Professional Documents
Culture Documents
Διδασκαλία Της Ανάλυσης-Κουφός
Διδασκαλία Της Ανάλυσης-Κουφός
Διδασκαλία Της Ανάλυσης-Κουφός
Περίληψη
1
αναλογίας εντελώς ανεξάρτητο από το αν τα µεγέθη είναι σύµµετρα ή
ασύµµετρα. Ο ορισµός αυτός είναι ο εξής ( βλ. [3] ):
«Μεγέθη λέγονται ότι έχουν τον ίδιο λόγο το πρώτο προς το
δεύτερο και το τρίτο προς το τέταρτο, όταν τα ισάκις πολλαπλάσια του
πρώτου και τρίτου των ισάκις πολλαπλασίων του δευτέρου και
τετάρτου καθ’ οιονδήποτε πολλαπλασιασµόν ή είναι µεγαλύτερα ή ίσα
ή µικρότερα, όταν ληφθούν καταλλήλως». Με µαθηµατικά σύµβολα αυτό
σηµαίνει:
Α Γ
= αν για τυχαίους θετικούς ακεραίους αριθµούς µ και ν ισχύει
Β ∆
> >
µΑ =νΒ όταν µΓ =ν∆ .
< <
Μ’ αυτόν τον φαινοµενικά πολύπλοκο αλλά έξυπνο ορισµό οι
Αρχαίοι Έλληνες ξεπέρασαν προσωρινά το πρόβληµα της ασυµµετρίας
αντικαθιστώντας στην ουσία τους αριθµούς µε µεγέθη.
Με την ανακάλυψη του Πυθαγορείου θεωρήµατος ανέκυψε το
πρόβληµα σχετικά µε την επ’ άπειρον διαιρετότητα των τµηµάτων, επειδή η
διαδικασία σύγκρισης πλευράς και διαγωνίου τετραγώνου για την εύρεση
κοινού µέτρου δεν έχει τέλος. Που οδηγεί εποµένως η επ’ άπειρον
διαιρετότητα των τµηµάτων; Στην κλασική περίοδο εµφανίσθηκαν δύο
θέσεις. Η µία ισχυριζόταν ότι τα µεγέθη είναι επ’ άπειρον διαιρετά µε
κατάληξη το άϋλο σηµείο και υποστηρικτή τον Αρχαίο φιλόσοφο
Αναξαγόρα ( 5ος αιώνας π.Χ.). Πίστευαν δηλαδή ότι το συνεχές δεν είναι
δυνατόν να αποτελείται από διακριτά σηµεία. Η δεύτερη θέση επηρεάστηκε
από τη σχολή των Πυθαγορείων. Υιοθέτησαν την ύπαρξη ελάχιστων και
αδιαίρετων υλικών σωµατιδίων των ατόµων. Οι ιδέες αυτές αναπτύχθηκαν
από τον Λεύκιππο ( 500-440 π.Χ. ) και τον ∆ηµόκριτο ( 5ος αιών. π.Χ. ).
Η αντίθεση ανάµεσα στις δύο φιλοσοφικές σχολές οξύνθηκε στα
µέσα του 5ου αιώνα π. Χ. όταν ο Ελεάτης φιλόσοφος Ζήνων διατύπωσε τα
περίφηµα παράδοξά του. Ο Ζήνων ήταν µαθητής του φιλόσοφου
Παρµενίδη που πίστευε ότι το ον είναι ένα και αναλλοίωτο, ότι µεταβολή
δεν υπάρχει και ακόµη ότι η κίνηση είναι φαινοµενική. Τα παράδοξα ήταν
µε τέτοιο τρόπο διατυπωµένα ώστε να αναδεικνύονται οι αντιφάσεις που
περικλείουν οι έννοιες της κίνησης και του χρόνου σε συνδυασµό µε τα
απείρως µικρά µεγέθη.
Αναφέρουµε τρία από τα παράδοξα του Ζήνωνα ( βλ. [8] ).
2
1. «…τα άπειρα µέρη τα οποία προκύπτουν από την επ’ άπειρον
διαίρεση ενός µεγέθους ή έχουν µέγεθος πεπερασµένο ή δεν
έχουν µέγεθος. Αν έχουν µέγεθος έστω και ελάχιστο επειδή είναι
άπειρα µε την πρόσθεση θα δώσουν µέγεθος απείρως µεγάλο και
όχι το αρχικό µέγεθος που είναι πεπερασµένο. ( ∆έχεται ότι
∞ ⋅ ε = ∞ ). Αν δεχθούµε ότι δεν έχουν µέγεθος τότε το
άθροισµά τους θα είναι µηδέν και όχι το αρχικό µέγεθος από το
οποίο προέκυψαν. ( ∆έχεται ότι ∞ ⋅ 0 = 0 )…».
1
Με τον συλλογισµό αυτό για να φτάσει ο Αχιλλέας τη χελώνα θα πρέπει να καλύψει ένα
1
άπειρο πλήθος διαστηµάτων dν όπου dν +1 = dν , εποµένως η συνολική απόσταση που
10
1
θα πρέπει να καλύψει είναι: S = 1 + 0,1 + 0, 01 + 0, 001 + ⋅⋅⋅ = 1,111 ⋅⋅⋅ = 1,1 = 1
9
στάδια.
3
∆εν θα υπεισέλθουµε σε λεπτοµέρειες σχετικά µε την πλήρη
ανάλυση των παραδόξων και το ρόλο τους στην πορεία της φιλοσοφικής
και µαθηµατικής σκέψης. Κάτι τέτοιο άλλωστε θέλει πολύ χρόνο. Να
σηµειώσουµε µόνο ότι σε ότι αφορά τα Μαθηµατικά η επίδραση ήταν
καταλυτική αναδεικνύοντας τη σύγκρουση ανάµεσα στο συνεχές και το
διακριτό στοιχείο, αλλά και τις λοξοδροµήσεις που µπορεί να προκαλέσει η
αλόγιστη χρήση του απείρου. Αυτό είχε ως συνέπεια να σταµατήσουν οι
µετέπειτα µαθηµατικοί να χρησιµοποιούν την έννοια του απείρου.
Με την έννοια του απείρου ασχολήθηκε και ο µεγάλος φιλόσοφος
Αριστοτέλης. Μάλιστα ανέφερε πέντε λόγους για τους οποίους πίστευε
στην ύπαρξη του απείρου. Αυτοί ήταν: Το ατελεύτητο του χρόνου, η άπειρη
διαιρετότητα των µεγεθών που χρησιµοποιούνται στα Μαθηµατικά, η αέναη
παρουσία της γέννησης και της φθοράς κάθε αισθητού αντικειµένου, και το
γεγονός ότι το πεπερασµένο οροθετείται πάντοτε από κάτι και συνεπώς δεν
έχει όρια και τέλος είναι το απεριόριστο της ανθρώπινης σκέψης. Να
τονίσουµε τη διάκριση που κάνει ο Αριστοτέλης ανάµεσα στο πραγµατικό
άπειρο και το δυνητικό άπειρο. Το δυνητικό άπειρο εκφράζει µια ποσότητα
που αυξάνει ή ελαττώνεται απεριόριστα παραµένοντας όµως σε κάθε της
βήµα πεπερασµένη. Πραγµατικό άπειρο έχουµε όταν η ποσότητα έχει
υπερβεί όλα τα πεπερασµένα φράγµατα όπως το σύνολο των ακεραίων
αριθµών, το σύνολο των ρητών αριθµών κ.λ.π. Σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη
παράδειγµα πραγµατικού απείρου είναι και το σύνολο των µερών του
ευθυγράµµου τµήµατος που προκύπτουν από την ολοκληρωµένη
υποδιαίρεσή του µε συνεχόµενη διχοτόµηση.
Ο Αριστοτέλης παραδεχόταν την ύπαρξη µόνο του δυνητικού
απείρου. Συγκεκριµένα έγραφε (βλ. [10] ): «…το άπειρο δεν υπάρχει µε τη
µορφή ενός άπειρου στερεού ή ενός άπειρου µεγέθους που γίνεται
αντιληπτό από τις αισθήσεις … Το άπειρο υπάρχει δυνητικά, το άπειρο
είναι κίνηση…»
Για να ξεπεράσουν οι µαθηµατικοί τα προβλήµατα που
δηµιουργούσε το άπειρο επινόησαν τη µέθοδο της εξάντλησης και στις
αποδείξεις χρησιµοποιούσαν την εις άτοπον απαγωγή.
Η δεύτερη κρίση στα Μαθηµατικά σχετίζεται και αυτή µε το σύνολο
των πραγµατικών αριθµών και κατά συνέπεια µε το άπειρο και εξελίσσεται
το 17ο και 18ο αιώνα µε την ανακάλυψη και τις εφαρµογές του ∆ιαφορικού
και Ολοκληρωτικού Λογισµού. Οι µεγάλοι µαθηµατικοί της εποχής εκείνης
δεν ενδιαφέρθηκαν και τόσο για την αυστηρή θεµελίωση της νέας θεωρίας.
Οι έννοιες που χρησιµοποιούσαν, όπως το όριο , η συνέχεια, η διαφόριση, η
4
ολοκλήρωση και η σύγκλιση ήταν συγκεχυµένες και καλυµµένες µε το
µανδύα της γεωµετρικής διαίσθησης. Ήταν αρκετό γι’ αυτούς το γεγονός
ότι έστω και διαισθητικά ο νέος λογισµός έδινε απαντήσεις στα
προβλήµατα που αντιµετώπιζαν. Οι πρωτοπόροι του πνεύµατος το 17ο και
18ο αιώνα διεύρυναν τους µαθηµατικούς ορίζοντες µε τις εκπληκτικές
ανακαλύψεις που έκαναν και άφησαν για τις επόµενες γενιές τη λογική
θεµελίωση του νέου λογισµού. Τα πρώτα παράδοξα έκαναν την εµφάνισή
τους όταν οι εφαρµογές της θεωρίας προχώρησαν σε βάθος. Η εµφάνιση
αντιφάσεων και η αποτυχία να βρεθεί η κατάλληλη θεµελίωση για να
προχωρήσει η νέα θεωρία συνιστούν τη δεύτερη κρίση στο µαθηµατικό
οικοδόµηµα. Η κατάσταση είναι κάπως ανάλογη µ’ εκείνη που
αντιµετώπισαν οι Αρχαίοι Έλληνες όταν ανακάλυψαν τους άρρητους
αριθµούς. Η λύση όµως τώρα δεν µπορεί να είναι γεωµετρική. Τώρα η
φύση των αριθµών εµφανίζονταν σε προβλήµατα δηµιουργώντας πολλές
φορές και αντιφάσεις. Φθάνουµε έτσι στο 19ο αιώνα οπότε έγινε επιτακτική
η ανάγκη για τη θεµελίωση του συνόλου των πραγµατικών αριθµών και
κατά συνέπεια την αποδοχή του συνόλου αυτού ως ολότητα.
Ουσιαστικά οι µαθηµατικοί της εποχής εκείνης είχαν να
αντιµετωπίσουν το πέρασµα από τις πεπερασµένες διαδικασίες των
φυσικών και ρητών αριθµών στο άπειρο, κι’ αυτό γιατί το άπειρο των
πραγµατικών αριθµών είναι ισχυρότερο από το άπειρο των φυσικών και των
ρητών αριθµών. Το δρόµο προς αυτή την κατεύθυνση άνοιξε ο Cauchy µε
την εισαγωγή της έννοιας του ορίου, στις αρχές του 19ου αιώνα, για να
προχωρήσουν αργότερα οι Weierstrass, Dedekind και Cantor στην αυστηρή
θεωρία των πραγµατικών αριθµών.
Θα αναφέρουµε παραδείγµατα που δείχνουν τα προβλήµατα που
δηµιουργούσε η µη θεµελίωση του συνόλου των πραγµατικών αριθµών στη
θεωρία του απειροστικού λογισµού ( Βλ. [3] ):
1
1
1
1 1
1. ∫ 2 d χ = − = −1 − 1 = −2 . Η συνάρτηση f ( χ ) = 2 είναι
−1
χ χ −1 χ
µη αρνητική, οπότε ο παραπάνω υπολογισµός δεν µπορεί να είναι σωστός.
1
( Η συνάρτηση f ( χ ) = 2 δεν ορίζεται στο σηµείο χ = 0 ∈ [ −1, 1] ).
χ
5
χ2 ψ 2
2. Θεωρούµε την έλλειψη µε εξίσωση + = 1 και έστω ε η
α2 β2
εκκεντρότητά της. Αν Ρ ( χ ,ψ ) είναι σηµείο της έλλειψης και Ε' η
ρ = α + εχ dρ
αριστερή της εστία, τότε β εποµένως = ε > 0 , άρα το ρ δεν
α dχ
έχει µέγιστο ή ελάχιστο. Αυτό σηµαίνει ότι κάθε έλλειψη είναι ένας κύκλος,
πράγµα παράδοξο.
6
αµφιµονοσήµαντη αντιστοιχία ανάµεσα στους φυσικούς αριθµούς και τα
τετράγωνά τους ( ν → ν 2 ). Αυτό οδηγεί στο φαινοµενικά παράδοξο
συµπέρασµα ότι οι τετραγωνικοί αριθµοί είναι τόσοι σε πλήθος όσοι και οι
φυσικοί αριθµοί, δηλαδή ένα άπειρο σύνολο φαίνεται να έχει το ίδιο
πλήθος στοιχείων µε ένα γνήσιο υποσύνολό του. Αποτέλεσµα αυτής της
διαπίστωσης ήταν οι µαθηµατικοί του 17ου αιώνα να θεωρήσουν το άπειρο
ως αντιφατική έννοια και να το απορρίψουν ως ολοκληρωµένη οντότητα. 3
Ο Γερµανός µαθηµατικός G. Cantor είναι αυτός που 250 χρόνια
αργότερα όρισε τη φύση του απείρου, θεώρησε το άπειρο ως ολότητα και
ουσιαστικά έβαλε τάξη στο χάος του απείρου, µε την εµπεριστατωµένη
θεωρία που παρουσίασε. Θεωρούµε ουσιαστικό να αναφέρουµε τις βασικές
προτάσεις που σχετίζονται µε το άπειρο4 του συνόλου των πραγµατικών,
των φυσικών, των ακεραίων και των ρητών αριθµών
Ορισµός : ∆ύο σύνολα λέµε ότι είναι ισοδύναµα ή ότι έχουν τον ίδιο
πληθικό αριθµό, όταν µεταξύ των στοιχείων τους υπάρχει
αµφιµονοσήµαντη αντιστοιχία.
Πρόταση 1: Τα αριθµητικά σύνολα , , είναι ισοδύναµα µεταξύ τους,
δηλαδή µεταξύ των παραπάνω συνόλων υπάρχει αµφιµονοσήµαντη
αντιστοιχία, κατά συνέπεια έχουν τον ίδιο πληθάριθµο που ονοµάζεται
Άλεφ µηδέν ( ℵ0 ). Λέµε ακόµη ότι τα σύνολα αυτά είναι αριθµήσιµα.5
Η απόδειξη ότι το σύνολο των θετικών ρητών αριθµών είναι
αριθµήσιµο, είναι απλή και µπορεί να γίνει κατανοητή και από το µέσο
µαθητή γι’ αυτό και την παρουσιάζουµε:
Θεωρούµε το σύνολο των θετικών ρητών αριθµών σε ορθογώνια
διάταξη ως εξής: Στη πρώτη γραµµή είναι γραµµένα όλα τα κλάσµατα µε
αριθµητή το ένα, στη δεύτερη γραµµή όλα τα κλάσµατα µε αριθµητή το δύο
3
Είναι χαρακτηριστική η δηµόσια δήλωση του Gauss για τις άπειρες ποσότητες:
«∆ιαµαρτύροµαι ενάντια στη χρήση των άπειρων µεγεθών…που θεωρώ πως ποτέ δεν
επιτρέπεται στα Μαθηµατικά»
4
Περισσότερα στοιχεία για το άπειρο µπορεί να βρει ο ενδιαφερόµενος στα
[5] , [ 7] , [8] , [10] . Ειδικότερα στο [5] παρουσιάζεται µία ανάλυση των παραδόξων του
Ζήνωνα µε τη βοήθεια των απειροσυνόλων του Cantor.
5
Ο υπερπεπερασµένος αριθµός ℵ0 είναι ο πρώτος άπειρος αριθµός σε ότι αφορά τη
διαδικασία µέτρησης αντικειµένων. Έχουµε εποµένως επέκταση της ακολουθίας των
φυσικών αριθµών ως εξής: 1,2,3,4,…, ℵ0 , ℵ0 +1,…Μπορούµε µάλιστα να πούµε ότι
είµαστε περισσότερο εξοικειωµένοι µε συλλογές που περιέχουν ℵ0 σε πλήθος στοιχεία,
παρά µε συλλογές που περιέχουν εκατοµµύρια σε πλήθος στοιχεία.
7
και τα λοιπά. Εύκολα τώρα µπορεί να γίνει η µέτρησή τους παίρνοντας
όλους τους αριθµούς µε ζικ-ζακ αρχίζοντας από το πρώτο στοιχείο.
Πρόταση 2: Το σύνολο των πραγµατικών αριθµών έχει πληθάριθµο
ισχυρότερο από τον πληθάριθµο του συνόλου Ν των φυσικών αριθµών και
συµβολίζεται µε το γράµµα c ( δύναµη του συνεχούς ). ∆ηλαδή: ℵ0 < c .
Η απόδειξη της παραπάνω πρότασης οφείλεται στον Γερµανό
µαθηµατικό G. Cantor και είναι γνωστή ως «διαγώνια µέθοδος»
Συγκεκριµένα ο Cantor πρώτα απέδειξε ότι το σύνολο των πραγµατικών
αριθµών του διαστήµατος (0, 1) είναι µη αριθµήσιµο και στη συνέχεια ότι
είναι ισοδύναµο µε το σύνολο των πραγµατικών αριθµών). Επειδή η
απόδειξη είναι έξυπνη και σύντοµη την παραθέτουµε ( Βλ. [11] ):
Έστω ότι το σύνολο των πραγµατικών του διαστήµατος ( 0, 1 ) είναι
αριθµήσιµο. Τότε µπορούµε να γράψουµε τους αριθµούς του συνόλου
ρ1, ρ 2 , ρ3 , ⋅⋅⋅, ρν , ⋅⋅⋅ x ∈ [1, 3]
→
x ∈ [α , β ]
α ij
0, α11α 22α 33 ⋅⋅⋅
αυτού µε µορφή ακολουθίας . Καθένας τώρα
β = 0, β1β 2 β 3 ⋅⋅⋅
βν ≠ 0
βν ≠ ανν
βν ≠ ρν
β ∈ ( 0,1)
απ’ αυτούς τους αριθµούς µπορεί να γραφτεί µε µοναδικό τρόπο ως
δεκαδικός αριθµός µε άπειρα δεκαδικά ψηφία.
∆ηλαδή:
8
ρ1 = 0, α11α12α13α14 ⋅⋅⋅
ρ 2 = 0, α 21α 22α 23α 24 ⋅⋅⋅
ρ3 = 0, α 31α 32α 33α 44 ⋅⋅⋅
⋅
⋅
⋅
ρν = 0, αν 1αν 2αν 3αν 4 ⋅⋅⋅
6
Η διαγώνια µέθοδος του Cantor αποτελεί νέα µέθοδο απόδειξης και η τεχνική της µπορεί
να χρησιµοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις. Αναφέρουµε ένα παράδειγµα: Ας
υποθέσουµε ότι από τα πέντε τµήµατα της Α΄ τάξης ενός σχολείου έχουµε κάνει πέντε
επιλογές παίρνοντας µαθητές από τα τµήµατα. Πως µπορούµε να κάνουµε µια καινούργια
επιλογή η οποία να είναι διαφορετική από τις πέντε προηγούµενες; Έστω
Ε1 , Ε 2 , Ε3 , Ε 4 , Ε5 οι πέντε επιλογές που έχουµε κάνει. Για να κάνουµε τώρα µια
διαφορετική επιλογή εργαζόµαστε ως εξής: Πηγαίνουµε στα τµήµατα και πρώτα στο Α1 .
Αν στην επιλογή Ε1 υπάρχει µαθητής του τµήµατος Α1 τότε δεν επιλέγουµε µαθητή απ’
αυτό , αν δεν υπάρχει τότε επιλέγουµε. Μετά πάµε στο τµήµα Α 2 , αν στην επιλογή
Ε 2 υπάρχει µαθητής του Α 2 τότε δεν επιλέγουµε µαθητή απ’ αυτό, αν δεν υπάρχει
επιλέγουµε και συνεχίζουµε µε τον τρόπο αυτό. Είναι φανερό ότι η επιλογή που κάναµε
διαφέρει από τις πέντε προηγούµενες σε µια τουλάχιστον κατηγορία. Από την Ε1 στο
τµήµα Α1 , από την Ε 2 στο τµήµα Α 2 κ.λ.π.
9
έχουµε ℵ1 < 2ℵ1 = ℵ2 και ℵ2 < 2ℵ2 = ℵ3 και ούτω καθεξής. ∆ηλαδή έχουµε
την ακολουθία των υπερπεπερασµένων αριθµών: ℵo < ℵ1 < ℵ2 < ℵ3 < ⋅⋅⋅ .
Έχει αποδειχθεί ότι: 2ℵo = c .
Η υπόθεση του συνεχούς ( Cantor ) ∆εν υπάρχει υπερπεπερασµένος
αριθµός ανάµεσα στον Άλεφ µηδέν ( ℵ0 ) και το c.7
Συνεχίζουµε µε δύο ορισµούς που αφορούν τους αλγεβρικούς και
υπερβατικούς αριθµούς:
Ορισµός 1: Ένας πραγµατικός αριθµός α είναι αλγεβρικός αν είναι ρίζα
πολυωνυµικής εξίσωσης µε ακέραιους συντελεστές.8
Ορισµός 2: Ένας πραγµατικός αριθµός α λέγεται υπερβατικός αν δεν
υπάρχει πολυωνυµική εξίσωση µε ακέραιους συντελεστές, η οποία να έχει
ρίζα τον αριθµό α.9
Πρόταση 3: Αν α είναι ένας αλγεβρικός αριθµός ( α ≠ 0 και α ≠ 1 ) και β
οποιοσδήποτε άρρητος αλγεβρικός αριθµός, τότε ο αριθµός α β είναι
υπερβατικός. 10
Πρόταση 4: Το σύνολο των αλγεβρικών αριθµών είναι αριθµήσιµο, ενώ
των υπερβατικών αριθµών είναι υπεραριθµήσιµο, δηλαδή έχει τη δύναµη
του συνεχούς.
Είναι αλήθεια ότι σχετικά µε το άπειρο η διαίσθησή µας πολύ συχνά
µας εξαπατά. Ένα παράδοξο αποτέλεσµα που εξέπληξε ακόµα και τον ίδιο
7
Οι εργασίες των Godel ( 1941 ) και Cohen ( 1963 ) απέδειξαν τελικά ότι η υπόθεση του
συνεχούς είναι ένα ανεξάρτητο αξίωµα της θεωρίας συνόλων. Εποµένως κάθε συνεπής
θεωρία συνόλων µπορεί είτε να το περιέχει είτε όχι. Μ’ αυτό τον τρόπο η θεωρία συνόλων
έφτασε σε µία θέση ανάλογη µ’ εκείνη της κλασικής περιόδου σχετικά µε το αίτηµα των
παραλλήλων.
8
Εποµένως όλοι οι ρητοί αριθµοί είναι αλγεβρικοί, όπως και οι αριθµοί της µορφής
ν
ακ , κ ∈ , ν ∈ ∗
− {1} .
9
Οι πλέον σηµαντικοί υπερβατικοί αριθµοί είναι οι αριθµοί e και π. Η υπερβατικότητα του
e αποδείχθηκε το 1873, ενώ του π το 1882 από τον Γερµανό Μαθηµατικό Lindemann. Με
την υπερβατικότητα του π αποδείχθηκε το αδύνατο του τετραγωνισµού του κύκλου και
αυτό γιατί οι υπερβατικοί αριθµοί δεν είναι κατασκευάσιµοι µε κανόνα και διαβήτη. Άλλοι
υπερβατικοί αριθµοί είναι ηµ1, log 2, eπ .
10
Ο αριθµός του Hilbert 2 2 είναι υπερβατικός .
10
τον Cantor είναι ότι τα σηµεία της πραγµατικής ευθείας µπορούν να τεθούν
σε αµφιµονοσήµαντη αντιστοιχία µε τα σηµεία του επιπέδου. Κάτι που
σηµαίνει ότι όσα είναι τα σηµεία µιας ευθείας είναι και τα σηµεία ενός
επιπέδου! Αποτέλεσµα πραγµατικά εκπληκτικό. Η απόδειξη είναι απλή γι’
αυτό και την παραθέτουµε.
Χωρίς να περιορίζεται η γενικότητα θεωρούµε τα σηµεία που
ανήκουν στο εσωτερικό του µοναδιαίου τετραγώνου. Έστω Μ (α , β ) ένα
εσωτερικό σηµείο του τετραγώνου. Θεωρούµε τους πραγµατικούς α και β
στη δεκαδική τους µορφή: α = 0, α1α 2α 3α 4 ⋅⋅⋅ και β = 0, β1β 2 β3 β 4 ⋅⋅⋅ .
Μπορούµε τώρα στο σηµείο Μ να αντιστοιχίσουµε ένα µόνο πραγµατικό
αριθµό του διαστήµατος ( 0, 1 ) τον γ = 0, α1β1α 2 β 2α 3 β 3 ⋅⋅⋅ επιλέγοντας
εναλλάξ τα δεκαδικά του ψηφία από τα αναπτύγµατα των α και β. Η
απεικόνιση είναι προφανώς αµφιµονοσήµαντη.11
11
Γεωµετρία και η Αναλυτική Γεωµετρία µπορούν να συµβάλουν ουσιαστικά
στην κατανόηση των εννοιών της Ανάλυσης µέσω των αναπαραστάσεων.
Άλλωστε η χρήση αναπαραστάσεων είναι που θα βοηθήσει τους µαθητές
για εικασίες, αλλά και για να περιγράφουν µαθηµατικά συµπεράσµατα.
Ακολουθεί η φάση της τυποποίησης µε την εισαγωγή ορολογίας,
συµβολισµών, ορισµών ( περιγραφή της έννοιας µε ποικίλους τρόπους όπως
γραφικά, φραστικά, συµβολικά ) και αποδείξεων. Υπάρχουν περιπτώσεις
όπου η διαίσθηση µας εξαπατά ( ιδίως όταν πρόκειται για θέµατα του
απειροστικού λογισµού αφού σχετίζονται αναγκαστικά µε τη φύση του
απείρου) γι’ αυτό µόνο η απόδειξη εξασφαλίζει την ισχύ µιας πρότασης.
Μετά την ολοκλήρωση της απόδειξης πρέπει να ελέγχεται η
αναγκαιότητα των υποθέσεων µε επιλεγµένα παραδείγµατα, αλλά και ο
έλεγχος του αντιστρόφου µε τη µέθοδο του αντιπαραδείγµατος.12
Η φάση της αφοµοίωσης έρχεται τελευταία. Η ύλη που διδάχθηκε
πρέπει να ενσωµατωθεί στο γνωστικό σύστηµα του µαθητή µε ερµηνείες,
προεκτάσεις, εφαρµογές και συσχέτιση µε προηγούµενες έννοιες. Η φάση
αυτή αποτελεί αφετηρία για γενικεύσεις και εφαρµογές σε υψηλότερο
επίπεδο.
Η ιστορική εξέλιξη της έννοιας που παρουσιάσαµε µπορεί να
αξιοποιηθεί είτε στην αρχή της διδασκαλίας είτε στο τέλος.
Σύµφωνα µε τα παραπάνω η επεξεργασία µιας δραστηριότητας ή η
λύση ενός προβλήµατος είναι ένας καλός τρόπος για να εισαχθούν οι
βασικές και λεπτές έννοιες της Ανάλυσης.
Παραθέτουµε ενδεικτικά τα βήµατα που µπορούµε να
ακολουθήσουµε στη διδακτική προσέγγιση των βασικών εννοιών της
Ανάλυσης:
• Πρόβληµα – ∆ραστηριότητα
• Ενορατική – ∆ιαισθητική προσπέραση
• ∆ιατύπωση εικασίας- έλεγχος αποτελέσµατος- αναγκαιότητα
εισαγωγής νέας έννοιας.
• Ορισµός της έννοιας – ∆ιατύπωση θεωρήµατος – Απόδειξη –
Λύση του προβλήµατος.
• Αναγκαιότητα υποθέσεων – Έλεγχος του αντιστρόφου.
• Εφαρµογές – Επεκτάσεις – συσχέτιση µε άλλες έννοιες –
Γενικεύσεις.
12
Όλα σχεδόν τα θεωρήµατα στη συνέχεια συναρτήσεων, στο διαφορικό και
ολοκληρωτικό λογισµό προσφέρονται για τέτοια ανάλυση .
12
2.1 Οι έννοιες του ορίου και της συνέχειας
α = 1 + 1 + 1 + 1 + 1 + 1 + 1 + ⋅⋅⋅ ⇔
α = 1 + α ⇒ α 2 = 1 + α ⇒ α 2 − α − 1 = 0 η θετική ρίζα της οποίας είναι
1+ 5
α= =φ)
2
2.Να βρεθεί η τιµή του συνεχούς κλάσµατος
1
α = 1+
1
1+
1
1+
1
1+
1
1+
1
1+
1
1+
1 + ⋅⋅⋅
13
1
Εύκολα προκύπτει η σχέση: α = 1 + ⇔ α 2 − α − 1 = 0 η θετική ρίζα της
α
οποίας είναι ο χρυσός αριθµός φ.
Για την εισαγωγή της έννοιας του ορίου είναι σκόπιµο, από
ιστορικής πλευράς, να χρησιµοποιηθεί το πρόβληµα µε τον προσδιορισµό
της στιγµιαίας ταχύτητας, έτσι ώστε να φανεί η αναγκαιότητα εισαγωγής
της έννοιας. Άλλωστε αυτός ο τρόπος προσέγγισης υπάρχει και στο σχολικό
εγχειρίδιο Γενικής Παιδείας αλλά προτείνεται και σε εργασίες συναδέλφων
( βλ. [ 2] ).
Ενδεικτικά δίνουµε το παρακάτω :
Πρόβληµα: Αφήνουµε ένα σώµα να πέσει προς το έδαφος από ύψος
180 µέτρων . Η απόσταση του σώµατος από το έδαφος σε συνάρτηση µε το
χρόνο θα δίνεται, όπως είναι γνωστό από τη Φυσική, από τη σχέση:
h ( t ) = 180 − 5t 2 µέτρα. α) Να βρεθεί το διάστηµα που διήνυσε το σώµα
κατά τη διάρκεια του τρίτου δευτερολέπτου. β) Να βρεθεί η µέση ταχύτητα
του σώµατος στο χρονικό διάστηµα [ 2, t ] , t > 2 . γ) Να βρεθεί η ταχύτητα
του σώµατος τη χρονική στιγµή t = 2 sec .
Λύση
α) Το διάστηµα που διανύει το σώµα στη διάρκεια του δεύτερου
δευτερολέπτου είναι: h ( 3 ) − h ( 2 ) = 25 µέτρα.
β) Η µέση ταχύτητα του σώµατος στο χρονικό διάστηµα [ 2, t ] είναι
h (t ) − h ( 2) 5(4 − t2 )
υµ = = , t > 2.
t−2 t −2
γ) Για να προσδιορίσουν οι µαθητές τη στιγµιαία ταχύτητα τη χρονική
στιγµή t=2 θα διαπιστώσουν ότι στη µεταβλητή t πρέπει να δώσουν τιµές
πολύ κοντά στο 2 και να υπολογίζουν την τιµή του κλάσµατος, διαδικασία η
οποία δεν τελειώνει ποτέ. ∆ηµιουργείται έτσι η ανάγκη εισαγωγής µιας
καινούργιας έννοιας που να δίνει απάντηση στο συγκεκριµένο ερώτηµα.
Για περισσότερες λεπτοµέρειες παραπέµποµε τον ενδιαφερόµενο
στο [ 2] σχετικά µε τις ερωτήσεις που θα κάνουµε στους µαθητές και την
πορεία της διδασκαλίας µε στόχο η λεπτή έννοια του ορίου να
αποσαφηνισθεί πρώτα διαισθητικά µέσω γραφικών παραστάσεων, στη
14
συνέχεια αλγεβρικά µε τη βοήθεια πίνακα τιµών και τέλος αναλυτικά µε τον
αυστηρό της ορισµό.
Εκείνο που θα πρέπει να τονίσουµε είναι ότι το lim f ( x ) έχει
x → x0
νόηµα όταν το πεδίο ορισµού της συνάρτησης περιέχει σύνολα της µορφής
(α , x0 ) ή ( x0 , β ) ή (α , x0 ) ∪ ( x0 , β ) και ότι θεωρούµε το x ≠ x0
ανεξάρτητα αν το σηµείο x0 ανήκει ή όχι στο πεδίο ορισµού της
συνάρτησης.
Θεωρούµε σκόπιµο να δώσουµε τον αυστηρό ορισµό του ορίου και
τη γεωµετρική του σηµασία:
Ορισµός 1: Έστω µία συνάρτηση f ορισµένη σε ένα σύνολο της µορφής
(α , x0 ) ∪ ( x0 , β ) . Θα λέµε ότι η f έχει στο x0 όριο l ∈ , όταν για κάθε ε>0
υπάρχει δ>0 τέτοιος ώστε για κάθε x ∈ (α , x0 ) ∪ ( x0 , β ) , µε 0 < x − x0 < δ ,
να ισχύει f ( x ) − l < ε .
Ορισµός 2: lim f ( x ) = l σηµαίνει ότι για κάθε διάστηµα της µορφής
x → x0
15
1 1 1 ∗
x1 = , x2 = , x3 = ,ν∈ είναι όσο θέλουµε
2νπ + π π π
2νπ +
2νπ +
2 4
κοντά στο µηδέν, για κατάλληλο ν, ενώ οι αντίστοιχες τιµές της
2
συνάρτησης είναι 0, 1 και και κατά συνέπεια οι τιµές της f δεν γίνεται
2
να προσεγγίζουν κάποιο αριθµό. Όµοια µπορούµε να πούµε ότι δεν υπάρχει
και το όριο lim ηµ x .
x →+∞
Να υπενθυµίσουµε στο σηµείο αυτό ότι στα θέµατα των Γενικών
Εξετάσεων του 2001 και του 2005 ζητήθηκε από τους υποψηφίους να
υπολογίσουν όρια στα οποία περιέχονταν ο όρος ηµ u µε το u να τείνει στο
+∞ . Συγκεκριµένα το Μάιο του 2001 και στο θέµα 4δ ζητήθηκε η εύρεση
x
του ορίου: lim ⋅ηµ 2 x , ενώ στο θέµα 3δ του 2005 η εύρεση του
x →+∞ 1 + x 2
λ
ορίου: lim .13
λ →+∞ 2 + ηµλ
Σε ότι αφορά την έννοια της συνέχειας συνάρτησης σε σηµείο,
γεωµετρικά καλύπτεται από την έννοια του ορίου. Είναι όµως διδακτικά
και επιστηµονικά αναγκαίο να διαπιστώσουν οι µαθητές µέσα από
κατάλληλα παραδείγµατα την αναγκαιότητα των υποθέσεων στα βασικά
θεωρήµατα των συνεχών συναρτήσεων.
13
Η συνειδητή διαπραγµάτευση τέτοιων ορίων δυσκολεύει τους υποψηφίους γιατί δεν
γνωρίζουν ότι η συνάρτηση f ( x ) = ηµ x δεν έχει όριο στο ±∞ και αυτό γιατί δεν
διδάσκεται ο ορισµός του ορίου.
16
της στιγµιαίας ταχύτητας οδήγησαν στην έννοια της παραγώγου και κατ’
επέκταση στο ∆ιαφορικό Λογισµό.
Θεωρούµε γι’ αυτό το λόγο αυτονόητο η εισαγωγή στο διαφορικό λογισµό
να γίνει µε το πρόβληµα της στιγµιαίας ταχύτητας και το πρόβληµα
εύρεσης της εφαπτοµένης καµπύλης σε τυχαίο σηµείο της.14
14
Η διδακτική προσέγγιση που ακολουθεί παρουσιάσθηκε σε πραγµατική τάξη σε σχολεία
των Νοµών Ηµαθίας και Πέλλας το σχολικό έτος 2004-05.
17
f ( x ) − f ( x0 )
λ = lim (2). Εποµένως η εξίσωση της εφαπτοµένης της
x →x0 x − x0
καµπύλης µιας συνάρτησης f στο σηµείο της A ( x 0 , f ( x 0 ) ) είναι:
f ( x ) − f ( x0 )
y − f ( x 0 ) = λ ( x − x 0 ) όπου λ = lim ∈ R.
x →x0 x − x0
Γ. Το κρίσιµο σηµείο της διδασκαλίας είναι να παρατηρήσουν οι µαθητές
τις σχέσεις ( 1 ) και ( 2 ) και να διαπιστώσουν ότι δύο διαφορετικά
προβλήµατα, ένα από τη Φυσική και ένα από τη Γεωµετρία , λύθηκαν µε τη
g ( x ) − g ( x0 )
βοήθεια ενός ορίου της µορφής : lim . Εποµένως αυτό το
x →x0 x − x0
όριο, όταν υπάρχει, είναι πολύ λογικό να εκφράζει κάποια έννοια της
συνάρτησης, που φυσικά δεν είναι άλλη από την πολύ σηµαντική έννοια της
παραγώγου.
Σηµαντική παρατήρηση: Από τον ορισµό της παραγώγου:
f ( x ) − f ( x0 ) ∆f ( x0 )
f ' ( x0 ) = lim = lim οι µαθητές πρέπει να
x → x0 x − x0 ∆x → 0 ∆x
αντιληφθούν ότι ο παράγωγος αριθµός µιας συνάρτησης σε σηµείο x0
εκφράζει το ρυθµό µεταβολής της συνάρτησης κοντά στο x0 ή πιο απλά την
ταχύτητα µε την οποία αυξάνεται ή µειώνεται η συνάρτηση f κοντά στο x0 .
18
Μαθηµατικών, στην αρχή του κεφαλαίου, να αναφερθεί στο πρόβληµα του
εµβαδού και στη µέθοδο της εξάντλησης, και στο µαθητή να γνωρίσει τις
ιστορικές ρίζες του ολοκληρωτικού λογισµού.
Τη µέθοδο της εξάντλησης µπορούµε να την περιγράψουµε ως εξής
( βλ. [1] ).
‘‘ Ας υποθέσουµε ότι θέλουµε να αποδείξουµε ότι το εµβαδόν µιας
περιοχής (Ε) είναι Α. Προσεγγίζουµε το εµβαδόν της περιοχής (Ε) µε
έλλειψη (υπεροχή) κατασκευάζοντας µια αύξουσα (φθίνουσα)
ακολουθία εµβαδών πολυγωνικών περιοχών εγγεγραµµένων
(περιγεγραµµένων) στην περιοχή (Ε). Στη συνέχεια αποδεικνύουµε ότι
οδηγούν σε αντίφαση οι δύο υποθέσεις:
Εµβαδόν περιοχής (Ε) > Α και Εµβαδόν περιοχής (Ε) < Α .’’
Ένα πρόβληµα που αντιµετώπισε ο Αρχιµήδης µε την µέθοδο της
εξάντλησης είναι ο υπολογισµός του εµβαδού επιπέδου χωρίου που
περιορίζεται από την παραβολή ψ = x 2 του ηµιάξονα οx και την ευθεία µε
εξίσωση x=β(β>0). Έχουµε δηλαδή µε σηµερινούς συµβολισµούς τον
β
x
Για την παρουσίαση της συνάρτησης F (x) = ∫ f (t )dt , x ∈ [α, β ] θα
α
στηριχθούµε στη γεωµετρική ερµηνεία του ορισµένου ολοκληρώµατος στην
περίπτωση όπου f (x) ≥ 0 για κάθε x ∈ [α, β ] .
15
Παρουσιάστηκε σε παραδειγµατική διδασκαλία σε σχολεία του Νοµού Ηµαθίας
19
Με αφορµή το σχήµα 3 ο µαθητής θα συµπεράνει ότι το εµβαδόν του
x
γραµµοσκιασµένου χωρίου είναι Ε = ∫ f (t )dt (1), ότι είναι µεταβλητό και
α
1. f (x) = 5 , x ∈ [1,3]
x x
F (x) = ∫ f (t )dt = ∫ 5dt = ( ΑΓ∆Ε)
1 1
= ΑΓ ΑΕ = (x − 1) 5 = 5x − 5 .
∆ηλαδή
x
F (x) = ∫ 5dt = 5x − 5, x ∈ [1,3]
1
Άρα F '(x) = 5 = f (x), x ∈ [1,3]
(2).
20
2. f (x) = 2x, x ∈ [1,3] .
x
∆ηλαδή F ( x ) = ∫ f ( t ) dt =(ΑΒΓ∆)=
1
ΑΕ + Γ∆ 2 + 2x
⋅ ΑΓ = ⋅ ( x − 1) = x 2 − 1 .
2 2
Άρα
x
x3
F (x) = ∫ t dt = (Εµβαδόν
2
παραβολικού χωρίου) = .( βλ. απόδ.
0
3
Αρχιµήδη).
21
x
x3
∆ηλαδή F (x) = ∫ t 2dt = , x ∈ [0, α]
0
3
3
x
Άρα F '(x) = ( ) ' = x 2 = f (x), x ∈ [0, α] (4).
3
F (x + h) − F (x)
πηλίκου διαφορών, δηλαδή το όριο του λόγου όταν h → 0 .
h
Με αφορµή το σχήµα 7 θα διαπιστώσουν ότι η διαφορά F (x + h) − F (x)
εκφράζει το εµβαδόν του έντονα γραµµοσκιασµένου χωρίου, το οποίο για
µικρές τιµές του h προσεγγίζει ορθογώνιο παραλληλόγραµµο, άρα έχει
εµβαδόν h f (x) , εποµένως έχουµε:
F ( x + h ) − F ( x) h f ( x)
lim = lim = f (x) .
h →0 h h →0 h
x
∆ηλαδή F '(x) = f (x) ή ( ∫ f (t )dt ) ' = f (x), x ∈ [α, β ] .
α
22
Με τον παραπάνω τρόπο προσέγγισης οι µαθητές κατανοούν τη
x
σηµασία της συνάρτησης F (x) = ∫ f (t )dt , οδηγούνται στην εικασία και τη
α
διαισθητική απόδειξη του θεµελιώδους θεωρήµατος του ολοκληρωτικού
λογισµού, διαπιστώνοντας έτσι ότι η ολοκλήρωση είναι η αντίστροφη
διαδικασία της διαφόρισης.
Επίλογος
Ο RAYMOND L. WILDER στο βιβλίο του « εξέλιξη των
µαθηµατικών εννοιών» αναφέρει : ΄΄Κανένα άλλο µάθηµα , ίσως, δεν
προσφέρεται για τόσο πολύ καλή ή κακή διδασκαλία όσο τα
µαθηµατικά. Και η «κακή» διδασκαλία οφείλεται κυρίως στην
αδυναµία να αναδειχθεί η γοητεία της µαθηµατικής δηµιουργίας. Αλλά
, «εκ των ων ουκ άνευ», για να γοητευτεί ο µαθητής από τα
µαθηµατικά, είναι να γοητευτεί πρώτα ο δάσκαλος. Αν αυτό δε
συµβαίνει , καµιά παιδαγωγική εκπαίδευση δεν µπορεί ν’ αναπληρώσει
το κενό΄΄.
Πιστεύουµε ότι η επισήµανση αυτή συνδέεται µε τη βαθύτερη
γνώση, από την πλευρά του δασκάλου, της φύσης των µαθηµατικών που
σχετίζεται µε τη φιλοσοφία τους και την ιστορική τους εξέλιξη. Ο
καθηγητής των Μαθηµατικών πρέπει να γνωρίζει την εξελικτική τους
πορεία από τα πρώτα χρόνια µέχρι τις µέρες µας. Οι κατάλληλες ιστορικές
αναφορές , τα µαθηµατικά παράδοξα , η ιστορική εξέλιξη των εννοιών που
παρουσιάζουµε είναι στοιχεία που γοητεύουν τους µαθητές , τους κάνουν
να ενδιαφερθούν περισσότερο µε αποτέλεσµα την καλύτερη µάθηση.
Είναι αυτονόητο ότι µε τη σηµερινή εισήγηση δεν λύνουµε το
πρόβληµα της διδακτικής προσέγγισης της Μαθηµατικής Ανάλυσης στη
Μέση Εκπαίδευση. Σκοπός µας ήταν να δώσουµε κάποια ερεθίσµατα, να
παρουσιάσουµε ιδέες και κατά κάποιο τρόπο να προβληµατίσουµε, στο
πνεύµα και των παραπάνω παραγράφων. Τα Μαθηµατικά είναι ένα
αναπτυσσόµενο καρποφόρο δένδρο και από τους καρπούς του πρέπει να
γευθούν, σε κάποιο βαθµό, όλοι οι µαθητές είτε κατέχουν καλά τις τεχνικές
διαδικασίες είτε όχι. Αυτό, ως δάσκαλοι των Μαθηµατικών, το οφείλουµε
στους µαθητές µας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
23
2. ∆ηµαράκης Ιωάννης. Η έννοια του ορίου συνάρτησης. ∆υσκολίες
και εµπόδια κατανόησης. Μια πρόταση διδασκαλίας. 21ο
Πανελλήνιο Συνέδριο Ε.Μ.Ε. Τρίκαλα 2004.
3. HOWARD EVES. Μεγάλες στιγµές των Μαθηµατικών από το 1650
και µετά. Εκδόσεις Τροχαλία.
4. Θωµαiδης Γιάννης. Το Θεώρηµα του Fermat. Σκέψεις για τη
διδασκαλία της Ανάλυσης. Περιοδικό ∆ιάσταση. Τ. 3- 4, 1985.
5. Morris Kline. Τα Μαθηµατικά στο ∆υτικό Πολιτισµό. Τόµος Β΄.
Εκδόσεις Κώδικας.
6. Κουφός Θεόδωρος. Μαθηµατική Αφαίρεση και Τοπολογία.
Περιοδικό ∆ιάσταση. Τ. 1, 1987.
7. MARIO LIVIO: O Χρυσός Λόγος. Η ιστορία του Φ, του
εκπληκτικότερου αριθµού. Εκδόσεις Ενάλιος.
8. Dirk J. Struik. Συνοπτική Ιστορία των µαθηµατικών.
9. Βαγγέλης Ταµπάκης. Το αξίωµα της πληρότητας στην αξιωµατική
θεµελίωση των πραγµατικών. Ευκλείδης Γ΄ Τόµος 2, Τεύχος 1. 1984
10. N. YA. VILENKIN. Αναζητώντας το άπειρο. Εκδόσεις Κάτοπτρο.
11. RAYMOND L. WILDER. Εξέλιξη των µαθηµατικών εννοιών.
24