Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 8

H αγάπη του φίλου

Οι φίλοι, αν μη τι άλλο, αγαπάνε ο ένας τον άλλον,


κι αν κάτι θαυμάζουμε στους φίλους είναι, πάνω απ'
όλα, η αγάπη τους αυτή. Συνήθως, λοιπόν, πρώτα
ψάχνουμε τι είναι η αγάπη κι αφού το βρούμε,
ερευνούμε και τη φιλία. Μήπως, όμως, συμβαίνει το
ανάποδο; Μήπως η αγάπη των φίλων, ήγουν η φιλία,
είναι προϋπόθεση για να κατανοήσουμε και όσες
άλλες περιπτώσει αγάπης μάς νοιάζουν;

Τα γλωσσικά μας ήθη μάς επιτρέπουν χίλιες δυο αγάπες.· αγαπάμε τον σύζυγο μας, τον
μπαμπά μας, την ερωμένη μας, τους φίλους μας, τα παιδιά μας, τον άνθρωπο, τις
τσιχλόφουσκες, τη δικαιοσύνη, τα λεφτά, τον σκύλο μας, τους σκύλους, το ψαράκι -στα
κάρβουνα-, τον θεό, το καλοκαίρι, τον Ελύτη, την ποίηση, το ποδόσφαιρο... Λογιών λογιών
πράγματα, λογιών λογιών αγάπες. Αν προσπαθήσουμε να βρούμε έναν κοινό παρονομαστή
σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις αγάπης, αυτός δεν θα είναι τίποτε παραπάνω από την έλξη ή
την έφεση μας προς κάτι: εύρημα ισχνότατο ενώπιον του θαυμαστού της αγάπης.
Ας πάψουμε, λοιπόν, να χρονοτριβούμε με μια γενική σύλληψη της αγάπης (με το
ανύπαρκτο "γένος" της αγάπης) κι ας προσπαθήσουμε αντίστροφα, ξεκινώντας από το
είδος ή τα είδη αγάπης που πρωτίστως κινούν τον θαυμασμό μας.
-Δεν μ'αγαπάς!
- Μα εγώ, Μαιρούλα μου, σ' αγαπώ απ' ! την κορφή ως τα νύχια...
- Ναι, αλλά δεν αγαπάς εμένα. Αγαπάς το κορμί μου!
Σ' αυτόν τον πασίγνωστο διάλογο η Μαιρούλα μάς μιλά για δυο αγάπες, την αγάπη γι'
αυτήν την ίδια και την αγάπη για το κορμί της. Της είναι αρκετό να επισημάνει δύο
διαφορετικά αντικείμενα αγάπης για να αντιδιαστείλει συγχρόνως, χωρίς να πει ούτε μια
λέξη παραπάνω, το είδος αγάπης που η ίδια επιζητεί κι εμείς θαυμάζουμε (την αγάπη γι'
αυτήν την ίδια) από ένα διαφορετικό είδος αγάπης (την αγάπη για το κορμί της)1.
0 καημένος ο αγαπητικός της, συνεπαρμένος από τα κάλλη της Μαιρούλας, μπορεί να της
κάνει όλα τα χατίρια, μπορεί να πέφτει και στη φωτιά για χάρη της, κι εν τούτοις, η
Μαιρούλα κάλλιστα μπορεί να του πει ότι δεν αγαπά αυτήν, αλλά το κορμί της. Για να πει
αυτό δεν χρειάζεται να κρίνει ότι εκείνος είναι ιδιοτελής και δεν ενδιαφέρεται παρά για τη
δική του απόλαυση ή ότι δεν την περιποιείται με συγκινητική αυταπάρνηση, χρειάζεται
απλώς να διαπιστώσει ότι το μόνο το οποίο πραγματικά χαίρεται εν τέλει σ' αυτήν είναι το
κορμί της κι ότι αυτό είναι που τον κάνει να είναι τρελός γι' αυτήν.
θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η Μαιρούλα διαπιστώνει δύο τινά: διαπιστώνει τι
καλό χαίρεται σ' αυτήν ο τύπος και διαπιστώνει επίσης την αιτία της όλης συμπεριφοράς
του προς αυτήν. Όμως και τα δύο εμπεριέχονται ήδη περίτρανα στη φρασούλα "αυτό που
αγαπάς σ' εμένα είναι το κορμί μου", μια φράση που απλώς και μόνο προσδιορίζει το
αντικείμενο της εν λόγω αγάπης. Το αντικείμενο της αγάπης είναι ένα καλό, ένα αγαθό γι'
αυτόν που αγαπά, κι αυτό είναι συγχρόνως η εξήγηση, το αίτιο της αγάπης του. Το ίδιο
μπορούμε να το δούμε και σε μια πιο σύνθετη οπτική της περίπτωσης μας. Η φράση "αυτό
που αγαπάς σ΄εμένα είναι το κορμί μου" είναι ισοδύναμη με τη φράση "με αγαπάς για το
κορμί μου". Παρόλο που στη δεύτερη φαίνεται να είναι άλλο το αντικείμενο και άλλη η

-1-
αιτία της αγάπης, εύκολα αναλογιζόμαστε ότι η κάθε μια από τις δύο εκφράσεις
συνδηλώνουν δύο αντικείμενα αγάπης, το ένα εξαρτημένο από το άλλο. Όταν κάποιος
χαίρεται με το κορμί της Μαιρούλας, τότε νοιάζεται και για την υπόλοιπη Μαιρούλα, η
οποία έχει κι αυτή αξία γι' αυτόν, αφού τα κάλλη της την προϋποθέτουν. Η υπόλοιπη
Μαιρούλα είναι επίσης κάποιου είδους αγαθό γι' αυτόν, ως προϋπόθεση του κορμιού της,
και αυτή η αξία που της αποδίδεται εξηγεί και καθορίζει την αγάπη του γι' αυτήν. Μόνο
που αυτή η εξήγηση παραπέμπει σε ένα παραπέρα αγαθό, στο αξιολάτρευτο κορμί της, κι
εφ' όσον η Μαιρούλα μας είναι όντως καλλονή, η εξήγηση μας τελειώνει εδώ κι ο,τιδήποτε
παραπέρα είναι εκ του περισσού.
Μπορεί κανείς να πει ότι η εξήγηση τελειώνει εδώ επειδή η Μαίρη είναι κουκλάρα κι ο
έχων όμματα ιδέτω! Αυτό που λέμε, όμως, εμπεριέχει κι ένα-δυο πραγματάκια τόσο
.οφθαλμοφανή που φαίνεται να μην αξίζει καν τον κόπο να τα προσέξουμε: το ένα είναι το
ότι τα κάλλη της Μαιρούλας είναι κάτι που έχει σπουδαία αξία για τον αγαπητικό της, και
το άλλο έγκειται στο ότι υπάρχει ένα ενέργημα κατά το οποίο τα κάλλη της Μαιρούλας
γίνονται κάτι καλό γι' αυτόν, το ενέργημα με το οποίο έχει πρόσβαση στο κάλλος της,
κοινωνεί του κάλλους της και το χαίρεται, και που χωρίς το ενέργημα αυτό η ομορφιά της
Μαιρούλας δεν θα 'χε καμιά αξία γι' αυτόν. Το ενέργημα ή τα ενεργήματα αυτά είναι τόσο
προφανή και τόσο εύκολα, που ακόμη και η μνεία τους ηχεί σχολαστικά.
Αυτά στην περίπτωση του κορμιού της. Τι γίνεται, όμως, με το αίτημα της Μαιρούλας; Η
Μαιρούλα μας αναζητεί μιαν αγάπη όπου το πρωταρχικό αντικείμενο της αγάπης να μην
είναι το κορμί της ή κάποια άλλη μερική της ιδιότητα κι η ίδια να αγαπιέται μόνον ως
φορέας αυτής της ιδιότητας, αλλά μιαν αγάπη όπου αυτό που ο άλλος αγαπά σ' αυτήν να
μην είναι άλλο, αλλά το ίδιο με αυτό που η Μαιρούλα είναι - κι αυτό (όπως το κορμί της
στην άλλη περίπτωση) να είναι μια επαρκής αιτία της αγάπης του.
Μπορούμε κάλλιστα να θεωρήσουμε ότι η Μαιρούλα εκτός από καλλονή είναι κι ένα
υπέροχο ον (είτε απλώς και μόνον επειδή είναι ένας άνθρωπος, είτε επειδή είναι ένας
εξαίρετος άνθρωπος]. Κι αφού είναι τέτοια, το μόνο που ζητάμε είναι να δούμε αυτό ακρι-
βώς το υπέροχο ον να γίνεται αντικείμενο αγάπης, δηλαδή να γίνεται πολύτιμο στον άλλον
για την αξία του ως αυτό που είναι κι όχι για ό,τι τύχει να κατεβάσει η κούτρα του κι οι
τυχούσες ορέξεις του.
Στο σημείο, όμως, τούτο προκύπτει συνήθως το εξής παράδοξο: συμφωνούμε ότι η
ζητούμενη αγάπη για την Μαιρούλα πρέπει να έχει ως αντικείμενο την Μαιρούλα την ίδια,
συμφωνούμε ότι η Μαιρούλα είναι ένα εξαίρετο ον, αλλά δεν συμφωνούμε όλοι ότι η
Μαιρούλα πρέπει να 'ναι ένα αγαθό γι' αυτόν που όντως την αγαπά.
Είναι πολύ συνηθισμένο όταν συνδυάζουμε την αγάπη για την Μαιρούλα με το καλό που
συνιστά για τον αγαπητικό της να θεωρούμε την αγάπη αυτή ιδιοτελή, ως την εγωιστική
μέριμνα κάποιου που δεν νοιάζεται για την αυταξία της Μαιρούλας. Κι ακόλουθα, είναι
επίσης συνηθισμένο να θεωρούμε τη μέριμνα για την αυταξία της Μαιρούλας και την
"πραγματική αγάπη" γι' αυτήν ως μια μέριμνα αλτρουιστική, ανεξάρτητη από το καλό
αυτού που μεριμνά. Γίνεται ν' αγαπά κανείς την Μαιρούλα και να μην είναι αυτή κάτι
πολύτιμο (κι a fortiori, αγαθό) γι' αυτόν; Αυτό το ξέρουν οι πάντες! Πολλοί όμως έπιμένουν
να το αγνοούν - ενδεχομένως για διάφορους λόγους, πρωτίστως, όμως, επειδή δεν μπορούν
να αντιστοιχίσουν το αγαθό που η Μαίρη συνιστά γι' αυτόν που την αγαπά με τη
σπουδαιότητα της ίδιας της Μαίρης. Και δεν βλέπουν με ποιον τρόπο η αξία της γίνεται
κάτι καλό γι' αυτόν, επειδή δεν εντοπίζουν μιαν ενέργεια προς την ίδια την Μαιρούλα
ανάλογη με την προφανή ενέργεια προς το σωματικό της κάλος.
Τι σόι ενέργεια θα μπορούσε να 'ναι αυτή;

-2-
Η Μαιρούλα είναι στον πάγκο του μπαρ, ένας άγνωστος κάθεται δίπλα της, πιάνουν
κουβέντα και μετά από κανένα τεταρτάκι ο τύπος τής αρχίζει μια ερωτική εξομολόγηση
πολύ ξεγυρισμένη. Τότε η Μαιρούλα του λέει:
- Κοίτα να δεις, δεν γίνεται να μ' αγαπάς, γιατί δεν με ξέρεις.
Η φρόνιμη Μαιρούλα μας συνεχίζει το βιολί της. 0 τύπος στο μπαρ έχει φυσικά ήδη
διαπιστώσει τα κάλλη της Μαιρούλας, ίσως και την ευφράδεια της. Αυτό που η Μαιρούλα
ισχυρίζεται ότι ο τύπος αγνοεί είναι η ίδια, αυτό που η Μαιρούλα είναι. Αυτό είναι που ο
τύπος δεν είναι δυνατόν ν' αγαπά. Βέβαια, αυτός μπορεί να μην εστιάζει στα σωματικά της
κάλλη ή στην ευφράδεια της, αλλά σ' αυτό που φαντάζεται ότι η Μαίρη είναι. Τότε όμως
δεν αγαπά αυτό που η Μαίρη είναι, αλλά αυτό που φαντάζεται ότι η Μαίρη είναι. Η αγάπη
για την ίδια την Μαίρη δεν μπορεί να έχει ως φορέα της μια γνώμη για την Μαίρη, αλλά
την γνώση της Μαίρης. Κι αν κάποιος είναι αρκετά σκεπτικιστής ώστε να αμφισβητεί την
δυνατότητα μιας τέτοιας γνώσης, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να αμφισβητεί επίσης τη
δυνατότητα αγάπης για την Μαίρη την ίδια - αν δεχτούμε την έκφραση αυτή στην
κυριολεκτική της σημασία.
Πώς, όμως, σχετίζονται η γνώση της Μαίρης με την αγάπη για την Μαίρη; Σύμφωνα με μια
τρέχουσα ιδέα, η γνώση της Μαίρης είναι απλώς και μόνον μια προϋπόθεση για την αγάπη
για την Μαίρη: πρώτα γνωρίζουμε την Μαίρη και μετά την αγαπάμε. Κατά την άποψη αυτή
η γνώση κι η αγάπη είναι δύο σαφώς ξεχωριστά ενεργήματα. Πόσο βάσιμη, όμως, είναι μια
τέτοια προσέγγιση;
Ας αναλογιστούμε, π.χ., τη Γκουέρνικα ως ένα αριστούργημα κι ας φανταστούμε έναν
συστηματικό θεράποντα και λάτρη των εικαστικών τεχνών να αφιερώνει όσον χρόνο τραβά
η όρεξη του ενώπιον της Γκουέρνικα. Ας θεωρήσουμε ότι η γνώση της Γκουέρνικα δεν
είναι κάτι άλλο από την κατανόηση του εικαστικού αυτού αριστουργήματος ως τέτοιου κι
ας υποθέσουμε ότι ο θεατής επιτυγχάνει αυτήν την κατανόηση και χαίρεται τη Γκουέρνικα
ως το αριστούργημα που είναι. Όπως δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την κατανόηση της
Γκουέρνικα ως αριστουργήματος από την απόλαυση αυτού του αριστουργήματος, άλλο
τόσο δεν μπορούμε να φανταστούμε την αγάπη για τη Γκουέρνικα ως κάτι άλλο από την
νοητική κι αισθητική έξαρση ενώπιον της Γκουέρνικα. Το ενέργημα για το οποίο μιλάμε
όλη αυτήν την ώρα είναι ένα κι ενιαίο: η κατανόηση του αριστουργήματος που είναι η
Γκουέρνικα και η αγάπη για τη Γκουέρνικα την ίδια είναι ένα και το αυτό. Και σ΄αυτό
ακριβώς το γνωστικό ενέργημα το αγαθό που συνιστά η Γκουέρνικα καθίσταται αγαθό και
για τον λάτρη της.
Γιατί να μην συμβαίνει κάτι παρεμφερές και στην περίπτωση της Μαιρούλας, αν πράγματι
είναι κι αυτή κάτι θαυμάσιο;
Πώς μπορεί, όμως, να συμβεί κάτι τέτοιο; Μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στη Γκουέρνικα
και στη Μαιρούλα έγκειται στο γεγονός ότι η Γκουέρνικα είναι κρεμασμένη σε έναν τοίχο,
οπότε στον θαυμαστή της αρκεί να σταθεί ενώπιον της για να κάνει ό,τι είναι να κάνει μ'
αυτήν. Με τη Μαιρούλα όμως τι θα κάνουμε; θα την βάλουμε στην πασαρέλα; Πώς
μπορούμε να επιτύχουμε μια ανάλογη νοητική εγρήγορση ενώπιον του θαυμαστού της
Μαιρούλας;
Η μαμά της Μαιρούλας μάς λέει:
- Εγώ με την κόρη μου θέλω να 'μαστέ φίλες!
Με γεια της, με χαρά της! Όμως, τι ακριβώς εννοεί;
Εφ' όσον πάρουμε τα λόγια της στα σοβαρά, τότε το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό
όταν μια μαμά δηλώνει ότι προσβλέπει στη φιλία με την κόρη της είναι ότι μας μιλά για
μια σχέση ισότητας με την κόρη της. Πιο συγκεκριμένα, βλέπουμε ότι θέλει να απαλείψει
τον συνήθη πατερναλισμό που είναι συνδυασμένος με τη σχέση μιας μαμάς με την κόρη
της, ότι θέλει να ενεργούν η μια προς την άλλη αναγνωρίζοντας τη Μαιρούλα ως ένα

-3-
πρόσωπο με αρκετή κρίση για να αναλάβει το ίδιο τις πράξεις του και την ευθύνη του γι'
αυτές, που δεν μπορεί πλέον ούτε να απαιτεί, ούτε να ανέχεται την πρωτοβουλία και την
μέριμνα της μάνας της για τα όσα αρμόζει να συνιστούν αντικείμενο της δικής της
πρωτοβουλίας, των δικών της επιλογών και αποφάσεων, ένα πρόσωπο που ευλόγως παίρνει
τη ζωή του στα χέρια του. Κοντολογής, αυτό που θέτει στο προσκήνιο είναι τη
χειραφέτηση της Μαιρούλας κι η περί ης ο λόγος ισότης έγκειται στην αναγνώριση ότι η
Μαιρούλα είναι, εξίσου με τη μάνα της, ένας αυτεξούσιος άνθρωπος. Μ' άλλα λόγια, η
μαμά, μιλώντας μας για φιλία, φαίνεται να θέλει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τη
Μαιρούλα εισάγοντας τους όρους μιας τρέχουσας ηθικής αλληλοσεβασμού που αποβλέπει
και πραγματώνεται σε μια σχέση δικαιοσύνης.
Η μαμά, κατά τα φαινόμενα, θέλει να συνδυάσει τη δεδομένη σχέση αγάπης με την κόρη
της με κάτι ακόμη, τη δικαιοσύνη. Η φιλία φαίνεται, λοιπόν, να πρέπει να εννοηθεί ως
κάποιου είδους συνδυασμός αγάπης και δικαιοσύνης. Πώς πρέπει να το εννοήσουμε αυτό;
Ίσως η αγάπη και η δικαιοσύνη να είναι δύο ξεχωριστά πράγματα, τελείως ανεξάρτητα
το ένα από το άλλο. Σ' αυτήν την περίπτωση, η φιλία δεν είναι παρά μία σύμπτωση αυτών
των μεταξύ τους άσχετων πραγμάτων. Επομένως, ούτε λόγος υπάρχει, ούτε έδαφος για να
ασχοληθούμε με τη φιλία ως αντικείμενο θεωρητικού στοχασμού και, το πολύ-πολύ, να τη
δούμε ως αντικείμενο καζουιστικής (περιπτωσιολογίας). Αυτή, άλλωστε, είναι η
λανθάνουσα προκείμενη των κυριότερων νεώτερων φιλοσοφικών ρευμάτων: η φιλία δεν
είναι παρά μια σύμπτωση και, επομένως, σε απόλυτη συνέπεια μ' αυτήν τη θέση, τα
νεώτερα φιλοσοφικά ρεύματα έχουνε τη φιλία γραμμένη. Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα,
τότε καλώς την ξεγράφουν.
Σχολιάζοντας τα λόγια της Μαιρούλας και της μαμάς της, μέχρις εδώ προϋποθέσαμε ότι
πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε την αγάπη και τη δικαιοσύνη -που δεν χρειαζόμαστε τη
φιλία για να τις καταλάβουμε- και μετά να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη φιλία
-αφού η φιλία φαίνεται να καθορίζεται από την αγάπη και τη δικαιοσύνη. Αυτό το αυτονό-
ητο δεν μου φαίνεται και πολύ αυτονόητο.
Πρώτα-πρώτα, για ποιαν αγάπη μιλάμε; Η αγάπη της μαμάς της Μαιρούλας ως μαμάς και
η αγάπη της ως φίλης είναι το ίδιο πράγμα;
Αν το καλοσκεφτούμε, η μητρική αγάπη δεν είναι η αγάπη στην οποία επιμένει εδώ και
ώρα η Μαιρούλα, η αγάπη που έχει ως αντικείμενο την Μαιρούλα την ίδια. Φανταστείτε,
λόγου χάριν, το εξής στιγμιότυπο: Ο Περικλής-ο αρχαίος-είναι έτοιμος να εκφωνήσει τον
γνωστό μας Επιτάφιο, οι Αθηναίοι είναι όλοι μαζεμένοι, ο Περικλής πάνω στο βήμα, και
αίφνης, μέσα από το πλήθος ορμά μία γηραιά κυρία, κραδαίνοντας ένα ρούχο και
ανακράζοντας:
- Περικλάκι μου, το ζιπουνάκι σου, αγόρι μου. Φόρα το, να χαρείς, μη μου πουντιάσεις!
Η μαμά του Περικλή, όπως κατά κανόνα οι μανάδες, αγαπά μέχρι θανάτου τον γιόκα της,
μόνο που αγαπά τον γιόκα της κι όχι τον Περικλή, που δεν είναι το-παιδί-της-μαμάς του
αλλ' ο λαμπρός άντρας που ξέρει να κουμαντάρει στη ζωή του. Η μαμά του Περικλή αγαπά
μόνον μια ιδιότητα του Περικλή που της επιτρέπει να τον αγαπά σαν μέρος του εαυτού
της, σαν σπλάχνο της -που ήταν, βέβαια, κάποτε- κι όχι σαν το ξεχωριστό, αυτοτελές ον
που επέτυχε, ωριμάζοντας, να γίνει. Φυσικά, για όσους αντιλαμβάνονται την αγάπη ως
συναίσθημα ή ως ανιδιοτελή μέριμνα για το καλό του άλλου, γι' αυτούς αγάπη της μάνας,
που ξεχειλίζει κι απ' τα δύο, φτάνει και περισσεύει. Η Μαιρούλα μας, ,όμως, εννοεί, όπως
είδαμε, πρωτίστως κάτι άλλο ως αγάπη, εννοεί την αγάπη γι΄ αυτήν την ίδια, κι ως προς
αυτό, η μητρική αγάπη, όσο κι αν είναι κάτι σπουδαίο και σεβαστό, απέχει τα μάλα, όπως
ακριβώς απέχει κι η αγάπη εκείνου που λατρεύει το κορμί της Μαιρούλας...
H μαμά του Περικλή δεν αγαπά τον ίδιο τον Περικλή, αλλά το παιδί της. Η μαμά της
Μαιρούλας θέλει να είναι με την κόρη της φίλες.

-4-
Για να πούμε ότι η μαμά του Περικλή δεν αγαπά τον ίδιο τον Περικλή μας έφτασε να
δούμε ότι δεν τον αγαπά ως κύριο των πράξεων του. Όταν η μαμά της Μαιρούλας
προσβλέπει στη φιλία με την κόρη της, προσβλέπει, πρώτα απ' όλα, σε μια σχέση όπου η
Μαιρούλα θα αναγνωρίζεται ως κυρία των πράξεων της. Αυτό που στη φιλία της μαμάς της
Μαιρούλας μάς φάνηκε ως ένα ηθικο-δικαιϊκό πλαίσιο για την αγάπη της, τώρα το
βλέπουμε πια όχι ως κάτι εξωτερικό προς την αγάπη, αλλά ως καίριο χαρακτηριστικό ενός
είδους αγάπης πιο σπουδαίου από την μητρική αγάπη. Φαίνεται, λοιπόν, να υπάρχει κάποια
σοβαρή σύγκλιση μεταξύ του ν' αγαπάς σε έναν άνθρωπο αυτό που ο ίδιος είναι και στο να
είσαι φίλος με κάποιον: και στις δύο περιπτώσεις αυτός που αγαπάμε, μάς είναι σημαντικός
ως άρχων των πράξεων του.
Τι σόι σύγκλιση, όμως, έχουμε εδώ πέρα : θα μπορούσε κάποιος να μας πει ότι τα πράγματα
είναι πολύ απλά: εκεί που στην αρχή λέγαμε ότι "οι φίλοι αγαπάνε ο ένας τον άλλον", τώρα
μπορούμε να πούμε ότι "οι (αληθινοί) φίλοι αγαπάνε ο καθένας αυτό που ο άλλος είναι",
και όπως στην αρχή αυτό που ψάχναμε ήταν ένα είδος αγάπης ανεξάρτητο από την φιλία,
το ίδιο μας συμβαίνει και τώρα. Θα του απαντούσαμε ρωτώντας; Πότε και πώς κάποιος
αγαπά αυτό που ο άλλος είναι ; Πότε χαίρεται κατανοώντας την οντότητα ενός άλλου
ανθρώπου;
Κατά μιαν αρχαία θεωρία υπάρχουν δύο είδη έρωτος. 0 έρως της ψυχής του άλλου και ο
έρως του σώματος. 0 έρως της ψυχής είναι φιλία, ενώ ο έρως του σώματος όχι. 0 έρως του
σώματος δεν είναι φιλία διότι για να απολαμβάνουμε το σώμα κάποιου δεν είναι αναγκαίο
να μας θέλει κι αυτός - μπορεί, π.χ., να είναι δούλος μας. Αν όμως ο έρως είναι έρως της
ψυχής, τότε αυτός είναι φιλία, διότι δεν έχουμε αυτό που επιθυμούμε αν δεν μας αγαπά κι
αυτός.
Ένα πολύ ισχυρό σημείο στη θεωρία αυτή είναι η θέση ότι στην περίπτωση του έρωτος της
ψυχής, ο σκοπός (η απόκτηση της ψυχής του άλλου) επιβάλλει αναγκαστικά έναν συ-
γκεκριμένο τρόπο για την επίτευξη του. Κι ένα δεύτερο, ότι ο τρόπος για να αποκτήσουμε
το αγαθό το οποίο επιδιώκουμε δεν είναι ένα διαφορετικό πράγμα από το επιζητούμενο
αγαθό, αλλά μια εκδήλωση του αγαθού αυτού: αν επιθυμούμε την ψυχή κάποιου, δεν την
έχουμε, παρά μόνον μέσω μιας εκδήλωσης αυτής της ίδιας ψυχής. Οποιοσδήποτε άλλος
τρόπος να την αποκτήσουμε βιάζει, ποδοπατά αυτό ακριβώς που το θέλουμε στην
απρόσκοπτη άνθιση του. Τι σημαίνει, όμως, να "έχουμε την ψυχή κάποιου";
Οι γονείς μπορούν ν' αγαπάνε τα παιδιά τους ερήμην των ίδιων των παιδιών τους. Ο
Μεγαλέξανδρος μπορούσε ν' αγαπά τον Αχιλλέα (κατά τον τρόπο που τον αγαπούσε),
ερήμην του Αχιλλέα. Μπορούμε, όμως, ν' απολαμβάνουμε σε κάποιον αυτό που αυτός είναι
ερήμην του;
Όλοι θα συμφωνούσαμε ότι όταν λέμε ότι αγαπάμε κάποιον τον οποίον συναναστρεφό-
μαστε, εννοούμε κάτι διαφορετικό απ' ό,τι όταν λέμε ότι αγαπάμε, φέρ' ειπείν, τον
Μαχάτμα Γκάντι. Θα συμφωνούσαμε, επίσης, ότι είναι άλλο να πληροφορούμαστε ή να
συνάγουμε ότι κάποιος είναι ένας εξαίρετος άνθρωπος κι άλλο να έχουμε άμεση, ιδίαν
αντίληψη του ανθρώπου αυτού ενώ ενεργεί. Υπάρχει, όμως και κάτι ακόμη πολύ
σημαντικό: είναι άλλο να είμαστε συμπτωματικοί παρατηρητές της εξέχουσας δράσης
κάποιου κι άλλο να είμαστε με τη θέληση μας γνώστες ενός ανθρώπου (κάτι που το έχουμε
όλοι υπ' όψιν μας στην αντίστροφη περίπτωση, όταν χρησιμοποιούμε την φράση: "Τον Χ
δεν θέλω να τον ξέρω."). Όπως όταν εννοεί πράγματι κάποιος να θαυμάσει τον Ηνίοχο, το
να πάει στους Δελφούς και νά τον δει είναι μια έλλογη επιλογή - και, υπ' αυτήν την έννοια,
η γνώση του Ηνίοχου είναι μια επιλογή, έτσι και το να εννοεί να γνωρίζει έναν άνθρωπο
είναι επίσης μια έλλογη επιλογή κι όχι κάτι που του συμβαίνει από μόνο του.
Το να επιλέξουμε την άμεση γνώση ενός ανθρώπου ερήμην του, όχι μόνο θά 'ταν κάτι που
θα 'μοιάζε πολύ με μπανιστήρι, αλλά, το σπουδαιότερο, θά 'ταν τόσο ανεδαφικό, που θα

-5-
αντέφασκε με την ίδια την έννοια της επιλογής. Η άμεση γνώση ενός ανθρώπου απαιτεί
μιαν ιδιαίτερη οικειότητα μ' αυτόν, και η οικειότης αυτή όχι μόνο προϋποθέτει την
συγκατάθεση του, αλλ' εμπεριέχει κατ' ανάγκην μια ιδιαίτερη στάση του προς εμάς. Και
δεν επιλέγουμε πράγματα όπως το να εκπορθήσουμε την Τροία, αλλά πράγματα εφικτά. Η
άμεση γνώση ενός άλλου ανθρώπου καθίσταται εφικτή και αποτελεί αντικείμενο
εχέφρονος επιλογής μόνον εφ' όσον αυτός συγκατατίθεται.
Διάφοροι θα μπορούσαν να συγκατατεθούν για ποικίλους λόγους, καθότι νάρκισσοι, π.χ., ή
προς κάποιο χρηματικό αντίτιμο. Αλλά τι αξία θα είχε η γνώση τέτοιων ανθρώπων; Μόνο
σε μία περίπτωση αυτός που επιλέγουμε και η επιλογή μας θ' άξιζαν πράγματι: στην
περίπτωση που ο άλλος συγκατετίθετο στη βάση μιας επιλογής προικισμένης με νοητική
εγρήγορση και βαρύτητα αντίστοιχη με τη δική μας. Και τούτο συμβαίνει εφ' όσον κρίνει
βάσιμα ότι αξίζουμε και ότι είναι σημαντικό γι' αυτόν να γνωρίζει κι εκείνος εμάς. Σ' αυτή
την περίπτωση η επιλογή του καθενός λαμβάνει χώρα ενώπιον της επιλογής του άλλου και
η επιλογή του καθενός είναι αποτίμηση της επιλογής του άλλου και ένθερμη κατάφαση
σ'αυτήν. Οι επιλογές αυτές είναι δύο συγχρονικά και διαπλεκόμενα ενεργήματα, αφού το
καθένα έχει ως αντικείμενο το άλλο. Συνιστούν την αρχή μιας φιλίας, της κατ' εξοχήν
περίπτωσης στην οποία αναφερόμαστε ως φιλία.
Στην φιλία αυτή οι φίλοι επιλέγουν ο ένας τον άλλον ως κάποιον που κι αυτός επιλέγει κι η
αξία του είναι συνυφασμένη με την εκδήλωση του αυτή. Επιλέγοντας την επιλογή του
άλλου, δεν καταφάσκουν μόνο στην ευκαιρία που τους δίνεται, αλλά συγχρόνως αγαπάνε
την επιλογή του άλλου, αναγνωρίζοντας σ' αυτήν μια καίρια ψυχική του εκδήλωση, μια
κορυφαία εκδήλωση της οντότητας του. Το ξεκίνημα αυτό της φιλίας τους μας δίνει
συγχρόνως και την εξηγητική της αρχή: ο καθένας αγαπά τον άλλον ως ένα ον που επιλέγει
και επιλέγει καλά. Τον αγαπά ως κάποιον που έχει επιτύχει να είναι κύριος των πράξεων
του.
Προφανώς, πάμπολλοι άνθρωποι δεν μπορούν να συνάψουν φιλίες τέτοιου είδους. Αν, π.χ.,
είμαστε μαμόθρεφτα, αν ο υπέρτατος στόχος στον βίο μας είναι η συσσώρευση πλούτου,
αν τρέμουμε ακόμη και τον ίσκιο μας, αν είμαστε σκλάβοι των παθών μας, αν, σαν φτερά
στον άνεμο, οι επιλογές μας μεταβάλλονται από την μια μέρα στην άλλη, τότε, ούτε
είμαστε σε θέση να προβούμε σε μια τέτοια επιλογή φίλου, ούτε είναι δυνατόν να
αποτελέσουμε αντικείμενο μιας τέτοιας επιλογής. Μπορεί να αγαπάνε χίλια-δυο πράγματα
σε μας, το μουσικό μας ταλέντο, τα λεφτά μας, τις επιστημονικές μας γνώσεις, την
καπατσοσύνη μας, μπορεί να μας σέβονται ως ανθρώπινα όντα που, κουτσά-στραβά,
καταφέρνουν να παίρνουν κάποιες έλλογες πρωτοβουλίες, αλλά ως άνθρωποι αυτεξούσιοι
δεν είμαστε αξιαγάπητοι. Κι αν δεν είμαστε αξιαγάπητοι ως κύριοι των πράξεων μας, δεν
είμαστε αξιαγάπητοι κι ως αυτό που είμαστε, δηλαδή ως άνθρωποι.
Μόνο φιλίες του είδους που περιγράψαμε αποδίδουν όντως την τρέχουσα ιδέα μας για τη
φιλία όπως πρωτίστως αναφερόμαστε σ' αυτήν, στους επιστήθιους φίλους που παραμένουν
πιστοί, σταθερά προσηλωμένοι στον φίλο τους, παρά τις αναποδιές και τα γυρίσματα της
ζωής. Οι φιλίες αυτού του είδους δεν είναι βέβαια συχνές. (Πολύ συχνότερες είναι οι φιλίες
όπου οι φίλοι αυτό που εκτιμούν καθένας στον άλλον δεν είναι το ποιόν της επιλογής του,
αλλά η διαπίστωση ότι στην επιλογή του αυτοί οι ίδιοι αξιολογούνται ως αρεστοί, δίνοντας
έτσι τροφή στον ναρκισσισμό τους.) Επιπλέον, διαμείβονται μεταξύ πολύ λίγων
προσώπων.
Αν όμως η φιλία αυτή είναι μια τόσο σπάνια και πολύ προσωπική σχέση μεταξύ ελάχιστων
ανθρώπων, τότε γιατί όλοι λιγώνουμε μιλώντας για τους «πραγματικούς» ή τους
«αληθινούς» φίλους, γιατί ο καθείς βιάζεται να δηλώσει πρώτος πρώτος πόσο ( σέβεται τη
φιλία, γιατί στοχαστές σαν το Ντεκάρτ ισχυρίζονταν (βλ. την επιστολή στη Chanut, 6-6-
1647), χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, ότι το πρωτεύον αγαθό στην ζωή είναι οι φίλοι;

-6-
Πολλοί, και στην αρχαιότητα και στις ημέρες μας, προσπάθησαν να εξηγήσουν την αξία
της φιλίας ισχυριζόμενοι ότι οι φίλοι είναι αναγκαίοι για την επίτευξη των ύψιστων στόχων
της ανθρώπινης ζωής. 0 ισχυρισμός αυτός ενέχει βέβαια τον κίνδυνο να καταστεί η αξία
του φίλου εργαλειακή. Πολλοί, όμως θεώρησαν ότι αυτός ο κίνδυνος αποσοβείται όταν
εννοήσουμε τη φιλία ως κάποιου είδους ομοψυχία στους στόχους που έχουμε στη ζωή μας
και στον τρόπο με τον οποίο δρούμε από κοινού για την πραγματοποίηση τους. Αυτή η
λύση επιτυγχάνει ίσως να αποφύγει μια κυριολεκτικά εργαλειακή χρήση του φίλου. Τον
φίλο, όμως, ως αυτοσκοπό, τον χάνει.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή θεωρείται ως αυτονόητο ότι η φιλία εμπεριέχει τουλάχιστον
τρία αγαθά: τους δύο φίλους και τον κοινό τους στόχο - αφού στη βάση αυτού του στόχου
πραγματώνεται η φιλία τους. (Όπως π.χ., η φιλία μεταξύ δασκάλου και μαθητή δεν μπορεί
να εννοηθεί παρά στη βάση ενός τρίτου αγαθού, της γνώσης.) Όμως, η φιλία στην οποία
επέμεινα νωρίτερα απαιτεί μόνον δύο και όχι τρία αγαθά: το αγαθό που κινητοποιεί τον
κάθε φίλο είναι ο φίλος του και τίποτε άλλο. Ή ο φίλος συνιστά αυτοσκοπό, ή χρειάζεται
και πατερίτσες, οπότε δεν συνιστά αυτοσκοπό. Ή ένας άνθρωπος μπορεί να είναι κάτι το
επαρκώς σπουδαίο για μιαν ενέργεια του άλλου, τέτοια που να απευθύνεται αμιγώς σ'
αυτόν ή πάντα στις σχέσεις μας με τους άλλους χρειαζόμαστε κάποιο παραπέρα αγαθό.
Τρίτη λύση δεν υπάρχει! Αυτό στο οποίο οι περί ων ο λόγος προσεγγίσεις της φιλίας δεν
επιτυγχάνουν να εστιάσουν, είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ενεργήματος της αγάπης, το
οποίο επιχειρήσαμε να αναδείξουμε δεν αντιλαμβάνονται μια ενέργεια τέτοιο είδους, ώστε
ο φίλος να μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενό της ως αυτοσκοπός, και το κοντινότερο
υποκατάστατο που βρίσκουν είναι μια ενέργεια στον εμμενή σκοπό της οποίας να μπορούν
να συνενεργήσουν οι φίλοι. Έτσι, το αγαθό που συνιστά ο ένας για τον άλλον περιορίζεται
στην αξία του αντικειμένου της επιλογής του και δεν είναι πλέον ο τρόπος με τον οποίον
επιλέγει, το ίδιο το επίτευγμα της επιλογής που τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο.
Οι θεωρήσεις αυτές συχνά αποδίδουν στον άνθρωπο αυταξία - πολλές μάλιστα περιορίζουν
τη φιλία αυτή στους εξαιρετικούς ανθρώπους. Επίσης, όταν αναζητούν τη σπουδαιότητα
της φιλίας, μας μιλούν, εν τέλει, για τον φίλο ως κάτι καλό για τον φίλο του. Μολαταύτα,
αποτυγχάνουν να ανάγουν το δεύτερο αγαθό στο πρώτο: το αγαθό που είναι ο ένας για τον
άλλον δεν είναι το σπουδαίο ον που είναι ο καθένας.
Η σπουδαιότης της φιλίας για την οποία μιλάμε δεν οφείλεται ούτε στο εύρος της, ούτε στη
συχνότητα της, ούτε σε κάποιον λειτουργικό της ρόλο για την επίτευξη των ύψιστων
-ατομικών ή συλλογικών- στόχων του βίου μας. Οφείλεται στη σπουδαιότητα του ίδιου του
ενεργήματος- που δεν είναι άλλη από την σπουδαιότητα του αντικειμένου του. Στη φιλία
αυτή, ο ένας γνωρίζει κι απολαμβάνει στον άλλον το συγκεκριμένο ον που αυτός είναι:
ένας άνθρωπος που συνιστά ο ίδιος μια αρχή μέσα στον κόσμο τούτο· που ξεκινά
πράγματα που θα μπορούσαν κάλλιστα να μη συμβούν και που το αρχικό αίτιο αυτής της
πρωτοβουλίας είναι το νόημα που αναγνωρίζει ο ίδιος σ' αυτά τα πραττόμενα· που εννοεί
τον λόγο για τον οποίον κάνει τα όσα κάνει και επιτυγχάνει, μέσα στην ενδεχομενικότητα
του κόσμου τούτου, να βρίσκει τρόπους πραγμάτωσης των στόχων του· που οι ποικίλες
δραστηριότητες του αναδεικνύουν μία σθεναρή ενότητα, καθ' όσον όλες συνάδουν
αναγόμενες σ' αυτήν την νοηματική του πρωτοβουλία, στη σταθερότητα της οποίας
έγκειται η σταθερότης του ως ανθρώπου. Με μια λέξη, ένας σταθερός και ακέραιος
άνθρωπος.
Η αρχή την οποία συγκροτεί ένας ακέραιος άνθρωπος καθίσταται και αρχή αυτής της
φιλίας: αιτία της, αντικείμενο της, αγαθό για έναν άλλον αντίστοιχο άνθρωπο. Η αξία της
φιλίας αυτής δεν έγκειται σε κάποια εύλογη σύλληψη του ανθρώπου ως αρχής (πράγμα,
άλλωστε, που πολλοί από μας μπορούν κάλλιστα να το επιτύχουν συλλογιζόμενοι στο
γραφείο τους), αλλά στη γνώση της ενεργούς εκδηλώσεώς της, δηλαδή, στη γνώση ενός

-7-
ατομικού ανθρώπου. Σε τέτοια ατομικά όντα παραπέμπουν άλλωστε και οι περισσότερες
γενικές συλλήψεις της ανθρώπινης αυταξίας. Κι όταν το κάνουν, θέλοντας και μη, ανοίγουν
εκ των πραγμάτων έναν δρόμο παραπεμπτικό στη γνώση του φίλου.
Κι εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας σοβαρής αυταπάτης, της ιδέας ότι τον δρόμο αυτόν -ή
ένα μεγάλο μέρος του- μπορούμε εύκολα να τον διανύσουμε σε πλείστες όσες άλλες μας
σχέσεις, βλέποντας τις όποιες φιλίες μας -κι ενίοτε τις ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές μας
σχέσεις- με πρότυπο τη φιλία αυτήν. Τότε, παραγνωρίζουμε συχνά όχι μόνο την ικανότητα
τη δική μας και των άλλων για μια τέτοια γνώση, αλλ' επίσης το αντικείμενο, το εφικτό και
τρέχον αντικείμενο της μιας ή της άλλης μας σχέσης. Τόσο η γενική και αφαιρετική γνώση
που αποκρυσταλώνεται στους ιδρυτικούς πολιτειακούς μας θεσμούς, όσο και ο τρέχων
σεβασμός των συνανθρώπων μας συνιστούν φρόνιμα αναχώματα προς ένα τέτοιο λάθος.
Η κυριολεκτική φιλία για την οποία μιλάμε δεν είναι ούτε πρότυπο, ούτε ιδεώδες των
άλλων μας σχέσεων. Όμως, εφ' όσον είμαστε άνθρωποι που συσχετιζόμαστε ο ένας με τον
άλλον κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μην μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι άλλοι
είναι όντα που επιλέγουν, κι αυτή τους η ιδιότητα μας είναι χρήσιμη, απολαυστική ή
σεβαστή, η φιλία αυτή, η τόσο σπάνια, παραμένει μόνιμα κι επίμονα στον ορίζοντα της
ζωής μας ως αρχιμήδειο σημείο αναφοράς.

Σημειώσεις:
1.Αρκετοί πρεσβεύουν ότι την θαυμαστή αυτή αγάπη πρέπει να την αναζητήσουμε
ερήμην του αντικειμένου της, ως κάτι το πρωταρχικά σπουδαίο και θαυμαστό, κάτι
που τίποτα πιο σπουδαίο από την ίδια την αγάπη δεν εξηγεί τη σημασία τη αλλά που η
ίδια είναι η αρχή που εξηγεί το αντικείμενό της. Οι μόνες συνεπείς τέτοιες απόψεις
είναι θεολογικού χαρακτήρα. Θα τις παρακάμψουμε, καθ' όσον η αγάπη στην οποία
επιμένει η Μαιρούλα ενδέχεται να είναι αρκετά σαφή χωρίς να ανατρέξουμε σε μια
συνολική σύλληψη του θεού και του κόσμου. Όσο γι' αυτούς που νομίζουν ότι μια
συναισθηματική ή μια αλτρουιστική σύλληψη της αγάπης μπορεί να είναι ανεξάρτητη
από το αντικείμενο της, αυτοί απατώνται οικτρά όπως θα δούμε παρακάτω.

Σπύρος Μπενετάτος

Περιοδικό «cogito»
Ιούλιος 2004 01

-8-

You might also like