Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 102

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜHΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤHΜΩΝ


Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
Κατεύθυνση: Πολιτική Ιστορία και Στρατηγικές Σπουδές

Κρατική Καταστολή στη Θεσσαλονίκη του Εμφυλίου.


Από το Γ΄ Ψήφισμα ως τη Στρατιωτική Λήξη του Εμφυλίου

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚH ΕΡΓΑΣΙΑ

ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ ΠΟΘΗΤΟΣ
Α.Ε.Μ.: 344

Τριμελής εξεταστική επιτροπή:


Γιώργος Μαργαρίτης
Vemund Aarbakke
Νίκος Ροτζώκος

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ .......................................................................................................................... 2
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ. ΟΤΑΝ H ΕΞΑΙΡΕΣH ΓΙΝΕΤΑΙ
ΤΟΠΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ .........................................................................................................4
Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης στην ελληνική ιστορία. Από τον Μεσοπόλεμο έως
τον Εμφύλιο .............................................................................................................................4
H ιστορική συγκρότηση της θεσμικής καταστολής στην πόλη της Θεσσαλονίκης ....14
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: H ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚH ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣH
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ (1946-1949) .………………………………………………………21

«Πηγαίναμε σαν παγωμένοι μέσα στην έρημη πόλη». H χωρική αποτύπωση της
καταστολής …………………………………………………………………………..21

Ρωγμές στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Ο αστικός χώρος ως πεδίο μάχης ……….29

Στοχοποίηση και δίωξη του τοπικού εργατικού κινήματος …………………………36

Η φίμωση των εφημερίδων της Αριστεράς ………………………………………….43

H κρατική κατασταλτική πολιτική εναντίον των τοπικών οργανώσεων της Αριστεράς.


Όψεις της συγκρότησης και της λειτουργίας των κατασταλτικών μηχανισμών …….49

H Θεσσαλονίκη του εγκλεισμού. Οργάνωση και συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές


των πολιτικών κρατουμένων ……………………………………………………...…59

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΤΟΠΙΚH ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ.


ΘΕΣΜΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤHΡΙΑ ΚΑΤΑΣΤΟΛHΣ …………………………………….69

H τοπική γραφειοκρατία ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου και καταστολής …….69

Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης 1946-1949 …………………………………78

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ……………………………………………………………..91

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ……………………………………………………………….......95

1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με την παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε την κρατική καταστολή


κατά την περίοδο του εμφυλίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. H χρονική περίοδος
που καλύπτει η κύρια έρευνα εκτείνεται από τον Ιούνιο του 1946, με τη θέσπιση του
Γ΄ Ψηφίσματος, μέχρι το καλοκαίρι του 1949 και τη λήξη των στρατιωτικών
επιχειρήσεων. Κορμός αυτής της έρευνας είναι η μελέτη των κατασταλτικών
πρακτικών και των νομικών εργαλείων, όπου κατέφυγαν οι κρατικές αρχές της πόλης
για την αντιμετώπιση της τοπικής Αριστεράς, καθώς και των τρόπων, με τους οποίους
εγγράφηκε η κρατική καταστολή τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα.

H τριετία του εμφυλίου στάθηκε για τη Θεσσαλονίκη μια περίοδος με πλούσια και
γνωστά ιστορικά γεγονότα. Διάφορες πτυχές της τοπικής ιστορίας όπως οι Φυλακές
Επταπυργίου και οι εκτελέσεις «εις τον συνήθη τόπον», η περιβόητη δράση της
Στενής Αυτοάμυνας, οι διάφορες πολιτικές δολοφονίες, τα στρατοδικεία, οι δημόσιες
διαπομπεύσεις ανταρτών κ.ά., συνδέονται μ’ ένα σκοτεινό παρελθόν που θα
τολμούσαμε να ισχυριστούμε, ότι έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου. Στα
περισσότερα βιβλία για τον εμφύλιο στη Θεσσαλονίκη αναπαράγεται η λεγόμενη
«πτωματολογία», στην οποία δεσπόζουν οι περιγραφές και τα στοιχεία από τα
ρεπορτάζ των τοπικών εφημερίδων και τα λογοτεχνικά έργα τοπικών συγγραφέων.
Με αυτόν τον τρόπο, η συγκεκριμένη περίοδος αποτυπώνεται στο δημόσιο λόγο ως
ένα όργιο αιματηρής βίας και εκτελέσεων, κυρίως μέσα από απολαυστικές διηγήσεις
με έντονο λογοτεχνικό ύφος και αποσπασματικές μελέτες με διάχυτη την απουσία
κάθε κριτικής και αναστοχαστικής διάθεσης. Το αποτέλεσμα αυτής της συγγραφικής
παραγωγής ήταν να αποκοπεί η εμφυλιακή περίοδος της πόλης από τη συγκεκριμένη
ιστορική συγκυρία, παρακάμπτοντας καίριες πτυχές της τοπικής ιστορίας, όπως την
ανασυγκρότηση της προπολεμικής καθεστηκυίας τάξης, τον θεσμικό αποκλεισμό
ενός μεγάλου μέρους του τοπικού πληθυσμού και την κανονικοποίηση της
καταστολής.

Αντίθετα με αυτά τα έργα, στην παρούσα εργασία τοποθετούμε την περίοδο του
εμφυλίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης στην ιστορική της προοπτική. Συγχρόνως,
προβαίνουμε σε μια συνθετική προσέγγιση της τοπικής διάστασης της σύγκρουσης,
εστιάζοντας στις πρακτικές και τους μηχανισμούς της κρατικής καταστολής. Το
ερμηνευτικό πλαίσιο, εντός του οποίου διερευνούμε το ζήτημα της καταστολής,
συγκροτείται από την έννοια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. H τελευταία δεν
εξετάζεται μόνο ως αποτέλεσμα ιδεολογικών διεργασιών αλλά και ως επιχειρησιακό
παράδειγμα ελέγχου του αστικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα για την ανάδειξη των
θεσμικών πλαισίων και των χωρικών εφαρμογών του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης
χρησιμοποιήσαμε πρωτογενές αρχειακό υλικό, τόσο από στρατιωτικές υπηρεσίες όσο
και τους τοπικούς κρατικούς φορείς, προκειμένου να αντλήσουμε σημαντικές
πληροφορίες, που με δυσκολία ανιχνεύονται στον ημερήσιο τύπο και στη συμβατική
βιβλιογραφία της περιόδου.

2
H μελέτη της εντατικοποίησης της καταστολής της τοπικής Αριστεράς και των
διαδικασιών μετατροπής του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης σε αντικείμενο
στρατιωτικής διαχείρισης, θέτει αναπόφευκτα νέους προβληματισμούς στην ιστορική
έρευνα του ελληνικού εμφυλίου. Έτσι, η παρούσα εργασία δεν συμβάλλει μόνο στην
τοπική ιστορία της Θεσσαλονίκης διερευνώντας με αναστοχαστική διάθεση τη
συμβολή των κατασταλτικών μηχανισμών στις κοινωνικές διεργασίες της πόλης.
Χρησιμοποιεί ακόμη την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, ως παράδειγμα ελληνικής
πόλης του εμφυλίου με δυναμική και πολυδιάστατη ιστορία, ώστε να εξάγει χρήσιμα
συμπεράσματα σχετικά με τις εξελίξεις του εμφυλίου στα αστικά κέντρα της χώρας.

Πριν κλείσω αυτό τον πρόλογο θα ήθελα να ευχαριστήσω ορισμένους ανθρώπους


που συνέβαλαν ουσιαστικά και έμπρακτα για την υλοποίηση αυτής της εργασίας.
Αρχικά, το διδακτικό προσωπικό του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.,
ιδίως τον καθηγητή Γιώργο Μαργαρίτη, ο οποίος επέβλεψε την εκπόνηση της
εργασίας, και τη Βασιλική Λάζου για την πολύπλευρη στήριξη που μου παρείχε σε
όλη την πορεία της έρευνας. Σημαντική για μένα υπήρξε η βοήθεια της Δόμνας
Κόφφα, θέτοντας στη διάθεσή μου την υπό έκδοση ανακοίνωσή της για το Έκτακτο
Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης με αρκετά και ενδιαφέροντα στοιχεία. Επίσης, τους
υπαλλήλους στο Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων και στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του
Δήμου Θεσσαλονίκης που με προθυμία με εξυπηρέτησαν στις καθημερινές μου
επισκέψεις. Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Βαγγέλη Δεσποτίδη, για την
υπόδειξη πολύτιμου αρχειακού υλικού κατά τη διάρκεια της έρευνας στη Διεύθυνση
Ιστορίας Στρατού, τον δημοσιογράφο Μάκη Διόγο για τις πολύωρες συζητήσεις και
την καλή φίλη Αμαλία Ταμπούρη για την αμέριστη ηθική και υλική υποστήριξη.

3
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ. ΟΤΑΝ H ΕΞΑΙΡΕΣH ΓΙΝΕΤΑΙ
ΤΟΠΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης στην ελληνική ιστορία. Από τον Μεσοπόλεμο


έως τον Εμφύλιο

Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια της


κατάστασης έκτακτης ανάγκης ως θεωρητικό και ερμηνευτικό πλαίσιο για την
προσέγγιση των κατασταλτικών μηχανισμών, που τέθηκαν σε ισχύ κατά τη διάρκεια
του Εμφυλίου, έναντι των πολιτικών αντιπάλων της κρατικής εξουσίας. Τη
συγκεκριμένη έννοια μπορούμε να τη συναντήσουμε με διάφορα ονόματα, όπως
«κατάσταση εξαίρεσης» στο γερμανικό νομικό σύστημα, «κατάσταση πολιορκίας» στο
αντίστοιχο γαλλικό και ιταλικό και, τέλος, ως «στρατιωτικό νόμο» στο
αγγλοσαξονικό.1 Τα διάφορα ονόματα δυσχεραίνουν μια τυπική διατύπωση της
έννοιας, ωστόσο η Scheppele, στην προσπάθειά της να δώσει έναν σύντομο ορισμό,
αναφέρει ότι το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ή εξαίρεσης σχετίζεται με εκείνη την
κατάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας ένα κράτος αντιμετωπίζει μια «θανάσιμη
απειλή» καταφεύγοντας σε ενέργειες, που δε θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν σε
κανονικές περιόδους, στο πλαίσιο, πάντα, των αρχών λειτουργίας αυτού του
κράτους.2

Οι ιστορικές διαδρομές του όρου της κατάστασης έκτακτης ανάγκης είχαν ως


αφετηρία διάφορα διατάγματα της Γαλλικής Επανάστασης και της ναπολεόντειας
περιόδου. Στη συνέχεια, σχετίστηκαν με τις συνταγματικές κρίσεις στη Γαλλία του
19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Σταδιακά η κατάσταση της εξαίρεσης άρχισε να
απελευθερώνεται από τον πολεμικό της χαρακτήρα και να ενεργοποιείται σε
ειρηνικές περιόδους για την αντιμετώπιση κοινωνικών ταραχών και οικονομικών
κρίσεων, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις HΠΑ. Οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο στη
διαμόρφωση των ιστορικών χαρακτηριστικών της κατάστασης έκτακτης ανάγκης
διαδραμάτισε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, καθώς εκεί η εξαίρεση καθιερώθηκε μέσα
από συνταγματικά προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση
του άρθρου 48, μια διάταξη που προσδιόρισε επακριβώς τη συνταγματική κατάσταση
έκτακτης ανάγκης. Συγκεκριμένα, παραχωρούσε στον πρόεδρο έκτακτες εξουσίες για
την αντιμετώπιση έκτακτων απειλών, φτάνοντας μέχρι την αναστολή θεμελιωδών
δικαιωμάτων και τη χρήση των ενόπλων δυνάμεων για την εξουδετέρωση των
εσωτερικών εχθρών. Βέβαια, μέσα από αυτούς τους συνταγματικούς μηχανισμούς

1
Giorgio Agamben, Κατάσταση Εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε
κανόνα, μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, Αθήνα 2007, σελ 16.
2
Kim Lane Scheppele, «Law in a Time of Emergency: States of Exception and the Temptations of
9/11», International Journal of Constitutional Law 6:5, (2004), 1001-1083, σελ. 1004.

4
αναδύθηκε η αντισυνταγματική φύση του ναζιστικού καθεστώτος αφού ολόκληρο το
θανατηφόρο οικοδόμημά της στηρίχτηκε στην αξιοποίηση έκτακτων εξουσιών.3

Στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου παρατηρήθηκε μια σημαντική μεταβολή στο
φαινόμενο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. H θέσπιση του νόμου «περί Εθνικής
Ασφάλειας» του 1947 από την αμερικανική κυβέρνηση σηματοδότησε μια νέα
αντίληψη στην εθνική ασφάλεια και στη συνταγματική παράδοση των HΠΑ λόγω
των μεταπολεμικών παγκόσμιων ανακατατάξεων. Ο νόμος για την «Εθνική
Ασφάλεια» αναδιοργάνωσε όλα τα στρατηγικά πλάνα της εξωτερικής πολιτικής, τα
οποία τέθηκαν κάτω από την απόλυτη εποπτεία του προέδρου, μακριά από το
Κογκρέσο.4 H εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη μόνιμη έκτακτη ανάγκη του Ψυχρού
Πολέμου οδήγησε σε «συνταγματικές θυσίες» χωρίς τα προσωρινά ή τα αναστρέψιμα
χαρακτηριστικά του παρελθόντος. Ειδικότερα, σε σχέση με τη Βαϊμάρη, όπου η
διάλυση του κοινοβουλίου συνδέθηκε με την παύση του διαχωρισμού των εξουσιών
και τη συνακόλουθη αναστολή του συνταγματικού πλαισίου, η αμερικανική
κυβέρνηση διατήρησε τους συνταγματικούς θεσμούς και τις εποπτικές αρμοδιότητες
του Κογκρέσου.5 Εν συντομία θα λέγαμε ότι ο σχεδιασμός της εθνικής ασφάλειας
των HΠΑ καθορίστηκε από τις αποφάσεις μιας, συνεχώς διευρυνόμενης,
εκτελεστικής εξουσίας. Αυτός ο μετασχηματισμός του συνταγματικού συστήματος,
που εξελίσσεται και στις μέρες μας, γίνεται να συνοψιστεί στην παρατήρηση του
Agamben, ότι «από τεχνικής άποψης, η δημοκρατία δεν είναι πλέον κοινοβουλευτική
αλλά κυβερνητική».6

Ποια είναι τα όρια της κατάστασης εξαίρεσης και με ποιους τρόπους αυτή επιδρά
στους θεσμικούς μηχανισμούς και στο έννομο σύστημα; Στο παραπάνω ερώτημα
επιχείρησαν να απαντήσουν όσοι ασχολήθηκαν με τη θεωρητική συγκρότηση της
κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Συγκεκριμένα, υπάρχουν δυο δεσπόζουσες
προσεγγίσεις για τη σχέση του δικαίου με την κατάσταση εξαίρεσης. H πρώτη ανήκει
στον Schmitt, ο οποίος ανέδειξε τη σπουδαιότητα που κατέχει το δίκαιο στη
διαμόρφωση του πλαισίου της εξαίρεσης από τον κυρίαρχο, τόσο για τη
νομιμοποίηση της κυριαρχίας του, όσο και για την αντιμετώπιση του εχθρού.7 H
θεωρία του Schmitt φαίνεται να χωλαίνει, καθώς καταλήγει σε μια θεολογική
μεταφυσική προσέγγιση, αγνοώντας, παράλληλα, τις ιστορικό-κοινωνικές συνθήκες
3
Στο ίδιο, σελ. 1006-1014. Οι συνταγματικές παραβιάσεις των έκτακτων μέτρων που επιβλήθηκαν
σε προηγούμενες κρίσεις της αμερικανικής ιστορίας, από τον Εμφύλιο Πόλεμος μέχρι την οικονομική
κρίση του Μεσοπολέμου, πέρα του πρόσκαιρου χαρακτήρα τους, στιγματίστηκαν ως «υπερβολές»
μιας συγκεκριμένης περιόδου, ως μια δυσάρεστη στιγμή στην ομαλή πορεία της ιστορίας του
αμερικανικού Συντάγματος.
4
David Jablonsky, «The state of the National Security State», Parameters 32:4, (2002-2003), 4-20,
σελ. 5. Ο συγγραφέας, προκειμένου να περιγράψει τη δυναμική αλλαγή στο γενικό πλάνο της
εθνικής ασφαλείας των HΠΑ, επισημαίνει ότι οι αμερικανοί ηγέτες του Ψυχρού Πολέμου
ασπάστηκαν το δόγμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «αν θέλετε ειρήνη, προετοιμαστείτε για
πόλεμο».
5
Scheppele, ό.π., σελ. 1020-1021.
6
Agamben, ό.π., σελ. 37.
7
Μαρία Μούρτου-Παραδεισοπούλου, Μεταξύ κανόνα και εξαίρεσης: Το Δίκαιο στον Σμιτ της
Βαϊμάρης, Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2018, σελ. 15-17

5
που σχετίζονται με την αναγκαιότητα της έκτακτης ανάγκης. Αντίθετα η δεύτερη,
διατυπωμένη από τον Agamben, διατείνεται ότι η κατάσταση εξαίρεσης δεν αποτελεί
«μια κατάσταση του δικαίου» αλλά είναι ένας χώρος όπου το δίκαιο έχει ανασταλεί
και καλύπτεται πια από την κυρίαρχη εξουσία.8 Αν και δεν εστιάζει στις
κοινωνιολογικές και ιδεολογικές εκφάνσεις της κατάστασης εξαίρεσης, η θεώρηση
του Agamben καθίσταται σημαντική διότι επισημαίνει, σαφώς επηρεασμένη από τον
Benjamin, τον μετασχηματισμό ενός έκτακτου μέτρου σε μόνιμη «τεχνική
διακυβέρνησης».9

Αυτή η εξέλιξη, πέραν των δομικών μετατοπίσεων που προκάλεσε στο δικαιικό
σύστημα, επηρέασε σημαντικά τις λειτουργίες του κράτους και καίριες πλευρές της
κοινωνικής ζωής. H καταφυγή των δημοκρατικών καθεστώτων σε αυταρχικότερες
πρακτικές διακυβέρνησης, η οποία ξεκίνησε μέσα στη δίνη των οικονομικών κρίσεων
του Μεσοπολέμου και κορυφώθηκε με την αντικομουνιστική υστερία του Ψυχρού
Πολέμου, ανέδειξε τη διατήρηση της κρατικής κυριαρχίας σε ύψιστο καθήκον. Σε
αυτό το πλαίσιο, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης επιστρατεύτηκε ως ένα χρήσιμο
εργαλείο αναπαραγωγής του κράτους και διασφάλισης της κοινωνικής ευταξίας.10 H
διαρκής επίκληση της έκτακτης ανάγκης ως ένα αποτελεσματικό μέσο για τους
φορείς της εκτελεστικής εξουσίας ανέδειξε μια νέα μορφή διακυβέρνησης, στη βάση
ενός νομικού πλαισίου μόνιμης έκτακτης ανάγκης και εντατικοποίησης των
μηχανισμών ελέγχου και καταστολής της κοινωνικής αμφισβήτησης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 στην Ελλάδα παρατηρείται η ενίσχυση της
εκτελεστικής εξουσίας ως απόρροια της συνεχούς διεύρυνσης του ρόλου του κράτους
τόσο στο κοινωνικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Ο έντονος κρατικός
παρεμβατισμός, δημιούργημα της κοινωνικής κρίσης του Μεσοπολέμου, δεν μπόρεσε
να αντιμετωπιστεί από το Σύνταγμα του 1927, οι αδυναμίες του οποίου οδήγησαν
στην υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας.11 Κάτω από τις συνθήκες
αυτές, η ενεργοποίηση του έκτακτου μέτρου της κατάστασης πολιορκίας, στην
ολοένα και πιο εξωσυνταγματική μορφή της, μετατράπηκε «σ’ ένα εξαιρετικά
αποτελεσματικό όπλο στα χέρια» της εκάστοτε κρατικής διοίκησης.12

Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου παρατηρείται μια αλλαγή στη


στοχοθεσία του μέτρου της κατάστασης πολιορκίας. Δηλαδή, η προσφυγή στο μέτρο
αυτό γινόταν περισσότερο για λόγους εσωτερικής τάξης παρά για την προστασία της

8
Agamben, ό.π., σελ. 87-89.
9
Στο ίδιο, σελ. 13-14.
10
H παραπάνω διατύπωση μπορεί να ειδωθεί μέσα από την έννοια του κρατικού μονοπωλίου της
βίας καθώς το καθεστώς έκτακτης ανάγκης αποτελεί μια δυνητική μορφή του, «δημιουργώντας έτσι
κάθε φορά ένα νέο πρόσωπο μιας σταθερά ταξικής κυριαρχίας». Μαρία Β. Μαρκαντωνάτου, Το
κράτος και το μονοπώλιο της βίας. Θεωρήσεις και μεταβολές, Αθήνα 2009, σελ. 27.
11
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010, Αθήνα
2011, σελ. 267-268.
12
Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, μτφρ.
Βενετία Σταυροπούλου, Αθήνα 1983, σελ.45.

6
εξωτερικής ασφάλειας του κράτους, όπως προέβλεπε το Σύνταγμα του 1864/1911.13
Όπως μας δείχνει πολύ χαρακτηριστικά η πλούσια βιβλιογραφία για τον ελληνικό
Μεσοπόλεμο, η βαθμιαία υποχώρηση των κοινοβουλευτικών θεσμών της χώρας και η
θεσμοθετημένη προσφυγή στην κατάσταση πολιορκίας, ερμηνεύεται μέσα από τις
παγιωμένες αντιλήψεις των κυρίαρχων τάξεων για τις νεοεμφανιζόμενες
κινητοποιήσεις των εργαζομένων. H ελληνική άρχουσα τάξη, υπό το βάρος των νέων
συνθηκών που δημιούργησε η οικονομική κρίση του 1929 αλλά και των εσωτερικών
ανωμαλιών στην εγχώρια πολιτική σκηνή, κλήθηκε να αμυνθεί απέναντι στις
κοινωνικές διεκδικήσεις της περιόδου. Με όχημα την κρατική μηχανή και
επικαλούμενη διαρκώς τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» έδωσε «ένα είδος ταξικής
απάντησης», αποκρυσταλλωμένης σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο καταστολής, το οποίο, με
αφετηρία το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου, επιβίωσε στις επόμενες δεκαετίες, γενικεύοντας
δια της βίας το καθεστώς έκτακτης ανάγκης του Μεσοπολέμου.14

Έτσι, η κυβερνητική υπεροχή στο νομοθετικό πεδίο παράλληλα με την όξυνση των
ταξικών συγκρούσεων επέτρεψαν τη δημιουργία ενός πρόσφορου πεδίου εφαρμογής
διάφορων ποινικών και αστυνομικών πρακτικών. Πέραν, λοιπόν, του Ιδιώνυμου, τον
«ακρογωνιαίο λίθο της νομοθεσίας για την ασφάλεια του κράτους και του κοινωνικού
καθεστώτος», θεσπίστηκε μια σειρά νόμων, που καθόρισαν τα γενικά χαρακτηριστικά
του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, όπως για παράδειγμα ο περιορισμός της
ελευθερίας του τύπου, η συρρίκνωση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και η
προώθηση πειθαρχικών διώξεων των δημοσίων υπαλλήλων για πολιτικούς λόγους.
Αποκορύφωμα αποτελεί η θεσμοθέτηση ενός δραστικού μέτρου για τη δίωξη των
φρονημάτων, δηλαδή, της διοικητικής εκτόπισης «υπόπτων» και όχι ενόχων.
Συγχρόνως με αυτό το αυθαίρετο μέτρο, που επιβίωσε και τα επόμενα 50 χρόνια, οι
οπαδοί της Αριστεράς κυνηγήθηκαν και φυλακίστηκαν ανηλεώς, όχι για τη διάπραξη
βίαιων ενεργειών αλλά για την προπαγάνδιση των ιδεών τους.15

Στη συνέχεια, το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά (Αύγουστος 1936), από τη μια
αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας «κυβερνητικής τρομοκρατίας» έκτακτης φύσης που
είχε προηγηθεί με αφορμή το βενιζελικό κίνημα (Μάρτιος 1935).16 Από την άλλη
καθιέρωσε ένα νομικό πλαίσιο μόνιμης έκτακτης ανάγκης, το οποίο επέτρεψε την
εντατικοποίηση των ρυθμών για τη μετάβαση σε μια κοινωνία όπου η διοίκηση θα
ασκείται αποκλειστικά μέσω στρατιωτικό-αστυνομικών τρόπων. Πράγματι, το
μεταξικό κράτος ήταν «κατ’ εξοχήν αστυνομικό» σύμφωνα με τα φασιστικά πρότυπα
της περιόδου.17 H διάχυση του κρατικού ελέγχου με τις μορφές των κοινωνικών

13
Στο ίδιο, σελ. 45-47.
14
Ρούσσος Κούνδουρος, H ασφάλεια του καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις
στην Ελλάδα 1924-1974, Αθήνα 1978, σελ. 81-82.
15
Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, σελ. 269-271.
16 η
Σπύρος Λιναρδάτος, Πως εφτάσαμε στην 4 Αυγούστου, Αθήνα 1988, σελ. 55.
17
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, H ελληνική τραγωδία. Από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες,
μτφρ. Κ. Ιορδανίδη, Αθήνα 1981, σελ. 41.

7
φρονημάτων και της δημόσιας ασφάλειας, ανέδειξε μια νέα μορφή διακυβέρνησης
που στηρίχτηκε σε έναν ακήρυχτο πόλεμο ενάντια στον ντόπιο πληθυσμό.18

Ο θάνατος του Μεταξά, στις αρχές του 1941, και η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα
απέτρεψε την εφαρμογή ενός στοιχειώδους συνταγματικού πλαισίου, το οποίο θα
επέτρεπε την θεσμική καθιέρωση των κανόνων μιας μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης.
Ωστόσο, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης επέστρεψε πολύ γρήγορα, με την έναρξη της
ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα, στην πλέον ακραία και γενικευμένη μορφή της. H
ολοκληρωτική συγκρότηση της ναζιστικής διοίκησης επέβαλε τη διεξαγωγή ενός
στρατιωτικοποιημένου ελέγχου, που θα εγγυόταν την ασφάλεια της Βέρμαχτ και την
απομύζηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας,19 μολονότι στην πράξη
χρησιμοποιήθηκε για την κήρυξη απαγορεύσεων κυκλοφορίας, τις αυθαίρετες
συλλήψεις, τους κατ’ οίκον περιορισμούς, και φυσικά για την εξόντωση εκείνων που
αποτελούσαν κίνδυνο, τόσο για τη δημόσια τάξη όσο και για τη «φυλετική
καθαρότητα». Στην πραγματικότητα, τα έκτακτα μέτρα της, υπό συνεχούς αίρεσης,
ναζιστικής αρχής συνιστούσαν μια διαρκή κατάσταση επαγρύπνησης και έντασης για
τους κατεχόμενους πληθυσμούς, αφού για τις ανάγκες του πολέμου η επίκληση των
έκτακτων περιστάσεων εκπορεύτηκε από τα επιχειρησιακά σχέδια των γερμανικών
επιτελείων.20

H αναφορά στην κατοχική εκδοχή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης δε θα είχε θέση
στο συγκεκριμένο σημείο της παρούσας εισαγωγής, αν δεν παρατηρούσαμε την
αξιοποίηση της αυστηρής ναζιστικής νομοθεσίας, από τις κατοχικές κυβερνήσεις και
τις εγχώριες ελίτ, ως απαραίτητο μέσο για τη διάσωση του προπολεμικού
καθεστώτος. Με τη δυναμική εμφάνιση του αριστερού αντιστασιακού κινήματος, ήδη
από τα τέλη του 1942, οι δωσίλογες κυβερνήσεις αναζήτησαν βοήθεια στις κατοχικές
δυνάμεις, προκειμένου να επιβληθούν απέναντι στους «εχθρούς της τάξης». Έτσι,
συγκροτήθηκαν ένοπλα σώματα και διάφορες «εθνικές» οργανώσεις, με βασικό
κριτήριο τον άτεγκτο αντικομουνισμό. Άλλωστε ο τελευταίος, μαζί με τη
νομιμοφροσύνη, είχαν αναβαθμιστεί σε βασικές αρχές της νέας κυβερνητικής
πολιτικής, ιδίως με την άνοδο του Ράλλη στην εξουσία.21 Υπό το πρίσμα της
γενικευμένης πειθαρχίας, μοναδικής ασφαλιστικής δικλείδας της μεταπολεμικής
εξουσίας, τέθηκαν σε εφαρμογή οι πρώτοι διαχωρισμοί ανάμεσα στους

18
Για τα κατασταλτικά μέτρα της δικτατορίας του Μεταξά, βλ. Κούνδουρος, ό.π., σελ. 103-105.
19
Νίκος Παπαναστασίου-Χάγκεν Φλάισερ, Το «οργανωμένο χάος». H γερμανική κατοχική διοίκηση
ου
στην Ελλάδα», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20 αιώνα. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή-Αντίσταση
ο
1940-1945, επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ-Προκόπης Παπαστράτης, τ. Γ’, Μέρος 1 , Αθήνα 2007, 101-
149, σελ. 112-121.
20
Μια ματιά στη γερμανική στρατιωτική διαταγή του 1941, σχετικά με την εισαγωγή του ναζιστικού
ποινικού κώδικα στην Ελλάδα, αρκεί για να διαπιστώσει κανείς την παραπάνω διαπίστωση. Μάρτιν
Ζέκεντορφ, H Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά Αρχεία, μτφρ.
Θανάσης Γεωργίου, Αθήνα 1991, σελ. 57-58.
21
Κώστας Φραδέλλος, «Κατοχικές κυβερνήσεις και Έθνος. Άξονες και μεταβολές του κυβερνητικού
ου
λόγου κατά τη διάρκεια της Κατοχής», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20 αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος
ο
1922-1940, επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ-Προκόπης Παπαστράτης τ. Γ’, Μέρος 2 , Αθήνα 2002, σελ.
153-179, σελ. 174-178.

8
πειθαρχημένους πολίτες «επί τα πεπρωμένα της φυλής» και στους συμμετέχοντες σε
«ληστρικαί αναρχικαί συμμορίαι».22 Στην Ελλάδα της Κατοχής, λοιπόν, αναβίωσε το
κυρίαρχο παράδειγμα της δημόσιας ασφάλειας του Μεσοπολέμου, και, έστω κάτω
από διαφορετικούς όρους, εμφανίστηκε ως η μόνη αναγνωρισμένη τεχνική
διακυβέρνησης και επιβολής της τάξης.

Το πέρασμα από την απελευθέρωση στις πρώτες συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του
1944 στην Αθήνα, συνοδεύτηκε από την επιβολή κατάστασης πολιορκίας από την
κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία, σύμφωνα με το ΕΑΜ, είχε την πλήρη υποστήριξη
του βρετανικού επιτελείου23. Ως εκ τούτου ο αστικός χώρος, από τον Πειραιά ως την
Αθήνα, κατακερματίστηκε σε περιοχές ελεγχόμενης πρόσβασης εντός των οποίων
αρθρώθηκε το δόγμα της εξαίρεσης. Οι ποινικό-στρατιωτικές τεχνικές, που
νοηματοδότησαν το καθεστώς της εξαίρεσης των Δεκεμβριανών εκπορεύτηκαν, σε
μεγάλο βαθμό, από μια αποικιακή λογική της αντί-εξέγερσης, βασικό συστατικό της
οποίας, είναι ότι «μερικά στοιχεία μειοψηφίας« δύναται να απογυμνωθούν από κάθε
πολιτικό και νομικό δικαίωμα.24

Ο στρατιωτικός νόμος άρθηκε με την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας, ωστόσο
λίγες μέρες μετά (14 Φεβρουαρίου 1945) οι ελληνικές πόλεις τέθηκαν, για ακόμα μια
φορά, κάτω από καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Συγκεκριμένα, με την ΙΕ’ συντακτική
πράξη θεσμοθετήθηκε η ευρεία αναστολή δημόσιων ελευθεριών και η «έστω κατά
έμμεσο τρόπο» επιβολή του στρατιωτικού νόμου.25 H νέα λειτουργικότητα της
κατάστασης έκτακτης ανάγκης, μετά τις αντισυνταγματικές διαδρομές της στο
Μεσοπόλεμο, έρχεται να καταδείξει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελληνικού
κράτους, ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν αποτέλεσε μια ρήξη της
κανονικότητας αλλά μια διαρκής σταθερά εντός της. Μια σταθερά που επέτρεψε στο
κράτος να διαμορφώνει κάθε φορά τους τρόπους με τους οποίους παρεμβαίνει για τη
διασφάλιση της κοινωνικής και έννομης τάξης.26

22
Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, Ιδού η αλήθεια, Αθήνα 1948, σελ. 119 και 131. Επίσης, ο
κατοχικός πρωθυπουργός, ξεκαθαρίζει ότι στο όνομα της ασφάλειας, μοναδικός του στόχος είναι να
διατηρήσει «τον λαόν εις ησυχίαν και τάξιν». σελ. 129.
23
Βλ. στο σημείο αυτό την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου από τον βρετανό στρατηγό Σκόμπυ και
τις διαταγές του ίδιου προς το Γενικό Επιτελείο του ΕΛΑΣ. Παύλος Πετρίδης, Στη δίνη του Εμφυλίου
Πολέμου. Σπάνια ντοκουμέντα του Ε.Α.Μ (1944-1947), Αθήνα 1998, σελ. 72-73.
24
Ο βρετανικός στρατιωτικός νόμος, ο οποίος διακηρύχθηκε ευρέως στις αποικίες της
αυτοκρατορίας, πήγαζε από το κοινό δίκαιο της Αγγλίας και συνιστούσε «την απόλυτη δύναμη που
απαιτείται για τον αποκατάσταση του νόμου και της τάξης». H επιβολή του στρατιωτικού νόμου στις
βρετανικές αποικίες δεν ερμηνεύεται ως μια πράξη στη βάση των προνομίων του Στέμματος, αλλά
ως μια «κυρίαρχη πράξη» που δεν επιδέχεται κανέναν περιορισμό. Άλλωστε οι εκτεταμένες σφαγές
ντόπιων πληθυσμών, όπως για παράδειγμα στην Τζαμάικα και στο Αμριτσάρ της Ινδίας, μας δείχνει
ξεκάθαρα τον επιθετικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου μέτρου. Nasser Hussain, The Jurisprudence of
Emergency. Colonialism and the Rule of Law, University of Michigan 2003, σελ. 102-118.
25
Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 181-183.
26
Για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στον ελληνικό Εμφύλιο, βλ. Πολυμέρης Βόγλης, H αδύνατη
Επανάσταση. H κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, Αθήνα 2014, σελ. 179-184. Ο
συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», αντί του παλαιότερου όρου

9
Παράλληλα, οι μεταπολεμικές αρχές της χώρας εξακολουθούσαν να ασκούν την
εξουσία τους με βάση τους νόμους και τα διατάγματα της μεταξικής περιόδου και να
προσφεύγουν σε εξαιρετικές δικαιοδοσίες, με ρίζες στο Μεσοπόλεμο και στην
Κατοχή.27 Οι αθρόες συλλήψεις και ο εγκλεισμός που ακολουθούσε αποτέλεσαν την
πιο καθαρή μορφή των έκτακτων μέτρων της περιόδου, αφού ο μεγάλος αριθμός των
οπαδών της Αριστεράς που βρέθηκαν στις φυλακές, ξεπερνούσε τους 15.000 στα
τέλη του 1945, με τους περισσότερους να διώκονται για πολιτικούς λόγους.28
Ωστόσο, η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας δε θεμελιώθηκε μόνο στο στενό
πλαίσιο των ποινικών διατάξεων αλλά και στη στρατιωτικοποίηση της μεταπολεμικής
καθημερινής ζωής. H αφοπλισμένη Αριστερά κυνηγήθηκε από τη χωροφυλακή και
τις ένοπλες παρακρατικές ομάδες της Δεξιάς, και οι «κόκκινες» γειτονιές των πόλεων
έγιναν στόχος της αστυνομίας, ανακαλώντας πολλά από εκείνα τα στοιχεία που
χαρακτήριζαν τις πρακτικές για τη διασφάλιση της εσωτερικής τάξης των
προηγούμενων δεκαετιών.29 Είναι αλήθεια πως, αυτές οι ενέργειες δεν μπόρεσαν να
ενεργοποιήσουν και τυπικά μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, συνέβαλαν
σημαντικά στη σταδιακή διεύρυνση των προϋποθέσεων για τη δημιουργία κλίματος
μιας διαρκούς κατάστασης πολέμου ενάντια στον εσωτερικό εχθρό και στην
εμφάνιση ενός δυναμικού πλαισίου, όπου το διαρκώς μεταβαλλόμενο δίκαιο
τροφοδοτούσε τη νομική ισχύ της εξουσίας.

Οι εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946 εξασφάλισαν στη νικήτρια Δεξιά και στις
δυνάμεις του παρακράτους την απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Από την πρώτη στιγμή,
η νέα κυβέρνηση τελούσε υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης και η άμεση
προτεραιότητά της ήταν η καταπολέμηση του εσωτερικού εχθρού, δηλαδή η
κομμουνιστική απειλή αφού, σύμφωνα με τον Ελεφάντη, «τα κοινοβουλευτικά και
ειρηνικά μέσα αποδείχτηκαν αλυσιτελή εμπρός στον όγκο και τον ενάντιο
προσανατολισμό των αριστερών».30 Ωστόσο, η σταδιακή θεσμοθέτηση της έκτακτης
ανάγκης από την κυβέρνηση Τσαλδάρη, είχε μια ιδιαιτερότητα, διότι το νέο
καθεστώς της εξαίρεσης αποτέλεσε ένα εργαλείο με επικουρικό ρόλο, που είχε ως
στόχο να βοηθήσει το ελληνικό κράτος στον επερχόμενο εμφύλιο πόλεμο.
Αποκορύφωμα, ως γνωστόν, αυτής της έντονης πρωτοβουλίας της εκτελεστικής
εξουσίας, ήταν η θέσπιση του Γ΄ ψηφίσματος (18 Ιουνίου 1946) της Δ΄
Αναθεωρητικής Βουλής. Το συγκεκριμένο ψήφισμα, μαζί με τους παλαιότερους

«καθεστώς πολιορκίας». Στο έργο του Βόγλη, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης εμφανίζεται ως ένα
μεμονωμένο γεγονός, αποκομμένο από το νομοθετικό πλαίσιο του Μεσοπολέμου.
27
Ηeinz Richter, H επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα. Από τη Βάρκιζα στον Εμφύλιο Πόλεμο.
Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1946, μτφρ. Περικλής Βαλλιάνος-Γιώργος Γιάνναρης, Αθήνα 1997,
σελ. 155-156.
28
Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, σελ. 340-341.
29
Richter, ό.π., σελ. 180-181.
30
Άγγελος Ελεφάντης, «Εθνικοφροσύνη: η ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης», στο H
ο
ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967): 4 Επιστημονικό Συνέδριο
(του ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα), Πάντειο Πανεπιστήμιο, τ. Α’, 645-654, σελ. 647.

10
ενεργοποιημένους νόμους, έδωσε στην ελληνική κυβέρνηση έναν κατασταλτικό
μηχανισμό, που προσιδίαζε με την έκτακτη νομοθεσία του ναζιστικού καθεστώτος.31

Το Γ΄ ψήφισμα θέσπισε μια σειρά από έκτακτα μέτρα, όπως την αναστολή των
συνταγματικών εγγυήσεων ποικίλλων ελευθεριών (ελευθερία του συνέρχεσθαι,
άσυλο κατοικίας, δικαίωμα απεργίας) και κυρίως την αυτόματη ποινή του θανάτου
για περιπτώσεις οι οποίες αφορούσαν επιθέσεις ενάντια σε κρατικές αρχές και
ενέργειες που στόχευαν στην αυτονόμηση περιοχών της Ελλάδας. H δικαστική
διαδικασία του ψηφίσματος, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στη
Θράκη, ανατέθηκε σε έκτακτα στρατοδικεία ενώ στην υπόλοιπη χώρα σε πενταμελή
εφετεία. Παράλληλα με το Γ΄ ψήφισμα ενεργοποιήθηκαν κι άλλα μέτρα, όπως η
εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών και η λειτουργία των Επιτροπών Ασφαλείας.
Οι τελευταίες μάλιστα, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης αντικομουνιστικής
εκστρατείας, ήταν υπεύθυνες για τον «μόνιμο πληθυσμό» από Αριστερούς των
φυλακών και των νησιών της εξορίας.32 Αν και το κομμουνιστικό κόμμα δεν τέθηκε
εκτός νόμου, ωστόσο η ζωή των οπαδών του, σημαδεύτηκε στο σύνολό της, από το
οδυνηρό στίγμα της εξαίρεσης.

Αντίθετα με το Γ΄ ψήφισμα, το οποίο πλαισίωσε τις πολεμικές προπαρασκευές του


ελληνικού κράτους, ο αναγκαστικός νόμος 509/1947 σηματοδότησε την
ολοκληρωτική αντεπίθεση του κρατικού μηχανισμού αμέσως μετά την αναγγελία του
σχηματισμού της προσωρινής «κυβέρνησης» του βουνού. Με αυτό το νομοθέτημα
«το Κομμουνιστικόν Κόμμα Ελλάδος, το Εθνικόν Απελευθερωτικόν Μέτωπον (ΕΑΜ)
και η Εθνική Αλληλεγγύη προπαρασκευάσαντα και ενεργούντα την κατά της
ακεραιότητος της Χώρας προδοτικήν ανταρσίαν διαλύονται».33 Ο α.ν. 509, στο σύνολό
του, αποτελούσε μια αναβίωση του «Ιδιώνυμου» με τη διαφορά ότι οι ποινές για τους
ενόχους ήταν «ασύγκριτα αυστηρότερες». Δηλαδή, προέβλεπε τη θανατική ποινή ή τα
ισόβια δεσμά για τα αρχηγικά στελέχη και κάθειρξη για τους «απλούς
συστασιώτες».34 Την 1η Μαΐου του 1948, μετά τη δολοφονία του υπουργού Χρήστου
Λαδά, η περιοχή της πρωτεύουσας κηρύχθηκε σε κατάσταση πολιορκίας, με τη στενή
έννοια του όρου. Μέχρι τον Οκτώβριο, η κατάσταση πολιορκίας επεκτάθηκε στο
σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Με την παράλληλη επιβολή του στρατιωτικού
νόμου κορυφώθηκε και η στρατιωτικοποίηση της μητροπολιτικής καθημερινότητας
καθώς η ποινική διαχείριση των αστικών πληθυσμών διεξαγόταν με βάση «τις
ανάγκες και τις προτεραιότητες του στρατού».35

31
Richter, ό.π., σελ. 620.
32
Γιώργος Κατηφόρης, H Νομοθεσία των Βαρβάρων (Δοκίμια), Αθήνα 1975, σελ.56-57.
33
Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τ. Α’, Αθήνα 2001, σελ.
345-349.
34
Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, σελ. 350.
35
Βόγλης, ό.π., σελ. 179-181. Σχετικά με τη νομοτυπία της κατάστασης πολιορκίας του 1948, ο
Αλιβιζάτος επισημαίνει την αντικανονικότητά της διότι «σύμφωνα με το άρθρο 91 του συντάγματος
του 1864/1911 προϋπέθετε, όπως ξέρουμε, κατά πρώτο λόγο «εμπόλεμον κατάστασιν» ή γενική
επιστράτευση «ένεκεν εξωτερικών κινδύνων», πράγμα που δεν επικαλούνταν, επίσημα τουλάχιστον,
η κυβέρνηση της Αθήνας». Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 186-187.

11
Ανάμεσα σε διάφορα νομοθετήματα που θεσπίστηκαν στη διάρκεια του Εμφυλίου,
αναφερθήκαμε μόνο στο Γ΄ ψήφισμα και στον αναγκαστικό νόμο 509, διότι αυτά τα
δύο κείμενα προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη θεσμική αντίδραση του κράτους
μπροστά στη γενίκευση του εσωτερικού πολέμου αλλά και τη μόνιμη εφαρμογή μιας
παράλληλης αυταρχικής νομοθεσίας και μετά το τέλος της σύγκρουσης υπό το κλίμα
του Ψυχρού Πολέμου.36

Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, αποτέλεσμα της εφαρμογής της παραπάνω


νομοθεσίας, είχε, πέρα από τη λειτουργικότητά του ως νομικό εργαλείο καταστολής,
σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της ιδεολογικής αναδόμησης του μεταπολεμικού
καθεστώτος. Στο Μεσοπόλεμο η εφαρμογή των έκτακτων μέτρων ακολουθούσε, σε
γενικές γραμμές, την εμφάνιση της αντικομουνιστικής ιδεολογίας και τη βαθμιαία
οικοδόμηση του κράτους της ασφάλειας και της πειθαρχίας. Αντίθετα, στον Εμφύλιο
αποτέλεσε στήριγμα της νεοεμφανιζόμενης ιδεολογίας της Εθνικοφροσύνης, η οποία
αποτυπώθηκε σε κάθε πτυχή του έννομου συστήματος της περιόδου. H κατάσταση
εξαίρεσης δηλαδή, στηριζόμενη στους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της
Εθνικοφροσύνης, δε στόχευε απλώς στην πρόληψη οποιασδήποτε επαναστατικής
διαδικασίας αλλά στην ολοκληρωτική εξόντωση του αντιπάλου, αφού η συνεχής
επίκληση των κατασταλτικών μηχανισμών στον αντεθνικό χαρακτήρα των
κομμουνιστών αντιπάλων, οδήγησε στη θεσμοθέτηση της ολοκληρωτικής πρακτικής
του θανάτου. Με αυτόν τον τρόπο ένα νομικό εργαλείο του κράτους λειτούργησε με
σκοπό την πρακτική δικαίωση μιας ιδεολογίας που στρεφόταν αποκλειστικά ενάντια
«στο σώμα των αντιπάλων».37 H συνέργεια αυτή αποτυπώθηκε στα εκτελεστικά
αποσπάσματα, στις φυλακές και στα κάτεργα των νησιών της εξορίας.

Επιπλέον, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης συνέβαλε στη καλλιέργεια μιας ακόμα


έκφανσης της Εθνικοφροσύνης, συγκεκριμένα της αποκλειστικής δυνατότητας να
διαμορφώνει τα πρότυπα της πειθαρχημένης και αρμόζουσας συμπεριφοράς. Έτσι, η
αναγωγή της δημόσιας ασφάλειας στην κορυφή του νομικού και θεσμικού πλαισίου
του κράτους, εξυπηρέτησε την ομαλή ανασυγκρότηση της εγχώριας αστικής τάξης,
απαλλαγμένη πια από κάθε «αντεθνικό στοιχείο». Μια ανασυγκρότηση, που
«επιστρατεύει και διαχωρίζει»,38 εξυπηρέτησε μέσω και των εισαγόμενων

36
Οι κομμουνιστικές εξεγέρσεις αποτέλεσαν ένα χαρακτηριστικό του μεταπολεμικού κόσμου. Σε
αρκετές ευρωπαϊκές αποικίες της ΝΑ Ασίας (Μαλαισία, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Βιρμανία) ξέσπασαν
εξεγέρσεις με κοινωνικά και εθνικά αιτήματα. Διάφορες τοπικές κυβερνήσεις, στηριγμένες στη
δυτική βοήθεια, θέσπισαν νόμους έκτακτης ανάγκης για τη διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας.
H περίπτωση της Μαλαισίας, της οποίας το καθεστώς ανάγκης κράτησε από το 1948 έως το 1960,
θυμίζει αρκετά την ελληνική περίπτωση. Βλ. Cheah Boon Kheng, «The Communist insurgency in
Malaysia, 1948-1960: contesting the nation-state and social change», στο New Zealand Journal of
Asian Studies 11:1, (2009), 132-152
37
Για αυτό το χαρακτηριστικό της ιδεολογίας της Εθνικοφροσύνης, για τη «θεμιτοποίηση», δηλαδή,
του θανάτου, βλ. Ελεφάντης, ό.π., σελ. 649-650.
38
Στο ίδιο, σελ. 650.

12
διαταγμάτων εξαίρεσης, την αποκατάσταση παλαιών και νέων ημι-αποικιακών
σχέσεων εξάρτησης.39

Συμπερασματικά, αυτή η σύντομη επισκόπηση της πορείας της κατάστασης έκτακτης


ανάγκης, τόσο στο θετικό δημόσιο δίκαιο της χώρας όσο και στις κοινωνικό-
πολιτικές τις αποτυπώσεις, φαίνεται να επιβεβαιώνει τη γνωστή «θέση» του
Μπένγιαμιν, σύμφωνα με την οποία η κατάσταση έκτακτης ανάγκη «δεν είναι η
εξαίρεση αλλά ο κανόνας».40 Πράγματι, η εντεινόμενη αυταρχικότητα των κρατικών
θεσμών, ως απόρροια των μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων του Μεσοπολέμου,
ανέδειξε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως μια μόνιμη θεσμική ρύθμιση που
προστάτευσε τους κυρίαρχους τρόπους παραγωγής και τις συνακόλουθες κοινωνικές
σχέσεις της περιόδου. Στα συνέχεια, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, η
κατάσταση έκτακτης ανάγκης εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της επιβολής της κυρίαρχης
βούλησης των κατακτητών. Την ίδια στιγμή οι εγχώριες ελίτ, μπροστά στο
αναδυόμενο αντιστασιακό κίνημα της αριστεράς, είτε υπέθαλψαν τα έκτακτα μέτρα
των κατοχικών αρχών είτε αναπαρήγαν έναν «φετιχισμό της ασφάλειας»41 μέσω της
ενεργοποίησης παλαιότερων αντικομουνιστικών αντανακλαστικών. Τέλος, στον
Εμφύλιο η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν λειτούργησε μόνο ως νομικό στήριγμα
της αντί-εξέγερσης αλλά και ως ιδεολογική συνιστώσα της κρατικής επιβολής σε
κάθε πτυχή της καθημερινότητας.

39
Για την επίδραση της αμερικανικής νομοθεσίας, ιδίως πάνω στο έλεγχο της νομιμοφροσύνης των
δημοσίων υπαλλήλων, βλ. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 479-487.
40
Howard Eiland-Michael W. Jennings, Walter Benjamin. Selected writings (1938-1940), τ.Δ’, Λονδίνο
χ.χ., σελ. 392.
41
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Πόλεμοι και κυριαρχία στη νέα χιλιετία» στο Ελληνική Επιθεώρηση
Πολιτικής Επιστήμης 24:1, (2004), 11-59. Ο χαρακτηρισμός αυτός διατυπώνεται από τον Τσουκαλά,
ο οποίος στο συγκεκριμένο σημείο του άρθρου (σελ. 42-51) αναλύει τη σχέση της κυριαρχίας με την
κατάσταση ανάγκης.

13
H ιστορική συγκρότηση της θεσμικής καταστολής στην πόλη της Θεσσαλονίκης

Ο δεύτερος ερμηνευτικός άξονας της εργασίας είναι το αστικό περιβάλλον, το οποίο


προσδίδει μια κοινωνική δυναμική στην προσέγγιση της περιόδου 1946-49 στην πόλη
της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, η έννοια της κοινωνικής δυναμικής μας επιτρέπει
να μελετήσουμε τον αντίκτυπο του εμφυλίου πολέμου στις αστικές κοινωνίες και στα
συστήματα της αστικής διακυβέρνησης. H αφετηρία της διάδρασης αυτής πρέπει να
αναζητηθεί στην ταραχώδη περίοδο του Μεσοπολέμου καθώς οι πόλεις, κάτω από τις
εξαιρετικές συνθήκες της εποχής, βίωσαν τις επιπτώσεις όλων των πολύπλευρων
φαινομένων που χαρακτήριζαν τη μεσοπολεμική Ελλάδα με αποτέλεσμα το αστικό
περιβάλλον να αποτελέσει το κέντρο πολλών ιστορικών, κοινωνιολογικών και
πολεοδομικών μελετών.42

H επακόλουθη αναπροσαρμογή του πλαισίου λειτουργίας της πόλης, εντός των νέων
συσχετισμών του Μεσοπολέμου, άλλαξε ριζικά τα ζητήματα δημόσιας ασφάλειας, με
αποτέλεσμα το εσωτερικό των πόλεων να πάρει τη θέση του εξωτερικού εχθρού.
Στον πυρήνα αυτής της εξέλιξης παρατηρείται μια αυταρχική στροφή στο
περιεχόμενο και στους στόχους της αστικής διακυβέρνησης, καθώς η τελευταία
επηρεάστηκε από τις κοινωνικό-οικονομικές αλλαγές και τα ανατρεπτικά αιτήματα
των αστικών κοινωνικών κινημάτων. Οι αστικές πολιτικές, ως διαδικασίες εφαρμογής
της κρατικής επιβολής, ενσωμάτωσαν τους κραδασμούς της περιόδου και
διαμόρφωσαν με τη σειρά τους τις χωρικές διαστάσεις της καταστολής.43 Έτσι, στους
δρόμους των πόλεων και στους προσφυγικούς συνοικισμούς, παράλληλα με το
δυναμικό εργατικό κίνημα της περιόδου, αναδύθηκε κι ένα πρόσφορο πεδίο
εφαρμογής μέτρων έκτακτης ανάγκης απέναντι σε πληθυσμούς με εξεγερσιακές
τάσεις και ύποπτων για «αντεθνική» δράση. Τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας
σχέσης που διαμορφώθηκε ανάμεσα στην εξουσία και στην πόλη ήταν η κατάτμηση
του χώρου σε τόπους ελεγχόμενης πρόσβασης και η επιβολή επιθετικότερων μορφών
ελέγχου.

H χωρική και κοινωνική στοιχειοθέτηση των νέων πειθαρχικών αντιλήψεων δεν


εμφανίστηκε στον ίδιο βαθμό σε όλες τις ελληνικές πόλεις της περιόδου. Το
παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, ως μιας πόλης που συμπυκνώνει το σύνολο των
ριζικών αλλαγών της Ελλάδας του Μεσοπολέμου, καθίσταται ιδανικό προκειμένου
να μελετήσουμε τον τρόπο λειτουργίας της θεσμικής ανάσχεσης των αποκλεισμένων

42
Για την ελληνική πόλη του Μεσοπολέμου, βλ. Χρήστος Λούκος, «Μικρές και μεγάλες πόλεις», στο
ου
Ιστορία της Ελλάδας του 20 αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ, τ. Β’,
ο
Μέρος 1 , Αθήνα 2002, 133-155. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, τα αστικά κέντρα «αποτελούν,
ιδιαίτερα την περίοδο αυτή, τον κατεξοχήν χώρο σημαντικών μεταβολών: δημογραφικές
ανακατατάξεις, οικονομικές μεταλλαγές, κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις, ιδεολογικές και
πολιτιστικές αντιπαραθέσεις κ.ά », σελ. 133.
43
Για τον ρόλο του νόμου στη διαμόρφωση των «χωρικών ρυθμίσεων» και της κοινωνικής
παραγωγής του αστικού χώρου, βλ. Paul Knox-Steven Pinch, Urban Social Geography. An
introduction, Εδιμβούργο 2010, σελ. 86-112.

14
πληθυσμών στις πόλεις. Στη Θεσσαλονίκη, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του
1920, διαμορφώθηκε μια διαρκής κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία αποτέλεσε
μια συνειδητή στρατηγική της κρατικής εξουσίας, τόσο για τη διατήρηση της
κυριαρχίας της, όσο και για την καταστολή κάθε κοινωνικής αναταραχής στην
περιοχή.

Οι λόγοι για την παραπάνω εξέλιξη είναι ως ένα βαθμό γνωστοί. H Θεσσαλονίκη, στο
Μεσοπόλεμο, αποτέλεσε τη βάση του εργατικού κινήματος της χώρας, απέναντι στην
επιβολή επιθετικότερων μορφών καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Όπως πολύ εύστοχα
επισημαίνει ο Δάγκας, «εδαφικά, η οικονομική ενότητα όλου σχεδόν του χώρου της
Μακεδονίας-Θράκης, ως καπνοπαραγωγικής περιοχής, ιδιαίτερα του τριγώνου
Θεσσαλονίκη-Ξάνθη-Σέρρες, επηρέαζε τη στρατηγική του επαναστατικού κοινωνικού
κινήματος και –κατά συνέπεια- την κατασταλτική πολιτική του κράτους».44 Αν
προσθέσουμε στα παραπάνω τη ριζοσπαστικοποίηση του πληθυσμού, εξαιτίας των
δύσκολων συνθηκών διαβίωσης που προκαλούσε η κρατική αδιαφορία και η
ανεξέλεγκτη αστικοποίηση,45 τότε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Θεσσαλονίκη
σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν μια «επικίνδυνη πόλη» για την εσωτερική
ασφάλεια του κράτους.46

Αυτή η καινούργια ιδιότητα που επιφυλάσσεται για την ιστορική φυσιογνωμία της
πόλης μπορεί να γίνει κατανοητή υπό το φως των εδραιωμένων κρατικών αντιλήψεων
της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες οι μαζικές και λαϊκές κινητοποιήσεις, ακόμα και
οι ειρηνικές, συνιστούσαν σοβαρή απειλή για την εσωτερική τάξη του καθεστώτος.47
Οι κεντρικοί δρόμοι και οι φτωχές συνοικίες μετατράπηκαν σε τόπους βίαιης
αστυνομικής δράσης και επίδειξης εφαρμογής του νόμου, ενώ παράλληλα, πάνω
στους δημόσιους χώρους, άρχισε να θεμελιώνεται και να δοκιμάζεται το
αντικομουνιστικό ποινικό κράτος του Μεσοπολέμου.48 Μάλιστα, ο Φουντανόπουλος

44
Αλέξανδρος Δάγκας, Ο χαφιές. Το κράτος κατά του κομμουνισμού. Συλλογή πληροφοριών από τις
υπηρεσίες Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, 1927, Αθήνα 1995, σελ. 20.
45
Για τις πολεοδομικές ανακατατάξεις και την «κοινωνική διαίρεση» του χώρου στη Θεσσαλονίκη,
ιδίως μετά την έλευση των προσφύγων, βλ. Βίλμα Χαστάογλου, «Προσφυγική εγκατάσταση και
πολεοδομικοί μετασχηματισμοί της Θεσσαλονίκης, 1922-1930», στο H μεταμόρφωση της
Θεσσαλονίκης. H εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940). Πρακτικά ημερίδας, επιμ.
Ελένη Ιωαννίδου, Θεσσαλονίκη 2010, 43-88.
46
Σύμφωνα με τον Φουντανόπουλο, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που ευνόησαν τις βίαιες
κατασταλτικές πρακτικές στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπως η δύσκολη αφομοίωση της ευρύτερης
περιοχής στον εθνικό κορμό, η σύνδεση της πόλης με το βενιζελικό στρατόπεδο καθώς και η έντονη
παρουσία προσφυγικού και εβραϊκού στοιχείου. Είναι χαρακτηριστικό, όπως προσθέτει ο
συγγραφέας, ότι η κρατική εχθρότητα για τη Θεσσαλονίκη αντικατοπτριζόταν στον χαρακτηρισμό
της, ως περιοχή δυσμενής μετάθεσης δημοσίων υπαλλήλων και κυρίως μελών σωμάτων ασφαλείας.
Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη 1908-1936. Ηθική,
οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα 2005, σελ. 252-255.
47
Δάγκας, ό.π., σελ. 22-23.
48
Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας στάθηκαν τα γεγονότα του Μάη του 1936, κατά τη διάρκεια
των οποίων η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε θέατρο βίαιων ταραχών. Για μια συνοπτική περιγραφή
των γεγονότων και συγκεκριμένα των οδομαχιών, των κινήσεων της χωροφυλακής, των
οδοφραγμάτων, του κλίματος στην πόλη κ.ά., βλ. Δημήτρης Α. Κατσορίδας, «Φεντερασιόν και Μάης
του ʻ36: Δυο βασικοί ιστορικοί σταθμοί της πόλης της Θεσσαλονίκης ως παράδειγμα για ένα νέο

15
παρατηρεί εύλογα ότι «η ιστορία των κοινωνικών αγώνων στη Θεσσαλονίκη του
Μεσοπολέμου είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία των προσπαθειών των αντίπαλων
κοινωνικών ομάδων να αποκτήσουν τον έλεγχο σημαντικών δημόσιων χώρων της
πόλης, διότι αυτό αποτελούσε νίκη του ταξικού τους λόγου».49

H χωρική διάσταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν εδράζεται μόνο σε


ταξικούς αλλά και σε φυλετικούς διαχωρισμούς. Συγκεκριμένα, η αυξανόμενη
στρατιωτικοποίηση της καθημερινότητας, όπως αυτή εμφανιζόταν στις συνεχείς
συγκρούσεις των αστυνομικών δυνάμεων με εργάτες, παρουσιάστηκε και στις
περιοχές των Εβραίων της πόλης (Βαρδάρη, Χαριλάου, 151 και Κάμπελ), οι οποίες
μετατράπηκαν σε πεδία επιχειρήσεων παραστρατιωτικών ομάδων, με αντισημιτικά
και φασιστικά χαρακτηριστικά.50 H συμμετοχή, μάλιστα, αυτών των ομάδων σε
απεργοσπαστικές κινήσεις και σε επιθέσεις εναντίον διαδηλωτών,51 μας δείχνει ότι η
κήρυξη της γενικευμένης έκτακτης ανάγκης νομιμοποίησε τη βία που ασκήθηκε στο
πλαίσιο της πειθάρχησης των κοινωνικών αγώνων και, συγχρόνως, κανονικοποίησε
κάθε είδος αποκλεισμού και εξαίρεσης σε οποιαδήποτε περιοχή της Θεσσαλονίκης.

Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, τα σημαντικότερα πολιτικά και οικονομικά


κέντρα εξουσίας της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου, προσαρμόστηκαν στο νέο
περιβάλλον μέσω της προσήλωσής τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, σε δυο
βασικές αρχές: στην απαρέγκλιτη αποδοχή της συνέχειας του αστικού κράτους και
στη διατήρηση της προπολεμικής ηγετικής τους θέσης.52 Ο προπολεμικός πολιτικός
κόσμος της πόλης έμοιαζε να αντιμετωπίζει τη γερμανική κατοχή ως μια
«παρένθεση», ως σύντομη εκτροπή, αρκετά χρήσιμη ώστε να διατηρήσει τη θέση του
και να εξασφαλίσει στη χώρα μια κρατική διοίκηση ικανή να αντιμετωπίσει τις
πιθανές δυσκολίες που θα προέκυπταν από την εξέλιξη του πολέμου.

Ωστόσο, πολύ γρήγορα, μετά τη δυναμική εμφάνιση των αριστερών αντιστασιακών


δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ενεργοποιήθηκαν τα προπολεμικά αισθήματα
ανασφάλειας των τοπικών ελίτ, οι οποίες συνέργησαν, μαζί με δεξιές οργανώσεις της
πόλης, στη δημιουργία αμυντικών μηχανισμών και στην παράλληλη ενδυνάμωσή
τους, εκμεταλλευόμενοι το αυταρχικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης της ναζιστικής
νομοθεσίας.53 Συγχρόνως, ο αντικομουνισμός, που αποτέλεσε τον κοινό ιδεολογικό

εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα σήμερα», στο Θεσσαλονίκη: Μια πόλη σε μετάβαση, 1912-2012,


επιμ. Δημήτρης Καιρίδης, Θεσσαλονίκη 2015, 300-315, σελ. 307-312.
49
Φουντανόπουλος, ό.π., σελ. 251.
50
Γιάννης Παναγιωτίδης, H πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 42-43.
51
Γιάννης Ταμτάκος, Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 79-80.
52
Στράτος Ν. Δορδανάς-Βάϊος Καλογριάς, «H πρωτεύουσα του Βορρά: πολιτικές και κοινωνικές
δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ʻ40» στο Θεσσαλονίκη. Επιστημονική επετηρίδα του
Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκη του Δήμου Θεσσαλονίκης, τ. 7, Θεσσαλονίκη 2008, 363-379, σελ. 363-
364.
53
Για τις τοπικές οργανώσεις, που ιδρύθηκαν από σημαντικούς παράγοντες του προπολεμικού
πολιτικού προσωπικού και γενικότερα του αστικού κόσμου, όπως το «Εθνικό Συμβούλιο
Μακεδονίας» (1942), το «Εθνικό Κέντρο» και την «Ένωση Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης»
(καλοκαίρι 1944), βλ. Στο ίδιο, σελ. 368-369 και 371.

16
παρανομαστή διάφορων εθνικοφρόνων οργανώσεων της πόλης, διαπότισε τους
φόβους της διασάλευσης της κοινωνική τάξης. Έτσι, κατά την περίοδο της Κατοχής
στην πόλη της Θεσσαλονίκης αναβίωσε το κυρίαρχο παράδειγμα της δημόσιας
ασφάλειας του Μεσοπολέμου, και, έστω κάτω από διαφορετικούς όρους,
εμφανίστηκε ως η μόνη αναγνωρισμένη τεχνική διακυβέρνησης και επιβολής της
τάξης.

H σπουδαιότητα της ασφάλειας γίνεται εμφανής στα λόγια του Αθανάσιου


Χρυσοχόου, Γενικού Επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας, μετά την ανάληψη των
νέων του καθηκόντων: «H διατήρησις της τάξεως και ησυχίας και η εμπέδωσις του
αισθήματος της ασφάλειας των πολιτών θ’ αποτελέσουν το κύριο μέλημά μου»,54 ενώ,
προκειμένου να υποσκάψει την επιρροή του ΕΑΜ στην πόλη, στιγματίζει ως
προδοτική τη δράση του «δέσμιον των εντολών, ας ελάμβανεν από τη Σοβιετική
Πατρίδα του και υποχείριον των διεπόντων την εν Μακεδονία δράσιν του
βουλγαροκομμουνιστών». 55 Οι ελληνικές επίσημες αρχές, δηλαδή, δεν εμφανίζονται
μόνο ως συνεχιστές του προπολεμικού κρατικού μηχανισμού αλλά και ως επίσημοι
φορείς του συλλογικού εθνικού συμφέροντος μεταφέροντας, κατά το δοκούν, το
δόγμα της ασφάλειας από το εξωτερικό στο εσωτερικό και αντίστροφα.

H χωρική μορφή της κατάστασης πολιορκίας, στην κατοχική Θεσσαλονίκη, έλαβε


την εξής διάταξη: οι κατακτητές κατασκεύασαν ζώνες ασφαλείας γύρω από πυρήνες
στρατηγικής σημασίας, όπως λιμάνι, αεροδρόμια, σιδηροδρομικός σταθμός.
Επιπλέον, δεκάδες κτίρια, στο κέντρο της πόλης, επιτάχθηκαν προκειμένου να
στεγάσουν διάφορες γερμανικές υπηρεσίες. Τα αντιστασιακά δίκτυα της Αριστεράς
δραστηριοποιήθηκαν στους εργατικούς και προσφυγικούς συνοικισμούς. Ανάμεσα σε
αυτούς τους δύο χώρους υπήρχαν διάσπαρτοι θύλακες όπου οι Γερμανοί
πραγματοποιούσαν τα θανατηφόρα σχέδιά τους στο όνομα της ασφάλειας τόσο του
εσωτερικού όσο και της διεξαγωγής του πολέμου. Το στρατόπεδο του Παύλου Μελά,
το Επταπύργιο, το Κόκκινο Σπίτι και ο Γαλλικός ποταμός, συνέδεσαν το όνομά τους
με τον βαρύ «φόρο του αίματος» που πλήρωσε ο λαός της Θεσσαλονίκης. Πλάι σε
αυτούς τους, στρατηγικούς για την κατάσταση πολιορκίας, θύλακες υπήρχαν στο
κέντρο διάφορα ορμητήρια παραστρατιωτικών σχηματισμών Ελλήνων συνεργατών
των Γερμανών με αντικομουνιστικό και αντισημιτικό προσανατολισμό. Οι ομάδες
του αντισυνταγματάρχη Πούλου, του Βήχου και του Δάγκουλα, εξοπλισμένες από

54
Νέα Ευρώπη-Απογευματινή (Κοινή Έκδοσις), 8 Οκτωβρίου 1944. Από την άλλη, ο Μητροπολίτης
Γεννάδιος προτάσσει το ζήτημα της διασφάλισης της εσωτερικής τάξης, ως απαραίτητο όρο για την
απρόσκοπτη διανομή τροφίμων από τον Ερυθρό Σταυρό. Νέα Ευρώπη-Απογευματινή (Κοινή
Έκδοσις), 25 Οκτωβρίου 1944.
55
Αθανάσιος Ι. Χρυσοχόου, H Κατοχή εν Μακεδονία. H δράσις του Κ.Κ.Ε., τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1949,
σελ. 38. Αναλυτικά για την επιβολή του αντικομουνιστικού παράγοντα στις ελληνικές κατοχικές
κυβερνήσεις, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας ενός δυναμικού ντόπιου αριστερού
κινήματος αντίστασης, βλ. Κώστας Φραδέλλος, «Κατοχικές κυβερνήσεις και Έθνος. Άξονες και
μεταβολές του κυβερνητικού λόγου κατά τη διάρκεια της Κατοχής», στο Ιστορία της Ελλάδας του
ου
20 αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ-Προκόπης Παπαστράτης τ. Γ’,
ο
Μέρος 2 , Αθήνα 2002, σελ. 153-179, 174-176.

17
τους Γερμανούς, σκορπούσαν τον τρόμο σε όλη την πόλη, ιδίως όμως στον «κόκκινο
δακτύλιο» των προσφυγικών και εργατικών περιοχών.56

Λαϊκές γειτονιές, όπως η Καλαμαριά, η Άνω Πόλη, η Νεάπολη, οι Αμπελόκηποι και


η Ευκαρπία έγιναν στόχος καθημερινών μπλόκων και επιθέσεων από τους Γερμανούς
και τους συνεργάτες τους. Ειδικότερα λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση της
πόλης, οι συνοικίες της Άνω Πόλης, οι οποίες ελέγχονταν εξολοκλήρου από
εγκατεστημένες εαμικές αρχές και από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, είχαν μετατραπεί σε
πεδίο σφοδρών συγκρούσεων.57 Τέλος, επιθέσεις δέχτηκε το εργατικό κέντρο από την
ασφάλεια, ιδίως όταν διεξάγονταν συζητήσεις για θέματα σχετικά με την Αντίσταση
και τη γερμανική κατοχή.58 H στρατιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, από τις
κατοχικές δυνάμεις και τους έλληνες συνεργάτες τους καθώς και ο αποκλεισμός
περιοχών αντίστασης και φορέων νέων κοινωνικών οραμάτων, εξυπηρέτησαν τον
τοπικό κανόνα ασφάλειας των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τόσο εκείνων που
κράτησαν «αποστάσεις ασφαλείας» απέναντι στους Γερμανούς όσο και εκείνων που
στήριξαν ανοιχτά το κατοχικό καθεστώς. Στην παρακάτω δήλωση του Χρυσοχόου
διαφαίνεται ανάγλυφα ο τρόπος με τον οποίο οι ελληνικές αρχές ερμηνεύουν τη νέα
πραγματικότητα που διαμόρφωσε η αντίσταση των λαϊκών στρωμάτων:

«Ο γερμανικός και βουλγαρικός στρατός μόνον τις κομμουνιστικές συμμορίες και τους
βοηθούς του καταπολεμούν. Αυτούς δηλαδή, που διαταράσσουν διαρκώς τάξη και
ασφάλεια. Οι συμμορίες αυτές ένα μόνο σκοπό έχουν· να καταστρέφουν, να λεηλατούν,
να τρομοκρατούν, για να μπορούν να ζουν χωρίς κόπο εις βάρος των φιλήσυχων
πολιτών».59

H κλιμακούμενη υπαγωγή της καθημερινής ζωής των Θεσσαλονικέων στους


μηχανισμούς και στα σχέδια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης κορυφώθηκε με την
γκετοποίηση του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης, που προηγήθηκε του εκτοπισμού
στα στρατόπεδα του θανάτου. H διαδικασία της γκετοποίησης συνοδεύτηκε από
διάφορα φυλετικά μέτρα, όπως την απαγόρευση κυκλοφορίας, τον στιγματισμό με το
κίτρινο αστέρι στα ρούχα, την απαγόρευση κάθε συζήτησης με μη Εβραίους, κ.ά. Στα
γκέτο της συνοικίας των Εξοχών, της Συγγρού και του Χίρς υλοποιήθηκε η απόλυτη
κατάσταση εξαίρεσης, μέσω της δημιουργίας ενός περίκλειστου χώρου, όπου οι
διαμένοντες σε αυτόν κάτοικοι βίωσαν μια νέα εμπειρία της πόλης, τρομακτικά

56
Για μια συνοπτική παρουσίαση της γερμανικής κατοχής της Θεσσαλονίκης, βλ. Άννα Μαρία
Δρουμπουκή-Ιάσονας Χανδρινός, H Θεσσαλονίκη κατά τη Γερμανική Κατοχή. Συλλογή Φωτογραφιών
Βύρωνα Μήτου, Αθήνα 2014, σελ. 19-41.
57
Για λεπτομερή περιγραφή των μπλόκων σε Καλλιθέα, Νέα Ευκαρπία και Καλαμαριά, βλ. Ανδρέας
Βενιανάκης, Δάγκουλας, ο «δράκος» της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην ιστορία των Ταγμάτων
Ασφαλείας επί Κατοχής (1941-1944), Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 171-192. Επίσης, για διάφορες
επιθέσεις και μπλόκα, βλ. Παναγιωτίδης, ό.π., σελ. 155 και 171-173.
58
Νίκος Α. Μαραντζίδης, «Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη 1941-1983», στο Το
εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης. H ιστορική φυσιογνωμία του, επιμ. Γιώργος
Αναστασιάδης, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 164-300, 171.
59
Αθανάσιος Ι. Χρυσοχόου, H Κατοχή εν Μακεδονία. H δράσις της βουλγαρικής προπαγάνδας 1943-
1944, τ. Β’, τχ. Β’, Θεσσαλονίκη 1950, σελ. 265.

18
μοναδική.60 Αν προσθέσουμε στα παραπάνω τις βιωμένες εμπειρίες διώξεων και
πογκρόμ του Μεσοπολέμου καθώς και τη στάση των ελληνικών τοπικών αρχών στις
περιπτώσεις του εξευτελισμού στην πλατεία Ελευθερίας και της καταστροφής του
εβραϊκού νεκροταφείου, διαπιστώνουμε ότι η καθημερινότητα των Εβραίων της
Θεσσαλονίκης, από τον Μεσοπόλεμο έως την Κατοχή, βρέθηκε σε ένα καθεστώς
ασφυκτικής επιτήρησης που διαπερνιόταν από τη βία των εκάστοτε ισχυρών.

Στις 30 Οκτωβρίου του 1944, το κατοχικό καθεστώς κατέρρευσε μετά την


αποχώρηση των τελευταίων γερμανικών δυνάμεων και την είσοδο των ανταρτών της
Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των αστικών
κύκλων της πόλης, που πρότειναν λύσεις έκτακτης ανάγκης, όπως τη χρήση ένοπλων
τμημάτων της αντικομουνιστικής οργάνωσης «Εθνικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ)
ενάντια στον ΕΛΑΣ, η Θεσσαλονίκη πέρασε στα χέρια του ΕΑΜ.61 Οι εκδηλώσεις
χαράς, «απ’ άκρη σ’ άκρη» στην πόλη, αντικατέστησαν το κλίμα του φόβου και των
απαγορεύσεων της Κατοχής.62 Ακολούθως, η βραχύβια περίοδος της Εαμοκρατίας
(Νοέμβριος 1944-μέσα Φεβρουαρίου 1945), αν και δε σημαδεύτηκε από τις
αντίστοιχες συγκρούσεις της Αθήνας, χαρακτηρίστηκε από το τεταμένο κλίμα που
είχαν καλλιεργήσει η παρουσία των εγκατεστημένων βρετανικών δυνάμεων στις
ανατολικές παρυφές της πόλης και το ανεπίσημο «εμπάργκο» της ελληνικής
κυβέρνησης ενάντια στις τοπικές εαμικές αρχές.63 Για τον κόσμο της πόλης, η
κατάσταση αυτή, συνιστούσε ένα ιδιότυπο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, το οποίο
επιδείνωνε η έλλειψη τροφίμων, οι κατεστραμμένες συγκοινωνίες και η αγωνία για
τις εξελίξεις στην Αθήνα.64

Μετά τη Βάρκιζα, η διαδικασία της ανασύστασης των κρατικών αρχών στη


Θεσσαλονίκη έλαβε, όπως και σε άλλες πόλεις, τη μορφή ενός «τοπικού
πραξικοπήματος» περιορισμένων διαστάσεων, με στόχο το ξερίζωμα όλων των
φορέων της Αντίστασης.65 Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας ήταν η
καθημερινή προσβολή κατεστημένων ατομικών δικαιωμάτων και η γενίκευση της
φυσικής καταστολής. Έτσι, μετά την αποχώρηση των εαμικών αρχών, «γέμισε η
Θεσσαλονίκη με Ριμινίτες Ιερολοχίτες, Χίτες και τμήματα της νεοσύστατης
Εθνοφρουράς, που σ’ αυτή βρήκαν θέση και πολλοί άντρες των Ταγμάτων
Ασφαλείας».66 Οι καθημερινές πρακτικές, τόσο των κρατικών αρχών, όσο και του
παρακράτους, δε διέφεραν αρκετά από τις μεθόδους των ακροδεξιών συμμοριών του

60
Μαρία Καβάλα, H Θεσσαλονίκη στη γερμανική κατοχή (1941-1944). Κοινωνία, οικονομία, διωγμός
Εβραίων, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου
Κρήτης, Ρέθυμνο 2009, σελ. 300. Για την καθημερινή εμπειρία στα γκέτο, βλ. Ανδρέας Λ. Σεφιχά,
Αναμνήσεις μιας ζωής και ενός κόσμου, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 60-61.
61
Δορδανάς-Καλογριάς, ό.π., σελ. 372-373.
62
Ελευθερία Δροσάκη, Εν Θεσσαλονίκη… από τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση, Αθήνα
1985, σελ. 131.
63
Μάρκος Βαφειάδης, Απομνημονεύματα 1940-1944, τ. Β’, Αθήνα 1985, σελ. 230-232.
64
Δροσάκη, ό.π., σελ. 140.
65
Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 92.
66
Δροσάκη, ό.π., σελ. 146.

19
Μεσοπολέμου και των Γερμανών κατακτητών. H Δροσάκη περιγράφει μερικές
χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

«Δρούσαν ανενόχλητοι και μέσα και έξω από τη Θεσσαλονίκη […] Έδερναν Ελασίτες
και Εαμίτες, κούρευαν Επονίτισσες, έσκιζαν εφημερίδες, συκοφαντούσαν… Έκαναν
επιδρομές και καταστρέφανε τυπογραφικές εγκαταστάσεις, λέσχες, γραφεία …Πετούσαν
χειροβομβίδες σε κινηματογράφους που έπαιζαν ρωσικά έργα […] Και δεν κυνηγούσαν
μόνο αυτοί, κυνηγούσε και η Αστυνομία και το επίσημο κράτος με τα κακουργιοδικεία
του, τα στρατοδικεία του και τα πιστοποιητικά του»67

Ωστόσο, μέχρι τις εκλογές του 1946 η Θεσσαλονίκη δε βίωσε την ένταση των βίαιων
πρακτικών της υπαίθρου. Πέρα από το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας, που
δημιούργησαν οι καθημερινές απειλές και επιθέσεις κατά των στελεχών της
Αριστεράς, στην πόλη δεν εφαρμόστηκε ρητά η κατάσταση πολιορκίας. Όμως τα
πράγματα άλλαξαν με το Γ’ ψήφισμα, το οποίο αφού αναγνώρισε την απειλή,
επανέφερε και την ανάγκη.68 H Θεσσαλονίκη «ήταν σαν μια πολιορκημένη πόλη»
καθώς η στρατιωτικοποίηση της αστυνόμευσης και της καταστολής έφτασε σε
πρωτοφανή επίπεδα.69 Τα μπλόκα σε γειτονιές, οι μαζικές συλλήψεις, οι εκτοπίσεις, η
φίμωση του τοπικού τύπου και οι εκτελέσεις στο Επταπύργιο, συνέθεταν την
καθημερινότητα της πόλης την περίοδο του Εμφυλίου και συγχρόνως
αστικοποιούσαν τα προτάγματα της ιδεολογίας της προσταγής και του τρόμου.

Στη Θεσσαλονίκη, η κατάσταση της εξαίρεσης δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας


έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση μιας εξωτερικής απειλής. Αντίθετα, η
διαρκής επιτήρηση ενός αστικού περιβάλλοντος, που διατρεχόταν από κοινωνικές
εντάσεις, μετέτρεψε την εξαίρεση σε «τοπικό κανόνα» και η θεσμοποίηση της βίας
διαφύλαξε την ταξική συγκρότηση του αστικού χώρου. Ειδικότερα, θα τολμούσαμε
να πούμε, ότι η κρατική καταστολή στην πόλη, την περίοδο 1946-49, θύμιζε τα
«χωρικά πειράματα» αποικιακής λογικής και έμπνευσης.70 Το σχήμα του Fanon71
είναι ενδεικτικό, καθώς ο κόσμος της πόλης στον Εμφύλιο ήταν κομμένος στα δύο,
όπως άλλωστε και ο κόσμος των αποικιών. Μάλιστα, τα σύνορά τους ορίζονταν «από
τους στρατώνες και τ’ αστυνομικά τμήματα» και η αστική διακυβέρνηση
τροφοδοτήθηκε από τις επιτροπές ασφαλείας και τα κελεύσματα του χωροφύλακα.

67
Στο ίδιο, σελ. 147.
68
Σχετικά με τις πόλεις στον Εμφύλιο, βλ. Βόγλης, ό.π., σελ. 184-210.
69
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν… αυτοβιογραφικά κείμενα, Θεσσαλονίκη
1999, σελ. 156.
70
Σχετικά με την εφαρμογή στρατιωτικών πρακτικών του αποικιοκρατούμενου κόσμου στις δυτικές
μητροπόλεις, βλ. Stephen Graham, Cities under siege. The new military urbanism, New York 2011,
σελ. 12.
71
Frantz Fanon, Της γης οι κολασμένοι, μτφρ. Αγγέλα Αρτέμη, Αθήνα 1982, σελ. 12.

20
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: H ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚH ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣH
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ (1946-1949)

«Πηγαίναμε σαν παγωμένοι μέσα στην έρημη πόλη»

H χωρική αποτύπωση της καταστολής

Ο εμφύλιος πόλεμος προκάλεσε τον ριζικό επανασχεδιασμό της δημόσιας τάξης των
μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Καθοριστική θέση σ’ αυτή τη διαδικασία
κατέλαβε η στρατιωτική διαχείριση της ασφάλειας των πόλεων, αφού μέσω της
στρατιωτικοποίησης των επιχειρήσεων καταστολής έγινε δυνατή η δημιουργία ενός
ασφαλούς περιβάλλοντος, τόσο για την ανασυγκρότηση των ανανηψάντων κρατικών
δομών στην πόλη όσο και για τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς των κυβερνητικών
δυνάμεων. Για την υλοποίηση αυτού του επανασχεδιασμού κρίθηκε απαραίτητη η
συντονισμένη δράση της αστυνομίας και του στρατού ώστε η εσωτερική άμυνα να
συνδεθεί άμεσα με την εξωτερική. Άλλωστε, η μεθοδικότητα με την οποία οξύνθηκαν
οι κατασταλτικές πρακτικές εντός των πόλεων δεν είναι ανεξάρτητη από την
απόφαση των ελληνικών κυβερνήσεων να αποκλείσουν τις δυνάμεις των ανταρτών
από τα οφέλη, με πρακτική και συμβολική σημασία, που θα μπορούσε να προσφέρει
ο αστικός χώρος για την επιτυχία των προσπαθειών τους.72

Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, για την εξέταση του φαινομένου του βίαιου
ανασχεδιασμού των πόλεων κατά τον Εμφύλιο, καθίσταται ενδιαφέρον εξαιτίας των
πολλών ιδιαιτεροτήτων της περιοχής σ’ αντίθεση με τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά
κέντρα της χώρας. Καταρχάς, για το συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής κοινωνίας
η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη σπουδαιότερη πόλη μιας περιοχής όπου συγκροτείται η
απώτατη «γραμμή άμυνας του Ελληνισμού» απέναντι στις βόρειες γειτονικές χώρες
όπου εντοπίζεται η «θανάσιμη απειλή» του έθνους.73 Πέρα από τις ιδεολογικές και
συμβολικές εκφάνσεις της τοπικής ιδιαιτερότητας, στη Θεσσαλονίκη είχε την έδρα
του το Γ΄ ΣΣ, η ζώνη ευθύνης του οποίου εκτεινόταν από τον Βόρα, το Βέρμιο και
τον Όλυμπο μέχρι τον Έβρο. Ήταν δηλαδή μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για
την ομαλή διεξαγωγή των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από τη Νάουσα και την
Κατερίνη μέχρι το Σκρα και το Σουφλί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πόλη να
μετατραπεί πολύ γρήγορα σε ακριτικό στρατιωτικό οχυρό στο μυχό ενός
περίκλειστου περιβάλλοντος. H απομόνωση και η ασφυκτική συνθήκη, που

72
Για τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το αστικό περιβάλλον σε μια εξέγερση, βλ. Gregory John
Ashworth, War and the city, New York 1991, σελ. 88.
73
Γι’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς, βλ. Άγγελος Ελεφάντης, «Απ’ την εθνική έξαρση στο περιθώριο»
στο Ο Πολίτης 120, (1992), 28-36. Αξίζει να σημειώσουμε την παρατήρηση του Μαργαρίτη, σύμφωνα
με την οποία η προτεραιότητα του βόρειου μετώπου για το κυβερνητικό επιτελείο αντανακλάται και
στη γεωγραφική ιδιαιτερότητα των ποινικών διατάξεων του Γ΄ Ψηφίσματος, αφού τα διωκόμενα
αδικήματα στη Βόρεια Ελλάδα θεωρήθηκαν «ότι στρέφονταν ευθέως κατά του έθνους σε όφελος
των Βόρειων αλλόφυλων γειτόνων». Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 242.

21
συνέθεταν την εικόνα του υπεραστικού χώρου της Θεσσαλονίκης, αποτυπώνονται
στο παρακάτω απόσπασμα:

«H Μακεδονία έχει ουσιαστικά αποκοπεί από τον κορμό της Ελληνικής Πατρίδος. Δύο
είναι οι κύριες οδικές αρτηρίες που συνέδεαν τη Βόρεια Ελλάδα με τη Θεσσαλία και το
κέντρο. Ο δρόμος Κατερίνης-Ολύμπου προς Ελασσόνα-Λάρισα και ο δρόμος Κοζάνης-
Σαρανταπόρου προς Λάρισα. Ελέγχονται και οι δύο σε διάφορα σημεία από τις
συμμορίες. Από τον πρώτο δεν περνάει πια κανένας. Και για να περάσει από τον
δεύτερο πρέπει να οργανωθεί και να ενεργηθεί ολόκληρη στρατιωτική επιχείρηση, με
συνεργεία περισυλλογής ναρκών επικεφαλής και θωρακισμένη συνοδεία […] Μόνο η
θάλασσα, το αεροπλάνο και ο ασύρματος ενώνουν πια ασφαλώς την Μακεδονία με την
υπόλοιπη Ελλάδα»74

Η ύπαρξη της παραπάνω διαμορφωθείσας κατάστασης συνέβαλε στην εμφάνιση ενός


σύνθετου και αλληλένδετου πλέγματος λειτουργιών σε ολόκληρη την επικράτεια της
Θεσσαλονίκης, με στόχο τον απόλυτο έλεγχο του δημόσιου χώρου από τους
κρατικούς μηχανισμούς καταστολής και την εφαρμογή της κατάστασης έκτακτης
ανάγκης σε κάθε πτυχή της αστικής διακυβέρνησης. Η πολεοδομική διάταξη στο
σύνολό της έγινε αντικείμενο στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενώ η εμπέδωση της τάξης
και της ασφάλειας στο εσωτερικό της πόλης αποτέλεσε προτεραιότητα, μιας και στις
αρχές των συγκρούσεων η σαφής οριοθέτηση του εξωτερικού μετώπου συνιστούσε
μια δύσκολη διαδικασία.

Στις αρχές του 1947, οι περιπτώσεις συναγερμού της φρουράς της πόλης συνδέονταν
με εκδήλωση «απεργιών ή ταραχών επικινδύνου μορφής». Ο σκοπός της
κινητοποίησης των σωμάτων ασφαλείας ήταν η διατήρηση της τάξης στην πόλη ή «εν
περιπτώσει διασαλεύσεως, άμεσος αποκατάστασις αυτής», και η εξουδετέρωση
οποιασδήποτε προσπάθειας των «αναρχικών». Για την ομαλή εξέλιξη του «σχεδίου
συναγερμού», εκτός από τις προληπτικές συλλήψεις που θα εξετάσουμε παρακάτω,
ήταν απαραίτητος ο έλεγχος των ζωτικών «δια την ζωήν της πόλεως σημείων» και ο
έλεγχος της κυκλοφορίας «εν αυτή και εις τας εισόδους αυτής». Επιπλέον, για την
ταχεία εφαρμογή του επιτελικού σχεδίου της τοπικής φρουράς, έπρεπε να υπάρχουν
ισχυρές δυνάμεις με δυνατότητα επέμβασης «προς οιονδήποτε σημείον, εντός ή και
εκτός της πόλεως».75

Οι χωρικές εκφάνσεις του παραπάνω σχεδίου οδήγησαν στο ριζικό ανασχεδιασμό του
αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα η επιτήρηση της πόλης ανατέθηκε
σε τέσσερεις τομείς με τις κωδικές ονομασίες «Κρόνος, Ερμής, Άρης και Ουρανός»,
όπου ο κάθε τομέας συγκροτούσε ένα αυτοτελές και ανεξάρτητο συγκρότημα με
δυνάμεις στρατού. Υπεύθυνο για την ασφάλεια των ανατολικών περιοχών της πόλης
ήταν το συγκρότημα «Κρόνος», με τη φρούρηση των αεροπορικών εγκαταστάσεων
των αεροδρομίων Μίκρας και Σέδες, των τροχιοδρομικών «εγκαταστάσεων και

74
Αναφέρεται στο Κουζινόπουλος, Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ού
αιώνα, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 75-76.
75
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 10-Α-85.

22
συνεργείων» στο Ντεπώ και τον έλεγχο των εισόδων της πόλης από το Πανόραμα και
τη Γεωργική Σχολή. Το συγκρότημα «Άρης» έλεγχε ζωτικές εγκαταστάσεις του
κέντρου, π.χ. τις φυλακές του Επταπυργίου, το στρατόπεδο του Παύλου Μελά και
διάφορες αποθήκες πυρομαχικών. Ο δυτικός τομέας βρισκόταν κάτω από την
επίβλεψη του συγκροτήματος «Ουρανός», το οποίο έλεγχε την κυκλοφορία «επί των
οδών Λαγκαδά και Μοναστηρίου» και φρουρούσε μεγάλες αποθήκες πυρομαχικών και
καυσίμων στο Ντουντουλάρ (Διαβατά) και στο «Ζέϊντελίκ». Τέλος, το συγκρότημα
«Ερμής» συνεπικουρούσε τα υπόλοιπα τρία και διέθετε δυνάμεις με σκοπό τη
γρήγορη επέμβαση σε όποιο μέρος της πόλης βρισκόταν σε κίνδυνο. Πλάι στο στρατό
δρούσαν δυνάμεις χωροφυλακής, οι οποίες υπάγονταν κάτω από τις διαταγές του
διοικητή του Γ΄ΣΣ και συνεργάζονταν αρμονικά με τις στρατιωτικές αρχές. Γενικά, οι
δραστηριότητες της τοπικής χωροφυλακής επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την
καθημερινότητα της πόλης, καθώς ανάμεσα στις πολλές αρμοδιότητές της ήταν ο
έλεγχος της κυκλοφορίας των οχημάτων και των πολιτών «δια περιπόλων και
φυλακίων εις επίκαιρα σημεία», η φρούρηση δημόσιων υπηρεσιών και τραπεζών
κ.ά..76

Το στρατιωτικό σχέδιο για την ασφάλεια της Θεσσαλονίκης διαπνεόταν από ένα
συγκεκριμένο δόγμα, ότι οι στρατιωτικές εφαρμογές, σε όλο τους το φάσμα, έπρεπε
να εποικίζουν σε κάθε πτυχή του δημόσιου χώρου της πόλης. Η διαδικασία αυτή
έβρισκε την πιο ξεκάθαρη εφαρμογή της στα πολλαπλά σημεία ελέγχου, τόσο σε
συνολικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο της γειτονιάς, που έστηναν με επιμέλεια οι
δυνάμεις καταστολής, καθώς και στα καθημερινά μπλόκα των «κόκκινων» συνοικιών
της πόλης, που συνέβαλλαν στη στρατιωτικοποίηση των τεχνικών εντοπισμού και
στοχοποίησης των αριστερών πολιτών.

Από το καλοκαίρι του 1946, εφαρμόστηκαν έκτακτα μέτρα ασφαλείας που


αφορούσαν τον έλεγχο των σημείων εισόδου και εξόδου της πόλης. H μετακίνηση
από και προς τη Θεσσαλονίκη συνιστούσε μια δύσκολη διαδικασία, διότι οι κύριοι
μεταφορικοί άξονες εισόδου και εξόδου, όπως δρόμοι, γέφυρες, λιμάνι, αεροδρόμια
και σιδηροδρομικός σταθμός ελέγχονταν από δυνάμεις χωροφυλακής. Στα σημεία
εισόδου διεξαγόταν εξονυχιστικός «αστυνομικός έλεγχος πραγμάτων και προσώπων».
H διαδικασία όμως δε σταματούσε εκεί, αφού στη συνέχεια οι «άνω των 14 ετών,
αμφοτέρων των φύλων» έπρεπε μέσα σε 24 ώρες να εμφανιστούν στο αστυνομικό
τμήμα και να δηλώσουν τα προσωπικά τους στοιχεία και τη διεύθυνση διαμονής τους.
Με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα ελέγχονταν τα υπεραστικά λεωφορεία, οι οδηγοί
των οποίων έπρεπε να κατέχουν μια λίστα με καταγεγραμμένα τα στοιχεία των
επιβατών και των αντικειμένων ή εμπορευμάτων που μετέφεραν.77

76
Στο ίδιο. Όπως μας πληροφορεί το έγγραφο, τη δύναμη της τοπικής φρουράς συμπλήρωναν
σώματα ειδικών δυνάμεων (ΛΟΚ) με έδρα τη Λητή, δυνάμεις της Χ και ΧΙ Μεραρχίας «εντός των
στρατώνων» του Πεδίου του Άρεως, ναυτικές δυνάμεις για την εξασφάλιση πλωτών μέσων, και τέλος
αεροπορική υποστήριξη δύναμης τεσσάρων αεροσκαφών σε ετοιμότητα για άμεση απογείωση.
77
Ελληνικός Βορράς, 13 Αυγούστου 1946.

23
Με τη γενίκευση των συγκρούσεων, στις αρχές του 1947, οι διατάξεις που
αφορούσαν την κυκλοφορία, από και προς την πόλη, έγιναν πιο αυστηρές. Έτσι,
βλέπουμε ότι τον Μάρτιο του 1947 οι αστυνομικές αρχές επέβαλλαν απαγόρευση
εισόδου και εξόδου για την πόλη «δι’ όλων των αρτηριών ταύτης από 21.00 μέχρι
05.00 ώρας». Τα χωρικά σημεία της απαγόρευσης εκτείνονταν πέρα από το
πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης, με απώτατα όρια τους συνοικισμούς
Πυλαίας, Σταυρούπολης και Τριανδρίας. Επιπλέον να σημειώσουμε ότι
απαγορευόταν εντελώς η κυκλοφορία «και εις οιανδήποτε ώραν του 24ώρου» εκτός
των αμαξιτών δρόμων που συνέδεαν τη Θεσσαλονίκη με το Πανόραμα και το
Ασβεστοχώρι. Οι αγρότες, δηλαδή, που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ημιονικούς
οδούς έπρεπε να είναι εφοδιασμένοι με ειδικές άδειες από την αστυνομία. Φυσικά οι
παραβάτες όλων αυτών των διαταγών παραπέμπονταν στα στρατοδικεία «επί
παραβάσει του Γ΄ Ψηφίσματος», όπου μπορούσαν να τιμωρηθούν ακόμα και με 2
χρόνια ποινή φυλάκισης.78 Το 1948, το ωράριο της απαγόρευσης εισόδου και εξόδου
επεκτάθηκε κατά μια ώρα και συγχρόνως επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας των
πολιτών που κατοικούσαν σε επαρχιακές περιφέρειες, πλησίον της πόλης, από τη
Σίνδο και τον Εύοσμο μέχρι τον Χορτιάτη, τη Θέρμη και την Επανομή. 79 Τέλος, οι
στρατιωτικές αρχές πίεζαν την αστυνομία για επέκταση των ελέγχων σε περισσότερα
σημεία, εντός και εκτός της πόλης, και απαγόρευαν ρητά την έκδοση αδειών
κυκλοφορίας «κατά τας απαγορευμένας ώρας».80 Είναι χαρακτηριστικό ότι τους
ελέγχους δεν μπορούσαν να τους αποφύγουν ούτε τα στελέχη του στρατού που
ταξίδευαν με διάφορα μεταφορικά μέσα81, αλλά και όσοι, κληρικοί ή λαϊκοί, ήθελαν
να μεταβούν προς το Άγιο Όρος.82

Ωστόσο, η χωρική διάταξη του ελέγχου δεν αφορούσε αποκλειστικά τα σημεία


εισόδου-εξόδου της πόλης αλλά επεκτεινόταν σε διάφορα σημεία εντός του αστικού
περιβάλλοντος. Μονάδες του στρατού και της χωροφυλακής φρουρούσαν
εγκαταστάσεις και υποδομές ζωτικής σημασίας τόσο για την εύρυθμη λειτουργία όσο
και για την άμυνα της πόλης, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται συνοικίες και δρόμοι
σε στρατιωτικοποιημένες ζώνες. Αρχικά, οι στρατιωτικές αρχές ήθελαν να
διασφαλίσουν την άμυνα των δυο γεφυρών, στο Γαλλικό και στον Αξιό, που
βρίσκονταν στην είσοδο της πόλης καθώς θεωρούσαν ότι «είναι ενδεχομένη η
προσβολή των έργων τούτων υπό συμμοριτών».83 Για τον λόγο αυτό, πίεζαν συνεχώς
για ενίσχυση της φρουράς και προέβαιναν αρκετά συχνά σε επισκευές συντήρησης
και σε κατασκευές οχυρωματικών έργων.84 Στη συνέχεια ο έλεγχος επεκτάθηκε σε
78
Ελληνικός Βορράς, 29 Μαρτίου 1947. Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών (ΔΣΑ), Έκτακτο Στρατοδικείο
Θεσσαλονίκης, αρ.απ. 108/1947.
79
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1222-Α-148.
80
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1222-Α-190.
81
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1222-Α-125. Συγκεκριμένα, ο αρχηγός της αστυνομίας συνιστά προσοχή στον έλεγχο,
τόσο των «ιδιωτών», όσο και των στρατιωτικών που ταξιδεύουν με αεροπλάνο. Μάλιστα προτείνει,
για καλύτερα αποτελέσματα, ο έλεγχος να διεξάγεται από άνδρες της στρατιωτικής αστυνομίας.
82
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1222-Α-54.
83
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1553-Γ-371.
84
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1553-Γ-389. Τα οχυρωματικά έργα περιελάμβαναν εγκαταστάσεις
συρματοπλεγμάτων, διάνοιξη ορυγμάτων, κατασκευές φυλακίων και παρατηρητηρίων κ.ά.

24
διάφορες εγκαταστάσεις, καίριας σημασίας, εντός της πόλης, για παράδειγμα στις
αποθήκες καυσίμων, στο κεντρικό εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού, στις δεξαμενές
ύδρευσης, στους αλευρόμυλους Αλλατίνη, στα κτίρια δημόσιων υπηρεσιών κ.ά.85
Ειδικότερα το 1948 αναπτύχθηκαν σε όλα τα φρουρούμενα σημεία, αυξημένα μέτρα
ασφαλείας, τα οποία επέβαλλαν 24ωρη φύλαξη και την ανάθεση όλων των βραδινών
βαρδιών σε στρατιωτικές δυνάμεις. Επιπλέον, πολλαπλασιάστηκαν οι αιφνιδιαστικοί
έφοδοι και οι επιθεωρήσεις «εις όλας τας φρουράς των εγκαταστάσεων όλων των
συγκροτημάτων παρ’ αξιωματικού της φρουράς».86 H στρατιωτική φύλαξη
επεκτάθηκε και σε εγκαταστάσεις μικρότερου στρατηγικού ενδιαφέροντος, όπως για
παράδειγμα στην «παιδιούπολη» στο Πανόραμα, όπου είχε τοποθετηθεί μόνιμη
φρουρά 10 οπλιτών και στη δημοτική βιβλιοθήκη, εντός του κτιρίου της Χ.Α.Ν, η
οποία ελεγχόταν δύο φορές την ημέρα από ναρκαλιευτές του στρατού.87 Μέσω αυτών
των πρακτικών η στρατιωτική καθημερινότητα κέρδισε μια μόνιμη παρουσία στο
περιβάλλον ολοένα και περισσότερων δημόσιων χώρων.

Έχει ενδιαφέρον ότι στις διαδικασίες ελέγχου και φρούρησης στρατηγικών σημείων
στην πόλη, συνέδραμαν και οι δημοτικές αρχές της πόλης, πολλές υπηρεσίες της
οποίας αναγκάστηκαν να γίνουν αντικείμενο στρατιωτικής διαχείρισης. Μια από τις
αρμοδιότητες του Δήμου ήταν η χορήγηση τοπογραφικών διαγραμμάτων με τα
σχέδια της πόλης έπειτα από τα αιτήματα διαφόρων στρατιωτικών υπηρεσιών.88
Επίσης, βοηθούσε στην εκτέλεση οχυρωματικών έργων, είτε ισοδύναμων με αυτά
των Μονάδων του Μηχανικού, δηλαδή κατασκευή φυλακίων, γεφυρών, διάνοιξη
τάφρων, εγκατάσταση ξύλινων εμποδίων και συρματοπλεγμάτων,89 είτε με απλές
υποστηρικτικές ενέργειες, όπως για παράδειγμα την τοποθέτηση ηλεκτρικών
λαμπτήρων σε περιοχές υψηλού κινδύνου, την εγκατάσταση τηλεφωνικών γραμμών
σε φυλάκια κ.ά.90 Είναι, τέλος, αξιοσημείωτο ότι οι παραπάνω ενέργειες, βάρυναν τα
δημοτικά ταμεία, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν είχαν την υποχρέωση να
εμπλακούν οι δημοτικές αρχές.91 Φυσικά, οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης όχι
μόνο δε διαμαρτυρήθηκαν αλλά, απεναντίας, στήριξαν με θέρμη τις διαδικασίες
αυστηρού ελέγχου του δημόσιου χώρου έτσι όπως επίτασσε το καθεστώς έκτακτης

85
Τη φρούρηση των εγκαταστάσεων αναλάμβαναν ενισχυμένες ομάδες στρατιωτών, π.χ. για τη
φύλαξη αποθήκης καυσίμων διατίθεντο 20 στρατιώτες και αντίστοιχα για τη δεξαμενή Καλλιθέας 7
στρατιώτες, βλ. Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1553-Γ-439 και Φ 1222-Α-151.
86
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1222-Α-158.
87
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1222-Α-201 και Γιώργος Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τ. Β΄ (H ανάσταση),
Αθήνα 1971, σελ. 287.
88
Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης, 14 Νοεμβρίου 1946, Τακτική Συνεδρίαση.
89
Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης, 28 Νοεμβρίου 1946, Τακτική Συνεδρίαση,
όπου αναφέρεται η αναγκαστική μετατροπή δημόσιου οικήματος σε στρατιωτικό φυλάκιο. Σε άλλη
περίπτωση ανατέθηκε στις δημοτικές υπηρεσίες η κατασκευή ξύλινων εμποδίων και σιδερένιων
απαγορευτικών πινακίδων μπροστά από το ξενοδοχείο που θα κατέλυαν εκπρόσωποι του Ο.H.Ε, βλ.
Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης, 14 Αυγούστου 1947, Τακτική Συνεδρίαση.
90
Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης, 10 Φεβρουαρίου 1949, Τακτική Συνεδρίαση,
όπου οι αστυνομικές αρχές ζητούν τη βελτίωση του φωτισμού σε συνοικία με ξύλινα παραπήγματα
εγκατεστημένων «συμμοριόπληκτων», εκτεθειμένων «εις τρομοκρατικάς πράξεις».
91
Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης, 17 Ιουνίου 1948, Τακτική Συνεδρίαση, κατά
την οποία εγκρίθηκε δαπάνη για την οχύρωση αστυνομικού τμήματος.

25
ανάγκης. Βλέπουμε, για παράδειγμα, το δημοτικό συμβούλιο, μετά τη δολοφονία του
Κωφίτσα, να απαιτεί από τις αστυνομικές αρχές την «λήψιν των ενδεδειγμένων
μέτρων επί της δημιουργηθείσας καταστάσεως».92

Στη συνέχεια θα δούμε πως η στρατιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου της


Θεσσαλονίκης συνδέθηκε με πρακτικές, οι οποίες είχαν ως στόχο την επιτήρηση των
φτωχών συνοικιών της πόλης, εκεί δηλαδή όπου στην Κατοχή είχαν αναπτυχθεί
θύλακες αντίστασης και κοινωνικής αμφισβήτησης. Οι εργατικές και προσφυγικές
γειτονιές, αποτέλεσαν προνομιακά πεδία εφαρμογής των κατασταλτικών μεθόδων
των κατά τόπους στρατιωτικών και αστυνομικών μονάδων. Στη διαδικασία αυτή
πρωτεύοντα ρόλο καταλάμβαναν τα καθημερινά μπλόκα, μια τεχνογνωσία της αντί-
εξέγερσης κληρονομημένη από τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Αυτά, στην πράξη, ήταν ένας αστυνομικού τύπου πόλεμος ενάντια σε ένα τμήμα του
πληθυσμού χωρίς παράλληλα να τίθεται σε ομηρία η εύρυθμη λειτουργία της πόλης. 93

Ήδη από τις αρχές του 1945, οι ανασυγκροτημένες αστυνομικές αρχές


παρακολουθούσαν από κοντά τις « ακραίες συνοικίες» της πόλης και δε δίσταζαν να
ερμηνεύουν οποιαδήποτε δυναμική κινητοποίηση ως πιθανή πραξικοπηματική
ενέργεια.94 Μέσα σ’ αυτό το κλίμα οι μαζικές κινητοποιήσεις που ξεκινούσαν από τις
λαϊκές γειτονιές με προορισμό το κέντρο, γίνονταν στόχος επιθέσεων από δυνάμεις
χωροφυλακής και εθνοφυλακής.95 Έτσι, με το ξεκίνημα του εμφυλίου οι αρχές είχαν
προβεί στη χωροταξική διευθέτηση του ελέγχου και της καταστολής, με τέτοιο τρόπο
ώστε οι εργατικές περιοχές της πόλης να βρίσκονται αποκλεισμένες από εκείνα τα
σημεία του κέντρου, όπου κατά το παρελθόν αποτέλεσαν χώρους κοινωνικών και
ταξικών αγώνων, αλλά και από τα μονοπάτια που οδηγούσαν στα σημεία
«προωθήσεως συμμοριτών» στο Χορτιάτη.

H μελέτη του τοπικού Τύπου μαρτυρά ότι, περιοχές όπως η Τούμπα και η
Καλαμαριά, είχαν μετατραπεί σε περίκλειστους τόπους εφαρμογής της κρατικής
καταστολής, κυρίως μέσω της καλλιέργειας ενός κλίματος φόβου και τρομοκρατίας
στους κατοίκους αυτών των περιοχών. Πράγματι, το φθινόπωρο του 1946 τα μπλόκα
στις παραπάνω συνοικίες, και σε «δυτικούς συνοικισμούς», επικύρωναν την
ενσωμάτωση των, προσφάτως θεσπισμένων, έκτακτων μέτρων στα αστυνομικά-
στρατιωτικά σχέδια της αντι-εξέγερσης και διαμόρφωναν τη χωρική υπόσταση της

92
Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης, Απόφαση 488, σελ. 236.
93
Για τις ιδεολογικές διαστάσεις της αστικής καταστολής την περίοδο της Κατοχής, βλ. Ιάσονας
Χανδρινός, Πόλεις σε πόλεμο. Ευρωπαϊκά αστικά κέντρα στη ναζιστική κατοχή 1939-1945,
Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2015, σελ. 257-258.
94
Απόστολος Δασκαλάκης, Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950, τ. Α΄, Αθήνα 1973, σελ. 553.
95
H πιο γνωστή απ’ αυτές τις επιθέσεις έλαβε μέρος την ημέρα εορτασμού της Νίκης κατά του Άξονα
(8 Μαΐου 1945), όταν σε διάφορους δρόμους που οδηγούσαν στο κέντρο της πόλης τοπικές δυνάμεις
χωροφυλακής και εθνοφυλακής, συνεπικουρούμενες από φιλοβασιλικούς οπαδούς, επιτέθηκαν σε
ομάδες ανθρώπων που κατέβαιναν από τις γύρω περιοχές για τους επίσημους εορτασμούς.
Αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν να σκοτωθούν 3 πολίτες και να τραυματιστούν σοβαρά πάνω από
δέκα. Ριζοσπάστης, 13 Μαΐου 1945.

26
κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην πόλη της Θεσσαλονίκης.96 H ανταπόκριση του
Ριζοσπάστη επιβεβαιώνει πλήρως την παραπάνω εξέλιξη:

«Στους συνοικισμούς ξετυλίγονται πραγματικές τραγωδίες τα βράδια. Μαζεύουν τον


κόσμο με τις κλούβες. Σηκώνουν και αρπάζουν από τα κρεβάτια τους αρρώστους και
ετοιμοθάνατους ακόμα. Κάθε βράδυ στις σκοτεινές νύχτες ακούονται οι σπαρακτικές
κραυγές γυναικών και παιδιών που βλέπουν ν’ αρπάζονται οι δικοί τους ή και τα ίδια
ακόμα τα γυναικόπαιδα. Οι συνοικισμοί της Τούμπας, Νεάπολης, Χίρς άδειασαν από
παλικάρια».97

Το 1947 παρατηρείται μια κλιμάκωση στα μπλόκα των κατασταλτικών αρχών, η


οποία φαίνεται να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξάπλωση των πολεμικών
επιχειρήσεων στην ευρύτερη περιοχή αλλά και με την ένοπλη δράση ολιγομελών
ομάδων. H κλιμάκωση αυτή χαρακτηρίζεται και από γεωγραφική ομοιομορφία καθώς
οι αναφορές στον Τύπο, σχετικά με διεξαγόμενα μπλόκα στις δυτικές περιοχές,
ολοένα και πληθαίνουν.98 Αποκορύφωμα αυτής της πρακτικής, τόσο σε ένταση όσο
και σε μαζικότητα, στάθηκε το μπλόκο στην Τούμπα τον Απρίλιο του 1947, όταν
πολυάριθμες μονάδες χωροφυλακής και στρατού, με συνοδεία τεθωρακισμένων,
απέκλεισαν τις πρώτες πρωινές ώρες ολόκληρη την περιοχή. Ακολούθησε η
εξόρμηση των χωροφυλάκων, οι οποίοι διεξήγαγαν σχολαστικούς ελέγχους όχι μόνο
στους δρόμους αλλά και μέσα σε σπίτια, όπου, πέρα των ταυτοτήτων και των
εκλογικών βιβλιαρίων, «ερευνούσαν εξονυχιστικά όλο το νοικοκυριό, όλο το ρουχισμό,
μέχρι και το τελευταίο σκεύος». 99

Ο απολογισμός των πολύωρων ελέγχων ήταν 80 πολίτες να συλληφθούν, από τους


οποίους οι 10 κρατήθηκαν στο τμήμα καθώς «δεν ηδυνήθησαν να δικαιολογήσουν την
διανυκτέρευσίν των εις Τούμπαν».100 Παρόμοια μπλόκα, με συλλήψεις και εφόδους σε
σπίτια, στήθηκαν τις επόμενες μέρες στις γειτονιές της Μπότσαρη και της Χαριλάου,
προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στους κατοίκους.101 Με την κλιμάκωση αυτών
των επιχειρήσεων, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης περνούσε πια από τη δημόσια
στην ιδιωτική σφαίρα. Οι διαμαρτυρίες των διάφορων οργανώσεων του ΕΑΜ, στις
οποίες γινόταν η αναπόφευκτη ταύτιση αυτών των πρακτικών με τα ναζιστικά

96
Λαϊκή Φωνή, 16 Οκτωβρίου 1946.
97
Ριζοσπάστης, 5 Νοεμβρίου 1946.
98
Για τα μπλόκα του στρατού και της χωροφυλακής στις περιοχές της Νέας Ευκαρπίας και του
Επταλόφου, βλ. Αγωνιστής, 14 Απριλίου 1947 και Ενότητα 11 Ιουλίου 1947.
99
Ενότητα 24 Απριλίου 1947. Φαίνεται πως οι αστυνομικές αρχές είχαν διατάξει την «υποχρεωτική
δήλωση των μελών της οικογενείας και κάθε στεγαζομένου σ’ ένα σπίτι από τον αρχηγό της
οικογενείας». H συγκεκριμένη διάταξη κινείται στα πρότυπα των ναζιστικών αρχών, οι οποίες
επέβαλλαν τέτοιου τύπου απογραφές προκειμένου να γίνεται πιο εύκολος ο εντοπισμός των «ξένων
σωμάτων» για την ασφάλεια του καθεστώτος. Χανδρινός, ό.π., σελ. 175-176.
100
Όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννου, κάθε σπίτι υποχρεωνόταν να έχει θυροκολλημένη στο
εσωτερικό κάθε πόρτας μια οικογενειακή κατάσταση θεωρημένη από το αστυνομικό τμήμα.
Επιπλέον, σε περίπτωση που φιλοξενούσε κάποιο άτομο, αυτό έπρεπε να δηλωθεί στην αστυνομία.
Γιώργος Ιωάννου, H πρωτεύουσα των προσφύγων. Πεζογραφήματα, Αθήνα 1984, σελ. 173.
101
Ενότητα, 26 Απριλίου 1947.

27
μπλόκα της Κατοχής, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τις συχνές εξορμήσεις των
κατασταλτικών μηχανισμών στα τοπικά εκκολαπτήρια κοινωνικής αντίστασης.102

Τέλος, τη στρατιωτική διαχείριση του δημόσιου χώρου παγίωνε η ολοένα και


μεγαλύτερη παρουσία του στρατού στην καθημερινότητα της πόλης. Αυτό, άλλωστε,
δεν γινόταν μόνο με δυναμικές και επιθετικές ενέργειες, αλλά και μέσω διαδικασιών
ρουτίνας, οι οποίες, ωστόσο, κουβαλούσαν ένα ιδιαίτερο ψυχολογικό και συμβολικό
φορτίο. Για παράδειγμα τον Ιούλιο του 1947, παρέλασαν μηχανοκίνητοι σχηματισμοί
του στρατού «δια των οδών της πόλεως με πολεμικήν εξάρτησιν και άδοντες
πατριωτικά άσματα», συμβάλλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο στην ταχεία
προσαρμοστικότητα του πληθυσμού στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που
«ησθάνετο εις το διάβα των αίσθημα υπερηφανείας και ασφαλείας».103 Επιπλέον, οι
πολεμικές προετοιμασίες έγιναν μέρος της καθημερινότητας διαφόρων οργανωτικών
υπηρεσιών της Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο διοικητής του πολεμικού
αεροδρομίου ΣΕΔΕΣ στην περιοχή της Μίκρας, ενημέρωνε, το καλοκαίρι του 1946,
διάφορες κρατικές υπηρεσίες, όπως λιμεναρχείο, τελωνείο, γραφεία κοινοτήτων κ.ά.,
για τις ασκήσεις «βομβαρδισμού και πυροβολισμού καθ’ όλην την θερινήν
περίοδον».104 Με άλλα λόγια, η εμφάνιση του στρατού δε συνδέθηκε μόνο με τις
εκτεταμένες επιχειρήσεις στη «μακρινή» επαρχία αλλά και με συνθήκες καθημερινές,
οι οποίες με τη σειρά τους περιχαράκωσαν την αστική ζωή σε εμπόλεμες ζώνες,
πάντα στο όνομα «της υπέρτατης αρετής» για τις κοινωνίες της εποχής, δηλαδή της
ένοπλης βίας που κατείχε «κεντρική θέση στις κοινωνικές παραστάσεις και
νοοτροπίες».105

102
Ενότητα 15 Μαΐου 1947.
103
Ελληνικός Βορράς, 10 Ιουλίου 1947.
104
Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Φ3 Υ2 1946.
105
βλ. Άγγελος Ελεφάντης, «Οι άνθρωποι της ένοπλης βίας», στο Σύγχρονοι μηχανισμοί βίας και
καταπίεσης. Επιστημονικό συμπόσιο (Μάρτιος 2005), Αθήνα 2006, 81-94.

28
Ρωγμές στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Ο αστικός χώρος ως πεδίο μάχης

Οι πρακτικές ελέγχου του δημόσιου χώρου της Θεσσαλονίκης, όπως είδαμε και στην
προηγούμενη ενότητα, κατάφεραν, μέσω των εντατικών αστυνομικών-στρατιωτικών
επιχειρήσεων, να δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό περιβάλλον επιτήρησης και
καταστολής οποιουδήποτε εγχειρήματος ταξικής σύγκρουσης εντός της πόλης. Έτσι,
και στη Θεσσαλονίκη εφαρμόστηκε το ίδιο δόγμα ασφάλειας, παρόμοιο μ’ εκείνο των
υπόλοιπων αστικών κέντρων της χώρας, που οδήγησε στην εξόντωση κάθε αριστερής
δράσης στις πόλεις και στη μετατροπή του αστικού χώρου σε «μετόπισθεν» των
κυβερνητικών δυνάμεων.106 Επιπλέον, η βίαιη αποστέρηση του δημόσιου χώρου
οδήγησε σε κάτι πιο σημαντικό, στην εγκαθίδρυση του φόβου και στην εξοικείωση
του πληθυσμού με το καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια
του Ιωάννου:

«Και πού μπορούσε να κινηθεί μέσα σε μια στρατοκρατούμενη πόλη ένας νεαρός, μόνος
τα βράδια; Παντού σε κοίταζαν, σου ζητούσαν ταυτότητα ή σε τραβούσαν στο τμήμα.
Καθόμουν, λοιπόν, σπίτι και έπληττα φριχτά».107

Εντούτοις, πάνω σ’ αυτό το συμπαγές τείχος ασφάλειας δεν έλειψαν μικρές ρωγμές
από μια πολύμορφη αντιστασιακή δραστηριότητα, που περιελάμβανε ένοπλο
αντάρτικο πόλης, δολιοφθορές, κατασκοπεία, έκδοση και μοίρασμα προκηρύξεων,
συνδικαλιστική δράση, παράνομους εράνους, συλλογικές δράσεις αλληλεγγύης κ.ά.
Σε αυτή την ενότητα θα αναφερθούμε αποκλειστικά στις πιο μαχητικές δράσεις,
σχετικές δηλαδή με την ένοπλη αντίσταση όσων είχαν καταφέρει να διαφύγουν από
τη συστηματική καταστολή των κρατικών αρχών.

Συγκεκριμένα, η ένοπλη δράση στη Θεσσαλονίκη του Εμφυλίου συνδέθηκε μ’ ένα


ευρύ φάσμα πρακτικών, όπως αντάρτικες αιφνιδιαστικές επιθέσεις και εκτελέσεις, οι
οποίες επιχείρησαν να διαρρήξουν τη συντριπτική υπεροπλία του κρατικού
μηχανισμού. Αν και κάποιες φορές οι παραπάνω ενέργειες στέφτηκαν με επιτυχία,
ωστόσο ποτέ δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν κομμάτι ενός επιτελικού σχεδιασμού,
οδηγώντας στη διέγερση των μαζών σε εξέγερση και στη δραστήρια συνδρομή στις
προσπάθειες του Δημοκρατικού Στρατού για κατάληψη της πόλης. Τελικά, και παρά
τις προσπάθειες, ο πόλεμος ουδέποτε «άγγιξε» τη Θεσσαλονίκη. 108 Όλες οι ένοπλες
ενέργειες ήταν πράξεις απελπισίας, κακοσχεδιασμένες και περιθωριακές, και οι λίγοι
συντελεστές τους, είτε σκοτώθηκαν στη διάρκεια των επιχειρήσεων, είτε στάλθηκαν
στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Οι πρώτες επιθέσεις ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1946, την περίοδο δηλαδή που
ξεκινούσε τη δράση της η Στενή Αυτοάμυνα, ο μαχητικός βραχίονας της τοπικής

106
Μαργαρίτης, τ. Α΄, ό.π., σελ. 183.
107
Ιωάννου, ό.π., σελ. 180.
108
Για τις δυσκολίες σύνδεσης των εχθροπραξιών με τα αστικά κέντρα, βλ. Μαργαρίτης, τ. Α΄, ό.π.,
σελ. 208-210.

29
Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας. Οι πιο διαδεδομένες ένοπλες δραστηριότητες αυτής
της οργάνωσης ήταν οι στοχευμένες δολοφονίες και οι στρατιωτικού τύπου ενέδρες
ενάντια σε όργανα καταστολής. Φυσικά, πρώτοι στη λίστα, βρίσκονταν οι
χωροφύλακες, αστυνομικοί, στρατιωτικοί αλλά και σημαίνοντα στελέχη της
εθνικόφρονος παράταξης της πόλης. Οι πρώτες επιτυχίες, ενός δραστήριου ένοπλου
αγώνα, δεν άργησαν να φανούν. Έτσι, στις 6 Οκτωβρίου, τα μέλη της Στενής
Αυτοάμυνας εκτέλεσαν τον μοίραρχο και «εισηγητή του Στρατοδικείου» Δ. Κωφίτσα.
Το γεγονός αυτό έθεσε σε κινητοποίηση το σύνολο των κρατικών μηχανισμών της
πόλης, κοινή απαίτηση των οποίων στάθηκε η λήψη «αμέσων και αυστηροτάτων
μέτρων διά να μην επαναληφθούν παρόμιαι απόπειραι».109

Παρά τις προσπάθειες των αρχών, τόσο της αστυνομίας όσο και του στρατού, οι
επιθέσεις συνεχίστηκαν. Στα τέλη του 1946, το κέντρο και οι γύρω συνοικισμοί είχαν
μετατραπεί σε μέτωπο ενός ιδιότυπου πολέμου, ανάμεσα σε περιπόλους της
χωροφυλακής και σε «τρόικες» μαχητών, οπλισμένων με περίστροφα και αμυντικές
χειροβομβίδες.110 Στόχοι των επιθέσεων δεν ήταν μόνο τα αστυνομικά τμήματα και
τα στενά δρομάκια, απ’ όπου περνούσαν οι περίπολοι αλλά και τα στέκια
εθνικοφρόνων, όπως καφενεία, ταβέρνες, περίπτερα κ.ά. 111 Μάλιστα, σε μια απ’
αυτές τις επιθέσεις, έπεσε νεκρός ο αξιωματικός της χωροφυλακής Χ. Παγώνης,
έπειτα από συμπλοκή με μια ομάδα τριών νεαρών που αρνήθηκε να σταθεί για έλεγχο
από την περίπολο της χωροφυλακής στην πλατεία της Αγίας Σοφίας. 112 Πιο τυχερός
στάθηκε ο βασιλικός επίτροπος του στρατοδικείου Θεσσαλονίκης Θ. Ταμβακάς, ο
οποίος κατάφερε να γλυτώσει από την επίθεση με χειροβομβίδα που δέχτηκε στις
αρχές του 1947 κοντά σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης.113

H πιο εντυπωσιακή επιχείρηση της Στενής Αυτοάμυνας, και ίσως η πιο γνωστή,
αποτέλεσε η επίθεση σε λεωφορείο της αεροπορίας σε κεντρικό δρόμο της πόλης,
στις 30 Απριλίου 1947. Την επίθεση πραγματοποίησε μια ομάδα τριών ατόμων, η
οποία, με συντονισμένες ενέργειες, έριξε δυο χειροβομβίδες στο σταθμευμένο
λεωφορείο, προκαλώντας τον θάνατο τεσσάρων στρατιωτικών επιβατών και του
οδηγού. Οι αρχές, από την άλλη, με αφορμή το γεγονός αυτό καλλιέργησαν
συστηματικά ένα κλίμα φόβου και τρομοκρατίας, εντείνοντας τις συλλήψεις
στελεχών της Αριστεράς και τους ελέγχους σε καίρια σημεία της πόλης.114 Οι
προσπάθειες των κατασταλτικών μηχανισμών απέδωσαν καρπούς, καθώς τους

109
Ελληνικός Βορράς, 8 Οκτωβρίου 1946.
110
H διέλευση ακόμα και η παραμονή σε κεντρικά σημεία της πόλης αποτελούσαν πηγή κινδύνου και
για απλούς πολίτες. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό που περιγράφει ο Ιωάννου, από μια
συνάντηση που είχε αυτός και οι φίλοι του με μια περίπολο χωροφυλακής: «"Είμαστε των
κατηχητικών", τους λέμε. "Μας συγχωρείτε, βρε παιδιά, αλλά σας περάσαμε για τρόικα". Καλά που
δεν μας πυροβόλησαν. Πρέπει από ώρα να μας κύκλωναν, για να μας αιφνιδιάσουν». Ιωάννου, ό.π.,
σελ. 174.
111
Απόστολος Δασκαλάκης, Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950, τ. Β΄, Αθήνα 1973, σελ. 915-
916.
112
Ελληνικός Βορράς, 2 Νοεμβρίου 1946.
113
Ελληνικός Βορράς, 15 Ιανουαρίου 1947.
114
Ριζοσπάστης, 2 Μαΐου 1947.

30
επόμενους μήνες εξαρθρώθηκαν, μαζί με τη Στενή Αυτοάμυνα, άλλες δύο τοπικές
οργανώσεις της Αριστεράς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μέχρι τότε επιφυλακτικές
δυνάμεις της χωροφυλακής, να συγκρούονται με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ενάντια
στις μικρές ένοπλες ομάδες, οι οποίες συνέχιζαν να δρουν στην πόλη αγνοώντας τα
αυξημένα μέτρα και εκτελώντας σποραδικά μικρά χτυπήματα.115

H κατάσταση του ένοπλου αγώνα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης φαίνεται να


αλλάζει στις αρχές του 1948, καθώς παρατηρείται η σύνδεση των περισσότερων
επιθέσεων με τις επιχειρήσεις του Δημοκρατικού Στρατού που δρούσε στους γύρω
ορεινούς όγκους. Έτσι, εκτός από τις απευθείας προσβολές της πόλης από δυνάμεις
του ΔΣΕ ( Φεβρουάριος 1948 και Δεκέμβριος 1949), καταγράφεται η είσοδος μικρών
ομάδων σαμποτέρ, οι οποίοι διέπρατταν επιθέσεις σε αποσπάσματα χωροφυλακής και
δολιοφθορές σε στρατηγικά σημεία. Επιπλέον, παρατηρείται η στρατιωτικοποίηση
στις επιχειρήσεις των ομάδων εντός της πόλης, με αποτέλεσμα ο διεξαγόμενος
ανταρτοπόλεμος των περιφερειακών συνοικισμών να γίνεται πια με βαρύτερο
οπλισμό, περισσότερο στοχευμένα και με μεγαλύτερη σφοδρότητα από πριν. Στην
πραγματικότητα, το παράνομο κομματικό δίκτυο της Θεσσαλονίκης, στην ουσία ό,τι
είχε απομείνει απ’ αυτό, ευελπιστούσε μέσω πιο δυναμικών ενεργειών να
«πυροδοτήσει» έναν εκτεταμένο αστικό ανταρτοπόλεμο στα μετόπισθεν του
αντιπάλου, προκειμένου να διευκολυνθεί η κατάληψη της πόλης από τον ΔΣΕ, αλλά
και να τονωθεί το ηθικό των μελών του.

Αφετηρία αυτής της αλλαγής στάθηκε ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης στις 10


Φεβρουαρίου 1948. H παράτολμη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από μια ισχυρή
ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού, επανδρωμένη από διάφορα συγκροτήματα που
δρούσαν στις ορεινές περιοχές Κερδυλλίων και Κρουσίων. Ο κανονιοβολισμός
ξεκίνησε τις πρώτες πρωινές ώρες από ορειβατικό πυροβόλο των 75 χιλ. το οποίο είχε
στηθεί στο Δερβένι, στις «βόρειες εσχατιές» της πόλης. Από τα βλήματα του
πυροβόλου χτυπήθηκαν κυρίως στόχοι στο λιμάνι και στις γύρω περιοχές του
κέντρου, με αποτέλεσμα να προκληθούν διάφορες υλικές ζημιές σε δρόμους,
καταστήματα και μερικά σπίτια. H μόνη ανθρώπινη απώλεια στην περιοχή του
κέντρου ήταν ενός στρατιώτη, από ριπτόμενο βλήμα σε γκαράζ οχημάτων του
αγγλικού στρατού. Αντίθετα, οι λιγοστές εκρήξεις που σημειώθηκαν στη Νεάπολη
και στην Επτάλοφο προκάλεσαν, εκτός από υλικές ζημιές, τον θάνατο 5 πολιτών.116

H κινητοποίηση των δυνάμεων ασφαλείας της πόλης ήταν άμεση, ενώ οι


στρατιωτικές αρχές έθεσαν σ’ εφαρμογή το σχέδιο συναγερμού της τοπικής φρουράς
Θεσσαλονίκης. Λίγο αργότερα, ο υπουργός Βορείου Ελλάδος Μπασιάκος δήλωνε με

115
Χρόνης Μίσσιος, …καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Αθήνα 1985, σελ. 135-136. Ο Μίσσιος,
περιγράφοντας μια νυχτερινή εξόρμηση με τον τηλεβόα στα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης,
αναφέρει αυτή τη δυναμική μεταστροφή της χωροφυλακής: «Μόλις άκουγαν την αρχή του
συνθήματος ΠΡΟΣΟΧH, ΠΡΟΣΟΧH, ΕΔΩ H ΦΩΝH ΤΟΥ ΔHΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚHΣ!
εξαφανίζονταν, γιατί νόμιζαν πως για να τους βγαίνουμε έτσι, θα έχει κατέβει κάνας ένοπλος λόχος
από τον Χορτιάτη. Όμως μετά από κάνα δύο τυχαίες συγκρούσεις μαζί τους, ψυλλιάστηκαν πως
είμαστε ομαδούλα μέσα από την πόλη, χωρίς σοβαρή κάλυψη, και μας βγαίναν».
116
Ελληνικός Βορράς, 11 Φεβρουαρίου 1948.

31
ικανοποίηση ότι «από του στρατηγού μέχρι και του τελευταίου αξιωματικού όλοι
ευρίσκοντο στις θέσεις των».117 Πράγματι, μισή ώρα μετά τους πρώτους
κανονιοβολισμούς οι μάχιμες μονάδες της φρουράς κατέλαβαν επίκαιρες θέσεις εντός
της πόλης και μονάδες τεθωρακισμένων κινήθηκαν τόσο σε κεντρικά σημεία όσο και
στις παρυφές, καθώς πρώτος στόχος του Γ’ΣΣ ήταν η άμεση «κατάπνιξη»
οποιαδήποτε απειλής που θα εκδηλωνόταν στο εσωτερικό της Θεσσαλονίκης. Αυτή η
προτεραιότητα είχε να κάνει αφενός με τους υφιστάμενους επιχειρησιακούς
σχεδιασμούς, αφετέρου με την αρχική δυσκολία εντοπισμού της θέσης του εχθρικού
πυροβόλου.

Ωστόσο, με το πρώτο φως της ημέρας και μόλις το αρχηγείο διαμόρφωσε πιο
ξεκάθαρη εικόνα, η πλειοψηφία των μονάδων άρχισε να παρατάσσεται με σαφή
επιθετική διάταξη στις βορειοδυτικές συνοικίες, με σκοπό την αντιμετώπιση της
«έξωθεν απειλής», την αποτροπή της διαφυγής των ανταρτών και την εξόντωσή τους.
Πολύ γρήγορα, λοιπόν, έληξε ο συναγερμός της τοπικής φρουράς, αφού οι
συγκρούσεις, οι οποίες κράτησαν 3 μέρες, μεταφέρθηκαν έξω από τα περίχωρα της
πόλης, στα ορεινά υψώματα του Λαγκαδά και στη λίμνη του Αγίου Βασιλείου.118
Έτσι, απερίσπαστες οι δυνάμεις καταστολής και ιδιαίτερα ο στρατός που «θεώρησε
την όλη υπόθεση δική του ταπείνωση» στράφηκαν με αυξημένο ζήλο στον έλεγχο και
στην εκκαθάριση του εσωτερικού «μετώπου».119 Ακολούθησαν μαζικές, και άσχετες
με τον κανονιοβολισμό, συλλήψεις από την αναβαθμισμένη χωροφυλακή, επιβολή
απαγόρευσης κυκλοφορίας, αλλά και συγκρούσεις με μικρές ένοπλες ομάδες μετά
από μπλόκα σε λαϊκές γειτονιές της πόλης.120

Από τον Μάρτιο του 1948, η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε πεδίο μάχης ανάμεσα στη
χωροφυλακή και στις εισερχόμενες ομάδες των σαμποτέρ, στο πλαίσιο της
προσπάθειας του ΔΣΕ προκειμένου να συντηρήσει τις ισχνές προσδοκίες, τόσο των
«πολιορκητών», όσο και των απελπισμένων αριστερών της πόλης, για την κατάληψη
του μεγαλύτερου αστικού κέντρου της Μακεδονίας. Οι πρώτες ομάδες σαμποτέρ, που
εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη, χρησιμοποίησαν το θαλάσσιο μονοπάτι του Θερμαϊκού,
γνωστό από την Κατοχή, που συνέδεε την πόλη με τα Πιέρια Όρη και τον Όλυμπο.
Φαίνεται, μάλιστα, ότι τη συγκεκριμένη περίοδο αποδείχτηκε αρκετά χρήσιμο, καθώς
όλες οι χερσαίες είσοδοι, όπως είδαμε και παραπάνω, ελέγχονταν αρκετά καλά.
Ωστόσο, μετά τις πρώτες αποτυχίες και τους αυξημένους ελέγχους, ο θαλάσσιος
δρόμος κατέστη επικίνδυνος, και έτσι οι σαμποτέρ εισέρχονταν από τα μη

117
Στο ίδιο.
118
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1124-Β-6. Με αιχμή του δόρατος τεθωρακισμένα άρματα και πολεμικά αεροσκάφη
επετεύχθη πολύ γρήγορα η εκδίωξη του αποσπάσματος που πραγματοποίησε τον κανονιοβολισμό.
Στη συνέχεια, προκειμένου να αποτραπεί η διαφυγή του προς τον Χορτιάτη, κινητοποιήθηκαν
μονάδες από τις Σέρρες και τη Χαλκιδική, καθώς και τμήματα Εθνοφυλακής, χωροφυλακής και Μ.Α.Υ
από κοντινές περιοχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη γενίκευση της σύγκρουσης σε μεγαλύτερο
γεωγραφικό χώρο απ’ αυτόν των παρυφών της Θεσσαλονίκης, εντάσσοντάς την πια στις
στρατιωτικές συγκρούσεις του Εμφυλίου στην κεντρική Μακεδονία.
119
Μαργαρίτης, τ. Α’, ό.π., σελ. 489.
120
Δασκαλάκης, τ. Β’, ό.π., σελ. 918.

32
ελεγχόμενα ορεινά περάσματα του Χορτιάτη και της Χαλκιδικής, με τις τελευταίες
επιχειρήσεις τους, μάλιστα, να καταγράφονται το καλοκαίρι του 1949.

Οι επιχειρησιακές δραστηριότητες αυτών των «εισβολέων» περιελάμβαναν


εκτελέσεις αξιωματικών και εθνικοφρόνων, στρατιωτικού τύπου επιθέσεις σε
αποσπάσματα και αστυνομικά τμήματα και βομβιστικές ενέργειες. Το αστικό τοπίο
των λαϊκών συνοικισμών της Θεσσαλονίκης, με το ακανόνιστο και δαιδαλώδες οδικό
δίκτυο, αποτέλεσε το ιδανικό πεδίο ανάπτυξης για τις ολιγομελείς ομάδες κρούσης
των ανταρτών και συγχρόνως ευνόησε τη συνεργασία των τελευταίων με τα τοπικά
αντιστασιακά δίκτυα. Επιχειρώντας, μάλιστα, να κάνουμε έναν χρονικό
προσδιορισμό της δράσης των σαμποτέρ του ΔΣΕ εντός της Θεσσαλονίκης, θα
λέγαμε ότι το 1948 προέβησαν κυρίως σε ένοπλες επιθέσεις, συνήθως με την
υποστήριξη μελών των τοπικών οργανώσεων, ενώ το 1949, επικεντρώθηκαν σε
δολιοφθορές και βομβιστικές επιθέσεις. Αντίθετα, ο αριθμός των χτυπημάτων, κάθε
είδους, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, μιας και οι επιθέσεις διακρίνονταν για την
ποικιλομορφία των πρακτικών τους και τον κατακερματισμό τους σ’ όλο το φάσμα
του αστικού σκηνικού.121

Σ’ όλη τη διάρκεια του 1948 πραγματοποιήθηκαν πολυάριθμες διεισδύσεις από μικρά


αποσπάσματα, τα οποία ήταν ενισχυμένα με αυτόματα, χειροβομβίδες,
αντιαρματικούς εκτοξευτές (μπαζούκας) και νάρκες.122 Οι επιθέσεις, τις περισσότερες
φορές, γίνονταν με καταδρομικό τρόπο ενάντια σε περιπόλους χωροφυλακής,
αστυνομικά τμήματα και σε γραφεία εθνικιστικών οργανώσεων. H μεταφορά του
πολέμου στην πόλη δεν αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση, διότι οι συχνές λιποταξίες και
η εύκολη παράδοση στον εχθρό δυσχέραιναν από την αρχή όλες τις επιχειρήσεις των
ανταρτών. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και την απόλυτη υπεροπλία των
κατασταλτικών μηχανισμών μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο ανταρτοπόλεμος
εντός της Θεσσαλονίκης μετατράπηκε πολύ γρήγορα σ’ ένα μονότονο πόλεμο
φθοράς, πάντα σε βάρος των καταπονημένων, από την ασφυκτική καταστολή,
αντάρτικων αποσπασμάτων.

Ωστόσο, δεν έλειψαν κι εκείνες οι επιθέσεις, οι οποίες ανάγκαζαν τις τοπικές αρχές
να κινητοποιούν σημαντικές δυνάμεις και να διεξάγουν πολύωρες συγκρούσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε, την απόβαση τετραμελούς ομάδας ανταρτών από το
Λιτόχωρο στην ανατολική πλευρά της πόλης, για την εξόντωση της οποίας,
επιστρατεύτηκαν τεθωρακισμένα οχήματα και ισχυρές δυνάμεις χωροφυλακής.123
Επίσης, την ίδια περίοδο, πραγματοποιήθηκε εντυπωσιακή επίθεση με
αντιαρματικούς εκτοξευτές ενάντια στο φυλάκιο της Πυλαίας και στον αστυνομικό

121
Δασκαλάκης, τ. Β’, ό.π., σελ. 919-921. Όπου καταγράφεται με αυστηρή χρονολογική σειρά η
πλειοψηφία των επιθέσεων και των συγκρούσεων μέσα στην πόλη.
122
H χρήση των αντιαρματικών ρουκετών, αν και στην αρχή τρομοκράτησε τις αρχές, στη συνέχεια,
και μόλις έγινε εμφανής η αδυναμία των ανταρτών να προβούν σε πετυχημένα χτυπήματα, έπαψαν
να προκαλούν φόβο. Ελληνικός Βορράς, 5 Μαΐου 1949.
123
Ελληνικός Βορράς, 2 Μαρτίου 1948.

33
σταθμό Χαριλάου.124 Αυτές, και άλλες παρόμοιες επιθέσεις, προκαλούσαν μεγάλες
απώλειες στις δυνάμεις κρούσεις των ανταρτών και σχετικά ασήμαντες απώλειες στο
κυβερνητικό στρατόπεδο.125 Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η γρήγορη διάψευση
των προσδοκιών, για επέκταση του πολέμου στο εσωτερικό της πόλης,
καταβαράθρωσε το ηθικό της αντίστασης, κάτι που αντανακλάται στον περιορισμένο
αριθμό επιθέσεων που καταγράφονται στο τέλος του 1948.

Όσον αφορά τις βομβιστικές επιθέσεις, ξεκίνησαν το 1948 και ο αριθμός τους
αυξήθηκε κατακόρυφα το 1949. Οι τοποθετήσεις των ωρολογιακών βομβών γίνονταν
αρχικά σε σπίτια αξιωματικών και εθνικοφρόνων και στη συνέχεια επεκτάθηκαν σε
υλικές δομές νευραλγικής σημασίας για τη λειτουργία και την άμυνα της πόλης. Έτσι,
στόχοι των βομβιστικών επιθέσεων ήταν τηλεφωνικοί κατανεμητές, κιβώτια
ηλεκτρικής διανομής, στρατιωτικά οχήματα, σιδηροδρομικές γραμμές, τράπεζες κ.ά.
Οι φθορές αυτών των βομβιστικών ενεργειών ήταν ήσσονος σημασίας, αφού οι αρχές
της πόλης προέβαιναν σε άμεση αποκατάσταση των ζημιών.126 Όπως μας πληροφορεί
και μια βρετανική αναφορά (Ιανουάριος 1949), οι ενέργειες των βομβιστών
διαπράττονταν κυρίως «για λόγους προπαγάνδας»,127 αφού σε καμία περίπτωση οι
δολιοφθορές εντός της πόλης δεν αποτελούσαν κομμάτι μιας εκτεταμένης
στρατιωτικής επιχείρησης προερχόμενης απ’ το εξωτερικό μέτωπο.

Παρά τις συνεχείς επιτυχίες των κατασταλτικών μηχανισμών, δεν έλειψαν εκείνες οι
ενέργειες που αμφισβητούσαν το ασφυκτικό πλαίσιο ελέγχου και καταστολής, κι ενώ
φαινόταν πια πως ο πόλεμος, για τις πόλεις τουλάχιστον, έφτανε στο τέλος του. Τα
Χριστούγεννα του 1948, για παράδειγμα, ένα απόσπασμα του Δημοκρατικού Στρατού
«ορμώμενων εκ Κερδυλλίων» πραγματοποίησε βομβαρδισμό με «πυροβολικόν και
όλμους». Παράλληλα, μικρές ομάδες ανταρτών προέβησαν σε καταδρομικές κρούσεις
στην Καλαμαριά και στη Τούμπα.128 Οι ζημιές που προκλήθηκαν στο λιμάνι, στο
Λευκό Πύργο και στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά, ήταν «αμελητέες». Ωστόσο, η
επίθεση προκάλεσε «σοκ» στους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι, όπως μας
πληροφορεί βρετανική αναφορά, «αδυνατούσαν να καταλάβουν πως οι δυνάμεις των
ανταρτών κατάφεραν να στήσουν ένα πυροβόλο λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη και
να τη βομβαρδίσουν για μια ώρα και περισσότερο».129 Επιπλέον, η ανασφάλεια και ο

124
Ελληνικός Βορράς, 14 Μαρτίου 1948.
125
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο Δασκαλάκης, από τις καταδρομικές επιθέσεις του 1948,
μπορούμε να καταγράψουμε τουλάχιστον 13 νεκρούς αντάρτες, 1 νεκρό αξιωματικό της
χωροφυλακής και 1 νεκρό εθνικόφρονα (από την επίθεση στα γραφεία της οργάνωσης «Χ» στις
Συκιές, τον Νοέμβριο του 1948). Φυσικά, ο κατάλογος των θυμάτων του στρατοπέδου των ανταρτών
μεγαλώνει, αν συνυπολογίσουμε τις θανατικές καταδίκες των συλληφθέντων απ’ το σύνολο των
επιχειρήσεων.
126
Δεν έλειψαν και εκείνες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αστυνομικές αρχές εντόπιζαν και
εξουδετέρωναν εγκαίρως τους εκρηκτικούς μηχανισμούς ή συλλάμβαναν τους επίδοξους σαμποτέρ.
Public Record Office (PRO), Foreign Office (FO) 371/78366, R701, Telegram from Mr Knight. Salonica
th
Situation Report: 13 January 1949.
127 th
PRO, FO 371/78366, R445, Telegram from Mr Knight. Salonica Situation Report: 6 January 1949.
128
Ελληνικός Βορράς, 30 Δεκεμβρίου 1948.
129 th
PRO, FO 371/78366, R192, Telegram from Mr Knight. Salonica Situation Report: 30 December
1948.

34
φόβος επιτείνονταν με τα νέα που έφταναν στην πόλη από τη γενίκευση των
συγκρούσεων σε πολλά μέτωπα της κεντρικής Μακεδονίας. Για τον λόγο αυτό, ο
αμερικανός στρατηγός Βαν Φλιτ επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να
τονώσει τόσο το ηθικό της τοπικής φρουράς, όσο και την ψυχολογία των κατοίκων με
επισκέψεις στην παιδούπολη και στους καταυλισμούς «συμμοριοπλήκτων».130

H τελευταία αξιόλογη ενέργεια σημειώθηκε στο τέλος του Ιανουαρίου του 1949, όταν
μια ομάδα 20 ανταρτών περίπου, εισέβαλε στα βορειοανατολικά προάστια της
Θεσσαλονίκης με σκοπό τη μαζική στρατολόγηση μαχητών από το δυναμικό της
Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής. Και αυτή η προσπάθεια απέτυχε, αφού
απελευθερώθηκαν όλοι οι απαχθέντες σπουδαστές και το απόσπασμα των ανταρτών
τράπηκε σε φυγή με βαριές απώλειες.131 Έτσι, μέχρι τον Ιούλιο, πέρα από μικρές και
σποραδικές επιθέσεις, δεν καταγράφεται κάποια αντιστασιακή ενέργεια, ικανή να
ανησυχήσει τις αρχές.

Ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του και κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη και
καταδικασμένη από την αρχή σε αποτυχία. Άλλωστε, οι συντονισμένες ενέργειες της
εσωτερικής αντίστασης και των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού, οι μόνες που
θα μπορούσαν να υπερκεράσουν την απόλυτη υπεροπλία των κυβερνητικών
δυνάμεων, απουσίαζαν κάθε φορά. Επιπλέον, απουσίαζε η τεχνική κατάρτιση για την
διεξαγωγή ενός αστικού ανταρτοπόλεμου αλλά και το πιο σημαντικό, ο κόσμος
εκείνος που θα κουβαλούσε στις πλάτες του αυτό το δύσκολο και άγνωστο είδος
πολέμου.

130
Ελληνικός Βορράς, 31 Δεκεμβρίου 1948. Το κλίμα φόβου που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη
διαπερνούσε και τα’ άρθρα των εφημερίδων στα οποία ζητούνταν η λήψη αυστηρών μέτρων «δια να
μην τολμήση να προσπελάση εις την Θεσσαλονίκην ερυθρός σχηματισμός με πυροβόλον». Επιπλέον,
δεν έμεναν μόνο σε διαμαρτυρίες, αλλά πρότειναν τη γενική αναπροσαρμογή των μεθόδων
φρούρησης της Θεσσαλονίκης. Ελληνικός Βορράς, 29 Δεκεμβρίου 1948.
131
PRO, FO 371/78366, R1608, Telegram from Mr Knight. Salonica Situation Report: 3rd February
1949.

35
Στοχοποίηση και δίωξη του τοπικού εργατικού κινήματος

H μεταπολεμική περίοδος αποτέλεσε άλλον έναν ιστορικό σταθμό για τους


εργατικούς αγώνες ενάντια στη διαχρονική κηδεμόνευση του συνδικαλιστικού
κινήματος από το ελληνικό κράτος. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των
Δεκεμβριανών ανακόπηκε η διαδικασία αποκατάστασης των συνδικαλιστικών
ελευθεριών, που είχε ήδη ξεκινήσει στην περίοδο της Κατοχής κυρίως στους κόλπους
του «Εργατικού ΕΑΜ.», ως βάση για μια ολική μεταρρύθμιση του ελληνικού
συνδικαλισμού. Στη συνέχεια, η περίοδος μετά τη Βάρκιζα χαρακτηρίστηκε από τις
ενέργειες τόσο της εγχώριας Δεξιάς όσο και της βρετανικής κυβέρνησης, με στόχο τη
σταδιακή παλινόρθωση του προπολεμικού καθεστώτος στα εργατικά συνδικάτα. Οι
αντιπροσωπείες των βρετανικών εργατικών ενώσεων δεν μπόρεσαν να
αντιμετωπίσουν το βασικό πρόβλημα, δηλαδή την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών στα
τοπικά συνδικάτα, καθώς η στελέχωση της ΓΣΕΕ και των κατώτερων
συνδικαλιστικών οργανώσεων, με πρώην μέλη ελεγχόμενων συνδικάτων από τον
Μεταξά και τους Γερμανούς, συνιστούσε σοβαρό εμπόδιο στα συνδικάτα που
κυριαρχούσε ο ΕΡΓΑΣ, ο διάδοχος του ΕΕΑΜ.132 Οι ασφυκτικές πιέσεις των
διορισμένων διοικήσεων προς τα στελέχη του συνδικαλιστικού χώρου της Αριστεράς
συμβάδιζαν με το κατασταλτικό πλαίσιο της περιόδου. H κατάχρηση βίας από τις
αρχές ασφαλείας, τα φαινόμενα κρατικής αυθαιρεσίας και οι παρεμβάσεις
ακροδεξιών ομάδων έστρωσαν το έδαφος για την επάνοδο της Δεξιάς στα συνδικάτα
και την εδραίωση του κρατικού ελέγχου. 133

Παρά τις δυσκολίες και ύστερα από παρέμβαση της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής
Ομοσπονδίας (Δεκέμβριος 1945), διεξήχθησαν οι εκλογές των αντιπροσώπων για το
8ο Πανεργατικό Συνέδριο. Σε αυτές επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία του ΕΡΓΑΣ, ο οποίος
αντιπροσώπευσε την πλειοψηφία των εργαζομένων στη διοίκηση της ΓΣΕΕ.134
Μπροστά στη διαφαινόμενη κυριαρχία του ΕΡΓΑΣ στο Συνέδριο της ΓΣΕΕ (Μάρτιος
1946), η συνδικαλιστική ομάδα της Δεξιάς, με επικεφαλής τον Φώτη Μακρή, απείχε
από το συνέδριο, διεξήγαγε εναντίον του εκστρατεία δυσφήμισης και προσέφυγε στο
Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι ενέργειές τους δικαιώθηκαν, αφού μετά την
επικράτηση της Δεξιάς στις εκλογές, το Συμβούλιο της Επικρατείας προέβη στην
πραξικοπηματική ακύρωση του Συνεδρίου και παρέδωσε τη νέα διοίκηση στα χέρια
των ρεφορμιστών του Μακρή.135

H υπόθεση του συνδικαλιστικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη ακολούθησε, σε


γενικές γραμμές, τις εξελίξεις στο κεντρικό συνδικαλιστικό επίπεδο. Ως τις
παραμονές του 8ου πανεργατικού συνεδρίου το Εργατικό Κέντρο της πόλης, παρά τις
αντιδράσεις των οπαδών του Μακρή και των «εθνικοφρόνων» του ΕΜΕ, πέρασε

132
Κώστας Θέος, Τα ελληνικά συνδικάτα στην πάλη ενάντια στο φασισμό και για την ανεξαρτησία
τους, Αθήνα 1947, σελ. 30-37.
133
Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 98-99.
134
Richter, ό.π., σελ. 420-423.
135
Γιώργος Φ. Κουκουλές, Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι ξένες επεμβάσεις (1944-1948),
Αθήνα 1995, σελ. 114-117.

36
ολοκληρωτικά στον έλεγχο της κομμουνιστικής παράταξης. Το ρεφορμιστικό
στρατόπεδο, βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να ανατρέψει την κυριαρχία του ΕΡΓΑΣ,
πόνταρε στη νίκη της Δεξιάς στις εκλογές του Μαρτίου, επιδεικνύοντας θεσμική και
νομιμόφρονα στάση. Οι υπολογισμοί τους επαληθεύτηκαν καθώς τα εκλογικά
αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την αναμενόμενη επικράτηση της δεξιάς συμμαχίας. Ο
δρόμος, για την ανατροπή της αριστερής διοίκησης του ΕΚΘ, ήταν πια ανοιχτός διότι
μια από τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης Τσαλδάρη ήταν η άμεση
καταστολή του μαχητικού και ριζοσπαστικού συνδικαλισμού.136

Με την εφαρμογή του Γ΄ ψηφίσματος στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος της εργασίας


βρέθηκε στο στόχαστρο όλων των κατασταλτικών μηχανισμών της πόλης αφού
πολλές συνδικαλιστικές πρακτικές συνιστούσαν ποινικά κολάσιμες πράξεις, όπως οι
συγκεντρώσεις σε κλειστούς ή ανοιχτούς χώρους χωρίς την προηγούμενη άδεια των
αστυνομικών αρχών καθώς και η απεργία «άνευ ειδοποιήσεως προ τριών τουλάχιστον
ημερών απευθυνομένης προς τον εργοδότην και την αρμοδίαν αστυνομικήν αρχήν».137
Σταδιακά, ενεργοποιήθηκαν κι άλλα άρθρα του ψηφίσματος με σκοπό την εμβάθυνση
της καταστολής των συνδικαλιστικών δράσεων και την πλήρη ασφυξία της
καθημερινότητας των εργαζομένων, οι οποίοι, παράλληλα, αντιμετώπιζαν την όξυνση
των ταξικών διαχωρισμών και σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Τέλος, να
προσθέσουμε ότι η σκλήρυνση της κατασταλτικής πολιτικής ενάντια στις εργατικές
κινητοποιήσεις συνδέθηκε με την αναγκαιότητα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης
των αστικών περιοχών ως προϋπόθεση για τη θωράκιση των μετόπισθεν ενός
πολέμου που μόλις ξεκινούσε.

Από τις πρώτες μέρες, οι κρατικές αρχές της πόλης φρόντισαν να επιβεβαιώσουν τις
αντεργατικές βλέψεις του Γ΄ ψηφίσματος. H αστυνομία παρενέβαινε άμεσα με την
παραμικρή υποψία ανοιχτής συνάθροισης σχετιζόμενη με συνδικαλιστικές
διεργασίες. Έτσι, στις αρχές του Ιουλίου συνελήφθησαν τα ηγετικά στελέχη του
συνδικάτου των «πετρελαιοεργατών»138 καθώς και ένα εξέχων μέλος του «Συνδέσμου
Τροχιοδρομικών» με έντονη συνδικαλιστική δράση στον Μεσοπόλεμο.139 Επιπλέον,
διάφορες αντιπροσωπείες εργατών επισκέπτονταν τις αρχές και διαμαρτύρονταν για
τις «τρομοκρατικές πράξεις» που εφαρμόζονταν εναντίον τους από την αστυνομία και
διατράνωναν την αντίθεσή τους, μέσω κατάθεσης ψηφισμάτων, για τα νέα
κατασταλτικά μέτρα.140 Ωστόσο οι πρώτες συλλήψεις κυρίως επιδίωκαν τον
εκφοβισμό του εργατικού κινήματος και συνιστούσαν μια αυστηρή προειδοποίηση,
γι’ αυτό και τα συλληφθέντα συνδικαλιστικά στελέχη αφήνονταν ελεύθερα μετά από
μια βραχυχρόνια παραμονή στα κρατητήρια της Ασφάλειας.141 Εκεί δεν έλειπαν και

136
Μαραντζίδης, ό.π., σελ. 164-300, 194-196.
137
Βλ. άρθρο 4 και 7 του Γ΄ ψηφίσματος, στο Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 159-160.
138
Λαϊκή Φωνή, 3 Ιουλίου 1946.
139
Λαϊκή Φωνή, 4Ιουλίου 1946.
140
Λαϊκή Φωνή, 8 Ιουλίου 1946.
141
Σε αυτό, βέβαια, συνέβαλε και ο αποφασιστικός αγώνας των εργατών, μέσω των στάσεων
εργασίας και των συχνών διαμαρτυριών ενώπιων των κρατικών αρχών. Λαϊκή Φωνή,6 Ιουλίου 1946.

37
οι ξυλοδαρμοί εργατών, λιγότερο τυχερών, οι οποίοι πριν αφεθούν ελεύθεροι
χτυπιούνταν βάναυσα στο τμήμα.142

H πρώτη δικαστική εφαρμογή του ψηφίσματος έγινε κατά της απεργιακής επιτροπής
του σωματείου των αρτεργατών, ύστερα από την κήρυξη 24ωρης απεργίας στις 11
Ιουλίου, με αποτέλεσμα 4 μέλη της να παραπεμφθούν σε στρατοδικείο «ως
παραβάται του ψηφίσματος, όσον αφορά την διάταξιν αυτού την απαγορεύουσαν την
αιφνιδιαστικήν κήρυξιν απεργιών».143 Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Ιουλίου, οι
αστυνομικές αρχές συνέλαβαν τον πρόεδρο των αρτεργατών και όλο το διοικητικό
συμβούλιο, ύστερα από «επιδρομή» αργά τη νύχτα στο εργατικό κέντρο. Οι
«χωροφυλακίστικες συμπεριφορές» των αρχών ενάντια στους αρτεργάτες μέσω των
απειλών και των απαγορεύσεων, συνδέονται με την κομμουνιστική επιρροή που είχε
το συγκεκριμένο σωματείο, μαζί με τους «μυλεργάτες», στο εργατικό κίνημα της
πόλης.144

Την ημέρα του στρατοδικείου των συλληφθέντων αρτεργατών (19 Ιουλίου)


κηρύχθηκε ωριαία στάση εργασίας, η οποία, παρά τις προληπτικές συλλήψεις και την
τρομοκρατία στους εργασιακούς χώρους, πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Ο
συντονισμός της στάσης από το εργατικό κέντρο και η συμμετοχή πολλών σωματείων
θορύβησε μέχρι και τις στρατιωτικές αρχές της πόλης, καθώς αυτές φρόντισαν να
ενημερώσουν το γενικό επιτελείο με κάθε λεπτομέρεια. Φαίνεται, λοιπόν, ότι και ο
στρατός, παράλληλα με την αστυνομία, είχε εποπτικές αρμοδιότητες πάνω στο τοπικό
εργατικό κίνημα.145 Άλλωστε, ήδη από το 1945, το γενικό επιτελείο είχε αναθέσει
στην εθνοφυλακή, στέλνοντας ενισχύσεις και από τη Βέροια, τον αυστηρό έλεγχο
των πιο δυναμικών σωματείων της πόλης, δηλαδή των αρτεργατών και των
μυλωθρών, καθώς και την επόπτευση των απεργιακών κινητοποιήσεών τους στους
δρόμους της Θεσσαλονίκης.146

Παρά, λοιπόν, τις αντιδράσεις, το στρατοδικείο επέβαλε ποινές φυλάκισης, που


έφταναν τα τρία χρόνια, σε τέσσερις από τους πέντε κατηγορούμενους. Ο βασιλικός
επίτροπος, στην αγόρευσή του, φρόντισε να επιβεβαιώσει τις αντεργατικές βλέψεις
του ψηφίσματος. Απέναντι, λοιπόν, στην υπερασπιστική γραμμή των αρτεργατών, η
οποία ευθυγραμμιζόταν με βασικά εργατικά αιτήματα, οι στρατοδίκες αναλώνονταν
σε κηρύγματα άκριτης εθνικοφροσύνης.147 Για τους υπόλοιπους συλληφθέντες
αρτεργάτες της ωριαίας στάσης, δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε στοιχεία με τις
δικαστικές αποφάσεις, ωστόσο, όπως πληροφορούμαστε από τον Τύπο της εποχής, το
στρατοδικείο καταδίκασε σε ενάμισι χρόνο φυλάκιση και 4 μήνες εκτόπιση έναν

142
Λαϊκή Φωνή, 9 Ιουλίου 1946. Η εφημερίδα αναφέρει, παραθέτοντας και φωτογραφία, ότι ο
συλληφθείς καπνεργάτης ξυλοκοπήθηκε «καννιβαλικά» με συρματένιο βούρδουλα.
143
Ελληνικός Βορράς, 13 Ιουλίου 1946. Η Λαϊκή Φωνή αναφέρει ότι οι αστυνομικές αρχές,
προκειμένου να εμποδίσουν τον απεργιακό αγώνα, συνεργάστηκαν με εθνικόφρονες εργάτες και με
ακροδεξιές οργανώσεις. Λαϊκή Φωνή, 13 Ιουλίου 1946.
144
Λαϊκή Φωνή, 16 Ιουλίου 1946.
145
Αρχείο ΔΙΣ, Φ10-Α-114.
146
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου, (1944-1949), τ. Β΄, Αθήνα 1998, κείμενο 35, σελ. 191.
147
Λαϊκή Φωνή, 20 Ιουλίου 1946.

38
αρτεργάτη «διότι παρημπόδιζεν άλλους εργάτας κατά την ημέραν της απεργίας
αρτεργατών να εργασθούν προς παραγωγήν άρτου».148

Αποκορύφωμα της επίθεσης κατά της συνδικαλιστικής δράσης στη Θεσσαλονίκη


αποτέλεσε η σύλληψη του προέδρου του ΕΚΘ Δημήτρη Παπαγιάννη (23 Ιουλίου),
«κατόπιν εντάλματος του εισηγητού του στρατοδικείου».149 Κατηγορήθηκε για
προκήρυξη, η οποία παραβίαζε άρθρα του Γ΄ ψηφίσματος, αφού παρακινούσε τα
σώματα ασφαλείας σε γενική ανυπακοή. Φυσικά η σύλληψη του Παπαγιάννη ήταν
μια προσχηματική ενέργεια με στόχο την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος,
μιας και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης προκήρυξης ήταν αρκετά προσφιλές στη
συνθηματολογία του συνδικαλιστικού κόσμου της περιόδου. Οι μαζικές διαμαρτυρίες
του ΕΚΘ και των εργατικών σωματείων δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την
καταδικαστική απόφαση, καθώς το στρατοδικείο (27 Ιουλίου) επέβαλε κάθειρξη
τριών ετών και βαρύ χρηματικό πρόστιμο.150 Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι την
ίδια περίοδο συνελήφθησαν σημαντικά στελέχη του ΚΚΕ, όπως ο Θ. Χατζής,
γραμματέας της τοπικής οργάνωσης, ο Λ. Στρίγκος, γραμματέας του Γραφείου
Μακεδονίας-Θράκης και ο Α. Τζήμας, μέλος της επιτροπής περιοχής Μακεδονίας-
Θράκης.151

Στις αρχές Αυγούστου η ένταση της κρατικής καταστολής κλιμακώθηκε αφού η


αντίθεση με το ΕΚΘ έλαβε ένα γενικευμένο χαρακτήρα ανοικτής σύγκρουσης. Έτσι,
πέρα από τις δεκάδες συλλήψεις συνδικαλιστών του ΕΡΓΑΣ, η κυβέρνηση καθαίρεσε
την εκλεγμένη διοίκηση του ΕΚΘ (13 Αυγούστου) και ανέθεσε σε μια ομάδα
κρατικών υπαλλήλων την παραλαβή του Κέντρου. Μετά την άρνηση της διοίκησης
να παραδώσει το κτίριο και τα βιβλία των πρακτικών, επενέβη η αστυνομία
καταλαμβάνοντας το κτίριο (15 Αυγούστου).152 Η κατάληψη του κέντρου είχε ως
αποτέλεσμα τον εξοβελισμό και των τελευταίων ψηγμάτων της Αριστεράς, αφού η
συγκρότηση της νέας διοίκησης έγινε σχεδόν μόνο από μέλη του «Εθνικού Μετώπου
Εργατών» (ΕΜΕ).

Οι αρχές της πόλης δε σταμάτησαν στη σύλληψη του Παπαγιάννη. Προέβησαν, το


ίδιο διάστημα, σε σαρωτική καθαίρεση όλης της ηγετικής ομάδας του ΕΚΘ, μέσα
από συλλήψεις, εκτοπίσεις και τρομοκρατία. Στις 24 Αυγούστου, συνελήφθη ο
πρόεδρος της «νόμιμα εκλεγμένης διοίκησης του ΕΚΘ» και του σωματείου των
κουρέων, Χ. Μελανιφίδης. Ακολούθησαν ο Α. Γκρόζος, γενικός γραμματέας της
Καπνεργατικής Ομοσπονδίας, και τα μέλη της διοίκησης Παπαδόπουλος, Ζήσης,
Χιονίδης, Μανιός, Πουσκουλέλλης και Ράφτης. Όσοι γλύτωσαν τον εκτοπισμό
διέφυγαν στο βουνό και εντάχθηκαν στον ΔΣΕ, όπως ο Σ. Πιτιανούδης, ο πρώτος
πρόεδρος στο μεταπολεμικό ΕΚΘ. Άλλωστε, όπως δήλωσε ο φυλακισμένος

148
Νέα Αλήθεια, 25 Ιουλίου 1946.
149
Ελληνικός Βορράς, 24 Ιουλίου 1946.
150
Ελληνικός Βορράς, 24 Ιουλίου 1946.
151
Γιάννης Παναγιωτίδης, H πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 220.
152
Λαϊκή Φωνή, 16 Αυγούστου 1946.

39
Παπαγιάννης στη επιτροπή του ΟΗΕ, λίγους μήνες μετά, η διάλυση των εργατικών
σωματείων εξώθησε πολλούς εργάτες στο βουνό ενώ οι οικογένειες των εργατών που
φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, συντηρούνταν από τα δίκτυα αλληλεγγύης που είχαν
δημιουργήσει οι εργάτες της πόλης.153

Στα τέλη του 1946, η κυβέρνηση ολοκλήρωσε την πρώτη φάση καταστολής του
εργατικού κινήματος της Θεσσαλονίκης, με τη συνεχή καταδίωξη των διοικήσεων
των εργατικών σωματείων, τους «εκλεκτούς» των εργατών, και με τους διορισμούς
ελεγχόμενων διοικήσεων.154 Στη δεύτερη φάση, στράφηκε κατά της βάσης του
συνδικαλιστικού μηχανισμού, στην οποία κατέστησε σαφές ότι δε θα επιτρέψει με
κανένα τρόπο την αναζωπύρωση των εργατικών αγώνων κατά τη διάρκεια των
αυξανόμενων στρατιωτικών επιχειρήσεων του εμφυλίου.

Έτσι, λοιπόν, η κατασταλτική πολιτική του κράτους στόχευε από τη μία να συντρίψει
το αγωνιστικό πνεύμα της εργατικής τάξης και από την άλλη να θέσει σε εφαρμογή
μια σειρά αυταρχικών κανόνων στους χώρους εργασίας και στην καθημερινότητα
των εργατών, εδραιώνοντας τη μόνιμη παρουσία τους και μετά το τέλος του εμφυλίου
πολέμου. Γι’ αυτό και εκτός από την επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, το
ελληνικό κράτος προχώρησε στην ένταση της αντεργατικής καταστολής και στους
χώρους εργασίας, πάντα με όπλο τα νομοθετικά μέτρα της πρώτης φάσης του
εμφυλίου. Τα γεγονότα που συνέβησαν τον Δεκέμβριο του 1946 στα καπνεργοστάσια
της πόλης θα πρέπει να θεωρηθούν ενδεικτικά της ασφυκτικής πίεσης που είχε να
αντιμετωπίσει ο κόσμος της εργασίας. Με αφορμή, λοιπόν, μια διαμάχη στους
κόλπους του Καπνεργατικού Σωματείου, η Γενική Διοίκηση «έζωσε τα καπνομάγαζα
με χωροφύλακες», προκειμένου να προστατεύσει τα «εθνικόφρονα» μέλη του
σωματείου. Μάλιστα, ήταν τέτοια η ένταση της αστυνομικής παρουσίας που έδωσε
στα καπνεργοστάσια την «εικόνα στρατοπέδων συγκέντρωσης».155

Τους επόμενους μήνες η κατάσταση στους εργασιακούς χώρους χειροτέρεψε. Τα


μπλόκα της αστυνομίας στα μεγάλα εργοστάσια Αλλατίνη και Υφανέτ έγιναν
καθημερινό φαινόμενο.156 Η συνηθισμένη πρακτική περιλάμβανε τη συγκέντρωση
των εργατών στο προαύλιο όπου ακολουθούσε έλεγχος των ταυτοτήτων και
πατριωτικό κήρυγμα από τους αξιωματικούς. Φυσικά, δεν έλειπαν και οι συλλήψεις
«με αβασίμους αφορμάς και φανταστικάς κατηγορίας» και οι συλληφθέντες εργάτες
είτε κρατούνταν για κάποιες ώρες στο αστυνομικό τμήμα, και στη συνέχεια
αφήνονταν ελεύθεροι, είτε προφυλακίζονταν για απεριόριστο χρονικό διάστημα με
κατάληξη τον εκτοπισμό, ύστερα από απόφαση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής
Ασφαλείας.157 Κάποιες φορές οι συλλήψεις γίνονταν ακόμα και μέσα στα σπίτια των
εργατών, επιβεβαιώνοντας με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο ότι τα περιθώρια

153
Αγωνιστής, 4 Μαρτίου 1947.
154
Το κομμουνιστικό κόμμα της Ελλάδας, Επίσημα κείμενα (1945-1949), τ. ΣΤ’, Αθήνα 1987, σελ. 239.
155
Συμφιλιωτής, 17 Δεκεμβρίου 1946.
156
Αγωνιστής, 18 Απριλίου 1947 και Ενότητα, 12 Ιουνίου 1947.
157
Ενότητα, 8 Ιουνίου 1947.

40
δράσης των πιο δυναμικών μελών του τοπικού εργατικού κινήματος διαρκώς
στένευαν.158

Άλλωστε η επιβολή του αναγκαστικού νόμου 509 δεν άφηνε και πολλά περιθώρια
στα εναπομείναντα συνδικαλιστικά στελέχη του χώρου της Αριστεράς. Όσοι
γλύτωσαν από τις μαζικές εκκαθαρίσεις, δραστηριοποιήθηκαν στην παράνομη
Συνδικαλιστική Οργάνωση, η οποία προήλθε από τη συνένωση τριών «αχτίδων», της
εργατικής, των μεταφορών και των κλωστοϋφαντουργών (Δεκέμβριος 1947). H
στελέχωση της οργάνωσης έγινε από νέα μέλη, καθώς τα παλαιότερα είτε είχαν
συλληφθεί, είτε είχαν ενταχθεί στο Δημοκρατικό Στρατό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα
την επιβίωση του παράνομου συνδικαλιστικού δικτύου καθώς τα νέα στελέχη «εις
άγνωστα ως επί το πλείστον εις την αστυνομία». Μέχρι τη σύμπτυξη των εργατικών
«αχτίδων», οι παράνομες δραστηριότητες των στελεχών (διενέργεια κομματικών
εράνων, κυκλοφορία παράνομων εντύπων κ.ά.) αναπτύχθηκαν στους χώρους
εργασίας της πόλης. Ωστόσο, με τη σκλήρυνση της καταστολής η ενιαία
«Συνδικαλιστική» συνδέθηκε με τις δραστηριότητες των υπόλοιπων παράνομων
οργανώσεων, που είχαν πιο δυναμικό και «μάχιμο» χαρακτήρα, όπως τη στρατολογία
και την «αποστολήν προσώπων εις τας συμμορίας», την οργάνωση «προπαγάνδας εις
τα μετόπισθεν» και τη διενέργεια σαμποτάζ «και άλλων τρομοκρατικών πράξεων εντός
της πόλεως της Θεσσαλονίκης».159 Τέλος, τον Νοέμβριο του 1948, η Ασφάλεια
κατάφερε να εξαρθρώσει τη Συνδικαλιστική Οργάνωση με τη σύλληψη 36 μελών της,
δίνοντας οριστικό τέλος σε κάθε μορφή αντίστασης, προερχόμενη από τους κύκλους
του τοπικού συνδικαλιστικού κινήματος.160

Παράλληλα με τον αυταρχισμό και την κρατική καταστολή, το εργατικό κίνημα της
Θεσσαλονίκης αντιμετώπισε τον «αντεθνικό» στιγματισμό και την αντικομουνιστική
υστερία τόσο των φορέων της κρατικής εξουσίας, όσο και των ανερχόμενων φατριών
που δρούσαν στους κόλπους του «εθνικόφρονου συνδικαλισμού».161 Μάλιστα, οι
δράσεις και οι δημόσιες αναφορές των τελευταίων, με προεξάρχοντες τα μέλη του
Εθνικού Μετώπου του Δ. Θεοχαρίδη,162 αποτέλεσαν τη συμπυκνωμένη έκφραση της
κυρίαρχης ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης σχετικά με τον «εσωτερικό εχθρό», μέρος
του οποίου ήταν και ο κόσμος της εργασίας.163 Χαρακτηριστικά παραθέτουμε τα

158
Ενότητα, 14 Ιουνίου 1947.
159
Μακεδονία 14 Νοεμβρίου 1948.
160
Στο ίδιο.
161
Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο Κουκουλές, ο «αστυνομικός ρόλος» και η αντικομουνιστική
ιδεολογία των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων, αποτέλεσαν, ανάμεσα σε άλλα, μια διαχρονική
παθογένεια του ελληνικού συνδικαλισμού. Γιώργος Φ. Κουκουλές, «Αναδρομή σ’ ένα αμφιλεγόμενο
παρελθόν», στο Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στο Τέλος του 20ού Αιώνα, επιμ. Κούλα
Κασιμάτη, Αθήνα 1997, σελ. 25-84, 27.
162
Λεπτομέρειες για τον Δ. Θεοχαρίδη και την παράταξη του ΕΜΕ, βλ. στο Μαραντζίδης, ό.π.,
σελ.183-184.
163
Ο αντικομουνισμός, ως κεντρικός ιδεολογικός πυρήνας, δεν παρατηρείται μόνο στην κυρίαρχη
παράταξη του ΕΜΕ αλλά και σε εθνικόφρονα εργατικά σωματεία. Είναι χαρακτηριστική η
ανακοίνωση της Εθνικής Καπνεργατικής Ένωσης, με την οποία κατηγορούσε τους κομμουνιστές για
τις δυσκολίες των καπνεργατών της πόλης. Ελληνικός Βορράς, 2 Ιουλίου 1947. Επιπλέον, για τα
εθνικόφρονα συνδικαλιστικά σωματεία της Θεσσαλονίκης, ο Γούναρης υποστηρίζει ότι αποτελούν

41
λόγια του Θεοχαρίδη, ο οποίος συναγωνίζεται επάξια τους τοπικούς φορείς της
εθνικοφροσύνης:

«Καλούμεν την Κυβέρνησιν να πράξη το καθήκον της. Να πλήξη τους υπονομευτάς του
Εθνικού μας καθεστώτος. Να τσακίση τους αποπειρωμένους να κλονίσουν το ηθικό
των μαχομένων και να οδηγήσει εις τα Στρατοδικεία τους σαλταδώρους και τους εξ
επαγγέλματος κινηματίας […]».164

Επιπλέον, οι νέοι ιθύνοντες του Εργατικού Κέντρου όχι μόνο επέλεξαν την παθητική
στάση μπροστά στο διωγμό της εργατικής τάξης αλλά και στήριξαν τους
κατασταλτικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους. Πολλές φορές συνεργάστηκαν
με την αστυνομία και «ενέπνευσαν» τις διώξεις, καθώς μετά από τις συλλήψεις μελών
εργατικών σωματείων έσπευδαν να «ανακινήσουν ζητήματα» αντικατάστασής τους165

Όπως είδαμε πιο πάνω, το επίσημο κράτος μπόρεσε πολύ γρήγορα να επανακτήσει
τον έλεγχο πάνω στο συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκη μέσω της βίαιης
καταστολής και του εκφοβισμού των εργατών της πόλης, με αποτέλεσμα το οριστικό
τέλος της σύντομης χειραφέτησης του Εργατικού Κέντρου να δοθεί στις φυλακές και
στους τόπους εξορίας.166 H ταχύτητα, μάλιστα, με την οποία έδρασαν οι
κατασταλτικοί μηχανισμοί, δεν μπορεί να ερμηνευτεί έξω από τις μεταπολεμικές
ανακατατάξεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Θεσσαλονίκης. Ο κλονισμός της
κυριαρχίας του αστικού κόσμου στα χρόνια της Κατοχής τον έφερε αντιμέτωπο μ’
έναν ακαθόριστο ταξικό αντίπαλο. Μοναδικός οργανωμένος φορέας κοινωνικών
διεκδικήσεων, με διάχυτες υλικές αναφορές στην πόλη, αποτέλεσε ο κόσμος της
εργασίας. Γι’ αυτό και χτυπήθηκε από την πρώτη στιγμή με σχεδιασμένο και
αμείλικτο τρόπο, από τοπικούς μηχανισμούς καταστολής, εκπαιδευμένων και
πολύπειρων στη δίωξη του εργατικού κινήματος.

«ένα υποκατάστατο των συνδικαλιστικών και άλλων ελευθεριών που το κράτος είτε είχε αναιρέσει
είτε ποδηγετήσει», στο Βασίλης Γούναρης, Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και
άλλες όψεις του αντικομουνισμού στη Μακεδονία του Εμφυλίου Πολέμου, Θεσσαλονίκη 2005, σελ.
123.
164
Ο Εργαζόμενος Κόσμος, 6 Ιουνίου 1949.
165
Ανεξαρτησία, 13 Ιουνίου 1947.
166
Είναι αξιοσημείωτο ότι η περιορισμένη έρευνα για το θέμα του τοπικού εργατικού κινήματος,
επικεντρώθηκε ως επί το πλείστον στις έξω-συνδικαλιστικές παρεμβάσεις, τις αλληλοκατηγορίες και
τις δοσοληψίες κάθε μορφής, που συνόδευσαν τη μετέπειτα πορεία των συνδικαλιστικών
διαδικασιών στη Θεσσαλονίκη, αγνοώντας όμως τον αθέατο κόσμο, των απλών αγωνιστών της
εργατικής τάξης που βίωσαν, εκτός από την οικονομική εξαθλίωση της περιόδου, την ένταση μιας
πολύμορφης καταστολής.

42
Η φίμωση των εφημερίδων της Αριστεράς

Η κυκλοφορία του αριστερού Τύπου, στα χρόνια του Εμφυλίου στη Θεσσαλονίκη,
συνιστούσε μια επικίνδυνη διαδικασία, τόσο στο στάδιο της εκτύπωσης όσο και στης
διανομής. Ήδη λίγες μέρες μετά την υπογραφής της Συμφωνίας της Βάρκιζας
ξεκίνησαν οι συστηματικές επιθέσεις των συμμοριών της Δεξιάς κατά του τοπικού
Τύπου, καθώς τον Μάρτιο, «εθνικός στρατός», βαδίζοντας στα χνάρια των
Γερμανών,167 μετέβαλε σε «άμορφη μάζα» τα γραφεία και τα τυπογραφεία των
εφημερίδων «Ελευθερία» και «Λαϊκή Φωνή». 168 Η συστηματική εκστρατεία για την
κατάπνιξη του αριστερού Τύπου συνεχίστηκε και στο πλαίσιο της εφαρμογής των
διατάξεων του Γ΄ ψηφίσματος. Τα τυπογραφεία και οι συντάκτες, που επιβίωναν από
τις επιθέσεις, είχαν να αντιμετωπίσουν τις μαζικές ποινικές διώξεις των
στρατοδικείων, οι οποίες οδηγούσαν στη φυλακή, στο κλείσιμο των γραφείων και
στη δήμευση των τυπογραφικών μηχανημάτων.

Επιπλέον, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, η επιλογή και η αγορά της εφημερίδας
μετατρεπόταν σε διαδικασία ελέγχου των πολιτικών φρονημάτων. Είναι
χαρακτηριστική η περιγραφή του αναγνωστικού κοινού ενός εστιατορίου της
Θεσσαλονίκης από μια ομάδα Βρετανών το 1947. Συγκεκριμένα ανέφεραν ότι η
πλειοψηφία των πελατών αγόρασε τη φιλοβασιλική «Καθημερινή» αφού η αγορά της
συγκεκριμένης εφημερίδας λειτουργούσε ως μια δημόσια πράξη επίδειξης
νομιμοφροσύνης. Όταν, μάλιστα, κάποιος αγόρασε το φιλελεύθερο «Βήμα»
προκλήθηκε μια διάχυτη δυσαρέσκεια στους υπόλοιπους θαμώνες.169

Γενικά, η ιστορία του αριστερού Τύπου στη Θεσσαλονίκη κατά τον Εμφύλιο
διαμορφώνεται μέσα από τις διώξεις και το πλήθος των απαγορεύσεων που γνώρισαν
το προσωπικό της εφημερίδας «Λαϊκή Φωνή», επίσημο όργανο της επιτροπής
Μακεδονίας-Θράκης, και των διάφορων εντύπων που τη διαδέχτηκαν. Η αρχή έγινε
μετά την επιβολή των διαταγμάτων του Γ΄ ψηφίσματος στην πόλη. Αρχικά
κυνηγήθηκαν, από την αστυνομία και ακροδεξιές ομάδες, οι πωλητές της εφημερίδας,
ενώ δεν έλειψαν ακόμα οι δολοφονικές επιθέσεις και τα λιντσαρίσματα.170
Συγχρόνως τα γραφεία και οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις έγιναν στόχος επιθέσεων
πάνω από 12 φορές. Στη συνέχεια, εφαρμόστηκαν ποινικά και διοικητικά μέτρα κατά
του προσωπικού της εφημερίδας. Τα περισσότερα στελέχη, ανταποκριτές και
συντάκτες αφού «σύρθηκαν» στην Ασφάλεια και στις αίθουσες των δικαστηρίων,
167
Λίγες μέρες πριν την αποχώρηση των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη (13 Οκτωβρίου 1944), το
τυπογραφείο της «Λαϊκής Φωνής», «γαζώθηκε» από τα γερμανικά αυτόματα. Σπύρος
Κουζινόπουλος, «Ο παράνομος Τύπος. Εφημερίδες που εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν με κινδύνους
στα χρόνια της Κατοχής», στο Αφιέρωμα. Ιστορία του Τύπου της Θεσσαλονίκης. Από την έκδοση του
Ερμή ως τις σύγχρονες εφημερίδες, επιμ. Θάλεια Ιωαννίδη, Καθημερινή. Επτά ημέρες (Φεβρουάριος
1995), σελ. 22-25, 25.
168
Πολιτικός συνασπισμός των κομμάτων του ΕΑΜ, Λευκή Βίβλος. Παραβάσεις της Βάρκιζας
(Φλεβάρης-Ιούνης 1945), Αθήνα 1945, σελ. 15.
169
Franc Smothers, William Hardy McNeil, Elizabeth Darbishire McNeil, Report on the Greeks. Findings
of a twentieth century fund team which surveyed conditions in Greece in 1947, New York 1948, σελ.
130.
170
Λαϊκή Φωνή, 9 Ιουλίου 1946.

43
βρέθηκαν στις φυλακές και στα ξερονήσια.171 Η συνηθισμένη κατηγορία που
επέρριπταν τα στρατοδικεία ήταν η παραβίαση άρθρων του ψηφίσματος, μέσω
«εμπρηστικών σημειωμάτων» και άρθρων «παροτρύνοντα τον λαόν εις εξέγερσιν».172

Τελικά, η εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή» έκλεισε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1946 με


απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, το τοπικό γραφείο
του ΚΚΕ κυκλοφόρησε τη «Νέα Λαϊκή Φωνή», 173 η οποία είχε βραχύχρονη διάρκεια
καθώς, από την αρχή μπήκε στο στόχαστρο του στρατηγού Βεντήρη διοικητή του Γ΄
Σώματος Στρατού. Ο Βεντήρης ζήτησε το οριστικό κλείσιμο της εφημερίδας με
κατάσχεση του πιεστηρίου και των αποθεμάτων του δημοσιογραφικού της χαρτιού.
Παράλληλα πίεζε τις δικαστικές αρχές για βαρύτερες ποινές και την αστυνομία για
ριζικότερα μέτρα, ώστε να αποτραπεί η κυκλοφορία οποιασδήποτε αριστερής
εφημερίδας. Όμως, όπως επισημαίνεται στον Ριζοσπάστη, η κατάσχεση ή ακόμα και
η καταστροφή του πιεστηρίου δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία γιατί οι τυπογραφικές
εγκαταστάσεις «δεν ήταν ιδιοκτησία της Αριστεράς».174 Μπροστά σ’ αυτό το εμπόδιο
επιλέχτηκε, για ακόμα μια φορά, η λύση της κατασταλτικής λογοκρισίας, που
εκχωρήθηκε στους διωκτικούς μηχανισμούς της αστυνομίας και της χωροφυλακής.
Έτσι, μόλις λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία της «Νέας Λαϊκής Φωνής» (18
Σεπτεμβρίου 1946) ασκήθηκε δίωξη εις βάρος δυο συντακτών της εφημερίδας από
τον διοικητή Γενικής Ασφαλείας για επιλήψιμο άρθρο175 οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι
και τιμωρηθήκαν με φυλάκιση από ένα μέχρι δύο έτη.176

Η τελική λύση εις βάρος της «Νέας Λαϊκής Φωνής» δόθηκε με αφορμή τη
δολοφονία του μοίραρχου Κοφίτσα (Οκτώβριος 1946), καθώς το Στρατοδικείο
διέταξε το κλείσιμο της εφημερίδας και την καταδίκη τριών συντακτών «δια την
εμπρηστικήν και επαναστατικήν αρθρογραφίαν των, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξεν η
δολοφονία του Κοφίτσα». Παρά τις προσπάθειες της υπεράσπισης, να τονίσει ότι το
δημοσίευμα δεν είχε καμία σχέση με τη σημασία της αποδιδόμενης κατηγορίας, το
στρατοδικείο (3 Νοεμβρίου 1946) επέβαλε βαριές ποινές στους κατηγορούμενους.
Ισόβια κάθειρξη στον έναν, αντί για τη θανατική ποινή που ζητούσε ο βασιλικός
επίτροπος, και 20ετή φυλάκιση στους άλλους δύο.177 Τέλος, σχεδόν την ίδια περίοδο
(12 Δεκεμβρίου 1946), έκλεισε με απόφαση του στρατοδικείου και η «Ελευθερία»,
όργανο του ΕΑΜ Μακεδονίας-Θράκης, αφού αντιμετώπισε κι αυτή διώξεις,

171
Ριζοσπάστης, 10 Ιανουαρίου 1947. Για τις καταδίκες της «Λαϊκής Φωνής», βλ. Μανώλης
Κανδυλάκης, Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης. Από τον πόλεμο στη δικτατορία (1941-1967),
Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 362-366.
172
Ελληνικός Βορράς, 21 Αυγούστου 1946 και 14 Σεπτεμβρίου 1946.
173
Ριζοσπάστης, 10 Ιανουαρίου 1947.
174
Ριζοσπάστης, 12 Ιανουαρίου 1947. Φαίνεται ότι ο Βεντήρης είχε να αντιμετωπίσει νομικά εμπόδια
διότι τα ολοκληρωτικά μέτρα της κατάσχεσης επιτρέπονταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Θα
έπρεπε να περάσει ένας χρόνος ώστε να αρθούν και τα τελευταία προσκόμματα για την οριστική
φίμωση του αριστερού Τύπου, βλ. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 506-508.
175
Αρχείο ΔΙΣ, Φ10-Α-65, 18 Σεπτεμβρίου 1946. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι το επιλήψιμο άρθρο
έφερε τον τίτλο «Βίβερε Περικολοζαμέντε».
176
Ριζοσπάστης, 10 Ιανουαρίου 1947.
177
Ελληνικός Βορράς, 4 Νοεμβρίου 1946.

44
αλλεπάλληλες επιδρομές και «σπασίματα» των εγκαταστάσεών της. Οι δύο
διευθυντές της εφημερίδας καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές κάθειρξης και
στάλθηκαν στις φυλακές.178

Διάδοχος της «Νέας Λαϊκής Φωνής» και νέο όργανο του ΚΚΕ στην ευρύτερη
περιοχή ήταν η εφημερίδα με τίτλο «Ο Συμφιλιωτής». Ωστόσο, παρά το
κατευναστικό και συμφιλιωτικό πνεύμα που αναδιδόταν στις γραμμές της
εφημερίδας, ο «Συμφιλιωτής» πολύ γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπος με τις
αστυνομικές και δικαστικές αρχές της πόλης. Έτσι, στις 8 Ιανουαρίου του 1947 ο
διευθυντής και ο υπεύθυνος του τυπογραφείου της εφημερίδας αντιμετώπισαν το
στρατοδικείο με την κατηγορία της «διέγερσης των πολιτών σε διχόνοια και αμοιβαία
καταφρόνηση», σοβαρή παράβαση για την οποία προβλεπόταν ακόμα και η θανατική
ποινή. Συγκεκριμένα, η κατηγορία στηρίχτηκε σε ένα άρθρο της εφημερίδας (22
Δεκεμβρίου 1946) που ασκούσε κριτική σε δηλώσεις του υπουργού Στυλιανού
Γονατά, με αφορμή την περιοδεία του τελευταίου στη Βόρεια Ελλάδα. Οι
διαμαρτυρίες των συντελεστών του «Συμφιλιωτή», σχετικά με την επίθεση ενάντια
στην ελευθερία του λόγου και στην ελευθεροτυπία «με τις πολύχρονες φυλακίσεις και
εξορίες που βαραίνουν μια 20άδα διευθυντών, συνταχτών και τυπογράφων», δεν
απέτρεψαν τη βαριά καταδίκη.179 Το στρατοδικείο καταδίκασε τους
κατηγορούμενους σε ισόβια δεσμά και αφαίρεσε για ένα χρόνο την άδεια
επιτηδεύματος «πράγμα που συνεπάγεται την απαγόρευση της έκδοσης της εφημερίδας
με τον τίτλο αυτό επί ένα χρόνο».180

Ύστερα από το κλείσιμο του «Συμφιλιωτή», η κυβέρνηση εμπόδισε την κυκλοφορία


νέου εντύπου της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη, και συγκεκριμένα της εφημερίδας
«Οδηγητής». Ύστερα από πιέσεις της επιτροπής ΕΑΜ Μακεδονίας-Θράκης και
δημοσιογράφων της πόλης, τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προς ξένους
πρεσβευτές, επιτράπηκε η κυκλοφορία του «Οδηγητή» (12 Ιανουαρίου 1947).181
Λίγες ώρες μετά, όταν στοιχειοθετούνταν το πρώτο φύλλο, τα γραφεία του
«Οδηγητή» δέχτηκαν επίθεση από ακροδεξιά συμμορία, η οποία, αφού προέβη σε
πλιάτσικο των τυπογραφικών εγκαταστάσεων, «έφυγε ανενόχλητη». Όταν οι
κατασταλτικοί μηχανισμοί διαπίστωσαν, ότι τα στελέχη του «Οδηγητή» δεν
πτοήθηκαν από την πρόσφατη επιδρομή, αποφάσισαν το κλείσιμο της εφημερίδας με
τις κλασικές μεθόδους φίμωσης των προηγούμενων αριστερών εντύπων. Έτσι, τις
επόμενες μέρες ξεκίνησε μια οργανωμένη εκστρατεία εναντίον του «Οδηγητή».
Αρχικά, ο βασιλικός επίτροπος διέταξε την κατάσχεση των φύλλων «τόσο εκείνων
που βρίσκονταν στα πιεστήρια όσο κι εκείνων που είχαν παραλάβει οι
εφημεριδοπώλες», εξαιτίας του «εμπρηστικού» περιεχομένου του πρώτου τεύχους του
«Οδηγητή».182 Στη συνέχεια ακολούθησε η σύλληψη του διευθυντή μέσα στο σπίτι
του και κλήθηκε τηλεφωνικώς από την ασφάλεια ο υπεύθυνος του τυπογραφείου.
178
Ριζοσπάστης, 10 Ιανουαρίου 1947.
179
Ο Συμφιλιωτής, 8 Ιανουαρίου 1947.
180
Ριζοσπάστης, 9 Ιανουαρίου 1947.
181
Ριζοσπάστης, 11 Ιανουαρίου 1947.
182
Οδηγητής, 14 Ιανουαρίου 1947.

45
Μάλιστα, το βράδυ της ίδιας μέρας επιτέθηκαν εναντίον του μόνιμου ανταποκριτή
του Ριζοσπάστη σε κεντρικό δρόμο της πόλης.183

Στις 18 Ιανουαρίου έγινε το στρατοδικείο του «Οδηγητή» με τη συνηθισμένη


κατηγορία της πρόκλησης «διχόνοιας και αμοιβαίας καταφρόνησης στους πολίτας»,
μέσω ενός άρθρου του πρώτου φύλλου (12 Ιανουαρίου), το οποίο στην
πραγματικότητα στηλίτευε τις κυβερνητικές αρχές για την παρεμπόδιση της έκδοσης
του «Οδηγητή», όσο και άλλων αριστερών εφημερίδων. Ως μάρτυρες κατηγορίας
εμφανίστηκαν δύο αξιωματικοί της χωροφυλακής που στην κατάθεσή τους τόνισαν,
προκειμένου να καταρρίψουν την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης σχετικά με την
αντισυνταγματική δίωξη της εφημερίδας, ότι η δίωξη εναντίον του «Οδηγητή»
συνιστούσε «ειδική περίπτωση λόγω των έκτακτων μέτρων». Οι συνήγοροι των δύο
κατηγορούμενων τόνισαν «ότι το δικαίωμα της κριτικής, είναι δικαίωμα αναφαίρετο
του κάθε πολίτη» και ότι η απόφαση του δικαστηρίου «θα αποδείξει κατά πόσον οι
πολίτες έχουν το δικαίωμα να απολαμβάνουν τις συνταγματικές τους ελευθερίες».
Τελικά, παρά την κατάφορη παραβίαση των αρχών της ελευθεροτυπίας, το
δικαστήριο καταδίκασε τον διευθυντή του «Οδηγητή» σε 5 χρόνια φυλάκιση και του
αφαίρεσε την άδεια επιτηδεύματος για ένα έτος, το οποίο συνεπάγεται με κλείσιμο
της εφημερίδας. Ο έτερος κατηγορούμενος και υπεύθυνος του τυπογραφείου
απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες.184

Παρά τα νομικά και ουσιαστικά εμπόδια που εμφανίζονταν συνεχώς εναντίον της
ελεύθερης κυκλοφορίας του αριστερού Τύπου στη Θεσσαλονίκη, τα δημοσιογραφικά
όργανα της κεντρικής επιτροπής Μακεδονίας-Θράκης συνέχιζαν τη δουλειά τους στα
διάφορα τυπογραφεία της πόλης, μέσα σ’ ένα κλίμα που ολοένα και επιδεινωνόταν.
Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας αποτέλεσε η δολοφονική επίθεση εναντίον των
τυπογράφων του «Αγωνιστή» στις 30 Μαρτίου του 1947, λίγες μέρες μετά τη
δολοφονία του Γιάννη Ζεύγου στο κέντρο της πόλης. Η βραδινή επίθεση στον
«Αγωνιστή» είχε ως αποτέλεσμα τον φόνο τριών τυπογράφων και τον τραυματισμό
άλλων επτά, μετά από έφοδο μιας ολιγομελούς ομάδας, οπλισμένης με αυτόματα
όπλα και χειροβομβίδες. Οι τέσσερις δράστες, οι οποίοι φορούσαν στρατιωτικές
στολές και μαύρους μπερέδες, κατάφεραν να διαφύγουν, αν και το κτίριο
φρουρούνταν από τρεις χωροφύλακες.185 Λίγες ώρες, μάλιστα, πριν την επίθεση στον
«Αγωνιστή», τρεις νέοι εργάτες από την Τούμπα εκτελέστηκαν χωρίς καμία αφορμή,
από μια ομάδα ενόπλων, με κοινά χαρακτηριστικά, τόσο στο ντύσιμο όσο και στον
οπλισμό, με την ομάδα που επιτέθηκε στον «Αγωνιστή». 186 Αυτές οι ένοπλες
συμμορίες φαίνεται να έχουν σχέση με τις ομάδες εκτελεστών από φυγάδες του
Μπούλκες, οι οποίοι έμεναν στις εγκαταστάσεις της ΕΣΑ στο Βαρδάρη και

183
Ριζοσπάστης, 15 Ιανουαρίου 1947.
184
Αγωνιστής, 19 Ιανουαρίου 1947. Τις πληροφορίες για το στρατοδικείο του «Οδηγητή», τις
αντλήσαμε από τη νέα εφημερίδα της τοπικής επιτροπής, τον «Αγωνιστή», ο οποίος κυκλοφόρησε
αμέσως μετά το κλείσιμο του «Οδηγητή».
185
Ριζοσπάστης, 1 Απριλίου 1947.
186
Αγωνιστής, 2 Απριλίου 1947.

46
εξοπλίζονταν από το Γ΄ Σώμα Στρατού. Άλλωστε, οι ίδιοι σχετίζονταν με τις
δολοφονίες του Ζεύγου και του συνδικαλιστή Α. Νούγκα. Ελλείψει άλλων στοιχείων,
μπορούμε να υποθέσουμε από τα παραπάνω ότι η δολοφονία των τυπογράφων του
«Αγωνιστή» ίσως πραγματοποιήθηκε με την ξεκάθαρη ανοχή, αν όχι την
καθοδήγηση, των κατασταλτικών μηχανισμών της πόλης.187 Ακόμα και οι τοπικές
ελίτ εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους για την επίθεση, σπεύδοντας όμως να
εξισώσουν θύτες και θύματα, «βαφτίζοντας» τους επιτιθέμενους ως «λαϊκές
παρακρατικές οργανώσεις που προφυλάσσουν τη ζωή του λαού ενάντια στις σφαγές των
κομμουνιστών».188

Τη βίαιη διακοπή της κυκλοφορίας του «Αγωνιστή», ακολούθησε η έκδοση νέας


εφημερίδας, της τελευταίας προσπάθειας «της Επιτροπής Περιοχής Μακεδονίας-
Θράκης», με τον τίτλο «Ενότητα». Τα στελέχη και αυτής της εφημερίδας, βίωσαν
παρόμοιες κατασταλτικές πρακτικές με τους προκατόχους τους και συγχρόνως
έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις απώλειες των αναγνωστών της εξαιτίας της αυξημένης
καταστολής, που παρατηρείται στην πόλη το καλοκαίρι του 1947. Συνεπώς, η
«Ενότητα», μπροστά στα συνεχώς επιδεινούμενα οικονομικά προβλήματα,
αναγκάστηκε να κλείσει τον Ιούλιο του 1947.189 Παρόμοια οικονομικά προβλήματα
«ελλείψει αναγνωστών» αντιμετώπισαν και τα εκδοτικά εγχειρήματα του ΕΑΜ,
«Ανεξαρτησία» και «Αναγέννηση», που τα οδήγησαν να διακόψουν την έκδοσή
τους.190

H καθολική απαγόρευση έκδοσης εντύπων της Αριστεράς, λίγους μήνες αργότερα,


έβαλε τέλος στην αδιάκοπη προσπάθεια των συντελεστών τους, που, όπως εύστοχα
σημειώνει ο Μπακογιάννης «μοιάζει με τον σισύφειο μύθο», αφού «κάθε φορά που η
άρθρωσή της έπαιρνε τον χαρακτήρα δημόσιου λόγου, ακολουθούσαν η φίμωση και η
αποπομπή, οι οποίες ανατροφοδοτούσαν την παρανομία και την απόκρυψη». Παρά τη
συνεχώς αυξανόμενη κρατική καταστολή, ο τοπικός αριστερός Τύπος διατήρησε με
συνέπεια το μαχητικό και αγωνιστικό προφίλ, «δεν υπέστειλε ποτέ την αγωνιστική
ρητορική», αποτελώντας μια νησίδα ελεύθερης έκφρασης για εκείνο το κομμάτι της
τοπικής κοινωνίας, το οποίο ασφυκτιούσε από την ιδεολογική τρομοκρατία τις
εποχής.191

187
Για την ομάδα εκτελεστών που είχε σχηματιστεί για να πλήξει αριστερούς στόχους της πόλης, βλ.
Σπύρος Κουζινόπουλος, Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα,
Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 87-88. Επιπλέον στοιχεία για τον τρόπο δράσης αυτών των ομάδων, βλ.
Ριζοσπάστης, 6 Απριλίου 1947, όπου δημοσιεύεται επιστολή ενός μέλους του «εκτελεστικού
αποσπάσματος».
188
βλ. τη δήλωση του προέδρου του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου στο Ανεξαρτησία, 26
Απριλίου 1947.
189
Κανδυλάκης, ό.π., σελ. 392.
190
Στο ίδιο, σελ. 405-407. Ο συγγραφέας επισημαίνει, πέρα από τις δικαστικές διώξεις και τις
επιθέσεις στα τυπογραφεία, την καθημερινή τρομοκρατία που βίωνε το αναγνωστικό κοινό αυτών
των εντύπων λόγω του ασφυκτικού ελέγχου των σημείων όπου αυτά πωλούνταν, τόσο από τις
αστυνομικές αρχές όσο και από «ομάδες μοναρχοφασιστών».
191
Μιχάλης Γ. Μπακογιάννης,«Ο Τύπος της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη 1944-1974», στο
Αρχειοτάξειο 14 (2012), 23-38. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας (σελ. 29) «η Λαϊκή Φωνή επιχείρησε

47
να καταστεί και ένα ημερήσιο βήμα έκφρασης για πολλούς από τους φοιτητές της ΕΠΟΝ και της ΕΟΠ,
οι οποίοι συζητούσαν και δια μέσου του ημερήσιου Τύπου πνευματικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, με
επίκεντρο τον κοινωνικό (ή κοινωνιστικό) χαρακτήρα της Τέχνης».

48
H κρατική κατασταλτική πολιτική εναντίον των τοπικών οργανώσεων της
Αριστεράς. Όψεις της συγκρότησης και της λειτουργίας των κατασταλτικών
μηχανισμών

Οι κοινωνικές δυνάμεις της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη, όπως και σ’ άλλα αστικά
κέντρα της χώρας, κράτησαν αποστάσεις από τις πολεμικές επιχειρήσεις της
υπαίθρου. Οι διάφορες τοπικές οργανώσεις που έδρασαν κατά την περίοδο του
εμφυλίου, αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες στη λειτουργία και τη δράση, οι οποίες
υποβάθμιζαν το επίπεδο αντίστασης και μαχητικότητας που απαιτούσε οποιαδήποτε
σκέψη για σύνδεση του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού με τις πόλεις. Από την
άλλη, τις αδυναμίες και τις συνεχείς ταλαντεύσεις των αριστερών της πόλης,
εκμεταλλεύτηκε ένας κατασταλτικός μηχανισμός που αφοσιώθηκε, μέσω «αδιάκοπων
χτυπημάτων», στην πλήρη κατάπνιξη κάθε ριζοσπαστικής δραστηριότητας.192

H άκαμπτη στάση των υπηρεσιών ασφαλείας συνέβαλε στην ανάδειξη μιας κρατικής
αντίληψης, η οποία είχε τις ρίζες της στην περίοδο του Μεσοπολέμου, και σύμφωνα
μ’ αυτή όλες οι αριστερές δράσεις ήταν εν δυνάμει απειλές για την εθνική και
κοινωνική ασφάλεια.193 Επιπλέον, η αναβίωση της συγκεκριμένης αντίληψης, με όλες
τις αντικομουνιστικές και αντισλαβικές υστερίες που τη συνοδεύουν, αρκούσε για
την αναγκαία νομιμοποίηση του κρατικού μηχανισμού, ώστε να δρα αδίστακτα
ενάντια στο επαναστατικό κίνημα της πόλης. Ωστόσο, το καινούργιο στοιχείο, που
προστίθεται στη λειτουργία των κρατικών αρχών της Θεσσαλονίκης, ήταν η σύνδεση
του εντός «των τειχών» κατασταλτικού σχεδιασμού με τον διεξαγόμενο πόλεμο της
ελληνικής υπαίθρου.194

Απέναντι, δηλαδή, στην αμηχανία και στις καθυστερήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ
σχετικά με τους προσανατολισμούς του αγώνα στη Θεσσαλονίκη, η κυβερνητική
πλευρά αντιπαράταξε έναν πολύπλευρο μηχανισμό, του οποίου όλες οι
δραστηριότητες κινούνταν στο ρυθμό του πολέμου. Στην πράξη αυτό σήμαινε
αναβάθμιση του ρόλου του στρατού στο έργο της παρακολούθησης και της
καταστολής, καθώς και τη στρατιωτικοποίηση των υπηρεσιών της αστυνομίας και της

192
Για την κατάσταση που επικρατούσε στα αστικά κέντρα και για την αδυναμία των κομματικών
οργανώσεων της Αριστεράς να ενισχύσουν τις απομακρυσμένες στρατιωτικές συγκρούσεις της
επαρχίας, βλ. στο Ριζοσπάστης, H τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1946-
1949), Αθήνα 2008, σελ. 327-337.
193
Για την κρατική καταστολή στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, βλ. Δάγκας,
ό.π., σελ. 22-23.
194
H παραπάνω παρατήρηση μπορεί να φανεί χρήσιμη στην ερμηνεία των αντιλήψεων του λαϊκού
κινήματος σχετικά με τη ριζική μεταστροφή του ρόλου των αστικών κέντρων στην κατοχική
αντίσταση και στον εμφύλιο. Ειδικότερα για τον ρόλο των πόλεων, έγραφε ο Μπαρτζιώτας, στέλεχος
του ΚΚΕ: «Στην πρώτη χιτλεροφασιστική κατοχή οι πόλεις, με επικεφαλής την Αθήνα και τον Πειραιά,
έπαιξαν σπουδαίο ρόλο. H ένοπλη πάλη του ΕΛΑΣ στα βουνά συνοδευόταν από ένα μαζικό κίνημα
στις πόλεις για την επιβίωση και ενάντια στη χιτλερική επιστράτευση και με τη δράση των ανταρτών
στις πόλεις. Στη δεύτερη, την αγγλοαμερικανική κατοχή, προσπαθήσαμε να κάνουμε το ίδιο στις
πόλεις. Αυτό ήταν σοβαρό λάθος. Οι πόλεις δεν μπορούσαν για λόγους που έχουν σχέση με τον
χαρακτήρα του αγώνα στη δεύτερη κατοχή (εμφύλιος πόλεμος) να αναπτύξουν μαζικό κίνημα και
ένοπλη δράση, όπως στην πρώτη κατοχή». Ριζοσπάστης, H τρίχρονη εποποιία, σελ. 336.

49
χωροφυλακής. Οι προτάσεις του διοικητή του Γ΄ Σώματος το καλοκαίρι του 1946,
ενισχύουν την παραπάνω διαπίστωση:

«H αστυνομία πόλεων να οργανωθή κατά στρατιωτικόν τρόπον και να απαιτηθή παρ’


αυτής μεγαλυτέρα συμβολή διά την επιβολήν του κράτους του Νόμου. Όπου υφίσταται
αστυνομία πόλεων να χρησιμοποιείται και ως ένοπλον στρατιωτικόν τμήμα. Να
γυμνασθούν οι αστυνομικοί έτοιμοι για μάχην και όχι στρατολογίαν από φοιτητάς της
Αθήνας διά να σπουδάζουν εις το πανεπιστήμιον και ύστερα να φεύγουν. Ο στρατός θα
είναι άμεσος βοηθός της χωρ/κής τα δε Σώματα Στρατού θα είναι τα αρμόδια
τουλάχιστον εν τη Β. Ελλάδι να διατάξωσι και διευθύνωσι την όλην επιχείρησιν των
δυνάμεων της χωρ/κής είτε αυτών τούτων είτε εν συνδιασμώ και μετά τμημάτων
στρατού προς επιτυχή έκβασιν των ενεργειών»195

Στην πόλη, κατά την υπό εξέταση περίοδο, άμεσα αρμόδια για την εξάρθρωση των
παράνομων κομματικών οργανώσεων ήταν η Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης,
αυτοτελή υπηρεσία που δρούσε, όμως, κάτω από τις διαταγές του Γενικού Αρχηγείου
Χωροφυλακής. Επικεφαλής της αστυνομίας ήταν ο συνταγματάρχης Ξανθόπουλος.
Πλάι σ’ αυτόν υπήρξαν δραστήρια μέλη, όπως ο υποδιοικητής Ασφαλείας μοίραρχος
Μουσχουντής και ο διοικητής του τμήματος Εθνικής Ασφαλείας ταγματάρχης
Στεφανάκης. Εκτός από τις αστυνομικές αρχές και τη χωροφυλακή, στον τομέα των
παρακολουθήσεων και των διώξεων είχε ιδιαίτερη συμμετοχή και ο στρατός, με το
Δεύτερο Επιτελικό Γραφείο του Γ΄ Σώματος.196

Αν και οι αρχές ασφαλείας έδωσαν προτεραιότητα στη συγκρότηση ενός


οργανωμένου δικτύου πληροφοριών, συνάντησαν σοβαρές δυσκολίες, καθώς έπρεπε
να ξεκινήσουν από τα θεμέλια. Πέρα από το διαχρονικό πρόβλημα της απουσίας μιας
μόνιμης υπηρεσίας πληροφοριών του ελληνικού κράτους, έλειπε η σαφής κατανομή
καθηκόντων και ευθυνών στον τομέα της πληροφοριακής υποστήριξης των διάφορων
κατασταλτικών σωμάτων. Έτσι, τον πρώτο ρόλο στη συλλογή πληροφοριών είχαν οι
βρετανικές υπηρεσίες και τα γραφεία του ελληνικού στρατού. Πράγματι, οι Βρετανοί
προωθούσαν κάθε πληροφορία, σχετική με την κομμουνιστική δραστηριότητα στην
πόλη, προς τις τοπικές στρατιωτικές αρχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το
καλοκαίρι του 1946 γνώριζαν τόσο για την «αναδιοργάνωση» της ΟΠΛΑ, όσο και για
τους υποψήφιους στόχους της. Επιπλέον, γνώριζαν τα μέλη των «δικαστηρίων» που
επέβαλαν τις θανατικές ποινές σε κρατικούς αξιωματούχους, επιχειρηματίες και
συνδικαλιστές δεξιών οργανώσεων της πόλης.197

195
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία, τ. Β΄, κείμενο 58, σελ. 264. Επιπλέον, η Αστυνομία γνώριζε ότι οι παράνομες
οργανώσεις μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως δίκτυα στρατολογίας μαχητών του Δημοκρατικού
Στρατού και ότι οι προσπάθειες των στελεχών της θα συνέβαλαν ώστε «να στερηθή ο ΔΣΕ από
χιλιάδες νέους συμμορίτες οι οποίοι καθηλώθησαν ενταύθα λόγω της εξαρθρώσεως του παρανόμου
μηχανισμού του ΚΚΕ». Ν. Αρχιμανδρίτης, «H Αστυνομία πόλεων κατά την περίοδο του
κομμουνιστοσυμμοριτισμού», στο Αστυνομικά Χρονικά, τ. 145, σελ. 7035, σ. 7032-7035.
196
Δασκαλάκης, ό.π., σελ. 914.
197
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 10-Α-111α.

50
Ο στρατός υποστήριζε τις βρετανικές υπηρεσίες στο έργο της πληροφόρησης.
Συγκεκριμένα, τα γραφεία πληροφοριών του στρατού ενημέρωναν τις κατασταλτικές
αρχές με στόχο τον συντονισμό της δράσης για τον εντοπισμό και την πάταξη κάθε
κομμουνιστικής δραστηριότητας. Ήδη, με την εφαρμογή των διατάξεων του Γ΄
Ψηφίσματος στη Θεσσαλονίκη, διοχετεύτηκαν πληροφορίες, από το στρατιωτικό
επιτελείο, προς τις τοπικές αρχές σχετικά με τη δημιουργία παράνομου δικτύου
αριστερής δραστηριότητας στην πόλη. Καθώς οι πληροφορίες για θέματα ασφαλείας
στα στρατιωτικά αρχεία είναι πλούσια σε παραδείγματα, παραθέτουμε ένα από την
πρώιμη περίοδο της καταστολής:

«Κατά υπαρχούσας θετικάς πληροφορίας και ενδείξεις γνωστά αναρχικά συγκροτήματα


εξ αφορμής συντόνων μέτρων Κυβερνήσεως προς εμπέδωσιν δημοσίας τάξεως
πρόκειται εισέλθωσι είς εντονωτάτην παρανομίαν με εκδηλώσεις πάσης μορφής.
Ανώτεροι Διοικηταί Χωρ/κής δέον λάβωσι όλα τα αναγκαία μέτρα από 5ης Ιουνίου και
επέκεινα προς κεραυνοβόλον πάταξιν πάσης αναρχικής εκδηλώσεως παρ’ αυτών
συντωνίζοντες μέτρα μετά κατά τόπους Στρατιωτικών»198

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε


ο διοικητής του Γ΄ Σώματος, αντιστράτηγος Βεντήρης, στο συντονισμό, σε ανώτερο
κρατικό επίπεδο, της αντικομουνιστικής δράσης στη Θεσσαλονίκη. Ο Βεντήρης
προσπάθησε με αποσπασματικές και βεβιασμένες κινήσεις να εξαρθρώσει τις
αριστερές οργανώσεις της πόλης. Για τον σκοπό αυτό επιστράτευσε, ελλείψει
σοβαρού δικτύου παρακολούθησης και δίωξης, τον ποινικό κατασταλτικό μηχανισμό
ενάντια στους εκτεθειμένους, σε ανοικτή δράση, αριστερούς.199 Ωστόσο, οι διωκτικές
του ικανότητες ήταν ιδιαίτερα χαμηλές, αφού περιορίζονταν αποκλειστικά σε τυφλά
χτυπήματα που βασίζονταν, ως επί το πλείστον, σε ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες και
υποθέσεις.200 Τέλος, πίεζε τις κυβερνητικές αρχές για «ριζικά, συγκεντρωτικά,
ουσιαστικά, συνολικώς διατιθέμενα μέτρα» για την καλύτερη και ευέλικτη λειτουργία
των τοπικών αρχών ασφαλείας, ζητούσε τη βοήθεια του «εθνικόφρονος κόσμου» και
διαμαρτυρόταν για τις πολλές ευθύνες που επωμίστηκε ο στρατός και η χωροφυλακή.
Είναι φανερό ότι ο χαμηλός βαθμός οργάνωσης, η ελλιπής επικοινωνία των αρμόδιων
υπηρεσιών ασφαλείας και οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί, είχαν επιφέρει δυσκολίες
στην υπηρεσιακή καθημερινότητα ενός αποψιλωμένου και ανεκπαίδευτου
προσωπικού.201

Οι προσπάθειες των αρχών, σ’ αυτό το αρχικό στάδιο, είχαν αρκετές αδυναμίες. Στο
μεγάλο όγκο πληροφοριών που βρίσκονταν στις αναφορές απουσίαζε ένα σαφές
πλαίσιο τεκμηρίωσης. Ανάμεσα σε σωστές υποθέσεις και πληροφορίες, υπήρχαν
πολλές ανακρίβειες, οι οποίες διοχετεύονταν αβασάνιστα στα ανώτερα κλιμάκια, ενώ

198
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 10-Α-28.
199
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία, τ. Β΄, κείμενο 58, σελ. 263. Στις αναφορές του ζητούσε τη συνδρομή των
διαφόρων ποινικών θεσμών, καθώς και την «καθιέρωση» νέων μηχανισμών ποινικής καταστολής,
π.χ. εκτοπίσεις και στρατοδικεία.
200
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 10-Α-97.
201
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία, τ. Β΄, κείμενο 130, σελ. 508.

51
σε πολλές περιπτώσεις οι στρατηγικές παροχής πληροφοριών μετατρέπονταν σε
στρατηγικές προπαγάνδας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες λειτουργούσαν αποτρεπτικά για
την εξάρθρωση των παράνομων δικτύων της Αριστεράς, που μόλις είχαν αρχίσει να
συγκροτούνται στην πόλη. Τέλος, η εξωτερική παρακολούθηση από χωροφύλακες, τα
«σπασίματα» γραφείων και οι καθημερινές συλλήψεις, συνιστούσαν ένα σύνολο
πρακτικών αρκετά ξεπερασμένο, κατάλοιπο της περιόδου της λευκής
τρομοκρατίας.202 Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι ο κομματικός μηχανισμός
μπορούσε να οργανώνει τη φυγάδευση μελών, δικών του και της ΟΠΛΑ, προς τη
Χαλκιδική και το Κιλκίς, με «κατά μέσο όρο τρεις αποστολές την εβδομάδα».203

Οι αυξημένες απαιτήσεις, που δημιουργούσε η κλιμάκωση του πολέμου, ανάγκασαν


τις τοπικές υπηρεσίες να δημιουργήσουν ένα σύγχρονο δίκτυο παρακολούθησης και
συλλογής πληροφοριών. Αυτό έγινε μέσα από την αναβάθμιση των υπηρεσιών της
αστυνομίας και της χωροφυλακής, παράλληλα με τη σταδιακή απεμπλοκή του
στρατού από την πληροφοριακή συνδρομή στο κατασταλτικό έργο της αστυνομίας.204
H αρχή έγινε με την εξάρθρωση της ομάδας της Στενής Αυτοάμυνας που δρούσε στο
χώρο του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, τον Νοέμβριο του 1947. Οι
συντονισμένες παρακολουθήσεις της αστυνομίας και των πρυτανικών αρχών,
περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις της συγκεκριμένης οργάνωσης, πολλά μέλη
της οποίας, λόγω της απειρίας τους, υπέπεσαν σε μια σειρά από λάθη και άστοχων
ενεργειών.205 Έτσι, το έργο των αστυνομικών αρχών, που πλέον διεξήγαγαν
ανακρίσεις και οργανωμένες έρευνες, έγινε πιο εύκολο και περισσότερο
αποτελεσματικό.206

Αν και οι συλλήψεις των προηγούμενων μηνών αποτελούσαν ενδείξεις ότι ο


μηχανισμός καταστολής άρχισε να κινητοποιείται, ωστόσο η ανασυγκρότηση της
αστυνομίας θα ακολουθούσε μια πολύ πιο αργή διαδικασία. H επίθεση στο
λεωφορείο της αεροπορίας, μάλιστα, φανέρωσε πολλά κενά στη δημόσια τάξη και
ασφάλεια. Οι διωκτικές αρχές άρχισαν να διακατέχονται από ένα κλίμα φόβου και
διάχυτου πανικού. Ο Μόδης περιέγραψε τις συνθήκες αυτές εξαιρετικά παραστατικά:

«Οι κακούργοι έμεναν πάντοτε άγνωστοι και ασύλληπτοι σαν να τους κατάπινε η γης.
Ένα αόρατο χέρι έβγαινε κάθε τόσο απ’ την σκιά και σκόρπιζε πένθη και τρόμο. Το
Κράτος είχε ρεζιλευτή. Πολλοί αξιωματικοί της Χωροφυλακής, ντρέπονταν να βγουν το

202
Κώστας Πασχαλούδης, Από δω και πέρα θα είσαι ο Νίκος, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 147.
203
Στο ίδιο, σελ. 173-175.
204
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία, τ. Β΄, κείμενο 58, σελ. 264. Ο Βεντήρης αναλύει τους λόγους για τους οποίους
πρέπει να αναβαθμιστεί ο ρόλος της χωροφυλακής, ώστε να αφοσιωθεί ο στρατός στις πολεμικές
επιχειρήσεις της επαρχίας. Παρόμοια ανάγκη, για την καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών
πληροφοριών, παρουσιάστηκε και στον Βόλο, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία, τ. Γ΄, κείμενο 86, σελ. 483.
205
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 10-Α-103. Στο οποίο ο πρύτανης του πανεπιστημίου ενημερώνει τις στρατιωτικές
αρχές για το δίκτυο παρακολούθησης των αριστερών φοιτητών.
206
Για την εξάρθρωση της φοιτητικής ομάδας που ενεπλάκη στη δολοφονία του υπενωμοτάρχη
Παγώνη και που οδήγησε τις αρχές στα χνάρια της Στενής Αυτοάμυνας, βλ. Ελληνικός Βορράς, 8, 9
και 12 Νοεμβρίου 1946.

52
βράδυ στα κέντρα με στολή, ίσως κάποτε και φοβόταν… Ατμόσφαιρα φόβου σκέπασε
την πολύπαθη πόλι»207

Ήταν πια φανερό ότι η τοπική εθνικοφροσύνη της Θεσσαλονίκης δεν ικανοποιούνταν
από την ασφάλεια που παρείχαν οι συλλήψεις και οι εκτοπίσεις. Επιθυμούσε
δραστικά μέτρα και η εξάρθρωση του παράνομου δικτύου της Αριστεράς ήταν ένα
τέτοιο μέτρο. Το έργο αυτό ανέλαβε ο υποδιοικητής της Γενικής Ασφάλειας
Νικόλαος Μουσχουντής, ο οποίος ήταν «αξιωματικός της παλιάς σχολής», με
εδραιωμένη παρουσία στην τοπική κοινωνία.208 Ο Μουσχουντής, λοιπόν,
προσπάθησε να αντικαταστήσει τις παραδοσιακές τακτικές καταπίεσης κατά τη
διαδικασία της ανάκρισης, με τη χρήση ψυχολογικών τεχνικών προκειμένου να
αποφεύγονται οι αβάσιμες ομολογίες. Συγκεκριμένα, τα στελέχη της Ασφάλειας
έδειξαν υπομονή, αποφεύγοντας τη σωματική κακοποίηση, και προσπάθησαν να
κερδίσουν την εμπιστοσύνη των υπόπτων με φιλικές συμπεριφορές. Αυτή η
ανακριτική τακτική επιβεβαιώνεται και απ’ τον Μόδη:

«Και αντίκρυζε τον αρχηγό της φοβερής Ασφάλειας καλόβολο, ευγενικό, φιλικό να του
χαμογελά και να του προσφέρη τσιγάρα και καφέδες. Όχι μονάχα δεν τον κακοποίησαν,
αλλά και προθυμότατα οι χωροφύλακες τον υπηρετούσαν. Θα νόμιζε κανείς ότι ήσαν
παληοί καλοί φίλοι του».209

Πράγματι, οι πρακτικές αυτές απέδωσαν, καθώς ο δεύτερος βασικός ανακρινόμενος,


και υπαρχηγός της οργάνωσης, «μίλησε την πέμπτη κιόλας μέρα και τα είπε χύμα».210
Στη συνέχεια των ανακρίσεων, επιστρατεύθηκε το αστυνομικό δαιμόνιο του
Μουσχουντή, που οδήγησε στην εύρεση της κρύπτης, όπου βρισκόταν φυλαγμένο το
αρχείο της Στενής Αυτοάμυνας. Εκεί ήταν καταγεγραμμένα πολλά και σημαντικά
στοιχεία, όπως τα ονόματα των μελών, οι διευθύνσεις των σπιτιών που έκρυβαν τα
όπλα και ο κατάλογος των πιθανών «στόχων» της οργάνωσης. Τις επόμενες μέρες
εξαρθρώθηκε το σύνολο του παράνομου μηχανισμού και 67 μέλη του στάλθηκαν στο
έκτακτο στρατοδικείο.211 Οι κατηγορούμενοι θα ήταν περισσότεροι, όμως η
Ασφάλεια κατάφερε να αποσπάσει πολλές πληροφορίες από κρατουμένους που

207
Γεώργιος Μόδης, Τέσσαρες δίκες στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα χ.χ., σελ. 8.
208
Για βιογραφικά στοιχεία του Μουσχουντή, βλ. Hλίας Πετρόπουλος, «Ο Νίκος Μουσχουντής», στο
Ιατρικά Θέματα, τ. 49, σελ. 79-81.
209
Μόδης, ό.π., σελ. 12. Το συγκεκριμένο περιστατικό, βέβαια, ήταν η εξαίρεση στον κανόνα, καθώς
η άσκηση φυσικής βίας συνόδευε όλα τα στάδια της ανακριτικής διαδικασίας. Ο Φαρσακίδης
αναφέρει ότι τα «βασανιστήρια» κατά την ανάκριση μπορούσαν να κρατήσουν πάνω από δύο μέρες,
ενώ, στα γραφεία της Γενικής Ασφάλειας, εφάρμοζαν και πιο περίπλοκες μεθόδους σωματικής
κακοποίησης, όπως το «βασανιστήριο της πενικιλίνης», το οποίο γινόταν με «παρουσία γιατρού».
Γιώργος Φαρσακίδης, Αναζητώντας την Ιθάκη. Πορεία ζωής, Αθήνα 2013, σελ. 37.
210
Στο ίδιο, σελ. 14.
211
Από το Αρχείον της Χωροφυλακής, «Υπόθεσις Ο.Π.Λ.Α», στο Επιθεωρησις Χωροφυλακής, τ. 3, σελ.
8-14. H αναφορά του Μουσχουντή στο δημοτικό τραγούδι της «Τρυγόνας», κατά τον διάλογό του με
τον «Τάκη», τον καθοδηγητή της οργάνωσης, φαίνεται να κινείται ανάμεσα στα όρια του αστικού
θρύλου και της πραγματικότητας. Άλλωστε, όλη η ζωή του γνωστού αυτού αξιωματικού της
Ασφάλειας είναι διάστικτη από μύθους και φανταστικά στοιχεία, δημιουργήματα της λαϊκής μνήμης.

53
εμπλέκονταν σε «μικροπαρανομίες», με αντάλλαγμα την ελευθερία τους και την
εξασφάλιση των μέσων για «φυγή εις το εξωτερικόν».212

H εξάρθρωση της Στενής Αυτοάμυνας το καλοκαίρι του 1947 στάθηκε ορόσημο στη
λειτουργική και οργανωτική αναβάθμιση της αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη κατά την
περίοδο του εμφυλίου. Σίγουρα η τοπική αστυνομία δεν αποτελούσε «μια απ’ τις
καλύτερες αστυνομίες του κόσμου», όπως ισχυρίστηκε ο Μόδης,213 ωστόσο σύσσωμες
οι αρχές ασφαλείας της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής έναν δραστήριο αξιωματικό,
κατάφεραν μέσω αποτελεσματικών μεθόδων ανάκρισης και τρόπων διαλεύκανσης
υποθέσεων, να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες και τους ερασιτεχνισμούς μιας
οργάνωσης, που δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τις ισορροπίες των δυνάμεων εντός
του ευρύτερου αστικού ιστού προς όφελος της τοπικής Αριστεράς.

Τους επόμενους μήνες, η αστυνομία της Θεσσαλονίκης έστησε ένα πολυδαίδαλο


δίκτυο χαφιέδων και πληροφοριοδοτών, το οποίο προωθούσε, μέσω ενός
οργανωμένου συστήματος, κάθε πληροφορία, σχετική με την αριστερή
δραστηριότητα στην πόλη, προς τη στρατιωτική διοίκηση και τη χωροφυλακή.
Παράλληλα, δηλαδή, με την εμφανή αστυνόμευση στους δρόμους και σ’ άλλα
στρατηγικής σημασίας σημεία, δρούσε και μια «αόρατη» αστυνομική δύναμη που
βοηθούσε τις αρχές σε επίπεδο πρόληψης και οργάνωσης απλουστευμένων και
ταχειών επεμβάσεων.

Στη συνέχεια, πρέπει να προβούμε στην απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στις


κατηγορίες των πληροφοριοδοτών. Οι χαφιέδες, όπως και στο Μεσοπόλεμο,
αποτελούσαν τη μυστική υπηρεσία της αστυνομίας. Αν και η δράση τους ήταν
μυστική, αναγνωρίζονταν από τον ευρύτερο κύκλο των ανθρώπων της Αριστεράς:

«Από τη στιγμή που εγκατασταθήκαμε εμείς, εγκαταστάθηκε και στο αντικρυνό


πεζοδρόμιο, ακριβώς, αντίκρυ στο παράθυρο του δωματίου μας ένας εναλλασσόμενος
χαφιές σ’ όλο το 24ωρο χωρίς καθόλου να νοιάζεται πως τον βλέπουμε».214

Στις καθημερινές τους πρακτικές, κατά της αριστερής δραστηριότητας στην πόλη,
άλλοτε δρούσαν με υψηλό επαγγελματισμό,215 κι άλλοτε κινούμενοι από
αντικομουνιστικά ελατήρια ασκούσαν σωματική βία. Οι τελευταίοι, μάλιστα, δεν

212
Ελληνικός Βορράς, 1 Ιουλίου 1947.
213
Μόδης, ό.π., σελ. 22.
214
Καίτη Ζεύγου, Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα, Αθήνα 1980, σελ. 391.
215
Στο ίδιο, σελ. 372-373. Μια τέτοια περίπτωση χαφιέ, περιγράφει η Καίτη Ζεύγου: «Πλάι μου
καθόταν ένας ευπαρουσίαστος κύριος. Όταν πλησιάζαμε στο νεκροταφείο, με ρώτησε αν ήμουν η
Καίτη Ζεβγου. Στην καταφατική μου απάντηση μου είπε ότι ο νεκρός βρίσκεται στο νεκροταφείο […]
Ευχαρίστησα τον τόσο «ευγενικό» κύριο και κατεβήκαμε εκεί που μας είχε υποδείξει. […]
Αποδείχτηκε ότι ο «καθωσπρέπει» κύριος, που καθόταν πλάι μου ήτανε χαφιές. Με παραπλάνησε
για να μη κατέβω εκεί που με περίμεναν και γίνει κάποια κίνηση μέσα στην αναστατωμένη, από τη
δολοφονία, Θεσσαλονίκη»

54
δίσταζαν να φανερώνουν την ταυτότητά τους, καθώς μ’ αυτό τον τρόπο προσβλέπανε
στην καλλιέργεια ανάλογης φήμης.216

H δεύτερη κατηγορία πληροφοριοδοτών, ήταν αυτή των ατόμων που δρούσαν από
ιδιοτελή κίνητρα, και πάντα με συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας. Μια μεγάλη
ομάδα πληροφοριοδοτών προερχόταν από τον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης.
Άλλωστε, ο Μουσχουντής είναι γνωστό και εξακριβωμένο από πολλές πηγές, ότι
χρησιμοποιούσε πληροφοριοδότες από γνωστά στελέχη του υποκόσμου, τους οποίους
«εδούλευε με μοναδικήν δεξιοτεχνίαν».217 Ωστόσο, οι πιο γνωστοί πληροφοριοδότες
της αστυνομίας ήταν εκείνοι που λειτουργούσαν ως καταδότες κάθε αριστερής
δραστηριότητας. Γι’ αυτούς είναι πολύ δύσκολο να έχουμε μια συγκροτημένη εικόνα
καθώς δεν μπορούμε να εντοπίσουμε μια ομοιομορφία στα κίνητρα που οδηγούσαν
κάποιον στην κατάδοση.218 Τέλος, διάθεση συνεργασίας με την αστυνομία έδειξαν
μέλη του αριστερού κινήματος, τα οποία είτε είχαν χαμηλό επίπεδο αγωνιστικής
συνείδησης,219 είτε «περνούσαν στην αντίπερα όχθη» με αντάλλαγμα την απόσυρση
οποιαδήποτε ποινικής δίωξης εναντίον τους.220

H συντονισμένη δράση όλων των παραπάνω και η βαθμιαία στρατιωτικοποίηση του


δημόσιου χώρου της Θεσσαλονίκης έθεσαν σε ασφυκτικό κλοιό τους κοινωνικούς
φορείς και τις οργανώσεις της Αριστεράς στην πόλη. Οι πολύπλευρες και έντονες
πιέσεις, που δεχόταν αυτός ο κόσμος, μείωναν συνεχώς τη δυναμική του εντός της
τοπικής κοινωνίας και τις δυνατότητες μεγαλύτερης ευελιξίας στο αστικό
περιβάλλον. Καθώς οι κοινωνικοί χώροι της Αριστεράς, ήδη από το 1946, είχαν
μετατραπεί σε «έρημους τόπους», έγινε μια τελευταία προσπάθεια συγκρότησης ενός
παράνομου δικτύου σε σπίτια, καταστήματα και αποθήκες. Κάτω απ’ αυτές τις
ύστατες γραμμές αντίστασης δημιουργήθηκε ένα υπόγειο σύστημα καταφυγίων, στο
οποίο κρυβόταν ο οπλισμός. Πολύ γρήγορα, και αυτά τα μέρη, βρέθηκαν κάτω από
τη συνεχή εποπτεία των χαφιέδων της ασφάλειας και των καταδοτών του
παρακράτους. Άλλωστε, οι συνεχείς και άσκοπες μετακινήσεις ενός μεγάλου αριθμού
όπλων και πυρομαχικών, δημιουργούσαν την απαραίτητη κινητικότητα, στις
κρυψώνες και στις γιάφκες, που βοηθούσε τις αρχές στον εντοπισμό τους.221

216
Λαϊκή Φωνή, 3 Ιουλίου 1946, όπου περιγράφεται η επίθεση δύο χαφιέδων ενάντια σε
«δημοκρατικούς πολίτες» μέσα σε αστικό λεωφορείο: «Ο ένας χαφιές, φωνάζοντας πως είναι ο Κ.
έβγαλε το πιστόλι του και μπροστά στους κατάπληκτους επιβάτες χτυπούσε με το κοντάκι του
πιστολιού του στο πρόσωπο και στο κεφάλι έναν πολίτη».
217
Από το Αρχείον της Χωροφυλακής, ό.π., σελ. 12.
218
Ο Πασχαλούδης (ό.π., σελ. 147), για παράδειγμα, αναφέρεται σ’ ένα ειδικό τμήμα της Ασφάλειας
αποτελούμενο από «μαυροφόρες γυναίκες, οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση με θύματα. Τους
υποδείκνυαν τα άτομα και πήγαιναν και φώναζαν και τσίριζαν: "αυτός σκότωσε τον άντρα μου"».
219
Μια τέτοια περίπτωση αναφέρει ο Μόδης κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων στελεχών της Στενής
Αυτοάμυνας. Μόδης, ό.π., σελ. 13-14.
220
Πασχαλούδης, ό.π., σελ. 186-187. Παρόμοια ανταλλάγματα υποθέτουμε ότι έλαβαν οι δύο
συλληφθέντες από την Ασφάλεια, τον Ιούνιο του 1948, των οποίων οι καταθέσεις οδήγησαν στην
εξάρθρωση της «συνωμοτικής οργάνωσης του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης» και στη σύλληψη 59 στελεχών.
Ελληνικός Βορράς, 27 Ιουνίου 1948.
221
βλ. σχετικά Μακεδονία, 2 Δεκεμβρίου 1947.

55
H πρώτη μεγάλη επιτυχία για τις αστυνομικές αρχές, μετά την εξάρθρωση της Στενής
Αυτοάμυνας, δεν άργησε να έρθει, αφού το καλοκαίρι του 1947 έφτασαν στα ίχνη της
Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας. Ο ρόλος της τελευταίας αναβαθμίστηκε μετά την
εξάρθρωση της «ΟΠΛΑ» και την κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην
κεντρική Μακεδονία. Έτσι, πολύ γρήγορα, η οργάνωση της ΜΛΑ προσέλαβε
στρατιωτικό χαρακτήρα, «κατά το υπόδειγμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ», ώστε να
μετατραπεί σε μια δύναμη κρούσης του Δημοκρατικού Στρατού εντός της
Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα ήταν ένα μυστικό δίκτυο της διαλυμένης
τοπικής Αριστεράς, που είχε ως βασικές αρμοδιότητες τη φύλαξη ενός μεγάλου
αριθμού όπλων και τη συγκρότηση διαύλων επικοινωνίας μεταξύ παλαιών και νέων
μελών. H πολυπόθητη επίθεση του Δημοκρατικού Στρατού, η οποία θα
κινητοποιούσε τη ΜΛΑ, άργησε να γίνει μ’ αποτέλεσμα τα μέλη της οργάνωσης,
απασχολημένα με τον άχαρο ρόλο των συνεχών εναποθηκεύσεων του οπλισμού, να
μείνουν εκτεθειμένα στον κλοιό που έστηναν γύρω τους οι αρχές ασφαλείας.222

Έτσι, τον Ιούνιο του 1947 η χωροφυλακή εισέβαλε σε «ύποπτο» διαμέρισμα στο
κέντρο της πόλης, που παρακολουθούνταν από την Εθνική Ασφάλεια. Εκεί βρέθηκε
ένα κρυμμένο καταφύγιο όπου φυλάσσονταν ένας πολύγραφος και το αρχείο της
οργάνωσης με «πλείστα αποκαλυπτικά στοιχεία» για τις αστυνομικές αρχές.223 Μπορεί
τα πορίσματα της ασφάλειας να αποδίδουν αυτήν την επιτυχία των καταδιωκτικών
αρχών σε θεϊκή παρέμβαση, ωστόσο πίσω απ’ αυτό το γεγονός είναι πιο πιθανό να
κρύβεται μια ιστορία συνεργασίας της τοπικής αστυνομίας, με ένα οργανωμένο
δίκτυο πληροφοριοδοτών ή ακόμα και με καταδότες από το εσωτερικό της
οργάνωσης.224

Τα ευρήματα της γιάφκας σε συνδυασμό με τις «εξονυχιστικές ανακρίσεις» ύποπτων


ατόμων, οδήγησαν στην εξάρθρωση της ΜΛΑ και στη σύλληψη 70 μελών, τον
Οκτώβριο του 1947. Παράλληλα, βρέθηκαν κι άλλες γιάφκες με υπόγεια καταφύγια
και χώρους αποθήκευσης όπλων και χειροβομβίδων.225 H αστυνομία, το έργο της
οποίας «εξυμνήθηκε» δεόντως από τον τοπικό Τύπο, δεν σταμάτησε με την
αποκάλυψη της ΜΛΑ, αλλά συνέχισε τη δράση της και τους επόμενους μήνες.226

222
Για την οργάνωση και τους στόχους της Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας, βλ. Ελληνικός Βορράς, 25
Οκτωβρίου 1947.
223
Στο ίδιο.
224
Μόδης, ό.π., σελ. 94-95. Στη σκέψη, για πιθανή κατάδοση από τα «μέσα», οδηγούμαστε εξαιτίας
της αναφοράς του Μόδη σε ένα περιστατικό από το προηγούμενο βράδυ της εισβολής στο
διαμέρισμα, το οποίο θα μπορούσε να σταθεί αφορμή ώστε να προειδοποιηθούν τα μέλη της
οργάνωσης για την επικείμενη επέμβαση της αστυνομίας.
225
Στο ίδιο, σελ. 115-116.
226
Τα στελέχη όλων των τμημάτων της Ασφάλειας μετατράπηκαν σε λαϊκοί ήρωες της πόλης και οι
δράσεις τους, κατά των παράνομων οργανώσεων της Αριστεράς, διηγούνταν με ιδιαίτερο θαυμασμό
στις στήλες των τοπικών εφημερίδων. Πολλές φορές, μάλιστα, αυτές οι διηγήσεις υπερτερούσαν σε
βάρος ενός αξιόπιστου και ενημερωμένου περιβάλλοντος πληροφόρησης. Είναι χαρακτηριστικό το
απόσπασμα από άρθρο του Ελληνικού Βορρά: «αλλ’ οι βδελυροί δήμιοι ευρέθησαν αίφνης υπό την
σιδηράν αρπαγήν της αστυνομίας και ως ρυπαροί κάνθαροι εξέχυσαν τον σίελον των αποκαλύψεων,
αφού δε προελήφθη η αιματηρά εκδήλωσις της συνωμοσίας, απεκαλύφθη αύτη πλήρως», Ελληνικός
Βορράς, 26 Οκτωβρίου 1947.

56
Ακολούθησαν, με εντατικούς ρυθμούς, οι έρευνες για τον εντοπισμό και των
υπόλοιπων παράνομων δικτύων της πόλης, με αποτέλεσμα, ως τις αρχές του 1948, να
επιτευχθεί «η αποκάλυψις και εξάρθρωσις απασών των κομματικών, εξωκομματικών
και δυναμικών οργανώσεων της Κ.Ο.Θ (Κομματική Οργάνωσις Θεσσαλονίκης) και η
παραπομπή εις το Στρατοδικείον των στελεχών αυτών».227

Ωστόσο οι αρχές δεν κατάφεραν, παρά τις προσπάθειες, να δώσουν τη «χαριστική


βολή» σ’ εκείνο το κλιμάκιο της ΚΟΘ που συγκροτούσε τον κεντρικό «Μηχανισμό»
της παράνομης οργάνωσης.228 Συγκεκριμένα, επρόκειτο για τα τελευταία ψήγματα
του τοπικού δικτύου της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη, τα οποία προσπαθούσαν να
ανταποκριθούν στις εκκλήσεις του Δημοκρατικού Στρατού για αποστολή εφεδρειών
στο βουνό.229 H δράση τους, δηλαδή, δεν αποσκοπούσε μόνο στην ύστατη ανόρθωση
του πληγέντος φρονήματος των αριστερών στελεχών της πόλης, αλλά και στη
διατήρηση ενός μυστικού δικτύου στρατολόγησης νέων μαχητών. Ο μηχανισμός
αυτός ανασυγκρότησε τα δίκτυα, που είχαν εξαρθρωθεί σ’ όλη τη διάρκεια του 1947
από τις αστυνομικές αρχές. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν νέα κρησφύγετα για την
αποθήκευση του οπλισμού και των μέσων επικοινωνίας, αυξήθηκε η επαφή και η
συνεργασία με «συνδέσμους» του ΔΣΕ και, τέλος, ενεργοποιήθηκαν, για τις
αποστολές μαχητών, παλαιότερα μονοπάτια με προορισμό τον Χορτιάτη και το
Μπέλες.230 H εξάρθρωση του σκληρού πυρήνα της κομματικής οργάνωσης δεν
αποτέλεσε εύκολη υπόθεση για τις αρχές, καθώς, απ’ ό,τι φαίνεται, η περίπτωσή του
διέφερε από τις προηγούμενες.

Αρχικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι τα ηγετικά στελέχη διακρίνονταν για την


αυστηρή προσήλωση και τις οργανωτικές ικανότητες, που επέδειξαν κάτω από τις
δύσκολες, για το επαναστατικό κίνημα, συνθήκες. H τήρηση βασικών κανόνων
συνωμοτικότητας και επαγρύπνησης, από τα μέλη της οργάνωσης, δυσχέραινε τις
προσπάθειες των αστυνομικών αρχών. Για παράδειγμα, την άνοιξη του 1948, ενώ
πραγματοποιήθηκαν μαζικές συλλήψεις στελεχών και καθοδηγητών του παράνομου
δικτύου, η αστυνομία δεν μπόρεσε να φτάσει στο σκληρό πυρήνα, διότι οι βασικοί
μάρτυρες δεν «έσπασαν» κατά τη διαδικασία της ανάκρισης. Άλλωστε, ο ηγετικός
πυρήνας είχε προνοήσει τον αποκλεισμό κάθε επαφής με τα κατώτερα στελέχη.231
Τέλος, ένας σημαντικός παράγοντας, που ευνόησε την ανθεκτικότητα της
συγκεκριμένης οργάνωσης απέναντι στην κρατική καταστολή, ήταν η τακτική
επικοινωνία με τα επιτελεία του Δημοκρατικού Στρατού, τα οποία πίεζαν για το
«δυνάμωμα του ένοπλου αγώνα στα εχθρικά μετόπισθεν».232 Αυτό, στην πράξη,

227
Δασκαλάκης, ό.π., σελ. 924.
228
Στο ίδιο, σελ. 924.
229
Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα (1945-1949), τ. 6, Αθήνα 1987, σελ. 459-460.
230
Δασκαλάκης, ό.π., σελ. 924. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, υπεύθυνος για τον συντονισμό της
στρατολόγησης ήταν ένα κομματικό στέλεχος που είχε «αφιχθή εξ Αθηνών δια τιν εργασίαν ταύτην,
προκειμένου να κατευθύνη το δίκτυον στρατολογίας ανωτέρων στελεχών διά τις συμμορίας».
231
Στο ίδιο, σελ. 924.
232 ης
Για τις απόψεις της 4 Ολομέλειας (Αύγουστος 1948) σχετικά με τις καθυστερήσεις του κινήματος
στις πόλεις, βλ. Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα., σελ. 271-271.

57
σήμαινε περισσότερη αδιαλλαξία στην τήρηση των συνωμοτικών κανόνων και
καλλιέργεια μεγαλύτερων απαιτήσεων στις αποστολές της παράνομης «δουλειάς».

Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των τελευταίων πιστών στελεχών της


Κομματικής Οργάνωσης, οι αστυνομικές αρχές έφτασαν στην οριστική εξάρθρωση
του παράνομου μηχανισμού, τον Μάιο του 1949.233 H διαδικασία της καταδίωξης δεν
ήταν εύκολη, καθώς κάποια μέλη του στρατολογικού δικτύου αντιστάθηκαν μέχρι το
τέλος, ενώ όσοι απ’ αυτούς συνελήφθησαν «ετήρησαν επίμονον σιγήν, ουδέν
αποκαλύψαντες».234 Ο επίλογος του πολέμου, το καλοκαίρι του 1949, σήμανε το
τέλος των παράνομων δικτύων της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη. H εξάρθρωση ενός
12μελούς κλιμακίου της ΚΟΘ, τον Αύγουστο, δεν αποτελεί κομμάτι των
προσπαθειών της κρατικής καταστολής του εμφυλίου, αφού η κύρια δραστηριότητά
τους, η έκδοση πλαστών ταυτοτήτων, σχετίζεται με τη λειτουργία των παράνομων
κομματικών οργανώσεων, στην περίοδο που ακολουθεί την ήττα του ΔΣΕ.235

Συνοψίζοντας, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι οι διάφοροι μηχανισμοί των υπηρεσιών


Ασφαλείας που συγκροτήθηκαν για την εξάρθρωση των παράνομων οργανώσεων της
Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες των
κρατικών αρχών για την αποτροπή οποιασδήποτε αναζωπύρωσης ταξικών αγώνων
στη πόλη. Ωστόσο, όπως είδαμε παραπάνω, οι κατασταλτικές διαδικασίες
συνάντησαν πολλά και ποικίλα εμπόδια. Το ξεπέρασμα αυτών των εμποδίων στάθηκε
δυνατό όταν οι κρατικές αρχές διαπίστωσαν ότι οι μορφές ανοικτής καταστολής και
τρομοκρατίας, που εφαρμόστηκαν την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, δεν μπόρεσαν
να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τα μυστικά δίκτυα των παράνομων οργανώσεων της
τοπικής Αριστεράς. Επιπλέον, παράλληλα με την αποφασιστικότητα, που επέδειξαν
στην πάση θυσία εξάρθρωση των παράνομων μηχανισμών, στράφηκαν με συνέπεια
στη συγκρότηση διαφόρων δικτύων πληροφόρησης και παρακολούθησης, που
ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στις αυξημένες απαιτήσεις της περιόδου.236

233
Μακεδονία, 1 Μαΐου 1949.
234
Στο ίδιο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σουλάκου, σταλθείσα από την Αθήνα για τον
στρατολογικό συντονισμό, η οποία προκειμένου να μην αποκαλύψει τα μυστικά του παράνομου
μηχανισμού κατέφυγε σε απεργία πείνας στις φυλακές, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της λίγες
μέρες αργότερα.
235
Δασκαλάκης, ό.π., σελ. 921.
236
Δυστυχώς, τα παρεχόμενα στοιχεία, από τον Τύπο και τα επίσημα έγγραφα, εστιάζουν
αποκλειστικά στη δράση των παράνομων οργανώσεων και όχι στις διαδικασίες της αποκάλυψης
αυτών. Έτσι, στην παραπάνω ενότητα επιχειρήσαμε να δώσουμε μια γενική εικόνα των διαδικασιών
εντοπισμού και εξάρθρωσης των παράνομων δικτύων της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη, καθώς μια
λεπτομερέστερη καταγραφή θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα απαιτούμενα ερευνητικά όρια της
παρούσας εργασίας.

58
H Θεσσαλονίκη του εγκλεισμού. Οργάνωση και συνθήκες διαβίωσης στις
φυλακές των πολιτικών κρατουμένων

Στις φυλακές και στους τόπους εξορίας του εμφυλίου μπορεί κανείς να διακρίνει τη
μαζική διάσταση που έλαβε η κρατική καταστολή και η αμείλικτη εφαρμογή των
έκτακτων μέτρων της περιόδου. Μέσα από πολυάριθμα έργα, παλιά και νέα,
αναδύεται ένα ζοφερό παρελθόν δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων κλεισμένων σε
φυλακές, στρατόπεδα και κρατητήρια. Ένα παρελθόν το οποίο δεν παύει να
αναμετριέται διαρκώς με τα τραύματα, τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής
μνήμης και, το πιο σημαντικό, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον θεμελιακό
παράγοντα συγκρότησης του αντικομουνιστικού κράτους στην Ελλάδα: την επιθυμία,
μέσω της χρήσης μηχανισμών επιβολής πειθαρχίας και ελέγχου, για την πλήρη
καθυπόταξη του πολιτικού αντιπάλου.

Οι χωρικές εκφάνσεις της κρατικής καταστολής στη Θεσσαλονίκη του εμφυλίου


καθώς και οι καταγραφές αναμνήσεων και μαρτυριών απ’ αυτές, συνέθεσαν μια
ιστορία, η οποία βρέθηκε συνυφασμένη με τους πολιτικούς κρατουμένους και με τα
μαρτύρια των αγωνιστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Γεντί Κουλέ, συμβολικός
τόπος της συλλογικής μνήμης των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, συγκεφαλαιώνει σ’
έναν τόπο και σ’ ένα χώρο τις ψυχικές και σωματικές δοκιμασίες των ανθρώπων που
βίωσαν τη διαδικασία του εγκλεισμού κατά την περίοδο αυτή. Ωστόσο, η
προσέγγιση, στο πλαίσιο μιας ιστορίας ηρωισμού και θυσίας, δεν ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις της σύγχρονης ιστοριογραφικής μεθόδου. Παραφράζοντας το σκεπτικό
του Hλιού σχετικά με τη Μακρόνησο, μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία του
εγκλεισμού της εμφυλιακής Θεσσαλονίκης δεν είναι μόνο μια ιστορία αγωνιστών.
Είναι, κυρίως, η ιστορία ενός κρατικού θεσμού, ο οποίος δεν άργησε να μετατραπεί
σ’ έναν θεσμοθετημένο μηχανισμό βασανιστηρίων και τρομοκράτησης, με σκοπό τη
βίαιη πειθάρχηση κάθε ανατρεπτικής φωνής.237

Ξεκινώντας απ’ αυτή την αφετηρία, τα χαρακτηριστικά της συγκρότησης και της
διαμόρφωσης των τόπων εγκλεισμού της Θεσσαλονίκης, πρέπει να αναζητηθούν στο
καθεστώς της έκτακτης νομοθεσίας και της εκτεταμένης καταστολής, όπως αυτό
διαμορφώθηκε, ήδη από την περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας». Εκατοντάδες
άνθρωποι, στελέχη της Αριστεράς και αγωνιστές της αντίστασης, στάλθηκαν στις
φυλακές της πόλης, όπου ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Το παρακάτω απόσπασμα, από
μαρτυρία κρατουμένου στο Γεντί Κουλέ, είναι χαρακτηριστικό:

«Καταργήθηκε το αδιαχώρητο και ζούμε σε τρεις θαλάμους 240 υπόδικοι ενώ δεν
χωρούν περισσότεροι από 150. Πολλοί κοιμούνται στο τσιμέντο και οι λιποθυμίες απ’

237
Φίλιππος Hλιού, «Οι βιωμένες ιστορίες και η ιστοριογραφική προσέγγιση» στο Ιστορικό Τοπίο και
Ιστορική Μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης, Αθήνα
2000, σελ. 159-168.

59
την ασφυξία έρχονται η μια μετά την άλλη. Οι σύντροφοι με αδύνατα καρδιακά
συστήματα υποπίπτουν σε λιποθυμίες επικίνδυνης μορφής»238

Ο εγκλεισμός, σ’ αυτήν την περίοδο, λειτουργούσε περισσότερο ως ένας τρόπος


τρομοκράτησης και εκφοβισμού των μελών της Αριστεράς, παρά ως τιμωρητική
διαδικασία για κάποια αδικήματα. Παράλληλα, δεν έλειψαν εκείνα τα περιστατικά,
στα οποία η καθημερινή τρομοκρατία του δρόμου μεταφερόταν εντός των φυλακών.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται μια επίθεση εναντίον μιας ομάδας
κρατουμένων σε θάλαμο στις Νέες Φυλακές:

«Έπειτα από 5 λεπτά Βενίτες και στρατιώτες της φρουράς επετέθηκαν στο θάλαμο
βρίζοντας χυδαία τους κρατουμένους και πυροβόλησαν μάλιστα για να σκοτώσουν
οποιονδήποτε απ’ τους κρατουμένους»239

H κλιμάκωση των κατασταλτικών μέτρων, το καλοκαίρι του 1946, οδήγησε στην


αύξηση του αριθμού των πολιτικών κρατουμένων στις τοπικές φυλακές. Ο
αντίκτυπος, από την αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί τόσο τον μεγάλο όγκο
πολιτικών κρατουμένων, όσο και τον επακόλουθο συνωστισμό, ήταν ιδιαίτερα
σοβαρός για τις φυλακές της Θεσσαλονίκης.240 Πράγματι, το τέλος του 1946, βρήκε
όλους τους τόπους εγκλεισμού της πόλης ασφυκτικά γεμάτους. Τις δύσκολες
συνθήκες που επικρατούσαν μας μεταφέρει πρώην κρατούμενος του Γεντί Κουλέ:

«[..] όλες οι φυλακές της Θεσσαλονίκης, τέσσερις τον αριθμό, φτάσανε στο αδιαχώρητο.
Το Γεντή Κουλέ αγκομαχούσε παραγεμισμένο. Κάθε τόσο, καινούργιες φουρνιές
κρατούμενων αγωνιστών, από τις φυλακές των επαρχιών, που δεν ήταν πια σίγουρη η
φύλαξή τους εκεί, έρχονταν να παστωθούν μέσα στους 6 όλους-όλους θαλάμους που
διέθετε η φυλακή Επταπυργίου- φυλακή, όμως, "υψίστης ασφαλείας"»241

Κάθε υπολογισμός του αριθμού των εγκλείστων αποδεικνύεται αρκετά δυσχερής,


καθώς τον Δεκέμβριο του 1946 ξεκίνησε η πρώτη προσπάθεια αποσυμφόρησης των
φυλακών της Θεσσαλονίκης. Αφορμή γι’ αυτό το εγχείρημα δεν στάθηκε κάποια
ανθρωπιστική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, αλλά η επικείμενη άφιξη της ειδικής
επιτροπής του ΟHΕ, που θα εξέταζε τις κατηγορίες της ελληνικής πλευράς κατά των

238
Λαϊκή Φωνή, 7 Απριλίου 1945. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στα «μπουντρούμια» του
τμήματος Μεταγωγών, στο οποίο στοιβάζονταν πάνω από 100 πολιτικοί κρατούμενοι σε υπόγειο
χωρητικότητας 40 ανθρώπων. Λαϊκή Φωνή, 18 Απριλίου 1945.
239
Λαϊκή Φωνή, 26 Οκτωβρίου 1945.
240
Ο Βόγλης επισημαίνει, σχετικά με τις αλλαγές που παρατηρήθηκαν στις φυλακές με τη θέσπιση
των έκτακτων μέτρων, ότι «η κυβέρνηση ήταν απροετοίμαστη για τον εγκλεισμό ενός τόσο μεγάλου
αριθμού πολιτικών κρατουμένων και ο συνωστισμός στις φυλακές δεν ήταν προϊόν κάποιου σχεδίου
αλλά ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα για τις αρχές». Πολυμέρης Βόγλης, H εμπειρία της φυλακής και της
εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο, Αθήνα 2002, σελ. 149.
241
Νίκος Μιχαηλίδης, «Φυλακές Επταπυργίου (Γεντή Κουλέ)», στο Οι μισοί στα σίδερα, επιμ. Βαρδή
Β. Βαρδινογιάννη-Παναγιώτη Γ. Αρώνη, Αθήνα 1996, σελ. 91, σελ. 89-95. Οι φυλακές της
Θεσσαλονίκης, στην περίοδο του εμφυλίου, ήταν οι εξής: το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ), οι Νέες
Φυλακές (Α’ Επανορθωτικές), το Τμήμα Μεταγωγών (Β’ Επανορθωτικές) και το στρατόπεδο Παύλου
Μελά.

60
βαλκανικών γειτόνων της.242 Στα τέλη Δεκεμβρίου στάλθηκαν 125 κρατούμενοι, από
το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, στη Λήμνο και ένας μικρός αριθμός
«διαμοιράστηκε» σε διάφορα αστυνομικά τμήματα.243 Λίγες μέρες μετά, «οι τοπικές
αρχές με σπασμωδικότητα» προέβησαν στην εκτόπιση 444 κρατουμένων του
Παραρτήματος Μεταγωγών, πάλι με κατεύθυνση τη Λήμνο.244 Οι εκτοπίσεις
συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του 1947, στο πλαίσιο του κυβερνητικού σχεδίου
για τη μεταφορά χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων στο στρατόπεδο της Γυάρου, έναν
προορισμό που ακολούθησαν εκατοντάδες «ισοβίται και βαρυποινίται» των φυλακών
της Θεσσαλονίκης.245 Τέλος, να σημειώσουμε ότι δεν είναι μόνο οι προσπάθειες
αποσυμφόρησης των φυλακών, μέσω των εκτοπίσεων, που δυσκολεύουν
οποιαδήποτε επιβεβαίωση στατιστικών μεγεθών σχετικά με τον αριθμό των
πολιτικών κρατουμένων, αφού πολλές φορές τα διαθέσιμα αριθμητικά στοιχεία που
δίνονται στον τοπικό Τύπο, αγνοούν έναν μεγάλο αριθμό κρατουμένων στα
κρατητήρια της Ασφάλειας,246 ενώ οι όποιες αποσπασματικές πληροφορίες για αυτήν
τη διαρκή μετακίνηση ανθρώπινων ψυχών στην πόλη σταματούν με το οριστικό
κλείσιμο των αριστερών εφημερίδων.

Παρά τις εκτοπίσεις και τα πρόσκαιρα μέτρα, τα προβλήματα παρέμεναν, καθώς η


σταθερή ανεπάρκεια των εγκαταστάσεων επιδρούσε αρνητικά στις συνθήκες
διαβίωσης των κρατουμένων. Στις φυλακές του τμήματος Μεταγωγών, πρώην
«καπνομάγαζο» επί της οδού Αγίου Δημητρίου, ζούσαν στοιβαγμένοι, στους τρείς
ορόφους του κτιρίου, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Στο συγκεκριμένο κτίριο, ακόμα
και ο σύντομος προαυλισμός δεν μπορούσε να ανακουφίσει τους κρατουμένους από
τον συνωστισμό στους στενούς θαλάμους, καθώς ο αύλειος χώρος των φυλακών
βρισκόταν στη στενή ταράτσα του κτιρίου. Το πρόβλημα του ασφυκτικού
συνωστισμού στο κτίριο των Μεταγωγών αποτυπώνεται στην παρακάτω μαρτυρία:

«Το μεταγωγών ήταν πάντα γεμάτο. Δεν θυμάμαι πόσοι ακριβώς είμασταν. Θυμάμαι
όμως καλά ότι όταν ξαπλώναμε τα πόδια μας μπερδεύονταν και πολλές φορές δεν
μπορούσαμε να γυρίσομε από το άλλο πλευρό. Αν ξαπλώναμε μπρούμητα ή ανάσκελα
δεν χωρούσαμε. Γι’ αυτό κοιμόμασταν με το πλευρό. Μερικές φορές όμως δεν
μπορούσαμε ούτε να ξαπλώσομε και τη νύχτα τη βγάζαμε καθισμένοι ανακούρκουδα.
Και όμως εξακολουθούσαν να φέρνουν και άλλους και άλλους, έτσι που στο τέλος
περάσαμε και το αδιαχώρητο»247

Παρόμοιες συνθήκες αφόρητου συνωστισμού επικρατούσαν στο Γεντί Κουλέ και στις
Νέες Φυλακές, όπου στους μικρούς και υγρούς θαλάμους τους ζούσε έγκλειστος ο
τριπλάσιος αριθμός κρατουμένων.248 Τα μέτρα που έλαβαν οι διευθυντές των

242
Για τη βαλκανική επιτροπή του ΟHΕ, βλ. στο Πασχαλούδης, ό.π., σελ. 189.
243
Αγωνιστής, 7 Μαρτίου 1947.
244
Συμφιλιωτής, 8 Ιανουαρίου 1947.
245
Μακεδονία, 16 Δεκεμβρίου 1947.
246
Για την κατάσταση στα κρατητήρια της ασφάλειας, βλ. Ενότητα, 4 Ιουνίου 1947.
247
Κώστας Τσανικλίδης, «Κρουαζιέρα…» στις ελληνικές φυλακές 1945-1960, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.
75.
248
Για την κατάσταση σ’ αυτές τις φυλακές, βλ. Αγωνιστής, 7 Μαρτίου 1947.

61
φυλακών, με τη μεταφορά κρατουμένων στις φυλακές της Κασσάνδρας και της
Αθήνας,249 δεν βελτίωσαν την κατάσταση, αφού ο πληθυσμός των εγκλείστων
αυξήθηκε τόσο, ώστε το 1947 ξέσπασαν δυναμικές διαμαρτυρίες κατά της εισαγωγής
επιπλέον κρατουμένων. Μια τέτοια περίπτωση μας μεταφέρει ο Μιχαηλίδης, όταν τον
Απρίλιο του 1947, έφτασαν στο Γεντί Κουλέ 80 κρατούμενοι φαντάροι από την
περιοχή της Κοζάνης:

«H φυλακή εν τω μεταξύ είχε ξαναφουλάρει με μεμονωμένες αφίξεις, που κάθε μέρα


σχεδόν φτάνανε. Και η καινούργια αποστολή ήταν πολυάριθμη. Αποφασίστηκε τούτη τη
φορά να μην τους δεχτούμε με κανένα τρόπο μέσα. Ήταν παραμονές του Πάσχα.
Μεγάλη Τετάρτη, και υπολογίζαμε πως δεν θα τολμούσαν τούτες τις μέρες τουλάχιστον
να ασκήσουν βία».250

Ωστόσο, οι υπολογισμοί του «έπεσαν έξω» διότι ο διευθυντής των φυλακών όχι μόνο
αρνήθηκε να εμφανιστεί και ν’ ακούσει τα αιτήματα των κρατουμένων, αλλά διέταξε
τη βίαιη καταστολή όσων διαμαρτύρονταν. Στη συνέχεια «πολυάριθμοι χωροφύλακες
και δεσμοφύλακες οπλισμένοι με μαχαίρια, πιστόλια και κλόμπς εφόρμησαν μέσα στους
θαλάμους κι’ άρχισαν να χτυπούν τους άοπλους δημοκρατικούς φυλακισμένους».251

H έλλειψη χώρου, όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, προκάλεσε σοβαρές δυσκολίες


στις συνθήκες διαβίωσης. Τα κυριότερα προβλήματα σχετίζονταν με τα προβλήματα
υγιεινής λόγω της «βαριάς και πνιγηρής» ατμόσφαιρας των γεμάτων θαλάμων.
Διάφορες αρρώστιες, όπως φυματίωση, οστεομυελίτιδα, ψώρα κ.ά., εγγράφονταν στη
σκληρή καθημερινότητα των εγκλείστων. Επιπλέον, δεν υπήρχαν αναρρωτήρια για
τους φυλακισμένους ασθενείς, τα φάρμακα ήταν λιγοστά, το νερό ήταν
«ανεπαρκέστατον, ενίοτε έλλειπε παντελώς» και σε πολλούς θαλάμους δεν υπήρχαν
κρεβάτια.252 Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε τη θλιβερή καταγραφή των ποικίλων
πτυχών της άθλιας κατάστασης, η οποία επικρατούσε στις φυλακές της
Θεσσαλονίκης, μιας και το πιο σημαντικό είναι να αναφέρουμε, ότι, λόγω της
απροθυμίας των κρατικών αρχών να παρέχουν, έστω και τη στοιχειώδη φροντίδα
στους πολιτικούς κρατουμένους, υπήρξαν άνθρωποι που, όχι μόνο υπέστησαν
σωματική και ψυχολογική καταπόνηση, αλλά έχασαν και τη ζωή τους.253

Στις συνεχείς εκκλήσεις των φυλακισμένων προς τις κρατικές αρχές και τις διάφορες
διεθνείς οργανώσεις (ΟHΕ, UNRA, κ.α.), διαφαινόταν μια μόνιμη απελπισία, μια
«διαρκής κατάσταση ανάγκης», όπως επισημαίνει ο Βόγλης.254 Ανάμεσα στα αιτήματα
των κρατουμένων, ήταν η βελτίωση του συσσιτίου, η παροχή ιατροφαρμακευτικής
249
Αγωνιστής, 7 Μαρτίου 1947 και Ελληνικός Βορράς, 10 Ιουνίου 1947.
250
Μιχαηλίδης, ό.π., σελ. 92-93.
251
Αγωνιστής, 15 Απριλίου 1947.
252
Συμφιλιωτής, 5 Ιανουαρίου 1947.
253
Ριζοσπάστης, 8 Ιανουαρίου 1947. Χαρακτηριστικό της αδιαφορίας των κρατικών αρχών, είναι ένα
περιστατικό με τον θάνατο ενός κρατουμένου στο Μεταγωγών, που είχε πρόβλημα στο στομάχι και
«παρ’ όλα τα υπομνήματά του και των επτακοσίων περίπου συγκρατουμένων, δεν κατορθώθηκε να
μεταφερθεί σε νοσοκομείο. H γυναίκα του κι η κόρη του κρατούνται επίσης σε φυλακές ή κρατητήρια
της πόλης μας».
254
Βόγλης, ό.π., σελ. 146.

62
περίθαλψης και ο εφοδιασμός με ρούχα και κουβέρτες. Στοιχειώδη αγαθά δηλαδή, τα
οποία τους τα παρείχαν, σε μεγάλο βαθμό, οι συγγενείς, οι φίλοι, καθώς και οι
οργανώσεις της Εθνικής Αλληλεγγύης. «Καλούμε να βάλετε τέρμα στο δράμα μας»,
έγραφαν οι κρατούμενοι του Γεντί Κουλέ, «αποκαθιστώντας στοιχειώδη
σωφρονιστική πολιτική».255 Οι διεθνείς οργανώσεις, κυρίως η UNRA και ο Ερυθρός
Σταυρός, ανταποκρίθηκαν, έστω και καθυστερημένα, στα απεγνωσμένα αιτήματα των
κρατουμένων των φυλακών Θεσσαλονίκης.256 Αντίθετα, οι κρατικοί φορείς όχι μόνο
αγνόησαν «τις αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες», αλλά επέτρεψαν την τρομοκράτηση και
τον εκφοβισμό ενάντια σε όσους επιθυμούσαν να παρέχουν βοήθεια στους
κρατουμένους.257

H κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων την περίοδο 1947-1949, οδήγησε στην


επιδείνωση των συνθηκών στις φυλακές της πόλης. Έτσι, πλάι στις άθλιες συνθήκες
διαβίωσης καθιερώθηκε κι ένα αυστηρό σύστημα πειθαρχίας, το οποίο στρεφόταν
ενάντια στις προσπάθειες των κρατουμένων για βελτίωση της ζωής τους.258 Τις
πειθαρχικές διαδικασίες συνιστούσε ένα σύνολο καθημερινών εξευτελισμών και
άγριων ξυλοδαρμών, που συνδέονταν με παραβάσεις «φτιαχτών» κανονισμών.259
Επιπλέον, εφαρμόστηκαν πρακτικές διαχωρισμού των κρατουμένων, με ξαφνικές
μεταγωγές από τη μια φυλακή στην άλλη, ώστε να επιτυγχάνεται η «διάσπαση» των
εγκλείστων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ξεσπούσαν έντονες διαμαρτυρίες προκειμένου
οι φυλακισμένοι να αντιταχθούν στην «οδύσσεια της μεταγωγής».260 Τέλος, για το
ψυχολογικό «σπάσιμο» των κρατουμένων και για την υπογραφή της δήλωσης
μετανοίας, εφαρμόστηκε η επώδυνη μορφή τιμωρίας της απομόνωσης στα σκοτεινά
πειθαρχεία των φυλακών της πόλης. H ακόλουθη μαρτυρία δίνει μια εικόνα των
συνθηκών στο «περιβόητο» πειθαρχείο του Γεντί Κουλέ:

«Είναι από τα χειρότερα που υπάρχουν στις φυλακές της χώρας μας. Εντοιχισμένα
μέσα στον τεράστιο όγκο των κάστρων. Το εσωτερικό τους όλο από μπετό. Στο δάπεδο
στηριγμένος ένας ισχυρός και μεγάλος χαλκάς, για μεγάλες τιμωρίες. Χώρος περίπου
2˟1,5. Χωρίς τουαλέτα. Αερισμός ένα μικρό πάντα κλειστό πορτάκι για κανένα τσάι,
που ανοίγει όταν θέλουν οι φύλακες κάτι, μόνιμα δε ανοιχτό ένα μάτι ελέγχου φυλακών,

255
Αγωνιστής, 5 Απριλίου 1947.
256
H βοήθεια αυτών των οργανώσεων δεν ήταν πάντοτε ιδιαίτερα απλόχερη. Γράφει ο
δημοσιογράφος του Συμφιλιωτή: «Ο Ερυθρός Σταυρός αξιώθηκε επί τέλους την παραμονή των
Χριστουγέννων να τους μοιράσει από μια μικρή πλάκα σαπούνι». Συμφιλιωτής, 5 Ιανουαρίου 1947.
257
Για παράδειγμα, το έργο των μελών της Εθνικής Αλληλεγγύης, δεν ήταν εύκολο καθώς
«διώκονταν αυστηρότατα» από τους χωροφύλακες των φυλακών. Αγωνιστής, 7 Φεβρουαρίου 1947.
258
Τσανικλίδης, ό.π., σελ. 158. Ο οποίος διαπιστώνει χαρακτηριστικά: «και μέσα στις φυλακές είχαν
αλλάξει τη συμπεριφορά τους όλοι. Ήταν πιο προκλητικοί και κρεμούσαν το ζωνάρι τους για καυγά,
όπως λέει και ο λαός». Ιδιαίτερα, έγινε στόχος το αυτοοργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης εντός των
φυλακών, απαγορεύοντας τα μαθήματα των «αναλφαβήτων» και κατάσχοντας τη «γραφική ύλη».
Ανεξαρτησία, 29 Απριλίου 1947.
259
Ενότητα, 5 Ιουνίου 1947.
260
Αγωνιστής, 31 Ιανουαρίου 1947.

63
μεγέθους ίσαμε ένα σπιρτοκούτι. Όταν μπαίνεις στο κελί δεν βλέπεις καθόλου μέσα. Δεν
υπάρχει φως»261

Συγχρόνως αυξήθηκαν και τα μέτρα ασφαλείας των φυλακών, με βασικό


χαρακτηριστικό την ενίσχυση της εξωτερικής τους φρούρησης «προς πρόληψιν
αποδράσεως κρατουμένων κομμουνιστών», όπως μας πληροφορεί κοινοποιημένο
έγγραφο του Γενικού Αρχηγείου Χωροφυλακής προς «τας Φρουράς των φυλακών
προς λήψιν και παρ’ αυτών μέτρων» το καλοκαίρι του 1948.262 Είναι η εποχή κατά
την οποία δρούσαν ομάδες σαμποτέρ στην πόλη και ο απόηχος των συγκρούσεων της
υπαίθρου ανησυχούσε τις τοπικές στρατιωτικές αρχές, οι οποίες βρίσκονταν σε
συνεχή επαφή με τους επικεφαλείς των φυλακών. Βέβαια, δεν έλειψαν και
αποτυχημένες απόπειρες απόδρασης, όπως αυτή που επιχειρήθηκε στις Νέες
Φυλακές, από «κρατούμενους αναρχοκομμουνιστές», οι οποίοι «είχον αρχίσει από
καιρού να σκάπτουν υπονόμους δια των οποίων θα εδραπέτευον».263

Εξέχουσα θέση, σ’ αυτήν την τοπογραφία του εγκλεισμού στην πόλη της
Θεσσαλονίκης, κατέχουν οι στρατιωτικές φυλακές του Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ),
καθώς η ίδια η διαδικασία της συγκρότησης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης
κατέστησε τις συγκεκριμένες φυλακές ένα προνομιακό πεδίο για τη συνάντηση του
ποινικού κολασμού με τη φυσική εξόντωση των πολιτικών κρατουμένων.
Συγκεκριμένα, στις παραμονές του εμφυλίου επανιδρύθηκαν οι στρατιωτικές φυλακές
Θεσσαλονίκης, στον ίδιο χώρο που βρίσκονταν και προπολεμικά, δηλαδή στο
στρατόπεδο «Τέλλος Άγρας» εντός των τειχών του παλαιού φρουρίου του
Επταπυργίου.264 Οι ΣΦΘ υπάγονταν στη διεύθυνση δικαστικού του Γ’ΣΣ, και
φαίνεται πως στην περίοδο του εμφυλίου είχαν ως βασική αρμοδιότητα την επιβολή
των ποινών που επέβαλαν τα έκτακτα στρατοδικεία, καθώς η συντριπτική
πλειονότητα των πολιτικών κρατουμένων του Γεντί Κουλέ είχε καταδικαστεί από τα
στρατοδικεία της Β. Ελλάδας για παραβάσεις του Γ΄ Ψηφίσματος, και, από τον
Δεκέμβριο του 1947, του Α.Ν. 509.265

H στρατιωτική διάρθρωση των φυλακών Επταπυργίου μας υποδεικνύει τη διαφορά


τους με τις υπόλοιπες φυλακές της πόλης, οι οποίες τροφοδοτούνταν από τις
αστυνομικές αρχές και είχαν έναν περισσότερο διεκπεραιωτικό ρόλο στις
κατασταλτικές λειτουργίες. Ο τονισμός του στρατιωτικού χαρακτήρα των φυλακών
Επταπυργίου εξυπηρετούσε την οργανική σύνδεσή τους με τις επιχειρήσεις

261
Νίκος Τζένας, «Φυλακές Επταπυργίου (Γεντή Κουλέ)», στο Οι μισοί στα σίδερα, επιμ. Βαρδή Β.
Βαρδινογιάννη-Παναγιώτη Γ. Αρώνη, Αθήνα 1996, σελ. 96, σελ. 95-96. Σε άρθρο της Ενότητας (6
Μαΐου 1947) καταγράφονται κι άλλα «καψόνια» εις βάρος των φυλακισμένων, π.χ. απόκρυψη
γραμμάτων των συγγενών τους, καθημερινές πιέσεις προκειμένου να «προβούν σε αποκαλύψεις για
να σώσουν το κεφάλι τους», κ.ά.
262
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1222-Α-91.
263
Ελληνικός Βορράς, 22 Μαΐου 1947.
264
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 1649-Α-Μ1.
265
Στο ίδιο. Γενικά, οι φυλακές Επταπυργίου ήταν οι «σκληρές» φυλακές της πόλης, καθώς στα
πειθαρχία του περνούσαν πολλές φορές και κρατούμενοι από τις άλλες τρεις φυλακές. Τσανικλίδης,
ό.π., σελ. 163.

64
καταστολής και τρομοκράτησης του πληθυσμού της περιοχής.266 Για να το
διατυπώσουμε διαφορετικά, τις μορφές βίας που ασκήθηκαν εντός του Γεντί Κουλέ,
δεν μπορούμε να τις συλλάβουμε έξω από το πλαίσιο των στρατιωτικών
συγκρούσεων. Έτσι, από τη μια, οι νεκροί των εκτελεστικών αποσπασμάτων στο
«συνήθη τόπο» εντάσσονταν στις ανθρώπινες απώλειες του διεξαγόμενου πολέμου
και, από την άλλη, η χρόνια ομηρία των θανατοποινιτών ενίσχυε την εικόνα της
στρατιωτικής υπεροπλίας του κράτους. Συγχρόνως η λειτουργία των φυλακών υπό
την επίβλεψη του στρατού επικύρωνε τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα στην
πειθάρχηση της τοπικής κοινωνίας και δικαιολογούσε «την φρικαλέα ποινή του
θανάτου», η οποία δεν επιβαλλόταν «προς σωφρονισμόν, αλλά προς
παραδειγματισμόν».267 Ίσως αυτή η ιδιοτυπία, να αποτελεί ακόμα ένα λόγο, ώστε το
Γεντί Κουλέ να έχει μια μόνιμη και ιδιαίτερη θέση στις τοπικές εξιστορήσεις της
περιόδου.

Εντούτοις, η εδραίωση της μοναδικότητας του Γεντί Κουλέ στα ποικίλα


δημοσιεύματα και στη δημόσια μνήμη, σχετίζεται με τους θανατοποινίτες που έζησαν
και πέθαναν σ’ αυτό. Συστατικό στοιχείο της οργάνωσης και της κουλτούρας των
φυλακών Επταπυργίου αποτελούσε η ποινή του θανάτου, η οποία, είτε έβρισκε τη
χωρική της εφαρμογή στις διάφορες ρεματιές πίσω από το φρούριο όπου γίνονταν οι
εκτελέσεις, είτε καιροφυλακτούσε σε κάθε πτυχή της θλιβερής καθημερινότητας των
κρατουμένων. Ήδη από το καλοκαίρι του 1946, πολύ περισσότερο όμως την περίοδο
1948-1949, οι, καταδικασμένοι σε θάνατο, κρατούμενοι των φυλακών Επταπυργίου,
ζούσαν με τη μόνιμη απειλή της εκτέλεσης αφού «κανείς δεν γνώριζε ποιος θα ήταν ο
επόμενος που θα αντίκριζε το εκτελεστικό απόσπασμα».268 Ωστόσο, ακόμα και μέσα σ’
αυτό το βαρύ κλίμα, οι έγκλειστοι μελλοθάνατοι επινοούσαν συλλογικούς τρόπους
αντιμετώπισης και «διαχείρισης» του θανάτου.269 Ας δούμε πως περιγράφει έναν
τέτοιο τρόπο ο Μίσσιος:

«Όταν, που λες, ήμασταν μελλοθάνατοι στα μπουντρούμια του Γεντί Κουλέ, είχαμε
κανονίσει κάθε βράδυ, πριν μας κλείσουν το φινιστρίνι, να βγαίνει ένας από κάθε κελί
στο παραθυράκι της πόρτας και να λέει μιαν ιστορία ή ένα παραμύθι για να περνάει η
ώρα. H νύχτα είναι η πιο δύσκολη ώρα για το μελλοθάνατο, γιατί είναι ο προθάλαμος
της αυγής, η ώρα της επικείμενης εκτέλεσης»270

266
Το στρατόπεδο και οι φυλακές του Επταπυργίου ανήκαν στο στρατιωτικό συγκρότημα με την
κωδική ονομασία «Άρης» και τομέα ευθύνης το κέντρο της πόλης και στρατηγικά σημεία των
δυτικών περιοχών. Επίσης, τον μόνιμο λόχο του στρατοπέδου αποτελούσε μια δύναμη περίπου 30
στρατιωτών. Αρχείο ΔΙΣ, Φ 10-Α-85.
267
Αναφέρεται στο Κωνσταντίνος Νίγδελης, Επταπύργιο-Γεντί Κουλέ. Πορεία στο χρόνο…,
Θεσσαλονίκη, χ.χ., σελ. 70.
268
Βόγλης, ό.π., σελ. 231.
269
Για την αντιμετώπιση της καθημερινής απειλής του θανάτου, από τους πολιτικούς κρατουμένους,
βλ. Δήμητρα Λαμπροπούλου, Γράφοντας από τη φυλακή. Όψεις της υποκειμενικότητας των
πολιτικών κρατουμένων 1947-1960, Αθήνα 1999, σελ. 87-90.
270
Μίσσιος, ό.π., σελ. 126.

65
H ατμόσφαιρα στο Γεντί Κουλέ, για τους θανατοποινίτες, επιδεινωνόταν ακόμα
περισσότερο εξαιτίας των πιέσεων που δέχονταν οι καταδικασμένοι με «πλειοψηφία
τρία προς δύο», ώστε να υποβάλλουν αίτηση χάριτος ή δήλωση μετάνοιας. H
«φάμπρικα των δηλώσεων» μπήκε σε λειτουργία κάτω από την απειλή των
βασανιστηρίων και, ακόμα περισσότερο, του θανάτου. Επίσης, σημείο κοινής
αναφοράς στη μνήμη όσων βίωσαν τη σκληρή καθημερινότητα των φυλακών
Επταπυργίου, αποτέλεσε ολόκληρη η διαδικασία της εκτέλεσης των συγκρατουμένων
τους. Αρχικά, γινόταν η επιλογή των προς εκτέλεση κρατουμένων, η οποία ξεκινούσε
μετά τη νυχτερινή είσοδο της φρουράς στους θαλάμους. Στη συνέχεια,
ακολουθούσαν το τελευταίο βράδυ στο «μελλοθανατείο», η θορυβώδης άφιξη των
στρατιωτικών οχημάτων νωρίς το πρωί και οι τελευταίοι αποχαιρετισμοί,
καθιστώντας μ’ αυτούς τους τρόπους, το αίσθημα της απώλειας και του θανάτου τον
κεντρικό πυρήνα κάθε πτυχής των φυλακών Επταπυργίου. Γράφει χαρακτηριστικά ο
Μανόλης Αναγνωστάκης, θανατοποινίτης στο Επταπύργιο, σ’ ένα ποίημά του:

Το πρωί
Στις 5
Ο ξηρός
Μεταλλικός ήχος
Ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια
Που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου.
Και το τελευταίο αντίο της παραμονής271

Οι νεκροί των εκτελεστικών αποσπασμάτων, στο «συνήθη τόπο» του Επταπυργίου,


δύσκολα μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Σύμφωνα με τη λίστα του
Νίγδελη, οι νεκροί ανέρχονται περίπου στους 148 (129 άνδρες και 19 γυναίκες).272
Ωστόσο, θεωρούμε ότι αυτός ο αριθμός απέχει από την πραγματικότητα, μιας και
μόνο ο αριθμός των καταδικασθέντων σε θάνατο, από τις μαζικές δίκες των
οργανώσεων της Αριστεράς και της μάχης του Λαγκαδά, ξεπερνούν τους 200. Σε
κάθε περίπτωση, η πρόσβαση των ερευνητών στο ανεκμετάλλευτο αρχειακό υλικό
των φυλακών και η ολοκλήρωση της έρευνας στο στρατοδικείο, ίσως μπορέσουν να
μας βοηθήσουν καλύτερα. Δύσκολα, επίσης, μπορεί να προσδιοριστεί η ακριβής
τοποθεσία όπου εκτελούνταν οι πολιτικοί κρατούμενοι, καθώς δεν υπήρχε ένας
μόνιμος και ειδικά διαμορφωμένος χώρος εκτελέσεων. Φαίνεται πως αυτό το βίαιο

271
Πολυμέρης Βόγλης, «Το τραύμα της φυλακής», στο Μνήμες Επταπυργίου. H περίπτωση του ποιητή
Μανόλη Αναγνωστάκη, επιμ. Χρήστος Μουχάγιερ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 50-51, σ. 47-51.
272
Νίγδελης, ό.π., σελ. 87-88.

66
τελετουργικό διεξαγόταν στον «όπισθεν των φυλακών του Επταπυργίου χώρον», ο
οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων, ήταν αρκετά μεγάλος.273

Την ημέρα της εκτέλεσης μετέβαιναν στις φυλακές, νωρίς το πρωί, μικρά
αποσπάσματα οπλιτών και αξιωματικών, με στρατιωτικά καμιόνια. Στη συνέχεια,
παρατάσσονταν «κατά διμοιρίας, διά να καταλάβη κάθε μία από αυτές ένα δεσπόζον
σημείον γύρω από τον τόπο της εκτελέσεως».274 Περιμετρικά του χώρου
ακροβολίζονταν αστυνομικοί και χωροφύλακες «για να αποτρέψουν τους περίεργους
από το φρικτό θέαμα».275 Ωστόσο, παρά τα αυστηρά μέτρα των αρχών, οι λεπτομερείς
ανταποκρίσεις των δημοσιογράφων στις σελίδες των τοπικών εφημερίδων
«διέσωζαν», όπως επισημαίνει η Καναβούρα, «έστω και με έμμεσο τρόπο, ένα κομμάτι
του δημόσιου χαρακτήρα των εκτελέσεων».276 Επιπλέον, στον ίδιο χώρο
παρευρίσκονταν, τηρώντας το τυπικό της εποχής, ο βασιλικός επίτροπος, ένας
εκπρόσωπος του δήμου και ένας ιερέας. Τέλος, μετά την εκτέλεση τα πτώματα των
εκτελεσθέντων θάβονταν σε πρόχειρους λάκκους, οι οποίοι είχαν προετοιμαστεί το
προηγούμενο βράδυ από εργάτες της περιοχής, με συνοδεία αστυνομικής δύναμης.
Κάποιες φορές, το μακάβριο αυτό έργο, το αναλάμβαναν άλλοι κατάδικοι των
φυλακών.277 Σύμφωνα, μάλιστα, με μια άλλη μαρτυρία, οι παρευρισκόμενοι
χωροφύλακες της εκτέλεσης μάζευαν τα ρούχα των νεκρών «που δεν είχε λερώσει το
αίμα και τα’ φεραν στους κρατούμενους για πούλημα. H τραγωδία έχει το δικό της
τέλος».278

Γενικά, η λογοτεχνική εμπειρία και η έντονη συναισθηματική φόρτιση που συνοδεύει


την ιστορία των φυλακών της Θεσσαλονίκης, δυσχεραίνει την προσπάθειά μας να
κατανοήσουμε τη λειτουργία τους κατά την περίοδο του εμφυλίου. Επιλέγοντας μια
νηφάλια ιστοριογραφική προσέγγιση, διαπιστώνουμε ότι, πρώτιστα ο θεσμός της
φυλακής αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι του επιχειρησιακού σχεδίου της κρατικής
καταστολής. Επιπλέον, με τη λειτουργία των διάφορων τόπων εγκλεισμού
εφαρμόστηκαν, κατά συστηματικό τρόπο, πρακτικές που συνιστούσαν ακραίες
προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι αρχές της Θεσσαλονίκης, εφοδιασμένες
με «άφθονη τεχνολογία φυλακής» από τη ναζιστική κατοχή, χρειάστηκαν να
αναπροσαρμόσουν τις πρακτικές λειτουργίας των φυλακών τους στο πλαίσιο των

273
Στο ίδιο, σελ. 29 και Ελληνικός Βορράς, 18 Οκτωβρίου 1947. Ο Νίγδελης, στηριζόμενος σε
λογικούς συνειρμούς, προβαίνει σε μια προσπάθεια καταγραφής της θέσης, όμως η σχετική έρευνα
έχει πολύ μέλλον.
274
Ελληνικός Βορράς, 17 Ιουλίου 1946.
275
Ανεξαρτησία, 8 Ιουνίου 1947.
276
Βαλασία Καναβούρα, Οι θανατικές καταδίκες στην Ελλάδα. Τιμωρία, παραδειγματισμός και
δημόσιες τελετές, Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 91.
277
Νίγδελης, ό.π., σελ. 29-30. Για τον χώρο της ταφής των εκτελεσθέντων υπάρχουν μαρτυρίες στις
οποίες διακρίνονται στοιχεία παραφιλολογίας και ανεξακρίβωτες πληροφορίες. Για παράδειγμα, ο
Πετρόπουλος αναφέρει ότι δεν υπήρχε επίσημος χώρος ταφής και «η κάθε μάνα ήξερε τον τάφο του
παιδιού της από ένα μικρό σημάδι». Hλίας Πετρόπουλος, Πτώματα, πτώματα, πτώματα…, Αθήνα
1990, σελ. 72.
278
Αναφέρεται στο Σάκης Σερέφας, Πτώματα και φαντάσματα στη Θεσσαλονίκη του εμφυλίου,
Αθήνα 1998, σελ. 34.

67
διώξεων και της βίαιης αναστολής των πολιτικών ελευθεριών, της πρώτης
μεταπολεμικής περιόδου.

68
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΤΟΠΙΚH ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ.
ΘΕΣΜΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤHΡΙΑ ΚΑΤΑΣΤΟΛHΣ

H τοπική γραφειοκρατία ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου και καταστολής

H ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, ήδη από τη δεκαετία του 1920, άρχισε να


εδραιώνεται σε κάθε πολιτική και κοινωνική έκφανση της τοπικής κοινωνίας της
Θεσσαλονίκης, αλλά και της ευρύτερης μακεδονικής επικράτειας. H προσφυγή στο
«εθνικό επιχείρημα» καλλιεργούσε διακριτές ταυτότητες, υπαγόρευε συμπεριφορές,
διαμόρφωνε τα κυρίαρχα συστήματα αξιών, πάντα στο πλαίσιο του χειρισμών των
ταξικών ανταγωνισμών από την κυρίαρχη αστική τάξη.279 Κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου, μέσα στη δίνη των αιματηρών συγκρούσεων, η εθνικοφροσύνη
μετατράπηκε σε «πολεμική» ιδεολογία, σε ιδεολογικό μηχανισμό εκφοβισμού και
τρομοκράτησης των αντιπάλων του κράτους.280 Το τελευταίο, μάλιστα, ενσωμάτωσε
το σύνολο της τεχνογνωσίας του εκφοβισμού στα νομικά μέτρα του εμφυλίου,
δίνοντας στην εθνικοφροσύνη τη γραφειοκρατική της μορφή. Σκοπός αυτής της
γραφειοκρατίας του τρόμου ήταν η απρόσκοπτη αστυνόμευση του κοινωνικού
συνόλου μέσω των δηλώσεων μετανοίας, των πιστοποιητικών κοινωνικών
φρονημάτων και του ελέγχου των δημοσίων υπαλλήλων από τα συμβούλια
νομιμοφροσύνης. Μια νομιμοφροσύνη όμως, η οποία σύμφωνα με τον Ελεφάντη,
σημαίνει «υπακοή και πειθαρχία στο νόμο της εθνικοφροσύνης».281

Υπό το πρίσμα αυτών των πρακτικών, των θεμελιωμένων από την περίοδο του
Μεσοπολέμου, πρέπει να ιδωθούν οι αρμόδιοι κρατικοί μηχανισμοί, για τον έλεγχο
και την πιστοποίηση των πολιτικών πεποιθήσεων (νομιμοφροσύνη) των δημοσίων
υπαλλήλων και στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Αν και τυπικά με τη θέσπιση του Α.Ν.
516 του 1948 καθιερωνόταν ο έλεγχος των κοινωνικών φρονημάτων όσων
εργάζονταν ή επρόκειτο να εργαστούν σε κρατικούς φορείς, ωστόσο παρόμοιες
πρακτικές γραφειοκρατικής αστυνόμευσης εφαρμόστηκαν και λίγο πριν το ξέσπασμα
του Εμφυλίου. Για παράδειγμα, ο στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης, το 1944,
διέταξε τον έλεγχο των πολιτικών φρονημάτων των νεοσύλλεκτων στρατιωτών,
279
H προϊστορία της πολύπλευρης συνάρτησης της έννοιας της εθνικοφροσύνης με τις διάφορες
όψεις του δημόσιου βίου στον χώρο της Μακεδονίας περιγράφεται αναλυτικά στο Βασίλης
Γούναρης, Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και άλλες όψεις του αντικομμουνισμού
στη Μακεδονία του Εμφυλίου Πολέμου (1945-1949), Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 57-69.
280
Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, το ζήτημα των διαχωριστικών γραμμών, που επέβαλλαν οι φορείς της
εθνικοφροσύνης, λειτούργησε και ως κώδικας αναφοράς κάθε αντισλαβικής υστερίας. Ενδεικτικά
αναφέρουμε ένα απόσπασμα ανακοίνωσης εθνικοφρόνων από την περιοχή της Τούμπας: «Όχι, εδώ
δεν είναι Στάλιγκραντ, εδώ είναι η Τούμπα. Πρωτοπόρα για τους καινούργιους ελληνικούς αγώνας
εναντίον των Δημητρώφ και Τίτο. Βρωντοφωνούμαι εις όλους τους έλληνας πως είμεθα αντιμέτωποι
στους Σλαύους και ας γνωρίζουν πως θα πατήσουν 7 εκατομμύρια έλληνας νεκρούς και μόνον
ελάχιστοι σύντροφοι για να χειροκροτήσουν την Σημαίαν της Βαλκανικής Μπολσεβικής
Ομοσπονδίας», Ελληνικός Βορράς, 7 Δεκεμβρίου 1946.
281
Ελεφάντης, ό.π., σελ. 651.

69
προωθώντας τους «ακραιφνείς μοναρχικούς» σε βάρος των «εαμικών και των
κομμουνιστών».282 Σημαντικός παράγοντας σ’ αυτές τις πρώτες διαδικασίες ελέγχου
στην πόλη ήταν το Γραφείο Ειδικής Ασφάλειας της τοπικής αστυνομίας, που
ενημέρωνε, το καλοκαίρι του 1946, τη Διεύθυνση Πληροφοριών του Γ’ΣΣ για τα
«κομμουνιστικά φρονήματα» των στρατιωτών του.283 Τέλος, ο έλεγχος των πολιτικών
πεποιθήσεων δεν εφαρμόστηκε μόνο στις τάξεις του στρατού, αν κρίνουμε από τις
διαμαρτυρίες του κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου των καθηγητών Μέσης
Εκπαίδευσης, οι οποίοι ζητούσαν, την ίδια περίοδο, να γίνεται «η κρίσις των
υπαλλήλων με κριτήρια τα επαγγελματικά στοιχεία ουχί δε τα πολιτικά αυτών
φρονήματα».284

Ο ασφυκτικός έλεγχος των κρατικών υπαλλήλων έλαβε την πρώτη του


επισημοποίηση με το Θ΄ Ψήφισμα «Περί εξυγιάνσεως των Δημοσίων υπηρεσιών»
(Αύγουστος 1946), το οποίο καθόριζε τα πολιτικά κριτήρια για τις πρώτες
εκκαθαρίσεις κρατικού προσωπικού.285 Απροκάλυπτα πια, οι αστυνομικές και
διοικητικές αρχές της Θεσσαλονίκης εξέδιδαν πιστοποιητικά φρονημάτων το 1947,
προκειμένου να υποστηρίζουν τη διαδικασία αξιολόγησης των κατά τόπους
ελεγκτικών μηχανισμών.286 Απουσίαζε, ωστόσο, ένα οργανωμένο γραφειοκρατικό
δίκτυο όπου θα έλεγχε τη νομιμοφροσύνη του προσωπικού, καθώς η διαδικασία της
εκκαθάρισης των δημοσίων υπαλλήλων, ιδίως της τοπικής αυτοδιοίκησης,
ακολουθούσε τα έκτακτα μέτρα καταστολής, τα οποία κορυφώνονται αυτήν την
περίοδο.

H εκτόπιση, ειδικότερα, λειτουργούσε ως πιστοποιητικό των φρονημάτων του


δυναμικού των δημοτικών υπηρεσιών και όσοι δεν εμφανίζονταν στην υπηρεσία
τους, παραπέμπονταν «εις το οικείον υπηρεσιακόν Συμβούλιον του Δήμου
Θεσσαλονίκης με το ερώτημα της απολύσεως». Στη συνέχεια, η έκδοση της
τελεσίδικης απόφασης «περί εκτοπίσεως» οδηγούσε στην άμεση αποπομπή του
υπαλλήλου και στη στέρηση «απασών των αποδοχών του».287 Μάλιστα, για τις
περιπτώσεις του έκτακτου προσωπικού, η διαδικασία της απόλυσης ήταν πιο
συνοπτική αφού η λήψη της απόφασης γινόταν κατευθείαν από το δημαρχιακό

282
Ριζοσπάστης, 11 Νοεμβρίου 1944. Ο Γούναρης αναφέρει και τη χρήση πιστοποιητικών κοινωνικών
φρονημάτων, το 1945, για τη συμμετοχή στις εξετάσεις της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης.
Γούναρης, ό.π., σελ. 168.
283
Αρχείο ΔΙΣ, Φ 10-Α-153. Στο συγκεκριμένο έγγραφο, μάλιστα, οι αστυνομικές αρχές αναφέρουν τις
αριστερές πεποιθήσεις ενός στρατιώτη, επειδή οι αδερφές του «συχνάζουσι μέχρι σήμερον εις την
Λέσχην της ΕΠΟΝ Μάρκου Μπότσαρη».
284
Ελληνικός Βορράς, 12 Ιουλίου 1946.
285
Προκόπης Παπαστράτης, «H εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών στην Ελλάδα τις παραμονές
του εμφυλίου πολέμου», στο Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945-1949, (επιμ.) Lars Baerentzen,
Γιάννης Ιατρίδης, Ole L. Smith, Αθήνα 1992, 47-66, σελ. 63-66.
286
Ανεξαρτησία, 5 Μαρτίου 1947. Αρχικά, ο έλεγχος των κοινωνικών φρονημάτων εμφανιζόταν
περισσότερο στις ένοπλες δυνάμεις καθώς επρόκειτο για μια γραφειοκρατική διαδικασία που
λειτουργούσε κάτω από τις έκτακτες ανάγκες του επικείμενου πολέμου. Έτσι, όπως τονίζει ο
συντάκτης της Ανεξαρτησίας, «κάθε πατριώτης που πολέμησε στις γραμμές της Εθνικής μας
Αντίστασης σταμπαρίζεται και θεωρείται ύποπτος για να διωχθεί».
287
ΚΙΘ, Φ 19-Υ1Α-1947.

70
συμβούλιο.288 Είναι μάλλον απίθανο να διαμορφώσουμε μια ξεκάθαρη εικόνα του
τρόπου, με τον οποίο γινόταν η ενημέρωση των δημοτικών αρχών σχετικά με την
εκτόπιση των υπαλλήλων τους. H αδικαιολόγητη απουσία από τις υπηρεσιακές θέσεις
φαίνεται πως κινητοποιούσε τα αρμόδια όργανα ώστε να προσφύγουν για σχετική
ενημέρωση στην αστυνομία, στις Επιτροπές Δημοσίας Ασφαλείας του Νομού
Θεσσαλονίκης, ακόμα και σε «ιδιωτικές πληροφορίες».289

Με την οριστική θέσπιση των πολιτικών κριτηρίων, στις αρχές του 1948, για την
αξιολόγηση των κρατικών υπαλλήλων, συγκροτήθηκαν συμβούλια νομιμοφροσύνης
σε κάθε δημόσια υπηρεσία στη Θεσσαλονίκη.290 Όπως φαίνεται από το σχετικά
πλούσιο αρχειακό υλικό του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης η πρόσληψη στο Δήμο
συνιστούσε μια σύνθετη διοικητική διαδικασία, η οποία ξεκινούσε με την υποβολή
αίτησης των ενδιαφερομένων στο Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας της αστυνομίας
προκειμένου να λάβουν το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Έπειτα
ακολουθούσε η κατάθεση του παραπάνω πιστοποιητικού στο φορέα πρόσληψης όπου
εκεί έπρεπε να υπογραφεί η έγγραφη πιστοποίηση των φρονημάτων των υποψήφιων
υπαλλήλων.291 Σε αυτές τις δηλώσεις, σύμφωνα με το «άρθρο 4, παρ. 3, Α.Ν.
516/1948», έπρεπε να απαντηθούν οι ακόλουθες ερωτήσεις:

«Υπήρξατε ποτέ μέλος μέχρι σήμερον μέλος κομμουνιστικής ή άλλης οργανώσεως


αποτελούσης όργανον του Κ.Κ.Ε, ή εξυπηρετούσης τους σκοπούς τους; (ιδίως ΚΚΕ,
ΕΑΜ, ΑΚΕ, ΕΛΑΣ, ΕΤΑ, ΟΠΛΑ, ΕΠΟΝ, ΕΘΝ. ΑΛΛHΛΕΓΓΥH, ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ, κλπ.)
Ποίας; και κατά ποία χρονικά διαστήματα; ΄Η έλαβον ποτέ, αμέσως ή εμμέσως, μέρος
εις διενέργειαν εράνου υπέρ τινος των οργανώσεων τούτων, ή υπέρ των οπαδών αυτών
ή υπέρ του σκοπού, ον αύται επιδιώκουσιν, είτε κατ’ εντολήν των οργανώσεων τούτων,
είτε και τη ιδία σας πρωτοβουλία; Εξακολουθείτε σήμερον να είσθε μέλος τοιαύτης
οργανώσεως και ποίας; Μήπως έχετε εν αυτή άλλο όνομα και ποίον;»292

Μετά, ακολουθούσαν οι κρίσιμες και τελικές ερωτήσεις:

«Καταδικάζετε τον κομμουνισμόν ως πολιτικήν ιδεολογίαν αποβλέπουσαν εις την υπό


δυναμικής μειοψηφίας βιαίαν κατάληψιν και διατήρησιν της Αρχής; Επιδοκιμάζετε την
σημερινήν δράσιν της συμμοριακής σπείρας; Αναγνωρίζετε ότι η εν Ελλάδι συμμοριακή
σπείρα και ο εν Ελλάδι κομμουνισμός δρουν προδοτικώς κατά των συμφερόντων και
της ακεραιότητος της Χώρας μας και συνεργαζόμενοι μετά γειτονικών κρατών,
εχθρικώς προς την Ελλάδα διακειμένων, φονεύουσι και βασανίζουσιν αδικαιολογήτως
αθώους Έλληνας, πυρπολούν και διαρπάζουν τας περιουσίας των, καταστρέφουν τα
κοινωφελή έργα και απάγουσι γέροντας και γυναίκας; Είσθε διατεθειμένος να
υπηρετήσετε τιμίως και πιστώς την Πατρίδα και το Δημοκρατικόν αυτής καθεστώς;
Υπόσχεσθε, ότι δεν θέτε πράξει τι αντικείμενον προς τα Εθνικάς υποχρεώσεις και προς

288
ΚΙΘ, Φ 18-Υ4-1947.
289
ΚΙΘ, Φ 19-Υ1Γ-1947.
290
Για τις διατάξεις του Α.Ν. 516 του 1948, βλ. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 484-487.
291
Γούναρης, ό.π., σελ. 169-170.
292
ΚΙΘ, Φ 19-3-3Α-1948.

71
τα καθήκοντά σας, ως αυτά διαγράφονται υπό των Νόμων και Διαταγών της νομίμου
Κυβερνήσεως; Ιδίως υπόσχεσθε ότι δεν θέλετε καταδώσει υπηρεσιακά μυστικά ή άλλα
πληροφορίας περιερχομένας εις γνώσιν σας ως εκ της υπηρεσίας σας; Δεν θέλετε καθ’
οιονδήποτε τρόπον αντιδρά εις το έργον του Κράτους και των πάσης φύσεως
κοινωφελών Ιδρυμάτων;»293

Στο τελευταίο στάδιο, αυτής της απρόσωπης γραφειοκρατικής διαδικασίας,


βρισκόταν το κεντρικό Συμβούλιο Νομιμοφροσύνης στη Νομαρχία, το οποίο θα
επισφράγιζε τη νομιμοφροσύνη ή την απόρριψη των αιτούντων. Την αναγγελία των
αποτελεσμάτων αναλάμβανε ο Δήμος δίνοντας ονοματικές λίστες με τους επιτυχόντες
υπαλλήλους που «εμφορούνται υπό υγιών και Εθνικών φρονημάτων», αλλά και με
όσους, μια μικρή μειοψηφία δηλαδή, δεν τα κατάφεραν να πιστοποιήσουν τη
νομιμοφροσύνη τους αφού «εξηκολούθησαν την αντεθνικήν δράσιν» και δεν
μεταστράφηκαν «ιδεολογικώς».294 Όπως τονίζει ο Γούναρης, είναι αρκετά δύσκολο
να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα του τρόπου ολοκλήρωσης της παραπάνω
διαδικασίας διότι το κεντρικό Συμβούλιο Εθνικοφροσύνης ξεκινούσε με τη σειρά του
έναν νέο κύκλο γραφειοκρατικών εργασιών με όποια δημόσια αρχή μπορούσε να του
φανεί χρήσιμη.295

H πλούσια υπηρεσιακή αλληλογραφία μεταξύ της Εθνικής Ασφάλειας και του «παρά
τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης» Συμβουλίου Νομιμοφροσύνης επιβεβαιώνει τη
δραστηριότητα μιας πολυπλόκαμης γραφειοκρατίας. Στις ονοματικές λίστες του
τμήματος Εθνικής Ασφάλειας καταγράφονταν τα «υγειών αρχών» στελέχη της
τοπικής δημοσιοϋπαλληλίας. Αντίθετα, για τα «κομμουνιστικών αρχών» στελέχη
υποβάλλονταν και σύντομα αιτιολογικά σχόλια σχετικά με την πολιτική δράση των
υποψηφίων κυρίως «κατά τη μεταπελευθερωτική» περίοδο.296 Το παράδειγμα του Κ.
Α. είναι ενδεικτικό του σκεπτικού της συγκεκριμένης υπηρεσίας:

«Εμφορείται υπό κομμουνιστικών αρχών. Κατά την εαμοκρατίαν και μετ’ αυτήν
επροπαγάνδιζεν υπ’ ερ του Κ.Κ και απέσχεν των εκλογών, συμφώνως προς δοθείσαν
υπό του Κ.Κ. εντολήν».297

Ωστόσο, αυτή η βιομηχανοποιημένη διαδικασία παραγωγής πιστοποιητικών δεν


λειτουργούσε πάντα χωρίς δυσκολίες. Φαίνεται πως προέκυπταν διιστάμενες
αξιολογήσεις και απόψεις και γι’ αυτό οι υπηρεσίες ξεκινούσαν έναν διάλογο, στον
οποίο ανέπτυσσαν το σκεπτικό της τελικής τους κρίσης. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για
περιπτώσεις όπου υπήρχε δυσκολία στην εξακρίβωση της πολιτικής τοποθέτησης του
αξιολογούμενου υπαλλήλου είτε λόγω αδυναμίας εντοπισμού της πολιτικής
«μεταστροφής» του μετά τη Βάρκιζα, είτε λόγω της «ερμαφρόδιτης» στάσης του μέχρι

293
Στο ίδιο. Οι ενδιαφερόμενοι, στην τελευταία ερώτηση, είτε απαντούσαν ως εξής: «Υπόσχομαι ότι
δεν διαπράττω τίποτε εναντίον των Νόμων του Κράτους κτλ.»., είτε απλά με μια τυπική κατάφαση.
ΚΙΘ, Φ 19-3-5Α-1948.
294
ΚΙΘ, Φ 19-3-8-1948.
295
Γούναρης, ό.π., σελ. 170-171.
296
ΚΙΘ, Φ 19-3-6Α-1948.
297
Στο ίδιο.

72
τις εκλογές του 1946.298 Τα παραδείγματα αυτά, από τη γραφειοκρατία της
νομιμοφροσύνης στη Θεσσαλονίκη, συμβάλλουν στην ανάδειξη της σημασίας που
είχε ο ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους για τη λειτουργία της διοικητικής
μηχανής, αφού η αξιολόγηση των επαγγελματικών προσόντων και δεξιοτήτων που
απαιτούνταν για την πρόσληψη σε μια δημόσια υπηρεσία παρακάμπτονταν εμφανώς
από την ικανότητα ένταξης στην κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Στο
πλαίσιο αυτής της πρακτικής, εντάσσεται και η περίπτωση του Π. Σ.:

«Εν συμπεράσματι ο προρρηθείς άτομον άνευ πίστεως και πολιτικών ιδεών και
κοινωνικών πεποιθήσεων, δεν δύναται να κατέχη καθ’ ημάς την εν τω Δήμω Θεσ/κης
θέσιν του τεχνικού των υποδομών, υπό τας σημερινάς μάλιστα συνθήκας».299

Σημαντικός παράγοντας για τη βαθμιαία συγκρότηση της αστυνομικής


γραφειοκρατίας στάθηκε η συστηματοποίηση της διαδικασίας των δηλώσεων
μετανοίας. H έγγραφη αποκήρυξη των πολιτικών και ιδεολογικών πεποιθήσεων δεν
αποτέλεσε μια καινούργια διαδικασία, αφού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου
χρησίμευσε τόσο για τον «ψυχολογικό εκβιασμό» των πολιτικών κρατουμένων και
των εκτοπισμένων, όσο και για την αυστηρή επίβλεψη της κοινωνικής πειθαρχίας.300
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου δημιουργήθηκε μια ολόκληρη γραφειοκρατία με
κεντρικό άξονα τις δηλώσεις μετανοίας. Ωστόσο, η διαδικασία των δηλώσεων
ξέφευγε από τα αυστηρά και στεγανά πλαίσια της γραφειοκρατίας και κατέληγε σε
μια δημόσια πιστοποίηση της νομιμοφροσύνης.301

Πράγματι, στις σελίδες του τοπικού Τύπου της Θεσσαλονίκης, ήδη από το 1946,
δημοσιεύονταν «υπεύθυνες δηλώσεις» κατοίκων της πόλης, με τις οποίες διέγραφαν
το αριστερό τους παρελθόν, ειδικά εκείνο που αφορούσε «την περίοδον της κατοχής
και της εαμοκρατίας». Επιπλέον, με τις δηλώσεις μετανοίας πιστοποιούσαν την
απόλυτη αφοσίωσή τους «εις την παράταξιν των εθνικοφρόνων», καθώς και τη
δέσμευσή τους για μια «ζωήν νομιμόφρονα».302 Στην πλειοψηφία των δηλώσεων
καταγράφονταν εκτενώς ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αλλά και οι
λόγοι αποκήρυξης των πολιτικών ιδεών. Οι μεταμελημένοι συντάκτες αυτών των
δημόσιων κειμένων ήταν είτε πολιτικοί κρατούμενοι των τοπικών φυλακών είτε
οπαδοί της Αριστεράς, οι οποίοι ζούσαν κάτω από την ασφυκτική πίεση των
διωκτικών μηχανισμών. Οι τελευταίοι μπορούσαν να τους οδηγήσουν έξω από τη
φυλακή ή να αποτρέψουν μια ενδεχόμενη εκτόπιση, πάντα με αντάλλαγμα τη
δημόσια μεταστροφή τους και την αυτόματη ενσωμάτωσή τους στις
προπαγανδιστικές πρακτικές των τοπικών αρχών.303 Το παρακάτω απόσπασμα μας

298
ΚΙΘ, Φ 19-3-7-1948.
299
Στο ίδιο.
300
Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 421-422.
301
Για μια συνοπτική περιγραφή της διαδικασίας των δηλώσεων μετανοίας, βλ. Βόγλης, H εμπειρία
της φυλακής, σελ. 114-115.
302
Ελληνικός Βορράς, 5 Νοεμβρίου 1946.
303
Συμφιλιωτής, 5 Ιανουαρίου 1947.

73
δίνει μια σαφή εικόνα των προπαγανδιστικών χαρακτηριστικών της διαδικασίας των
δηλώσεων μετανοίας:

«Ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής και ουδεμίαν ιδεολογικήν σχέσιν είχον ποτέ ή έχω με
τον κομμουνισμόν, τον οποίο αποδοκιμάζω καθ’ όσον αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι
η από καιρού αρξαμένη και συνεχιζομένη συμμοριακή δράσις, ην αποκηρύσσω, είναι
έργον του, στερείται Ελληνικού περιεχομένου, εξυπηρετεί συμφέροντα ξένων, παρ’ ών
και καθοδηγείται και υποσκάπτει τα θεμέλια της Εθνικής μας υποστάσεως».304

Από το 1948, στους συντάκτες των δηλώσεων προστέθηκαν και οι κάτοικοι της
Θεσσαλονίκης που «υπηρετούσαν» τη στρατιωτική τους θητεία στη Μακρόνησο στο
Γ΄ τάγμα σκαπανέων. Οι δηλώσεις τους δημοσιεύονταν στον τοπικό Τύπο από τη
Διεύθυνση Αστυνομίας Θεσσαλονίκης και μ’ αυτές αποκήρυσσαν «το ΚΚΕ και τας εξ
αυτού εξαρτωμένας οργανώσεις». Τέλος, προκειμένου να πιστοποιήσουν την οριστική
τους «ανάνηψη» τάσσονταν «ανεπιφυλάκτως μεταξύ των αγωνιζομένων αδελφών
κατά του κομμουνισμού αδελφών των, πρόθυμοι δε να αγωνισθώσι και ούτοι και διά
των όπλων».305 Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να γίνει αντιληπτό ότι η
συχνή δημοσίευση δηλώσεων μετανοίας από τη Μακρόνησο εξυπηρετούσε κυρίως
τον στρατηγικό στόχο των τοπικών αρχών, δηλαδή την ψυχολογική αποδυνάμωση
της ένοπλης αντίστασης την περίοδο της έξαρσης των συγκρούσεων, τόσο στο
εξωτερικό και στο εσωτερικό μέτωπο.

Πέρα από τη δημόσια χρήση των δηλώσεων μετανοίας, αυτές χρησιμοποιούνταν


ευρέως για τον έλεγχο και την πιστοποίηση της νομιμοφροσύνης των δημοσίων
υπαλλήλων. Σε κάθε περίπτωση αποτελούσαν ένα σημαντικό και απαραίτητο χαρτί
για τους «μεταμελημένους» προκειμένου να διαβούν, ως νομιμόφρονες πια, την
πόρτα του δημοσίου. Το τμήμα της Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο
της ενημέρωσης κάθε ενδιαφερόμενης επιτροπής του Δήμου ή του «παρά τη
Νομαρχία» Συμβουλίου Νομιμοφροσύνης, πιστοποιούσε όποτε χρειαζόταν ότι ο
υποψήφιος προς πρόσληψη «δια δηλώσεως της γενομένης δημοσίως ετάχθη
ανεπιφυλάκτως παρά το πλευρόν του μαχομένου έθνους». Παράλληλα, η δημόσια
αποκήρυξη προσέδιδε μια επιπλέον αξιοπιστία στη διαδικασία πιστοποίησης του
«φιλήσυχου» και «νομιμόφρονου» προφίλ των αξιολογούμενων υπαλλήλων.306

H τοπική γραφειοκρατία δεν λειτούργησε μόνο ως μηχανισμός ελέγχου και


κοινωνικής πειθάρχησης, αλλά και ως καθοριστικός διεκπεραιωτής της κρατικής
καταστολής. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαπίστωσης αποτέλεσε η
σύσταση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας με έδρα τη Νομαρχία
Θεσσαλονίκης. H λειτουργία αυτής της Επιτροπής δεν ήταν άγνωστη στους
κατοίκους της πόλης, αφού συνδέθηκε με γεγονότα και καταστάσεις που σημάδεψαν
304
Ελληνικός Βορράς, 2 Οκτωβρίου 1946. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι
«δηλωσίες» λειτουργούσαν και ως φανεροί πληροφοριοδότες των διωκτικών αρχών, φανερώνοντας
στο κείμενο τόσο τον τρόπο δράσης των παράνομων οργανώσεων, όσο και τα ονόματα των
συντρόφων τους που τους είχαν «παραπλανήσει», βλ. Ελληνικός Βορράς, 29 Ιουνίου 1948.
305
Ελληνικός Βορράς, 3 Οκτωβρίου 1948.
306
ΚΙΘ, Φ 19-3-2-1948.

74
τους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου. Κυρίως όμως συνδέθηκε με την επιβολή
του έκτακτου μέτρου των διοικητικών εκτοπίσεων, το οποίο είχε θεσπιστεί για τον
συστηματικό διωγμό του τοπικού εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος.307

H σύνθεση της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας, στα χρόνια του εμφυλίου, άλλαξε,
καθώς πλάι στο Νομάρχη, τον πρόεδρο και τον εισαγγελέα του αρμόδιου
πρωτοδικείου συμμετείχε ένας εκπρόσωπος των υπηρεσιών ασφαλείας ως εισηγητής,
χωρίς δικαίωμα ψήφου. Σύμφωνα με τον Αλιβιζάτο, κυρίαρχο ρόλο, για τις
αποφάσεις των Επιτροπών, διαδραμάτιζαν οι εισηγήσεις των αστυνομικών οργάνων
διότι «κανένα από τα τρία τακτικά μέλη των Επιτροπών αυτών δεν ήταν δυνατό να
διαθέτει αποδείξεις ικανές να ανατρέψουν τις υποδείξεις που διατύπωνε ο
εισηγητής».308 Αν κρίνουμε από τον σημαντικό ρόλο που κατείχαν οι αστυνομικές
αρχές στη διαδικασία ελέγχου της νομιμοφροσύνης, τόσο στο συντονιστικό όσο και
στο ρυθμιστικό κομμάτι, τότε μπορούμε να υποθέσουμε την πρωτοκαθεδρία των
εισηγητών και στην Επιτροπή της Θεσσαλονίκης.

Γενικά δεν γνωρίζουμε, λόγω απουσίας αρχειακού υλικού, τις προβλεπόμενες


διαδικασίες της Επιτροπής Ασφαλείας. Το γεγονός πάντως πως αμέσως μετά τη λήψη
της απόφασης του εκτοπισμού παρουσιαζόταν η άμεση κινητοποίηση των διωκτικών
μηχανισμών επιβεβαιώνει την αποφασιστική σημασία που είχαν οι προτάσεις,
ενδεχομένως και οι πιέσεις, της αστυνομίας και της χωροφυλακής.309 Επίσης, η
Επιτροπή δεχόταν επανειλημμένα έγγραφες υποδείξεις και από τις τοπικές
στρατιωτικές αρχές, των οποίων εμπνευστής ήταν, όπως πάντα, ο αντιστράτηγος
Βεντήρης.310 Συγχρόνως, η κατά καιρούς μαζικότητα των εκτοπίσεων ίσως υπονοεί
κάποια κεντρική παρέμβαση στο έργο της Επιτροπής.311 Όσον αφορά τη δυνατότητα
προσφυγής στη δευτεροβάθμια Επιτροπή Ασφαλείας,312 η οποία λειτουργούσε ως
δεύτερη ευκαιρία για τους συλληφθέντες, φαίνεται πως, τουλάχιστον στη
Θεσσαλονίκη, έμεινε στα χαρτιά.

Στην πραγματικότητα, η διαδικασία αυτή παρέτεινε την ομηρία του κρατουμένου και
επιδίωκε τη βίαιη ιδεολογική μεταστροφή του, καταλύοντας και τα τελευταία
ψήγματα συνταγματικότητας, που υποτίθεται θα διαφύλασσε το έργο της Επιτροπής.
307
βλ. ενδεικτικά Ριζοσπάστης, 22 Απριλίου 1934 και 8 Ιανουαρίου 1936.
308
Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 461-462. «Κι όλα αυτά» όπως προσθέτει «στην πολύ
απίθανη και υποθετική περίπτωση, που η συγκεκριμένη κάθε φορά Επιτροπή, θα κατόρθωνε να
λειτουργήσει με πλήρη ηρεμία, απαλλαγμένη από τις πολλαπλές πιέσεις που, καλώς εχόντων των
πραγμάτων, ασκούνταν στα μέλη της».
309
Ριζοσπάστης, 28 Ιουλίου 1946.
310
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία, τ. Β΄, κείμενο 126, σελ. 497. Σε άλλη περίπτωση ζητάει ως «ηθική ενίσχυση» την
καθιέρωση του έκτακτου μέτρου των εκτοπίσεων. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία, τ. Β΄, κείμενο 58, σελ. 263.
311
Ελληνικός Βορράς, 11 Ιουλίου 1947. Όταν οι αστυνομικές αρχές «άνευ διακοπής και βάσει
προδιαγεγραμμένου σχεδίου» κατόρθωσαν σε μια μέρα να συλλάβουν 875 ανθρώπους, που
«πρόκειται να εκτοπισθούν εις διαφόρους νήσους του Αιγαίου».
312
Οι δευτεροβάθμιες Επιτροπές Ασφαλείας λειτουργούσαν στην έδρα κάθε Εφετείου, με πρόεδρο
τον νομάρχη και τακτικά μέλη τον πρόεδρο και τον εισαγγελέα εφετών. Εισηγητές παρέμεναν είτε ο
διοικητής της χωροφυλακής είτε ο αντίστοιχος αστυνομικός διευθυντής. Επανεξέταζαν την απόφαση
του εκτοπισμού και εντός πολύ σύντομων προθεσμιών έπρεπε να εκδώσουν την οριστική και
αμετάκλητη απόφασή τους. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 462-463.

75
H περίπτωση του, προς εκτόπιση, προέδρου της Εθνικής Αλληλεγγύης είναι
ενδεικτική του τρόπου λειτουργίας της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ασφαλείας.
Αυτός, αφού έμαθε την απόφαση της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Ασφαλείας για 6μηνη
εκτόπιση, προσέφυγε στη δευτεροβάθμια Επιτροπή, η οποία, ενώ έπρεπε να εκδώσει
την απόφασή της σε τρεις ημέρες, «δεν ευδόκησε» για δυο μήνες περίπου «να εξετάσει
την υπόθεσή του». Φυσικά όλο αυτό το διάστημα το στέλεχος της Εθνικής
Αλληλεγγύης παρέμεινε έγκλειστο στα κρατητήρια της Ασφάλειας «υπό τις
χειρότερες συνθήκες».313 Στη συνέχεια, όταν βγήκε η οριστική και καταδικαστική
απόφαση της Επιτροπής, προέβη σε ανακοίνωση, στην οποία μπορούμε να
εντοπίσουμε τα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν έναν άτεγκτο γραφειοκρατικό
μηχανισμό, όπως ήταν η δευτεροβάθμια Επιτροπή Ασφαλείας:

«Έπειτα από δυο μήνες κράτησής μου στα μπουντρούμια κι αφού μάταια ζήτησα μια
δημόσια δίκη ή τουλάχιστο μια αντιπαράστασή μου στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή που
έκρινε την προσωπική μου ελευθερία, αναπολόγητος και στα κρυφά, καταδικάστηκα σ’
ένα χρόνο εξορία».314

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της γραφειοκρατικής διαδικασίας ασκήθηκαν


ποικίλες ψυχολογικές πιέσεις στους κρατουμένους, ώστε να προβούν σε αναμόρφωση
των πολιτικών τους πεποιθήσεων και να αποφύγουν την εκτόπιση. Άλλωστε, η
κωλυσιεργία των δευτεροβάθμιων επιτροπών, στην επανεξέταση των αποδεικτικών
στοιχείων και στη λήψη της τελικής απόφασης, εντασσόταν σ’ αυτό το πλαίσιο ως
μια επιπλέον πίεση, επιτείνοντας το μαρτύριο και την αβάστακτη αγωνία των
συλληφθέντων. H παραπάνω στρατηγική επιβεβαιώνεται και στη δήλωση του
Γενικού Διοικητή Βορείου Ελλάδος, σχετικά με τους προς εκτόπιση κρατουμένους:

«Δι’ αυτό όσοι εξ αυτών, ανεξαρτήτως των φρονημάτων των, αποδείξουν ότι ουδεμία
σχέσιν έχουν με την συνωμοσίαν και ότι αποδοκιμάζουν τα εγκλήματα και τη ένοπλον
στάσιν, θα απολυθούν αμέσως».315

H Νομαρχία Θεσσαλονίκης δεν ήταν μόνο η βάση της Επιτροπής Ασφαλείας. Στις
αρχές του 1947, με πρωτοβουλία του νομάρχη, ιδρύθηκε η «Επιτροπή Εθνικής
Περιθάλψεως και Διαφωτίσεως», η οποία είχε ως στόχο τη συγκέντρωση υλικής
βοήθειας «προς τον σκοπόν οικονομικής ανακουφίσεως και εξασφαλίσεως της
παροχής δωρεάν ιατρικής, νοσοκομειακής και πάσης άλλης περιθάλψεως εις τας
οικογενείας των υπέρ παγιώσεως της δημοσίας τάξεως μαχομένων κλπ.». Επιπλέον η
Επιτροπή μεριμνούσε για τη διεξαγωγή διαλέξεων και άλλων δραστηριοτήτων «προς
εθνικήν διαφώτισιν της ιστορικής σημασίας του διεξαγουμένου προς παγίωσιν της
δημοσίας τάξεως και ασφαλείας αγώνος».316 Ωστόσο, η ανάγκη για την ίδρυση αυτής
της Επιτροπής εμφανίστηκε ένα χρόνο πριν περίπου, μέσα από προτάσεις μελών του
δημοτικού συμβουλίου για τη «δημιουργία κίνησης» για τον εθνικό φρονηματισμό της

313
Ενότητα, 17 Μαΐου 1947.
314
Ενότητα, 28 Μαΐου 1947.
315
Ελληνικός Βορράς, 12 Ιουλίου 1947.
316
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας/ΓΔΒΕ, ΔΙΟΙΚ.2.01, Φ.7-10.

76
τοπικής κοινωνίας.317 Με την ίδρυση της Επιτροπής, ο Δήμος συνέβαλε στην
οικονομική ενίσχυσή της, δεσμεύοντας από το δημοτικό ταμείο μεγάλα χρηματικά
ποσά.318

Εκτός από τον νομάρχη, στην «Επιτροπή Εθνικής Περιθάλψεως και Διαφωτίσεως»,
συμμετείχαν και τρεις δήμαρχοι, Θεσσαλονίκης, Καλαμαριάς και Νεάπολης.
Επιπλέον, στο ιδρυτικό καταστατικό αναφέρονται κι άλλα 30 μέλη. Ανάμεσά τους,
επιφανείς προσωπικότητες της τοπικής κοινωνίας, όπως ο πρύτανης του
Πανεπιστημίου, οι πρόεδροι των διάφορων τοπικών Επιμελητηρίων, οι διευθυντές
μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων, ο πρόεδρος του Ιατρικού και Δικηγορικού
Συλλόγου, ιερείς της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης κ.ά.319 Με δεδομένη την εξέχουσα
θέση που κατείχαν τα στελέχη της τοπικής γραφειοκρατίας στη συγκρότηση και στη
λειτουργία αυτής της επιτροπής μπορούμε διαπιστώσουμε ότι η συστράτευση των
εξεχουσών θεσμών της τοπικής γραφειοκρατίας για την καταστολή της «ανταρσίας»
και η θεσμοθέτηση της Εθνικοφροσύνης από τις διάφορες διοικητικές υπηρεσίες
λειτούργησαν, μέσα στις ασφυκτικές συνθήκες του εμφυλίου, και ως εργαλεία
αποκατάστασης των τοπικών ελίτ στην προπολεμική τους θέση.

H γραφειοκρατία της Θεσσαλονίκης στον εμφύλιο αποτέλεσε αντανάκλαση του


κόσμου της Εθνικοφροσύνης. Οργανώθηκε, δηλαδή, κάτω από το πλαίσιο
διχοτομικών πρακτικών και αναπτύχτηκε στη βάση της αρχής πας μη «υγειών αρχών»
είναι κομμουνιστής και εχθρός της κοινωνικής ασφάλειας. Σε κάθε πτυχή των
τοπικών διοικητικών μηχανισμών, από τα πολυάριθμα πιστοποιητικά μέχρι τις
κοινωνικές τους προεκτάσεις, αποτυπώθηκε η απόλυτη υποταγή στην κυρίαρχη
ιδεολογία. Χιλιάδες κάτοικοι της πόλης αναγκάστηκαν να υπογράψουν «όρκους και
φοβέρες ανήκουστες»320 και να απαρνηθούν το παρελθόν τους προκειμένου να
αποκτήσουν το «περίφημο» πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Όσοι αρνήθηκαν
να υπογράψουν «θα γνώριζαν στο πετσί τους την αλήθεια της Εθνικοφροσύνης» στα
ξερονήσια και στις φυλακές, όπως γλαφυρά επισημαίνει ο Ελεφάντης,321 ενώ οι
λιγότερο άτυχοι θα αποκλείονταν από κάθε κοινωνική δραστηριότητα της πόλης,
ζώντας υπό το βάρος του κομμουνιστικού «στίγματος».

317
Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης, 27 Ιουλίου 1946, Τακτική Συνεδρίαση.
318
Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης, 8 Μαΐου 1947, Τακτική Συνεδρίαση.
319
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας/ΓΔΒΕ, ΔΙΟΙΚ.2.01, Φ.7-10.
320
Γιώργος Ιωάννου, H μόνη κληρονομιά, Αθήνα 1982, σελ. 126. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας
περιγράφει τον όγκο της άσκοπης γραφειοκρατικής εργασίας που έπρεπε να αντιμετωπίσει στην
περίοδο του εμφυλίου. H πιστοποίηση της νομιμοφροσύνης αποτέλεσε μόνιμη πρακτική καθώς,
όπως γράφει ο ίδιος: «χρειάστηκε κατ’ επανάληψη να αποδείξω ότι δεν διώκομαι».
321
Ελεφάντης, ό.π., σελ. 650.

77
Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης 1946-1949

Το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, μαζί με τα άλλα 24 τοπικά στρατοδικεία σε


όλη την ελληνική επικράτεια, αποτέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της κρατικής
καταστολής στη διάρκεια του εμφυλίου. Στην πράξη, η λειτουργία των έκτακτων
στρατοδικείων συνέβαλε στη μετατροπή της τρομοκρατίας, των πρώτων
μεταπολεμικών μηνών, σε «κυβερνητική ρυθμιστική δράση» στο πλαίσιο της έννομης
τάξης του «κράτους δικαίου», όπως αυτό προέκυψε μετά τις πρώτες εθνικές εκλογές
του 1946.322 Ειδικότερα, η εφαρμογή της ποινικής καταστολής από τα στρατοδικεία
ήταν το ιδανικότερο περιτύλιγμα της κρατικής αυταρχικότητας. Μιας αυταρχικότητας
που ιεραρχούσε ως βασικές προτεραιότητες, τόσο την αποτελεσματικότητα της
καταστολής των αντιφρονούντων, όσο και την εξοικονόμηση χρόνου και κρατικών
πόρων υπό το βάρος των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου.323 Με λίγα λόγια, η
οργάνωση της καταστολής των στρατοδικείων δεν βασίστηκε στις αρχές της
νομιμότητας του κράτους δικαίου, αντίθετα προσαρμόστηκε στις συνολικές
μεταπτώσεις του συσχετισμού δυνάμεων στο κοινωνικό-πολιτικό και στρατιωτικό
πεδίο. Με οδηγό τον παραπάνω συλλογισμό θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε
και να κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας του Έκτακτου Στρατοδικείου
Θεσσαλονίκης.

Με μια σύντομη και λιτή περιγραφή ο Ριζοσπάστης ενημέρωνε τους αναγνώστες του,
στις 2 Ιουλίου 1946, για τη συγκρότηση Έκτακτου Στρατοδικείου στην πόλη της
Θεσσαλονίκης:

«Στο υπουργείο Δημόσιας Τάξεως ελήφθη τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη όπου


αναγράφεται ότι συγκροτήθηκε εκεί και άρχισε να λειτουργεί από σήμερα έκτακτο
στρατοδικείο».324

Βασική αρμοδιότητα του Στρατοδικείου ήταν η εφαρμογή των διατάξεων του Γ΄


Ψηφίσματος, που είχε ψηφιστεί στη Βουλή τον προηγούμενο μήνα, και του Α.Ν. 509,
από τον Δεκέμβριο του 1947 και μετά. Στα επόμενα τρία χρόνια από την ίδρυση του
τοπικού Στρατοδικείου πάνω από 4.000 άνθρωποι πέρασαν από τις αίθουσες του. Απ’
αυτούς οι 477 καταδικάστηκαν σε θάνατο, σε 307 επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη και σ’
έναν μεγάλο αριθμό, ο οποίος ξεπερνάει τους 800 ανθρώπους, επιβλήθηκαν ποινές

322
Βλ. στο σημείο αυτό τον ορισμό της καταστολής του Davenport σύμφωνα με τον οποίο «η
καταστολή ορίζεται ως εκείνη η κυβερνητική ρυθμιστική πράξη που στρέφεται εναντίον εκείνων που
αμφισβητούν τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας». Αναφέρεται στο Jacqueline H. R. deMeritt, «The
Strategic Use of State Repression and Political Violenece», στο Oxford Research Encyclopedia of
Politcs, online publication day: October 2016, σελ. 5.
323
Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, οι στρατηγικές συμβιβασμού από μια κυβέρνηση, κρίνονται τις
περισσότερες φορές ως δαπανηρές και γι’ αυτό επιλέγεται η ανοιχτή καταστολή χωρίς
οποιουδήποτε τύπου παραχωρήσεις. Στο ίδιο, σελ. 4.
324
Ριζοσπάστης, 2 Ιουλίου 1946. Μαζί με την ανακοίνωση της ίδρυσης του Στρατοδικείου
Θεσσαλονίκης καταγράφεται και η πρώτη δίκη, η οποία αφορούσε 17 μέλη της ΕΠΟΝ «δια
παράνομον συγκέντρωσιν».

78
φυλάκισης που έφταναν μέχρι τα 20 χρόνια.325 H διαδικασία του εγκλεισμού,
ωστόσο, ήταν κοινή για όλους τους κατηγορουμένους, μιας και το Γ΄ Ψήφισμα όριζε
ότι η προφυλάκιση όλων ανεξαιρέτως μπορούσε να διαρκέσει για «απεριόριστο
χρονικό διάστημα».326

Πολύ σύντομα, στις 12 Ιουλίου, το στρατοδικείο επέβαλε την πρώτη του θανατική
καταδίκη σε δυο αγρότες από το χωριό Περιστέρι, κοντά στο Κιλκίς. Δεν είναι
δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η άμεση ανταπόκριση των στρατοδικών στην
ανάγκη εφαρμογής σκληρών μέτρων, πραγματοποιήθηκε με σκοπό να εμπεδωθεί η
κρατική αποφασιστικότητα για την υλοποίηση των θανατερών κελευσμάτων του Γ΄
Ψηφίσματος.327 H προχειρότητα και η βιασύνη στην κατασκευή του κατηγορητηρίου
στην υπόθεση των πρώτων εκτελεσμένων του εμφυλίου, έρχονται να ισχυροποιήσουν
την παραπάνω διαπίστωση. Συγκεκριμένα, οι δυο χωρικοί κατηγορήθηκαν «δια
συγκρότησιν ένοπλων ομάδων τεινουσών εις απόσπασιν μέρους της Επικρατείας». Τα
ενοχοποιητικά στοιχεία στάθηκαν τέσσερα σκουριασμένα όπλα που βρέθηκαν στα
χωράφια των κατηγορουμένων, τα οποία κανένας από τους μάρτυρες κατηγορίας δεν
μπόρεσε να συνδέσει με την υπόθεση αφού στην περιοχή δεν υπήρχαν οργανωμένες
ένοπλες ομάδες παρά «μερικοί καταδιωκόμενοι δημοκρατικοί πολίτες».328

Μέχρι το φθινόπωρο του 1946, ο ακήρυχτος πόλεμος της υπαίθρου μεταφέρθηκε στις
αίθουσες των δικαστηρίων. Κοντινά χωριά, όπως ο Σοχός, η Ορμύλια, η Μελίκη κ.ά.,
τροφοδοτούσαν το στρατοδικείο με κατηγορούμενους από τους κοινωνικούς χώρους
της επαρχίας που πρόσκεινταν στην Αριστερά. Όσοι γλύτωναν από τις επιθέσεις και
τους εξευτελισμούς οδηγούνταν σε δίκη για παραβιάσεις του Γ΄ Ψηφίσματος.
Αρκούσε η ανεύρεση μιας ξιφολόγχης ή μιας δεσμίδας φυσιγγίων ώστε να
παραπεμφθεί ο οποιοσδήποτε με την κατηγορία της συμμετοχής «εις ομάδα» και της
παράνομης κατοχής όπλων. Φαίνεται, επίσης, πως η αυστηρότητα του στρατοδικείου
εξαντλήθηκε στους δύο χωρικούς από το Κιλκίς, καθώς οι στρατοδίκες αρκετά
σπάνια κατέφευγαν στη θανατική ποινή, παρά τις προσπάθειες των βασιλικών
επιτρόπων, οι οποίοι γενικά κρατούσαν άκαμπτη στάση στην επιβολή αυστηρών
325
Νικόλαος Σ. Μιχιώτης, Τα Έκτακτα Στρατοδικεία της περιόδου 1946-1960. Εν ονόματι του
Βασιλέως…, Αθήνα 2007, σελ. 210. Για μια πιο ολοκληρωμένη και λεπτομερή καταγραφή των ποινών
του Έκτακτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, βλ. Δόμνα Κόφφα, «H λειτουργία των Έκτακτων
Στρατοδικείων του Εμφυλίου: η περίπτωση της Θεσσαλονίκης», εισήγηση στο Διαστάσεις του
ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών τμήματος Πολιτικής
Επιστήμης και Ιστορίας. Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δεκέμβριος 2016. Στις περιπτώσεις των ποινών
φυλάκισης, όπου εντοπίζονται κάποιες διαφορές με τα στοιχεία του Μιχιώτη, η Κόφφα σημειώνει
ότι «222 ή στο 5% επιβλήθηκαν πρόσκαιρα δεσμά, δηλαδή 10 με 20 χρόνια, 58 άτομα ή στο 1,4%
καταδικάστηκαν σε ειρκτή, δηλαδή 5 με 10 χρόνια, σε 738 ή στο 18% επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης
από ένα μήνα μέχρι 5 χρόνια, το 38% ή 1608 κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι αλλά απαλλάχθηκαν
πάσης ποινής και 728 άτομα ή το 17% κρίθηκαν αθώοι».
326
Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 504.
327
Ιδιαίτερα εκείνων, που αφορούσαν τα πρώτα τρία άρθρα σχετικά με την τιμωρία των
«αυτονομιστικών» ενεργειών και κάθε τύπου επαναστατικής δράσης.
328
Ριζοσπάστης, 18 Ιουλίου 1946. H εκτέλεση των πολιτικών κρατουμένων ερμηνεύτηκε από τον
συντάκτη του άρθρου ως μια «καθαρή εκδικητική ενέργεια και προσπάθεια για να πτοηθεί ο
δημοκρατικός λαός της Β. Ελλάδας».

79
ποινών. Ωστόσο, δεν έλειψαν οι σκληρές και εξοντωτικές ποινές. Για παράδειγμα, η
κατοχή μιας ξιφολόγχης τιμωρούνταν με 10ετή φυλάκιση και «δήμευσιν του ημίσεως
της ακινήτου περιουσίας» και η υπόνοια επαφής με «ομάδα συμμοριτών» με 20ετή
φυλάκιση.329 Όσοι αθωώνονταν, συνήθως «λόγω αμφιβολιών», είχαν ήδη βιώσει τις
ασφυκτικές συνθήκες της δίκης, του εγκλεισμού και τις επιθετικές ενέργειες του
εμπλεκόμενου προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας. Στη συνέχεια επέστρεφαν
στιγματισμένοι στα χωριά τους όντας αναγκασμένοι να αποκλείσουν κάθε
πιθανότητα αντίστασης. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι τα στρατοδικεία, σ’ αυτή τη
φάση τουλάχιστον, λειτούργησαν συμπληρωματικά της καταστολής των
οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς στην κοντινή επαρχία και συνέβαλαν στη
αποστράτευση πολλών μάχιμων και υποψήφιων στελεχών.

Το έκτακτο στρατοδικείο πρωτοστάτησε στην επισημοποίηση της τρομοκρατίας κατά


της Αριστεράς και εντός του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης. Αν και τα επίσημα
γραφεία της ΚΟΘ, του ΕΑΜ και της Λαϊκής Φωνής συνέχιζαν να λειτουργούν
κανονικά, οι ανοιχτές δράσεις των στελεχών, όπως τονίζει ο Πασχαλούδης «δεν είναι
δυνατό να γίνουν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν», καθώς, «με
την παραμικρή παράβαση του Γ΄ Ψηφίσματος, στρατοδικείο».330 Πράγματι, οτιδήποτε
που θα μπορούσε να θεωρηθεί πολιτική πράξη ή προπαγάνδιση πολιτικών απόψεων
βρέθηκε στο στόχαστρο του τοπικού στρατοδικείου. Τον Νοέμβριο του 1946 ένας
κάτοικος Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση επειδή μοίραζε
προκηρύξεις πολιτικού περιεχομένου.331 Λίγες μέρες πριν, εξαιτίας μια λογομαχίας,
το στρατοδικείο καταδίκασε σε 1 έτος φυλάκιση τον έναν από τους δυο
εμπλεκόμενους κι αυτό γιατί αναφέρθηκε στην ΟΠΛΑ.332 Τα παραπάνω
παραδείγματα, μαζί με άλλα, που μπορούμε να αντλήσουμε από τα πρακτικά των
δικών, μαρτυρούν μια εξοντωτική καταστολή ακόμα και «των πιο απλών
δραστηριοτήτων», μέσα σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που γινόταν ολοένα και πιο
αποπνικτικό.333

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η ολιγομελής παρουσία


κατηγορουμένων στις δίκες καθώς η πλειοψηφία των υποθέσεων αφορούσε
μεμονωμένα περιστατικά με 2-3 εμπλεκόμενους. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι μαζικές
δίκες των αριστερών οργανώσεων της Καλαμαριάς, το καλοκαίρι του 1946. Σ’ αυτές
βρέθηκαν κατηγορούμενοι περίπου 30 μέλη «της αχτίδος του ΚΚΕ του τομέως
Αλλατίνι» και 15 «επονίτες» της τοπικής λέσχης.334 Ως μάρτυρες κατηγορίας
κατέθεσαν χωροφύλακες και αστυνομικοί οι οποίοι έκαναν λόγο για πολιτική
συγκέντρωση «άνευ σχετικής αδείας».335 Τελικά το στρατοδικείο επέβαλε ποινές

329
Βλ. Ελληνικός Βορράς, 17 Αυγούστου 1946 και 19 Οκτωβρίου 1946.
330
Πασχαλούδης, ό.π., σελ. 180-181.
331
Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών (ΔΣΑ), Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, αρ.απ. 84/1946.
332
ΔΣΑ, Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, αρ.απ. 13/1946.
333
Κόφφα, ό.π.
334
Ελευθερία, 17 Ιουλίου 1946.
335
Ελληνικός Βορράς, 25 Ιουλίου 1946.

80
φυλάκισης σε όλους τους κατηγορούμενους από 3 έως 18 μήνες.336 Αυτές οι δίκες, με
τις ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες, στάθηκαν ο προάγγελος των μεγάλων
στρατοδικείων που θα ακολουθήσουν τα επόμενα τρία χρόνια. Το πιο σημαντικό
όμως είναι, ότι η λειτουργία του ποινικό-κατασταλτικού συστήματος στην πόλη, καθ’
όλη τη διάρκεια του 1946, έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός, πως κάθε προσπάθεια
συνδιαλλαγής των κρατικών αρχών με οποιαδήποτε έκφανση της Αριστεράς ήταν πια
αδύνατη.

H λειτουργία του Έκτακτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης το 1947 στράφηκε, από τις


μεμονωμένες περιπτώσεις του προηγούμενου έτους, στην ανοιχτή καταστολή των
κατοίκων της πόλης που διέθεταν στέρεες βάσεις στο κοινωνικό πλέγμα της τοπικής
Αριστεράς. Συγκεκριμένα τους πρώτους μήνες διεξήχθησαν οι δυο μεγάλες δίκες των
«στρατολόγων». Στην πρώτη, του Ιανουαρίου, δικάστηκαν 19 κατηγορούμενοι και
στη δεύτερη, ένα μήνα μετά, 27 κατηγορούμενοι. Επρόκειτο, στην πλειοψηφία τους,
για μέλη της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης, τα οποία εκείνη την περίοδο
προσπαθούσαν να συγκροτήσουν ένα υποτυπώδες δίκτυο στρατολογίας επίλεκτων
στελεχών, προκειμένου αυτά να επανδρώσουν τον Δημοκρατικό Στρατό της
ευρύτερης περιοχής.337 Όμως το στρατοδικείο προσπάθησε να στοιχειοθετήσει ένα
κατηγορητήριο, όπου να συμπεριλαμβάνονται όλες οι τοπικές οργανώσεις της
Αριστεράς. Χαρακτηριστικά, οι συντάκτες του Αγωνιστή επισήμαιναν ότι πίσω από
τις πραγματικές διαστάσεις της δίκης κρυβόταν «η συστηματική προσπάθεια για
ενοχοποίηση του ΚΚΕ και των λαϊκών οργανώσεων».338 Για τον σκοπό αυτό οι
στρατοδίκες και ο επίτροπος πίεζαν με επίμονες ερωτήσεις τους κατηγορουμένους
ώστε οι τελευταίοι να επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή τους στο ΚΚΕ και στην Εθνική
Αλληλεγγύη.339

Τις περισσότερες φορές οι κατηγορούμενοι δήλωναν χωρίς περιστροφές την πολιτική


τους ιδιότητα και περιέγραφαν τη διαδικασία της εξόδου στο βουνό, τονίζοντας τους
πολλούς κινδύνους που αντιμετώπιζαν στην πόλη. Από την άλλη, οι μάρτυρες
κατηγορίας, χωροφύλακες και άνθρωποι της ασφάλειας, έπλαθαν φανταστικές
ιστορίες γύρω από τη «σατανική οργάνωση» των κατηγορουμένων, αναδεικνύοντας
ως βασικό ενοχοποιητικό στοιχείο τις απολογίες που πάρθηκαν στα τμήματα. 340 Το
κατηγορητήριο οργανώθηκε πάνω σε αντιφάσεις και εικασίες γνωστών βασανιστών
της αστυνομίας, όπως ο υπαξιωματικός Παρθενίου, γνωστός και ως
«κομμουνιστοφάγος» στην Καλαμαριά.341 Τελικά το στρατοδικείο έστειλε 3
κατηγορούμενους από την πρώτη ομάδα στο εκτελεστικό απόσπασμα και τους

336
Ελληνικός Βορράς, 26 Ιουλίου 1946.
337
Πασχαλούδης, ό.π., σελ. 168-169.
338
Αγωνιστής, 23 Ιανουαρίου 1947.
339
Αγωνιστής, 28 Ιανουαρίου 1947.
340
Αγωνιστής, 2 Φεβρουαρίου 1947.
341
Γεώργιος Ανδρέαδης, Καλαμαριά μου αξέχαστη, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 108.

81
υπόλοιπους τους καταδίκασε με μικρότερες ποινές.342 H δεύτερη ομάδα στάθηκε πιο
τυχερή, καθώς «οι θανατικές ποινές που ζητούσε ο βασιλικός επίτροπος μεταβλήθηκαν
σε ισόβια κάθειρξη». Αφορμή γι’ αυτήν την εξέλιξη στάθηκε η παρουσία της
επιτροπής του ΟHΕ στην πόλη, με αίτημα της οποίας ανεστάλησαν όλες οι θανατικές
καταδίκες.343

Τους επόμενους μήνες, η λειτουργία του στρατοδικείου πέρασε στη φάση της
προσαρμογής στα νέα δεδομένα, τα οποία δημιούργησε η κλιμάκωση του πολέμου.
Μέσα από τις συνεχείς δίκες διαφαίνεται η προσπάθεια των τοπικών δικαστικών
αρχών να εκτιμήσουν την κατάσταση και κυρίως να προσδιορίσουν τον εχθρό που
είχαν να αντιμετωπίσουν. Από ένα σημείο και μετά ήταν φανερό ότι δεν αρκούσε η
τροφοδοσία του δικαστηρίου με ανθρώπους από την επαρχία καθώς ήταν ανάγκη η
ποινική καταστολή να πλαισιώσει τις προσπάθειες των καταδιωκτικών αρχών της
πόλης για τον εντοπισμό και την εξάρθρωση των «αόρατων» δυνάμεων που δρούσαν
στην «πολύπαθη πόλι». Στη διάρκεια αυτών των προσπαθειών βρέθηκαν αρκετά
εξιλαστήρια θύματα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Κούλα Ελευθεριάδου, η
οποία, χωρίς να αποποιηθεί την πολιτική της ταυτότητα, αρνήθηκε να δώσει
οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία για τη δράση των αριστερών οργανώσεων, παρά
τους απροκάλυπτους εκβιασμούς των στρατοδικών. Παραθέτουμε ενδεικτικά ένα
απόσπασμα του διαλόγου:

«-Μας λες ποιοι είναι οι παραπάνω από σένα να τους πιάσουμε να τους τουφεκίσουμε
και να ησυχάσει ο τόπος και να γλυτώσεις και συ. ΄H φοβάσαι μη σε σκοτώσει το
Κόμμα!

–Το Κόμμα μου δεν είπε ποτέ να σκοτώσω κανέναν».344

H ειλικρινής και έντιμη στάση της Ελευθεριάδου, δεν ήταν αρκετή ώστε να γλυτώσει
τη θανατική καταδίκη. Το στρατοδικείο, στηριζόμενο σε αβάσιμες και ατεκμηρίωτες
κατηγορίες, την καταδίκασε μαζί με άλλον έναν σύντροφό της «2 φορές σε θάνατο».
Οι στρατοδίκες, με αυτήν την παράλογη και εκδικητική ποινή, ήθελαν να στείλουν
ένα ηχηρό μήνυμα αποφασιστικότητας με βασικούς αποδέκτες τόσο την τοπική
κοινωνία, όσο και τον «εσωτερικό εχθρό», που δρούσε ακόμα στην αφάνεια. Όλοι οι
κατασταλτικοί μηχανισμοί βρίσκονταν επί ποδός πολέμου και το μόνο που απέμενε
ήταν να εντοπιστεί ο εχθρός.

Αυτός, τελικά, βρέθηκε μετά το μεγάλο χτύπημα της Στενής Αυτοάμυνας και την
επακόλουθη εξάρθρωσή της. Στις 28 Αυγούστου του 1947, ξεκίνησε η δίκη 67

342
Ελληνικός Βορράς, 2 Φεβρουαρίου 1947. Από τους τρεις εκτελέστηκαν οι δυο, καθώς ο «τρίτος
καταδικασθείς 16ετής Ο.Δ. δεν εξετελέσθη, διότι κατόπιν διαταγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
ανεστάλη η εκτέλεσις αυτού».
343
Πασχαλούδης, ό.π., σελ. 189. Ο βασιλικός Επίτροπος στην αγόρευσή του στοχοποιούσε τις
πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς και ζητούσε την ενοχή όλων των κατηγορουμένων με βάση το
άρθρο 2 του Γ’ Ψηφίσματος, το οποίο επισύρει αυτομάτως τη θανατική ποινή. ΔΣΑ, Έκτακτο
Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, αρ.απ. 10/1947.
344
Ενότητα, 3 Μαϊου 1947.

82
κατηγορουμένων για την επίθεση στους αεροπόρους στο Έκτακτο Στρατοδικείο
Θεσσαλονίκης, το οποίο συνεδρίασε στο κτίριο της Σχολής Βαλαγιάννη, σε κεντρικό
σημείο της πόλης.345 Στην εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, που στην πλειοψηφία
τους ήταν αξιωματικοί της αεροπορίας, δεν καταθέτονταν πάντα τα αναγκαία
αποδεικτικά στοιχεία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Στη στοιχειοθέτηση
του κατηγορητηρίου απουσίαζε οποιαδήποτε εξατομίκευση της πράξης, καθώς για
τους στρατοδίκες προείχε, τις περισσότερες φορές, η ανάδειξη της ενοχής του ΚΚΕ
και συγκεκριμένα της απόδοσης ηθικής αυτουργίας στον Ζαχαριάδη και στα
«ανώτατα στελέχη» του κόμματος346 και, επιπλέον, η θεμελίωση της αξιόποινης
πράξης του «αντεθνικού» εγκλήματος. Μάλιστα, ένας υπομοίραρχος της Ασφάλειας,
και μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη, αναπαρήγαγε με ευκολία το αόριστο
κατηγορητήριο της «αντεθνικότητας»:

«Είναι γεγονός ότι από το 1923 το ΚΚΕ παρεχώρησε την Μακεδονίαν είς τους Σέρβους
και Βουλγάρους και εις το σλαβικόν μπλοκ και όπως εξελίχθησαν τα γεγονότα η θέσις
αυτή παραμένει αμετάβλητος. Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι τα κατώτερα μέλη
εγνώριζον τους σκοπούς της οργανώσεως, τα ανώτερα στελέχη όμως, όπως ο Αλβανός,
ήσαν εν γνώσει αυτών και ειργάζοντο ασυνειδήτως εναντίον της πατρίδας των».347

Από την άλλη, οι καταθέσεις των περισσότερων κατηγορουμένων έμοιαζαν με


δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης κάθε πρότερης ακτιβιστικής δραστηριότητας.
Παράλληλα δεν έλειπαν και εκείνοι που αποκάλυπταν πολλά χρήσιμα στοιχεία για τη
λειτουργία και την οργάνωση της ομάδας, παραβιάζοντας κάθε αρχή
εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας.348 Με τους παραπάνω ο βασιλικός επίτροπος
ξεκινούσε έναν διάλογο, ο οποίος κατέληγε σε ένα κήρυγμα ηθικολογικού
χαρακτήρα. Παραθέτουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα από ένα σχόλιο του βασιλικού
επιτρόπου σε έναν μετανοημένο κατηγορούμενο:

«Ήσουν και συ πτωχός όπως και ο περισσότερος κόσμος, αλλά έπρεπε και εσύ όπως
και το μεγαλύτερον μέρος αυτού να φέρης την φτώχεια σου με υπερηφάνεια και να μη
λερωθείς με τέτοια εγκλήματα. Επί πλέον όμως έπρεπε να σκεφθής την γυναίκα σου και
τα παιδιά σου που έρχονται εδώ και παρακολουθούν την κατάντια σου».349

Όσοι από τους κατηγορούμενους στάθηκαν με θάρρος μπροστά στους στρατοδίκες


προσπάθησαν να αντικρούσουν την κατηγορία του «αντεθνικού» εγκλήματος, να
διαψεύσουν κάθε εμπλοκή του κόμματος και να προσδιορίσουν το πολιτικό και

345
Γιώργος Αναστασιάδης, Το παλίμψηστο του αίματος. Πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις στη
Θεσσαλονίκη (1913-1968), Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 222.
346
Ελληνικός Βορράς, 2 Σεπτεμβρίου 1947.
347
Ελληνικός Βορράς, 30 Αυγούστου 1947.
348
Ελληνικός Βορράς, 7 Σεπτεμβρίου 1947. Ο επίλογος της κατάθεσης ενός κατηγορουμένου
μπορούσε να τελειώσει κάπως έτσι: «Μετανοώ με όλην μου την ψυχή κ. Πρόεδρε διά τα όσα έκανα.
Hθέλησαν να μας βουτήξουν εις το έγκλημα για να ωφεληθούν οι μεγαλόσχημοι αρχηγοί της
λαοκρατίας». Το πομπώδες ύφος των απολογιών, ωστόσο, μας κάνει επιφυλακτικούς για την
αξιοπιστία των όσων μετέφεραν οι ανταποκριτές των φιλοκυβερνητικών εφημερίδων από τα
στρατοδικεία.
349
Ελληνικός Βορράς, 9 Σεπτεμβρίου 1947.

83
ιδεολογικό πλαίσιο της δράσης τους.350 Σχετικά με το τελευταίο ο «Τάκης», κεντρικός
διοικητής της οργάνωσης κατέθετε τα εξής:

«Εγώ δεν είμαι ουρανοκατέβατος εγκληματίας. Εμένα με έσπρωξε στην θέσι αυτή μια
κατάστασι. Ο κόσμος λοιπόν περιμένει να δη ποιοι λόγοι με έσπρωξαν εις την διάπραξι
των πράξεων αυτών».351

Για να λάβει, στη συνέχεια, την ειρωνική και επιθετική απάντηση του βασιλικού
επιτρόπου:

«Οι λόγοι είναι γνωστοί. Να αρπάξετε την αρχήν δια να κυλίσετε κατόπιν την πατρίδα
μας εις το αίμα και να φέρετε τους σλαύους εις τα ιερά χώματα της Μακεδονίας».352

Στις 14 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος του στρατοδικείου συνταγματάρχης Ξενοφών


Αμανίτης, «και ενώ η φρουρά παρουσίαζεν όπλα», ανακοίνωσε τις ποινές για τους
κατηγορουμένους της Στενής Αυτοάμυνας. Απ’ αυτούς, οι 52 καταδικάστηκαν σε
θάνατο, 6 «εις ισόβια δεσμά», ένας σε «πρόσκαιρα δεσμά» 15 ετών και 8
απαλλάχτηκαν.353 Οι θανατικές καταδίκες επιβλήθηκαν για παραβιάσεις των τριών
πρώτων άρθρων του Γ΄ Ψηφίσματος, του Α.Ν. 453/1945 και άλλων συντακτικών
πράξεων και προσωρινών νόμων, που δεν επικυρώθηκαν ποτέ, όπως είναι γνωστό,
από την ελληνική Βουλή.354 Σε γενικές γραμμές το στρατοδικείο στάθηκε αυστηρό
απέναντι στο σύνολο των κατηγορουμένων αφού πολλοί από τους καταδικασθέντες
σε θάνατο δήλωσαν μετανοημένοι ζητώντας την επιείκεια των στρατοδικών. Τελικά,
από τους 52, οι οποίοι εκτελέστηκαν σε τρεις ομάδες τον Οκτώβριο, κατάφεραν να
γλυτώσουν μόνο 5.355 Σε αυτούς δόθηκε χάρη διότι αναγνώρισαν την άμεση εμπλοκή
του κόμματος στις πρακτικές της οργάνωσης, καθώς οι «εντολές» δεν δινόντουσαν
μόνο από τον «Τάκη» και τον Αλβανό, αλλά και «από το Μακεδονικόν γραφείον του
ΚΚΕ».356

Μετά τη δίκη της Στενής Αυτοάμυνας ακολούθησαν κι άλλες μαζικές δίκες ως


αποτέλεσμα της γενίκευσης των κατασταλτικών μέτρων στους τελευταίους μήνες του
1947. Στις 25 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη των μελών της Μαζικής Λαϊκής
Αυτοάμυνας, η οποία είχε εξαρθρωθεί ένα μήνα πριν. Στη μεγάλη αίθουσα του
Ραδιοφωνικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, όπου συνεδρίασε το έκτακτο στρατοδικείο,
350
Ο Ακίνδυνος Αλβανός, τομέαρχης του ανατολικού τομέα, δεν δίστασε να λοιδορήσει μπροστά
στους στρατοδίκες εκείνους τους συντρόφους του που δήλωσαν μετανοημένοι για το παρελθόν
τους: «Θέλω να παρατηρήσω κάτι, το οποίον όμως δεν είναι προς τιμήν των συγκατηγορουμένων
μου. Ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ντρέπονται να πουν ότι ήσαν εαμίται». Στη συνέχεια, όπως μας
μεταφέρει ο συντάκτης της εφημερίδας «απαγγέλει έναν διθυραμβικόν ύμνον υπέρ του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ».
Ελληνικός Βορράς, 10 Σεπτεμβρίου 1947.
351
Ελληνικός Βορράς, 9 Σεπτεμβρίου 1947.
352
Στο ίδιο.
353
Ελληνικός Βορράς, 16 Σεπτεμβρίου 1947.
354
ΔΣΑ, Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, αρ.απ. 216/1947.
355
Ελληνικός Βορράς, 24 Οκτωβρίου 1947.
356
Ωστόσο, για τα στελέχη αυτά υπάρχουν διάχυτες υποψίες για συνεργασία με τις αστυνομικές
αρχές, ήδη από το στάδιο των ανακρίσεων.

84
βρέθηκαν 72 κατηγορούμενοι, ανάμεσά τους και 5 γυναίκες. Ο κύριος χώρος της
δίκης διαμορφώθηκε με όρους στρατιωτικής σύγκρουσης, αφού «δια
συρματοπλέγματος απεμονώθησαν οκτώ σειραί καθισμάτων ίνα χρησιμεύσουν ως
εδώλια κατηγορουμένων». Επιπλέον, γύρω από τους τελευταίους ήταν παραταγμένοι
στρατιώτες και στον χώρο ανάμεσα στα εδώλια και στους στρατοδίκες εκτίθονταν
σαν λάφυρα πολέμου τα όπλα που βρέθηκαν στις γιάφκες της οργάνωσης.357

Και σ’ αυτήν τη δίκη έγινε προσπάθεια να αποδειχτεί η σύνδεση της δικαζόμενης


οργάνωσης με τους «αντεθνικούς σκοπούς» του ΚΚΕ, μέσω της άκριτης
δαιμονοποίησης των κατηγορουμένων. Οι μάρτυρες κατηγορίας έθεταν στο
δικαστήριο κάθε ενέργεια των δραστών, που θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος της
«αντικειμενικής υπόστασης» του σχεδιαζόμενου εγκλήματος. Αν και τα
αποκαλυπτόμενα στοιχεία ήταν αρκετά, π.χ., μυστικά καταφύγια, όπλα, τυπογραφεία,
προκηρύξεις κ.ά., δεν αρκούσαν για τη στοιχειοθέτηση αξιόποινης συμπεριφοράς. H
υπεράσπιση, στηριζόμενη σ’ αυτήν την πραγματικότητα, τόνισε ότι οι ενέργειες των
κατηγορουμένων δεν αντιστοιχούσαν σε κάποιον κυρωτικό κανόνα, ούτε
επιβουλεύονταν κάποιο έννομο αγαθό.358 Ο βασιλικός επίτροπος στην τελική του
αγόρευση έλεγε χαρακτηριστικά για τους μάρτυρες υπεράσπισης ότι ζητούσαν
«επιμόνως και φορτικώς δράσιν, ως απόδειξιν των δικαζομένων αδικημάτων».359
Παρά τις συνεπείς θέσεις της υπεράσπισης, ο βασιλικός επίτροπος τοποθέτησε την
αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος εντός συγκεκριμένων ορίων, όπως είχαν τεθεί από το
Γ΄ Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο κάθε προπαρασκευαστική πράξη αποτελεί
αναπόσπαστο τμήμα της αξιόποινης ενέργειας. Μέσα σ’ ένα κλίμα τόσο φορτισμένο,
λοιπόν, η έκτακτη ανάγκη νομιμοποιούσε την επέκταση της αρχής εκτέλεσης του
εγκλήματος σε πράξεις μη θεσμικά οριοθετημένες. Από τη μακροσκελή ομιλία του
λοχαγού Σπυρόπουλου δεν έλειψαν και οι υπερβατικές αντιλήψεις του Έθνους ως
νομιμοποιητικού παράγοντα:

«Διότι το αδίκημα τούτο δεν προσβάλλει απλώς μίαν αποκρυσταλωθείσαν κατάστασιν


αγαθών και συμφερόντων. Υπονομεύει κυρίως την κοινωνίαν, την πολιτείαν, το Έθνος,
την φυλήν, την ζώσαν ενότητα όλων των εν τη χώρα ζώντων ανθρώπων και
συγκρούεται προ της αξίας της ολότητος».360

Με την τελική απόφαση καταδικάστηκαν σε θάνατο 28 κατηγορούμενοι, 16 σε


ισόβια και 13 σε πρόσκαιρα δεσμά άνω των 10 ετών. Για τις καταδικαστικές
αποφάσεις αρκούσε ο συνωμοτικός και πολιτικός χαρακτήρας της οργάνωσης χωρίς

357
Ελληνικός Βορράς, 26 Νοεμβρίου 1947. Βλ. και την προσωπική μαρτυρία του Γ. Τριάρχου στο
Αναστασιάδης, ό.π., σελ. 228-229.
358
Για την αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, ένα από τα αμφιλεγόμενα ζητήματα στον χώρο του
ποινικού δικαίου, βλ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, «H αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος», στο
Προβλήματα της απόπειρας στο ποινικό δίκαιο, Πρακτικά Α΄ Επιστημονικής Συνάντησης των Τομέων
Ποινικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Κομοτηνής, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 25.
Το ζήτημα, εντός της ιστορικής του διάστασης, απασχόλησε και τον Αλιβιζάτο, Οι πολιτικοί θεσμοί,
σελ. 502-503.
359
Ελληνικός Βορράς, 9 Δεκεμβρίου 1947.
360
Στο ίδιο.

85
να έχει προπαγανδιστεί ανοιχτά οποιαδήποτε επιθετική πρωτοβουλία ενάντια στο
κράτος. Άλλωστε, κάτι τέτοιο επιβεβαιωνόταν και από τις καταθέσεις των
κατηγορουμένων που με αμέριστη ειλικρίνεια παρείχαν κάθε βοήθεια στη δικαστική
διαλεύκανση της υπόθεσης:

«Γι’ αυτό και μου φαίνεται βαρειά η κατηγορία που μου αποδίδεται ότι εργάσθηκα για
την απόσπασιν της Μακεδονίας […] Οργανωθήκαμε επειδή στις συνοικίες μας
χτυπούσανε!».361

Όπως είδαμε προηγουμένως, η στοιχειοθέτηση του αδικήματος αποτέλεσε πολλές


φορές μια μακρά διαδικασία, κατά την οποία έπρεπε να συνδεθεί η «εγκληματική
πράξη» με ένα οργανωμένο σχέδιο της αντίπαλης παράταξης. Σε αυτό το πλαίσιο, η
αποδεικτική διαδικασία γινόταν αντικείμενο κυβερνητικής προπαγάνδας ώστε να
πειστεί η διστακτική κοινή γνώμη για την άμεση σύμπλευση της κομμουνιστικής
«ανταρσίας» με τους «προαιώνιους εχθρούς» του έθνους. Όμως η κατάσταση στο
πεδίο της δικαστικής καταστολής διαφοροποιήθηκε το 1948, αφού η έκδοση του Α.Ν.
509 «έλυσε» τα χέρια των στρατοδικών, απλοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τη
διαδικασία. H απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος και η ποινικοποίηση της
κομμουνιστικής ιδεολογίας, επέτρεψαν τη διεξαγωγή συνοπτικών δικών. Έτσι,
ποικίλες αριστερές συλλογικότητες, πολλές απ’ τις οποίες λειτούργησαν ως ένα
ύστατο καταφύγιο των τελευταίων ψηγμάτων της τοπικής Αριστεράς, βαφτίστηκαν
με ονόματα, που παρέπεμπαν στις αριστερές οργανώσεις της περιόδου, όπως
«παράνομο ΕΑΜ», «παράνομη ΕΠΟΝ», «Συνδικαλιστική ή Εργατική Αχτίδα», κ.ά.,
προκειμένου η δικαστική δίωξη να εμπίπτει αυτομάτως στις αντικομουνιστικές
διατάξεις του νόμου.

Στο διάστημα από το 1948 έως το 1949 διεξήχθησαν χιλιάδες υποθέσεις στο τοπικό
στρατοδικείο. Μάλιστα, οι δίκες με πολυπληθείς ομάδες κατηγορουμένων ήταν μια
συνηθισμένη εικόνα, λόγω της εμφάνισης νέων μέτρων και της εντατικοποίησης της
καταστολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα στρατοδικεία 9 μεγάλων οργανώσεων της
τοπικής Αριστεράς μπορέσαμε να υπολογίσουμε ένα μέσο όρο κατηγορουμένων στο
στρατοδικείο που αγγίζει τους 40 ανθρώπους. H ποινική διαδικασία ακολουθούσε το
ίδιο μοτίβο και με τα υπόλοιπα στρατοδικεία της χώρας. Συγκεκριμένα, η δίωξη
ασκούνταν συλλογικά και αφορούσε πολυάριθμα και βαριά εγκλήματα χωρίς να
διασφαλίζεται η εξατομίκευση της ποινικής μεταχείρισης των υπόπτων. Στο
τελευταίο απέβλεπαν και οι κατηγορούμενοι, όπως ένα μέλος της Κομμουνιστικής
Οργάνωσης Θεσσαλονίκης, το οποίο στην επισήμανση του προέδρου ότι οι πράξεις
του «εμπίπτουν στο ψήφισμα», απάντησε ως εξής:

«Στην αρχή μου είπανε ότι η δουλειά μας θα ήτανε οικονομική και σύμφωνα μ’ αυτή τη
πράξι υπολόγιζα να πάγω φυλακή για παράνομο έρανο…».362

361
Ελληνικός Βορράς, 3 Δεκεμβρίου 1947. Και στις ερωτήσεις των στρατοδικών που αφορούσαν την
τροφοδοσία τους από τα γειτονικά κράτη της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, απαντούσαν ότι
δεν το πίστευαν διότι δεν το «είδαν με τα μάτια τους».

86
Ωστόσο, το στρατοδικείο ήταν αμείλικτο, αφού και σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι
κατηγορούμενοι καταδικάζονταν σε θάνατο, τηρώντας αυστηρά το γράμμα τόσο του
Α.Ν. 509, όσο και του Γ΄ Ψηφίσματος. Στην πραγματικότητα, το τεκμήριο ενοχής
αποτελούσε η άρνηση αποκήρυξης των «επιλήψιμων ιδεών», χωρίς να γίνεται καμία
προσπάθεια διερεύνησης των ευθυνών των κατηγορουμένων στην τέλεση της
επίσημα δικαζόμενης ενέργειας, μετατρέποντας, πολύ απλά, το δικαστήριο σε χώρο
αντιπαράθεσης πολιτικών απόψεων. Άλλωστε, η παρακάτω δήλωση του ίδιου μέλους,
από τη δίκη της ΚΟΘ, αρκούσε για την επιβολή της θανατικής ποινής:

«Ήμουνα κομμουνίστρια… Πίστευα… Ό,τι έκανα το έκανα για να βοηθήσω το


κόμμα».363

Υπήρξαν, βέβαια, και περιπτώσεις όπου οι κατηγορούμενοι αρνούνταν να προβούν


σε αποκήρυξη της ενστερνιζόμενης ιδεολογίας τους, διότι πίστευαν ότι ο αγώνας τους
αποσκοπούσε στον «δια πολιτικών μέσων κατευνασμό» και στην καλλιέργεια
«ευρύτερης αντίληψης της κοινής γνώμης για την ειρήνευση».364 Ακόμα και σ’ αυτές
τις περιπτώσεις, το στρατοδικείο δεν δίσταζε να επιβάλλει τη θανατική ποινή,
επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση του Αλιβιζάτου, ότι «σε τελευταία ανάλυση, γίνονταν
γενικά δίκες ιδεών και μόνο παραπληρωματικά δίκες πράξεων».365 Επιπλέον, η
προσπάθεια αποφυγής κάθε αποκήρυξης και καταγγελίας των αξιόποινων ενεργειών,
αρκούσε για την ένταξη της συγκεκριμένης ομάδας κατηγορουμένων στην ηγεσία της
δικαζόμενης οργάνωσης, δηλαδή στους «κυρίως ενόχους». Αυτοί, κατά κανόνα,
καταδικάζονταν σε θάνατο. Αντίθετα, οι υπόλοιποι για να καταδικαστούν σε μια
ελαφρύτερη ποινή έπρεπε η δήλωση της μεταμέλειάς τους να είναι όπως η παρακάτω:

«Έσφαλα και βροντοφωνάζω ότι ημάρτησα και ζητώ την ευκαιρία να ξεπλύνω το
αίσχος της προδοσίας μου πολεμώντας μαζί με τον αδελφόν μου χωροφύλακα εις την
Κομοτινήν και τους άλλους ήρωας που κάνουν τον αγώνα κατά των σλαυοκινήτων
πρακτόρων του συμμοριτισμού».366

Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά στις περιπτώσεις εκείνες όπου στο τοπικό
στρατοδικείο βρίσκονταν κατηγορούμενοι για ένοπλες επιθέσεις. Τα μέλη των
ομάδων κρούσεων, καθώς και οι δολιοφθορείς που εισέρχονταν στη Θεσσαλονίκη
προκειμένου να διεξάγουν καταδρομικές επιθέσεις στα μετόπισθεν, είχαν ελάχιστες,
αν όχι μηδαμινές, πιθανότητες να γλυτώσουν από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των τριών σαμποτέρ, οι οποίοι συνελήφθηκαν τον
362
Μακεδονία, 27 Νοεμβρίου 1948.
363
Στο ίδιο.
364
Βλ. το στρατοδικείο του «Παράνομου ΕΑΜ», Ελληνικός Βορράς, 13 Οκτωβρίου 1948 και το
στρατοδικείο των υπολειμμάτων του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, Μακεδονία, 19 Μαΐου 1949.
365
Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, σελ. 517.
366
Μακεδονία, 27 Νοεμβρίου 1948. Φυσικά, δεν έλειψαν και τα οικογενειακά δράματα εντός του
δικαστηρίου, όταν συγγενείς των καταδικασθέντων, υπό την εμφανή ανοχή των στρατοδικών, τους
πίεζαν τους δικούς τους να προβούν σε αποκηρύξεις και «αποδοκιμασία των κακούργων».
Μακεδονία, 4 Δεκεμβρίου 1948.

87
Μάρτιο του 1948 έπειτα από μια περιπετειώδη καταδίωξη με πυροβολισμούς,
εκρήξεις χειροβομβίδων και τραυματισμούς ανδρών της χωροφυλακής. Το
κατηγορητήριο για τους συλληφθέντες ήταν συντριπτικό, καθώς οι μάρτυρες
κατηγορίας ήταν οι χωροφύλακες που τους καταδίωξαν και τους αφόπλισαν. Ωστόσο,
φαίνεται ότι τα κατατιθέμενα στοιχεία των κατασταλτικών αρχών δεν αρκούσαν για
την ποινική διαδικασία. Το στρατοδικείο, παραβιάζοντας κάθε δικαστική
δεοντολογία, προέβη στο στιγματισμό και στο διασυρμό των κατηγορουμένων με
κατασκευασμένες κατηγορίες, άγνωστων μαρτύρων, χωρίς να υπάρχει κάποια
σύνδεση με την εκδικαζόμενη υπόθεση.367 Τέτοιες ανυπόστατες κατηγορίες, που τις
περισσότερες φορές ξεπερνούσαν κάθε φαντασία, δημιουργούσαν έναν
επικοινωνιακό θόρυβο στο πλαίσιο της κλιμάκωσης της καταστολής, ειδικότερα λίγο
καιρό μετά την επίθεση του Δημοκρατικού Στρατού στην πόλη. Για τον βασιλικό
επίτροπο ήταν μια υπόθεση «απλή», διότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο νόμος είναι
εξαιρετικά άτεγκτος. Αυτό, άλλωστε, το γνώριζαν και οι συνήγοροι, οι οποίοι απλά
ζήτησαν την «επιείκειαν» του δικαστηρίου. Μόλις λίγες μέρες μετά τη σύλληψη της
ομάδας κρούσης το στρατοδικείο ανακοίνωσε τις ποινές. Καταδικάστηκαν και οι
τρεις σε θάνατο για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Γ΄ Ψηφίσματος.368

Μετά τον κανονιοβολισμό της Θεσσαλονίκης, τον Φεβρουάριο του 1948, το τοπικό
στρατοδικείο λειτούργησε, για ακόμα μια φορά, συμπληρωματικά στην εκκαθάριση
της ευρύτερης περιοχής από τα τελευταία υπολείμματα της επιτιθέμενης δύναμης του
αντιπάλου. Όμως ο πιο σημαντικός του ρόλος, σε αυτήν την υπόθεση, ήταν η
αυταρχική θωράκιση της πόλης, εντείνοντας το ασφυκτικό πλαίσιο καταστολής, με
κύριο στόχο την πειθάρχηση εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων, για την ενίσχυση
του οποίου έδρασε μεγάλη δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού στα περίχωρα της
Θεσσαλονίκης.369 Συγχρόνως, η δημόσια διαπόμπευση των αιχμαλώτων στους
κεντρικούς δρόμους της πόλης αποτέλεσε προπομπό της σκληρότητας που θα
επέδειχνε το στρατοδικείο, ενώ, από την άλλη, οι αποδοκιμασίες και ο χλευασμός του
συγκεντρωμένου πλήθους είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχολογία των
κατηγορουμένων.370 Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι στις διαδικασίες του εκφοβισμού
και της εκδικητικής εκτόνωσης, έλαβε μέρος και το στρατοδικείο μιας και οι αρχές
είχαν φροντίσει να τοποθετήσουν τα «λάφυρα» της μάχης του Λαγκαδά μπροστά από
τα έδρανα των κατηγορουμένων και το πυροβόλο σε περίοπτη θέση πλάι στους
στρατοδίκες.371

367
Ελληνικός Βορράς, 5 Μαρτίου 1948. Εις βάρος ενός από τους συλληφθέντες εμφανίστηκε ένας
συγχωριανός του, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι συμμετείχε στην γνωστή επίθεση του Λιτόχωρου,
φόνευσε δυο στρατιωτικούς και απήγαγε δυο κορίτσια τα οποία «αφού εβίασεν ακολούθως
έσφαξε».
368
ΔΣΑ, Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, αρ.απ. 69/1948.
369
ΔΣΑ, Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, αρ.απ. 70/1948. Σύμφωνα με έναν ταγματάρχη του
κυβερνητικού στρατού, και μάρτυρα κατηγορίας στο στρατοδικείο, η ενίσχυση του «καταπεπτωκότος
ηθικού των εντός της πόλης συμμοριτών» ήταν ένας από τους βασικούς σκοπούς της επιχείρησης.
370
Για τη «θλιβερή πομπή» των αιχμαλώτων στην Εγνατία οδό, βλ. Αναστασιάδης, ό.π., σελ. 236-241.
371
Ελληνικός Βορράς, 28 Φεβρουαρίου 1948.

88
Όπως αναμενόταν το κατηγορητήριο για τα 128 αιχμάλωτα μέλη του Δημοκρατικού
Στρατού ήταν βαρύ: «συνωμοσία, συμμετοχή εις ομάδας, προσβολή διά βίας των
αρχών, κατοχή πυρομαχικών και φόνος».372 Ως μάρτυρες κατηγορίας, πέρα από τους
στρατιωτικούς που συμμετείχαν στη μάχη, βρέθηκαν άνθρωποι των τοπικών
κρατικών μηχανισμών, όπως «ΜΑΥδες» και ενωμοτάρχες της χωροφυλακής, οι
οποίοι αντικατέστησαν τις παρακρατικές συμμορίες της ευρύτερης περιοχής,.373 H
χρησιμότητα όλων αυτών ήταν σημαντική στη στοιχειοθέτηση του κατηγορητηρίου,
αφενός διότι ήταν γνώστες της περιοχής και της τοπικής κοινωνίας κι αφετέρου
επιβεβαίωναν το αριστερό παρελθόν των κατηγορουμένων. Ειδικά αυτό το τελευταίο
μπορούσε να καταρρίψει το βασικό επιχείρημα αθωότητας των κατηγορουμένων,
δηλαδή τη βίαιη στρατολόγηση. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι στις καταθέσεις
αυτές κρύβονταν προσωπικές διαμάχες και αντιπάθειες, χρονολογημένες από την
Κατοχή και την περίοδο της τρομοκρατίας. Ήταν τέτοιο το μίσος κάποιες φορές που
δεν έλειψαν και οι υπερβολές, όπως στην κατάθεση ενός γεωργού «υπηρετών εις τα
Μ.Α.Υ.»,ο οποίος κατηγόρησε τρεις από τους αιχμαλώτους για τον φόνο «1600
αθώων πολιτών» και για λεηλασίες στο χωριό του.374

Στις απολογίες των κατηγορουμένων η βίαιη στρατολόγηση κατέστη μόνιμη επωδός,


και τις περισσότερες φορές η στιχομυθία με τον βασιλικό επίτροπο κατέληγε σε
αποκηρύξεις των «συμμοριών», καθώς και σε συκοφαντίες του Δημοκρατικού
Στρατού, που είχαν σχέση με βιασμούς και φόνους αμάχων. Επιπλέον, οι
κατηγορούμενοι δέχονταν πιεστικές ερωτήσεις προκειμένου να ομολογήσουν την
εμπλοκή των γειτονικών βαλκανικών κρατών στην επίθεση, τόσο στον στρατηγικό
σχεδιασμό όσο και στον ανεφοδιασμό με όπλα.375 H δημοσιοποίηση των ομολογιών
αυτών περί «σλαβικής συνωμοσίας», καθώς και των διάφορων αποκηρύξεων από τον
τοπικό φιλοκυβερνητικό Τύπο, είχε τεράστια ψυχολογική σημασία για την κοινωνία
της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο συμβαίνει και στα πρακτικά, καθώς, όπως επιβεβαιώνει
και η Κόφφα, σ’ αυτά καταγράφονταν μόνο ό,τι ενοχοποιούσε τον Δημοκρατικό
Στρατό και το ΚΚΕ.376 Έτσι, πολύ δύσκολα μπορούμε να έχουμε μια ξεκάθαρη
εικόνα της δίκης, η οποία υποθέτουμε ότι ήταν μια διαδικασία στυγνής
τρομοκράτησης απελπισμένων ανθρώπων και συστηματικής συκοφάντησης του
αντιπάλου.

Από τους 128 κατηγορούμενους, οι 52 καταδικάστηκαν σε θάνατο, 7 σε ισόβια, 8 σε


μικρότερες ποινές και 44 «απηλλάγησαν».377 Από τα ελάχιστα στοιχεία που μας
παρέχει ο τοπικός Τύπος διαπιστώνουμε ότι στην απαλλαγή ενός κατηγορούμενου
οδηγούσε η κατάθεση πιστοποιητικού από το αστυνομικό τμήμα με το οποίο
372
Στο ίδιο.
373
Βλ. για τις ένοπλες ομάδες της υπαίθρου στο Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 227-230.
374
Ελληνικός Βορράς, 29 Φεβρουαρίου 1948. Είναι γεγονός, επίσης, ότι σε μια τόσο ξεκάθαρη
υπόθεση, οι στρατοδίκες επέτρεψαν τις καταθέσεις από τυχάρπαστους μάρτυρες κατηγορίας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση ενός «αυθορμήτως» παρουσιασθέντος μάρτυρα,
«παραδοθείς συμμορίτης προ τριμήνου», ο οποίος κατέθεσε εις βάρος οκτώ συγχωριανών του.
375
Ελληνικός Βορράς, 7 Μαρτίου 1948.
376
Κόφφα, ό.π.
377
Ελληνικός Βορράς, 21 Μαρτίου 1948.

89
αναφερόταν «η βιαία στρατολογία», καθώς και το τεκμηριωμένο εθνικόφρον
παρελθόν.378 Σε άλλη περίπτωση ο ίδιος ο πρόεδρος του στρατοδικείου εμπλεκόταν
στη διαδικασία της πιστοποίησης του κοινωνικού φρονήματος των κατηγορουμένων
με, όχι και τόσο, αδιάσειστα στοιχεία:

«Ο κ. πρόεδρος δηλοί περί της κατηγορουμένης ταύτης ότι είναι δεδομένον ότι απήχθη
βιαίως και ότι είναι κόρη ελληνοπρεπούς πατρός».379

Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι στρατοδίκες, σε πείσμα της περιρρέουσας


ατμόσφαιρας, δεν δίστασαν να εκδώσουν αθωωτικές αποφάσεις, για ανήλικους
κατηγορούμενος, πάντα, βέβαια, με την απαραίτητη δήλωση μεταστροφής:

«Ο κατηγορούμενος Ν.Χ., 14 ετών, δηλοί εις το δικαστήριον "ότι αγαπά την


Ελλάδα"».380

H λειτουργία του Έκτακτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης σε συνθήκες εκτάκτου


ανάγκης είχε ως αποτέλεσμα τη μετατροπή ενός μηχανισμού απόδοσης δικαιοσύνης
σε στυλοβάτη καταστολής οποιαδήποτε κοινωνικής κινητοποίησης ενάντια στο
κράτος και σε θεσμοθετημένο φορέα τρομοκράτησης των κατοίκων της πόλης. Σε
τελική ανάλυση, το τοπικό στρατοδικείο χρησίμευσε στην αποτελεσματική θωράκιση
των μετόπισθεν, μιας ιδιαίτερα νευραλγικής περιοχής, του πολεμικού μετώπου της
κεντρικής Μακεδονίας. Τέθηκε επικεφαλής, δηλαδή, στην επιβολή της κρατικής
καταστολής, με τον νομιμοποιητικό μανδύα της έννομης επικύρωσης, συμβάλλοντας
στη σταδιακή αποδόμηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, που θεωρούνταν απειλή
για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τέλος, στις αίθουσες του Έκτακτου Στρατοδικείου
Θεσσαλονίκης εδραιώθηκε χιλιάδες φορές μια από τις κύριες και ζωτικές αρχές της
εθνικοφροσύνης, σύμφωνα με την οποία ο πολιτικός αντίπαλος πρέπει να στέκεται
απέναντι στη δικαιοσύνη ως «αντεθνικό στοιχείο» και «σατανικός μισθοφόρος» των
Σλάβων. Ήταν αυτή η «αντεθνική» αναπαράσταση των κατηγορουμένων που
χρησίμευσε στο να βιομηχανοποιηθούν οι θανατικές καταδίκες και να αναδειχτεί το
«εθνοσωτήριο» έργο του στρατοδικείου από τις φυλλάδες του τοπικού Τύπου.

378
Ελληνικός Βορράς, 7 και 11 Μαρτίου 1948. Οι περιπτώσεις των γυναικών αποτέλεσαν ιδιαίτερη
περίπτωση καθώς αυτές μπορούσαν να απαλλαγούν, αν αποδείκνυαν ότι έπεσαν θύμα βιασμού από
τον Δημοκρατικό Στρατό. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτό το στρατοδικείο διέταξε εξέταση των
κατηγορουμένων γυναικών από ειδικό ιατροδικαστή. H περίπτωση της Μ.Π., η οποία αρνήθηκε «το
κύρος της ιατροδικαστικής εξέτασης», ήταν μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που αρνήθηκαν να
προβούν σε συκοφάντηση του Δημοκρατικού Στρατού και δημοσιεύτηκαν στον Τύπο. Ελληνικός
Βορράς, 16 Μαρτίου 1948.
379
Ελληνικός Βορράς, 11 Μαρτίου 1948.
380
Ελληνικός Βορράς, 16 Μαρτίου 1948. Ακόμα κι αυτές οι αθωώσεις χρησίμευαν ως εργαλείο
προπαγάνδας του κρατικού μηχανισμού. Μέσω αμφίβολης ποιότητας, στοιχείων σχετικά με το πώς
«εχρησιμοποιούντο τα ανήλικα παιδιά» από τον Δημοκρατικό Στρατό, προσπαθούσαν να
προκαλέσουν τη συγκινησιακή φόρτιση της, ευάλωτης σε τέτοια θέματα, τοπικής κοινωνίας.

90
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Με την εργασία αυτή έγινε μια προσπάθεια καταγραφής των κατασταλτικών


πρακτικών του ελληνικού κράτους στην πόλη της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο
του εμφυλίου. H τοπική ανασυγκρότηση του αστικού κράτους και η ανασύσταση του
αστικού κόσμου της μακεδονικής πρωτεύουσας θεμελιώθηκαν πάνω στα διασωθέντα
απομεινάρια του προπολεμικού καθεστώτος. Όπως και στον Μεσοπόλεμο, έτσι και
στην υπό εξέταση περίοδο οι κατασταλτικές πρακτικές του κράτους αποτέλεσαν
οργανικό κομμάτι της εκπεφρασμένης αποφασιστικότητας των τοπικών ελίτ για τη
διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας τους, πάντα στο πλαίσιο της
αντικομουνιστικής πάλης.

Αρχικά, τα ακαθόριστα χαρακτηριστικά του ταξικού αντιπάλου φαίνεται να εξηγούν


τη βιαιότητα μιας τυφλής τρομοκρατίας γαλουχημένης στα αντικομουνιστικά μπλόκα
της Κατοχής. Κάθε κοινωνική εκδήλωση προερχόμενη από τον κόσμο της
Αντίστασης βρέθηκε στο στόχαστρο. Τα δημοφιλή στην περιοχή έντυπα της
Αριστεράς και τα χειραφετημένα εργατικά σωματεία δέχτηκαν το αμείλικτο χτύπημα,
τόσο από τους τοπικούς «κυνηγούς κεφαλών» όσο και από τους επαγγελματίες της
κρατικής καταστολής. Μπορούμε να πούμε ότι στην προχειρότητα και στην
αγριότητα των κατασταλτικών πρακτικών αντανακλάται ο διάχυτος πανικός των
κυρίαρχων ελίτ μπροστά στη ριζική ανατροπή του προπολεμικού και κατοχικού
γίγνεσθαι. Σταδιακά, ωστόσο, οι φόνοι και οι ξυλοδαρμοί στους δρόμους της πόλης
έδωσαν τη θέση τους σε μια καταστολή συγκροτημένη στα έννομα ερείσματα του Γ΄
Ψηφίσματος. Είναι η εποχή της λογοκρισίας, των απαγορεύσεων, της διάλυσης, του
εγκλεισμού και της εξορίας. Έτσι, μέσω της θεσμοποίησης της «ερασιτεχνικής
τρομοκρατίας» δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες συνθήκες για την επιστροφή στην
τοπική «κανονικότητα» και καλλιεργήθηκε ένα προσφορότερο κλίμα για την
εφαρμογή των πλέον αυταρχικών μεθόδων, που θα οδηγούσαν με τη σειρά τους στο
θεσμικό αποκλεισμό της τοπικής Αριστεράς.

Στη συνέχεια, η κλιμάκωση των στρατιωτικών συγκρούσεων είχε ως αποτέλεσμα τον


βίαιο μετασχηματισμό του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης. H λειτουργία του
δημόσιου χώρου έγινε αντικείμενο στρατιωτικής διαχείρισης, καθώς λαϊκές
συνοικίες, όπως η Καλαμαριά και η Τούμπα, μετατράπηκαν σε πεδία παρατεταμένων
αστυνομικό-στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, το επιχειρησιακό πλαίσιο της
καταστολής κατέλαβε προνομιακή θέση στην ατζέντα των τοπικών φορέων εξουσίας,
οι οποίοι συνεισέφεραν υλικά και ηθικά στη μονιμοποίηση της αστυνομικής
παρουσίας σε κάθε πτυχή της αστικής τοπογραφίας. Στη Θεσσαλονίκη του εμφυλίου,
το καθεστώς έκτακτης ανάγκης δεν αποκρυσταλλώθηκε μόνο στο θεσμικό πλαίσιο
της «αντί-εξέγερσης» αλλά ενεργοποιήθηκε μέσα από μια σειρά υλικών και χωρικών
εφαρμογών.

Οι όποιες ρήξεις, πάνω σ’ αυτό το προσεκτικά σχεδιασμένο αντιεξεγερτικό


περιβάλλον, ήταν το αποτέλεσμα ενός ανορθόδοξου πολέμου, κατάλληλου για τις
συγκρούσεις της υπαίθρου κι όχι για την πολύ πιο σύνθετη αστική μορφολογία.

91
Ειδικά όταν καμία από τις μικρές ομάδες κρούσης, που έδρασαν σε διάφορες
περιοχές της πόλης, δεν συντόνισε τις επιθέσεις της με κάποιο αξιοσημείωτο χτύπημα
του Δημοκρατικού Στρατού. Άλλωστε, ακόμα και οι δυο βομβαρδισμοί της
Θεσσαλονίκης δεν κατάφεραν να κινητοποιήσουν τις εναπομείνασες δυνάμεις της
Αριστεράς, καθώς τα δικαστικά εργαλεία της καταστολής του εσωτερικού εχθρού
είχαν φροντίσει για την εξασφάλιση απρόσκοπτων και ταχύτατων κινήσεων του
στρατού στις έσχατες γραμμές του εξωτερικού μετώπου. Τα υπόλοιπα ανατέθηκαν
στις στρατιωτικοποιημένες δυνάμεις της τοπικής αστυνομίας, η οποία πολλές φορές
ξεπερνούσε τα όρια των επιχειρησιακών της αρμοδιοτήτων, όπως προέβλεπε το
καθεστώς έκτακτης ανάγκης της περιόδου.

Την χαρτογράφηση των εμφανών σημείων κάθε ανατρεπτικής δραστηριότητας


ακολούθησαν ο εντοπισμός και η εξάρθρωση των παράνομων δικτύων της
Αριστεράς. Το χτύπημα στους αεροπόρους και η σχετικά πετυχημένη δράση της
Στενής Αυτοάμυνας, έδειξαν στις τοπικές διωκτικές αρχές ότι η ανοικτή καταστολή
της ημιπαράνομης περιόδου δεν αρκούσε για την ολοκληρωτική αναχαίτιση του
κοινωνικού κινήματος της Θεσσαλονίκης. H επακόλουθη αναβάθμιση των
μηχανισμών υπηρεσιών Ασφαλείας, μέσω του συντονισμού ενός πολύμορφου
πληροφοριακού δικτύου, συνέβαλε πολύ γρήγορα στην αποτελεσματικότητα της
κρατικής καταστολής. Αν και δεν μπορούμε να μιλάμε για σύσταση μηχανισμών
παρόμοιων με άλλων δυτικών κρατών, εντούτοις στον Εμφύλιο αξιοποιήθηκε η
συσσωρευμένη πείρα από την εποχή των χαφιέδων του μεταξικού καθεστώτος, ιδίως
στην τεχνογνωσία της διείσδυσης στα ενδότερα των παράνομων οργανώσεων.
Καταλυτικός παράγοντας, βέβαια, των παραπάνω εξελίξεων αποτέλεσε η
αποφασιστικότητα του συνόλου των κατασταλτικών υπηρεσιών, οι οποίες κατέφυγαν
σε ευρεία χρήση αντικομουνιστικών πρακτικών εξαιτίας, τόσο των έκτακτων
περιστάσεων, όσο και των επιδιώξεων για αποκόμιση γοήτρου εντός της νέας
διαμορφωθείσας κατάστασης.

Το καθεστώς της έκτακτης ανάγκης δεν συγκροτήθηκε μόνο στους δημόσιους χώρους
όπου επιβλήθηκε ανοιχτά η κρατική καταστολή, αλλά εκδηλώθηκε μέσω σύνθετων
διεργασιών στο πεδίο της κρατικής γραφειοκρατίας. H τοπική γραφειοκρατία της
δημοτικής και νομαρχιακής αρχής, υπό το βάρος των έκτακτων συνθηκών του
πολέμου, επέλεξε πολύ γρήγορα τη θέση της στη διαγραφόμενη σύγκρουση.
Επιτροπές νομιμοφροσύνης, πιστοποιητικά υγειών κοινωνικών φρονημάτων και ένα
πολυσύνθετο δίκτυο κοινωνικού ελέγχου στάθηκαν οι σπουδαιότεροι παράγοντες
κανονικοποίησης του αυταρχισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πλάι σ’ αυτήν
αναδείχτηκε η νέα ελίτ της πόλης, η οποία με τη σύσταση εθνικοφρόνων επιτροπών
στήριξε τις προσπάθειες της κρατικής αρχής στον εθνικό αγώνα ενάντια στην
«ξενοκίνητη κομμουνιστική ανταρσία». H διάχυση, τέλος, των πρακτικών
εκφοβισμού και ενοχοποίησης σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου ανάγκασε
ένα μεγάλο αριθμό κατοίκων να απαρνηθούν το παρελθόν τους και την προσωπική
τους ταυτότητα. Έτσι, η σταδιακή αστικοποίηση της εθνικοφροσύνης εξοικείωσε τον

92
τοπικό πληθυσμό με τις χωρικές αποτυπώσεις της έκτακτης ανάγκης και
επανανοηματοδότησε τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η αστική καθημερινότητα.

Αναπόσπαστο κομμάτι της κρατικής καταστολής στη Θεσσαλονίκη του εμφυλίου


αποτέλεσε η λειτουργία του Έκτακτου Στρατοδικείου. Αρχικά, χρησίμευσε στη
νομιμοποίηση της τρομοκρατίας ενάντια στις τοπικές δυνάμεις της Αριστεράς που
ξεπερνούσαν τα στενά γεωγραφικά όρια της πόλης. Στη συνέχεια, πλαισίωσε τις
εντατικές προσπάθειες καταστολής και εκφοβισμού των κατοίκων της Θεσσαλονίκης,
ειδικότερα όταν προσδιορίστηκε η ταυτότητα του εσωτερικού εχθρού. Οι αίθουσες
του στρατοδικείου αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο για την ποινικοποίηση της
πολιτικής ιδέας και την απόδοση συλλογικών ευθυνών. Ιδιαίτερα η αντεθνική
αναπαράσταση των κατηγορουμένων, πέρα της «σωματικής» της εφαρμογής στους
τόπους εγκλεισμού και στα εκτελεστικά αποσπάσματα του Γεντί Κουλέ, παγίωσε τις
διαχωριστικές γραμμές στο κοινωνικό σώμα της πόλης, που είχαν ανάγκη οι τοπικοί
φορείς της εθνικοφροσύνης.

H σύντομη επισκόπηση της κρατικής καταστολής στη Θεσσαλονίκη του εμφυλίου


που επιχειρήσαμε στις παραπάνω σελίδες της παρούσας εργασίας, έθεσε τα
ερωτήματα, μιας πολύμορφης κοινότητας συγγραφέων, στις ιστορικές τους
διαστάσεις. Συγκεκριμένα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εμφυλιακής
Θεσσαλονίκης έχουν ερμηνευτεί, στη βάση σαρωτικών ορισμών και απλοϊκών
συλλογισμών. Έτσι, ιστορικά γεγονότα καλύπτονται από ένα λογοτεχνικό
μυστικισμό, ανάγονται σε μεταφυσικά αίτια και περιστρέφονται γύρω από μια
ακατάσχετη «πτωματολογία». Αντίθετα, η γνώση της λειτουργίας των κατασταλτικών
μηχανισμών κατά τον εμφύλιο και η συνθετική προσέγγιση της περιόδου μπορούν να
ερμηνεύσουν πολλές εκφάνσεις ενός τραυματικού παρελθόντος, και να συμβάλουν
ώστε τα τραύματα αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο ιστορικής ανάλυσης και
αναστοχαστικού λόγου.

Από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τον εμφύλιο, η σκληρή καταστολή, στις διάφορες
ιστορικές της μορφές, αποτέλεσε το μοναδικό εχέγγυο για την ομαλή λειτουργία ενός
ταξικά συγκροτημένου αστικού περιβάλλοντος. Οι κρατικές αρχές, στο όνομα της
ασφάλειας, μετέτρεπαν την έκτακτη ανάγκη σε μόνιμο τρόπο διακυβέρνησης, σ’ έναν
«τοπικό κανόνα» ο οποίος διασφάλιζε την κυριαρχία τους. Και στον εμφύλιο
επιστρατεύτηκαν οι ίδιες πρακτικές για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της
Θεσσαλονίκης, από παραδοσιακούς και νέους υποστηρικτές του αστικού
καθεστώτος. Καθετί δηλαδή που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στις διαδικασίες της
«κοινωνικής ειρήνευσης» έπρεπε να αντιμετωπίσει την αμείλικτη βία του κράτους και
των μηχανισμών του, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο το καθεστώς έκτακτης
ανάγκης ως το ενδεδειγμένο εργαλείο για την καλύτερη αντιμετώπιση του
εσωτερικού πολέμου.

Επίσης, στο πλαίσιο του προηγούμενου συλλογισμού μπορούμε να εξηγήσουμε την


αποτελεσματικότητα της κατασταλτικής τεχνογνωσίας που παράχθηκε στο αστικό
περιβάλλον της Θεσσαλονίκης στον εμφύλιο, σε σχέση με την αδυναμία που

93
συνάντησαν οι κατοχικοί μηχανισμοί της έκτακτης ανάγκης για την κατάπνιξη του
αντιστασιακού κινήματος. Στην Κατοχή, η καταστολή των γερμανικών δυνάμεων και
των ντόπιων συνεργατών δεν έτυχε ευρείας αποδοχής από το μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού, αφού απουσίαζε ένα σύνολο απαραίτητων προϋποθέσεων για την
εξοικείωση της τοπικής κοινωνίας με τις έκτακτες μορφές της ναζιστικής εξουσίας.
Αντίθετα, η έκτακτη ανάγκη του εμφυλίου εκδηλώθηκε και ως αποτέλεσμα της
ταυτόχρονης ανάδυσης της κυρίαρχης ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης, οι συνεχείς
διατυπώσεις της οποίας στη δημόσια σφαίρα έγιναν μέρος της ίδιας της
καταστολής.381 Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η αστική εμπειρία κατά την τριετία του
εμφυλίου μετατοπίστηκε από το πεδίο των ταξικών και πολιτικών αγώνων στο πεδίο
των στρατιωτικών επιχειρήσεων, εντός και εκτός του αστικού χώρου, στο πλευρό της
εθνικόφρονης παράταξης, διευκολύνοντας την τελευταία και τους μηχανισμούς της
στον διεξαγόμενο πόλεμο ενάντια σε ένα μέρος του πληθυσμού της πόλης που ήταν
αποκλεισμένο, τόσο σε χωρικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Φυσικά, πέρα από την εδραιωμένη νομιμοποίηση που παρείχαν στην κρατική
καταστολή οι κοινωνικές προεκτάσεις της εθνικοφροσύνης, δεν πρέπει να
υποτιμήσουμε και άλλους παράγοντες. Όπως για παράδειγμα την ξένη οικονομική
βοήθεια και την καταλήστευση των εβραϊκών περιουσιών, που άμβλυναν τις ταξικές
συγκρούσεις στη Θεσσαλονίκη και διευκόλυναν παράλληλα το κατασταλτικό έργο
των τοπικών αρχών. Οι κοινωνικές διαστάσεις της κρατικής καταστολής δεν έχουν
μπει στο πλαίσιο που έθεσε η εργασία, καθώς κάτι τέτοιο θα ξεπερνούσε τα
καθορισμένα όρια μιας μεταπτυχιακής μελέτης. Μπορούν, ωστόσο, να αποτελέσουν
ένα γόνιμο έδαφος για περαιτέρω έρευνα και να εμπλουτίσουν την παρούσα
ερευνητική υπόθεση.

381
Για την αποτελεσματικότητα και την καθολικότητα των δημόσιων τελετών της τοπικής
εθνικοφροσύνης στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, βλ. Αναστασία Καρακασίδου, «Πρωτόκολλο και
θέαμα: Εθνικοί εορτασμοί στη Βόρεια Ελλάδα» στο Μετά τον Πόλεμο. H ανασυγκρότηση της
οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, επιμ. Mark Mazower, μτφρ.
Ειρήνη Θεοφυλακτοπούλου, Αθήνα 2003, 243-267.

94
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Αδημοσίευτες αρχειακές πηγές

Αρχείο Δημοτικών Συμβουλίων Δήμου Θεσσαλονίκης (Βιβλία Αποφάσεων και


Τακτικών Συνεδριάσεων)
Γενικό Επιτελείου Στρατού-Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών (ΔΣΑ), Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας/ΓΔΒΕ
Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης
Foreign Office Archives (FO), Public Record Office

2. Δημοσιευμένες αρχειακές πηγές

Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου,


(1944-1949), τ. Α- Β, Αθήνα 1998.
Ζέκεντορφ Μάρτιν, H Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα
γερμανικά Αρχεία, μτφρ. Θανάσης Γεωργίου, Αθήνα 1991.
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Επίσημα κείμενα (1945-1949), τ. 6, Αθήνα 1987.
Πετρίδης Παύλος (επιμ.), Στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου. Σπάνια ντοκουμέντα του
Ε.Α.Μ (1944-1947), Αθήνα 1998.
Πολιτικός συνασπισμός των κομμάτων του ΕΑΜ, Λευκή Βίβλος. Παραβάσεις της
Βάρκιζας (Φλεβάρης-Ιούνης 1945), Αθήνα 1945.

3. Εφημερίδες

Αγωνιστής
Ανεξαρτησία
Ελευθερία
Ελληνικός Βορράς
Ενότητα
Λαϊκή Φωνή
Μακεδονία
Νέα Αλήθεια

95
Νέα Ευρώπη-Απογευματινή (Κοινή Έκδοσις)
Οδηγητής
Ο Εργαζόμενος Κόσμος
Ριζοσπάστης
Συμφιλιωτής

4. Μαρτυρίες

Ανδρέαδης Γεώργιος, Καλαμαριά μου αξέχαστη, Θεσσαλονίκη 1994.


Βαφειάδης Μάρκος, Απομνημονεύματα 1940-1944, τ. Β’, Αθήνα 1985.
Βαφόπουλος Γιώργος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τ. Β΄ (H ανάσταση), Αθήνα 1971.
`Δροσάκη Ελευθερία, Εν Θεσσαλονίκη… από τον πόλεμο, την κατοχή και την
αντίσταση, Αθήνα 1985.
Ζεύγου Καίτη, Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα, Αθήνα 1980.
Ιωάννου Γιώργος, H μόνη κληρονομιά, Αθήνα 1982.
Ιωάννου Γιώργος, H πρωτεύουσα των προσφύγων. Πεζογραφήματα, Αθήνα 1984.
Λογοθετόπουλος Κωνσταντίνος, Ιδού η αλήθεια, Αθήνα 1948.
Μίσσιος Χρόνης, …καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Αθήνα 1985.
Μιχαηλίδης Νίκος, «Φυλακές Επταπυργίου (Γεντή Κουλέ)», στο Οι μισοί στα σίδερα,
επιμ. Βαρδή Β. Βαρδινογιάννη-Παναγιώτη Γ. Αρώνη, Αθήνα 1996.
Μόδης Γεώργιος, Τέσσαρες δίκες στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα χ.χ.
Παναγιωτίδης Γιάννης, H πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη
Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2007.
Πασχαλούδης Κώστας, Από δω και πέρα θα είσαι ο Νίκος, Θεσσαλονίκη 2013.
Πετρόπουλος Hλίας, Πτώματα, πτώματα, πτώματα…, Αθήνα 1990.
Σεφιχά Λ. Ανδρέας, Αναμνήσεις μιας ζωής και ενός κόσμου, Θεσσαλονίκη 2010.
Ταμτάκος Γιάννης, Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα, Θεσσαλονίκη
2004.
Τζένας Νίκος, «Φυλακές Επταπυργίου (Γεντή Κουλέ)», στο Οι μισοί στα σίδερα,
επιμ. Βαρδή Β. Βαρδινογιάννη-Παναγιώτη Γ. Αρώνη, Αθήνα 1996.
Τσανικλίδης Κώστας, «Κρουαζιέρα…» στις ελληνικές φυλακές 1945-1960,
Θεσσαλονίκη 1994.
Φαρσακίδης Γιώργος, Αναζητώντας την Ιθάκη. Πορεία ζωής, Αθήνα 2013.

96
Χριστιανόπουλος Ντίνος, Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν… αυτοβιογραφικά κείμενα,
Θεσσαλονίκη 1999.
Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος, H Κατοχή εν Μακεδονία. H δράσις της βουλγαρικής
προπαγάνδας 1943-1944, τ. Β’, τχ. Β’, Θεσσαλονίκη 1950.
Χρυσοχόου Ι. Αθανάσιος, H Κατοχή εν Μακεδονία. H δράσις του Κ.Κ.Ε., τ. Α’,
Θεσσαλονίκη 1949.

5. Μελέτες και άρθρα

Agamben Giorgio, Κατάσταση Εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την


εξαίρεση σε κανόνα, μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, Αθήνα 2007.
Αλιβιζάτος Νίκος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής
εμπειρίας, μτφρ. Βενετία Σταυροπούλου, Αθήνα 1983.
Αλιβιζάτος Νίκος., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-
2010, Αθήνα 2011.
Αναστασιάδης Γιώργος, Το παλίμψηστο του αίματος. Πολιτικές δολοφονίες και
εκτελέσεις στη Θεσσαλονίκη (1913-1968), Θεσσαλονίκη 2010.
Αρχείον της Χωροφυλακής, «Υπόθεσις Ο.Π.Λ.Α», στο Επιθεωρησις Χωροφυλακής, τ.
3
Αρχιμανδρίτης Ν., «H Αστυνομία πόλεων κατά την περίοδο του
κομμουνιστοσυμμοριτισμού», στο Αστυνομικά Χρονικά, τ. 145.
Βενιανάκης Ανδρέας, Δάγκουλας, ο «δράκος» της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην
ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας επί Κατοχής (1941-1944), Θεσσαλονίκη 2016.
Βόγλης Πολυμέρης, H αδύνατη Επανάσταση. H κοινωνική δυναμική του εμφυλίου
πολέμου, Αθήνα 2014.
Βόγλης Πολυμέρης, H εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί
κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο, Αθήνα 2002.
Βόγλης Πολυμέρης, «Το τραύμα της φυλακής», στο Μνήμες Επταπυργίου. H
περίπτωση του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, επιμ. Χρήστος Μουχάγιερ,
Θεσσαλονίκη 2005.
Γούναρης Βασίλης, Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και άλλες
όψεις του αντικομμουνισμού στη Μακεδονία του Εμφυλίου Πολέμου (1945-1949),
Θεσσαλονίκη 2005.
Δάγκας Αλέξανδρος, Ο χαφιές. Το κράτος κατά του κομμουνισμού. Συλλογή
πληροφοριών από τις υπηρεσίες Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, 1927, Αθήνα 1995.
Δασκαλάκης Απόστολος, Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950, τ. Α-Β, Αθήνα
1973.

97
Δορδανάς Ν. Στράτος - Καλογριάς Βάϊος, «H πρωτεύουσα του Βορρά: πολιτικές και
κοινωνικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ʻ40» στο Θεσσαλονίκη.
Επιστημονική επετηρίδα του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκη του Δήμου Θεσσαλονίκης,
τ. 7, Θεσσαλονίκη 2008.
Δρουμπουκή Άννα Μαρία - Χανδρινός Ιάσονας, H Θεσσαλονίκη κατά τη Γερμανική
Κατοχή. Συλλογή Φωτογραφιών Βύρωνα Μήτου, Αθήνα 2014.
Ελεφάντης Άγγελος, «Απ’ την εθνική έξαρση στο περιθώριο» στο Ο Πολίτης 120,
(1992).
Ελεφάντης Άγγελος, «Εθνικοφροσύνη: η ιδεολογία του τρόμου και της
ενοχοποίησης», στο H ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο
(1945-1967): 4ο Επιστημονικό Συνέδριο (του ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα), Πάντειο
Πανεπιστήμιο, τ. Α’.
Ελεφάντης Άγγελος, «Οι άνθρωποι της ένοπλης βίας», στο Σύγχρονοι μηχανισμοί
βίας και καταπίεσης. Επιστημονικό συμπόσιο (Μάρτιος 2005), Αθήνα 2006.
Hλιού Φίλιππος, «Οι βιωμένες ιστορίες και η ιστοριογραφική προσέγγιση» στο
Ιστορικό Τοπίο και Ιστορική Μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου. Πρακτικά
επιστημονικής συνάντησης, Αθήνα 2000.
Θέος Κώστας, Τα ελληνικά συνδικάτα στην πάλη ενάντια στο φασισμό και για την
ανεξαρτησία τους, Αθήνα 1947.
Καβάλα Μαρία, H Θεσσαλονίκη στη γερμανική κατοχή (1941-1944). Κοινωνία,
οικονομία, διωγμός Εβραίων, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας
και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2009.
Καναβούρα Βαλασία, Οι θανατικές καταδίκες στην Ελλάδα. Τιμωρία,
παραδειγματισμός και δημόσιες τελετές, Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2011.
Κανδυλάκης Μανώλης, Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης. Από τον πόλεμο στη
δικτατορία (1941-1967), Θεσσαλονίκη 2008.
Καρακασίδου Αναστασία, «Πρωτόκολλο και θέαμα: Εθνικοί εορτασμοί στη Βόρεια
Ελλάδα» στο Μετά τον Πόλεμο. H ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του
κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, επιμ. Mark Mazower, μτφρ. Ειρήνη
Θεοφυλακτοπούλου, Αθήνα 2003.
Κατηφόρης Γιώργος, H Νομοθεσία των Βαρβάρων (Δοκίμια), Αθήνα 1975.
Κατσορίδας Α. Δημήτρης, «Φεντερασιόν και Μάης του ʻ36: Δυο βασικοί ιστορικοί
σταθμοί της πόλης της Θεσσαλονίκης ως παράδειγμα για ένα νέο εργατικό-
συνδικαλιστικό κίνημα σήμερα», στο Θεσσαλονίκη: Μια πόλη σε μετάβαση, 1912-
2012, επιμ. Δημήτρης Καιρίδης, Θεσσαλονίκη 2015.
Κουζινόπουλος Σπύρος, Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ού
αιώνα, Θεσσαλονίκη 2013.
Κουζινόπουλος Σπύρος, «Ο παράνομος Τύπος. Εφημερίδες που εκδόθηκαν και
κυκλοφόρησαν με κινδύνους στα χρόνια της Κατοχής», στο Αφιέρωμα. Ιστορία του

98
Τύπου της Θεσσαλονίκης. Από την έκδοση του Ερμή ως τις σύγχρονες εφημερίδες, επιμ.
Θάλεια Ιωαννίδη, Καθημερινή. Επτά ημέρες (Φεβρουάριος 1995).
Κουκουλές Φ. Γιώργος, Αναδρομή σ’ ένα αμφιλεγόμενο παρελθόν», στο Το Ελληνικό
Συνδικαλιστικό Κίνημα στο Τέλος του 20ού Αιώνα, επιμ. Κούλα Κασιμάτη, Αθήνα
1997.
Κουκουλές Φ. Γιώργος, Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι ξένες επεμβάσεις
(1944-1948), Αθήνα 1995.
Κούνδουρος Ρούσσος, H ασφάλεια του καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις
και τάξεις στην Ελλάδα 1924-1974, Αθήνα 1978.
Κόφφα Δόμνα, «H λειτουργία των Έκτακτων Στρατοδικείων του Εμφυλίου: η
περίπτωση της Θεσσαλονίκης», εισήγηση στο Διαστάσεις του ελληνικού Εμφυλίου
Πολέμου 1946-1949, πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών τμήματος Πολιτικής
Επιστήμης και Ιστορίας. Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δεκέμβριος 2016.
Λαμπροπούλου Δήμητρα, Γράφοντας από τη φυλακή. Όψεις της υποκειμενικότητας
των πολιτικών κρατουμένων 1947-1960, Αθήνα 1999.
Λιναρδάτος Σπύρος, Πως εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Αθήνα 1988.
Λούκος Χρήστος, «Μικρές και μεγάλες πόλεις», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου
αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ, τ. Β’, Μέρος 1ο,
Αθήνα 2002.
Μαραντζίδης Α.Νίκος, «Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη 1941-
1983», στο Το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης. H ιστορική
φυσιογνωμία του, επιμ. Γιώργος Αναστασιάδης, Θεσσαλονίκη 1997
Μαργαρίτης Γιώργος, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τ. Α-Β,
Αθήνα 2001.
Μαρκαντωνάτου Β.Μαρία, Το κράτος και το μονοπώλιο της βίας. Θεωρήσεις και
μεταβολές, Αθήνα 2009.
Μιχιώτης Σ. Νικόλαος, Τα Έκτακτα Στρατοδικεία της περιόδου 1946-1960. Εν
ονόματι του Βασιλέως…, Αθήνα 2007.
Μούρτου-Παραδεισοπούλου Μαρία, Μεταξύ κανόνα και εξαίρεσης: Το Δίκαιο στον
Σμιτ της Βαϊμάρης, Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο,
Αθήνα 2018.
Μπακογιάννης Γ. Μιχάλης,«Ο Τύπος της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη 1944-1974»,
στο Αρχειοτάξειο 14 (2012).
Νίγδελης Κωνσταντίνος, Επταπύργιο-Γεντί Κουλέ. Πορεία στο χρόνο…,
Θεσσαλονίκη, χ.χ.
Παπαναστασίου Νίκος - Φλάισερ Χάγκεν, Το «οργανωμένο χάος». H γερμανική
κατοχική διοίκηση στην Ελλάδα», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Β’
Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή-Αντίσταση 1940-1945, επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ-
Προκόπης Παπαστράτης, τ. Γ’, Μέρος 1ο, Αθήνα 2007.

99
Παπαστράτης Προκόπης, «H εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών στην Ελλάδα τις
παραμονές του εμφυλίου πολέμου», στο Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945-1949,
(επιμ.) Lars Baerentzen, Γιάννης Ιατρίδης, Ole L. Smith, Αθήνα 1992.
Πετρόπουλος Hλίας, «Ο Νίκος Μουσχουντής», στο Ιατρικά Θέματα, τ. 49.
Richter Ηeinz, H επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα. Από τη Βάρκιζα στον Εμφύλιο
Πόλεμο. Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1946, μτφρ. Περικλής Βαλλιάνος-Γιώργος
Γιάνναρης, Αθήνα 1997.
Ριζοσπάστης, H τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1946-1949),
Αθήνα 2008.
Σερέφας Σάκης, Πτώματα και φαντάσματα στη Θεσσαλονίκη του εμφυλίου, Αθήνα
1998.
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, «H αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος», στο
Προβλήματα της απόπειρας στο ποινικό δίκαιο, Πρακτικά Α΄ Επιστημονικής
Συνάντησης των Τομέων Ποινικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και
Κομοτηνής, Θεσσαλονίκη 1994.
Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, H ελληνική τραγωδία. Από την απελευθέρωση ως τους
συνταγματάρχες, μτφρ. Κ. Ιορδανίδη, Αθήνα 1981.
Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, «Πόλεμοι και κυριαρχία στη νέα χιλιετία» στο Ελληνική
Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης 24:1, (2004).
Fanon Frantz, Της γης οι κολασμένοι, μτφρ. Αγγέλα Αρτέμη, Αθήνα 1982.
Φουντανόπουλος Κώστας, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη 1908-1936.
Ηθική, οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα 2005.
Φραδέλλος Κώστας, «Κατοχικές κυβερνήσεις και Έθνος. Άξονες και μεταβολές του
κυβερνητικού λόγου κατά τη διάρκεια της Κατοχής», στο Ιστορία της Ελλάδας του
20ου αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ-Προκόπης
Παπαστράτης τ. Γ’, Μέρος 2ο, Αθήνα 2002.
Χανδρινός Ιάσονας, Πόλεις σε πόλεμο. Ευρωπαϊκά αστικά κέντρα στη ναζιστική
κατοχή 1939-1945, Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών, Αθήνα 2015.
Χαστάογλου Βίλμα, «Προσφυγική εγκατάσταση και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί
της Θεσσαλονίκης, 1922-1930», στο H μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. H
εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940). Πρακτικά ημερίδας, επιμ. Ελένη
Ιωαννίδου, Θεσσαλονίκη 2010.

100
6. Ξενόγλωσσοι τίτλοι

Ashworth Gregory John, War and the city, Νέα Υόρκη 1991.
DeMeritt R.Jacqueline H., «The Strategic Use of State Repression and Political
Violenece», στο Oxford Research Encyclopedia of Politcs, online publication day:
October 2016.
Eiland Howard - Jennings W. Michael, Walter Benjamin. Selected writings (1938-
1940), τ.Δ’, Λονδίνο χ.χ.
Graham Stephen, Cities under siege. The new military urbanism, Νέα Υόρκη 2011.
Hussain Nasser, The Jurisprudence of Emergency. Colonialism and the Rule of Law,
University of Michigan 2003.
Jablonsky David, «The state of the National Security State», Parameters 32:4, (2002-
2003).
Kheng Cheah Boon, «The Communist insurgency in Malaysia, 1948-1960: contesting
the nation-state and social change», στο New Zealand Journal of Asian Studies 11:1,
(2009).
Knox Paul - Pinch Steven, Urban Social Geography. An introduction, Εδιμβούργο
2010.
Scheppele Kim Lane, «Law in a Time of Emergency: States of Exception and the
Temptations of 9/11», International Journal of Constitutional Law 6:5, (2004).
Smothers Franc, McNeil William Hardy, McNeil Elizabeth Darbishire, Report on the
Greeks. Findings of a twentieth century fund team which surveyed conditions in
Greece in 1947, Νέα Υόρκη 1948.

101

You might also like