Professional Documents
Culture Documents
ΙΝΕ 101.15-16 PDF
ΙΝΕ 101.15-16 PDF
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Κ. ΜΑΝΤΑ
ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
β΄ απάντηση: Μετά την Άλωση [Toynbee: εναλλακτικά, μετά το 1461, Άλωση της Αυτοκρατορίας
της Τραπεζούντας. Η περίοδος από το 1182 υπήρξε μεταβατική μεταξύ της βυζαντινής και της
νεότερης εποχής, στην οποία κατηγορηματικά ανήκει η Τουρκοκρατία]. Ως τους τελευταίους
αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εξελίσσεται η μεγάλη διεύρυνση του περιεχομένου της
ελληνικής οντότητας, όταν η αυτοκρατορία αρχίζει να αλλάζει ποιότητα και να μεταλλάσσει τον
οικουμενικό χαρακτήρα της σε χαρακτήρα εθνικό και πλέον νεοελληνικό: το 1453 καταλύεται μια
ηγεμονία που είχε αρχίσει να αυτοκαθορίζεται και ως ελληνική [Σπ. Ασδραχάς].
Συμπίπτει χρονικά με το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την έναρξη της νέας
εποχής στη δυτική Ευρώπη (υπερπόντιες και επιστημονικές ανακαλύψεις, αναγέννηση
γραμμάτων και τεχνών).
γ΄ απάντηση: Οι Έλληνες, τόσο των παραδοσιακών ελληνικών χωρών όσο και της διασποράς
εισήλθαν στη νέα εποχή την περίοδο του ώριμου Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της κίνησης
για την απελευθέρωση, δηλαδή από τα τέλη του 18ου αι. ως την Επανάσταση. [Ιω. Κολιόπουλος]
Οι υποστηρικτές της άποψης απορρίπτουν τα προηγούμενα επιχειρήματα, ως στοιχεία που δεν
τεκμηριώνουν αλλαγή από μία εποχή σε άλλη, δεν πιστοποιούν μετάβαση από το παλιό στο νέο.
Δεν παρατηρήθηκε απομάκρυνση του ελληνικού κόσμου από τον Μεσαίωνα ανάλογη με αυτή
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 3
που παρατηρήθηκε στη δυτική Ευρώπη τον 15ο αι., οι ελληνικές χώρες εισήλθαν στη νέα εποχή
με καθυστέρηση τριών αιώνων.
i. Η εποχή των αλλαγών στη Δύση δεν είχε το ανάλογό της στις ελληνικές χώρες.
ii. Ο ελληνικός κόσμος υποδουλώθηκε σε έναν κατακτητή με αξίες, πολιτισμό, πολιτική και
κοινωνική οργάνωση αντίθετες προς τις δυτικές.
iii. Στα γράμματα, τις τέχνες, τις επιστήμες, την οργάνωση του δημόσιου βίου παρατηρήθηκε
υποχώρηση. Η κρατική οργάνωση και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν
παρουσίασαν εξέλιξη.
iv. Δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές στην ταυτότητα των Ελλήνων που να δικαιολογούν τον όρο
νέα, το καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας παρέμεινε η ορθόδοξη πίστη και οι
χριστιανικές παραδόσεις της Ανατολής τόσο πριν όσο και μετά την Άλωση.
v. Η Άλωση δεν αποτελεί ορόσημο στην πολιτική υπόσταση των Ελλήνων, αφού οι
περισσότερες ελληνικές χώρες είχαν ήδη κατακτηθεί.
Τι θα απαντούσαμε εμείς;
Βασική τομή στην οθωμανική εξάπλωση, επομένως και στην τύχη του νέου ελληνισμού,
αποτέλεσε η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Στη δυτική ιστοριογραφία, μάλιστα, η
Άλωση οριοθετεί σε πολλές περιπτώσεις την αρχή της νεότερης περιόδου ολόκληρης της
ευρωπαϊκής ιστορίας και γι’ αυτό αποδίδεται στο 1453 μεγαλύτερη σημασία σε σύγκριση ακόμη
και με το 1492 (ανακάλυψη της Αμερικής).
Η κατάλυση επομένως της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αποτελεί ανυπέρβλητο όσο και
συμβολικό ορόσημο για το τέλος της βυζαντινής εποχής. Για τον ελληνορθόδοξο κόσμο,
ιδιαίτερα, η Άλωση και όσα επακολούθησαν αποτέλεσαν την πιο κρίσιμη φάση κατά τη
μετάβασή του από τη μεσαιωνική στη νεότερη περίοδο της ιστορίας του.
Όσο διαρκούσε η πολιορκία της βυζαντινής πρωτεύουσας, οι ελπίδες για μια ενδεχόμενη
αναζωπύρωση της αντίστασης κατά της τουρκικής πλημμυρίδας τόνωναν την αντοχή των
χριστιανικών πληθυσμών, ανακόπτοντας κάπως τις τάσεις για έναν άνευ όρων συμβιβασμό,
αλλά ως ένα βαθμό και το κύμα των μαζικών εξισλαμισμών. Μετά την Άλωση και τα κρούσματα
αλλαξοπιστίας πολλαπλασιάστηκαν και οι πιθανότητες ανακοπής της οθωμανικής επέκτασης
προς την Ευρώπη μειώθηκαν.
Με το ίδιο γεγονός επισημοποιήθηκε, κατά κάποιον τρόπο, η απώλεια για τους Έλληνες της
κεντρικής κρατικής εξουσίας και η μεταβίβασή της στους νέους κυρίαρχους. Ο ελληνικός κόσμος
αποκεφαλίστηκε από την πολιτική ηγεσία του.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 4
συμφιλίωση και όχι την υποταγή. Ήταν το μεγαλύτερο ‘θύμα’ της σταυροφορίας,
αποδυναμώθηκε η θέση τους.
2. ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
ελάχιστα νησιά (Κύπρος και Ιόνια νησιά υπό βενετική κυριαρχία και Χίος υπό γενουατική,
καταλήθφηκε όμως το 1566).
Χιλιάδες Έλληνες εγκατέλειψαν τις δύο πόλεις για την Ιταλία, το Ιόνιο και την Κρήτη.
2.2 Συνέπειες
Η αλλαγή κυρίαρχου και η μακρά διαδικασία επέκτασης του εξωτερικού οθωμανικού συνόρου
επέφεραν μεταβολές και τομές σε πολλά επίπεδα, κοινωνικά, πολιτισμικά, δημογραφικά.
i. Με τη σταδιακή ενσωμάτωση των ποικίλων ελληνικών κρατιδίων και των φραγκικών
κτήσεων, που είχαν δημιουργηθεί μετά το τέλος της Δ΄ Σταυροφορίας, επιτεύχθηκε η
πολιτική και οικονομική ενοποίηση των άλλοτε κατακερματισμένων εδαφών της
βυζαντινής επικράτειας. Έτσι, ο ελληνικός κόσμος ανέκτησε τη γεωγραφικο-πολιτική
ενότητά του με τη συμβίωση όλων των χωρισμένων τμημάτων του υπό ενιαία πολιτική
κυριαρχία, έστω και αλλόθρησκη ή εχθρική.
ii. Φυγή των λογίων προς τη Δύση που μπαίνει ήδη στην Αναγέννηση (Μ. Χρυσολωράς, Γ.
Γεμιστός, επ. Βησσαρίων, Λ. Χαλκοκονδύλης, Ιαν. Λάσκαρις). Το φαινόμενο ευνόησε, από
το ένα μέρος, τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων εκεί, απορφάνισε ωστόσο τον
ελληνορθόδοξο κόσμο από την πνευματική του ηγεσία.
iii. Πλήρης εκμηδένιση της βυζαντινής αριστοκρατίας, γεγονός που απάλλαξε τον
νεοελληνικό κόσμο από τη βαθιά ταξική διαίρεση των δυτικών κοινωνιών. Σε συνδυασμό
με τη φυγή προς τη Δύση και τον εξισλαμισμό ή την εξόντωση των αυτοκρατορικών και
αριστοκρατικών οίκων του Βυζαντίου, μπορεί να ερμηνεύσει την πλήρη έλλειψη της
‘ευγένειας’ και των δυναστικών παραδόσεων από τη νεότερη ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό
και η μοναρχία στην Ελλάδα ήταν θεσμός που επιβλήθηκε από έξω, χωρίς ρίζες.
iv. Μαζικές εγκαταστάσεις μουσουλμανικών πληθυσμών σε πεδινές και εύφορες περιοχές,
κυρίως στη Θεσσαλία και την κεντρική Μακεδονία. Οι εγκαταστάσεις των νεήλυδων δεν
γίνονταν αποκλειστικά στην ύπαιθρο∙ οι πόλεις που κατακτήθηκαν αναβαθμίζονταν
στρατιωτικά, διοικητικά και οικονομικά.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 8
Ιεραρχία
Σουλτάνος [περσ. πατισάχ]: ήταν ο ανώτατος θρησκευτικός, πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης.
Θεωρητικά η εξουσία του ήταν απεριόριστη, τα φιρμάνια του είχαν θέση νόμου του κράτους. Σ’
αυτόν ανήκε η γη και όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας. Διόριζε το Μεγάλο Βεζίρη. Η διαδοχή
στηριζόταν στο πατροπαράδοτο σύστημα της παραχώρησης της εξουσίας από τον πατέρα στο
γιο∙ κατά τους τελευταίους αιώνες το σουλτανικό αξίωμα μπορούσε να περάσει και στον
πρεσβύτερο συγγενή. Όταν πέθαινε ο σουλτάνος, όλοι οι διορισμοί και όλες οι νομικές διατάξεις
θεωρούνταν άκυρες ως την επιβεβαίωσή τους από τον καινούριο σουλτάνο.
Μέγας Βεζίρης: αρχικά ο ανώτατος διοικητής του στρατού, είχε υπό τον έλεγχό του τη
διακυβέρνηση του κράτους και τους διορισμούς αξιωματούχων στην κεντρική και επαρχιακή
διοίκηση, αντιπρόσωπος του σουλτάνου σε ζητήματα δικαίου και εντεταλμένος για την τήρηση
της τάξης στην πρωτεύουσα. Οι εκτεταμένες αρμοδιότητές του καθιστούσαν καίρια τη θέση
αυτή.
Γαζής (gâzi): γενναίος πολεμιστής του Ισλάμ, ιδιότητα που μπορούσε να έχει μόνο ένας άρρενας
μουσουλμάνος και, εκτός από τη δόξα, του εξασφάλιζε συμμετοχή στα υλικά κέρδη των
πολέμων.
Ακολουθούσαν οι κατώτεροι τοπικοί αξιωματούχοι και το ιερατείο, με σημαντικότερους τους
ουλεμάδες (ulemâ), τους επίσημους ερμηνευτές του μουσουλμανικού κανονικού δικαίου,
επικεφαλής των οποίων ήταν ο σεϊχουλισλάμης, ο απόλυτος εντολοδόχος της
θρησκευτικήςεξουσίας του σουλτάνου.
Διοικητική διάρθρωση
Εγιαλέτ (eyâlet) ή μπεηλερμπεηλίκι (beylerbeylik): μεγάλο γεωγραφικό διαμέρισμα με ανώτατο
διοικητή τον μπεηλέρ-μπεη (beylerbeyi), ο οποίος αντιπροσώπευε την εκτελεστική εξουσία του
σουλτάνου στην επαρχία του. Ως την Άλωση υπήρχαν δύο εγιαλέτια, του ευρωπαϊκού (Rumeli)
και του ασιατικού (Anadolu) τμήματος. Οι χώρες που κατακτήθηκαν αργότερα αποτέλεσαν νέα
εγιαλέτια και ονομάστηκαν πλέον βιλαέτια (vilayet) με διοικητή τον βαλή (vali).
Σαντζάκι (αργότερα και πασαλίκι): διοικητική υποδιαίρεση του εγιαλέτ∙ μεγάλη περιφέρεια με
διοικητή τον σαντζάκ-μπεη (sancakbeyiler−τίτλος που συνοδευόταν από το προσωνύμιο πασάς).
Μετά την κατάκτηση μιας περιοχής ο σουλτάνος διόριζε διοικητή της τον σαντζάκ-μπεη, που
προερχόταν από τις τάξεις των στρατιωτικών, με εξουσία που απέρρεε κατευθείαν από τον ίδιο.
Στις παραμονές του 1821 τα σαντζάκια ήταν 163 περίπου.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 10
Καζάς (kaza): υποδιαίρεση του σαντζακιού∙ ήταν διοικητική μονάδα αποτελούμενη από μία πόλη
κωμοπόλεις και τα γύρω χωριά, μια επαρχία. Ανώτατος αξιωματούχος ο σούμπασης (subaşilar) ή
βοεβόδας (από τον 17ο αι.), που προερχόταν συνήθως από τον στρατιωτικό τιμαριωτισμό.
Η ιεραρχική εκτέλεση των διαταγών ήταν καθοδική: από τον μπεηλέρ-μπεη στο σαντζάκ-μπέη
και από εκεί στο βοεβόδα, ενώ η υποβολή αναφορών, αιτημάτων κ.λπ. ακολουθούσε
αντίστροφη πορεία.
Υπήρχαν, τέλος, αρκετές αυτόνομες επαρχίες με καθεστώς διαφορετικό από εκείνες που
υπάγονταν άμεσα στην τουρκική διοίκηση∙ τέτοιες ήταν οι χριστιανικές ηγεμονίες της
Μολδαβίας, της Βλαχίας, της Τρανσυλβανίας, της Γεωργίας κ.ά.
Η φύση της οθωμανικής διακυβέρνησης ήταν προσωποπαγής και αποκεντρωμένη, ποίκιλλε κατά
περιοχές και ανάλογα με τις επιλογές κάθε σουλτάνου ή τοπικού άρχοντα. Από το β΄μισό του
18ου αι., επειδή η κεντρική διοίκηση ήταν ανίσχυρη, δινόταν η ευκαιρία σε τοπικούς παράγοντες
και ηγεμόνες να παίξουν σημαντικό ρόλο (Αλή πασάς Ιωαννίνων).
Στα τέλη του 16ου αι. η αυτοκρατορία αριθμούσε περίπου 16 εκατομμύρια.
Πρόσθετη, και η πιο σκληρή, υποχρέωση που αφορούσε τους υπόδουλους ήταν το παιδομάζωμα
(devşirme), αρχικά τακτική (κάθε 3-7 χρόνια) και από τα μέσα του 17ου αι. περιστασιακή
υποχρεωτική στρατολόγηση αγοριών ηλικίας 8-15 ετών, κατά κανόνα από αγροτικές χριστιανικές
οικογένειες. Οι νεαροί μεταφέρονταν από τα χωριά τους στην πρωτεύουσα ή σε άλλα διοικητικά
κέντρα όπου, αφού εξισλαμίζονταν, εκπαιδεύονταν και στη συνέχεια κατατάσσονταν
υποχρεωτικά στα επίλεκτα στρατιωτικά σώματα των γενιτσάρων ή στην αυλή των σουλτάνων. Ο
σουλτάνος είχε επάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου, το οποίο δεν δίσταζε να ασκήσει.
Για τους Οθωμανούς κυρίαρχους το παιδομάζωμα υπηρετούσε πολλαπλό σκοπό:
i. ανανέωνε το ανθρώπινο υλικό των στρατιωτικών δυνάμεων∙ οι γενίτσαροι αποτελούσαν
ως τον 17ο αι. το πιο αξιόμαχο τμήμα του οθωμανικού στρατού
ii. δημιουργούσε μια επίλεκτη τάξη κρατικών υπαλλήλων ‘σκλάβων’, απόλυτα εξαρτώμενων
από τον σουλτάνο αφού ήταν αποκομμένοι από τις οικογενειακές, γλωσσικές και
θρησκευτικές τους ρίζες
iii. διασπούσε και αποδυνάμωνε το αντίπαλο χριστιανικό στοιχείο
Για τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό, όμως, συνιστούσε όχι μόνο δημογραφική αιμορραγία, αλλά
και χαίνουσα ηθική πληγή που προκαλούσε ταπείνωση και δυστυχία.
Υποχρέωση επίσης των νησιωτών Ελλήνων και των κατοίκων των παραλίων ήταν να προσφέρουν
σε περιοδικές ναυτολογίες ανθρώπους για την επάνδρωση του οθωμανικού στόλου. Οι άνδρες
αυτοί (λεβέντες) χρησιμοποιούνταν, τουλάχιστον ως τον 17ο αι., ως κωπηλάτες στις γαλέρες υπό
συνθήκες που ισοδυναμούσαν με αργό θάνατο.
Τέλος, όσοι από τους κατοίκους και τις κοινωνικές ομάδες που συναντούσαν οι Οθωμανοί κατά
την επέκτασή τους δέχονταν με τη θέλησή τους να υπαχθούν στη νέα κυριαρχία, εξασφάλιζαν
υποφερτές συνθήκες τοπικής αυτονομίας και, υπό όρους, δικαιώματα γαιοκτησίας και
γαιοπροσόδων (Ιωάννινα, μοναστήρια Αγίου Όρους).
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 12
Στην οθωμανική επικράτεια ο σεβασμός των δικαιωμάτων των χριστιανών υπηκόων αποτελούσε
υποχρέωση των κατά τόπους ιεροδικαστών (kadî) και των στρατιωτικών διοικητών, υποχρέωση
που δεν ήταν πάντοτε δεδομένη. Στο ερώτημα αν οι Οθωμανοί εφάρμοσαν πιστά τις αρχές και
τις διατάξεις του ιερού νόμου (seriât), δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Οι γενικεύσεις είναι
παρακινδυνευμένες.
i. Τα προνόμια στηρίζονταν σε μονόπλευρη παραχώρηση, ανακλητή κάθε στιγμή με το
πρόσχημα ότι παραβιάστηκε η συνθήκη∙ όσοι τα παραχωρούσαν ή οι διάδοχοί τους δεν
δίσταζαν να τα ανακαλέσουν ανάλογα με τις εκάστοτε σκοπιμότητες.
ii. Η κατάκτηση Συρίας και Αιγύπτου (αρχές 16ου αι.) αποτέλεσε σημαντική καμπή για τη
θέση των ορθόδοξων, αφού σήμανε εδραίωση του κράτους, ενσωμάτωση μεγάλου
αριθμού μουσουλμάνων και σκλήρυνση της στάσης των σουλτάνων. Το χάσμα πιστών-
απίστων διευρύνθηκε (πολιτικές και οικονομικές καταπιέσεις, υπεροψία και
περιφρονητική συμπεριφορά των Οθωμανών). Ωστόσο, αυτό συνέβαλε και στην
αποτροπή της αφομοίωσης και της εθνικής αποσύνθεσης των κατακτημένων.
iii. Οι εγγυήσεις αυτές ελάχιστα επηρέαζαν τη μακρά παράδοση της αυθαιρεσίας και των
καταπιέσεων σε βάρος των ραγιάδων, γι’ αυτό και –τουλάχιστον ως τα τέλη του 18ου αι.–
συνεχίστηκε το φαινόμενο των ομαδικών εξισλαμισμών, που όχι μόνο αραίωνε το
ορθόδοξο ποίμνιο, αλλά έτεινε να αλλοιώσει ουσιαστικά την εθνολογική σύσταση
ολόκληρων περιοχών (Ανατολία).
Μεγάλα κύματα εξισλαμισμών είναι γνωστά στην Ανατολία τον 13ο και 14ο αι. και στα Βαλκάνια
μετά την Άλωση και στο δεύτερο μισό του 17ου αι. μέχρι τα τέλη του 18ου αι. Τα κύματα
εξισλαμισμού εντείνονταν ιδιαίτερα σε περιοχές και περιόδους πολεμικών αναστατώσεων
(Κρήτη, Πόντος τέλη 17ου αι., Ήπειρος, Μακεδονία 18ος αι. κ.λπ.). Κατά κύριο λόγο γίνονταν διά
της βίας. Σε άλλες περιπτώσεις ο εξισλαμισμός επέτρεπε στους αλλαξοπιστήσαντες να
διατηρήσουν τα κτήματά τους [πολύ σημαντικό για τους γαιοκτήμονες της Ανατολίας] ή την
κοινωνική τους θέση, να αποφύγουν το παιδομάζωμα, να πληρώνουν λιγότερους φόρους κ.ά.
Το τιμάριο που δινόταν στον σπαχή περιλάμβανε τόσο τη γη όσο και τους καλλιεργητές της. Ο
σπαχής ασκούσε μια σειρά από εξουσίες: εφάρμοζε την αγροτική νομοθεσία του κράτους και
μπορούσε να παραχωρήσει χέρσα γη για καλλιέργεια σε χωρικούς εφόσον του πλήρωναν
ενοίκιο. Ο χωρικός αναλάμβανε να δουλεύει τη γη χωρίς διακοπή και να πληρώνει τους
καθορισμένους φόρους. Δεν μπορούσε να τροποποιήσει τη χρήση της γης, όποια κι αν ήταν αυτή
(χωράφι, βοσκοτόπι, περιβόλι). Το δικαίωμα του χωρικού στη γη περνούσε από πατέρα σε γιο,
αν όμως άφηνε τη γη ακαλλιέργητη για τρία χρόνια, ο σπαχής μπορούσε να τη δώσει σε άλλον.
Ιδανική καλλιεργητική μονάδα ήταν το ‘ζευγάρι’ (çift): μια έκταση γης, η οποία καλλιεργούμενη
από ένα ζεύγος βοδιών μπορούσε να θρέψει μια οικογένεια καλλιεργητών και να εξασφαλίσει
σπόρο για την επόμενη χρονιά. Η έκτασή της ποίκιλλε ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους και
τις τοπικές προ-οθωμανικές συνήθειες (60-150 τουρκικά στρέμματα).
Αργότερα (17ος αι.) επεκτάθηκε η μεγάλη ιδιοκτησία (çiftlik) σε βάρος του τιμαριωτικού
συστήματος. Ενώ δηλαδή ο σουλτάνος εξακολουθούσε να έχει την ψιλή κυριότητα των γαιών,
αυτές παραχωρούνταν πλέον σε διάφορους ευνοούμενους της αυλής και όχι αποκλειστικά σε
σπαχήδες, οι οποίοι λόγω της υποχώρησης της οθωμανικής εδαφικής επέκτασης δεν
αποτελούσαν πλέον το επίλεκτο μέρος του στρατού.
Εμφανίστηκε έτσι μια νέα τάξη γαιοκτημόνων, των τσιφλικούχων, που ενδιαφέρονταν να
μεγαλώσουν τις ιδιοκτησίες τους με διάφορους τρόπους: είτε οικειοποιούμενοι
εγκαταλελειμμένα τιμάρια είτε επιβάλλοντας με τη βία ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε γειτονικά
προς τα δικά τους κτήματα εξαγοράζοντας τοπικούς υπαλλήλους. Σ’ αυτά πολλές φορές
υπάχθηκαν και ολόκληρες οικιστικές μονάδες λόγω της υπερχρέωσής τους. Η αλλαγή αυτή
υπήρξε εξουθενωτική για τους καλλιεργητές, αφού έχαναν κάθε προστατευτικό πλαίσιο εκ
μέρους της κεντρικής εξουσίας. Σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις μεγάλες μάζες αγροτών
μετατρέπονταν σε δουλοπάροικους εκτεθειμένους σε μια ανεξέλεγκτη γαιοκτησία. Οι σουλτάνοι
προσπάθησαν να αντιδράσουν σ’ αυτές τις πρακτικές, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τέτοια τσιφλίκια
έκαναν την εμφάνισή τους κυρίως στις πεδιάδες της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 14
Στενά συνδεδεμένες με την κτηνοτροφική δραστηριότητα (γάλα, μαλλί, τυρί κ.λπ.) ήταν η
«βιοτεχνία του ορεινού χωριού» και η ναυτιλία κυρίως των μικρότερων, άγονων νησιών.
Επρόκειτο συνήθως για συμπληρωματικές δραστηριότητες οργανικά δεμένες με τον κόσμο της
υπαίθρου.
Τα βιοτεχνικά προϊόντα που είχαν ανάγκη οι χωρικοί τα κατασκεύαζαν μόνοι τους ή τα
παράγγελναν στους τεχνίτες της περιοχής. Τα ρούχα κατασκευάζονταν στο σπίτι, η οικοτεχνία
ήταν ο κύριος τρόπος κάλυψης των οικογενειακών αναγκών. Σε πολλές περιπτώσεις αυτά τα
προϊόντα γίνονταν αντικείμενο εμπορίου στις κοντινές πόλεις.
Στις πόλεις τα επαγγέλματα λειτουργούσαν μέσα στα πλαίσια των συντεχνιών, οι οποίες έπαιξαν
κεντρικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή (16ος-19ος αι.) και αντιπροσώπευαν σημαντικό
ποσοστό του πληθυσμού. Στόχος ήταν να ελέγχει την παραγωγή ώστε να επιτυγχάνεται σταθερή
τιμή και να αποτρέπεται η κερδοσκοπία και ο ανταγωνισμός, να εξασφαλίζει την κάλυψη των
αναγκών της αγοράς και να προασπίζει τους όρους εργασίας.
Οι συντεχνίες είχαν εσωτερική ιεραρχία, που κλιμακωνόταν: από τον μαθητευόμενο τεχνίτη
(τσιράκι), στον ειδικευμένο τεχνίτη (κάλφα) και στον κύριο του εργαστηρίου (μάστορα). Ο
τελευταίος επέλεγε και έναν εκπρόσωπο (κεχαγιά) που διαχειριζόταν τις εξωτερικές υποθέσεις
της συντεχνίας και μπορούσε να προβάλλει τα αιτήματά της στις αρχές. Μια συντεχνία
μπορούσε να περιλαμβάνει άτομα διαφορετικού θρησκεύματος, οπότε η εκλογή του κεχαγιά
γινόταν δυσκολότερη. Η συντεχνία και η θρησκευτική κοινότητα πρόσφεραν στον κάτοικο της
πόλης ένα δίκτυο επαφών και αποτελεσματικής βοήθειας∙ ορισμένες μάλιστα συντεχνίες
μπορούσαν, στα τέλη του 17ου αι., να δανείζουν χρήματα στα μέλη τους με τόκο πολύ
χαμηλότερο από εκείνο των τοκογλύφων.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 16
2.3.3.3 Φορολογία
Οι φορολογικές διατάξεις του ιερού νόμου προστέθηκαν ή συνδυάστηκαν με το σύνολο των
παλαιών υποχρεώσεων των χριστιανών, το οποίο εμπλουτίστηκε και με έκτακτους φόρους
τουρκικής έμπνευσης.
Η φορολογία, σε χρήμα και είδος, ήταν γενικά το σύστημα μέσα από το οποίο ο Οθωμανός
κυρίαρχος (σουλτάνος) ιδιοποιούνταν το δικαίωμα συμμετοχής του στην παραγωγή που
πραγματοποιούνταν στις γαίες που του ανήκαν∙ όχι μόνο στην αγροτική ή κτηνοτροφική
παραγωγή, αλλά και σε όλες τις οικονομικές δοσοληψίες είτε αφορούσαν την αγορά είτε τη
διακίνηση των αγαθών [αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, εμπορεύματα βιοτεχνικής
προέλευσης].
Ο υπολογισμός του φόρου επί της γεωργικής παραγωγής γινόταν με βάση τα κτηματολόγια του
κράτους και κυμαινόταν ανάλογα με την περιοχή και τη γονιμότητα του εδάφους. Ανανέωση των
κτηματολογίων αυτών (κατάστιχων) πραγματοποιούνταν κάθε 20-30 χρόνια.
Οι γεωργοί έπρεπε να παραδίδουν στους κυρίους τους σε είδος τη δεκάτη από την παραγωγή
της γης (δημητριακά, οπωρικά, λαχανικά), οι δε χριστιανοί αγρότες μεγαλύτερο ποσοστό. Οι
φόροι αυτοί πληρώνονταν στον τιμαριούχο όταν επρόκειτο για τιμαριωτικές γαίες ή στους
διαχειριστές των κτημάτων όταν επρόκειτο για βακουφικές ή σουλτανικές γαίες.
Από τον 17ο αι., όταν επεκτάθηκε η μεγάλη ιδιοκτησία (çiftlik), αναπτύχθηκαν άλλου τύπου
σχέσεις ανάμεσα στον κύριο της γης και τον καλλιεργητή: αυτός υπόκειτο στον φόρο επί της
παραγωγής και στην καταβολή στον ιδιοκτήτη μέρους της συγκομιδής.
Υπήρχαν επίσης φόροι σε χρήμα: έγγειος φόρος (ispence) για κάθε ενήλικο μη μουσουλμάνο ή
χήρα που πληρωνόταν σε αυτούς που είχαν τους τίτλους κυριότητας ή γαιοχρησίας, δικαίωμα
βοσκής, φόρος για τους χοίρους, φόρος για τα μελίσσια, φόρος της εστίας, φόρος της αγοράς,
φόροι για κάθε είδους παραγωγή ή δραστηριότητα (κηποκαλλιέργειες, μύλοι, βαφικές ύλες).
Επιπλέον των θεσμοθετημένων φόρων υπήρχαν ποικίλα οικονομικά προνόμια για τους
μουσουλμάνους κυρίαρχους, αλλά και πολλές έκτακτες οικονομικές επιβαρύνσεις, αγγαρείες
που επιβάλλονταν για την επισκευή οχυρωματικών έργων ή την κατασκευή οδών και γεφυρών,
εισφορές για τις εκστρατείες κ.λπ. για τους μη μουσουλμάνους υπηκόους, πρόστιμα που
επιβάλλονταν από τον καδή κ.ά. Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι επιβαρύνσεις έτειναν να
γίνονται επαχθέστερες από τους τακτικούς φόρους.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 17
Φόροι που πήγαιναν κατευθείαν στο κρατικό ταμείο ή που πλήρωναν μόνο οι χριστιανοί:
Κεφαλικός φόρος (χαράτσι/haraç)∙ η επίσημη ονομασία του ήταν τζιζιέ (cizye). Μέχρι τα τέλη του
17ου αι. καταβαλλόταν συνήθως από κάθε οικογένεια, οι οποίες χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες
ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα:
– στις εύπορες, που όφειλαν 154 γραμ. ασήμι ετησίως,
– σ’ αυτές με μεσαίο εισόδημα, που όφειλαν 77 γραμ. ασήμι ετησίως,
– στις φτωχές, που όφειλαν 38,5 γραμ. ασήμι ετησίως
Απαλλάσσονταν οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ανάπηροι. Με την αναδιοργάνωση του συστήματος
συλλογής του φόρου την τελευταία δεκαετία του 17ου αιώνα, πλήρωνε τον φόρο αυτό κάθε μη
μουσουλμάνος Οθωμανός υπήκοος άνδρας άνω των 12 ετών. Το 1855 ο κεφαλικός φόρος
καταργήθηκε, στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας, αντικαταστάθηκε όμως από
άλλη φορολογική επιβάρυνση.
Ο κεφαλικός φόρος δημιουργούσε τρεις παρενέργειες:
Επειδή ήταν συλλογικός, σε περίπτωση μείωσης του πληθυσμού μιας περιοχής επιβάρυνε
όσους είχαν απομείνει, αυξάνοντας το φορολογικό βάρος.
Η πληρωμή του γινόταν σε νόμισμα∙ με δεδομένη τη νομισματική αστάθεια της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις συχνές υποτιμήσεις του άσπρου (akçe), χωρικοί,
έμποροι και τεχνίτες πολλές φορές επιβαρύνονταν με μεγαλύτερες καταβολές.
Οδηγούσε σε αναγκαστικό εκχρηματισμό της οικονομίας της υπαίθρου.
Οι φόροι που βάρυναν την αγροτική οικονομία, τα έσοδα από τα τελωνεία και τα μονοπώλια ή
άλλες πηγές πλουτισμού (ορυχεία, αλυκές) συχνά εκμισθώνονταν ή παραχωρούνταν με τη
μορφή τιμαρίου σε στρατιωτικούς αξιωματούχους έναντι προσφοράς υπηρεσιών, συνήθως
συντήρησης ιππικού. Με τον περιορισμό της στρατιωτικής επέκτασης και της σημασίας των
σπαχήδων (17ος αι.) το κράτος δήμευσε και δημοπράτησε εκ νέου πολλά τέτοια τιμάρια. Αυτό
δεν σημαίνει ότι μεταβλήθηκε ο τρόπος παραγωγής∙ η διαφορά συνίστατο στην αλλαγή των
προσώπων που καρπώνονταν τις φορολογικές προσόδους, επομένως και στη δομή της
κατακτητικής κοινωνίας, αλλά όχι των αγροτικών παραγωγών. Οι πλειοδοτούντες πλήρωναν
μετρητοίς στο κράτος τους φόρους μιας περιοχής και στη συνέχεια, έχοντας την κρατική
εξουσιοδότηση, πήγαιναν στην αντίστοιχη περιοχή και συνέλεγαν τους φόρους συνήθως
συνοδευόμενοι από στρατιωτικό προσωπικό. Οι νέοι δικαιούχοι πολλές φορές καταπίεζαν
περισσότερο τους καλλιεργητές και αυθαιρετούσαν σε βάρος τους προκειμένου να
αποζημιωθούν για τις δαπάνες τους και να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα κέρδη.
Γενικά, ο φορολογικός μηχανισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτρεπε στις αγροτικές
οικογένειες, τις καλές χρονιές, να έχουν μικρό πλεόνασμα 20-25% της συνολικής παραγωγής.
Οι λίγες εύφορες γαίες έδιναν τη δυνατότητα στον κάτοχό τους να τις ενοικιάζει παίρνοντας ως
αντάλλαγμα μέρος του προϊόντος (γαιοπρόσοδος). Οι φτωχότεροι αγρότες, όμως, έδιναν
δυσανάλογα μεγάλο μέρος των εσόδων τους για τη συντήρηση της πολύπλοκης οθωμανικής
διοίκησης. Οι επιπτώσεις του αναδιανεμητικού ρόλου της φορολογίας λειτούργησαν εξόχως
υπέρ των κατακτητών Οθωμανών και σε βάρος των κατακτημένων.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 18
2.4.1 Εκκλησία
Τα γενικότερα προβλήματα ανασυνοικισμού της Κωνσταντινούπολης, η ανάγκη να ξαναβρεί η
πόλη το ρυθμό της ζωής της ήταν ικανά να οδηγήσουν τον Μωάμεθ Β΄ στην απόφαση να
επιτρέψει στους χριστιανούς κατοίκους την άσκηση της θρησκευτικής λατρείας,
παρακάμπτοντας τις μουσουλμανικές παραδόσεις που δεν επέτρεπαν τέτοια προνόμια σε μια
πόλη που δεν είχε παραδοθεί.
Η νέα εξουσία αναγνώρισε αρχικά τις δύο εθνοθρησκευτικές κοινότητες, των ελληνορθόδοξων
(Millet-i Rum) και των Αρμενίων (Ermeni millet) και επέτρεψε την ανασύσταση του Οικουμενικού
Πατριαρχείου επειδή αυτό εξυπηρετούσε τα σχέδιά της: τη νομιμοποίησή της στις συνειδήσεις
των χριστιανών υπηκόων. Ταυτόχρονα, εξασφάλιζε στο σουλτάνο έναν έτοιμο και
διαμορφωμένο διοικητικό μηχανισμό, ένα ‘instrumentum imperii’.
Πρώτο ζητούμενο: να δοθεί η εντύπωση ότι ο νέος κυρίαρχος όχι μόνο δεν θα πρόσβαλλε την
πίστη, αλλά θα την προστάτευε από τους αιρετικούς Λατίνους. Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκε
σύντομα σχετικά η πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου (6 Ιανουαρίου 1454) που έμενε κενός από
το 1451 (μετά την αποχώρηση του ενωτικού Γρηγορίου Γ΄) από τον Γεννάδιο Σχολάριο,
επικεφαλής των ανθενωτικών πριν από την Άλωση. Προσεταιριζόμενοι οι Οθωμανοί τους
εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αντιτίθεντο με πάθος στα ιδεολογικά ανοίγματα
προς τη Δύση, εξουδετέρωναν τις πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες για την αυτοκρατορία
που θα μπορούσε να έχει μια αμοιβαία προσέγγιση.
Τα θρησκευτικά προνόμια είχαν στόχο την ομαλή συνέχεια, αποτέλεσαν το νομικό πλαίσιο της
δικαιοδοσίας του και των ευθυνών του, επέτρεψαν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης να
αναδειχθεί ως το πρώτο (primus inter pares) και κύριο πνευματικό και διοικητικό κέντρο των
υπόδουλων λαών της ορθόδοξης Ανατολής έναντι των άλλων τριών Πατριαρχείων.
Τα προνόμια ήταν:
i. ειδικά, αναφέρονταν στο πρόσωπο και τις αρμοδιότητες του πατριάρχη
ii. γενικά, αφορούσαν την Εκκλησία ως σώμα και τους ορθόδοξους
Η Εκκλησία διατήρησε το δικαίωμα να έχει την ίδια διοικητική οργάνωση όπως στο παρελθόν.
Ο πατριάρχης ήταν ο θρησκευτικός ηγέτης (millet başi=αρχηγός θρησκευτικής κοινότητας) και
πολιτικός εκφραστής των ορθόδοξων υπηκόων. Εκλεγόταν από σύνοδο αρχιερέων, διόριζε και
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 19
έπαυε τους κληρικούς, ασκούσε πνευματική και διοικητική εποπτεία σε όλα τα θρησκευτικά
ιδρύματα. Ταυτόχρονα ήταν υπόλογος έναντι του σουλτάνου για τη νομιμοφροσύνη τους. Η
εκκλησιαστική ιεραρχία μόνο με αυτήν την έννοια ήταν χρήσιμη στους κυρίαρχους.
Ο πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει φόρους σε κλήρο και λαό και ήταν υποχρεωμένος να
καταβάλλει τακτικούς ή έκτακτους φόρους στην Πύλη (από το 1474).
Εκτός από τα προνόμια, η Εκκλησία είχε και υποχρεώσεις, που εντείνονταν σε περιόδους
πολέμου ή συγκρούσεων της Πύλης με άλλες χριστιανικές δυνάμεις. Τότε όχι μόνο επωμιζόταν
μέρος των πρόσθετων κρατικών δαπανών, αλλά όφειλε να αποδεικνύει τη νομμοφροσύνη της
απέναντι στο κράτος (π.χ. παραινετικές επιστολές του πατριάρχη Θεοδόσιου Β΄, το 1769, προς
τους χριστιανούς να μην επαναστατήσουν στο πλευρό των Ρώσων, ανάλογες καταδίκες του
επαναστατικού πνεύματος, το 1798, κατά τους γαλλοτουρκικούς πολέμους). Αργότερα, της
ανατέθηκε το καθήκον στρατολόγησης χριστιανών για την επάνδρωση του οθωμανικού στόλου.
Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην οθωμανική εξουσία προσδιορίστηκε από την ιδέα της
‘τιμωρίας’, σκληρής και ανεπιθύμητης βέβαια, αλλά αναπόφευκτης και αναγκαίας για την
εξιλέωση ‘των αμαρτημάτων του Γένους’: η τακτική της απέβλεπε στην «περιεσκεμμένην και
νομιμόφρονα υποταγήν» προς την πολιτική εξουσία, αφού έτσι εξασφαλιζόταν η ακώλυτη
επιτέλεση του έργου της, που ήταν η ψυχική σωτηρία των πιστών και η περιφρούρηση της
δογματικής ακεραιότητας της Ορθοδοξίας. Για χάρη αυτού του ύψιστου σκοπού αισθανόταν ότι
άξιζε κάθε θυσία και δικαιολογούνταν κάθε υποχωρητικότητα σε άλλους τομείς. Άλλωστε, οι
έννοιες εθνική ανεξαρτησία, πολιτική ελευθερία, κοινωνική πρόοδος και ευημερία, ελεύθερη
πνευματική ζωή, ήταν ανύπαρκτες ακόμη στην Ανατολή.
Στο διάστημα που θα μεσολαβούσε από την ‘αιχμαλωσίαν της Βαβυλώνος’ ως τον καιρό που θα
διάλεγε η Θεία Πρόνοια για το τέλος αυτής της αναπόφευκτης περιόδου, το οθωμανικό
καθεστώς φαινόταν προτιμότερο από οποιοδήποτε ‘δυτικό βασίλειο’.
Επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την ορθότητα της στάσης αυτής:
i. Η θρησκευτική ανεκτικότητα των Οθωμανών έναντι των εσωτερικών ζητημάτων της
ορθόδοξης κοινότητας, η αποχή από παρεμβάσεις στη δογματική καθαρότητα και τις
αξίες του ‘ορθόδοξου πληρώματος’. Τα προνόμια της Εκκλησίας εξασφάλιζαν την
επιβίωση και τη συνέχιση του έργου της (περιφρούρηση της Ορθοδοξίας, σωτηρία των
ψυχών), γι’ αυτό και άξιζαν τις απαιτούμενες θυσίες και την υποχωρητικότητα.
ii. Η μισαλλοδοξία των Λατίνων κληρικών και ιεραποστόλων στις φραγκοκρατούμενες
περιοχές, σε αντιπαραβολή της θρησκευτικής ανοχής του Οθωμανών. Συνεπώς, η
πολιτική συνεργασία με τη Δύση αποτελούσε τυχοδιωκτισμό που εξυπηρετούσε μόνο
τους Φράγκους μονάρχες.
iii. Η έλλειψη άλλης επιλογής [«αδύνατον άλλως γενέσθαι»] και η επίκληση των αρχών της
χριστιανικής διδασκαλίας [«απόδοτε τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω
Θεώ»].
Η πνευματική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας έθεσε ως αποκλειστικό σκοπό την
υπεράσπιση της Ορθοδοξίας έναντι του Ισλάμ και του Καθολικισμού. Το μεγαλύτερο μέρος της
πνευματικής παραγωγής των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας είναι τα απολογητικά και
πολεμικά έργα εναντίον του Καθολικισμού και λιγότερο εναντίον του Ισλάμ. Μ’ αυτόν τον τρόπο
απομάκρυνε το λαό από τη δυτική ευρωπαϊκή σκέψη.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 20
Οι ταπεινώσεις και οι δοκιμασίες της δουλείας, η παραβίαση των προνομίων από την εξουσία,
δεν παρέσυραν την Εκκλησία σε ενέργειες που θα μπορούσαν να την εκθέσουν ή να την
εκτρέψουν από την αρχική πολιτική της. Από την άλλη πλευρά, η τακτική αυτή είχε και τα θετικά
της αποτελέσματα: προφύλαξε τον ορθόδοξο πληθυσμό από άκαιρες και επικίνδυνες
αντιοθωμανικές πρωτοβουλίες, που κατά κανόνα οδηγούσαν στη φυσική του εξόντωση ή στον
εξαναγκασμό σε αλλαξοπιστία. Άλλωστε, ως τα τέλη του 18ου αι. σοβαρή εναλλακτική λύση δεν
υπήρχε.
Βεβαίως σημειώθηκαν και υπερβολές, που κάποτε έφθαναν στα όρια της εθελοδουλείας, όπως
στην περίπτωση του ιεροκήρυκα Μάξιμου του Πελοποννήσιου (17ος αι.), που δεν δίσταζε να
δηλώνει πως προτιμούσε τους Τούρκους δυνάστες από τους ‘ερωτοτροπούντες με τη Δύση’
βυζαντινούς αυτοκράτορες. Η επίσημη Εκκλησία, αν και δεν καταδίκασε ποτέ τις εκτροπές αυτές,
δεν έφθασε στο σημείο να αποκηρύξει τους χριστιανούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου∙
αντιθέτως, εξακολουθούσε να τους μνημονεύει και συχνά αντιπαρέθετε με νοσταλγία «τους
παλαιούς χρόνους της ελευθερίας με τον καιρόν τούτον της δουλείας και της ταλαιπωρίας».
Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι είναι εντελώς λαθεμένη η ‘ηρωική’ ερμηνεία που συχνά δίνεται
στην πολιτική της Εκκλησίας, ότι δηλαδή το Πατριαρχείο και γενικά η ηγεσία της Εκκλησίας
υποκρινόταν πίστη και υποταγή στον σουλτάνο, ενώ σιωπηρά εργαζόταν για την ανατροπή του.
Όλοι σχεδόν οι πατριάρχες, οι Φαναριώτες, η ιεραρχία και οι πρόκριτοι πίστευαν στην
αναγκαιότητα της αδιατάρακτης ‘εν υποταγή’ συνύπαρξης του γένους με την οθωμανική
πολιτεία.
Υπήρξαν, από την άλλη, κατά καιρούς και κατά τόπους εξαιρέσεις, περιπτώσεις αρχιερέων,
μητροπολιτών, επισκόπων ή και πατριαρχών (Μητροφάνη Γ΄, Ματθαίου Β΄, Νεόφυτου Β΄) που
αντίθετα με τους άλλους είχαν πολιτικές ανησυχίες και ευνόησαν επαναστατικές κινήσεις ή
συνεργάστηκαν μ’ αυτές (ιδίως το διάστημα 1565-1620). Όμως, το σύνολο σχεδόν των
εξαιρετικών αυτών περιπτώσεων συνδέονταν με τον γενικό επαναστατικό αναβρασμό που
καλλιεργούσε η Δύση, η οποία τα χρόνια εκείνα ζούσε την όψιμη περίοδο της Αναγέννησης.
Πολλές φορές στο επαναστατικό κλίμα συνέπρατταν και κληρικοί αψηφώντας τις εγκυκλίους του
Πατριαρχείου (ιδίως κατά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους)∙ συνήθως αυτοί οι κληρικοί
καθαιρούνταν.
2.4.2 Κοινότητες
Πρόκειται για την τοπική αυτοδιοίκηση χωριών, κωμοπόλεων ή συνομοσπονδιών οικισμών και
χωριών (Ζαγοροχώρια, Μαδεμοχώρια, Μαστιχοχώρια). Οι μαρτυρίες είναι περιορισμένες για
τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας. Οι συνθήκες για την ανάπτυξή τους ήταν
ευνοϊκότερες τη δεύτερη περίοδο, όταν η παρακμή του κράτους άφησε περιθώρια στην
αυτοδιοίκηση, ιδίως σε περιφέρειες με πυκνό ελληνικό πληθυσμό.
Το κοινοτικό σύστημα δεν επιβλήθηκε από τον κατακτητή, ανέκυψε από την ανάγκη των
υπόδουλων για αυτοδιοίκηση και από την ανοχή του κυρίαρχου καθεστώτος, αφού το
πολύπλοκο διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αδυνατούσε να ασκήσει άμεση
διοίκηση. Στην προαγωγή του συνέβαλε η εφαρμογή της αρχής της κοινοτικής ευθύνης και η
απόφαση για κατ’ αποκοπή καταβολή των φόρων (τέλη 15ου αι.), ιδίως του κεφαλικού.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 21
Το σύστημα γενικά διευκόλυνε την οθωμανική διοίκηση και τη διαχείριση περιοχών όπου ο
μουσουλμανικός πληθυσμός δεν ήταν πλειονότητα, περιόριζε τις δαπάνες για σχολεία,
ορφανοτροφεία κ.λπ., μεταθέτοντας αυτές τις ευθύνες απευθείας στους υποτελείς.
Δεν υπήρχε ενιαίο και ομοιόμορφο σύστημα αυτοδιοίκησης, αλλά πολλές ιδιαιτερότητες και
ποικιλομορφία από τόπο σε τόπο, που οφείλονταν στις ποικίλες μορφές της κατάκτησης και της
δουλείας. Η λειτουργία των κοινοτήτων, άλλωστε, ήταν άτυπη, χωρίς γραπτούς κανόνες και
ειδικά καταστατικά.
Η αυτονομία των κοινοτήτων ούτε απόλυτη ήταν ούτε γενικευμένη και σταθερή, καθώς
λειτουργούσε μέσα σε πλαίσια καθοριζόμενα από τις δημόσιες αρχές, συνεπώς ευμετάβλητα.
Διαμορφωνόταν ανάλογα με το συμφέρον της δημόσιας διοίκησης και επηρεαζόταν από κάθε
συγκυριακή πολιτική εξέλιξη. Οι συνηθέστερες καταστρατηγήσεις της κοινοτικής αυτονομίας
παρατηρούνταν κατά τα διαστήματα των πολεμικών αναστατώσεων και των εσωτερικών
ταραχών.
Η μορφή του κοινοτικού συστήματος και ο βαθμός αυτονομίας μιας κοινότητας ήταν συνάρτηση
διαφόρων παραγόντων:
i. του χρόνου κατάκτησης, πριν ή μετά την Άλωση
ii. του τρόπου κατάκτησης, υποταγή ή αντίσταση
iii. της γεωγραφικής θέσης, στρατηγικής σημασίας ή μεθοριακή περιοχή
iv. του μεγέθους του πληθυσμού
v. της ιδιαίτερης οικονομικής σημασίας του τόπου
vi. του καθεστώτος της έγγειας ιδιοκτησίας
Τα περισσότερα προνόμια είχαν χωριά ή περιοχές βακουφικές, η αυτοδιοίκηση γνώρισε άνθηση
από τον 17ο αι. και εξής. Περιθώρια ανάπτυξης υφίσταντο στα χωριά που κατοικούνταν από
ελεύθερους καλλιεργητές, στα κεφαλοχώρια. Κανένα περιθώριο δεν υφίστατο στα χωριά που
ήταν τσιφλίκια.
Κάθε χρόνο στις 23/4 ή του Αγ. Γεωργίου (σπάνια και στις 26/10) τα μέλη της κοινότητας
(ενήλικες άνδρες, κληρικοί και λαϊκοί, αυτόχθονες, μόνιμοι κάτοικοι του τόπου και εφόσον είχαν
πληρώσει τον κεφαλικό φόρο) συνέρχονταν σε κοινή μάζωξη, παρουσία του ιερέα, εξέλεγαν διά
βοής τους κοινοτικούς άρχοντες (δημογέροντες, προεστούς, επίτροπους, πρωτόγερους ή
προύχοντες)∙ ο αριθμός τους ποίκιλλε. Εκλέξιμοι ήταν όλοι οι αυτόχθονες άρρενες εφόσον
κατέβαλλαν τον κεφαλικό φόρο.
Ανήκαν συνήθως στις ανώτερες και ευπορότερες τάξεις ή τους εγγράμματους, ηλικιακά ώριμοι
με κύρος στην τοπική κοινωνία, με διοικητικές ικανότητες. Η ανάμιξη του κλήρου ήταν
συνηθισμένη, αρχιερείς υποδείκνυαν τους κατάλληλους, σε μερικές περιπτώσεις εκλέγονταν οι
ίδιοι (οι προυχοντικές οικογένειες του Μοριά, με τα ιδιόκτητα χωριά των κολίγων, συνήθως
διεκδικούσαν και τις θέσεις των αρχιερέων για τα μέλη τους).
Η θητεία τους ήταν ενιαύσια, δεν έλειπαν όμως και οι περιπτώσεις (ιδίως προς το τέλος της
Τουρκοκρατίας) που παρατεινόταν σιωπηρά άλλοτε με τη συναίνεση του κοινού και άλλοτε με
εξωτερική παρέμβαση. Έτσι η θητεία πολλών παρατεινόταν για πολλά χρόνια, κάποτε έως και
ισόβια.
Οι δημογέροντες όλων των κοινοτήτων του καζά (επαρχίας) εξέλεγαν με πλειοψηφία τον
κοτζάμπαση, αντιπρόσωπο στην έδρα της επαρχίας, με ετήσια θητεία. Είχαν δικαίωμα
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 22
επανεκλογής και υποχρέωση λογοδοσίας. Η εκλογή επικυρωνόταν από τον πασά με ειδικό
διάταγμα (μπουγιουρδί).
Αρμοδιότητες-καθήκοντα:
i. Εκπροσωπούσαν την κοινότητα στις σχέσεις της και διαπραγματεύονταν με την εξουσία.
ii. Διαχείριση εσόδων-εξόδων της κοινότητας και η τήρηση κτηματολογίου (κατάρτιση,
ενημέρωση, φύλαξη).
iii. Είσπραξη φόρων: αποφάσιζαν για τη φορολογική υποχρέωση κάθε οικογένειας,
κατάρτιζαν κάθε χρόνο τα φορολογικά κατάστιχα. Αν ο καταβλητέος από την κοινότητα
φόρος ήταν υψηλός, ειδικοί απεσταλμένοι τους (επίτροποι ή απουκεχαγιάδες)
στέλνονταν στην έδρα της επαρχίας, στον κοτζάμπαση, για τη μείωση ή την αναβολή
πληρωμής του. Διαφορετικά, κατέφευγαν σε εσωτερικό ή εξωτερικό δανεισμό.
iv. Επέβαλλαν κοινοτικούς φόρους ή εράνους για την εκτέλεση έργων τοπικής ωφέλειας
(συντήρηση σχολείων, μισθό δασκάλων, κατασκευή κρηνών, οδών κ.λπ.). Εισέπρατταν τα
ενοίκια των κοινοτικών γαιών, μύλων κ.λπ.
v. Δικαστική εξουσία: την ασκούσαν εν ονόματι του επισκόπου, όταν η κοινότητα ήταν
απομακρυσμένη από την έδρα της επισκοπής. Εκδίκαση αστικού και οικονομικού
δικαίου. Είχαν δικαίωμα υπεράσπισης των μελών της κοινότητάς τους στα ποινικά
δικαστήρια.
vi. Ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση και την αποκατάσταση της τάξης.
vii. Διορισμός αγροφυλάκων και πολιτοφυλάκων, για την αποφυγή κλοπών και την ανεύρεση
δραστών και κλοπιμαίων.
viii. Μέριμνα για την οργάνωση και τη λειτουργία σχολείων, το διορισμό, την αμοιβή και την
επίβλεψη των κοινοτικών δασκάλων.
ix. Χορηγούσαν από το κοινοτικό ταμείο τρόφιμα και άλλα απαιτούμενα στα οθωμανικά
στρατεύματα.
x. Συγκαλούσαν σε γενική συνέλευση τα μέλη της κοινότητας σε έκτακτες περιστάσεις.
Όλες οι αρμοδιότητες εκχωρούνταν σταδιακά από τον 18ο αι. όχι στο σύνολο των κοινοτήτων.
Για το αξίωμα του προεστού προβλεπόταν αμοιβή, όχι απαραίτητα συμβολική, με ποικίλο και
κυμαινόμενο ύψος που ρυθμιζόταν από τις τοπικές συνθήκες. Οι προεστοί αντλούσαν επιπλέον
εισοδήματα σε χρήματα και είδος από διάφορες πηγές ή «συνακόλουθα δικαιώματα»: ποσοστά
από πρόστιμα επιβαλλόμενα για ζημιές, μέρος από τα ναυάγια που ξεβράζονταν (τζακίσματα)
στις ακτές τους, από τελωνειακούς δασμούς, αμοιβές για εκδίκαση υποθέσεων, δώρα σε είδος
από βοσκούς, καραβοκύρηδες, ψαράδες και άλλους επαγγελματίες κ.λπ. Είχαν επίσης
φορολογικές ελαφρύνσεις, απαλλαγή από αγγαρείες και μειωμένη καταβολή τελωνειακών
δασμών. Αυτό που καθιστούσε ζηλευτή τη θέση τους ήταν η αρμοδιότητα της είσπραξης των
φόρων και η δυνατότητά τους για ενοικίαση ή επινοικίαση των προσόδων, αυτή μετατράπηκε
σταδιακά στην κυριότερη πηγή κέρδους.
2.4.3 Δίκαιο
Η οθωμανική κατάκτηση δεν έφερε βίαιη τομή στο νομικό βίο του ορθόδοξου κόσμου.
Στο πλαίσιο του οθωμανικού συστήματος, ο χώρος του δημόσιου δικαίου ανήκε στην
αυτοκρατορία, κυρίως το ποινικό δίκαιο και η απόδοση ποινικής δικαιοσύνης. Ασκούνταν από
τον καδή, ο οποίος ζούσε στην πόλη, επόπτευε τη λειτουργία των δικαστηρίων και έστελνε
αντιπροσώπους στις διάφορες κοινότητες της περιοχής του. Ταυτόχρονα, είχε καθήκον να
επιβλέπει την εφαρμογή των αποφάσεων του σουλτάνου. Η ιδιότητα αυτή τους έδινε το ρόλο
επόπτη στην επαρχία τους, γεγονός που πολλοί καδήδες εκμεταλλεύτηκαν κάνοντας κατάχρηση
των εξουσιών τους.
Η Εκκλησία είχε ευρύτατες αρμοδιότητες στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου διατηρώντας τις
διατάξεις του Βυζαντίου για οικογενειακές (γάμου), κληρονομικές, οικονομικές σχέσεις και
συναλλαγές. Η αρμοδιότητά της παγιώθηκε το 18ο αι. στην κοινή συνείδηση για όλες τις
πολιτικές/αστικές υποθέσεις, οδηγώντας στη δημιουργία πολιτικών (αστικών) δικαστηρίων, στο
κέντρο και στις επαρχίες, είτε με καθαρά εκκλησιαστική είτε με μικτή σύνθεση (συμμετοχή
προκρίτων, εκπροσώπων της κοινότητας κ.λπ.).
Τομέας του ιδιωτικού δικαίου που η οθωμανική νομοθεσία είχε ισχυρή ανάμιξη ήταν της
ιδιοκτησίας. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν και παρεμβάσεις σε θέματα γάμου: χριστιανοί
προσέφευγαν στον καδή για να παρακαμφθεί κώλυμα όπως η συγγένεια ή για γάμους
χριστιανού με ετερόδοξο [ο ιερός νόμος επέτρεπε μικτούς γάμους μεταξύ μουσουλμάνου και
χριστιανής, αλλά αποτελούσε έγκλημα ο γάμος μεταξύ χριστιανού και μωαμεθανής]. Η Εκκλησία
καταδίκαζε τέτοιες προσφυγές.
Αυτονόητη ήταν η αρμοδιότητα της Εκκλησίας στο κανονικό δίκαιο (σχέσεις με τους πιστούς,
τους ιερείς και μοναχούς, εκκλησιαστικές διαφορές, εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων).
Στις βενετοκρατούμενες περιοχές η δικαιοδοτική εξουσία της Εκκλησίας περιοριζόταν σε
ζητήματα γάμου και οικογένειας.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 24
Για την εφαρμογή των αποφάσεών της η Εκκλησία δεν μπορούσε να καταφύγει στη βία ούτε
στον οθωμανικό μηχανισμό επιβολής ποινών∙ χρησιμοποίησε το δικό της σύστημα πνευματικού
καταναγκασμού: επιβολή πνευματικών ποινών, είτε ατομικών είτε συλλογικών, με μεγαλύτερη
αυτή του αφορισμού. Στα τέλη του 17ου αι., π.χ., το Πατριαρχείο εξέδωσε επιτίμιο σε βάρος των
Αθηναίων μετά από διαμάχη μεταξύ τους για εκκλησιαστικά ζητήματα. Μάλιστα, η πείνα και η
πανώλη που έπληξαν την πόλη τον ίδιο χρόνο εύλογα εκλήφθηκαν ως η ‘θεία τιμωρία’ για τη
ρήξη με τον πατριάρχη, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να υποχωρήσουν τελικά και να
παρακαλέσουν το Πατριαρχείο για ανάκληση του επιτιμίου.
2.4.4 Αρματολισμός
Τρεις ήταν οι κύριοι τύποι στρατιωτικών σχηματισμών: οι κλέφτες, οι αρματολοί και οι κάποι.
Επικεφαλής κάθε σχηματισμού ήταν οι καπετάνιοι ή οπλαρχηγοί, που είχαν στις διαταγές τους
τα παλικάρια.
Οι κλέφτες ήταν συνήθως φυγόδικοι, εκτός νόμου, θύματα καταπίεσης τυραννικών
αξιωματούχων, άντρες χωρίς υποχρεώσεις που σχημάτιζαν συμμορίες και ζούσαν από τη
λεηλασία. Στις πηγές συναντώνται ως μεμονωμένοι ένοπλοι ραγιάδες που βγαίνουν στο βουνό∙ ο
εξοπλισμός και τα βουνά συνιστούν μόνιμο στοιχείο της ταυτότητάς τους.
Συχνότερη δραστηριότητά τους ήταν οι επιδρομές εναντίον των Τούρκων ή ακόμη και των
πλούσιων συμπατριωτών τους. Χάρη στο γεγονός ότι αψηφούσαν το κράτος και τις αρχές,
γοήτευσαν τη λαϊκή φαντασία∙ αντιπροσώπευαν για τις κοινότητες ταυτόχρονα ένα στοιχείο
αυτονομίας και περιφρόνησης προς την καθιερωμένη εξουσία και ένα αντίβαρο στις λεηλασίες
των κατακτητών, γι’ αυτό και εξυμνήθηκαν στα δημοτικά τραγούδια για τη γενναιότητα και τον
πατριωτισμό τους. Αυτό ωστόσο δεν αποδεικνύει αποδοχή της δράσης τους, γιατί η ληστεία
αποτελούσε μάστιγα για τους φτωχούς.
Η γεωγραφική διαμόρφωση της Ρούμελης ευνοούσε τη ληστεία και εκεί το φαινόμενο ήταν
ενδημικό. Στην Πελοπόννησο, όπου η καταστολή από τις αρχές ήταν ευκολότερη, οι ληστές
συγκεντρώνονταν σε ορισμένες περιοχές, την Καρύταινα, τη Λακωνία, τη Μάνη. Σε περίπτωση
ανάγκης η Μάνη και τα Επτάνησα ήταν τα ασφαλέστερα καταφύγιά τους.
Ελατήρια της δράσης τους ήταν η επιβίωση και η χορήγηση αμνηστίας από τις αρχές, που συχνά
είχε ως αντάλλαγμα τη στρατολόγησή τους σε σώματα αρματολών.
Οι αρματολοί ξεχώριζαν από τους κλέφτες κατά το ότι είχαν εξασφαλίσει από την οθωμανική
εξουσία επίσημη αναγνώριση. Ο αρματολισμός συνιστούσε ένα είδος τοπικού οργανισμού
ασφάλειας που σύστησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία για να διασφαλίσει τη στρατιωτική
παρουσία της σε δυσπρόσιτες περιοχές (ορεινούς όγκους και περάσματα) και να ελέγξει τις
ένοπλες ομάδες. Μην έχοντας τη δυνατότητα να εγκαταστήσει φρουρές σε στρατηγικά σημεία,
προσέλαβε σώματα χριστιανών ατάκτων και τους ανέθεσε την αποστολή να κρατούν τους
κλέφτες σε απόσταση από τα χωριά και τα περάσματα και να προστατεύουν τις συγκοινωνίες.
Αυτό επιτυγχανόταν είτε με την καταδίωξη είτε, συχνότερα, με τη στρατολόγηση των ληστών στις
τάξεις τους (η πρακτική να βάζεις έναν κλέφτη να πιάσει έναν άλλο ήταν άλλωστε συνηθισμένη).
Έτσι, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους κλέφτες και τους αρματολούς δεν ήταν πάντα
σαφής (εξ ου και ο όρος κλεφταρματολός). Από τη στιγμή που οι αρματολοί εξασφάλιζαν
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 25
αμνηστία και νομιμότητα, χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να τη διατηρήσουν∙ όταν την έχαναν,
επέστρεφαν στη ληστεία και επιχειρούσαν να επανακάμψουν στη νομιμότητα.
Η περιοχή όπου ασκούσε την εξουσία της μια ομάδα αρματολών ονομαζόταν αρματολίκι ή
καπετανάτο και αποτελούνταν συνήθως από ένα σύμπλεγμα κεφαλοχωρίων. Τα όριά τους
συνέπιπταν πολλές φορές με ορισμένες διοικητικές περιφέρειες. Οι αρμοδιότητες των
αρματολών ποίκιλλαν ανάλογα με τα γεωγραφικά όρια όπου εκτενόταν η εξουσία τους.
Οι οθωμανικές αρχές εμπιστεύονταν κάθε αρματολίκι σε έναν καπετάνιο, τον οποίο επέλεγαν
συνήθως ανάμεσα στους πιο ικανούς και επικίνδυνους παράνομους. Αυτός δεσμευόταν να μένει
πιστός στο κράτος και είχε την υποχρέωση να διατηρεί έναν αριθμό ενόπλων ώστε να είναι σε
θέση να διαφυλάει την τάξη. Ο καπετάνιος περιπολούσε το αρματολίκι, συνέλεγε κρατικούς
φόρους και τον ειδικό φόρο για την κάλυψη της αμοιβής του.
Αρματολίκια συστάθηκαν από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης στις περιοχές των Αγράφων,
των Μεγάρων και του Ολύμπου, έγιναν όμως πολυαριθμότερα από το 18ο αι., ταυτόχρονα με την
αποσάθρωση του οθωμανικού συστήματος, τη διεύρυνση της τοπικής αυτονομίας των
περιφερειακών κέντρων εξουσίας, τις δημογραφικές εξελίξεις και τη ζήτηση ενόπλων από ξένους
στρατούς. Από το β΄μισό του 18ου αι. απλώθηκαν σε ευρύτατες περιοχές των ελληνικών εδαφών.
Τα δύο ονομαστότερα συγκροτήματα καπετανάτων ήταν το Σούλι και η Μάνη.
Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκαν δίκτυα επικοινωνίας και δεσμοί συμμαχίας ανάμεσα
στις αρματολικές ομάδες διαπερνώντας τα σύνορα των καζάδων. Τέτοιες αναφορές είναι πιο
συχνές στα χρόνια του Αλή πασά και πριν την Επανάσταση. Η ισχυροποίησή τους οδήγησε σε μια
δυναμική αυτονόμησης από την οθωμανική στρατιωτική μηχανή, που πολλές φορές
αντιμετωπίστηκε με εκτεταμένες εκκαθαρίσεις με βαρύ κόστος. Η προσπάθεια αντικατάστασής
τους από μουσουλμάνους Αλβανούς δεν πέτυχε, αντίθετα πρόσθεσε έναν ακόμη παράγοντα βίας
που ταλάνιζε την ύπαιθρο.
Οι αρματολοί προσπαθούσαν να αποκτήσουν ισχύ και να καταστούν υπολογίσιμος παράγοντας
για τις οθωμανικές αρχές. Για τη διασφάλιση της δύναμής τους επεκτάθηκαν σε οικονομικές
δραστηριότητες. Ήταν κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι. Ο μισθός τους δεν συνιστούσε αξιόλογο
έσοδο. Επένδυαν τα έσοδά τους κυρίως στην αγορά ζώων και το δανεισμό, σπανιότερα στην
καλλιέργεια της γης. Ορισμένες οικογένειες ισχυροποιήθηκαν τόσο ώστε να νέμονται τα
αρματολίκια κληρονομικά (Μπουκουβαλαίοι, Βλαχάβες, Στορνάρηδες, Κοντογιάννηδες,
Βαρνακιώτες).
Εξελίχθηκαν σε στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης. Επιδίωκαν να αποκτήσουν μεγάλα σπίτια
και οικογένειες και ενίσχυαν το κύρος τους μέσω κοινωνικών παροχών: τη χρηματοδότηση για
εικονογράφηση εκκλησιών, την κατασκευή κοινωφελών έργων (γέφυρες, κρήνες), αγόραζαν
πολυτελή ρούχα και όπλα. Η παλικαριά και η λεβεντιά ήταν σε εκτίμηση στον κόσμο τους.
Η ισχυροποίηση της εξουσίας τους έσπειρε τον ανταγωνισμό προς τους προκρίτους για τον
έλεγχο της κοινότητας, ο οποίος τροφοδοτήθηκε από το γεγονός ότι αντλούσαν τη δύναμή τους
από διαφορετικές πηγές: από τα όπλα και την ανυπακοή οι πρώτοι, από τις οικονομικές
δραστηριότητες και τη διοίκηση οι δεύτεροι. Κατά συνέπεια, οι πρόκριτοι ταυτίζονταν με το
φόρο και την εξουσία, δηλαδή με τις συνέπειες της υποταγής, και οι αρματολοί με την ανταρσία∙
αντιπροσώπευαν το άδικο και το δίκιο, τον φρόνιμο και τον ανυπότακτο, την ενσωμάτωση και
την εξέγερση. Η σύγκρουση γεννούσε εντάσεις στο εσωτερικό της κοινότητας, προκαλώντας
πολλές φορές παρεμβάσεις των Οθωμανών.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 26
Τέλος, οι κάποι ήταν αυτοί που ανήκαν στην προσωπική ένοπλη δύναμη των πλούσιων
προεστών, ένα είδος τοπικής αστυνομίας στην υπηρεσία των τοπικών ή επαρχιακών αρχών.
Διέφεραν από τους αρματολούς ως προς τα αφεντικά, τα καθήκοντα και την έκταση της ισχύος
τους. Αφεντικό τους ήταν ο προεστός και όχι οι οθωμανικές αρχές και αυτού τη γη και το κύρος
περιφρουρούσαν. Σε ελάχιστες περιπτώσεις αναλάμβαναν το κύριο έργο του αρματολού,
δηλαδή την καταδίωξη των κλεφτών. Δεν απέκτησαν προεπαναστατικά την οικονομική
ευμάρεια, την κοινωνικοπολιτική δύναμη και το κύρος των καπετάνιων της Ρούμελης και των
άλλων περιοχών, όπου αναπτύχθηκε το σύστημα του αρματολισμού. Πολλοί από τους
Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς που διακρίθηκαν στην Επανάσταση προέρχονταν από την ομάδα
αυτή.
2.4.5 Παιδεία
Η οθωμανική κατάκτηση προκάλεσε δραματική παρακμή της πολιτιστικής εξέλιξης και διακοπή
της οργανωμένης εκπαίδευσης ως τα μέσα 17ου αι., εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο
πνευματικής εξουθένωσης.
Αίτια:
i. η καταστροφή των μεγάλων κέντρων, που προκάλεσε εξαφάνιση των μεσαίων και
ευπορότερων κοινωνικών στρωμάτων με τα οποία ήταν συνδεδεμένη η λειτουργία των
σχολείων
ii. η ελάττωση του ελληνικού πληθυσμού, που συνοδεύτηκε από την εγκατάσταση
επήλυδων Οθωμανών σε πόλεις και πεδιάδες
iii. η μετατόπιση των Ελλήνων στα ορεινά για ασφάλεια δημιουργώντας μια νέα
δημογραφική εικόνα
iv. η οικονομική πτώση και ο αγροτικός χαρακτήρας της κοινωνίας
v. η έλλειψη δασκάλων και η φυγή των λόγιων στη Δύση
vi. το χαμηλό επίπεδο των κληρικών, επισκόπων και ιερομονάχων που ανέλαβαν να
διατηρήσουν ζωντανή τη γλώσσα των γραφών
Στις πρώτες δεκαετίες υπήρξαν βραχύβιες εκπαιδευτικές εστίες, οι προσπάθειες δασκάλων ήταν
μεμονωμένες, θα πρέπει να θεωρηθούν ως υποτυπώδη ‘κοινά’ σχολεία: σε κάποιο ναό ή μονή ή
σε πρόχειρο διαθέσιμο χώρο ο εμπειρικός δάσκαλος, συνήθως ένας ημιμαθής ιερέας ή μοναχός,
παρέδιδε μαθήματα σε μικρό αριθμό μαθητών με ό,τι είχε στη διάθεσή του, συνήθως
λειτουργικά βιβλία (Ωρολόγιο, Ψαλτήρι, Οκτώηχος). Το επίπεδο περιοριζόταν στη στοιχειώδη
μόρφωση για τη διατήρηση της χριστιανικής παράδοσης και της ελληνικής γλώσσας μέσω της
ανάγνωσης και της γραφής (‘κολυβογράμματα’). Τα μαθήματα γίνονταν όταν είχε χρόνο ο
δάσκαλος (συνήθως πρωί) και πληρώνονταν από τους μαθητές ή την κοινότητα.
Πολλές περιοχές στερήθηκαν κι αυτή ακόμη τη διαδικασία για δύο αιώνες. Από τα μέσα του
16ου αι. παρατηρήθηκαν πιο συντονισμένες προσπάθειες για εκπαίδευση, υπό την επήρεια
δυτικών πνευματικών και εκπαιδευτικών επιδράσεων, που έφτασαν στον ελληνορθόδοξο κόσμο
μέσω των βενετοκρατούμενων περιοχών και της ελληνικής διασποράς. Πληροφορίες για
στοιχειώδη σχολεία ως τα τέλη του αιώνα υπάρχουν για τη Μονεμβασιά, τα νησιά του Αιγαίου,
τα Τρίκαλα, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, τα Ιωάννινα.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 27
Η ευθύνη για την παιδεία ανήκε στο Πατριαρχείο, ως πνευματική αρχή, υπήρχαν όμως
αντικειμενικές δυσκολίες: έλλειψη πόρων και δασκάλων, δουλεία, απορφανισμός από μεγάλες
προσωπικότητες.
Απόφαση σταθμός του Πατριάρχη Ιερεμία Β΄, 1593: κάθε επίσκοπος έπρεπε να φροντίζει για τη
διδασκαλία των ‘ιερών γραμμάτων’ στην επικράτεια της δικαιοδοσίας του. Η απόφαση
προβάλλει για πρώτη φορά το ενδιαφέρον και τη συναίσθηση του Πατριαρχείου για την άμεση
ανάγκη εξάπλωσης της εκπαίδευσης στον ελληνικό χώρο∙ η παιδεία απέκτησε άμεση
προτεραιότητα. Οι αλλαγές βέβαια δεν ήταν ούτε άμεσες ούτε θεαματικές.
vi. Η κατάρρευση του τιμαριωτικού συστήματος και μαζί τού ιδιότυπου οθωμανικού ιππικού
των σπαχήδων, η ανάδειξη νέων αστικών ομάδων εμπόρων, βιοτεχνών, κεφαλαιούχων
Εβραίων κ.λπ., οι αλλεπάλληλες καταστροφές στη γεωργική παραγωγή που προκαλούσαν
οι πολεμικές αναστατώσεις και οδηγούσαν την ύπαιθρο σε μαρασμό, ο εκφυλισμός του
παραδοσιακού φορολογικού συστήματος και η ληστρική φορολογική τακτική των
κρατικών οργάνων.
vii. Οι αλλαγές στο διεθνές εμπόριο που έφεραν οι νέες ανακαλύψεις: διάνοιξη νέων
εμπορικών οδών, οικονομική πρόοδος της Ευρώπης, ανεύρεση φθηνών πρώτων υλών και
ιδιαίτερα χρυσού στις νέες χώρες.
Τα συμπτώματα της χρόνιας διοικητικής κακοδαιμονίας και της αλλοίωσης του χαρακτήρα του
οθωμανικού κράτους και του στρατού γίνονταν συχνά αισθητά και από τους ίδιους τους
Οθωμανούς και δεν έλειψαν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες: του Οσμάν Β΄ (1618-1623), του
Μουράτ Δ΄ (1623-1640), του Μουσταφά Γ΄ (1756-1763) κ.ά. Οι μεταρρυθμιστικές κινήσεις
εμφανίστηκαν σε περιορισμένη κλίμακα και συχνά αναστέλλονταν από τις αντιδράσεις τής πιο
συντηρητικής στρατιωτικής και διοικητικής ολιγαρχίας που έβλεπε να απειλούνται τα προνόμιά
της.
πλούσιων εσόδων από τους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς και, κυρίως, φαινόταν
εύκολος στόχος.
Ωστόσο, ο αγώνας για την κατάκτησή της ήταν μακροχρόνιος (1645-1669), αιματηρός και
πολυδάπανος για τους Οθωμανούς και μακροπρόθεσμα συνέβαλε στην εξασθένησή τους.
Μετά την άλωση του Χάνδακα (Σεπτέμβριος 1669) ύστερα από μακρόχρονη και αιματηρή
πολιορκία, η Κρήτη πέρασε στους Οθωμανούς, εκτός από τα νησάκια/φρούρια Σπιναλόγκα και
Γραμβούσα και το λιμάνι της Σούδας που παρέμειναν στους Βενετούς, μαζί με την Τήνο, για
μερικές δεκαετίες ακόμη. Σύμφωνα με τη συνθήκη, όσοι από τους κατοίκους ήθελαν να
εγκαταλείψουν το νησί είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν μεταφέροντας και την κινητή τους
περιουσία. Οι Βενετοί επίσης μπορούσαν αποχωρώντας να πάρουν τα όπλα, τα κανόνια, τα
κειμήλια, τα αρχεία και τις αποσκευές τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διάσωση του
μεγαλύτερου τμήματος των επίσημων αρχείων της βενετικής διοίκησης στην Κρήτη.
Έτσι έκλεισε ο κύκλος των τουρκικών προσπαθειών για την αποκατάσταση της γεωγραφικής και
οικονομικής ενότητας της αυτοκρατορίας σε ολόκληρο τον παραδοσιακό γεωπολιτικό χώρο της
ανατολικής Μεσογείου.
Κορώνη, Καλαμάτα, Μάνη και οχυρά της νοτιοανατολικής Μεσσηνίας, Μεθώνη, Ναβαρίνο. Οι
επιτυχίες άνοιξαν το δρόμο για πρόσκαιρη επέκταση της εκστρατείας στη Στερεά Ελλάδα
(Αττική). Τότε σημειώθηκε η πολιορκία της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι (26-9-1687) με θύμα
τον Παρθενώνα.
Η συνέχεια όμως δεν ήταν το ίδιο επιτυχής: ο βενετικός στόλος απέτυχε στο Αιγαίο και χάθηκε η
Γραμβούσα.
Ο πόλεμος έλαβε τέλος με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (26-1-1699). Το κείμενο που αφορούσε στη
Βενετία αναγνώριζε την κυριαρχία της στην Πελοπόννησο μέχρι τον Ισθμό, αλλά επέστρεφε
στους Οθωμανούς τις στερεοελλαδικές κτήσεις (Ναύπακτο, Πρέβεζα). Οι Βενετοί κράτησαν
επίσης τη Λευκάδα και την Τήνο (για δεκαπέντε ακόμη χρόνια), αλλά έχασαν τη Γραμβούσα.
Η συνθήκη επισημοποίησε την πρώτη μεγάλη ήττα των Οθωμανών, μετέτρεψε την Αυστρία σε
ηγεμονεύουσα δύναμη των παραδουνάβιων χωρών και της βόρειας Βαλκανικής, σε ρυθμιστικό
παράγοντα του Ανατολικού Ζητήματος. Επίσης οδήγησε σε προσέγγιση της Ρωσίας με τη δυτική
Ευρώπη και σε πρόσκαιρη επιστροφή της Βενετίας στην ελληνική Ανατολή.
Σημασία για τον ελληνισμό:
i. μεγάλο τμήμα του ήρθε εκ νέου σε επαφή με τη Δύση μέσω της Βενετίας
ii. ξεκίνησαν μαζικές μετακινήσεις Ελλήνων προς τις κτήσεις των Αψβούργων
iii. εντάθηκε η εμπορική διείσδυση των Ευρωπαίων στην Ανατολή, δημιουργήθηκαν
ευρύτερα πεδία εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας
iv. σύνδεση των προβλημάτων της Ανατολής με τη Ρωσία
iv. πρόσθετες επιβαρύνσεις για τους κατοίκους στις εμπόλεμες περιοχές, πρακτική που
οδήγησε σε πληθυσμιακές μετακινήσεις και δημογραφική ισχνότητα, ιδίως στην
Πελοπόννησο
v. έξαρση της ληστείας και της αναρχίας, που οδήγησε σε κατάργηση του θεσμού των
αρματολών (1722), αν και στην πράξη διατηρήθηκε ως την Επανάσταση
vi. καταστροφές σε μοναστήρια, κειμήλια κ.λπ. και περαιτέρω κατάπτωση της παιδείας
vii. καθορισμός του καθεστώτος ναυσιπλοΐας στο Δούναβη για τις δύο αυτοκρατορίες,
ελεύθερη διακίνηση εμπόρων και εμπορευμάτων στην κοιλάδα του Αξιού και άλλων
ποταμών, χρησιμοποίηση λιμανιών όπως η Θεσσαλονίκη∙ οι εξελίξεις αυτές άνοιξαν
νέους ορίζοντες εμπορικής δραστηριότητας για τους Έλληνες
εδαφικών ανακατατάξεων, προέβλεπε μεταξύ άλλων: αμνηστία για όλους όσοι συμμετείχαν στον
πόλεμο, ελευθερία πλεύσης στη Μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο για τα εμπορικά πλοία με
ρωσική σημαία, ελευθερία μετακίνησης των Ρώσων υπηκόων στην οθωμανική επικράτεια,
εμπορικά προνόμια ανάλογα ‘των μάλλον ευνοουμένων κρατών’, δικαίωμα για τη Ρωσία να
διορίζει προξένους και άλλους διπλωματικούς και εμπορικούς αντιπροσώπους και, τέλος,
δικαίωμα σε όλους τους ορθόδοξους υπηκόους της Πύλης να ασκούν ελεύθερα τη λατρεία τους
και να χτίζουν εκκλησίες. Το μέτρο αυτό θεωρήθηκε αργότερα από τους Ρώσους ως δικαίωμα
προστασίας των χριστιανών και των λατρευτικών χώρων τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,
δικαίωμα που χρησιμοποίησαν επανειλημμένα στο μέλλον.
Εκμεταλλευόμενοι τις νέες συνθήκες Έλληνες ναυτικοί κατακλύζουν σταδιακά τις αγορές του
Εύξεινου Πόντου, του Αιγαίου και του Ιονίου (προκειμένου να ανασχέσουν αυτή την εξέλιξη οι
Οθωμανοί γρήγορα παραχώρησαν οικονομικά προνόμια στα ελληνικά πλοία). Πολλοί πήραν και
τη ρωσική υπηκοότητα.
Οι όροι της συνθήκης αυτής επαναβεβαιώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη του
Ιασίου (1792), που έδωσε τέλος στον β΄ ρωσοτουρκικό πόλεμο.
2.6.1 Εμπόριο
Από τις ποικίλες ευκαιρίες που δημιούργησαν οι εμπορικές δραστηριότητες των ξένων στην
ανατολική Μεσόγειο ευνοήθηκαν αρκετοί υπήκοοι του σουλτάνου.
Οι ενδιαφερόμενες χώρες οργανώνουν εμπορικές ‘βάσεις’ σε διάφορες πόλεις, προξενικές αρχές
και εμπόρους που διευκολύνουν τη συγκέντρωση των εμπορευμάτων προς εξαγωγή και τη
διανομή των εισαγόμενων προϊόντων.
Το ευρωπαϊκό εμπόριο ενδιαφερόταν για προϊόντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
i. πρώτες ύλες: μαλλί, βαμβάκι, λάδι, σταφίδα, δέρματα, μετάξι, νήματα
ii. τρόφιμα: δημητριακά
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 33
Σχεδόν στο σύνολό τους οι δρόμοι του εμπορίου από τον ελληνικό χώρο στην Ευρώπη ήταν
θαλασσινοί. Το γεγονός αυτό αύξησε το ρόλο των λιμανιών και μετέτρεψε τις πόλεις σε
εμπορικά κέντρα, ανέδειξε δε το πλοίο σε κυρίαρχο μέσο μεταφοράς.
Ωστόσο, μετά τις συνθήκες του Κάρλοβιτς και του Πασάροβιτς και την ανάπτυξη του ελεύθερου
εμπορίου ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την αυτοκρατορία των Αψβούργων,
ανάπτυξη γνώρισαν και οι χερσαίοι δρόμοι. Το βόρειο τμήμα της Ρούμελης, η Ήπειρος, η
Θεσσαλία, η Μακεδονία ζωντάνεψαν από το εμπορικό ρεύμα: αυξάνεται η παραγωγή
βαμβακιού στην κοιλάδα των Σερρών, δημητριακών και καπνού στη Μακεδονία και τη Θράκη, οι
ορεινές κοινότητες ενέτειναν τις κτηνοτροφικές και βιοτεχνικές δραστηριότητές τους (υφάσματα
της Νάουσας, μαχαίρια στη Σαμαρίνα, γούνες της Καστοριάς και της Σιάτιστας), οι
εμποροπανηγύρεις πολλαπλασιάστηκαν. Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της ενδοχώρας
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 34
2.6.2 Ναυτιλία
Το ελληνικό εξωτερικό εμπόριο ήταν συνδεδεμένο με τη δραστηριότητα της ναυτιλίας.
Ο αριθμός των πλοίων, η μεταφορική ικανότητα και τα κέρδη διαρκώς αυξάνονταν.
Σταθμοί στην πορεία αυτή στάθηκαν η Γαλλική Επανάσταση, οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι και,
κυρίως, οι ναυτικοί αποκλεισμοί της ηπειρωτικής Ευρώπης εκ μέρους των Βρετανών. Οι ρυθμοί
του ευρωπαϊκού εμπορίου μεταβλήθηκαν, η Γαλλία και η Βρετανία ενεπλάκησαν ως εχθροί
στους πολέμους εγκαταλείποντας το εμπόριο της Μεσογείου, ενώ ταυτόχρονα η ελληνική
ναυτιλία αναπλήρωσε το κενό. Κυριάρχησε στο εμπόριο σε όλη τη Μεσόγειο, κυρίως με την
τροφοδοσία των ευρωπαϊκών χωρών με σιτηρά της ανατολικής Μεσογείου μέσω των
γαλλοκρατούμενων λιμανιών της ιβηρικής χερσονήσου, του Λιβόρνο, της Γένουας, της
Μασσαλίας. Η εποχή αυτή συνέπεσε με το άνοιγμα των αγορών της Ρωσίας και την ίδρυση του
λιμανιού της Οδησσού. Σμύρνη, Χίος, Βόλος, Γαλάτσι επίσης εξελίσσονται σε μεγάλα εμπορικά
κέντρα.
Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι των βορειότερων επαρχιών της ελληνικής χερσονήσου
αξιοποίησαν τους μάλλον ανεξέλεγκτους (από τους Βρετανούς) χερσαίους δρόμους της
Βαλκανικής, μέσω των οποίων διακινούσαν ανεμπόδιστοι ποικίλα προϊόντα από και προς την
κεντρική Ευρώπη.
Έτσι, από τα τέλη 18ου-αρχές 19ου αι. παρατηρείται η χρυσή εποχή της ελληνικής εμπορικής
ναυτιλίας, με πάνω από 3.000 ιστιοφόρα πλοία. Τα νησιά του Αιγαίου εξελίσσονται σε επίκεντρο
της ελληνικής ναυτοσύνης και ενισχύονται πληθυσμιακά από χριστιανούς των άλλων ελληνικών
περιοχών. Η Ύδρα και οι Σπέτσες κατέχουν προνομιακή θέση στον τομέα αυτό, πολλοί
πλοιοκτήτες έγιναν πλούσιοι και τα αρχοντικά τους δέσποζαν πια με μεγαλοπρέπεια στο τοπίο,
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 35
ενώ σε αρκετά από τα νησιά (Σύρος, ακτές του Ιονίου) δημιουργούνται ναυπηγεία που
εξυπηρετούν τις ανάγκες των εμπόρων.
Ωστόσο, μετά την ειρήνευση στην Ευρώπη, οι παλαιές ναυτικές εμπορικές δυνάμεις με κυρίαρχη
πια τη Βρετανία επέστρεψαν και ανέκτησαν τις θέσεις τους οδηγώντας την ελληνική ναυτιλία σε
γεωγραφική συρρίκνωση και κρίση (β΄ δεκαετία του 19ου αι.): μετά το 1815 ο αριθμός των
αγγλικών πλοίων στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου αυξανόταν διαρκώς σε βάρος των
ελληνικών. Η πτώση της δραστηριότητας έφερε πτώση και στα κέρδη των ελληνικών καραβιών,
τα οποία έπεσαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και οδήγησε σε ξαθλίωση τους εργαζόμενους στη
ναυτιλία. Η εικόνα αυτή συνεχίστηκε μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης.
τη βαθμιαία συνειδητοποίηση της ευθύνης των κατοίκων για την πρόοδο της κοινότητας. Η
ίδρυση σχολείου ως επιλογή γίνεται κατανοητή από τη σημασία που αποδίδεται πλέον στην
παιδεία: η μόρφωση δεν είναι μόνο αυτοσκοπός ή μέσο διατήρησης της συνείδησης και της
πίστης, αλλά και απαραίτητο εφόδιο για οικονομική και κοινωνική άνοδο.
Παρατηρείται επίσης διοικητική αλλαγή: ενώ μέχρι τότε την ευθύνη οργάνωσης και λειτουργίας
των σχολείων είχε η Εκκλησία, απέκτησαν σταδιακά ρόλο οι κοινότητες και οι απόδημοι. Οι
πρωτοβουλίες για την ίδρυση κοινοτικών σχολείων προέρχονταν από ισχυρές οικογένειες
εμπόρων και κτηματιών, συνέβαλλαν όμως και οι απόδημοι με τη θέσπιση κληροδοτημάτων και
υποτροφιών. Σε όλες τις περιπτώσεις τα σχολεία ενισχύονταν και από τα έσοδα της τοπικής
εκκλησίας. Αυτό θα οδηγήσει σε διαφοροποίηση των σκοπών της εκπαίδευσης. Λειτουργικά τα
σχολεία ελέγχονταν από τους προεστούς, για τη λειτουργία τους όμως απαιτούνταν έγκριση από
το Πατριαρχείο. Οι ίδιοι φρόντιζαν για την επιλογή του δάσκαλου και την οικονομική διαχείριση.
Από τα μέσα του 18ου αι. η εκπαίδευση εμπλουτίζεται από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, οι
εκπρόσωποι του οποίου πρότειναν ριζικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στόχος είναι πια
η λειτουργία σχολείων απαλλαγμένων από το σχολαστικισμό, η εξάλειψη των δεισιδαιμονιών, η
διδασκαλία των φυσικών επιστημών, η διαμόρφωση νεωτερικής συνείδησης, η αγωγή των
μαθητών, η εφαρμογή σύγχρονων εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών μεθόδων.
Στις αρχές του 19ου αι., υπό την επιρροή του Κοραή, παρατηρήθηκε στροφή προς την αρχαία
ελληνική φιλολογία, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Η παιδεία συνδέεται πλέον με το όραμα της
αναγέννησης της Ελλάδας, που θα επιτευχθεί με τη διάχυση των φώτων σε όλα τα κοινωνικά
στρώματα.
Στις αρχές του 18ου αι. παρατηρήθηκε αύξηση της φοίτησης στα κοινά σχολεία, από 15-20
μαθητές περνούμε σε 120-300 μαθητές κατά τόπους. Αφορούσε μόνο αγόρια, η οργανωμένη
φοίτηση των κοριτσιών ξεκίνησε μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Η αύξηση των μαθητών και των μαθημάτων, η προσθήκη και επιστημονικών μαθημάτων
απαιτούσαν αύξηση του αριθμού των δασκάλων. Μέσα 17ου-μέσα 18ου αι. εμφανίζονται νέοι
λαϊκοί μορφωμένοι δάσκαλοι που είχαν μαθητεύσει κοντά σε παλαιότερους. Μετακινούνταν
συνήθως από σχολείο σε σχολείο για καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Δεν πληρώνονταν καλά
και εξαρτιόνταν από τις διαθέσεις των τοπικών παραγόντων.
Ο μισθός τους ποίκιλλε ανάλογα με τη φήμη και τις ικανότητές τους, το μέγεθος του σχολείου,
τις δυνατότητες της κοινότητας. Λάμβαναν επίσης τα ‘δευτεριάτικα’, μικρή αμοιβή σε χρήμα ή σε
είδος από τους γονείς των μαθητών, κάθε Δευτέρα.
Στα τέλη του 18ου αι. εμφανίστηκε νέα γενιά δασκάλων που γνώριζαν αρχαία ελληνική γλώσσα
και γραμματεία και οι γνώσεις τους τους προσέδιδαν κύρος. Οι μετακινήσεις άρχισαν να
περιορίζονται.
Με την ανάπτυξη της εκπαίδευσης αυξήθηκαν και οι ανάγκες για νέους χώρους. Στην αρχή
προκρίθηκαν παραδοσιακές λύσεις: οίκημα με μία τουλάχιστον αίθουσα διδασκαλίας, δωμάτιο
για το δάσκαλο, βιβλιοθήκη (απαραίτητο εξάρτημα κάθε σχολείου από τα τέλη του 18ου αι.),
κοντά στην εκκλησία της πόλης ή σε κελιά του περίβολου του ναού ή κάποιου μοναστηριού. Από
τα μέσα του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., οι επίτροποι επιλέγουν την ανακαίνιση κάποιου
παλιού σχολικού κτηρίου ή την αγορά ή την ανέγερση νέου διδακτηρίου. Η επιλογή της μιας ή
της άλλης λύσης εξαρτιόταν από τις οικονομικές δυνατότητες και τις φιλοδοξίες της κοινότητας ή
από τη συνδρομή των αποδήμων.
Τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν θετικά: γεωγραφική
επέκταση σε όλο τον ελληνικό χώρο, ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση, εμβάθυνση και
εμπλουτισμός των διδασκόμενων αντικειμένων, εμπέδωση της αναγκαιότητας και ανανέωση της
στοχοθεσίας της εκπαίδευσης.
3. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Κύρια χαρακτηριστικά του, η εκκοσμίκευση της γνώσης και των αξιών που εκπορεύθηκαν από
την πρόοδο στην παιδεία της ΒΔ Ευρώπης τον αιώνα πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (νέες
ανακαλύψεις, Αναγέννηση, πρόοδος στις επιστήμες).
Τι επαγγελλόταν:
i. την απαλλαγή της ανθρώπινης σκέψης από το σκότος της πλάνης, την άγνοια, τη
δεισιδαιμονία και την προκατάληψη, την απόρριψη της αυθεντίας
ii. την αντίθεση προς όλους τους τύπους του δογματισμού και τη μισαλλοδοξία
iii. τη λογική κρίση, την πίστη στην πρόοδο, τον προβληματισμό γύρω από τα όρια της
γνώσης
iv. την επιστημονική γνώση, τον προβληματισμό γύρω από τη φύση
v. το αναπαλλοτρίωτο των δικαιωμάτων του ατόμου ως ουσιαστικό περιεχόμενο της ιδέας
της ελευθερίας
vi. την ισότητα, την αδελφοσύνη ανθρώπων και λαών, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
vii. τη σημασία της αγωγής για την καλλιέργεια της λογικής κρίσης και των γνωστικών
ικανοτήτων των ανθρώπων
viii. τη σημασία στην αγωγή των νέων, προήγαγε τις ζωντανές γλώσσες, τα εθνικά ιδιώματα
σε βάρος των νεκρών γλωσσών
ix. την τροπή προς την αρχαιότητα και το δημοκρατικό της παράδειγμα, με αντίστοιχη
απόρριψη του Βυζαντίου που θεωρείτο φορέας απολυταρχικής εξουσίας
x. τον περιορισμό των κοσμικών εξουσιών του κλήρου
Τα ‘θραύσματα’ αυτού ταξίδεψαν νότια και ανατολικά προς την ευρωπαϊκή περίμετρο, όπου
βρέθηκαν αντιμέτωπα με παγιωμένες πνευματικές παραδόσεις και νοοτροπίες.
Η σταδιακή διείσδυση των ιδεών του Διαφωτισμού στην ορθόδοξη κοινωνία της Ανατολής
συνεπαγόταν αναπροσδιορισμούς σε θεμελιώδεις τομείς της πνευματικής, κοινωνικής και εν
τέλει της πολιτικής ζωής, που συνέτειναν στη διαμόρφωση της ιστορικής φυσιογνωμίας του
νεότερου ελληνικού έθνους. Τα σημάδια της πνευματικής αλλαγής άρχισαν να
πολλαπλασιάζονται στον ελληνικό χώρο όσο προχωρούσε ο 18ος αι.
Έτσι γεννήθηκε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όρο που έπλασε ο Κ. Θ. Δημαράς (1945).
Γεωγραφικός χώρος:
Έξαρση του φαινομένου παρατηρείται στα μέρη όπου δημιουργούνται ευνοϊκοί όροι, μεγάλα
κέντρα ακμής του ελληνικού στοιχείου: Ιωάννινα, νησιά του Αιγαίου, Επτάνησα, αργότερα
Θεσσαλία. Ωστόσο, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός ξεπέρασε τα ‘ελληνικά’ γεωγραφικά όρια:
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 39
επεκτάθηκε στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή στο βαλκανικό υπό οθωμανική
κυριαρχία χώρο, τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, τα παράλια της Μικράς Ασίας (Σμύρνη).
Δυναμικοί πυρήνες παιδείας αναπτύσσονται λόγω των ευνοϊκών εμπορικών συγκυριών και στις
ελληνικές παροικίες της κεντρικής (Ουγγαρία) και δυτικής Ευρώπης (Βενετία, Βιέννη, Παρίσι) και
της νότιας Ρωσίας (Οδησσός).
Το ελληνικό φαινόμενο παρουσιάζει ιδιομορφίες/αποκλίσεις από το ευρωπαϊκό. Αίτια:
i. Ο ελληνικός κόσμος είναι κληρονόμος ενός αρχαίου πολιτισμού που βαραίνει
αποφασιστικά στην ιδιοσυγκρασία των μεταγενέστερων γενεών.
ii. Δέχεται την επίδραση του δυτικού Διαφωτισμού απαράσκευος. Εξαιτίας της αποξένωσης
από τις δυτικοευρωπαϊκές ιστορικέ εξελίξεις, δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τα μεγάλα
πολιτικά και κοινωνικά κινήματα της Δύσης, δεν γνώρισε τους καρπούς της ευρωπαϊκής
Αναγέννησης, παρά με ελάχιστες εξαιρέσεις (κυρίως στη βενετοκρατούμενη Κρήτη μέσα
στο 17ο αι., από όπου εξακτινώθηκε και σε άλλους πυρήνες ιταλικής παιδείας, και στα
Ιόνια νησιά).
iii. Βρίσκεται υπό δουλεία σε ασιάτη κυρίαρχο. Ο παλαιός ελληνικός κόσμος, μετά την
πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και μέσα από την τουρκοκρατία, έχει χάσει την
υπόσταση και τη συνοχή όπως συμβαίνει στα δυτικά καθεστώτα.
Περιοδολόγηση:
i. 1700-1750, εποχή ενός πρώιμου Διαφωτισμού. Συνδέεται στενά με τους Φαναριώτες,
χωρίς να είναι οι αποκλειστικοί εκπρόσωποί του.
ii. 1750-1800, φάση ωριμότητας με διάκριση σε δύο ‘γενιές’: 1750-1774, 1774-1800.
Διακρίνεται από την πυκνότητα των εκδηλώσεων του διαφωτιστικού ρεύματος.
iii. 1800-1821/1830, δυναμική φάση, ιδεολογική προετοιμασία του Αγώνα.
έχασε την περιουσία του με κάποιον τρόπο. Με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι
Φαναριώτες δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (αποκεφαλισμοί, δολοφονίες, διωγμοί κ.λπ.).
Παρά τις κατά καιρούς κρίσεις που διατυπώθηκαν για τη στάση και τη γενικότερη πολιτική τους
τοποθέτηση, είναι γενικά παραδεκτό ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της
πολιτικής και κοινωνικής πορείας του ελληνισμού.
Εκπρόσωποι:
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1680-1730) γιος του Αλέξανδρου
Παράλληλα λειτουργούσε και ο εμπορικός κόσμος. Ο τύπος του εμπόρου ασχολούμενου με την
παιδεία, με πνευματικές ανησυχίες, θα διακριθεί αισθητά. Οι έμποροι παρακολουθούσαν τη
βαθμιαία παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πιστοί οπαδοί του φιλελευθερισμού, έγιναν
εκφραστές ενός επαναστατικού ρεύματος κατά της οπισθοδρόμησης.
Εκπρόσωποι:
Ιωάννης Πρίγκος στο Άμστερνταμ, Γεώργιος Ζαβίρας στην Πέστη, Γεώργιος Κρομμύδας στη
Μόσχα, Αλέξανδρος Βασιλείου, Αθανάσιος Ψαλίδας στα Ιωάννινα, Πολυζώης Λαμπανιτζιώτης
στη Βενετία και Βιέννη, Κωνσταντίνος Μπέλλιος στη Βιέννη και κορυφαίος ο ίδιος ο Κοραής στο
Παρίσι.
ii. οι τελείως ριζοσπαστικές, σαφείς εικόνες των οποίων αποτελούν τέσσερα έργα:
Ανώνυμος του 1789, Ρωσοαγγλογάλλος, Ελληνική Νομαρχία, Κρίτωνος Στοχασμοί.
Χαρακτηριστικό: όλα εκδόθηκαν ανώνυμα.
Εκπρόσωποι:
Ιερομόναχος Δημήτριος-Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Ρήγας Βελεστινλής,
Κωνσταντίνος Σταμάτης.
3.5 Αντιδράσεις
Το φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού δεν εισέδυσε στο ελληνικό σώμα χωρίς
αντιστάσεις. Η ορμητική προώθηση των βιβλίων και των ιδεών του προκάλεσε έντονες
αντιδράσεις από όσους ήταν συνδεδεμένοι με την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων και κυρίως με
τα ζητήματα παιδείας:
i. της Εκκλησίας απέναντι σε γνώση και κινήματα που όλο και λιγότερο μπορούσε να
ελέγξει. Η αναδυόμενη επιστημονική γνώση μέσω της διδασκαλίας των διανοουμένων
του Νεοελληνικού Διαφωτισμού έθετε την ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία στην
συντριπτική πλειονότητά της, και για πρώτη φορά μετά από αιώνες, ενώπιον μιας γνώσης
αυτόνομης, με δικούς της κανόνες και αρχές, συνεπώς γνώση τελείως ανεξάρτητη από το
λόγο του Θεού και την Εκκλησία. Όσο οι ροπές του ανακαινισμού γίνονται πιο ισχυρές
τόσο εκείνη αντενεργεί∙
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 44
ii. των Φαναριωτών, ως τάξης, που έχαναν βαθμιαία το προβάδισμά τους στον ελληνικό
κοινωνικό χώρο, απέναντι σε κινήματα που τους αγνοούσαν είτε επιδίωκαν την ανατροπή
τους. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις προσώπων όπου διαφαίνεται η μνήμη των
προοδευτικών τους ιδεών∙
iii. των προεστών, οι οποίοι όμως δεν αποτελούν ενιαίο σώμα, αλλά υφίστανται την κριτική
της εξουσίας τους∙ οι αντιδράσεις τους είναι ποικίλες, διαθέτουμε όμως λίγα τεκμήρια.
Οι νέες πολιτικές ιδέες καταγγέλλονταν ως δυνάμεις καταστροφικές − καταδίκη της φιλοσοφίας
των Γάλλων Βολταίρου και Ρουσό, της Γαλλικής Επανάστασης, του κοραϊσμού, των σχολείων του
Διαφωτισμού που μέσω των νέων επιστημών προωθούσαν την αθεΐα κ.λπ.
Η Γαλλική Επανάσταση, που έδωσε πολιτική μορφή στις φιλοσοφικές και πολιτισμικές επιδιώξεις
του Διαφωτισμού, υπήρξε ο καταλύτης για την όξυνση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης.
Η Εκκλησία από τη μια πλευρά καλείται από την Πύλη να τηρήσει τα καθήκοντά της που
σχετίζονταν με τη νομιμοφροσύνη του λαού απέναντι στο επαναστατικό κλίμα και από την άλλη
επιχειρεί να ενισχύσει τις παραδοσιακές αξίες στην κοινωνία και την εκπαίδευση. Με μια σειρά
ποιμαντικών εγκυκλίων που απευθύνονταν στους κατοίκους της Πελοποννήσου, της Άρτας και
της Πάργας στην Ήπειρο, των νησιών του Αιγαίου και κυρίως στο λαό των Επτανήσων, όπου είχε
αφιχθεί ο γαλλικός στρατός του Ναπολέοντα το 1797, η Ιερά Σύνοδος τους παρότρυνε να
προστατεύουν την καθαρότητα της πίστης και να προφυλάσσονται από τις απατηλές
επαναστατικές υποσχέσεις των Γάλλων. Η εισαγωγή των νεότερων επιστημών και των
μαθηματικών θεωρείται επιζήμια για την αληθινή πίστη και τη σωτηρία της ψυχής.
Προτάθηκαν ριζικά μέτρα για την εξουδετέρωση των αντιφρονούντων, σε δύο περιπτώσεις
προκλήθηκαν μείζονες κρίσεις:
i. 1793-1800. Το Πατριαρχείο επιχείρησε να επιβάλει προληπτική λογοκρισία,
απαγορεύτηκε η ανάγνωση βιβλίων που θεωρούνταν ύποπτα και απειλήθηκαν με
αφορισμό όσοι τα διάβαζαν. Αφορίστηκαν για τα έργα τους οι Χριστόδουλος Παμπλέκης
(1793), Ρήγας Βελεστινλής (1798), Παναγιώτης Κοδρικάς. Στο πλαίσιο αυτό δημοσιεύτηκε
η Απολογία Χριστιανική, Κωνσταντινούπολη 1798, από τον Αθανάσιο Πάριο, τον πιο
μαχητικό εκφραστή του ‘αντιδιαφωτιστικού’ πνεύματος. Πρόκειται για πολεμικό
φυλλάδιο κατά της επαναστατικής Γαλλίας, το οποίο διευρύνθηκε το 1800 και 1805 και
μετατράπηκε σε συνειδητή καταγγελία τού Διαφωτισμού και διακήρυξη των
παραδοσιακών αξιών της ορθόδοξης κοσμοθεωρίας.
Την ίδια χρονιά (Κωνσταντινούπολη 1798) εκδόθηκε το φυλλάδιο Διδασκαλία Πατρική
του πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμου ΣΤ΄, που προειδοποιούσε για «τας νεοφανείς
ελπίδας της Ελευθερίας», που αποτελούσαν παγίδα του σατανά για τους ευσεβείς. Το
αντίδοτο στη φωνή της ελευθερίας ήταν η υποταγή στην ισχυρή βασιλεία των
Οθωμανών, το δώρο του Θεού στους χριστιανούς. Στην πρόκληση αυτή απάντησε ο
Αδαμάντιος Κοραής με την έκδοση της Αδελφικής Διδασκαλίας (Παρίσι 1798), στην οποία
εξυμνούσε το ιδεώδες της ελευθερίας και κατήγγελλε την οθωμανική τυραννία.
Στα 1803 καταδικάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Βενιαμίν Λέσβιος και του
ζητήθηκε να ανακαλέσει τις «κακοδοξίες» του ότι η Γη κινείται και ότι υπάρχει ζωή και σε
άλλους πλανήτες.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 45
ii. 1819-1821. Εγκύκλιος του Πατριαρχείου (Μάρτιος 1819) αποδοκίμαζε τις γλωσσικές
θεωρίες για τη χρήση της ομιλούμενης γλώσσας σε βάρος της γλώσσας των Γραφών και
το βάπτισμα των παιδιών με αρχαιοελληνικά ονόματα: «Και η κατά καινοτομίαν παρά
ταύτα εισαχθείσα των παλαιών ελληνικών ονομάτων επιφώνησις εις τα βαπτιζόμενα
βρέφη των πιστών, ως ηκούσαμεν, λαμβανομένη ως μία καταφρόνησις της χριστιανικής
ονοματοθεσίας, είναι διόλου απροσφυής και ανάρμοστος». 1820, πατριαρχική προσταγή
προς τους βιβλιοπώλες της Κωνσταντινούπολης να μην πωλούν βιβλία που δεν είχαν
προηγουμένως εγκριθεί από την Εκκλησία. Μάρτιος 1821, συνήλθε πατριαρχική σύνοδος,
η οποία προσπάθησε να κατευνάσει τη μανία των Τούρκων που προκάλεσε η έκρηξη της
επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες μέσω της «καθαιρέσεως μαθημάτων
φιλοσοφικών» και παύσης των προοδευτικών δασκάλων (Κ. Κούμα, Β. Λέσβιου, Θ. Καΐρη,
Ν. Βάμβα).
Παρά τη σκλήρυνση της στάσης της, η Εκκλησία δεν κατάφερε να στρατολογήσει αξιόλογο
αριθμό μεγάλων προσωπικοτήτων υπέρ του αγώνα της, η αντενέργειά της δεν υπήρξε
αποτελεσματική. Κινητοποίησε σώμα ιεροκηρύκων και καλλιεργημένων ιερέων για την προβολή
της υποχρέωσης υποταγής στους Τούρκους ως έργου της Θείας Πρόνοιας και διατήρησης της
αυθεντικότητας της πίστης.
Τα δυναμικότερα στοιχεία τής κοινωνίας όμως έλκονταν από τις δυνατότητες του Διαφωτισμού.
Οι καταδίκες ήταν πολυάριθμες, αλλά μάλλον χωρίς απήχηση. Π.χ., το 1793, όταν αφορίστηκε ο
Χρ. Παμπλέκης, οι οπαδοί του του έστησαν μνημείο σε δημόσιο χώρο στη Λιψία. Οι
απαγορεύσεις να βαπτίζονται παιδιά με αρχαιοελληνικά ονόματα αγνοήθηκαν. Η καταδίκη του
κινήματος του Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, το 1821, δεν το εμπόδισε να
εξαπλωθεί.
Στην ουσία, επρόκειτο για μία διαμάχη γύρω από τη θέση της Εκκλησίας και της πολιτικής
εξουσίας της στην ελληνική κοινωνία και όχι για διαμάχη θρησκευτική ή δογματική. Το πολιτικό
περιεχόμενό της διαφαίνεται από το γεγονός ότι οι οπαδοί του Νεοελληνικού Διαφωτισμού
διακήρυτταν τη θρησκευτική τους ορθοδοξία, δεν ακολούθησαν το δρόμο της αθεΐας, όπως
συνέβη στη Γαλλία.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν υπήρξε ‘αντιχριστιανικός’: η Ορθοδοξία στο πλαίσιο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θεωρούνταν συνεκτικός κρίκος ενιαίας πολιτισμικής παράδοσης. Η
κριτική αφορούσε τον πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας, τη διαφθορά μερίδας του ανώτερου κλήρου,
τις δεισιδαιμονίες και τις καταχρήσεις, την υποταγή στην τυραννία.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός προέτρεπε για εξαγνισμό της πίστης και των λειτουργών της και
ανόρθωση των ηθών σε μια γενική προσπάθεια κοινωνικής αναμόρφωσης. Οι άνθρωποι του
Νεοελληνικού Διαφωτισμού διατείνονταν ότι επιδίωκαν να επαναφέρουν την Εκκλησία στην
αξιοπρέπεια που της ταίριαζε καταδεικνύοντας τις αναντιστοιχίες της ορθής αυθεντίας προς τις
ακολουθούμενες θρησκευτικές και εκκλησιαστικές πρακτικές. Ο Κοραής αναδείχθηκε μεγάλος
δάσκαλος του είδους.
Με την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους τελείωσε ο ιστορικός
κύκλος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όσο κι αν υπάρχουν επιβιώσεις ως τα μέσα 19ου αι.: τα
ιδεολογικά κινήματα δεν έχουν καθαυτό τέλος, το παλιό επιζεί μέσα στο καινούριο. Νέες
φροντίδες απορροφούσαν τις εθνικές δυνάμεις, το νέο κράτος αντιμετώπιζε προβλήματα που
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 46
Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων
και της Βλαχομπογδανίας, Βιέννη 1797.
Χωρίζεται σε τρία μέρη: την επαναστατική προκήρυξη, τη διακήρυξη των δικαίων του ανθρώπου
και το σχέδιο πολιτεύματος για την Ελληνική Δημοκρατία και κατέληγε με τον Θούριο.
Άρχιζε με την τετρασέλιδη προκήρυξη με τον τίτλο Υπέρ των Νόμων και της Πατρίδος, Ελευθερία,
Ισοτιμία, αδελφότης και καλούσε σε εξέγερση το λαό, «απόγονο των Ελλήνων» και όλους «όσοι
στενάζουν υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού», ο
οποίος είχε φτάσει στο έσχατο σημείο παρακμής. Πίστευε ότι όλα τα δεινά των σκλαβωμένων
προέρχονταν από την «κακήν και αχρειεστάτην διοίκησιν από την στέρησιν καλών νόμων».
Οδηγημένοι από την απόγνωση οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων αποφάσισαν να εξεγερθούν
κατά του τυράννου, καλώντας και τους άλλους βαλκανικούς λαούς να συνταχθούν μαζί τους.
Η ελευθερία που επρόκειτο να ανακτηθεί θα στηριζόταν στα θεμελιώδη δικαιώματα του
ανθρώπου, ακολουθώντας πιστά το γαλλικό πρότυπο του 1793, το πλέον ριζοσπαστικό της
εποχής του. Η απελευθέρωση ήταν η προϋπόθεση των θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών
αλλαγών.
Ακολουθούν Τα δίκαια των ανθρώπου, 35 άρθρα συνολικά, όσα και στο γαλλικό πρότυπο της
Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
«Αυτά τα φυσικά δίκαια είναι: πρώτον το να είμεθα όλοι Ίσοι, και όχι ο ένας ανώτερος από
τον άλλον. Δεύτερον να είμεθα ελεύθεροι, και όχι ο ένας σκλάβος του αλλουνού. Τρίτον να
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 47
είμεθα σίγουροι εις την ζωήν μας και κανένας να μην ημπορή να μας την πάρη αδίκως και
κατά την φαντασίαν του. Και τέταρτον, τα κτήματα οπού έχομεν κανένας να μην ημπορή να
μας τα εγγίξη, αλλ’ είναι δικά μας και των κληρονόμων μας». [άρθρ. 2]
Στα υπόλοιπα άρθρα γινόταν λόγος για:
ισότητα, φυσική και νομική
ατομική ελευθερία, βασισμένη στη φύση
ελευθερία έκφρασης των ιδεών, του λόγου, του συνέρχεσθαι, του τύπου
απαγόρευση των βασανιστηρίων
κατάργηση της δουλείας
ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων
σεβασμός της γλώσσας και της πίστης κάθε λαού
ισότητα ανδρών και γυναικών, υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση αγοριών και κοριτσιών,
το κράτος όφειλε να ιδρύσει σχολεία παντού: η εκπαίδευση ήταν η μητέρα της προόδου
Είναι χαρακτηριστικό πως η αναγκαιότητα της εκπαίδευσης των κοριτσιών αποτελεί προσθήκη
του Ρήγα στο κείμενο και δεν περιλαμβάνεται στο γαλλικό πρότυπο της Διακήρυξης.
Τέλος, το άρθρο 35 μιλά για το αναφαίρετο δικαίωμα των ανθρώπων στην επανάσταση όταν το
κράτος παραβιάζει τα δίκαιά τους και δεν εισακούει τα παράπονά τους:
«Όταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού, και δεν εισακούη τα
παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός, ή κάθε μέρος του λαού, επανάστασιν, ν’ αρπάξη τα
άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του
και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του».
Αμέσως μετά ακολουθούν τα 124 άρθρα του συντάγματος της «Ελληνικής Δημοκρατίας», επίσης
προσαρμογή του γαλλικού συντάγματος. Σύμφωνα με το όραμα του Ρήγα, αυτή θα ήταν η
καινούρια πραγματικότητα βασισμένη στο δημοκρατικό πνεύμα, τη λαϊκή κυριαρχία, την
αντιπροσωπευτική πολιτεία, που θα διαδεχόταν τη σουλτανική κυριαρχία:
Πολίτης του νέου κράτους θα είναι κάθε άνθρωπος γεννημένος στα όριά του και κάθε κάτοικος,
χωρίς διάκριση φυλής, εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή γλώσσας. Υπήρχε επίσης πρόβλεψη για
την εθνική αντιπροσώπευση, την «εθνική παράστασις» του συνόλου του πληθυσμού όλων των
επαρχιών στη Βουλή μέσα από καθολικές εκλογές, κοινούς νόμους και κοινή διακυβέρνηση. Ο
Ρήγας απέρριπτε το μοναρχικό πολίτευμα. Επέβαλλε τον πλήρη αποκλεισμό της Εκκλησίας από
το πολιτικό σύστημα.
Οι δημοκρατικοί πολίτες όφειλαν να συμμετέχουν στα κοινά και να υπερασπίζονται τους
δημοκρατικούς θεσμούς.
Ένα Παράρτημα στο τέλος του Συντάγματος καθόριζε τη σημαία της Ελληνικής Δημοκρατίας, με
τρία χρώματα (κόκκινο, άσπρο και μαύρο) και με εθνόσημο το ρόπαλο του Ηρακλή με τρεις
σταυρούς επάνω:
«Το κόκκινον σημαίνει την αυτοκρατορικήν πορφύραν και αυτεξουσιότητα του Ελληνικού
Λαού∙ το εμεταχειρίζοντο οι προπάτορές μας ως ένδυμα του πολέμου, θέλοντες να μη
φαίνωνται αι πληγαί οπού έτρεχον αίμα, διά να μη δειλιώσιν οι στρατιώται. – Το άσπρον
σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της Τυραννίας. – Το μαύρον
σημαίνει τον υπέρ της Πατρίδος και Ελευθερίας ημών θάνατον».
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 48
Το πιο δύσκολο πρόβλημα ετίθετο από την εθνική ανομοιογένεια της νέας δημοκρατίας. Η κοινή
απόγνωση από την καταπίεση μπορεί να συνένωνε τους βαλκανικούς λαούς για την
επανάσταση, αλλά πώς θα συνυπήρχαν σε μια δημοκρατική πολιτεία;
Ο Ρήγας ξεπερνούσε το ζήτημα προβάλλοντας τον τεχνητό χαρακτήρα των διακρίσεων γλώσσας,
θρησκείας, φυλετικής καταγωγής. Η θεμελιακή αλήθεια ήταν η ισότητα και η αδελφοσύνη των
ανθρώπων. Ομοίως, η ισότητα και ο σεβασμός των εθνοτήτων και η αντιμετώπιση των
θρησκειών χωρίς προκατάληψη.
Το όραμά του φανερώνει ότι δεν είχε αντιληφθεί πως ενότητα βασισμένη στην ισότητα είχε ήδη
διαρραγεί. Δεν προέβλεψε ότι η επίδραση του Διαφωτισμού και το παράδειγμα της ελληνικής
εθνικής αφύπνισης θα προκαλούσαν παράλληλες εξελίξεις και στις άλλες βαλκανικές εθνότητες.
Σύντομα τα βαλκανικά εθνικά κινήματα θα αναζητήσουν διακριτή εθνική υπόσταση.
Τα σχέδιά του τα πρόλαβε ο θάνατος, αλλά η θυσία του αποτέλεσε παράδειγμα για
κινητοποίηση κατά της τυραννίας. Θεωρήθηε η πρώτη θυσία στο βωμό της ελευθερίας. Ο
Κοραής και η Ελληνική Νομαρχία απέτισαν φόρο τιμής στη μνήμη του.
προύχοντες, κλήρος) και ύστερα να επιδιωχθεί ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό που
φοβόταν ήταν η εμφάνιση εσωτερικής διαμάχης μεταξύ των αντίπαλων μερίδων για τον έλεγχο
της απελευθερωμένης Ελλάδας.
Εδραία πεποίθησή του ήταν το ιδεώδες της οικοδόμησης μιας φιλελεύθερης πολιτείας στην
απελευθερωμένη Ελλάδα, με πολίτευμα απαλλαγμένο από μοναρχικά και αριστοκρατικά
στοιχεία, βασισμένο στις αβασίλευτες δημοκρατικές αρχές και την ισότητα. Βασική προϋπόθεση
ήταν η διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις αρετές του πολίτη και της δημοκρατίας.
Η δημοκρατική πολιτεία θα βασιζόταν στη μεσαία τάξη. Στόχος θα ήταν η ισότητα στα
περιουσιακά στοιχεία των πολιτών, αυτό θα παρείχε αρμονία της κοινότητας.
Καλύτερο κίνητρο για την πολιτική αρετή ήταν μια παραγωγή βασισμένη στη γεωργία, η επιλογή
δημόσιων λειτουργών διακεκριμένων για την αρετή τους, η στρατιωτική θητεία όλων των
πολιτών για να αποφεύγονται οι μισθοφόροι, η γενική δημόσια εκπαίδευση στη βάση της
φωτισμένης παιδείας.
Ο Κοραής άσκησε οξύτατη κριτική εναντίον του κλήρου, που είχε επιτρέψει στη διαφθορά να
εισχωρήσει στους κόλπους της Εκκλησίας. Ζητούσε την ηθική αναβίωσή της. Πρόβαλλε την
ανάγκη χειραφέτησης της ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο, όσο αυτό βρισκόταν υπό
οθωμανικό ζυγό, και τη μέριμνα για την επιλογή των κληρικών, την εκπαίδευση και τον
προσδιορισμό των αρμοδιοτήτων τους στο νέο κράτος.
Μετά την έκρηξη της Επανάστασης, ζητούμενο πλέον ήταν η εδραίωση της ελευθερίας, έργο
δυσκολότερο, που προϋπέθετε δικαιοσύνη, σύνεση και αρετή. Με το έργο του ο Κοραής
εμψυχώνει τον Αγώνα. Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις του για την τύχη της Επανάστασης, το
Σεπτέμβριο του 1821 σε επιστολή του προς το Νεόφυτο Βάμβα γράφει: «Δεν είναι πλέον καιρός
να εξετάσωμεν, εάν έγινε η επανάστασις εις αρμόδιον καιρόν ...Η μωρία της εξουσίας [των
Τούρκων] ... έδωσεν εθνικήν μορφήν εις την επανάστασιν και μας έθεσεν εις την ανάγκη τού, ή
να νικήσωμεν, ή να αποθάνωμεν».
Για τη συμβολή του στον Αγώνα η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) εξέφρασε την
ευγνωμοσύνη, το σεβασμό και την εκτίμηση του μαχόμενου έθνους στο πρόσωπό του.
Συμπερασματικά:
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός καλλιέργησε στους νεότερους Έλληνες τη συνείδηση της εθνικής
και πολιτισμικής καταγωγής τους από την κλασική Ελλάδα∙ στις αρχές του 19 ου αι. το εθνωνύμιο
Έλληνας είναι πλέον τίτλος τιμητικός αφού παραπέμπει στο μεγαλείο των ευκλεών προγόνων.
Αυτό συνιστά επαναστατική ανακάλυψη που διέσπασε την παραδοσιακή κοινή χριστιανική
πολιτισμική παράδοση και συνείδηση.
Ωστόσο, ήταν κίνημα που αφορούσε καλλιεργημένες και εγγράμματες ομάδες της ελληνικής
κοινωνίας. Οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι αγράμματοι της υπαίθρου και της πόλης, που
αποτελούσαν την τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού, δεν μετείχαν παρά μόνο μέσα από τη
διάχυση της εκπαίδευσης.
Η έκρηξη της Επανάστασης ήταν μια πρόκληση για το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη. Οι
οπαδοί του Διαφωτισμού είχαν ήδη συμβάλει στη δημιουργία επαναστατικής προσμονής.
Πολλοί έσπευσαν στο ελληνικό έδαφος, άλλοι συνέβαλαν στην ενίσχυση του φιλελληνισμού
στην Ευρώπη. Αποτελούσαν μειοψηφία, πολλές φορές μη δημοφιλή για τους αυτόχθονες. Χάρη
στις γνώσεις, την πολιτική πείρα και τη γνώση διπλωματικών θεμάτων η παρουσία τους έγινε
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 50
έντονη κατά τις πολιτικές και πολιτειακές ζυμώσεις που συνδέθηκαν με τις πρώτες προσπάθειες
συγκρότησης κράτους.
4. ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Η ίδρυσή της αποτελεί τη σπουδαιότερη πολιτική ενέργεια του ελληνισμού, όπως και η
Επανάσταση το κορύφωμα μιας μακράς σειράς εξεγέρσεων εναντίον της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Μέσω του έργου της Φιλικής Εταιρείας όχι μόνο οργανώθηκε με επιτυχία η
εθνική επανάσταση, αλλά κυρίως τέθηκε το ζήτημα της εθνικής αποκατάστασης με νέους όρους:
θεωρήθηκε ότι αυτή ήταν ζήτημα ευθύνης των Ελλήνων και όχι ζήτημα που θα λυνόταν στο
πλαίσιο μιας απελευθερωτικής δραστηριότητας κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης.
Στους κόλπους της Φιλικής συναντήθηκαν άνθρωποι διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής:
έμποροι, λόγιοι, οπλαρχηγοί, κληρικοί, κοτζαμπάσηδες, άνθρωποι δηλαδή διαφορετικών
πολιτικών θέσεων και αντιλήψεων, οι οποίοι δεν συμμερίζονταν κατ’ ανάγκη τις ανατρεπτικές
πολιτικές ιδέες του στενού ηγετικού πυρήνα. Όλοι τους, ωστόσο, ανεξάρτητα από επιμέρους
δεσμεύσεις, κίνητρα και επιδιώξεις έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία μιας συλλογικής
υπόθεσης.
Το επίτευγμα της Φιλικής Εταιρείας ήταν η μετάδοση της αισιοδοξίας και του επαναστατικού
ενθουσιασμού στη νέα γενιά των Ελλήνων, η διάδοση της ιδέας της εξέγερσης, η συνεύρεση των
αποφασισμένων Ελλήνων κάθε τάξης απ’ άκρη σ’ άκρη του ελληνισμού∙ έχτισε και πρόσφερε τον
κινητήριο μύθο για την απελευθέρωση. Η Φιλική Εταιρεία ενσάρκωσε το ελληνικό εθνικό κίνημα,
μετουσιώνοντας την εθνική ιδέα σε επαναστατικό πρόγραμμα δράσης.
Η κατάληξη αυτή αποδείκνυε κατά πόσο η απόφαση ήταν παράτολμη για την εποχή της και
υποτιμούσε τις δυνάμεις του αντιπάλου. Οι επαναστάτες είχαν ελλιπή αντίληψη της ευρωπαϊκής
πραγματικότητας: Βρετανία, Γαλλία και Αυστρία θεωρούσαν ως υποκινητή της επανάστασης τη
Ρωσία, αφού τυχόν επιτυχία της θα ενίσχυε τη ρωσική θέση στην περιοχή. Γι’ αυτό και
πρόσφεραν διπλωματική υποστήριξη στο σουλτάνο. Όμως και η Ρωσία αρχικά επιθυμούσε να
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 54
παραμείνει πιστή στην Ιερή Συμμαχία και, μετά και από αυστριακές πιέσεις, αρνήθηκε
στρατιωτική βοήθεια στους επαναστάτες.
Παράγοντες που δυσχέραιναν την αυτοδιάθεση των Ελλήνων, ως σχέδιο ρεαλιστικό, ήταν:
i. η γεωπολιτική θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία στήριζαν
την ακεραιότητά της ενάντια στη Ρωσία)
ii. η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ζήτημα της ανεξαρτησίας των εθνών –
αναγνώριζε τη νομιμότητα του σουλτάνου, την υποταγή ως έργο της Θείας Πρόνοιας, ως
τιμωρία «διά τας αμαρτίας»
iii. η γεωγραφική διασπορά των Ελλήνων στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο
Στο ερώτημα πώς και πότε θα αποκτούσε η Ελλάδα την ελευθερία της, υπήρχαν τρεις
διαφορετικές προσεγγίσεις:
i. η Οθωμανική Αυτοκρατορία να αλωθεί εκ των έσω, να συνεχιστεί αδιατάρακτη η
νομιμοφροσύνη παράλληλα με την άνοδο στην οικονομία και την παιδεία
ii. απελευθέρωση με πρωτοβουλία της Ρωσίας
iii. επανάσταση
Οι απόψεις για το χρόνο έναρξης διίσταντο μεταξύ των πιο συντηρητικών και αναποφάσιστων
(προεστοί, ιερείς, καπετάνιοι των αρματολών) και των θερμών οπαδών της άμεσης δράσης
(Φιλικοί). Τα γεγονότα στη Μολδοβλαχία επέσπευσαν τις εξελίξεις.
Παράγοντες ευνοϊκοί για την έκρηξη και εδραίωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη
Στερεά Ελλάδα:
i. η μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση των Ελλήνων, η εθνική ομοιογένεια,
ii. η εξαιρετικά επιτυχής προεργασία των αποστόλων της Φιλικής Εταιρείας στην
Πελοπόννησο,
iii. η παρουσία ισχυρών και έμπειρων αρματολών στη Ρούμελη,
iv. η γεωγραφική διαμόρφωση των δύο περιοχών (ορεινά εδάφη) και η θέση τους μακριά
από τα μεγάλα διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα των Οθωμανών,
v. η μειωμένη οθωμανική στρατιωτική παρουσία, εξαιτίας και της εξέγερσης του Αλή πασά
Τεπελενλή στην Ήπειρο
vi. η αργοπορία στην αντίδραση του οθωμανικού στόλου, που ήταν επανδρωμένος κυρίως
από Έλληνες, οι οποίοι έπρεπε να αντικατασταθούν
Λόγω της δυσμενούς εξωτερικής συγκυρίας, οι Έλληνες όφειλαν να μετριάσουν τις υπέρμετρα
δημοκρατικές διακηρύξεις τους –λαϊκή κυριαρχία, αυτοδιάθεση των λαών (σχετικές ήταν και οι
υποδείξεις του Καποδίστρια). Οι Έλληνες ηγέτες τόνιζαν επανειλημμένα ότι η επανάστασή τους
δεν ήταν εμπνευσμένη από δημαγωγία ή ιακωβινισμό, δεν είχε σχέσεις με ‘καρμποναρικά’
κινήματα στην Ευρώπη. Ήταν προτιμότερο να μιλούν για μια σταυροφορία των χριστιανών
ηγετών εναντίον των μουσουλμάνων, για αγώνα «μεταξύ της βαρβαρότητος και του πολιτισμού,
μεταξύ του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, [ότι εγίνετο] προς όφελος των απογόνων του λαού
εις τον οποίον οφείλομεν τας πρώτας βάσεις της μαθήσεως, και τα τελειότατα των υποδειγμάτων
εις τας τέχνας». [Μπάιρον]
Και μέσα από τις διακηρύξεις της Επιδαύρου και του Άστρους θα προταχθεί το προγονικό κλέος
και η αντίθεση προς τον βάρβαρο δυνάστη. Η Διακήρυξη προς τους Ευρωπαίους της Α΄
Εθνοσυνέλευσης (15-1-1822) τόνιζε:
«ο κατά των Τούρκων πόλεμος, μακράν του να στηρίζηται εις αρχάς τινας δημαγωγικάς και
στασιώδεις ή ιδιωφελείς μερίδος τινός του σύμπαντος ελληνικού έθνους σκοπούς, είναι
πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των
δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής».
Ακόμη και κατά τις κρίσιμες στιγμές του εμφυλίου πολέμου, το 1824, ο συντάκτης της
Εφημερίδος των Αθηνών (10-12-1824) έγραφε:
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 56
«Έλληνες, είσθε και ημπορείτε να γενήτε Έθνος λαμπρόν ανάμεσα εις τα άλλα έθνη της
Ευρώπης... διά την παλαιάν φήμην των προγόνων σας... και διά τον λόγον ότι εσυστήσατε
το ηθικόν σας κρέδιτον μεταξύ των πολιτευμένων λαών».
Επιπλέον, το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου θα καταργήσει τα σήματα της Φιλικής
Εταιρείας∙ αντικαταστάθηκαν από την Αθηνά «μετά των συμβόλων της φρονήσεως». Η
διακήρυξη της Τροιζήνας ανέφερε:
«Ο λαός ούτος έλαβεν εις χείρας τα όπλα όχι διά να θεμελιώση την ύπαρξίν του εις
δημαγωγικάς βάσεις, τας οποίας δεν αποδέχεται η βασιλευομένη Ευρώπη» και
χαρακτήριζε τον Αγώνα της ανεξαρτησίας ως «πόλεμον της δικαιοσύνης κατά της αδικίας,
…της Χριστιανικής θρησκείας κατά του Κορανίου».
Υπό το πρίσμα αυτό προσεγγίζεται η σημασία που έλαβε η Επανάσταση για την Ευρώπη:
i. Έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και ικανοποίηση από τους οραματιστές της δημοκρατικής
Ευρώπης και επέσυρε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Οι ελληνικές διεκδικήσεις
αποτέλεσαν πεδίο συζητήσεων κατά τη διαμόρφωση του φιλελευθερισμού και την
προσπάθεια επεξεργασίας νέων πολιτικών θεωριών.
ii. Διαίρεσε τους οπαδούς της μοναρχικής Ευρώπης, που αντιτάσσονταν σε κάθε
επαναστατική πρωτοβουλία, υπό το φόβο ότι θα αποτελούσε την απαρχή μιας τεράστιας
σε έκταση εξέγερσης. Απέναντι στο δικαίωμα των Ελλήνων να ανακτήσουν την ελευθερία
τους, πώς θα διαφυλλασσόταν η ισορροπία δυνάμεων και δεν θα παραβιαζόταν η
νομιμότητα;
Η επιτυχής πορεία του Αγώνα υπήρξε καταλύτης για τη διάρρηξη της ομοφωνίας των Δυνάμεων:
όσο κρινόταν ελάχιστα πιθανή η μακρά συντήρησή του και με δεδομένες τις διαβεβαιώσεις του
σουλτάνου ότι θα τον κατέπνιγε, δεν αναμενόταν απόκλιση των μελών της Ιεράς Συμμαχίας.
Η υπερίσχυση των επαναστατών στο πεδίο της μάχης, όμως, δημιούργησε τετελεσμένα.
Προκάλεσε διάρρηξη της ομοφωνίας, ανάληψη δράσης εκ μέρους της Βρετανίας, Γαλλίας και
Ρωσίας, που υποκινούνταν από τα εθνικά, αλλά και τα εμπορικά τους συμφέροντα, αφού οι
ελληνοτουρκικές ναυτικές εχθροπραξίες είχαν φέρει αναστάτωση στο εμπόριο της ανατολικής
Μεσογείου.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 57
Την επαύριο της ελληνικής νίκης η Ευρώπη δεν ήταν πια η ίδια.
i. Η διασάλευση του καθεστώτος ισορροπίας των Δυνάμεων και η κατίσχυση στην πράξη
της αρχής των εθνοτήτων δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν ή να περιοριστούν στον
ελλαδικό χώρο.
ii. Η σύσταση της πρώτης ανεξάρτητης κρατικής οντότητας στη ΝΑ Ευρώπη ήταν η απαρχή
της αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
iii. Η σκληρή εφαρμογή των αποφάσεων της Βιέννης είχε αποδειχτεί αναποτελεσματική.
Η παρέμβαση της Ελληνικής Επανάστασης στην ιδεολογική και πνευματική ζωή της Ευρώπης
συνδέεται άμεσα με το φιλελληνισμό, που ήταν ταυτόχρονα κίνημα ιδεών, λογοτεχνική και
καλλιτεχνική έκφραση, ιδεολογική-πολιτική θέση.
Ο φιλελληνισμός στηρίχθηκε σε τρεις παράγοντες:
i. το θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα και τη συμβολή της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό,
ii. την ερμηνεία της επανάστασης ως εξέγερσης χριστιανών εναντίον του Ισλάμ, ως πάλης
του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας
iii. την αρνητική εικόνα της Ευρώπης για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που επιδεινώθηκε
περισσότερο από τη βίαιη αντίδραση του σουλτάνου στις πρώτες επαναστατικές κινήσεις
Το φιλελληνικό κίνημα, που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία, τη Γερμανία
και τις ΗΠΑ, ενισχύθηκε και από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις περιηγητών από τις χώρες όπου
αναπτύχθηκε ο ρομαντισμός και ο κλασικισμός. Εκτός από το γεγονός ότι υποκίνησε τη
συγκέντρωση ιδιωτικών εισφορών σε χρήματα και υλικό, ξεσήκωσε τόσο την κοινή γνώμη, ώστε
ακόμη και οι διπλωμάτες ήταν δύσκολο να τον αγνοήσουν ολότελα.
Το φιλελληνικό ρεύμα φούντωσε μετά τις τουρκικές ωμότητες κατά την καταστροφή της Χίου
(1822) και στη συνέχεια του Μεσολογγίου (Ιούνιος 1826) και το θάνατο του λόρδου Βύρωνα. Στη
Ρωσία το αίσθημα συμπάθειας προς τους ομόθρησκους υποκατέστησε το ανύπαρκτο
φιλελληνικό κίνημα.
περνούσαν από τις επαρχίες τους, οι Ρουμελιώτες σήκωναν κάθε χρόνο το βάρος των τουρκικών
εκστρατειών. Έτσι, από τα πρώτα χρόνια έζησαν εντονότερα την ερήμωση.
Από τα νησιά του Αιγαίου, τρία συνέβαλαν σημαντικά στην πολεμική προσπάθεια: η Ύδρα, οι
Σπέτσες και τα Ψαρά. Χωρίς τη δική τους ναυτική και οικονομική συμβολή, η εξέλιξη της
Επανάστασης θα ήταν διαφορετική. Τα βραχώδη αυτά νησιά χρησίμευαν από παλιά ως
καταφύγιο για όσους προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον τουρκικό ζυγό. Την εποχή των
Ναπολεόντειων Πολέμων, όταν οι διάφοροι ναυτικοί αποκλεισμοί ενθάρρυναν τη δράση των
πειρατών, οι κάτοικοι των τριών νησιών απέκτησαν τον έλεγχο του διαμετακομιστικού εμπορίου
της Μεσογείου αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Αργότερα τα πλοία τους, εξοπλισμένα από
προσωπικά τους κεφάλαια, αποτέλεσαν την κύρια ναυτική δύναμη της Επανάστασης. Καπετάνιοι
όπως ο Αν. Μιαούλης και ο Κ. Κανάρης έγιναν ήρωες ύστερα από εντυπωσιακές νίκες σε βάρος
του οθωμανικού στόλου.
Η ηγεσία της επανάστασης ήταν ετερογενής, το κυριότερο πολιτικό χαρακτηριστικό της ήταν η
πολυαρχία, με αυτόνομα κέντρα εξουσίας:
1. Οι προεστοί
Οι προεστοί της Πελοποννήσου ήταν οι ισχυρότεροι και οι πιο επιφανείς, καθώς σ’ αυτήν την
περιοχή το σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης είχε εξελιχθεί περισσότερο. Συνιστούσαν επίσης
ιδιαίτερη οικονομική ομάδα, καθώς ήταν στην πλειονότητά τους μεγαλογαιοκτήμονες (με
δικαιώματα χρησικτησίας) και έτσι είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρούν ένοπλα
σώματα. Ορισμένοι από αυτούς είχαν λάβει μέρος στις προηγούμενες προσπάθειες να
οργανωθεί εξέγερση (με τη βοήθεια των Ρώσων ή των Γάλλων), συχνά θέτοντας την ύπαρξή τους
σε κίνδυνο. Ως παραδοσιακοί τοπικοί ηγέτες, επιθυμούσαν τη διατήρηση των τοπικών
διοικητικών δομών, ταυτόχρονα δε θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τους αυτονόητους ηγέτες
της Επανάστασης.
2. Οι οπλαρχηγοί (κλέφτες, αρματολοί και κάποι)
Οι οπλαρχηγοί, ηρωικοί πολεμιστές κατά των Τούρκων, επελέγησαν από την ελληνική
ιστοριογραφία ως το κατεξοχήν σύμβολο της Επανάστασης. Καθώς στήριζαν τη δύναμή τους
στην κατοχή των όπλων, η προσφορά τους στη διεξαγωγή του πολέμου ήταν απαραίτητη σ’
αυτήν την κοινωνία που είχε αποδυθεί σε αγώνα για την επιβίωσή της. Όμως, δεν ήταν
διατεθειμένοι να υποταχθούν σε ένα συγκεντρωτικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου.
3. Έμποροι, κεφαλαιούχοι
Τα μόνα μέρη στην επαναστατημένη Ελλάδα όπου έμποροι κεφαλαιούχοι ναυτικοί, με πλούτο
και ναυτική ισχύ, αποτελούσαν κυρίαρχη ομάδα ήταν η Ύδρα και οι Σπέτσες. Όπως και πολλά
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 59
άλλα νησιά του Αιγαίου, είχαν πλήρη αυτονομία, πλήρωναν έναν καθορισμένο ετήσιο φόρο
αλλά δεν επέτρεψαν στους Οθωμανούς να εγκατασταθούν στα μέρη τους. Είχαν επίσης
κοινοτική αυτοδιοίκηση και επιθυμούσαν να διατηρήσουν τις τοπικές ελευθερίες.
4. Οι Φαναριώτες, οι διαφωτιστές/λόγιοι και οι εκπρόσωποι των Ελλήνων της διασποράς
Οι Φαναριώτες, εκτός από τα νησιά, δεν είχαν ποτέ εξασκήσει άμεση επιρροή στον ελληνικό
χώρο, όπου μόνο μετά την έκρηξη της Επανάστασης έγιναν σημαντικοί, τότε δηλαδή που είτε ως
ενθουσιώδεις εθελοντές είτε ως ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες μετανάστευσαν στις
απελευθερωμένες περιοχές. Ανάμεσά τους ήταν οι φαναριώτικες οικογένειες Υψηλάντη,
Μαυροκορδάτου, Σούτσου, Καρατζά, Κατακουζηνού. Υπερείχαν σε παιδεία, διοικητικές
ικανότητες και διεθνείς διασυνδέσεις, οραματίζονταν τη δημιουργία ενός ενιαίου
συγκεντρωτικού εθνικού κράτους κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, βασισμένου σε φιλελεύθερες
αρχές. Υπήρξαν εμπνευστές των επαναστατικών συνταγμάτων, αλλά στερούνταν πολιτικής
βάσης εντός της χώρας.
Ως μέλη μιας επίλεκτης ομάδας, πολλές φορές με συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους,
προσπαθούσαν να αντεπεξέλθουν στο νέο περιβάλλον τους, στο οποίο όμως δεν ήταν αγαπητοί,
καθώς οι ευρωπαϊκοί τρόποι τους και οι τίτλοι ευγενείας που έφεραν ήταν ξένοι και πρόσβαλλαν
το λαϊκό αίσθημα της ισότητας. Στον τύπο της εποχής η λέξη ‘Φαναριώτης’ πολλές φορές
περιείχε μια χροιά μομφής.
Αλλά και αυτές οι ομάδες πολλές φορές ήταν διασπασμένες εσωτερικά.
τον Δ. Υψηλάντη εκλεγμένο αρχιστράτηγο από τους καπετάνιους της Πελοποννήσου και την
Πελοποννησιακή Γερουσία να αρνείται να τον αναγνωρίσει.
Με την κάθοδο το ίδιο διάστημα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην Ελλάδα (και
ανταγωνιστικά προς τον Υψηλάντη) ξεκίνησαν οι οργανωτικές προσπάθειες στη δυτική Στερεά,
όπου η δύναμη των προκρίτων ήταν υποδεέστερη. Αντίθετα, εκεί υπήρχαν πολλοί αρματολοί,
κλέφτες και οπλαρχηγοί με στρατιωτική εκπαίδευση και φρόνημα. Συγκλήθηκε η συνέλευση του
Μεσολογγίου (4-11-1821), η οποία ψήφισε τον Οργανισμό της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, τον
κανονισμό δηλαδή διοίκησης της περιοχής, που προέβλεπε σύσταση δεκαμελούς Γερουσίας από
αντιπροσώπους των επαρχιών (εφόρους και καπετάνιους). Πρόεδρος εκλέχθηκε ο ίδιος ο
Μαυροκορδάτος.
Αντίστοιχα, η συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος στα Σάλωνα (σημ. Άμφισσα), με
συμμετοχή αντιπροσώπων και από τη Θεσσαλία, το Σούλι και τη Μακεδονία αλλά όχι από την
Αθήνα, ψήφισε τη Νομικήν Διάταξιν της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (19-11-1821), ένα
διοικητικό νόμο εμπνευσμένο από τον Φαναριώτη Θεόδωρο Νέγρη. Προέβλεπε τη σύσταση
δωδεκαμελούς Γερουσίας, του Αρείου Πάγου.
απολυταρχική διάθεση και πολυαρχικό σχήμα εξουσίας. Ο πόλεμος κατά των Οθωμανών
παρουσιαζόταν ως αγώνας υπέρ της υπεράσπισης των αναπαλλοτρίωτων «φυσικών δικαίων»,
όπως είναι το δικαίωμα του ανθρώπου στη ζωή, την ελευθερία, την τιμή και την ιδιοκτησία.
Απουσίαζε κάθε μνεία ή αναφορά στη Φιλική Εταιρεία.
Η Διοίκηση αποτελούνταν από δύο σώματα, το Βουλευτικό (απαρτιζόμενο από εκλεγμένους
πληρεξούσιους) και το Εκτελεστικό (πενταμελές, εκτός των μελών του Βουλευτικού). Πρόεδρος
του Εκτελεστικού εκλέχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και του Βουλευτικού ο Δ.
Υψηλάντης. Δημιουργήθηκε επίσης το Δικαστικόν, ενδεκαμελές ανεξάρτητο σώμα για την
απονομή της δικαιοσύνης. Τη διεύθυνση των υποθέσεων της Διοίκησης θα ασκούσαν οκτώ
υπουργεία. Η θητεία όλων ήταν ετήσια.
Καθιερώθηκαν βασικά ατομικά δικαιώματα (ιδιοκτησίας, τιμής, ασφάλειας, ελευθερίας της
θρησκευτικής συνείδησης) και η αρχή της ισότητας όλων των Ελλήνων και καταργούνταν διά
παντός τα βασανιστήρια. Προβλεπόταν επίσης η απαγόρευση εκποίησης έστω και μέρους των
«εθνικών κτημάτων» χωρίς τη συγκατάθεση του Βουλευτικού.
Το πρώτο σύνταγμα της Ελλάδας λειτούργησε ως θετική πρόκληση: στο εσωτερικό εθίζοντας
τους πρωταγωνιστές του Αγώνα στον πολιτικό διάλογο και την ανάγκη να αναζητούνται
συμβιβαστικές λύσεις σύμφωνα με τους κανόνες. Επιπλέον, επρόκειτο για την εισαγωγή μιας
νέας μορφής πολιτικής κυριαρχίας, τη στιγμή που το οθωμανικό σύστημα διοίκησης είχε
καταρρεύσει. Αλλά και στην Ευρώπη, οι επαναστατημένοι παρουσιάζονταν ως συντεταγμένη
πολιτεία στα πρότυπα των «πολιτισμένων λαών», ελκύοντας την προσοχή της φιλελεύθερης
κοινής γνώμης που πίστευε ότι το πνεύμα του 1789 δεν είχε χαθεί.
Από την άλλη πλευρά, το πολυπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας, σε συνδυασμό με την
καχυποψία των προκρίτων απέναντι στους απώτερους στόχους των οπλαρχηγών και την
ενιαύσια θητεία, συνιστούσε σημαντική αδυναμία της πρώτης αυτής πολιτικής οργάνωσης των
Ελλήνων και δυσχέραινε το συντονισμό του Αγώνα.
Το διάστημα μετά την Α΄ Εθνοσυνέλευση εντάθηκαν οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους
προκρίτους και τους οπλαρχηγούς, η ισχύς των οποίων είχε ενισχυθεί μετά τις στρατιωτικές
επιτυχίες.
Η περίοδος που ακολούθησε δίχασε περισσότερο τους Έλληνες, τοπικιστικό και φατριαστικό
πνεύμα κυριάρχησαν, πολλά από τα διοικητικά μέτρα που αποφασίστηκαν έμειναν στα χαρτιά
και το πολίτευμα δεν λειτούργησε ομαλά. Ως το τέλος του 1823 η κατάσταση εκτραχύνθηκε: τον
Δεκέμβριο το Εκτελεστικό ανατράπηκε από τα μέλη του Βουλευτικού και δημιουργήθηκε νέο
υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη και η Διοίκηση διασπάστηκε. Το ξέσπασμα του εμφύλιου ήταν
ζήτημα χρόνου∙ και πράγματι δεν άργησε να εκραγεί, όταν το νέο Εκτελεστικό επιχείρησε να
επιβάλει την εξουσία του σε όλη την επαναστατημένη επικράτεια.
Ο α΄ εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε τον Μάρτιο του 1824 με πεδίο την Πελοπόννησο και επίκεντρο
τον έλεγχο του Ναυπλίου, της Κορίνθου και της Τρίπολης. Αντιμαχόμενες παρατάξεις: α)
στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με τον Κολοκοτρώνη επικεφαλής∙ β) ο κύκλος του
Μαυροκορδάτου με τους νησιώτες και τους υποστηρικτές της Γενικής Διοίκησης, οι οποίοι
κήρυξαν τους αντιπάλους ‘στασιαστές’ και ‘αντιπατριώτες’. Οι συγκρούσεις πολλαπλασίασαν τα
δεινά των κατοίκων της υπαίθρου, σκορπίζοντας το φόβο και την αναστάτωση. Την ανάγκη του
τερματισμού των εχθροπραξιών επέτειναν η δυσφήμηση της ελληνικής υπόθεσης στις
ευρωπαϊκές αυλές, το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσαν οι εξελίξεις και η διαφαινόμενη
αιγυπτιακή απειλή. Στα τέλη Μαΐου επιτεύχθηκε ο συμβιβασμός, με παράδοση του Ναυπλίου
από τον Πάνο Κολοκοτρώνη και παραχώρηση αμνηστίας στους ‘στασιαστές’, όμως σήμαινε και
αποκλεισμό των Πελοποννήσιων από την εξουσία. Συνέπεια της διαμάχης υπήρξε η υποχώρηση
της πολεμικής ετοιμότητας των Ελλήνων [καταστροφή της Κάσου (29-5-1824) και των Ψαρών
(20-6-1824)].
σκληρός και καταστροφικός. Κερδισμένοι βγήκαν οι δεύτεροι, ως φορείς της Διοίκησης, αλλά οι
συνέπειες ήταν οδυνηρές: παραμέληση της άμυνας και κατά τόπους νίκες των τουρκικών
στρατευμάτων, διασπάθιση της πρώτης δόσης του δανείου από το εξωτερικό, λεηλασίες στην
Πελοπόννησο και πτώση του ηθικού των χωρικών, ενίσχυση της αντιπαράθεσης Ρουμελιωτών-
Πελοποννήσιων, περιορισμός και φυλάκιση των Πελοποννήσιων οπλαρχηγών (Θ. Κολοκοτρώνης,
Δεληγιανναίοι, Νοταράδες κ.ά.). Αποφυλακίστηκαν στις 18-5-1825, με τη χορήγηση γενικής
αμνηστίας «στο όνομα των συμφερόντων της πατρίδας», μπροστά στις καταστροφές που εν τω
μεταξύ υπέστη η Πελοπόννησος από τον Ιμπραΐμ και την ανάγκη να ενισχυθεί η άμυνά της. Η
κατοχή της Πελοποννήσου από τους Ρουμελιώτες άφησε πίσω της πικρές αναμνήσεις και
ενίσχυσε περισσότερο τις διχόνοιες ανάμεσα στις δύο περιοχές.
Πρόκειται για έναν φιλελεύθερο και δημοκρατικό καταστατικό χάρτη, από τους πιο
προοδευτικούς της εποχής. Σε ό,τι αφορούσε τα ατομικά δικαιώματα, καθιέρωνε την αρχή της
ισότητας και της αναλογικής κατανομής των οικονομικών βαρών, την ελευθερία του τύπου και
της εκπαίδευσης, τη μη αναδρομικότητα ισχύος των νόμων, τη ρητή κατοχύρωση του τεκμηρίου
αθωότητας του κατηγορουμένου κ.ά.
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας έμεινε πάνω απ’ όλα γνωστό επειδή καθιέρωνε ρητά την αρχή της
λαϊκής κυριαρχίας: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και
υπάρχει υπέρ αυτού» (άρθρ. 5). Με μικρές διαφοροποιήσεις αυτή η πανηγυρική διατύπωση
παρέμεινε σε όλα τα ελληνικά συντάγματα από το 1864 κ.εξ.
Στην πράξη, βέβαια, η εφαρμογή των επαναστατικών συνταγμάτων προσέκρουε σε
αντικειμενικές δυσχέρειες. Αυτές προέκυπταν τόσο από την εξέλιξη του αγώνα εναντίον των
Οθωμανών όσο και από την αντίδραση των κατά τόπους προκρίτων και οπλαρχηγών απέναντι
στην εγκαθίδρυση μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας (με πιο χαρακτηριστικό δείγμα τη δολοφονία
του Καποδίστρια από τους αδερφούς Μαυρομιχάλη τον Σεπτέμβριο του 1831).
5.3.3 Οικονομικά
Οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν είχαν παράδοση ή εμπειρία στη διαχείριση δημόσιων εσόδων-
εξόδων. Η μόνη εμπειρία ήταν εκείνη των προεστών σχετικά με τα οικονομικά των κοινοτήτων
και την είσπραξη φόρων. Επίσης, είχε στερέψει κάθε πηγή πλούτου λόγω της ερήμωσης του
τόπου και της απορρόφησης των χωρικών από την πολεμική προσπάθεια, αλλά και της
κατάρρευσης της εμπορικής ναυτιλίας.
Αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης, καταργήθηκαν ο κεφαλικός φόρος και οι έκτακτες
οικονομικές επιβολές των τοπικών Οθωμανών αξιωματούχων, αλλά διατηρήθηκαν οι δασμοί
στις εισαγωγές και εξαγωγές (ελάχιστες πάντως) και ο έγγειος φόρος (δεκάτη). Από αυτόν
προερχόταν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων. Η οικονομική κατάσταση ήταν απελπιστική,
επομένως ο εξωτερικός δανεισμός ήταν αναπόφευκτος.
1824-1825: συνάφθηκαν δύο εξωτερικά δάνεια από την Αγγλία, χωρίς τα οποία πιθανώς η
Επανάσταση θα είχε καμφθεί. Ταυτόχρονα, σήμαιναν την οιονεί αναγνώριση της Ελλάδας ως
εμπόλεμου κράτους, αλλά και τη δέσμευση των δανειστών τραπεζιτών στην επιτυχία του Αγώνα.
Δίκαια χαρακτηρίστηκαν ως ληστρικά.
Α΄δάνειο (20-2-1824), ονομαστικού κεφαλαίου 800 χιλ. λιρών στερλινών. Η απόδοσή του ήταν
472 χιλ. λίρες, αλλά μόλις οι 308 χιλ. έφθασαν στην ελληνική κυβέρνηση.
Β΄δάνειο (1825), ονομαστικού κεφαλαίου 2 εκατ. λιρών στερλινών. Η απόδοσή του ήταν
1.100.000 στερλίνες και μόλις οι 232.558 έφθασαν στην ελληνική κυβέρνηση.
Το σύνολό τους αναλογούσε στο 30% των συνολικών επαναστατικών εσόδων για τα χρόνια 1821-
1830.
Η διαχείρισή τους ήταν σκανδαλώδης∙ ένα ασήμαντο ποσό διατέθηκε για τους επαναστατικούς
σκοπούς. Πώς χρησιμοποιήθηκαν: για την αντιμετώπιση των εσωτερικών αντιπάλων από τους
εκπροσώπους της Γενικής Διοίκησης κατά τους εμφύλιους, για την ενίσχυση του στόλου, τους
άτακτους στρατιώτες, αλλά και τη μισθοδοσία όλων των επαναστατημένων.
Άλλα έσοδα προήρθαν από αναγκαστικά εσωτερικά δάνεια, εράνους, εκούσιες εισφορές από
Έλληνες και φιλελληνικές επιτροπές, από λεία πολέμου και λάφυρα.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 66
οδηγήσει τις Δυνάμεις στην υπογραφή της: η ελευθερία του εμποροίου, που είχε νεκρώσει σε
όλη την Ανατολή από τη συνεχώς εξαπλούμενη πειρατεία∙ η αίτηση προστασίας που είχαν
υποβάλει οι Έλληνες προς τη Βρετανία, το 1825∙ και η διάθεση να σωθεί από αφανισμό ένας
χριστιανικός λαός με μεγάλη προσφορά στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Στη Συνθήκη
επαναλαμβάνονταν εν πολλοίς οι όροι της Πετρούπολης, με την επιπλέον πρόβλεψη, στην
περίπτωση που οι εμπόλεμοι δεν σταματούσαν τις εχθροπραξίες μέσα σε ένα μήνα, για επιβολή
της ανακωχής εκ μέρους των Δυνάμεων με τη χρήση του στόλου τους στη Μεσόγειο, πριν την
έναρξη των διαπραγματεύσεων.
Η Πύλη, ενισχυμένη στρατιωτικά μετά την πτώση του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826 και της
Αθήνας τον Ιούνιο του 1827, απέρριψε την πρόταση μεσολάβησης, την οποία πρόθυμα δέχτηκαν
οι Έλληνες. Έτσι, ως μέσο πίεσης και προκειμένου να πετύχουν κατάπαυση των εχθροπραξιών, οι
τρεις Δυνάμεις έδωσαν οδηγίες στους ναυάρχους των στόλων τους να επιβάλουν την ανακωχή.
Ο Βρετανός ναύαρχος Έντουαρντ Κόδριγκτον ανέλαβε την πρωτοβουλία να αποκλείσει την
επαναστατημένη Ελλάδα και καταδίωξε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στον κόλπο του
Ναβαρίνου. Φαινομενικά η ναυμαχία του Ναβαρίνου άρχισε τυχαία στις 8/20 Οκτωβρίου 1827,
προκάλεσε όμως την πλήρη καταστροφή του οθωμανικού στόλου.
Χάρη στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, η τύχη των Ελλήνων είχε αλλάξει πολύ γρήγορα. Μέσα σε έναν
χρόνο οι Αιγύπτιοι του Ιμπραΐμ εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, η οποία τέθηκε υπό τον έλεγχο
γαλλικών στρατευμάτων.
Το πολιτικό του ιδεώδες συνίστατο στη δημιουργία ενός ενιαίου γραφειοκρατικού κράτους κατά
τα δυτικά πρότυπα, ενός κράτους που θα εφάρμοζε μια φωτισμένη νομοθεσία. Προείχε όμως η
απελευθέρωση της χώρας, η διεθνής αναγνώρισή της και ο καθορισμός ασφαλών συνόρων, η
ηθική ανόρθωση των απλών Ελλήνων μέσα από την παιδεία και την οικονομική πρόοδο ώστε να
απαλλαγούν από την εξάρτησή τους από τους ισχυρούς. Τελικός στόχος, ο εκσυγχρονισμός της
παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας, ένα ενωμένο συγκεντρωτικό κράτος που θα απέβλεπε στην
εξυπηρέτηση των πολλών. Ο Καποδίστριας είχε την ελπίδα ότι, μόλις η Ελλάδα ελευθερωνόταν
και εξασφάλιζε την ανεξαρτησία και τα σύνορά της, θα δημιουργούσε, με τη διανομή των
εθνικών γαιών στους ακτήμονες χωρικούς, ένα συνταγματικό κράτος μικροϊδιοκτητών.
Θεωρούσε τη συνταγματική μοναρχία ως πολίτευμα κατάλληλο για την Ελλάδα μελλοντικά. Ο
ίδιος υπερηφανευόταν ότι είχε διαμορφώσει μια πολιτική προορισμένη να αντιμετωπίσει τις
συγκεκριμένες ελληνικές ανάγκες.
Πίστευε, όμως, ότι οι Έλληνες δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων∙ είχε αρνητική αντίληψη
για τις τοπικές ηγεσίες που είχαν ήδη δημιουργήσει κατεστημένο. Συχνά αποκαλούσε
χριστιανούς Τούρκους τους προύχοντες, ληστές τους καπετάνιους, ηλίθιους τους διανοούμενους
και παιδιά του Σατανά τους Φαναριώτες. Όλους τους θεωρούσε καταπιεστές του λαού,
πρωταίτιους της εσωτερικής διαμάχης, ικανούς να προδώσουν οποιονδήποτε κυβερνήτη θα
ενδιαφερόταν για το εθνικό και όχι για το κομματικό καλό. Επιζήτησε με κάθε τρόπο να
καταλύσει την ισχύ τους και να αντικαταστήσει ό,τι θεωρούσε σύστημα εγωιστικής ολιγαρχίας
με μια προσωπική εξουσία, που θα επικυρωνόταν αργότερα από τη λαϊκή εντολή και θα
δικαιωνόταν από την κρισιμότητα της κατάστασης.
Το υπό διαμόρφωση κράτος ονομάστηκε «Ελληνική Πολιτεία», όπως είχε καθιερωθεί στην
Τροιζήνα.
Από τις πρώτες ενέργειές του υπήρξαν:
i. Αλλαγή στο κυβερνητικό σύστημα προς πιο συγκεντρωτική μορφή, για την προσωρινή
ενίσχυση της εξουσίας του («Προσωρινή Διοίκησις της Επικρατείας», Αίγινα 18-1-1828). Η
Βουλή ψήφισε την αναστολή του συντάγματος της Τροιζήνας και την αυτοδιάλυσή της.
Με ψήφισμα της 30ής Ιανουαρίου 1828 μεταβίβασε τις εξουσίες της στον κυβερνήτη, ο
οποίος ανέλαβε το νομοθετικό έργο, και διόρισε το «Πανελλήνιο», ένα 27μελές
γνωμοδοτικό όργανο, όπου τοποθετήθηκαν οι κορυφαίοι πολιτικοί και στρατιωτικοί
ηγέτες του Αγώνα.
ii. Συγκρότηση Επιτροπής Οικονομικών και αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης.
Επιβλήθηκε αυστηρός έλεγχος στα οικονομικά ώστε να παταχθούν οι καταχρήσεις των
ισχυρών.
iii. Ανασυγκρότηση του στρατού και του στόλου. Ο ίδιος ανέλαβε την ανώτατη ηγεσία, με
τοπικούς αρχηγούς τους Θ. Κολοκοτρώνη (Πελοπόννησο), Δ. Υψηλάντη (Ανατολικής
Ελλάδος) και στρατηγό Τσόρτς (Δυτικής Ελλάδος) [αργότερα θα χρησιμοποιήσει και τον
αδελφό του Αυγουστίνο]. Επιχείρησε να μετατρέψει τα σώματα των ατάκτων που
πληρώνονταν από τους οπλαρχηγούς σε εθνικό στρατό.
iv. Καταστολή της ληστείας, εξάλειψη της πειρατείας και δημιουργία αστυνομίας.
Επίσης, έλαβε μέτρα που απέβλεπαν στην κοινωνική αποκατάσταση των Ελλήνων, την
ενθάρρυνση της παραγωγής, του εμπορίου, της βιοτεχνίας, στην ανταμοιβή όσων είχαν υποστεί
θυσίες κατά τον Αγώνα και γενικά στην ανασυγκρότηση της χώρας.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 69
Οι ταυτόχρονες συζητήσεις στην Ευρώπη για την εξεύρεση κληρονομικού μονάρχη για το
ελληνικό κράτος και οι διπλωματικές κινήσεις της εποχής (πρωτόκολλο του 1830 για
περιορισμένα σύνορα) αποδυνάμωσαν τη θέση του, ενώ η δυσχερής οικονομική κατάσταση
επέβαλε την επιβολή μη δημοφιλών φόρων.
Η αντιπολιτευτική διάθεση εκδηλώθηκε με τέσσερις ένοπλες εξεγέρσεις: στη Μάνη 1830-31 με
υποκίνηση των Μαυρομιχαλαίων, που κατέληξε σε σύλληψη του Πετρόμπεη∙ στην Ύδρα, το
καλοκαίρι του 1831, που οργανώθηκε από το αγγλικό κόμμα και τη φατρία των
Κουντουριώτηδων υπό τους Αντ. Κριεζή και Ανδ. Μιαούλη∙ στη Ρούμελη από τον Τσάμη
Καρατάσο∙ και στην Πελοπόννησο, όπου εισέβαλαν οι Ρουμελιώτες υπό τον Κωλέττη με σκοπό
την απομάκρυνση του αδελφού τού κυβερνήτη Αυγουστίνου.
Μολονότι όλες αυτές οι εξεγέρσεις στηρίχθηκαν σε παράπονα που γεννήθηκαν από τοπικές
συνθήκες, οι οποίες επηρεάζονταν από την κυβερνητική πολιτική, είναι αναμφισβήτητο ότι
επιταχύνθηκαν από την απροσδόκητη άρνηση του Λεοπόλδου του Σαξ-Κόμπουργκ να αποδεχθεί
το ελληνικό στέμμα (17-5-1830): όσο η άφιξη ενός νέου βασιλιά ήταν επικείμενη, οι
δυσαρεστημένοι Έλληνες ανέχονταν το καθεστώς του Καποδίστρια ως προσωρινό, από τη στιγμή
όμως που η προσδοκία αυτή διαψεύστηκε εξαντλήθηκε και η υπομονή τους. Τον Αύγουστο του
1831 πραγματοποιήθηκε η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του.
Τελικά, στις 27-9-1831 δολοφονήθηκε από τους αδελφούς Κωνσταντίνο και Γεώργιο
Μαυρομιχάλη στο Ναύπλιο.
Γρήγορα το έργο του εξαφανίστηκε και το κράτος επέστρεψε στην αναρχία. Η διαμάχη
καποδιστριακών-συνταγματικών κατέληξε σε εμφύλιες συγκρούσεις (1832). Χρειάστηκε η
επέμβαση των γαλλικών στρατευμάτων για την ασφαλή άφιξη του Όθωνα.
Οι συνέπειες του εμφυλίου 1832:
i. Ολοκληρωτική αποσύνθεση κάθε κεντρικής εξουσίας, η διακυβέρνηση περιορίστηκε σε
τοπικό επίπεδο.
ii. Αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων, τον Οκτώβριο 1832, με αποτέλεσμα η βία να
αποτελεί το μοναδικό μέσο για επιβίωση.
iii. Διόγκωση του πεινασμένου και απειθάρχητου στρατού και των ατάκτων, οι οποίοι
εγκατέλειπαν αξιωματικούς και καπετάνιους και επιδίδονταν σε λεηλασίες προκειμένου
να επιβιώσουν.
iv. Συμπλήρωση της εικόνας καταστροφής: ερημωμένες πόλεις, κατεστραμμένα χωριά,
φθορά της κτηνοτροφίας, καταστροφή των αμπελώνων και των ελαιώνων που
απαιτούσαν πολλά χρόνια για να αποκατασταθούν, έλλειψη σπόρων και καλλιεργητών.
v. Μείωση του εθνικού εισοδήματος λόγω της καταστροφής του παραγωγικού κεφαλαίου
και τις μέχρι τότε παραχωρήσεις εθνικών γαιών σε χαμηλές τιμές.
Οι πολιτικές επιπτώσεις του 1832 ήταν ποικίλες: η πικρία, η εχθρότητα, η καχυποψία και η
επιθυμία εκδίκησης για παλιές πληγές και προσβολές που δεν ήταν εύκολο να λησμονηθούν.
Αυτά τα συναισθήματα υποδαύλιζαν το φατριασμό, έφεραν κατάπτωση του ηθικού κύρους των
κομματικών μελών και των αξιωματούχων. Η ατμόσφαιρα έντασης που δημιουργούσαν έκανε
αδύνατη κάθε δυνατότητα συνεργασίας.
Τότε διαλύθηκαν οι αμφιβολίες και των τελευταίων δημοκρατών ότι μόνο μία ξένη μοναρχία θα
μπορούσε να σταματήσει την αυτοκαταστροφή που έφερνε ο εμφύλιος σπαραγμός. Ήταν πλέον
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 71
διατεθειμένοι να προτιμήσουν μια υπερβολικά ισχυρή κυβέρνηση και να δεχθούν ακόμη και την
απολυταρχία παρά να καταφύγουν πάλι στη βία, αλλαγή που ισοδυναμούσε με συμβιβασμό με
μια λύση που απείχε πολύ από τα αρχικά ιδεώδη και τις προσδοκίες τους. Η μοναρχία φαινόταν
ως η καλύτερη εγγύηση για εσωτερική ενότητα και σταθερότητα, ένας ουδέτερος παράγοντας
που θα μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο του διαιτητή ανάμεσα στις αντίπαλες φατρίες.
Όταν ο Όθων της Βαυαρίας επελέγη από τις Δυνάμεις, ο ενθουσιασμός που επικράτησε στην
Ελλάδα δεν είχε τόσο σχέση με το πρόσωπό του ή το θεσμό που εκπροσωπούσε∙ οι Έλληνες
χαιρέτιζαν τη λύτρωση από τον εμφύλιο πόλεμο, την αναρχία και την καταστροφή. Επομένως, η
εσωτερική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί το 1832 διαγραφόταν ευνοϊκή για μια εύκολη
επικράτηση της βασιλικής εξουσίας.
Με δεδομένη την πρώιμη εκδήλωση ενδιαφέροντος για την εκπαίδευση, γεννά απορίες το
γεγονός ότι στο Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος (1822) δεν συμπεριλαμβανόταν υπουργείο
Εκπαίδευσης μεταξύ των οκτώ ούτε υπήρχε κάποια σχετική διάταξη. Ως πιθανότερη εξήγηση
μπορούν να θεωρηθούν οι πολιτικές συνθήκες της εποχής.
Στο Νόμο της Επιδαύρου (1823) οι παραλείψεις αντιμετωπίστηκαν εν μέρει: υπήρχαν δύο άρθρα
για την εκπαίδευση∙ το πρώτο ανέθετε στο Βουλευτικό την εποπτεία της «δημοσίου
εκπαιδεύσεως» και το δεύτερο όριζε ότι η Διοίκηση έπρεπε να μεριμνήσει για τη συστηματική
οργάνωσή της και την εισαγωγή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. Λίγο μετά την ψήφιση του
Συντάγματος διορίστηκε (με πρόταση του Μαυροκορδάτου) ο λόγιος Θεόκλητος Φαρμακίδης ως
«έφορος της παιδείας και της ηθικής ανατροφής των παιδιών», αλλά δεν ανέλαβε καθήκοντα. Το
1824 τον αντικατέστησε ο Γρηγόριος Κωνσταντάς. Το έργο που του ανατέθηκε ήταν φιλόδοξο,
αλλά έγιναν πολύ λίγα λόγω της τουρκοαιγυπτιακής εκστρατείας: ίδρυση σχολείων και
εγκατάσταση δασκάλων στα νησιά, βόρειες και ανατολικές Κυκλάδες.
Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος (1827) προέβλεπε:
i. ελευθερία της εκπαίδευσης, δικαίωμα των πολιτών να ιδρύουν εκπαιδευτήρια και να
επιλέγουν δασκάλους,
ii. προστασία και εποπτεία της δημόσιας εκπαίδευσης από τη Βουλή,
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 72
iii. θέση υπουργού «επί του Δικαίου και της Παιδείας». Πρώτος υπουργός ο Γεράσιμος
Κώπας, που αντικαταστάθηκε γρήγορα από τον Μιχαήλ Σούτσο.
Λόγω των πολεμικών συνθηκών και των πολιτικών διενέξεων, οι προσπάθειες είχαν μικρή
πρακτική σημασία∙ ωστόσο αποτελούν ενδείξεις για τις επικρατούσες τάσεις που θα
αποτελέσουν στη συνέχεια τα βασικά γνωρίσματα του κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Αυτές οι τάσεις ήταν:
i. Η οικοδόμηση εκπαιδευτικού συστήματος συνιστούσε βασική υποχρέωση της πολιτείας,
με παράλληλη αποδοχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
ii. Η δημοκρατικότητα της εκπαίδευσης, χωρίς ταξικούς φραγμούς.
iii. Ο συγκεντρωτισμός και η ομοιομορφία, που αποσκοπούσαν στην κατά το δυνατόν
ομογενοποίηση της εκπαίδευσης.
iv. Η αποδοχή της ανωτερότητας των ευρωπαϊκών προτύπων, προς τα οποία έπρεπε να
κατατείνει η ελληνική εκπαίδευση.
v. Το αυξημένο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση, ακόμη και μεταξύ των χαμηλότερων
κοινωνικών στρωμάτων, όπως διαπιστώνεται από τις πληροφορίες ξένων και Ελλήνων
λογίων και δασκάλων για την αθρόα συρροή μαθητών ακόμη και μεγάλης ηλικίας. Παρά
τις δυσκολίες, υπολογίζεται ότι τα σχολεία της περιόδου 1821-27 έφταναν τα 60 περίπου,
με τα περισσότερα να βρίσκονται σε νησιά (Σποράδες, Κυκλάδες, Αργοσαρωνικός).
λόγους (κακή διαγωγή, μικρή ηλικία, χαμηλό επίπεδο γνώσεων). Σχετικά μεγάλος ήταν ο
αριθμός των ιερωμένων δασκάλων. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται μετά το 1830.
iii. Η κακή κατάσταση των κτηρίων γεννούσε την ανάγκη για κατασκευή νέων ή επισκευή των
παλαιότερων. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν παλιές εκκλησίες ή τζαμιά, κελιά
μοναστηριών, ιδιόκτητα ή μισθωμένα σπίτια και εργαστήρια.
iv. Η μεγάλη έλλειψη βιβλίων και διδακτικού υλικού (αναγνωστικά, αλφαβητάρια, πίνακες).
v. Το χαμηλό επίπεδο των μαθητών, που εκ των πραγμάτων περιόριζε τη διδιασκαλία στα
στοιχειώδη, αναβάλλοντας για αργότερα τη διδασκαλία άλλων αντικειμένων (ιστορία,
μαθηματικά, γαλλικά, φιλοσοφία κ.ά.) πέραν της γλώσσας.
Από τα πρώτα μέτρα που πήρε, ήταν η συγκέντρωση, περίθαλψη, εκπαίδευση και
διαπαιδαγώγηση των ορφανών και άπορων παιδιών. Για το σκοπό αυτό μερίμνησε να κτιστεί, με
δωρεές φιλελλήνων, το Ορφανοτροφείο στην Αίγινα (1829), όπου συγκεντρώθηκαν 500 περίπου
παιδιά. Σε συνάρτηση με αυτό, λειτούργησε από το 1830 και το Πρότυπον σχολείο
αλληλοδιδακτικής, για τη μετεκπαίδευση διδασκάλων.
Ιδρύθηκαν επίσης εκκλησιαστικό, γεωργικό και πολεμικό σχολείο∙ τα δύο πρώτα έκλεισαν μετά
το θάνατό του.
Η έντονη πολιτική ανωμαλία που επικράτησε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια προκάλεσε τη
συρρίκνωση ή την υπολειτουργία των σχολείων, κυρίως λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στην
καταβολή των μισθών, των αυθαίρετων απολύσεων και αντικαταστάσεων δασκάλων, του
σφετερισμού των σχολικών πόρων από τοπικούς παράγοντες κ.λπ.
12 Δεκεμβρίου 1828: οι πρέσβεις των τριών Δυνάμεων υπεγραψαν στον Πόρο υπόμνημα, με το
οποίο πρότειναν αυτόνομο κράτος φόρου υποτελές στο σουλτάνο, συνοριακή γραμμή
Αμβρακικού-Παγασητικού και τα νησιά Εύβοια, Βόρειες Σποράδες, Κυκλάδες και τα νησιά του
Σαρωνικού. Το πολίτευμα θα ήταν μοναρχικό, με χριστιανό κληρονομικό ηγεμόνα.
Ο Καποδίστριας επιδίωκε: Στερεά, μέρος της Ηπείρου, Θεσσαλία, μέρος της Μακεδονίας,
Εύβοια, Σποράδες, Κυκλάδες, Σάμο και Κρήτη.
22 Μαρτίου 1829: Πρωτόκολλο του Λονδίνου, υιοθέτησε τις πρεσβευτικές προτάσεις του
Δεκεμβρίου. Προβλεπόταν επίσης ετήσιος φόρος υποτέλειας 1,5 εκατ. γρόσια και αποζημίωση
των μουσουλμάνων για τις περιουσίες τους.
Αρχικά η Πύλη απέρριψε τους όρους του Πρωτοκόλλου, αλλά μετά τις ήττες στον ρωσοτουρκικό
πόλεμο (1828-29) αναγκάστηκε σε υποχώρηση. Η Συνθήκη της Αδριανούπολης (2/14
Σεπτεμβρίου 1829), με την οποία έληγε ο πόλεμος, περιλάμβανε όρους διαλλακτικούς και
μετριοπαθείς κι απογοήτευσε τους Έλληνες, αφού γινόταν λόγος για διατήρηση της οθωμανικής
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 74
επικυριαρχίας επί της Ελλάδας και όχι για ανεξαρτησία. Ως προς το ελληνικό ζήτημα, ο
σουλτάνος δήλωνε διατεθειμένος να δεχτεί τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1827 και το
Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1829, τα οποία συνεπάγονταν αναγνώριση της ελληνικής
αυτονομίας.
Ο φόβος της απόκτησης σοβαρού πλεονεκτήματος και της μονομερούς λύσης του ελληνικού
ζητήματος από τη Ρωσία έστρεψαν τη Βρετανία και τη Γαλλία προς νέα πολιτική. Για να
αποκατασταθεί η ευρωπαϊκή ισορροπία, η Ελλάδα έπρεπε να γίνει ανεξάρτητο κράτος, ώστε να
μην καταστεί έρμαιο των Ρώσων, αλλά με περιορισμένα σύνορα, ώστε να μην απειλεί τα
αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Με τις βρετανικές προτάσεις συμφώνησε εν τέλει και η Ρωσία από
φόβο μήπως τυχόν άρνησή της μειώσει την επιρροή της στην Ελλάδα.
Στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 η Διάσκεψη του Λονδίνου συνέταξε νέο Πρωτόκολλο,
με το οποίο η Ελλάδα συγκροτείτο ως ανεξάρτητο κράτος υπό την εγγύηση των Δυνάμεων, με
συνοριακή γραμμή Λαμίας-Αχελώου και τα νησιά Εύβοια, Σκύρο και Κυκλάδες. Παρέμενε η
προηγούμενη συμφωνία για κληρονομικό μονάρχη, για τη θέση του οποίου επιλέχθηκε ο
Λεοπόλδος του Saxe-Cobourg, ο οποίος όμως παραιτήθηκε στις 9/20 Μαΐου 1830. Έτσι το
ελληνικό κράτος αποκτούσε πλήρη ανεξαρτησία, αλλά με περιορισμένα σύνορα. Η ελληνική
αντίδραση για το εδαφικό ήταν οργισμένη, αλλά η Πύλη δέχθηκε τις αποφάσεις. Το γεγονός ότι η
Διάσκεψη του Λονδίνου κατέληξε στις ρυθμίσεις αυτές χωρίς να ρωτηθούν οι Έλληνες δείχνει ότι
η κυριαρχία των Δυνάμεων αποτελούσε αναμφισβήτητη πραγματικότητα.
Η διεθνής θέση και η εσωτερική πολιτική μορφή του ήδη ελεύθερου ελληνικού κράτους πήρε
την οριστική νομική της υπόσταση με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου
1832. Οι Δυνάμεις, ενεργώντας στο όνομα του ελληνικού έθνους, πρόσφεραν το στέμμα στον
δεκαπεντάχρονο Όθωνα Φρειδερίκο-Λουδοβίκο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Βαυαρίας
Λουδοβίκου Α΄ της δυναστείας των Wittelsbach και ένθερμου φιλέλληνα. Για μία ακόμη φορά το
ελληνικό κράτος δεν έλαβε μέρος ούτε στην υπογραφή της συνθήκης ούτε στις
διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί.
Το κείμενο όριζε τον πρίγκιπα Όθωνα κληρονομικό μονάρχη της Ελλάδας, με τον τίτλο του
βασιλιά. Εξουσιοδοτούσε τον Λουδοβίκο να ορίσει τριμελή αντιβασιλεία που θα ασκούσε τη
βασιλική εξουσία ως την ενηλικίωση του Όθωνα, την 1-6-1835. Προέβλεπε το σχηματισμό
στρατιωτικού σώματος 3.500 ανδρών που θα αντικαθιστούσε τα γαλλικά στρατεύματα που
βρίσκονταν στην Ελλάδα και επέτρεπε τη χρησιμοποίηση Βαυαρών αξιωματικών για την
οργάνωση του ελληνικού στρατού. Τέλος, παρείχε στο ελληνικό βασίλειο την προστασία των
Δυνάμεων και υποσχόταν την εγγύησή τους για τη σύναψη εξωτερικών δανείων ύψους 60 εκατ.
φράγκων. Ως προς το εδαφικό, η Ελλάδα επέστρεφε στη συνοριακή γραμμή Βόλου-Άρτας.
Με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, στις 21 Ιουλίου 1832, ο σουλτάνος αναγνώριζε με τη
σειρά του τα σύνορα του νέου κράτους.
Η ευρωπαϊκή ανάμιξη στο ελληνικό ζήτημα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης είχε συνέπειες
μακράς διάρκειας. Επιβεβαίωσε τις υποψίες των Ελλήνων ότι η Ευρώπη μπορούσε και ήθελε να
διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις, καθιερώνοντας έτσι την κακή
συνήθεια των Ελλήνων να προσφεύγουν σε μία ή περισσότερες από αυτές για βοήθεια∙ η
συνήθεια δε αυτή έγινε μόνιμη. Η συλλογική παρέμβαση, που ήταν επινόηση των Δυνάμεων
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 75
προκειμένου να εξουδετερώνει η μία τις πράξεις της άλλης, είχε προκύψει από την αμοιβαία
καχυποψία και το φόβο της καθεμιάς μήπως οι άλλες επέμβουν μονόπλευρα και επιβάλουν την
αποκλειστική επιρροή τους στην Ελλάδα.
Τα κύρια άρθρα της συμφωνίας του 1832 συντάχθηκαν προφανώς με σκοπό να παράσχουν στο
νέο ελληνικό κράτος την ασφάλεια που ήταν αναγκαία για την πρόοδό του και στον Όθωνα τα
απαραίτητα μέσα για να εδραιώσει την εξουσία του σε μια χώρα που δεν διακρινόταν για τα
φιλομοναρχικά της αισθήματα: χρήματα, στρατός, ‘εγγύηση των δυνάμεων’. Αλλά τα ίδια
ακριβώς άρθρα συντελούσαν στην εγκαθίδρυση ενός ειδικού καθεστώτος για την Ελλάδα, ενός
είδους ευρωπαϊκής επικυριαρχίας (προτεκτοράτου). Ανεξαρτησία στο διπλωματικό λεξιλόγιο των
συμμάχων σήμαινε ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά όχι από τον συλλογικό
τους έλεγχο.
Η ανεξάρτητη Ελλάδα του 1832 [ένα «μικροσκοπικόν, σπιθαμιαίον Βασίλειον»] διαμορφώθηκε
υπό την επίδραση εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, σύμφωνα με τους όρους της εποχής.
Ήταν τόσο ανεξάρτητη όσο επέτρεπαν οι διεθνείς συγκυρίες και η γεωπολιτική της θέση και όσο
μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι πολιτικές και στρατιωτικές της δυνάμεις.
Αλλά ήταν μια χώρα ερημωμένη από τους πολέμους, η αποκατάσταση θα διαρκούσε χρόνια. Στη
διάρκεια του πολέμου οι Έλληνες έχασαν την επαφή με το εμπόριο, τα μεγαλύτερα πλοία είχαν
μετατραπεί σε πολεμικά και είχαν καταστραφεί, τα εμπορικά κεφάλαια είχαν δαπανηθεί για
εφόδια, χρειάστηκαν δεκαετίες για την ανάκαμψη του εμπορικού ναυτικού. Η Ελλάδα έμεινε για
χρόνια χώρα υπανάπτυκτη.
Η λύση του ελληνικού ζητήματος δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική από την τότε επαναστατική
ηγεσία. Τα όρια του ελληνικού κράτους δεν ικανοποιούσαν παρά ένα ελάχιστο εθνικών
διεκδικήσεων, δεν συνέπιπταν γεωγραφικά με καμία προγενέστερη φάση της ιστορίας του
Ελληνισμού, η δε απόσταση από το μέγιστο ήταν συντριπτική. Επιπλέον, ο όγκος του
εξωελλαδικού ελληνισμού έδινε στα σύνορα του 1832 τον τόνο της προσωρινότητας. Έτσι, το
αλυτρωτικό ζήτημα, που εξέφραζε την αμφίδρομη επιθυμία των αλύτρωτων για ένωση με την
Ελλάδα και του ελληνικού κράτους να απελευθερώσει τις υπόδουλες ελληνικές περιοχές,
αποτέλεσε κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθ’ όλο το 19ο αιώνα.
Τίποτε δεν υποδήλωνε ότι ο λαός συνειδητοποιούσε τις αιχμές της πραγματικότητας που
περιείχε η σκηνή:
i. ως νέος ήταν ανίκανος να διοικεί, ενώ θα έπρεπε να αντέξει δοκιμασίες σκληρές ακόμη
και για έναν πιο έμπειρο άντρα
ii. οι Βαυαροί στρατιώτες ήταν ‘πραιτωριανοί’ του θρόνου προορισμένοι να επιβάλλουν την
τάξη αν εκδηλωνόταν οποιαδήποτε αντίδραση
iii. η παρουσία των ξένων στόλων στο λιμάνι υποδήλωνε την ξένη κηδεμονία που είχε
αντικαταστήσει την οθωμανική κυριαρχία, οι Δυνάμεις ήταν εκεί για να εξασφαλίσουν ότι
το νέο κράτος θα ασκούσε συνετή εξωτερική πολιτική χωρίς ανεξέλεγκτες πρωτοβουλίες
6.1.2 Το πολίτευμα
Συντάγματα 1822-27: αποσκοπούσαν στην εμπέδωση δημοκρατικών αρχών.
i. 1822, Επιδαύρου → πολυαρχία: Βουλευτικό (εκλεγμένο) & Εκτελεστικό πενταμελές
ii. 1823, Άστρους → ενίσχυση του Βουλευτικού
iii. 1827, Τροιζήνας → κοινοβουλευτικό σύστημα, αρχή της λαϊκής κυριαρχίας
Ο δημοκρατικός χαρακτήρας αμφισβητήθηκε επί Καποδίστρια, με αναστολή εφαρμογής του
Συντάγματος της Τροιζήνας, και από:
i. Tη Συνθήκη Λονδίνου 1827 – κράτος αυτόνομο, φόρου υποτελές στο σουλτάνο
ii. Τα πρωτόκολλα 1829, 1830, 1832 – κράτος ανεξάρτητο με κληρονομικό ηγεμόνα.
Η αλλαγή ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα παρέμβασης των Δυνάμεων, αντίθετα προς τη βούληση
του ελληνικού λαού.
Αρχικά υπήρχε ασάφεια ως προς τον τύπο της μοναρχίας: απόλυτη (που επιθυμούσαν οι
Δυνάμεις και οι Βαυαροί) ή συνταγματική (που προσδοκούσαν οι Έλληνες πολιτικοί). Ο Όθωνας
και η Αντιβασιλεία ήταν προσηλωμένοι στην απόλυτη μοναρχία.
6.1.3 Η Αντιβασιλεία
6.1.3.1 Η πρώτη Αντιβασιλεία
Μέλη είχαν οριστεί από τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας οι:
1. Κόμης Γιόζεφ φον Άρμανσμπεργκ, προϊστάμενος της Αντιβασιλείας, πρώην υποθργός
Οικονομικών της Βαυαρίας, δεσποτικός, ραδιούργος, φιλόδοξος, άνθρωπος του
συμφέροντος, είχε τη γενική εποπτεία της διακυβέρνησης, αργότερα ανέλαβε και τα
οικονομικά
2. Καθηγητής Λούντβιχ φον Μάουρερ, άριστος νομικός, συνεπής, αλλά αυταρχικός,
επηρμένος, φιλάργυρος, χωρίς πολιτικές αρετές (μέχρι Ιούνιο 1834)∙ θα αναλάμβανε τα
θέματα της δικαιοσύνης, της παιδείας και της Εκκλησίας
3. Αντιστράτηγος Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ, γνωστός φιλέλληνας, απολάμβανε της
εμπιστοσύνης του βασιλιά∙ θα αναλάμβανε τα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα
Σύμφωνα με το διάταγμα διορισμού τους, οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία και
θα επικυρώνονταν με την υπογραφή και των τριών.
Η πρώτη κυβέρνηση διορίστηκε υπό τον Σπ. Τρικούπη. Στο διάστημα 1833-43 εναλλάχθηκαν
οκτώ κυβερνήσεις.
Με το βασιλικό διάταγμα της 3/15-4-1833 θεσπίστηκε η σύσταση των υπουργείων και
καθορίστηκαν οι εξουσίες του υπουργικού συμβουλίου. Οι υπουργοί (Γραμματείς της
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 77
Επικρατείας) θα διορίζονται από την Αντιβασιλεία και ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου
από τον βασιλιά. Τα υπουργεία, ή ‘Γραμματείες της Επικρατείας’ ήταν επτά: Βασιλικού Οίκου και
Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως,
Οικονομικών, Στρατιωτικών, Ναυτικών. Στην ουσία, το υπουργικό συμβούλιο δεν ήταν παρά ένα
συμβουλευτικό και εκτελεστικό όργανο, αφού ο βασιλιάς δεν ήταν υποχρεωμένος να δέχεται τις
εισηγήσεις του.
Στόχος της Αντιβασιλείας ήταν η εγκαθίδρυση ισχυρής συγκεντρωτικής διοίκησης, παρόμοιας με
εκείνη της καποδιστριακής περιόδου, καθώς δεν διέθεταν πολιτικά και κοινωνικά ερείσματα
στον τόπο. Απέβλεπε στην ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, στον έλεγχο της περιφέρειας και τον
περιορισμό των προνομίων της αυτοδιοίκησης: οι Έλληνες δεν θεωρούνταν ώριμοι πολιτικά. Η
προσπάθεια για τον περιορισμό της δύναμης των κομμάτων δεν απέδωσε, οι παραδοσιακές ελίτ
αντιστάθηκαν και τα κόμματα όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά σταδιακά και η Αντιβασιλεία
αναμίχθηκε στους ανταγωνισμούς τους∙ με την επιλεκτική χρήση του διορισμού στο δημόσιο
προσπάθησε να κερδίσει τους οπαδούς τους υπό το στέμμα.
Η στάση των κομμάτων:
i. Γαλλικό, του Ιωάννη Κωλέττη, υποστηριζόταν από Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και
πολιτικούς και Πελοποννήσιους πρόκριτους. Αρχικά τήρησε στάση αναμονής και πολιτική
διάβρωσης των άλλων κομμάτων.
ii. Αγγλικό, με ερείσματα στην Πελοπόννησο και τη δυτική Στερεά, υποστηριζόταν από
λόγιους της πρωτεύουσας. Συμμετείχε ενεργά στην εξουσία, με μέλη στο υπουργικό
συμβούλιο.
iii. Ρωσικό ή κόμμα των Ναπαίων, των Θ. Κολοκοτρώνη και Ανδ. Μεταξά, υποστηριζόταν από
την παλιά μερίδα του Κολοκοτρώνη, στη Στερεά και τις Σπέτσες∙ είχε ευρύτατη βάση και
υποστήριξη από τη συντηρητική, αντιδυτική, θρησκόληπτη λαϊκή πλειοψηφία.
Αποκλείστηκε αρχικά από τη συμμετοχή στην εξουσία. Άσκησε ανοικτή αντιπολίτευση
εναντίον όλων των μέτρων της Αντιβασιλείας.
Τα κόμματα δεν ήταν σταθεροί πολιτικοί σχηματισμοί, συχνά οι οπαδοί τους άλλαζαν
στρατόπεδο. Διέθεταν όμως το καθένα τον ιδιαίτερο προσανατολισμό του στην εξωτερική
πολιτική και στο συνταγματικό ζήτημα, καθώς και την ενθάρρυνση και υποστήριξη ενός από τους
τρεις πρέσβεις των Δυνάμεων. Η περίοδος της Αντιβασιλείας γνώρισε άγριες κομματικές
διαμάχες.
Σημαντικός πόλος δύναμης ήταν οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων, με παρεμβάσεις στην
εσωτερική πολιτική και συνεχείς διακυμάνσεις στις σχέσεις τους.
Από πολύ νωρίς, ήδη από το 1833 ξεκίνησε αντιπολιτευτική δράση. Με όργανο την εφημερίδα
Χρόνος, που χρηματοδοτούνταν από τον Κολοκοτρώνη, το ρωσικό κόμμα προσπάθησε να
εξεγείρει το λαό κατά της Αντιβασιλείας. Στις αρχές Φεβρουαρίου ο Κολοκοτρώνης απέστειλε
επιστολή στον Ρώσο υπουργό των Εξωτερικών Νέσελροντ αναζητώντας υποστήριξη και
αργότερα το ίδιο έπραξαν και άλλα μέλη του κόμματος προς τον τσάρο προκειμένου να
επιτευχθεί ανάκληση της Αντιβασιλείας, χωρίς όμως επιτυχία. Αυτές οι ενέργειες θεωρήθηκαν
ως επικίνδυνες από την Αντιβασιλεία, γι’ αυτό και διατάχθηκε η σύλληψη των Θεόδωρου και
Γενναίου Κολοκοτρώνη, Δημ. Πλαπούτα, Κ. Τζαβέλλα κ.ά., στις 18 Σεπτεμβρίου 1833. Στις 30
Απριλίου 1834 ξεκίνησε η γνωστή ως ‘δίκη Κολοκοτρώνη’ (δίκη στελεχών ρωσικού κόμματος) με
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 78
την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, η οποία απέκτησε μεγάλη πολιτική σημασία: τυχόν
ευνοϊκή για τους κατηγορούμενους ετυμηγορία θα αποτελούσε ηθικό πλήγμα για την
Αντιβασιλεία και θα εμφάνιζε τη σύλληψή τους ως άδικη και αυθαίρετη ενέργεια. Τελικά, το
δικαστήριο με πλειοψηφία τριών έναντι δύο αποφάσισε την καταδίκη των κατηγορούμενων σε
θάνατο, όμως οι δικαστικές παραβιάσεις και αυθαιρεσίες κατάφωρα αλλοίωσαν τις διαδικασίες.
Η άρνηση των δύο δικαστών (Πολυζωίδη και Τερτσέτη) να υπογράψουν την καταδίκη και η
επιμονή του Όθωνα μετέτρεψαν την ποινή αρχικά σε ισόβια δεσμά και στη συνέχεια σε 25
χρόνια φυλάκιση. Η κοινή γνώμη θεώρησε τους ήρωες του Αγώνα θύματα του αυταρχισμού της
βαυαροκρατίας. Τελικά, έλαβαν χάρη από τον Όθωνα το 1835.
Στις 10-11-1836 ο Όθωνας παντρεύτηκε την Αμαλία του Όλντενμπουργκ, στο Μόναχο, και στις
2/14-2-1837 το ζεύγος έφτασε στον Πειραιά. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς υπέγραψε τρία
διατάγματα:
i. την απόλυση του Άρμανσμπεργκ,
ii. την κατάργηση της θέσης του αρχιγραμματέα,
iii. το διορισμό του Ιγνάτιου φον Ρούντχαρντ ως αρχηγού του βασιλικού οίκου (=υπουργικού
συμβουλίου) και γραμματέα επί των Εξωτερικών.
Ο Ρούντχαρντ ήταν μετριοπαθής, φιλελεύθερος, με διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.
Έχοντας κατανοήσει τη δυσαρέσκεια που υπέβοσκε εξαιτίας της βαυαρικής διακυβέρνησης,
επιδίωξε διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του και περιορισμό της απολυταρχικής εξουσίας του
μονάρχη.
Ο διορισμός του προκάλεσε την αντίδραση των Δυνάμεων και κυρίως της αγγλικής διπλωματίας,
αλλά και των Ελλήνων, που έβλεπαν και πάλι έναν ξένο σε ανώτατο αξίωμα. Σύντομα ο
Ρούντχαρντ συγκρούστηκε και με το βασιλιά, ο οποίος έδειχνε αποφασισμένος να ελέγχει τα
ηνία της εξουσίας, να βασιλεύει και να κυβερνά. Στις 8-12-1837 παραιτήθηκε, ύστερα από τις
συνεχείς αρνήσεις του Όθωνα να δεχτεί διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του υπουργικού
συμβουλίου.
Στελέχωση του κράτους: Η πολιτική πρόσληψης Βαυαρών στις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες
ταυτιζόταν για την Αντιβασιλεία με την προσπάθεια να εξευρωπαϊστεί η Ελλάδα μέσω των
εξειδικευμένων διοικητικών και τεχνικών γνώσεων της Δύσης και να περιοριστεί η δύναμη των
κομμάτων. Αλλά και η Αυλή, ο βασιλικός οίκος και η υπαλληλία στελεχώθηκαν από Βαυαρούς. Η
κατάσταση αυτή, γνωστή ως Βαυαροκρατία, αποτέλεσε πηγή αντιδράσεων στο μέλλον.
Αναδιοργάνωση του στρατού: μετά το θάνατο του Καποδίστρια, οι προσπάθειές του για τη
δημιουργία αξιόμαχου και νομιμόφρονα στρατού δεν είχαν συνέχεια. Κατά την άφιξη του Όθωνα
υπήρχαν περίπου 5.000 άτακτοι και 700 τακτικοί ένοπλοι, χωρίς οικονομικούς πόρους, αφού δεν
πληρώνονταν πλέον από το κράτος και ζούσαν εις βάρος των χωρικών.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 80
Η τύχη των αγωνιστών της Ανεξαρτησίας: Την επομένη της διάλυσης των τακτικών και άτακτων
σωμάτων (1833) μεγάλος αριθμός αγωνιστών (πάνω από 5.000) έμειναν ξαφνικά χωρίς εργασία
και πόρους. Για τους πιο πολλούς η επιστροφή στις περιοχές από όπου κατάγονταν ήταν
αδύνατη, αφού οι περισσότερες είχαν μείνει έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Έτσι,
πολλοί βρέθηκαν σε κατάσταση ολοκληρωτικής ένδειας και εξάρτησης από την κυβέρνηση, ιδίως
όσοι δεν εντάχθηκαν στα σώματα του στρατού και της χωροφυλακής.
Πολλοί, μαζί με τις οικογένειές τους και οικογένειες (χήρες και ορφανά) των νεκρών αγωνιστών
ακολούθησαν την κυβέρνηση στη νέα έδρα της, στην Αθήνα, ζώντας συχνά στους δρόμους ή
καταφεύγοντας στους παλιούς οπλαρχηγούς ζητώντας βοήθεια. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα
απομνημονεύματά του περιγράφει αγανακτισμένος την εικόνα των ενόπλων της Επανάστασης
που «ξυπόλητοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια, …που πέθαιναν εις τα παλιοκλήσια από
την πείνα κι’ από το κρύον».
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος η κεντρική εξουσία θα θεσπίσει τη χορήγηση έκτακτων
χρηματικών βοηθημάτων για την αντιμετώπιση κάποιων αναγκών των φτωχών, συνήθως τις
γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, τα χρήματα όμως ήταν ελάχιστα και ο αριθμός των
αγωνιστών που τα δικαιούνταν πολύ μικρός, με αποτέλεσμα το ζήτημα να διαιωνίζεται για
δεκαετίες. Μόνο μετά το 1844 η χορήγηση των μικρών βοηθημάτων στους άπορους αγωνιστές
θα πάρει μια πιο σταθερή μορφή.
Μέριμνα επιδείχθηκε όμως για την επισημοποίηση του Αγώνα: το 1838 καθιερώθηκε ο
εορτασμός της 25ης Μαρτίου ως εθνικής γιορτής.
Εκκλησία: η στάση του Πατριαρχείου κατά την Επανάσταση είχε επιφέρει ρήξη των σχέσεων με
τους επισκόπους των επαναστατημένων περιοχών∙ μετά το 1821 κανένας επίσκοπος διορισμένος
από το Πατριαρχείο δεν ανέλαβε καθήκοντα εκεί, εισφορές και εκκλησιαστικά τέλη έπαψαν να
αποστέλλονται στην Κωνσταντινούπολη και στις εκκλησίες δεν μνημονευόταν ο πατριάρχης,
αλλά υιοθετήθηκε το τυπικό των ανεξάρτητων εκκλησιών. Το ίδιο συνεχίστηκε και επί
Καποδίστρια.
Το τρίπτυχο των επιδιώξεων της Αντιβασιλείας για εθνική ανεξαρτησία, βασιλική απολυταρχία
και συγκεντρωτικό σύστημα προδίκασε τον τρόπο επίλυσης του εκκλησιαστικού.
Την εποχή αυτή επικρατούσαν δύο απόψεις:
1. Η απόσχιση της ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο εμπόδιζε την εθνική
ολοκλήρωση και την ενότητα του ελληνικού έθνους, επομένως προτάθηκε προτεραιότητα
στους στενούς δεσμούς με το Πατριαρχείο – υποστηριζόταν από τις παραδοσιακές
συντηρητικές δυνάμεις.
2. Η Εκκλησία δεν μπορούσε να επιστρέψει στο παλαιό καθεστώς, δεν μπορούσε να
διατηρήσει τον ‘εθναρχικό’ ρόλο της, αλλά αποτελούσε τμήμα του δημόσιου βίου –
υποστηριζόταν από προοδευτικές φιλελεύθερες ομάδες.
Όταν ο Μάουρερ ανέλαβε να επιληφθεί του ζητήματος, το κύρος και η εξουσία της Εκκλησίας
είχαν σημαντικά τρωθεί.
Η Αντιβασιλεία υποστήριζε ότι ο κλήρος έπρεπε να τεθεί υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 83
Έτσι, στις 23-7/4-8-1833 εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα που προέβλεπε τη σύσταση της
αυτοκέφαλης και ανεξάρτητης «Ορθοδόξου Ανατολικής Αποστολικής Εκκλησίας του Βασιλείου
της Ελλάδος» [έργο των φον Μάουρερ, Σπ. Τρικούπη, Θεόκ. Φαρμακίδη]. Την ευθύνη και
εποπτεία αναλάμβανε το κράτος μέσω του υπουργείου (αρχηγός της Εκκλησίας αναγνωριζόταν ο
βασιλιάς) και ακυρώθηκε κάθε διοικητική παρέμβαση του Πατριαρχείου∙ μόνο η δογματική
ενότητα με τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες θα διατηρούνταν. Πενταμελής Διαρκής Ιερά Σύνοδος,
διοριζόμενη από τη βασιλική κυβέρνηση, θα ασκούσε την εκκλησιαστική διακυβέρνηση.
Η λύση αυτή ήταν συμβατή με το κοσμικό κρατικό πρότυπο που ήθελε να επιβάλει η
Αντιβασιλεία. Επιπλέον, διαφύλασσε την ανεξαρτησία της Εκκλησίας από τη ρωσική επιρροή,
ενώ η υπαγωγή της στην κρατική εξουσία σήμαινε ενδυνάμωση της βασιλικής απολυταρχίας.
Οι αντίπαλοι [Κων. Οικονόμου] θεωρούσαν μεν το αυτοκέφαλο αναγκαίο κακό, που όμως θα
μπορούσε να πραγματοποιηθεί με ομαλότερο τρόπο.
Ο διακανονισμός του εκκλησιαστικού ζητήματος παρέμεινε σε όλη την περίοδο της
απολυταρχίας μία από τις κύριες πηγές διαμαρτυρίας του λαού. Τελικά, στις 29-6-1850 εκδόθηκε
ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος που ανακήρυσσε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος και
ικανοποιούσε διαδοχικά και τις δύο μερίδες της κοινής γνώμης: τους οπαδούς του Οικονόμου,
αφού αποκαθιστούσε τις σχέσεις ελλαδικής Εκκλησίας-Πατριαρχείου, και τους οπαδούς του
Φαρμακίδη, το 1852, με την έκδοση του Καταστατικού, που επαναλάμβανε τις διατάξεις του
1833.
Εκπαίδευση: το βασιλικό διάταγμα Φεβρουαρίου 1834 έθεσε τις βάσεις της δημόσιας
εκπαίδευσης. Η λαϊκή (μη θρησκευτική) στοιχειώδης εκπαίδευση γινόταν προσιτή σε όλους τους
πολίτες.
Προβλεπόταν ίδρυση δημοτικών σχολείων σε δήμους, πόλεις κωμοπόλεις και μεγάλα χωριά, με
δικά τους έξοδα. Φοίτηση υποχρεωτική, επταετής (τα περισσότερα λειτουργούσαν με 5-6
χρόνια) και αλληλοδιδακτική μέθοδο.
Πρόγραμμα: ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, στοιχειώδεις γνώσεις ελληνικής ιστορίας,
γεωγραφίας και φυσικής, θρησκευτική ιστορία και ορθόδοξη κατήχηση (διδασκόταν από ιερέα).
Γλώσσα η αρχαΐζουσα, γραμματική της αττικής διαλέκτου, καθιστούσε δύσκολη την κατανόηση
από τους μαθητές.
Μέση εκπαίδευση:
i. α΄ βαθμίδα – ελληνικό σχολείο, με τρεις τάξεις (κατά περίπτωση και 2). Πρόγραμμα:
ελληνική γλώσσα, κατήχηση και θρησκευτική ιστορία, γεωγραφία, γενική ιστορία,
αριθμητική, καλλιγραφία, αρχές φυσικής και φυσικής ιστορίας, μουσική και ζωγραφική.
Προαιρετικά γαλλική γλώσσα και στοιχεία λατινικών.
ii. β΄ βαθμίδα – γυμνάσιο, με τέσσερις τάξεις (κατά περίπτωση και 1-3). Πρόγραμμα:
μαθηματικά, φιλολογικά, γαλλικά, ιστορία, γεωγραφία, φυσική και φυσική ιστορία,
χημεία, ανθρωπολογία, λογική και φιλοσοφία.
Επαγγελματικές σχολές: Εμπορικές, Εκκλησιαστικές, Ναυτικές, Γεωργικές, Πολυτεχνικό Σχολείο
(Αθήνα), Διδασκαλεία.
Ανώτατη εκπαίδευση: Απρίλιος 1837, δημοσιεύτηκε ο οργανισμός του Πανεπιστημίου Αθηνών
[έργο του Ρούντχαρτ], το οποίο ονομάστηκε Οθώνειον προς τιμήν του μονάρχη (σημ.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 84
Καποδιστριακό), με τέσσερις σχολές: Φιλοσοφία, Νομική, Θεολογία και Ιατρική. Εγκαινίασε μια
νέα εποχή, αφού δημιούργησε την πρώτη ντόπια γενιά διανοουμένων.
Περισσότερο προβληματική ήταν η εκπαίδευση των κοριτσιών. Θεσμικά δεν προβλέπονταν μικτά
σχολεία. Ως το τέλος της περιόδου τα δημοτικά σχολεία θηλέων ήταν ελάχιστα (το 1856-57 τα
κορίτσια ανέρχονταν στο 13,5% των μαθητών), τα ελληνικά λίγα (το 10,2% των μαθητών) και τα
γυμνάσια ανύπαρκτα∙ η πρώτη φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο έγινε δεκτή μόλις το 1890. Το κενό
στην εκπαίδευση των κοριτσιών κάλυψαν σε κάποιο βαθμό η ιδιωτική πρωτοβουλία και τα
φιλελληνικά σωματεία.
Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της παιδείας γενικά ήταν οι θεωρητικές-κλασικιστικές τάσεις σε βάρος
των πρακτικών, γεγονός που καταδεικνύει ότι η εκπαίδευση ήταν μηχανισμός που στόχευε στην
παραγωγή ιδεολογίας και τη διαμόρφωση της ενιαίας εθνικής ταυτότητας των πολιτών.
Γενικά, η Αντιβασιλεία υλοποίησε τα πρώτα μέτρα ανάπτυξης: δρόμους, αποστραγγιστικά έργα,
νοσοκομεία, αποθήκες, 14 στρατόπεδα και 30 της χωροφυλακής.
τελευταίος Βαυαρός στρατιώτης έφυγε το 1838, ο βασιλιάς διατήρησε μια μικρή ομάδα
αφοσιωμένων αξιωματικών, με μεγάλες αμοιβές και υψηλά αξιώματα. Τους είχε μάλιστα
προσεκτικά τοποθετήσει σε θέσεις τέτοιες, ώστε να ελέγχουν τα καίρια φρούρια της χώρας και
τα βασικά τμήματα του στρατού.
Στην προσπάθειά του να κερδίσει περαιτέρω τη λαϊκή εύνοια και κυρίως των ‘μεσαίων τάξεων’, ο
Όθωνας στράφηκε προς το ρωσικό κόμμα, το οποίο παρέμενε δημοφιλές λόγω του ορθόδοξου
προσανατολισμού του. Άλλωστε, ήταν η πολιτική δύναμη που λιγότερο από όλους ταυτιζόταν με
τις αρχές του συνταγματισμού. Η θέση του ρωσικού κόμματος ενισχύθηκε αισθητά ως το 1839,
κυρίως στην επαρχία και την περιφερειακή διοίκηση. Η αλλαγή ισορροπιών μεταξύ των
κομμάτων συσπείρωσε την αντιπολίτευση, με πρώτη την αντίδραση εκ μέρους του αγγλικού
κόμματος, στο οποίο προστέθηκε σταδιακά και η γαλλική υποστήριξη με κοινό σύνθημα την
παραχώρηση συντάγματος. Αλλά και στο εξωτερικό, η Βρετανία επέκρινε σχεδόν καθετί που είχε
σχέση με το καθεστώς της προσωπικής απολυταρχίας του βασιλιά.
1. Το ελληνικό βασίλειο ήταν μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας και όργανο με στόχο να
εξασφαλίζει ευδαιμονία για τους πολίτες. Επομένως, το κράτος όφειλε να αποβλέπει σε
διακανονισμό των σχέσεών του με τους γείτονες, να επιδιώκει ειρηνικές διευθετήσεις, να
συγκεντρώνει τη φροντίδα του στις εσωτερικές υποθέσεις και να επιδιώκει την εσωτερική
ανάπτυξη.
2. Το κράτος ήταν η προσωρινή στρατιωτική βάση από όπου θα εξορμούσαν οι Έλληνες για
να απελευθερώσουν τους σκλαβωμένους αδελφούς. Επομένως, κάθε κυβέρνηση είχε το
απαράγραπτο ιστορικό δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες προς
απελευθέρωση και να επιδίδεται σε πολεμικές προετοιμασίες.
Σε αυτή την περίπτωση, τίθεντο δύο υποερωτήματα:
Έπρεπε η Ελλάδα να βασίζεται στην ευρωπαϊκή στήριξη ή να περιμένει μια
ευρωπαϊκή σύρραξη για να επιτύχει το στόχο της και να ξεκινήσει έναν
απελευθερωτικό πόλεμο ή έπρεπε να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις;
Στην πρώτη περίπτωση, ποια από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις είχε τη θέληση να
βοηθήσει αποτελεσματικότερα την Ελλάδα είτε διπλωματικά είτε στρατιωτικά;
Σε οποιαδήποτε από τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, η ελληνική πολιτική έθετε σε κίνδυνο το
σύστημα ασφάλειας που επιδίωκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, άρα γινόταν μέρος του Ανατολικού
Ζητήματος.
Στην περίπτωση της κρίσης του 1839, η Ελλάδα βρέθηκε σε αλυτρωτικό ενθουσιασμό λόγω της
αρχικής ήττας των Οθωμανών. Ο βασιλιάς βρισκόταν σε ιδιόρρυθμη θέση: επιθυμούσε μεν την
εκδήλωση αλυτρωτικών κινημάτων, αλλά όχι να έρθει σε σύγκρουση με την Ευρώπη, η οποία
σύσσωμη σχεδόν τέθηκε στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βρετανία τον πίεζε για
επίδειξη ψυχραιμίας και μετριοπάθεια. Η Ευρώπη, πιστή στο δόγμα της οθωμανικής εδαφικής
ακεραιότητας, ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε απόσχιση εδαφών από την Πύλη.
Το 1840 ήταν πλέον ορατός ο κίνδυνος μιας ένοπλης εξέγερσης στο εσωτερικό με σκοπό την
επιβολή πολεμικής πολιτικής. Η φιλοπόλεμη μερίδα της κοινής γνώμης, μαζί με Κρήτες
πρόσφυγες που βρίσκονταν από χρόνια στην Ελλάδα, ήλπιζαν ότι αν ξεκινούσαν αλυτρωτικές
εξεγέρσεις στη μεθοριακή γραμμή, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να μείνει αδρανής χωρίς
να φέρει το βάρος ότι πρόδιδε την πιο ‘ιερή’ αποστολή της. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Σειρά από
αποτυχημένες προσπάθειες για υποκίνηση εξεγέρσεων σημειώθηκαν στη Θεσσαλία, τη
Μακεδονία και την Κρήτη (Οκτώβριος 1840 έως 1841).
Ο βασιλιάς είχε κάθε λόγο να φοβάται ότι οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες υπέρ των αλύτρωτων
αποτελούσαν πιθανή απειλή για το θρόνο του, θεώρησε λοιπόν ότι όφειλε να κάνει ορισμένες
υποχωρήσεις σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του άκρατου αλυτρωτισμού που επκρατούσε. Αυτό όμως
επέσυρε τη μήνιν της Βρετανίας, η οποία απείλησε με την επιβολή πειθαρχικών μέτρων εναντίον
της Ελλάδας για διατάραξη της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.
Οι απειλές αυτές στάθηκαν τελικά ικανές ώστε να εξαναγκάσουν τον Όθωνα σε υπαναχώρηση.
Επιπλέον, είχε αποτύχει να αντιμετωπίσει την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας, να
δημιουργήσει μια αποτελεσματική και αμερόληπτη διοίκηση και να αποδυναμώσει τα πολιτικά
κόμματα στο εσωτερικό. Αντίθετα, η δύναμη των κομμάτων αυξανόταν, με αποτέλεσμα η
βασιλική εξουσία να εξαρτάται από τις αλληλοσυγκρουόμενες πιέσεις των ηγεσιών τους και των
ευρωπαϊκών πρεσβειών. Στελέχη των κομμάτων συζητούσαν σε μυστικές συναντήσεις το
ενδεχόμενο ακόμη και ένοπλης σύγκρουσης με το παλάτι. Δύο ήταν οι διακηρυγμένοι στόχοι:
γενική εκδίωξη των Βαυαρών και επιβολή συνταγματικής μοναρχίας.
Το αίτημα για το σύνταγμα γενικά ταυτιζόταν με το αίτημα για αλλαγή. Ακόμη και οι
προσπάθειες μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων (όπως εκείνων που πρότεινε η κυβέρνηση
Μαυροκορδάτου το 1841) απέτυχαν λόγω της ανυποχώρητης στάσης του Όθωνα, συντελώντας
στην εξασθένηση του στέμματος. Αγγλικό και γαλλικό κόμμα, αλλά και προσωπικότητες του
Αγώνα (όπως ο Μακρυγιάννης) και λόγιοι με δυτική παιδεία ήθελαν συνταγματική μοναρχία και
εκδίωξη των Βαυαρών και του ανακτοβουλίου, αλλά διατήρηση του Όθωνα. Από την άλλη
πλευρά, το ρωσικό κόμμα, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι πολιτικοί υποστήριζαν ότι δεν είχε φτάσει
ακόμη η ώρα για την παραχώρηση συντάγματος. Στην πραγματικότητα, προτιμούσαν
αντικατάσταση της οθωνικής δυναστείας από άλλη ορθόδοξη.
Τελικά, ένα μέρος της αντιπολίτευσης κατέληξε ότι η χρήση βίας ήταν το μόνο μέσο για να
πετύχει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η συνωμοσία αυτή καθαυτή δεν αποτελούσε καινοτομία
στην ελληνική ζωή∙ αυτή η συγκεκριμένη όμως ήταν τρικομματική κατά μοναδικό τρόπο, αφού
τα μέλη της προέρχονταν από αντίπαλες μέχρι εκείνη τη στιγμή φατρίες. Κι επειδή είχε
χαρακτήρα συνασπισμού, οι ηγέτες τους κατέληξαν στη διεκδίκηση δύο στόχων: εκδίωξη των
Βαυαρών και παραχώρηση συντάγματος. Τα κίνητρα πίσω από το δεύτερο αίτημα ήταν ποικίλα:
άλλοι έλπιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζαν την εύνοια της βρετανικής διπλωματίας∙
άλλοι πίστευαν ότι ο Όθωνας ήταν ανίκανος να ασκήσει τις εξουσίες του απόλυτου μονάρχη∙
άλλοι ότι θα προτιμούσε να παραιτηθεί παρά να υποβληθεί σε συνταγματικούς περιορισμούς
και έτσι έλπιζαν ότι θα αποκτούσαν ορθόδοξο βασιλιά. Το ρωσικό κόμμα ενδιαφερόταν να
αποκτήσει ορθόδοξο μονάρχη, το αγγλικό και το γαλλικό συνταγματικό μονάρχη.
Δεν είναι γνωστό αν η συνωμοσία είχε την άμεση ενθάρρυνση των ξένων διπλωματικών
αποστολών. Η στάση τους όμως την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1843 δείχνει ότι διέθεταν
έμμεσους τρόπους για να υποκινήσουν την εξέγερση.
Η οικονομική κρίση του 1843 αποτέλεσε το κατάλληλο πλαίσιο για την εκδήλωση των
εσωτερικών αντιδράσεων. Τον Ιανουάριο η χώρα πληροφόρησε τις Δυνάμεις ότι αδυνατούσε
πλέον να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια των δανείων της και ζητούσε τη σύναψη νέου δανείου
προκειμένου να ανταποκριθεί στις οφειλές της, όμως οι Δυνάμεις αρνήθηκαν να τη
διευκολύνουν. Το Μάιο ξεκίνησαν συζητήσεις στο Λονδίνο, οι οποίες κατέληξαν στη συμφωνία
του Σεπτεμβρίου για την επιβολή οικονομικού ελέγχου και τη δέσμευση εσόδων του ελληνικού
κράτους για την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων: υποχρεωτικά οι τελωνειακοί δασμοί και ο φόρος
χαρτοσήμου και εν ανάγκη οι εισπράξεις των έγγειων φόρων και ο φόρος του άλατος. Την
εφαρμογή της συμφωνίας θα επέβλεπε επιτροπή αποτελούμενη από τους τρεις πρέσβεις στην
Αθήνα και έναν αντιπρόσωπο του Οίκου Ρότσιλντ, ο οποίος θα φρόντιζε για τη μεταφορά των
χρημάτων από το ελληνικό δημόσιο ταμείο στους ξένους πιστωτές.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 88
Έτσι, η συλλογική ενέργεια των Δυνάμεων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση της
επανάστασης. Το στέμμα που μέχρι τότε ήταν πολύτιμο ως πηγή ξένης συμπαράστασης, έγινε
τώρα εθνικό βάρος είτε επειδή ευθυνόταν για τη συνένωση των Δυνάμεων εναντίον της Ελλάδας
είτε επειδή ήταν έκδηλα ανίκανο να αποτρέψει την εθνική ταπείνωση.
Η κακή οικονομική κατάσταση και η επιβολή του ελέγχου ενέτειναν την εσωτερική δυσαρέσκεια,
ενώ η κυβέρνηση εξαναγκάστηκε σε αιματηρές οικονομίες και δραστικά μέτρα: περικοπή του
προϋπολογισμού, απόλυση δημοσίων υπαλλήλων και κατάργηση θέσεων, περικοπή μισθών και
συντάξεων, διακοπή δημοσίων έργων, κλείσιμο διπλωματικών αποστολών, μείωση του στρατού
κ.λπ. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια επέσπευσε την εξέγερση, αφού ο Όθωνας παρά το ότι είχε
κρατήσει στην υπηρεσία του τους Βαυαρούς που είχαν απομείνει, δεν κατόρθωσε να
αποκαταστήσει τη λαϊκή γαλήνη. Ο στρατός, από τα πρώτα θύματα των περικοπών, εναντιώθηκε
στον Όθωνα αφαιρώντας του έτσι ένα σημαντικό στήριγμα.
οποία ασκούσε μέσω των υπουργών του που διόριζε και έπαυε ο ίδιος. Είχε δικαίωμα να διαλύει
τη Βουλή.
Περιείχε φιλελεύθερες διατάξεις για τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών (προσωπική ελευθερία
και ασφάλεια, μη αναδρομικότητα ισχύος των νόμων, απαγόρευση της δουλείας, άσυλο της
κατοικίας, απαγόρευση βασανιστηρίων, απόρρητο των επιστολών).
Ανακήρυξε την ορθόδοξη ως επίσημη θρησκεία του κράτους, η δε Εκκλησία της Ελλάδος
αυτοκέφαλη. Με το 40ό άρθρο οριζόταν ότι ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου όφειλε να
πρεσβεύει το ανατολικό ορθόδοξο δόγμα.
Επίσης, με τον εκλογικό νόμο της 18-3-1844, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα ψήφου για τους
άρρενες άνω των 25 ετών, εφόσον είχαν κινητή ή ακίνητη περιουσία που υπόκειτο σε φορολογία
ή ασκούσαν οποιοδήποτε επάγγελμα (αποκλείονταν μόνο οι υπηρέτες και οι μαθητευόμενοι
τεχνίτες, που αντιπροσώπευαν ελάχιστο ποσοστό).
iii. Κατηύθυνε κοινωνικά επικίνδυνες ενέργειες έξω από την Ελλάδα και μέσα στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία.
iv. Απάλλασσε τους χωρικούς από τις αρπακτικές διαθέσεις των ατάκτων.
v. Δεν επιβαρυνόταν ο κρατικός προϋπολογισμός, γιατί συνήθως κατέληγαν με λεηλασίες
όμορων περιοχών.
vi. Κρατούσε ζωντανή την εντύπωση στους Έλληνες ότι η κυβέρνηση εργαζόταν για την
απελευθέρωση των υπόδουλων.
Πέθανε στις 31-8-1847.
Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν ήταν όλες ‘αυλικές’ και με βραχύ βίο∙ οι διάδοχοι του Κωλέττη
(Κίτσος Τζαβέλλας, Γεώργιος Κουντουριώτης, Κανάρης, Κριεζής) ήταν πολύ πιο αδύναμοι απ’
αυτόν ως προσωπικότητες, συνεχίστηκαν οι ανωμαλίες στον πολιτικό βίο και το σύνταγμα δεν
εφαρμοζόταν, οι εκλογές χαρακτηρίζονταν από νοθεία και κατά κανόνα τις κέρδιζε η κυβέρνηση
που τις διοργάνωνε. Γενικά απουσίαζε κάθε μακρόπνοος σχεδιασμός.
Το ίδιο το στέμμα εγκατέλειψε τη θέση του ως ένα από τα δύο σαφώς διαχωρισμένα στοιχεία
του πολιτικού συστήματος και κατήλθε στην καθημερινότητα της πολιτικής παίζοντας
ταυτόχρονα το ρόλο του αρχηγού της πολιτείας και της κυβέρνησης. Η εποχή χαρακτηρίστηκε
από αναταραχή στην ύπαιθρο και σειρά τοπικών εξεγέρσεων με περιορισμένο χαρακτήρα.
1847-48: εξεγέρσεις στη Στερεά, αλυτρωτικές επιδρομές σε Θεσσαλία και Ήπειρο από
ανεξέλεγκτα στοιχεία, πρώην καπετάνιους και ληστανταρτικές ομάδες. Οι κινήσεις προκάλεσαν
κρίση και διακοπή των σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρέμβαση του τσάρου
Νικόλαου Β΄ και των Δυνάμεων και αποκατάσταση Φεβρουάριο 1848.
Ταυτόχρονα, εντάθηκε η βρετανική δυσαρέσκεια που είχε ξεκινήσει από την εποχή του Κωλέττη,
με αφορμή τις απαιτούμενες εγγυήσεις για τα βρετανικά δάνεια του Αγώνα, απαιτήσεις στις
οποίες ο Όθωνας αντιστεκόταν. Γενικά, η Αγγλία ασκούσε πιέσεις για ευνοϊκότερη αντιμετώπιση
των θεμάτων που την ενδιέφεραν (παραχώρηση Ελαφονήσου και Σαπιέντζα που υποστήριζε ότι
ανήκαν στα Ιόνια νησιά, επεισόδιο Πατσίφικο), με αποτέλεσμα την επιδείνωση
ελληνοβρετανικών σχέσεων.
Ιανουάριος 1850: η βρετανική κυβέρνηση επέλεξε έναν πιο δυναμικό τρόπο να επιβεβαιώσει τη
θέση ισχύος της στη χώρα (‘διπλωματία των κανονιοφόρων’). Μοίρα του αγγλικού στόλου υπό
το ναύαρχο Parker (εξ ου και ο όρος ‘παρκερικά’) απέκλεισε τα ελληνικά λιμάνια Σύρου, Πάτρας
και Κορίνθου και τον Πειραιά για ενάμιση μήνα κατάσχοντας εμπορικά πλοία, ώστε να πιεστεί η
ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τα αγγλικά αιτήματα. Η αξιοπρεπής στάσης της κυβέρνησης
στις υπερβολικές απαιτήσεις είχε ως αποτέλεσμα να συσπειρωθεί η κοινή γνώμη γύρω από το
εθνικό σύμβολο που υφίστατο την προσβολή, το βασιλιά. Τελικά, ο αποκλεισμός έληξε με
γαλλική και ρωσική παρέμβαση. Η ενέργεια γενικά ήταν πλήγμα κατά της βρετανικής εικόνας στη
χώρα και διεθνώς μείωση της βρετανικής και ενίσχυση της γαλλικής και ρωσικής επιρροής.
Το διάστημα από το 1850-55 υπήρξε δύσκολο: επιδείνωση της οικονομίας, καταστροφές της
αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, υποχώρηση εμπορικής και ναυτιλιακής
δραστηριότητας, έξαρση της ληστείας, επιδημία χολέρας στην ύπαιθρο, πτώση της
δημοτικότητας του βασιλιά.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 91
Η Ελλάδα βρέθηκε σε αλυτρωτικό πυρετό και ρωσόφιλη προοπτική: όταν έγινε γνωστό στην
κοινή γνώμη ότι η Ρωσία θα ενδιαφερόταν για την ανάληψη κοινής δράσης ενατίον των
Τούρκων, όλοι πίστεψαν ότι είχε έρθει η ώρα πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Οι πολιτικοί
ηγέτες και ο βασιλιάς παρέβλεψαν τα αντικειμενικά δεδομένα της συγκυρίας και τις πιθανές
συνέπειες των ενεργειών τους και παρακίνησαν ανεπίσημα αλυτρωτικές επιδρομές στις
παραμεθόριες περιοχές, παρά τις προς το αντίθετο συμβουλές Γαλλίας και Αγγλίας να απόσχει
από κάθε εχθρική ενέργεια εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στον αντίλογο, πολλοί υποστήριζαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αρκετά ισχυρή,
στρατιωτικά και πολιτικά, εκείνη την εποχή ώστε να ηττηθεί από άτακτα ένοπλα σώματα. Το
πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν τα ασφυκτικά σύνορά της, πρόσθεταν, αλλά η ανάγκη
ανάπτυξης και η σωστή διακυβέρνηση ώστε να γίνει ευνομούμενο κράτος. Πολιτικοί που ανήκαν
στο αγγλικό και το γαλλικό κόμμα παρακινούσαν τον Όθωνα να μην παρασύρεται από το κλίμα
που είχε καλλιεργηθεί. Υπό τον αλυτρωτικό ενθουσιασμό όμως που είχε κυριεύσει την κοινή
γνώμη αυτές οι φωνές δεν εισακούονταν.
Ποιες ήταν οι αντικειμενικές συνθήκες:
i. Αγγλία και Γαλλία, με την υποστήριξη και της Αυστρίας, δεν ευνοούσαν το
διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ii. η Ρωσία επιθυμούσε το διαμελισμό, αλλά στους σχεδιασμούς της δεν
συμπεριλάμβανε την Ελλάδα,
iii. η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέθετε ικανές δυνάμεις σε Θεσσαλία, Ήπειρο,
Μακεδονία για να συντρίψει τις ελληνικές ενέργειες,
iv. ο ελληνικός στρατός ήταν ανεπαρκής και απροετοίμαστος,
v. τα άτακτα σώματα δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τακτικό στρατό.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 92
Με τις πρώτες ρωσικές ενέργειες κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Οκτώβριος 1853), στην
Αθήνα και σε πολλές άλλες πόλεις συστήθηκαν μυστικές οργανώσεις για την πολεμική
προπαρασκευή, πολλοί αξιωματικοί υπέβαλαν εικονικά τις παραιτήσεις τους και έσπευσαν προς
την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, αλλά και ένοπλα εθελοντικά σώματα πέρασαν τα
ελληνοτουρκικά σύνορα προς την οθωμανική επικράτεια. Ο Τύπος (κυρίως ο φιλορωσικός)
καλούσε τους Έλληνες να συνδράμουν την ομόδοξη Ρωσίαπροκειμένου να υλοποιηθεί η
‘Μεγάλη Ιδέα’. Οργανώθηκε η ‘επανάσταση του Ραδοβιτσίου’ (Άρτα, 15-1-1854) και γρήγορα η
εξέγερση επεκτάθηκε στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, με διακηρυγμένο στόχο την απελευθέρωση
των αλύτρωτων Ελλήνων και την επέκταση των συνόρων. Οι Οθωμανοί όμως αντιμετώπισαν
γρήγορα τις εξεγέρσεις.
Το βασιλικό ζεύγος, ενστερνιζόμενο τους πόθους των Ελλήνων, υποστήριξε με ενθουσιασμό τα
επαναστατικά κινήματα. Ο Όθων ανέλαβε προσωπικά την εποπτεία για τη συγκέντρωση
χρημάτων και ζήτησε προσωπικά από τον αδελφό του Μαξιμιλιανό (βασιλιά της Βαυαρίας)
χρήματα για την αγορά όπλων.
Η υποκίνηση των γεγονότων από Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς οδήγησε σε όξυνση και
τελικά σε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Αθήνας–Κωνσταντινούπολης (Μάρτιος 1854). Η
προσωπική επιστολή του Όθωνα προς τον τσάρο με την οποία ευχόταν νίκη στις ρωσικές
δυνάμεις κατέστησε σαφές σε Αγγλία και Γαλλία ότι ο βασιλιάς δεν επρόκειτο να «συμμορφωθή
προς τας υποδείξεις», ανοίγοντας το δρόμο για την άμεση παρέμβασή τους: μετά τις πρώτες
προειδοποιήσεις για παύση της στρατιωτικής υποστήριξης των εξεγέρσεων στο οθωμανικό
έδαφος και τις απειλές πως καμία αλλαγή των συνόρων δεν θα γινόταν αποδεκτή, προχώρησαν
(12/24-5-1854) σε απόβαση στρατιωτικών σωμάτων στον Πειραιά και ναυτικό αποκλεισμό των
λιμανιών (του Πειραιά ως τον Ιανουάριο 1857). Ο Όθωνας, που μέχρι τότε στήριζε τη στάση του
πάνω στο δίκαιο του αγώνα των χριστιανών να απελευθερωθούν από τους Τούρκους,
υποχρεώθηκε (14-5-1854) σε κήρυξη της ελληνικής ουδετερότητας, διάλυση των επαναστατικών
σωμάτων και κατάπαυση του ακήρυχτου πολέμου. Επίσης, έπαυσε τη φιλορωσική κυβέρνηση
του Αντώνιου Κριεζή και διόρισε νέα υπό τον Αλ. Μαυροκορδάτο (Μάιος 1854), που έμεινε
γνωστή ως «υπουργείον κατοχής» διασυρμός και ταπείνωση της χώρας.
Την οδυνηρή κατάσταση που ακολούθησε την αγγλογγαλλική εισβολή επιδείνωσε ακόμη
περισσότερο η εμφάνιση επιδημίας χολέρας, που ξεκίνησε από τους Άγγλους και Γάλλους
στρατιώτες που κατείχαν τον Πειραιά και γρήγορα εξαπλώθηκε στην πόλη της Αθήνας,
αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό της: το 1/3 περίπου των κατοίκων την εγκατέλειψε, ενώ 1.000
άτομα χάθηκαν από την ασθένεια προερχόμενα κυρίως από τις πιο φτωχές συνοικίες της πόλης.
Η γενική δυσφορία, που ενισχύθηκε και από την προκλητική συμπεριφορά των εκπροσώπων των
προστάτιδων δυνάμεων, συσπείρωσε ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό γύρω από το στέμμα,
αλλά μόνο προσωρινά.
Η Ελλάδα δεν αντιλήφθηκε ότι στον Κριμαϊκό Πόλεμο, στρεφόμενη κατά της ακεραιότητας της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στρεφόταν κατά της Αγγλίας και Γαλλίας και εντασσόταν στο
εχθρικό στρατόπεδο. Η ανυπακοή της τιμωρήθηκε σκληρά με την αγγλογαλλική κατοχή. Το
Συνέδριο των Παρισίων (1856), στο οποίο η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί,
επισφράγισε το δόγμα της οθωμανικής ακεραιότητας.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 93
Το δίδαγμα: Η Ελλάδα, ως χώρα μικρή που είχε δημιουργηθεί με την παρέμβαση των Μεγάλων
Δυνάμεων, ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πολιτική
που δεν θα συγκρουόταν με τα συμφέροντα των Δυνάμεων που ήλεγχαν τους θαλάσσιους
δρόμους της ανατολικής Μεσογείου δόγμα της εξωτερικής πολιτικής στο μέλλον.
Ως μακρά συνέπεια του Κριμαϊκού Πολέμου μπορεί να θεωρηθεί η έξωση του Όθωνα και η
αλλαγή της δυναστείας. Η αποτυχία της αλυτρωτικής πολιτικής που είχε ακολουθηθεί κλόνισε τα
ιδεολογικά σχήματα που επικρατούσαν στα πρώτα 30 χρόνια του ελεύθερου βίου του κράτους.
Επιπλέον, η κατάληψη της πρωτεύουσας από δυνάμεις που έως τότε είχαν τη θέση προστάτη και
συμμάχου καταρράκωσε το κύρος στους στην κοινή γνώμη και οδήγησε σε νέους
προσανατολισμούς. Η οδυνηρή κρίση και οι συνέπειες του Κριμαϊκού Πολέμου προκάλεσαν την
ελληνική φιλοτιμία, με αποτέλεσμα να διαλυθεί ο μύθος περί ευρωπαϊκού φιλελληνισμού.
Γενική πλέον ήταν η απογοήτευση από τη στάση των Αγγλογάλλων, που θεωρήθηκε πως
ανέκοψαν βίαια την προσπάθεια των Ελλήνων να βοηθήσουν τους ομοεθνείς τους, αλλά και από
τη στάση των Ρώσων οι οποίοι έκαναν λιγότερα από όσα μπορούσαν για την ελληνική υπόθεση,
εγκαταλείποντάς τους για μία ακόμη φορά. Η αποστροφή αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για
τον τύπο των μέχρι τότε κυρίαρχων ‘ξενικών’ κομμάτων, που ήταν προσανατολισμένα προς την
πολιτική των τριών Δυνάμεων.
Ο ίδιος ο Όθωνας, εγκαταλελειμμένος από τις Δυνάμεις και την ομογένεια του εξωτερικού, δεν
κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει την πρόσκαιρη απήχησή του στην κοινή γνώμη, ανατράπηκε
από την αντιδυναστική δίνη, που ούτε τα βίαια αστυνομικά μέτρα στα οποία κατέφυγε
κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν. Η αλλαγή σήμανε ενίσχυση της βρετανικής επιρροής στην
Ελλάδα.
Επιπλέον, αντιμέτωπος με την κρίση στο εσωτερικό και αντιλαμβανόμενος την απομόνωσή του,
ο Όθωνας ανέλαβε μια φιλόδοξη εξωτερική πολιτική, με άξονα την οργάνωση βαλκανικής
συμμαχίας ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τη βοήθεια της Ιταλίας και κατόπιν της
Γαλλίας.
Ο πόλεμος της ιταλικής ενοποίησης (και ανεξαρτητοποίησης της ιταλικής χερσονήσου από την
Αυστροουγγαρία –1860) είχε προκαλέσει αλυτρωτικό παροξυσμό∙ υπήρχε η πίστη ότι ο
Ναπολέων Γ΄ −που είχε σπεύσει στο πλευρό των Ιταλών− θα έκανε το ίδιο και για τους Έλληνες.
Φήμες διαδίδονταν ότι ο Γκαριμπάλντι θα συνέχιζε τον αγώνα του προς τη ΝΑ Ευρώπη.
Ο Όθωνας είχε ξεκινήσει σχετικές συζητήσεις με τη Σερβία ήδη από το καλοκαίρι του 1860,
υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα μιας ελληνοσερβικής συνεργασίας που θα συσπείρωνε τους
βαλκανικούς λαούς γύρω από μια απελευθερωτική προσπάθεια και θα ματαίωνε τις προθέσεις
των Δυνάμεων να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μάλιστα, σχεδίαζε για την άνοιξη
του 1863 την προετοιμασία μεγάλου απελευθερωτικού κινήματος, που θα συνδυαζόταν με την
κήρυξη βασιλικής δικτατορίας, ώστε να απαλλαγεί από τις εσωτερικές αντιδράσεις. Τα σχέδια
όμως δεν είχαν καμία επιτυχία. Επρόκειτο περισσότερο για ένα επεισόδιο στην απονενοημένη
εξωτερική πολιτική που ακολούθησε μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο συνταιριάζοντας το
μεγαλοϊδεατισμό του με μια προσπάθεια να σώσει το θρόνο του.
Η έξωση συμβόλιζε το θρίαμβο της βρετανικής πολιτικής, θρίαμβο που επιβεβαιώθηκε από τις
εξελίξεις. Η πολιτική που ακολούθησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις το επόμενο διάστημα περιλάμβανε
την υποστήριξη προς τον θεσμό της μοναρχίας που θα εξασφάλιζε τον πληρέστερο και
αποτελεσματικότερο έλεγχό τους στη χώρα και θα διευκόλυνε την παρέμβασή τους στην
ελληνική πολιτική ζωή. Γι’ αυτό η καθεστωτική μεταβολή στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε κατ’
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 96
αρχάς με αμηχανία, στη συνέχεια όμως δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στο ζήτημα της διαδοχής και
της επιλογής νέου ηγεμόνα.
Ενώ το ζήτημα παρέμενε σε εκκρεμότητα και ποικίλες προτάσεις διατυπώνονταν από τις
ευρωπαϊκές Αυλές, η προσωρινή κυβέρνηση στην Αθήνα ωθούμενη από τον ενθουσιασμό της
κοινής γνώμης προκήρυξε δημοψήφισμα για την επιλογή του προσώπου του νέου ηγεμόνα, που
ανέδειξε στη θέση αυτή τον Αλφρέδο, δευτερότοκο γιο της βασίλισσας Βικτωρίας της Βρετανίας.
Επικυρώνοντας τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, η Εθνοσυνέλευση ανακήρυξε στις 22-1-
1863 τον Αλφρέδο συνταγματικό βασιλιά των Ελλήνων παρακάμπτοντας τις αντίθετες υποδείξεις
των Δυνάμεων, οι οποίες με την επίκληση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου που απέκλειε την
επιλογή προσώπου από τους αντίστοιχους βασιλικούς οίκους ακύρωσαν την επιλογή.
Τελικά, ύστερα από βρετανική πρόταση η Εθνοσυνέλευση αναγόρευσε στις 18-3-1863 τον Δανό
πρίγκιπα Χριστιανό Γουλιέλμο Φερδινάνδο Αδόλφο Γεώργιο του οίκου Χόλσταϊν-Γλίξμπουργκ
συνταγματικό βασιλέα, με το όνομα Γεώργιος Α΄, Βασιλεύς των Ελλήνων. Με δεύτερο ψήφισμα,
στις 15-6-1863, τον ανακήρυξε ενήλικο αν και δεν ήταν 18 χρονών.
Η επιλογή του Δανού πρίγκιπα Γουλιέλμου Γλίξμπουργκ ως βασιλιά των Ελλήνων ήταν αγγλική
πρόταση και άνοιξε το δρόμο για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 97
1/13-7-1863: υπογράφηκε συνθήκη από τις τρεις Δυνάμεις περί αποδοχής του βασιλιά και
διεύρυνσης των συνόρων με προσάρτηση των Επτανήσων.
Στις 2/14-11-1863 υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου από τις πέντε ευρωπαϊκές Δυνάμεις
(Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Πρωσία, Αυστροουγγαρία) μετά από τη συμφωνία και της Ιονίου
Βουλής. Γινόταν δεκτή η παραίτηση της Βρετανίας από την προστασία του Ιονίου κράτους και
αναγνωριζόταν η ένωσή του με το ελληνικό βασίλειο, με δύο όρους: το καθεστώς ουδετερότητας
και την κατεδάφιση των φρουρίων της Κέρκυρας. Με την ίδια συνθήκη ρυθμίζονταν ζητήματα
ναυτιλίας και εμπορίου της περιοχής και ατομικών ελευθεριών.
Σε αντάλλαγμα της συναίνεσή της η Ρωσία εξασφάλισε η Ορθόδοξη Εκκλησία να κηρυχθεί στα
Επτάνησα ως επικρατούσα εκκλησιαστική αρχή, η Γαλλία κατοχύρωσε τα δικαιώματα της
Καθολικής Εκκλησίας και η Αυστρία εμπορικά δικαιώματα των υπηκόων της.
Λόγω των επίμονων ελληνικών αντιδράσεων η συνθήκη του 1863 επανεξετάστηκε και στις
17/29-3-1864 υπογράφηκε νέα, οριστική συνθήκη μεταξύ Ελλάδας, Βρετανίας, Γαλλίας και
Ρωσίας, σαφώς ευνοϊκότερη από την προηγούμενη. Η ουδετερότητα, σύμφωνα μ’ αυτήν,
περιοριζόταν στην Κέρκυρα και τους Παξούς, ενώ καταργήθηκε ο περιορισμός του αριθμού των
στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων που μπορούσε η Ελλάδα να διατηρεί στα Επτάνησα.
Στις 21-5/2-6-1864 τα Επτάνησα προσαρτήθηκαν επίσημα στην Ελλάδα. Ένα μήνα αργότερα, τον
Ιούλιο, 66 βουλευτές εισήλθαν στην ελληνική Βουλή.
Επιβεβαιώθηκαν τότε όσοι υποστήριζαν τη διπλωματική οδό και την εκτίμηση των
αντικειμενικών περιστάσεων για εδαφική διεύρυνση έναντι των υποστηρικτών των αλυτρωτικών
επιδρομών. Γενικά, η άποψη που επικρατούσε ήταν ότι ο Γεώργιος ερχόταν στην Ελλάδα για να
βάλει τέρμα στο χάος και την αβεβαιότητα.
Το μήνυμα για την Ελλάδα: έπρεπε να κινείται εντός των ορίων της νομιμότητας των Μεγάλων
Δυνάμεων και οποιαδήποτε αλλαγή να είναι αποτέλεσμα συνεννόησης και να έχει μορφή
διεθνούς πράξης. Πρώτη ευκαιρία να αποδείξει την προσήλωσή του στο δόγμα αυτό δόθηκε
στον Γεώργιο με αφορμή την Κρητική Επανάσταση του 1866, που επηρέασε την κοινή γνώμη. Ο
ενθουσιασμός των Ελλήνων προκάλεσε τη βρετανική αντίδραση, για το Λονδίνο η Ελλάδα
έπρεπε να είναι σταθεροποιητικός παράγοντας στη Μεσόγειο και γι’ αυτό να μείνει ουδέτερη
στα αιτήματα των Κρητών. Η φιλοπόλεμη στροφή του πρωθυπουργού Αλ. Κουμουνδούρου
οδήγησε στην απομάκρυνσή του από τον Γεώργιο∙ η επόμενη κυβέρνηση ακολούθησε
φιλειρηνική στάση.
Μόνο αρμόδιο όργανο για την αναθεώρηση του συντάγματος ήταν η Βουλή, αλλά δεν είχε το
δικαίωμα να αλλάξει το πολίτευμα.
Το σύνταγμα κατοχύρωνε την καθολική ψηφοφορία για τις βουλευτικές και τις δημοτικές
εκλογές: δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι άνδρες άνω των 21. Κατοχυρώνονταν τα δικαιώματα του
συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι και καταργούνταν η ποινή του θανάτου για πολιτικά
εγκλήματα.
Το πολίτευμα θα ολοκληρωθεί αργότερα με την αρχή της δεδηλωμένης.
Ο εκλογικός νόμος του 1864, που θεσπίστηκε από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, επέκτεινε το δικαίωμα
ψήφου στους Έλληνες το γένος εντός και εκτός της επικράτειας, που ψήφιζαν στα ελληνικά
προξενεία και αντιπροσωπεύονταν από πληρεξούσιους.
Εισήγαγε την ψηφοφορία ‘διά σφαιριδίων’ (εισαγωγή από τα Επτάνησα): σε κάθε εκλογικό
τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι υποψήφιοι, ήταν χωρισμένες σε δύο μέρη (άσπρο = ΝΑΙ,
μαύρο = ΟΧΙ) και οι πολίτες έριχναν το μολυβένιο σφαιρίδιο στην πλευρά που επιθυμούσαν.
18/30-10-1863: ο Γεώργιος έφθασε στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως επισκέφθηκε τις τρεις
Δυνάμεις. Μετά την ενθουσιώδη υποδοχή του, εξέδωσε προκήρυξη με την οποία υποσχόταν να
καταστήσει την Ελλάδα ‘πρότυπον βασιλείου εν τη Ανατολή’ και ορκίστηκε πίστη στο σύνταγμα.
Ο βασιλιάς θεωρούνταν ψύχραιμος, ρεαλιστής, γνώστης της θέσης του ως ‘τοποτηρητή’ της
διεθνούς τάξης. Διεκδικούσε άμεσο πολιτικό ρόλο, έστω και λιγότερο απροκάλυπτα από τον
Όθωνα, μέσω της αρμοδιότητάς του να διορίζει και να παύει φιλικούς προς αυτόν
πρωθυπουργούς. Όταν έπεφτε κάποιο κυβερνητικό σχήμα, ο βασιλιάς επέλεγε κάποιον από τους
πολιτικούς ηγέτες να σχηματίσει κυβέρνηση, ακόμη κι αν δεν είχε την κοινοβουλευτική
πλειοψηφία. Στην επιλογή του, μην έχοντας σαφείς ενδείξεις για τις επιθυμίες του λαού,
ενεργούσε με βάση τις προσωπικές του προτιμήσεις, την ανάγκη να διατηρηθεί μία εξωτερική
πολιτική στο πλαίσιο που χάρασσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και τις προβλέψεις του για το ποιος
είχε μεγαλύτερες δυνατότητες επιβίωσης. Δεχόταν πάντα πιέσεις από τους ξένους
απεσταλμένους και αυλικούς. Δεν δίσταζε να εκβιάσει ακόμη και με παραίτηση προκειμένου να
επιβάλει τις επιλογές του. Η συνεχής και συχνά αντισυνταγματική ανάμιξή του στην πολιτική τον
έφθειρε σημαντικά.
Γενικά, η πρώτη 15ετία της βασιλευόμενης δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από πολιτική αστάθεια,
με συχνές εκλογικές αναμετρήσεις∙ οι περισσότερες κυβερνήσεις ήταν βραχύβιες, με συνεχείς
μετακινήσεις βουλευτών από ένα κόμμα στο άλλο, πράγμα που δημιουργούσε συνεχείς
πολιτικές κρίσεις, μείωνε την αξιοπιστία τους και υπονόμευε την ταυτότητά τους. Για
παράδειγμα, σε διάστημα 14 μηνών (14-10-1865 έως 18-12-1866) εναλλάχθηκαν στην εξουσία 7
κυβερνήσεις, ενώ 39 συνολικά κυβερνήσεις σχηματίστηκαν στα χρόνια 1863-1883. Η αιτία των
κρίσεων πρέπει να αποδοθεί στις εγγενείς αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, που
εντοπίζονταν τόσο στη Βουλή όσο και στη λειτουργία των κομμάτων. Εμφανής ήταν επίσης η
αδυναμία συνεννόησης των αρχηγών των κομμάτων (Δ. Βούλγαρης, Επ. Δεληγιώργης, Θρ.
Ζαΐμης, Αλ. Κουμουνδούρος), που διέθεταν συνήθως περιστασιακές πλειοψηφίες. Από την άλλη,
οι εκλογές συχνά αμαυρώνονταν από φαινόμενα εξαγοράς, βίας και νοθείας, ενώ ο λαός αγόταν
και φερόταν από λαϊκίστικες υποσχέσεις και από το εκτεταμένο πελατειακό σύστημα.
Δίπλα στους παλαιούς πολιτικούς σχηματισμούς και τα πρόσωπα, την εποχή αυτή
διαμορφώνεται μια νέα ομάδα (Κ. Λομβάρδος, Χ. Τρικούπης, Δ. Ράλλης, Π. Καλλιγάς), με κοινή
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 99
Ιούλιος 1876: Συμφωνία του Ράιχσταντ, μεταξύ Ρωσίας-Αυστρίας: σε περίπτωση διάλυσης της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα (Ήπειρο, Θεσσαλία, Κρήτη) θα
προσαρτούσαν κάποιες περιοχές, οι Βουλγαρία, Αλβανία, Ρωμυλία θα γίνονταν αυτόνομες, η
Κωνσταντινούπολη ελεύθερη πόλη, η Ρωσία θα προσαρτούσε τη Βεσσαραβία και η Αυστρία
μέρος της Βοσνίας & Ερζεγοβίνης.
Όταν η μυστική συμφωνία άρχισε να διαρρέει στον τύπο, η ελληνική κοινή γνώμη
ενθουσιάστηκε, επικράτησε φιλοπόλεμο πνεύμα, οργανώθηκαν μεγάλα συλλαλητήρια και
εκφωνήθηκαν πατριωτικοί λόγοι που παρέσυραν τον Κουμουνδούρο. Ο πρωθυπουργός ζήτησε
από τη Βουλή την έγκριση κονδυλίων για την αναγκαία στρατιωτική προετοιμασία και
ετοιμότητα, χωρίς όμως επιτυχία. Η έλλειψη αποφασιστικότητας της κυβέρνησης έδωσε τη
δυνατότητα στους αντιπάλους της να την ανατρέψουν, προκαλώντας νέα κυβερνητική κρίση και
παρατεταμένη αστάθεια. Με δεδομένη την όξυνση της κρίσης στη Βαλκανική και την πίεση εκ
μέρους της Ρωσίας προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που οδήγησε στην έκρηξη του
ρωσοτουρκικού πολέμου την άνοιξη του 1877, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα απαίτησε τη
σύμπραξη όλων των κομμάτων και το σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης. Έτσι, στις 26-5-
1877 σχηματίστηκε πράγματι κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον γηραιό πλέον Κ. Κανάρη. Η
επιτυχία της όμως στην αντιμετώπιση της κρίσης δεν ήταν η αναμενόμενη.
Οι πρώτες ρωσικές νίκες έφεραν την Ελλάδα σε δύσκολη θέση: η οικουμενική κυβέρνηση και ο
βασιλιάς ήταν υπέρ της μη άμεσης εμπλοκής, ενάντια στους οπαδούς του αλυτρωτισμού.
Προκρίθηκε μόνο η απόφαση για στρατιωτική προετοιμασία, αλλά κι αυτή δυσχεραινόταν από
την οικονομική στενότητα του κράτους. Ως υπουργός Εξωτερικών ο Τρικούπης διαβεβαίωνε τη
Βρετανία σχετικά με τις αντιπολεμικές προθέσεις της κυβέρνησης, αφού έκρινε ότι το εθνικό
συμφέρον ήταν με τις δυτικές Δυνάμεις, αλλά δεν εγγυόταν ότι θα μπορούσε να εμποδίσει τους
Έλληνες να πάρουν τα όπλα και να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 101
Όμως οι αλλεπάλληλες ήττες της Τουρκίας, που έφεραν τους Ρώσους κυριολεκτικά στα πρόθυρα
της Κωνσταντινούπολης, προκάλεσαν αγανάκτηση στην κοινή γνώμη και αγωνία για την τύχη των
ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αξιώνοντας πλέον πόλεμο. Ο κόσμος
βρισκόταν σε μεγάλο αναβρασμό, ο οποίος εκδηλωνόταν με συνεχείς πάνδημες διαδηλώσεις και
επιθετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες. Τα άσχημα οικονομικά του ελληνικού κράτους και το
απροετοίμαστο του στρατού δεν πτοούσαν κανέναν. Υπέρ των αλυτρωτικών κινήσεων τάσσονταν
μυστικές πατριωτικές εταιρείες (Εθνική Άμυνα, Αδελφότης, Φεραίος), αξιωματικοί, καθηγητές
του πανεπιστημίου (Κ. Παπαρρηγόπουλος), δημόσια πρόσωπα που επηρέαζαν την κοινή γνώμη.
Κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι δεν έκανε καμία προπαρασκευή και από τις αρχές του 1878
άρχισαν από κοινού και με δικές τους πρωτοβουλίες να οργανώνουν την πολεμική προσπάθεια,
διεξάγοντας μυστικούς εράνους για να οργανώσουν αντάρτικα σώματα με στόχο την οργάνωση
εξεγέρσεων σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Κρήτη.
Σταδιακά η κυβέρνηση και περισσότερο ο βασιλιάς, φοβούμενος ότι η διογκούμενη λαϊκή
αντίδραση θα είχε επιπτώσεις για το μέλλον του, παρασύρθηκαν στην άποψη ότι οι αλυτρωτικές
εξεγέρσεις, αν και καταδικασμένες, θα λειτουργούσαν ως επιχείρημα υπέρ της αυτοδιάθεσης
των αλύτρωτων Ελλήνων και του δικαιώματος της ένωσης, ως υπενθύμιση δηλαδή του
‘ελληνικού ζητήματος’. Έτσι, μετά από αλλεπάλληλες εσωτερικές πολιτικές αλλαγές η κυβέρνηση
Κουμουνδούρου πρότεινε το πρόγραμμα ‘της ενεργείας’, δηλαδή της άμεσης στρατιωτικής
εμπλοκής της Ελλάδας. Σύμφωνα με αυτό, ο ελληνικός στρατός θα εισέβαλλε στη Θεσσαλία για
την προστασία των ελληνικών πληθυσμών, αφού θα είχαν ήδη προηγηθεί τοπικές αλυτρωτικές
εξεγέρσεις. Η είσοδος πραγματοποιήθηκε τελικά στις 21-1-1878, χωρίς την κήρυξη πολέμου.
Το σχέδιο όμως δεν πήγε όπως έπρεπε: στις αρχές Φεβρουαρίου 1878 ο ρωσοτουρκικός πόλεμος
έλαβε τέλος με την ανακωχή της Αδριανούπολης, αφήνοντας την ελληνική κυβέρνηση
εκτεθειμένη. Έτσι, σε τρεις ημέρες (25-1/6-2-1878) ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να
εγκαταλείψει τη Θεσσαλία.
Η Ελλάδα, ωστόσο, συνέχισε να ενθαρρύνει τη συγκέντρωση ατάκτων ενόπλων στην περιοχή.
Στα μεγάλα τσιφλίκια η επαναστατική δράση πήρε και κοινωνικό χαρακτήρα, αλλά γρήγορα οι
κινήσεις καταπνίγηκαν από τα τουρκικά αντίποινα.
βαριά ήταν η ατμόσφαιρα και στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης που προορίζονταν
να συμπεριληφθούν στη Βουλγαρία.
υλοποιηθούν με συνδυασμένη βαλκανική εξέγερση ούτε χωρίς την υποστήριξη των ευρωπαϊκών
δυνάμεων. Έκτοτε οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες και οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί φορείς όφειλαν να
συναρτούν το εθνικό ζήτημα με την ισχύ του κράτους και τη σοβαρότητα της οικονομικής και
στρατιωτικής προετοιμασίας του.
Είναι χαρακτηριστικό, ωστόσο, του κλίματος του δικομματισμού που κυριαρχούσε ότι ο
επιρρεπής στον αλυτρωτισμό Κουμουνδούρος επικρίθηκε από τον ρεαλιστή Τρικούπη για
ενδοτισμό κατά τις διαπραγματεύσεις. Αργότερα ο πρώτος έχασε την πρωθυπουργία και τις
εκλογές.
φάνηκαν γρήγορα: στροφή των καλλιεργητών προς πιο προσοδοφόρες εμπορικές καλλιέργειες
(σταφίδα), αύξηση των εξαγωγών, ενίσχυση της εμπορικής κίνησης κυρίως μέσω των θαλάσσιων
δρόμων, πρώτη αξιοσημείωτη βιομηχανική ανάπτυξη (αλευρόμυλοι, οινοπνευματοποιεία,
βυρσοδεψεία, ελαιοτριβεία κ.ά.).
Η προσπάθεια για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας ολοκληρώθηκε με το διακανονισμό του
εξωτερικού χρέους, το 1878, εξέλιξη που έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να συνάψει νέα
δάνεια προκειμένου να χρηματοδοτήσει την κατασκευή δημόσιων έργων. Τη δυνατότητα αυτή
εκμεταλλεύτηκε η κυβέρνηση του Χ. Τρικούπη, που διαδέχθηκε τον Κουμουνδούρο στην
εξουσία, κάνοντας ωστόσο υπερβολική χρήση του εξωτερικού δανεισμού.
εκβιομηχάνισης, να βελτιώσει το δημόσιο βίο και τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Θεωρούσε την
εσωτερική ανασυγκρότηση προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση και ήταν αντίθετος με τις
επεκτατικές περιπέτειες που προωθούσαν οι αντίπαλοί του.
Η αποχώρησή του από την πολιτική ζωή (1895) και ο θάνατός του έκλεισαν ένα κεφάλαιο της
πολιτικής ιστορίας.
Από το μεταρρυθμιστικό έργο του διακρίνεται εκείνο στον στρατιωτικό και τον δημόσιο τομέα.
Ελάττωσε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία (από 2 σε 1 χρόνο), κάλεσε γαλλική αποστολή για
την εκπαίδευση του στρατεύματος, αναδιοργάνωσε τις Σχολές Δοκίμων και Ευελπίδων, βελτίωσε
την εκπαίδευση του ναυτικού και παρήγγειλε την κατασκευή τριών θωρηκτών. Με στόχο να
αποκαταστήσει καλύτερη πειθαρχία και μια τάξη αξιωματικών με υπηρεσιακή συνείδηση,
προσπάθησε να διαλύσει τις πατριωτικές οργανώσεις, τις οποίες θεωρούσε πηγή προβλημάτων.
Οι αλλαγές αυτές πέτυχαν κάποια μικρή βελτίωση, όμως δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα απέκτησε
καλά οργανωμένο στρατό και ναυτικό.
Για τις δημόσιες υπηρεσίες, καθιέρωσε προσόντα των δημοσίων υπαλλήλων για να
απομακρυνθούν οι ανίκανοι και όσοι είχαν διοριστεί χαριστικά, προσπάθησε να καταστείλει τη
διαφθορά στη δικαιοσύνη και να εξασφαλίσει μονιμότητα για τους δικαστές, να πατάξει τη
ληστεία στην ύπαιθρο και να οργανώσει αστυνομικές δυνάμεις. Ειδικά για το σκοπό αυτό –και
μετά τα αιματηρά γεγονότα στο Δήλεσι– ψηφίστηκε νέος, αυστηρότερος νόμος τον Φεβρουάριο
του 1871 που εκλάμβανε τη ληστεία ως το σοβαρότερο έγκλημα κατά της δημόσιας ασφάλειας
και προέβλεπε την ποινή του θανάτου για τον αρχηγό της ληστρικής ομάδας, για τους απαγωγείς
και τους επικηρυγμένους ληστές.
Δίκαια, ωστόσο, ο Χ. Τρικούπης έχει συνδέσει το όνομά του με τα μεγάλα τεχνικά έργα, που
άλλαξαν το τοπίο της Ελλάδας και δημιούργησαν παραγωγικές υποδομές. Η πολιτική των
δημόσιων έργων απέκτησε συνολικό σχέδιο. Το σημαντικότερο έργο του ήταν η ανάπτυξη του
σιδηροδρομικού δικτύου, κυρίως στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, υλοποιώντας συμβάσεις που
είχαν υπογραφεί νωρίτερα, από τον Κουμουνδούρο. Επίσης, η κατασκευή εθνικών και
επαρχιακών δρόμων, η αποξήρανση της Κωπαΐδας, η διάνοιξη του ισθμού της Κορίνθου, η
επέκταση των δικτύων τηλεγραφείων και ταχυδρομείων, καθώς και λιμενικά έργα. Ενισχύθηκε η
εσωτερική αγορά και δημιουργήθηκε ντόπιο επιστημονικό/τεχνικό δυναμικό.
Προώθησε επίσης την τεχνικο-επαγγελματική εκπαίδευση, ίδρυσε εμποροναυτικές και γεωργικές
σχολές, εισήγαγε τη νέα ελληνική ώστε η εκπαίδευση να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του
κοινωνικού συνόλου.
εισοδήματος. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των κατώτερων λαϊκών τάξεων. Η υποτίμηση της
δραχμής από το 1885 και κυρίως από το 1893 κατέστησε δυσβάστακτες τις τοκοχρεολυτικές
δόσεις, ενώ ο προϋπολογισμός έκλεινε με συνεχώς μεγαλύτερα ελλείμματα και η δραχμή έχανε
ολοένα και γρηγορότερα την αξία της. Παρά την πλούσια σοδειά των αγροτικών προϊόντων το
καλοκαίρι του 1891 και την αύξηση των τελωνειακών εσόδων, η οικονομική θέση του κράτους
χειροτέρευε διαρκώς.
Η επιδείνωση των οικονομικών της χώρας συνέπεσε χρονικά με τη μεγάλη ύφεση που
υπέστησαν οι ευρωπαϊκές οικονομίες κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι., φαινόμενο που
όξυνε γενικά τους ανταγωνισμούς μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και τις σχέσεις τους με τις
μικρότερες χώρες. Σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα, μετατράπηκε σε ελκυστικό προορισμό για ξένες
επενδύσεις, κυρίως από ομογενείς κεφαλαιούχους, αλλά και από κερδοσκόπους της εποχής. Το
πρόβλημα, ωστόσο, έγκειτο στο γεγονός πως οι κάτοχοι των κεφαλαίων αυτών ενδιαφέρονταν
ελάχιστα για την παραγωγική αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων∙ οι πρώτοι
ενδιαφέρονταν περισσότερο για εξασφάλιση των κεφαλαίων τους και οι δεύτεροι για γρήγορο
κέρδος. Έτσι, η εισροή κεφαλαίων κατευθύνθηκε είτε προς την αγορά γης (αστικής ή αγροτικής,
εξαγορά τσιφλικιών στη Θεσσαλία από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους) είτε προς τη
δανειοδότηση με δυσμενείς όρους προς το ελληνικό κράτος και λιγότερο προς παραγωγικές
επενδύσεις (βιομηχανία), όπως ανέμενε ο Τρικούπης. Γι’ αυτό και τα χρήματα από το εξωτερικό
δεν είχαν τα αναμενόμενα για την ανάπτυξη της οικονομίας αποτελέσματα.
Τα δημόσια έσοδα συρρικνώνονταν περαιτέρω από την πτώση του ρυθμού του διεθνούς
εμπορίου, που μείωνε τόσο τις ελληνικές εξαγωγές όσο και τις εισαγωγές, στερώντας τα ταμεία
του κράτους από τους πολύτιμους τελωνειακούς δασμούς.
Το 1893 η οικονομία βρισκόταν πλέον σε ύφεση, εξαιτίας και της σταφιδικής κρίσης, και η
αξιοπιστία της χώρας είχε διεθνώς καταρρακωθεί. Το 1892 ο Τρικούπης είχε προσπαθήσει
μάταια να συνάψει νέο δάνειο για την αποπληρωμή των παλιών: το 1843 είχε διακοπεί για
πρώτη φορά η εξυπηρέτηση των δανείων της Επανάστασης, το 1850 τα δάνεια έγιναν μοχλός
πίεσης εκ μέρους της Αγγλίας, ενώ το 1873-78 η κυβέρνηση είχε διαπραγματευθεί νέα συμφωνία
με τους πιστωτές, που ούτε αυτή τηρήθηκε. Η όξυνση των οικονομικών προβλημάτων προκάλεσε
νέα πολιτική κρίση και αλλαγή της κυβέρνησης, ωστόσο ο Τρικούπης απενέκαμψε στην εξουσία
τον Οκτώβριο.
Τελικά, στις 10-12-1893 ψηφίστηκε ο νόμος «Περί προσωρινού κανονισμού της υπηρεσίας
δημοσίου χρέους», που κήρυξε πρακτικά την Ελλάδα σε πτώχευση, ανέστειλε τις πληρωμές προς
το εξωτερικό χρέος και επέβαλε μείωση των τοκοχρεολυσίων των παλιών δανείων κατά 70%.
Προκλήθηκε θύελλα αντιδράσεων από τους ξένους δανειστές, που πίεζαν τις κυβερνήσεις τους
για την επιβολή διεθνούς ελέγχου και τη δέσμευση δημόσιων εσόδων για την εξυπηρέτηση των
δανείων, με αποτέλεσμα η χώρα να υφίσταται οικονομικές και πολιτικές πιέσεις.
Τα αποτελέσματα της πτώχευσης άρχισαν γρήγορα να φαίνονται σε όλους τους τομείς της
οικονομικής δραστηριότητας της χώρας. Οι εμπορικές συναλλαγές κλονίστηκαν και κρίση
ξέσπασε στη βιομηχανία. Οι τιμές των προϊόντων πρώτης ανάγκης αυξήθηκαν και το βιοτικό
επίπεδο του λαού χειροτέρεψε. Τα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας φούντωσαν, με ορατή την
απειλή επεισοδίων μεταξύ των αντιπάλων και των οπαδών του Τρικούπη. Τα γεγονότα οδήγησαν
τελικά σε παραίτηση της κυβέρνησης Τρικούπη, στις 10-1-1895. Ο ίδιος αναχώρησε για τη
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 107
Γαλλία, εγκαταλείποντας οριστικά την ελληνική πολιτική ζωή. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα,
στις 30-3-1896.
Τελικά, μόλις στις αρχές του 1897 ο Δηλιγιάννης κατόρθωσε να πετύχει συμβιβασμό με τους
ξένους ομολογιούχους. Μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, επιβλήθηκε διεθνής
οικονομικός έλεγχος μέσω μιας επιτροπής από αντιπροσώπους των Δυνάμεων, η οποία θα
επέβλεπε την είσπραξη των εσόδων για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Το ανορθωτικό έργο του δεν είχε άμεσα αποτελέσματα ανάλογα των προσπαθειών του,
επιπλέον ανακόπηκε το 1893 με την πτώχευση.
Αίτια: οι αντικειμενικές δυσκολίες και τα εμπόδια από το κατεστημένο και τους εκπροσώπους
τού παλαιοκομματισμού, οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η φοροδιαφυγή, η
χαμηλή παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, που δεν άντεξε το οικονομικό βάρος των μεγάλων
αναπτυξιακών έργων και τις στρατιωτικές δαπάνες που προκάλεσαν οι κρίσιμες καταστάσεις
στον εξωτερικό τομέα. Η Ελλάδα όμως είχε περάσει το κατώφλι του τεχνικού πολιτισμού, είχε
αρχίσει να αναπτύσσει τη βιομηχανία, τη ναυτιλία και τη γεωργία πάνω σε νέες βάσεις.
1896: πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, παρά την κακή οικονομική κατάσταση, τις
αποτυχίες των προηγούμενων ετών και τη διάχυτη ανασφάλεια. Η διοργάνωση στηρίχθηκε σε
γηγενείς και ξένους χορηγούς. Τη διοργάνωση είχε υποστηρίξει σθεναρά ο βασιλιάς, ως μια
ευκαιρία για την Ελλάδα να διατρανώσει τη σύνδεσή της με την ελληνική αρχαιότητα, να
προβάλει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, να αποδείξει ότι ανήκε στα πολιτισμένα κράτη της
Ευρώπης. Η αναβίωση των αγώνων μπορούσε να τονώσει την εθνική υπερηφάνεια. Η επιτυχία
των αγώνων ήταν το ίδιο το γεγονός της διοργάνωσης.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης: για την ασφαλή διεξαγωγή των αγώνων η αστυνομία Αθηνών
ήρθε σε συμφωνία με τους ληστές της πόλης να μην προβούν σε παρανομίες και εκθέσουν τη
χώρα στους ξένους.
δρώντας ακόμη και ανεξάρτητα από την κυβερνητική πολιτική, αν αυτή δεν ανταποκρινόταν στον
αλυτρωτικό ενθουσιασμό της κοινής γνώμης.
Η ελληνική επιστράτευση ξεκίνησε κλιμακωτά, από τις 13 Φεβρουαρίου ως τις 20 Μαρτίου, και
συνεχίστηκε και αφού είχαν αναχωρήσει οι πρώτες μονάδες για τα σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν
η συνεχής ροή ανοργάνωτων ομάδων προς τη μεθοριακή γραμμή, συχνά χωρίς στολές,
ανάμικτες με ομάδες εθελοντών. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, που είχε ονομαστεί αρχηγός του
στρατού Θεσσαλίας, αναχώρησε στις 15/27 Μαρτίου για το στρατηγείο στη Λάρισα. Μια ημέρα
νωρίτερα ομάδες ατάκτων (2.500-3.000) οργανωμένες από την Εθνική Εταιρεία, πέρασαν τα
σύνορα και άρχισαν τις ενέργειες στη Μακεδονία.
Οι Δυνάμεις προειδοποίησαν Αθήνα και Κωνσταντινούπολη (25-3/6-4-1897) ότι δεν επρόκειτο να
έχουν όφελος από τυχόν έναρξη των εχθροπραξιών. Ο επιτιθέμενος θα υφίστατο τις συνέπειες.
Μετά τις πρώτες εχθροπραξίες στην περιοχή των συνόρων, η Υψηλή Πύλη κήρυξε τον πόλεμο
στην Ελλάδα (5/17-4-1897) και ο οθωμανικός στρατός εισέβαλε στη Θεσσαλία. Το μέτωπο
κατέρρευσε μετά από μάχη λίγων ωρών και τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα, υποδεέστερα σε
οργάνωση και εξοπλισμό από τα οθωμανικά, τράπηκαν σε άτακτη φυγή μέσα σε 5 ημέρες. Η
σύγχυση που επικράτησε ήταν μεγάλη, πλήθος μονάδων αποσυντέθηκαν, η διαρροή των
οπλιτών πήρε μαζικό χαρακτήρα. Βασική αιτία της εύκολης διάλυσης των στρατιωτικών
σχηματισμών ήταν η παντελής απουσία πνεύματος στρατιωτικής πειθαρχίας και συνοχής. Ο
στρατός του 1897 ήταν ένα άθροισμα άτακτων ομάδων, ξένων προς τις προδιαγραφές και τις
απαιτήσεις ενός σύγχρονου πολέμου.
Οι Οθωμανοί του Ετέμ πασά κατέλαβαν τη Θεσσαλία και απείλησαν τη Φθιώτιδα και την Αττική.
Με νέα επίθεση που ξεκίνησε στις 5 Μαΐου κατέλαβαν και λεηλάτησαν τη Λαμία.
Στο μεταξύ η κυβέρνηση Δηλιγιάννη αντικαταστάθηκε από το βασιλιά και σχηματίστηκε νέα υπό
τον Δ. Ράλλη. Με τους Οθωμανούς προ των πυλών, η νέα κυβέρνηση ζήτησε την παρέμβαση των
Δυνάμεων∙ ο τσάρος Νικόλαος Β΄ και η βασίλισσα Βικτωρία ήταν αποφασισμένοι να μην
επιτρέψουν τη συντριβή της Ελλάδας.
Η παρέμβασή τους, σε συνεννόηση με τον Γεώργιο, οδήγησε σε κατάπαυση των εχθροπραξιών
(7/19-5-1897), ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία της ανακωχής. Το σχετικό πρωτόκολλο
υπογράφηκε στο χωριό Ταράτσα (8/20-5-1897) και είχε διάρκεια 15 ημερών.
Για τη σύναψη της συνθήκης ειρήνης υπήρχαν δύο προβλήματα: τα νέα σύνορα και η πολεμική
αποζημίωση. Η Πύλη, με την υποστήριξη της Γερμανίας, διεκδικούσε επιστροφή των συνόρων
στα όρια του Συνεδρίου του Βερολίνου, μεγάλη αποζημίωση, άνοιγμα των λιμανιών Πρέβεζας
και Βόλου και απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών χωρίς τη μεσολάβηση των
Δυνάμεων.
Με παρέμβαση Αγγλίας και Ρωσίας, που υποστηρίζονταν εν μέρει και από τη Γαλλία,
υπογράφηκε τελικά προκαταρκτική συμφωνία (Σεπτέμβριος 1897) που προέβλεπε τη μη αλλαγή
των συνόρων∙ μόνο μια μικρή λωρίδα εδάφους παραχωρήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,
κατά το μεγαλύτερο μέρος της ακατοίκητη (με εξαίρεση το χωριό Κουτσούφλιανη). Η Ελλάδα
υποχρεώθηκε όμως να καταβάλει αποζημίωση, το ύψος της οποίας ορίστηκε στα 4 εκατ.
τουρκικές λίρες.
Μοναδικό διαπραγματευτικό χαρτί που διέθετε η Ελλάδα ήταν η απειλή παραίτησης του βασιλιά
Γεωργίου Α΄, πράγμα που θα προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση στο χώρο της ανατολικής
Μεσογείου.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 109
Β΄ κυβέρνηση: Βρέθηκε αντιμέτωπη με αλλαγή του διεθνούς σκηνικού και νέες προκλήσεις
(εξελίξεις στο Κρητικό Ζήτημα και Μακεδονικός Αγώνας). Αλλαγή πολιτικής των Δυνάμεων και
μεταστροφή του ελληνικού εθνικισμού (Μεγάλης Ιδέας) προς πιο ρεαλιστικούς στόχους. Το
Ανατολικό Ζήτημα (η διάδοχη κατάσταση από τη διαφαινόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας) παρέμενε το γενικό περίγραμμα, ωστόσο μετά την ήττα του 1897
επαναπροσδιορίστηκε ο σημαντικότερος εχθρός στον ‘μισητό’ Βούλγαρο, σε συνδυασμό με
αναμόχλευση του φόβου του πανσλαβισμού και του αφελληνισμού της Μακεδονίας.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 111
Το σύνθημα έγινε η άσκηση ανεξάρτητης και αποτελεσματικής εθνικής πολιτικής. Αυτό οδήγησε
στην ανάγκη ανασυγκρότησης του στρατού και προπαρασκευής της χώρας, έργο που κατέστη
δυνατό λόγω και της οικονομικής ανάκαμψης των τελευταίων ετών. Η προσπάθεια θα φέρει
καρπούς ως το 1909: ο στρατός εξοπλίστηκε επαρκώς, το ναυτικό ενισχύθηκε με 8 αντιτορπιλικά
και βελτιώθηκαν τα διοικητικά μέτρα για την επιστράτευση και την εκπαίδευση. Αυτή
θεωρήθηκε και η σημαντικότερη προσφορά της κυβέρνησης Θεοτόκη και προϋπόθεση για την
ανάκτηση του κύρους και της διεθνούς θέσης της χώρας.
Το στρατιωτικό πρόγραμμα όμως είχε επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική, επιβάρυνε τα
δημόσια οικονομικά, μετέτρεψε σε δημοσιονομικά ελλείμματα τα πλεονάσματα των
προηγούμενων ετών, περιόρισε την υλοποίηση έργων υποδομής και κοινωνικής πρόνοιας,
εξελίξεις που επέτειναν την ένταση στις λαϊκές τάξεις.
Νέα νομοθετική ρύθμιση του Θεοτόκη, το 1907, έδωσε κάποια ώθηση στην αποκατάσταση
μικροϊδιοκτητών αγροτών στη Θεσσαλία (3.067 οικογένειες ακτημόνων απέκτησαν γη).
Η δυναμική που θα απελευθερώσει αργότερα το κίνημα στου Γουδή θα οδηγήσει σε περαιτέρω
όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων, με αποκορύφωμα τα αιματηρά γεγονότα του Κιλελέρ (6-
3-1910), αλλά και στη συνειδητοποίηση εκ μέρους της ηγεσίας των Φιλελευθέρων ότι, με το
αγροτικό ζήτημα ανοιχτό, το εσωτερικό μέτωπο δεν θα ήταν ποτέ αρραγές και η απήχηση της
Ελλάδας μεταξύ των πληθυσμών της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου θα δεχόταν
σοβαρό πλήγμα. Έτσι, η κυβέρνηση Βενιζέλου θα απαγορεύσει (1911) τις εξώσεις των κολίγων,
γεγονός που άνοιξε το δρόμο για την απαλλοτρίωση μεγάλων γαιοκτησιών, με αποτέλεσμα ως το
1914 να έχει απαλλοτριωθεί το 1/6 της συνολικής έκτασης των τσιφλικιών.
Το αγροτικό ζήτημα και οι αλλεπάλληλες σταφιδικές κρίσεις, που εμφανίστηκαν από τη δεκαετία
1890, προκάλεσαν την ανάπτυξη νέων κοινωνικών φαινομένων:
α) Αλματώδης αύξηση της μετανάστευσης, κυρίως προς τις ΗΠΑ, στις αρχές 20ού αι. (από 3.770
μετανάστες το 1900 σε 36.580 το 1907). Το ρεύμα αυτό προερχόταν από περιοχές με μικρή
αγροτική ιδιοκτησία, πεδινές ή ορεινές, χωρίς όμως να απορροφά όλο το πλεονάζον εργατικό
δυναμικό. Όσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν το εισιτήριο για το Νέο Κόσμο, κατεθύνονταν στα
γειτονικά αστικά κέντρα.
β) Αστικοποίηση. Η ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού, που την πρώιμη αυτή περίοδο
αποτελείται σε σημαντικό ποσοστό από γυναίκες και παιδιά, θα τροφοδοτήσει τις μικρές
βιομηχανικές μονάδες που λειτουργούν αυτή την εποχή στη χώρα ή τις οικογενειακές
επιχειρήσεις και τα μικρά εργαστήρια, που αποτελούν την κύρια μορφή απασχόλησης στις
πόλεις (τρόφιμα, επεξεργασία δέρματος, κλωστοϋφαντουργία, ενδύματα, βιομηχανία καπνού).
Η αργή εκβιομηχάνιση, η αστική ανάπτυξη και η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα
οδήγησαν στην εμφάνιση μιας κοινωνικής τάξης μισθωτών εργαζομένων και εργατών
γενικότερα, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: εξαρτημένη εργασία, χαμηλές αποδοχές,
συγκεκριμένο ωράριο (10-14 ώρες), υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας,
απουσία εργατικής ασφάλισης.
Ως τις αρχές 20ού αι. το εργατικό κίνημα δεν έχει ακόμη οργανωθεί όπως στην Ευρώπη, ωστόσο
οι σχετικές πληροφορίες είναι ακόμη λίγες. Η απεργία είναι σπάνιο φαινόμενο ως το 1909, οι
κινητοποιήσεις υπήρξαν σποραδικές και ασυντόνιστες, ενώ η τακτική της ίδρυσης εργατικών
σωματείων αναπτύχθηκε μετά το 1905. Πάντως, ο συνδυασμός των αγροτικών εξεγέρσεων με τη
δράση του εργατικού κινήματος στις πόλεις ώθησε ορισμένους πολιτικούς να ασχοληθούν με τα
κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Η κοινωνική αναταραχή των αρχών του 20ού αι.
προετοίμασε το έδαφος για το κίνημα του 1909 και τις μετέπειτα κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Την ίδια εποχή η αστική τάξη έχει ήδη εδραιώσει τη θέση της ως συμμέτοχος στην εξουσία και
στηρίζει τον κοινοβουλευτισμό.
8. ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Ο αγώνας των Κρητών για απαλλαγή από τους Οθωμανούς και ένωση με την Ελλάδα ήταν
συνεχής, από τα τέλη του 18ου (1770) και όλο το 19ο αι. Τις εξεγέρσεις συνήθως ακολουθούσαν
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 113
μεταρρυθμίσεις, που όμως εφαρμόζονταν για μικρά διαστήματα. Η Κρήτη παρέμενε μια από τις
πιο κακοδιοικούμενες επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
Το 1821 η Φιλική Εταιρεία είχε μυήσει πολλούς Κρητικούς στον εθνικό αγώνα, η επανάσταση
επεκτάθηκε σε όλο το νησί, αλλά δεν συμπεριλήφθηκε στο νεότευκτο κράτος. Παραχωρήθηκε
στον Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου (1830-1840).
1840: Συνθήκη του Λονδίνου, η Κρήτη επιστρέφει στην εξουσία της Υψυλής Πύλης.
1858: εκδήλωση του κινήματος του Εμμ. Μαυρογένη, ως αντίδραση στην άρνηση του σουλτάνου
να εφαρμοστούν στην Κρήτη οι μεταρρυθμίσεις του Χάττ-ι-Χουμαγιούν. Το κίνημα έληξε με την
παραχώρηση προνομίων εσωτερικής διοίκησης.
οικογενειών των επαναστατών και αποζημίωση των υπηκόων του σουλτάνου για τις ζημιές που
υπέστησαν.
Αποκλεισμένη από παντού, η επανάσταση έληξε αφήνοντας πίσω πολλά θύματα και ζημιές στον
τόπο. Ωστόσο, είχε προκαλέσει την έκδοση, το 1868, του Οργανικού Νόμου της Κρήτης που
προέβλεπε διοικητική αναδιάρθρωση του νησιού, συμμετοχή των χριστιανών στη διοικητική
ιεραρχία και τα δικαστήρια, ισότιμη χρήση της τουρκικής και της ελληνικής γλώσσας στη
διοίκηση και την εκλογή γενικής συνέλευσης με νομοθετικές αρμοδιότητες τοπικού χαρακτήρα.
Ο Οργανικός Νόμος ίσχυσε για μια δεκαετία, ως τη νέα επανάσταση του 1878. Παρά τις
θριαμβολογίες της Υψηλής Πύλης, που επιχειρούσε να παρουσιάσει τον Οργανικό Νόμο ως
χειρονομία καλής θέλησης και ως απόδειξη παραχώρησης νέων προνομίων, ο νόμος αυτός ήταν
στην πραγματικότητα φενάκη. Η μεγάλη αδικία σε βάρος του χριστιανικού στοιχείου του νησιού
φάνηκε αμέσως με τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση. Οι 250.000
του χριστιανικού στοιχείου εξέλεγαν 38 αντιπροσώπους, ενώ οι μόλις 70.000 του
μουσουλμανικού 36. Έτσι, από την αρχή ο Οργανικός Νόμος έγινε αντικείμενο λαϊκής σάτιρας,
που εκφράστηκε με πολύ ενδιαφέροντα στιχουργήματα, τα οποία κυκλοφορούσαν ανώνυμα και
πολλές φορές τοιχοκολλούνταν σε κεντρικούς δρόμους των κρητικών πόλεων ως παράνομες
εφημερίδες τοίχου. Παρά τις αδυναμίες του, ωστόσο, η εφαρμογή του Οργανικού Νόμου άνοιξε
μια νέα εποχή στην ιστορία του νησιού.
Κατά το πρώτο διάστημα το κλίμα ήταν εποικοδομητικό, η Κρήτη γνώρισε περίοδο ηρεμίας και
ειρήνης και ο Γεώργιος διατηρούσε την εκτίμηση του λαού. Αργότερα φάνηκαν οι διαφωνίες
ανάμεσα στο Γεώργιο και το σύμβουλό του Ελ. Βενιζέλο σχετικά με την προοπτική της ένωσης με
την Ελλάδα.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 116
Ως συνέπεια της εξέγερσης και των διευθετήσεων που προέκυψαν από αυτήν, ο πρίγκιπας
Γεώργιος βρέθηκε απομονωμένος και τελικά έφυγε από την Κρήτη (12-9-1906). Στον Έλληνα
βασιλιά παραχωρήθηκε το δικαίωμα να ορίζει τον αρμοστή (18-9-1906 επιλέχθηκε ο Αλ. Ζαΐμης).
Το 1907 η κρητική εθνοσυνέλευση ψήφισε νέο σύνταγμα, πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό από
το προηγούμενο, ενώ μέχρι το καλοκαίρι άρχισε η αποχώρηση της διεθνούς δύναμης από το
νησί, που ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα.
Οι αναστατώσεις και ανακατατάξεις που καταγράφηκαν στη Βαλκανική από το καλοκαίρι του
1908 οδήγησαν σε ανατροπές και στο ζήτημα της Κρήτης. Εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία η
Κρητική Βουλή κήρυξε μονομερώς την ένωση με την Ελλάδα (25-9-1908), φέρνοντας αντιμέτωπη
την ανένδοτη στάση και την αποφασιστικότητα των Κρητών με την ‘άψογον’ στάση της
κυβέρνησης Θεοτόκη. Συγκροτήθηκε στη συνέχεια πενταμελής Εκτελεστική Επιτροπή, που θα
κυβερνούσε το νησί στο όνομα του Έλληνα βασιλιά, σύμφωνα με το ελληνικό σύνταγμα.
Επιπλέον, η αρχική άρνηση των Μεγάλων Δυνάμεων να αναγνωρίσουν το νέο καθεστώς, σε
αντιδιαστολή με την ευλυγισία που επέδειξαν απέναντι τόσο στη βουλγαρική κίνηση όσο και στο
κίνημα των Νεότουρκων, πυροδότησαν αισθήματα οργής και αδικίας. Παρά την αναταραχή που
επικράτησε στο νησί και την όξυνση των σχέσεων με την Ελλάδα, ωστόσο, το Κρητικό Ζήτημα δεν
βρήκε τη λύση του παρά λίγα χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο των Βαλκανικών Πολέμων.
9. ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική
Επανάσταση του 1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική και εκείνη της
Νάουσας με τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου, το 1822, είχαν καταπνιγεί από τους Τούρκους.
Οι επαναστατικές κινήσεις των ετών 1839-1840, 1854 και 1866 ναυάγησαν, γιατί η ελληνική
πλευρά πίστευε ότι θα εκβίαζε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο κράτος αν την ενέτασσε
στις διεθνείς κρίσεις της περιόδου, όπως τον Τουρκοαιγυπτιακό και τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την
Κρητική Επανάσταση, με σύμμαχο την ομόδοξη Ρωσία.
Τον Μάιο του 1876, εξαιτίας του αναβρασμού που είχε προκαλέσει στους Τούρκους η εξέγερση
της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, που οδήγησε στη γνωστή μεγάλη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος και
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 118
κατέληξε στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-78), στη Θεσσαλονίκη σημειώθηκε η σφαγή των
προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας, γεγονός που προκάλεσε τρομερή αναστάτωση στον
πληθυσμό της μακεδονικής πρωτεύουσας.
Αμέσως μετά την κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, το 1878, και την υπογραφή της Συνθήκης του
Αγίου Στεφάνου, η οποία παραχωρούσε τη Μακεδονία στο βουλγαρικό κράτος, εξεράγη
επανάσταση στη Μακεδονία με κέντρο την περιοχή του Ολύμπου. Στο Λιτόχωρο σχηματίστηκε η
προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση της Μακεδονίας με πρόεδρο τον γιατρό Ευάγγελο
Κοροβάγκο. Η κυβέρνηση απέστειλε διακήρυξη σε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις και ζητούσε την
ένωση της Μακεδονίας με την Ελλάδα, χωρίς ωστόσο επιτυχία. Σύντομα η εξέγερση καταπνίγηκε
από τις οθωμανικές αρχές.
Η ελληνοβουλγαρική αναμέτρηση εντάθηκε μετά την πραξικοπηματική προσάρτηση της
Ανατολικής Ρωμυλίας (1885) από τη Βουλγαρία και οδήγησε σε αιματηρό ανταγωνισμό μεταξύ
του ελληνισμού και του βουλγαρικού επεκτατισμού, μια αναμέτρηση που έμεινε στην ιστορία ως
«Μακεδονικός Αγώνας». Έκτοτε οι Βούλγαροι μπορούσαν να στραφούν απερίσπαστοι στην
απόσπαση του μακεδονικού χώρου.
Η κατάσταση στην Ελλάδα μετά την ταπείνωση του 1897 έδωσε στη Βουλγαρία την ευκαιρία να
επεκτείνει και να ενισχύσει τη θέση της με τη δράση των κομιτάτων, ιδίως στη ‘μέση ζώνη’
(βόρεια από το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα και το Μελένικο). Επιπλέον, οι σχέσεις της Ελλάδας
με τις άλλες χώρες της Βαλκανικής ήταν ανταγωνιστικές, οι σερβικές προτάσεις συνεργασίας
υπέκρυπταν επιθυμία αντικατάστασης της Βουλγαρίας στη Μακεδονία.
Η στάση των Δυνάμεων: θεωρούσαν ότι η Ελλάδα και η Βουλγαρία είχαν ίσα δικαιώματα επί της
Μακεδονίας, με βάση τη γλώσσα ως κριτήριο προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας. Η Ρωσία
στήριζε τη Βουλγαρία. Αλλά η Αυστροουγγαρία ενδιαφερόταν κυρίως για τους νοτιοσλάβους και
η Ιταλία για τους Αλβανούς. Αντιθέτως η Γερμανία ήταν πλέον υποστηρικτής της εδαφικής
ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όλοι πάντως συμφωνούσαν ότι για τον
περιορισμό της δράσης των κομιτάτων και την ομαλοποίηση της κατάστασης ήταν απαραίτητες
εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, που θα βελτίωναν τη διοίκηση της περιοχής.
εκκλησιασμός γινόταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν
βουλγαρικά.
Σε δεύτερη φάση η VMRO άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία όπου τα παιδιά θα διδάσκονταν
τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά. Η δράση της αρχικά είχε κάποια
επιτυχία, αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά κίνητρα, όταν οι ένοπλες ομάδες
άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και
απλούς πολίτες που αρνούνταν τον συγκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό.
Η VMRO από νωρίς οργάνωσε ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες, οι άντρες των οποίων
(κομιτατζήδες) επιδόθηκαν σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας εναντίον του ελληνικού –και όχι
μόνο– στοιχείου της Μακεδονίας. Ο αγώνας της μέσω της οργάνωσης κομιτάτων, του
εξοπλισμού του πληθυσμού και της διάδοσης των επαναστατικών ιδεών εντεινόταν σταδιακά.
Από το 1900 τελικά ο αγώνας έγινε ένοπλος. Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων
ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, που εργάστηκαν έντονα και σκληρά για τη διά της βίας
επικράτηση των βουλγαρικών απόψεων.
Τον Απρίλιο του 1903, ομάδες κομιτατζήδων πραγματοποίησαν στη Θεσσαλονίκη τρομοκρατικές
ενέργειες και η πόλη αναστατώθηκε από βομβιστικές επιθέσεις κατά της Μητρόπολης και άλλων
κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών, την ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας, την καταστροφή των
εγκαταστάσεων αεριόφωτος και την πυρπόληση του μεγάλου γαλλικού εμπορικού πλοίο
Γκουανταλκιβίρ. Ως τις αρχές καλοκαιριού του 1903 οι ενέργειες της VMRO έδειχναν ότι η
γενίκευση των επιθέσεων ήταν προ των πυλών∙ ξέσπασε τελικά στις 20 Ιουλίου, αλλά κατεστάλη
από τους Οθωμανούς γρήγορα και με αγριότητα.
Η βίαιη καταστολή προκάλεσε την παρέμβαση Δυνάμεων, της Αυστρίας και της Ρωσίας (1903),
με σκοπό να επιβάλουν στον σουλτάνο κάποιες διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της
Μακεδονίας. Το Σεπτέμβριο 1903 συμφωνήθηκε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Mürsteg,
που προέβλεπε:
i. την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής από ευρωπαίο διοικητή, με συμμετοχή και των
γηγενών,
ii. την αλλαγή των ορίων των τριών βιλαετίων της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκης,
Μοναστηρίου, Σκοπίων) με εθνοτικά κριτήρια, ώστε να περικλείουν κατά το δυνατόν
εθνολογικά ομοιογενείς πληθυσμούς,
iii. την αναδιοργάνωση της διοίκησης και της δικαιοσύνης προς όφελος των χριστιανών,
iv. την τοποθέτηση ενός Ρώσου και ενός Αυστριακού επόπτη των μεταρρυθμίσεων στο
πλευρό του Οθωμανού γενικού διοικητή,
v. τον ορισμό εξεταστικών επιτροπών για τα πολιτικά εγκλήματα,
vi. τη διάλυση των ένοπλων σωμάτων,
vii. τον επαναπατρισμό των προσφύγων, την οικονομική ενίσχυσή τους και την
ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων σχολείων και εκκλησιών.
Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στα τρία βιλαέτια σώμα χωροφυλάκων με
διοικητή Ιταλό στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους αξιωματικούς.
Όμως καθεμιά από τις Δυνάμεις απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ η
VMRO συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση της.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 120
Το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα συνέπεσε με το κίνημα των Νεότουρκων (Ιούλιος 1908), που
ξέσπασε στις 23 Ιουλίου 1908 στη Θεσσαλονίκη και επικράτησε μέσα σε γενική επιδοκιμασία. Το
κίνημα ευαγγελιζόταν επαναφορά του συντάγματος του 1876, ισονομία και ισοπολιτεία,
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 121
εκπροσώπηση των χριστιανών και όλων των εθνοτήτων στην τουρκική Εθνοσυνέλευση και
αμνηστία για τους ένοπλους. Τα κηρύγματα οδήγησαν στη ‘συναδέλφωση’ των ανταρτικών
ομάδων, που κατέβηκαν από τα κρυσφύγετά τους στις μακεδονικές πόλεις. Οι αντιδράσεις των
οπαδών του παλιού οθωμανικού καθεστώτος της Κωνσταντινούπολης εξουδετερώθηκαν (1909)
και ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη.
Ο αντίκτυπος στην Ελλάδα ήταν διττός: από την κυβέρνηση και μερίδα της κοινής γνώμης
χαιρετίστηκε η νέα συνταγματική πολιτεία. Από την άλλη, πολλοί πίστευαν ότι η νέα
συνταγματική τάξη θα ανέβαλλε την απελευθέρωση και ότι πραγματικός στόχος των
μουσουλμάνων ήταν η δημιουργία εθνικού κράτους και η αποτροπή της απώλειας άλλων
εδαφών.
Σύντομα αποδείχθηκε ότι οι Νεότουρκοι δεν θα απεμπολούσαν τα κυριαρχικά δικαιώματά τους,
διέλυσαν τις αρχικές αυταπάτες και επέβαλαν ένα καθεστώς σκληρότερο κι από εκείνο του
Αβδούλ Χαμίτ.
Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, αλλά και του καθενός ξεχωριστά με τους
Νεότουρκους, συνεχίστηκαν στη Μακεδονία, αλλά σε πολύ μικρότερη ένταση.
Πρόκειται για το πρώτο αμιγώς στρατιωτικό κίνημα από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους,
η πρώτη αυτόνομη επέμβαση των στρατιωτικών στην πολιτική. Οι εξελίξεις που πυροδότησε
παραμέρισαν όλα τα μέχρι τότε πολιτικά κόμματα, που ονομάστηκαν απαξιωτικά ‘παλαιά’ (
παλαιοκομματισμός), και οδήγησαν στην ανάληψη της εξουσίας από νέες πολιτικές και
κοινωνικές δυνάμεις, με εκφραστή τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το Κόμμα των Φιλελευθέρων.
Το κλίμα της εποχής ήταν βεβαρυμένο. Η δημόσια κριτική του πολιτικού βίου βρισκόταν στις
αρχές του 1909 στο απόγειό της. Η εσωτερική κοινωνική και οικονομική κατάσταση συνδυαζόταν
με τις εξωτερικές προκλήσεις κατά τρόπο εκρηκτικό. Κρητικό, Μακεδονικό, αλλεπάλληλες
εθνικές ταπεινώσεις, ανακήρυξη ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, όλα βρίσκονταν στην αιχμή της
επικαιρότητας και απαιτούσαν εθνικά ‘υπερήφανες’ λύσεις υπογραμμίζοντας την προτεραιότητα
της στρατιωτικής ετοιμότητας. Αυτό συνεπαγόταν άντληση επιπλέον πόρων για το ελληνικό
κράτος, ανάγκη που ερχόταν σε αντίθεση με την ορθολογική διαχείριση που είχε επιβάλει ο
Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος το 1898.
Πέρα από τη γενικότερη κοινωνική δυσαρέσκεια, το στράτευμα αποτελούσε μια πιο
συγκεκριμένη πηγή προβλημάτων, την ευθύνη των οποίων έφεραν οι πολιτικές ηγεσίες και ο
θρόνος. Η αναδιοργάνωση, ο εκσυγχρονισμός που υλοποίησαν οι θεοτοκικές κυβερνήσεις δεν
μπόρεσαν να καλύψουν τα φαινόμενα αναξιοκρατίας και απειθαρχίας που μάστιζαν το χώρο.
Στους αξιωματικούς κυριαρχούσε ένα αίσθημα κατωτερότητας και αδυναμίας, που πήγαζε από
ττην ήττα του 1897 και τροφοδότησε τη δημιουργία συνωμοτικών πυρήνων με τη συμμετοχή
κυρίως χαμηλόβαθμων αξιωματικών (ως το βαθμό του λοχαγού), πολλοί από τους οποίους είχαν
δοκιμαστεί στον ένδοξο Μακεδονικό Αγώνα. Από τους πυρήνες αυτούς θα σχηματιστεί ο
Στρατιωτικός Σύνδεσμος (Οκτώβριος 1908), με τη συμμετοχή και αποφοίτων της Σχολής
Ευελπίδων. Μόνο στο τέλος αναζητήθηκε αρχηγός ανώτερου βαθμού (ο στρατηγός Ν. Ζορμπάς).
Σενάρια πραξικοπήματος, βασιλικού ή στρατιωτικού, ή υποκίνησης μιας ‘ειρηνικής
επαναστάσεως’ φιλοξενούνταν τακτικά στον Τύπο. Υπό την απειλή του κινδύνου η κυβέρνηση
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 122
Θεοτόκη παραιτήθηκε (4-7-1909) και η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δόθηκε από τον
Γεώργιο Α΄ στο Δημήτριο Ράλλη, με την ελπίδα ότι θα απέτρεπε τέτοιες εξελίξεις. Κυβέρνηση και
βασιλιάς ήταν ήδη ενήμεροι για το Σύνδεσμο, με τον οποίο προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να
διαπραγματευθούν. Η αποτυχία οδήγησε και τον Ράλλη σε παραίτηση.
Το κίνημα εκδηλώθηκε τελικά στις 15-8-1909, από 450 αξιωματικούς και 2.500 στρατιώτες,
συναντώντας ελάχιστη αντίσταση. Τα αιτήματά του περιλάμβαναν:
i. πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων από την κυβέρνηση και αναδιοργάνωση των ενόπλων
δυνάμεων, στρατού και στόλου
ii. απομάκρυνση του διαδόχου Κωνσταντίνου και των βασιλοπαίδων από τη διοίκηση του
στρατεύματος, με ταυτόχρονη δήλωση σεβασμού στο πρόσωπο του βασιλιά
iii. ανάθεση στο εξής των υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών σε ανώτερους
αξιωματικούς και όχι σε πολιτικούς
iv. μη διάλυση της Βουλής, μη κατάργηση της βασιλείας
v. αμνήστευση των αξιωματικών και υπαξιωματικών που συμμετείχαν, αίτημα που
αποδείκνυε το μέτρο του δέους που αισθάνονταν μπροστά στην εξουσία
vi. απόταξη των αξιωματικών που είχαν αντιταχθεί
Πέρα από τα στρατιωτικά αιτήματα, ο Σύνδεσμος περιοριζόταν σε ένα γενικόλογο ‘ευχολόγιο’
για βελτίωση της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της οικονομίας, της δημόσιας τάξης και της
παιδείας και την πάταξη της διαφθοράς («της απαισίας συναλλαγής»). Γενικά, το 1909
αποτέλεσε έκφραση της κατακραυγής εναντίον της διπλής αποτυχίας, στο στρατιωτικό και τον
οικονομικό τομέα.
Το κίνημα, καθώς εναρμονιζόταν με το καθολικό αίτημα για ανόρθωση που ασπαζόταν η
ελληνική κοινωνία, προκάλεσε λαϊκό ενθουσιασμό και υποστήριξη που εκδηλώθηκε ενεργά με
μεγάλο συλλαλητήριο (Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 1909), αλλά δεν το συμμερίστηκαν οι μεγάλοι και
μεσαίοι αστοί ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις, που εκδήλωσαν τη συμπαράστασή τους στον Γεώργιο
Α΄.
Η νέα κυβέρνηση Μαυρομιχάλη, που σχηματίστηκε εσπευσμένα μετά την παραίτηση Ράλλη,
αποδέχθηκε τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, υλοποιήθηκε δε αμέσως η απομάκρυνση
του διαδόχου Κωνσταντίνου και των πριγκίπων από τις θέσεις τους.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν επιθυμούσε επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας (αν και η επιλογή
αυτή έλκυε αρκετούς κατώτερους αξιωματικούς), καθώς δήλωνε την πίστη του στο σύνταγμα,
αλλά εφαρμογή των αλλαγών με συνεργασία και καθοδήγηση της κυβέρνησης. Την κατεύθυνση
των μεταρρυθμίσεων θα υποδείκνυε ο ίδιος ο Σύνδεσμος, ενώ αξίωνε την ψήφιση των
στρατιωτικών νομοσχεδίων με συνοπτικές διαδικασίες. Όμως το σύστημα ‘κατευθυνόμενης
κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης’ δεν μπορούσε να λειτουργήσει για πολύ, λόγω της διάστασης
απόψεων στρατιωτικών/Κοινοβουλίου, και ως το τέλος του χρόνου είχε εξαντλήσει τις
δυνατότητές του. Με δεδομένη την αδυναμία όλων των παραγόντων πλέον να αναλάβουν
πρωτοβουλίες, έγινε φανερή η ανάγκη εξεύρεσης ενός πολιτικού αρχηγού που θα πλήρωνε το
εξουσιαστικό κενό.
Στο σημείο αυτό αποφασιστικής σημασίας υπήρξαν η πρόσκληση που απηύθυνε ο Στρατιωτικός
Σύνδεσμος στον Ελευθέριο Βενιζέλο και η αποδοχή εκ μέρους του να έρθει στην Αθήνα (28-12-
1909) όχι ως ηγέτης αλλά ως «σύμβουλος της Επαναστάσεως», δηλαδή ως διαμεσολαβητής
μεταξύ Σύνδέσμου και πολιτικών.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 123
Οι λόγοι της επιλογής του Βενιζέλου ήταν η σύμπτωση ιδεών και μεθόδων:
i. είχε εκφράσει τη διττή προσήλωσή του στην εθνική ιδέα και τους δημοκρατικούς
θεσμούς,
ii. ήταν φορέας δυναμικών αντιλήψεων και επιλογών,
iii. απέβλεπε στη δημιουργία σύγχρονου κράτους, ικανού να αντιμετωπίσει τις διεθνείς
προκλήσεις,
iv. ήταν άριστος γνώστης όλων των πτυχών του Ανατολικού Ζητήματος.
Ο Βενιζέλος δρομολόγησε σειρά συναντήσεων πρώτα με τα μέλη του Συνδέσμου, τους οποίους
κατήγγειλε για ατολμία και αναποφασιστικότητα κατά την πρώτη ζωτική στιγμή εκδήλωσης του
κινήματος. Από τη στιγμή όμως που νέες συνθήκες είχαν διαμορφωθεί, χρειαζόταν να βρεθεί μια
συμβιβαστική λύση για την αποκατάσταση της νομιμότητας. Η λύση που συμφωνήθηκε με την
κυβέρνηση, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα (Ράλλη και Θεοτόκη) και το βασιλιά (16-1-1910)
περιλάμβανε:
i. Αναθεώρηση μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος.
ii. Παραίτηση της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη και σχηματισμό νέας, υπηρεσιακής, που θα
προωθούσε την προκήρυξη εκλογών για τη σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής.
iii. Διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου.
Η αναθεωρητική Βουλή, κατά τον Βενιζέλο, θα ήταν η αποτελεσματικότερη μέθοδος για την
άρση της συνταγματικής εκτροπής και την επαναφορά της πολιτικής ομαλότητας. Η νέα
κυβέρνηση Στέφανου Δραγούμη που σχηματίστηκε (18-1-1910) ανέλαβε να προωθήσει τις
εξελίξεις και ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Κρήτη. Πράγματι, η κυβέρνηση προχώρησε στην
επίσπευση του νομοθετικού έργου, υπέβαλε το νέο σχέδιο συντάγματος, που έγινε δεκτό το
Μάρτιο 1910, και τότε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε.
Η διαδικασία επιστροφής στην κοινοβουλευτική ομαλότητα ολοκληρώθηκε με την προκήρυξη
εκλογών. Ακολούθησαν αλλεπάλληλλες εκλογικές αναμετρήσεις: στις 8 Αυγούστου 1910 ο
Βενιζέλος εκλέχθηκε πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας και δύο μήνες αργότερα ο Γεώργιος,
ξεπερνώντας τους διασταγμούς του, του ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης, αφού
προηγουμένως ο Κρητικός πολιτικός κατέστησε σαφές σε δημόσια ομιλία του πως στόχος του
ήταν να ανορθώσει και να υποστηρίξει το πολιτειακό καθεστώς και όχι να το ανατρέψει.
Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 28-11-1910, από τις οποίες απείχαν τα παλαιά κόμματα,
οπότε ο Βενιζέλος κατήγαγε θριαμβευτική νίκη (307 από τις 362 έδρες) και σχημάτισε κυβέρνηση
(ανανεώθηκε το 87% των βουλευτών).
Ενισχυμένος από την εκλογική επιτυχία, ο Βενιζέλος λειτούργησε ως συνεχιστής της πολιτικής
του Τρικούπη, από τον οποίο κληρονόμησε το δυτικοπρεπές μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα
ώστε να καταστεί η χώρα αξιόπιστη δύναμη στην περιοχή.
Στόχοι και μέτρα του προγράμματός του:
α) Αναθεώρηση του συντάγματος (δημοσιεύτηκε την 1-6-1911): τροποποιήθηκαν σχεδόν τα
μισά άρθρα του συντάγματος του 1864, αλλά δεν μεταβλήθηκε η μορφή του πολιτεύματος.
Αυτό που προείχε, για τον Βενιζέλο, ήταν όχι η μορφή, αλλά ο τρόπος λειτουργίας του
πολιτεύματος. Καθοριστικός γνώμονας ήταν η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και
ελευθεριών, ιδίως το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, η προστασία της ιδιοκτησίας και του
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 124
Η Πύλη, υπό την επίδραση της έξαρσης του τουρκικού εθνικιστικού πνεύματος, αντέδρασε
έντονα στην παρουσία του Βενιζέλου στην ελληνική πολιτική ζωή λόγω του παρελθόντος του
στην Κρήτη. Από το 1910 ξεκίνησε εκστρατεία ενάντια στα ελληνικά εμπορικά συμφέροντα στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αποκλεισμό των ελληνικών προϊόντων και εμπόρων.
Το 1911 ο Βενιζέλος έκανε έκκληση στις Δυνάμεις να μεσολαβήσουν. Θετική ήταν η
ανταπόκριση Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας, αρνητική Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας πρώτες
εκδηλώσεις διαχωρισμού των Δυνάμεων σε δύο στρατόπεδα. Ο αποκλεισμός άρθηκε μετά την
έκρηξη του ιταλοτουρκικού πολέμου (Οκτώβριος 1911). Αυτή, όπως και το θέμα της επιλογής
των αποστολών για την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού, υπήρξαν ευκαιρίες για
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 125
τον Βενιζέλο να εκφράσει σθεναρά την προσήλωσή του στη συμμαχία με τις δυνάμεις της
«Εγκάρδιας Συνεννόησης».
Η ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης και του κοινοβουλευτικού έργου επικυρώθηκε
με νέες εκλογές και νέα νίκη Βενιζέλου (12-3-1912).
Επιχειρήσεις στην Ήπειρο: Στις αρχές του 1913 μεταφέρθηκαν δυνάμεις στο ηπειρωτικό μέτωπο
→ κατάληψη Πρέβεζας, που θα χρησιμοποιηθεί ως λιμάνι ανεφοδιασμού και μεταφοράς
ελληνικών δυνάμεων. Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν με την πολιορκία των Ιωαννίνων. Στις 21-2-
1913 η πόλη παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό από τον Εσάτ πασά. Οι επιτυχίες στην Ήπειρο
έφεραν την Ελλάδα αντιμέτωπη με τον αλβανικό εθνικισμό.
Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα αύξησε το έδαφός της κατά 68% και τον
πληθυσμό της από 2,7 σε 4,8 εκατ. Η επιτυχία προκάλεσε εύλογο ενθουσιασμό, οι μαχητές
τιμήθηκαν με διακρίσεις, στους ανάπηρους και τους τραυματίες εκφράστηκε η κρατική μέριμνα.
Πλήθος μνημείων άρχισαν να αποτυπώνουν σε κάθε γωνιά την ευγνωμοσύνη του έθνους.
Γεννήθηκαν όμως και προβλήματα:
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 129
Ήπειρο ο Βενιζέλος δέχθηκε οξεία επίθεση από την αντιπολίτευση. Σε μια προσπάθεια να
υπερασπιστεί τις επιλογές του, απάντησε σε επερώτηση του Δημήτριου Ράλλη στη Βουλή, στις
20-2-1914, λέοντας πως «η Ελληνική Κυβέρνησις νομίζει ότι υπέρτατον έχει συμφέρον, όπως
συμμορφωθεί καθ’ ολοκληρίαν προς την διακοίνωσιν των Δυνάμεων» και τηρηθούν οι
καθορισμένες προθεσμίες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την πεποίθηση ότι και οι Δυνάμεις με τη
σειρά τους θα δέχονταν τα αιτήματά του για την προστασία των πληθυσμών.
Ο ελληνικός πληθυσμός της Βόρειας Ηπείρου δεν ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει την ίδια
με την ελληνική κυβέρνηση πειθήνια στάση προς τις διεθνείς αποφάσεις∙ αντιθέτως, είχε
προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ένοπλης αντίδρασης ώστε να επιτύχει με τη βία ανατροπή των
νέων δεδομένων και να αποτρέψει την ένταξή του στο αλβανικό κράτος.
Στις 5-2-1914 οι Ηπειρώτες αποφάσισαν να ανακηρύξουν την αυτονομία της Βόρειας Ηπείρου
και να συγκροτήσουν Οργανωτική Επιτροπή. Πίστευαν ότι η ελληνική κυβέρνηση τους είχε
προδώσει αφού είχε αποδεχθεί να αποχωρήσει από την περιοχή και να την παραδώσει στους
Αλβανούς.
Οι κατοπινές εξελίξεις ήρθαν ραγδαία: Στις 10 Φεβρουαρίου η Βόρεια Ήπειρος ανακηρύχθηκε
Αυτόνομη Πολιτεία. Στις 15 Φεβρουαρίου ο Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος έφτασε στο
Αργυρόκαστρο, όπου τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, και σχημάτισε Προσωρινή Κυβέρνηση.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1914 ανακηρύχθηκε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα η «Αυτόνομη Πολιτεία της
Βορείου Ηπείρου», με έδρα το Αργυρόκαστρο.
Το κίνημα της αυτονομίας δεν υποστηριζόταν από το επίσημο ελληνικό κράτος, καθώς η
κυβέρνηση Βενιζέλου ήταν ειλικρινής στην πρόθεσή της να τηρήσει τις διεθνείς αποφάσεις∙
ηθικά, ωστόσο, ήταν απόλυτα με το μέρος των Ελλήνων. Ο μόνος τρόπος να εμποδιστεί η
εκδήλωση του κινήματος θα ήταν η επιβολή στρατιωτικού νόμου, μια τέτοια ενέργεια όμως θα
επέσυρε την κατακραυγή στο εσωτερικό της χώρας. Η ανακήρυξη της αυτονομίας έφερε την
ελληνική κυβέρνηση σε δύσκολη θέση.
Το αυτονομιστικό κίνημα θορύβησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, που θέλησαν να προλάβουν
τετελεσμένα σε βάρος των αλβανικών συμφερόντων, γι’ αυτό και άσκησαν πιέσεις για μερική
αποδοχή κάποιων αιτημάτων των εξεγερμένων. Το ίδιο και η κυβέρνηση Βενιζέλου υπέδειξε
στον Ζωγράφο να επιτευχθεί κατ’ αρχήν συμφωνία για τα ουσιώδη ζητήματα που ενδιέφεραν
τους Ηπειρώτες. Τυχόν συνέχιση των συγκρούσεων για μεγάλο διάστημα θα είχε αμφίβολα
αποτελέσματα και θα προκαλούσε επέμβαση της Ιταλίας και της Αυστρίας, οι οποίες στήριζαν
την αλβανική υπόθεση. Το βασικό σκεπτικό του Βενιζέλου ήταν ότι οι Ηπειρώτες θα μπορούσαν
να εξασφαλίσουν τα δικαιώματά τους βασιζόμενοι στις καλές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και
Αλβανίας.
Στις 17-5-1914, υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ουσιαστικά δημιουργούσε
καθεστώς αυτονομίας για τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, υπό την ηγεμονία του πρίγκιπα Βιντ,
ο οποίος όμως δεν θα είχε ουσιαστικές εξουσίες. Οι όροι της συμφωνίας περιλάμβαναν:
i. Θα σχηματιζόταν τοπική χωροφυλακή από πολίτες των δύο θρησκευμάτων, αναλόγως με
τον αριθμό τους στους νομούς Αργυροκάστρου και Κορυτσάς.
ii. Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου όφειλε να απομακρύνει όλες τις ξένες
(βλ. ελληνικές) ένοπλες ομάδες από τους δύο νομούς.
iii. Οι ορθόδοξες κοινότητες θα διατηρούσαν τις περιουσίες τους.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 131
iv. Η εκπαίδευση θα ήταν ελεύθερη. Στα σχολεία των ορθόδοξων κοινοτήτων γλώσσα της
εκπαίδευσης θα ήταν η ελληνική, ενώ η αλβανική θα διδασκόταν συγχρόνως κατά τις
τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η θρησκευτική διδασκαλία θα γινόταν αποκλειστικά
στην ελληνική.
v. Η χρήση της ελληνικής και της αλβανικής γλώσσας εξασφαλιζόταν ενώπιον όλων των
αρχών, των δικαστηρίων και των τοπικών συμβουλίων.
Το κείμενο ικανοποιούσε πολλά από τα αιτήματα των εξεγερμένων Ηπειρωτών, καθώς και την
ελληνική κυβέρνηση. Τη συμφωνία επικύρωσαν οι Δυνάμεις το ίδιο καλοκαίρι, αλλά δεν
μπορούσαν να εγγυηθούν την εκτέλεσή της. Η κυβέρνηση του Βιντ, ανίσχυρη καθώς ήταν, δεν
διέθετε ούτε τα μέσα ούτε τη δύναμη να επιβάλει στους μουσουλμάνους Αλβανούς την ιδέα της
ύπαρξης ενός αυτόνομου ηπειρωτικού κράτους.
Τα γεγονότα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στάθηκαν καταλύτης των εξελίξεων: στις 16
Σεπτεμβρίου ο Βιντ εγκατέλειψε το Δυρράχιο αφήνοντας τη χώρα σε κατάσταση χειρότερη από
ποτέ και ο ελληνικός στρατός εισήλθε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ήπειρο.
Η έκρηξη και η γενίκευση του πολέμου έθεσαν την Ελλάδα σε επιφυλακή: τη διατήρηση της
ουδετερότητάς της επιθυμούσαν αρχικά οι εμπόλεμες πλευρές:
α) οι δυνάμεις της Entente για να μην ωθήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη
Βουλγαρία στην Τριπλή Συμμαχία,
β) η Γερμανία, επειδή γνώριζε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να συμμετάσχει στον πόλεμο μόνο
με την Entente.
Στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν δύο κυρίαρχες απόψεις:
α) Του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, στηριζόμενου από το Γενικό Επιτελείο, που επιθυμούσε διαρκή
ουδετερότητα. Τα επιχειρήματά τους:
i. Η Ελλάδα είχε μόλις βγει από δύο πολέμους και χρειαζόταν εσωτερική ανασυγκρότηση και
διασφάλιση των νέων εδαφών.
ii. Με την έξοδό της στον πόλεμο η Ελλάδα διακινδύνευε να δεχθεί επίθεση από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία.
iii. Η Entente δεν διέθετε δυνάμεις στην περιοχή ικανές να προστατέψουν την εδαφική
ακεραιότητα της Ελλάδας.
iv. Η Γερμανία τελικά θα νικούσε επειδή ήταν πιο ισχυρή στρατιωτικά.
Οι σχέσεις του Κωνσταντίνου με τη Γερμανία ήταν γνωστές: το 1888 φοίτησε ως συνταγματάρχης
στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Ο θαυμασμός του για τις αξίες που διέτρεχαν τον
πρωσικό στρατό, σε συνδυασμό με την πίστη του στο μοναρχικό πολίτευμα είχαν διαμορφώσει
την πολιτική θεώρησή του. Παντρεμένος με τη Σοφία, αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα.
[Προσωπικά ο Κωνσταντίνος Α΄ ήταν ο πρώτος βασιλιάς που είχε κερδίσει μεγάλη δημοτικότητα,
είχε γίνει θρύλος και αντικείμενο λατρείας από μεγάλη μερίδα του κόσμου, ως θριαμβευτής των
Βαλκανικών πολέμων, ο ελευθερωτής της Θεσσαλονίκης, ο άνθρωπος που προοριζόταν
σύμφωνα με το θρύλο να μπει στην Πόλη επάνω σε άσπρο άλογο].
β) Του Βενιζέλου, που επιθυμούσε έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, επειδή:
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 132
i. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να συμμαχήσει με την Τριπλή Συμμαχία γιατί οι δυνάμεις της
στήριζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία.
ii. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της έπρεπε να διατηρεί σχέσεις και να συμμαχεί με τις
ναυτικές δυνάμεις.
iii. Η συμμετοχή στον πόλεμο θα διασφάλιζε τα εδάφη που είχαν κατακτηθεί, θα έδινε στην
Ελλάδα τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου και θα εξασφάλιζε τη συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις
της ειρήνης.
iv. Η Entente θα νικούσε τελικά στον πόλεμο.
Η προσχώρηση πρώτα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Οκτώβριος 1914) και έπειτα της
Βουλγαρίας (Σεπτέμβριος 1915) στην Τριπλή Συμμαχία (με στόχο να αποκαταστήσουν
προηγούμενες εδαφικές απώλειες) ήταν καθοριστική για τη θέση της Ελλάδας.
Φεβρουάριος 1915: η Αγγλία πρότεινε συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία των
Δαρδανελλίων με αντάλλαγμα εδάφη στη Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος αποδέχθηκε, αλλά ο
Κωνσταντίνος εμπόδισε τη συμμετοχή παραίτηση Βενιζέλου, οδήγησε σε μακρά περίοδο
εσωτερικής πολιτικής κρίσης που έμεινε γνωστή ως «Εθνικός Διχασμός».
31-5/13-6-1915, νέες εκλογές με νίκη Βενιζέλου. Ο βασιλιάς διατηρεί την ίδια γραμμή στην
εξωτερική πολιτική.
21-9-1915: Η Βουλγαρία προσχώρησε στην Τριπλή Συμμαχία και κήρυξε επιστράτευση, θέτοντας
σε κίνδυνο την Ελλάδα. Ενόψει αυτού, ο Βενιζέλος δεν απέτρεψε την απόβαση συμμαχικών
στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη για το άνοιγμα Μακεδονικού Μετώπου και τη στήριξη των
Σέρβων. Ο Κωνσταντίνος απέμπεμψε τον Βενιζέλο και αρνήθηκε είτε να συμπράξει με την
Entente είτε να στηρίξει τη Σερβία που ήδη δεχόταν επίθεση Αγγλία και Γαλλία επιθυμούσαν
πλέον ανατροπή της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Σκουλούδη και απομάκρυνση του
Κωνσταντίνου, τον οποίο έβλεπαν με καχυποψία και εχθρότητα.
Ο βασιλιάς επιχείρησε προσέγγιση προς τη Γερμανία προτείνοντας εκδίωξη του στρατού της
Entente από τη Θεσσαλονίκη και παρέχοντας στρατιωτικές διευκολύνσεις.
Μάιος 1916: καταλαμβάνεται χωρίς αντίσταση το οχυρό Ρούπελ από βουλγαρική δύναμη ο
Βενιζέλος κατήγγειλε τον Κωνσταντίνο και οι στόλοι Αγγλίας και Γαλλίας επέβαλαν μερικό
αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών.
Αύγουστος 1916: βουλγαρικές δυνάμεις εισήρθαν στην Ανατολική Μακεδονία και εξαπέλυσαν
διωγμό εναντίον των Ελλήνων.
16/30-8-1916: εκδηλώθηκε το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη, από την ομώνυμη
Επιτροπή (Δ. Δίγκας, Π. Αργυρόπουλος, Αλέξ. Ζάννας, Ν. Πλαστήρας, Εμμ. Ζυμβρακάκης κ.ά.).
12-9-1916: ο Βενιζέλος αναχώρησε για τα Χανιά, όπου με το ναύαρχο Κουντουριώτη
συγκρότησαν την «Προσωρινή Κυβέρνηση» [αργότερα η Τριανδρία συμπληρώθηκε με το
στρατηγό Δαγκλή].
26-9/10-10-1916: η Προσωρινή Κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνοντας
την ηγεσία του κινήματος της Εθνικής Άμυνας: η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο.
Άμεση προτεραιότητα του κινήματος ήταν να συγκεντρώσει στρατό από τις Νέες Χώρες για να
ενισχύσει τους συμμάχους στο Μακεδονικό μέτωπο. Ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού
παρέμεινε στο αθηναϊκό κράτος και συνέχισε τις διώξεις σε βάρος των βενιζελικών.
Οι πιέσεις των συμμάχων προς την Αθήνα εντάθηκαν, αγγλογαλλικός στόλος εισήλθε στο
Φάληρο και συμμαχικά αγήματα αποβιβάστηκαν στην πρωτεύουσα.
Τα «Νοεμβριανά», 1916: αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των γαλλικών στρατευμάτων που είχαν
αποβιβαστεί στον Πειραιά για να παραλάβουν στρατιωτικό υλικό και ομάδων φιλοβασιλικών
εθελοντών και ‘επίστρατων’, παραστρατιωτικών βασιλικών οργανώσεων. Ακολούθησε μαζικός
διωγμός των βενιζελικών, φυλακίσεις, λεηλασίες, καταστροφές περιουσιών.
Τα Νοεμβριανά διεύρυναν το χάσμα μεταξύ βασιλιά και Προσωρινής Κυβέρνησης. Οι δυνάμεις
της Αντάντ την αναγνώρισαν πλέον επίσημα και επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό του ‘κράτους των
Αθηνών’.
29-5/11-6-1917: η Γαλλία απαίτησε και πέτυχε απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και
αντικατάστασή του στο θρόνο από το δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο. Ο Βενιζέλος επέστρεψε
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 134
στην Αθήνα, αποκατέστησε τη «Βουλή των Λαζάρων» και κήρυξε τον πόλεμο στην Τριπλή
Συμμαχία.
Παρά τον κοινοβουλευτικό του μανδύα, το βενιζελικό καθεστώς δεν συνιστούσε επάνοδο στη
συνταγματική ομαλότητα∙ μπορεί να επικαλούνταν την «ιστορική ευθύνη» του έθνους και την
αποκατάσταση των «δημοκρατικών συνταγματικών παραδόσεων» που είχε καταρρακώσει ο
Κωνσταντίνος, ωστόσο η ίδια κυβέρνηση συστηματοποίησε την καταστολή της αντιπολίτευσης.
Αμέσως εφαρμόστηκε ο στρατιωτικός νόμος, αυστηρή λογοκρισία και παρακολούθηση των
αντιπάλων. Υιοθετήθηκαν νομοθετικά μέτρα που κρίθηκαν αναγκαία για την εξουδετέρωση και
την τιμωρία τους, έγιναν απελάσεις των αντιβενιζελικών ηγετών, οι εκκαθαρίσεις του κρατικού
μηχανισμού πήραν πρωτοφανή έκταση, απολύθηκαν δικαστικοί και δημόσιοι υπάλληλοι,
καθαιρέθηκαν οι κληρικοί που είχαν αναθεματίσει τον Βενιζέλο, αποστρατεύτηκε περίπου το
40% των αξιωματικών και έγιναν ριζικές εκκαθαρίσεις στη χωροφυλακή. Διαρκή και έκτακτα
στρατοδικεία δίκαζαν σε όλη τη διάρκεια της επόμενης τριετίας όσους εκφράζονταν κατά του
καθεστώτος και επιτροπές δημόσιας ασφάλειας επέβαλλαν εκτοπίσεις. Κατά συνέπεια, η
κυβέρνηση Βενιζέλου βιώθηκε ως ‘τυραννικό’ καθεστώς από τα θύματά του και ιδιαίτερα από
τον πληθυσμό της Παλαιάς Ελλάδας, αυξάνοντας το φανατισμό και τη δίψα για εκδίκηση.
Από στρατιωτική άποψη, η συμμετοχή της Ελλάδας σον πόλεμο ήταν πλέον όχι μόνο επιθυμητή
από την κυβέρνηση του Βενιζέλου, αλλά και αμυντικά αναγκαία, αφού ήδη εδάφη της
Μακεδονίας βρίσκονταν από το 1916 στα χέρια των εχθρών.
Οι ελληνικές μονάδες που συγκεντρώθηκαν συμμετείχαν στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού
μετώπου (μάχη του Σκρα).
Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1918: συνθηκολόγηση των δυνάμεων της Τριπλής Συμμαχίας και έναρξη
των διαπραγματεύσεων της ειρήνης.
Ανακωχή του Μούδρου (30-10-1918): σήμανε τον τερματισμό του Α΄ΠΠ στο ανατολικό μέτωπο
και την άνευ όρων παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τέλη Απριλίου 1919: η Ελλάδα εξασφάλισε τη συμμαχική εντολή για προσωρινή κατάληψη της
Σμύρνης και του βιλαετίου Αϊδινίου, εκμεταλλευόμενη τη δυσπιστία Αγγλίας και Γαλλίας
απέναντι στην Ιταλία και την ανησυχία τους για την προώθηση ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων
από τα Δωδεκάνησα στην Αττάλεια. Στην ουσία ο ελληνικός στρατός αποτελούσε τον ένοπλο
προστάτη των αποικιακών συμφερόντων της Βρετανίας στα Δαρδανέλλια και την ανατολική
Μεσόγειο. Όπως το έθεσε κυνικά στα απομνημονεύματά του ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, τότε
υπουργός Πολέμου, η ελληνική πανστρατιά ήταν απλώς «ένας πόλεμος που έπρεπε να διεξαχθεί
μέσω εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου»∙ μόνο που «οι πόλεμοι που διεξάγονται κατ’ αυτόν τον
τρόπο από τα μεγάλα έθνη είναι συχνά πολύ επικίνδυνοι για τους αντιπροσώπους».
Ο ελληνικός στρατός, επομένως, δευτερευόντως βρισκόταν εκεί για την αποφυγή ταραχών μέχρι
την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης και την προστασία του ελληνικού πληθυσμού
από τις ανθελληνικές εκδηλώσεις των Τούρκων. Η οριστική τύχη της περιοχής θα κρινόταν με
δημοψήφισμα μετά από πέντε χρόνια ελληνικής διοίκησης.
Η εντολή δόθηκε σε ευνοϊκή για την Ελλάδα συγκυρία απόντος του Ιταλού αντιπροσώπου.
14/27-11-1919: Συνθήκη του Νεϊγί, η Βουλγαρία παραιτήθηκε από τη Δυτική Θράκη, η οποία
πέρασε σε προσωρινό συμμαχικό έλεγχο. Προβλεπόταν αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση
των Βουλγάρων της Ελλάδας και των Ελλήνων της Βουλγαρίας.
Με απόφαση της Διάσκεψης του Σαν Ρέμο (Απρίλιος 1920) τερματίστηκε η διασυμμαχική κατοχή
της Θράκης. Ο ελληνικός στρατός εισήλθε το Μάιο και ως τον Ιούλιο είχε προχωρήσει στην
Ανατολική Θράκη, ως την Κωνσταντινούπολη.
Οι Φιλελεύθεροι, αμέσως μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην Ελλάδα στις 17 Αυγούστου
και την πανηγυρική παρουσίαση της Συνθήκης στη Βουλή, κατά την οποία ο ίδιος ανακηρύχθηκε
«Ευεργέτης και Σωτήρ της πατρίδος», προκήρυξαν εκλογές ελπίζοντας σε ενίσχυση της δύναμής
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 136
τους. Το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας και αισιοδοξίας που κυριαρχούσε στις τάξεις των
Φιλελευθέρων τους εμπόδιζε να διακρίνουν το υπόγειο ρεύμα λαϊκής δυσαρέσκειας που είχε
ήδη διαμορφωθεί. Οι διεθνείς θρίαμβοι δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα εσωτερικά
προβλήματα: αυταρχισμός των υπαρχηγών του Βενιζέλου, υψηλή φορολογία, κούραση του
στρατού που υπηρετούσε 8 χρόνια, ευνοιοκρατία.
Δύο φιλομοναρχικοί αξιωματικοί είχαν επιχειρήσει να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο στο Παρίσι
(30-7-1920), ακολούθησαν ταραχές και διωγμός των αντιβενιζελικών σε όλη την Ελλάδα, με
αποκορύφωμα τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη στην Αθήνα (31-7-1920).
Η μοναρχική παράταξη, με προεκλογικό σύνθημα το τέλος του πολέμου στη Μικρά Ασία («εληά,
εληά, και Κώτσο βασιλιά»), κέρδισε τις εκλογές (1/14-11-1920) [οι βενιζελικοί πήραν το 52% των
ψήφων, αλλά μόλις τις 118 από τις 369 έδρες, με μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά γεωγραφική
περιφέρεια], ο Βενιζέλος έφυγε για το Παρίσι. Η νέα κυβέρνηση Δημ. Ράλλη προχώρησε σε
αντίποινα κατά των βενιζελικών και εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό και το στράτευμα.
Με νόθο δημοψήφισμα (5-12-1920) επανήλθε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ (ο Αλέξανδρος είχε
πεθάνει λίγο πριν τις εκλογές από σηψαιμία, 25-10-1920), μέσα σε ατμόσφαιρα άκρατου
αντιβενιζελικού φανατισμού.
4-12-1920: είχε προηγηθεί διάβημα των συμμάχων προς την κυβέρνηση, που προειδοποιούσε
ότι τυχόν επαναφορά τού βασιλιά που είχε ταχθεί υπέρ των Γερμανών κατά τον πόλεμο θα
σήμαινε άρση της διπλωματικής στήριξης και κάθε οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, όπως
και έγινε. Είναι προφανές ότι τόσο ο Ράλλης όσο και η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» είχαν
επίγνωση των κινδύνων που έκρυβαν οι πολιτειακές τους επιλογές.
Ωστόσο, σήμερα πλέον το επιχείρημα ότι οι εκλογές και τα αποτελέσματα του Νοεμβρίου 1920
υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία των δεινών που επακολούθησαν, αποδεικνύεται ανεπαρκές. Οι
εξελίξεις είχαν ήδη δρομολογηθεί εκτός ελληνικών συνόρων, η έμφαση που δίνεται στις αλλαγές
του 1920 εγκλωβίζει ένα διεθνές φαινόμενο στη λογική της ελληνικής μικροπολιτικής
αντιπαράθεσης.
Η διάσπαση του συμμαχικού μετώπου, η βαθμιαία δηλαδή απομάκρυνση της Γαλλίας από την
έγκριση ή την ανοχή της Συνθήκης των Σεβρών προς την ‘ουδετερότητα’ και από εκεί προς την
όλο και λιγότερο συγκαλυμμένη υποστήριξη του κεμαλισμού, εκδηλώθηκε μεν ανοιχτά μετά την
ήττα του Βενιζέλου και την άφιξη του Κωνσταντίνου στην Αθήνα, αλλά όχι εξαιτίας τους.
Στο εσωτερικό, αμέσως μετά την επικράτησή τους, οι μοναρχικοί οργάνωσαν ισχυρούς
παρακρατικούς μηχανισμούς στηριγμένους στη μαζική κινητοποίηση και δρομολόγησαν μια
λευκή τρομοκρατία, κυρίως εναντίον των βενιζελικών. Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν
αξιωματικοί που είχαν διωχθεί από τους Φιλελεύθερους και τώρα επέστρεφαν σε νευραλγικές
θέσεις του στρατού.
Ο στρατός έγινε δεκτός από τους Έλληνες με ενθουσιασμό, ως ‘λυτρωτής’. Οι μουσουλμάνοι της
πόλης −πολλοί πρόσφυγες από Κρήτη, Θεσσαλία και Μακεδονία− ένιωσαν απειλή και φόβο.
Τότε καταγράφηκαν και τα πρώτα επεισόδια/συμπλοκές, χωρίς να πάρουν μεγάλη έκταση.
Στην πόλη εγκαταστάθηκε η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης, με επικεφαλής τον Αριστείδη Στεργιάδη.
Διακρίνονται δύο φάσεις στη λειτουργία της:
i. από το Μάιο 1919 έως τον Αύγουστο 1920.
ii. από τη Συνθήκη των Σεβρών ως το Σεπτέμβριο 1922. Σ’ αυτή τη φάση η Ύπατη Αρμοστεία
μετονομάστηκε σε Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης, αν και ο Στεργιάδης εξακολουθούσε να
αναφέρεται ως Υπατος Αρμοστής.
Το έργο που έπρεπε να επιτελέσει η Ύπατη Αρμοστεία ήταν τριπλό:
i. διακριτικός έλεγχος και συνεργασία των τουρκικών αρχών (που αναγνωρίστηκαν αμέσως
μετά την άφιξη του στρατού), μέχρι να αναλάβει η Ελλάδα την πλήρη διοίκηση της
περιοχής με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.
ii. εκπροσώπηση των ελληνικών συμφερόντων έναντι των συμμάχων και των οθωμανικών
αρχών.
iii. προετοιμασία του εδάφους για τη μελλοντική προσάρτηση της δυτικής Μ. Ασίας στην
Ελλάδα.
Το ζητούμενο ήταν να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης και των
περιχώρων. Οι οδηγίες του Βενιζέλου μιλούσαν για σεβασμό όλων των εθνοτήτων και αποφυγή
κάθε παρεκτροπής, κάτι που δεν επιτεύχθηκε όμως απόλυτα.
Γρήγορα στήθηκε ένα σύστημα διακυβέρνησης για την αντιμετώπιση των αναγκών που
προέκυπταν: η κεντρική διοίκηση οργάνωσε τη διαχείριση των εσόδων, τη χωροφυλακή, το
δικαστικό σώμα. Φρόντισε για τον επαναπατρισμό περίπου 120 χιλ. προσφύγων και
εκτοπισμένων και για την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων πόλεων (Αϊδίνι). Ίδρυσε πειραματικό
αγρόκτημα, χτίστηκε το Ιωνικό Πανεπιστήμιο (υπό τον Κωνστ. Καραθεοδωρή) και ιδρύθηκε
υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Η απόβαση και ο πόλεμος επικρίθηκαν αργότερα, υπό το φως της καταστροφής, επειδή η
Ελλάδα παρενεβλήθη στον επεκτατικό ανταγωνισμό των Δυνάμεων και υπέστη τις συνέπειες. Οι
επικρίσεις δεν λάμβαναν υπόψη ότι:
i. Η τελική έκβαση δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί όταν ελήφθη η απόφαση. Η κυβέρνηση
χάραξε πολιτική σύμφωνα με τα ευνοϊκά δεδομένα της εποχής.
ii. Η εδαφική επέκταση της Ελλάδας στη Δ. Θράκη και τη Μ. Ασία είχε την ενθουσιώδη
υποστήριξη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Για δεκαετίες οι ελληνικές
κυβερνήσεις προσπαθούσαν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι το εθνικό συμφέρον
επέβαλλε την ενσωμάτωση των αλύτρωτων περιοχών, ιδίως της Θράκης και της Μ.
Ασίας, όπου ανθούσαν πολυπληθείς ελληνικές κοινότητες.
iii. Η παρουσία του στρατού είχε στόχο την προστασία του πληθυσμού, που τελούσε υπό
διωγμό από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, και είχε τη μορφή συμμαχικής
παρουσίας στην περιοχή.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 138
Ενόψει της υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών, οι σύμμαχοι επιθυμούσαν αφενός να
αυξήσουν τις πιέσεις προς την οθωμανική κυβέρνηση για να γίνουν ευκολότερα αποδεκτοί οι
όροι της, αφετέρου να προασπίσουν τα συμφέροντά τους στην αυτοκρατορία:
i. Η Αγγλία ενδιαφερόταν για τον έλεγχο των Στενών, έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Κεμάλ
που αγωνιζόταν για «την πολιτική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα» ενός νέου
τουρκικού κράτους.
ii. Η Γαλλία επιθυμούσε να αντιμετωπίσει τις κεμαλικές δυνάμεις που δημιουργούσαν
προβλήματα στο στρατό της στην Κιλικία, χωρίς κόστος.
‘Οπως επισημαίνεται σε υπόμνημα του F.O. (1920), η Ελλάδα προκρίθηκε από την κυβερνήση
του Λονδίνου ως ο βολικότερος αντικαταστάτης των Τούρκων στο ρόλο «της πρώτης γραμμής
άμυνας» των βρετανικών κτήσεων του Σουέζ και της Ινδίας: ήταν «αρκετά ισχυρή ώστε να μας
επιτρέψει να εξοικονομήσουμε έξοδα σε καιρό ειρήνης κι αρκετά αδύναμη ώστε να μας είναι
απόλυτα υποτελής σε καιρό πολέμου».
Ο πρόθυμος ελληνικός στρατός ήταν το κατάλληλο όπλο και δόθηκε τότε η άδεια να διευρυνθεί
η ελληνική ζώνη κατοχής. Τον Ιούνιο 1920 ξεκίνησε η ελληνική προέλαση προς το εσωτερικό,
ανατολικά και βόρεια, που έφτασε σε βάθος 100-150 χλμ. και μέτωπο 400 χλμ.
Η ελληνική προέλαση και η τελική υπογραφή της Συνθήκης θεωρήθηκαν ως νέα ταπείνωση της
σουλτανικής κυβέρνησης, που έφερε όλο το βάρος της ντροπιαστικής συνθηκολόγησης, και
αύξησαν περαιτέρω τη δύναμη του κεμαλισμού, που κυριάρχησε στην τουρκική πολιτική σκηνή.
Για τους Τούρκους, ο πόλεμος γινόταν πλέον αγώνας για τη σωτηρία της χώρας τους και την
απελευθέρωση από τους εισβολείς.
Ακόμη και μετά την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1920) ο πόλεμος
συνεχίστηκε, παρά τα προεκλογικά αντιπολεμικά συνθήματα, και ενισχύθηκε το μέτωπο με νέα
επιστράτευση, αλλά διέθετε λιγότερο έμπειρους αρχηγούς λόγω των συνεχών εκκαθαρίσεων.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 139
Μεταξύ αυτών που αντικαταστάθηκαν ήταν και ο αρχιστράτηγος Λεων. Παρασκευόπουλος από
τον Αναστ. Παπούλα.
Ωστόσο, η προσπάθεια προέλασης ανατολικότερα, στις αρχές του 1921, απέτυχε θέτοντας το
δίλημμα: προέλαση για τη συντριβή του αντίπαλου ή άμυνα προς αξιοποίηση των κεκτημένων;
Τη δεύτερη επιλογή υποστήριζε ο Βενιζέλος από το εξωτερικό. Η κυβέρνηση όμως πίστευε ότι η
επέκταση των επιχειρήσεων θα οδηγούσε σε συντριβή του αντίπαλου και θα έδινε οριστικό
τέλος στο ζήτημα.
Την άνοιξη του 1921, η ελληνική επιθετική στρατηγική προβλήθηκε ως το τελικό χτύπημα, το
‘καίριο πλήγμα’ στην τουρκική πλευρά πριν από την οριστική συνθηκολόγηση. Οι προσδοκίες
διαψεύστηκαν λόγω της υπέρμετρης διεύρυνσης του μετώπου και της ικανής αντίστασης των
τουρκικών μονάδων που είχαν ισχυροποιηθεί. Η προέλαση στην εχθρική ενδοχώρα δημιούργησε
περισσότερα προβλήματα από όσα αναμένονταν.
Μάιος 1921: ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ έφτασε στη Σμύρνη για να διευθύνει τις μεγάλες
επιχειρήσεις.
Ιούλιος 1921: με την παρουσία του Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Δ. Γούναρη και με
βάση την εκτίμηση ότι χρειαζόταν λίγο για την ήττα του τουρκικού στρατού, αποφασίστηκε η
προέλαση μέχρι την Άγκυρα, κέντρο ισχύος του Κεμάλ. Το πλήγμα θα ήταν στρατιωτικό και
πολιτικό: αφενός θα έπληττε τη δύναμη κρούσης, αλλά και το ηθικό του Κεμάλ, αφετέρου θα
αποκαθιστούσε την ενδοσυμμαχική ενότητα αναστέλλοντας τις γαλλοκεμαλικές
διαπραγματεύσεις προσέγγισης, που βρίσκονταν τότε σε εξέλιξη.
Οι ελληνική προέλαση ως το Σαγγάριο και οι ήττες στα τέλη Αυγούστου σήμαναν την
εγκατάλειψη του αρχικού σχεδίου και την υποχώρηση του στρατού στην προηγούμενη αμυντική
γραμμή του Ιουλίου. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν μεγάλες, τα πυρομαχικά είχαν εξαντληθεί, ο
ανεφοδιασμός ήταν ελλιπής, τα κρούσματα απειθαρχίας και λιποταξιών αυξάνονταν.
Το χειμώνα 1921-22 η ελληνική κυβέρνηση αναζήτησε πολιτική λύση για μία ‘έντιμη απεμπλοκή’
και διπλωματική στήριξη στο εξωτερικό, χωρίς όμως επιτυχία, καθώς τα δεδομένα είχαν
μεταβληθεί:
i. Η Αγγλία, αναγνωρίζοντας τα νέα δεδομένα, προσανατολιζόταν στη λύση μιας νέας
συνθήκης ειρήνης με τον Κεμάλ, που δεν θα έθιγε τον τουρκικό εθνικισμό και γι’ αυτό θα
ήταν οριστική.
ii. Η Γαλλία, δυσαρεστημένη από τη Συνθήκη των Σεβρών, μετά την επιστροφή του
Κωνσταντίνου και δύσπιστη απέναντι στην ικανότητα του ελληνικού στρατού να κερδίσει
τον πόλεμο, είχε στραφεί προς την υποστήριξη των Τούρκων εθνικιστών και είχε
υπογράψει τη Συμφωνία της Άγκυρας (Franklin-Bouillon, Οκτώβριος 1921) για την
αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Κιλικία και την παραχώρηση πολεμικού
υλικού στον Κεμάλ.
iii. Η Ιταλία είχε στραφεί από πολύ νωρίς σε μια φιλοκεμαλική τακτική που διασφάλιζε τα
οικονομικά συμφέροντά της στη Μ. Ασία.
iv. Το σοβιετικό καθεστώς είχε πρώτο συνάψει με τον Κεμάλ Σύμφωνο Φιλίας και
Συνεργασίας (Μάρτιος 1921) για την προστασία των νότιων συνόρων της χώρας,
συμβάλλοντας στην ανατροπή της στάσης και των άλλων δυνάμεων.
Μετά από τις συνεχείς εκκλήσεις της Αθήνας και το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχε
περιέλθει, η Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι πρότεινε τελικά (Μάρτιος 1922) μια
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 140
συνθήκη ειρήνης που προέβλεπε αποχώρηση της Ελλάδας από τη Σμύρνη και τη μισή σχεδόν
ανατολική Θράκη [80 μίλια από την Κωνσταντινούπολη]. Την προστασία των χριστιανικών
μειονοτήτων θα αναλάμβανε η Κοινωνία των Εθνών. Οι Έλληνες φάνηκαν πρόθυμοι να δεχθούν
την ανακωχή και τους όρους.
Την πρόταση απέρριψε ο Κεμάλ (με γαλλική υποστήριξη), που απαιτούσε άνευ όρων αποχώρηση
του ελληνικού στρατού πριν από οποιαδήποτε συζήτηση.
13/26-8-1922: ξεκίνησε η γενική τουρκική αντεπίθεση, το ελληνικό μέτωπο (έκτασης 200 μιλίων)
διασπάστηκε χωρίς δυσκολία και η άμυνα κατέρρευσε, η ελληνική υποχώρηση μετατράπηκε σε
άτακτη φυγή συμπαρασύροντας και τον πληθυσμό. Η ολοκληρωτική επικράτηση του Κεμάλ στο
πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων του έδωσε τη δυνατότητα να εφαρμόσει απρόσκοπτα το
πολιτικό του πρόγραμμα: να εξοστρακίσει από τα τουρκικά εδάφη κάθε αλλογενές εθνικό ή
θρησκευτικό πληθυσμικό στοιχείο.
26-8/8-9-1922: το Γενικό Επιτελείο (υπό τον νέο αρχιστράτηγο Χατζηανέστη, ο οποίος είχε
αναλάβει μόλις στις 13 Μαΐου του ίδιου χρόνου) και ο Αρ. Στεργιάδης εγκατέλειψαν τη Σμύρνη.
Την επομένη το τουρκικό ιππικό και ομάδες ατάκτων μπήκαν στην πόλη. Ως τις 13 Σεπτεμβρίου
είχαν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες σφαγές και η πόλη πυρπολήθηκε.
Η Μικρά Ασία είχε ολοκληρωτικά και οριστικά χαθεί.
Τα ίδια συνέβησαν και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας και του Πόντου, από όπου οι Έλληνες
εκδιώχθηκαν χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να τους επιτραπεί να συλλέξουν τα υπάρχοντά
τους. Οι φυγάδες από τον Πόντο συγκεντρώθηκαν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας
(Σαμψούντα, Κερασούντα) σε μια προσπάθεια να διαπεραιωθούν με πλοία προς την
Κωνσταντινούπολη και μετά στην Ελλάδα, υπό άθλιες συνθήκες. Με τη μεσολάβηση των
συμμαχικών αρχών στην Κωνσταντινούπολη επιτεύχθηκε ελληνοτουρκική συμφωνία για τη
μεταφορά τους, επιχείρηση που κράτησε μέχρι τα μέσα του 1923.
εξουσίες θα μεταβιβάζονταν στις τουρκικές αρχές. Εντός αυτού του διαστήματος ο ελληνικός
πληθυσμός όφειλε να εγκαταλείψει την περιοχή.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Κεμάλ, φτάνοντας στη Σμύρνη το Σεπτέμβριο, είχε ήδη θέσει ως
προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση περί ειρήνης την επιστροφή στη συνοριακή γραμμή
Αίνου-Μήδειας (δηλ. στο δυτικό τμήμα της Θράκης) και αποζημίωση από την Ελλάδα,
απειλώντας μάλιστα με πόλεμο τους Συμμάχους που ήλεγχαν ακόμη την Κωνσταντινούπολη και
τα Στενά. Μπροστά στην απειλή αυτή, οι συμμαχικές κυβερνήσεις συμφώνησαν και πίεσαν την
Ελλάδα να πράξει το ίδιο, παρά το γεγονός ότι η ανατολική Θράκη δεν μπορούσε να θεωρηθεί
‘χαμένη υπόθεση’ για την Ελλάδα: Το Δ΄ Σώμα Στρατού δεν είχε υποστεί απώλειες αφού δεν είχε
ανάμιξη στον Μικρασιατικό Πόλεμο, απεναντίας είχε σημαντικά ενισχυθεί από τμήματα του
ελληνικού στρατού που διαπεραιώνονταν από τις απέναντι ακτές και είχε αναδιοργανωθεί. Η
περιοχή παραχωρήθηκε στην τουρκική διοίκηση προκειμένου να αποτραπεί η συνέχιση του
πολέμου μεταξύ των δυνάμεων του Κεμάλ και εκείνων της Αντάντ.
Έτσι, μέσα στον Οκτώβριο 1922 περίπου 200.000 πρόσφυγες πέρασαν υπό άθλιες συνθήκες στη
δυτική Θράκη και τη Μακεδονία, αρκετοί από αυτούς για δεύτερη φορά.
έκτακτου στρατοδικείου, όμως, δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες ούτε πριν από την έναρξη της
δίκης ούτε κατά τη διάρκειά της. Παρά τις αναμφισβήτητες ευθύνες τους για τη Μικρασιατική
Καταστροφή, η παραπομπή τους με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η καταδίκη τους
υπήρξαν πράξεις «εθνικής σκοπιμότητος», όπως παραδέχθηκε αργότερα και ο ίδιος ο Θεόδ.
Πάγκαλος, ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αναγκαιότητας της καταδίκης. Χωρίς
όμως το αιτιολογικό της εσχάτης προδοσίας δεν ήταν δυνατό να δοθεί απάντηση στο επιτακτικό
τις ημέρες εκείνες ερώτημα «τις πταίει;».
Η απόφαση του στρατοδικείου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρό του στις 15/28-11-1922∙ έκρινε
ένοχους όλους τους κατηγορούμενους και καταδίκαζε παμψηφεί σε θάνατο «τους Έξι». Οι
προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σωτηρία τους δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Εκτελέστηκαν μία μέρα αργότερα.
Τη νομιμότητα της δίκης και των εκτελέσεων ουδέποτε αναγνώρισαν οι αντιβενιζελικοί. Γι’
αυτούς, η εκτέλεση των έξι παρέμεινε εσαεί ‘τερατώδες έγκλημα’ που έμεινε ζωντανό στη
συλλογική μνήμη της παράταξης και καθόρισε τη μελλοντική στάση της απέναντι σε εκείνους
που θεωρούσε άμεσα υπεύθυνους.
Εντωμεταξύ, είχε ήδη παραιτηθεί η κυβέρνηση Κροκιδά υπό το βάρος των πιέσεων και στις
14/27 Νοεμβρίου ορκίστηκε νέα υπό τον Στ. Γονατά. Ο Νικ. Πλαστήρας έμεινε έξω από την
κυβέρνηση, παρέμενε όμως ως «Αρχηγός της Επαναστάσεως».
που επιτάθηκε ιδιαίτερα μετά και την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930 για
το διακανονισμό των περιουσιακών ζητημάτων.
Οι πρόσφυγες συνέβαλαν στην πληθυσμιακή αύξηση και –σε συνδυασμό με την ανταλλαγή των
πληθυσμών– στη μεταβολή των εθνολογικών δεδομένων υπέρ του ελληνικού στοιχείου
(Μακεδονία από 42,6% το 1913, σε 88% το 1928. Θράκη 17% και 62% αντίστοιχα).
Η μαζική εγκατάστασή τους έδωσε ώθηση στην αγροτική ανάπτυξη, με αύξηση των
καλλιεργούμενων εκτάσεων και της γεωργικής παραγωγής. Λόγω της καινοτόμου νοοτροπίας
τους, ήταν πιο δεκτικοί στην εισαγωγή νέων μεθόδων οργάνωσης και καλλιέργειας. Έτσι,
αξιοποιήθηκαν περιοχές που είχαν ερημωθεί από τους πολέμους.
Συνέβαλαν επίσης στη βιομηχανική ανάπτυξη λόγω της αύξησης του φθηνού εργατικού
δυναμικού και της ζήτησης αγαθών, κυρίως τροφίμων. Την εποχή της οικονομικής κρίσης,
ωστόσ, επλήγησαν ιδιαίτερα από την ανεργία.
Αρκετοί διατήρησαν την προηγούμενη επαγγελματική τους ιδιότητα (έμποροι που έσωσαν τις
περιουσίες τους, γιατροί, τραπεζικοί κ.ά.). Η εισροή προσφύγων έφερε αύξηση των
μικροεπιχειρηματιών και των εμπόρων.
Η κοινωνική ενσωμάτωση αποτέλεσε το ζητούμενο για πολλά χρόνια, οι εντάσεις με τους
γηγενείς δυσχέραιναν το συνολικό έργο.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 145
Επίλογος
«Οι πιο ελπιδοφόρες στιγμές της πολιτικής ιστορίας του ελληνικού κράτους και της ελληνικής
πολιτικής σκέψης συνδέονται με την επιδίωξη της αυτοπραγμάτωσης του οράματος της
ελευθερίας».
[Π. Κιτρομηλίδης, Το όραμα της ελευθερίας στην ελληνική κοινωνία]
Η θεώρηση της πορείας του έθνους υπό το πρίσμα της «ιστορίας της ελευθερίας» αποκαλύπτει
την αλληλουχία μεταξύ των πραγματώσεων της ελευθερίας και των επιτυχιών της εθνικής
ολοκλήρωσης, ενώ αντίστροφα υπογραμμίζει τις συμπτώσεις μεταξύ των εκδηλώσεων
αυταρχισμού, της περιστολής ή κατάργησης των ελευθεριών, με εθνικές καταστροφές και
τραγωδίες.
Οι τραγωδίες που συνέθεσαν τον κορμό της ελληνικής ιστορίας, ιδίως αυτή του 1922, δεν
επιβεβαιώνουν μόνο την αξία της ελευθερίας, αλλά και δικαιώνουν τις υποθήκες της πολιτικής
σκέψης της ελληνικής παλιγγενεσίας, έτσι όπως εκφράστηκαν με τον ωριμότερο τρόπο από τον
Αδαμάντιο Κοραή και κωδικοποιήθηκαν στα πολιτεύματα του Αγώνα.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 146
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναστασιάδης Γ., Πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελλάδας 1821-1941, Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη 2001.
Βακαλόπουλος Απ. Ε., Νέα ελληνική ιστορία 1204-1985, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1987.
Βακαλόπουλος Κ. Α., Νεοελληνική ιστορία (1204-1940), Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993.
Βερέμης Θ.−Κολιόπουλος Γ., Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα,
Καστανιώτης, Αθήνα 2006.
Γιανουλόπουλος Γ. Ν., “Η ευγενής μας τύφλωσις...”. Εξωτερική πολιτική και ‘εθνικά θέματα’ από
την ήττα του 1897 έως τη μικρασιατική καταστροφή, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003.
Dakin D., Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983.
− Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1984.
Διβάνη Λ., Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947). Απόπειρα πατριδογνωσίας,
Καστανιώτης, Αθήνα 2000.
Ιναλτζίκ Χ., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή, 1300-1600, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995.
Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τ. 10.
Καραμπελιάς Γ., Μια υπονομευμένη άνοιξη. Στις ρίζες της οικονομικής εξάρτησης, Εναλλακτικές
Εκδόσεις, Αθήνα 2013.
Κιτρομηλίδης Π. Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, ΜΙΕΤ, Αθήνα
1996.
Μαρωνίτη Ν., Το Κίνημα στο Γουδί εκατό χρόνια μετά. Παραδοχές, ερωτήματα, νέες προοπτικές,
Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.
Νταλέγκρ Ζ., Έλληνες και Οθωμανοί 1453-1923. Από την πτώση της Κωνσταντινούπολης έως την
καταστροφή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2006.
Παπασωτηρίου Χ., Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1996.
Πατρινέλης Χ.Γ., Συμβιβασμοί και προσδοκίες. Οι ηγετικές ομάδες του ελληνισμού της
Τουρκοκρατίας απέναντι στο εθνικό πρόβλημα, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1988.
Πετρόπουλος Γ. Α., Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ,
Αθήνα 1985, τ. 2.
Πιζάνιας Π. (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Κέδρος, Αθήνα
2009.
Quataert D., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922, Αλεξάνδρεια, Αθήνα
2006.
Σβορώνος Ν. Γ., Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1987.
Τζόκας Σπ., Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Οδοιπορικό στον
19ο αιώνα, Θεμέλιο, Αθήνα 1999.
Woodhouse C. M., Η ιστορία ενός λαού. Οι Έλληνες από το 324 έως σήμερα, Τουρίκης, Αθήνα
2008.
Χασιώτης Ι. Κ., Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης. Ο ελληνικός κόσμος
στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001.
− Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1976.
ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 147