Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 124

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ. ΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ (920)


ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ

Διπλωματική εργασία υποβληθείσα


Στο τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
Για την κτήση του μεταπτυχιακού τίτλου
Σύμβουλος καθηγητής:κ. Θεόδωρος Γιάγκου

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

1
Στην οικογένειά μου

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………...........19-22

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΓΑΜΙΑΣ
ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΣΤ΄ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ

1. Οι τέσσερις γάμοι του Λέοντα του Σοφού…..…………................………...23-35


2. Το κλίμα που επικρατούσε γύρω από τις πράξεις του Λέοντα................…36-51

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΙΤΟ ΓΑΜΟ

1. Η σημασία του γάμου για την εκκλησία και η λύση αυτού……….............52- 58


2. Πορεία αποδοχής του δευτέρου και τρίτου γάμου από την εκκλησία και την
πολιτεία μέχρι τη Σύνοδο της Ενώσεως ...…....…….............................…........59-82

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ
ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ

1. Η σύγκληση της Συνόδου και οι αποφάσεις της………….......…...............83-105


2. Ο Τόμος της Συνόδου και η επικράτησή του μέχρι το 1453….…............106-110
3. Η επικράτηση του Τόμου από την πτώση μέχρι το 1900..………............111-116
4. Λειτουργικά παρεπόμενα από τις αποφάσεις της Συνόδου.….….............117-121

ΕΠΙΛΟΓΟΣ……….……………………………………….……122-124

3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το ζήτημα της τετραγαμίας του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού

και ο Τόμος της Ενώσεως που προέκυψε από τη Σύνοδο της

Ενώσεως το 920 έχουν απασχολήσει μέχρι σήμερα ιστορικούς,

κανονολόγους και λειτουργιολόγους. Η ενασχόληση των

παραπάνω επιστημόνων διαφέρει ανάλογα με τον τρόπο που ο

καθένας θα ασχοληθεί με το κείμενο του Τόμου. Οι ιστορικοί

θεωρούν ότι το κείμενο και το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται

μας δείχνει το κλίμα που επικρατούσε στα χρόνια του

Βυζαντίου σχετικά με τη σχέση κράτους και εκκλησίας. Οι

κανονολόγοι, βλέποντας το κείμενο αντιλαμβάνονται εξ αρχής

τον τρόπο με τον οποίο οι κανόνες στηρίζουν τους πιστούς και

οριοθετούν την εκκλησιαστικότητα, ώστε να δίνεται η αρμόδια

λύση στα ζητήματα που τους απασχολούν αλλά και πώς

πρέπει η εκκλησία να διαχειρίζεται τις αρχές της οικονομίας

και της ακρίβειας. Οι λειτουργιολόγοι τέλος, μπορούν μέσω του

Τόμου, να αξιολογούν και τη λειτουργική πράξη σχετικά με

την τέλεση περισσοτέρων του ενός γάμων και να προβαίνουν

στη διαφύλαξη του ενός εκ των πλέον πολυσυζητημένων ιερών

μυστηρίων της εκκλησίας. Ακόμη εντοπίζουν την σημασία της

νηστείς πρίν από τις μεγάλες εορτές των χριστιανών.

4
Στη παρούσα εργασία προσπαθήσαμε να επισημάνουμε

τα κύρια ιστορικά στοιχεία του ζητήματος της τετραγαμίας του

Λέοντα και κυρίως να δούμε πώς προέκυψε το κείμενο του

Τόμου της Ενώσεως και πώς επικράτησαν οι αποφάσεις του. Η

μελέτη του θέματος ήταν επίπονη και χρονοβόρα αλλά τέθηκε

τελικώς εις πέρας με τη βοήθεια των καθηγητών μου. Για τον

λόγο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τον σύμβουλο καθηγητή

μου κ. Θεόδωρο Γιάγκου για τη πολύτιμη βοήθεια του στη

καθοδήγηση της εργασίας μου αλλά και την οικογένεια μου, η

οποία με στήριξε όλα αυτά τα χρόνια για να αποπερατώσω τις

σπουδές μου. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον υποψ.

Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ, κ. Τούλη Πέτρο

για την πολύτιμη βοήθειά του στην διευκόλυνσή μου για την

επικοινωνία μου με την σχολή αλλά και για την ηθική

συμπαράστασή του.

Καβάλα 19 Ιανουαρίου 2010 Π.Δ.Λ.

5
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

CFHB Corpus Fontium Historiae Byzantinae

CSHB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae

DOP Dumbarton Oaks Papers

PG J. – P. Migne, Patrologiae cursus completus Series


Graeca

PO Patrologiae Orientalis

ΘΗΕ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια

ΜΙΕΤ Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

Πηδάλιον Αγαπίου Μοναχού και Νικοδήμου Μοναχού,


Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς μίας ἁγίας,
καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροί καί θεῖοι κανόνες…, εκδ.
«Αστήρ», Αθῆναι 1957.

ΡΠΣ Γ. Ἀ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ


ἱερῶν κανόνων τε ἁγίων καί πανευφήμων
Ἁποστόλων καί ἱερῶν οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν
Συνόδων καί τῶν κατά μέρος Ἁγίων Πατέρων…
Ἀθήνησιν 1852 – 1859 [ φωτοαν. εκδ Αθῆναι 1966]

6
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Antonopoulou Theodora The homilies of the emperor Leo VI, The
Medieval Mediteranean peoples economies and
culures 400-1453, τ. 14, Brill- Leiden- New York-
Köln 1997.

Arranz Mig. Couronnement royal et autres promotions de


cour. Les sacrements del institutions de l’ ancien
Euchologe constantinopolitain. Orientalia
Christiana Periodica 56 (1990), σ. 83 -133.

Beck H.G. Kirche und theologische Literatur in byzantinichen


Reich, Μόναχο 1959.

Boojamra J. The eastern Shism of 907 and the Affair of the


tetragamia, Journal of Ecclesiastical History 25,
(1974) 118.

Corpus juri civilis vol. 3, Novellae, εκδ. R. Schoell – W. Kroll,


Βερολίνο 1985.

Evans J. A. S. Η εποχή του Ιουστινιανού, μτφ. Βασίλης


Κουρής, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1999.

Garland Lynda Byzantine Empresses, Women and Power in


Byzantium AD 527-1204, Λονδίνο και Νέα
Υόρκη, 1999.

Grumel V. Les regestes des actes du Patriarcat de


Constantinople, vol 1, Les actes des Patriarches,
Fasc. II et III, Les regestes de 715 à 1206, Paris
1989.

- Notes de chronologie byzantine, Echos d' Orient


35 (1936) 333-335.

7
Hunger H. Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική
γραμματεία των Βυζαντινών, ΜΙΕΤ, τ. Γ΄,
Αθήνα 1994.

Jenkins R.J.H. - Laourdas B. Eight letters of Arethas on the marriage of Leo


the Wise, Ελληνικά 14 (1956) 293 – 372.

Jenkins R.J.H. The Imperial centuries, Byzantium, Λονδίνο


1966.

- Three Documents concerning the Tetragamy,


DOP 16 (1962) 231 -241.

Kurtz Ed. Zwei griechische Texte über die HI. Theofano, die
Gmanhlin Kaisers Leo VI. St. Pètresbourg 1898,
[ Mèmories de l’ Académie Imperialé des
Sciences de St. Pètresbourg. VIII serie. Classe
Historico- Philologihe. Volume 3 No 2].

Lexicon Tusculum εκδ. Αθ. Φούρλας, Αθήνα 1993.

Liddel and Scott Greek English Lexicon, Οξφόρδη 1968.

Lossky V. μεταφρ. Στ.Πλευράκη, Η μυστική θεολογία


της Ανατολικής εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1964.

Mango C. The legend of Leo the Wise, Byzantium and its


Image, Λονδίνο 1984, Variorum Reprints (The
rhythm of imperial, renewal of Byzantine
studies, St Andrews, March 1992).

Nicholas I Miscellanous Writings, CFHB, translation L. G.


patriarch of Constantinople Westerink, Dumbarton Oaks Center,
Washington DC, 1981.

Nicol D. Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής


Αυτοκρατορίας, μτφρ. Ευγενίου Πιερρή, εκδ.
Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991.

Noailles P.et Dain A. Les novelles de Leon VI le Sage, Παρίσι 1994,


societe d’ edition « Les belles lettres ».

8
Oikonomides N. Leo’s VI’ s Legislation of 907 Forbidding Fourth
Marriages, DOP, τ. 30, 1979.

- La derniere volontè de Leon VI au suget de la


tetragamie (mai 912)Byzantium from the Ninth
Century to the Fourth Crusade, Variorum USA
1992.

- La prohistorie de la derniere volontè de Leon VI


au suget de la tetragamie (mai 912)Byzantium
from the Ninth Century to the Fourth Crusade,
Variorum USA 1992.

Ostrogorsky G. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, μτφρ. Ιω.


Παναγόπουλος, επιστ. επιμ. Ευάγγελος Κ.
Χρυσός, εκδ. Στέφανος Βασιλόπουλος, τ. 2,
Αθήνα 2002.

Oxford Dictionary of Byzantium Oxford University Press 1991, Leo VI, vol. 2

Runciman S. The emperor Romanos Lecapenus and his reign,


Cambridge 1929.

Strano G. La vita di Teofano (BHG 1794) fra agiografia e


propaganda, Byzantinostica, Rivista di Studi
Bizantini Slavi, Serie Seconda III (2001).

Tougher Shaun F. The wisdom of Leo VI, New Constantine, edited


by Paul Magdalino, Variorum 1994.

- The reign of Leo VI (886-912), Politics and People,


Leiden- New York- Köln 1997.

Treagold W. The Bride – Shows of the Byzantine emperors,


Byzantion 49 (1979).

Walter G. Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο την εποχή των


Κομνηνών, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1990.

9
Zhisman J. Το δίκαιον του γάμου της Ανατολικής
Ορθοδόξου εκκλησίας, τ. 2, μτφρ. Μελετίου
Αποστολόπουλου, Αθήνα 1912-1913.

Αμάντου Κων. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. 2, Αθήνα


1957.

Αμοιρίδου Ευαγγελία Ν. Αγία Θεοφανώ η βασιλίς. Η ζωή μιας


αυτοκράτειρας. Ο Βίος μιας αγίας, εκδ. αφών
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2006.

Αναστασίου Ιωάννου Η κατάστασις της παιδείας εις το Βυζάντιο


κατά την διάρκεια του Θ΄ αιώνος, Κυρίλλω και
Μεθοδίω, Τόμος Εόρτιος, Θεσσαλονίκη 1966.

Αντωνίου-Γεωργίου Πώς βλέπει η εκκλησία το διαζύγιο, Οι λόγοι


πρωτοπρεσβύτερου διαζυγίου κατά το ελληνικό και κυπριακό
δίκαιο, Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος 21,
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1993.

Ανωνύμου μοναχού Γάμοι, κηδείες και αυτοκρατορικές


μεταμέλειες, Ο Βίος του Πατριάρχη Ευθυμίου,
εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2006.

Αρμενόπουλου Κ. Πρόχειρον νόμων ή Εξάβιβλος, επιμέλεια


Κων/νου Γ. Πιτσάκη, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα
1971.

Βακαλούδη Αναστασίας Δ. Καλλιστεία και Γάμος στο Βυζάντιο, εκδ. αφών


Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998.

Βίος Ευθυμίου Byzantion,εκδ. P.Karlin- Hayter, Βρυξέλλες


1970.

Γεδεών Μ. Ι. Πατριαρχικοί Πίνακες, Κωνσταντινούπολη


1988, ανατύπωση Αθήνα 1996.

Γιάγκου Θ. Ξ. Ισαάκ μοναχού, Νομοκάνον πρόχειρον,


Θεσσαλονίκη 2003.

10
- Θεοκλήτου Καρατζά του Καυσοκαλυβίτη, Ο
Νομοκάνων. Η επίτομη μορφή, εκδ. Δεδούση,
Θεσσαλονίκη 1999.

- Χριστοφόρου Προδρομίτου, Κανονικόν, εκδ.


Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007.

- Νίκων ο Μαυρορείτης, Βίος- Συγγραφικό έργο


– Κανονική διδασκαλία, διδακτορική διατριβή
που υποβλήθηκε στο τμήμα Ποιμαντικής της
Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη
1991.

Γκίνη Δ. Σ. Ο Νομοκάνων του Μαλαξού ως πηγή δικαίου


του μετά την άλωσιν Ελληνισμού, Πρακτικά
Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1938.

Γκίνη Δ. Σ. – Νομοκάνων Μανουήλ Νοταρίου του


Πανταζόπουλου Νικ. Ι. Μαλαξου του εκ Ναυπλίου της
Πελοποννήσου, κριτική έκδοσις, Επιστημονική
Επετηρίδα Νομικής, τμήμα Ν. Ο. Π. Ε.,
Θεσσαλονίκη2 1985.

Γρηγορίου Ιερομονάχου Η θεία Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία, εκδ.


Δόμος, Αθήνα 2001.

Δεληγιάννη Ιω. Το ζήτημα της Μεταρρυθμίσεως του Δικαίου


του Διαζυγίου υπό το Φως της Ιστορικής και
Συγκριτικής Επισκοπήσεως του Θεσμού,
Επιστημονική Επετηρίδα Σχολής Νομικών και
Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ., τ. 12, τχ. 4,
Θεσσαλονίκη 1969, σ. 96.

Δεμερτζή Κ. Β. Σύστημα Αστικού Δικαίου, Οικογενειακόν


Δίκαιον, Αθήναι 1935.

Ζακυνθηνού Διον. Βυζαντινή Ιστορία 324 - 1071, εκδ. Δωδώνη,


Αθήνα- Γιάννινα 1989.

11
Ζέπων Ιω. και Παν Jus Grecoromanum , Νομοθεσία Ισαύρων και
Μακεδόνων, τ. 2, Αθήνα 1931, (ανατ. Aalen
1962).

Ζήση Πρ. Θεοδώρου Οι εικόνες στην ορθόδοξη εκκλησία, εκδ.


Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995.

Θεοφίλου του εξ Νομικόν, κριτική έκδοσις υπό Δημ. Σ. Γκίνη,


Ιωαννίνων (1788) Θεσσαλονίκη 1960.

Ιερομονάχου, αρχιμανδρίτου Βακτηρία Αρχιερέων, 1645, επιμέλεια έκδοσης


και επιτρόπου Ιωαννίνων με σχόλια: Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, τ. 2,
Ιακωβου εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.

Καλλιακμάνη Β. Η διδασκαλία περί συχνής θείας


Μεταλήψεως κατά τον Άγιο Αθανάσιο
Πάριο, Πρακτικά Επιστημονικού
Συνεδρίου “ Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος '' 29
Σεπτέμβριου – 4 Οκτωβρίου 1998, εκδ.
Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας
Εκατονταπυλιανής Πάρου, Πάρος 2000.

Καλλιγά Π. Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου – Καθ' ἅ εν Ελλάδι


Πολιτεύεται πλην των Ιονίων Νήσων, τόμος
4ος «Περί Οικογενειακού Δικαίου», Αθήναι
1930.

Καραγιαννόπουλος Γ. Το βυζαντινό κράτος, Ιστορική εξέλιξη (324-


1453), τ. 2, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985.

Κόμπου Αντωνίου Γ Κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία από των


μητρ. Σισσανίου και χρόνων των αποστολικών Πατέρων μέχρι της
Σιατίστης επισκόπου πτώσεως του βυζαντίου, εκδ. Αποστολική
διακονία της εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα
1992.

Κοτσώνη Ιερωνύμου Προβλήματα της εκκλησιαστικής Οικονομίας,


εκδ. Δαμασκός, Αθήνα 1957.

12
Κυνηγοπούλου Βασίλισσες και πριγκίπισσες αγίες της
Αναστασίας Ν. εκκλησίες, μεταπτυχιακή εργασία του
τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής
Θεολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1998.

Κωνσταντινίδου Ι. Χρ. Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός, διδακτορική διατριβή,


Αθήναι 1967.

Κωνσταντίνου – Το πολυγαμικό ζήτημα στο Βυζάντιο και η


Στεργιάδου Ευανθία αντιμετώπισή του από την εκκλησία, Καιρός,
Τιμητικός τόμος στον ομότιμο καθηγητή
Δαμιανό Δόικο, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 489-512.

Λαγγή Ματθ. Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου


Εκκλησίας, Αθήνα 1991.

Λαρεντζάκη Γρ. Η εκκλησία Ρώμης και ο επίσκοπος αυτής.


Συμβολή εις την έρευνα Ανατολής και Δύσης
βάσειπατερικών πηγών (Ειρηναίος, Βασίλειος,
Χρυσόστομος), Θεσσαλονίκη 1983.

Λεονταρίτου Βασιλικής Εκκλησιαστικά αξιώματα και υπηρεσίες στην


πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο, Αθήνα –
Κομοτηνή 1996.

Μαννασής Κων. Ιστορία Σύντομος, CSHB, Βόννη 1887.

Μαρκεζίνη Σπ. Το Διαζύγιον, Πραγματεία Ιστορική,


Δογματική, Κοινωνιολογική, Συγκριτικού
Δικαίου, Αθήνα 1933.

Μίλα Νικοδήμου Το εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Συνταγέν κατά


τας εκκλησιαστικάς πηγάς και κατά τους εν
ταις Αυτοκεφάλοις Ισχύοντας Ειδικούς
Νόμους, μετάφραση Δρ Μελετίου
Αποστολοπούλου, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου,
Αθήναι 1906, Φωτοτ. ανατύπωσις Βασ. Ν.
Γρηγοριάδης 1970.

Μισσίου Διον. Δύο Βυζαντινοί καθεστωτικοί όροι (Αυγούστα


και Βασίλισσα), Βυζαντιακά 2 (Θεσσαλονίκη
13
1982) 125 - 141.

Μπόσδα Δ. Περί του γάμου, Συμβολή εις την μελέτην του


γάμου κατά την εκλογήν των Ισαύρων, Αθήνα
1937.

Μπούμη Παν. Κανονικόν δίκαιον, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα


2002.

Μπουρδάρα Καλλιόπης Καθοσίωσις και τυραννίς κατά τους μέσους


Βυζαντινούς χρόνους. Η Μακεδονική δυναστεία
(867-1056), Αθήνα – Κομοτηνή 1981.

Νικηφόρου Γρηγορά Εγκωμιαστικός Λόγος εις στην αγίαν Θεοφανώ,


εκδ. Ed. Kurtz, 1898 25 – 45.

Νικοδήμου Αγιορείτου Βιβλίον Ψυχωφελέστατον περί της συνεχούς


μεταλήψεως των Αχράντων του Χριστού
μυστηρίων, Βόλος 1961.

Νικολάου Κατερίνας Παλινωδίες στη νομοθεσία Μακεδόνων: Η


κακοποίηση των έγγαμων γυναικών και ο
Βίος της Θωμαϊδος της Λεσβίας. Βυζαντινά
Σύμμεικτα 16 (2008) 101 -113.

Ντίλ Καρόλου Βυζαντινές μορφές, μτφρ. Στέλλας


Βουρδούμπα, εκδ. Μπεργάδη, Αθήνα 1969.

Παπαδόπουλου Χρυσοστόμου Το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, Αθήναι


1930 (Αθήναι2 1964).

Παπαχαραλάμπους Ξ. Σπ. Όροι και προϋποθέσεις δια την συμμετοχήν εις


την θείαν Ευχαριστίαν (εξ απόψεως
ορθοδόξου), Αθήναι 1991.

Πετρόπουλου Γ. Ιστορία και Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου,


Αθήνα 1944.

Πολυζωίδου Κωνσταντίνου Το έθιμον εις το πλαίσιον της Ορθοδόξου


Εκκλησίας, (συμβολή εις την νομοκανονικήν
και ιστορικήν θεώρησιν), Θεσσαλονίκη 1996.

14
Ελληνικόν Οικογενειακόν Δίκαιον, κατά το
Πράτσικα Χρήστου Βυζαντινορωμαϊκόν δίκαιον, τον Ιόνιον, το
Σαμιακόν, και τον Αστικό Κώδικα, Αθήναι2
1945.

Ράλλη Γ. – Ποτλή Μ. Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ιερῶν κανόνων τε


ἁγίων και πανευφήμων Ἁποστόλων και ιερῶν
οικουμενικῶν και τοπικῶν Συνόδων και τῶν
κατά μέρος Ἁγίων Πατέρων… τ. Α’ – ΣΤ’,
Ἁθήνησιν 1852 – 1859, [ φωτοαν. εκδ Αθῆναι
1966]

Ροδόπουλου Επιτομή κανονικού δικαίου, εκδ. Γ. Δεδούση,


Παντελεήμονος Θεσσαλονίκη 1998.
μητροπολίτου
Τυρολόης και Σερεντίου

- Μαθήματα Ποιμαντικής, εκδ. αφών Κυριακίδη,


Θεσσαλονίκη 1996.
Σαλάχα Δημητρίου Η νομική θέση της καθολικής Εκκλησίας εν τη
Ελληνική επικράτεια, Αθήνα 1978.
Σεργίδη Γεωργίου Α. Η διαμόρφωση των λόγων του διαζυγίου κατά
το κυπριακό δίκαιο, με συγκριτική
επισκόπηση του ελληνικού και του αγγλικού
δικαίου, διατριβή επί διδακτορία υποβληθείσα
στη νομική σχολή του Αριστοτελείου
πανεπιστημίου 2006, τόμος 1, Μελέτες
Κυπριακού Δικαίου, τόμος 5, Λευκωσία 2007.

Σκαλτσή Παναγιώτου Γάμος και θεία λειτουργία. Συμβολή στην


ιστορία και τη θεολογία της λατρείας (διατριβή
επί διδακτορία ), Θεσσαλονίκη 1996.

Σκρέττα Αρχιμ. Νικοδήμου Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της


Κυριακής κατά την διδασκαλία των
Κολλυβάδων, Θεσσαλονίκη 2004.

Σμέμαν Αλ. Ευχαριστία, μτφρ. Ανδρέας και Μαρίκα


Χελιώτη, εκδ. Ακρίτας, 1987.

15
Σταθέα Γεωργίου Θ. Το διαζύγιο κατά τον Αστικό Κώδικα, επιμέλεια
ευρετηρίου Ράνια Γ. Σταθέα, Αθήνα 1985.

Τρεμπέλα Παναγιώτου Ν. Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής


Εκκλησίας, τομ. 3, Αθήναι 1961.

Τρωιάνου Σπ. Ν. Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, εκδ.


Σάκκουλα Αθήνα - Κομοτηνή, Αθήνα 1999.

- Οι Νεαρές. Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, εκδ.


Ηρόδοτος, Αθήνα 2007.

Το συναινετικό διαζύγιο, Βυζαντιακά 3


- (Θεσσαλονίκη 1983) 11 - 21.

Τρωιάνου Σπύρου- Ιστορία Δικαίου, Αθήνα – Κομοτηνή 19972


Βελισσαροπούλου – Καρακώστα
Ιουλίας
Τσάμη Δημητρίου Μητερικόν. Διηγήσεις και Βίοι των αγίων
Μητέρων της ερήμου, ασκητριών και οσίων
γυναικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 4,
Αλεξανδρούπολη 1993.
Βίος της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου,
- Μητερικόν τ. 2 , Θεσσαλονίκη 1991, σ. 241 –
247.
Τσίγκου Β. Η θέση του πατριάρχου Ιεροσολύμων και του
“Πατριάρχου της Δύσεως” στην καθολική
Εκκλησία και η εκκλησιολογία της
“κοινωνίας” στην επιστολογραφία του αγίου
Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστημονική
Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής. Τμήμα
Ποιμανντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
Α.Π.Θ. 2 (Θεσσαλονίκη 2006) 29-57.
Φειδά Βλ. Ιω. Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. 2, Αθήνα2 1998.

16
Χρήστου Π. Κ. Η ιστορική έρευνα περί του ιερού Φωτίου,
Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου (14- 17
Οκτωβρίου 1993), Α.Π.Θ. – Κ.Β.Ε., Μνήμη
Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Μεγάλου
Φωτίου Αρχιεπισκόπων
Κωνσταντινουπόλεως, Θεσσαλονίκη 1996.
Χριστοφιλοπούλου Βυζαντινή Ιστορία, 867- 1081, εκδ. Βάνιας, τ. 2,
Αικατερίνης Θεσσαλονίκη 1997.

Χριστοφιλόπουλου Αν. Η ελληνική ορθόδοξος εκκλησίαν και το


διαζύγιον. Αρχείον Ιδιωτικού Δικαίου 13 1946
ΠΗΓΕΣ
Αθηναγόρα Πρεσβεία περί χριστιανισμού, , κεφ. 33, PG 6,
890 -974.

Αμφιλοχίου Ικονίου Λόγος εις την Υπαπαντήν του Κυρίου, PG 39, 44


-59.

Γεωργίου Κεδρηνού Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 23 – 1166.

Γρηγορίου Νανζιανζηνού Λόγος 32 (θεολογικός 5ος ), PG 36, 133 Β – 171 Β.

Δημητρίου Χωματιανού J.- B. Pitra, Analecta sacra et classica,τ.6.

Επιφανίου Κύπρου Πανάριον, PG 41, 179 – 1199.

Θ.Η.Ε. Ευθύμιος, τ.5, 1035 - 1037.

Θεοδώρητου Κύρου Ερμηνεία εις Α΄ Κορινθ, PG 82, 225 D – 376 Α.

Θεοδώρου Στουδίτου Βιβλίον α΄, επιστολή 50, PG 99, 1089 D – 1096 C.

Ιωάννου Χρυσοστόμου ψευδεπίγραφο Περι μονανδρίας, PG 48, 610 –


620.

Εις νεωτέραν χηρεύουσαν, PG 48, 599 - 610.


-
Κλήμη Αλεξανδρέα Στρωματείς Β΄ και Γ΄, PG 8, 929 C – 1214 B.
Κυρίλλου Ιεροσολύμων Κατηχήσεις Δ΄, PG 33, 1097 Α – 1106 Α.

17
Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου Επιτομή κανόνων, PG 150, 45 – 168 C.
Κωνσταντίνου Έκθεσις περί της Βασιλείου Τάξεως, PG 112, 73
Πορφυρογέννητου – 1445.

Λέοντα Γραμματικού Χρονογραφία, PG 108, 63 – 1010.

Ματθαίου Βλάσταρη Σύνταγμα κατά στοιχείον, Ρ.Π.Σ., τ. 6, σ. 1-518.

Μιχαήλ Ψελλού Χρονικόν, CFHB, τ. 30.


Νικολάου Μυστικού Επιστολή 32, PG 111, 196 Α – 220 Β.
Σκυλίτση Ιωάννου Σύνοψις Ιστοριών, CFHB,τ. 5.

Συνεχιστής Θεοφάνους PG 109, 663 – 892.

18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη παρούσα εργασία πραγματευόμαστε το ζήτημα της

τετραγαμίας του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού και τις αποφάσεις της

Συνόδου της Ενώσεως του 920. Εξ αφορμής της τετραγαμίας

του Λέοντα, πραγματοποιήθηκε το 920 Σύνοδος, η οποία

εξέδωσε διατάξεις για τον επιτρεπόμενο αριθμό γάμων για ένα

πρόσωπο και έδωσε τέλος στο ζήτημα που είχε δημιουργηθεί. Η

λύση του ζητήματος έδωσε τον ενωτικό χαρακτήρα στην

Σύνοδο, γι' αυτό ονομάστηκε Σύνοδος της Ενώσεως.

Στην εργασία μας λοιπόν έχουμε τρία κεφάλαια. Στο

πρώτο κεφάλαιο, το οποίο αποτελεί την ιστορική αναδρομή του

ζητήματος, αναφέρουμε αρχικά τα βασικά χαρακτηριστικά για

το προφίλ του Λέοντα και εισχωρούμε σταδιακά στα γεγονότα

εξιστορώντας τους τέσσερις γάμους του Λέοντα με

χρονολογική σειρά (Θεοφανώ, Ζωή κόρη του Ζαουτσή, Ευδοκία,

Ζωή Καρβουνοψίνα). Στη συνέχεια παρουσιάζουμε τις

αναταραχές που δημιούργησε ο τέταρτος γάμος του Λέοντα με

τη Ζωή την Καρβουνοψίνα και τις κυρώσεις που δέχθηκε ο

αυτοκράτορας τόσο από τον πατριάρχη Νικόλαο Α΄ τον

Μυστικό όσο και από τον πατριάρχη Ευθύμιο. Είναι

απαραίτητο να σημειωθεί ότι σ' αυτό το κεφάλαιο εμμένουμε

ιδιαίτερα στην παρέμβαση του αυτοκράτορα στα

εκκλησιαστικά ζητήματα, διότι για να μπορέσει ο Λέων να


19
επιλύσει το ζήτημα της τετραγαμίας του και να αναγνωριστεί ο

υιός του ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ως νόμιμος

διάδοχος του θρόνου, αναγκάζει τον πατριάρχη Νικόλαο σε

παραίτηση και πείθει τον πατριάρχη Ευθύμιο να γίνει εκείνος

πατριάρχης τον οποίο, λίγο πρίν τον θάνατό του, διώχνει από

τον πατριαρχικό θρόνο και επανακαλείται ο Νικόλαος. Όπως

είναι φανερό υπήρχε ανάγκη να αποκλιμακωθεί η ένταση και

να γίνει κάτι ώστε να επέλθει η ειρήνη και η συμφιλίωση.

Η συμφιλίωση πραγματοποιείται μέσω της Συνόδου της

Ενώσεως, η οποία λαμβάνει χώρα στη Κωνσταντινούπολη το

920 και ορίζει διατάξεις για τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο γάμο

τον οποίο και απαγορεύει. Πριν από την ανάλυση των

αποφάσεων στο δεύτερο κεφάλαιο, παραθέτουμε την

προγενέστερη πατερική διδασκαλία και αυτοκρατορική

νομοθεσία. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε

καλύτερα τις αποφάσεις της Συνόδου, οι οποίες αναλύονται

στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας μας.

Στο τρίτο λοιπόν κεφάλαιο, έχουμε την ανάλυση των

αποφάσεων της Συνόδου και τον τρόπο εφαρμογής τους στη

μεταγενέστερη πράξη. Πρίν το τέλος της εργασίας μας

αναφερόμαστε στα λειτουργικά παρεπόμενα από τις

αποφάσεις της συνόδου. Βλέπουμε αρχικά την ευχαριστιακή

έριδα που δημιουργήθηκε κατά τη περίοδο της Τουρκοκρατίας

20
και σχετιζόταν με το θέμα της συχνότητας μετοχής στην θεία

Ευχαριστία. Στο ζήτημα αυτό χρησιμοποιήθηκε το επιτίμιο των

τριγάμων για μετοχή στην θεία ευχαριστία μόνο τρείς φορές

τον χρόνο από τους αντικολλυβάδες ώστε να παραπλανηθούν

οι πιστοί και να το λάβουν ως καθολικό κανόνα. Φυσικά οι

κολλυβάδες αντέκρουσαν τα επιχειρήματα αυτά και τελικώς

απεκαταστάθει η αλήθεια.

Τέλος βλέπουμε την συμβολή των απόφασεων του Τόμου

για την αναγνώριση της νηστείας στην εορτή της Κοιμήσεως

της Θεοτόκου και την επικύρωση αυτής από την Σύνοδο της

Ενώσεως ως μία εκ των σημαντικοτέρων νηστειών. Στην

επικύρωσή της συνέβαλε το γεγονός ότι η σύνοδος είχε

οικουμενικό χαρακτήρα.

Στην παρούσα εργασία λοιπόν θα παρατηρήσουμε ότι ο

Τόμος της Ενώσεως του 920 δεν ήταν μόνο ένα κείμενο για την

επίλυση του ζητήματος της τετραγαμίας του Λέοντα και η

αποδοχή του υιού του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ως

γνήσιου τέκνου και διαδόχου του θρόνου. Το κείμενο αυτό μας

δίνει πληροφορίες, εκτός από το κανονικές διατάξεις, ιστορικές

τόσο για την εποχή που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα όσο

και για την προγενέστερη εποχή εφόσον αναφέρεται ακόμη και

στην εικονομαχική περίοδο. Ακόμη μας πληροφορεί για την

21
λειτουργική πρακτική της εποχής, δίνοντας κύρος στις νηστείες

πρίν από τις μεγαλές εορτές των χριστιανών.

22
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΓΑΜΙΑΣ
ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ

1 Οι τέσσερις γάμοι του Λέοντα του Σοφού.

Προκειμένου να προσεγγίσουμε το ζήτημα της

τετραγαμίας θα πρέπει να παρουσιάσουμε το ιστορικό

πλάισιο αυτής, δηλαδή πώς ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο

Σοφός οδηγήθηκε στη σύναψη και τετάρτου γάμου. Έτσι

μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τί προέβλεπε η

σχετική πολιτειακή και κανονική νομοθεσία και να

εισχωρήσουμε σταδιακά στην ανάλυση των γεγονότων.

Ο Λέων ς΄ ο Σοφός (886-912)1, ο δεύτερος υιός του

Βασιλείου του Α΄ (867-886)2, ιδρυτής της Μακεδονικής

δυναστείας3, που βασίλευσε στο Βυζάντιο για δύο αιώνες

(867- 1057)4, γεννήθηκε το 865.

1
The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press 1991, Leo VI, vol. 2, στ. 1210,
Διον. Ζακυνθηνού, Βυζαντινή Ιστορία 324- 1071, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα- Γιάννινα 1989, σ.
245.
2
Donald Nicol, Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Ευγενίου Πιερρή,
εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991, σ. 71.
3
Ο Βασίλειος δεν ήταν υιός του Μιχαήλ αλλά ιπποκόμος του, ο οποίος πήρε το αξίωμα
από τον Μιχαήλ Γ΄, Χάρη Τούλ, Περί της νοθογένειας του Λέοντα του Σοφού,
Παρνασσός21 (Αθήνα 1979) σ. 22-28, Ο Μιχαήλ είχε παντρέψει τον Βασίλειο με την
Ευδοκία Ιγγερινή, η οποία ανήκε στην οικογένεια των Μαρτινακίων. Κωνσταντίνος
Μαννασής, Ιστορία Σύντομος, CSHB, Βόννη 1887, σ. 220-221, στίχ. 5164 και εξής.
4
Διον. Ζακυνθηνού, Βυζαντινή Ιστορία 324- 1071, ό.π., σ. 244.
23
Μετά από τον θάνατο του Βασιλείου του Α΄, ο Λέων,

ανεβαίνει στον θρόνο και γίνεται αυτοκράτορας 5 (30

Αυγούστου 886). Αν και η διαδοχή του Λέοντα ακολούθησε την

προβλεπόμενη διαδικασία, διότι ο πρώτος υιός του Βασιλείου, ο

Κωνσταντίνος, είχε πεθάνει, ο Βασίλειος δεν μπορούσε να

συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι στον θρόνο δεν θα τον

διαδέχόταν ο πρωτότοκος υιός του αλλά ο Λέων και εξέφραζε

προς αυτόν έντονη απέχθεια6, η οποία εκδηλωνόταν πολλές

φορές με αυστηρότητα, άλλοτε ως ξυλοδαρμός και άλλοτε ως

φυλάκιση7.

Η απέχθεια του Βασιλείου προς τον Λέοντα οφειλόταν

επίσης και στο γεγονός ότι αυτός ίσως να μην ήταν παιδί του

Βασιλείου αλλά της συζύγου του με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ


5
Την ημέρα των Φώτων του έτους 870 είχε στεφθεί συμβασιλέας. Ευαγγελία Ν.
Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς. Η ζωή μιας αυτοκράτειρας. Ο Βίος μιας αγίας, εκδ.
αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 85, Shaun F. Tougher, The reign of Leo VI (886-912),
Politics and People, Leiden- New York- Köln 1997, σ. 46.
6
Ευαγγελίας Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 77-79.
7
Ο ξυλοδαρμός του Λέοντα από τον πατέρα του οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε
συλληφθεί να κρατάει μαχαίρι την ώρα της επίθεσης δολοφονίας κατά του Βασιλείου.
Στην πραγματικότητα είχε το μαχαίρι, διότι τον είχε συμβουλέψει ο μοναχός Θεόδωρος
Σανταβαρηνός, επίσκοπος Ευχαϊτών, ότι έπρεπε να κρατάει μαχαίρι για να προστατέψει
τον Βασίλειο.(βλ. Σχετικά Καλλιόπης Μπουρδάρα, Καθοσίωσις και τυραννίς κατά τους
μέσους Βυζαντινούς χρόνους. Η Μακεδονική δυναστεία (867-1056), Αθήνα – Κομοτηνή
1981, σ. 38 – 41) Μη γνωρίζοντας αυτό ο Βασίλειος τον δέρνει άγρια και του προκαλεί
μέχρι και τύφλωση. Ακόμη τον φυλακίζει στον Μαργαρίτη και τον αποφυλακίζει την
ημέρα του πρ. Ηλία, ύστερα από παραινέσεις του Μ. Φωτίου και του Στυλιανού Ζαουτζή,
Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 1132-1333, Λέων Γραμματικός,
Χρονογραφία, PG 108, 1092-1093, Ιωάννου Σκυλίτση, Σύνοψις Ιστοριών, CFHB, τ. 5, σ. 169, §
46, στ. 83-18, , Eduard Kurtz, Zwei griechische Texte über die HI. Theofano, die Gmanhlin Kaisers
Leo VI. St. Pètresbourg 1898, [ Mèmories de l’ Académie Imperialé des Sciences de St. .
Pètresbourg. VIII serie. Classe Historico- Philologihe. Volume 3 No 2], σ. 13, § 19, Βίος
Κωνσταντίνου του Εβραίου, Act. SS. Μον. IV, στ. 648, Καρόλου Ντίλ, Βυζαντινές μορφές,
μτφρ. Στέλλας Βουρδούμπα, εκδ. Μπεργάδη, Αθήνα 1969, σ. 195, Χάρη Τούλ, Περί της
νοθογένειας του Λέοντος του Σοφού, ό.π., σ. 21.
24
Γ΄(839-867), καθ’ όσον ο Μιχαήλ είχε αυτήν ως παλλακίδα.

Έχοντας αποκτήσει ο Μιχαήλ Γ΄ υιό με την Ιγγερινή, τον

Λέοντα, και αδυνατώντας ο ίδιος να την παντρευτεί, εφόσον

ήταν ήδη παντρεμένος με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα, την

έδωσε στον Βασίλειο8.

Ο Λέων ήταν ευρύτατα μορφωμένος και πολυγραφότατος

γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται Σοφός9 και η επωνυμία αυτή τον

συνοδεύει για όλη του τη ζωή. Ο Λέων έγραψε ομιλίες 10,

ύμνους, λόγους, θεολογικές διατριβές, εκκλησιαστικά

ποιήματα, εωθινά, επιγράμματα, καρκίνους, χρησμούς αλλά

και έναν εξαιρετικό επιτάφιο για τον πατέρα του 11. Ακόμη είναι

άξιος συνεχιστής του νομοθετικού έργου του πατέρα του και

μπορεί να χαρακτηριστεί ισάξιος ως πρός αυτό του

Ιουστινιανού12. Έχοντας λοιπόν μια πλούσια νομοθετική


8
Λέων Γραμματικού, Χρονογραφία, ό.π., PG 108, 1088 «ἐγεννήθη δὲ αὐτῷ Ἀλέξανδρος ὁ
βασιλεὺς ἐκ τῆς Ἰγγὲρος Εὐδοκίας. Οὗτος παῖς γενόμενος γνήσιος Βασιλείου .», Μιχαήλ Ψελλού,
Ιστορία Σύντομος, CFHB, τ.30, σ. 90, § 100, στ. 25-31, Καρόλου Ντίλ, Βυζαντινές μορφές,
ό.π., σ. 196 αναφέρει την ανομοιότητα στην όψη μεταξύ Βασιλείου και Λέοντα, στον Χάρη
Τούλ, Περί της νοθογένειας του Λέοντος του Σοφού, ό.π., σ. 20-21, αναφέρεται ότι ο Λέων
γεννήθηκε κατά τον γάμο του Βασιλείου με την Ευδοκία την Ιγγερινή.
9
Σοφός είχε ονομαστεί μόνο ο Σολομών. Ο Tougher παρομοιάζει τον Λέοντα με τον
Σολομώντα, διότι όπως λέει είχαν τρία κοινά στοιχεία ΄΄ σοφίας΄΄: την ισχυρή πολιτική
προσωπικότητα, την νομική ικανότητα και το προφητικό χάρισμα, Shaun F. Tougher, The
wisdom of Leo VI, New Constantine, edited by Paul Magdalino, Variorum 1994, σ. 172-173,
Cyril Mango, The legend of Leo the Wise, Byzantium and its Image, Λονδίνο 1984, Variorum
Reprints (The rhythm of imperial, renewal of Byzantine studies, St Andrews, March 1992), σ.
68 και εξής.
10
Theodora Antonopoulou, The homilies of the emperor Leo VI, Brill- Leiden- New York- Köln
1997, σ. 16-23.
11
Tusculum Lexicon, εκδ. Αθ. Φούρλας, Αθήνα 1993, τ. 1, σ. 307.
12
George Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, μτφρ. Ιω. Παναγόπουλος, επιστ.
επιμ. Ευάγγελος Κ. Χρυσός, εκδ. Στέφανος Βασιλόπουλος, τ. 2, Αθήνα 2002, σ. 118-121,
Herbert Hungher, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών,
ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994, τ. 3, σ. 328.
25
συλλογή13, τον Πρόχειρον Νόμον, τη γνωστή και ως Βασιλικά,

και κάποια ειδικά νομοθετήματα , όπως το Επαρχικόν Βιβλίον,

τα Τακτικά, αλλά και μεγάλο αριθμό Νεαρών (113)14, ο Λέων

ξεχωρίζει ως ο αυτοκράτορας με το πιο πλούσιο νομοθετικό

έργο15, το οποίο αποτελεί και βάση για τη μετέπειτα νομοθεσία.

Στην αυτοκρατορική προσωπικότητα αλλά και στην

αξιόλογη μόρφωση του Λέοντα σημαντικό ρόλο είχε ο

πατριάρχης Φώτιος (858-867, 877-886), ο οποίος υπήρξε

δάσκαλός του16. Όμως η παιδεία του δεν στάθηκε ικανή να τον

προστατεύσει στην ιδιωτική του ζωή, καθόσον, ως γνωστόν, η

αδυναμία του στο άλλο φύλο και η ανάγκη απόκτησης

διαδόχου οδήγησαν τον Λέοντα στη τετραγαμία γεγονός το

οποίο συγκλόνισε την αυτοκρατορία.

13
Σπ. Ν. Τρωιάνου, Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα - Κομοτηνή,
Αθήνα 1999, σ. 177.
14
Οι Νεαρές του Λέοντα είναι γνωστές ως Συλλογή των 113 Νεαρών. Εκτός όμως απ’
αυτές σώζονται ακόμη τέσσερις Νεαρές που αποδίδονται στον ίδιο αυτοκράτορα. Απ’
αυτές μόνο οι δύο δεν αμφισβητούνται ως προς την αυθεντικότητά τους, Σπ. Ν.
Τρωιάνου, Οι Νεαρές. Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2007, σ. 35-36.
15
ό.π., σ. 17.
16
Γεωργίου Μοναχού, Συνεχιστής, CSHB, § 1, στ. 1, George Ostrogorsky, Ιστορία του
Βυζαντινού κράτους, τ. 2, ό.π., σ. 117, Καρόλου Ντίλ, Βυζαντινές μορφές, ό.π., σ. 197,
Γιάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό κράτος, Ιστορική εξέλιξη (324- 1453), εκδ.
Ερμής, Αθήνα 1985, τ. 2, σ. 79, Ευαγγελίας Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ.
85, Π. Κ. Χρήστου, Η ιστορική έρευνα περί του ιερού Φωτίου, Πρακτικά επιστημονικού
συμποσίου (14- 17 Οκτωβρίου 1993), Α.Π.Θ. – Κ.Β.Ε, Μνήμη Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου
και Μεγάλου Φωτίου Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 356,
Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, 867- 1081, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη
1997, τ. 2, σ. 69, αναφέρουν τον πατριάρχη Νικόλαο ως συμμαθητή του Λέοντα και
μαθητή του Φωτίου, Ιωάννου Αναστασίου, Η κατάστασις της παιδείας εις το Βυζάντιο
κατά την διάρκεια του Θ΄ αιώνος, Κυρίλλω και Μεθοδίω, Τόμος Εόρτιος, Θεσσαλονίκη
1966, σ. 52, αναφέρει ότι δάσκαλος του Λέοντα ήταν ο Ιωάννης Γραμματικός.
26
Ο Λέων στην ηλικία των 16 ετών, το 881-882, νυμφεύθηκε,

χωρίς τη θέλησή του17 και από φόβο προς τον πατέρα του, τη

Θεοφανώ, η οποία ήταν ενάρετη και ευγενική κοπέλα. Τη

Θεοφανώ την είχε επιλέξει για τον Λέοντα η μητέρα του18,

σύμφωνα με τη βασίλειο τάξη, η οποία προέβλεπε ότι η

επιλογή της (πρώτης) συζύγου του αυτοκράτορα γινόταν από

τη βασιλομήτορα, κατά τα λεγόμενα «αυτοκρατορικά

καλλιστεία»19. Οι υποψήφιες νύφες έπρεπε να ήταν όμορφες

και να είχαν ήθος και ευγένεια καταγωγής20.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι υποψήφιες νύφες ήταν

δώδεκα, οι οποίες παρέμεναν για όσο διάστημα διαρκούσαν τα

αυτοκρατορικά καλλιστεία στο παλάτι, μαζί με τον

αυτοκράτορα και την αυγούστα, όπως όριζε το πρωτόκολλο.

Ανάμεσα σ’ αυτές βρισκόταν και μια υποψήφια από την

Αθήνα, η οποία έριξε την ιδέα ενός τρόπου εκδήλωσης

ικανότητας, ο οποίος ενδεχόμενα θα επηρέαζε την απόφαση

της αυτοκράτειρας ως προς την επιλογή της συζύγου του υιού

της. Σύμφωνα μ’ αυτή την ιδέα όποια από τις υποψήφιες θα

17
Βίος Ευθυμίου, εκδ. P.Karlin- Hayter, Βρυξέλλες 1970, σ. 41.
18
Νικηφόρου Γρηγορά, Εγκωμιαστικός Λόγος εις στην αγίαν Θεοφανώ, εκδ. Ed. Kurtz, ό.π.,
σ. 34, § 13, στ. 11-13, Lynda Garland, Byzantine Empresses, Women and Power in Byzantium AD
524-1204, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Λονδίνο 1999, σ. 110.
19
Αναστασίας Δ. Βακαλούδη, Καλλιστεία και Γάμος στο Βυζάντιο, εκδ. αφών Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 1998, σ. 207-210, W. Treagold, The Bride – Shows of the Byzantine emperors,
Byzantion 49 (1979) 406, Δ. Τσάμη, Μητερικόν, Διηγήσεις και βίοι των αγίων μητέρων της
ερήμου ασκητριών και οσίων γυναικών της ορθοδόξου εκκλησίας, Βίος της Αγίας
Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, τ. 2 , Θεσσαλονίκη 1991, σ. 241 – 247.
20
Ευαγγελίας Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 90.
27
έδενε πρώτη τα παπούτσια της και θα προσκυνούσε πρώτη τον

αυτοκράτορα, αυτή πιθανόν θα συγκινούσε την αυτοκράτειρα

στην επιλογή της συζύγου του Λέοντα. Η Θεοφανώ ήταν αυτή

που προσκύνησε πρώτη τον αυτοκράτορα. Η αυγούστα,

ικανοποιήθηκε από την ταχύτητα και την ομορφιά της και την

επιλέγει μαζί με δύο ακόμη υποψήφιες και τις παίρνει στα

βασίλεια. Εκεί επιλέγεται η Θεοφανώ και ενδύεται τα βασιλικά

ρούχα και εισάγεται από τη βασιλομήτορα ενώπιον του

αυτοκράτορα Βασιλείου, όπου, αφού τον προσκύνησε, την

παρουσίασε ως τη μελλοντική σύζυγο του υιού τους. Ο

αυτοκράτορας της δίνει το δαχτυλίδι από ιάσπινο λίθο και

σύμφωνα με το αυτοκρατορικό πρωτόκολλο γίνεται ο

αρραβώνας της με τον Λέοντα. Έκτοτε διέμεινε με την

αυγούστα στο παλάτι21 και ακολουθεί ο γάμος του βασιλικού

ζεύγους κατά την προβλεπόμενη διαδικασία (881-882).

Ένα χρόνο μετά το γάμο τους, το 882-883 22, η Θεοφανώ με

τον Λέοντα, απέκτησαν μία κόρη, την Ευδοκία, η οποία όμως

πέθανε το 89223 σε ηλικία δέκα ετών. Ο θάνατος της κόρης τους

21
ό.π., σ. 91-92, Δ. Τσάμης, Μητερικόν. Διηγήσεις και Βίοι των αγίων Μητέρων της ερήμου,
ασκητριών και οσίων γυναικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 4, Αλεξανδρούπολη 1993, σ.
277-279, Βίος Θεοφανούς, ό.π., σ. 5-6, § 9-10, Αναστασία Δ. Βακαλούδη, Καλλιστεία και
Γάμος στο Βυζάντιο, ό.π., σ. 209, Καρόλου Ντίλ, Βυζαντινές μορφές, ό.π., σ. 201.
22
Ευαγγελίας Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 105.
23
ό.π., σ. 105-106, αν και εδώ αναφέρεται ως άγνωστο το πότε πέθανε η Ευδοκία, η κόρη
του Λέοντα και της Θεοφανούς, πάντως ζούσε μέχρι την αποφυλάκιση του Λέοντα στις
20 Ιουλίου 886, Νικηφόρου Γρηγορά, Εγκωμιατικός Λόγος εις την αγίαν Θεοφανώ, ό.π., σ.
42, § 23, Αναστασίας Ν. Κυνηγοπούλου, Βασίλισσες και πριγκίπισσες αγίες της
εκκλησίες, μεταπτυχιακή εργασία του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
Α.Π.Θ, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 56.
28
και το γεγονός ότι ο Λέων διατηρούσε παράνομο δεσμό με τη

Ζωή, την κόρη του Στυλιανού Ζαουτζή, η οποία παντρεύτηκε

χωρίς τη θέλησή της τον Θεόδωρο Γιουναντζή 24, κλόνισαν τον

γάμο τους και η Θεοφανώ συζητώντας με τον πνευματικό της

Ευθύμιο, τον μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (907-

911)25, σκέφτηκε να διαζευχθεί και να ενταχθεί στις μοναχικές

τάξεις. Πίστευε ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα έβρισκε διέξοδο από

έναν άτυχο γάμο. Δίνοντας στον Λέοντα ΄΄ βιβλίον

αποστασίου΄΄26 θα του παρείχε τη δυνατότητα να

πραγματοποιήσει τον μύχιο πόθο του και να παντρευτεί την

παλλακίδα του27.

24
Ευανθίας Κωνσταντίνου – Στεργιάδου, Το πολυγαμικό ζήτημα στο Βυζάντιο και η
αντιμετώπισή του από την εκκλησία, Καιρός, Τιμητικός τόμος στον ομότιμο καθηγητή
Δαμιανό Δόικο, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 494.
25
Μ. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Κωνσταντινούπολη 1988, ανατύπωση Αθήνα 1996,
σ. 203.
26
Το βιβλίον αποστασίου, το οποίο αποτελούσε την έγγραφη λύση των σχέσεων, έχει τις
ρίζες του στην Π.Δ. Στον Ιερ. 3,8 και στον Ησ. 50,1 χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η
διάρρηξη των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό. Στο Δευτ. 24,1 δηλώνει τη δυνατότητα
του συζύγου να λύσει τη σύμβαση του γάμου. Στη συζήτηση του Ιησού με τους
Φαρισαίους (Μάρκ 10,4) εκφράζεται ως λήξη του γάμου μεταξύ των συζύγων αλλά και
γενικότερα ως λήξη μιας σχέσης. Στα λατινικά το βιβλίον αποστασίου μεταφράζεται ως
ρεπούδιον. Το ρεπούδιον λοιπόν για να δοθεί έπρεπε να συντρέχουν ορισμένοι λόγοι.
Άλλοι ήταν για τον άνδρα και άλλοι για την γυναίκα. Για τη γυναίκα ήταν οι εξής: α) αν
ο άνδρας συνωμοτούσε εναντίον του αυτοκράτορα ή γνώριζε κάποιον που το έκανε και
δεν το αποκάλυπτε, ( βλ. Σχετικά Καλλιόπης Μπουρδάρα, Καθοσίωσις και τυραννίς
κατατους μέσους βυζαντινούς χρόνους, ό.π., σ. 50 και εξής, β) αν ο σύζυγος
επιβουλευόταν τη ζωή της, γ) αν την εξωθούσε σε μοιχεία, δ) αν την κατηγόρησε για
μοιχεία και δεν το απέδειξε, ε) αν διατηρούσε σχέσεις με άλλη γυναίκα μέσα στο σπίτι
του ή στην ίδια πόλη και παρά τις υποδείξεις της συζύγου ή των γονέων της ή
οποιουδήποτε άλλου, δεν τις διέκοπτε με το ρεπούδιον, Ευαγγελίας Ν. Αμοιρίδου, Αγία
Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 127-129, υπ. 202, 206, Ματθαίου Βλάσταρη, Σύνταγμα κατά
στοιχείον, ΡΠΣ, τ. 5, σ. 176-177, Gerard Walter, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο την εποχή
των Κομνηνών, Αθήνα 1990, εκδ. Παπαδήμας, σ. 195-196.
27
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, σ. 37.
29
Η σκέψη της Θεοφανούς ήταν να καρεί μοναχή στη μονή

της Παναγίας των Βλαχερνών28. Επειδή όμως η στάση αυτή της

Θεοφανούς ευνοούσε τον Λέοντα ως προς την παράνομη σχέση

του, ο μοναχός Ευθύμιος τη συμβούλεψε να μην διευκολύνει

την έκδοση του διαζυγίου29, διότι έτσι θα γινόταν αυτή η αιτία

που ο σύζυγός της θα διέπραττε τη μοιχεία 30. Παράλληλα

πρόθεση του Ευθυμίου ήταν να συζητήσει το ζήτημα με τον

Λέοντα με στόχο τη συμφιλίωση των συζύγων. Η συνάντηση

αυτή πραγματοποιήθηκε, αλλά το αποτέλεσμά της δεν ήταν το

αναμενόμενο για τον Ευθύμιο. Ο Λέων ακούγοντας όλα όσα

του είπε ο μοναχός Ευθύμιος εξοργίστηκε και εξέφρασε για

πρώτη φορά την αντιπάθειά του κατηγορώντας τη Θεοφανώ με

άσχημα λόγια31. Ο Λέων ισχυρίστηκε ότι η σύζυγός του ήταν

αυτή που τον συκοφάντησε στον πατέρα του, ότι έστελνε

κρυφά μηνύματα στην παλλακίδα του τη Ζωή και με τον τρόπο

αυτό συνέπραξε στον άγριο ξυλοδαρμό από τον πατέρα του.

Ακόμη κατά τους ισχυρισμούς του Λέοντα, οι συκοφαντίες της

Θεοφανούς ήταν αυτές που ανάγκασαν τη Ζωή να παντρευτεί

28
Ευαγγελίας Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 129.
29
Κατά τη βυζαντινή πρακτική (μέχρι το 1085) η συναινετική λύση του γάμου δεν ήταν
έγκυρη παρά μόνο όταν συνοδευόταν και από την είσοδο των τέως συζύγων σε
μοναστήρι. Σπ. Ν. Τρωιάνου, Το συναινετικό διαζύγιο, Βυζαντιακά 3 (Θεσσαλονίκη 1983),
σ. 17.
30
Βίος Ευθυμίου, εκδ. P. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 39, Ευαγγελία Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ
η βασιλίς, ό.π., σ. 130.
31
Βίος Ευθυμίου, εκδ. P. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 39.
30
χωρίς τη θέλησή της τον Γιουναντζή32. Έπειτα από αυτήν την

εξέλιξη, και λίγο πριν τον θάνατό της, η Θεοφανώ εγκλείεται

σε μοναστήρι. Στις 10 Νοεμβρίου του 893 33 πριν ακόμη φτάσει

στα 30 της χρόνια πεθαίνει. Ο Λέων μετανοημένος από την

κακή συμπεριφορά του προς τη σύζυγό του ζητά να τιμηθεί

αυτή ως αγία. Ο πατριάρχης όμως δεν συμφώνησε και βρέθηκε

ως ενδιάμεση λύση η τιμή της Θεοφανούς κατά την εορτή των

Αγίων Πάντων, η οποία εορτή έκτοτε προεβλήθη λειτουργικά.

Ακόμη ο Λέων έχτισε ναό προς τιμήν της, δίπλα στον ναό των

Αγίων Αποστόλων. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Δεκεμβρίου

και τα λείψανά της αρχικά βρισκόταν στον ναό των Αγίων

Αποστόλων34.

32
Τα λόγια του Λέοντα έρχονται σε αντίθεση με τον χαρακτήρα της Θεοφανούς, η οποία
διακρινόταν για το ΄΄αζηλότυπον΄΄ και ΄΄αμνησίκακον΄΄ του χαρακτήρα της, Βίος
Ευθυμίου, εκδ. P. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 41, Συνεχιστής Θεοφάνους, PG 109, 377, Ιωάννου
Σκυλίτση, Σύνοψις Ιστοριών, CFHB, § 23, στ. 158-159, Νικηφόρου Γρηγορά, Εγκωμιαστικός
Λόγος εις την αγίαν Θεοφανώ, ό.π., σ. 42, § 23, σε αντίθεση προς αυτή τη βιβλιογραφία
βλέπουμε τον χαρακτηρισμό του Καρόλου Ντίλ, Βυζαντινές μορφές, ό.π., σ. 202.
33
Συνεχιστής Θεοφάνους, PG 109, 377, George Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού
κράτους, τ. 2, ό.π., σ. 135, Βίος Ευθυμίου, εκδ. P. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 39-41, Βίος
Θεοφανούς, ό.π., σ. 16-17, § 24, Συμεών Μαγίστρου, Χρονικόν, CFHB, § 33, στ. 232-238,
Ευαγγελία Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 132, ο G. Strano, La vita di
Teofano (BHG 1794) fra agiografia e propaganda, Byzantinostica, Rivista di Studi Bizantini
Slavi, Serie Seconda III (2001), σ. 47, αναφέρει, προφανώς λανθασμένα, ότι πέθανε το 895-
896.
34
Συνεχιστής Θεοφάνους, PG 109, 381, Βίος Θεοφανούς, ό.π., σ. 16-17, § 24, και Νικηφόρου
Γρηγορά, Εγκωμιαστικός Λόγος εις την Αγίαν Θεοφανώ, ό.π., σ. 43, § 24, ο Διον.
Ζακυνθηνού, Βυζαντινή Ιστορία 324- 1071, ό.π., 344, Γιάννης Καραγιαννόπουλος, Το
βυζαντινό κράτος, Ιστορική εξέλιξη (324- 1453), ό.π., σ. 232, Ματθαίου Λάγγη, Ο Μέγας
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνα 1991, σ. 471-472, Ευαγγελία Ν.
Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 153,.
31
Μετά τον θάνατο της Θεοφανούς, ο Λέων παντρεύεται τη

Ζωή35. Ο μοναχός Ευθύμιος δεν συναινούσε γι’ αυτόν τον γάμο,

καθόσον κυκλοφορούσαν άσχημες φήμες για το ήθος της,

σύμφωνα με τις οποίες η ίδια συνήργησε στον θάνατο του

συζύγου της, για να λάβει ως νέο της σύζυγο τον Λέοντα 36. Ο

Λέων ακούγοντας αυτά εξοργίζεται και, ύστερα από προτροπή

του πατέρα της Ζωής, εξορίζει τον Ευθύμιο για να απαλλαγεί

απ’ αυτόν37.

Ο Λέων παντρεύεται τη Ζωή38 και αποκτούν μαζί μια

κόρη, την πριγκίπισσα Άννα. Ο πατέρας της Ζωής, Στυλιανός

Ζαουτζής, ονομάζεται Μάγιστρος βασιλεοπάτορας 39, τίτλο που

είχε απονείμει για πρώτη φορά ο Λέων 40 και που ήταν τρόπον

τινά ανταπόδοση για την υπέρ του Λέοντος μεσολάβηση του

Ζαουτζή στον αυτοκράτορα Βασίλειο, όταν εκείνος τον είχε

τιμωρήσει41. Ένα χρόνο και οχτώ μήνες μετά τη στέψη της, η


35
Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121 1140, Lynda Garland, Byzantine Empresses,
Women and Power in Byzantium AD 524-1204, ό.π., σ. 112, George Ostrogorsky, Ιστορία του
Βυζαντινού κράτους, τ. 2, ό.π., σ. 135, αναφέρει ότι παντρεύτηκαν το 898 ενώ ο Διον.
Ζακυνθηνού, Βυζαντινή Ιστορία 324- 1071, ό.π., σ. 344, αναφέρει ότι παντρεύτηκαν το 897.
36
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 47, Συμεών Μαγίστρου, Χρονικόν, CFHB, ό.π.,
σ. 247, § 13, στ. 78-81 αναφέρει ότι ο άνδρας της Ζωής πέθανε από φάρμακο, Καρόλου
Ντίλ, Βυζαντινές μορφές, ό.π., σ. 206-207.
37
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 47.
38
Λέων Γραμματικού, Χρονογραφία, PG 108 1104, Συνεχιστής Θεοφάνους, CSHB, σ. 361,
§10, στ. 20, Γεωργίου Μοναχού, Συνεχιστής, σ. 857, § 18, στ. 21-1, αναφέρουν ότι ο ιερέας
που ευλόγησε τον δεύτερο γάμο καθαιρέθηκε.
39
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 7, Ed. Kurtz, Βίος Θεοφανούς, σ. 14, § 21, Δ.
Τσάμης, Μητερικόν, τ. 4, ό.π., σ. 301, Ιωάννου Σκυλίτση, Σύνοψις Ιστοριών, CFHB, σ. 179, §
10.
40
Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 1140, George Ostrogorsky, Ιστορία του
Βυζαντινού κράτους, τ. 2, ό.π., σ. 117, Κων. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. 2,
εκδ. 2, Αθήνα 1957, σ. 54.
41
Ευαγγελία Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 118-119, υπ. 180.
32
Ζωή πεθαίνει42. Λίγους μήνες πριν είχε αποβιώσει και ο

πατέρας της. Μετά τον θάνατο και των δυο, ένας νεαρός

καταγγέλλει στον αυτοκράτορα ότι η οικογένεια της Ζωής μαζί

με άλλους από το παλάτι οργάνωναν τη δολοφονία του με

σκοπό την άνοδό τους στον θρόνο. Ακούγοντας αυτά ο Λέων

ζητάει συγχώρεση από τον μοναχό Ευθύμιο και τον ανακαλεί

από την εξορία43.

Μετά και από τη δεύτερη χηρεία του Λέοντα,

ανακηρύσσει αυτός αυγούστα τη μικρή κόρη του, την

πριγκίπισσα Άννα44. Επειδή όμως στο πλευρό του αυτοκράτορα

θα έπρεπε να στέκεται μια αυτοκράτειρα, ο Λέων παντρεύεται

για τρίτη φορά και λαμβάνει ως νέα σύζυγό του την Ευδοκία

Βαϊανή45. Όμως αυτός ο τρίτος γάμος πυροδοτεί αντιδράσεις,

διότι απαγορευόταν κανονικώς, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ακόμη και η 90ή νεαρά του ιδίου καταδίκαζε όχι μόνο τον τρίτο

γάμο αλλά αναφερόταν επικριτικά και στον δεύτερο46.

Οι αντιδράσεις αυτές δεν διαρκούν πολύ, διότι λίγους

μήνες μετά και κατά τη διάρκεια του τοκετού της η Ευδοκία

42
Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 1145.
43
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 49-51.
44
Συνεχιστής Θεοφάνους, PG 109, 497, Διον. Μισσίου, Δύο Βυζαντινοί καθεστωτικοί όροι
(Αυγούστα και Βασίλισσα), Βυζαντιακά 2( Θεσσαλονίκη 1982) 141.
45
Η Αναστασία Δ. Βακαλούδη (Καλλιστεία και Γάμος στο Βυζάντιο, ό.π., σ. 213) λέει ότι
παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του 900, ενώ ο Κάρολος Ντίλ (Βυζαντινές μορφές, ό.π., σ. 209)
και ο Ιωάννης Παναγόπουλος (Ο τέταρτος γάμος, Αθήνα 1958, σ. 39) αναφέρουν ότι η
Ευδοκία και ο Λέων παντρεύτηκαν το 899.
46
Σπ. Ν. Τρωιάνου, Οι Νεαρές Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, ό.π., σ. 256-257.
33
μαζί με τον υιό της πεθαίνουν47 και έτσι ο Λέων χηρεύει για

τρίτη φορά και με το πρόβλημα της διαδοχής να παραμένει

εντονότερο, αφού δεν κατάφερε και πάλι να αποκτήσει υιό και

διάδοχο.

Λύση στο θέμα αυτό θα ήταν ο ήδη απαγορευμένος (όπως

θα δούμε παρακάτω) και από την εκκλησία και από την

πολιτεία τέταρτος γάμος. Η επιτακτική ανάγκη του Λέοντα να

αποκτήσει διάδοχο, τον οδήγησε να εγκαταστήσει στα

ανάκτορα τη Ζωή την Καρβονοψίνα, η οποία ήταν παλλακίδα

του Λέοντα από το 902-90348. Αυτή καταγόταν από

αριστοκρατική οικογένεια και συγγένευε με τον χρονογράφο

Θεοφάνη49. Όντως μετά από λίγο καιρό, στις 3 Σεπτεμβρίου του

90550, ο Λέων μαζί με τη Ζωή αποκτούν τον πολυπόθητο

διάδοχο, τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο 51.

Σύμφωνα λοιπόν με την ανάγκη για αναγνώριση του

διαδόχου του, ο Λέων έπρεπε να προχωρήσει σε τέταρτο γάμο,

γεγονός το οποίο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων κυρίως από


47
Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 1148, Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter,
ό.π., σ. 63, Ιωάννου Ζωναρά, Χρονογραφία 3, CSHB, σ. 446, , Κων. Αμάντου, Ιστορία του
Βυζαντινού κράτους, τ. 2, σ. 54, George Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. 2,
ό.π., σ. 135, Αναστασίας Δ. Βακαλούδη, Καλλιστεία και Γάμος στο Βυζάντιο, ό.π., σ. 213,
Lynda Garland, Byzantine Empresses, Women and Power in Byzantium AD 524-1204, ό.π., σ.
114.
48
Ανωνύμου μοναχού, Γάμοι, κηδείες και αυτοκρατορικές μεταμέλειες, Ο Βίος του
Πατριάρχη Ευθυμίου, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2006, σ. 141, υπ. 114.
49
Ευανθίας Κωνσταντίνου- Στεργιάδου, Το πολυγαμικό ζήτημα, ό.π., σ. 498, Καρόλου
Ντίλ, Βυζαντινές μορφές, ό.π., σ. 211.
50
Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. 2, 867- 1081, ό.π., σ. 69, Lynda
Garland, Byzantine Empresses, Women and Power in Byzantium AD 524-1204, ό.π., σ. 114.
51
Ανωνύμου μοναχού, Γάμοι κηδείες και αυτοκρατορικές μεταμέλειες, σ. 141, υπ. 114
αναφέρεται επίσης ότι ο Λέων και η Ζωή είχαν μία κόρη την Άννα Β΄.
34
τον πατριάρχη Νικόλαο Α΄ τον Μυστικό (895 - 906 , 911- 925) 52, ο

οποίος αρνείτο να δεχθεί τον τέταρτο γάμο του Λέοντα. Η

αντίρρησή του αυτή ήταν απολύτως σύμφωνη με τους ιερούς

κανόνες και συγκεκριμένα με αυτούς του Μ. Βασιλείου53.

52
Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, ό.π., σ. 202- 205.
53
Κανόνες 4, 50, 80 Μ. Βασιλείου, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 102, σ. 203, σ. 242.
35
2) Το κλίμα που επικρατούσε γύρω

από τις πράξεις του Λέοντα.

Όπως ήδη επισημάνθηκε η τετραγαμία του Λέοντα ήταν

απόλυτα συνυφασμένη με το πρόβλημα της διαδοχής του

θρόνου. Για τον λόγο αυτό διχάστηκε ο πολιτικός και

εκκλησιαστικός κόσμος του Βυζαντίου. Από τη μια υπήρχε η

μερίδα που δεχόταν με την αρχή της επιείκειας την τετραγαμία

του Λέοντα και από την άλλη υπήρχε η πλευρά που τηρούσε

άκαμπτη στάση. Ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός ήταν

εκφραστής της δεύτερης στάσης54.

Ο πατριάρχης Νικόλαος ήταν μαθητής του Μεγάλου

Φωτίου55 και πνευματικός αδερφός του Λέοντα, ως ανάδοχος

κατά το βάπτισμα από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄. Για τον

λόγο αυτό ο Λέων πίστευε ότι ο Νικόλαος θα είναι πιο επιεικής

μαζί του στο θέμα της βάπτισης του υιού του αλλά και στην

τέλεση του τετάρτου γάμου του.

Δυστυχώς για τον Λέοντα όμως, ο πατριάρχης

επικαλούμενος τους κανόνες, οι οποίοι απορρίπτουν τον

τέταρτο γάμο ως πολυγαμία δεν δεχόταν να βαπτίσει τον υιό

του και να τελέσει τον γάμο του. Ύστερα από τις εκκλήσεις του

αυτοκράτορα και έπειτα από την υπόσχεσή του ότι θα έδιωχνε

από τα ανάκτορα την παλλακίδα του, ο πατριάρχης δέχτηκε να


54
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 65.
55
Κων. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. 2, ό.π., σ. 70.
36
βαπτίσει τον υιό του αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο 56. Έτσι ο Λέων

υποχώρησε φαινομενικά και έδιωξε τη Ζωή από τα ανάκτορα.

Η βάπτιση τελέστηκε με μεγάλη επισημότητα στο ναό της

Αγίας Σοφίας κατά τη γιορτή των Θεοφανείων του 906 57 και

ανάδοχοι ήταν ο μοναχός Ευθύμιος, ο μετέπειτα αυτοκράτορας

Αλέξανδρος (912-913)58, ο αδερφός του Λέοντα, και ο Πατρίκιος

Σάμωνας59.

Ενώ λοιπόν ο Λέων είχε διώξει τη Ζωή από τα ανάκτορα

τρεις μέρες μετά τη βάπτιση του υιού του τη ξαναφέρνει στο

παλάτι60 και λόγω της άρνησης του πατριάρχη να τους

παντρέψει, ο αντικανονικός γάμος τελείται με την ευλογία του

πρεσβυτέρου Θωμά και όχι του πατριάρχη, όπως όριζε το

πρωτόκολλο61. Ο ίδιος δε ο αυτοκράτορας έστεψε τη Ζωή

αυτοκράτειρα του Βυζαντίου62.

56
Νικολάου Α΄ Μυστικού, Επιστολή 32, PG 111, 197.
57
Λέων Γραμματικού, Χρονογραφία, PG 108, 1112, Συνεχιστής Θεοφάνους, CSHB, σ. 370, §
23, στ. 11-14.
58
Γεωργίου Μοναχού, Συνεχιστής, CSHB, σ. 871, στ. 10-11.
59
Λέων Γραμματικού, Χρονογραφία, PG 108, 1112, Συμεών Μαγίστρου, Χρονικόν, CFHB, σ.
288, § 47, στ. 326- 328, J. Boojamra, The eastern Shism of 907 and the affair of the Tetragamia,
Journal of Ecclesiastical History,25 (1974) 118.
60
Νικολάου Μυστικού, Επιστολή 32, PG 111, 197, Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.
2, Αθήνα 19982, σ. 142.
61
Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. 2, 867- 1081, σ. 69, ο πρεσβ. Θωμάς
ήταν πιθανότατα βασιλικός κληρικός, βλ. Σχετικά Βασιλικής Α. Λεονταρίτου,
Εκκλησιαστικά αξιώματα και υπηρεσίες στην πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο, Αθήνα –
Κομοτηνή 1996, σ. 114 – 115.
62
Χρ. Κωνσταντινίδου, Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός, διδακτορική διατριβή, Αθήναι 1967, σ. 47,
Καρόλου Ντίλ, Βυζαντινές μορφές, ό.π., σ. 215, Διον. Μισσίου, Δύο Βυζαντινοί
καθεστωτικοί όροι (Αυγούστα και Βασίλισσα), ό.π., σ. 130 λέει ότι η σύζυγος του
αυτοκράτορα όταν στεφόταν αυτοκράτειρα της δινόταν και πολιτική εξουσία.
37
Η πράξη αυτή του Λέοντα ήταν αντικανονική τόσο για

την τετραγαμία που διαπράχθηκε όσο και για το γεγονός ότι

παραβιαζόταν το πρωτόκολλο σχετικά με τον τύπο του

αυτοκρατορικού γάμου αλλά και τον τύπο της στέψης της

αυτοκράτειρας.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα το τι όριζε το

πρωτόκολλο σχετικά με τον αυτοκρατορικό γάμο και τη στέψη

της αυτοκράτειρας, θα λάβουμε υπόψη ότι ο βυζαντινός

βασιλικός γάμος είχε δύο τελετές: τη στέψη, η οποία ήταν η

ανακήρυξη της βασιλικής συζύγου σε αυτοκράτειρα και το

στεφάνωμα, το οποίο ήταν η γαμήλια τελετή.

Η στέψη της μέλλουσας βασίλισσας γινόταν από τον ίδιο

τον βασιλιά και μελλοντικό σύζυγό της. Επιβαλλόταν όμως να

συμμετέχει και ο πατριάρχης. Ο πατριάρχης ήταν αυτός που

διάβαζε τις ευχές και παρέδιδε πρώτος τη χλαμύδα, το στέμμα

και τα πρεπενδούλια στον αυτοκράτορα και αυτός με τη σειρά

του τα ενέδυε στη βασίλισσα 63. Αφού λοιπόν η βασίλισσα

ενδυόταν και αναγνωριζόταν απ’ όλους τους

παρευρισκομένους, πήγαινε με τον βασιλιά στον Άγιο

Στέφανο, όπου γινόταν το μνήστρο και εξέρχονταν της

εκκλησίας. Ο πατριάρχης λειτουργούσε και όταν απέλυε τη

63
Βλ. σχετικά Mig. Arranz, Couronnement royal et autres promotions de cour. Les
sacrements del institutions de l’ ancien Euchologe constantinopolitain. Orientalia Christiana
Periodica 56 (1990) 83-133.
38
λειτουργία, εισέρχονταν οι βασιλείς και γινόταν το

στεφάνωμα64.

Όπως είναι φανερό λοιπόν ο Λέων θέλοντας να πετύχει

την αναγνώριση του τετάρτου γάμου του, παρατυπεί.

Παραγκωνίζοντας τον πατριάρχη από τη διαδικασία της

στέψης και του στεφανώματος αρκείται στην παρουσία ενός

και μόνου πρεσβυτέρου.

Η στάση αυτή του Λέοντα εξόργισε την εκκλησία και τον

πατριάρχη Νικόλαο και γι’ αυτό επέβαλε την ποινή της

καθαίρεσης στον πρεσβύτερο Θωμά για τον γάμο που τέλεσε 65.

Ακόμη τα Χριστούγεννα του 906 και τα Φώτα του 907

απαγόρευσε στον αυτοκράτορα να εισέλθει στον ναό της Αγίας

Σοφίας από την κύρια είσοδο 66 και έτσι την παρακολούθησε

περιορισμένος στο «μητατόριο»67.

Η απόφαση αυτή του πατριάρχη, παρά τις προσπάθειες

του αυτοκράτορα για την άρση της, ήταν που οδήγησε στη ρήξη

μεταξύ αυτού και του αυτοκράτορα. Ο Λέων μη μπορώντας να

δεχθεί την άρνηση του πατριάρχη τον κάλεσε να απολογηθεί

για τη στάση του. Αυτός όμως ήταν αμετάκλητος στις θέσεις

64
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Έκθεσις περί της Βασιλείου Τάξεως, PG 112, 445 και
εξής, Ευαγγελίας Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 101 και εξής.
65
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονικόν, CFHB, σ. 288, § 49, στ. 329-331.
66
Κων. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. 2, ό.π., σ. 54.
67
Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 1153, Συμεών Μαγίστρου, Χρονικόν,
CFHB, σ. 288, § 49, στ. 333-334, Γεωργίου Μοναχού, Συνεχιστής, CSHB, σ. 865, § 34, στ. 10-
13, J. Boojamra, The Eastern Shism of 907 and the affair of the Tetragamia, ό.π., σ. 120.
39
του και ανέβαλλε συνεχώς την άρση του επιτιμίου του

αυτοκράτορα68.

Στην εμμονή της απόφασης αυτής συνέβαλε σε

σημαντικό βαθμό και ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας 69, ο

οποίος ήταν ο πλέον αυστηρός σχετικά με το θέμα της

τετραγαμίας του Λέοντα και αποτελούσε το μεγαλύτερο

εμπόδιο για την αποδοχή του Λέοντα στην εκκλησία. Είναι

χαρακτηριστική η άρνηση του Αρέθα, ο οποίος αντέκρουσε

σθεναρά το κανονικό κατασκεύασμα, το οποίο είχε ως βάση

τον 4ο κανόνα του Μ. Βασιλείου. Συγκεκριμένα αρνείται να

δεχθεί τον συλλογισμό τους ότι εφόσον η τριγαμία είναι

πολυγαμία και η τετραγαμία πολυγαμία, τότε εξισώνεται η μία

με την άλλη. Αν το δεχόταν αυτό, κατά την κρίση του, τότε θα

επιτιμούσε την αμαρτία και θα έφτανε μέσω αυτής ως το

έγκλημα70.

Έχοντας λοιπόν ως αρχή την μη αποδοχή της

πολυγαμίας, ο μητροπολίτης Αρέθας αρνείται και αυτός την

είσοδο του Λέοντα στην εκκλησία και κατ’ επέκταση και τη

68
Γιάννη Καραγιαννόπουλου, Το βυζαντινό κράτος, Ιστορική εξέλιξη (324- 1453), τ. 2, ό.π.,
σ. 82.
69
Κων. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. 2, σ. 74, τον Αρέθα τον έκανε
μητροπολίτη Καισαρείας το 901 ο φίλος του και συμμαθητής του Νικόλαος Α΄ ο
Μυστικού, όταν έγινε πατριάρχης, αν και ο R.J.H. Jenkins (Byzantium: The Imperial
centuries, Λονδίνο 1966, σ. 220) αναφέρει ότι η χειροτονία του έγινε το 902 και πέθανε
πιθανόν μετά το 932. Ακόμη ο (H.G Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinichen
Reich, Μόναχο 1959, σ. 591) αναφέρει ότι χειροτονήθηκε κατά το έτος 903.
70
R. H. Jenkins, B. Laourdas, Eight letters of Arethas on the marriage of Leo the wise,
Ελληνικά 14 (1956) 293-372, R. H. Jenkins, Three Documents concerning the Tetragamy, DOP
16 (1962) 231-241.
40
μετάδοση της θ. Ευχαριστίας. Ο Λέων θέλοντας να βρει τη

λύση για το ζήτημά του και να ενταχθεί και πάλι στην

εκκλησία έστειλε στον πάπα Σέργιο Γ΄ της Ρώμης και στους

πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων

επιστολές με τις οποίες τους εξέθετε το πρόβλημά του και τους

παρακαλούσε να τον δεχθούν κατ’ οικονομίαν στην εκκλησία,

προκειμένου να μετέχει στα άγια μυστήρια.

Στις απαντητικές επιστολές των πατριαρχών του

γνωστοποιήθηκε ότι όντως θα γίνει δεκτός στην εκκλησία 71.

Γνωρίζοντας τις θέσεις των πατριαρχών και του πάπα, ο Λέων

προσπαθεί να μεταπείσει τον Νικόλαο. Επικαλούμενος

μάλιστα και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Νικόλαος του είχε πει ότι

θα τον δεχθεί στην εκκλησία, αν ο πάπας Ρώμης και οι άλλοι

πατριάρχες τον αποδεχθούν72.

Ο πατριάρχης Νικόλαος κάτω από αυτές τις

προϋποθέσεις έστειλε επιστολή στον πάπα Σέργιο με την

71
Ο πάπας δέχτηκε τον γάμο του Λέοντα, γιατί με τη διευθέτηση του ζητήματος απ’
αυτόν, του δινόταν ιδιαίτερη τιμή στην Κωνσταντινούπολη, Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική
Ιστορία, τ. 2, ό.π., σ. 142, Γιάννη Καραγιαννόπουλου, Το βυζαντινό κράτος, Ιστορική
εξέλιξη (324- 1453), τ. 2, ό.π., σ. 82.
72
Ο πατριάρχης είχε πει ότι εάν ο πάπας και οι λοιποί πατριάρχες συγχωρέσουν τον
Λέοντα, τότε κι εκείνος θα τον συγχωρέσει κατ’ οικονομίαν, Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin-
Hayter, ό.π., σ. 79-81, βλ. Σχετικά Γρ. Λαρεντζάκη, Η εκκλησία Ρώμης και ο επίσκοπος
αυτής. Συμβολή εις την έρευνα Ανατολής και Δύσης βάσειπατερικών πηγών (Ειρηναίος,
Βασίλειος, Χρυσόστομος), Θεσσαλονίκη 1983, Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Το πρωτείον
του Επισκόπου Ρώμης, Αθήναι 1930 (Αθήναι 2 1964), Β. Τσίγκου, Η θέση του πατριάρχου
Ιεροσολύμων και του “Πατριάρχου της Δύσεως” στην καθολική Εκκλησία και η
εκκλησιολογία της “κοινωνίας” στην επιστολογραφία του αγίου Θεοδώρου του
Στουδίτου, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής. Τμήμα Ποιμανντικής και
Κοινωνικής Θεολογίας Α.Π.Θ. 2 (Θεσσαλονίκη 2006) 29-57.
41
οποία προσπαθούσε να εκθέσει τα επιχειρήματά του εναντίον

της αποδοχής της παράνομης πράξης του Λέοντα73.

Υποψιαζόμενος ο Λέων τις ενέργειες του Νικολάου, τον

καλεί σε δείπνο την 1η Φεβρουαρίου του 907 μαζί με τη σύνοδο

και του θέτει το θέμα της αποδοχής του στην εκκλησία την

επόμενη μέρα που ήταν η γιορτή της Υπαπαντής του Χριστού 74.

Ο πατριάρχης όμως αρνείται και πάλι και ο Λέων αποφασίζει

τη σύλληψή του, την εκθρόνισή του και την απομόνωσή του

στο μοναστήρι των Γαλακρηνών, το οποίο είχε χτίσει ο ίδιος75.

Ο πατριάρχης δεν καθαιρέθηκε αλλά παραιτήθηκε

ύστερα από τους εκβιασμούς του Λέοντα. Ο Λέων θέλοντας να

πετύχει τον στόχο του, στέλνει αγγελιοφόρο στον πατριάρχη

Νικόλαο ζητώντας του να παραιτηθεί. Ο Νικόλαος όμως

προφασιζόμενος την ασθένειά του έστειλε τον αγγελιοφόρο

πίσω με άδεια χέρια. Έπειτα για δεύτερη φορά ο Λέων στέλνει

τον Σάμωνα, τον πρωτοβεστιάριό του, και τους μητροπολίτες

να πάρουν την παραίτηση του Νικολάου, εκβιάζοντάς τον ότι

θα έδινε στη σύγκλητο επιστολή του ιδίου με την οποία

συνέπραττε στην ανταρσία του Ανδρόνικου Δούκα κατά το έτος

73
Νικολάου Α΄ Μυστικού, Επιστολή 32, PG 111, 197.
74
Συνεχιστή Θεοφάνους, CSHB, σ. 370, § 24, στ. 2-3, J. Zhisman, Το δίκαιον του γάμου της
Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας, τ. 2, μτφρ. Μελετίου Αποστολόπουλου, Αθήνα 1912-
1913, σ. 121, Χρ. Κωνσταντινίδου, Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός, ό.π., σ. 50.
75
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 89, Λέων Γραμματικός, Χρονογραφία, PG 108,
1112, Συμεών Μαγίστρου, Χρονικόν, CFHB, σ. 288, § 134, στ. 3-5, Αικατερίνη
Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. 2, 867- 1081, ό.π., σ. 70, J. Boojamra, The eastern
Shism of 907 and the affair of the Tetragamia, ό.π., σ. 121, αναφέρει ότι ο Λέων κατηγόρησε
ανοιχτά τον Νικόλαο για προδοσία.
42
90476. Έπειτα από τον εκβιασμό αυτό, ο πατριάρχης έδωσε

ιδιόγραφη παραίτηση λέγοντας ότι λόγω του ότι δεν μπορεί να

δεχθεί την κατ’ οικονομίαν αποδοχή του αυτοκράτορα στην

εκκλησία θα ζήσει ως αναχωρητής διατηρώντας όμως την

ιεροσύνη του77. Αφού έδωσε την επιστολή παραίτησής του στον

Σάμωνα, έπειτα στέλνει και πάλι ο ίδιος άλλη μια επιστολή

στον Λέοντα και του επαναλαμβάνει με αυστηρό ύφος όσα

έλεγε στην πρώτη του παραίτηση. Η παραίτηση αυτή

χρησιμοποιήθηκε από τον Λέοντα ως μέσω πειθούς για να

δεχθεί ο Ευθύμιος τον πατριαρχικό θρόνο. Έχοντας λοιπόν στα

χέρια του ο Λέων την ιδιόγραφη παραίτηση του πατριάρχη

Νικολάου, ζητάει από τον μοναχό Ευθύμιο να γίνει αυτός

πατριάρχης78. Ο μοναχός Ευθύμιος όμως όντας άνθρωπος

ενάρετος και κυρίως δίκαιος αρνείται τον θρόνο, διότι ο

πατριάρχης Νικόλαος δεν είχε καθαιρεθεί λόγω κάποιου

κανονικού παραπτώματος.

76
Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. 2, ό.π., σ. 143, Κων. Αμάντου, Ιστορία του
Βυζαντινού κράτους, τ. 2, ό.π., σ. 54, Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ.
2, 867- 1081, ό.π., σ. 70, μητρ. Σισσανίου και Σιτίστης Αντωνίου Γ. Κόμπου, Κοσμική και
εκκλησιαστική εξουσία από των χρόνων των αποστολικών πατέρων μέχρι της πτώσεως
του Βυζαντίου, εκδ. Αποστολικής διακονίας της εκκλησίας της Ελλάδος 1992, σ. 99-100,
αναφέρει ότι ο Νικόλαος πίστευε ότι η κοσμική εξουσία προέρχεται από τον Θεό και για
τον λόγο αυτό και αυτός ως εκπρόσωπος του Θεού είχε λόγο στην κοσμική εξουσία.
77
V. Grumel, Les regestes des actes du Patriarcat de Constantinople, vol 1, Les actes des
Patriarches, Fasc. II et III, Les regestes de 715 a 1206, Paris 1989, Nicolas 1er Mistique (912-
925), NO 612-614, Nicholas I patriarch of Constantinople, CFHB, τ. 20, Miscellanous Writings,
translation L. G. Westerink, Dumbarton Oaks Center, Washington DC 1981, σ. 18, 20, 194-196.
78
N. Oikonomides, Leo’s VI’ s Legislation of 907 Forbidding Fourth Marriages: an
interpolation in the Procheiros Nomos, DOP 30 (1976) 177.
43
Αν και είχαν πάει οι μητροπολίτες ως απεσταλμένοι από

τον αυτοκράτορα και προσπάθησαν να τον πείσουν, ο

Ευθύμιος δεν θέλησε να γίνει πατριάρχης. Αυτό αποτέλεσε

κίνητρο για τους μητροπολίτες να εμμείνουν περισσότερο στην

επιλογή του Ευθυμίου79 χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Για τον λόγο αυτό οι μητροπολίτες στέλνουν τον

αυτοκράτορα να πάει ο ίδιος να τον παρακαλέσει. Πηγαίνει

λοιπόν ο Λέων στη μονή στη Ψαμαθία και ικετεύει τον Ευθύμιο

κλαίγοντας. Ο Ευθύμιος όμως αρνείται και πάλι, διότι ούτε σε

κανονικό παράπτωμα είχε υποπέσει ο πατριάρχης Νικόλαος,

ούτε είχε καθαιρεθεί με συνοδική απόφαση. Ο Λέων

ακούγοντας όλα αυτά, του διηγείται με δικό του τρόπο όλα όσα

είχαν συμβεί παίρνοντας όρκο ότι έλεγε αλήθεια. Του είπε ότι

δέχτηκε την παραίτηση του Νικολάου χωρίς θόρυβο για να τον

προστατέψει και δίνει στον Ευθύμιο την ιδιόγραφη παραίτηση

του Νικολάου, στην οποία εκτός των άλλων αναφερόταν ότι

όλοι οι άλλοι πατριάρχες και ο πάπας αποδεχόταν την κατ’

οικονομίαν αποδοχή του αυτοκράτορα, αλλά και ότι ο ίδιος ο

Νικόλαος αποδέχεται την απόφαση, και έπειτα αποχώρησε

από τον θρόνο80.

Διαβάζοντας αυτά ο Ευθύμιος γνωστοποιεί στον Λέοντα

ότι αν αληθεύει ότι δέχτηκαν όλοι οι πατριάρχες και ο πάπας

79
Ανωνύμου μοναχού, Γάμοι, κηδείες και αυτοκρατορικές μεταμέλειες, ό.π., σ. 184-188.
80
ό.π., σ. 188-190, V. Grumel, Les regestes, ΝΟ 626.
44
κατ’ οικονομίαν τον αυτοκράτορα στην εκκλησία, τότε και

αυτός δεν έχει λόγο να αντιπαρατεθεί στην απόφαση αυτή,

χωρίς να αποδεχθεί και πάλι τον πατριαρχικό θρόνο, προς

λύπη του αυτοκράτορα81.

Έπειτα από τρεις ημέρες ο αυτοκράτορας επισκέπτεται

και πάλι τον Ευθύμιο με τον αποκρισάριό του και τον Συμεών.

Ο Συμεών επέστρεψε από τη Ρώμη συνοδεύοντας τους

τοποτηρητές του πάπα με τις συνοδικές επιστολές που

αποδέχονταν τη μετάνοια του αυτοκράτορα και ρύθμιζαν κατ’

οικονομίαν το ζήτημά του. Ακόμη αντίστοιχες επιστολές είχαν

και οι τοποτηρητές από την Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και τα

Ιεροσόλυμα. Ο Ευθύμιος έπειτα από τις παραινέσεις όλων

αυτών αλλά και της πλειοψηφίας των μητροπολιτών τελικά

συνηγόρησε στο να εκλεγεί πατριάρχης82.

Τον Φεβρουάριο του 907 ο μοναχός Ευθύμιος εκλέγεται

πατριάρχης83. Μία από τις προτεραιότητές του ήταν η ειρηνική

επίλυση του ζητήματος της τετραγαμίας του Λέοντα. Ο

Ευθύμιος λοιπόν συγκαλεί τον Φεβρουάριο του 907 σύνοδο, με

πρόεδρο τον ίδιο, στην οποία μετείχε και η αντιπροσωπεία του

πάπα Σέργιου Γ΄, οι υπόλοιποι πατριάρχες της Ανατολής και

81
Ανωνύμου μοναχού, Γάμοι, κηδείες και αυτοκρατορικές μεταμέλειες, ό.π., σ. 190.
82
ό.π., σ. 192-194, Θ. Η. Ε, τ. 5, στ. 1036.
83
Συνεχιστής Θεοφάνους, CSHB, σ. 371, § 24, στ. 6-9, J. Zhisman, Το δίκαιον του γάμου της
Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας, τ. 2, ό.π., σ. 121.
45
μεγάλος αριθμός μητροπολιτών84. Τη σύνοδο αυτή την είχε

προτείνει ο ίδιος ο Λέων, ώστε να είναι κατοχυρωμένος για τις

πράξεις του με συνοδική απόφαση.

Έτσι στη σύνοδο αυτή αποφασίζεται ότι ο τέταρτος γάμος

είναι γενικά άκυρος85 και κατ’ οικονομία γίνεται δεκτός μόνο ο

τέταρτος γάμος του Λέοντα για να μην θεωρηθεί νόθος ο υιός

του Κωνσταντίνος, αλλά επίσης αποφασίζεται άρση του

επιτιμίου του αυτοκράτορα, καθαιρείται και συνοδικά ο

πρεσβύτερος Θωμάς86 και ενθρονίζεται επίσημα στον

πατριαρχικό θρόνο ο Ευθύμιος87.

Έπειτα λοιπόν από τη σύνοδο αυτή και ενώ θα έπρεπε το

ζήτημα να λυθεί και να πέσουν οι τόνοι, η αντιπαράθεση

γίνεται μεγαλύτερη και το Βυζάντιο πλέον χωρίζεται σε δύο

παρατάξεις. Η μία, η μεγαλύτερη, είναι αυτή που τάσσεται

υπέρ του πατριάρχη Ευθυμίου. Έτσι έχουμε τους Νικολαΐτες

και τους Ευθυμιανούς, οι οποίοι συνεχίζουν να

αντιπαρατίθενται μέχρι τη Σύνοδο της Ενώσεως του 92088.

84
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 87-89, Κων. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού
κράτους, τ. 2, ό.π., σ. 72, είναι άξιο να σημειωθεί ότι ανάμεσα στους επισκόπους που
βρέθηκαν στη σύνοδο του 907 ήταν και ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας, ο οποίος
έπειτα από την εκθρόνιση του Νικολάου Α΄ του Μυστικού από τον πατριαρχικό θρόνο
άλλαξε εντελώς τη στάση του και αποδέχθηκε τη τετραγαμία του Λέοντα βλ. σχετικά R.
H. Jenkins, B. Laourdas, Eight letters of Arethas on the marriage of Leo the wise, ό.π., σ. 370.
85
Αν και ο Ιωάννης Παναγόπουλος (Ο τέταρτος γάμος, ό.π., σ. 47-48) σύμφωνα με τον Β.
Στεφανίδη (Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 341) λέει ότι ο γάμος είναι έγκυρος γενικά.
Αντίθετα ο J. Zhisman (Το δίκαιον του γάμου της Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησία τ. 2,
ό.π., σ. 121, υπ. 135) λέει ότι έγινε εξαίρεση για τον Λέοντα.
86
V. Grumel, Les regestes, Νο 625.
87
J. Zhisman, Το δίκαιον του γάμου της Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας, τ. 2, ό.π., σ. 123.
88
ό.π., σ. 122.
46
Παρ’ όλο που φαινομενικά ο Ευθύμιος φαινόταν να

συμφώνησε στις απαιτήσεις του Λέοντα, είναι άξιο να

αναφερθεί ότι αν και δέχτηκε κατ’ οικονομίαν τον τέταρτο

γάμο, ωστόσο δεν μνημόνευε στην εκκλησία τη Ζωή ούτε

προέβη στην αναγόρευση αυτής ως αυγούστας89.

Η Ζωή ήθελε να αναγορευτεί αυγούστα, καθόσον

αποτελούσε αξίωμα για την αυτοκράτειρα, η οποία είχε χαρίσει

διάδοχο στον θρόνο90. Έτσι προβαίνει σε ικεσία επίμονη στον

πατριάρχη Ευθύμιο προκειμένου αυτός να κάνει την

αναγόρευσή της. Ο πατριάρχης όμως παρά την παράκληση της

Ζωής αλλά και τις απειλητικές επιστολές της, δεν συναινούσε

στην αναγόρευση αυτής σε αυγούστα, διότι όπως έλεγε δεν θα

έκανε το σφάλμα νόμο ή κανόνα. Ούτε το ότι έδωσε λύση στο

ζήτημα του τετάρτου γάμου με επιείκεια σήμαινε ότι θα

έπρεπε να ξαναδοθεί σε κάποιον η δυνατότητα να συνάψει

τέταρτο γάμο91. Ακόμη ο πατριάρχης, ο οποίος δεν υπέκυπτε

στις απειλές της Ζωής, της γνωστοποιεί ότι δεν πρόκειται να

εκφωνηθεί το όνομά της ούτε να γράφει στα δίπτυχα όπου

μνημονευόταν τα ονόματα των νεκρών και ζωντανών

πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχόντων92.

89
V. Grumel, Les regestes, Νο 627.
90
Ευαγγελία Ν. Αμοιρίδου, Αγία Θεοφανώ η βασιλίς, ό.π., σ. 100-101, Διον. Μισσίου, Δύο
Βυζαντινοί καθεστωτικοί όροι (Αυγούστα και Βασίλισσα), ό.π., σ. 128-132.
91
Ανωνύμου μοναχού, Γάμοι, κηδείες και αυτοκρατορικές μεταμέλειες, ό.π., σ. 222.
92
Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 1153, Γεωργίου Μοναχού, Συνεχιστής,
CSHB, σ. 865, § 24, στ. 9-10, αναφέρουν ότι ο πρεσβ. Θωμάς μαζί με τον γάμο έκανε
αναγόρευση της Ζωής σε αυγούστα, V. Grumel, Les regestes, Νο 627-628. Η Ζωή ζητάει από
47
Βλέποντας ότι ο πατριάρχης Ευθύμιος ήταν αμετάκλητος

στις απόψεις του, η Ζωή τον παρακαλεί να επαναφέρει στο

ιερατικό σώμα το Θωμά93. Και εδώ όμως ο πατριάρχης Ευθύμιος

δυσαρεστεί τη Ζωή, λέγοντάς της ότι ο Θωμάς ενήργησε

παραβιάζοντας τους κανόνες και γι’ αυτό καθαιρέθηκε94.

Η μόνη συγκατάθεση του Ευθυμίου ήταν ότι δέχτηκε να

στέψει τον νεαρό Κωνσταντίνο συμβασιλέα του Λέοντα την

ημέρα της Πεντηκοστής (9 Ιουνίου 911)95.

Ύστερα από την παρέλευση μικρού χρονικού διαστήματος

και λίγο πριν τον θάνατο του Λέοντα του Σοφού (11 Μαΐου

912)96, αυτός δίνει τα σκήπτρα της βασιλείας του στον αδερφό

του Αλέξανδρο. Στη πραγματικότητα επιθυμία του Λέοντα

ήταν να αφήσει ως επίτροπο του υιού του τον Ιμμέριο, ο οποίος

ήταν κουνιάδος του, αναγκάστηκε όμως να στέψει τον

Αλέξανδρο βασιλιά. Ο εξαναγκασμός του Λέοντα να στέψει

βασιλιά τον Αλέξανδρο προήλθε από τις πιέσεις της

Συγκλήτου λόγω της αρρώστιας του97, οπότε υπήρχε επιτακτική

ανάγκη αντικατάστασής του.

τον πατριάρχη Ευθύμιο να αναγορευθεί αυγούστα και να τη μνημονεύει στα δίπτυχα.


93
Βίος Ευθυμίου, εκδ. Karlin- Hayter, ό.π., σ. 113, V. Grumel, Les regestes, ΝΟ 629.
94
V. Grumel, Les regestes, ΝΟ 629, Lynda Garland, Byzantine Empresses, Women and Power in
Byzantium AD 524-1204, ό.π., σ. 117.
95
Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 1116, Συνεχιστής Θεοφάνους, CSHB, σ.
377, § 32, στ. 5-16, George Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ.2, ό.π., σ. 136, J.
Zhisman, Το δίκαιον του γάμου της Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας, τ. 2, ό.π., σ. 122.
96
Ιωάννη Παναγόπουλου, Ο τέταρτος γάμος, ό.π., σ. 49, J. Zhisman, Το δίκαιον του γάμου
της Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας, τ. 2, ό.π., σ. 122.
97
Ανωνύμου μοναχού, Γάμοι, κηδείες και αυτοκρατορικές μεταμέλειες, ό.π., σ. 230.
48
Έχοντας μπροστά του ο Λέων τον φόβο του θανάτου

ανακαλεί τον Νικόλαο τον Μυστικό από την απομόνωση και

του ζητά να τον συγχωρέσει98. Ο Νικόλαος όμως ζητάει να τον

επαναφέρει στον πατριαρχικό θρόνο και μετά να τον

κοινωνήσει. Ο Λέων έδωσε την συγκατάθεσή του και έτσι ο

Νικόλαος επανακαλείται στον θρόνο κατά τη διάρκεια της

βασιλείας του Αλεξάνδρου και μετά τον θάνατο του Λέοντα 99.

Στις 15 Μαΐου του 912100 ο πατριάρχης Νικόλαος επανέρχεται

στον θρόνο από σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στο ανάκτορο

της Μαγναύρας και αποτελεί την πρώτη πράξη της βασιλείας

του Αλεξάνδρου101.

Στη σύνοδο αυτή αποφασίστηκε να επανέλθει στον

πατριαρχικό θρόνο ο Νικόλαος και απομακρύνεται ο

Ευθύμιος102, ο οποίος μάλιστα εξορίζεται στη μονή του

Αγαθού103. Εκεί ο Ευθύμιος υπόκειται σε φρικτές κακοποιήσεις

από τις οποίες αργότερα επήλθε ο θάνατός του. Ο Ευθύμιος

98
N. Oikonomides, La derniere volontè de Leon VI au suget de la tetragamie (mai 912), σ. 46-52 και
La prohistorie de la derniere volontè de Leon VI au suget de la tetragamie (mai 912 ), σ. 265-270,
Byzantium from the Ninth Century to the Fourth Crusade, Variorum USA 1992.
99
Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. 2, ό.π., σ. 144, αναφέρει ότι ο Λέων αποφάσισε
την επανάκληση του Νικολάου στον πατριαρχικό θρόνο και υπό του Αλεξάνδρου έγινε η
κανονική διαδικασία.
100
Ιωάννη Παναγόπουλου, Ο τέταρτος γάμος, ό.π., σ. 49-52, αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος
έκανε σύνοδο για το θέμα του τετάρτου γάμου του αδερφού του αλλά ασχολήθηκε
κυρίως με την καταδίκη του πατριάρχη Ευθυμίου.
101
Χρ. Κωνσταντινίδου, Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός, ό.π., σ. 57-58.
102
V. Grumel, Les regestes, NO 630, 631, 632.
103
Λίγες μέρες μετά την εξορία του Ευθυμίου συγκαλείται και πάλι σύνοδος όπου και
αναθεματίζει ο Νικόλαος όλους όσοι συμφώνησαν με την αποδοχή του τετάρτου γάμου,
στη σύνοδο του 907 επι της πατριαρχίας του Ευθυμίου (συμπεριλαμβανομένου και του
φίλου του μητροπολίτη Καισαρείας Αρέθα), V. Grumel, Les regestes, NO 631.
49
απεβίωσε στις 5 Αυγούστου του 917 104 και η εκκλησία τον τιμά

κατ’ αυτήν την ημέρα ως άγιο105. Ετάφη μάλλον στη μονή στη

Ψαμαθία, κατά την τελευταία του επιθυμία106.

Πριν τον θάνατο του Ευθυμίου, ο πατριάρχης Νικόλαος

ζήτησε να συμφιλιωθεί μαζί του και πήγε στη μονή του

Αγαθού. Έπειτα από τη συμφιλίωσή τους οι επισκέψεις

πύκνωναν και απήλθε προσέγγιση των δύο ανδρών. Σε μία από

τις συζητήσεις και τις συναντήσεις τους, ο Ευθύμιος ζήτησε να

μάθει, γιατί ο Νικόλαος του συμπεριφέρθηκε τόσο σκληρά, ενώ

εκείνος τον είχε βοηθήσει στην υπόθεση της απόπειρας

δολοφονίας εναντίον του αυτοκράτορα στον ναό του Μωκίου 107.

Με αφορμή αυτή την ερώτηση, ο Νικόλαος και ο Ευθύμιος

έδωσαν τέλος σε όλα τα ζητήματα και τις παρεξηγήσεις που

είχαν δημιουργηθεί μεταξύ τους. Έπειτα από αυτή τη συζήτηση

οι επισκέψεις συνεχίστηκαν και λίγο πριν τον θάνατο του

Ευθυμίου συγχώρεσαν ο ένας τον άλλο108.

Πέρα από την συμφιλίωση του Νικολάου με τον Ευθύμιο,

ο Νικόλαος θέλησε να συμφιλιωθεί και με τη δυτική εκκλησία

104
Μ. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σ. 204.
105
Θ. Η. Ε, τ. 5, στ. 1036, ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας του εκφώνησε επιτάφιο
λόγο, PO 16, στ. 489-498 [65-74], Donald Nicol, Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, ό.π., σ. 106, η ιερότητά του αναγνωρίστηκε το 921.
106
Ανωνύμου μοναχού, Γάμοι, κηδείες και αυτοκρατορικές μεταμέλειες, ό.π., σ. 289, υπ.
246.
107
Στον ναό του Μωκίου είχε γίνει απόπειρα δολοφονίας του Λέοντα και υπήρχε η
υπόνοια ότι κρυβόταν από πίσω ο αδερφός του, Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών,
PG 121, 1148-1149.
108
Ανωνύμου μοναχού, Γάμοι, κηδείες και αυτοκρατορικές μεταμέλειες, ό.π., σ. 137-143.
50
μέσω επιστολής προς τον πάπα Αναστάσιο 109. Η επιστολή όμως

δεν απαντήθηκε και έτσι ο Νικόλαος τον διέγραψε από τα

δίπτυχα110. Έτσι έχουμε ένα σχίσμα των δύο εκκλησιών του

οποίου η άρση ήρθε με την Σύνοδο της Ενώσεως, η οποία

πραγματοποιήθηκε επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του

Πορφυρογέννητου και του Ρωμανού του Λεκαπηνού και επί της

πατριαρχίας του Νικολάου Α΄ του Μυστικού 111. Η πράξη αυτή

σύμφωνα με την οποία συμφιλιώθηκαν οι Νικολαΐτες με τους

Ευθυμιανούς, ένωσε και τη δυτική με τη βυζαντινή εκκλησία 112

αλλά κυρίως αποκαταστάθηκε το δίκαιο της εκκλησίας και η

σχέση αυτής με το κράτος.

109
V. Grumel, Les regestes, ΝΟ 635.
110
J. Boojamra, The Eastern Shism of 907 and the affair of the Tetragamia, ό.π., σ. 126.
111
V. Grumel, Les regestes, ΝΟ 669.
112
ό.π., ΝΟ 671, Επιστολή προς πάπα Ιωάννη ton 10o για την ένωση των εκκλησιών.
51
Β΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
H ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΙΤΟ ΓΑΜΟ

1 Η σημασία του γάμου για την εκκλησία και η λύση αυτού.

Από όσα ελέχθησαν σχετικά με την τετραγαμία του

Λέοντα, κατανοούμε την ιδιαίτερη σημασία που κατείχε ο

γάμος για την εκκλησία και την πολιτεία. Ο εκκλησιαστικός

γάμος αποτελεί τη φυσική ένωση δύο ατόμων διαφορετικού

φύλου η οποία οδηγεί στην εν Χριστώ ένωση ψυχών και

σωμάτων και στην τεκνοποιία.

Για την εκκλησία ο γάμος είναι σημαντικό μυστήριο και η

σπουδαιότητά του μαρτυρείται από τα πρώτα χρόνια του

χριστιανισμού. Αν και ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο Ιωάννης

Δαμασκηνός και ο Θεόδωρος Στουδίτης δεν αναφέρουν τον

γάμο ως μυστήριο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τον αποδέχονται


113
. Η απάντηση στην απουσία αυτή είναι ότι στα πρώτα χρόνια

του χριστιανισμού ο γάμος δεν γινόταν απαραίτητα με την

ευλογία της εκκλησίας, αλλά σύμφωνα με το τι όριζε το

ρωμαϊκό δίκαιο. Έπειτα όμως ο γάμος που τελούνταν στην

εκκλησία απέκτησε και νομική ισχύ. Ο αυτοκράτορας

Θ. Ξ. Γιάγκου, Κανόνες και λατρεία, ό.π., σ. 293.


113

52
Ιουστινιανός με την 74 νεαρά του (έτος 534) νομιμοποιεί τον

εκκλησιαστικό γάμο και θεωρεί γνήσια τα τέκνα που

γεννιούνται απ’ αυτόν114. Οι Ίσαυροι στην Εκλογή, στο χωρίο 2.6

(8ος αιώνας) επίσης αποδέχονται ως νόμιμο τον εκκλησιαστικό

γάμο115 και αργότερα με τον Λέοντα τον ΣΤ΄ τον Σοφό και τον

Αλέξιο Α΄ Κομνηνό ο γάμος που τελείται με ΄΄ευλογία΄΄

αποτελεί τον μόνο νόμιμο γάμο για τους ελεύθερους και τους

δούλους116.

Έχοντας λοιπόν και την επικύρωση από την πολιτεία ο

εκκλησιαστικός γάμος ανάγεται σε ακόμη λαμπρότερο

μυστήριο117 και αυτό εκδηλώνεται με την τέλεσή του μέσα στη

θεία Λειτουργία118. Η πράξη όμως αυτή αργότερα περιορίσθηκε

και εν πολλοίς εγκαταλήφθη, διότι υπήρχε ο κίνδυνος μετοχής

της θείας Ευχαριστίας από ανάξιους και έτσι δημιουργούνταν

σοβαρό ποιμαντικό και λειτουργικό ζήτημα.

Ο γάμος που ευλογούνταν από την εκκλησία αποτελούσε

για το ζευγάρι την κινητήριο δύναμη για να συνεχίσουν μαζί

την κοινή πορεία που διάλεξαν. Δυστυχώς όμως η πορεία αυτή


114
Corpus juri civilis, vol. 3, Novellae, εκδ. R. Schoell – W. Kroll, Βερολίνο 1985, σ. 474 – 476.
115
Ι. και Π. Ζέπου, Jus Grecoromanum, ό.π., τ. 6, σ. 13 και 232.
116
Θ. Ξ. Γιαγκου, Κανόνες και λατρεία, ό.π., σ. 293.
117
Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Αντωνίου, Πώς βλέπει η εκκλησία το διαζύγιο, Οι λόγοι
διαζυγίου κατά το ελληνικό και κυπριακό δίκαιο, Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος 21,
εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 86 και Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Δογματική της
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. 3, Αθήναι 1961, σ. 320 και εξής, βλ. σχετικά και
Παντελεήμον Ροδόπουλος, Μητροπ., Μαθήματα Ποιμαντικής, εκδ. αφών Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 1996.
118
Π. Σκαλτσή, Γάμος και θεία λειτουργία. Συμβολή στην ιστορία και τη θεολογία της
λατρείας (διατριβή επί διδακτορία ), Θεσσαλονίκη 1996, σ. 155.
53
πολλές φορές άλλαζε ή διακόπτονταν και οι σύζυγοι επέλεγαν

νέο σύντροφο, αφού λάμβαναν πρώτα διαζύγιο.

Η ανατολική εκκλησία βλέποντας τα προβλήματα που

μπορούσαν να προκύψουν κατά τη διάρκεια ενός γάμου

αναγνώρισε τη λύση αυτού υπό προϋποθέσεις 119. Η δυτική όμως

εκκλησία, σε αντίθεση με το πνεύμα της ελευθερίας που

εξέφραζε με την αποδοχή της λύσης του γάμου η ανατολική

εκκλησία, δεν αποδεχόταν τη λύση του γάμου120.

Γυρνώντας και πάλι στην ανατολική εκκλησία και το

βυζάντιο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι λόγοι του διαζυγίου

μετατρέπονταν πολές φορές όταν άλλαζε ο αυτοκράτορας.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο η λύση του γάμου εξαρτιόταν από

τη θρησκευτικότητα των αυτοκρατόρων και τον

φιλελευθερισμό των πατριαρχών121. Έχουμε λοιπόν ανάλογα

με τον αυτοκράτορα και διαφορετικούς λόγους διαζυγίου μέχρι

να φτάσουμε στην εποχή του Ιουστινιανού, οπότε και ορίζονται

οι λόγοι του διαζυγίου που επικράτησαν για όλοι τη βυζαντινή

περίοδο.

119
Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Αντωνίου, Πώς βλέπει η εκκλησία το διαζύγιο, ό.π., σ. 86
– 91.
120
Γεωργίου Α. Σεργίδη, Η διαμόρφωση των λόγων του διαζυγίου κατά το κυπριακό δίκαιο,
με συγκριτική επισκόπηση του ελληνικού και του αγγλικού δικαίου, διατριβή επί
διδακτορία υποβληθείσα στη νομική σχολή του Αριστοτελείου πανεπιστημίου το 2006,
τόμος 1, Μελέτες Κυπριακού Δικαίου, Λευκωσία 2007, τόμος 5, σ. 109- 110, βλ. σχετικά και
Δημητρίου Σαλάχα, Η νομική θέση της καθολικής Εκκλησίας εν τη Ελληνική επικράτεια,
Αθήνα 1978.
121
ό.π., σ. 109.
54
Ο μέγας Κωνσταντίνος κατά το έτος 331 μ.Χ. καθιέρωσε

τους λόγους για τους οποίους κάθε σύζυγος μπορούσε να

ζητήσει διαζύγιο. Ο σύζυγος μπορούσε να ζητήσει διαζύγιο εις

βάρος της συζύγου για τους λόγους της μοιχείας, μαστροπείας

ή φαρμακείας122. Η σύζυγος μπορούσε να ζητήσει διαζύγιο εις

βάρος του συζύγου για διάπραξη από μέρους του φόνου,

φαρμακείας ή τυμβωρυχίας123. Ακόμη το 337 προστέθηκε στους

λόγους του διαζυγίου και η τετραετής αφάνεια του συζύγου ο

οποίος βρισκόταν σε εκστρατεία. Τότε η σύζυγος είχε το

δικαίωμα να προβεί σε δεύτερο γάμο, αφού πρώτα το

ανακοίνωνε στους συγγενείς του συζύγου της, διαφορετικά θα

είχε κυρώσεις στην προίκα124.

Έπειτα από τον μέγα Κωνσταντίνο ο Ιουλιανός ο

Παραβάτης το 363, ο οποίος ήταν αντίθετος με τη χριστιανική

διδασκαλία, ανέτρεψε το νομοθέτημα του μεγάλου

Κωνσταντίνου και εισήγαγε εκ νέου το απεριόριστο της

διαλύσεως του γάμου. Αυτό βέβαια δεν κράτησε για πολύ, διότι

οι αυτοκράτορες Ονώριος και Κωνστάντιος το 421 μ.Χ. για να


122
Γ. Πετρόπουλου, Ιστορία και Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου, Αθήνα 1944, § 132, σ.
1127, Π. Καλλιγά, Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου – Καθά εν Ελλάδι Πολιτεύεται πλην των
Ιονίων Νήσων, τόμος 4ος «Περί Οικογενειακού Δικαίου», Αθήναι 1930, σ. § 144, σ. 133, βλ.
σχετικά και Αν. Χριστοφιλόπουλου, Η ελληνική ορθόδοξος εκκλησίαν και το διαζύγιον.
Αρχείον Ιδιωτικού Δικαίου 13 1946.
123
Κ. Β. Δεμερτζή, Σύστημα Αστικού Δικαίου, Οικογενειακόν Δίκαιον, Αθήναι 1935, σ. 256.
124
Γεωργίου Α. Σεργίδη, Η διαμόρφωση των λόγων του διαζυγίου κατά το κυπριακό δίκαιο,
ό.π., σ.117, βλ. σχετικά Σπύρου Τρωιάνου- Ιουλίας Βελισσαροπούλου – Καρακώστα,
Ιστορία Δικαίου, Αθήνα – Κομοτηνή 19972 και Κατερίνας Νικολάου, Παλινωδίες στη
νομοθεσία Μακεδόνων: Η κακοποίηση των έγγαμων γυναικών και ο Βίος της Θωμαϊδος
της Λεσβίας. Βυζαντινά Σύμμεικτα 16 (2008).
55
περιορίσουν το απεριόριστο της διαλύσεως του γάμου

επέβαλλαν ποινές σε όσους έλυαν τον γάμο τους λόγω

ελαφρών παραπτωμάτων125.

Στη συνέχεια ο Θεοδόσιος ο Β΄ περιέλαβε τις διατάξεις

των προηγουμένων αυτοκρατόρων σε έναν κώδικα που

δημοσίευσε το 438 μ.Χ., αλλά ένα έτος μετά τις κατάργησε

λόγω της αυστηρότητας τους126. Από τότε λόγω της αύξησης

των αυθαίρετων διαζυγίων, το 449 ο Θεοδόσιος ο Β΄ και ο

Ουαλέντιος ο Γ΄, με τη Νεαρά 17 καθόρισαν εκ νέου τους

λόγους διαζυγίου και τις ποινές σχετικές. Για τη σύζυγο, η

οποία μπορούσε να ζητήσει διαζύγιο χωρίς ποινές, οι λόγοι

ήταν αν ο σύζυγος ήταν φονιάς, φαρμακέας, ένοχος για εσχάτη

προδοσία, παραποιητής, τυμβωρύχος, ιερόσυλος, ληστής

ζωοκλόπος, λησταποδόχος, ανδραποδιστής, ένοχος για την

επιβουλή της ζωής της, αν υπήρχε υπόνοια ότι την μαστίγωνε

και ότι συναναστρεφόταν με άσεμνες γυναίκες 127. Για τον

σύζυγο ίσχυαν οι λόγοι της φαρμακείας, τυμβωρυχίας,

ιεροσυλίας, μοιχείας, φόνου, αν η σύζυγος ήταν λησταποδόχος,

ανδραποδίστρια, ένοχη για την επιβουλή της ζωής του,

125
ό.π., σ. 117 και Ιωάννου Δεληγιάννη, Το ζήτημα της Μεταρρυθμίσεως του Δικαίου του
Διαζυγίου υπό το Φως της Ιστορικής και Συγκριτικής Επισκοπήσεως του Θεσμού,
Επιστημονική Επετηρίδα Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ.,12, τχ. 4,
(Θεσσαλονίκη 1969) 96, υπ. 30.
126
Χρ. Πράτσικα, Ελληνικόν Οικογενειακόν Δίκαιον, κατά το Βυζαντινορωμαϊκόν δίκαιον,
τον Ιόνιον, το Σαμιακόν, και τον Αστικό Κώδικα, Αθήναι2 1945, § 113, σ. 133.
127
Σπ. Μαρκεζίνη, Το Διαζύγιον, Πραγματεία Ιστορική, Δογματική, Κοινωνιολογική,
Συγκριτικού Δικαίου, Αθήνα 1933, σ. 44.
56
συναναστρεφόταν με άλλους άνδρες, γνώριζε και

αποσιωπούσε το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, ήταν

συνένοχη σε έγκλημα, χειροδικούσε εναντίον του συζύγου της,

διανυκτέρευε εκτός του οίκου χωρίς τη θέληση του συζύγου

της, φοιτούσε σε θέατρα, ιπποδρόμια και άλλα δημόσια μέρη.

Ακόμη το διαζύγιο εκδιδόταν όταν υπήρχε φυσική ανικανότητα

και πολυετής απουσία128.

Φθάνοντας στην εποχή του Ιουστινιανού παρατηρούμε

ότι οι λόγοι του διαζυγίου συντάσσονται με ιδιαίτερη προσοχή

και οι ποινές αφορούν και τους δύο συζύγους. Το 536, ο

Ιουστινιανός με την 22η Νεαρά του δίνει κύρος στο συναινετικό

διαζύγιο και λίγα χρόνια αργότερα, το 542, με την 117 Νεαρά

του ορίζει ξεκάθαρα τους λόγους και τις ποινές του διαζυγίου

με τη βοήθεια του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά. Οι

λόγοι του διαζυγίου λοιπόν ήταν οι εξής: η μοιχεία της

γυναίκας, η επιβουλή της ζωής της, το κοινό λουτρό με άνδρες,

τα συμπόσια με άνδρες, η διανυκτέρευση της γυναίκας εκτός

του συζυγικού οίκου, η παρακολούθηση θεαμάτων χωρίς τη

συναίνεση του ανδρός, η συνομωσία του ανδρός κατά του

βασιλέως, η καταδίκη του ανδρός για μοιχεία με έγγαμη

γυναίκα, η ψευδής κατηγορία για μοιχεία καθώς επίσης και η

ανικανότητα του ανδρός, η παραφροσύνη, η αιχμαλωσία και η

128
ό.π., σ. 43-44.
57
επιλογή του μοναχικού βίου. Οποιαδήποτε άλλη αιτία

διαζυγίου ήταν παράνομη και επιβαλλόταν ποινές 129.

Βλέποντας λοιπόν τη σημασία του γάμου για την

εκκλησία κατανοούμε τον λόγο για τον οποίο πολλοί πατέρες

και σύνοδοι ασχολήθηκαν μ΄ αυτόν και προσπάθησαν να

ορίσουν κανόνες ή απλώς να συμβουλέψουν τους πιστούς για

το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται σχετικά με τον γάμο και με

την απόφασή τους να συμβιώσουν με έναν σύντροφο. Οι

κανόνες και οι λόγοι των πατέρων, οι οποίοι έχουν σκοπό να

παραινέσουν τους πιστούς για να οργανώσουν τη ζωή τους

σύμφωνα με τα χρηστά ήθη, αναφέρονται εκτενώς στον αριθμό

των επιτρεπομένων γάμων και με τις προϋποθέσεις της λύσης

αυτού. Ο λόγος της εκτενούς ενασχόλησής τους ήταν το

γεγονός ότι προέκυπταν ζητήματα από τη ζωή των πιστών και

ήθελαν λύση, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της

τετραγαμίας του Λέοντα του Σοφού, το οποίο και εξετάζουμε

στην παρούσα εργασία.

Ματθαίου Βλάσταρη, Σύνταγμα κατά στοιχείον, στοιχείον Γ, κεφάλαιον ιγ΄, ΡΠΣ, τ. 6,


129

σ. 175-177, Γεωργίου Θ. Σταθέα, Το διαζύγιο κατά τον Αστικό Κώδικα, επιμέλεια


ευρετηρίου Ράνια Γ. Σταθέα, Αθήνα 1985, σ. 34 και Γεωργίου Α. Σεργίδη, Η διαμόρφωση
των λόγων του διαζυγίου κατά το κυπριακό δίκαιο, ό.π., σ.122 – 160.
58
2 Πορεία αποδοχής του δευτέρου και τρίτου γάμου
από την εκκλησία και την πολιτεία
μέχρι τη Σύνοδος της Ενώσεως.

Η εξέλιξη των ανθρωπίνων σχέσεων και του πολιτισμού

δημιούργησαν νέα ζητήματα σχετικά με τον βίο των

χριστιανών. Η εκκλησία ακολουθώντας την “θύραθεν” πορεία

προσπάθησε να καθοδηγήσει το ποίμνιό της με τέτοιον τρόπο

ώστε να μπορεί να διαφυλάξει το χριστιανικό ήθος μέσα στη

διαχρονία.

Για το ζήτημα του γάμου η εκκλησία, κατανοώντας την

αδυναμία της ανθρώπινης φύσης, αποδέχθηκε μέχρι και τον

τρίτο γάμο. Η αποδοχή του τρίτου γάμου, ο οποίος είναι και ο

τελευταίος που επιτρέπεται για ένα πρόσωπο, έγινε σταδιακά.

Ξεκινώντας από τις επιστολές του αποστόλου Πάυλου,

στα χωρία Ρωμ. 7, 3 και Α΄ Κορ. 7, 8-9 και 39-40, αναφέρει ότι

επιτρέπεται ο δεύτερος γάμος στη γυναίκα 130 μόνο όταν έχει

πεθάνει ο σύζυγος και μόνο όταν η γυναίκα δεν μπορεί να

παραμείνει στη χηρεία, η οποία, όπως αναφέρει, είναι

‘’μακαριωτέρα’’.

Εδώ αναφέρεται για τις γυναίκες μόνο αλλά σύμφωνα με τους πατέρες αυτό δεν
130

σημαίνει ότι αποκλείονται οι άνδρες από τον δεύτερο γάμο, αντιθέτως τους αφορά, όπως
αφορούν και τα δύο φύλα οι όροι του γάμου. J. Zhisman, Το δίκαιον του γάμου, ό.π., σ. 57.
59
Για τις χήρες όμως οι οποίες είναι νέες και δεν έχουν

αποκτήσει τέκνα, ο απ. Παύλος όχι μόνο αποδέχεται τον

δεύτερο γάμο αλλά τον προτείνει ως προτιμότερο για την

κάλυψη της ανάγκης του ανθρώπου για τεκνοποιία131.

Αν και στις επιστολές ο αποστόλος Παύλος είναι σαφής

σχετικά με την αποδοχή του δευτέρου γάμου, ωστόσο κάποιοι

αρχαίοι κυρίως σχισματικοί, θέλησαν να αποδείξουν ότι ο

δεύτερος γάμος δεν είναι αποδεκτός από την εκκλησία, διότι

έτσι παραβιάζονταν το αδιάλυτο του γάμου και συνεπώς ο

δεύτερος γάμος θα ήταν μοιχεία ακόμη και αν είχε προηγηθεί

θάνατος του ενός από τους δύο συζύγους. Η άποψη αυτή βρήκε

έδαφος στούς Ναυατιανούς (Καθαρούς)132.

Μη μπορώντας η εκκλησία να αφήσει την παρανόηση

αυτή να γίνει αποδεκτή από τους πιστούς της, απάντησε και

έθεσε ξεκάθαρα την αποδοχή του δευτέρου γάμου κυρίως μέσα

από τα έργα μεγάλων πατέρων.

Στις Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων ο δεύτερος

γάμος είναι αποδεκτός, διότι όπως αναφέρει, αν και η

εγκράτεια είναι θαυμαστή, δεν μπορεί να αποδοκιμαστεί ο

δεύτερος γάμος, διότι είναι καλύτερος της πορνείας στην οποία

131
Α΄ Τιμοθ. 5, 14.
132
Βλ. σχετικά, Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, PG 41.
60
μπορούν να υποπέσουν οι εν χηρεία ή σε διαζύγιο ‘’ ασθενείς ’’

όπως τους χαρακτηρίζει133.

Ακολουθώντας την ίδια άποψη και ο Επιφάνιος Κύπρου

λέει ότι αν και αυτός που αρκείται στον πρώτο γάμο είναι άξιος

τιμής, διότι τηρεί τους όρκους του για το αδιάλυτο του γάμου,

ωστόσο και αυτός που δεν μπορεί έπειτα από τη χηρεία του να

παραμείνει άγαμος δεν αποδοκιμάζεται αλλά του επιτρέπεται

η σύναψη του δευτέρου γάμου134.

Σε μια λίγο πιο αυστηρή στάση βλέπουμε τον επίσκοπο

Ικονίου Αμφιλόχιο, οποίος επιδοκιμάζει μεν τον δεύτερο γάμο

για μια νέα χήρα για την ανάγκη της τεκνοποιίας αλλά τον

αποδοκιμάζει για μια χήρα η οποία έχει ήδη τέκνα 135. Ίσως η

άποψη αυτή να στηρίζεται στο χωρίο Α΄ Τιμοθ 5, 14 της

επιστολής του αποστόλου Παύλου, στο οποίο αναφέρεται

αναγκαίος ο δεύτερος γάμος μόνο για τη νέα χήρα.

Μια πιο αυστηρή στάση λαμβάνει στο ζήτημα ο Ιωάννης

ο Χρυσόστομος. Δεν αποδοκιμάζει ευθέως μεν τον δεύτερο

γάμο, λόγω των θέσεων του αποστόλου Παύλου, αλλά θεωρεί

ότι κατά κάποιο τρόπο αμαυρώνεται η τιμή του αποθανόντος

133
Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις Δ΄, κεφ. 26, PG 33, 406 C – 461A.
134
Επιφανίου Κύπρου, Κατά αιρέσεων, τ. 1, βιβλίο Β΄, αιρ. 32, PG 41, 868-869.
135
Αμφιλοχίου Ικονίου, Λόγος εις την Υπαπαντήν του Κυρίου, PG 39 53-56.
61
συζύγου λόγω της μη τήρησης της υπόσχεσης της χήρας, από

τη στιγμή μάλιστα που η εκκλησία βοηθάει τις άπορες χήρες136.

Σε πιο ήπια στάση ο μαθητής του Χρυσοστόμου,

Θεοδώρητος Κύρου, λέει ότι σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο

αν και η χήρα η οποία είναι εγκρατής είναι ΄΄μακαριωτέρα΄΄

όμως η χήρα η οποία συνάπτει δεύτερο γάμο δεν είναι

δυστυχής αλλά ΄΄ μακαρία΄΄137.

Ενώ λοιπόν βλέπουμε την αποδοχή του δευτέρου γάμου

με την προϋπόθεση της χηρείας, αυτό δεν σημαίνει ότι γίνεται

αποδεκτός ο δεύτερος γάμος έπειτα από διαζύγιο. Με την

αιτιολογία ότι ο δεύτερος γάμος έπειτα από διαζύγιο αποτελεί

μοιχεία συγκεκαλυμμένη αποδοκιμάζεται από τον 102 κανόνα

της εν Καρθαγένη συνόδου138, στον οποίο μάλιστα

διατυπώνεται η θέση ότι θα πρέπει να θεσπιστεί βασιλικός

νόμος προκειμένου το ανδρόγυνο να συμφιλιωθεί χωρίς να

εκδοθεί διαζύγιο και να τους απαγορευθεί ρητώς να συνάψουν

επόμενο γάμο σε περίπτωση που δεν προκύψει συμφιλίωση.

Ακόμη αποδοκιμάζεται από τον Αθηναγόρα, ο οποίος τον

αποκαλεί ΄΄ευπρεπή μοιχεία΄΄139 και τον Κλήμη Αλεξανδρέα140, ο

οποίος τον χαρακτηρίζει ως πορνεία.


136
Ιωάννου Χρυσοστόμου (ψευδεπ.), Περί μονανδρίας, PG 48, 609-620 και Εις νεωτέραν
χηρεύουσαν, PG 48, 569-608.
137
Θεοδώρητου Κύρου, Ερμηνεία εις Α΄ Κορινθ, 7, 40, PG 82, 285.
138
Κανών 102 της εν Καρθαγένη Συνόδου, ΡΠΣ, τ. 3, σ. 548.
139
Αθηναγόρα, Πρεσβεία προς χριστιανόν, κεφ. 33, PG 6, 965.
140
Κλήμη Αλεξανδρέα, Στρωματείς Β΄, κεφ. 23, PG 8, 1085-1097 και Στρωματείς Γ΄, κεφ. 11
και κεφ. 12, PG 8, 1172-1192.
62
Αν και οι πατέρες της εκκλησίας ήταν ξεκάθαροι ως προς

την αποδοχή του δευτέρου γάμου, η πολιτεία αποδεχόταν το

διαζύγιο. Έτσι λόγω της συγκατάβασης της εκκλησίας προς

τους πιστούς δεν θεωρούσε τελικώς ως άκυρος τον δεύτερο

γάμο που προέκυπτε από διαζύγιο, ωστόσο επέβαλλε επιτίμια

για την αποτροπή του δευτέρου γάμου. Ο κανόνας που

αναφέρεται στα επιτίμια αυτά είναι ο 8ος της Α΄ Οικουμενικής

συνόδου141.

Ενώ λοιπόν για τον δεύτερο γάμο είχαν ειπωθεί αυτά από

τους πατέρες, θεωρήθηκε αναγκαίο η εκκλησία να ασχοληθεί

και με τον τρίτο και τέταρτο γάμο, εφόσον προέκυπταν

ζητήματα από το ποίμνιό της. Αρχικά λοιπόν ο τρίτος και ο

τέταρτος γάμος απαγορεύθηκαν και θεωρήθηκαν ως

πολυγαμία. Η άποψη όμως αυτή εξελίχθηκε από τους πατέρες

της εκκλησίας, οι οποίοι αποδεχόμενοι ενίοτε το πνεύμα της

ποιμαντική μέριμνας και φροντίδας υποχώρησαν έναντι της

ακρίβειας και εκφράστηκαν με οικονομία και αποδεχόμενοι

ενίοτε τον τρίτο γάμο ως καλύτερο από την πορνεία λόγω του

γεγονότος ότι η σχέση περιορίζονταν σε ένα άτομο.

Ο μέγας Βασίλειος ασχολήθηκε με το ζήτημα της

πολυγαμίας εκδίδοντας σχετικούς κανόνες αντιμετωπίζοντας

ποιμαντικά το ζήτημα. Οι κανόνες αυτοί υπήρξαν η βάση τόσο

141
Κανών 8ος, Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ΡΠΣ, τ. 2, σ.133.
63
για τους πατέρες που ασχολήθηκαν μεταγενέστερα με την

πολυγαμία όσο και για την έγγαμη ζωή των πιστών. Ακόμη

αποτέλεσαν και τη βάση για την έκδοση του Τόμου της

Ενώσεων (920), ο οποίος αφορούσε στον επιτρεπόμενο αριθμό

γάμων για ένα πρόσωπο εξ αφορμής του τετάρτου γάμου του

Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού.

Ο πιο βασικός κανόνας σχετικά με το ζήτημα είναι ο 4 ος

κανόνας του Μ. Βασιλείου ο οποίος αναφέρει την πολυγαμία

ως «πορνεία κεκολασμένη». «Περὶ τριγάμων, καὶ πολυγάμων, τὸν


αὐτὸν ὡρίσαμεν κανόνα, ὃν καὶ ἐπὶ τῶν διγάμων ἀναλόγως˙

ἐνιαυτὸν μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν διγάμων˙ ἄλλοι δέ, δύο ἔτη· τοὺς δὲ

τριγάμους ἐν τρισὶ καὶ τέσσαρσι πολλάκις ἒτεσιν ἀφορίζουσιν.

Ὀνομάζουσι δὲ τὸ τοιοῦτον οὐκ ἔτι γάμον, ἀλλὰ πολυγαμίαν,

μᾶλλον δὲ πορνείαν κεκολασμένην· διό καὶ ὁ Κύριος, τῇ Σαμαρείτιδι

πέντε ἄνδρας διαμειψάσῃ. Ὃν νῦν, φησίν, ἔχεις, οὐκ ἔστι σου ἀνήρ·

ὡς οὐκ ἔτι ἀξίων ὄντων τῶν ὑπερεκπεσόντων τοῦ μέτρου τῆς

διγαμίας, τῷ τοῦ ἀνδρός, ἢ τῆς γυναικός, καλεῖσθαι προσρήματι.

Συνήθειαν δὲ κατελάβομεν ἐπὶ τῶν τριγάμων, πενταετίας

ἀφορισμόν, οὐκ ἀπὸ κανόνος, ἀλλ’ ἤγουν τοῑς προλαβοῦσιν

ἀκολουθοῦντες Πατράσι. Δεῖ δὲ μὴ πάντη αὐτοὺς ἀπείργειν τῆς

ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀκροάσεως αὐτοὺς ἀξιοῦν ἐν δύο που ἔτεσιν, ἢ

τρισί, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπιτρέπειν συστήκειν μέν, τῆς δὲ κοινωνίας

τοῦ ἀγαθοῦ ἀπέχεσθαι, καὶ οὕτως ἐπιδειξαμένους καρπόν τινα

64
μετανοίας, ἀποκαθιστᾶν τῷ τόπῳ τῆς κοινωνίας »142. Ο Μ. Βασίλειος

λέγοντας πολυγαμία εννοεί την τριγαμία.

Στον 4ο κανόνα λοιπόν του Μ. Βασιλείου ορίζεται για

τους διγάμους να επιτιμούνται με δύο έτη αποχής από τα Τίμια

Δώρα και οι τρίγαμοι να επιτιμούνται με πέντε χρόνια αποχής

από τα τίμια Δώρα, αλλά να ακροώνται των Γραφών και να

στέκονται με τους πιστούς χωρίς όμως να μεταλαμβάνουν

μέχρι να μετανοήσουν.

Στον κανόνα αυτόν παρατηρούμε τρία σημεία τα οποία

τονίζουν οι ερμηνευτές του κανόνα. Το πρώτο που τονίζουν

ιδιαίτερα ο Βαλσαμών και ο Ζωναράς είναι ότι ο Μ. Βασίλειος

χαρακτηρίζει την τριγαμία ως «πολυγαμίαν» και «πορνείαν

κεκολασμένην». Το δεύτερο είναι ότι ο Μ. Βασίλειος δεν κρίνει

άξιους τους άνδρες ή τις γυναίκες, που ενέχονταο με την

πολυγαμία να λέγονται άνδρες ή γυναίκες αυτών και το τρίτο

που τονίζει ιδιαίτερα ο Αριστηνός είναι ότι ο πενταετής

αφορισμός των τριγάμων δεν είναι ΄΄ἀπό κανόνος΄΄ αλλά ΄΄ ἀπό

συνηθείας΄΄.

Πιο αναλυτικά οι ερμηνευτές λένε ότι ο Μ. Βασίλειος

ονομάζει την τριγαμία πολυγαμία, ή καλύτερα, πορνεία

κεκολασμένη. Γι΄ αυτό όρισε κανόνες για όσους προέβησαν

δεύτερο γάμο και ανάλογα για όσους προέβησαν σε τρίτο.

142
4ος κανών Μ.Βασιλείου, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 102.
65
Λέγοντας ΄΄ανάλογα΄΄ τονίζουν, ότι δεν ορίζει το ίδιο επιτίμιο

στον δίγαμο και στον τρίγαμο, αλλά στον τρίγαμο ορίζει

πενταετή αφορισμό. Έπειτα συνεχίζουν με το παράδειγμα της

Σαμαρείτιδας και λένε ότι οι δευτερογαμούντες δεν μπορούν

να λένε τις γυναίκες ή τους άνδρες τους ως συζύγους αυτών,

διότι εφόσον υπερβαίνουν τον επιτρεπόμενο αριθμό γάμων και

οδηγούνται στην πολυγαμία, δηλαδή στην πορνεία, δεν έχουν

την αξίωση να ονομάζονται σύζυγοι. Στη συνέχεια αναφέρουν

ότι ο άγιος επεκτείνει τον αφορισμό σε πέντε έτη για τους

τριγάμους αλλά τονίζει ότι οι επιτιμούμενοι πρέπει να

στέκονται δύο ή τρία έτη στον τόπο των ακροωμένων και μετά

να εντάσσονται στους πιστούς. Αν μετά από τον ορισμένο

χρόνο έχουν δείξει ειλικρινή μετάνοια, τότε να έρχονται και

πάλι σε κοινωνία.

Στην ερμηνεία του ο Βαλσαμών κλείνει με την παράθεση

του κειμένου της Συνόδου της Ενώσεως, θέλοντας με τον τρόπο

αυτό να δείξει ότι ο δ΄ κανόνας του Μ. Βασιλείου αποτελεί τη

βάση για το κείμενο του Τόμου, όπως θα δούμε στο επόμενο

κεφάλαιο. «Ὁ δὲ Τόμος τῆς Ἑνώσεως» «τρίτου γάμου ποίησιν οὐκ


ἐπέτρεψεν»143.

Ακόμη θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ερμηνευτές

διαφέρουν και ως προς την αυστηρότητά τους, διότι βλέπουμε

ότι ο Βαλσαμών στέκεται λίγο πιο αυστηρά στα χρονικά όρια


143
ό.π., σ. 103.
66
των επιτιμίων. Ενώ δηλαδή ο Ζωναράς και ο Αριστηνός δεν

αναφέρουν τα πέντε έτη για την επιστροφή του επιτιμώμενου

στην εκκλησία, ο Βαλσαμών τα αναφέρει και με τον τρόπο

αυτό τα τονίζει. Ακόμη για την παραμονή των επιτιμωμένων

στον τόπο των ακροωμένων ο Ζωναράς και ο Αριστηνός

αναφέρουν δύο με τρία έτη τον σχετικό χρόνο, ενώ ο Βαλσαμών

καθορίζει σαφέστερα τρία.

Επίσης ο Αριστηνός στην ερμηνεία του κανόνα δέχεται το

ένα ή δύο έτη αφορισμού για τον δίγαμο, τα τρία ή τέσσερα για

τον τρίγαμο και τονίζει ότι τα πέντε έτη για τον τρίγαμο

ορίζονται από συνήθεια και όχι από κανόνα. «Ἕνα χρόνον, ἢ δύο,
ἀφορίζεται ὁ δίγαμος, τρεῖς δὲ καὶ τέσσαρας, ὁ τρίγαμος, καὶ πέντε,

κατὰ τὴν ἄρτι συνήθειαν».

Στο Πηδάλιον, τέλος, έχουμε και πάλι αναφορά των

ερμηνευτών για τον χρόνο των επιτιμίων και για τον τρόπο

ένταξης στην κοινωνία, την αναφορά στο παράδειγμα της

Σαμαρείτιδας και στο γεγονός ότι ο πενταετής αφορισμός είναι

από συνήθεια και όχι από κανόνα144.

Έκτός όμως από τα στοιχεία αυτά που τονίζουν και οι

άλλοι ερμηνευτές οι συγγραφείς του Πηδαλίου στέκονται και

στο γεγονός ότι οι παλαιοί Πατέρες την τριγαμία την

ονομάζουν πολυγαμία ή και πορνεία και μας παραπέμπει στον

3ο κανόνα της Νεοκαισαρείας. «Ὅτι τὴν τριγαμίαν, οἱ παλαιοὶ


144
Πηδάλιον, σ. 592.
67
Πατέρες δὲν ὀνομάζουσιν γάμον, ἀλλὰ πολυγαμίαν (καὶ ἴσως ἐννοεῖ

ἐδῶ τοὺς ἐν Νεοκαισαρείᾳ Πατέρας, οἵτινες ἐν τῷ γ΄ κανόνι

πλείστους γάμους τὸν τρίτον γάμον ὀνομάζουσιν), ἢ μᾶλλον εἰπεῖν

πορνείαν ὄχι ἐξαπλωμένην εἰς κάθε γυναῖκα, ἀλλὰ συνεσταλμένην

εἰς μίαν γυναῖκα»145.

Στις παραπάνω αναφορές καλό θα ήταν να τονίσουμε και

το στοιχείο του ‘’ἀπό συνηθείας ‘’ επιτιμίου που ορίζουν οι

πατέρες για τα πέντε έτη αφορισμού για τους τριγάμους. Η

συνήθεια ή αλλιώς έθιμο όπως επικράτησε να λέγεται

αργότερα, αφορά την τάξη και την εξωτερική οργάνωση του

εκκλησιαστικού βίου και αποτελεί τμήμα της παραδόσεως 146. Η

δύναμη του εθίμου δεν είναι ανασταλτική προς τους ιερούς

κανόνες αλλά λειτουργεί παράλληλα μ’ αυτούς και τους

συμπληρώνει χωρίς συγκρούσεις. Άλλωστε μία τέτοια

σύγκρουση θα ήταν καταστροφική για την αλήθεια της

εκκλησίας, αφού θα επικρατούσε σύγχυση σχετικά με την

παράδοση της εκκλησίας, την οποία εκφράζουν μεταξύ άλλων

και οι κανόνες, οι οποίοι σε σχέση με την συνήθεια έχουν

αυξημένο κύρος. Επομένως έθιμο και κανόνες έχουν μια σχέση

εξάρτησης και αλληλοσυμπλήρωσης. Όσο αφορά την

εφαρμογή της παράλληλης σχέσης εθίμου και κανόνα αυτό

ό.π., σ. 592.
145

Νικοδήμου Μίλα, Το εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Συνταγέν κατά τας εκκλησιαστικάς


146

πηγάς και κατά τους εν ταις Αυτοκεφάλοις Ισχύοντας Ειδικούς Νόμους, μετάφραση Δρ.
Μελετίου Αποστολοπούλου, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήναι 1906, Φωτοτ. ανατύπωσις
Βασ. Ν. Γρηγοριάδης 1970, σ. 63.
68
είναι θέμα της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου πνευματικού

ο οποίος θα αποφασίσει σχετικά με την πορεία που θα

ακολουθήσει στην επιβολή του επιτιμίου147.

Γυρνώντας και πάλι στην αποδοχή του δευτέρου και

τρίτου γάμου θα δούμε τους κανόνες 50 και 80 του Μ.

Βασιλείου. Έχουμε λοιπόν τον 50 κανόνα του Μ. Βασιλείου ο

οποίος λέει ότι για την τριγαμία δεν υπάρχει νόμος και την

αποκαλεί «ρύπασμα». Ωστόσο δέχεται ότι είναι καλύτερη της

«ἀνειμένης πορνείας». «Τριγαμίας νόμος οὐκ ἔστιν˙ ὥστε νόμῳ


γάμος τρίτος οὐκ ἄγεται. Τὰ μέντοι τοιαῦτα, ὡς ῥυπάσματα τῆς

ἐκκλησίας ὁρῶμεν˙ δημοσίαις δὲ καταδίκαις οὐχ ὑποβάλλομεν, ὡς

τῆς ἀνειμένης πορνείας αἱρετωτέρα»148.

Οι ερμηνευτές του κανόνα αναφέρουν ότι η τριγαμία δεν

αποτελεί γάμο αλλά «πορνεία κεκολασμένη» και «ρύπασμα»,

όπως και ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος αναφέρει, αλλά δεν

καταδικάζεται, διότι θεωρείται ως καλύτερη της «ἀνειμένης

πορνείας» λόγω του περιορισμού σε μια γυναίκα.

Ο Βαλσαμών διευκρινίζει ότι όταν ο Μ. Βασίλειος λέει ότι

δεν υπάρχει νόμος, εννοεί εκκλησιαστικός κανόνας «ἀλλὰ


νόμον ἐνταῦθα, τὸν ἐκκλησιαστικὸν νόει»149.

147
Κωνσταντίνου Πολυζωίδου, Το έθιμον εις το πλαίσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
(συμβολή εις την νομοκανονικήν και ιστορικήν θεώρησιν), Θεσσαλονίκη 1996, σ. 108.
148
ΡΠΣ, τ. 4, σ. 203.
149
Σχολιασμός Βαλσαμώνα στον 50ό κανόνα του Μ. Βασιλείου, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 204.
69
Ο Αριστηνός αναφέρει ότι ο τρίτος γάμος για την

εκκλησία αποτελεί ρύπασμα αλλά για τη νομοθεσία λέει ότι η

πολιτεία αποδέχεται τα τέκνα αυτού του γάμου ως νόμιμα και

τα περιλαμβάνει και στην κληρονομιά. «Ὁ μὲν πολιτικὸς νόμος


τὴν τριγαμίαν ἐπιγινώσκει, καὶ τοὺς ἐξ αὐτῆς τεχθέντας παῖδας

νομίμους ἔχει, καὶ εἰς κληρονομίαν καλεῖ· τοῖς δὲ κανόσιν ὁ τρίτος

γάμος οὐ παραδέχεται, ἀλλ’ ὡς ῥύπασμα τοῦτον τῆς ἐκκλησίας

ἒχουσιν»150.

Στο ίδιο κλίμα ερμήνευαν και οι συγγραφείς του

Πηδαλίου και τονίζουν ότι η τριγαμία είναι «ρύπασμα» και ότι

δεν υπάρχει εκκλησιαστικός νόμος να τη συγχωρεί, επειδή

όμως είναι καλύτερη της ελεύθερης πορνείας δεν την

καταδικάζει. «Διορίζει ὁ παρὼν κανὼν ὅτι νόμον καὶ κανόνα


ἐκκλησιαστικὸν δὲν ἔχομεν νὰ συγχωρῇ τὸν τρίτον γάμον˙ ὥστε, οὐ

νόμιμος, ἀλλὰ παράνομος ὁ τοιοῦτος γάμος ἐστί, καὶ ὡσὰν ἕνας

μολυσμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ ὅμως οὗτος καλύτερος εἶναι ἀπὸ

τὴν ἐλευθέραν πορνείαν ὁποῦ γίνεται εἰς πολλὰς γυναῖκας, ὡς

πορνεία μέν, συνεσταλμένη δὲ εἰς μίαν γυναῖκα . διὰ τοῦτο φανερῶς

τὸν τρίτον γάμον δὲν καταδικάζομεν, ὥστε ὁποῦ καὶ νὰ τὸν

χωρίζωμεν, ἀλλὰ παραβλέπομεν αὐτόν»151.

Τέλος ο 80 κανόνας του Μ. Βασιλείου αναφέρει ότι οι

πατέρες αποσιώπησαν την πολυγαμία ως κτηνώδη πράξη και

ξένη προς το ανθρώπινο γένος. Θεωρούν λοιπόν την

150
Σχολιασμός Αριστηνού στον 50ό κανόνα του Μ. Βασιλείου, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 204.
151
Σχολιασμός στον 50ό κανόνα του Μ. Βασιλείου, Πηδάλιον, σ. 619.
70
πολυγαμία μεγαλύτερο αμάρτημα της πορνείας και την

επιτιμούν με τέσσερα έτη αποχής από τα τίμια δώρα. «Τὴν


πολυγαμίαν οἱ πατέρες ἀπεσιώπησαν, ὡς κτηνώδη καὶ παντελῶς

ἀλλοτρίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἡμῖν δὲ παρίσταται πλέον τί

πορνείας εἶναι τὸ ἁμάρτημα. Διὸ εὔλογον τοὺς τοιούτους

ὑποβάλλεσθαι τοῖς κανόσι˙ δηλονότι ἐνιαυτὸν προσκλαύσαντας, καὶ

ἐν τρισὶ ὑποπεσόντας, οὕτω δεκτοὺς εἶναι»152.

Στην ερμηνεία αυτού του κανόνα οι ερμηνευτές

χαρακτηρίζουν την πολυγαμία ως κτηνωδία και λένε ότι το

επιτίμιο της πολυγαμίας ορίζεται στα τέσσερα χρόνια.

Οι συγγραφείς του Πηδαλίου τονίζουν ότι ο κανών εννοεί

ως πολυγαμία την τριγαμία και γι’ αυτό ορίζεται το επιτίμιο

του 4ου κανόνα του Μ. Βασιλείου. «Πολυγαμίαν φαίνεται νὰ ἐννοῇ


ἐδῶ ὁ κανὼν τὴν τριγαμίαν· οὕτω γὰρ οἱ Πατέρες τὸν τρίτον γάμον

ὠνόμασαν, κατὰ τὸν δ΄ τοῦ ἰδίου Βασιλείου»153.

Εκτός όμως από τις βασικές απόψεις του μεγάλου

Βασιλείου για το ζήτημα της τριγαμίας, μ’ αυτό ασχολούνται

και άλλοι πατέρες. Ο Γρηγόριος Νανζιανζηνός χαρακτηρίζει

την τριγαμία ως παρανομία154 και βασίζεται στην απαγόρευση

του τρίτου γάμου από τον απόστολο Παύλο.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα έργα του ‘’Περί

μονανδρίας’’ και ‘’Λόγος εις την νεωτέραν χηρεύουσαν ‘’


152
Ρ. Π.Σ., τ. 4, σ. 242-243.
153
Σχολιασμός στον 80ό κανόνα του Μ. Βασιλείου, Πηδάλιον, σ. 628.
154
Γρηγορίου Νανζιανζηνού, Λόγος 32 (θεολογικός 5ος ), PG 36, 133-172.
71
καταθιστά σαφές ότι δέχεται με επιείκεια – οικονομία μόνο τον

δεύτερο γάμο και δεν αποδέχεται σε καμία περίπτωση τον

τρίτο γάμο για τον οποίο αρνείται ακόμη και να αναφερθεί155.

Ο Ιωάννης ο Νηστευτής, ο οποίος για τα επιτίμια των

διγάμων και των τριγάμων παραπέμπει στον 4ο κανόνα του Μ.

Βασιλείου, αναφέρεται ξεκάθαρα ότι για τους διγάμους άλλοι

ορίζουν ένα και άλλοι δύο έτη και για τους τριγάμους τρία ή

τέσσερα ενώ τα πέντε έτη αφορισμού ορίζονται από συνήθεια.


«Ἐπὶ τῶν διγάμων, ἐν δ΄ κανόνι φησὶν ὁ μέγας Βασίλειος, ἐνιαυτὸν

ἕνα τινὲς ὥρισαν˙ ἄλλοι δὲ δύω· τοὺς δέ τριγάμους ἐν τρισὶν ἔτεσι

καὶ τέσσαρσιν ἀφορίζουσι. Συνήθειαν δὲ, φησὶν, ἐλάβομεν ἐπὶ τῶν

τριγάμων, πενταετίας ἀφορισμὸν, μὴ διασπωμένου δηλονότι τοῦ

γάμου, ὅταν μὴ τέκνα τούτοις ἐκ τῶν προτέρων γάμων παρῇ »156.

Ο Θεόδωρος ο Στουδίτης στην 50 επιστολή του Α΄ βιβλίου,

σχετικά με τους διγάμους, αναφέρει ότι οι δίγαμοι

συγχωρούνται «ὁ δὲ δεύτερος γάμος εἴ και συγχώρηται, ἀλλ’

ἐπιτετίμηται»157, όπως δηλώνει ο «ιερός Απόστολος», αλλά για

τους τριγάμους και τους πολυγάμους παραπέμπει στον 4 ο

κανόνα του Μ. Βασίλειου, στον 1ο κανόνα της Λαοδικείας και

στον 3ο κανόνα της Νεοκαισαρείας. «Ἐντεῦθεν ὁρμηθέντες οἱ


θεῖοι πατέρες, ἐπιτιμίῳ ὑπέβαλλον τοὺς διγάμους, οἱ μὲν τῆς ἐν

Λαοδικείᾳ συνόδου ἀορίστως διὰ τοῦ εἰπεῖν. Ὀλίγου χρόνου


155
Ιωάννου Χρυσοστόμου (ψευδεπ), Περί μονανδρίας, PG 48, 609-620 και Εις νεωτέραν
χηρεύουσαν, PG 48, 569-608.
156
Ιω. Νηστευτού, Κανονικόν, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 438.
157
Θεοδώρου Στουδίτου, Βιβλίον α΄, επιστολή 50, PG 99, 1093.
72
παρελθόντος καὶ σχολάσαντας ἐν ταῖς προσευχαῖς καὶ νηστείαις,

κατὰ συγγνώμην ἀποδίδοσθαι αὐτοῖς τήν κοινωνίαν ὡρίσαμεν ὁ δὲ

μέγας Βασίλειος ὡρισμένως» «Διὰ τοῦτο και οἱ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ

συνόδου ἅγιοι Πατέρες ἀπεῖρξαν καί τοῦ ἑστιασθῆναι πρεσβὺτερον

εἰς διγαμοῦντος γάμον» 158.

Για το ζήτημα της πολυγαμίας αξιοσημείωτη είναι η

ενασχόληση των αυτοκρατόρων, οι οποίοι εξέδιδαν

αυτοκρατορικές διατάξεις τη ρύθμιση του ζητήματος.

Στα χρόνια του βυζαντίου, η εκκλησία και το κράτος

είχαν μια σχέση συναλληλίας. Η πολυγαμία αποτελούσε ένα

από τα κύρια θέματα στις διατάξεις που αφορούσαν τον γάμο.

Πριν ακόμη δημιουργηθεί το ζήτημα της τετραγαμίας του

Λέοντα, πολλοί αυτοκράτορες ασχολήθηκαν με τον αριθμό των

επιτρεπομένων γάμων.

Ο Ιουστινιανός ασχολήθηκε εκτενώς με τα θρησκευτικά

ζητήματα, διότι θεωρούσε ότι η εκκλησία είναι θεσμός

επωφελής για το κράτος159.

Στο νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού, ο γάμος έχει

σημαντική θέση και τον πραγματεύεται κυρίως στις Νεαρές.

Στις διατάξεις αυτές ο Ιουστινιανός είχε απαγορεύσει κάθε

Θεοδώρου Στουδίτου, Βιβλίον α΄, επιστολή 50, PG 99, 1092.


158

Μητρ. Σισσανίου και Σιατίστης Αντωνίου Γ. Κόμπου, Κοσμική και εκκλησιαστική


159

εξουσία από των χρόνων των αποστολικών Πατέρων μέχρι της πτώσεως του βυζαντίου,
εκδ. Αποστολική διακονία της εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1992, σ. 85.
73
ερμηνευτικό σχόλιο, αρχικά στον Πανδέκτη και αργότερα σε

όλο το «σώμα» των νόμων160.

Έχουμε λοιπόν την 22η νεαρά του Ιουστινιανού, η οποία

προέκυψε από την ανάγκη για αναγνώριση των παιδιών του

τρίτου αλλά και των επόμενων γάμων και αναφέρει ότι

επιτρέπεται ο τρίτος γάμος. Ακόμη αποδέχεται και τους

περισσότερους γάμους χωρίς να ορίζει αριθμό με στόχο να

αποτρέψει τις παράνομες συμβιώσεις.

Έτσι στην 22η νεαρά στο κεφάλαιο 22 §1 και 2 λέει ότι

επιτρέπεται ο δεύτερος γάμος161. Για μεν τους άνδρες ελεύθερα,

για δε τις γυναίκες ελεύθερα μετά τον πρώτο χρόνο του

πένθιμου ενιαυτού. «Ἀλλ’ ἄνδρες μὲν ἀπελεύσονται πάσης τῆς


παρατηρήσεως ἐλεύθεροι· γυναιξὶ δὲ μόνον ἐπικείσεται δέος τὸ μὴ

πρὸ τοῦ ἐνιαυσιαίου χρόνου πρὸς τὸ δεύτερον ἐλθεῖν συνοικέσιον».

Η διάταξη αυτή ακόμη αναφέρει ότι σε περίπτωση που η

γυναίκα ατιμάσει τον γάμο της δεν δικαιούται περιουσία, από

τον γάμο που θα διαλυθεί. Ενώ δικαιούνται κανονικά την

περιουσία οι συγγενείς μέχρι τρίτου βαθμού. «Ἀλλ’ οὐδὲ


πορρωτέρω κληρομίαν ἐξ ἀδιαθέτου τῶν οἰκείων αὐτῆς

ὑπεισελεύσεται συγγενῶν, ἀλλὰ μέχρι μόνον τρίτου βαθμοῦ

θεωρουμένου πανταχόθεν στήσεται τὰ τῆς διαδοχῆς αὐτῇ· οἱ

πορρωτέρω δὲ ὄντες ἑτέρους ἒξουσι κληρονόμους ». Συνεχίζοντας


160
J. A. S. Evans, Η εποχή του Ιουστινιανού, μτφ. Βασίλης Κουρής, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα
1999, σ. 351.
161
Jus Grecoromanum, Βασιλικά, τ. 3, σ. 2738-2740, Νεαρά 22, κεφ. 22 § 1,2.
74
λέει ότι αν μια γυναίκα παντρευτεί για δεύτερη φόρα προ του

πενθίμου έτους τότε έχει κυρώσεις στην κληρονομιά. Εδώ

αναφέρονται και οι διατάξεις οι οποίες εμπεριέχονται στο

Codex Justinianum και αναφέρονται στη δικαιοδοσία της

περιουσίας. (Κωδ. βιβλ. 5. 9. 6 / 5.9.1 / 5. 9. 2 / 5. 9. 3 / 6. 56. 9 / 6.

56. 1 / 6. 56. 4) «εἴ τινες ἔμπροσθεν οὐκ ἀρκεσθέντες γάμοις


Θεοδώρου. Ἡ πρὸ τοῦ πενθίμου χρόνου δευτερογαμοῦσα γυνὴ

ἀτιμοῦται, μηδὲν ἐκ τοῦ προτὲρου γάμου κερδαίνουσα μήτε πλέον

τοῦ τρίτου μὲρους τῆς ἰδίας οὐσίας δυναμὲνη ἐπιδοῦναι τῷ δευτέρῳ

ἀνδρί»162.

Στην ίδια νεαρά στο κεφάλαιο 23 αναφέρεται στη

γυναίκα που παντρεύτηκε για δεύτερη φόρα και δεν παραβίασε

το πένθιμο έτος. Αναφέρει τα δικαιώματά της αλλά και τις

κυρώσεις που θα δεχθεί κυρίως ως προς την κληρονομιά.

Έχουμε και εδώ αναφορά στο Codex Justinianum και στις

αντίστοιχες νεαρές. ( Κωδ. βιβλ. 5. 9. 3 / 5. 9. 6 / 5. 9. 8 / 6. 66. 4 / 7.

40. 1 και νεαρά 2, 98, 127 ) «Εἰ δὲ ἀναμείνειε μὲν τὸν χρόνον γυνή,
καὶ ταύτῃ διαφύγοι τὰς εἰρημένας ποινὰς ἐπὶ δεύτερον δὲ ἀφίκοιτο

συνοικέσιον τῶν προτέρων ἀμελήσασα γάμων· εἰ μὲν οὐκ ἔχει

παῖδας (εἰρήσθω γὰρ καὶ αὖθις) ἀκίνδυνον ἅπαν τὸ ἐντεῦθεν. Εἰ δὲ

ὑπείη γονή, καὶ παῖδας ὁ νόμος ἐντεῦθεν ἀτιμασθέντας ἴδοι,

τηνικαῦτα πάσης φιλοτιμίας τοῦ ἀνδρὸς εἰς αὐτὴν ἐλθούσης κατὰ τὸ

162
ό.π., σ. 2740- 2741, κεφ 22 § 2.
75
τῆς δεσποτείας ἀφαιρεῖται μέρος μόνην αὐτῇ καταλιπὼν τὴν χρῆσίν

τε καὶ ἐπικαρπίαν»163.

Στο 27 κεφάλαιο της ίδιας νεαράς αναφέρει την

προστασία και τις υποχρεώσεις των παιδιών από τον δεύτερο

και τους επόμενους γάμους, και αναφέρει και πάλι διατάξεις

από το Codex Justinianum. ( Κωδ. βιβλ. 5. 9. 6/ 9/ 10/ 13/ 18) «


Ἄριστα δὲ ἡμῖν Λέων ὁ τῆς θείας λήξεως σκέψασθαι δοκεῖ τὰ περὶ

τῶν ἐπιδόσεων, ὧν εἰς τὰ δεύτερα ποιοῦνται συνοικέσια οἱ ταῦτα

συμβάλλοντες. Φησὶ γάρ, ὡς, εἴπερ ἐκ τοῦ προτέρου γάμου παῖδας

ἔχοιεν οἱ γονεῖς, εἶτα εἰς δεύτερον ἣ καὶ ἐφεξῆς χωροῖεν συνοικέσιον,

οὐ δύνανται οὔτε εἰς τὴν μητριυὰν οἱ πατέρες, οὔτε εἰς τὸν πατρωὸν

αἱ μητέρες κατὰ τὸν τῆς ζωῆς χρόνον τὴν οἱανοῦν ποιεῖσθαι

φιλοτιμίαν, ἢ ἐν τελευτῇ τι καταλιμπάνειν· πλὴν ἢ τοσοῦτον, ὅσον

εἷς παῖς ἢ θυγάτηρ μόνος ὢν ἐκ τοῦ φύσαντος ἔχει»164.

Τέλος, στο κεφάλαιο 30 της ίδιας νεαράς και πάλι

αναφέρεται στην περιουσία για τα τέκνα και τονίζει ότι δεν

ενδιαφέρει τον νόμο για τον τρόπο λύσεως του γάμου αλλά

ενδιαφέρεται μόνο για τον κλήρο που δικαιούνται τα παιδιά

που προέκυψαν από το δεύτερο, τρίτο ή και επόμενο γάμο.


«Ἐπειδὴ δὲ τὰ κέρδη πανταχοῦ κατὰ τὴν τοῦ λόγου συνέχειαν εἰς

τὰς ἀπὸ τελευτῆς διαζεύξεις ἐνομοθετήσαμεν, βραχεῖ τινι λόγῳ

κακεῖνο προστίθεμεν, ὡς, ὁπόσα κερδάνειαν, οἱ γονεῖς διαζυγίῳ

λυθέντος τοῦ γάμου, εἴτε ἀγαθῇ χάριτι σταλέντος. Εἴτε καὶ ἄλλως

163
ό.π., σ. 2741-2742, κεφ. 23.
164
ό.π., σ. 2744-2748, κεφ. 27.
76
εἴτε κατὰ προικός, εἴτε κατὰ προγαμιαίς δωρεᾶς πρόφασιν, ταῦτα

κατὰ μίμησιν τῶν ἀπὸ τελευτῆς κερδῶν ἅπαντα φυλαττέσθω τοῖς

παισὶ (ταὐτοῦ τούτου φυλαττομένου καὶ ἐπὶ τῶν ἀπροίκων γαμετῶν,

ἔνθα ἡ παρ’ ἡμῶν τεθεῖσα διάταξις τὴν προπέτειαν ἐτιμωρήσατο)·

καὶ οὐ διαφερόμεθα, παρὰ τίνος αἰτίαν ὁ γάμος τῷ διαζυγίῳ λύεται.

ὁπωσδήποτε γὰρ ἄν ἔχοι τὸ πρᾶγμα, φυλλάττεται καὶ ἐπ’ ἐκείνων τὸ

κερδανθὲν τοῖς ἐκ τῶν γάμων ἐκείνων παισίν, ἐξ ὧν προῆλθον οἱ

παῖδες, εἴτε οἱ πρῶτοι διελύθησαν γάμοι διαζυγίῳ, εἴτε καὶ οἱ

δεύτεροι, κἄν εἰ τρίτος οὐκ ἠκολούθησε γάμος»165.

Έπειτα από την Ιουστινιάνειο νομοθεσία, ασχολήθηκαν

με το θέμα του γάμου οι Ίσαυροι. Το ισαυρικό δίκαιο, το οποίο

είχε επηρεαστεί από τους πατέρες της εκκλησίας, δεν επιτρέπει

την πολυγαμία αλλά μόνο τον δεύτερο γάμο166. Έτσι στην

«Εκλογή» των Ισαύρων, η οποία ήταν ο κώδικας των

αυτοκρατόρων Λέοντα Γ΄ και του υιού του, Κωνσταντίνου Ε΄ 167,

περιλαμβάνονται διατάξεις μόνο για τον β΄ γάμο. Έχουμε

δηλαδή, στην εποχή των Ισαύρων (αρχές 8 ου αιώνα), η οποία

είχε καισαροπαπική αντίληψη, μια συντηρητική άποψη για τον

αριθμό των επιτρεπόμενων γάμων168.

Στην «Εκλογή», στο κεφάλαιο ι΄ του β΄ τίτλου,

επιτρέπεται ο δεύτερος γάμος για άνδρες και γυναίκες αλλά

165
ό.π., σ. 2749, κεφ. 30.
166
Δήμητρίου Μπόσδα, Περί του γάμου, Συμβολή εις την μελέτην του γάμου κατά την
εκλογήν των Ισαύρων, Αθήνα 1937, σ. 47.
167
Σπ. Τρωιάνου, Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, ό.π., σ. 112 και εξής.
168
Μητρ. Σισανίου και Σιατίστης Αντωνίου Γ. Κόμπου, Κοσμική και εκκλησιαστική
εξουσία, ό.π., σ. 89.
77
για τις γυναίκες ορίζει ότι πρέπει να περάσει ο ένας χρόνος

ενιαυτού. Αν δεν περάσει, τότε δέχεται κυρώσεις στην

απόκτηση της κληρονομιάς. «Δευτερογαμία συνίσταται ἐπὶ τοῖς


μὴ κεκωλυμένοις προσώποις εἴτε ἐγγράφως εἴτε ἀγράφως οὕτως· εἰ

μὲν παίδων χωρίς, ἀπεριέργως συναλλάσσειν κατὰ τοὺς ἀνωτέρω

δηλουμένους τρόπους. Εἰ δὲ παῖδες ὑπῶσι τῷ δευτερογαμοῦντι

προσώπῳ, μὴ ἔχειν αὐτὸν ἄδειαν χαρίζεσθαι τῇ δευτέρᾳ γυναικὶ

πλείω ἑνὸς παιδὸς μοῖραν τοῦ ἐκ προτέρων αὐτοῦ γάμων ἐκ τῆς

ἴδιας περιουσίας καθ’ οἱανδήποτε φιλοτιμίαν. Ὁμοίως δὲ το αὐτὸ

παραφυλαττέσθω καὶ ἐπὶ τῆς δευτερογαμούσης γυναικός,

προδήλως τῆς δευτερογαμούσης γυναικός τὸν ἀπὸ καιροῦ τῆς

τελευτῆς τοῦ πρώτου αὐτῆς ἀνδρὸς παραφυλαττούσης δώδεκα

μηνιαῖον χρόνον. Εἰ δὲ πρὸ τούτου δευτερογαμήσει, ἄτιμος ἔσται,

μηδὲν ἐκ τοῦ προτέρου ἀνδρὸς κερδανοῦσα καθ’ οἱονδήποτε

τρόπον»169.

Στο ια΄ κεφάλαιο του β΄ τίτλου έχουμε ρυθμίσεις σχετικά

με τα τέκνα της γυναίκας που έχει συνάψει γάμο για δεύτερη

φορά και δίνεται η ευθύνη ανατροφής των τέκνων στον

δεύτερο σύζυγο. «Ἡ δευτερογαμοῦσα γυνὴ ἔχουσα ἐκ τοῦ πρώτου


γὰμου παῖδας, αἰτείτω πρὸ τοῦ συναλλάγματος τοῦ δευτέρου γάμου

ἐπίτροπον τοῖς παισὶν αὐτῆς καὶ οὕτως συναλλασσέτω. Εἰ γὰρ μὴ

τοῦτο γένηται, ὑπεύθυνα τὰ αὐτῆς καὶ τοῦ δευτέρου ἀνδρὸς αὐτῆς

169
Jus Grecoromanum, Νομοθεσία Ισαύρων και Μακεδόνων, τ. 2, σ. 24.
78
πράγματα γενήσονται ἐπὶ τῇ ἀποκαταστάσει τῶν ἀνηκόντων τοῖς

νέοις πατρικῶν αὐτῶν πραγμάτων»170.

Κατά τα τέλη του 8ου αιώνα αρχές του 9ου, η αυτοκράτειρα

Ειρήνη η Αθηναία με την 28η νεαρά της δέχεται μόνο το δεύτερο

γάμο και απαγορεύει τον τρίτο, ενώ κηρύσσει τα παιδιά του

τρίτου γάμου νόθα. Στην άποψη αυτή κατέληξε η

αυτοκράτειρα, επηρεασμένη από τη χριστιανική διδασκαλία

όπως αυτή καταγράφηκε στη Αγία Γραφή και όπως κυρίως ο

απόστολος Παύλος, στηριζόμενος στην εντολή του Χριστού,

λέει ότι η σύναψη μέχρι δευτέρου γάμου επιτρέπεται μόνο

έπειτα από χηρεία. Ακόμη αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο

τρίτος γάμος είναι ξένος ως προς τα χρηστά ήθη και όσοι

πράττουν τρίτο γάμο δεν έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται

σύζυγοι όπως ο Χριστός είπε στη Σαμαρείτιδα. «Εἰρηται τῷ


θεόπτῃ Μωυσῇ περὶ τῶν γεγραμμένων ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ˙ Ἐπ’ αὐτοῖς

οὐκ ἔστι προσθεῖναι, καὶ ἀπ’ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἀφελεῖν. Τὰ οὖν

προειρημένα ἐν τῷ β΄ τίτλῳ, ὡς ἑπόμενα τῷ θείῳ Ἀποστόλῳ Παύλῳ

περὶ τῶν γαμικῶς ἐνθέσμως συναπτομένων, ἕως γὰρ δευτέρου

συνοικεσίου μνήμην πεποίηνται, καὶ περὶ ἑτέρου οὐδαμῶς ὡς

παράνομα καὶ κτηνώδη, ἤδη τὴν κύρωσιν ἔλαβε˙ διὸ ὁρίζομεν παντὶ

τρίτον συνοικέσιον καὶ ἐπέκεινα μὴ γίνεσθαι, ὡς ἀλλότρια τῆς θείας

ἀποστολικῆς διατάξεως, καὶ ξένα τῆς χριστιανικῆς ἀγχιστείας· μήτε

μὴν τὰς οἰκετικὴν τύχην λαχούσας κόρας ἀποικίζεσθαι εἰς γαμικὴν

γνησιότητα, ἤ καὶ ὀνομάζεσθαι αὐτὰς συζύγους, καὶ μάλιστα τοὺς


170
ό.π., σ. 25.
79
ἐν ὑπεροχῇ καὶ ἀξίᾳ ὄντας· ἐὰν γὰρ πλημμελήσῃ τις ἀπὸ τοῦ

παρόντος, παράνομον εἶναι τὸ συνοικέσιον, καὶ τοὺς τικτομένους ἐκ

τῶν τοιούτων γάμων παἴδας νόθους τυγχάνειν»171.

Λίγο πριν δημιουργηθεί το ζήτημα της τετραγαμίας του

Λέοντα, ο Βασίλειος ο Μακεδών κηρύσσει άκυρο τον τέταρτο

γάμο και θεωρεί τα παιδιά αυτού του γάμου ως νόθα. Για την

άποψη αυτή στηρίζεται στη χριστιανική διδασκαλία και

πιθανόν επηρεάζεται από τον 4o κανόνα του Μ. Βασιλείου

εφόσον αποκαλεί την τετραγαμία ‘’πορνείας ρύπασμα’’. Ακόμη

για όσους προβαίνουν σε 3ο γάμο τους παραπέμπει και στους

εκκλησιαστικούς κανόνες. «Διὰ τοῦτο ἡ ἡμετέρα γαληνότης ταῖς


ἀνειμέναις τῶν ἐρώντων ἐπιθυμίαις ἐπιθεῖναι χαλινὸν βουλομένη,

τοσοῦτον ἀπαγορεύει τὸ πρὸς τέταρτον συνοικέσιον ἀφικέσθαι τινά,

ὥστε καὶ τοὺς εἰς τρίτον ἐλθόντας τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς παραπέμπει

κανόσιν. Ὥστε οὗν τὰ αὐτὰ δίκαια προβαίνειν καὶ ἐπὶ τοῦ τρίτου

συνοικεσίου, ὁπόσα καὶ ἐπὶ τοῦ τετάρτου, ἔστω νῦν πᾶσι κατάδηλον,

ὡς, εἴ τις τολμήσειε πρὸς τέταρτον γάμον, τὸν οὐ γάμον, ἐλθεῖν, οὐ

μόνον ἀντ’ οὐδενὸς ὁ τοιοῦτος νομιζόμενος γάμος λογισθήσεται,

οὔτε οἱ ἐξ αὐτοῦ τεχθέντες παῖδες γνήσιοι γνωρισθήσονται, ἀλλὰ

καὶ ταῖς ποιναῖς τῶν μεμολυσμένων τοῖς τῆς πορνείας ῥυπάσμασι

καθυποβληθήσεται, ἀπ’ ἀλλήλων δηλονότι τῶν τοιούτων

προσώπων διϊσταμένων»172.

171
ΡΠΣ, τ. 5, σ. 252.
172
ΡΠΣ, τ. 5, σ. 253.
80
Φθάνοντας στην εποχή του Λέοντα παρατηρούμε ότι στα

χρόνια της βασιλείας του δεν έχουμε απλά επικύρωση της

νομοθεσίας του Βασιλείου του Α΄, για τον τέταρτο γάμο, αλλά

μια πιο αυστηρή διάταξη. Στην 90 ή Νεαρά του Λέοντα

παρατηρούμε ότι ο αυτοκράτορας αναφέρεται στους δίγαμους

με αυστηρή γλώσσα και μιλάει ακόμη αυστηρότερα για τους

τριγάμους τους οποίους και δεν αποδέχεται . Όπως αναφέρει ο

δεύτερος γάμος να αποφεύγεται ακόμη και για τις χήρες, οι

οποίες πρέπει να εμμένουν στη χηρεία τους. Αν όμως

προκύψει, τότε τον δέχεται ως ελάττωμα και παραπέμπει στους

κανόνες, οι οποίοι ορίζουν επιτίμια. Όσο αφορά τον τρίτο γάμο

δεν τον δέχεται σε καμία περίπτωση και παραπέμπει σε ιερό

κανόνα. «Πολλὰ γὰρ τῶν ἀλόγων τοῦ ὁμοζύγου προαποφθαρέντος


διὰ βίου τὴν χηρείαν ἀνασπάζεται, καὶ δευτέροις οὐκ ἐθέλει γάμοις

τόν πρῶτον ὥσπερ καταχωννύειν. Ἔπεί δὲ τὴν τοιαύτην ἧτταν ἡ

φύσις οὐ βαρεῖαν νομίζουσα, καίτοι βαρυτάτην, τῇ πρώτῃ οὐκ

ἀρκεῖται γαμικῇ ὁμιλίᾳ, ἀλλὰ καὶ πρὸς δευτέραν οὐδὲν αἰδουμένη

χωρεῖ, καὶ μέχρι τούτου τὸ ἑαυτῆς ὤφειλεν ὀρίζειν ἐλάττωμα. Ἀλλ’

οὐχ οὕτω ποιεῖ, ἀλλ’ οὔτε συγγνώμη ἐξ ἱεροῦ νόμον ἐπὶ τῷ

ἑλλατώματι λαμβάνει, καὶ πρὸς τρίτον γάμον ἐκ τοῦ δευτέρου

προάγεται, τῷ μὴ δίκην ἐν τούτῳ ἀπαιτηθῆναι, καὶ τῆς κειμένης ἐπὶ

τῷ τρίτῳ ἐπιτιμήσεως καταφρονήσασα μάλιστά γε καὶ πολιτικοῦ

νόμου ( οὐκ οἶδ’ ὅπως) μὴ συμφωνεῖν ἐθελήσαντος τῷ δόγματι τοῦ

πνεύματος, ἀλλὰ μέμψεως ἀφιὲντος τοὺς μέχρι τῆς δευτέρας

81
γαμικῆς μὴ στέρξαντος κοινωνίας. Τοιγαροῦν ἡμεῖς τοῖς τῷ

πνεύματι δοκοῦσιν ἑπόμενοι ὁριζομεν, τοὺς εἰς τριγαμίαν

καταστάντας ὑποκεῖσθαι τῇ δίκῃ, ἥνπερ αὐτῶν ὁ ἱερὸς κανὼν

ἐξενήνοχεν»173.

173
ΣΠ. Ν. Τρωιάνου, Νεαρές Λέοντος Ϛ΄ Του Σοφού, ό.π., σ. 256 – 257, P. Noailles et A. Dain,
Les novelles de Leon VI le Sage, Paris 1994, societe d’ edition « Les belles lettres », σ. 297,299, 90ή
Νεαρά Λέοντος ς΄ Σοφού.
82
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ


ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥΣ
ΣΤΗ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ

1.Η σύγκληση της συνόδου και οι αποφάσεις της

Έπειτα από τις αναταραχές που δίχασαν την εκκλησία

και τον λαό, η ανάγκη για μια σύνοδο συμφιλίωσης ήταν

επιτακτική προκειμένου να επέλθει η αποκατάσταση της τάξης

αλλά και η υστεροφημία του Λέοντα.

Η πράξη αυτή επισφραγίστηκε με τη Σύνοδο της Ενώσεως

(920) και με τις κανονικές αποφάσεις που καταγράφονται στον

Τόμο. Το όνομα της Συνόδου είχε συμβολικό χαρακτήρα, αφού

μέσω αυτής επήλθε η ΄΄ένωση΄΄ των διεστώτων μερών και η

ειρήνη. Η ένωση αφορούσε πρωτίστως τις παρατάξεις των

Νικολαϊτών και των Ευθυμιανών, αλλά και την αναθέρμανση

των σχέσεων των εκκλησιών της Ρώμης και της

Κωνσταντινουπόλεως. Μέσω του Τόμου αποδοκιμαζόταν και

από τον παπικό θρόνο οι αντικανονικές αποφάσεις της

συνόδου του 907174.

174
Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. 2, ό.π., σ. 145.
83
Οι αποφάσεις της συνόδου, οι οποίες πήγαζαν από τη

διδασκαλία των Πατέρων175 και των αποφάσεων των

προηγουμένων συνόδων176, καθόρισαν τον επιτρεπόμενο

αριθμό γάμων για ένα πρόσωπο και την εγκυρότητα αυτών.

Παράλληλα η σύνοδος απεκατέστησε τον Λέοντα και του

έδωσε κατ’ οικονομίαν άφεση για το παράπτωμα του τετάρτου

γάμου, στο οποίο είχε υποπέσει. Έτσι έκλεισε οριστικά το θέμα

και αναγνωρίσθηκε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος και

επισήμως ως νόμιμο τέκνο και νόμιμος διάδοχος του θρόνου,

τον οποίο και κατείχε ήδη.

Η Σύνοδος της Ενώσεως συγκροτήθηκε τον Ιούλιο του

920, δηλαδή κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του

Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και Ρωμανού Α΄ του

Λεκαπηνού177, όταν στον πατριαρχικό θρόνο βρισκόταν ο

Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός178.

175
Η διδασκαλία των Πατέρων πάνω στην οποία βασίστηκαν οι αποφάσεις του Τόμου
είναι κυρίως οι κανόνες 4, 32, 50, 58, 80, του Μ. Βασιλείου, ο κανόνας περί διγάμων και
τριγάμων του Ιω. Νηστευτή καθώς και η διδασκαλία του Θεοδώρου Στουδίτου, βλ.
σχετικά το κεφάλαιο β΄, αυτόθι.
176
Οι αποφάσεις των συνόδων στις οποίες βασίστηκαν οι αποφάσεις του Τόμου είναι
πιθανότατα ο 3ος κανόνας Νεοκαισαρείας και 1ος της Λαοδικείας, βλ. σχετικά το κεφάλαιο
β΄, αυτόθι.
177
Οι λόγοι σύγκλησης της Συνόδου από τον Ρωμανό Α΄ τον Λεκαπηνό ήταν πολλοί: α)
θα φαινόταν ως ειρηνευτής της εκκλησίας, β) θα είχε τη συμπάθεια του Πατριάρχη,
γ)και κυρίως θα κατέρριπτε το κύρος της νόμιμης δυναστείας της οποίας ο Ρωμανός θα
επανόρθωνε τα αμαρτήματα. βλ. σχετικά, Γ. Καραγιανόπουλου, Το Βυζαντινό κράτος,
ό.π., τ. 2, σ. 85, για τη στέψη του Ρωμανού βλ. σχετικά V. Grumel, Notes de chronologie
byzantine, Echos d' Orient 35 (1936) 333-335, S. Runciman, The emperor Romanos Lecapenus and
his reign, Cambridge 1929, σ. 55-62.
178
V. Grumel, Les regestes, 9 jullet 920, Nicolas 1er Mistique (912-925), Νο 715.
84
Ο Τόμος της Ενώσεως επιτάσσει την απαγόρευση γενικώς

της τετραγαμίας και περιλαμβάνει σχετικές περί γάμου

διατάξεις, χωρίς όμως να αναφέρεται συγκεκριμένα στην

τετραγαμία του Λέοντα. Ωστόσο φωτογραφίζει την περίπτωσή

του και την αποδέχεται κατ’ οικονομίαν.

Οι αποφάσεις του Τόμου της Ενώσεως επικυρώθηκαν από

τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο με την υπ’

αριθμόν 1 Νεαρά αυτού. Ο Τόμος αναγιγνώσκετο κάθε έτος

κατά τον μήνα Ιούλιο από τον άμβωνα της εκκλησίας 179.

Αργότερα, κατεχωρήθει στα λειτουργικά βιβλία, π.χ. σε

Ωρολόγιο που εκδόθηκε το 1789 με την επιμέλεια του

Παπαδόπουλου και χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων και από

τους αντικολλυβάδες ως μέσο πειθούς προς τους πιστούς για

να κοινωνούν μόνο τρεις φορές τον χρόνο 180. Σε βάθος χρόνου,

οι αποφάσεις του Τόμου θα πέσουν σε αχρησία, εκτός από την

απόφαση η οποία επιτρέπει τη σύναψη μέχρι τρίτου γάμου,

χωρίς όμως να εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις και τα

επιτίμια181.

179
Zhisman J., Tο δίκαιον του γάμου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 2, ό.π., σ. 127,
και ερμηνεία Βαλσαμώνα στον 4ο κανώνα του Μ. Βασιλείου, ΡΠΣ, τ.4, σ. 104, «και
ἀναγινωσκόμενος ἐτησίως ἐπ’ ἄμβωνος κατά τον Ιούλιον μήνα».
180
Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά την
διδασκαλία των Κολλυβάδων, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 353 βλ. σχετικά και Β. Καλλιακμάνη,
Η διδασκαλία περί συχνής θείας Μεταλλήψεως κατά τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο,
Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου “ Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος '' 29 Σεπτέμβριου – 4
Οκτωβρίου 1998, εκδ. Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, Πάρος
2000.
181
Θ. Ξ. Γιάγκου, Κανόνες και λατρεία, ό.π., σ. 320.
85
Για την επικράτηση του Τόμου όμως και των αποφάσεών

του θα αναφερθούμε αργότερα. Εδώ θα παραθέσουμε τις

αποφάσεις της συνόδου και την ανάλυση αυτών. Το κείμενο

στο προοίμιο προβάλλει την αλληεξάρτηση τάξεως και

δόγματος της εκκλησίας, επικαλούμενοι οι πατέρες της

συνόδου τον δεύτερο κανόνα της εν Καρθαγένη συνόδου, ο

οποίος εν προκειμένω θέτει το κανονικό πλαίσιο για τις

σχετικές αποφάσεις των μετέπειτα συνόδων, «Σύμπασα ἡ


σὺνοδος εἶπε˙ θέλοντος τοῦ Θεοῦ, ἴσῃ ὁμολογίᾳ ἡ ἐκκλησιαστικὴ

πίστις, ἡ δι’ ἡμῶν παραδιδομένη, ἐν ταύτῃ τῇ ἐνδόξῳ συνελεύσει

πρωτοτύπως ὁμολογητέαν ἐστίν, ἔπειτα ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις,

μετὰ συναινέσεως ἑκάστου καὶ ὁμοῡ πάντων, φυλακτέαν ἐστίν »182.

Στην ερμηνεία του Βαλσαμώνα και του Ζωναρά στον

συγκεκριμένο κανόνα της εν Καρθαγένη συνόδου τονίζεται

ακριβώς η αλληλεξάρτηση πίστεως και τάξεως, ομολογείται

δηλαδή η εκκλησιαστική πίστη και παράλληλα παρέχεται η

διαφύλαξη εκκλησιαστικής τάξεως183. Το κείμενο του Τόμου

λοιπόν έχοντας ως πρότυπο αυτή τη δομή αρχίζει με την

ομολογία της πίστης και στη συνέχεια υποδεικνύει τον δρόμο

που θα ακολουθήσει η εκκλησία, ώστε να επιλύσει το ζήτημα

που προέκυψε από το σκάνδαλο του τετάρτου γάμου του

Λέοντα. Έτσι εκ προοιμίου εκδηλώνεται η πρόθεση της

182
ΡΠΣ, τ. 3, σ. 299.
183
Ερμηνεία Ζωναρά και Βαλσαμώνα στον 2 ο κανόνα της Κρθαγένης συνόδου, ΡΠΣ, τ. 3,
σ. 300.
86
εκκλησίας να προτάξει την οικονομία και να λύσει με σοφία το

ζήτημα γάμου μιμούμενος το πρότυπο της σωτηριώδους

οικονομίας του Χριστού. «Ὁ δὲ τῆς εἰρήνης αἴτιος καὶ διδάσκαλος


Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πύλας εἰπὼν ᾅδου μὴ κατισχύσειν τῆς

Ἐκκλησίας αὑτοῦ, ἀεὶ τὰ σκάνδαλα εἰς τὴν τοῦ πονηροῦ κεφαλὴν

περιτρέπων, τὴν εἰρήνην τῇ Ἐκκλησίᾳ διαφυλάττει ἀλύμαντον.

Οὗτος ἐκεῖνος, ἡ εἰρήνη ἡμῶν, Χριστὸς, ὁ Θεὸς, ὁ Πατὴρ, ὁ

Ἀρχιερεὺς, ὁ Ποιμὴν ὁ ἀληθινός, τῶν ἱερῶν τέκνων τῆς πανάγνου

νύμφης αὐτοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ἀλλήλων διασπασθέντων, τῇ

αὐτοῦ προνοίᾳ καὶ χάριτι τὴν ἕνωσιν αὐτοῖς κατεπράξατο, καὶ τοῖς

ἀχράντοις κόλποις πάλιν συνήγαγε τῆς μητρός, διδοὺς ἐκείνῃ μὲν

χαίρειν ἐπὶ τῇ συναγωγῇ τῶν τέκνων· ἑαυτῷ δὲ τὴν ἐξ ἑνὸς

στόματος καὶ μιᾶς καρδίας προσάγεσθαι τῆς δόξης ἀναφοράν· πᾶσι

δὲ τοῖς, ὅσοι μὴ πρὸς τὴν ταραχώδη τοῦ δαίμονος προαίρεσιν

ἀποκλίνουσιν, ἀλλὰ τοῦ τῆς εἰρήνης αἰτίου τὸ παράγγελμα τιμῶσι,

τὴν εὐχαριστίαν προσάγειν» 184.

Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα ιστορικά στοιχεία. Η

ιστορική αναδρομή ακόμη και στα συνοδικά κείμενα, τις

περισσότερες φορές, κρίνεται απαραίτητη προϋπόθεση για τη

διατύπωση των δογματικών αποφάσεων. Ακόμη προβάλλεται

ως μια εισαγωγή, η οποία μας εξιστορεί την αιτία συγκλήσεως

της συνόδου και τη διαμόρφωση μιας πιο πλήρους εικόνας για

184
Ο Τόμος της Ενώσεως, ΡΠΣ, τ. 5, σ. 4 – 5.
87
το ζήτημα που προέκυψε και μας προδιαθέτει για τον τρόπο με

τον οποίο θα το χειριστεί η εκκλησία185.

Βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο δίνεται η εξιστόρηση

του ζητήματος που προέκυψε κατανοούμε από τη μία την

καταδίκη της πράξης αλλά από την άλλη την προσπάθεια

εύρεσης λύσης και οικονομήσεως για τα ήδη υπάρχοντα

σκάνδαλα. Η οικονόμηση αυτή όμως δεν αποτελεί για την

εκκλησία αποδοχή του σκανδάλου αλλά προσπάθεια

ειρήνευσης. Έτσι μας δείχνει ότι η κατ΄ οικονομίαν αποδοχή θα

γίνει λόγω της αγάπης της εκκλησίας για τους εμπλεκομένους

στο σκάνδαλο και για τη λύση του ζητήματος που προέκυψε,

χωρίς να υποβιβαστεί το ιερό μυστήριο του γάμου, το οποίο

αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα της εκκλησίας.

Στο σημείο αυτό και πρίν συνεχίσουμε με το κείμενο του

Τόμου καλό θα ήταν να αναφερθούμε στην οικονομία ως τρόπο

εφαρμογής των κανόνων. Στα ζητήματα του γάμου η

οικονομία δεν απουσιάζει. Έτσι και στο κείμενο του Τόμου

κυριαρχεί το πνεύμα της οικονομίας διότι η εκκλησία κατανοεί

την ανθρώπινη αδυναμία και πράττει με στόχο τη σωτηρία του

ανθρώπου.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η οικονομία οδηγεί στη

διαστρεύλωση του γράμματος ή και του πνεύματος των

185
ό.π., σ. 5-6.
88
κανόνων ή ακόμη και στην κατάργησή τους και θεωρούν ότι οι

κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται μόνο με ακρίβεια λόγω του

αλάθητου χαρακτήρα τους. Αν όμως το αποδεχόταν αυτό η

εκκλησία, τότε θα είχαμε μια δικανική αντίληψη των κανόνων

η οποία καλλιεργήθηκε περισσότερο στο χώρο της δυτικής

εκκλησίας, η οποία δέχεται τους κανόνες ως νόμους.

Η οικονομία δείχνει τη φιλευσπλαχνία της εκκλησίας για

τους πιστούς και τους βοηθάει να ενταχθούν και πάλι στο

σώμα της εκκλησίας, όταν υποπίπτουν σε κάποιο αμάρτημα,

κατανοώντας το λάθος τους και μετανοώντας ειλικρινά γι’

αυτό186.

Η αυστηρή άποψη για εφαρμογή μόνο της ακρίβειας

στους κανόνες έρχεται σε αντίθεση με ότι μας δίδαξε ο Κύριος,

ο οποίος έλεγε «Το Σάββατον διά τόν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὐχ ο

ἄνθρωπος διά τό Σάββατον»187. Ετσι και οι ιεροί κανόνες δόθηκαν

στους πιστούς όχι για να τους εμποδίζουν στην πορεία προς τη

σωτηρία αλλά αντίθετα για να τους βοηθούν.

186
Ένας ικανοποιητικός ορισμός για την οικονομία θα ήταν αυτός του Αλεξανδρείας
Μελετίου : « Η απόκλισις από του αυστηρού κανόνος εν τισί περιστάσεσι, γενομένη
χάριν μείζονος ωφελείας της Εκκλησίας, τηρωμένων όμως των θεμελιωδών αρχών της
πίστεως», βλ. Ιερωνύμου Κοτσώνη, Προβλήματα της εκκλησιαστικής Οικονομίας, εκδ.
Δαμασκός, Αθήνα 1957, σ. 20 και πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Αντωνίου, Πώς βλέπει η
εκκλησία το διαζύγιο, ό.π., σ.90 – 91, βλ. σχετικά για την έννοια των κανόνων, V. Lossky,
μεταφρ. Στ.Πλευράκη, Η μυστική θεολογία της Ανατολικής εκκλησίας, Θεσσαλονίκη
1964, σ. 204.
187
Μάρκ. 2, 27.
89
Ετσι όσοι γνωρίζουν την εκκλησιαστική οικονομία,

αναγνωρίζουν και το δικαίωμα των πνευματικών να χορηγούν

την άφεση και τη συγχώρεση εφαρμόζοντας τη λογική του

πνεύματος των ιερών κανόνων και την ευρύτερη διδασκαλία

της εκκλησίας λόγω της χριστιανικής αγάπης για τη σωτηρία

των ανθρώπων188. Με τον τρόπο αυτό ζεί ο πιστός ελεύθερος

μέσα στην εκκλησία.

Γυρνώντας και πάλι στο κείμενο του Τόμου φτάνουμε

στις αποφάσεις του, οι οποίες έχουν κανονικό χαρακτήρα και

ορίζουν τα εξής:

1. Απαγορεύεται «παντελώς» ο τέταρτος γάμος και αν

πραγματοποιηθεί, τότε αποκόπτεται ο πολύγαμος από την

εκκλησιαστική κοινωνία και παραμένει στο επιτίμιο για όσο

χρόνο εμμένει στην παράνομη αυτή πράξη του. «Τέταρτον


γάμον μηδενὶ τολμᾶσθαι, ἀλλ’ εἶναι ἀπόβλητον παντελῶς˙ καὶ τόν,

εἴ τις ἐπὶ τοιοῦτο ἐλθεῖν συνοικέσιον προεθυμήθη, πάσης

ἀπεστερημένον εἶναι συνάξεως ἐκκλησιαστικῆς, καὶ αὐτῆς τῇς πρὸς

τὸν ἅγιον ναὸν εἰσόδου ἀλλότριον, μέχρις ἂν ἐπιμείνῃ τῷ

συνοικεσίῳ· τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς πρὸ ἡμῶν ἁγίοις ἔδοξε Πατράσι· καὶ

ἡμεῖς δὲ τὴν γνώμην ἐνδηλοτέραν ποιοῦντες, ὡς ἀλλότριον αὐτὸν

τῆς χριστιανικῆς πολιτείας ἀνακηρύττομεν»189.

188
Παν. Μπούμη, Κανονικόν δίκαιον, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 20022, σ. 51 και εξής.
189
Ο Τόμος της Ενώσεως, ΡΠΣ, τ. 5, σ. 6.
90
Η αυστηρή αυτή απόφαση κάνει ξεκάθαρη τη θέση της

εκκλησίας για την απαγόρευση του τετάρτου γάμου ο οποίος

ξεπερνάει τα όρια της οικονομίας και αποτελεί απειλή για τα

χρηστά ήθη. Ο γάμος εκφράζει την πίστη και αγάπη μεταξύ

των προσώπων και δεν μπορεί παρά να φθίνει όταν

επαναλαμβάνεται. Στην συγκεκριμένη πάντως περίτωση η

απαγόρευση πηγάζει από τους κανόνες των Πατέρων και

κυρίως τον 4ο κανόνα του Μ. Βασιλείου, ο οποίος θεωρεί την

πολυγαμία ως «πορνεία κεκολασμένη»190.

2. Στη συνέχεια ο Τόμος κρίνει ως δεύτερη απόφαση της

συνόδου και τον τρίτο γάμο ότι είναι και αυτός «μη άξιος» για

τον χριστιανικό βίο, αλλά συγχωρείται ως «ρύπασμα» από τους

Πατέρες υπό προϋποθέσεις. Τις προϋποθέσεις αυτές τις θέτει

διότι ο τρίτος γάμος αποτελεί παρέμβαση στην έμμεση πλην

σαφή εντολή του Χριστού για δυνατότητα διαζυγίου και

συνάψεως και δευτέρου γάμου παρ' εκτός λόγου πορνείας. Για

τον λόγο αυτό έπρεπε να γίνει κατανοητό ότι ο τρίτος γάμος

δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός εύκολα από την εκκλησία

παραμόνο στις περιπτώσεις εκείνες που πραγματικά

συντρέχει της αναγκαστικής τρόπον τινά εφαρμογής της

οικονομίας. «Ἵνα δὲ καὶ τὰ τῶν ἄλλων γάμων εὐσχημονέστερον


τυπωθῇ, καὶ τοῡ τῶν Χριστιανῶν βίου μὴ ἀνάξιον ἔχῃ τὴν

προαγωγὴν, καὶ περὶ τοῦ τρίτου ὁρίζομεν γάμου, ὥστε μὴ ἁπλῶς,


190
ΡΠΣ, τ. 4, σ. 102.
91
μηδέ, ὡς ἔτυχεν, ἐπιτελεῖσθαι αὐτὸν˙ καὶ γὰρ συγκεχώρηται μὲν ὡς

ῥύπασμα τοῖς Πατράσιν, οὔπω τότε, καθὼς νῦν, γινομένου τοῦ

πράγματος ἀπηρυθριασμένου, οὐδ’ εἰς πλάτος ἐξηπλωμένου, ἀλλ’

ὥσπερ εἴ τις ἐν οἴκῳ παραπεπτωκὸς ἐν γωνίᾳ παρίδῃ πολλάκις

κείμενον ῥύπασμα. Νῦν δέ, ὅτε χώραν ἔλαβε παῤῥησίας, καὶ ὡς

οὐδὲν ἔχων εἰς ἀσχημοσύνην, οὐδὲ ῥυπαίνον λογίζεται ἐκ τοῦ

προβῆναι εἰς πληθυσμόν, καλῶς ἔδοξεν ἀνακαθαίρειν αὐτόν, ὥσπερ

καὶ αἶσχος οὐκ ἐν γωνίᾳ παρεῤῥιμμένον, ἀλλ’ ἐξηπλωμένον ἐπὶ τῆς

οἰκίας, οὐδαμῶς ἐῶμεν, ἀλλὰ καθαίρομεν, καὶ τὸ ἐκ τούτου ἀηδὲς

ἀποβάλλομεν»191. Οι προϋποθέσεις του τρίτου γάμου είναι οι

εξής:

I. Αν είναι 40 ετών και δεν έχει τέκνα, επιτρέπεται να

συνάψει γάμο τρίτη φορά όμως ορίζεται πενταετής αποχή από

τη θεία Κοινωνία χωρίς δυνατότητα συντμήσεως του επιτιμίου.


«Καὶ τῇ ἀνθρωπίνῃ τοίνυν συνυπείκοτες ἀσθενείᾳ, καὶ τῆς

πρεπούσης εὐσχημοσύνης φροντίδα ποιούμενοι τῇ Χριστιανῶν ζωῇ

τοῦτο ἐπὶ τῶν τρίτων γάμων παραφυλάττεσθαι διορίζομεν, ὥστε εἴ

τις πρὸς τεσσαρακοστὸν ἔτος ἀναβεβηκώς, καὶ μήτε τὴν φύσιν

αἰδούμενος, μήτε τῆς ὀφειλομένης Χριστιανοῖς εὐκόσμου ζωῆς

φροντίδα ποιούμενος, ἀλλὰ μόνης τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας

γινόμενος, πρὸς τρίτον ἑαυτὸν ἐπιῤῥίπτοι γάμον, τοῦτον μετὰ

πάσης ἀκριβείας καὶ παρατηρήσεως μέχρι πενταετίας ἀμέτοχον

εἶναι τῆς τοῦ ἁγιασμοῦ μεταλήψεως καὶ μηδαμῶς ἐπ’ αὐτῷ

συντέμνεσθαι τὸν χρόνον· ὃς γὰρ μετὰ τὸ τεσαρακοστὸν ἔτος τὸ

191
Ο Τόμος της Ενώσεως, ΡΠΣ, τ. 5, σ. 6-7.
92
ῥύπασμα ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ εἶναι καὶ λέγεσθαι ἠγάπησε,

τίνα παρέξει πληροφορίαν τῆς περὶ τὸν βίον αὑτοῡ σπουδῆς, δι΄ ἣν ὁ

χρόνος τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγιασμάτων αὐτῷ συντμηθήσεται» 192.

Στη συνέχεια λέγεται ότι όταν περάσει ο χρόνος του επιτιμίου

και μπορεί να μεταλάβει ο τρίγαμος τα τίμια δώρα, τότε

προϋποθέτει νηστεία για κάθαρση από την αμαρτία. «Ἀλλὰ γὰρ


καὶ μετὰ τὸ ἀξιωθῆναι τῆς ἀχράντου μεταλήψεως, οὐκ ἔσται

συγκεχωρημένον αὐτῷ ἐν ἄλλῳ καιρῷ τῇ μεταλήψει προσιέναι, ἢ ἐν

μόνῃ τῇ τοῡ Σωτῆρος καὶ Θεοῦ ἡμῶν Ἀναστάσει, διὰ τὴν ἐκ τῆς

προηγουμένης ἐγκρατείας τῶν νηστειῶν ὅσον δυνατὸν

ἀνακάθαρσιν»193. Στην πρώτη προϋπόθεση για τους

τριγαμούντες η πενταετής αποχή από τα Μυστήρια προέρχεται

από το πενταετές επιτίμιο του 4ου κανόνα του Μ. Βασιλείου, ο

οποίος επιτιμά με πέντε έτη τους πολυγάμους «από

συνήθειας»194.

Εκτός όμως από το πενταετές επιτίμιο, ο Τόμος, ορίζει ότι

δεν υπάρχει περίπτωση συντμήσεως του χρόνου του επιτιμίου.

Το σκέλος αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον 3 ο κανόνα της

Νεοκαισαρείας, ο οποίος αναφέρει ότι ο χρόνος του επιτιμίου

μπορεί να συντμηθεί αν υπάρχει πίστη και μετάνοια . «Περὶ τῶν


πλείστοις γάμοις παρεπιπτόντων ὁ μὲν χρόνος σαφὴς ὁ ὡρισμένος,

ἡ δὲ ἀναστροφὴ καὶ ἡ πίστις αὐτῶν συντέμνει τὸν χρόνον»195.

192
ό.π., σ. 7.
193
ό.π., σ. 7.
194
ΡΠΣ τ. 4, σ. 102, «Περὶ τριγάμων,…ἀποκαθιστᾶν τῷ τόπῳ τῆς κοινωνίας.».
195
ΡΠΣ, τ. 3, σ. 74.
93
Η αντίθεση αυτή επιλύεται μέσω της ερμηνείας του 3 ου

κανόνα της Νεοκαισαρείας συνόδου και της αντιπαραβολής με

τους 50 και 80 κανόνες του Μ. Βασιλείου για τους οποίους

αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Ζωναράς στην

ερμηνεία του 3ου κανόνα της Νεοκαισαρείας εμμένει στο

γεγονός ότι το πενταετές επιτίμιο είναι από συνήθεια και όχι

από κανόνα. «Ἐν τετάρτῳ κανόνι ὁ μέγας Βασίλειος τοὺς


τριγάμους ἐπὶ πενταετίαν ἀφορίζεσθαι λέγει˙ καὶ τοῦτον τὸν

χρόνον, οὐκ ἀπὸ κανόνος εἶναι φησίν, ἀλλ’ ἐκ συνηθείας »196. Ο

κανόνας λοιπόν της Νεοκασαρείας μπορεί να ισχύει ως

πρότερος του κανόνα του Μ. Βασιλείου και ως κανόνας ο

οποίος δείχνει τη φιλευσπλαχνία του Θεού. «Ὁ μὲν οὖν χρόνος,


φησίν, ὡρισμένος ἐστίν˙ ἡ δὲ τῶν ἐπὶ τριγαμίᾳ μετανοούντων

ἀναστροφή, καὶ ἡ πίστις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν συντέμνει τὸν χρόνον˙ εἰ

γὰρ ὁ τούτους οἰκονομῶν ὁρᾷ αὐτοὺς σπουδὴν ἐνδεικνυμένους, καὶ

θερμότητα περὶ τὴν μετάνοιαν, καὶ οὐκ ἀπογινώσκοντας, ἀλλὰ

πστεύοντας, ὅτι διὰ τὴν πολλὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀφεθήσεται

αὐτοῖς τὸ ἁμάρτημα, συντεμεῖ τὸν χρόνον καὶ ἐλαττώσει αὐτόν »197.


Οι ερμηνείες για τον κανόνα αυτό τονίζουν ότι μέσω της

επισκοπικής διάκρισης και της ειλικρινούς μετάνοιας συντέμνεται ο

χρόνος του επιτιμίου.

Σύμφωνα λοιπόν με τους παραπάνω κανόνες και

αντιπαραβάλλοντας τους παρατηρούμε ότι η πρώτη

196
ερμηνεία Ζωναρά στον 3ο κανόνα της Νεοκαισαρείας συνόδου, ΡΠΣ, τ. 3, σ.74.
197
ό.π.
94
προϋπόθεση για τους τριγάμους βασίζεται στον 4 ο κανόνα του

Μ. Βασιλείου ως προς το πενταετές επιτίμιο, και στον 80 ο

κανόνα αυτού, ως προς την αυστηρότητά του λόγω του ότι

στον κανόνα αυτό ο Μ. Βασίλειος θεωρεί την πολυγαμία

χειρότερη από την πορνεία.

Έχοντας όμως υπ’ όψιν και τον 3ο κανόνα της

Νεοκαισαρείας που εκφράζει την οικονομία αλλά και τον 50 ο

κανόνα του Μ. Βασιλείου, που θεωρεί την τριγαμία καλύτερη

της ελεύθερης πορνείας λόγω του περιορισμού αυτής σε ένα

πρόσωπο, γίνεται κατανοητό ότι μπορεί να εφαρμοστεί η

οικονομία.

II. Η δεύτερη προϋπόθεση προϋπόθεση που έθεσε η

σύνοδος είναι ότι ο τρίτος γάμος δεν είναι επιτρεπτός σε όσους

είναι 40 ετών και άνω και υπάρχουν τέκνα, διότι δεν υπάρχει

λόγος κι άλλου γάμου από τη στιγμή που έχουν αποκτηθεί

τέκνα από τον προηγούμενο. «Ἐπεὶ, ἐὰν τέκνα παρῇ,

ἀσυγχώρητος αὐτοῖς ἡ τριγαμία· λίαν γάρ ἐστὶν ἄδικον, τὸν μὲν

χαρίζεσθαι τῇ ἐξώρῳ ἐπιθυμίᾳ, τοῖς δὲ παισὶ τῶν προτέρων γάμων

μὴ προνοεῖσθαι τὸ ἀσφαλὲς, καὶ τὸ ἄλυπον καὶ ἀτάραχον καὶ ὅσα

οἶδε τὸ ἀνθρώπινον καταλαμβάνειν ἐκ τῆς πολυπόνου

τεκνώσεως.»198. Εδώ βλέπουμε ότι εφαρμόζεται η διδασκαλία του

Απ. Παύλου, ο οποίος συγχωρεί τους διγάμους λόγω της

ανθρώπινης αδυναμίας, όχι όμως και τους τριγάμους. Είναι


198
Ο Τόμος της Ενώσεως, τ.5, σ. 7- 8.
95
φανερό βέβαια ότι εδώ επικρατεί η πιο αυστηρή άποψη λόγω

της υπάρξεως των τέκνων από τον δεύτερο γάμο οπότε και δεν

υπάρχει λόγος τρίτου γάμου.

III. Η τρίτη προϋπόθεση είναι ότι ο τρίτος γάμος

συγχωρείτα, σε “τριακοντοετούντες”199 και να έχουν τέκνα με

την προϋπόθεση να δεχθούν το επιτίμιο της αποχής από τα

άχραντα μυστήρια για τέσσερα έτη, διότι είναι δούλοι της

σαρκικής επιθυμίας. Μετά το πέρας των τεσσάρων ετών

αξιώνονται να συμμετέχουν στα άχραντα μυστήρια μόνο τρεις

φορές τον χρόνο στις εορτές α) της Ανάστασεως του Κυρίου, β)

της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και γ) της Γεννήσεως του Κυρίου,

αφού βέβαια έχει προηγηθεί νηστεία. «Καὶ εἴ τις δὲ

τριακοντούτης ὢν καὶ τέκνα ἔχων ἐκ τῶν προλαβόντων γάμων,

τρίτῃ συνάπτοιτο γυναικί, καὶ οὗτος ἀσυγχώρητος μέχρι τετάρτου

ἔτους, καὶ τῆς κοινωνίας τῶν ἁγιασμάτων ἀμέτοχος ἔσται, διότι

δῆλός ἐστίν, ἐξ οὐδενὸς ἑτέρου, ἀλλ’ ἢ ὑπὸ ἀκρασίας κινούμενος, καὶ

τοῦ δοῦλος εἶναι σαρκικῆς ἐπιθυμίας, ἐπὶ τὸν τοιοῦτον γάμον

ἐλθεῖν. Καὶ μετὰ τὸ τυχεῖν δὲ τῆς μεταλήψεως τῶν μυστηρίων, τρὶς

τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνον ἀξιωθήσεται τῆς ἀπολαῡσαι· ἅπαξ μὲν, ἐν τῇ

σωτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν Ἀναστάσει, δεύτερον δέ, ἐν τῇ

Κοιμήσει τῆς ἀχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καὶ τρίτον, ἐν τῇ

γενεθλίῳ ἡμέρᾳ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, διὰ τὸ καί ἐν ταύταις

προηγεῖσθαι νηστείαν, καὶ τὸ ἐκ ταύτης ὄφελος .»200. Στην τρίτη

199
Liddel and Scott, Greek English Lexicon, Οξφόρδη 1968 “τριακοντούτης” the men of thirty years.
200
Ο Τόμος της Ενώσεως, ό.π., σ. 8.
96
προϋπόθεση βλέπουμε και πάλι να εκφράζεται το γράμμα του

80ου κανόνα του Μ. Βασιλείου ο οποίος, όπως ειπώθηκε,

αναφέρει ότι οι πολύγαμοι (τρίγαμοι) πρέπει να επιτιμούνται

για τέσσερα έτη. Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια πιο ήπια

αντιμετώπιση λόγω του νεαρού της ηλικίας αλλά και λόγω του

γεγόνος της τριγαμίας του Λέοντα. Ο Λέων βρισκόταν στην

ηλικία των 35 χρόνων περίπου όταν νυμφεύφθηκε για τρίτη

φορά. Μέσω της διάταξης αυτής αποκαθίσταται και ο τρίτος

του γάμους διότι ανήκε στους ''τριακοντούντες'' και είχε τέκνο.

Για ακόμη μία φορά βλέπουμε ότι οι αποφάσεις

φωτογραφίζουν την περίπτωση του Λέοντα προκειμένου να

δώσουν λύση στο ζήτημά του.

IV. Η τέταρτη προϋπόθεση, είναι ότι ο τρίτος γάμος

συγχωρείται αν είναι μέχρι τριάντα ετών και δεν έχει τέκνα, γι'

αυτό το επιτίμιο είναι μικρότερο λόγω και του νεαρού της

ηλικίας αλλά και της ανάγκης για την απόκτηση τέκνου. «Εἰ δὲ
παῖδες μὴ παρείησαν, ἐπειδὴ τὸ τεκνογονίας ἐπιθυμεῖν οὐκ

ἀσύγγνωστον, τὸ τηνικαῦτα συγγνώμης ἀξιωθήσεται ὁ τοιοῦτος

γάμος, καὶ μόνῳ τῷ ἐξ ἀρχῆς καὶ μέχρι τοῦ νῦν κρατήσαντι ἐπιτιμίῳ

θεραπευθήσεται»201. Βλέποντας καλύτερα την προϋπόθεση αυτή

οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι αποφασίζεται με την αρχή

της οικονομίας και όχι κάποιου συγκεκριμένου κανόνα. Αν

όμως θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναφερθούμε σε κάποιον από


201
ό.π.
97
τους κανόνες τότε αυτός θα ήταν ο 3 ος κανόνας της

Νεοκαισαρείας συνόδου, ο οποίος όπως ειπώθηκε, αναφέρει

την σύντμηση του επιτιμίου σε περίπτωση μετανοίας.

3. Η Σύνοδος της Ενώσεως στη συνέχεια αναφέρεται στον

δεύτερο γάμο, ο οποίος κατ' αυτήν συγχωρείται, όταν δεν

υπάρχει δόλος, αλλά επιτιμάται ως πόρνος όποιος τον πράττει.

Για επτά έτη δηλαδή δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του στη

θεία Ευχαριστία. «Οὐ μὴν οὐδὲ τὸν δεύτερον, οὐδὲ τὸν πρῶτον
ἐκτὸς ἀσφαλείας ἐῶμεν˙ ἀλλὰ κἀκείνους ὁρίζομεν οὕτω

συνίστασθαι, ὥστε μηδεμίαν ἔχειν πονηρὰν αἰτίαν, ἢ ἐξ ἁρπαγῆς, ἢ

ἐκ προηγησαμένης λαθραίας φθορᾶς, ἀλλὰ νομίμως, καὶ

καθαρεύοντας τῶν τοιούτων μολυσμάτων, καὶ πορνικῆς

ἀκαθαρσίας. Εἴ τις οὖν τῶν εἰρημένων καταφρονήσας τύπων, πρὸς

γαμικὴν ὁμιλίαν πρώτην ἢ δευτέραν συνέλθοι, τοῦτον ἡ τοῦ Χριστοῦ

Ἐκκλησία, ἡ καθαρὰ καὶ μηδένα σπῖλον ἔχουσα ἢ ῥυτίδα, τοῖς

σωτηρίοις ὑποβάλλουσα ἐτασμοῖς, οὐ πρὶν εἰς μετάληψιν τῶν θείων

παραδέξεται μυστηρίων, ἢ τὸν ὡρισμένον ἐπὶ τῇ πορνείᾳ χρόνον

ἀκριβῶς αὐτὸν ἐκπληρώσαι (εἰ μὴ ἄρα ἡ τοῦ βίου ἀναγκαία

κατεπείγοι ἀναχώρισις,) τουτέστι, μέχρις ἂν τὸ ἕβδομον ἐκπληρωθῇ

ἔτος· ὁ δὲ τολμῶν ἱερεὺς παρὰ τὸν διατετυπωμένον ὅρον

μεταλήψεως θείας τινὰ τούτων ἀξιῶσαι, περὶ τὸν ἴδιον κνδυνεύσει

βαθμὸν, δηλονότι τοῦ ἀξιωθέντος παρὰ τὸν ὡρισμένον τύπον τῆς

θείας κοινωνίας, πάλιν εἰς τὸ ἀκοινώνητον περιϊσταμένου, μέχρι τῆς

συμπληρώσεως τοῦ ἑβδόμου ἔτους»202. Στην απόφαση αυτή


202 ό.π.,
σ. 8-9.
98
βλέπουμε την επιρροή του 1ου κανόνα της εν Λαοδικεία

συνόδου, ο οποίος αναφέρει ότι όσοι συνάπτουν δεύτερο γάμο

χωρίς δόλο επιτιμούνται για λίγο χρόνο και ακολούθως δίνεται

η δυνατότητα ευχαριστιακής κοινωνίας. «Περὶ τοῦ δεῖν κατὰ τὸν


ἐκκλησιαστικὸν κανόνα, τοὺς ἐλευθερίως καὶ νομίμως συναφθέντας

δευτέροις γάμοις, μὴ λαθρογαμήσαντας, ὀλίγου χρόνου

παρελθόντος, καὶ σχολασάντων ταῖς ευχαῖς καὶ νηστείαις, κατὰ

συγγνώμην ἀποδίδοσθαι αὐτοῖς τὴν κοινωνίαν ὡρίσαμεν»203.

Από την ερμηνεία του κανόνα αυτού βλέπουμε πώς

προκύπτει η τελευταία διάταξη του Τόμου. Οι ερμηνευτές του

κανόνα ορίζουν επιτίμιο δύο ετών για τους μη

λαθρογαμήσαντες διγάμους, έχοντας ως βάση και πάλι τον 4 ο

κανόνα του Μ. Βασιλείου.

Τα επτά χρόνια που ορίζει η απόφαση εδώ προκύπτουν

από τον 59ο κανόνα του Μ. Βασιλείου, ο οποίος επιτιμά τους

πόρνους με επτά έτη. Το ίδιο προβλέπει κατά τους ερμηνευτές

και ο 1ος κανόνας της Λαοδικείας. «Ὁ πόρνος, ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν


ἀκοινώνητος ἔσται τῶν ἁγιασμάτων˙ δύο προσκλαίων, καὶ δύο

ἀκροώμενος˙ καὶ δύο ὑποπίπτων, καὶ ἐν ἐνὶ συνεστὼς μόνον˙ τῷ

ὀγδόῳ δὲ δεχθήσεται εἰς τὴν κοινωνίαν»204.

Ο Ζωναράς στο ερμηνευτικό του σχόλιο σε αυτόν τον

κανόνα παραπέμπει και στον 22 ο κανόνα του Μ.Βασιλείου, ο

203
1ος κανών Λαοδικείας, ΡΠΣ, τ. 3, σ. 171.
204
59 κανών Μ. Βασιλείου, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 216.
99
οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει και ότι το επιτίμιο των πόρνων

ορίζεται σε τέσσερα έτη ακοινωνησίας. «Ἒστι δὲ ἐν τέσσαρσιν

ἔτεσιν ὡρισμένη τοῖς πορνεύουσιν ἡ ἐπιτίμησις »205. Στην

πραγματικότητα ανάμεσα στους δύο κανόνες, τον 22 ο και 59ο

του Μ.Βασιλείου υπάρχει διαφορά ως προς τον χρόνο του

επιτιμίου, την οποία ο Ζωναράς επιλύει λέγοντας ότι τα επτά

έτη εισήχθησαν ως «οικεία γνώμη» του Μ. Βασιλείου σε

αντίθεση με την ισχύουσαν εκ παλαιοτέρας κανονικής

επιταγής. «Τὴν δὲ ἑπταετίαν, ὡς οἰκείαν γνώμην εἰσήγαγε,


βαρύτερον κολάζων τὴν πορνείαν, ὡς καὶ ἄλλα τῶν ἁμαρτημάτων

πολλά»206. Και ο Βαλσαμών στην ερμηνεία του κανόνα προσεγγίζει το

θέμα όπως ο Ζωναράς και δίνει και αυτός την ίδια ερμηνεία. « Μὴ

ἐναντιωθῇ δέ σοι ὁ κβ΄ κανὼν τοῦ ἁγίου Πατρός, λέγοντος, τοὺς ἐξ

ἁρπαγῆς φθείροντας γυναῖκας ἐπὶ τετραετίαν ἐπιτιμᾶσθαι˙ ἐκείσε

μὲν γὰρ ὁ ἅγιος τῶν πρὸ αὐτοῦ Πατέρων ἐδήλωσε τὴν διαταγήν˙

ἀρτίως δὲ τὴν οἰκείαν γνώμην ἐξήνεγκεν»207.

Ο Αριστηνός αφού παραθέτει τη σύνοψη του κανόνα

απλά ορίζει ότι αυτός είναι σαφής ως πρό το επταετές επιτίμιο.


«Ὁ πόρνος ἑπτά˙ δύο προσκλαίων, δύο ἀκροώμενος, δύο ὑποπίπτων,

καὶ ἐνὶ συνεστὼς, τῷ ὀγδόῳ δεχθήσεται εἰς κοινωνίαν. Σαφής»208 .

Στη συνέχεια η Σύνοδος, αναφέρεται και πάλι στο θέμα

της αναταραχής που συνιστά και τον λόγο της συγκλήσεως της
205
22ο κανών Μ.Βασιλείου, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 151.
206
ερμηνεία Ζωναρά στον 59ο κανών Μ. Βασιλείου, ΡΠΣ, τ.4, σ. 217.
207
ερμηνεία Βαλσαμώνα στον 59ο κανών Μ. Βασιλείου, ΡΠΣ, τ.4, σ. 217.
208
ερμηνεία Αριστηνού στον 59ο κανών Μ. Βασιλείου, ΡΠΣ, τ.4, σ. 217.
100
συνόδου και τονίζει ότι οι αποφάσεις της αποβλέπουν στην

αποκατάσταση της εκκλησιαστικής τάξεως και ενότητος και

της ειρήνης. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί η φράση


“τοὺς ἤδη πρὸ ἐνενήκοντα χρόνων ἕνεκεν τῆς προδηλωθείσης

αἰτίας καὶ ἀφορμῆς“. Ενώ το κείμενο αναφέρεται στην

τετραγαμία του Λέοντα η οποία έλαβε χώρα το 905, ο Τόμος

αναφέρει την ένωση της εκκλησίας έπειτα από όσα συνέβησαν

πρό ενενήντα ετών. Τα ενενήντα χρόνια που αναφέρονται εδώ

μας οδηγούν στην περίοδο της εικονομαχίας και στα ζητήματα

που είχαν προκύψει τα επόμενα χρόνια. Η Σύνοδος της

Ενώσεως είχε μεν ως αίτιο συγκλήσεως την τετραγαμία του

Λέοντα αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι την εκκλησία δεν την

απασχολούσαν και άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως οι

αναταραχές που είχαν γίνει κατά τη περίοδο της εικονομαχίας,

το φωτιανό σχίσμα, η εναλλαγή των πατριαρχών στην

Κωνσταντινούπολη και οι σχέσεις Ανατολής και Δύσης. Σε μία

σύνοδο λοιπόν, η οποία έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη,

είχε ενωτικό χαρακτήρα και αναγνωρίσθηκε από όλα τα

πατριαρχία και από τον πάπα, η εκκλησία μερίμνησε για την

ένωση και ειρήνευση για όλα όσα διαδραματιστήκαν

παλαιότερα μεχρι και το 920. «Ἀλλὰ τὰ σκάνδαλα δῆλον ταῦτα

μέν, ὡς δεδήλωται, ὑπὸ τῶν πάλαι βασιλευσάντων ἐπράχθησαν.

Νῦν δὲ τῇ τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

εὐδοκίᾳ καὶ χάριτι, καὶ ταῖς τῆς πανάγνου καὶ Θεομήτορος, καὶ ταῖς
101
τοῦ μεγάλου Ἀρχιστρατήγου πρεσβείαις, τοὺς ἤδη πρὸ ἐνενήκοντα

χρόνων ἕνεκεν τῆς προδηλωθείσης αἰτίας καὶ ἀφορμῆς

ἀποῤῥαγέντας ἱερεῖς καί μονάζοντας, ἡ παγγάληνος βασιλεία τῶν

θεοστεφῶν βασιλέων ἡμῶν Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου, συνῆψέ τε

καὶ συνήνωσε, καὶ μίαν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν

εἰργάσατο· ὅθεν χρεὼν ἀνακηρύττεσθαί τε καὶ μεγαλύνεσθαι τοὺς

τὸ τοιοῦτον θεοφιλὲς καὶ ἀξιόλογον ἔργον πεπληρωκότας»209.

Ο Τόμος δε δέχεται τον τέταρτο γάμο του Λέοντα, μια και

στη συνέχεια αναθεματίζει όσους δέχθηκαν την τετραγαμία

χάριν οικονομίας αλλά για τη λύση του προβλήματος και την

αποκατάσταση της ειρήνης δέχεται το τέκνο του τετάρτου

αυτού γάμου, αφού διευκρινίζει ότι η εκκλησία το ξεχωρίζει

από το σκάνδαλο. Είναι εμφανές ότι φωτογραφίζει την

περίπτωση του Λέοντα και αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα

διαδοχής του τέκνου που προέκυψε από τον τέταρτο γάμο του

Λέοντα. «Τοῖς τολμῶσι λέγειν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τὸ καθαρὸν καὶ


ἄχραντον οὐ σώζει τῆς ἁγιστείας αὑτῆς, ἀλλὰ μολυσμόν τινα

προσετρίψατο διὰ τὴν χάριτι Θεοῦ γενομένην σύναψιν τῶν τέκνων,

οὓς διεμέρισε μὲν τὸ ἤδη προγεγονὸς σκάνδαλον, συνῆψε δὲ ἡ

τούτου παρὰ πάντων ὁμοῦ ἀθέτησις καὶ ἀποκήρυξις, ἀνάθεμα» 210.

Βλέποντας λοιπόν τις αποφάσεις της συνόδου, παρατηρούμε

ότι σε κάποιες έχουμε αποδοχή της ακρίβειας και της

οικονομίας. Η εναλλαγή αυτή οφείλεται μάλλον κυρίως στο ότι

209
Ο Τόμος της Ενώσεως, ΡΠΣ, τ. 5, σ. 9.
210
ό.π., σ. 10.
102
η σύνοδος έπρεπε να αποφασίσει με τέτοιο τρόπο που να

εξυπηρετεί στην επίλυση του θέματος της τετραγαμίας του

Λέοντα αλλά και να διασφαλίζει την κανονικότητά της μέσω

της διδασκαλίας της εκκλησίας.

Τέλος το κείμενο κλείνει με μακαρισμούς για τους

βασιλείς, τον πατριάρχη, τις αυγούστες, με μνημόσυνο αλλά

και με αναθέματα, τα οποία έχουν και κανονικό χαρακτήρα .

Πιο συγκεκριμένα αναθεματίζει:

1. Τις καινοτομίες που αντιτίθενται στην εκκλησιαστική

παράδοση και διδασκαλία «Ἅπαντα τὰ παρὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν


παράδοσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν καὶ ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καὶ

μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καὶ πραχθέντα, ἢ μετὰ τοῦτο

πραχθησόμενα, ἀνάθεμα»211 . Με τον τρόπο αυτό μας δείχνει ο

Τόμος τη θεοπνευστία που χαρακτηρίζει την εκκλησιαστική

παράδοση και διδασκαλία, η οποία δεν είναι δυνατόν να

αμφισβητηθεί.

2. Όσους χάριν οικονομίας δέχθηκαν την τετραγαμία «Τοῖς


συκοφατοῡσι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὅτι τετραγαμίαν ἐδέξατο, χάριν

τῆς εὐδοκίᾳ Θεοῦ γεγενημένης οἰκονομίας, καὶ τῆς προσλήψεως καὶ

ἑνώσεως τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, οὓς ἡ τῶν προλαβόντων σκανδάλων

αἰτία ἐχώριζεν, ἀνάθεμα»212. Μέσω του αναθέματος αυτού

καταδικάζει εμμέσως τους δυτικούς και τον πάπα, αλλά και

211
ό.π., σ. 9- 10.
212
ό.π., σ. 10.
103
όσους παρεβρίσκονταν στη Σύνοδο του 907 επί της πατριαρχίας

του Ευθυμίου, οι οποίοι δέχτηκαν τον τέταρτο γάμο του

Λέοντα, προκειμένου να δόσουν μία λύση.

3. Όσους τολμούν να λένε ότι η εκκλησία δεν σώζει το καθαρό

και άχραντο αλλά το μολυσματικό με το να δέχεται τα τέκνα

τα οποία διαχωρίζει από το σκάνδαλο «Τοῖς τολμῶσι λέγειν, ὅτι ἡ


Ἐκκλησία τὸ καθαρὸν καὶ ἄχραντον οὐ σώζει τῆς ἁγιστείας αὑτῆς,

ἀλλὰ μολυσμόν τινα προσετρίψατο διὰ τὴν χάριτι Θεοῦ γενομένην

σύναψιν τῶν τέκνων, οὓς διεμέρισε μὲν τὸ ἤδη προγεγονός

σκάνδαλον, συνῆψε δὲ ἡ τούτου παρὰ πάντων ὁμοῦ ἀθέτησις καὶ

ἀποκήρυξις, ἀνάθεμα»213. Με το ανάθεμα αυτό η εκκλησία

διευκρινίζεται η θέση της εκκλησίας για την απόδοχή των

τέκνων, τα οποία θεωρεί ως ξεχωριστές οντότητες και εικόνες

του Θεού. Με τον τρόπο αυτό φωτογραφίζεται και πάλι η

περίπτωση του Λέοντα μιας και δίνετα απάντηση στην

αποδοχή του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου.

4. Όσους καταφρόνησαν τους θείους και ιερούς κανόνες «Τοῖς


ἐν καταφρονήσει τιθεμένοις τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους κανόνας τῶν

ἰερῶν Πατέρων ἡμῶν, οἳ καὶ τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι, καὶ

ὅλην τὴν χριστιανικὴν πολιτείαν κοσμοῦντες πρὸς θείαν ὁδηγοῦσιν

εὐλάβειαν, ἀνάθεμα»214. Και πάλι εδώ διασφαλίζεται η ισχύς των

ιερών κανόνων, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να περιφρονούνται,

213
ό.π., σ. 10.
214
ό.π., σ. 10.
104
ούτε να παρακάμπτοινται για το ιδιοτελές συμφέρον κανενός,

ακόμη και του ίδιου του αυτοκράτορος.

Ακόμη αναθεματίζει και όσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν

ενάντια στους πατριάρχες Γερμανό, Ταράσιο, Νικηφόρο και

Μεθόδιο, οι οποίοι υπεράσπισαν την ορθόδοξη παράδοση στην

περίοδο της εικονομαχίας215. Με τον τρόπο αυτό η Σύνοδος της

Ενώσεως, η οποία όπως αναφέραμε και πρίν είχε οικουμενικό

χαρακτήρα, επικυρώνει την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο.


«Ἅπαντα τὰ κατὰ τῶν ἁγίων πατριαρχῶν, Γερμανοῦ, Ταρασίου,

Νικηφόρου, καὶ Μεθοδίου, γραφέντα, ἢ λαληθέντα, ἀνάθεμα»216.

215
Πρ. Θεοδώρου Ζήση, Οι εικόνες στην ορθόδοξη εκκλησία, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη
1995, σ. 40- 55.
216
Ο Τόμος της Ενώσεως, ΡΠΣ, τ. 5, σ. 9.
105
2. Ο Τόμος της Ενώσεως και η επικράτησή του
μέχρι το 1453.

Περνώντας στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο θα

αναφερθούμε στην πορεία της επικράτησης των αποφάσεων

του Τόμου και πώς αυτές συμπεριλήφθηκαν στις μετέπειτα

κανονικές πηγές. Αρχικά πρέπει να αναφερθεί ότι ο Τόμος

επικυρώθηκε από τον πατριάρχη Σισσίνιο σε Τόμο που εξέδωσε

το 997217 και αποτέλεσε η επικύρωση αυτή η τελευταία πράξη

συμφιλίωσης για την έριδα που είχε δημιουργηθεί218.

Ξεκινώντας με τις κανονικές συλλογές, πρώτο συναντάμε

τον ερμηνευτή των κανόνων, Θεόδωρο Βαλσαμών ο οποίος

χρησιμοποιεί ολόκληρο τον Τόμο της Ενώσεως στην ερμηνεία

του στον 4ο κανόνα του Μ. Βασιλείου. « Ὁ δὲ Τόμος τῆς ἑνώσεως»

«τρίτου γάμου ποίησιν οὐκ ἐπέτρεψεν» 219. Με τον τρόπο αυτό ο

ερμηνευτής δείχνει τον συσχετισμό μεταξύ του 4 ου κανόνα του

Μ. Βασιλείου και του Τόμου της Ενώσεως και τονίζει

παραθέτοντάς τον ότι ο κανόνας αυτός αποτελεί την βάση για

το κείμενο του Τόμου.

Ακόμη ο Βαλσαμών στις Αποκρίσεις προς τον Μάρκο

Αλεξανδρείας αναφέρει και πάλι τον Τόμο. Στην ερώτηση αν οι

217
Ο Τόμος του πατριάρχου Σισσινίου επικυρώθηκε από τους αυτοκράτορες Βασίλειο Β΄
και Κωσταντίνο Η΄, J. Zhisman, Tο δίκαιον του γάμου της Ανατολικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας, ό.π., τ.2, σ.129.
218
Μ. Ι. Γεδεών, Πατριαχικοί Πίνακες, ό.π., σ. 221-222.
219
Ερμηνεία Βαλσαμώνα στον 4ο κανόνα του Μ. Βασιλείου, Ρ. Π. Σ., τ. 4, σ.103, βλ. και β΄
κεφάλαιο, αυτόθι.
106
διγαμήσαντες λαϊκοί μπορούν να αξιωθούν σε τρίτο γάμο, « οἱ
διγαμήσαντες λαϊκοί, καὶ ἐτέρου γάμου, ἤτοι τρίτου, νομίμως

ἀξιωθήσονται, ἢ οὔ;»220 ο Βαλσαμών απαντάει ότι μπορούν υπό

προϋποθέσεις και γι’ αυτό παραπέμπει στον Τόμο της

Ενώσεως, χωρίς όμως να παραθέτει το κείμενο. Ωστόσο μας

εξιστορεί τα γεγονότα και την αιτία συγκλήσεως της Συνόδου

και αναφέρει επιγραμματικά τις αποφάσεις της221.

Κατά τον 13ο αιώνα ο κανονολόγος αρχιεπίσκοπος

Αχρίδος, Δημήτριος Χωματιανός, στο κεφάλαιο «περί

δευτερογαμούντων και μη δευτερογαμούντων και περί

τριγάμων» ( 28 κεφάλαιο) αναφέρει τον Τόμο και παραπέμπει

μόνο στις διατάξεις των τριγάμων. Αρχικά για τη θέση του

στηρίζεται στον 4ο κανόνα του Μ. Βασιλείου και έπειτα

παραπέμπει στις διατάξεις του Τομου της Ενώσεως

αναφέροντας και το πότε έλαβε χώρα η Σύνοδος222.

Στο κεφάλαιο «περί τριγαμίας» (30 κεφάλαιο),

παραπέμπει και πάλι στον Τόμο. Αναφέρει τις διατάξεις για

τους τριγάμους και τονίζει ότι οι αποφάσεις αυτές βασίζονται

στην οικονομία που δίδαξαν οι πατέρες. Ξεκινάει λοιπόν

λέγοντας ότι η τριγαμία είναι πολυγαμία και πρέπει να

αποφεύγεται. Επειδή όμως όπως λέει και ο Μέγας Βασίλειος η

τριγαμία είναι καλύτερη από την «ανειμένη πορνεία»,

220
αποκρίσεις Θεοδώρου Βαλσαμώνος, ερώτησις 44, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 480.
221
ό.π., σ. 480-481.
222
Δημητρίου Χωματιανού, J.- B. Pitra, Analecta sacra et classica, τ. 6, στ. 123-126.
107
συγχωρείται. Συνεχίζοντας παραθέτει τις διατάξεις του Τόμου

για τους τριγάμους και μας λέει ότι οι πατέρες για τις

απόφασεις του Τόμου αποφάσισαν με πνεύμα οικονομίας και

φιλευσπλαχνίας223.

Κατά τον 14ο αιώνα, οπότε και έχουμε και τις

συστηματικές συλλογές, έχουμε πάλι αναφορές στον Τόμο της

Ενώσεως όταν υπάρχει το θέμα του επιτρεπομένου αριθμού

γάμων για ένα πρόσωπο. Κατά το έτος 1335 ο μοναχός

Ματθαίος Βλάσταρης συνέταξε το Σύνταγμα κατά στοιχείον.

Στην συλλογή αυτή, η οποία χωρίζεται σε 24 μέρη,

αλφαβητικά, έχουμε αναφορά στις αποφάσεις του Τόμου. Κατά

το στοιχείον Γ, κεφ. 4 (περὶ διγάμων, τριγάμων, καὶ πολύγαμων

ἀνδρῶν τὲ καὶ γυναικῶν, καὶ περὶ διγάμων ἱερωμένων ) έχουμε

αναφορά στις διατάξεις του Τόμου που αφορούν τους

τριγάμους. Αρχικά λοιπόν παραθέτει τους κανόνες 4 και 50 του

Μ. Βασιλείου, έπειτα τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τέλος τον

Τόμο της Ενώσεως όχι όμως ολόκληρο αλλά μόνο τις διατάξεις

που αφορούν τους τριγάμους και μας πληροφορεί ότι ο Τόμος

αναγιγνώσκονταν κατά τον μήνα Ιούλιο από τον άμβωνα 224.

Κατά τον 14ο αιώνα όμως έχουμε και έναν μεγάλο νομικό

από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος αποτελεί τον κύριο εκφραστή

δικαίου και τα έργα του αποτελούν μέχρι σήμερα σημαντικές


223
ό.π., στ.133-134.
224
Σύνταγμα κατά στοιχείον του Ματθαίου Βλάσταρη, κεφ. 4 ο, περί τριγάμων, στοιχείον
γ΄, Ρ. Π. Σ., τ. 6, σ. 159-160.
108
πηγές δικαίου. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο

και για τα έργα του Πρόχειρον Νόμων ή Εξάβιβλος και στην

Επιτομή κανόνων. Πρώτη εκδόθηκε η Εξάβιβλος το 1345 και

έπειτα η Επιτομή.

Στην Εξάβιβλο, στο 4ο βιβλίο, (Περί μνηστείας και γάμων)

στον τίτλο 9, (περί δευτερογαμούντων), παράγραφος 32,

αναφέρεται στον Συνοδικό Τόμο του Κωνσταντίνου

Πορφυρογέννητου και του Ρωμανού και εξηγεί τις αποφάσεις,

χωρίς όμως να παραθέτει το κείμενο225. Η διευκρίνιση ότι ο

Τόμος αυτός είναι ο Τόμος της Ενώσεως, ο οποίος εκδόθηκε

λόγω του ζητήματος της τετραγαμίας του Λέοντα, γίνεται στα

σχόλια. «Ὁ συνοδικὸς τόμος στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ § 32, εἶναι ὁ


Τόμος τῆς Ἑνώσεως (920), ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ μείζονα Σύνοδο ποὺ

συγκλήθηκε ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ πατριάρχη Νικολάου Α΄ τοῦ

Μυστικοῦ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Λέοντος γιὰ νὰ ρυθμίσῃ τὸ θέμα

ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὸν τέταρτο γάμο τοῦ αὐτοκράτορα »226.

Στην Επιτομή, η οποία διαιρείται σε έξι τμήματα τα οποία

διαιρούνται σε τίτλους227, στο πέμπτο τμήμα (περί λαϊκών) στην

επιγραφή 3 (επιτίμια των εγκλημάτων), ο Τόμος της ενώσεως

αναφέρεται στον σχολιασμό του 4 ου κανόνα του Μ. Βασιλείου

και παραπέμπει στις διατάξεις που αφορούν τους τριγάμους.

225
Κων/νου Αρμενόπουλου, Πρόχειρον νόμων ή Εξάβιβλος, επιμέλεια Κων/νου Γ.
Πιτσάκη, Αθήνα 1971, εκδ. Δωδώνη, βιβλίον 4, Τίτλος 9, παρ. 32, σ. 249.
226
ό.π., σ. 249, υποσ. 1.
227
μητροπολίτου Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμονος Ροδόπουλου, Επιτομή
κανονικού δικαίου, εκδ. Γ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 86.
109
Με τον τρόπο αυτό και ο Αρμενόπουλος θέλει να δείξει τη

στενή σχέση του 4ου κανόνα του Μ. Βασιλείου με τον Τόμο της

Ενώσεως228.

Βλέποντας λοιπόν την περίοδο μέχρι την πτώση της

Κωνσταντινουπόλεως, παρατηρούμε ότι στις κανονικές

συλλογές, οι αποφάσεις του Τόμου αναφέρονται κυρίως όταν

προκύπτει το ζήτημα της τριγαμίας. Παραπέμπονται κυρίως οι

διατάξεις του Τόμου που αφορούν τους τριγάμους και δεν

γίνεται λόγος για τη τετραγαμία. Η απόφαση που αναφέρεται

στην απαγόρευση του τετάρτου γάμου θεωρείται αυτονόητη

και γι’ αυτό δεν γίνεται και πάλι λόγος γι’ αυτήν.

228
Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, Επιτομή κανόνων, PG 150 140-141.
110
3. Η επικράτηση των αποφάσεων του Τόμου
από την πτώση μέχρι το 1900.

Στην εποχή από τη πτώση της Κωνσταντινουπόλεως

μέχρι τον 19ο αιώνα οι κανονικές συλλογές είναι αρκετές και

πολύ αξιόλογες. Κάθε κανονική συλλογή ασχολείται με

θέματα που αφορούν τους πιστούς και χρησιμοποιεί τη

διδασκαλία των Πατέρων, τις αποφάσεις των οικουμενικών και

τοπικών συνόδων αλλά και κάποιες απ’ αυτές παραθέτουν τη

σχετική πολιτειακή νομοθεσία, έτσι όπως αυτή προέρχεται από

τις αυτοκρατορικές διατάξεις.

Αρχικά θα ασχοληθούμε με το Νομικόν πρόχειρον του

Ισαάκ του Μοναχού. Αν και γνωρίζουμε λίγα για αυτόν,

είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι ήταν μοναχός στη μονή της

Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου και έζησε τον 16ο

αιώνα229.

Στο έργο του Ισαάκ, ο Τόμος της Ενώσεως αναφέρεται σε

δύο σημεία. Το πρώτο είναι στο Γ στοιχείο, στο 2 ο κεφάλαιο

(Περὶ διγάμων, τριγάμων καὶ πολυγάμων). Στην αναφορά του για

τους τριγάμους, ο Ισαάκ, αναφέρει αρχικά το δ΄ κανόνα του Μ.

Βασιλείου για τον οποίο αναφέρει τον πενταετή αφορισμό που

επικρατούσε από συνήθεια και τονίζει ότι ο αφορισμός αυτός

επικράτησε και επικυρώθηκε στις αποφάσεις της Συνόδου της

229
Θ. Ξ. Γιάγκου, Ισαάκ μοναχού, Νομοκανονικόν πρόχειρον, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 21.
111
Ενώσεως. Στη συνέχεια παραθέτει τις αποφάσεις του Τόμου

που αφορούν τους τριγάμους230.

Το δεύτερο σημείο, στο οποίο αναφέρεται ο Ισαάκ στο

Τόμο της Ενώσεως, είναι στο Κ στοιχείο, στο 1ο κεφάλαιο (Περὶ

κανόνων ἐκκλησιαστικῶν καὶ πόσους δεῖ κανόνας κραττειν .). Εδώ

αναφέρει τον αναθεματισμό που περιέχεται στον Τόμο, ο

οποίος έχει κανονικό χαρακτήρα, και αφορά όσους

καταφρονούν τους κανόνες. «Ὁ δὲ τῆς Ἑνώσεως Τόμος τοὺς


καταφρονητὰς τούτων τῶν θείων κανόνων τῷ ἀναθεματι

παραπέμπει»231.

Εδώ παρατηρούμε ότι για πρώτη φόρα ο Τόμος

αντιμετωπίζεται ως κείμενο που επικυρώνει τους κανόνες, οι

οποίοι διατηρούν τον αναλλοίωτο χαρακτήρα τους και για τον

λόγο αυτό αναθεματίζονται όσοι τους καταφρονούν.

Στη συνέχεια ένας από τους μεγαλύτερους

κανονολόγους, ο Μανούηλ Μαλαξός, ασχολείται με το θέμα

του γάμου, στον Νομοκάνονά του, τον οποίο συνέταξε το 1561232,

όπου και παραπέμπει στον Τόμο της Ενώσεως.

Στο κεφάλαιο Υ Ε΄ (465), (Περὶ διγάμων, ἢ τριγάμων, ἢ καὶ

τετραγάμων καὶ οὐ γάμων. ) ο Μαλαξός αναφέρει αρχικά τους

Πατέρες που ασχολήθηκαν με την πολυγαμία και στο τέλος

230
ό.π., στοιχείον Γ, κεφ. 2ο, σ. 126-127.
231
ό.π., στοιχείον Κ, κεφ. 1ο, σ. 160.
232
Δ. Σ. Γκίνη, Ο Νομοκάνων του Μαλαξού ως πηγή δικαίου του μετά την άλωσιν
Ελληνισμού, Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1938, σ. 396.
112
της τρίτης παραγράφου μέχρι και την έκτη παράγραφο,

παραπέμπει στο Τόμο της Ενώσεως. Στην παράγραφο 3

αναφέρει απλά τον Τόμο και την αποδοχή των αποφάσεων των

τριγάμων, αφού πρώτα εξηγεί ότι στηρίζεται στον 50 κανόνα

του Μ. Βασιλείου, ο οποίος θεωρεί την τριγαμία ως καλύτερη

της πορνείας233. Στο ίδιο κεφάλαιο, στην τέταρτη παράγραφο,

αναφέρεται πότε έλαβε χώρα η Σύνοδος και ποιό ήταν το θέμα

αυτής234. Στην πέμπτη παράγραφο, αναφέρει τα ιστορικά

γεγονότα που οδήγησαν στη Σύνοδο της Ενώσεως και

παραπέμπει στις διατάξεις του Τόμου περί τριγάμων 235. Στην

παράγραφο έξι, αναφέρει τον τέταρτο γάμο και επικαλούμενος

τον 80ο κανόνα του Μ. Βασιλείου διευκρινίζει ότι η πολυγαμία

είναι χειρότερη της πορνείας, αλλά δεν παραπέμπει στον

Τόμο236.

Έπειτα από τον Μανουήλ Μαλαξό, το 1645, συνέταξε

κανονική συλλογή ο αρχιμανδρίτης Ιάκωβος, «επίτροπος

Ιωαννίνων». Η συλλογή αυτή είχε τον τίτλο «Βακτηρία

αρχιερέων» και δέχθηκε επεξεργασία από τον Νεόφυτο ο

οποίος ήταν μοναχός στη Λέσβο237.

233
Δημ. Σ. Γκίνη- Νικ. Ι. Πανταζόπουλου, Νομοκάνων Μανουήλ Νοταρίου του Μαλαξού
του εκ Ναυπλίου της Πελοποννήσου, κριτική έκδοσις, Επιστημονική Επετηρίδα Νομικής,
τμήμα Ν. Ο. Π. Ε., Θεσσαλονίκη 19852, κεφ. Υ Ε ΄ (465), § 3, σ. 324-325.
234
ό. π, § 4., σ. 325.
235
ό.π., § 5 σ. 325-326.
236
ό.π., § 6, σ. 326.
237
μητροπολίτου Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμονος Ροδόπουλου, Επιτομή
κανονικού δικαίου, ό.π., σ. 87.
113
Στη Βακτηρία αρχιερέων, ο Τόμος της ενώσεως

αναφέρεται στο στοιχείο Γ, κεφάλαιο 21 ( Περὶ τετάρτου γάμου,

τόμος τῆς Ἑνώσεως ὅπου ἐγίνη τῷ ςυκη΄ [6428] ἒτει .) και αναφέρει

στην αρχή τα ιστορικά της Συνόδου και την αιτία της

συγκλήσεώς της εξηγώντας το πότε και πώς

πραγματοποιήθηκε. Στη συνέχεια, παραθέτει τις αποφάσεις

του Τόμου, οι οποίες αναφέρονται στους τριγάμους και στα

επιτίμια αυτών και κλείνει το κεφάλαιο με την αναφορά στον

3ο κανόνα της Νεοκαισαρείας Συνόδου238.

Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ένας αθωνίτης

μοναχός, ο Θεόκλητος Καρατζάς, συντάσσει μια από τις πιο

αξιόλογες νομοκανονικές συλλογές και για το λόγο αυτό

θεωρείται ένα από τα πρόσωπα που συνέβαλαν στην

αναγέννηση των κανονικών «σπουδών» στο Άγιο Όρος κατά το

δεύτερο μισό του 18ου αιώνα239.

Ο Θεόκλητος αναφερόμενος στον τέταρτο γάμο

παραπέμπει στο Τόμο της Ενώσεως στο Γ στοιχείο, κεφάλαιο 4


Περὶ γάμου τετάρτου, ἐν ὢ καὶ περὶ τοῦ Τόμου τῆς Ἑνώσεως, ὁ

ὁποῖος ἐμποδίζων τὸν τέταρτον γάμον, ἀναφέρει καὶ περὶ τοῦ

τρίτου, δεύτερου καὶ πρώτου γάμου.

238
Ιερομονάχου, αρχιμανδρίτου και επιτρόπου Ιωαννίνων Ιακωβου, Βακτηρία Αρχιερέων,
1645, επιμέλεια έκδοσης με σχόλια: Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, εκδ. Π.Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη, τ. 2, στοιχεία Β- Κ, στοιχείον γ΄, κεφ. 1ο, σ. 593-594.
239
Θεοδώρου Ξ. Γιάγκου, Θεοκλήτου Καρατζά του Καυσοκαλυβίτη, Ο νομοκάνων, η
επίτομη μορφή, εκδ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 29.
114
Πριν αναφερθούμε σε μία από τις σπουδαιότερες

νομοκανονικές συλλογές, το Πηδάλιο, αξίζει να αναφερθούμε

στο Κανονικόν του Χριστοφόρου Προδρομίτη, το οποίο

γράφτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα (1794 – 1796) . Το Κανονικόν,

το οποίο εκδόθηκε μετά από πολλές περιπέτειες, λόγω

αντιπαραθέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τους

αγιορείτες μοναχούς, παραθέτει όλους τους κανόνες που

αποτελούσαν διαχρονική κανονική πράξη και διδασκαλία της

εκκλησίας240. Για τον λόγο αυτό αν και αποτελεί παρόμοια

συλλογή μ’ αυτή του Πηδαλίου, και γράφτηκε από τους ίδιους

μοναχούς, δεν παραπέμπει στο Τόμο της Ενώσεως.

Αντίθετα, στο Πηδάλιο, το οποίο εκδόθηκε το 1800 από τον

άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο Τόμος παραπέμπεται στα

σχόλια του 3ου κανόνα της Νεοκαισαρείας συνόδου και μαζί μ’

αυτόν εξιστορείται και το ζήτημα που είχε δημιουργηθεί στους

πιστούς κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Αφορούσε τα

επιτίμια των τριγάμων που περιελάμβανε ο Τόμος, τα οποία

είχαν ενταχθεί στο Ωρολόγιο που εκδόθηκε στη Βενετία το 1789

για να αποτραπούν οι πιστοί από τη συχνή μετοχή στη Θεία

Ευχαριστία241. Στα σχόλια του 3ου κανόνα της Νεοκαισαρείας

240
βλ. σχετικά Θ. Ξ. Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτου, Κανονικόν, εκδ. Μυγδονία,
Θεσσαλονίκη 20052, προλογικό σημείωμα.
241
βλ. σχετικά, Αρχιμ Νικοδήμου Σκρέττα, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της
Κυριακής κατά την διδασκαλία των Κολλυβάδων, ό.π., σ. 353.
115
συνόδου παραπέμπονται οι διατάξεις του Τόμου που

αναφέρονται στους τριγάμους242.

Ο Θεόφιλος Καμπανίας κατά τα έτη 1780-1790 συνέταξε

νομική συλλογή με το τίτλο «Νομικόν» ή «Νόμος

εκκλησιαστικός και πολιτικός.». Στο κεφάλαιο 10, (Περὶ

ἀρχιερέων εἰτουν Ἐπισκοπῶν κατὰ τὸ παλαιὸν ) παράγραφος 47,

αναφέρεται ο Τόμος της Ενώσεως ως σχόλιο από το

Βαλσαμώνα στον 4ο κανόνα του Μ. Βασιλείου. Κι εδώ όμως

παρατηρούμε ότι αναφέρονται μόνο οι διατάξεις που αφορούν

στους τριγάμους243.

Ακόμη ο Θεόφιλος Καμπανίας, στο 2 ο κεφάλαιο, στην

παράγραφο 17 εξιστορεί το ζήτημα της τετραγαμίας του

Λέοντα με λακωνικό τρόπο και τονίζει τις παρεμβάσεις που

έκανε ο Λέων στον πατριαρχικό θρόνο όταν προέκυψε το

ζήτημα της τετραγαμίας244.

242
σχόλιο 1 στην ερμηνεία του 3ου κανόνα Νεοκαισαρείας, Πηδάλιον, σ. 387.
243
Θεοφίλου του εξ Ιωαννίνων (1788), κριτική έκδοσις υπό Δημ. Σ. Γκίνη, Θεσσαλονίκη
1960, κεφ. 10, § 47, σ. 11-12.
244
ό.π., κεφ. 2, § 17, σ. 87.
116
4. Λειτουργικά παρεπόμενα από

τις αποφάσεις της Συνόδου.

Οι αποφάσεις της Συνόδου εκτός από το θέμα του γάμου

προσφέρουν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για το θέμα της

Ευχαριστίας και της νηστείας. Ένα από τα μεγαλύτερα

ζητήματα που δημιουργήθηκε σχετικά με τις αποφάσεις του

Τόμου και την θεία Ευχαριστία ήταν η συχνότητα της μετοχής

των πιστών στα τίμια Δώρα.

Το ζήτημα που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της

Τουρκοκρατίας από τους αντικολλυβάδες εξ αφορμής της

αποφάσεως του Τόμου της Ενώσεως που αφορούσε το επιτίμιο

των τριγάμων, οι οποίοι ήταν τριάντα ετών και ανέφερε ότι

αυτοί πρέπει να απέχουν από τα Άχραντα Μυστήρια για

τέσσερα έτη και μετά το πέρας αυτού του χρονικού

διαστήματος να συμμετέχουν στην θεία Κοινωνία μόνο τρεις

φορές τον χρόνο στις εορτές α) της Ανάστασης του Κυρίου, β)

της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και γ) της Γεννήσεως του Κυρίου.

Οι αντικολλυβάδες θέλησαν να παραπλανήσουν τους πιστούς,

προβάλλοντας το εππιτίμιο αυτό ως καθολικό κανόνα για

όλους τους πιστούς και το πέτυχαν αρχικά, λόγω της ευάλωτης

θέσης των πιστών η οποία οφειλόταν στα ιστορικά γεγονότα.

117
Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν βέβαια δεν ήταν

ούτε ορθά ούτε ισχυρά για τους γνώστες του κανονικού

δικαίου, ωστόσο ήταν τόσο ισχυρά ώστε να κλονίσουν τους

πιστούς και να τους οδηγήσουν στην αποχή ενός από τα

μεγαλύτερα μυστήρια της εκκλησίας, την θεία Κοινωνία.

Το πρώτο από τα επιχειρήματα των αντικολλυβάδων

ήταν ότι όταν ο πιστός κοινωνεί αραιά οδηγήται με

περισσότερη ευλάβεια. Το δεύτερο επιχείρημά τους ήταν ότι η

συχνή μετοχή ήταν χάρισμα μόνο των πρώτων χριστιανών και

έδιναν ως παράδειγμα τη Οσία Μαρία την Αιγυπτία. Το τρίτο

επιχείρημά τους είχε ως πηγή την αντίληψη σχετικά με τον

κληρικαλισμό. Συμφωνα με την αντίληψη αυτή οι κληρικοί

πρέπει να μετέχουν συχνά στη θεία Ευχαριστία και ότι μόνο η

συμμετοχή του ιερέα είναι απαραίτητη καθώς αποτελεί

επαγγελματικό του καθήκον245.

Όπως είναι φυσικό οι κολλυβάδες απάντησαν στα

επιχειρήματα των αντικολλυβάδων και τα αντίκρουσαν με

επιχειρήματα λογικά και αληθή. Αρχικά λοιπόν τονίζουν ότι οι

προϋποθέσεις για την μετοχή στην θεία Ευχαριστία είναι η

καθαρότητα ψυχής και σώματος, η δοκιμή συνειδήσεως, η

συνεχής εκράτεια και η τήρηση της ευχαριστιακής νηστείας.

245
Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά την
διδασκαλία των Κολλυβάδων, ό.π., σ. 353- 407.
118
Έπειτα τονίζουν το γεγονός ότι η απόφαση αυτή η οποία

αναφέρει τρείς φορές μετοχή στην θεία Ευχαριστία αποτελεί

επιτίμιο και αυτό δεν μπορεί να αναχθεί σε κανονική διάταξη

για όλους τους πιστούς.

Στη συνέχεια, τονίζοντας ότι η συχνή μετοχή στην θεία

Ευχαριστία οδηγεί την ψυχή στην σωτηρία και την ένωση με

τον Θεό, λένε ότι αν κάποιος είναι άξιος να κοινωνεί τρεις

φορές τον χρόνο τότε είναι άξιος και για περισσότερες και δεν

χρειάζεται να προβάλλει την ραθυμία ως σεβασμό και φόβο

για τα θεία. Επίσης θεωρούν απαράδεκτη την άποψη ότι οι

ιερείς έχουν ιδιαίτερα προνόμια και δικαιώματα μέσα στην

εκκλησία και αναφέρουν ότι σκοποί της θείας Ευχαριστίας

είναι η κοινωνία από όλο τον λαό του Θεού και όχι μόνο από

τους ιερείς. Αν είχαν οι ιερείς μόνο αυτό το προνόμιο τότε όλοι

οι χριστιανοί θα καταδικαζόταν σε πνευματικό θάνατο και

χωρισμό από τον Θεό246.

Αντικρούοντας τα επιχειρήματα των αντικολλυβάδων οι

κολλυβάδες πατέρες οδήγησαν σιγά σιγά τους πιστούς στον

ορθό δρόμο και η ευχαριστιακή έριδα έληξε με τους πιστούς να

επιτυγχάνουν την συχνή μετοχή στο μυστήριο των μυστηρίων.

Νικοδήμου Αγιορείτου, Βιβλίον Ψυχωφελέστατον περί της συνεχούς μεταλήψεως των


246

Αχράντων του Χριστού μυστηρίων, Βόλος 1961, σ. 45-74, για την αναγκαιότητα της συχνής
μετοχής στηθεία Ευχαριστία βλ. σχετικά και Αλ. Σμέμαν, Ευχαριστία, μτφρ. Ανδρέας και
Μαρίκα Χελιώτη, εκδ. Ακρίτας, 1987, σ. 241 και εξής, Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η θεία
Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 184 και εξής, Ξ. Σπ.
Παπαχαραλάμπους, Όροι και προϋποθέσεις δια την συμμετοχήν εις την θείαν
Ευχαριστίαν (εξ απόψεως ορθοδόξου), Αθήναι 1991, σ. 153 και εξής.
119
Εκτός από το ζήτημα που προέκυψε σχετικά με τη

συχνότητα μετοχήστη θεία Ευχαριστία, ο Τόμος προβάλει και

το ζήτημα της νηστείας πρίν από τις μεγάλες εορτές. Αφορμή

για το ζήτημα της νηστείας δίνει και πάλι ο κανόνας που

αναφέρεται στους τρίγαμους τριαντάχρονους, οι οποίοι , όπως

αναφεραμε και προηγουμένους πρέπει να κοινωνούν έπειτα

από τέσσερα έτη μόνο 3 φορές τον χρόνο στις εορτές α) της

Ανάστασης του Κυρίου, β) της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και γ)

της Γεννήσεως του Κυρίου αφού έχει προηγηθεί νηστεία.

Η νηστεία πρό της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

δεν ήταν επίσημα καθιερωμένη και δεν συμπεριελαμβανόταν

επίσημα στα μοναχικά τυπικά αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι

απουσίαζε και από την μοναχική παράδοση. Η απόφαση της

Συνόδου που αναφέρει την νηστεία αυτή αποτελλεί μαρτυρία

για την κανονικότητα της νηστείας. Για τον λόγο αυτό ο Νίκων

του Μαύρου Όρους δίνει ιδιαίτερη σημασία στην απόφαση

αυτή και συμπεραίνει ότι η νηστεία της Θεοτόκου έχει συνοδικό

κύρος εφόσον όπως αναφέραμε και προηγουμένως η Σύνοδος

της Ενώσεως δεν ήταν τυχαία και οι αποφάσεις της είχαν

οικουμενικό χαρακτήρα247.

247
Θ. Ξ. Γιάγκου, Νίκων ο Μαυρορείτης, Βίος- Συγγραφικό έργο – Κανονική διδασκαλία,
διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στο τμήμα Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του
Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1991, σ. 254 και εξής.
120
Σχετικά με τη νηστεία της Θεοτόκου αναφέρθηκε και ο

Βαλσαμών, ο οποίος στην Επιστολή περι νηστειών248

αναφέρεται η νηστεία πρίν από την Ανάσταση του Κυρίου και

πρίν από τις 4 μεγάλες εορτές (των Αγίων Αποστόλων, της

Μεταμόρφωσης, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, των Γενεθλίων

του Χριστού). Ακόμη ο Βαλσαμών όταν ρωτήθηκε από τον

πατριάρχη Αλεξανδρείας Μάρκο, αν οι νηστείες που

προηγούνται των εορτών α) των Αγίων Αποστόλων β) της του

Χριστού Γεννήσεως γ) της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δ) της

Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, είναι απαραίτητες ή

συγχωρητέες και αδιάφορες, απάντησε ότι είναι αναγκαίες και

επταήμερες249 και όσοι δεν τις ακολουθούν δέχονται επιτίμια250.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Τόμος και από λειτουργικής

πλευράς έχει μεγάλη σπουδαιότητα εφόσον αποτελεί

αναγνώριση για τις νηστείες των μεγάλων εορτών.

248
ΡΠΣ, τ.4, σ. 567
249
Η επταήμερη νηστεία που αναφέρεται είναι ο ελάχιστος αναγκαίος χρόνος και από
εκεί και έπειτα η νηστεία μπορεί να είναι και μεγαλύτερη όπως για παράδειγμα η
νηστεία των Αγίων Αποστόλων και των Χριστουγέννων οι οποίες είναι σαρανταήμερες.
250
Θεοδώρου Βαλσαμώνος, Ερωτήσεις κανονικαί, απόκρισις 45, ΡΠΣ, τ. 4, σ. 488 και εξής.
121
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μέσω της εργασίας αυτής, η οποία αναλύει τον Τόμο της

Ενώσεως και το ζήτημα της τετραγαμίας του Λέοντα μπορούμε

να εξαγάγουμε αρκετά συμπεράσματα τόσο για το ιστορικό

πλαίσιο της Συνόδου της Ενώσεως όσο και για τον τρόπο με τον

οποίο επιλύει η εκκλησία τα ζητήματά της.

Συμπερασματικά λοιπόν επισημαίνουμε τα εξής:

• Η εκκλησία και η πολιτεία έχουν σχέση εξάρτησης και αυτό

συμπεραίνεται τόσο από το γεγονός ότι οι αυτοκράτορες

επενέβαιναν στα εκκλησιαστικά ζητήματα όσο και στο

γεγονός ότι η θέσπιση των νόμων επηρεαζόταν από τους

ιερούς κανόνες της εκκλησίας ανάλογα με τη θρησκευτική

συνείδηση των αυτοκρατόρων.

• Η εκκλησία προκειμένου να επιλύσει τα ζητήματα που την

απασχολούν πράττει σύμφωνα με το πρότυπο του

φιλεύσπλαχνου Χριστού. Η εφαρμογή των κανόνων με

΄΄οικονομία΄΄ δείχνει την αγάπη της εκκλησίας για τους

πιστούς και τον σεβασμό προς τα χρηστά ήθη και τα

δόγματά της.

• Η Σύνοδος της Ενώσεως, η οποία έλαβε χώρα το 920,

χαρακτηρίστηκε ως Σύνοδος της Ενώσεως, διότι ήρθη το


122
σχίσμα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, το οποίο είχε

δημιουργηθεί έπειτα από την αποδοχή του τετάρτου γάμου

από τον πάπα Σέργιο Γ΄ στη σύνοδο του 907 και διότι επήλθε

η συμφιλίωση ανάμεσα στις παρατάξεις των ευθυμιανών με

τους νικολαϊτες.

• Αναλύοντας τους κανόνες και τις απόψεις των πατέρων της

εκκλησίας σχετικά με την αποδοχή του δευτέρου ή και του

τρίτου γάμου παρατηρούμε την προσπάθεια των πατέρων

να κατανοήσουν την ανθρώπινη αδυναμία διασφαλίζοντας

όμως την ιερότητα του μυστηρίου του γάμου.

• Οι αποφάσεις, οι οποίες είχαν κυρίως ως βάση τους κανόνες

του Μ. Βασιλείου απαγόρευσαν την τετραγαμία και

αποδέχθηκαν υπό προϋποθέσεις την τριγαμία και τη

διγαμία ορίζοντας επιτίμια.

• Μέσω του Τόμου αν και καταδικάστηκε παντελώς η

τετραγαμία θεωρήθηκε ως νόμιμο το τέκνο του τετάρτου

γάμου του Λέοντα, διότι η εκκλησία διαχώρισε το παιδί από

το σκάνδαλο.

• Μέσω του Τόμου της Ενώσεως δίνεται τέλος και στις

αναταραχές που είχαν δημιουργηθεί κατα την περίοδο της

εικονομαχίας και επικυρώνεται η 7η Οικουμενική Σύνοδος,

εφόσον η Σύνοδος της Ενώσεως, η οποία έχει οικουμενικό

χαρακτήρα, αναθεματίζει όσους είπαν ή έγραψαν ενάντια

123
στους πατριάρχες που υπεράσπισαν την Ορθοδοξία και την

περίοδο της εικονομαχίας.

• Η επικράτηση των αποφάσεων μεταγενέστερα φαίνεται από

τη χρήση τους στις κανονικές συλλογές. Σήμερα, η απόφαση

που ισχύει ρητώς και αμετακλήτως είναι η απαγόρευση του

τετάρτου γάμου.

• Ο Τόμος της Ενώσεως λόγω του συνοδικού του χαρακτήρα

και του οικουμενικού κύρους των αποφάσεών του αποτελλεί

επίσημη αποδοχή των νηστειών των μεγάλων εορτών της

εκκλησίας.

124

You might also like