Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 136

Ιφιγένεια Χρυσοχόου 

Πυρπολημένη γη 
Δ’ έκδοση 
Αναθεωρημένη 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 

Digitized by 10uk1s 
Μικρασία 

Ποιος είπε ότι πέθανες; 
Αφού ζεις σ’ εμένα. 
Ποιος είπε ότι ζω; 
Αφού πέθανα μαζί σου 

Ιφ. Χρ. 

Digitized by 10uk1s 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

...Κι εκείνη την κραυγή 
βγαλμένη απʹ τα παλιά νεύρα του ξύλου 
γιατί την είπες φωνή πατρίδας; 
(Γιώργος Σεφέρης) 

Ο τόπος της Ιωνίας 
ανασαίνει ζέστα και μνήμη. 
(Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος) 

Στο  ατέρμονο  πέλαγος  τον  χρόνου,  χωρίς  άγκυρα,  λιμάνι,  πυξίδα  και  τιμόνι,  θα  παράδερνε  ο 
άνθρωπος, αν έλειπαν οι μνήμες. Δεν θα ʹχε νόημα η ζωή χωρίς το πισωκοίταγμα στα περασμένα. 
Τα  βιώματα,  οι  εμπειρίες  κι  οι  περιπέτειες  του  παρόντος  γρήγορα  γίνονται  παρελθόν.  Αυτό  το 
παρελθόν, που σφραγίζει την εποχή του, είναι ο παλμός κι η ανάσα του κάθε λαού, του κάθε τόπου. 

Πενήντα  χρόνια  πέρασαν  απʹ  το  ξερίζωμα.  Ο  γέρος  του  Εικοσιδύο  πέθανε  με  τον  καημό.  Ο  νέος 
πάλεψε  για  την  επιβίωση.  Το  παιδί,  σφραγισμένο  απʹ  τη  συμφορά,  μεγάλωσε  στην  άρνηση  και 
δοκίμασε όλα τα δεινά συνακόλουθα της προσφυγιάς. 

Παιδί  της  Μικρασίας  κι  εγώ,  έζησα  το  χαλασμό.  Είδα  τη  φωτιά  της  Πολιτείας.  Άκουσα  το  γδούπο 
της ζωής της πατρίδας μου. Ήμουνα τρίμμα της αλλόφρονης φυγής. 

Αν  ο  χρόνος  απαλαίνει  τον  πόνο,  αμβλύνει  τα  πάθη,  επουλώνει  τις  πληγές  που  φαίνονται  και  δε 
φαίνονται,  όμως  δεν  κατάφερε  νʹ  αγγίσει  τις  μνήμες.  Πεισματικά  αγκιστρωμένες  εκεί,  στην 
αντίπερα όχθη, σκαλίζουν τη χόβολη και τʹ αποκαΐδια. Σπίθες τινάζονται, που είναι θάλπος μα και 
οδύνη. 

...  Ψάχνουν  οι  μνήμες  εκεί,  στην  πρωταρχή  της  ζωής  μου...  Ερευνούν  τα  χαλάσματα.  Ξεθάβουν 
νεκρούς...  Φέρνουν  στην  επιφάνεια  θραύσματα,  απομεινάρια...  Πασκίζω  να  ξεδιαλύνω,  να 
συναρμολογήσω... Αγωνίζομαι νʹ ανασύρω απʹ το μυχό του υποσυνείδητου ό,τι σαν αστραπή πέρασε 
απʹ  το  μάτι,  ό,τι  σαν  απόηχος  γλίστρησε  απʹ  τʹ  αυτί,  ό,τι  σαν  υποψία  θώπευσε  την  αφή,  πριν 
προφτάσει και το καταγράψει το μυαλό, πριν αγγίξει τις αισθήσεις. Και τότε... κόσμοι ανυποψίαστοι 
αναδύονται. Ό,τι ασήμαντο άλλοτε, είναι τώρα σημαντικό. Ό,τι αδιάφορο, γίνεται ενδιαφέρον. Ό,τι 
διαλαθόν,  μεταμορφώνεται  σε  απτή  παρουσία.  Δοκιμάζω  να  αναπλάσω  εκείνον  τον  κόσμο.  Όμως 
πολλά τα κενά. Μεγάλες οι ρωγμές... Και τότε πρόφτασε αρωγός η φαντασία... 

Και  να,  ζωντάνεψε  εκείνη  η  εποχή...  Ξύπνησαν  οι  πρόγονοι.  Τινάχτηκαν  απʹ  τα  σπλάχνα  μου  και 
θένε να ξαναγεννηθούν... Κι εγώ, που ζούσα μέσα στο πρώτο κύτταρό τους πριν εκείνοι γεννηθούν, 
που ήμουνα μαζί τους, πριν ακόμα γεννηθώ, τάχθηκα να ρυθμίσω τη νέα τους ζωή. Τα βιώματά μου 
συγχωνεύτηκαν  με  τα  δικά  τους,  ο  παλμός  τους  έγινε  δικός  μου  παλμός.  Ό,τι  έζησα,  ό,τι  άκουσα, 
βοήθησαν νʹ αναστηθεί εκείνος ο αγαπημένος κόσμος. 

Το  κάθε  μικρασιατικό  βιβλίο  που  διάβασα  κάτι  έδωσε,  κάτι  ξύπνησε.  Ένα  όνομα,  ένα  έθιμο,  μια 
τοπωνυμία, κάτι άγγιξαν, κάτι έσπειραν. 

Όσο  για  τη  γλώσσα,  θα  ʹθελα  να  κρατούσα  το  μικρασιατικό  ιδίωμα.  Δύσκολο  μου  ήταν. 
Χρησιμοποίησα  πολλές  λέξεις,  συνηθισμένες  τότε,  ξεχασμένες  πια,  μια  και  ζωντάνεψαν  μαζί  μʹ 
εκείνον τον κόσμο. 

Ιφιγένεια Χρυσοχόου 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ 

Σάστισε  ο  Βασίλης  σαν  πρωταντίκρυσε  τη  Σμύρνη.  Μαγεμένος  κοίταε  απ'  το  καράβι,  χωρίς  να 
χορταίνει. Θεέ μου, τι όμορφη πολιτεία! Και τι μεγάλη! Απ' τη θάλασσα αρχίζει και φτάνει ίσαμε το 
βουνό. Κοκκινοβολούν οι κεραμιδιές στέγες. Φωτιές ανάβει στα τζάμια ο Μαρτιάτικος ήλιος. Και το 
περιγιάλι! Σε καλωσορίζουν τα χαρούμενα αρχοντόσπιτα με τους ολάνθιστους κήπους. Του το 'λεγε 
ο θειος Μιχάλης: «Να 'ρθεις, Βασίλη, να δεις με τα μάτια σου. Άλλο να στο λέω...». Ξελογιάστηκε ο 
Βασίλης απ' το θάμα. Ούτε κατάλαβε, πότε πλεύρισε το καράβι, και πώς βρέθηκε με το μπογαλάκι 
του όξω στην αποβάθρα. 

—Εεε, τόσην ώρα σου κάνω σινιάλο. Πού 'χεις το μυαλό σου; Εσένα μιλάω, Βασίλη! Καλώς όρισες. 

—Καλώς σε βρήκα, θειε Μιχάλη. 

—Τι κάνουν στο σπίτι, ο παππούς σου, η γιαγιά σου, ο πατέρας σου, οι αδερφάδες σου; 

—Καλά είναι. 

—Έκανες καλό ταξίδι; 

—Καλό. 

Περνούν από μεγάλους δρόμους κι από στενοσόκακα. Ο θειος Μιχάλης ρωτάει, ρωτάει. Ο Βασίλης 
αποκρίνεται  με  μονοσύλλαβα.  Αποχαζεμένος  κοιτάει  τ'  αρχοντόσπιτα,  τα  πλούσια  μαγαζιά,  τα 
όμορφα  αεράτα  κορίτσια.  Σταμάτησαν  σ’  ένα  γωνιακό  σπίτι  στο  Φαρδύ  της  Αρμενιάς.  Πριν 
προφτάσει να χτυπήσει το μπρούντζινο χερούλι ο θειος, ανοίγει η πόρτα και μια νέα γυναίκα χυμά 
από μέσα κι αγκαλιάζει το Βασίλη. 

—Καλώς τον, καλώς τον τον ανιψιό μας. Είμαι η Γιωργίτσα, η γυναίκα του θειου σου, του Μιχάλη. 
Ελάτε μέσα. Το τραπέζι σάς περιμένει. 

Παραζαλισμένος  ο  Βασίλης  μπαίνει  στο  πλούσιο  σπίτι.  Πρώτη  φορά  του  βλέπει  τέτοια  ωραία 
έπιπλα. Ούτε και πώς τα λένε ξέρει. Η ματιά του σταματάει στα κάδρα, στον τοίχο. Πριν προφτάσει 
να ρωτήσει, του λέει ο θειος του. 

—Αυτός εδώ είναι ο πατέρας μου, ο παππούς σου. 

—Δεν τον θυμάμαι. Μικρός ήμουνα, όταν πέθανε. Εκείνος είναι ο πατέρας μου, ε; 

—Ναι, ο αδερφός μου. 

—Άντε, άντε, να φάμε πρώτα. Ύστερα τα βλέπετε. 

Στο τραπέζι ο Βασίλης με δυσκολία τσιμπολογάει κάτι απ' τα μεζεδάκια. 

—Ανιψιέ, θα τα χαλάσουμε. Εσύ ούτε τρως, ούτε μιλάς, τον μαλώνει ο θειος. 

—Κι εγώ που του ετοίμασα επίτηδες σουτζουκάκια και σαρμαδάκια... παραπονιέται η θεια. 

—Μη με παρεξηγείτε. Είναι, πώς να το πω; Πες απ' τη συγκίνηση, πες απ' το ταξίδι... 

—Σ’ άρεσε η Σμύρνη; ρωτάει η θεια Γιωργίτσα, που ήταν γέννημα θρέμμα Σμυρνιά. 

—Μα εδώ είναι σωστός Παράδεισος, λύθηκε η γλώσσα του Βασίλη. 

Digitized by 10uk1s 
—Πρώτη φορά σου ταξιδεύεις; 

—Όχι. Έχω πάει και στην Αθήνα. Όμως η Αθήνα είναι χωριό μπροστά στη Σμύρνη. Πρώτη φορά μου 
βλέπω τέτοια αρχοντιά, τέτοιον πλούτο! 

—Και πού είσαι ακόμα; Κάνει η θεια, πού να δεις... 

—Σε χρειάζομαι, Βασίλη, κόφτει την κουβέντα της ο θειος. Έχω ένα φίλο μπέη, που έχει τσιφλίκια 
και  πρόβατα.  Σε  θέλει  κεχαγιά  στα  χτήματά  του.  Λίγες  ώρες  θα  δουλεύεις.  Ύστερα,  το  εμπόριο  το 
δικό  μου  μεγάλωσε.  Έχω  ξένους  στη  δουλειά  μου.  Θέλω  δικό  μου  άνθρωπο,  να  του  έχω 
εμπιστοσύνη. 

—Μα, δεν έχω ιδέα από εμπόριο εγώ. 

—Θα μάθεις. Γραμματάκια ξέρεις. Αξία και εξυπνάδα έχεις... Δε μου λες, πότε γεννήθηκες; 

—Το 1857. 

—Στα είκοσι  είσαι. Ό,τι χρειάζεται. Σε  νόμιζα πιο μικρό. Σε μπέρδεψα με το  γιο της αδερφής μου, 


της Σμαράγδας. Το ξαδερφάκι σου, ντε, το Βασίλη Φατσέα. Αλήθεια, τι γίνονται αυτοί; Δε μου 'πες 
για  τ'  αδέρφια  μου,  τους  Πετρομυλωνάδες,  που  ζούνε  στην  Αθήνα;  Τι  έγινε  με  την  υπόθεση  του 
μαγαζιού; 

—Καλά πάει. 

—Και  τώρα,  που  θα  δουλέψεις  κοντά  μου,  θα  κάνεις  παράδες  όχι  αστεία.  Έτσι,  θα  μπορέσεις  να 
ξεκουράσεις και τον καημένο τον πατέρα σου που παιδεύεται με τα ξεροχώραφα. 

—Άντε, άντε, θα σε παντρέψουμε εδώ, κάνει η θεια Γιωργίτσα, που ο νους της πήγε στην ανιψιά της 
την Αργυρώ, του ξαδέρφου της του Λαζαρίδη απ' τον Απάνω Μαχαλά. Θα σε κάνουμε Σμυρνιό. 

—Α, όλα κι όλα. Εγώ τη Μάνη δεν την απαρνιέμαι. Μανιάτης γεννήθηκα και Μανιάτης θα πεθάνω. 

—Δε χρειάζεται να το πεις. Το μανιάτικο γινάτι το ξέρω απ' το θειο σου. Δέκα χρόνια παντρεμένοι, κι 
η Μάνη ακόμα στο σπίτι μας θρονιασμένη. Αυτή κυβερνά. 

Δεν  πέρασε  χρόνος,  κι  ο  Βασίλης  έπαιζε  το  εμπόριο  στα  δάχτυλα.  Έμαθε  όλα  τα  κατατόπια  της 
δουλειάς.  Ολόκληρη  την  περιοχή  την  ήξερε  με  κλειστά  τα  μάτια.  Πότε  στον  Κασαμπά,  πότε  στο 
Αξάρι,  πότε  στο  Σαλεχλί.  Μάλιστα,  στις  προάλλες,  αγόρασε  στον  Μπουτζά  έναν  ελιώνα  σαράντα 
στρέμματα.  Ο  μπέης  έγινε  αιτία.  Βοήθησε  βέβαια  κι  ο  θειος  του,  μια  κι  είχε  στο  νου  του  να  τον 
παντρέψει με την ανιψιά της γυναίκας του. Το κακό όμως ότι ο Βασίλης κλοτσούσε. 

Στη Μαγνησία πήγαινε ο Βασίλης για πρώτη φορά. Εκεί έπρεπε να συναντήσει το Γιάννη Καρατζά, 
που θα 'ρχιζαν μαζί δουλειές. 

— Σε περίμενα. Στην ώρα ήρθες, του λέει ο Καρατζάς, πριν καλοσυστηθεί ο Βασίλης. Ετοιμαζόμαστε 
για το πανηγύρι της Άγιας Αναστασιάς στο Χορόσκιοϊ. Άντε, σε παίρνουμε μαζί. 

—Εγώ ήρθα για δουλειές, δεν είμαι για πανηγύρια. 

—Οι δουλειές μπορούν να περιμένουν κι αύριο. Το πανηγύρι δεν περιμένει. 

— Έλα και δε θα χάσεις, μπαίνει στη μέση η Μαρία, η γυναίκα του Γιάννη. Η Άγια Αναστασιά είναι 

Digitized by 10uk1s 
θαυματουργή. Ώσαμε κι οι Τούρκοι την πιστεύουν. Όλος ο κόσμος, κι απ' τη Σμύρνη κι απ' τα χωριά, 
για τη Χάρη της κουβαλιέται στο Χορόσκιοϊ. Κι εσύ έτυχες εδώ και θες να φύγεις; 

Εκείνη την ώρα μπαίνει μια κοπελίτσα με το δίσκο και τα γλυκά. 

—Η κόρη μας η Αναστασία. Να σας συστήσω. 

Έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα ο Βασίλης. Μονομιάς ξέχασε και δουλειές κι εμπόρια, και το μπιλάντζο 
που έπρεπε να κάνει, απόψε κιόλας, στου μπέη. 

—Θα 'ρθω στο πανηγύρι. Καλά λέτε. Η νύχτα για τα γλέντια, η μέρα για τις δουλειές. 

Στο πανηγύρι δε σταμάτησε το χορό ο Βασίλης. Ψηλός, λεβέντης, λυγερόκορμος, όλους τους έβαλε 
κάτω. Ύστερα ήπιε, μέθυσε, μερακλώθηκε. Άρχισε το τραγούδι. 

Την ώρα που έσερνε το χορό η Αναστασία, πέταε ο Βασίλης λίρες. Σαν κάθισε, της λέει με κέφι. 

—Τις έφαγες όλες, Αναστασία, έλα να πιούμε στην υγειά σου. 

Ζαλισμένος απ' το πιοτό και τη γνωριμία του κοριτσιού, αποξεχάστηκε ο Βασίλης. Της μιλάει για τα 
όνειρά  του.  Ότι  θέλει  να  παντρευτεί  και  να  ριζώσει  σ’  αυτά  εδώ  τα  ευλογημένα  μέρη.  Να,  μια 
κοπέλα σαν κι αυτή θα 'θελε για γυναίκα του. Ξαφνικά, εκεί που τσούγκριζαν τα ποτήρια, βλέπει στο 
δάχτυλό της βεργέτα. Ντουμανιάστηκε. 

—Τι, αρβωνιασμένη είσαι; 

—Ναι. 

—Με ποιον; Πού είναι; 

—Μ' έναν αλευρέμπορα. Τώρα είναι στην Πόλη. 

—Καλά, πώς; Εσύ δε φαίνεσαι ούτε δεκατεσσάρω. 

—Μπήκα στα δεκαπέντε. 

—Και πώς; Πού τον γνώρισες; 

—Εγώ ούτε τον ήξερα. Ο πατέρας μου κι η μητέρα μου τα κανονίσανε. 

—Εσύ τον αγαπάς; 

—Τι να σου πω; 

—Λέγε, τον αγαπάς; 

—Όχι. 

—Να τον χωρίσεις. 

—Χωρατεύεις; 

—Θα σε χωρίσω εγώ. 

—Σε μας η αρραβώνα είναι μισή παντρειά. 

—Κατάλαβα. Δηλαδή, τσιμπημένη, φιλημένη, και ποιος ξέρει τι άλλο. Σηκώθηκε φουρτουνιασμένος. 
Κάνει θρύψαλα το ποτήρι στη φούχτα του και φεύγει. 

Digitized by 10uk1s 
 

Ξαφνιάστηκε ο θειος Μιχάλης όταν τον είδε, έτσι ξαφνικά, στη Σμύρνη, με δεμένο το χέρι και χωρίς 
να 'χει κλείσει τη δουλειά. 

—Τι τρέχει; Γιατί αυτά τα χάλια; 

—Ήρθα, θειε, να παντρευτώ την Αργυρώ. 

Λάμψανε τα μάτια του θειου. 

—Δε στο 'λεγα εγώ; Ας το το παιδί να την αγαπήσει πρώτα, πετάει απ' τη χαρά της η Γιωργίτσα. 

Άψε σβήσε έγινε ο γάμος. Ούτε αρβωνιάσματα, ούτε φασαρίες. Κι ούτε ήθελε να δώσει λογαριασμό 
σε κανένα. 

—Ούτε χήρα να 'μουνα, παραπονιέται η Αργυρώ στους θείους της. 

—Μη στενοχωριέσαι, κοιτάνε να την παρηγορήσουνε κι οι δυο. Μπορεί που λείπουν οι γονιοί του 
και νιώθει ξένος εδώ. Μια φορά το παιδί είναι ένα κομμάτι μάλαμα. 

Δεν  καλόκλεισε  μήνας  απ'  το  γάμο,  και  ξαφνικά  βλέπει  ο  Βασίλης  την  Αναστασία  στη  Σμύρνη  να 
περνά απ' το μαγαζί του. 

—Εσύ εδώ; Τα 'χασε. 

—Μπα, μπα, δεν ήξερε τι να πει η Αναστασία. 

—Παντρεύτηκα. 

—Το ξέρω. Κι εγώ χώρισα. 

—Το' μαθα. 

—Πρέπει να σου μιλήσω, μια και σε είδα. 

—Λέγε. 

—Ούτε  φιλημένη,  ούτε  τσιμπημένη  είμαι.  Μόλις  βάλαμε  τις  βεργέτες  έφυγε  ο  αρραβωνιαστικός 
μου για ταξίδι. Δεν πρόφτασε ούτε το χέρι να μου πιάσει. 

—Γιατί δε μου το' πες τότε; 

—Πρόφτασα να ξεστομίσω λέξη; Ανεμοστρόβιλος έγινες και χάθηκες. 

Ύστερα από ένα χρόνο έγραφε ο Βασίλης στους γονείς του, στη Μάνη: 

«Σεβαστοί μου γονείς. Εύχομαι υγείαν και ευτυχίαν και ό,τι άλλο επιθυμεί η καρδιά σας να σας δίνει 
ο  Θεός.  Όσο  για  μένα,  δεν  ξέρω  πώς  ν'  αρχίσω.  Πρίν  από  ένα  μήνα  έχασα  την  αγαπημένη  μου 
σύζυγο, την Αργυρώ. Πέθανε απάνω στη γέννα, και μου άφησε ένα αγοράκι, που το βαφτίσαμε και 
το βγάλαμε  Δημητρό, τ'  όνομά σου, πατέρα. Όμως το παιδί δεν μπορούσε  να μεγαλώσει ορφανό. 
Έπρεπε να 'χει μητέρα. Έτσι, τις προάλλες, για χατήρι του μωρού, παντρεύτηκα ένα κορίτσι που το 
λένε Αναστασία και που φιλάει τα χέρια σας, και που θέλουμε κι οι δυο την ευχή σας. Παράδες σάς 
στέλνω καθώς κι ένα πακέτο για την αδερφή μου, τη Σμαραγδή. Είπαμε, εγώ θα την προικίσω. Όπως 
σου έγραψα, σεβαστέ μου πατέρα, τα πρόβατα τα έκανα τρακόσια, και τα στρέμματα στον Μπουτζά 

Digitized by 10uk1s 
κοντεύουν τα εκατό. Δεν είμαι πια κεχαγιάς στον μπέη, μονάχα μπιλάντζο κάνω στις δουλειές του, 
όμως  στον  Μπουτζά  όλοι  με  λένε,  «Βασίλ  Κεχαγιά».  Και  μάλιστα  στη  Σμύρνη  με  ξέρουν  ο  Βασίλ 
Κεχαγιάς,  ο  Μπούτζαλης.  Πάει  πια,  ξεχάστηκε  το  Πετρομυλωνάς.  Έτσι,  αλλαξοπίστησα.  Εγώ,  εγώ, 
που φόνο θα 'κανα, αν μιλούσε κανείς για τη Μάνη, εγώ έγινα Σμυρνιός. Προσκυνήματα σ’ όλους 
τους συγγενείς. Δε μου γράψατε, τι κάνει η γιαγιά η Αντωνία. Σας ασπάζομαι, καθώς κι η αγαπημένη 
μου σύζυγος Αναστασία, και περιμένουμε την ευχή σας. Ο γιος σας Βασίλης». 

Digitized by 10uk1s 
ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ 

Παράτησε  τα  πρόβατα  ο  Γιαννακός,  κι  αμολήθηκε  να  βρει  το  μεγάλο  κριάρι.  Δρασκελάει  τα 
φουντωμένα  πουρνάρια.  Μπλέκεται  στα  στριφογυριστά  περιπλοκάδια.  Ανηφορίζει  το  θεριεμένο 
ρουμάνι.  Κοντοστέκεται.  Τεντώνει  τ'  αυτιά.  Τρυπάει  με  τα  μάτια  την  απόσταση.  Πουθενά  κριάρι. 
«Πού  θα  μου  πάει  το  άτιμο;  Άγκρισε  πάλε  το  τζαμούζικο  κι  ούλο  χυμάει  να  καβαλικέψει  τις 
προβατίνες. Ντεριέσαι να το κοντέψεις. Έτοιμα έχει τα κέρατα να σε κουτουλήσει». 

Πάει ώρα που ψάχνει ο Γιαννακός. «Άι στο διάβολο». 

Ξαναγυρίζει στα πρόβατα. Δίνει μια κλοτσιά στο μαντρόσκυλο και ξαπλώνει στη γη. Καλά να πάθει. 
Τι  ήθελε  ο  λιμάρης,  σήμερα,  Μεγάλη  Τετάρτη,  να  πιει  γάλα;  Το  λιμπίστηκε  θα  πεις,  έτσι  που 
ξεχείλιζε με τον αφρό απ' την καρδάρα. Να, κι ο Θεός του το πλέρωσε. Πιάνει ένα σβώλο χώμα και 
τον  θρουμπουλιάζει  στη  φούχτα.  Ο  θυμός  δε  λέει  να  μερώσει.  Πάει  το  κέφι.  Και  πνίγεται  στη 
δουλειά. Είναι οι φούριες. Το 'χει, βλέπεις, η εποχή. Κούρεμα, γεννοβόλημα, άρμεγμα, τα τυριά, τα 
βουτύρατα. Να ξεχωρίσει τ' αρσενικά αρνάκια να τα στείλει σφαχτάρια στα χασάπικα στις Μεγάλες 
Ταβέρνες. 

Τα πρόβατα χορτασμένα μασουλίζουν αδιάκοπα. Ο αγέρας μύριζε χαμομήλι και φρέσκια ρίγανη. Οι 
λαλέδες στον πράσινο κάμπο, λες και σήκωσαν κόκκινη παντιέρα — πανάθεμά τις. Όμως οι άσπρες 
μαργαρίτες  και  τα  γαλανά  πούλουδα  χαρά  Θεού  είναι.  Τα  πουλιά  πηγαινοέρχονται  στα  δέντρα. 
Κάνουν  σούσουρο και ταβατούρι. Γυροφέρνουν πάνω απ' τις  καινούργιες φωλιές. Και τώρα, τι θα 
πει  στο  Βασίλ  Κεχαγιά  για  το  κριάρι;  Να  του  πει,  χάθηκε;  «Πώς  γίνεται  να  χαθεί;»  θ'  απορήσει 
εκείνος.  «Το  κουδούνι  γιατί  το  'χει;».  «Έσπασε  το  σκοινί  το  τζαναμπέτικο».  «Και  γιατί  δεν  το 
ξανάδεσες;» «Άρμεγα τις προβατίνες. Ύστερα, όταν το 'βγαλα για τη βοσκή, το 'χασα απ' τα μάτια 
μου... Ούτε κατάλαβα πώς ξεμάκρυνε. Επιτέλους, χρέωσέ μου το, αφεντικό». Α, όλα κι όλα. Ο Βασίλ 
Κεχαγιάς είναι αρχοντάνθρωπος. Κι ούτε θα καταδεχότανε να του κάνει κουβέντα για το κριάρι. Τις 
προάλλες,  του  θύμισε  πάλι:  «Μην  ξεχάσεις,  Γιαννακό,  τ'  αρνιά  για  τους  φτωχούς.  Διάλεξε  όσα 
πρέπει.  Εσύ  ξέρεις.  Να  κάνουν  κι  αυτοί  οι  χριστιανοί  Λαμπρή...».  Α,  τον  ξέρει  καλά  τι  κουβαρντάς 
είναι. Από τότε που συχωρέθηκε ο πατέρας του, δουλεύει κοντά του. Σάματις δεν τόνε βοήθησε και 
τον ίδιο να κάνει δικά του πρόβατα; Δέκα τα 'φτασε. Όμως εκεί σταμάτησαν. Έχει βλέπεις να θρέψει 
και  τη  μάνα  του  στον  Μπουτζά.  Αχ,  πώς  λαχταρούσε  ο  Γιαννακός  να  κάνει  δικό  του  κοπάδι...  Δε 
βαριέσαι...  Ακόμα  είναι  νιος.  Καλά  καλά  ούτε  τα  είκοσι  δυο  δεν  έκλεισε.  Σάμπως  κι  ο  Βασίλ 
Κεχαγιάς, τι είχε όταν ήρθε απ' τη Μάνη; Κι εκείνος με το τίποτα ξεκίνησε. Στην αρχή κοντά στο θειο 
του, μαζί και κεχαγιάς στο τσιφλίκι του μπέη. Έτσι, σιγά σιγά πιάστηκε. Πάρε ένα κομμάτι γης, λίγα 
πρόβατα, κάνα γίδι, καμιά αγελάδα. Κι έκανε βιος και βιος. Τι να πρωτονοματίσεις; Τα μαντριά στο 
Ντερέκιοϊ, στο Γκαν Γκιολ; Το αρμουτλούκι και τα χτήματα στα «Δυο Αδέρφια»; Εμ τις έλιωνες στο 
Σεβντίκιοϊ και τ' αμπέλι με τον κούλα στο Μερέσι; Χώρια τα μαγαζιά και τα δυο σπίτια στη Σμύρνη. 
Βέβαια, τον στήριξε κι ο θειος του. Ενώ ο Γιαννακός δεν έχει κανένα. Όλοι οι δικοί του κακήν κακώς 
πήγαν.  Ο  προσπάππος  του,  όταν  γλίτωσε  απ'  τις  σφαγές  της  Χιος  κι  έφτασε  πεντάρφανος  στη 
Σμύρνη,  δεν  είχε  πού  ν'  ακουμπήσει.  Κι  όταν  οι  συμπατριώτες  του  οι  Χιώτες  τον  βόλεψαν  σε 
δουλειά,  και  τον  πάντρεψαν  με  την  κουνιάδα  του  Αντρίκου,  στ'  Αξάρι,  αυτός  την  παράτησε 
γκαστρωμένη και πήρε τα βουνά. Πρόφαση οι δουλειές του ποδαριού με τους ξωμάχους. Ούλο σε 
ύποπτες δουλειές ήτανε μπλεγμένος. «Γιατί δε συμμαζεύεσαι, βρε Χρήστο; Δε λυπάσαι τη γυναίκα 
σου  που  'ναι  σαν  το  κρύο  νερό;  Το  γιο  σου  που  χρόνισε  και  φωνάζει:  μπαμπά,  μπαμπά;.  Γιατί  τα 
'βαλες τόσο με τους Τούρκους;». «Άχτι τους έχω τους αρνησίθρησκους. Ούλους μου τους σφάξανε. 
Ξολοθρέψανε  την  κλήρα  μου».  Ώσπου  μια  μέρα  βρήκαν  και  το  Χρήστο  σκοτωμένο  όξω  απ'  τα 
Βουρλά. 

Digitized by 10uk1s 
Ξαφνικά  χίμηξαν,  γαυγίζοντας  τα  σκυλιά.  Μια  ντουφεκιά  στον  αγέρα,  και  τινάχτηκε  ο  Γιαννακός. 
«Κάποιος απ' τους ληστές θα 'ναι. Τι ζητάνε  πάλε». Ένας  καβαλάρης ξεπρόβαλε μπροστά του. Στη 
σέλα  κρατούσε  το  κριάρι.  Τ'  άλογο  σήκωσε  τα  μπροστινά  ποδάρια,  τίναξε  το  κεφάλι  ψηλά, 
χλιμίντρισε  δυνατά  και  στυλώθηκε  πάλι  στα  τέσσερα.  Πέζεψε  ο  άντρας.  Δίνει  το  κριάρι  στο 
Γιαννακό. 

—Πάρτο.  Το  βρήκα  στο  ντερέ.  Κατάλαβα  πως  είναι  απ'  το  κοπάδι  σου.  Μια  που  ερχόμουνα  εδώ, 
είπα να στο φέρω. 

—Σπολάτη σου. 

—Να  'σαι  καλά.  Άκουσε,  Γιαννακό,  ο  καπετάν  Αντρέας  θα  κάνει  Λαμπρή  με  τα  παλικάρια  του  στο 
Κοτζά Καβάκ. Να 'χετε έτοιμους τρεις μπεσλεμέδες για τη σούβλα, ένα τουλούμι τυρί, μια κούμνα 
ελιές κουρμάδες, μια νταμιτζάνα κρασί. Μην ξεχάσετε, μαζί με το σταρίσιο ψωμί, τα τσουρέκια και 
τα  κόκκινα  αυγά.  Έτσι;  έκανε  ο  ληστής,  καβαλίκεψε  το  άλογο  και  χάθηκε.  Τα  σκυλιά,  που  είχαν 
λουφάξει, χύθηκαν πίσω του γαυγίζοντας. 

«Άλλος  μπελάς  πάλε»,  σκέφτεται  ο  Γιαννακός,  την  ώρα  που  περνούσε  το  κουδούνι  στο  λαιμό  του 
κριαριού.  «Παναθεμά  σε,  γουρσούζικο,  εσύ  τα  φταις  ούλα».  Τώρα,  πώς  να  βρει  τρόπο  να 
ειδοποιήσει το Βασίλ Κεχαγιά, στη Σμύρνη; Καλά που θα 'ρτει η μάνα του απ' τον Μπουτζά, να του 
φέρει  παστρικιά  αλλαξιά.  Μπορεί  όμως  ν'  ανεβεί  κι  ο  Γιώργης  να  παραλάβει  τ'  αρνάκια.  Αν  κι  ο 
Βασίλ Κεχαγιάς, με το ζήτημα των ληστών, είναι πάντα σύμφωνος. Ό,τι γυρέψει ο καπετάν Αντρέας, 
πάντα  πρέπει  να  γένεται.  Έτσι  μονάχα  δεν  τους  πειράζουν  οι  ληστές.  Δηλαδή,  σα  να  λέμε, 
ληστοτρόφοι. Αν κοτάς, κάνε κι αλλιώς. 

Φούριες ανήμερα της Λαμπρής κάτω απ' το Κοτζά Καβάκ. Τα παλικάρια του καπετάν Αντρέα γύριζαν 
στις  σούβλες  τ'  αρνιά.  Στρώναν  καταγής  το  τραπέζι.  Πότιζαν  στη  νερομάνα  τ'  άλογα.  Πλέναν  τα 
κρεμμυδάκια  και  τα  μαρούλια.  Φύλαγαν  καραούλι.  Ο  καπετάν  Αντρέας  ξαπλωμένος  ανάσκελα, 
κοιτάει  το  δέντρο.  Θεόρατος  ο  πλάτανος.  Τα  κλωνάρια  χοντρά  και  δυνατά.  Σαράντα  λεβέντες 
μπορείς  να  κρεμάσεις  και  να  μη  λυγίσουν.  Πήχτρα  τα  κλαδιά  και  τα  φύλλα.  Πού  να  τρυπώσει 
ανάμεσά τους ο ήλιος. Και τι μπόι... Πάνω από πενήντα πήχες, σίγουρα. Γι' αυτό και το λένε Κοτζά 
Καβάκ. Από πού κι ως πού, Κοτζά Καβάκ. Αυτό δεν είναι λεύκα. Ανακάθισε ο καπετάν Αντρέας. 

—Βρε, Δήμο. 

—Λέγε, καπετάνιο. 

—Βρε, τι δέντρο είν' αυτό; 

—Πλατάνι. Πώς το λένε αλλιώς, τσινάρι. Είναι να ρωτάς; 

—Τότε, γιατί το λένε Κοτζά Καβάκ; 

—Δεν ξέρω. 

—Δεν είσαι από τούτα τα μέρη; 

—Είμαι.  Έτσι  το  λέγαν  ούλοι,  έτσι  τ'  άκουγα  κι  απ'  τον  παππούλη  μου.  Μια  φορά  που  το  'φερε  η 
κουβέντα, έλεγε ότι το δέντρο ήταν κοντά χίλιω χρονώ και βάλε. 

—Καλά, γιατί το λένε καβάκι, αφού είναι πλατάνι; 

—Μπορεί να 'τανε τίποτα καβάκια, λεύκες, εδώ γύρω, απαντάει ο Δήμος. 

Digitized by 10uk1s 
—Ούλα έτοιμα. Κοπιάστε στο τραπέζι. Έλα, καπετάνιο, κάνε την αρχή. 

Ο  λήσταρχος  κοιτάει.  Οι  μπεσλεμέδες  ροδοψημένοι,  αχνίζαν  και  στάζαν  πάχος.  Τα  πεσκέσια 
στρωμένα,  όπως  τα  'χε  παραγγείλει,  και  με  το  παραπάνω.  Μπράβο  στο  Βασίλ  Κεχαγιά.  Όμως  κι 
αυτός  αντρίκια  του  φέρθηκε.  Ποιος  κοτά  να  πάει  στα  «Δυο  Αδέρφια»;  Αυτός  λημεριάζει  με  τα 
παλικάρια  του  κι  αυτός  μονάχα  κυβερνά  τις  απάτητες  κορφές  τους.  Όμως  για  το  Βασίλ  Κεχαγιά, 
εξαίρεση.  Είναι  λεύτερος  να  'ρχεται  στα  χτήματά  του.  Κανείς  απ'  τα  παλικάρια  του  δε  βάζει  χέρι 
ούτε στις ελιές, ούτε στ' απίδια. 

—Άντε, Χριστός Ανέστη! 

—Αληθώς Ανέστη! 

—Στην υγειά μας και καλό βόλι! 

—Αμήν. 

Άρχισε  το  φαγοπότι.  Παίρναν  και  δίναν  τα  γκεβεζελίκια,  οι  αρσίζικες  κουβέντες.  Μέθυσαν, 
μερακλώθηκαν, τραγούδησαν. Ύστερα σώπασαν. Τότε αρχίζει ο Παναγής ένα μονότονο κλαψιάρικο 
σκοπό. Οι καημοί κι οι κουρνιασμένες λαχτάρες ξεχύθηκαν στο τραγούδι. Αντιλαλούσε ο τόπος πόνο 
και σεκλέτια. Βούρκωσαν οι ψυχές. Μπαΐλτισαν και λιώναν οι καρδιές. 

—Σκασμός,  τινάζεται  απάνου  ο  Μίχαλος  και  ξεσπά  σε  τραγούδι  αψύ.  Μερακλωμένος  κάνει 
γυροβολιές  κι  αρχίζει  έναν  ξέφρενο  χορό.  Πετάει  το  κορμί  δυο  μπόγια  ψηλά.  Ανοιγοκλείνουν  τα 
πόδια  ψαλίδι  στον  αγέρα.  Ολόκληρος  μαζεύεται  ασβούρα  και  στριφογυρίζει  στις  μύτες.  Κάνει 
απανωτές  τούμπες  στη  γη.  Ξανατεντώνεται  κι  αρχίζει  τα  πηδήματα.  Σούστα  ανεβοκατεβαίνουν  τα 
πόδια.  Λάστιχο  τεζάρει  και  μαζεύεται  το  κορμί.  Σφύριζαν  οι  στράκες.  Δε  σταματούσαν  τα 
τσουπανάκια. 

—Χοπ, χοπ, χοπ. Ξαλάφρωναν οι πλανταγμένες ψυχές. 

—Να μας ζήσεις, Μίχαλε. Μίχαλε, ποτέ να μην πεθάνεις. 

Πώς κι έγινε; Σκουντούφλησε ο Μίχαλος και πάτησε πάνω στο ψωμί. Σταμάτησε. Σκύβει, παίρνει το 
ψωμί στα χέρια. Το σταυρώνει στο στόμα και το φιλάει. 

Πάει το κέφι. Συννέφιασαν τα μούτρα. Σερπετά δάγκασαν τις ψυχές. 

—Άι σιχτίρ. Πετιέται απάνω ο καπετάν Αντρέας. Πάμε. 

Ένας ένας σηκώνονται. «Κακό σημάδι αυτό. Τι θα μας βρει, τι θα μας βρει;», μονολογούσαν, καθώς 
ξεμάκραιναν πάνω στ' άλογα. 

Δεν καλοχάραξε η μέρα, κι ο Βασίλης πάνω στ' άτι του έτρεχε στον καροτσόδρομο. Είχε σκοπό να 
περάσει  απ'  τον  Μπουτζά,  ν'  ανάψει  κερί  στον  Άι  Γιάννη,  μα  δεν  τον  παίρνει  η  μέρα.  Έχει  τόσες 
δουλειές.  Δεν  ξέρει  από  πού  ν'  αρχίσει.  Με  τη  Λαμπρή,  όλα  μείνανε  στη  μέση.  Φαγοπότι, 
μουσαφιρλίκια, σούρτα‐φέρτα. Καιρός πια να πάει και στα μαντριά. Να μετρήσουν τα νιογέννητα. 
Να  κάνουν  μπιλάντζο.  Να  δώσει  παραγγελιές.  Είχε  σκοπό  να  πάρει  μαζί  του  και  το  γιο  του  το 
Δημητρό.  Του  το  'χε  τάξει  κιόλας.  «Με  τις  σκολάδες  θα  'ρτεις  μαζί  μου,  να  δεις  από  κοντά  πώς 
γένεται η δουλειά στα μαντριά». Να όμως που κρεβατώθηκε χτες. Πώς να τον πάρει θερμασμένο; 
Και πώς το καρτερούσε το καημένο το παιδί... Ας  είναι. Άλλη φορά. Το καλοκαίρι που θα τον έχει 
βοηθό  στους  λογαριασμούς.  Πιστεύει  να  τα  καταφέρει.  Εφέτος  τελειώνει  το  Δημοτικό.  Δεν  είναι 
μικρό  πράμα.  Του  χρόνου,  με  το  καλό,  θα  τον  στείλει  στην  Ευαγγελική  Σχολή.  Ένα  αγόρι  το  'χει. 

Digitized by 10uk1s 
Πρέπει να σπουδάσει, κι ας του είναι απαραίτητος στη δουλειά. Τρία παιδιά του 'κανε η Αναστασία, 
και  τα  τρία  κορίτσια.  Δε  βαριέσαι,  ούλα  παιδιά  του  Θεού  είναι.  Κι  ύστερα,  ακόμα  νιοι  είναι.  Θα 
'ρτουν και τ' αγόρια. 

Με  τις  σκέψεις  αφαιρέθηκε.  Χωρίς  να  το  καταλάβει,  βρέθηκε  στο  δρόμο  για  το  μαντρί  του 
Γιαννακού.  Απ'  τον  Τεπέ  άρπαξε  το  μάτι  του  κόσμο.  Κάτι  ασυνήθιστο  γένεται  εκεί  πέρα.  Δίνει  ένα 
κέντρισμα στ' άλογο και βρέθηκε όξω απ' το μαντρί. «Πάλι οι ληστές! Μωρέ, βλέπω καλά; Αυτός δεν 
είναι ο γιος του μπέη;» 

—Βασίλ εφέντη, Βασίλ εφέντη. Μπήγει τα κλάματα το Τουρκί. 

—Τι ζητάει το παιδί εδώ; Τι τρέχει; 

—Άκουσε,  Βασίλ  Κεχαγιά,  λέει  ο  καπετάν  Αντρέας.  Θα  πας  στον  πατέρα  του  παιδιού.  Θα  στείλει 
τρεις χιλιάδες λίρες. Έτσι μονάχα θα το πάρει πίσω. Εσύ θα τις φέρεις. Μη λάχει και ειδοποιήσει το 
καρακόλι, αλλιώς να ξεγράψει το γιο του. 

—Βρε παιδιά, εμένα βρήκατε; 

—Εσένα  έστειλε  ο  Θεός.  Να  το  γράμμα,  που  λέει  για  τα  λύτρα.  Θα  το  'φερνε  ο  Γιαννακός.  Μια  κι 
ήρθες, καλύτερα εσύ. Νταλαβέρια έχεις μαζί του. Φίλοι είσαστε. 

—Βρε παιδιά, πάρτε, όσα πρόβατα θέτε. Αμαρτία είναι. Αφήστε το παιδί. Τι φταίει αυτό; 

—Κάνε ό,τι σου λέμε. 

Πατάει τις τσιριές το Τουρκί. 

Ο Βασίλης τα 'χει χαμένα. 

Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε στη Σμύρνη, στο σπίτι του μπέη. 

—Μπέη μου, το παιδί σου... 

—Πού  είναι,  πού  είναι;  Από  χτες  το  βράδυ  το  'χω  χαμένο.  Ξημερώματα  έτρεξα  στο  σπίτι  σου,  μα 
είχες φύγει. 

—Το παιδί σου το 'χουν οι ληστές. 

—Αλλάχ, θα μου το χαλάσουν... 

—Τρεις  χιλιάδες  λίρες  ζητάνε.  Να  το  γράμμα.  Θα  πάω  εγώ  τα  λύτρα  για  να  μου  δώσουν  το  παιδί 
πίσω. 

—Τρέχω στο μαγαζί. 

—Έχεις καιρό. Η προθεσμία τελειώνει αύριο. Στάσου να τα κουβεντιάσουμε. 

—Παλάβωσες, που θα περιμένω ώσαμε αύριο! 

—Μη γελαστείς, μπέη, και ειδοποιήσεις το καρακόλι. Θα στο σκοτώσουν το παιδί. 

—Απ' τη νύχτα το καρακόλι είναι στο πόδι... 

—Κακό αυτό. Άκουσε, μπέη, ούτε λέξη εσύ. Ούτε άκουσες, ούτε ξέρεις τίποτα. 

Digitized by 10uk1s 
—Έννοια σου. Περίμενε, δε θ' αργήσω. 

Ο νους του Βασίλη δε φεύγει απ' το Τουρκί. Τι συμφορά ήτανε τούτη. Και με τι κέφι είχε ξεκινήσει 
σήμερα... Για τον Άγιο, δεν είχε καιρό να ανάψει ένα κερί. Τώρα έχει. Να δούμε πώς θα ξεμπλέξει. 
Καλά  που  ήταν  θερμασμένος  ο  Δημητρός  και  δεν  τον  πήρε  μαζί  του.  Να  πάρει  το  παιδί  τέτοια 
λαχτάρα...  Και  γιατί  άψε  σβήσε  πήγε  ο  μπέης  στο  μαγαζί;  Πού  θα  τις  βρει  εκεί  τις  τρεις  χιλιάδες 
λίρες; Τι, έτοιμες τις έχει στο χοντζαρέ; Βρίσκεται τόσο γλήγορα ένα τέτοιο μεγάλο ποσόν; Δε μου 
καλαρέσει  το  φέρσιμο  του  μπέη...  Ρίχνει  μια  ματιά  απ'  το  παράθυρο.  Πάγωσε.  Τι  ζητάει  τ' 
απόσπασμα στο δρόμο; 

Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα ο μπέης. Είναι κίτρινος, φλουρί. 

—Πάμε, Βασίλ Κεχαγιά. 

—Παλάβωσες, μπέη μου; Σκέφτηκες τι έκανες; Το παιδί κινδυνεύει. Το καταλαβαίνεις; 

—Τσαμπούκ, τσαμπούκ, φωνάζει ο ζαμπίτης απ' όξω. Άντε, Βασίλ Κεχαγιά. Άντε, μη χάνουμε καιρό. 
Μπρος,  κουνήσου.  Θα  πάμε  απ'  το  μονοπάτι  πίσω  απ'  τον  Τεπέ.  Έτσι,  θα  τους  πιάσουμε  σαν  τα 
ποντίκια  στη  φάκα.  Εσείς  με  τον  μπέη  θα  τρέξετε  να  αρπάξετε  το  παιδί.  Ε,  τι  κοιτάς  σα  χαζός... 
Περπάτα πιο σβέλτα. Άντε, ανέβα στ' άλογο. Εσύ θα μας οδηγήσεις. 

Μόλις είδε ο Μίχαλος απ' τον Τεπέ το Βασίλ Κεχαγιά με το απόσπασμα, ρίχνει μια στον αγέρα για το 
σύνθημα. Στη στιγμή ληστές και καρακόλι αρχίζουν το ντουφεκίδι. 

—Ρίχνε,  Βασίλ  Κεχαγιά,  φωνάζει  ο  μπέης.  Ρίχνε.  Τι  στέκεσαι;  Ν'  ανοίξουμε  δρόμο  να  σώσουμε  το 
παιδί. Στο τσαρδάκι, δεν είπες πως το 'χουν, στο τσαρδάκι; 

Ο Βασίλης ρίχνει στα μπόσικα. Ρίχνει  στο ψαχνό. Ρίχνει, χωρίς να μπορεί να κουμαντάρει χέρι και 
ντουφέκι. 

Οι  κουρσουμιές  σταυρώνονται  στον  αγέρα.  Οι  σκύλοι,  αγριεμένοι,  ουρλιάζουν  συνέχεια. 
Παλαβιασμένα  τα  πρόβατα  τρέχουν  πέρα‐δώθε.  Σπάσαν  τα  κουδούνια  στο  λαιμό  τους  απ'  το 
χτύπημα. Τα κορμιά πέφτουν. Αντιβουίζει ο ουρανός βογκητά, τσιριές, βλαστήμιες. 

—Γρήγορα, Βασίλ Κεχαγιά, να προφτάσουμε το παιδί ζωντανό. 

Γλιστρούν κι οι δυο ανάμεσα στους ληστές. Χαμοσέρνονται στα βάτα και στ' αγκάθια. Πέφτουν σε 
λάκκους.  Ταμπουρώνονται  πίσω  από  δέντρα.  Ο  μπέης  δεν  αντέχει  άλλο.  Ντερές  τρέχει  ο  ιδρώτας 
απ' το κούτελο. Οι βολβοί έτοιμοι να χυθούν απ' τις κόρες των ματιών. Τεζάρισαν οι φλέβες απ' την 
αγωνία. Λαχάνιασμα κοφτό έγινε η ανασεμιά. Να, φτάσαν στο τσαρδάκι. 

—Το παιδί δεν είναι στο τσαρδάκι. Αλλάχ! Τρέχει παλαβός ο μπέης. 

—Πού 'ναι το παιδί; 

Οι  τουφεκιές  λιγόστεψαν.  Οι  ληστές  υποχωρούν.  Ένας  ένας  ξεφεύγουν.  Ξέφυγε  κι  ο  καπετάν 
Αντρέας. 

—Το παιδί; Πού 'ναι το παιδί; 

Τι είναι αυτό στο χαντάκι; Τρέχουν όλοι να δούνε. 

—Αλλάχ,  έμπηξε  ο  μπέης  τσιριά,  που  έσκιζε  πέτρα.  Αλλάχ,  το  παιδί.  Γιαβρούμ,  εγώ  σε  σκότωσα, 
μοιρολογά και χτυπιέται. 

Digitized by 10uk1s 
Οι τσανταρμάδες κοιτούν συλλογισμένοι. 

—Κισμέτ, κάνουν την ώρα που το σηκώνουν στην αγκαλιά. 

Ύστερα  κόψαν  τα  κεφάλια  των  ληστών  και  τα  πέρασαν  στις  λόγχες.  Δίνουν  στο  Βασίλ  Κεχαγιά  τη 
λόγχη με το κεφάλι του Μίχαλου. Ζεστό τινάζεται το αίμα και μουσκεύει τα ρούχα του Βασίλη. 

Εφτά κεφάλια, καρφωμένα στις λόγχες, και μπροστά ο Βασίλης. Όλοι τραβάνε πάνω στα αλόγατα, 
για  τη  Σμύρνη.  Κόντεψε  να  τα  κακαρώσει  στο  δρόμο.  Αλληθώρεψαν  τα  μάτια,  σάλεψαν  τα 
συλλοϊκά. Αλλομουσούδιασε το μούτρο. Σηκωτό τον πήγανε στο σπίτι. 

Μια βδομάδα κλαίει και δέρνεται η Αναστασία. «Τι κακό μας βρήκε; Ποιος να το πίστευε... Πάει πια, 
έσβησε το σπιτικό μου». 

Απ'  το  κρεβάτι  ο  Βασίλης  κοιτάει  με  μάτια  βασιλεμένα.  Κάπου  κάπου  μπήγει  ξεφωνητά  κι 
αγριεμένος χώνεται κάτω απ' το πάπλωμα. Ο Γιαννακός πασκίζει να του μιλήσει. 

—Που λες, αφεντικό... 

—Δεν κατάλαβες, βρε Γιαννακό, πως του σάλεψε; Τι του μιλάς; 

—Πρέπει να ξέρω, τι να κάνω, κερά. 

—Σου είπα, κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. 

—Μα οι ληστές δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Αμόλησαν τα πρόβατα. Ξεκοίλιασαν τα τουλούμια. Χύσαν 
τα γάλατα. Κάναν γιάμα τα πράματα. 

—Ε, μου τα 'πες αυτά. 

—Το κακό είναι, πως βρήκαν οι άλλοι τσοπάνηδες την ευκαιρία, κι ό,τι αρπάξει, αρπάξει. 

—Βρε, Γιαννακό, εγώ έχασα τα μάτια, κι εσύ μου μιλάς για φρύδια... 

—Το δικό μου μαντρί δεν το πείραξαν. «Μισάρικα τα 'χω τα πρόβατα» τους είπα. «Για το χατήρι σου 
δε  βάζουμε  χέρι.  Κοίταξε  μονάχα  να  ξεκόψεις  γρήγορα,  γιατί  το  ίδιο  θα  πάθεις»,  με  φοβέριξαν. 
Τώρα, τι λες να κάνω; 

—Σου είπα, ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Μάζεψέ τα και δούλεψέ τα ατός σου. Ό,τι θες μας δίνεις. 

Ξημερώματα του Σταυρού, χτύπησε η πόρτα. 

Κακόβαλε η Αναστασία. 

—Μην ανοίξεις, Μαριάνα, κοίτα πρώτα ποιος είναι απ' το κουρτινάκι. 

—Κυρία, είναι ένας άντρας με μαγουλίκα. Στα χέρια βαστάει γκλίτσα. 

—Θα 'ναι κάνας τσοπάνος. Πες του να περάσει. 

Μόλις μπαίνει ο άντρας μέσα, πετάει τη μαγουλίκα. 

—Είμαι ο καπετάν Αντρέας. Που 'ναι; Έγινε αιτία να χαθούν τα καλύτερά μας παλικάρια. Κι έκανε το 
φίλο... 

—Κάτσε, καπετάν Αντρέα, κάνει χωρίς να τα χάσει η Αναστασία. 

Digitized by 10uk1s 
—Πουν' τόνε; 

—Καλά, δεν έμαθες, πως ο Βασίλης παλάβωσε; Αχ, έτσι που κατάντησε καλύτερα να πέθαινε. 

—Όχι, απ' τα χέρια μου θα πεθάνει. Εγώ ο ίδιος θα τον σκοτώσω. 

—Πες πως τον σκότωσες. 

—Πού 'ναι τώρα; 

—Στα σπιτάλια, στον Αγιαντώνη. 

—Στα σπιτάλια;... 

—Ναι. Δε μ' άφησες να μιλήσω. Ο Βασίλης δεν έφταιγε σε τίποτα. Ίσα ίσα, που παρακαλούσε τον 
μπέη να μην ειδοποιήσει το καρακόλι. Να, πάρε ό,τι θες. Πάρε όλα τα τζοβαϊρικά μου, κι άσε μας 
πια ήσυχους. 

—Και ποιος σου 'πε ότι εγώ θέλω τζοβαϊρικά; 

—Καπετάν Αντρέα, ό,τι έγινε ήτανε γραφτό να γένει. Έτσι ήταν το κισμέτ, και για τα παλικάρια σου, 
και για το Τουρκί, και για το Βασίλη, και για μένα. 

—Κισμέτ... ξαναλέει ο ληστής και φεύγει σκεφτικός. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ 

Η αγριοτριανταφυλλιά μπροστά στην πόρτα της κυρά Βαγγελίτσας ήταν κιόλας μπουμπουκιασμένη. 
Μοσχοβολούσαν  οι  ακασιές  κι  οι  πασχαλιές  στο  δρόμο.  Και  τα  σπίτια  των  χριστιανών  ολάνοιχτα 
στον ήλιο. Οι γυναίκες ανασκουμπωμένες ασβέστωναν, ξετίναζαν, καθάριζαν. Κόντευε Πάσχα κι όλα 
έπρεπε  να  'στράφτουν.  Όμως  οι  νοικοκυρές  αλλού  είχαν  το  νου  τους.  Κάθε  λίγο  και  λιγάκι 
σταματούσαν  τις  δουλειές  για  να  πεταχτούν  όξω,  να  μάθουν  τα  νέα,  πώς  πάει  ο  πόλεμος  στην 
Ελλάδα.  Στα  καφενεία  οι  άντρες  παίζουν  πρέφα.  Έτσι  κρύβεται  κάπως  η  αγωνία.  Κι  η  συζήτηση 
μπερδεμένη με το παιχνίδι, ξεγελά τους Τούρκους. 

Την ώρα που καθάριζε τα τζάμια η κυρά Βαγγελίτσα, βλέπει τον ανιψιό της το Δημητρό. 

—Για τη Λαμπρή σε περιμέναμε. Πώς έτσι νωρίς; Τρέχει τίποτα; 

—Φεύγω, θεια. 

—Και πού πας; 

—Στην Ελλάδα. 

—Χριστός και Παναγιά! Δεν ξέρεις, ότι στην Ελλάδα γένεται πόλεμος; 

—Γι' αυτό πάω. 

—Και τι θα κάνεις εκεί; 

—Θα πολεμήσω. 

—Βρε, λωλάθηκες; ξέσπασε η θεια. Εσύ δεν είσαι ούτε δεκάξι. Ποιος είναι αυτός που σε ξεσήκωσε; 
Ποιος σου 'βαλε τέτοιες ιδέες; 

—Η Πατρίδα. 

—Η Πατρίδα, κάνει μ' ευλάβεια η θεια. 

—Χρέος μου να πάω. 

—Και με τι θα φύγεις; 

—Με τη βάρκα. 

—Βρε,  μπας  και  τα  'χασες;  Θαρρείς  πως  κάνεις  βαρκάδα  στο  «Και»,  της  Σμύρνης;  Εδώ  είναι 
Κουσάντασι. 

—Το ξέρω, και πολύ καλά μάλιστα. Απ' τα χαράματα είμαι εδώ. 

—Απ' τα χαράματα; Και πού ήσουνα τόσες ώρες; 

—Στου φίλου μου του Ανέστη. Θα φύγουμε μαζί. Αυτός ξέρει όλα τα κατατόπια. Έχει την καλύτερη 
βάρκα.  Είναι  κιόλας  έτοιμη  στην  ακτή.  Πριν  χαράξει  θα  ξεκινήσουμε.  Το  Νταρ  Μπουγκάζ  μπορεί 
κανείς και κολυμπώντας να το περάσει. Η Σάμος δεν είναι μακριά. Χίλια μέτρα όλο κι όλο. 

—Ο Θεός να σε φωτίσει, έκανε η κυρά Βαγγελίτσα, που άρχισε να λυγίζει. 

—Καλά, δε μου 'πες τι κάνει η μητριά σου, η Αναστασία. 

Digitized by 10uk1s 
—Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου απ' την τρέλα, μονάχα τις σκόλες πάω για να δω τις αδερφές 
μου.  Τώρα  για  τη  Λαμπρή,  σίγουρα  θα  με  περιμένει.  Άμα  φύγω,  μήνυσέ  της  ότι  πολεμώ  στην 
Ελλάδα. 

Στου  Ανέστη  μετρούσαν  το  χρόνο  με  το  χτυποκάρδι  και  την  αγωνία.  Σύμμαχος  ήρθε  η  ξαφνικιά 
βροχή.  Μόλις  νύχτωσε,  έσκασε  μια  μπόρα  μ'  απανωτές  αστραπές  και  μπουμπουνητά.  Σε  λίγο 
χαλνούσε  ο  κόσμος.  Απ'  τις  στέγες  χιμούσαν  τα  νερά  στους  δρόμους.  Γίνονταν  καταρράκτες  στις 
κατηφοριές. Πλημμύριζαν στους μαχαλάδες. Οι άνθρωποι σφαλίστηκαν στα σπίτια. Εξαφανίστηκαν 
οι  Τούρκοι.  Ερημώθηκε  το  Κουσάντασι.  Τότε  ξεμύτισαν  ο  Δημητρός  κι  ο  Ανέστης.  Στην  αρχή 
πασπάτευαν  με  τα  χέρια  το  σκοτάδι,  με  τα  πόδια  το  καλντερίμι.  Σε  λίγο,  λες  και  κάναν  φτερά. 
Δρασκέλιζαν  τα εμπόδια. Καβαλούσαν τα χαντάκια. Τα πόδια κατάπιναν την  απόσταση, κόνταιναν 
το δρόμο. Ώρες έτρεχαν στο σκοτάδι και στη βροχή πλάι στην αμμουδερή θάλασσα. 

Ανασάνανε μόλις μπήκαν στη βάρκα. Φούχτωσαν τα κουπιά. Ξανοίχτηκαν στο πέλαγος. 

Πιο  δυνατά  χτυπά  η  καρδιά  απ'  τα  κουπιά.  Η  βροχή  τους  δέρνει  το  μούτρο.  Κυλάει  απ'  τα 
τσουλούφια. Μούλια πλέουν τα ρούχα απάνω τους. Το κορμί τουρτουρίζει. Όμως η καρδιά καμίνι 
σωστό. Άναψε σε λίγο και το κορμί. Κι η ψυχή φτερά έκανε, μόλις ξεμάκρυναν. 

—Τι λες, Δημητρό, ρωτάει ο Ανέστης, απ' τη Σάμο θα τραβήξουμε για τη Μάνη, ε; 

—Μπας και παλάβωσες; Πάμε για να πολεμήσουμε. Απ' τη Σάμο ίσια στη Θεσσαλία. 

—Μα εσένα, από μικρός, τ' όνειρό σου ήτανε να γνωρίσεις την πατρίδα του πατέρα σου. 

— Ήτανε. Τώρα όχι. Στο γυρισμό θα πάμε στη Μάνη, νικητές. 

Ποιος να το πίστευε, πως ύστερα από είκοσι χρόνια, στο καρακόλι της Σμύρνης, θα 'λεγε ο Δημητρός 
στον Τούρκο αξιωματικό. 

—Εγώ ποτέ μου δεν πήγα στην Ελλάδα. 

—Βρε, κιοπέκ ογλού κιοπέκ, δεν έφυγες το 1897 στην Ελλάδα και δεν πολέμησες εκεί; 

—Τότε πήγα στην Αλεξάνδρεια και δούλευα στο μαγειριό του μπάρμπα μου, «Ο Λούκουλος». Να, τα 
χαρτιά. 

—Πριν πας στην Αλεξάνδρεια. 

—Ήμουνα άρρωστος στο Κουσάντασι. Με τη θεια μου πέρασα το Πάσχα μας. 

—Κι η λαβωματιά στο χέρι; 

—Έγινε στο μαγειριό μου, στον Κασαμπά. Πήγα να χωρίσω δυο, που είχαν πιαστεί στα χέρια. 

—Εδώ τα χαρτιά σου λένε πως είσαι σαράντα πέντε χρονώ. 

—Αλήθεια είναι. Σαρανταπέντε είμαι. 

—Τα χαρτιά είναι ψεύτικα. Έχουμε αποδείξεις. Στο Μπελεντιέ είναι η σωστή σου ηλικία. 

—Αλήθεια  σας  λέω.  Είμαι  σαρανταπέντε  χρονώ.  Τότε,  πώς  γινότανε  να  πολεμήσω  το  1897  στην 
Ελλάδα, αφού, σύμφωνα μ' αυτά που λέτε, θα 'πρεπε να 'μουνα δεκάξι χρονώ; 

Digitized by 10uk1s 
—Εσείς οι γκιαούρηδες, όλα τα μπορείτε. 

Έτσι, βρέθηκε ο Δημητρός στ' Αμελέ Ταμπουρού. 

Τρόμαξε,  σαν  αντίκρισε  κάτι  αλλοσούσουμα  πράματα  να  δουλεύουν  εκεί,  στους  δρόμους. 
Σκελετωμένα κορμιά, ρουφηγμένα, κοκαλιάρικα μούτρα σπάγαν πέτρα, κουβαλούσαν χώμα, σέρναν 
σίδερα,  στρώναν  γραμμές.  Ούρλιαζαν  οι  επιστάτες.  Σφύριζε  ο  βούρδουλας  στον  αγέρα.  Κόκκινες 
αυλακιές χάραζε στις ράχες. 

Ήρθε  η  ώρα  και  σκόλασαν  οι  Ρωμιοί.  Χίμηξαν  όλοι  μαζί  στους  νιοφερμένους.  Ρωτούν  για  τους 
δικούς τους, για τον τόπο τους. Ψάχνουν για κανένα γνωστό. Τα 'χασε ο Δημητρός. Που τη βρήκαν 
τόση δύναμη; Για πότε ξαναζωντάνεψαν; Πώς, έτσι απότομα μεταμορφώθηκαν; 

—Καιρό έχω να πάρω γράμμα απ' το σπίτι μου. Έμαθα ότι σκότωσαν τον αδερφό μου. 

—Είδες τελευταία τη γυναίκα μου; Δε μου 'γραψε τίποτα για τη μάνα μου που ήταν βαριά άρρωστη. 

—Πώς τα βγάζει πέρα η οικογένειά μου; Εφτά ψυχές άφησα πίσω μου. Έξι παιδιά κι η γυναίκα μου. 
Ό,τι είχαμε και δεν είχαμε τα δώσαμε στα μπεντέλια. 

—Βρε, δεν κοιτάτε τα χάλια σας; Δε βλέπετε την κατάντια σας; Αντί να κλαίτε τη μοίρα σας, έχετε 
κουράγιο  και  ρωτάτε;  Εσείς,  τώρα  μαζί  κι  εμείς,  είμαστε  πια  οι  ξεγραμμένοι.  Εκείνοι,  στραβά— 
κουτσά, θα τα βγάλουν πέρα. Μ' εμάς τι γίνεται; ξέσπασε ο Δημητρός. 

Σαν  μπήκε  μέσα  στον  κισλά,  μια  μπόχα  τον  χτύπησε.  Κάμποσοι  άρρωστοι  κοιτούν  με  βασιλεμένα 
μάτια αυτούς που μπαίνουν. Ξαφνικά, μια γνώριμη φωνή ακούεται. 

—Δημητρό, Δημητρό. 

Στρίβει  ο  Δημητρός  το  κεφάλι.  Τι  πράμα  είναι  αυτό;  Ένα  ψοφίμι  κοίτεται  στην  άκρη.  Μια 
κιτρινοπράσινη πέτσα σκεπάζει το μούτρο. Δυο μαυροκόκκινες τρύπες τον κοιτάζουν. 

—Δημητρό, δε με γνωρίζεις; Είμαι ο Ανέστης. 

—Ο Ανέστης; Ποιος Ανέστης;... 

—Εγώ, ο φίλος σου, που πολεμήσαμε μαζί στην Ελλάδα. 

—Βρε Ανέστη, εσύ; Άρρωστος είσαι; Τι έχεις; 

—Σώπα, μη ρωτάς, πες μου για σένα. 

—Βρε Ανέστη, πώς άλλαξες; 

—Εσύ δεν άλλαξες καθόλου, λες κι έρχεσαι ντογρού απ' το σπίτι σου. 

—Απ' το σπίτι μου έρχομαι. 

—Και πώς τόσον καιρό δε σε πιάσανε; 

—Κρυβόμουνα. 

—Μπόρεσες δυο χρόνια να κρυφτείς; 

—Στη Σμύρνη δεν είναι δύσκολο. Μεγάλη πολιτεία. Είχα, βλέπεις, πολλούς φίλους. 

—Και πώς σε πιάσανε; 

Digitized by 10uk1s 
—Σε  μπλόκο.  Στο  καρακόλι  είδαν  ότι  ήμουνα  καταζητούμενος.  Στα  χαρτιά  μου  ανακάλυψαν  ότι  η 
ηλικία μου ήτανε πλαστογραφημένη. Ακριβά θα την πλήρωνα. Βοήθησε η μητριά μου, που είχε τα 
μέσα. Αυτά είναι τα δικά μου. Τώρα μίλησέ μου για σένα. Άρρωστος είσαι; 

—Μονάχα άρρωστος; 

—Γιατί δε σε πάνε σε νοσοκομείο; 

—Και ποιον να πρωτοπάνε; 

—Μα στα χάλια σου, μες σ’ αυτήν την μπόχα; 

—Τώρα είναι καλά. Με την ψειραρρώστια να 'βλεπες. 

—Τα μαθαίναμε. 

—Άλλο να τα μαθαίνεις, κι άλλο να τα ζεις. 

—Πες μου, τι ακριβώς έχεις; 

—Από πού να πρωταρχίσω! Είναι ιστορίες ατέλειωτες. Αβάσταχτη είχε γίνει εδώ η ζωή. Μ' ένα φίλο 
μου αποφασίσαμε να το σκάσουμε. Όλα τα είχαμε κανονισμένα. Την τελευταία στιγμή μάς πήραν 
είδηση. Πριν περάσει μια ώρα, κι ολόκληρες περιπολίες αμολήθηκαν να μας κυνηγούν. Τον άλλο τον 
σκότωσαν. Εμένα με βρήκε ένα βόλι στον αστράγαλο. Έπεσα χάμω. Με φέρανε πίσω, σέρνοντάς με 
απ' τους ώμους. Με σπάσανε στο ξύλο. Χτυπούσαν όπου τύχαινε. 

—Και το πόδι σου; 

—Να, δες, κάνει ο Ανέστης και τραβάει το τσουβάλι που το σκέπαζε. 

—Τι, λείπει! Δεν έχεις πόδι, Ανέστη; Ανέστη, πού 'ναι το πόδι σου; 

—Γαγγράνιασε και μου το κόψαν. 

—Ανέστη... 

—Και πού 'σαι ακόμα... 

—Δε σε απαλλάξανε; Γιατί; 

—Δεν απαλλάσσουν τους κατσάτηδες. Απ' το νοσοκομείο με φέρανε πίσω για βοηθητικές δουλειές. 
Όλοι με φώναζαν τότε: «Ο κουτσός». Τώρα έχω άλλο όνομα. 

—Άλλο όνομα; 

—Λάζαρο με λένε τώρα. 

—Λάζαρο; 

—Είναι κι αυτό μια απ' τις ιστορίες. Όταν πάθαμε την ψειραρρώστια πέθαναν πολλοί. Τότε πέθανα 
κι εγώ. 

—Ώρα για γκεβεζελίκια είναι, Ανέστη; 

—Πέθανα  σου  λέω.  Σαν  μπήκε  ο  γιατρός  να  διαπιστώσει,  ποιοι  τα  τίναξαν,  με  βρήκε  με 
σταματημένη την καρδιά. Διέταξε να μας πετάξουν σ’ ένα λάκκο και να μας ρίξουν απάνω ασβέστη. 
Αυτή  τη  δουλειά  την  κάναν  Ρωμιοί.  Οι  Τούρκοι  φοβούνταν  μην  κολλήσουν.  Άσε,  που  κι  αυτοί  δε 

Digitized by 10uk1s 
θάψαν λιγότερους. Λοιπόν, καθώς ετοιμάζονταν να με πετάξουν στο λάκκο, ένας αβάσταχτος πόνος 
στο πόδι μ' έκανε να συνέλθω. Ωχ, τσιρίζω μόλις με πιάνουν να με ρίξουν πάνω στο σωρό. Με το 
«Ωχ», με παρατούν και πάνε να το βάλουν στα πόδια. Σε λίγο, ένας ένας πλησιάζουν. «Ο κουτσός 
ζει! Βρε παιδιά, ο Ανέστης αναστήθηκε». Με πάνε πίσω στο νοσοκομείο. Εκεί, είδαν ότι η γάγγραινα 
στο πόδι είχε προχωρήσει. Το κόβουν ίσαμε τ' αχαμνά. Τώρα είμαι ο Λάζαρος. 

Ο Δημητρός δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Ένας κόμπος τον πνίγει. Ανοίγει το μπογαλάκι, που έφερε 
απ' το σπίτι του. Βγάζει από μέσα σταφίδες, σύκα, μύγδαλα, σπιτικό ψωμί, ελιές. 

—Φάε. Τώρα μη φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ. 

Ο Ανέστης δε μιλά. 

—Θυμάσαι, βρε Ανέστη, τότε που φεύγαμε για την Ελλάδα. Την ξαφνική μπόρα στο Κουσάντασι. Το 
καρδιοχτύπι  μας  στη  βάρκα.  Τη  χαρά  μας  στη  Σάμο.  Τα  όνειρά  μας,  όταν  ντυθήκαμε  φανταράκια 
στην Αθήνα. Την απελπισιά μας στη Λάρισα, σαν χάσαμε τον πόλεμο... 

—Εσύ, από τότε που λαβώθηκες, χάθηκες. 

—Με  πήγαν  στο  νοσοκομείο.  Όταν  βγήκα,  τράβηξα  για  την  Αλεξάνδρεια.  Ούτε  σκέφτηκα  να  πάω 
στη Μάνη. Στην Αλεξάνδρεια έμεινα στο μαγειριό ενός μπάρμπα μου, τρία χρόνια. Όταν γύρισα στη 
Σμύρνη  έβγαλα,  με  τη  βοήθεια  της  μητριάς  μου,  ψεύτικα  χαρτιά.  Μετά  πήγα  στον  Κασαμπά  κι 
άνοιξα μαγειριό. Εκεί, στης εξαδέρφης μου της Σεβαστής, γνώρισα τη Δέσποινα, μια όμορφη κοπέλα 
απ' τη Μουταλάσκη. Ο πατέρας της ήτανε βαμβακέμπορος κι ήταν εγκαταστημένος στον Κασαμπά. 
Να μη στα πολυλογώ, παντρευτήκαμε με τη Δέσποινα. Οι δουλειές μου πήγαιναν καλά. Το μαγειριό 
μου  ήταν  το  πρώτο.  Όλοι  λέγανε  «Στου  Σμυρνιού  θα  φάμε».  Όμως  και  το  εμπόριο  δεν  τ'  άφησα. 
Όταν  είδα  να  διώχνουν  τον  κόσμο  απ'  τα  παράλια  και  να  τον  φευγατίζουν  στο  εσωτερικό  της 
Μικρασίας, ψύλλοι μπήκαν στ' αυτιά μου. Κάτι μου 'λεγε να φύγω. Παίρνω τη γυναίκα μου και τα 
παιδιά  μου  και  πάω  στη  Μαινεμένη,  που  έμενε  η  αδερφή  μου  η  Ελένη  με  τον  άντρα  της  και  τα 
παιδιά της. Άνοιξα εκεί μαγειριό. 

—Και το μαγειριό του Κασαμπά; 

—Το 'δωσα όσα όσα. Ώσπου να στρώσει η δουλειά στη Μαινεμένη, κηρύχτηκε ο πόλεμος. Κλείνω 
και στη Μαινεμένη το μαγειριό και φεύγω στη Σμύρνη... 

Εκείνη τη νύχτα είπαν, είπαν. 

Την  άλλη  μέρα  ρίξαν  το  Δημητρό  στη  δουλειά.  Μηχανικά  χτυπούν  τα  χέρια  την  πέτρα.  Το  μυαλό 
σφηνωμένο στον Ανέστη. Δεν ακούει τις βρισιές. Ούτε νοιάζεται για το βούρδουλα. Τι θα γίνει με το 
φίλο του; Μόλις σκόλασαν, τρέχει στον Ανέστη. Του κάνει εντριβές. Δοκιμάζει να τον ταΐσει. 

Σε λίγες μέρες πέθανε ο Ανέστης. 

—Όλοι εδώ θ' αφήσουμε τα κόκαλά μας, κάνουν αδιάφορα οι άλλοι. Ο Θεός τον γλίτωσε μια φορά, 
του  άφησε  την  κουτσαύλα.  Τον  γλίτωσε  δυο,  τον  πέθανε  και  τον  ανάστησε.  Ε,  τρεις  φορές,  πολύ 
πάει. 

Τα  γράμματα  απ'  τη  Σμύρνη  φέρναν  στο  Δημητρό  τα  νέα.  Η  οικογένεια  είναι  καλά.  Η  Αργυρώ 
τέλειωσε,  εφέτος,  όπως  περιμένανε,  το  Δημοτικό.  Η  Αστερόπη  κι  η  Βασιλεία  πήραν  το  ενδεικτικό 
τους  μ'  άριστα.  Βέβαια,  το  ψωμί  δεν  τους  έλειψε,  γιατί  όλο  και  κάτι  πουλάνε.  Τα  τζοβαϊρικά 

Digitized by 10uk1s 
τέλειωσαν.  Τώρα  πουλάνε  τα  κεντήματα.  Τρελαίνονται  οι  Τουρκάλες  γι'  αυτά.  Βοηθάει  κι  η  θεια 
Ελένη. Όμως κι εκείνη κάθε τόσο πληρώνει μπεντέλι για το θείο Θανάση. 

Στο  τελευταίο  του  γράμμα  έγραφε  ο  Δη  μητρός  ότι  ο  καινούργιος  τσαούσης,  που  ήτανε  παλιός 
πελάτης του στον Κασαμπά, θα φρόντιζε για άδεια, και γρήγορα θα συναντηθούνε. 

Πουθενά  όμως  ο  Δημητρός,  όταν  ήρθε  η  απάντηση  απ'  τη  Σμύρνη.  Ο  Τούρκος  διαβάζει  δυνατά: 
«Δημητρό  Κεχαγιά  εφέντη,  Μπουλντούρ  Μπαλατζίκ,  Αμελέ  Ταμπουρού».  Κανείς.  Τσιμουδιά. 
Άφαντος ο Δημητρός. 

—Βρε τον μπεζεβέγκι, βρε το ντομούζι. Κι εγώ που του είχα τόση εμπιστοσύνη... Μόλις του είπα, ότι 
άδεια γιοκ, το 'σκασε. Ο ίδιος θα τον γδάρω, τσίριζε ο τσαούσης. 

Ώρες τρέχει στο δάσος ο Δημητρός. Να τον πήραν άραγε χαμπάρι; Και πού να βγάζει τάχα αυτή η 
πήχτρα  απ'  τα  δέντρα;...  Ξαφνικά,  αρπάει  τ'  αυτί  του  τρεχαλητά  και  βλαστήμιες.  Ανεβαίνει  σ’  ένα 
δέντρο. Κουλουριάζεται και γίνεται ένα με το κλωνάρι. Δε σαλεύει. Η καρδιά του θα τον προδώσει. 
Σφυριές  απανωτές,  θα  κρεπάρει,  στο  στέρνο,  απ'  τα  χτυπήματα.  Οι  Τούρκοι  ψάχνουν  τριγύρω. 
Ρίχνουν  μερικές  μπιστολιές  στον  αγέρα  και,  πριν  σκοτεινιάσει,  φεύγουν.  Οι  ώρες  περνούν.  Ο 
Δημητρός  δοκιμάζει  να  κατεβεί.  Είναι  μουδιασμένος.  Με  κόπο  καταφέρνει  να  πατήσει  στη  γη.  Οι 
φωνές των αγριμιών αρχίζουν να γεμίζουν το δάσος. 

Δυο  μήνες  έζησε  ο  Δημητρός  στα  βουνά  με  χόρτα  και  νερό.  Καλά  που  είναι  καλοκαίρι  κι  όλο  κάτι 
βρίσκεται να φάει. Συνηθίστηκε κι ο ύπνος πάνω στο δέντρο. Μονάχα το βάσανο του νερού. Όταν 
βρει νερό, πίνει, πίνει. Ντεπόζιτο, λες, κάνει την κοιλιά του, για να 'χει σε ώρα ανάγκης. Δε βαριέσαι, 
άμα έρθει η δίψα, έρχεται. Τώρα και δυο μέρες πουθενά νερό. Το λαρύγγι του στέγνωσε. Τα σωθικά 
του καίονται. Παπούδιασε η γλώσσα του. Δεν αντέχει άλλο. Όμως να, μακριά φαίνονται σπίτια. Θα 
πάει... Σέρνεται ακόμα λίγο προς το μονοπάτι που κατηφορίζει, και πέφτει αναίσθητος. 

Τινάχτηκε, σαν ένιωσε νερό στα μούτρα. Ανοίγει τα μάτια και βλέπει μια μεσόκοπη Τουρκάλα μ' ένα 
μπαρδάκι  στο  χέρι.  Τ  αρπάζει  και  κάνει  να  πιει.  Το  μπαρδάκι  είναι  άδειο.  Λίγες  σταλαγματιές  τού 
ξεφλογίζουν τη γλώσσα. 

—Έλα, ογλούμ, πάμε στο σπίτι μου. Είναι κοντά, όξω απ' το χωριό. Κανένας δε θα σε δει. 

Με δυσκολία τον κουβάλησε εκεί. Του δίνει ένα φλιτζάνι γάλα. 

—Κατσάκης είσαι; 

Κόντεψε να πνιγεί ο Δημητρός. «Τώρα θα με παραδώσει», σκέφτεται. Ξέχασε τη δίψα. 

—Έλα, πλάγιασε. 

Μονοκόμματος έπεσε στο μιντέρι. Βαρύ, μολύβι το κορμί, έμεινε ασάλευτο. Σιγά σιγά βουλιάζει σε 
μια νάρκη. Μια γλύκα τον τυλίγει. «Έτσι θα 'ναι ο θάνατος», χάραξε στο μυαλό του θαμπά. 

Όταν άνοιξε τα μάτια, ήτανε μέρα. Δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει πού βρισκόταν. 

—Από χτες κοιμάσαι, τον κοιτάει τρυφερά η Τουρκάλα. Έλα να φας. Σου ετοίμασα κοτόπουλο. Δόξα 
στον Αλλάχ, έχω λίγες κότες, την κατσίκα και το μπαξεδάκι. Πιες πρώτα αυτό το ζουμί. Καλό θα σου 
κάνει. 

Digitized by 10uk1s 
Πέρασαν δυο μέρες στη ζέστα της ανθρωπιάς. Λούστηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε ρούχα που του 'ρθαν 
καράρι. Ξανάγινε άνθρωπος. 

—Κι εγώ έχω ένα γιο κατσάκη. 

Έμεινε ο Δημητρός. Γι' αυτό οι περιποιήσεις και τα καλοπιάσματα... Τώρα πάει... Θα με παραδώσει 
για να γλιτώσει το γιο της, σκέφτεται. Πρέπει να φύγω. 

—Μοιάζεις  τόσο  πολύ  του  γιου  μου,  που  στην  αρχή  γελάστηκα.  Όταν  σε  είδα  να  κοίτεσαι 
αναίσθητος χάμω, «κρακ» έκανε η καρδιά μου. 

Πριν καλοβραδιάσει, χτύπησε η πόρτα. Πάνιασε η Τουρκάλα. Ανοίγει γρήγορα το γιούκι, τον χώνει 
μέσα και τον σκεπάζει με στρωσίδια. 

—Κρύψου, ογλούμ, εδώ. 

—Πού 'ναι ο γιος σου; ρωτάνε δυο τζανταρμάδες, μόλις άνοιξε την πόρτα. 

—Στον πόλεμο. Δεν το ξέρετε; 

—Εμείς ξέρουμε πως είναι λιποτάχτης. Κι εσύ το ξέρεις και δεν το μαρτυράς. 

—Από πού να το ξέρω εγώ; Πώς; 

—Όλες κάνετε τον ανήξερο. Άκουσε, αν τον πιάσουμε, θα τον σκοτώσουμε, όπου και να τον βρούμε. 

—Να τον σκοτώσετε, έκανε η μάνα. 

Μόλις φύγαν οι Τούρκοι, άνοιξε η γυναίκα το γιούκι. Βγαίνει ο Δημητρός και γονατίζει. Της φιλάει 
τα χέρια. 

—Γιατί  το  'κανες  αυτό;  Γιατί  δε  με  παράδωσες  να  σώσεις  το  γιο  σου,  που  κινδυνεύει;  Βρύσες 
τρέχουν τα μάτια του. 

—Άκουσε,  ογλούμ,  κίνδυνος  είναι  να  τριγυρνάς  μέσα  στο  σπίτι.  Δεν  ξέρεις  τι  μπορεί  να  γένει.  Θα 
μένεις στο ταβάνι. Θα σου ανεβάζω εγώ φαΐ. Κανείς δε θα υποψιαστεί τίποτα. 

Πρώτη  φορά  του  ο  Δημητρός  νιώθει  τέτοια  συγκίνηση.  Ακούς  εκεί,  μια  αλλόθρησκη,  ένας  εχτρός, 
και να σου φερθεί σαν μάνα... 

Μια βδομάδα έμεινε ο Δημητρός στο ταβάνι. 

Ξημερώματα, κάποιος πασπατεύει ν' ανοίξει την πόρτα. Τινάχτηκε με λαχτάρα η Τουρκάλα. Ανοίγει 
και βλέπει το γιο της. 

—Ογλούμ, Μεμέτ, τον σφίγγει στην αγκαλιά της. 

—Ανάμ, Ανάμ. 

Ο  Δημητρός  απ'  το  ταβάνι  όλα  τα  βλέπει  κι  όλα  τ'  ακούει.  Στην  πιο  μεγάλη  τους  ευτυχία  είδε  το 
θάνατό του. 

—Άστα,  μάνα,  μήνες  γυρίζω  από  χωριό  σε  χωριό.  Δεν  αντέχω  άλλο.  Τέλος  δεν  έχουν  τα  βάσανα. 
Εμένα τέλειωσε το κουράγιο μου. Θα κρυφτώ στο ταβάνι. 

Digitized by 10uk1s 
—Δημητρό, ογλούμ, κατέβα, ακούστηκε η φωνή της γυναίκας. 

—Ποιος είν' αυτός; ρωτά ξαφνιασμένος ο Τούρκος σαν είδε το Δημητρό. 

—Ένας Ρωμιός κατσάκης, λέει η μάνα. 

Έλαμψαν τα μάτια του γιου της. 

—Ανάμ, σηκώθηκε. 

—Τι θες να πεις; 

—Ξέρεις, άμα τον παραδώσουμε, θα μου χαρίσουν τη ζωή. 

—Εγώ τον έσωσα απ' το χάρο. Δεν του τον ξαναδίνω. 

—Μάνα, παλάβωσες; Το παιδί σου θα σώσεις. 

—Καλά λέει ο γιος σου, κάνει ο Δημητρός. Να με παραδώσετε. Έτσι θα σωθεί ο ίδιος. Εγώ ποτέ δε 
θα ξεχάσω αυτό που 'κανες για μένα. 

Μαλάκωσε ο Τούρκος. 

—Για στάσου, μπε... Κάποιο κολάι θα βρεθεί. Ύστερα άρχισε τις βλαστήμιες. 

—Βρε,  καλά  δεν  περνούσαμε  τόσον  καιρό;  Τι  τον  θέλανε  τον  πόλεμο;  Μας  ρώτησαν  εμάς,  αν  μας 
αρέσει  να  πολεμήσουμε;  Άι  σιχτίρ,  να  μην  μπορείς  να  κάνεις  τη  ζωή  σου  όπως  θες.  Γιατί  θαρρείς 
εγώ λιποτάχτησα; Δεν μπορούσα να σκοτώσω. 

Ο  Δημητρός  δεν  ξέρει  τι  να  πει.  Κανείς  δε  μιλάει.  Η  ψυχή  φουσκώνει.  Τα  μάτια  βουρκώνουν.  Η 
καρδιά λιώνει. 

—Άκουσε, λέει ο Τούρκος, αν θες μείνε. Ό,τι είναι γραφτό να γένει, θα γένει. Εμείς μια φορά, δε σε 
παραδίνουμε. 

—Με λόγια δεν μπορώ να πω αυτό που νιώθω για σας, μα θα φύγω. 

—Όπου να πας, θα σε πιάσουν. Κάτσε, να σκεφτούμε μια λύση. 

—Πρέπει να φύγω. 

—Τι  βιάζεσαι.  Δεν  μπορείς  να  βγεις  τώρα  με  το  φως  της  μέρας.  Περίμενε  να  νυχτώσει  πρώτα  κι 
ύστερα τα λέμε, αποσώνει η Τουρκάλα. 

Όλη τη μέρα κουβέντιαζαν. Μίλησαν για τον πόλεμο, για τα ντέρτια του ανθρώπου, για τη σκληράδα 
της ζωής. 

—Να  σου  πω,  Μεμέτ,  κάνει  ο  Δημητρός.  Αυτό  το  λίγο  που  έζησα  με  τη  μητέρα  σου,  και  τώρα  με 
σένα,  μ'  άλλαξε.  Μου  άλλαξε  τη  γνώμη  που  είχα  για  τον  άνθρωπο.  Ξέρεις,  δυο  μήνες  έζησα 
κρυμμένος στο δάσος. Έκανα παρέα με τα ζουζούνια, τα αγρίμια, όλα τα ζωντανά. Έμαθα τη γλώσσα 
τους.  Καταλάβαινα  τις  κουβέντες  τους.  Τα  είδα  να  χαίρονται  τη  ζωή  τους  ξένοιαστα.  Να 
αλαφιάζονται  και  να  θρηνολογούν  στον  κίνδυνο.  Γνώρισα  και  τη  ζωή  των  δέντρων.  Δε  θα  το 
πιστέψεις. Τα δέντρα αισθάνονται σαν κι εμάς τους ανθρώπους, άλλο αν δεν μπορούν να το πουν 
στη δικιά μας γλώσσα. Όταν όμως μερόνυχτα ζεις κοντά τους, καταλαβαίνεις, ακόμα και τα μυστικά 
τους.  Τις  νύχτες,  όταν  τα  φύλλα  ρουφάνε  δροσιά  και  τα  χαϊδεύει  ο  αγέρας,  δένει  πιο  γρήγορα  ο 

Digitized by 10uk1s 
ανθός, και μελώνει ο καρπός κι ευφραίνεται το δέντρο. Κι όταν ρίξει ο ήλιος το φως του, να δεις πώς 
χαίρονται τα φύλλα και πώς στρέφουν το πρόσωπο σ’ αυτόν. Όταν βρέχει, σαν παλαβά ρουφάνε το 
νερό. Πίνουν, πλένονται τα φύλλα, πλένονται τα κλαδιά, πλένεται ο κορμός. Σταγόνα δεν αφήνουν 
οι  ρίζες  να  χαθεί.  Βυζαίνουν  το  υπόλοιπο  και  το  κρατούν  για  την  αναβροχιά.  Πρόσεξα,  πώς 
πασκίζουν να προφυλαχτούν απ' την κακοκαιρία και τον κίνδυνο. Υποφέρει το δέντρο όταν πέφτουν 
τα φύλλα. Μια νύχτα, που πλάγιασα κάτω απ' ένα δέντρο, άκουσα τις ρίζες να θρηνούν. Την άλλη 
μέρα  το  είδα  σακατεμένο.  Φαίνεται  ταχτατζήδες  είχαν  περάσει  πριν  από  μένα  και  του  'κοψαν  το 
μισό κορμό. Πίστευα, ότι τα ζώα είχαν πιο πολλή ανθρωπιά απ' τον άνθρωπο. Τώρα δεν το λέω. Το 
ζώο δεν κάνει το καλό. Αν ο σκύλος δίνει τη ζωή του για το αφεντικό του, το κάνει χωρίς να ξέρει το 
γιατί. Έτσι, το ένστικτο τον οδηγεί.  Ο  άνθρωπος δίνει τη ζωή του για να σώσει τη ζωή  ενός άλλου 
ανθρώπου.  Θεός  είναι  ο  άνθρωπος  σαν  έχει  ανθρωπιά.  Θεριό  ανήμερο  κάνει  ο  πόλεμος  τον 
άνθρωπο. Όμως νύχτωσε. Έχετε γεια. 

—Στάσου. 

—Όχι, ποτέ δε θα σας ξεχάσω. 

—Στάσου, Δημητρό. 

Την άλλη μέρα οι τζανταρμάδες κουβάλησαν την Τουρκάλα στο καρακόλι. 

—Σε προειδοποιήσαμε. Στο είπαμε, τι θα πάθαινε ο γιος σου. Τον είδαν να μπαίνει στο σπίτι σου. Το 
βράδυ  έφυγε  ξουρισμένος  και  φορούσε  πολιτικά.  Τον  παρακολουθούσαν  οι  δικοί  μας.  Μόλις 
ξεμάκρυνε,  άρχισε  να  τρέχει.  Του  φώναξαν  να  σταματήσει.  Εκείνος  δοκίμασε  να  ξεφύγει.  Με  την 
πρώτη πιστολιά έπεσε. Παρ' τον να τον θάψεις. 

Η Τουρκάλα έθαψε το Δημητρό. Τον έκλαψε σαν να 'ταν γιος της. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΚΡΥΨΩΝΑΣ 

Η Άννα κι ο εγγονός της χριστιανής 

—Ανοίξτε. 

—Για σένα θα 'ναι, Γιάννη. Τρέχα στον κρυψώνα. Τρέχα, τι στέκεσαι. 

—Ανοίξτε. Θα σπάσουμε την πόρτα. 

—Ανοίγουμε,  ανοίγουμε.  Μια  στιγμή.  Μονάχες  γυναίκες  είμαστε.  Ακόμα  απ'  τον  ύπνο  είμαστε. 
Γδυμνές είμαστε. Να, να, ντυνόμαστε. 

Τρέχει ο Γιάννης πίσω στην αυλή. Σηκώνει τις γλάστρες απ' το πλατύσκαλο του πλυσταριού, τραβάει 
την  πλάκα  και  πηδά  μέσα.  Η  αδερφή  του,  η  Άννα,  σέρνει  την  πλάκα  στη  θέση  της.  Πρόφτασε  να 
ξαναβάλει  πίσω  τις  γλάστρες.  Πρόφτασε  να  τρέξει  στην  κουζίνα,  ν'  ανασκουμπωθεί,  και  να 
καμώνεται πως δουλεύει. 

—Ανοίξτε είπαμε. Θα σπάσουμε την πόρτα. Οι φωνές αγριεύουν. Τα χτυπήματα δυναμώνουν. 

Η κυρά Κατίνα πέταξε το μισοφόρι κι ανοίγει την πόρτα. 

Χίμηξαν μέσα οι Τούρκοι. Δυο τζανταρμάδες κι ένας με πολιτικά. 

—Δε  βλέπετε,  πως  είμαι  ξεντυμένη;  Μια  στιγμή,  να  βάλω  το  ρούχο  μου.  Τι  τρέχει  μες  στα 
ξημερώματα; Ζητάτε κανένα; 

—Το γιο σου, το Γιάννη. 

—Ο Γιάννης είναι στην Πόλη. Εκεί σπουδάζει γιατρός. Απ' το καλοκαίρι έχω να τον δω. 

—Χτες ήτανε εδώ. 

—Μην ακούτε. Γένεται να 'ρθει και να μη δει τη μάνα του και την αδερφή του; 

Οι Τούρκοι ψάχνουν τις κάμαρες, μπαίνουν στην κουζίνα. Ξαφνιάζεται τάχα η Άννα. 

—Μπα, πώς απ' εδώ; Κι εγώ άκουσα θόρυβο. Τι ψάχνετε έτσι; 

—Τον αδερφό σου, το Γιάννη ζητάμε. 

—Ο Γιάννης εδώ; Πώς, πότε ήρθε; Άκου, και να μην το ξέρουμε εμείς... 

—Το ξέρετε και το παραξέρετε. 

Οι  τζανταρμάδες  ψάχνουν  παντού.  Βγαίνουν  στην  αυλή.  Μπαίνουν  στο  πλυσταριό.  Αδειάζουν 
μπουγαδοκόφινα, τραβάνε σκάφες, αναποδογυρίζουν πανέρια.  Ετοιμάζονται να φύγουν.  Ο τρίτος, 
κοντά στην Άννα, ούτε κουνήθηκε. 

—Κι οι ίδιοι το βλέπετε. Πουθενά Γιάννης. 

Digitized by 10uk1s 
—Μας είπαν ότι μπήκε εδώ. Τον είδαν. 

—Κι εσείς το χάψατε. Ελάτε να σας ετοιμάσω έναν καφέ. 

—Δεν είναι ανάγκη. Βιαζόμαστε, ετοιμάζονται να βγουν οι τζανταρμάδες. Ο Τούρκος με τα πολιτικά 
κοιτάει την Άννα στα μάτια. Τα χαμήλωσε η Άννα. 

—Θα πιούμε τον καφέ, διατάζει. Οι άλλοι ξαναγύρισαν. 

—Άμα  πιάσουν  τον  αδερφό  σου,  θα  το  πλερώσει  με  το  κεφάλι  του,  λέει  ο  Τούρκος,  την  ώρα  που 
πίνει τον καφέ του. Ξέρεις, ότι ξεσηκώθηκε η Ελλάδα και μας πολεμά; 

—Μπα; 

—Μη λες τίποτα. Τ' όνομά σου; ρωτάει ο Τούρκος. 

—Άννα. 

—Άκουσε,  Άννα,  στην  Ελλάδα  κάναν  επανάσταση.  Ο  αδερφός  σου  είναι  μπλεγμένος  και  το  ξέρεις 
καλά. 

Δε μίλησε το κορίτσι. 

—Περιμένετε  εδώ,  προστάζει  τους  άλλους.  Πιάνει  την  Άννα  απ'  το  χέρι  και  μπαίνουν  στην  πλαϊνή 
κάμαρα. 

—Εσύ, Άννα, μπορείς να σώσεις τον αδερφό σου. 

—Εγώ; 

—Ναι, εσύ. Θα 'ρθεις μαζί μου. 

Κέρωσε η κοπέλα. 

—Τι, τι να κάνω; 

—Αν  θες,  να  μην  πάθει  τίποτα  ο  αδερφός  σου,  θα  'ρθεις.  Εσύ  δεν  έχεις  να  φοβηθείς.  Από  σένα 
κρέμεται η ζωή του αδερφού σου. Θα πούμε, επειδή δε βρήκαμε τον αδερφό σου, πήραμε εσένα. 
Έτσι, γλιτώνει ο αδερφός σου, και μπορεί να φύγει κρυφά. Σκέψου, αν πεις όχι, έχασες τον αδερφό 
σου. 

—Θα 'ρθω, λέει η Άννα. 

Τινάχτηκε η κυρά Κατίνα, όταν είδε να παίρνουν το κορίτσι της. 

—Πού την πάτε; 

—Μια ανάκριση. Δεν είναι τίποτα. 

—Να 'ρθω εγώ. 

—Δε χρειάζεται. 

—Ησύχασε, μάνα, γρήγορα θα γυρίσω. Θα δούνε κι οι ίδιοι, ότι ο Γιάννης δεν ήρθε καθόλου στην 
Καισάρεια. 

Μπήγει τις φωνές η μάνα. Κάνει να πάει μαζί. Οι τζανταρμάδες την σπρώχνουν μέσα. 

Digitized by 10uk1s 
—Ωχ, τι έπαθα... Μου πήραν το κορίτσι μου. Ξύπνησε απ' τα κλάματα η μικρή Βηθλεέμ. Πατάει κι 
αυτή τις φωνές. Μαζεύτηκε η γειτονιά. 

—Τι έπαθα, τι έπαθα, τραντάζεται απ' τ' αναφιλητά η κυρά Κατίνα. Πήρανε την Άννα. Την Άννα μου 
πήρανε. 

Ο Γιάννης μέσα στον κρυψώνα, ακούει φασαρία και φωνές μπερδεμένες. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει 
τίποτα. Τι γένεται εκεί απάνω; Να βγει δεν μπορεί. Η μάνα του του είχε πει. «Δεν θα το κουνήσεις, 
αν δεν ακούσεις το σύνθημα». Δυο νύχτες έχει να κοιμηθεί, όμως, ούτε νύστα νιώθει, ούτε τίποτα. 
Δεν  πεινά,  κι  ας  έχει  από  χτες  το  πρωί  να  βάλει  μπουκιά  στο  στόμα.  Μόνο  η  γλώσσα  του  είναι 
φαρμάκι, και μια καούρα νιώθει στα σωθικά. Σηκώνεται. Το σταμνί γεμάτο φρέσκο νερό. Αδειάζει 
ένα  κουμάρι.  Ξεφλογίστηκε.  Τι  ώρα  να  'ναι;  Μια  χαραμάδα  ανάμεσα  στο  σκαλοπάτι  και  στον 
ντουσεμέ  της  αυλής  φέρνει  αέρα  και  λίγο  θαμπό  φως.  Τίποτα  δεν  ακούεται  πια.  Ξάπλωσε  στο 
στριποδένιο κρεβάτι. Όλα συγυρισμένα. Από χτες, μόλις τον είδαν, κατέβηκε η αδερφή του, η Άννα, 
και  καθάρισε.  Έβαλε  παστρικά  σεντόνια.  Κατέβασε  παξιμάδια,  κουλούρια,  ελιές,  τυρί,  σύκα, 
σταφίδες.  «Για  καλό  και  για  κακό,  ας  είναι  όλα  έτοιμα  στον  κρυψώνα.  Δεν  ξέρεις,  από  στιγμή  σε 
στιγμή, τι γένεται», του λέει, καθώς γέμιζε το σταμνί, απ' τη μεγάλη στάμνα, φρέσκο βρυσικό νερό. 
Σηκώνεται. Κάνει το σταυρό του στα εικονίσματα. «Θεέ μου, βόηθα». Ρίχνει μια ματιά γύρω. Πού να 
φανταστούν οι Τούρκοι, ότι τα πιο πολλά χριστιανικά σπίτια έχουν τον κρυψώνα τους. Ο δικός τους 
κρυψώνας είναι απ' τους καλύτερους. Πώς να βάλει ο νους σου, ότι κάτω απ' το πλυσταριό, είναι 
κοτζάμ κάμαρα, με ντουλάπια, με αναγκαίο και μ' όλα τα χρειαζούμενα. Δεν ξέρει κανείς πόσο θα 
μείνει.  Πάγωσε  ο  Γιάννης.  Έχει  γούστο  να  μείνει  εδώ  μέσα  καιρό.  Πρέπει  γρήγορα  να  φύγει.  Να 
γυρίσει στην Πόλη. Τον περιμένουν, να μάθουν τι έκανε. Θυμάται τον πατέρα, που πάνω από μήνα 
έμεινε κλεισμένος εδώ. Πώς πέρασαν κιόλας έξι χρόνια!... Ο ίδιος ο Γιάννης του κατέβαζε το φαΐ. Η 
μάνα του ήτανε τότε ετοιμόγεννη στη Βηθλεέμ τους. Κάθε μέρα έκαναν έρευνα. Όταν απελπίστηκαν 
ότι θα τον βρουν, σταμάτησαν. 

Αγνώριστος ήταν ο πατέρας, σαν βγήκε απ' τον κρυψώνα. Μαύρο το πρόσωπο απ' τα γένια και το 
μουστάκι.  Τον  ντύσανε  παπά,  να  τον  φευγατίσουν.  Όλα  τα  είχανε  σχεδιασμένα.  Και  τα  ρούχα  του 
παπά  στο  σπίτι,  από  μέρες.  Φαίνεται  όμως  ότι  τους  παρακολουθούσαν.  Μόλις  ξεμάκρυνε  απ'  την 
Καισάρεια,  τον  σκότωσαν.  Θυμάται  τη  μάνα  του,  πώς  χτυπιόταν...  «Κοιλάρφανο  μου  'μεινες.  Μη 
σώσεις  και  γεννηθείς,  χωρίς  πατέρα».  Και  δώσ’  του,  χτυπούσε  την  κοιλιά  της  και  τραβούσε  τα 
μαλλιά της. 

Ένας χτύπος πάνω στην πλάκα τον συνέφερε. Θα 'ναι το σύνθημα, σκέφτηκε. 

—Έβγα, Γιάννη, ακούει να μετακινείται η πλάκα. 

Αγνώριστη η φωνή της μάνας του. Πετιέται όξω. Βράδιασε κιόλας. Μπαίνουν στην κουζίνα. Πέφτει η 
μάνα στην καρέκλα. 

—Μάνα, τι τρέχει; Δε σε βλέπω καλά. Γιατί δε λες τίποτα; 

—Πήρανε την αδερφή σου. 

Τινάχτηκε ο Γιάννης. 

—Ποιος, πού, πότε; 

—Το πρωί, που ήρθανε για σένα. 

—Πάω να παραδοθώ. 

Digitized by 10uk1s 
—Θες να χάσω και το μοναχογιό μου; 

—Μάνα, τι είν' αυτά που λες; Χαλάλισες την Άννα για μένα; Μάνα, πες, είν' αλήθεια; Πήρανε την 
Άννα; Πάω να παλαβώσω. 

—Έτρεξα  στην  αστυνομία.  Έκλαψα,  παρακάλεσα,  φώναξα.  Με  πήγαν  στον  ανώτερο.  Φορούσε 
πολιτικά. Ήταν ο ίδιος, που είχε έρθει το πρωί, με δυο τζανταρμάδες. «Την κόρη μου», του λέω και 
πέφτω στα πόδια του. «Τι την κάνατε την κόρη μου;». «Ησύχασε», μου λέει μαλακά. Με σηκώνει και 
με καθίζει στην καρέκλα . «Η κόρη σου είναι καλά. Διάβασε», και μου δίνει αυτό το γράμμα. 

Αρπάζει ο Γιάννης το χαρτί απ' τα χέρια της μάνας του. Ανε βάζει το φυτίλι της λάμπας. Διαβάζει: 
«Μάνα μου, αδερφέ μου, είμαι καλά. Γιάννη, να φύγεις. Κανείς δε θα σε πειράξει. Αν παραδοθείς, 
και  μένα  θα  χαλάσουν,  και  σένα  δε  θα  σ’  αφήσουν  ζωντανό.  Κάντε  ό,τι  σας  λέω.  Η  κόρη  σας  κι 
αδερφή σας, Άννα». 

Μάνα και γιος απόμειναν βουβοί. Κλείσαν τα μάτια κι ασάλευτοι κοιτάνε το σκοτάδι γύρω και μέσα 
τους. 

Δώδεκα χρόνια, από τότε που χάθηκε η Άννα, μαράθηκε η χαρά σ’ αυτό το σπιτικό. Με το «αχ», και 
το  μοιρολόι  ζούσε  η  μάνα.  Τα  δάκρυα  στέρεψαν  πια  απ'  τα  μάτια.  Θάμπωσαν,  και  σ’  ένα 
μισοσκόταδο βολοδέρνει η ηλικιωμένη γυναίκα. Καλά που έχει τη Βηθλεέμ, αυτό το άμοιρο παιδί. 
Ας  είναι  καλά  κι  οι  γειτόνισσες,  δεν  την  αφήνουν  μονάχη.  Το  χειμώνα  μαζεύονται  με  τη  δουλειά 
τους στο ταντούρ και το καλοκαίρι στην αυλή. Ο Γιάννης, γιατρός στην Πόλη, τι δεν έκανε να τους 
πάρει  κοντά  του.  «Βρε  μάνα,  έλα  να  ξεδώσει  ο  νους  σου.  Έλα,  να  δεις  το  εγγονάκι  σου,  την  Άννα 
σου, που είναι ίδια η κόρη σου» έγραφε και ξανάγραφε. «Όχι, εδώ θέλω ν' αφήσω τα κόκαλά μου. 
Εδώ, που είναι θαμμένοι οι γονιοί μου, κι ο αδικοσκοτωμένος ο άντρας μου», του 'γραφε εκείνη. 

Πολλή χαρά έφερε η εγγονή της κυρά Κατίνας η Αννούλα, η κόρη του Γιάννη, το καλοκαίρι εφέτος. 
Μπαινόβγαινε γελαστό και με την τραγουδιστή φωνούλα, όλο ρωτούσε. Το ροδοκόκκινο μουτράκι 
με τα σγουρά καστανά μαλλιά και τα τσακίρικα μάτια, ίδια η Άννα της, ήταν μια ανάσα από δροσιά 
και φως στην καταχνιασμένη ζωή τους. Παρακάλεσε το γιο της να την αφήσει και το χειμώνα. Έτσι 
ξανάφεξε πάλι στο σπίτι. 

Το ταντούρ δεν ετοιμάζεται πριν το Νοέμβρη, εξόν αν ο καιρός το ζητά. Τσουχτερό το κρύο εφέτος, 
κι ας μη βγήκε ο Οκτώβρης. 

Η Βηθλεέμ, η κόρη της κυρά Κατίνας, άνοιξε τη χειμωνιάτικη κάμαρα. Τις προάλλες είχαν πάστρες 
και ξεσηκώματα. Όλα έτοιμα για το χειμώνα. Το πάτωμα, ώσαμε τις άκρες του τοίχου, στρωμένο με 
τα παχιά χαλιά. Οι καναπέδες, ντυμένοι με τους σιτζαντέδες και τα μαξιλάρια. Και τα παράθυρα, με 
τις βαριές κουρτίνες και τα τουλένια στόρια, περιμένουν να μαζευτεί η οικογένεια και ν' αρχίσουν οι 
χειμωνιάτικες συγκεντρώσεις. 

Δυο μαγκάλια, όπως κάθε μέρα τ' απόγευμα, άναβε η Βηθλεέμ. Το ένα, με τα χωνεμένα κάρβουνα, 
το 'βαλε κάτω απ' το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι της μέσης. Έστρωσε πάνω στο τραπέζι τη μαλλένια 
κουβέρτα κι αράδιασε τα πιάτα με τα σύκα, τις σταφίδες, τα καρύδια, τ' αμύγδαλα. Ύστερα φέρνει 
και τ' άλλο μαγκάλι και το βάζει μπροστά στο μιντέρι, όπου συνήθιζε να κάθεται η μάνα της. 

Digitized by 10uk1s 
Σε  λίγο,  άρχισαν  να  μαζεύονται,  μια  μια  οι  γειτόνισσες,  και  να  παίρνουν  θέση  στο  ταντούρ. 
Ανασηκώνουν την άκρη της κουβέρτας που κρέμεται απ' το τραπέζι και τη βάζουν πάνω στα γόνατά 
τους. Ρίχνουν και στη ράχη μια μπέρτα, κι αρχίζουν να πλέκουν, να κεντούν, να κουβεντιάζουν και, 
κάθε τόσο, κάτι να μασουλούν. Όλο και πετούν και κανένα λόγο στην κυρά Κατίνα, στο μιντέρι. 

—Δεν ήρθε η Μαρία, η ξαδέρφη σου. Δεν ακούω τη φωνή της. Γιατί; ρωτά. 

—Θα 'ρθει, μητέρα, λέει η Βηθλεέμ. Θα μας φέρει και κόλυβα. 

—Κόλυβα; Ποιανού; 

—Της μητέρας της. Χτες δεν είχε τρίχρονο μνημόσυνο; Ξέχασες, μητέρα; 

—Όλο ξεχνώ, τελευταία. 

—Ξέθαψε και τα κόκαλά της. Θα τα βάλει στον κρυψώνα τους. «Τόπος ιερός ο κρυψώνας», έλεγε 
χτες. «Πλάι στον τάφο του πατέρα θα μπουν τα κόκαλα της μητέρας μου». 

—Κάθε κρυψώνας είναι τόπος ιερός, λέει η γειτόνισσά τους, η κυρά Σοφή. 

—Και κάθε κρυψώνας έχει τη δικιά του ιστορία, κάνουν όλες μαζί. 

—Ο δικός μας ο κρυψώνας, από τότε που χάσαμε την Άννα μας, δε χρειάστηκε πια, αναστενάζει η 
Βηθλεέμ. 

«Ο κρυψώνας της αδερφής μου, της Ευδοκίας, άγιος τόπος είναι, και μια η ιστορία του», σκέφτεται 
στο μιντέρι η κυρά Κατίνα. «Λεύτερη ήμουνα, όταν πάτησαν το σπίτι τους. Ζητούσαν το Βασίλη, τον 
άντρα της. Σκυλιά έγιναν, σαν δεν τον βρήκαν. Λύσσα και μανία τούς έπιασε. Αναποδογυρίζουν τα 
έπιπλα, τα πετάνε στο δρόμο. Κάνουν μαλλιά κουβάρια το σπίτι. Ύστερα τους βγάζουν ούλους όξω 
και βάζουν λουκέτο στην πόρτα. Έξι μήνες είχαν τζαντάρμα μπροστά στο σπίτι. Ούτε από μακριά δεν 
άφηναν να κοντοσταθείς. Να μυρίστηκαν τάχα για κρυψώνα; Στο σπίτι μας η Ευδοκία με τη Μαρία, 
τη  δεκάχρονη  κόρη  της,  παρηγοριά  δεν  είχαν.  Στις  σαράντα  μέρες  φόρεσαν  μαύρα.  Όταν  πια 
δώσανε την άδεια, να πάει η αδερφή μου στο σπίτι της, όλοι ξέραμε τι θ' αντικρύσει στον κρυψώνα. 
Κανένας μας δεν τολμούσε να κατεβεί. Η αδερφή μου κάνει το σταυρό της, ανοίγει την καπάντζα, 
και  κατεβαίνει.  Ο  Βασίλης  ξαπλωμένος  στο  σιλτέ  με  σταυρωμένα  τα  χέρια,  έδειχνε  κοιμισμένος. 
Πλάι του ένα χαρτί με θαμπά γράμματα. Μπόρεσα εγώ να διαβάσω. «Το νερό τέλειωσε. Φαγώσιμα 
έχω,  μα  δεν  πεινώ.  Πόσες  μέρες  πέρασαν;  Τώρα  προσεύχομαι  και  περιμένω.  Εδώ  να  με  θάψετε. 
Θέλω να μείνω στα θεμέλια του σπιτιού μας. Να σας έχω κοντά μου». 

Μεγάλος ο πόνος της αδερφής μου, γιατριά δε βρήκε. Μόνη της παρηγοριά ο κρυψώνας. Την ίδια 
μέρα κιόλας άνοιξε στη μέση ένα λάκκο και έθαψε το Βασίλη. Πολλά εμπόδια έφερε ο παπάς, όμως 
δε βοήθησαν. Παράγγειλε κι ένα σταυρό πάνω στον τάφο. Πρωί απόγεμα κατέβαινε και θυμιάτιζε. 
Δεν άφησε να σβήσει το καντήλι. Έφερε μαστόρους κι άνοιξαν πόρτα απ' την αυλή. Κατέβασε και τα 
εικονίσματα. Τις χρονιάρες μέρες εκεί τις περνούσε. «Εδώ θα με θάψεις, κοντά στον μπαμπά σου», 
έλεγε  στην  κόρη  της.  Δεν  άφησε  ο  παπάς.  Στο  νεκροταφείο  έπρεπε  να  τη  θάψουν.  Τώρα  θα 
αναπαυτεί η ψυχή της, που θα μπουν τα κόκαλά της κοντά του. 

Όταν ήρθε με τα κόλλυβα η ανιψιά της Μαρία, είχε αποκοιμηθεί η κυρά Κατίνα. 

Δε θέλησαν να την ξυπνήσουν. 

Digitized by 10uk1s 
 

Εκείνη  την  άνοιξη  αρρώστησε  η  κυρά  Κατίνα.  Κάθε  μέρα  και  χειρότερα.  Όταν  απελπίστηκαν, 
ειδοποίησαν τον παπά να τη μεταλάβει. 

Μόλις  χτύπησε  η  πόρτα,  τρέχει  η  Βηθλεέμ  ν'  ανοίξει.  Δεν  ήταν  ο  παπάς.  Μια  Τουρκάλα  με  δυο 
παιδιά στέκεται μπροστά της. 

—Τι θέλεις; 

Πετάει το φερετζέ η ξένη. 

—Γιατί με κοιτάς έτσι; Λέγε, τι θες; 

—Βηθλεέμ, αδερφή μου, είμαι η Άννα. 

Τα 'χασε η Βηθλεέμ. 

—Θεέ μου, Άννα, Άννα, φωνάζει, ρίχνεται στην αγκαλιά της και την πνίγει στα φιλιά. 

—Άννα, Άννα, ακούεται απ' την κάμαρα η φωνή της άρρωστης. Τρέχουν κι οι δυο μέσα. Βλέπουν τη 
μητέρα ανασηκωμένη στο κρεβάτι. 

—Άννα, αχ τι λέω, Βηθλεέμ ήθελα να πω. 

—Μητέρα, σωστά είπες. Η Άννα είναι εδώ. 

—Μητέρα, μητέρα, εγώ είμαι, η κόρη σου, η Άννα. 

—Η Άννα; Που ήσουνα τόσον καιρό; Γιατί δεν ερχόσουνα; 

—Δεν μπορούσα, μητέρα. Τώρα πια ήρθα. Ακούστηκαν οι προσευχές κι οι ευχές, που δε σταμάτησα 
να κάνω. Να, έφερα τα παιδιά μου, τα εγγόνια σου. 

—Τα παιδιά σου, τα εγγόνια μου; Τα Τουρκάκια; 

—Όχι, μητέρα, χριστιανοί είναι. 

—Χριστιανοί; 

—Ναι. Την Κυριακή έγιναν τέσσερα Μυστήρια. Βαφτίστηκε η κόρη μου, Κατίνα, ο γιος μου, Γιάννης, 
ο  άντρας  μου,  Ηλίας.  Κι  έγινε  ο  γάμος  μας  με  παπά.  Το  'χα  τάμα  να  'ρθω.  Τώρα  θέλουμε  να  μας 
ευλογήσεις. Ο άντρας μου περιμένει όξω. 

Πρόφτασε να τους ευλογήσει η κυρά Κατίνα, και να πει: «Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ». 

Η Άννα της έκλεισε τα μάτια. 

Digitized by 10uk1s 
ΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΠΕΔΙΟ 

Περατικούς  τους  λέγανε  στη  Μυτιλήνη,  γιατί  πέρα,  στη  Μαινεμένη,  πήγαιναν  να  βρουν  την  τύχη 
τους. Κάθε χρόνο, έβγα του Μάη, ξεκινούσαν απ' την Αγιάσσο, Πάφλα, Πέτρα, Μανταμάδο, και πιο 
πολύ  απ'  την  Άγια  Παρασκευή  και  σμίγαν  όλοι  μαζί  στην  Καλλονή.  Απ'  εκεί  παίρναν  τα  καΐκια  της 
γραμμής  Αγίας  Άννας  —  Τσάμαλτη  και  τραβούσαν  ίσια  για  τη  Μαινεμένη  να  δουλέψουν  το 
καλοκαίρι, να μαζέψουν μπασάκι, και στα μέσα του Αύγουστου να γυρίσουν στον τόπο τους γεμάτοι 
παράδες και φορτωμένοι με τις χειμωνιάτικες σοδειές. 

Χρόνια  τώρα  αυτό  το  πάνε—έλα,  δημιούργησε  φιλίες,  κουμπαριές,  συγγένειες.  Οι  πιο  πολλοί  απ' 
τους  περατικούς  βρίσκαν  έτοιμη  δουλειά  και  στέγη.  Όμως  κι  οι  άλλοι  γρήγορα  βολεύονταν. 
Ανάμεσά τους ήτανε παιδιά αμούστακα, που πρώτη φορά βγαίναν απ' τη Μυτιλήνη κι απ' το σπιτικό 
τους. 

Συνέχεια  το  καλοκαίρι  δούλεψε  ο  Γιώργης  ο  Καλλιώρας  στα  χτήματα  του  Νικολέλη.  Κόντευε 
Σεπτέμβρης. Κι οι τελευταίοι πατριώτες του έχουν πια φύγει. Αυτός ακόμα εδώ. Πες, οι δουλειές τ' 
αφεντικού,  πες,  η  Κατίνα  η  κόρη  του.  Πού  να  το  φανταστεί  εκείνη...  Από  τότε  που  έπεσε  απ'  τ' 
άλογο, κι αυτός έτρεξε και την άρπαξε στην αγκαλιά του, και σηκωτή την έφερε στον κούλα, έχασε 
την  ησυχία  του.  Όμως  τέλειωσαν  τα  ψέματα.  Ήρθε  ο  καιρός  να  φύγει.  Τώρα  τον  περιμένει  τ' 
αφεντικό του για την πλερωμή. 

—Καλώς τον, κάνει ο Νικολέλης, την ώρα που έπινε τον καφέ του. 

Ο Γιώργης κοιτάει λοξά την Κατίνα, που κεντάει στο παραθύρι. 

—Έλα, κάτσε. Τρέχα, Κατίνα, και πες στη μάνα σου να ετοιμάσει έναν καφέ. Πώς τον πίνεις; 

—Όπως να 'ναι. 

—Ένα σεκερλίδικο τότε. Έλα, θα στρίψεις τσιγάρο; 

—Όχι, ευχαριστώ. 

—Λοιπόν, του χρόνου, ίσια σε μένα  θα 'ρθεις. Μ'  αρέσει  η δουλειά σου.  Μ' αρέσει ο χαρακτήρας 


σου. Γιατί δε μιλάς, Γιώργη; 

—Λέω, να... 

—Τι, δηλαδή δε σ’ άρεσε η Μαινεμένη; Έχεις κάνα παράπονο από μένα; 

—Ίσα,  ίσα  που  δε  μου  κάνει  κέφι  να  φύγω.  Λέω  να  γράψω  στους  δικούς  μου  να  μείνω  εδώ  το 
χειμώνα. Αν βρω δουλειά, βέβαια. 

—Δουλειά, όση θες. Σε μένα θα μείνεις. Ολοχρονίς σε χρειάζομαι. 

Τα  'κουσε  η  Κατίνα  στην  κουζίνα.  Τρέμει  το  χέρι  με  το  δίσκο,  όταν  έρχεται  να  κεράσει.  Χύθηκε  ο 
καφές στο πιατάκι. 

—Άντε, παράδες θα πάρεις, λέει ο Νικολέλης. 

—Γι' αυτό ήρθα, γέλασε το παλικαράκι. 

Digitized by 10uk1s 
Η Κατίνα ξανακάθισε στο κέντημα. Τι γλυκό χαμόγελο έχει ο Γιώργης... Και τι όμορφα μάτια... Δε θα 
ξεχάσει,  τότε  που  'πεσε  απ'  το  άλογο.  Πώς  την  έσφιγγε  στην  αγκαλιά  του...  Και  με  τι  αγωνία  τη 
ρωτούσε, αν πονούσε, αν χτύπησε πουθενά; Από τότε όμως όλο την αποφεύγει... 

—Τι σ’ έκανε να θες να μείνεις εδώ; ρωτάει ο πατέρας της. 

—Ούλα. Ο τόπος σας. Οι άνθρωποι. Τα μπερεκέτια σας. Ξερότοπος το χωριό μου. Τι να μου δώσει... 
Ενώ εδώ... 

—Εδώ έχει ψωμί μπόλικο για όλους. Εσύ, έτσι εργατικός, τίμιος και καλόκαρδος που είσαι, γρήγορα 
θα προκόψεις. Το ξέρεις, ότι οι πιο πολλοί Μαινεμενλήδες απ' τη Μυτιλήνη κατάγονται; 

—Το ξέρω. 

—Κι  ο  δικός  μου  ο  παππούλης,  Μυτιληνιός,  με  τους  περατικούς  ερχόταν  τα  καλοκαίρια.  Ύστερα 
παντρεύτηκε κορίτσι απ' τη Μαινεμένη και ρίζωσε πια εδώ. Άντε με το καλό κι εσύ να ριζώσεις. Έχει 
όμορφα και τίμια κορίτσια η Μαινεμένη. 

Δε μίλησε ο Γιώργης. 

Τρυπήθηκε με τη βελόνα της η Κατίνα. 

—Πρώτη  φορά  σου  φεύγεις  απ'  τη  Μυτιλήνη;  ρωτάει  η  Νικολέλαινα,  που  'φερνε  με  την  πιατέλα 
λουκουμάδες. 

—Πρώτη. Από πέρσι ήθελα να 'ρθω. Δε μ' άφηνε η μάνα μου. «Να πατήσεις τα είκοσι κι ύστερα να 
βγεις», μου 'λεγε. 

—Τώρα, πώς σ’ άφησε; 

—Η ανάγκη την έκανε να λυγίσει. Πρωτογιός εγώ. Μικρά ακόμα τ' αδέρφια μου. Ο πατέρας με το 
τσαγκαράδικο,  που  να  προφτάσει  τόσα  στόματα;  Δεν  ήθελε  να  μάθω  την  τέχνη  του.  «Να  μη 
χορτάσεις  ψωμί»,  μου  'λεγε.  Είχαμε  ένα  χτηματάκι  της  μάνας  μου.  Εκεί  βολόδερνα  μερόνυχτα. 
Πάσκιζα  πώς  να  το  αναστήσω.  Τι  τα  θέτε,  σκληρό  το  χώμα,  φτωχό.  Άδικα  οι  κόποι  μου.  Βλέπαμε 
κάθε χρόνο τους πατριώτες μας, να γυρίζουν απ' εδώ με παράδες, φορτωμένοι με τις χειμωνιάτικες 
σοδειές, και τους ζηλεύαμε. Εκείνοι ευχαριστημένοι, μας λέγανε: «Τι πάθανε απ' τ' άλλα νησιά και 
φεύγουνε στην Αμερική, στου διαόλου τη μάνα; Δεν πάνε στη Μαινεμένη, που 'ναι μια δρασκελιά, 
να κάνουν την τύχη τους;...». 

—Έτσι είναι. Γι' αυτό οι Μυτιληνιοί εδώ έρχονται, λέει ο Νικολέλης. 

—Οι  πιο  πολλοί  απ'  την  Αγία  Παρασκευή,  στη  Μαινεμένη  πλούτισαν.  Άλλοι  δουλεύοντας  τα 
καλοκαίρια  στον  κάμπο,  κι  άλλοι  κάνοντας  εμπόρια.  Έτσι  ξεκίνησαν  ούλοι.  Και  σήμερα  έγιναν 
νοικοκυραίοι  με  βιος  και  με  υπόληψη.  Όπως  οι  Σαραγάδες,  οι  Γουδήδες,  οι  Γιαννακέληδες,  οι 
Ζερμπίνηδες, οι Βαρουκτσήδες. 

—Γιατί δε μιλάς και γι' αυτούς που παντρεύτηκαν κι έμειναν εδώ, τον Μπανιζιώτη, το Χαρδαλούπα, 
το Μαλλέλη, το Μυτιληνιό, κάνει η Νικολέλαινα. 

—Για ποιον να πρωτομιλήσω. Είναι τόσοι πολλοί... Όποιος ήρθε εδώ, πρόκοψε. 

—Είναι να μην προκόψει. Με τέτοιο χώμα που 'χετε... 

—Δεν  υπάρχει  καλύτεοο  στην  περιοχή.  Ό,τι  σπείρεις,  θεριεύει.  Γέρνει  απ'  το  πολύ  μαξούλι.  Τι  να 
σου πω, ευλογημένο χώμα. 

Digitized by 10uk1s 
—Το δούλεψα με τα χέρια μου. Πλούσιο, αφράτο, παχύ. Δεν ξανάδα. Πού το αποδίνετε; 

—Στο Γκεντίζι. Κάθε χρόνο, το ποτάμι κατεβάζει τον ποσά. 

—Αλήθεια, γιατί το χώμα στην Μπάνιζα το λένε ποσά; 

—Ποσάς είναι η λάσπη η μαλακιά, όλο ουσίες, που κουβαλάει το νερό. 

—Ιλύς λέγεται στα ελληνικά, μίλησε για πρώτη φορά η Κατίνα, που δεν της ξεφεύγει λέξη. 

—Τρώτε και καμιά λουκουμάδα. Θα κρυώσουν και θα χάσουν τη νοστιμάδα τους, λέει η μητέρα της, 
που μπαινοβγαίνει στην κουζίνα 

—Δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράμα, συνεχίζει ο Νικολέλης. Ιλύς, μου 'λεγε ο δάσκαλος, είναι η κάθε 
λάσπη  που  κατεβάζει  το  κάθε  ποτάμι.  Ποσάς  είναι  το  πλούσιο  λίπασμα,  οι  καλύτερες  ουσίες  που 
κατεβάζει  το  Γκεντίζι  στο  δρόμο  του,  απ'  το  Ουσάκ.  Εδώ  η  περιοχή,  η  ίδια  η  Μαινεμένη, 
σχηματίστηκε  απ'  τις  προσχώσεις  του  ποταμού.  Οι  Βυζαντινοί  «Μαινόμενο  πεδίο»  ονομάζανε  τον 
κάμπο  της.  Μάνιαζε  η  βλάστηση.  Τρελαίνονταν  σε  θρασάδα  τα  φυτά.  Μπορεί  και  τ'  όνομα 
«Μαινεμένη»  απ'  εκεί  να  'ναι.  Και  το  Γκεντίζι,  ενώ  στα  ελληνικά  λέγεται  Έρμος  ποταμός,  πολλές 
φορές τον λένε Μαινόμενο ποτάμο. Όλη η περιοχή εδώ είναι εύφορη. Όμως το Αρμούτ‐Αλάν στην 
Μπάνιζα, έχει το καλύτερο χώμα. 

—Τέτοια βλάστηση, δεν ξανάδα. 

—Τρεις πήχες μπόι φτάνουν οι νταριές. 

—Μόνο οι νταριές; Ψάχνω να βρω τι δεν προκόβει σ’ αυτόν τον τόπο; 

—Ούλα.  Το  σουσάμι, το  μπαμπάκι, ο  καπνός, οι ελιές, τα όσπρια. Το  κριθάρι, πριν το  καλοδούμε, 


φεύγει στη Γερμανία για μπίρα. Τι να πεις για τα σταφύλια; Ανάρπαστη η σουλτανιά σταφίδα στην 
Ευρώπη. Όσο για τα μποστάνια, είναι παντού ξακουστά. Τα καβούνια μάλιστα, είναι τα πρώτα της 
Μικρασίας. 

—Αλήθεια, τέτοια νόστιμα ποπόνια δεν ξανάφαγα. Ποια ράτσα είναι η πιο καλή; Τα μπουρσούκια 
για τα κιρκαγάτσια; 

—Να σου πω, και τα δυο. Τα μπουρσούκια, εκείνα τα στρογγυλά, που ξεχωρίζουν στο τσόφλι φέτες, 
φέτες,  είναι  γλυκά,  νόστιμα  και  μυρωδάτα.  Όλο  μέλι  και  ουσία  είναι  τα  κιρκαγάτσια.  Αυτά  τα 
παρδαλά ασπροκίτρινα καβούνια, είναι πιο ξακουστά. Στάσου να δεις. 

Παίρνει μια καινούργια κούτα απ' το τραπέζι. 

—Βλέπεις  αυτό  το  τσιγαρόχαρτο;  συνεχίζει,  καθώς  ανοίγει  την  κούτα.  Το  βγάζει  η  χαρτοποιία  του 
Θανασέλια στη Σμύρνη. Κυκλοφορεί σ’ ολόκληρη την Ανατολή. Δες, τι γράφει: 

«Τη Μαινεμένη την παινούν κι όλοι τήνε θαυμάζουν 
για τα γλυκά πεπόνια της, διότι μέλι στάζουν». 

Όποιος  περάσει  απ'  τη  Μαινεμένη  με  βαπόρι,  μ'  αραμπά,  με  γαϊδούρι,  με  ντεβέ  θ'  αγοράσει 
καβούνια,  μπαρδάκια,  γιαούρτι.  Όλα  ξακουστά.  Κι  όλα  αυτά  τα  δίνει  το  χώμα.  Πλούσια  βοσκή, 
νόστιμο, παχύ γάλα. Θα γένει το καλύτερο γιαούρτι. 

—Και τα σταμνιά; 

—Πάλι το χώμα. Αφράτο χώμα, με πόρους. Ανασαίνει το μπαρδάκι, ιδρώνει, μπούζι γένεται το νερό. 
Ακόμα κι οι γυναίκες λούζουνε τα μαλλιά τους με τον πηλό του Γκεντιζιού. Μετάξι κάνει την τρίχα. 

Digitized by 10uk1s 
—Ευλογία το Γκεντίζι. 

—Ευλογία  και  κατάρα  καμιά  φορά.  Πόσες  και  πόσες  φορές  δε  δοκιμάστηκε  η  Μαινεμένη  από 
πλημμύρες... Παλικαράκι ήμουνα, όταν είχε ξεχειλίσει το ποτάμι. Ώσαμε το Ρωμέικο είχανε φτάσει 
τα  νερά.  Ντερέδες  τρέχανε  τα  σοκάκια  στον  Κάτω  Μαχαλά.  Όσα  σπίτια  δεν  ήτανε  μπινιαλίδικα, 
πέσανε. Ολόκληρος ο κάμπος της Μαινεμένης έμοιαζε με θάλασσα. Όσοι βρέθηκαν στα χτήματα και 
δεν πρόφτασαν ν' ανεβούν στα δέντρα, πνίγηκαν. Ούλα τα ζα στην Μπάνιζα πνίγηκαν. Μεγάλο κακό 
γένηκε τότε. 

Όταν σηκώθηκε να φύγει ο Γιώργης, άρχισε να σκοτεινιάζει. Παράτησε κι η Κατίνα το κέντημα. Δεν 
της  φτούρησε  η  δουλειά  σήμερα.  Ούτε  δέκα  γλώσσες  φιστόνι  δεν  κέντησε.  Πάλι  θ'  αρχίσει  τις 
γκρίνιες η μάνα της, που δε λέει να στρωθεί στη δουλειά. Θα μεγαλώσει και τα προικιά δε θα 'ναι 
έτοιμα. 

Κόντευε  τα  είκοσι  η  Κατίνα  κι  ακόμα  να  παντρευτεί.  Κι  είχε  προίκα  τσιφλίκια  στην  Μπάνιζα  κι 
αμπέλι στα Κράτσα. Γιαμπανά πήγαν οι προξενιές. Το εμπόδιο ήταν απ' εκείνη. Κανένα δεν ήθελε να 
πάρει. Δεν την ζόριζαν κι οι γονιοί της. Την έβλεπαν να λιωνει στο πόδι και μάτωνε η καρδιά τους. 
Έτσι που 'γινε, να τη φυσήξεις θα πέσει. 

Κοντά  δυο  χρόνια,  απ'  τον  καιρό  της  μεγάλης  πλημμύρας,  δεν  πάτησε  πια  προξενιό  στο  σπίτι  της 
Νικολέλαινας. Τα 'χασε η κυρά Λέγκω, όταν εκείνο το πρωινό είδε την προξενήτρα, όχι τόσο για την 
επίσκεψη, όσο γιατί έκανε λόγο για τη μικρή της κόρη. «Αυτήν θέλει ο γαμπρός», είπε. 

—Ακούς  εκεί,  να  ζητάνε  τη  μικρή,  αφού  είναι  η  μεγάλη  στη  μέση;  Και  για  όλα  αυτά  εσύ  φταις, 
άρπαξε τον άντρα της η Νικολέλαινα, όταν έφυγε η προξενήτρα. 

—Γιατί εγώ; 

—Όταν ζήτησε την κόρη μας ο Γιώργης ο Καλλιώρας, έπρεπε να τη δώσεις. 

—Να τη δώσω, στο μεροκαματιάρη μας; 

—Εσύ  το  λες  αυτό;  Τι  ήτανε  ο  παππούλης  σου;  Απ'  τη  Μυτιλήνη  δεν  ερχότανε  να  δουλέψει  στο 
μεροκάματο τα καλοκαίρια; 

—Εκείνος δεν πήρε προίκα. Ούτε έβαλε στο μάτι πλούσια νύφη. Με τη δούλεψή του πρόκοψε. 

—Κι ο Γιώργης σου το 'πε. «Τίποτα δε θέλω». 

—Ήξερε, ότι δε θα 'δινα την κόρη μου ξεβράκωτη. 

—Κι έπρεπε με τέτοιον τρόπο να τον διώξεις; 

—Τι να σου πω, με είχε τυφλώσει ο θυμός τότε. Εγώ τον εκτιμούσα και τον λογάριαζα για τίμιο. Κι 
εκείνος να ξελογιάσει το παιδί μου... 

—Γιατί δηλαδή, επειδή αγαπούσε το κορίτσι μας, δεν ήτανε τίμιος; Ύστερα, αν το πάρεις έτσι, φταίει 
κι η δικιά μας. Ας μην του 'δινε θάρρος. 

—Γι' αυτό κι εγώ την κανόνισα για καλά. 

Digitized by 10uk1s 
—Σαν  δεν  ντρέπεσαι...  Κι  έπρεπε  να  τη  σακατέψεις  στο  ξύλο;  Από  τότε  έχει  να  πάρει  απάνω  της. 
Πετσί και κόκαλο έμεινε. Πίσω απ' την πλάτη μας το φωνάζει ο κόσμος, ότι χτικιάρικο το κατάντησες 
το παιδί σου. 

—Ο έρωτας φταίει. 

—Εσύ  φταις  σε  όλα.  Κι  εγώ  φταίω,  που  σ’  άκουσα.  Από  τότε  που  'διωξες  το  Γιώργη,  κακήν  κακώς 
πήγαμε. Πρώτα οι πλημμύρες. Πνίγηκαν τα ζωντανά, και καταστράφηκαν τα σπαρτά. Ούλη η σοδειά 
πήγε χαμένη. 

—Δε λες, «δόξα τω Θεώ». Δε θυμάσαι το συνέταιρό μου που πνίγηκε στ' Αρμούτ Αλάν; 

—Εγώ θυμάμαι, ότι μονάχα αυτόν ήθελες για άντρα της Κατίνας. Ό,τι έβαλες στο νου σου, ανάποδα 
μας ήρθε. Δε θα ξεχάσω, όταν είπες στην κόρη μας ότι τη ζήτησε ο συνέταιρός σου. «Κανέναν δε θα 
παντρευτώ», απάντησε με πείσμα. Κι όταν τη ζόρισες να τον πάρει... 

—Μη μου το θυμίζεις. 

—Να  μη  στο  θυμίζω;  Δε  ρωτάς  κι  εμένα  που  'μαι  μάνα,  και  που  δε  βγαίνει  απ'  το  νου  μου; 
Σπαρταρούσε  στην  αγκαλιά  μου,  όταν  πήρε  το  φαρμάκι.  «Καλά  που  ξέρασε  αμέσως»,  είπε  ο 
γιατρός,  «αλλιώς,  δε  θα  την  πρόφταινα  ζωντανή».  Εκείνος  πάει.  Κι  ο  Γιώργης  Καλλιώρας  όλο  και 
προκόβει. 

—Τις προάλλες, αγόρασε το τσιφλίκι του συνεταίρου μου. Το πούλησαν τ' αδέρφια του. 

—Γιατί δε μου το 'πες; 

—Τι να στο πω, ν' αρχίσεις πάλε τις γκρίνιες; 

—Βρε,  πώς  τα  φέρνει  ο  Θεός  καμιά  φορά...  Άκουσε,  τα  πολλά  λόγια  είναι  φτώχεια.  Τόσην  ώρα 
κουβεντιάζουμε  και  τίποτα  δεν  είπαμε.  Το  παιδί  μας  δεν  είναι  καλά.  Μια  γιατριά  υπάρχει.  Να 
παντρευτεί  το  Γιώργη.  Όπως  μαθαίνω,  κι  εκείνος  την  αγαπάει  σαν  παλαβός.  Κάτι  πρέπει  να 
κάνουμε. 

—Πες, τι; 

—Να παντρέψουμε τα παιδιά. 

—Πώς, αφού τον έδιωξα τότε. 

—Να τον καλέσεις στο σπίτι σου. Να του μιλήσουμε. 

—Δε γένεται. Έχω λόγο. Εκείνος κάνει πως δε με γνωρίζει. Όλο μ' αποφεύγει. 

—Κι όμως, κάτι πρέπει να γένει. Αλλιώς θα χάσουμε το παιδί μας. Κι ύστερα θα χτυπάμε την κεφάλα 
μας. 

—Πες, βρες τρόπο εσύ. Εμένα μη μ' ανακατεύεις και κάνε ό,τι θες. 

Λάμψανε τα μάτια της Νικολέλαινας. —Έννοια σου, όλα θα βολευτούνε. 

Όταν  ο  Γιώργης  ο  Καλλιώρας  έκλεψε  την  Κατίνα  Νικολέλη,  κανείς  δεν  ήξερε  ότι  η  μάνα  της  τα  'χε 
μιλημένα  με  το  γαμπρό  και  τη  νύφη.  Ούτε  κι  αυτοί  μάθανε  ποτέ  ότι  ο  πατέρας  ήτανε  σύμφωνος. 
Μονάχα  ο  Θανάσης,  καινουργιοφερμένος  τότε  στη  Μαινεμένη,  που  τους  στεφάνωσε,  γνώριζε 
καταλεπτώς τα πράματα, όμως κανείς δεν πήρε κουβέντα απ' το στόμα του. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΜΑΡΙΑ ΑΜΠΛΑ 

Ο  Γιάννης  ο  Καρατζάς  είχε  έρθει  απ'  τη  Μυτιλήνη.  Κυνηγημένος  απ'  τους  Τούρκους,  έφτασε  στη 
Μαγνησία με την ψυχή στο στόμα. Άξιος, προκομμένος, τίμιος, γρήγορα κατάφερε να πιαστεί και να 
λογαριάζεται  καλονοικοκύρης.  Είχε  κιόλας  δουλειά  στρωμένη  και  σπίτι  στη  Μαγνησία,  όταν 
παντρεύτηκε  τη  Μαρία  Αμπλά,  απ'  το  Χορόσκιοϊ.  Αμπλά  θα  πει:  η  μεγαλύτερη  αδερφή.  Έτσι  τη 
λέγαν στο σπίτι της από μικρή, κι έτσι τη φώναζαν αργότερα όλοι. Μονάχα οι συγγενείς τη λέγανε 
κάπου κάπου: Καρατζού, όταν μιλούσαν για τα κουσούρια της. 

Με κανένα τρόπο δεν ήθελε ν' αφήσει η Μαρία το Χορόσκιοϊ. Εκεί είχαν τα κτήματα, το σπίτι τους, 
το βιος τους. Ήθελε να 'ναι στην πατρική περιουσία, να επιβλέπει η ίδια. Από μικρή της άρεσε να 
ανακατεύεται στις δουλειές, μέσα κι όξω απ' το σπίτι. Ο άντρας της βάλθηκε να κάνει τα χωράφια 
αμπέλια. Καρπερό, αφράτο το χώμα, βοήθησε να ξεπεταχτούν τα κλήματα, και γρήγορα να γίνουν 
ζηλευτά αμπέλια με λογής λογής διαλεχτές ποιότητες σταφυλιών και πλούσιο μαξούλι. 

Δεν καλοφάνηκε στη Μαρία, που το πρώτο της παιδί, η Αναστασία, ήταν κορίτσι. Ο Δημητρός, που 
γεννήθηκε αργότερα, έγινε η αδυναμία της κι η μεγάλη της αγάπη. 

Την Αστική Σχολή της Μαγνησίας τέλειωνε ο Δημητρός, όταν του 'πε η μάνα του ότι δε σκεφτόταν να 
τον  σπουδάσει  στη  Σμύρνη.  Θα  πάει  στο  Ινταντιέ,  το  τούρκικο  σκολειό,  να  μάθει  τα  τούρκικα 
ελφαζιέ. Δεν τον ήθελε δάσκαλο. Ούτε βέβαια και λεσπέρη να πηγαινοέρχεται στα χτήματα, να τον 
δέρνουν  οι  βροχές  και  να  τον  καβουρντίζουν  οι  δουλειές  κι  ο  ήλιος.  Έμπορα  τον  θέλει,  να  βγάζει 
παράδες  με  την  ουρά.  Βέβαια,  και  τα  χτήματα  δε  φέρναν  λίγα.  Στην  εποχή  της  σοδειάς  δεν 
πρόφταιναν να μαζεύουν τα καπάρα. Αναποδογύριζε ο Καρατζάς το φέσι του, και το γέμιζε λίρες και 
λουίζια. Τα χτήματα όμως στην ουσία τα διεύθυνε αυτή. Απ' τα ξημερώματα στο πόδι, τραβούσε, με 
τους  παραγιούς  και  τις  μεροκαματιάρισσες,  ολόισια  στη  δουλειά.  Με  το  παρασόλι  του  ήλιου 
πηγαινοερχόταν ολόκληρη τη μέρα να επιβλέψει, να δώσει οδηγίες, να μπήξει τις φωνές, όταν δεν 
πήγαινε  κάτι  καλά.  Ο  Δημητρός,  με  το  μαλακό  του  χαρακτήρα,  δεν  μπορούσε  να  κάνει  αυτή  τη 
δουλειά. 

Έτσι,  μόλις  τέλειωσε  το  Ινταντιέ,  στα  δεκάξι  του  χρόνια,  ο  Δημητρός,  μπήκε  στου  Φυλιππή,  στο 
μεγαλύτερο  μανιφατουριέρικο  της  Μαγνησίας,  να  μάθει  τη  δουλειά.  Απ'  την  πρώτη  μέρα  κιόλας, 
κάθισε στο τεζιάκι και χώριζε τις λίρες, τα λουίζια και τα μετζίτια. Μαζί κρατούσε και τα ντεφτέρια 
του μαγαζιού. Γρήγορα ανάλαβε τις πληρωμές και τις αγορές της δουλειάς κι έγινε το δεξί χέρι της 
επιχείρησης. 

Πριν κλείσει τα είκοσί του χρόνια, άνοιξε το δικό του μαγαζί. Είχε κάνει κάμποσες οικονομίες, όμως 
ο  πατέρας  του  έβαλε  τη  σερμαγιά.  Μαζί  πήγαν  στην  Προύσα,  στην  Πόλη,  στην  Κόνια  να  φέρουν 
ποικιλίες  από  μεταξωτά,  μάλλινα,  λινά  υφάσματα,  πεσκίρια,  πεστεμάλια,  χαβλού.  Απ'  του 
Σιβρισαριάν, απ' τη Σμύρνη, αγόρασε όλα τα είδη για τις χανούμισσες. 

Το  πιο  όμορφο  κι  ακριβό  ύφασμα  τ'  αγόραζε  πάντα  για  τη  μητέρα  του.  Κάθε  φορά  που  πήγαινε 
ταξίδι,  θα  της  έφερνε  το  καλύτερο  δώρο.  Απ'  τα  πρώτα  κέρδη,  απ'  τη  δουλειά,  της  έφερε  απ'  την 
Πόλη γούνινο παλτό. Απέξω μαύρο ακριβό ύφασμα από μέσα όλο ντυμένο με πολύτιμη γούνα, της 
ήρθε καράρι. Δεν το 'βγαζε το χειμώνα από πάνω της. Μ' αυτό πήγαινε στην εκκλησιά, μ' αυτό στις 
βίζιτες,  μ'  αυτό  θα  καθόταν  στο  μαγαζί,  όταν  ο  Δημητρός  έλειπε  για  αγορές  στη  Σμύρνη  ή  στην 
Πόλη. 

Η  τιμιότητα  κι  η  ευγένεια  του  Δημητρού  έγιναν  παράδειγμα.  Καλός,  πρόθυμος,  γλυκομίλητος. 

Digitized by 10uk1s 
Αντίθετα απ' τη μάνα του, που ήταν σκληρή, αψιά κι απότομη. Όσο αγαπούσαν το Δημητρό, άλλο 
τόσο φοβόνταν τη Μαρία Αμπλά. «Αυταρχική, να παίρνει πάντα τις πρωτοβουλίες, έκανε το γιο της 
πειθήνιο  όργανο»,  έλεγαν  οι  συγγενείς.  Όλο  το  Χορόσκιοϊ  την  έτρεμε.  Όμως  την  εκτιμούσαν,  τη 
λογάριαζαν και τη θαύμαζαν μαζί. Ο θαυμασμός μεγάλωσε από τότε που τ' αστροπελέκι  σκότωσε 
την Αγγέλα. Δεν το ξεχνούν οι γυναίκες που δούλευαν εκείνη τη μέρα μαζί. 

Ήταν  έμπα  του  χειμώνα.  Δεκαπέντε  μέρες  συνέχεια,  άντρες  και  γυναίκες  μάζευαν,  απ'  τον  ελιώνα 
της  Μαρίας,  ελιές.  Τις  κουβάλησαν  στο  λιοτριβείο.  Τώρα  απόμειναν  μόνο  λίγα  δέντρα,  οι 
φαγώσιμες. 

Εκείνη  τη  μέρα  ζαβλακωμένη  η  Μαρία,  δεν  ένιωθε  καλά.  Ετοιμάστηκαν  πέντε  μεροκαματιάρισσες 
με τον αραμπατζή να πάνε να μαζέψουν μόνες τις ελιές. 

«Κι  αν  πέσει  καμιά  ελιά  και  χτυπηθεί;  Οι  φαγώσιμες  θένε  προσοχή  στο  μάζωμα»,  σκέφτεται  η 
Μαρία  Αμπλά.  Τελευταία  στιγμή  τινάχτηκε  απάνω.  Όχι,  θα  πάει  κι  αυτή  μαζί.  Σφιχτή,  τίποτα  δεν 
άφηνε να χαθεί. Ταμαχτιάρα σε όλα της, πιο πολύ στις δουλειές της, γι' αυτό πήγαιναν όλα ρολόι. 

Πριν φάνε για κεντί, είχαν μαζέψει κιόλας πέντε τσουβάλια διαλεχτές ελιές, κι ακόμα μάζευαν. 

Ξαφνικά  χάλασε  ο  καιρός.  Κρύφτηκε  ο  ήλιος.  Μολυβιά  σύννεφα  σκέπασαν  μονομιάς  τον  ουρανό. 
Βάρυνε  ο  αγέρας.  Μπουμπουνητά,  που  πύκνωναν,  κι  όλο  δυνάμωναν,  ακούονταν  απ'  το  Σίπυλο. 
Καλά που τέλειωσαν με το μάζωμα. Φόρτωσαν μάνι μάνι τα τσουβάλια με τις ελιές. Φόρτωσαν και 
κάμποσα κούτσουρα για το τζάκι. Ανέβηκε ο αραμπατζής, άρπαξε τα γκέμια. Κάθισε πλάι του κι η 
Μαρία Αμπλά. Οι γυναίκες τραβούσαν μπροστά με τα πόδια. Στη μέση του δρόμου έπιασε η μπόρα. 
Απότομα άνοιξε ο ουρανός κι έριχνε με τα τουλούμια. Απανωτές αστραπές σκίζαν το στερέωμα. Ένα 
αστροπελέκι  έπεσε,  εκεί,  μπροστά  τους,  λες,  και  γκρεμίστηκε  ο  ουρανός  στο  χάος.  Στην  αρχή,  μια 
αστραπή  τούς  στράβωσε.  Την  ίδια  στιγμή,  ένα  μπουμπουνητό  ξέσκισε  τ'  αυτιά  και  πέταξε  τις 
γυναίκες  πέρα.  Τρόμαξε  τ'  άλογο.  Τινάχτηκε  ψηλά.  Κόντευε  ν'  αναποδογυρίσει  τον  αραμπά. 
Αφηνιασμένο  τρέχει  στα  λασπόνερα.  Χοροπηδούν  τα  τσουβάλια.  Πέφτουν  τα  κούτσουρα.  Δεν 
μπορεί  να  το  κουμαντάρει  ο  αραμπατζής.  Ένας  νερόλακκος,  στη  μέση  του  δρόμου,  το  σταμάτησε. 
Πήδηξε  η  Μαρία  Αμπλά  απ'  τον  αραμπά.  Δαιμονισμένα  τσίριζαν  οι  γυναίκες.  Η  Αγγέλα  πεσμένη 
χάμω. Τρέχει κοντά η Μαρία. Την κουνάει. Τίποτα. 

—Την  έκαψε  τ'  αστροπελέκι,  λέει  και  σταυροκοπιέται.  Σταυροκοπήθηκαν  κι  οι  άλλες  γυναίκες  κι 
όπου  φύγει  φύγει.  Άφαντος  κι  ο  αραμπατζής.  Φωνάζει  η  Μαρία  Αμπλά,  τσιρίζει,  βλαστημάει. 
Τίποτα, κανείς. 

Μονάχη πασκίζει να τη σύρει στον αραμπά. Ύστερα δοκιμάζει να την ανεβάσει. Βαριά κουρσούμι. 

Η βροχή το γύρισε στην ψιχάλα. Τα σύννεφα ανάριευαν, φεύγαν κυνηγημένα. Ξάνοιξε λίγο. 

Εκείνη την ώρα γύρισε ο αραμπατζής. 

—Να με συμπαθάς, κερά. Το αστροπελέκι μου 'σπασε τα νεύρα. 

Άντε, πάμε. 

—Σα δε ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας. Φτούσου και σένα και το μπόι σου, πατάει τις φωνές η Μαρία. 
Έλα, βάλε χέρι ν' ανεβάσουμε την πεθαμένη στον αραμπά. 

—Ντεριέμαι, κυρά, δεν μπορώ, πώς να το πω, αγριεύομαι. 

—Βοήθησε, είπα, κι άσε τα λόγια. 

Digitized by 10uk1s 
Δεν  κοτούσε  να  πει  όχι.  Ήθελε  δεν  ήθελε,  βοήθησε  να  τη  βάλουν  απάνω  στον  αραμπά,  κι  ας  τον 
έπιασε σύγκρυο απ' τον τρόμο. 

Η Μαρία Αμπλά της σταύρωσε τα χέρια και τη σκέπασε με το φακιόλι της. 

Όλος  ο  κόσμος  είχε  ξεχυθεί  όξω  απ'  το  Χορόσκιοϊ.  Το  χαμπάρι  για  την  Αγγέλα  το  πρόφτασαν  οι 
μεροκαματιάρισσες. Μες στα κλάματά τους ξεχώριζες και το θαυμασμό για τη Μαρία Αμπλά, που 
βρήκε το κουράγιο να μην την παρατήσει, όπως οι άλλες, στους πέντε δρόμους. 

Οι  γυναίκες  που  πήγαν  να  τη  χτενίσουν  και  να  τη  σαβανώσουν,  βρήκαν  στον  κότσο  της  πέντε 
μισολιωμένες λίρες. «Το μάλαμα φαίνεται τράβηξε τ' αστροπελέκι», είπαν τότε όλοι. 

Κι ένα άλλο περιστατικό έγινε αιτία να μεγαλώσει η φήμη της Μαρίας Αμπλά, για την τόλμη και τη 
γενναιότητά της. 

Τρία χρόνια είχαν περάσει απ' το θάνατο του γαμπρού της, του Βασίλη. Τρία χρόνια κλειστό, για το 
πένθος, το σπίτι της Μαρίας, άνοιξε απότομα, τώρα, με το πανηγύρι της Άγια‐Αναστασιάς. Όλοι οι 
συγγενείς απ' τη Σμύρνη, τον Κασαμπά, το Σαλεχλί στο σπίτι της μαζεύτηκαν. Τρεις φορές το χρόνο 
γιόρταζε η Άγια‐Αναστασιά. Μια στις είκοσι δυο του Δεκέμβρη, μια της Κυριακής του Θωμά. Όμως 
το μεγάλο πανηγύρι γινόταν τώρα, της Πεντηκοστής. 

Απ' τα παράλια κι απ' τα βάθη της Μικρασίας ξεκινούσε η Χριστιανοσύνη να 'ρθει στο Χορόσκιοϊ να 
προσκυνήσει  στη  Χάρη  Της.  Κόσμος,  κόσμος...  Γεμάτα  τα  σπίτια,  τα  σοκάκια,  οι  μαχαλάδες.  Κι  οι 
ογδόντα  τόσες  κάμαρες,  στον  περίβολο  της  εκκλησιάς,  χώρια  οι  αίθουσες  του  σκολειού,  πριν  από 
πολλές μέρες πιασμένες από προσκυνητές. Πατείς με πατώ σε ο νάρθηκας. Καρφίτσα να ρίξεις, δε 
θα  πέσει  κάτω,  στον  αυλόγυρο  της  εκκλησιάς.  Πλημμυρισμένο  το  Χορόσκιοϊ  από  πιστούς 
χριστιανούς. 

Όλοι  οι  κάτοικοι  του  Χορόσκιοϊ  ήταν  χριστιανοί,  κι  ας  μιλούσαν  τούρκικα.  Το  πανηγύρι  της  Άγια‐
Αναστασιάς  έδειχνε  τη  νίκη  της  Χριστιανοσύνης.  Ώσαμε  κι  οι  Τούρκοι  την  παραδέχονταν.  «Καρά‐
Γκιζ»,  μελαχρινό  κορίτσι,  τη  λέγαν  με  ευλάβεια.  Στα  φανερά  οι  γιουρούκηδες  αγρυπνούσαν  την 
παραμονή  κι  ακολουθούσαν  στη  λιτανεία.  Στέκονταν  με  κατάνυξη  μπροστά  στη  θαυματουργή 
εικόνα που, φορτωμένη από τάματα, άστραφτε απ' ασήμι, μάλαμα και διαμάντια. 

Είχε δεν είχε περάσει βδομάδα απ' το πανηγύρι, κι η Μαρία Αμπλά στην αυλή του σπιτιού της, κάτω 
απ'  τη  μεγάλη  μουριά,  καθάριζε  αμπελοφάσουλα.  Τ'  αγγόνια  της  καθισμένα  κοντά  της,  στην 
πεζούλα, παίζανε τσόκια. 

Ετοιμάστηκε να σηκωθεί η Μαρία, όταν, μπροστά στα πόδια της, έπεσαν από πάνω απ' τη μουριά 
δυο  μεγάλα  φίδια  που  κείνη  τη  στιγμή  ζευγαρώνονταν.  Μπήξαν  τις  φωνές  και  τα  κλάματα  τα 
παιδιά.  Τινάχτηκαν  απάνω.  Ζαλισμένα  τα  φίδια  απ'  το  ξαφνικό  χτύπημα  στο  ντουσεμέ,  δεν 
μπορούσαν  να  ξεκολλήσουν.  Με  το  τσακί  που  καθάριζε  τ'  αμπελοφάσουλα  η  Μαρία,  χτυπάει  με 
δύναμη στο κεφάλι, μια το 'να φίδι, μια τ' άλλο. Κατάφερε με τις πολλές μαχαιριές να τα κόψει στη 
μέση. Εκείνα, και κομμένα ακόμα στριφογυρίζουν, χουλουριάζονται, τινάζονται. Με μια πλάκα του 
ντουσεμέ,  από  καιρό  σπασμένη,  τα  'λιωσε  και  τα  δυο  φίδια.  «Θάμα»,  είπαν  οι  γειτόνισσες  που 
μαζεύτηκαν. «Άγιο είχαν τα παιδιά. Η χάρη Της βοήθησε». «Η χάρη της Άγια‐Αναστασιάς» έλεγε το 
Χορόσκιοϊ. 

Κόντευε  τα  τριάντα  ο  Δημητρός.  Οι  δουλειές  του  όλο  και  μεγάλωναν.  Φίσκα  πάντα  το 
μανουφατουριέρικο. Δεν πρόφταινε να μετράει και να κόβει πήχες. 

Digitized by 10uk1s 
Εκείνο το χειμώνα με τις φούριες, αρρώστησε ο Γιάννης Καρατζάς. Εφτά γιατρούς έφερε ο γιος του 
να τον σώσει. Εφτά καρότσες περίμεναν όξω απ' το σπίτι και μέσα οι γιατροί να κάνουν κονσούλτο. 
Ο άρρωστος πέθανε. 

Ολόκληρο το Χορόσκιοϊ κι η μισή Μαγνησία ήτανε στην κηδεία. 

«Τώρα  πια  η  Μαρία  Αμπλά  κυβερνούσε  σπίτι,  δουλειές  και  Δημητρό.  Ποια  νύφη  κοτούσε  να  τον 
παντρευτεί», έλεγαν συγγενείς και γνωστοί. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΕΛΕΝΗ 

—Φύγε,  Λενάκι.  Δε  βλέπεις;  Θα  σε  πατήσει  το  γαϊδούρι.  Άσε  να  το  δέσω  στο  δέντρο,  φωνάζει  ο 
παραγιός. 

Η Πουσού στο κεφαλόσκαλο της ξώπορτας. Το 'να χέρι στο χτυπητήρι, τ' άλλο κρατάει μια κούτσα. 
Γυρίζει το κεφάλι. 

—Τι το μαλώνεις το παιδί; 

—Θέλει ν' ανέβει στο γαϊδούρι. 

—Ανέβασέ  το.  «Το  Λενάκι  θα  πάρω»,  σκέφτεται  η  Πουσού,  κοιτάζοντας  το  κοριτσάκι.  Θεέ  μου,  τι 
μοιασίδι με τη νενέ... Να δούμε, όμως, τι θα πει η θεία Μαρία. Βλέπεις, αυτή διευθύνει. 

Η Βαγγελία, η αδερφή της Ελένης, στέκεται παράμερα. Κοιτάει την κούτσα στο χέρι της Πουσούς. 

—Καλώς την, καλώς την, ανοίγει ο Δημητρός την πόρτα. 

Στο χαγιάτι η Αναστασία, στα κατάμαυρα, ετοιμάζει τα μπαγάζια. Μόλις βλέπει την Πουσού, μπήγει 
τα κλάματα. 

—Ποιος πίστευε τέτοια συμφορά, ξαδέρφη... Να χάσω τον άντρα μου, και τώρα να μου πάρουν και 
το παιδί μου. 

—Σα δεν ντρέπεσαι... την αποπαίρνει η μάνα της, η Μαρία Αμπλά. Στα χάλια που ήταν ο Βασίλης, 
καλύτερα που πέθανε. Ύστερα το παιδί σου δεν πάει σε ξένα χέρια. Η ξαδέρφη σου, της αδερφής 
μου η κόρη, το παίρνει. Θα στο μοσχομεγαλώσει. Χώρια, που θα του γράψει όλα τα «έχει» της. Εγώ 
της έβαλα την ιδέα. 

—Πόσω χρονώ είναι η Ελένη; ρωτάει η Πουσού. 

—Την Ελένη θα πάρεις; Ξαφνιάστηκε η Αναστασία. Είχαμε πει για τη μεγαλύτερη, την Ευαγγελία. 

—Την Ελένη. Μοιάζει της νενές μας. Έχει και τ' όνομά της. Ύστερα είναι δυόμισι χρόνια πιο μικρή απ' 
την Ευαγγελία. Καλύτερα αυτήν. 

Η Αναστασία ξεσπά σε λυγμούς. 

—Μα τι κλαις; Το παιδί σου θα 'ναι και παιδί μου. Θα 'χει δυο μανάδες. Η Μαγνησία μια δρασκελιά 
είναι απ' το Χορόσκιοϊ. Κάθε μέρα θα το βλέπεις. 

—Η Αναστασία φεύγει σήμερα για τη Σμύρνη, λέει η μητέρα της. 

—Δε θα μείνει μαζί σου, θεία Μαρία; 

—Καλύτερα,  ο  καθένας  στο  σπίτι  του.  Άμα  παντρευτεί  το  κορίτσι,  αποξενώνεται.  Ύστερα,  είναι  ο 
γιος μου, ο Δημητρός. Δυο σπίτια έχει η Αναστασία στη Σμύρνη. Θα μείνει στο ένα, στου Άι Νικόλα 
και τ' άλλο, της Άγιας Αικατερίνης, το νοικιάζει. Να δούμε, τι θα ξεκαθαριστεί και με την περιουσία. 

—Αχ, πώς και σε βρήκε τέτοιο κακό... Ποιος να το πίστευε, Αναστασία. 

—Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που πήγε ο Βασίλης στα μαντριά. Εκεί, στου Γιαννακού, ήταν οι 
ληστές κι ο καπετάν Αντρέας. Από τότε μας χτύπησε η συμφορά. 

Digitized by 10uk1s 
—Υπομονή. Καλύτερα που πέθανε ο άντρας σου. Τι να τον έχεις ζουρλό; κοιτάει να την παρηγορήσει 
η Πουσού. 

Το Λενάκι βλέπει την κούτσα, πάνω στον καναπέ. 

—Σ’  αρέσει;  πάει  κοντά  η  θεία  Πουσού.  Πάρτην.  Δες,  τι  όμορφη  που  είναι!  Ανοιγοκλείνει  και  τα 
μάτια της. Και τι πολλά μπαλάδια που 'χω να σου δώσω... 

—Πού 'ναι τα μπαλάδια; 

—Στο σπίτι μου. Θα πάμε μαζί. Θα στα δώσω όλα για δικά σου. 

—Για κατάδικά μου; 

—Για κατάδικά σου. 

—Δε μου είπατε, πόσω χρονώ είναι η Ελένη; 

—Έξι. Η Ευαγγελία μπήκε στα εννιά. Κι η Χρύσα δεν έκλεισε ακόμα τα τέσσερα. 

—Δηλαδή, εφέτος θα πάει στο σκολειό; 

—Από πέρσι πήγαινε στη Σμύρνη, στο νηπιαγωγείο. Να δεις, πως μπορεί να διαβάζει κιόλας... λέει η 
Αναστασία. Να σου φέρω τη φυλλάδα της. 

—Μόνο να διαβάζει, διακόπτει ο Δημητρός, εδώ, μέσα σε δυο μήνες, στο Χορόσκιοϊ, έμαθε φαρσί 
τα τούρκικα. 

—Πότε θα πάμε στο σπίτι, θεία Πουσού, να μου δώσεις τα μπαλαδια; ρωτάει το παιδί. 

—Τώρα, σε λίγο. 

—Πού 'ναι τα μπαλάδια;  κάνει με ανυπομονησία το Λενάκι, μόλις μπήκαν  στο σπίτι της  Πουσούς, 


στη Μαγνησία. 

—Εδώ. Να, δες. 

—Τι πολλά που είναι... 

—Να, κι αυτό το κουτσάκι. 

—Είναι παιδί της; το παίρνει στα χέρια το Λενάκι. 

—Ναι. 

—Γιατί είναι γδυμνό; 

—Δεν έχει ρούχα να φορέσει. Τώρα, που 'ρθες εσύ, θα του ράψουμε. 

—Τι  βλέπω,  και  το  Λενάκι  εδώ;  Ξαφνιάστηκε  ο  Παντελής,  ο  άντρας  της  Πουσούς,  καθώς  μπαίνει, 
φορτωμένος με το ζεμπίλι, απ' τη δουλειά. Πού 'ναι η Ευαγγελία; 

—Το Λενάκι πήρα. Αυτό θα κρατήσουμε. 

—Τι όμορφο παιδί! Καλύτερα, λέει ευχαριστημένος. 

Digitized by 10uk1s 
—Δες, Λενάκι, τι σου 'φερα. Ένα πακέτο τσικολάντες και μια χαρτοσακούλα ζαχαρώτα. Όλα δικά σου 
είναι. Έλα τώρα να φας, Κι ύστερα να κοιμηθείς. 

—Πότε θα πάμε στη μαμά μου; 

—Αύριο. Τώρα δε βλέπεις; Σκοτείνιασε. 

—Εγώ θέλω τώρα να πάμε... 

Η Πουσού το παίρνει στην αγκαλιά. 

—Καλά, θα πάμε. Πρώτα να φάμε. Α, να σου δείξω μια όμορφη άσπρη κορδέλα που σου πήρα... 

Με τα ταξίματα και τα χάδια αποξεχάστηκε το παιδί. Δεν καλόφαγε και πέφτει σε βαθύ ύπνο. 

—Πού 'ναι η μαμά; ρωτάει το Λενάκι το πρωί μόλις ξύπνησε. 

—Έλα να πιεις το γάλα σου. Κοίτα τα φουστανάκια που θα ράψουμε στο κουτσάκι. 

—Θέλω τη μαμά μου. 

—Τι, δεν το λυπάσαι το κουτσάκι, που είναι γδυμνό; Πρώτα να του ετοιμάσουμε τα ρούχα του. 

—Θέλω τη μαμά μου, θέλω τη μαμά μου, κλαίει το παιδί. 

Πριν το μεσημέρι, το παίρνει η Πουσού και το πάει στο μανιφατουριέρικο του ξαδέρφου της. 

—Καλώς  τους,  κάνει  ο  Δημητρός,  μόλις  τους  είδε.  Λοιπόν,  πώς  τα  πέρασες,  Λενάκι,  με  τη  θεία 
Πουσού; Είδες, τι όμορφα που 'ναι εκεί; 

—Εγώ θέλω τη μαμά μου. 

—Τώρα η θεία Πουσού θα 'ναι μαμά σου. 

—Ζάπι δεν μπορέσαμε να το κάνουμε δυο άνθρωποι. Κι εγώ που τ' αγάπησα απ' την πρώτη στιγμή 
που το 'δα... Μια φωνή μέσα μου, λες της νενές, μου 'πε: «Ο Θεός ήξερε που δε σου 'δωσε παιδιά, 
Πουσού. Το δισεγγονάκι μου θα κάνεις παιδί σου». 

—Μη στεναχωριέσαι, μικρό είναι. Γρήγορα θα ξεχάσει. 

—Λέω να το πάω στη μητέρα σου, στο Χορόσκιοϊ. 

—Πήγαινέ το. 

—Τι ζητάς εδώ; Πατάει μια φωνάρα μόλις τους είδε η θεία Μαρία. 

—Τη μαμά μου, λέει φοβισμένα το Λενάκι. 

—Η μαμά σου έφυγε. 

—Πού είναι η Βαγγελία μας κι η Χρύσα; 

—Όλες πήγαν στη Σμύρνη. Άντε και συ να πας στης θείας Πουσούς, για θες να μείνεις εδώ; 

—Θα 'ρθει μαζί μου, λέει η Πουσού και χαϊδεύει το παιδί. Την περιμένουν η κούτσα και το κουτσάκι. 

Digitized by 10uk1s 
Το Λενάκι γύρισε πίσω μαζί με τη θεία Πουσού. Τις πρώτες μέρες ζήταε, πού και πού, τη μαμά της. 
Σιγά σιγά έπαψε να την αναφέρει. Και πριν το Πάσχα, φώναζε την Πουσού, μαμά, και τον Παντελή, 
μπαμπά. Όταν πήγαιναν στο Χορόσκιοϊ, στη νενέ τη Μαρία, κοίταε πώς και πώς να φύγουν. Όμως 
απ' του θείου Δημητρού το μαγαζί δεν έλειπε. Τι καλός που 'ναι ο θείος ο Δημητρός... Κάθε τόσο της 
κάνει ριγάλο κι ένα φουστάνι. Τι πολλά υφάσματα που είχε στο μανιφατουριέρικό του... 

Η εγγονή της Άννας κι οι κρυπτοχριστιανοί 

Το  Παρθεναγωγείο  τελειώνει  φέτος  η  Ελένη.  Εκτός  απ'  τις  φιλινάδες  του  σκολειού  και  τις 
γειτόνισσες,  είχε  φιλινάδα  και  τη  Μεριέμ,  που  δεν  ήταν  ούτε  συμμαθήτριά  της,  ούτε  γειτόνισσα, 
ούτε  και  χριστιανή.  Ήταν  όμως  γειτόνισσες  στ'  αμπέλια.  Όλη  τη  μέρα  εκεί  παίζανε  μαζί  στο  Καρά‐
Τσάι. Κι η μαμά της Μεριέμ, η Αινέ Χανούμ, συχνά ερχόταν στην κούλα τους. Πολλές φορές, όταν 
τέλειωνε τις δουλειές της, φώναζε την Πουσού να πιουν μαζί τον καφέ τους. Καθώς συνόρευαν τα 
χτήματά  τους,  έβλεπε  η  Ελένη  την  Αινέ  Χανούμ  να  δουλεύει  με  τις  άλλες  γυναίκες  χωρίς  φερετζέ. 
Με το φακιόλι στο κεφάλι, καθόλου δεν την έπαιρνες για Τουρκάλα. 

Η φιλία τους βάσταε όσο και τα γκιοστίσματα, ολόκληρο το καλοκαίρι. Έκαναν παρέα κι όσες φορές 
τύχαινε να συναντηθούν, άνοιξη ή φθινόπωρο, εκεί στα χτήματα. 

Στη  Μαγνησία,  χωρισμένοι  ήταν  οι  μαχαλάδες  τους,  η  Πουσού  στο  Καράκιοϊ,  η  Αινέ  Χανούμ  στο 
Ντιζ‐μαχαλέ, δεν είχαν σχέσεις. 

Ένα  μεσημέρι,  λίγο  πριν  απ'  τη  Λαμπρή,  την  ώρα  που  σκόλναε  η  Ελένη,  έρχεται  κοντά  η  Αινέ 
Χανούμ. 

—Η φιλινάδα σου, η Μεριέμ, είναι πολύ άρρωστη. 

—Γι' αυτό δε σας είδαμε χτες στην κούλα... 

—Α, το προσέξατε, χάρηκε η Τουρκάλα. Θες, Λενάκι, να γίνει καλά η φιλινάδα σου; 

—Θέλω. 

—Τότε άκουσε. Αύριο μόλις πάρεις τ'  αντίδωρο απ' την  εκκλησιά να μην το  φας.  Να το  φέρεις σε 


μένα. Θα σε περιμένω στο καρσινό ντουρσέκι. Θα πάμε μαζί να το δώσουμε να το φάει η Μεριέμ, 
για να γίνει καλά. Όμως να μην πεις σε κανέναν τίποτα. Ακούς; 

Πρώτη φορά μπαίνει η Ελένη σε τούρκικο σπίτι. Χάρηκε η Μεριέμ στο κρεβάτι. 

—Είδες πώς αδυνάτισε... Να 'ρχεσαι να τη βλέπεις. Έφερε μια κούπα ασσουρέ, η Αινέ Χανούμ. 

—Δεν πεινώ. Πρέπει να φύγω. Θα με ζητά η μαμά μου, σηκώθηκε το κοριτσάκι. 

Θεριό  έγινε  η  Πουσού,  όταν  έμαθε  ότι  η  Ελένη  έφυγε  απ'  την  εκκλησιά  και  πήγε  στο  σπίτι  της 
Τουρκάλας. 

—Γιατί το 'κανες αυτό; Λέγε γιατί το 'κανες; 

Digitized by 10uk1s 
—Η Αινέ Χανούμ μου 'πε να μη στο πω, αρχίζει τα κλάματα η Ελένη. 

—Σε μένα θα τα λες όλα, όλα. Πες, γιατί δε μιλάς. Γιατί πήγες στο σπίτι της Μεριέμ; 

—Της πήγα αντίδωρο. 

—Αντίδωρο; σάστισε η Πουσού. 

—Ναι, μου είπε η μαμά της, αν το φάει, θα γίνει καλά. Όλο το πρωί τίποτα δεν είχε βάλει στο στόμα 
της, για να φάει πρώτα τ' αντίδωρο. 

Το βράδυ τα κουβέντιασε η Πουσού με τον Παντελή. 

—Τι παράξενα πράματα είν' τούτα; 

—Να δεις, που θα 'ναι κρυπτοχριστιανοί, κάνει ο Παντελής. 

—Μην είναι παγίδα; 

—Τι παγίδα, για ποιο λόγο; Ο Χασάν εφέντης είναι τίμιος ανθρωπος, κι έχει υπόληψη στο τσαρσί. 

—Τώρα καταλαβαίνω, γιατί μιλάνε με τόση αγάπη για τους χριστιανούς και γιατί, τόσο πολύ, θένε 
τη φιλία μας. 

Μια μέρα, έτσι ξαφνικά και χωρίς καμιά ειδοποίηση, τους επισκέφτηκε η Αινέ Χανούμ. 

—Καλώς την. Πρώτη φορά έρχεσαι στο σπίτι μας, εδώ. 

—Θέλω μια χάρη. 

—Άκου, ό,τι θες. 

—Πολύ το σκεφτήκαμε με τον άντρα μου, πριν έρθω. Εγώ του 'λεγα, να 'ρθει εκείνος, σαν άντρας, 
πιο εύκολο είναι. Εκείνος ήθελε να 'ρθω εγώ. «Οι γυναίκες καλύτερα τα καταφέρνουν», μου 'πε. 

—Μα τι τρέχει; Κάτσε πρώτα, Αινέ Χανούμ. 

—Δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω. Να, για τη Μεριέμ είμαι εδώ. 

—Πώς είναι η Μεριέμ; Άρρωστο, θαρρώ, ήτανε το παιδί. 

—Να σου πω, Πουσού χανούμ, η κόρη μου ρέβει στο κρεβάτι. Δε λέει να πάρει απάνου της. Γι' αυτό 
πήραμε την απόφαση να 'ρθω. 

—Καλά έκανες. Σε τι μπορώ να βοηθήσω; 

—Να  φέρουμε  εδώ  τη  Μεριέμ.  Να  'ρθει  κι  ο  παπάς  να  το  μεταλάβει  το  παιδί.  Θα  κατάλαβες.  Κι 
εμείς  είμαστε  σαν  κι  εσάς  χριστιανοί.  Μονάχα  που  'μαστε  κρυφοί.  Άλλη  φορά  θα  σας  πω  το 
παραμύθι της ζωής μας. Είπαμε να το κοινωνήσουμε το παιδί. Μπορεί να βρει έτσι τη γεια του. 

—Ακούς εκεί... Μυστήριο είναι η Θεία Κοινωνία. 

Μιλήθηκε ο παπάς. Τον κάλεσαν για τραπέζι το μεσημέρι. Έτσι δε θα καταλάβει κανείς τίποτα. Σαν 
αποφάγανε, ήρθε η Αινέ Χανούμ με την κόρη της. Η Μεριέμ μόλις στεκόταν στα πόδια. 

—Ελάτε, καθίστε. Κουράστηκες, Μεριέμ; 

Digitized by 10uk1s 
—Δυο  βήματα,  πίσω  απ'  το  ντουρσέκι,  είναι  το  σπίτι  μας,  όμως  έτσι  που  αδυνάτισε,  δεν  μπορεί 
καθόλου να περπατήσει, λέει η μάνα της. 

Σηκώθηκε ο παπάς, έκανε Αγιασμό. Κοινώνησε η Μεριέμ. Την ξάπλωσαν στον καναπέ. 

—Άντε, γρήγορα θα γίνει σιδερένια, εύχεται η Πουσού, την ώρα που κερνά το κονιάκ και το χαλβά. 

—Ποτέ δε θα το ξεχάσουμε αυτό, λέει η Αινέ Χανούμ. Τον ουρανό μάς χαρίσατε. 

—Γιατί δε φανερωνόσαστε; ρωτά ο Παντελής. 

—Δεν  είναι  εύκολο,  πήρε  το  λόγο  ο  παπάς.  Απ'  την  πτώση  της  Πόλης  δοκιμάζονται  ο  χριστιανοί. 
Δύσκολη η ζωή τους. Πιο δύσκολη, αυτών που αναγκάστηκαν ν' αλλαξοπιστήσουν. Στα φανερά είναι 
Τούρκοι, στα κρυφά χριστιανοί. Γενεές πέρασαν χωρίς να κλονιστεί η πίστη τους. Το ζήτημα τούτο 
έχει πάρει μεγάλη έκταση. Πριν σαράντα χρόνια δώσαν την άδεια, ο καθένας ελεύθερα να λατρεύει 
τη θρησκεία του. Τότε χιλιάδες κρυπτοχριστιανοί άρχισαν να φανερώνονται. Δεινή αποκάλυψη ήταν 
αυτό για τους Τούρκους. Μ' όλα τα μέσα προσπαθούσαν να σταματήσουν το κακό που πάθαιναν. 
Πήραν  μέτρα  άσχημα.  Εξευτέλιζαν,  ταπείνωναν.  Τώρα,  που  κέρδισαν  τον  πόλεμο  του  '97,  δε 
διστάζουν να σκοτώνουν ακόμα και στα φανερά όποιον τολμήσει να φανερωθεί. 

—Το ίδιο έγινε πιο παλιά με τον παππουλή μου. 

—Τι έγινε με τον παππουλή σου; ρωτά ο παπάς. 

—Τον σκότωσαν, γιατί βάφτισε τα παιδιά του, βαφτίστηκε ο ίδιος και παντρεύτηκε τη νενέ μου την 
Άννα με παπά. Τι τα θέλετε; Μαύρη είναι η ζωή μας. Να 'σαι υποχρεωμένη να λατρεύεις το Χριστό 
στα κρυφά. Αχ, να γίνει καλά η Μεριέμ, και να πάμε στη Σμύρνη, να παντρευτεί με χριστιανό. Όχι με 
κρυπτοχριστιανό. Να μη ζήσει τη δικιά μας διπλή ζωή. Ό,τι λαχταράμε, το κάνουμε στα κρυφά. Κάθε 
χρόνο  πάμε  στη  Σμύρνη  να  μεταλάβουμε.  Νηστεύουμε  σαράντα  μέρες,  και  με  χίλιες  προφυλάξεις 
βγάζουμε  το  γιασμάκι  και  μ'  ένα  μαύρο  φακιόλι  μπαίνουμε  στην  εκκλησιά.  Κάθε  Μεγάλη 
Παρασκευή ερχόμαστε εδώ, στο μαχαλά σας, στον Άι Δημήτρη, να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο και 
να πάρουμε Αγιολούλουδα. 

—Ξέρω, ξέρω, τέκνον μου, έκανε ο παπάς. Μίλησέ μας για τους γονείς σου. Από πού ήρθατε; 

—Απ'  το  Ακ‐Νταγ.  Η  μάνα  της  μάνας  μου,  η  Άννα,  ήταν  απ'  την  Καισάρεια.  Για  να  γλιτώσει  τον 
αδερφό της το Γιάννη, δέχτηκε να παντρευτεί Τούρκο, αφού αυτός πρώτα της ορκίστηκε ότι η νενέ 
του ήταν χριστιανή και γρήγορα θα βαφτιζόταν κι ο ίδιος. Την πήγε στην Άγκυρα, όπου ήταν η θέση 
του και το σπίτι του. 

Μόλις  έμαθε  η  νενέ  μου  η  Άννα  ότι  ο  αδερφός  της  ήταν  στην  Πόλη  και  δεν  κινδύνευε  η  ζωή  του, 
αποφάσισε να φύγει. Την πιάσαν την ώρα που ανέβαινε στον αραμπά, όξω απ' την Άγκυρα. Ύστερα 
από  λίγους  μήνες  πήρε  φαρμάκι.  Σαν  τρελλός  έκανε  ο  άντρας  της.  Έφερε  τους  πρώτους  γιατρούς. 
Την πρόφτασαν. Γλίτωσε. 

«Τι έχεις; Δεν είσαι ευχαριστημένη μαζί μου; Δε σκέπτεσαι, που είσαι γκαστρωμένη; Θες να πάρεις 
ψυχή  στο  λαιμό  σου;  Δε  λογαριάζεις  το  παιδί  μας,  που  'χεις  στα  σπλάχνα  σου;»  Της  φιλούσε  τα 
χέρια  κι  έκλαιγε,  σαν  παιδί.  «Τι  σου  λείπει;»  «Όλα»,  απαντούσε  εκείνη.  «Η  μάνα  μου,  τ'  αδέρφια 
μου,  η  θρησκεία  μου.  Δε  θέλω,  ακούς,  δε  θέλω  να  ζήσω.  Με  ξεγέλασες.  Μου  'πες  ότι  είσαι  στην 
ψυχή χριστιανός. Τούρκος, Τούρκος είσαι». «Σου 'πα, Άννα, η νενέ μου ήταν χριστιανή. Την αγόρασε 
ο παππουλής μου στη Σμύρνη σ’ ένα παζάρι. Αυτή με μεγάλωσε. Μάνα δε γνώρισα, πέθανε πάνω 
στη γέννα της σε μένα. Πολλές φορές μου μιλούσε για το Χριστό. Συχνά μου 'πιανε το δεξί χέρι, και 
με μάθαινε να κάνω το Σταυρό μου. Όλα γίνονταν στα κρυφά. Έτρεμε μη μας πάρει χαμπάρι κανείς 
και το προφτάσει στον πατέρα μου, που όλο βρισκότανε σε ταξίδια. Μια μέρα, θα 'μουνα έξι‐εφτά 
χρονώ,  ετοιμάστηκε  να  με  λούσει.  Ούτε  βδομάδα  είχε  περάσει  που  'χε  πεθάνει  ο  πατέρας  μου. 

Digitized by 10uk1s 
Θυμάμαι με τι αγάπη, και πόσο παράξενα με κοιτούσε, καθώς ήμουνα τσίτσιδος στη σκάφη. Αφού 
ξέπλυνε  τις  σαπουνάδες  απ'  το  κορμί  μου,  παίρνει  ένα  μπουκαλάκι  λάδι  στα  χέρια,  κάνει  την 
προσευχή  της,  ύστερα  γεμίζει  τη  δεξιά  της  φούχτα  με  λάδι  κι  αρχίζει  να  με  αλείβει  παντού,  στο 
πρόσωπο, στο κορμί». «Ο Θεός ας με συγχωρέσει. Σε βάφτισα. Σ’ έκανα χριστιανό. Ηλία σ’ έβγαλα, 
όπως  σε  φωνάζω,  όχι  Αλή».  Τρεις  ευχές  μου  'δωσε,  πριν  πεθάνει.  Να  μην  αρνηθώ  το  Χριστό,  να 
παντρευτώ  χριστιανή,  και  να  βαφτίσω  τα  παιδιά  μου  με  παπά.  Θυμάμαι,  μόλις  είδα  τα  όμορφα 
τσακίρικά σου μάτια, είπα μέσα μου. «Νενέ, έγινε η μια σου ευχή. Χριστιανή θα πάρω. Η Άννα θα 
βοηθήσει να γίνουν κι οι άλλες». 

Λύγισε η Άννα, γιατί τον αγαπούσε πια. «Γιατί δε γίνεσαι χριστιανός;» «Εύκολο το 'χεις; Αυτοί από 
μικρό με παρακολουθάνε. Ακόμα κι όταν σπούδαζα στην Πόλη, καταλάβαινα ότι με υποψιάζονταν. 
Ύστερα  με  διορίσανε  σ’  αυτή  τη  θέση.  Πώς  να  κινηθώ  ελεύθερα;  Μια  μέρα  όλα  θα  γίνουν.  Και 
χριστιανός  θα  βαφτιστώ  και  τα  παιδιά  μας  χριστιανοί  θα  γίνουν.  Κι  ο  γάμος  μας,  ορθόδοξος  με 
παπά, όπως σου έχω υποσχεθεί, θα γίνει. Περίμενε, να ξεφύγω πρώτα απ' τη δουλειά μου». 

Ησύχασε η Άννα. Ζούσε με την ελπίδα να 'ρθει η ευλογημένη ώρα. Το 'ταξε, ότι τότε θα πήγαινε πια 
στην Καισάρεια, στους δικούς της. 

Πέρασαν  δέκα  χρόνια.  Βάφτισε  τα  παιδιά  της.  Τη  μάνα  μου  την  έβγαλαν  Κατίνα,  τ'  όνομα  της 
μητέρας της. Γκαντίν τη φώναζαν στα τούρκικα, εκείνη το 'χει διαλέξει. Το γιο της το Χασάν, Γιάννη, 
το  όνομα  του  αδερφού  της.  Βαφτίστηκε  κι  ο  άντρας  της  Ηλίας.  Στεφανώθηκαν  κιόλας.  Τέσσερα 
μυστήρια σε μια ώρα, όπως μας έλεγε. Δόξα τω Θεώ, είπε, και πήγαν όλοι μαζί στην Καισάρεια. Η 
μάνα  της,  η  Κατίνα,  λες  και  την  περίμενε.  Μόλις  τους  είδε,  τους  ευλόγησε  κι  έκλεισε  τα  μάτια. 
Γύρισαν στην Άγκυρα ευτυχισμένοι. 

Βδομάδα  δεν  πέρασε,  και  φέραν  τον  άντρα  της  Άννας,  τον  παππουλή  μου,  σκοτωμένο.  Ένα  χαρτί, 
καρφιτσωμένο στο στήθος, έγραφε: «Έτσι τιμωρούν τους αρνησίθρησκους. Το ίδιο θα πάθουν και 
τα παιδιά σου, αν αλλαξοπιστήσουν». 

Απελπισμένη χτυπιόταν η Άννα. Ένας κρυπτοχριστιανός μας πήρε μαζί του στο Ακ‐Νταγ. Εκεί πέθανε 
η νενέ μου η Άννα. Εκεί παντρεύτηκε κι η μάνα μου η Κατίνα. Εκεί γεννήθηκα, κι εκεί παντρεύτηκα 
κι  εγώ.  Κρυπτοχριστιανός  ο  άντρας  μου  απ'  τον  Πόντο,  μόνο  διωγμούς  και  μαρτύρια  γνώρισαν  οι 
δικοί του. 

Η  Μεριέμ  έγινε  γρήγορα  καλά.  Τώρα  έρχεται  τακτικά  στο  σπίτι  της  Πουσούς  και  παίζουν  με  την 
Ελένη. Κι οι δυο οικογένειες συνδέθηκαν πιο πολύ. Εκεί που δε χώριζαν, ήταν στ' αμπέλια. Μαζί να 
παίξουν τα παιδιά. Μαζί να κάνουν παρέα οι μεγάλοι. 

Συχνά  πήγαιναν  στο  Καρά‐Τσάι  οι  δυο  γυναίκες  και  τα  δυο  παιδιά.  Πήγαιναν,  κι  όταν  δεν  το 
ζητούσαν οι δουλειές, έτσι, για να ξεδώσουν, να πάρουν τον αέρα τους και να τα πουν. Καβάλα η 
Πουσού  με  την  Ελένη  στο  'να  γαϊδούρι,  η  Αινέ  Χανούμ  με  τη  Μεριέμ  στ'  άλλο,  κι  ο  παραγιός  της 
Πουσούς  από  κοντά,  με  τα  πόδια.  Όλοι  τους  κάναν  χάζι  το  σκυλί,  τον  Αράπη,  πότε  να  τρέχει 
μπροστά,  να  κοντοστέκεται,  να  γυρίζει  το  κεφάλι  και  να  τους  κοιτάζει,  πότε  να  μένει  ξοπίσω,  κι 
ύστερα,  λαχανιασμένος,  να  κάνει  σάλτα  να  τους  προσπερνά  και  χαρούμενα  να  κουνά  πέρα‐δώθε 
την ουρά του. 

Παίρναν μαζί τους ψωμοτύρι, ψήναν στα φρύγανα τον κεντινό τους καφέ, και, πριν πέσει ο ήλιος, 
γύριζαν στη Μαγνησία. Την άνοιξη κόβαν αμπελόφυλλα για σαρμάδες, μάζευαν ραδίκια και λογής 
χόρτα,  και  το  Μάη  αγριολούλουδα  και  χαμομήλι.  Τα  παιδιά  τρώγαν  τσάγαλα  απ'  τις  μυγδαλιές  κι 
ακροβλάσταρα  απ'  τα  κλήματα.  Αργά,  το  φθινόπωρο,  χαίρονταν,  όταν  ανακάλυπταν  κάτω  απ'  τα 
κιτρινισμένα  κληματόφυλλα  κανένα  νεφεργκέ.  Μέλι  ήταν  τ'  όψιμο  παραγενωμένο 
τσαμπουροστάφυλο. 

Digitized by 10uk1s 
 

Η Ελένη τ' αγαπούσε αυτό το χτήμα, στο Καρά‐Τσάι. Ο χείμαρρος αυτός κατέβαινε απ' το Σίπυλο. Το 
χειμώνα ανέβαινε ίσαμε την άκρη, στις καλαμιές, και το καλοκαίρι δε στέγνωνε ποτέ. 

Τις  καυτές  μέρες,  όταν  ο  ήλιος  καψάλιζε  τη  γη  κι  η  πλάση  αγκομαχούσε  για  δροσερή  ανάσα, 
ερχόταν και καθόταν στη χλωρή πρασινάδα. Άπλωνε τα πόδια και τα πλατσούριζε στο νερό. Άκουε 
τα βατράχια κάτω απ' τις πέτρες να χαλνούν τον κόσμο με τη βραχνιασμένη τους φωνή. Σήκωνε το 
κεφάλι,  όταν  τα  πουλιά  τινάζονταν  μαζεμένα  να  κάνουν  ένα  γύρο,  να  φάνε  κάτι,  κι  ύστερα  να 
γυρίζουν  στη  δροσιά  των  πυκνόφυλλων  κλαδιών.  Έβλεπε  τα  βάτα  και  τις  λυγαριές  να 
χαδιολογούνται  με  τα  νερά,  και  το  ποταμάκι  να  κυλά,  ασημοπράσινο,  κάτω  απ'  τα  δέντρα  και  τα 
θάμνα. Πάντα είχε μαζί της το κέντημά της. Όμως δεν κατάφερνε να βάλει βελονιά. 

—Στα δεκαπέντε μπήκες, Ελένη, πότε θα κάνεις την προίκα σου; την απόπαιρνε η Πουσού. 

—Δε βιάζομαι μαμά. Θέλω, όσο γίνεται πιο πολύ, να μείνω κοντά σας. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ 

Στα είκοσι έξι του χρόνια ο Θανάσης πήγε στον Ιορδάνη ποταμό κι έγινε χατζής. Όταν γύρισε απ' το 
χατζηλίκι, πήρε την απόφαση να γίνει καλόγερος. 

Ο  Θανάσης  γεννήθηκε  στην  Ήπειρο,  στο  Μικρό  Περιστέρι.  Πέντε  χρονώ  έχασε  τη  μάνα  του  στη 
γέννα του μικρότερου αδερφού του, του Μήτσου. Στο χρόνο απάνω παντρεύτηκε ο πατέρας του και 
πέθανε, όταν ο Θανάσης ήταν οχτώ χρονώ. Πεντάρφανα τα δυο παιδιά, ζούσαν με τη μητριά, που 
'χε κιόλας ξαναπαντρευτεί. Πριν κλείσει τα δώδεκα ο Θανάσης, βρέθηκε στη  Σμύρνη, να δουλεύει 
στο  φούρνο  ενός  μακρινού  θειου  του.  Χρόνια  δούλεψης  κι  άνοιξε  τον  πρώτο  φούρνο  στη 
Μαινεμένη.  Ο  πρώτος  φούρνος  έφερε  το  δεύτερο.  Σε  λίγο  έχτισε  ξενοδοχείο  καρσί  στο  κονάκι.  Οι 
δουλειές  μεγάλωναν.  Άρχισε  εμπόρια  μ'  αλεύρι  και  σταφίδες.  Τότε  έφερε  απ'  την  Ήπειρο  τον 
αδερφό  του,  το  Μήτσο.  Στα  είκοσι  πέντε  του  ήταν  γαμπρός  περιζήτητος,  όμως  δεν  ήθελε  να 
παντρευτεί. 

Όταν γύρισε απ' το χατζηλίκι, πήγε στη Μαγνησία να ταχτοποιήσει τις δουλειές του. Πέρασε κι απ' 
το μανιφατουριέρικο του Δημητρού Καρατζόπουλου να τον αποχαιρετήσει. 

—Τι έμαθα, τι έμαθα, κάνει ο Καρατζόπουλος, είναι αλήθεια; 

—Αλήθεια. 

—Με τα σωστά σου; Δηλαδή, το πήρες απόφαση να γίνεις καλόγερος; 

—Με τα σωστά μου. 

—Από πότε; Και γιατί; 

—Από  μικρός.  Να  σου  πω,  κυρ  Δημητρό,  η  ζωή  μου  μαύρη  ήτανε  κοντά  στη  μητριά.  Μερόνυχτα 
έκανα προσευχή να με γλιτώσει ο Θεός και να του αφιερώσω τη ζωή μου. 

—Καλά. Και τώρα το σκέφτηκες; Τώρα, που 'κανες τόση περιουσία; 

—Τώρα, που πήγα στον Άι Τάφο, είδα ότι όλα είναι μάταια. 

—Βρε, έλα στα συγκαλά σου, νέο παιδί και θες να ταφείς ζωντανός... Ύστερα, η πρώτη ευλογία του 
Θεού είναι: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γη». 

—Σάματι κι εσύ το 'χες σκοπό να παντρευτείς; 

—Άλλος  ο  λόγος  με  μένα.  Δύσκολη  η  μητέρα  μου.  Καμιά  νύφη  δεν  της  άρεσε.  Γι'  αυτό  και 
παντρεύτηκα σ’ αυτή την ηλικία την Πολύμνια. Όμως κάλιο αργά παρά ποτέ. 

Εκείνη την ώρα ήρθε κι ο Παντελής. 

—Τι βλέπω, κι ο Θανάσης εδώ! Τι νέα, Θανάση; Έμαθα, έμαθα. Μας έγινες και χατζής. 

—Να 'ναι μονάχα χατζής... κάνει ο Καρατζόπουλος. 

—Τι; Έγινε και τίποτα άλλο; Μα καλύτερα ελάτε απ' το σπίτι, κι εκεί τα λέμε. Έλα, Θανάση, θα 'ναι κι 
η Πολύμνια εκεί. Άντε, Δημητρό, ακόμα; Το φαΐ μάς περιμένει. 

Digitized by 10uk1s 
Μια που 'χε τελειώσει τις δουλειές του, ο Θανάσης δεν είπε όχι. Η Πουσού κι η Πολύμνια απ' την 
πόρτα άρχισαν τα καλωσορίσματα. Μέσα, το τραπέζι έτοιμο, στρωμένο. 

—Η κόρη μας, η Ελένη, συστήνει ο Παντελής. Δεν έτυχε να τη γνωρίσεις. 

Τα  'χασε  ο  Θανάσης.  Τι  ομορφιά  είναι  τούτη!  Τα  μεγάλα  αμυγδαλωτά  μάτια  λάμπουν  σαν 
διαμάντια.  Το  σταρένιο  γλυκό  μουτράκι  και  γύρω  τα  κορακίσια  μαλλιά,  κάδρο  σε  κορνίζα.  Και  τι 
λεβέντικο κορμί! 

—Δεν ήξερα ότι έχεις τόσο μεγάλη κόρη, κάνει σαστισμένος ο Θανάσης. 

—Τώρα ξετσούμισε. Πέρσι ήταν ένα πολειφάδι. 

—Πόσω χρονώ είναι; 

—Πορπατάει στα δεκαεφτά. 

—Ελάτε,  θα  κρυώσουν  τα  φαγιά,  φωνάζει  ο  Δημητρός,  π'  άρχισε  κιόλας  να  τρώει.  Έτσι  μπράβο, 
καθίστε. 

—Στην  υγειά  σας,  ό,τι  ποθείτε.  Άντε  και  γαμπρός,  Θανάση.  Στσι  χαρές  σου,  Ελένη,  τσουγκρίζει  τα 
ποτήρια ο Παντελής. 

—Στην υγειά σας. Στην υγειά σας. 

—Τι λέτε και «γαμπρός». Ο Θανάσης πάει για καλόγερος, κάνει ο Δημητρός. 

—Όχι δα, ξαφνιάστηκαν η Πουσού κι η Πολύμνια. 

—Αλήθεια είναι; ρωτά ο Παντελής. 

Μιλιά ο Θανάσης. 

—Δε λες τίποτα, Θανάση, τον σκουντάει ο Δημητρός. 

—Δεν άκουσα, κάνει ο Θανάσης, που δε σκέφτεται παρά την Ελένη. 

—Αλήθεια, θες να γένεις καλόγερος; 

—Δεν αλλάζετε κουβέντα, αναψοκοκκίνησε ετούτος. 

Πριν τελειώσει το τραπέζι, το 'χε πάρει απόφαση ο Θανάσης να παντρευτεί την Ελένη. Όταν φεύγαν 
με το Δημητρό και την Πολύμνια τους το 'πε στο δρόμο. 

—Κι η καλογερική; 

—«Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γη», δεν είπε ο Θεός; 

Γέλασαν κι οι τρεις. 

Δεν της καλοφάνηκε της Ελένης, σαν της είπαν ότι τη ζήτησε ο Θανάσης σε γάμο. 

—Γιατί;  Πλούσιος  είναι.  Όσο  για  τίμιος  και  καλός,  δε  γίνεται  παραπάνω.  Άφησε,  στην  εξυπνάδα. 
Ταίρι δεν έχει, θέλει να την πείσει ο Παντελής. 

—Εμ στην ομορφιά πάει πίσω; Συμπληρώνει η Πουσού. Ξανθός με μεγάλα γαλανά μάτια και σγουρά 

Digitized by 10uk1s 
μαλλιά. Θα 'σαστε το πιο ταιριαστό ζευγάρι. Να δεις, τι όμορφα παιδιά που θα κάνετε! 

—Και το μπόι του; λέει δειλά η Ελένη. 

—Ε, καλά, καλά, την αποπαίρνει η Πουσού. Τι τον ήθελες, κανέναν «κατέβα να φάμε;» Ύστερα, δεν 
ξέρεις την παροιμία: «Ο ψηλός είναι δούλος του κοντού». Οι Τούρκοι λένε: «Ουζούν αντάμ αχμάκ 
ολούρ». (Ψηλός άντρας, κουτός γίνεται). 

Πες, πες, γύρισαν τα μυαλά της Ελένης. 

Μόλις αρβωνιάστηκαν, νοίκιασε ο Θανάσης σπίτι  στη  Μαινεμένη.  Δεν ήθελε ν' αγοράσει, ούτε να 


χτίσει,  γιατί  σκόπευε  να  ζήσουν  αργότερα  στη  Σμύρνη.  Τα  έπιπλα  τ'  αγόρασαν  απ'  το 
φραγκομαχαλά. Όλα ήταν κατευθείαν απ' την Ευρώπη. Το βενετσιάνικο σαλόνι. Η σκαλιστή κονσόλα 
με το βενετσιάνικο καθρέφτη, που 'φτανε ώσαμε το ταβάνι. Το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι της μέσης 
με  το  πράσινο  μάρμαρο,  ίδιο  με  της  κονσόλας.  Η  καρυδένια  τραπεζαρία.  Το  μπρούντζινο  κρεβάτι, 
που άστραφτε λες κι ήτανε μάλαμα. Σα νύφη καμάρωνε στην κρεβατοκάμαρα, όταν το στόλισαν με 
την κουνουπιέρα την τούλινη, το ροζ μεταξωτό πάπλωμα, τα κεντημένα μαξιλάρια και το γύρο, όλο 
κέντημα  και  νταντέλα.  Τίποτα  δεν  έλειπε  απ'  το  σπίτι.  Ίσαμε  και  πιάνο  έφερε  ο  Θανάσης  απ'  τη 
Βιέννη. Όταν ντουζντίστηκε το καινούργιο νοικοκυριό, φτάσαν απ' τη Σμύρνη κι απ' τη Μαγνησία οι 
συγγενείς της Ελένης. Η μητέρα της Αναστασία, οι αδερφές της Ευαγγελία και Χρύσα, ο αδερφός της 
ο Δημητρός με τη γυναίκα του τη Δέσποινα και τα δυο παιδιά τους, την Αργυρώ και την Αστερόπη. Η 
μαμά η Πουσού, ο μπαμπάς ο Παντελής, ο θειος Δημητρός κι η θεία Πολύμνια. 

Ο Θανάσης δεν είχε κανένα συγγενή. Μόνο τον αδερφό του το Μήτσο, που μένανε μαζί. Όμως όλοι 
οι μεγαλονοικοκυραίοι της Μαινεμένης ήτανε καλεσμένοι του. 

Βδομάδες μιλούσανε για το γάμο. Στα καφενεία, στα σπίτια, στις γειτονιές. Γυναίκες κι άντρες. 

—Χρόνια είχε να δει η Μαινεμένη τέτοιο γάμο. 

—Τι πλούτος, τι κόσμος, τι μεγαλεία! 

—Τόσο όμορφη νύφη δεν ξανάδα. Αυτή πρέπει να τη λένε ωραία Ελένη! 

—Είδατε, τι νυφικό; Όλο μετάξι, κέντημα και νταντέλα! Δέκα πήχες θα 'ταν μονάχα η ουρά του. 

—Έτσι,  μες  στα  κάτασπρα  με  το  ουάλι,  τσι  μπλίρες,  τα  πούλουδα,  και  γύρω  γύρω  οι  αναμμένες 
λαμπάδες, σωστή νεράιδα σφάνταζε. 

—Κι όλοι στην αρχή τον κογιονάρανε. Θυμάστε τι λέγαμε; «Πήγε για χατζής και γύρισε με νύφη». 

—Χαλάλι. 

Αμέσως  μετά  το  γάμο  αγόρασε  ο  Θανάσης,  που  πια  τον  λέγανε  Χατζηνάσο,  τ'  αμπέλι.  Ήτανε  ένα 
χτήμα δέκα στρέμματα, με κλήματα και πολλά καρποφόρα δέντρα, λίγο πιο έξω απ' τη Μαινεμένη. 

Η  πρώτη  του  δουλειά  ήταν  να  φέρει  αμπελουργούς  να  το  σκάψουν,  να  ξεριζώσουν  τα  γέρικα 
κλήματα, να βάλουν καινούργια. 

Ύστερα να το μπολιάσουν με καλές ράτσες, και να φυτέψουν κι άλλα καρπερά δέντρα. 

Digitized by 10uk1s 
Μαζί  με  τις  λεσπέρικες  δουλειές,  έβαλε  μπροστά  και  τον  κούλα.  Δίπατος,  με  παράθυρα  απ'  τις 
τέσσερις  μεριές,  για  να  'χει  από  παντού  θέα.  Δυο  μεγάλες  κάμαρες  στο  ισόγειο  κι  η  κουζίνα.  Μια 
σκάλα  έβγαζε  στο  πάνω  πάτωμα,  στις  δυο  κρεβατοκάμαρες.  Η  μια,  των  γονιών,  είχε  πόρτα  στο 
δώμα, πάνω απ' την κουζίνα. 

Μόλις σουβαντίστηκε ο κούλας, φέρνει ο Θανάσης Γερμανό μηχανικό, απ' τη Σμύρνη, να στήσει τον 
ανεμόμυλο. Τη χαβούζα και το χαβουζάκι τ' άφησαν στο τέλος. 

Δεν τελείωσε χρόνος, ούτε κι ο κούλας ήταν ακόμα έτοιμος, και γεννήθηκε ο γιος. 

—Θεόκλητο θα το βγάλουμε, όχι του πατέρα μου τ' όνομα. Πρώτα η θρησκεία. 

Το δεύτερο ήτανε κορίτσι. 

—Μαζί  με  τη  θρησκεία  έρχεται  η  πατρίδα,  λέει  πάλι  ο  πατέρας.  Όλγα  θα  το  πούμε,  το  όνομα  της 
βασίλισσάς μας. 

Το τρίτο το θέλανε αγόρι, για να του δώσουν τ' όνομα του νέου βασιλιά που θα παραλάβει την Πόλη 
και  την  Αγιά  Σοφιά.  Όμως  έγινε  κορίτσι.  Το  βγάλανε  Ιφιάνασσα,  το  άλλο  όνομα  της  κόρης  του 
Αγαμέμνονα, που θυσιάστηκε για την πατρίδα κι έδωσε τη νίκη στην Ελλάδα. 

Ήρθε κι ο Κωνσταντίνος. Ήταν το τέταρτο παιδί. Το πέμπτο, η Σοφία, πήρε τ' όνομα της βασίλισσας. 
Στο  έκτο,  δώσανε  πια  το  όνομα  Ανέστης,  του  πατέρα  του  Θανάση.  Το  έβδομο,  που  γεννήθηκε  το 
1919, το είπανε Λευτέρη. Διπλή σημασία είχε τ' όνομα. Έφερε τη λευτεριά στη Μικρασία. Λευτέρης 
ήταν τ' όνομα του Βενιζέλου. Το τελευταίο παιδί, που γεννήθηκε το 1922, το βαφτίσανε Βασίλη, τ' 
όνομα του πατέρα της Ελένης. 

Με τη γέννηση του πρώτου παιδιού, τους φέρανε απ' τις Φώκιες ένα κορίτσι, ώσαμε δεκατεσσάρω 
χρονώ. 

—Πάρτε  το,  ψυχικό  θα  κάνετε.  Είναι  πεντάρφανο.  Τον  πατέρα  του  τον  σκότωσαν  οι  Τούρκοι,  κι  η 
μάνα του πέθανε από κακό σπυρί, παρακαλεί η θεια του, η Λαμπρινή, η γυναίκα που το συνοδεύει. 

Θα το κρατήσουμε, κάναν κι οι δυο μαζί. Τώρα, με το παιδί, μας χρειάζεται ένα κοριτσάκι. Πώς το 
λένε; 

—Πατσού. 

—Τι όνομα είν' αυτό; 

—Παρασκευή  τη  βαφτίσαμε,  όμως  Πατσού  τη  φωνάζουνε.  Μην  τη  βλέπετε  έτσι  ζαρωμένη,  είναι 
άξια. Ξέρει όλες τις δουλειές του σπιτιού. 

Με τις σφαγές του Σερέκιοϊ, τους φέρανε το Κατινιώ, δώδεκα χρονώ. Μονάχα αυτό είχε σωθεί απ' 
ολόκληρη την οικογένεια. Σε λίγο καιρό, ήρθε κι η Βασώ με τον άντρα της, τον Κώτσο, απ' τα Κούλα. 
Της  Βασώς  η  μάνα,  η  Σταθούλα,  ήτανε  παρακόρη  στη  νενέ  της  Ελένης,  στη  Μαρία  Αμπλά,  στο 
Χορόσκιοϊ,  και  μια  που  ήτανε  και  μακρινοί  συγγενείς,  ήρθαν  τώρα  με  το  διωγμό  απ'  τα  Κούλα  να 
βρουν  αποκούμπι  εδώ,  στου  Χατζηνάσου.  Ο  Κώτσος,  που  τον  λέγανε  πια  στη  Μαινεμένη  ο 
Κούλαλης,  έπιασε  δουλειά  χαμουρκιάρης  στο  φούρνο,  κι  η  Βασώ  με  την  Πατσού  αναλάβανε  τις 
δουλειές  του  σπιτιού.  Το  Κατινιώ  κουβαλούσε  το  μωρό,  έφερνε  απ'  το  τσινάρι  βρυσικό  νερό,  κι 

Digitized by 10uk1s 
έκανε  λογής  χουσμέτια.  Παραδουλεύτρα  ταχτική  ήτανε  η  Ραλιά,  απ'  τη  Μυτιλήνη.  Στις  μπουγάδες 
και στα μεγάλα ξεσηκώματα έρχονταν κι οι ξαδερφάδες της Ραλιάς. Οι παραγιοί κουβαλούσαν με το 
γάιδαρο απ' τ' αμπέλι και το μποστάνι ζαρζαβάτι, φρούτα, καρπούζια και καβούνια. Φέρναν απ' το 
φούρνο το γκιουβέτσι και τα φαγώσιμα, π' αγόραζε ο Χατζηνάσος απ' το τσαρσί. 

Ταιριαχτό  αντρόγυνο,  ο  Θανάσης  κι  η  Ελένη,  ζούσαν  τα  πρώτα  χρόνια  ευτυχισμένα.  Είχαν  υγεία, 
πλούτη.  Ο  Θεός  τούς  έδωσε  όμορφα,  έξυπνα  και  γερά  παιδιά.  Οι  δουλειές  πήγαιναν  όλο  και 
καλύτερα.  Κοντά  του  είχε  τον  αδερφό  του,  το  Μήτσο,  που  βοηθούσε  στο  εμπόριο.  Στο  τέλος 
ανάλαβε αυτός και τους δυο φούρνους. Κάποιος έπρεπε να 'ναι από πάνω να επιβλέπει τη δουλειά 
και τους δέκα παραγιούς. Ο Θανάσης, με τη μανία που 'χε με τη μελέτη και τα βιβλία, το 'χε ρίξει 
πολύ έξω. 

Η  μανία  του  Θανάση  για  τα  γράμματα,  ήτανε  ο  καημός  του  παιδιού,  που  τ'  αγαπούσε,  και  δεν 
μπόρεσε να σπουδάσει. Τώρα, που 'βαλε σειρά στη ζωή του, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, να 
διαβάζει και να μελετά. Είχε τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της Μαινεμένης. Αγόραζε απ' τη Σμύρνη τα 
καλύτερα βιβλία. Αδυναμία είχε στα θρησκευτικά και στα πατριωτικά. Πιο πολύ όμως αγαπούσε τη 
γραμματική. Ώρες ατέλειωτες παιδευόταν να μάθει τους κανόνες. Κανένα ορθογραφικό λάθος δεν 
έκανε. Όλο τα 'βαζε με την Ελένη που ήταν ανορθόγραφη. 

—Οχτώ χρόνια σκολειό, και γράφεις το ένατος με δύο νι, τη μάλωνε. 

—Σκοτίστηκα,  του  απαντούσε  εκείνη.  Τι,  σαν  και  σένα  που  κόλλησες,  σα  βδέλλα  στα  βιβλία;  Θα 
κουρκουτιάσεις  και  θα  γελά  ο  κόσμος.  Άφησες  τις  δουλειές  και  το  'ριξες  στα  γράμματα  και  στο 
πιάνο. Καλά που 'ναι ο Μήτσος, που κυνηγάει τη δουλειά. Αλλιώς δεν ξέρω τι θα γενόμασταν. 

Ο Θανάσης δε μιλούσε. Ο νους του πήγαινε στα μικράτα του, όταν τον τράβηξαν απ' το σκολειό, απ' 
τη  δεύτερη  τάξη  του  Δημοτικού,  τότε  που  πέθανε  ο  πατέρας  του.  Ό,τι,  τόσα  χρόνια  του  έλειπε, 
βρήκε  τώρα  την  ευκαιρία  να  το  χαρεί.  Από  καιρό  κάνει  μαθήματα  στη  Σμύρνη.  Γαλλικά  με  το 
μουσιού  Βανσώ,  και  πιάνο  με  το  Γερμανό  Βέμπερ.  Πήγαινε  για  δουλειές,  και  μόλις  τέλειωνε, 
τραβούσε  ίσια  στους  δασκάλους.  Πού  να  το  μάθαιναν  στη  Μαινεμένη...  Θα  τον  παίρναν  όλοι  στο 
μεζέ. Ούτε και στην Ελένη το 'πε. 

Άλλη  μανία  του  Θανάση  ήτανε  τ'  αμπέλι.  Κοντά  στους  αμπελουργούς,  τότε  που  'καναν  κύλισμα, 
έμαθε την τέχνη. Ξεχώρισε κάμποσα δέντρα και κλήματα, κι ατός του τα φρόντιζε. Τριάντα ροδιές 
μπόλιασε μόνος του, που 'καναν ρόδια καντηνάρια, με ρόγες μεγάλες σαν ρεβύθι. Μπόλιασε και την 
κυδωνιά μηλιά. Όλοι οι γνωστοί μιλούσαν για την επιτυχία. Κι όταν, μια μέρα, ο αγέρας έσπασε το 
φτερό του μύλου, και σαν δε βρήκαν το Γερμανό μηχανικό πουθενά, δε δίστασε να καταπιαστεί ο 
ίδιος. Μέρες παιδευότανε. Μόνταρε, ξεμόνταρε, ώσπου στο τέλος τα κατάφερε. Ύστερα καμάρωνε 
το μύλο να γυρίζει όπως πρώτα. 

Ανάμεσα  στα  βιβλία,  στ'  αμπέλι,  και  λίγο  στις  δουλειές  περνούσε  η  ζωή  του  Χατζηνάσου,  ώσπου 
κηρύχτηκε ο πόλεμος. 

Digitized by 10uk1s 
1914­1918 

Η Μαινεμένη κι ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν Φον Σάντερς 

Από νωρίς μαζεύτηκε η δημογεροντία στα γραφεία της κοινότητας να σκεφτεί τι θα πει στο Γερμανό 
στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς, που ειδοποίησε ότι  θα  'φτανε στη Μαινεμένη με τη μεσημεριάτικια 
πόστα. 

Σκεφτικοί, και με σφιγμένη την καρδιά, τράβηξαν όλοι για το σταθμό, εκείνη τη μέρα του Μάρτη του 
1914, κι ας  ήταν άνοιξη γελούμενη και ζεστή.  Τα  σκολειά  σε  παράταξη, με τις κόκκινες παντιέρες, 
από ώρα περίμεναν εκεί. 

Στη  μέση  ο  αρχιμανδρίτης  Μαυρίδης,  και  γύρω  του  οι  επίτροποι,  ο  Νικόλας  Σαραφείδης,  ο 
Δημήτρης Μεϊμάρογλου, ο Στρατής Μεϊδάνης κι ο σκολάρχης Γρηγοριάδης, λες κι ήρθαν σε κηδεία. 

Αλύγιστος, στην πρωσική στολή του και με το μεγάλο σταυρό στο στήθος, κατεβαίνει απ' το τρένο ο 
Λίμαν Πασάς, όπως τον λέγανε οι Τούρκοι. 

Ύστερα απ' την υποδοχή και τα καλωσορίσματα, τον οδήγησε η δημογεροντία με τις καρότσες στην 
Άγια Παρασκευή, όπου έγινε δοξολογία. Μετά τη δοξολογία ανέβηκαν στα γραφεία της Κοινότητας. 
Εκεί προσφέρθηκαν αναψυκτικά και γλυκίσματα. 

Ένας ένας μίλησαν οι επίτροποι για τους φόβους, τις ανησυχίες τους, για το μέλλον της Ρωμιοσύνης. 

Εκείνος,  με  μάτι  γυαλωμένο,  με  πρόσωπο  αγέλαστο,  ακούει  χωρίς  να  μιλά.  Ύστερα  αρχίζει  τις 
ερωτήσεις: 

—Πόσους κατοίκους έχει η Μαινεμένη; 

—Δώδεκα χιλιάδες. 

—Πόσους Ρωμιούς; 

—Κοντά  οι  μισοί  είναι  Ρωμιοί.  Έχει  και  λίγους  Αρμενέους,  και  κάμποσους  Εβραίους.  Οι  υπόλοιποι 
είναι Τούρκοι. 

—Με τι ασχολούνται οι Ρωμιοί; 

—Οι πιο πολλοί είναι χτηματίες, που είναι μαζί και ισναφλήδες. Κάμποσοι είναι μπαξεβαναίοι και 
λεσπέρηδες.  Ένα  μέρος  απ'  τους  κατοίκους  ασχολείται  με  το  εμπόριο:  σταφίδα,  αλεύρι,  κριθάρι, 
βαμβάκι, καπνό, ξυλεία, λαχανικά, φρούτα. Είναι κι οι βιομηχανίες λαδιού, σαμολαδιού, αλευριού, 
βαμβακιού,  ξυλείας.  Ο  εργατικός  κόσμος  απ'  τη  Μαινεμένη  και  τα  γύρω  χωριά  δουλεύει  στις 
λεσπέρικες δουλειές και στη γλυκόριζα, που εκμεταλλεύεται Αγγλική Εταιρία. 

—Πόσα χωριά έχει η Μαινεμένη; 

—Σαράντα πέντε. 

—Πόσα τουρκοχώρια; 

Digitized by 10uk1s 
—Πολύ  λίγα.  Στα  πιο  πολλά  είναι  μικτός  ο  πληθυσμός.  Στα  κεφαλοχώρια  Σερέκιοϊ,  Γκερένκιοϊ, 
Αλήαγα, Ολουτζάκ, και σε άλλα, ζούνε μονάχα χριστιανοί. 

—Είχε άλλο όνομα η Μαινεμένη στην αρχαιότητα; 

—Ναι,  λεγόταν  Τήμνος,  απάντησε  ο  σκολάρχης.  Ήτανε  πατρίδα  του  διδασκάλου  της  ρητορικής 
Ερμαγόρα. 

—Από πού βγήκε το όνομα Μαινεμένη; 

—Φαίνεται από το Μαινόμενον Πεδίον. 

—Τι θα πει αυτό; 

—Το  χώμα  της  είναι  τόσο  πλούσιο  και  καρπερό,  που  η  βλάστηση  εδώ  μαίνεται.  Η  γη  είναι  η 
καλύτερη της περιοχής. Σχηματίστηκε απ' τις προσχώσεις του Έρμου ποταμού. 

—Γιατί τον λένε Γκεντίζ; 

—Απ' το χωριό Γκεντίζ, απ' όπου πηγάζει. Θένε να πούνε, ότι και Μαινόμενο ποταμό τον λέγαν οι 
κάτοικοι, όταν τον έπιανε η τρέλα και πλημμύριζε. 

—Υπάρχουν τίποτα αρχαία απ' την πόλη Τήμνο; 

—Όχι, γιατί έγιναν πολλές πλημμύρες και προσχώσεις, χώρια κάθε τόσο οι σεισμοί. 

—Ίσως να βρίσκονται μέσα στη γη... Είσθε ευχαριστημένοι με την πτώση του Χαμίτ; 

—Ναι, αφού αυτό είναι για το καλό της Τουρκίας. 

—Πώς σας φαίνεται το νεοτουρκικό κομιτάτο «Ένωσις και Πρόοδος»; 

Ανάσανε η επιτροπή, μόλις βρέθηκε όξω. 

—Καλά  κάναμε  και  του  'παμε  όλοι,  μ'  ένα  στόμα,  ότι  είμαστε  ευχαριστημένοι  με  το  νεοτουρκικό 
κομιτάτο. 

—Μας τρέλανε στις ερωτήσεις. Τι σκοπό είχανε όλ' αυτά; Ανάκριση μας έκανε; 

—Δεν  καταλάβατε,  πήρε  το  λόγο  ο  σκολάρχης,  τον  έστειλε  ο  Κάιζερ  να  βολιδοσκοπήσει,  να 
μελετήσει, να δει με τα μάτια του. 

—Και γιατί; 

—Γιατί περιηγήθηκε τα παράλια της Μικράς Ασίας; Για να διώξουν εμάς, να χαθούμε στο εσωτερικό 
και να καταλάβουν τα μέρη μας οι ίδιοι. 

—Και τι δουλειά έχει ο Γερμανός στα χώματά μας; 

—Θέλει αποικίες. Δεν τον χωράει ο τόπος του. 

—Κι οι Τούρκοι; 

—Αυτοί  κοιμούνται.  Ο  Ρωμιός  πρέπει  να  εξοντωθεί.  Αυτός  έχει  τα  πόστα  στα  χέρια  του.  Αυτός 
κυβερνάει με το μυαλό και με το χρήμα, κι ας μη φαίνεται. 

Digitized by 10uk1s 
—Κι οι Νεότουρκοι; 

—Αυτοί  είναι  που  μας  μισούν.  Απ'  το  1909  άρχισαν  οι  δολοφονίες.  Πότε  στα  μουλωχτά,  πότε  στα 
φανερά.  Από  τότε,  απ'  το  κακό  στο  χειρότερο.  Δε  βλέπετε  πού  φτάσαμε;  Τα  παράλια  αδειάζουν. 
Όλοι  όπου  φύγει  φύγει.  Αφήνει  ο  κοσμάκης  περιουσίες  κι  αγαθά  και  πάει  στην  Ελλάδα,  με  την 
ελπίδα να ξαναγυρίσει γρήγορα. Ξέρει, ότι αν τον φευγατίσουν στο εσωτερικό της Μικρασίας, εκεί 
θ' αφήσει τα κόκαλά του. Είδατε τι προσφυγιά κουβαλήθηκε στη Σμύρνη; Ώσαμε κι ο αυλόγυρος της 
Άγιας Φωτεινής γεμάτος. 

—Φοβάμαι,  ότι  κι  εμείς  τα  ίδια  θα  πάθουμε.  Δε  βλέπω  φως.  Σκοτάδι  πλάκωσε  τη  Ρωμιοσύνη  της 
Μικρασίας και της Θράκης. 

Δεν  πέρασε  μήνας  απ'  την  επίσκεψη  του  Λίμαν  φον  Σάντερς  κι  η  κατάσταση  χειροτέρεψε.  Οι 
Τούρκοι  γίνονταν  πιο  απειλητικοί,  πιο  προκλητικοί.  Άρχισαν  κιόλας  να  κουβαλιούνται 
τρομοκρατημένοι  οι  Ρωμιοί  απ'  τα  γύρω  χωριά.  Και  στη  Μαινεμένη  είχαν  κάθε  τόσο  κι  ένα 
λαχτάρισμα.  Ξυλοδαρμοί,  αρπαγές,  απειλές.  Όταν,  τις  προάλλες,  ο  φανατισμένος  οπαδός  του 
κομιτάτου  Σουλεϊμάν  έδωσε  σαράντα  λίρες  στον  Τουρκοπέρση  Ατζά‐Μπατζάκ  να  σκοτώσει  το 
Στραβολαίμη,  κι  ύστερα,  αφού  τον  σκότωσε,  καυχόταν  ότι,  έτσι  θα  ξεκάνει  και  τους  άλλους, 
απελπισία έπιασε τον κόσμο. 

Τον ίδιο καιρό άρχισαν οι διωγμοί κι η τρομοκρατία στ' Αξάρι, στ' Αϊβαλί, στα Βουρλά, στ' Αλάτσατα, 
στις Φώκιες. 

Στις Φώκιες 

Κι άλλες φορές είχαν δοκιμαστεί οι Φώκιες. Σεισμοί, φωτιές, σφαγές δεν άφηναν να πάρει ανάσα. 
Τούτη  τη  φορά  όμως  σκοπός  ήταν  το  ξερίζωμα.  Γι'  αυτό  χτυπούσαν  από  παντού,  κι  όπως 
μπορούσαν. Σκότωναν, έκαιγαν, ρήμαζαν. Χτεσινοί νοικοκυραίοι παράτησαν το βιος τους και πήραν 
το  δρόμο  της  προσφυγιάς.  Κλαίγαν  και  δέρνονταν,  όταν  φτάσανε  στη  Μαινεμένη.  Ιστορούσαν  τα 
δεινά τους και τελειωμό δεν είχαν. 

Κουβάλησε  με  τον  αραμπά  του  αναίσθητη  τη  Λαμπρινή,  ο  μπαρμπα  Σωτήρης,  ο  κουμπάρος  της. 
Σταμάτησε στο σπίτι του Χατζηνάσου, όπου δούλευε η ανιψιά της, η Πατσού. 

—Δεν έχει κανέναν πια στον κόσμο, κάνει ο μπάρμπα Σωτήρης. Μπροστά στον άντρα της και στο γιο 
της την ατιμάσανε. Την ώρα που αυτή σκλήριζε και κομματιαζόταν, σφάζουνε και τους δυο. Κόβει ο 
ένας  τα  αχαμνά  του  γιου  της  και  ύστερα  του  αντρός  της.  Αρπάει  απ'  το  καρσινό  χασάπικο  ένα 
τσιγγέλι  και  τα  κρεμάει.  Τα  κουνάει  μπροστά  στα  μάτια  της,  τα  γουρλωμένα.  «Πες,  ποια  αχαμνά 
είναι  του  γιου  σου,  ποια  του  αντρός  σου;».  Εκείνη  έκλεισε  τα  μάτια  κι  έμεινε  ασάλευτη.  Ύστερα 
βάζουν φωτιά στο σπίτι της. Τρέχω εγώ και την αρπάω. Την ώρα που τη φόρτωνα στον αραμπά, μου 
φωνάζει  ο  χασάπης.  «Μάστορα,  έλα,  το  γκιαούρικο  κρέας  τζάμπα  το  δίνω»,  και  μου  δείχvει 
ανθρώπινα πόδια και χέρια κρεμασμένα στα τσιγγέλια. 

Όλοι σταυροκοπιουνται και κλαίνε. 

—Και  που  να  βλέπατε  ακόμα,  συνεχίζει  ο  μπάρμπα  Σωτήρης.  Πέντε  Τουρκαλάδες  στη  σειρά 
ατιμάζανε,  μπροστά  στον  πατέρα  του,  το  κοριτσάκι  του  γείτονά  μου,  του  Τάσου.  Με  την  κάνη 
γυρισμένη στον κρόταφο, τον υποχρέωναν να έχει τα μάτια του ανοιχτά. Μετά κόβουν το στηθάκι 
του κοριτσιού και μπουκώνουν μ' αυτό το στόμα του πατέρα. «Φάε», του λένε. Ύστερα κόβουν και 
τα δικά του αχαμνά, και τα χώνουν στο στόμα του κοριτσιού, που ψυχομαχούσε μες στα αίματα. 

Digitized by 10uk1s 
Η  Πατσού,  με  λυγμούς  κοιτάει  τη  θεια  της.  Απλώνει  το  χέρι  στα  μαλλιά,  στα  μάγουλα.  Της 
κουβεντιάζει, τη χαϊδεύει, τη φιλάει στο στόμα. 

Εκείνη  έχει  ανοιχτά  τα  μάτια.  Βλέπει,  χωρίς  να  βλέπει.  Ακούει,  χωρίς  ν'  ακούει.  Το  στόμα  δεν 
ανοίγει, ούτε για μιλιά, ούτε για νερό, ούτε για φαΐ. 

—Δε μου φαίνεται καλά, λέει ο Χατζηνάσος. Ετοιμάσου, Πατσού, να την πάμε σε νοσοκομείο, στη 
Σμύρνη. 

Ούτε βδομάδα δεν έζησε. Τώρα πια, όλοι οι συγγενείς της Πατσούς ήτανε πεθαμένοι. 

Στο Σερέκιοϊ 

Ήρθε κι η σειρά του Σερέκιοϊ. Στην αρχή δοκίμασαν να σκιάξουν το χριστιανοχώρι μ' αιφνιδιασμούς. 
Πιστολίδι, φωτιές, γιουρούσια. Παλικάρια οι Σερεκιοΐτες αντιστάθηκαν με θάρρος. Αφόπλισαν τους 
Τούρκους,  σβήσαν  τις  φωτιές  και  τους  κυνήγησαν  όξω  απ'  το  χωριό.  Τα  χρειάστηκαν  οι  Τούρκοι, 
όμως δεν το βάζουν κάτω. Ξεσηκώνουν τα γύρω τουρκοχώρια. Έρχεται βοήθεια κι απ' τον τακτικό 
στρατό της Μαγνησίας, κι αρχίζει γενική επίθεση. Δε σταυρώνουν τα χέρια οι Σερεκιοΐτες. Χύνοναι 
στους  δρόμους  και  χτυπάνε  με  γκράδες,  με  μαρτίνια,  με  λιανοντούφεκα,  με  πέτρες,  με  ξύλα. 
Πολεμούν λυσσασμένα τον τακτικό στρατό. Βρίσκουν ευκαιρία οι άτακτοι και ξεγλιστρούν. Πατάνε 
σπίτια, σκοτώνουν παιδιά, ατιμάζουν γυναίκες. Αρχίζουν το πλιάτσικο και βάζουν στα σπίτια φωτιά. 

Με  θολωμένο  μυαλό  πολεμάει  ο  Σκούφος.  Ο  νους  του  στ'  αγγονάκι  του,  που  'ναι  αβάφτιστο. 
Σαράντα χρονώ ο Σκούφος, κι είναι παππούλης. Θα μπορούσε να 'ναι παιδί του, αν δεν πέθαινε η 
γυναίκα του στη γέννα της μοναχοκόρης τους, ή αν ξαναπαντρευόταν. Δεν ήτανε γραφτό. Ας είναι. 
Τώρα  αγαπάει  διπλά  το  παιδί  της  μοναχοκόρης  του.  Δε  λέει  κι  η  παροιμία  «του  παιδιού  μου  το 
παιδί  δυο  φορές  παιδί  μου;».  Μονάχα,  σε  τούτες  τις  κακιές  ώρες,  να  'ταν  το  παιδί  βαφτισμένο... 
Πώς  όμως;  Ο  γαμπρός  του  καίεται  απ'  τον  παροξυσμό.  Κι  οι  γυναίκες,  από  μέρες  σφαλισμένες, 
κλαίνε τη μοίρα τους. 

Η μάχη συνεχίζεται. Τα κορμιά πέφτουν. Οι Τούρκοι ζορίζονται, όμως με πιο πολύ γινάτι πολεμούν. 
Από  μακριά,  βλέπει,  ο  Σκούφος  τ'  αρχοντικό  του  ορθάνοιχτο  και  καπνοί  να  βγαίνουν  από  μέσα. 
Παλάβωσε. Χύνεται, με το όπλο στο χέρι, στο ντουμανιασμένο σπίτι. Η μάνα του κι η κόρη του χάμω 
σφαγμένες.  Γκιόλι  το  αίμα  στο  πάτωμα.  Πουθενά  το  παιδί.  Πουθενά  ο  γαμπρός.  Μπαίνει  στην 
κρεβατοκάμαρα. Το ντουμάνι τον πνίγει. Το μάτι του σκαλώνει στη μουσάντρα. Καλμπούρι απ' τις 
κουρσουμιές η πόρτα. Πριν καλοανοίξει, κύλησε βαρύς στο πάτωμα ο γαμπρός του με το εγγονάκι 
του σφιχτά στην αγκαλιά. Δύσκολα ελευθέρωσε ο Σκούφος το βρέφος απ' τα ξυλιασμένα χέρια του 
γαμπρού του. Με το μωρό στο ζερβί χέρι και το πιστόλι στο δεξί, ρίχνεται στο δρόμο. Αδειάζει τις 
σφαίρες στο τούρκικο μπουλούκι. Λένε, τρεις άτακτους σκότωσε. Καβαλάει τ' άσπρο άλογο και, με 
το μωρό στην αγκαλιά, τραβάει για τη Μαινεμένη, ίσια στην Άγια Παρασκευή. 

—Βάφτισέ το γρήγορα, λέει στον ξαφνιασμένο παπά. Μονάχα αυτό μ' απόμεινε. Κάνε γρήγορα, να 
προφτάσω να πάω στο Κορδελιό, μη μου πάθει τίποτα. 

—Αυτό είναι πεθαμένο, κυρ Σκούφο. 

Με αίμα πλήρωσε το Σερέκιοϊ. Κοντά διακόσιοι οι σκοτωμένοι. Χώρια οι λαβωμένοι. Όμως με αίμα 

Digitized by 10uk1s 
πλήρωσαν  κι  οι  Τούρκοι.  Ακόμα  να  γονατίσει  το  χρισιιανοχώρι,  κι  ας  έφυγαν  οι  πλούσιοι  στο 
Κορδελιό,  κι  απ'  εκεί  πολλοί  στην  Ελλάδα.  Κι  ας  έπεσαν  λεβέντικα  κορμιά.  Κι  ας  ρημάχτηκαν  τα 
σπίτια τους. 

Ο Ταλαάτ στη Μαινεμένη 

Ταράχτηκε ο Ταλαάτ, ο υπουργός των εσωτερικών. Έρχεται με το τρένο στη Μαινεμένη να δει με τα 
μάτια του, τι γίνεται. Ακριβά στοίχισε σ’ όπλα και θυσίες ο γκιαουρότοπος. Ακόμα να ξεκαθαρίσει η 
κατάσταση. 

Όταν το 'μαθαν οι επίτροποι βάζουν τα σκολειά μπροστά με τις κόκκινες παντιέρες και πάνε να τον 
υποδεχτούνε.  Βρήκαν  στο  σταθμό  τον  καϊμακάμη,  το  διευθυντή  της  αστυνομίας,  και  Τούρκους 
αξιωματικούς  να  περιμένουν.  Μόλις  έφτασε  το  τρένο,  και  πριν  κατεβεί  ο  Ταλαάτ,  τρέχουν  οι 
Τούρκοι  να  τον  καλωσορίσουν.  Τους  άρπαξε  στις  βρισιές  και  τους  ξαποστέλνει  με  μούντζες. 
Σαστισμένοι  αυτοί  τραβάνε  στην  άκρη.  Ξέρουν  ότι  φταίνε.  Το  σχέδιο  ήταν,  μετά  το  Σερέκιοϊ,  να 
χτυπήσουν  τη  Μαινεμένη,  αυτούς  τους  φανατισμένους  τουρκομάχους,  που  κατοικούνε  στον  πιο 
πλούσιο τόπο της περιοχής. 

Την ώρα, που ήταν έτοιμος να προχωρήσει ο Ταλαάτ, τρέχουν οι μαθητές κι αρχίζουν τα ζήτω και τα 
τσουπανάκια.  Ημέρωσε  το  μούτρο  του  υπουργού.  Αρχίζει  κι  η  επιτροπή  τα  καλωσορίσματα.  Τον 
συνοδεύουν  όλοι  μαζί  στο  καφενείο  του  Αρπατζή.  Ανοίχτηκε  η  μεγάλη  σάλα  του  καφενείου  κι 
άρχισαν  τα  τραταρίσματα  κι  οι  τσιριμόνιες.  Του  πρόσφεραν  πεσκέσια,  τον  γέμισαν  με  κολακείες. 
Τον έφεραν στο φιλότιμο. Τον παρακάλεσαν να μην πειραχτεί η Μαινεμενη. 

—Τι  να  σας  κάνω;  Θέλω  να  σας  βοηθήσω  να  μην  πάθετε  κακό.  Όμως  πώς  να  τα  βάλω  με  τους 
άτακτους; 

—Αν  κηρυχτεί  στρατιωτικός  νόμος,  κανείς  δε  θα  τολμήσει  να  πειράξει  τη  Μαινεμένη,  λέει  ο 
Μεϊμάρογλου. Εμείς με τους ντόπιους μια χαρά τα περνάμε. 

—Να 'στε ήσυχοι. Κανένας δε θα σας πειράξει. Θα δώσω διαταγές στο στρατό και στην αστυνομία, 
υποσχέθηκε ο Ταλαάτ, πιο πολύ από φόβο μην αποτύχει η επίθεση στη Μαινεμένη. 

Μόλις  έφυγε  ο  Τούρκος  υπουργός,  λες  κι  ήταν  συνεννοημένοι  όλοι  τους,  κουβαλήθηκαν  τα  γύρω 
τουρκοχώρια,  κατέβηκαν  τα  μπουλούκια  απ'  τα  κοντινά  υψώματα,  φτάσαν  κι  οι  άτακτοι  να 
χτυπήσουν τη Μαινεμένη. Πριν προλάβουν να κινηθούν, δίνει διαταγή ο στρατός κι η αστυνομία να 
διαλυθούν.  Αυτοί  προκαλούν  και  χλευάζουν.  Μερικοί  γίνονται  επιθετικοί,  ρίχνουν  στον  αέρα, 
βρίζουν,  ουρλιάζουν.  Αναγκάζεται  ο  στρατός  να  πυροβολήσει.  Δημιουργείται  πανικός.  Κάμποσοι 
σκοτώθηκαν.  Ξαφνιασμένοι,  οι  άλλοι,  σκορπίστηκαν  στον  κάμπο  και  στα  χτήματα.  Ξερίζωσαν 
κλήματα, κομμάτιασαν δέντρα, ρήμαξαν τα σπαρτά. 

Πλήρωσε η σοδειά, όμως γλίτωσε η Μαινεμένη απ' τη σφαγή και το κακό. Μονάχα το μποϋκοτάζ, 
που  'χε  αρχίσει  το  Δώδεκα  στα  μουλωχτά,  γινόταν  τώρα  στα  φανερά,  και  με  σύστημα.  Το 
Νεοτουρκικό Κομιτάτο σχημάτισε επιτροπές σε κάθε τόπο, που κάνανε έλεγχο στα τιμολόγια. Αν ο 
αποστολέας  ήτανε  Ρωμιός,  βρίσκανε  χίλιους  τρόπους  να  καθυστερήσουν  ή  να  εμποδίσουν  να 
φτάσει στον προορισμό του το εμπόρευμα. Το άφηναν στο σταθμό, στις αποθήκες, να σαπίσει. Κι 
αν, κάποτε, έφτανε στα χέρια του παραλήπτη, ήτανε πια άχρηστο. 

Ο Κατουρλής είχε την ατυχία να πάρει το Δεκατέσσερα το τοφούρι. Μάζεψε ό,τι μπόρεσε να σωθεί 

Digitized by 10uk1s 
απ'  τη  μανία  των  Τούρκων  και  το  'στειλε  με  τα  βαγόνια  στο  Σαλιχλί,  στο  Ουσάκ,  στο  Αφιόν  Καρά 
Χισάρ.  Μήνας  πέρασε  και  χαμπάρι  δεν  ήρθε.  Αναγκάστηκε  να  γράψει.  Κανείς  δεν  παράλαβε 
εμπόρευμα.  Πήγε  στο  καρακόλι  να  κάνει  τα  παράπονά  του.  Τον  πέταξαν  με  τις  κλοτσιές.  Την  ίδια 
μέρα  έρχεται  στο  μαγαζί  του,  στο  Νταζ  Χαν,  ένας  Τούρκος  να  ψωνίσει.  Κακόβαλε  ο  Κατουρλής. 
Χρόνια  τώρα  οι  Τούρκοι,  από  τότε  που  άρχισαν  το  μποϋκοτάζ,  δεν  ψωνίζουν  απ'  τους  Ρωμιούς. 
Διάλεξε ο Τούρκος τα καλύτερα σταφύλια, πήρε δυο καβούνια κι ετοιμάζεται να φύγει. 

—Εμσερί, του λέει ο Κατουρλής. Πού πας; Τον παρά. 

—Παρά γιοκ. Φτάνει πια. Τόσα χρόνια σας πλερώναμε. 

Κάνει  ο  Κατουρλής  ν'  αρπάξει  απ'  τα  χέρια  του  Τούρκου  τα  σταφύλια,  τρώει  μια  γροθιά  στο  μάτι. 
Δίνει δέκα αυτός. Πριν μαζευτεί κόσμος, και πριν φτάσει το καρακόλι, το 'σκασε. Τώρα ξέρει, ότι δεν 
μπορεί πια να μείνει στη Μαινεμένη. Προτού νυχτώσει, έφυγε με τ' άλογο στο Κορδελιό. Εκεί βρήκε 
πολλούς  Σερεκιοΐτες  κρυμμένους,  που  τους  καταζητούσαν  οι  Τούρκοι.  Μαζί  μ'  αυτούς,  χωρίς 
διαβατήριο και χωρίς ναύλα, με μια βεβαίωση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, μπαρκάρισε για την 
Ελλάδα. 

Η τρομοκρατία στη Μαινεμένη 

Τα δεινά της Μαινεμένης άρχισαν το φθινόπωρο, όταν η Τουρκία βγήκε στον πόλεμο, στο πλευρό 
του Κάιζερ. Πριν απ' όλα, σταμάτησε το εμπόριο. Κλείσαν οι πόρτες της Ευρώπης. Ποιος να τολμήσει 
να πάει να δουλέψει στην Μπάνιζα; Δυο σκοτώσανε μέσα σε μια βδομάδα. Τον Αντρίκο Νικολέλη 
και τον Παρασκούλια. Όποιος δοκίμασε να πάει να δει τα κτήματά του, δεν ξαναγύρισε. Έτσι, σιγά 
σιγά,  ρουμάνιασαν  τα  χωράφια  στην  Μπάνιζα.  Βοσκοτόπια  για  τα  ζα  των  Τούρκων  κατάντησαν. 
Έπηξε η γλυκόριζα στη γη. Πάει η σουλτανιά, «η χρυσή λίρα», όπως τη λέγαν στις Κούμες. Έρημα και 
τα  Κράτσα  με  τα  μαύρα  σταφύλια.  Πάνε  πια  τα  γκιοστίματα.  Ποιος  κοτούσε  να  ξεμυτίσει  απ'  τη 
Μαινεμένη; Ακόμα και στους μαχαλάδες είχε συρθεί ο τρόμος. Με χτυποκάρδι ζούσαν στην Αρμενιά 
οι Αρμένηδες. Νωρίς μανταλώνονταν στα σπίτια στο Τσινάρι. Πού κέφι για καβγά και για γλέντι στην 
Καραμανιά;  Δεν  κοτάς  να  περάσεις  μονάχος  απ'  τον  Κατσίμπασα.  Κάθε  τόσο  κι  ένα  κρούσμα  στο 
δρόμο προς το Σερέκιοϊ. Ένα πηγάδι, πλάι στο Γκεντίζι, γέμισε πτώματα. Λέσι βρωμάει από μακριά ο 
τόπος. Δεν παίζουν πια παιδιά στις αλάνες. Ούτε κι οι νοικοκυρές μαζεύονται στον Κάτω Μαχαλά, 
μπροστά στις πόρτες. Πριν την ώρα τους κλείνουν τα μαγαζιά στο Ρωμέικο. Νέκρωσαν οι δουλειές. 
Τυχεροί όσοι πρόφτασαν κι έφυγαν στην Ελλάδα. 

Επιστράτευση 

Το  μεγάλο  κακό  ήρθε  με  την  επιστράτευση.  Όλοι  οι  Ρωμιοί  από  δεκαοχτώ  ώσαμε  σαράντα  πέντε 
χρονών  έπρεπε  να  καταταγούν  στο  στρατό.  Δεν  είχαν  δικαίωμα  να  κρατούν  όπλο.  Ούτε  και 
στρατιωτική  στολή  να  φορέσουν.  Αυτοί  προορίζονταν  για  τ'  Αμελέ  Ταμπουρού,  στα  βάθη  της 
Μικρασίας, να σπάνε πέτρα, να φτιάχνουν δρόμους. 

Πολλοί γλίτωσαν, πληρώνοντας μπεντέλι. Οι πλούσιοι απ' το περίσσεμα. Οι νοικοκυραίοι, βάζοντας 
χέρι στη σερμαγιά. Οι βιοπαλαιστές απ' το υστέρημα. Σαράντα χρυσές, εξήντα χρυσές, ανάλογα με 
την  ηλικία.  Δεν  καλοησύχασαν  οι  χριστιανοί,  κι  αρχίζει  νέα  ενόχληση.  Οι  Τούρκοι  ζητάνε  άλλο 
μπεντέλι,  με  πιο  πολλές  λίρες.  Όσοι  δεν  μπορούν  να  πληρώσουν  για  δεύτερη  φορά,  αυτούς  τους 

Digitized by 10uk1s 
στέλνουν  στην  πέτρα,  εκεί  που  δε  θα  γύριζαν  πια.  Κάθε  τόσο  κι  έρχεται  κλήση  για  νέο  μπεντέλι. 
Εξανεμίστηκαν  οι  οικονομίες  των  χριστιανών.  Έκαναν  φτερά  τα  χρυσαφικά  της  οικογένειας.  Ένας 
ένας  εξαφανίζονται  οι  άντρες.  Άλλοι  στ'  Αμελέ  Ταμπουρού,  άλλοι  γίνονται  κατσάκηδες.  Γυναίκες, 
γέροι, παιδιά αναλάβανε τώρα τις δουλειές και τα μαγαζιά. 

Οι συμφορές του Θανάση 

Στο  τρίτο  μπεντέλι  γονάτισε  ο  Χατζηνάσος.  Με  το  σταμάτημα  του  εμπόριου,  είχε  πια  περιοριστεί 
στους δυο φούρνους. Τώρα, που κάνανε επίταξη το ξενοδοχείο και το γέμισαν με τούρκικο στρατό, 
δύσκολα  τά  'βγαζε  πέρα.  Έπρεπε  ν'  αρχίσουν  οικονομίες.  Πολλές  ήτανε  οι  τρεις  παρακόρες.  Ποια 
όμως να διώξεις; Ξεκληρισμένες κι οι τρεις, αυτόν είχαν προστάτη. Η Πατσού, απ' τις Φώκιες, στα 
χέρια του μεγάλωσε. Η Βασώ, τώρα που πήρανε τον άντρα της και τον στείλανε στην πέτρα, αυτούς 
έχει αποκούμπι. Και το Κατινιώ, απ' το Σερέκιοϊ, έρημο και πεντάρφανο, απ' αυτόν περιμένει. Έτσι, 
όλες  τις  κράτησε.  Ακόμα  κι  οι  παραδουλεύτρες  δεν  έλειπαν  απ'  το  σπίτι  του.  Όχι,  γιατί  τόσο 
χρειάζονταν. Έρχονταν όλες να φάνε ένα κομμάτι ψωμί. Δόξα τω Θεώ, όσο είχε τους φούρνους, το 
ψωμί μπόλικο το 'χαν. Ύστερα τ' αμπέλι δυο δρασκελιές ήταν όξω απ' τη Μαινεμένη. Μπορεί να μην 
γκιόστιζαν πια, όμως κάθε τόσο πήγαινε ο παραγιός με το γαϊδούρι, κι όλο κάτι κουβαλούσε. Κάνα 
σταφύλι, κάνα φρούτο, κάνα ζαρζαβατικό. Σα λιμασμένοι χιμούσαν όλοι να φάνε. Ξέχασαν πια τι θα 
πει ζάχαρη. Τώρα διπλή η γλύκα κι η αξία του σταφυλιού. Καμιά φορά πήγαινε κι ο Χατζηνάσος με 
τον  μπάρμπα  Γιώργη  στα  κλεφτάτα.  Το  μεράκι  δεν  τον  άφηνε.  Ήθελε  κι  αυτός  να  βοηθήσει  στο 
κλάδεμα, στο ξεβοτάνισμα. Ένα μεσημέρι πήγε ο μπάρμπα Γιώργος με τον ταχτατζή, το Γιουσούφ, 
να  κλαδέψουν  τα  κλήματα  και  να  κουβαλήσουν  τις  κληματσίδες  στο  σπίτι.  Ο  μπάρμπα  Γιώργης 
πάνω  στο  γάιδαρο,  ο  ταχτατζής  με  τα  πόδια,  φτάσαν  στ'  αμπέλι.  Μια  κουρσουμιά  πήρε  ξυστά  το 
Γιουσούφ  στο  μπράτσο.  Ένας  αρματωμένος  Τούρκος  τρέχει  καταπάνου  τους.  Μόλις  βλέπει  τον 
ταχτατζή, βάζει τις φωνές. 

—Τι πήγα να κάνω, φίλε μου Γιουσούφ! Αχ, τι πήγα να κάνω! Γιαμπανά θα σε σκότωνα. 

—Τι θες εδώ; Γιατί έριξες; 

—Μ' έστειλαν να σκοτώσω το Χατζηνάσο. 

Απ' εκείνη τη μέρα, κανείς πια δεν πάτησε στ' αμπέλι. 

Σε  μια  βδομάδα  ήρθε  στο  σπίτι  του  Χατζηνάσου  ο  Οσμάν  αγάς,  γείτονας  στο  τσαρσί,  που  πούλαε 
νταρί, κριθάρι, σίκαλι και φροκαλόσπορο για τα ζώα. 

—Για δουλειά ήρθα, Χατζηνάσο εφέντη. 

—Καλώς τον. Τι δουλειά  σ’ έφερε  εδώ; Γιατί δεν  περίμενες να σηκωθώ απ' το κρεβάτι,  να μου τα 


πεις στο μαγαζί; 

—Είν' ανάγκη να μιλήσουμε οι δυο μας. Στο μαγαζί ακούνε πολλά αυτιά. 

—Λέγε. 

—Ο στρατός χρειάζετα ψωμί. Εσύ έχεις δυο φούρνους. 

—Τι θες να πεις; 

Digitized by 10uk1s 
—Να,  να  συνεταιριστούμε.  Να  εφοδιάζουμε  εμείς  το  στρατό  με  ταΐνια.  Θα  μας  δίνουν  μπόλικο 
αλεύρι.  Όσο  περισσεύει,  θα  το  ανακατεύουμε  με  φροκαλόσπορο.  Άλλο  τίποτα  δεν  έχει  το  μαγαζί 
μου.  Και  λίγη  αχιλιά  δε  βλάπτει.  Με  ξίκικα  ντάρα,  θα  κερδίσουμε  λίρες  με  την  ουρά.  Ποιος  θα 
μπορέσει  να  κάνει  παράπονα;  «Κρα»,  κάνει  ο  κόσμος  σήμερα  για  το  ψωμάκι.  Που  να  φτάσει  ο 
βιζικάς...  Εσύ,  έτσι  κι  αλλιώς,  σταμάτησες  πια  τα  εμπόρια.  Ως  πότε  θα  πλερώνεις  μπεντέλι;  Τα 
βερεσέδια ξέγραψέ τα. Που θα βρεις παράδες; 

—Μπεντέλι δε θα ξαναπλερώσω. 

—Γιατί; 

—Τώρα είμαι πια πολύτεκνος. Τέσσερα έγιναν τα παιδιά μου. 

—Θα σου επιτάξει ο στρατός τους φούρνους. 

—Τον ένα θα τον αφήσει. Από πού θα παίρνει ο κόσμος το ψωμί του με το βιζικά; 

—Είναι  του  Μώκου,  του  Στέφου,  του  Χαστόγλου,  του  Κρασά,  του  Μπατζάκα,  του  Βασιλαρά,  του 
Νερατζή. 

—Δε γίνεται, Οσμάν εφέντη. 

—Όπως θες. Εσύ θα μετανοιώσεις. 

Όταν ο Θανάσης τα κουβέντιασε με τον αδερφό του το Μήτσο, αυτός τον αποπήρε. 

—Θα χτυπάς το κεφάλι σου, π' αρνήθηκες. 

—Τι  ήθελες,  δηλαδή,  να  δεχτώ;  Να  τροφοδοτώ  τον  εχτρό  μας;  Να  ταΐζω  φροκαλόσπορο  τον 
κοσμάκη; 

—Και ν' αφήσεις να πεθάνουν τα παιδιά σου απ' την πείνα; Να στείλουν εμένα στην πέτρα; Αντέχεις 
να πλερώνεις και για μένα μπεντέλι; Αν αναλάβουμε να εφοδιάζουμε το στρατό με ταΐνια, κανένας 
δε θα τολμήσει να μας πειράξει. 

—Μα παλάβωσες, Μήτσο; Πώς μιλάς έτσι; 

—Δυο οικογένειες έχεις να θρέψεις, Θανάση. Τη δικιά σου και της κουνιάδας σου, της Ευαγγελίας. 
Τέσσερα παιδιά έχεις εσύ και τρία αγόρια η Ευαγγελία. Από τότε που χάθηκε ο άντρας της στ' Αμελέ 
Ταμπουρού, εσύ είσαι ο προστάτης τους. Χώρια οι παρακόρες, οι παραγιοί, και τόσοι που 'ρχονται 
εδώ να φάνε ένα κομμάτι ψωμί. Ύστερα, ξέρεις πόσο θα βαστάξει ο πόλεμος; 

—Σταμάτα πια. 

Την άλλη μέρα έρχεται τρεχάτος στο σπίτι ο μπισιρτζής, ο Αναστάσης. 

—Αφεντικό, οι Τούρκοι βάλανε φωτιά στο φούρνο. Μόλις είχαμε φουρνίσει, μας βγάλαν όξω με τις 
κλοτσιές. Ουρά περίμενε ο κόσμος μπροστά στο φούρνο. Κανένα δεν άφησαν να πλησιάσει. Τρέχα 
να δούμε τι θα γένει; 

—Τι να κάνω εγώ; Ασφαλισμένοι είναι κι οι δυο φούρνοι. Έπρεπε να ειδοποιήσετε τον Μαντζαβίνο. 

—Ποιον  Μαντζαβίνο;  Τώρα  είναι  πόλεμος.  Καμιά  ασφάλεια  δεν  ισχύει.  Ούτε  τις  τουλούμπες 
άφησαν να 'ρθουν. 

Digitized by 10uk1s 
«Εσύ θα μετανοιώσεις», μου 'πες, Οσμάνη. 

—Λες τίποτα, αφεντικό; 

—Όχι,  παραμιλάω.  Πήγαινε.  Κάντε  ό,τι  μπορείτε.  Εγώ  είμαι  άσκημα  κρυωμένος.  Φαίνεται 
ξανακύλησα. Δε θα βγω απ' το σπίτι. 

Ολόκληρη τη νύχτα, άγρυπνοι, ο Θανάσης κι η Ελένη, ψάχνουν να βρούνε λύση. Χαράματα βρόντηξε 
απανωτά η ξώπορτα. Πετάχτηκαν κι οι δυο απ' το κρεβάτι. 

—Εγώ  θ'  ανοίξω,  λέει  η  Ελένη.  Εσύ  κρύψου.  Είσαι  κι  άρρωστος.  Αμάν,  μη  σε  πιάσει  εκείνος  ο 
γαϊδουρόβηχας. Χώσου γρήγορα πίσω απ' την κουρτίνα. 

Τρεις τζανταρμάδες στην πόρτα, το Θανάση ζητάνε. 

—Καλώς τους, θέλει να τους χασομερήσει η Ελένη. Το Χατζηνάσο θέλετε; Δεν είναι εδώ. 

Δεν  της  δώσανε  σημασία.  Μπαίνουν  στο  σπίτι  και  τραβάνε  ίσια  στην  κρεβατοκάμαρα.  Ψάχνουν 
κάτω  απ'  το  κρεβάτι,  κάτω  απ'  τα  έπιπλα.  Άνοιξαν  την  ντουλάπα.  Πάνε  στο  κλειστό  παράθυρο. 
Τραβάνε την κουρτίνα. Είχε κουνηθεί το πανί της κουρτίνας; Είχαν δει από κάτω τα πόδια του; Ποιος 
ξέρει... Όρθιος ο Θανάσης, φάντασμα σε σάβανο μοιάζει με το άσπρο μακρύ νυχτικό. 

—Ετοιμάσου, σε ζητάνε στο καρακόλι. 

—Τι θένε; 

—Μια πληροφορία μονάχα. 

Όπως όπως ντύθηκε βιαστικά μπροστά τους. 

—Πού  μου  τον  πάτε;  Τι  τον  θέλετε;  Δε  βλέπετε  ότι  είναι  άρρωστος;  Μπήγει  τα  κλάματα  η  Ελένη. 
Βάζουν  τις  φωνές  οι  παρακόρες.  Ξύπνησε  το  μωρό  στην  κούνια.  Ξύπνησαν  τα  παιδιά  στο  σπίτι. 
Πατάνε τις τσιρίδες όλοι. Σηκώθηκε η γειτονιά στο πόδι. Αναμαλλιασμένες τρέχουν οι γυναίκες να 
δούνε τι συμβαίνει. 

Ο Θανάσης πασκίζει να δώσει κουράγιο. Ξέρει ότι για καλό δεν τον κουβαλάνε μές στα ξημερώματα. 

—Μη φοβάσαι, Ελένη, κάτι θα με ρωτήσουν. Γρήγορα θα γυρίσω. 

—Λογαριάζεσαι για κατσάκης. Μπεντέλι την τελευταία φορά δεν πλέρωσες, του λένε στο καρακόλι. 

—Τρία  μπεντέλια  έχω  πλερώσει,  χώρια  του  αδερφού  μου.  Τώρα  είμαι  πολύτεκνος.  Έχω  τέσσερα 
παιδιά. 

—Τα χαρτιά σου. Γιατί δεν ήρθες να το δηλώσεις; 

—Ήθελα πρώτα να βαφτίσω το παιδί. Να το βαφτιστικό του. Αρρώστησα και δεν μπόρεσα να 'ρθω 
πιο πριν. 

—Τι λέει εδώ; Τι όνομα έχει το παιδί; 

—Κωνσταντίνο το βγάλαμε. Ο γιατρός ο Πανταζής το βάφτισε. 

—Κωνσταντίνο λένε το βασιλιά σας. 

Digitized by 10uk1s 
—Είναι και του αδερφού μου τ' όνομα, που πέθανε μικρός. 

—Καλά. Αυτά θα τα πεις στο καρακόλι, στο Νταραγάτσι. Απ' εκεί σε ζητάνε. Πάρε και τα χαρτιά σου. 
Θα πας τώρα συνοδεία στη Σμύρνη. 

Ξεπάγιασε  ολόκληρη  τη  νύχτα  απάνω  στην  καρέκλα  να  περιμένει  ο  Θανάσης  στο  καρακόλι,  στο 
Νταραγάτσι. 

—Πουθενά δε βλέπω τ' όνομά σου. Έψαξα σ’ όλα τα κιτάπια, λέει την άλλη  μέρα ο προϊστάμενος 
της υπηρεσίας. Πήγαινε. Είσαι λεύτερος. Μια γυναίκα περιμένει όξω για σένα. 

Απόρησε, σαν είδε την Ελένη στο διάδρομο. 

—Γιατί ήρθες; 

—Μπορούσα να σ’ αφήσω στα χάλια που ήσουνα; Μόλις μου είπαν στο καρακόλι ότι σε στείλανε 
στο Νταραγάτσι, πήρα τη βραδυνή πόστα κι ήρθα. Μα, εσύ, καις ολόκληρος. Γρήγορα, να πάμε στης 
μητέρας μου. 

Στη Σμύρνη στη μητέρα Αναστασία 

Με  δυσκολία  στεκόταν  στα  πόδια  του  ο  Θανάσης.  Πήραν  μια  καρότσα  και  τράβηξαν  για  την 
Ευαγγελίστρια,  στο  σπίτι  της  Αναστασίας.  Μονοκόμματος  έπεσε  εκεί  στο  κρεβάτι.  Ούτε  τα  ρούχα 
του δεν μπόρεσε να βγάλει. 

—Εξανθηματικός τύφος, είπε, αφού τον εξέτασε ο γιατρός. Είμαι υποχρεωμένος να ειδοποιήσω το 
καρακόλι. 

Δέκα  μέρες  πηγαινοέρχεται  μπροστά  στην  πόρτα  ο  τζαντάρμας.  Ο  Θανάσης  γύρισε  στο  καλύτερο, 
όμως η καραντίνα συνεχίζεται. Κανείς δεν επιτρέπεται να μπει στο σπίτι, κανείς να βγει. Μονάχα η 
Αναστασία με την παρακόρη, τη Δημητρία, πηγαινοέρχονται στα βιαστικά. Πότε για δουλειές, πότε 
για ψώνια. 

Σήμερα απ' τα ξημερώματα βγήκε η Αναστασία. 

—Μεσημέρι, κι ακόμα να φανεί η μητέρα, λέει η Ελένη στο Θανάση. Απορώ γιατί δεν πήρε μαζί της 
τη Δημητρία, αφού τέλειωσαν τα φαγώσιμα. Κάτι τρέχει. 

—Μη  στενοχωριέσαι,  όπου  να  'ναι  θα  'ρτει.  Τόσους  συγγενείς  έχετε  εδώ.  Κάπου  θα  ξεχάστηκε  με 
την κουβέντα, θέλει να την ησυχάσει εκείνος απ' το κρεβάτι. 

—Τι έπαθες, μητέρα; Γιατί άργησες τόσο; Εσύ βραδιάστηκες. Ρωτά μ' αγωνία η Ελένη, μόλις την είδε 
ν' ανοίγει την πόρτα. 

—Πιάσανε σε μπλόκο το Δημητρό. 

—Αδερφέ μου! Πάει, θα τον στείλουν στην πέτρα. Βοήθησε, μη τέρα, εσύ που 'χεις τόσες γνωριμίες. 

—Γι' αυτό έτρεχα ολόκληρη τη μέρα. Πήγα στου καϊμακάμη, πή γα στου Βαλή. 

Digitized by 10uk1s 
—Τι λένε; 

—Τι θες να πούνε; 

—Κάτι μου κρύβεις, μητέρα. 

—Τι  να  σου  κρύψω;  Από  μέρες  τον  έχουν  συλλάβει.  Δε  σας  το  'πα  αμέσως,  γιατί  πίστευα  ότι  θα 
μπορούσε ν' αποφύγει τ' Αμελέ Τα μπουρού. 

—Και τώρα, δηλαδή, δε θα τ' αποφύγει; Θες να πεις, ότι θα στείλουν το Δημητρό στην πέτρα; 

—Τον έστειλαν κιόλας... Έλα, τι κλαις; Δε λες, ότι θα βρίσκαμε όλοι τον μπελά μας... Μόλις πιάσανε 
το Δημητρό, είδανε ότι είχαμε πλαστογραφήσει την ηλικία του. Ξέρεις, τι θα πει αυτό; Τουφέκισμα. 
Στο Μπελεντιέ βρήκαν τη σωστή του ηλικία. Έπρεπε να γίνει δίκη. Για να αποφύγουμε δικαστήρια 
και καταδίκες, μου 'κανε ο καϊμακάμης τη χάρη να τον στείλει στα Αμελέ Ταμπουρού. 

—Τρία κοριτσάκια αφήνει απροστάτευτα, δε σταματά το κλάμα η Ελένη. 

—Τρία αγοράκια άφησε κι ο γαμπρός μας, της αδερφής σου, της Ευαγγελίας, ο άντρας. Δυο χρόνια 
έχουνε να πάρουνε χαμπάρι. Τώρα, άσε τις κλάψες, να δούμε τι θα γίνει με το Θανάση. 

—Τι τρέχει, μητέρα; Κινδυνεύει κι ο Θανάσης; 

—Μάθανε ότι πάει στο καλύτερο. Μόλις σηκωθεί, θα τον συλλάβουνε. 

—Μα είναι λεύτερος. Μας το είπανε στο καρακόλι; στο Νταραγάτσι. 

—Μπορεί  να  το  είπανε.  Απ'  τη  Μαινεμένη  τον  καταγγείλανε.  Αφού  δε  θέλησε  να  τροφοδοτεί  τον 
τουρκικό στρατό, θα πρέπει να πάει στρατιώτης. Και ξέρεις τι θα πει αυτό; Ίσια στην πέτρα. 

—Στα χάλια που 'ναι, στο δρόμο θα μείνει. 

—Αυτό θένε κι αυτοί. 

—Καλύτερα να πεθάνω, παρά να τον αφήσω να μου τον πάρουνε. 

—Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε; Δε δουλεύει το μυαλό μου. 

—Μια φορά στη Μαινεμένη δεν μπορεί να ξαναπάει. Ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος, πρέπει κάπου 
να κρύβεται, μητέρα. 

—Καλά που το 'πες. Θα κρυφτεί στου αδερφού μου, του Καρατζόπουλου, στη Μαγνησία. Κανείς δε 
θα σκεφτεί ότι θα βρίσκεται εκεί. 

—Και πώς θα φύγει απ' εδώ; 

—Εύκολο. Θα ξουριστεί, θα κόψει το μουστάκι και θα φορέσει τα ρούχα της Δημητρίας. Θα βάλει κι 
ένα φακιόλι στο κεφάλι. Με τον τζαντάρμα τα πάω καλά. Κάθε τόσο και του βάζω στο χέρι και κανα 
μπαξίσι.  Θα  βγούμε  απ'  εδώ  τα  ξημερώματα.  Εγώ  θα  πιάσω  την  κουβέντα  με  τον  τζαντάρμα  κι  ο 
Θανάσης θα τραβήξει μπροστά. Τ' άλλα είναι δικιά μου δουλειά. 

Digitized by 10uk1s 
Στη Μαγνησία στου θείου Δημητρού 

Στη  Μαγνησία  ξαναβρήκε  ο  Θανάσης,  κοντά  στο  θείο  Δημητρό  και  στη  θεία  Πολύμνια,  τον  εαυτό 
του. Ύστερα από την ταλαιπωρία της αρρώστιας, την οικονομική καταστροφή και το κυνηγητό που 
του 'καναν οι Τούρκοι, στο σπίτι του Καρατζόπουλου ήταν ό,τι χρειαζόταν να ξεδώσει ο νους και να 
ηρεμήσει η ψυχή του. 

Πάντα  ο  Θανάσης  εκτιμούσε  τον  Καρατζόπουλο.  Από  τότε  που  κάνανε  μαζί  εμπόρια  και  ζούσε 
ακόμα με τη μητέρα του, τη Μαρία Αμπλά. Από τότε θαύμαζε την εντιμότητά του και την καλοσύνη 
του.  Τώρα  όμως,  που  ζει  κοντά  του,  είδε  τι  διαβασμένος  είναι  και  τι  καθαρό  μυαλό  έχει.  Συχνά 
κουβεντιάζουν  για  τα  παλιά,  μιλάνε  για  τα  οικογενειακά,  συζητούν  για  τον  πόλεμο  και  τα  λογής 
προβλήματα  της  ζωής.  Με  ευθυκρισία  ανάλυε  και  αιτιολογούσε  καταστάσεις  και  γεγονότα.  Όαση 
ήταν το σπίτι του θείου Δημητρού τις μαύρες τούτες μέρες του πολέμου. Ύστερα, η ασφάλεια που 
'νιωθε εδώ, του 'δωσε πάλι την παλιά του γαλήνη. Ο Καρατζόπουλος είχε περάσει πια τα πενήντα. 
Έτσι δεν κινδύνευαν από έρευνες και ξαφνιάσματα των Τούρκων. 

Θαύμαζε  ο  Θανάσης  τη  βιβλιοθήκη.  Καλά,  διαλεγμένα  βιβλία,  όλα  ένα  κι  ένα,  δεν  ήξερε  τι  να 
πρωτοδιαβάσει. Ξεφύλλιζε παλιά περιοδικά και παλιές εφημερίδες. Ξαναζούσε έτσι την ιστορία, τα 
σημαντικά  γεγονότα,  τα  φυσικά  φαινόμενα  που  σφράγιζαν  με  καταστροφές  την  εποχή.  Διάβαζε, 
διάβαζε και δε χόρταινε. Ξέχναε συχνά τον πόλεμο, τα παιδιά, την Ελένη. Θα ξέχναε ακόμα και να 
φάει, αν κάθε φορά δεν τον φώναζε η θεία Πολύμνια. 

Εντύπωση  του  'κανε  η  νοικοκυροσύνη,  η  τάξη  κι  η  προκοπή  της  θείας.  Έστρωνε  το  τραπέζι  με  τ' 
άσπρο  λινό  σιδερωμένο  τραπεζομάντιλο  και  τα  καλά  σερβίτσια.  Όλα  άστραφταν  από  πάστρα.  —
Έλα, Θανάση, του φώναζε. Πάλι αποξεχάστηκες με τα βιβλία∙ 

Ο Θανάσης έβλεπε το καλοστρωμένο τραπέζι κι απορούσε με τη διάθεση της θείας Πολύμνιας. Μια 
μέρα δε βάσταξε, και της το 'πε. 

—Του παλιού καιρού στρώνεις πάντα το τραπέζι. Ο πόλεμος μας στέρησε το καλό φαγητό, όμως εσύ 
βάλθηκες να μας θυμίζεις τον παλιό καλό καιρό με τα πλούσια ελέη. 

—Τι ελέη; Λόπια έχουμε σήμερα με μπόλικια ντομάτα και λιγοστό λάδι. Καλά που 'χουμε σταρένιο 
ψωμί και τουρσί και ξεγελάμε έτσι την πείνα μας. 

—Δε  λες  δόξα  τω  Θεώ!  Στη  Σμύρνη  να  δεις  πείνα  και  δυστυχία.  Εδώ  το  λάδι  είναι  λιγοστό,  μα  δε 
λείπει. Όλο κάτι βρίσκεται κι απ' τη σοδειά. Εκεί λένε το ψωμί, ψωμάκι. Μαύρο, πικρό, λάσπη, και 
με  το  βιζικά.  Θα  πέθαινα  εγώ  έτσι  που  ήμουνα  άρρωστος,  αν  δε  με  βόλευαν  κρυφά  απ'  τη 
Μαινεμένη, με κάνα κοτόπουλο, με λίγο πλιγούρι και με καμιά σταφίδα. Ας είναι, θεία, χαίρομαι το 
τραπέζι σας, είναι πάντα σαν να τρώμε αρνί ψητό. 

—Δεν μπορεί ν' αλλάξει η Πολύμνια, λέει ο Καρατζόπουλος, παίρνοντας θέση στο τραπέζι. Κι ελιές 
ακόμα να φάμε, αυτή θα βάλει τα καλά σερβίτσια. 

—Ε, να τρώμε σαν άνθρωποι. 

—Δεν πας να φέρεις απ' το κελάρι και λίγο κρασί; 

—Όπου να 'ναι τελειώνει, αν δεν τέλειωσε κιόλας. 

—Όλο έτσι λες, κάνει ο Θανάσης, που ιδιαίτερα του άρεσε το κρασί, κι όλο κάτι φέρνεις. 

—Ας είναι καλά εκείνο τ' αμπέλι, στο Σαφράν Τσάι, που φύτεψε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, λέει 
ο Δημητρός. Το θυμάσαι, τι αμπέλι ήταν, Θανάση; 

Digitized by 10uk1s 
—Αν το θυμάμαι... Αυτό είχα στο νου μου, όταν αγόρασα το δικό μου, στη Μαινεμένη. 

—Ακόμα η ευλογία του βρίσκεται στο σπίτι μας. Πάνω από χρόνο έχουμε να πάμε να το δούμε. Πού 
κοτάς να βγεις τώρα όξω απ' τη Μαγνησία... Ας είναι καλά ο γείτονάς μας ο Αλή Τσαούσης, που το 
φροντίζει. Όλο και κάτι μας φέρνει. 

—Βλέπεις, καμιά φορά βρίσκεις και στους Τούρκους ανθρωπιά. 

—Θυμάμαι, ήμουνα παλικαράκι, που έμεινα ένα βράδυ στ' αμπέλι. Η μάνα μου έμεινε στη Σμύρνη. 
Μες στη νύχτα ήρθαν κλέφτες να σηκώσουν τη σταφίδα απ' το σεργί. Εγώ τινάχτηκα απ' τον ύπνο. 
Αρπάω  τον  γκρα,  και  ρίχνω  στον  αέρα.  Στη  στιγμή  πετάχτηκε  όξω  ο  Αλή  Τσαούσης.  Τρέχει  με  τα 
σώβρακα  να  κυνηγήσει  τους  κλέφτες.  Εκείνοι  άφησαν  τα  τσουβάλια  με  τη  σταφίδα  κι  έγιναν 
άφαντοι. Από τότε έγινε η φιλία μας στενή. Τώρα, με τον πόλεμο, δε μας αφήνει έτσι. 

—Το τελευταίο κρασί είναι, λέει η Πολύμνια, φέρνοντας μισή την καράφα. 

—Ε, ας το πιούμε, με την ευχή να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος. 

—Αμήν. 

Σαν αποφάγανε, έφερε η Πολύμνια τον καφέ, που ήταν κριθάρι και ροβίθι. 

—Μ' έχει μαγέψει η βιβλιοθήκη σου, θείε Δημητρό, λέει ο Θανάσης, πίνοντας τον καφέ. 

—Από μικρός μαζεύω βιβλία. Κάθε φορά, που πήγαινα στη Σμύρνη, αγόραζα και μερικά. 

—Μα εσύ έχεις όλους τους ρομαντικούς του δέκατου ένατου αιώνα. 

—Αυτά είναι δικά μου, κάνει η Πολύμνια. Τα 'φερα απ' τη Σμύρνη, απ' το σπίτι μου. Πριν γίνω είκοσι 
χρονώ, τα 'χα κιόλας όλα διαβασμένα. 

—Βρε παιδί, μου κάνει εντύπωση με τις εφημερίδες. Τόσο πολλές... Σωστό αρχείο. 

—Μα  αφού  την  «Αμάλθεια»  τη  βγάζει  ο  αδερφός  μου,  ο  Γιώργης  Υπερείδης,  με  το  Σωκράτη 
Σολομωνίδη... 

—Ναι, μα ο αδερφός σου με το Σολομωνίδη πήραν τη διεύθυνση το 1882. Εδώ βρήκα πολύ παλιά 
φύλλα, πριν ακόμα γεννηθεί ο αδερφός σου. 

—Ο πατέρας μου την αγόραζε. Και μόνο αυτή; Δεν υπάρχει εφημερίδα, περιοδικό της εποχής, που 
να μην ήτανε συνδρομητής. Όσο για βιβλία, πάντα έπαιρνε τις καλύτερες εκδόσεις. 

—Τυχεροί  εσείς,  που  μεγαλώσατε  σε  τέτοιο  περιβάλλον,  κάνει  με  παράπονο  ο  Θανάσης.  Έτσι 
εξηγείται, γιατί τ' αδέρφια σου, θεία, πήραν αυτό το δρόμο. 

—Τ  αδέρφια  μου,  από  μικρά  είχαν  κλίση  στα  γράμματα.  Ήτανε  πάντα  οι  πρώτοι  του  σκολειού.  Ο 
μεγάλος  αδερφός  μου,  ο  Γιώργης,  αριστούχος  της  Ευαγγελικής  Σχολής,  πήγε  με  το  Σωκράτη 
Σολομωνίδη  στην  Αθήνα  να  σπουδάσουν  Νομικά.  Στη  μέση  άφησαν  τις  σπουδές,  κι  ήρθαν  στη 
Σμύρνη κι αναλάβανε τη διεύθυνση της «Αμάλθειας». Πριν απ' την «Αμάλθεια» ακόμα, είχε γράψει 
ο Γιώργης διηγήματα, θεατρικά έργα, που παίχτηκαν, καθώς κι ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Τύπωσε 
ποιητικές συλλογές, δημοσίευσε ένα σωρό μεταφράσεις του. 

—Κι ο μικρός, ο Θεόδωρος, ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Δεν είναι; 

—Βέβαια. Αυτός εκδίδει την απογευματινή εφημερίδα «ο Τηλέγραφος». Από πολύ νέος, μόνος του 
την ξεκίνησε. Ο ίδιος βγάζει και την «Εφημερίδα των Κυριών». 

Digitized by 10uk1s 
—Πόσο με συγκινεί ν' ακούω να μιλάνε για τέτοιους ανθρώπους... 

—Α,  τ'  αδέρφια  της  Πολύμνιας,  κι  ιδίως  ο  Γιώργης,  έχουν  δώσει  ολόκληρο  τον  εαυτό  τους  στα 
Γράμματα, λέει ο Καρατζόπουλος. Δύο πάθη έχει ο Γιώργης. Το 'να είναι η «Αμάλθεια». Μερόνυχτα 
δουλεύει εκεί. Όλη η ύλη απ' τα χέρια του θα περάσει. Αυτός ελέγχει όλα τα δημοσιεύματα. Ακόμη 
και τα δοκίμια διορθώνει, μην ξεφύγει κανένα νι. Φανατισμένος καθαρευουσιάνος καθώς είναι, δεν 
έχει εμπιστοσύνη στους διορθωτές. Αυτός θα ρίξει στο τέλος πάντα μια ματιά. Γι' αυτό στέκεται η 
«Αμάλθεια»  τόσο  ψηλά.  Το  άλλο  πάθος  του  είναι  οι  συλλογές  βιβλίων.  Κάθε  τόσο  πήγαινε  στην 
Ευρώπη, μόνο και μόνο να φέρει βιβλία. Ώρες ατέλειωτες έψαχνε στα βιβλιοπωλεία ν' ανακαλύψει 
το  καλύτερο.  Κι  όταν  γύριζε  στη  Σμύρνη,  πάντα  ήτανε  φορτωμένος  με  τις  πιο  σπάνιες  εκδόσεις. 
Λένε,  ότι  έχει  την  πλουσιότερη  βιβλιοθήκη  και  τα  καλύτερα  βιβλία,  ιδίως  αυτά  που  αφορούν  τη 
Μικρασία, που 'χει Ρωμιός ιδιώτης. Όσο για τις εφημερίδες, μη ρωτάς... Δε λείπει καμιά. Αυτές που 
βλέπεις εδώ, είναι γιατί περισσεύουν. 

—Όλες τις ξεφύλλισα. Και τι δε βρήκα μέσα! Εντύπωση μου 'κανε μια ευχαριστήριος επιστολή του 
δημάρχου της Μαινεμένης, για τις βοήθειες που  στείλανε για την πλημμύρα, που έγινε το Μάρτη 
του  1868.  Όλοι,  στη  Μαινεμένη,  μιλάνε  γι'  αυτή  τη  μεγάλη  καταστροφή  τότε.  Εκατοντάδες 
άνθρωποι είχαν πνιγεί. Όλη η σοδειά είχε παρασυρθεί απ' τα νερά. Όλα τα ζώα, όξω στον κάμπο, 
πνίγηκαν. 

—Μ' ενδιαφέρει αυτή η επιστολή. Συχνά η μητέρα μου μου μιλούσε γι' αυτή την πλημμύρα. 

—Να  εδώ  κάπου  είναι.  Σηκώνεται  ο  Θανάσης,  φέρνει  την  εφημερίδα  κι  αρχίζει  να  διαβάζει:  «Η 
κωμόπολις Μαινεμένης υποστάσα τρομεράν πλήμμυραν, έσχε την σκληράν δοκιμασίαν επαισθητών 
ζημιών,  δι'  ων  ήθελον  ίσως  πολλαί  οικογένειαι  απολεσθεί  εάν  η  εν  Σμύρνη  αδελφότης  των 
«Ελευθέρων  Τεκτόνων»  δεν  συνέτρεχε  δι'  απαραδειγματίστου  τω  όντι  ζήλου  προς  περίθαλψιν  και 
ανακούφισιν των δυστυχών. Δι' ο απαξάπαντες οι κάτοικοι της Μαινεμένης εσαεί ευγνωμονούντες 
προς  απάσας  τας  αυτόθι  αδελφότητας,  παρακαλούν  συνάμα  τον  Δημιουργόν  του  Παντός,  ίνα  δια 
της  θείας  αυτού  ισχύος  προαγάγη  επί  τα  κρείττω  και  τους  στοχασμούς  και  τας  πράξεις  της 
αξιαγάστου  ταύτης  τεκτονικής  αδελφότητος,  ου  μόνον  προς  παρηγορίαν  και  θεραπείαν  των 
δυστυχών,  αλλά  και  προς  ηθικήν  ανάπτυξιν  της  πασχούσης  ανθρωπότητος.  Επί  τούτοις,  αξιότιμοι 
κύριοι,  δι'  ημών  παρακαλείσθε  να  δεχθήτε  τας  εγκαρδίους  ευχαριστίας  και  την  διαβεβαίωσιν  της 
προς  υμάς  εξαίρετου  υπολήψεως  και  σεβασμού,  μεθ'  ων  διατελούμεν.  Ο  Δήμαρχος  Μαινεμένης 
Τσακυρόγλου.  Οι  Επίτροποι  της  εκκλησίας:  Κ.  Μαυρουδής,  Χατζηπαναγιώτου  και  Πέτρος 
Τουτουντζής. Εν Μαινεμένη 6 Απριλίου 1868». 

—Η  μητέρα  μου  μου  μιλούσε  για  έναν  γνωστό  της  που  είχε  πνιγεί  η  γυναίκα  του  και  τα  δυο  του 
παιδιά. Τα νερά παράσυραν τη σοδειά, το σπίτι, ό,τι είχε και δεν είχε. Εκείνος έτυχε να φιλοξενείται 
σε μας. Ήταν ο μόνος που γλίτωσε. Θαρρώ από τότε δεν ξανάγινε άλλη πλημμύρα. 

—Ξανάγινε.  Όχι  βέβαια  τόσο  μεγάλη,  λέει  ο  Θανάσης,  που  ήταν  εγκαταστημένος  τότε  στη 
Μαινεμένη. 

—Πότε; 

—Το 1903, τότε που έσπασε το Πεκεντί. 

—Α, ναι, θυμάμαι. Εκείνη την εποχή βρισκόμουνα στην Πόλη. Πάλευα με τις δίκες. 

—Και τότε πνίγηκαν κάμποσοι απ' τα χωριά. Πολλά ζώα που βρέθηκαν στον κάμπο τα παράσυρε το 
ποτάμι.  Οι  άνθρωποι  ανέβηκαν  στα  δέντρα,  στις  στέγες,  για  να  γλιτώσουν.  Ο  Βαλής  της  Σμύρνης 
έστειλε  βάρκες  για  να  σώσει  τον  κόσμο.  Ο  Μητροπολίτης  Βασίλειος  βοήθησε  με  τρόφιμα,  ρούχα, 
φορέματα. Ώσαμε το Ρωμέικο φτάσανε τα νερά. Είχαν δώσει κάποιο καπάρο για τα γεννήματα, τα 
μποστάνια και τα σταφύλια. Ξανοιχτήκανε χωρίς να μπορέσουν να εισπράξουν πεντάρα. Όλα τούτα 

Digitized by 10uk1s 
τα 'ζησα. Κάθε μέρα γι' αυτά γράφαν οι εφημερίδες. Να, εδώ, άμα ψάξεις στις «Αμάλθειες», όλα θα 
τα  βρεις.  Και  τι  δε  διάβασα...  Για  το  λιμάνι  της  Σμύρνης,  γράφει,  κόντευε  να  φράξει  απ'  τις 
προσχώσεις του Έρμου ποταμού. 

Θυμάμαι,  ήτανε  το  1868,  όταν  τέλειωσαν  τα  έργα.  Πήγαινα  ακόμα  σκολειό  τότε  που  γύρισαν  την 
κοίτη  του  ποταμού.  Από  τότε  το  Γκεντίζι  χύνεται  στις  Φώκιες,  απευθείας  στο  Αιγαίο  πέλαγος, 
διακόπτει ο Δημητρός. 

—Διάβασα και πότε έγινε ο πρώτος σιδηρόδρομος. 

—Α, ναι. Πολλές φορές τα 'κουσα απ' τη μάνα μου. Ήμουνα δυο χρονώ, όταν ήρθε το πρώτο τρένο 
οτη Μαγνησία. Όλος ο κόσμος κατέβηκε να δει το «βαπόρι». Κουράστηκε να με κρατά η μάνα μου 
στην αγκαλιά και μ' άφησε κάτω. Με το σφύριγμα που 'κανε η ατμομηχανή, τρόμαξαν οι πιο πολλοί 
και το 'βαλαν στα πόδια. Έπεσα κι εγώ λιποθυμισμένος. Μ' αρπάει ο πατέρας μου στα χέρια. Είδαν 
και πάθανε να με συνεφέρουν. 

—Αλήθεια, θείε Δημητρό, γιατί ο πατέρας σου λεγόταν Καρατζάς κι εσύ Καρατζόπουλος; 

—Εγώ το άλλαξα επί το ελληνοπρεπέστερον. Ήθελα τ' όνομά μου να 'χει ελληνική κατάληξη. 

—Αν ζούσε, θα του κακοφαινότανε. 

—Πολύ. 

—Καμάρωνε, ότι καταγόταν απ' τους Καρατζάδες του Φαναριού, απ' αυτούς που είχαν καταφύγει 
στη Μολδοβλαχία, λέει ο Θανάσης. 

—Ναι,  έτσι  έλεγε  ο  πατέρας  μου.  Ο  προσπάππος  του  είχε  λογοφέρει  με  τους  δικούς  του,  και 
αμούστακο παιδί έφυγε στα ξένα. Αφού γύρισε πολλά μέρη, ήρθε στη Μυτιλήνη. Όμως εκεί δεν τα 
πήγαινε καλά με τους Τούρκους. Κάθε τόσο τον κυνηγούσαν. Κι ο πατέρας μου κρυφά έφυγε, πολύ 
αργότερα.  Στη  Μαγνησία  ήρθε  για  προσωρινά,  όμως  όταν  παντρεύτηκε  τη  μάνα  μου,  ρίζωσε  πια 
εδώ. 

—Το ίδιο δεν πάθαμε όλοι μας; Οι πιο πολλοί απ' την Ελλάδα, εδώ βρίσκουν καταφύγιο. Θαρρώ και 
της μητέρας σου ο πατέρας απ' το Μωριά ήρθε. 

—Ναι, καταγόταν απ' τους Κολοκοτρωναίους. 

—Και μένα συχνά μου μιλούσε για την καταγωγή της. Με πολύ καμάρι μάλιστα. 

—Δε  βαριέσαι,  εγώ  ποτέ  δεν  έδινα  σημασία.  Τώρα  να  δούμε  τι  γίνεται.  Πότε  θα  τελειώσει  ο 
πόλεμος... 

—Αυτός που μας κατάστρεψε όλους. 

—Η δικιά μου η καταστροφή είχε αρχίσει πριν απ' τον πόλεμο. 

—Αλήθεια, μια που το 'φερε η κουβέντα, δε μου λες, θείε Δημητρό, τι απέγινε με κείνες τις δίκες; 

—Τις  κέρδισα  όλες  στο  τέλος,  αφού  βέβαια  με  καταστρέψανε.  Τρεις  φορές  πήγα  τότε  στην  Πόλη. 
Πολλή  σαπίλα.  Η  δικαιοσύνη  στους  Τούρκους  πάντα  με  το  μπαξίσι  πάει.  Ούτε  κι  οι  δικοί  μας 
αρμόδιοι  φέρθηκαν  έντιμα.  Έτσι,  χάσαμε  τα  χτήματα  στο  Χορόσκιοϊ.  Πάνε  τ'  αμπέλια.  Πάει  το  'να 
σπίτι στη Μαγνησία. Μονάχα τ' αμπέλι στο Σαφράν Τσάι, τ' άλλο στην Άγια Παρασκευή, και κείνο το 
χωράφι, δεκαεννιά στρέμματα, πλάι στο Γκεντίζι, απόμειναν. 

—Όλα  απ'  την  καλοσύνη  του  τα  'παθε,  μπαίνει  στη  συζήτηση  η  Πολύμνια.  Έδινε,  έδινε  σ’  όλους 

Digitized by 10uk1s 
βερεσέ χωρίς να σκέφτεται, που θα 'βγαζε αυτό. Κι όταν χρειαζότανε παράδες, έτρεχε και σήκωνε 
δανεικά, βάζοντας κάθε τόσο κι ένα χτήμα υποθήκη. 

—Ξέρω από τέτοια. Αυτά έχουν τα εμπόρια, θεία. Όλοι, όταν ζοριζόμαστε, τρέχουμε στα δανεικά. 

—Όσο ζούσε η μητέρα του μια χαρά πήγαιναν οι δουλειές του, γιατί αυτή κρατούσε τα γκέμια. Σε 
κανένα δεν έδινε βερεσέ ούτε έκανε κρέντινο. Που να της φάει κανείς πεντάρα; Όταν πέθανε εκείνη, 
άρχισε σιγά σιγά το φαλίρισμα. Τα θυμάμαι εκείνα τα ταξίδια στην Πόλη. 

—Τρεις φορές έκανα έφεση, κάνει ο Καρατζόπουλος. Σταμάτησε η δουλειά. Έκλεισε το μαγαζί. Ένα 
ένα έχανα τα χτήματα. 

—Μα αφού στο τέλος κέρδισες τις δίκες... 

—Ναι, όμως τότε ακριβώς κηρύχτηκε ο πόλεμος κι έγινε δικαιοστάσιο. 

Τρεις μήνες έμεινε στου Καρατζόπουλου ο Θανάσης. Ξαναγύρισε στη Μαινεμένη, όταν κατάφερε η 
Ελένη, πουλώντας και τα τελευταία δαχτυλίδια της, να πληρώσει και τέταρτο μπεντέλι. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ 

Τι του 'ρθε του Θανάση κείνη την κρύα Κυριακή του Δεκέμβρη του 1918 να σηκώσει, πρωί πρωί, τη 
μισή οικογένεια απ' το κρεβάτι και να τη στήσει στην αυλή! 

—Τι σειρά είναι, Ελένη; ρώτησε την ώρα που στήριζε την ανεμόσκαλα στο ντουβάρι. 

—Τρίτη σειρά απ' την κουζίνα. Δέκατο κεραμίδι απ' την αυλή. 

Ανέβηκε ο Θανάσης τη σκάλα και μετράει με το μάτι. Ύστερα αρχίζει να βγάζει ένα ένα τα κεραμίδια 
και να τα στοιβάζει στην άκρη. 

Τα παιδιά, ο Κλήτος, η Όλγα, η Ιφιάνασσα αγουροξυπνημένα, κουτουλώντας απ' τη νύστα, άρχισαν 
να τουρτουρίζουν απ' το κρύο. 

—Θυμάσαι, Ελένη, καλά; Δέκατο κεραμίδι είπες; 

—Γίνεται να ξεχάσω, Θανάση; 

Μόλις έβγαλε και το δέκατο κεραμίδι ο Θανάσης, τραβάει ένα μακρύ στρογγυλό πράμα τυλιγμένο σ’ 
ένα μουσαμά και δεμένο, γύρω γύρω, με σπάγκους. Το κατέβασε με προσοχή. Ανοίγει την πόρτα της 
σάλας  και  μπαίνει  μέσα.  Ξωπίσω  του  ακολουθούν  κι  άλλοι.  Η  Πατσού  τρέχει  κι  ανοίγει  το 
παράθυρο.  Πλημμύρισε  φως  η  κάμαρα.  Ύστερα  σήκωσε  απ'  το  μαρμαρένιο  τραπέζι  της  μέσης  το 
κινέζικο βάζο, το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, τα πορσελάνινα αγαλματάκια. 

Ο  Θανάσης  σπάει  τους  σαπισμένους  σπάγκους,  ξετυλίγει  το  μουσαμά  και  βγάζει  από  μέσα  μια 
ελληνική σημαία και μια κεντημένη «Ελλάδα». Απλώνει τη σημαία πάνω στο τραπέζι, την ισιάζει με 
το χέρι κι απάνω στρώνει την «Ελλάδα». 

Πρώτη φορά βλέπει η Ιφιάνασσα ελληνική σημαία. Άσπρες και γαλάζιες σειρές κι ένας σταυρός στα 
ζερβά. 

—Γονατίστε, είπε ο μπαμπάς. 

Γονάτισαν όλοι, γονάτισε κι αυτός. Έκανε το σταυρό του και φίλησε τη σημαία. Το ίδιο κάνανε κι οι 
άλλοι. Το ίδιο πήγε να κάνει κι η Ιφιάνασσα. 

—Μπράβο, παιδί μου, λέει ο μπαμπάς. Ύστερα άρχισε να μιλάει. Είπε, είπε πολλά. Η μαμά έκλαιγε. 

Η Ιφιάνασσα τίποτα δεν καταλάβαινε. Μαγεμένη, κοιτάει την όμορφη κεντημένη κοπέλα. 

—Μην ξεχάσετε, παιδιά, αυτή είναι η Ελληνική Σημαία. 

—Κι αυτή η κοπέλα που κρατά στα χέρια της τη μικρή σημαιίτσα, ποια είναι; ρωτάει η Ιφιάνασσα. 

—Είναι η Ελλάς. 

—Κοπέλα είναι η Ελλάς; ρωτάει πάλι. Συχνά ακούει αυτή τη λέξη, όμως δεν ξέρει τι ακριβώς θα πει. 

Γέλασε δυνατά ο Κλήτος. 

—Μη  γελάς,  Κλήτο,  τον  μαλώνει  ο  μπαμπάς.  Η  Ελλάς,  Ιφιάνασσα,  είναι  η  μεγάλη  μας  Πατρίδα.  Η 
μητέρα μας, που θα βοηθήσει να ελευθερωθούμε. Τότε θα βάλουμε την Ελληνική Σημαία μπροστά 
στο σπίτι. Όλοι θα στολίσουν τους δρόμους, τα μαγαζιά, με Ελληνικές Σημαίες. 

Digitized by 10uk1s 
—Και δε θα 'χουμε πια την τούρκικη παντιέρα στο κονάκι; ρωτάει ο Κλήτος. 

—Όχι. 

—Γιατί κατέβασες τη σημαία απ' τα κεραμίδια σήμερα, αφού δεν είναι του Ευαγγελισμού; 

—Σαν Ευαγγελισμού είναι και σήμερα. 

—Γιατί; Έχει γίνει καμιά επανάσταση; 

—Όχι, χάσανε οι Τούρκοι τον πόλεμο. Αυτό είναι μια καλή αρχή∙ Θα 'ρθει κι η επανάσταση, που θα 
φέρει τη λευτεριά. 

—Τι θα πει επανάσταση; ρωτά πάλι η Ιφιάνασσα. 

—Εσύ  άλλη  δουλειά  να  μην  κάνεις,  όλο  να  ρωτάς,  της  δίνει  μια  σκουντιά  με  τον  αγκώνα  πάλι  ο 
Κλήτος. 

—Η  Ιφιάνασσα  είναι  μικρή.  Εφέτος  πρωτοπήγε  σκολειό.  Επανάσταση,  Ιφιάνασσα,  είναι  όταν 
ξεσηκώνεται όλος ο κόσμος και ζητάει τη λευτεριά του. Έτσι, κι η μεγάλη μας Πατρίδα έκανε πριν 
πολλά χρόνια επανάσταση. 

—Ήτανε το 1821. Εφέτος το μάθαμε στο σκολειό. 

—Μπράβο, Όλγα. 

—Γιατί, μπαμπά, εδώ η «Ελλάδα» είναι κοπέλα; επιμένει η Ιφιάνασσα, δείχνοντας το κέντημα. 

—Σου είπα. Έτσι τη φανταζόμαστε εμείς τα παιδιά της. Μια όμορφη κοπέλα, που κρατάει στα χέρια 
της την Ελληνική Σημαία. 

Ύστερα κάθισε ο μπαμπάς στο πιάνο. 

—Θα σας παίξω τον Εθνικό μας Ύμνο. Πολλές φορές τον έχετε ακούσει. 

Άρχισε εκείνος να παίζει στο πιάνο κι η μαμά, που είχε ωραία φωνή, τραγουδούσε τα λόγια. 

Πόσο  όμορφα  είναι  όλα!  Χαίρεται  η  Ιφιάνασσα.  Τι  καινούργια  πράματα  έμαθε  σήμερα!  Πώς  της 
αρέσει να μαθαίνει! Γι' αυτό κι όλο ρωτά. Μαγεμένη, κάθισε στην άκρη, στην πολυθρόνα. Ξέχασε το 
κρύο. Ούτε πεινά καθόλου. 

Η  Βασώ  κι  η  Πατσού  πήγαν  ν'  ανάψουν  τα  μαγκάλια.  Να  ετοιμάσουν  το  πρωινό.  Όπου  να  'ναι  θα 
σηκωθούν και τα πιο μικρά αδερφάκια της. Ο Κλήτος κι η Όλγα βγήκαν απ' τη σάλα. Η Ιφιάνασσα 
χώθηκε πιο βαθιά στην πολυθρόνα. Ακούει, χωρίς να μιλά. 

Ο μπαμπάς κάθεται ακόμα μπροστά στο πιάνο. Η μαμά είναι χαρούμενη. 

—Ελένη, δε θα ξανακρύψω τη σημαία στα κεραμίδια. Κάτι μου λέει, ότι γρήγορα θα στολίσουμε τις 
πόρτες μας με σημαίες. 

—Μη μας πατήσουν το σπίτι οι Τούρκοι. 

—Μπα, πού τέτοιος φόβος... Αυτοί τώρα κλαίνε τη μοίρα τους. Χάσανε τον πόλεμο και κοιτάνε το 
δικό τους το χάλι. 

—Καιρός  πια.  Ο  Θεός  αργεί,  μα  δε  λησμονεί.  Τέσσερα  χρόνια  μαρτύρησε  η  Χριστιανοσύνη.  Δεν 
υπάρχει σπίτι που να μην πλέρωσε σ’ αυτόν τον πόλεμο. Πάει ο αδερφός μου, ο Δημητρός. Πάει ο 

Digitized by 10uk1s 
άντρας της αδερφής μου, της Ευαγγελίας. Πάνε τόσοι και τόσοι συγγενείς και γνωστοί. Τους φάγανε 
όλους αυτά τα καταραμένα Αμελέ Ταμπουρού. 

—Μόνο  τ'  Αμελέ  Ταμπουρου;  Συμπληρώνει  ο  πατέρας.  Υπάρχει  κακό  που  να  μην  το  δοκιμάσαμε; 
Με το τίποτα εκτελούσαν τους χριστιανούς. Τους κρεμούσαν και βδομάδες τους άφηναν πάνω στα 
δέντρα  για  να  τρομοκρατούν  και  για  παράδειγμα.  Ρημάχτηκαν  τα  χτήματα.  Χαντακώθηκαν  οι 
δουλειές. Καταστροφή στην καταστροφή. Ψειραρρώστια, δυστυχία, πείνα. 

—Τι κόσμο ξεκλήρισε αυτή η πείνα... Ούτε γερός, ούτε άρρωστος άντεξε. 

—Δεν είχε να φάει τίποτα ο κοσμάκης. Όλα, βλέπεις, τα 'κανε κατάσχεση ο στρατός. Μόνο τα κουκιά 
ήτανε μπόλικα. 

—Φάε,  φάε  κουκιά,  πρήστηκαν  όλοι,  έπαθαν  εντερικά,  λεύκωμα,  γαστρορραγίες.  Χώρια  τόσοι  και 
τόσοι που τα τίναξαν. 

—Απ' τα κουκιά πέθανε κι ο συμπατριώτης μου, ο μπάρμπα Γιάννης. Τουμπανιασμένο τον βρήκε ο 
γιατρός, ο Πυλαρινός. 

Εκείνη την ώρα μπήκε ο θείος Μήτσος. 

—Τι πάθατε πρωί πρωί, Κυριακάτικα; Τι; Κατέβασες, Θανάση, τη σημαία; Γιατί; Είναι καμιά γιορτή; 

—Όταν οι Τούρκοι έχουνε πένθος, γιορτή έχουμε εμείς. 

—Δεν πιστεύω να την αφήσεις έτσι, όξω στη φόρα. 

—Έτσι, όξω στη φόρα θα την αφήσω, Μήτσο. Δε θα την ξανακρύψω πια. Γρήγορα θα την υψώσουμε 
στο κοντάρι. 

—Θα μας βρει μπελάς. 

—Μη φοβάσαι. Ύστερα απ' την ανακωχή του Μούδρου, αυτοί είναι μουδιασμένοι. 

—Δεν τους ξέρεις καλά, Θανάση. 

—Εγώ δεν τους ξέρω; Τόσα χρόνια τους ζω. Ύστερα, για ρώτα το Στρατή τον Αϊβαλιώτη, να σου πει. 
Πριν  λίγες  μέρες  γύρισε  απ'  τα  βάθη  της  Ανατολής.  Το  τι  τράβηξαν,  όταν  τους  κουβαλούσαν  στο 
εσωτερικό, δε λέγεται. Ξέρεις, τι μανία είχαν πάντα με τ' Αϊβαλί. Βλέπεις, κοντά σαράντα χιλιάδες οι 
κάτοικοι,  κι  ούτ'  ένας  Τούρκος.  Ουτ'  ένα  τζαμί.  Όλοι  χριστιανοί.  Απ'  το  Δεκατέσσερα  πάσκιζαν  να 
τους  ξεριζώσουν.  Όσοι  δεν  άντεξαν  στην  τρομοκρατία,  έφυγαν  για  τη  Μυτιλήνη.  Όσοι  έμειναν, 
μαρτύρησαν.  Πέρσι  το  Μάρτη  σέρναν  ολόκληρο  τ'  Αϊβαλί  στα  βάθη  της  Μικρασίας,  με  σκοπό  να 
τους  εξολοθρέψουν.  Οι  γέροι,  οι  άρρωστοι  και  τα  μωρά  δεν  άντεξαν  στις  κακουχίες.  Κάπου  δέκα 
χιλιάδες χάθηκαν. Όσοι έζησαν, τώρα πάνε στον τόπο τους. Κανείς δεν τους πειράζει. Το ίδιο κι όσοι 
έζησαν στ' Αμελέ Ταμπουρού. Ένας ένας γυρίζουν πίσω στα σπίτια τους. 

—Τώρα πια που τους ξολοθρέψανε όλους... Ό,τι ήτανε να κάνουν, το κάνανε. 

—Δεν είν' αυτό. Οι Τούρκοι έχουν πια τους δικούς τους μπελάδες. Τρέμουν μη γυρίσει ο τροχός. 

—Έτσι εύκολα δεν το βάζουν αυτοί κάτω. 

—Είδες, τι έγινε τη Δευτέρα στο παζάρι; 

—Όλη η Μαινεμένη μιλάει γι' αυτό. Ο Κολοβερντής γνώρισε στο παζάρι τ' άλογό του. Εκείνο μόλις 
τον βλέπει, αρχίζει να χλιμιντράει από χαρά. Ψάχνει ο Κολοβερντής στο πισινό πόδι του αλόγου να 

Digitized by 10uk1s 
δει τη στάμπα. «Τι το πασπατεύεις;» λέει ο Τούρκος, «είναι άλογο ράτσας. Φτηνά το πουλώ». «Δικό 
μου είναι το ζο», κάνει ο Κολοβερντής. «Δικό σου; Ποιος το 'πε;». «Εγώ. Δες τη βούλα στο πόδι, έλα 
να δεις την ίδια βούλα έχω στο σπίτι μου, που το είχα σταμπάρει, πριν το Σεφέρ Μπερλίκ». «Εγώ το 
βρήκα  αμολημένο  στο  ρουμάνι»,  λέει  ο  Τούρκος.  «Το  ξέρεις  καλά  ότι  η  Μαινεμένη  αμολούσε  το 
χειμώνα  τα  ζα  στην  Μπάνιζα  να  βόσκουν.  Όλοι  τα  σταμπάραμε,  για  να  μην  τα  μπερδεύουμε  την 
άνοιξη,  όταν  άρχιζαν  οι  δουλειές  και  τα  χρειαζόμασταν  πάλι.  Ο  καθένας  είχε  και  τη  βούλα  του». 
Χωρίς άλλη κουβέντα, παίρνει τ' άλογο και φεύγει. Ούτε κουνήθηκε ο Τούρκος. 

—Αργά ή γρήγορα θα το πληρώσει. 

—Τι να πληρώσει; Μπορούσε την ίδια στιγμή να τον ρίξει μια και κάτω. Ποιος θα του μιλούσε; Ούτε 
δυο μήνες δεν πέρασαν, από τότε που σκότωσαν τον αδερφό του Κολοβερντή, τον Κούλα, για ένα 
τίποτα,  στο  Σαπουντζή‐Μπελή,  στη  Μαγνησία.  Τώρα  όλα  έχουν  καλμάρει.  Πάει  ο  κόσμος  στο 
παζάρι. Βγαίνει παραόξω στα κοντινά αμπέλια. 

—Και θαρρείς ότι αυτοί κοιμούνται; Βλέπουν, ότι από τότε που χάσανε τον πόλεμο, εμείς πήραμε 
πολύν αέρα. Στα κρυφά και στα φανερά σχηματίζουν ομάδες να μας χτυπήσουν. 

—Με τα σωστά σου τα λες αυτά; Δηλαδή τα πιστεύεις; Τόσο δειλός είσαι; 

—Εγώ δειλός; Επειδή προβλέπω τον κίνδυνο και θέλω να 'μαστε προσεκτικοί; 

—Βέβαια,  εσύ  που  'σουνα  προσεκτικός,  μια  χαρά  πέρασες  στον  πόλεμο.  Με  τις  φιλίες  που 
δημιούργησες με τους Τούρκους, γλίτωσες το στρατιωτικό και την πέτρα. Όμως, ξέρε το, η παροιμία 
λέει: «Έχεις Τούρκο φίλο, κράτα κι ένα ξύλο». Εγώ λέω, λύκος και Τούρκος φίλοι δε γίνονται. 

—Και τι κατάλαβες εσύ, που τους κήρυξες ανοιχτό πόλεμο; Είδες πώς τα πλήρωσες... 

—Ολόκληρη η Χριστιανοσύνη τα πλήρωσε. Μονάχα οι τουρκόφιλοι δεν πάθανε τίποτα. 

Θυμωμένος έφυγε ο θείος Μήτσος. 

—Δεν έπρεπε να του μιλήσεις μ' αυτό τον τρόπο, κάνει η Ελένη. 

—Μα δεν είδες, τι έλεγε; Ακούς εκεί, να ξανακρύψω τη σημαία... 

—Έχεις δίκιο, σηκώνεται, παίρνει τη σημαία στα χέρια της και τη φιλάει. Ο Θεός να δώσει, γρήγορα 
να την καμαρώσουμε στην πόρτα του σπιτιού μας. Θυμάσαι, Θανάση, πόσες σημαίες έραψα; 

—Τρεις. 

—Όχι,  πέντε.  Μια  της  μαμάς  της  Πουσούς,  μια  της  μητέρας  της  Αναστασίας,  μια  του  θείου 
Καρατζόπουλου,  μια  της  αδερφής  μου  της  Ευαγγελίας  και  μια  δικιά  μας.  Είχα  τελειώσει  τότε  το 
σκολειό. Κεντούσα πια την προίκα μου, όταν η μαμά, η Πουσσύ, μου είπε: «Να πας στην Ελπινίκη, 
τη  ράφτρα,  να  μάθεις  λίγο  ράψιμο.  Αύριο  θ'  ανοίξεις  δικό  σου  σπίτι,  θα  κάνεις  παιδιά.  Χωρίς 
ράψιμο  δε  λέγεται  μια  γυναίκα  νοικοκυρά».  Μου  πήρε  και  μια  ραπτομηχαχή  Σίγκερ.  Το  πρώτο 
πράμα  που  γάζωσα  στη  μηχανή  ήταν  η  σημαία.  Πήγε  και  μου  'φερε  άσπρο  και  θαλασσί  χασέ  κι 
έραψα  τις  σημαίες.  Τότε,  θυμάμαι,  η  αδερφή  μου  η  Ευαγγελία,  στη  Σμύρνη,  είχε  στα  χέρια  ένα 
εργόχειρο.  Απάνω  σ’  ένα  κομμάτι  κρεμ  ατλάζι  κεντούσε  μια  ωραία  ξανθιά  κοπέλα,  που  κρατούσε 
στο  δεξί  της  χέρι  μια  ελληνική  σημαία.  Κάτω  ζερβά,  πίσω  απ'  τα  πόδια  της,  ήταν  ένα  μικρό 
πυροβόλο. Ξετρελάθηκα σαν το είδα. «Θα κεντήσω κι εγώ», κάνω της Ευαγγελίας. «Να κεντήσεις», 
μου  λέει.  «Όλα  τα  κορίτσια  κεντούν  «Ελλάδες».  Είναι  τελευταία  μόδα.  Έτσι,  μόλις  πήγα  στη 
Μαγνησία,  άρχισα  να  κεντώ  κι  εγώ  μιαν  «Ελλάδα».  Κόντευα  να  την  τελειώσω,  όταν 
αρραβωνιαστήκαμε. Από τότε έμεινε ατέλειωτη. 

Digitized by 10uk1s 
—Θυμάσαι, όταν στολίσαμε το σπίτι, τι σου είπα; «Όλα καλά, Ελένη, όμως κάτι λείπει». 

—Κι  εγώ  σου  είπα:  «Λείπει  η  «Ελλάδα».  Περίμενε,  γρήγορα  θα  την  αποτελειώσω».  Όμως  έμεινα 
έγκυος  στον  Θεόκλητο  και  καταπιάστηκα  με  τα  μωρουδιακά.  Πρώτο  παιδί,  βλέπεις,  ήθελα  να  'ναι 
όλα ένα κι ένα. Με τα χέρια μου ήθελα να τα πλέξω, να τα κεντήσω και να τα ράψω όλα. Ύστερα 
ήρθ'  η  Όλγα.  Πάλι  απ'  την  αρχή.  Όταν  περίμενα  το  τρίτο  μου  παιδί,  ξαναπήρα  στα  χέρια  μου  την 
«Ελλάδα». Δε χρειαζόμουνα πια άλλα μωρουδίστικα. Με τις ντουζίνες είχα τα ροζ και τα θαλασσιά 
ρουχαλάκια,  τ'  άσπρα  πανάκια  και  τις  πάνες.  Θυμάμαι,  μωρό  ήταν  η  Ιφιάνασσα.  Κόντευα  να 
τελειώσω πια το κέντημα. Τότε κηρύχτηκε ο πόλεμος. 

—Δε θα την ξεχάσω εκείνη τη μέρα. Μόλις είχα γυρίσει απ' το τσαρσί. Εσύ βύζαινες το μωρό. Είχες 
πλάι το κέντημά σου. «Τέλειωσε πια το κέντημα», μου 'πες, μονάχα το πυροβόλο έχω να κεντήσω. 
Αύριο μπορεί να το 'χω έτοιμο. Να στείλουμε να το κορνιζόσουμε. «Κηρύχτηκε ο πόλεμος, Ελένη», 
σου 'πα. 

—Πού να ξέραμε τι μας περίμενε... 

—Δόξα τω Θεώ, να λέμε. 

Η Ιφιάνασσα, χωμένη στην πολυθρόνα, ακούει χωρίς να χορταίνει. Κανείς δεν την πρόσεξε. Εκείνη 
τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της Πατσούς απ' την κουζίνα. 

—Ιφιάνασσα, έλα να σε ντύσω, να πας στην εκκλησιά. 

Digitized by 10uk1s 
1919 

Η απελευθέρωση της Μαινεμένης 

Πώς  βρέθηκαν  τόσες  σημαίες;  Για  πότε  ετοιμάστηκαν  τόσες  κονκάρδες;  Που  ήτανε,  τόσον  καιρό, 
κρυμμένες  οι  κεντημένες  «Ελλάδες»,  που  στόλιζαν  κιόλας,  μες  στις  χρυσές  κορνίζες  τους,  τους 
τοίχους; 

Και τα λουλούδια; Ανθόκηποι πολύχρωμοι στ' αμέτρητα πανεράκια. 

Οι μαθήτριες με τις μπλου ποδιές και τους άσπρους κολάρους, κι όλα τα κορίτσια της Μαινεμένης, 
ντυμένα  στα  θαλασσιά  και  τ'  άσπρα,  με  γαλανόλευκες  κορδέλες  στα  μαλλιά,  όρθια  απάνω  στα 
τραπέζια και στις καρέκλες, κι απ' τις δυο μεριές του δρόμου, ραίνανε τους στρατιώτες. 

Ο Ελληνικός Στρατός περνάει! 

Ώσαμε τον ουρανό ακούγονταν οι ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα. 

Περνάει ο Ελληνικός Στρατός! 

Χείμαρρος,  η  χαρά,  πλημμύρισε  στη  μικρή  πολιτεία.  Ήλιος,  η  ευτυχία,  ζέστανε  τις  καρδιές  και 
φωτοβολούσε στα πρόσωπα. 

Ο Στρατός μας περνάει! 

Πιο δυνατό το δάκρυ της ευτυχίας απ' το γέλιο της χαράς, λαμπυρίζει στα μάτια. Χιμάνε άντρες και 
γυναίκες  κι  αγκαλιάζουν  τα  φανταράκια.  Τα  φιλάνε,  τα  χαϊδεύουν.  Θα  σπάσει  από  ευτυχία  ο 
άνθρωπος. 

Ο Ελληνικός Στρατός περνάει! 

Πανηγυρίζει η γη. Αγάλλεται η πλάση. Ευφραίνονται οι ψυχές των νεκρών στον αγέρα. Τριζοβολά η 
συγκίνηση στους τάφους. 

Γενεών  προσμονή,  αιώνων  όνειρα,  χρόνων  και  χρόνων  ελπίδες,  λαχτάρες,  πόθοι.  Όλα  έγιναν 
αλήθεια. 

Χριστός Ανέστη! 

Σημαιοστόλιστος ο δρόμος, απ' το σταθμό ώσαμε την Άγια Παρασκευή. Με δάφνες στεφανωμένες 
οι  τρεις  καμαρωτές  πορτάρες  του  αυλόγυρου  της  εκκλησιάς.  Πάνω  απ'  τη  μεσιανή  πορτάρα,  ο 
δικέφαλος, και δεξιά κι αριστερά δυο πελώριες σημαίες. 

Χτυπάνε ασταμάτητα οι καμπάνες τη χαρά του Θεού, τη χαρά του ανθρώπου. 

Χριστός Ανέστη!... 

Μέρες  γιορτάζουν  οι  δρόμοι,  τα  σπίτια,  τα  μαγαζιά.  Ολάνοιχτα  τα  καφενεία,  τα  μαγειριά,  τα 
ζαχαροπλαστεία,  οι  ταβέρνες  του  Αλεξίου,  του  Σταύρου,  του  Νικολαΐδη,  του  Σαράντη,  του  Πίρδα, 
του Πιλαφά, του Αχείλλα. Μαλώνουν, ποιος να πρωτοκεράσει. 

Digitized by 10uk1s 
Ανάρπαστα τα φανταράκια το πρώτο βράδυ απ' τα σπίτια. 

—Σε μένα θα φάμε... 

—Πέντε γυναίκες ετοιμάζουμε απ' τη νύχτα τα μεζεδάκια... 

—Δυο μέρες παλεύω με τα φαγητά στην κουζίνα, δε θα πείτε όχι. 

—Εγώ σας προσκάλεσα, πριν απ' τους άλλους. Σε μένα θα 'ρθήτε... 

Στρώθηκαν  τα  λινά  κεντημένα  τραπεζομάντιλα.  Βγήκαν  απ'  τις  δεσπέντζες  τα  πορσελάνινα 
σερβίτσια, τα κρουσταλλένια ποτήρια, τ' ασημένια μαχαιροπήρουνα. Ό,τι καλό και ακριβό. 

Ογδόη Μαΐου 1919. Η πιο μεγάλη μέρα στη ζωή της Μαινεμένης! 

Ύστερα απ' το μεθύσι της ψυχής, αρχίζει το γλέντι και το φαγοπότι σ’ όλα τα σπίτια. 

Κατάφερε  κι  ο  Χατζηνάσος  να  φέρει  στο  σπίτι  του  δώδεκα  αξιωματικούς  και  στρατιώτες.  Απ'  το 
δρόμο τους είχαν αρπάξει τους άλλους οι νοικοκυρές κι οι νοικοκυραίοι. 

Στολισμένο  το  μεγάλο  τραπέζι,  μικρό  ήρθε.  Ανοίχτηκε  και  το  στρογγυλό  της  καθημερινής 
τραπεζαρίας.  Κουβαλούσαν  οι  παρακόρες  τα  μεζεδάκια  και  τελειωμό  δεν  είχαν.  Φέρανε  και  τις 
λαμαρίνες με τα ψητά αρνιά και τις πατάτες απ' το φούρνο. Μαζί κι οι κρεατόπιτες, οι τυρόπιτες, οι 
μπουγάτσες. 

Η  Χατζηνάσαινα,  ετοιμόγεννη,  μπαινόβγαινε  ακούραστη.  Μαζεύτηκαν  και  τα  παιδιά  απ'  τους 
δρόμους.  Σαν  μέλισσες  σβουρίζουν  γύρω  απ'  τους  Έλληνες  στρατιώτες.  Μεθυσμένοι  όλοι  από 
συγκίνηση,  μεθούν  κι  από  τα  πιοτά.  Αρχίζουν  τα  τραγούδια  και  το  χορό.  Ύστερα  το  'ριξαν  στα 
πατριωτικά άσματα. Αντί να κοιμηθούν τα παιδιά, πιο δυνατά τραγουδούν. Κάθε τόσο τραβολογούν 
η Όλγα κι Κλήτος τη μαμά απ' το μανίκι. Θένε να πουν τα ποιήματά τους. 

Σταμάτησαν όλοι ν' ακούσουν. 

Λένε την «Ελληνική Σημαία», «Το Ελληνικό Χώμα». Την «Πατρίδα μου». 

—Μα πότε, πώς τα μάθανε; Ποιος τα δίδαξε, πού; ρωτά ο ανθυπολοχαγός απ' το Μωριά. 

—Παντού. Στο σπίτι, στο σκολειό, οι δάσκαλοι, εμείς, λέει η μαμά τους. 

—Και δε φοβόσασταν; 

—Πώς δε φοβόμασταν! Όλα γίνονταν στα κρυφά. Άφησε, καμιά φορά και μπροστά στα μάτια τους. 

—Μα εσείς είσθε πραγματικοί πατριδολάτρες. Φανατισμένοι Έλληνες. Αλλιώς τα φανταζόμασταν κι 
αλλιώς τα βρήκαμε. 

—Πώς τα φανταζόσασταν; 

—Να, ότι δε θα ξέρατε γράμματα, ότι θα μιλούσατε τούρκικα... 

—Και  στα  βάθη  της  Ανατολής  να  πάτε,  στο  πιο  μικρό  χωριουδάκι,  θα  βρήτε  ελληνικό  σκολειό.  Κι 
εκεί ακόμα, που τους υποχρέωσαν να ξεχάσουν την ελληνική γλώσσα και να μιλάνε μόνο τούρκικα, 
κι  εκεί  ξέρουν  τα  εθνικά  μας  άσματα,  τα  πατριωτικά  μας  ποιήματα.  Απέξω  ψέλνουν  τα 
εκκλησιαστικά τροπάρια, τους ύμνους, τα απολυτίκια, τα κοντάκια. 

—Απορώ και θαυμάζω. Εμείς νομίζαμε ότι τούρκικα διδάσκανε στα σκολειά. 

Digitized by 10uk1s 
—Διδάσκεται κι η τουρκική, σαν βοηθητικό μάθημα, απ' την Πέμπτη τάξη. Μα ποιος τη μαθαίνει; 

—Μπαμπά, διακόπτει ο Κλήτος, να δείτε τι έγινε χτες με την Τουρκάλα δασκάλα, την αδερφή του 
καϊμακάμη. 

—Τι έγινε; 

—Την ώρα που παράδινε το μάθημα, εμείς αρχίζουμε να λέμε τον Εθνικό Ύμνο. Αυτή κάνει πως δεν 
καταλαβαίνει. «Ησυχία», φωνάζει. Εμείς τίποτα. Χτυπά τη βίτσα στην έδρα. Εμείς τότε της βγάζουμε 
τη γλώσσα μας, τη μουντζώνουμε. «Όξου, όξου», φωνάζαμε όλοι μαζί. Έφυγε σαν τρελή. 

—Δεν ήταν σωστό αυτό που κάνατε, λέει ο θείος Μήτσος. 

—Καλά  κάνανε,  τον  αρπάζει  ο  Θανάσης.  Αυτοί  χάσανε  πια  τ'  αυγά  και  τα  πασχάλια.  Πριν  απ'  την 
κατάληψη  της  Σμύρνης  είχαν  βάλει  την  ουρά  στα  σκέλια.  Όταν  το  Πάσχα  έβγαλε  ο  Μαντζαβίνος 
μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του την εικόνα του Βενιζέλου και την Ελληνική Σημαία, κι οι δικοί 
μας  ρίχναν,  απ'  τη  χαρά  τους,  πιστολιές  στον  αγέρα,  κοίταζαν  οι  Τούρκοι  από  μακριά,  χωρίς  να 
τολμούν να μιλήσουν. Και τη μέρα που ελευθερώθηκε η Σμύρνη, λες και τους είχε καταπιεί η γη. 

—Τι ήτανε εκείνη η μέρα! Ποτέ δε θα την ξεχάσω, λέει ο αξιωματικός απ' τη Μάνη. 

—Ήμασταν εκεί. Βούρκωσαν τα μάτια του Θανάση. 

—Ώστε κι εσείς πήγατε; 

—Μπορούσα  να  λείψω;  Πήγα  με  τη  γυναίκα  μου  και  τα  δυο  μεγαλύτερά  μου  παιδιά.  Απ'  την 
παραμονή περιμέναμε. 

—Τι ωραία πόλις η Σμύρνη. Τι πολιτισμένος λαός: Πού να τη φτάσει η Αθήνα... 

—Μα αφού τη λένε μικρό Παρίσι, πετιέται ο Κλήτος. Ήτανε πρώτα Αιολίς κι ύστερα πρωτεύουσα της 
Ιωνίας. 

—Μπράβο, μικρέ. Τι τάξη πηγαίνεις; 

—Έκτη Δημοτικού. 

—Και ξέρεις τόσο πολλά! Τι θα σπουδάσεις; 

—Ο μπαμπάς θέλει μηχανικός. Εγώ, τώρα που είδα εσάς, θέλω να γίνω αξιωματικός. 

Γέλασαν όλοι. 

Οι μέρες περνούσαν στο μεθύσι της λευτεριάς. Ακόμα να βάλει κανείς ρέγουλα στη ζωή του. 

Ο στρατός προχωρεί. Ώσαμε το τέλος του Μάη κι ελευθέρωσε το Ναζλί, το Μπαϊντίρι, το Ντεμίσι, τη 
Μαγνησία, τον Κασαμπά, το Αξάρι, το Αϊβαλί. 

Στην Πέργαμο 

Αν η κατάληψη της Μαινεμένης, με επικεφαλής το λοχαγό Καβράκο, έγινε ομαλά, δε συνέβη το ίδιο 

Digitized by 10uk1s 
με την Πέργαμο. Στην αρχή, καμιά αντίσταση απ' τους Τούρκους. Τρεις μέρες ζουν όλοι το πανηγύρι 
της  λευτεριάς.  Ξαφνικά  φτάνουν  άσκημα  νέα.  Όλοι  μιλούσαν  για  αιφνιδιασμό  των  Τούρκων,  για 
μάχες. 

Ανησύχησαν οι χριστιανοί. Σφίχτηκε η καρδιά τους. Ξεσηκώθηκε η Τουρκιά της Μαινεμένης. Έτοιμη 
να  χτυπήσει.  Το  σύνθημα  το  'δωσε  ένας  Τούρκος  στα  Σούσα‐Γιολού,  κοντά  στο  σταθμό.  Σκότωσε 
έναν Έλληνα στρατιώτη, και τρέχει και χώνεται στον πλαϊνό δρόμο, στο σπίτι του. Πριν προφτάσουν 
να  κινηθούν  οι  άλλοι  Τούρκοι,  συλλαμβάνεται  απ'  τους  Έλληνες.  Κυκλώνουν  και  το  σπίτι  του 
Τούρκου, και τον εκτελούν επί τόπου. Στήνουν πυροβόλα γύρω απ' τον Τουρκομαχαλά. Μαζεύουν 
τους  Τούρκους  απ'  το  δρόμο,  τα  σπίτια,  τα  μαγαζιά  και  τους  κλείνουν  στον  αυλόγυρο  της  Άγιας 
Παρασκευής, στις τάξεις του σκολειού. Ο λοχαγός Νικολινάκος, ένας άντρακλας απ' τη Μάνη, δυο 
μέτρα  μπόι,  ανοίγει  την  αποθήκη  του  πολεμικού  υλικού  του  στρατού  και  μοιράζει  όπλα  στους 
Μαινεμενλήδες.  Τώρα,  στρατός  και  πολίτες  μαζί,  φυλάνε  καραούλι  στους  δρόμους.  Φωνές, 
τρεχαλητά, πιστολίδι. Έκλεισε το τσαρσί, ερημώθηκε το Ρωμέικο, σφαλίστηκαν τα γυναικόπαιδα στα 
σπίτια. 

Πεντέξι  οικογένειες  μαζεύτηκαν  στο  σπίτι  του  Χατζηνάσου.  Καλύτερα,  σε  τούτες  τις  ώρες,  να  'ναι 
όλοι  μαζί.  Ζαρωμένοι  στην  κάμαρα,  ζαρώνουν  πιο  πολύ  μόλις  ακούνε  το  οπλοπολυβόλο  να  ρίχνει 
απανωτά. 

—Πού να 'ναι ο Θανάσης; κλαίει η Ελένη. 

—Πού να 'ναι οι άντρες μας, κλαίνε κι οι άλλες οι γυναίκες. 

Κάμποση ώρα τίποτα δεν ακούγεται. Κάπου κάπου, κάνας περαστικός στο δρόμο. 

Σε λίγο έφτασε λαχανιασμένος ο Θανάσης. 

—Τι τρέχει; Έπαθε κανένας τίποτα; Πού είναι οι άλλοι; 

—Ησυχάστε. Κανείς δεν πειράχτηκε. 

—Και το πιστολίδι που έπεσε; 

—Το κάναμε για εκφοβισμό. Όλοι ρίχνανε στον αέρα. 

Εκείνη την ώρα έφτασε κι ο Μήτσος. 

—Σκοτώσανε τον καϊμακάμη. 

—Πώς, που; κρέμονται απ' το στόμα του όλοι. 

—Μέσα στο δικαστήριο. Την ώρα που δίκαζε. 

—Γιατί; 

—Δεν ξέρω ακριβώς. Λένε, ότι μόλις έμαθε ο καϊμακάμης τα νέα της Περγάμου, ρίχνει απ' την χαρά 
του στον αέρα και, προκαλώντας τους Έλληνες, φωνάζει: «Έρχεται η σειρά σας». Ύστερα μπαίνει με 
όλο του το πάσο στο δικαστήριο κι αρχίζει τη δίκη. Δεν το βάσταξε ο Έλληνας δεκανέας που φύλαε 
σκοπός. Χύνεται μέσα και τον καρφώνει με τη λόγχη. Τότε μπήκαν κι άλλοι στρατιώτες κι αρχίζουν 
να  ρίχνουν.  Δυο  σκοτώθηκαν.  Καλά  που  προφτάσαμε  εμείς  και  τους  σταματήσαμε.  Δεν  τα  βλέπω 
καλά τα πράματα. 

—Εσύ πάντα απαισιόδοξος ήσουνα. Τώρα θ' αλλάξεις; λέει ο Θανάσης. 

—Κι αν γίνει σφαγή κι εδώ, όπως στην Πέργαμο; αγωνιούν οι γυναίκες. 

Digitized by 10uk1s 
—Δεν  υπάρχει  τέτοιος  φόβος.  Οι  Κρητικοί  φυλάνε  τα  γεφύρια  του  Γκεντιζιού.  Δεν  κινδυνεύει  η 
Μαινεμένη. Ύστερα, εδώ όλους τους ύποπτους Τούρκους τους έχουν συλλάβει. 

Αναθάρρεψαν όλες. Μια μια φεύγουν για τα σπίτια τους. 

Ολόκληρη  τη  μέρα  ο  κόσμος  είναι  ξεχυμένος  στους  δρόμους.  Όλοι  ζούνε  την  αγωνία  για  την  τύχη 
της Περγάμου. Τη νύχτα έφτασαν οι ειδήσεις: «Υποχωρεί ο ελληνικός στρατός προς τη Μαινεμένη». 
Πολλοί οι νεκροί κι οι τραυματίες. «Σφαγές και φωτιά στην Πέργαμο». 

Ξανάρχισε το χτυποκάρδι του πολέμου. 

Απ'  τα  ξημερώματα,  αραδιασμένες  οι  νοικοκυρές  στις  άκρες  του  Σούσα‐Γιολού  για  την  Πέργαμο, 
περιμένουν  τους  στρατιώτες.  Απ'  όλα  είχανε  μαζί  τους.  Βαμβάκι,  γάζες,  ιώδιο,  σπίρτο,  τρόφιμα, 
κουβέρτες,  σεντόνια.  Οι  Μαινεμενλήδες  προχώρησαν  μ'  άλογα,  μ'  αραμπάδες  να  βοηθήσουν.  Μ' 
ερειπωμένη  την  ψυχή  και  το  κορμί  γυρίζει  πίσω  ο  στρατός.  Τα  οχήματα,  οι  αραμπάδες  γιομάτα 
τραυματίες.  Πήρανε  στα  σπίτια,  όσους  ήτανε  ελαφρά  τραυματισμένοι.  Τους  άλλους,  που  ήτανε 
βαριά, τους πήγαν στη Σμύρνη, στα νοσοκομεία. Γέμισαν τα σπίτια απ' τα χτυπημένα φανταράκια. 
Όλοι  μιλάνε  για  τη  συμφορά  που  βρήκε  την  Πέργαμο.  Οι  νοικοκυρές  στα  σπίτια.  Οι  άντρες  στο 
δρόμο.  Κανείς  δεν  έχει  κέφι  για  δουλειά.  Ο  στρατός  ανασυντάσσεται.  Περιμένει  βοήθεια  να 
εξορμήσει για ανακατάληψη της Περγάμου. 

Στο καφενείο, όλοι κρέμονται απ' το στόμα του Κώστα Κώστογλου, που 'χε προσφερθεί να οδηγήσει 
απ' τη Μαινεμένη ένα τμήμα απ' το Πέμπτο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού. 

—Δε θα ξεχάσω με τι ενθουσιασμό ξεκινήσαμε. Όλα τα κορίτσια της Μαινεμένης βγήκαν στο Σούσα‐
Γιολού να ξεπροβοδίσουν το στρατό μας με λουλούδια και τραγούδια. Ώσαμε το τέλος του δρόμου 
ακουγότανε το τραγούδι τους. 

«Βγήτε κορίτσια, βγήτε νιες, και ράνετε λουλούδια 
στο δρόμο που πηγαίνουμε, πήτε γλυκά τραγούδια». 

Με το τραγούδι στ' αυτιά μας, φτάσαμε στην Πέργαμο. Μόλις είχε η πόλη καταληφθεί απ' το Όγδοο 
Σύνταγμα  Κρητών.  Τίποτα  δεν  έδειχνε  τη  συμφορά  που  μας  περίμενε.  Οι  Τούρκοι  ήταν  ευγενικοί. 
Προθυμοποιήθηκαν  να  μας  προμηθεύσουν  σφάγια:  βόδια,  αρνιά,  κατσίκια.  Ζήτησαν  άδειες  να 
πηγαινοέρχονται στα γύρω χωριά, να φέρουν στο στρατό μας τρόφιμα. Για να δείξει την ευαρέσκειά 
του ο Έλληνας διοικητής, παράγγειλε τρακόσια ψωμιά σε Τούρκο φούρναρη. Έκανε εντύπωση στους 
Τούρκους,  γιατί  τόσα  λίγα  ψωμιά!  Κατάλαβαν  ότι  η  δύναμη  των  Ελλήνων  ήτανε  μικρή. 
Συνεννοούνται  με  τα  γύρω  τουρκοχώρια,  και  σε  τρεις  μέρες,  στις  τρεις  του  Ιούνη,  κατεβαίνουν 
χιλιάδες,  κι  αρχίζουν  επίθεση  όξω  απ'  την  Πέργαμο.  Οι  δικοί  μας  αιφνιδιάστηκαν,  όμως  δεν  τα 
'χασαν.  Αντιστέκονται  με  γενναιότητα.  Την  ώρα  που  πολεμά  ο  ελληνικός  στρατός  όξω  απ'  την 
Πέργαμο,  χτυπούν  οι  ντόπιοι  Τούρκοι  τους  χριστιανούς  της  πόλης.  Σε  λίγο  γενικεύεται  το  κακό. 
Χιλιάδες Τούρκοι χτυπάνε από παντού. Οι Έλληνες, ούτε οχτακόσιοι σωστοί, πολεμούν ολόκληρη τη 
μέρα,  χωρίς  ελπίδα.  Βοήθεια  από  πουθενά.  Κομμένος  ο  τηλέγραφος  με  τη  Σμύρνη.  Την  νύχτα 
αναγκάζεται  ο  συνταγματάρχης  Σιρμακέζης  να  υποχωρήσει.  Δημιουργείται  σύγχυση.  Παρατούν 
εφοδιασμό,  ζώα  κι  οχήματα  και  φεύγουν.  Μόνο  τους  τραυματίες  μπόρεσαν  να  μεταφέρουν  στη 
Μαινεμένη. Ανενόχλητοι πια οι Τουρκοι, ενώθηκαν με τους ντόπιους, κι άρχισαν τις λεηλασίες και 
να  υποβάλουν  τους  χριστιανούς  σε  βασανιστήρια.  Ατίμασαν  κορίτσια  κι  ύστερα  τα  ξεκοίλιαζαν. 
Γδέρναν  τους  νέους.  Κομμάτιαζαν  με  το  πριόνι  τους  γέρους,  πετάλωναν  και  κρεμούσαν  τους 
στρατιώτες. 

— Θεέ μου, ως πότε θα πλερώνει η Ρωμιοσύνη; 

Απ'  τις  δυο  ως  τις  εφτά  του  Ιούνη  η  Πέργαμος  ήτανε  στα  χέρια  των  Τούρκων.  Τα  νέα,  το  ένα 
χειρότερο απ' τ' άλλο, σπάραξαν την πρώτη χαρά και τον ενθουσιασμό του κόσμου. Πέντε μέρες ο 

Digitized by 10uk1s 
στρατός  στη  Μαινεμένη,  προσπαθεί  ν'  ανασυνταχθεί.  Περιμένει  βοήθεια  να  εξορμήσει  για  την 
ανακατάληψη της Περγάμου. Τέλος, στις εφτά του Ιούνη, αφού έφτασε βοήθεια απ' τη Σμύρνη και 
το Δικελή, μαζί και τα δυο τάγματα απ' τη Μαινεμένη, ξαναπήραν την Πέργαμο. 

Ο αρμοστής της Σμύρνης 

Δεν  πρόφτασε  να  συνέλθει  ο  κόσμος  απ'  τη  συμφορά  της  Περγάμου,  κι  αρχίζουν  συλλήψεις  στη 
Μαινεμένη για το φόνο του καϊμακάμη. Γέμισε η φυλακή από στρατιώτες και πολίτες. Κάλεσαν τους 
επιτρόπους για ανάκριση στη Σμύρνη. Κανείς δεν πιστεύει ότι Έλληνας έδωσε τέτοια διαταγή. 

Στο καφενείο οι άντρες, μονάχα γι' αυτό μιλάνε. 

—Ο Στεργιάδης έδωσε τη διαταγή, λέει ο Θανάσης. 

—Ποιος είναι αυτός; ρωτάει ο Ανανίας. 

—Ο  Αρμοστής  της  Σμύρνης.  Διορίστηκε  απ'  το  Βενιζέλο.  Την  ίδια  μέρα,  που  ελευθερώθηκε  η 
Μαινεμένη, στις οχτώ του Μάη, ανάλαβε καθήκοντα. 

—Μαύρη να 'ταν η ώρα, αναστενάζουν όλοι. 

—Μα, δεν είναι Έλληνας αυτός; 

—Ακούς  εκεί,  να  δώσει  γενική  αμνηστία  στους  Τούρκους,  που  αφανίσανε  την  Πέργαμο,  και  να 
συλλάβει τους δικούς μας; 

—Εκατό φανταράκια σκοτώθηκαν, χώρια οι τραυματίες. 

—Δε λες πόσους κρέμασαν, λέει ο Γιάγκος ο Μπεζεστεντζής. 

—Κι ο άμαχος πληθυσμός; Κάθε φορά μαρτυράει και σαν το Χριστό σταυρώνεται. 

—Κάθε  μέρα  είκοσι  δικοί  μας  νοικοκυραίοι  πηγαίνουν  στη  Σμύρνη  και  δίνουν  το  παρόν.  Είναι 
υπεύθυνοι, λέει, γιατί πήραν οι Μαινεμενλήδες απ' την αποθήκη τα όπλα. 

—Τι να κάναμε; Να μέναμε με δεμένα τα χέρια να μας σφάξουν σαν τ' αρνιά της Λαμπρής; 

—Εκείνοι πρώτα σκότωσαν τον Έλληνα στρατιώτη... 

—Και τώρα δηλαδή, πρέπει κάθε μέρα είκοσι νοικοκυραίοι να δίνουν το παρόν, στη Σμύρνη; 

—Άλλο που δε θένε οι Τούρκοι, να βλέπουν να ταπεινώνονται έτσι οι δικοί μας. 

—Χτες  ο  Μαντζαβίνος  μίλησε  στον  Αρμοστή  όξω  απ'  τα  δόντια.  «Πώς  και  πώς  περιμέναμε  τη 
λευτεριά μας», του λέει, «Και τώρα, σαν ένοχοι να 'ρχόμαστε να δίνουμε το παρόν». «Στην εξορία 
θα  σας  στείλω,  αν  συνεχίσετε  σ’  αυτόν  τον  τόνο»,  φωνάζει  εκείνος.  «Αν  δεν  παίρνανε  οι 
Μαινεμενλήδες  τα  όπλα,  τα  ίδια  της  Περγάμου  θα  παθαίναμε  κι  εμείς.  Συνεννοημένοι  ήταν  να 
χτυπήσουν  και  τη  Μαινεμένη.  Ο  στρατός  μαζί  με  τους  πολίτες  εμποδίσανε».  «Έξω,  έξω»,  φώναζε 
φρενιασμένος εκείνος. 

—Έχει  φυλακή  το  Φίλιππα  τον  Μπουρνόβαλη,  το  γαμπρό  μου,  γιατί  φίλησε  το  χανουμάκι,  κι 
ελεύθερους τους Τούρκους, που κατασφάξανε τον κόσμο, λέει ο Κώστας Μπεζεστεντζής. 

Digitized by 10uk1s 
—Τι πράματα είναι αυτά; Πώς και πώς περιμέναμε τη λευτεριά  μας, κι αυτός να μας φέρεται σαν 
Τούρκος δυνάστης. 

—Μη χειρότερα!... 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ 

Περιβόλι  θα  'πρεπε  να  το  λένε.  Όμως  το  λέγανε  αμπέλι,  κι  ας  είχε  πάνω  απ'  εκατό  δέντρα 
σκορπισμένα  ανάμεσα  στα  κλήματα.  Μονάχα  οι  ροδιές  ήτανε  τριάντα.  Οι  αμπουρνελιές,  οι 
τζανεριές, οι ροδακινιές, οι μουσμουλιές, οι κυδωνιές, οι μηλιές, οι απιδιές, οι σαν —φυστικιές, οι 
αμυγδαλιές  ξεπερνούσαν  τις  εξήντα.  Η  καϊσιά  ήτανε  μια,  μα  μεγάλη.  Τα  μοσχοβολιστά  τραγανά 
γλυκοκούκουτσα  καΐσια  είχανε  πάντα  ξεσηκωμένη  την  όρεξη  των  παιδιών.  Τρώγαν  τρωγαν  και  δε 
χόρταιναν.  Εκατοσταριές  οι  οκάδες,  φτάναν  και  περίσσευαν  για  όλους.  Και  για  τα  παιδιά,  και  για 
τους συγγενείς, και για τους φίλους, και για το γλυκό της χρονιάς. Οι συκιές, φυτεμένες στο κεσίκι, 
ήτανε τρεις. Όμως τόσο κοντά κι οι τρεις, που ανέβαινες απ' τη μια και κατέβαινες απ' την άλλη. Τα 
κλαδιά μπλεγμένα ψηλά, δεν ήξερες από ποια συκιά ήτανε το σύκο που έκοψες. Κι η βυσινιά ήτανε 
μία και μικρή. Μα για τη βυσινάδα, το γλυκό και το τσέρας έφτανε. Άφησε που ήτανε το λούσο του 
αμπελιού.  Πλάι  στη  χαβούζα,  και  κάτω  απ'  το  μύλο,  σφάνταζε  στα  κάτασπρα  κάθε  άνοιξη  σαν 
νυφούλα. Τα υπόλοιπα δέντρα ήταν ελιές. 

Και τα ζαρζαβατικά μπόλικα. Χόρταινε η οικογένεια, χόρταιναν οι συγγενείς κι οι φίλοι. Μελιτζάνες, 
μπάμιες,  ντομάτες  για  φαΐ  και  ντοματίτσες  για  γλυκό.  Πιπεριές,  φασούλια,  αμπελοφάσουλα. 
Κολοκυθάκια  για  μαγείρεμα  και  κολοκύθες  για  πίτες.  Αγγούρια,  αντζούρια,  άνιθος,  δυόσμος, 
μαϊντανός,  γλυστρίδα.  Τίποτα  δεν  έλειπε.  Όλα  ποτιστικά  και  της  ώρας.  Μονάχα  καβούνια  και 
καρπούζια δεν είχε. Αυτά τα κουβαλούσανε οι παραγιοί με το γάιδαρο απ' τ' αλάργα αμπέλι, που 
ένα μέρος, κάπου δυο στρέμματα, ήτανε μποστάνι. 

Τα πούλουδα, στο μακρόστενο παρτέρι αντικριστά, μπροστά στον κούλα, τον χώριζαν απ' το σεργί. 
Όλα τα είδη κι όλα τα χρώματα. Μπερδεμένες οι μυρουδιές. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις από που 
έβγαινε  η  κάθε  μια.  Τζιράνια,  σκουλαρίκια,  σκυλάκια,  γαρούφαλλα,  τριαντάφυλλα.  Χώρια  τα 
μυριστικά.  Ματζουράνα,  μέντα,  βασιλικός,  γκιούλγκαϊ,  δεντρολίβανο.  Σε  ζάλιζε  η  μοσχοβολιά,  σε 
ζάλιζαν τα χρώματα, σε ζάλιζε η ποικιλία. 

Τ'  αμπέλι  ήταν  η  αδυναμία  του  Θανάση.  Ύστερα  απ'  τον  πόλεμο,  μήνες  δούλευαν  οι  μαστόροι,  οι 
τεχνίτες, οι εργάτες να το φέρουν σε λογαριασμό. Σκάβανε, φυτεύανε, σπέρνανε. Ο γιαπιτζής με το 
μαραγκό  καταπιάστηκαν  με  τα  μερεμέτια  του  κούλα.  Ο  Θανάσης  μέρες  πάσκιζε  να  ξαναστήσει  το 
μύλο. 

Γρήγορα έγιναν όλα όπως πριν απ' τον πόλεμο. Γύριζαν οι άσπρες φτερούγες του μύλου στον αέρα. 
Κι  οι  δυο  ντρούμπες  ανεβοκατέβαιναν  και  γέμιζαν  τη  χαβούζα  νερό.  Αργά  τ'  απόγευμα  ερχόταν  ο 
μπάρμπα Γιώργης ο Φωκιανός, άνοιγε κάτω στη χαβούζα την τρύπα που έβγαζε στο χαβουζάκι. Απ' 
το  χαβουζάκι  έτρεχε  το  νερό  από  άλλη  τρύπα  στο  μεγάλο  αυλάκι.  Ο  μπάρμπα  Γιώργης  όρθιος 
περίμενε  με  το  φτυάρι  και  την  τσάπα  να  κλείσει  το  'να  αυλάκι,  όταν  γεμίσει,  κι  ύστερα  ν'  ανοίξει 
άλλο. Έτσι, από αυλάκι σε αυλάκι, ποτίζονταν τα δέντρα, ποτίζονταν και τα ζαρζαβατικά. Μονάχα τα 
πούλουδα τα πότιζε με το σουλαντιστίρι. 

Μπροστά  στον  κούλα  ήτανε  η  κληματαριά.  Τα  κλήματα,  φυτεμένα  απ'  τη  μεριά  της  χαβούζας, 
ανέβαιναν  ψηλά  και  σκέπαζαν  όλο  το  μπροστινό  μέρος  του  κούλα.  Οι  βλαστοί  με  τα  πλατιά 
αμπελόφυλλα  δίναν  ίσκιο  και  δροσιά.  Τα  σταφύλια  κρέμονταν  τα  καλοκαίρια  σαν  φασκιωμένα 
στρουμπουλά  μωρά.  Τα  σουλτανιά  λαμπύριζαν  στον  ήλιο  σαν  κεχριμπάρι  και  τα  μαύρα  γυάλιζαν 
σαν  γινομένες  ελιές.  Πολυέλαιοι  σωστοί  τα  ροζακιά,  ζύγιζαν  το  καθένα  δυο  οκάδες  και  βάλε.  Όλα 
χαιρόσουνα να τα βλέπεις. Μονάχα τα χαμηλά σταφύλια κρέμονταν σαν κασιδιάρικα. Ο Κλήτος κι ο 
μικρός  παραγιός  ανέβαιναν  στις  καρέκλες,  για  να  τα  φτάσουν,  και  τσιμπολογούσαν  τις  ώριμες 
ρόγες. Έτσι, στο τέλος κρέμονταν κάτι μαυροχαρχαλιασμένα μαδημένα τσαμπιά. 

Digitized by 10uk1s 
Το αμπέλι ήτανε ντουρσεκλίδικο. Καρσί, απ' τη μια μεριά, ήτανε το αμπέλι της Σαμολαδάδαινας, κι 
απ' την άλλη της Ανανίαινας και του Τσαλαπατάρα με την καραντουτιά. Απ' το ένα πλάι συνόρευε 
με της Μπεζεστεντζίνας κι απ' τ' άλλο με της Τσερκέζας, που 'χε κόρη την όμορφη Γκιουλεζάρ. 

Τρεις ολόκληρους μήνες περνούσε η οικογένεια στ' αμπέλι. Την ίδια μέρα που κλείνανε τα σκολειά, 
γκιόστιζαν οι πιο πολλές Μαινεμενιές. Και ξεγκιόστιζαν το Σεπτέμβρη, τότε που άνοιγαν. 

Στ' αμπέλι γίνονταν οι πιο πολλές δουλειές, κι όλες οι ετοιμασίες για το χειμώνα. Εκεί φτιάχνανε τις 
σοδειές  της  χρονιάς.  Εκεί  ετοιμαζόταν  ο  φιδές,  το  μάτσι,  ο  τραχανάς,  το  πλιγούρι,  ο  νισεστές,  τα 
ρετσέλια,  το  κυδωνόπαστο,  οι  μουσταλευριές,  τα  γλυκά,  τα  τουρσιά,  οι  ελιές  οι  τσακιστές  στ' 
αλατόνερο κι οι χαραχτές στο λαδόξυδο. Εκεί κόβανε φέτες φέτες τις μελιτζάνες και τις περνούσαν 
όπως, και τις μπάμιες, σ’ αρμαθιές, να ξεραθούνε στον ήλιο. Εκεί τον ντοματοπελτέ, το πετιμέζι, το 
μούστο, τις μουστολαμπάδες. 

Σχεδόν  ολόκληρη  η  Μαινεμένη  άδειαζε  το  καλοκαίρι.  Λιγοστοί  μέναν  στα  σπίτια  τους.  Το  τσαρσί 
ήτανε  ανοιχτό,  μα  δεν  είχε  μεγάλη  κίνηση.  Οι  νοικοκυραίοι  δε  βλέπαν  την  ώρα  να  κλείσουν  τα 
μαγαζιά,  να  πάνε  στ'  αμπέλι,  να  πάρουν  δροσερή  ανάσα.  Εκεί,  τα  βραδάκια,  κάτω  απ'  την 
κληματαριά, πίνανε το τσίπουρο με τα μεζεδάκια και κουβέντιαζαν. Μιλούσαν για τις μαύρες μέρες 
του  πολέμου,  που  πέρασαν.  Για  τις  φοβερές  σφαγές  στις  Φώκιες,  στο  Σερέκιοϊ.  Κι  ύστερα  απ'  την 
απελευθέρωση,  πάλι  για  τις  σφαγές  στην  Πέργαμο,  στ'  Αϊδίνι.  Πιο  πολύ  όμως  μιλούσαν  για  τις 
προελάσεις  και  τις  νίκες  του  ελληνικού  στρατού.  Ώρες  ατέλειωτες  συζητούσαν  για  τα  νέα. 
Κατεβάζανε χάρτες. Λέγανε γνώμες, κάνανε υποδείξεις και σχέδια. Τότε κάθονταν οι γυναίκες κοντά 
και δε χόρταιναν ν' ακούνε. 

Τα παιδιά στ' αμπέλι 

Παράδεισος  για  τα  παιδιά  ήτανε  τ'  αμπέλι  του  Χατζηνάσου.  Κάθε  μέρα  μαζεύονταν  όλα  απ'  τους 
γειτονικούς  κουλάδες  να  παίξουν  και  να  κολυμπήσουν  στη  χαβούζα.  Κάθε  απόγευμα,  και  καμιά 
φορά και το πρωί, άνοιγε ο Θανάσης το μύλο να γεμίσει η χαβούζα να ποτίσουνε. Σε λίγο έμπαιναν 
μέσα τα παιδιά κι άρχιζαν να παίζουν με τα νερά.  Όταν μισογέμιζε η χαβούζα, έβγαζε ο μπάρμπα 
Γιώργης τα μικρά παιδιά όξω, για να μην πνιγούν, κι άφηνε τα μεγάλα, όσα ξέρανε κολύμπι. Πρώτοι 
στο κολύμπι ήταν ο Λεωνίδας ο εξάδερφος απ' τη Σμύρνη κι ο αδερφός του ο Κυριάκος, που ήρθαν 
να περάσουν το καλοκαίρι στον κούλα. 

Από  πέρσι  έχει  να  μπει  στη  χαβούζα  η  Δέσποινα  της  Ανανίαινας.  Με  παράπονο  κοιτάει  τ'  άλλα 
παιδιά που κολυμπάνε. Αυτή μεγάλωσε πια. Είναι δεκατεσσάρω χρονώ. Πρωτοκόρη, δεν πρέπει να 
παιδιαρίζει. 

—Άντε, μπες κι εσύ μέσα, να δροσιστείς λίγο. Έλα,  μην ντρέπεσαι. Δεν είναι  κανένας άντρας εδώ. 


Μόνο γυναίκες και μικρά παιδιά, λέει η Κολοβερντίνα. 

Άλλο που δεν ήθελε η Δέσποινα. Πετάει τα ρούχα και ρίχνεται στο νερό. Κολυμπάει, παίζει, γελάει. 
Πιτσιλιέται με τα παιδιά και δε θέλει να βγει. 

—Φτάνει πια, φωνάζει η μαμά της, όπου να 'ναι θα 'ρθει ο μπάρμπα Γιώργης ν' ανοίξει το νερό να 
ποτίσει. 

Digitized by 10uk1s 
Εκείνη την ώρα ακούστηκαν φωνές. 

—Μουσαφίρηδες, ήρθαν μουσαφίρηδες! 

Πριν  ζυγώσουν,  τσάκωσε  το  μάτι  της  Δέσποινας  τον  Κώστα  τον  Μπεζεοσεντζή.  Έτσι,  τσίτσιδη, 
πετιέται  όξω.  Τρέχει  σαν  αστραπή  και  χώνεται  πίσω  απ'  τα  κλήματα,  κάτω  απ'  τη  μεγάλη 
μουσμουλιά. Ένα τσατάλι, στο δρόμο της, της ξέσκισε το μπούτι. Ένα ξυλάκι έμεινε μέσα. Πασκίζει 
να το βγάλει. Η Ιφιάνασσα, που 'παιζε με τα νερά μέσα στο χαβουζάκι, βγήκε και πάει ξοπίσω της. 

—Τρέχα γρήγορα να μου φέρεις τα ρούχα μου και να μου πεις ποιοι ήρθαν. 

Όταν γύρισε με τα ρούχα, ρωτά μ' αγωνία η Δέσποινα. 

—Ποιος και ποιος ήρθε; 

—Ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς σου, ο θείος Μήτσος κι ο κύριος Κώστας. 

—Σε ρώτησε κανείς για μένα; 

—Ναι, ο κύριος Κώστας. Μου είπε «Πού είναι η Δέσποινα;». 

—Κι εσύ τι του 'πες; 

—Ότι είσαι τσίτσιδη, και περιμένεις να σου φέρω τα ρούχα να ντυθείς. 

—Άι στο διάολο. Γιατί το 'πες; 

—Αφού με ρώτησε, γιατί να μην το πω; παραξενεύτηκε η Ιφιάνασσα. 

—Κι εκείνος, τι έκανε; 

—Γέλασε. «Άντε, πες της να ντυθεί και να 'ρθει γρήγορα», μου 'πε. 

Η Δέσποινα καταστενοχωρέθηκε. Τι ήθελε να μπει στη χαβούζα; Ξύδια τής βγήκε το μπάνιο. Τώρα, 
τι θα λέει ο Κώστας; Ρεζίλι έγινε. Πώς θα τον ξαναδεί; Προχτές, όταν αυτή περνούσε απ' το Ρωμέικο 
κι εκείνος καθόταν κι έπινε στο καφενείο, της έριξε κάτι ματιές, κάτι ματιές! Τώρα, με τι μούτρα θα 
τον αντικρίσει; Ντύνεται γρήγορα γρήγορα και φεύγει, απ' το πίσω μέρος του αμπελιού, στον κούλα 
τους. 

Η Ιφιάνασσα κάθισε κάτω απ' τη μουσμουλιά. Βλέπει τα μερμήγκια να κουβαλάνε ένα σκοτωμένο 
μπάμπουρα.  Όλα  μαζί  προσπαθούν  να  τον  σύρουν  στη  μερμηγκοφωλιά.  Άλλα  τραβούν  από 
μπροστά, άλλα σπρώχνουν από πίσω. Κάθε τόσο σταματούν και πάλι ξαναρχίζουν. Εκείνη την ώρα 
άρχισε να 'ρχεται το νερό στ' αυλάκι. Ένα σαμιαμίδι ξαφνιασμένο, γλίστρησε κάτω απ' τα πόδια της. 
Τινάχτηκε  απάνω.  Τρέχει  όξω.  Απ'  την  καραντουτιά  του  Τσαλαπατάρα  στριγγλίζουν  οι  φωνές  του 
Κλήτου, της Όλγας, του Γιώργου, του Λεωνίδα, του Κυριάκου, της Γιωργίτσας και της Βαγγελίτσας. 
Πάει κι αυτή κι ανεβαίνει στην καραντουτιά. Φάγανε μούρα, ώσπου να σκάσουν. Ο Κλήτος είχε μια 
ιδέα: να πασαλειφτούνε όλοι με μούρα, να βγούνε όξω και να κάνουνε πόλεμο. 

Όλοι τους έγιναν κατακόκκινοι. Κόβουν καλάμια κι αρχίζουν να κυνηγούνται και να χτυπιούνται. Ο 
Κλήτος  με  το  Γιώργο  κάνουν  σωστή  μονομαχία.  Μόλις  τους  βλέπουν  έτσι,  καταματωμένους,  οι 
μανάδες  απ'  τον  κούλα,  μπήγουν  τις  φωνές.  Εκείνα  πατάνε  τα  γέλια.  Τρέχει  ο  Ανανίας  κι  ο 
Χατζηνάσος ν' αρπάξουν τους γιους τους. Μπήκαν οι γυναίκες στη μέση. Έτσι δεν έφαγε κανείς ξύλο. 

Digitized by 10uk1s 
Η Ιφιάνασσα ούτε καν μπήκε μέσα στ' αμπέλι. Κάθισε απ' έξω πάνω στο κεσίκι και κοίταε τον ήλιο 
που βασίλευε. Ένα μεγάλο σύννεφο, σαν θεριό, έγινε βαπόρι κι ύστερα δράκος. Σε λίγο κοκκίνησε 
ολόκληρος  ο  δράκος  κι  έβγαζε  φλόγες  απ'  το  κορμί  και  το  στόμα.  Ο  ήλιος  έγερνε  πίσω  απ'  το 
μακρινό  λόφο.  Μια  κεντημένη,  με  μαλάματα  και  ρουμπίνια,  θαρρείς,  χλαμύδα  απλώθηκε  στον 
ουρανό.  Θα  'ναι  το  νυχτικό  του  ήλιου, που  ετοιμάζεται  να  κοιμηθεί,  σκέφτεται  η  Ιφιάνασσα.  Γιατί 
λένε: «ο ήλιος βασιλεύει», αφού πάει να κοιμηθεί; Μήπως αυτή την ώρα γίνεται και βασιλιάς μαζί; 
Θα  ρωτήσει  τη  μαμά.  Μπα,  η  μαμά  πάλι  δε  θα  της  πει.  Σάμπως  της  είπε  σήμερα,  που  όλο  τη 
ρωτούσε, τι θα πει «κρατητήρα»; Σήμερα το πρωί, η μαμά κι η Βασώ κάνανε πίτα. Η Βασώ άνοιγε το 
φύλλο,  κι  η  μαμά  ετοίμαζε  τη  γέμιση.  Η  Ιφιάνασσα  ζήτησε  λίγο  χαμούρι  να  κάνει  ψωμάκια  να 
ψήσουνε στο φουρνάκι που 'χτισε ο Κλήτος. «Φύγε από κοντά μου, κι άσε με να δουλέψω», έλεγε η 
μαμά.  «Έλα,  καλέ  μαμά,  δος  μου  λίγο  χαμούρι.  Ο  Κλήτος  άναψε  το  φουρνάκι.  Θα  ψήσουμε  και 
γκιουβετσάκι»,  δε  θέλει  να  ξεκολλήσει  από  κοντά  της.  «Καλά,  πήγαινε  καρσί  στην  κυρά  Ελένη,  να 
σου δώσει την κρατητήρα». 

«Είπε  η  μαμά  μου  να  μου  δώσεις  την  κρατητήρα»,  λέει  λαχανιασμένη  η  Ιφιάνασσα  στη 
Σαμολαδάδαινα, «γρήγορα γιατί τη χρειάζεται». «Καλά, κάτσε τώρα να παίξεις με τη Μαρίτσα και 
τον  Πέτρο».  «Μα  τη  θέλει  τώρα,  αφού  κάνει  πίτα».  «Δεν  την  έχω  εδώ.  Παίξτε  εσείς,  και  θα  την 
φέρω», τη χαϊδεύει εκείνη. 

Τα  παιδιά  παίξαν,  παίξαν.  Κόντευε  μεσημέρι.  «Άντε,  τώρα,  θα  σε  ζητά  η  μαμά  σου»,  λέει  η 
Σαμολαδάδαινα. «Κι η κρατητήρα;». «Την έστειλα με τον παραγιό». 

Στον κούλα τους ήτανε, κάτω απ' την κληματαριά, στρωμένο το τραπέζι. Η πίτα άχνιζε. «Μαμά, τι θα 
πει κρατητήρα; Πού 'ναι; Θέλω να τη δω». «Τρώε, τώρα, κι ύστερα θα στη δείξω». Κι άλλες φορές τη 
ρώτησε, όμως δεν της είπε. 

Εκείνη την ώρα ήρθαν οι φιλινάδες της, η Γιωργίτσα κι η Βαγγελίτσα. 

—Τι κάνεις εδώ μονάχη; 

—Τι θα πει κρατητήρα; ρωτάει η Ιφιάνασσα. 

—Δεν  ξέρουμε,  απαντάνε  κι  οι  δυο.  Πολλές  φορές  τ'  ακούσαμε.  Όμως,  τι  μας  νοιάζει.  Εσύ  γιατί 
κάθεσαι εδώ στο κεσίκι; 

—Βλέπω τον ήλιο. 

—Γιατί τον βλέπεις; 

—Γιατί λένε ο ήλιος βασιλεύει; ρωτάει χωρίς ν' απαντήσει η Ιφιάνασσα. 

—Πού θες να ξέρουμε εμείς; Ουφ σκοτιστήκαμε... 

—Εγώ ξέρω. 

—Ξέρεις; 

—Ναι. Ο ήλιος, πριν πέσει να κοιμηθεί, γίνεται βασιλιάς. 

—Και ποιος στο 'πε; 

—Τον είδα πριν έρθετε. 

—Πώς ήτανε; 

—Να,  φορούσε  μια  χρυσή  κορώνα  στο  κεφάλι,  που  πέταε  μαλαματένιες  σπίθες.  Η  βασιλικιά  του 

Digitized by 10uk1s 
φορεσιά ήτανε κεντημένη με ρουμπίνια και διαμάντια. 

—Αλήθεια; 

—Αλήθεια. Είδα και τ' αγγελούδια που χόρευαν γύρω του. 

—Είδες  και  της  θείας  μου  Μερόπης  το  μωρό,  που  πέθανε  την  περασμένη  βδομάδα;  ρωτάει  η 
Βαγγελίτσα. 

—Το είδα. 

—Σε πιάσαμε. Λες ψέματα. 

—Αφού το είδα. Αλήθεια σας λέω, το είδα. 

—Πώς το είδες; Αυτό δεν είναι αγγελούδι. 

—Γιατί δεν είναι; 

—Αφού πέθανε αβάφτιστο. 

—Αβάφτιστο; Δεν καταλαβαίνει η Ιφιάνασσα. 

—Γι' αυτό η θεία Μερόπη όλο κλαίει. Ο καημός της είναι που το παιδί της δε θα γίνει αγγελούδι. 

—Και τι έχει να κάνει που είναι αβάφτιστο; 

—Δεν  ξέρεις;  κάνει  η  Γιωργίτσα.  Άμα  ένα  μωρό  είναι  αβάφτιστο,  δεν  έχει  Άγιο  Μύρο.  Δεν  είναι 
χριστιανάκι. 

—Δεν είναι χριστιανάκι; δεν το χωρούσε το μυαλό της Ιφιάνασσας. Τι, Τουρκάκι είναι; 

—Δεν ξέρω, μια φορά χριστιανάκι δεν είναι. 

Στενοχωρήθηκε πολύ η Ιφιάνασσα. Στενοχωρέθηκαν και τ' άλλα τα παιδιά. 

—Μπορεί όμως και να βαφτιστεί, λέει η Βαγγελίτσα. 

—Πώς; Χάρηκαν όλα. 

—Είναι  πολύ  δύσκολο.  Πρέπει  μοναχό  του  να  γεμίσει  την  κολυμπήθρα.  Το  νερό  είναι  τρία  μίλια 
μακριά, πρέπει να το κουβαλήσει με της ελιάς το φύλλο. 

—Με της ελιάς το φύλλο; Και πώς θα γεμίσει η κολυμπήθρα; 

—Με  πολλά  χρόνια  γεμίζει.  Όμως  ο  διάβολος  παραφυλάει  εκεί,  και  μόλις  ετοιμαστεί  το  μωρό  να 
βαφτιστεί, τρέχει και την αδειάζει. 

—Να 'μουνα εκεί, λέει η Ιφιάνασσα, και να του 'δινα μια σκουντιά, να τον γκρεμίσω... 

—Δεν μπορείς. Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια. Θα ξανασηκωθεί για να ξανακάνει το κακό. 

—Και το μωρό ύστερα, τι κάνει; 

—Κλαίει,  κλαίει  ασταμάτητα.  «Ανάθεμα  τη  μάνα  μου,  που  δε  με  βάφτισε.  Ανάθεμα  τη  μάνα  μου 
που δε με βάφτισε», βαρυγκομάει κι αρχίζει να κουβαλά νερό απ' την αρχή. 

—Εμείς κανένα παιδί δεν έχουμε αβάφτιστο, λέει η Βαγγελίτσα, το μωρό μας το βγάλαμε Βενιζέλο. 

Digitized by 10uk1s 
—Κι εμείς Λευτέρη, κάνει η Ιφιάνασσα, ευχαριστημένη. 

—Εμείς  χρόνια  είχαμε  την  Ειρήνη  αβάφτιστη.  Η  μαμά  όλο  γκρίνιαζε.  «Να  βαφτίσουμε  το  παιδί, 
Ανανία,  έλεγε  στον  μπαμπά,  να  βαφτίσουμε  το  παιδί,  μη  μας  βρει  καμιά  λαχτάρα».  «Μη 
στενοχωριέσαι.  Άμα  τελειώσει  ο  πόλεμος,  θα  το  βγάλουμε  Ειρήνη».  Όταν  τέλειωσε  ο  πόλεμος 
γέννησε  η  μαμά  μου  το  δεύτερο,  και  πέρσι  το  τρίτο.  Και  τα  τρία  μαζί,  στο  ίδιο  νερό  της 
κολυμπήθρας, τα βαφτίσαμε. Ειρήνη, Νίκη και Δόξα. Τότε πια ησύχασε η μαμά μου. 

Σκοτείνιασε  κιόλας.  Αγριεμένα  τα  παιδιά  τρέξανε  στον  κούλα  της  Ιφιάνασσας.  Οι  μουσαφιραίοι 
ακόμα εκεί, πίνανε τσίπουρο και μιλούσανε πολιτικά. 

Digitized by 10uk1s 
ΣΩΤΗΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥ 

Αντέτι ήτανε να γιορτάζει η Μαινεμένη τη Σωτήρα Χριστού στο Γκεντίζι. Απ' τα χαράματα ξεκινούσαν 
οι οικογένειες. Άλλοι μ' αραμπάδες, άλλοι με γαϊδούρια. Πριν ανέβει δυο μπόγια ο ήλιος, πήχτρα η 
αριστερή όχθη του ποταμού. Πρώτα και καλύτερα τα γύρω χωριά. Οι γυναίκες άπλωναν κατάχαμα 
κουρελούδες,  μπατανίες,  τσούλια,  χράμια.  Στρώναν  καταμεσής  το  υφαντό  τραπεζομάντιλο. 
Αράδιαζαν  τα  πιατικά  και  τα  φαγητά.  Άναβαν  τους  σπιρτολόγους  για  τον  καφέ  κι  ετοίμαζαν  το 
πρωινό. Σε λίγο, έτοιμες οι φωτιές και τα τηγάνια. 

Οι άντρες το ρίχνανε στο ψάρεμα. Όποιος έπιανε το πιο μεγάλο σαζάνι, το κρατούσε απ' την ουρά, 
το  σήκωνε  ψηλά  για  να  το  δουν  όλοι.  Εκείνο  σπαρταρούσε  κι  έκανε  τάκλες  στον  αγέρα. 
Στριφογύριζε  και  σπάραζε.  Έτσι  ζωντανό  του  βγάζανε  τα  σπάραχνα.  Το  ξεπλένανε  στο  ποτάμι,  τα 
κόβανε  φέτες  φέτες  και  το  ρίχνανε  στο  τηγάνι,  μες  στο  τσιτσιριστό  το  λάδι.  Στα  ποτηράκια  και  το 
ρακί. Έτσι, απ' το πρωί άρχιζε το φαγοπότι. 

Τα παιδιά ήταν κι αυτά χαρούμενα. Μικρά και μεγάλα χιμούσαν στο ποτάμι. Όσα ήξεραν κολύμπι, 
κολυμπούσαν. Τ' άλλα τσαλαβουτούσαν στα ρηχά. Πέντε μέρες, με τα δρίματα, δεν ακούμπησε στο 
κορμί  τους  νερό.  Τι;  Να  βγάλουν  εξανθήματα;  Κι  ούτε  αρτύθηκαν.  Η  νηστεία  για  την  Παναγίτσα 
άρχιζε απ' την πρώτη Αυγούστου. Μονάχα σήμερα, για το χατήρι του γιου της του Σωτήρα Χριστού, 
τρώνε. Όχι βέβαια κρέας. Σήμερα είναι η μέρα της ψαροφαγίας. Όλοι τρώνε ψάρι. Ντουμάνιασε ο 
αγέρας απ' το τηγάνισμα. Ρουθούνιαζαν οι μύτες απ' τη μυρουδιά. 

Οι γυρολόγοι κι οι πουλητάδες δε σταματούν να πουλάνε: Γλασάδα, ντοντουρμά‐καϊμάκι, χοσάφι, 
μαλεμπί, λεμπλεμπιά, ζαχαρωτά, της γριάς τα μαλλιά, σιμίτια, γκιουβρέκια. Τα παιδιά, ύστερα απ' 
το μπάνιο, τρέχουν, παίζουν κι όλο κάτι μασουλούν. Τα πιο πολλά δε λένε να ξεκολλήσουν απ' τους 
πάγκους. Όλα τους τα μεταλίκια τα ξόδεψαν, και δος του, κάθε τόσο να τρέχουν και να ξαναζητάνε. 

Η γιορτή του Σωτήρα Χριστού είχε κι άλλη σημασία. Τη νύχτα της παραμονής άνοιγαν τα ουράνια. 
Ό,τι ζητούσες την ώρα εκείνη, γινόταν. Φτάνει να πρόφταινες να το πεις, πριν κλείσουν τα ουράνια. 
Μην  το  πάθεις  σαν  τη  Χατζίνα,  τη  νενέ  της  Βαγγελίτσας,  που  ζήτησε  χίλια  φλουριά.  Μόλις  είπε: 
«χίλια»,  κλείσαν  τα  ουράνια,  κι  ο  Θεός  τής  έδωσε  χείλια.  Το  κάτω  αχείλι  της,  μάλιστα,  είναι  τόσο 
μεγάλο,  που  κρέμεται,  σαν  μια  κόκκινη  ντομάτα.  Γι'  αυτό  φοράει  μαγουλίκα  και  την  έχει 
κομποδεμένη κάτω απ' τα ρουθούνια. Ίσα ίσα να μπορεί να παίρνει ανάσα. 

Λοιπόν, το μυστικό είναι να προφτάσεις να αποτελειώσεις αυτό που θες να πεις. 

Η Ιφιάνασσα αποφάσισε εκείνη τη νύχτα να μην κοιμηθεί. Σε κανένα δεν είπε τίποτα. Τι, για να την 
κογιονάρουν; 

Μόλις πλάγιασαν στο δώμα, κάνει την κοιμισμένη. Σε λίγο ανοίγει τα μάτια και κοιτάει τον ουρανό. 
Τι  διαφορετικός  που  φαίνεται  απόψε!  Μιλιούνια  αστέρια.  Άλλα  λαμπυρίζουν,  σαν  σπίθες  στη 
χόβολη.  Άλλα  τρεμοσβήνουν  σαν  το  καντήλι,  όταν  τελειώνει  το  λάδι  και  τσιτσιρίζει  το  φυτίλι  στο 
νερό. Να... μια φωτεινή γραμμή σκίζει τον ουρανό. Η Ιφιάνασσα ετοιμάζεται να πει την ευχή. Τώρα 
θ' ανοίξουν... Μια ουρίτσα άστραψε και χάθηκε. Τίποτα άλλο. 

Από μέρες τυραννιέται η Ιφιάνασσα, τι να ζητήσει. Πιο πολύ στον κόσμο αγαπά τα γράμματα. Τόσο 
τ'  αγαπά,  που  όταν  κλείνει  το  σκολειό,  αρρωσταίνει  απ'  τη  στενοχώρια.  Απορούσε  με  τα 
περισσότερα  παιδιά,  που  δεν  τ'  αγαπούσαν  καθόλου.  Τ'  αγόρια  μάλιστα,  τη  μέρα  που  έκλεινε  το 
σκολειό,  είχαν  πανηγύρι.  Ξεχύνονταν  όλα  μαζί  απ'  τη  μεγάλη  πόρτα  της  Άγια‐Παρασκευής  στο 
Ρωμέικο.  Σκίζαν  τα  βιβλία  και  τα  τετράδια  σε  χίλια  κομματάκια  και  τα  τίναζαν  ψηλά  με  γέλια  και 

Digitized by 10uk1s 
φωνές. Τα χαρτιά χοροπηδούσαν στον αγέρα, κι ύστερα πέφταν στη γη και γέμιζαν το καλντερίμι. 
Ρίχναν  με  δύναμη  τα  καλαμάρια  στις  πέτρες.  Το  μπλου  μελάνι  πιτσίλαε  το  δρόμο  και  τις  μόστρες 
των μαγαζιών. Οι μαγαζάτορες άφηναν τη δουλειά, βγαίναν στις πόρτες και κάνανε χάζι. Μονάχα αν 
τύχαινε καμιά μάνα να περνάει απ' το Ρωμέικο κι έβλεπε το γιο της, έτρεχε, κι αν τον έπιανε, τον 
άρχιζε  στο  ξύλο.  Τα  κορίτσια  βγαίναν  ξοπίσω,  χωρίς  φασαρίες.  Όσες  είχαν  καλό  βαθμό  είχαν 
ανοιχτά  τα  ενδεικτικά  τους,  και  καμάρωναν.  Η  Ιφιάνασσα  πάντα  έπαιρνε  άριστα.  «Η  καλύτερη 
μαθήτρια  του  σκολειού».  Έλεγε  η  κυρία  Έλλη,  η  διευθύντρια.  «Δεν  πέφτει  το  βιβλίο  απ'  τα  χέρια 
της»,  απαντούσε  η  μαμά.  Κι  αλήθεια,  η  Ιφιάνασσα  δεν  αφήνει  βιβλίο  αδιάβαστο.  Ώσαμε  και  τα 
βιβλία  της  Όλγας  και  του  Κλήτου  διαβάζει  τα  καλοκαίρια  στον  κούλα.  Έτσι  την  πάθανε  οι  τρεις 
Έλληνες αξιωματικοί, όταν τους είδε να κάνουν βόλτες όξω απ' τ' αμπέλι τους. «Ποιανού είναι αυτό 
τ' αμπέλι με το μύλο και τη χαβούζα;». «Δικό μας. Ελάτε. Ελάτε να σας κόψω σταφύλια. Μα, ελάτε, 
θα χαρεί η μαμά». Εκείνοι απόρεσαν με το θάρρος και την ευγένειά της. «Πηγαίνεις σχολείο;» ρωτά 
ο  ένας.  «Αμέ,  ξέρω  και  ποιήματα:  «Η  Ελληνική  Σημαία»,  «Το  Ελληνικό  χώμα».  «Τι,  μπορείς  και 
διαβάζεις;». «Ου... Ξέρω και την Κύρου Ανάβαση απέξω». 

Γούρλωσαν τα μάτια οι αξιωματικοί. «Στην ηλικία σου, στην Αθήνα, δεν πηγαίνουν καλά καλά στην 
πρώτη τάξη». Η Ιφιάνασσα δεν ήθελε να τους πει το μυστικό. Όμως το μαρτύρησε η μαμά την ώρα 
που τους τράταρε συκαλάκι γλυκό. «Μανία έχει αυτό το παιδί με τα βιβλία. Η Κύρου Ανάβαση είναι 
του  μεγάλου  μου  γιου,  που  πηγαίνει  στο  κολέγιο,  στη  Σμύρνη».  «Δε  σας  τα  'λεγα  εγώ;»,  κάνει  ο 
μεγαλύτερος,  που  ήταν  υπολοχαγός,  «ότι  εδώ  είναι  Ελλάδα  γνήσια;  Ότι  οι  κάτοικοι  είναι  οι 
πραγματικοί απόγονοι των Ιώνων; Και πώς μπορεί κι αποστηθίζει έτσι εύκολα τ' αρχαία;». «Α, αυτό 
το παιδί έχει πάθος με τα γράμματα», κάνει η μαμά. 

Λοιπόν, γράμματα θα ζητήσει. Αν όμως ο Θεός το πάρει αλλιώς, κι αρχίσουν να 'ρχονται γράμματα 
απ' το ταχυδρομείο; Ο κύριος Δίγκας, ο διευθυντής του αρρεναγωγείου, έλεγε πως τα γράμματα, όχι 
της αλφαβήτας, λέγονται στην καθαρεύουσα επιστολές. Ξέρει όμως ο Θεός καθαρεύουσα; Όχι, δε 
θα ζητήσει γράμματα. Θα πει σπουδές. Δεν πιστεύει, να 'χει η λέξη κι άλλη σημασία. Ο μπαμπάς δε 
λέει και ξαναλέει; «Α, όλα κι όλα, η Ιφιάνασσα θα σπουδάσει. Άμα τελειώσει το Δημοτικό, θα μπει 
στο Ομήρειο στη Σμύρνη, κι ύστερα θα κάνει τις σπουδές της στην Ευρώπη». Λοιπόν, σπουδές θα 
ζητήσει. 

Κοιτάει  τον  ουρανό.  Μια  ασπρογαλιασμένη  καταχνιά,  σαν  ζωνάρι  από  πάνω  της,  λες,  κι  είναι 
πασπαλισμένη με αλεύρι. Ο Κλήτος είπε πως είναι ο Γαλαξίας. Γιατί τον λένε Γαλαξία; Να 'ναι τάχα 
γάλα χυμένο; Όλος ο ουρανός θαρρείς κι είναι σκεπασμένος μ' ένα τούλι, σαν την κουνουπιέρα στο 
κρεβάτι της μαμάς. Μπορεί και με ουάλι, που φορούν οι νύφες. Τούλι, ουάλι... Να 'χει τάχα σχέση 
με τ' αστέρια, σκοτίζεται η Ιφιάνασσα. Τι να 'ναι πίσω απ' τ' αστέρια; Πού είναι το παλάτι του Θεού; 
Πώς είναι ο Θεός; Τον είδε στη ζωγραφιά σ’ εκείνο το ασήκωτο βιβλίο, που είναι στη μεγάλη τους 
βιβλιοθήκη.  Είχε  κάτασπρα  μακριά  μαλλιά.  Τα  γένια  και  τα  μουστάκια  τού  σκέπαζαν  ολόκληρο  το 
πρόσωπο. Μόνο τα μάτια κι η μύτη ξεχώριζαν. Με το δάχτυλο διώχνει τον Αδάμ και την Εύα απ' τον 
Παράδεισο.  Τι  άγρια  που  είναι  η  ματιά  του!  Τρέμει  ολόκληρη  σαν  τη  θυμάται.  Γι'  αυτό  μόνο 
«Χριστούλη μου και Παναΐτσα μου» λέει. Όχι, δε λέει: «Θεούλη μου», τον φοβάται το Θεό. 

Ένα  τσακάλι  ούρλιασε.  Μονομιάς  κουκουλώθηκε  ολόκληρη.  Πώς  τρόμαξε!  Μπα,  το  τσακάλι  είναι 
μακριά. Κι ούτε μπορεί ν' ανεβεί στο δώμα. Κι ύστερα πλάι της πλαγιάζουν τ' αδέρφια της: ο Κλήτος, 
η Όλγα, ο Κώστας κι η Σοφία. Μονάχα ο Ανέστης και το Λευτεράκι κοιμούνται με τον μπαμπά και τη 
μαμά,  μέσα  στην  κάμαρα.  Η  πόρτα  είναι  ορθάνοιχτη.  Όχι,  δε  φοβάται  καθόλου.  Όμως,  πώς  είχε 
φοβηθεί  τότε  στο  σπίτι  τους,  που  τη  βάλανε  να  κοιμηθεί  ολομόναχη  στην  κρεβατοκάμαρα  της 
μαμάς! Όλοι κάθονται στην καθημερινή κάμαρα. Η μαμά, ο μπαμπάς, ο θείος ο Μήτσος, ο ξάδερφος 
ο Λεωνίδας, που είχε έρθει εκείνη τη μέρα απ' τη Σμύρνη, κι ο μπάρμπα Θανάσης, ο συμπατριώτης 
του μπαμπά, που δεν έλειπε τα βράδια. Τι πολλά που ήξερε ο μπάρμπα Θανάσης! Τους έλεγε την 
αλφαβήτα.  Άλφα:  αρχή  του  κόσμου  γέγονε.  Βήτα:  βασιλεύει  η  Μαριάμ.  Γάμα:  γεννήθη  ο  Χριστός. 

Digitized by 10uk1s 
Ολόκληρη την ιστορία του Χριστού τη λέει με την αλφαβήτα. Ύστερα τους έλεγε την αλφαβήτα απ' 
την ανάποδη. Ω, Ψι, Χι, Φι, Υ, Τα, Σι, Ρο, Πι, Ο, Ξι, Νι, Μι, Λα, Κα, Ι, Θη, Η, Ζη, Ε, Δέλτα, Γα, Βη, Α. 

Τι  χαρά  είχε  εκείνο  το  βράδυ  η  Ιφιάνασσα!  Θ'  ακούσει  τόσα  πράγματα!  Τι  όμορφα  που  είναι  εδώ 
στην κάμαρα. Τι ζεστά! Γιγίνα τ' αναμμένα κάρβουνα στο μαγκάλι. «Γιατί ακόμα η Ιφιάνασσα εδώ;», 
ρώτησε  ξαφνικά  ο  θείος  Μήτσος.  «Απόψε  θα  κοιμηθεί  μαζί  μας.  Ο  Λεωνίδας  θα  πλαγιάσει  στην 
κάμαρα  των  παιδιών»,  λέει  η  μαμά.  «Ε,  ας  πάει  να  κοιμηθεί.  Τι  περιμένει;  Μπρος,  Πατσού,  πάρ' 
την». 

Η Πατσού την πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Τη βάζει στον καναπέ και τη σκεπάζει με το πάπλωμα. 
«Γιατί παίρνεις τη λάμπα, Πατσού;». «Θα φέρει η μαμά σου το λαμπάκι». «Πότε θα 'ρθει η μαμά;». 
«Σε λίγο. Κοιμήσου τώρα». «Δεν έχω ύπνο». «Κλείσε τα μάτια σου και θα 'ρθει». 

Η  Ιφιάνασσα  έχει  σφαλιχτά  τα  μάτια.  Φοβάται  να  τ'  ανοίξει.  Στο  δρόμο  ο  πασβάντης  χτύπησε  τις 
ώρες.  Κι  αυτή  η  μαμά...  γιατί  αργεί;  Κάνει  ν'  ανοίξει  τα  μάτια.  Πίσσα  σκοτάδι.  Αγριεμένη  τα 
ξανακλείνει. Κι αν έρθουν φαντάσματα; «Ιησούς Χριστός φυλάει, η Παναγία βοηθάει κι όλα τα κακά 
σκορπάει»,  λέει  και  ξαναλέει.  Θέλει  να  φωνάξει  τη  μαμά  της.  Φοβάται  μην  είναι  αερικά  και  της 
πάρουν τη φωνή. Δέρνονται τα κλαδιά της ακασιάς στο ντουβάρι της αυλής. Μαζεύεται κουβαράκι 
κάτω απ' το πάπλωμα. Τρέμει απ' το φόβο. Τρέμει απ' το κρύο. Κάτι χαρχάλεψε. Τινάχτηκε απάνω. 
«Μαμά,  μαμά»,  τσιρίζει.  Βγαίνει  απ'  την  κρεβατοκάμαρα,  τρέχει  στο  χαγιάτι,  σκουντουφλάει  στα 
έπιπλα. «Μαμά». Πέρασε αστραπή στην αυλή. Πατάει το μάνταλο της πόρτας. Η πόρτα δεν ανοίγει. 
Ουρλιάζει ο άνεμος. «Μαμά, μαμ...» πνίγηκε η φωνή οτο λαρύγγι. Ανοίγει η Πατσού και την παίρνει 
μέσα. Κρύος αέρας χίμηξε στην κάμαρα. 

Όλοι κάθονται γύρω απ' το μαγκάλι και ψήνουν κάστανα στη θράκα. «Κλείστε. Παγώσαμε». 

Κλείνει η Πατσού την πόρτα. «Γιατί σηκώθηκες; Τι θες; Δε μιλάς;» «Δεν καταλάβατε», λέει ο Κλήτος, 
«ήρθε να φάει κάστανα». «Έλα, πάρε», της δίνει ένα η μαμά. 

Η  Ιφιάνασσα  κοιτάζει.  «Πήγαινε  να  κοιμηθείς»,  λέει  αυστηρά  ο  θείος  Μήτσος.  «Καλέ,  το  αμίλητο 
νερό  ήπιες;»  γελά  ο  Λεωνίδας.  «Ακόμη  εδώ  είσαι;  Πήγαινέ  την  μέσα,  Πατσού»,  αγρίεψε  ο  θείος 
Μήτσος.  «Δεν  πάω,  φοβάμαι.  Όχι,  όχι,  δεν  πάω».  Μπήγει  τα  κλάματα.  Ξαφνικά  σωπαίνει.  Πώς 
έβγαλε  αυτή  τη  φωνή;  Τι,  τ'  αερικά  δεν  της  πήραν  τη  λαλιά;  «Είπες  όχι;».  Σηκώθηκε  ο  μπαμπάς. 
Τώρα  θα  τη  δείρει.  «Άστο  το  παιδί.  Δεν  το  βλέπεις,  πώς  τρέμει!  Άστο.  Έλα,  Ιφιάνασσα,  θα  πάμε 
μαζί». Την πιάνει απ' το χέρι η μαμά. 

—Τι κουνιέσαι; Με ξύπνησες. 

—Κοιμόσουνα, Κλήτο; 

—Ναι, εσύ τι έπαθες μες στον ύπνο σου και παραμιλάς; 

—Δεν κοιμάμαι, ούτε παραμιλώ. Εγώ κλαίω. 

—Κλαις; Γιατί; 

—Εγώ φοβόμουνα, γι' αυτό ήρθα. Ούτε ήξερα ότι τρώγατε κάστανα. 

—Πότε; Τώρα παραμιλάς στον ξύπνο σου. 

—Εκείνο το βράδυ, που είπες ότι ήρθα να φάω κάστανα. 

—Πότε έγινε αυτό; 

Digitized by 10uk1s 
—Το χειμώνα. Τότε, που ήρθε ο Λεωνίδας απ' τη Σμύρνη. 

—Ούτε θυμάμαι. Άντε τώρα, κοιμήσου. 

—Δε θα κοιμηθώ. 

—Γιατί; 

—Περιμένω ν' ανοίξουν τα ουράνια. 

—Σα δε βαριέσαι, περίμενε ν' ανοίξουν του χρόνου. 

—Κλήτο. 

—Τι θες πάλι; 

—Εκείνο το ετουάλ, που λες στα γαλλικά πως θα πει αστέρι, έχει σχέση με το ουάλι, με το τούλι; 

—Δε μου ξεφορτώνεσαι; Έχασα τον ύπνο μου. Κι αύριο θα πάμε στο Γκεντίζι. Άμα μου ξαναμιλήσεις, 
θα σε δείρω. 

Η  Ιφιάνασσα  κοιτάζει  τον  ουρανό.  Τώρα  δε  θέλει  τίποτα.  Της  έρχεται  να  ξανακλάψει.  Λένε,  πως 
κάθε αστέρι στον ουρανό είναι και μια ψυχή. Ποιο να 'ναι το δικό της αστέρι; Θα 'θελε να βρίσκεται 
εκεί.  Να  κουβεντιάσει  μαζί  του.  Να  του  πει  ότι  είχε  φοβηθεί  εκείνη  τη  νύχτα  πολύ.  Αυτό  θα 
καταλάβει.  Μα,  πού  να  'ναι  τ'  αστέρι  της;  Ψάχνει  να  το  βρει.  Να  'ναι  τάχα  λαμπερό,  μεγάλο  ή 
κανένα σκοτεινό, καταχωνιασμένο σε καμιά γωνίτσα; Σεργιανάει στον ουρανό. Τι όμορφα που 'ναι 
εδώ! Πηδά απ' το 'να αστέρι στ' άλλο. Μα πού είναι το δικό της; 

—Στο Γκεντίζι, ακούεται μια φωνή. 

—Ιφιάνασσα! 

Ανοίγει τα μάτια. Θαμπώθηκε απ' το φως της ημέρας. Τα ξανακλείνει απότομα. Η Πατσού την κουνά 
απ' τον ώμο. 

—Δεν ντρέπεσαι να κοιμάσαι ακόμα; Άντε, φεύγουμε για το Γκεντίζι. Ήρθε ο αραμπάς. 

Η  Ιφιάνασσα  είναι  ζαλισμένη  ακόμα.  Ο  μύλος  γυρίζει.  Το  ξέρει  απ'  το  βούισμα  που  κάνουν  τα 
φτερά.  Απ'  τον  κρότο  που  κάνει  το  ανεβοκατέβασμα  απ'  τις  δυο  ντρούμπες.  Απ'  το  χουρχούρισμα 
του νερού που χύνεται με δύναμη στη χαβούζα. Οι φωνές κάτω πληθαίνουν. Ξεχωρίζει τη φωνή της 
μαμάς. 

—Άντε, πού είναι η Ιφιάνασσα; Άντε, αργήσαμε κιόλας... 

Digitized by 10uk1s 
ΣΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΜΑΧΑΛΑ 

Κάθε απόγευμα βγαίναν οι νοικοκυρές και οι παρακόρες να πλύνουν το δρόμο. Ρίχναν μπόλικο νερό 
στα  σκαλάκια  της  ξώπορτας,  στον  ντουσεμέ,  και  με  τη  φροκαλιά  το  σκουντούσαν  στο  σούγελο. 
Ύστερα  χύναν  κι  άλλο  νερό,  ώσπου  στο  τέλος  κατακάθαρο  τραβούσε  στην  κατηφόρα.  Σε  λίγο, 
ολόκληρο  το  σοκάκι  ανάσαινε  δροσιά  και  πάστρα  και  καρτερούσε  τις  νοικοκυρές  να  βγουν  με  τις 
καρέκλες, να πάρουν τη θέση τους μπροστά στις πόρτες, να δουλεύουν και να κουβεντιάζουν τα νέα 
και τα παράξενα κι ό,τι καλό και κακό γινόταν στο γνωστό και άγνωστό τους κόσμο. Τα κορίτσια να 
κεντούν ή να πλέκουν πιτσίλι. Οι ηλικιωμένες να πλέκουν κάλτσες. Οι γριές όρθιες με τη ρόκα και το 
γνέσιμο. Οι μωρομάνες με το μωρό στο βυζί και τα παιδιά στη μέση του δρόμου να παίζουν αμάδες, 
τσιλίκι, κουτσό, κυνηγητό και να μην τις αφήνουν, με τις φωνές και τη φασαρία, να τα πούνε. Αυτό 
γινόταν  τις  καθημερινές,  άνοιξη  και  φθινόπωρο.  Τα  καλοκαίρια  βρίσκονταν  οι  πιο  πολλές  στους 
κουλάδες. 

Μισοπλυμένα άφησε σήμερα τα πιάτα στο νεροχύτη η Βασώ. Δεν τη χωράει ο τόπος. Κάποιον θέλει 
να μιλήσει. Αρπάει τη φροκαλιά κι έναν κουβά νερό και βάλθηκε να πλένει τις πέτρες του σοκακιού. 
Έρημος ο δρόμος και σφαλιχτά τα σπίτια. Νοικοκυρές και παρακόρες καταπιάστηκαν, ύστερα απ' το 
μεσημεριάτικο φαΐ, με τη λάτρα της κουζίνας. Μονάχα η Ιφιάνασσα κάθεται στα σκαλάκια, στο σπίτι 
της  γιατρούδαινας,  και  παίζει  τσόκια.  Δυο  μέρες  είναι  που  κλείσαν  τα  σκολειά.  Θα  βρίσκονταν 
κιόλας  στον  κούλα,  αν  ο  μπαμπάς  δεν  έλειπε  στο  Ουσάκ.  Μόλις  έρθει  θα  γκιοστίσουν.  Ο  Αντών‐
νταής, ο παραγιός τους, από χτες κουβαλάει με το γαϊδούρι στ' αμπέλι πράματα. Ρούχα, μπακιρικά, 
σκεπάσματα.  Δε  χρειάζεται  τίποτα  άλλο.  Όλα  τα  'χει  ο  κούλας:  κρεβάτια,  τραπέζια,  ντουλάπια, 
καρέκλες.  Χαίρεται  η  Ιφιάνασσα  που  θα  πάνε  στ'  αμπέλι.  Τώρα  βολοδέρνεται  να  μάθει  να  παίζει 
τσόκια.  Κανένας  δεν  την  παίζει,  γιατί  είναι  μικρή  κι  όλο  χάνει.  Πέντε  γυαλιστερά  πετραδάκια,  σαν 
κουφέτες, έχει στη δεξιά φούχτα. Τινάζει το 'να πετραδάκι ψηλά, αφήνοντας τ' άλλα τέσσερα κάτω 
στο μάρμαρο. Πριν πέσει εκείνο, τ' αρπάει και το τινάζει πάλι απάνω. Ώσπου να κατέβει, πρέπει να 
'χει μαζέψει τ' άλλα και να προφτάσει να το ξαναπιάσει στον αέρα. Ποτέ όμως δεν τα κατάφερνε. 
Όλο της ξέφευγε το 'να τσόκι απ' το χέρι και κατρακυλούσε στα σκαλάκια. 

Άκουσε  το  σούσουρο  η  Καλλιώ,  της  γιατρούδαινας,  κι  άνοιξε  την  πόρτα.  Τινάχτηκε  απάνω  η 
Ιφιάνασσα. Έτοιμη η Καλλιώ να την διώξει. Βλέπει τη Βασώ με τη φροκαλιά να πλένει τον ντουσεμέ. 

—Τι σ’ έπιασε και καταπιάστηκες ντάλα μεσημέρι με τις πάστρες; Δυο ώρες θέλει ο ίσκιος να φτάσει 
στο καρσινό ντουβάρι... 

—Τα 'μαθες, τα 'μαθες; τρέχει κοντά της η Βασώ, η Σίμαινα είναι γκαστρωμένη... 

—Εγώ το 'χα από καιρό καταλάβει, κατεβαίνει τα σκαλάκια η Καλλιώ. 

—Σώπα! 

—Ναι, να σε χαρώ. Το 'λεγα: «Δε μ' αρέσει που νοίκιασε, νέα γυναίκα, σε μπεκιάρη. Κάνει παρέα η 
φωτιά με το μπαρούτι;» 

—Σα δεν ντρέπεται! Χρόνος δεν είναι που πέθανε ο άντρας της. Και να δεις, όλα τα μολόγησε. 

—Τι μου λες; 

—Βλέπεις, τα πράματα φτάσανε στη σφίξα. «Εγώ το 'κανα κι άλλος να μην το κάνει. Ειδοποιείστε τη 
μαμή. Δε νιώθω καλά», παρακαλούσε την Παρή του Μπανιζιώτη. 

—Δηλαδή, θα το γεννήσει το μπασταρδάκι! 

Digitized by 10uk1s 
—Έτσι φαίνεται. 

—Και δεν μπορούσε να πάει στη Σμύρνη να το ρίξει; 

—Έλα ντε... Όμως ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και νοικοκύρη. Όταν το κατάλαβε, ήταν το 
γκάστρι πια προχωρημένο. 

—Πρόσεξες, πώς είχε ξεχειλίσει τελευταία η κοιλιά της; 

—Και τώρα, που βρίσκεται; 

—Έφυγε  σήμερα με την  πόστα για τη Σμύρνη. Πήρε και τη μαμή μαζί της. Δεν ξέρεις τι μπορεί να 


γίνει στο δρόμο. 

«Είναι κακό να 'σαι γκαστρωμένη;», αναρωτιέται η Ιφιάνασσα, που είχε γλιστρήσει κοντά τους. «Η 
μαμά, πριν γεννήσει το Λευτεράκι, δεν ήτανε γκαστρωμένη; Και τώρα, δεν περιμένει πάλι γέννα; Η 
νενέ,  η  Πουσού,  της  έλεγε  πριν  πεθάνει:  «Όσο  εμένα  δε  μου  'δωσε  ο  Θεός  παιδιά,  Ελένη,  τόσο 
εσένα μαζεμένα  στα δίνει. Πότε με την κοιλιά τουρλωμένη, πότε με το μωρό στο βυζί. Ανάσα δεν 
πήρες από τότε που παντρεύτηκες. Καλύτερα. Καλύτερα. Ευλογία του Θεού είναι τα παιδιά». «Όμως 
έχουν και τα ντέρτια τους, μαμά». «Ε, γι' αυτό τα λένε ντατλί μπελά», γλυκό βάσανο, απαντούσε η 
Πουσού. 

—Πώς  το  'κανε  αυτό;  Ακόμα  δεν  πέθανε  ο  άντρας  της  ο  Σίμος.  Θα  τρίζουνε  τα  κόκαλά  του  στο 
μνήμα, κάνει η Βασώ. 

—Θαρρώ πως εχτές ήτανε που ξεψυχούσε. 

Η Ιφιάνασσα ξέρει πώς ξεψύχησε ο Σίμος. Παίζανε κουτσό μπροστά στης Καρεγλάδενας την πόρτα. 
Ξαφνικά,  ακούστηκαν  ξεφωνητά  απ'  το  σπίτι  της  Σίμαινας.  Τρέχουν  οι  γειτόνισσες  να  δούνε  τι 
γίνεται. Σε λίγο μπαινοβγαίνανε όλες δακρυσμένες, χωρίς καθόλου να μιλάνε.. «Ελάτε να δείτε πώς 
βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου», λέει ο Στάθης ο Παλιάτσος. Παράτησαν τα παιδιά το παιχνίδι και 
πήγαν  να  δουν.  Ο  Σίμος  στο  κρεβάτι,  μ'  ολάνοιχτα  τα  μάτια  και  το  στόμα,  παιδεύεται  να  πάρει 
ανάσα. Ένα ροχαλητό του ξεγδέρνει το λαρύγγι. Κάπου κάπου πατάει μια τσιριά η Σίμαινα. «Σουτ, 
μη  διακόπτεις»,  συμβουλεύει  η  κάνα  Αναστασία,  «ο  άνθρωπος  αγγελοφέρνει.  Δε  βλέπεις,  πώς 
παλεύει με το Χάρο! Όπου να 'ναι βγαίνει η ψυχή του»... Εκεί που αγκομαχούσε, απόμεινε ακίνητος 
με το στόμα και τα μάτια ανοιχτά. Τότε έβαλε τις φωνές η Σίμαινα. Μπήξαν κι οι άλλες γυναίκες τα 
κλάματα και τις τσιριές. 

—Θυμάσαι,  Βασώ, πώς δερνόταν  και  πώς χτυπούσε το στήθος  της! Πώς αγκάλιαζε τον πεθαμένο! 


Και πώς τον τραβούσε την ώρα που ήρθαν να τον σηκώσουν! 

—Απ' αυτές να φοβάσαι... Δε θα ξεχάσω όταν πέθανε ο κύριός μου, ο γιατρός ο Πανταζής... Πόσο 
όμορφα τον έκλαψε η κυρία μου! Ούτε φωνάρες, ούτε να χτυπιέται. Κι είδες, πώς τίμησε τη μνήμη 
του!  Από  τότε  που  πέθανε  εκείνος,  αυτή  δε  βγήκε  όξω,  εξόν  απ'  την  εκκλησιά.  Μονάχα,  μετά  τον 
πόλεμο, όταν πια ήρθε ο γιος της απ' την Αθήνα όπου σπούδαζε, μονάχα τότε άνοιξε το σπιτικό της. 
Και πάλι άμα λείπει ο κύριος Θεοχάρης, αυτή κάθεται μέσα σφαλισμένη και κεντάει, ζωγραφίζει και 
καμιά φορά παίζει και μαντολίνο. 

—Αλήθεια, πόσα χρόνια πάνε από τότε που πέθανε ο γιατρός; 

—Πέντε. 

—Πώς πέρασαν κιόλας! 

—Ε,  πώς...  Πέθανε  στον  καιρό  της  ψειραρρώστιας.  Πάντα  του  'λεγε  η  κυρία  Όλγα:  «Κάτσε  να 

Digitized by 10uk1s 
ξεκουραστείς.  Κάτσε  να  φας».  Πού  ν'  ακούσει  εκείνος...  Απ'  τον  έναν  άρρωστο  στον  άλλο.  Μέρα 
νύχτα στο πόδι, ώσπου έπεσε κι ο ίδιος και δε σηκώθηκε πια. 

—Στον καιρό της ψειραρρώστιας πέθανε κι ο γιατρός ο Χατζηαντωνίου. Κι εκείνος δεν μπόρεσε να 
γλιτώσει. Πολλοί γιατροί πέθαναν τότε. 

—Και να δεις, το 'χα δει στο φλιτζάνι, ότι θα πέθαινε ο γιατρός. 

—Τι μου λες; 

—Ό,τι δω στον καφέ, στα χαρτιά βγαίνει. Ο Μενέλαος ο δάσκαλος, ο κουτσός με τα σμιχτά φρύδια, 
που με υπνωτίζει καμιά φορά, το λέει: «Τέτοιο μέντιουμ δεν είδα. Όλα τα βρίσκει». 

—Ψέματα, ψέματα, φωνάζει η Ιφιάνασσα κι αρχίζει να κλαίει. 

—Εσύ τι ζητάς εδώ; Άντε να παίξεις και μην ακούς τι λένε οι μεγάλοι. 

Η  Ιφιάνασσα  πάει  και  κάθεται  στα  σκαλάκια  του  Τσαλαπατάρα.  Μέσα  στην  αυλή  του  καφενείου 
στάζει ο λαμπίκος τσίπουρο. Γύρω γύρω οι μπόμπες με τα ποτά. Κι οι άνθρωποι να τακτοποιούν τα 
μαρμαρένια τραπεζάκια, να κουβαλάνε καρέκλες μέσα στο καφενείο που βλέπει στο Ρωμέικο. Όμως 
η Ιφιάνασσα  δεν κοιτάζει  τίποτα. Θέλει να κλάψει δυνατά για την αδικία που της έγινε τότε. Τότε 
που  η  Καλλιώ  είπε  ότι  αυτή  είχε  σπάσει  το  αγαλματάκι.  Θέλει  να  κλάψει,  όμως  ντρέπεται.  Ένα 
δυνατό  κροτάλισμα  ακούστηκε  από  ψηλά.  Σήκωσε  το  κεφάλι.  Α,  βγήκαν  κιόλας  τα  λελεκάκια! 
Χάρηκε. Ξέχασε τον καημό της. Ο λέλεκας κι η λελέκαινα μαθαίνουν τα παιδιά τους πώς να πετάνε. 
Τρία είναι, όσα και τ' αυγά. Αχ, να μην πέσουν! Πώς και δεν έπεσε τότε η Αντρώ, η μικρή παρακόρη 
της γιατρούδαινας, π' ανέβηκε στα κεραμίδια και πήρε τ' αυγά απ' τη φωλιά, την ώρα που έλειπαν 
τα  λελέκια!  Σαν  τρελά  χτυπούσαν  τις  φτερούγες  τους  εκείνα  όταν  γύρισαν  και  δε  βρήκαν  τ'  αυγά 
μέσα  στη  φωλιά.  «Γιατί  το  'κανες  αυτό;  Πώς  μπόρεσες  κι  ανέβηκες  εκεί  απάνω;  Τώρα  δε  θα 
ξαναρθούνε τα λελέκια. Τι σου φταίγανε τ' αυγά και τα πήρες; Και πώς δε σκοτώθηκες;» φώναζε η 
κυρία Όλγα. «Και τώρα, ποιος θ' ανεβεί να βάλει τ' αυγά στη θέση τους;», ρωτούσαν όλοι, που είχαν 
μαζευτεί κάτω και παρακολουθούσαν τα λελέκια που φτεροκοπούσαν αγριεμένα. Ανέβηκε ο Αντών‐
νταής  και  με  χίλιες  προφυλάξεις  ξανάβαλε  τ'  αυγά  πίσω  στη  φωλιά  τους.  Τρία  αυγά  ήτανε.  Τρία 
λελεκάκια  βγήκανε  τώρα.  Πώς  τ'  αγαπάει  τα  λελεκάκια  η  Ιφιάνασσα!  Τα  'βλεπε  την  άνοιξη,  όταν 
είχαν  βρει  μισογκρεμισμένη  τη  φωλιά  τους  απ'  τον  αγέρα,  να  κουβαλάνε  ξυλάκια,  ξερά  χόρτα, 
φρύγανα και να την ξαναχτίζουν. Πώς δεν γκρεμίζεται η φωλιά τόσο μεγάλη που 'ναι! Πώς και δεν 
πέφτει, έτσι σύρριζα στη στέγη, πάνω απ' το σαχνεσίνι; Και πώς μπορεί και στέκεται το λελέκι στην 
κορφή της φωλιάς, πάνω στο 'να πόδι; 

Ένας  αμανές  ακούστηκε  απ'  το  καφενείο  του  Βακαλάκη.  Η  κίνηση  στο  Ρωμέικο  άρχισε.  Οι 
μαγαζάτορες σουλάντιζαν και φροκαλούσαν μπροστά στα μαγαζιά. Αράδιαζαν τα πράματα πλάι στις 
πόρτες και σιάζανε τις μόστρες. Σηκώθηκε κι η Ιφιάνασσα και πήγε να παίξει με τ' άλλα παιδιά. 

Μια  μια  βγαίναν  κι  οι  γυναίκες  και  κάθονταν  μπροστά  στις  πόρτες  τους.  Κάμποσες  μαζεύτηκαν 
μπροστά στο σπίτι της Χατζηνάσαινας. Η Κουτσουνούραινα από καρσί με τις κόρες της: την Άρτεμη, 
τη Ναυσικά και την Ευγένα. Η Παλιάτσαινα, η Ανανίαινα κι η Γιωργή της Μπεζεστεντζίνας. Η Βασώ 
δεν πρόφταινε να βγάζει καρέκλες. Σε λίγο βγήκε κι η Χατζηνάσαινα με την κοιλιά στο στόμα. 

—Αγόρι θα 'ναι το παιδί σου, Ελένη, να με θυμάσαι, λέει η Κουτσουνούραινα. 

—Ό,τι θέλει ας είναι, μονάχα καλώς να 'ρθει. 

—Εσείς οι τρεις γειτόνισσες μαζί γκαστρώνεστε, μαζί έχετε γεννητούρια, λες και συνερίζεστε, λέει η 
Παλιάτσαινα, κοιτάζοντας τις κοιλιές, μια της Γιωργής, μια της Ανανίαινας, μια της Ελένης. 

Digitized by 10uk1s 
Εκείνη την ώρα βγήκε απ' το σπίτι του ο Θεοχάρης ο Πανταζής. Χαιρέτησε τις γυναίκες και τράβηξε 
για το γραφείο του Μήτσου, του αδερφού του Χατζηνάσου, όπου κρατούσε τα ντεφτέρια. 

—Πολύ κιμπάρης ο κύριός σου, λέει η Ανανίαινα στην Καλλιώ. 

—Απ' τα γενοφάσκια του είναι έτσι. 

—Εδώ που τα λέμε, σπούδασε και στην Αθήνα. 

—Ξέρετε πώς το λέει το σπίρτο; λέει η Ναυσικά. 

—Πώς; 

—Πυρείο. 

—Σώπα. Τι πράμα είναι αυτό το πουρείο; 

—Απ' τα πολλά γράμματα θα σαλάιδεψε ο άνθρωπος. 

—Τα  παραλέει  η  Ναυσικά,  κάνει  η  Καλλιώ.  Δεν  είναι  έτσι.  Μια  μέρα  ήρθε  απ'  το  σκολειό  η 
Ιφιάνασσα και βάλθηκε όλο να τον ρωτάει: «Τι θα πει τούτο; Τι θα πει τ' άλλο; Ύστερα τη ρωτούσε κι 
εκείνος: «Τι θα πει ία, τι θα πει ωά;». 

—Αυτά τα ξέρουμε όλες μας απ' τις φυλλάδες των παιδιών μας. 

Εκείνος βγάζει ένα σπίρτο απ' το κουτί και τη ρωτά: «Πώς το λένε αυτό;». Η Ιφιάνασσα δεν ήξερε. 
Τότε της λέει: «Πυρείο το λένε». 

—Ο κύριος Πυρείος, γέλασε η Ναυσικά. 

—Μην το ξαναπείς, Ναυσικά, γιατί τίποτα δεν το 'χουνε να του κολλήσουν του ανθρώπου, στα καλά 
καθούμενα, το παρατσούκλι. 

—Μα και το Κεφάλας, παρατσούκλι είναι. Το παράνομά τους είναι Πανταζής. 

—Κεφάλα λέγανε τον συχωρεμένο τον πατέρα του, το γιατρό, επειδή είχε μεγάλο κεφάλι. 

—Εδώ,  στη  Μαινεμένη,  όλους  μας  ξέρουν  με  τα  παρατσούκλια.  Αν  βρήτε,  ποιο  είναι  το  δικό  μας 
παράνομα; ρωτάει η Ευγένα. 

—Κουτσουνούρη. 

—Όχι, στο σκολειό με λένε Ευμορφοπούλου. 

—Πρώτη φορά τ' ακούμε. 

—Ξέρετε, πώς μας έχουν εμάς γραμμένους στα κιτάπια; κάνει η Παλιάτσαινα. 

—Πού να ξέρουμε... 

—Ευσταθίου. 

—Όλα  τα  ονόματα  αλλιώς  είναι  γραμμένα  στα  κιτάπια.  Ο  Τζούρας  είναι  γραμμένος  Καλαϊτζής,  ο 
Μπενής  Νικολέλης,  ο  Σαμολαδάς  Μεϊντάνης,  ο  Καβούκας  Χατζηαθανασίου,  ο  Χήνας  Ατζεμιδάκης. 
Και ξέρετε γιατί τον λένε Χήνα; 

—Γιατί; 

Digitized by 10uk1s 
—Επειδή  ο  πατέρας  του  ήτανε  πολύ  κουβαρντάς.  Όλο  κερνούσε.  Έκανε  ριγάλα.  Έδινε  σ’  όλους 
όσους  του  ζητούσαν  δανεικά.  Πολλές  φορές  κι  αγύριστα.  Όταν  τον  βλέπαν  από  μακριά  να  'ρχεται 
στο καφενείο, λέγανε: «Έρχεται η Χήνα. Ετοιμαστείτε να τη μαδήσουμε». 

—Και γιατί φωνάζουν το Γιώργη Κατουρλή; 

—Άκου εκεί! Κατουρλής! Γέλασαν όλες. 

—Γιατί,  καλύτερα  παρατσούκλια  είναι  Καλομάγερας,  Κολοβερντής,  Κασιδιάρης,  Μπεσλεμές, 


Λύκος... 

—Είπαμε, στη Μαινεμένη όλους με παρατσούκλια μας ξέρουν, κάνει η Ανανίαινα. Εμάς ποιος μας 
ξέρει Ανανιάδου; Όλοι Κόνιαλη μας φωνάζουν. 

—Άλλο αυτό... Σας λένε Κόνιαλη επειδή ο Ανανίας είναι απ' το Ικόνιο. 

—Ου,  τέτοια  είναι  πολλά  στη  Μαινεμένη.  Τσομπανισάκης,  Μανταμαδιώτης,  Μπούτζαλης, 


Μάνσαλης, Μανιάτης, Μυτιληνιός, Μπουρνόβαλης... 

—Αλήθεια, Γιωργή, τι γίνεται με το γαμπρό σου, το Φίλιππα τον Μπουρνόβαλη; Πότε θα βγει απ' τη 
φυλακή; 

—Όποτε γίνει το κέφι του Στεργιάδη. 

—Ας όψεται. Και πότε θα γίνει ο γάμος; 

—Λέμε  σήμερα,  αύριο.  Γι'  αυτό  είναι  κι  η  αδερφή  μου  η  Ελένη  με  τη  μάνα  μου  στη  Σμύρνη. 
Κατάφεραν  και  πήραν  άδεια.  Βάλανε  τα  μεγάλα  μέσα.  Ο  ίδιος  ο  Μητροπολίτης  Χρυσόστομος 
ενδιαφέρθηκε. 

—Και θα βγει πια ο Φίλιππας απ' τη φυλακή; 

—Μπα, όχι. Μόλις στεφανωθούν, θα ξαναμπεί μέσα. 

—Κι όλα αυτά, γιατί φίλησε μια παλιοτουρκάλα. 

—Τόση υποστήριξη στους Τούρκους... Σωστός χριστιανομάχος... 

—Μήπως είναι κάνας τουρκόσπορος; 

—Αλλιώς δεν εξηγείται. 

—Δε βλέπετε; Όλο άρνηση είναι. Παντού εμπόδια φέρνει. Είδαν και πάθανε οι Μικρασιάτες με το 
στρατηγό Παπούλα να κάνουν την Άμυνα. 

—Όλα  τα  παλικαράκια  της  Μαινεμένης  πήγαν  εθελοντές:  ο  Πιλαφάς,  ο  Καβούκας,  ο  Καλαϊτζής,  ο 
Φώσκολος,  ο  Μαλλέλης,  ο  Τσομπανισάκης,  ο  Καζάκος,  οι  δυο  Αραμπατζήδες...  Ποιο  να 
πρωτοονοματίσεις... 

—Και πόσον καιρό είναι ο Φίλιππας φυλακή; 

—Δυο χρόνια. Τον πιάσανε ύστερα απ' τα επεισόδια της Περγάμου. 

—Απ' το Δεκατέσσερα είναι θαρρώ αρβωνιασμένος. 

—Απ' το Δεκατέσσερα. Εφτά χρόνια πέρασαν από τότε. Πρώτα έλεγε στην αδερφή μου την Ελένη: 
«Θα  τελειώσει  ο  πόλεμος  και  θα  γίνει  ο  γάμος  μας».  Ύστερα  περίμενε  την  απελευθέρωση  να 

Digitized by 10uk1s 
στεφανωθούνε.  Μετά  την  απελευθέρωση,  όλα  ήταν  πια  έτοιμα  για  το  γάμο.  Δεν  ξεχνώ  όταν 
κουβαλήθηκαν οι φιλινάδες της Ελένης να στρώσουν το νυφικό κρεβάτι, που μόλις το είχαν φέρει 
απ'  το  Φραγκομαχαλά.  Το  τι  γινόταν  όταν  το  στήνανε  και  το  στολίζανε!  Όλες  τραγουδούσαν  και 
λέγανε στιχάκια. Κι ο Φίλιππας να γελάει και να χαίρεται και να λέει εκείνες τις αρσίζικες κουβέντες 
του...  Να  το  βλέπατε  όταν  πια  είχε  τελειώσει  το  στόλισμα...  Τι  κρεβάτι  ήταν  εκείνο!  Έτσι 
κουμπελίδικο με τις τέσσερις μπρούντζινες κολόνες, που φτάνανε ώσαμε το ταβάνι, έπιανε τη μισή 
κάμαρα.  Ολόκληρο  το  σκέπαζε  η  κουνουπιέρα.  Απάνω  ο  «ουρανός»  και  γύρω  γύρω  να  πέφτει  το 
τούλι.  Μπροστά  άνοιγαν  οι  τούλινες  κουρτίνες,  πιασμένες  απ'  τα  πλάγια  με  δυο  διπλούς  ροζ 
φιόγκους. Από μέσα, μια στενή μπάντα, που 'πιανε απ' την μια άκρη ώσαμε την άλλη του κρεβατιού 
κι ήτανε καρφωμένη στο ντουβάρι, έγραφε με χρυσά κεντημένα γράμματα: «Όνειρα γλυκά». Όλο το 
τακίμι ήταν ροζ σατέν. Το πάπλωμα, οι μαξιλάρες, η φόδρα της λινής κεντημένης κουβέρτας. Τι να 
πεις  για  το  κέντημα!  Τα  τετράγωνα  μαξιλάρια  του  λούσου  ανεβατό,  κοφτό  και  κυπρέικα  μοτίφ.  Ο 
γύρος  όλος  κέντημα,  πιτσίλι  και  ψιλή  σουρίτσα.  Όσο  για  το  κέντημα  της  κουβέρτας,  ό,τι  να  πεις 
είναι  λίγο.  Λες  και  δεν  το  δούλεψε  χέρι  ανθρώπου.  Και,  παντού  κεντημένη  η  μάρκα  της  αδερφής 
μου.  Όλα  ήτανε  έτοιμα,  θαρρείς  και  περίμεναν  το  γαμπρό  και  τη  νύφη  να  πλαγιάσουν...  Μέρες 
πλέναμε, κολλαρίζαμε και σιδερώναμε την προίκα. Μέρες γυαλίζαμε και τρίβαμε τα μπακίρια, τους 
μπρούντζους  και  τ'  ασημικά.  Κι  οι  τρεις  ασημένιοι  δίσκοι  έτοιμοι  περίμεναν  στη  δεσπέντζα.  Ο 
μεγάλος με την αρματωσιά του: τις δυο κούπες για γλυκό με τα ξόμπλια όλο ασήμι και μάλαμα. Τα 
δυο δισκοπότηρα με τα κουταλάκια και τα πηρουνάκια από σμυρνέικο ασήμι. Ο άλλος δίσκος με τα 
ζάρφια και τα κρουσταλλένια ποτήρια για νερό. Κι ο τρίτος με τα μαλαματοκαπνισμένα ζάρφια και 
τα  φαρφουρένια  κουπάκια  του  καφέ.  Μήνες  περίμεναν  όλα  στολισμένα  για  το  γάμο.  Ύστερα 
βαρεθήκαμε πια και τα σηκώσαμε. 

Εκείνη την ώρα ήρθε ο παραγιός με τα μπαρδάκια με βρυσικό νερό. Όλες κάναν τόπο να περάσει. 

—Θένε να πουν ότι το νερό το βρυσικό έχει αβδέλλες. Να προσέχετε πριν το πιείτε, να το περνάτε 
από ψιλό τουλπάνι. 

—Σωπάτε καλέ, έπαθε κανείς μας τίποτα; 

—Πώς; Δεν κάθισε μια αβδέλλα στο λαιμό της Ανθίτσας και την πήγανε στη Σμύρνη; 

—Ε, έτυχε. Ακούστηκε άλλο τίποτα; Όχι. Ακόμα και το τραγούδι το λέει: 

«Της Μαινεμένης το νερό είπανε έχ' αβδέλλες, 
μα κείνο το κακόμοιρο έχ' όμορφες κoπέλες». 

—Τι όμορφη κοπέλα κι η Ολυμπία, η κόρη του Νικολάκη του Χαλβατζή. Πώς το 'κανε αυτό; Να πάει 
να κλεφτεί με το Μακρίδη, το διευθυντή του Αρρεναγωγείου! 

—Τι ήτανε πάλι τούτο; Χάθηκαν οι λεύτεροι; 

—Κι εκείνος ν' αφήσει γυναίκα και δυο μικρά παιδιά... 

—Εκείνος τέλος πάντων είναι άντρας. Αυτή που είναι κορίτσι... 

—Κόντευε τα είκοσι και ποτέ της δεν είχε ακουστεί... 

—Τον είχανε, βλέπεις, ένα διάστημα στο σπίτι τους, πριν έρθει η γυναίκα του και τα παιδιά του. 

—Αυτό τα φταίει όλα. 

—Και πού πήγανε; 

—Ποιος ξέρει. Κοντεύουν να τρελαθούν ο Χαλβατζής κι η γυναίκα του. Κλειστήκανε στο σπίτι τους κι 

Digitized by 10uk1s 
άνθρωπο δε θένε να δούνε. 

—Τι, μικρό το 'χετε; Βούιξε η Μαινεμένη! 

—Τούτο  δεν  είναι  τίποτα.  Τουλάχιστο  αυτός  είναι  χριστιανός.  Τι  να  πεις  για  την  Κλεάνθη  του 
Υψηλάντη που κλέφτηκε με τον Τούρκο τον αξιωματικό. 

—Αμάν,  μην  το  αναφέρετε.  Καλύτερα  να  πέθαινε,  παρά  αυτή  η  μουτζαλιά  που  έβαλε  στ'  όνομά 
τους... 

—Τώρα πού βρίσκεται η Κλεάνθη; 

—Λένε στην Πόλη. 

—Πώς το 'κανε! Πώς το 'κανε! Δεν το χωρά ο νους μου... 

—Δεν αλλάζετε κουβέντα. Μονάχη της θέλησε και κλέφτηκε, μονάχη θα δώσει λόγο στο Θεό. 

—Τώρα που μιλάτε για κλέψιμο, μου 'ρθε στο νου ο Κοταρής, που τον κλέψανε στο Λουτζάκι. 

—Άλλο τούτο. Τον Κοταρή τον κλέψανε οι ληστές. 

—Ναι, μα και τότε είχε ξεσηκωθεί ολόκληρη η Μαινεμένη. Ήμουνα νιόνυφη. Ήταν θαρρώ τη χρονιά 
που 'πεσε ο Χαμίτ. Ο Ηρακλής ο Αραμπατζής, που ήτανε πριν το Δεκατέσσερα επιστάτης στο χτήμα 
του Χατζή Δαούτ, ερχότανε και μας τα 'λεγε, κάνει η Ανανίαινα. Τότε πήγαν να κλέψουν τον Κώστα 
το Γρηγοριάδη. 

—Να  σας  τα  πω  εγώ  καλύτερα,  που  είμαι  απ'  το  Λουτζάκι,  διακόφτει  την  κουβέντα  η 
Κουτσουνούραινα. Ο Κώστας ο Γρηγοριάδης, ο γιος του σκολάρχη κι εγγονός του Κοταρή, δούλευε 
τα καλοκαίρια, όταν δεν είχε σκολειό, στα τσιφλίκια του Χατζή Δαούτ, στο Λουτζάκι. Τότε βοηθούσε 
στους  λογαριασμούς.  Όταν  τέλειωσε  στη  Σμύρνη  το  σκολειό,  πιάστηκε  πια  μόνιμα  εκεί.  Σήμερα, 
αυτός διευθύνει. 

—Και τι σχέση έχει αυτό με το κλέψιμο του Κοταρή; 

—Μα δε μ' αφήνετε να τελειώσω... Που λέτε, τότε πήγανε να κλέψουνε τον εγγονό. Ο παππούλης 
του,  ο  Κοταρής,  πλούσιος,  θα  πλήρωνε.  Όμως,  ποιος  κοτά  να  μπει  στο  χτήμα  του  Χατζή  Δαούτ; 
Εκατοσταριές  δουλεύουν  οι  μεροκαματιάρηδες.  Μέρες  περίμεναν  εκεί  γύρω  να  βγει  το  παιδί,  να 
'ρθει  κατά  τη  Μαινεμένη,  να  τ'  αρπάξουν.  Απελπίστηκαν  πια.  Όταν  αποφάσισαν  να  φύγουν, 
βλέπουν  από  μακριά  να  'ρχεται  ο  Κοταρής  για  να  δει  τον  εγγονό  του.  Τον  πιάσανε  όξω  απ'  το 
τσιφλίκι και τον κουβάλησαν στο βουνό. Μια βδομάδα τον είχαν εκεί, ώσπου να φτάσουν τα λύτρα 
και να τον αφήσουν ελεύθερο. 

—Τι όνομα είναι αυτό, Χατζή Δαούτ; 

—Είναι Ελληνορθόδοξοι απ' τη Συρία. Χατζή Δαούτ Φαρκούχ λέγονται. Δαούτ θα πει Δαυίδ. 

—Αυτός δεν έχει το εργοστάσιο στο Λουτζάκι που κάνει κεραμίδια και τούβλα; 

—Μονάχα το εργοστάσιο; Δε λες, το μισό Λουτζάκι ότι είναι δικό του... Τριάντα χιλιάδες στρέμματα 
είναι  τα  τσιφλίκια  που  'χει  εκεί.  Περβόλια,  αμπέλια,  χωράφια...  Κόσμος  και  κόσμος  δουλεύει  την 
εποχή που μαζεύουν τα καπνά, τα βαμβάκια. Να δείτε σπίτια και σπιτάκια, αποθήκες και ντάμια... 
Ολόκληρο χωριό είναι μέσα στα χτήματά του για τους παραγιούς, τους μεροκαματιάρηδες, για τα 
ζωντανά: καμήλες, βόδια, αλόγατα, ό,τι θες. «Παλάτι» το λένε το μεγάλο σπίτι στη μέση, όλοι. 

—Ο Χατζή Δαούτ δεν είναι που έχει το σιδερόδρομο Σμύρνη —Κασαμπά; 

Digitized by 10uk1s 
—Ναι. 

—Γι'  αυτό  έχει  ειδικό  σαλόνι‐βαγόνι  για  την  οικογένειά  του.  Κάθε  Πρωτομαγιά,  Καθαρή  Δευτέρα, 
γιορτές  και  σκόλες,  τους  φέρνει  απ'  τη  Σμύρνη  με  το  «βαπόρι»  και  τους  κατεβάζει  στο  Λουτζάκι. 
Εκεί, μπροστά στο κτήμα τους, σταματάει. 

—Εντύπωση έκανε αυτό το κτήμα στον ελληνικό στρατό. Όλοι, όσοι το είδαν, λέγανε: «Παράδεισος 
είναι εδώ... Πού να δούμε στον τόπο μας τέτοια πλούτη...». 

—Και με το Λουτζάκι απορούσαν οι Έλληνες στρατιώτες. «Κοντά τετρακόσια σπίτια και να μην έχει 
κανένα Τούρκο!», λέγανε. 

—Τι δεν κάνανε οι Τούρκοι για να τρυπώσουν μέσα στο Λουτζάκι... Δεν τα κατάφεραν όμως. 

—Γι'  αυτό  και  χτίσανε  δικό  τους  χωριό  μια  ώρα  πέρα  απ'  το  Λουτζάκι,  πίσω,  στην  ανηφόρα  του 
βουνού. 

—Για  τα  Χαρμανταλίδικα  θα  λέτε.  Αμάν  οι  Χαρμανταλήδες...  Οι  χειρότεροι  Τούρκοι...  Αιμοβόροι, 
βρωμιάρηδες, όλο μίσος και κακία. Καρφί στο μάτι τους είναι το Λουτζάκι. 

—Γι' αυτό και τράβηξε τόσα το χριστιανοχώρι μέσα στον πόλεμο! 

—Λίγα δεν τράβηξε κι η Μαινεμένη απ' αυτούς... 

—Στα Χαρμανταλίδικα είχαν σκοπό να κάψουν με βενζίνη και τον άντρα μου, κάνει η Χατζηνάσαινα. 
Καλά που προφτάσαμε και τον φευγατίσαμε απ' το δώμα της Μανιάταινας και δεν τον βρήκαν. 

—Αυτοί πρωτοστατούσαν τότε στις σφαγές του Σερέκιοϊ. 

—Να  δείτε  πάλι  το  Σερέκιοϊ  και  να  μην  το  γνωρίσετε.  Ούτε  ρουθούνι  τούρκικο.  Όσοι  Τούρκοι 
εγκαταστάθηκαν  εκεί,  ύστερα  απ'  τις  σφαγές,  φύγανε  τώρα  με  την  απελευθέρωση,  λέει  η 
Παλιάτσαινα. Ήμουνα εκεί τ' Άι Γιωργιού. Τι πανηγύρι ήταν εκείνο! Τι γλέντι, τι κέφι, τι χορός! Σαν 
να  μην  είχε  γίνει  ποτέ  σφαγή.  Μοσχοβολούσε  ο  τόπος  απ'  το  κεσκέκι.  Απ'  την  παραμονή  είχαν 
ανασκουμπωθεί άντρες και γυναίκες. Τρία μοσχάρια είχαν σφάξει. Οι άντρες κόψανε το κρέας μικρά 
μικρά κομμάτια κι ανάψανε τις φωτιές. Οι γυναίκες το πλύνανε, το βάλανε στα γανωμένα καζάνια 
με  το  πλιγούρι  και  τα  μπαχαρικά  και  το  χρίσανε  με  χαμούρι.  Ολόκληρη  τη  νύχτα  σιγανοψηνόταν. 
Ώσαμε  ν'  αποψάλει,  την  άλλη  μέρα,  η  εκκλησιά,  έτοιμο  ήταν.  Όλοι  οι  προσκυνητές  φάγανε, 
χορτάσανε  και  περίσσεψε  κιόλας.  Πολύ  όμορφα  ήτανε  εφέτος  στο  πανηγύρι  τ'  Άι  Γιώργη,  μονάχα 
λιγάκι που μας τα χαλάσανε τα παιδιά! 

—Γιατί; Τι κάνανε; 

—Να, όταν είδαν κάτι Φωκιανούς, άρχισαν να φωνάζουν: 

Γιούρια, γιούρια. 
Περνάνε οι Φωκιανοί με τα γαϊδούρια. 

—Και γιατί φώναζαν έτσι; 

—Ε, αυτό τους έμεινε απ' το Δεκατέσσερα. Από τις σφαγές. Τότε που φεύγανε οι Φωκιανοί απ' τις 
Φώκιες, κυνηγημένοι απ' τους Τούρκους, περνούσαν απ' το Σερέκιοϊ, κλαίγαν, φώναζαν, δέρνονταν. 

—Τι να κάνανε; Να γελούσαν; 

—Βλέπεις, οι Σερεκιοΐτες δεν κλάψανε. Σήκωσαν το κεφάλι και πολέμησαν. 

Digitized by 10uk1s 
—Καλέ, για κοιτάτε, λέει η Άρτεμη. Κάτι γίνεται στο Ρωμέικο... 

—Αλήθεια... Κάτι γίνεται... Πού βρέθηκε τόσος κόσμος! Να, οι μαγαζάτορες βγήκαν στις πόρτες. Όλα 
τα παιδιά πάνε ξοπίσω. Κάτι τρέχει! 

—Μπα, δε θα 'ναι τίποτα. Σίγουρα θα περνά ο λωλός ο Ξενοφών! 

—Όχι, όχι, κάτι σοβαρό θα πρέπει να 'ναι. Δε βλέπετε; Ο κόσμος πληθαίνει... 

—Να, έρχεται ο Στάθης. Αυτός θα μας πει. 

—Τι τρέχει, Στάθη; 

—Η  Ελληνική  Χωροφυλακή  σκότωσε  το  Σουλεϊμάν  και  τον  Ατζά‐Μπατζάκ,  τους  φονιάδες  του 
Στραβολαίμη. 

Τινάχτηκαν απάνω οι γυναίκες. 

—Πότε; 

—Σήμερα. Από μέρες γίνονται μάχες στα γύρω υψώματα. Ο Σουλεϊμάν είχε  σχηματίσει συμμορία. 
Μάζεψε όλα τα νταγκαλάκια, τους ζεϊμπέκηδες, τους γιουρούκηδες, τους τσέτες και ετοιμαζόταν να 
χτυπήσει,  με  την  πρώτη  ευκαιρία,  τη  Μαινεμένη.  «Γρήγορα  θα  φύγουν  οι  Έλληνες  απ'  εδώ.  Θα 
πληρώσετε για το φόνο του καϊμακάμη», μηνούσε κάθε τόσο. 

—Θεέ μου, φύλαξε! σταυροκοπήθηκαν οι γυναίκες. 

—Μη  φοβάστε.  Η  χωροφυλακή  μας  τους  διέλυσε.  Τους  πιο  πολλούς  τους  συνέλαβε.  Τώρα  τους 
περνάνε  όλους  δεμένους  απ'  το  Ρωμέικο.  Τους  πάνε  στη  φυλακή.  Σκότωσαν  καμιά  δεκαριά. 
Κουβαλάνε τα κεφάλια τους να τα μπήξουν στα κάγκελα, στο κονάκι. 

—Παναγιά μου! 

—Μη  μιλάς  έτσι  μπροστά  σε  γκαστρωμένες.  Εσείς,  άντε  πηγαίνετε  μέσα  να  θυμιαστείτε,  έκανε  η 
Παλιάτσαινα. 

Digitized by 10uk1s 
ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ 

—Άντε, να χύσετε κάνα τάσι και για μένα. 

—Κοίταξε, κυρά Μαργή, να λουτροκοπανιστείς καλά. Έτσι μου παράγγειλε ο άντρας σου, ο Ανανίας. 

—Έλα να με τρίψεις. 

—Οι τελέκισες καλύτερα κάνουν αυτή τη δουλειά. 

—Εσείς, οι δυο γειτόνισσες, το βάλατε κάθε βδομάδα να πηγαίνετε στο χαμάμι. 

—Πώς να λούσεις τόσα παιδιά στη σκάφη; Από οχτώ έχει η κάθε μια μας, κάνει η Ελένη. 

—Σας ζηλεύω, σας ζηλεύω. 

—Γιατί δεν έρχεσαι; 

—Σήμερα έβαλα μπουγάδα. 

Οι  δυο  οικογένειες,  της  Χατζηνάσαινας  και  της  Ανανίαινας,  με  τα  παιδιά  και  τις  παρακόρες, 
φορτωμένες με μποχτσάδες και καλαθούνες, πήγαιναν, όπως κάθε βδομάδα, στο χαμάμ. 

Στο δρόμο οι γυναίκες όλο κάτι έχουν να τους πουν, όλο κάποιο λόγο να πετάξουν. Οι άντρες στο 
Ρωμέικο κοιτάνε και χαμογελάνε πονηρά. 

Η  χαμαμτζου,  η  Τουρκάλα,  τους  υποδέχτηκε  στην  πόρτα  με  καλωσορίσματα  και  τσιριμόνιες.  Στο 
μεγάλο  στρογγυλό  χαγιάτι  όρθιες,  κοντά  στο  συντριβάνι  και  το  χαβουζάκι  με  τα  ψάρια,  η 
Κολοβερντίνα κι η Άννα η Σαραφείδενα με το γιο της, το Μιχάλη, κουβεντιάζουν. 

—Αργήσατε, κάναν κι οι δυο. 

—Με τόσα παιδιά, εύκολο το 'χετε; Τι να πρωτοπροφτάσεις! 

—Να μπαίνουμε... Σε λίγο θα κουβαληθούνε κι οι άλλες. 

—Έχει τόπο για όλες μας. 

Μπήκανε στις πλαϊνές καφασωτές κάμαρες να ξεντυθούνε. 

Άνοιξαν  τους  μποχτσάδες.  Βγάλανε  τις  παστρικές  αλλαξιές,  τα  αψηλά  γαλότσια  με  τα  σκαλιστά 
σχέδια και τα στολίσματα με σιντέφια, τα μπακιρένια τάσια, τα χαβλού, τα πετσεμάλια, τα πεσκίρια, 
τις διαλυστήρες, τα ψιλά τα χτένια, το σαπούνι, τον πηλό. Αγόρια και κορίτσια τσίτσιδα. Οι μεγάλες 
απ' τη μέση και κάτω τυλιγμένες στα πεστεμάλια. 

Σπρώξαν τη βαριά μονοκόμματη πόρτα που βγάζει στο μεγάλο οντά με το μαρμαρένιο γκιομπέκ στη 
μέση. Όταν την άφησαν λεύτερη, χτύπησε με κρότο απάνω της ο χοντρός ξυλένιος κόπανος. 

Καυτοί  αχνοί  τούς  άρπαξαν  απ'  τα  μούτρα  και  τους  τύλιξαν  το  κορμί.  Θολή,  υγρή  καταχνιά  τούς 
θάμπωσε τα μάτια. Άπλωσαν τα χέρια μπροστά για να μη σκοντάψουν πουθενά. Σε λίγο συνήθισαν 
τα μάτια. Ύστερα μπήκαν πλάι, σ’ ένα χαλβέτι που ήταν σαν φούρνος. Γύρω γύρω μια μαρμαρένια 
πεζούλα  για  να  κάθονται,  και  σε  κάθε  ντουβάρι  μια  μαρμαρένια  γούρνα  με  δυο  βρύσες.  Μια  με 
καυτό και μια με κρύο νερό. 

Άνοιξαν  οι  γυναίκες  τις  βρύσες  με  το  καυτό  νερό.  Πριν  καλογεμίσουν  οι  γούρνες,  παίρνουν  με  το 

Digitized by 10uk1s 
τάσι νερό και το χύνουν πάνω στη μαρμαρένια πεζούλα. 

Εκείνη την ώρα ήρθε η Κολοβερντίνα. 

—Ρίξτε μπόλικο καυτό νερό. Εψές ήταν άντρες. Μην άφησαν, κάνα σπέρμα και τ' αρπάξετε ζεστές 
ζεστές και γκαστρωθείτε. Μη γελάτε... Έτσι γκαστρώθηκε κι η Ζαμφώ της Σοφής που κάθεται στον Άι 
Βούκλα. 

—Σώπα, καλέ, και το πίστεψες; 

—Εσείς ρίξτε για καλό και για κακό καυτό νερό. Δεν ξέρεις τι γίνεται. 

Η Ιφιάνασσα τρόμαξε. Μόλις είχαν μπει στο χαλβέτι, αυτή είχε καθίσει στην πεζούλα, πριν χύσουν 
νερό. «Έχει γούστο να γκαστρωθεί;» Βγαίνει στον μεγάλο οντά και ξαπλώνει πάνω στον μαρμαρένιο 
γκιομπέκ. Απάνω στο θόλο μικροί στρογγυλοί φεγγίτες ρί‐ 

χναν το φως του ήλιου. Οι ασπρογαλιασμένοι ατμοί παίρνουν τα χρώματα της Άγιας Ζώνης. Μικρές 
και μεγάλες σαπουνόφουσκες που φυσάνε απ' τα χέρια τους τα παιδιά σπάνε στην υγρή θολούρα. 
Κάθε  τόσο  ανοίγει  η  πόρτα  με  τον  κόπανο  και  μπαινοβγαίνει  κόσμος,  και  πιο  πολύ  οι  τελέκισες, 
τυλιγμένες με τα πεστεμέλια και με τ' αψηλά γαλότσια. 

Οι  μανάδες  βολοδέρνονται  με  το  λούσιμο  των  παιδιών.  Όλα  κλαίνε.  Κανένα  δε  θέλει  να  λουστεί. 
Ήρθε η Γιωργίτσα της Ανανίαινας και κάθισε κοντά στην Ιφιάνασσα. 

—Ξέρεις πώς γκαστρώνονται οι γυναίκες; ρωτά αυτή. 

Η Γιωργίτσα δεν ξέρει, όμως θέλει πολύ να μάθει. 

—Να ρωτήσουμε τη Μαριάνθη του Κασιδιάρη. Αυτή ξέρει. Νάτην. 

—Να ρωτήσεις εσύ, που 'σαι πιο μεγάλη, λέει η Ιφιάνασσα. 

—Όχι, εγώ ντρέπουμαι. Να ρωτήσεις εσύ. 

—Ιφιάνασσα.  Εσένα  ζητάμε.  Δεν  μπορούσα  να  σε  ξεχωρίσω  μες  στους  αχνούς.  Όλα  τα  παιδιά 
λούστηκαν. Μονάχα εσύ έμεινες, την παίρνει η Βασώ απ' το χέρι. 

Πόσην ώρα την παίδεψε η μαμά με τη διαλυστήρα και τώρα με το ψιλό το χτένι; Έβαλε χτες σ’ όλα 
τα παιδιά παπάζοτου, και τώρα της ξεγδέρνει το κεφάλι, μην έχει καμιά ψείρα. 

—Τι κλαις; Άλουστη θες να μείνεις; 

—Τσούζουνε τα μάτια μου! 

—Έλα, ξέπλυνέ τα. Πάρε νερό απ' το τάσι. 

—Πότε θα τελειώσουμε; 

—Τώρα, κοντεύουμε. 

—Ωχ! 

—Τι έπαθες πάλι; 

—Ζεματίστηκα. Καύει το νερό. 

Digitized by 10uk1s 
—Ν' ανοίξω τον μπουρμά με το κρύο. Καλό είναι τώρα; 

—Πάλι καύει. 

—Ψέματα λες. Τώρα είναι σίχλιο. Τι κλαις χωρίς να σταματάς; 

—Τραβάς δυνατά τα μαλλιά μου! 

—Πού να 'χες και μακριά μαλλιά... 

Μεγάλο  βάσανο  με  τα  μαλλιά  της.  Η  Κατινίτσα  του  Μεϊντάνη  έχει  δυο  μακριές  μπουρμάδες, 
σκέφτεται η Ιφιάνασσα, την ώρα που της τρίβει το κορμί η Βασώ με τον τρίφτη. Πότε προφταίνει και 
χτενίζει  κάθε  πρωί  τόσο  μακριά  μαλλιά;  Πάντα  στο  σκολειό  είναι  χτενισμένη,  ενώ  η  ίδια  όλο 
ξεμαλλιασμένη κι αχτένιστη. 

—Τέλειωσες πια. Κάτσε λίγο στο μάρμαρο, λέει η Βασώ. Τη σφούγγισε και βγήκε όξω. Σε λίγο γύρισε 
με  το  μωρό  τους,  το  Βασιλάκη,  τυλιγμένο  στην  πάνα  του.  Μόλις  το  'γδυσε  μπήγει  εκείνο  τα 
κλάματα. Γρήγορα του 'καναν μια σαπουνάδα στο κορμί και στο κεφάλι. Εκείνο τσίριζε και σπάραζε. 
Τιναζόταν  και  δερνόταν  ανάμεσα  απ'  τα  χέρια  τους.  Δυο  γυναίκες  το  κρατούσαν  για  να  μη 
γλιστρήσει. Είχε κοκκινήσει σαν παντζάρι. Το τύλιξαν μάνι μάνι στο χαβλού και το βγάλανε όξω να 
μην μπαϊλντίσει. 

Όλα  τα  κορμιά  είναι  τριανταφυλλένια.  Βγάζουν  αχνό  και  στάζουν  νερά.  Η  Ιφιάνασσα  κοιτάει  το 
Μιχάλη του Σαραφείδη, που δε ξεκολλά τα μάτια του απ' τις γυναίκες. Πότε ρίχνει ματιές στις δυο 
Τουρκάλες που 'χουν μαδήσει τις τρίχες απ' το μπροστινό τους, πότε στη Δέσποινα τ' Ανανία, πότε 
στην Όλγα. 

—Πόσω χρονώ είναι ο γιος σου, Άννα; ρωτά η Κολοβερντίνα. 

—Το Δέκα γεννήθηκε. Τώρα τη Λαμπρή μπαίνει στα δώδεκα. 

—Μην τον ξαναφέρεις στο λουτρό. 

—Γιατί; 

—Δε βλέπεις; Θα τα φάει με τα μάτια του τα κορίτσια. 

—Άντε κι εσύ. Μικρό είναι το παιδί. 

—Μικρό είναι το μάτι σου. Άκου τι σου λέω... 

Όταν τέλειωσαν όλες, φόρεσαν τα χαβλού και βγήκαν όξω στο μεγάλο χαγιάτι. Ανέβηκαν στον ορτα‐
σοφά που ήταν στρωμένος με ψάθες. Άπλωσε η κάθε μια ένα δικό της χράμι, άνοιξε τις καλαθούνες 
κι  έβγαλε  τα  φαγιά:  κατημέρια,  χαλβά,  ελιές,  σιμίτια,  πορτοκάλια,  χάσικο  ψωμί  και  τουλουμίσιο 
τυρί. 

Σαν λιμασμένα μαζεύτηκαν τα παιδιά γύρω απ' τις μάνες. Η πιο όμορφη ώρα στο χαμάμ ήταν η ώρα 
του φαγητού. Πώς και πώς την περίμεναν όλα! Ποτέ ψωμί και προσφάγι δεν είχε τόση νοστιμάδα. 
Τρώγαν, τρώγαν και δε χόρταιναν. Με γεμάτα τα χέρια και μπουκωμένα τα στόματα κατέβηκαν απ' 
τον ορτα‐σοφά και τριγύριζαν στο χαγιάτι. Πολλά σκουντούν τη βαριά πόρτα και κάνουν χάζι, κάθε 
φορά που ανοιγοκλείνει και χτυπάει δυνατά ο κόπανος και μπουκάρει από μέσα ο ατμός. 

Ο Μιχάλης, ο Κώστας κι η Ιφιάνασσα στέκονται κοντά στο χαβουζάκι και κοιτάνε μέσα τα ψαράκια. 

Digitized by 10uk1s 
—Το δικό μας το χαβουζάκι έχει και χρυσόψαρα, λέει ο Μιχάλης. 

Η Ιφιάνασσα το ξέρει το σπίτι του Μιχάλη. Κάθε φορά που θα 

πάνε στ' αμπέλι, απ' εκεί θα περάσουν. Είναι στα δεξιά, στην αρχή του Σουσά‐γιολού, που πάει για 
την Πέργαμο. Εκεί πλάι στ' αλώνι, κουβαλάνε όλη τη μέρα τη γλυκόριζα. Βουνά οι στίβες. Άντρες και 
γυναίκες δουλεύουν ασταμάτητα. Κόβουν τις ρίζες με τα σατιράκια, τις καθαρίζουν, τις δεματιάζουν 
και τις ετοιμάζουν για να φύγει στην Αγγλία. Όλος ο τόπος γύρω απ' το γεφύρι μυρίζει γλυκόριζα. Το 
σπίτι  του  Μιχάλη  είναι  το  πιο  όμορφο  και  το  πιο  μεγάλο  του  μαχαλά.  Όμως  αγριεύεται,  όταν 
περνάει  απ'  εκεί.  Θυμάται  εκείνο  το  βράδυ  που  είδε  την  Ντεληδάκαινα  να  στέκεται  στη  μέση  του 
δρόμου  και  να  φωνάζει:  «Απ'  το  έρμο  του  Λαπιώτη.  Απ'  το  έρμο  του  Λαπιώτη».  Σαν  φάντασμα 
έδειχνε, έτσι ξεμαλλιασμένη και με σηκωμένα τα χέρια, να βλαστημάει και να καταριέται. Κι απ' του 
Χούμπλη του λωλού, άμα περνάει αγριεύεται. Η αδερφή του τον έχει κλειδωμένο μέσα στο σπίτι κι 
αυτός  όλο  την  παρακαλεί  να  τον  αφήσει  να  βγει  όξω.  «Άνοιξέ  μου,  άνοιξέ  μου».  «Όχι,  όχι,  δε  σ’ 
ανοίγω. Να σε κυνηγούν και να σου πετούν πέτρες τα παιδιά», έλεγε εκείνη. 

—Ιφιάνασσα, έλα να παίξουμε «Τσίμπι τσίμπι τον αϊτό», φώναξε η Γιωργίτσα απ' τον Ορτά Σοφά. 

Όλα  τα  κοριτσάκια  ήταν  καθισμένα  στο  μιντέρι.  Οι  μαμάδες  στην  άλλη  μεριά,  τυλιγμένες  στα 
χαβλού  και  με  δεμένα  τα  κεφάλια  μ'  άσπρα  τουλπάνια,  ξεκουράζονταν.  Πήγε  κι  η  Ιφιάνασσα  και 
κάθισε κοντά στις φιλινάδες της. Ακούμπησαν όλες τα παλαμάκια στα γόνατα. Η Γεωργίτσα άρχισε 
να τσιμπάει ένα ένα τα χέρια με τη σειρά και να λέει: 

Τσίμπι, τσίμπι τον αϊτό, 
τον αϊτό, το σταυρωτό. 
Πήρ' ο λύκος το κοντό 
και βαράει τον ουρανό. 
Ουρανέ κατάρατε, 
το παιδί που βάφτισες 
πήγε να πιει γάλα 
και κατάπιε την κουτάλα. 
Δος του, δος του κόπανο 
να ξεράσει κόκαλο, 
κόκαλο Βενέτικο 
στην κυρά την Παναγιά 
που 'χει ξύλα και σπαθιά 
και σκοτώνει τον πασά. 
Μια τσανάκα πίτουρα. 
Όποιος φάει τα πιότερα. 
Για εσύ, για εγώ, 
για ο μπάρμπα τζίτζικας. 
Τζίτζικας ελάλησε, 
μαύρη ρόγα γυάλισε. 
Τσακ εδώ, τσακ εκεί 
τσάκα το καλό πουλί 
που 'ναι μέσα στο κλουβί 
και φωνάζει «τσίου, τσίου» 
και κανείς δεν το ακούει. 

Μόλις είπε η Γιωργίτσα «και κανείς δεν το ακούει», σήκωσαν όλες μάνι μάνι τα χέρια και τα χώανε 
κάτω απ' τις μασχάλες να ζεσταθούν. Οποιανής ήταν πιο κρύα, θα έχανε. Η Ιφιάνασσα δε σήκωσε τα 
χέρια της απ' τα γόνατα. Δε θέλει να παίξει. Βαριέται. 

Digitized by 10uk1s 
—Γιατί δεν έβαλες τα χέρια κάτω απ' τις μασχάλες; ρώτησε η Γιωργίτσα, γιατί; 

—Για «τ' αντί». 

—Κι εμείς δε σε παίζουμε. 

—Κι εγώ σε μάνισα, σηκώθηκε η Ιφιάνασσα. 

—Να πας στη Μανισά, φώναξε η Δέσποινα, που παρακολουθούσε το παιχνίδι. 

—Έλα, Γιωργίτσα, σε μάνισα, είπα. Έλα, χάλασέ το. 

Άπλωσε το δεξί της χέρι. Το τρίτο δάχτυλο καβαλίκεψε το 

δεύτερο. Η Γιωργίτσα κατέβασε το δάχτυλο και το ξανάβαλε στη θέση του. 

Η Ιφιάνασσα πάει στη Μαριάνθη που στεκόταν πλάι στο καφασωτό, εκεί που καθόταν η χαμαμτζού 
και κάπνιζε το τσιμπούκι της. 

—Πώς γκαστρώνονται οι γυναίκες, Μαριάνθη; 

—Τι σου είπε, τι σου είπε; τρέχει η Όλγα κοντά τους. 

—Τίποτα, τίποτα. Μην πεις, Μαριάνθη... 

—Όχι, θα μου πει. Πες, τι σε ρώτησε η αδερφή μου; 

—Με ρώτησε, πώς γκαστρώνονται οι γυναίκες; 

—Μαμά, μαμά, πάει η Όλγα και το πρόφτασε. 

—Έλα εδώ εσύ. Εσένα μιλώ, Ιφιάνασσα, φώναξε η μαμά. 

Η Ιφιάνασσα πάει με το κεφάλι χαμηλωμένο. Καταλαβαίνει ότι δεν έπρεπε να ρωτήσει. 

—Τι ρώτησες τη Μαριάνθη; Δε μιλάς, ε... Θες να στις βρέξω... 

—Να. Φοβάμαι να μην γκαστρωθώ... κλαίει η Ιφιάνασσα. 

—Να μην γκαστρωθείς; γέλασε η Κολοβερντίνα. 

—Εσύ δεν είπες να μην καθίσει κανείς στην μαρμαρένια πεζούλα, πριν ρίξετε καυτό νερό; Εγώ είχα 
καθίσει πριν. 

—Καλά, καλά, γέλασαν όλες. 

—Εσύ, όλο να ματατεύεις την αδερφή σου, κάνει η μαμά στην Όλγα, αντί να την αγαπάς και να τη 
συμβουλεύεις. Άντε, τώρα πηγαίνετε να παίξετε. 

Η Ιφιάνασσα δεν έφυγε. Κάθισε στα σκαλάκια, κοντά στις μεγάλες. 

—Άκου τι πήγε να ρωτήσει... κάνει η Κολοβερντίνα. 

—Εσύ φταις, που μιλάς έτσι μπροστά στα παιδιά. 

—Πού να 'ξερα ότι θα πονηρευόταν... 

—Ποιο  να  πονηρευτεί!  Αυτό  είναι  το  πιο  αθώο  παιδί.  Ποτέ  το  μυαλό  του  δεν  πάει  στο  πονηρό. 
Ρωτάει μονάχα όταν θέλει να μάθει κάτι που 'χει σχέση με τα γράμματα. Ο νους κι ο λογισμός του 

Digitized by 10uk1s 
είναι στα βιβλία. Είναι το πιο καλό μου παιδί και το πιο φιλότιμο. Ποτέ δεν το μάλωσα δυο φορές 
για το ίδιο πράγμα. 

Γέμισε χαρά η Ιφιάνασσα. Μια γλυκιά ζεστασιά χύθηκε μέσα της. Σηκώθηκε και πάει στη Γιωργίτσα. 
Δεν παίζανε πια τα παιδιά. 

—Έλα ν' αγαπήσουμε. 

—Έλα. 

Πιάνονται  κι  οι  δυο  απ'  το  μικρό  δαχτυλάκι  του  δεξιού  χεριού  και  λένε:  «Αγαπίτσα,  κουκουλίτσα, 
ό,τι έχεις να μου δίνεις, κι ό,τι έχω να σου δίνω». Ύστερα πήγαν και κοιτούσαν τις Τουρκάλες που 
άλειφαν τα νύχια τους με κινά. Άλλες βάζανε σουλμάδες στα μούτρα και ραστίκι στα φρύδια. Οι πιο 
πολλές κάπνιζαν και πίναν τσττσιμπίρια και πορτοκαλάδες. 

Όταν  ξεκουράστηκαν  οι  μανάδες,  σηκώθηκαν,  ντύθηκαν,  τύλιξαν  τα  κεφάλια  με  σάλπες  και  σάλια 
και ξεκίνησαν με τα πόδια για τα σπίτια τους. 

—Με τσι γειες σας, με τσι γειες σας, φώναζαν οι γυναίκες που συναντούσαν στο δρόμο. 

—Φχαριστούμε, φχαριστούμε! 

«Απόψε δουλειές θα 'χουν οι άντρες τους»!... Γνέφονταν πονηρά οι μαγαζάτορες στο Ρωμέικο, όταν 
τις είδαν να περνάνε ροδοκόκκινες, με πρόσωπα που γυάλιζαν από πάστρα και φρεσκάδα. 

Digitized by 10uk1s 
ΟΥΣΑΚ 

Το γράμμα ήταν απ' τον κουμπάρο το Γαβριήλ: «Αγαπητέ μου κουμπάρε, Θανάση. Υγείαν έχομεν και 
υγείαν ποθούμε για σας. Παρέλαβα τη σταφίδα και το αλεύρι. Όμως τα μπισκότα δεν έφτασαν, ούτε 
οι  άλλες  παραγγελίες.  Επειδή  ανέλαβα  να  προμηθεύσω  το  Στρατιωτικό  Νοσοκομείο  με  παξιμάδια 
εφτάζυμα, γι' αυτό στείλε έναν τεχνίτη». 

Όταν διάβασε το γράμμα ο Θανάσης, λέει: 

—Φεύγω για το Ουσάκ. Θα πάρω μαζί μου και το Μανώλη. Θέλω ο ίδιος να δω, τι γίνεται εκεί με το 
εμπόρευμα. 

Έτσι,  ο  Χατζηνάσος  βρέθηκε  στο  Ουσάκ.  Ένα  χρόνο  τώρα  πηγαινοέρχεται.  Τον  Ιούνη  γύρισε  στη 
Μαινεμένη να τακτοποιήσει κι εκεί τις δουλειές του. 

Η  οικογένεια  ετοιμάζεται  για  το  γκιόστισμα.  Τα  σκολειά  έχουν  κλείσει.  Ο  Κλήτος  έχει  έρθει  απ'  το 
κολέγιο, απ' τη Σμύρνη. 

—Ελένη,  θα  πάρω  τον  Κλήτο.  Μου  χρειάζεται.  Πνίγομαι  στη  δουλειά.  Θέλω  να  με  βοηθάει  στους 
λογαριασμούς. 

—Θα 'ρθω κι εγώ. 

—Ούτε να το σκεφτείς. Το Ουσάκ είναι πολεμικός κόμβος. Το μέτωπο κοντά. Οι τσέτες κάθε λίγο και 
λιγάκι μας χτυπάνε. 

—Ό,τι πάθεις εσύ, ας πάθω κι εγώ. 

—Και τα παιδιά; 

—Θα μείνουν εδώ με τη Βασώ και το Κατινιώ. Ο Μήτσος τα προσέχει σαν παιδιά του. Θα πάρω μαζί 
μου  το  μωρό  και  το  Λευτεράκι.  Θα  μείνω  λίγες  μέρες  στης  κουμπάρας,  της  Μαρίας.  Όλο  μου 
παραπονιέται ότι δεν πάω να τους δω. 

Έτσι,  αποφασίστηκε  το  ταξίδι.  Στο  τέλος  πήρε  μαζί  και  την  Iφιάνασσα.  Πριν  περάσει  βδομάδα,  να 
την η μισή οικογένεια, στο Ουσάκ. 

Απόρησε η Ιφιάνασσα σαν βρέθηκαν στο σπίτι της κουμπάρας. Τόσο μεγάλο και να μην υπάρχουν 
έπιπλα!  Μονάχα  η  κρεβατοκάμαρα  είχε  ένα  σιδερένιο  κρεβάτι  και  μια  γαρδαρόμπα  μ'  έναν 
καθρέφτη.  Η  σάλα  για  τους  μουσαφιρέους  γύρω  γύρω  καναπέδες,  κάμποσες  καρέκλες  και  στην 
άκρη ένα τραπέζι. Στο χαγιάτι πάλι ένας μεγάλος καναπές, με σκαλιστά μπρατσόλια και μπαλάτες, 
σκεπασμένος με ασπροκόκκινα ριγέ υφαντά μακάτια. Ολόκληρο το σπίτι ήταν στρωμένο  με παχιά 
χαλιά, κι ας ήταν καλοκαίρι. 

Το  βράδυ  πέρασαν  στη  μεγάλη  κάμαρα  για  να  φάνε.  «Που  είναι  το  τραπέζι;»  αναρωτιέται  η 
Ιφιάνασσα. Σε λίγο φέρνει η κουμπάρα ένα μεγάλο μπακιρένιο σινί με σκαλιστά σχέδια και τούρκικα 
γράμματα, που έλαμπε σαν μάλαμα. Το ακούμπησε απάνω σ’ ένα σοφρά μπροστά στους μεγάλους. 
Φέρνει  και  το  καραφάκι  το  τσίπουρο  κι  αρχίζει  να  κουβαλά  τους  μεζέδες:  παστουρμάδες, 
σουτζούκια,  παστά,  τουρσιά,  ελιές,  τυριά.  Σε  λίγο  φέρνει  ένα  άλλο  γανωμένο  σινί  και  το  βάζει 
μπροστά  στα  παιδιά.  Ένα,  ένα  κουβαλάει  τα  πιάτα  με  τα  φαγητά:  κρεατόπιτα,  ατζέμ  πιλάφ  και 
κοκκινιστή  κότα.  Γύρω  απο  τούτο  το  σινί  κάθονται  ο  Κλήτος,  η  Ιφιάνασσα,  το  Λευτεράκι  και  τα 

Digitized by 10uk1s 
παιδιά της κουμπάρας: ο Τημένος, που ήταν συμμαθητής του Κλήτου στο κολέγιο, κι η Λευτερίτσα, 
που  βάφτισε  ο  μπαμπάς.  Οι  μεγάλοι  μιλούσαν  τούρκικα.  Τα  παιδιά  ελληνικά.  Η  Λευτερίτσα,  που 
ήταν δυόμισι χρονώ, δεν έλεγε τίποτα. Κι η Θοδοσία, η αδερφή της κουμπάρας, που μπαινόβγαινε, 
μιλούσε κι ελληνικά και τούρκικα. 

Σαν  απόφαγαν  τα  παιδιά,  πήγαν  για  ύπνο.  Πάλι  απορεί  η  Ιφιάνασσα.  Πού  θα  κοιμηθούνε  χωρίς 
κρεβάτια; Η κουμπάρα ανοίγει τη μουσάντρα και βγάζει από μέσα δυο στρώματα. Απλώνει στο χαλί 
ένα χράμι και ρίχνει τα δυο στρώματα. Το ένα απάνω στ' άλλο, έτσι που έγινε ψηλό, σαν κρεβάτι. 
Εδώ  θα  κοιμηθεί  η  Ιφιάνασσα  με  τη  Λευτερίτσα.  Στην  άλλη  άκρη  της  κάμαρας  έβαλε  άλλα  δυο 
στρώματα, το ένα απάνω στ' άλλο, για να κοιμηθούν ο Κλήτος με τον Τήμενο. Η μαμά, ο μπαμπάς 
και το μωρό θα κοιμηθούν στην πλαϊνή κάμαρα. 

Την  άλλη  μέρα,  σαν  αποφάγανε  για  πρωινό,  παίρνει  η  κουμπάρα  την  Ιφιάνασσα  και  κατεβαίνουν 
κάτω στο σπίτι, όπου δούλευε η αδερφή της η Θοδοσία στον αργαλειό. Εκεί ήταν κι ένας Έλληνας 
στρατιώτης,  ο  Αντρέας  Γιαννόπουλος,  ο  αρβωνιαστικός  της,  που  ετοιμαζόταν  να  πάει  πάλι  στο 
μέτωπο. 

—Θέλει να δει, πώς υφαίνεις το χαλί, λέει η κουμπάρα. 

—Έλα, κάτσε κοντά μου, σ’ αυτό εδώ το σκαμνί, κάνει η Θοδοσία. Πρώτα της έδειξε πώς γίνεται το 
διάσιμο, πώς το στημόνιασμα, πώς η κομπόδεση. 

Η Ιφιάνασσα κοιτάει το στημόνι. Σειρές σειρές τεντωμένο άσπρο στριμμένο νήμα, μοιάζει με κόρδες 
από  όργανο.  Τα  δάχτυλα  της  Θοδοσίας  περνούν  το  μαλλί  απ'  το  στημόνι.  Το  δένουν  κόμπο  και  μ' 
ένα  μαχαιράκι  που  κρατά  στο  δεξί  χέρι  κόβει  κάθε  φορά  το  μαλλί.  Ύστερα  το  πιέζει  δυνατά  απ' 
επάνω μ'  ένα χτένι. Κάθε τόσο κόβει το περίσσιο μαλλί μ' ένα  ψαλιδάκι. Σαν αστραπή τρέχουν τα 
δάχτυλα.  Περνούν,  κομποδένουν  και  κόβουν  το  μαλλί.  Δεν  προφταίνει  να  τα  παρακολουθήσει  η 
Ιφιάνασσα, ούτε χορταίνει να τα βλέπει. 

—Σ’ αρέσει; ρωτάει η Θοδοσία. 

—Μ' αρέσει. Τι όμορφα σχέδια! Τι όμορφα χρώματα! 

—Βλέπεις, η γη είναι βαθιά κόκκινη, οι άκρες μαβιές και τα σχέδια μέσα, που τα χωρίζουν μαύρες 
γραμμές, χρωματιστά. 

—Σίγουρα τα χαλιά «Ουσάκ» θα 'ναι τα καλύτερα, λέει ο αρβωνιαστικός της. 

—Όχι, τα καλύτερα είναι της Σεβάστειας, τα «Σίβας». Το μαλλί εκείνο είναι λεπτό, γυαλιστερό σαν 
μετάξι. Δε φτουράει η δουλειά. Σαράντα κλωστές, σαράντα κόμποι στο ρούπι. Γι' αυτό είναι και πιο 
ακριβά. Αυτά γίνονται μακρόστενοι σιτζαντέδες. Μα, τι σε ζαλίζω, τώρα; 

—Ίσα  ίσα,  που  θέλω  να  μάθω.  Δε  σου  'πα,  ότι  μόλις  παντρευτούμε,  θ'  αρχίσω  εμπόριο  χαλιών; 
Μπορεί  να  συνεταιριστώ  και  με  το  θείο  σου.  Εκείνος  στη  Σμύρνη.  Εγώ  στην  Αθήνα.  Λοιπόν,  ποια 
άλλα είναι καλύτερα απ' τα χαλιά «Ουσάκ»; 

—Τα «Σπάρτας» που γίνονται στη Σπάρτη των Αδάνων. Είναι στον περσικό τύπο. Τα «Ουσάκ» είναι 
τούρκικου  τύπου  κι  έχουν  μεγάλη  πέραση  στη  Σμύρνη.  Τα  πιο  χοντρά  είναι  τα  «Γκιόρντες».  Έχουν 
χρώματα ανοιχτά και διπλό κόμπο. Θένε να πούνε, ότι πριν απ' το Μεγαλέξανδρο κάνανε τα χαλιά 
εκεί με διπλό κόμπο. Κανείς δεν μπορούσε να λύσει αυτόν τον κόμπο. Απ' εκεί κι ο Γόρδιος Δεσμός. 

Digitized by 10uk1s 
—Εγώ πολέμησα στο Γόρδιον με το Γ' Σώμα Στρατού. Το Γόρδιον είναι στο Σαγγάριο ποταμό, ενώ το 
Γκιόρντες είναι στο Κουμ‐Τσάι, παραπόταμο του Έρμου. 

—Βλέπω, τα ξέρεις πιο καλά απ' εμάς. 

—Αυτή είναι η δουλειά μου. Όλο με τους χάρτες κινούμαστε. 

—Ναι, μα και το Γκιόρντες, Γόρδος λεγόταν στην αρχαιότητα. 

—Ε, τότε δεν ξέρω. Και δε μου λες, πόσους κόμπους μπορεί να κάνει κανείς την ημέρα σ’ ένα χαλί 
«Ουσάκ»; 

—Μια καλή τεχνίτρα μπορεί να φτάσει και τις δεκαεφτά χιλιάδες. 

—Κι εσύ; 

—Εγώ, μη βλέπεις, φτάνω τις είκοσι χιλιάδες. Δουλεύω απ' τα χαράματα. Βιάζομαι να τελειώσω την 
προίκα μου να παντρευτούμε. 

Μια βδομάδα έμεινε η οικογένεια του Χατζηνάσου στης κουμπάρας. Ύστερα, αντί να φύγει η Ελένη 
με  τα  παιδιά,  αποφασίσανε  να  μείνουν  όλοι  μαζί  στο  Ουσάκ.  Νοίκιασαν  πλάι  στο  στρατιωτικό 
νοσοκομείο τ' απάνω πάτωμα ενός δίπατου σπιτιού. 

Καρσί στο σπίτι έμενε η προϊσταμένη του νοσοκομείου, η Πίτσα, που τη φωνάζουν «αδελφή». Είναι 
ντυμένη στα κάτασπρα. Στο κεφάλι φορεί ένα κολλαριστό άσπρο καπέλο, που μοιάζει με βάρκα. 

Τα  βράδυα  μαζεύονταν  στου  Χατζηνάσου  το  σπίτι  αξιωματικοί,  γιατροί,  στρατιώτες  απ'  το 
νοσοκομείο. Ο Σαριδάκης, τελειόφοιτος της ιατρικής, απ' την Κρήτη. Ο Ταουσάνης, ο οφθαλμίατρος, 
ο  Σπυρίδωνος,  ο  σιτιστής  απ'  την  Κέρκυρα,  η  αδελφή  Πίτσα.  Κανείς  δεν  έλειπε,  εκτός  αν  είχαν 
υπηρεσία. 

Μια μέρα, εκεί που ήταν όλοι μαζεμένοι και συζητούσαν, ήρθε ο Τήμενος. 

—Καλώς τον Τήμενο, λέει ο Χατζηνάσος. 

—Τήμενος; Τι όνομα είν' αυτό. Πρώτη φορά τ' ακούω, κάνει ο Σπυρίδωνος. 

—Το Ουσάκ λεγότανε στην αρχαιότητα Τημένου Θύραι, λέει τ' αγόρι. 

—Μπα, υπήρχε στην αρχαιότητα το Ουσάκ; Δεν είναι τουρκόπολη; ρωτάει ο Παυλέας απ' το Μωριά. 

—Το Ουσάκ έχει ιστορία πάνω από τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Οι πρόγονοί μας είναι Ίωνες. Και στα 
χρόνια των Βυζαντινών είχε μεγάλη ακμή. Το λέγανε με μια λέξη Τημενοθύραι, απαντάει απότομα ο 
Τήμενος. 

—Καλά, γιατί εδώ οι χριστιανοί μιλάνε τούρκικα; 

—Γιατί πεντακόσια χρόνια συνέχεια πολεμούν οι Τούρκοι να ξεριζώσουν τα ελληνικά απ' το στόμα 
των  Ρωμιών.  Κόβαν  γλώσσες,  τρομοκρατούσαν,  σκότωναν.  Γενεές  ολόκληρες  μιλούσαν  κρυφά  τα 
ελληνικά, ώσπου σιγά σιγά, με τα χρόνια, ξεχάστηκαν πια. Όμως τα εθνικά μας άσματα και τις θείες 
λειτουργίες, τις ξέρουν όλοι απέξω στα ελληνικά, λέει με φανατισμό το παιδί. 

—Εσύ, πώς μιλάς τόσο ωραία ελληνικά; 

—Εγώ σπουδάζω στο κολέγιο στη Σμύρνη. Είμαστε συμμαθητές με τον Κλήτο. 

Digitized by 10uk1s 
—Και το Κλήτος, τι όνομα είναι; 

—Θεόκλητος.  Είναι  άγιος.  Ήταν  επίσκοπος.  Και  η  λέξη  το  λέει:  κλητός  απ'  το  Θεό,  μίλησε  τώρα  ο 
Χατζηνάσος. 

—Εδώ  είναι  βαθιές  οι  ρίζες  της  πατρίδας  και  της  θρησκείας,  κάνει  ο  Ρασιδάκης.  Τέτοια  πίστη  στα 
ιδανικά δε θα τη βρεις στην Ελλάδα. 

Οι μέρες στο Ουσάκ περνούσαν μες στην αγωνία, στο καρδιοχτύπι και στο αδιάκοπο ξεσήκωμα. Οι 
τραυματίες  στο  νοσοκομείο  πλήθαιναν.  Γέμισαν  οι  διάδρομοι.  Δεν  έφταναν  τα  κρεβάτια.  Απ'  το 
μέτωπο  ίσια  στο  Ουσάκ  φέρνανε  τους  χτυπημένους.  Στο  Στρατιωτικό  Νοσοκομείο  παίρναν  τις 
πρώτες βοήθειες. Γιατροί και νοσοκόμοι δούλευαν μερόνυχτα. 

Κάθε  φορά  που  βρίσκαν  καιρό  μαζεύονταν  στο  σπίτι  του  Χατζηνάσου.  Εκείνο  το  βράδυ  άναψε  η 
συζήτηση. Αφορμή ήταν τα τελευταία γεγονότα, που ήταν όλο και χειρότερα. 

—Το λάθος μας να προχωρήσουμε σε μέρη που δεν περιλαμβάνονταν στη Συνθήκη των Σεβρών. 

—Το Στρατηγείο της Σμύρνης διέταξε την κατάληψη του Ουσάκ, χωρίς την έγκριση του Βενιζέλου. 

—Στρατιωτικοί  λόγοι  το  επέβαλαν.  Έπρεπε  να  ξεκαθαριστούν  τα  γύρω  βουνά  που  ήταν 
πλημμυρισμένα από τσέτες. 

—Αν δεν έχανε ο Βενιζέλος τις εκλογές, όλα θα ήταν διαφορετικά. 

—Δε μας παρατάς με το Βενιζέλο; Μόλις είδε τα σκούρα, έκανε εκλογές για να χάσει και να 'χουν 
άλλοι την ευθύνη. 

—Κι ο βασιλιάς με τη Γερμανίδα, τι έκανε; Όλα τα αίματα της γης, στο αίμα του, μόνο ελληνικό αίμα 
όχι. 

—Κι όμως: «Κωνσταντίνος παρέδωκε, Κωνσταντίνος θα παραλάβει». 

—Και τι σχέση έχει αυτός με τους Βυζαντινούς; 

—Μη  μιλάτε  για  το  βασιλιά  μας,  έμπαινε  στη  συζήτηση  ο  Παυλέας,  που  είχε  λάβει  μέρος  στη 
μεγάλη  εξόρμηση.  Πάντα  ήταν  κοντά  μας,  να  τρώει  απ'  το  συσσίτιό  μας,  να  σπάει  μαζί  μας  τις 
ψείρες, να μας δίνει κουράγιο... 

—Μ' αυτά σας αποκοιμίζουν. 

—Κι  ο  Βενιζέλος,  τι  έκανε;  Έφτασε  στη  Σμύρνη  με  τη  θαλαμηγό  «Νάρκισσος»,  κι  ούτε  καν 
αποβιβάστηκε. Ήλθεν, είδεν και απήλθεν. 

—Συναντήθηκε με τον Παρασκευόπουλο κι έδωσε τις ανάλογες εντολές. 

—Ποιες εντολές; Για να βασανιζόμαστε εμείς τώρα εδώ; Και για το Στεργιάδη, τι έχεις να πεις; ποιος 
του 'πε να μας τον φορτώσει στο σβέρκο μας; Τον ένα να φυλακίζει, τον άλλο να εξορίζει... Έδιωξε 
και τον Παπούλα. 

—Δε μου λες, γιατί εξακολουθεί να 'ναι αρμοστής; Ο Βενιζέλος δεν είναι πια στα πράγματα. Τι τον 
κρατούν οι άλλοι; 

—Τώρα χανόμαστε, για αλλαγές είμαστε... 

Digitized by 10uk1s 
—Αλίμονο, τα λάθη των μεγάλων, πάντα οι μικροί τα πληρώνουν... 

—Να 'ρθεις στο άνθος της ηλικίας σου γεμάτος όνειρα και ν' αφήνεις τα κόκαλά σου μακριά απ' την 
πατρίδα σου... 

—Έπος είναι η επιχείρηση στην Αλμυρά Έρημο. Έπος στο Εσκή Σεχρήρ. 

—Η εκστρατεία του Σαγγάριου είναι κάτι που ξεπερνά το Εικοσιένα! 

—Στην Ελλάδα πολεμούσαν οι πατέρες μας στα χώματά τους για τη λευτεριά τους. Εδώ πολεμάμε 
σε ξένον τόπο, σε άγνωστα εδάφη... Τα κεμαλικά στρατεύματα πολεμούν στη γη τους. 

—Ποια γη τους; φούντωσε ο Μικρασιάτης, που ήταν εθελοντής της Εθνικής Αμύνης και τραυματίας 
του Εσκή Σεχήρ. Αυτός ο τόπος ανέκαθεν ήταν ελληνικός. Από χιλιάδες χρόνια ζούνε εδώ Έλληνες, 
παντού, σ’ ολόκληρη τη Μικρασία. 

—Ποιος  είπε  όχι;  Όμως,  τι  ζητάμε  εμείς  στα  βάθη  της  Ανατολής;  Μας  έφταναν  τα  παράλια  κι  η 
Θράκη. Με έφτανε η Πόλη κι η Σμύρνη... 

—Όχι, στην Κόκκινη Μηλιά θα τους διώξουμε. 

—Ανάθεμα που έχασε ο Βενιζέλος... Έτσι χάσαμε τη βοήθεια κι από τους συμμάχους. 

—Τι ξέρετε εσείς, πήρε το λόγο ο Μιχαλακόπουλος, που είχε λάβει μέρος στις μεγαλύτερες μάχες 
και τώρα περίμενε την αναρρωτική άδεια να φύγει για την Ελλάδα. Ξέρετε τι θα πει πείνα, αϋπνία, 
κόπωση, δίψα; Να καίονται τα σωθικά, να πρήζεται η γλώσσα, ν' αλαλιάζεις για μια σταγόνα νερό; 
Κι όμως, να βαδίζεις στην Αλμυρά Έρημο, κάτω απ' έναν ήλιο που ψήνει, ζεματάει και καβουρντίζει. 
Τα  πληγιασμένα  πόδια  να  μην  μπορούν  να  στηρίξουν  το  εξαντλημένο  κορμί,  το  φορτωμένο  με  το 
γυλιό και τα σύνεργα του πολέμου. Ψυχή και πνεύμα να 'χουν πια παραδώσει τ' άρματα. Κι όμως, 
με  το  πρώτο  «μπαμ»  να  τα  ξεχνάς  όλα.  Να  τρέχεις,  ν'  αντιστέκεσαι,  να  κυνηγάς.  Και  το  πιο 
σπουδαίο,  να  σε  χτυπά  η  σφαίρα  και  να  μην  παίρνεις  είδηση.  Να  πολεμάς  με  μένος  και  να  μην 
καταλαβαίνεις ότι το αίμα που τρέχει είναι το δικό σου αίμα, απ' το δικό σου κορμί. Τρία διαμπερή 
έχω. Δυο φορές γλίτωσα από βέβαιο θάνατο. Τώρα πια δε φοβάμαι. Χίλια χρόνια θα ζήσω. Αν έρθει 
ο  χάρος  θα  του  πω:  «Κάνε  πέρα.  Δε  μ'  έριξες  ούτε  με  τη  δίψα,  ούτε  με  τις  κακουχίες,  ούτε  με  τα 
διαμπερή». 

Κι όμως, ο Μιχαλακόπουλος πέθανε μέσα σε τρεις μέρες από ευλογιά στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, 
στο Ουσάκ. Ήταν το πρώτο κρούσμα. Αναστατώθηκε το νοσοκομείο. Διατάξανε απομόνωση. Γενική 
απολύμανση. Απόλυτη καθαριότητα παντού. 

Ο  Λευτεράκης  του  Χατζηνάσου,  ήταν  το  πέμπτο  κρούσμα.  Πριν  αρρωστήσει  το  παιδί,  είχε  πάει  ο 
πατέρας του για δουλειές στη Μαινεμένη, κι έφερε και τα υπόλοιπα παιδιά του στο Ουσάκ, για να 
'ναι  ολόκληρη  η  οικογένεια  μαζί.  Μόνο  η  Όλγα  έμεινε  εκεί  με  τον  αδερφό  του  το  Μήτσο  και  τις 
παρακόρες. 

Όταν  φάνηκαν  τα  συμπτώματα  της  ευλογιάς  στο  Λευτεράκη,  πάλι  έλειπε  ο  πατέρας  για  δουλειές 
στο  Αφιόν  Καραχισάρ.  Στο  γυρισμό  του  βρήκε  το  Λευτεράκη  και  τη  γυναίκα  του  με  το  μωρό  στην 
απομόνωση,  στο  νοσοκομείο,  και  τ'  άλλα  παιδιά  στην  καραντίνα,  σ’  ένα  αντίσκηνο  έξω  απ'  το 
Ουσάκ. Το σπίτι ήταν κατάκλειστο. Αναγκάστηκε εκείνος να μείνει στης κουμπάρας, της Μαρίας. 

Στην καραντίνα περνούσαν τα παιδιά τις μέρες με τα παιχνίδια. Κάνανε δυο δυο παρέα. Ο Κλήτος με 
το  Λεωνίδα  τον  εξάδερφο.  Η  Ιφιάνασσα  με  τον  Κώστα..  Η  Σοφίτσα  με  τον  Ανέστη.  Ο  Ανέστης,  δεν 
ξεκολλούσε απ' τη Σοφίτσα. Με τις ώρες περπατούσαν στο καψαλισμένο απ' τον ήλιο λιβάδι. Όταν ο 

Digitized by 10uk1s 
Λεωνίδας τους έβλεπε από μακριά έλεγε: «Έρχεται το αντρόγυνο της Άγιας Παρασκευής». 

Τα  βράδια  μαζεύονταν  όλοι  μπροστά  στο  αντίσκηνο.  Οι  στρατιώτες  που  φύλαγαν  σκοποί,  λέγαν 
ιστορίες  του  πολέμου,  ανέκδοτα  της  ζωής  τους.  Μιλούσαν  για  τον  ηρωισμό  των  Ελλήνων,  τον 
πατριωτισμό  των  Μικρασιατών.  Αξέχαστη  τους  έμεινε  η  μέρα  που  αποβιβάστηκαν  με  τα  βαπόρια 
στη  Σμύρνη.  Με  τις  ώρες  περιγράφαν  τη  μέρα  της  απελευθέρωσης.  Τα  παιδιά  άκουαν  χωρίς  να 
χορταίνουν.  Οι  κανονιές  κι  οι  πιστολιές  συνέχεια  ακούονταν  απ'  τις  μάχες  στο  Μπανάζ,  όμως  πια 
κανείς  δεν  έδινε  σημασία.  Η  Ιφιάνασσα  πάντα  πικραίνεται  που  δε  βρέθηκε  τη  μέρα  της 
απελευθέρωσης στη Σμύρνη. Ήταν πολύ μικρή τότε και δεν την είχαν πάρει μαζί τους. Όμως εφέτος 
του Ευαγγελισμού, που έτυχε στης θείας Δέσποινας, την πήρε η ξαδέρφη της, η Αριστέα, και πήγανε 
στο καράβι «Η Νίκη». Ήταν σημαιοστολισμένο και χιλιάδες κόσμος μπαινόβγαινε. Πρώτη φορά της 
μπαίνει σε βαπόρι της θάλασσας η Ιφιάνασσα. Τι πολυτέλεια! Τι πλούτος! Τι πάστρα! Ένα όμορφο 
ναυτάκι τους σεργιάνισε σ’ ολόκληρο το «Νίκη». Στο κατάστρωμα, στα σαλόνια, στις καμπίνες. Τους 
κέρασε γλασάδα κι όλο μιλούσε με την ξαδέρφη της. Εκείνη τον φώναζε «Ευγένιο». Όταν έφυγαν, 
της λέει στο δρόμο: «Μη γελαστείς και πεις στη μαμά μου ότι είδαμε κανένα». 

Τη Λαμπρή παντρεύτηκε η Αριστέα με τον Ευγένιο και βρίσκονται στην πατρίδα του, την Κέρκυρα. 
Ύστερα  θα  ζήσουν  στην  Αθήνα.  Μονάχα  η  Θοδοσία  δε  θα  παντρευτεί.  Ο  Αντρέας  σκοτώθηκε  πριν 
λίγες μέρες στο Εσκή Σεχήρ. Τώρα ντυμένη στα μαύρα δεν υφαίνει πια χαλιά. Όλη τη μέρα κάθεται 
και κλαίει. 

Μόλις τελείωσε η καραντίνα, ήρθε ο μπαμπάς τους και πήρε τα παιδιά. Ο Λευτεράκης γιατρεύτηκε, 
όμως ακόμα ήταν τυλιγμένος στα βαμβάκια. Όλο πληγή το κορμάκι του. Αγνώριστο το μουτράκι του. 
Γεμάτο κόκκινα σπυράκια και μόνο δυο τρύπες, τα ματάκια του, φαίνονται. Τόσο όμορφο παιδί, λες 
και το μάτιασαν! 

Δόξα τω Θεώ!... Μεγάλη τύχη είχε που γλίτωσε απ' τη βλογιά. Όλοι στο νοσοκομείο απορούσαν με 
την  υπομονή  του.  Τριών  χρονώ  παιδάκι  κι  ούτε  μια  φορά  να  κλάψει.  Ούτε  μια  φορά  να  τους 
παιδέψει σε τίποτα. Τύχη ήταν που δεν κόλλησε και το βυζανιάρικο ο Βασιλάκης, ούτε η μαμά που 
ήταν μέρα νύχτα μαζί. 

Δυο  μέρες  πριν  της  Άγιας  Παρασκευής,  έστειλε  ο  μπαμπάς  τον  Κλήτο  με  την  Ιφιάνασσα  στη 
Μαινεμένη. Την άλλη βδομάδα, που θα 'βγαινε απ' το νοσοκομείο ο Λευτεράκης, θα 'ρχόταν η μαμά 
με τα υπόλοιπα παιδιά. 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 

Ολόκληρη η Μαινεμένη ξεσηκωμένη για το πανηγύρι. Από μέρες κατέβηκαν οι νοικοκυρές απ' τους 
κουλάδες  να  ψωνίσουν,  να  ραφτούνε,  να  παστρέψουν  τα  σπίτια,  να  φιλοξενήσουν  συγγενείς  και 
φίλους. 

Όλα  τα  ισνάφια  στο  πόδι.  Ασπρίστηκαν  μέσα  κι  όξω  τα  μαγαζιά.  Στολίστηκαν  οι  μόστρες. 
Καθαρίστηκαν τα σοκάκια. 

Το Ρωμέικο δε λέει να ησυχάσει. Αφεντικά και παραγιοί, μαστόροι και τσιράκια κόβουν χρωματιστά 
χαρτιά ψιλές‐ψιλές λουρίδες, τις κολλάνε σε σπόγγους και τις κρεμούνε, ψηλά στο δρόμο, απ' το 'να 
μαγαζί  στ'  άλλο.  Στολίζουν  τις  πόρτες  και  τα  ντουβάρια  με  μερσινιές  και  χάρτινες  πολύχρωμες 
αλυσίδες. Κάθε χαλκάς και χρώμα. 

Εκεί που ήταν ανάστα ο Θεός, ήταν οι ταβέρνες, τα μαγερειά, τα ζαχαροπλαστεία, τα καφενεία. Από 
καιρό πήγαν όλοι στη Σμύρνη να εξασφαλίσουν παιχνιδιάτορες και πριμαντόνες. Ο καθένας κοίταε, 
πώς και πώς, να φέρει την καλύτερη κομπανία. 

Δουλειά  της  δημογεροντίας  να  βολέψει  τους  χιλιάδες  προσκυνητές.  Όπως  κάθε  χρόνο,  με  τις 
βδομάδες  δουλεύουν  οι  γιαπιτζήδες,  οι  ασπριτζήδες,  οι  χουσμετιάρηδες,  οι  μεροκαματιάρηδες. 
Μερεμετιάστηκαν  κι  ασπρίστηκαν  τα  κελιά  κι  οι  τάξεις  του  Παρθεναγωγείου  στον  αυλόγυρο  της 
εκκλησιάς.  Σφουγγαρίστηκαν  οι  πλάκες  στα  πατώματα,  παστρεύτηκαν  τα  τζάμια.  Γυαλίστηκαν  οι 
πολυέλαιοι,  τα  καντηλέρια,  τα  θυμιατήρια,  τα  μανουάλια.  Λουστραρίστηκε  το  τέμπλο  της  Άγιας 
Παρασκευής. Άστραφτε μέσα κι όξω η εκκλησιά. 

Άρχισε  να  μαζεύεται  ο  κόσμος  απ'  τη  Σμύρνη,  απ'  τη  Μαγνησία.  Απ'  τα  κοντινά  κι  απ'  τα  μακρινά 
χωριά.  Η  Χάρη  της  Άγιας  Παρασκευής,  για  τα  μάτια,  παντού,  σ’  ολόκληρη  τη  Μικρασία,  ήταν 
γνωστή.  Αόματοι  από  γεννησιμιού  τους,  κι  άλλοι  που  χάσανε  το  φως  τους  σε  δυστύχημα.  Όσοι 
πάσχανε  από  πονόματο,  από  τραχώματα,  από  χαλάζι,  από  όποια  αρρώστεια  των  ματιών,  εδώ 
έρχονταν να βρουν γιατρειά. Όλοι κάνανε τάματα, κι όλοι κουβαλούσαν μαζί τους δώρα. Ό,τι είχε κι 
ό,τι  μπορούσε  ο  καθένας.  Ένα  τσουβάλι  στάρι,  κριθάρι,  νταρί.  Ένα  τουλούμι  τυρί,  ένα  βαρελάκι 
κρασί,  μια  γκιούρμπα  λάδι.  Πολλοί  κουβαλούσαν  και  ζωντανά:  κριάρια,  κατσίκια,  αρνιά,  βόδια, 
άλογα. Δεν πρόφταναν να τα καταγράφουν οι επίτροποι. Ο Αγγελής ο καντηλανάφτης, έπαιρνε τα ζα 
και  τα  'δενε  στην  άκρη,  στον  αυλόγυρο,  ώσπου  να  τακτοποιηθούν  για  τη  δημοπρασία.  Μοίραζε 
ψάθες  στους  προσκυνητές,  να  στρώσουν  χάμω.  Κουβάλησε  και  το  παγκάρι  όξω,  μπροστά  στο 
νάρθηκα.  Στίβες,  στίβες  απάνω  τα  κεριά,  όλα  τα  μπόγια.  Γέμισαν  οι  δίσκοι  με  μετζίτια,  με 
τεσσεράκια, με οχταράκια. 

Οι  πραματευτάδες  στήσαν  τους  πάγκους  μέσα  στον  αυλόγυρο,  κι  όξω,  μπροστά  στην  είσοδο  της 
εκκλησιάς.  Και  τι  δεν  έβλεπες  εκεί!  Πολύχρωμα  γυάλινα  βραχιόλια,  δαχτυλίδια  με  χρωματιστές 
πετρίτσες,  σκουλαρίκια,  καρφίτσες,  χτενάκια,  καθρεφτάκια,  τόπια,  τζαμπούρνες,  σφυρίχτρες, 
τρουμπέτες. Άλλοι πουλούσαν εικονίσματα, μοσχολίβανο, θυμιατά, φυλαχτά, τις Άγιες Επιστολές. 

Μικροί  και  μεγάλοι  φορούσαν  τα  καλά  τους.  Με  τις  ώρες  ετοιμάζονταν  οι  γυναίκες.  Η  κάθε  μια 
θέλει να 'ναι πιο όμορφα ντυμένη. Να 'χει την  ωραιότερη χτενισιά. Να στολίσει τα μαλλιά της, τα 
φουσκωμένα  με  μπουμπάρια,  με  χτενάκια  με  γυαλιστερές  πετρίτσες.  Να  φορέσει  τα  πιο  ακριβά 
τζοβαϊρικά,  να βγει στο πλευρό του αντρός της  στην  εκκλησιά, κι ύστερα να πάνε  στον  καφενέ,  ν' 
ακούσουν μουσική. Να φάνε, να πιούνε, και, καμιά φορά, να τα σπάσουν. Οι γριές ετοιμάζονταν για 
την αγρυπνία. Τα παιδιά, ξεχυμένα στους δρόμους, ξεκούφαιναν τον κόσμο με τις σφυρίχτρες και τις 
τζαμπούρνες. Τα κορίτσια, ντυμένα με τα γιορτερά τους, κάνανε βόλτες στο Ρωμέικο. 

Digitized by 10uk1s 
Απ' το πρωί της Παραμονής είχε η Μαινεμένη πανηγυριώτικια όψη. Όμως απ' τ' απόγεμα άρχιζε η 
γιορτή. Πρώτα έρχονταν οι τουλούμπες να καταβρέξουν τους δρόμους. Ύστερα άρχιζαν τα παϊτόνια 
κι  οι  καρότσες  να  κουβαλάνε  τον  κόσμο  στην  εκκλησιά.  Μικροί,  μεγάλοι  μπαινόβγαιναν,  άναβαν 
κερί και προσκυνούσαν. 

Πριν απ' τον Εσπερινό ξεκίνησε ο αρχιμανδρίτης μ' έναν παπά κι ένα διάκο, να παραλάβουν απ' το 
σταθμό  το  δεσπότη  Εφέσου  που  θα  'ρχόταν  για  τη  μεγάλη  λειτουργία.  Άρχισαν  οι  καμπάνες  να 
χτυπάνε  απανωτά  και  χαρούμενα.  Γέμισαν  τα  ντουρσέκια  του  Κάτω  Μαχαλά.  Όλοι  μαζεύτηκαν  να 
δούνε το δεσπότη που θα περνούσε σε λίγο με την καρότσα. 

Στάθηκε  κι  η  Ιφιάνασσα  με  τις  φιλινάδες  της  πλάι  στο  φούρνο  του  Στέφου.  Μοσχοβολούσαν  οι 
λουκουμάδες, οι μπουγάτσες, τα κατημέρια. Ντάλωσαν οι μύτες απ' τη μυρουδιά. Τι όμορφα που 
'ναι  όλα!  Τι  καλά,  που  ήρθαν  εχτές  με  τον  Κλήτο  απ'  το  Ουσάκ!  Εφέτος  θα  καθίσει,  όπως  όλα  τα 
παιδιά, στο πανηγύρι ώσαμε το πρωί. Δε θα πάει να κοιμηθεί καθόλου απόψε. 

—Τώρα θα περάσει ο δεσπότης, λένε οι γυναίκες και στριμώχτηκαν να δούνε καλύτερα. 

Η Ιφιάνασσα χώνεται ανάμεσα στον κόσμο και βγαίνει μπροστά, κοντά στη Βασώ. Εκείνη την ώρα 
περνά ο θείος Μήτσος με τους επιτρόπους. 

—Γρήγορα, να πας στ' αμπέλι, λέει μόλις τους βλέπει. Πάρτην απ' εδώ και πήγαινέ την, Βασώ. 

Πόσην ώρα κλαίει στον κούλα η Ιφιάνασσα... 

Όξω  σκοτείνιασε  πια.  Τώρα  θ'  άναψαν  τα  ηλεκτρικά  και  τα  λουξ  στο  Ρωμέικο...  Χιλιάδες  κεριά  θα 
καίνε στην Άγια Παρασκευή... Θα είναι κι ο δεσπότης... Τα παπαδάκια με τα εξαπτέρυγα θ' ανοίγουν 
δρόμο  να  περάσει...  Και  το  εικόνισμα,  στο  προσκυνητάρι,  με  τα  τάματα  κρεμασμένα:  μάτια 
μαλαματένια, ασημένια, χρυσές αλυσίδες, σταυροί με διαμαντάκια. Ντούμπλες και κωσταντινάτα. 

Απ'  την  Άγια  Παρασκευή  της  Μυτιλήνης  είναι  κι  ο  Γιωργέλης  που  δουλεύει  στ'  αλάργα  τ'  αμπέλι 
τους. Έλεγε ότι την εκκλησιά τη χτίσανε οι πατριώτες του, οι Μυτιληνιοί, που 'ρθαν και ρίζωσαν εδώ. 
Ο μπαμπάς λέει, μπορεί να 'ναι αλήθεια, όμως τα μάρμαρα είναι απ' τα απομεινάρια του ναού της 
θεάς Κυβέλης. Έτσι είχε διαβάσει. 

Η Ιφιάνασσα κοιτάει τη φλόγα του καντηλιού που τρεμοπαίζει. Μονάχα δυο εικονίσματα εδώ στον 
κούλα. Της Άγιας Παρασκευής και της Παναγίτσας με το Χριστούλη. Τι πολλά εικονίσματα που έχουν 
στο  σπίτι  τους!  Και  τι  μεγάλο  που  'ναι  εκεί  το  εικόνισμα  της  Παναγίας!  Φτάνει  ώσαμε  το  ταβάνι. 
Ολόκληρο  το  ντουβάρι  γεμάτο  με  εικονίσματα!  Ο  Άι  Κωνσταντίνος  με  την  Άγια  Ελένη  μαζί.  Ο  Άι 
Γιώργης πάνω στ' άλογο που τρυπάει με το κοντάρι του το δράκο. Η Άγια Αναστασία, ο Άι Δημήτρης 
και πόσα άλλα πιο μικρά! Όλα τα εικονίσματα τα 'φερε ο μπαμπάς απ' τον Άι Τάφο, όταν είχε γίνει 
χατζής.  Σαν  το  δικό  τους  το  εικόνισμα  της  Παναγίας,  τόσο μεγάλο,  δεν  είδε  σε  κανένα  άλλο  σπίτι. 
Στο μπόι της μαμάς είναι. Τα μεγάλα μάτια της σε βλέπουν όπου κι αν πας. Θυμάται εκείνη τη μέρα 
που  μπήκε  τρεχάτη  στην  κάμαρα  και  χώθηκε  κάτω  απ'  το  κρεβάτι,  πίσω  απ'  το  πανέρι  με  τα 
αμπάλωτα  ρούχα.  Την  κυνηγούσε  ο  Κλήτος,  επειδή  τον  είχε  ματατέψει  στον  μπαμπά,  γιατί  είχε 
πάρει κρυφά απ' τη σάλα τους φακούς και κοίταε μαζί με τ' άλλα παιδιά του μαχαλά τις κάρτες με 
τα όμορφα τοπία, τις γιαπωνέζες, τους κύκνους, τις παγωμένες λίμνες, τα εξωτικά λουλούδια... 

Όταν έφυγε ο Κλήτος απ' την κάμαρα, βγήκε η Ιφιάνασσα από κάτω απ' το κρεβάτι. Τότε βλέπει την 
Παναγία,  σαν  να  τη  μαλώνει  γι'  αυτό  που  'κανε.  Πάει  στην  άκρη  της  κάμαρας,  πίσω  απ'  τη 
γαρδαρόμπα.  Πάλι  την  κοιτάει  η  Παναγία  θυμωμένα.  Πηγαίνει  σ’  όλες  τις  γωνιές.  Πίσω  απ'  το 
μπρατσόλι του καναπέ, πίσω απ' το σεντούκι. Πίσω απ' τις καρέκλες. Η Παναγιά, όπου κι αν πάει, 
την κοιτάει αυστηρά μες στα μάτια. Ανεβαίνει στ' άλλο κρεβάτι, όπου κοιμάται μαζί με την Όλγα. Η 

Digitized by 10uk1s 
Όλγα έχει ξεχάσει το εργόχειρο του σκολειού με το ψαλιδάκι, τη βελόνα και τη δαχτυλήθρα. Τώρα 
δεν κοτά η Ιφιάνασσα να δει την Παναγιά. Άρχισε να πηδά πάνω στη σούστα του κρεβατιού. Κάποια 
στιγμή  παραπάτησε  κι  έπεσε  πάνω  στο  κέντημα.  Το  ψαλιδάκι  καρφώθηκε  στο  ζερβί  της  μάγουλο. 
Ένιωσε  έναν  τσουχτερό  πόνο. Βάζει το χέρι και τραβάει με δύναμη το  ψαλιδάκι.  Γέμισαν  τα χέρια 
και τα μούτρα της αίματα. Θέλει να φωνάξει τη μαμά. Τα μάτια της πέσανε στο εικόνισμα. Ακόμα η 
Παναγία  την  κοιτάζει  θυμωμένα.  Σίγουρα  θα  την  τιμώρησε.  Όχι,  δε  θα  φωνάξει  τη  μαμά.  Να  την 
τιμωρήσει κι εκείνη! Κάθε φορά που θα χτυπήσει, θα φάει ξύλο. «Να, για να μάθεις άλλη φορά να 
προσέχεις:. «Να, για να μην ξαναμαλώσεις με τ' άλλα παιδιά». «Να, για να μη λες ψέματα». Φταίει, 
δε  φταίει  θα  φάει  ξύλο.  Όπως  τότε  με  το  ροζ  αγαλματάκι:  ένα  φουρφουρένιο  κοριτσάκι  που 
κρατούσε στο χέρι ένα καλαθάκι με πολύχρωμα λουλούδια και που το βρήκαν, χίλια κομμάτια, κάτω 
απ' την κονσόλα. «Ποιος το 'σπασε;» ρώτησε η μαμά τα παιδιά. Κανείς δεν το 'χε σπάσει. «Μονάχο 
του  έσπασε;»  Κανείς  δεν  ξέρει  τίποτα.  Τότε  ο  θείος  Μήτσος  είπε  να  ρωτήσουν  τα  πνεύματα.  Ο 
Μενέλαος, ο κουτσός ο δάσκαλος, θα κοίμιζε την Καλλιώ, την παρακόρη της γιατρούδαινας και θα 
το 'βρισκε. Το ίδιο βράδυ φέρανε το δάσκαλο. Ήρθε κι η Καλλιώ. «Το 'σπασε ο Κλήτος;». «Όχι». «Το 
'σπασε η Όγλα;». «Όχι». «Το 'σπασε η Ιφιάνασσα;». «Ναι». Την άρπαξαν στο σπίτι. «Γιατί δεν είπες 
ότι  τό  'σπασες  εσύ;».  «Όχι,  όχι,  δεν  το  'σπασα.  Ούτε  μπήκα  στη  σάλα.  Ούτε  το  'πιασα  στο  χέρι», 
έκλαιγε η Ιφιάνασσα. Κανείς δεν την πίστεψε. Άδικα τη μάλωσαν. 

Τις πιο πολλές φορές άδικα τη μαλώνουν κι άδικα τρώει ξύλο. Μονάχα μια φορά ούτε τη μάλωσαν, 
ούτε  την  έδειραν,  κι  ας  έφταιγε.  Ήτανε  τότε  που  πήγανε  στον  Άι  Γιάννη  τον  Ντεντέ.  Η  μαμά  είχε 
σκίσει το πουκαμισάκι της Σοφίτσας τους και το δικό της και τα κρέμασε στα κλαδιά του δέντρου να 
τους περάσει η θέρμη. Ύστερα πήγανε στην Κλειώ τη ράφτρα να την ειδοποιήσουν να 'ρθει να τους 
ράψει  για  της  Παναγιάς.  Η  Ιφιάνασσα,  όξω  απ'  το  σπίτι  της  ράφτρας,  κοιτάει  τη  κόνα  Ανέτα  που 
γεμίζει την κουκλού απ' τη βρύση. Όταν έφυγε η κόνα Ανέτα, πάει η Ιφιάνασσα να πιει νερό. Αφού 
ήπιε, αρχίζει να παίζει με τα νερά. «Φύγε απ' εκεί, θα βραχείς», φωνάζει απ' την πόρτα της Κλειώς η 
μαμά της. Τίποτα η Ιφιάνασσα. Σε λίγο έγινε μούσκεμα. Τρέχει η μαμά να την πιάσει. Αυτή κάνει να 
φύγει. Εκείνη την ώρα περνάει ένας γάιδαρος. Τη ρίχνει κάτω και την πατά στο κεφάλι. «Το παιδί 
μου», ξεφώνισε η μαμά. «Τρέξτε, το παιδί μου». Βγήκαν οι γειτόνισσες, βάζουν όλες τις φωνές. Την 
αρπάει  στην  αγκαλιά  η  μαμά  και  κλαίοντας  την  πάει  μέσα  στο  σπίτι  της  Κλειώς  και  την  ξαπλώνει 
στον καναπέ. «Πώς είσαι παιδί μου;». Την αγκαλιάζει, τη φιλάει απανωτά στα μάγουλα, στα χέρια. 
Φέρνουν οι γυναίκες βαμβάκι, σπίρτο. Πλένουν την πληγή. «Θεέ μου, εδώ έκανε ολόκληρη τρύπα το 
πόδι  του  γαϊδάρου!  Πώς  δεν  της  έλιωσε  το  κεφάλι!».  Στουμπώνουν  την  τρύπα  στο  κούτελο  με 
καπνό, της δένουν το κεφάλι. Η Ιφιάνασσα πονάει, όμως δεν την νοιάζει. Χαίρεται, χαίρεται πολύ, 
που όλοι της γλυκομιλάνε κι όλοι την κοιτάνε μ' αγάπη. 

Πολλές  μέρες,  όσο  διάστημα  ήταν  δεμένο  το  κεφάλι,  την  καλόπιανε  και  τη  χάιδευε  η  μαμά.  Η 
Ιφιάνασσα  πίστευε  ότι  δεν  την  αγαπούσε.  Ήτανε  το  τρίτο  παιδί  της  οικογένειας.  Αδυναμία  είχε 
εκείνη κι ο μπαμπάς στον πρωτογιό και στην πρωτοκόρη, και πιο πολύ στο μωρό. Ύστερα απ' αυτό 
κατάλαβε ότι την αγαπούσαν. Μονάχα που 'πρεπε να 'ναι άρρωστη, ή να βρίσκεται σε κίνδυνο για 
να το δείξουν, όπως και πέρσι της Παναγιάς, όταν ήτανε στο κρεβάτι απ' τη θέρμη. Στην αρχή έτρεμε 
απ' το κρύο. Τουρτούριζε, κι ας έσκαε ο κόσμος απ' τη ζέστη. Της έριξε η μαμά μια πλαγκέτα. Πάλι 
κρύωνε. Της ρίχνει την κόκκινη βελέντζα. Δε λέει να συνεφέρει. Το κεφάλι της βουίζει. Θαρρείς και 
πετούνε μέσα στο μυαλό χιλιάδες ζουζούνια. Όλα γύρω γυρίζουν. Δεν ξέρει πού βρίσκεται. Μπορεί 
και  να  την  πήρε  ο  ύπνος.  Όταν  ζεστάθηκε  πολύ,  άνοιξε  τα  μάτια.  Ήτανε  μούσκεμα  ιδρωμένη.  Ο 
ίδρωτας  κύλαε  απ'  τα  μαλλιά  στο  κούτελο,  στη  μύτη.  Τώρα  στάθηκε  εκεί  στο  στόμα  και  τη 
χαρχαλεύει στα χείλη. Θέλει να σκουπιστεί με το χέρι. Δεν έχει τη δύναμη. Εκείνη την ώρα ήρθε η 
μαμά να της βάλει το θερμόμετρο. «Παναγιά μου» μπήγει τη φωνή, «ένας σκορπιός, ένας σκορπιός 
στα  μούτρα  της  Iφιάνασσας!».  Ο  σκορπιός  σύρθηκε  και  χώθηκε  στο  μαλλί  της  βελέντζας.  Είδαν  κι 
έπαθαν ώσπου να τον σκοτώσουν με το παπούτσι. «Η Παναγιά το 'σωσε το παιδί μου», έλεγε και 
ξανάλεγε η μαμά. «Τέτοιο μεγάλο σκορπιό, δεν ξανάδα», έλεγε η Πατσού. «Άγιο είχε το παιδί και 

Digitized by 10uk1s 
γλίτωσε». 

Αλήθεια, τι γίνεται η Πατσού; Σήμερα της Άγιας Παρασκευής γιορτάζει. Πού να 'ναι τώρα; Θυμάται 
τότε που 'φευγε απ' το σπίτι τους. Πώς έκλαιγε! Αγκάλιαζε τα παιδιά και τα φιλούσε. «Στα χέρια μου 
γεννηθήκατε. Εγώ σας ανάστησα», έλεγε και ξανάλεγε. Η μαμά δεν ήθελε ούτε να τη δει. «Ακούς, 
εκεί, εμείς να την έχουμε σαν παιδί μας κι εκείνη να κάνει μάγια για να παντρευτεί το Μήτσο!». Τα 
μάγια χτύπησαν το Θανάση, κατά λάθος, γι' αυτό από τότε από το κακό στο χειρότερο. Κανείς δεν 
ξαναμίλησε πια στο σπίτι για την Πατσού. 

Κοιτάει  την  εικόνα  της  Παναγιάς.  Μονάχα  η  Παναγιά  ξέρει  πώς  τότε  καρφώθηκε  το  ψαλιδάκι  στο 
μάγουλό της. Σε κανένα δεν το 'πε. Ούτε και στη μαμά. «Γιατί είναι ματωμένο το μάγουλό σου; Τι 
έπαθες;»,  την  είχε  ρωτήσει  εκείνη  τρομαγμένη.  «Τίποτα,  τίποτα»,  έκανε  αυτή  και  βγήκε  απ'  την 
κάμαρα όξω. Πολύν καιρό της πονούσε το μάγουλο. Έπιασε κουκούδι. Συνέχεια είχε φαγούρα. 

Το 'ξυσε και κακοφόρμισε. Άργησε να γιατρευτεί. Ύστερα πια έμεινε σημάδι. 

Σαν να λιγόστεψε το φως του καντηλιού. Μπα, δε φοβάται. Κάτω κοιμάται η Βασώ. Τι ώρα να 'ναι; 
Τώρα ο θείος Μήτσος θα κάθεται με την Όλγα και τον Κλήτο στο καφενείο του Αχείλλα... Θα τρώνε 
και θ' ακούνε μουσική. Πάλι της ήρθε να κλάψει... Δεν κατάλαβε πότε την πήρε ο ύπνος. 

Όταν ξύπνησε την άλλη μέρα, ήτανε μεσημέρι. Τότε έμαθε ότι είχε κοιμηθεί ολομόναχη στον κούλα. 
Η Βασώ ξαναπήγε στο πανηγύρι. Κι όλοι τους γύρισαν τα ξημερώματα. 

Digitized by 10uk1s 
ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ 

Τα σταφύλια απλωμένα στο σεργί άρχισαν να σταφιδιάζουν. Οι ρόγες, κάτω απ' τον αυγουστιάτικο 
ήλιο, ζεστές, μαλακές, ολοένα ζάρωναν και ξάνθαιναν. 

Η Ιφιάνασσα σκαρφαλωμένη πάνω στη συκιά διαλέγει τα γινωμένα σύκα, τα καθαρίζει βιαστικά, τα 
δαγκάνει λίγo και τα υπόλοιπα τα πετά. Ύστερα κατεβαίνει απ' τη συκιά και σεργιανώντας, ανάμεσα 
στα δέντρα και στα κλήματα, πάει στον κούλα. 

Η  μαμά  κι  οι  γειτόνισσες  απ'  τους  γύρω  κουλάδες,  καθισμένες  κάτω  απ'  την  κληματαριά,  κάνουν 
φιδέ.  Το  χαμούρι  στη  ζερβιά  φούχτα  στριφογυρίζει  ανάμεσα  στα  δυο  μεγάλα  δάχτυλα  σαν  όρθιο 
σουβλί. Στριφογυρίζει ασταμάτητα, ενώ το δεξί χέρι κόβει, κάθε τόσο, την άκρη και την τινάζει πάνω 
στο μπρουμουτισμένο κόσκινο. 

Η Ιφιάνασσα κοιτάει τα χέρια που ασταμάτητα δουλεύουν. «Τι γρήγορα που πάνε τα χέρια της κόνα 
Αναστασίας! Και τι πολλοί φιδέδες που πέφτουν απάνω στο κόσκινο!». 

Πίσω απ' το ντάμι η Ραλιά με τη Βασώ κάνανε μπουγάδα. Η Ραλιά ρίχνει με το κουμάρι απ' το καζάνι 
απάνω στο μπουγαδοκόφινο με τ' ασπρόρουχα βραστό νερό και με τ' αλουσόνερο, που τρέχει στη 
σκάφη, πλένει τα σκούρα. Η Βασώ ξεπλένει, απλώνει και μαζεύει απ' τα σκοινιά τα στεγνά ρούχα. Ο 
Αντών‐νταής  κουβαλάει  με  το  κελετέρι  σταφύλια  για  το  γκιούμπαλι  και  για  το  πετιμέζι.  Όλα  μαζί, 
λες  και  δε  θα  προφτάσουνε.  Άλλες  χρονιές,  αυτές  οι  δουλειές  γίνονται  το  Σεπτέμβρη.  Τώρα  με  τ' 
άσκημα νέα απ' το μέτωπο, βάλθηκαν όλες οι νοικοκυρές να τελειώσουν μιαν ώρα αρχήτερα με τις 
δουλειές. Να 'ναι έτοιμες. Δεν ξέρεις τι γίνεται. 

Εκείνη την ώρα φάνηκε ο μπεξής. Το μούτρο του είναι αγριεμένο κι η ματιά του γιομάτη θολούρα. 

—Τρέχει τίποτα, Αγγελή; 

—Έσπασε το μέτωπο. Ο στρατός μας όπου φύγει φύγει! Τινάχτηκαν μονομιάς οι γυναίκες. 

—Χωρατεύεις; 

—Χωρατεύω; Τα τρένα φίσκα απ' το στρατό μας. Η Ανατολή αδειάζει. 

—Παναγιά μου!... 

—Κι ο άντρας μου ακόμα να φανεί απ' το Ουσάκ, βάζει τα κλάματα η Ελένη. 

Πάνω στην ώρα ήρθανε ο Μήτσος, ο Ανανίας κι ο Κώστας ο Μπεζεστεντζής. 

—Τι λέει ο μπεξής; ξεστόμισαν τα πανιασμένα χείλια. 

—Αλήθεια είναι. Τι κοιτάτε έτσι; Σήμερα στο παζάρι, κανένας ρωμιός δεν ήτανε. Μονάχα Τούρκοι, 
όπως στον καιρό του Σεφέρ— Μπερλίκ. Το τσαρσί αδειάζει. Ήρθαμε να σας πάρουμε. 

—Κι η σταφίδα που 'ναι αμάζωτη; Κι η μπουγάδα που 'ναι στη μέση; παλάβωσε η Ελένη. 

—Κι εγώ που 'μαι στο μήνα μου; λέει η Γιωργή. 

—Κι εγώ που 'χω γιαπί; λέει η Σαμολαδάδαινα. 

—Κι ο Θανάσης; Γιατί δε φάνηκε; 

Digitized by 10uk1s 
—Ο Θανάσης είναι στη Μαγνησία, στου Καρατζόπουλου. Έρχεται απόψε. 

—Άντε, μπρος ετοιμαστείτε να φύγουμε. 

—Εγώ δεν το κουνώ, κάνει η κόνα Αναστασία. Θα μείνω στον κούλα. Η κόρη μου ας φύγει. 

—Μάνα,  ας  τα  λόγια.  Ώσαμε  το  βράδυ  πρέπει  όλοι  να  'μαστε  στη  Μαινεμένη,  λέει  ο  γιος  της  ο 
Κώστας. Ειδοποιείστε και τη Δέσποινα τ' Ανανία. 

—Και τι θα κάνουμε στη Μαινεμένη; 

—Αν αγριέψουν τα πράματα, θα τραβήξουμε για τη Σμύρνη. 

—Και πού να μείνει τόσο βιος! 

—Είπαμε, προσωρινά θα πάμε στη Σμύρνη. Στη Σμύρνη είν' ασφάλεια. Θα μείνουμε εκεί, ώσπου να 
περάσει η μπόρα. 

Πριν καλοβραδιάσει, άδειασαν οι κουλάδες. Η  σταφίδα έμεινε  απλωμένη στο σεργί, πολλά ρούχα 


στο σκοινιά, τα σταφύλια στα κελετέρια κι όλες οι δουλειές στη μέση. 

Ώσαμε τη νύχτα βροχή έρχονταν τα νέα στη Μαινεμένη. Τα τρένα κουβαλούν κόσμο για τη Σμύρνη. 
Πολύ αργά ήρθε κι ο Χατζηνάσος. Όλοι ξεσηκωμένοι πηγαινοέρχονται, ρωτάνε, μιλάνε. Κανείς δεν 
παίρνει απόφαση. 

Η  Ιφιάνασσα,  κουρασμένη  απ'  τις  εντυπώσεις,  τα  τρεχάματα  των  μικρών  και  των  μεγάλων,  τις 
ιστορίες που 'λεγε ο μπαμπάς για την οπισθοχώρηση του στρατού, για το φευγιό του κόσμου, έπεσε 
σε ύπνο ταραγμένο. 

Κι ήρθε το όνειρο. Τρέχανε, λέει, κάτι λύκοι, Θεούλη μου! Τι άγριοι που ήτανε! Όλοι τρέχανε κατά 
πάνω τους. Στο δρόμο τρώγανε τους χριστιανούς. Ήρθανε και στ' αμπέλι τους και φάγανε τον μπεξή. 
Πήγαν να φάνε και τον μπαμπά... Ξύπνησε τρομαγμένη. Ήτανε πια μέρα. 

Μόλις άκουσε το όνειρο η μαμά, έδωσε την εξήγηση. «Οι λύκοι είναι Τούρκοι». 

—Πες, πείραξαν τον μπαμπά σου; Του κάνανε κακό; 

Η Ιφιάνασσα δε θυμόταν. 

Η μαμά το 'πε τ' όνειρο στις γειτόνισσες. Τ' άκουσαν οι φιλινάδες της Ιφιάνασσας. Αυτή καμάρωνε 
που όλοι μιλούσαν για τ' όνειρό της. Και σαν τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε η μαμά, αν πείραξαν 
οι Τούρκοι τον μπαμπά; «Όχι», είπε και το πίστεψε κι η ίδια. 

Απ' το πρωί της Τρίτης είχε πια παρθεί απ' τους πιο πολλούς η απόφαση. Θα φύγουνε. 

Ολόκληρη  η  Μαινεμένη  ετοιμάζει  τους  μπόγους  και  γεμίζει  ντέγκια.  Μάζεψαν  τ'  ασημικά,  τα 
κεντήματα,  τα  σερβίτσια,  τα  καλά  ρούχα.  Τα  χαλιά  τα  τύλιξαν  χώρια.  «Να  βάλουμε  κι  αυτό  το 
μεταξωτό πάπλωμα που κέντησε η νενέ μου με μαλαματένια κι ασημένια κλωστή». «Να πάρουμε τ' 
ασημένιο καντήλι με τα σκαλίσματα που 'ναι αντίκα και που μου χάρισε στα βαφτίσια του γιου μου 
η πεθερά μου». «Να μην ξεχάσουμε τ' ασημένιο σερβίτσιο του γλυκού». 

Όλες  «να  βάλουμε  κι  αυτό».  «Να  βάλουμε  και  τ'  άλλο».  Στο  σπίτι  του  Χατζηνάσου,  γέμισαν  εφτά 
ντέγκια που ήταν ασήκωτα, χώρια οι μποχτσάδες. Ύστερα άρχισαν να τ' αδειάζουν. Να μπορεί να τα 
σηκώσει άνθρωπος. 

Digitized by 10uk1s 
Η μέρα πέρασε, «κρύψε τούτο να μην το βρούνε». «Καταχώνιασε τ' άλλο να μην το ανακαλύψουν». 
«Βάλε ναφθαλίνη στα μάλλινα». «Σκέπασε καλά τα έπιπλα». 

Οι νοικοκυραίοι πηγαινοέρχονται στα μαγαζιά και στις δουλειές τους. Να πάρουν τους παράδες απ' 
τους χοντζαρέδες. Να 'χουν μαζί τους τα ντεφτέρια με τα βερεσέδια. Δεν ξέρεις τι γίνεται και πόσο 
θα βαστάξει αυτό. Να τακτοποιήσουν τα πράματα, να βολέψουν, να κρύψουν. 

Τα νέα έρχονται βροχή απ' το σταθμό. Άδειασε το Αφιόν Καρα‐Χισάρ, το Ουσάκ. Το τελευταίο τρένο 
που πέρασε ήταν απ' τον Κασαμπά. 

Από  νωρίς  έκλεισε  η  φάμπρικα  του  Ηλιάδη.  Στα  πιο  πολλά  μαγαζιά  μπήκαν  λουκέτα.  Πολλοί 
στέκονται  ακόμα  μπροστά  στις  κλειδωμένες  πόρτες.  Ο  Χατζηαντωνίου,  ο  Παπαδημητρίου,  τ' 
αδέρφια  οι  Ψευτογιατροί,  ο  Χατζίκος,  ο  Βασιλάκης,  οι  Παλάδες.  Οι  επίτροποι  μαζεύτηκαν  στα 
γραφεία της εκκλησιάς και δεν ξέρουν τι απόφαση να πάρουν. 

Νωρίς τ' απόγεμα ακούστηκαν στο τσαρσί πυροβολισμοί. Τρομοκρατήθηκαν όλοι. Ένας ένας αρπάνε 
ό,τι μπορούν, και κουβαλιούνται στο σταθμό. Δεν πρόφτασε να νυχτώσει κι η μισή Μαινεμένη είχε 
αδειάσει. Άλλοι τράβηξαν με τα ζα, μ' αραμπάδες ίσια για τη Σμύρνη. 

Οι πιο πολλοί πέρασαν τη νύχτα στο σταθμό. Τα τρένα σφύριζαν και τρέχαν δαιμονισμένα. Κανένα 
δε  σταματούσε.  Πήχτρα  απάνω  το  στιβαγμένο  ανθρωπομάζωμα.  Τα  ξημερώματα  δοκιμάζουν 
κάμποσοι  να  πάνε  στα  σπίτια  τους.  Κάτι  ξέχασαν.  Κάτι  θυμήθηκαν  την  τελευταία  στιγμή.  Ησυχία 
ακόμα ήταν. 

—Καλλιώ,  τρέχα  στο  σπίτι  μια  και  πάει  ο  Στάθης.  Πάρε  το  σίδερο.  Δεν  μπορεί  να  βγαίνουμε  κι 
ασιδέρωτοι. Τι; Όπως σε δουν σε γράφουν, λέει η κυρία Όλγα η γιατρούδαινα, που όλη τη νύχτα την 
πέρασε ανακούρκουδα απάνω στους μπόγους. 

—Α, καλέ, δεν πήρα το γουνένιο μου παλτό. Κι έρχεται χειμώνας... 

—Κουνήσου  απ'  τον  τόπο  σου,  χριστιανή  μου...  Κατάρα  δίνεις  να  ξεχειμωνιάσουμε  μακριά  απ'  το 
σπίτι μας... 

—Να  πάω  να  φέρω  το  μύλο  του  καφέ.  Η  μάνα  μου  είναι  ταιριακλού.  Στιγμή  δεν  μπορεί  να  κάνει 
χωρίς καφέ. Και τον θέλει της ώρας. 

—Λέω να πεταχτώ να δω το σπίτι μου. Θαρρώ πως δεν κλείδωσα καλά. 

—Δε φάνηκε ακόμα η Μπεζεστεντζίνα! 

—Φύγανε από χτες με αραμπά. 

—Κι έλεγε ότι δε θα 'φευγε. 

—Τα μάθατε, η Δεληδάκαινα αποφάσισε να μείνει. 

—Ο Γιαννακός ο Αραμπατζής πέρασε, λένε, απ' το νεκροταφείο του Άι Κωνσταντίνου κι είπε: «Όχι, 
δε φεύγω. Εδώ είναι θαμμένοι οι παππουλήδες μου. Εδώ θα μείνω κι εγώ». 

—Ας κάνει παρέα με το ζουρλό τον Ξενοφών, που κοίταε χτες ξαφνιασμένος τα παιδιά, γιατί δεν του 
πετούσαν πέτρες. 

—Με τα λόγια κοντεύουμε να μεσημεριαστούμε. Κι ούτε να φανεί άλλο τρένο... 

—Μπας και δεν περάσει άλλο; 

Digitized by 10uk1s 
—Αμάν, μη λέτε τέτοια κουβέντα... 

Σε λίγο ακούστηκε μακρινό σφύριγμα. 

Μονομιάς τινάχτηκαν όλοι. Οι γυναίκες άρπαξαν τα μωρά και τους μπόγους. Οι άντρες χίμηξαν με 
τα ντέγκια. 

Τι παράξενο πράμα ήταν τούτο που ερχόταν! Έμοιαζε με ψόφια σαρανταποδαρούσα που σάλευαν 
γύρω  της  χιλιάδες  μερμήγκια.  Κόσμος  σκαρφαλωμένος  από  πάνω,  απ'  τα  πλάγια.  Κόσμος  που 
πατούσε μονάχα με το 'να πόδι στα σκαλοπάτια... 

Απελπισία κυρίεψε όλους. 

Το  βαρύ  αγκομαχητό  του  τρένου  έσμιξε  με  το  θρήνο  των  γυναικών,  τα  κλάματα  των  παιδιών,  τις 
βλαστήμιες και τα σκουντήματα των αντρών. 

—Γιάγκο, Γιάγκο!... 

Ήταν ο γιος της Μπεζεστεντζίνας που πήδηξε απ' το τρένο. Η γυναίκα του η Νανώ με τα παιδιά τους 
βάζουν τα κλάματα. 

—Τι θ' απογίνουμε, Γιάγκο; Πώς θα πάμε στη Σμύρνη; 

—Τι περιμένετε; Η Μαγνησία καίγεται. Οι τσέτες κατεβαίνουν απ' τα γύρω χωριά... 

—Δε θα 'ρτει άλλο τρένο; 

—Θα 'ρτει. Όμως δεν ξέρουμε αν σταθεί. Ακόμα η Μαγνησία να φύγει. 

—Τι θα κάνουμε; 

—Θα πάμε με τα πόδια. 

Τότε οι πιο πολλοί σηκώθηκαν να φύγουν με τα πόδια. Μες σ’ εκείνη την παραζάλη του ξεσηκωμού, 
ξέφυγε η Ιφιάνασσα. Κατάλαβε πια ότι κάτι το πολύ σοβαρό γίνεται. Φεύγουν απ' την πατρίδα. Έτσι 
όπως  διάβαζε  στο  αναγνωσματάριο  ο  Κλήτος.  Πριν  φύγουν  στην  ξενιτιά,  φιλούσαν  το  χώμα. 
Μάλιστα,  όταν  έλεγε  η  Ιφιάνασσα  εκείνο  το  ποίημα  το  «Ελληνικό  χώμα»,  δάκρυζε  η  μαμά.  Η 
Ιφιάνασσα νιώθει ότι μεγάλωσε πολύ. Ρίχνει μια ματιά γύρω. Κανείς δεν την προσέχει. Γονατίζει και 
στηρίζει  τα  παλαμάκια  της  πάνω  στη  γη.  Ύστερα  σκύβει  και  φιλάει  το  χώμα.  Μονάχα  που,  με  την 
ανασαιμιά  της,  γιόμισαν  χώματα  τα  ρουθούνια  και  τη  γαργαλάνε.  Η  Ιφιάνασσα  δεν  τα  σκουπίζει. 
Αργά  κι  επίσημα  γυρίζει  στους  δικούς  της.  Εκεί  τη  βλέπουν  η  Κλήτε  του  Μαντζαβίνου  κι  η  Ζαμφώ 
του  Χατζηαντωνίου,  τα  πιο  όμορφα  κορίτσια  της  Μαινεμένης.  Γιατί  την  κοιτάζουν  έτσι;  Να  πήραν 
τάχα είδηση; 

Ήρθε ένα τρένο που σταμάτησε εκεί μπροστά τους. Δίχως να το καταλάβουνε, βρέθηκαν όλοι μέσα. 
Εκείνο τράβηξε ίσια στη Σμύρνη, χωρίς να σταθεί πουθενά. Πέρασαν απ' το Ολουτζάκ, το Εμιραλέμ, 
το  Τσιλί.  Έρημα  όλα  τα  χωριά.  Μονάχα  στο  δρόμο,  μια  σειρά  ατέλειωτη  από  ανθρώπους, 
αραμπάδες και ζα τραβούσε πλάι στο τρένο. Μια σειρά που έφτανε ώσαμε τη Σμύρνη. Εκεί, είδαν 
κάτι  που  δεν  είχαν  ξαναδεί.  Χιλιάδες  κόσμος  κάθονταν  όξω  απ'  τη  Σμύρνη.  Αραμπάδες,  καρότσες, 
γαϊδούρια,  καμήλες,  αλόγατα  παντού  τριγύρω.  Κι  ανάμεσά  τους  αμέτρητοι  άνθρωποι.  Άλλοι 
κοιμούνται,  άλλοι  κάθονται,  άλλοι  στέκονται,  άλλοι  κλαίνε.  Τα  μούτρα  αγριεμένα.  Τα  κορμιά 
τσακισμένα απ' την κούραση. Οι ψυχές ανταριασμένες. 

«Πώς  κάθονται  έτσι  στο  δρόμο;  Κι  αν  βρέξει;  Πού  θα  προφυλαχτούν;»,  ζαλίζεται  η  Ιφιάνασσα.  Α, 

Digitized by 10uk1s 
αυτοί θα πάνε στη νενέ που 'χει όμορφο σπίτι... 

Η νενέ τούς περίμενε μ' αγωνία. Γιατί άργησαν; Πού 'ναι ο Μήτσος; Γιατί δεν ήρθανε ακόμα απ' τη 
Μαγνησία ο αδερφός της ο Καρατζόπουλος με τη γυναίκα του και το παιδί του; 

Ούτε την Πέμπτη φάνηκε ο Καρατζόπουλος. Τα ξημερώματα της Παρασκευής ήρθαν με το τελευταίο 
τρένο. Η Αναστασία τους περίμενε στον Μπασμαχανέ. 

—Γιατί αργήσατε; 

—Από  χτες  τ'  απόγεμα  ταξιδεύουμε.  Ενενήντα  βαγόνια  γέμισαν.  Πού  να  χωρέσουν  όλοι!  Δυο 
μηχανές το σέρνανε. Πάλι καλά που μπόρεσε να μας κουβαλήσει ώσαμε εδώ και δε μας άφησε στο 
δρόμο. 

—Θα μείνετε σε μένα. 

—Όχι, μας περιμένει ο Υπερείδης. 

Γιομάτο  το  σπίτι  της  νενές,  της  Αναστασίας,  απάνω  και  κάτω.  Η  Ελένη,  ο  Θανάσης  και  τα  παιδιά 
μείνανε μαζί της στο απάνω πάτωμα. Οι άλλοι βολεύτηκαν στο ισόγειο με τη θεία Χρύσα, το θείο 
Χρήστο και το Δημητράκη. 

Όλοι ζουν με την αγωνία, τι θα γίνει. Ως πού θα πάει αυτό; Βγαίνουν κάθε τόσο έξω ν' αγοράσουν 
ψωμί, φαγώσιμα, ό,τι βρουν. 

Το βράδυ της Παρασκευής ήρθε ο θείος Μήτσος. 

—Πού ήσουνα; Τι έγινες; Γιατί δε φάνηκες από προχτές; ρωτάει μ' αγωνία ο μπαμπάς. 

—Μένω με τον κουμπάρο μου, το ζαχαροπλάστη, που είναι Ιταλός υπήκοος. 

—Έχεις κάνα νέο; 

—Σκοτώσανε  μπροστά  στο  καμπαναριό  το  Γιαννακό  τον  Αραμπατζή.  Πήρανε  τη  Σταματία  του 
Δεληδάκη. Πολλοί Μαινεμενλήδες μένουν στην Άγια Άννα,  στο  Κορδελιό.  Ψάχνουν να  βρουν τους 
επιτρόπους. Ζητάνε εκδίκηση για το φόνο, τότε, του καϊμακάμη. Άκουσα ότι πιάσαν πολλούς. 

—Μήτσο, προφυλάξου, μην πιάσουν κι εσένα, τον παρακαλεί ο Θανάσης. 

—Μπα, εγώ δεν έχω φόβο. Οι Τούρκοι μ' αγαπάνε. Πολλές φορές τους βοήθησα. 

—Εμπιστοσύνη δεν μπορείς να 'χεις σε Τούρκο. Εδώ είναι Σμύρνη. Κίνδυνος δεν υπάρχει. 

—Ξέρεις, σήμερα έφυγε ο στόλος. Έφυγε το Στρατηγείο. Έφυγε κι ο καταραμένος ο Στεργιάδης. 

—Οι σύμμαχοι δεν αφήνουν να πειραχτεί η Σμύρνη. Εγώ γρήγορα θα ξανάρθω. 

Κανείς δεν τον ξανάδε ποτέ πια το Μήτσο. 

Το  πρωί  το  Σάββατο  πήγε  ο  Μητροπολίτης  Χρυσόστομος  και  λειτούργησε  στην  Άγια  Φωτεινή. 
Πατείς με πατώ σε ο κόσμος μέσα κι όξω να τον δει, να τον ακούσει. Ώσπου να φύγει ο κόσμος απ' 

Digitized by 10uk1s 
τη λειτουργία, μπήκαν στη Σμύρνη οι τσέτες με τον Κιόρ Πεχλιβάν. 

Διπλοκλειδώθηκε ο κόσμος στα σπίτια. Ο τρόμος σέρνεται στους δρόμους. Ο τρόμος γρονθοκοπά τις 
καρδιές. Η αγωνία θέριεψε στις ψυχές. Οι μέρες περνούν στη σκιά του χαμού και του θανάτου. 

Ένα  πρωινό  απανωτά  χτυπήματα  τράνταξαν  την  ξώπορτα.  Κατέβασαν  τα  παιδιά  βιαστικά,  απ'  την 
πίσω  σκάλα,  στην  αυλή.  Ο  μπαμπάς  καθόταν  στην  τζαμαρία  και  διάβαζε  το  Ευαγγέλιο.  Τρέχει  η 
νενέ,  που  ήξερε  φαρσί  τα  τούρκικα,  κι  άνοιξε  την  πόρτα.  Χύθηκαν  μέσα  τρία  αγριεμένα 
νταγκαλάκια. Της δίνουν μια κοντακιά και την ξάπλωσαν κάτω. 

—Παρά, παρά, φωνάζουν. 

Τρέχει η μαμά κι η θεία Χρύσα, τους δίνουν παράδες. Τους δίνουν δαχτυλίδια, αλυσίδες ασημένιες. 

Δεν  τους  φτάνουν  αυτά.  Σπουν  τα  μπαούλα.  Ξεκοιλιάζουν  μπόγους,  αρπάνε  ό,τι  καλό  βρουν. 
Μπαίνουν στην τζαμαρία. Βλέπουν τον μπαμπά να διαβάζει, με σκυμμένο το κεφάλι. Του δίνουν μια 
με το ξίφος. Τα τζάμια έπεσαν θρύψαλα στην αυλή. 

Η Ιφιάνασσα κάτω ξεφωνίζει. 

—Σκότωσαν  τον  μπαμπά  μου,  σκότωσαν  τον  μπαμπά  μου!  Τρέχει  απάνω.  Ο  μπαμπάς  δεν  έπαθε 
τίποτα.  Το  ξίφος  ούτε  τον  άγγιξε.  Ξέφυγε  και  χτύπησε  τα  τζάμια.  Η  μαμά  πήγε  κι  αγκάλιασε  τον 
Τούρκο.  Τον  παρακαλεί  με  κλάματα.  Του  δίνει  μια  φούχτα  παγκανότες.  Έτσι  έφυγαν  όλοι.  «Το 
Ευαγγέλιο που κρατούσα στα χέρια και διάβαζα μ' έσωσε», σκέφτεται ο Θανάσης την ώρα που πήγε 
να  βοηθήσει  την  Ελένη  και  τη  Χρύσα  να  σηκώσουν  τη  νενέ.  Εκείνη  τους  κοιτά  με  μάτι  θαμπό,  με 
χείλια πανιασμένα, χωρίς να μπορεί να σαλέψει. Τη βάζουν απάνω στο κρεβάτι. 

—Ένα γιατρό, ένα γιατρό, φωνάζει η μαμά. 

Κανείς δε μιλά. Πού και πού καμιά πιστολιά ακούεται απ' το δρόμο και κάνας άγριος βόγκος, που 
κόβεται στη μέση. Κάθε τόσο μια άγρια φωνή και βιαστικά βήματα. 

—Ποιον  γιατρό;  Που  θα  τον  βρεις;  Ποιον  να  ζητήσεις;  Και  ποιος  θα  'ρθει;  λέει  ο  μπαμπάς.  Δεν 
ακούτε; Έξω σκοτώνουν και σφάζουν... 

Δυο  μέρες  ακούνητη  στο  κρεβάτι  η  Αναστασία.  Μόλις  σαλεύουν  τα  χείλια  για  λίγο  νερό.  Της  είχε 
κατεβεί κόλπος. Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε απανωτά οι καμπάνες. Φωνές απ' το δρόμο, φασαρία, 
τρεχαλητά. 

—Φωτιά, φωτιά... 

—Φωτιά... Βοήθεια... 

—Φωτιά, χριστιανοί, καιγόμαστε... 

Άνοιξαν  την  πόρτα.  Η  γειτονιά  χυμένη  έξω.  Όλοι  ρωτάνε  μ'  απόγνωση.  Σε  λίγο,  λες  κι  έγιναν  οι 
δρόμοι  ποτάμια  από  ανθρώπους  που  τρέχουν  στη  θάλασσα...  Τίποτα  δεν  μπορεί  να  τους 
σταματήσει. Ετοιμάστηκαν κι αυτοί να φύγουν. Φέρνει ο ξάδερφος ο Λεωνίδας με τον Κλήτο έναν 
αραμπά  που  βρήκαν  παρατημένο  στο  δρόμο.  Ανεβάζουν  εκεί  τη  νενέ,  φορτώνουν  τα  ντέγκια  και 
τους μπόγους, και ξεκινάνε για την παραλία. Ο Κλήτος κι ο Λεωνίδας σέρναν τον αραμπά. Η μαμά 
βαστούσε  το  μωρό  το  Βασιλάκη.  Ο  μπαμπάς  το  Λευτεράκη,  και  τ'  άλλα  παιδιά  κρατιόνταν  απ'  τα 
χέρια. 

Κοντεύοντας  στην  παραλία,  μπούκωσαν  οι  δρόμοι.  Χιλιάδες  κόσμος  φορτωμένος  με  μωρά,  με 
μπόγους, με ντέγκια. Άρρωστοι, γέροι και παιδιά στους αραμπάδες. Κι η φωτιά όλο και δυνάμωνε. 

Digitized by 10uk1s 
 

Κάποτε το μπουλούκι των χριστιανών σταμάτησε. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Μπρος η θάλασσα. Πίσω 
η  φωτιά.  Κι  απ'  τα  πλάγια  άλλα  μπουλούκια.  Και  πίσω,  παντού  οι  Τούρκοι  που  χτυπούσαν, 
σκουντούσαν με όπλα, με σπαθιά. Κανείς δεν μπορούσε πια να προχωρήσει. Σφηνώθηκαν εκεί, πλάι 
στη θάλασσα, ώσαμε το πρωί. Τα παιδιά ξάπλωσαν κάτω απ' τον αραμπά. 

Η  φωτιά  χιμούσε  στον  ουρανό.  Φώτιζε  παράξενα  τη  νύχτα.  Μαυροκόκκινες  φλόγες  γλείφαν  το 
στερέωμα,  λες  κι  ήταν  φαντάσματα  που  χόρευαν  αλλόκοτα,  με  μουσική  τα  ουρλιάσματα  των 
Τούρκων,  το  θρήνο  των  χριστιανών,  το  βόγκο  των  πληγωμένων,  το  τρίξιμο  και  το  γδούπο  των 
σπιτιών που γκρεμίζονταν. 

Το πρωί τους βρήκε άλλο κακό. Οι Τούρκοι μάζευαν τους άντρες. Πού να κρυφτεί τόσο αντρομάνι; 
Ζάρωναν τα παλικαράκια να φαίνονται παιδιά. Καμπούριαζαν και γίνονταν κουβάρι οι μεγάλοι να 
δείχνουν  γέροι.  Άρπαζαν  τα  όμορφα  κορίτσια.  Μονομιάς  όλα  φόρεσαν  της  νενές  το  φακιόλι  να 
κρυφτεί τ' όμορφο νεανικό μούτρο. 

Μες στο ξεδιάλεγμα και την ανεμομπουμπούλα, βρέθηκε ο Χατζηνάσος με την οικογένειά του μαζί 
με άλλους σ’ ένα δρόμο της Πούντας. Σε λίγο είδαν ένα σκοτωμένο. Ήταν μισοσκεπασμένος μ' ένα 
παλτό.  Η  Ιφιάνασσα  πρώτη  φορά  βλέπει  σκοτωμένο.  Κοιτάει  τα  γυμνά  ξυλιασμένα  πόδια  με  τα 
κιτρινιασμένα  νύχια,  που  εξείχαν  απ'  το  παλτό.  Δεν  ήξερε,  καθώς  τον  κοίταζε,  πως  απ'  εκείνη  τη 
μέρα, μόλις θα 'βγαζε τα πόδια της όξω απ' το σκέπασμα, αμέσως θα 'ρχόταν στο νου ο σκοτωμένος 
της Σμύρνης και τρομαγμένη θα τα ξανατραβούσε μέσα. 

Πιο πέρα σμίξαν μ' άλλους κι άλλους, κι όλοι μαζί φτάσανε στο Πανιώνιο... Εκεί μπήκαν μέσα στο 
νεκροταφείο. Η πρώτη δουλειά όλων ήταν ν' ανοίξουν τα μνήματα. Να κρύψουν μέσα τους άντρες. 
Να μουντζουρώσουν τα κορίτσια. Να τα ντύσουν γριές. 

Πάει η Ελένη να ξεσκεπάσει τη μητέρα της, βλέπει ότι ήταν πεθαμένη. Μάνι μάνι άνοιξαν ένα μνήμα 
να τη θάψουν. Βρέθηκε κι ένας παπάς. 

—Τύχη  που  είχε  η  γριά!  Τη  διάβασαν  κιόλας!  Κάνει  ένας  Αρμένης,  που  είχε  κρυφτεί  στον  πλαϊνό 
τάφο. Αλί σε μας, που θα πάμε αδιάβαστοι... 

Δυο μέρες έμειναν στο νεκροταφείο. 

Τα μαντάτα έρχονταν απανωτά. 

—Οι Τούρκοι σφάζουν, κρεμούν, σκοτώνουν. 

—Το  Χρυσόστομο  τον  σέρνανε  στα  σοκάκια  και  σιγά  σιγά  τον  κόβανε  κομμάτια  κομμάτια. 
Μαρτύρησε ο Μητροπολίτης μας. Άγιασε. 

—Οι σύμμαχοι δε βοηθούν... 

—Βαπόρια φορτώνουν κόσμο για την Ελλάδα. Όποιος προφτάσει και μπει... 

—Η φωτιά τίποτα δεν άφησε όρθιο. Από τέσσερα μέρη η φωτιά... 

—Η φωτιά κι οι λεηλασίες φάγανε τη Σμύρνη. 

—Πάει πια, πέθανε η Σμύρνη. 

—Μου 'ρχεται στο νου το γνωμικό που λέει: 

«Η Πόλη αν καεί, η Σμύρνη κάνει Πόλη. 

Digitized by 10uk1s 
Η Σμύρνη αν καεί, Σμύρνη δεν κάνει η Πόλη». 

—Τώρα που κάηκε, κανείς πια δεν μπορεί να την αναστήσει. 

—Ας γλιτώσει ο κοσμάκης και πάλι θα ξαναγίνει. Η Σμύρνη θα ξανακάνει τη Σμύρνη. 

Τρεις μέρες στο νεκροταφείο. Η πείνα άρχισε να τους παιδεύει. Κανείς δεν παίρνει απόφαση. Κι όλο 
έρχονται και καινούργιοι. Να κουνηθούν δεν μπορούν πια. 

Ένας παραγιός, πώς και βρήκε το Χατζηνάσο. 

—Αφεντικό, έφερα ψωμί και κασκαβάλι. Ήταν ο Πανάνης. 

—Ποιος σου είπε; Πού ήξερες ότι είμαστε εδώ; 

—Σας  είδε  από  μακριά  ο  αδερφός  μου.  Μ'  έστειλε  να  σας  πάρω.  Έχουμε  δικό  μας  φούρνο  στο 
Νταραγάτσι, ελάτε. 

Σηκώθηκε  όλη  η  οικογένεια  και  πήγε  στο  Νταραγάτσι.  Εκεί  πλύθηκαν,  άλλαξαν,  έφαγαν  ψωμί  και 
φαΐ μαγειρεμένο. 

—Δεν ξεχνάμε, αφεντικό, που μας βοήθησες ν' ανοίξουμε το φούρνο. Τι γίνεται ο κύριος Μήτσος; 

—Πριν απ' τη φωτιά έχω να τον δω. Εσείς δεν ακούσατε τίποτα; 

—Όχι,  μονάχα  για  τους  Μαινεμενλήδες  μάθαμε.  Πιάσανε  καμιά  δεκαπενταριά,  όσους  βρήκαν  και 
τους σκότωσαν, επειδή σκοτώσανε τότε τον καϊμακάμη. 

—Έμαθες ποιους σκότωσαν; 

—Τον Ανανία τον πιάσαν αμέσως στο Κορδελιό. Εκεί τον κρέμασαν. Το Νικολάκη το Σαραφείδη, τον 
Αλέκο τον Αλεξίου, το Σπύρο και το Στέλιο Παλά, το Νίκο τον Ατζεμιδάκη, τον Αυγεράκογλου και δεν 
ξέρω ποιους άλλους. Δάκρυσες, αφεντικό. Ποιος να το περίμενε... 

—Εσύ τι θα κάνεις. Βλέπω δουλεύεις. Τι σκοπό έχεις; 

—Λέω να μείνω αφεντικό. Μπόρα είναι και θα περάσει. Τώρα που έχω δουλειά δικιά μου, να την 
αφήσω; Εσύ τι σκέφτεσαι; 

—Εγώ;... Μόλις μπορέσουμε, θα φύγουμε. 

Σε μια βδομάδα ξεσηκώθηκε πάλι ολόκληρη η οικογένεια, μ' απόφαση να φτάσουν στα βαπόρια. Ο 
μπαμπάς ντύθηκε γυναίκα. Ο Κλήτος έβαλε πολύ κοντά πανταλόνια κι όλο καμπούριαζε να φαίνεται 
πιο μικρός. Πήραν μαζί τους μονάχα όσους μπόγους μπορούσαν. Όλα τ' άλλα έμειναν. 

Μόλις κάνουν να προχωρήσουν λίγο, τους σταματούν οι Τούρκοι. Η μαμά είχε μαζί της παράδες και 
κάθε φορά τους έβαζε στο χέρι. 

Δώσε  εδώ,  δώσε  εκεί,  κόντευαν  να  τελειώσουν  οι  παράδες.  Σε  λίγο  τους  κόβουν  το  δρόμο  άλλοι 
Τούρκοι. Αυτοί είναι ζόρικοι. Ζητάνε κι άλλα. Τους χώνει δυο χρυσές στο χέρι η μαμά. Δε φτάνουν. 
Αγριεύουν. Ο Κλήτος ζαρώνει πιο πολύ. Ο μπαμπάς, μες στα γυναικεία ρούχα, τυλίγει πιο πολύ το 
φακιόλι  στο  κεφάλι.  Σφίγγει  πιο  πολύ  το  Λευτεράκη  στην  αγκαλιά  του.  Αρπάει  ένας  Τούρκος  τον 
μπόγο με τ' ασημένιο σερβίτσιο απ' το χέρι του Κλήτου. Χύθηκαν τα κουταλάκια και τα πηρουνάκια 
του γλυκού κάτω. Κατρακυλούσαν οι κούπες του γλυκού στο ντουσεμέ. Ντιντίνισαν ο δίσκος και τα 
ζάρφια.  Αφού  τους  πήραν  ό,τι  είχαν,  τους  ανάγκασαν,  με  κοντακιές  και  χτυπήματα,  ν'  αλλάξουν 

Digitized by 10uk1s 
δρόμο κατά τον Άι Κωνσταντίνο. Σαν προχώρησαν λίγο, σκόνταψαν σ’ ένα μπουλούκι τούρκικο που 
έσερνε κοπέλες κι άντρες. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι Τούρκοι κι άλλοι, που σπρώχνουν προς το μέρος 
τους γυναικόπαιδα... Σπρώξε απ' εδώ, σπρώξε απ' εκεί, καρφώθηκαν στη μέση οι χριστιανοί. Τώρα 
χτυπάνε από παντού. Σαν είδε μια γυναίκα να σκοτώνουν μπροστά της την γκαστρωμένη κόρη της, 
άρπαξε  το  χέρι  του  Τούρκου.  Θεριό  έγινε  εκείνος.  Δίνει  μια  στη  γυναίκα  και  την  ξαπλώνει  κάτω. 
Αυτό λες κι ήταν σύνθημα. Αμέσως αρχίζει σφαγή. Η Ιφιάνασσα κι οι δικοί της βρίσκονται πιο άκρη, 
κοντά  στο  δρόμο.  Μες  στο  μακελειό,  τα  κλάματα,  τα  ξεφωνητά,  ξέφυγαν  απ'  τους  Τούρκους. 
Τρέχοντας  σαν  παλαβοί  φτάσανε  στο  «Και».  Εκεί  έσμιξαν  με  τον  κόσμο.  Όλοι  σπρώχνουν  και 
σπρώχνονται  για  την  αποβάθρα  όπου  είναι  αραγμένα  τα  πλοία.  Απ'  την  εξάντληση  και  το 
συνωστισμό,  κάθε  τόσο  κι  αφήνουν  όλοι  από  κανένα  μπόγο.  Όλα  τα  πολύτιμα  και  τ'  ακριβά  της 
Μικρασίας  ήταν  σκορπισμένα  στην  προκυμαία  της  Σμύρνης.  Κανείς  για  τίποτα  δε  νοιάζεται. 
Μονάχα,  πώς  να  φτάσουν  στο  καράβι.  «Παναγιά  μου,  βοήθησε  να  σωθούμε,  και  ζητιάνοι  ας 
γυρίζουμε  σ’  όλη  μας  τη  ζωή».  «Χριστέ  μου,  δώσε  να  φτάσουμε  στην  Ελλάδα,  κι  όρκο  δίνω  σε 
μοναστήρι να κλειστώ». «Άι Λευτέρη μου, λευτέρωσέ μας, και τάμα κάνω ξυπόλυτη να 'ρχομαι στην 
εκκλησιά σου, να σου ανάβω το καντήλι». 

Ακόμα λίγο και κόντευαν. 

Στα  πλάγια  η  θάλασσα  λερωμένη,  και  τα  πτώματα  τουμπανιασμένα  χτυπολογιούνται  αναμεταξύ 
τους. Αλίμονο, αν παραπατήσει κανείς. Δε θα σηκωθεί. Αλίμονο, αν πέσει κανείς στη θάλασσα. Εκεί 
θα μείνει. 

Κάποια  στιγμή  σταμάτησαν.  Φόρτωσε  το  βαπόρι  κι  έφυγε.  Τώρα  περιμένουν  τ'  άλλο.  Ώρες 
περνούν... Η Ελένη μετράει και ξαναμετράει τα παιδιά. Μη χαθεί κανένα... Όλα κρατιούνται σφιχτά 
απ' το φουστάνι της κι απ' τα χέρια τους. Κοιτάει τον άγνωστο κακοπαθιασμένο κόσμο. «Τι να 'γινε η 
Ευαγγελία;»  σκέφτεται.  «Ο  Λεωνίδας,  που  πήγε  να  τη  βρει,  τη  βρήκε  άραγε;  Πού  να  βρίσκονται  η 
Χρύσα,  ο  Καρατζόπουλος,  η  Δέσποινα,  τ'  ανίψια  της;  Τι  έγινε  με  το  Μήτσο;».  Η  Βασώ,  είπε,  θα 
πήγαινε σε μια φιλινάδα της Εβραίισσα. Πού να 'ναι τώρα; 

Με  το  τελευταίο  σπρώξιμο,  βρέθηκαν  πια  στο  καράβι,  ξεσκισμένοι,  καταματωμένοι, 
ξεμαλλιασμένοι. Ούτ' ένα μπογαλάκι μαζί τους... Κι οι πιο πολλοί άντρες να λείπουν... 

Και  σαν  ξεκίνησε  το  καράβι,  και  σιγουρεύτηκε  η  ψυχή,  και  ξελαγάρισε  το  μυαλό,  τότε,  απ'  τ' 
ανθρώπινα ρημάδια, που ξεριζώνοτναν απ' τον τόπο τους, ένα ουρλιαχτό άρχισε να βγαίνει και να 
σκίζει  τον  αγέρα.  Ένα  ουρλιαχτό  που  'γινε  θρήνος  και  μοιρολόι  για  τους  άντρες,  που  έμειναν  στα 
χώματά τους, και που ίσως ποτέ δε θα ξανάβλεπαν πια. 

Digitized by 10uk1s 
ΓΛΩΣΣΑΡΙ 

αγγρίζω = ερεθίζομαι, βαρβατιάζω 

Άγια‐Ζώνη = το ουράνιο τόξο 

ακασιά = ακακία 

αλάνα = ανοιχτός, ελεύθερος χώρος 

αλουσόνερο = σταχτόνερο 

αμανάτι = ενέχειρο 

αμανές = ερωτικό, μακρόσυρτο ανατολίτικο τραγούδι 

αμελέ—ταμπουρού = τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, όπου έστελναν τους Ρωμιούς στρατιώτες 
στον πόλεμο του 1914‐18 

αμπουρνελιά = δαμασκηνιά 

αννά = μητέρα, μαμά 

αρμουτλούκι = αχλαδόκαμπος 

αρσίζικο = αδιάντροπο, ξετσίπωτο 

ασβούρα = σβούρα 

ατός = ο ίδιος (εαυτός) 

αχιλιά = στάχτη 

Βαλής = νομάρχης, γενικός διοικητής 

βαπόρι = το τρένο, αλλά και το πλοίο 

βεζικάς και βιζικάς = δελτίο 

βεργέτα = βέρα 

γαλότσια = τσόκαρα 

γιάγμα = λεηλασία 

γιαμπανά = άδικα 

γιασμάκι = ημιδιαφανής καλύπτρα του προσώπου και του κεφαλιού, που φορούσαν οι Τουρκάλες 

γιγίνα = σωρός 

γιουρούκης = ορεσίβια φυλή Τούρκων 

γιουρούσι = έφοδος 

γκεβεζελίκια = αστεία 

Digitized by 10uk1s 
γκέμια = ηνία 

Γκεντίζι = ο Έρμος ποταμός 

γκιαουροχώρι = χριστιανοχώρι, χωριό των απίστων 

γκιόλι = λίμνη 

γκιομπέκ = αφαλός, εδώ εξέδρα στη μέση του κεντρικού δωματίου στο χαμάμ, όπου γύρω γύρω τα 
θερμά καμαράκια που λουζόταν ο κόσμος. Λουτήρες 

γκιόστισμα = παραθερισμός στο ιδιόκτητο κτήμα 

γκιουβρέκι = είδος κουλουριού 

γκιούλκαϊ = αρμπαρόριζα 

γκιουμ‐μπαλί = μέλι του ήλιου από σταφύλι 

γκιούρμπα = πήλινο πυθαράκι 

γλασάδα = παγωτό 

δεσπέντσα = εδώ μπουφές 

διαλυστήρα = χτένα 

Δυο αδέλφια = Δυο όμοιες κορφές του βουνού Κιζίλ νταγ, δυτικά της Σμύρνης 

δώμα = ταράτσα 

ελφαζιέ = γραμματικώς 

εμ‐σερί = πατριώτη 

ζαμπίτης = αξιωματικός 

ζάπι ή ζάφτι = (κάνω) δαμάζω 

ζαρζαβατικά = λαχανικά 

ζάρφια = θήκες (εδώ για ποτήρια, φλιτζάνια και βάζα) 

ζαχαρωτά = καραμέλλες 

ζεϊμπέκης = τούρκικη φυλή 

θερμασμένος = εμπύρετος 

θέρμη = ελονοσία 

ιντιαντιέ = τουρκικό γυμνάσιο 

ισναφλής = επαγγελματίας 

ισχνάφι = συντεχνία 

καβάκι = είδος λεύκας 

Digitized by 10uk1s 
καβούνι = πεπόνι 

καϊμακάμης = έπαρχος 

καϊσιά = βερυκοκκιά με μεγάλα γλυκοκούκουτσα βερύκοκκα 

καλμπούρι = κόσκινο με σύρμα αραιοπλεγμένο 

καντινάρι = ρόδια εξαιρετικής ποιότητας με μεγάλες ρόγες 

καρακόλι = αστυνομικός σταθμός 

καραντίνα = περιορισμός στο σπίτι, εξαιτίας επιδημικής αρρώστιας 

καραντουντιά = μουριά που κάνει μαύρα ή κόκκινα μούρα 

καράρι = ακριβώς στα μέτρα, ίσα ίσα 

καρσί = αντίκρυ 

κασκαβάλι = κασέρι 

κατσάκης = φυγόστρατος, λιποτάκτης 

καύει = καίει 

κελετέρι = κοφίνι 

κεντί = δειλινό, γύρω στις 4 η ώρα 

κεσίκι = χώρισμα αμπελιού, εδώ με φράχτη 

κεχαγιάς = επιστάτης τσιφλικιού 

«Και» = η προκυμαία της Σμύρνης 

κινά = κόκκινη μπογιά που βάφανε τα νύχια και τα μαλλιά οι Τουρκάλες 

κιοπέκ ογλού, κιοπέκ = σκύλου γιε, σκύλε (βρισιά) 

κογιονάρω = κοροϊδεύω, ειρωνεύομαι 

κονάκι = διοικητήριο 

Κόνια = το Ικόνιον 

κοτάω, κοτώ = τολμώ 

κουκλού = σταμνάκι χωρίς χερούλια 

κούλας = εξοχικό σπίτι, συνήθως δίπατο 

κούμνα = πήλινο δοχείο 

κούπα = ποτήρι, αλλά και βάζο 

κουπάκι = φλιτζάνι 

κουρσούμι = μολυβένια σφαίρα όπλου 

Digitized by 10uk1s 
κουρσουμιά = βλήμα, πιστολιά 

κουτούκια = ληξιαρχείο και συμβόλαια, τα χαρτιά 

κουτουλώ = δίνω κεφαλιές με το μέτωπο (κούτελο) 

κούτσα = κούκλα 

κουτσάκι = κουκλάκι 

κρέντιτο = πίστωση 

κύλισμα = σκάψιμο και προετοιμασία της γης προκειμένου να φυτευθεί αμπέλι 

λελές = παπαρούνα 

Λαμπρή = Πάσχα 

λάτρα = δουλειά (κυρίως του σπιτιού) 

λεμπλεμπιά = στραγάλια 

λεμπλεμπούδες = καβουρντισμένα ρεβύθια αφράτα, αποφλοιωμένα 

λεσπέρης και ρεσπέρης = γεωργός 

λιμπίζομαι = ορέγομαι 

λόπια = φασόλια ξερά άσπρα 

λουίζι = χρυσό εικοσόφραγκο 

Λουτζάκι = χωριό της Μαινεμένης. Τούρκικα Ολουτζάκ 

μαγουλίκα = κάλυμμα κεφαλιού και του μισού προσώπου 

μακάτια = καλύμματα καναπέδων κλπ. 

μαλεμπί = κρέμα με γάλα και αλεύρι 

μάνι μάνι = γρήγορα 

Μανισά = η πόλη Μαγνησία 

μανίζω = κακιώνω 

μανιφατουριέρικο και μαλιφατούρικο = υφασματοπωλείο 

μαντατεύω και ματατεύω = προδίνω 

μαξούλι = σοδειά, συγκομιδή 

μάτσι = χυλόπιτες 

μαχαλάς = γειτονιά 

μερεμέτι = επιδιόρθωση 

μεταλλίκι = μικρό τούρκικο κέρμα 

Digitized by 10uk1s 
μετζίτι = τουρκικό ασημένιο νόμισμα. 20 γρόσια, το ένα πέμπτο της λίρας 

μόστρα = βιτρίνα 

μπαγκανότα = τούρκικη λίρα χάρτινη 

μουσάντρα = εντοιχισμένη μεγάλη ντουλάπα, όπου έβαζαν στρώματα, κουβέρτες και ρούχα 

μπαϊλντίζω = λιποθυμώ 

μπαλάδια = κουκλόπανα 

μπαλάτες = σκληρά μαξιλάρια παραγεμισμένα με χόρτο που τοποθετούνται στη ράχη του καναπέ 

Μπασμαχανέ = ο σιδηροδρομικός σταθμός Σμύρνης—Κασαμπά 

μπαξίσι = φιλοδώρημα 

μπαρδάκι = στάμνα 

μπελεντιέ = δημαρχείο 

μπεντέλι = χρηματικό αντισήκωμα προκειμένου να απαλλαγεί ο Ρωμιός απ' το στρατιωτικό 

μπεξής = αγροφύλακας 

μπεσλεμές = θρεφτάρι 

μπιλάντζο = ισολογισμός 

μπινιαλίδικο = λιθόκτιστο 

μπισιρτζής = ψητάς 

μπλίρες = χρυσές μεταλλικές κλωστές που φορούσαν οι νύφες, τρέδες 

μπουρμάδα = πλεξούδα, κοτσίδα 

μπουρμάς = στρόφιγγας βρύσης 

μπρατσόλι = αγκώνας του καναπέ 

νενέ = γιαγιά 

νεφεργκές = όψιμα μικρά τσαμπιά σταφύλι. Καμπανάκια 

νταγκαλάκι = απαίδευτος, νεοσύλλεκτος στρατιωτικός 

νταλαβέρι = δοσοληψίες 

ντάμι = στάβλος 

νταρί = καλαμπόκι 

ντεβές = καμήλα 

ντέγκι = μεγάλο δέμα 

Ντεντές = έτσι αποκαλούσαν οι Τούρκοι πολλούς Αγίους, και κυρίως τον Άι Γιάννη των χριστιανών, 

Digitized by 10uk1s 
που πίστευαν, όπως κι οι χριστιανοί, ότι θεράπευε την ελονοσία 

ντερές = χείμαρρος 

ντεριέμαι = διστάζω 

ντέρτι = βάσανο 

ντομούζ = γουρούνι 

ντουβάρι = τοίχος 

ντουμάνι = καπνός 

ντουρσέκι = γωνιά δρόμου 

ντουρσεκλίδικο = γωνιακό 

ντουσεμές = αυλή ή δρόμος στρωμένα με ακανόνιστες πλάκες ή πέτρες 

ντουστίζω = τακτοποιώ, στήνω 

ξετσουμίζω = ξεπετιέμαι, μεγαλώνω 

ξόμπλι = στολίδι 

ξίκικο = λειψό 

ογλούμ = γιε μου 

οντάς = κάμαρα 

ορτά‐σοφά  =  υπερυψωμένο  κέντρο,  εδώ  ξύλινη  εξέδρα,  όπου  αναπαύονται  μετά  το  λουτρό  οι 
λουόμενες 

ουάλι = νυφικό πέπλο 

οχταράκι = τούρκικο κέρμα, δυο γρόσια 

παϊτόνι = μόνιππο αμάξι 

παντιέρα = σημαία 

παραγιός = υπηρέτης, βοηθός 

παρακόρη = υπηρέτρια 

παράς, παράδες = χρήμα, λεφτά 

παρασόλι = ομπρέλα 

πασβάντης = νυχτοφύλακας 

πατώ = εδώ, κάνω έρευνα 

πεκεντί = ανάχωμα ποταμού 

πεσκέσι = δώρο 

Digitized by 10uk1s 
πεσκίρι = πετσέτα 

πεστεμάλι = μεγάλη πετσέτα λουτρού 

πιτσίλι = δαντέλα 

πλαγκέτα = το πλαγκέτο, κουβέρτα 

πλιάτσικο = κλοπιμέικο, από λεηλασία 

πλιγούρι  ή  μπλιγούρι  =  χοντροκομμένο  ή  χοντροαλεσμένο  σιτάρι  για  κατασκευή  σούπας  ή 


πιλαφιού, αντί για ρύζι 

πολειφάδι = υπόλοιπο σαπουνιού. Εννοούμε άνθρωπο μισής μερίδας 

πούλουδα = λουλούδια, άνθη 

ραστίκι = μπογιά που βάφανε οι γυναίκες τα φρύδια και κάνανε ψεύτικες ελιές στο πρόσωπο 

ρέβω = καταρρέω σωματικώς 

ρουμανιάζω = χορταριάζω 

ρούπι = ένα όγδοο του εμπορικού πήχη 

Ρωμέικο = ελληνική συνοικία όπου η ρωμέικη αγορά της Μαινεμένης 

σάλα = αίθουσα υποδοχής 

σαλάιδεψε = χάζεψε 

σάλπα = εσάρπα 

σαν φυστικιά = φυστικιά που ο καρπός της είναι σαν τα φυστίκια της Αίγινας 

σατίρα = μικρός πέλεκυς 

σεργί = αλώνι που απλώνουν τα σταφύλια για να σταφιδιάσουν 

σεργιανάω = κάνω περίπατο 

σεφέρ μπερλίκ = επιστράτευση 

σιμίτι = κουλούρι αφράτο 

σινί = ταψί 

σίχλιο = χλιαρό 

σούγελο = ρείθρο στη μέση του δρόμου 

σουλανιστήρι = ποτιστήρι 

σουλμάς = ψιμμύθιο 

σουσα‐γιολού = αμαξητός δρόμος, που οδηγεί από τη Μαινεμένη στην Πέργαμο 

σπιρτολόγος = καμινέτο 

Digitized by 10uk1s 
σπιτάλι = νοσοκομείο 

ταΐνι = ψωμί για το στρατό, κουραμάνα 

τακίμι = σειρά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό, σετ, ασορτιμέντο 

τάκλες = πηδήματα 

ταμαχτιάρα = αχόρταγη 

ταχτατζής = ξυλοκόπος 

τεζάρω = τεντώνω 

τεζιάκι και τεζιάχι = πάγκος, όπου συναλλάσσονται οι καταστηματάρχες 

τελέκισα = λουτράρισσα που έτριβε κυρίως τις γυναίκες 

τεπές = λόφος 

τεσσεράκι = τούρκικο κέρμα, ένα γρόσι 

τζαμούζικο = κουτό, σα βουβάλι 

τζαναμπέτικο = γρουσούζικο, πεισματάρικο 

τζαντάρμας = χωροφύλακας 

τζιράνι = γεράνι 

τζοβαϊρικά = κοσμήματα 

τουλούμπες = πυροσβεστικές αντλίες, καταβρεχτήρες 

τοφούρι = ο φόρος της δεκάτης 

τσακί = σουγιάς 

τσαμπούκ = γρήγορα 

τσαούσης = λοχίας 

τσαρδάκι = καλύβι 

τσατάλι = διχάλα, εδώ διχαλωτό ξύλο 

τσέρας = λικέρ, το τσέρι 

τσέτες = αντάρτες, άτακτα σώματα στρατού 

τσινάρι = πλάτανος 

τσιτσιμπίρι = γκαζόζα 

τσόκια = πεντόβολα 

τσουπανάκια = παλαμάκια, χειροκροτήματα 

Φαρδύ = εδώ εννοεί ονομαστό φαρδύ δρόμο της Σμύρνης 

Digitized by 10uk1s 
φαρσί = άπταιστα 

φαρφουρένιο = πορσελάνινο 

φερετζές = καλύπτρα προσώπου που φορούσαν οι Τουρκάλες 

φροκαλιά = σκούπα 

χαβούζα = δεξαμενή 

χαλβέτι = πολύ ζεστό δωμάτιο στο χαμάμ 

χαμούρι = ζυμάρι 

χαμουρκιάρης = ζυμωτής 

χαμπάρι = είδηση 

χανούμ = εδώ, σημαίνει κυρία 

χοντζαρές = ταμείο, συρτάρι, όπου βάζει τα χρήματα ο καταστηματάρχης 

χουσμέτια = θελήματα, βοηθητικές δουλειές 

χουσμετιάρης = βοηθός 

χωρατεύω = αστειεύομαι 

ψειραρρώστια = εξανθηματικός τύφος 

Digitized by 10uk1s 
Η  Ιφιγένεια  Χρυσοχόου  γεννήθηκε  στη  Μαινεμένη  της  Μικρασίας.  Με  τον  ξεριζωμό  του  1922 
εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε μουσική και ξένες γλώσσες. Το 
1943  κάνει  την  κυρίως  εμφάνισή  της  στα  Γράμματα  με  τη  μετάφρασή  της  από  τα  γερμανικά  της 
νουβέλας  «Παιχνίδι  στη  Φλάνδρα  του  Χανς  Βίλλυ  Λίνκερ.  (Πρώτο  βραβείο  της  Γερμανικής 
Ακαδημίας Θεσ/νίκης). Από το 1945 αρχίζει τακτικές συνεργασίες με τον καθημερινό και περιοδικό 
Τύπο  της  Θεσσαλονίκης.  Το  1946  εκδίδει,  με  άλλες  γυναίκες,  την  «Εφημερίδα  της  γυναίκας».  Το 
1947‐51,  συνεργάτρια  του  Ραδιοφωνικού  σταθμού  Μακεδονίας  (ομιλίες,  παραμύθια,  θεατρικές 
σκηνές, συνεντεύξεις κλπ). Το 1949 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του αγγλοελληνικού περιοδικού «The 
Record»,  που  εκδίδει  το  Βρετανικό  Συμβούλιο  Θεσσαλονίκης.  Το  1951‐54  εκπομπές  από  το 
Ραδιοφωνικό  Σταθμό  της  Βιέννης.  Παράλληλα  δημοσιεύονται  τακτικές  ανταποκρίσεις  της  από  τη 
Βιέννη  στην  εφημερίδα  «Νέα  Αλήθεια».  Το  1952  γίνεται  μέλος  της  «Ενώσεως  Αλλοδαπών 
Δημοσιογράφων»  της  Αυστρίας.  Το  1955  αρχίζει  τακτικές  εκπομπές  από  το  Ε.Ι.Ρ.  Παράλληλα 
συνεργάζεται  με  τα  λογοτεχνικά  περιοδικά  Αθηνών  και  Θεσσαλονίκης.  Το  1956  δημοσιεύεται  σε 
συνέχειες, στη «Νέα Εστία», η μετάφρασή της από τα γερμανικά της νουβέλας του Θεόδωρου Στορμ 
«Viola Tricolor». 

Η Ιφιγένεια Χρυσοχόου έχει μιλήσει κοντά χίλιες φορές από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τις 
τηλεοράσεις με θέματα τη Μικρααία, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά, τη γυναίκα, το παιδί, το βιβλίο, 
τη  μουσική  κ.ά.  Με  τα  ίδια  θέματα  έδωσε  ομιλίες  στην  Κίιπρο  και  αʹ  ολόκληρη  την  Ελλάδα. 
Διηγήματά  της,  παραμύθια  της,  ποιήματά  της  διαβάστηκαν  και  παρουσιάστηκαν  (πολλά  σε 
θεατρική μορφή) από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τις τηλεοράσεις. Επίσης έχει δημοσιεύσει 
εκατοντάδες άρθρα, δοκίμια, κριτική, ρεπορτάζ, ανταποκρίσεις, οδοιπορικά, μελετήματα κ.ά. Έχουν 
ανθολογηθεί διηγήματά της, παραμύθια της, ποιήματά της. 

Για το Μικρασιατικό της έργο η Ιφ. Χρυσοχόου έχει τιμηθεί πάνω από πενήντα φορές με πλακέτες, 
μετάλλια,  τιμητικά  διπλώματα  από  τα  πιο  σημαντικά  σωματεία,  συλλόγους.  Ενώσεις  κ.ά. 
Διηγήματά  της,  ποιήματα  και  παραμύθια  έχουν  μεταφραστεί  στα  γαλλικά,  αγγλικά,  ιταλικά, 
ρώσικα,  αρμένικα.  Οι  κορυφαίες  φυσιογνωμίες  των  Γραμμάτων  έχουν  γράψει  ευμενέστατες 
κριτικές για το έργο της. Η Ιφ. Χρυσοχόου το 1997 ανακηρύσσεται Επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρίας 
Ελλήνων  Λογοτεχνών.  Η  συγγραφέας  αναγράφεται  στις  σύγχρονες  εγκυκλοπαίδειες  και  στα 
βιογραφικά λεξικά. 

Τα  βραβεία  του  Εθνικού  και  Καποδιστριακού  Πανεπιστημίου  Αθηνών  για  το  Μικρασιατικό 
Ελληνισμό. «Έπαθλο Ιφιγένειας Χρυσοχόου», απονέμεται στους φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής 
του  τομέα  Νεοελληνικής  Φιλολογίας  στον  ετήσιο  λογοτεχνικό  διαγωνισμό,  σε  έργο  λογοτεχνικό, 
ιστορικό, λαογραφικό που αφορά τη Μικρασία. 

Digitized by 10uk1s 
ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ 

Πεζογραφήματα 

• Πυρπολημένη  γη  (Βραβείο  Διηγήματος  Εστίας  Νέας  Σμύρνης,  Αρώνειο  Έπαθλο  Ενώσεως 
Σμυρναίων). Α' έκδ. «Γκόνη» 1973, Β' έκδ. «Φιλιππότη» 1983 Γ' έκδ. 1986. 

• Μαρτυρική Πορεία (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών, Αρώνειο Έπαθλο Ενώσεως Σμυρναίων). Α' 
έκδ. «Ζαχαροπούλου» 1974. Β' έκδ. «Φιλιππότη» 1983, Γ' έκδ. 1985. 

• Ξεριζωμένη  Γενιά  (Βραβείο  Ιδρύματος  Κ.  και  Ελ.  Ουράνη  της  Ακαόημίας  Αθηνών).  Α'  έκδ. 
«Προμηθεύς» 1977, Β' έκδ. «Φιλιππότη» 1981, Γ' έκδ. 1984, Δ' έκδ. 1988. 

• Εδώ  Σμύρνη...  Εδώ  Σμύρνη...  (Βραβείο  Ειρήνης  και  Φιλίας  "Ιπεκτσί")  Α'  έκδ.  «Φιλιππότη» 
1985, Β' έκδ. «Νέα Σύνορα» ‐ Λιβάνη 1995. 

• Επάγγελμα οικιακά, έκδ. «Φιλιππιπη» 1988. 

• Θα διώξουμε την μοναξιά, εκδ. «Μαυρίδη» 1990 

• Ο θάνατος σου θάνατος μου. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» 1991. 

• Ντροπή (Μυθιστόρημα), Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» 1992. 

• Η Μάνα (Μυθιστόρημα), Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» 1993. 

• Γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης. 

Ποίηση 

• Μικρασία, αγάπη μου 
(εβδομήντα χρόνια πικρής μνήμης). 
Αφιέρωμα της «Έρευνας», 1992. 

• Ποιήματα, έκδ. «Ιωλκός» 1994. 

Βιβλία για παιδιά 

• Ένα αδέσποτο σκυλί μιλάει για την ζωή του (νουβέλα). Έκδ. «Προμηθεύς» 1979. 

• Εμείς οι φίλοι σας 
(παραμύθια). Έκδ. «Προμηθεύς» 1979. 

Digitized by 10uk1s 
• Η αυλή που ήταν κήπος. 1990. 

Θέατρο 

• Το ρίζωμα. έκδ. «Ιωλκός» 1995. 

Μελετήματα 

• Ο  Δημήτρης  Φωτιάδης  και  τα  «Νεοελληνικά  Γράμματα».  Αφιέρωμα  «Θεσσαλικής  Εστίας» 


1984. 

• Η  άγνωστη  λογοτεχνική  προσφορά  του  Μιχαήλ  Αναστασιάδη  (καθηγητή  της  Ηλεκτρονικής 


του Πανεπιστημίου Αθηνών). Αφιέρωμα της «Πνευματικής Ζωής» 1988. 

• Γέννηση και διαχρονική πορεία της μουσικής. 

• ανάτυπο από τη «Νέα Εστία» 

Μεταφράσεις 

• Παιχνίδι  στη  Φλάντρα  του  Χανς  Βίλι  Λίνκερ  (νουβέλα).  Βραβείο  Μεταφράσεων  της 
Γερμανικής Ακαδημίας Θεσσαλ. 1943 

• Viola tricolor του Θ. Στορμ (νουβέλα). «Νέα Εστία» 1956 

Διάφορα 

Άρθρα,  μελέτες,  ποιήματα,  διηγήματα,  παραμύθια,  ανταποκρίσεις,  ρεπορτάζ,  οδοιπορικά, 


μεταφράσεις,  κριτική,  δοκίμια  στον  καθημερινό  και  περιοδικό  Τύπο,  από  το  1945.  Διηγήματα, 
παραμύθια,  ποιήματα,  θέατρο,  ομιλίες  από  τους  ραδιοφωνικούς  σταθμούς  Μακεδονίας,  Βιέννης, 
Αθηνών, από το 1947. 

Digitized by 10uk1s 

You might also like