὶ τὸν λέοντα μαστεύ-
σας ἐτόξευσε τὸ πρῶτον· ὡς δὲ ἔμαθεν ἄτρωτον ὄντα,
ἀνατεινάμενος τὸ ῥόπαλον ἐδίωκε. συμφυγόντος δὲ εἰς
τὸ ἀμφίστομον σπήλαιον αὐτοῦ τὴν ἑτέραν ἐνῳκοδό-
μησεν εἴσοδον, διὰ δὲ τῆς ἑτέρας ἐπεισῆλθε τῷ θηρίῳ,
καὶ περιθεὶς τὴν χεῖρα τῷ τραχήλῳ κατέσχεν ἄγχων
ἕως ἔπνιξε, καὶ θέμενος ἐπὶ τῶν ὤμων ἐκόμιζεν εἰς
Κλεωνάς. καταλαβὼν δὲ τὸν Μόλορχον ἐν τῇ τελευ-
ταίᾳ τῶν ἡμερῶν ὡς νεκρῷ μέλλοντα τὸ ἱερεῖον ἐναγί-
ζειν, σωτῆρι θύσας Διὶ ἦγεν εἰς Μυκήνας τὸν λέοντα.
Εὐρυσθεὺς δὲ καταπλαγεὶς αὐτοῦ τὴν ἀνδρείαν ἀπεῖπε
τὸ λοιπὸν αὐτῷ εἰς τὴν πόλιν εἰσιέναι, δεικνύειν δὲ
πρὸ τῶν πυλῶν ἐκέλευε τοὺς ἄθλους. φασὶ δὲ ὅτι
δείσας καὶ πίθον ἑαυτῷ χαλκοῦν εἰσκρυβῆναι ὑπὸ γῆν
κατεσκεύασε, καὶ πέμπων κήρυκα Κοπρέα Πέλοπος τοῦ
Ἠλείου ἐπέταττε τοὺς ἄθλους. οὗτος δὲ Ἴφιτον κτεί-
νας, φυγὼν εἰς Μυκήνας καὶ τυχὼν παρ' Εὐρυσθέως
καθαρσίων ἐκεῖ κατῴκει.

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori)


Chapter 2, section 76, l. 7

ἕως ἔπνιξε, καὶ θέμενος ἐπὶ τῶν ὤμων ἐκόμιζεν εἰς


Κλεωνάς. καταλαβὼν δὲ τὸν Μόλορχον ἐν τῇ τελευ-
ταίᾳ τῶν ἡμερῶν ὡς νεκρῷ μέλλοντα τὸ ἱερεῖον ἐναγί-
ζειν, σωτῆρι θύσας Διὶ ἦγεν εἰς Μυκήνας τὸν λέοντα.
Εὐρυσθεὺς δὲ καταπλαγεὶς αὐτοῦ τὴν ἀνδρείαν ἀπεῖπε
τὸ λοιπὸν αὐτῷ εἰς τὴν πόλιν εἰσιέναι, δεικνύειν δὲ
πρὸ τῶν πυλῶν ἐκέλευε τοὺς ἄθλους. φασὶ δὲ ὅτι
δείσας καὶ πίθον ἑαυτῷ χαλκοῦν εἰσκρυβῆναι ὑπὸ γῆν
κατεσκεύασε, καὶ πέμπων κήρυκα Κοπρέα Πέλοπος τοῦ
Ἠλείου ἐπέταττε τοὺς ἄθλους. οὗτος δὲ Ἴφιτον κτεί-
νας, φυγὼν εἰς Μυκήνας καὶ τυχὼν παρ' Εὐρυσθέως
158

καθαρσίων ἐκεῖ κατῴκει.


δεύτερον δὲ ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὴν Λερναίαν
ὕδραν κτεῖναι· αὕτη δὲ ἐν τῷ τῆς Λέρνης ἕλει ἐκτρα-
φεῖσα ἐξέβαινεν εἰς τὸ πεδίον καὶ τά τε βοσκήματα καὶ
τὴν χώραν διέφθειρεν. εἶχε δὲ ἡ ὕδρα ὑπερμέγεθες
σῶμα, κεφαλὰς ἔχον ἐννέα, τὰς μὲν ὀκτὼ θνητάς, τὴν
δὲ μέσην ἀθάνατον. ἐπιβὰς οὖν ἅρματος, ἡνιοχοῦντος
Ἰολάου, παρεγένετο εἰς τὴν Λέρνην, καὶ τοὺς μὲν ἵπ-
πους ἔστησε, τὴν δὲ ὕδραν εὑρὼν ἔν τινι λόφῳ παρὰ
τὰς πηγὰς τῆς Ἀμυμώνης, ὅπου ὁ φωλεὸς αὐτῆς ὑπῆρχε,

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) Chapter 2, section


81, l. 2

δαλοῖς ἐπικαίων τὰς ἀνατολὰς τῶν κεφαλῶν ἐκώλυεν


ἀνιέναι. καὶ τοῦτον τὸν τρόπον τῶν ἀναφυομένων
κεφαλῶν περιγενόμενος, τὴν ἀθάνατον ἀποκόψας κατώ-
ρυξε καὶ βαρεῖαν ἐπέθηκε πέτραν, παρὰ τὴν ὁδὸν τὴν
φέρουσαν διὰ Λέρνης εἰς Ἐλαιοῦντα· τὸ δὲ σῶμα τῆς
ὕδρας ἀνασχίσας τῇ χολῇ τοὺς ὀιστοὺς ἔβαψεν. Εὐ-
ρυσθεὺς δὲ ἔφη μὴ δεῖν καταριθμῆσαι τοῦτον ἐν τοῖς
δέκα τὸν ἆθλον· οὐ γὰρ μόνος ἀλλὰ καὶ μετὰ Ἰολάου
τῆς ὕδρας περιεγένετο.
τρίτον ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὴν Κερυνῖτιν ἔλαφον
εἰς Μυκήνας ἔμπνουν ἐνεγκεῖν. ἦν δὲ ἡ ἔλαφος ἐν
Οἰνόῃ, χρυσόκερως, Ἀρτέμιδος ἱερά· διὸ καὶ βουλό-
μενος αὐτὴν Ἡρακλῆς μήτε ἀνελεῖν μήτε τρῶσαι,
συνεδίωξεν ὅλον ἐνιαυτόν. ἐπεὶ δὲ κάμνον τὸ θηρίον
τῇ διώξει συνέφυγεν εἰς ὄρος τὸ λεγόμενον Ἀρτεμίσιον,
κἀκεῖθεν ἐπὶ ποταμὸν Λάδωνα, τοῦτον διαβαίνειν μέλ-
λουσαν τοξεύσας συνέλαβε, καὶ θέμενος ἐπὶ τῶν ὤμων
διὰ τῆς Ἀρκαδίας ἠπείγετο. μετ' Ἀπόλλωνος δὲ Ἄρτεμις
συντυχοῦσα ἀφῃρεῖτο, καὶ τὸ ἱερὸν ζῷον αὐτῆς κτείνοντα
κατεμέμφετο. ὁ δὲ ὑποτιμησάμενος τὴν ἀνάγκην,

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori) Chapter 2, section


82, l. 5

Οἰνόῃ, χρυσόκερως, Ἀρτέμιδος ἱερά· διὸ καὶ βουλό-


μενος αὐτὴν Ἡρακλῆς μήτε ἀνελεῖν μήτε τρῶσαι,
συνεδίωξεν ὅλον ἐνιαυτόν. ἐπεὶ δὲ κάμνον τὸ θηρίον
τῇ διώξει συνέφυγεν εἰς ὄρος τὸ λεγόμενον Ἀρτεμίσιον,
159

κἀκεῖθεν ἐπὶ ποταμὸν Λάδωνα, τοῦτον διαβαίνειν μέλ-


λουσαν τοξεύσας συνέλαβε, καὶ θέμενος ἐπὶ τῶν ὤμων
διὰ τῆς Ἀρκαδίας ἠπείγετο. μετ' Ἀπόλλωνος δὲ Ἄρτεμις
συντυχοῦσα ἀφῃρεῖτο, καὶ τὸ ἱερὸν ζῷον αὐτῆς κτείνοντα
κατεμέμφετο. ὁ δὲ ὑποτιμησάμενος τὴν ἀνάγκην, καὶ τὸν
αἴτιον εἰπὼν Εὐρυσθέα γεγονέναι, πραΰνας τὴν ὀργὴν
τῆς θεοῦ τὸ θηρίον ἐκόμισεν ἔμπνουν εἰς Μυκήνας.
τέταρτον ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὸν Ἐρυμάνθιον
κάπρον ζῶντα κομίζειν· τοῦτο δὲ τὸ θηρίον ἠδίκει τὴν
Ψωφῖδα, ὁρμώμενον ἐξ ὄρους ὃ καλοῦσιν Ἐρύμανθον.
διερχόμενος οὖν Φολόην ἐπιξενοῦται Κενταύρῳ Φόλῳ,
Σειληνοῦ καὶ νύμφης μελίας παιδί. οὗτος Ἡρακλεῖ
μὲν ὀπτὰ παρεῖχε τὰ κρέα, αὐτὸς δὲ ὠμοῖς ἐχρῆτο.
αἰτοῦντος δὲ οἶνον Ἡρακλέους, ἔφη δεδοικέναι τὸν
κοινὸν τῶν Κενταύρων ἀνοῖξαι πίθον· θαρρεῖν δὲ παρα-
κελευσάμενος Ἡρακλῆς αὐτὸν ἤνοιξε, καὶ μετ' οὐ πολὺ
τῆς ὀσμῆς αἰσθόμενοι παρῆσαν οἱ Κένταυροι,

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori)


Chapter 2, section 87, l. 5

γένοντο εἰς ὄρος Μαλέαν, Εὐρυτίων δὲ εἰς Φολόην, Νές-


σος δὲ ἐπὶ ποταμὸν Εὔηνον. τοὺς δὲ λοιποὺς ὑποδεξάμε-
νος Ποσειδῶν εἰς Ἐλευσῖνα ὄρει κατεκάλυψεν. Φόλος δὲ
ἑλκύσας ἐκ νεκροῦ τὸ βέλος ἐθαύμαζεν, εἰ τοὺς τηλικού-
τους τὸ μικρὸν διέφθειρε· τὸ δὲ τῆς χειρὸς ὀλισθῆσαν
ἦλθεν ἐπὶ τὸν πόδα καὶ παραχρῆμα ἀπέκτεινεν αὐτόν.
ἐπανελθὼν δὲ εἰς Φολόην Ἡρακλῆς καὶ Φόλον τελευ-
τήσαντα θεασάμενος, θάψας αὐτὸν ἐπὶ τὴν τοῦ κάπρου
θήραν παραγίνεται, καὶ διώξας αὐτὸν ἔκ τινος λόχμης
μετὰ κραυγῆς, εἰς χιόνα πολλὴν παρειμένον εἰσωθήσας
ἐμβροχίσας τε ἐκόμισεν εἰς Μυκήνας.
πέμπτον ἐπέταξεν αὐτῷ ἆθλον τῶν Αὐγείου βοσκη-
μάτων ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ μόνον ἐκφορῆσαι τὴν ὄνθον. ἦν
δὲ ὁ Αὐγείας βασιλεὺς Ἤλιδος, ὡς μέν τινες εἶπον,
παῖς Ἡλίου, ὡς δέ τινες, Ποσειδῶνος, ὡς δὲ ἔνιοι,
Φόρβαντος, πολλὰς δὲ εἶχε βοσκημάτων ποίμνας. τούτῳ
προσελθὼν Ἡρακλῆς, οὐ δηλώσας τὴν Εὐρυσθέως ἐπι-
ταγήν, ἔφασκε μιᾷ ἡμέρᾳ τὴν ὄνθον ἐκφορήσειν, εἰ
δώσει τὴν δεκάτην αὐτῷ τῶν βοσκημάτων. Αὐγείας
δὲ ἀπιστῶν ὑπισχνεῖται. μαρτυράμενος δὲ Ἡρακλῆς
τὸν Αὐγείου παῖδα Φυλέα, τῆς τε αὐλῆς τὸν θεμέλιον
160

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori)


Chapter 2, section 96, l. 2

εἰς τὰ βουκόλια ἀποπέμψαι, θῦσαι δὲ ἄλλον Ποσειδῶνι


ἐφ' οἷς ὀργισθέντα τὸν θεὸν ἀγριῶσαι τὸν ταῦρον.
ἐπὶ τοῦτον παραγενόμενος εἰς Κρήτην Ἡρακλῆς, ἐπειδὴ
συλλαβεῖν ἀξιοῦντι Μίνως εἶπεν αὐτῷ λαμβάνειν διαγω-
νισαμένῳ, λαβὼν καὶ πρὸς Εὐρυσθέα διακομίσας ἔδειξε,
καὶ τὸ λοιπὸν εἴασεν ἄνετον· ὁ δὲ πλανηθεὶς εἰς Σπάρ-
την τε καὶ Ἀρκαδίαν ἅπασαν, καὶ διαβὰς τὸν Ἰσθμόν,
εἰς Μαραθῶνα τῆς Ἀττικῆς ἀφικόμενος τοὺς ἐγχωρίους
διελυμαίνετο.
ὄγδοον ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὰς Διομήδους τοῦ
Θρᾳκὸς ἵππους εἰς Μυκήνας κομίζειν· ἦν δὲ οὗτος
Ἄρεος καὶ Κυρήνης, βασιλεὺς Βιστόνων ἔθνους Θρᾳ-
κίου καὶ μαχιμωτάτου, εἶχε δὲ ἀνθρωποφάγους ἵππους.
πλεύσας οὖν μετὰ τῶν ἑκουσίως συνεπομένων καὶ
βιασάμενος τοὺς ἐπὶ ταῖς φάτναις τῶν ἵππων ὑπάρ-
χοντας ἤγαγεν ἐπὶ τὴν θάλασσαν. τῶν δὲ Βιστόνων
σὺν ὅπλοις ἐπιβοηθούντων τὰς μὲν ἵππους παρέδωκεν
Ἀβδήρῳ φυλάσσειν· οὗτος δὲ ἦν Ἑρμοῦ παῖς, Λοκρὸς
ἐξ Ὀποῦντος, Ἡρακλέους ἐρώμενος, ὃν αἱ ἵπποι διέ-
φθειραν ἐπισπασάμεναι· πρὸς δὲ τοὺς Βίστονας διαγω-
νισάμενος καὶ Διομήδην ἀποκτείνας τοὺς λοιποὺς

Απολλόδωρος βιβλιοθηκη (sub nomine Apollodori)


Chapter 2, section 105, l. 10
ἀποδοῦναι, πολεμήσειν Τροίᾳ ἀπειλήσας ἀνήχθη.
καὶ προσίσχει Αἴνῳ, ἔνθα ξενίζεται ὑπὸ Πόλτυος.
ἀποπλέων δὲ ἐπὶ τῆς ἠιόνος τῆς Αἰνίας Σαρπηδόνα,
Ποσειδῶνος μὲν υἱὸν ἀδελφὸν δὲ Πόλτυος, ὑβριστὴν
ὄντα τοξεύσας ἀπέκτεινε. καὶ παραγενόμενος εἰς Θάσον
καὶ χειρωσάμενος τοὺς ἐνοικοῦντας Θρᾷκας ἔδωκε τοῖς
Ἀνδρόγεω παισὶ κατοικεῖν. ἐκ Θάσου δὲ ὁρμηθεὶς ἐπὶ
Τορώνην Πολύγονον καὶ Τηλέγονον, τοὺς Πρωτέως
τοῦ Ποσειδῶνος υἱούς, παλαίειν προκαλουμένους κατὰ
τὴν πάλην ἀπέκτεινε. κομίσας δὲ τὸν ζωστῆρα εἰς
Μυκήνας ἔδωκεν Εὐρυσθεῖ.
δέκατον ἐπετάγη ἆθλον τὰς Γηρυόνου βόας ἐξ
Ἐρυθείας κομίζειν. Ἐρύθεια δὲ ἦν Ὠκεανοῦ πλησίον
161

κειμένη νῆσος, ἣ νῦν Γάδειρα καλεῖται. ταύτην κατῴ-


κει Γηρυόνης Χρυσάορος καὶ Καλλιρρόης τῆς Ὠκεανοῦ,
τριῶν ἔχων ἀνδρῶν συμφυὲς σῶμα, συνηγμένον εἰς ἓν
κατὰ τὴν γαστέρα, ἐσχισμένον δὲ εἰς τρεῖς ἀπὸ λαγό-
νων τε καὶ μηρῶν. εἶχε δὲ φοινικᾶς βόας, ὧν ἦν βου-
κόλος Εὐρυτίων, φύλαξ δὲ Ὄρθος ὁ κύων δικέφαλος
ἐξ Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος. πορευόμενος
οὖν ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας διὰ τῆς Εὐρώπης,

Επίκτητος Dissertationes ab Arriano digestae (0557: 001)


“Epicteti dissertationes ab Arriano digestae”, Ed. Schenkl, H.
Leipzig: Teubner, 1916, Repr. 1965.
Book 3, chapter 26, section 31, l. 4

θῷ οὐδέν ἐστι κακὸν οὔτε ζῶντι οὔτ' ἀποθα-


νόντι; { – } Τί οὖν, ὅταν μὴ παρέχῃ τροφάς; { – } Τί γὰρ
ἄλλο ἢ ὡς ἀγαθὸς στρατηγὸς τὸ ἀνακλητικόν μοι σεσή-
μαγκεν; πείθομαι, ἀκολουθῶ, ἐπευφημῶν τὸν ἡγεμόνα,
ὑμνῶν αὐτοῦ τὰ ἔργα. καὶ γὰρ ἦλθον, ὅτ' ἐκείνῳ ἔδο-
ξεν, καὶ ἄπειμι πάλιν ἐκείνῳ δοκοῦν καὶ ζῶντός μου
τοῦτο τὸ ἔργον ἦν, ὑμνεῖν τὸν θεὸν καὶ αὐτὸν ἐπ'
ἐμαυτοῦ καὶ πρὸς ἕνα καὶ πρὸς πολλούς. οὐ παρέχει
μοι πολλά, οὐκ ἄφθονα, τρυφᾶν με οὐ θέλει οὐδὲ γὰρ
τῷ Ἡρακλεῖ παρεῖχεν, τῷ υἱεῖ τῷ ἑαυτοῦ, ἀλλ' ἄλλος
ἐβασίλευεν Ἄργους καὶ Μυκηνῶν, ὁ δ' ἐπετάσσετο καὶ
ἐπόνει καὶ ἐγυμνάζετο. καὶ ἦν Εὐρυσθεὺς μέν, ὃς ἦν,
οὔτε Ἄργους οὔτε Μυκηνῶν βασιλεύς, ὅς γ' οὐδ' αὐ-
τὸς ἑαυτοῦ, ὁ δ' Ἡρακλῆς ἁπάσης γῆς καὶ θαλάττης
ἄρχων καὶ ἡγεμὼν ἦν, καθαρτὴς ἀδικίας καὶ ἀνομίας,
εἰσαγωγεὺς δὲ δικαιοσύνης καὶ ὁσιότητος· καὶ ταῦτα
ἐποίει καὶ γυμνὸς καὶ μόνος. ὁ δ' Ὀδυσσεὺς ὅτε ναυ-
αγὸς ἐξερρίφη, μή τι ἐταπείνωσεν αὐτὸν ἡ ἀπορία, μή
τι ἐπέκλασεν; ἀλλὰ πῶς ἀπῄει πρὸς τὰς παρθένους
αἰτήσων τὰ ἀναγκαῖα, ὧν αἴσχιστον εἶναι δοκεῖ δεῖσθαι
παρ' ἄλλου;

Επίκτητος Dissertationes ab Arriano digestae


Book 3, chapter 26, section 32, l. 2

ἄλλο ἢ ὡς ἀγαθὸς στρατηγὸς τὸ ἀνακλητικόν μοι σεσή-


μαγκεν; πείθομαι, ἀκολουθῶ, ἐπευφημῶν τὸν ἡγεμόνα,
162

ὑμνῶν αὐτοῦ τὰ ἔργα. καὶ γὰρ ἦλθον, ὅτ' ἐκείνῳ ἔδο-


ξεν, καὶ ἄπειμι πάλιν ἐκείνῳ δοκοῦν καὶ ζῶντός μου
τοῦτο τὸ ἔργον ἦν, ὑμνεῖν τὸν θεὸν καὶ αὐτὸν ἐπ'
ἐμαυτοῦ καὶ πρὸς ἕνα καὶ πρὸς πολλούς. οὐ παρέχει
μοι πολλά, οὐκ ἄφθονα, τρυφᾶν με οὐ θέλει οὐδὲ γὰρ
τῷ Ἡρακλεῖ παρεῖχεν, τῷ υἱεῖ τῷ ἑαυτοῦ, ἀλλ' ἄλλος
ἐβασίλευεν Ἄργους καὶ Μυκηνῶν, ὁ δ' ἐπετάσσετο καὶ
ἐπόνει καὶ ἐγυμνάζετο. καὶ ἦν Εὐρυσθεὺς μέν, ὃς ἦν,
οὔτε Ἄργους οὔτε Μυκηνῶν βασιλεύς, ὅς γ' οὐδ' αὐ-
τὸς ἑαυτοῦ, ὁ δ' Ἡρακλῆς ἁπάσης γῆς καὶ θαλάττης
ἄρχων καὶ ἡγεμὼν ἦν, καθαρτὴς ἀδικίας καὶ ἀνομίας,
εἰσαγωγεὺς δὲ δικαιοσύνης καὶ ὁσιότητος· καὶ ταῦτα
ἐποίει καὶ γυμνὸς καὶ μόνος. ὁ δ' Ὀδυσσεὺς ὅτε ναυ-
αγὸς ἐξερρίφη, μή τι ἐταπείνωσεν αὐτὸν ἡ ἀπορία, μή
τι ἐπέκλασεν; ἀλλὰ πῶς ἀπῄει πρὸς τὰς παρθένους
αἰτήσων τὰ ἀναγκαῖα, ὧν αἴσχιστον εἶναι δοκεῖ δεῖσθαι
παρ' ἄλλου;

Maximus Soph., Dialexeis (0563: 001)“Maximi Tyrii philosophumena”,


Ed. Hobein, H.Leipzig: Teubner, 1910.Lecture 5, chapter 2, section b, l. 4

Τί δὲ Λυδός, ὁ τοῦ Φρυγὸς ἀνοητότερος; οὐκ εὔ-


ξατο μὲν τῷ Ἀπόλλωνι ἑλεῖν τὴν Περσῶν ἀρχήν, καὶ
ἐθεράπευεν χρυσῷ πολλῷ τὸν θεόν, ὥσπερ δωροδόκον
δυνάστην; ἀκούων δὲ αὐτοῦ θαμὰ ἐκ Δελφῶν ἐπι-
στέλλοντος
Κροῖσος Ἅλυν διαβὰς μεγάλην ἀρχὴν καταλύσει,
ἐκδεχόμενος πρὸς ἡδονὴν τὸν χρησμόν, διέβη Ἅλυν,
καὶ κατέλυσεν τὴν Λυδῶν μεγάλην ἀρχήν. Ἀκούω δὲ
καὶ παρ' Ὁμήρῳ εὐχομένου Ἕλληνος ἀνδρός,
Ζεῦ πάτερ, ἢ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν,
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης·
καὶ δηλαδὴ ὁ Ζεὺς ἐπιτελεῖ τὴν εὐχήν,
ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης, ὃν ἄρ' ἤθελον αὐτοὶ
Αἴαντος.
Καὶ τῷ μὲν Πριάμῳ εὐχομένῳ ὑπὲρ τῆς οἰκείας γῆς,
βοῦς καὶ ὄϊς ὁσημέραι τῷ Διὶ καταθύοντι, ἀτελῆ τὴν
εὐχὴν τίθησιν· τῷ δὲ Ἀγαμέμνονι
163

Maximus Soph., Dialexeis Lecture 10, chapter 7, section h, l. 3

ἐπὶ ἡμέρᾳ νύξ, καὶ ἐπὶ νεότητι γῆρας, καὶ ἐπὶ χειμῶνι
ἔαρ· ἢ κατὰ πάθος, ὡς κάλλει ἔρως ἐπιγίνεται, καὶ
προπηλακισμῷ ὀργή, καὶ ἡδονὴ εὐτυχίαις, καὶ λύπη
συμφοραῖς· ἢ κατὰ τόπον,
Φᾶρίν τε, Σπάρτην τέ, πολυτρήρωνά τε Θίσβην·
ἢ κατὰ νόμον,
Βοιωτῶν μὲν Πηνέλεως καὶ Λήϊτος ἦρχον,
Ἀρκεσίλαός τε, Προθοήνωρ τέ, Κλόνιός τε·
ἢ κατὰ δύναμιν,
Ζεῦ πάτερ, ἢ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν,
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
Ἅτε οὖν ἐν προθύροις τῆς ψυχῆς αἱ αἰσθήσεις
ἱδρυμέναι, ἐπειδάν τινος ἐφάψωνται ἀρχῆς, καὶ παρα-
δῶσιν τῷ νῷ, ἐπιλαβόμενος ταύτης, διορᾷ τὰ λοιπά,
καὶ διεξέρχεται ἐπὶ τὰ ἀκόλουθα, ἢ χρόνῳ, ἢ φύσει,
ἢ νόμῳ, ἢ τόπῳ, ἢ τιμῇ, ἢ δυνάμει. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ
τῶν μακρῶν καὶ λεπτῶν δοράτων, ὁ τὸν στύρακα κλο-
νήσας, παρέπεμψε τὴν κίνησιν διὰ παντὸς τοῦ δόρατος
μέχρι τῆς αἰχμῆς· καὶ ὥσπερ τῶν μακρῶν καὶ διατε-
ταμένων κάλων ὁ διασείσας τὴν ἀρχήν, παραδίδωσιν
τὴν κίνησιν τῷ ὅλῳ, βαδίζουσαν ἐπὶ τὸ πέρας·

Nicolaus Hist., Fragmenta (0577: 003)“FHG 3”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 34, l. 8

τεύειν· ὥσπερ καὶ Ἡσίοδός φησιν ἐν τούτοις·


Ἀλκὴν μὲν γὰρ ἔδωκεν Ὀλύμπιος Αἰακίδῃσι,
νοῦν δ' Ἀμυθαονίδαις, πλοῦτον δ' ἔπορ' (2) Ἀτρείδῃσι.
Exc. De insid.: Ὅτι Αἴγισθος Ἀγαμέμνονα κτεί-
νας τὸν βασιλέα συμβουλῇ τῆς γυναικὸς Κλυταιμνή-
στρας, καὶ τὸν Ὀρέστην τὸν τοῦ Ἀγαμέμνονος υἱὸν
ἔμελλεν ἀνελεῖν. Τοῦτον δὲ ἐρρύσατο Ταλθύβιος (1)
ἐξαρπάσας, καὶ ἐκθέμενος εἰς τὴν Φωκίδα παρὰ Στρό-
φιον. Δεκάτῳ (2) δ' ἔτει ἐκ Φωκέων ἐλθὼν μετὰ Πυλάδου
τοῦ Στροφίου, Αἴγισθον καὶ τὴν μητέρα κτείνας, τῶν
Μυκηνῶν ἐβασίλευεν. Ἐλαυνόμενος δὲ ὑπὸ τῶν Αἰγί-
σθου φίλων, κατὰ δὲ τὸν πλεῖστον λόγον ὑπὸ Ἐρινύων,
ὡς ἐναγὴς, θεοῦ κελεύσαντος, εἰς Ἀθήνας ἀφίκετο, καὶ
ἐν Ἀρείῳ πάγῳ κριθεὶς ἀπέφυγεν. Αὕτη ἡ δίκη φόνου
τετάρτη (3) ἐν Ἀθήναις ἐκρίθη.
164

Steph. B.: Καρνία, πόλις Ἰωνίας. Νικόλαος τε-

Rhetorica Anonyma, Περὶ τῶν τοῦ λόγου σχημάτων (0598: 019)


“Rhetores Graeci, vol. 3”, Ed. Spengel, L.Leipzig: Teubner, 1856, Repr.
1966.Volume 3, page 121, l. 12

πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην.


καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε τανυσσάμενος ποτὶ γαίῃ
ἀγκλίνας· πρόσθεν δὲ σάκεα σχέθον ἐσθλοὶ ἑταῖροι.

ΠΕΡΙ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΕΩΣ.

Ἀπαρίθμησίς ἐστιν, ὅταν εἰπὼν τὴν ποσότητα ἐπάγῃ


τὰ κατὰ μέρος, οἷον
δοιαὶ μὲν Μενελάῳ ἀρηγόνες εἰσὶ θεάων·
Ἥρη τ' Ἀργείη καὶ Ἀλαλκομενηῒς Ἀθήνη·
καὶ πάλιν,
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες·
Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη.

Demetrius Hist., Phil., Fragmenta (0624: 001)“Demetrios von


Phaleron”, Ed. Wehrli, F.Basel: Schwabe, 1968; Die Schule des
Aristoteles, vol. 4, 2nd edn..Fragment 191, l. 5

τοῦ στίχου παράληψιν ἐπειπὼν καὶ τῆς ποιήσεως ἀλλοτρίαν τὸν


ᾔδεε γὰρ κατὰ θυμὸν ἀδελφεὸν ὡς ἐπονεῖτο. (Homer B 409)
μικρολογίαν ἐμβάλλειν τοῖς ἤθεσιν. οἶμαι γάρ, φησίν, ἕκαστον τῶν
χαριέντων ἀν-
θρώπων ἔχειν καὶ οἰκεῖον καὶ φίλον πρὸς ὃν ἂν ἔλθοι θυσίας οὔσης τὸν
καλοῦν-
τα μὴ περιμείνας (cf. Eustath. Hom. B 409).
Eustathius ad Homerum γ 267 πὰρ δ' ἄρ' ἔην καὶ ἀοιδὸς
ἀνήρ (cf. schol.): ὁ δὲ Φαληρεὺς Δημήτριος ἱστορεῖ ὅτι Μενέλαος ἅμα
Ὀδυσσεῖ
ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς ἤρετο περὶ τῆς εἰς Ἴλιον στρατείας ἀγωνοθετοῦντος
Κρέον-
τος τὸν ἐνναετηρικὸν ἀγῶνα τῶν Πυθίων, ἐν ᾧ ἐνίκα Δημόδοκος Λάκων
μαθητὴς
Μυκηναίου Αὐτομήδους τοῦ δι' ἐπῶν γράψαντος τὴν Ἀμφιτρύωνός τε
μάχην πρὸς
165

Τηλεβόας καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνος καὶ Ἑλικῶνος, ἀφ' ὧν τὰ ἐν Βοιωτίᾳ


ὄρη
ἐκλήθησαν. ἦν δέ, φησί, καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου
διδάξαντος
αὐτόν τε καὶ τὸν ῥηθέντα Μυκηναῖον Αὐτομήδην καὶ Λικύμνιον τὸν
Βουπρασιέα
καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιάτην. τότε δὴ
Μενέλαος μὲν
τῇ Προναίᾳ Ἀθηνᾷ τὸν τῆς Ἑλένης ὅρμον ἀνέθηκεν ἐν Δελφοῖς.
Ἀγαμέμνων
δὲ τὸν Δημόδοκον εἰς Μυκήνας ἀκολουθῆσαι πείσας ἔταξε τὴν
Κλυταιμνήστραν
τηρεῖν. ἐτίμα γὰρ λίαν φησὶ τοὺς ἀοιδοὺς ὡς διδασκάλους τῶν τε θείων

Demetrius Hist., Phil., Fragmenta Fragment 191, l. 8

θρώπων ἔχειν καὶ οἰκεῖον καὶ φίλον πρὸς ὃν ἂν ἔλθοι θυσίας οὔσης τὸν
καλοῦν-
τα μὴ περιμείνας (cf. Eustath. Hom. B 409).
Eustathius ad Homerum γ 267 πὰρ δ' ἄρ' ἔην καὶ ἀοιδὸς
ἀνήρ (cf. schol.): ὁ δὲ Φαληρεὺς Δημήτριος ἱστορεῖ ὅτι Μενέλαος ἅμα
Ὀδυσσεῖ
ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς ἤρετο περὶ τῆς εἰς Ἴλιον στρατείας ἀγωνοθετοῦντος
Κρέον-
τος τὸν ἐνναετηρικὸν ἀγῶνα τῶν Πυθίων, ἐν ᾧ ἐνίκα Δημόδοκος Λάκων
μαθητὴς
Μυκηναίου Αὐτομήδους τοῦ δι' ἐπῶν γράψαντος τὴν Ἀμφιτρύωνός τε
μάχην πρὸς
Τηλεβόας καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνος καὶ Ἑλικῶνος, ἀφ' ὧν τὰ ἐν Βοιωτίᾳ
ὄρη
ἐκλήθησαν. ἦν δέ, φησί, καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου
διδάξαντος
αὐτόν τε καὶ τὸν ῥηθέντα Μυκηναῖον Αὐτομήδην καὶ Λικύμνιον τὸν
Βουπρασιέα
καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιάτην. τότε δὴ
Μενέλαος μὲν τῇ Προναίᾳ Ἀθηνᾷ τὸν τῆς Ἑλένης ὅρμον ἀνέθηκεν ἐν
Δελφοῖς. Ἀγαμέμνων δὲ τὸν Δημόδοκον εἰς Μυκήνας ἀκολουθῆσαι
πείσας ἔταξε τὴν Κλυταιμνήστραν τηρεῖν. ἐτίμα γὰρ λίαν φησὶ τοὺς
ἀοιδοὺς ὡς διδασκάλους τῶν τε θείων καὶ
ἀνθρωπίνων. δηλοῖ δέ φησι καὶ Κλυταιμνήστρα τὴν εἰς αὐτὸν τιμήν. οὐ
166

Demetrius Hist., Phil., Fragmenta Fragment 191, l. 11

ἀνήρ (cf. schol.): ὁ δὲ Φαληρεὺς Δημήτριος ἱστορεῖ ὅτι Μενέλαος ἅμα


Ὀδυσσεῖ
ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς ἤρετο περὶ τῆς εἰς Ἴλιον στρατείας ἀγωνοθετοῦντος
Κρέον-
τος τὸν ἐνναετηρικὸν ἀγῶνα τῶν Πυθίων, ἐν ᾧ ἐνίκα Δημόδοκος Λάκων
μαθητὴς
Μυκηναίου Αὐτομήδους τοῦ δι' ἐπῶν γράψαντος τὴν Ἀμφιτρύωνός τε
μάχην πρὸς
Τηλεβόας καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνος καὶ Ἑλικῶνος, ἀφ' ὧν τὰ ἐν Βοιωτίᾳ
ὄρη
ἐκλήθησαν. ἦν δέ, φησί, καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου
διδάξαντος
αὐτόν τε καὶ τὸν ῥηθέντα Μυκηναῖον Αὐτομήδην καὶ Λικύμνιον τὸν
Βουπρασιέα
καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιάτην. τότε δὴ
Μενέλαος μὲν
τῇ Προναίᾳ Ἀθηνᾷ τὸν τῆς Ἑλένης ὅρμον ἀνέθηκεν ἐν Δελφοῖς.
Ἀγαμέμνων
δὲ τὸν Δημόδοκον εἰς Μυκήνας ἀκολουθῆσαι πείσας ἔταξε τὴν
Κλυταιμνήστραν
τηρεῖν. ἐτίμα γὰρ λίαν φησὶ τοὺς ἀοιδοὺς ὡς διδασκάλους τῶν τε θείων
καὶ
ἀνθρωπίνων. δηλοῖ δέ φησι καὶ Κλυταιμνήστρα τὴν εἰς αὐτὸν τιμήν. οὐ
γὰρ
φονεύειν ἀλλ' ἀφορίζειν αὐτὸν ἀφῆκε (cf. schol. Hom. γ 267 Dind.).
Scholia Tzetzae in Lycophronem Prolegomena p. 259
Müller: ἀσματογράφων δὲ τῶν καὶ ἀοιδῶν γνωρίσματα τὸ ᾄσματα καὶ
ᾠδὰς
γράφειν πρὸς μουσικὴν καὶ φόρμιγγα καὶ βάρβιτον καὶ κιθάραν καὶ πᾶν
ὄργανον
μουσικῶς ᾀδόμενον. οἷοίπερ ἦσαν ποιηταὶ ὡς ὁ Φαληρεὺς Δημήτριος

Triphiodorus Epic., Gramm., Ἅλωσις Ἰλίου (0647: 001)“Oppian,


Colluthus, Tryphiodorus”, Ed. Mair, A.W.Cambridge, Mass.: Harvard
University Press, 1928, Repr. 1963.L. 108

κολλήσας ἐλέφαντι καὶ ἀργυροδίνεϊ χαλκῷ.


αὐτὰρ ἐπειδὴ πάντα κάμεν μενεδήιον ἵππον,
κύκλον ἐυκνήμιδα ποδῶν ὑπέθηκεν ἑκάστῳ,
ἑλκόμενος πεδίοισιν ὅπως πειθήνιος εἴη
μηδὲ βιαζομένοισι δυσέμβατον οἶμον ὁδεύῃ.
167

ὣς ὁ μὲν ἐξήστραπτε φόβῳ καὶ κάλλεϊ πολλῷ


εὐρύς θ' ὑψηλός τε· τὸν οὐδέ κεν ἀρνήσαιτο,
εἴ μιν ζωὸν ἔτετμεν, ἐλαυνέμεν ἵππιος Ἄρης.
ἀμφὶ δέ μιν μέγα τεῖχος ἐλήλατο, μή τις Ἀχαιῶν
πρίν μιν ἐσαθρήσειε, δόλον δ' ἀνάπυστον ἀνάψῃ.
οἱ δὲ Μυκηναίης Ἀγαμέμνονος ἐγγύθι νηὸς
λαῶν ὀρνυμένων ὅμαδον καὶ κῦμα φυγόντες
ἐς βουλὴν βασιλῆες ἀολλίσθησαν Ἀχαιῶν.
ἡ δὲ τανυφθόγγοιο δέμας κήρυκος ἑλοῦσα
συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῦρις Ἀθήνη
ἀνδρὸς ἐπιχρίουσα μελίχροϊ νέκταρι φωνήν.
αὐτὰρ ὁ δαιμονίῃσι νόον βουλῇσιν ἑλίσσων
πρῶτα μὲν εἱστήκει κενεόφρονι φωτὶ ἐοικὼς
ὄμματος ἀτρέπτοιο βολὴν ἐπὶ γαῖαν ἐρείσας,
ἄφνω δ' ἀενάων ἐπέων ὠδῖνας ἀνοίξας
δεινὸν ἀνεβρόντησε καὶ ἠερίης ἅτε πηγῆς

Alexander Phil., In Aristotelis meteorologicorum libros commentaria


(0732: 008)“Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis meteorologicorum
libros commentaria”, Ed. Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1899;
Commentaria in Aristotelem Graeca 3.2.Page 61, l. 33

τινὰ καὶ προσχοῦν γενόμενα. σημεῖον δὲ τοῦ προσκεχῶσθαι τὴν


Αἰγυπτίαν
χώραν ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ παρέχεται καὶ τὸ τὸ ἀρχαῖον τὴν Αἴγυπτον
Θήβας
καλεῖσθαι, καθάπερ καὶ Ὅμηρος μνημονεύει, καίτοι νεώτερος ὢν ὡς
πρὸς
τὰς τοιαύτας μεταβολάς· Θηβῶν γὰρ τῶν Αἰγυπτίων μνημονεύει, ὡς τῆς
Μέμφιδος ἢ οὔπω οὔσης ἢ οὐ τηλικαύτης. κατωτέρω γὰρ αὕτη, τὰ δὲ
κατωτέρω καὶ πρὸς τῇ θαλάσσῃ ἀεὶ ὕστερα οἰκίζεται ἐν ταῖς τοιαύταις
προσχώσεσι, τῷ ὕστερα καὶ πήγνυσθαί τε καὶ ξηραίνεσθαι καὶ εἰς συμμε-
τρίαν τὴν πρὸς οἴκησιν ἄγεσθαι. μεταβάλλει γὰρ τὰ πρότερον ἀοίκητα
καὶ ἑλώδη καὶ εὐθενεῖ πάλιν, οἱ δὲ πρότερον εὐκράτως ἔχειν δοκοῦντες
τόποι ἀναξηραινόμενοι πάλιν γίνονται χείρους· οὗ μαρτύριον παρέχεται
καὶ
τὸ περὶ τὴν Ἀργείων χώραν γεγονὸς καὶ τὴν Μυκηναίων.
Ὅθεν τοὺς ἐπὶ μικρὸν βλέποντάς φησι καὶ ἀπὸ τῶν μικρῶν περὶ
τῶν ὅλων πειρωμένους λέγειν τῆς τοιαύτης κατὰ τὴν γῆν μεταβολῆς,
καθ'
ἣν τὰ μὲν ἑλώδη καὶ ὑγρὰ οἰκήσιμά τε καὶ σύμμετρα γίνεται διὰ ξηρό-
τητα, τὰ δὲ πρότερον συμμέτρως ἔχοντα ἀοίκητα διὰ τὴν τῆς ξηρότητος
168

ἐπίτασιν, αἰτίαν λέγειν εἶναι τὴν τοῦ ὅλου μεταβολήν τε καὶ φθοράν.
ἡγοῦνται γὰρ σημείοις τούτοις χρώμενοι ἐκπύρωσιν γίνεσθαι τοῦ ὅλου,
ὡς
Ἡράκλειτος μὲν πρὸ αὐτοῦ καὶ οἱ τῆς ἐκείνου δόξης, οἱ δὲ ἀπὸ τῆς
Στοᾶς μετ' αὐτόν, καὶ ἐκ τούτου λέγουσιν ὡς ὄντος γενητοῦ τε καὶ φθαρ-

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri alexipharmaca (0752: 002)


“Eutecnii paraphrasis in Nicandri alexipharmaca”, Ed. Geymonat, M.
Milan: Istituto Editoriale Cisalpino, 1976.Section 3, l. 38

ναὶ μὴν τῆς μαλάχης παρεγγύα πίνειν ὡς πλεῖστον τοῖς φλαύρως ἔχουσι
καὶ
κατειλημμένοις ὑπὸ τούτου, ἢ καὶ σήσαμα κατακόψας καὶ λεήνας αὐτὰ
δίδο-
θι μετ' οἴνου· καὶ γὰρ πινόμενα τυγχάνει λυσιτελέστατα πρὸς ὑγεῖαν.
Ἀλλὰ
μὴν καὶ ἡ τῶν κλημάτων τῆς ἀμπέλου τέφρα ἐστὶν ἐπωφελὴς θερμῷ μὲν
ὕ-
δατι πλυθεῖσα, διηττηθεῖσα δὲ ἐπιμελῶς ὡς ὅτι μάλιστα, καλαθίσκος δὲ
ὑπ-
αρχέτω ὁ ταύτην διηθῶν τὴν τέφραν καὶ ἀποκαθαίρων, ἤ τις ἠθμὸς τυχόν,
ὅστις ἐπισχεῖν τὴν ἰλὺν τὴν ἀπὸ ταύτης δυνήσεται, καί σφι μετ' ἐλαίου
τὴν
ἰλὺν συναναμιγνύων κέχρησο πρὸς τὰ προκείμενα. Ῥύεται δὲ τοῦ κακοῦ
τού-
του καὶ ὁ ξηρὸς δὴ [τοῦ] τῆς Περσείας καρπός, Περσείας ἐκείνης, ἣν ὁ
Περ-
σεὺς ἐξ Αἰθιοπίας μετὰ τὸ τὴν τῆς Μεδούσης ἐκτεμεῖν κεφαλὴν τῇ χρυσῇ
ἅρ-
πῃ χρησάμενος ἤγαγεν εἰς Μυκήνας, καὶ κατεφύτευσε, Κηφέως
δωρησαμένου,
ὃς τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε, τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν· πλησί-
ον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος, ὃ καλοῦσιν οἱ ἐπιχώριοι Μέλανθον,
καὶ κρή-
νη ἐν αὐταῖς Μυκήναις, ἀλλὰ καὶ ταύτην τοι Λαγγίαν ἐπονομάζουσι τὴν
πη-
γήν, ἔνθα δὴ καὶ τὸ τῆς θήκης ἄκρον, ὃν μύκην καλοῦσιν, αὐτὸς ἧς
ἔφερεν
ἅρπης ὁ Περσεύς, ἐκπεσεῖν λέγεται. Γενέσθαι μέντοι λέγουσι τὸ
κατατρετὸν
μύκην παιδός τε τοῦ Δανάης πρὸς τροφὴν μέλλοντος .... Ὠφελήσειε δ' ἂν
169

τὸν τοιοῦτον καὶ τοῦ ἐν Γέρρῃ τῇ Ἀράβων χώρᾳ γεωργουμένου


λιβανωτοῦ
ἐπιπασθέντος δηλαδὴ ὀπτηθείσῃ τροφῇ καὶ δοθείσῃ ταχύ· ναὶ μὴν ἀλλὰ
καὶ
δάκρυον καρύας τοῦ φυτοῦ καὶ μέντοι καὶ τοῦ ἀταλύμνου [οὕτω δὴ

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri alexipharmaca Section 3, l. 40

θι μετ' οἴνου· καὶ γὰρ πινόμενα τυγχάνει λυσιτελέστατα πρὸς ὑγεῖαν.


Ἀλλὰ
μὴν καὶ ἡ τῶν κλημάτων τῆς ἀμπέλου τέφρα ἐστὶν ἐπωφελὴς θερμῷ μὲν
ὕ-
δατι πλυθεῖσα, διηττηθεῖσα δὲ ἐπιμελῶς ὡς ὅτι μάλιστα, καλαθίσκος δὲ
ὑπ-
αρχέτω ὁ ταύτην διηθῶν τὴν τέφραν καὶ ἀποκαθαίρων, ἤ τις ἠθμὸς τυχόν,
ὅστις ἐπισχεῖν τὴν ἰλὺν τὴν ἀπὸ ταύτης δυνήσεται, καί σφι μετ' ἐλαίου
τὴν
ἰλὺν συναναμιγνύων κέχρησο πρὸς τὰ προκείμενα. Ῥύεται δὲ τοῦ κακοῦ
τού-
του καὶ ὁ ξηρὸς δὴ [τοῦ] τῆς Περσείας καρπός, Περσείας ἐκείνης, ἣν ὁ
Περ-
σεὺς ἐξ Αἰθιοπίας μετὰ τὸ τὴν τῆς Μεδούσης ἐκτεμεῖν κεφαλὴν τῇ χρυσῇ
ἅρ-
πῃ χρησάμενος ἤγαγεν εἰς Μυκήνας, καὶ κατεφύτευσε, Κηφέως
δωρησαμένου,
ὃς τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε, τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν· πλησί-
ον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος, ὃ καλοῦσιν οἱ ἐπιχώριοι Μέλανθον,
καὶ κρή-
νη ἐν αὐταῖς Μυκήναις, ἀλλὰ καὶ ταύτην τοι Λαγγίαν ἐπονομάζουσι τὴν
πη-
γήν, ἔνθα δὴ καὶ τὸ τῆς θήκης ἄκρον, ὃν μύκην καλοῦσιν, αὐτὸς ἧς
ἔφερεν
ἅρπης ὁ Περσεύς, ἐκπεσεῖν λέγεται. Γενέσθαι μέντοι λέγουσι τὸ
κατατρετὸν
μύκην παιδός τε τοῦ Δανάης πρὸς τροφὴν μέλλοντος .... Ὠφελήσειε δ' ἂν
τὸν τοιοῦτον καὶ τοῦ ἐν Γέρρῃ τῇ Ἀράβων χώρᾳ γεωργουμένου
λιβανωτοῦ ἐπιπασθέντος δηλαδὴ ὀπτηθείσῃ τροφῇ καὶ δοθείσῃ ταχύ· ναὶ
μὴν ἀλλὰ

Apollonius Soph., Lexicon Homericum (1168: 001)“Apollonii


170

Sophistae lexicon Homericum”, Ed. Bekker, I.Berlin: Reimer, 1833,


Repr. 1967.Page 44, l. 24

ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν. ὁτὲ δὲ ψιλῶς χωρὶς τῆς


ἀνανδρίας.
ἀριπρεπές μεγάλως διαπρέπων.
ἄρηρεν ἥρμοσεν· “γόμφοισι δ' ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν
ἄρηρεν.”
ἀραρών· “ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι” ἀντὶ τοῦ
ἁρμόσας. παραπλήσιον δὲ τὸ ῥῆμα, “ὡς δ' ὅτε τοῖχον ἀνὴρ
ἀράρῃ.”
Ἀργείη Πελοποννησία, “Ἀργείη δ' Ἑλένη.” ὁτὲ δὲ διὰ τῆς
πόλεως, “Ἥρη τ' Ἀργείη·” φησὶ γὰρ “ἤτοι ἐμοὶ τρὶς μὲν πολὺ
φίλταταί εἰσι πόληες, Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη.”
Ἀρεθούση κρήνης ὄνομα ἐν Ἰθάκῃ.
Ἀρτακίη κρήνη ἐν τῇ Λαιστρυγονίᾳ.
Ἀραιθυρέη πόλις Μυκηνῶν· “Ἀραιθυρέην ἐρατεινήν.”
Ἀρίσβη πόλις Τρωάδος.
Ἅρμα πόλις Βοιωτίας· “οἳ δ' ἀμφ' Ἅρμ' ἐνέμοντο.”
ἆσε ἐπὶ μὲν τοῦ ἔβλαψεν “ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακή,” ἐπὶ δὲ
τοῦ πληρῶσαι “αἵματος ἆσαι Ἄρηα ταλαύρινον πολεμιστήν.”
ὁ δὲ Ἀπίων ἀμφότερα ἐτυμολογῶν ἀπὸ τῆς ἄτης, οἷον ἀτῆ-
σαι· πληρωτικὰ γὰρ τὰ κακά.
ἀστράγαλος ἐπὶ μὲν τοῦ συνήθως ἡμῖν τιθεμένου “νείατον

Apollonius Soph., Lexicon Homericum Page 44, l. 27

ἄρηρεν ἥρμοσεν· “γόμφοισι δ' ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν


ἄρηρεν.”
ἀραρών· “ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι” ἀντὶ τοῦ
ἁρμόσας. παραπλήσιον δὲ τὸ ῥῆμα, “ὡς δ' ὅτε τοῖχον ἀνὴρ
ἀράρῃ.”
Ἀργείη Πελοποννησία, “Ἀργείη δ' Ἑλένη.” ὁτὲ δὲ διὰ τῆς
πόλεως, “Ἥρη τ' Ἀργείη·” φησὶ γὰρ “ἤτοι ἐμοὶ τρὶς μὲν πολὺ
φίλταταί εἰσι πόληες, Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη.”
Ἀρεθούση κρήνης ὄνομα ἐν Ἰθάκῃ.
Ἀρτακίη κρήνη ἐν τῇ Λαιστρυγονίᾳ.
Ἀραιθυρέη πόλις Μυκηνῶν· “Ἀραιθυρέην ἐρατεινήν.”
Ἀρίσβη πόλις Τρωάδος.
Ἅρμα πόλις Βοιωτίας· “οἳ δ' ἀμφ' Ἅρμ' ἐνέμοντο.”
ἆσε ἐπὶ μὲν τοῦ ἔβλαψεν “ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακή,” ἐπὶ δὲ
τοῦ πληρῶσαι “αἵματος ἆσαι Ἄρηα ταλαύρινον πολεμιστήν.”
171

ὁ δὲ Ἀπίων ἀμφότερα ἐτυμολογῶν ἀπὸ τῆς ἄτης, οἷον ἀτῆ-


σαι· πληρωτικὰ γὰρ τὰ κακά.
ἀστράγαλος ἐπὶ μὲν τοῦ συνήθως ἡμῖν τιθεμένου “νείατον
ἀστράγαλον,” ἐπὶ δὲ τοῦ σφονδύλου “ἐκ δέ μοι αὐχὴν ἀστραγά-
λων ἐάγη,” ἐπὶ δὲ τῆς παιδιᾶς “ἀμφ' ἀστραγάλοισι χολωθείς.”
ἀσκηθής ὑγιής, ἀσινής.

Apollonius Soph., Lexicon Homericum Page 144, l. 25

σταυροὺς ἀπὸ τοῦ ἑστάναι, οἱ λεγόμενοι σκοπίοι.


στέρνον στῆθος.
στεροπηγερέταο ἐπὶ στεροπὴ καὶ ἀστραπὴ διαφόρως λέγεται ἡ
ἀστραπή. σημαίνει δὲ καὶ τὰς ἀστραπὰς ἐγείροντα.
στεῦτο κατὰ διάνοιαν ἵστατο καὶ οἷον ὡρίζετο.
στεῖρα τὸ ἐξέχον τῆς πρώρας ξύλον, διὰ τὸ στερεὸν εἶναι καὶ
ἄρρηκτον. οὕτω δὲ λέγει καὶ τὴν ἄτοκον· “βοῦν ἥτις ἀρίστη.”
στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ὅντε κατὰ στε-
φάνης ποταμός,” ἐπὶ δὲ εἴδους περικεφαλαίας “αὐτὰρ ἐπεὶ στε-
φάνην κεφαλῆφιν ἀείρας.” καὶ κόσμου γυναικείου γένος· “ἐϋστέφα-
νός τε Μυκήνη.” ἐπὶ δὲ τοῦ “ὅντε κατὰ στεφάνης ποταμός”
Ἀρίσταρχος μὲν ἀπ' ἄκρου τοῦ ὄρους, ὁ δὲ Κομανὸς ἀποδέδω-
κεν ἀπὸ τοῦ ὑψηλοτάτου μέρους.
στεῖβον ἐπάτουν, ἀφ' οὗ καὶ στιβεύς· “στεῖβον δ' ἐν βόθροισι.”
στέφανος. ἐπὶ τούτου τοῦ στίχου “πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πο-
λέμοιο δέδηε” Κομανός φησι τὴν περὶ αὐτὸν τοῦ πολέμου καὶ
τῶν ὅπλων στάσιν, ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς στεφάνης, ἥ ἐστιν ἐπιπό-
λαιον γυναικείας κεφαλῆς. ὁτὲ δὲ καὶ περικεφαλαίας εἶδος.
στείχειν πορεύεσθαι.
στειλειή τοῦ πελέκεος ἡ ὀπή, εἰς ἣν ἐντίθεται τὸ ξύλον.
στείνοντο ἐστενοχωροῦντο. ἐπὶ δὲ τοῦ “περιστένε δὲ γαστήρ” ὁ

Αριστόνικος γραμματικός. De signis Iliadis (1194: 002)“Aristonici περὶ


ημείων Ἰλιάδος reliquiae emendatiores”, Ed. Friedländer, L.Göttingen:
Dieterich, 1853, Repr. 1965.Book of Iliad 4, verse in ook 51, l. of
scholion 2

φησίν cf. Ar. p. 2]. A. Cf. p. 31 et de loco ex Apollonio


negligentissime adscripto Ar. 36.
δαιμονίη, τί νύ σε Πρίαμος Πριάμοιό τε παῖδες
τόσσα κακὰ ῥέζουσιν: ἀντὶ τοῦ ἔρεξαν (cf. p. 4). ἀγνοεῖ
172

δὲ τὴν κρίσιν (Ar. 187). V.


αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι
ναιετάουσι πόληες: ἡ διπλῆ ὅτι τῷ ἐνεργητικῷ ἀντὶ
τοῦ παθητικοῦ κέχρηται, ἀντὶ τοῦ ναιετάονται. A. Cf. p. 3.
Ἴλιος ἱρή: ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον. A. Pluyg. 8.
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες
Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη: ἡ
διπλῆ ὅτι τούτων τῶν πόλεων ἕνεκα συνεμάχουν τοῖς Ἕλ-
λησιν, οὐ διὰ τὸ ἀποκεκρίσθαι ὑπὸ Ἀλεξάνδρου τὸ κάλλος
αὐτῶν, ὅπερ οὐκ οἶδεν Ὅμηρος. A. Pertinet ad Ω 29, cf.
Ar. 187.

Αριστόνικος γραμματικός. De signis Iliadis Book of Iliad 4, verse in


book 376, l. of scholion 1

ζεσθον εἶπε τροπικῶς ἀντὶ τοῦ ἐπαισθάνεσθαι, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ


εἶδός ἐστιν αἰσθήσεως, καὶ τὸ οὐδὲ πληγῆς ἀίοντες (Λ 532).
A. Verba ἀλλ' Ὀδυσσεύς, Διομήδης e margine irrepsisse
videntur.
Τηλεμάχοιο φίλον πατέρα προμάχοισι μι-
γέντα: ἡ διπλῆ, ὅτι προτετυπωμένως τὰ κατὰ τὴν Ὀδύς-
σειαν μνημονεύει, ὡς νῦν τοῦ Τηλεμάχου. τοῦ αὐτοῦ ἄρα
ποιητοῦ καὶ ἡ Ὀδύσσεια. A. cf. Β 260. ὡς νῦν ins. L.
γνῶ χωομένοιο: ἡ διπλῆ πρὸς τὸ σχῆμα, ὅτι τῇ
γενικῇ ἀντὶ τῆς αἰτιατικῆς. A. Cf. p. 21.
H)/TOI O( MÈN GÀR A)/TER POLÉMOU EI)SH=LQE MUKHNAS
CEÎNOS, A(/M' A)NTIQÉW| POLUNEÍKEÏ LAÒN A)GEÍRWN:
O(/TI E)PÌ TÀS TOIAÚTAS LEITOURGÍAS DÚO E)PÉMPONTO
[KATÁSKO-
POI] PRÉSBEIS. H( A)NAFORÀ DÈ, O(/TI OU)DÈ O( FOÎNIC E)N
TAÎS
LITAÎS PRESBEÚEI (I 168 cf. Ar. 154). A. κατάσκοποι alienum est.
E)/NQ' AU)=T' A)GGELÍHN E)PÍ TUDH= STEÎLAN )AXAIOÍ:
O(/TI A)NTÌ TOÛ A)/GGELON. A. Pluyg. 8. Cf. ad Γ 206.
ῥηιδίως· τοίη οἱ ἐπίῤῥοθος ἦεν Ἀθήνη:

Αριστόνικος γραμματικός. De signis Iliadis Book of Iliad 7, verse in


book 135, l. of scholion 3

rationem minus durum. Sed etiamsi id plus momenti haberet,


quam in Zenodoto habere videtur, tamen ad sententiam ejus
minus aptum nec testimoniis commendatum. L.
173

ἡβῷμ', ὡς ὅτ' ἐπ' ὠκυρόῳ κελάδοντι μάχοντο


Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν, Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα.
ὠκυρόῳ κελάδοντι: ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως τὰ ἐπί-
θετα προτάξας τὸ κύριον ἐπήγαγεν (135) Ἰαρδάνου ἀμφὶ
ῥέεθρα. A. Ar. 248 not.
Φειᾶς: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐν Ὀδυσσείᾳ (Ο 296) πλη-
θυντικῶς ἡ δὲ Φεαῖς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ,
ὡς Μυκήνην καὶ Μυκήνας. A. Ar. 242.
τοῖσι δ' Ἐρευθαλίων πρόμος ἵστατο: ἡ διπλῆ,
ὅτι τὸ πρόμος ἀντὶ τοῦ πρόμαχος κοινῶς. A. Ar. 109.
τεύχε' ἔχων ὤμοισιν Ἀρηιθόοιο ἄνακτος,
δίου Ἀρηιθόου: ἡ διπλῆ, ὅτι πυκναὶ ἐν Ἰλιάδι
αἱ ἐπαναλήψεις, ἅπαξ δὲ ἐν Ὀδυσσείᾳ (α 23): καὶ ὅτι οὗτος
ὁ Ἀρηίθοος Ἀρκὰς ὢν ὁμώνυμός ἐστι τῷ Βοιωτῷ (v. ad v. 9). A.
ὑποφθάς: ὅτι ἀντὶ τοῦ ὑποφθάσας Ἰακῶς. A.

Αριστόνικος γραμματικός. De signis Iliadis Book of Iliad 7, verse in


book 180, l. of scholion 1

πληξεν, οὐδέποτε δὲ ἐπὶ τοῦ ἔκρινεν, ὡς ἐν τῷ ὃς νείκες-


σέν τε θεάς (sic – Ω 29). καὶ ὅτι παρέλκει συνήθως αὐτῷ
τὸ πάντες. AV. Cf. Σ 373 Ω 232.
κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερές, ὅς κε λά-
χῃσιν: ὅτι τηρεῖ τὴν διαφορὰν τοῦ κληρώσασθαι καὶ λα-
χεῖν. καὶ πρὸς τὸ λάχῃσιν, ὅτι ὃς ἂν λάχοι. ἡ δὲ ἀναφορὰ
πρὸς τὸ ἰχθὺς, ὅς κε φάγῃσι (Φ 127) πρὸς Φιλητᾶν. A.
Scripsimus ὃς ἂν λάχοι pro λάχῃ. Cf. p. 10.
ὣς ἔφαθ', οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος:
ἡ διπλῆ, ὅτι σημείοις χρῶνται, οὐ γράμμασιν. A. Ar. 104.
πολυχρύσοιο Μυκήνης: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀλλαχοῦ
πληθυντικῶς Μυκήνας. A. Ar. 241.
ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀνέ-
σειον τοὺς κλήρους, οὐκ ἐξῃροῦντο, ὡς ἡμεῖς νῦν. A.
ὅς μιν (κλῆρον) ἐπιγράψας κυνέῃ βάλε, φαί-
διμος Αἴας: ἡ διπλῆ, ὅτι οὐ γράμμασι τῆς λέξεως, ἀλλ'
ἐγχαράξας σημεῖα· εἰ γὰρ κοινῶς ᾔδεσαν γράμματα, ἔδει τὸν
κήρυκα ἀναγνῶναι καὶ τοὺς ἄλλους οἷς ἐπεδείκνυτο ὁ κλῆ-
ρος A. Ar. 104.

Αριστόνικος γραμματικός. De signis Iliadis Book of Iliad 9, verse in


174

book h43-4, l. of scholion 2

στάμενος μετέφη κρατερὸς Διομήδης (Bekk. προς-


έφη: v. Pluygers p. 11). A. Ar. 357.
ἴσασ' Ἀργείων ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες: ἡ
διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες.
(cf. Did.) βέλτιον δὲ καθολικώτερον γεγράφθαι· καταλείπεται
γὰρ ἐν πᾶσιν ἡ δόξα τἀνδρός (Diomedis). καὶ ὅτι νῦν γέ-
ροντας τοὺς καθ' ἡλικίαν (non ut saepe principes L.). ἐπεὶ
μικρῷ πρότερον τὸν Νέστορα αὐτὸς ἐσεσώκει ἐν τῷ πολέμῳ
(Θ 90). A. τὸν Νέστορα αὐτός L. pro ὁ Νέστωρ αὐτόν.
ἔρχεο· πάρ τοι ὁδός, νῆες δέ τοι ἄγχι θαλάσσης
ἑστᾶσ', αἵ τοι ἕποντο Μυκήνηθεν μάλα πολλαί:
ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ κοινοῦ τοῦ πάρ τοι ὁδός τὸ
πάρεισί σοι. ὅπερ οὐ συνέντες τινὲς προστεθείκασι τὸν ἑξῆς. A.
ἀθετεῖται ὅτι περισσός ἐστι καὶ μὴ προσκειμένου
αὐτοῦ ἐμφαντικώτερος ὁ λόγος γίνεται· ἐφορμοῦσιν αἱ νῆες
πορευσόμεναι. (proprie: adest via, adsunt tibi naves prope
mare, in quo inest: speculantur quodammodo, cupide exspectant
iter ingredi volentes, inhiant itineri. Apud Villois. ἐφορμῶσιν
L.). οἱ δὲ γράφουσιν νῆες μέν (δέ?) τοι ἀμφιέλισσαι,
ὥστε παντελῶς (μὴ παντελῶς?) ἀποκρίνεσθαι τὸν στίχον.

Αριστόνικος γραμματικός. De signis Iliadis Book of Iliad 11, verse in


book h43-6, l. of scholion 4

χρωμένων ταῖς ἀσπίσιν. ὁ δὲ Ζηνόδοτος ἐπὶ τοῦ Ἀλεξάν-


δρου (Γ 334) τὸν ὁπλισμὸν ἐνήλλαχεν. A. Ar. 194.
τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργώ – Notatus fuerit propter no-
minativum Γοργώ, ad refutandum Zenodotum qui Θ 349 scri-
pserat Γοργόνος, quasi a Γοργών.
τῆς δ' ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν: ὅτι ἐκ τελα-
μώνων αἱ ἀσπίδες ἤρτηντο. A. Ar. 194.
εἵλετο δ' ἄλκιμα δοῦρε δύω, κεκορυθμένα χαλκῷ,
ὀξέα· τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ' αὐτόφιν οὐρανὸν εἴσω
λάμπ'. ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη,
τιμῶσαι βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
εἵλετο δ' ἄλκιμα δοῦρε: ἡ διπλῆ ὅτι καὶ ἐπὶ τῆς
Ἀλεξάνδρου μονομαχίας (Γ 18) τὸ ὅμοιον. A. Ar. 194.
οὐρανὸν εἴσω: ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ εἰς οὐρανόν
(cf. p. 28). καὶ ὅτι, ὅταν ἐπ' Ἀχιλλέως λέγῃ ὡς τοῦ χαλ-
κὸς ἔλαμπε (Χ 32), νοητέον ἀπὸ τοῦ δόρατος τὴν λαμ-
175

πηδόνα ἀνταυγεῖν· τὰ γὰρ ἄλλα χρυσᾶ εἶχεν. A.


ἐγδούπησαν: ἡ διπλῆ ὅτι διὰ τὸ μέτρον παρά-
κειται τὸ γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον. A.
ἡ διπλῆ ὅτι νῦν ἑνικῶς τὴν Μυκήνην (Ar. 241). καὶ
ὅτι ἐν Μυκήναις τὰ Ἀγαμέμνονος βασίλεια, οὐκ ἐν Ἄργει,

Cephalion Hist., Rhet., Fragmenta (1249: 003)“FHG 3”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 1a, l. 46

πλανηθέντα ἀπὸ τῆς νεὼς διὰ τὸν ἔρωτα τὸν Ὕλα λέγουσι
περὶ τοὺς Καππαδόκας ἀληθῆναι.» Καὶ αὖθις· «͵α δὲ
ἐτέων ἀπὸ Σεμιράμεως εἰς Μητραῖον βα-
σιλέα ἂν ἀριθμοῖ τὸ περιτελλόμενον·
Μήδεια Κολχὶς ἀνεχώρησεν Αἰγέως, ἧς
υἱὸς Μῆδος, ἐξ οὗ Μῆδοι καὶ ἡ χώρα ἐκλήθη Μήδεια.»
Εἶτά φησι· «Μητραίου δὲ τὴν ἀρχὴν διαδέχεται Ταύ-
τανος, ζῶν καὶ αὐτὸς κατὰ ἔθη τὰ Ἀσσυ-
ρίων καὶ νόμους. Καὶ ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐγένετο οὐδὲ
ἐπὶ τούτου καινὸν ἔργον· Ἀγαμέμνων δὲ καὶ Μενέ-
λαος οἱ Μυκηναῖοι ἐστρατεύσαντο σὺν Ἀργείοισι καὶ
τοῖσι ἄλλοισιν Ἀχαιοῖς τῆς εἰς Ἴλιον πόλιν Πριάμου
τοῦ Φρυγὸς στρατηγίης.»
Eusebius Chron.: CEPHALIONIS HISTO-
RICI DE REGNO ASSYRIORUM. – »Ea scribere aggre-
dior, quorum alii quoque meminerunt, in primis
Hellanicus Lesbius et Ctesias Cnidius, nec non He-
rodotus Halicarnassensis, Principio Assyrii domi-
nati sunt Asiae, ex quibus erat
Ninus Belides: quo regnante multae res et facinora
maxima contigerunt.» Deinde addit Samiramidis

Dictys Hist., Fragmenta (1310: 003)“FGrH #49”.Volume-Jacobyʹ-F


1a,49,F, fragment 4, l. 6

(sc. ἐκ τῆς Τροίας) σὺν Ἀγαμέμνονι τῶι βασιλεῖ περιήιει τοὺς τοπάρχας
τῆς χώρας
παρακαλῶν μὴ παριδεῖν τὴν ὕβριν τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ συμμαχεῖν αὐτῶι
καὶ συνα-
γωνίσασθαι κατὰ τῶν ταῦτα τολμησάντων βαρβάρων. καὶ συνήγαγον
βασιλεῖς καὶ
176

τοπάρχας, καθώς φησιν Ὅμηρος καὶ Δίκτυς.


JOHANN MALALAS Chron. V p. 106, 19:
Πολυξένη μακρή, καθαρία, λευκὴ πάνυ, μεγαλόφθαλμος ....... ὡραία
πολύ· οὖσα
ἐνιαυτῶν ιη ἐσφάγη, καθὼς ὁ σοφώτατος Δίκτυς (folgt T 2 a) .... ὅστις
ἐξέθετο καὶ
τοὺς προτραπέντας ὑπὸ Ἀγαμέμνονος καὶ Μενελάου βασιλέων καὶ τοὺς
ὁπλισα-
μένους καὶ κατελθόντας μετὰ τοῦ στόλου ἐπὶ τὸ Ἴλιον, ἕκαστον ἔχοντα
ἴδιον στρατὸν
καὶ ναῦς. ὅστις πρὸ πάντων ἐξώρμησεν Ἀγαμέμνων, υἱὸς Ἀτρέως,
Μυκηναίων
βασιλεύς, σὺν νηυσὶν ρ, καὶ εἰς λόγον ἀποτροφῆς τῶν στρατοπέδων νῆας
λ· Πηνέλεως
καὶ Λήιτος καὶ Ἀρκεσίλαος καὶ Προθοήνωρ καὶ Κλονίος σὺν νηυσὶν ν·
Ἐλεφήνωρ
ἐξ Εὐβοίας σὺν νηυσὶν ξ· Μενέλαος δὲ υἱὸς Πλεισθένους, ὁ τῆς Σπάρτου
βασιλεύς,
σὺν νηυσὶν ξ· Διομήδης ἐξ Ἄργους νηυσὶν π· Ἀσκάλαφος καὶ Ἰάλμενος
σὺν νηυσὶν λ·
Σχεδίος καὶ Ἐπίστροφος σὺν νηυσὶν μ· Μέγης ἐκ Δολίχης τῆς Ἑλλάδος
σὺν νηυσὶ
μ· Αἴας Τελαμώνιος ἐκ τῆς Σαλαμῖνος σὺν νηυσὶ ιβ· Ἀντίμαχος καὶ
Θάλπιος καὶ
Δόρης σὺν νηυσὶ μ· Νέστωρ σὺν νηυσὶν Ϟ· Θόας σὺν νηυσὶ μ· Ἀγήνωρ
καὶ Τευ-
θίδης σὺν νηυσὶν ξ· Πρόθοος καὶ Μαγνίτωρ σὺν νηυσὶ μ· Εὔμενος σὺν
νηυσὶν ια· Νηρεὺς ἐκ Μυκήνης σὺν νηυσὶ γ· Χαλίας ἐκ Τρίκκης σὺν
νηυσὶ λ· Εὐρύπυλος ἐξ Ἀστερίου σὺν νηυσὶ μ· Λεοντεὺς καὶ Πολυπήτης
σὺν νηυσὶ μ· Ἀμφιγενείας ἐξ

Dictys Hist., Fragmenta Volume-Jacobyʹ-F 1a,49,F, fragment 4, l. 15

καὶ ναῦς. ὅστις πρὸ πάντων ἐξώρμησεν Ἀγαμέμνων, υἱὸς Ἀτρέως,


Μυκηναίων βασιλεύς, σὺν νηυσὶν ρ, καὶ εἰς λόγον ἀποτροφῆς τῶν
στρατοπέδων νῆας λ· Πηνέλεως
καὶ Λήιτος καὶ Ἀρκεσίλαος καὶ Προθοήνωρ καὶ Κλονίος σὺν νηυσὶν ν·
Ἐλεφήνωρ
ἐξ Εὐβοίας σὺν νηυσὶν ξ· Μενέλαος δὲ υἱὸς Πλεισθένους, ὁ τῆς Σπάρτου
βασιλεύς,
σὺν νηυσὶν ξ· Διομήδης ἐξ Ἄργους νηυσὶν π· Ἀσκάλαφος καὶ Ἰάλμενος
σὺν νηυσὶν λ·
177

Σχεδίος καὶ Ἐπίστροφος σὺν νηυσὶν μ· Μέγης ἐκ Δολίχης τῆς Ἑλλάδος


σὺν νηυσὶ
μ· Αἴας Τελαμώνιος ἐκ τῆς Σαλαμῖνος σὺν νηυσὶ ιβ· Ἀντίμαχος καὶ
Θάλπιος καὶ
Δόρης σὺν νηυσὶ μ· Νέστωρ σὺν νηυσὶν Ϟ· Θόας σὺν νηυσὶ μ· Ἀγήνωρ
καὶ Τευ-
θίδης σὺν νηυσὶν ξ· Πρόθοος καὶ Μαγνίτωρ σὺν νηυσὶ μ· Εὔμενος σὺν
νηυσὶν ια·
Νηρεὺς ἐκ Μυκήνης σὺν νηυσὶ γ· Χαλίας ἐκ Τρίκκης σὺν νηυσὶ λ·
Εὐρύπυλος ἐξ
Ἀστερίου σὺν νηυσὶ μ· Λεοντεὺς καὶ Πολυπήτης σὺν νηυσὶ μ·
Ἀμφιγενείας ἐξ
Ἰλίου σὺν νηυσὶ μγ· Μενεσθεὺς ἐξ Ἀθηνῶν σὺν νηυσὶ ν· Ἰδομενεὺς καὶ
Μηριόνης
ἐκ Κρήτης σὺν νηυσὶν π· Ὀδυσσεὺς ἐκ Κεφαληνίας Ἰθάκης σὺν νηυσὶν
ιβ· Τληπό-
λεμος σὺν νηυσὶν θ· Αἴας ὁ Λοκρὸς σὺν νηυσὶν θ· Ἀχιλλεὺς ἐκ τοῦ
Ἄργους τῆς Ἑλλάδος σὺν Πατρόκλωι σὺν νηυσὶ ν· Πρωτεσίλαος καὶ
Ποδάρκης σὺν νηυσὶ μ· Παλαμήδης σὺν νηυσὶ ιβ· Φιλοκτήτης ἐκ
Μεθώνης σὺν νηυσὶν φ· Νερεὺς ἐκ Περαι-βῶν σὺν νηυσὶν κβ· Σώρθης,
Φίλιππος, Ἄντιφος σὺν νηυσὶν κ. αἱ πᾶσαι νῆες τῶν Ἑλλήνων ασν.

Dinias Hist., Fragmenta (1314: 004)“FHG 3”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 9, l. 3

Οὐδὲν εἰς ρα λῆγον συνεσταλμένον θηλυκὸν δισύλλαβον


τῇ οι διφθόγγῳ παραλήγεται, ἀλλὰ μόνον τὸ μοῖρα
ἀπηνέγκατο τήνδε παράληξιν. Τὸ γὰρ χοίρα ἐκτείνε-
ται κατὰ τὸ ἐπώνυμον, ὥσπερ καὶ παρὰ Δεινίᾳ·
»Λέγεται δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους, καθ' ὃν ἐν Τεγέᾳ
χρόνον ἦσαν αἰχμάλωτοι, δεδεμένους ἐργάζεσθαι διὰ
τοῦ πεδίου τὸν Λαχᾶν ποταμὸν, Περιμήδας ἐν Τεγέᾳ
δυναστευούσης, ἣν οἱ πλεῖστοι καλοῦσι Χοίραν.»
Plutarch. Arat. c. 29: Γενομένης δὲ τῆς
διώξεως ἄχρι Μυκηνῶν, ὁ μὲν τύραννος ὑπὸ Κρητός
τινος, ὡς Δεινίας ἱστορεῖ, τοὔνομα Τραγίσκου, κατα-
ληφθεὶς ἀποσφάττεται, τῶν δὲ ἄλλων ἔπεσον ὑπὲρ χι-
λίους πεντακοσίους.

Favorinus Phil., Rhet., Fragmenta (1377: 003)“Favorino di Arelate.


Opere”, Ed. Barigazzi, A.Florence: Monnier, 1966.Fragment 96,3, l. 10
178

Ὁ δ' αὐτὸ]σ̣ Σ̣ωκ̣[ρ]ά̣τ[ης] | αἰεὶ μ[ad 14 ll.] ἐ̣ν̣όμιζεν τοὺς


μὲ̣[ν] | τῶν τ[ραγῳδιῶν ὑποκρι]τὰς πείθεσθαι τῷ | ποιη[τῇ διαπεμ-
πομένους] ὅποι ἂν ἐκείνῳ φί|λον ᾖ [καὶ ποτὲ μὲν Ἀγαμ]έμνονα
βασιλεύον|τα, π[οτὲ δὲ Τήλεφον π]τωχεύοντα καὶ Τυδέα φεύγοντα
καὶ Φιλο|κτήτ[ην χωλεύοντα ὑπ]οκρινομένους, ποτὲ | δὲ τὸν [ad
14 ll.] 2. πρό[τερ]ον μὲ̣ν [ἦ]σαν | [γ]οῦν̣ ν̣[ad 10 ll., νῦν δ]ὲ τη.
[...]αστων̣..ν̣ο | .ε̣ι̣..ν̣[..]α̣ι̣[......].. καὶ τῷ [ς]χή-
ματι καὶ τῇ | φωνῇ πρὸς τὸ ξυμφέρον τῷ δράματι [τετρ]αμ|μένοι
καὶ οὐ καταπλαγέντες ὅτι ἄρτι [μὲν τοὺς] | βασιλείους δόμους ᾤκουν
Μυκηνῶν [καὶ τὸ] | μὲν Πέλοπος σκῆπτρον ἐκ προγόνων διεδέ-
χον|το τὸ δὲ χρυσοῦν κῴδιον ἐκέκτηντο καὶ Πελο|ποννήσου ἁπάσης
ἐβασίλευον, ἐν δὲ τῷ αὐτῷ | θεάτρῳ τῆς αὐτῆς ἡμέρας ῥάκι' ἀμπι-
σχόμε|νοι ἐπ' ἀλλοτρίαις θύραις πτωχεύουσιν, οὐδὲν | φροντίζοντες
ἄρα ὅτι

Favorinus Phil., Rhet., Fragmenta Fragment 96,17, l. 20

ναῦται, πάντα ὅμοια | καὶ δυσδιάκριτα· καὶ γάρ τοι τὰ τῆς κολα-
κείας | ταύτῃ πανουργότατα, ᾗ τὴν ἀληθῆ φιλίαν | μιμεῖσθαι ἐπι-
τηδεύει· ἐπειδὰν δὲ ὁ τύ|χης χειμὼν ἐμπέσῃ, τότε δὴ τοὺς μὲν |
κούφους τε καὶ ἐπιπλάστους τῶν φίλων δο|κούντων ὥσπερ ἄνε-
μος ἐξ ἀχυρμιᾶς ἐξε|φύσησέν τε καὶ διερρίπισεν, ὀλίγοι δὲ | οἱ ἀλη-
θεῖς φίλοι πυρῶν δίκην ὑπομένου|σιν.
νῦν γὰρ εἶ χρεῖος φίλων·
θεοὶ δ' ὅταν | τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων·
ἅλις γὰρ ὁ θεὸς | ὠφελῶν ὃν ἂν θέλῃ.
3. ἢ οὐκ οἴει καὶ Πειρι|θόῳ ἐν Θετταλίᾳ πολλοὺς καὶ Ὀρέστῃ |
ἐν Μυκήναις ἔτι πλείους ἑταίρους δοκεῖν; | ἀλλά, ἐπειδὴ τύχῃ ἐχρή-
σαντο οἵᾳ δή, τῷ μὲν | Θετταλῷ Ἀθηναῖος εἷς, Φωκεὺς δὲ εἷς
τῷ Μυ|κηναίῳ μόνοι ἑταίρων ἀπελείφθησαν, | τοὺς δὲ ἄλλους
Θετταλῶν τε καὶ Μυκηναί|ων ἡ ἐναντία τύχη ἀπερρίπισεν. 4. ὅπερ ‖
γὰρ τὸν Μῶμον τῷ Προμηθεῖ μέμ[ψα]σθαι | λέγουσιν, ὡς τὰ μὲν
ἄλλα μέρη τοῦ ἀνθρώ|που ὀρθῶς ἔχοντα, τὰς δὲ φρένας οὐ δε|όντως
ὑπὸ τῷ στέρνῳ κατακρύψαντι | (χρῆναι γὰρ ἐπιθεῖναί τινα ὀπὴν
δι' ἧς τὴν | γνώμην τοῦ προσιόντος κατοπτεύσομεν, | πρὶν καί τινα
πρὸς αὐτὸν κοινωνίαν ξυνθές|θαι), τοῦτο δὴ οὐκ ὀρθῶς μέμψασθαί
μοι δοκεῖ· | ἱκανὴ γὰρ ἡ τῆς συμφορᾶς ὀπὴ αὐτόν τέ τι|να δεῖξαι
ὅστις ἐστὶν καὶ τοὺς προσιόντας | ὅπως γνώμης ἔχουσιν

Ηρόδοτος ιστορίες “FHG 2”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1841–


179

1870.Fragment 14, l. 2

Schol. Platon. Phaed.: Ἡρόδωρος


καὶ Ἑλλάνικός φασιν ὡς ὅτε τὴν ὕδραν Ἡρα-
κλῆς ἀνῄρει τὴν Ἥραν αὐτῷ καρκίνον ἐφορμῆσαι,
πρὸς δύο δὲ οὐ δυνάμενον μάχεσθαι, σύμμαχον ἐπι-
καλέσασθαι τὸν Ἰόλεων, καὶ ἔντευθεν ῥηθῆναι τὴν
παροιμίαν.
Schol. Apoll. Rh. I, 127: Περὶ δὲ τοῦ κάπρου
καὶ Ἡρόδωρός φησιν, ὅτι ἐπὶ τὰς πύλας τῶν Μυκηνῶν
κομίσας αὐτὸν ἀπέθετο.
Schol. Apoll. Rh. II, 786 ad verba [αὐτὰρ ὁμοῦ
Μυσοῖσιν ἐμῷ ὑπὸ πατρὶ (sc. Δασκύλῳ) δάμασσεν
(Ἡρακλῆς) καὶ Φρύγας]. Τινὲς γράφουσι Μυγδόνας
[ἀντὶ τοῦ καὶ Φρύγας], ἵνα ᾖ, ὁμοῦ Μυσοὺς καὶ
Μυγδόνας ὑπέταξε τῷ πατρί μου. Ὅτι δὲ Φρύγας
ἐχειρώσατο τοῖς Μαριανδυνοῖς, καὶ Νύμφις ἱστορεῖ. Διὸ
καὶ οὕτω γράφει· εἰ δὲ γράφοιτο Μυγδόνας, ἤτοι τοὺς
Βέβρυκας ἀπὸ Μυγδόνος βασιλέως αὐτῶν οὕτω κέ-
κληκεν· ἢ ῥητέον ὅτι Μοίριδι (leg. vid. Ἡροδώρῳ)

Juba II Rex Mauretaniae Hist., Fragmenta (1452: 003)“FHG 3”, Ed.


Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 19, l. 16

ἀπιστῶν διὰ μέγεθος. Ἐντυχὼν δὲ τῷ σώματι πηχῶν


ἑξήκοντα μῆκος, ὥς φασι, κατεπλάγη καὶ σφάγιον ἐν-
τεμὼν συνέχωσε τὸ μνῆμα καὶ τὴν περὶ αὐτοῦ τιμήν
τε καὶ φήμην συνηύξησε. Τιγεννῖται δὲ μυθολογοῦσιν
Ἀνταίου τελευτήσαντος τὴν γυναῖκα Τίγγην Ἡρακλεῖ
συνελθεῖν, Σόφακα δ' ἐξ αὐτῶν γενόμενον βασιλεῦσαι
τῆς χώρας καὶ πόλιν ἐπώνυμον τῆς μητρὸς ἀποδεῖξαι,
Σόφακος δὲ παῖδα γενέσθαι Διόδωρον, ᾧ πολλὰ τῶν
Λιβυκῶν ἐθνῶν ὑπήκουσεν Ἑλληνικὸν ἔχοντι στράτευμα
τῶν αὐτόθι κατῳκισμένων ὑφ' Ἡρακλέους Ὀλβιανῶν
καὶ Μυκηναίων. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀνακείσθω τῇ Ἰόβα
χάριτι τοῦ πάντων ἱστορικωτάτου βασιλέων· ἐκείνου
γὰρ ἱστοροῦσι τοὺς προγόνους Διοδώρου καὶ Σόφακος
ἀπογόνους εἶναι.
Athenaeus VI: Μέχρι γὰρ τῶν Μακεδο-
νικῶν χρόνων κεραμέοις σκεύεσιν οἱ δειπνοῦντες διηκο-
180

νοῦντο, ὥς φησιν ὁ ἐμὸς Ἰόβας. Μεταβαλόντων δ' ἐπὶ


τὸ πολυτελέστερον Ῥωμαίων τὴν δίαιταν, κατὰ μίμη-
σιν ἐκδιαιτηθεῖσα Κλεοπάτρα, ἡ τὴν Αἰγύπτου κατα-
λύσασα βασιλείαν, τοὔνομα οὐ δυναμένη ἀλλάξαι,

Oracula Sibyllina, Oracula (1551: 001)“Die Oracula Sibyllina”, Ed.


Geffcken, J.Leipzig: Hinrichs, 1902; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 8.Section 3, l. 347

σήματα δ' ἔσσεται αὖτις ἐν ἀνθρώποισι μέγιστα·


καὶ γὰρ Μαιῶτιν λίμνην Τάναϊς βαθυδίνης
λείψει, κὰδ δὲ ῥόον βαθὺν αὔλακος ἔσσεται ὁλκός
καρποφόρου, τὸ δὲ ῥεῦμα τὸ μυρίον αὐχέν' ἐφέξει.
χάσματα ἠδὲ βάραθρ' ἀχανῆ· πολλαὶ δὲ πόληες
αὔτανδροι πεσέονται· ἐν Ἀσιάδι μὲν Ἰασσός
Κεβρὴν Πανδονίη Κολοφὼν Ἔφεσος Νίκαια
Ἀντιόχεια Τάναγρα Σινώπη Σμύρνη Μάρος
Γάζα πανολβίστη Ἱεράπολις Ἀστυπάλαια,
Εὐρώπης δὲ Κύαγρα κλύτος βασιλὶς Μερόπεια
Ἀντιγόνη Μαγνησίη Μυκήνη πάνθεια.
ἴσθι τότ' Αἰγύπτου ὀλοὸν γένος ἐγγὺς ὀλέθρου,
καὶ τότ' Ἀλεξανδρεῦσιν ἔτος τὸ παρελθὸν ἄμεινον
ὁππόσα δασμοφόρου Ἀσίης ὑπεδέξατο Ῥώμη,
χρήματά κεν τρὶς τόσσα δεδέξεται ἔμπαλιν Ἀσίς
ἐκ Ῥώμης, ὀλοὴν δ' ἀποτίσεται ὕβριν ἐς αὐτήν.
ὅσσοι δ' ἐξ Ἀσίης Ἰταλῶν δόμον ἀμφεπόλευσαν,
εἰκοσάκις τοσσοῦτοι ἐν Ἀσίδι θητεύσουσιν
Ἰταλοὶ ἐν πενίῃ, ἀνὰ μυρία δ' ὀφλήσουσιν.
ὦ χλιδανὴ ζάχρυσε Λατινίδος ἔκγονε Ῥώμη,
παρθένε, πολλάκι σοῖσι πολυμνήστοισι γάμοισιν

Palaephatus Myth., De incredibilibus (1553: 001)“Palaephati περὶ


ἀπίστων”, Ed. Festa, N.Leipzig: Teubner, 1902; Mythographi Graeci 3.2.
Section 38, l. 14

δύο ἀνεφύοντο. καὶ ὁ καρκίνος δὲ ἦλθε βοηθῶν


τῇ ὕδρᾳ· καὶ τότε δὴ ὁ Ἰόλαος ἀμύνει τῷ Ἡρα-
κλεῖ, ἐπειδὴ καὶ τῇ ὕδρᾳ ἤμυνεν ὁ καρκίνος. τούτων
δὲ εἴ τις πείθεταί τι γενέσθαι, μάταιός ἐστιν· γελοία
γὰρ καὶ ἡ ὄψις· καὶ πῶς, ὁπότε ἀφέλοιτο μίαν κεφαλήν,
ὑπὸ τῶν λοιπῶν οὐ κατησθίετο καὶ ἤλγει; ἦν οὖν
181

τοιοῦτον. Λέρνος ἦν βασιλεύς του χωρίου, ἔσχε


δὲ ἀπ' ἐκείνου τὸ ὄνομα καὶ τὸ χωρίον (ᾤκουν δὲ
πάντες οἱ ἄνθρωποι τότε κατὰ κώμας, καὶ τοῦτο τὸ
χωρίον Ἀργεῖοι νῦν ἔχουσιν). ἦσαν δὲ πόλεις τότε
Ἄργος, Μυκήνη, Τυρήνη, Λέρνη, καὶ βασιλεὺς
ἐφ' ἐκάστῳ ἐτέτακτο τῶν χωρίων τούτων. οἱ μὲν οὖν
ἄλλοι βασιλεῖς Εὐρυσθεῖ τοῦ Σθενέλου τοῦ Περ-
σέως ὑπετάττοντο· εἶχε γὰρ τὸ μέγιστον καὶ πολυαν-
δρότατον, τὰς Μυκήνας· ὁ δὲ Λέρνος οὐκ ἤθελεν
αὐτῷ ὑποτετάχθαι. ἐπολέμουν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦτο.
ἦν δὲ τῷ Λέρνῳ ἐν τῇ εἰσβολῇ τῆς χώρας πολίχνιόν
τι καρτερόν, καὶ ἐφρούρουν αὐτὸ πεντήκοντα τοξόται
ἀνδρεῖοι, οἳ ἐπῄεσαν ἐπὶ τῷ πύργῳ ἀδιαλείπτως νύκτα
καὶ ἡμέραν. ὄνομα δὲ ἦν τῷ πολιχνίῳ Ὕδρα. πέμπει
οὖν Εὐρυσθεὺς Ἡρακλέα

Palaephatus Myth., De incredibilibus Section 39, l. 12

εἶχε κεφαλάς. δῆλον δὲ ὅτι καὶ οὗτος ἀπὸ τῆς πόλεως


ἐκλήθη Τρικάρηνος, ὥσπερ ὁ Γηρυόνης· ἔλεγον
δὲ οἱ ἄνθρωποι “καλός τε καὶ μέγας ὁ Τρικάρηνος
κύων.” εἴρηται δὲ περὶ αὐτοῦ ὡς Ἡρακλῆς αὐτὸν
ἐξ Ἅιδου ἀνήγαγε, μυθικῶς. ἐγένετο δὲ τοιόνδε
τι. Γηρυόνῃ ἐπὶ ταῖς βουσὶν ἦσαν κύνες μεγάλοι
καὶ νεανίαι, ὀνόματα δὲ ἦν αὐτοῖς τῷ μὲν Κέρβερος,
τῷ δὲ Ὄρθος. τὸν μὲν οὖν Ὄρθον Ἡρακλῆς ἐν
Τρικαρηνίᾳ πρὶν περιελάσαι τὰς βοῦς ἀναιρεῖ· ὁ δὲ
Κέρβερος συνηκολούθει ταῖς βουσίν. ἐπιθυμήσας δὲ
τοῦ κυνὸς ἀνὴρ Μυκηναῖος ὄνομα Μολοττός, τὸ
μὲν πρῶτον ᾔτει τὸν Εὐρυσθέα ἀποδόσθαι αὐτῷ τὸν
κύνα· οὐ βουλομένου δὲ τοῦ Εὐρυσθέως, ἀναπείθει
τοὺς βουκόλους καὶ κατείργνυσι τὸν κύνα ἐν τῇ Λακω-
νικῇ ἐπὶ Ταινάρῳ ἐν σπηλαίῳ τινὶ τεκνοποιίας ἕνεκα,
καὶ ὑφίησιν αὐτῷ κύνας θηλείας ἐμβατεύειν. Εὐρυ-
σθεὺς δὲ πέμπει Ἡρακλέα κατὰ ζήτησιν τοῦ κυνός.
ὁ δὲ πᾶσαν Πελοπόννησον περιιὼν ἦλθεν ὅπου
αὐτῷ ἐμηνύθη ὁ κύων ὑπάρχειν, καὶ καταβὰς ἀνάγει
ἐκ τοῦ ἄντρου τὸν κύνα. ἔλεγον οὖν οἱ ἄνθρωποι
“διὰ τοῦ ἄντρου καταβὰς εἰς Ἅιδου Ἡρακλῆς
182

Pherecydes Hist., Fragmenta (1584: 003)“FHG 1”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 33, l. 51

νὸν, καὶ ἐλθὼν πρὸς τὰς Ἑσπερίδας, δεξάμενος παρ'


αὐτῶν τὰ μῆλα, ἐλθών τε πρὸς τὸν Ἡρακλέα, τὰ μὲν
μῆλα αὐτός φησιν ἀποίσειν Εὐρυσθεῖ, τὸν δ' οὐρανὸν
ἐκέλευσεν ἐκεῖνον ἔχειν ἀντ'
αὐτοῦ. Ὁ δὲ Ἡρακλῆς ὑποσχόμενος, δόλῳ ἀντεπέθη-
κεν αὐτὸν τῷ Ἄτλαντι. Ἦν γὰρ εἰπὼν αὐτῷ ὁ Προ-
μηθεὺς ὑποθέμενος, κελεύειν δέξασθαι τὸν οὐρανὸν,
ἔως οὗ σπείραν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ποιήσεται. Ὁ δὲ,
καταθεὶς τὰ μῆλα εἰς τὴν γῆν, ὑποδέχεται τὸν οὐρα-
νόν. Ἡρακλῆς δὲ λαβὼν τὰ μῆλα, χαίρειν εἰπὼν τῷ
Ἄτλαντι, ἀπέρχεται εἰς Μυκήνας παρ' Εὐρυσθέα, καὶ
δεικνύει αὐτῷ ταῦτα. Hygin. Poet. Astron. II, 3.:
Ait Pherecydes, Junonem cum duceret Jupiter uxo-
rem, Terram invenisse (leg. venisse) ferentem au-
rea mala cum ramis. Quae Junonem admiratam,
petiisse a Terra ut in suis hortis sereret, qui erant
usque ad Atlantem montem.

Vitae Homeri, Sudae vita (1805: 010)“Homeri opera, vol. 5”, Ed. Allen,
T.W.Oxford: Clarendon Press, 1912, Repr. 1969.L. 20

δὲ Δρής, τοῦ δ' Εὐκλέης, τοῦ δ' Ἰδμονίδης, τοῦ δὲ Φιλο-


τέρπης, τοῦ δ' Εὔφημος, τοῦ δ' Ἐπιφράδης, τοῦ δὲ Μελά-
νωπος, τοῦ δ' Ἀπελλῆς, τοῦ δὲ Μαίων, ὃς ἦλθεν ἅμα ταῖς
Ἀμαζόσιν ἐν Σμύρνῃ καὶ γήμας Εὔμητιν τὴν Εὐέπους τοῦ
Μνησιγένους ἐποίησεν Ὅμηρον. ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τὴν
πατρίδα ἀμφίβολος διὰ τὸ ἀπιστηθῆναι ὅλως εἶναι θνητὸν
τῷ μεγέθει τῆς φύσεως. οἱ μὲν γὰρ ἔφασαν γενέσθαι
Σμυρναῖον, οἱ δὲ Χῖον, οἱ δὲ Κολοφώνιον, οἱ δ' Ἰήτην,
οἱ δὲ Κυμαῖον, οἱ δ' ἐκ Τροίας ἀπὸ χωρίου Κεγχρεῶν, οἱ δὲ
Λυδόν, οἱ δ' Ἀθηναῖον, οἱ δ' Ἰθακήσιον, οἱ δὲ Κύπριον,
οἱ δὲ Σαλαμίνιον, οἱ δὲ Κνώσσιον, οἱ δὲ Μυκηναῖον, οἱ δ'
Αἰγύπτιον, οἱ δὲ Θετταλόν, οἱ δ' Ἰταλιώτην, οἱ δὲ Λευκανόν,
οἱ δὲ Γρύνιον, οἱ δὲ Ῥωμαῖον, οἱ δὲ Ῥόδιον. καὶ προση-
γορεύετο μὲν κυρίως Μελησιγένης· καὶ γὰρ ἐτέχθη παρὰ τῷ
Μέλητι ποταμῷ κατὰ τοὺς Σμυρναῖον αὐτὸν γενεαλογοῦντας.
ἐκλήθη δ' Ὅμηρος διὰ τὸ πολέμου ἐνισταμένου Σμυρναίοις
πρὸς Κολοφωνίους ὅμηρον δοθῆναι, ἢ τὸ βουλευομένων
Σμυρναίων δαιμονίᾳ τινι ἐνεργείᾳ φθέγξασθαι καὶ συμβου-
183

λεῦσαι ἐκκλησιάζουσι περὶ τοῦ πολέμου. γέγονε δὲ πρὸ


τοῦ τεθῆναι τὴν πρώτην ὀλυμπιάδα πρὸ ἐνιαυτῶν νζʹ.
Πορφύριος δ' ἐν τῇ φιλοσόφῳ ἱστορίᾳ fr. II. p. 5 Nauck

Vitae Homeri, Plutarchi De Homero 2 (1805: 012)“[Plutarchi] De


Homero”, Ed. Kindstrand, J.F.Leipzig: Teubner, 1990.L. 2266

βιούντων· ἔνθα καὶ δικαστήριον εἰσάγει. καὶ ἐν ἐκείνοις γε τὴν δημο-


κρατίαν παρίστησιν, ἐν οἷς φησι
δῆμον ὑποδδείσας· δὴ γὰρ κεχολώσατο λίην,
οὕνεκα ληιστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν
ἤκαχε Θεσπρωτούς· οἱ δ' ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν.
Τὸν δὲ βιαίως καὶ παρανόμως ἄρχοντα τύραννον μὲν οὐ καλεῖ (νεώ-
τερον γὰρ τὸ ὄνομα), οἷος δὲ τοῖς ἔργοις γίνεται, δείκνυσιν ἐν τούτοις·
εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων,
ὅς κ' ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέι χαλκῷ.
καὶ τὸν Αἴγισθον δὲ τυραννικὸν ἀποφαίνει, ὃς ἀποκτείνας τὸν Ἀγαμέ-
μνονα ἐκράτει τῶν Μυκηναίων. καὶ ‘ὁπότε ἀνῃρέθη’, φησὶν ὅτι, ‘οὐκ
ἂν ἔτυχε ταφῆς, εἴπερ Μενέλαος παρῆν’· τοῦτο γὰρ ἐπὶ τῶν τυράννων
νενόμισται
τῶ κέ οἱ οὐδὲ θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν,
ἀλλ' ἄρα τόν γε κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν
κείμενον ἐν πεδίῳ· μάλα γὰρ μέγα μήσατο ἔργον.
ὀλιγαρχίαν δὲ δηλοῦν δοκεῖ διὰ τῆς τῶν μνηστήρων πλεονεξίας, περὶ
ὧν φησιν

Themistius Phil., Rhet., Ἐπὶ τῆς εἰρήνης Οὐάλεντι (2001: 010)


“Themistii orationes quae supersunt, vol. 1”, Ed. Schenkl, H., Downey,
G.Leipzig: Teubner, 1965.Harduin page 132, section b, l. 1

οὓς διετήρησε καὶ διέσωσεν, ἐξὸν ἀνελεῖν παντελῶς. ὡς


γωγε οὐδὲ τὸν κομψὸν Ἀγαμέμνονα φαίην ἂν λέγειν βασι-
λικῶς, ἐπιτιμῶντα τῷ ἀδελφῷ μαλαττομένῳ πρὸς τὸν
ἱκέτην, καὶ πικρὰν οὕτως εὐχὴν καὶ ἀλλόκοτον προσευχό-
μενον, μηδένα τῶν Τρώων διαφυγεῖν,
μηδ' ὅντινα γαστέρι μήτηρ
κοῦρον ἐόντα φέρει,
μηδὲ τοῦτον διαφυγεῖν, ἀλλὰ καὶ τοὺς οὔπω τεχθέντας
ἀπολέσθαι πρὸ τοῦ γενέσθαι. ἀλλ', ὡς ἔοικεν, οὐκ ἦν
εὐρυκρείων ἀληθινός, ἀλλ' Ἀργείων μόνων βασιλεὺς καὶ
Μυκηναίων, ἀνθρώπων δὲ οὔ. καίτοι γε Ὅμηρος ὅταν
184

αὐτὸς ὀνομάζῃ τὸν Δία πατέρα, οὐ τῶν Ἑλλήνων μὲν λέγει


πατέρα, τοὺς βαρβάρους δὲ ἐξαιρεῖται, ἀλλ' ἁπλῶς φησι
πατέρα θεῶν καὶ ἀνθρώπων. ὅστις οὖν καὶ τῶν ἐπὶ γῆς βα-
σιλέων οὐ Ῥωμαίοις μόνον ὡς πατὴρ προσενήνεκται, ἀλλ'
ἤδη καὶ Σκύθαις, οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Διὸς ζηλωτὴς καὶ οὗτος
ὁ φιλάνθρωπος ἀτεχνῶς. τῶν δὲ ἄλλων Κῦρον μὲν φιλο-
πέρσην καλῶ, ἀλλ' οὐ φιλάνθρωπον, φιλομακέδονα δὲ Ἀλέξ-
ανδρον, ἀλλ' οὐ φιλέλληνα, τὸν δὲ Σεβαστὸν φιλορώμαιον,
ἄλλον δὲ ἄλλου γένους ἐραστὴν ἢ ἔθνους οὗ καὶ βασιλεὺς
ἐνομίσθη, φιλάνθρωπος δὲ ἁπλῶς, καὶ βασιλεὺς ὃς μηδένα

Themistius Phil., Rhet., Περὶ τοῦ μὴ δεῖν τοῖς τόποις ἀλλὰ τοῖς
ἀνδράσι προσέχειν (2001: 027)“Themistii orationes quae supersunt, vol.
2”, Ed. Schenkl, H., Downey, G., Norman, A.F.Leipzig: Teubner, 1971.
Harduin page 334, section c, l. 9

γὰρ δὴ καὶ ἡ Βοιωτία χωρίον μὲν ἀμαθίας εἶναι ἐδόκει,


καὶ ὗν τινα, οἶμαι, Βοιωτίαν ἐκάλουν, εἰς ἀπαιδευσίαν τὸ
φῦλον ἐπισκώπτοντες. ἀλλ' ὅμως Πίνδαρος καὶ Κορίννα
καὶ Ἡσίοδος οὐκ ἐμολύνθησαν τῇ συΐ. Ἀνάχαρσιν δὲ τὸν
Σκύθην πάντως ἀκούεις ὅτι καὶ σοφὸς ἦν καὶ Σκύθης.
ἀνδρὶ μὲν γάρ, οἶμαι, πολιτικῷ δεῖ γενέσθαι πρῶτον, κατὰ
τὸν ποιητήν, τὴν πόλιν εὐδόκιμον· οἱ λόγοι δὲ οὐ δέονται
πατρίδος ἐνδόξου, ἀλλὰ ἰσότιμοι, τυχὸν δὲ καὶ τιμιώτεροι
τῶν ἐν ταῖς μεγίσταις πόλεσιν οἱ κατ' ἐρημίαν φυέντες.
καίτοι γε στρατηγὸν ἐν Σαλαμῖνι τραφέντα προτιμᾷ
Ὅμηρος τοῦ Μυκηναίου, τόν τε ἐκ Φθίας καὶ ταῦτα ἐν ὄρεσι
παιδευθέντα πάντων Ἑλλήνων τε καὶ βαρβάρων. καὶ ἐγὼ
οὖν τὰ ἐκείνου ἔπη, εἴτε ἐν Χίῳ ταῦτα ἐποίησεν εἴτε ἐν
Σμύρνῃ, τῶν Ἀθήνησι γενομένων ἁπάντων προτιμῶ τε
καὶ πλείστου ἀναγινώσκειν ἐθέλοιμι. ἐν ἐκείνοις γάρ,
οἶμαι, καὶ τοῦτο μαθήσομαι, ὡς οὐδὲν κωλύει καὶ ἐν
Ἰθάκῃ διδαχθέντα πολύμητιν εἶναι καὶ ἐκ Πύλου γλύκιον
μέλιτος φθέγγεσθαι.

Flavius Claudius Julianus Imperator Phil., Περὶ τῶν τοῦ αὐτοκράτορος


πράξεων ἢ περὶ βασιλείας (2003: 003)“L'empereur Julien. Oeuvres
complètes, vol. 1.”, Ed. Bidez, J.Paris: Les Belles Lettres, 1932.Section 2,
l. 19

δῶκ' Ἀτρέι ποιμένι λαῶν· Ἀτρεὺς δὲ θνήσκων ἔλιπεν πολύαρνι


185

Θυέστῃ, Αὐτὰρ ὅ γ' αὖτε Θυέστ' Ἀγαμέμνονι δῶκε φορῆναι,


Πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν.
Αὕτη σοι τῆς τῶν Πελοπιδῶν οἰκίας ἡ γενεαλογία, εἰς
τρεῖς οὐδὲ ὅλας μείνασα γενεάς· τά γε μὴν τῆς ἡμετέρας
ξυγγενείας ἤρξατο μὲν ἀπὸ Κλαυδίου, μικρὰ δὲ ἐν μέσῳ
διαλιπούσης τῆς ἡγεμονίας, τὼ πάππω τὼ σὼ διαδέχεσθον.
Καὶ ὁ μὲν τῆς μητρὸς πατὴρ τὴν Ῥώμην διῴκει καὶ τὴν
Ἰταλίαν, καὶ τὴν Λιβύην τε ἐπ' αὐτῇ καὶ Σαρδὼ καὶ
Σικελίαν, οὔτι φαυλοτέραν τῆς Ἀργείας καὶ Μυκηναίας
δυναστείαν, ὅ γε μὴν τοῦ πατρὸς γεννήτωρ Γαλατίας ἔθνη
τὰ μαχιμώτατα καὶ τοὺς Ἑσπερίους Ἴβηρας καὶ τὰς ἐντὸς
Ὠκεανοῦ νήσους, αἳ τοσούτῳ μείζους τῶν ἐν τῇ θαλάττῃ
τῇ καθ' ἡμᾶς ὁρωμένων εἰσίν, ὅσῳ καὶ τῆς εἴσω θαλάττης
ἡ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ὑπερχεομένη. Ταύτας δὲ ὅλας
τὰς χώρας καθαρὰς ἀπέφηναν πολεμίων, κοινῇ μὲν ἐπι-
στρατεύοντες, εἴ ποτε τούτου δεήσειεν, ἐπιφοιτῶντες δὲ
ἔστιν ὅτε καὶ κατ' ἰδίαν ἕκαστος τῶν ὁμόρων βαρβάρων
ὕβριν τε καὶ ἀδικίαν ἐξέκοπτον.

Iamblichus Phil., De vita Pythagorica (2023: 001)“Iamblichi de vita


Pythagorica liber”, Ed. Klein, U. (post L. Deubner)Leipzig: Teubner,
1937, Repr. 1975.Chapter 14, section 63, l. 22

πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηντο.


οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνὴρ ἐριθηλὲς ἐλαίης
χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ, ὅθ' ἅλις ἀναβέβρυχεν ὕδωρ,
καλὸν τηλεθάον, τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσι
παντοίων ἀνέμων, καί τε βρύει ἄνθεϊ λευκῷ,
ἐλθὼν δ' ἐξαπίνης ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ
βόθρου τ' ἐξέστρεψε καὶ ἐξετάνυσσ' ἐπὶ γαίης·
τοῖον Πάνθου υἱὸν ἐυμελίην Εὔφορβον
Ἀτρείδης Μενέλαος, ἐπεὶ κτάνε, τεύχε' ἐσύλα.
τὰ γὰρ ἱστορούμενα περὶ τῆς ἐν Μυκήναις ἀνακειμένης
σὺν Τρωϊκοῖς λαφύροις τῇ Ἀργείᾳ Ἥρᾳ Εὐφόρβου τοῦ
Φρυγὸς τούτου ἀσπίδος παρίεμεν ὡς πάνυ δημώδη. πλὴν
ὅ γε διὰ πάντων τούτων βουλόμεθα δεικνύναι, ἐκεῖνό ἐστιν,
ὅτι αὐτός τε ἐγίγνωσκε τοὺς προτέρους ἑαυτοῦ βίους καὶ
τῆς τῶν ἄλλων ἐπιμελείας ἐντεῦθεν ἤρχετο, ὑπομιμνήσκων
αὐτοὺς ἧς εἶχον πρότερον ζωῆς.

Porphyrius Phil., Vita Pythagorae (2034: 002)“Porphyrii philosophi


186

Platonici opuscula selecta, 2nd edn.”, Ed. Nauck, A.Leipzig: Teubner,


1886, Repr. 1963.Section 27, l. 1

αἵματί οἱ δεύοντο κόμαι χαρίτεσσιν ὁμοῖαι


πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο.
οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνὴρ ἐριθηλὲς ἐλαίης
χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ, ὅθ' ἅλις ἀναβέβρυχεν ὕδωρ
καλὸν τηλεθάον· τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσιν
παντοίων ἀνέμων, καί τε βρύει ἄνθεϊ λευκῷ·
ἐλθὼν δ' ἐξαπίνης ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ
βόθρου τ' ἐξέστρεψε καὶ ἐξετάνυσσ' ἐπὶ γαίης·
τοῖον Πάνθου υἱὸν ἐυμελίην Εὔφορβον
Ἀτρεΐδης Μενέλαος ἐπεὶ κτάνε, τεύχε' ἐσύλα.
τὰ γὰρ ἱστορούμενα περὶ τῆς ἐν Μυκήναις ἀνακειμένης
σὺν Τρωικοῖς λαφύροις τῇ Ἀργείᾳ Ἥρᾳ Εὐφόρβου
τοῦ Φρυγὸς τούτου ἀσπίδος παρίεμεν ὡς πάνυ δημώδη.
Καύκασον δ' ἔφασαν τὸν ποταμὸν σὺν πολλοῖς τῶν
ἑταίρων διαβαίνοντά ποτε προσειπεῖν· καὶ ὁ ποταμὸς
γεγωνόν τι καὶ τρανὸν ἀπεφθέγξατο πάντων ἀκουόν-
των ‘χαῖρε Πυθαγόρα’. μιᾷ δὲ καὶ τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἔν τε
Μεταποντίῳ τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν Ταυρομενίῳ τῆς Σικελίας
συγγεγονέναι καὶ διειλέχθαι κοινῇ τοῖς ἑκατέρωθι ἑταί-
ροις αὐτὸν διαβεβαιοῦνται σχεδὸν ἅπαντες, σταδίων
ἐν μεταιχμίῳ παμπόλλων καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ

Porphyrius Phil., Quaestionum Homericarum ad Iliadem


pertinentium reliquiae (2034: 014)“Porphyrii quaestionum
Homericarum ad Iliadem pertinentium reliquiae, fasc. 1 & 2”, Ed.
Schrader, H.Leipzig: Teubner, 1:1880; 2:1882.Iliad book 20, section
67sqq, l. 54

σελήνη, ἀερότεμίς τις οὖσα, ἣ τὸν ἀέρα τέμνουσα, ἐξ οὗ ἤρτηται, τὸ


βαρῦνον αὐτὴν πολέμιον νενόμικεν. Ἑρμῆς δέ ἐστι λόγος, Λητὼ δ'
ἀμνημοσύνη, οἷον ληθώ τις τῶν λόγων. Ἥφαιστος δὲ τὸ πῦρ, Ξάνθος
δὲ τὸ ὑγρόν· ἀλλότριον δὲ τὸ πῦρ τοῦ ὑγροῦ.
διὰ τί δὲ οὗτοι οἱ θεοὶ προῄρηνται βοηθεῖν τοῖς Ἕλλησιν, Ἥρα
Ἀθηνᾶ Ποσειδῶν Ἥφαιστος Ἑρμῆς, τοῖς δὲ Τρωσὶν Ἄρης Ἀπόλλων
Ἄρτεμις Λητὼ Σκάμανδρος Ἀφροδίτη; ῥητέον οὖν· Ἥρα μὲν Ἕλλησι
βοηθεῖ, ὅτι γαμήλιός ἐστιν ἡ θεός, μισεῖ δὲ μοιχὸν ὄντα τὸν Ἀλέξαν-
δρον, ἢ ὅτι ἐν τῷ Ἄργει ἐτιμᾶτο λαμπρῶς, ὅθεν φησὶν ὁ ποιητής·
Ἥρη τ' Ἀργείη (Δ 8), ἢ ὅτι ὡς τὸ Ἄργος οὕτως ἦν οἰκεία αὐτῇ
καὶ ἡ Σπάρτη καὶ ἡ Μυκήνη, ὥς φησιν ἐν τῇ Δ (51). Ἀθηνᾶ δὲ διὰ
187

τὸ ἀποδοκιμασθῆναι ὑπὸ Ἀλεξάνδρου, ἢ διὰ τὸ ἀλλοτρίους εἶναι τῆς


συνέσεως τοὺς βαρβάρους. Ποσειδῶν δέ, ἐπεὶ οἱ πλείους τῶν Ἑλλήνων
νησιῶταί εἰσι, καὶ διὰ τὸ ὀργίζεσθαι μὲν Λαομέδοντι ἐπὶ ἀποστερήσει
μισθοῦ τῆς τειχοποιίας. Ἑρμῆς δὲ [Λητοῖ, ἤτοι ὁ λόγος τῇ λήθῃ], ἢ
ὅτι ἐξ Ἀρκαδίας, ἢ ὅτι λόγιος, ἢ ὅτι κήρυκας ἀποσταλέντας πρὸς αὐτοὺς
ὑπὸ Ἑλλήνων ἐπὶ διαλύσει τῶν διαφορῶν Ὀδυσσέα καὶ Μενέλαον
ἠβουλήθησαν ἀνελεῖν πεισθέντες Ἀντιμάχῳ (Λ 138 sqq.), προστάτης δὲ
τῶν κηρύκων ὁ Ἑρμῆς. Ἥφαιστος δὲ διὰ τὸ μισεῖν Ἄρην, ὅτι ἐμοί-
χευσε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ Ἀφροδίτην. τοῖς δὲ Τρωσὶ παρέστη Ἄρης
τὸ ὅμοιον μεταδιώκων· φιλοπόλεμος γὰρ ὁ θεός,

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium (2037: 001)“Ioannis


Stobaei anthologium, 5 vols.”, Ed. Wachsmuth, C., Hense, O.
Berlin: Weidmann, 1–2:1884; 3:1894; 4:1909; 5:1912, Repr. 1958.
Book 3, chapter 39, section 9, l. 3

Τί γὰρ πατρῴας ἀνδρὶ φίλτερον χθονός;


Εὐριπίδου Δίκτυος (fr. 347 N.2).
Εἰ δ' ἦσθα μὴ κάκιστος, οὔποτ' ἂν πάτραν
τὴν σὴν ἀτίζων, τήνδ' ἂν εὐλόγεις πόλιν.
Εὐριπίδου Δίκτυος (fr. 347 N.2).
Ὡς ἔν γ' ἐμοὶ κρίνοιτ' ἂν οὐ καλῶς φρονεῖν,
ὅστις πατρῴας γῆς ἀτιμάζων ὅρους
ἄλλην ἐπαινεῖ καὶ τρόποισιν ἥδεται.
Εὐριπίδου Τήλεφος (fr. 723 N.2).
Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει,
τὰς δὲ Μυκήνας ἡμεῖς ἰδίᾳ.
Εὐριπίδου Φοίνικι (fr. 817 N.2).
Σὺ δ' ὦ πατρῴα χθὼν ἐμῶν γεννητόρων,
χαῖρ'. ἀνδρὶ γάρ τοι, κἂν ὑπερβάλλῃ κακοῖς,
οὐκ ἔστι τοῦ θρέψαντος ἥδιον πέδον.
Μενάνδρου Ἑαυτὸν τιμωρουμένου (fr. 6 com. IV
p. 111). Οἴκοι μένειν χρὴ καὶ μένειν ἐλεύθερον, ἢ μηκέτ' εἶναι τὸν καλῶς
εὐδαίμονα. Σοφοκλέους Τηρέως (fr. 525 N.2).

Νόννος Διονυσιακά (2045: 001)“Nonni Panopolitani Dionysiaca, 2


vols.”, Ed. Keydell, R.Berlin: Weidmann, 1959.Book 25, l. 106

ἔγχεϊ κισσήεντι, καὶ οὐ πυρόεντι κεραυνῷ


τηλίκος ἐσμὸς ἔπιπτεν, ὅσος ῥηξήνορι θύρσῳ.
ἀλλά, φίλοι, κρίνωμεν· ἐν ἀντολίῃ μὲν ἀρούρῃ
188

Ἰνδοφόνους ἱδρῶτας ὀπιπεύων Διονύσου


Ἠέλιος θάμβησεν, ὑπὲρ δυτικοῖο δὲ κόλπου
Ἑσπερίη Περσῆα τανύπτερον εἶδε Σελήνη,
βαιὸν ἀεθλεύσαντα πόνον γαμψώνυχι χαλκῷ·
καὶ Φαέθων ὅσον εὖχος ὑπέρτερον ἔλλαχε Μήνης,
τόσσον ἐγὼ Περσῆος ἀρείονα Βάκχον ἐνίψω.
Ἴναχος ἀμφοτέρων πέλε μάρτυρος, ὁππότε κισσῷ
καὶ φονίῳ νάρθηκι Μυκηνίδες ἤρισαν αἰχμαὶ
χαλκοβαρεῖς, Σατύρων δὲ φιλεύιον ἄρεα φεύγων
θυρσοφόρῳ Βρομίῳ δρεπανηφόρος εἴκαθε Περσεύς,
καὶ δόρυ θοῦρον ἔπεμπε μαχήμονος ἀντὶ Λυαίου
οὐτιδανὴν ἀσίδηρον ἀκοντίζων Ἀριάδνην·
οὐκ ἄγαμαι Περσῆα μίαν κτείναντα γυναῖκα,
εἵμασι νυμφιδίοισιν ἔτι πνείουσαν ἐρώτων.
εἰ δὲ Διὸς χρυσέων μεγαλίζεται εἵνεκα λέκτρων,
οὐ Δανάην ἐκόμισσεν ἐς οὐρανὸν ὑέτιος Ζεύς,
κυδαίνων γαμίης φιλοπάρθενον ὄμβρον ἐέρσης
βαιῆς κλεψιγάμου·

Νόννος Διονυσιακά Book 31, l. 259

μή ποτε βακχευθέντες ὅλοι ναετῆρες Ὀλύμπου


ὄργια μιμήσαιντο φερεσσακέων Κορυβάντων.
οὐχ ἅλις αἶσχος ἐκεῖνο θεοστυγές, ὅττι δοκεύω
Τρώιον ἡβητῆρα, Διὸς δρηστῆρα κυπέλλων,
οὐρανὸν αἰσχύνοντα καὶ οἰνοχόον Διὸς Ἥβην,
χερσὶν ἐπιχθονίῃσιν ὅτε γλυκὺ νέκταρ ἀφύσσει;
αἰδομένη δ' ἐπὶ γαῖαν ἐλεύσομαι· ἀμφοτέροις δὲ
αἰθέρα καλλείψω, Γανυμήδεϊ καὶ Διονύσῳ·
αἰθέρα καλλείψω, Σεμέλης δόμον. εἷς δόμος ἔστω
οὐρανὸς ἀμφοτέροις, καὶ Περσέι καὶ Διονύσῳ.
ἵξομαι εἰς ἐμὸν Ἄργος, ἐς ἀγλαὸν ἄστυ Μυκήνης,
ἐν χθονὶ ναιετάουσα· σὺν ἀχνυμένῃ δὲ τεκούσῃ
ἕσπεται αὐτὸς Ἄρης, σέο νυμφίος· ἀλλὰ καὶ αὐτὴ
Σπάρτης σῆς ἐπίβηθι, καὶ εὐθώρηκα δεχέσθω
χαλκείῳ σὺν Ἄρηι χολωομένην Ἀφροδίτην.
οἶδα, πόθεν μεθέπω τάδε πήματα· πατρὸς Ἐρινὺς
ὕβριν ἀπαιτίζει με βιαζομένοιο τοκῆος,
ὅττι Κρόνου γενετῆρος ἐπιβρίζουσα κυδοιμῷ
σὺν Διὶ μαρναμένῳ Τιτηνιὰς ἔχραεν Ἥρη.
καλὸν ἐμοί, Διόνυσον ἰδεῖν κατὰ μέσσον Ὀλύμπου
ἥμενον ἐγγὺς Ἔρωτος, ὁμέστιον Ἀφρογενείῃ,
189

Νόννος Διονυσιακά Book 41, l. 267

ἀννεφέλους ἀκτῖνας ὀιστεύουσα Σελήνη


πλησιφαής· λευκοὶ δὲ παρὰ σφυρὰ νείατα κούρης
πορφυρέοις μελέεσσιν ἐφοινίσσοντο χιτῶνες.
οὐ νέμεσίς ποτε τοῦτο, καὶ εἰ πλέον ἥλικος ἥβης
τηλίκον ἔλλαχεν εἶδος, ἐπεί νύ οἱ ἀμφὶ προσώπῳ
κάλλεα διχθαδίων ἀμαρύσσετο φαιδρὰ τοκήων.
ἣν τότε Κύπρις ἰδοῦσα, νοήμονος ἔγκυος ὀμφῆς,
ὠκυτέρην ἐλέλιζε περιστρωφῶσα μενοινήν,
καὶ νόον ἱππεύσασα περὶ χθόνα πᾶσαν ἀλήτην
φαιδρὰ παλαιγενέων διεμέτρεε βάθρα πολήων,
ὅττι φερωνυμίην ἑλικώπιδος εἶχε Μυκήνης
στέμματι τειχιόεντι περιζωσθεῖσα Μυκήνη
Κυκλώπων κανόνεσσι, καὶ ὡς Νοτίῳ παρὰ Νείλῳ
Θήβης ἀρχεγόνοιο φερώνυμος ἔπλετο Θήβη·
καὶ Βερόης μενέαινεν ἐπώνυμον ἄστυ χαράξαι,
ἀντιτύπων μεθέπουσα φιλόπτολιν οἶστρον ἐρώτων.
φραζομένη δὲ Σόλωνος ἀλεξικάκων στίχα θεσμῶν
δόχμιον ὄμμα τίταινεν ἐς εὐρυάγυιαν Ἀθήνην,
γνωτῆς ζῆλον ἔχουσα δικασπόλον· ἐσσυμένη δὲ

Νόννος Διονυσιακά Book 41, l. 268

πλησιφαής· λευκοὶ δὲ παρὰ σφυρὰ νείατα κούρης


πορφυρέοις μελέεσσιν ἐφοινίσσοντο χιτῶνες.
οὐ νέμεσίς ποτε τοῦτο, καὶ εἰ πλέον ἥλικος ἥβης
τηλίκον ἔλλαχεν εἶδος, ἐπεί νύ οἱ ἀμφὶ προσώπῳ
κάλλεα διχθαδίων ἀμαρύσσετο φαιδρὰ τοκήων.
ἣν τότε Κύπρις ἰδοῦσα, νοήμονος ἔγκυος ὀμφῆς,
ὠκυτέρην ἐλέλιζε περιστρωφῶσα μενοινήν,
καὶ νόον ἱππεύσασα περὶ χθόνα πᾶσαν ἀλήτην
φαιδρὰ παλαιγενέων διεμέτρεε βάθρα πολήων,
ὅττι φερωνυμίην ἑλικώπιδος εἶχε Μυκήνης
στέμματι τειχιόεντι περιζωσθεῖσα Μυκήνη
Κυκλώπων κανόνεσσι, καὶ ὡς Νοτίῳ παρὰ Νείλῳ
Θήβης ἀρχεγόνοιο φερώνυμος ἔπλετο Θήβη·
καὶ Βερόης μενέαινεν ἐπώνυμον ἄστυ χαράξαι,
ἀντιτύπων μεθέπουσα φιλόπτολιν οἶστρον ἐρώτων.
φραζομένη δὲ Σόλωνος ἀλεξικάκων στίχα θεσμῶν
190

δόχμιον ὄμμα τίταινεν ἐς εὐρυάγυιαν Ἀθήνην,


γνωτῆς ζῆλον ἔχουσα δικασπόλον·

Οι Κύκλωπες της προϊστορίας. Η τρίτη κατηγορία αφορά έναν λαό γιγάντιων ανθρώπων
στους οποίους οι Έλληνες της κλασσικής εποχής απέδιδαν την κτίση των γιγάντιων τειχών
που τα υπολείμματα τους διατηρούνταν σε πολλές περιοχές της χώρας. Προφανώς, τα τείχη
αυτά είχαν κτιστεί στην ακμή των κοινωνιών της Μυκηναϊκής περιόδου.

Νόννος Διονυσιακά Book 47, l. 556

οὐτιδανῷ γόνυ δοῦλον ὑπογνάμψειε Λυαίῳ·


δεῖξον, ὅτι Κρονίωνος ἐτήτυμον αἷμα κομίζεις,
δεῖξον, ὅτι χρύσειον ἔχεις γένος, οὐρανίου δὲ
λέκτρα τεοῦ κήρυξον ἐχεκτεάνου νιφετοῖο.
καὶ Σατύροις πολέμιζε· κορυσσομένῳ δὲ Λυαίῳ
φοίνιον ὄμμα τίταινε δρακοντοκόμοιο Μεδούσης,
καὶ μετὰ πικρὸν ἄνακτα πολυκλύστοιο Σερίφου
λαΐνεον νέον ἄλλον ἐσαθρήσω Πολυδέκτην.
σὺν σοὶ πανδαμάτειρα κορύσσεται Ἀργολὶς Ἥρη
μητρυιὴ Βρομίοιο· προασπίζων δὲ Μυκήνης
σὴν δρεπάνην κούφιζε σαόπτολιν, ὄφρα νοήσω
ἑσπομένην Περσῆι δορικτήτην Ἀριάδνην.
κτεῖνε βοοκραίρων Σατύρων στίχα· Βασσαρίδων δὲ
ὄμματι Γοργείῳ βροτέην μετάμειψον ὀπωπὴν
εἰς βρέτας αὐτοτέλεστον ὁμοίιον· ἀντιτύπῳ δὲ
κάλλεϊ πετρήεντι τεὰς κόσμησον ἀγυιάς,
Ἰναχίαις ἀγορῇσιν ἀγάλματα ποικίλα τεύχων.
τί τρομέεις Διόνυσον, ὃν οὐ Διὸς ἤροσαν εὐναί;
εἰπέ, τί σοι ῥέξειε; μετάρσιον ἠεροφοίτην
πεζὸς ὑπὲρ δαπέδοιο πότε πτερόεντα κιχήσει;”

Νόννος Διονυσιακά Book 47, l. 647

σφωιτέρας ὠδῖνας ἔτι στενάχουσι γυναῖκες.


ἀλλά, φίλος, πολέμιζε, καὶ αἰχμάζοντα κορύμβοις
αἰνήσεις τάχα Βάκχον, ὅτι πτερὰ σεῖο πεδίλων
ὄψεαι ἀρραγέεσσιν ἐμοῖς εἴκοντα κοθόρνοις·
οὔ ποτε Βασσαρίδων σκεδάσεις μόθον, οὔ ποτε λήξω
πέμπων οἴνοπα θύρσον, ἕως τεὸν Ἄργεϊ δείξω
ἔγχεϊ κισσήεντι πεπαρμένον ἀνθερεῶνα
191

καὶ δρέπανον πετάλοις νικώμενον· οὔ σε σαώσει


Ζεὺς ἐμός, οὐ Γλαυκῶπις ὁμόγνιος, οὐ σέθεν Ἥρη,
καὶ μάλα περ κοτέουσα μενεπτολέμῳ Διονύσῳ·
ἀλλὰ κατακτείνω σε, καὶ αὐχήεσσα Μυκήνη
ὄψεται ἀμηθέντα τὸν ἀμητῆρα Μεδούσης·
ἤ σε περισφίγξας ἐνὶ λάρνακι μείζονι θήσω
πλωτὸν ἀκοντίζων σε τὸ δεύτερον ἠθάδι πόντῳ·
ἢν δ' ἐθέλῃς, ἐπίβηθι τεῆς πάλιν ὀψὲ Σερίφου.
εἰ δὲ τεῇ χρυσέῃ μεγαλίζεαι ἀμφὶ γενέθλῃ,
οὐτιδανὴν συνάεθλον ἔχε χρυσῆν Ἀφροδίτην.”
ὣς εἰπὼν προμάχιζεν· ἐπεστρατόωντο δὲ Βάκχαι,
καὶ Σάτυροι πολέμιζον. ὑπὲρ Βρομίου δὲ καρήνου
αἰθύσσων πτερὰ κοῦφα μετάρσιος ἵπτατο Περσεύς·
ὑψώσας δ' Ἰόβακχος ἑὸν δέμας, αἰθέρι γείτων

Νόννος Διονυσιακά Book 47, l. 668

ἄπτερος ὑψικέλευθος ἀείρετο μείζονι μορφῇ


ἱπταμένου Περσῆος ὑπέρτερος, ἑπταπόρῳ δὲ
αἰθέρι χεῖρα πέλασσε, καὶ ὡμίλησεν Ὀλύμπῳ,
καὶ νεφέλας ἔθλιψε· φόβῳ δ' ἐλελίζετο Περσεὺς
δεξιτερὴν ἀκίχητον ὀπιπεύων Διονύσου
ἠελίου ψαύουσαν, ἐφαπτομένην δὲ σελήνης.
ἀλλὰ λιπὼν Διόνυσον ἐμάρνατο θυιάσι Βάκχαις·
καὶ παλάμῃ δονέων θανατηφόρον ὄμμα Μεδούσης
λαϊνέην ποίησε κορυσσομένην Ἀριάδνην.
καὶ πλέον ἔβρεμε Βάκχος ἰδὼν πετρώδεα νύμφην·
καί νύ κεν Ἄργος ἔπερσε καὶ ἐπρήνιξε Μυκήνας
καὶ Δαναῶν ἤμησεν ὅλην στίχα, καί νύ κεν αὐτὴν
μαρναμένην ἄγνωστον ἀνούτατον οὔτασεν Ἥρην
μάντιος ἀντιτύποιο νόθῃ βροτοειδέι μορφῇ,
καί νύ κεν ὠκυπέδιλος ὑπὲρ μόρον ἔφθιτο Περσεύς,
εἰ μή μιν κατόπισθε φανεὶς πτερόεντι πεδίλῳ
χρυσείης πλοκαμῖδος ἑλὼν ἀνεσείρασεν Ἑρμῆς,
καί μιν ἀλεξικάκῳ φιλίῳ μειλίξατο μύθῳ·
“Ζηνὸς γνήσιον αἷμα, νόθος ζηλήμονος Ἥρης,
οἶσθα μέν, ὥς σε σάωσα Διιπετέων ἀπὸ πυρσῶν,
καί σε Λάμου ποταμοῖο θυγατράσιν ὤπασα Νύμφαις

Νόννος Διονυσιακά Book 48, l. 556


δέξο μοι ἠλακάτην, φιλοτήσιον ἕδνον ἐρώτων,
192

ὄφρα πόρῃς, ἀθέμιστε, φιλοσκοπέλῳ σέο νύμφῃ


δῶρα τεῆς ἀλόχου Μινωίδος, ὄφρα τις εἴπῃ·
’δῶκε μίτον Θησῆι καὶ ἠλακάτην Διονύσῳ.’
καὶ σὺ μετὰ Κρονίωνα λέχος μετὰ λέκτρον ἀμείβων
ἔργα γυναιμανέος μιμήσαο σεῖο τοκῆος,
οἶστρον ἔχων ἀκόρητον ἀμοιβαίης ἀφροδίτης·
Σιθονίης ἀλόχοιο νεοζυγέων ὑμεναίων,
Παλλήνης, γάμον οἶδα, καὶ Ἀλθαίης ὑμεναίους·
σιγήσω φιλότητα Κορωνίδος, ἧς ἀπὸ λέκτρων
τρεῖς Χάριτες γεγάασιν ὁμόζυγες. ἀλλὰ Μυκῆναι ,
πότμον ἐμὸν φθέγξασθε καὶ ἄγριον ὄμμα Μεδούσης,
καὶ φθονερῆς ἐς ἔρωτα βιαζομένης Ἀριάδνης,
ἠιόνες Νάξοιο, βοήσατε· ‘νυμφίε Θησεῦ,
Μινῴη καλέει σε χολωομένη Διονύσῳ.’
ἀλλὰ τί Κεκροπίης μιμνήσκομαι; εἰς Παφίην γὰρ
μέμφομαι ἀμφοτέροις, καὶ Θησέι καὶ Διονύσῳ.”
ὣς φαμένη σκιόεντι πανείκελος ἔσσυτο καπνῷ.
καὶ θρασὺς ἔγρετο Βάκχος ἀποσκεδάσας πτερὸν Ὕπνου,
μυρομένην δ' ᾤκτειρεν ὀνειρείην Ἀριάδνην.

Quintus Epic., Posthomerica (2046: 001)“Quintus de Smyrne. La suite


d'Homère, 3 vols.”, Ed. Vian, F.Paris: Les Belles Lettres, 1:1963; 2:1966;
3:1969.Book 6, l. 616

οἳ δὴ νῦν μήλοισιν ἐοικότες ἀπονέονται


νῆας ἐπὶ σφετέρας· ἀλλὰ μνησώμεθα πάντες
ὑσμίνης ὀλοῆς ἧς παιδόθεν ἴδμονές εἰμεν.»
Ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπόρουσαν ἀολλέες Ἀργείοισιν·
οἳ δὲ μέγα τρομέοντες ἀπ' ἀργαλέοιο κυδοιμοῦ
φεῦγον· τοὶ δ' ἐφέποντο κύνες ὣς ἀργιόδοντες
κεμμάσιν ἀγροτέρῃσι κατ' ἄγκεα μακρὰ καὶ ὕλην.
Πολλοὺς δ' ἐν κονίῃσι βάλον μάλα περ μεμαῶτας
ἐκφυγέειν ὀλοοῖο φόνου στονόεσσαν ὁμοκλήν.
Εὐρύπυλος μὲν ἔπεφνεν ἀμύμονα Βουκολίωνα
Νῖσόν τε Χρομίον τε καὶ Ἄντιφον· οἳ δὲ Μυκήνην
ᾤκεον εὐκτέανον, τοὶ δ' ἐν Λακεδαίμονι ναῖον·
τοὺς ἄρ' ὅ γ' ἐξενάριξεν ἀριγνώτους περ ἐόντας.
Ἐκ δ' ἄρα πληθύος εἷλεν ἀάσπετα φῦλ' ἀνθρώπων
ὅσσά μοι οὐ σθένος ἐστὶ λιλαιομένῳ περ ἀεῖσαι,
οὐδ' εἴ μοι στέρνοισι σιδήρεον ἦτορ ἐνείη.
Αἰνείας δὲ Φέρητα καὶ Ἀντίμαχον κατέπεφνεν,
ἀμφοτέρους Κρήτηθεν ἅμ' Ἰδομενῆι κιόντας.
193

Αὐτὰρ Ἀγήνωρ δῖος ἀμύμονα Μῶλον ἔπεφνεν,


ὅς ῥά τ' ἀπ' Ἄργεος ἦλθεν ὑπὸ Σθενέλῳ βασιλῆι·
τὸν βάλεν αἰγανέῃ νεοθηγέι πολλὸν ὀπίσσω

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων (2047: 001)“Rhetores Graeci,
vol. 4”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1833, Repr. 1968.Volume 4, page
162, l. 1

νατον πλέον ἀσύστατόν ἐστιν· οἱ δὲ βουλόμενοι τάξιν


ἔχειν φασὶν, ὅτι τὸ ἀδύνατον ἐκ τοῦ ἀπιθάνου σύγκει-
ται· συναγωγὴ γὰρ ἀπιθάνων ἀποτελεῖ τὸ ἀδύνατον·
ἄτοπον δὲ ἡμᾶς τὸ γενόμενον καὶ δεύτερον ζητεῖν, πρὶν
τὸ ἀποτελοῦν καὶ ποιοῦν εἰδέναι· πρότερα γὰρ τῇ φύ-
σει τὰ ποιοῦντα τῶν γινομένων, ὥσπερ πατὴρ καὶ μή-
τηρ υἱοῦ. οὐκ ἀγνοήσας δὲ, ὡς ἀσθενὲς καὶ σαθρὸν
τὸ κατὰ Σιφνίους καὶ Μαρωνείτας τοῦ ἀδυνάτου παρά-
δειγμα, προσεδεήθη τῆς τοῦ ψεύδεσθαι τὸν Πύθιον
προσθήκης· οὐκ ἀδύνατον γὰρ ἦν ἐκείνους περὶ ἀρχῆς
τῶν Ἑλλήνων ἀμφισβητεῖν· καὶ γὰρ αἱ Μυκῆναι μικρὸν
πόλισμα, ὡς μέμνηται Θουκυδίδης, ὅμως ἦρξεν.
Ἕβδομον κατὰ τὸ ἄδοξον. οἷον ἐκμισθώσας τις τὴν ἑαυτοῦ γυ-
ναῖκα, τὸν μισθὸν οὐκ ἀπολαμβάνων, δικάζεται τῷ
μισθωσαμένῳ.

Himerius Soph., Declamationes et orationes (2051: 001)


“Himerii declamationes et orationes cum deperditarum fragmentis”, Ed.
Colonna, A.Rome: Polygraphica, 1951.Oration 27, l. 26

Σε|μέλης ἔστησε, καὶ Πὰν Ἀρκάσιν ἁβρύνεται, καὶ Ἀφρο-


δ[ίτη Πάφῳ, καὶ τῇ κατ' Εὐρώταν πόλει Διόσκουροι· Ὅμη-
ρος δὲ | οὐδὲ ἐξ οὐρανοῦ τοὺς πολλοὺς τῶν θεῶν, ἀλλ' ἐξ
ὀρῶν ἄγ[ει καὶ πόλεων, Ἀργείαν Ἥραν καὶ Δωδωναῖον τὸν
Δία καὶ Λυκηγενῆ τὸν | Ἀπόλλωνα καλῶν· τῷ δὲ τῆς ἡμε-
τέρας τέχνης θεῷ τάχα που[... 35 ... | παρ' αὐτοῦ, ὅ τι χαρί-
ζοιτο δὴ τῷ θεῷ καλῶν τὸν Ἑρμῆ [... 35 ... ... 35 ...] ἴσα
περὶ πατρίδος φρονήσαντας. φιλεῖ μὲν τὴν μικρὰν Ἰ|θάκην
... 33 ... κα]λούμενος, κἂν πολλάκις τὴν μελίαν κινῇ κατ' Ἴλιον,
κἂν μόνος | ... 33 ... πο]λυχρύσαις Μυκήναις, ἀλλὰ τῇ μικρᾷ
Πύλῳ δίδωσιν Ὅμηρος | ... 24 ... κοσμεῖ μὲν γὰρ Ἀνακρέων
194

τὴν] Τηΐων πόλιν τοῖς μέλεσι, κἀκεῖθεν ἄγει τοὺς Ἔρωτας·


κοσμεῖ δὲ | καὶ Ἀλκαῖος τὴν Λέσβον καὶ πανταχοῦ τῶν μελῶν
προσάγει Μυτιλήνην,] καὶ Σιμωνίδῃ καὶ Βακχυλίδῃ ἡ Ἰουλὶς
ἐσπούδασται· τὴν δὲ Ἱ|μέραν τὴν Σικελικὴν οὐκ ἐλευθέραν
ποιεῖ μόνον τῶν τυράννων,] ἀλλὰ καὶ λόγοις κοσμεῖ Στη-
σίχορος. ἡμεῖς δέ, ὦ φίλοι, | τί τὴν ἐνεγκοῦσαν πόλιν ποιή-
σομεν; ἀλλ' ἐπεὶ οὐκ ἐπὶ τῶν ἀφέτων] ἁρμάτων ἡμεῖς ὀχού-
μεθα, οὐδὲ τὰ ποιητῶν σπουδάζομεν, φέρε ἀν|δράσι καὶ λόγοις
τὴν πόλιν τειχίσωμεν ... 13 ...]

Christodorus Epic., Epigrammata (2119: 002); AG 2; 7.697–698.


Book 2, epigram 1, l. 55

εὔνασας ἁβρὸν ἔρωτα, Σιμωνίδη, ἀλλ' ἔτι χορδῆς


ἱμείρεις, ἱερὴν δὲ λύρην οὐ χερσὶν ἀράσσεις.
ὤφελεν ὁ πλάσσας σε, Σιμωνίδη, ὤφελε χαλκῷ
συγκεράσαι μέλος ἡδύ· σὲ δ' ἂν καὶ χαλκὸς ἀναιδὴς
αἰδόμενος ῥυθμοῖσι λύρης ἀντήχεε μολπήν.
Ἦν μὲν Ἀναξιμένης νοερὸς σοφός, ἐν δὲ μενοινῇ
δαιμονίης ἐλέλιζε νοήματα ποικίλα βουλῆς.
Θεστορίδης δ' ἄρα μάντις ἐύσκοπος ἵστατο Κάλχας
οἷά τε θεσπίζων· ἐδόκει δ' ἔτι θέσφατα κεύθειν
ἢ στρατὸν οἰκτείρων Ἑλλήνιον, ἢ ἐνὶ θυμῷ
δειμαίνων βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
Δέρκεό μοι σκύμνον πτολιπόρθιον Αἰακιδάων,
Πύρρον Ἀχιλλείδην, ὅσον ἤθελε χερσὶν ἑλίσσειν
τεύχεα χαλκήεντα, τὰ μή νύ οἱ ὤπασε τέχνη·
γυμνὸν γάρ μιν ἔτευξεν· ὁ δ' ὑψόσε φαίνετο λεύσσων
οἷά περ ἠνεμόεσσαν ἐς Ἴλιον ὄμμα τιταίνων.
Ἧστο δ' Ἀμυμώνη ῥοδοδάκτυλος· εἰς ὀπίσω μὲν
βόστρυχον ἀκρήδεμνον ἑῆς συνέεργεν ἐθείρης,
γυμνὸν δ' εἶχε μέτωπον· ἀναστέλλουσα δ' ὀπωπὰς
εἰνάλιον σκοπίαζε μελαγχαίτην παρακοίτην.
Ἐγγύθι δ' εὐρύστερνος ἐφαίνετο Κυανοχαίτης

[Chrysermus] Hist., Fragmenta (2195: 002)“FGH 4”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 1, l. 11

Plutarch. De flum. 18, 7: Χρύσερμος δὲ ὁ Κο-


ρίνθιος ἐν αʹ Πελοποννησιακῶν ἱστορίας μέμνηται
τοιαύτης. Περσέως φερομένου μετεώρου, καὶ κατὰ τὸν
λόφον (Ἀπαίσαντον) γενομένου τοῦτον, ἐξέπεσεν αὐτοῦ
195

τῆς λαβῆς τοῦ ξίφους ὁ μύκης. Γοργοφόνος δὲ, ὁ βασι-


λεὺς Ἐπιδαυρίων, ἐκπεσὼν τῆς ἀρχῆς ἔλαβε χρησμὸν
ἐμπεριελθεῖν τὰς Ἀργολικὰς πόλεις, καὶ ὅπου ἂν εὕρῃ
ξίφους μύκητα, ἐκεῖ κτίσαι πόλιν. Γενόμενος δὲ κατὰ
τὸ Ἄργιον ὄρος, καὶ εὑρὼν τὴν ἐλεφαντίνην λαβὴν,
πόλιν ἔκτισεν, ἣν ἀπὸ τοῦ συγκυρήματος προσηγόρευσε
Μυκήνας.

Libanius Rhet., Soph., Orationes 1–64 (2200: 004)“Libanii opera, vols.


1–4”, Ed. Foerster, R.Leipzig: Teubner, 1.1–1.2:1903; 2:1904; 3:1906;
4:1908, Repr. 1997.Oration 17, section 32, l. 2

μενος ἐνενόεις τὸν ἐπαινέτην ἐμὲ καὶ λόγους τοὺς


ἐσομένους τοῖς πράγμασιν, ἐγὼ δὲ ἤσκουν τὴν διά-
νοιαν, ὡς μὴ λειφθείην τῶν ἔργων, ὥσπερ τις παλαι-
στὴς ἐπιμελούμενος τοῦ σώματος πυνθανόμενος ἥξειν
ἀντίπαλον ἰσχυρόν. ἐγὼ μὲν οὖν λέγω τε καὶ ἐρῶ
καὶ οὐκ ἀδικήσω σιγῇ τὰ ἔργα, ἀκούσονται δὲ ἄλλοι
μὲν τῶν ᾀσμάτων, αὐτὸς δὲ ὁ τὰς νίκας ἀνῃρημένος
τέθαπται καλὰς καὶ γενναίας ἐλπίδας τῆς οἰκουμένης
ἐκτεμών. ἐδέξατο πληγὴν Ἀγαμέμνων, ἀλλὰ Μυκήνης βασιλεύς,
Κρεσφόντης, ἀλλὰ Μεσσήνης, Κόδρος,
ἀλλὰ χρησμῷ πειθόμενος, Αἴας, ἀλλὰ μικρόψυχος στρα-
τηγός, Ἀχιλλεύς, ἀλλ' ἥττων ἀφροδισίων καὶ θυμοῦ
καὶ ἄλλως ταραχώδης, Κῦρος, ἀλλ' ὄντων υἱέων,
Καμβύσης, ἀλλὰ μαινόμενος. Ἀλέξανδρος ἔθνησκεν,
ἀλλ' οὐκ ἐχθροῦ χειρί, καὶ ἅμα ἄνθρωπος δοὺς ἂν
ἀφορμὴν κατηγόροις. ὁ δὲ ἐξ ἑσπέρας μέχρις ἀνίσχοντος
ἡλίου κρατῶν, ψυχὴν δὲ ἔχων μεστὴν ἀρετῆς, νέος δὲ
καὶ οὐκ ὢν πατὴρ ὑπ' Ἀχαιμενίδου τινὸς κατενήνεκται.
ἀκούσας ἀνέβλεπον εἰς οὐρανὸν ψεκάδας αἵματι
συμμιγεῖς ἀναμένων, οἵας ἀφῆκεν ἐπὶ Σαρπηδόνι Ζεύς,

Libanius Rhet., Soph., Orationes 1-64 Oration 55, section 17, l. 2

ἃ παρὰ τούτων ἦν ἀντιλαβεῖν ἐφαίνετό μοι καλλίω


καὶ τιμιώτερα.
Ἀλλ' οὐδὲ Δημοσθένης ὁ Παιανιεὺς ἐν τῇ τῶν
ἐπιτρόπων ἀδικίᾳ καὶ ταῖς κλοπαῖς καὶ ταῖς ἁρπαγαῖς
τῇ μητρὶ παρεστηκὼς ἐθρήνει, ἀλλὰ καίτοι νοσήμασι
τῶν περὶ τοὺς λόγους ἱδρώτων εἰργόμενος ὅμως ἦν
ἐν τοῖς πόνοις, ἀφ' ὧν ἔμελλεν εἰς ἄνδρας ἥκων
196

δείξειν Ἀφόβῳ καὶ τοῖς ἄλλοις, ὡς οὐκ ἀκίνδυνα


ἐτρύφων.
Πόσα μὲν ἤκουεν Ὀρέστης ἐν Φωκεῦσι τρεφό-
μενος περὶ τῶν ἐν Μυκήναις Αἰγίσθῳ τολμωμένων,
ὃς οὕτω γήμας κακῶς οὐδὲ τὰς θυγατέρας εἴα τοῦ
μετὰ Τροίαν ἐν δείπνῳ πεσόντος ἀναπνεῖν, ἀλλ' ὅμως
ἀνέμενε τῆς καθόδου τὸν καιρόν. εἰ δὲ προηπείχθη,
τὸν μὲν βουλόμενον δίκην λαβεῖν ἐδείκνυεν ἄν, τού-
του δὲ οὐδὲν ἂν εἶχε πλέον.

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1–51 “Libanii opera, vols. 5–7”,


Ed. Foerster, R.Leipzig: Teubner, 5:1909; 6:1911; 7:1913, Repr.
1997.Declamation 5, (subdivision) 1, section 48, l. 5

περὶ μὲν οὖν τῶν μετὰ τὴν νίκην


τοσαῦτα εἰρήσθω μοι περὶ δὲ τῶν ἑτοίμων καὶ ὧν
πρόχειρος ἡ δόσις, τί φημι; ταχέως Ἀγαμέμνων ἐπι-
λέλησται πόθεν ἔχει τὸ δῶρα διδόναι δύνασθαι. ταῦτα
γὰρ οὐκ ἐκ Μυκηνῶν ἐνθέμενος εἰς τὰς ναῦς ἧκεν
ἄγων, ἀλλὰ τοῖς μὲν ἐμοῖς κινδύνοις ἐκτήθη, μεγαλο-
ψυχίᾳ δὲ εἰς τὸ κοινὸν ἀφείθη. ἢν οὖν λάβω, τἀμαυ-
τοῦ λαβὼν ἔσομαι. φέρε γάρ, εἰ μὴ τὴν Λέσβον εἷλον,
ἆρ' ἂν εἶχεν ὑπισχνεῖσθαι τὰς ἑπτὰ γυναῖκας τὰς
Λεσβίδας; τί δ', εἰ μὴ τὰς ἄλλας ᾑρήκειν, ἆρ' ἂν
εἶχεν ὑπισχνεῖσθαι τἄλλα; εἰ τοίνυν ἃ παρ' ἐμοῦ γέ-
γονεν ἐκείνῳ, ταῦτ' ἐμοὶ παρ' ἐκείνου, παρ' ἐμαυτοῦ
μοι γίνεται τὰ δῶρα, καὶ χάριν εἰδέναι δίκαιος ἐκεῖνος
ἐμοὶ πάντων, ἀλλ' οὐκ ἐγὼ τοῦ μέρους ἐκείνῳ.

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1-51 Declamation 5, (subdivision)


1, section 82, l. 8

ἴασις γίγνεται, ἀλλ' ὑπὲρ μὲν τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὀμεῖ-
ται, τῶν δ' ἐν μέσῳ κακῶν τίς ἔσται λόγος εὐπρεπής;
Ὅτι, φησί, τοὺς λοιποὺς Ἕλληνας ἄξιον
ἐλεεῖν. τί λέγεις; οἷς ἤρεσκε τὰ τότε πραττόμενα;
πῶς γάρ, εἴπερ οὐκ ἤρεσκε, πέπρακται; εἰ γὰρ ἐκεῖ-
νοι συστραφέντες καὶ τὰ ὅπλα θέμενοι καὶ περιστάν-
τες τὴν σκηνὴν Ἀγαμέμνονος καὶ βοῆς ἐμπλήσαν-
τες τὸν ναύσταθμον ἐχρήσαντο δικαίοις καὶ συμφέ-
ρουσι λόγοις, οὐκ ἂν οὕτω μετεπεπτώκει τὰ πράγματα,
197

ἔλεγον δ' ἂν ὅτι, ὦ βασιλεῦ τῶν Μυκηνῶν, οὐ


καλῶς ὑπὲρ τῶν ὅλων βουλεύῃ. Πριάμῳ στρα-
τηγεῖς διὰ τῶν ὑβρισμάτων. ἡμᾶς προδίδως.
τοὺς ἐναντίους αἴρεις. εὐχὰς Ἕκτορι πληροῖς.
ἄνδρα τῆς συμμαχίας ἀπελαύνεις καὶ ποιεῖς
ἐχθρὸν τοῖς πράγμασι δι' ὃν ἀφίγμεθα, δι' ὃν
ἀπέβημεν, δι' ὃν εὐποροῦμεν, δι' ὃν εἴσω πυ-
λῶν οἱ Τρῶες, ὃς ἀντὶ τείχους τοῖς Ἀχαιοῖς
γεγένηται. ὅρα μὴ νῦν μὲν χαρίσῃ ταῖς ἡδοναῖς,
μικρὸν δ' ὕστερον δακρύσῃς. ἀποδέδωκας
τῷ θεῷ τὴν κόρην, ὁ γὰρ λοιμὸς ἐβιάζετο,

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1-51 Declamation 5, (subdivision)


1, section 83, l. 7

τῷ θεῷ τὴν κόρην, ὁ γὰρ λοιμὸς ἐβιάζετο, ἔα


μένειν παρ' Ἀχιλλεῖ τὸ γέρας. οὐ γὰρ ἀναγκάζῃ
λαβεῖν. ποῖ Ταλθύβιον τοῦτον ἐκπέμπεις; μέμψῃ
ταύτην τὴν διακονίαν.
εἰ μὲν οὖν κατείχετο
τοῖς λόγοις, εἶχεν ἂν συγγνώμην ἡ ὕβρις· εἰ δ' οὐ
προσεῖχε τὸν νοῦν, ἄκων ἂν ἐποίει τὰ δίκαια τῶν
Ἑλλήνων ὡς ἀληθῶς τοῖς γιγνομένοις ἀχθομένων. τί
γὰρ ἂν ἔδρασεν ἐναντιουμένους ὁρῶν; ἐμπεσὼν ἂν εἰς
μέσους ἐτρέψατο. πάνυ γε, εἰ τὸν ἀδελφὸν συναγω-
γιστὴν εἶχεν. ἀλλ' ὥπλισεν ἂν τοὺς Μυκηναίους ἐπὶ
τοῖς ἄλλοις ἅπασι. καὶ ποῦ νῦν οἱ Μυκηναῖοι; μωρία
ταῦτα καὶ γέλως.
ἀλλ', οἶμαι, τῷ μηδεμίαν ἐπι-
στροφὴν πεποιῆσθαι μηδ' ἐνδείξασθαι τοῦθ' ὅτι οὐ
χαίρων ὑβριεῖ, παρέσχον ἐπ' ἐξουσίας τολμῆσαι.
καὶ μηδεὶς εἴπῃ· βασιλεὺς γὰρ ὁ ἄνθρωπος καὶ
κύριος τῶν ὅλων. πρῶτον μὲν γὰρ ἅπας βασιλεὺς
ἐν τοῖς ὑπηκόοις ἰσχύει καὶ πρὸς τὴν τούτων γνώμην
τἀκείνου φέρεται καὶ κρατεῖ καὶ καθῄρηται, καὶ δέ-
δοικε καὶ θαρρεῖ καὶ τοῦτο ἔστιν ὅ τι ἂν τοῖς

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1-51 Declamation 5, (subdivision)


1, section 85, l. 4

ἐν τοῖς ὑπηκόοις ἰσχύει καὶ πρὸς τὴν τούτων γνώμην


198

τἀκείνου φέρεται καὶ κρατεῖ καὶ καθῄρηται, καὶ δέ-


δοικε καὶ θαρρεῖ καὶ τοῦτο ἔστιν ὅ τι ἂν τοῖς ἀρχο-
μένοις δοκῇ. οὐ γὰρ ἑνὶ σώματι καὶ ψυχῇ μιᾷ κρατεῖ
τοσοῦτον πλῆθος, ἀλλὰ τῇ τῶν πολλῶν βουλήσει τὸ
σχῆμα λαμβάνει. καὶ τῶν αὐτῶν δήπου δοῦναί τε καὶ
πάλιν ἀφελέσθαι καὶ παρασχεῖν καὶ μηκέτ' ἐᾶν ἔχειν.
τῷ μὲν οὖν δοκεῖν ἐκ τῆς ἐκείνου γνώμης τὰ τῶν
ἀρχομένων ἤρτηται, τὸ δὲ ἀληθὲς ἐν τῇ τούτων τἀκεί-
νου κεῖται, κἂν τούτοις ἀπειθεῖν παραστῇ, τό γε ἐπι-
τάξον οὐκ ἔσται. εἰ γὰρ Μυκηναῖοι σφᾶς αὐτοὺς ἑτέρῳ
προσένεμον, οὐκ ἂν ἦν εὐθὺς ἰδιώτης Ἀγαμέμνων; ἢ
τὸν μὲν Ἀτρέα μετὰ τὴν Εὐρυσθέως τελευτὴν τύραννον
ἐξ ἰδιώτου κατέστησαν, εἰς δὲ τὸν ἐκείνου παῖδα τἀ-
ναντία ποιεῖν οὐ τῆς αὐτῆς ἐξουσίας;

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1-51 Declamation 6, (subdivision)


2, section 5, l. 8

τὴν γνώμην, ὑμέτερον ἂν εἴη σκοπεῖν οὐ χαλεπῶς ἐκ


τῶν εἰρημένων τὰ τιμηθέντα σιγῇ.
Ὁ γὰρ ἐμὸς πατήρ, ὦ ἄνδρες, ἵνα τὰς ἡμετέρας
τύχας ἄνωθεν διηγήσωμαι, ἦν μὲν εὐτυχὴς καὶ λαμ-
πρός, ἀλλὰ τὰ πρῶτα τοῦ βίου. γένει τε γὰρ αὐτῷ
φρονεῖν ὑπῆρχε Τάνταλον ἔχοντι πρόγονον, ὡς δέ φασι,
καὶ τὸν Δία, καὶ βασιλείας ἐκοσμεῖτο μεγέθει. καὶ γή-
μαντι δέ, ὡς μήποτε ὤφελε, παῖδές τε ἦμεν πολλοὶ καὶ
ἡ γυνὴ τέως ἐσωφρόνει. καὶ διὰ πάσης ᾔδετο γλώττης
Ἀγαμέμνων ὁ Μυκηναῖος.
πόθεν οὖν ἐδυστυχοῦμεν
καὶ τίς ἡμῖν ἡ τῶν κακῶν ἁπάντων ἀρχή; Τροία καὶ
Πάρις καὶ γάμος Ἑλένης καὶ Μενελάου φιλοξενία. ὡς
γὰρ ἐκ Τροίας ποθὲν ἐλθὼν ὁ Πριάμου παριδὼν ξε-
νίου Διὸς δίκην ἀδίκοις ὄμμασιν εἶδε τὴν Ἑλένην
καὶ τὸ γύναιον εἰς μοιχείαν ἀνήρπαστο, δεινὸν μὲν ἦν
τοῦτο τῷ πεπονθότι, πῶς γὰρ οὐκ ἔμελλε; δεινὸν δὲ
καὶ τὠμῷ πατρί. καὶ πρὸς ἔκδημον στρατείαν συνε-
κρότουν τοὺς Ἕλληνας βαρβάρους λέγοντες καὶ μοι-
χείαν, καὶ ἡ Ἑλλὰς ἐκεκίνητο καὶ πάντα κατὰ τῆς

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1-51 Declamation 6, (subdivision)


2, section 18, l. 7
199

ἦν εὐθὺς τοῦ θυμοῦ καὶ δεινὸν ἠπείλει καὶ τοιοῦτος


ἂν ἡμῖν ἀπήντησε λόγος· ὡς ἀπόλοισθε μὲν ὑμεῖς,
ἀπόλοιτο δὲ καὶ ὁ φυτεύσας πατήρ, πίπτοι δὲ
μαχόμενος καὶ Τρωικὸς ἐκεῖνον δέξαιτο τάφος.
Ἀλλ', ὦ πάτερ, εἴθε τοιούτων ἔτυχες καὶ τὴν
ἄδικον ταύτην εὐχὴν θεῶν τις ἀκούων ἐπλήρωσεν.
οὕτως ἂν ἦμεν εὐδαίμονες. ἔκεισο γὰρ ἂν ἐν κατα-
λόγῳ τῶν ἀριστέων σὺν Ἀντιλόχῳ, σὺν Αἴαντι, μετ'
Ἀχιλλέως τοῦ Θέτιδος, καί σου τῷ τάφῳ πάντες ἂν
ἐπέγραψαν Ἕλληνες· Ἀγαμέμνων οὗτος ὁ Μυκη-
ναῖος ὁ στρατηγήσας ἐν Τροίᾳ καὶ ὑπὲρ ἀρι-
στείας πεσών.
ἀλλὰ ταῦτα μὲν οὕτω δίκαια
παρεῖδεν ἡ Τύχη, ἐπανήρχου δὲ μετὰ Τροίαν. πάντως.
καὶ θυσίαν ἀνάγεσθαι μέλλων ἐποίεις καὶ τοὺς θεοὺς
ἐκάλεις δοῦναί γέ σοι χρονίῳ μετὰ Τροίαν τὰς Μυκήνας
ἰδεῖν καὶ τὸν οἶκον εὐτυχῆ καὶ λοιπὸν ἀκμάζοντας
ἤδη τοὺς παῖδας καὶ τὴν γυναῖκα τοσούτου χρόνου
τὸν ἄνδρα ποθοῦσαν. οὐ γὰρ ἐλογίζου τὰ ἐπὶ τῆς οἰκίας,
οἴμοι, δεινότερα τῶν ἐπὶ Τροίας ἀτυχημάτων.

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1-51 Declamation 6, (subdivision)


2, section 19, l. 4

ἄδικον ταύτην εὐχὴν θεῶν τις ἀκούων ἐπλήρωσεν.


οὕτως ἂν ἦμεν εὐδαίμονες. ἔκεισο γὰρ ἂν ἐν κατα-
λόγῳ τῶν ἀριστέων σὺν Ἀντιλόχῳ, σὺν Αἴαντι, μετ'
Ἀχιλλέως τοῦ Θέτιδος, καί σου τῷ τάφῳ πάντες ἂν
ἐπέγραψαν Ἕλληνες· Ἀγαμέμνων οὗτος ὁ Μυκη-
ναῖος ὁ στρατηγήσας ἐν Τροίᾳ καὶ ὑπὲρ ἀρι-
στείας πεσών.
ἀλλὰ ταῦτα μὲν οὕτω δίκαια
παρεῖδεν ἡ Τύχη, ἐπανήρχου δὲ μετὰ Τροίαν. πάντως.
καὶ θυσίαν ἀνάγεσθαι μέλλων ἐποίεις καὶ τοὺς θεοὺς
ἐκάλεις δοῦναί γέ σοι χρονίῳ μετὰ Τροίαν τὰς Μυκήνας
ἰδεῖν καὶ τὸν οἶκον εὐτυχῆ καὶ λοιπὸν ἀκμάζοντας
ἤδη τοὺς παῖδας καὶ τὴν γυναῖκα τοσούτου χρόνου
τὸν ἄνδρα ποθοῦσαν. οὐ γὰρ ἐλογίζου τὰ ἐπὶ τῆς οἰκίας,
οἴμοι, δεινότερα τῶν ἐπὶ Τροίας ἀτυχημάτων.
ἐκεῖ φανερὰ τὰ τῆς μάχης, ἐνταῦθα λανθάνοντες οἱ
πολέμιοι.
200

Pseudo-Polemon, Physiognomonica (2233: 001)“Scriptores


physiognomonici Graeci et Latini, vol. 1”, Ed. Foerster, R.
Leipzig: Teubner, 1893.Section 9, l. 17

τούτων οὖν τῇ κακομηχανίᾳ καὶ οἱ τοιούτους ὀφθαλμοὺς


ἔχοντες ἀναφέρονται. ὅσοι δὲ ἀνίσους τοὺς τροχοὺς τῆς κόρης
ἔχουσιν, ἄνομοι ἄνδρες. ..... εἰ δὲ πρὸς τῷ σημείῳ τούτῳ
καθέζεται αὐτῶν τῷ μετώπῳ νέφη ἢ κυανᾶ ἢ χλωρὰ ἢ ἑτε-
ρόχροια, τοὺς τοιούτους δαίμων βλάψει παντοίαις βλάβαις,
μή σε λάθῃ. εἰ δὲ τὰ νέφη μὴ ταῖς ὀφρύσιν ἐπι-
κάθηται, οἱ δὲ κύκλοι τὰς κόρας περιακολουθοῦσι κατὰ τὸ αὐτὸ
ἀεί, ἄνομοι οἱ τοιοῦτοι ἄνδρες καὶ ἄνομα ἔργα τελέ-
σουσιν ἢ φόνους συγγενῶν ἢ μίξεις ἢ βρώσεις ἀνόμους
καὶ εἰδωλοθύτους, ὁποῖα τὰ Θυέστου τοῦ Πέλοπος ἐν πόλει
Μυκήνῃ Οἰδίποδός τε τοῦ Λαΐου ἐν Θήβαις καὶ
Τηρέως τοῦ Θρᾳκὸς λέγεται γενέσθαι. καὶ ἐὰν οἱ κύκλοι τῶν
ὀφθαλμῶν ἀεὶ κατὰ τὸ αὐτὸ περιακολουθοῦσιν, οἱ τοιοῦτοι
πεπλανημένοι. ὅσοι δὲ ἀναστρεφομένους περὶ τὴν κόρην τοὺς
κύκλους ἔχουσι συνδεδεμένης μεταξὺ τῆς κινήσεως, τούτοις
δέδοται ἔργα ἄνομα, ἅπερ αὐτῶν ἡ ψυχὴ μαινομένη ποι-
ήσει κακαῖς βουλαῖς ὥσπερ ἐλαυνομένη δαίμονι οὐκ ἀγαθῷ,
καὶ ὀρέγονται τοῦ ποιῆσαι, ἄλλοτε δὲ
ὑπὸ φόβου οὐ κινδυνεύουσιν. ἀπεχθήσονται τού-

Zeno Hist., Fragmenta (2364: 003)“FHG 3”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 3, l. 74

καὶ διαβάντα τὸν Εὐρώταν ποταμὸν, παρὰ τὸν Ὁπλί-


την προσαγορευόμενον πορεύεσθαι διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς
στενῆς παρὰ τὸ Πολιάσιον, ἕως ἐπὶ τοὺς κατὰ Σελ-
λασίαν ἀφίκετο τόπους· ἐντεῦθεν δὲ ἐπὶ Θαλάμας ἐπι-
βαλόντα κατὰ Φαρὰς παραγενέσθαι πρὸς τὶν Πάμισον
ποταμόν. Ὑπὲρ ὧν οὐκ οἶδα πῶς χρὴ λέγειν. Τοιαύ-
την γὰρ φύσιν ἔχει τὰ προειρημένα πάντα συλλήβδην,
ὥστε μηδὲν διαφέρει τοῦ λέγειν, ὅτι ποιησάμενός τις
ἐκ Κορίνθου τὴν ὁρμὴν, καὶ διαπορευθεὶς τὸν Ἰσθμὸν,
καὶ συνάψας ταῖς Σκιρωνίσιν, εὐθέως ἐπὶ τὴν Κοντο-
πορίαν ἐπεβάλετο, καὶ παρὰ τὰς Μυκήνας ἐποιεῖτο
τὴν πορείαν εἰς Ἄργος. Ταῦτα γὰρ οὐχ οἷον παρὰ
μικρόν ἐστιν, ἀλλὰ τὴν ἐναντίαν διάθεσιν ἔχει πρὸς
ἄλληλα. Καὶ τὰ μὲν κατὰ τὸν Ἰσθμόν ἐστι καὶ τὰς
201

Σκιράδας πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κορίνθου, τὰ δὲ κατὰ


τὴν Κοντοπορίαν καὶ Μυκήνας, ἔγγιστα πρὸς δύσεις
χειμερινάς. Ὥστ' εἶναι τελέως ἀδύνατον, ἀπὸ τῶν προη-
γουμένων ἐπιβαλεῖν τοῖς προειρημένοις τόποις. Τὸ
δ' αὐτὸ καὶ περὶ τοὺς κατὰ τὴν Λακεδαίμονα συμβέβη-
κεν. Ὁ μὲν γὰρ Εὐρώτας καὶ τὰ περὶ τὴν Σελλασίαν

Zeno Hist., Fragmenta Fragment 3, l. 79

την γὰρ φύσιν ἔχει τὰ προειρημένα πάντα συλλήβδην,


ὥστε μηδὲν διαφέρει τοῦ λέγειν, ὅτι ποιησάμενός τις
ἐκ Κορίνθου τὴν ὁρμὴν, καὶ διαπορευθεὶς τὸν Ἰσθμὸν,
καὶ συνάψας ταῖς Σκιρωνίσιν, εὐθέως ἐπὶ τὴν Κοντο-
πορίαν ἐπεβάλετο, καὶ παρὰ τὰς Μυκήνας ἐποιεῖτο
τὴν πορείαν εἰς Ἄργος. Ταῦτα γὰρ οὐχ οἷον παρὰ
μικρόν ἐστιν, ἀλλὰ τὴν ἐναντίαν διάθεσιν ἔχει πρὸς
ἄλληλα. Καὶ τὰ μὲν κατὰ τὸν Ἰσθμόν ἐστι καὶ τὰς
Σκιράδας πρὸς ἀνατολὰς τῆς Κορίνθου, τὰ δὲ κατὰ
τὴν Κοντοπορίαν καὶ Μυκήνας, ἔγγιστα πρὸς δύσεις
χειμερινάς. Ὥστ' εἶναι τελέως ἀδύνατον, ἀπὸ τῶν προη-
γουμένων ἐπιβαλεῖν τοῖς προειρημένοις τόποις. Τὸ
δ' αὐτὸ καὶ περὶ τοὺς κατὰ τὴν Λακεδαίμονα συμβέβη-
κεν. Ὁ μὲν γὰρ Εὐρώτας καὶ τὰ περὶ τὴν Σελλασίαν
κεῖται τῆς Σπάρτης ὡς πρὸς τὰς θερινὰς ἀνατολάς·
τὰ δὲ κατὰ Θαλάμας καὶ Φαρὰς καὶ Πάμισον,
ὡς πρὸς τὰς χειμερινὰς δύσεις. Ὅθεν οὐχ οἷον ἐπὶ
τὴν Σελλασίαν, ἀλλ' οὐδὲ τὸν Εὐρώταν δέον ἐστὶ δια-
βαίνειν τὸν προτιθέμενον παρὰ Θαλάμας ποιεῖσθαι
τὴν πορείαν εἰς τὴν Μεσσηνίαν.

Orion Gramm., Etymologicum (2591: 001)“Orionis Thebani


etymologicon”, Ed. Sturz, F.G.Leipzig: Weigel, 1820, Repr. 1973.
Alphabetic letter mu, page 104, l. 13

Μαυροῦσι. κατ' ἀντίφρασιν τοῦ μαίρω, δηλοῦντος τὸ


λάμπω.
Μάραγδος. παρὰ τὸ μαίρω, οὗ παράγωγον μαράσσω,
ὄνομα μάραγδος· τὸ διαυγὲς μάραγδον ἔλεγον οἱ πα-
λαιοί.
Μαρμαρυγή. μαίρω ἐστὶ ῥῆμα. ἀφ' οὗ μαρμαίρω ἕτερον
ὄνομα. παράγωγον μαρμαιρύζω. ῥηματικὸν ὄνομα
μαρμαρυγή. ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγὴ, ὀλολύζω
202

ὀλολυγὴ, καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή. οὕτω


Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ.
Μυκήνη. μύκης ἐστὶν ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους, καὶ ἀπὸ τοῦ
μύκητος τοῦ ξίφους Περσέως ἐκλήθη ἡ πόλις Μυκήνη.
Μασχάλη. σχῶ σχήσω, ὡς στήσω στήλη, καὶ μετα-
θέσει τοῦ η εἰς α, σχάλη, καὶ κατ' ἀναδιπλασια-
σμὸν τῆς μα συλλαβῆς, μασχάλη.
Μασῶμαι. παρὰ τὸ σῶ, ὃ δηλοῖ τὸ σείω καὶ κινῶ, ἀφ'
οὗ τὸ σήθω, καὶ προσλαβὼν τὴν μα συλλαβὴν ἐ-
ποίησε τὸ μασσῶμαι, τὸ εἰς λεπτὰ τὴν τροφὴν κερμα-
τίζειν καὶ κατακόπτειν. οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ
Ἀναδιπλασιασμοῦ.

Orion Gramm., Etymologicum Alphabetic letter mu, page 104, l. 14

Μάραγδος. παρὰ τὸ μαίρω, οὗ παράγωγον μαράσσω,


ὄνομα μάραγδος· τὸ διαυγὲς μάραγδον ἔλεγον οἱ πα-
λαιοί.
Μαρμαρυγή. μαίρω ἐστὶ ῥῆμα. ἀφ' οὗ μαρμαίρω ἕτερον
ὄνομα. παράγωγον μαρμαιρύζω. ῥηματικὸν ὄνομα
μαρμαρυγή. ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγὴ, ὀλολύζω
ὀλολυγὴ, καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή. οὕτω
Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ.
Μυκήνη. μύκης ἐστὶν ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους, καὶ ἀπὸ τοῦ
μύκητος τοῦ ξίφους Περσέως ἐκλήθη ἡ πόλις Μυκήνη.
Μασχάλη. σχῶ σχήσω, ὡς στήσω στήλη, καὶ μετα-
θέσει τοῦ η εἰς α, σχάλη, καὶ κατ' ἀναδιπλασια-
σμὸν τῆς μα συλλαβῆς, μασχάλη.
Μασῶμαι. παρὰ τὸ σῶ, ὃ δηλοῖ τὸ σείω καὶ κινῶ, ἀφ'
οὗ τὸ σήθω, καὶ προσλαβὼν τὴν μα συλλαβὴν ἐ-
ποίησε τὸ μασσῶμαι, τὸ εἰς λεπτὰ τὴν τροφὴν κερμα-
τίζειν καὶ κατακόπτειν. οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ
Ἀναδιπλασιασμοῦ.

Joannes Pediasimus Philol., Rhet., Scholia in Hesiodi scutum (scholia


paraphrastica Pediasimi et exegesis Joannis Tzetzae) (2592: 003)
“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed. Gaisford, T.
Leipzig: Kühn, 1823.Page 611, l. 6

τῶν θηλειῶν τὸν ἑαυτῆς ἐτίμησε σύνευνον. Tz.


10 ΘΗΛΥΤΕΡΑΩΝ. Θηλυτέρων ἦν, καὶ ἐπεκτάσει
203

Αἰολικῇ γέγονε θηλυτεράων. Di.


11 Ὁ Ἀμφιτρύων ἀπέκτεινε τὸν πατέρα τῆς Ἀλκμήνης
Ἠλεκτρυῶνα. Ἔῤῥιψε γὰρ ξύλον κατὰ βοὺς, καὶ τῆς μὲν
ἀπέτυχε, τὸν δὲ ἐθανάτωσε· καταλείψας δὲ τὴν πατρίδα αὐ-
τοῦ Τίρυνθον ἦλθεν εἰς τὰς Θήβας, ἔνθα κατῴκει μετὰ τῆς οἰ-
κείας γυναικὸς χωρὶς συνουσίας. Ὅρκον γὰρ ἐποίησε μὴ πρό-
τερον συγγενέσθαι τῇ Ἀλκμήνῃ, πρὶν ἐκδικῆσαι τὸν φόνον
τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς, ὃν ἐποίησαν οἱ Τάφιοι ἐπιστρατεύσαν-
τες εἰς Μυκήνας.
Τάφιος υἱὸς Ποσειδῶνος καὶ Ἱπποθόης τῆς θυγατριδῆς Πέλο-
πος, κατ' ἀνάγκην τινὰ τὰς Μυκήνας λιπὼν τὴν οἰκείαν πατρί-
δα, τῆλε ἔβη, ἤγουν ἐν ταῖς Ἐχινάσι νήσοις, καὶ ἀπὸ τοῦ οἰ-
κείου ὀνόματος καὶ τοῦ συμβεβηκότος ἐκείνῳ τοὺς ὑπ' αὐτὸν
Ταφίους καὶ Τηλεβόας ἐκάλεσεν. Ὕστερον δὲ χρόνοις συχνοῖς
ὑπέστρεψεν εἰς Μυκήνας καὶ τὸν Ἠλεκτρυῶνα, οὗ θυγάτηρ
ἦν ἡ Ἀλκμήνη, τὴν βασιλείαν ἀπαιτεῖ· ὁ δὲ οὐ δίδωσι, καὶ
κτείνει Τάφιος τοὺς Ἠλεκτρυῶνος υἱοὺς, τῶν οἰκείων ποιμ-
νίων ὑπεραγωνιζομένους. Μεταπέμπεται Ἠλεκτρυὼν εἰς βοή-
θειαν Ἀμφιτρύωνα, καὶ τὴν Ἀλκμήνην τούτῳ κατεγγυᾷ.

Ιωάννης Μαλαλάς Χρονογραφία (2871: 001)“Ioannis Malalae


chronographia”, Ed. Dindorf, L.Bonn: Weber, 1831; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Page 80, l. 4

τῷ πατρὶ ἐν τοῖς ὑμεναίοις, καὶ τὰ ἄλλα τῆς ἱστορίας, ἅτινα ὁ


σοφώτατος Ἀπολλώνιος ὁ ἱστορικὸς συνεγράψατο.
Μετὰ δὲ Θῶλαν ἡγεῖτο τοῦ Ἰσραὴλ Αἰγλὼμ ὁ Ζαβουλωνί-
της· ἐν ἐκείνοις δὲ τοῖς χρόνοις ἦν παρ' Ἕλλησι μάντις ἄλλη,
Σίβυλλα ἡ Ἐρυθραία. ἐν οἷς χρόνοις ἐβασίλευσε τῆς Φρυγίας
ὁ Τρῶος, ὃς ἐγένετο πατὴρ Ἰλίου καὶ Γανυμήδους. οὗτος ἔκτι-
σε πόλεις δύο, τὴν Τροίαν εἰς ὄνομα ἴδιον καὶ τὸ Ἴλιον εἰς
ὄνομα Ἰλίου τοῦ μείζονος αὐτοῦ υἱοῦ. ὅστις πληρώσας τὰ τεί-
χη τῶν πόλεων, τοὺς τοπαρχοῦντας, ἤτοι βασιλεύοντας, τῆς Εὐ-
ρώπης χώρας πάντας προετρέψατο δίχα τοῦ Ταντάλου, βασιλέως
τῆς Μυκηναίων χώρας. καὶ πρὸς τοῦτο ἐλυπήθη ὁ Τάνταλος,
καὶ ἔσχεν ἔχθραν μεγάλην πρὸς αὐτόν· ἦν δὲ ταξάμενος ὁ Τρῶος
πρὸ τοῦ ἄρχεσθαι κτίζειν τὰς πόλεις δῶρα πέμπειν καὶ θυσίας
ποιεῖν ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διὸς τοῦ εἰς τὴν Εὐρώπην χώραν. ὅστις
πληρώσας τὰ τείχη μετὰ δύο ἔτη ἔπεμψε τὸν ἴδιον αὐτοῦ ἀδελ-
φὸν τὸν μικρότερον, τὸν λεγόμενον Γανυμήδην, ὃν ἠγάπα, ὡς
εὐπρεπῆ καὶ μικρότερον, εἰς τὸ ἀπενέγκαι τὰ δῶρα εἰς τὸ ἱερὸν
204

τοῦ Διὸς καὶ πληρῶσαι τὴν θυσίαν τοῦ τάγματος, δεδωκὼς αὐτῷ
ἄνδρας νʹ. καὶ ἀντιπεράσας τὴν θάλασσαν ἀπήρχετο ἐπὶ τὸ ἱερὸν
τοῦ Διός. μαθὼν δὲ ὁ Τάνταλος, νομίσας ὅτι κατασκοπῆσαι
ἦλθε τὴν Εὐρώπην χώραν, ἔπεμψε πολλοὺς ὡπλισμένους,

Ιωάννης Μαλαλάς Χρονογραφία Page 82, l. 15

Γιθιλλίαν εἰς τὴν πάραλον. καὶ μετ' αὐτὸν ἐβασίλευσαν Λακώνων


ἄλλοι πολλοὶ ἕως τῆς βασιλείας τοῦ Θεστίου, βασιλέως Λακώνων·
ὃς ἔκτισε πόλιν εἰς ἴδιον ὄνομα Θεστίαν παρὰ τὸν ποταμὸν τὸν λε-
γόμενον Εὐρώταν. καὶ ἔσχεν ὁ αὐτὸς Θέστιος θυγατέρας τρεῖς, εὐ-
πρεπεῖς πᾶσαν ὑπερβολήν, τὴν Λήδαν καὶ τὴν Κλυτίαν καὶ τὴν Με-
λανίππην· αἵτινες ἐκαλοῦντο προϊοῦσαι Λακωνίδες. τὴν δὲ Λή-
δαν ἐξέδωκεν ὁ πατὴρ αὐτῆς Θέστιος πρὸς γάμον τινὶ ὀνόματι
Τυνδαρίῳ· ὅστις μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ Θεστίου ἐβασίλευσε τῆς
τῶν Λακώνων χώρας. ἔσχε δὲ θυγατέρα ἐκ τῆς Λήδας ὁ αὐτὸς
Τύνδαρος ὀνόματι Κλυταιμνήστραν· ἥντινα μετὰ χρόνον αὐξη-
θεῖσαν ἠγάγετο γυναῖκα Ἀγαμέμνων, ὁ βασιλεὺς τῆς Μυκηναίων
χώρας. ἡ δὲ ἐπορνεύθη μοιχευθεῖσα ὑπό τινος νεωτέρου συγ-
κλητικοῦ, ὀνόματι Κύκνου, υἱοῦ Ἐδερίωνος, βασιλέως τῆς
Ἀχαΐας, τοῦ καταγομένου ἐκ τοῦ Πίκου Διός, Τυνδαρίου, τοῦ
τῆς Λήδας ἀνδρός, ἀγνοοῦντος τὴν μοιχείαν. ἡ δὲ Λήδα ἐπορ-
νεύθη μετεωριζομένη ἐν προαστείῳ ἰδίῳ κειμένῳ παρὰ τὸν Εὐρώ-
ταν ποταμόν, καὶ ἔγκυος γενομένη ὑπὸ Κύκνου τοῦ μοιχοῦ, υἱοῦ
Ἐδερίωνος βασιλέως, ἔτεκεν ἐν ἑνὶ τοκετῷ βρέφη τρία, Κάστο-
ρα καὶ Πολυδεύκην καὶ Ἑλένην. ἥτις Ἑλένη εἶχε φοβερὸν κάλ-
λος, ἣν ἐξέδωκε μετὰ ταῦτα ὁ αὐτὸς Τυνδάριος εἰς γάμον Με-
νελάῳ, τῷ βασιλεῖ τῶν Ἀργείων, συντρόφῳ τοῦ Ἀγαμέμνονος,

Ιωάννης Μαλαλάς Χρονογραφία Page 107, l. 12

της ὑπεμνημάτισε μετὰ ἀληθείας τὰ προγεγραμμένα καὶ τὰ λοιπὰ


πάντα τῶν ἐπὶ τὸ Ἴλιον ἐπιστρατευσάντων Ἑλλήνων. ἦν γὰρ
μετὰ τοῦ Ἰδομενέως τοῦ προμάχου τῶν Δαναῶν τοῦ κατελθόντος
εἰς τὸν πόλεμον ἅμα τοῖς ἄλλοις Ἀχαιοῖς· συγγραφεὺς γὰρ αὐτοῦ
τοῦ Ἰδομενέως ἐτύγχανεν ὁ αὐτὸς Δίκτυς καὶ ἑωρακὼς ἀκριβῶς
τὰ τοῦ πολέμου καὶ συγγραψάμενος, ὡς παρὼν τότε ἐν τοῖς χρό-
νοις ἐκείνοις μετὰ Ἑλλήνων. ὅστις ἐξέθετο καὶ τοὺς προτραπέν-
τας ὑπὸ Ἀγαμέμνονος καὶ Μενελάου βασιλέων καὶ τοὺς ὁπλισα-
μένους καὶ κατελθόντας μετὰ τοῦ στόλου ἐπὶ τὸ Ἴλιον, ἕκαστον
ἔχοντα ἴδιον στρατὸν καὶ ναῦς. ὅστις πρὸ πάντων ἐξώρμησεν
Ἀγαμέμνων, υἱὸς Ἀτρέως, Μυκηναίων βασιλεύς, σὺν νηυσὶν ρʹ,
205

καὶ εἰς λόγον ἀποτροφῆς τῶν στρατοπέδων νῆας λʹ, Μενέλαος καὶ
Λήιστος καὶ Ἀρκεσίλαος καὶ Προθοήνωρ καὶ Κλονίος σὺν νηυ-
σὶν νʹ, Ἐλεφήνωρ ἐξ Εὐβοίας σὺν νηυσὶν ξʹ, Μενέλαος δὲ υἱὸς
Πλεισθένους, ὁ τῆς Σπάρτου βασιλεύς, σὺν νηυσὶν ξʹ, Διομήδης
ἐξ Ἄργους νηυσὶν πʹ, Ἀσκάλαφος καὶ Ἰάλμενος σὺν νηυσὶν λʹ,
Σχεδίος καὶ Ἐπίστροφος σὺν νηυσὶ μʹ, Μέγης ἐκ Δολίχης τῆς Ἑλ-
λάδος σὺν νηυσὶ μʹ, Αἴας Τελαμώνιος ἐκ τῆς Σαλαμίνου σὺν
νηυσὶ μʹ, Νέστωρ σὺν νηυσὶν ϟʹ, Θόας σὺν νηυσὶ μʹ, Ἀγήνωρ
καὶ Τευθίδης σὺν νηυσὶν ξʹ, Πρόθωος καὶ Μαγνίτωρ σὺν νηυσὶ
μʹ, Εὔμενος σὺν νηυσὶν ιαʹ, Νηρεὺς ἐκ Μυκήνης σὺν νηυσὶ γʹ,

Ιωάννης Μαλαλάς Χρονογραφία Page 122, l. 6

ναῦται Φοίνικες νηχόμενον ἐν τοῖς ὕδασιν ἐλεήσαντες διέσωσαν,


καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἐν τῇ Κρήτῃ νήσῳ πρὸς τὸν Ἰδομενέα, ἔξαρ-
χον Ἑλλήνων. καὶ ἑωρακὼς τὸν Ὀδυσσέα ὁ Ἰδομενεὺς γυμνὸν
καὶ δεόμενον, συμπαθῶς φερόμενος, δῶρα αὐτῷ πλεῖστα δεδω-
κὼς σὺν στρατῷ καὶ στρατηγῷ αὐτοῦ καὶ δύο νῆας καὶ δια-
σώζοντας αὐτόν τινας, ἐξέπεμψεν αὐτὸν εἰς Ἰθάκην. ἅτινα καὶ
ὁ σοφὸς Δίκτυς παρὰ τοῦ Ὀδυσσέως ἀκηκοὼς συνεγράψατο.
Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Διομήδης λαβὼν τὸ Παλλάδιον ἐξώρμησεν
ἀπὸ τῆς Τροίας εἰς τὴν ἰδίαν πατρίδα.
Ὁ δὲ Ἀγαμέμνων ἔχων τὴν Κασσάνδραν, ἣ ἐπόθει, ἐπέ-
ρασε τὸ τῆς Ῥόδου πέλαγος, βουλόμενος ἐπὶ Μυκηναίων πόλιν
ὁρμῆσαι.
Λοιπὸν ὁ Πύῤῥος ἑωρακὼς πάντας ἀποπλεύσαντας, τεφρώ-
σας τὸν Τελαμώνιον Αἴαντα καὶ λαβὼν ἐν ὑδρίᾳ ἔθαψε μετὰ
τιμῆς μεγάλης πλησίον τοῦ τύμβου τοῦ Ἀχιλλέως, τοῦ ἐξαδέλ-
φου αὐτοῦ, πατρὸς δὲ τοῦ Πύῤῥου, εἰς τόπον λεγόμενον Σίγριν.
Ὁ δὲ Τεῦκρος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου, κα-
τέφθασεν εὐθέως, ἐλθὼν ἀπὸ τῆς Σαλαμῖνος, πόλεως τῆς Κύ-
πρου, πρὸς βοήθειαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ εὗρε τὸν Πύῤῥον.
καὶ μεμαθηκὼς παρ' αὐτοῦ τὰ συμβάντα, ἀκούσας δὲ καὶ τὴν
γεναμένην τιμὴν τῶν λειψάνων τοῦ Αἴαντος,
Ιωάννης Μαλαλάς Χρονογραφία Page 133, l. 7

τὰς ἰδίας πατρίδας. ταῦτα δὲ Σίσυφος ὁ Κῷος συνεγράψατο ἐν


τῷ πολέμῳ ὑπάρχων σὺν τῷ Τεύκρῳ· ἥντινα συγγραφὴν εὑρη-
κὼς Ὅμηρος ὁ ποιητὴς τὴν Ἰλιάδα ἐξέθετο, καὶ Βεργίλλιος τὰ
λοιπά. ἅτινα καὶ ἐν ταῖς τοῦ Δίκτυος ἐμφέρεται συγγραφαῖς,
ὅπερ πόνημα μετὰ πολλὰ ἔτη Ὁμήρου καὶ Βεργιλλίου ηὑρέθη
ἐπὶ Κλαυδίου Νέρωνος βασιλέως ἐν κιβωτίῳ.
Ἡ δὲ Κλυταιμνήστρα, ἡ γυνὴ τοῦ Ἀγαμέμνονος, πρῴην
206

ἀκούσασα διὰ τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα ὅτι τὴν Κασάνδραν φιλεῖ, καὶ
ἀφορμὴν εὑρηκυῖα, δέδωκεν ἑαυτὴν εἰς μοιχείαν τῷ Αἰγίσθῳ τῷ
συγκλητικῷ, υἱῷ τοῦ Θυέστου. καὶ ἀκούσασα τὴν τοῦ Ἀγαμέ-
μνονος μέλλουσαν ἐπὶ τὴν Μυκηναίων παρουσίαν, ἐβουλεύσατο
μετὰ τοῦ Αἰγίσθου πῶς ὀφείλει δόλῳ φονευθῆναι ἐρχόμενος ὁ
Ἀγαμέμνων ὑπὸ τοῦ Αἰγίσθου. καὶ καταφθάσαντος τοῦ Ἀγα-
μέμνονος ἐν τῇ Μυκηναίων πόλει, καὶ δεχθέντος ὑπὸ τῆς πόλεως
καὶ τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ Αἰγίσθου, εἰσελθὼν εἰς τὸ ἴδιον πα-
λάτιον ἐσφάγη. καὶ ἐποίησεν εὐθέως ἡ γυνὴ αὐτοῦ βασιλέα
τὸν Αἴγισθον, καὶ ἐγαμήθη αὐτῷ νόμῳ. καὶ ἔσχεν ἐξ αὐτοῦ
θυγατέρα, ἣν ἐκάλεσεν Ἐνιγόνην· ἥτις μετὰ θάνατον τοῦ πα-
τρὸς καὶ τῆς μητρὸς φοβηθεῖσα τὸν Ὀρέστην ἑαυτὴν ἀγχόνῃ
ἀναιρεῖ. ἡ δὲ σύγκλητος καὶ ἡ πόλις καὶ ὁ στρατὸς ἐμίσει
τὸν Αἴγισθον· ἀκούσας δὲ ὁ Ὀρέστης, ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος υἱός,

Ιωάννης Μαλαλάς Χρονογραφία Page 134, l. 13

ὁ Στρόφιος τὰ συμβάντα τῷ Ἀγαμέμνονι, συνεβουλεύετο τῷ


Ὀρέστῃ πόλεμον ποιῆσαι πρὸς τὸν Αἴγισθον. καὶ λαβὼν Ὀρέ-
στην ἔρχεται εἰς τὸ Ἀπόλλωνος μαντεῖον μαθεῖν περὶ τοῦ Ὀρέ-
στου. καὶ λαμβάνει χρησμὸν ὅτι δεῖ τὸν Ὀρέστην κτεῖναι τὴν
μητέρα καὶ τὸν Αἴγισθον. εἶτα ᾔτει μαθεῖν καὶ Ὀρέστης εἰ
περισώζεται κτείνας αὐτούς· καὶ ἐῤῥήθη αὐτῷ ὅτι κρατήσει τῶν
πατρῴων καὶ τῆς Πελοποννήσου πάσης.
Καὶ παρεκάλεσε τὸν Στρόφιον ὑποστρέψαι εἰς τὴν ἰδίαν αὐ-
τοῦ πατρίδα, ἐάσαντα αὐτῷ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν Πυλάδην· καὶ
πεισθεὶς ὁ Στρόφιος ἐποίησεν οὕτως. καὶ λοιπὸν ἦλθον εἰς τὴν
Μυκηναίων πόλιν ὁ Ὀρέστης καὶ ὁ Πυλάδης κατὰ τὸν χρησμόν·
καὶ λάθρᾳ εἰσῆλθε πρὸς τὴν Ἠλέκτραν, ἀδελφὴν αὐτοῦ, καὶ πα-
ρακαλεῖ αὐτὴν πεῖσαι τὴν μητέρα αὐτοῦ Κλυταιμνήστραν δέξα-
σθαι αὐτόν· ἥτις Ἠλέκτρα ἔπεισε τὴν ἰδίαν μητέρα, καὶ ἐδέξατο
τὸν Ὀρέστην. καὶ παρακληθεῖσα ἡ Κλυταιμνήστρα ἐδυσώπησε
τὸν Αἴγισθον· καὶ δεχθεὶς παρὰ τοῦ Αἰγίσθου ὁ Ὀρέστης μαι-
νόμενος ἐκαρτέρει, βουλόμενος ἐκδικῆσαι τοῦ ἰδίου πατρὸς τὸ
αἷμα, λέγων πᾶσιν ὅτι Ἐμόν ἐστι τὸ βασίλειον. καὶ εὑρηκὼς
καιρὸν ἔσφαξε τὴν ἰδίαν μητέρα καὶ τὸν Αἴγισθον βασιλέα,
τὸν αὐτοῦ πατρωόν. καὶ εἰς ἐξηχίαν ἦλθεν ἀπὸ τῆς μανίας παρ'
ἑαυτὸν γενόμενος, καὶ ποτὲ μὲν ἐφρόνει καὶ διῆγεν ἐν ἀνέσει,

Ιωάννης Μαλαλάς Χρονογραφία Page 137, l. 19


207

συζύγου τὸ ὄνομα οὐκ ἴσμεν· οὐδὲ γὰρ ἔφη. ἡ δὲ πρὸς αὐτούς,


Τί γὰρ κοινὸν βουκόλου ἐν θαλάττῃ; οἱ δὲ εἶπον, Βοῦς ἥκαμεν
νίψαι ἐν ἁλίᾳ δρόσῳ. καὶ πέμψασα Σκύθας συνέσχεν αὐτούς·
καὶ ἤχθησαν εἰς θυσίαν δέσμιοι· καθὼς ὁ σοφώτατος Εὐριπίδης
ἐξέθετο δρᾶμα ποιητικῶς, ὧν μέρος ὀλίγον ἐστὶ ταῦτα.
Καὶ δεσμευθέντων αὐτῶν, ἐκέλευσεν ἀφορισθῆναι τὸν ἕνα,
καὶ ἀχθῆναι τὸν ἄλλον εἰς θυσίαν. καὶ ἀφώρισαν παρὰ μίαν οἱ
Σκύθαι τὸν Ὀρέστην· τὸν δὲ Πυλάδην ἤγαγον πρὸς θυσίαν παρὰ
τὸν βωμὸν τῆς Ἀρτέμιδος. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ἡ Ἰφιγένεια
ποίας ἂν εἴη χώρας. ὁ δὲ ἔφη, Χώρας μὲν Ἑλλάδος, πόλεως
δὲ Μυκήνης, ὁ δυστυχὴς πάρειμι. ἡ δὲ ἀκούσασα τὴν χώραν
καὶ τὴν πόλιν, ἔνθα ἐβασίλευσεν ὁ αὐτῆς πατήρ, ἐδάκρυσε.
νομίσασα δὲ ὅτι ὑπὸ τῶν βουκόλων ἐδιδάχθησαν, λέγει αὐτῷ,
Εἰ ἐκ Μυκήνης παρεγένου, οἶδας καὶ τίς ἐν αὐτῇ βασιλεύς. ὁ δὲ
εἶπεν, Ἀγαμέμνων ἦν πρῴην. ἡ δὲ πάλιν πρὸς αὐτόν, Εἰ τὸν
Ἀγαμέμνονα ἠκρίβωσαι, τίς ἡ τούτου γυνή, καὶ τίνας ἐξ αὐτῆς
παῖδας ἔσχεν; ὁ δὲ εἶπεν, Ἔσχεν ἐκ Κλυταιμνήστρας Ὀρέστην καὶ
Ἠλέκτραν καὶ Ἰφιγένειαν, ἥτις, ὡς λέγουσι, θυσία προσήχθη
Ἀρτέμιδι, καὶ ἡ θεὸς ἐῤῥύσατο αὐτήν· καὶ οὐκ ἐγνώσθη ποῦ
ὑπάρχει. ἔσχε δὲ καὶ Χρυσόθεμιν καὶ Λαοδίκην θυγατέρας.
ἡ δὲ ἀκούσασα ταῦτα ἐκέλευσεν αὐτὸν λυθῆναι τῶν δεσμῶν·

Ιωάννης Μαλαλάς Χρονογραφία Page 142, l. 8

στῃ στήλην χαλκῆν τῷ σχήματι αὐτῷ ᾧ ὑπέδειξεν αὐτοῖς, ὑπερ-


άνω κίονος ἵσταται εἰς μνήμην καὶ δόξαν τῆς χώρας καὶ τοῦ
ἱεροῦ καὶ τῆς Ἑστίας, σημαίνοντες τοῖς μετὰ ταῦτα ποῦ ὁ
Ὀρέστης τὴν λυσσώδη μανίαν ἀπέθετο, ἥτις στήλη χαλκῆ ἕως
τῆς νῦν ἵσταται, μετακαλέσαντες οἱ Ἰωνῖται καὶ τοῦ Μελαντίου
ὄρους τὸ ὄνομα Ἀμανόν. ὁ δὲ Ὀρέστης προσκυνήσας τοὺς Ἰω-
νίτας κατῆλθεν εἰς τὴν πάραλον τῆς λεγομένης πρῴην Παλαιο-
πόλεως, νυνὶ δὲ Σελευκείας· καὶ εὑρηκὼς νῆας ἐκεῖ, ἀπέπλευσε
μετὰ τῆς Ἰφιγενείας καὶ τοῦ Πυλάδου ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα. καὶ
ζεύξας πρὸς γάμον τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφὴν Ἠλέκτραν τῷ Πυλάδῃ,
κατέσχε τῆς Μυκηναίων χώρας ἕως θανάτου. οἱ δὲ Σύροι προσε-
σχηκότες τὸ σχῆμα τῆς στήλης τοῦ Ὀρέστου, καὶ μαθόντες παρὰ
τῶν Ἰωνιτῶν τὸν τρόπον, ὀργισθέντες ἐπεκάλεσαν αὐτὸν δρα-
πέτην, διότι τοιούτου ἀγαθοῦ συμβάντος αὐτῷ ἐν τῇ αὐτῶν χώ-
ρᾳ, καὶ ἐκφυγόντος τὴν τοιαύτην ἀπειλήν, στραφεὶς καὶ προσε-
σχηκὼς καὶ ἀνυμνήσας τὰ θεῖα καὶ εὐχαριστῶν οὐχ ὑπέδειξε
τοῖς Ἰωνίταις τὸ ἱερὸν τῆς Ἑστίας, ἀλλὰ δραπετεύσας τὸν λογι-
208

σμόν, ἀντ' εὐχαριστίας ἀποστρεφόμενος τῷ δακτύλῳ τῆς χει-


ρὸς αὐτοῦ ὑπέδειξε τὸ ἱερὸν καὶ τὸ ὄρος, ὅπου τῆς ἀνημέρου
μανίης ἀπαλλαγεὶς ἐσώθη. ἥτις στήλη τοῦ Ὀρέστου ὁ δρα-
πέτης καλεῖται παρὰ τοῖς Ἀντιοχεῦσιν ἕως τοῦ παρόντος· πρὸ

Γεώργιος Κεδρηνός χρονογράφος. Compendium historiarum (3018:


001)
“Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Volume 1, page 211, l. 5

καὶ τὸ μὲν θυσιαστήριον πρὸς ἀνατολὰς ὁρᾶν ἐτύπωσε, τὸν δὲ


ναὸν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ ἐκάλεσε, πᾶσαν καλλιεργίαν καὶ
καρποφορίαν ἐν αὐτῷ τυπώσας. μετὰ δὲ τὴν νίκην Ἀμύκου οἱ
Ἀργωναῦται μεθ' Ἡρακλέους ἐπὶ τὴν Ποντικὴν θάλασσαν ἐκ-
πλεύσαντες πόλιν ἐδείμαντο ἐπὶ τῷ τοῦ Ἡρακλέους ὀνόματι. εἶτα
διὰ τὸ χρυσοῦν δέρας ἐπὶ τὴν Κολχίδα διαπεράσαντες αὐτό τε καὶ
Μήδειαν τὴν τοῦ βασιλέως Κολχίδος θυγατέρα, Ἰάσονος ἐρασθεῖ-
σαν, ἀνελόμενοι ὑπέστρεψαν. τότε καὶ Τρὼς τῆς Φρυγῶν χώρας
ἦρχεν, ὁ Ἴλου καὶ Γανυμήδους πατήρ. οὗτος δύο πόλεις Τροίαν
καὶ Ἴλιον ᾠκοδόμησε, καὶ τοὺς ἀστυγείτονας εἰς τὸν ἐγκαινισμὸν
τῶν πόλεων προσκαλεσάμενος τοῦ Μυκηναίων ἀνάσσοντος Ταντά-
λου ἐπελάθετο· ὃς καὶ εἰς ἔχθραν αὐτῷ διὰ τοῦτο ἀντεκατέστη.
ἦν δὲ ὁ Τρὼς πρὸ τῆς τῶν πόλεων οἰκοδομῆς εὐξάμενος εὐχὴν τῷ
Διί, θυσίας καὶ δῶρα πέμπων εἰς Εὐρώπην. καὶ ἐπεὶ αἱ πόλεις
ἐτελέσθησαν, τὸν Γανυμήδην σὺν ἀνδράσι πεντήκοντα δῶρά τε καὶ
θυσίας πρὸς τὸ τοῦ Διὸς ἱερὸν ἐκπέμπει. Τάνταλος δὲ δόλον οἰη-
θείς, δύναμιν ἀποστείλας ἥρπασε Γανυμήδην καὶ τοὺς μετ' αὐτοῦ,
οἳ καὶ ἔλεγον θυσίας κομίζειν τῷ Εὐρωπαίῳ Διί. ὁ δὲ Γανυμή-
δης διὰ τὴν αἰσχύνην ἅμα καὶ τὸν φόβον ἀρρωστεῖ, καὶ συγγνώ-
μης τυγχάνει, ἀλλὰ μετ' ὀλίγον τελευτᾷ. καὶ τὰ μὲν δῶρα τοῦ
Ταντάλου κελεύσαντος τῷ ἱερῷ τοῦ Διὸς ἀπεδόθη, τὸ δὲ λείψα

Γεώργιος Κεδρηνός χρονογράφος. Compendium historiarum Volume 1,


page 212, l. 8

σαντος δὲ τοῦ πατρὸς εἰς δύο κατεμερίσθη ἡ ἀρχή. ὁ τοίνυν Λά-


κων τὴν ἡμίσειαν χώραν λαχὼν Λακωνικὴν ἐκάλεσεν· ἧς τριάκοντα
τρεῖς χρόνους βασιλεύσας ἔκτισε πόλιν παράλιον τὴν Γαθυνίαν.
209

καὶ μετ' αὐτὸν ἄλλοι τινὲς ἦρξαν ἕως Θεστίου, ὃς παρὰ τὸν Εὐ-
ρώταν ποταμὸν πόλιν οἰκοδομεῖ τὴν Θεστίαν. οὗτος ὁ Θέστιος
τῶν Λακώνων βασιλεύσας τίκτει θυγατέρας τρεῖς εἰς ὑπερβολὴν
εὐπρεπεῖς, Λήδαν καὶ Κλυτίαν καὶ Μελίππην, αἳ καὶ Λακωνίδες
ἐκαλοῦντο. τὴν μέντοι Λήδαν Τυνδάρεως λαβὼν εἰς γυναῖκα,
ὃς καὶ μετὰ Θέστιον τῆς τῶν Λακώνων χώρας ἐπεκράτησεν, ἔσχεν
ἐξ αὐτῆς τὴν Κλυταιμνήστραν, ἣν μετὰ ταῦτα Ἀγαμέμνων ἠγάγετο
γυναῖκα, τῶν Μυκηναίων ὁ βασιλεύς. ἡ μέντοι Λήδα ἐν προα-
στείῳ παρὰ τὸν Εὐρώταν ὡραϊζομένη, ἐπεὶ Τυνδάρεως μὴ παρὼν
ἦν, μοιχευθεῖσα ὑπὸ νεωτέρου τινὸς Κύκνου καλουμένου, υἱοῦ
Ἐδερίωνος βασιλέως Ἀχαΐας, τίκτει βρέφη τρία ἐν ἑνὶ τοκετῷ,
Κάστορα Πολυδεύκην καὶ Ἑλένην. ἦν δὲ ἡ Ἑλένη ὡραιοτάτη,
ἣν ὁ Τυνδάρεως Μενελάῳ ἀδελφῷ Ἀγαμέμνονος, βασιλεύοντι
τότε τῶν Ἀργείων, εἰς γυναῖκα ἐξέδοτο. εἰκῇ οὖν τὸν Δία κύκνον
γενέσθαι καὶ τῇ Λήδᾳ συνελθεῖν μεμυθολογήκασιν οἱ ποιηταί.
Ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ κριτοῦ Σαμψὼν Δάρδανος μὲν υἱὸς
Ἴλου τῶν Φρυγῶν,

Γεώργιος Κεδρηνός χρονογράφος. Compendium historiarum Volume 1,


page 235, l. 19

διαπεράσαντες, καὶ ὡς ἀπὸ μιλίων δύο τῆς ἠπείρου πεζεύσαντες,


ὁρῶσιν ὡς μέλαθρα θεᾶς καὶ ἔξωθεν ἀνθρώπων ὀστέα ἐρριμμένα,
ἃ καὶ Κρουστέμια ἐγχώριος καλεῖ γλῶσσα. καὶ τί δράσαιεν ἐβου-
λεύοντο. τρέχουσι βουκόλοι πρὸς τὴν Ἰφιγένειαν, “ἥκουσι”
φάσκοντες “δύο νεανίσκοι παρὰ τὴν κυανέαν.” ἐκείνη δέ, τίνες
καὶ ποταποί, καὶ τίνα τούτοις ὀνόματα, πρῶτον ἐρωτῶσα τοὺς
ξένους, καὶ περὶ Ἀγαμέμνονος τοῦ πατρὸς καὶ περὶ τοῦ Τρωϊκοῦ
πολέμου ἐξήταζεν. εἶτα δεσμοῦνται τοῦ θύεσθαι. καὶ τὸν μὲν
Ὀρέστην εἰς τὴν ἑξῆς, Πυλάδην δὲ τῷ βωμῷ τῆς Ἀρτέμιδος
παρεστήσατο. καὶ ἡ Ἰφιγένεια ποίας ἂν εἴη χώρας ἐπύθετο καὶ
ποίας πόλεως. “χώρας μὲν Ἑλλάδος” ἔφη, “Μυκήνης δὲ πόλεως
ἄθλιος πάρειμι.” ἡ δὲ τὴν πόλιν αὐτῆς καὶ τὴν χώραν ἀκούσασα
ἐδάκρυσεν, ὑποπτεύσασα δὲ ὑπὸ τῶν βουκόλων αὐτὸν ἀκοῦσαι τὰ
περὶ αὐτῆς “τίς” ἔφη “βασιλεὺς Μυκήνης; τίς δὲ ἡ τούτου γυνή;
τίνα δὲ τέκνα;” “Ἀγαμέμνων” εἶπε “πρῴην, γυνὴ δὲ Κλυται-
μνήστρα, τέκνα δέ οἱ Ὀρέστης καὶ Ἠλέκτρα καὶ Ἰφιγένεια, ἣ
ὡς λέγουσι θυσία Ἀρτέμιδι προσήχθη, ῥυσθεῖσα δὲ ὑπὸ τῆς
θεοῦ ἕως ἄρτι ποῦ ἐστὶν οὐκ ἐγνώσθη· ἔσχε δὲ καὶ Χρυσόθεμιν
καὶ Λαοδίκην θυγατέρας.” ἡ δὲ ἀκούσασα κελεύει τοῦτον αὐτίκα
λυθῆναι τῶν δεσμῶν. καὶ γράψασα δίπτυχον ἐπιδέδωκεν αὐτῷ,
εἰποῦσα “ἰδοὺ τὸ ζῆν σοι ἡ θεὸς δωρεῖται δι' ἐμοῦ.
210

Γεώργιος Κεδρηνός χρονογράφος. Compendium historiarum Volume 1,


page 235, l. 22

λεύοντο. τρέχουσι βουκόλοι πρὸς τὴν Ἰφιγένειαν, “ἥκουσι”


φάσκοντες “δύο νεανίσκοι παρὰ τὴν κυανέαν.” ἐκείνη δέ, τίνες
καὶ ποταποί, καὶ τίνα τούτοις ὀνόματα, πρῶτον ἐρωτῶσα τοὺς
ξένους, καὶ περὶ Ἀγαμέμνονος τοῦ πατρὸς καὶ περὶ τοῦ Τρωϊκοῦ
πολέμου ἐξήταζεν. εἶτα δεσμοῦνται τοῦ θύεσθαι. καὶ τὸν μὲν
Ὀρέστην εἰς τὴν ἑξῆς, Πυλάδην δὲ τῷ βωμῷ τῆς Ἀρτέμιδος
παρεστήσατο. καὶ ἡ Ἰφιγένεια ποίας ἂν εἴη χώρας ἐπύθετο καὶ
ποίας πόλεως. “χώρας μὲν Ἑλλάδος” ἔφη, “Μυκήνης δὲ πόλεως
ἄθλιος πάρειμι.” ἡ δὲ τὴν πόλιν αὐτῆς καὶ τὴν χώραν ἀκούσασα
ἐδάκρυσεν, ὑποπτεύσασα δὲ ὑπὸ τῶν βουκόλων αὐτὸν ἀκοῦσαι τὰ
περὶ αὐτῆς “τίς” ἔφη “βασιλεὺς Μυκήνης; τίς δὲ ἡ τούτου γυνή;
τίνα δὲ τέκνα;” “Ἀγαμέμνων” εἶπε “πρῴην, γυνὴ δὲ Κλυται-
μνήστρα, τέκνα δέ οἱ Ὀρέστης καὶ Ἠλέκτρα καὶ Ἰφιγένεια, ἣ
ὡς λέγουσι θυσία Ἀρτέμιδι προσήχθη, ῥυσθεῖσα δὲ ὑπὸ τῆς
θεοῦ ἕως ἄρτι ποῦ ἐστὶν οὐκ ἐγνώσθη· ἔσχε δὲ καὶ Χρυσόθεμιν
καὶ Λαοδίκην θυγατέρας.” ἡ δὲ ἀκούσασα κελεύει τοῦτον αὐτίκα
λυθῆναι τῶν δεσμῶν. καὶ γράψασα δίπτυχον ἐπιδέδωκεν αὐτῷ,
εἰποῦσα “ἰδοὺ τὸ ζῆν σοι ἡ θεὸς δωρεῖται δι' ἐμοῦ. ἐπόμνυθί
μοι κατ' αὐτῆς ὅτι τὸ δίπτυχον τοῦτο ἐπιδίδως τῷ Ὀρέστῃ, καὶ
κομίζεις μοι παρ' αὐτοῦ γράμματα.” ὁ δὲ ἐπώμνυτο καὶ τὸ
γράμμα διδόναι αὐτῷ εἰς χεῖρας καὶ αὐτὸν ἄγειν Ὀρέστην

Γεώργιος Κεδρηνός χρονογράφος. Compendium historiarum Volume 1,


page 237, l. 17

φρένας ἀναλαβόντος ἡ Ἰφιγένεια ὄναρ εἶδεν, ἔλαφον λέγουσαν


αὐτῇ “φύγε ἀπὸ τῆς χώρας ταύτης.” εὐθὺς οὖν φυγόντες τὴν
παράλιον καταλαμβάνουσι Παλαιστίνην, κἀκεῖθεν εἰς Συρίαν καὶ
τὸ Μελάντιον ὄρος. καὶ τὸ ἱερὸν τῆς Ἑστίας κατὰ τὸν χρησμὸν
εὑρηκὼς Ὀρέστης καὶ θυσιάσας τῆς χαλεπῆς ἀπήλλακται μανίας.
εἶτα τὸν Ὀρόντην περάσας ἐπὶ τὸ Σίλπιον ὄρος ἦλθε, καὶ τοὺς
Ἀργείους Ἰωνίτας ὡς συγγενεῖς ἀσπασάμενος δι' αὐτῶν εἰς τὸ
παράλιον τῆς Παλαιοπόλεως πρῴην λεγομένης, νῦν δὲ Σελευκείας,
παρεπέμφθη. κἀκεῖθεν ναῦν εὑρηκὼς ἕως Ἑλλάδος διέβη. καὶ
τὴν ἀδελφὴν Ἠλέκτραν εἰς γάμον τῷ Πυλάδῃ ζεύξας, ἕως θανά-
του τῆς τῶν Μυκηνῶν βασιλεύει χώρας. Θόας δὲ τότε τοπάρχης
ὢν Σκυθίας εἰς καταδίωξιν Ἰφιγενείας διὰ τὸ ἄγαλμα Σκύθας
211

πλείστους ἀπέστειλεν· ἐπεὶ δὲ εἰς Τρίκωμιν ἐλθόντες ἔμαθον ἀπο-


πλεῦσαι τοὺς διωκομένους, ἐκεῖ ἔμειναν, καὶ πόλιν τὴν λεγομένην
Σκυθόπολιν οἰκοδομήσαντες οὐκέτι ὑπέστρεψαν.
Αἰνείας παρὰ Διομήδους ἐν Καλαβρίᾳ ξενωθείς, ἐπεὶ ἀπο-
φοιτᾶν ἔμελλεν, ᾐτεῖτο λαβεῖν τὸ Παλλάδιον παρ' αὐτοῦ. πρὸς
ὃν ἐκεῖνος “ἐξ οὗ” φησί “τὴν ἀρχὴν τοῦτο μετὰ Ὀδυσσέως τῆς
Ἰλίου ἀφειλόμην, οὔτε ἐμοὶ οὔτε τῷ ὑπ' ἐμὲ στρατῷ θλίψεις ἐπέ-
λιπον ἕως ἄρτι καὶ συμφοραί. διὸ καὶ ἐπυθόμην τῆς Πυθίας περὶ
αὐτοῦ, ἣ καὶ ἀνεῖλεν ἀποδοῦναι αὐτὸ τοῖς Τρωσί.”

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De virtutibus et vitiis (3023:


002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2”, Ed. Büttner–Wobst, T.,
Roos, A.G.Berlin: Weidmann, 2.1:1906; 2.2:1910.Volume 2, page 147, l.
1

Νάβιν ἐκ τῆς Λακεδαίμονος καὶ διαβάντα τὸν Εὐρώταν ποταμὸν


παρὰ τὸν Ὁπλίτην προσαγορευόμενον πορεύεσθαι διὰ τῆς ὁδοῦ
τῆς στενῆς παρὰ τὸ Πολιάσιον, ἕως ἐπὶ τοὺς κατὰ Σελλασίαν
ἀφίκετο τόπους· ἐντεῦθεν δὲ ἐπὶ Θαλάμας ἐπιβαλόντα κατὰ Φαρὰς
παραγενέσθαι πρὸς τὸν Πάμισον ποταμόν. ὑπὲρ ὧν οὐκ οἶδα
πῶς χρὴ λέγειν· τοιαύτην γὰρ φύσιν ἔχει τὰ προειρημένα πάντα
συλλήβδην, ὥστε μηδὲν διαφέρειν τοῦ λέγειν, ὅτι ποιησάμενός τις
ἐκ Κορίνθου τὴν ὁρμὴν καὶ διαπορευθεὶς τὸν Ἰσθμὸν καὶ συνάψας
ταῖς Σκειρωνίσιν εὐθέως ἐπὶ τὴν Κοντοπορίαν ἐπεβάλετο καὶ
περὶ τὰς Μυκήνας ἐποιεῖτο τὴν πορείαν εἰς Ἄργος. ταῦτα γὰρ
οὐχ οἷον παρὰ μικρόν ἐστιν, ἀλλὰ τὴν ἐναντίαν διάθεσιν ἔχει πρὸς
ἄλληλα, καὶ τὰ μὲν κατὰ τὸν Ἰσθμόν ἐστι καὶ τὰς Σκιράδας πρὸς
ἀνατολὰς τοῦ Κορίνθου, τὰ δὲ κατὰ τὴν Κοντοπορίαν καὶ Μυκή-
νας ἔγγιστα πρὸς δύσεις χειμερινάς, ὥστ' εἶναι τελέως ἀδύνατον
ἀπὸ τῶν προηγουμένων ἐπιβαλεῖν τοῖς προειρημένοις τόποις.
τὸ δ' αὐτὸ καὶ περὶ τοὺς κατὰ τὴν Λακεδαίμονα συμβέβηκεν· ὁ
μὲν γὰρ Εὐρώτας καὶ τὰ περὶ τὴν Σελλασίαν κεῖται τῆς Σπάρτης
ὡς πρὸς τὰς θερινὰς ἀνατολάς, τὰ δὲ κατὰ Θαλαμίας καὶ Φαρὰς
καὶ Πάμισον ὡς πρὸς τὰς χειμερινὰς δύσεις. ὅθεν οὐχ οἷον ἐπὶ
τὴν Σελλασίαν, ἀλλ' οὐδὲ τὸν Εὐρώταν δέον ἐστὶ διαβαίνειν τὸν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De insidiis (3023:


003)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 3: excerpta de insidiis”, Ed. de Boor, C.Berlin: Weidmann, 1905.
212

Page 8, l. 34

7. Ὅτι Λάρισα ὑπὸ Πιάσου τοῦ πατρὸς ἐρασθεῖσα καὶ βια-


σθεῖσα καὶ βαρέως φέρουσα τὸ πάθος, τῶν τινας οἰκετῶν προς-
ποιησαμένη τὸν πατέρα κεκυφότα εἰς πίθον οἴνου ὤσασα ἐπὶ
κεφαλῆς ἀπέκτεινεν.
8. Ὅτι Αἴγισθος Ἀγαμέμνονα κτείνας τὸν βασιλέα συμβουλῇ
τῆς γυναικὸς Κλυταιμνήστρας καὶ τὸν Ὀρέστην τὸν τοῦ Ἀγαμέμ-
νονος υἱὸν ἔμελλεν ἀνελεῖν. τοῦτον δὲ ἐρρύσατο Ταλθύβιος ἐξαρ-
πάσας καὶ ἐκθέμενος εἰς τὴν Φωκίδα παρὰ Στρόφιον. δεκάτῳ
δ' ἔτει ἐκ Φωκέων ἐλθὼν μετὰ Πυλάδου τοῦ Στροφίου, Αἴγισθον
καὶ τὴν μητέρα κτείνας τῶν Μυκηνῶν ἐβασίλευεν. ἐλαυνόμενος
δὲ ὑπὸ τῶν Αἰγίσθου φίλων, κατὰ δὲ τὸν πλεῖστον λόγον ὑπὸ
Ἐρινύων, ὡς ἐναγής, θεοῦ κελεύσαντος εἰς Ἀθήνας ἀφίκετο, καὶ
ἐν Ἀρείῳ πάγῳ κριθεὶς ἀπέφυγεν. αὕτη ἡ δίκη φόνου τετάρτη
ἐν Ἀθήναις ἐκρίθη.
9. Ὅτι Τήμενος ὑπὸ τῶν ἑαυτοῦ παίδων ἀπέθανε δι' αἰτίαν
τοιάνδε. ἦσαν αὐτῷ τέτταρες υἱεῖς, Κίσσος καὶ Φάλκης καὶ Κερύ-
νης καὶ Ἀγαῖος, θυγάτηρ δὲ τοὔνομα Ὑρνηθώ, ἥντινα ἔδωκε γυ-
ναῖκα Δηιφόντῃ τῷ Ἀντιμάχου τοῦ Θρασυάνορος τοῦ Κτησίππου
τοῦ Ἡρακλέους. στέργων οὖν ταύτην καὶ τὸν γαμβρὸν πολὺ μᾶλλον
ἢ τοὺς υἱεῖς καὶ εἰς ἅπαντα χρώμενος διετέλει. ἐπὶ τούτῳ οἱ νεα

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De insidiis Page 60, l. 1

ᾧ νῦν Ἀντιόχεια ἡ μεγάλη κεῖται· καὶ ἐκεῖ θεραπευθεὶς ἐπανῆλ-


θε. καὶ παραγενόμενος ἐν Σκυθίᾳ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφὴν Ἰφι-
γένειαν ἱέρειαν οὖσαν τῆς Ἀρτέμιδος καὶ προσάγουσαν τοὺς ξένους
εἰς θυσίαν, λέγει τῷ Πυλάδῃ· ἰδοὺ τοσούτων ἐκφυγόντες κινδύνων
μέλλομεν εἰς θυσίαν προσάγεσθαι· πολλῶν γὰρ ἀνθρώπων ὁρῶμεν
ἐνταῦθα ἐρριμμένα ὀστέα. ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη· ἄγωμεν εἰς τὸ
ἱερὸν καὶ ἐρωτήσωμεν εἰ ζῇ Ἰφιγένεια ἡ σὴ ἀδελφή, καὶ προσπί-
πτοντες αὐτῇ σωζόμεθα. καὶ ποιήσαντες τοῦτο καὶ γνωρισθέντες
ὑπ' αὐτῆς ἔλαβον αὐτὴν σὺν τῷ ἀγάλματι τῷ χρυσῷ τῆς Ἀρτέ-
μιδος. καὶ περιελθόντες γῆν πολλὴν ἐπανέρχονται εἰς Μυκήνας
τὴν ἰδίαν πατρίδα· καὶ δίδωσι τὴν Ἠλέκτραν τὴν ἀδελφὴν πρὸς
γάμον τῷ Πυλάδῃ. μαθὼν δὲ ὁ τῆς Σκυθίας βασιλεὺς ἔπεμψε
στρατιώτας πολλοὺς ἐπιδιώκοντας αὐτούς. οἱ δὲ κατὰ τὴν Πα-
λαιστίνην ἐλθόντες καὶ ἀρεσθέντες τοῖς τόποις ᾤκησαν ἐν αὐτῇ,
τὴν πρώην λεγομένην Νύσαν Σκυθῶν μετονομάσαντες πόλιν.
4. Ὅτι Καμβύσης ὁ Περσῶν βασιλεὺς καθεῖλε τὰς Αἰγυπτίας
213

Θήβας καὶ ταύτας εἰς ἔδαφος κατέσκαψεν, Ἄμασίς τε ὁ τῶν Αἰγυ-


πτίων βασιλεὺς ἅμα τῷ βίῳ καὶ τὴν βασιλείαν κατέστρεψεν, τοῦ
ἔθνους τῶν Αἰγυπτίων τελεῖν ὑπὸ Πέρσας ὁμολογήσαντος. ἐπὶ
δὲ τὴν ἐνδοτέραν ἐλαύνειν προθυμούμενος ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De insidiis Page 151, l. 3

[Περὶ ἐπιβουλῶν κατὰ βασιλέων γεγονυιῶν.]


[Γ. Ἐκ τῆς ἱστορίας Ἰωάννου τοῦ ἐπίκλην Μαλέλα.]

1. λεύσατο μετὰ τοῦ Αἰγίσθου πῶς ὀφείλει δόλῳ φονευ-


θῆναι ἐρχόμενος ὁ Ἀγαμέμνων ὑπὸ τοῦ Αἰγίσθου. καὶ καταφθά-
σαντος τοῦ Ἀγαμέμνονος τὴν Μυκηναίων πόλιν καὶ δεχθέντος ὑπὸ
τῆς πόλεως καὶ τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ Αἰγίσθου, εἰσελθόντος εἰς
τὸ ἴδιον παλλάτιον ἐσφάγη. καὶ ἐποίησε βασιλέα εὐθέως ἡ γυνὴ αὐτοῦ
Κλυταιμνήστρα τὸν Αἴγισθον καὶ ἐγαμήθη αὐτῷ νόμῳ, καὶ ἔσχεν
ἐξ αὐτῆς θυγατέρα, ἣν ἐκάλεσεν Ἠριγόνην. ἥτις μετὰ τὸν θάνα-
τον τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς φοβηθεῖσα τὸν Ὀρέστην ἑαυτὴν
ἀγχόνῃ ἀναιρεῖ. ἡ δὲ σύγκλητος καὶ ἡ πόλις ἐμίσει τὸν Αἴγισθον.
ἀκούσας δὲ Ὀρέστης ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος υἱὸς τὴν τοῦ ἰδίου πατρὸς
ἐπὶ τὴν Μυκήνην πόλιν παρουσίαν ἦλθεν ἀπὸ τοῦ Σχοινέως,
ᾧτινι ἔδωκεν αὐτὸν μέλλων ἐπὶ τὸν πόλεμον ἀπελθεῖν ὁ Ἀγα-
μέμνων ἀνατραφῆναι ὑπ' αὐτοῦ καὶ ἀναγνῶναι. καὶ λαβοῦσα

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De insidiis Page 151, l. 11

1. λεύσατο μετὰ τοῦ Αἰγίσθου πῶς ὀφείλει δόλῳ φονευ-


θῆναι ἐρχόμενος ὁ Ἀγαμέμνων ὑπὸ τοῦ Αἰγίσθου. καὶ καταφθά-
σαντος τοῦ Ἀγαμέμνονος τὴν Μυκηναίων πόλιν καὶ δεχθέντος ὑπὸ
τῆς πόλεως καὶ τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ Αἰγίσθου, εἰσελθόντος εἰς
τὸ ἴδιον παλλάτιον ἐσφάγη. καὶ ἐποίησε βασιλέα εὐθέως ἡ γυνὴ αὐτοῦ
Κλυταιμνήστρα τὸν Αἴγισθον καὶ ἐγαμήθη αὐτῷ νόμῳ, καὶ ἔσχεν
ἐξ αὐτῆς θυγατέρα, ἣν ἐκάλεσεν Ἠριγόνην. ἥτις μετὰ τὸν θάνα-
τον τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς φοβηθεῖσα τὸν Ὀρέστην ἑαυτὴν
ἀγχόνῃ ἀναιρεῖ. ἡ δὲ σύγκλητος καὶ ἡ πόλις ἐμίσει τὸν Αἴγισθον.
ἀκούσας δὲ Ὀρέστης ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος υἱὸς τὴν τοῦ ἰδίου πατρὸς
ἐπὶ τὴν Μυκήνην πόλιν παρουσίαν ἦλθεν ἀπὸ τοῦ Σχοινέως,
ᾧτινι ἔδωκεν αὐτὸν μέλλων ἐπὶ τὸν πόλεμον ἀπελθεῖν ὁ Ἀγα-
214

μέμνων ἀνατραφῆναι ὑπ' αὐτοῦ καὶ ἀναγνῶναι. καὶ λαβοῦσα αὐ-


τὸν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ κρύφα ἐξεῖπεν αὐτῷ ὅτι βούλεται ὁ Αἴγισθος
ἀνελεῖν αὐτόν. καὶ βουλευομένου τοῦ Ὀρέστου τί δεῖ αὐτὸν πρᾶξαι,
ἐν τῷ μεταξὺ παραγίνεται ὁ Στρόφιος εἰς τὴν Μυκήνην, ἐκ γένους
ὑπάρχων τοῦ Ἀγαμέμνονος, ἅμα τῷ υἱῷ αὐτοῦ Πυλάδῃ τῷ συνανα-
τραφέντι μετὰ τοῦ Ὀρέστου καὶ συνανεγνωκότι. καὶ μαθὼν ὁ
Στρόφιος τὰ συμβάντα τῷ Ἀγαμέμνονι συνεβουλεύετο ἅμα τῷ
Ὀρέστῃ πόλεμον ἄρασθαι πρὸς τὸν Αἴγισθον. καὶ λαβὼν τὸν
Ὀρέστην ἔρχεται

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De insidiis Page 151, l. 16

Κλυταιμνήστρα τὸν Αἴγισθον καὶ ἐγαμήθη αὐτῷ νόμῳ, καὶ ἔσχεν


ἐξ αὐτῆς θυγατέρα, ἣν ἐκάλεσεν Ἠριγόνην. ἥτις μετὰ τὸν θάνα-
τον τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς φοβηθεῖσα τὸν Ὀρέστην ἑαυτὴν
ἀγχόνῃ ἀναιρεῖ. ἡ δὲ σύγκλητος καὶ ἡ πόλις ἐμίσει τὸν Αἴγισθον.
ἀκούσας δὲ Ὀρέστης ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος υἱὸς τὴν τοῦ ἰδίου πατρὸς
ἐπὶ τὴν Μυκήνην πόλιν παρουσίαν ἦλθεν ἀπὸ τοῦ Σχοινέως,
ᾧτινι ἔδωκεν αὐτὸν μέλλων ἐπὶ τὸν πόλεμον ἀπελθεῖν ὁ Ἀγα-
μέμνων ἀνατραφῆναι ὑπ' αὐτοῦ καὶ ἀναγνῶναι. καὶ λαβοῦσα αὐ-
τὸν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ κρύφα ἐξεῖπεν αὐτῷ ὅτι βούλεται ὁ Αἴγισθος
ἀνελεῖν αὐτόν. καὶ βουλευομένου τοῦ Ὀρέστου τί δεῖ αὐτὸν πρᾶξαι,
ἐν τῷ μεταξὺ παραγίνεται ὁ Στρόφιος εἰς τὴν Μυκήνην, ἐκ γένους
ὑπάρχων τοῦ Ἀγαμέμνονος, ἅμα τῷ υἱῷ αὐτοῦ Πυλάδῃ τῷ συνανα-
τραφέντι μετὰ τοῦ Ὀρέστου καὶ συνανεγνωκότι. καὶ μαθὼν ὁ
Στρόφιος τὰ συμβάντα τῷ Ἀγαμέμνονι συνεβουλεύετο ἅμα τῷ
Ὀρέστῃ πόλεμον ἄρασθαι πρὸς τὸν Αἴγισθον. καὶ λαβὼν τὸν
Ὀρέστην ἔρχεται
ἔπεισε τὴν ἰδίαν αὐτῶν μητέρα, καὶ ἐδέξατο τὸν Ὀρέστην.
καὶ παρακληθεῖσα ἡ Κλυταιμνήστρα ἐδυσώπησε τὸν Αἴγισθον· καὶ
δεχθεὶς παρὰ τοῦ Αἰγίσθου ὁ Ὀρέστης μαινόμενος ἐκαρτέρει
βουλόμενος ἐκδικῆσαι τοῦ ἰδίου πατρὸς τὸ αἷμα, λέγων πᾶσιν ὅτι·
ἐμόν ἐστι τὸ βασίλειον. καὶ εὑρηκὼς καιρὸν ἔσφαξεν
Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De insidiis Page 153, l. 14

περὶ τοῦ πατρὸς αὐτῆς Ἀγαμέμνονος καὶ περὶ τοῦ πολέμου. οἱ


δὲ βουκόλοι λέγουσιν αὐτῇ· ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον ἔφη· Πυλάδη·
τοῦ δὲ συζύγου τὸ ὄνομα οὐκ ἴσμεν· οὐδὲ γὰρ ἔφη. ἡ δὲ πρὸς
αὐτούς· τί γὰρ κοινὸν βουκόλοις ἐν θαλάσσῃ; οἱ δὲ εἶπον· βοῦς
ἥκαμεν νίψαι ἐναλίᾳ δρόσῳ. καὶ πέμψασα Σκύθας συνέσχεν αὐ-
τούς· καὶ ἤχθησαν εἰς θυσίαν δέσμιοι. καὶ δεσμευθέντων αὐτῶν,
ἐκέλευσεν ἀφορισθῆναι τὸν ἕνα καὶ ἀχθῆναι τὸν ἄλλον εἰς θυσίαν,
215

καὶ ἀφώρισαν τὸν ἕνα παρὰ μίαν τὸν Ὀρέστην, τὸν δὲ Πυλάδην
ἤγαγον πρὸς θυσίαν παρὰ τὸν βωμὸν Ἀρτέμιδος. καὶ ἐπερώτησεν
αὐτὸν ἡ Ἰφιγένεια ποίας ἂν εἴη χώρας. ὁ δὲ ἔφη· χώρας μὲν
Ἑλλάδος, ἐκ πόλεως δὲ Μυκήνης ὁ δυστυχὴς πάρειμι. ἡ δὲ ἀκού-
σασα τὴν χώραν καὶ τὴν πόλιν, ἔνθα ἐβασίλευσεν ὁ αὐτῆς πατήρ,
ἐδάκρυσεν. νομίσασα δὲ ὅτι ὑπὸ τῶν βουκόλων ἐδιδάχθησαν, λέγει
αὐτῷ· εἰ ἐκ Μυκήνης παρεγένου, οἶδας καὶ τίς αὐτῆς βασιλεύει;
ὁ δὲ εἶπεν· Ἀγαμέμνων ἦν πρώην. ἡ δὲ πάλιν πρὸς αὐτόν· εἰ
τὸν Ἀγαμέμνονα ἀκριβῶς ᾔδεις, τίς ἡ τούτου γυνή, καὶ τίνας ἐξ
αὐτῆς παῖδας ἔσχεν; ὁ δὲ εἶπεν· ἔσχεν ἐκ Κλυταιμνήστρας
Ὀρέστην καὶ Ἠλέκτραν καὶ Ἰφιγένειαν, ἥτις, ὡς λέγουσι, θυσία
προσήχθη Ἀρτέμιδι, καὶ ἡ θεὸς ἐρρύσατο αὐτήν, καὶ οὐκ ἐγνώ-
σθη ποῦ ὑπάρχει. ἔσχε δὲ καὶ Χρυσόθεμιν καὶ Λαοδίκην θυγα-
τέρας. ἡ δὲ ἀκούσασα ταῦτα ἐκέλευσεν αὐτὸν λυθῆναι τῶν δες

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De insidiis Page 155, l. 15

τῆς χειρὸς αὐτοῦ δακτύλῳ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὸ ὄρος καὶ τὸ ἱερὸν


εἰρηκὼς αὐτοῖς ὅτι· ἐν ἐκείνῳ τῷ ὄρει εἰς τὸ ἱερὸν θεᾶς Ἑστίας
τὴν χαλεπήν μου μανίαν ἀπεθέμην. καὶ εὐθέως οἱ Ἰωνῖται ποιή-
σαντες στήλην χαλκῆν τῷ σχήματι, ᾧ ὑπέδειξεν αὐτοῖς, ὑπεράνω
κίονος μεγάλου λιθίνου εἰς μνήμην αἰωνίαν καὶ δόξαν τῆς χώρας
καὶ τοῦ ἱεροῦ τῆς Ἑστίας ἐσήμαινον τοῖς μετὰ ταῦτα ποῦ Ὀρέστης
τὴν λυσσώδη μανίαν ἀπέθετο. ὁ δὲ Ὀρέστης προσκυνήσας τοὺς
Ἰωνίτας κατῆλθεν εἰς τὸ παράλιον τῆς λεγομένης πρώην Παλαιο-
πόλεως, νυνὶ δὲ Σελευκείας, καὶ εὑρηκὼς ναῦς ἐκεῖ ἀπέπλευσε
μετὰ Ἰφιγενείας καὶ Πυλάδου ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ ζεύξας τὴν
ἑαυτοῦ ἀδελφὴν Ἠλέκτραν τῷ Πυλάδῃ κατέσχε τὴν Μυκηναίων
χώραν ἕως θανάτου.
2. Ὅτι Ἰούλιος Καῖσαρ ἀνελθὼν ἀπὸ Ἀντιοχείας εἰς Ῥώμην
ἐσφάγη ὑπὸ τοῦ δευτέρου Βρούτου μετὰ καὶ ἄλλων συγκλητικῶν.
3. Ὅτι Ὀκταβιανοῦ αἱρεθέντος ὑπὸ τῆς συγκλήτου σὺν Ἀν-
τωνίῳ, τῷ ιεʹ ἔτει τῆς τριομβυρατωρίας Ὀκταβιανοῦ τυραννησάν-
των τῶν Αἰγυπτίων καὶ τῆς Κλεοπάτρας, τοῦτο γνωσθὲν τοῖς
Ῥωμαίοις, ἐξῆλθεν Ἀντώνιος ἀπὸ Ῥώμης ὁπλισάμενος κατὰ τῆς
Κλεοπάτρας καὶ Αἰγυπτίων καὶ ἐπὶ τὰ Περσικὰ μέρη, ὅτι ἐτά-
ρασσον τὴν ἀνατολὴν καὶ αὐτοὶ πολέμοις, καὶ κατῆλθεν ἐπὶ τὴν
Αἴγυπτον μετὰ πολλῆς δυνάμεως στρατευμάτων ὁ Ἀντώνιος,

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος ., De insidiis Page 197, l. 18


216

Προῖτον ἀνελεῖν μὲν τὸν ξένον μὴ βουληθῆναι, ἀποστεῖλαι δὲ αὐ-


τὸν εἰς Λυκίαν γράμματα φέροντα πρὸς Ἰοβάτην τὸν βασιλέα
ὄντα πενθερόν· ὃν κομισάμενον τὴν ἐπιστολὴν εὑρεῖν ἐν αὐτῇ
γεγραμμένον ὅπως ἀνέλῃ τὴν ταχίστην τὸν Βελλεροφόντην. ὁ δὲ
μὴ βουλόμενος αὐτὸν ἀπολέσαι τῇ πυρπνόῳ Χιμαίρᾳ ἐκέλευσε
συνάψαι μάχην.
20. Ὅτι Αἰγιάλεια ἡ τοῦ Διομήδους σύζυγος τελέως ἀπηλλο-
τριώθη τῆς τοῦ συμβιοῦντος εὐνοίας. ἣν οὐ δικαίως τῷ συνοι-
κοῦντι προσφερομένην διὰ τὸ μῖσος παρακαλέσαι τοὺς συγγενεῖς
πρὸς τὴν κατ' αὐτοῦ τιμωρίαν. τούτους δὲ προσλαβομένους Αἴ-
γισθον προσφάτως κατεσχηκότα τὴν ἐν Μυκήναις βασιλείαν ἐπε-
νεγκεῖν αὐτῷ θανάτου κρίσιν, κατηγοροῦντας ὅτι ξένου πατρὸς ὢν
τοὺς μὲν εὐγενεῖς ἐκ τῆς πόλεως ἐκβαλεῖν βουλεύεται, τῶν δὲ
συγγενῶν Αἰτωλῶν τινας κατοικίζειν. τῆς δὲ διαβολῆς πίστιν
λαβούσης, φοβηθέντα τὸν Διομήδην φεύγειν ἐξ Ἄργους μετὰ τῶν
βουλομένων.

Josephus Genesius Hist., Βασιλεῖαι (3040: 001)“Iosephi Genesii regum


libri quattuor”, Ed. Lesmüller–Werner, A., Thurn, J.Berlin: De Gruyter,
1978; Corpus fontium historiae Byzantinae 14. Series Berol.nsis.
Book 1, section 22, l. 18

μηδ' ὅλως τῷ τοιούτῳ συνθέσθαι βουλήματι. ὅθεν καὶ τοὺς τῆς αἱρέσεως
αὐτῷ συνεργοὺς ἐν τῷ παλατίῳ ἀποκατέστησεν, δίαιταν πρὸς τρυφὴν
ἰδιαζόντως τούτοις δαψιλευσάμενος. μεθ' ὧν καὶ συνέριθον τῆς αὐτοῦ
διδασκαλίας εὑρὼν τὸν Γραμματικὸν Ἰωάννην, τὸν καὶ Ἰαννῆν διὰ τὸ τῆς
ἀληθείας ἀντίρροπον, τούτοις συνέταξεν. οἷς νεαροπρεπῆ πίστιν νηπιό-
φρων ὁ ἀποστάτης προστάττει συγγράφεσθαι. καὶ μετὰ δύο χρόνους
τῆς βασιλείας ἀνέδην ἀποστατήσας, καθάπερ ὁ υἱὸς τοῦ Κίς, τῆς τῶν
σεβαστῶν εἰκόνων μετεποιήσατο καθαιρέσεως, ἐντεῦθεν καὶ γράψας
παντὶ ἐπισκόπῳ καταίρειν ἐν Βυζαντίῳ τῷ ὑπὸ Μεγαρέων κτισθέντι
καὶ Βύζαντος, κατ' Εὐρώπην συνελθόντων ἐν τῇ τούτου πολίσει Καρυ-
στίων, Μυκηναίων καὶ Κορινθίων ἄλλων τε πολλῶν, φιλοσόφοις ἅμα
καὶ ῥήτορσι. καὶ δὴ ὅτε οἱ ἐπίσκοποι τοῖς κατὰ Πέραν προσήγγιζον,
οὐ κατὰ τὸ εἰθισμένον προσεντυγχάνειν τῷ πατριάρχῃ ἠφίεντο, ἀλλὰ
πρὸς αὐτὸν ἤγοντο καὶ ἄκοντες συνευδοκεῖν τῷ κακοδόξῳ φρονήματι
ἐβιάζοντο. ὧν τοὺς πειθαρχοῦντας αὐτῷ προσηκούσης ἠξίου φιλοφρονή-
σεως, τοὺς δὲ μὴ πειθομένους αἰκίσεσι παντοδαπαῖς διημείβετο, τὰ
Χριστιανῶν παρ' οὐδὲν θεσπίσματα λογιζόμενος, ὡς δῆθεν καὶ ταῖς πρὸς
τοὺς Οὔννους εἰρηναίαις συμβάσεσι ταῦτα συνέχεεν, ἐκείνοις μὲν
217

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica (3045: 001)


“Georgius Syncellus. Ecloga chronographica”, Ed. Mosshammer, A.A.
Leipzig: Teubner, 1984.Page 144, l. 17

νων ἀπό τινος Ἄργου βασιλεύσαντος. ταύτης πρῶτος Ἴναχος


ἐβασίλευσεν
ἔτη νʹ, ἀφ' οὗ καὶ ἡ χώρα πρῶτον Ἰναχία ἐλέγετο ἕως Ἄργου. βασιλεύει
δὲ Ἴναχος κατὰ Βασχάλεον ιγʹ βασιλέα Ἀσσυρίων ἔτους αὐτοῦ γʹ, τῆς δὲ
Ἀσσυρίων ἀρχῆς ἔτη υνγʹ, καθ' ὃν Αἰγύπτου μὲν Κήρτως, Σικυωνίων δὲ
Πλημναῖος ἐβασίλευσεν. ὁ δὲ χρόνος τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἀσύμφωνος
φέρεται παρ' Ἕλλησι διὰ τὴν ἀρχαιότητα, καθάπερ τῶν λοιπῶν. ἔστι δὲ
κατὰ τοὺς πολλοὺς ἀπὸ μὲν τοῦ πρώτου Ἰνάχου ἕως τοῦ θʹ Σθενέλου
ἐτῶν υιγʹ. τὸν δὲ Σθένελον Δαναὸς ἐκβαλὼν ἐκράτησε τοῦ Ἄργους, ὡς
μαρτυροῦσι πάντες ἱστορικοί, σὺν τοῖς ἀπογόνοις ἔτη ρξβʹ. ὁμοῦ ἔτη
φοεʹ
ἀπὸ Ἰνάχου ἐπὶ Ἀκρίσιον εʹ ἀπὸ Δαναοῦ βασιλέως τοῦ Ἄργους.
Μετὰ δὲ Ἀκρίσιον ἔσχατον τῶν Δαναϊδῶν εἰς Μυκήνας μετετέθη ἡ
βασι-
λεία τῶν Ἀργείων κατὰ Εὐρυσθέα τὸν Σθενέλου τοῦ Περσέως. καὶ διε-
δέξαντο τὴν βασιλείαν οἱ Πελοπίδες ὧν πρῶτος ἐβασίλευσε Πέλοψ,
ἀφ' οὗ καὶ ἡ χώρα Πελοπόννησος. οὗτος Ὀλυμπίων προέστη. βασιλεύει
δὲ ἔτη νγʹ. ἐν δὲ τοῖς πρὸ αὐτοῦ ἔτεσι διαφωνεῖται ἔτη κζʹ, κατὰ
Οἰνόμαον
ἴσως ὑπονοούμενα, μετατεθείσης τῆς ἀρχῆς εἰς Μυκήνας μετὰ Ἀκρίσιον
ἐπὶ Εὐρυσθέως, ὃν οἱ μὲν πρὸ Πέλοπος ἔτη φασὶ βασιλεῦσαι πγʹ, οἱ δὲ
μετὰ Πέλοπα ἔτη μεʹ.
Εἶτα Πελοπίδες· μετὰ Πέλοπα Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης ἔτη ξεʹ, μεθ' οὓς
Ἀγαμέμνων Ἀτρέως παῖς ἔτη σὺν ἀδελφῷ Μενελάῳ κατὰ μὲν τινὰς λγʹ,
κατὰ δὲ ἄλλους λʹ ἢ καὶ κηʹ. Αἴγισθος ζʹ ἢ ιζʹ. Ὀρέστης Ἀγαμέμνονος

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 144, l. 22

φέρεται παρ' Ἕλλησι διὰ τὴν ἀρχαιότητα, καθάπερ τῶν λοιπῶν. ἔστι δὲ
κατὰ τοὺς πολλοὺς ἀπὸ μὲν τοῦ πρώτου Ἰνάχου ἕως τοῦ θʹ Σθενέλου
ἐτῶν υιγʹ. τὸν δὲ Σθένελον Δαναὸς ἐκβαλὼν ἐκράτησε τοῦ Ἄργους, ὡς
μαρτυροῦσι πάντες ἱστορικοί, σὺν τοῖς ἀπογόνοις ἔτη ρξβʹ. ὁμοῦ ἔτη
φοεʹ
ἀπὸ Ἰνάχου ἐπὶ Ἀκρίσιον εʹ ἀπὸ Δαναοῦ βασιλέως τοῦ Ἄργους.
Μετὰ δὲ Ἀκρίσιον ἔσχατον τῶν Δαναϊδῶν εἰς Μυκήνας μετετέθη ἡ
βασι-
λεία τῶν Ἀργείων κατὰ Εὐρυσθέα τὸν Σθενέλου τοῦ Περσέως. καὶ διε-
δέξαντο τὴν βασιλείαν οἱ Πελοπίδες ὧν πρῶτος ἐβασίλευσε Πέλοψ,
218

ἀφ' οὗ καὶ ἡ χώρα Πελοπόννησος. οὗτος Ὀλυμπίων προέστη. βασιλεύει


δὲ ἔτη νγʹ. ἐν δὲ τοῖς πρὸ αὐτοῦ ἔτεσι διαφωνεῖται ἔτη κζʹ, κατὰ
Οἰνόμαον ἴσως ὑπονοούμενα, μετατεθείσης τῆς ἀρχῆς εἰς Μυκήνας μετὰ
Ἀκρίσιον ἐπὶ Εὐρυσθέως, ὃν οἱ μὲν πρὸ Πέλοπος ἔτη φασὶ βασιλεῦσαι
πγʹ, οἱ δὲ μετὰ Πέλοπα ἔτη μεʹ.
Εἶτα Πελοπίδες· μετὰ Πέλοπα Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης ἔτη ξεʹ, μεθ' οὓς
Ἀγαμέμνων Ἀτρέως παῖς ἔτη σὺν ἀδελφῷ Μενελάῳ κατὰ μὲν τινὰς λγʹ,
κατὰ δὲ ἄλλους λʹ ἢ καὶ κηʹ. Αἴγισθος ζʹ ἢ ιζʹ. Ὀρέστης Ἀγαμέμνονος
υἱὸς καὶ Πένθιλος καὶ Κομήτης ἔτη νηʹ.

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 182, l. 21

ΑΡΓΕΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

Ἀργείων ιʹ ἐβασίλευσε Δαναὸς ἔτη νηʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δξδʹ.


Ἀργείων ιαʹ ἐβασίλευσε Λυγκεὺς ἔτη λεʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος
͵δρκβʹ.
Ἀργείων ιβʹ ἐβασίλευσεν Ἄβας ἔτη λζʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δρνζʹ.
Ἀργείων ιγʹ ἐβασίλευσε Προῖτος ὁ καὶ Περσεὺς ἔτη ιζʹ. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵δρϙδʹ.
Ἀργείων ιδʹ ἐβασίλευσεν Ἀκρίσιος ἔτη λαʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος
͵δσιαʹ.
Μετὰ Ἀκρίσιον, ὥς φασι, τῆς ἀρχῆς τῶν Ἀργείων εἰς Μυκήνας μετατε-
θείσης διεγένοντο βασιλεῖς οἵδε.
Περσεύς, ὃς ἀνεῖλεν ἀκουσίως τὸν Ἀκρίσιον, Σθένελος, Εὐρυσθεύς,
Πέλοψ, Ἀτρεύς, Θυέστης, Ἀγαμέμνων, Αἴγισθος, Ὀρέστης, Τισαμενός,
Πενθεὺς καὶ Κομήτης. μεθ' οὓς Ἡρακλειδῶν κάθοδος.
Ἕως τούτου ͵δσμγʹ κοσμικοῦ ἔτους γίνονται τῆς Ἀργείων βασιλείας
ἔτη φναʹ ἐν γενεαῖς ιδʹ ἤτοι βασιλεῦσιν· ὧν θʹ μὲν κυρίως Ἀργεῖοι λέ-
γονται, εʹ δὲ Δαναΐδαι οἱ ἀπὸ Δαναοῦ ἕως Ἀκρισίου ἄρξαντες, καθ' οὓς
καὶ Δαναοὶ Ἀργεῖοι ἐλέγοντο. μετὰ δὲ τούτους ἐβασίλευσε τοῦ Ἄργους
Πέλοψ, παρ' Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ λεγόμενος πλήξιππος ἐν τῇ Ἰλιάδι

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 183, l. 11

καὶ Δαναοὶ Ἀργεῖοι ἐλέγοντο. μετὰ δὲ τούτους ἐβασίλευσε τοῦ Ἄργους


Πέλοψ, παρ' Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ λεγόμενος πλήξιππος ἐν τῇ Ἰλιάδι τὸ
σκῆπτρον τῆς βασιλείας παρ' αὐτοῦ Διὸς εἰληφέναι· οὗτος Ἀτρεῖ παιδὶ
κατέλιπε τὴν βασιλείαν. μεθ' οὓς Θυέστης, εἶτα Ἀγαμέμνων καὶ
Μενέλαος υἱοὶ Ἀτρέως, οἳ καὶ κατὰ τῆς Τροίας διὰ τὴν Ἑλένης κλοπὴν
ἐπι-
στρατεύσαντες σὺν Ἀχιλλεῖ καὶ Ὀδυσσεῖ καὶ Αἴαντι καὶ τοῖς λοιποῖς τῆς
219

Εὐρώπης καὶ τῶν νήσων βασιλεῦσι καὶ ναυσὶ καὶ στρατεύμασι. μεθ' οὓς
Αἴγισθος, εἶτα Ὀρέστης καὶ οἱ λοιποὶ Πελοπίδαι Ἀργείων καὶ αὐτοὶ
βασι-
λεῖς ἀναγορευόμενοι κατὰ τὴν Ὁμήρου ποίησιν, κατὰ δέ τινας τῶν
ἱστορι-
κῶν Μυκηνῶν διὰ τὸ κυριεύειν ἄμφω τῶν χωρῶν, οἷς καὶ Εὐσέβιος
ἕπεται.
ἡμεῖς δὲ αὐτοὺς Ἀργείων ἐφεξῆς κατατάττομεν λογιζόμενοι κατὰ συν-
έχειαν τῶν Δαναϊδῶν τοῦ Ἄργους μὲν βασιλεύσαντας, Πελοπίδας δὲ κα-
λουμένους ἀπὸ Πέλοπος, εἰς ὃν καὶ τὸ γένος ἀναφέρουσι, καὶ τὴν
Ἀργείων
ἀρχὴν ἐπὶ πλέον αὐξήσαντας. τινὲς δὲ διαφέρονται λέγοντες μετὰ Ἀκρί-
σιον εἰς Μυκήνας μετατεθείσης τῆς ἀρχῆς τῶν Ἀρείων βασιλεῦσαι Περ-
σέα, Σθένελον, Εὐρυσθέα πρὸ τοῦ Ἀτρέως, Πέλοπος μνήμην οὐδ' ὅλως
ποιούμενοι, οἷς οὐχ ἑπόμεθα μάρτυρα ἔχοντες Ὅμηρον.

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 188, l. 9

ΑΡΓΕΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

Μυκηνῶν Ἀργείων ιεʹ ἐβασίλευσε Πέλοψ ἔτη λεʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν


ἔτος ͵δσμδʹ.
Τὸν Πέλοπα τινὲς οὐ μόνον Ἀργείων καὶ Μυκηνῶν ἱστοροῦσι
βασιλεῦσαι,
ἀλλὰ καὶ πάσης τῆς Πελοποννήσου. οὗτος Ὀλυμπίων προέστη καὶ στρα-
τεύσας ἐπὶ Ἴλιον ἡττήθη ὑπὸ Δαρδάνου. ἀπ' αὐτοῦ Πελοπόννησος ὠνο-
μάσθη. οὗτος Ἱπποδάμειαν ἔγημε. τινὲς δὲ νγʹ ἔτη καὶ ἄλλοι ξγʹ λέγουσιν
αὐτὸν βασιλεῦσαι, καὶ ἕτεροι λεʹ.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιϛʹ ἐβασίλευσαν Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης ἔτη λγʹ, κατὰ
δὲ ἄλλους ἔτη ξεʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δσοθʹ.
Μετὰ τὴν Πέλοπος τελευτὴν ἐμερίσαντο τὴν ἀρχὴν Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης
τῶν Μυκηνῶν κατὰ τοὺς αὐτοὺς χρόνους. ὧν θανόντων Ἀγαμέμνων

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 188, l. 11

ΑΡΓΕΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

Μυκηνῶν Ἀργείων ιεʹ ἐβασίλευσε Πέλοψ ἔτη λεʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν


220

ἔτος ͵δσμδʹ.
Τὸν Πέλοπα τινὲς οὐ μόνον Ἀργείων καὶ Μυκηνῶν ἱστοροῦσι
βασιλεῦσαι,
ἀλλὰ καὶ πάσης τῆς Πελοποννήσου. οὗτος Ὀλυμπίων προέστη καὶ στρα-
τεύσας ἐπὶ Ἴλιον ἡττήθη ὑπὸ Δαρδάνου. ἀπ' αὐτοῦ Πελοπόννησος ὠνο-
μάσθη. οὗτος Ἱπποδάμειαν ἔγημε. τινὲς δὲ νγʹ ἔτη καὶ ἄλλοι ξγʹ λέγουσιν
αὐτὸν βασιλεῦσαι, καὶ ἕτεροι λεʹ.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιϛʹ ἐβασίλευσαν Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης ἔτη λγʹ, κατὰ
δὲ ἄλλους ἔτη ξεʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δσοθʹ.
Μετὰ τὴν Πέλοπος τελευτὴν ἐμερίσαντο τὴν ἀρχὴν Ἀτρεὺς καὶ Θυέστης
τῶν Μυκηνῶν κατὰ τοὺς αὐτοὺς χρόνους. ὧν θανόντων Ἀγαμέμνων διε-
δέξατο τὴν ἀρχὴν Μυκηνῶν καὶ Ἀργείων. Μενέλαος δὲ Ἀγαμέμνονος
ἀδελφὸς Λακεδαιμονίων ἐβασίλευσε μετὰ τὸν Ἀτρέως θάνατον, ὡς ἑξῆς

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 196, l. 21

εβασίλευσεν Ἀσσυρίων. καὶ ἀφικνεῖται Περσεὺς ὁ Δανάης εἰς τὴν χώρην


αὐ-
τοῦ, ναῦς ἄγων ρʹ. ἔφευγε δὲ Περσεὺς Διόνυσον τὸν Σεμέλης υἱέα. καὶ
μετέπειτα· ὑστέρῃ δὲ γενεῇ κατὰ Πανύαν ἄρχοντα ὁ τῶν Ἀργοναυτῶν
στό-
λος ἔπλευσεν ἐπί τε Φᾶσιν καὶ Μηδείην τὴν Κολχίδα, καὶ Ἡρακλέα πλα-
νηθέντα ἀπὸ τῆς νεὼς διὰ τὸν ἔρωτα τοῦ Ὕλα λέγουσι περὶ τοὺς Καππα-
δόκας ἀληθῆναι. καὶ αὖθις· ͵α δὲ ἐτῶν ἀπὸ Σεμιράμεως εἰς Μητραῖον
βασιλέα ἂν ἀριθμοῖτο περιτελλομένων. Μήδεια Κολχὶς ἀνεχώρησεν
Αἰγέως, ἧς υἱὸς Μῆδος, ἐξ οὗ Μῆδοι καὶ ἡ χώρα ἐκλήθη Μήδεια. εἶτά
φησι· Μητραίου δὲ τὴν ἀρχὴν διαδέχεται Ταύτανος ζῶν καὶ αὐτὸς κατὰ
ἔθη τὰ Ἀσσυρίων καὶ νόμους. καὶ ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐγένετο οὐδὲ ἐπὶ
τούτου
καινὸν ἔργον. Ἀγαμέμνων δὲ καὶ Μενέλαος οἱ Μυκηναῖοι
ἐστρατεύσαντο
σὺν Ἀργείοισι καὶ τοῖσι ἄλλοισιν Ἀχαιοῖς εἰς Ἴλιον πόλιν τῆς Πριάμου
τοῦ Φρυγὸς στρατηγίης.
Ἕως τούτων ἀρκεῖν ἡγησάμεθα τὴν ἐκ τῶν Κεφαλίωνος γραφῶν πρὸς
τὸν Διόδωρον διαφωνίαν παραθέσθαι τοῖς ἀκριβῶς ἐπιστῆσαι
βουλομένοις.
ὁ μὲν γὰρ λεʹ βασιλεῖς ἀπὸ Νίνου καὶ αὐτοὺς ἐξέθετο καὶ τὴν ἅλωσιν
Τροίας μετὰ ͵α ἔτη πλείω φησίν, ὡς τινές, ἐπὶ κϛʹ βασιλέως Ἀσσυρίων
Ταυτάνου· ὁ δὲ τοὺς πάντας κγʹ ἀπὸ Βήλου καὶ τὴν Τροίας ἅλωσιν καὶ
μετὰ ταῦτα ͵α ἔτη· ὅπερ ἀδύνατον. ἵνα γὰρ κβʹ ἀπὸ Βήλου τις ὑπολάβοι
τὸν Ταύτανον πρὸ τοῦ ἐσχάτου Σαρδαναπάλου, καὶ οὕτω πολλοῖς
221

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 199, l. 5

ΑΡΓΕΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

Ἀργείων ιζʹ ἐβασίλευσεν Ἀγαμέμνων ἔτη ιηʹ, κατὰ δὲ ἄλλους ἔτη λεʹ.
τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δτιβʹ.
Τῷ ηʹ ἔτει Ἀγαμέμνονος ὁ κατὰ τῆς Τροίας ἤρξατο πόλεμος διὰ τὴν
Ἑλένης ὑπὸ Ἀλεξάνδρου τοῦ Πάριδος κλοπὴν υἱοῦ Πριάμου βασιλέως
Ἰλίου, καὶ διήρκεσεν ἔτη ιʹ ἕως ἁλώσεως Ἰλίου, ἥτις τῷ ὑποκειμένῳ ιζʹ
ἔτει Ἀγαμέμνονος γέγονεν.
Ἀγαμέμνονος Ἀργείων καὶ Μυκηνῶν βασιλεύοντος, Μενελάου δὲ τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ Λακεδαιμονίων, Πρίαμος υἱὸς Λαομέδοντος τῆς Τροίας
καὶ Ἰλίου ἐβασίλευσε. τούτου τοῦ Πριάμου παῖς Ἀλέξανδρος ὁ καὶ Πάρις
εἰς Πελοπόννησον ἐλθὼν θῦσαι τοῖς αὐτόθι δαίμοσι ξεναγωγεῖται παρὰ
Μενελάῳ ἐν Λακεδαιμονίᾳ. Μενελάῳ δὲ ἦν γυνή τις Ἑλένη σφόδρα περι-
καλλής. ταύτης ἐρασθεὶς Ἀλέξανδρος καὶ μοιχεύσας ἥρπασε· καὶ ἀπο-
πλεύσας εἰς Σιδῶνα τῆς Φοινίκης ἄκων ἐκρίπτεται. ξενισθεὶς δὲ καὶ παρὰ
τῷ Σιδωνίων βασιλεῖ ἐπιβουλεύει αὐτῷ καὶ πολλὰ χρήματα καὶ ἐσθῆτα
κομισάμενος ἀπὸ Σιδῶνος, μεθ' ὧν ἐκεκλόφει σὺν Ἑλένῃ, καὶ ἀπὸ Λακε-
δαίμονος ὡς ἀριστεύσας ἐπάνεισιν εἰς Τροίαν παρὰ τῷ πατρὶ Πριάμῳ.
Ἀγαμέμνων δὲ καὶ Μενέλαος πρὸς Πρίαμον καὶ τοὺς υἱοὺς πρεσβευσάμε

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 199, l. 27

καὶ Διομήδους καὶ αὐτοῦ Μενελάου, ἐπεὶ μηδὲν ἤνυον, καίπερ τῶν περὶ
Πρίαμον δημαγωγῶν πρεσβυτέρων συμβουλευόντων, ἐν οἷς ἦρχεν Ἀντή-
νωρ, ἀποδοθῆναι τὴν Ἑλένην, πόλεμον αἴρονται κατὰ τῆς Τροίας καὶ
Πριάμου δεινὸν ἔτεσι ιʹ κροτηθέντα, κατὰ δὲ τὸ αὐτὸ δέκατον ἁλούσης
Ἰλίου καὶ Πριάμου καὶ τῶν τέκνων τοῖς Ἕλλησιν. ἦν δὲ τῶν ἐξ Ἀδὰμ
͵δτλʹ ἔτος. ἀπὸ δὲ τῆς Ἀβραὰμ γενέσεως καὶ μγʹ ἔτους τῆς Νίνου τοῦ
δευτέρου βασιλέως Ἀσσυρίων βασιλείας ἔτη συνάγεται ͵αιηʹ. ἀπὸ δὲ
Μωυσέως γενέσεως, ἥτις ἦν κατὰ μϛʹ ἔτος Ἰνάχου τοῦ πρώτου βασιλέως
Ἀργείων, κόσμου δὲ κατὰ τὸ ͵γψληʹ, ἔτη συνάγεται φϙβʹ ἐπὶ τὴν Τροίας
ἅλωσιν, εἰ καὶ Εὐσεβίῳ οὐ δοκεῖ διαμαρτάνοντι σιϛʹ ἔτεσι κατάλειψιν.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιηʹ ἐβασίλευσεν Αἴγισθος ἔτη εʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν
ἔτος ͵δτλʹ.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιθʹ ἐβασίλευσεν Ὀρέστης ἔτη κγʹ. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵δτλεʹ.
222

Ὀρέστης Πύρρον τὸν Ἀχιλλέως ἀναιρεῖ ἐν Δελφοῖς εἰς τὸ τοῦ Ἀπόλλω-


νος ἱερὸν προδοθέντα ὑπὸ Μαχαιρέως τοῦ ἱερέως· καὶ οἱ Ἕκτορος παῖδες
τὸ Ἴλιον ἀνεκτήσαντο τοὺς Ἀντηνορίδας ἐκβαλόντες Ἑλένου γνώμῃ.

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 200, l. 1

νωρ, ἀποδοθῆναι τὴν Ἑλένην, πόλεμον αἴρονται κατὰ τῆς Τροίας καὶ
Πριάμου δεινὸν ἔτεσι ιʹ κροτηθέντα, κατὰ δὲ τὸ αὐτὸ δέκατον ἁλούσης
Ἰλίου καὶ Πριάμου καὶ τῶν τέκνων τοῖς Ἕλλησιν. ἦν δὲ τῶν ἐξ Ἀδὰμ
͵δτλʹ ἔτος. ἀπὸ δὲ τῆς Ἀβραὰμ γενέσεως καὶ μγʹ ἔτους τῆς Νίνου τοῦ
δευτέρου βασιλέως Ἀσσυρίων βασιλείας ἔτη συνάγεται ͵αιηʹ. ἀπὸ δὲ
Μωυσέως γενέσεως, ἥτις ἦν κατὰ μϛʹ ἔτος Ἰνάχου τοῦ πρώτου βασιλέως
Ἀργείων, κόσμου δὲ κατὰ τὸ ͵γψληʹ, ἔτη συνάγεται φϙβʹ ἐπὶ τὴν Τροίας
ἅλωσιν, εἰ καὶ Εὐσεβίῳ οὐ δοκεῖ διαμαρτάνοντι σιϛʹ ἔτεσι κατάλειψιν.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιηʹ ἐβασίλευσεν Αἴγισθος ἔτη εʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν
ἔτος ͵δτλʹ.
Μυκηνῶν Ἀργείων ιθʹ ἐβασίλευσεν Ὀρέστης ἔτη κγʹ. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵δτλεʹ.
Ὀρέστης Πύρρον τὸν Ἀχιλλέως ἀναιρεῖ ἐν Δελφοῖς εἰς τὸ τοῦ Ἀπόλλω-
νος ἱερὸν προδοθέντα ὑπὸ Μαχαιρέως τοῦ ἱερέως· καὶ οἱ Ἕκτορος παῖδες
τὸ Ἴλιον ἀνεκτήσαντο τοὺς Ἀντηνορίδας ἐκβαλόντες Ἑλένου γνώμῃ.

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 208, l. 1

ΣΠΟΡΑΔΗΝ

Ὁ τῶν Λυκίων ἀγὼν πρῶτος ἐτέθη.


Ἡρακλειδῶν κάθοδος Ὕλλου τοῦ πρεσβυτέρου παιδὸς Ἡρακλέους
ἡγου-
μένου τῆς κατὰ Πελοποννησίων μάχης, ἥτις ἐπεκράτησεν ἱκανοῖς ἔτεσι
μεταξὺ Πελοποννησίων καὶ τῶν Ἡρακλειδῶν. τότε Ῥόδος ἡ νῆσος οἰκί-
ζεται παρὰ Λακεδαιμονίων, ὡς Δέξιππος ἱστορεῖ, μετοικησάντων ἐκ Πε-
λοποννήσου διὰ τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν ἐπίθεσιν.
Τότε καὶ ἡ τῶν Μυκηνῶν ἀρχὴ κατελύθη διαρκέσασα χρόνους ςʹ κατὰ
τινάς, κατὰ δὲ ἄλλους ἥττονας.
Ἀμαζόνες τῇ Ἀσίᾳ ἐπῆλθον ἅμα Κιμμερίοις. αὗται καὶ τὸ ἐν Ἐφέσῳ
ἱερὸν προενέπρησαν.

Pseudo-Nonnus, Scholia mythologica (3127: 001)“Pseudo–Nonniani in


223

iv orationes Gregorii Nazianzeni commentarii”, Ed. Nimmo Smith, J.


Turnhout: Brepols, 1992; Corpus Christianorum. Series Graeca 27.
Oration 5, historia 1, l. 33

Ἡ δὲ περὶ τοῦ Ταύρου ἐστὶν αὕτη. ταῦρός τις ὑπὸ τοῦ


Ποσειδῶνος ἀνεδόθη περὶ τὴν Ἑλλάδα. οὗτος ἐλυμαίνετο τὴν
χώραν καὶ ἐσίνετο πολλά. ἐπὶ τοῦτον ἐλθὼν ὁ Θησεὺς ἀνεῖλεν
αὐτόν. καὶ βουλόμενοι οἱ θεοὶ μέγα τὸ ἔργον δεῖξαι τοῦ Θησέως
καὶ θεραπεῦσαι καὶ τὸν Ποσειδῶνα, κατεστήριξαν τὸν ταῦρον
ἐν τῷ οὐρανῷ· καὶ νῦν ἐστι διὰ ἀστέρων ὑποζωγραφηθεὶς ὁ
Ταῦρος ἐν τῷ οὐρανῷ.
Ἡ δὲ περὶ τοῦ Λέοντος ἱστορία ἐστὶν αὕτη. λέων ζῷον
ἄγριον ἦν ἐν τῇ Νεμέᾳ (χώρα δὲ αὕτη τῆς Πελοποννήσου).
οὗτος οὖν ὁ λέων ἐλυμαίνετο τοὺς ἐν τῇ χώρᾳ. Θησεὺς οὖν
βασιλεύων τῶν Μυκηνῶν καὶ μηνιῶν τῷ Ἡρακλεῖ, πέμπει τὸν
Ἡρακλέα ἐπ' ἀναιρέσει τοῦ λέοντος. καὶ ἐλθὼν ὁ Ἡρακλῆς
ἀνεῖλεν αὐτόν. καὶ οἱ θεοὶ βουλόμενοι ἐπίδοξον ποιῆσαι τὸν
ἀγῶνα τοῦ Ἡρακλέους δι' ἄστρων ἐζωγράφησαν ἐν τῷ οὐρανῷ
τὸν λέοντα. καὶ νῦν ἐστιν ὁ Λέων ἐν ἄστροις.
Ἡ δὲ περὶ τοῦ Ὀφιούχου ἐστὶν αὕτη. λέγεται εἶναι οὗτος ὁ
Ὀφιοῦχος ὁ Ἀσκληπιός, ἔφορος τῆς ἰατρικῆς. σύμβολον δὲ ὁ
ὄφις τοῦ ἀγήρω· λέγεται γὰρ ἀποδύεσθαι τὸ γῆρας ὁ ὄφις καὶ
ἀνανεοῦσθαι. ἐπεὶ οὖν ὁ Ἀσκληπιὸς διὰ τῆς ἰατρικῆς ἀνανεοῖ
τὰ ἀνθρώπινα σώματα, ποιοῦσιν αὐτὸν μετὰ τοῦ δράκοντος.
θέλοντες οὖν οἱ θεοὶ ἀντὶ ἀγάλματος αὐτὸν ἀνιερῶσαι,

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia (3128: 001)


“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium,
vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1835, Repr.
1963.Section 368, l. 4

διὰ τοῦ ι γράφονται, οὐ γὰρ παρώνυμα.


Τὰ διὰ τοῦ ηνος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς μὴ ὄντα μετουσι-
αστικὰ, μήτε ὑποκοριστικὰ, διὰ τοῦ η γράφονται· οἷον,
Ἀκεσηνὸς ὄνομα ποταμοῦ· Εὐηνός· σεληνός· ποτηνός· ὠγη-
νός· μεμηνός· γαλαθηνός· πετηνός· ἀργηνός· τὸ δύστηνος· δί-
μηνος· πανσέληνος· διχόμηνος σύνθετα, περὶ τόνον μόνον οὐ
περὶ γραφὴν διήλλαξαν.
Τὰ διὰ τοῦ ηνος ἀπὸ γενικῆς εἰς εὐθεῖαν παρωνύμως παρα-
χθέντα, ἢ ἀπὸ τῶν εἰς η γραφομένων· οἷον, ὁ Γέρην, τοῦ Γέ-
ρηνος, ὁ Γέρηνος· ὁ Τροίζην τοῦ Τροίζηνος, ὁ Τροίζηνος· ἰπήνη
ἴπηνος· Μυκήνη Μύκηνος· Κυλλήνη Κύλληνος.
224

Τὰ διὰ τοῦ υνος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς οὐκ οἶδε πρὸ τέλους
τὴν οι δίφθογγον· οἷον, Πάχυνος· Μόσσυνος· κίνδυνος· χέλυ-
νος· εὔθυνος· Ῥόσχυνος· Πόλτυνος· Ὄρδυνος, ὄνομα ποταμοῦ·
Κόρυνος.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia Section 688, l. 3

μένη· φυμένη· Κτημένη· δυναμένη· ἐλπομένη.


Τὰ διὰ τοῦ ηνη μονογενῆ δισύλλαβα βαρύτονα τὸ η πα-
ραλήγεται· Ῥήνη, ὄνομα κύριον· Σήνη ἡ πόλις· Οὐχηουήνη·
φήνη εἶδος ὀρνέου· μήνη ἡ σελήνη· χήνη, ἔνθεν καὶ καταχήνη
τὸ γέλασμα· κρήνη· γλήνη· λήνη· τὸ σκηνὴ μόνον τὸν τόνον
ἤμειψεν καὶ τὴν γραφὴν ἐφύλαξεν· τὸ ῥινὴ τὸ ἐργαλίον διὰ
τοῦ ι γραφόμενον καὶ ὀξυνόμενον, μόνον καὶ τόνῳ καὶ γραφῇ
διήλλαξεν.
Τὰ διὰ τοῦ ηνη τρισύλλαβα μονογενῆ βαρύτονα τὸ η πα-
ραλήγεται· οἷον, εἰρήνη· σαγήνη· Ἀρήνη· ἀθήνη εἶδος με-
λίσσης· Μεσσήνη· Πελλήνη· πυλήνη· γαλήνη· Μυκήνη·
Λευκήνη· Πριήνη· Κυλλήνη· τιθήνη· Πειρήνη ἡ πόλις·
Κισθήνη ἡ πόλις· Σιδήνη· Ἰσμήνη ἡ ἡρωῒς, ἔστιν δὲ καὶ
πόλις Βοιωτίας· συβήνη· ἀπήνη· Κυρήνη· Χαλδήνη, ὄνομα
κύριον· Καβήνη ἡ κρήνη Λυκίας· Σεδήνη ἡ Ἀμαζών· τὸ
Γερμηνὴ τὴν αὐτὴν γραφὴν φυλάττον ὀξύνεται.
Τὰ διὰ τοῦ ηνη ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ὀξύτονα διὰ τοῦ η
γράφει τὴν παραλήγουσαν· οἷον, Ἀτραμυτηνή· Καμασσηνή·
Κομμαγηνή· Κοδρομηνή· Παραστακηνή· Μελητηνὴ, ὄνομα
πόλεως· Σιπυληνὴ ἡ Δημήτηρ· τὸ Μιτυλήνη βαρυτονηθὲν
τὴν αὐτὴν φυλάττει γραψήν· λέγεται δὲ καὶ Μιτυλήνη·

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia Section 953, l. 4

περὶ ὧν ἤδη διείληπται, διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφεται κατὰ


τὴν παραλήγουσαν· οἷον, οὐρανόθεν· Ἀβυδόθεν· Ἰλιόθεν· ἄλ-
λοθεν· πάντοθεν· προπάροθεν, καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ι προ-
πάροιθεν· τὸ τηλῶθεν διὰ τοῦ ω γραφὲν ποιητικῶς ἐκπέ-
τατε· τὸ δὲ Κριῶθεν ἀπὸ τοῦ Κριώαθεν γέγονεν, συγκοπέντος
τοῦ α· ἔστιν δὲ ὄνομα δήμου Ἀττικοῦ· τοιούτω δὲ καὶ τὸ
τήνωθεν παρὰ Θεοκρίτῳ.
Τὰ εἰς θεν ἐπιῤῥήματα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς διὰ τοῦ η
γράφεται κατὰ τὴν παραλήγουσαν· ἐξ ἴσου γὰρ ὁ κανὼν
παρητήσατο τὴν διὰ τοῦ ι τὲ, καὶ τῆς ει διφθόγγου γραφήν·
225

οἷον, Πιερίηθεν· Αἰγίνηθεν· κλισίηθεν· Μυκήνηθεν· Ἴδηθεν·


σεσημείωται τὸ ἐκεῖθεν διὰ τῆς ει διφθόγγου· καὶ τὸ πρωΐ-
θεν διὰ τοῦ ι γραφόμενον.
Τὰ εἰς θι ἐπιῤῥήματα διὰ τοῦ ι γράφεται, καὶ τὴν εἰς
τόπον σχέσιν δηλοῖ· οἷον, οὐρανόθι· ὑψόθι· αὐτόθι.
Τὰ εἰς σι λήγοντα ἐπιῤῥήματα διὰ τοῦ ι γράφεται, καὶ
τὴν εἰς τόπον σχέσιν δηλοῖ· οἷον, Ἐρχίασι· Πλατύασιν·
Ἀθήνησιν· Ὀλυμπιᾶσι.

Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter epsilon, page 700,


l. 20

νης· ἐμβολάδας ἀπίους.


Ἐμβάδας. τὰ ἀνδρῶα ὑποδήματα.
– ἐκτυπεῖτο δὲ
ἐμβὰς γερόντων εὐρύθμοις προβήμασιν.
ἀντὶ τοῦ ὑποδήμασιν. οὕτως Ἀριστοφάνης.
Ἐμβρίθεια. ἀνδρεία καὶ φρόνησις στερεά.
Ἐμβρίμησις. ψυχῆς λογικῆς τοῦ θυμικοῦ μέ-
ρους ἐνέργεια.
Ἔμβιαι. αἱ εἰς βάθος διϊκνούμεναι ῥίζαι καὶ
ἐμβεβηκυῖαι.
Ἔμεια. τόπος πλησίον Μυκήνης.
Ἔμμηνοι δίκαι. αἱ ἐμπορικαὶ καὶ ἐρανικαί.
Ἔμισα. πόλις. καὶ Ἐμισαῖος ὁ πολίτης.
Ἐμπολή. φορτίον ἢ τὸ τῆς πραγματείας κέρ-
δος· ἢ ἡ συναγωγὴ τοῦ κέρδους. τὸ δὲ ῥῆμα,
ἐμπολᾷν, καὶ ἐμπόλημα.
Ἐμπίς. ζωΰφιον παραπλήσιον κώνωπι, γινό-
μενον ἐν τοῖς ὕδασι, μεῖζον δὲ τῇ περιοχῇ καὶ
κατὰ τὸ μέσον λευκῷ περιεζωσμένον.
Ἔμπνευσιν. εἰκόνα θεοῦ καὶ ψυχὴν οἶδεν ἡ θεία γραφή.

Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter mu, page 1376, l.


10

(Θηλυκόν.)

Μύησις. ἡ μάθησις, καθήγησις, ἐπιστήμη, γνῶσις,


226

μυσταγωγία ἢ τὸ μυστήριον. παρὰ τὸ μεμυκέναι.


Μυκαλησσός· Μυκήνη. ὀνόματα πόλεων.
Μύκη. ἡ θήκη τοῦ ξίφους. παρὰ τὸ μύω, τὸ κατακλείω.
Μύλαι. αἱ σιαγόνες. Μυλία. λίθος.
Μύνη. ἡ πρόφασις. ἐπιμονῆς γὰρ χρεία τῷ προ-
φασιζομένῳ εἰς τὸ ψεύδεσθαι καὶ μὴ εἰπεῖν
τὸ ἀληθές· ὥστε ἀπὸ τοῦ μονὴ, ὡς γονὴ,
γυνή. καὶ μυνάμενος ἀντὶ τοῦ προφασιζόμε-
νος. παρὰ τὸ μεμυκέναι τῷ στόματι.
Μυρίκη. βοτάνη ἄχρηστος, κυπαρισσοειδὴς,

Laonicus Chalcocondyles Hist., Historiae (3139: 001)“Laonici


Chalcocandylae historiarum demonstrationes, 2 vols. in 3”, Ed. Darkó,
E.Budapest: Academia Litterarum Hungarica, 1:1922; 2.1:1923;
2.2:1927.Volume 2, page 148, l. 14

τευμα, ὅσον ἐπὶ Φερρῶν ἐς τὴν τοῦ Εὐρώπης στρατηγοῦ τάτ-


τεται μοῖραν, ἐστρατεύετο ἐπὶ Πελοπόννησον, τούς τε παῖδας
αὐτοῦ ἅμα ἀγόμενος καὶ ἄρχοντας τῶν Θετταλίας καὶ Μακεδο-
νίας πόλεων. καὶ ἐσβαλὼν ἐπορεύετο τὴν μεσόγαιον, Ἀρκαδίαν
τὸ παλαιὸν καλουμένην, καὶ διὰ Τεγέης καὶ Μαντινείας ἐλαύνων
κατῄει ἐπὶ τὴν Ἰθώμην καὶ Μεσηνίαν χώραν, καὶ ληϊσάμενος
ἐπὶ ἡμέρας συχνὰς τὰ τῇδε ὑποζύγια Νεοπολίχνην παρεστήσατο.
καὶ Σιδηροπολίχνην πολιορκῶν, ὡς οὐκ ἠδύνατο ἑλεῖν, ἀπήγαγε
τὸν στρατόν, ἐξελαύνων διὰ τῆς ὁδοῦ. ἐνταῦθα ἐξελαύνοντος
αὐτοῦ ὁ νεώτερος Ἀχμάτης ἑάλω ὑπὸ Ἀσάνεω τοῦ ἡγεμόνος
γυναικὸς ἀδελφοῦ, ἐνεδρεύσαντος ταύτῃ περὶ Μυκήνης χώραν,
ᾗ ἔμελλεν ἐξελαύνων διεξιέναι. τοῦτον μὲν οὖν ἀπαγαγόντες ἐς
Σπάρτην παρὰ τὸν ἡγεμόνα εἶχον ἐν φυλακῇ, ἐς ὃ δὴ ἀπέ-
δωκαν.

Olympiodorus Phil., In Aristotelis meteora commentaria (4019: 003)


“Olympiodori in Aristotelis meteora commentaria”, Ed. Stüve, G.
Berlin: Reimer, 1900; Commentaria in Aristotelem Graeca 12.2.
Page 113, l. 20

μέμνηται, οὐ δήπου δὲ τῆς Μέμφιδος. μᾶλλον γὰρ ἢ οὔπω ἦν ἡ Μέμφις


ἀπογαιωθεῖσα ἢ οὐ καὶ πολὺς ὁ ἀπογαιωθεὶς τόπος. ἔδει γάρ, εἴπερ ἦν
ἡ Μέμφις, μνημονεῦσαι αὐτῆς τὸν ποιητήν· αὕτη γὰρ ἦν καὶ ἡ βασιλεύ-
ουσα. καὶ ὅτι αὕτη ἐβασίλευσε, δῆλον ἐκ τοῦ τοὺς Ἀλεξανδρεῖς τὴν τοῦ
Κυνὸς ἐπιτελεῖν ἐπιτολὴν οὐχ ὅταν αὐτοῖς ὁ Κύων, ἀλλ' ὅτε τοῖς Μεμφί-
227

ταις ἐπιτέλλει. οὕτω μὲν οὖν δέδεικται, ὅτι καὶ ἀπὸ ποτίμου γῆς ξηρὰ
γίνεται γῆ καὶ ἀπὸ ξηρᾶς πότιμος, ἔτι μήν, ὅτι καὶ τὸ ἁλμυρὸν ὑγρὸν εἰς
ξηρότητα μεταβάλλει καὶ ξηρότης εἰς ὑγρότητα. ὅτι δὲ καὶ ὑγρότης
λιμνώδης εἰς ξηρότητα μεταβάλλει καὶ ξηρότης εἰς ὑγρότητα, δῆλον. τὸ
γὰρ Ἄργος πάλαι ἐπὶ τῶν Τρωικῶν ἑλῶδες ἦν· διὸ καὶ οὐδὲ ᾠκεῖτο,
ἀλλ' ἱππόβοτον ἦν. αἱ δὲ Μυκῆναι εὔκρατοι ἦσαν· διὸ καὶ πολύχρυσος
καὶ βασιλεύουσα ἦν. νῦν δὲ τοὐναντίον· τὸ μὲν Ἄργος εὔκρατον, ἡ δὲ
Μυκήνη ξηροτάτη, ὥστε μηδὲ οἰκεῖσθαι σχεδὸν αὐτήν, ἀλλ' εἶναι
βοοστάσιον. ἀλλὰ ζητῆσαι ἄξιον, τί δήποτε ὁ ποιητὴς ‘πολυδίψιον’
ἐκάλεσε τὸ Ἄργος ἑλῶδες ὂν τότε. ἢ ῥητέον, ὅτι πολυδίψιον οὐ κατὰ τὴν
ἄχρηστον ὑγρό-τητα, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρηστήν. αὗται μὲν οὖν αἱ
μεταβολαὶ γίνονται,
πλὴν λανθάνουσιν διὰ τρεῖς αἰτίας· ἢ γὰρ διὰ τὸ ἐν πολλῷ χρόνῳ γίνε-
σθαι κατὰ τὴν ἡμετέραν ζωὴν τὰς τοιαύτας μεταβολὰς οὐ δυνάμεθα αὐ-

Olympiodorus Phil., In Aristotelis meteora commentaria Page 113, l. 21

ἀπογαιωθεῖσα ἢ οὐ καὶ πολὺς ὁ ἀπογαιωθεὶς τόπος. ἔδει γάρ, εἴπερ ἦν


ἡ Μέμφις, μνημονεῦσαι αὐτῆς τὸν ποιητήν· αὕτη γὰρ ἦν καὶ ἡ βασιλεύ-
ουσα. καὶ ὅτι αὕτη ἐβασίλευσε, δῆλον ἐκ τοῦ τοὺς Ἀλεξανδρεῖς τὴν τοῦ
Κυνὸς ἐπιτελεῖν ἐπιτολὴν οὐχ ὅταν αὐτοῖς ὁ Κύων, ἀλλ' ὅτε τοῖς Μεμφί-
ταις ἐπιτέλλει. οὕτω μὲν οὖν δέδεικται, ὅτι καὶ ἀπὸ ποτίμου γῆς ξηρὰ
γίνεται γῆ καὶ ἀπὸ ξηρᾶς πότιμος, ἔτι μήν, ὅτι καὶ τὸ ἁλμυρὸν ὑγρὸν εἰς
ξηρότητα μεταβάλλει καὶ ξηρότης εἰς ὑγρότητα. ὅτι δὲ καὶ ὑγρότης
λιμνώδης εἰς ξηρότητα μεταβάλλει καὶ ξηρότης εἰς ὑγρότητα, δῆλον. τὸ
γὰρ Ἄργος πάλαι ἐπὶ τῶν Τρωικῶν ἑλῶδες ἦν· διὸ καὶ οὐδὲ ᾠκεῖτο,
ἀλλ' ἱππόβοτον ἦν. αἱ δὲ Μυκῆναι εὔκρατοι ἦσαν· διὸ καὶ πολύχρυσος
καὶ
βασιλεύουσα ἦν. νῦν δὲ τοὐναντίον· τὸ μὲν Ἄργος εὔκρατον, ἡ δὲ
Μυκήνη
ξηροτάτη, ὥστε μηδὲ οἰκεῖσθαι σχεδὸν αὐτήν, ἀλλ' εἶναι βοοστάσιον.
ἀλλὰ
ζητῆσαι ἄξιον, τί δήποτε ὁ ποιητὴς ‘πολυδίψιον’ ἐκάλεσε τὸ Ἄργος
ἑλῶδες ὂν τότε. ἢ ῥητέον, ὅτι πολυδίψιον οὐ κατὰ τὴν ἄχρηστον ὑγρό-
τητα, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρηστήν. αὗται μὲν οὖν αἱ μεταβολαὶ γίνονται,
πλὴν λανθάνουσιν διὰ τρεῖς αἰτίας· ἢ γὰρ διὰ τὸ ἐν πολλῷ χρόνῳ γίνε-
σθαι κατὰ τὴν ἡμετέραν ζωὴν τὰς τοιαύτας μεταβολὰς οὐ δυνάμεθα αὐ-
τὰς γνῶναι ἢ διὰ τὰς ἀθρόας τῶν ἐθνῶν ἀπωλείας, αἵτινες γίνονται
τριχῶς,
ἢ διὰ πόλεμον ἢ διὰ λιμὸν ἢ διὰ ἀφορίαν καρπῶν. τρίτη αἰτία· καὶ διὰ
τὸ τὰς κατὰ μέρος γινομένας οἰκίσεις τε καὶ μεταναστάσεις ἡ ἄγνοια τού-
των ἕπεται· συμβαίνει γὰρ τὸν αὐτὸν ἄνθρωπον τὸν πάντα χρόνον αὐτοῦ
228

Olympiodorus Phil., In Aristotelis meteora commentaria


Page 117, l. 26

Ὁρᾷς, ὅτι περὶ τῆς Αἰγύπτου ἔλεγεν οὐχ ὡς θάλασσαν ἀπογαιω-


θεῖσαν, ἀλλ' ὡς ἑλώδους τόπου. ἰδοὺ γάρ φησιν, ὅτι ὅσον ἐπὶ Μυκηνῶν
καὶ Ἄργους συνέβη, τοιοῦτον δεῖ καὶ ἐπὶ ὅλης νομίζειν χώρας συνέβη.
πρόδηλον οὖν, ὅτι χάριν τοῦ πιστώσασθαι τὰ περὶ τῆς Αἰγύπτου εἰρημένα
Ἄργους καὶ Μυκήνης ἐμνημόνευσεν.

Olympiodorus Phil., In Aristotelis meteora commentaria Page 118, l. 2

Ὁρᾷς, ὅτι περὶ τῆς Αἰγύπτου ἔλεγεν οὐχ ὡς θάλασσαν ἀπογαιω-


θεῖσαν, ἀλλ' ὡς ἑλώδους τόπου. ἰδοὺ γάρ φησιν, ὅτι ὅσον ἐπὶ Μυκηνῶν
καὶ Ἄργους συνέβη, τοιοῦτον δεῖ καὶ ἐπὶ ὅλης νομίζειν χώρας συνέβη.
πρόδηλον οὖν, ὅτι χάριν τοῦ πιστώσασθαι τὰ περὶ τῆς Αἰγύπτου εἰρημένα
Ἄργους καὶ Μυκήνης ἐμνημόνευσεν.

Olympiodorus Phil., In Platonis Alcibiadem commentarii (4019: 004)


“Olympiodorus. Commentary on the first Alcibiades of Plato”, Ed.
esterink, L.G.Amsterdam: Hakkert, 1956, Repr. 1982.Section 162, l. 9

ἕκαστον τούτων ἡττᾶται ὁ νέος τῶν Λακεδαιμονίων πλούτου. κατὰ μὲν


γὰρ τὸν ἀκίνητον, ὅτι Μεσσήνην ἑλόντες ἠφώρισαν αὐτὴν εἶναι πρὸς
τὴν ἀναγκῶν χορηγίαν· περὶ ἧς ἔφη Τυρταῖος ὁ ποιητὴς
‘Μεσσήνην ἀγαθὸν μὲν ἀροῦν, ἀγαθὸν δὲ φυτεῦσαι’·
ἦν γὰρ εὔγεος ἡ χώρα. ἀλλὰ καὶ τῷ πλούτῳ τῶν αὐτοκινήτων μέγα
ἐφρόνουν, εἴγε ὅλῳ ἔθνει τῷ τῶν Εἱλώτων πρὸς ὑπηρεσίαν ἐχρῶντο·
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ φαινόμενον αὐτοκίνητον, εἴγε ἱππικώτατοι ἦσαν, ὡς
δηλοῖ τὸ ‘Ἄργος ἐς ἱππόβοτον’. καὶ τῷ ἑτεροκινήτῳ δὲ πλούτῳ
ὑπερεῖχον, εἴγε λέγεται περὶ αὐτῶν ὅτι δύο μοίρας τῶν προσόδων
ἀπῄτουν τοὺς ὑπηκόους, καὶ ὅτι λέγονται εἶναι φλέβες ἀργυρίτιδες καὶ
χρυσίτιδες· καὶ τὸ ‘πολυχρύσοιο Μυκήνης’· καὶ ὅτι λέγεται
περὶ αὐτῶν ὅτι εἰσιὸν τὸ χρυσίον παρ' αὐτοῖς οὐκ ἔτι ἐξῄει. διὸ καὶ
κέχρηται μύθῳ τοιούτῳ προσφόρῳ, ὅτι λέγεταί ποτε λέων γηράσας
προσποιήσασθαι νόσον· καὶ εἰσελθεῖν τὰ ἄλλα θηρία εἰς ἐπίσκεψιν
αὐτοῦ, καὶ ταῦτα ἐκεῖνον λαμβάνοντα ἐσθίειν καὶ ἀπολλύναι. τὴν δὲ
ἀλώπεκα κερδὼ οὖσαν μὴ ἀνασχομένην εἰσελθεῖν, ἀλλ' ἐπὶ τοῦ οὐδοῦ
229

στῆναι· αὐτοῦ δὲ παρακελευομένου εἰσιέναι, εἰπεῖν μηδαμῶς τοῦτο


ποιῆσαι, διότι ἴχνη μὲν ὁρᾷ τῶν εἰσιόντων πρὸς αὐτόν, οὐ μὴν δὲ τῶν
ἐξιόντων, καὶ ἀπὸ τοῦ μὲν οὐδοῦ προσιόντων ἔνδον ἴχνη βλέπειν, οὐ
μὴν ἐπὶ τὸν οὐδὸν μετερχομένων. οὕτως οὖν καὶ παρὰ Λακεδαιμονίοις
τὸ νόμισμα εἰσιέναι μέν φησιν,

Στέφανος Εθνικά (epitome) (4028: 001)“Stephan von Byzanz. Ethnika”,


Ed. Meineke, A.Berlin: Reimer, 1849, Repr. 1958.Page 460, l. 9

Μεδούσης ἀνεκαλοῦντο. οἱ δὲ Μυχάλην αὐτήν φασιν, ἐπεὶ


ἐν μυχῷ κεῖται τῆς Καρικῆς ἁλός. ἔστιν οὖν ἡ Μυκάλη καὶ
πόλις καὶ ὄρος.
Μυκαλησσός, πόλις μεσογεία Βοιωτίας. Θουκυδίδης
ἑβδόμῃ. ἐκλήθη δὲ ὅτι ἡ βοῦς ἐνταῦθα ἐμυκήσατο ἡ τὸν
Κάδμον καὶ τὸν σὺν αὐτῷ στρατὸν ἀγαγοῦσα εἰς Θήβας.
ἔστι καὶ ἄλλη Καρίας, ὡς Ἔφορος τρίτῳ. τὸ ἐθνικὸν Μυ-
καλήσσιος καὶ Μυκαλησσία. ἔστι καὶ ὄρος Μυκαλησσός
ἐναντίον Σάμου. καὶ Μυκαλησσίς τὸ θηλυκόν.
Μυκῆναι , πόλις Πελοποννήσου. Ὅμηρος “οἳ δὲ Μυ-
κήνας εἶχον”. ἀπὸ Μυκηνέως τοῦ Σπάρτωνος τοῦ Φορωνέως
ἀδελφοῦ· ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους ὃ ἐφόρει Περσεύς, οὗ
πεσόντος κατὰ κέλευσιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἔκτισεν· ἢ ἀπὸ
τοῦ μυκήσασθαι τὴν Ἰὼ βοῦν ἐκεῖ γενομένην. ὁ πολίτης Μυ-
κηναῖος καὶ θηλυκὸν Μυκηνίς. καὶ Μυκηνεύς.
Μύκοι, ἔθνος [Περσίδος], περὶ οὗ Ἑκαταῖος ἐν Ἀσίᾳ
“ἐκ Μύκων ἐς Ἀράξην ποταμόν”.
Μύκονος, μία τῶν Κυκλάδων, ἀπὸ Μυκόνου τοῦ Ἀνίου
τοῦ Καρυστοῦ καὶ Ῥοιοῦς τῆς Ζάρηκος. Θουκυδίδης τρίτῃ.
καὶ Στράβων δεκάτῃ “Μύκονος δ' ἐστίν, ὑφ' ᾗ μυθεύουσι
Στέφανος Εθνικά (epitome) Page 460, l. 10

ἐν μυχῷ κεῖται τῆς Καρικῆς ἁλός. ἔστιν οὖν ἡ Μυκάλη καὶ


πόλις καὶ ὄρος.
Μυκαλησσός, πόλις μεσογεία Βοιωτίας. Θουκυδίδης
ἑβδόμῃ. ἐκλήθη δὲ ὅτι ἡ βοῦς ἐνταῦθα ἐμυκήσατο ἡ τὸν
Κάδμον καὶ τὸν σὺν αὐτῷ στρατὸν ἀγαγοῦσα εἰς Θήβας.
ἔστι καὶ ἄλλη Καρίας, ὡς Ἔφορος τρίτῳ. τὸ ἐθνικὸν Μυ-
καλήσσιος καὶ Μυκαλησσία. ἔστι καὶ ὄρος Μυκαλησσός
ἐναντίον Σάμου. καὶ Μυκαλησσίς τὸ θηλυκόν.
Μυκῆναι , πόλις Πελοποννήσου. Ὅμηρος “οἳ δὲ Μυ-
κήνας εἶχον”. ἀπὸ Μυκηνέως τοῦ Σπάρτωνος τοῦ Φορωνέως
ἀδελφοῦ· ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους ὃ ἐφόρει Περσεύς, οὗ
230

πεσόντος κατὰ κέλευσιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἔκτισεν· ἢ ἀπὸ


τοῦ μυκήσασθαι τὴν Ἰὼ βοῦν ἐκεῖ γενομένην. ὁ πολίτης Μυ-
κηναῖος καὶ θηλυκὸν Μυκηνίς. καὶ Μυκηνεύς.
Μύκοι, ἔθνος [Περσίδος], περὶ οὗ Ἑκαταῖος ἐν Ἀσίᾳ
“ἐκ Μύκων ἐς Ἀράξην ποταμόν”.

Στέφανος Εθνικά (epitome) Page 615, l. 10

Τεμέση, πόλις Ἰταλίας. Ὅμηρος “ἐς Τεμέσην μετὰ


χαλκόν, ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον”. ὁ πολίτης Τεμεσαῖος.
Τέμμιξ, ἔθνος πρῶτον οἰκῆσαν ἐν Βοιωτίᾳ. Λυκόφρων
“Ἄρνης παλαιᾶς γέννα, Τεμμίκων πρόμοι”. τὸ θηλυκὸν
Τεμμικία παρὰ τῷ αὐτῷ “ὃν Βομβύλεια κλιτὺς ἡ Τεμμικία”.
καὶ θηλυκῶς Τεμμικίς. καὶ Τεμμίκειος τὸ κτητικόν· Μενέλαος
δὲ διὰ τοῦ ι “Τεμμίκιον ἄστυ” ἐν πρώτῳ Θηβαΐδος φησίν.
Τένδηβα, πόλις Καρίας ἀρχαία. τὸ ἐθνικὸν Τενδηβεῖς.
Τενέα, κώμη Κορίνθου, ἀπὸ Τένου τοῦ Κύκνου. κεῖται
μεταξὺ Κορίνθου καὶ Μυκηνῶν. τὸ ἐθνικὸν Τενεάτης. λέγε-
ται καὶ Τενέα ἡ χώρα.
Τενέβριον, ἀκρωτήριον, καὶ κώμη Τενεβρία Ἰβηρίας.
ὁ κωμήτης Τενεβριανός, ὡς Πολτυμβριανός Μεσημβριανός.
Τένεδος, νῆσος τῶν Σποράδων, ὡς Ἑκαταῖος, ἐν Ἑλλη-
σπόντῳ. ἀπὸ Τένου καὶ Ἀμφιθέας ἢ Ἡμιθέας, τῶν Κύκνου
παίδων, οἱονεὶ Τενούεδος. ἐκαλεῖτο δὲ Λεύκοφρυς. ὁ πολί-
της Τενέδιος, ὡς Ἀράδιος Ῥόδιος. ἔστι καὶ πόλις Τένεδος
πρὸς τῇ Λυκίᾳ. Ἀπολλόδωρος δὲ Παμφυλίας αὐτὴν εἶναί
φησι. καὶ παροιμία “Τενέδιος αὐλητής” ἐπὶ τῶν τὰ ψευδῆ
μαρτυρούντων. τὸν γὰρ αὐλητὴν ἡ Φυλονόμη πρὸς Κύκνον
Colluthus Epic., Raptio Helenae (4081: 001)“Oppian, Colluthus,
Tryphiodorus”, Ed. Mair, A.W.Cambridge, Mass.: Harvard University
Press, 1928, Repr. 1963.L. 221

τόφρα δὲ Δαρδανίην καὶ Τρώιον οὖδας ἀμείψας


Ἰσμαρίδος μεθέηκε παραπλώων στόμα λίμνης,
αἶψα δὲ Θρηικίοιο μετ' οὔρεα Παγγαίοιο
Φυλλίδις ἀντέλλοντα φιλήνορος ἔδρακε τύμβον
καὶ δρόμον ἐννεάκυκλον ἀλήμονος εἶδε κελεύθου,
ἔνθα διαστείχουσα κινύρεο, Φυλλίς, ἀκοίτην
δεχνυμένη παλίνορσον ἀπήμονα Δημοφόωντα,
ὁππότε νοστήσειεν Ἀθηναίης ἀπὸ δήμων.
231

τῷ δὲ βαθυκλήροιο διὰ χθονὸς Αἱμονιήων


ἐξαπίνης ἀνέτελλεν Ἀχαιίδος ἄνθεα γαίης,
Φθίη βωτιάνειρα καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη.
ἔνθεν ἀνερχομένοιο παρ' εἰαμενὰς Ἐρυμάνθου
Σπάρτην καλλιγύναικα, φίλην πόλιν Ἀτρείωνος,
κεκλιμένην ἐνόησεν ἐπ' Εὐρώταο ῥεέθροις.
ἄγχι δὲ ναιομένην ὑπὸ δάσκιον οὔρεος ὕλην
γείτονα παπταίνων ἐρατὴν θηεῖτο Θεράπνην.
οὔπω κεῖθεν ἔην δολιχὸς πλόος, οὐδὲ γαλήνης
δηρὸν ἐρεσσομένων ἠκούετο δοῦπος ἐρετμῶν,
καὶ χθονὸς εὐκόλποισιν ἐπ' ἠιόνεσσι βαλόντες
πείσματα νηὸς ἔδησαν, ὅσοις ἁλὸς ἔργα μεμήλει.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Eustathii archiepiscopi


Thessalonicensis commentarii ad Homeri Iliadem pertinentes, vols. 1–4”,
Ed. van der Valk, M.Leiden: Brill, 1:1971; 2:1976; 3:1979;
4:1987.Volume 1, page 49, l. 11

ψεύσηται, καὶ οὔτε δῶρα λαβών, ἀλλὰ καὶ ἑκατόμβην προσεπιθεὶς τὴν
παιδίσκην ἀποπέμψῃ τῷ πατρί. καὶ τοῦτο μὲν τοιοῦτον. ἐν δὲ τῷ «καὶ
γῆρας ἔπεισι» δοκεῖ ἐκ περισσοῦ κεῖσθαι καὶ πρὸς οὐδὲν ἀναγκαῖον ὁ και
σύνδεσμος. Τὸ δὲ ἔπεισιν ἀντὶ μέλλοντός ἐστι τοῦ ἐπελεύσεται. πολλαχοῦ
γὰρ οἱ παλαιοὶ χρόνους ἀντὶ χρόνων λαμβάνουσι. καὶ οὕτω μὲν ὁ ποιητὴς
αἰτιατικῇ συντάσσει τὸ «ἔπεισι» λαβὼν αὐτὸ ἀντὶ τοῦ καταλήψεται. οἱ δὲ
μεθ' Ὅμηρον δοτικῇ συντάσσουσιν, οἷον «ἔπεισί μοι ποιεῖν τάδε».
τοιοῦτον δὲ καὶ τὸ «τοῖς μύρμηξι πονεῖν ἐπῄει».
(v. 30) Ὅτι Ἄργος ἐνταῦθα, ὡς καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς πολλαχοῦ, τὴν
Πελοπόννησον
λέγει εἰπών «ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ, ἐν Ἄργεϊ». οὐ γὰρ τὸ ἰδίως οὕτω
λεγόμενον
Ἄργος, ἡ πόλις, οἶκος ἦν Ἀγαμέμνονος, ἀλλ' αὐτὸ μὲν ὑπὸ τὸν Διομήδην
ἦν, ὁ δὲ
Ἀγαμέμνων τῶν Μυκηνῶν ἦν βασιλεύς. ὅτι δὲ ἀπό τινος Ἄργου τὸ
Ἄργος
λέγεται καὶ εἴ τι ἄλλο εἰς τοῦτο ῥηθῆναι δεῖ, κατ' ἐπιτομὴν ζητητέον εἰς
τὰ τοῦ
Περιηγητοῦ. [Ὅρα δὲ ὡς ἐν ἑνὶ τόπῳ τὴν εν πρόθεσιν καὶ κοινῶς
προήγαγε καὶ
ποιητικῶς. τοιοῦτον γὰρ ἡ ἐνὶ κατ' ἐπέκτασιν, ἥτις ἐπέκτασις ὑπερτεθεῖσα
ποιεῖ ἐκ δισυλλάβου τῆς ἐνι προθέσεως τὴν εἰν πρόθεσιν, οἷον «εἰν Ἀΐδαο
δόμοισιν».] (v. 31) Ὅτι ἡ τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν Χρύσην δημηγορία
232

μίγμα
ἔχει λυπηρῶν τε καὶ ἡδέων· λυπηρὸν μὲν τὸ μὴ λαβεῖν τὴν θυγατέρα καὶ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα.


Volume 1, page 86, l. 9

ἐπιρρήματος, χρονικοῦ μὲν ἐν τῷ «οὔ τις ἐμοῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ
δερκο-
μένοιο», ὅ ἐστι φαινομένου· οἱονεὶ γὰρ λέγει, ὅτι οὐκ εἰσαεὶ κατὰ τὸ
μέλλον βοη-
θήσω σοι, ἀλλ' ἕως ἂν ζῶν περίβλεπτος ὦ καὶ ἐπιφανῶς ἔχω. τοπικοῦ δὲ
ἐν
τῷ «κοίλαις παρὰ νηυσί» μονονουχὶ λέγων, ὅτι καὶ ζῶν καὶ φαινόμενος
οὐδ'
οὕτω διόλου ἐπαρήξω σοι, ἀλλ' ἕως ἐνταῦθα ἐν τῇ Τροίᾳ ἐσμέν. οὐ γὰρ
δήπου
καὶ εἰς τὴν Φθίαν ἀπονοστήσας ὀφειλέτης σοι τῆς ἀρωγῆς ἔσομαι. ἐπεὶ δὲ
οὗτος ὁ λόγος ἀπέκναιε τὸν Κάλχαντα, ἐπάγει εὐθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ
θεραπείαν
εἰπών· «ὃς νῦν ἄριστος ἐν στρατῷ εὔχεται εἶναι», οἱονεὶ λέγων, ὅτι ἐὰν
ἐνταῦθα
βοηθήσω σοι, ἔχεις τὸ πᾶν. καὶ γὰρ ἐν ταῖς ναυσὶν ἔστι σοι χρεία τῆς
ἀρωγῆς
καὶ οὐχ' ὕστερον μετὰ τὴν τοῦ πολέμου λύσιν. νῦν γὰρ ἄριστος ὁ
Ἀγαμέμνων,
ὡς αἱρετὸς εὐρυκρείων τυγχάνων, ὕστερον δὲ Μυκήνης μόνης ἐσόμενος
βασιλεύς. καὶ ὅρα, ὅπως ἔχῃ τι οὐκ ὀλίγον αὐστηρότητος ὁ τοῦ Ἀχιλλέως
οὗτος λόγος. οὔτε γὰρ εἶπεν ἀπολύτως, ὅτι ὁ Ἀγαμέμνων ἄριστος, ἀλλὰ
νῦν
ἄριστος. καὶ οὐδὲ ὅτι ἄριστός ἐστιν, ἀλλὰ εὔχεται εἶναι τουτέστιν ᾄδεται,
λέγεται· καὶ οὐδὲ ἄριστος ἁπλῶς, οἷον καὶ γένει καὶ ἀνδρίᾳ καὶ παρὰ
ὅλοις Ἕλ-
λησιν, ἀλλὰ ἐν τῷ στρατῷ. ἑαυτὸν δὲ προϊὼν ἐρεῖ τοιοῦτον ἐν τῷ
«ἄριστον
Ἀχαιῶν οὐδὲν ἐτίμησας» τουτέστιν ἐμὲ τὸν καὶ βασιλέα καὶ ἀνδρειότατον
καὶ
εὐγενέστατον. διὸ καὶ ὁ Ἀγαμέμνων συνάγει χόλον τινὰ καὶ ἐν τούτοις.
πικρὰ
γὰρ τά τε ἄλλα καὶ τὸ «οὐδ' ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς», εἰ καὶ παράκειται
οἷον
γλυκύ τι «τὸ ἄριστος ἐν στρατῷ», ὃ καὶ αὐτὸ ἔχει τι πικρίας, ὡς εἴρηται.
(v. 88 s.)
233

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 283, l. 35

μὲν τῷ Διῒ τεῦξεν ἢ ὡς τεχνίτης χειρῶναξ βασιλεῖ χαρισάμενος ἢ ὡς


ἐπιτε-
ταγμένος ὑπὸ Διός· Ζεὺς δὲ τῷ Ἑρμῇ δίδωσιν ὡς κηρύκιον. ῥάβδος δὲ τὸ
κηρύκιον σύμβολον οὖσα τοῦ κήρυκα εἶναι τὸν φέροντα. Ἑρμῆς δὲ τῷ
Πέλοπι τυχὸν μὲν δωρεῖται, ὃ εἶχε κηρύκιον, τυχὸν δὲ καὶ ὡς λαβὼν αὐτὸ
πρὸς
Διὸς καὶ κελευσθεὶς κομίσαι τῷ Πέλοπι· Πέλοψ δὲ τῷ Ἀτρεῖ ὡς υἱῷ
κληρονο-
μήσαντι τῆς ἀρχῆς· Ἀτρεὺς δὲ Θυέστῃ ὡς ἐπιτρόπῳ τοῦ παιδός, καθὰ
γέγρα-
πται· ἐτελεύτησε γὰρ ἐπὶ μικροῖς τοῖς παισί· Θυέστης δὲ τῷ Ἀγαμέμνονι
ὡς
πληρῶν τὸ ἐπιτραπέν. (v. 108) Τὸ δέ «πολλαῖς νήσοις καὶ Ἄργεϊ παντὶ
ἀνάσσειν» δεῖγμά ἐστι τοῦ μὴ ἁπλῶς χειροτονητὸν εἶναι εἴτ' οὖν αἱρετὸν
βασιλέα τὸν Ἀγαμέμνονα κατά τινας, οἷς καὶ ὁ Εὐριπίδης ἐν τῇ κατ'
αὐτὸν
Ἰφιγενείᾳ συνηγορεῖ· οὐ γὰρ Μυκήνης μόνον αὐτὸν βασιλέα λέγει,
ἀλλὰ
παντός τε τοῦ Ἄργους, ὅπερ ἐστὶν ἡ Πελοπόννησος, καὶ νήσων πολλῶν,
οἷον Ῥοδίων, Αἰγινητῶν, Ἰθακησίων. φησὶ γοῦν καὶ Ὀδυσσεὺς πρὸς
Κύκλωπα· »λαοὶ δ' Ἀτρείδεω Ἀγαμέμνονός ἐσμεν». ἐκ πατέρων οὖν,
φασί, Πελοποννήσου καὶ νήσων ἀρχὴν εἰληφὼς οὐ χειροτονητὸς ἦν. Καὶ
ὅρα ὅτι νήσων μὲν πολλῶν τὸν Ἀγαμέμνονά φησιν ἄρχειν, Ἄργους δὲ
παντός. οὐκ ἄρα Μυκηναίων μόνων εἶναι ἄρχων δοκεῖ. τινὲς μέντοι
νήσους ἐνταῦθα κώμας τινὰς τοῦ Ἄργους ἐννέα φασί, χερσαίας μέν,
καλουμένας δὲ νήσους, καὶ ὑπὸ ἐξουσίαν οὔσας τῷ Ἀγαμέμνονι. καὶ
τοιαῦτα μὲν ταῦτα.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 405, l. 28

... (v. 498) Ἡ δὲ Θέσπια, ἣ πρὸς τῷ Ἑλικῶνι ἔκειτο νοτιωτέρα


αὐτοῦ, ἐκτείνει ἐνταῦθα τὴν παραλήγουσαν διὰ τὸ μέτρον· ἄλλως γὰρ ἐν
συστολῇ ἔχει αὐτήν. γράφεται δὲ κοινῶς διὰ τοῦ ι ἡ παραλήγουσα, ὡς τὸ
Λάμια, Ἰάμνια. Ἡρωδιανὸς δὲ ἐν τῇ καθόλου Προσῳδίᾳ τὴν ει δίφθογγον
χαρίζεται αὐτῇ. ὁ δὲ τὰ Ἐθνικὰ γράψας παρασημειοῦται, ὅτι θαῦμα, πῶς
τὸ
ἑνικὸν διὰ διφθόγγου γράφεται, ὡς ἐντεῦθεν διφορεῖσθαι μὲν τὰ ἑνικὰ
τῶν
234

Θεσπιῶν, τὰ δὲ πληθυντικὰ διὰ μόνου διχρόνου γράφεσθαι. λέγει δὲ ὁ


αὐτὸς τὰ
μὲν ἑνικὰ ταύτης προπαροξύνεσθαι· ἡ Θέσπια γὰρ καὶ τὰ ἑξῆς· τὰ δὲ
πληθυντικὰ
ὀξύνεσθαι· Θεσπιαί γὰρ καὶ τὰ ἑξῆς ὁμοίως. ταὐτὸ δὲ πάσχει καὶ ἡ
Πλάταια,
ὡς μετ' ὀλίγα ῥηθήσεται. ὅρα δὲ καὶ ὅτι ὥσπερ Ἀθήνη ἑνικῶς καὶ
πληθυντικῶς
καὶ Μυκήνη καὶ Κρήτη καὶ Θήβη, οὕτω καὶ ἡ πόλις αὕτη· Θέσπια γὰρ
καὶ
Θεσπιαὶ ἡ αὐτή. φησὶ δὲ ὁ τῶν Ἐθνικῶν συγγραφεὺς καί, ὅτι τὸ Θέσπια
καὶ ἐκτείνεται καὶ συστέλλεται παρὰ Κορίννῃ – σοφὴ δὲ τὴν ποίησιν ἡ
Κόριν-
να – καὶ ὅτι κτίσμα ἐστὶν ἡ Θέσπια Θεσπιάδου, κατὰ δέ τινας Θεσπίου,
υἱοῦ
Τεύθραντος τοῦ τοῦ Πανδίονος. ἱστορεῖται δὲ Θεσπιέα εἶναι τὸν
Νάρκισσον,
ὃς ἦν μὲν υἱὸς Κηφισσοῦ τοῦ ποταμοῦ καὶ Λειριοέσσης νύμφης. κάλλος
δὲ
ἔχων ἀμύθητον ἐπικύψας πηγῇ τινι καὶ τῆς ἑαυτοῦ σκιᾶς ἐρασθεὶς
ἔρριψεν
ἑαυτὸν ἐκεῖ καὶ ἐναπεπνίγη τῷ ἐνόπτρῳ ὕδατι. καὶ ἡ γῆ ἀνέδωκε φυτὸν
ὁμώνυμον τῷ νεανίᾳ. ἐν δὲ τοῖς Ἐθνικοῖς φέρεται καὶ Θεσσαλικὴ Θέσπια
καὶ Σαρδῴα.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 443, l. 5

νεῖται· ἐπὶ μέντοι μονοσυλλάβων μετατιθέασι τὸ σφήξ καὶ μήν, σφὰξ


λέγοντες
καὶ μάν. σεσημείωται, φησί, τὸ ἐσθάς ὀξυνόμενον καὶ διὰ τοῦ α
λεγόμενον παρὰ
Πινδάρῳ ἐν Πυθιονίκαις.] Τὰς δὲ Ἠϊόνας οὐχ' εὕρομεν πάνυ
περιλαλουμένας.
ἑνικῶς δὲ Ἠϊὼν λέγεται πόλις Χερρονησία παρὰ Θουκυδίδῃ. ἔστι δὲ καὶ
Στρυμονική. λέγεται δὲ καὶ ἑτέρα Ἠϊὼν Πιερική. ἰστέον δὲ ὅτι τὰ
παλαιὰ
Σχόλια καὶ τὰς Ὁμηρικὰς ταύτας Ἠϊόνας ἑνικῶς λεγομένας οἴδασιν, ὡς
δηλοῖ
ὁ εἰπών, ὅτι· ἡ δ' Ἠϊὼν οὐκ οἰκεῖται. τινὲς δὲ οἴονται αὐτὴν εἶναι τὴν
Καλαύ-
ριαν· φασὶ γάρ, ὅτι ἀοίκητός ἐστιν ἡ Ἠϊὼν νομιζομένη παρά τινων ἡ
Καλαύρια
235

νῆσος εἶναι, περὶ ἧς ἐν τοῖς τοῦ Περιηγητοῦ δηλοῦται. ὁ Στράβων δέ


φησιν,
ὅτι Ἠϊόνες κώμη τις, ἣν ἐρημώσαντες Μυκηναῖοι ἢ Ἀθηναῖοι
ναύσταθμον
ἐποιήσαντο. Ἐπίδαυρος δὲ θηλυκῶς μὲν λέγεται κατὰ τὸν τὰ Ἐθνικὰ
γράψαντα,
εἰπόντα, ὅτι τὸ «ἀμπελόεντα Ἐπίδαυρον» μετὰ ἀρσενικοῦ ἐπιθέτου
θηλυκόν
ἐστιν, ὡς καὶ τὸ «ψολόεντος ἐχίδνης» παρὰ Νικάνδρῳ καὶ τὸ
«ἠμαθόεντος
Πύλου» καὶ ὅσα τοιαῦτα. ἐκαλεῖτο δέ ποτε Λειμηρὴ διὰ διφθόγγου ὡς
λειμῶνας
ἔχουσα ἢ καὶ διὰ τοῦ ι ὡς πολυλίμενος κατὰ Ἀρτεμίδωρον, οἱονεὶ
λιμενηρά
τις οὖσα. ἔστι δέ, φασί, τοῦ Σαρωνικοῦ κόλπου. ἐκλήθη δὲ καὶ Μιλησία
καὶ
Αἱμηρὰ διὰ τὸ συχνὰ αἱμάσσεσθαι θύμασι τὸν ἐκεῖ βωμὸν τοῦ
Ἀσκληπιοῦ, ὃς κατ' ἐξαίρετον ἐτιμᾶτο· εἶτα Ἐπίταυρος ὠνομάσθη καὶ
ἐκεῖθεν Ἐπίδαυρος. κατὰ δὲ τὸν Γεωγράφον καὶ Ἐπίκαρον αὐτὴν οἴονταί
τινες, ὡς Καρῶν αὐτήν ποτε κατασχόντων.
Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 445, l. 30

Καταλόγῳ, ἐξ οὗ, φασί, καὶ πάντες Ἕλληνες Ἀργεῖοι, δι' οὓς ὦφλε δίκην
ἐξ ἐρήμης ὁ ποιητὴς ἀνδρὶ φθονερῷ. κατὰ γὰρ τὴν Ἡροδότου ἱστορίαν
Κλεισθέ-
νης, Σικυῶνος τύραννος, Ἀργείοις πολεμήσας ἔπαυσε τοὺς ῥαψῳδοὺς ἐν
Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι, τῶν Ὁμήρου, φησίν, ἐπῶν ἕνεκα, διότι Ἀργεῖοι καὶ
Ἄργος τὰ πολλὰ ἐν αὐτοῖς ὑμνοῦνται. δῆλον δὲ ὅτι οὐ μικροβασιλεὺς ὁ
Ἀγαμέμνων, ὃς καθάπερ ἄλλοις ἑτέρους τόπους, οὕτω καὶ τοῖς περὶ
Διομήδην
τὴν Ἀργείαν ἀπεχαρίσατο. λέγουσι δὲ οἱ παλαιοὶ ἐν τῷ τῶν Ἀργείων
τούτῳ
καταλόγῳ καί, ὅτι ἀκολούθως μετὰ Σαλαμῖνα ἐπὶ Πελοπόννησον ἧκεν ὁ
ποιη-
τής. ἐπεὶ δέ, φασί, τότε ἓξ ἦσαν ἐκεῖ δυναστεῖαι, ἐν μὲν τῷ πρὸς ἠῶ μέρει,
ἤτοι τῷ ἀνατολικῷ, δύο, ἐν δὲ τῷ πρὸς ἑσπέραν τέσσαρες, πρώτας τὰς
πρὸς ἠῶ
καταλέγει, τὴν Ἀργολικήν, ἤτοι τὴν τῶν Ἀργείων, καὶ τὴν Μυκηνίδα,
ἥτις
ἦν ὑπὸ τῷ Ἀγαμέμνονι. εἶτα Λακωνικὴν καὶ Πύλιον, εἶτα Ἠλείαν καὶ
Ἀρκα-
δικήν. ζητητέον δέ, τί δήποτε δηλοῖ τὸ «ἓξ ἦσαν δυναστεῖαι», ὡς
ἀνωτέρω
236

ἐγράφη, ἵνα μὴ διαφωνία τις ἐνταῦθα εἴη πρὸς Ἡρόδοτον εἰπόντα, ὅτι
οἰκεῖ
Πελοπόννησον ἔθνη ἑπτά. (v. 569 – 80) Ὅτι οἳ τὰς Μυκήνας εἶχον καὶ
Κόρινθον καὶ Κλεωνάς, Ὀρνειάς τε Ἀραιθυραίην τε καὶ Σικυῶνα,
Ὑπερησίην
τε καὶ Γονόεσσαν, Πελλήνην τε καὶ Αἴγιον, Αἰγιαλόν τ' ἀνὰ πάντα καὶ
Ἑλίκην,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 446, l. 2

Ἄργος τὰ πολλὰ ἐν αὐτοῖς ὑμνοῦνται. δῆλον δὲ ὅτι οὐ μικροβασιλεὺς ὁ


Ἀγαμέμνων, ὃς καθάπερ ἄλλοις ἑτέρους τόπους, οὕτω καὶ τοῖς περὶ
Διομήδην
τὴν Ἀργείαν ἀπεχαρίσατο. λέγουσι δὲ οἱ παλαιοὶ ἐν τῷ τῶν Ἀργείων
τούτῳ
καταλόγῳ καί, ὅτι ἀκολούθως μετὰ Σαλαμῖνα ἐπὶ Πελοπόννησον ἧκεν ὁ
ποιη-
τής. ἐπεὶ δέ, φασί, τότε ἓξ ἦσαν ἐκεῖ δυναστεῖαι, ἐν μὲν τῷ πρὸς ἠῶ μέρει,
ἤτοι τῷ ἀνατολικῷ, δύο, ἐν δὲ τῷ πρὸς ἑσπέραν τέσσαρες, πρώτας τὰς
πρὸς ἠῶ
καταλέγει, τὴν Ἀργολικήν, ἤτοι τὴν τῶν Ἀργείων, καὶ τὴν Μυκηνίδα,
ἥτις
ἦν ὑπὸ τῷ Ἀγαμέμνονι. εἶτα Λακωνικὴν καὶ Πύλιον, εἶτα Ἠλείαν καὶ
Ἀρκα-δικήν. ζητητέον δέ, τί δήποτε δηλοῖ τὸ «ἓξ ἦσαν δυναστεῖαι», ὡς
ἀνωτέρω ἐγράφη, ἵνα μὴ διαφωνία τις ἐνταῦθα εἴη πρὸς Ἡρόδοτον
εἰπόντα, ὅτι οἰκεῖ Πελοπόννησον ἔθνη ἑπτά. (v. 569 – 80) Ὅτι οἳ τὰς
Μυκήνας εἶχον καὶ Κόρινθον καὶ Κλεωνάς, Ὀρνειάς τε Ἀραιθυραίην τε
καὶ Σικυῶνα, Ὑπερησίην τε καὶ Γονόεσσαν, Πελλήνην τε καὶ Αἴγιον,
Αἰγιαλόν τ' ἀνὰ πάντα καὶ Ἑλίκην, ὑπὸ τῷ Ἀγαμέμνονι ἦσαν ἄρχοντι
νηῶν ἑκατόν. ἅμα τούτῳ, φησί, πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοὶ ἕποντο.
τοῦτο δὲ εἶπε διὰ τὰς ἑκατὸν νῆας, τάχα που καὶ τριήρεις οὔσας. ἐντεῦθεν
δὲ καὶ εὐρυκρείων δείκνυται εἶναι. ὅτε δὲ μάθωμεν, ὅτι καὶ τοῖς Ἀρκάσιν
ἑξήκοντα νῆας κενὰς ὁ αὐτὸς Ἀγαμέμνων δέδωκε, τότε πλεῖόν τι σεμνὸν
ἐπ' αὐτῷ γνωσόμεθα. Ἐνταῦθα δὲ σημείωσαι, ὅτι ταὐτὸν ἡγεῖται ὁ
ποιητὴς λέγειν «νῆες ἕποντο» καὶ «λαοὶ ἕποντο». εἶτα μὴ θέλων
ἀπεριλάλητον ἀφεῖναι τὸν γεραρώτατον εὐρυκρείοντα ἐπάγει·

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 446, l. 18

μάθωμεν, ὅτι καὶ τοῖς Ἀρκάσιν ἑξήκοντα νῆας κενὰς ὁ αὐτὸς Ἀγαμέμνων
δέδωκε, τότε πλεῖόν τι σεμνὸν ἐπ' αὐτῷ γνωσόμεθα. Ἐνταῦθα δὲ
237

σημείωσαι,
ὅτι ταὐτὸν ἡγεῖται ὁ ποιητὴς λέγειν «νῆες ἕποντο» καὶ «λαοὶ ἕποντο».
εἶτα μὴ
θέλων ἀπεριλάλητον ἀφεῖναι τὸν γεραρώτατον εὐρυκρείοντα ἐπάγει· «ἐν
δ'
αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκὸν κυδιόων, ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν,
οὕνεκ'
ἄριστος ἔην, πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς». Ἐγκώμια δὲ ταῦτα
βασιλέως,
βραχέα μὲν τῇ περιγραφῇ, πολυειδῆ δὲ τοῖς νοήμασιν. Ὅρα δὲ ὅτι τὸ
«πολὺ
πλείστους ἄγε λαούς» ἐκ τοῦ ἀνωτέρω ῥηθέντος παρῴδηται, ὅπερ ἦν τὸ
«ἅμα
τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοὶ ἕποντο». καὶ νῦν μὲν οὕτως ἐν
στενῷ τὸν
βασιλέα ἐπαινεῖ, προϊὼν δὲ πλατύτερον καὶ λαμπρότερον. εἰδέναι δὲ χρή,
ὅτι
ὅσα μὲν γνῶναι ἀπὸ συναναγνώσεως κοινῆς, Ἀγαμέμνων ὁ ῥηθεὶς τῶν
Μυκηνῶν
λέγεται βασιλεύς. οἱ δὲ παλαιοὶ εὑρεθῆναί φασιν ἐν πολλοῖς Ἀγαμέδοντα
λεγόμενον, ὥσπερ καὶ τὸν Ἀχιλλέα Ἀθηλέα καὶ τὸν Κάλχαντα Χάλκαντα.
καὶ ὁ Βελλεροφόντης δέ, φασίν, Ἐλλεροφόντης ἐν τοῖς Ζηνοδότου
εὕρηται, καὶ
ὁ Ὀδυσσεύς δέ που Ὀλυσσεύς καὶ ἡ Ὀδύσσεια Ὀλύσσεια καὶ ὁ Ἰκάριος
Ἰκάδιος. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. Ὁ δὲ ποιητὴς μετ' ἐπιθέτων προάγει
τινὰς
τῶν ῥηθεισῶν πόλεων, τὰς μὲν Μυκήνας εὐκτίμενον πτολίεθρον εἰπών,
τὴν δὲ
Κόρινθον ἀφνειόν, ὡς καὶ εἶναι ἀμφίβολον, εἴτε τὸν ἀφνειὸν Κόρινθον
χρὴ
εἰπεῖν ὁμωνύμως τῷ ἥρωϊ ἀφ' οὗ καλεῖται, εἴτε Ἀττικῶς καὶ Ἰωνικῶς τὴν
ἀφνειὸν Κόρινθον. τὰς δὲ Κλεωνὰς εὐκτιμένας λέγει, ἐρατεινὴν δὲ τὴν

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 446, l. 24

βραχέα μὲν τῇ περιγραφῇ, πολυειδῆ δὲ τοῖς νοήμασιν. Ὅρα δὲ ὅτι τὸ


«πολὺ
πλείστους ἄγε λαούς» ἐκ τοῦ ἀνωτέρω ῥηθέντος παρῴδηται, ὅπερ ἦν τὸ
«ἅμα
τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοὶ ἕποντο». καὶ νῦν μὲν οὕτως ἐν
στενῷ τὸν
βασιλέα ἐπαινεῖ, προϊὼν δὲ πλατύτερον καὶ λαμπρότερον. εἰδέναι δὲ χρή,
238

ὅτι
ὅσα μὲν γνῶναι ἀπὸ συναναγνώσεως κοινῆς, Ἀγαμέμνων ὁ ῥηθεὶς τῶν
Μυκηνῶν
λέγεται βασιλεύς. οἱ δὲ παλαιοὶ εὑρεθῆναί φασιν ἐν πολλοῖς Ἀγαμέδοντα
λεγόμενον, ὥσπερ καὶ τὸν Ἀχιλλέα Ἀθηλέα καὶ τὸν Κάλχαντα Χάλκαντα.
καὶ ὁ Βελλεροφόντης δέ, φασίν, Ἐλλεροφόντης ἐν τοῖς Ζηνοδότου
εὕρηται, καὶ
ὁ Ὀδυσσεύς δέ που Ὀλυσσεύς καὶ ἡ Ὀδύσσεια Ὀλύσσεια καὶ ὁ Ἰκάριος
Ἰκάδιος. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. Ὁ δὲ ποιητὴς μετ' ἐπιθέτων προάγει
τινὰς
τῶν ῥηθεισῶν πόλεων, τὰς μὲν Μυκήνας εὐκτίμενον πτολίεθρον εἰπών,
τὴν δὲ
Κόρινθον ἀφνειόν, ὡς καὶ εἶναι ἀμφίβολον, εἴτε τὸν ἀφνειὸν Κόρινθον
χρὴ
εἰπεῖν ὁμωνύμως τῷ ἥρωϊ ἀφ' οὗ καλεῖται, εἴτε Ἀττικῶς καὶ Ἰωνικῶς τὴν
ἀφνειὸν Κόρινθον. τὰς δὲ Κλεωνὰς εὐκτιμένας λέγει, ἐρατεινὴν δὲ τὴν
Ἀραι-
θυρέην, αἰπεινὴν δὲ τὴν Γονόεσσαν καὶ εὐρεῖαν τὴν Ἑλίκην. (v. 569)
Τούτων
δὲ ἡ μὲν Μυκήνη ἀπό τινος νύμφης, φασί, Λακωνικῆς ὠνομάσθη ἢ ἀπὸ
Μυκηνέως υἱοῦ Σπάρτωνος, ἀδελφοῦ Φορωνέως, ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ
ξίφους, ὃ
ἐφόρει Περσεύς, οὗ πεσόντος, φασί, κατὰ κέλευσιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἐκεῖ
ἔκτι-
σε. μύκης δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους· ἡ δὲ χρῆσις καὶ παρ'
Ἡροδότῳ ἐν τῷ «καὶ τοῦ κουλεοῦ τοῦ ξίφους ὁ μύκης ἀποπίπτει».
Πολυσήμαν-
τος δὲ ἡ τοῦ μύκητος λέξις, λεγομένη οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἐκ γῆς φυομένου
ἐδωδίμου

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 446, l. 29

λέγεται βασιλεύς. οἱ δὲ παλαιοὶ εὑρεθῆναί φασιν ἐν πολλοῖς Ἀγαμέδοντα


λεγόμενον, ὥσπερ καὶ τὸν Ἀχιλλέα Ἀθηλέα καὶ τὸν Κάλχαντα Χάλκαντα.
καὶ ὁ Βελλεροφόντης δέ, φασίν, Ἐλλεροφόντης ἐν τοῖς Ζηνοδότου
εὕρηται, καὶ
ὁ Ὀδυσσεύς δέ που Ὀλυσσεύς καὶ ἡ Ὀδύσσεια Ὀλύσσεια καὶ ὁ Ἰκάριος
Ἰκάδιος. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. Ὁ δὲ ποιητὴς μετ' ἐπιθέτων προάγει
τινὰς
τῶν ῥηθεισῶν πόλεων, τὰς μὲν Μυκήνας εὐκτίμενον πτολίεθρον εἰπών,
τὴν δὲ
Κόρινθον ἀφνειόν, ὡς καὶ εἶναι ἀμφίβολον, εἴτε τὸν ἀφνειὸν Κόρινθον
239

χρὴ
εἰπεῖν ὁμωνύμως τῷ ἥρωϊ ἀφ' οὗ καλεῖται, εἴτε Ἀττικῶς καὶ Ἰωνικῶς τὴν
ἀφνειὸν Κόρινθον. τὰς δὲ Κλεωνὰς εὐκτιμένας λέγει, ἐρατεινὴν δὲ τὴν
Ἀραι-
θυρέην, αἰπεινὴν δὲ τὴν Γονόεσσαν καὶ εὐρεῖαν τὴν Ἑλίκην. (v. 569)
Τούτων
δὲ ἡ μὲν Μυκήνη ἀπό τινος νύμφης, φασί, Λακωνικῆς ὠνομάσθη ἢ ἀπὸ
Μυκη-
νέως υἱοῦ Σπάρτωνος, ἀδελφοῦ Φορωνέως, ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους, ὃ
ἐφόρει Περσεύς, οὗ πεσόντος, φασί, κατὰ κέλευσιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἐκεῖ
ἔκτι-
σε. μύκης δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους· ἡ δὲ χρῆσις καὶ παρ'
Ἡροδότῳ ἐν τῷ «καὶ τοῦ κουλεοῦ τοῦ ξίφους ὁ μύκης ἀποπίπτει».
Πολυσήμαν-
τος δὲ ἡ τοῦ μύκητος λέξις, λεγομένη οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἐκ γῆς φυομένου
ἐδωδίμου
περιττώματος, ὃ δὴ ἀμανίτην φαμὲν κοινότερον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς μύξης,
ἥτις
ἀνθρακοειδὴς τῶν ἀναπτομένων ἐλλυχνίων προβέβληται, δηλοῦσα δέ, ὡς
εἴρηται, καὶ τὴν τοῦ ξίφους λαβήν, ἧς αἱ Μυκῆναι παρώνυμοι. κατὰ δέ
τινας
Μυκήνη ἀπὸ τοῦ μυκήσασθαι τὴν Ἰῶ, βοῦν ἐκεῖ γενομένην. Λέγεται δὲ
καὶ
ἑνικῶς Μυκήνη καὶ πληθυντικῶς. ὁ δὲ πολίτης αὐτῆς οὐ μόνον
Μυκηναῖος ἀλλὰ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 446, l. 30

λεγόμενον, ὥσπερ καὶ τὸν Ἀχιλλέα Ἀθηλέα καὶ τὸν Κάλχαντα Χάλκαντα.
καὶ ὁ Βελλεροφόντης δέ, φασίν, Ἐλλεροφόντης ἐν τοῖς Ζηνοδότου
εὕρηται, καὶ
ὁ Ὀδυσσεύς δέ που Ὀλυσσεύς καὶ ἡ Ὀδύσσεια Ὀλύσσεια καὶ ὁ Ἰκάριος
Ἰκάδιος. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. Ὁ δὲ ποιητὴς μετ' ἐπιθέτων προάγει
τινὰς
τῶν ῥηθεισῶν πόλεων, τὰς μὲν Μυκήνας εὐκτίμενον πτολίεθρον εἰπών,
τὴν δὲ
Κόρινθον ἀφνειόν, ὡς καὶ εἶναι ἀμφίβολον, εἴτε τὸν ἀφνειὸν Κόρινθον
χρὴ
εἰπεῖν ὁμωνύμως τῷ ἥρωϊ ἀφ' οὗ καλεῖται, εἴτε Ἀττικῶς καὶ Ἰωνικῶς τὴν
ἀφνειὸν Κόρινθον. τὰς δὲ Κλεωνὰς εὐκτιμένας λέγει, ἐρατεινὴν δὲ τὴν
Ἀραι-
θυρέην, αἰπεινὴν δὲ τὴν Γονόεσσαν καὶ εὐρεῖαν τὴν Ἑλίκην. (v. 569)
240

Τούτων
δὲ ἡ μὲν Μυκήνη ἀπό τινος νύμφης, φασί, Λακωνικῆς ὠνομάσθη ἢ ἀπὸ
Μυκη-
νέως υἱοῦ Σπάρτωνος, ἀδελφοῦ Φορωνέως, ἢ ἀπὸ μύκητος τοῦ ξίφους, ὃ
ἐφόρει Περσεύς, οὗ πεσόντος, φασί, κατὰ κέλευσιν Ἑρμοῦ τὴν πόλιν ἐκεῖ
ἔκτι-
σε. μύκης δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους· ἡ δὲ χρῆσις καὶ παρ'
Ἡροδότῳ ἐν τῷ «καὶ τοῦ κουλεοῦ τοῦ ξίφους ὁ μύκης ἀποπίπτει».
Πολυσήμαν-
τος δὲ ἡ τοῦ μύκητος λέξις, λεγομένη οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἐκ γῆς φυομένου
ἐδωδίμου περιττώματος, ὃ δὴ ἀμανίτην φαμὲν κοινότερον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ
τῆς μύξης, ἥτις ἀνθρακοειδὴς τῶν ἀναπτομένων ἐλλυχνίων
προβέβληται, δηλοῦσα δέ, ὡς εἴρηται, καὶ τὴν τοῦ ξίφους λαβήν, ἧς αἱ
Μυκῆναι παρώνυμοι. κατὰ δέ τινας Μυκήνη ἀπὸ τοῦ μυκήσασθαι τὴν
Ἰῶ, βοῦν ἐκεῖ γενομένην. Λέγεται δὲ καὶ ἑνικῶς Μυκήνη καὶ
πληθυντικῶς. ὁ δὲ πολίτης αὐτῆς οὐ μόνον Μυκηναῖος
καὶ Μυκηνεὺς κατὰ τὸν τὰ Ἐθνικὰ γράψαντα. Ἐταπεινώθησαν δέ, φησί,
μετὰ τὰ Τρωϊκὰ αἱ Μυκῆναι . καὶ οἱ τὸ Ἄργος ἔχοντες εἶχον καὶ
Μυκήνας συντελούσας
εἰς ἕν. χρόνοις δ' ὕστερον κατεσκάφησαν ὑπ' Ἀργείων, ὡς μηδ' ἴχνος
εὑρίσκε-
σθαι τῆς Μυκηναίων πόλεως. καί πως ἔοικεν ἡ ποιητικὴ μαντικὴ τοῦτο
προειπεῖν διὰ τῆς Ἥρας, ἥτις φιλτάτην, ὥς πού φησι παρ' Ὁμήρῳ, τὴν
Μυκήνην ἔχουσα, ὅμως ἀφίησι πορθηθῆναι τῷ Διΐ, ὅτε ἐκεῖνος
βούλοιτο.
οὔκουν ζητητέον ἄρτι τὰς Μυκήνας· ὁ χρόνος γὰρ κατὰ τὸν Γεωγράφον
τῶν
Ὁμήρου ἠμαύρωκε τὰ πολλά, λέγοντος οὐ τὰ νῦν ἀλλὰ τὰ ἀρχαῖα.
Φέρεται δὲ
ἱστορία καί, ὅτι Μυκήνας Περσεὺς μὲν ἔκτισε, διεδέξατο δὲ Σθένελος,
εἶτα Εὐρυσθεὺς Περσείδης καὶ αὐτὸς ὤν. ἐπεὶ δὲ συμβαλὼν Ἀθηναίοις
τελευτᾷ,
προϊστῶσι κατά τι λόγιον Ἀτρέα, αὐτόθι διάγοντα μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ
Θυέστου
ἐπὶ τῷ φόνῳ Χρυσίππου. εὐδαιμονήσασα δὲ τὸ παλαιὸν ὕστερον
ἐδυσπράγησε.
μετὰ γὰρ τὴν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίαν Ἀργεῖοι καὶ Κλεωναῖοι ἐπελθόντες
καὶ
Τεγεᾶται ἄρδην αὐτὰς καθεῖλον καὶ τὴν γῆν διενείμαντο. (v. 570) Ἡ
Κόρινθος
δὲ πόλις περιώνυμος καὶ πολλῶν αἰτία λόγων τοῖς πάλαι σοφοῖς, ἐν οἷς
ἐστι καὶ
Πίνδαρος, ἔσω τοῦ ἐν Πελοποννήσῳ ἰσθμοῦ κειμένη. ἐκαλεῖτο δέ, φασί,
241

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 488, l. 25

δης ἠΰς τε μέγας τε ἐκ Ῥόδου ἐννέα νῆας ἦγε Ῥοδίων ἀγερώχων, οἳ


Ῥόδον
ἀμφενέμοντο διατρίχα κοσμηθέντες Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ ἀργινόεντα
Κάμι-
ρον». εἶτα ἐπαναλαβὼν λέγει· «τούτων Τληπόλεμος δουρὶ κλυτὸς
ἡγεμόνευεν».
ἐπανέλαβε δὲ ὁ ποιητὴς οὐ μόνον, ἵνα εὐθὺς ἱστορίαν παραπλέξῃ σαφῶς
καὶ
εὐφυῶς τὴν ῥηθησομένην, ἀλλὰ καὶ ἵνα ἐφερμηνεύσῃ τὸ «Τληπόλεμος
ἄγε νῆας
Ῥοδίων», ὅτι ταὐτόν ἐστι τῷ «ἡγεμὼν ἦν τῶν Ῥοδίων». οὐ γὰρ ἁπλῶς
πᾶς ὁ
νῆάς τινων ἄγων ἤδη καὶ ἡγεμονεύει ἐκείνων ὡς βασιλεύς. οὕτω δὲ καὶ
τὸ «οἳ
Ῥόδον ἀμφενέμοντο» ἐφερμηνευτικόν ἐστι τοῦ «ἐκ Ῥόδου ἐννέα νῆας
ἦγε
Ῥοδίων», ἵνα δείξῃ σαφῶς, ὅτι οἱ ἐκ Ῥόδου νῆας Ῥοδίων ἄγοντες οὗτοι
καὶ
Ῥόδιοι ἦσαν. ἄλλως γὰρ οὐκ ἦν τοῦτο πάνυ σαφές, ἐπεί τοι καὶ οἱ
Ἀρκάδες ἐκ
Μυκήνης, τῆς ὑπὸ τὸν Ἀγαμέμνονα, νῆας Μυκηναίων ἄγοντες, ὅμως
οὐκ ἦσαν Μυκηναῖοι. (v. 654) Περὶ δὲ Ῥόδου ζήτει καὶ ἐν τοῖς τοῦ
Περιηγη-
τοῦ, εἰ δὲ βούλει, καὶ ἐν τοῖς τοῦ Πλουτάρχου· πάνυ γὰρ καὶ αὐτὸς τοὺς
Ῥοδίους ἐξαίρει. ὁμοίως καὶ Πίνδαρος. ἦν δὲ καὶ Αἰγυπτία Ῥόδος κατὰ
Ἡρό-
δοτον, ὥσπερ καὶ Χίος. φησὶ γοῦν ἐκεῖνος οὕτως· «εὐδαιμονῆσαι λέγεται
Αἴγυπτος ἐπὶ Ἀμάσιος μάλιστα καὶ πόλεις γενέσθαι τότε πάσας δισμυρίας
τὰς οἰκουμένας, ἐν αἷς καὶ Ἰώνων μὲν Χίος, Τέως, Φώκαια, Κλαζομεναί,
Δωριέων

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 488, l. 26

ἀμφενέμοντο διατρίχα κοσμηθέντες Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ ἀργινόεντα


Κάμι-
ρον». εἶτα ἐπαναλαβὼν λέγει· «τούτων Τληπόλεμος δουρὶ κλυτὸς
ἡγεμόνευεν».
ἐπανέλαβε δὲ ὁ ποιητὴς οὐ μόνον, ἵνα εὐθὺς ἱστορίαν παραπλέξῃ σαφῶς
καὶ
242

εὐφυῶς τὴν ῥηθησομένην, ἀλλὰ καὶ ἵνα ἐφερμηνεύσῃ τὸ «Τληπόλεμος


ἄγε νῆας
Ῥοδίων», ὅτι ταὐτόν ἐστι τῷ «ἡγεμὼν ἦν τῶν Ῥοδίων». οὐ γὰρ ἁπλῶς
πᾶς ὁ
νῆάς τινων ἄγων ἤδη καὶ ἡγεμονεύει ἐκείνων ὡς βασιλεύς. οὕτω δὲ καὶ
τὸ «οἳ
Ῥόδον ἀμφενέμοντο» ἐφερμηνευτικόν ἐστι τοῦ «ἐκ Ῥόδου ἐννέα νῆας
ἦγε
Ῥοδίων», ἵνα δείξῃ σαφῶς, ὅτι οἱ ἐκ Ῥόδου νῆας Ῥοδίων ἄγοντες οὗτοι
καὶ
Ῥόδιοι ἦσαν. ἄλλως γὰρ οὐκ ἦν τοῦτο πάνυ σαφές, ἐπεί τοι καὶ οἱ
Ἀρκάδες ἐκ
Μυκήνης, τῆς ὑπὸ τὸν Ἀγαμέμνονα, νῆας Μυκηναίων ἄγοντες, ὅμως
οὐκ ἦσαν Μυκηναῖοι. (v. 654) Περὶ δὲ Ῥόδου ζήτει καὶ ἐν τοῖς τοῦ
Περιηγη-
τοῦ, εἰ δὲ βούλει, καὶ ἐν τοῖς τοῦ Πλουτάρχου· πάνυ γὰρ καὶ αὐτὸς τοὺς
Ῥοδίους ἐξαίρει. ὁμοίως καὶ Πίνδαρος. ἦν δὲ καὶ Αἰγυπτία Ῥόδος κατὰ
Ἡρό-
δοτον, ὥσπερ καὶ Χίος. φησὶ γοῦν ἐκεῖνος οὕτως· «εὐδαιμονῆσαι λέγεται
Αἴγυπτος ἐπὶ Ἀμάσιος μάλιστα καὶ πόλεις γενέσθαι τότε πάσας δισμυρίας
τὰς
οἰκουμένας, ἐν αἷς καὶ Ἰώνων μὲν Χίος, Τέως, Φώκαια, Κλαζομεναί,
Δωριέων
δὲ Ῥόδος, Κνίδος καὶ ἄλλαι τινές». (v. 653) Ἠῢς δὲ ὁ ἀγαθός, ἐξ οὗ κατὰ
Ἡρόδωρον καὶ Ἀπίωνα καὶ ὁ ἐνηής, ἢ καὶ ἄλλως ὁ πλατύς. καὶ ῥηθήσεται
ἀλλαχοῦ, ὅπως γίνεται. (v. 654) Ἀγέρωχοι δὲ οἱ ἄγαν γέρας ἔχοντες, ἵνα

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 699, l. 2

εἰς ἄκραν ἀπήνειαν, δι' ἣν ὠμὸν ἂν φάγοι τὸν Πρίαμον καὶ τοὺς περὶ
αὐτόν.
(v. 36) Ὅρα δὲ καὶ τὸ «χόλον ἐξακέσαιο». νόσος μὲν γὰρ οἷον τὸ
χολοῦσθαι,
τὸ δὲ παύσασθαι τοῦ χόλου ἀκέσασθαί ἐστι. (v. 35) Τοῦ δὲ βεβρώθοις τὸ
θέμα
βεβρώθω, γενόμενον κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τοῦ βρῶ, καθὰ ἐκ τοῦ
κλῶ
τὸ κλώθω. (v. 39) Ὅτι τὸ «ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν» ἀντὶ τοῦ ἐπιτυχῶς
θὲς εἰς
νοῦν. δῆλον δέ, ὡς διαφέρει τὸ βαλέσθαι τοῦ βαλεῖν. (v. 39 – 54) Ὅτι
ἀντιπαρα-
243

χωροῦσιν ἀλλήλοις βιωτικώτερον θελημάτων τινῶν Ζεύς τε καὶ Ἥρα, ἵνα


μὴ
τὴν συζυγίαν τῇ φιλονεικίᾳ διϊστῶσι. ῥητορικωτάτη δὲ ἡ σκευωρία τοῦ
λόγου.
ὁ μὲν γὰρ Τροίαν, ἣν μίαν, ὥς φησιν, ἔχει, χαρίζεται, ἡ δὲ ἀντὶ μιᾶς τρεῖς
αὐτῷ
προΐεται. δοκεῖ δὲ ἐνταῦθα μαντικώτερον παραλαλεῖν ὁ ποιητὴς τὴν τῆς
Μυκήνης ἀπώλειαν, ἣν ἐκ τῶν ῥηθεισῶν τριῶν κακῶς παθοῦσαν καὶ
Ἀριστοτέ-
λης ἱστόρησε. Φέρεται δὲ ἱστορία καί, ὅτι Περσεὺς μὲν αὐτὰς ἔκτισεν,
ἐταπεινώ-
θησαν δὲ μετὰ τὰ Τρωϊκά, ὕστερον δὲ κατεσκάφησαν ὑπὸ Ἀργείων, ὡς
μηδὲ
ἴχνος, φασί, Μυκήνης εὑρίσκεσθαι. Ἔχει δ' ὁ τόπος οὗτος καὶ αὔξησιν
χαρίτων.
Ζεὺς μὲν γὰρ οὐχ' ἁπλῶς πόλιν προϊέσθαι λέγει, ἀλλ' ἣν ἐτίμα πασῶν
μάλιστα
πόλεων τῶν ὑπ' οὐρανόν, προσθεὶς καὶ αἰτίαν τὸ αὐτόθι ἐνδελεχὲς τῶν
θυσιῶν.
Ἥρα δέ φησι καὶ αὐτή, ὅτι οὐ τῶν τυχόντων ὑπεξίσταμαί σοι, ἀλλὰ τῶν
φιλτάτων. Σημείωσαι δέ, ὅτι ψεύδεται ὁ Ζεὺς ἐνταῦθα φανερῶς, νόμῳ
ῥητορικῷ αὔξων τὴν χάριν. ὅτι γὰρ οὐχ' οὕτως ἐκθύμως τὴν Τροίαν
φιλεῖ, δηλοῖ ὁ Ποσειδὼν ἐν τῷ· «ἤδη γὰρ Πριάμου γενεὴν ἤχθηρε
Κρονίων». καὶ εἰκότως· ἐπιώρκησαν γάρ. (v. 40 – 9) Φράζει δ' ἐν τούτοις
ὁ ποιητὴς οὕτω·

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 767, l. 1


Εὐριπίδης ἐπὶ ἐπαίνῳ τὸ «περισσὸς ὢν ἀνήρ», ἀντὶ τοῦ μέγας, πολύς. καὶ
οὕτω μὲν ὡς ἐπὶ πολύ. Λαμβάνεται δέ ποτε τὸ περιττὸν καὶ οὐκ ἐπὶ
ἐπαίνου,
ὡς καὶ ἐν τῷ «τὸ γὰρ περισσὰ πράττειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα». [καὶ ἐν τῷ
«τὰ
γὰρ περισσὰ κἀνόνητα σώματα».] καὶ εἴη ἂν πρός γε τὸ τοιοῦτον
περιττὸν
ἐπαινετὸν μάλιστα τὸ ἀπέριττον. (v. 376 – 81) Ὅτι εὐμηχάνως καὶ
ἐνταῦθα
παρεισοδιάζει ὁ ποιητὴς πλατεῖαν Ἑλληνικὴν ἱστορίαν περὶ τοῦ
ᾀδομένου
Θηβαϊκοῦ πολέμου ἐν τῷ τὸν βασιλέα κατασμικρύνειν μὲν τὸν Διομήδην,
ἐξαίρειν δὲ τὸν ἐκείνου πατέρα ὡς καὶ θαρσαλέον καὶ ἀνδρεῖον, ὅπερ
βαρύ ἐστι.
μέγα γὰρ κακὸν υἱῷ πατρὸς ἀγαθοῦ τὸ μὴ πατρῴζειν. Φησὶ γοῦν ὁ
244

βασιλεύς,
ὅτι τε οὐκ ἦν πτοιαλέος ὁ Τυδεύς, ὡς ὁ Διομήδης, καθὰ προσεχῶς
ἐγράφη, καὶ
ὅτι ἄτερ μὲν πολέμου εἰσῆλθε Μυκήνας ὁ Τυδεὺς ξεῖνος ἅμ' ἀντιθέῳ
Πολυνείκεϊ
λαὸν ἀγείρων κατὰ Ἐτεοκλέους καὶ Θηβαίων καὶ ζητῶν ἐπικούρους, ὅτε
Θυέστης μέν, ὁ τότε ἐπιτροπεύων κατὰ τοὺς παλαιοὺς Ἀγαμέμνονος, ὡς
καὶ
ἐν τῇ βʹ ῥαψῳδίᾳ γέγραπται, ἔτι δὲ καὶ οἱ Μυκηναῖοι ἤθελον δοῦναι, ὁ
Ζεὺς δὲ, ἔτι δὲ καὶ οἱ Μυκηναῖοι ἤθελον δοῦναι, ὁ Ζεὺς δὲ
ἐκώλυσε. Καὶ σημείωσαι, ὅτι ἀπολογία τρόπον τινὰ ταῦτα τῷ βασιλεῖ
πρὸς τὸν Διομήδην, ὃς εἴποι ἂν μὴ ἀναγκαῖος ὀφειλέτης εἶναι συμμαχίας
τῷ βασιλεῖ,
ὅτι μηδ' αὐτὸς Τυδεῖ τῷ πατρὶ πάλαι ποτὲ δεομένῳ συνήρατο. φησὶν οὖν

βασιλεὺς ὑπὲρ μὲν ἑαυτοῦ, ὅτι οὐκ οἶδεν αὐτὸς τὸν Τυδέα ὡς νεώτατος
ὢν τότε,
ὑπὲρ δὲ τοῦ ῥηθέντος ἐπιτρόπου καὶ τῶν συμπολιτῶν, ὅτι ἐκείνους
θέλοντας
συμμαχῆσαι διεκώλυσε τὸ δαιμόνιον, ᾧ πείθεσθαι δεῖ. Φησὶ γάρ, ὅτι «οἳ
δ' ἔθε-
λον δοῦναι καὶ ἐπῄνεον, ὡς ἐκέλευον» καὶ ἑξῆς. ἔνθα σημείωσαι τὸ «οἳ
δέ».
Μυκήνας γὰρ εἰπὼν ἐπάγει τὸ «οἳ δέ», ὡς ταὐτὸν ὂν Μυκήνας καὶ
Μυκηναίους
εἰπεῖν. πόλις γὰρ οἱ πολῖταί εἰσι κατὰ τὸ «οὐδέν ἐστιν οὔτε πόλις οὔτε
ναῦς
ἔρημος ἀνδρῶν μὴ συνοικούντων ἔσω». διὸ καὶ ἐν τῇ αʹ ῥαψῳδίᾳ ἀντὶ
τοῦ εἰπεῖν
»ὅτε δὲ ἡ ναῦς ἐνελιμενίσθη» ἔφη· «οἳ δ' ὅτε δὴ λιμένος ἐντὸς ἵκοντο»,
ἤγουν οἱ
περὶ τὴν νῆα, ὡς ταὐτὸν ὂν εἰπεῖν ἡ ναῦς καὶ οἱ τῆς νέως. ἴσως δὲ καὶ διὰ
τὸ πάντῃ φανερὸν ἐσίγησε καὶ τοὺς Μυκηναίους καὶ τοὺς ναύτας, ὡς καὶ
ἐν τῷ «τήν ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων». οὐ γὰρ λέγει τίνες ἀπηύρων τὴν
Βρισηΐδα, ὡς δή-λων καὶ αὐτῶν ὄντων. Ἰστέον δέ, ὅτι τοῦ τὸν Οἰδίποδα
κατὰ τῶν ῥηθέντων αὐτοῦ δύο παίδων ἀγανακτῆσαι καὶ ἐπαράσασθαι
διαλαχεῖν αἵματι καὶ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 767, l. 17

ὅτι μηδ' αὐτὸς Τυδεῖ τῷ πατρὶ πάλαι ποτὲ δεομένῳ συνήρατο. φησὶν οὖν

βασιλεὺς ὑπὲρ μὲν ἑαυτοῦ, ὅτι οὐκ οἶδεν αὐτὸς τὸν Τυδέα ὡς νεώτατος
245

ὢν τότε,
ὑπὲρ δὲ τοῦ ῥηθέντος ἐπιτρόπου καὶ τῶν συμπολιτῶν, ὅτι ἐκείνους
θέλοντας
συμμαχῆσαι διεκώλυσε τὸ δαιμόνιον, ᾧ πείθεσθαι δεῖ. Φησὶ γάρ, ὅτι «οἳ
δ' ἔθε-
λον δοῦναι καὶ ἐπῄνεον, ὡς ἐκέλευον» καὶ ἑξῆς. ἔνθα σημείωσαι τὸ «οἳ
δέ».
Μυκήνας γὰρ εἰπὼν ἐπάγει τὸ «οἳ δέ», ὡς ταὐτὸν ὂν Μυκήνας καὶ
Μυκηναίους
εἰπεῖν. πόλις γὰρ οἱ πολῖταί εἰσι κατὰ τὸ «οὐδέν ἐστιν οὔτε πόλις οὔτε
ναῦς
ἔρημος ἀνδρῶν μὴ συνοικούντων ἔσω». διὸ καὶ ἐν τῇ αʹ ῥαψῳδίᾳ ἀντὶ
τοῦ εἰπεῖν
»ὅτε δὲ ἡ ναῦς ἐνελιμενίσθη» ἔφη· «οἳ δ' ὅτε δὴ λιμένος ἐντὸς ἵκοντο»,
ἤγουν οἱ
περὶ τὴν νῆα, ὡς ταὐτὸν ὂν εἰπεῖν ἡ ναῦς καὶ οἱ τῆς νέως. ἴσως δὲ καὶ διὰ
τὸ
πάντῃ φανερὸν ἐσίγησε καὶ τοὺς Μυκηναίους καὶ τοὺς ναύτας, ὡς καὶ ἐν
τῷ «τήν
ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων». οὐ γὰρ λέγει τίνες ἀπηύρων τὴν Βρισηΐδα,
ὡς δή-
λων καὶ αὐτῶν ὄντων. Ἰστέον δέ, ὅτι τοῦ τὸν Οἰδίποδα κατὰ τῶν
ῥηθέντων
αὐτοῦ δύο παίδων ἀγανακτῆσαι καὶ ἐπαράσασθαι διαλαχεῖν αἵματι καὶ
σιδήρῳ
τὴν βασιλείαν, ἀφ' ἧς αἰτίας ὁ Θηβαϊκὸς ἐξήφθη πόλεμος, ἄλλοι μὲν
ἄλλας
αἰτίας ἀποδεδώκασιν, ἐν αἷς καὶ μοῖρά τις κρεῶν παραδέδοται τὸν πατέρα
λυπήσασα καὶ τὸ μὴ προστῆναι δὲ αὐτοῦ ἐξωθουμένου τῆς πατρίδος.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 768, l. 2

θυγατέρας καὶ ἰδὼν ἱκετεύσαντας εἰς αὐτόν, Τυδέα μὲν συὸς ἐναπτόμενον
δέρας, Πολυνείκην δὲ λέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικός, κατὰ τὴν τραγῳδίαν
εἰπεῖν,
συνέβαλεν ἐπ' αὐτοῖς τὸν χρησμὸν καὶ ἔδωκε Τυδεῖ μὲν Δηϊπύλην, ἐξ ὧν
Διομήδης, Ἀργείαν δὲ Πολυνείκει. Ἕτεροι δὲ παράσημα εἶναι τοῖς ἥρωσι
τούτοις φασὶν ἐν ταῖς ἀσπίσι λέοντα καὶ κάπρον, ἐξ ὧν τὸν Ἄδραστον
ἐναχθέντα
εἰς τὸν νοῦν τοῦ χρησμοῦ συζεῦξαι τοῖς ξένοις τὰς θυγατέρας. εἰσὶ δέ, οἳ
καὶ
φιλονεικῆσαι αὐτοὺς οἴονται περὶ τῆς ξενίας ἐν τῷ τοῦ Ἀδράστου οἴκῳ
καὶ τὴν
246

μάχην εἰκασθῆναι τοῦ μὲν εἰς λέοντος ὀργήν, τοῦ δὲ εἰς ὁρμὴν συός. καὶ
οὕτω
ἐπιγαμβρεῦσαι αὐτοὺς τῷ βασιλεῖ, ἐφ' ᾧ φυγάδας ὄντας καταγαγεῖν εἰς
τὰ
οἰκεῖα. (v. 377) Ἔτι ἰστέον καί, ὅτι τὸ ξεῖνος διασαφητικόν ἐστι τοῦ ἄτερ
πολέμου, ἵνα μὴ νοοῖτο κατ' ἐμπορίαν ἢ ἐκ παρόδου ὁ Τυδεὺς εἰς
Μυκήνας
ἐλθεῖν, ἀλλὰ διὰ πρεσβείαν, ἧς χάριν ἐπεξενώθη ἐκεῖ, καὶ ὅτι μέση λέξις

ξεῖνος. Λέγεται γὰρ οὕτω καὶ ὁ δεχόμενός τινα εἰς ξενίαν καὶ ὁ δεχθείς,
ὥσπερ
καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ ἱκέτης ὁ ἱκετεύσας τε καὶ ἱκετευθείς. περὶ μέντοι τῶν ἐκ
τούτων συνθέτων, τί δήποτε σημαίνουσι, προδεδήλωται, ἤγουν ὅτι
πρόξενος
μὲν ὁ ὑπὸ πόλεως ἠξιωμένος ἐν τῇ σφετέρᾳ προΐστασθαι ξένων, οἷος ὁ
Ἀντήνωρ
ἐν τοῖς Τρωσὶ καὶ ὁποῖοι οἱ βασιλικοὶ διοικηταί. ἀπ' αὐτοῦ δὲ κατὰ
μεταφορὰν
καὶ ὁ καλοῦ τινος ἢ κακοῦ αἴτιος οὕτω λέγεται, οἷον ἀπωλείας πρόξενος

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 769, l. 1

τισὶν ἐπιχώριος, ὡς Ἀτρεὺς Φρυξὶ καὶ Τεῦκρος Τρωσίν. ἀπὸ γὰρ


προγόνων
Φρὺξ μὲν ὁ Πελοποννήσιος Ἀτρεύς, Τρωϊκὸς δὲ Τεῦκρος ὁ Σαλαμίνιος.
δορύξενος δὲ ὁ πολέμου χάριν ἢ ἐκ πολέμου φιλιωθείς, ὡς Γλαῦκος καὶ
Διομήδης.
(v. 380) Τὸ δὲ ἐπῄνεον ἀντὶ τοῦ συνῄνουν, συγκατετίθεντο. πολλαχοῦ δὲ
παρά τε
ἄλλοις καὶ παρὰ τῷ ποιητῇ ἐπὶ τοιούτου σημαινομένου τίθεται τὸ
ἐπαινεῖν, [ὡς
δηλοῖ καὶ τὸ «ἐπὶ δ' αἰνεῖτον βασιλῆες» ἐν Ὀδυσσείᾳ. Δῆλον δέ, ὡς ὁ μὴ
οὕτως
ἐπαινῶν ἀπηνὴς ἂν εἴη καὶ κρατερὸς κατὰ τὸ «ἀπηνέα τε κρατερόν τε».
ἔστι δὲ
καὶ ἄλλως ἀπηνὴς κατὰ τὸν Κωμικὸν ὁ ἄπο αἴνου, ὡς ἐν ταῖς Νεφέλαις
φαίνεται. ὁ τοιοῦτος δὲ ἀντικεῖσθαι δοκεῖ τῷ ἐπαινετῷ. ὁ δέ γε
προειρημένος
ἀπηνὴς λέγοιτο ἂν καὶ ἀπηλεγής, ὃς ἀπηλεγέως ἀποείποι ἂν, ὡς μὴ
ἐπαινῶν
δηλαδή, τουτέστι συγκατατιθέμενος.] Ὅτι Τυδέως Μυκήνας
εἰσελθόντος, ὡς
ἐρρέθη, καὶ λαὸν ἀγείροντος «οἵ ῥα τότ' ἐστρατόωντο ἱερὰ πρὸς τείχεα
247

Θήβης» ἐπικουρίας δεόμενοι, Μυκηναῖοι μὲν ἤθελον δοῦναι καὶ


ἐπῄνεον, καθὰ
καὶ αὐτὸ εἴρηται, «ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων». (v. 382
– 400)
Εἶτα πλατύνων τὴν ἱστορίαν φησί· «οἳ δ' ἐπεὶ οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ
ἐγένοντο,
Ἀσωπὸν δ' ἵκοντο βαθύσχοινον, λεχεποίην, ἔνθ' αὖτ' ἀγγελίην ἐπὶ Τυδῆ
στεῖλαν Ἀχαιοί», τουτέστιν ἐπὶ ἀγγελίαν ἔπεμψαν τὸν Τυδέα, ὃ καὶ
Ἀχαιοὶ ἐν
Τροίᾳ ἐποίησαν, ὡς προϊστόρηται, στείλαντες ἐκεῖ Ὀδυσσέα καὶ
Μενέλαον.
»αὐτὰρ ὃ βῆ, πολέας δὲ κιχήσατο Καδμείωνας δαινυμένους» κατὰ τὸ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 769, l. 3

δορύξενος δὲ ὁ πολέμου χάριν ἢ ἐκ πολέμου φιλιωθείς, ὡς Γλαῦκος καὶ


Διομήδης.
(v. 380) Τὸ δὲ ἐπῄνεον ἀντὶ τοῦ συνῄνουν, συγκατετίθεντο. πολλαχοῦ δὲ
παρά τε
ἄλλοις καὶ παρὰ τῷ ποιητῇ ἐπὶ τοιούτου σημαινομένου τίθεται τὸ
ἐπαινεῖν, [ὡς
δηλοῖ καὶ τὸ «ἐπὶ δ' αἰνεῖτον βασιλῆες» ἐν Ὀδυσσείᾳ. Δῆλον δέ, ὡς ὁ μὴ
οὕτως
ἐπαινῶν ἀπηνὴς ἂν εἴη καὶ κρατερὸς κατὰ τὸ «ἀπηνέα τε κρατερόν τε».
ἔστι δὲ
καὶ ἄλλως ἀπηνὴς κατὰ τὸν Κωμικὸν ὁ ἄπο αἴνου, ὡς ἐν ταῖς Νεφέλαις
φαίνεται. ὁ τοιοῦτος δὲ ἀντικεῖσθαι δοκεῖ τῷ ἐπαινετῷ. ὁ δέ γε
προειρημένος
ἀπηνὴς λέγοιτο ἂν καὶ ἀπηλεγής, ὃς ἀπηλεγέως ἀποείποι ἂν, ὡς μὴ
ἐπαινῶν
δηλαδή, τουτέστι συγκατατιθέμενος.] Ὅτι Τυδέως Μυκήνας
εἰσελθόντος, ὡς
ἐρρέθη, καὶ λαὸν ἀγείροντος «οἵ ῥα τότ' ἐστρατόωντο ἱερὰ πρὸς τείχεα
Θήβης» ἐπικουρίας δεόμενοι, Μυκηναῖοι μὲν ἤθελον δοῦναι καὶ
ἐπῄνεον, καθὰ
καὶ αὐτὸ εἴρηται, «ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων». (v. 382
– 400)
Εἶτα πλατύνων τὴν ἱστορίαν φησί· «οἳ δ' ἐπεὶ οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ
ἐγένοντο,
Ἀσωπὸν δ' ἵκοντο βαθύσχοινον, λεχεποίην, ἔνθ' αὖτ' ἀγγελίην ἐπὶ Τυδῆ
στεῖλαν Ἀχαιοί», τουτέστιν ἐπὶ ἀγγελίαν ἔπεμψαν τὸν Τυδέα, ὃ καὶ
Ἀχαιοὶ ἐν
248

Τροίᾳ ἐποίησαν, ὡς προϊστόρηται, στείλαντες ἐκεῖ Ὀδυσσέα καὶ


Μενέλαον.
»αὐτὰρ ὃ βῆ, πολέας δὲ κιχήσατο Καδμείωνας δαινυμένους» κατὰ τὸ
βασιλικὸν
δῶμα. «ἔνθ' οὐδὲ ξεῖνός περ ἐὼν ἱππηλάτα Τυδεὺς τάρβει μοῦνος ἐὼν
πολέσιν μετὰ Καδμείωσιν·

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. olume 1, page 769, l. 33

σιγᾷ οὐδὲν ἀμειψάμενος, μὴ καὶ βεβαιώσῃ ἔργοις αὐτοῖς τὸ λάλος εἶναι.


ἐν
τοῖς ἑξῆς δὲ διαδείξας τὴν ἐν αὐτῷ ἀνδρίαν ταμιεύσεται ἀντειπεῖν τῷ
βασιλεῖ
κρατερῶς, ὅτε ἀγεννῶς ἴδῃ ἐκεῖνον διατιθέμενον. φιλομαθὴς δὲ καὶ
μνήμων ὁ
βασιλεύς, ἐν οἷς εἶπε, φαίνεται, οὕτως ἀκριβῶς μεμνημένος παλαιᾶς
πράξεως,
ὡς καὶ ὀνόματα ἐκτιθέναι λοχαγῶν καὶ ποσότητα τῶν ἐν τῷ λόχῳ
πεσόντων, καὶ
τίς ποτε ἦν ὁ ἐκεῖθεν διασωθείς· φιλοῖτο δ' ἂν μάλιστα τῷ Διομήδει ὡς
οὕτω
τὴν τοῦ πατρὸς Τυδέως ἀριστείαν ἐς ψυχὴν ἐπιμελῶς μνήμης χάριν
ἀπογραψά-
μενος, εἰ καὶ ἄλλως ἴσως ὑποδάκνει αὐτόν, ὅτι μὴ ἐχαρακτήρισεν ὁ
βασιλεὺς
τὸν Τυδέα καὶ ἀγορητὴν δεξιόν. ὅρα δὲ καί, ὡς εὐμεθόδως ἐν ὀλιγίστῳ
πρῶτον
ὑπολαλήσας τὴν τοῦ Τυδέως εἰς Μυκήνας ἔλευσιν ἐν τῷ «ἤτοι μὲν γὰρ
ἄτερ
πολέμου εἰσῆλθε Μυκήνας» καὶ ἑξῆς, εἶτα ποικιλίας χάριν ἐπλάτυνε τὴν
ἱστορίαν σαφῶς. (v. 381) Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ «Ζεὺς ἔτρεψεν», ἤγουν
παρέτρεψεν,
ἐκώλυσε, «παραίσια σήματα φαίνων» παραδηλοῖ ἐξ ἀέρος τινὰ καὶ τότε
συμβῆναι
σύμβολα, ὡς εἰκός, δι' ὧν ἐκωλύθησαν οἱ Μυκηναῖοι συμμαχίαν δοῦναι
τοῖς
Ἀργείοις. εἰκὸς δὲ καὶ ἔκ τινων μαντειῶν γενέσθαι τὴν ἀποτροπήν, ἐπειδὴ
πάντες οἱ χρησμολογοῦντες ὑποφῆται Διὸς ἐλέγοντο, οἷα πανομφαίου.
[Σημείω-
σαι δὲ τὸ ῥηθέν «Ζεὺς ἔτρεψεν» εἰς τὸ «Ζεὺς τερπικέραυνος». Δοκεῖ γὰρ
εἶναι
τερπικέραυνος ὁ τρέπων ἐν τῷ ἀφιέναι κεραυνούς, καθὰ ἐνταῦθα ἔτρεψε
σήματα
249

φήνας.] Παραίσια δὲ τὰ παρὰ τοῖς ὕστερον ἀπαίσια. πολλάκις γὰρ ἡ παρα


πρόθεσις ταὐτὸν τῇ ἀπο προθέσει δύναται. (v. 382)

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 769, l. 34

τοῖς ἑξῆς δὲ διαδείξας τὴν ἐν αὐτῷ ἀνδρίαν ταμιεύσεται ἀντειπεῖν τῷ


βασιλεῖ
κρατερῶς, ὅτε ἀγεννῶς ἴδῃ ἐκεῖνον διατιθέμενον. φιλομαθὴς δὲ καὶ
μνήμων ὁ
βασιλεύς, ἐν οἷς εἶπε, φαίνεται, οὕτως ἀκριβῶς μεμνημένος παλαιᾶς
πράξεως,
ὡς καὶ ὀνόματα ἐκτιθέναι λοχαγῶν καὶ ποσότητα τῶν ἐν τῷ λόχῳ
πεσόντων, καὶ
τίς ποτε ἦν ὁ ἐκεῖθεν διασωθείς· φιλοῖτο δ' ἂν μάλιστα τῷ Διομήδει ὡς
οὕτω
τὴν τοῦ πατρὸς Τυδέως ἀριστείαν ἐς ψυχὴν ἐπιμελῶς μνήμης χάριν
ἀπογραψά-
μενος, εἰ καὶ ἄλλως ἴσως ὑποδάκνει αὐτόν, ὅτι μὴ ἐχαρακτήρισεν ὁ
βασιλεὺς
τὸν Τυδέα καὶ ἀγορητὴν δεξιόν. ὅρα δὲ καί, ὡς εὐμεθόδως ἐν ὀλιγίστῳ
πρῶτον
ὑπολαλήσας τὴν τοῦ Τυδέως εἰς Μυκήνας ἔλευσιν ἐν τῷ «ἤτοι μὲν γὰρ
ἄτερ
πολέμου εἰσῆλθε Μυκήνας» καὶ ἑξῆς, εἶτα ποικιλίας χάριν ἐπλάτυνε τὴν
ἱστορίαν σαφῶς. (v. 381) Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ «Ζεὺς ἔτρεψεν», ἤγουν
παρέτρεψεν,
ἐκώλυσε, «παραίσια σήματα φαίνων» παραδηλοῖ ἐξ ἀέρος τινὰ καὶ τότε
συμβῆναι
σύμβολα, ὡς εἰκός, δι' ὧν ἐκωλύθησαν οἱ Μυκηναῖοι συμμαχίαν δοῦναι
τοῖς
Ἀργείοις. εἰκὸς δὲ καὶ ἔκ τινων μαντειῶν γενέσθαι τὴν ἀποτροπήν, ἐπειδὴ
πάντες οἱ χρησμολογοῦντες ὑποφῆται Διὸς ἐλέγοντο, οἷα πανομφαίου.
[Σημείω-
σαι δὲ τὸ ῥηθέν «Ζεὺς ἔτρεψεν» εἰς τὸ «Ζεὺς τερπικέραυνος». Δοκεῖ γὰρ
εἶναι
τερπικέραυνος ὁ τρέπων ἐν τῷ ἀφιέναι κεραυνούς, καθὰ ἐνταῦθα ἔτρεψε
σήματα
φήνας.] Παραίσια δὲ τὰ παρὰ τοῖς ὕστερον ἀπαίσια. πολλάκις γὰρ ἡ παρα
πρόθεσις ταὐτὸν τῇ ἀπο προθέσει δύναται. (v. 382) Τοῦ δὲ ᾤχοντο
διασαφητικόν ἐστι τὸ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, ἵνα μὴ ἐπὶ θανάτου νοηθείη ἡ
λέξις.
250

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 2, page 437, l. 18

εὐτελεῖ λιθιδίῳ τυχὸν ἢ ξυληφίῳ ἢ τοιούτῳ τινί. Αἴας οὖν τὸν αὐτοῦ
κλῆρον
ἐν τοῖς ἑξῆς ἐκ τοῦ κήρυκος λαβών, ὃν αὐτὸς ἐπιγράψας κυνέῃ ἔβαλε,
παρὰ
πόδα χαμάδις ἔρριψεν ὡς εὐτελῆ τινα ὄντα. Ζητητέον δ' ἐνταῦθα καὶ τὸν
παρὰ
Σοφοκλεῖ δραπέτην κλῆρον, ὃς εὐτελὴς ἦν καὶ αὐτός. Ὅτι δὲ γράψαι μὲν
λέγει ὁ ποιητής, γράμμα δὲ οὔ, ἀλλ' ἀντ' αὐτοῦ τὸ σῆμα, προγέγραπται.
(v. 176)
Ὅτι ἕκαστος τῶν ῥηθέντων ἀριστέων κλῆρον, καθὰ ἐρρέθη,
ἐνσημηνάμενοι
ἐνέβαλον τῇ τοῦ βασιλέως κυνέῃ. Καὶ ὅρα ὅτι παλλόμενόν τι σῶμα
ἐνσεση-
μασμένον ὁ κλῆρος ἦν. (v. 177 – 180) Ὅτι παλλομένων τῶν κλήρων
εὔξαντο
Ἀχαιοί. Φησὶ γὰρ «λαοὶ δ' ἠρήσαντο, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον. ὧδε δέ τις
εἴπεσκεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν· Ζεῦ πάτερ, ἢ Αἴαντα λαχεῖν ἢ Τυδέος
υἱὸν
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης». Καὶ ὅρα τίνας ἐπικρίνει ὁ
ποιητὴς
κρείττους εἶναι τῶν ἐννέα παρ' Ἕλλησιν ἀριστέων, καὶ ὅτι ἐν τῇ
ἀπαριθμήσει
προτάξας τὸν βασιλέα ὡς προεξαναστάντα, ὅμως ἐν τῇ τῶν Ἑλλήνων
εὐχῇ
καὶ τῇ τῶν ἀρίστων ἐπιλογῇ προτάττει μὲν τὸν Αἴαντα, ὕστερον δὲ
τάσσει τὸν
βασιλέα, καὶ ὅτι εἰς οὐρανὸν ὁρῶντες Ἕλληνες εὔχονται, ἔνθα ἱδρῦσθαι
τὸ θεῖον δοκεῖ, καὶ ὅτι τὸ εὐξάμενον μέρος κἀνταῦθα εὐτυχεῖ, καὶ ὅτι τὸ
Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 2, page 438, l. 5

καὶ τῇ τῶν ἀρίστων ἐπιλογῇ προτάττει μὲν τὸν Αἴαντα, ὕστερον δὲ


τάσσει τὸν
βασιλέα, καὶ ὅτι εἰς οὐρανὸν ὁρῶντες Ἕλληνες εὔχονται, ἔνθα ἱδρῦσθαι
τὸ
θεῖον δοκεῖ, καὶ ὅτι τὸ εὐξάμενον μέρος κἀνταῦθα εὐτυχεῖ, καὶ ὅτι τὸ
«θεοῖσι
δέ» διαιρεθὲν γράφεται καὶ οὕτως «ἠρήσαντο θεοῖς», εἶτα «ἰδὲ χεῖρας
ἀνέσχον»,
τουτέστιν ἀνέτειναν εἰς ἐκείνους, ὃ δὴ παρακολούθημά ἐστιν εὐχῆς ὡς
οἷον
251

ἐχομένων τοῦ θείου τῶν εὐχομένων – Διὸ καὶ δοκεῖ παρὰ τὸ τοῦ εὖ
ἔχεσθαι
συντεθεῖσθαι ἡ εὐχή – , ἢ καὶ ὡς προκαλουμένων τὴν ἐκεῖθεν ἀντοχήν.
Τὸ
δὲ σχῆμα κἀνταῦθα τῆς εὐχῆς Ἀττικῶς ἤπεικται κατὰ ἔλλειψιν. Λείπει
γὰρ
τὸ δός, ἵνα λέγῃ ὅτι δὸς τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα λαχεῖν. Παρακατιὼν οὖν
φησιν
ἐντελέστερον «δὸς νίκην Αἴαντι καὶ ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι». (v. 180)
Βασιλεὺς
δὲ Μυκήνης ὁ Ἀγαμέμνων, ὡς Ἄργους ὁ Διομήδης καὶ Νέστωρ Πύλου
καὶ Σπάρτης Μενέλαος καὶ ἄλλος ἄλλου τόπου. Εἰ δ' ἐν ἄλλοις
εὐρυκρείων ὁ αὐτός, ῥητέον ὡς ἑνὶ μὲν τόπῳ ἦν ἐνδιαιτώμενος, τῶν δὲ
ἄλλων ψυχῇ δεσπόζων, ὡς διὰ μὲν τὴν Μυκήνην βασιλεὺς λέγεσθαι
ἁπλῶς καὶ αὐτός, διὰ δὲ τοὺς ἄλλους εὐρυκρείων. Τισὶ δὲ ἀρέσκει
αἱρετὸν εὐρυκρείοντα τὸν Ἀγαμέμνονα χειροτο-νηθῆναι τοῖς Ἀχαιοῖς ἐν
μόνῳ τῷ Ἰλιακῷ πολέμῳ, [καθά που καὶ Εὐριπίδης ἱστορῶν σαφῶς
εὕρηται.], ἄλλως δέ γε μικροβασιλέα εἶναι καὶ αὐτὸν καὶ οὐ
βασιλέα βασιλέων. Διὸ καὶ ἐν τῇ δʹ ῥαψῳδίᾳ φησὶ τοὺς Ἀχαιοὺς αὐτίκα
μνήσεσθαι νόστου, εἰ πέσοι Μενέλαος, ὡς οὕτω συντεθὲν αὐτοῖς καὶ
μηκέτι ἀνάγκης οὔσης παραμένειν. Καὶ Διομήδης δέ που ἐρεῖ, κἂν πάντες
Ἀχαιοὶ ἀπονοστήσωσι, μόνος αὐτὸς Σθένελός τε παραμενεῖν καὶ
πολεμήσειν,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 2, page 438, l. 24

ἀνάγκης οὔσης παραμένειν. Καὶ Διομήδης δέ που ἐρεῖ, κἂν πάντες


Ἀχαιοὶ ἀπονοστήσωσι, μόνος αὐτὸς Σθένελός τε παραμενεῖν καὶ
πολεμήσειν, ὡς μὴ
ἀνάγκην ἔχοντες συναπονοστεῖν. Καὶ τῷ Ἀχιλλεῖ δὲ ἐξῆν εἰπεῖν «ἄπειμι
Φθίηνδε», ἤδη δὲ καὶ τῷ Πατρόκλῳ. τάχα γὰρ ἦν καὶ αὐτῶν ἑκάστῳ
λέγειν, οὐκ οἶδα δεσπότας κεκτημένος, τοὺς Ἀτρείδας δηλαδή.
Πολύχρυσον δὲ τὴν Μυκήνην λέγει ἢ ὡς τοιαύτην ἀληθῶς οὖσαν διὰ
τὸν ἐν αὐτῇ εὐρυκρείοντα – δεῖ γὰρ ὄντως χρημάτων τῷ εὐρυκρείοντι,
εἴπερ τινὶ ἄλλῳ – ἢ κατὰ τοὺς νεωτέρους πολύχρυσος λέγεται, ὡς εἴ τις
εἴποι πολύφθορος, οἷα τοῦ χρυσοῦ βιοφθόρου ῥηθέντος παρά τινων.
τοῦτο δὲ διὰ τὰς ἐν αὐτῇ δυσπραγίας τῶν
ἀρχόντων, τοῦ τε Ἀτρέως καὶ τοῦ Θυέστου καὶ τῶν μετ' αὐτούς, περὶ ὧν
Σοφοκλῆς ἔφη τὸ «πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν τόδε». Ὅτι δὲ
Μυκήνη ἡ πόλις καλεῖται ἢ ἀπὸ γυναικὸς ἡρωΐδος ἢ διὰ τὸν μύκητα τῆς
λαβῆς τοῦ ξίφους τοῦ Βελλεροφόντου, καὶ ὅτι πάλαι ποτὲ λαμπρὰ οὖσα
ὕστερον ἐξήλειπται καὶ ἐν ὀνόματι μόνῳ κεῖται, γέγραπται καὶ ἀλλαχοῦ.
Τὸ δὲ «ἢ αὐτὸν βασιλῆα» ἐξοχικῶς ἐρρέθη, σεμνύνοντος οὕτω τοῦ
252

ποιητοῦ τὸν βασιλέα καί πως ἐξαίροντος


τὸ ταπεινὸν τοῦ τρίτον αὐτὸν ταχθῆναι μετὰ τὸν Αἴαντα καὶ τὸν
Διομήδην.
Ὅρα δὲ καὶ ἐνταῦθα τὸ σύντομον τῆς ὀχλικῆς ἠθοποιΐας. δυσὶ γὰρ ἔπεσιν
ἡ τοῦ ὁμίλου εὐχὴ περιγέγραπται. Καὶ εἴωθεν οὕτω ποιεῖν Ὅμηρος
πανταχοῦ ἐν ταῖς κατὰ πλῆθος ἠθοποιΐαις, καὶ ἡ αἰτία δήλη. Οὕτω δὲ καὶ
κατωτέρω ποιήσει, ὀλίγον τι πλατύνας τὴν ἠθοποιΐαν ἐκεῖ ἀναγκαίως διὰ
τὸ μὴ μόνον περὶ Αἴαντος εἶναι τὴν εὐχὴν ἀλλὰ καὶ περὶ Ἕκτορος. (v.
181)

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 2, page 648, l. 24

ἐστὶ μέγιστον. ἐξ ἀρετῆς γὰρ τουτὶ τὸ καλόν. (v. 32 – 49) Φράζει δὲ ὁ


ποιητὴς
τὰ κατὰ τὸν Διομήδην οὕτως «Ἀτρείδη, σοὶ πρῶτα μαχήσομαι
ἀφραδέοντι,
ᾗ θέμις ἐστὶν ἄναξ ἀγορῇ, σὺ δὲ μή τι χολωθῇς. ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον
ὀνείδισας
ἐν Δαναοῖσι, φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον καὶ ἀνάλκιδα· ταῦτα δὲ πάντα ἴσασ'
Ἀργείων
ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες. σοὶ δὲ διάνδιχα δῶκε θεός· σκήπτρῳ μέν τοι
δῶκε
τετιμῆσθαι περὶ πάντων, ἀλκὴν δ' οὔ τοι δῶκεν, ὅ τε κράτος ἐστὶ
μέγιστον.
δαιμόνιε», ἤγουν μακάριε, «οὕτω που μάλα ἔλπεαι υἷας Ἀχαιῶν
ἀπτολέμους
τ' ἔμεναι καὶ ἀνάλκιδας, ὡς ἀγορεύεις; εἰ δέ τοι αὐτῷ θυμὸς ἐπέσσυται
ὥστε
νέεσθαι, ἔρχεο, πάρ τοι ὁδός, νῆες δέ τοι ἄγχι θαλάσσης ἑστᾶσιν, αἵ τοι
ἕπονται
Μυκήνηθεν μάλα πολλαί. ἀλλ' ἄλλοι μενέουσι καρηκομόωντες Ἀχαιοί,
εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν. εἰ δὲ καὶ αὐτοί, φευγόντων σὺν νηυσὶ
φίλην
ἐς πατρίδα γαῖαν. νῶϊ δ' ἐγὼ Σθένελός τε μαχησόμεθα, εἰς ὅ κε τέκμωρ
Ἰλίου εὕρωμεν. σὺν γὰρ θεῷ εἰλήλουθμεν». ὃ δὴ ἐπιφωνηματικῶς
ἐπῆκται,
θεραπεῦον, ὡς καὶ ῥηθήσεται, τὴν δοκοῦσαν ἀλαζονείαν τοῦ ἥρωος. Ἐν
τούτοις
δὲ ὅρα ὅπως ὁ Διομήδης ὁ ἐν καιρῷ σιγήσας, ὅτε ὠνειδίσθη παρὰ τοῦ
βασιλέως ὡς ἀπόλεμος καὶ ἄναλκις, νῦν εὐθέτως καὶ ἀληθῶς ἐλέγχει τὸν
ὀνειδίσαντα, περιτρέπων ἐκείνῳ τὸν ὀνειδισμὸν ἐξ ἔργων αὐτῶν.
ἄναλκις γὰρ ὡς ἐπὶ πολὺ ὁ φεύγειν ἐθέλων, οὐ μὴν ὁ ἑτοιμαζόμενος εἰς
253

πόλεμον, ὡς τότε ὁ Διομήδης.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 2, page 653, l. 23

διὰ γοργότητα. Δοκεῖ γὰρ λείπειν ἢ τὸ φυγεῖν, ἵνα λέγῃ «ὡς ἀγορεύεις
φυγεῖν
φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν», ἢ τὸ νέεσθαι, καθὰ μικρόν τι ὑποκαταβάς
φησιν.
Ἔτι δὲ τὸ «ὡς ἀγορεύεις» ἀστείως εἴρηκε, μονονουχὶ λέγων ὡς, εἰ καὶ
θετέον,
ὅτι ἀπόλεμοι καὶ ἀνάλκιδες οἱ Ἀχαιοί, ἀλλ' οὐχ' οὕτως ὡς ἀγορεύεις, ἵνα
καὶ
φεύγωσι. Καὶ ἄλλως δὲ εἰπεῖν, ἀπόδειξίς ἐστι τὸ «ὡς ἀγορεύεις» τοῦ
ἔλπεσθαι
ἀνάλκιδας εἶναι τοὺς Ἀχαιούς. ὁ γὰρ ἀγορεύων τι ψεκτόν τινος καὶ
τοιοῦτον
ἐκεῖνον ἔλπεται εἶναι. (v. 42) Ἐν δὲ τῷ «ὥστε νέεσθαι» κοινότερον
πλεονάζει
ὁ τε σύνδεσμος, ὡς καὶ ἐν τῷ οἷόν τε ἀντὶ τοῦ δυνατόν καὶ ἐν τῷ οἷός τε
ἦν
καὶ ἐν τοῖς ὁμοίοις. (v. 43) Τὸ δὲ τὰς νῆας τῷ βασιλεῖ ἄγχι θαλάσσης
ἑστάναι
σκῶμμα λεληθότως εὐφυές ἐστιν, ὡς δῆθεν προχείρου τοῦ βασιλέως
ὄντος
φυγεῖν. (v. 44) Τὸ δὲ «αἵ σοι ἕποντο Μυκήνηθεν» μερικεύει τε ἅμα καὶ
ἑρμη-
νεύει τὸν νοῦν, ἵνα μὴ βασιλέως νῆες αἱ κατὰ τὸν ναύσταθμον πᾶσαι
νοοῖντο.
Τὸ δὲ «μάλα πολλαί» σεμνύνει πάλιν τὸν βασιλέα φιλαλήθως ὡς καὶ
ἄλλως
πολύναυν. Ὅτι δὲ καὶ πολλαὶ αὐτῷ νῆες ἦσαν, ἡ Βοιωτία ἐδήλωσεν. (v.
45)
Ἐν δὲ τῷ «ἀλλ' ἄλλοι μενέουσιν» ἢ περιττὸς ὁ ἀλλὰ σύνδεσμος, ἢ
ἔλλειψιν
ἔχει νοήματος, ἵνα λέγῃ, ὡς εἰ καὶ σὺ ἀπελεύσῃ, ἀλλὰ οἱ λοιποὶ μενοῦσι.
(v. 46) Τὸ δὲ «εἰς ὅ κε Τροίην διαπέρσομεν» οὐ μόνον σεμνότερον ἀλλὰ
καὶ
σαφέστερον τοῦ «εἰς ὅ κε τέκμωρ Ἰλίου εὕρωμεν». ἐκεῖνο δὲ πῶς νοεῖται,
προείρηται. Εἰ δὲ ἀκόλουθον ἦν πρὸς τὸ «ἄλλοι μενέουσιν Ἀχαιοί» εἰπεῖν
»εἰς ὅ κε Τροίην διαπέρσουσιν», ἀλλ' ὁ Διομήδης οὐκ ἠνέσχετο μὴ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 3, page 147, l. 8


254

Ὅμηρος δὲ καὶ ἄλλως τοῦ μικροῦ τούτου ἐπαινετέος πάνυ ἐστίν. οὐδὲ
γὰρ ἦν ἄλλῳ τινὶ σχήματι καταποικῖλαι τὸν τελαμῶνα εἰς στενὸν
συνηγμένον καὶ εἰς μῆκος συρόμενον, εἰ μὴ τῷ τοῦ δράκον-
τος, ὃς δολιχὸς ἕλκεται καὶ στενός. (v. 41 s.) Οὕτω δὲ καὶ τὴν βασιλικὴν
ὅλην ἀσπίδα σὺν καὶ τῷ κατ' αὐτὴν τελαμῶνι περιεργασάμενος ὁ
ποιητής, εἶτα περιτίθησιν αὐτῷ καὶ κυνέην ἀμφίφαλον «τετραφάληρον
ἵππουριν. δεινὸν δέ», φησί, «λόφο καθύπερθεν ἔνευε». (v. 43 – 5) Δίδωσι
δὲ καὶ δύο ἄλκιμα δοῦρα, «ὀξέα», ὧν ὁ χαλκὸς τῆλε ἀπ' αὐτόφιν οὐρανὸν
εἴσω ἔλαμπεν. (v. 45 s.) Ἐφ' οἷς οὐ μόνον ἀνδρεῖον ἀλλὰ καὶ θεοφιλῆ τὸν
βασιλέα παρα-δεικνὺς ἐπάγει· «ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη,
τιμῶσαι βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης». Ἐνταῦθα δέ τις εἰπὼν τὸ
«τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ' αὐτῶν οὐρανὸν εἴσω ἔλαμπεν» ὅμοιον εἶναί πως τῷ
πρὸ ὀλίγου ῥηθέντι τῷ «τῆλε δὲ χαλκὸς ἔλαμπεν ὥστε στεροπὴ Διός»,
ἤτοι ἀέρος, θαρρήσοι ἂν φάναι καὶ ὅτι τολμήσας ἤδη ὁ ποιητὴς ἀστραπῇ
παρεικάσαι τὴν τοῦ ὅπλου αὐγὴν καὶ ῥᾷον παραδεχθεὶς τερατεύεται
προσφυῶς ἐνταῦθα καί τινα οἷον ταύτην ἐν μάχῃ βροντήν, εἰπὼν «ἐπὶ δ'
ἐγδούπησαν» καὶ ἑξῆς, ὡς προέκκειται, ὡς τοῦ τῆς βροντῆς δούπου τῇ
ἀστραπῇ συντρέχοντος. Ἔνθα καὶ ὅρα ὅπως τὸ τῆς
βασιλικῆς ὁπλίσεως χωρίον οὐ μόνον καλὸν τῇ ἐκφράσει, ἀλλὰ καὶ
φοβερὸν καὶ σεμνὸν δέ, οἷς οὐδὲν ἀφελῶς φράζει, ἀλλὰ τὰ πλείω
τερατωδέστερον, αὶ οὐ κοινῶς, ἀλλὰ ποιητικώτερον.
μεγάλην ἀερίαν σημαίνειν, ὁποία τις καὶ ἡ τῆς Ἔριδος κατὰ τὸ «βοὴ δ'

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 3, page 148, l. 17

δὲ τὰ τοιαῦτά φησι πρὸς διαστολὴν τῶν ἐσφαιρωμένων δοράτων, ἐκεῖνα


γὰρ
οὐ προφαίνει τὴν ὀξύτητα. Ἐνταῦθα δὲ σημείωσαι καὶ ὅτι ἐνδοξότερον
ἐπὶ
βασιλέως νῦν εἶπεν ὁ ποιητὴς ἤπερ ἐπὶ τοῦ Διομήδους ἀλλαχοῦ. ἐκεῖ μὲν
γὰρ
εἶπεν ὅτι ἔλαμψεν ὁ χαλκὸς ὡς ἀστραπὴ πατρὸς Διός, ἤτοι ἀέρος, περὶ τὰ
κατώτερα δηλαδή, ἐνταῦθα δέ, ὅτι τῆλε χαλκὸς οὐρανὸν εἴσω ἔλαμπεν,
ὡς καὶ
ἄνω τῆς τοιαύτης λαμπηδόνος ἀνατρεχούσης ἕως καὶ εἰς οὐρανόν. (v. 45)
Τὸ
δὲ «ἐγδούπησαν» μεσολαβοῦν ἔσχε τὸ γ διὰ τραχύτητα φωνῆς. πάντως
γὰρ
οὐκ ἔστι φυσικόν. οὔτε γὰρ ὁ γδοῦπος ἐν ἁπλότητι εὕρηται οὔτε γδουπῶ
ῥῆμα. συνθέτως μέντοι ἐρίγδουπος λέγεται. οὐχ' οὕτω δὲ τραχύφωνον τὸ
γδου-
πεῖν ὡς τὸ βροντᾶν, ἔχει δὲ ὅμως τραχύτητος ἰδιότητα καὶ ὁ γδοῦπος,
255

καθὰ
καὶ ὁ κτύπος καὶ ὅσα τοιαῦτα. (v. 46) Περὶ δὲ Μυκήνης, καὶ πῶς
πολύχρυσος
λέγεται, καὶ ὡς ἠφάνισται τῷ μακρῷ χρόνῳ ἐς τοσοῦτον, ὡς μηδὲ ἴχνος
αὐτῆς
φαίνεσθαι, προδεδήλωται ἱκανῶς. Σημείωσαι δὲ ὅτι οὐκ ἂν οὕτω πολὺν
ἀνάλωσε
λόγον ὁ ποιητὴς εἰς τὴν βασιλικὴν ὅπλισιν, εἰ μὴ μεγάλα τινὰ ἔμελλεν
ἱστορήσειν
περὶ αὐτοῦ. ἐπεὶ μηδὲ ἐχρῆν αἰσχῦναι ἀρετὴν ὅπλων ἔργων φαυλότητι.
καὶ
ἔστι κἀνταῦθα μάλιστα οἰκεῖον εἰπεῖν, ὡς ἐσθλὰ ἐσθλὸς ἔδυνε. καὶ ἔοικε
μὲν
καὶ ἄλλοτε τὰ τοιαῦτα τεύχεα πεφορηκέναι ὁ βασιλεύς, Ὁμήρῳ δὲ νῦν
ἤρεσεν
οὕτως αὐτὸν λαμπρῶς ὁπλίσαι, ὁπηνίκα ἔμελλεν ἀνδραγαθίαις
ἐλλάμψεσθαι. Πολλαχοῦ δὲ εἴωεν ὁ ποιητὴς κατά τινα διαλείμματα
φιλοτιμεῖσθαι

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 3, page 311, l. 22

ὀξύνεται, ἐπειδὰν ἀποφαινώμεθα περί του ὡς ὑπάρχει, οἷον «ἔστι πόλις


Ἐφύρη»
καὶ τὰ τοιαῦτα. ὅταν δέ, φασί, πρὸς ἐρώτησιν ἀποκρινώμεθα, τὴν
ὑστέραν
ὀξυτονητέον. Τὴν δὲ Θρυόεσσαν πόλιν ὁ τὰ Ἐθνικὰ γράψας Θρύον λέγει
ἀπὸ
τῶν ἐν αὐτῇ φυομένων ὁμωνύμως τῷ φυτῷ κληθεῖσαν, καὶ τὸν πολίτην
αὐτῆς Θρυΐτην, κατὰ δὲ παραγωγὴν ἀπὸ τοῦ φυτοῦ καὶ Θρυόεις ἡ αὐτὴ
πόλις
καὶ ὁ πολίτης Θρυούντιος. ἡ δ' αὐτὴ καὶ θηλυκῶς Θρυόεσσα καὶ ὁ
πολίτης
Θρυουσσαῖος καὶ Θρυούσιος. κεῖται δέ, φησίν, ἡ πόλις παρὰ τὸν
Ἀλφειόν.
λέγει δέ που καὶ ὁ ποιητὴς δισυλλάβως Θρύον Ἀλφειοῦ πόρον, ὡς ἐκεῖ
περατοῦ
ὄντος τοῦ ποταμοῦ. Τὸ δὲ Κολώνη ὡς κύριον τόπου λαμβάνεται, διὸ καὶ
βα-
ρύνεται, ὡς τὸ Καλλικολώνη, μᾶλλον δέ, ὡς Μηθώνη, Κορώνη, Μεθώνη,
Μυκήνη. εἰ δὲ ἦν παρώνυμον ἐκ τοῦ κολωνός, ὡς κοινὸν ὠξύνετο ἄν. ἡ
δὲ
κολώνη καὶ λόφος ἂν λέγοιτο, καὶ βουνὸς δέ, ὅπερ Ἡρόδοτος μὲν
Λιβύων
256

λέξιν εἶναί φησιν, Αἴλιος δὲ Διονύσιος λέγει, ὅτι Φιλήμων ἐπισκώπτει τὸ


ὄνομα
ὡς βάρβαρον. λόφον γὰρ καλοῦσιν. ἕτεροι δέ, ὅτι βουνὸν Φιλήμων ἐν
Νόθῳ
ὡς σύνηθες τίθησιν, ἄλλοθι δὲ ὡς ξενικὸν ἐπισκώπτει. ἐκ δὲ τοῦ κολώνη
παράγωγον καὶ πόλις Κολώνεια, κατά τε ἄλλα, καὶ κατὰ τὸ Θεσσαλονίκη
Θεσσαλονίκεια. δηλοῦσι δὲ ὑψηλὸν τόπον αἱ λέξεις, διὸ καὶ αἰπεῖα

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 3, page 733, l. 25

τὸ Μέγην, ᾧ καὶ πείθεται ἡ παράδοσις. οἱ δὲ περὶ Πτολεμαῖον καὶ τὸν


Ἀσκαλω-
νίτην περισπῶσιν ὡς Ἑρμῆν. φασὶ γὰρ ὡς τὰ εἰς ης βαρύτονα δισύλλαβα
ἀπὸ βραχέος ἀρχόμενα περιττοσυλλάβως κλίνονται, λέβητος, Λάχητος.
οὕτω γοῦν καὶ Μέγητος ἔδει κλίνεσθαι καὶ Μέγητα εἶναι τὴν αἰτιατικήν.
ὅτε δὲ μὴ οὕτως ἡ κλίσις ἔχει, περισπασθήσεται τὰ τοιαῦτα ἰαμβικά, ὡς
Θαλῆς Θαλῆν, Φαλῆς Φαλῆν. Ἕτεροι δὲ διφορεῖσθαί φασι Μέγης καὶ
Μεγῆς,
ὡς Θάλης καὶ Θαλῆς. καὶ οὗτοι μὲν οὕτως. οἱ δὲ περὶ Ἀρίσταρχόν φασιν,
ὡς πολλὰ τοιαῦτα διχῶς κλιθέντα οὐ μετέβαλον τὸν τόνον. τὸ γοῦν
Μύνης
Ὅμηρος μὲν Μύνητος κλίνει, Σοφοκλῆς δὲ ἰσοσυλλάβως. ἔστι δὲ καὶ
μύκης
μύκητος καὶ μύκου, [ὁποῖος ἂν καὶ εἴη αὐτὸς εἴτε ὁ τοῦ λύχνου, ὃς καὶ
μύξα
λέγεται, εἴτε ὁ τῆς σπάθης, ἀφ' οὗ καὶ ἡ Μυκήνη, ὡς προεδηλώθη,
ἐκλήθη
κατά τινας, εἴτε ὁ ἐκ γῆς ὁ καὶ ἀμανίτης, οὗ τῆς μὲν ἰσοσυλλαβίας χρῆσις
παρά τε ἄλλοις καὶ Ἀριστίᾳ εἰπόντι «μύκαισι δ' ὀρέχθει τὸ λάϊνον
δάπεδον».
– τοῦ γὰρ μύκαισι μύκης μύκου ἡ κλίσις, ὡς Μύνης Μύνου. – , τῆς δὲ
περιττο-
συλλάβου κλίσεως παρὰ τοῖς πλείοσιν, ὡς καὶ παρὰ τῷ ἱστοροῦντι, ὅτι
μυκήτων
οὐκ ἔστιν οὐδὲ ἴχνος τῆς σπερματικῆς κορυνώσεως οὐδὲ σπερματώσεως,
ὥσπερ οὐδὲ ἄλλων τινῶν. Ἔστι γὰρ κατὰ τὸν μύκητα καὶ τὸ ὕδνον τὸ καὶ
γεράνειον κατά τινας, καὶ ἡ ἕλιξ καὶ ἡ πτέρις δέ, ἣν ἔνιοι βλάχνον
καλοῦσιν, ὡς καὶ Ἀρριανὸς δηλοῖ ἐν Βιθυνικοῖς. Ἔτι χρῆσις μυκήτων καὶ
παρὰ Νικάνδρῳ ἐν τῷ «καί τε μύκητας ἀμανίτας τότ' ἐφεύσαις», ἢ
ἀφεύσαις, ἀντὶ τοῦ φώξαις,
257

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 3, page 775, l. 15

κύκλῳ τὸ βουκόλιον, οἷα οὔπω σάφα, ἤγουν ἐμπείρως, εἰδὼς θηρὶ


μάχεσθαι,
διὰ κυνῶν τυχὸν ἐπαφέσεως ἢ δᾴδων προέσεως, ὥς φασιν οἱ παλαιοί.
ὅθεν
ὁ λέων ἐν μέσαις ὁρμήσας ποιεῖ τὸ ἴδιον. (v. 630 – 9) Ἡ δὲ Ὁμηρικὴ τῆς
παραβολῆς φράσις τοιαύτη ἐπισυναφθείσης εὐθὺς τῇ ἀπὸ τοῦ κύματος
«αὐτὰρ
ὅ γ' ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών, αἳ ῥά τ' ἐν εἱαμενῇ ἕλεος
μεγάλοιο
νέμονται μυρίαι, ἐν δέ τε τῇσι νομεὺς οὔ πω σάφα εἰδὼς θηρὶ μαχέσασθαι
ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν. ἤτοι ὃ μὲν πρώτῃσι καὶ ὑστατίῃσι βόεσσιν
αἰὲν
ὁμοστιχάει, ὃ δέ τ' ἐν μέσσῃσιν ὀρούσας, βοῦν ἔδει, αἳ δέ τε πᾶσαι
ὑπέτρεσαν·
ὣς τότ' Ἀχαιοὶ θεσπεσίως ἐφόβηθεν» καὶ οὐ κατ' ἀνθρωπίνην
ἀκολουθίαν,
»ὑφ' Ἕκτορι καὶ Διῒ πατρὶ πάντες», ὁ δὲ ἕνα τινὰ ἔπεφνε, τὸν ἐφεξῆς
ῥηθησό-
μενον, «Κοπρῆος φίλον υἱόν, Μυκηναῖον Περιφήτην». Πρὸς ὃ δὴ καὶ
μόνον,
ἤγουν πρὸς τὸ ἐκ πολλῶν τρεσάντων ἕνα φονευθῆναι, εἴληπται ἡ
παραβολή,
καθὰ δηλοῖ ἡ ἀπόδοσις. τῶν γὰρ λοιπῶν αὐτῆς τὰ πλείω ἀγλαΐαν ἄλλως
ἔχει
παραβολῇ πρέπουσαν καὶ πολυπειρίαν καὶ ἐντέλειαν συνήθη
παραβολικήν.
Οὐ γὰρ δήπου διὰ νομέως ἀπειρίαν οἱ Ἀχαιοὶ φεύγουσιν, ἀλλ'
ἐπικειμένου
Διός. Σημείωσαι δὲ ὅτι οὐκ εὐσύντακτος ἡ τοιαύτη παραβολή, ἀλλὰ
δυσαπό-
δοτος καὶ καινοπρεπής. ἀρξάμενος γὰρ ἀπὸ εὐθείας «αὐτὰρ ὅ γε», ἤγουν
ὁ Ἕκτωρ, «ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών» καὶ τὰ ἑξῆς, ὡς
ἐξετέθη,
οὐκ ἀπέδωκε συνήθως οἷον· ὣς ὁ Ἕκτωρ ἐποίησε τάδε, ἀλλ'
ἀνακολούθως πρὸς τοὺς Ἀχαιούς, οὓς εἴκασε φευγούσαις βουσίν,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 3, page 778, l. 9

καὶ ἀστίβητος. (v. 636) Τὸ δὲ «ὑπέτρεσαν» καὶ τὸ «ἐφόβηθεν» εἰς ταὐτὸν


258

ἐν τοῖς ῥηθεῖσιν ἄγεται. (v. 637) Τὸ δὲ «καὶ Διῒ πατρί» διὰ σαφήνειαν
κεῖται τοῦ «θεσπεσίως φόβηθεν». εἰ γὰρ ὑπὸ Διῒ ἔφυγον, θεσπεσίως ἄρα
ἔφυγον, ὡς θεόθεν ἐμπεσόντος τοῦ πάθους. οὕτω δὲ καὶ νέφος ἀχλύος
θεσπέσιον ἐν τοῖς ἑξῆς ἐρεῖ. Συνήθης δὲ φράσις Ὁμήρῳ τὸ «ὑφ' Ἕκτορι
καὶ Διΐ» συντάσσειν εἰωθότος δοτικῇ τὴν ὑπο πρόθεσιν. (v. 639 s.) Ὅτι ὁ
Κοπρεὺς τὰς ἀγγελίας τῶν ἄθλων ἐκ τοῦ Εὐρυσθέως ἐκόμιζε τῷ
Ἡρακλεῖ. τούτου υἱὸς ὁ προσεχῶς
εἰρημένος Περιφήτης, ἀνὴρ ἀγαθός. (v. 641 – 3) Φησὶ γὰρ «τοῦ γένετ' ἐκ
πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων», [οὐ κατά τι ἕν,] ἀλλὰ «παντοίην
ἀρετήν,
ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι», ὅπερ ἐπὶ Ἀντιλόχου ἐν ἀκεραίῳ στίχῳ εἶπεν.
ἔτι
δέ φησι «καὶ νόον ἐν πρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο». (v. 644 – 51)
Τοῦτον
τὸν Περιφήτην ἀναιρεῖ Ἕκτωρ δυστυχήσαντα. «στρεφθεὶς γὰρ
μετόπισθεν
ὑπ' ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο, ἣν φορέεσκε ποδηνεκὲς ἕρκος ἀκόντων. τῇ ὅ
γε»,
ἤγουν ταύτῃ οὗτος, «ἐνιβλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος. Ἕκτωρ δ' ὀξὺ νόησε,
θέων
δέ οἱ ἄγχι παρέστη, στήθεσι δ' ἐν δόρυ πῆξε, φίλων δέ μιν ἐγγὺς ἑταίρων
κτεῖνεν». ὃ δὴ περιπαθέστατον, εἰ πρὸ τῶν ἑαυτοῦ κτεινόμενος οὐκ εἶχε
πρὸς
οὐδενὸς ἐπικουρίαν. (v. 651 s.) Φησὶ γὰρ «οἳ δ' οὐκ ἐδύναντο καὶ
Eustathius Philol.,Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. )“Eustathii
archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, 2
vols. in 1”, Ed. Stallbaum, G.Leipzig: Weigel, 1:1825; 2:1826, Repr.
1970.Volume 1, page 85, l. 8

εἶναι τρία ταῦτα τῇ Πηνελόπῃ τὰ εἰς ἀφορμὴν τοῦ ἱστοῦ. τὴν ἐκ τῶν
σωφρόνων γυναικῶν νέμεσιν. καὶ
τὸ ἁπλῶς ὅσιον. τὸ χρῆναι δηλαδὴ τῷ τεθνεῶτι ὁσιοῦσθαι ἐντάφιον. καὶ
τὸ μὴ ἐθέλειν ὀλέσθαι τὰ
νήματα τῇ εἰς πλέον ἀναβολῇ. ἐφ' οἷς καὶ ἐπείσθησαν οἱ ἀγήνορες. ἔνθα
καὶ ἠματίη μέν φησιν ὑφαί-
νεσκε μέγαν ἱστόν. νύκτας δ' ἀλλύεσκεν ἐπὴν δαΐδας παραθείη. ὣς
τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπει-
θεν Ἀχαιούς. ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι, καὶ τότε
δή τις ἔειπε γυναικῶν
ἣ σάφα ᾔδη. καὶ τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν. Ὣς τὸ μὲν,
ἐξετέλεσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ'
ὑπ' ἀνάγκης. Σοί δ' ὧδε μνηστῆρες ὑποκρίνονται ἵν' εἰδῇς Αὐτὸς σῷ
θυμῷ, εἰδῶσι δὲ πάντες Ἀχαιοί.
259

Μητέρα σὴν ἀπόπεμψον, ἄνωχθι δέ μιν γαμέεσθαι Τῷ, ὅτεῴ τε πατὴρ


κέλεται καὶ ἀνδάνει αὐτῇ.
Εἰ δ' ἔτ' ἀνιήσει γε πολὺν χρόνον υἷας Ἀχαιῶν. Τὰ, φρονέουσ' ἀνὰ θυμὸν,
ἅ οἱ περιδῶκεν Ἀθήνη.
Ἔργα τ' ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλάς. Κέρδεά θ' οἷα οὔπω
τίν' ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν
Τάων, αἳ πάρος ἦσαν ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί. Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε
ἐϋπλόκαμός τε Μυκήνη. Τάων οὔτις
ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ Ἤιδη ἀτὰρ μὲν τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ
ἐνόησεν. Τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε
τεὸν καὶ κτήμαθ' ἔδονται, Ὄφρά κε κείνη τοῦτον ἔχῃ νόον ὅντινά οἱ νῦν
Ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί.
μέγα μὲν κλέος αὐτῇ Ποιεῖτ'. αὐτὰρ σοί γε, ποθὴν πολέος βιότοιο. Ἡμεῖς
δ' οὔτ' ἐπὶ ἔργα πάρος γ'
ἴμεν, οὔτε πῃ ἄλλῃ, Πρίν γ' αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ' ἐθέλῃσιν. Καὶ
ὅρα ἐν τούτοις ὅπως Τηλέμα-
χος μὲν, ἐν πάνυ στενῷ ἐδήλωσε τὰ κατὰ τὴν Πηνελόπην. εἰπὼν τοῦτο
καὶ μόνον. μητέρι μοι μνηστῆ-
ρες ἐπέχραον οὐκ ἐθελούσῃ. ἁπλοῦν γὰρ ἡ ἀλήθεια. καὶ οὐ δεῖται
ποικίλων ἑρμηνευμάτων τὸ δίκαιον
ὡς ἡ τραγῳδία δηλοῖ. Ἀντίνοος δὲ πλατὺ διηγούμενος, δείκνυοι μὲν
δῆθεν καὶ ὃ προέθετο, ὅτι δηλαδὴ
αἰτία ἐστὶν ἡ Πηνελόπη. ὁμολογεῖ δὲ καὶ τὴν βίαν ἀριδηλότητα, ὡς ἐν
τοῖς κατὰ μέρος φαίνεται. καὶ
οὐ μόνον ἐν τῇ πολυετεῖ ὑπερθέσει, ἀλλὰ καὶ μάλιστα ἐν τῷ ἐκτελέσαι
τὸν ἱστὸν ὑπ' ἀνάγκης.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια.


Volume 1, page 87, l. 21

πατέρα κεῖται. τὸ δὲ καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθῃ, διὰ τὴν θυγατέρα. ἵνα


λέγῃ, καὶ ὃς ἂν τῇ Πηνελόπῃ
χαρίεις δόξῃ. (Vers. 115.) Τὸ δὲ εἰ δ' ἔτ' ἀνιήσει γε πολὺν χρόνον υἷας
Ἀχαιῶν, ἢ ἀναπόδοτον
ἔμεινε καθὰ καὶ ἐν Ἰλιάδι τὸ, ἀλλ' εἰ μὲν δώσουσι γέρας Ἀχαιοί. ἀγωνιῶν
γὰρ ὁ Ἀντίνοος, ἐπέσχε
τὴν συντακτικὴν ἀπόδοσιν εἰς τὸ, οὔτις ὁμοῖα νοήματα τῇ Πηνελόπῃ ἤδη
μετὰ στίχους ἑπτά. ἴσως δὲ
καὶ μὴ ἔχων εἰπεῖν τι ἐξ αὐτοσχεδίου καίριον. ἢ μετὰ δώδεκα στίχους
ἀποδίδωσι τὴν σύνταξιν, ἐν τῷ,
ἡμεῖς δ' οὔτ' ἐπὶ ἔργα ἴμεν. ἵνα λέγῃ ὅτι εἰ δὲ καὶ εἰσέτι ἡμᾶς ἀνιᾷ ἡ
Πηνελόπη, ἡμεῖς δὲ οὐκ ἀπαλ-
260

λαττόμεθα πρὶν αὐτὴν γήμασθαι ᾧ ἂν ἐθέλῃ. δύναται δὲ ὀρθῶς


ἀποδίδοσθαι καὶ μετὰ στίχους δέκα
ἐν τῷ, μέγα μὲν κλέος αὐτῆς. καὶ ἔστι καὶ τοῦτο, παράδειγμα μακροῦ
ὑπερβατοῦ. (Vers. 117. sqq.)
Ὅρα δὲ καὶ ὅτι ἐν τῷ ῥηθέντι Ὁμηρικῷ χωρίῳ, δῶρα λέγεται Ἀθηνᾶς, τὸ
ἔργα ἐπίστασθαι περικαλλῆ. καὶ
φρένες ἐσθλαί. καὶ κέρδεα. ὅ ἐστιν ἐπίνοιαι. μηχαναί. ὧν μετεῖναι τῇ
Πηνελόπῃ ὁ Ἀντίνοος λέγει
εἴπέρ τινι ἄλλῃ τῶν παλαιῶν ἡρωΐδων. ὁποία καὶ ἡ Μυκήνη. ἧς
ἐπώνυμος ἡ ἐν Ἄργει πόλις Μυκήνη.
καὶ ἡ Τυρὼ περὶ ἧς ἐν τοῖς ἑξῆς που ῥηθήσεται. καὶ ἡ Ἀλκμήνη ἡ τοῦ
Ἡρακλέος μήτηρ. ὧν καὶ μόνων
ἐμνήσθη Ἀντίνοος, κατ' ἐξοχὴν ἀρέσκουσαν αὐτῷ κατὰ τὸ αὐτοσχεδίως
ἐπελθόν. Ἰστέον δὲ, ὅτι ἔργα
ἐπίστασθαι δίδωσιν Ἀθηνᾶ, ἐπεὶ κατὰ Παυσανίαν ἐργάνη λέγεται, ὡς
ἔργοις ἐπιστατοῦσα. αὐτὴ γὰρ
εὗρε τὰς τέχνας. (Vers. 119.) Ὅρα δὲ καὶ ὅτι κἀνταῦθα ἐπὶ γυναικῶν ὁ
πλόκαμος. ὅθεν καὶ Μυ-κήνη εὐπλόκαμος. καὶ εὐπλοκαμῖδες Ἀχαιαί. καὶ
ὅτι ὥσπερ ἡ κληῒς καὶ ἡ σφραγὶς καὶ ἡ κνημὶς καὶ
ἡ ψηφὶς, οὕτω καὶ ἡ εὐπλόκαμις ἴσως δὲ καὶ ἡ πλοκάμις, ἐκτείνει
παραλήγουσαν, ὡς δηλοῖ τὸ, αἳ πάρος ἦσαν εὐπλοκαμῖδες Ἀχαιαί. ὃ
μετρεῖται κατὰ δάκτυλον. σκοπητέον δὲ μή ποτε φαῦλα τῶν ἀντι-
γράφων ἐν οἷς ὀξύνεται ἡ εὐπλοκαμίς. δέον γὰρ, ὥσπερ κρηπὶς
μελαγκρήπις. ψηφὶς πολυψήφις ὡς τὸ πολυψήφιδα παρ' ὅρμον. κνημὶς
εὐκνήμις, οὕτω καὶ πλοκαμὶς εὐπλοκάμις. καὶ πληθυντικὸν

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια.


Volume 1, page 125, l. 1

Νέστορος. καὶ νῦν μὲν, ἐμήσατό φησι μάλα μέγα ἔργον. μετ' ὀλίγα δὲ
ἐρεῖ, ἐκτελέσας μέγα ἔργον.
προσθεὶς ἐκεῖ ἀντὶ τοῦ μάλα τὸ, ὃ οὔποτε ἔλπετο θυμῷ. (Vers. 256.)
Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ μὲν ἔτετμεν,
ἀπὸ τοῦ τέμω γίνεται ἀφ' οὗ καὶ ἡ συντομία. ἵνα ᾖ ὡς καὶ ἐν ἄλλοις
δηλοῦται, τέμω τμῶ, καὶ ἀναδι-
πλασιασμῷ, τέτμω. ὅθεν τὸ ἔτετμεν. ἤτοι κατέλαβεν. εὗρε κατ' ἐπιτομὴν
δηλαδὴ ὁδοῦ. ποιηταῖς δὲ
μόνοις φιλεῖται ἡ λέξις. (Vers. 258.) Χυτὴ δὲ κἀνταῦθα γαῖα, χοώδης. ἡ
λυτὴ εἰς ξηρὸν χοῦν. ἀφ' ἧς
τὰ τῶν τύμβων χώματα, ἤγουν ἀναχωματισμοὶ τάφων. (Vers. 259.) Τὸ δὲ
δάπτειν, πρωτότυπόν ἐστι
τοῦ δαρδάπτειν. ὡς καὶ τὸ μαίρειν, τοῦ μαρμαίρειν. ἀπ' αὐτοῦ δὲ, καὶ
δαπταὶ αἱ μυῖαι παρὰ Λυκό-
261

φρονι. Αἱ δὲ Ἀχαιϊάδες, καὶ τετρασυλλάβως Ἀχαιΐδες λέγονται. ὡς δηλοῖ


καὶ τὸ, Ἀχαιΐδα γαῖαν
ἱκάνω. (Vers. 262.) Ὅτι ὑπὸ στρατηγῶν πολυπόνων ῥηθήσεται τὸ, ἡμεῖς
μὲν κεῖθι πολέας τελέον-
τες ἀέθλους ἥμεθ'. ὅδ' εὔκηλος ἐποίη τάδε. Καὶ ὅρα ὡς ἀέθλους ἔφη τοὺς
ἐν πολέμῳ πόνους διὰ τὸ
ἐναγώνιον. (Vers. 263.) Ὅτι μυχὸν Ἄργεος ἱπποβότου, τὰς Μυκήνας
λέγει, ὧν ὁ Ἀγαμέμνων ἦρχε.
προϊὼν οὖν ἐρεῖ πρὸς σαφήνειαν, ὡς ἑπτάετες ἤνασσε πολυχρύσοιο
Μυκήνης. δηλοῖ δὲ ὁ μυχὸς, τὸ μὴ ἐν
ἄκρῳ Πελοποννήσου κεῖσθαί που τὰς Μυκήνας ἀλλ' ἐν βάθει. (Vers.
264.) Ὅτι πολλὰ Αἴγισθος τὴν ἀγα-
μεμνονέην ἄλοχον θέλγεσκεν ἔπεσιν. ἡ δὲ, τὸ πρὶν μὲν, ἀναίνετο ἔργον
ἀεικὲς δῖα Κλυταιμνήστρη, φρεσὶ
γὰρ κέχρητο ἀγαθαῖς. ἢ καθ' ἑτέραν γραφὴν, κέκρητο. ἤγουν
συνεκέκρατο, ἀναμέμικτο. πὰρ γὰρ ἔην
καὶ ἀοιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ' ἐπέτελλεν Ἀτρείδης Τροίηνδε κιὼν, εἴρυσθαι
ἄκοιτιν. ἀλλ' ὅτε δή μιν μοῖρα θεῶν ἐπέδησε δαμῆναι, δὴ τότε τὸν μὲν
ἀοιδὸν, ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην, κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ
κῦρμα γενέσθαι. τήν δ' ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν ὅν δε δόμον δε. Καὶ
ὅρα τὸ ἀνήγαγεν ἁπλῶς οὕτω λεχθὲν ἀντὶ τοῦ ἤγαγε. (Vers. 264.) Τὸ δὲ
Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον, σκωπτικῶς νῦν εἶπε, διαβάλλων εὐφήμως ἐπὶ
μοιχείᾳ τὸν Αἴγισθον.
Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Volume 1, page 125, l. 33

διδάξῃ. ἀποσεμνύνει δὲ ὁ ποιητὴς ἐνταῦθα τὴν κατ' αὐτὸν τέχνην, εἴγε


καὶ αὐτὸς ἀοιδός ἐστιν. ἀπο-
λύτως δὲ ἀοιδὸς ὁ τοιοῦτος λέγεται, κατὰ τρόπον ἐξοχῆς. οἱ μέντοι ἀοιδοὶ
τῶν θρήνων καὶ οἱ περὶ
γάμους καὶ εἴ τινες τοιοῦτοι, ἑτεροῖόν τι γένος ἦσαν ἀοιδῶν. τινὲς δὲ
ἀοιδὸν, τὸν εὐνοῦχον παρενόη-
σαν, ὡς αἰδοῖα μὴ ἔχοντα. οἱ δὲ παλαιοὶ περὶ τοῦ Ὁμηρικοῦ τούτου
ἀοιδοῦ, γράφουσι καὶ τοιαῦτα.
τὸν ἀοιδὸν τὸν παρὰ τῇ Κλυταιμνήστρᾳ, οἱ μὲν Χαριάδην οἴδασι
καλεῖσθαι. οἱ δὲ Δημόδοκον. οἱ
δὲ Γλαῦκον. ὁ δὲ Φαληρεὺς Δημήτριος ἱστορεῖ ὅτι Μενέλαος ἅμα
Ὀδυσσεῖ ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς ἤρετο
περὶ τῆς εἰς Ἴλιον στρατείας ἀγωνοθεροῦντος Κρέοντος τὸν
ἐνναετηρικὸν ἀγῶνα τῶν Πυθίων. ἐν ᾧ
ἐνίκα Δημόδοκος Λάκων, μαθητὴς Μυκηναίου Αὐτομήδους τοῦ δι' ἐπῶν
γράψαντος τὴν Ἀμφιτρύωνός
τε μάχην πρὸς Τηλεβόας, καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνος καὶ Ἑλικῶνος. ἀφ' ὧν
τὰ ἐν Βοιωτίᾳ ὄρη ἐκλήθη-
262

σαν. ἦν δέ φησι καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου, διδάξαντος


αὐτόν τε καὶ τὸν ῥηθέντα Μυκη-
ναῖον Αὐτομήδην. καὶ Λικύμνιον τὸν Βουπρασιέα. καὶ Φαρίδαν τὸν
Λάκωνα. καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρ-
τιάτην. τότε δὴ Μενέλαος μὲν τῇ προνοίᾳ Ἀθηνᾷ τὸν τῆς Ἑλένης ὅρμον
ἀνέθηκεν ἐν Δελφοῖς. Ἀγα-
μέμνων δὲ, τὸν Δημόδοκον εἰς Μυκήνας ἀκολουθῆσαι πείσας, ἔταξε, τὴν
Κλυταιμνήστραν τηρεῖν.
ἐτίμα γὰρ λίαν φησὶ τοὺς ἀοιδοὺς, ὡς διδασκάλους τῶν τε θείων καὶ
ἀνθρωπίνων. δηλοῖ δέ φησι καὶ
Κλυταιμνήστρα τὴν εἰς αὐτὸν τιμήν. οὐ γὰρ φονεύειν ἀλλ' ἀφορίζειν
αὐτὸν ἀφῆκε. Τιμόλαος δὲ, τὸν
ἀοιδὸν τοῦτον, ἀδελφὸν ἱστορεῖ τοῦ Φημίου. ὃν ἀκολουθῆσαι φησὶ τῇ
Πηνελόπῃ εἰς Ἰθάκην φύλακα.
διὸ καὶ βίᾳ παρὰ τοῖς μνηστῆρσιν ᾄδει. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ὁ Ἀθήναιος
ἀποσεμνύνων τοὺς ἀοιδοὺς καὶ
βιωφελὲς εἶναι τὸ κατ' αὐτοὺς φῦλον παραδιδοὺς, λέγει ὅτι σῶφρον ἦν τι
τὸ τῶν ἀοιδῶν γένος, καὶ
φιλοσόφων διάθεσιν ἐπέχον. ὁ βασιλεὺς οὖν ἀοιδὸν καταλείπει τῇ
γυναικὶ φύλακα καὶ παραινετῆρα.
ὃς πρῶτα μέν φησιν, ἀρετὰς γυναικῶν διερχόμενος καθὰ δηλαδὴ
Ἀχιλλεὺς ἄειδε κλέα ἀνδρῶν, ἐνέ-
βαλλέ τινα τῇ βασιλίδι φιλοτιμίαν εἰς καλοκαγαθίαν. εἶτα διατριβὴν
παρέχων ἡδεῖαν, ἀπεπλάνα τὴν

Εustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Odysseam


Volume 1, page 180, l. 10

πάθος καὶ ποικιλίαν οἷος αὐτὸς καὶ τὰ τοιαῦτα δεινὸς. (Vers. 515.) Ὅρα
δὲ τὸ, ἀναρπάξασα
θύελλα. ὅμοιόν τι ὂν τῷ, Ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο. (Vers. 516.) Τὸ δὲ
ἔφερεν ἐπὶ πόντον, νῦν μὲν,
ἐπὶ θυέλλης εἶπε. πρὸ βραχέων δὲ, ἐπὶ Ποσειδῶνος, ἐν τῷ, τόν δ' ἐφόρει
κατὰ πόντον. ταυτὸν γὰρ
ἐν τούτοις τὸ φέρειν καὶ τὸ φορεῖν. (Vers. 517.) ὁ δὲ ῥηθεὶς ἀγρὸς, φασὶν
οἱ παλαιοὶ ὅτι κατὰ τὸν
ἱστορικὸν Ἄνδρωνα, ὑφίσταται περὶ Κύθηρα εἶναι, ὅπου φασὶν ἡ τοῦ
Θυέστου οἴκησις. (Vers. 517.)
Τὸ δὲ ἐφαίνετο νόστος ἀπήμων, ἑρμηνεύει ὁ ποιητὴς διὰ στίχου
ἀκεραίου, τὸ μὲν νόστος, διὰ τοῦ
καὶ οἴκαδ' ἵκοντο. (Vers. 520.) Τὸ δὲ ἀπήμων, διὰ τοῦ, ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον
τρέψαν ἢ στρέψαν, ἀντὶ
τοῦ μετήλλαξαν ἀπὸ θυέλλης εἰς πνεῦμα εὐδιεινόν. ἄλλως γὰρ, ὁ τοῦ
263

Ἀγαμέμνονος νόστος οὐκ ἦν ἀπή-


μων. (Vers. 521.) Τὸ δὲ πατρίδος αἴης διαλύσας ὁ ποιητὴς εὐθὺς ἰδίᾳ καὶ
ἰδίᾳ εἰς ὀνόματα δύο,
ἐπάγει. ἣν πατρίδα. (Vers. 522.) Καὶ ἀσπασίως ἴδε γαῖαν. Ἔνθα καὶ ὅρα
ὅτι πατρίδα, τὴν χώραν
ἔφη. τῆς γὰρ πατρίδος Μυκήνης πόλεως οὐκ ἔφθη ἐπιβῆναι ὁ βασιλεύς.
διὸ καὶ ἐν τῷ νόστῳ λέγεται
ἀπολέσθαι, ὡς μὴ τῆς κυρίως πατρίδος ἐπιβάς. Τὸ δὲ κύνει, ἀντὶ τοῦ
ἐφίλει, ἢ προσεκύνει. κατὰ
ἦθος ἀφελές. ὡς εἰ καί τις ἐξ ἀποδημίας ἐλθὼν, κυνεῖ τοὺς τεκόντας.
δῆλον δὲ ὡς ἐκ τοῦ κύω τὸ φιλῶ
οὗ χρῆσις παρ' Ὁμήρῳ ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα ὅθεν καὶ ὁ κύων, γίνεται τὸ
κυνῶ. ἔστι δὲ σημειῶδες. δέον
γὰρ ὂν βαρύνεσθαι κατὰ τὸ δύω δύνω, θύω θύνω τὰ βραχυπαράληκτα, τὸ
δὲ περιεσπάσθη κατὰ τὸ
ἵκω ἱκνῶ, οἴχω οἰχνῶ, τὰ μακροπαράληκτα. ἤδη δὲ, καὶ κατὰ τὸ κίω κινῶ.
(Vers. 524.) Τὸ δὲ ἀπὸ
σκοπιῆς εἶδε σκοπὸς, ἐτυμολογικῶς ἐῤῥέθη. πλεονάζει δὲ τὸ ι ἐν τῇ
σκοπιᾷ, καθὰ καὶ ἐν τῇ ὁρμιᾷ καὶ ἀχυρμιᾷ. (Vers. 531.) Τὸ δὲ καθεῖσεν,
ὡς ἐκ τροχαϊκοῦ ῥήματος προπερισπᾶται. ὡς γὰρ εὗδε καθεῦδεν, οὕτω τὸ
καθεῖσεν ἐκ τοῦ εἷσεν. ὡς τὸ, εἷσε λόχον. αὐτὸ δὲ, ἐκ τοῦ ἕω τὸ κάθημαι.
Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Volume 2, page 197, l. 28

τὸν πόλεων πρυλέεσιν, ὥς τε ἑκατόμπολις Κρήτη ἡ πολύπολις, ἢ καὶ


ἀληθῶς ἑκατὸν ἔχουσα πόλεις
ὥς πέρ ποτε καὶ ἡ Λακωνική. νῦν δέ ἐστι πυθέσθαι τοῦ χρόνου πού ποτε
τὰς πλείους ἀπήγαγεν, Ἁρ-
πυίαις κελεύσας ἀνερείψασθαι. Ὅτι δὲ κατὰ τὴν ἐπὶ Λεύκῳ ἱστορίαν
ἐδυστύχησαν καὶ ἄλλαι βασιλεῖαι,
δῆλον ἐξ ὧν καὶ Αἴγισθος ἐν τοῖς Ἀγαμέμνονος δόμοις πεπλημμέληκε.
καὶ Σθένελος δὲ ὁ Κομήτου ἐν
τοῖς τοῦ Διομήδους. θρυλοῦνται δὲ καὶ δοῦλοι ὕστερον Σκυθικοὶ τοῖς
δεσπόταις στρατευσαμένοις που
πράγματα παρασχόντες ἐν τῷ ἐπανελθεῖν. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. (Vers.
175.) Ἐν δὲ τῷ, ἄλλη
δ' ἄλλων γλῶσσα, τὴν διάλεκτον γλῶσσαν λέγει, ἐξ ὀργάνου αὐτῆς
δηλῶν τὸ ἀποτελούμενον, τὴν φω-
νήν. Ἔνθα φασὶν οἱ παλαιοὶ πλάττειν τὸν Ὀδυσσέα τὴν τῶν γλωσσῶν
ἀνάμιξιν, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ ὡς μὴ
τῇ τῶν Κρητῶν γλώσσῃ χρώμενος ἢ χαριζόμενος. Τὸ δὲ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ
ἑξῆς, ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ, ἄλλη
δ' ἄλλων γλῶσσα. εἰσὶ γὰρ ἄλλοι οἱ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ μετ' αὐτοὺς ῥηθέντες,
ἐξ ὧν συγκροτεῖται τὸ πολύ-
264

γλωσσον. Μυκηναίους δέ τινες ἐνταῦθα φασὶ τοὺς Ἀχαιοὺς, εἰπόντες ὡς


μετὰ τὰ Ἰλιακὰ Ταλθύβιος
ἐκ Μυκηνῶν ἤγαγεν ἐκεῖ ἀποικίαν. (Vers. 176.) Ἐτεόκρητες δὲ οἱ
ἀληθῶς ἢ ἀληθεῖς Κρῆτες, εἰ καὶ
ἄλλως Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, ὡς καὶ προείρηται. αὐτόχθονες οὖν οἱ
Ἐτεόκρητες, Ἰθαγενεῖς, γνήσιοι
τῆς χώρας, λεχθέντες Ἐτεόκρητες ὡς πρὸς τοὺς ἐπήλυδας, καθὰ καὶ τῷ
γεωγράφῳ δοκεῖ. δῆλον δὲ
ὡς πρὸς ὁμοιότητα τοῦ Ἐτεόκρητες καὶ οἱ Ἐτεοβουτάδαι συντέθεινται.
Μεγαλήτορας δὲ τοὺς Ἐτεόκρη-
τας λέγει διὰ τὸ ἀνδρείους εἶναι ὡς ἡ συχνὴ πεῖρα ἐδήλωσε. Κύδωνες δὲ
ἀπὸ Κύδωνός, φασι, τοῦ
Ἀπόλλωνος, περὶ ὧν καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται. εἰ δ' οὗτος ἐστὶ καὶ ὁ
παροιμιαζόμενος κατὰ τὸ, ἀεί τις
ἐν Κύδωνος διὰ τὴν κατ' ἐκεῖνον φιλοξενίαν, οὐ πάνυ δῆλον. Ὅτι δὲ
κάλλους σχῆμα τὸ, ἐν μὲν Ἀχαιοὶ
καὶ ἑξῆς, καθὰ καὶ τὸ, ἐν δ' ἵμερος ἐν δ' ὀαριστὺς, πάρφασις καὶ τὰ
τοιαῦτα, οὐκ ἄδηλόν ἐστι.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια.


Volume 2, page 197, l. 29

ὥς πέρ ποτε καὶ ἡ Λακωνική. νῦν δέ ἐστι πυθέσθαι τοῦ χρόνου πού ποτε
τὰς πλείους ἀπήγαγεν, Ἁρ-
πυίαις κελεύσας ἀνερείψασθαι. Ὅτι δὲ κατὰ τὴν ἐπὶ Λεύκῳ ἱστορίαν
ἐδυστύχησαν καὶ ἄλλαι βασιλεῖαι,
δῆλον ἐξ ὧν καὶ Αἴγισθος ἐν τοῖς Ἀγαμέμνονος δόμοις πεπλημμέληκε.
καὶ Σθένελος δὲ ὁ Κομήτου ἐν
τοῖς τοῦ Διομήδους. θρυλοῦνται δὲ καὶ δοῦλοι ὕστερον Σκυθικοὶ τοῖς
δεσπόταις στρατευσαμένοις που
πράγματα παρασχόντες ἐν τῷ ἐπανελθεῖν. καὶ τοιαῦτα μὲν ταῦτα. (Vers.
175.) Ἐν δὲ τῷ, ἄλλη
δ' ἄλλων γλῶσσα, τὴν διάλεκτον γλῶσσαν λέγει, ἐξ ὀργάνου αὐτῆς
δηλῶν τὸ ἀποτελούμενον, τὴν φω-
νήν. Ἔνθα φασὶν οἱ παλαιοὶ πλάττειν τὸν Ὀδυσσέα τὴν τῶν γλωσσῶν
ἀνάμιξιν, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ ὡς μὴ
τῇ τῶν Κρητῶν γλώσσῃ χρώμενος ἢ χαριζόμενος. Τὸ δὲ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ
ἑξῆς, ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ, ἄλλη
δ' ἄλλων γλῶσσα. εἰσὶ γὰρ ἄλλοι οἱ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ μετ' αὐτοὺς ῥηθέντες,
ἐξ ὧν συγκροτεῖται τὸ πολύ-
γλωσσον. Μυκηναίους δέ τινες ἐνταῦθα φασὶ τοὺς Ἀχαιοὺς, εἰπόντες ὡς
μετὰ τὰ Ἰλιακὰ Ταλθύβιος
265

ἐκ Μυκηνῶν ἤγαγεν ἐκεῖ ἀποικίαν. (Vers. 176.) Ἐτεόκρητες δὲ οἱ


ἀληθῶς ἢ ἀληθεῖς Κρῆτες, εἰ καὶ
ἄλλως Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, ὡς καὶ προείρηται. αὐτόχθονες οὖν οἱ
Ἐτεόκρητες, Ἰθαγενεῖς, γνήσιοι
τῆς χώρας, λεχθέντες Ἐτεόκρητες ὡς πρὸς τοὺς ἐπήλυδας, καθὰ καὶ τῷ
γεωγράφῳ δοκεῖ. δῆλον δὲ
ὡς πρὸς ὁμοιότητα τοῦ Ἐτεόκρητες καὶ οἱ Ἐτεοβουτάδαι συντέθεινται.
Μεγαλήτορας δὲ τοὺς Ἐτεόκρη-
τας λέγει διὰ τὸ ἀνδρείους εἶναι ὡς ἡ συχνὴ πεῖρα ἐδήλωσε. Κύδωνες δὲ
ἀπὸ Κύδωνός, φασι, τοῦ
Ἀπόλλωνος, περὶ ὧν καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται. εἰ δ' οὗτος ἐστὶ καὶ ὁ
παροιμιαζόμενος κατὰ τὸ, ἀεί τις ἐν Κύδωνος διὰ τὴν κατ' ἐκεῖνον
φιλοξενίαν, οὐ πάνυ δῆλον. Ὅτι δὲ κάλλους σχῆμα τὸ, ἐν μὲν Ἀχαιοὶ καὶ
ἑξῆς, καθὰ καὶ τὸ, ἐν δ' ἵμερος ἐν δ' ὀαριστὺς, πάρφασις καὶ τὰ τοιαῦτα,
οὐκ ἄδηλόν ἐστι. Δω-ριεῖς δὲ οὗτοι ἄποικοι τῆς τῶν Δωριέων χώρας, ἧς
μοῖραν ἔσχε καὶ ἡ τῶν Σικελῶν γῆ καὶ ἄλλαι δὲ πόλεις τῶν περὶ τὰς ἐκεῖ
χέρσους.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Volume 2, pa 252, l. 15

ὡς προεῤῥέθη, καὶ τὸ ἀτίμησε καὶ ἀτίμητος ὃ ἄτιμος. (Vers. 102.) Ὅτι


θελήσας πρῶτος ὁ Τηλέμα-
χος τοῦ πατρικοῦ τόξου πειράσασθαι, ποιεῖ αὐτὸ εὐμεθόδως. καὶ
δεινοπαθήσας εἰ ἐπὶ τοῖς ἑαυτοῦ
κακοῖς γελᾷ καὶ αὐτὸς καὶ τέρπεται. εἶτα τὴν μητέρα ἐπαινέσας καὶ τοὺς
μνηστῆρας ὑπαλείψας γίνε-
ται τοῦ ἀγῶνος, καὶ στήσας τοὺς πελέκεας εὐκόσμως, οὓς οὐδέ ποτε εἶδε,
πειρητίζει τοῦ τόξου· ὃ καὶ
ἐτάνυσεν ἂν, εἰ μὴ ὁ πατὴρ Ὀδυσσεὺς λάθρα ἀνανεύσας ἐπέσχεν, ἵνα μὴ
ὕστερον οἱ μνηστῆρες ἀδυνα-
τοῦντες φθονήσωσι καὶ ἴσως ἐρεθισθῶσι πρὸ καιροῦ καὶ γένηται τὰ τῆς
μνηστηροφονίας καὶ δυσχερῆ
καὶ οὐκ εὔπλαστα. ἔστι δ' ἐν τούτοις ἡ Ὁμηρικὴ φράσις τοιαύτη· ὢ πόποι,
ἦ μάλα με θεὸς ἄφρονα
θῆκεν, ὅ τις εἴποι ἂν καταγινώσκων ἑαυτοῦ· μήτηρ μέν μοι φησὶ φίλη,
πινυτή περ ἐοῦσα, ἄλλῳ ἅμ'
ἕψεσθαι νοσφισαμένη τόδε δῶμα. αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι
θυμῷ. (Vers. 106.) ἀλλ'
ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ, ὡς ἡ μήτηρ εἶπε, τόδε φαίνεται ἄεθλον, ἤγουν,
οἵη νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ κατ'
Ἀχαιΐδα γαῖαν, οὔτε Πύλου ἱερῆς οὔτ' Ἄργεος οὔτε Μυκήνης, οὔτ' αὐτῆς
Ἰθάκης, οὔτ' ἠπείροιο μελαί-
266

νης. καὶ δ' αὐτοὶ τόδε ἴστε· τί με χρὴ μητέρος αἴνου; ἀλλ' ἄγε μὴ μύνῃσι
παρέλκετε, μηδ' ἔτι τόξου
δηρὸν ἀποτρωπᾶσθε τανυστύος, ὄφρα ἴδωμεν. καὶ αὐτὸς δ' ἂν ἐγώ, φησι,
τόξου πειρησαίμην. εἰ δέ
κεν ἐντανύσω διοϊστεύσω τε σιδήρου, οὐκ ἄν μοι ἀχνυμένῳ τάδε δώματα
πότνια μήτηρ λείποι ἅμ' ἄλλῳ
ἰοῦσα, (Vers. 116.) ὅτ' ἐγὼ κατόπισθε λιποίμην, οἷός τε ἤδη πατρὸς
ἀέθλια κάλ' ἀνελέσθαι, ἤγουν
οἷος ἀεθλεύειν κατὰ τὸν πατέρα. ἔφη ὁ παῖς. καὶ ἀπ' ὤμοιϊν χλαῖναν θέτο
φοινικόεσσαν ὀρθὸς ἀναΐξας,
(Vers. 119.) ἀπὸ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμων· ἔφερε γὰρ καὶ ξίφος κατά τε
ἔθος καὶ ἐπίτηδες διὰ τὸ μελε-
τηθέν. δῆλον δ' ὅτι διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν καὶ ἔγχος ἐγγὺς ἔχει, περὶ ὃ ἐν τῷ
τέλει τῆς ῥαψῳδίας βάλλει τὴν χεῖρα. οὗ ἕνεκεν καὶ παρέῤῥιψε φθάσας ὁ
ποιητὴς πρὸ ὀλίγων δύο στίχους, δηλοῦντας ὡς ἔγχος ἔχων ὁ Τηλέμαχος
ἐξῆλθεν εἰς ἀγορὰν, ξίφους ἐκεῖ μὴ μνησθεὶς, ὅ περ ἐνταῦθα κεῖται. καὶ
τέως οὕτω

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Volume 2, page 253, l. 27

μὲν ἐν τῷ, ἀλλ' ἄγετε μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνεται ἄεθλον, οὐδέν τι
περιαυτολογῆσαι προέθετο, ἐπεὶ
μηδὲ ἐχρῆν· ὁ δὲ ῥήτωρ φίλος υἱὸς ἔπαινον αὐτῆς ἐνταῦθα εἶπεν, ὃς ἦν ἂν
μεγαλοπρεπέστερος, εἴ περ
ἠρκέσθη ὁ παῖς εἰπὼν, οἵα νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ, καθὰ καὶ ἡ μήτηρ
σιγήσασα παντελῶς πλείω ἑαυτὴν
ἐσέμνυνε διὰ μόνου τοῦ, τόδ' ἄεθλον. νῦν δὲ μερικεύσας αὐτὸς καὶ
ὡρισμένως προσθέμενος τὸ, κατ'
Ἀχαιΐδα γαῖαν καὶ ἑξῆς, σμικρῦναι δοκεῖ καὶ ἀποστενῶσαι τὸν ἔπαινον.
καὶ ὅμως ἔστι νοῆσαι ἄλλως,
ὅτι ἡ σύγκρισις τῷ ῥήτορι πρὸς μόνας νῦν τὰς Ἑλληνίδας γίνεται· ὧν
πασῶν ὑπεξαίρει τὴν Πηνε-
λόπην, εἰπὼν τὸ κατ' Ἀχαιΐδα γαῖαν. αἱ γὰρ ὁποιδή ποτε Ἑλληνίδες
Ἀχαιΐδες ἂν εἶεν ὡς ἐκ μέρους
τοῦ κρείττονος. δῆλον δὲ, ὡς ὑπερτίθησι τὴν μητέρα καὶ αὐτῆς Ἑλένης
τῆς περιπύστου, εἴ περ Ἀργεία
καὶ ἐκείνη. εἰ τοίνυν πρὸς μὲν τὰς βαρβάρους ἀσύγκριτος ὡς Ἑλληνὶς
αὕτη, τῶν δὲ Ἑλληνίδων οὐδε-
μία ἐστὶ κατ' αὐτὴν, πασῶν λοιπῶν ὑπερκεῖσθαι λέγοι ἂν αὐτὴν ὁ παῖς.
(Vers. 108.) Τὸ δὲ, οὔτε
Πύλου ἱερῆς οὔτε Μυκήνης, ἐκ περισσοῦ κείσθαι δοκεῖ· συνεπινοοῦνται
267

γὰρ τῷ Ἄργει καὶ αὐταὶ, εἴ


περ Ἄργος μὲν ἡ ὅλη τοῦ Πέλοπος νῆσος, Πύλος δὲ καὶ Μυκήνη ἐντὸς
αὐτῆς. ἴσως οὖν ἢ τῷ ὅλῳ συνή-
θως τὰ μέρη συμπεριείληφεν ἁπλοϊκώτερον ὁ παῖς, ἢ ἐπίτηδες ἄλλως
αὐτὸ πεποίηκεν, ἵνα μὴ μόνου
Ἄργους μνησθεὶς δόξῃ τὴν μητέρα ἐξ ὀρθοῦ τῇ Ἀργείᾳ Ἑλένῃ
συγκρίνειν, ἣν καὶ αὐτὴν, ὡς εἰκὸς, δι'
αἰδοῦς ἄγει ὡς ξεινοδόκον, καθὰ προδεδήλωται. Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι, ὅτε
εἶπεν Εὐρύμαχος τῇ Πηνε-
λόπῃ, ὡς εἰ πάντες σὲ ἴδοιεν ἀν' ἴασον Ἄργος Ἀχαιοὶ, πλέονες ἂν
μνηστῆρες εὑρεθεῖεν ἐνταῦθα ἕωθεν,
ἐπεὶ περίεσσι γυναικῶν, τοιοῦτον τινὰ καὶ ἐκεῖνος ἔπαινον ἔλεγε τῆς
γυναικὸς, ὁποῖον καὶ ὁ Τηλέμαχος
ἐνταῦθα φησίν. (Vers. 107.) Ἀχαιῒς γὰρ γῆ δύναται νοηθῆναι νῦν ἡ κατὰ
τὸ ῥηθὲν ἐκεῖ ἴασον Ἄργος,
περὶ ὃ καὶ χώρα ἡ ἰδίως Ἀχαΐα λεγομένη. (Vers. 108.) Ἱερὴν δὲ Πύλον
λέγει ἢ ἁπλῶς κατὰ κοινὸν
ἐπίθετον, ἱεραὶ γὰρ ἅπασαι πόλεις, ἢ καὶ διὰ τὰς ἐκεῖ θυσίας, ἃς ἡ ἀρχὴ
τῆς γ ῥαψῳδίας προέφῃνε.

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) (4085: 002)“Hesychii Alexandrini lexicon,


vols. 1–2”, Ed. Latte, K.Copenhagen: Munksgaard, 1:1953;
2:1966.Alphabetic letter epsilon, entry 5201, l. 1

ἐπισμηγεῖν· ἐπικόπτειν. ἐπικωλύειν


ἐπισμῇ· ἐπιτρίβει, ἀπὸ τοῦ σμήχειν ἢ τρίβειν ἢ πλύνειν·
λοιδορεῖ, πλήττει. σμῶξαι γὰρ τὸ πατάξαι (Ar. Thesm.
389). ἔνθεν σμῶδιξ αἱματόεσσα (Β 267)
ἐπισμυγερῶς· ἐπιπόνως (δ 672)
ἐπισμυκτόν· ἐπιμυκτηρισμόν
ἐπίσπαστον· αὐθαίρετον, ὅπερ ἑαυτῷ τις ἐπισπᾶται κακόν
(σ 73)
ἐπίσομαι· ἐπελεύσομαι (Λ 367) AS
ἐπὶ σοί· κατὰ σοῦ (Ε 244)
ἐπισπάσει· ἐπιτεύξεται. Σοφοκλῆς Ἀτρεῖ ἢ Μυκήναις (fr. 137),
ἀπὸ τῶν ταῖς λίνοις λαμβανόντων
ἐπισπάσθω· ἑλκυέτω τὸ δέρμα (1. Cor. 7,18) ASvgnp
ἐπισπᾶται· ἐφέλκει A
[ἔπισπε· εἰπέ]
ἐπίσπαστρον· βρόχον r
ἐπὶ σπείρας σχοινίον· τὸ ἀναγκαιότατον. ἐν γὰρ χειμῶσι
τοῖς σχοινίοις πιστεύουσι. δηλοῖ οὖν τοὺς ἀναγκαίους φίλους
ἐπισπέρχειν· ἐπισπεύδειν AS. ἐπείγειν (S)
268

ἐπισπέρχουσαι· ἐπισπεύδουσαι. ἐπειγόμεναι

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter kappa, entry 4483, l. 1

κύκλοι· τροχοί ASgn. ὀφθαλμοί


κύκλος· περίβολος. καὶ ἐν ἀγορᾷ τόπος, ἔνθα σκεύη καὶ σώματα
πιπράσκονται. καὶ ἐν ταῖς κωμῳδίαις ὑπότροχόν τι κατα-
σκεύασμα. καὶ παρὰ τοῖς γεωμέτραις ἐπίπεδον σχῆμα ὑπὸ
μιᾶς γραμμῆς περιεχόμενον. καὶ εἶδος ἱππασίας
κυκλοτερές· περιφερές r. ἐπικαμπές (Δ 124)
κύκλους καὶ τροχούς· τὰ τείχη. τροχὸν δὲ τὸ τεῖχος, ὡς
Σοφοκλῆς Ἡρακλεῖ· Κυκλώπιον τροχόν (fr. 207)
κυκλοφορούμενος· κατὰ κύκλον φερόμενος AS
κυκλοχανῶν· γλίσχρων, σμικρολόγων
Κυκλώπων ἕδος· ἐπειδὴ Κύκλωπες ἐτείχισαν τὰς Μυκήνας
Κυκλώπων· χαλκέων

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter mu, entry 1826, l. 1

πεπυκνωμέναι. ἢ βραχίονες (Π 324)


μυκά· μύκησις
Μυκάλη· ὄρος Καρίας (Β 869)
Μυκαλησός· πόλις Βοιωτίας (Β 498) r
μυκαρίς· νυκτερίς
μυκάς· μυκήσεις
μυκᾶσθαι· ὄνοις καὶ καμήλοις ὁμοίως βρύχεσθαι, καὶ βουσί
Μυκερίνα· ἡ Μέμφις. Δίδυμος τὴν Σάϊν. ταύτης γὰρ λέγει
Ἡρόδοτος (2,130,1) βασιλεῦσαι Μυκερῖνον
μυκηθμός· βοὴ βοῶν (μ 265) (ASvgn)
Μυκῆναι · πόλις ἐν Ἄργει r, ἧς ἐβασίλευσεν Ἀγαμέμνων (Β 569)
μύκηρος· ἀμυγδαλή. τινὲς δὲ μαλακὰ κάρυα
μύκης· ἀμανίτης r

Ησύχιος λεξικόν. (Π – Ω) (4085: 003)“Hesychii Alexandrini lexicon,


vols. 3–4”, Ed. Schmidt, M.Halle: n.p., 3:1861; 4:1862, Repr.
1965.Alphabetic letter tau, entry 947, l. 1

τίριος· θέρου(ς). Κρῆτες


Τίρυνθα· πόλις ἐν Ἄργει
269

Τιρύνθιον Ἄργος· τὰς Μυκήνας


Τιρύνθιον πλίνθε(υ)μα· ἀντὶ τοῦ [τὸ] τεῖχος. ὑπὸ Κυκλώπων δὲ
κατεσκεύαστο
τισάμενον· καταπονούμενον
τίσασθαι· τιμωρίας λαβεῖν
τίσατο· ἐτιμωρήσατο

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos (4089: 024); MPG 80.Volume


80, page 992, l. 41

Πληθυντικῶς δὲ πάλιν ὁ αὐτὸς, «Αἰνεῖτε αὐτὸν,


φησὶν, οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν.» Τὴν αὐτὴν δὲ ἔχει
σημασίαν τὸ, «Ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυ-
ρίῳ.» Ὁ μὲν γὰρ ὁρώμενος οὐρανὸς, οἷόν τις ὄρο-
φος κατεσκευάσθη τῇ γῇ· ὁ δὲ ἀνώτερος τοῦτό
ἐστι τούτῳ, ὅπερ οὗτος τῇ γῇ. Διὰ δὴ τοῦτο οὐρανὸς
οὐρανοῦ καλεῖται, καὶ οὐρανοὶ οὐρανῶν ὀνομάζον-
ται. Ἔστι δὲ ἰδεῖν καὶ πόλεις παρ' ἡμῖν διπλῆν
τὴν ὀνομασίαν ἐχούσας. Καὶ γὰρ καὶ Ταρσὸν λέγομεν
καὶ Ταρσοὺς, τὴν μίαν πόλιν· καὶ Θήβην καὶ
Θήβας, τὴν αὐτὴν πόλιν. Οὕτω Μυκήνην τε καὶ
Μυκήνας ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ, μίαν πόλιν εἰδότες
τὴν πληθυντικῶς ὀνομαζομένην. Ταῦτα δέ μοι οὐχ
ἁπλῶς εἴρηται, ἀλλὰ διὰ τοὺς πολλοὺς οὐρανοὺς
ἀριθμεῖν πειρωμένους.
γʹ. «Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα· καὶ νὺξ
νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν.» Καὶ γὰρ ἡ τεταγμένη
νυκτὸς καὶ ἡμέρας διαδοχὴ, τοὺς ὑπὸ τοῦ Δημιουρ-
γοῦ τεθέντας ὑποδείκνυσιν ὅρους, οὓς παραβαί-
νειν ἡ ἄψυχος οὐκ ἀνέχεται κτίσις.

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Volume 80, page 992, l. 42

φησὶν, οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν.» Τὴν αὐτὴν δὲ ἔχει


σημασίαν τὸ, «Ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυ-
ρίῳ.» Ὁ μὲν γὰρ ὁρώμενος οὐρανὸς, οἷόν τις ὄρο-
φος κατεσκευάσθη τῇ γῇ· ὁ δὲ ἀνώτερος τοῦτό
ἐστι τούτῳ, ὅπερ οὗτος τῇ γῇ. Διὰ δὴ τοῦτο οὐρανὸς
οὐρανοῦ καλεῖται, καὶ οὐρανοὶ οὐρανῶν ὀνομάζον-
ται. Ἔστι δὲ ἰδεῖν καὶ πόλεις παρ' ἡμῖν διπλῆν
τὴν ὀνομασίαν ἐχούσας. Καὶ γὰρ καὶ Ταρσὸν λέγομεν
καὶ Ταρσοὺς, τὴν μίαν πόλιν· καὶ Θήβην καὶ
270

Θήβας, τὴν αὐτὴν πόλιν. Οὕτω Μυκήνην τε καὶ


Μυκήνας ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ, μίαν πόλιν εἰδότες
τὴν πληθυντικῶς ὀνομαζομένην. Ταῦτα δέ μοι οὐχ
ἁπλῶς εἴρηται, ἀλλὰ διὰ τοὺς πολλοὺς οὐρανοὺς
ἀριθμεῖν πειρωμένους.
γʹ. «Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα· καὶ νὺξ
νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν.» Καὶ γὰρ ἡ τεταγμένη
νυκτὸς καὶ ἡμέρας διαδοχὴ, τοὺς ὑπὸ τοῦ Δημιουρ-
γοῦ τεθέντας ὑποδείκνυσιν ὅρους, οὓς παραβαί-
νειν ἡ ἄψυχος οὐκ ἀνέχεται κτίσις.

Γεώργιος Χοιροβοσκός γραμματικός. Prolegomena et scholia in


Theodosii Alexandrini canones isagogicos de flexione nominum
(4093: 001)
“Grammatici Graeci, vol. 4.1”, Ed. Hilgard, A.Leipzig: Teubner, 1894,
Repr. 1965.Page 158, l. 8

Πύδην τε ῥέοντα· τοῦτο δὲ ἐναντίως ἔκλινεν ὁ Ἀντίμαχος· ὅτε μὲν


γὰρ ἰαμβικόν ἐστιν, ἰσοσυλλάβως αὐτὸ κλίνει, ὡς ἐπὶ τῆς λεχθείσης
χρήσεως, ὅτε δὲ σπονδειακόν ἐστι, περιττοσυλλάβως αὐτὸ κλίνει, οἷον
fragm. 102 K Πύδητος κούρη τηλεκλειτοῦ ποταμοῖο· μύκης
μύκου καὶ μύκητος· τοῦτο δὲ διάφορα σημαίνει· σημαίνει γὰρ καὶ τὸ
καρβώνια τὰ ἐπικείμενα τοῖς λύχνοις, ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ ἐν τῇ Ἑκάλῃ,
fragm. 47 Sch. ὁππότε λύχνου Δαιομένου πυρόεντες ἄδην
ἐγένοντο μύκητες· σημαίνει δὲ καὶ τοὺς ἀμανίτας τοὺς περὶ τὰ
δένδρα γινομένους, ὡς παρὰ Ἀντιφάνει fragm. 226. 227, 11 K ὄπτα
μύκητας πρινίνους τουσδὶ δύο· σημαίνει δὲ καὶ τὸ μέρος τῆς λα-
βῆς τοῦ ξίφους, ἔνθα κρατεῖ τις, οὗ πεσόντος ἐκ Περσέως Μυκήνας
συνέβη κτισθῆναι· σημαίνει δὲ καὶ τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ ἰσο-
συλλάβως ἔκλινεν ὁ Ἀρχίλοχος, εἰπὼν fragm. 47 B4 ἀλλ' ἀπερρώ-
γασί μοι Μύκεω τένοντες· πάλιν Σάπης Σάπου καὶ Χάρης Χάρου
καὶ Χάρητος, Πύλης Πύλου καὶ Πύλητος, Μύνης Μύνου καὶ Μύνητος·
ὁ μὲν γὰρ Σοφοκλῆς Μύνου ἔκλινεν, ἐν Αἰχμαλωτίσιν εἰπὼν fragm.
40 N Μύνου τ' Ἐπιστρόφου τε· ὁ δὲ ποιητὴς ἀναλόγως Μύνητος,
οἷον Τ 296 πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος· Μέγης Μέγου,
ἐξ οὗ τὸ Ο 302 Μέγην τ' ἀτάλαντον Ἄρηϊ, καὶ Μέγητος· ταῦτα
δὲ ποιητικὰ λέγομεν εἶναι, καὶ οὐ κατὰ ἀναλογίαν γεγόνασιν.

Γεώργιος Χοιροβοσκός γραμματικός. De orthographia (epitome) (e cod.


Barocc. 50) (4093: 005)“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis
bibliothecarum Oxoniensium, vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford
271

University Press, 1835, Repr. 1963.Page 206, l. 23

Εὐρώπεια: Διὰ τῆς ει διφθόγγου, τῷ λόγῳ τῶν διὰ τοῦ


εια προπαροξυτόνων· Εὐρώπεια δέ ἐστιν ὄνομα κύριον· τὰ γὰρ διὰ
τοῦ εια θηλυκὰ, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου, διὰ τῆς ει διφθόγ-
γου γράφεται· οἷον, Καλλιώπεια· Πληστοδόκεια· οὕτως καὶ
Εὐρώπη, Εὐρώπεια, διὰ τῆς ει διφθόγγου.
Ἔμεια: Διὰ τῆς ει διφθόγγου, τῷ λόγῳ τῶν διὰ τοῦ εια
προπαροξυτόνων· καὶ ἄλλως· ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἐνεργῶ, ἐνέργεια,
καὶ ἀνθῶ, Ἄνθεια· οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἐμῶ, Ἔμεια, διὰ τῆς
ει διφθόγγου· ἔστιν δὲ τόπος πλήσιον Μυκηνῶν·

Χωρίκιος. Opera (4094: 001)“Choricii Gazaei opera”, Ed. Foerster, R.,


Richtsteig, E.Leipzig: Teubner, 1929.
Oration-declamation-dialexis 10, section 2, par.29, l. 3

τὴν μέχρι τοῦ γάμου νεότητα φέρειν οὐ δύνανται.


ὁρῶμεν δήπου τοὺς ἄλλους πατέρας μάλιστα μὲν σώφροσι τὰς
θυγατέρας ἐγγυᾶν βουλομένους, εἰ δὲ μή, τοῦτο γοῦν
πυνθανομένους, εἴ ποτε κόρῃ διαλεχθεὶς ὁ περὶ γάμου
λαλῶν ἔμεινε στέργων ἐκείνην, ἕως αὐτῷ συνελθεῖν ἔδοξε
νόμῳ, καὶ τοῦτο σύμβολον ἱκανὸν ποιουμένους τῆς μελλού-
σης εὐνοίας.
τί δὲ θαυμαστόν, ὦ Τρῶες, ἔτι νέον
ὄντα παθεῖν τι πρὸς τὴν ἐπὶ τῆς σκηνῆς αὐτῷ συνδιά-
γουσαν, ὅπου καὶ τὸν Μυκηναῖον ἀντεραστὴν ὑπώπτευεν
ἔχειν; οὐ γὰρ ἐκεῖνος διώμνυτο μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπι-
βῆναι ἠδὲ μιγῆναι.
ζηλοτυπίας γοῦν γινομένης
εἰκότως αὑτοῦ προσεδίδου τῷ πάθει καὶ μᾶλλον ἐπείθετο
τὴν κόρην εἶναι καλὴν ἐκ τοῦ μὴ μόνος ἐρᾶν καὶ πρός γε
τούτοις ὁρῶν ἀπεχθῶς ἔχουσαν Ἀγαμέμνονι μειζόνως
ἐπόθει.

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 10, section 2, par.61, l. 4

ἐγώ τε καὶ σὺ τὴν εἰκόνα τοῦ πράγματος ὡς οἷόν τε


μάλιστα στοχασάμενοι τῶν γενομένων.
ἦγον τὴν κόρην οἱ κήρυκες συγκαθευδήσουσαν Ἀγαμέμνονι, τῇ δὲ
κατὰ τῶν παρειῶν ἔσταξε δάκρυα, καὶ πυκνὰ μεταστρε-
φομένη πρὸς τὸν ἐραστὴν ἔβλεπεν οἷα δι' αὐτὸν ὑπομένει
272

δηλοῦσα.
τίς οὕτω, πρὸς θεῶν, ἔρωτος κρείττων, ὡς
μὴ παθεῖν τὴν ψυχήν; καὶ γὰρ εἰ μὲν ἐτύγχανε μόνος
ἐρῶν, ἴσως ἂν εἶχεν ἀδεῶς ἐναβρύνεσθαι· ἀντερῶντος δὲ
τοῦ Μυκηναίου πλείστης ἔδει θεραπείας αὐτῷ, μή ποτε
παθοῦσά τι λυπηρὸν πρὸς Ἀγαμέμνονα κλίνῃ. ἆρ' οὖν
οὕτω πικρὰν ἀτιμίαν ἤνεγκεν ἄν, εἰ μὴ πάλαι πεπεικὼς
αὑτὸν ἦν πάντα τοῖς ἄρχουσι πείθεσθαι;
Ἐξετάσωμεν τοίνυν παρ' ἄλληλα τὰ σοί τε καὶ τῷ
Μυκηναίῳ πρὸς ἐκεῖνον ὑπάρχοντα δίκαια· μὴ γάρ, εἰ
πρὸς τὸν Ἀτρέως ὤφθη τινὰ φυλάξας αἰδῶ, αὐτόθεν ἤδη
Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 10, section 2, par.67, l. 6

Παρὰ πάντα δέ σοι ταῦτα κἀκεῖνό φημι· εἰ λάβοις


οὕτω πικρῶς ἐξετάσαι τὸν κηδεστήν σοι γενέσθαι βου-
λόμενον, οὐκ ἂν φθάνοις διαγράφων μνηστῆρας· ὡς οὐ
γέγονέ τις ἀνθρώπων, ὅτῳ πάντα πέφυκεν ἅπασιν ἀρε-
στά.
Πάνυ τοίνυν ἀχθοίμην ἄν, εἰ προέχων ἐν τοῖς ἄλλοις
ἅπασιν Ἀγαμέμνονος ἐνταῦθα μόνον ἐκείνου δόξεις ἡττᾶ-
σθαι. σὺ μὲν γὰρ ὑπὲρ τῆς πατρίδος πρὸς γάμον ὀκνεῖς
ἐκδοῦναι τὴν παῖδα, Ἀγαμέμνων δὲ τὴν αὑτοῦ πρὸς
σφαγὴν ἐξέδωκεν ἐν Αὐλίδι, οὐ κινδύνου τὴν οἰκείαν
ἐλευθερῶν, οὐ γὰρ ἠνώχλουν πολέμιοι ταῖς Μυκήναις,
ὑπὲρ δὲ μιᾶς γυναικὸς ὑβρισθείσης ἀγανακτῶν.
ὃν
ἐξῆν, εἰ καὶ τῆς Ἑλένης αὐτὸς ὑπῆρχεν ἀνήρ, δευτέραν ποι-
εῖσθαι τὴν γυναῖκα τῆς θυγατρός, ὁ δὲ τῆς οἰκείας παιδὸς
τὴν ἑτέρου γυναῖκα περὶ πλείονος εἶχεν ἕνα θέμενος ὅρον
χαρίσασθαι τοῖς ὁμοφύλοις.
Ἤδη τοίνυν τινὸς ἤκουσα τὰ μὲν ἄλλα τὸν Φθιώτην
ἀποδεχομένου, δύσκολον δὲ καὶ τραχὺν ὀνομάζοντος τεκ-
μηρίῳ χρωμένου τῇ κατὰ τῶν Ἑλλήνων ὑπὲρ τῆς Βρι-
σηίδος ὀργῇ·

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 10, section 2, par.81, l. 1

μὴν Ἀγαμέμνων μὲν ἔτι θυμουμένῳ καὶ στέργοντι τὴν


Βρισέως ἐδίδου τὴν παῖδα· σὺ δὲ τῆς ὀργῆς πεπαυμένου
καὶ Πολυξένην ζητοῦντος ἀναδύῃ τὸν γάμον;
καίτοι τί μέγα συνέβη τότε τοῖς Ἕλλησι, δι' ὃ τὰς Ἀχιλλέως κατ-
αλλαγὰς Ἀγαμέμνων ὠνεῖτο; μία ναῦς αὐτοῖς ἐνεπρήσθη
273

πολλὰ πεπονηκότων ἡμῶν. Τροία δὲ τὰς ἐπικειμένας


νήσους καὶ τὰς ἐν ἠπείρῳ πόλεις καὶ σωμάτων πολὺν ἀπέ-
βαλεν ἀριθμὸν καὶ τὴν περιλειφθεῖσαν εἰς σωτηρίαν μερίδα,
τὸν Ἕκτορα. οὐκοῦν ἄτοπον, εἰ τοῦ Μυκηναίου δωρεὰς
ἐπ' ἐλάττοσι κακοῖς αὐτῷ δεδωκότος ἡμεῖς ἄνευ δαπάνης
ἐπὶ μείζοσι συμφοραῖς οὐ σπεισόμεθα;
θαυμάζω δέ, εἰ συμμαχοῦντος μὲν αὐτοῦ δεδοίκαμεν τὴν ὀργήν,
μένοντος δὲ πολεμίου θαρροῦμεν. ὁ γὰρ ὑπὲρ τῆς αἰχμαλώτου
χαλεπῶς ἐνεγκὼν πῶς οὐ πολὺ μειζόνως ἀγανακτήσει δια-
μαρτὼν Πολυξένης, ἣν ἐπὶ γνησίοις παισὶν ἀξιοῖ λαβεῖν;
ὁρᾶτε τοίνυν, ὦ Τρῶες, μὴ πολὺ χαλεπωτέρῳ χρησώ-
μεθα πολεμίῳ. ὁ γὰρ δυνάμενος μὲν χρήσασθαι βίᾳ χειρῶν,
ἀξιῶν δὲ πρεσβείᾳ τυχεῖν οὐ φέρει τὴν ὕβριν ἀποτυγχάνων.

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 12, section 2, par.49, l. 2

ἔδει τοῦ μὴ καθάπερ παῖδα δοκεῖν ὀξέως οὑτωσὶ


μεταβάλλεσθαι. καὶ τί πλέον ἐζήτεις, ὦ δύσερως
Ἀχιλλεῦ; εἶδες λαμπρὰν ἐκ βασιλέως πρεσβείαν, τὸν
ἀνεψιόν, τὸν τροφέα, τὸν φίλον· εἶδες ἀντιβολοῦντας,
ὀδυρομένους, δῶρα διδόντας. καὶ βασιλεὺς ὠμωμόκει μὴ
πλησιάσαι τῇ κόρῃ, σὺ δὲ πρὸς τὸν ὅρκον ὑπὸ τῆς ἐπιθυ-
μίας ἠπίστεις μήποτε νομίζων τινὰ παιδὸς οὕτω καλῆς
ἀποσχέσθαι· πᾶς γὰρ οἴεται πᾶσι τὴν ἐρωμένην ἀρέσκειν.
εἰ τοίνυν οὕτω περὶ τὴν Βρισέως διατεθεὶς καὶ τὸν
Μυκηναῖον ἀντερᾶν ὑποπτεύων, ὃ μάλιστα συνεῖχε τὸ
φίλτρον, ἄπιστος γέγονεν ἐραστής, ποίᾳ δὴ πρὸς ἡμᾶς
βεβαιότητι χρήσεται;
Εἰ μὲν οὖν τὴν αἰχμάλωτον μόνον ἐτύγχανεν ἔχων,
ἴσως ἂν ἐμαυτὸν ἐξηπάτων, ὡς γυνὴ καὶ τέκνον καὶ παιδοτρο-
φία μεταγνῶναί ποτε καὶ σωφρονῆσαι ποιήσει· γυναικὸς δὲ
οὔσης αὐτῷ καὶ μειρακίου καὶ πατρὸς οὐδέν ἐστιν ὃ τὴν
πρὸς ἡμᾶς βεβαιώσει κηδείαν.

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 12, section 2, par.63, l. 2

. τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἔσται λοιπὸν ἢ κατα-


βοᾶν τε καὶ θυροκοπεῖν ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἐλθόντας.
Ἀλλὰ γὰρ σοφὸς ὤν, ὦ Πολυδάμα, τοῦτο παντελῶς
εὔηθες ἐποίησας, ὅτι με τὴν θυγατέρα πρὸς γάμον ἐκ-
274

δοῦναι παρακαλῶν ἐδείκνυς μὲν τὸν Τελαμῶνα περὶ πλείο-


νος τῆς συνοικούσης αἰχμάλωτον θέμενον, ἐδείκνυς δὲ τὸν
Ἀγαμέμνονα παραπλήσια δράσαντα ὥσπερ ὑποψίαν ἡμῖν
καὶ φόβον βουλόμενος παρασχεῖν, μή τινα τῶν διακόνων
Ἀχιλλεὺς τιμιωτέραν ἄγῃ τῆς Πολυξένης.
Ἐπεὶ δὲ φιλοστοργίαν ἡμῖν ὀνειδίζεις, ὅτι μὴ πολε-
μίῳ τὴν παῖδα συνάπτομεν καὶ ταῦτα τοῦ Μυκηναίου πρὸς
σφαγὴν ἐν Αὐλίδι τὴν αὑτοῦ δεδωκότος, ἄκουε τὴν πρό-
φασιν ἐν βραχεῖ· τὴν αἰτίαν γὰρ ὑποκλέψας τὸ γεγονὸς
ὑμῖν διηγήσομαι. τὸ μέντοι πρᾶγμα τοῦτον ἐξ ἀρχῆς
προῆλθε τὸν τρόπον.
Ἔλαφον Ἀγαμέμνων εὐστόχως βαλὼν εἰπεῖν λέγεται
νικῆσαι τῇ τοξικῇ καὶ τὴν ἄρχουσαν τῆς τέχνης θεόν.
ἀπλοίας δὲ συμβάσης ἐντεῦθεν τοῖς Ἀχαιοῖς οὐ πρότερον
εἵμαρτο χρήσεσθαι πλῷ, πρὶν ἢ ζημιωθῆναι τὸν βασιλέα
τῇ θυγατρὶ τῆς περὶ τὴν θεὸν προπετείας. ἐμοὶ δὲ τίς
ἀνεῖλε θεῶν Ἀχιλλεῖ Πολυξένην ἐκδοῦναι;

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 12, section 2, par.67, l. 3

ὑπὸ τούτου σφαττόμενον εἶδεν, ὅτι κήρυκας ἐκέλευσεν


ἄγειν τὴν κόρην καὶ τὴν ἐπὶ τούτῳ θεραπεύων ὀργὴν
ἐδίδου τὴν παῖδα· ἐγὼ δὲ ποῖον Ταλθύβιον ἐπὶ τὴν σκηνὴν
Ἀχιλλέως ἀπέστειλα; ποίαν ἥρπασα Βρισηίδα;
Ἀλλὰ τῇ περὶ σὲ τὸν βασιλέα τῆς Τροίας
αἰδοῖ τιμήσει τὴν σύνοικον· ὁ γὰρ ἀνὴρ ἄρχεσθαι
καλῶς ἐπαιδεύθη καὶ τοὺς ἄρχοντας οἶδεν ἐρυ-
θριᾶν.
ταῦτα γὰρ αὐτῷ μαρτυροῦσιν οἱ παῖδες
Ἀτρέως, ὡς ἧκεν εὐθὺς καὶ προσπεσὼν πρὸς τὰ γόνατα τῷ
Μυκηναίῳ μετρίοις ἐχρήσατο λόγοις· ὦ βασιλεῦ, νέος
εἰμὶ καὶ ὀξὺς καί με θυμός τις ἐρωτικὸς ὑποδὺς
οὐκ οἶδ' ὅπως συνήρπασεν, ἀλλὰ νῦν ἐντὸς ἐμαυ-
τοῦ γεγονὼς ἔγνων ὅποι προήχθην καὶ σωφρονῶ.
τούτων οὐδὲν εἰπεῖν ἐκεῖνον ἀκούομεν.
εἰ μὲν οὖν ἄπαις ὑπῆρχον τέκνων ἀρρένων, ἤνεγκεν ἄν με τό τε
γῆρας ἐρυθριῶν καὶ παρὰ πόδας ὁρῶν μοι τοῦ βίου τὴν τελευτὴν
ἐλπίζων μικρὸν ὕστερον κληρονομήσειν τῶν σκήπτρων·
παίδων δὲ ὄντων ἀρρένων καὶ τοῦ κοινοῦ κελεύοντος νόμου
παῖδα παρὰ πατρὸς ἐκδέχεσθαι τὴν ἀρχὴν πῶς ἀξιώσει

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 12, section 2, par.72, l. 2


275

τιμῇ γεγονέναι τὴν ἀναχώρησιν· τὸν γὰρ ἐπειδὴ φεύγειν


ἤκουσε μεταστάντα τῆς συμμαχίας ἔδει κληθέντα πάλιν
ἐλθεῖν. πολλὰ μὲν γὰρ αὐτὸν προέτρεπε πείθεσθαι, πάντων
δὲ μάλιστα τὸ μὴ περιπεσεῖν οἷς ἐμέμφετο τὸν Ἀτρέως.
τί γὰρ ἐκεῖνον ἐμέμφετο; ὅτι τὴν ἐρωμένην πρὸ τῆς
σωτηρίας ἐποιεῖτο τῶν ὁμοφύλων. οὐ γὰρ δὴ λοιμῷ μὲν
ἀναλίσκεσθαι δυσχερές, πολέμου δὲ φορητὸν ἀπιέναι,
ἀλλὰ τοσούτῳ δεινότερον, ὅσῳ τὸ μὲν ἐκ τύχης συμβαίνει,
τὸ δὲ σημεῖόν ἐστιν ἀνανδρίας.
ἀλλ' ὅμως τοῦ Μυκηναίου βιασαμένου τὸν ἔρωτα καὶ τῷ Χρύσῃ
προῖκα τὸ θυγάτριον δεδωκότος οὐδὲ ζηλωτὴς γέγονεν οὗτος δῶρα
λαμβάνων. καίτοι τὸν Ἀγαμέμνονος πόθον, ὡς εἰκός, ἰσχυ-
ρότερον εἶναι μήπω πλησιάσαντος τῇ Χρυσηίδι· τοῖς γὰρ
ἐρῶσι τὸ μὲν τῆς ἐπιθυμίας τυχεῖν ἀπομαραίνει τὸ πάθος,
τὸ δὲ σφάλλεσθαι παντελῶς ἐξάπτει τὸ νόσημα.
τοσού-των οὖν αὐτὸν προτρεπόντων ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἔμεινεν ὑπερο-
ψίας· οὕτω σφόδρα γέ ἐστι τοῖς ἄρχουσιν εὐπειθής. καὶ
μὴν ἐξῆν αὐτῷ θυμοῦ τε κρείττονα δόξαι καὶ τῶν βασιλέων
ἀνέχεσθαι καὶ σῶσαι τοὺς ἀναιτίους καὶ λυπῆσαι τὸν

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 17, section 2, par.59, l. 2

Δαρεῖος οὐ μέμψεται. εἶτα βάρβαρος μὲν ἀνὴρ οἶδεν εἶξαι


καιρῷ καὶ συμφορὰν ἐνεγκεῖν, ἂν δὲ Ξάνθιππος ἀπάτην
μετακαλέσῃ τὴν ἀπραξίαν, τὰς Ἀθηναίων οἰχήσεται
ψήφους ἁρπάσας.
Σὺ μὲν οὖν τὴν φύσιν ἐπιδέξιος ὢν παλαιῶν οὐ δέῃ
παραδειγμάτων, πρὸς ἃ χρὴ βλέποντα ζῆν· ἐγὼ δὲ νωθὴς
τὰ πολέμια γεγονώς, ὡς μαρτυρήσει Δαρεῖος, τῶν ἔμπρο-
σθεν ἀριστέων ζηλωτὴς εἶναι πειρῶμαι καὶ τὰς ἐκείνων
ἐπιτηδεύσεις εἰκόνας ἀεὶ ποιοῦμαι τοῦ βίου.
τί οὖν ὁ
σοφὸς ἐκ Πύλου πρεσβύτης ὑφηγεῖται τῷ Μυκηναίῳ
τετρωμένῳ ποιεῖν; ἡσυχίαν ἄγειν ἐν ἀκμῇ τῶν κινδύνων·
οὐ γάρ πως βεβλημένον ἔστι μάχεσθαι.
τὸν Τυδέως δὲ στρατιώτην οὐδὲν ἄμεινον πράξαντα τοῦ Μυκη-
ναίου κελεύσας ἀναχωρεῖν, ἐπειδὴ τὴν Ἕκτορος λοιδορίαν
εὐλαβούμενον εἶδεν, εὐάλωτον συκοφάντην ἔφη πτοεῖ-
σθαι· μὴ γὰρ ἕξειν ἀκροατὰς τὸν Πριάμου τῆς Διομήδους
ἀριστείας ἀπείρους.
276

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 18, section 1, par.7, l. 2

ἄγειν με φάσκοντες τὰ τῶν ἀρτίως εἰς Ἑρμοῦ παλαίστραν


φοιτώντων.
ἆρα οὖν ποδῶν μὲν ὀξύτης καὶ σώματος
ῥώμη ἡ μὲν ἵππον, ἡ δὲ στρατιώτην ῥᾴθυμον ἀποσείεται,
λόγοι δὲ μένειν ἀνέχονται παρορώμενοι; καίτοι παλαιοὶ
τοῦτό που ᾄδουσιν ἄνδρες καὶ ἔγωγε πείθομαι, ὡς πωλοῦ-
σιν ἀνθρώποις οἱ θεοὶ τὰ καλὰ οὐ, μὰ Δία, χρυσίου, φασίν,
ἢ ἀργυρίου – ποῦ γὰρ δέονται τούτων θεοὶ δωτῆρες
ἐάων; – , ἀλλὰ μελέτης καὶ πόνων.
ἀτὰρ ἔοικα καὶ πρὸς
ὑμᾶς, ὦ νέοι, παθεῖν τὸ τοῦ Μυκηναίου πρὸς Τεῦκρον, ὃς
τὸν τοξότην ὁρῶν ἐπιμελῶς κεχρημένον τῇ τέχνῃ ὅμως
ὑπ' εὐνοίας παρῄνει ποιεῖν ὥσπερ ἐκεῖνος ἐποίει.

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 24, section 1, par.3, l. 3

Ἀπόλλωνα τὸν Λητοῦς, ἐρωτικὸς γὰρ ὁ θεὸς καὶ


τοξότης, εἶδόν που ἐν γραφῇ φέροντα λύραν, εἶδον ἔχοντα
τόξον ἐν ἑτέρᾳ γραφῇ. δίδωσι δὲ αὐτῷ καὶ Δάφνην ἐρω-
μένην τὰ χρώματα, καὶ τούτων οὐδὲν ἡ ποίησις ἀντιλέγει.
τί οὖν; τὴν λύραν φέρων Ἀπόλλων ἄλλοτε ἄλλως ὑπο-
κινῶν τὰς χορδάς, ὡς ἂν ἐδόκει τῇ ἁρμονίᾳ τοῦ μέλους
ἔκρουέ τε ἅμα καὶ ᾖδεν ἐρωτικὰ ψυχαγωγεῖν οὕτω καὶ
θέλγειν οἰόμενος τὴν σώφρονα, τὴν παρθένον.
οὐ μήν,
ὅτι θαμὰ τοῦτο ἐποίει, ἐχαλᾶτό οἱ ταῖς ᾠδαῖς ἡ ἐπιστήμη
τοῦ τόξου. ὅτε δὲ τὸν Χρύσην ὁ Μυκηναῖος ἠμέλει – αὐτόν
τε καὶ τὰ λύτρα αὐτοῦ παρ' οὐδὲν ἐποιεῖτο ἐντειλάμενος
ἀπιέναι τε θᾶττον καὶ αὖθις μὴ ἀναστρέφειν, ἵνα σῶς
οἴκαδε ἔλθοι, μικρὰν γὰρ εἶναι αὐτῷ συμμαχίαν τὰ στέμ-
ματα τοῦ θεοῦ – , ὅτε οὖν πρὸς τὸν πρεσβύτην ὁ Ἀτρέως
τοιαῦτα, ἑκηβόλος τε ἦν ὁ Ἀπόλλων καὶ μάλα εὐστόχως
ἀφῆκε τὰ βέλη.

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 38, section 2, par.14, l. 8

μὲν ἔκλαιε σιωπῇ κύπτων εἰς γῆν. θέαμα πικρόν, Ἀχιλλεῦ,


277

βασιλεὺς ἐν ὑπηκόοις δακρύων. ἦπου κατέσταζε τῆς ἁλουρ-


γίδος καὶ τοῦ σκήπτρου τὰ δάκρυα.
ὀψὲ δ' οὖν ἀν-
οιμώξας ἀφῆκε φωνὰς ἀθλιωτέρας τῶν ὀδυρμῶν θρηνῶν
μὲν τοὺς ἐρριμμένους, δεδιὼς δὲ καὶ τρέμων ὑπὲρ τῶν
ὑπολοίπων καὶ κατεπείγων εἰς ἀναχώρησιν λίαν ἀπᾴδουσαν
ἡγεμόνος συμβούλου καὶ τῆς ὑπερηφάνου παρασκευῆς.
καθελκομένου τοίνυν ἤδη τοῦ ναυτικοῦ ἐπειδὴ τῶν Ἀχιλ-
λέως ὁ Νέστωρ ἐμνήσθη διαλλαγῶν, εὐθὺς ὁ δρασμὸς
ὑπεχώρει. τὸν γὰρ Μυκηναῖον εὗρεν ὁ Πύλιος οἴκοθεν
ταὐτὰ βεβουλευμένον.
οὔκουν ἐξεπλάγη τῇ νουθεσίᾳ
τὴν ἀκοὴν οὐδ' εἰ δέοι πειθαρχεῖν ἐλογίσατο, ἀλλ' ὥσπερ
αὐτὸς τῷ Νέστορι προειπὼν εἰσηγήσασθαι τὴν βουλήν,
ἵνα πιθανωτέρα φανῇ σοφοῦ παραινοῦντος πρεσβύτου,
οὕτω δεδιὼς τὴν γνώμην ἐπεσφραγίσατο καὶ τὴν ἑαυτοῦ
περὶ σὲ παροινίαν ἐπὶ τοῦ συλλόγου μεμψάμενος οὐ τοῦτο
μόνον ᾠήθη πρὸς ἀπολογίαν ἀρκεῖν καὶ ταῦτα τοὺς ὑβρις-
μένους εἰδὼς μετρίαν πολλάκις θεραπείαν νομίζοντας
τὴν ὁμολογίαν τοῦ πλημμελήσαντος,

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 38, section 2, par.20, l. 6

κει· ὀμωμοκὼς δὲ νῦν αὐτεπάγγελτος οὐδὲν αἰσχρὸν ἑαυτῷ


φαίνεται συνειδώς. μὴ γὰρ ὑπολάβωμεν, ὡς ἐκ φαύλου καὶ
ἀσελγοῦς συνειδότος ἐπὶ τὸν ὅρκον προήχθη, ἀλλὰ τοι-
αύτας ὑποψίας γινώσκων ἐρῶντι παρεπομένας ἠβουλήθη
σε ταύτην ἀποτρίψασθαι τὴν φροντίδα.
χωρὶς δὲ τού-των πῶς ἂν εἴη μὴ δεδιέναι θεοὺς τὸν ἤδη πολλῶν
πειρα-θέντα κακῶν ἐκ τῆς περὶ τὸ θεῖον ὀλιγωρίας; ὁ μὲν γὰρ
ἀσεβήσας πολλάκις, τιμωρίαν δὲ μηδαμῶς ὑποσχὼν ἧττον
ἂν φυλάξαιτο πλημμελεῖν ἀγνοίᾳ τῆς ἐκ θεῶν ἐπιούσης
τοῖς ἁμαρτάνουσι δίκης· ὁ δὲ Μυκηναῖος πεῖραν ἔχει δι-
πλῆν, ὅπως κινεῖται τὸ θεῖον εὐσεβείας ἀμελουμένης,
πάλαι μέν, ἡνίκα τὴν Ἄρτεμιν φορτικοῖς ἠρέθισε ῥήμασι
τοξικῆς ἀριστείας αὐτῷ κουφιζούσης τὸ φρόνημα, πρώην
δέ, ὅτε τὸν Χρύσην ἀτίμως ἀπέπεμψεν ἐπιθυμίας ἐρωτικῆς
πλανώσης τὸν λογισμόν. ὥστε δὶς ἤδη πεπαιδευμένος
πνεύμασί τε μαχομένοις τῷ στόλῳ καὶ νόσῳ κοινῇ τῶν
ἀρχομένων μεστός ἐστιν εὐλαβείας καὶ δέδοικε τοὺς κολά-
278

σοντας τῇ μνήμῃ τῶν γεγονότων.

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 38, section 2, par.33, l. 3

μιμησάμενος τὰς ὑπὲρ τούτων ἐκείνου παραλίπῃς εὐχάς.


ὡς γὰρ ᾤχετο φέρων αὐτῷ τὸ θυγάτριον Ὀδυσσεύς, ὁ μὲν
ᾔτησε τὸν Λητοῦς ἡμῖν συναλλαγῆναι, ὁ βάρβαρος γέρων
τοῖς Ἕλλησιν, ὁ δὲ πάλιν ἐπένευσεν αἰτοῦντι τὴν χάριν.
ἀνήγετο γοῦν ὁ Λαέρτου καλλιερήσας καὶ πρὶν ἀφῖχθαι
πρὸς τὸ στρατόπεδον ᾔσθετο τῆς Ἀπόλλωνος εὐμενείας
ἀσφαλείᾳ καὶ δρόμῳ τοῦ πλοῦ.
οὕτω πρὸς οἶκτον
ὤφθη ταχὺς ὁ θεὸς αὐτός τε καὶ ὁ θεράπων αὐτοῦ καὶ
ταῦτα τοῦ Μυκηναίου τὴν κόρην γυμνὴν ἀποστείλαντος
δώρων καὶ μηδαμῶς πεπεικότος ὅρκῳ τὸν Χρύσην
μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβῆναι μηδὲ μιγῆναι.
οὐκοῦν ὑπέρογκόν ἐστι καὶ σοβαρὸν ἐπ' ἐλάττονος μὲν
θεραπείας διαλλαγῆναι θεόν, ἄνδρα δὲ μειζόνων τετυ-
χηκότα τιμῶν μὴ ζηλῶσαι τὸν κρείττονα;
Καὶ ταῦτα μὲν ἔφην ὑποθέμενος τὸν Ἀτρέως ὕστερον
μετεγνωκότα τῶν ἐν τῷ πολέμῳ κακῶν, οἷς διαστάντος
σου περιπέπτωκεν, ἀκριβεῖ δὲ λόγῳ φανήσεται προλαβὼν
μετανοίᾳ τὴν ἀτυχίαν. οὐ γὰρ ἂν τῇ Βρισέως ἐφυλάξατο
συνελθεῖν, εἰ μὴ παραχρῆμα μετάμελος εἰσῆλθεν αὐτὸν

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 38, section 2, par.39, l. 1

ὠθούμενος λογισμοῖς ἀμύνασθαι τὸν Ἀλέξανδρον οὐ πε-


ραιτέρω προῄει τοῦ τὴν Ἑλένην ἀπολαβεῖν.
Βούλομαι τοίνυν, εἰ δίδως, Βρισηίδι τὴν Ἑλένην
παραβαλεῖν καὶ τὸ μέσον ὑπάρχον ὅσον ἐστὶ σκοπῆσαι. βάρ-
βαρος αὕτη καὶ δορυάλωτος, ἡ δὲ τὴν τύχην ἐλευθέρα καὶ
Λάκαινα. καλὴ μὲν ἡ Βρισέως, καλλίστη δὲ γυναικῶν ἡ
Λήδας θυγάτηρ. ὅσῳ τοίνυν ἅπασι ταύτης ἐκείνη πλεον-
εκτεῖ, τοσούτῳ σου μᾶλλον ὁ Σπαρτιάτης ἠδικημένος
ἔστεργε τὴν ἀπόδοσιν ὑβρισμένην εἰδὼς αὑτῷ τὴν εὐνήν.
οὐ γὰρ ἦν ἑτέραν τῆς ἁρπαγῆς αἰτιάσασθαι πρόφασιν.
Ἀκόλουθον, οἶμαι, τῷ Μυκηναίῳ παραβαλεῖν τὸν
Ἀλέξανδρον, ἵνα καὶ ταύτῃ δείξωμεν μείζονα τὴν εἰς τὸν
Μενέλαον ὕβριν. οὐχ ὁ μὲν Ἕλλην ἐκ Μυκηνῶν, ὁ δὲ
καθέστηκε Φρύξ; οὐχ ὁ μὲν ἐκ παιδὸς βασιλεύς, ὁ δὲ πάλαι
βουκόλος; οὐχ ὁ μὲν ἐξ ἀντιλογίας καὶ μάχης ἀφείλετό
279

σε τὴν κόρην, ὁ δὲ τὴν Ἑλένην Μενελάῳ μηδὲν ἐγκαλῶν;


ἐπειδὴ τοίνυν ἑκάτερος ἀλλοτρίαν εἴληφε γυναῖκα, φέρε,
σκοπήσωμεν, ὅπως ἀμφότεροι τοῖς ὑβρισμένοις ἐχρή-
σαντο. ὁ μὲν σωφρόνως τὸ γέρας ἀποδιδοὺς καὶ πλοῦτον
ἄφθονον προστιθεὶς ἐπρεσβεύσατο, ὁ δὲ Πριάμου πρες-
βεύσαντα τὸν ἠδικημένον ἰδὼν ἄπρακτον ἀπέπεμψε.

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 38, section 2, par.39, l. 3

Βούλομαι τοίνυν, εἰ δίδως, Βρισηίδι τὴν Ἑλένην


παραβαλεῖν καὶ τὸ μέσον ὑπάρχον ὅσον ἐστὶ σκοπῆσαι. βάρ-
βαρος αὕτη καὶ δορυάλωτος, ἡ δὲ τὴν τύχην ἐλευθέρα καὶ
Λάκαινα. καλὴ μὲν ἡ Βρισέως, καλλίστη δὲ γυναικῶν ἡ
Λήδας θυγάτηρ. ὅσῳ τοίνυν ἅπασι ταύτης ἐκείνη πλεον-
εκτεῖ, τοσούτῳ σου μᾶλλον ὁ Σπαρτιάτης ἠδικημένος
ἔστεργε τὴν ἀπόδοσιν ὑβρισμένην εἰδὼς αὑτῷ τὴν εὐνήν.
οὐ γὰρ ἦν ἑτέραν τῆς ἁρπαγῆς αἰτιάσασθαι πρόφασιν.
Ἀκόλουθον, οἶμαι, τῷ Μυκηναίῳ παραβαλεῖν τὸν
Ἀλέξανδρον, ἵνα καὶ ταύτῃ δείξωμεν μείζονα τὴν εἰς τὸν
Μενέλαον ὕβριν. οὐχ ὁ μὲν Ἕλλην ἐκ Μυκηνῶν, ὁ δὲ
καθέστηκε Φρύξ; οὐχ ὁ μὲν ἐκ παιδὸς βασιλεύς, ὁ δὲ πάλαι
βουκόλος; οὐχ ὁ μὲν ἐξ ἀντιλογίας καὶ μάχης ἀφείλετό
σε τὴν κόρην, ὁ δὲ τὴν Ἑλένην Μενελάῳ μηδὲν ἐγκαλῶν;
ἐπειδὴ τοίνυν ἑκάτερος ἀλλοτρίαν εἴληφε γυναῖκα, φέρε,
σκοπήσωμεν, ὅπως ἀμφότεροι τοῖς ὑβρισμένοις ἐχρή-
σαντο. ὁ μὲν σωφρόνως τὸ γέρας ἀποδιδοὺς καὶ πλοῦτον
ἄφθονον προστιθεὶς ἐπρεσβεύσατο, ὁ δὲ Πριάμου πρες-
βεύσαντα τὸν ἠδικημένον ἰδὼν ἄπρακτον ἀπέπεμψε.
Τάχα δή τις τὴν Βρισηίδος πρὸς τὴν Ἑλένην ἐξ-
έτασιν ὑπερβὰς καὶ τὴν Ἀλεξάνδρου πρὸς Ἀγαμέμνονα

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 38, section 2, par.42, l. 12

παράδειγμα τοῦ μὴ προσήκειν εἰς τέλος ἀλγεῖν ὑπὲρ κόρης


ἀφῃρημένης; εἰσὶν ἐν τοῖς στρατοπέδοις ῥήτορες δύο
γεγηρακότες, ἀμφότεροι παραπλήσιον ἔχοντες ἡλικίαν καὶ
τοῖς οἰκείοις ἑκάτερος τὴν ἀπὸ τῆς γλώττης συντέλειαν
χορηγῶν, τοῖς μὲν Ἕλλησι Νέστωρ, τοῖς δὲ πολεμίοις
Ἀντήνωρ. οὗτοι μίαν ἀπεφήναντο γνώμην ἀμφότεροι μὴ
χρῆναί τινας ὑπὲρ γυναικὸς ἡρπασμένης ἄσπονδον ἔχ-
θραν ποιεῖσθαι προϊούσης εἰς ἔργον τῆς ἀποδόσεως. ὁ
μὲν γὰρ ἀποδοῦναί σοι τὴν Βρισέως ἐνουθέτησεν Ἀγα-
280

μέμνονα, ὁ δὲ Μενελάῳ τὴν Ἑλένην Ἀλέξανδρον, οἷα


προσῆκον ἐντεῦθέν σέ τε διαλλάττεσθαι τῷ Μυκηναίῳ
καὶ τῷ Πριάμου τὸν Σπαρτιάτην.
Βούλομαι δή σε καὶ τοῦ προγόνου Διὸς ζηλωτὴν
ἀποδεῖξαι παυσάμενον τῆς ὀργῆς. λέγεται γὰρ ἀφορήτῳ
ποτὲ τῆς Ἑλλάδος λιμῷ τρυχομένης τὸν Αἰακὸν προσευ-
ξάμενον τῷ Διῒ τὸ κακὸν ἀπελάσαι. καταβαίνει τοίνυν ἐξ
οὐρανοῦ σοι φιλανθρωπίας εἰκών, εἰς ἣν ἀποβλέπων θεάσῃ
τὸν Δία θυμούμενον μέν – δείκνυσι γὰρ τὴν ὀργὴν ὁ λιμός – ,
παυσάμενον δὲ καὶ διαλλαγέντα τοῖς Ἕλλησι.

Χωρίκιος. Opera Oration-declamation-dialexis 38, section 2, par.56, l. 3

ἀπουσίαν τοσούτων ἐμπεπλησμένοις κακῶν;


Ὧν ἐγὼ θεατὴς γεγονὼς ἐκ τῆς Εὐρυπύλου σκηνῆς –
νῦν γὰρ ἀνεμνήσθην ἐκείνου μετέχοντος τοῦ καταλόγου
τῶν τετρωμένων – ἥκω δεδακρυμένος εἰκότως ἀήθη μάχην
ἰδών, ἣν ἔξεστι μὲν ἱππομαχίαν, ἔξεστι δὲ ναυμαχίαν
καλεῖν. τίς οὖν ἔστιν αὕτη; τῶν ὁλκάδων ἐπιβάντες οἱ
Ἕλληνες πρὸς τὴν ἵππον ἐπολέμουν τὴν Τρωικήν. εἰς
τοῦτο γὰρ ἀνάγκης αὐτοῖς περιειστήκει τὰ πράγματα.
εἶτά σου πεῖραν οὕτω σαφῆ καὶ λαμπρὰν εἰληφότες
καὶ μείζω ληψόμενοι τὴν ἐκ τῶν ἔργων ὀφειλομένην σοὶ
δόξαν τῷ Μυκηναίῳ δωρήσονται; πόθεν; ἀλλ' εἴ τις ἄρα
σοι τῆς εὐκλείας γενήσεται κοινωνός, ὁ σὸς ἑταῖρος ἐγὼ
καὶ συνήθης μέρος τι κτήσομαι καὶ θρυλλήσουσιν ἅπαντες
μιᾶς εἶναι ξυνωρίδος φιλτάτης τὴν ἅλωσιν τοῦ μὲν πο-
λεμεῖν συμβουλεύσαντος, τοῦ δὲ γενναίως ἠγωνισμένου.
Θαυμάζω δέ, εἰ τῶν μὲν Ἑλλήνων τὸν ἡγεμόνα
ζηλοτυπεῖς ἐφεδρεύοντα τῇ δόξῃ τῆς νίκης – θῶμεν γὰρ
οὕτως – , ὁ στρατηγὸς δὲ τῶν Τρώων οὐ δάκνει σου τὸ φι-
λότιμον τὴν τοῦ πολέμου καρπούμενος εὔκλειαν. ἢ συμπο-
νῶν μὲν τοῖς Ἀχαιοῖς Ἑλληνικῆς εὐδοξίας οὐ μετέχεις τὸ
μέρος, ἐν δὲ τῇ σκηνῇ διατρίβων τῶν Ἕκτορος τροπαίων

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


(4098: 001)“Etymologicum Gudianum, fasc. 1 & 2”, Ed. de Stefani, A.
Leipzig: Teubner, 1:1909; 2:1920, Repr. 1965.Alphabetic entry epsilon,
page 461, l. 13

Ἐμβριμώμενοι Menand. Protect. fr. 20 p. 50, 16 Dindorf?·


μετὰ αὐστηρότητος ἐπιτιμῶντες· ἀπὸ τοῦ ἐμβριμῶ, ἐξ οὗ “βριμαίνει”,
281

τὸ θυμοῦται, καὶ “βριμαίνουσα” ὀργιζομένη. καὶ εἰς τὸ Ὄβριμος.


Ἐμβρόντητος· μαινόμενος, ἔκφρων, ἀνόητος· ἀπὸ μεταφορᾶς
τῶν ἀπὸ ψόφου βροντῆς ἐξεστηκότων.
Ἔμβρυον· παρὰ τὸ ἔσω βρύειν [ἢ βρύχειν] καὶ αὔξεσθαι· ἢ παρὰ
τὸ ἔσω εἶναι βροτοῦ βροτόν. ἢ παρὰ τὸ αἷμα καὶ τὸ βρῶ, τὸ ἐσθίω,
γίνεται αἱμόβρυον καὶ ἔμβρυον.
{Γεωργίου} Ἔμεια· ἔστι τόπος πλησίον Μυκηνῶν· ἀπὸ τοῦ ἐμῶ Ἔμεια.
Ἔμεια δὲ λέγεται, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἤμεσεν ὁ Κέρβερος ἀνελθὼν ἐκ τοῦ
Ἅιδου, ἢ ἐπειδὴ ὁ Θυέστης φαγὼν τὰ τέκνα αὑτοῦ ἐκεῖ ἤμεσεν.
{Ὁμήρου} Ἐμεῖο Γ 162· ἐκ τοῦ ἐμοῦ. ποίου εἴδους; πρωτοτύπου.
κατὰ πόσους τρόπους διαφέρει τὸ πρωτότυπον τοῦ παραγώγου; κατὰ
γʹ· ὅτι τὸ μὲν ἐμοῦ τὸ πρωτότυπον [καὶ] γίνεται κατὰ διάλυσιν
ἐμέο ἐμεῖο καὶ ἐμεῦ, τὸ δὲ παράγωγον οὐδαμῶς· καὶ ὅτι τὸ μὲν πρω-
τότυπον ἐγκλίνεται καὶ τὸ κατ' ἀρχὴν φωνῆεν ἀποβάλλει, οἷον “ἤκουσέ
μου”, τὸ δὲ παράγωγον οὔτε ἐγκλίνεται οὔτε τὸ κατ' ἀρχὴν φωνῆεν
ἀποβάλλει. [τὸ δὲ ἐμοῖο ἐκ τοῦ ἐμός ἐμοῦ· ἔστι δὲ ἡ ἀντωνυμία
παράγωγος. ποίου εἴδους τῶν παραγώγων; κτητικοῦ·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 594, l. 8

Ἰλιάδος πʹ, ἥτις συνέστηκεν ἐκ πολλῶν νεύρων καὶ


συνεστραμμένων σαρκῶν. Ἐξ αὐτοῦ γίνεται μυῖα,
ἡ σαρκώδης οὖσα καὶ παχεῖα.
Μυκάλη: Παρὰ τὸ ἐκεῖ μυκᾶσθαι τὰς Γοργόνας
διωκούσας τὸν Περσέα.
Μυκαλησός: Ἡ πόλις· ὅτι ἐκεῖσε ἐμυκήσατο
ἡ βοῦς ἡ προηγησαμένη τοῦ Κάδμου εἰς τὴν κτίσιν
τῶν Θηβῶν κατὰ χρησμὸν Ἀπόλλωνος.
Μύκης: Μύκης ἐστὶν ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους· νῦν
τὸ ξίφος. Καὶ ἀπὸ τοῦ μύκητος τοῦ ξίφους τοῦ
Περσέως ἐκεῖ ὄντος ἐκλήθη ἡ πόλις Μυκήνη. Μύη
δὲ, τὸ κατακλεῖον τὴν θήκην τοῦ ξίφους, τὸ κατὰ τὴν
λαβίδα ὅπερ κρατεῖται· παρὰ τὸ μύω, τὸ κατακλείω.
Νίκανδρος ἐν Ἀλεξιφαρμάκοις,
Κηφῆος νέα δῶρα, μύκης ὅθι κάππεσεν ἅρπης.
Σημαίνει δὲ τὰ καρβώνια, ἤγουν τοὺς σπινθῆρας
ἀπὸ τῶν λύχνων ἀναπεμπομένους ἐν χειμῶνι·
ἢ λύχνοιο μύκητες ἀγείρωνται περὶ μύξαν,

Vitae Arati Et Varia De Arato, Ἐξ ἑτέρων σχολίων εἰσαγωγή (=


282

Anonymus I) (e cod. Vat. gr. 191) (4161: 012)“Commentariorum in


Aratum reliquiae”, Ed. Maass, E.Berlin: Weidmann, 1898, Repr. 1958.
Section 1, l. 15

ὑπὲρ τὸν Ἰθακήσιον κυβερνήτην (Od V 271 – 3)· τῶι μὲν γὰρ
Ἁλικαρνασσεῖ (Herod I 8) ὦτα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν τυγχάνει,
Ἄρατος δὲ τὴν μάθησιν ἅμα τοῖς ὠσὶν ἐπιδείκνυσι τοῖς ὄμμα-
σιν. οὐ περὶ ἀστρολογίας δέ, ἀλλὰ περὶ ἀστρονομίας τὸν λόγον
ποιούμεθα, μαθήματος εὐχρήστου τῶι βίωι, δι' ὃ καὶ ἡ Μέτω-
νος γεωμετρία καὶ ἡ Πυθαγόρου φιλοσοφία. τοῦτο τὸ μάθημα
κυβερνήτην μὲν ἐν καιρῶι πεποίηκεν Ὀδυσσέα, Ἀτρέα δὲ βα-
σιλέα· ‘δείξας γὰρ ἄστρων τὴν ἐναντίαν ὁδόν’ καὶ τὴν ἄρνα
ἔλαβε τὴν χρυσῆν καὶ τὴν βασιλείαν ἀπείληφε (Eur fr 861) ‘πολυ-
χρύσοιο Μυκήνης’ (Il XI 46 al). οὐδὲ μὴν οὐδὲ Ὅμηρος τοῦ μα-
θήματος ἀμύητος, ἀλλ' οἶδε μεθ' Ἡφαίστου τὰ κατ' οὐρανὸν
ἄστρα τῆι τοῦ Ἀχιλλέως ἀσπίδι ἐγγράφειν. παρ' αὐτῶι δὲ καὶ
στρατιώτης νυκτομαχῶν τοῖς ἄστροις τὴν νύκτα μετρεῖ (Il X
252 sq.)·

Joannes Antiochenus Hist., Fragmenta (4394: 001)“FHG 4”, Ed.


Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 25, l. 45

τοῦ ἀδελφὴν Ἰφιγένειαν, ἱέρειαν οὖσαν τῆς Ἀρτέμιδος,


καὶ προσάγουσαν τοὺς ξένους εἰς θυσίαν, λέγει τῷ Πυ-
λάδῃ· «Ἰδοὺ τοσούτων ἐκφυγόντες κινδύνων, μέλλομεν
εἰς θυσίαν προσάγεσθαι· πολλῶν γὰρ ἀνθρώπων ὁρῶμεν
ἐνταῦθα ἐρριμένα ὀστέα.» Ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη·
»Ἄγωμεν εἰς τὸ ἱερὸν, καὶ ἐρωτήσωμεν εἰ ζῇ Ἰφι-
γένεια ἡ σὴ ἀδελφὴ, καὶ προσπίπτοντες αὐτῇ σωζώ-
μεθα.» Καὶ ποιήσαντες τοῦτο, καὶ γνωρισθέντες
ὑπ' αὐτῆς, ἔλαβον αὐτὴν σὺν τῷ ἀγάλματι τῷ χρυσῷ
τῆς Ἀρτέμιδος. Καὶ περιελθόντες γῆν πολλὴν ἐπανέρ-
χονται εἰς Μυκήνας τὴν ἰδίαν πατρίδα· καὶ δίδωσι τὴν
Ἠλέκτραν τὴν ἀδελφὴν πρὸς γάμον τῷ Πυλάδῃ.
Μαθὼν δὲ ὁ τῆς Σκυθίας βασιλεὺς ἔπεμψε στρατιώτας
πολλοὺς ἐπιδιώκοντας αὐτούς. Οἱ δὲ κατὰ τὴν Πα-
λαιστίνην ἐλθόντες, καὶ ἀρεσθέντες τοῖς τόποις, ᾤκη-
σαν ἐν αὐτῇ, τὴν πρώην λεγομένην Νύσαν Σκυθῶν
μετονομάσαντες πόλιν.

Scholia In Aelium Aristidem, Scholia in Aelium Aristidem (5008:


283

001)“Aristides, vol. 3”, Ed. Dindorf, W.


Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Treatise Pan, Jebb pagël.-Hypothesis-
Epigram 174,6, l. 10

ἐπὶ μὲν τοῖς παρὰ τοῦ κήρυκος] λόγοις. C.


πλεῖστον δὴ δόξης ψευσθέντα] δόξαν λέγει
νῦν τὴν ἐλπίδα καὶ προσδοκίαν· ἤλπιζον γὰρ οἱ Θηβαῖοι
τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ τῇ θέᾳ τοῦ κηρύγματος ἥδεσθαι. BD.
ἤλπιζε γὰρ εὐεργεσιῶν μεγάλων τευξεῖσθαι. C.
τὴν δὲ Λακεδαιμονίων ἐρημίαν] ἀπορίαν καὶ μόνω-
σιν. C.
τὴν δὲ Λακεδαιμονίων – τῶν κεκρατηκότων, εἵλοντο]
ἰστέον ὅτι πάντες οἱ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ κατοικοῦντες κοι-
νῷ. ὀνόματι Πελοποννήσιοι λέγονται, ἰδίᾳ δὲ οἱ μὲν Λακε-
δαιμόνιοι, οἱ δὲ Μυκηναῖοι, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι. ἐν οὖν
τῇ Λακεδαιμονίων ἥττῃ τοσοῦτον ἥσθησαν Πελοποννήσιοι,
ὡς ἑκόντες ἐλθεῖν Ἀθήναζε, καὶ συμμαχίαν ἐπαγγέλλειν,
ἢν μετ' αὐτῶν καὶ Θηβαίων κατὰ Λακεδαιμονίων χωρή-
σωσι. τὸ αὐτὸ δὲ καὶ Θηβαῖοι διὰ τοῦ κηρύγματος ᾔτουν·
πάλιν ἐκ μέρους Λακεδαιμόνιοι ἐδέοντο μὴ περιιδεῖν σφᾶς.

Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο. Αργοναυτικά. (5012: 001)“Scholia in


Apollonium Rhodium vetera”, Ed. Wendel, K.Berlin: Weidmann, 1935,
Repr. 1974.
Page 18, l. 12

ἤκουσε μέλλειν πλεῖν τοὺς Ἀργοναύτας, νεωστὶ διεληλυθὼς τὸ Ἄργος,


καθ' ἣν ὁδὸν ἐκόμιζε τὸν κάπρον ζῶντα ἐκ τοῦ Ἐρυμανθίου ὄρους,
ὅπου κατὰ τὰς βήσσας ἐνέμετο Λαμπείας τε καὶ Ἐρυμάνθου, ἦλθεν ὡς
Ἰάσονα. Λάμπεια δὲ ὄρος Ἀρκαδίας, ἐξ ἧς Ἐρύμανθος ποταμὸς
ἔχει τὰς πηγάς.
b Λυγκήιον: ἀπὸ Λυγκέως τοῦ βασιλεύσαντος Ἄργους. ἐὰν
δὲ Λυρκήιον, ἀπὸ ὄρους Ἄργους ἀκουστέον, ἀφ' οὗ ὁ Ἴναχος
καταφέρεται ποταμός.
c τῖφος: ὁ κάθυγρος τόπος, ἔνθα διέτριβεν ὁ κάπρος. περὶ
δὲ τοῦ κάπρου καὶ Ἡρόδωρός (31 fg 24 J.) φησιν, ὅτι ἐπὶ τὰς πύλας
τῶν Μυκηνῶν κομίσας αὐτὸν ἀπέθετο. ἰλλόμενον δὲ δεδεμένον.
διὰ δὲ τοῦ ἀπεθήκατο τοῦ βαστάζοντος ἐπιδείκνυται ἡ δύναμις,
ὅτι εὐχερῶς.
131 σὺν καί οἱ Ὕλας: οὗτος Ἡρακλέους ἐρώμενος, υἱὸς δὲ
Θειοδάμαντος τοῦ Δρύοπος. καὶ Μνασέας (fg 10 M. III 151) μὲν
οὕτως. Ἑλλάνικος (4 fg 131a J.) δὲ Θειομένη ἀντὶ Θειοδάμαντος
284

ὀνομάζει.

Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο. Αργοναυτικά. Page 35, l. 20

b ἠὲ Κλάρον: τόπος τῆς Κολοφῶνος ἀνιερωμένος Ἀπόλλωνι καὶ


χρηστήριον ἔχων τοῦ θεοῦ, ὑπὸ Μαντοῦς τῆς Τειρεσίου θυγατρὸς καθι-
δρυμένον ἢ ὑπὸ Κλάρου τινὸς ἥρωος, ὡς Θεόπομπος (115 fg 346 J.).
Νεάνθης (84 fg 42 J.) δέ φησιν, ὅτι κατὰ κλῆρον ὁ Ἀπόλλων ἔλαχε
τὴν πόλιν καὶ ἀπὸ τοῦ κλήρου οὕτως αὐτὴν ὠνομάσθαι· ἢ διὰ τὸ
αὐτόθι κληρώσασθαι Ποσειδῶνα Δία Ἅιδην. οἱ δὲ τὴν Θηβαΐδα γεγρα-
φότες (Epigon. fg 4 Kink.) φασίν, ὅτι ὑπὸ τῶν Ἐπιγόνων ἀκροθίνιον
ἀνετέθη Μαντὼ ἡ Τειρεσίου θυγάτηρ εἰς Δελφοὺς πεμφθεῖσα, καὶ κατὰ
χρησμὸν Ἀπόλλωνος ἐξερχομένη περιέπεσε Ῥακίῳ τῷ Λέβητος υἱῷ
Μυκη-
ναίῳ τὸ γένος. καὶ γημαμένη αὐτῷ – τοῦτο γὰρ περιεῖχε τὸ λόγιον,
γαμεῖσθαι ᾧ ἂν συναντήσῃ – ἐλθοῦσα εἰς Κολοφῶνα καὶ ἐκεῖ δυσθυ-
μήσασα ἐδάκρυσε διὰ τὴν τῆς πατρίδος πόρθησιν. διόπερ ὠνομάσθη
Κλάρος ἀπὸ τῶν δακρύων. ἐποίησεν δὲ Ἀπόλλωνι ἱερόν. λέγεται δὲ καὶ
κρήνην ἀναβλύσαι ἀπὸ τῶν δακρύων Μαντοῦς κατὰ Κλάρον. ὁ δὲ
Ῥάκιος
οὕτως ὠνομάζετο διὰ τὴν πενιχρότητα καὶ κακοειμονίαν. ὀνομάζεται
δὲ καὶ Λάκιος· συγγενὲς γὰρ τὸ λ τῷ ρ, ὡς ὑδρηλοὶ (ι 133) ἀντὶ τοῦ
ὑδρηροί.

Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο. Αργοναυτικά. Page 45, l. 7

τὴν φράσιν· ἔπειτα οὐκ ἐπιδὴν οὐδὲ μετὰ χρόνον κεράσαντες, ἀντὶ
τοῦ εὐθέως καὶ μετολίγον.
b ἡ θέμις: ὅτι ἔθος ἦν τοῖς παλαιοῖς κρατῆρα κιρνᾶν, ὅτε
μέλλοιεν καθεύδειν, καὶ τὰς γλώσσας τῶν ἱερείων ἐπιθύειν τῷ Ἑρμῇ καὶ
ἐπισπένδειν οἶνον. καὶ ἴσως φυσικῶς. ἐπεὶ γὰρ Ἑρμῆς λόγος εἶναι
παραδέδοται, ὄργανον δὲ αὐτοῦ ἡ γλῶσσα, ἥτις ὕπνου ἐπιπεσόντος ἠρε-
μεῖ, εἰκότως τῷ Ἑρμῇ αὐτὴν θύουσιν. καὶ Ὅμηρος (γ 332) ‘ἀλλ' ἄγε
τάμνετε γλώσσας’ ἀντὶ τοῦ παύετε τοὺς λόγους.
c ἡ θέμις ἐστί: Διευχίδας ἐν τοῖς Μεγαρικοῖς (fg 8 M. IV
390) ἱστορεῖ, ὅτι Ἀλκάθους ὁ Πέλοπος διὰ τὸν Χρυσίππου φόνον φυγα-
δευθεὶς ἐκ τῶν Μυκηνῶν ἤρχετο κατοικήσων εἰς ἑτέραν πόλιν. ὡς δὲ
περιέπεσε λέοντι λυμαινομένῳ τὰ Μέγαρα, ἐφ' ὃν καὶ ἕτεροι ἦσαν ἀπε-
σταλμένοι ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Μεγάρων, καταγωνίζεται τοῦτον καὶ
τὴν γλῶτταν αὐτοῦ εἰς πήραν θέμενος ἤρχετο πάλιν εἰς τὰ Μέγαρα.
καὶ ἀπαγγελλόντων τῶν ἀπεσταλμένων ἐπὶ τὴν θήραν, ὅτι αὐτοί εἰσιν
285

οἱ κατηγωνισμένοι, προσκομίσας τὴν πήραν ἤλεγξεν αὐτούς. διόπερ


θύσας τοῖς θεοῖς ὁ βασιλεὺς τὸ τελευταῖον τὴν γλῶσσαν ἐπέθηκεν τοῖς
βωμοῖς, καὶ ἀπὸ τότε ἔθος τοῦτο διέμεινε Μεγαρεῦσι. Φιλόχορος δὲ ἐν
τῷ Περὶ θυσιῶν (fg 173 M. I 413) φησιν, ὅτι τὸ κάλλιστον τοῦ σώ-
ματος καὶ πρωτεῦόν ἐστι. καὶ Ὅμηρος (γ 341)· ‘γλώσσας δ' ἐν πυρὶ
βάλλον’.

Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο. Αργοναυτικά. Page 316, l. 23

οὐρανόν, ἕως ἂν ἐνέγκῃ τὰ μῆλα παρὰ τῶν Ἑσπερίδων. Ἡρακλῆς δὲ


ἀκούσας ἔρχεται πρὸς Ἄτλαντα καὶ κελεύει αὐτὸν ἐνεγκεῖν τὰ μῆλα παρὰ
τῶν Ἑσπερίδων τρία λαβόντα, διηγησάμενος τὸν ἆθλον. δοὺς δὲ Ἄτλας
ἐπὶ τῶν ὤμων Ἡρακλεῖ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐλθὼν πρὸς τὰς Ἑσπερίδας,
δεξάμενος παρ' αὐτῶν τὰ μῆλα ἐλθών τε πρὸς τὸν Ἡρακλέα, τὰ μὲν
μῆλα αὐτός φησιν ἀποίσειν Εὐρυσθεῖ, τὸν δ' οὐρανὸν ἐκέλευεν ἐκεῖνον
ἔχειν ἀντ' αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἡρακλῆς ὑποσχόμενος, δόλῳ ἀντεπέθηκεν αὐτὸν
τῷ Ἄτλαντι· ἦν γὰρ εἰπὼν αὐτῷ ὁ Προμηθεύς, ὑποθέμενος κελεύειν
δέξασθαι τὸν οὐρανόν, ἕως οὗ σπεῖραν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ποιήσηται. ὁ
δὲ καταθεὶς τὰ μῆλα εἰς τὴν γῆν ὑποδέχεται τὸν οὐρανόν, Ἡρακλῆς
δὲ λαβὼν τὰ μῆλα, χαίρειν εἰπὼν τῷ Ἄτλαντι ἀπέρχεται εἰς Μυκήνας
παρ' Εὐρυσθέα καὶ δεικνύει αὐτῷ ταῦτα. οὕτως ὁ αὐτὸς Φερεκύδης
ἐν βʹ (3 fg 17 J.) ἱστορεῖ.
c ὅτι τῷ Διὶ γαμοῦντι Ἥραν δῶρα τὰ χρυσᾶ μῆλα ἐπὶ τῷ ὠκε-
ανῷ ἀναδέδωκεν ἡ Γῆ, Φερεκύδης ἐν βʹ (3 fg 16 b J.) φησίν. ἐφύ-
λασσεν δὲ αὐτὰ ὄφις ὁ Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης, ἔχων κεφαλὰς ρʹ καὶ
φωνὰς παντοίας.

Σχόλια στον Ευρυπίδην. “Scholia in Euripidem, 2 vols.”, Ed. Schwartz,


E.Berlin: Reimer, 1:1887; 2:1891, Repr. 1966.Vita-argumentum-scholion
sch Or, section 46, l. 2

ἐμφαίνει δὲ ὡς προσηνέχθη μὲν τῷ στόματι αὐτοῦ τροφὴ, ἀλλὰ κατα-


πιεῖν οὐκ ἠδύνατο: – B .... δέρην ὠνόμασεν ἀπὸ τοῦ περιέχοντος δηλῶν
τὸ περιεχό-μενον: – A
κουφισθῇ νόσου: ἀκόλουθον τῷ [3] ἄραιτ' ἄχθος τὸ κουφισθῇ νόσου: –
ἔμφρων δακρύει: ἀντὶ τοῦ ἔμφρων γενόμενος. ἄμεινον δὲ
ὑφ' ἕν· ἔμφρων δακρύει: – MT
ὁ ἄποθεν τοῦ ζυγοῦ, ὅ ἐστιν ἀδάμαστος: –
ἔδοξε δ' Ἄργει: φανερὸν ὅτι ἐν Ἄργει ἡ σκηνὴ τοῦ δρά-
ματος ὑπόκειται. Ὅμηρος δὲ ἐν Μυκήναις φησὶ τὰ βασίλεια Ἀγαμέμ-
νονος, Στησίχορος [frg. 39] δὲ καὶ Σιμωνίδης [frg. 207] ἐν Λακεδαί-
286

μονι: –μὴ πυρὶ δέχεσθαι: τὸ ἑξῆς· μήθ' ἡμᾶς στέγαις δέχεσθαι.


πρὸς δὲ τὸ πῦρ οὐδὲν ἀνταπέδωκεν. ἔξωθεν οὖν ἀκουστέον τὸ ἐναύειν,
καί ἐστι σχῆμα Ἀττικὸν, μὴ πυρὶ ἐναύειν, ἀντὶ τοῦ μήτι πυρὸς ἐναύειν.
οὐ γὰρ τὸ δέχεσθαι πρὸς τὸ πῦρ ληπτέον: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Or, section 965,


l. 15

ἐστασίασαν περὶ τῆς τυραννίδος. φασὶ δὲ ὅτι ἐν τῷ πολέμῳ τούτῳ


πρῶτον ξυλίναις ἀσπίσιν ἐχρήσαντο Ἀργεῖοι καὶ νικήσαντος Ἀκρισίου
συνέβησαν ὥστε πλωτῆς γενομένης τῆς θαλάσσης ἀπαλλάσσεσθαι τὸν
Προῖτον. χειμάζοντι δὲ αὐτῷ ἐκεῖσε φίλοι γίνονται Ἀργεῖοι, καὶ συμμαχία
αὐτῷ ἐκ Λυκίας ἔρχεται καὶ τῆς Κουρήτιδος. ὡς δὲ λοιπὸν ἔαρ ἐφαίνετο,
δεδιότες Ἀργεῖοι τὴν ἐπείσακτον συμμαχίαν τοῦ Προίτου συντίθενται
ὥστε Ἀκρίσιον μὲν ἄρχειν Ἄργους, Προῖτον δὲ Τίρυνθος. κἀπειδὴ
ὕποπτα
ἦν τὰ τῶν βασιλέων, τειχίζουσι τὰς πόλεις τῶν ἐκ τῆς Κουρήτιδος
Κυκλώπων τειχισάντων αὐτάς: – B
γῆ Κυκλώπων. λέγει δὲ τὰς Μυκήνας. πλησίον δὲ αὗται τοῦ
Ἄργους. Κύκλωπες δὲ οἱ ἐγχειρογάστορες περιετείχισαν τὰς Μυκήνας,
οὓς ἡ ἱστορία φησὶ τὸν κεραυνὸν τῷ Διῒ κατασκευάσαι: – B
τὸ ἑξῆς· θρηνείτω τὰ πήματα τῶν Ἀτρειδῶν οἴκων: – MiTBi
ἰαχείτω δὲ γᾶ Κυκλωπία: συνθρηνείτωσαν οὖν ἡμῖν αἱ κατὰ
τὰς Μυκήνας γυναῖκες ἐπὶ τῷ πένθει τούτῳ τὰς τρίχας ἀποκείρασαι.
ἢ αὐτὴ ἡ ἔφορος θεὸς τῆς πόλεως: –
Κυκλωπία: ἡ τῶν Μυκηναίων γῆ, ἣν Κυκλωπίαν ὠνόμασαν
ὡς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων τειχισθεῖσαν, ὅτε Προῖτος καὶ Ἀκρίσιος οἱ τοῦ
Ἄβαντος υἱοὶ περὶ τῆς βασιλείας ἤριζον: – A
διὰ τὰ πήματα τῶν Ἀτρειδῶν: – MTB

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Or, section 965,


l. 16

πρῶτον ξυλίναις ἀσπίσιν ἐχρήσαντο Ἀργεῖοι καὶ νικήσαντος Ἀκρισίου


συνέβησαν ὥστε πλωτῆς γενομένης τῆς θαλάσσης ἀπαλλάσσεσθαι τὸν
Προῖτον. χειμάζοντι δὲ αὐτῷ ἐκεῖσε φίλοι γίνονται Ἀργεῖοι, καὶ συμμαχία
αὐτῷ ἐκ Λυκίας ἔρχεται καὶ τῆς Κουρήτιδος. ὡς δὲ λοιπὸν ἔαρ ἐφαίνετο,
δεδιότες Ἀργεῖοι τὴν ἐπείσακτον συμμαχίαν τοῦ Προίτου συντίθενται
ὥστε Ἀκρίσιον μὲν ἄρχειν Ἄργους, Προῖτον δὲ Τίρυνθος. κἀπειδὴ
ὕποπτα
ἦν τὰ τῶν βασιλέων, τειχίζουσι τὰς πόλεις τῶν ἐκ τῆς Κουρήτιδος
Κυκλώπων τειχισάντων αὐτάς: – B
287

γῆ Κυκλώπων. λέγει δὲ τὰς Μυκήνας. πλησίον δὲ αὗται τοῦ


Ἄργους. Κύκλωπες δὲ οἱ ἐγχειρογάστορες περιετείχισαν τὰς Μυκήνας,
οὓς ἡ ἱστορία φησὶ τὸν κεραυνὸν τῷ Διῒ κατασκευάσαι: – B
τὸ ἑξῆς· θρηνείτω τὰ πήματα τῶν Ἀτρειδῶν οἴκων: – MiTBi
ἰαχείτω δὲ γᾶ Κυκλωπία: συνθρηνείτωσαν οὖν ἡμῖν αἱ κατὰ
τὰς Μυκήνας γυναῖκες ἐπὶ τῷ πένθει τούτῳ τὰς τρίχας ἀποκείρασαι.
ἢ αὐτὴ ἡ ἔφορος θεὸς τῆς πόλεως: –
Κυκλωπία: ἡ τῶν Μυκηναίων γῆ, ἣν Κυκλωπίαν ὠνόμασαν
ὡς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων τειχισθεῖσαν, ὅτε Προῖτος καὶ Ἀκρίσιος οἱ τοῦ
Ἄβαντος υἱοὶ περὶ τῆς βασιλείας ἤριζον: – A
διὰ τὰ πήματα τῶν Ἀτρειδῶν: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Or, section 965,


l. 20

δεδιότες Ἀργεῖοι τὴν ἐπείσακτον συμμαχίαν τοῦ Προίτου συντίθενται


ὥστε Ἀκρίσιον μὲν ἄρχειν Ἄργους, Προῖτον δὲ Τίρυνθος. κἀπειδὴ
ὕποπτα
ἦν τὰ τῶν βασιλέων, τειχίζουσι τὰς πόλεις τῶν ἐκ τῆς Κουρήτιδος
Κυκλώπων τειχισάντων αὐτάς: – B
γῆ Κυκλώπων. λέγει δὲ τὰς Μυκήνας. πλησίον δὲ αὗται τοῦ
Ἄργους. Κύκλωπες δὲ οἱ ἐγχειρογάστορες περιετείχισαν τὰς Μυκήνας,
οὓς ἡ ἱστορία φησὶ τὸν κεραυνὸν τῷ Διῒ κατασκευάσαι: – B
τὸ ἑξῆς· θρηνείτω τὰ πήματα τῶν Ἀτρειδῶν οἴκων: – MiTBi
ἰαχείτω δὲ γᾶ Κυκλωπία: συνθρηνείτωσαν οὖν ἡμῖν αἱ κατὰ
τὰς Μυκήνας γυναῖκες ἐπὶ τῷ πένθει τούτῳ τὰς τρίχας ἀποκείρασαι.
ἢ αὐτὴ ἡ ἔφορος θεὸς τῆς πόλεως: –
Κυκλωπία: ἡ τῶν Μυκηναίων γῆ, ἣν Κυκλωπίαν ὠνόμασαν
ὡς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων τειχισθεῖσαν, ὅτε Προῖτος καὶ Ἀκρίσιος οἱ τοῦ
Ἄβαντος υἱοὶ περὶ τῆς βασιλείας ἤριζον: – A
διὰ τὰ πήματα τῶν Ἀτρειδῶν: – MTB
ὑπὲρ ἡμῶν ἔλεος ἥξει τῶν θανουμένων: – MiBi
ἐλεεινοὶ, φησί, καὶ οἰκτροὶ τὴν τύχην ἡμεῖς οἱ μέλλοντες θανεῖ-
σθαι: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Or, section 965,


l. 22

ὥστε Ἀκρίσιον μὲν ἄρχειν Ἄργους, Προῖτον δὲ Τίρυνθος. κἀπειδὴ


ὕποπτα
ἦν τὰ τῶν βασιλέων, τειχίζουσι τὰς πόλεις τῶν ἐκ τῆς Κουρήτιδος
288

Κυκλώπων τειχισάντων αὐτάς: – B


γῆ Κυκλώπων. λέγει δὲ τὰς Μυκήνας. πλησίον δὲ αὗται τοῦ
Ἄργους. Κύκλωπες δὲ οἱ ἐγχειρογάστορες περιετείχισαν τὰς Μυκήνας,
οὓς ἡ ἱστορία φησὶ τὸν κεραυνὸν τῷ Διῒ κατασκευάσαι: – B
τὸ ἑξῆς· θρηνείτω τὰ πήματα τῶν Ἀτρειδῶν οἴκων: – MiTBi
ἰαχείτω δὲ γᾶ Κυκλωπία: συνθρηνείτωσαν οὖν ἡμῖν αἱ κατὰ
τὰς Μυκήνας γυναῖκες ἐπὶ τῷ πένθει τούτῳ τὰς τρίχας ἀποκείρασαι.
ἢ αὐτὴ ἡ ἔφορος θεὸς τῆς πόλεως: –
Κυκλωπία: ἡ τῶν Μυκηναίων γῆ, ἣν Κυκλωπίαν ὠνόμασαν
ὡς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων τειχισθεῖσαν, ὅτε Προῖτος καὶ Ἀκρίσιος οἱ τοῦ
Ἄβαντος υἱοὶ περὶ τῆς βασιλείας ἤριζον: – A
διὰ τὰ πήματα τῶν Ἀτρειδῶν: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Or, section


1246, l. 1

οὐκοῦν ὀνείδη: οὐκοῦν ῥῦσαι ἡμᾶς ὡς μέλλων κλύειν


ταῦτα ἐπὶ ὀνείδεσιν, ἐὰν μὴ σωθῶμεν, ὅτι ἐπικουρήσασιν οὐκ ἐβοή-
θησας: – MTB
ἄλλως: ὀνείδη: τῶν εὐεργεσιῶν τὰς ὑπομνήσεις, ὡς καὶ ὁ ποιητὴς
[Α 211]· ‘ἀλλ' ἤτοι ἔπεσιν μὲν ὀνείδισον’: – MTB
οἷον· σπονδάς σοι διὰ δακρύων ποιῶ. οὐ γὰρ ἔχω ἄλλο τι: –
MiTBi
εἰ κατὰ γῆς ἔρχονται: – MMiTBi
ὅτι ἐπικουρήσασιν οὐκ ἐβοήθησεν: – MMiT
ἓν δίκαιον ἅπασιν ἡμῖν: – T
Μυκηνίδες ὦ φίλαι: Ἰνάχῳ ἐκ Μελίας ἐγένετο Φορωνεὺς
καὶ Φηγεύς. τούτων Φορωνεὺς μὲν ἄρξας τὸ νῦν Ἄργος Φορωνικὸν ἄστυ
ἐκάλεσεν, ἴσχει δὲ παῖδας ἐκ Πειθοῦς Αἰγιαλέα, Ἄπιν, Εὔρωπα, Νιόβην.
Φηγεὺς δὲ πόλιν κτίζει Φηγὰς καὶ παῖδας ἴσχει Σπάρτωνα καὶ Μέσσωνα.
Σπάρτωνος δὲ παῖς Μυκηνεὺς, ὃς Μυκήνας ἔκτισε. Φορωνέως δὲ ἀπο-
λωλότος καὶ τῶν παίδων διασκεδασθέντων Ἄργος ὁ Νιόβης βασιλεύσας
ὅλην τὴν ἐντὸς τοῦ Ἰσθμοῦ Ἀργείαν καὶ τὸ Φορωνικὸν ἄστυ Ἄργος
ὠνόμασεν: – MTB
ἄλλως: πρὸς τὰς ἀπὸ τοῦ χοροῦ διαλέγεται. Μυκηνίδας δὲ αὐ-
τὰς καλεῖ καὶ Ἀργείας, ἐπεὶ ὀλίγον ἀφεστήκασιν ἀλλήλων αἱ πόλεις: –
MTB

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Or, section


1246, l. 5
289

[Α 211]· ‘ἀλλ' ἤτοι ἔπεσιν μὲν ὀνείδισον’: – MTB


οἷον· σπονδάς σοι διὰ δακρύων ποιῶ. οὐ γὰρ ἔχω ἄλλο τι: –
MiTBi
εἰ κατὰ γῆς ἔρχονται: – MMiTBi
ὅτι ἐπικουρήσασιν οὐκ ἐβοήθησεν: – MMiT
ἓν δίκαιον ἅπασιν ἡμῖν: – T
Μυκηνίδες ὦ φίλαι: Ἰνάχῳ ἐκ Μελίας ἐγένετο Φορωνεὺς
καὶ Φηγεύς. τούτων Φορωνεὺς μὲν ἄρξας τὸ νῦν Ἄργος Φορωνικὸν ἄστυ
ἐκάλεσεν, ἴσχει δὲ παῖδας ἐκ Πειθοῦς Αἰγιαλέα, Ἄπιν, Εὔρωπα, Νιόβην.
Φηγεὺς δὲ πόλιν κτίζει Φηγὰς καὶ παῖδας ἴσχει Σπάρτωνα καὶ Μέσσωνα.
Σπάρτωνος δὲ παῖς Μυκηνεὺς, ὃς Μυκήνας ἔκτισε. Φορωνέως δὲ ἀπο-
λωλότος καὶ τῶν παίδων διασκεδασθέντων Ἄργος ὁ Νιόβης βασιλεύσας
ὅλην τὴν ἐντὸς τοῦ Ἰσθμοῦ Ἀργείαν καὶ τὸ Φορωνικὸν ἄστυ Ἄργος
ὠνόμασεν: – MTB
ἄλλως: πρὸς τὰς ἀπὸ τοῦ χοροῦ διαλέγεται. Μυκηνίδας δὲ αὐ-
τὰς καλεῖ καὶ Ἀργείας, ἐπεὶ ὀλίγον ἀφεστήκασιν ἀλλήλων αἱ πόλεις: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Ph, section 125,


l. 1

τοῦ τείχους τοῦ Ἀμφίονος· λέγει δὲ ὄργανα λίθινα τὰ κοιλώματα, εἰς ἃ


οἱ στρόφιγγες ἐναρμόζονται. ταῦτα γὰρ ὡς ἀληθῶς ὄργανα τοῦ στρό-
φιγγος· εἰ γὰρ μὴ ταῦτα εἶεν, οὐκ ἄν ποτε ἑλιχθῶσιν ἐκεῖνοι. τινὲς δὲ
τὸ ὀργάνοις ἀντὶ τοῦ ἔργοις· ὡς καὶ Σοφοκλῆς ‘ξουθοῦ μελίσσης κηρό-
πλαστον ὄργανον’, ἤτοι ἔργον: – A
ὁ λευκὴν, λαμπρὰν, ἔχων τὴν περικεφαλείαν: – MiAgBi
ὅστις ἔμπροσθεν ἡγεῖται τοῦ στρατοῦ: – MiAgBi
ὁλόχαλκον ἀσπίδα περὶ τὸν βραχίονα βαστάζων: – MgAgBi
λοχαγὸς λέγεται ὁ ταξίαρχος. εἷς τῶν ἑπτὰ λοχαγῶν· ‘ἑπτὰ
λοχαγοὶ γὰρ ἐφ' ἑπτὰ πύλαις’ Σοφοκλῆς ἐν Ἀντιγόνῃ [141]: – MiA
οὗτος Μυκηναῖος μέν: οἱ νεώτεροι τὴν αὐτὴν Μυκήνην
καὶ Ἄργος φασὶν εἶναι. Μυκηναῖός ἐστιν, οἰκεῖ δὲ παρὰ τὴν Λέρ-
νην τὴν ἐν Μυκήναις πηγὴν, ὅ ἐστι τὴν ἐν Ἄργει: – AB
ἀπὸ μέρους τὸ Ἄργος· Λέρνη γὰρ κρήνη καὶ πόλις Ἄργους: –
MgAB
Λερναῖα δ' οἰκεῖ: Ἀρίσταρχος [cf. frg. 5]· τοῦ Ταλαοῦ τοῦ
Βίαντος τοῦ Ἀμυθάονος τοῦ Κρηθέως τοῦ Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ
Διός. παῖς Ἱππομέδοντος Πολύδωρος ἢ Δημοφῶν: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Ph, section 125,


l. 2
290

οἱ στρόφιγγες ἐναρμόζονται. ταῦτα γὰρ ὡς ἀληθῶς ὄργανα τοῦ στρό-


φιγγος· εἰ γὰρ μὴ ταῦτα εἶεν, οὐκ ἄν ποτε ἑλιχθῶσιν ἐκεῖνοι. τινὲς δὲ
τὸ ὀργάνοις ἀντὶ τοῦ ἔργοις· ὡς καὶ Σοφοκλῆς ‘ξουθοῦ μελίσσης κηρό-
πλαστον ὄργανον’, ἤτοι ἔργον: – A
ὁ λευκὴν, λαμπρὰν, ἔχων τὴν περικεφαλείαν: – MiAgBi
ὅστις ἔμπροσθεν ἡγεῖται τοῦ στρατοῦ: – MiAgBi
ὁλόχαλκον ἀσπίδα περὶ τὸν βραχίονα βαστάζων: – MgAgBi
λοχαγὸς λέγεται ὁ ταξίαρχος. εἷς τῶν ἑπτὰ λοχαγῶν· ‘ἑπτὰ
λοχαγοὶ γὰρ ἐφ' ἑπτὰ πύλαις’ Σοφοκλῆς ἐν Ἀντιγόνῃ [141]: – MiA
οὗτος Μυκηναῖος μέν: οἱ νεώτεροι τὴν αὐτὴν Μυκήνην
καὶ Ἄργος φασὶν εἶναι. Μυκηναῖός ἐστιν, οἰκεῖ δὲ παρὰ τὴν Λέρ-
νην τὴν ἐν Μυκήναις πηγὴν, ὅ ἐστι τὴν ἐν Ἄργει: – AB
ἀπὸ μέρους τὸ Ἄργος· Λέρνη γὰρ κρήνη καὶ πόλις Ἄργους: –
MgAB
Λερναῖα δ' οἰκεῖ: Ἀρίσταρχος [cf. frg. 5]· τοῦ Ταλαοῦ τοῦ
Βίαντος τοῦ Ἀμυθάονος τοῦ Κρηθέως τοῦ Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ
Διός. παῖς Ἱππομέδοντος Πολύδωρος ἢ Δημοφῶν: –
ἒ ἒ ὡς γαῦρος ὡς φοβερός: ἐπηρμένος τῷ σώματι καὶ
διὰ τοῦ σχήματος ἐμφανίζων τὸ αὔθαδες τῆς ψυχῆς: – B
ἄλλως: τὸ ἑξῆς οὖν· ἒ ἒ ὡς γαῦρος, ὡς φοβερὸς εἰσιδεῖν ἀστερω-
πὸς ἐν γραφαῖσι, γίγαντι γηγενέτᾳ προσόμοιος,

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Ph, section 185,


l. 3

μεγαλανορίαν: μεγαλοφροσύνην. ἢ μεγαλορρημοσύνην


οἱονεὶ μεγαληγορίαν. ὑπερηφάνειαν: –
τὸν ὑπερήφανον ἄνδρα καταβάλλεις: –
ταπεινοῖς: –
λείπει τὸ ἐπαγγέλλεται: –
ὁ νοῦς· οὗτός ἐστιν ὁ τὰς Θηβαίας δορὶ καὶ πολέμῳ παραδώσειν
αἰχμαλώτους ταῖς Μυκηναίων καὶ ταῖς Ἀργείων γυναιξὶν ἀπειλῶν ἀπο-
καταστήσειν τε ἐν Λέρνῃ καὶ τῇ Ἀμυμώνῃ τῇ γενομένῃ ἐκ τῆς τοῦ
Ποσειδῶνος τριαίνης ἐπαγγελλόμενος αὐτὰς ὥστε ὑδρεύσασθαι ἐκ
τούτων
δούλας γενομένας: –
ἄλλως: τὸ ἑξῆς οὕτως· ὅδ' ἐστὶν ὃς ἐπαγγέλλεται πολέμῳ δουλείαν
περιβαλὼν αἰχμαλωτίδας Θηβαίας δώσειν Μυκηναίαις καὶ Λερναίᾳ
τριαίνᾳ,
τοῖς Ποσειδῶνος καὶ Ἀμυμώνης ὕδασι. διὰ γὰρ τὴν μίξιν τὴν Ποσει-
291

δῶνος καὶ Ἀμυμώνης πολύυδρον γέγονε τὸ Ἄργος. τὸν Ὁμηρικὸν δὲ


Ἕκτορα ἐμιμήσατο φάσκοντα πρὸς Ἀνδρομάχην [Ζ 457]· ‘καί κεν ὕδωρ
φορέοις Μεσσηίδος ἢ Ὑπερείης’: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Ph, section 185,


l. 8

ὁ νοῦς· οὗτός ἐστιν ὁ τὰς Θηβαίας δορὶ καὶ πολέμῳ παραδώσειν


αἰχμαλώτους ταῖς Μυκηναίων καὶ ταῖς Ἀργείων γυναιξὶν ἀπειλῶν ἀπο-
καταστήσειν τε ἐν Λέρνῃ καὶ τῇ Ἀμυμώνῃ τῇ γενομένῃ ἐκ τῆς τοῦ
Ποσειδῶνος τριαίνης ἐπαγγελλόμενος αὐτὰς ὥστε ὑδρεύσασθαι ἐκ
τούτων
δούλας γενομένας: –
ἄλλως: τὸ ἑξῆς οὕτως· ὅδ' ἐστὶν ὃς ἐπαγγέλλεται πολέμῳ δουλείαν
περιβαλὼν αἰχμαλωτίδας Θηβαίας δώσειν Μυκηναίαις καὶ Λερναίᾳ
τριαίνᾳ,
τοῖς Ποσειδῶνος καὶ Ἀμυμώνης ὕδασι. διὰ γὰρ τὴν μίξιν τὴν Ποσει-
δῶνος καὶ Ἀμυμώνης πολύυδρον γέγονε τὸ Ἄργος. τὸν Ὁμηρικὸν δὲ
Ἕκτορα ἐμιμήσατο φάσκοντα πρὸς Ἀνδρομάχην [Ζ 457]· ‘καί κεν ὕδωρ
φορέοις Μεσσηίδος ἢ Ὑπερείης’: – TAB
Λερναίᾳ τε δώσειν Τριαίνᾳ: Τρίαινα τόπος Ἄργους ἔνθα τὴν
τρίαιναν ἔπηξεν ὁ Ποσειδῶν συγγινόμενος τῇ Ἀμυμώνῃ ἐξ ἧς καὶ πηγὴ
ἀνεδόθη, ἐξ οὗ τὴν ἐπίκλησιν ἔσχεν ἐξ Ἀμυμώνης. εἰπὼν οὖν Τριαίνᾳ
ἐπεξηγήσατο διὰ τοῦ Ποσειδωνίοις Ἀμυμωνίοις: – B
ἄλλως: Ἀμυμώνῃ τῇ ἡρωίνῃ μέλλων Ποσειδῶν συγγίνεσθαι ὀρθὴν
ἔπηξε τὴν τρίαιναν, καὶ εὐθὺς κατ' ἐκεῖνον τὸν τόπον ὕδατα ἀνέβλυσεν,

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Ph, section 608,


l. 1

[484] καὶ νῦν ἕτοιμός εἰμι τἀμαυτοῦ λαβὼν στρατὸν μὲν ἔξω
τῆσδ' ἀποστεῖλαι χθονός: – B
οὐκ ἀποδίδομεν: – Mg
τοῦ ἐπιβάλλοντός σοι: –
θεῶν τῶν λευκοπώλων δώμαθ': εὐφήμως· λέγει δὲ τῶν
μελανοπώλων: – MA
Κάστορος καὶ Πολυδεύκους. ἢ Ζήθου καὶ Ἀμφίονος, ὅπερ ἄμεινον: –
MAB
οἵτινες μισοῦσί σε: – MiAg
ἐξελάσων πορθήσων· διὸ ψιλῶς ἀναγνωστέον: – MiA
292

Μυκήναις: ἐν ταῖς Μυκήναις ἀνακάλει καὶ μὴ ἐνθάδε: – MiA


τὸ ἑξῆς· ἀνόσιος πέφυκας ὅς με ἄμοιρον ἐξελαύνεις τὸ μέρος
τῆς βασιλείας κατέχων: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Ph, section 862,


l. 2

ταραχῇ συγχύσει κακῶν: – MgAgBi


καὶ μέγας Θήβαις ἀγών: ἀγὼν τῆς μάχης τῶν Ἀργείων
καὶ τῶν Θηβαίων: –
κίνδυνος: –
ὁπλισθείς: –
ἀντὶ τοῦ πρὸς Ἀργείους: – Mg
τὴν τῶν Ἀργείων. Μυκήνη γὰρ πόλις Ἄργους: – MgBi
ἔγραψε, δι' ἐπιστολῆς ἐνετείλατο: – Mg
Ἐτεοκλέους μὲν οὕνεκ': προεῖπεν ὁ Ἐτεοκλῆς τὴν αἰτίαν
τῆς λύπης τοῦ μάντεως [772] ἐγὼ δὲ τέχνην μαντικὴν ἐμεμψάμην,
ἀντὶ τοῦ ἐξεφαύλισα: – B
τὸ ἑξῆς· ἕνεκα μὲν τοῦ Ἐτεοκλέους κλείσας ἂν τὸ στόμα τοὺς
χρησμοὺς ἐπέσχον: –
συγκλείσας: – Mg
τὰ μαντικά: – Mg
τὸ ἑξῆς· λέξω δέ σοι: – MgBi
τὸ δὲ νοσεῖ ἀντὶ τοῦ στασιάζει δυστυχεῖ: – Mg

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Hipp, section


307, l. 4

ἄνδρα, προδώσεις τοὺς σοὺς παῖδας. ἐκβληθήσονται γὰρ τῶν οἴκων. λοι-
πὸν πρὶν ἀποπληρῶσαι τὸν λόγον διὰ μέσου φησὶ πρὸς τάδ' αὐθαδε-
στέρα γίγνου θαλάσσης: – MNAB
ἀλλ' ἴσθι μέντοι: γίνωσκε προδιδοῦσα τοὺς σοὺς παῖδας, εἰ
θανῇ: – MiNAB
εἰ ἀποθάνοις: – MiAg
μὴ μετέχοντας καὶ δεσπόζοντας τῶν οἴκων: – MiNABi
ἔσθ' ὅτε ἠθικῶς ὀμνύομεν κατὰ τῶν ἐχθρῶν, οὐ σεμνύναι
αὐτοὺς βουλόμενοι, ἀλλ' εἰρωνευόμενοι. ἢ πρὸς πλείονα ἐρεθισμὸν
κατ' ἐκείνης ὄμνυσιν, ἢ ἐπεὶ εἰώθασιν εἰρωνευόμενοι κατὰ τῶν ἐχθρῶν
ὀμνύναι· ὡς καὶ Σοφοκλῆς ἐν Μυκηναίαις [frg. 136]· ‘μὰ τὴν ἐκείνου
δειλίαν, ᾗ βόσκεται, θῆλυς μὲν αὐτὸς, ἄρσενας δ' ἐχθροὺς ἔχων’: –
MNAB
293

τὴν Ἀντιόπην λέγει: –


νόθον φρονοῦντα γνήσι': καθὸ φιλοσοφίαν ἤσκει, ὅπερ
ἐστὶν ἐλευθέρων. τὸ δὲ οἶσθά νιν καλῶς προσέθηκε· πρὸς
πλείονα γὰρ ὀδύνην αὐτὴν ἐκίνησεν, οὐκ ἀμφίβολον αὐτῇ τὴν γνῶσιν
τούτου εἶναι λέγουσα: – MiNAB
οἴμοι: ἀκούσασα ἡ Φαίδρα τοῦ ἐρωμένου τὸ ὄνομα θρηνη-
τικὸν ἐπίφθεγμα εἶπεν: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. Vita-argumentum-scholion sch Andr, section


976, l. 1

τὸν τῆς μανίας δαίμονά φησιν: – MiNO


γήμαιμ' ἀπ' ἀνδρῶν: ἐκτὸς τοῦ γένους, τουτέστι ξέ-
νην: – NOA
ἔκτοθεν δ' οὐ ῥᾳδίως: καὶ γὰρ ‘ἀνδρὸς κακῶς πράσσοντος ἐκ-
ποδὼν φίλοι’ [Soph. frg. 667], τὸ δὲ συγγενὲς κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην
φίλον, ὡς καὶ ἐν Δυσκόλῳ φησὶν ὁ Μένανδρος [frg. 135]· ‘οὐκ ἔνεστ'
ἴσως φυγεῖν οἰκειότητα, δᾶερ’: – MNOA
ἄλλως: τὸ ἑξῆς· ὡς φίλων μὲν ἂν γήμαιμ' ἀπ' ἀνδρῶν φεύγων
ἀπ' οἴκων ἃς ἐγὼ φεύγω φυγάς: – MNOA
φεύγων ἀπ' οἴκων: Μυκηναῖος γὰρ ὢν ὁ Ὀρέστης καὶ γα-
μῶν συγγενῆ καὶ Σπαρτιάτιδα ἐδύνατο, τὴν πατρίδα φεύγων διὰ τὸν
νόμον, εἰς τὸν οἶκον τῆς γαμετῆς, ὅ ἐστιν εἰς τὴν Σπάρτην, φεύγειν
καὶ μὴ ἐν ξένοις ἀλᾶσθαι: – MNOA
ῥᾷον δέ ἐστι τοῦτο, φησί. φυγὴν γὰρ εὑρεῖν εἰς οἶκον γαμετῆς
[ὢν] ῥᾴδιον: – MNOA
οἷον· οὐκ ἄν τις εὕροι συγγενοῦς χρησιμώτερον ἐν καιρῷ
ἀτυχίας: – MNOA
ἄλλως: ἀντὶ τοῦ· αὔταρκες καὶ ἱκανὸν εἰς ἐπικουρίαν ἐν ταῖς συμ-
φοραῖς. τὸ δὲ δεινόν καὶ ὁ ῥήτωρ ἀντὶ τοῦ ἱκανόν τέταχεν [Olynth. 1, 3]
’δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι’: –

Σχόλια στον Ευρυπίδην. (cod. Hierosolymitanus patriarchalis 36)


Play Andr, verse 976mi, l. 1

φυγὰς ὤν: MV 1H
post ἂν gloss. τὸν τῆς μανίας δαίμονα M int. 1H
ἔκτοθεν οὐ ῥᾳδίως· καὶ
(post sch. ad γὰρ ἀνδρὸς κακῶς πράσσοντος ἐκποδὼν φίλοι
976 scr.) τὸ δὲ συγγενὲς κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην δοῦλον
ὡς καὶ ἐν δυσκόλῳ φησὶν ὁ μένανδρος “οὐκ
294

ἔνεστ' οὐκ ἔστ'


ἴσως φυγεῖν οἰκειότητα δᾶερ: ἄλλως: ὡς
φίλων μὲν ἂν γήμαιμ' ἀπ' ἀνδρῶν φεύγων
ἀπ' οἴκων: (MV) 3H(?)
Μυκηναῖος γὰρ ὢν ὁ ὀρέστης καὶ γαμῶν
(ante sch. ad συγγενῆ σπαρτιάτιδα ἐδύνατο τὴν
975 scr.) πατρίδα φεύγων διὰ τὸν νόμον
εἰς τὸν οἶκον τῆς γαμετῆς ὅ ἐστι εἰς
τὴν σπάρτην φεύγειν καὶ μὴ ἐν ξένοις
ἀ̣λᾶσθαι: ἀλλ' ἀραιότερον φησὶ φυγὴν
εὑρεῖν εἰς οἶκον γαμετὴς ὤν: (MV) 3H(?)

Anonymi In Hermogenem Rhet., De figuris in libris περὶ εὑρέσεων et


περὶ ἰδεῶν (5024: 021)“Rhetores Graeci, vol. 3”, Ed. Walz, C.Stuttgart:
Cotta, 1834, Repr. 1968.Volume 3, page 707, l. 9

τὰ σχήματα τοῦ λόγου διεξιέναι, κατὰ τάξιν αὐτὰ ἐκ-


θησόμεθα, ὡς ἐκεῖνος ἐξέθετο.
Σχῆμα τὸ κατ' ὀρθότητα· “Θουκυδίδης Ἀθη-
ναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Ἀθηναίων καὶ Λακε-
δαιμονίων.”
Κατ' ἄθροισιν εἰς μερισμόν· τῶν μὲν ἱερῶν
χρημάτων τοὺς θεοὺς, τῶν ὁσίων δὲ τοὺς οἰχομένους
ἀποστερεῖ.
Ἀπαρίθμησις,
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες,
Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη.
Σχῆμα ὅταν τις ἑαυτὸν ἐρωτᾷ· “τίνος οὖν
ἕνεκα ταῦτα λέγω· ἑνὸς μὲν, ὦ Ἀθηναῖοι, μάλιστα καὶ
πρώτου, ἵνα μηδεὶς ὑμῶν, ἐπειδάν τι λέγοντος ἀκούῃ
μου, θαυμάζῃ.”
Ἐπανάληψις· “πρώτου μὲν οὖν καὶ μάλιστα,
οὗπερ ἕνεκα ταῦτα διεξῆλθον· δευτέρου δὲ τίνος; καὶ
οὐδὲν ἐλάττονος ἢ τούτου.”

Scholia In Hesiodum, Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025:
002)“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed.
Gaisford, T.Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, page-verse
552, l. 11
295

ΤΟΝ ΦΘΑΜΕΝΟΣ. Ἤγουν τοῦτον, τὸν Ληναιῶ-


να δηλονότι· ἀπὸ τούτου γὰρ ἀρξάμενος καὶ πολλὰ διὰ μέσου
θεὶς, πάλιν ἐπαναλαμβάνει καὶ ἀποδίδωσι πρὸς αὐτὸν τὸν
λόγον, καὶ φησὶ τοῦτον τὸν μῆνα προφθάσας, τελέσας τὸ
ἔργον, ἤγουν τὴν ἀροτρίασιν, νέεσθαι, τουτέστι νέου, πο-
ρεύου, οἶκονδε, ἤγουν εἰς τὸν οἶκόν σου, ἐπιῤῥηματικῶς.
Ἰστέον δὲ ὅτι ταῦτα τὰ εἰς δε, εἰ μὲν ἀπὸ αἰτιατικῆς τῶν
ἑνικῶν γίνεται, παρὰ μόνοις τοῖς ποιηταῖς εἰσιν ἐν χρήσει,
οἷον οἶκονδε, κῶονδε, ἅλαδε· εἰ δὲ ἀπὸ αἰτιατικῆς τῶν πλη-
θυντικῶν, εἰ τὸ ὄνομα παρὰ τοῖς κοινοῖς ἐν χρήσει, καὶ ταῦ-
τα πάντα ἐν χρήσει, οἷον Ἀθήναζε, Μυκήναζε, θύραζε, ἐφ'
οἷς καὶ τὸ ςʹ καὶ δʹ εἰς ζʹ κιρνάμενα λανθάνειν ποιεῖ τὴν ἀκο-
λουθίαν. Εἰ τὸ ὄνομά ἐστιν ἐν χρήσει, εἴρηται διὰ τὸ ἔραζε·
ἐπεὶ γὰρ τὸ ἔρα οὐκ ἦν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κοινοῖς, οὐδὲ τὸ
ἔραζέ ἐστιν ἐν χρήσει.

Scholia In Hesiodum, Scholia in theogoniam (5025: 003)


“Scholia vetera in Hesiodi theogoniam”, Ed. di Gregorio, L.
Milan: Società Editrice Vita e Pensiero, 1975.Verse 139, l. 5

R2WLZ ἤχθηρε δέ, ἀμφίβολον πότερον αὐτὸς ἐμίσησε τὸν


Κρόνον, διὰ τὸ ἀποκτείνειν τοὺς γεννωμένους, ἢ αὐτὸν αὐτὸς ὁ
Κρόνος ἤχθηρεν, ἐπειδὴ ἀΐδια τὰ οὐράνια καὶ οὐ χρόνῳ φθαρτά.
R2WLZT
γείνατο δ' αὖ Κύκλωπας: τὰς ἐγκυκλίους δυ-
νάμεις. Ἑλλάνικος (FHG I 69, 176; FGrHist I 4F 88) δὲ τοὺς
Κύκλωπας ὠνομάσθαι ἀπὸ Κύκλωπος, υἱοῦ Οὐρανοῦ. οὐ περὶ τῶν
παρ' Ὁμήρῳ Κυκλώπων λέγει· Κυκλώπων γὰρ γένη τρία· Κύκλωπες
οἱ τὴν Μυκήνην τειχίσαντες, οἱ περὶ τὸν Πολύφημον, καὶ αὐτοὶ οἱ
θεοί. ἄλλως. Ζήνων (Stoic. vet. I frg. 118 v. Arnim) φυσικώτερον
τὰς ἐγκυκλίους περιφορὰς εἰρῆσθαι· ἐν χρόνῳ γάρ τινι ἐγένοντο
ἐγκύκλιοι περιφοραὶ τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ ἀέρος. καὶ τὰ ὀνόματα
αὐτῶν Βρόντην καὶ Στερόπην· Ἄργην δέ, ἐπειδή
φασιν ἀργῆτα κεραυνόν. παῖδας δέ φασι αὐτοὺς Οὐρανοῦ, ἐπειδὴ
ταῦτα πάντα τὰ πάθη περὶ οὐρανόν εἰσι. καὶ Ἀριστοφάνης δὲ ὁ
κωμικὸς (Nub. vv. 376 – 78) ἥψατο τοῦ φυσικοῦ, παίζων τὸν
Σωκράτην·

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. “Scholia Graeca in Homeri Iliadem


296

(scholia vetera), vols. 1–5, 7”, Ed. Erbse, H.Berlin: De Gruyter, 1:1969;
2:1971; 3:1974; 4:1975; 5:1977; 7:1988.Book of Iliad 1, verse 225c, l. of
scholion 9

ὀσσόμενος προσέειπεν” (Α 105). T φύσει δὲ ἀλλήλαις αἱ κακίαι,


ὡς καὶ αἱ ἀρεταί, παρέπονται.
ex. ἄλλως: εἰώθασιν οἱ ἄνθρωποι τὰ πλεονεκτήματα πολλάκις
ὡς ἐλαττώματα προάγειν· “στρεπτὴ γὰρ γλῶσσ' ἐστὶ βροτῶν” (Υ
248)· ἐπειδὴ γὰρ τοῖς βασιλεῦσι πλεῖον δέπας οἴνου παρέκειτο ἀξιώμα-
τος χάριν, τοῦτο εἰς μέθην ὀνειδίζει τῷ βασιλεῖ. τὸ δὲ διὰ τὸ μὴ περι-
φρονεῖσθαι ἰταμὸν τῶν βασιλέων καὶ δυσπαράκλητον ἀναίδειαν εἶπεν.
ἐπεὶ δὲ καὶ προκινδυνεύειν τῆς φάλαγγος οὐκ οἰκεῖόν ἐστι βασιλεῖ, τοῦ-
το δειλίαν ἐκάλεσεν. οὐκ οἰητέον δὲ τοιοῦτον εἶναι τὸν Ἀγαμέμνονα
οἷον νῦν λοιδορεῖ, ὃν Ἕλληνες ἐν τοῖς πρώτοις ἠρίθμουν· “ἢ Αἴαντα
λαχεῖν ἢ Τυδέως υἱόν, / ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης”
(Η 179 – 80). οὐχ ὅτι τρίτος ἦν κατ' ἀρετὴν Ἀγαμέμνων, τρίτον αὐ-
τὸν ἀριθμοῦσιν, ἀλλ' ὡς ἧττον διὰ τὴν ἀρχὴν κινδυνεύειν ὀφείλοντα.
εἴς τε τὸ πρὸς Ἕκτορα μονομάχιον “ὦρτο πολὺ πρῶτος μὲν ἄναξ
ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων” (Η 162). ἀλλὰ καὶ τὴν ἀριστείαν αὐτοῦ ταῖς ἄλ-
λαις παραβάλλων μείζονα εὕροι τις ἄν· Διομήδης μὲν γὰρ ἠρίστευσεν
ἔτι τῶν Τρώων ἀγνοούντων τὴν μῆνιν Ἀχιλλέως b(BCE3E4)
T καὶ διὰ τὸ συνειδέναι σφίσιν αὐτοῖς τὴν τῶν ὅρκων παράβασιν
κατεπτηχότων, T τὸν δὲ Αἴαντα ὁ περὶ τῶν νεῶν κίνδυνος καὶ ἡ
τῆς σωτηρίας ἀπόγνωσις διήγειρε, καὶ Πάτροκλος ἠρίστευσεν Ἀχιλ-
λεὺς νομιζόμενος,

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 2, verse 10c, l. of scholion 1

Nic. βάσκ' ἴθι οὖλε ὄνειρε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν: στι-
κτέον κατὰ τὸ τέλος τοῦ στίχου· περίοδον γὰρ αὐτοτελῆ ὁ στίχος
ἔχει, καὶ τὸ πρέπον τῆς ἐγκελεύσεως διὰ τοῦ ἀσυνδέτου φαίνεται. A Aext
ex. ἐλθὼν ἐς κλισίην: ἀσύνδετος καὶ ἀρχοντικὸς ὁ λόγος. b
(BCE3)T
ex. πάντα μάλ' ἀτρεκέως: διδάσκει τοὺς ἀγγέλους μὴ πε-
ρισσὸν τῶν ἀκουομένων περιεργάζεσθαι.
Ariston. ἀγορευέμεν: ὅτι ἀπαρεμφάτῳ χρῆται ἀντὶ προστακτι-
κοῦ, ἀγορευέμεν ἀντὶ τοῦ ἀγόρευε. Aim
ex. ἀγορευέμεν: Ἀττικῶς· “φάσκειν Μυκήνας” (Soph. El.
9). ἐπιτέλλω δὲ ἀντὶ τοῦ ἐπιστέλλω. T
Hrd. | ex. θωρῆξαί ἑ: ἐγκλιτέον τὴν ἕ. θωρής-
σεσθαι καὶ κορύσσεσθαι ἀπὸ τῶν ἡγεμονικῶν, ὡς “ὄμματα καὶ κεφαλήν,/
Ἄρεϊ δὲ ζώνην” (cf. Β 478 – 9). καὶ ὁπλίζεσθαι δέ πού (cf. Η 417 al.)
φησιν ὁ ποιητής.
297

ex. | ex. κάρη κομόωντας: κομῶσι γὰρ Λάκωνες, ἀφ' ὧν τὸ πᾶν


Ἑλληνικόν, ἢ διὰ τὸ πρὸς τοὺς πολεμίους βλοσυρόν, ἢ πρὸς τὸ μὴ
ὁμοιοῦσθαι τοῖς βαναύσοις, ἢ διὰ τὸ μὴ θλίβεσθαι ταῖς κόρυσι· Τρῶες
γὰρ τιάρας ἐφόρουν. Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο· διὸ καὶ ἀπεσκυθι-
σμένοι λέγονται. |

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 2, verse 498a, l. of scholion


5

D Σχοῖνον: ἀπὸ Σχοινέως τοῦ πατρὸς Ἀταλάντης. b


(BCE3)
ex. πολύκνημόν τ' Ἐτεωνόν: ἀπὸ Ἐτεωνοῦ τοῦ ἀπογό-
νου μὲν Βοιωτοῦ, πατρὸς δὲ Ἐλεῶνος καὶ τῶν ἄλλων. b(BCE3E4)
ὀξυτόνως δὲ ὡς μελεδωνός. πολύκνημον δὲ b(BE3) ὀρεινήν, ἢ τὴν
πολὺ κνημὸν ἔχουσαν ἤτοι ὀρίγανον. b(BE3E4)
Hrd. | Hrd. καθ. | Hrd. ὀρθ. Θέσπιαν {Γραῖάν τε}: ἐκτετάσθαι φασὶ διὰ
τὸ μέτρον· τὸ
γὰρ τῆς ἱστορίας ἐν συστολῇ τέ ἐστι πληθυντικῶς τε λεγόμενον. ἴσως
οὖν ὅλον ποιητικόν ἐστιν· σύνηθες γὰρ αὐτῷ πολλάκις τὰ πληθυντι-
κῶς λεγόμενα καὶ ἑνικῶς προφέρεσθαι, “καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην” (η
80), “πολυχρύσοιο Μυκήνης” (Η 180), καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου τὰ ἑνικὰ
πληθυντικῶς· “ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχομαι” (ξ 199). ταῦτα ἐν τῇ
Προσῳδίᾳ ὁ Ἡρωδιανός (2,34,25). | ἐν μέντοι τῷ ιαʹ τῆς Καθολικῆς
προσῳδίας (1,280,18) ἐν τοῖς προπαροξυτόνοις καὶ ἔχουσι πρὸ τέ-
λους τὴν ει δίφθογγον αὐτὸ καταριθμεῖ, καὶ τοῦτο αὐτὸ τὸ Ὁμηρικὸν
παρατίθησι, | καὶ ἀλλαχοῦ (cf. 2, 451, 23) λέγει τὴν ει ἔχειν αὐτὸ
φανερῶς, καὶ ἐπιφέρει ὅτι καὶ Θεσπιαί ὀξυτόνως λέγεται. A
ex. Θέσπειαν Γραῖάν τε καὶ εὐρύχορον Μυκαλησσόν:

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 2, verse 569, l. of scholion 1

ex. Σθένελος: Προίτου Μεγαπένθης, οὗ Ἀναξαγόρας, οὗ


Ἱππόνους, οὗ Καπανεύς, οὗ Σθένελος. b(BCE3)
ex. Εὐρύαλος: Βίαντος Περιάλκης, οὗ Ταλαός, οὗ Μηκιστεύς,
οὗ Εὐρύαλος. b(BCE3)
D ἰσόθεος φώς: τὸ φώς ὀξυτονούμενον – Λυκάονος
ἕνδεκα δίφροι (Ε 193). A
ex. Ταλαϊονίδαο: ἀπὸ τοῦ Ταλαΐων ἐστὶν ἡ κλίσις. ἢ κατὰ
πλεονασμόν ἐστι τοῦ ονι. b(BCE3)
ex. ΣΥΜΠΑΝΤΩΝ δ' ἡγεῖτο: ὡς ἄριστος. ἢ κατὰ τὸν τῶν
Φαιάκων νόμον· “τρισκαιδέκατος δ' ἐγὼ αὐτός” (θ 391). b(BCE3)
ex. οἳ δὲ Μυκήνας εἶχον: Μυκηνῶν ἦρχεν Εὐρυσθεύς. ἐπεὶ
298

δὲ συμβαλὼν Ἀθηναίοις ἐτελεύτα, ἱστῶσιν Ἀτρέα αὐτόθι διάγοντα,


ἅμα Θυέστῃ ἐπὶ τῷ φόνῳ Χρυσίππου φυγόντα. b(BCE3)
ex. | Ariston. ἀφνειόν τε Κόρινθον: ἐμπόριον γὰρ τῆς Ἑλλάδος κατὰ
Θουκυδίδην (cf. 1, 13, 5) ἡ Κόρινθος. | ἡ διπλῆ δέ, ὅτι ἐκ τοῦ ἰδίου
προσώπου Κόρινθον· ὅταν δὲ ἡρωϊκῷ προσώπῳ περιτιθῇ τὸν λό-
γον, Ἔφυραν λέγει· “ἔστι πόλις Ἐφύρη” (Ζ 152). A
ἐμπόριον γὰρ ἦν τῆς Ἑλλάδος κατὰ Θουκυδίδην. | ἡνίκα
δὲ ἡρωϊκόν ἐστι τὸ λαλοῦν πρόσωπον, “Ἐφύρην” αὐτὴν καλεῖ. b

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 4, verse 51-2, l. of scholion


1

ἀντὶ γενικῆς
ex. δαιτὸς ἐΐσης / λοιβῆς τε – ἡμεῖς: καὶ αὐτοῖς
γὰρ ἐμέριζον οἱ θύοντες, “καὶ Ἑρμῇ, Μαιάδος
υἱεῖ” (ξ 435). T καλῶς δὲ προαναγινώσκει νόμον εὐσεβείας. ἵνα δὲ
μὴ δοκῇ ἐπ' ὀλίγοις ἀγάλλεσθαι, φησίν· τὸ γὰρ λάχομεν γέρας
ἡμεῖς (49).
ex. κνίσης {τε}: ἡ κνῖσα τῇ ἀναθυμιάσει τῆς γῆς ἔοικε τῶν σω-
μάτων καιομένων. T
ex. ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς: ἐκτίθεται τὴν αἰτίαν τῆς περὶ τοὺς Ἕλληνας
σπουδῆς· ἀγνοεῖ οὖν τὴν κρίσιν. T
ex. ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς – Μυκήνη: διὰ τί ὁ μὲν Ζεὺς
μίαν, ἡ δὲ Ἥρα τρεῖς φησιν ἔχειν πόλεις φιλτάτας,
καὶ ἡ μὲν Ἑλληνίδας, ὁ δὲ βάρβαρον; ἔδει γὰρ τὰς κρείσσονας τὸν
βασιλέα τῶν θεῶν ἔχειν φιλτάτας. b(BCE3E4) ῥητέον δὲ ὅτι
εὐπρεπῆ βουλόμενος περιθεῖναι αὐτῇ τὴν αἰτίαν τῆς ὀργῆς ὁ ποιητής,
καὶ οὐχ ἣν ὁ μῦθος ἀναπλάττει, ὡς ἄρα διὰ τὸ μὴ προτιμηθῆναι τῆς
Ἀφροδίτης ἐπὶ τῇ κρίσει τοῦ κάλλους τοῖς Τρωσὶν ἐχαλέπαινεν, ἐπίτη-
δες ταύτας φησὶν αὐτὴν τὰς πόλεις φιλεῖν, περὶ ἃς τὸ ἀδίκημα τὸ κατὰ
τὴν Ἑλένην γέγονεν, Ἄργος τε Σπάρτη τε
(52). T σύμψηφα δὲ τούτων κἀκεῖνα, ἐν οἷς αὐτὴν ποιεῖ λαμ

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 4, verse 52, l. of scholion 1

(52). T σύμψηφα δὲ τούτων κἀκεῖνα, ἐν οἷς αὐτὴν ποιεῖ λαμ-


βάνουσαν τὸν κεστὸν παρὰ τῆς Ἀφροδίτης, ἵνα τῷ Διῒ μᾶλλον
οὕτως ἐπέραστος φανείη· οὐ γὰρ ἦν εἰκὸς τὴν δεομένην τῆς βοηθείας
τῆς παρ' αὐτῆς, ἵνα τῷ ἰδίῳ ἀνδρὶ ἀρέσειεν, ἀγανακτεῖν ἡττηθεῖσαν
299

ἐπὶ τῇ τοῦ κάλλους κρίσει. ὁ δὲ Ζεὺς μίαν πόλιν λέγων φιλεῖν ἐξαίρει
τὴν χάριν· οὐχ οὕτω γὰρ ὁ ἀπὸ πολλῶν διδούς τι θαυμάζεται ὡς ὁ
ἀπὸ ὀλίγων. ὥστε ἀμφότεροι ῥητορικῶς κατασκευάζουσιν· ἡ μὲν γὰρ
πολλὰς ἀντὶ μιᾶς προήσεσθαί φησιν, ὁ δὲ τὴν μίαν, ἣν καὶ μόνην ἔχει,
χαριεῖσθαι. b(BE3E4)T
Ariston. Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη: ὅτι
τούτων τῶν πόλεων ἕνεκα συνεμάχουν τοῖς Ἕλλησιν, οὐ διὰ τὸ
ἀποκεκρίσθαι ὑπὸ Ἀλεξάνδρου τὸ κάλλος αὐτῶν, ὅπερ οὐκ οἶδεν
Ὅμηρος. A
Hrd. {τὰς} διαπέρσαι: πρὸ τέλους ἡ ὀξεῖα τοῦ διαπέρσαι,
ἵν' ᾖ ἀπαρέμφατον ἀντὶ προστακτικοῦ. A
ex. (?) διαπέρσαι: ἀντὶ τοῦ πέρσον. Til
ex. τὰς διαπέρσαι ὅτ' – περὶ κῆρι: δείκνυσι τῶν
ὀργιζομένων τὸ ἦθος ἀλόγιστον, οἳ πόθῳ τῶν παρὰ χεῖρα τῶν
μειζόνων ἀμελοῦσιν. A b (BCE3E4)T διὰ δὲ τοῦ περὶ κῆρι ἐμφαί-
νει περὶ τῶν Τρώων, ὡς ὁμοίως αὐτῇ μισοῦνται ὡς

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 7, verse 135a, l. of scholion


2

ζῆλον αὐτοὺς τῶν ὁμοίων κινήσῃ. b(BE3E4)T τοιοῦτος καὶ Φοῖ-


νιξ καὶ Λαέρτης. T
Ariston. ἐπ' ὠκυρόῳ κελάδοντι ..., Ἰαρδάνου ἀμφὶ
ῥέεθρα: ὅτι ἰδίως τὰ ἐπίθετα προτάξας τὸ κύριον ἐπήγαγεν, Ἰαρ-
δάνου ἀμφὶ ῥέεθρα (135). A
ex. | ex. (Ariston.) Κελάδοντι (133): τῷ νῦν Ἀκίδωνι. | τινὲς δὲ ἄμφω ἐπί-
θετα τοῦ Ἰαρδάνου καὶ τὴν φράσιν σημειοῦνται· προτάξας γὰρ δοτι-
κὰς ἐπιφέρει γενικὴν Ἰαρδάνου (135). T
Ariston. Φειᾶς {πὰρ τείχεσσιν}: ὅτι ἐν Ὀδυσσείᾳ (ο 297) πλη-
θυντικῶς· “ἡ δὲ Φεαῖς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ”, ὡς Μυκήνην
καὶ Μυκήνας. A
Hrd. | D Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν: Φειᾶς περισπαστέον· ἑνικὴ γάρ
ἐστι γενική. πρόδηλον κἀκ τῆς συντάξεως τοῦ τείχεςςι, παρὰ τοῖς
τῆς Φειᾶς τείχεσι. | Φεὰ δὲ πόλις – παρ' ἣν ὁ ἰορδάνης
ῥεῖ. A
ex. Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν: καὶ ἡ Φειὰ παραθαλάσσιός ἐστι,
καὶ Ἰάρδανος οὐχ ὁρᾶται ποταμὸς αὐτόθι. ἄμεινον οὖν ὡς Δίδυμος
(p. 114 Schm.) “Φηρᾶς” γράφειν καὶ “Δαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα”. οὕτω
γὰρ καὶ Φερεκύδης ἱστορεῖ (FGrHist 3, 159). AT
Ariston. πρόμος: ὅτι ἀντὶ τοῦ πρόμαχος κοινῶς. Aim
300

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 7, verse 135a, l. of scholion


3

ζῆλον αὐτοὺς τῶν ὁμοίων κινήσῃ. b(BE3E4)T τοιοῦτος καὶ Φοῖ-


νιξ καὶ Λαέρτης. T
Ariston. ἐπ' ὠκυρόῳ κελάδοντι ..., Ἰαρδάνου ἀμφὶ
ῥέεθρα: ὅτι ἰδίως τὰ ἐπίθετα προτάξας τὸ κύριον ἐπήγαγεν, Ἰαρ-
δάνου ἀμφὶ ῥέεθρα (135). A
ex. | ex. (Ariston.) Κελάδοντι (133): τῷ νῦν Ἀκίδωνι. | τινὲς δὲ ἄμφω ἐπί-
θετα τοῦ Ἰαρδάνου καὶ τὴν φράσιν σημειοῦνται· προτάξας γὰρ δοτι-
κὰς ἐπιφέρει γενικὴν Ἰαρδάνου (135). T
Ariston. Φειᾶς {πὰρ τείχεσσιν}: ὅτι ἐν Ὀδυσσείᾳ (ο 297) πλη-
θυντικῶς· “ἡ δὲ Φεαῖς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ”, ὡς Μυκήνην
καὶ Μυκήνας.
Hrd. | D Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν: Φειᾶς περισπαστέον· ἑνικὴ γάρ
ἐστι γενική. πρόδηλον κἀκ τῆς συντάξεως τοῦ τείχεςςι, παρὰ τοῖς
τῆς Φειᾶς τείχεσι. | Φεὰ δὲ πόλις – παρ' ἣν ὁ ἰορδάνης
ῥεῖ.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 7, verse 179-80, l. of


scholion 1

Ἀσκαλωνίτης (p. 48 B.) διαστέλλει ἰδὲ χεῖρας ἀνέσχον, ὡς “ἰδὲ


κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο” (Ε 3), ἵνα γένηται καὶ χεῖρας ἀνέσχον. Ἀλεξίων
(fr. 34 B.) δὲ τὴν κατειθισμένην παραλαμβάνει, “λαοὶ δ' ἠρήσαντο,
θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον”. οὕτως καὶ οἱ περὶ Ἡρακλέωνα (fr. 7 B.).
οὐκ ἀποδοκιμάζει μέντοι τὴν ἑτέραν ὁ Ἀλεξίων· καὶ ἡμῖν οὕτως δο-
κεῖ. A
διχῶς, καὶ “θεοῖσι δέ” καὶ θεοῖς ἰδέ. Aim
διχῶς δὲ θεοῖς ἰδὲ χεῖρας καὶ “θεοῖσι δὲ χεῖρας”. T
λαοὶ δ' ἠρήσαντο θεοῖς ἰδὲ χεῖρας ἀνέσχον: ἡδέα
καὶ Ἑλληνικὰ ἀγωνιᾶν τοὺς Ἕλληνας περὶ εὐδοξίας.
ex. ἢ Αἴαντα λαχεῖν – Μυκήνης: τάξιν ἡ εὐχὴ
ἔχει, τὸν πρῶτον κατ' ἀλκὴν καὶ τὸν δεύτερον καὶ τὸν τρίτον κατα-
λέγουσα.
ex. λαχεῖν: λείπει τὸ δός. Til
Ariston. Μυκήνης: ὅτι ἀλλαχοῦ (sc. Β 569. Δ 376) πληθυντικῶς
Μυκήνας. Aint
ex. | D πάλλεν δὲ Γερήνιος: ὡς μὴ κακουργηθῆναί τι περὶ τὸν
κλῆρον· πιστότατος γάρ. | τὸ δὲ πάλλεν ἀντὶ τοῦ
ἐκλήρου. T
301

Ariston. ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης: ὅτι ἀνέσειον τοὺς κλήρους,


οὐκ ἐξῃροῦντο, ὡς ἡμεῖς νῦν.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 7, verse 180, l. of scholion 1

οὐκ ἀποδοκιμάζει μέντοι τὴν ἑτέραν ὁ Ἀλεξίων· καὶ ἡμῖν οὕτως δο-
κεῖ. A
διχῶς, καὶ “θεοῖσι δέ” καὶ θεοῖς ἰδέ. Aim
διχῶς δὲ θεοῖς ἰδὲ χεῖρας καὶ “θεοῖσι δὲ χεῖρας”. T
λαοὶ δ' ἠρήσαντο θεοῖς ἰδὲ χεῖρας ἀνέσχον: ἡδέα
καὶ Ἑλληνικὰ ἀγωνιᾶν τοὺς Ἕλληνας περὶ εὐδοξίας.
ex. ἢ Αἴαντα λαχεῖν – Μυκήνης: τάξιν ἡ εὐχὴ
ἔχει, τὸν πρῶτον κατ' ἀλκὴν καὶ τὸν δεύτερον καὶ τὸν τρίτον κατα-
λέγουσα.
ex. λαχεῖν: λείπει τὸ δός. Til
Ariston. Μυκήνης: ὅτι ἀλλαχοῦ (sc. Β 569. Δ 376) πληθυντικῶς
Μυκήνας. Aint
ex. | D πάλλεν δὲ Γερήνιος: ὡς μὴ κακουργηθῆναί τι περὶ τὸν
κλῆρον· πιστότατος γάρ. | τὸ δὲ πάλλεν ἀντὶ τοῦ
ἐκλήρου. T
Ariston. ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης: ὅτι ἀνέσειον τοὺς κλήρους,
οὐκ ἐξῃροῦντο, ὡς ἡμεῖς νῦν. Aim
ex. ὃν ἄρ' ἤθελον αὐτοί: πιθανῶς εἴρηται τοῦτο, εὐχῆς
γὰρ τὸ ἔργον ἦν, καὶ κεχαρισμένως τῷ ἀκροατῇ. b(BCE3E4)
Hrd. ἐνδέξια: ὅταν ἀντὶ ἐπιρρήματος ᾖ, ἀντὶ τοῦ ἐπιδεξί-
ως ἐνδέξια, τρίτη ἀπὸ τέλους ἡ ὀξεῖα.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 7, verse 180, l. of scholion 2

διχῶς, καὶ “θεοῖσι δέ” καὶ θεοῖς ἰδέ. Aim


διχῶς δὲ θεοῖς ἰδὲ χεῖρας καὶ “θεοῖσι δὲ χεῖρας”. T
λαοὶ δ' ἠρήσαντο θεοῖς ἰδὲ χεῖρας ἀνέσχον: ἡδέα
καὶ Ἑλληνικὰ ἀγωνιᾶν τοὺς Ἕλληνας περὶ εὐδοξίας.
ex. ἢ Αἴαντα λαχεῖν – Μυκήνης: τάξιν ἡ εὐχὴ
ἔχει, τὸν πρῶτον κατ' ἀλκὴν καὶ τὸν δεύτερον καὶ τὸν τρίτον κατα-
λέγουσα.
ex. λαχεῖν: λείπει τὸ δός. Til
Ariston. Μυκήνης: ὅτι ἀλλαχοῦ (sc. Β 569. Δ 376) πληθυντικῶς
Μυκήνας. Aint
ex. | D πάλλεν δὲ Γερήνιος: ὡς μὴ κακουργηθῆναί τι περὶ τὸν
κλῆρον· πιστότατος γάρ. | τὸ δὲ πάλλεν ἀντὶ τοῦ
ἐκλήρου. T
302

Ariston. ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης: ὅτι ἀνέσειον τοὺς κλήρους,


οὐκ ἐξῃροῦντο, ὡς ἡμεῖς νῦν. Aim
ex. ὃν ἄρ' ἤθελον αὐτοί: πιθανῶς εἴρηται τοῦτο, εὐχῆς
γὰρ τὸ ἔργον ἦν, καὶ κεχαρισμένως τῷ ἀκροατῇ. b(BCE3E4)
Hrd. ἐνδέξια: ὅταν ἀντὶ ἐπιρρήματος ᾖ, ἀντὶ τοῦ ἐπιδεξί-
ως ἐνδέξια, τρίτη ἀπὸ τέλους ἡ ὀξεῖα.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 9, verse 44a, l. of scholion 1

ex. καὶ ἀνάλκιδας ὡς ἀγορεύεις: προενεχυριάζων αὐτῶν


τὴν ἀλκήν φησιν. Til
ex. ἔρχεο· πάρ τοι ὁδός – / ἀλλ' ἄλλοι μενέουσι:
πικρὰ μὲν τῷ ἀκούεσθαι, ἥδιστα δέ ἐστι τῷ νοεῖν· ταῦτα γὰρ ἀκούειν
ἐθέλει Ἀγαμέμνων παρὰ τῶν Ἀχαιῶν ὡς ἐθελονταὶ τὸν κίνδυνον ἀνα-
δέχονται ὡς δημοκρατούμενοι, οὐ βιαζόμενοι.
ex. πάρ τοι ὁδός: εὐμαρής ἐστί σοι ὁδός. Aim
Ariston. νῆες δέ τοι ἄγχι θαλάσσης: ὅτι ἀπὸ κοινοῦ τοῦ πάρ
τοι ὁδός τὸ πάρεισί σοι· ὅπερ οὐ συνέντες τινὲς προστεθήκασι τὸν
ἑξῆς. A
Ariston. ἑστᾶσ', αἵ τοι ἕποντο Μυκήνηθεν μάλα πολλαί:
ἀθετεῖται, ὅτι περισσός ἐστι καὶ μὴ προσκειμένου αὐτοῦ ἐμφαντικώτε-
ρος ὁ λόγος γίνεται· ἐφορμοῦσιν αἱ νῆες πορευσόμεναι. οἱ δὲ γράφουσιν
(sc. in Ι 43) “νῆες μέν τοι ἀμφιέλισσαι” ὥστε παντελῶς ἀποκρίνε-
σθαι τὸν στίχον. A
ex. αἵ τοι ἕποντο Μυκήνηθεν: τούτων γὰρ ἄρχει μόνων,
οὐχ Ἑλλήνων. πῶς δὲ οὐκ αἰσχρὸν ἐλθόντα πολλῷ στόλῳ μάταιον
ὑποχωρεῖν;
ex. ἀλλ' ἄλλοι μενέουσι: ῥητορικῶς προενεχυριάζει αὐτῶν τὴν
γνώμην.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 11, verse 46, l. of scholion 1

Ariston. εἵλετο δ' ἄλκιμα δοῦρε: ὅτι καὶ ἐπὶ τῆς Ἀλεξάνδρου μο-
νομαχίας (sc. Γ 18) τὸ ὅμοιον. A
Ariston. {ὀξέα·} τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ' αὐτόφιν οὐρανὸν εἴσω:
ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ εἰς οὐρανόν. καὶ ὅτι, ὅταν ἐπ' Ἀχιλλέως λέγῃ
“ὣς τοῦ χαλκὸς ἔλαμπε” (Χ 32), νοητέον ἀπὸ τοῦ δόρατος τὴν λαμ-
πηδόνα ἀνταυγεῖν· τὰ γὰρ ἄλλα χρυσᾶ εἶχεν. A
Ariston. {λάμπ'} ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν: ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκει-
ται τὸ γ. τὸν δὲ “δοῦπον” (Δ 455 al.) οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον. A
303

ex. ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν: οὐ μόνον τῇ ὁπλίσει, ἀλλὰ καὶ ταῖς


διοσημίαις προφαντάζει τὸν ἀκροατήν.
Ariston. τιμῶσαι βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης: ὅτι νῦν
ἑνικῶς τὴν Μυκήνην, καὶ ὅτι ἐν Μυκήναις τὰ Ἀγαμέμνονος βασίλεια,
οὐκ ἐν Ἄργει, ὡς οἱ νεώτεροι. A
ex. ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἕκαστος /
– / ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον: ἐντειλάμενοι τοῖς ἡνιόχοις
οἱ παραιβάται, ἐπὶ τῇ τάφρῳ σὺν τοῖς ἵπποις ἀναμένειν αὐτούς, ἐν
ὅσῳ τοὺς ἵππους ζευγνύουσιν, καὶ αὐτοὶ ἅμα τοῖς πεζοῖς διαβαίνουσι
τὴν τάφρον, καὶ ἐκεῖνοι μετ' οὐ πολὺ καταλαμβά-
νουσιν ἅμα τοῖς ἵπποις. T
Ariston. {αὐτοὶ δὲ} πρυλέες: ὅτι φανερῶς πρυλέες οἱ πεζοί· ἀντι-
διέσταλκε γὰρ τοὺς ἱππεῖς (cf. Λ 51. 52).

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 11, verse 46, l. of scholion 2

νομαχίας (sc. Γ 18) τὸ ὅμοιον. A


Ariston. {ὀξέα·} τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ' αὐτόφιν οὐρανὸν εἴσω:
ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ εἰς οὐρανόν. καὶ ὅτι, ὅταν ἐπ' Ἀχιλλέως λέγῃ
“ὣς τοῦ χαλκὸς ἔλαμπε” (Χ 32), νοητέον ἀπὸ τοῦ δόρατος τὴν λαμ-
πηδόνα ἀνταυγεῖν· τὰ γὰρ ἄλλα χρυσᾶ εἶχεν. A
Ariston. {λάμπ'} ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν: ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκει-
ται τὸ γ. τὸν δὲ “δοῦπον” (Δ 455 al.) οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον. A
ex. ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν: οὐ μόνον τῇ ὁπλίσει, ἀλλὰ καὶ ταῖς
διοσημίαις προφαντάζει τὸν ἀκροατήν.
Ariston. τιμῶσαι βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης: ὅτι νῦν
ἑνικῶς τὴν Μυκήνην, καὶ ὅτι ἐν Μυκήναις τὰ Ἀγαμέμνονος βασίλεια,
οὐκ ἐν Ἄργει, ὡς οἱ νεώτεροι. A
ex. ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἕκαστος /
– / ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον: ἐντειλάμενοι τοῖς ἡνιόχοις
οἱ παραιβάται, ἐπὶ τῇ τάφρῳ σὺν τοῖς ἵπποις ἀναμένειν αὐτούς, ἐν
ὅσῳ τοὺς ἵππους ζευγνύουσιν, καὶ αὐτοὶ ἅμα τοῖς πεζοῖς διαβαίνουσι
τὴν τάφρον, καὶ ἐκεῖνοι μετ' οὐ πολὺ καταλαμβά-
νουσιν ἅμα τοῖς ἵπποις.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 15, verse 302b1, l. of


scholion 15

ἀπὸ βραχείας ἀρχόμενα, περισσοσυλλάβως κλίνεται, “λέβητα” (Ψ


267 al.), Λάχητα· εἰ δ' οὐχ οὕτως ἐκλίθη, δῆλον ὅτι περισπασθήσεται·
ἄλλως τε εἰ εὑρέθη αὐτοῦ ἡ αἰτιατικὴ ὡς ἀπὸ βαρυτόνου, “Φυλείδην
τε Μέγητα” (Τ 239), ὅτε μὴ οὕτως ἔχει, περισπασθήσεται, ὡς Θαλῆν
καὶ Θάλητα καὶ Φαλῆν καὶ Φάλητα. ἔστι δὲ ὑπὲρ τοῦ Ἀριστάρχου
304

πρὸς αὐτοὺς πρῶτον μὲν ἐκεῖνο εἰπεῖν ὅτι οὐχ ἁπλῶς τὰ εἰς ης, ἀλλὰ
τὰ εἰς της λήγοντα τὴν προειρημένην ἀναδέχεται κλίσιν. ἔπειτα πολλά
ἐστι διχῶς κεκλιμένα· τὸ γοῦν Μύνης ὁ μὲν ποιητὴς περιττοσυλλά-
βως ἔκλινεν, “πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος” (Τ 296), ὁ δὲ Σο-
φοκλῆς (fr. 40 N.2 = 43 P. = 43 R.) ἰσοσυλλάβως· “Μύνου τ' Ἐπιστρόφου
γε”. μύκητά τε καὶ μύκην, εἰ καὶ πολλὰ σημαίνει ἡ λέξις. καὶ ὅτι οὐ τὸ
μέτρον αἴτιόν ἐστι, δῆλός ἐστιν Ἑκαταῖος (FGrHist 1, 22) οὕτως
κλίνας· φησὶ γάρ· “καὶ ἐπαφήσας τὸν κολεὸν τοῦ ξίφεος, τὸν μύκην
εὗρεν ἀποπεπτωκότα”· ὁ δὲ Ἄρατος περιττοσυλλάβως ἔκλινεν· “ἢ
λύχνοιο μύκητες ἀγείρονται περὶ μοῖραν” (Phaen. 976). καὶ μήποτε
ταῦτα συναγωνίζεται τῷ Ἀριστάρχῳ· καὶ γὰρ ταῦτα διχῶς κλιθέντα
οὐ μετέβαλε τὸν τόνον, οἷς ὅμοιον δύναται εἶναι καὶ τὸ Μέγης. A
{μέγην τε:} Ἀρίσταρχος μὲν βαρύνει τὸ Μέγην

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Book of Iliad 15, verse 302b1, l. of


scholion 17

ἄλλως τε εἰ εὑρέθη αὐτοῦ ἡ αἰτιατικὴ ὡς ἀπὸ βαρυτόνου, “Φυλείδην


τε Μέγητα” (Τ 239), ὅτε μὴ οὕτως ἔχει, περισπασθήσεται, ὡς Θαλῆν
καὶ Θάλητα καὶ Φαλῆν καὶ Φάλητα. ἔστι δὲ ὑπὲρ τοῦ Ἀριστάρχου
πρὸς αὐτοὺς πρῶτον μὲν ἐκεῖνο εἰπεῖν ὅτι οὐχ ἁπλῶς τὰ εἰς ης, ἀλλὰ
τὰ εἰς της λήγοντα τὴν προειρημένην ἀναδέχεται κλίσιν. ἔπειτα πολλά
ἐστι διχῶς κεκλιμένα· τὸ γοῦν Μύνης ὁ μὲν ποιητὴς περιττοσυλλά-
βως ἔκλινεν, “πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος” (Τ 296), ὁ δὲ Σο-
φοκλῆς (fr. 40 N.2 = 43 P. = 43 R.) ἰσοσυλλάβως· “Μύνου τ' Ἐπιστρόφου
γε”. μύκητά τε καὶ μύκην, εἰ καὶ πολλὰ σημαίνει ἡ λέξις. καὶ ὅτι οὐ τὸ
μέτρον αἴτιόν ἐστι, δῆλός ἐστιν Ἑκαταῖος (FGrHist 1, 22) οὕτως
κλίνας· φησὶ γάρ· “καὶ ἐπαφήσας τὸν κολεὸν τοῦ ξίφεος, τὸν μύκην
εὗρεν ἀποπεπτωκότα”· ὁ δὲ Ἄρατος περιττοσυλλάβως ἔκλινεν· “ἢ
λύχνοιο μύκητες ἀγείρονται περὶ μοῖραν” (Phaen. 976). καὶ μήποτε
ταῦτα συναγωνίζεται τῷ Ἀριστάρχῳ· καὶ γὰρ ταῦτα διχῶς κλιθέντα
οὐ μετέβαλε τὸν τόνον, οἷς ὅμοιον δύναται εἶναι καὶ τὸ Μέγης. A
{μέγην τε:} Ἀρίσταρχος μὲν βαρύνει τὸ Μέγην κα-
κῶς, οἱ δὲ περὶ Πτολεμαῖον περισπῶσιν ὡς ἀπὸ περισπωμένης εὐ-
θείας· καὶ διφορεῖσθαί φασι τὸ Μέγης ὡς Θάλης καὶ Θαλῆς. τὰ μέντοι
διχῶς κλιθέντα οὐ μετέβαλε τὸν τόνον, ὡς μύκης μύκητος καὶ

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia ecentiora Theodori Meliteniotis)


(e cod. Genevensi gr. 44) (5026: 004)“Les scolies genevoises de l'Iliade,
vol. 2”, Ed. Nicole, J.Geneva: Georg, 1891, Repr. 1966.Book of Iliad 2,
verse 569, l. of scholion 1
305

τειχιόεσσαν] τὴν καλῶς – τετειχίσθαι.


Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε] πόλεις – Περσεφόνης.
βαθὺν κατὰ κόλπον] τὰς βαθὺν – περιεχομένη.
Ἐπίδαυρον] πόλις Ἄργους ἐν τοῖς παραθαλασσίοις μέρεσι κει-
μένη.
[Αἴγιναν] Αἴγινα νῆσος πρὸ τῆς Ἀττικῆς. ἐκαλεῖτο δὲ –
μητρός.
ἰσόθεος φὼς] ἰσόθεος ἀνήρ. τὸ δὲ «φώς» ὀξυτονούμενον –
ἕνδεκα δίφροι».
[Ταλαϊονίδαο] Ταλαοῦ παιδὸς, Ἀδράστου.
[Μυκήνας] Μυκήνη πόλις Ἄργους, ἧς – Λακωνι-
κῆς.
Ἀραιθυρέην] αὕτη ὕστερον Φλιοῦς προσηγορεύθη.
Γονόεσσαν] Γονοῦσαν – Πελλήνης.
Πελλήνην] διαφέρει – Πελοπόννησος.
[Αἰγιαλόν] Αἰγιαλὸς πόλις ἐν Μυκήναις καὶ ἑτέρα ἐν Παφλα-
γονίᾳ.
[Αἰγιαλόν] οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ παραθαλασσία – μέχρι Ἤλι-
δος.
τῶν ἑκατὸν νηῶν] ἀντὶ τοῦ πάντων τῶν προειρημένων· καὶ γὰρ
ἑκατὸν νεῶν ἡγεμὼν ἦν ὁ Ἀγαμέμνων.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia recentiora Theodori Meliteniotis)


(e cod. Genevensi gr. 44) Book of Iliad 2, verse 575, l. of scholion 1

[Αἴγιναν] Αἴγινα νῆσος πρὸ τῆς Ἀττικῆς. ἐκαλεῖτο δὲ –


μητρός. ἰσόθεος φὼς] ἰσόθεος ἀνήρ. τὸ δὲ «φώς» ὀξυτονούμενον –
ἕνδεκα δίφροι». [Ταλαϊονίδαο] Ταλαοῦ παιδὸς, Ἀδράστου.
[Μυκήνας] Μυκήνη πόλις Ἄργους, ἧς – Λακωνι-
κῆς. Ἀραιθυρέην] αὕτη ὕστερον Φλιοῦς προσηγορεύθη.
Γονόεσσαν] Γονοῦσαν – Πελλήνης. Πελλήνην] διαφέρει –
Πελοπόννησος. [Αἰγιαλόν] Αἰγιαλὸς πόλις ἐν Μυκήναις καὶ ἑτέρα ἐν
Παφλα-γονίᾳ.
[Αἰγιαλόν] οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ παραθαλασσία – μέχρι Ἤλι-
δος. τῶν ἑκατὸν νηῶν] ἀντὶ τοῦ πάντων τῶν προειρημένων· καὶ γὰρ
ἑκατὸν νεῶν ἡγεμὼν ἦν ὁ Ἀγαμέμνων. κοίλην Λακεδαίμονα] τὴν ὑπὸ
ὀρῶν – τὴν δὲ πόλιν Σπάρτην. Gen. ajoute ἕτεροι δὲ καὶ – καλοῦσιν.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. (5026: 007)


306

“Scholia Graeca in Homeri Odysseam, 2 vols.”, Ed. Dindorf, W.


Oxford: Oxford University Press, 1855, Repr. 1962.
Book 2, hypothesis-verse 120, l. 2

τὰ φρονέουσ' ἀνὰ θυμὸν] ταῦτα λογιζομένη κατὰ τὴν ψυχήν. S.


ἅ οἱ] τινὲς, ὅ οἱ αὐτῇ. H.
κέρδεα] τὰ πανουργεύματα, οὐχ ὡς ἡμεῖς τὴν φιλοχρημα-
τίαν. ἀπὸ κοινοῦ δὲ τὸ ἐπίστασθαι. H.M.S.
τάων αἳ πάρος ἦσαν] ἐπανέλαβε τὸν λόγον, ἐπεὶ μεταξυλογίᾳ
ἐχρήσατο. “τάων,” ἐκείνων τῶν γυναικῶν. M.S.
αἳ πάρος ἦσαν] πρὸ ἡμῶν ὑπῆρχον. S.
ἐϋπλοκάμιδες Ἀχαιαὶ] εὔκομοι θυγατέρες τῶν Ἑλλήνων. S.
Τυρὼ] Σαλμωνέως θυγάτηρ. ἔσχε δὲ παῖδας ἐκ Ποσειδῶ-
νος Νηλέα καὶ Πελίαν. Ἀλκμήνη Ἠλεκτρύωνος θυγάτηρ. Μυκήνη
Ἰνάχου θυγάτηρ καὶ Μελίας τῆς Ὠκεανοῦ, ἧς καὶ Ἀρέστορος Ἄρ-
γος, ὡς ἐν τῷ Κύκλῳ φέρεται. B.E.H.Q.
ἐϋπλόκαμος] γρ. ἐϋστέφανος. H.M.
εὐστέφανος] καλὴν στεφάνην ἔχουσα. στεφάνη δὲ κόσμος γυναι-
κεῖος. E.
ὁμοῖα] πικρῶς καθαψάμενος τῆς Πηνελόπης διαχέαι αὐτὴν
βούλεται τοῖς ἐγκωμίοις. ἅμα δὲ καὶ τὴν μνηστείαν εὔλογόν φησι
περὶ ἐναρέτου γυναικὸς γινομένην. E.
τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε] τοῦτο δὲ οὐ πρεπόντως οὐδὲ
προσηκόντως ἐβουλεύσατο.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Book 3, hypothesis-verse 267, l. 22

τὸν εὐνοῦχον ἀπέδοσαν. M.Q.V. ἐνταῦθα δέ τινες ἀοιδὸν τὸν εὐνοῦ-


χον νοοῦσιν ἐκ τοῦ α στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ αἰδοίου, τὸν ἐστερη-
μένον τῶν αἰδοίων. M.
ἀοιδὸς] οἱ μὲν ἀοιδοὺς λέγουσι τοὺς τραγῳδούς. διὰ τιμῆς γὰρ οἱ
παλαιοὶ τούτους ἦγον· οἱ δὲ .... φασὶν εἶναι εὐνοῦχον λέγοντα τὸν
ἀοιδὸν εἶναι τῆς Κλυταιμνήστρας. P.
πὰρ γὰρ ἔην καὶ ἀοιδὸς] οὕτω Δημήτριος ὁ Φαληρεύς· Μενέλαος
ἅμα τῷ Ὀδυσσεῖ ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς τὸν θεὸν ἤρετο περὶ τῆς μελ-
λούσης ἔσεσθαι εἰς Ἴλιον στρατείας. τότε δὴ καὶ τὸν ἐνναετηρικὸν
τῶν Πυθίων ἀγῶνα ἀγωνοθετεῖ Κρέων, ἐνίκα δὲ Δημόδοκος Λάκων
μαθητὴς Αὐτομήδους τοῦ Μυκηναίου, ὃς ἦν πρῶτος δι' ἐπῶν γράψας
τὴν Ἀμφιτρύωνος πρὸς Τηλεβόας μάχην καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνός τε
καὶ Ἑλικῶνος, ἀφ' ὧν δὴ καὶ τὰ ἐν Βοιωτίᾳ ὄρη προσαγορεύεται· ἦν
δὲ καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου, ὃς ἐδίδαξεν αὐτόν τε τὸν
Μυκηναῖον Αὐτομήδην, καὶ Λικύμνιον τὸν Βουπράσιον καὶ Σίνιν, καὶ
307

τὸν Δωριέα, καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα, καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιά-
την. τότε δὴ Μενέλαος τῇ προνοίᾳ τῆς Ἑλένης ἀνέθηκεν ὅρμον
Ἀθηνᾷ. τὸν δὲ Δημόδοκον εἰς Μυκήνας λαβὼν Ἀγαμέμνων ἔταξε
τὴν Κλυταιμνήστραν τηρεῖν. ἐτίμων δὲ λίαν τοὺς ᾠδοὺς ὡς διδασκά-
λους τῶν τε θείων καὶ παλαιῶν ἀνδραγαθημάτων, καὶ τῶν ἄλλων ὀρ-
γάνων πλέον τὴν λύραν ἠγάπων. δηλοῖ δὲ καὶ Κλυταιμνήστρα τὴν

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Book 3, hypothesis-verse 267, l. 26

παλαιοὶ τούτους ἦγον· οἱ δὲ .... φασὶν εἶναι εὐνοῦχον λέγοντα τὸν


ἀοιδὸν εἶναι τῆς Κλυταιμνήστρας. P.
πὰρ γὰρ ἔην καὶ ἀοιδὸς] οὕτω Δημήτριος ὁ Φαληρεύς· Μενέλαος
ἅμα τῷ Ὀδυσσεῖ ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς τὸν θεὸν ἤρετο περὶ τῆς μελ-
λούσης ἔσεσθαι εἰς Ἴλιον στρατείας. τότε δὴ καὶ τὸν ἐνναετηρικὸν
τῶν Πυθίων ἀγῶνα ἀγωνοθετεῖ Κρέων, ἐνίκα δὲ Δημόδοκος Λάκων
μαθητὴς Αὐτομήδους τοῦ Μυκηναίου, ὃς ἦν πρῶτος δι' ἐπῶν γράψας
τὴν Ἀμφιτρύωνος πρὸς Τηλεβόας μάχην καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνός τε
καὶ Ἑλικῶνος, ἀφ' ὧν δὴ καὶ τὰ ἐν Βοιωτίᾳ ὄρη προσαγορεύεται· ἦν
δὲ καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου, ὃς ἐδίδαξεν αὐτόν τε τὸν
Μυκηναῖον Αὐτομήδην, καὶ Λικύμνιον τὸν Βουπράσιον καὶ Σίνιν, καὶ
τὸν Δωριέα, καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα, καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιά-
την. τότε δὴ Μενέλαος τῇ προνοίᾳ τῆς Ἑλένης ἀνέθηκεν ὅρμον
Ἀθηνᾷ. τὸν δὲ Δημόδοκον εἰς Μυκήνας λαβὼν Ἀγαμέμνων ἔταξε
τὴν Κλυταιμνήστραν τηρεῖν. ἐτίμων δὲ λίαν τοὺς ᾠδοὺς ὡς διδασκά-
λους τῶν τε θείων καὶ παλαιῶν ἀνδραγαθημάτων, καὶ τῶν ἄλλων ὀρ-
γάνων πλέον τὴν λύραν ἠγάπων. δηλοῖ δὲ καὶ Κλυταιμνήστρα τὴν
εἰς αὐτὸν τιμήν· οὐ γὰρ φονεύειν, ἀλλ' ἀφορίζειν αὐτὸν ἐκέλευσε.
Τιμόλαος δὲ ἀδελφὸν αὐτόν φησιν εἶναι Φημίου, ὃν ἀκολουθῆσαι τῇ
Πηνελόπῃ εἰς Ἰθάκην πρὸς παραφυλακὴν αὐτῆς· διὸ καὶ βίᾳ τοῖς
μνηστῆρσιν ᾄδει. E.H.M.Q.R. τοσοῦτον δὲ καὶ πρὸς τὰ πολιτικὰ

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Book 3, hypothesis-verse 267, l. 29

ἅμα τῷ Ὀδυσσεῖ ἐλθὼν εἰς Δελφοὺς τὸν θεὸν ἤρετο περὶ τῆς μελ-
λούσης ἔσεσθαι εἰς Ἴλιον στρατείας. τότε δὴ καὶ τὸν ἐνναετηρικὸν
τῶν Πυθίων ἀγῶνα ἀγωνοθετεῖ Κρέων, ἐνίκα δὲ Δημόδοκος Λάκων
μαθητὴς Αὐτομήδους τοῦ Μυκηναίου, ὃς ἦν πρῶτος δι' ἐπῶν γράψας
τὴν Ἀμφιτρύωνος πρὸς Τηλεβόας μάχην καὶ τὴν ἔριν Κιθαιρῶνός τε
καὶ Ἑλικῶνος, ἀφ' ὧν δὴ καὶ τὰ ἐν Βοιωτίᾳ ὄρη προσαγορεύεται· ἦν
δὲ καὶ αὐτὸς μαθητὴς Περιμήδους Ἀργείου, ὃς ἐδίδαξεν αὐτόν τε τὸν
Μυκηναῖον Αὐτομήδην, καὶ Λικύμνιον τὸν Βουπράσιον καὶ Σίνιν, καὶ
308

τὸν Δωριέα, καὶ Φαρίδαν τὸν Λάκωνα, καὶ Πρόβολον τὸν Σπαρτιά-
την. τότε δὴ Μενέλαος τῇ προνοίᾳ τῆς Ἑλένης ἀνέθηκεν ὅρμον
Ἀθηνᾷ. τὸν δὲ Δημόδοκον εἰς Μυκήνας λαβὼν Ἀγαμέμνων ἔταξε
τὴν Κλυταιμνήστραν τηρεῖν. ἐτίμων δὲ λίαν τοὺς ᾠδοὺς ὡς διδασκά-
λους τῶν τε θείων καὶ παλαιῶν ἀνδραγαθημάτων, καὶ τῶν ἄλλων ὀρ-
γάνων πλέον τὴν λύραν ἠγάπων. δηλοῖ δὲ καὶ Κλυταιμνήστρα τὴν
εἰς αὐτὸν τιμήν· οὐ γὰρ φονεύειν, ἀλλ' ἀφορίζειν αὐτὸν ἐκέλευσε.
Τιμόλαος δὲ ἀδελφὸν αὐτόν φησιν εἶναι Φημίου, ὃν ἀκολουθῆσαι τῇ
Πηνελόπῃ εἰς Ἰθάκην πρὸς παραφυλακὴν αὐτῆς· διὸ καὶ βίᾳ τοῖς
μνηστῆρσιν ᾄδει. E.H.M.Q.R. τοσοῦτον δὲ καὶ πρὸς τὰ πολιτικὰ
διέτεινεν ἡ τῶν κιθαρῳδῶν μουσικὴ ὡς τῶν Σπαρτιατῶν τὴν πόλιν
ὠφελεῖσθαι λέγουσιν ὑπὸ τούτων τῶν ἀνδρῶν τὰ μέγιστα καὶ πρὸς
ὁμόνοιαν καὶ πρὸς τὴν τῶν νόμων φυλακήν. ὡς καὶ τὴν Πυθὼ,

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Book 19, hypothesis-verse 175, l. 3

λεις προσεκτίσθησαν. V. πῶς οὖν ἐν τῷ καταλόγῳ φησὶν “ἄλλοι


θ' οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο;” ἤτοι οὖν ἐκεῖ τὸ ἑκατόν
ἀντὶ τοῦ πολλοῦ κεῖται, ὡς “τῆς ἑκατὸν θύσανοι” (Il. β, 448.)· ἢ
ἐπεὶ μετὰ τὸν ἀπόπλουν οἱ μετὰ Ἰδομενέως ἐπόρθησαν Λύκτον καὶ
τὰς πέριξ ἃς ἔχων Λεῦκος ὁ Τάλω πόλεμον ἤρατο πρὸς αὐτούς. οὗτος
θετὸς ὢν Ἰδομενέως παῖς, ἀφεθεὶς ὑπ' αὐτοῦ φύλαξ τῆς Κρήτης,
ἐστασίασε πρὸς αὐτοὺς ἐπανελθόντας. μετὰ δὲ ταῦτα προσεκτίσθη-
σαν αἱ δέκα. H.Q.
ἄλλη δ' ἄλλων γλῶσσα] προῳκονόμησεν, ἵνα μή τις αὐτὸν
ἐλέγξῃ διὰ τὸ μὴ χρήσασθαι τῇ διαλέκτῳ αὐτῶν. V.
ἐν μὲν Ἀχαιοὶ] μετὰ τὰ Ἰλιακὰ Ταλθύβιος ἐκ Μυκηνῶν ἤγαγεν
ἀποικίαν. V.
Ἐτεόκρητες] οἱ αὐτόχθονες Κρῆτες, ἢ οἱ ἰθαγενεῖς.
Κύδωνες] οἱ αὐτόχθονες Κύδωνες, ἀπὸ Κύδωνος τοῦ Ἀπόλλω-
νος. B.
τριχάϊκες] τριχῆ διαιρεθέντες. οἱ μὲν γὰρ Εὔβοιαν κατῴ-
κησαν, οἱ δὲ Πελοπόννησον, οἱ δὲ Κρήτην. Ἀπολλώνιος δὲ τοὺς πο-
λεμικοὺς λέγει, ἀπὸ τοῦ ἀΐσσοντας καὶ ἐπισείοντας τὰς κόμας ἐν τῇ
περικεφαλαίᾳ πολεμεῖν, ἴσον τῷ “κορυθάϊκι” (Il. χ, 132.). εἰσὶ δὲ
οἳ τοὺς τριλόφους φασὶν, οἱ δὲ τοὺς ὀρχηστὰς ἀποδιδόασιν. V.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (= D scholia) (5026: 017)“Homeri Ilias, 2


vols.”, Ed. Heyne, C.G.Oxford: Oxford University Press, 1834.Book of
Iliad 1, verse 7, l. of scholion 5
309

Ἀτρείδης. Ὁ Ἀτρέως παῖς Ἀγαμέμνων δὲ, κατὰ μὲν


Ὅμηρον, Ἀτρέως τοῦ Πέλοπος, μητρὸς δὲ
Ἀερόπης. κατὰ δὲ Ἡσίοδον, Πλεισθένους,
τὸ γένος, Μυκηναῖος. ὃς ἤγαγε ναῦς εἰς
Ἴλιον. ἐκπορθήσας δὲ τὴν Ἴλιον, καὶ ὑ-
ποστρέψας οἴκαδε, ἀναιρεῖται ὑπὸ Αἰγί-
σθου τοῦ Θυέστου δόλῳ εὐωχίας ἔπι. οὗτος
γὰρ παρὰ τὸν καιρὸν τῆς ἀποδημίας ἐμοί-
χευε τὴν Ἀγαμέμνονος γυναῖκα Κλυται-
μνήστραν. κατὰ δὲ τοὺς τραγικοὺς, αὐτὴ
ἡ Κλυταιμνήστρα ἀνεῖλεν αὐτὸν χιτῶνι
μὴ ἔχοντι ἔνδυσιν τραχήλου. ἐξ αὐτῆς δὲ
ἔσχεν υἱὸν τὸν Ὀρέστην, καὶ θυγατέρας
τέσσαρας· Λαοδίκην, Χρυσόθεμιν,

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (= D scholia) Book of Iliad 1, verse 30, l.


of scholion 4

Μὴ νύ τοι. Μὴ οὐκ ἄν σοι. Οὐ χραίσμῃ. Οὐ


βοηθήσῃ. Σκῆπτρον. Ἡ βασιλικὴ ῥάβδος.
Στέμμα. Στεφάνωμα. Θεοῖο. Τοῦ θεοῦ.
Τὴν δέ. Ταύτην δέ. Οὐ λύσω. Οὐκ
ἀπολύσω. Πρίν μιν. Πρὸ τοῦ αὐτήν. Γῆ-
ρας ἔπεισι. Τὸ γῆρας καταλάβῃ.
Ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ. Ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ.
Ἐν Ἄργει. Ἐν τῷ Ἄργει. ὅ ἐστι, τῇ
Πελοποννήσῳ νῦν καλουμένῃ. ὁ δὲ Ἀγα-
μέμνων, βασιλεὺς ἦν Μυκήνης πόλεως Ἀρ-
γολικῆς. Ἰστέον δὲ, ὅτι ἡ Πελοπόννησος
τὸ ἀρχαῖον Αἰγιάλεια ἐκαλεῖτο, ἀπὸ Αἰ-
γιαλέως τοῦ υἱοῦ Ἰνάχου, τοῦ ἐν Ἄργει
ποταμοῦ, καὶ Μελίας, τῆς Ὠκεανοῦ. ὕς-
τερον δὲ πάλιν, Ἀπία ἐκλήθη, ἀπὸ Ἀπί-
δος τοῦ Φορωνέως παιδός. εἶθ' οὕτως Ἄρ-
γος, ἀπὸ Ἄργου τοῦ Πανόπτου. τελευ-
ταῖον δὲ πάντων, Πελοπόννησος, ἀπὸ τοῦ
κρατῆσαι τῆς χώρας τὸν Ταντάλου υἱὸν
Πέλοπα. Τηλόθι πάτρης. Πόῤῥω τῆς

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (= D scholia) Book of Iliad 2, verse 569, l.


of scholion 1
310

ἔθαν' Ἀτρείδης; ποῦ Μενέλαος ἔην;


Ὀξυτονούμενα δὲ, καὶ ἐγκλιτικά ἐστιν.
ὡς τὸ, Ἀλλ' οὔ πως ἅπαντα θεοὶ δόσαν
ἀνθρώποισιν. Ἀλλά που ἐν μεγάροισι
Λυκάονος ἕνδεκα δίφροι.
Μηκι-
στέως υἱός. Εὐρύαλος. Ταλαϊονίδαο.
Ταλαοῦ παιδὸς, Ἀδράστου.
Ὀγδώ-
κοντα. Ὀγδοήκοντα.
Μυκήνας.
Πόλιν Ἄργους, ἧς ἐβασίλευεν Ἀγαμέ-
μνων. ἀπὸ Μυκήνης, νύμφης Λακωνικῆς.
Ἀφνειόν. Πλούσιον. Ἐϋκτιμένας.
Καλῶς ἐκτισμένας.
Ὀρνειάς.
Κώμην Ἀργείας. Ἀραιθυρέην. Αὕτη
ὕστερον Φλιοῦς προσηγορεύθη. ἀπὸ Φλι-
οῦντος τοῦ Διονύσου. Ἐρατεινήν. Ἐπι-
θυμητὴν, καλήν.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (= D scholia) Book of Iliad 4, verse 376, l.


of scholion 21

οὗτος εἰς Ἄργος, εὗρε Τυδέα φυγάδα.


βοηθῶν γὰρ κἀκεῖνος τῷ πατρὶ, καὶ τὸν
ἐναντιούμενον ἀποκτείνας ἀνεψιὸν, ἔφυ-
γεν. Ἄδραστος δὲ, θεασάμενος αὐτοὺς
ἠμφιεσμένους θηρῶν δοραῖς, Τυδέα μὲν
συὸς, Πολυνείκην δὲ λέοντος, συνέβαλε
τὸν χρησμόν. ἦν γὰρ αὐτῷ δεδομένος,
κάπρῳ καὶ λέοντι ζεῦξαι τὰς θυγατέρας.
Καὶ δίδωσι Τυδεῖ μὲν Διϊπύλην, Ἀρ-
γείαν δὲ Πολυνείκει. Πέμψας δὲ εἰς
Μυκήνας, συμμαχίαν ᾔτει ἐπὶ Θηβαί-
ους. Θυέστης μὲν οὖν ἑτοίμως ἐδίδου,
σημεῖα δὲ αὐτὸν ἐκώλυσε φαῦλα. Ἐπ-
ελθόντες οὖν ἐς τὰς Θήβας Ἀργεῖοι,
πέμπουσι πρεσβευτὴν Τυδέα. Ὃς κα-
ταλαβὼν γυμνικὸν ἀγῶνα, καὶ συμμα-
311

χούσης Ἀθηνᾶς, νικᾷ τὰ πάντα. Ὑπο-


στρέφων δὲ, πεντήκοντα νεανίας, ἐνεδρεύ-
οντας συλλαβεῖν αὐτὸν, ἀναιρεῖ.
Ἀντιθέῳ. Ἰσοθέῳ.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (= D scholia) Book of Iliad 20, verse 67, l.
of scholion 22

Διατί δὲ οὗτοι οἱ θεοὶ προῄρηνται βοηθεῖν


τοῖς Ἕλλησιν, Ἥρα, Ἀθηνᾶ, Ποσειδῶν,
Ἥφαιστος, Ἑρμῆς· τοῖς δὲ Τρωσὶν, Ἀ-
πόλλων, Ἄρτεμις, Λητὼ, Σκάμανδρος,
Ἀφροδίτη; Ἥρα μὲν οὖν Ἕλλησι βοη-
θεῖ, ὅτι γαμήλιος ἐστὶν ἡ θεά. μισεῖ δὲ
μοιχὸν ὄντα τὸν Ἀλέξανδρον. ἢ ὅτι ἐν
τῷ Ἄργει ἐτιμᾶτο λαμπρῶς. ὅθεν φησὶν
ὁ Ποιητὴς καὶ τὸ, Ἥρη τ' Ἀργείη. ἢ καὶ
ὅτι ὡς τὸ Ἄργος οὕτως οἰκεία ἦν αὐτῇ
καὶ ἡ Σπάρτη καὶ ἡ Μυκήνη. ὥς φησιν
ἐν τῇ δ. Ἀθηνᾶ δὲ ἤτοι διὰ ἀποδοκιμα-
σθῆναι ὑπὸ Ἀλεξάνδρου. ἢ διὰ τὸ ἀλλο-
τρίους εἶναι τῆς συνέσεως τοὺς βαρβά-
ρους. Ποσειδῶν δὲ ἐπεὶ οἱ πλείους τῶν
Ἑλλήνων νησιῶταί εἰσι. καὶ διὰ τὸ ὀρ-
γίζεσθαι μὲν Λαομέδοντι ἐπὶ τῇ ἀπο-
στερήσει τοῦ μισθοῦ τῆς τειχοποιΐας.
Ἑρμῆς δὲ ὅτι ἐξ Ἀρκαδίας. ἢ ὅτι λό-
γιος. ἢ ὅτι ἐπειδὴ

Scholia In Lucianum, Scholia in Lucianum (scholia vetera et recentiora


Arethae) (5029: 001)“Scholia in Lucianum”, Ed. Rabe, H.Leipzig:
Teubner, 1906, Repr. 1971.Lucianic work 27, section 8, l. 2

διαβὰς Κορίνθου ἐπέ⌈βη Ἀλέξαν⌉δρος. παρὰ πάντα τοι-


γαροῦν τὸν ἑαυτοῦ βίον οὕτως ἀτημελῶς βιώσας καὶ πρό-
νοιαν ἑαυτοῦ ὅσα γε πρὸς τὸ ⌈σῶμα οὐδ' ἥ⌉ντινα πεποι-
ημένος ἀλλὰ πάντα τὰ ὑπ' ὀδόντα ἐδώδιμα οἰόμενος καὶ
θηρίων βουλόμενος οὐδὲν ἄνθρωπον διαφέρειν ⌈τὸ πρὸς
τὴν⌉ τροφὴν ἄσκευον σηπίᾳ περιτυχὼν ὠμῇ καὶ ᾠοῖς, ἅπερ
οἱ τῇ Ἑκάτῃ ἐν ταῖς νουμηνίαις τὰ δεῖπνα ⌈ἐπὶ τῶν τριό⌉-
δων ποιοῦντες ἐτίθεσαν, ταῦτα φαγὼν οὕτως, ὡς εὗρε,
312

κατὰ τὸ κράτιστον ἀπεπτήσας οὕτως ἐξέθανεν. ~ ⌈V⌉φ


⌈στρατεύομαι δὲ⌉ ὥσπερ ἐκεῖνος: καὶ γὰρ Ἡρακλεῖ
Εὐρυσθεὺς ὁ Μυκηνῶν βασιλεὺς τοὺς ἄθλους ἐπέτατ-
τεν. ~ ⌈V⌉φUΩ
ὀπισθογράφων βιβλίων] τουτέστι πυγὴν γεγραμμένων,
πεπονημένων. ~ ΓUΩ
τὸν Κυρηναῖον] τὸν Ἀρίστιππον λέγει. ~ Ω
αἰνίγματα – ἢ γρίφους] σημείωσαι. διαφέρει γρῖφος
καὶ αἴνιγμα, ὅτι τὸ μὲν αἴνιγμα ὁμολογεῖ τις ἀγνοεῖν, τὸν
δὲ γρῖφον ἀγνοεῖ δοκῶν ἐπίστασθαι. οἷον αἴνιγμα μέν
ἐστι τὸ ‘τί δίπουν; τί τρίπουν; τί τετράπουν;‘ ἐνταῦθα
δὲ δῆλον τὸ ἐρώτημα. γρῖφος δὲ οἷον “Ἕκτορα τὸν Πριά-
μου Διομήδης ἔκτανεν ἀνήρ”· ἐνταῦθα δοκεῖ μὲν εἰδέναι

Σχόλια στον Λυκόφρονα et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)


(5030: 001)“Lycophronis Alexandra, vol. 2”, Ed. Scheer, E.Berlin:
Weidmann, 1958.Scholion 183, l. 31

Ἀχιλέως ἐγεννήθη ὁ Νεοπτόλεμος, μετὰ δὲ τὴν ἐπ' Εὐρίπῳ


Ἰφιγενείας θυσίαν ὥς φησι Πίνδαρος Ἰφιγένεια ἐπ' Εὐ-
ρίπῳ σφαχθεῖσα (P XI 36) παρέθετο, ὥς τινες φασίν,
Ἀχιλεὺς τὸν παῖδα Δηιδαμείᾳ ἐν Σκύρῳ τῇ νήσῳ. Τρυ-
φιόδωρος δὲ καὶ οἱ λοιποὶ πάντες Δηιδαμείας τῆς Λυκομήδους
θυγατρὸς καὶ Ἀχιλέως παῖδα τὸν Νεοπτόλεμον οἴδασι· φησὶ
γὰρ ὁ Τρυφιόδωρος οὕτως υἱὸς – Δηιδαμείης (52). τὴν
δὲ Ἰφιγένειαν κατὰ τοὺς ἀκριβεῖς τῶν ἱστορικῶν οὐ γυ-
ναῖκα ἔσχηκεν Ἀχιλεύς, ἀλλὰ κατασχεθέντων τῶν ἀνέμων ἐν
τῷ διάγειν τοὺς Ἕλληνας ἐν Αὐλίδι οἱ Ἕλληνες πέμπουσιν
εἰς Μυκήνην ἀφελέσθαι πρὸς θυσίαν Ἰφιγένειαν, ἐρομένης
δὲ τῆς Κλυταιμνήστρας, τίς ἡ χρεία αὐτῆς, ἔφασαν· Ἀχιλεῖ
μέλλουσι συνάψαι αὐτήν. οἱ δὲ τῷ ὄντι λέγουσι δι' Ἀχιλέα
ταύτην κομισθῆναι ἐν Αὐλίδι· διὰ τὸ συμβὰν περὶ τοὺς
ἀνέμους ἔμελλον αὐτὴν θύειν. ἡ δὲ Ἄρτεμις ἐλεήσασα T
κατὰ Φανόδημον τὸν ἱστορικὸν εἰς ἄρκτον μετέβαλλε, κατὰ
δὲ Νίκανδρον εἰς ταῦρον καθ' ἑτέρους εἰς γραῦν (Al. 196),
κατ' ἄλλους εἰς ἔλαφον. ταῦτα δὲ πάντα λῆρος μυθικός ἐστι,
τὸ δ' ἀληθὲς οὕτως ἔχει· παραστάσης Ἰφιγενείας τῇ θυ-
σίᾳ καὶ μελλούσης θύεσθαι ἄρκτος ἢ ταῦρος ἢ γραῦς ἢ ἔλαφος

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 838, l. 77
313

γοργόνιον ἐκλήθη ( Plut. Them. 10). ὁ Περσεὺς δὲ σὺν Ἀν-


δρομέδᾳ καὶ τῇ μητρὶ Δανάῃ ἔσπευδεν ἐλθεῖν εἰς Ἄργος
πρὸς θέαν Ἀκρισίου, Ἀκρίσιος δὲ τὸν χρησμὸν δεδοικὼς εἰς
Πέλαγος T ἀνεχώρησεν. Τευταμίδου δὲ τοῦ Λαρισσαίων
βασιλέως πένταθλον θέντος ἐπὶ τῇ τοῦ πατρὸς τελευτῇ
Περσεὺς ἀγωνιζόμενος δίσκῳ βαλὼν τὸν Ἀκρισίου πόδα
ἄκων αὐτὸν ἀναιρεῖ καὶ πενθήσας ἔθαψεν ἔξω τῆς πόλεως.
πρὸς δὲ Μεγαπένθην τὸν Προίτου ἐλθὼν αὐτῷ μὲν δέδωκεν
ἰδίαν βασιλείαν τὴν Ἄργους ἀρχήν, αὐτὸς δὲ ὁ Περσεὺς τὴν
Τίρυνθα κατέσχε, τὴν ἐκείνου βασιλείαν. προσέκτισε δὲ
Μίδειαν καὶ Μυκήνας, ἔνθα καὶ ἑτέρους παῖδας ἐξ Ἀνδρο-
μέδας γεννᾷ, Ἀλκαῖον, Σθένελον, Ἕλειον, Μήστωρα, Ἠλε-
κτρύονα καὶ Γοργοφόντην T τοῦ ἑτέρου υἱοῦ αὐτοῦ Πέρ-
σου καταλειφθέντος, ὡς εἴπομεν, ἐν Αἰθιοπίᾳ παρὰ τῷ
πάππῳ Κηφεῖ.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 932bis, l. 12

τὴν ψευδορκίαν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Πανοπέως. φασὶ γάρ·


Μήστορος καὶ Λυσιδίκης τῆς Πέλοπος θυγάτηρ Ἱπποθόη,
ἧς καὶ Ποσειδῶνος Τάφιος, ὃς τῆλε βὰς τῆς πατρίδος τοὺς
ὑπ' αὐτὸν ὄντας ἐν ταῖς Ἐχινάσι νήσοις Τηλεβόας καὶ Τα-
φίους ὠνόμασε. Ταφίου δὲ υἱὸς Πτερέλαος, ὃν ἀήττητον καὶ
ἀκαταγώνιστον T ἐποίησεν ὁ Ποσειδῶν, ἔστ' ἂν ἐν τῇ κορυφῇ
αὐτοῦ ἡ χρυσῆ θρὶξ παραμένῃ καὶ οὐ τμηθῇ, ἣν αὐτῷ
ἐχαρίσατο. τούτου τοῦ Πτερελάου θυγάτηρ ὑπῆρχε Κομαι-
θὼ καὶ ἄρρενες T παῖδες Χρόμιος, Τύραννος, Ἄμπελος,
Χερσιδάμας, Μήστωρ, Εὐήρης. Ἠλεκτρύωνος βασιλεύοντος
σὺν τῇ γυναικὶ Ἀναξοῖ τῶν Μυκηνῶν, ὧν καὶ παῖδες
Ἀλκμήνη μὲν θυγάτηρ, υἱοὶ δὲ Στρατοβάτης T Γοργοφόνος,
Φυλόνομος, Κελαινεὺς καὶ ἕτεροι καὶ Λικύμνιος νόθος ἀπὸ
Μηδείας Φρυγιακῆς ἦλθον πρὸς αὐτὸν τὸν Ἠλεκτρύωνα εἰς
Μυκήνας Τάφιος καὶ οἱ Πτερελάου παῖδες ἀπαιτοῦντες τὴν
βασιλείαν Μυκηνῶν. Ἠλεκτρύωνος δὲ μὴ προσέχοντος αὐ-
τοῖς ἐλάσαντες βόας αὐτοῦ ἀπήρχοντο· συμβαλόντων δὲ τῶν
Ἠλεκτρύωνος παίδων ἐκείνοις πάντες ἀνῃρέθησαν σωθέν-
τος ἐκ μὲν τῶν Ἠλεκτρύωνος παίδων Λικυμνίου, ἐκ δὲ τῶν
Πτερελάου Εὐήρους. οἱ δὲ Τάφιοι τὰς βοῦς ἐλάσαντες Πολυ-
ξένῳ τῷ Ἠλείων παρέθεντο βασιλεῖ,
314

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 932bis, l. 16

φίους ὠνόμασε. Ταφίου δὲ υἱὸς Πτερέλαος, ὃν ἀήττητον καὶ


ἀκαταγώνιστον T ἐποίησεν ὁ Ποσειδῶν, ἔστ' ἂν ἐν τῇ κορυφῇ
αὐτοῦ ἡ χρυσῆ θρὶξ παραμένῃ καὶ οὐ τμηθῇ, ἣν αὐτῷ
ἐχαρίσατο. τούτου τοῦ Πτερελάου θυγάτηρ ὑπῆρχε Κομαι-
θὼ καὶ ἄρρενες T παῖδες Χρόμιος, Τύραννος, Ἄμπελος,
Χερσιδάμας, Μήστωρ, Εὐήρης. Ἠλεκτρύωνος βασιλεύοντος
σὺν τῇ γυναικὶ Ἀναξοῖ τῶν Μυκηνῶν, ὧν καὶ παῖδες
Ἀλκμήνη μὲν θυγάτηρ, υἱοὶ δὲ Στρατοβάτης T Γοργοφόνος,
Φυλόνομος, Κελαινεὺς καὶ ἕτεροι καὶ Λικύμνιος νόθος ἀπὸ
Μηδείας Φρυγιακῆς ἦλθον πρὸς αὐτὸν τὸν Ἠλεκτρύωνα εἰς
Μυκήνας Τάφιος καὶ οἱ Πτερελάου παῖδες ἀπαιτοῦντες τὴν
βασιλείαν Μυκηνῶν. Ἠλεκτρύωνος δὲ μὴ προσέχοντος αὐ-
τοῖς ἐλάσαντες βόας αὐτοῦ ἀπήρχοντο· συμβαλόντων δὲ τῶν
Ἠλεκτρύωνος παίδων ἐκείνοις πάντες ἀνῃρέθησαν σωθέν-
τος ἐκ μὲν τῶν Ἠλεκτρύωνος παίδων Λικυμνίου, ἐκ δὲ τῶν
Πτερελάου Εὐήρους. οἱ δὲ Τάφιοι τὰς βοῦς ἐλάσαντες Πολυ-
ξένῳ τῷ Ἠλείων παρέθεντο βασιλεῖ, Ἀμφιτρύων δὲ παρὰ
Πολυξένου λαβὼν ἦγεν εἰς Μυκήνας. Ἠλεκτρύων δὲ θέλων
ἐκδικῆσαι τοῖς παισὶν παραδοὺς Ἀμφιτρύωνι τὴν θυγατέρα
καὶ τὴν βασιλείαν στρατεύειν ἔμελλε Τηλεβόαις, ἐν δὲ τῷ
αὐτὸν παραλαμβάνειν τὰς βοῦς μιᾶς πλανηθείσης ἀφεὶς

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 932bis, l. 17

ἀκαταγώνιστον T ἐποίησεν ὁ Ποσειδῶν, ἔστ' ἂν ἐν τῇ κορυφῇ


αὐτοῦ ἡ χρυσῆ θρὶξ παραμένῃ καὶ οὐ τμηθῇ, ἣν αὐτῷ
ἐχαρίσατο. τούτου τοῦ Πτερελάου θυγάτηρ ὑπῆρχε Κομαι-
θὼ καὶ ἄρρενες T παῖδες Χρόμιος, Τύραννος, Ἄμπελος,
Χερσιδάμας, Μήστωρ, Εὐήρης. Ἠλεκτρύωνος βασιλεύοντος
σὺν τῇ γυναικὶ Ἀναξοῖ τῶν Μυκηνῶν, ὧν καὶ παῖδες
Ἀλκμήνη μὲν θυγάτηρ, υἱοὶ δὲ Στρατοβάτης T Γοργοφόνος,
Φυλόνομος, Κελαινεὺς καὶ ἕτεροι καὶ Λικύμνιος νόθος ἀπὸ
Μηδείας Φρυγιακῆς ἦλθον πρὸς αὐτὸν τὸν Ἠλεκτρύωνα εἰς
Μυκήνας Τάφιος καὶ οἱ Πτερελάου παῖδες ἀπαιτοῦντες τὴν
βασιλείαν Μυκηνῶν. Ἠλεκτρύωνος δὲ μὴ προσέχοντος αὐ-
315

τοῖς ἐλάσαντες βόας αὐτοῦ ἀπήρχοντο· συμβαλόντων δὲ τῶν


Ἠλεκτρύωνος παίδων ἐκείνοις πάντες ἀνῃρέθησαν σωθέν-
τος ἐκ μὲν τῶν Ἠλεκτρύωνος παίδων Λικυμνίου, ἐκ δὲ τῶν
Πτερελάου Εὐήρους. οἱ δὲ Τάφιοι τὰς βοῦς ἐλάσαντες Πολυ-
ξένῳ τῷ Ἠλείων παρέθεντο βασιλεῖ, Ἀμφιτρύων δὲ παρὰ
Πολυξένου λαβὼν ἦγεν εἰς Μυκήνας. Ἠλεκτρύων δὲ θέλων
ἐκδικῆσαι τοῖς παισὶν παραδοὺς Ἀμφιτρύωνι τὴν θυγατέρα
καὶ τὴν βασιλείαν στρατεύειν ἔμελλε Τηλεβόαις, ἐν δὲ τῷ
αὐτὸν παραλαμβάνειν τὰς βοῦς μιᾶς πλανηθείσης ἀφεὶς
ἐπ' αὐτὴν ῥόπαλον Ἀμφιτρύων ἀνεῖλεν αὐτὸν

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 932bis, l. 30

τος ἐκ μὲν τῶν Ἠλεκτρύωνος παίδων Λικυμνίου, ἐκ δὲ τῶν


Πτερελάου Εὐήρους. οἱ δὲ Τάφιοι τὰς βοῦς ἐλάσαντες Πολυ-
ξένῳ τῷ Ἠλείων παρέθεντο βασιλεῖ, Ἀμφιτρύων δὲ παρὰ
Πολυξένου λαβὼν ἦγεν εἰς Μυκήνας. Ἠλεκτρύων δὲ θέλων
ἐκδικῆσαι τοῖς παισὶν παραδοὺς Ἀμφιτρύωνι τὴν θυγατέρα
καὶ τὴν βασιλείαν στρατεύειν ἔμελλε Τηλεβόαις, ἐν δὲ τῷ
αὐτὸν παραλαμβάνειν τὰς βοῦς μιᾶς πλανηθείσης ἀφεὶς
ἐπ' αὐτὴν ῥόπαλον Ἀμφιτρύων ἀνεῖλεν αὐτὸν ἀποκρου-
σθέντος ἐκ τοῦ κέρατος τοῦ ῥοπάλου καὶ πλήξαντος αὐτόν,
ὅθεν ὁ Σθένελος Μυκηνῶν διώξας αὐτὸν τὸν Ἀμφιτρύωνα
βασιλεύει Μυκηνῶν καὶ Τίρυνθος, αὐτὸς δὲ Ἀμφιτρύων
παρὰ Κρέοντι ἐν Θήβαις τοῦ φόνου καθαίρεται. καθαρθεὶς
δὲ σὺν Κρέοντι καὶ Κεφάλῳ καὶ Πανοπεῖ κατὰ Λυκό-
φρονα T καὶ σὺν ἑτέροις τὰς Ταφίων νήσους πολεμῶν ἑλεῖν
οὐκ ἠδύνατο, ἕως ἐρασθεῖσα Ἀμφιτρύωνος ἢ Κεφάλου (infr.22)
ἡ Πτερέλου θυγάτηρ Κομαιθὼ ἀπέτεμε τὴν τοῦ πατρὸς
αὐτῆς Πτερέλου χρυσῆν τρίχα καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν. σχὼν δὲ
Ἀμφιτρύων τὰς νήσους Κεφάλῳ δίδωσιν, ὃς οἰκήσας ἐν
ταύταις Κεφαληνίαν αὐτὰς ἐκάλεσεν. ἐν γοῦν τῇ πρὸς
τοὺς Ταφίους μάχῃ πρὸ τῆς συμβολῆς τοῦ πολέμου φησὶν

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) (5031: 002)“Scholia in Nicandri
alexipharmaca”, Ed. Geymonat, M.Milan: Istituto Editoriale Cisalpino,
1974.Scholion 100a, l. 6
316

Περσεὺς ἥν ποτε· τῶν ἄλλων ἱστορούντων τὸν


Περσέα καταφυτεῦσαι τὴν Περσέαν ἐν Αἰγύπτῳ, ὡς καὶ Καλ-
λίμαχος (fgm. 655 Pfeiffer)·
καὶ τριτάτη Περσῆος ἐπώνυμος, ἧς ὀρόδαμνον
Αἰγύπτῳ κατέπηξεν.
ὁ Νίκανδρός (Al. 102) φησιν ἐν Μυκήναις καταφυτευθῆναι
G1X
Κηφηίδα γαῖαν] τοῦ Κηφέως γῆν f, τὴν
Αἰθιοπίαν G1f
Κηφηίδα] Κηφεύς, Κασσιέπεια, Ἀνδρομέδα m
αὐχέν' ἀποτμήξας ἅρπῃ γονόεντα] τὸν
τράχηλον κόψας τῷ ξίφει γόνιμον f
γονόεντα δὲ X Μεδούσης· ἐπειδὴ ὁ
αὐχὴν τῆς Μεδούσης Γοργόνος ἀποτμηθεὶς ἐγέννησε τὸν
Χρυσάορα καὶ τὸν Πήγασον ἵππον X, ὡς Ἡσίοδος (Th.
280 – 281)· ἐκ γὰρ τοῦ αἵματος αὐτοῦ οὗτοι ἐγένοντο G1X

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 102a, l. 1

Κηφηίδα γαῖαν] τοῦ Κηφέως γῆν f, τὴν


Αἰθιοπίαν G1f
Κηφηίδα] Κηφεύς, Κασσιέπεια, Ἀνδρομέδα m
αὐχέν' ἀποτμήξας ἅρπῃ γονόεντα] τὸν
τράχηλον κόψας τῷ ξίφει γόνιμον f
γονόεντα δὲ X Μεδούσης· ἐπειδὴ ὁ
αὐχὴν τῆς Μεδούσης Γοργόνος ἀποτμηθεὶς ἐγέννησε τὸν
Χρυσάορα καὶ τὸν Πήγασον ἵππον X, ὡς Ἡσίοδος (Th.
280 – 281)· ἐκ γὰρ τοῦ αἵματος αὐτοῦ οὗτοι ἐγένοντο G1X
Μυκηναίῃσιν] τῆς Μυκήνης f
ἐνηέξησεν] ηὔξησεν, ἐφύτευσεν G1
ἀρούραις] ἐν ταῖς ἀρούραις f
Κηφῆος] Κηφεὺς Αἰθιοπίας βασιλεύς f
μύκης ὅθι κάππεσεν G1· μύκης κυρίως
τὸ ἄκρον τοῦ ξίφους τὸ κατακλεῖον τὴν θήκην G2X. ἄλ-
λως X· ἀπὸ τοῦ μύκητος τοῦ ξίφους φησὶ πεσόντος ὠνο-
μάσθαι τὰς Μυκήνας· τινὲς δὲ ἀπὸ ἡρωΐδος Νύμφης ἧς μέ-
μνηται καὶ Ὅμηρος (β 120)·
Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη G1X
ὅθι κάππεσεν] ὅπου κατάπεσεν f
317

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora)
Scholion 103b, l. 4

αὐχὴν τῆς Μεδούσης Γοργόνος ἀποτμηθεὶς ἐγέννησε τὸν


Χρυσάορα καὶ τὸν Πήγασον ἵππον X, ὡς Ἡσίοδος (Th.
280 – 281)· ἐκ γὰρ τοῦ αἵματος αὐτοῦ οὗτοι ἐγένοντο G1X
Μυκηναίῃσιν] τῆς Μυκήνης f
ἐνηέξησεν] ηὔξησεν, ἐφύτευσεν G1
ἀρούραις] ἐν ταῖς ἀρούραις f
Κηφῆος] Κηφεὺς Αἰθιοπίας βασιλεύς f
μύκης ὅθι κάππεσεν G1· μύκης κυρίως
τὸ ἄκρον τοῦ ξίφους τὸ κατακλεῖον τὴν θήκην G2X. ἄλ-
λως X· ἀπὸ τοῦ μύκητος τοῦ ξίφους φησὶ πεσόντος ὠνο-
μάσθαι τὰς Μυκήνας· τινὲς δὲ ἀπὸ ἡρωΐδος Νύμφης ἧς μέ-
μνηται καὶ Ὅμηρος (β 120)·
Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη G1X
ὅθι κάππεσεν] ὅπου κατάπεσεν f
ἄκρον] ἔσχατον, ὑψηλόν f
ὑπαί] ὑπό f
πρηῶνα] πρῶνα f, τὴν ἄκραν G1 ἐξοχήν G1f
Μελανθίδος] Μελανθὶς τόπος τοῦ Ἄργους G1
ἔνθα] ὅπου f
Λάγγεια δὲ G2X κρήνη τοῦ Ἄργους G1G2X
Λαγγείης] ὄνομα κρήνης ἡ Λάγγεια, ἢ μία τῶν

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 103b, l. 6

280 – 281)· ἐκ γὰρ τοῦ αἵματος αὐτοῦ οὗτοι ἐγένοντο G1X


Μυκηναίῃσιν] τῆς Μυκήνης f
ἐνηέξησεν] ηὔξησεν, ἐφύτευσεν G1
ἀρούραις] ἐν ταῖς ἀρούραις f
Κηφῆος] Κηφεὺς Αἰθιοπίας βασιλεύς f
μύκης ὅθι κάππεσεν G1· μύκης κυρίως
τὸ ἄκρον τοῦ ξίφους τὸ κατακλεῖον τὴν θήκην G2X. ἄλ-
λως X· ἀπὸ τοῦ μύκητος τοῦ ξίφους φησὶ πεσόντος ὠνο-
μάσθαι τὰς Μυκήνας· τινὲς δὲ ἀπὸ ἡρωΐδος Νύμφης ἧς μέ-
μνηται καὶ Ὅμηρος (β 120)·
Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη G1X
ὅθι κάππεσεν] ὅπου κατάπεσεν f
318

ἄκρον] ἔσχατον, ὑψηλόν f


ὑπαί] ὑπό f
πρηῶνα] πρῶνα f, τὴν ἄκραν G1 ἐξοχήν G1f
Μελανθίδος] Μελανθὶς τόπος τοῦ Ἄργους G1
ἔνθα] ὅπου f
Λάγγεια δὲ G2X κρήνη τοῦ Ἄργους G1G2X
Λαγγείης] ὄνομα κρήνης ἡ Λάγγεια, ἢ μία τῶν
Νυμφῶν, ἢ ἣν Ὅμηρος (β 120) Μυκήνην καλεῖ, ἀφ' ἧς καὶ
αἱ Μυκῆναι

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 105b, l. 2

μνηται καὶ Ὅμηρος (β 120)·


Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη G1X
ὅθι κάππεσεν] ὅπου κατάπεσεν f
ἄκρον] ἔσχατον, ὑψηλόν f
ὑπαί] ὑπό f
πρηῶνα] πρῶνα f, τὴν ἄκραν G1 ἐξοχήν G1f
Μελανθίδος] Μελανθὶς τόπος τοῦ Ἄργους G1
ἔνθα] ὅπου f
Λάγγεια δὲ G2X κρήνη τοῦ Ἄργους G1G2X
Λαγγείης] ὄνομα κρήνης ἡ Λάγγεια, ἢ μία τῶν
Νυμφῶν, ἢ ἣν Ὅμηρος (β 120) Μυκήνην καλεῖ, ἀφ' ἧς καὶ
αἱ Μυκῆναι m
καὶ Διὸς παιδί· τῷ Περσεῖ· ζητῶν δὲ τὴν λαβὴν
τοῦ ξίφους περιέτυχε τῇ πηγῇ G2X
τεκμήρατο] κατεσκεύασε G1
τεκμήρατο] ἐτελείωσεν, ἐσημείωσεν f
ἐνθρύψειας] ἔνθρυψον f
ὀπταλέῃσιν] ὀπταῖς f
αὐαλέῃσιν] ἀληλεσμέναις m
ἀκοσταῖς G1BRvAld· πεφρυγμέναις κριθαῖς·

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 105b, l. 3

Τυρώ τ' Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη G1X


ὅθι κάππεσεν] ὅπου κατάπεσεν f
319

ἄκρον] ἔσχατον, ὑψηλόν f


ὑπαί] ὑπό f
πρηῶνα] πρῶνα f, τὴν ἄκραν G1 ἐξοχήν G1f
Μελανθίδος] Μελανθὶς τόπος τοῦ Ἄργους G1
ἔνθα] ὅπου f
Λάγγεια δὲ G2X κρήνη τοῦ Ἄργους G1G2X
Λαγγείης] ὄνομα κρήνης ἡ Λάγγεια, ἢ μία τῶν
Νυμφῶν, ἢ ἣν Ὅμηρος (β 120) Μυκήνην καλεῖ, ἀφ' ἧς καὶ
αἱ Μυκῆναι m
καὶ Διὸς παιδί· τῷ Περσεῖ· ζητῶν δὲ τὴν λαβὴν
τοῦ ξίφους περιέτυχε τῇ πηγῇ G2X
τεκμήρατο] κατεσκεύασε G1
τεκμήρατο] ἐτελείωσεν, ἐσημείωσεν f
ἐνθρύψειας] ἔνθρυψον f
ὀπταλέῃσιν] ὀπταῖς f
αὐαλέῃσιν] ἀληλεσμέναις m
ἀκοσταῖς G1BRvAld· πεφρυγμέναις κριθαῖς·
βούλεται δὲ [καὶ BRvAld] τὴν ἐκ κριθῆς πτισάνην λέ

Σχόλια στον Πίνδαρο.


“Scholia vetera in Pindari carmina, 3 vols.”, Ed. Drachmann, A.B.
Leipzig: Teubner, 1:1903; 2:1910; 3:1927, Repr. 1:1969; 2:1967; 3:1966.
Ode P 4, scholion 81a, l. 7

BDEGQ ἐπεὶ δὲ οὐ διεσώθη, ἀλλ' ἐτάκη ἐν τῇ Θήρᾳ.


οὐκέτι φησὶν ἐλεύσεσθαι ἐκ τῆς Λακωνικῆς τὴν ἀποικίαν
μετὰ τέσσαρας γενεὰς, ἀλλὰ μετὰ ἑπτακαίδεκα ἐξ ἀλλοδαπῶν
γυναικῶν γεννηθέντας τινὰς καθέξειν τῆς Λιβύης. 76dB
BDEGQ τόν ποτ' Εὐρώπα: ὅντινά ποτε ἡ Εὐρώπη ἡ
τοῦ Τιτυοῦ θυγάτηρ ἐγέννησε παρὰ ταῖς ὄχθαις τοῦ Κηφισοῦ
τοῦ Βοιωτικοῦ ποταμοῦ (79aB), τετάρτων ἐξ Εὐφήμου παίδων
γεγονότων γένος αὐτῷ ἐκείνην ἔλαβε καὶ κατέσχε σὺν τοῖς
Ἕλλησι τὴν μεγάλην καὶ πλατεῖαν ἤπειρον τῆς Λιβύης. τότε
γὰρ τῆς μεγάλης Λακεδαίμονος ἀνάστατοι γίνονται καὶ τοῦ
Ἀργείου κόλπου καὶ τῶν Μυκηνῶν. 85B
BDEGQ τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων: οἱ γὰρ ἐξ
Εὐφήμου τέταρτοι ἔμελλον ἀποικίαν στέλλεσθαι ἀπὸ Λακε-
δαίμονος εἰς Λιβύην· νῦν δὲ διὰ τὸ λελύσθαι τὴν βῶλον εἰς
Θήραν ἐκ Λακεδαίμονος οἱ τέταρτοι ἀπὸ Εὐφήμου ἔρχονται
καὶ ἀπὸ Θήρας οἱ ἑπτακαιδέκατοι, ὡς μετὰ τὴν τετάρτην γε-
νεὰν Εὐφήμου τὴν ἐλθοῦσαν εἰς Θήραν ἄλλας τρισκαίδεκα
γενέσθαι εἰς Θήραν. 81a med.
320

Σχόλια στον Πίνδαρο. Ode P 4, scholion 85, l. 3

Ἀργείου κόλπου καὶ τῶν Μυκηνῶν. 85B


BDEGQ τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων: οἱ γὰρ ἐξ
Εὐφήμου τέταρτοι ἔμελλον ἀποικίαν στέλλεσθαι ἀπὸ Λακε-
δαίμονος εἰς Λιβύην· νῦν δὲ διὰ τὸ λελύσθαι τὴν βῶλον εἰς
Θήραν ἐκ Λακεδαίμονος οἱ τέταρτοι ἀπὸ Εὐφήμου ἔρχονται
καὶ ἀπὸ Θήρας οἱ ἑπτακαιδέκατοι, ὡς μετὰ τὴν τετάρτην γε-
νεὰν Εὐφήμου τὴν ἐλθοῦσαν εἰς Θήραν ἄλλας τρισκαίδεκα
γενέσθαι εἰς Θήραν. 81a med. B
BDEGQ τότε γὰρ μεγάλας: τότε γὰρ οἱ Ἡρακλεῖδαι κατελ-
θόντες μετὰ τέσσαρας γενεὰς ἐξανέστησαν τοὺς προκατέχοντας
[ἀπὸ Εὐφήμου] Μυκηνῶν καὶ Ἄργους καὶ Λακεδαίμονος.
ἤλλακται δὲ ὁ χρόνος· ἐξανίστανται γάρ φησιν ἀντὶ τοῦ ἐξ-
αναστήσονται. ταῦτα γὰρ ἡ Μήδεια προλέγει ὡς ἐσόμενα
ὕστερον. 88bB
BDEGQ νῦν γε μὰν ἀλλοδαπᾶν: ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος
τῶν ἀλλοδαπῶν καὶ ξένων γυναικῶν τὸ ἐν ταῖς κοίταις ἔκ-
κριτον καὶ διαπρεπὲς γένος εὑρήσει τὴν ἀποικίαν· οἵτινες σὺν
τιμῇ θεῶν εἰς ταύτην τὴν νῆσον παραγενόμενοι τέκωσι τὸν
Βάττον τὸν τῶν τῆς Λιβύης πεδίων δεσπότην. 93aB

ἱστορία τοιαύτη· ταῖς Λημνίαις γυναιξὶν ἀσεβῶς διακειμέναις

Σχόλια στον Πίνδαρο. Ode P 4, scholion 207, l. 2

δὲ τράφεν κατὰ Δωριέων ἔθος ἀποβολῇ τοῦ ι.


BDEGQ ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε:
ἀλλὰ τούτων μὲν τῶν λόγων τὰ κεφάλαια καὶ τὸ πέρας γινώ-
σκετε, τῶν δὲ ἱππικῶν μοι πατέρων τοὺς οἴκους μηνύσατε, ὦ
ἔντιμοι πολῖται. 209B
DG κεφάλαια λόγων: τὰ μείζονα καὶ
τὰ καίρια.
BDEGQ λευκίππων πατέρων: εὐεπίφορος ὁ Πίνδαρος
λευκίππους καλεῖν (fr. 202)· λευκίππων Μυκηναίων προ-
φᾶται. 211B
BDEGQ Αἴσονος γὰρ παῖς ἐπιχώριος ὑπάρχων οὐκ εἰς ξένην
ἥκω γῆν. 207B
BDEGQ φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προς-
ηύδα: παρὸ ἰατρὸς ἦν, τὸν ἐκτραφέντα ὑπ' αὐτοῦ φερωνύ-
321

μως Ἰάσονα ἐκάλεσε παρὰ τὴν ἴασιν.

Σχόλια στον Πίνδαρο. Ode N 10, scholion 1c, l. 6

των, ἀθροίζειν εἴωθε τὰ πεπραγμένα ταῖς πόλεσι περιφανῆ,


καθὼς ἐν τῇ ᾠδῇ, ἧς ἡ ἀρχή· Ἰσμηνὸν ἢ χρυσηλάκατον Με-
λίαν (fr. 29. 30).
ὁ δὲ λόγος· ὑμνεῖτε, ὦ Χάριτες, τὴν
τοῦ Δαναοῦ πόλιν καὶ τὰς πεντήκοντα αὐτοῦ θυγατέρας.
ὁ δὲ νοῦς ὅλος· τὴν τοῦ Δαναοῦ πόλιν καὶ τῶν πεντή-
κοντα θυγατέρων αὐτοῦ, φημὶ δὲ τὸ Ἄργος, ἥτις πόλις Ἀρ-
γείων οἰκητήριον θειωδέστατόν ἐστι τῆς Ἥρας, ὑμνήσατε, ὦ
Χάριτες. ἔστι δὲ παρὰ τὸ Ὁμηρικόν (Δ 51)·
ἦτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες,
Ἄργος τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη.
καὶ Καλλίμαχος (fr. 108)·
τὸν μὲν ἀρισκυδὴς εὖνις ἀνῆκε Διὸς
Ἄργος ἔθειν, ἴδιόν περ ἐὸν λάχος· ἀλλὰ γενέθλῃ
Ζηνὸς ὅπως σκοτίῃ τρηχὺς ἄεθλος ἔοι.
τὸ δὲ φλέγεται ἀντὶ τοῦ λαμπρύνεται καὶ δοξάζεται· ἐκ-
λάμπει χάριν τῶν ἀρετῶν ὧν ἔσχε.
μακρὰ μὲν τὰ Περσέως: ἀπὸ Περσέως ἄρχεται· Ἀρ-
γεῖος γὰρ οὗτος. μακρὰ οὖν, φησί, τὰ διηγήματα τὰ περὶ
Περσέως, ἃ ἔπραξε κατὰ τὴν Γοργόνα. μακρὰ δὲ αὐτὰ εἶπεν,

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia in Pythia v–vii (scholia vetera et


recentiora Thomae Magistri et Triclinii) (e cod. Flor.) (5034: 003)
“Scholia Thomano–Tricliniana in Pindari Pythia v–xii ex cod. Florentino
edita”, Ed. Mommsen, T.Frankfurt am Main: Mahlau & Waldschmidt,
1867; Programm Gymnasium Frankfurt.Ode P 9, scholion 145, l. 3

Οἱ μέν φασιν, ὅτι ἰόλαος τεθνηκώς, ἐπειδὴ ἔμαθεν εὐρυσθέα ἐξαιτού-


μενον παρ' ἀθηναίων τοὺς ἡρακλείδας καὶ ἀπειλοῦντα πόλεμον εἰ μὴ
δώσουσιν, ηὔξατο
ἀναβιῶναι, καὶ ἀναβιοὺς ἀπέκτεινε τὸν εὐρυσθέα, συνταχθεὶς τοῖς περὶ
τὸν ὕλλον
καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀποτεμών, καὶ πάλιν τέθνηκεν. οἱ δὲ πρὸς τὸ
πιθανώτερον
ἕλκουσι τὴν ἱστορίαν, ὅτι γέρων ὢν ηὔξατο ἀνηβῆσαι καὶ τελέσας τὸν
322

ἆθλον εὐθέως
ἐτελεύτησεν:
Ἐκ τοῦ πρήθω τὸ καίω τὸ ἔπραθον γίνεται. ἐπακολουθεῖ γὰρ τοῖς
φονευθεῖσι καὶ τῷ θανάτῳ προσομιλήσασι τὸ καυθῆναι κατὰ τὸ σύνηθες:
Ἀμφιτρύωνα προσκαλεσάμενος ὁ ἠλεκτρυὼν εἰς βοήθειαν, ὅτε ὁ πρὸς
ταφίους ἦν αὐτῷ πόλεμος, τὴν αὐτοῦ θυγατέρα ἀλκμήνην τούτῳ
κατεγγυᾶται. ὁ δὲ
κατά τινα τύχην [ἄκων] αὐτὸν ἀπέκτεινε, καὶ τὰς Μυκήνας ἀφεὶς εἰς
θήβας φυγὼν
μετῴκησεν:
Ἡ ἀλκμήνη, φησί, μιγεῖσα τῷ διῒ καὶ τῷ ἀμφιτρύωνι, ἔτεκεν ἐν μιᾷ
ὠδῖνι, ἤτοι ἐν ἑνὶ τόκῳ, σθένος διδύμων υἱῶν κρατησίμαχον, ἤγουν
πολεμικωτάτην
δύναμιν, ἤτοι ἰσχυροτάτους υἱούς:
Τὸ κωφὸς εἶπεν, ἐπειδὴ ὁ μὴ ἀκηκοὼς περὶ τῶν προσόντων τινὶ καλῶν
οὐδὲ εἰπεῖν τι περὶ τούτου δύναται καὶ ἐπαινέσαι αὐτόν.
ἐπιμέμναται δὲ
γράφε, μὴ ἀεὶ μέμναται. οὕτω γὰρ ἔχει τὸ κῶλον ὀρθῶς, οὐκ ἐκείνως:
Ὁ λόγος ἔοικε παρὰ τοῦ ὑμνουμένου λέγεσθαι πρὸς τὸν ἡρακλέα καὶ
ἰφικλέα. φησὶ γάρ· παθὼν ἐσθλόν τι καὶ ἀγαθὸν τέλειον καὶ πληρέστατον
ἐπ' εὐχῇ,

Σχόλια στον Πίνδαρο. (scholia vetera et recentiora partim Thomae


Magistri et Alexandri Phortii) (e cod. Patm.) (5034: 005)
“Πινδάρου σχόλια Πατμιακά”, Ed. Semitelos, D.Athens: Hermes, 1875.
Ode P 4, scholion 88, l. 20

δαίμονα. Τοὺς οὖν παῖδας τοὺς σφῶν πατέρας ζητοῦντας Λάκω-


νες ἐδέξαντο καὶ πολιτείας μετέδωκαν· συνθεμένους δὲ ἐπιθέ-
σθαι τῇ Σπάρτῃ φωράσαντες οἱ Λάκωνες καθεῖρξαν εἱρκτῇ· αἱ
δὲ μητέρες εἰσελθοῦσαι πρὸς αὐτούς, τὰς οἰκείας ἐσθῆτας αὐτοὺς
ἐνέδυσαν· αὗται δὲ τὰς ἐκείνων λαβοῦσαι ἐν τῇ εἱρκτῇ ἔμειναν·
οἱ δὲ παῖδες ὡς γυναῖκες ἐξῆλθον. Βουλομένων δὲ τῶν Λακώ-
νων αὐτοὺς ἀνελεῖν, Θήρας ὁ Αὐτεσίωνος κατὰ συντυχίαν ἀποι-
κίαν στέλλων εἰς Θήραν τὴν νῆσον, καθικέτευσε Λάκωνας εἰς
τὴν ἀποικίαν τούτους παραλαβεῖν· καὶ δεξάμενος ἄγει πρὸς Θή-
ραν. Συνῆν δὲ καὶ αὐτοῖς καὶ Σάμος, οὗ ἀπόγονος Βάττος ὁ κτί-
στης Κυρήνης· ἐν δὲ παρόδῳ ὁ Θήρας καὶ ἀπὸ Μυκηνῶν καὶ
Ἄργους ἄνδρας ἔλαβε μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων, ὧν εἶχεν.
Οἵ κεν τάνδε] Εἰπὼν γένος ἐπήγαγεν οἵτι-
νες, πληθυντικόν, ἐπειδὴ τὸ γένος περιληπτικόν ἐστιν ὄνομα
καὶ πλῆθος ἀνθρώπων ἐνταῦθα σημαίνει.
323

Πύθιον ναὸν] Τὸ Πύθιον ναὸν καὶ τὸ πολυχρύσῳ


δώματι ἐκ παραλλήλου· τὸ δὲ ἀμμνάσει ἀντὶ τοῦ εἰς ἀνάμνη-
σιν ἄξει τῆς ἀποικίας, οὐχ ὅτι προεῖδεν αὐτὴν Βάττος, ἀλλὰ
τοῦτο λέγει ὡς εἱμαρμένης καὶ προορισθείσης τῆς ἀποικίας.
Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα] Τὴν Λιβύην ἀπὸ
τῆς Αἰγύπτου νοητέον· ταύτην γὰρ ὁ Νεῖλος ἄρδει·

Σχόλια στον Πίνδαρο. (scholia vetera et recentiora partim Thomae


Magistri et Alexandri Phortii) (e cod. Patm.) Ode P 9, scholion 143, l. 4
ἔγνων τὸν Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν καὶ αὐτόν, τὸν καιρόν,
ἑτέραν βαίνουσι τῇ τοῦ Πινδάρου (δι)ανοίᾳ κατὰ τοῦτο. Οἱ
δ' ἐντυγχάνοντες τῶν κρειττόνων ἔχεσθε κατὰ δύναμιν.
Ἔπραθεν] Ἐκ τοῦ πρήθω τὸ καίω τὸ ἔπραθον
γίνεται· ἐπακολουθεῖ γὰρ τοῖς φονευθεῖσι καὶ τῷ θανάτῳ προς-
ομιλήσασι τὸ καυθῆναι κατὰ τὸ σύνηθες. – Ἔπραθεν] Ἐπόρ-
θησε καὶ ἔκοψεν. – Ἀκμᾷ] Τῇ κόψει.
Ἀμφιτρύωνος] Ἀμφιτρύωνα προσκαλεσάμενος ὁ
Ἠλεκτρύων εἰς βοήθειαν, ὅτε ὁ πρὸς Ταφίους ἦν αὐτῷ πόλεμος,
τὴν αὑτοῦ θυγατέρα Ἀλκμήνην τούτῳ κατεγγυᾶται. Ὁ δὲ
κατά τινα τύχην ἄκων αὐτὸν ἀπέκτεινε καὶ τὰς Μυκήνας ἀφεὶς
εἰς Θήβας φυγὼν μετῴκησεν.
Κωφὸς ἀνήρ τις] Κωφὸς εἶπεν, ἐπειδὴ ὁ μὴ ἀκη-
κοὼς περὶ τῶν προσόντων τινὶ καλῶν, οὐδὲ εἰπεῖν τι περὶ τού-
του δύναται καὶ ἐπαινέσαι αὐτόν. Ἐπιμέμναται δὲ γράφε, μὴ
ἀεὶ μέμναται· οὕτω γὰρ ἔχει τὸ κῶλον ὀρθῶς, οὐκ ἐκείνως.
Τοῖσι τέλειον]

Σχόλια στον Σοφοκλή. (5037: 004)


“Scholia in Sophoclis tragoedias vetera”, Ed. Papageorgius, P.N.
Leipzig: Teubner, 1888.Play El, verse prol, l. 9

ΕΙΣ ΗΛΕΚΤΡΑΝ.

ἀπειρόκαλον τὸ λέγειν ὅτι ὃν τρόπον τὰ κατὰ


μέρος τῆς Ἰθάκης ἡ Ἀθηνᾶ ἔδειξε τῷ Ὀδυσσεῖ οὕτως
ἔδει καὶ τὸν παιδαγωγὸν τῷ Ὀρέστῃ δεῖξαι· τῷ μὲν
γὰρ ἀγνοοῦντι δείκνυσιν ὁ παιδαγωγὸς τῷ δὲ ἀπι-
324

στοῦντι ἡ Ἀθηνᾶ· ἅπαντα δὲ ἡμῖν φιλοτέχνως ἐν


βραχεῖ δεδήλωκεν ὁ ποιητής, τὸν τόπον τῆς σκηνῆς,
τὸν τρόπον ὡς παρέλαβεν αὐτὸν παρὰ τῆς ἀδελφῆς
καὶ πρὸς τὸν Στρόφιον ἐξέθετο, τὸν καιρὸν ἐν ᾧ
πάρεισιν εἰς τὰς Μυκήνας, τὸν συνόντα ὅτι Πυλάδης·
φησὶ γὰρ ὑποκατιὼν
Πυλάδη, τί χρὴ δρᾶν ἐν τάχει βουλευτέον.
ὦ τοῦ στρατηγήσαντος πολλάκις παρατηροῦμεν
ὅτι οἱ παλαιοὶ τὰ συνεκτικὰ τῶν ὑποθέσεων ἐν ἀρχαῖς
ἡμῖν δηλοῦσιν· καὶ νῦν δηλοῖ πρὸς τίνα ὁ λόγος ὅπερ
ἦν ἀναγκαῖον πρόσωπον.
στρατηγήσαντος γράφε τυραννήσαντος.
προσοχὴν ὁ λόγος ἀπεργάζεται σκοπούντων
ἡμῶν τί δή ποτε προθυμεῖται τὴν πόλιν ἰδεῖν.

Σχόλια στον Σοφοκλή. Play El, verse 4, l. 9

προσοχὴν ὁ λόγος ἀπεργάζεται σκοπούντων


ἡμῶν τί δή ποτε προθυμεῖται τὴν πόλιν ἰδεῖν.
τὸ γὰρ παλαιὸν Ἄργος Ἄργος ὁμωνύμως τῇ
χώρᾳ ὡς Ὅμηρος Ἄργος τε Σπάρτη τε· αλαιὸν δὲ ἢ ὅτι Ἄργος ὁ
προπάτωρ αὐτῶν γηγενὴς
ἦν ἢ ὅτι καὶ αὐτοὶ πρωτογενεῖς ἀντιποιοῦνται εἶναι·
ἔτι δέ ἐστι καὶ τὸ περὶ τοῦ πυρὸς μέχρι τοῦ νῦν
δεικνύμενον καὶ λεγόμενον ὡς ἀπ' οὐρανοῦ πρῶτον
ἐκεῖσε κατηνέχθη.
Ὅμηρος χωρίζει τὸ Ἄργος καὶ τὴν Μυκήνην, οἱ
δὲ νεώτεροι τὴν αὐτὴν Μυκήνην καὶ Ἄργος φασίν.
αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου οὐκ ἀπ'
ἄλλου τινὸς ποιεῖται τὴν δεῖξιν ἢ ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ τοῦ
Ἀπόλλωνος ὅπερ ἀρχαιότατόν ἐστι κατὰ τὴν ἐν τῷ
Ἄργει ἀγορὰν ἐν ᾧ καὶ πῦρ ἀπόκειται περὶ οὗ πρόσθεν
εἰρήκαμεν, ἔστι δὲ καταντικρὺ τοῦ Νεμεαίου Διός·
παραγενόμενοι οὖν εἰς Ἄργος ὁ τροφεὺς δείκνυσιν
αὐτῷ τὴν πόλιν λέγων ἣ ἔστιν οὐκ ἄπωθεν τῶν
Μυκηνῶν ἀλλ' ἐξ ἀπόπτου φαίνεται καὶ τὸν ναὸν
τῆς Ἥρας ἐξ ἀριστερᾶς ὄντα Μυκηνῶν τοῖς ἀπὸ

Σχόλια στον Σοφοκλή. Play El, verse 4, l. 10

ἡμῶν τί δή ποτε προθυμεῖται τὴν πόλιν ἰδεῖν.


325

τὸ γὰρ παλαιὸν Ἄργος Ἄργος ὁμωνύμως τῇ


χώρᾳ ὡς Ὅμηρος
Ἄργος τε Σπάρτη τε·
παλαιὸν δὲ ἢ ὅτι Ἄργος ὁ προπάτωρ αὐτῶν γηγενὴς
ἦν ἢ ὅτι καὶ αὐτοὶ πρωτογενεῖς ἀντιποιοῦνται εἶναι·
ἔτι δέ ἐστι καὶ τὸ περὶ τοῦ πυρὸς μέχρι τοῦ νῦν
δεικνύμενον καὶ λεγόμενον ὡς ἀπ' οὐρανοῦ πρῶτον
ἐκεῖσε κατηνέχθη.
Ὅμηρος χωρίζει τὸ Ἄργος καὶ τὴν Μυκήνην, οἱ
δὲ νεώτεροι τὴν αὐτὴν Μυκήνην καὶ Ἄργος φασίν.
αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου οὐκ ἀπ'
ἄλλου τινὸς ποιεῖται τὴν δεῖξιν ἢ ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ τοῦ
Ἀπόλλωνος ὅπερ ἀρχαιότατόν ἐστι κατὰ τὴν ἐν τῷ
Ἄργει ἀγορὰν ἐν ᾧ καὶ πῦρ ἀπόκειται περὶ οὗ πρόσθεν
εἰρήκαμεν, ἔστι δὲ καταντικρὺ τοῦ Νεμεαίου Διός·
παραγενόμενοι οὖν εἰς Ἄργος ὁ τροφεὺς δείκνυσιν
αὐτῷ τὴν πόλιν λέγων ἣ ἔστιν οὐκ ἄπωθεν τῶν
Μυκηνῶν ἀλλ' ἐξ ἀπόπτου φαίνεται καὶ τὸν ναὸν
τῆς Ἥρας ἐξ ἀριστερᾶς ὄντα Μυκηνῶν τοῖς ἀπὸ Κο-
ρίνθου εἰσιοῦσι· λυκοκτόνον δὲ τὸν Ἀπόλλωνα οἱ μὲν

Σχόλια στον Σοφοκλή. Play El, verse 6, l. 8

Ὅμηρος χωρίζει τὸ Ἄργος καὶ τὴν Μυκήνην, οἱ


δὲ νεώτεροι τὴν αὐτὴν Μυκήνην καὶ Ἄργος φασίν.
αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου οὐκ ἀπ'
ἄλλου τινὸς ποιεῖται τὴν δεῖξιν ἢ ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ τοῦ
Ἀπόλλωνος ὅπερ ἀρχαιότατόν ἐστι κατὰ τὴν ἐν τῷ
Ἄργει ἀγορὰν ἐν ᾧ καὶ πῦρ ἀπόκειται περὶ οὗ πρόσθεν
εἰρήκαμεν, ἔστι δὲ καταντικρὺ τοῦ Νεμεαίου Διός·
παραγενόμενοι οὖν εἰς Ἄργος ὁ τροφεὺς δείκνυσιν
αὐτῷ τὴν πόλιν λέγων ἣ ἔστιν οὐκ ἄπωθεν τῶν
Μυκηνῶν ἀλλ' ἐξ ἀπόπτου φαίνεται καὶ τὸν ναὸν
τῆς Ἥρας ἐξ ἀριστερᾶς ὄντα Μυκηνῶν τοῖς ἀπὸ Κο-
ρίνθου εἰσιοῦσι· λυκοκτόνον δὲ τὸν Ἀπόλλωνα οἱ μὲν
διὰ τὸ νόμιον εἶναι καὶ τὴν τῶν βοσκημάτων φυλα-
κὴν ποιούμενον τοὺς ἐπιβούλους αὐτῶν φονεύειν διὸ
καὶ λύκους αὐτῷ φασι θύεσθαι ἐν Ἄργει οἱ δὲ
διὰ τὸ ἱερὸν εἶναι τὸ ζῷον ὡς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος
τὰς ἐλάφους ὅθεν καὶ τῷ νομίσματι τῶν Ἀργείων
ἐγχαράττεσθαι τὸν λύκον ὡς καὶ τὰς γλαῦκας
Ἀθήναζε.
326

Σχόλια στον Σοφοκλή. Play El, verse 6, l. 9

Ὅμηρος χωρίζει τὸ Ἄργος καὶ τὴν Μυκήνην, οἱ


δὲ νεώτεροι τὴν αὐτὴν Μυκήνην καὶ Ἄργος φασίν.
αὕτη δ', Ὀρέστα, τοῦ λυκοκτόνου οὐκ ἀπ'
ἄλλου τινὸς ποιεῖται τὴν δεῖξιν ἢ ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ τοῦ
Ἀπόλλωνος ὅπερ ἀρχαιότατόν ἐστι κατὰ τὴν ἐν τῷ
Ἄργει ἀγορὰν ἐν ᾧ καὶ πῦρ ἀπόκειται περὶ οὗ πρόσθεν
εἰρήκαμεν, ἔστι δὲ καταντικρὺ τοῦ Νεμεαίου Διός·
παραγενόμενοι οὖν εἰς Ἄργος ὁ τροφεὺς δείκνυσιν
αὐτῷ τὴν πόλιν λέγων ἣ ἔστιν οὐκ ἄπωθεν τῶν
Μυκηνῶν ἀλλ' ἐξ ἀπόπτου φαίνεται καὶ τὸν ναὸν
τῆς Ἥρας ἐξ ἀριστερᾶς ὄντα Μυκηνῶν τοῖς ἀπὸ Κο-
ρίνθου εἰσιοῦσι· λυκοκτόνον δὲ τὸν Ἀπόλλωνα οἱ μὲν
διὰ τὸ νόμιον εἶναι καὶ τὴν τῶν βοσκημάτων φυλα-
κὴν ποιούμενον τοὺς ἐπιβούλους αὐτῶν φονεύειν διὸ
καὶ λύκους αὐτῷ φασι θύεσθαι ἐν Ἄργει οἱ δὲ
διὰ τὸ ἱερὸν εἶναι τὸ ζῷον ὡς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος
τὰς ἐλάφους ὅθεν καὶ τῷ νομίσματι τῶν Ἀργείων
ἐγχαράττεσθαι τὸν λύκον ὡς καὶ τὰς γλαῦκας
Ἀθήναζε.
οὑξ ἀριστερᾶς ἔστι γὰρ ἐξ ἀριστερᾶς τῶν
Μυκηνῶν τοῖς ἀπὸ Κορίνθου εἰσιοῦσιν Ἥρας ναός,

Σχόλια στον Σοφοκλή. Play El, verse 7, l. 2

τῆς Ἥρας ἐξ ἀριστερᾶς ὄντα Μυκηνῶν τοῖς ἀπὸ Κο-


ρίνθου εἰσιοῦσι· λυκοκτόνον δὲ τὸν Ἀπόλλωνα οἱ μὲν
διὰ τὸ νόμιον εἶναι καὶ τὴν τῶν βοσκημάτων φυλα-
κὴν ποιούμενον τοὺς ἐπιβούλους αὐτῶν φονεύειν διὸ
καὶ λύκους αὐτῷ φασι θύεσθαι ἐν Ἄργει οἱ δὲ
διὰ τὸ ἱερὸν εἶναι τὸ ζῷον ὡς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος
τὰς ἐλάφους ὅθεν καὶ τῷ νομίσματι τῶν Ἀργείων
ἐγχαράττεσθαι τὸν λύκον ὡς καὶ τὰς γλαῦκας
Ἀθήναζε.
οὑξ ἀριστερᾶς ἔστι γὰρ ἐξ ἀριστερᾶς τῶν
Μυκηνῶν τοῖς ἀπὸ Κορίνθου εἰσιοῦσιν Ἥρας ναός,
ἐκ Φωκίδος δὲ παραγενόμενοι διὰ Κορίνθου πεποίην-
ται τὴν ὁδόν.
τὰς πολυχρύσους Ὅμηρος πολυχρύσοιο Μυκήνης.
327

πολύφθορον ἐν ᾧ πολλαὶ φθοραὶ καὶ φόνοι ἐγένοντο.


ἤνεγκα ἐκ τούτου τὴν ἡλικίαν τοῦ νέου
σημαίνει.
τὸ ἤνεγκα τὸ βραχὺ τῆς ἡλικίας δηλοῖ ὡς περὶ
παιδαρίου οὔ τι βαδίσαι δυναμένου.
μέλαινά τ' ἄστρων ἐχρῆν οὕτως εἰπεῖν, με-
λαίνης νυκτὸς τὰ ἄστρα ἐκλέλοιπεν ὡς τὸ

Σχόλια στον Σοφοκλή. Play El, verse 129, l. 2

ὡς ὁ τάδε πορὼν κ. ἑ. λίαν αἰδήμων ὁ χορὸς


ὃς ἐπὶ τὸν Αἴγισθον τρέπει τὴν αἰτίαν· καὶ γυναικῶν
ἐστιν ἴδιον τὸ μηδὲ ἐπὶ τοῖς προφανέσιν ἁμαρτήμασιν
καταλέγειν ἄλλης γυναικός· καὶ τὸ
εἴ μοι θέμις τάδ' αὐδᾶν
λίαν ἠθικὸν καὶ ἁρμόζον γυναιξίν.
ἐπεὶ κατ' ἀρχόντων ἦν ὁ λόγος ἢ ἐπεὶ δοκεῖ δυς-
φημεῖν φησιν, εἰ δίκαιόν ἐστιν οὕτως εὔχομαι.
ὦ γενέθλα γενναίων ὦ παῖδες τῶν εὐγενῶν
Μυκηναίων.
γενναίων πατέρων.
ἥκετ' ἐμῶν καμάτων οἶδα, φησίν, ἃ πράττω
καὶ οὐ λανθάνει με ὅτι ὑπὲρ τὸ δέον ποιῶ· ἢ οἶδα
ὅτι μοι εὐνοεῖτε ἵνα συνάπτῃ τῷ προκειμένῳ
ἥκετ' ἐμῶν καμάτων παραμύθιον·
ἄμεινον δὲ τὸ πρῶτον.

Σχόλια στον Σοφοκλή. Play El, verse 267, l. 4

τῆς μητρὸς καὶ τὰ Αἰγίσθου ὁσημέραι γινόμενα εἰκότως


παρατείνει τὸ πενθεῖν.
ἐν τοῖς ἐμαυτῆς ἀνιαρν λίαν τὸ ἐν τοῖς
ἐμαυτῆς ὅτι ἀδικοῦμαι οὖσα ἐν τοῖς ἐμαυτῆς.
κἀκ τῶνδ' ἄρχομαι καὶ βασιλεύομαι ὑπ'
αὐτῶν, ἔτι δὲ τοῦτο χαλεπώτερον, τὸ καὶ τούτοις
ὑποτετάχθαι.
ὅταν θρόνοις Αἴγισθον καὶ γὰρ μετὰ τὸ
φονεῦσαι Ἀγαμέμνονα Αἴγισθος ἐβασίλευσεν· Ὅμηρος
Αἴγισθος .......
.... ἤνασσε πολυχρύσοιο Μυκήνης
κτείνας Ἀτρεΐδην , δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ' αὐτῷ.
328

φοροῦντ' ἐκείνῳ ταὐτά οὐχ ὅμοια βασιλικὰ


ἀλλὰ τὰ ἐκείνου· πάνυ γὰρ τοῦτο περιπαθὲς καὶ εἰς
ὑπόμνησιν ἄγον τὴν μείρακα τοῦ πατρός.
σπένδοντα λοιβάς τὸ τῆς ἀσεβείας Αἰγίσθου
κατηγόρημα εἰ σπένδει θεοῖς ὅπου ἄδικος φόνος εἴρ-
γασται.

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) (5039:


001)“Scholia in Thucydidem ad optimos codices collata”, Ed. Hude,
K.Leipzig: Teubner, 1927, Repr. 1973.Book 1, chapter 10, section 3, l. 1

αὐτὸ τοῦτο παθόντων: ἐξ ὑποθέσεώς φησι περὶ Λακε-


δαιμονίων τὸ εἰ ἡ πόλις αὐτῶν ἐρημωθείη καὶ τὰ ἱερὰ λει-
φθείη· ἐπεὶ πῶς ἂν περὶ Ἀθηνῶν, Ἀθηναῖος ὤν, καταρώμενος
τὸ αὐτὸ εἰρήκει; ὥστε μάτην ἡ παραγραφὴ τέθειται, ὅτι λελη-
θότως ἐπαρᾶται τοῖς Λακεδαιμονίοις· ἀλλότριον γὰρ τοῦτο
τῆς συγγραφέως ἴσμεν προθέσεως ἢ ἔστιν: τὸ ἢ συγκριτι-
κὸν ἀντὶ τοῦ ἤπερ M ʃ ἡ διάνοια· ἐρημωθείσης τῆς μὲν
τῶν Λακεδαιμονίων πόλεως, μείων φαίνοιτ' ἂν ἡ δύναμις
γεγονέναι τοῖς ἔπειτα· τῆς δὲ τῶν Ἀθηναίων, μείζων ἢ νῦν
ἐστιν. κἀνταῦθα: τὰ κατὰ Μυκήνην καὶ τὸν στόλον
τὸν εἰς Τροίαν ἐν τῇ καθαιρέσει (?) G ᾓν: ἥντινα
στρατιάν πεποίηκε: ἐπιτηδείως εἶπε τὸν ποιητὴν
πεποιηκέναι, ὥσπερ λέγομεν τὸν φιλόσοφον ὅτι ἐφιλοσόφησεν
c ʃ ἰστέον ὅτι ἀπὸ Ἡροδότου (II 53, 116?) τοῦτο ὠφέ-
ληται χιλίων καὶ διακοσίων: ἰστέον ὅτι Εὐριπίδης
(Androm. 106, El. 2, Or. 352) καὶ Λυκόφρων (210) χιλίας
ναῦς λέγουσι τὸν Ἀγαμέμνονα ἀγαγεῖν, ὁ δὲ Ὅμηρος [Β]
χιλίας ἑκατὸν ἑξήκοντα ἕξ τὰς μὲν Βοιωτῶν: τὰς
μεγάλας δηλονότι

Ελληνική ανθολογία. , 4 vols., 2nd edn.”, Ed. Beckby, H.Munich:


Heimeran, 1–2:1965; 3–4:1968.Book 2, epigram 1, l. 55

εὔνασας ἁβρὸν ἔρωτα, Σιμωνίδη, ἀλλ' ἔτι χορδῆς


ἱμείρεις, ἱερὴν δὲ λύρην οὐ χερσὶν ἀράσσεις.
ὤφελεν ὁ πλάσσας σε, Σιμωνίδη, ὤφελε χαλκῷ
συγκεράσαι μέλος ἡδύ· σὲ δ' ἂν καὶ χαλκὸς ἀναιδὴς
αἰδόμενος ῥυθμοῖσι λύρης ἀντήχεε μολπήν.
Ἦν μὲν Ἀναξιμένης νοερὸς σοφός, ἐν δὲ μενοινῇ
δαιμονίης ἐλέλιζε νοήματα ποικίλα βουλῆς.
329

Θεστορίδης δ' ἄρα μάντις ἐύσκοπος ἵστατο Κάλχας


οἷά τε θεσπίζων· ἐδόκει δ' ἔτι θέσφατα κεύθειν
ἢ στρατὸν οἰκτείρων Ἑλλήνιον, ἢ ἐνὶ θυμῷ
δειμαίνων βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
Δέρκεό μοι σκύμνον πτολιπόρθιον Αἰακιδάων,
Πύρρον Ἀχιλλείδην, ὅσον ἤθελε χερσὶν ἑλίσσειν
τεύχεα χαλκήεντα, τὰ μή νύ οἱ ὤπασε τέχνη·
γυμνὸν γάρ μιν ἔτευξεν· ὁ δ' ὑψόσε φαίνετο λεύσσων
οἷά περ ἠνεμόεσσαν ἐς Ἴλιον ὄμμα τιταίνων.
Ἧστο δ' Ἀμυμώνη ῥοδοδάκτυλος· εἰς ὀπίσω μὲν
βόστρυχον ἀκρήδεμνον ἑῆς συνέεργεν ἐθείρης,
γυμνὸν δ' εἶχε μέτωπον· ἀναστέλλουσα δ' ὀπωπὰς
εἰνάλιον σκοπίαζε μελαγχαίτην παρακοίτην.
Ἐγγύθι δ' εὐρύστερνος ἐφαίνετο Κυανοχαίτης

Ελληνική ανθολογία. Graeca Book 9, epigram 28, l. 1

ΠΟΜΠΗΙΟΥ ΜΑΚΡΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ

Εἰ καὶ ἐρημαίη κέχυμαι κόνις ἔνθα Μυκήνη,


εἰ καὶ ἀμαυροτέρη παντὸς ἰδεῖν σκοπέλου,
Ἴλου τις καθορῶν κλεινὴν πόλιν, ἧς ἐπάτησα
τείχεα καὶ Πριάμου πάντ' ἐκένωσα δόμον,
γνώσεται ἔνθεν, ὅσον πάρος ἔσθενον. εἰ δέ με γῆρας
ὕβρισεν, ἀρκοῦμαι μάρτυρι Μαιονίδῃ.

Ελληνική ανθολογία. Graeca Book 9, epigram 101, l. 3

ΑΛΦΕΙΟΥ ΜΙΤΥΛΗΝΑΙΟΥ

Ἡρώων ὀλίγαι μὲν ἐν ὄμμασιν, αἱ δ' ἔτι λοιπαὶ


πατρίδες οὐ πολλῷ γ' αἰπύτεραι πεδίων·
οἵην καὶ σέ, τάλαινα, παρερχόμενός γε Μυκήνην
ἔγνων αἰγιαλοῦ παντὸς ἐρημοτέρην,
αἰπολικὸν μήνυμα· γέρων δέ τις· “Ἡ πολύχρυσος,”
εἶπεν, “Κυκλώπων τῇδ' ἐπέκειτο πόλις.”
330

Ελληνική ανθολογία. Graeca Book 9, epigram 103, l. 5

ΜΟΥΝΔΟΥ ΜΟΥΝΑΤΙΟΥ

Ἡ πολύχρυσος ἐγὼ τὸ πάλαι πόλις, ἡ τὸν Ἀτρειδῶν


οἶκον ἀπ' οὐρανίου δεξαμένη γενεῆς,
ἡ Τροίην πέρσασα θεόκτιτον, ἡ βασίλειον
ἀσφαλὲς Ἑλλήνων οὖσά ποθ' ἡμιθέων,
μηλόβοτος κεῖμαι καὶ βούνομος ἔνθα Μυκήνη,
τῶν ἐπ' ἐμοὶ μεγάλων οὔνομ' ἔχουσα μόνον.
Ἴλιον ἆ Νεμέσει μεμελημένον, εἴ γε Μυκήνης
μηκέθ' ὁρωομένης ἐσσὶ καὶ ἐσσὶ πόλις.

Ελληνική ανθολογία. Graeca Book 9, epigram 103, l. 7

ΜΟΥΝΔΟΥ ΜΟΥΝΑΤΙΟΥ

Ἡ πολύχρυσος ἐγὼ τὸ πάλαι πόλις, ἡ τὸν Ἀτρειδῶν


οἶκον ἀπ' οὐρανίου δεξαμένη γενεῆς,
ἡ Τροίην πέρσασα θεόκτιτον, ἡ βασίλειον
ἀσφαλὲς Ἑλλήνων οὖσά ποθ' ἡμιθέων,
μηλόβοτος κεῖμαι καὶ βούνομος ἔνθα Μυκήνη,
τῶν ἐπ' ἐμοὶ μεγάλων οὔνομ' ἔχουσα μόνον.
Ἴλιον ἆ Νεμέσει μεμελημένον, εἴ γε Μυκήνης
μηκέθ' ὁρωομένης ἐσσὶ καὶ ἐσσὶ πόλις.

Ελληνική ανθολογία. Graeca Book 16, epigram 295, l. 5

οὐκ ὄνομ' εὑρίσκω σαφές, οὐ πόλιν. Οὐράνιε Ζεῦ,


μήποτε σῶν ἐπέων δόξαν Ὅμηρος ἔχει;
Ποίας ἀστὸν Ὅμηρον ἀναγραψώμεθα πάτρης
κεῖνον, ἐφ' ὃν πᾶσαι χεῖρ' ὀρέγουσι πόλεις;
ἦ τὸ μέν ἐστιν ἄγνωστον, ὁ δ' ἀθανάτοις ἴσος ἥρως
ταῖς Μούσαις ἔλιπεν πατρίδα καὶ γενεήν.
Οὐχὶ πέδον Σμύρνης ἐλοχεύσατο θεῖον Ὅμηρον,
οὐ Κολοφὼν τρυφερῆς ἄστρον Ἰηονίης,
οὐ Χίος, οὐκ Αἴγυπτος ἐύσπορος, οὐ Κύπρος ἁγνή,
331

οὐ νῆσος κραναὴ Λαρτιάδαο πάτρη,


οὐκ Ἄργος Δαναοῖο κυκλωπείη τε Μυκήνη,
οὐδὲ τὸ Κεκροπιδῶν ἄστυ παλαιογόνων.
οὐ γὰρ ἔφυ χθονὸς ἔργον· ἀπ' αἰθέρος ἀλλά ἑ Μοῦσαι
πέμψαν, ἵν' ἡμερίοις δῶρα ποθητὰ φέροι.

Ελληνική ανθολογία. , Epigrammata sepulcralia (7052:


002)“Epigrammatum anthologia Palatina cum Planudeis et appendice
nova, vol. 3”, Ed. Cougny, E.Paris: Didot, 1890.Epigram 63, l. n

Ἐπὶ Ἀγαμέμνονος κειμένου ἐν Μυκήναις.

Ἐπὶ Ταλθυβίου κειμένου ἐν Μυκήναις.

Ταλθύβιον θεράποντα, θεῶν κήρυκα καὶ ἀνδρῶν,


ὧδε Μυκηναίων δῆμος ἔθαψεν ἅπας.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum (9009: 001)


“Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 2”, Ed. von Leutsch, E.L.
Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1851, Repr. 1958.Centuria 17,
section 49, l. 12

ρεῖται γὰρ ἡ ὕδρα, ὡς ἐν τῇ Λέρνῃ ἦν ἔχουσα κεφαλὰς


ἑκατόν· ὡς δ' ἐξ ἐπιταγῆς Εὐρυσθέως ἐκελεύσθη ὁ Ἡρα-
κλῆς φονεῦσαι αὐτήν. καὶ εἰς μάχην σταθεὶς καὶ τέμνων
τὰς κεφαλὰς αὐτῆς μιᾶς κοπτομένης πολλαὶ ἀνεφύοντο·
καὶ οὐκ ἂν νικητὴς ταύτης ἀνεφάνη, εἰ μὴ Ἰολαίου τυχόν-
τος ἐκεῖσε τὰς ἐκφυομένας κεφαλὰς κατακαίνοντος. τοιοῦ-
τον δ' εἴ τις πείθεται γενέσθαι μάταιος ἐστί. τὸ δ' ἀλη-
θὲς ὧδε ἔχει. Λέρνος ἦν βασιλεύς· ᾤκουν δὲ πάντες οἱ
ἄνθρωποι κατὰ κώμας· ἦσαν δὲ βασιλεῖς ἐφ' ἐκάστῳ τῶν
χωρίων τούτων· νέλος δὲ ὁ τοῦ Περσέως εἶχε τὸ μέγιστον
καὶ πολυανθρωπότατον, τὴν Μυκήνην. Ὁ δὲ Λέρνος οὐκ
ἤθελεν αὐτῷ ὑποτετάχθαι· ἐπολέμουν οὖν οἱ δύο διὰ τοῦτο.
ἐν δὲ τῇ εἰσβολῇ τῆς χώρας ἦν τῷ Λέρνῳ πολίχνιόν τι
καρτερὸν καὶ ἐφρούρουν αὐτὸ πεντήκοντα τοξόται ἀνδρεῖοι,
οὓς ἐπῄεσαν ἐπὶ τῷ πύργῳ ἀδιαλείπτως νύκτα καὶ ἡμέραν·
ὄνομα δὲ ἦν τῷ πολιχνίῳ Ὕδρα. πέμπει οὖν Εὐρυσθεὺς
Ἡρακλέα καὶ πολιορκεῖ αὐτὸ τὸ πολίχνιον· οἱ δὲ ἐπὶ τῷ
πύργῳ ἐπυρπόλουν τοὺς κάτω· ὁπότε δέ τις πληγεὶς πέσοι,
332

ἀνέβαινον δύο τοξόται ἀνθ' ἑνός. ἐπειδὰν ἀνδρεῖος ἦν ὁ


προανῃρημένος· ἐπεὶ δὲ συνείχετο ὁ Λέρνος ὑπὸ Ἡρα-
κλέους τῷ πολέμῳ, μισθοῦται ὀθνεῖον στρατόν·

Σούδα λεξικόν. , 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter epsilon, entry 977, l. 1

Ἐμέλλησεν: ὑπερέθετο. ὁ δὲ οὐδὲν ὧν ἔχρῃζε μαθεῖν


ἀπεκρύψατο ἢ λέγων ἐμέλλησεν. ἢ ἀντὶ τοῦ ἐβράδυνε. καὶ
Ἰώσηπος· οὐδεὶς δ' ἐνέδωκεν, οὐδ' ἐμέλλησεν εἰπεῖν. Ἐμέλησε δὲ
ἀντὶ τοῦ ἐφρόντισεν.
Ἐμμελῶς: συνετῶς, εὐρύθμως. καὶ Ἐμμελής, συνετός, εὔ-
ρυθμος. Αἰλιανός· οἱ δὲ ὁμολογίας ἐμμελεῖς ποιησάμενοι πρὸς τοὺς
Ἀρκάδας τοὺς αἰχμαλώτους ἐκομίσαντο.
Ἔμετος: ἡ τῶν περιττωμάτων κένωσις, Ἐμετὸς δὲ αὐτὸ τὸ
κενωθέν.
Ἐμεχωνῖται: ὄνομα ἔθνους παρὰ Ἰωσήπῳ.
Ἔμεια: τόπος πλησίον Μυκηνῶν.
Ἐμειδίασα: ἐγέλασα.
Ἐμήδισαν: τὰ τῶν Μήδων εἵλοντο. ὅτι μετὰ τὴν ἐν Μαρα-
θῶνι μάχην Θετταλοὶ ἐμήδισαν δείσαντες τὴν ἀπόφραξιν τῶν Τεμπῶν.

Σούδα λεξικόν. letter mu, entry 1393, l. 1

Μῦθος: λόγος ψευδής, εἰκονίζων τὴν ἀλήθειαν. διαφέρει δὲ


αἶνος μύθου τῷ τὸν αἶνον μὴ πρὸς παῖδας, ἀλλὰ πρὸς ἄνδρας πεποιῆσθαι,
καὶ μὴ πρὸς ψυχαγωγίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ παραίνεσιν ἔχειν τινά· βούλεται
γὰρ ἐπι-κρυπτόμενος παραινεῖν τι καὶ διδάσκειν· ὅπερ Ἡσίοδος φαίνεται
πεποιηκώς. Μυκάλη καὶ Μυκαλησός, ὄνομα πόλεως. παρὰ τὸ ἐκεῖ
μυκᾶσθαι τὰς Γοργόνας.
Μύκη: ἡ θήκη.
Μυκηθμός: ἡ τῶν βοῶν φωνή.
Μυκήνη: πόλις.
Μυκήσαντος: ἠχήσαντος. Ὅμηρος· αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον
οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι. καὶ ἐν Ἐπιγράμμασι· οὗ βαρὺ μυκήσαντος,
ὁ θαρσαλεώτερος ἄλλων τετραπόδων ἐλάφων ἔδραμεν ὀξύτερον.
Μύκητα· καὶ Μύκητες, ἀναστήματά τινα σπογγοειδῆ περὶ τὴν
θρυαλλίδα. καὶ οἱ ἀμανῖται. καὶ ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους. ἐν Ἐπιγράμμασι·
μήποτε λύχνε μύκητα φέροις μηδ' ὄμβρον ἐγείροις.
333

Λεξικόν Σούδα. letter omicron, entry 251, l. 16

Αἰθούσης Θρᾴσσης Λίνος, τοῦ δὲ Πίερος, τοῦ δὲ Οἴαγρος, τοῦ δὲ


Ὀρφεύς, τοῦ δὲ Δρής, τοῦ δὲ Εὐκλέης, τοῦ δὲ Ἰδμονίδης, τοῦ δὲ
Φιλοτερπής, τοῦ δὲ Εὔφημος, τοῦ δ' Ἐπιφράδης, τοῦ δὲ Μελάνωπος,
τοῦ δὲ Ἀπελλῆς, τοῦ δὲ Μαίων, ὃς ἦλθεν ἅμα ταῖς Ἀμαζόσιν ἐν
Σμύρνῃ καὶ γήμας Εὔμητιν τὴν Εὐέπους τοῦ Μνησιγένους ἐποίησεν
Ὅμηρον. ὁμοίως δὲ καὶ τὴν πατρίδα ἀμφίβολος διὰ τὸ ἀπιστηθῆναι
ὅλως εἶναι θνητὸν τῷ μεγέθει τῆς φύσεως. οἱ μὲν γὰρ ἔφασαν γενέσθαι
Σμυρναῖον, οἱ δὲ Χῖον, οἱ δὲ Κολοφώνιον, οἱ δὲ Ἰήτην, οἱ δὲ Κυμαῖον,
οἱ δὲ ἐκ Τροίας ἀπὸ χωρίου Κεγχρεῶν, οἱ δὲ Λυδόν, οἱ δὲ Ἀθηναῖον,
οἱ δὲ Αἰγύπτιον, οἱ δὲ Ἰθακήσιον, οἱ δὲ Κύπριον, οἱ δὲ Κνώσσιον, οἱ
δὲ Σαλαμίνιον, οἱ δὲ Μυκηναῖον, οἱ δὲ Θετταλόν, οἱ δὲ Ἰταλιώτην, οἱ
δὲ Λευκανόν, οἱ δὲ Γρύνιον, οἱ δὲ Ῥωμαῖον, οἱ δὲ Ῥόδιον. καὶ
προσηγορεύετο μὲν κυρίως Μελησιγένης· καὶ γὰρ ἐτέχθη παρὰ τῷ
Μέλητι ποταμῷ κατὰ τοὺς Σμυρναῖον αὐτὸν γενεαλογοῦντας. ἐκλήθη
δὲ Ὅμηρος διὰ τὸ πολέμου ἐνισταμένου Σμυρναίοις πρὸς Κολοφωνίους
ὅμηρον δοθῆναι, ἢ ὅτι βουλευομένων Σμυρναίων δαιμονίᾳ τινὶ ἐνεργεία
φθέγξασθαι καὶ συμβουλεῦσαι ἐκκλησιάζουσι περὶ τοῦ πολέμου. καὶ
γέγονε δὲ πρὸ τοῦ τεθῆναι τὴν πρώτην ὀλυμπιάδα πρὸ ἐνιαυτῶν νζʹ·
Πορφύριος δὲ ἐν τῇ Φιλοσόφῳ ἱστορίᾳ πρὸ ρλβʹ φησίν. ἐτέθη δὲ
αὕτη μετὰ τὴν Τροίας ἅλωσιν ἐνιαυτοῖς ὕστερον υζʹ. τινὲς δὲ μετὰ
ρξʹ ἐνιαυτοὺς μόνους τῆς Ἰλίου ἁλώσεως τετέχθαι ἱστοροῦσιν Ὅμηρον·

Αποσπάσματα από βιβλία

Mycenae – Wikipedia. Mycenae is an archaeological site near Mykines in


Argolis, north-eastern Peloponnese, Greece. It is located about 120
kilometres (75 miles) south-west of Athens; 11 kilometres (7 miles) north
of Argos; and 48 kilometres (30 miles) south of ...

Mycenae: Agamemnon's Capital : the Site in Its Setting. Elizabeth Bayard


French - 2002 - Famous from ancient Greek literature as King
Agamemnon's capital, Mycenae was the site of almost unbroken
excavation during the 20th century, and this continues today.
334

In Search of Agamemnon: Early Travellers to Mycenae. Dudley Moore,


Edward Rowlands, Nektarios Karadimas - 2014 - - Although many books
focus on the fascinating story of Heinrich Schliemann, little has been
written on Mycenae before his excavations. This book, therefore, fills this
gap.

The Panagia Houses at Mycenae- Σελίδα 16- Ione Mylonas Shear - 1987 -
Elsewhere at Mycenae, this type of construction has been noted, as for
example in the west wall of the House of Sphinxes, E. French, Mycenae
Tablets III. 33, and outside of Mycenae, it can be seen in the construction
of the west wall of the ...

Mycenae: A Narrative of Researches and Discoveries at Mycenae ...-


Heinrich Schliemann - 1878 - -
Troy, Crete, & Mycenae (eBook) Robert Byrne - 1969 - - A profound
knowledge of Homer's Iliad and Odyssey, and a romantic interest in the
past had convinced Schliemann that he had found the site of ancient Troy
— the city of King Priam, the city destroyed by King Agamemnon of
Mycenae and his ...

The Mycenae Tablets Iv- Τόμος 3 - Σελίδα 38- John Chadwick - 1963 - -

From Mycenae to Constantinople: The Evolution of the Ancient ...-


Richard A. Tomlinson - 2002 - - In 479 BC the citizen army of Mycenae
marched to Plataea in Boeotia to join the other mainland Greek cities in
inflicting the final defeat which terminated Xerxes' invasion of Greece.1
The Mycenaeans cannot have contributed much to the ...

From Mycenae to Homer: A Study in Early Greek Literature and Art- T.


B. L. Webster - 2014 - - Blegen discovered tablets (fig. i) when he found
an unknown palace some seven miles north-east of Navarino Bay at Pylos
in 1939; this was followed, after the war, by his further discoveries at Pylos
and by Wace's discoveries at Mycenae.
335

The Peloponnese Rough Guides Snapshot Greece (includes ...- 2012 - -


The gateways, too, constitute a formidable barrier; theouterone wouldhave
been similarin designto Mycenae's Lion Gate. Of the palaceitself, only
thelimestone foundations survive, butthe fact that they occupya level site
givesyou a clearer idea ...

Memphis and Mycenae- Σελίδα vii-


Buried Cities: Pompeii, Olympia, Mycenae (Complete)- Jennie Hall - -
MYCENAE. HOW. A. LOST. CITY. WASFOUND. Thirty years ago a
little group of people stood on a hill in Greece. The hilltop was covered
with soft soil. The summer sun had dried the grassand flowers,but
littlebushes grew thick over the ground ...

Well built Mycenae: the Helleno-British excavations within ...- Τόμος 13


- Lord William Taylour, Elizabeth Bayard French, K. A. Wardle - 2007 -
-

Mycenae: From Myth to History Athēna Kakourē - 2016 - An original


play, commissioned for this volume from renowned American playwright
John Guare, sets the mythological stage for the archaeological discoveries
to come by recounting the history of the House of Atreus and King
Agamemnon's Trojan ...

Well Built Mycenae: The service areas of the cult centreElizabeth Bayard
French, W. D. Taylour, William Taylour - 2007 - These are a remarkable
addition to our knowledge of Mycenaean pottery, whether for comparative
studies of style and decoration or for questions of function.

The "ivory Houses" at Mycenae- Iphiyenia Tournavitou - 1995 - Final


publication of excavations started by Alan Wace between 1950 and 1955
and finished by Nicolas Verdis between 1957 and 1963.

Greece: From Mycenae to the Parthenon


- Henri Stierlin - 2009 - - Architecture.
336

Mycenae and the Mycenaean Age- George Emmanuel Mylonas - 1966 -

The Tomb of Agamemnon: Mycenae and the Search for a Hero- Cathy
Gere - 2011 - - Gere takes us from the Cult of the Hero that sprung up in
the shadow of the great burned walls in the eighth century BC, to
Agamemnon's twentieth-century reincarnation as an Aryan military
genius and to the distinctly anti-heroic ...

Chamber Tombs at Mycenae - Alan John Bayard Wace - 1932 - -

The 'spice' Tablets of Cnossos, Pylos and Mycenae- Arthur James Beattie
- 1958 -

From Stonehenge to Mycenae: The Challenges of Archaeological ...- John


Barrett, Michael J. Boyd - 2019 - - This book reconsiders how we can
understand archaeology on a grand scale by abandoning the claims that
material remains stand for the people and institutions that produced them,
or that genetic change somehow caused cultural change.

Mycenae: Kings of Mycenae, Agamemnon, Heinrich Schliemann,


...Source: Wikipedia - 2011 - Please note that the content of this book
primarily consists of articles available from Wikipedia or other free sources
onl..

MycenaeansRodney Castleden - 2005 - - Providing clear, easy


information and understanding, this is a perfect starting point for the study
of the Greek Bronze Age.

Ancient Mycenae: The Capital City of Agamemnon- George Emmanuel


Mylonas - 1957 - -
337

Memphis and Mycenae: An Examination of Egyptian Chronology ...Cecil


Torr - 1896 - - A collection of interrelated stories on a woman who is lucky
in adventure, but unlucky in love. Lucy O'Rourke risks her life in a variety
of dangerous sports and emerges a winner, but in love she always falls for
the wrong man.

Crete and Mycenae- Spyridōn Marinatos - 1960 - - Historical and


archaeological study of explorations in Crete and Mycenae.

Troy, Crete, & Mycenae- Robert Byrne - 1969 - Among the topics covered
in this volume are the geography of the ancient Aegean world, Troy and
the wooden horse, the siege of Troy, the graves, tombs, and treasures of
Mycenae, the Cretan religion, Cretan frescoes, Cretan writing, and the ...

In Search of the Trojan War- Σελίδα 137- Michael Wood - 1998 - -


Elsewhere there was still a recognisably Mycenaean life in kingdoms like
Mycenae, Tiryns and Athens in the twelfth century BC; in Lakonia, too,
some sort of occupation continued on the Menelaion, and there was
evidently a kind of continuity ...

Minoan Weights and Mediums of Currency, from Crete, Mycenae ...- Sir
Arthur Evans - 1906 -

Power and Architecture: Monumental Public Architecture in ...- Joachim


Bretschneider, Jan Driessen, Karel van Lerberghe - 2007 - -
ARCHITECTURE AND POWER AT MYCENAE It is commonplace that
the aim and function of Mycenaean architecture are essentially defensive
and this is usually made still clearer by comparing it with Minoan
architecture. Such a feature is ...

The prehistoric cemetery: pre-Mycenaean and early Mycenaean ...-


Maureen Joan Alden - 2000 - In this fascicule Maureen Alden brings
together for the first time all the evidence, much of it previously
338

unpublished, for the large cemetery which stretched around the citadel hill
at Mycenae, outside the early walls.

Heinrich Schliemann - 1878 -


Wonderful Worlds- Σελίδα 393- Robert Greenough - 2012 - - By 1200
B.C. the power of Mycenae was declining and palaces of southern Greece
were burned. Much of the Mycenae religion survived into Classical Greece
in their pantheon of Greek deities. They worshipped deities of Zeus,
Jupiter, Hera, ...

Pausanias's Description of Greece- Σελίδα 97- Pausanias, James George


Frazer - 2012 - - 3. he founded Mycenae. Thus tradition represented
Mycenae as founded later than Tiryns and Argos. So far as Tiryns is
concerned, the tradition is borne out by the evidence of archaeology, for
“the walls of Tiryns give one the impression of ...

Homer: The Iliad- Σελίδα 1- M. S. Silk - 2004 - - 1 The Iliad and


Mycenaean civilisation Homer's Iliad tells ofa punitive Greek expedition
against Troy, led by Agamemnon, king of Mycenae in southern Greece.
The story is set in a remote heroic age, distinct from and superior to the
present, ...

Ella Stradling - 2013 - A forbidden romance in a world ravaged by war,


the life story of Klytemestra gives a new perspective on the great
Agamemnon, and his much-maligned deserted wife.

The Engraved Gems of Classical Times- Σελίδα 18- John Henry Middleton
- 1891 - - iS MYCENAE SIGNETS [CHAP. II. Mycenae gems. Forms of
Island gems. Plate I. Pebble gems. unlike the vigour of the figures of
Assyrian style on other works of art from Mycenae. Though sunk on a gold
bezel, the design is sharply cut with ...

A Survey of Greek Civilization- Σελίδα 25- J. P. Mahaffy - 2012 - - of


both Troy and Mycenae is as well established as is the certainty that at
339

Hissarlik the Homeric poets knew of a fortified city, and that that city was
wasted by a victorious enemy. This historical sketch of the discovery is
necessary before we ...

Ancient Greece: Art, Architecture, and History- Σελίδα 18- Luca Mozzati,
Marina Belozerskaya, Stefano Peccatori - 2004 - - Mycenae: The Mighty
Fortress M ycenae, the home of Homeric heroes, assumed a commanding
position in the Aegean through trade and war. The ancestors of
Agamemnon inhabited the palace at the heart of the citadel. Unlike the
sprawling ...

Library of Congress Subject Headings- Σελίδα 3075- Library of Congress.


Office for Subject Cataloging Policy - 1992 - ... (Not Subd Geog) Mycelial
fungi USE Molds (Fungi) Mycelium [QK601, NT Fungi—Hyphae
Sclerotium (Mycelium) Mycena (Extinct city) USE Mycenae (Extinct city)
Mycenae (Ancient city) USE Mycenae (Extinct city) Mycenae (Extinct
city) (Not ...

Late Helladic Citadels on Mainland Greece- Σελίδα 108- S. E. Iakovidis -


1983 - - The earliest of them is at Tiryns, the original enceinte oi which
was built during the course of the first half of the 14th century B.C., a few
years before Mycenae was walled. The generally accepted dates are 1375
B.C. for the former and 1350 for ...

Elements of Universal History and Chronology: From the Most ...John


Luffman - 1814 - - He succeeded to the Kingdom of Argos; but left it, and
built Mycenae, where he reigned. Eight of his descendants succeeded him:
the last, Penthile and Cometus, who reigned in conjunction, were expelled
by the Heraclidae. Chronologists are ...

Daily Life of the Ancient Greeks, 2nd Edition. - Σελίδα 7


- Robert Garland - 2008 - - This was the period of Mycenaean culture, so
named after the hilltop fortress with its impressive encircling walls situated
at Mycenae in the Argolid in northeast Peloponnese. Other important
Mycenaean fortifications include Tiryns, which lies a ...
340

A. D. Moore - 1988 -
The Anatolian: A Novel of the Ancient Middle East- Dr. Edward
Grochowski - 2009 - - There he learned that soon after Horem's baby was
born, his Mycenae mother returned to her country accompanied by the
ambassador. Muwatallis had sent a royal document written in an early form
of the Greek language to the Mycenae king ...

Ancient Greek Beliefs- Σελίδα 128- Perry L. Westmoreland - 2007 - At


that time, Electryon, the king of Mycenae and the father of modest
Alcmene, lives an honorable life in Tiryns where he is honored with the
title of leader of men. Pterelaus, son of Taphius, raises an army of Taphians
to attack Mycenae, led by ...

Cretan Pictographs and Prae-Phoenician Script: With an ...- Σελίδα 4-


Arthur John Evans - 2013 - - But more recently one or two objects have
been found at Mycenae itself and in Mycenaean deposits elsewhere which
are calculated more effectually to shake some of the preconceived notions
of archaeologists as to the non-existence in ...

Ενδεικτική βιβλιογραφία

1100 π.Χ. (Κατάλογος Έκθεσης ΕΑΜ), Υπουργείο Πολιτισμού-Ελληνικό


τμήμα ICOM, Αθήνα, 1988 127, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1997
219-292, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994
BCH 1951: De Santerre, H., “Chronique des fouilles et decouvertes
archeologiques en Grece en 1950”, BCH 1951, σ. 101-129 και
συγκεκριμένα σ. 113.
BCH 1952: Courbin, P.,”Chronique des fouilles et decouvertes
archeologiques en Grece en 1951”, BCH 1952, σ. 201-247 και
συγκεκριμένα σ. 218-221.
Cotsen Institute of Archaeology, Los Angeles 2007
341

Dickinson O . T . P . K ., Η προέλευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού ,


Αθήνα 1992
Dickinson O.T.P.K., Αιγαίο - Εποχή του Χαλκού, Αθήνα 2003
Dickinson, O., The Aegean Bronze Age, Cambridge, 1994
Faure P., Η καθημερινή ζωή στη Μυκηναϊκή εποχή, Αθήνα 1987
French E., MYCENAE, Agamemnon’ s Capital. The Site in its Setting,
Tempus 2002
Galaty M., W.A. Parkinson ( επιμ .), Rethinking Mycenaean palaces II,
UCLA
Higgins, Reynold, Minoan and Mycenaean Art, Thames and Hudson
Ltd, London, 1981
Hooker J., Εισαγωγή στη Γραμμική Β γραφή, Αθήνα 1994
Lacy, A. D., Η Ελληνική Κεραμεική της Εποχής του Χαλκού, σελ. 161-
255, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1992
Mylonas G.E., Mycenae Rich in Gold, Αθήνα 1983
Mυλωνάς Γ., Πολύχρυσοι Μυκήναι, Αθήνα 1983
Pelon 1976: Pelon O., Tholoi, tumuli et cercles funeraires, Παρίσι 1976.
Robinson 1941: Robinson, “New light on the facade of the Treasury of
Atreus”, JHS 62, 1941, σ. 14-16.
Ruiperez M ., J . Melena , Οι Μυκηναίοι Έλληνες, Αθήνα 1996
Rutter, J. (επιμ).: Τα μαθήματα αρ. 16, 19-22, 24-29 στον ιστότοπο των
Μαθημάτων Προϊστορικού Αιγαίου του Πανεπιστημίου Dartmouth
Treuil R., P. Darcque, J.-Cl. Poursat, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του
Αιγαίου κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού, Αθήνα, 1996
Taylour, William, The Mycenaeans (revised and enlarged edition),
Thames and Hudson, London, 1983
Vermeule, E. Ελλάς, Εποχή του Χαλκού, Αθήνα 1983
Wace 1921-23: Wace A., “Mycenae. The Tholos Tombs. The Tomb of
Clytemnestra”, BSA 25, 1921-23, σ. 357-376.
Wace 1949: Wace, A., Mycenae. An Archaeological History and Guide,
Princeton, 1949.
342

Wace 1953: Wace A., Hood. S., “Mycenae 1939-1952. Part IV. The
Epano Phournos Tholos Tomb”, BSA 48, 1953, σ. 69-83.
Wace 1955: Wace A., Mycenae 1939-1954. Part III. Notes on the
Construction of the “Tomb of Clytemnestra”, BSA 50, 1955, σ., 194-198,
πιν. 32-35.
Αναστάσιος Ορλάνδος 1978: Αναστάσιος Ορλάνδος: ο άνθρωπος και το
έργον του. Αθήναι: Ακαδημία Αθηνών (1978).
Βασιλάκου Ν., Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν
Αρχαιολογικής Εταιρείας 152, Αθήνα 1995
Βασιλικού Ντ., Μυκηναϊκός πολιτισμός, Αθήνα 1995
Βλαχόπουλος A .Γ. (επιμ.),
Αρχαιολογία - Νησιά του Αιγαίου (Αθήνα 2006)
Αρχαιολογία - Εύβοια και Στερεά Ελλάδα (Αθήνα 2008)
Αρχαιολογία - Πελοπόννησος (Αθήνα 2012)
Δημακοπούλου Κ. (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε αιώνες
πρώιμου Ελληνικού πολιτισμού 1600-110 π.Χ., Αθήνα 1988
Δημακοπούλου Κ. (επιμ.), Τροία, Μυκήνες, Τίρυνς, Ορχομενός. Εκατό
χρόνια από το θάνατο του Ερρίκου Σλήμαν, Αθήνα 1990
Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος-Πέντε Αιώνες
πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού 1600-
Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.), Τροία, Μυκήνες, Τίρυνς, Ορχομενός.
Ερρίκος Σλήμαν, 100 χρόνια από τονθάνατό του. (Κατάλογος Έκθεσης
ΕΑΜ), Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1990
Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1997
Η ανακάλυψη της μυκηναϊκής Πελοποννήσου μέσα από τον ελληνικό
εθνικό Τύπο (δεκαετία 1830-δεκαετία 1920)
Ιακωβίδης, Σ. Ε., Μυκήνες-Επίδαυρος-Αργος-Τίρυνς-Ναύπλιον,
(οδηγός), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1995
Κτενάς 1915: Κτενάς Χ., «Περί της στερεώσεως των αρχαίων μνημείων
Μυκηνών», ΑΔ 1915, Παράρτημα, σ. 53-54.
Μαρινάτος 1953-54: Μαρινάτος Σπ., «Μικραί έρευναι εν Μυκήναις»
ΑΕ, 1953-54 Ι, σ. 9-24.
Μοuntjoy P., Mυκηναϊκή γραπτή κεραμική: οδηγός ταύτισης, Αθήνα 1998
343

Μυλωνάς, Γ. Το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών / The Cult Center of


Mycenae , Αθήναι 1972
Μυλωνάς, Γεώργιος Ε., Mycenae and the Mycenaean Age, Princeton
University Press, Princeton, 1966
Μυλωνάς, Γεώργιος Ε., Μυκήναι: Τα Μνημεία και η Ιστορία τους,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1981
Μυλωνάς, Γεώργιος Ε., Πολύχρυσοι Μυκήναι, Εκδοτική Αθηνών,
Αθήνα, 1983
ΠΑΕ 1907: Καββαδίας Π., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας
κατά το έτος 1907», ΠΑΕ 1907, σ. 51-74 και συγκεκριμένα σ. 61.
ΠΑΕ 1908: Καββαδίας Π., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας
κατά το έτος 1908», ΠΑΕ 1908, σ. 51-69 και συγκεκριμένα σ. 65.
ΠΑΕ 1909: Τσούντας Χρ., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας
κατά το έτος 1909, ΠΑΕ 1909, σ. 57-67 και συγκεκριμένα σ. 63.
ΠΑΕ 1910: Τσούντας Χρ., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας
κατά το έτος 1910» ΠΑΕ 1910, σ. 53-66 και συγκεκριμένα σ. 64.
ΠΑΕ 1951: Ορλάνδος Α., «Έκθεσις περί του έργου της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας», ΠΑΕ 1951, σ. 1-39 και συγκεκριμένα σ. 25.
Παπαδημητρίου 1948-49: Παπαδημητρίου Ι., «Αναστηλωτικαί εργασίαι
εν Μυκήναις», ΑΕ 1948-49, Αρχαιολογικά Χρονικά σ. 43-48.
Παπαδημητρίου 1955: Παπαδημητρίου Ι., «Ανασκαφαί εν Μυκήναις»,
ΠΑΕ 1955 (1960), σ. 217-232.
Παπαδημητρίου, Άλκηστις, Τίρυνς (Ιστορικός και Αρχαιολογικός
Οδηγός), Εκδόσεις Έσπερος, Αθήνα, 2001
Παπαευθυμίου-Παπάνθιμου, Α., Τελετουργικός Καλλωπισμός στο
Προϊστορικό Αιγαίο, σελ. 86-101, 115-
Παπαχατζής, Νίκος, Μυκήνες-Επίδαυρος-Τίρυνθα-Ναύπλιο (Οδηγός),
Εκδόσεις Έσπερος, Αθήνα
Σπαθάρη Ε., Ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός των
Μυκηνών, Αθήνα 2001
Σπύρος, Μυκηναϊκή Τέχνη, σειρά Ελληνική Τέχνη, τόμος Η Αυγή της
Ελληνικής Τέχνης, σελ
344

Τζαχίλη, Ιρις, Υφαντική και Υφάντρες στο Προϊστορικό Αιγαίο 2000-


1000 π. Χ., Πανεπιστημιακές
Τσούντας Χρ., Μυκήναι και Μυκηναίος πολιτισμός, Αθήναι 1893
Φωρ, Πωλ, Η Καθημερινή Ζωή στη Μυκηναϊκή Εποχή, εκδ.
Παπαδήμα, Αθήνα.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ

Agamemnon's, 333, 335, 336 Ηρόδοτος ιστορίαι, 31, 32


Homer, 164, 334, 338 θολωτού τάφου, 6
Mycenae, 9, 333, 334, 335, 336, 337, 338, Θουκυδίδη Ιστορίαι, 19, 20
339, 340, 341, 342, 343 Ιωάννης Μαλαλάς, 42, 43, 44, 45
MYCENAE, 335, 337, 338, 341 Μενέλαος, 37, 38, 43, 46, 94, 130, 150,
Mycenaean, 335, 336, 337, 338, 339, 340, 164, 165, 166, 176, 183, 185, 186, 205,
341, 343 220, 221, 230, 251, 261, 306, 307, 308,
Schliemann, 10, 12, 13, 14, 334, 336, 338 310
Ἀγαμέμνονα, 37, 45, 163, 183, 207, 212, Μυκήναι, 4, 341, 343, 344
215, 232, 233, 241, 242, 251, 272, 274, Μυκῆναι, 20, 31, 40, 50, 87, 109, 110,
279, 296, 327, 328 120, 121, 126, 127, 130, 132, 134, 145,
Ἀγαμέμνων, 37, 38, 39, 42, 43, 44, 45, 46, 152, 192, 193, 227, 229, 239, 240, 268,
48, 89, 130, 137, 138, 141, 165, 166, 318, 319
175, 176, 195, 196, 198, 199, 204, 205, Μυκῆναί, 126
206, 207, 209, 210, 213, 215, 217, 218, Μυκηναία, 33, 114, 115
219, 220, 221, 231, 232, 235, 236, 238, Μυκηναίᾳ, 130
251, 261, 268, 272, 274, 296, 302, 305, Μυκηναῖαί, 30, 83
307, 308, 309 Μυκηναίας, 129, 185
Ἀργείων, 21, 29, 32, 33, 38, 51, 58, 59, 62, Μυκηναίης, 167
67, 82, 90, 103, 114, 115, 128, 129, 130, Μυκηναϊκή, 341, 343, 344
135, 140, 142, 143, 153, 167, 174, 183, Μυκηναϊκός, 342
204, 209, 217, 218, 219, 221, 222, 235, Μυκηναϊκού, 5, 14, 341
236, 240, 243, 252, 290, 291, 292, 325, Μυκηναῖοι, 25, 46, 67, 102, 103, 104,
326 105, 106, 131, 140, 142, 143, 175, 197,
Ἄργός, 17, 88, 89 198, 220, 235, 241, 242, 244, 247, 248,
Αριστοτέλης, 32, 33 249, 283
Ἀτρέα, 19, 20, 35, 37, 48, 49, 111, 112, Μυκηναίοις, 21, 27, 37, 58, 74, 102, 103,
141, 156, 198, 240, 282, 298 104, 105, 137, 138
Ατρειδών, 7, 15 Μυκηναῖον, 19, 47, 92, 165, 166, 182,
Ευρυπίδης, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 257, 271, 273, 277, 306, 307, 333
28, 29, 30, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, Μυκηναῖος, 20, 25, 27, 55, 56, 65, 77,
59, 60, 61, 62, 63, 64, 66, 67, 68, 69, 70, 181, 198, 239, 240, 276, 277, 289, 290,
71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 293, 294, 309
82, 83
345

Μυκηναίου, 23, 28, 29, 63, 78, 80, 164, 180, 181, 186, 189, 191, 202, 223, 224,
165, 166, 184, 261, 272, 273, 274, 276, 226, 227, 231, 234, 238, 239, 240, 251,
278, 306, 307 255, 256, 259, 260, 267, 281, 292, 294,
Μυκηναίους, 21, 29, 32, 58, 81, 96, 104, 298, 299, 305, 306, 311, 316, 317, 318,
105, 106, 139, 197, 244, 245, 264 321, 329, 330, 331, 332
Μυκήναις, 23, 24, 27, 28, 33, 34, 42, 64, Μυκήνῃ, 200
71, 72, 76, 79, 100, 101, 109, 115, 116, Μυκήνηθεν, 18, 91, 112, 121, 174, 225,
130, 132, 137, 138, 153, 168, 169, 175, 252, 253, 302
178, 185, 186, 193, 196, 216, 267, 272, Μυκήνηισι, 77
285, 289, 290, 292, 303, 305, 316, 331, Μυκήνην, 41, 42, 44, 51, 149, 173, 175,
342, 343 192, 213, 214, 240, 251, 269, 270, 289,
Μυκηναίων, 8, 15, 19, 20, 21, 22, 24, 25, 290, 295, 299, 300, 303, 312, 318, 319,
26, 28, 31, 32, 33, 37, 38, 42, 43, 44, 45, 324, 325, 326, 328, 329, 331
46, 48, 49, 59, 60, 65, 66, 67, 69, 78, 83, Μυκήνην τειχίσαντες, 295
85, 86, 92, 95, 96, 98, 99, 111, 112, 114, Μυκήνης, 16, 17, 18, 41, 43, 45, 46, 90,
115, 116, 130, 136, 144, 147, 167, 176, 91, 93, 94, 122, 135, 140, 162, 163, 173,
179, 183, 203, 204, 205, 206, 207, 208, 174, 176, 177, 188, 189, 190, 194, 205,
209, 213, 215, 216, 233, 240, 241, 242, 207, 209, 210, 215, 225, 226, 228, 232,
258, 286, 287, 288, 290, 291, 320, 327, 233, 241, 242, 243, 250, 251, 254, 255,
331 261, 263, 265, 266, 282, 296, 297, 300,
Μυκηναίων πόλει, 43, 44, 206 301, 303, 309, 310, 316, 317, 326, 327,
Μυκήνας, 17, 18, 19, 21, 22, 24, 27, 30, 329, 330
33, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 48, 49, Μυκηνίδα, 29, 80, 235, 236
51, 52, 53, 57, 60, 61, 62, 72, 74, 82, 85, Μυκηνίδας, 55, 133, 288, 289
88, 90, 102, 105, 106, 107, 108, 110, Μυκηνίδες, 26, 29, 68, 82, 188, 288, 289
111, 112, 113, 117, 118, 120, 121, 127, Μυκηνίς, 118, 229, 230
128, 129, 130, 132, 133, 135, 139, 140, Μυκηνών, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 12, 14, 342, 343
142, 146, 148, 150, 151, 153, 157, 158, Μυκηνῶν, 20, 21, 23, 26, 34, 35, 38, 40,
159, 160, 165, 166, 168, 169, 173, 181, 54, 55, 56, 57, 62, 69, 73, 84, 99, 120,
182, 187, 191, 195, 199, 200, 201, 203, 122, 139, 140, 141, 144, 146, 154, 155,
211, 212, 217, 218, 219, 236, 237, 238, 156, 161, 162, 163, 168, 169, 170, 177,
239, 240, 244, 245, 246, 247, 248, 249, 178, 179, 196, 197, 210, 212, 219, 221,
261, 262, 268, 269, 270, 282, 285, 286, 222, 223, 228, 230, 231, 237, 238, 264,
287, 288, 289, 296, 297, 299, 300, 301, 265, 271, 278, 279, 281, 283, 284, 297,
305, 307, 308, 310, 313, 314, 315, 316, 308, 312, 313, 314, 315, 319, 320, 322,
317, 322, 323, 324 324, 325, 326, 332
Μυκῆνας, 123 Ομήρου Ιλιάδα, 17, 18, 19
Μυκηνάων, 47 Πύλη των Λεόντων, 6, 8, 9, 12
Μυκηνέα, 135, 136, 137 Σλήμαν, 5, 8, 10, 11, 12, 342
Μυκήνες, 4, 5, 6, 7, 9, 10, 11, 14, 342, Σοφοκλής, 8, 30, 31, 85, 86, 87, 88
343 Τίρυνθα, 5, 7, 51, 145, 153, 268, 313, 343
Μυκηνέως, 120, 121, 229, 238 Τίρυνθά, 88
Μυκήνη, 4, 8, 16, 17, 89, 93, 119, 124,
125, 135, 140, 152, 164, 170, 171, 172,
346

TLG Texts doing_search Μυκην tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like