Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 87

ΔΩΡΑ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΓΛΟΥ‐ΚΑΣΩΤΑΚΗ 

ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ 

ΑΘΗΝΑ 2002

   

Digitized by 10uk1s 
Για  τον  ξεριζωμό  των  Ελλήνων  της  Μικρασίας  έχουν  γραφτεί  πολλά  βιβλία.  Το  συγκεκριμένο 
βιβλίο δίνει την εικόνα των ανθρώπων αυτών πώς ρίζωσαν, πώς έφτιαξαν τη ζωή τους από την 
αρχή,  χωρίς  χρήματα,  στέγη,  με  μικρά  παιδιά  που  για  κακή  τους  τύχη  τα  περισσότερα  είχαν 
χάσει τον πατέρα τους. 

Τα περιγραφόμενα γεγονότα αγγίζουν όχι μόνο τους πρόσφυγες που κατοίκησαν στη γειτονιά 
που  περιγράφεται  (Νίκαια)  αλλά  και  σ'  όλα  τ'  άλλα  μέρη  της  Ελλάδος  ακόμη  και  όπου  αλλού 
πήγαν μετά από τον μεγάλο ξεριζωμό οι Έλληνες. 

Digitized by 10uk1s 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
Καμιά φορά σε ανύποπτο χρόνο, εκεί που κάθεσαι, σου περνούν από τη σκέψη λογιών λογιών 
συναισθήματα, μνήμες,  γεγονότα, ιδέες και λες: γιατί όλες αυτές τις παλιές διαδρομές, καλές 
και  κακές,  στάσεις  και  σταθμούς  να  μην  τις  αποτυπώσω  σ'  ένα  κομμάτι  χαρτί  που  μετά  από 
χρόνια τα εγγόνια μου θα έχουν μια εικόνα, για τον τόπο και τον τρόπο που μεγάλωσαν οι πριν 
από αυτούς; Αρχίζω την ιστορία, μια ιστορία γεμάτη αληθινά γεγονότα που έζησα, που έζησαν 
οι  πριν  από  εμένα  και  που  μου  τα  διηγήθηκαν.  Οι  πρωταγωνιστές  είναι  αληθινοί.  Μόνο  τα 
ονόματα διαφέρουν. 

Το  στενάκι  που  μεγάλωσα  είναι  και  σήμερα  σχεδόν  όπως  το  άφησα.  Μικρό,  γραφικό,  με  την 
ίδια πεζούλα που καθόμασταν τα καλοκαιρινά βράδια. Βελτιώθηκε ο δρόμος, με άσφαλτο και 
ανάμεσά του έχουν ξεπεταχτεί τρία πολυώροφα κτίρια. 

Πιστεύω,  ότι  περιγράφοντας  κάτι  από  τη  δική  μου  ζωή,  ο  αναγνώστης  θα  φανταστεί  τη  δική 
μου  γειτονιά  σαν  την  δική  του  και  μέσα  από  την  αφήγησή  μου  θα  καταλάβει  τη  ζωή  των 
ανθρώπων  που  ξεριζώθηκαν  από  την  Μ.  Ασία  και  ήλθαν  πρόσφυγες  στην  Ελλάδα.  Για  όλους 
αυτούς η ιστορία μου, είναι περίπου η δική τους. Είχα την τύχη με τον 

Σύλλογο των  Εφεσίων Νικαίας να  επισκεφτώ  το χωριό της μητέρας μου και να  δω  από  κοντά 


τον Κιρκιντζέ, όπως τον λένε, τον τόπο που γεννήθηκε. Πράγματι ωραίο χωριό. 

Κάποιο βράδυ μη έχοντας ύπνο σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και άρχισα να κάνω βόλτες στην 
βεράντα του σπιτιού μου. Βρισκόμαστε τώρα στο έτος 1999 και ακριβώς απόψε Μάρτη μήνα 
αρχίζω  να  γράφω,  θέλω  να  ταξιδέψω  σε  καιρούς  που  είναι  μακρινοί,  αλλά  έχουν  μείνει 
ριζωμένοι μέσα μου και δεν έχουν ξεθωριάσει καθόλου. 

Digitized by 10uk1s 
Η κόρη ενός πρόσφυγα από την Μ. Ασία 
Οι φωνές της μάνας μου την ώρα που με γεννούσε σκεπάστηκαν από τις κραυγές αγωνίας του 
κόσμου που μόλις μάθαινε, ότι η Ιταλία μάς κηρύσσει τον πόλεμο. 

Δεν νομίζω ο ερχομός μου ότι σκόρπισε χαρά, μια που ο πατέρας μου έφυγε για τη Μακεδονία 
και η μητέρα μου δεν ήθελε να με δει, γιατί καθώς έλεγε είχε πολύ δύσκολη γέννα και ήμουν 
ένα  κακάσχημο  μωρό  με  στραβό  στόμα  και  το  πρόσωπό  μου  ήταν  γεμάτο  πληγές  από  τον 
δύσκολο τοκετό. Οι τύψεις αργότερα την έκαναν να με πάρει στην αγκαλιά της και από εκείνη 
τη στιγμή μου πρόσφερε ότι περισσότερα ήξερε και μπορούσε. 

Γεννήθηκα  στα  σύνορα  Π.  Κοκκινιάς  και  Ρέντη.  Στην  οδό  «Γρηγορίου  του  Ε'»,  ο  δρόμος  μας 
ήταν  ένα  στενό  δρομάκι  με  είκοσι  σπίτια.  Ήταν  κάθετο  στην  οδό  Θηβών  και  συνέχιζε  στα 
πλούσια  περιβόλια  του  Ρέντη.  Η  Θηβών  ήταν  τότε  χωματόδρομος  και  η  γιαγιά  μου  έλεγε  ότι 
ένας  μεγάλος  άρχοντας  ο  Μαλικούτης,  σπουδαίος  άνθρωπος  και  μεγάλος  περιβολάρης,  είχε 
σκεπάσει το χώμα με άσφαλτο. Από εκεί περνούσαν τα κάρα που φόρτωναν από τα περιβόλια 
όλα τα κηπευτικά. Τον κ. Μαλικούτη, δεν ξέρω γιατί η γιαγιά μου τον φώναζε Μάη και όχι κ. 
Μιχάλη  που  ήταν  το  όνομά  του.  Είχε  αποκτήσει  τέσσερα  παιδιά  και  τη  γυναίκα  του  την  είχε 
αρχόντισσα. Οι εργάτες έλεγαν ότι η κ. Μαλικούταινα κάθε Σάββατο έβαζε την υπηρέτριά της 
και της έκανε μπάνιο με γάλα, αλλά βέβαια δεν ήταν αλήθεια. 

Λοιπόν  και  η  οδός  «Γρηγορίου  του  Ε'»  ήταν  με  χώμα  που  στη  συνέχεια  όλα  τα  νοικοκυριά 
αποφάσισαν να την σκεπάσουν με τσιμέντο. Στη μέση είχαν αφήσει ένα αυλάκι για να πετάνε 
οι νοικοκυρές τα νερά από τις μπουγάδες που έκαναν στη σκάφη τους. Τα νερά βέβαια πάντα 
στη  συνέχεια  τα  σκούπιζαν  και  κάθε  εβδομάδα  το  αυλάκι  το  άσπριζαν  οι  νοικοκυρές  με  την 
σειρά.  Τα  σπίτια  ήταν  χτισμένα  με  πλίνθους.  Δηλαδή  στεγνωμένο  χώμα  που  είχε  ζυμωθεί  με 
ασβέστη και νερό. Μερικές φορές έβαζαν και άχυρο για να είναι πιο στέρεοι. Η γιαγιά μου το 
είχε αγοράσει το 1935 από μια οικογένεια Αρμενίων. Αργότερα το έδωσε προίκα στην μητέρα 
μου.  Ήταν  σκεπασμένο  με  κεραμίδια  και  στις  γωνίες  υπήρχαν  ακροκέραμα.  Όλο  και  όλο  το 
σπίτι ήταν δύο δωμάτια το καθένα 3x3 και μια μικρή κουζίνα. 

Στο  καθιστικό  είχαμε  μια  σκαλιστή  ντουλάπα  και  ένα  τραπέζι  με  έξι  καρέκλες.  Έναν  ωραίο 
βελούδινο  καναπέ  και  μια  σκαλιστή  κομόντα.  Όλα  φτιαγμένα  από  τον  μαστραντώνη  που 
αγαπούσε  την  μητέρα  μου,  αλλά  εκείνη  είχε μάτια από δέκα  εξ  χρονών  μόνο  για  τον  πατέρα 
μου.  Μεγαλόψυχος  ο  κυρ‐Αντώνης,  έλεγε  η  γιαγιά  μου.  Ωραιότερα  έπιπλα  δεν  είχε  φτιάξει 
ποτέ. 

Κοιμόμουν  στο  ίδιο  δωμάτιο  με  τους  γονείς  μου  μέχρι  τα  δεκατέσσερά  μου.  Θυμάμαι  ότι 
φοβόμουν  πολύ.  Το  σκοτάδι,  ο  θόρυβος,  οι  σκιές  με  φόβιζαν  και  καμιά  φορά  τρύπωνα 
ανάμεσά  τους.  Ακόμη  και  σήμερα  θυμάμαι  την  ανάσα  τους  και  το  σφιχτό  αγκάλιασμά  τους. 
Μερικές φορές σαν θύμωναν το εύρισκα πρόφαση χωνόμουν ανάμεσά τους και τους έσμιγα τα 
χέρια τους για να τους περάσει ο θυμός. 

Στην  κουζίνα  είχαμε  κρεμασμένη  την  πιατοθήκη.  Θυμάμαι  τα  ράφια  πάντα  στολισμένα  με 
κεντημένο χασέ στο χέρι και πολύχρωμα λουλούδια στα πιάτα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με 
καρό τραπεζομάντιλο και στην άκρη τελείωνε με χειροποίητη δαντέλλα. Θυμάμαι την μητέρα 
μου  έπαιρνε  κόλλα  άσπρη  την  έλειωνε  και  με  αυτήν  κολλάριζε  ότι  χρειαζόταν  κόλλα.  Ακόμη 

Digitized by 10uk1s 
θυμάμαι  το  σίδερο  που  το  ζέσταινε  με  τα  κάρβουνα  και  κολλάριζε  και  τους  γιακάδες  από  τα 
πουκάμισα του πατέρα μου. 

Σε μια άκρη ήταν ο νεροχύτης φτιαγμένος από μια γούρνα από μωσαϊκό. Από πάνω κρεμότανε 
ένα  μικρό  δοχείο  για  νερό  με  τη  βρύση  του.  Πάντα  δίπλα  στον  νεροχύτη  υπήρχε  μια 
πεντακάθαρη πετσέτα. 

Η  τουαλέτα  ήταν  στην  αυλή  και  σε  μια  άκρη  ήταν  κρεμασμένη  η  σκάφη  που  την 
χρησιμοποιούσαμε  για  το  μπάνιο  μας  και  για  την  μπουγάδα.  Τις  κρύες  νύχτες  του  χειμώνα 
ανάβαμε  σ'  ένα  κουτί  οινόπνευμα  για  να  ζεσταθεί  ο  χώρος.  Θυμάμαι  τον  πατέρα  μου  καμιά 
φορά κουραζόταν και η μητέρα μου του έβαζε νερό σε μια λεκάνη και εκεί που καθότανε του 
έπλενε  τα  πόδια.  Αλλά  και  όταν  ερχότανε  τις  Κυριακές  από  την  ολοήμερη  πεζοπορία  του,  η 
μητέρα  πάντα  τον  περίμενε  με  μια  λεκάνη  με  ζεστό  νερό.  Καμιά  φορά  θυμάμαι  του  έλεγα 
κρυφά: 

—Πες  της  πατέρα  ευχαριστώ  και  δώσε  της  και  κανένα  φιλάκι.  Αηδίες!  Μου  απαντούσε  ο 
πατέρας.  Οι  άνδρες  δεν  κάνουν  τέτοιες  σαχλαμάρες.  Την  αγάπη  τους  την  δείχνουν  με  έργα. 
Αυτός ήταν ο πατέρας μου. 

Η  αυλή  μας  ήταν  γεμάτη  λουλούδια.  Μόλις  έμπαινες  στο  σπίτι  μας  μοσχοβολούσε  το 
αγιόκλημα.  Η  γαζία  όταν  άνθιζε  σκορπούσε  την  ευωδιά  της  σε  όλη  τη  γειτονιά.  Δεξιά  και 
αριστερά  υπήρχαν  φρεσκοβαμμένοι  τενεκέδες  με  κάθε  λογής  λουλούδι.  Η  αμπερόριζα  ήταν 
απαραίτητη.  Η  μητέρα  μου  έλεγε  ότι  της  θύμιζε  το  σπίτι  της  στην  πατρίδα.  Κάθε  φορά  που 
έκανε κυδώνι γλυκό πάντα έριχνε ένα κλωνάρι αμπερόριζα για να μοσχομυρίσει. 

Όλα  τα  σπίτια  της  γειτονιάς  μου  κάπως  έτσι  ήταν.  Ο  δρόμος  ήταν  στενός  και  με  δυσκολία 
περνούσε ο μανάβης με το κάρο του. Θυμάμαι τον κ. Φοίβο και τι δεν κουβαλούσε κάθε πρωί. 
Είχε  μάθει  και  μερικά  τούρκικα  και  κάθε  φορά  που  έστριβε  το  στενό  φώναζε:  (Έχω  καλές 
πατιλτζάν), δηλαδή καλές μελιτζάνες. Ήξερε ότι στο στενάκι ζούσαν δέκα οκτώ οικογένειες από 
την  Μ.  Ασία  και  δυο  από  την  Κρήτη  και  την  Χίο.  Μόλις  τον  άκουγαν  όλες  οι  νοικοκυρές 
έβγαιναν  από  τα  σπιτικά  τους.  Η  κ.  Ρενέ  πάντα  έβγαινε  με  την  σατέν  ρόμπα  της  και  τα 
ατλαζένια γοβάκια της. Ο κ. Φοίβος κάθε φορά που την έβλεπε έβγαζε και ένα αναστεναγμό. 
Πολύ  φιλάρεσκη  η  κ.  Ρενέ,  ποτέ  όμως  δεν  του  έδινε  δικαίωμα.  Απλώς  της  άρεσε  να  την 
καμαρώνουν. 

Ο κ. Λέλος δεν είχε πρόβλημα με το στενάκι μας, κουβαλούσε τα ψάρια του σ' ένα πανέρι που 
το στερέωνε πάνω στο κεφάλι του.  Γρήγορα όμως ο κ. Λέλος μας άφησε  χρόνους. Μια κακιά 
αρρώστια που αργότερα μάθαμε πως την λέγανε καρκίνο, τον πήρε από κοντά μας. 

Από  την  γειτονιά  περνούσε  και  ο  πραματευτής  για  ν'  αγοράσουν  οι  νοικοκυρές  κανένα 
μασουράκι. Ο παγωτατζής για παγωτό χωνάκι. Πολύ αργότερα όταν η γειτονιά πήρε τα πάνω 
της, οικονομικά, η κ. Ειρήνη πουλούσε σεντόνια, πετσέτες και άλλα νοικοκυριά που αγόραζαν 
οι μανάδες προικιά για τις κόρες τους. 

Αποχέτευση  δεν  υπήρχε  και  κάθε  τόσο  η  γειτονιά  γέμιζε  ευωδιές  από  τα  κάρα  που  με  τα 
βαρέλια  τους,  μετέφεραν  τις  ακαθαρσίες,  από  τους  βόθρους.  Το  χειμώνα  μόλις  έπιαναν  τα 
κρύα, η γειτονιά έφτιαχνε πιτταράκια. Δηλαδή μεγάλους βόλους από πυρήνα και ασβέστη. Τα 

Digitized by 10uk1s 
στεγνώναμε  και  με  αυτά  ανάβαμε  τις  φουφούδες  για  να  ζεσταθούμε.  Πάντα  έκανα  έκπληξη 
στην  μητέρα  μου.  Το  βράδυ  καθώς  γύριζε  κατάκοπη  από  την  δουλειά  εύρισκε  τα  πιτταράκια 
φτιαγμένα και αν είχαμε ξεμείνει δανειζόμουνα από κάποια γειτόνισσα και με πρώτη ευκαιρία 
τις  τα  επέστρεφα.  Χαιρόμουνα  που  η  μητέρα  μου  και  ο  πατέρας  μου  ξυλιασμένοι  καθώς 
γύριζαν το βράδυ, εύρισκαν ζεστασιά και μερικές φορές, κάστανα ψημένα στη στάχτη. 

Από τη γειτονιά μόνο η μητέρα μου δούλευε. Ήθελε όπως μου έλεγε να φτιάξει το σπίτι μας. Ν' 
αλλάξει τα  παράθυρα και να ρίξει πλάκα από επάνω για  να σταματήσει τον χειμώνα  το  νερό 
που έμπαινε στο σπίτι μας. 

Ένοιωθα  πολύ  υποχρεωμένη  στους  γονείς  μου  βλέποντας  τον  αγώνα  τους  και  θεωρούσα 
υποχρέωσή μου να προσφέρω και εγώ κάτι. Ήμουν οκτώ χρονών. Η μόνη μου διασκέδαση κάθε 
μήνα ήταν η βόλτα που κάναμε με τη γιαγιά μου τη Ζαφειρώ. θυμάμαι κάθε φορά που ήτανε 
να πληρωθεί με έπαιρνε μαζί της. Αγοράζαμε παστέλια, κουλουράκια και πηγαίναμε επίσκεψη 
σε  μια  φίλη  της  που  ζούσε  στις  προσφυγικές  παράγκες  της  Δραπετσώνας.  Και  στην 
Δραπετσώνα  έβλεπα  το  ίδιο  σκηνικό  όπως  και  στο  στενάκι  μας.  Όλοι  ήταν  φτωχοί 
βιοπαλαιστές.  Ο  φούρναρης,  ο  μανάβης,  ο  ψαράς,  ο  κουρέας  και  πάει  λέγοντας,  όπως  έλεγε 
και η θεια μου η Καλλιόπη, αδελφή της μητέρας μου. 

Θυμάμαι  ότι  ο  πατέρας  μου  έκανε  τρεις  δουλειές.  Το  πρωί  σηκωνότανε  στις  τρεις  η  ώρα  και 
δούλευε  στο  φούρνο  του  κ.  Φώτη  που  κρατούσε  και  τα  λογιστικά  βιβλία  του  φούρνου.  Ο 
πατέρας  είχε  σπουδάσει  στο  Κολλέγιο  της  Πόλης.  Ανάμεσα  στις  φίλες  του  ήταν  η  Ελένη 
Χαλκούση  και  η  δ.  Μποστράτου  που  είχα  την  τύχη  αργότερα  να  την  έχω  καθηγήτρια  στο 
Αμερικάνικο Κολλέγιο που φοίτησα. Στη συνέχεια δούλευε σε κουρείο και τα Σαββατοκύριακα 
έπαιρνε ένα βαλιτσάκι με μπλούζες πλεκτές και τις πουλούσε στην Ν. Ιωνία εκεί που υπήρχαν 
πολλοί πρόσφυγες και συγγενείς μας. 

Οι γυναίκες τα πρωινά έκαναν τις «βεγγέρες» τους και έπιναν το καφεδάκι τους που συνήθως 
ήταν  καβουρτισμένο  ρεβύθι.  Πρόσεχαν  να  το  αλέθουν  καλά  με  τον  μύλο  για  να  μπορούν  να 
γυρίζουν  το  φλιτζάνι  και  να  μην  έχει  χοντρά  κομμάτια.  Πολλές  φορές  έπιαναν  και  τον 
ονειροκρίτη  και  τους  εύρισκε  το  μεσημέρι.  Την  τελευταία  στιγμή  θυμόνταν  ότι  δεν  είχαν 
μαγειρέψει. Οι τηγανιτές πατάτες ήταν εύκολο φαγητό και σε όλα τα παιδιά άρεσαν πολύ. Στις 
«βεγγέρες»  κουβέντιαζαν  και  τις  δυσκολίες  τους  και  μέσα  από  αυτές  είχαν  βρει  τρόπους  να 
βοηθάνε ανθρώπους που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα, υγείας, σχέσεων, φτώχειας και 
άλλα. 

Μια φορά την εβδομάδα μάζευαν όλες τις γυναίκες της γειτονιάς και διάβαζαν εδάφια από την 
Αγία Γραφή. Όταν ήθελαν να συγκεντρώσουν χρήματα έκαναν λαχειοφόρο αγορά. Η μοδίστρα 
της  γειτονιάς  είχε  αναλάβει  να  μαθαίνει  δωρεάν  τα  κορίτσια  της  γειτονιάς  κοπτική.  Θυμάμαι 
τότε για να μάθεις να κόβεις τα ρούχα, έπρεπε να πληρώνεις στην μοδίστρα σου τρεις λίρες. 

Αργότερα,  όταν  το  μεροκάματο  έγινε  πιο  τακτικό,  οι  μυρωδιές  από  φαγητά  σκέπαζαν  την 
γειτονιά και τακτικά άκουγες τον κ. Ανέστη να λέει στην κ. Κούλα: Γκιζίμ (κόρη μου) βάλε την 
πλάκα του τραγουδιού «δεν ημπορώ να κλαίω πια, μαράθηκε η καρδιά μου». 

Η κ.  Αθηνά  έφτιαχνε  καταπληκτικά σουτζουκάκια.  Για  να  γίνει  νόστιμο το σουτζουκάκι  έλεγε, 


θα βρέχετε το ψωμί με κόκκινο κρασί και όχι νερό. Πράγματι ήταν πολύ νόστιμα. Η κ. Κατίγκω 

Digitized by 10uk1s 
έφτιαχνε  ωραία  τυρόπιττα  με  βούτυρο  γάλακτος,  και  η  κ.  Σιρβάτ  αρμένικες  πίττες.  Θυμάμαι 
πόσο  αφράτο  και  φουσκωτό  ήταν  το  ζυμάρι.  Πάνω  σε  αυτό  έβαζε  ωμό  κιμά  με  κρεμμύδι, 
μαϊντανό,  ντομάτα  και  μπόλικα  καρυκεύματα  που  μοσχομύριζαν.  Όλα  τα  μπαχαρικά 
αγορασμένα  από  το  μπαχαρτζίδικο  του  Ιορδάνη.  Το  ουζάκι  συνοδευόταν  με  οκταποδάκι  και 
κάθε λογής θαλασσινά. Η μητέρα μου με έβαζε να βρέχω ξερούς τσίρους, τους κάναμε ψητούς 
στη γκαζιέρα μέσα σε λαδόκολλα και ρίχναμε λάδι και ξύδι. 

Τα βράδια του χειμώνα καθώς οι άνδρες παίζανε ξερή, για να περάσει η ώρα, ψήναμε κάστανα 
στο μαγκάλι ή βράζαμε φασκόμηλο με κανέλλα για ρόφημα. Οι γυναίκες κάτω από την λάμπα 
κεντούσαν τα προικιά των κοριτσιών τους. 

Τα καλοκαίρια βγάζαμε τις καρέκλες μας έξω από τις πόρτες των σπιτιών μας. Η Ανθίππη είχε 
αγοράσει  ψυγείο  με  πάγο  και  κάθε  τόσο  μας  έφερνε  κρύο  νερό.  Για  να  περάσει  η  ώρα  τα 
βράδια,  ακούγαμε  ιστορίες  από  τις  χαμένες  πατρίδες  και  πολλές  φορές  τους  μεγάλους  τους 
έπιανε  το  μεράκι  και  τραγουδούσαν.  Αλλοίμονο  αν  περνούσε  καμιά  «παστρικιά»  από  άλλη 
γειτονιά. Στην αρχή την παίνευαν και στο τέλος, της έβγαζαν, όπως έλεγαν όλα τα άπλυτα στην 
φόρα. 

Πολλές φορές ο πατέρας μου κοιμόταν έξω στην αυλή και τους φώναζε να σταματήσουν. Αν η 
κουβέντα συνεχιζόταν με στόχο την άμοιρη κοπέλα σηκωνότανε με τα μακριά σώβρακά του και 
μας  φώναζε  να  σταματήσουμε.  Όλες  μόλις  τον  βλέπαμε  βάζαμε  τα  γέλια  και  αλλάζαμε 
συζήτηση. 

Τις  Κυριακές  μαζευόμασταν  στο  σπίτι  μας.  Ο  πατέρας  έπαιζε  ωραίο  ούτι  και  η  Γιάννα 
τραγουδούσε πολύ ωραία. Θυμάμαι ότι αρχίζανε με τα μικρασιατικά και έφταναν σε τραγούδια 
Τσιτσάνη,  Μπάτη,  Μπαγιαντέρα,  Εσκενάζυ  και  κατέληγαν  στο  Μάρκο  Βαμβακάρη.  Ο  Μάρκος 
έμενε πολύ κοντά στο σπίτι μου. Σήμερα η οδός του από οδός Οφρυνίου έχει ονομαστεί οδός 
Μ.  Βαμβακάρη.  Η  μητέρα  έλεγε  ότι  νέος  ήταν  αδύνατος  με  ένα  λεπτό  μουστακάκι  και 
τραγούδησε  στο  γάμο  της  φίλης  της.  Πολλές  φορές  τον  συναντούσες  να  κάθεται  σε  μια 
πολυθρόνα  έξω από το σπίτι του  και  να βλέπει  τους  περαστικούς.  Άλλες πάλι  φορές πήγαινε 
και  συναντούσε  στο  καφενείο  της  γειτονιάς  του  (του  Αβραάμ)  τους  ανθρώπους  που  τον 
έψαχναν ή τον περίμεναν. 

Ο πατέρας συνήθιζε να λέει: 

—Ο  Βαμβακάρης  είναι  γνήσιος  Ρεμπέτης.  Αυτός  είναι  η  αρχή  που  θα  δοξαστούν  και  οι 
παρακατιανοί, όπως συνηθιζόταν να τους λένε και πραγματικά το αξίζουν. 

Digitized by 10uk1s 
Προσκύνημα στον Άγ. Γιάννη του Ρέντη 
Στην  οδό  Θηβών  κάναμε  τις  βόλτες  μας  και  οι  πιο  μεγάλες  συναντούσαν  τους  αγαπημένους 
τους και έλεγαν και καμιά καλησπέρα. Χαμογελούσε ο ένας στον άλλον και ο νεαρός της έλεγε 
με  τρόπο  ότι  την  άλλη  μέρα  το  μεσημέρι  θα  περάσει  από  το  σπίτι  της  για  να  την  δει. 
Πηγαινοερχόμασταν  την  ίδια  απόσταση  στον  ίδιο  δρόμο  αρκετές  φορές  και  πάντα  εμείς  οι 
μικρότερες  παρακολουθούσαμε  και  βλέπαμε  το  ίδιο  σκηνικό.  Το  πολύ  πολύ  να  πηγαίναμε 
κανένα  ραβασάκι  στον  άλλο  που  μας  έδειχναν  που  όριζε  την  ώρα  συνάντησης.  Αγοράζαμε 
πασατέμπο από τον κ. Σωτήρη, τσιχλόφουσκες από την κ. Μαρίνα, και τσιγάρα για τους γονείς 
μας από τον κ. Ραφαέλο. Κάθε φορά που πέταγε ο πατέρας μου την γόπα του, έβγαινα έξω και 
κρυφά την κάπνιζα. Νομίζω ότι το καταλάβαιναν πολλές φορές οι γονείς μου και ενώ γελούσαν 
κρυφά,  με  απέτρεπαν  από  την  κίνησή  μου  αυτή.  Φαίνεται  ότι  δεν  μου  άρεσε  και  πολύ,  γιατί 
ποτέ δεν έμαθα να φουμάρω, όπως έλεγε ο κ. Δημήτρης. 

Εκεί  κοντά  ήταν  ο  Πράσινος  Μύλος,  το  Ρωσικό  Μπαρ  και  πιο  κάτω  το  γυαλάδικο  του 
Αράμπογλου.  Κοντά  ήταν  και  η  ταβέρνα  του  Παπάζογλου  και  πιο  πέρα  ένας  υπαίθριος 
κινηματογράφος. Στο βάθος προς τα περιβόλια ήταν τα βυρσοδεψεία, τα ταμπάκικα, όπως τα 
έλεγαν και κάθε φορά που περνούσαμε για να πάμε στο ποδηλατοδρόμιο, το σημερινό γήπεδο 
του Ολυμπιακού, κλείναμε τη μύτη μας γιατί τα δέρματα μύριζαν απαίσια. 

Διασχίζοντας  ένα  άλλο  χωματόδρομο  από  την  οδό  Θηβών  την  σημερινή  οδό  Θεσσαλονίκης, 
περνούσαμε ανάμεσα από τα περιβόλια με κάθε λογής εποχιακά κηπευτικά. Μέχρι τις γραμμές 
του τραίνου περνούσαμε από τα περιβόλια του Μαλικούτη, του Τσιρίκου και δεν θυμάμαι και 
ποιων άλλων. Με μάγευε αυτή η διαδρομή. Πολλές φορές ξάπλωνα και χανόμουνα μέσα στα 
στάχυα, τα χόρτα και έκανα κουτρουβάλες, όπως τις λέγαμε. Σπάνια περνούσε κανένα κάρο και 
άκουγα τον αμαξά να φωνάζει στα άλογά του να σταματήσουν. 

Στ' αριστερά μου μόλις ξεκινούσα αυτή τη διαδρομή, βάδιζα πλάι πλάι σε μια μακριά μάντρα. 
Μέσα  σ'  αυτή  ήταν  κτισμένο  ένα  παραμυθένιο  σπίτι,  πύργος,  όπως  αυτούς  που  διάβαζα  στα 
παιδικά  βιβλία  μου.  Ο  πύργος  αυτός  ήταν  του  Σερπιέρη  που  μετέπειτα  τον  πούλησε  στον  κ. 
Μαλικούτη. Η γιαγιά μου, όταν ήλθαν πρόσφυγες, δούλεψε στα περιβόλια του κ. Μαλικούτη. Ο 
κ. Μιχάλης όταν έμαθε ότι η γιαγιά Ζαφειρώ είχε να θρέψει τρία ανήλικα ορφανά, κάθε βράδυ 
που έφευγε τής γέμιζε την ποδιά της με παραπανίσια ζαρζαβατικά. Ο πύργος ήταν στο βάθος 
ενός τεράστιου κτήματος. Υπήρχαν δύο είσοδοι. Μια για τα κάρα και μια κυρία είσοδος με μια 
σκαλιστή τεράστια σιδερένια μαύρη πόρτα. Για τους πρόσφυγες ήταν μια πρόκληση ο πύργος 
αυτός και όμως κανείς δεν τον ζήλευε. Καμαρώναμε που τον είχαμε κοντά μας. Άκουγα καμιά 
φορά  τη  γιαγιά  μου  να  λέει.  Καλέ  το  σπίτι  αυτό  παλιά  είχε  και  θέατρο  για  να  διασκεδάζει  ο 
οικοδεσπότης τους καλεσμένους του με επαγγελματικούς θιάσους. Ο πύργος αυτός βέβαια δεν 
είχε κανένα μυστήριο παραμυθιού. Ήταν μια φωλιά γεμάτη ζεστασιά για την οικογένειά τους, 
για τους συγγενείς και τους φίλους τους. 

Ήμουν πολύ τυχερή που γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους. Μετά από πολλά χρόνια είπα σε μια 
από τις δύο κόρες τού κ. Μιχάλη: 

«Μαρία  για  πολύ  καιρό  ο  πατέρας  σου  τάιζε  τη  φαμίλια  της  γιαγιάς  μου.  Δεν  ξέρω  αν  είναι 
τυχαίο, μετά από σαράντα χρόνια εσύ και η αδελφή σου, η Κικίτσα, όπως μου άρεσε πάντα να 
την λέω, μου δώσατε την ευκαιρία για μάθηση». Πολλές φορές ακόμη και σήμερα πιάνω τον 

Digitized by 10uk1s 
εαυτό  μου  να  λέω  και  να  κάνω  πράγματα  που  είχα  υιοθετήσει  από  αυτές  τις  δύο  κοπέλες. 
Αυτός ήταν ο Πύργος του κ. Μιχάλη με τον ανθρώπινο θησαυρό μέσα του. 

Με κυρίευσε το συναίσθημα και ξέχασα την αφήγησή μου. Απέναντι από τον Πύργο που σας 
περιέγραψα  ήταν μια  μεγάλη  στέρνα που  μου άρεσε  πάντα να  σκύβω και να πλένω τα χέρια 
μου. Πολλά φιλαράκια μου, έκαναν μπάνιο αλλά εγώ φοβόμουνα το μαγγάνι καθώς γυρνούσε 
και  με  δύναμη  έτρεχε  και  έριχνε  το  νερό  μέσα  στην  στέρνα.  Τις  σκέψεις  μου  καθώς 
περπατούσα  ξέγνοιαστη  σταματούσε  καμιά  φορά  το  κουδούνισμα  από  κανένα  ποδήλατο  για 
να κάνω στην άκρη. Που αυτοκίνητο!!! 

Καμιά  φορά  και  ο  θόρυβος  του  τραίνου  με  προειδοποιούσε  να  είμαι  πιο  προσεκτική,  γιατί 
έφτανα  στις  γραμμές  περπατώντας,  απερίσκεπτα.  Το  τοπίο  άλλαζε  όταν  από  μακριά  έβλεπα 
την  εκκλησία  του  Άι‐Γιάννη  ενώ  στα  αριστερά  μου  ήταν  οι  προσφυγικές  πολυκατοικίες, 
κάτασπρες και νοικοκυρεμένες. Και αυτοί στον Ρέντη είχαν έλθει με το μεγάλο ξεσηκωμό. Είχαν 
φέρει μαζί τους τα ντέρτια  τους  και είχαν  αφήσει  πίσω τους αγαπημένα  πρόσωπα. Πριν μπω 
στην  εκκλησία  άλλαζα  τα  λασπωμένα  μου  παπούτσια  και  φορούσα  καθαρά  και  με  ευλάβεια 
φιλούσα την Άγια εικόνα. 

Καθώς  κατηφορίζαμε  για  την  εκκλησία  βλέπαμε  τους  μικροπωλητές  να  έχουν  απλωμένες  τις 
πραμάτειες  τους.  Από  την  προηγούμενη  ημέρα  ο  φίλος  μου  ο  Τάσος  πάνω  σ'  ένα  παιδικό 
καροτσάκι  είχε  βάλει  μια  μεγάλη  τάβλα  και  πάνω  σ'  αυτή  πολύχρωμα  μπαλόνια,  τσίχλες  και 
μερικά  ζαχαρωτά.  Όλα  ήταν  φτιαγμένα  από  την  μητέρα  του  με  ζάχαρη  και  αυγό.  Τίποτε 
σπουδαίο,  εκείνος  όμως  καμάρωνε  για  το  χαρτζιλίκι  που  θα  έβγαζε.  Σε  μια  γωνιά  ήταν  ένα 
καροτσάκι  με  το  μαλλί  της  γριάς.  Πιο  πέρα  ο  γύρος  του  θανάτου  και  ο  κινούμενος 
κινηματογράφος. Ένα μεγάλο κουτί που έμοιαζε με ρομβία. Με μια δεκάρα βάζαμε το μάτι μας 
σε κάτι τρύπες και βλέπαμε την άγρια δύση και μαζί με τους καβαλάρηδές της ταξιδεύαμε και 
εμείς. 

Στα κρικάκια έπαιζε ο Γιώργος και πάντα κατάφερνε να περνά τους κρίκους μέσα σε μπουκάλια 
και κέρδιζε δώρα που πάντα μας τα μοίραζε. Εγώ αγαπούσα πολύ τα μπαλόνια και μου άρεσε 
να  παίρνω  τα  πιο  μεγάλα  και  να  τα  φουσκώνω,  να  τα  φουσκώνω,  μέχρι  που  κοβότανε  η 
αναπνοή μου και αν τελικά κατάφερνα και να το σπάσω απαρηγόρητη γύριζα σπίτι μου με τα 
κομμάτια από το μπαλόνι και από την στενοχώρια μου έκανα μικρές φούσκες και τις έτριβα στο 
χέρι μου για να κάνουν θόρυβο. 

Την  ημέρα  που  γιόρταζε  ο  Άγιος  δεν  τρώγαμε  λάδι  για  να  τον  τιμήσουμε  και  να  τον 
παρακαλέσουμε για κάτι που θέλαμε να μας βοηθήσει. Ο πατέρας μου δεν νήστευε και μαζί με 
αυτόν και η θεία Κάλη. Και οι δυο έλεγαν ότι έπρεπε να προσέχουμε τα λόγια μας και τα έργα 
μας και ότι το φαΐ δεν είναι αμαρτία. 

Digitized by 10uk1s 
Από Γενάρη σε Δεκέμβρη 
Η ζωή στη «Γρηγορίου του Ε'» σε όλες τις γιορτές του χρόνου φορούσε τα καλά της. Τα σπίτια 
άστραφταν  από  καθαριότητα.  Ο  ασβέστης  μύριζε  παντού.  Τα  πεζοδρόμια  έλαμπαν.  Ανήμερα 
όλων των εορτών οι νοικοκυρές δεν μπορούσαν ούτε φαγητό  να μαγειρέψουν. Θυμάμαι που 
έλεγαν στην μητέρα μου: «Τυχερή είσαι που δουλεύεις και δεν ασπρίζεις. Όλων τα χέρια έχουν 
ανοίξει από τον ασβέστη». 

Τα  κάλαντα,  μας  ξυπνούσαν  πρωί  πρωί  Χριστούγεννα,  Πρωτοχρονιά,  των  Φώτων  και  του 
Λαζάρου. Παραμονή των Φώτων η Αρμένικη χορωδία έλεγε τα αρμένικα κάλαντα. Αν και δεν τα 
καταλάβαινα, μου άρεσαν πολύ γιατί τα έψαλαν υπέροχα. 

Η  μητέρα  μου  προσπαθούσε  πάντα  να  με  ευχαριστεί  περισσότερο  τις  άγιες  μέρες.  Μου 
έπαιρνε δώρα και μου έφτιαχνε διάφορα γλυκά. Όταν είχε άδεια φώναζα και τις φιλενάδες μου 
και  μας  έκανε  το  τραπέζι.  Καθώς  έφτιαχνε  τα  γλυκά  για  να  την  βοηθήσω,  μουρμούριζα  στον 
εαυτό  μου  ότι  του  χρόνου  δεν  θα  ξανασπρίσω.  Τα  χέρια  μου  από  τον  ασβέστη  είχαν  κάνει 
τρύπες  και  πονούσα.  Αλλά  μέχρι  την  επόμενη  φορά  το  είχα  ξεχάσει.  Τα  Χριστούγεννα  ο 
πατέρας έπαιρνε ένα κλαδί ξερό και για στολίδια έψηνε καλαμπόκι και το στόλιζε. Φτιάχναμε 
ωραίους  κουραμπιέδες,  μελομακάρονα  και  γκουλάκια.  Τα  γκουλάκια  ήταν  συνταγή  από  την 
πατρίδα. Ήταν χειροποίητο φύλλο κομμένο λουρίδες, τα τυλίγαμε σαν φλογέρες και τα ψήναμε 
σε καυτό λάδι. Στη συνέχεια τα μελώναμε και ρίχναμε πολύ (μπόλικο) καρύδι. Τον πιο ωραίο 
μπακλαβά  τον  έφτιαχνε  η  κ.  Ξενούλα.  Ήταν  από  τον  Μόλυβο  της  Μυτιλήνης,  Μικρασιάτισα, 
αλλά στις γιορτές ερχότανε σε φίλους της, μια και είχε μείνει μόνη της. «Μουρέλιμ' μας, έλεγε: 
«ο καλός μπακλαβάς θέλει φύλλο και αμύγδαλο, καλό βούτυρο και μην ξεχνάτε ότι το βούτυρο 
πρέπει να το καίτε καλά». Στο τέλος έβαζε πολύ σιρόπι και ποτέ δεν ξεχνούσε να στάξει λεμόνι 
για να μην (ζαχαριάσει το σιρόπι). 

Το ποδαρικό την Πρωτοχρονιά το έκανε ο πατέρας. Δεν θυμάμαι να πηγαίναμε κάπου. Σπάνια 
φωνάζαμε σπίτι φίλους γιατί η μητέρα ήθελε να ξεκουραστεί. Μετά τον πατέρα μου, η μητέρα 
με έπαιρνε αγκαλιά και οι δυο μαζί μπαίναμε στο σπίτι. Στη συνέχεια μου έδινε μια πέτρα γερή 
και μου ζητούσε να την βάλω στο κατώφλι του σπιτιού, για να είμαστε γεροί και δυνατοί σαν 
την πέτρα, όλο το χρόνο. 

Την  παραμονή  των Φώτων νηστεύαμε και την άλλη  μέρα πηγαίναμε  στην  εκκλησιά. Μετά το 


«Εν  Ιορδάνη  βαπτιζομένου  σου  Κύριε»  παίρναμε  τον  Αγιασμό  και  γυρίζαμε  σπίτι.  Εκείνη  την 
ημέρα  τρώγαμε  σούπα  αυγολέμονο  κατά  που  το  συνήθιζαν.  Την  παραμονή  των  Φώτων 
θυμάμαι ότι έμενα ξάγρυπνη. 

Στις  12  ακριβώς  τα  μεσάνυχτα,  έλεγε  η  μητέρα  μου,  άνοιγαν  τα  ουράνια  και  φαινόταν  ο 
Ιορδάνης  ποταμός.  Περίμενα  να  πάει  12  η  ώρα.  Στο  παιδικό  μυαλό  μου  έβλεπα  τα  άστρα  να 
λάμπουν και ανάμεσά τους ζωγράφιζα με την φαντασία μου τον Ιορδάνη και έκανα μια ευχή. 
Πότε ζητούσα ένα ωραίο σπίτι, πότε ζητούσα να μην δουλεύει η μητέρα μου, πότε ζητούσα να 
μην δυσκολεύομαι στα μαθήματα. Απλά πράγματα, που τα θεωρούσα απαραίτητα. Και πάνω 
από όλα ζητούσα να είμαστε όλη η οικογένεια μαζί. 

Τις απόκριες η μητέρα δεν με άφηνε να ντυθώ μασκαράς. Μου έλεγε ότι είναι αμαρτία, αλλά 
εγώ  πάντα  εύρισκα ευκαιρία όσο  έλλειπε στην δουλειά της.  Έβαφα τα χείλη μου κόκκινα και 

Digitized by 10uk1s 
φορούσα ψηλά τακούνια, αφού  προηγουμένως τα γέμιζα μπροστά με χαρτιά για να μην μου 
βγαίνουν.  Φορούσα  κι  ένα  μακρύ  φόρεμα  που  το  έδενα  με  μια  ζώνη  για  να  μπορώ  να  το 
σηκώνω και να μην σέρνεται. Τα βράδια οι μεγαλύτεροι έκρυβαν το πρόσωπό τους με μαντίλες 
και πηγαίναμε σε διάφορα σπίτια. Διασκέδαζαν που δεν τους γνώριζαν έτσι που είχαν ντυθεί. 
Την  πιο  ωραία  αυτοσχέδια  φορεσιά  την  έκανε  ο  Τάκης.  Φορούσε  στο  κεφάλι  του  ένα 
πολύχρωμο  μαντήλι  και  το  γέμιζε  με  κουβάρια  για  να  φαίνονται  σαν  μαλλιά.  Έβαζε  ψεύτικο 
στήθος και ένα μαξιλάρι μέσα από το παντελόνι του. Δεν νομίζω ότι κάποιος ποτέ τον γνώρισε. 

Την πρώτη του Μάρτη φορούσαμε πάντα μια ασπροκόκκινη κλωστή για να μην μας μαυρίσει ο 
ήλιος.  Την  τσικνοπέμπτη  και  τις  απόκριες  όλη  η  γειτονιά  ήταν  ένα  πανηγύρι.  Τρώγαμε  και 
διασκεδάζαμε όλοι μαζί. Έτσι μας εύρισκε το πρωί και οι άνδρες χωρίς να κοιμηθούν πήγαιναν 
κατευθείαν στην δουλειά. Την Καθαρή Δευτέρα ο πατέρας πρωί πρωί με έστελνε στο μπακάλη 
για τα σαρακοστιανά. Η μητέρα μου πήγαινε στο φούρνο για την λαγάνα και εκείνος έπαιρνε 
ένα  καλάμι,  σπάγκο,  κόλλα  και  έφτιαχνε  τον  αετό.  Ήταν  πολύ  μικρός  και  όμως  κάθε  χρόνο 
πήγαινε πιο ψηλά από όλους. Ποτέ δεν ξεχνούσε να γράψει πάνω σ' αυτόν την λέξη «ΑΕΚ». 

Τα πασχαλινά κουλούρια οι νοικοκυρές τα έφτιαχναν την Μ. Πέμπτη. Την ίδια μέρα έβαφαν και 
τα  αυγά  τους.  Πάντα  έβαζαν  φύλλα  βασιλικού  και  τα  τύλιγαν  με  τούλι  και  στην  συνέχεια  τα 
βουτούσαν στην μπογιά. 

Όταν  στέγνωναν  έβγαζαν  το  τούλι  και  τα  αυγά  ήταν  σαν  ζωγραφιές  με  τα  διάφορα  σχήματα 
που είχαν πάρει από τα φύλλα. Ο Αλέκος με ένα μαρκαδόρο ή στυλό τις πιο πολλές φορές στα 
βρασμένα  άσπρα  αυγά  ζωγράφιζε  εκκλησιές,  πασχαλίτσες,  κεριά  ή  οτιδήποτε  άλλο  του 
ζητούσαμε. Του άρεσε να μας χαρίζει από ένα. Τα τσουρέκια οι νοικοκυρές τα έκαναν μεγάλα 
και  διάφορα  σχέδια.  Πλεξούδες,  βάρκες,  λυχναράκια,  τριαντάφυλλα,  κουκουνάρες,  φωλιές 
κ.λπ. 

Η Μ. Παρασκευή για μένα ήταν κάτι ξεχωριστό. Από νωρίς σιδέρωνα ένα σκούρο φόρεμα. Οι 
γονείς  μου  και  αυτή  την  Άγια  μέρα  δούλευαν.  Την  ημέρα  αυτή  πάντα  πήγαινα  στο 
νεκροταφείο. Άναβα το καντήλι του θείου μου και μου άρεσε να πηδώ από τάφο σε τάφο και 
να  διαβάζω  τα  στιχάκια.  Έβλεπα  ξένο  κόσμο  και  μερικές  φορές  παρακολουθούσα  και  τις 
εκταφές. Μια φορά όμως για κακή μου τύχη είδα έναν νεκρό που δεν είχε λειώσει. Από τότε 
όπου φύγει φύγει... 

Το Μ. Σάββατο με ανυπομονησία περιμέναμε ν' ακούσουμε από τον πατέρα Κωνσταντίνο στην 
εκκλησία  της  Παναγίτσας  το  «Χριστός  Ανέστη»,  για  να  φύγουμε  και  να  τρέξουμε  για  τη 
μαγειρίτσα. Η μητέρα πάντα έμενε στην λειτουργία και όταν γύριζε στο σπίτι έτρωγε ένα μόνο 
αυγό. Με την συνήθεια αύτη άρχιζε και την νηστεία της σαρακοστής. 

Τον  ερχομό  της  Άνοιξης  τον  καταλάβαινα  από  την  μυγδαλιά  που  άνθιζε  απέναντι  από  το 
σχολείο  μου.  Έκοβα  ένα  κλαδί  και  στόλιζα  την  κρεβατοκάμαρά  μας.  Εκεί  περνούσα  τις 
περισσότερες  ώρες  μου  και  ήθελα  να  το  βλέπω.  Μόλις  έβλεπα  να  φυτρώνει  το  χορτάρι  στην 
αλάνα  της  γειτονιάς  μου,  μαζί  με  τις  φίλες  μου  κόβαμε  χορτάρι  σε  σχήμα  τετράγωνο  και 
φτιάχναμε  σπιτάκια.  Θυμάμαι  που  μου  άρεσε  να  φτιάχνω  μεγάλα  δωμάτια  και  μέσα  έβαζα 
πάντα και φρέσκα λουλούδια για να δίνω στους χώρους ζωντάνια. 

Η  αλάνα  αυτή  αργότερα  έγινε  το  γήπεδο  τής  Π.  Κοκκινιάς  που  σαν  ομάδα  γνώρισε  πολλές 

Digitized by 10uk1s 
δόξες, ακόμη και να φθάσει στην Β' Εθνική. Ο προπονητής της ο κ. Μπαχατούρας πάντα μιλά 
με θαυμασμό και αγάπη για την ομάδα αυτή όπως και για τον «Ιωνικό» της «Νεάπολης», για 
τον  Ξανθόπουλο  που  αργότερα  πήγε  στον  Ολυμπιακό  και  για  ένα  πολύ  ωραίο  αγόρι  τον 
Διαμαντή που τον είχαν ερωτευθεί όλες οι κοπέλες της γειτονιάς. 

Φαίνεται  πως  μου  άρεσε  περισσότερο  να  φτιάχνω  το  σπίτι,  παρά  να  διαβάζω  τα  μαθήματά 
μου. Ήμουν μια μέτρια μαθήτρια. Ο πατέρας γρήγορα το κατάλαβε, μ' έβαλε σ' ένα πολύ καλό 
σχολείο  και  πάντα  τα  βράδια  όταν  γύριζε  με  διάβαζε.  Τα  καλοκαίρια  για  να  μην  γυρίζω  από 
πόρτα σε πόρτα, πήγαινα στη μοδίστρα τη Διαμάντω, ‐μια καταπληκτική γυναίκα‐ και γρήγορα 
έμαθα να ράβω φούστες και αργότερα απλά φουστάνια. Ήμουν τότε 11 χρονών. 

Ο  χειμώνας  ήταν  δύσκολος  για  όλους  μας.  Περισσότερα  στρωσίδια  και  αγώνας  για  να 
στεγνώσουμε ό,τι πλέναμε. Απαραίτητη η ζεστασιά για όλους, αλλά περισσότερο για τα μικρά 
παιδιά  και  τους  ηλικιωμένους.  Φροντίζαμε  ιδιαίτερα  για  τις  στέγες  που  ήταν  φτιαγμένες  με 
κεραμίδια  και  που  σχεδόν  πάντα  έτρεχαν,  όταν  έβρεχε.  Οι  κεραυνοί  με  φόβιζαν  πολύ.  Τις 
περισσότερες φορές όταν άστραφτε και βροντούσε ήμουν μόνη μου. Από το φόβο μου ένιωθα 
να  παγώνει  το  αίμα  μου  και  πάντα  έτρεχα  στο  σπίτι  της  κ.  Μαρίκας  για  να  ζεσταθώ  και  να 
νοιώσω σιγουριά.  Η οικογένεια αυτή  ήταν  ό,τι  πιο ωραίο  θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια που 
από τη μια τα λέω μίζερα και δεν θα ήθελα ποτέ να τα ξαναζήσω αλλά ώρες ώρες τ' αναπολώ 
με νοσταλγία. 

Αυτή λοιπόν η κ. Μαρίκα είχε πέντε παιδιά. Όλα δούλευαν. Το ζευγάρι αυτό και τα παιδιά τους 
για μένα ήταν η πιο ζεστή αγκαλιά. Έτρεχα λοιπόν μικρή και τρύπωνα στο σπίτι αυτό και πολλές 
φορές θυμάμαι για να με ζεστάνουν χωνόμουν ανάμεσά τους μέσα στα στρωσίδια. 

Άνθρωποι  φτωχοί,  μεροκαματιάρηδες,  όπως  και  οι  άλλοι,  αλλά  γεμάτοι  καλοσύνη  για  όλους. 
Πάντα μου άρεσε να τους πηγαίνω καραμέλες για να τους δείξω την αγάπη μου. Η μητέρα μου 
έλεγε  να  μην  πηγαίνω  συχνά  για  να  μην  τους  γίνομαι  βάρος.  Όταν  αργούσα  να  πάω  μερικές 
μέρες, η κ. Μαρίκα έλεγε: «Μπρε το παιδί έχει μέρες να φανεί, πηγαίνετε να δείτε τι κάνει και 
φέρτε το παρέα μας»! 

Με  πολύ  αγάπη  θυμάμαι  και  τον  Γιώργο  που  τον  έλεγαν  «χαζό».  Πράγματι  είχε  χαμηλή 
νοημοσύνη,  αλλά  δούλευε  και  έβγαζε  καλό  μεροκάματο  στο  μπακάλικο  του  κ.  Νότη  και 
βοηθούσε την οικογένειά του. Η μητέρα του με την γιαγιά μου ήταν γειτόνισσες στην Μ. Ασία 
και συνέπεσε μετά την προσφυγιά να πάρουν σπίτια η μια κοντά στην άλλη. Θυμάμαι είχαν ένα 
μεγάλο σκύλο που τον λάτρευε ο Γιώργος, αλλά μια φορά με δάγκωσε από ζήλεια και από τότε 
έχω  φόβο  για  τα  σκυλιά.  Ο  Γιώργος  λοιπόν  όταν  έμαθε  ότι  φοβόμουν  τη  βροχή  και  τους 
κεραυνούς, μόλις σκοτείνιαζε ο ουρανός έτρεχε στο σπίτι μας για να μου κάνει συντροφιά. Στην 
αρχή τον βαριόμουνα, αλλά αργότερα άρχισε να μου διηγείται διάφορες ιστορίες που διάβαζε 
σε φτηνά περιοδικά και στη συνέχεια εγώ του διάβαζα τα μαθήματά μου και σε μια πρόχειρη 
κόλλα  του  μάθαινα  να  γράφει.  Του  έκανα  ερωτήσεις  από  αυτά  που  είχαμε  διαβάσει  και 
θυμάμαι δεν του ξέφευγε κουβέντα. Καμιά φορά αν ξεχνούσα κάτι το συμπλήρωνε εκείνος. Τον 
Γιώργο  τον  αγαπούσαμε  πολύ  και  κάθε  φορά  στη  γιορτή  του,  του  φτιάχναμε  γλυκό  και  του 
δίναμε χρήματα να πάει στον κινηματογράφο. Διασκέδαζα που πρόφερε μισές τις λέξεις, αλλά 
μετά από καιρό  με το  να τον  κάνω να  τις επαναλαμβάνει,  είχε  καταφέρει  να  μιλά  σωστά και 
καθαρά.  Από  ευγνωμοσύνη  κάθε  τόσο  μου  έφερνε  και  από  ένα  λουκουμάκι  και  μου  έδειχνε 
πως έπαιζαν οι ηθοποιοί στο έργο που είχε δει την προηγουμένη ημέρα. 

Digitized by 10uk1s 
Το χειμώνα μας άρεσε πολύ να βάζουμε καρύδια στη σειρά και με ένα μεγάλο προσπαθούσαμε 
να τα βγάλουμε από ένα κύκλο. Όποιος ήξερε καλό σημάδι τα κατάφερνε. Σπάνια κέρδιζα και 
κάθε φορά γύριζα στεναχωρημένη που οι τσέπες μου ήταν άδειες. Ο πατέρας, μου έλεγε να μη 
στεναχωριέμαι  και  την  άλλη  μέρα  σαν  βράδιαζε  και  γύριζε  σπίτι,  μας  έφερνε  μια  χάρτινη 
σακούλα γεμάτη μεγάλα καρύδια. Η μητέρα έκρυβε πολλά από αυτά για να φτιάξει τα γλυκά 
της. 

Παίζαμε και κουτσό και κάθε φορά που το έφτιαχνε σε τετράγωνα η Φιφή γκρίνιαζε γιατί έκανε 
στραβές  γραμμές  και  την  κοροϊδεύαμε.  Παίρναμε  μια  πλατιά  πέτρα  και  προσπαθούσαμε  να 
περάσουμε  από  το  ένα  τετράγωνο  στο  άλλο.  Αν  ακουμπούσαμε  στις  γραμμές  χάναμε  και 
αρχίζαμε  πάλι  από  την  αρχή.  Αφού  φτάναμε  στο  τέρμα  ξαναγυρίζαμε  πίσω  και  κάναμε  ένα 
ρούμπο.  Όταν  κέρδιζε  η  Φιφή  πηδούσε  σαν  τσακάλι  από  την  χαρά  της  και  αγκάλιαζε  όποια 
εύρισκε  μπροστά  της  με  τόση  δύναμη  που  πολλές  φορές  έπεφταν  και  οι  δυο  κάτω  και  οι 
υπόλοιποι σκάγαμε στα γέλια. Άλλο παιγνίδι θυμάμαι τις κολόνες. Τι χαρές που κάναμε όταν σ' 
ένα  σταυροδρόμι  πιάναμε  τις  τέσσερεις  γωνιές  και  στην  μέση  αφήναμε  ένα  κορόιδο.  Κάθε 
φορά που προσπαθούσαμε ν' αλλάξουμε από κολόνα σε κολόνα, το κορόιδο έτρεχε και έπιανε 
την  άδεια  κολόνα  και  έτσι  ένα  νέο  κορόιδο  βρισκόταν  στη  μέση.  Οι  καβάλες  ήταν  ένα  άλλο 
διασκεδαστικό  παιχνίδι.  Ένας  έκανε  τον  γάιδαρο  και  οι  άλλοι  προσπαθούσαμε  ν'  ανέβουμε 
στην πλάτη του. Δυστυχώς όλοι ήμασταν πολλοί και η πλάτη του ενός δεν μας σήκωνε όλους, 
με αποτέλεσμα να πέφτουμε όλοι κάτω. Εκείνη την ώρα βλέπαμε τον Σωτήρη να κοιτά επίμονα 
κάτω από τις φούστες μας. Τον είχαμε μάθει και δεν μας ένοιαζε. Τον κοιτούσαμε, γελούσαμε 
και λέγαμε σκασίλα μας. Με το τσέρκι και το ξυλίκι, έπαιζαν περισσότερο τα αγόρια και η φίλη 
μου η Φρατζέσκα. Ήταν ερωτευμένη με τον Τάσο και ήθελε να είναι κοντά του. 

Ο Παρασκευάς ήταν ο καραγκιοζοπαίκτης της γειτονιάς μας. Μας μάζευε στην μάντρα του και 
με  ελάχιστο  εισιτήριο  μας  διασκέδαζε.  Πότε‐πότε  φώναζε  (περνάτε  καλά);  ΝΑΙ  του  φώναζε  η 
«μαρίδα». Η λέξη καραγκιόζης είναι τούρκικη λέξη και σημαίνει μαύρο μάτι. Δεν ήξεραν βέβαια 
από  ποιο  μέρος  της  ανατολής  είχε  έλθει.  Ένα  ήταν  σίγουρο,  ότι,  στα  παιδικά  μου  μάτια  ο 
καραγκιόζης  φάνταζε  σαν  κάτι  από  άλλη  χώρα.  Το  πανί  που  τον  έκρυβε  και  έδειχνε  την  σκιά 
του  με διαφορετικές  στολές, μου  έδιναν  την αίσθηση  ότι εκείνη την  ώρα ζούσα κάτι  που  δεν 
μπορούσα  να  ερμηνεύσω  με  τα  παιδικά  μου  μάτια.  Ο  πιο  δεξιοτέχνης  από  την  παρέα  για  να 
φτιάχνει φιγούρες καραγκιόζη και τους άλλους ήρωες, ήταν ο Τάκης. Έπαιρνε τις φιγούρες τις 
έκοβε  με  ένα  κοπίδι  και  τις  κολλούσε  με  κόλλα  που  έφτιαχνε  με  αλεύρι  και  νερό.  Τα  βράδια 
στην αυλή στερεώναμε ένα σεντόνι και από μέσα βάζαμε μια αναμμένη λάμπα για να φωτίζει. 
Τα  παιδιά  κάναμε  χαρές  όταν  βλέπαμε  τον  Τάκη  να  κουβαλάει  τα  σύνεργά  του  για  να  μας 
διασκεδάσει. Ήξεραν ότι  για μια  ακόμη φορά θα  διασκεδάσουμε με  μια διαφορετική ιστορία 
από την ζωή του καραγκιόζη. Την εποχή εκείνη πολλές ιστορίες περιέγραφε από την κατοχή και 
αργότερα  περιπέτειες  από  τον  Μικρό  Ήρωα.  Δυστυχώς  μια  φορά  που  έδινε  παράσταση, 
άρπαξε  το  σεντόνι  φωτιά  και  έτσι  δεν  τολμήσαμε  να  ξαναπαίξουμε.  Είχαμε  και  θεατρική 
ομάδα,  θυμάμαι  πάλι  τον  Τάκη  να  παίζει  τον  ρόλο  του  Θεόφιλου  στην  Κασσιανή.  Στην 
υποκριτική ήταν άφθαστος. Όλοι ξέραμε ότι είχε ταλέντο και θα μπορούσε να γίνει σπουδαίος 
ηθοποιός.  Τελικά  άλλο  δρόμο  ακολούθησε...  Το  μεσημέρι  περπατούσαμε  στους  δρόμους 
καθώς  γυρίζαμε  από  το  σχολείο  και  κάναμε  τις  ζαβολιές  μας.  Μας  άρεσε  να  χτυπάμε  τα 
κουδούνια των σπιτιών όσα τύχαινε να έχουν. Οι νοικοκυρές έβγαιναν από τα σπίτια τους και 
οι πιο πολλές μας έβριζαν. Ήξεραν ότι είμαστε παιδιά και κρυβόμασταν. Η κ. Μαρία μάς είχε 
μάθει  πια  και  ήξερε  την  ώρα  που  θα  περνούσαμε.  Στο  χερούλι  της  πόρτας,  μας  είχε  ένα 
σακουλάκι καραμέλες και έτσι δεν της χτυπούσαμε και εκείνη δεν έκανε τον κόπο να βγει έξω. 
Θυμάμαι τις Τσάρλεστον, που ήταν πασπαλισμένες με μπόλικη ζάχαρη. 

Digitized by 10uk1s 
Το σχοινάκι ήταν ένα άλλο παιχνίδι που το παίζαμε με τρία παιδιά. Το κρατούσαν οι δύο από 
την κάθε άκρη και στη μέση ο τρίτος πηδούσε. Έχανε όταν το πατούσε και άλλαζε ταίρι. Ακόμη 
και σήμερα θυμάμαι την Ελπίδα, που ενώ πηδούσε τραγουδούσε το: «Ένας λύκος καπετάνιος 
απ'  την  Σύρα».  Το  κρυφτό,  οι  ομάδες  και  ο  μούγγος  ήταν  μερικά  ακόμη  από  τα  ομαδικά 
παιχνίδια που παίζαμε. 

Παιχνίδια ανέξοδα και όμως τα χαιρόμαστε τόσο πολύ. 

Digitized by 10uk1s 
Ιστορίες του '22 από τη γιαγιά Ζαφειρώ 
Όταν ήμουν έξι χρονών αρρώστησα βαριά με τύφο. Ο Καπράνος ο γιατρός, έκανε ότι μπορούσε 
αλλά δεν έκρυβε την ανησυχία του, γιατί η κατάστασή μου ήταν σοβαρή. Η μητέρα μου πέρα 
από  την  ιατρική  φροντίδα  είχε  εναποθέσει  την  ελπίδα  της  στην  Παναγία  και  προσευχότανε 
καθημερινά μπρος  στο  εικόνισμά  της.  Την  όλη  φροντίδα  μου,  είχαν  αναλάβει  η  γιαγιά  μου  η 
Ζαφειρώ και η προγιαγιά μου η Καλομάνα. Το όνομά της ήταν Αγγελική αλλά ήταν τόσο καλή 
που  όλοι  την  φώναζαν  Καλομάνα.  Ήταν  πραγματικά  μια  αγία  γυναίκα.  Πάντα  στην  τσέπη  της 
είχε  στραγάλια  και  καραμέλες  που  μας  τα  έδινε  όταν  μας  έβλεπε.  Ποτέ  δεν  έτρωγε  το  γλυκό 
που  την  κερνούσαν  όταν  πήγαινε  καμιά  επίσκεψη.  Το  έκρυβε  στην  ποδιά  της  και  μας  το 
έφερνε. Δεν ήξερε καλά ελληνικά γιατί εκεί που ζούσαν μιλούσαν τούρκικα. Και οι δυο για να 
περνά η ώρα μου άρχισαν να μου διηγούνται ιστορίες και γεγονότα από την χαμένη πατρίδα 
και για τον μεγάλο ξεριζωμό. Η γιαγιά η Ζαφειρώ έλεγε ότι ο προπάππους μου λεγόταν Μήτρος 
και  η  καταγωγή  του  ήταν  από  τον  Μωριά.  Τον  19ο  αιώνα,  δεν  ξέρανε  ακριβή  χρονολογία, 
παντρεύτηκε  την  προγιαγιά  μου.  Την  ίδια  μέρα  έφυγαν  για  τα  Ιεροσόλυμα  και  όταν  γύρισαν 
στην πατρίδα κοιμήθηκαν για πρώτη φορά σαν ζευγάρι. Εγκαταστάθηκαν στο Αγιασουλούκι, το 
σημερινό  Κιρκιντζέ.  Ο  Κιρκιντζές  είναι  ένα  πανέμορφο  χωριό,  που  παρά  τη  σημερινή 
εγκατάλειψή του, δείχνει ότι σ' αυτό το μέρος έζησαν άρχοντες. Είναι κοντά στην Αρχαία Έφεσο 
εκεί  που  λάτρευαν  οι  αρχαίοι  την  θεά  Άρτεμη  και  που  ο  ναός  της  είναι  ένα  από  τα  επτά 
θαύματα. Εκτός από δύο κίονες τίποτε περισσότερο δεν σώζεται σήμερα από τον ναό και όμως 
όλο το σκηνικό που απλώνεται γύρω, σου φέρνει στο νου παλιούς καιρούς και την ιστορία που 
πέρασε. 

Λοιπόν ο προπάππους μου ήταν πολύ όμορφος. Ψηλός, δυνατός και λεβέντης. Μια μέρα που 
έβγαζε  λόγο  ο  Πασάς  στην  πόλη  της  Σμύρνης  του  λέει  ο  πατέρας  του:  «Έλα  γιε  μου  φόρεσε 
αυτή  τη  στολή,  πάρε  και  αυτό  το  κατσίκι  να  το  πας  δώρο  στον  Πασά.  Ρίξ’  το  στον  ώμο  σου, 
περπάτα λεβέντικα και σύρε να το προσφέρεις». Όταν ο προπάππους μου έφτασε στην πόλη, 
γυρνούσε μέσα στον κόσμο, αλλά ήταν τόσοι πολλοί μαζεμένοι, που όσο ψηλός και αν ήταν δεν 
μπορούσε  να  δει  τον  Πασά.  Έσπρωχνε  με  τα  χέρια  του,  έκανε  φασαρία,  λογομαχούσε  και 
ξαφνικά χωρίς να το καταλάβει ακούει μια βροντερή φωνή να του λέει: «Ποιος είσαι εσύ μωρέ 
που  κάνεις  τόσο  θόρυβο;  Για  πλησίασε».  Ο  προπάππους  μου  πλησίασε  και  κατάλαβε  ότι  ο 
πασάς  τον  παρατηρούσε  με  συμπάθεια  και  το  βλέμμα  του  έδειχνε  να  τον  θαυμάζει  για  την 
ομορφιά του. 

—«Σου φέρνω δώρο από το Αγιασουλούκι, Πασά μου» και ρίχνει το κατσίκι στα πόδια του. Ο 
Πασάς θαύμασε το θάρρος του και παίρνει το κατσίκι, και διατάζει τον υπασπιστή του να του 
δώσει ένα σακούλι λίρες. 

Ο προπάππους μου σαν γύρισε στον Κιρκιντζέ διέθεσε τα χρήματα αυτά για να φέρουν το νερό 
στο  χωριό,  όπως  και  έγινε.  Πέντε  μεγάλοι  σωλήνες  έπαιρναν  το  νερό  από  την  δεξαμενή  και 
πότιζαν τα περιβόλια του χωριού. 

Με  τα  χρήματα  που  περίσσεψαν  έχτισε  μια  βρύση  μπροστά  στο  σπίτι  του  και  όποιος 
περαστικός περνούσε ξεδιψούσε, πίνοντας νερό από ένα ασημένιο τάσι που ήταν κρεμασμένο 
στον τοίχο. 

Γι'  αυτή  τη  δεξαμενή  πολλά  έλεγαν.  Δηλαδή  μια  νεράιδα  κάθε  βράδυ  κολυμπούσε  μέσα  σ' 

Digitized by 10uk1s 
αυτήν. Ο προπάππους μου έλεγε ότι ένα βράδυ γυρίζοντας αργά στο σπίτι του την είδε. Έκανε 
να την πιάσει αλλά εκείνη κολύμπησε και χάθηκε μέσα στα νερά. 

Τα παιδιά του προπάππου μου έγιναν κτηματίες εκτός από τον παππού μου τον Γιώργο. Αυτός 
σπούδαζε στην πόλη γιατρός και πριν τελειώσει τις σπουδές του ερωτεύτηκε την γιαγιά μου και 
την  παντρεύτηκε  παρά  τις  αντιρρήσεις  των  δικών  του.  Για  να  συνεχίσει  τις  σπουδές  του 
πουλούσε  ένα  ένα  τα  χωράφια  του.  Απέκτησαν  τρεις  κόρες  από  τον  γάμο  τους.  Δεν  χάρηκαν 
όμως την αγάπη τους. Τον παππού μου γρήγορα τον πήραν στρατιώτη και από τότε κανείς δεν 
τον ξανάδε πια. 

Η προγιαγιά μου η Καλομάνα φρόντιζε στην πατρίδα τα ορφανά και η γιαγιά Ζαφειρώ δούλευε 
στα λιγοστά κτήματα που τους είχαν μείνει. Για να ζουν κάπως καλύτερα δούλευε και σε ξένα 
κτήματα, γιατί δεν ήθελε να λείψει κάτι από τα παιδιά της. 

Στην  εκκλησιά  του  A?‐Γιάννη  που  ήταν  στο  χωριό  τους  ‐είναι  και  σήμερα‐  η  γιαγιά  εύρισκε 
ανακούφιση συζητώντας με τον παπά τής ενορίας για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. 

Μετά από 78 χρόνια στην ίδια εκκλησία έγινε μνημόσυνο για όλους όσους έχασαν τη ζωή τους 
το  '22.  Μετά  από  τόσα  χρόνια  και  για  πρώτη  φορά  λειτούργησε  ο  παπά‐Πέτρος  Μελιδώνης, 
εφημέριος  των  Τριών  Ιεραρχών  στα  Άσπρα  Χώματα,  και  που  είχα  την  ευκαιρία  να 
παρακολουθήσω με τον Σύλλογο Εφεσίων Νικαίας που έκανε εκδρομή στον Κιρκιντζέ. 

Η γιαγιά μου έλεγε ότι στα χώματα αυτά περπατούσαν άγιοι και κάθε φορά που κάποιος είχε 
ανάγκη  έκαναν  την  εμφάνισή  τους  με  διάφορους  τρόπους.  Ένα  βράδυ,  έλεγε  η  γιαγιά  η 
Ζαφειρώ, καθότανε στον οντά με τα δυο παιδιά της και τις δύο αδελφές της. Την μικρή Στέλλα 
δεν  την  είχε  φέρει  ακόμη  στον  κόσμο.  Χτύπησε  η  πόρτα  του  σπιτιού  και  η  Καλλιόπη  σαν 
μεγαλύτερη  από  τα  παιδιά  κατέβηκε  τις  σκάλες  για  να  δει  ποιος  ήταν.  Στην  πόρτα  στεκόταν 
ένας  γέρος  και  ζήτησε  βοήθεια.  Η  Θανασούλα  (αδελφή  της  γιαγιάς  μου)  ζήτησε  από  τον 
γέροντα να περάσει επάνω για να ζεσταθεί και να τον φιλέψουν. Ο γέρος ζήτησε λίγο ψωμί. Η 
γιαγιά  μου  του  τύλιξε  σε  μια  πετσέτα  ένα  καρβέλι  και  πριν  του  πουν  καληνύχτα  αυτός 
εξαφανίστηκε. Η Καλομάνα είπε στα παιδιά της, πως κάποιος Άγιος ήταν εκείνος που το βράδυ 
είχε μπει στο σπιτικό τους. Αμέσως έκαναν προσευχές και άρχιζαν να θυμιάζουν. 

Στην  περιοχή  κυκλοφορούσε  η  φήμη  ότι  αργά  την  νύχτα  δεν  έκανε  κανείς  να  πηγαίνει  στα 
χωράφια,  γιατί  στο  ρέμα  παρουσιαζότανε  κάθε  βράδυ  μετά  τις  12  ένας  χότζας  που  στην 
πραγματικότητα  δεν  ήταν  άλλος  από  τον  διάβολο.  Κανείς  δεν  τολμούσε  να  πάει  μήπως  του 
συμβεί κανένα κακό. Ένα βράδυ η γιαγιά η Ζαφειρώ είχε αργήσει πολύ να έλθει στο σπίτι της 
από τη δουλειά. Στο τσουκάλι δεν υπήρχε φαγητό και η δύστυχη ήταν τόσο κουρασμένη που 
ζήτησε  από  τα  παιδιά  της  για  κείνο  το  βράδυ  να  φάνε  λάδι  με  ψωμί  με  ρίγανη  ή  να  βάλουν 
σάλτσα σε ένα πιάτο και μπόλικο λάδι και να βουτήξουν μέσα ψωμί. Τα παιδιά της όμως δεν 
καταλάβαιναν  από  κούραση  και  της  ζητούσαν  τηγανιτές  πατάτες.  Είδε  η  άμοιρη  Ζαφειρώ  ότι 
δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους, κοιτά το καλάθι μα πού πατάτες. Οχ! σκέφτηκε η 
άμοιρη. Δεν έχω πατάτες και πού να πάω τέτοια ώρα στην αποθήκη, που θα πρέπει να περάσω 
και  από  το  ρέμα.  Είδε  και  απόειδε  η  γιαγιά  και  μια  και  δυο  παίρνει  ένα  πάνινο  ζεμπίλι  και 
ξεκινά  αργά  το  βράδυ.  Ψυχή  στο  δρόμο.  Ένοιωθε  την  καρδιά  της  να  πάει  να  σπάσει  και  από 
μέσα  της  έλεγε  ό,τι  προσευχές  ήξερε.  Πραγματικά  η  γιαγιά  καθώς  πλησίασε  στο  ρέμα  από 
μακριά  βλέπει  ένα  Χότζα  με  ένα  μεγάλο  σαρίκι  να  κάθεται  ακίνητος  και  να  την  κοιτά.  Τον 
πλησίασε  και  του  λέει:  «Μα  σαν  δεν  ντρέπεσαι  και  μας  κάνεις  να  φοβόμαστε  να  πάμε  στα 

Digitized by 10uk1s 
χωράφια μας τα βράδια. Τα παιδιά μου πεινάνε και θέλουν πατάτες», είπε η γιαγιά και έκανε 
να  τον  πλησιάσει  για  να  περάσει.  Ξαφνικά  είδε  ότι  δεν  υπήρχε  κανένας  Χότζας!!!,  αλλά  ένας 
μεγάλος σκύλος, που κοιμότανε και απορημένος από τις φωνές τής γιαγιάς μου το έβαλε στα 
πόδια. Αυτή ήταν η Ζαφειρώ και αυτός ο Χότζας. 

Πολύ συχνά η γιαγιά πήγαινε σε μια  φίλη της την κυρά‐Θοδώρα, στη Σμύρνη. Μαζί με αυτής 
τον άνδρα είχε φύγει ο παππούς μου στρατιώτης και η γιαγιά πήγαινε μήπως είχε κανένα νέο 
του. Το πρωινό εκείνο η κυρά‐Θοδώρα ήταν πολύ ανήσυχη και ζήτησε από την γιαγιά μου να 
πάνε μαζί στο χωριό στον Κιρκιντζέ γιατί ήθελε οπωσδήποτε να δει τον παπά‐Ιωακείμ. 

Της  γιαγιάς  τής  άρεσε  πολύ  η  Σμύρνη  και  απέναντι  το  Κορδελιό  με  τα  υπέροχα  σπίτια.  Η 
Σμύρνη είχε θάλασσα και η θάλασσα την ξεκούραζε. Μας έλεγε ότι αγνάντευε μακριά, μια που 
από εκεί είχε φύγει και ο άνδρας της και νόμιζε ότι μέσα από κάποιο καράβι θα ερχότανε και 
θα τον έσφιγγε πάλι στην αγκαλιά της. 

Η κυρά‐Θοδώρα πάντα έφερνε σαραϊγλί και ‐από δικού της‐ όπως έλεγε έφτιαχνε λουκουμάδες 
με  μπόλικο  σιρόπι  όχι  μόνο  από  επάνω  αλλά  και  μέσα.  Ο  παπά‐Ιωακείμ  την  ρώτησε  τί  ήταν 
αυτό που την είχε τόσο αναστατώσει. Χωρίς πολλά  λόγια  η κυρά‐Θοδώρα του είπε τι μεγάλο 
κακό περιμένει τους  Έλληνες  και ότι το πολύ σε δύο  εβδομάδες θα  γίνει  μεγάλος  ξεσηκωμός 
και οι Έλληνες θ' αφήσουν τα σπίτια τους. Ο παπάς την κοίταξε απορημένος, έκανε τον σταυρό 
του και της είπε να βγάλει αυτές τις κακές ιδέες και να γυρίσει σπίτι της. Γυρίζοντας στο σπίτι 
της  γιαγιάς  μου  η  κυρά‐Θοδώρα  της  είπε  να  βάλει  μέσα  στο  στρίφωμα,  της  πιο  φαρδιάς  της 
φούστας, ό,τι χρήματα έχει γιατί θα της χρειαστούν. 

Πράγματι βγήκε αληθινός ο φόβος της. Σε δύο εβδομάδες έγινε ο μεγάλος ξεσηκωμός. Πολλοί 
έλεγαν ότι είδε όνειρο, άλλοι, ότι το είδε στο φλιτζάνι. Ένα ήταν βέβαιο, πως βγήκαν αληθινά 
τα λόγια της. Τις δύσκολες ώρες του διωγμού ο παπά‐Ιωακείμ αντάμωσε την κυρά‐Θοδώρα και 
την  ρώτησε  πώς  το  ήξερε.  Η  κυρά‐Θοδώρα  δεν  απάντησε.  Ο  παπά‐Ιωακείμ  της  είπε  ότι  την 
περιμένουν  δύσκολες  μέρες,  και  ίσως,  με  το  φλιτζάνι  αλήθεια,  ή  ψέματα,  μπορέσει  να 
μεγαλώσει τα παιδιά της. 

Οι  φωνές  στο  Κιρκιντζέ  έφθαναν  από  άκρη  σε  άκρη!  «Πάρτε  ό,τι  μπορείτε  και  φύγετε,  οι 
Τούρκοι έρχονται και στο πέρασμά τους δεν αφήνουν τίποτε». Πόρτες έκλειναν με ορμή, κάρα 
φόρτωναν οι κάτοικοι, με ό,τι μπορούσαν και έπαιρναν το δρόμο για το πιο κοντινό λιμάνι της 
Σμύρνης.  Η  γιαγιά  μου  είχε  φτιάξει  την  φαρδιά  φούστα,  την  φόρεσε  γρήγορα  και  πήρε  στην 
αγκαλιά  της  την  μικρή  της  κόρη  την  Στέλλα.  Την  Κατερίνα  την  έδωσε  στην  αδελφή  της  και  η 
μεγάλη κόρη της η Καλλιόπη την κρατούσε από την φούστα. 

Όταν  έφθασαν  εκεί  βρήκαν  πολύ  κόσμο.  Η  γιαγιά  μου  από  τις  πρώτες  έδωσε  χρήματα  σε 
κάποιο  Τούρκο  και  την  άφησε  να  περάσει  με  την  φαμίλια  της  στη  σειρά  και  να  περιμένει 
κάποιο καράβι για να τους πάρει και να τους φέρει στην Ελλάδα. Στο καράβι άνοιξε την φαρδιά 
της φούστα και όπως η κλώσα, έβαλε τα παιδιά της κάτω για να μην κρυώνουν. Το πλοίο τους 
έβγαλε  στην  Καλαμαριά  τής  Θεσσαλονίκης.  Μόλις  η  γιαγιά  έμαθε  ότι  όλοι  οι  συγγενείς  της 
είχαν κατέβει στον Πειραιά, με την πρώτη ευκαιρία ήρθε και τους συνάντησε. 

Αρχικά  έμεινε  σε  αντίσκηνα  στο  Πολύγωνο.  Η  γιαγιά  έψαχνε  για  δουλειά  και  η  μικρή  Στέλλα 
πέντε  χρονών,  είχε  αναλάβει  να  φροντίζει  για  τον  επιούσιον,  δηλ.  το  μεσημέρι  έπαιρνε  μια 

Digitized by 10uk1s 
«καστανιά»  και  πήγαινε  σε  ένα  στρατώνα  που  ήταν  εκεί  κοντά  στον  καταυλισμό  των 
προσφύγων.  Οι  στρατιώτες  την  αγαπούσαν  και  καθημερινά  της  έβαζαν  φαγητό  στην 
«καστανιά». Στην επιστροφή η Στέλλα για να μην χύσει το φαγητό και για να μην περπατήσει 
σκαρφάλωνε στο πίσω σίδερο του τραμ και γύριζε πανευτυχής. Αργότερα η Στέλλα όταν ήταν 9 
χρονών έμαθε να  φτιάχνει χειροποίητο χαλί. Η γιαγιά με τις άλλες δύο κόρες της δούλευε σε 
έξω δουλειές και η Στέλλα έβγαζε γερό μεροκάματο μέσα στο σπίτι. Δεν νομίζω το παιδί αυτό 
καθώς και τα αδέλφια της να ήξεραν τι θα πει παιχνίδι. Τι θα πει ξεγνοιασιά. Πιστεύω τα αθώα 
τους μάτια πάντα θα είχαν την σκληράδα της επιβίωσης και ένα μεγάλο ερωτηματικό γιατί; 

Στο υφαντουργείο του Καρέλλα ζητούσαν εργάτριες. Η γιαγιά με τα τρία παιδιά της κατέβηκε 
στον  Πειραιά  και  αφού  δούλεψε  για  λίγο  καιρό  στα  περιβόλια,  πήρε  την  Καλλιόπη  και  την 
Κατερίνα και έπιασαν δουλειά στο Υφαντουργείο για πολλά χρόνια. Η γιαγιά από εκεί πήρε την 
σύνταξή της. Μαζί με άλλους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην γουρουνόμαντρα, κάπου κοντά 
στον Ρέντη. Τους έδωσαν ένα μεγάλο δωμάτιο και εκεί βόλεψε την οικογένειά της η γιαγιά και 
πάντα μαζί της είχε και την Καλομάνα. Αγόρασαν ένα κετσέ, κάτι σαν χοντρή βελέντζα και την 
έστρωσαν χάμω. Από πάνω σκεπαζόταν με πάπλωμα και με την ανάσα τους τα βράδια ζέσταινε 
ο  ένας  κουλουριασμένος  κοντά  κοντά  στον  άλλον.  Μέσα  σ'  ένα  παλιό  σιδερένιο  βαρέλι  κάθε 
βράδυ άναβαν φωτιά για να μαγειρέψουν και να ζεσταθούν. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι έτρεχαν 
στις αποθήκες των τραίνων που δεν ήταν μακριά και έκλεβαν κάρβουνα. Από του Ρέντη μέχρι 
το Φάληρο που ήταν η δουλειά τους, όλες μαζί πήγαιναν με τα πόδια. Ξεκινούσαν χαράματα 
και γύριζαν βράδυ. Το οκτάωρο έγινε πολύ αργότερα. Η μητέρα μου είχε βρει ένα κοντάρι και 
στην  άκρη  είχε  βάλει  ένα  τενεκέ  με  πετρέλαιο  και  μέσα  ένα  στουπί  αναμμένο  για  να  τους 
φωτίζει στο δρόμο. βέβαια γίνονταν μεγάλες παρέες για να μην φοβούνται στο δρόμο και για 
να  μην  τον  καταλαβαίνουν  που  ήταν  μακρύς,  έλεγαν  αστεία  ή  τραγουδούσαν.  Η  μητέρα  μου 
ήταν η πιο μικρή, μόλις εννέα χρονών, ήταν η πιο ζαβολιάρα. Μια μέρα είδε μια από την παρέα 
να  βάζει  πανιά  στα  στήθη  της  για  να  φαίνονται  πιο  μεγάλα.  Της  το  φύλαγε  και  ένα  πρωινό 
καθώς  περπατούσαν,  της  αρπάζει  τα  πανιά  και  της  φωνάζει:  «γεια  σου  Δήμητρα  με  τα 
κουμπούρια σου». Φαντάζεστε το τι έγινε. 

Οι  τέσσερις  γυναίκες  γρήγορα  μάζεψαν  χρήματα  και  έφυγαν  από  την  γουρουνόμαντρα. 
Αγόρασαν ένα σπιτάκι με αυλή και πηγάδι, κοντά σε άλλους συγγενείς. Το κουμάντο ήταν καλό 
και γρήγορα το σπίτι επιπλώθηκε. Τα παιδιά έτρωγαν καλύτερο φαγητό. Το κρέας και τα ψάρια 
δεν  έλειπαν  από  το  τραπέζι  τους.  Για  πρωινό  δεν  έτρωγαν  πια  ζαχαρόνερο  και  ψωμί,  αλλά 
φέτες  ψωμιού  βουτηγμένες  στο  γάλα  και  το  αυγό,  και  από  πάνω  μπόλικη  ζάχαρη.  Η  γιαγιά 
Ζαφειρώ είχε και κότες και το φρέσκο αυγό υπήρχε πάντα. Τα βράδια φώναζαν τα κορίτσια της 
γειτονιάς  και  κεντούσαν  ή  μάθαιναν  γράμματα  από  την  δασκάλα  την  κ.  Ανθούλα  την 
Περδικούλη. 

Η  δουλειά  στο  εργοστάσιο  του  Καρέλλα  ήταν  πολύ  δύσκολη.  Η  θεία  Καλλιόπη  είχε  μάθει 
αργαλειό.  Η  γιαγιά  μου  καθάριζε  τα  πανιά  και  η  μικρή  Κατερίνα  κουβαλούσε  μπομπίνες  σε 
αυτές που ύφαιναν. Κάθε φορά που ερχότανε η Επιθεώρηση Εργασίας όσες ήταν ανήλικες τις 
έκρυβαν  στις  τουαλέτες,  για  να  μην  τις  βρουν  να  δουλεύουν.  Η  μητέρα  μου  έπαιρνε 
περισσότερα  χρήματα,  γιατί  κουβαλούσε  σχεδόν  διπλάσια  κουβάρια  (μπομπίνες)  όπως  τις 
έλεγαν,  από  τις  άλλες.  Είχε  κάνει  συμφωνία  με  την  μητέρα  της  και  τα  χρήματα  αυτά  τα 
κρατούσε  για  χαρτζιλίκι  και  αγόραζε  ό,τι  ήθελε.  Όταν  άρχισε  να  μεγαλώνει,  της  άρεσε  να 
παίρνει  κρέμα  και  πούδρα  ΤΟΚΑΛΟΝ.  Η  Ροδαλίνη  ήταν  η  πρώτη  κρέμα  της.  Την  άλλαξε  γιατί 
της  άρεσε  το  κουτάκι  από  την  ΤΟΚΑΛΟΝ.  Θυμάται  είχε  μια  πολύ  όμορφη  κοπέλα,  απ'  έξω 
ζωγραφισμένη. 

Digitized by 10uk1s 
Τα χρόνια περνούσαν και η γιαγιά  είχε κουραστεί πολύ. Για ένα διάστημα σταμάτησε από τη 
δουλειά.  Το  σπίτι  άστραφτε  τότε  από  καθαριότητα.  Η  αυλή  ήταν  γεμάτη  κάθε  λογής 
λουλούδια.  Καθημερινά  τα  πότιζε  με  νερό  που  έβγαζε  από  το  πηγάδι  της.  Από  το  ίδιο  νερό 
θυμάμαι  πίναμε  και  μαγειρεύαμε.  Κατέβαζε  στο  μαγγανοπήγαδο  το  σχοινί  και  τραβούσε  με 
μεγάλη  ευκολία  τον  κουβά  επάνω.  Μεγάλος  κουβάς,  δυνατή  γιαγιά  έλεγα  μικρή.  Στο  σπίτι 
μαζευόντουσαν  και  πολλά  ξαδέλφια,  και  η  γιαγιά  χαιρότανε  να  τους  κάνει  τηγανίτες.  Τις 
Κυριακές μόνο η μητέρα μου το πρωί πήγαινε στην εκκλησιά και το βράδυ με τις αδελφές της 
πήγαιναν  στον  κινηματογράφο.  Ποτέ  δεν  πήγαιναν  στο  Αλκαζάρ.  Εκεί  έβαζαν  πάντα  έργα 
δεύτερης  ποιότητας  και  το  εισιτήριο  ήταν  πιο  φθηνό.  Αργότερα  εκεί  εύρισκαν  καταφύγιο  οι 
σκασιάρχες από το σχολείο. Τον ξάδελφό μου τον Τάκη τον καταλάβαινα πότε πήγαινε. Πάντα 
σαν γύριζε από το σινεμά μού κρατούσε ξερά βύσσινα που αγόραζε από το διπλανό μαγαζί. 

Η οικογένεια έτρωγε τακτικά καλό φαγητό και πολλές φορές η γιαγιά έβαζε μια «καστανιά» και 
για την Σιμέλα, γιατί ακόμη είχαν πολλές οικονομικές δυσκολίες. Συνήθως η μητέρα της Σιμέλας 
κάθε Σάββατο έπαιρνε μισό κιλό κιμά και με πολύ ψωμί εξασφάλιζε δύο φαγητά. Έτσι δεν έδινε 
δικαίωμα σε κανένα ότι τα φέρνουν δύσκολα και κάθε Δευτέρα και η «καστανιά» της Σιμέλας 
είχε κρέας όπως και των άλλων κοριτσιών. 

Έτσι  περίπου  περνούσαν  οι  μέρες  μετά  την  προσφυγιά.  «Καμιά  δεν  ζητιάνεψε  και  καμιά  δεν 
ντράπηκε για όποια τίμια δουλειά και αν έκανε», συνέχιζε η γιαγιά μου. 

Η  μητέρα  μου  όλως  τυχαία  γνώρισε  σε  μια  γειτόνισσα,  ξεριζωμένη  και  αυτή  με  τέσσερα 
ορφανά,  ένα  πανέμορφο  νέο.  Φορούσε  γκέτες  και  κρατούσε  ασημένιο  μπαστούνι.  Μάλλον 
μπαστούνι  με  ασημένια  λαβή  νομίζω.  Η  μητέρα  μου  τον  ερωτεύτηκε  αλλά  και  εκείνος  δεν 
έμεινε αδιάφορος. Η μητέρα μου ήταν τότε 16 και ο πατέρας μου 24. 

Παντρεύτηκαν  και  έζησαν  μαζί  39  χρόνια.  Η  γιαγιά  μου  ήταν  17  χρόνια  μεγαλύτερη  από  την 
μητέρα μου και η Καλομάνα 35. Η γιαγιά μου και η Καλομάνα πέθαναν αντίστοιχα 96 και 102 
χρονών  σε  βαθειά  γεράματα.  Ο  πατέρας  μου  έφυγε  πολύ  νέος.  Η  μητέρα  μου  ζει  ακόμη  και 
είναι 90 χρονών. Την αγαπώ πολύ και δεν μπορώ να συνηθίσω στην ιδέα ότι θα φύγει και αυτή 
μια μέρα όπως όλοι μας. Την έχουμε ανάμεσά μας και αυτή μου περιγράφει τα γεγονότα. 

Digitized by 10uk1s 
Χαρές και λύπες μέσα σε ένα τσουβάλι. 
Πυξίδα την ελπίδα 
Και εγώ όπως και η γιαγιά μου, και η μητέρα μου από νωρίς ένοιωθα πολύ μεγαλύτερη από την 
ηλικία  μου.  Με  δυσκολία  γελούσα  και  εκείνο  που  ήθελα  πάντα  ήταν  να  μαθαίνω  οτιδήποτε 
από τους άλλους. Ήμουν πάντα πρόθυμη να εξυπηρετώ τους πάντας και εκείνο που ακόμη και 
σήμερα μου κάνει εντύπωση είναι, πώς είχα το θράσος αν και τόσο μικρή και τρύπωνα μέσα σε 
όλα  τα  σπίτια  και  σε  όλα  ήμουν  καλοδεχούμενη.  Τα  τόσα  που  έβλεπα  με  είχαν  μάθει  ν' 
αποφεύγω  τις  κακοτοπιές,  να  διεκδικώ  εκείνο  που  μου  ανήκει  και  πάνω  από  όλα  να  είμαι 
πρόθυμη.  Η  εχεμύθεια  ήταν  ακόμη  ένα  προτέρημα  που  μου  είχαν  διδάξει  οι  δικοί  μου  και 
πολλές φορές όταν εξιστορούσαν κάτι στην μητέρα μου που συνέβη και ήξερα, έμεναν άφωνοι 
που δεν τους το είχα πει. 

Η ζωή για πολλές γυναίκες που ήλθαν από την Μ. Ασία ήταν πολύ δύσκολη γιατί πολλοί λίγοι 
άνδρες κατάφεραν να περάσουν με τις γυναίκες τους και τα  παιδιά τους, και να έλθουν στην 
Ελλάδα.  Θυμάμαι  που  έλεγαν  ότι  πέρασαν  ανάμεσα  στο  μπουλούκι  με  τα  γυναικόπαιδα, 
κάνοντας  τους  τρελούς,  ο  θείος  Ηλίας,  ο  θείος  Δημητράκης,  ο  θείος  Λάμπρος  και  ο  θείος 
Γιώργος,  που  ήταν  ο  πατέρας  της  αγαπημένης  εξαδέλφης  της  μητέρας  μου  της  Αγγέλας.  Το 
μυαλό  του  θείου  Γιώργου  παραλίγο  να  σαλέψει  όταν  είδε  λέει  να  κακοποιούν  και  να 
βασανίζουν  τον  Χρυσόστομο  της  Σμύρνης  που  όπως  έλεγε  τον  είχαν  και  περπατούσε  με  τα 
τέσσερα  και  επάνω  στην  πλάτη  του  ήταν  ανεβασμένοι  Τούρκοι  και  τον  χτυπούσαν  για  να 
περπατήσει. 

Δεν  ξέρω  αν  η  προσφυγιά  και  ο  πόλεμος  του  '40,  οι  στερήσεις,  ο  κατατρεγμός,  η  αντίσταση 
κατά των Γερμανών ήταν η αιτία που έκαναν τις 20 οικογένειες της οδού Γρηγορίου του Ε' να 
είναι τόσο κοντά η μια στην άλλη. 

Η  κ.  Πανωραία  ήταν  μια  άσχημη  γυναίκα,  παρά  το  ωραίο  όνομα,  γύρω  στα  50.  Ήταν  πολύ 
δύσκολο  την  εποχή  εκείνη  σ'  αυτή  την  ηλικία  να  βρεις  δουλειά.  Η  κ.  Πανωραία  μαζί  με  τα 
λιγοστά της πράγματα από την πατρίδα είχε φέρει και ένα βιβλίο. Έλεγε ότι το βιβλίο αυτό ήταν 
γεμάτο ξόρκια και ό,τι άλλο ήθελες, μαγγανείες κ.λπ. 

Η φήμη τής κ. Πανωραίας γρήγορα έγινε γνωστή και πολύς κόσμος άρχισε να την επισκέπτεται. 
Στη γιαγιά μου έλεγε πως βγαίνει το μεροκάματο. Σε μερικά τα καταφέρνω, συμπλήρωνε η κ. 
Πανωραία. Δεν ξέρω αν ο Θεός ή ο διάβολος βάζει το χέρι του, δεν ήξερε και αυτή. Πάντως το 
μεροκάματο έβγαινε. 

Όταν μεγάλωσε πολύ η κ. Πανωραία, συνήθιζα να πηγαίνω τακτικά στο σπίτι της και της έκανα 
τα ψώνια, γιατί την πονούσαν τα πόδια της. Θυμάμαι πάντα εύρισκα το καντήλι της αναμμένο. 
Μού έλεγε, το σπίτι σου πάντα να το έχεις φωτισμένο, και το καντήλι σας πάντα να το ανάβετε. 
Όταν της έφερνα τα ψώνια η κ. Πανωραία όλο και κάτι ήθελε να μου δίνει. Ποτέ μου δεν πήρα 
χρήματα, αλλά πάντα την παρακαλούσα να μου πει από περιέργεια μερικά από τα ξόρκια που 
ήξερε!  Πράγματι  κάτι  θυμάμαι,  όπως:  «Όταν  κάποια  αγαπούσε  κάποιον  και  ήθελε  να  τον 
κρατήσει κοντά της, η κ. Πανωραία μου έλεγε ότι μια φωτογραφία την κάρφωνε στο μέρος της 
καρδιάς  με  ένα  μαχαίρι  και  μελετούσε  το  όνομα  της  αγαπημένης  του.  Τη  φωτογραφία  την 
έβαζε σε μία γλάστρα και την πότιζε συνέχεια. Έπαιρνε διάφορα βότανα από το μπαχαρτζίδικο 
τού κ. Ιορδάνη, τα μελετούσε και τα έκαιγε, λέγοντας ακαταλαβίστικα λόγια. Κακό ποτέ της δεν 

Digitized by 10uk1s 
έκανε,  μόνο  αν  καμιά  φορά  ήθελε  να  μαλώσουν  δύο  φίλες,  έριχνε  κρεμμύδια  σε  τρία 
σταυροδρόμια. Βέβαια ποτέ δεν μου είπε τα λόγια που έλεγε και ίσως όλα να ήταν ένα θέατρο. 

Βέβαια  τη  Ρηνιώ,  καθώς  έλεγαν,  κατάφερε  να  την  παντρέψει.  Της  είπε  σε  τρεις  εκκλησίες  να 
ρίξει  από  ένα  μαντήλι  και  μέσα  στο  μαντήλι  να  έχει  βάλει  από  μια  δεκάρα.  Αυτός  που  θα 
εύρισκε  το  μαντήλι  θα  το  άνοιγε,  και  θα  άνοιγε  και  η  τύχη  του  κοριτσιού.  Η  κακοτυχιά  θα 
έπαιρνε τέλος. Ο κ. Κούλης συνήθιζε να λέει: 

—«Μωρέ τι τις έπιασε όλες και μου ζητάνε μαντήλια». Η κ. Πανωραία γελούσε. 

Η γιαγιά μερικές φορές θύμωνε και έλεγε στις κόρες της ν' αφήσουν τα  μασκαραλίκια και να 
πηγαίνουν στην εκκλησία.  Τους  έλεγε  να  κάνουν  την  προσευχή  τους  και  να  τάξουν  και  καμιά 
πίτα στον Άγ. Φανούριο για να τους φανερώσει μια καλή τύχη. 

Για  πρώτη  φορά  ένιωσα  πόσο  σκληρό  είναι  ν'  αποχωρίζεσαι  κάποιο  αγαπημένο  πρόσωπο.  Η 
φίλη μου η Μαρία το 1946 έφυγε με την οικογένειά της, για μια καλύτερη τύχη, στην Αρμενία. 
Ήταν  από  Ελληνίδα  μητέρα  και  Αρμένιο  πατέρα.  Ποτέ  δεν  μάθαμε  κάτι  γι'  αυτούς  για  πολλά 
χρόνια. Κάποτε η κ. Σιρβάτ πήγε στην Αρμενία, μετά από πολλά χρόνια να δει τον αδελφό της. 
Ρώτησε και για την  οικογένεια  της Μαρίας. Η μητέρα της Μαρίας είχε πεθάνει από μαρασμό 
και στης Μαρίας τη ζωή τίποτε δεν είχε πάει καλά. 

Θυμάμαι πάλι  ένα ανοιξιάτικο πρωινό πήγα στο σπίτι της Περσεφόνης. Άνοιξα την  πόρτα και 


είδα  στην  αυλή  τον  πατέρα  της  χειμώνα  καιρό,  να  κοιμάται  μέσα  σε  μια  σκάφη  και  να  είναι 
σκεπασμένος με μια εφημερίδα. Μάταια άκουγα την φίλη μου να παρακαλάει την μητέρα της 
να τον ξυπνήσει και να τον βάλει μέσα να κοιμηθεί. Αγανακτισμένη η μητέρα της φώναζε και 
σχεδόν όλη η γειτονιά την άκουγε: «Ασ' τον αχαΐρευτο, να ψοφήσει έξω, λύσσαξε ο χασίκλας, 
δεν  κοιτά  να  φέρει  κάνα  ψωμί  στο  σπίτι  του,  κάθε  μέρα  το  ίδιο  βιολί».  Στην  αρχή  τρόμαξα, 
φοβήθηκα και πήρα δρόμο. Νόμιζα ότι ο κ. Κυριάκος είχε τρελαθεί. Από την μητέρα μου έμαθα 
για  το  χασίς  και  τις  άλλες  ουσίες  που  κάνουν  τον  άνθρωπο  τρελό  και  δεν  είναι  σε  θέση  να 
ελέγχει τον εαυτό του. 

Θυμάμαι  εκείνο  τον  καιρό  πολλοί  μεγάλοι  «φουμάριζαν»  το  τσιγαριλίκι,  για  να  ξεχνούν  τα 
βάσανά τους ή «τα σεκλέτια τους», όπως έλεγαν, ή για να πουλήσουν αντριλίκι... 

Την  γειτονιά  με  τους  βιοπαλαιστές  της,  που  ζούσαν  με  τον  αγώνα  τής  επιβίωσης,  ήλθε  να 
ταράξει η είδηση ότι η κ. Νένη μάζευε ζευγάρια και ότι εκεί μέσα γινόντουσαν ακατανόμαστα 
πράγματα. Η γειτονιά δεν τα σήκωνε αυτά και γρήγορα η κ. Νένη τα μάζεψε και πήγε, κανείς 
δεν ήξερε που. Μετά από χρόνια την είδαμε μπροστά από ένα φούρνο να ζητιανεύει. 

Η Θέκλα ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα, ψιλή όπως έλεγε η γιαγιά μου και λυγερή. Θυμάμαι 
πόσοι πολλοί την τριγύριζαν, αλλά εκείνη για έναν μόνο είχε μάτια. 

Σαν μελίσσι κυκλοφόρησε η είδηση από στόμα σε στόμα, ότι περίμενε παιδί. Μάταια η μητέρα 
της,  της  έλεγε  να  κάνει  διάφορα  γιατροσόφια  και  να  ρίξει  το  παιδί.  Ήταν  πολύ  φτωχοί  και  η 
μάνα τής έλεγε ότι πέρα από την ντροπή, πώς θα τα έβγαζαν πέρα με ένα μωρό που οι ανάγκες 
του θα ήταν τόσες πολλές. Η Θέκλα δεκάρα δεν έδινε και όταν περνούσε από κάποια γειτονιά 
και καταλάβαινε ότι την κουβέντιαζαν, περνούσε επιδεικτικά από μπροστά τους και έδειχνε την 

Digitized by 10uk1s 
κοιλιά της, όταν πια η εγκυμοσύνη της ήταν φανερή. 

Όταν ήλθε η ώρα να γεννήσει η Θέκλα, εξαφανίστηκε. Ύστερα από χρόνια, 20 τον αριθμό, ήλθε 
και μας βρήκε η κόρη της Θέκλας. Μια όμορφη κοπέλα φτυστή η μητέρα της. Στην αγκαλιά της 
κρατούσε και το μικρό αγόρι της. Μας έφερε τα χαιρετίσματα από την μητέρα της και μας είπε 
ότι  η  μητέρα  της  ποτέ  δεν  ξέχασε  το  καλό  που  της  είχε  κάνει  η  μητέρα  μου.  Η  Θέκλα  είχε 
ορκιστεί να μην πατήσει πια το πόδι της σε αυτή τη γειτονιά που της φέρθηκε τόσο σκληρά στις 
δύσκολες ώρες που πέρασε. Δεν ξέχασε όμως την μητέρα μου η οποία με τη βοήθεια του ιερέα 
της  ενορίας  είχε  βρει  κάτι  καλούς  χριστιανούς  και  έστειλε  τη  Θέκλα  να  γεννήσει  και  στη 
συνέχεια αυτοί οι καλοί άνθρωποι την κράτησαν στο σπίτι τους, μια και ήταν και μεγάλοι, για 
να τους υπηρετεί. 

Έφερε στη μητέρα μου  ένα  ωραίο σάλι χρώμα  μπορντό, με μοτίφ  και κρόσσια  από  μεταξωτή 


κλωστή. Ήξερε ότι στην μητέρα άρεσε πάντα να ρίχνει πάνω από το παλτό της ένα σάλι ή ένα 
μαντήλι για ν' αλλάζει η εμφάνισή της μια και από μέσα σχεδόν πάντα φορούσε τα ίδια ρούχα. 

Ο  κ.  Αλκιβιάδης  κάθε  πρωί  ξεκινούσε  με  το  καροτσάκι  του,  για  να  βγάλει  το  μεροκάματο.  Το 
καροτσάκι αυτό φιλοξενούσε ό,τι παλιό εύρισκε στο δρόμο του και για συμπλήρωμα πουλούσε 
και  ασβέστη  στις  νοικοκυρές.  Οι  δουλειές  του  σπάνια  πήγαιναν  καλά  αλλά  και  τα  λιγοστά 
χρήματα  που  κέρδιζε  τάπινε  σε  κάποια  ταβέρνα  και  έβγαινε  τύφλα  από  το  μεθύσι.  Η  κ. 
Γεσθημανή  άδικα  τον  παρακαλούσε  να  κόψει  το  ποτό  και  να  μην  βρίζει  γιατί  τους  ακούει  η 
γειτονιά.  Έχουν  και  λεύτερο  κορίτσι  και  κανείς  δεν  θα  τους  χτυπήσει  την  πόρτα  για  να  τους 
κάνει προξενιό. 

Από το πολύ μεθύσι βρεχόταν επάνω του και τότε η κ. Γεσθημανή γινόταν θηρίο: «Πανάθεμά 
σε του έλεγε, δεν φτάνει που καθαρίζω κάθε μέρα τις βρωμιές του μπουρδέλου που δουλεύω, 
έχω να ξεβρομίσω και σένανε... Ψόφα κακοχρονονάχεις, και μη ζητάς φαΐ γι' απόψε». Η μέρα 
έριχνε  και  πάλι  το  φως  της  στο  στενό  δρομάκι.  Να  πάλι  ο  κ.  Αλκιβιάδης  πρωί‐πρωί  με  το 
καροτσάκι  του  και  έσκυβε  το  κεφάλι,  όταν  συναντούσε  καμιά  γειτόνισσα.  Συνήθως  την  ίδια 
ώρα  η  μητέρα  μου  έφευγε  για  την  δουλειά  της.  Στην  πόρτα  έβλεπε  την  κ.  Γεσθημανή  να 
κάθεται με τα χέρια στη μέση και να παρατηρεί τον κ. Αλκιβιάδη. 

Η μητέρα, τους καλημέριζε και αυτοί ανταπέδιδαν με ένα χαμόγελο. 

—Κατερίνα μου να τον σταυρώσω τον έρμο, μπας και κάνει κανένα μεροκάματο σήμερις. Τον 
λυπάμαι,  δεν  μπορώ  να  τον  βλέπω  να  σεκλετίζεται  που  δεν  βγάζει  φράγκο  και  μου  έρχεται 
τύφλα  στο  μεθύσι.  Άντε  στο  καλό  Αλκιβιάδη  μου  και  να  προσέχεις  γιατί  σήμερις  κάνει  πολύ 
κρύο. Ο Θεός μαζί σου αφέντη μου και τον ξανασταύρωνε!!! 

—Κατερίνα χθες είχα πάλι μπόρα. Σήμερα δες αν και κάνει κρύο, βγήκε ο ήλιος. Ο Θεός ας μας 
στέλνει  την  ευλογία  του.  Θαρρώ  πως  σήμερα  όλα  θα  πάνε  καλά!  Πάντα  τα  ίδια  έλεγε  η  κ. 
Γεσθημανή,  λες  και  τα  είχε  μάθει  σαν  ποίημα  και  τα  επαναλάμβανε  κάθε  πρωί  στην  μητέρα 
μου  όταν  από  βραδύς  είχε  περάσει  μπόρα  το  σπιτικό  της.  Η  μητέρα  μου  έτρεχε  γιατί  με  την 
κουβέντα που έπιανε φοβότανε μήπως αργήσει στη δουλειά της και δεν χτυπήσει στην ώρα της 
την κάρτα άφιξης. Στο δρόμο καθώς περπατούσε σκεφτότανε την κ. Γεσθημανή, πόσο κλάμα θα 
έριχνε  η  άμοιρη,  μόλις  έκλεινε  την  αυλόπορτά  της  και  έμενε  μοναχή  στο  σπιτικό  της,  για  τη 
μίζερη ζωή που ζούσε, αυτή που στην πατρίδα της πριν την καταστροφή ήταν αρχόντισσα. 

Digitized by 10uk1s 
Σαν  κεραυνός  έπεσε  στην  γειτονιά,  η  κακιά  αρρώστια  που  βρήκε  τη  Γαλήνη!  ΛΕΠΡΑ.  Στην 
γειτονιά κανείς δεν ξανάνοιξε το στόμα του. Η Γαλήνη γέμισε σπυριά. Την κακιά αρρώστια αυτή 
την  είχε  η  προγιαγιά  της  και  εμφανίστηκε  μετά  από  τόσα  χρόνια  στην  έρημη  Γαλήνη.  Μέσα 
στην ατυχία της στάθηκε, λίγο τυχερή γιατί η επιστήμη είχε προοδεύσει και η κακιά αρρώστια 
δεν την απομάκρυνε από το σπιτικό της. Νοσηλεύτηκε βέβαια για πολύ καιρό, δεν πήγε όμως 
στην Σπιναλόγκα, απόμερη γωνιά του νησιού κοντά στη Κρήτη, εκεί που ζούσαν όλοι οι λεπροί. 
Με την εντατική θεραπεία που έκανε, της πέρασαν οι πληγές και δεν άρχισαν να σαπίζουν τα 
μέλη της, όπως γινότανε παλιά. 

Οι  πόρτες  της  γειτονιάς  όμως  είχαν  κλείσει  για  τη  φτωχή  Γαλήνη.  Ο  παπάς  της  ενορίας 
ενημέρωσε  τους  γείτονες  ότι  δεν  διατρέχουν  κανένα  κίνδυνο  και  τους  παρακάλεσε  να  της 
συμπαρασταθούν στις δύσκολες ώρες που περνούσε. Ο μανάβης τής πήγαινε τα ψώνια και ο κ. 
Αντώνης ο μπακάλης ό,τι είδος μπακαλικής χρειαζότανε της τα πήγαινε και αυτός. Γρήγορα η 
Γαλήνη άφησε τη γειτονιά και πολύ αργότερα μάθαμε ότι παντρεύτηκε. Η γιαγιά Δεσποινιώ το 
έφερε βαρέως. Νόμιζε πως όλοι από υποχρέωση τής άνοιγαν την πόρτα, και πως από πίσω την 
κουβέντιαζαν. Η γιαγιά έλεγε πως ο Θεός την είχε τιμωρήσει γιατί όταν ήταν νέα με τα βότανά 
της είχε βοηθήσει και είχαν ρίξει οι γυναίκες πολλά παιδιά, γιατί υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Το 
σπίτι της Γαλήνης μια μέρα έπιασε φωτιά και μαζί μ' αυτό κάηκε και η γιαγιά Δεσποινιώ. Ο κ. 
Πέτρος έλεγε: Η Δεσποινιώ μόνη της έβαλε την φωτιά. Ήθελε μαζί με το σπίτι να διώξει και το 
κακό που βρήκε τη φαμίλια της... 

Άρχιζα και μεγάλωνα και καταλάβαινα ότι το μικρό στενάκι μας δεν είχε μόνο τα παιχνίδια για 
μας τους μικρούς και την επιβίωση για τους μεγάλους. Κάθε πόρτα έλεγε η μητέρα μου κρύβει 
και χαρές, αλλά και από ένα βάσανο. Άλλος μικρό, άλλος μεγάλο. 

Ο κ. Στέφανος είχε κάνει εξορία και δυσκολευόταν να βρει δουλειά. Για τους άλλους ήταν πιο 
εύκολο.  Είχαν  βολευτεί  στο  Δηλαβέρη,  αργότερα  στην  Χαλυβουργική  και  στου  Κουνέλη.  Η 
έννοια  όμως  για  τον  κ.  Στέφανο  βάραινε  όλη  τη  γειτονιά.  Ο  πατέρας  βρήκε  τη  λύση  και  ο  κ. 
Στέφανος έκανε ένα εργαστήρι που έφτιαχνε καταπληκτικούς κουραμπιέδες, όπως αυτούς που 
φτιάχνανε στη Σμύρνη. Αργότερα έφτιαχνε και γλυκά με σιρόπι. Τα γλυκά του ήταν τόσο ωραία 
που δεν άργησαν να γίνουν γνωστά στο εμπόριο. Ο κ. Στέφανος τα πήγαινε μια χαρά και δόξαζε 
τον Θεό για τα μπερεκέτια του (τις προκοπές του). 

Ο κ. Νότης ήταν και αυτός γείτονας. Τον τελευταίο καιρό είχανε παρατηρήσει οι γείτονες ότι το 
σπίτι του ήταν πάντα κλειστό. Από περιέργεια μια γειτόνισσα ξενύχτησε ένα βράδυ και είδε το 
αντρόγυνο με τα δύο παιδιά του να φτάνουν στο σπίτι πολύ αργά και το πρωί πριν καλά καλά 
ξημερώσει και οι τέσσερις τους έφευγαν, για να γυρίσουν πάλι την νύκτα. 

Σε  λίγο  μάθαμε  πως  ο  κ.  Νότης  δούλευε  κηπουρός  σ'  ένα  πλουσιόσπιτο  και  η  γυναίκα  του 
φρόντιζε  το  σπίτι.  Για  να  προσέχουν  τα  παιδιά  τα  είχαν  βάλει  σε  κάποιο  σχολείο  που  ήταν 
κοντά,  στην  δουλειά  τους.  Η  κ.  Πίτσα  τις  καθημερινές  πήγαινε  στο  σπίτι  να  του  ρίχνει  καμιά 
ματιά  και  για  να  ποτίζει  τα  λουλούδια.  Ο  κ.  Νότης  όμως  δεν  παρέλειπε  κάθε  Κυριακή  να 
πηγαίνει στην εκκλησία με την γυναίκα του και μόλις έπαιρνε το αντίδωρο πήγαινε και έπιανε 
κουβέντα  με  τον  καντηλανάφτη.  Ο  καντηλανάφτης,  φεύγοντας  ο  κ.  Νότης  του  έδινε  μια 
σακούλα. Πολλοί έλεγαν ότι ήταν τρόφιμα από τους καλούς ενορίτες. Άλλοι ότι ήταν κεριά που 
τα παίρνει και τα λειώνει για να τα ξαναφέρει στην εκκλησία. 

Τα χρόνια πέρασαν και το μυστήριο του κ. Νότη λύθηκε. Όλη την περίοδο της κατοχής αλλά και 

Digitized by 10uk1s 
αργότερα  ο  κ.  Νότης  έκρυβε  Έλληνες  πατριώτες.  Αυτούς  που  κάνανε  αντίσταση  κατά  των 
Γερμανών. Όταν ο πατέρας το είπε στην μητέρα μου, καθώς ξεφύλλιζα ανόρεξα το αναγνωστικό 
μου,  πετάχτηκα  και  του  είπα  πως  εγώ  το  ήξερα  από  παλιά!!!  Με  ρώτησε  πώς,  και  του 
διηγήθηκα  πως  μια  μέρα  ο  κ.  Νότης  είχε  ξεχάσει  την  αυλόπορτα  ανοικτή.  Χώθηκα  μέσα  και 
φώναζα τα κορίτσια του για να παίξουμε. Δεν πήρα απάντηση και χώθηκα στο σπίτι. Στα δύο 
κρεβάτια που ήταν στο δωμάτιο ήταν ξαπλωμένα δυο παλικάρια. Το ένα με δεμένο το κεφάλι 
του και το άλλο σχεδόν γυμνό με πληγές στο σώμα του. Η κ. Νόταινα όπως την φώναζαν μόλις 
με  είδε  έγινε  κίτρινη  σαν  το  λεμόνι  και  για  μια  στιγμή  μου  φάνηκε  πως  θα  πέσει  κάτω 
λιπόθυμη. Πήγε ν' ανοίξει το στόμα της μα τα χείλη της έτρεμαν και δεν μπορούσε να βγάλει 
μιλιά. Ήμουν πολύ μικρή. Την πλησίασα και της είπα: «Δεν πέρασα από το σπίτι σας και να μην 
πείτε  στα  παιδιά  σας  ότι  τα  ζήτησα:  ΔΕΝ  ΕΙΔΑ  ΤΙΠΟΤΑ».  Το  είπα  τόσο  δυνατά  που  και  εγώ  η 
ίδια τρόμαξα από την φωνή μου και το έβαλα στα πόδια. Τα δήθεν κεριά κάθε Κυριακή από την 
εκκλησία ήταν φάρμακα για τα αδέλφια μας τους Έλληνες. 

Ο  κ.  Νότης  σήμερα  έχει  δυο  σπουδαία  παιδιά.  Και  οι  δύο  επιστήμονες.  Όταν  μια  φορά  τους 
συνάντησα, έπεσα στην αγκαλιά τους και νόμιζα ότι ήταν ο κ. Νότης. Θυμάμαι έτσι ακριβώς με 
αγκάλιαζε κάθε φορά που με συναντούσε στον δρόμο. Μόνο που ο κ. Νότης δεν πρόλαβε να 
καμαρώσει  τα  δύο  παιδιά  του  επιστήμονες.  Η  φυματίωση  θέριζε  τότε  και  μαζί  με  πολλούς 
άλλους  πήρε  και  τον  κ.  Νότη  και  τί  ειρωνεία  και  τα  δύο  του  παιδιά  θα  τον  φρόντιζαν  όσο 
μπορούσαν με το παραπάνω μια που και οι δύο είναι σήμερα διακεκριμένοι και πολύ γνωστοί 
γιατροί. 

Ο  κ.  Νότης  έφυγε  πολύ  γρήγορα  από  κοντά  μας  και  από  τη  στιγμή  εκείνη  ο  αγώνας  της 
γυναίκας του ήταν πολύ σκληρός. Ήξερε όμως πολύ καλά γράμματα για την εποχή εκείνη και 
κατάφερε  να  γίνει  ιδιαιτέρα  του  Στρατηγού  Ν.  Πλαστήρα.  Η  μητέρα  έλεγε  ότι  η  κ.  Νόταινα 
ήξερε δύο γλώσσες και έγραφε και σε γραφομηχανή. Μια μέρα όμως την είδαμε αλαφιασμένη 
να τρέχει στο δρόμο και να καλεί σε βοήθεια. Φώναζε με άναρθρες κραυγές και το μόνο που 
μπόρεσαν  οι  γειτόνισσες  να  καταλάβουν  ήταν  ότι  ο  Άγγελος  του  μαστρο‐Σπύρου  ήταν 
πεσμένος στη μέση του δρόμου γεμάτος αίματα και από πάνω του ο φίλος του ο Παράσχος τον 
παρακαλούσε να του μιλήσει και να σηκωθεί. Μάταια όμως, ο Άγγελος ήταν νεκρός. Η Βαγγέλα 
μια  όμορφη  και  πολύ  τσαχπίνα  κοπέλα  γύρω  στα  δεκαοκτώ,  φαίνεται  πως  έδινε  ελπίδες  και 
στους δυο νέους. Και οι δυο την είχαν ερωτευτεί τρελά και μπρος στην αγάπη τους είχαν κάνει 
πέρα  τη  φιλία  τους  που  τους  έδενε  τόσα  χρόνια.  Εκείνο  το  πρωινό  ήλθαν  στα  χέρια  και  ο 
δύστυχος Παράσχος έβγαλε σουγιά και βρήκε τον άτυχο Άγγελο στην καρδιά. Η οικογένεια του 
Παράσχου  έφυγε  από  την  γειτονιά  και  αυτός  δεν  θυμάμαι  πόσο  δικάστηκε.  Και  οι  δυο 
οικογένειες ξεριζώθηκαν. Η μια κυνηγούσε την άλλη και η δεύτερη κρυβότανε από την πρώτη. 
Οι  γονείς  του  Άγγελου  ήταν  από  την  Κρήτη  και  η  βεντέτα  είχε  αρχίσει.  Η  μάνα  του  Άγγελου 
έπεσε  βαριά  άρρωστη  και  γρήγορα  πήγε  και  βρήκε  το  παιδί  της.  Για  πολύ  καιρό  η  γειτονιά 
έμεινε βουβή και της Ρήνας το τραγούδι, της αδελφής του Άγγελου δεν το ξανάκουσε ποτέ η 
γειτονιά. 

Της  μητέρας  μου  πρέπει  να  της  είχε  στοιχίσει  κάτι  περισσότερο,  γιατί  η  μητέρα  του  Άγγελου 
ήταν πολύ καλή φίλη της και κάθε φορά που είχε χρόνο πεταγότανε στο σπίτι μας και τα λέγανε 
με την μητέρα μου. Μια μέρα ακούω τη μητέρα μου να μου λέει: «Παίζει ένα πολύ ωραίο έργο, 
το «φίλησέ με Μαρίτσα». Σήκω να πάμε στο σινεμά. Παραξενεύτηκα που η μητέρα μου πήρε 
μια τέτοια απόφαση, ύστερα από την τόση στεναχώρια που είχε πάρει και μαζί με αυτήν όλη η 
γειτονιά για το χαμό του Άγγελου. Κατάλαβα ότι είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ με 

Digitized by 10uk1s 
αυτό το γεγονός, θα πρέπει να πιέστηκε πάρα πολύ  και  για να  ξεσκάσει μου ζήτησε να  πάμε 
στον κινηματογράφο. Θυμάμαι μου πήρε ένα σακουλάκι με στραγάλια και ένα κανατάκι πήλινο 
γεμάτο νερό. Ήταν ένα δραματικό έργο και δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς θ' άλλαζε η διάθεση 
της  μητέρας  μου  αφού  το  τέλος  δεν  ήταν  ευχάριστο.  Μόλις  τελείωσαν  τα  στραγάλια  και  το 
κανατάκι  με  το  νερό  ζητούσα  επίμονα  από  την  μητέρα  μου  να  φύγουμε.  Δεν  ήταν  τα 
στραγάλια, δεν ήταν το νερό, δεν ήθελα να βλέπω την μητέρα μου να δακρύζει κάθε φορά με 
τα  παθήματα  της  πρωταγωνίστριας.  Πρέπει  να  το  έκανα  και  άλλες  φορές  γιατί  στο  τέλος  η 
μητέρα μου με βαρέθηκε και με άφηνε στη γιαγιά μου και πήγαινε στο σινεμά δύο τρεις φορές 
το  χρόνο  με  τον  εξάδελφό  της  τον  Γιώργο,  που  ήταν  πάντα  απένταρος  και  του  πλήρωνε  τα 
εισιτήρια. Δεν παραπονιότανε στον πατέρα μου που δεν την πήγαινε, ήξερε ότι αυτός δούλευε. 
Το θεωρούσε πολύ σπουδαίο να της δίνει την άδεια και να πηγαίνει χωρίς αυτόν! «Ο πατέρας 
σου  ήταν  50  χρόνια  πιο  μπροστά  από  τους  άνδρες  της  εποχής  του  που  ζούσαν  στη  γειτονιά 
μας» έλεγε η μητέρα μου. 

Το  να  έχεις  να  θρέψεις  πολλά  παιδιά  την  εποχή  εκείνη  ήταν  πολύ  δύσκολο.  Η  Φιλίτσα  από 
πολύ  μικρή  έφυγε  από  το  σπίτι  της  και  πήγε  υπηρέτρια  σ'  ένα  πλουσιόσπιτο.  Μια  φορά  τον 
μήνα ερχότανε και έβλεπε τους δικούς της. Τα χρήματα που κέρδιζε πήγαιναν κατευθείαν για 
τις  ανάγκες  της  οικογένειάς  της.  Η  μόνη  ικανοποίηση  για  τη  μικρή  Φιλίτσα  ήταν  τα  ωραία 
αποφόρια  που  φορούσε  από  την  οικογένεια  που  δούλευε.  Από  την  Φιλίτσα  ανάσανε  όλη  η 
οικογένεια. Ο μπαμπάς της σε λίγο καιρό έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο της οικογένειας που 
δούλευε η Φιλίτσα. Ο μεγάλος αδελφός της πουλούσε πασατέμπο στον κινηματογράφο ΟΡΦΕΑ 
και η αδελφή της βρήκε δουλειά στο χαλβατζίδικο που ήταν κοντά στο σπίτι τους. 

Η καλή τύχη όμως της Φιλίτσας δεν σταμάτησε εδώ. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι την έστειλαν σε 
νυχτερινό  σχολείο  και  η  Φιλίτσα  ύστερα  από  χρόνια  έγινε  δασκάλα.  Παντρεύτηκε,  έκανε 
παιδιά, αλλά πάντα θυμάται και πηγαίνει στα παιδιά των αφεντικών της, και πάντα ανάβει ένα 
κερί για να δείξει ότι τους θυμάται. 

Από τη γειτονιά άρχισαν να ξενιτεύονται μετά την Αρμενία, πολλοί και στην Γερμανία. Ο Μάνος 
ορφανός  από  μητέρα  και  πατέρα  ζούσε  με  την  γιαγιά  του  την  Αντωνία.  Πάντα  θυμάμαι  τα 
τρύπια  παπούτσια  του  Μάνου  που  τα  στερέωνε  πότε  με  τις  κάλτσες  του  και  πότε  με  ένα 
κουρέλι. Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι με πράσινα μάτια και κατάξανθα μαλλιά. Πάντα κρατούσε 
στο χέρι του ένα κομμάτι ψωμί πασπαλισμένο με ζάχαρη. Ώρες ολόκληρες έφτιαχνε ένα παλιό 
ποδήλατο  που  το  είχε  βρει  σε  μια  μάντρα  πεταμένο  και  βλαστημούσε  κάθε  φορά  γιατί  οι 
ακτίνες  του  είχαν  σκουριάσει  και  κάθε  φορά  που  προσπαθούσε  να  τις  στερεώσει  έσπαγαν. 
Ζούσε σε μια καμαρούλα και κάθε πρωί έτρεχε στον κ. Αλέκο για να τον πάρει μαζί του στην 
ψαραγορά  για  να  βγάλει  κανένα  φράγκο.  Φαίνεται  να  τα  ψιλοκατάφερνε  γιατί  αργότερα 
φορούσε  λαστιχένιες  γαλότσες  τον  χειμώνα,  και  φτηνά  αλλά  καθαρά  και  γερά  παπούτσια  το 
καλοκαίρι. 

Λάτρευε την γιαγιά του και πάντα της έφερνε στραγάλια και της τα έτριβε στο γουδί επειδή δεν 
είχε  δόντια.  Της  έβαζε  πολύ  ζάχαρη  και  της  τα  έδινε  στο  κρεβάτι  της  όταν  ήταν  ξαπλωμένη. 
Ποτέ  δεν  είδαμε  την  γιαγιά  του  με  παλιό  φουστάνι.  Πάντα  εύρισκε  κάποια  ευκαιρία,  έκανε 
κάποια δουλειά και αγόραζε ρόμπες και παντούφλες. Η κάμαρά της άστραφτε και όλα τα έκανε 
ο Μάνος γιατί η γιαγιά του άρχισε να γίνεται ανήμπορη. Όλοι μας δοκιμάσαμε έκπληξη γιατί ο 
Μάνος  νομίζαμε  ότι  είχε  πάρει  τον  κακό  τον  δρόμο.  Έλειπε  κάθε  βράδυ  και  κανείς  από  την 
γειτονιά  δεν  ήξερε  που  ήταν  και  τι  έκανε.  Η  γιαγιά  του  όμως  ήταν  ήσυχη.  Είχαν  ένα  κοινό 
μυστικό  και  δεν  ήθελαν  κανείς  να  το  μάθει,  μήπως  τους  ματιάσουν.  Κάθε  πρωί  η  κ.  Αντωνία 

Digitized by 10uk1s 
λιβάνιζε και έβγαινε και στην εξώπορτά της. Αχ, λέγανε οι γειτόνισσες μεγάλα βάσανα έχει η κ. 
Αντωνία.  «Το  έχει  παραρίξει  στη  θρησκεία,  ποιος  ξέρει  τι  βάσανα  την  έχουν  βρει», 
μουρμούριζαν οι γειτόνισσες. Καμιά όμως δεν τολμούσε να της πει κάτι. Τους απαντούσε, να 
κάνουν την δουλειά τους και να γνέθουν την ρόκα τους. Ήταν μια φράση που πολύ συνήθιζε να 
λέει η κ. Αντωνία. Ο Μάνος κάθε βράδυ μόλις τελείωνε από το ψαράδικο πήγαινε στα τραίνα 
στον  Πειραιά  και  τα  καθάριζε  μέχρι  αργά  το  βράδυ.  Τα  χρήματα  αυτά  δεν  τα  χαλούσε,  μόλις 
μάζεψε  τα  εισιτήριά  του,  πήρε  ένα  πρόχειρο  βαλιτσάκι  με  λιγοστά  ρούχα  και  έφυγε 
μετανάστης για τη Γερμανία. Ό,τι χρήματα του περίσσεψαν τα άφησε στη γιαγιά του και είπε 
και σε μια γειτόνισσα με την κόρη της να την προσέχουν. 

Ο  Μάνος  έκανε  πολλά  χρόνια  να  έλθει  στην  γειτονιά.  Εγώ  δεν  τον  έχω  δει  ποτέ  πια  μια  και 
έφυγα  από  την  γειτονιά  αργότερα.  Ένα  ήταν  σίγουρο  ότι  μόλις  πήρε  τα  πάνω  του  άρχισε  και 
έστελνε χρήματα στην κ. Αντωνία. Δεν ήξερε γλώσσα ο Μάνος και όμως τα κατάφερε. Πρώτα 
εργάτης  σ'  ένα  εργοστάσιο  και  στη  συνέχεια  μια  καντίνα  για  τους  εργάτες  έξω  από  το 
εργοστάσιο  με  Ελληνικές  και  Τούρκικες  λιχουδιές.  Στην  αρχή  έμενε  σ'  ένα  παλιό  κτήριο  και 
μοιραζότανε  την  τουαλέτα  με  πολλούς  άλλους.  Αργότερα  κατάφερε  να  ζει  σε  μια  οικογένεια 
μεταναστών  που είχαν πάει πιο νωρίς  από  αυτόν  και είχαν  προκόψει. Είχαν και μια κόρη και 
μόλις είδαν ότι ο Μάνος ήταν καλό παιδί τού έδωσαν και την κόρη τους. Έκανε και δυο παιδιά 
και όλα πήραν τον δρόμο τους. Μάταια παρακαλούσε τη γιαγιά του την Αντωνία να πάει κοντά 
του. Αυτή ήταν ευτυχισμένη που ο Μάνος της πήγαινε καλά και που κάθε μήνα τής έστελνε το 
χαρτζιλίκι της για να περνά άνετα. Η  κ. Αντωνία  διόρθωσε  το σπιτικό  της που  είχε  αρχίσει να 
ρημάζει από την ανέχεια. Αγόρασε καινούργιους κετσέδες ‐ (κάτι σαν βελέντζα). Έριξε μεγάλες 
χρωματιστές μαξιλάρες και στη μέση έβαλε ένα μεγάλο τραπέζι  (σοφρά).  Μια  μικρή κομόντα 
με  πολύχρωμα  ποτηράκια  και  πάντα  ένας  δίσκος  έτοιμος  με  γλυκό  του  κουταλιού  και  ποτό 
φτιαγμένο από βύσσινο, ήταν πάνω στο τραπέζι. 

Μόλις  το  χαρτζιλίκι  περίσσεψε  η  κ.  Αντωνία  πήγε  στο  χρυσοχόο  τον  κ.  Βασιλάκη  στην  οδό 
Κονδύλη και αγόρασε ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια 18 καράτια, με μια διαμαντόπετρα στη 
μέση και γύρω γύρω ζαφείρια. Τα φόρεσε και κανείς δεν μπόρεσε να της τα βγάλει μέχρι την 
ημέρα που έφυγε  από  τη ζωή.  Πολλές  φορές  μονολογούσε  ότι  οι  Τούρκοι  τής  είχαν  πάρει  τα 
σκουλαρίκια,  αυτά  που  της  είχε  κάνει  ο  άνδρας  της  στον  αρραβώνα  τους.  «Ανάθεμά  τους,  τι 
κατάλαβαν;  Να εγώ πάλι τα φόρεσα! Δεν είναι βέβαια σαν της Σμύρνης, αλλά καλά  είναι και 
αυτά. Χαράμι να τους γίνουν, τέλος πάντων... χαλάλι τους...» 

Ένα  πρωινό  ακούσαμε  χαρούμενες  φωνές  από  το  σπίτι  του  κ.  Μιχάλη.  Τότε,  μετά  την 
καταστροφή τής Σμύρνης η Μυρσίνη μικρό παιδάκι μέσα στην αναταραχή και πολυκοσμία είχε 
ξεφύγει από την φούστα της μητέρας της και παρά την αναζήτηση των δικών της δεν μπόρεσαν 
να την βρουν. Η μάνα της την έκλαιγε για πολλά χρόνια και για να απαλύνει τον καημό της είχε 
βαφτίσει ένα κοριτσάκι και της είχε δώσει το όνομα τής Μυρσίνης. 

Η  Μυρσίνη  μετά  από  πολλά  χρόνια  μέσω  του  Ερυθρού  Σταυρού  κατάφερε  να  μάθει  που 
βρίσκονται οι δικοί της. Στο πρώτο γράμμα που τους έστειλε από την Αμερική τους εξιστορούσε 
για τον αγώνα που έκανε για να τους βρει, και πόσο η ίδια στάθηκε τυχερή στην ατυχία της να 
την πάρουν άνθρωποι που πολύ γρήγορα έφυγαν για την Αμερική. Τους ζητούσε να πάνε κοντά 
της,  μα  τα  χρόνια  είχαν  περάσει  και  ο  κ.  Μιχάλης  με  την  γυναίκα  του  δεν  είχαν  πια  τα 
κουράγια.  Θα  ήθελαν  αυτή  να  μπορούσε  να  έλθει  να  τους  δει.  Οι  γονείς  τής  Μυρσίνης  δεν 
πήγαν,  όμως  τα  άλλα  δύο  αδέλφια  της  που  ζούσαν  με  τον  κ.  Μιχάλη  το  πήραν  απόφαση  και 
έφυγαν για μια καλύτερη ζωή. Και όπως φαίνεται τα είχαν καταφέρει στην συνέχεια μια χαρά. 

Digitized by 10uk1s 
Στην αρχή τα πρώτα γράμματα και όχι πολύ αργά και τα πρώτα δολάρια. Χαρά που έκανα κάθε 
φορά που με φώναζε ο κ. Μιχάλης για να του γράψω την διεύθυνση στα αγγλικά. Όλο και κάτι 
μούδινε.  Θυμάμαι  ότι  οι  πρώτες  νάιλον  κάλτσες  που  φόρεσα  ήταν  δώρο  από  τον  κ.  Μιχάλη. 
Βιαζόμουνα  τόσο  πολύ  να  τις  φορέσω  που  δεν  είχα  καλτσοδέτες  και  πήρα  ένα  λάστιχο  που 
χρησιμοποιούσε  η  μητέρα  μου  όταν  της  χάλαγε  κάποιο  εσώρουχο,  και  τις  φόρεσα.  Ο  κ. 
Μιχάλης  ήταν  και  με  το  παλιό  ημερολόγιο  και  κάθε  φορά  που  τον  έβλεπα  να  νηστεύει  όταν 
εμείς είχαμε Χριστούγεννα τον ρωτούσα: «κ. Μιχάλη σε πόσες μέρες έχετε Χριστούγεννα;» ‐«Σε 
δεκατρείς  ημέρες  μετά  από  εσάς».  Ποτέ  δεν  ξεχνούσα  να  επισκεφθώ  τον  κ.  Μιχάλη  τα 
Χριστούγεννα. Ήξερα ότι με περίμενε με ένα πιάτο μελομακάρονα. Ακόμη θυμάμαι την φωνή 
του να μου λέει: «Φάε κορίτσι μου, εγώ τα έφτιαξα, αφού η γυναίκα μου μας άφησε χρόνους. 
Ίδια τα φτιάχνω και λες και την ακούω να μου φωνάζει: "Πρόσεχε Μιχάλη θα γεμίσεις τον τόπο 
σιρόπι". 

—Αχ, βρε γυναίκα εσύ έφυγες και η κουρελού είναι ακόμη εδώ (!)....». 

Θα  γυρίσω  πάλι  στην  κ.  Θοδώρα,  τη  φίλη  της  γιαγιάς  Ζαφειρώς,  αυτή  που  μάντεψε  για  τον 
διωγμό από την Πατρίδα την Μ. Ασία και που έφτιαχνε καταπληκτικό σαραϊγλί και έφερνε κάθε 
φορά  που ερχότανε στη γιαγιά  Ζαφειρώ. Στην  οδό «Γρηγορίου  του  E'» ζήτησε  από  τα ανίψια 
της  η  κ.  Θοδώρα,  να  της  αγοράσουν  ένα  μικρό  σπιτάκι.  Όχι  πολλά  πράγματα.  Είχε  πια 
μεγαλώσει  και  δεν  μπόραγε  να  κάνει  πολλές  δουλειές.  Μάταια  τα  ανίψια  της  που  την 
αγαπούσαν πολύ ήθελαν να την πάρουν κοντά τους, ή και ακόμη να της αγοράσουν ένα σπίτι 
σε  καλύτερη  συνοικία.  Παιδιά  δεν  είχε  αλλά  είχε  βρεθεί  στους  γονιούς  των  ανιψιών  της  στη 
Σμύρνη και αυτά με την σειρά τους ήθελαν να της το ανταποδώσουν. 

Ο άντρας τής κ. Θοδώρας καταγόταν από τα Σπάρτα της Μ. Ασίας. Από εκεί που καταγόταν και 
ο πατέρας μου. Φοίτησε στο κολλέγιο τής πόλης και εκεί στην Πόλη συνάντησε τον άνδρα της. 
Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. Ήταν τυχερή έλεγε, μόνο που δεν έκανε παιδιά. 
Φαίνεται ότι ο Θεός την αγαπούσε και δεν έδωσε στα παιδιά της την δοκιμασία που πέρασαν 
άλλα προσφυγόπουλα. Ο άνδρας της ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της που πούλησε όλο το βιός 
του  και  έφυγε  από  τα  Σπάρτα.  Αγόρασαν  εκτάσεις  και  έγιναν  μεγάλοι  τσιφλικάδες  στον 
Κιρκιντζέ. Ο  κυρ‐Δημητρός πήγε  και αυτός  στρατιώτης με τον παππού  μου και  αυτόν  δεν  τον 
ξανάδε κανείς πια. 

Η κ. Θοδώρα αγάπησε πολύ τον κ. Δημητρό και της άρεσε κάθε φορά που ανταμώναμε να μας 
διηγείται  για  τα  Σπάρτα  και  για  τον  τρόπο  ζωής  εκεί.  Το  1914  έλεγε  η  κ.  Θοδώρα  και  το 
επιβεβαίωνε και ο πατέρας τής Ισμήνης που και αυτός είχε γεννηθεί εκεί, είχε γίνει ένας πολύ 
μεγάλος σεισμός στα Σπάρτα. Έβρεχε δυνατά και 300 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους μέσα στα 
ερείπια.  Το  ορεινό  αυτό  καταπράσινο  χωριό  με  τα  υπέροχα  πλακόστρωτα  δρομάκια  είχε 
μεταμορφωθεί  σε  ερείπια.  Συμπλήρωμα  ήταν  και  ο  διωγμός  του  1914.  Ο  Τούρκικος  στρατός 
ρήμαξε τον τόπο και άρπαζε και σκότωνε όποιον εύρισκε μπροστά του. Έδιωξαν τις οικογένειες 
και  άρπαξαν  τις  περιουσίες  τους.  Οι  χοτζάδες  ήταν  αυτοί  που  τους  ενεθάρρυναν.  Η  επαρχία 
ερήμωσε  και  όλοι  άρχισαν  να  κατεβαίνουν  από  τα  γύρω  χωριά  στα  Σπάρτα.  Οι  Σπαρταλίδες 
που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν πολύ καλές σχέσεις με τους Τούρκους, άρχισαν να διώκονται. 
Παράλληλα  άρχισαν  να  εξαφανίζουν  τους  άνδρες  με  την  στρατολόγησή  τους.  Τους  έκλειναν 
στις φυλακές και ένα μέρος από αυτούς το έστελναν στην Αρμενία και κανείς δεν ξαναείδε την 
πατρίδα του. Όσοι απέμειναν στα Σπάρτα, τους διέταξαν και έδωσαν ότι είχαν για το στρατό, 
για τα νοσοκομεία και τα ορφανοτροφεία. Δεν ήταν όμως ιερός ο σκοπός όπως έλεγαν. Σκοπός 
τους  ήταν  να  αρπάξουν  οι  Τούρκοι  ότι  πολύτιμο  εύρισκαν  για  να  πλουτίσουν.  Παράλληλα 

Digitized by 10uk1s 
γκρέμισαν πολλά καταστήματα και πήραν ό,τι υπήρχε μέσα σε αυτά. 

Έτσι χιλιάδες έλληνες ξεριζώθηκαν. 

Οι  σχέσεις  των  Ελλήνων  με  τους  Τούρκους  ήταν  πολύ  καλές,  μέχρι  το  1908.  Έλληνες  και 
Τούρκοι είχαν συνεταιρισμούς μαζί και επιχειρήσεις. Σε χωριά που δεν υπήρχε αστυνομία ποτέ 
Έλληνας  έμπορος  δεν  είχε  κακοποιηθεί.  Οι  Ιεροδιδάσκαλοι  στο  τέμενος  δίδασκαν  ότι  ο 
μουσουλμανικός  νόμος  επιβάλει  να  περιφρουρούν  τους  ετερόδοξους.  Αφορμή,  έλεγε  η  κ. 
Θοδώρα  για  την  οριστική  ρήξη  Ελλήνων  και  Τούρκων  ήταν  η  εγκατάσταση  Τούρκων  από  την 
Μακεδονία  και  την  Κρήτη  στην  Τουρκία,  που  έσπειραν  ζιζάνια  στους  Τούρκους  εναντίον  των 
Ελλήνων. 

Οι Σπαρταλίδες  έλεγε με καμάρι η κ. Θοδώρα ήταν άνθρωποι δημιουργικοί. Ασχολήθηκαν με 
την επεξεργασία χαλιών και την παράδοσή τους αυτή την συνέχισαν και στην Ελλάδα. Είχαν μια 
καταπληκτική  δεξιοτεχνία  στην  προσαρμογή  κάθε  επαγγέλματος.  Πάντα  οι  επιδιώξεις  τους 
ήταν  πιο  ψηλά  και  γι'  αυτό  πρόκοψαν.  Πολύ  λίγα  ελληνικά  ήξεραν,  είχαν  όμως  την  Ελλάδα 
μέσα τους. 

Μετά  την  αφήγησή  της,  η  κ.  Θοδώρα  που  καμιά  φορά  ξεχνιόταν  και  την  έπαιρνε  ώρες, 
ξαναγύριζε στο σκοπό για τον οποίο μας φώναζε κάθε χρόνο, ημέρα του Κλείδωνα, και που δεν 
ξέρω γιατί πάντα, αυτή τη μέρα μάς άρχιζε τη κουβέντα γύρω από τα Σπάρτα, ποτέ άλλοτε δεν 
μιλούσε γι' αυτό το ορεινό χωριό. 

Για τον Κλείδωνα από βραδύς μας έστελνε στα σπίτια και παίρναμε αμίλητο νερό — δηλ. δεν 
μιλούσαν τα κορίτσια όσο μάζευαν στο κανάτι νερό από τα σπίτια. Το βάζαμε σε ένα δοχείο με 
μεγάλο  άνοιγμα  και  το  σκεπάζαμε  με  ένα  κόκκινο  μαντήλι.  Μέσα  ρίχναμε  από  ένα  μικρο‐
αντικείμενο  και  το  αφήναμε  στο  δοχείο  όλη  νύχτα  έξω  στα  άστρα.  Την  άλλη  μέρα  καθώς 
τραβούσαμε  ένα‐ένα  τ'  αντικείμενα  λέγαμε  και  από  ένα  στίχο  που  υποτίθετο  ότι  τον  έλεγε  ο 
καλός μας. Γέλια και χαρές αν ο στίχος ήταν αστείος όπως: «από την πόρτα σου περνώ βήχω 
και ξαναβήχω και αν δεν ανοίξεις να σε δω σου κατουρώ τον τοίχο». 

Μεσημέρι την άλλη μέρα και 12 η ώρα ακριβώς, τα κορίτσια έβαζαν ένα κόκκινο μαντήλι στο 
κεφάλι και κοιτούσαν μέσα στο πηγάδι, για να δουν αυτόν που θα παντρευτούν... 

Το  μολύβι  (μέταλλο)  ήταν  μια  διαφορετική  διαδικασία  και  αυτό  σκοπό  είχε  να  δείξει  πως  θα 
πάει  η  χρονιά.  Το  έλειωναν  και  το  έριχναν  μέσα  στο  νερό  και  ανάλογα  με  το  σχήμα  που 
έπαιρνε, έδιναν και την εξήγηση. Τη χρονιά εκείνη, το έτος 1947, η κ. Θοδώρα έριξε το μολύβι 
και έντρομη μας είπε: «Να το θυμούστε του χρόνου τέτοιο καιρό δεν θα με έχετε κοντά σας». 
Έτσι και έγινε, πριν όμως πεθάνει άφησε ότι είχε και δεν είχε στον Μισέλ. Ήταν ένα πανέμορφο 
αγόρι, ορφανό που η κ. Θοδώρα το αγαπούσε πολύ και το είχε να της κάνει τις δουλειές του 
σπιτιού. 

Η κ. Θοδώρα τον είχε δεχθεί με τις «ιδιαιτερότητές του» όπως έλεγε. Δεν πέρασε όμως πολύ 
καιρός και ο Μισέλ χτυπημένος από κάποια αρρώστια έφυγε και αυτός. 

Από  τότε  κανείς  δεν  έριξε  το  μολύβι,  ούτε  βάλαμε  τον  Κλείδωνα.  Πάντα  όμως  της  κάναμε 
τρισάγιο στον τάφο της και πάντα την θυμόμασταν ειδικά την μέρα του Αϊ‐Γιάννη. 

Digitized by 10uk1s 
Αυτή ήταν η κ. Θοδώρα που κανείς δεν ήξερε πώς, «ήξερε τα μέλλοντα γενέσθαι» όπως έλεγε 
και η Αθηνά. 

Digitized by 10uk1s 
Τραγούδια του Κλήδωνα 

όπως  τα  γράφει  στο  βιβλίο  της  (ΑΛΑΤΣΑΤΑ)  η  κ.  Ευαγγελία  Κουτσοδόντη 
και που τα τραγουδούσαν και στην γειτονιά της Γρηγορίου του Ε'... 

Ανοίξετε τον κλήδονα στου άη Γιάννη τη χάρη 
κι όπου είναι πρωτογόνατη, να πάρει. 
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει το πάνω μήλο 
πούναι απάνω στη μηλιά, και λάμπει σαν τον ήλιο 
Ανοίξετε τον κλήδονα, να πάνα πέσω στ' άγια 
κι αν δεν με γιάνει η Παναγιά, μούχει η αγάπη μάγια. 

 
Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει 
τότε θα παντρευτείς και συ να κάνει ο κόσμος χάζι. 

 
Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι αλεπού βιελούτο 
τότε θα παντρευτείς και συ να βάλεις καπελούτο. 

 
Άσπρη 'σαι σαν τα γάλατα, κόκκινη σαν τον κρίνο 
διάλεξε νιο μελαχρινό για να τον κάμεις φίλο. 

 
Τιν' τούτα τα καμώματα, τιν' τούτα τα γινάτια 
που πήγες και μπερδεύτηκες μ' ένα ζευγάρι μάτια. 
Τα μάτια σου είναι σαν αυγά, τ' αυτιά σου σαν παλάμη 
τα πόδια και τα χέρια σου χοντρά σαν το καλάμι. 
Απ' όλα του προσώπου σου τα μάτια σου μ' αρέσουν 
πούχουν τον αυγερινό και το φεγγάρι μέσα. 

Digitized by 10uk1s 
Έλεγα πως αγάπησες καλύτερο στα κάλη 
μ' αγάπησες την πυροστιά που στήνουν το τσουκάλι. 

 
Σφάλα τα παραθύρια σου και θέλω να περάσω 
να με σε δουν τα μάτια μου γιατί θε να ξεράσω. 

 
Ο έρωτας σ' απάντησε σ' ένα στενό σοκάκι 
κι εβάστα εις τας χείρας του ένα σταμνί φαρμάκι. 

 
Άγγελοι ζωγραφίσανε το καγκελόφρυδό σου 
και το κοντύλι έσταξε εληά στο μάγουλό σου. 

 
Περνάς και δεν με χαιρετάς χαρά στην περηφάνια 
θαρρεί κανένας πως βαστάς βασιλικά φερμάνια. 

 
Μωρή στραβοτυλίγαδο και ρόκα τσακισμένη 
και καρακάξα του γιαλιού, ποιος διάβολος σε θέλει. 
Θε να σε κάμω να γενείς φράγκισα με το βέλο 
να τρέχεις να με κυνηγάς και εγώ να μη σε θέλω. 

 
Μάτια μου σουρμελίδικα που τόβρετε το νάζι 
σε πιο μπαξέ θα πάω να βρω λουλούδι να σου μοιάζει. 
Μαλαματένια κάρβουνα και διαμαντένια λόχη 
να κάψουν τα χειλάκια σου, σαν θα μου λεν το όχι. 

 
Σήμερα τ' άσπρο γιασεμί βγήκε να σεργιανίσει 
Θεέ μου κάνε συννεφιά ο ήλιος μη το μαυρίσει. 

Digitized by 10uk1s 
Μαύρα μου μάτια και γλυκά και χείλη μου κοράλλι 
και μπόι μου αγγελικό της τζιτζεφιάς κλωνάρι. 

 
Δέκα άσκημες να μοιραστούν τα όμορφά σου κάλη 
ούλες θα γίνουν όμορφες και όμορφη θάσαι πάλι. 

 
Τα μάτια σου κρεμούν Πασά τα φρύδια σου βεζίρη 
και το λιγνό σου το κορμί κρεμά καραβοκύρη. 

 
Η ομορφιά σου βούλεται πύργο να θεμελιώσει 
και σκλάβους από την αραπιά πάει να λευτερώσει. 

 
Αντικρινά μου κάθισες επάνω στην πεζούλα 
και κρέμασες τα χείλη σου σαν την παλιογαϊδούρα. 

 
Ομορφοκαμωμένη μου και γαϊτανοφρυδούσα 
όταν σ' εγέννα η μάνα σου άγγελοι τραγουδούσαν. 
Μιλάς χρυσάφια πέφτουνε, γελάς πέφτουνε ρόδα 
το ντελικάτο σου κορμί σε άλληνε δεν τόδα. 
Καλά 'καμες και αγάπησες κοντά στην γειτονιά σου 
έχεις τον ύπνο διάφορο και το φιλί κοντά σου. 

 
Άθια και μύρα τού Μαγιού μάζεψαν οι γονείς σου 
και σου ζαχαροπλάσανε τ' αγγελικό κορμί σου. 
Μοσκοκαρφάκι μάσησε η μάνα σου το βράδυ 
και σέκαμε ψιλόλυγνη και δεν έχεις ψεγάδι. 
Βασιλικός πλατύφυλλος με τα σαράντα φύλλα 
σαράντα σε αγαπήσανε μα πάλι εγώ σε πήρα. 

Digitized by 10uk1s 
Θε να σου κάμω μαγικά μ' ένα κουτί πιπέρι 
να τρέχεις να με κυνηγάς, με το βρακί στο χέρι. 
Αγάπη και πολύ σεβντά που είχαμε οι δυο μας 
κι όποιος μας εχώρισε να πάρει τον καημό μας. 
Είσαι κοντή κοντούτσικη, σπυρί μαργαριτάρι 
μόλις εφάνηκες στη γη και θέλεις. 

 
Της χήρας το προσκέφαλο μυρίζει από κυδώνι 
και το μυρίστηκα και γω και σκούζω σαν τ' αηδόνι. 

 
Αγάπησα νάχω χαρά και έχω πάντα λύπη 
και ο νους από το κεφάλι ρου μέρα και νύχτα λείπει. 
Τρεις χάρες σούδωκε ο Θεός σαν την Αγιά Τριάδα 
τα κάλλη και την ομορφιά και όλη την νοστιμάδα. 
Ποιος κρίνος ωραιότατος σούδωσε την ασπράδα 
και ποια μηλιά σου χάρισε την ροδοκοκκινάδα. 

 
Μην ψηλοκαραρώνεσαι ξέρουμε την γενιά σου 
ένα κοντάρι κόνιδα έχει η βρακοθελιά σου. 

 
Στον κλήδονα έριξα και γω, για να σε ριζικάρω 
κι ο κλήδονας ρου έδειξε γυναίκα να σε πάρω. 
Σου 'χει γραμμένο η μοίρα σου ολόχρυσα παλάτια 
κόρη με τα ξανθά μαλλιά και με τα μαύρα μάτια. 
Άγγελος είσαι μάτια μου και αγγελικά κοιτάζεις 
και αγγελικά πατείς στη γη και την καρδιά μου σφάζεις. 
Της άσπρης πρέπει ο σουλμάς, της μαύρης το κοκκινάδι 
και στο μελαχροινάκι μου νερό απ' το πηγάδι. 

Digitized by 10uk1s 
Θε να σε κάμω να γενείς σα μια κλωστή μετάξι 
κι ότι κι αν έχει η μάνα σου στους άγιους θα το τάξει. 

 
Ανοίξετε τον κλήδονα και στρώσετε βελούδα 
για να περάσει ο βασιλιάς με την βασιλοπούλα. 

 
Ένα καράβι έρχεται από την Βαβυλώνα 
την ομορφιά σου έμαθε και φέρνει αρρεβώνα. 
Κρίμα στα σαπουνίσματα που κάνεις στον λαιμό σου 
δε θα σε πάρει μάτια μου, βγάλτο απ' το μυαλό σου. 
Ανοίξατε τον κλήδονα και στρώσατε τσουβάλια 
για να περάσει η κοπελιά με τα στραβά ποδάρια. 
Ανοίξατε τον κλήδωνα και έρχεται η Χαϊδεμένη 
τού χρόνου τούτο τον καιρό θα είναι παντρεμένη. 
Τα δόντια σου μ' αρέσουνε πούναι πολύ ανάρια 
που μπαινοβγαίνουν ποντικοί κι αφήνουν κουκουνάρια. 

 
Ο ήλιος όταν πρωτοβγεί στα στήθια σου χωνεύει 
και στα σγουρά σου τα μαλλιά πάει και βασιλεύει. 
Καρσί στα παραθύρια σου, θα στείσω τον οντά μου 
κι αν σε μαλώσει η μάνα σου, κείνα και έλα κοντά μου. 

 
Σαν κάνει ο σκύλος τον λαγό σύντεκνο και κουμπάρο 
ε τότες χωρίς ψέματα μικρό μου θα σε πάρω. 
Άσπρη 'σαι σαν τα γάλατα που βγάζουν οι προβάτες 
και σαν το μαυροτσούκαλο που ψήνουν τις πατάτες. 

 
Άμε στο γεροδιάβολο σουσαμωτό κουλούρι 
κι έχουμε και ένα γάιδαρο που μοιάζεις του στη μούρη 

Digitized by 10uk1s 
Τα μάτια σου νας σαν τ' αυγά, τ' αυτιά σου σαν του χοίρου 
και τ' αποδέλοιπο κορμί ωσάν του σκαντζοχοίρου. 

 
Η πρώτη μου αγαπητικιά μού ζήτησε λεμόνι 
κι ώσπου να βγω στη λεμονιά την πήραν οι δαιμόνοι 
Δεν μπαίνω εγώ στο σόι σου μήτε και στην γενιά σου 
κάλλιο φιλώ τον γάιδαρο παρά την αφεντιά σου. 
Σα μαγαπάς αγαπάμε, σα δε με θες ας λείπει 
δεν είσαι και καλύτερη, να το κρατήσω λύπη 
Σα μαγαπάς αγαπάμε με γνώση στο κεφάλι 
και με μεγάλο στοχασμό, να μην το μάθουν άλλοι. 

 
Ευρήκα εγώ και αγάπησα άλλη με τόνομά σου 
και ας σε κάνει μπαστουρμά η μάνα σου και η θεια σου. 

 
Εγώ έλεγα πως έβρηκες καλύτερο μου ταίρι 
μα εγώ θαρρώ π' αγάπησες του τηγανιού το χέρι. 
Είσαι ψιλή είσαι λιγνή και λιανοκοκκαλάτη 
σου πρέπει να σε βάλουνε σε γιάλινο παλάτι. 
Σαν άγγελος πατείς στη γη, σα ρήγας κατεβαίνεις 
σα χρυσοπράσινος αετός, μέσα στο σπίτι μπαίνεις. 

Digitized by 10uk1s 
Καλύτερη ζωή και καλλίτερες μέρες στο σπιτικό του Δημητρού 
Έννοια  και σκοπός του πατέρα ήταν  να φύγουμε  από  την γειτονιά,  για  να  φτιάξουμε  ένα  πιο 
άνετο σπίτι. Την γειτονιά την αγαπούσε, αλλά το οικόπεδο ήταν τόσο μικρό που δεν χωρούσε 
ούτε ένα δωμάτιο περισσότερο. Θέλησε όμως πρώτα να καλυτερεύσει τα οικονομικά μας και 
έτσι άφησε το κουρείο και ξεκίνησε μια άλλη δουλειά και νομίζω δεν τα κατάφερε και άσχημα. 
Ο  εξάδελφος  τότε  της  μητέρας  μου,  σπουδαίος  υποδηματοποιός,  του  έβαλε  την  ιδέα  να 
φτιάξουν ένα τσαγκαράδικο και να απασχολούν τσαγκαράδες που εκείνη την περίοδο δύσκολα 
εύρισκαν δουλειά. Ο Αντίγιωργας, όπως τον έλεγαν, ήταν γνωστός σε όλη την περιοχή. Έπαιζε 
στην ομάδα τού Ηφαίστου παλαιότερα και σαν ποδοσφαιριστής είχε πολλές γνωριμίες. Από τις 
γνωριμίες αυτές βρήκε εργάτες και απέκτησε πελατεία. Ο πατέρας μου του διέθεσε το πρώτο 
δωμάτιό μας και γρήγορα άρχισε να γίνεται ένας μικρός πυρήνας από εργάτες που δούλευαν 
από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αγόρασαν χαμηλά καρεκλάκια και ο πατέρας δούλευε σε μεγάλο 
πάγκο. Οι τσαγκάρηδες στις χαμηλές καρέκλες και με χαμηλό τραπέζι και ο πατέρας στον πάγκο 
όρθιος  από  το  πρωί  μέχρι  αργά  το  βράδυ  έκοβε  τα  φόντια,  δηλαδή  το  επάνω  μέρος  του 
παπουτσιού  το  οποίο  στη  συνέχεια  το  έδιναν  στην  κορδελιάστρα  για  να  το  γαζώσει.  Συχνά 
έπαιρνε περιοδικά και φαίνεται οι επιλογές του στα σχέδια είχαν επιτυχία, γιατί τα παπούτσια 
που σχεδίαζε και που έφτιαχναν οι τεχνίτες είχαν ζήτηση. Επάνω σε καλαπόδια, δηλαδή ξύλινα 
καλούπια στερέωναν τα δέρματα και εκεί επάνω δούλευαν το παπούτσι. Από κάτω περνούσαν 
το  βάρδουλο  και  στη  συνέχεια  στερέωναν  τη  σόλα.  Δεν  θυμάμαι  λεπτομέρειες  για  το  πώς 
έφτιαχναν τα παπούτσια, εκείνο που θυμάμαι όμως ήταν ότι τα πρώτα παπούτσια τα φόρεσα 
εγώ, και ήταν κόκκινα με ένα λουράκι που στερεωνότανε με ένα κουμπί. Αλλά και την μητέρα 
μου δεν την άφησε παραπονεμένη. Με τα δικά μου στο ένα χέρι, στο άλλο χέρι του είχε βάλει 
πίσω στην πλάτη, και της έκανε έκπληξη, δίνοντάς της και τα δικά της. Θυμάμαι ότι ο ίδιος τής 
τα φόρεσε. Ήταν  σίγουρος όπως μας είπε  αργότερα ότι οι  δυο γυναίκες της ζωής του θα του 
έφερναν γούρι. 

Δεν ξέρω αν εμείς του φέραμε γούρι, ή ο πολύς αγώνας του. Η δουλειά του πήγε πολύ καλά. Η 
μητέρα  μου  σταμάτησε  να  δουλεύει  και  φρόντιζε  για  το  φαγητό  των  15  εργατών.  Αυτοί 
δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπως είπα και πιο πάνω και για να μην καθυστερούν 
έτρωγαν σπίτι μας. Τα κέρδη ήταν αρκετά για την εποχή εκείνη, αλλά και ο πατέρας ήταν πολύ 
γενναιόδωρος  και  με  τους  εργάτες.  Την  περίοδο  εκείνη  φιλοξενήσαμε  και  πολλούς  συγγενείς 
μας. Μέσα στο ένα δωμάτιο. Δεν θυμάμαι πώς κοιμόμασταν. Πρέπει να στρώναμε κάτω. Ένα 
ήταν βέβαιο ότι όλοι έφευγαν ευχαριστημένοι από την περιποίηση τής μητέρας μου και από τα 
δώρα  τού  πατέρα  μου.  Η  μητέρα  ποτέ  δεν  παραπονέθηκε  και  εγώ  ήμουν  πολύ  ευτυχισμένη 
που πάντα είχα κάποια συντροφιά. 

Η βιοτεχνία  πήγε μια χαρά. Και μετά από χρόνια ο πατέρας έφτιαξε στη μητέρα μου το σπίτι 
που  ονειρευόταν.  Από  πάνω  πλάκα  για  να  μην  τρέχουν  τα  κεραμίδια  και  μεγάλα  γαλλικά 
παράθυρα.  Μεγάλα  δωμάτια  στρωμένα  με  μωσαϊκό  και  πολύχρωμες  πέτρες.  Μεγάλες 
βεράντες και με σκαλιστά κάγκελα. Η πρόσοψή του έβλεπε στην πλατεία που σ' αυτήν ήταν και 
η  εκκλησία  της  ενορίας  που  τόσο  πολύ  η  μητέρα  μου  αγαπούσε.  βάλαμε  στην  άκρη  τα 
παπλώματα  της  ΟΥΝΡΑ  και  φτιάξαμε  άλλα  βαριά  με  ατλάζι  σε  κόκκινο  και  κίτρινο  χρώμα, 
θυμάμαι  ότι  τα  παπλώματά  μας  τα  είχε  ράψει  ο  κ.  Παναγιώτης.  Ήταν  άριστος  μάστορας  και 
κάθε  φορά  που  έραβε  έκανε  και  άλλο  σχέδιο.  Είχε  ένα  ξύλο  γυρισμένο  σαν  τόξο  με  μια 
μεμβράνη και με αυτό χτυπούσε το βαμβάκι για να γίνει αφράτο. 

Digitized by 10uk1s 
Έβγαζε καλό μεροκάματο γιατί όλες οι νοικοκυρές άρχισαν να ράβουν παπλώματα, προίκα για 
τα  κορίτσια  τους.  Η  πιο  δύσκολη  δουλειά  για  μένα  ήταν  το  σεντόνιασμα.  Δηλαδή  έραβα  το 
σεντόνι πάνω στο πάπλωμα όταν το σκεπαζόμουνα για να μην λερώνεται. Δυσκολευόμουν με 
τα μικρά χέρια μου να κάνω τις γωνιές αλλά είχα πολύ πείσμα και στο τέλος τα κατάφερνα. 

Ο  πατέρας  μου  δεν  έμεινε  ικανοποιημένος  μόνο  από  την  δική  του  προκοπή.  Αγόρασε  στο  κ. 
Μένιο  τα  σύνεργα  για  γάνωμα  και  του  είχε  πει  να  βγαίνει  στις  γειτονιές  και  να  γανώνει  τα 
κουταλοπήρουνα  της  γειτονιάς  γιατί  αυτά  μετά  από  την  πολύ  χρήση  μαύριζαν.  Ο  κ.  Μένιος 
πήρε δοχείο με καυτό καλάι και γύριζε τις γειτονιές. Αργότερα πήρε και ένα τροχό και ακόνιζε 
τα  χασαπομάχαιρα.  Κάθε  φορά  που  οι  νοικοκυρές  άκουγαν  τον  γανωτζή  έβγαιναν  και  έτσι 
άστραφταν  τα πολυκαιρισμένα πράσινα  σκεύη τους. Αργότερα όταν το  μεροκάματο δεν  ήταν 
αρκετό άρχισε να πηγαίνει και στις οικοδομές και από εκείνη τη στιγμή η οικογένεια έβαζε και 
κάτι στην άκρη για καμιά ανάγκη τους. 

Από το μπακάλικο του κ. Αντώνη δεν χρειαζόταν να ψωνίζουμε πια με βιβλιαράκι να γράφει τα 
βερεσέδια και να τον πληρώνουμε κάθε εβδομάδα. Πόση καλοσύνη είχε αυτός ο κ.  Αντώνης. 
Ποτέ δεν παραπονιότανε αν κάποιος αργούσε να πληρώσει. Ήξερε ότι η γειτονιά ήταν καλή και 
κανένας δεν θα τον φέσωνε. Και πράγματι έτσι γινότανε. Κάθε μέρα πηγαίναμε στον κ. Αντώνη 
για  μια  οκά  ρύζι,  λίγη  λακέρδα,  και  ό,τι  άλλο  θέλαμε.  Τι  χαρά  που  έκανα  όταν  αγόραζα 
θρεψίνη, κάτι σαν την σημερινή μερέντα, μόνο που την βάζαμε λίγη λίγη στο ψωμί για να μην 
τελειώσει. 

Γιαούρτια  και  γάλα  παίρναμε  από  τον  κ.  Κώστα  τον  Γαλατά.  Κάθε  βράδυ  περνούσε  από  την 
γειτονιά με δύο ταψιά που τα είχε δέσει με σχοινιά και τα στερέωνε στους ώμους του με ένα 
ξύλο. 

Οι νοικοκυρές άρχισαν σιγά ‐ σιγά και αγόραζαν τα προικιά των κοριτσιών τους, και ό,τι άλλο 
χρειαζότανε το σπιτικό τους. Τα νοικοκυριά τους τα είχαν ξεπουλήσει στους μαυραγορίτες για 
ένα κομμάτι ψωμί, την περίοδο της Κατοχής. Η κ. Ειρήνη η εμπόρισσα, περνούσε κάθε Κυριακή 
από  τη  γειτονιά  και  μάζευε  τα  βερεσέδια  από  τις  νοικοκυρές  για  τις  πραμάτειες  που  είχαν 
πάρει. 

Θυμάμαι μια Κυριακή η κ. Ειρήνη κτυπούσε την πόρτα τής κ. Γιάννας αλλά καμιά απάντηση. Η 
κ. Ειρήνη παραπονέθηκε γιατί ένα μήνα τώρα έχει να πάρει τη δόση που της χρωστούσε. Η κ. 
Γιάννα βέβαια συστηματικά κρυβόταν, όχι μόνο από την κ. Ειρήνη που έκανε μεγάλο αγώνα για 
το  μεροκάματο,  αλλά  από  τους  άλλους  γυρολόγους.  Η  κ.  Φανή  που  λυπήθηκε  την  κ.  Ειρήνη 
βγήκε έξω από το σπίτι της μια μέρα και φώναζε: «Γιάννα, Γιάννα άνοιξε κτύπησε η Μαρίτσα 
και  είναι  μες  τα  αίματα....»  Η  Γιάννα  ακούγοντας  τη  φωνή  της  Φανής,  βγήκε  έντρομη  να 
βοηθήσει το παιδί της. Φαντασθείτε όμως την έκπληξή της όταν ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε 
μπροστά στην κ. Ειρήνη με έναν Αστυφύλακα, που εκείνη την εποχή έκαναν συχνές περιπολίες 
στις  γειτονιές.  Της  έκανε  σύσταση  λοιπόν  και  από  τότε  η  κ.  Γιάννα  ήταν  τακτική  στις 
υποχρεώσεις της. 

Την  εποχή  εκείνη  υπήρχε  ένα  πρόγραμμα,  η  βοήθεια  της  ΟΥΝΡΑ  όπως  το  έλεγαν,  δηλαδή 
Αμερικάνικη βοήθεια με ρουχισμό προς την Ελλάδα. Ο πατέρας μου πήρε δυο παπλώματα με 
μεταξωτό βαμβάκι και ένα πολύ ωραίο παλτό από γούνα για την μητέρα μου που το έχει μέχρι 
σήμερα. Δεν το φοράει βέβαια αλλά της αρέσει και το κρύβει. Αλλά και για μένα ήταν ένα άλλο 
παλτό  με  γούνινο  γιακαδάκι  και  σε  κανελί  χρώμα.  Μου  ήταν  βέβαια  κάπως  μακρύ,  αλλά  η 

Digitized by 10uk1s 
μητέρα  μου  το  κόντυνε  και  το  έφερε  στα  μέτρα  μου.  Το  παλτό  αυτό  ήταν  αφορμή  και  κάθε 
φορά που έραβα φουστάνι ή παλτό για τελείωμα μου έβαζαν βελούδο. 

Δεν ήταν βασικά μόνο η ΟΥΝΡΑ που μας βοήθησε σαν οικογένεια. Τα οικονομικά μας πήγαιναν 
καλύτερα. Η μητέρα μου άρχισε να ντύνεται κομψά που αυτό την βοηθούσε βέβαια πολύ και 
το σώμα της καθώς ήταν ψιλή και αδύνατη και όπως έλεγαν είχε ένα αριστοκρατικό  αέρα. Ο 
πατέρας έραβε δυο δυο τα κουστούμια και πάντα φορούσε ωραία ρούχα. 

Έτσι  η  ζωή  μας  κυλούσε  ήρεμα  και  η  μικρή  γειτονιά  μας  άρχισε  να  παίρνει  μια  ανάσα 
ξεφεύγοντας σιγά σιγά από την μιζέρια και τη φτώχια. 

Θυμάμαι  πόσο  χαρούμενη  ήμουν  γιατί  τότε  αγοράσαμε  ένα  ραδιόφωνο  που  για  την  εποχή 
εκείνη ήταν σαν να είχα τηλεόραση, το '48. Ήταν μάρκα RADIONE και το πήραμε από ένα φίλο 
μας που τα πουλούσε. Αλλά χαρά δεν είχαμε μόνο εμείς αλλά και όλη η γειτονιά που άκουγε 
μουσική  και  τραγούδια.  Του  είχαμε  βάλει  πάνω  ένα  ωραίο  καρέ  κεντημένο  για  να  μην 
σκονίζεται και από πάνω ένα μπιμπελό. Έτσι συνηθιζόταν τότε. Το μεγάλο πανηγύρι ήταν όταν 
γίνονταν εκλογές. 

Από  νωρίς  τα  φιλαράκια  μας  ερχόταν  στο  σπίτι  και  μαζί  τους  έφερναν  χαλβά,  λουκουμάδες, 
πίττα  και  ότι  άλλο  σκεφτόταν.  Ο  πατέρας  είχε  ετοιμάσει  μολύβια  και  χαρτί  για  να  γράφει  τα 
αποτελέσματα  των  εκλογών.  Σαν  προσφυγόπουλα  οι  περισσότεροι  ήταν  με  τον  Πλαστήρα. 
Μόνο  ο  θείος  Λευτέρης  ήταν  αριστερός  και  ο  φίλος  του  ο  Πέτρος  δεξιός.  Αν  και  μαζεύονταν 
πολλοί,  ο  ένας  σεβόταν  τον  άλλο  και  οι  καζούρες  δεν  ήταν  έντονες.  Από  το  ραδιόφωνο 
μαθαίναμε ότι γύριζαν από την Κορέα το εκστρατευτικό Ελληνικό Σώμα που άφησε δυστυχώς 
και μερικούς εκεί. 

Μαζί με αυτούς που ήλθαν από την Κορέα ήταν και ο γιος τής κ. Αγγέλας που έφερε μαζί του 
και  μια Κορεάτισσα, την Τσανκ, που  την έκανε γυναίκα του. Την  θυμάμαι ακόμα και σήμερα, 
μέτριο ανάστημα και πρόσωπο σαν φεγγάρι. Τα σχιστά ματάκια της κοιτούσαν με απορία και 
καλοσύνη.  Όταν  περπατούσε  έκανε  μικρά  βηματάκια  και  λικνιζόταν  δεξιά  και  αριστερά.  Μου 
είχε  κάνει  επίσης  εντύπωση  τα  μικρά  παπουτσάκια  που  φορούσε  λες  και  ήταν  κοριτσάκι  14 
ετών. Ο  γιος  τής  Αγγέλας  όμως είχε  δώσει υπόσχεση πριν  φύγει στην  Μέλπω. Μια υπόσχεση 
όμως  που  ξέχασε.  Η  Μέλπω  όμως  δεν  το  έβαλε  κάτω,  κατόρθωσε  να  ξαναζωντανέψει  τις 
σχέσεις τους, γεγονός που έκανε την άμοιρη Τσανκ να μαραζώσει και σε τρία χρόνια πέθανε. 

Τότε οι γάμοι γίνονταν στα σπίτια. Έτσι και η Μέλπω παντρεύτηκε το Βασίλη στο σπίτι της που 
ήταν πολύ νοικοκυρεμένο με  ξύλινα  πατώματα και σκαλιστά έπιπλα, σπάνια  για την  γειτονιά 
μας την εποχή εκείνη. Το κουτσομπολιό βέβαια έλεγε ότι ο πατέρας της τα είχε πάρει για ένα 
κομμάτι ψωμί από ανθρώπους που είχαν ανάγκη την κατοχή. 

Στο χώρο υποδοχής λοιπόν είχαν βάλει το μεγάλο τραπέζι και επάνω σ' αυτό ένα δίσκο με τα 
κουφέτα  και  το  ποτήρι  με  το  κρασί.  Τα  στέφανα  ήταν  άσπρα  και  μπομπονιέρες  από  χάρτινα 
πολύχρωμα  κουτάκια.  Οι  καλεσμένοι  μαζεύονταν  στο  δωμάτιο  για  να  παρακολουθήσουν  το 
μυστήριο  και  όσοι  δεν  χωρούσαν  ήταν  στην  αυλή.  Μετά  το  μυστήριο  έγινε  το  γλέντι  στο 
στενάκι  και  σ'  αυτό  πήρε  μέρος  όλη  η  γειτονιά.  Καθένας  βέβαια  είχε  ετοιμάσει  και  από  ένα 
φαγητό και τα τραπέζια έφταναν από την μια άκρη ως την άλλη. Από αυτόν τον γάμο έλλειπε 
μόνο η μητέρα του Βασίλη από πόνο για τον άδικο χαμό της Τσανκ, αλλά και η μητέρα μου που 

Digitized by 10uk1s 
δεν ξέρω αν πράγματι δούλευε, ή προφασίστηκε ότι ήταν στη δουλειά. Ο πατέρας έπαιζε ούτι 
και  η  Ανθούλα  τουμπερλέκι.  Ανάμεσα  στα  ελληνικά  τραγούδια  καμιά  φορά  τους  έπιανε  η 
νοσταλγία  της  χαμένης  πατρίδας  και  τραγουδούσαν  και  τούρκικα.  Θυμάμαι  το  γεμενί  που 
σημαίνει μαντήλι, το μπεκλεντίμ ντε γκέλμεντιν, δηλαδή σε περίμενα και δεν ήλθες. 

Το ζεϊμπέκικο και ο καρσιλαμάς έπαιρνε και έδινε. Ο κ. Ηλίας χόρευε με τα γόνατα και έπαιζε 
τα  κουτάλια  στα  δάκτυλα  με  μικρασιάτικο  τρόπο.  Σαν  τελείωσε  το  γλέντι,  οι  νοικοκυρές 
μάζεψαν καθεμιά τα δικά της πιάτα, έβαλαν τα παιδιά να κοιμηθούν και καθάρισαν τον δρόμο. 
Την  άλλη  μέρα  το  πρωί  όλα  κυλούσαν  στο  ρυθμό  τους.  Η  κάθε  μια  πόρτα  άνοιγε  και  όλοι 
ξεκινούσαν για το μεροκάματο. 

Το  σκηνικό  βέβαια  με  τον  καιρό  άλλαζε.  Μερικοί  δεν  ζούσαν  πια.  Άλλοι  είχαν  σταματήσει  το 
μεροκάματο  και  τους  φρόντιζαν  τα  παιδιά  τους.  Όσοι  μπορούσαν  και  δούλευαν,  είχαν  βρει 
καλύτερες  δουλειές  και  η  κατσαρόλα  δεν  ήταν  πια  τυλιγμένη  σε  καρό  πετσέτα,  αλλά  σε 
νοικοκυρεμένη  τσάντα.  Τα  ρούχα  των  γειτόνων  μας  ήταν  καινούργια  και  περιποιημένα.  Οι 
νοικοκυρές με μεγαλύτερη ευκολία ψώνιζαν από τον μανάβη και τον ψαρά. Στη γειτονιά όμως 
η  μικρή  άνοδος  του  επιπέδου  έφερε  και  τα  πρώτα  κρούσματα  κλοπών.  Κανείς  όμως  δεν 
κατηγόρησε  κανένα.  Ο  κ.  Τάσος  πρότεινε  και  προσφέρθηκε  να  κάνει  τον  νυκτοφύλακα  σε 
μερικές γειτονιές και έτσι το κακό σταμάτησε.  Κάθε  βράδυ  ο  κυρ‐Τάσος  περνούσε  και  με  την 
μαγκούρα του κτυπούσε τέσσερις φορές στο δρόμο κατά διαστήματα, σαν να μας έλεγε: εδώ 
είμαι. Στο τέλος κάθε μήνα περνούσε από τα σπίτια μας και του δίναμε ότι είχαμε συμφωνήσει. 
Έτσι σταμάτησαν οι κλοπές και μπορούσαμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Στις τελευταίες μέρες όμως 
κάθε μήνα έκανε και την εμφάνισή του στις γειτονιές και ο «Δομούτας». Ο δομούτας ήταν ένας 
τυφλός ζητιάνος που και αυτός με τη σειρά του είχε χωρίσει τις γειτονιές και ζητιάνευε για τον 
επιούσιο.  Όλες  οι  νοικοκυρές  τον  λυπόντουσαν  και  του  έδιναν  από  το  υστέρημά  τους.  Κάτι 
κατάλαβε  όμως  η  πανέξυπνη  κ.  Κούλα  και  μια  φορά  μόλις  άκουσε  από  μακριά  τη  φωνή  του 
βγήκε  έξω  και  έβαλε  μια  σκάφη  κάθετα  στο  δρομάκι  και  είπε  στα  παιδιά  να  κρυφτούν.  Ο 
δρόμος  έτσι  έγινε  έρημος.  Ο  δομούτας  με  τη  δυνατή  φωνή  του  πλησίασε  και  άρχισε  να 
φωνάζει:  «Δομούτε  καλοί  μου  κάτι  που  είμαι  αόμματος».  Καθώς  φθάνει  κοντά  στην  σκάφη 
κοιτάζει  δεξιά  και  αριστερά,  δεν  βλέπει  κανένα  με  μια  γρήγορη  κίνηση  περνά  δίπλα  αλλά 
σβέλτα, απλώνει πάλι το μπαστούνι μπροστά και αρχίζει πάλι: «Δομούτε... δεν βλέπω...» Όμως 
πριν  τελειώσει  ακούγεται  η  φωνή  της Κούλας:  —«Κακό  χρόνο  νάχεις,  εγώ  βρε  δεν  δίνω  στην 
κόρη μου χαρτζιλίκι για να πάρει καραμέλες για να το ακουμπάω σ' εσένα, χάσου από τα μάτια 
μου καταραμένε, που μας κάνεις τον τυφλό» και κλείνει την πόρτα του σπιτιού της. Την κοίταξε 
βέβαια απελπισμένος ο δομούτας και ξεκινώντας να φύγει τρέχω και τον ρωτάω πως τον λένε: 
—«Δομούτα  πως  σε  λένε;»  Τότε  σηκώνει  απειλητικά  την  μαγκούρα  του  και  μου  λέει:  —
«Θρασύβουλο με λένε και μη με ξαναφωνάξεις «Δομούτα» γιατί θα έλθω το βράδυ στον ύπνο 
σου και θα σε φάω»... 

Digitized by 10uk1s 
Τα προικιά και πώς τα μαζεύουν 
Οι μητέρες της γειτονιάς μου, μόλις μάζευαν χαρτζιλίκι, άρχισαν να σκέπτονται τα προικιά των 
κοριτσιών  τους.  Από  δέκα  χρονών  άρχιζαν  να  τους  φτιάχνουν  σεντόνια,  μαξιλάρια,  πετσέτες, 
κουβέρτες και διάφορα καρέ για το σαλόνι, την τραπεζαρία και την κρεβατοκάμαρα. Της κυρά 
Ειρήνης οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά γιατί όλες οι μητέρες ψώνιζαν από αυτή με ευκολίες 
και  δεν  φαινόταν  το  έλλειμμα  από  το  ταμείο  της  οικογένειας.  Εκτός  από  την  Διαμάντω  την 
μοδίστρα, η μητέρα μου έλεγε να πηγαίνω και δίπλα στην Αννίτσα για να μαθαίνω να κεντώ και 
εγώ με τη σειρά μου τα προικιά μου. Τότε τα κορίτσια αρραβωνιάζονταν γύρω στα 18 χρόνια. 
Μου  άρεσε  στην  αρχή  να  κεντώ  τα  σεντόνια  μου  και  να  μαθαίνω  πλακιέ.  Επίσης  είχα  μάθει 
σταυροβελονιά  και  με  αυτή  είχα  φτιάξει  διάφορα  καρέ,  πουάν  τομπρ,  βυζαντινή  βελονιά, 
ανεβατό και δεν θυμάμαι τι άλλο είχα μάθει. Έτσι περνούσα τις ώρες μου πότε‐πότε όμως με 
αγανάκτηση όταν έκανα λάθος. 

Κεντούσαμε  μέχρι  αργά  το  βράδυ  και  όταν  κουραζόμασταν  το  ρίχναμε  στο  τραγούδι.  Τα 
στοιχήματα δίνανε και παίρνανε ποια θα τελειώσει το κέντημά της γρηγορότερα. Πάντα ήμουν 
τελευταία. Εκείνο που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ένα τετράγωνο πανί ειδικά φτιαγμένο για 
την πρώτη νύκτα του γάμου. 

Ήταν κεντημένο με ανθάκια και γύρω γύρω είχε μια δαντέλλα με την βελόνα πλεγμένη. Το πανί 
αυτό μου έλεγε κρυφά η Άννα το δείχνουν την άλλη μέρα στην πεθερά για να δει ότι η νύφη 
της ήταν παρθένα. Δεν νομίζω να καταλάβαινα και πολλά πράγματα, αλλά κουνούσα το κεφάλι 
μου για να δείξω ότι το ήξερα. 

Τα  υφάσματα  που  χρησιμοποιούσαν  για  σεντόνια,  μαξιλάρια,  τραπεζομάντιλα  όλα  ήταν 
αρίστης  ποιότητας  και  πάντα  ήταν  μαρκαρισμένα  με  το  όνομα  και  το  επίθετο  της  νέας.  Κάθε 
φορά που έκοβαν ένα ύφασμα δεν ξεχνούσαν να πουν το καλορίζικο και να υπενθυμίσουν σε 
αυτή  που  το  αγόραζε  να  βάλει  τα  αρχικά  στο  σεντόνι,  για  να  είναι  τα  προικιά  καλότυχα.  Το 
πανωσέντονο είχε πάντα δαντέλλα και ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στα νυφιάτικα σεντόνια που 
είχαν  κεντημένα  λουλούδια  και  πουλιά.  Με  πολύ  δεξιοτεχνία  κεντούσαν  και  τα  σεμέν  που 
έστρωναν  στα  τραπέζια  του  σαλονιού  και  της  κρεβατοκάμαρας.  Η  βυζαντινή  βελονιά,  το 
κοπανέλι,  η  σταυροβελονιά,  το  πουάν  τομπρ,  το  ανεβατό  ήταν  στην  ημερήσια  διάταξη.  Το 
κέντημα  γινόταν  το  βράδυ  μετά  την  δουλειά  και  τα  κορίτσια  για  να  αλλάζουν  παραστάσεις, 
άλλαζαν και σπίτι κάθε φορά για να κεντήσουν. Μου άρεσε να κεντώ αλλά δεν νομίζω ότι το 
ήθελα και πολύ να φτιάξω προικιά. Με ενεθάρρυνε και ο πατέρας που συνήθιζε να λέει: «Τα 
προικιά σου θα είναι οι γνώσεις σου». 

Οι γυναίκες  δεν  πετούσαν τίποτε. Από παλιά σεντόνια έφτιαχναν μαξιλάρια, πετσέτες,  για να 


μην  πω  καμιά  φορά  και  πουκάμισα,  ή  φουστάνια.  Ποτέ  δεν  ξεχνούσαν  να  βάλουν  και  λίγο 
κέντημα  για  να  δείχνει  νοικοκυρεμένο.  Όταν  τα  μπαούλα  των  κοριτσιών  γέμιζαν,  οι  μάνες 
άρχιζαν  να  κρύβουν  χρήματα  για  τα  έπιπλα.  Αν  δεν  υπήρχε  άλλο  σπίτι,  το  καθιστικό  γινόταν 
δεύτερη  κρεβατοκάμαρα,  μέχρι  το  νέο  ζευγάρι  ν'  αποκτήσει  δικό  του.  Δυστυχώς  μερικά 
αντρόγυνα κακοπερνούσαν, γιατί η επέμβαση των γονιών τους ήταν πιεστική και δεν ήταν λίγα 
και τότε τα αντρόγυνα που χώριζαν. 

Digitized by 10uk1s 
Ο γάμος του Μανωλιού και του Στρατέλη 
Τα προξενιά ήταν μια διαδικασία όχι και τόσο εύκολη. Σεβντάς στα τούρκικα θα πει αγάπη, και 
τα  κορίτσια  της  γειτονιάς  δεν  είχαν  χρόνο  για  σεβντάδες,  παρά  μόνο  στα  όνειρά  τους,  όπως 
έλεγαν  οι  θείες  μου.  Ο  προξενητής  όταν  ήθελε  να  ζητήσει  μια  κοπέλα  από  την  γειτονιά, 
φορούσε πάντα ένα ρούχο ανάποδα για να πάει γούρι. Αν το προξενιό πήγαινε καλά ο γαμπρός 
έκανε  στον  προξενητή  ένα  δώρο.  Ο  προξενητής  που  συνήθως  ήταν  προξενήτρα,  κανόνιζε  τη 
συνάντηση. Αν ήταν καλοκαίρι και γινότανε προξενιό, όλη η γειτονιά το ήξερε και περίμενε πιο 
θα ήταν το τέλος του προξενιού. 

Συνήθως η νύφη ήξερε τον γαμπρό, διαφορετικά κανόνιζαν μια επίσκεψη στης προξενήτρας το 
σπίτι.  Ο  γαμπρός  πήγαινε  και  η  νύφη  τον  έβλεπε  κρυφά.  Αν  της  άρεσε  στη  συνέχεια  τον 
κερνούσε για να την δει και αυτός. Αν τη νύφη είχε βάλει κάποιος άλλος στο μάτι και μάθαινε 
για το προξενιό, το ίδιο βράδυ πήγαινε και της έκανε καντάδα για να της δείξει την αγάπη του. 
Αν η νύφη τον προτιμούσε αμέσως χάλαγε το προξενιό, αν πάλι οι γονείς δεν συμφωνούσαν ο 
νέος έκλεβε την κοπέλα. 

Ο  Μανώλης  με  την  οικογένειά  του  δεν  ξέρω  πώς  είχαν  έλθει  από  την  Κρήτη  και  μένανε  στο 
τελευταίο σπιτάκι της γειτονιάς μας. Η οικογένειά του έκανε πολλές χαρές όταν στον Μανώλη 
έκαναν προξενιό την Αννιώ που και αυτής οι γονείς ήταν από την Κρήτη. Ο Μανώλης δεν είχε 
δουλειά και χάρηκε όταν ο πεθερός του τον πήρε στο μπακάλικό του και του είπε ότι αργότερα 
εκείνος θα αποχωρήσει και το μπακάλικο θα γίνει δικό του. 

Η  Αννιώ  θυμάμαι  ήταν  μια  πολύ  όμορφη  κοπέλα,  με  μια  μακριά  μαύρη  πλεξίδα  και  με 
καταπράσινα  μάτια.  Ο  Μανώλης,  όταν  πια  είχαν  παντρευτεί  την  πείραζε  και  της  έλεγε:  —
«Τόσοι  που  πέρασαν  από  το  νησί  σας  ποιος  ξέρει  ο  προπάππους  σου  με  πια  είχε  κοιμηθεί. 
Αυτά τα μάτια σου δεν τα είχε καμιά από το σόι σου». 

Ο προξενητής όπως ήταν η παράδοση, φόρεσε ανάποδα την φανέλα του και πήγε για προξενιό 
στο  σπίτι  της  κ.  Άφρως  μάνας  της  Αννιώς.  Η  Αννιώ  ήξερε  τον  Μανώλη  και  όπως  φάνηκε 
αργότερα το ζευγάρι τα είχε βρει πριν από το προξενιό. «Τυχερός ο Μανώλης» έλεγε η γειτονιά 
«πήρε και καλή κοπέλα και όμορφη και προικισμένη». 

Η  κ.  Άφρω  καμάρωνε,  αλλά  συμπλήρωνε  ότι  και  ο  γαμπρός  της  ήταν  ντελικανής  —  δηλαδή 
πολύ λεβέντης. Όσο καιρό έμεινε το ζευγάρι αρραβωνιασμένο, μόνο σε βεγγέρες πηγαίνανε και 
πάντα μαζί τους ήταν και κάποιος συγγενής. Ποτέ το ζευγάρι δεν βγήκε μόνο του βόλτα. 

Την μέρα του γάμου τους ο γαμπρός δεν έπρεπε να δει την νύφη. 

Το κρεβάτι τους το νυφικό, το είχαν ράνει με γιασεμιά και ροδοπέταλα. Πέταξαν και ένα μωρό 
πάνω στο κρεβάτι, για  να είναι καρπερή  η νύφη. Την νύφη  την ντύνανε, τη στολίζανε και της 
τραγουδούσαν τραγούδια του γάμου: «Νύφη μου ποιος σε στόλισε και σούβαλε τις μπλίρες, να 
ζήσει η νύφη και ο γαμπρός ο άντρας οπού επήρες». 

Μέχρι την εκκλησιά την κρατούσαν κοπελιές από καλές οικογένειες και που ζούσαν και οι δυο 
γονείς τους. Όποια κοπέλα έπιανε πρώτα το φόρεμα της νύφης για να το βγάλει και να βάλει το 
νυφικό της, και αυτή κατά την παράδοση θα παντρευόταν σε ένα χρόνο. Η νύφη πριν από το 

Digitized by 10uk1s 
γάμο  έπιανε  την  μύτη  των  κοριτσιών  για  να  παντρευτούν  γρήγορα.  Πριν  το  γάμο  επίσης  το 
ζευγάρι λουζότανε και πήγαινε στην εκκλησιά για να μεταλάβει. Την ώρα του μυστηρίου όταν ο 
παπάς έλεγε το: «Ευλογητός ο Θεός» ένας συγγενής της νύφης ή του γαμπρού έπιανε το σακάκι 
του γαμπρού και το πέπλο της νύφης και έλεγε να ζήσουν και να στεριώσουν. Την ώρα που ο 
παπάς έλεγε: «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», όποιος προλάβαινε, και πατούσε το πόδι του 
άλλου  αυτός  θα  έκανε  πια  κουμάντο  στο  σπίτι.  Από  το  κρασί  του  γάμου  και  το  μελοκάρυδο 
όποιος έπινε πρώτος και έτρωγε μετά τον γαμπρό, παντρευότανε σε ένα χρόνο. 

Όταν  έμπαινε στο σπίτι τους παντρεμένο το ζευγάρι, τους τάιζαν μέλι για να είναι όλη η ζωή 
τους γλυκαμένη. Με τη φλόγα των λαμπάδων έκαναν ένα σταυρό στην εξώπορτα για να είναι 
καλοί  χριστιανοί.  Τέλος  έσπαγαν  και  ένα  ρόδι  για  ευημερία  και  γούρι.  Στο  γλέντι  που 
ακολουθούσε η νύφη πρώτη έσερνε τον χορό, αλλά ποτέ δεν τραγουδούσε. Η κ. Σήφαινα έλεγε 
ότι  γάμος  δεν  γίνεται  Δευτέρα,  γιατί  δευτερώνει.  Εκτός  από  την  Κυριακή,  καλή  μέρα  ήταν  η 
Πέμπτη καθώς και ο μήνας Φεβρουάριος κατά την γέμιση του φεγγαριού. 

Ο  γάμος  του  κ.  Πεντάρα  από  την  Χίο  δεν  είχε  γίνει  θυμάμαι  σε  σπίτι  όπως  συνηθιζότανε  την 
εποχή εκείνη. 

Όταν η νύφη βγήκε στο δρόμο, ο πατέρας την παρέδωσε στον γαμπρό και η πομπή ξεκίνησε για 
την εκκλησία. Στο προαύλιο της Παναγίτσας έπαιζαν τα όργανα μέχρι να μπει και ο τελευταίος 
καλεσμένος στην εκκλησία. Το ζευγάρι φίλησε όλες τις εικόνες του τέμπλου και στην συνέχεια 
φίλησαν  το χέρι του πεθερού  δηλαδή του πατέρα του γαμπρού για  να  πάρουν την ευχή του. 
Στη  συνέχεια  άρχιζε  το  μυστήριο.  Με  το  «Ησαΐα  χόρευε»  οι  καλεσμένοι  εκτός  από  ρύζι  και 
κουφέτα έριχναν και χρήματα. 

Μετά  το  μυστήριο,  οι  καλεσμένοι  πήγαιναν  στο  σπίτι  του  ζευγαριού,  τους  κέρναγαν  και  στη 
συνέχεια  κάθιζαν  στο  τραπέζι  για  να  φάνε.  Ο  πρώτος  χορός  ήταν  συρτός  και  χόρευε  μόνο  ο 
γαμπρός με την νύφη. Μετά τον πρώτο χορό η νύφη πήγαινε στο σπίτι της και έβγαζε το νυφικό 
της.  Έβγαζε  και  το  ψαλιδάκι  που  είχε  βάλει  στον  ποδόγυρό  της.  Η  παράδοση  έλεγε  ότι  το 
ψαλιδάκι την προστάτευε από το κακό μάτι και από την κακοήθεια κάποιου μήπως τους δέσει 
και το ζευγάρι δεν μπορεί να έχει ερωτικές σχέσεις. Με ένα άλλο φουστάνι που συνήθως ήταν 
φανταχτερό  η  νύφη  γυρνούσε  στο  γλέντι  και  συνέχιζαν  τον  χορό.  Την  δεύτερη  μέρα  οι  νέες 
γέμισαν  τα  «σινιά»,  δηλαδή  τα  μεγάλα  ταψιά  με  μεζέδες  και  πίττες  και  τα  προσέφεραν  στην 
νύφη για να συνεχίσουν το γλέντι. Ο ξάδελφος της κοπέλας που έφτιαξε το πρώτο σινί το έβαζε 
στο  κεφάλι  του  και  πήγαινε  να  συναντήσει  την  κοπέλα  που  έφτιαξε  το  επόμενο.  Όλοι 
μαζευόντουσταν  στην  αυλή  της  νύφης  και  άρχιζαν  να  τρώνε  και  να  πίνουν.  Τη  δεύτερη  μέρα 
πρώτα χόρευαν οι καλεσμένοι. Στο τέλος έβγαινε ένας δίσκος και πάλι μάζευαν χρήματα για το 
ζευγάρι. Αυτά ήταν τα δώρα τους. 

Digitized by 10uk1s 
Εκδρομές και πρώτες διακοπές 
Ο κ. Ηλίας ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί δεν δούλευε σαν οδηγός πια σε ξένο φορτηγό. Με τις 
οικονομίες  του  είχε  αγοράσει  ένα  μεταχειρισμένο  φορτηγάκι  σε  πολύ  καλή  κατάσταση.  Ήταν 
τόσο ευτυχισμένος που και αυτός όπως όλοι οι γείτονες, ήθελε να μοιραστεί την χαρά του με 
όλους μας. 

Τακτικά  λοιπόν  τα  Σαββατόβραδα  νωρίς  μας  έβαζε  πάνω  στο  φορτηγό  του,  όσοι  μπορούσαν 
βέβαια  και  ξεκινούσαμε  για  το  Πέραμα.  Παίρναμε  μαζί  μας  στρωσίδια  και  ξεκινούσαμε. 
Στρώναμε τα στρωσίδια στην παραλία και εμείς τα μικρά παίζαμε με τα κύματα και περιμέναμε 
το άλλο πρωί για να κάνουμε το μπάνιο μας. 

Οι  μεγάλοι  πήγαιναν  στο  κέντρο  του  κ.  Θρασύβουλου  και  αγόραζαν  ψάρια  και  θαλασσινά. 
Θυμάμαι  στο  Πέραμα  υπήρχαν  πολλές  ταβέρνες  στη  σειρά  και  τα  σπίτια  ήταν  λιγοστά.  Οι 
νοικοκυρές άναβαν φωτιά και έψηναν τα ψάρια. Σπάνια τα τηγάνιζαν για να κάνουν οικονομία 
στο λάδι, αλλά έλεγαν ότι τα ψητά με πολύ λεμόνι ήταν ακόμη πιο νόστιμα. Μετά το νόστιμο 
φαγητό και το άφθονο βαρελίσιο κρασί οι μεγάλοι το έριχναν στο χορό και στο τραγούδι. 

Τα  παιδιά  τους  κοροϊδεύαμε  και  γελούσαμε  με  τις  σαχλαμάρες  που  έκαναν.  Αργά  από  το 
ξενύχτι και αποκαμωμένοι μας έπαιρνε ο ύπνος, ο ένας κοιμόταν δίπλα στον άλλον. Όλοι σαν 
αδέλφια. 

Με το θόρυβο που έκανε το κύμα τα παιδιά ξυπνούσαμε πιο νωρίς από τους μεγάλους και η 
πρώτη μας δουλειά ήταν να φορέσουμε τα μαγιό μας. Οι γονείς μας αργούσαν να ξυπνήσουν 
γιατί και κουρασμένοι ήταν, αλλά και από το πολύ φαγητό και κρασί είχαν ναρκωθεί. 

Καμιά φορά δεν άκουγα την μητέρα μου που μου έλεγε να μην καθίσω πολύ ώρα στον ήλιο και 
όταν το βράδυ γυρίζαμε από την εκδρομή ήμουν κατακόκκινη στην πλάτη, καμένη από τον ήλιο 
και παρακαλούσα την μητέρα μου να μου βάζει γιαούρτι για να με δροσίσει. 

Μαζεύαμε  όστρακα  και  κοχύλια.  Θυμάμαι  ο  Τάσος  μάζευε  μεγάλες  πέτρες  τις  οποίες  στη 
συνέχεια έβαφε και επάνω ζωγράφιζε σπίτια, δέντρα, εκκλησίες και ότι άλλο του κατέβαζε το 
έξυπνο μυαλό του. Σε λίγο καιρό έγινε γνωστός και οι μαγαζάτορες που πουλούσαν τέτοια είδη 
του ζητούσαν να πάει το εμπόρευμά του. Πολύ γρήγορα ο Τάσος έβγαζε ένα γερό μεροκάματο. 

Η  μητέρα  μου  ήταν  πολύ  ευτυχής  γιατί  η  εκδρομή  αυτή  την  ξεκούραζε  αλλά  ήταν  και  η 
μοναδική διασκέδασή της. 

Οι  εκδρομές  αυτές  του  κ.  Ηλία  έδωσαν  την  ιδέα  στον  πατέρα  μου  και  τον  νονό  μου  να 
αγοράσουν  ένα  αντίσκηνο  και  για  πολλά  χρόνια  να  παραθερίζουμε  στην  Πεντέλη. 
Κατασκηνώναμε κοντά στις κατασκηνώσεις του Υπουργείου και έτσι είχαμε εξασφαλίσει και το 
νερό. Οι γονείς μας έρχονταν κάθε βράδυ με το λεωφορείο της γραμμής, μας έφερναν διάφορα 
καλούδια  και  την  άλλη  μέρα  το  πρωί  έφευγαν  για  την  δουλειά  τους.  Εμείς  τα  παιδιά 
συμμετείχαμε σε  όλα τα  παιδικά παιγνίδια της κατασκήνωσης. Η μητέρα μου και η νονά μου 
μαγείρευαν με ξύλα, αλλά πολλές φορές τρώγαμε για μεσημεριανό κονσέρβες που μας είχαν 
φέρει από βραδύς οι γονείς μας. Τις Κυριακές συνήθιζαν να έρχονται και φίλοι των γονιών μας 
και  έτσι  η  συντροφιά  μας  μεγάλωνε.  Ο  κ.  Μήτσος  θυμάμαι,  μας  έφερνε  πάντοτε  ζαμπόν  και 

Digitized by 10uk1s 
γαλέτες.  Το  βράδυ  ο  κ.  Απόστολος  πήγαινε  στην  κατασκήνωση  και  μάζευε  όλα  τα  παιδιά  και 
τους  έπαιζε  κουκλοθέατρο,  με  κούκλες  που  τις  είχε  φτιάξει  μόνος  του.  Ο  αρχηγός  τής 
κατασκήνωσης  είχε  υποχρεωθεί  με  αυτή  μας  την  προσφορά  και  σχεδόν  καθημερινά  έδινε 
φαγητό, σε εμάς τα παιδιά. Φαντάζεσθε τη χαρά μας που τρώγαμε μαζί με όλα τα παιδιά της 
κατασκήνωσης  και  σιγά  σιγά  είχαμε  την  ευκαιρία  και  παίρναμε  μέρος  στις  διάφορες 
δραστηριότητές τους. 

Τα  βράδια  πριν  κοιμηθούμε  καίγαμε  παλιά  παπούτσια  γιατί  μας  είχαν  πει  ότι  στην  περιοχή 
υπήρχαν  φίδια  και  με  την  μυρουδιά  του  καμένου  δέρματος  και  με  λίγο  θειάφι  που  βάζαμε 
κοιμόμασταν ήσυχοι τα βράδια. Η νονά μου ήξερε και ένα ξόρκι που το έλεγε κάθε βράδυ και 
μας έλεγε να μην φοβόμαστε γιατί δένει όλα τα ερπετά, αλλά το πρωί έπρεπε να το ξαναπεί για 
να μην μείνουν δεμένα όλη την ημέρα. Τα λόγια για το ξόρκι, ήταν περίπου έτσι: «Άγιε Γιώργη 
καβαλάρη, με σπαθί και με κοντάρι, δέσε και καλλίκωσε το φίδι, την κατσαρίδα, τη σαύρα (και 
ότι  άλλο  ήθελε),  μέχρι  το  πρωί».  Δεν  ξέρω  αν  το  ξόρκι  έπιανε,  αλλά  εμείς  τα  παιδιά 
κοιμόμασταν ήσυχα. 

Ένα  όμως  που  αναπολώ  και  σκέφτομαι  με  νοσταλγία,  ήταν  το  ταξίδι  μου  στη  Θεσσαλονίκη. 
Θυμάμαι ήταν μήνας Σεπτέμβριος περίοδος που γινόταν η έκθεση. Ο πατέρας είχε την ευχέρεια 
και έτσι δεν αρνήθηκε την πρόσκληση του αδελφού του που μετά το 1922 είχε εγκατασταθεί 
μόνιμα εκεί. 

Την Θεσσαλονίκη την ήξερα από τις αφηγήσεις της εξαδέλφης μου της Ανθούλας η οποία είχε 
παντρευτεί  εκεί,  αλλά  αργότερα  για  καλύτερη  τύχη  πήρε  την  οικογένειά  της  και  ήλθε  στην 
Αθήνα.  Είχα  θυμάμαι  ένα  γαλάζιο  φόρεμα  και  παρακάλεσα  την  φίλη  μου  την  Κατερίνα  που 
ήταν  μοδίστρα  να  μου  το  φτιάξει  κάπως  πιο  μοντέρνο.  Άδικα  όμως  κουραστήκαμε  γιατί  ο 
πατέρας μου το βράδυ μου έδωσε χρήματα για να αγοράσω ένα καλό και ένα καθημερινό. Με 
τα  χρήματα  αυτά  όμως  θυμάμαι  εγώ  πήρα  ένα  παντελόνι,  πρωτοποριακό  για  τότε  και  μια 
ωραία κίτρινη μπλούζα. Αυτά φόρεσα στο ταξίδι και για καλό φόρεμα είχα πάρει ταυτά σιέλ. 
Μαζί μου είχα πάρει και σαντάλια με τρία διαφορετικά χρώματα κορδόνια που μου άρεσε να 
τα αλλάζω. 

Το ταξίδι με το τρένο μού φάνηκε ονειρεμένο. Θυμάμαι που κράτησε 12 ώρες περίπου και εγώ 
παρακαλούσα να μην τελειώσει. Έτσι που έτρεχε, οι σκέψεις μου έτρεχαν μαζί του και δεν ξέρω 
που  πήγαιναν.  Στο  ταξίδι  ο  πατέρας  μου  καθώς  ήταν  κουρασμένος  αποκοιμήθηκε  και  εγώ 
βρήκα την ευκαιρία να βγω στον διάδρομο και νόμιζα πως ταξίδευα και ζούσα σε άλλο κόσμο. 

Στη διαδρομή αυτή για πρώτη φορά ένιωσα παράξενα συναισθήματα μέσα μου και για πρώτη 
φορά  άρχισα  να  κάνω  όνειρα  για  τη  ζωή  μου,  για  την  οικογένεια.  Βλέποντας  γύρω  μου 
διαφορετικούς ανθρώπους από αυτούς που έβλεπα καθημερινά ο νους πετούσε σε μακρινούς 
τόπους... 

Η Θεσσαλονίκη με μάγεψε και μαζί με αυτή με μάγεψε και το σπίτι του θείου μου. Πρώτη φορά 
έμπαινα σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι με κήπο γύρω, γύρω. Ήταν διώροφο και τον κάτω όροφο ο 
θείος μου τον είχε νοικιάσει σ' έναν εφοριακό τον κ. Κατσίκη. Παράξενο να θυμάμαι το όνομά 
του  μετά  από  τόσα  χρόνια.  Ίσως  επειδή  ήταν  νιόπαντρος  και  μου  είχαν  κάνει  εντύπωση  τα 
έπιπλά του και η αγάπη που έδειχνε σαν ζευγάρι ο ένας στον άλλον. Μια πολύχρωμη τζαμαρία 
έκλεινε την βεράντα ‐ έτσι το συνήθιζαν οι Εβραίοι. Το εσωτερικό ήταν όλο με επένδυση ξύλου 
και το σαλόνι από το καθιστικό χώριζε με μια τεράστια καμάρα και αυτή με σκαλιστό ξύλο. Όλα 

Digitized by 10uk1s 
τα  έπιπλα  σε  παλιό  στυλ  και  οι  τεράστιοι  καναπέδες  ήταν  με  σκάλισμα  και  μεταξωτά 
καλύμματα.  Η  κουζίνα  ήταν  κάτι  το  ξεχωριστό.  Πολύχρωμα  πλακάκια  είχαν  για  επένδυση  οι 
τοίχοι  και  ένας  φούρνος  χτιστός  για  ν'  ανάβει  με  κάρβουνα  πάντα  μοσχοβολούσε  από  τις 
μυρωδιές των φαγητών που έψηνε η Μερόπη η ψυχοκόρη τής θείας μου. Το σπίτι αυτό έλεγε ο 
θείος μου ήταν κάποιου Εβραίου που το πούλησε σε κάποιο έμπορο,  με την υπόσχεση να το 
πάρει πίσω μόλις τελείωνε η Γερμανική κατοχή. Τα χρόνια πέρασαν και ο Εβραίος δεν φάνηκε 
ποτέ.  Με  τα  χρόνια  ο  έμπορος  πούλησε  το  σπίτι  στον  θείο  μου.  Ο  θείος  μου  έλεγε  ότι  οι 
προηγούμενοι βρήκαν τόσα λεπτά στο σπίτι που κι αυτό το σπίτι τους ήταν πολύ μικρό. 

Μετά  από  χρόνια πέρασα  από  την γειτονιά εκεί που  έμενε ο  θείος  μου. Το σπίτι του μαζί με 


άλλα  δύο  διπλανά  έγινε  πολυκατοικία  και  το  παράδειγμα  αυτό  το  ακολούθησαν  και  άλλες 
μονοκατοικίες. Στον ευκάλυπτο που ήταν φυτρωμένος μπροστά στην πόρτα του παλιού σπιτιού 
έχουν μπει φωτεινοί σηματοδότες και το ήσυχο δρομάκι έχει γίνει λεωφόρος. Τίποτε δεν έχει 
μείνει από το παλιό χρώμα του και η οδός Ιταλίας έχει γίνει τώρα λεωφόρος 28ης Οκτωβρίου. 
Τίποτε  δεν  δείχνει  και  εδώ  ότι  κάποτε  και  από  αυτό  το  δρομάκι  πέρασε  η  ομορφιά  και  η 
καλαισθησία. 

Το  τσιμέντο  έχει  εξαφανίσει  τα  πάντα,  και  θαρρείς  αυτά  που  είδες  και  έζησες  σε  εκείνον  τον 
χώρο ήταν ένα όνειρο περαστικό. Μόνο κάπου πιο πάνω ένα μικρό υπόγειο έχει μείνει. Ο θείος 
έλεγε ότι τα τελευταία χρόνια σε αυτό το ταβερνάκι έκανε συντροφιά με έναν πολύ σπουδαίο 
και απλό άνθρωπο, τον αρχαιολόγο Ανδρόνικο. 

Μόλις γύρισα από την Θεσσαλονίκη, πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω στην ξαδέλφη μου την 
Ανθούλα και να της πως πόσο ωραίο ήταν το μέρος που για πολλά χρόνια έζησε με τον άνδρα 
της και τα παιδιά της, πριν αποφασίσουν να έλθουν στην Αθήνα για καλύτερες μέρες. 

Εκείνη θυμάμαι ότι ήταν πολύ χαρούμενη για το ότι πέρασε καλά, αλλά και για το ότι ο άνδρας 
της  είχε  βρει  δουλειά  και  έτσι  δεν  θα  χάλαγαν  τα  λιγοστά  χρήματα  που  είχαν  φέρει  από  την 
Θεσσαλονίκη,  για  να  συντηρήσει  την  οικογένειά  της  που  ήταν  τέσσερα  παιδιά  ηλικίας  από 
οκτώ  χρονών  και  κάτω.  Ήταν  πολύ  νοικοκυρά  και  περνούσε  και  με  λίγα  και  με  πολλά. 
Προσωρινά η αδελφή της τους είχε παραχωρήσει το σπίτι της και έτσι είχαν λύσει το πρόβλημα 
του  ενοικίου.  Η  Ανθούλα  όπως  έλεγαν  ήταν  έξυπνη  και  προκομμένη  όπως  ο  πατέρας  μου. 
Μόλις  τελείωνε  τις  δουλειές  της  έφτιαχνε  σε  καλούπια  πρόσωπα,  συνήθως  χαριτωμένα 
μαϊμουδάκια και τα έντυνε με φτηνή γούνα που αγόραζε. Σαν μαριονέττες έβαζε σπάγκους στα 
χέρια και πόδια και τα κουνούσαν όπως το γιογιό. 

Ήταν  διασκεδαστικό  παιχνίδι  και  φαίνεται  ότι  έβγαινε  ένα  ακόμη  μεροκάματο  για  την 
οικογένεια. Όταν ο άνδρας της τελείωνε την δουλειά του κυρίως τις γιορτινές μέρες, έπαιρνε τα 
δύο μεγάλα παιδιά του και ανέβαιναν στην Αθήνα για μεροκάματο για την οικογένεια. 

Τα παιδιά πουλούσαν, αλλά ποτέ ο πατέρας τους δεν τα έχανε από τα μάτια του. 

Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει: 

—«Ανθούλα στον μεγάλο έχεις αδυναμία. Στον δεύτερο εμπιστοσύνη ότι θα τα καταφέρει, το 
κορίτσι όλοι μαζί το προστατεύετε και το μικρό είναι το στερνοπούλι σου. Κάτι θα κάνεις και γι' 
αυτό». 

Digitized by 10uk1s 
Σε ένα χρόνο η Ανθούλα αγόρασε οικόπεδο και έχτισε ένα δωμάτιο. Μέσα σε αυτό έβαλε την 
οικογένειά της και το εργαστήρι της. Το ίδιο βράδυ που έφτιαξαν το δωμάτιο και δεν τους πήρε 
κανένας είδηση, η μητέρα μου θυμάμαι έφτιαξε τηγανίτες. 

Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά της Ανθούλας πρόκοψαν. Έγιναν βιομήχανοι και γνωστοί σε 
όλους.  Μόνο  η  Ανθούλα  έφυγε  πολύ  νωρίς  και  λίγο  αργότερα  ο  πατέρας  τους.  Πρόλαβαν 
βέβαια να δουν ένα μέρος από τις επαγγελματικές επιτυχίες τους. 

Αν ζούσαν ο πατέρας και η Ανθούλα ξέρω τι θα έλεγαν σήμερα. Όλα τα μπερεκέτια του κόσμου 
δικά σας, αρκεί να είστε και ευτυχισμένοι. Αυτοί οι δύο ήξεραν να γελούν και να μην δείχνουν 
τον  πόνο  τους.  Ήξεραν  να  φωνάζουν  και  πολύ  γρήγορα  να  τους  περνά  ο  θυμός.  Ήταν 
γενναιόδωροι  και  ίσως  γι'  αυτό  ο  Θεός  τους  έδωσε  απλόχερα  ό,τι  ήθελαν  στην  ζωή  τους.  Η 
μητέρα μου όταν αρχίζουμε αυτή την κουβέντα, και τελειώνουμε συμπληρώνει: 

—«Μόνο  που  ο  Θεός  δεν  τους  χάρισε  χρόνια  και  πολύ  νέους  τους  πήρε  και  τους  δύο  κοντά 
του». 

Digitized by 10uk1s 
Η ζωή μου στο σχολείο 
Η  περίοδος  αυτή  της  ζωής  μου  που  περιγράφω,  δεν  νομίζω  να  είχε  και  πολλά  προβλήματα. 
Όλοι στη γειτονιά ζούσαμε τον ίδιο τρόπο ζωής και δεν ήξερα για κάτι καλύτερο. Έβλεπα μόνο 
τον αγώνα των δικών μου και για μένα αξία είχε που πάντα όταν γύριζαν αργά το βράδυ από το 
μεροκάματο, το φιλί τους με γέμιζε χαρά. Ήξερα ότι οι γονείς μου έπρεπε να δουλέψουν και ότι 
εγώ  τις  περισσότερες  ώρες  θα  τις  περνούσα  μόνη.  Όλες  οι  πόρτες  για  μένα  ήταν  ανοικτές.  Η 
Άννα η Κρητικιά συνήθιζε να μου λέει: —«Το ένα σπίτι δέξου με και το άλλο περίμενέ με». Δεν 
νομίζω  ότι  ενδιαφερόμουνα  και  πολύ  για  τα  μαθήματα,  μέχρι  που  με  πήραν  είδηση  οι  δικοί 
μου  και  με  έβαλαν  σε  ένα  καλύτερο  σχολείο,  θα  πρέπει  να  μου  άρεσε  το  καινούργιο  μου 
σχολείο, γιατί όλα άρχισαν να μου τα εξηγούν και το ενδιαφέρον μου άρχισε να γίνεται μεγάλο 
για όλα τα μαθήματα. Πρωί‐πρωί έτρεχα να συναντήσω τον ξάδελφό μου για να πάμε παρέα. 
Μερικές φορές αυτός μου έκανε ζαβολιές. Ερχότανε πιο πρωί στο σπίτι μας και μου έλεγε ότι 
δεν είχαμε σχολείο. 

Στο  λαιμό  μου  είχα  πάντα  κρεμασμένο  το  κλειδί  του  σπιτιού  μας,  και  ποτέ  δεν  έβαζα  καμιά 
γειτόνισσα μέσα όταν έλλειπαν οι δικοί μου. 

Εκείνο  που  μου  άρεσε  θυμάμαι  ήταν  να  προετοιμάζομαι  στο  παρακάτω  μάθημα  και  έτσι  αν 
καμιά φορά  με έπιανε  η  μεγάλη προκοπή μου για  να καθαρίσω το  σπίτι  δεν  έμεναν  πίσω  τα 
μαθήματά μου. 

Το σχολείο ήταν ιδιωτικό και οι γονείς μου κάθε πρώτη του μηνός σ' ένα φακελάκι μου έβαζαν 
τα δίδακτρα τα οποία με τη σειρά μου έδινα στην δασκάλα μου. Για μια φορά όμως η δασκάλα 
ξέχασε ότι της τα είχα δώσει και άρχισε να με αποκαλεί ψεύτρα. Μάταια της έλεγα ότι της τα 
είχα δώσει την ώρα της ορθογραφίας. Η κ. Ελευθερία δεν το δεχόταν επ' ουδενί και άρχισε να 
κάνει κήρυγμα και στα άλλα παιδιά για το πόσο κοπιάζουν οι γονείς μας για να μας στείλουν σε 
ένα καλό σχολείο και θα πρέπει να σεβόμαστε τον κόπο των γονιών μας. 

Τα μεγάλα παιδιά με πείραζαν και μου έλεγαν ότι τα χρωστούσα σε καραμέλες και με φώναζαν 
«ψεύτρα».  Η  δασκάλα  κάλεσε  και  τον  πατέρα  μου  ο  οποίος  ήταν  σίγουρος  από  την  πρώτη 
στιγμή ότι δεν έλεγα ψέματα. Μάταια έκλαιγα και έλεγα στην δασκάλα μου ότι το είχε ξεχάσει. 
Θυμάμαι  τον  πατέρα  μου,  μου  κρατούσε  το  χέρι  και  μου  το  χάιδευε  σαν  να  μου  έλεγε:  «μη 
στεναχωριέσαι εγώ σε πιστεύω». 

Είχα ζητήσει να εξομολογηθώ για να δείξω σε όλους την αθωότητά μου. Θυμάμαι τότε ήμουν 
πνευματοπαίδι του πατρός Φιλοθέου και μαζί με μένα στο κατηχητικό πήγαινε και ο Παύλος. 
Μεγαλύτερη  βέβαια  τάξη  από  εμένα  και  στο  σχολείο  αλλά  και  στο  κατηχητικό.  Θυμάμαι 
φορούσε το κόκκινο σήμα τού κατηχητικού δηλαδή ήταν μεγάλος. Μετά την εξήγηση που του 
έδωσε η μητέρα ο Παύλος με έβγαλε από την δύσκολη θέση και όλοι άρχιζαν να με βλέπουν 
όπως  παλιά.  Τον  Παύλο  δεν  τον  ξανάδα  πια.  Ξέρω  ότι  παντρεύτηκε  μια  πολύ  σπουδαία 
ηθοποιό την κ. Σπεράντζα Βρανά. 

Ο  πατέρας  μου  μετά  την  περιπέτειά  μου  αυτή  είχε  στεναχωρηθεί  πάρα  πολύ  και  νομίζω  ότι 
προσπαθούσε να με βάλει σε άλλο σχολείο. Τα βράδια του χειμώνα ερχόταν και με σκέπαζε και 
μου έριχνε και από πάνω το παλτό του για να μην κρυώνω. Ακόμα θυμάμαι την ανάσα του από 
πάνω μου και την καληνύχτα του που ήταν γεμάτη αγάπη. 

Digitized by 10uk1s 
Είχα  πεισμώσει  όμως και εγώ.  Το  σχολείο  δεν  με  χωρούσε  και  ήθελα  να  φύγω. Καταλάβαινα 
όμως ότι και ο πατέρας κάτι ετοίμαζε και γι' αυτό έκανα υπομονή. Έκανα τέτοια προσπάθεια 
που στην παρέλαση ήμουν σημαιοφόρος. Άρχισα πιάνο και την επόμενη χρονιά άρχισα και μια 
ξένη  γλώσσα.  Η  προσπάθειά  μου  αυτή  με  βοήθησε  ώστε  αργότερα  να  τα  βρω  μπροστά  μου. 
Φοίτησα στο ίδιο σχολείο, εκεί που πριν από πολλά χρόνια φοίτησε ο πατέρας μου στην Πόλη. 
Στις παραστάσεις που δίναμε στο σχολείο μαζί με τον Τάκη είχαμε πρωταγωνιστικούς ρόλους. 
Θυμάμαι  τον  κ.  Σημηριώτη  ηθοποιό  του  Εθνικού  Θεάτρου  να  μας  διδάσκει  και  κάθε  τόσο  να 
μου λέει ότι θα μπορούσα να γίνω ηθοποιός. Φαίνεται ότι δυο άνθρωποι έπαιξαν καθοριστικό 
ρόλο στη ζωή μου και έστρεψαν το ενδιαφέρον μου και την προσοχή μου σε άλλους ορίζοντες. 

Την ιδέα να πάω στο γυμνάσιο, μου την καλλιέργησε ο πατέρας μου. Την απόφασή μου όμως 
την  πήρα  όταν  συνάντησα  στο  σπίτι  τής  θείας  Ειρήνης  δύο  φοιτητές.  Είχαν  έλθει  από  την 
Κάρπαθο,  ο  Κωνσταντίνος  και  ο  Σταύρος.  Του  πρώτου  ο  πατέρας  ήταν  στην  Αμερική  και  η 
μητέρα του είχε αναλάβει την φροντίδα και του Σταύρου. Ο ένας ήταν στην ιατρική και ο άλλος 
στην φιλολογία. Χαιρόμουν να τους ακούω να μιλούν διαφορετικά, από τους ανθρώπους  της 
γειτονιάς  μου  και  άκουγα  με  προσοχή  τα  όσα  έλεγαν  για  τις  επιστήμες  τους,  για  το 
πανεπιστήμιο και για τις παρέες τους. Θυμάμαι ότι τότε ο Σταύρος είχε γράψει και ένα βιβλίο 
με ποιήματα. Πρέπει όμως το μελαχρινό αγόρι, με τα σγουρά μαλλιά να ήταν πιο φιλικό μαζί 
μου. Θυμάμαι ότι μου έλεγε πως έμοιαζα πολύ στην μεγάλη του αγάπη την Άβα Γκάρτνερ. Δεν 
νομίζω  να  της  έμοιαζα  γιατί  αυτή  ήταν  πανέμορφη  με  δυο  υπέροχα  μάτια.  Πάντως  σημασία 
είχε ότι αυτό το με είχε πολύ επηρεάσει και έβαλα σκοπό της ζωής μου να σπουδάσω. 

Το σχολείο μου ήταν ένα μεγάλο κτήριο που βρισκόταν στο βάθος ενός τεράστιου κήπου. Ήταν 
ο δρόμος στρωμένος με τσιμέντο και δεξιά και αριστερά υπήρχαν μεγάλα δένδρα. Φτάνοντας 
για  πρώτη  φορά  κρατούσα  από  το  χέρι  τον  πατέρα  μου  και  αφού  ανεβήκαμε  αρκετά 
μαρμάρινα σκαλιά μπήκαμε σε ένα τεράστιο χώρο που εκείνη τη στιγμή ήταν γεμάτος παιδιά 
γιατί μόλις είχαν βγει διάλειμμα. Στην αριστερή πλευρά ήταν η Γραμματεία, και παραδίπλα το 
γραφείο  της  Διευθύντριας.  Ήταν  μια  κομψή  γυναίκα  με  άσπρα  μαλλιά  γύρω  στην  ηλικία  του 
πατέρα μου, και με καλοδέχτηκε στην πρώτη μας συνάντηση. Μετά την εγγραφή μου με πήρε 
από το χέρι και με πήγε στον Α' όροφο εκεί που ήταν η τάξη μου. Δεν ξέρω τι κουβέντιασαν με 
τον πατέρα μου και πως κανόνισαν να γίνεται η πληρωμή των διδάκτρων. Το μόνο που ήξερα 
ότι ήταν ένα πολύ ακριβό σχολείο και η θυσία του πατέρα μου ήταν πολύ μεγάλη. 

Μπαίνοντας  στην  τάξη  ένοιωσα  σαν  ξένη  ανάμεσα  στα  άλλα  κορίτσια.  Τα  κοίταζα  με 
περιέργεια  και  εκείνα  με  κοίταζαν  κάπως  παράξενα.  Γρήγορα  κατάλαβα  ότι  το  συνεσταλμένο 
ύφος  μου,  ο  τρόπος  που  μιλούσα  και  κοκκίνιζα,  καθώς  και  το  φτωχικό  ντύσιμό  μου  θα  τους 
είχαν κάνει εντύπωση. 

Μου πρωτοσυστήθηκε η δασκάλα των Αγγλικών. Ήταν μια μεσόκοπη κυρία, με έντονο βάψιμο, 
αλλά με μια καλοσύνη που μου έδωσε γρήγορα θάρρος για να απαντώ σε αυτά που ρωτούσε. 

Φαίνεται  ότι  τα  κατάφερνα  στο  σχολείο  και  γρήγορα  πήρα  θάρρος  και  με  τους  υπόλοιπους 
δασκάλους μου. Στην τάξη καθόμουν στην δεύτερη σειρά και προσπάθησα να καθίσω δίπλα σε 
μια συμμαθήτριά μου που ήταν πιο φιλική μαζί μου από τις άλλες. 

Είχα παρακαλέσει τον πατέρα και μου έπαιρνε πάντα καινούργια παπούτσια, μια και η στολή 
που φορούσαμε ήταν άσπρα πουκάμισα με γκρι φούστα και μπλε πουλόβερ. Δεν παρέλειπα να 
λούζομαι  καθημερινά  και  να  χτενίζω  τα  μαλλιά  μου  πίσω  μια  κοτσίδα  ή  τα  άφηνα  κάτω  να 

Digitized by 10uk1s 
πέφτουν στους ώμους μου. Μόλις έμπαινα στην τάξη με καταλάβαιναν από την κολόνια μου, 
που δεν ήταν άλλη από λεμόνι. 

Βέβαια μπορώ να πω ότι οι συμμαθήτριές μου με έβλεπαν αφ' υψηλού και πολλές φορές τις 
άκουγα  να  καλεί  η  μια  την  άλλη  σε  συγκεντρώσεις,  χορούς  χωρίς  να  το  προτείνουν  και  σ' 
εμένα. Θυμάμαι ότι πονούσα πολύ. Ήξερα όμως ότι και αν μου πρότειναν πάλι δεν θα πήγαινα, 
γιατί στη συνέχεια θα έπρεπε κι εγώ να τις καλέσω και δυστυχώς εκείνο τον καιρό το σπίτι μας 
δεν ήταν κατάλληλο. Ήξερα ότι θα με συζητούσαν. 

Για  κακή μου τύχη όμως ένα βράδυ μετά  από κάτι  γενέθλια άργησα να γυρίσω σπίτι μου και 


παρεκάλεσα τη συμμαθήτριά μου μια και ο πατέρας της είχε αυτοκίνητο να με αφήσουν στην 
γωνιά  του  δρόμου.  Δυστυχώς  οι  γονείς  της  Έλενας,  όπως  έλεγαν  την  συμμαθήτριά  μου,  με 
πήγαν στο σπίτι και είδαν που ζούσα. Την άλλη μέρα όλοι στην τάξη ήξεραν την οικονομική μου 
κατάσταση.  Δεν  το  έβαλα  όμως  κάτω,  πείσμωσα.  Άρχισα  να  διαβάζω  και  θυμάμαι  τη 
γειτόνισσά μας την κ. Γεωργία που ο άνδρας της δούλευε στην λαχαναγορά και έφευγε δύο η 
ώρα  μετά  τα  μεσάνυχτα,  όταν  με  έβλεπε  μου  έλεγε:  «πάλι  παιδάκι  μου  διάβαζες  μέχρι  αυτή 
την ώρα;» Κουνούσα το κεφάλι μου και δεν απαντούσα. 

Οι μέρες περνούσαν και είχα συμπληρώσει πέντε μήνες στο νέο μου σχολείο. Με όλους τους 
καθηγητής μου τα πήγαινα πολύ καλά και θυμάμαι με πολύ αγάπη, την κ. Μοστράτου που από 
αυτήν  γνώρισα  και  την  αγαπημένη  της  φίλη  την  συγγραφέα  και  ηθοποιό  Ελένη  Χαλκούση. 
Πολλές φορές η κ. Μοστράτου με καλούσε στο σπίτι της και διαβάζαμε κομμάτια από διάφορα 
διηγήματα. Η κ. Καραμπάση, η κ. Μεριά και ο Γυμνασιάρχης μας ο κ. Φτυαράς ήταν από τους 
ανθρώπους  που  θυμάμαι  με  πολύ  αγάπη.  Εκείνη  όμως  που  πραγματικά  θα  ήθελα  ακόμη  και 
σήμερα  να  βρίσκεται  ανάμεσά  μας  ήταν  η  Διευθύντριά  μας  η  κ.  Κροκοδείλου.  Με  αυτήν  μας 
είχε ενώσει, πέρα από τον σεβασμό που της είχα, μια φιλία, παρά τη διαφορά της ηλικίας μας. 

Μια  μέρα  με  φώναξε  στο  γραφείο  και  μου  είπε:  —  «Ξέρεις  ότι  το  μεγαλύτερο  ταπητουργείο 
στα  Σπάρτα  της  Μ.  Ασίας  το  είχατε  εσείς,  και  ότι  είχατε  πολλά  χρήματα.  Δυστυχώς  με  την 
καταστροφή  τα  χάσατε  όλα.  Με  τον  αδελφό  τού  πατέρα  σου  ήμασταν  στην  ίδια  τάξη  στο 
Κολλέγιο και ο πατέρας σου ήταν μικρότερος. Με την οικογένειά σου ήμασταν πολύ φίλοι και 
λυπήθηκα πάρα πολύ όταν ο θείος σου δεν άντεξε την καταστροφή και αυτοκτόνησε». 

Από  καιρό  είχα  προσέξει  ότι  είχα  κάποια  ιδιαίτερη  μεταχείριση  από  την  Διευθύντρια  του 
Κολλεγίου, αλλά και εγώ της είχα τρομερή αδυναμία. Την ημέρα των ευχαριστιών ζήτησαν μια 
από  την  τάξη  μου  να  ντυθεί  Μακεδόνα  και  να  προσφέρει  διάφορα  δώρα.  Προς  μεγάλη  μου 
έκπληξη είδα ότι ομόφωνα όλες οι συμμαθήτριές μου πρότειναν εμένα. Στο διάλειμμα έβλεπα 
την  μια  μετά  την  άλλη  να  έρχονται  και  να  μου  λένε  πόσο  χαίρονται  που  θα  φορέσω  την  ίδια 
στολή που παλαιότερα είχε φορέσει και η ηθοποιός κ. Κατσέλη. 

Έκανα πολύ χαρά όταν πήγα δεν θυμάμαι πού ακριβώς, θα ήταν κάπου στα Εξάρχεια και από 
μια κυρία που νοίκιαζε στολές πήρα τη στολή της Μακεδόνας και την φόρεσα την άλλη μέρα 
στη  γιορτή  του  σχολείου.  Η  ζεστή  αγκαλιά  της  κ.  Διευθύντριας  ήταν  το  πιο  σπουδαίο  δώρο 
εκείνης  της  ημέρας.  Τη  μάχη  την  είχα  κερδίσει.  Όλοι  ήξεραν  ότι  όχι  μόνο  οι  καθηγητές  μου 
αλλά και η κ. Διευθύντρια με συμπαθούσε. 

Είχα  κερδίσει  και  τις  συμμαθήτριές  μου  που  με  την  σειρά  τους  με  καλούσαν  σε  διάφορες 

Digitized by 10uk1s 
εκδηλώσεις, εκδρομές και στα σπίτια τους. Δεν με πείραζε καθόλου. Το πολύ σε ένα χρόνο θα 
είχα  κι  εγώ  την  ευκαιρία  να  τις  καλέσω.  Δεν  θυμάμαι  αν  κάναμε  πλάκες  κατά  την  ώρα  του 
μαθήματος, όπως συνήθιζαν να κάνουν όπως μου λέγανε τα φιλαράκια μου που πήγαιναν σε 
άλλα σχολεία. Πολλές φορές τους έλεγα τα βάσανά μου και τα έκανα έξω φρενών. Ποτέ όμως 
δεν μου είπαν να φύγω από αυτό το σπουδαίο σχολείο που τους είχα περιγράψει. Το μεσημέρι 
τρώγαμε  μέσα  και  γύρω  στις  έξι  το  απόγευμα  γύριζα  σπίτι  μου.  Για  λίγο  πεταγόμουνα  στην 
αγαπημένη μας γειτόνισσα την κ. Αντιγόνη, άκουγα ένα μέρος από την ιστορία της ζωής της και 
βιαστικά έφευγα, αφού μου έδινε την υπόσχεσή της ότι θα μου την συνέχιζε την άλλη μέρα. Η 
μητέρα ήταν συνήθως στο σπίτι και πάντα με περίμενε με ζεστό το φαγητό. Την έβλεπα όμως 
ότι  στεναχωριότανε  που  είχε  τόσο  χρόνο  ελεύθερο  και  σκεφτήκαμε  ότι θα ήταν καλύτερα να 
εργάζεται στη δουλειά του πατέρα μου ο οποίος είχε πια δύο μαγαζιά. Ένα με υφάσματα και 
ένα  με  έπιπλα  και  γυαλικά.  Για  εκείνη  την  εποχή  το  μεροκάματο  ήταν  γερό  και  η  οικογένειά 
μου άρχισε να ζει πολύ άνετα και με ευκολία άρχισε να χτίζει το καινούργιο σπίτι μας. 

Η Αντιγόνη κάθε τόσο μου χτυπούσε την πόρτα, μήπως χρειαζόμουνα κάτι. Εγώ της απαντούσα 
όχι  και  κάθε  φορά  που  ανταμώναμε  την  παρακαλούσα  να  μην  ξεχνά  την  υπόσχεση  που  μου 
είχε δώσει, να μου περιγράψει τα γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή της και να μου αφηγηθεί 
γεγονότα από την κατοχή. 

Τα χρόνια περνούσαν και μαζί με αυτά μεγάλωνα κι εγώ. Δεν θυμάμαι να είχα φάει ποτέ ξύλο 
από  τους  δικούς  μου  και  σπάνια  τους  είχα  δει  να  μαλώνουν.  Η  μητέρα  συνήθιζε  να  λέει:  Ο 
πατέρας  σου  φουρτουνιάζει  σαν  την  θάλασσα.  Μόλις  όμως  έχει  «απαγορευτικό» 
εξαφανίζομαι, για να μην δώσω συνέχεια, και μόλις του περάσει κουβεντιάζουμε γι' αυτό που 
διαφωνούσαμε. 

Η  ημέρα  της  αποφοίτησής  μου  είχε  πια  φτάσει.  Με  πόνο  άφηνα  αυτό  το  σχολείο  μέσα  στο 
οποίο είχα μάθει τόσα πολλά και είχα γνωρίσει τόσους σπουδαίους ανθρώπους. 

Έπιανα πολλές φορές τον εαυτό μου με την ματιά μου να χαϊδεύει τους τοίχους του σχολείου 
και να θέλω συνέχεια να κάθομαι στο θρανίο που όλες τις δυσκολίες τις είχα περάσει μαζί του. 
Από το παράθυρο της τάξης μου για τελευταία φορά έβλεπα τον επιστάτη του σχολείου μας και 
την κ. Λουΐζα την βιβλιοθηκονόμο να κρατά πολλά βιβλία που με δυσκολία σήκωνε λόγω της 
ηλικίας της, για να τα βάλει στα ράφια. Στα διαλείμματα πάντα καθόμουν στην ίδια γωνιά και 
επαναλάμβανα το μάθημα τής επόμενης ώρας. Σ' αυτή τη γωνιά έτρωγα και το κολατσιό μου, 
που συνήθως ήταν ένα κουλούρι ή ψωμί και τυρί από το σπίτι. Τις ωραίες ανοιξιάτικες μέρες, 
το στέκι μου ήταν κοντά σε ένα φράκτη κάτω απ' ένα δέντρο. Πολλές φορές άφηνα ψίχουλα για 
τα πουλιά που πετούσαν γύρω μου. Λεν παρέλειπα, όταν μου έπεφτε ένα κομμάτι ψωμί, να το 
φιλώ με ευλάβεια και να το βάζω στην άκρη για να μην το πατήσει κανείς. Έτσι είχαμε μάθει. 

Θυμάμαι  και  τα  φλερτ  της  τελευταίας  τάξης.  Μερικές  συμμαθήτριές  μου  παντρεύτηκαν 
αμέσως.  Δυστυχώς  την  περίοδο  εκείνη  την  πέρασα  εγώ  κάπως  άχαρα.  Έκανα  τον  αγώνα  μου 
για να πάρω την θέση μου εκεί, που είχα κάνει τις επιλογές μου. Ο έρωτας, η απογοήτευση, οι 
χαρές ήλθαν αργότερα στη ζωή μου. Είμαι σίγουρη ότι όλα με ωρίμασαν για να φτιάξω αυτό 
που πάντα ονειρευόμουν, την οικογένεια. 

Digitized by 10uk1s 
Η Ορφάνια και ο αγώνας της κ. Αντιγόνης 
Μια ψιλή, καστανή και πολύ όμορφη κοπέλα ήρθε στη γειτονιά μας και νοίκιασε το σπίτι της κ. 
Τέρψης.  Η  μητέρα  μου  κάθε  τόσο  έλεγε  στον  πατέρα  μου  ότι  φαίνονται  νοικοκυραίοι 
άνθρωποι, η κ. Αντιγόνη με τον άνδρα της. Έμεναν ακριβώς δίπλα μας και δεν άργησα, όπως το 
συνήθιζα,  πήγαινα  και στο σπίτι της  κ.  Αντιγόνης  και τις ελεύθερες ώρες μου της πρόσεχα το 
νεογέννητο παιδί της για να μπορέσει με το σίδερο που ήταν ακόμη με κάρβουνα να σιδερώσει 
κανένα ρουχαλάκι του. Την ώρα που σιδέρωνε την άκουγα πάντα να σιγοτραγουδά ένα σκοπό 
που δυστυχώς ποτέ δεν μπόρεσα ν' ακούσω τα λόγια του. Μόλις το τελείωνε μου έλεγε, πως 
αυτό το τραγούδι το τραγουδούσε η μανούλα της, αλλά μόνο τον σκοπό θυμότανε. Ήταν πολύ 
μικρή όταν την έχασε και ίσως με αυτό να την νανούριζε. Δεν θυμόταν το πρόσωπό της, ούτε 
είχε καμιά φωτογραφία της. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ο άνθρωπος που την μεγάλωσε ήταν η 
νονά της, μαζί με τα άλλα τρία δικά της παιδιά. Η κ. Αντιγόνη είχε άλλες δυο μεγάλες αδελφές 
και  δύο  αδελφούς  που  ζούσαν  μόνοι  τους.  Επειδή  δούλευαν  είχαν  εμπιστευτεί  την  μικρή 
Αντιγόνη στη Νονά της που τύχαινε να είναι και αδελφή της μητέρας της. Η Αντιγόνη πάντα με 
απορία  τη  ρωτούσε  γιατί  την  φώναζε  νονά  και  όχι  μαμά  όπως  τα  άλλα  παιδιά.  Μάταια 
περίμενε  μια  απάντηση.  Στο  σχολείο  δεν  διάβαζε  τα  μαθήματά  της  και  με  παράπονο  κάθε 
φορά  που  γύριζε  στο  σπίτι  ρωτούσε  για  την  μάνα  της  και  τον  πατέρα  της.  Μια  μέρα  μια 
συμμαθήτριά της  είπε  πως οι  γονείς της  δεν  υπάρχουν. Είχαν γίνει αστεράκια  και  βρίσκονται 
ψηλά στον ουρανό. Από τότε η κ. Αντιγόνη κάθε βράδυ κοιτούσε τον ουρανό και ζητούσε από 
τα δύο αστεράκια που είχε διαλέξει να την πάρουν κοντά τους για να γλυτώσει από τα βάσανά 
της.  Από  τότε  που  έμαθε  για  τους  γονείς  της  δεν  ξαναπήγε  στο  σχολείο  και  κάθε  τόσο  την 
μάζευαν  από  τους  δρόμους.  Αλήτευε  με  τα  αλητάκια  από  άλλες  γειτονιές  για  να  μην  την 
πάρουν είδηση οι δικοί της.  Ένα  μεσημέρι την περίμενε  ο νονός  της στην πόρτα  του σπιτιού. 
Δεν πρόλαβε να του εξηγήσει που ήταν και το ασχημάτιστο ακόμη κορμάκι της μαράθηκε και 
έπεσε σαν κλωναράκι κάτω από το ξύλο, όπως έλεγε η κ. Αντιγόνη. 

Το  σκηνικό  επαναλαμβανόταν  συχνά  και  εκείνο  που  την  πονούσε  περισσότερο  από  το  ξύλο, 
ήταν ότι την έγδυνε και απολάμβανε το άγουρο κορμάκι της. Η Αντιγόνη όμως την άλλη μέρα 
το  ξεχνούσε.  Το  σπίτι  της  και  το  σχολείο  δεν  την  χωρούσαν  και  ήθελε  να  φύγει  μακριά.  Ίσως 
μονολογούσε, να ήθελε να πεθάνει ή να φύγει μακριά. 

Κάποτε σκάλισε τα συρτάρια της νονάς της και ενώ μέχρι τότε της έλεγαν πως δεν είχαν καμιά 
φωτογραφία των γονιών της, κατάφερε τη νονά της να της δείξει ποιοι ήταν οι γονείς της. Από 
τότε  κάθε  βράδυ  ονειρευόταν  ότι  τους  είχε  κοντά  της  και  κάθε  φορά  που  ο  βούρδουλας  του 
νονού της έπεφτε πάνω της, ένοιωθε το χάδι τους να της απαλύνει τον πόνο. 

Τα τέσσερα αδέλφια της έμεναν λίγο πιο κάτω από αυτήν. Μια μέρα ζήτησε από την αδελφή 
της να την πάρει κοντά της. Θα τους κρατούσε το νοικοκυριό τους και πάντα θα εύρισκαν ένα 
ζεστό πιάτο φαΐ. Δεν έφεραν αντίρρηση και δέχτηκαν την προσφορά της. Ήταν η Αντιγόνη τότε 
μόλις 11 χρονών. 

Τα  πράγματα  όμως  για  την  μικρή  Αντιγόνη  δεν  ήταν  καλύτερα.  Το  πλύσιμο  στη  σκάφη  ήταν 
πολύ δύσκολο και το σίδερο ακόμη χειρότερο. Νοικοκυριό, φαγητό, έφθανε το βράδυ και αυτή 
δεν είχε σταθεί ούτε ένα λεπτό.  Οι αδελφές της δούλευαν όλη μέρα και το βράδυ κατάκοπες 
κοιτούσαν να φάνε ένα πιάτο φαγητό και να κοιμηθούν και να ξυπνήσουν την άλλη μέρα για να 
πάνε  στη  δουλειά.  Ο  μικρός  αδελφός  της  δεν  πήγαινε  σχολείο.  Κοιτούσε  να  κάνει  κανένα 

Digitized by 10uk1s 
θέλημα  για  να  βγάλει  το  χαρτζιλίκι  του  και  σπάνια  έκανε  παρέα  στην  Αντιγόνη.  Αυτόν  η  κ. 
Αντιγόνη τον αγαπούσε πολύ και ένιωσε μεγάλο πόνο όταν τον έχασε. 

Δεν θυμάται ποτέ να είχε παίξει με κούκλες, ή με τα κορίτσια της γειτονιάς της. Πάντα έπαιζε 
αγορίστικα παιχνίδια και ποτέ δεν θυμάται να είχε φορέσει καθαρό ή καινούργιο φουστάνι. Τα 
παπούτσια  της  ήταν  μπροστά  ανοιχτά,  γιατί  ήταν  μικρά.  Για  να  μπορούν  να  βγαίνουν  τα 
δάχτυλά  της  και  να  μην  την  στενεύουν.  Τίποτα  δεν  της  είχαν  αγοράσει,  όλα  ήταν  από  την 
γειτονιά. 

Μια φορά που ξεχάστηκε στο σπίτι μιας φίλης της και άργησε να μαγειρέψει έφαγε τόσο ξύλο 
από  τον  αδελφό  της  που  χρειάστηκε  ένας  γείτονας  να  την  γλυτώσει  από  τα  χέρια  του.  Ήταν 
ικανός  να  την  σκοτώσει.  «Δεν  ήξερε  τι  έκανε»  μονολογούσε  η  κ.  Αντιγόνη!  «Ο  Θεός  να  τον 
συγχωρήσει»  έλεγε  κάθε  τόσο  και  ζητούσε  συγνώμη  από  τον  Θεό  γιατί  πολλές  φορές  τον 
κακολογούσε. 

Ήξερε η κ. Αντιγόνη πως κάθε φορά που ο αδελφός της κάπνιζε αυτό το αναθεματισμένο χόρτο 
γινότανε άλλος άνθρωπος. Έφερνε την  αγαπητικιά  του  στο σπίτι τους  και  μπροστά  στα  μάτια 
της  «έβγαζε  τα  μάτια  του  κακοχρονονάχει»  μονολογούσε  και  πάλι  η  κ.  Αντιγόνη.  Στις  τρεις  η 
ώρα μετά τα μεσάνυχτα τον ξυπνούσε για να πάει στην λαχαναγορά και μαζί με τους άλλους 
λαχανάδες  έβγαζαν  το  μεροκάματο.  Το  απόγευμα  όλοι  μαζί  οι  λαχανάδες  πήγαιναν  στον 
σταύλο  που  είχαν  το  άλογο  και  έκαναν  το  τσιγαριλίκι  τους.  Πάνω  από  τον  σταύλο  είχαν 
φυτέψει  χασίς και κανείς δεν τους είχε πάρει  είδηση. Ήταν ο Γιάννης, ο  Κάκαρος, ο Κάλτης ο 
Μπερδίτσαρης  και  άλλοι.  Μερικοί  απ'  αυτούς  έγραφαν  στίχους  και  δόξασαν  το  γνήσιο 
ρεμπέτικο τραγούδι. 

Ο Κάκαρος ήταν παντρεμένος και είχε και μια αγαπητικιά ψηλά στην Κοκκινιά. Ανέβηκαν ένα 
βράδυ  στην  σούστα  τους  και  φτιαγμένοι  όπως  ήταν  ξεκίνησαν  όλοι  μαζί  για  να  της  κάνουν 
καντάδα.  Καθώς  περνούσαν  τις  γραμμές  του  τραίνου  δεν  είδαν  την  αλυσίδα  που  είχαν  βάλει 
για το τραίνο της γραμμής Αθήνα ‐ Θεσσαλονίκη. Ο Κάκαρος σκοτώθηκε επί τόπου και οι άλλοι 
πετάχτηκαν μέτρα μακριά. Χτύπησαν, σακατεύτηκαν αλλά τελικά την γλύτωσαν. 

Ένα  χρόνο  άντεξε  η  Αντιγόνη.  Με  τη  βοήθεια  ενός  γείτονά  της  στον  οποίο  υποσχέθηκε  τον 
πρώτο  μισθό  της  κατάφερε  από  12  να  την  γράψει  στο  ληξιαρχείο  ότι  ήταν  16  ετών.  Έπιασε 
δουλειά  σ'  ένα  εργοστάσιο  και  για  τέσσερα  χρόνια  βρήκε  την  ησυχία  της.  Δούλευε  και 
ακουμπούσε το μεροκάματο στο σπίτι, αλλά τώρα οι δουλειές είχαν μοιραστεί σε όλους. Κανείς 
δεν τολμούσε να της πει τίποτα, γιατί ήταν και το μεροκάματο ήταν γερό. 

Στα  δεκαπέντε  της  την  γλυκοκοιτούσε  ο  επιστάτης  της  δουλειάς  της,  αλλά  η  κ.  Αντιγόνη  είχε 
άλλα  όνειρα.  Ήθελε  να  μαζέψει  λεπτά  και  να  φτιάξει  την  δική  της  γωνιά.  Άλλα  τα  όνειρα  τα 
δικά  της,  άλλα  και  τα  όνειρα  του  επιστάτη,  ο  οποίος  επειδή  δεν  κατάφερε  να  την  πείσει  ένα 
βράδυ καθώς έφευγε από την δουλειά της, την έβαλε σε ένα αυτοκίνητο και την έκλεψε. Δεν 
της έκανε κακό. Της έλεγε ότι θα περίμενε μέχρι να τον θελήσει και η ίδια. Την άλλη μέρα η κ. 
Αντιγόνη ξύπνησε πολύ πρωί και κατάφερε να το σκάσει μια και ο επιστάτης κοιμότανε βαθιά. 

Έτρεξε  στους  δικούς  της,  μα  πριν  προλάβει  να  τους  εξιστορήσει  την  περιπέτειά  της,  είδε  τον 
αδελφό  της  να  κάνει  την  συνηθισμένη  κίνησή  του,  δηλαδή  να  λύνει  την  ζώνη  του  και 
απειλητικά  να  ετοιμάζεται  να  την  δείρει.  Έντρομη  η  άμοιρη  Αντιγόνη  κατάφερε  μόνο  να 

Digitized by 10uk1s 
αρθρώσει: «όχι πια άλλο ξύλο» και το έβαλε στα πόδια. 

Το  καταφύγιό  της  έγινε  ο  επιστάτης  που  σε  λίγο  καιρό  την  παντρεύτηκε.  Από  τον  γάμο  τους 
αυτόν απέκτησαν ένα αγόρι, αλλά αμέσως μετά την γέννησή του άρχισαν να εμφανίζονται και 
τα  πρώτα  σύννεφα  της  κακομεταχείρισης,  της  ανέχειας  και  το  πιο  τραγικό  οι  αγαπητικοί  που 
δεν ήταν άλλο παρά εραστές του άνδρα της!!! 

Με το ζόρι εξοικονομούσε το γάλα του παιδιού της και το βράδυ αν ο άνδρας της δεν εύρισκε 
φαγητό την έσπαγε στο ξύλο. —«Πώς άντεξα» μονολογούσε η καημένη η Αντιγόνη. Ένα βράδυ 
τον παρακάλεσε να πάει να δουλέψει και αυτή, μια και τα έφερναν δύσκολα. Το παιδί  θα το 
κρατούσε  η  πεθερά  της.  Στη  δουλειά  που  πήγε,  πήρε  μια  ανάσα,  όχι  μόνο  από  οικονομικής 
πλευράς,  αλλά  δεν  έβλεπε  και  τους  αγαπητικούς  του  άνδρα  της  που  μπαινόβγαιναν 
καθημερινά στο σπίτι. 

Σε  λίγο  καιρό  η  Αντιγόνη  πήρε  τα  πάνω  της.  Το  φαγητό  έβραζε  στο  τσουκάλι  και  τα  πρώτα 
καινούργια ρουχαλάκια άρχισε να φορά το παιδί της. Σε μια παλιά κατσαρόλα καλά κρυμμένη, 
έβαζε ότι της περίσσευε για μια ώρα ανάγκης. 

Από  καιρό ήθελε ν' αγοράσει ένα παλτό. Αυτό που της είχαν χαρίσει ήταν πολύ τριμμένο και 
μια και βρήκε ένα φτηνό, σκέφτηκε να το αγοράσει. Άδικα όμως έψαχνε να βρει στην κρυψώνα 
της το χαρτζιλίκι της. Ο άνδρας της την είχε δει και τα χρήματα είχαν κάνει φτερά. Έκλαψε πολύ 
η  Αντιγόνη  και  βλαστήμησε  την  ώρα  που  γεννήθηκε.  Αργά  το  βράδυ  δεν  έπεσε  να  κοιμηθεί 
όπως το συνήθιζε. Μόλις άκουσε τα βήματά του κρύφτηκε πίσω από την πόρτα και μόλις μπήκε 
μέσα στο σπίτι άρχισε να τον χτυπά με τόση μανία, που αν δεν έμπαινε η πεθερά της στη μέση 
θα τον είχε σκοτώσει. Δεν θυμάται με πόση μανία και με πόση δύναμη τον χτυπούσε, το μόνο 
που θυμότανε ότι τον είχε αφήσει γεμάτο αίματα κάτω στο πάτωμα και την μητέρα του αντί να 
την μαλώσει, την πήρε στην αγκαλιά της και με περιφρόνηση του γύρισε την πλάτη. Η πεθερά 
της ήταν πάντα με το μέρος της. Της κρατούσε το παιδί της ακόμη και όταν ο άνδρας της έφυγε 
από το σπίτι. Αυτή συνέχιζε και δούλευε και πάντα μιλούσε με πολύ αγάπη γι' αυτή την άγια 
γυναίκα, την οποία φώναζε μητέρα. Της είχε μάθει νοικοκυριό, καλούς τρόπους, τιμιότητα και 
πάνω από όλα της είχε δείξει ότι ο κόσμος δεν είναι σάπιος. Ανάμεσά του υπάρχουν άγγελοι 
σταλμένοι στη γη από τον Θεό. 

Όταν γνώρισα την Αντιγόνη είχε κάνει τον δεύτερο γάμο της, με τον κ. Μελέτη. Από τον γάμο 
τους απέκτησαν ένα γιο. Η Αντιγόνη όμως ποτέ δεν ξεχώρισε το πρώτο παιδί της. Και τα δύο τα 
φρόντιζε  με  την  ίδια  αγάπη.  Το  ζευγάρι  γρήγορα  πρόκοψε  και  μέχρι  σήμερα  ζουν  μια  χαρά. 
Ακόμη και σήμερα την βλέπεις παρ' όλα τα χρόνια της να περπατά βιαστικά με αέρα και πάντα 
με  το  κεφάλι  ψηλά.  Καθώς  περνά  από  μπροστά  σου  θαρρείς  ότι  την  ακολουθεί  ένας  αέρας, 
ορισμένοι θα έλεγαν, είναι η ενέργειά της που διαχέεται γύρω. 

Κανείς  δεν  μπορεί  να  σκεφτεί  πως  αυτή  η  γυναίκα  πέρασε  τόσα  βάσανα.  Είναι  γεμάτη 
γενναιοδωρία και καλοσύνη και πάντα σε υποδέχεται με ένα χαμόγελο. Πάντα καλότροπη και 
ευγενική  με  όλους.  Στα  παιδιά  της  έδωσε  μια  αγωγή,  ζηλευτή  για  τα  παιδιά  της  μικρής 
γειτονιάς.  Από  μικρά  τα  έπαιρνε  μαζί  της  στην  δουλειά  —  έκανε  τον  πλασιέ  σε  διάφορα 
προϊόντα  —  και  ο  μικρούλης  κάθε  τόσο  την  ρωτούσε:  —«Μάνα  βγάλαμε  το  ψωμάκι  μας 
σήμερα;»  Όταν  η  Αντιγόνη  του  απαντούσε  «ναι»,  ο  μικρούλης  ήξερε  ότι  από  τον  φούρνο  θα 
έπαιρναν την πιο μεγάλη τυρόπιτα, ή ό,τι άλλο ήθελαν και τα δύο παιδιά. 

Digitized by 10uk1s 
Η Αντιγόνη πάντα ήταν ένας χείμαρρος. Όταν καθόμουν κοντά της πάντα ήθελα όλο και κάτι να 
μου λέει, και αυτή είχε ένα μοναδικό τρόπο να τα αφηγείται, που όταν σταματούσε της έλεγα: 
ναι και ύστερα... Μια φορά της έκανα μια συμφωνία. Της είπα ότι κάθε μέρα μετά το διάβασμά 
μου  θα  πηγαίνω  να  κάνω  παρέα  στα  παιδιά  της  για  να  βγαίνει  και  μερικές  ώρες  και  το 
απόγευμα  στη  γύρα  για  να  μαζεύει  κανένα  βερεσέδι.  Μόνο  που  τώρα  πια  ήθελα  να  μου  πει 
ιστορίες  της  Κατοχής.  Τότε  που  Ιταλοί  και  Γερμανοί  κατέκτησαν  την  πατρίδα  μας  σχεδόν  για 
τέσσερα χρόνια. 

Digitized by 10uk1s 
Σαν παραμύθι της γιαγιάς. 
Περίοδος Κατοχής. 
Αντιγόνη, ψήσε μου ένα καφεδάκι. Πες μου το φλιτζάνι. Τον μικρό τον έβαλα να κοιμηθεί στο 
κρεβατάκι  του.  Τον  νανούρισα  μ'  εκείνο  το  νανούρισμα  που  μου  είχες  μάθει.  —«Όχι  σήμερα 
δεν έχει φλιτζάνι. Σήμερα έχω τις καλές μου και θα σου πω για τα χρόνια της Κατοχής». 

Κάθισε λοιπόν η Αντιγόνη στο τσιμεντένιο πεζούλι της αυλής της, έβαλε και ένα μαξιλάρι από 
κάτω  για  να  μην  κρυώσει  και  την  πιάσουν  τα  μητρικά  της  όπως  έλεγε,  και  άρχισε  να 
μουρμουρίζει: 

—«Πανάθεμά τους, κατακτητές δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Ακόμη και οι σύμμαχοι 
μάς πούλησαν, τα χρόνια εκείνα». Καθώς βούρκωναν τα μάτια της για να κρύψει τη συγκίνησή 
της,  άρχιζε  και  τραγουδούσε  το  τραγούδι  της  αξέχαστης  τραγουδίστριας  της  Νίκης,  Σοφίας 
Βέμπο:  «και  να  μας  την  σκάσανε  με  μπαμπεσιά  οι  σύμμαχοι  στην  μοιρασιά...  κάνε  κουράγιο 
Ελλάδα μου να μην μας αρρωστήσεις, γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις...» Λοιπόν 
συνέχιζε:  Οι  Ιταλοί  ήταν  οι  πρώτοι  που  πάτησαν  τα  χώματά  μας.  Ο  Ελληνικός  στρατός,  χωρίς 
αρκετά  όπλα,  στην  αρχή  κατάφερε  να  τους  στείλει  βαθιά  μέσα  στην  Αλβανία.  Ο  κόσμος 
πανηγύριζε. Δεν καταλάβαινε όμως γιατί και πώς πανηγύριζαν, αφού όταν πήγαινε να ψωνίσει 
στην αγορά των Αγ. Αναργύρων με φρίκη άκουγε τα εχθρικά αεροπλάνα να πετάνε ψηλά στον 
ουρανό. 

Ο γιος τής νονάς της είχε πάει στρατιώτης και για πολύ καιρό δεν μάθαιναν νέα του. Μετά από 
πολλούς  μήνες  ήλθε  ένα  γράμμα.  Δεν  έγραφε  πολλά  ο  Ντίνος,  παρά  μόνο  ότι  μέρα‐νύχτα 
έτρεχαν  στα  χιόνια  και  κρύωναν  πολύ.  Ζητούσε  κάλτσες,  πουλόβερ  και  ότι  άλλο  ζεστό 
μπορούσαν. 

Το  Γενάρη  του  1941  πέθανε  ο  Μεταξάς  και  ο  θείος  της  και  όσοι  άλλοι  ήταν  στις  φυλακές 
έκαναν  χαρές.  Μόνον  έναν  θυμόταν  που  έκλαιγε,  γιατί  όπως  έλεγε  η  πατρίδα  είχε  χάσει  τον 
σωτήρα του Έθνους. 

Τα  τρόφιμα  άρχισαν  να  λιγοστεύουν  και  θυμόταν  την  θεία  της  που  κάθε  τόσο,  άνοιγε  το 
μπαούλο και πουλούσε και από ένα κομμάτι από τα προικιά της, για να πάρει τρόφιμα. Πολλοί 
μαυραγορίτες βρήκαν ευκαιρία και για ένα κομμάτι ψωμί αγόραζαν ότι εύρισκαν. Κάθε τόσο οι 
σειρήνες  τους  προειδοποιούσαν  να  κρυφτούν  στα  καταφύγια,  γιατί  τα  αεροπλάνα  έριχναν 
βόμβες. Όταν σταματούσε ο βομβαρδισμός, έτρεχαν στα σπίτια τους, γιατί φοβόντουσαν τους 
κλέφτες, και τα νοικοκυριά τους, που μέρα με τη μέρα λιγόστευαν. Καθώς συνέχιζε η Αντιγόνη 
την αφήγησή της, θυμήθηκε πως μια φορά καθώς έτρεχαν να κρυφτούν στα καταφύγια, είδε 
την πόρτα της φίλης της Ραχήλ, που ήταν σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους 
άλλους ανοικτή. Ξέχασε τις σειρήνες και έτρεξε στην κουζίνα. Γέμισε τις τσέπες της με ότι βρήκε 
και αψηφώντας την γύμνια της κάτω από το φουστάνι της, το έκανε σαν καλάθι και πήρε ότι 
μπορούσε να σηκώσει. Δεν πήγε στο καταφύγιο. Τρύπωσε κάτω από το ντιβάνι του σπιτιού της, 
και  έφαγε  όσα  χώρεσε  το  στομάχι  της.  Όταν  γύρισαν  οι  δικοί  της  προφασίστηκε  πως  δεν 
πρόλαβε να τους ακολουθήσει. 

Το εργοστάσιο που δούλευε ο θείος της είχε κλείσει λόγω του πολέμου. Είχε καταφέρει όμως 
και δούλευε σε κάτι δρόμους στο Σχιστό που έφτιαχναν οι Γερμανοί. Αυτός έφερνε τα νέα στην 

Digitized by 10uk1s 
οικογένεια,  δηλαδή  ότι  τα  πράγματα  χειροτέρευαν  μέρα  με  τη  μέρα  και  ότι  την  Ελλάδα  την 
περίμεναν χειρότερες μέρες. 

Ήλθε  η  Άνοιξη,  τα  δέντρα  είχαν  μπουμπουκιάσει  και  καθώς  περπατούσε  η  Αντιγόνη  στους 
δρόμους, έβλεπε τον κόσμο να φορά τα ανοιξιάτικά του. Αυτή φορούσε ένα τριμμένο φουστάνι 
και  κάτι  παλιά  παπούτσια  με  τρύπες  από  κάτω  και  που  δεν  έφταναν  μόνο  αυτές,  κάθε  τόσο 
χτυπούσε τα δάκτυλά της, γιατί είχαν ανοίξει μπροστά τα παπούτσια της για να της κάνουν, και 
βογκούσε από τους πόνους καθώς τα τρυφερά δαχτυλάκια της εύρισκαν κάποια πέτρα. 

Με τη Χιτλερική κατοχή θυμάται πως ξαφνικά τα φιλαράκια της είχαν μεγαλώσει. Η Μαρία, ο 
Γιώργης, ο Κώστας,  έγιναν  πολύ  μεγάλοι,  άντρες  και  γυναίκες  και  καθένας  είχε  αναλάβει  ένα 
ρόλο στην οικογένειά του. Η πείνα και η δυστυχία μάστιζε τον κόσμο και όλοι τρέχανε για τον 
επιούσιο.  Με  τα  παιδιά  τής  γειτονιάς  έκαναν  μια  αλυσίδα  όταν  έβλεπαν  κανένα  γερμανικό 
καμιόνι να ξεφορτώνει στα τραίνα του Ρέντη, και το ψωμί, τα όσπρια έκαναν φτερά. Αυτά που 
έπαιρναν με το δελτίο δεν έφταναν για να θρέψουν την οικογένεια και οι μαυραγορίτες έκαναν 
χρυσές  δουλειές.  Κάρβουνα  δεν  υπήρχαν  και  ο  νονός  της  μαζί  με  άλλους  είχαν  γυμνώσει  το 
Αιγάλεω για να κόβουν ξύλα. 

Κάθε  μέρα  που  περνούσε  όλο  και  κάποιον  συναντούσε  ξαπλωμένο  στο  δρόμο.  Στην  αρχή 
νόμιζε πως κοιμότανε, μα γρήγορα έμαθε πως είχαν πεθάνει από την πείνα και το κρύο. Από τη 
βρώμα  τα  μάτια  της  είχαν  πάθει  τράχωμα  και  με  δυσκολία  κάθε  πρωί  καθάριζε  την  τσίμπλα 
από τα μάτια για να μπορεί να βλέπει. 

Είχε  μάθει  ότι  οι  γερμανοί  πρωί‐πρωί  σκότωναν  «κοσμάκη»,  όπως  το  έλεγαν.  Όλους  αυτούς 
που σκότωναν ήταν έλληνες πατριώτες και έκαναν αντίσταση στον κατακτητή. 

Ο  αδελφός  τής  νονάς  της  σκοτώθηκε  στον  πόλεμο.  Ο  άνδρας  της  έπεσε  βαριά  άρρωστος  στο 
κρεβάτι και μετά από ένα μήνα πέθανε. Η ζωή για όλους είχε γίνει πολύ δύσκολη. Πρωί, μόλις 
που χάραζε ο Θεός τη μέρα του η Αντιγόνη έπαιρνε το κατσαρολάκι της και πήγαινε με τις ώρες 
έξω από ένα στρατόπεδο Γερμανών και έψαχνε να βρει κανένα αποφάγι, για να βγάλει τη μέρα 
της.  Φαίνεται  ότι  την  λυπόντουσαν  γιατί  αν  καμιά  φορά  αργούσε  να  πάει  ο  Φριτς  της  είχε 
κρυμμένο το μερτικό της. 

Αργότερα όμως οι γερμανοί αγρίεψαν, την έδιωχναν και μια φορά ένας γερμανός την χτύπησε 
με το όπλο του. Το σημάδι αυτό ακόμη το έχει στο πρόσωπό της η Αντιγόνη. Είναι πάνω στο 
δεξί της μάτι. 

Μετά  το  άσχημο  Πάσχα,  ήλθαν  τα  χειρότερα  Χριστούγεννα  του  1941.  Ήταν  ο  πιο  κρύος 
χειμώνας.  Η  πείνα  θέριζε  τον  κόσμο  και  πολλοί  έθαβαν  τους  δικούς  τους  κρυφά  για  να  μην 
χάσουν το δελτίο που μοίραζαν για τα τρόφιμα. 

Όταν  η Αντιγόνη πεινούσε  πολύ, όπως  μου  έλεγε,  την  έστηνε έξω  από  το Γ' Νεκροταφείο και 


γέμιζε  την  κοιλιά  της  με  κόλλυβα.  Μόνο  που  μια  φορά  αρρώστησε  με  τύφο  ίσως  από  τα 
χαλασμένα και από τότε δεν τα έβαλε στο στόμα της. 

Η  Αντιγόνη  από  το  πρωί  μέχρι  το  βράδυ  γυρνούσε  στους  δρόμους  με  τα  φιλαράκια  της  και 
κουβαλούσε  στις  μασχάλες  της  λαχανίδες  από  τα  περιβόλια  ή  κανένα  ξεροκόμματο,  που 

Digitized by 10uk1s 
κρατούσε ώρα πολύ στο στόμα της για να μην τελειώσει. Μερικοί είχαν πρηστεί και πολλοί δεν 
είχαν κουράγιο να περπατήσουν. Η νονά της είχε ψώρα, και το βράδυ δεν έβλεπε καθαρά από 
αβιταμίνωση. Την ίδια την βασάνιζαν οι ψείρες και τα βράδια δεν την άφηναν να κοιμηθεί. 

Έφυγε  το  '41  και  έφθασαν  τα  Χριστούγεννα  του  '42,  που  τους  βρήκε  πιο  πεινασμένους  και 
παγωμένους.  Με  τις  ώρες  η  Αντιγόνη  αυτά  τα  άθλια  Χριστούγεννα  του  '42  χανότανε  στους 
δρόμους και χάζευε τα  λιγοστά παιχνίδια που  είχαν οι βιτρίνες. Δεν είχε παίξει ποτέ στη ζωή 
της με κούκλες. Ποτέ δεν είχε κρατήσει στα χέρια της ένα τόπι για να παίξει σαν παιδί. Πολλές 
φορές την έπαιρνε ο ύπνος και ονειρευότανε τον εαυτό της να χαζεύει τις βιτρίνες και ξαφνικά 
να ανοίγουν οι πόρτες των μαγαζιών και η αγκαλιά της να γεμίζει με δώρα και παιχνίδια. 

Το '43 θυμότανε το μπλόκο της Κοκκινιάς. Από την γειτονιά τους είχαν μαζέψει όλους και τους 
είχαν  πάει  στην  μάντρα  της  Κοκκινιάς.  Πολλούς  έφαγαν  οι  Γερμανοί,  αλλά  και  αρκετοί 
γλύτωσαν.  Δεν  γύρισε  ο  μονάκριβος  γιος  τής  κας  Σταύραινας  και  μαζί  με  αυτόν  και  τα  δυο 
αγαπημένα φιλαράκια της Αντιγόνης, ο Γρηγόρης και ο Μαθιός. Η φίλη τής Αντιγόνης η Ραχήλ, 
Εβραία, είχε εξαφανιστεί με τους δικούς της. Λες και είχε ανοίξει η γη και τους είχε καταπιεί, 
έλεγαν  οι  γείτονες.  Δύο  πράγματα  είχαν  κάνει  εντύπωση  στη  μικρή  Αντιγόνη.  Ενώ  όλοι 
δυστυχούσαν στη γειτονιά, το τσουκάλι της νονάς της πάντα είχε κάποιο όσπριο μαγειρεμένο 
και το διπλό η νονά της το είχε βάλει στην μέση του δωματίου και κάθε φορά που περνούσε η 
Αντιγόνη κτυπούσε, γιατί δεν υπήρχε χώρος για να περνούν άνετα. 

Δεξιά  και  αριστερά  υπήρχαν  στρώματα  και  η  νονά  της  μέρα  νύχτα  δεν  τα  σήκωνε.  Μόλις 
ακούγανε χτύπους στην πόρτα η νονά της έβαζε και τα τρία παιδιά και ξάπλωναν. Αν ήταν μέρα 
έλεγε πως από την πείνα είχαν αδυναμία και δεν μπορούσαν να σηκωθούν. 

Ο χειμώνας ήταν βαρύς και έτσι όλοι κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο. Στα σάπια σανίδια που 
έβγαζαν μια παράξενη μυρουδιά, πάντα περπατούσανε με προσοχή και είχαν στρώσει πολλές 
κουρελούδες  για  να  μην  κάνουν  θόρυβο  τα  δοκάρια,  που  κρατούσαν  το  πάτωμα.  Κανείς  δεν 
είχε υποπτευθεί ότι κάτω από τα σάπια σανίδια υπήρχε κενό και μέσα σ' αυτό η νονά της είχε 
κρύψει για χρόνια την Ραχήλ και τους γονείς της. Η Νονά της φρόντιζε και το σπίτι της και την 
οικογένεια τής Ραχήλ που της είχαν δώσει χρήματα και έτσι η Νονά τής Αντιγόνης τα ξόδευε με 
μέτρο και έτρεφε και τις δύο οικογένειες της. Πάντα η νονά τής Αντιγόνης εύρισκε τρόπους να 
βγάλει  την  άμοιρη Ραχήλ  και  τους  δικούς  της  για  να  δουν  λίγο  φως  και  ν'  αναπνεύσουν  λίγο 
αέρα.  Θυμότανε  το  ΕΛΑΣ  που  πολεμούσε  τους  Γερμανούς  και  το  ΕΑΜ  που  καλούσε  τους 
Έλληνες  πατριώτες  να  κάνουν  αντίσταση  κατά  των Γερμανών.  Από  τον  εμφύλιο  θυμότανε  ότι 
αυτός ήταν μια κατάρα για τον τόπο μας. Η νονά της πολλές φορές μονολογούσε: —«Τι κατάρα 
είναι αυτή μωρέ; Οι ξένοι κάνουν τα παιχνίδια τους και εμείς χάνουμε τ' αδέλφια μας». 

Τα χρόνια πέρασαν και οι θύμισες είναι ανεξίτηλες στις διαδρομές τής Αντιγόνης. Καμιά φορά 
έκανε κάτι ζαβολιές, που όταν τις θυμάται από την μια την πιάνουν τα γέλια και από την άλλη 
ξεσπά  σε  κλάματα.  Εκείνο,  όμως,  που  δεν  ξεθώριασε  καθόλου  στη σκέψη  της  ήταν  εκείνο  το 
πολύχρωμο  τόπι  που  χάζευε  κάθε  τόσο  η  Αντιγόνη  και  με  τα  μικρά  δαχτυλάκια  της  έκανε 
κύκλους  στο  τζάμι,  λες  και  το  κρατούσε  στο  χέρι  της  και  με  τους  κύκλους  το  χάιδευε,  με  τα 
μάτια κλειστά το κρατούσε στην αγκαλιά της. 

Digitized by 10uk1s 
Τα φιλαράκια των γονιών μου 
Η κ. Αντιγόνη ήταν από τις λιγοστές φίλες της μητέρας μου. Καμιά φορά όταν δεν είχε δουλειές, 
μου έλεγε: —«Πάω στην κ. Αντιγόνη για καφέ. Μόλις τελειώσεις τα μαθήματά σου φώναξέ με, 
για να μου κάνεις και το δικό μου μάθημα». Η μητέρα δεν είχε πάει καθόλου σχολείο. Μέσα σε 
λίγο διάστημα είχε μάθει  να γράφει και να διαβάζει. Απορούσα πώς διάβαζε την Αγία Γραφή 
και  όταν  την  ρωτούσα  κάτι,  μου  το  εξηγούσε  με  ευχαρίστηση.  Πάντα  αγόραζε  βιβλία  και 
θυμάμαι ότι είχε διαβάσει τους Άθλιους, τον ρακοσυλλέκτη των Παρισίων, τον Όλιβερ Τουίστ, 
την καλύβα του μπάρμπα Θωμά... και πολλά άλλα. Έψαχνε για βιβλία που θα μου κέντριζαν και 
εμένα το ενδιαφέρον και στη συνέχεια μου τα έδινε να τα διαβάσω και εγώ. 

Η μητέρα μου αφιέρωνε αρκετές ώρες για το σπίτι, αλλά τις περισσότερες ώρες τις περνούσε 
στο  εργοστάσιο  για  το  μεροκάματο.  Είχε  και  μια  άλλη  φίλη,  τη  θεία  Ειρήνη.  Με  αυτή  είχαν 
μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά. Μαζί πήγαιναν στη δουλειά και αργότερα, όταν παντρεύτηκαν, 
έγιναν φίλοι και οι άνδρες τους. Δυστυχώς ο θείος Ιορδάνης έφυγε την περίοδο της κατοχής και 
η άμοιρη χήρα είχε να θρέφει τρία ανήλικα παιδιά. Η μητέρα έλεγε πως η θεία Ειρήνη στάθηκε 
καλός καπετάνιος. Μεγάλωσε, σπούδασε και τα τρία της παιδιά. 

Η μητέρα την αγαπούσε πολύ και όταν πήγαινε σπίτι της, τα ξεχνούσε όλα. Αργούσε να γυρίσει 
και  καμιά  φορά  ο  πατέρας  όταν  γύριζε  σπίτι  δεν  την  εύρισκε.  Τα  παιδιά  παίζαμε  στο  άλλο 
δωμάτιο  και  όχι  λίγες  φορές  ακούγαμε  τις  φιλενάδες  πότε  να  γελάνε  και  πότε  να  κλαίνε. 
Πολλές φορές οι δυο γυναίκες με εμένα και την μικρή κόρη της, μας πήγαιναν για κανένα γλυκό 
και θυμάμαι μια φορά μας είχαν πάει και στην Ακρόπολη. 

Η μητέρα μου με είχε παρακαλέσει να μην το πω στον πατέρα μου, γιατί αυτός της γκρίνιαζε 
και  δεν  ήθελε  να  πολυκάνουμε  παρέα.  Ήμουν  σίγουρη  ότι  ο  μόνος  λόγος  που  είχε  τις 
αντιρρήσεις ο πατέρας ήταν γιατί ζήλευε που η μητέρα αγαπούσε τόσο πολύ τη θεία Ειρήνη. 

Δυστυχώς  εγώ  δεν  κράτησα  την  υπόσχεσή  μου  και  το  βράδυ  όταν  γυρίσαμε  σπίτι  από  την 
επίσκεψή μας στην Ακρόπολη, το είπα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν μου έδωσε θάρρος 
και με μάλωσε που δεν κράτησα την υπόσχεσή μου. Θα έπρεπε όμως να έγινε μεγάλος καυγάς, 
απουσία μου, γιατί την άλλη μέρα η μητέρα μου με έδεσε στην μουριά της αυλής μας και μου 
έβαλε  μια  χούφτα  πιπέρι  στο  στόμα.  Για  πολύ  καιρό  δεν  πήγαμε  στη  θεία  Ειρήνη,  μέχρι  που 
πέρασε ο θυμός του πατέρα μου και ξαναρχίσαμε τις επισκέψεις και τις βόλτες. 

Ο πρώτος φίλος του πατέρα ήταν ο κ. Νίκος. Είχαν έλθει μαζί από την Μικρασία και από τότε 
δεν  είχαν  χωρίσει  ποτέ.  Με  την  οικογένειά  του  είχαμε  σχέσεις  και  πολλές  φορές  άρεσε  στην 
κόρη του κ. Νίκου να πηγαίνει στο μαγαζί τού πατέρα μου για να χαζεύει τους περαστικούς. 

Με την κόρη του την Αλέκα είμαστε μέχρι σήμερα φίλες και στάθηκε τυχερή που οι γονείς της 
έφυγαν σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ο πατέρας έλεγε πως πιο αγαπημένο ζευγάρι δεν είχε γνωρίσει 
από τον Νίκο και την Άννα. Η αφοσίωση τής Άννας του ήταν πρωτόγνωρη. Η μητέρα έλεγε πως 
η  κ.  Άννα  δεν  είχε  ποτέ  δουλέψει  στη  ζωή  της  και  έτσι  είχε  όλο  τον  καιρό  δικό  της  για  να 
φροντίζει ιδιαίτερα τον κ. Νίκο. 

Ο  πατέρας  ήταν  πολύ  κοινωνικός  και  είχε  και  άλλα  φιλαράκια,  τα  περισσότερα  από  την 
πατρίδα. Ο Καραπιάννης, ο Χουτζόγλου, ο Κουπής, ο Καραπέτρος και πολλοί συγγενείς του. 

Digitized by 10uk1s 
Με τα χρόνια η παρέα άρχισε να έχει οικονομική άνεση και οι συντροφιές με τα γλέντια που 
κάναμε  στα  σπίτια  δεν  τους  άρεσαν  πια.  Διάφορα  κέντρα  είχαν  ανοίξει  στην  περιοχή  και  τα 
χανουμάκια  είχαν  κατακλύσει  εκείνο  τον  καιρό  τα  κέντρα  και  διασκέδαζαν  τους  θαμώνες  με 
τους  ανατολίτικους  χορούς  τους.  Τα  μπουζούκια  άρχισαν  και  αυτά  να  γίνονται  στη  μόδα,  και 
έτσι η παρέα του πατέρα περισσότερο περνούσε τις ώρες της σε αυτά τα μαγαζιά. Μερικά από 
αυτά  είχαν  και  ιδιαίτερα  δωμάτια  που  φιλοξενούσαν  νεαρές  και  διάφορους  θαμώνες  που 
διασκέδαζαν. 

Ο πατέρας πήγαινε τακτικά στου Κεφάλα. Του άρεσαν τα ρεμπέτικα τραγούδια και όπως έλεγε 
η μητέρα μου τα μυαλά της παρέας είχαν πάρει αέρα. Ο κ. Περικλής είχε αγοράσει καινούργιο 
κουστούμι και μόλις έφευγε η γυναίκα του για καμιά επίσκεψη, έβαζε μπριγιαντίνη στα μαλλιά, 
άσπρο  και  μαύρο  τρυπητό  παπούτσι,  ατσαλάκωτο  πουκάμισο  και  έτρεχε  στο  σπίτι  της 
Ταμπλούς.  Η  Ταμπλού  έβγαζε  γερό  μεροκάματο  από  τους  αφελείς  της  γειτονιάς  δηλαδή  από 
τους αγαπητικούς. Κάποτε όμως η γυναίκα του κ. Περικλή τους πήρε είδηση και το ρεζιλίκι που 
της έκανε την ανάγκασε μέσα σε ένα βράδυ να φύγει από την γειτονιά. Όσο για τον κ. Περικλή 
έκανε καιρό να πάρει μέρος στα νυχτερινά καλοκαιρινά πηγαδάκια μας, από την ντροπή του. 
Στη μητέρα μου είχαν μπει ψύλλοι στα αυτιά και μερικά βράδια μόλις με κοίμιζε πήγαινε έξω 
από του Κεφάλα και από τα τζάμια έβλεπε αν είναι ο πατέρας μου και με ποιους είναι. 

Μερικές  φορές μετά το  γλέντι  συνήθιζαν, όταν ήταν Σάββατο, να συνεχίζουν την διασκέδασή 


τους στο σπίτι μας. Ο πατέρας έπαιζε ούτι, κελαηδούσε με την υπέροχη φωνή του, αλλά κανείς 
δεν  τον  ακολουθούσε  στο  σπίτι,  γιατί  όπως  ήταν  κουρασμένοι  ήθελαν  πολύ  γρήγορα  να 
φύγουν, ίσα ίσα που με ανησύχησες έλεγε η άμοιρη η μάνα μου, αλλά ποτέ δεν του γκρίνιαζε. 

Όταν  έγινα  δεκατεσσάρων  χρόνων  ο  πατέρας  έκανε  τραπέζι  στην  αυλή  μας  μια  και  ήταν 
καλοκαίρι. Είχαν έλθει τα φιλαράκια του που άρχισαν να γίνονται σπουδαίοι επιχειρηματίες και 
ένας από αυτούς είχε αγοράσει το πρώτο καράβι του. Σήμερα δεν ζει αλλά τα παιδιά του έχουν 
γίνει  εφοπλιστές.  Όνομα  πολύ  γνωστό.  Ανάμεσα  στους  καλεσμένους  μας,  ήταν  και  δύο  φίλοι 
των  φίλων  του  πατέρα  μου,  άγνωστοι  στην  οικογένειά  μου.  Την  ώρα  του  φαγητού  έτυχε  να 
καθίσω στον κ. Τζίμη κοντά. Για μια στιγμή ένοιωσα το χέρι του να χαϊδεύει το πόδι μου. Δεν 
έδωσα  και  πολύ  σημασία  διότι  νόμισα  ότι  ήταν  τυχαίο.  Στη  συνέχεια  όμως  ο  κ.  Τζίμης  πήρε 
θάρρος  και  προσπάθησε  να  χαϊδέψει  και  παραπάνω.  Σηκώθηκα  και  θυμωμένη  χωρίς  να 
εξηγήσω  τη  στάση  μου  έφυγα  από  το  δωμάτιο  και  ζήτησα  να  κοιμηθώ.  Την  άλλη  μέρα 
εξιστόρησα το πάθημά μου στους γονείς μου, που το πάθημά μου αυτό τους έγινε μάθημα για 
να  γίνουν  πιο  προσεκτικοί.  Τα  φιλαράκια  μόνο  τα  γνωστά  ερχόντουσαν  σπίτι  μας  και  τα 
ξενύχτια και η σπάταλη ζωή για τον πατέρα μου πήρε τέλος. 

Όλοι  βέβαια  παντρεύτηκαν,  και  με  τα  παιδιά  τους  μέχρι  σήμερα  συναντιόμαστε  σε  κοινές 
συγκεντρώσεις.  Καμιά  φορά  θυμόμαστε  ιστορίες  από  τη  ζωή  των  γονιών  μας  και  γελάμε. 
Πάντως  για  τον  καθένα  έχουμε  βάλει  και  από  μία  ετικέτα.  Ο  Μπερμπάντης,  ο  Τσιγκούνης,  ο 
Ατσίδας, ο Αντιρρησίας και εξιστορώντας τις περιπέτειές τους κλαίμε ή γελάμε, όπως ακριβώς 
έκλαιγαν  και γελούσαν  η  μάνα μου με τις άλλες  γυναίκες όταν  έβλεπαν τους άνδρες τους να 
ξενοκοιτάνε. 

Έξαλλη έγινε μια μέρα η μητέρα μου όταν της είπαν άλλες πως η κ. Κυβέλη γλυκοκοιτάζει τους 
άνδρες της γειτονιάς. Σε πολύ αυστηρό τόνο τους εξήγησε ότι η κ. Κυβέλη δούλευε στη βελόνα 
από  το  πρωί  μέχρι  το  βράδυ  για  να  βγάλει  τον  επιούσιον  και  ήταν  μια  γυναίκα  πολύ 
αξιοπρεπής και καμιά κατηγόρια δεν την άγγιζε. Η μητέρα είχε δίκιο. Η κ. Κυβέλη δεν έβγαινε 

Digitized by 10uk1s 
καθόλου από το σπίτι της, προσπαθούσε να κεντά τα προικιά των κοριτσιών και με τα χρήματα 
που κέρδιζε ζούσε. 

Η κ. Κυβέλη 

Την  κ.  Κυβέλη  την  ήξεραν  όλοι  γιατί  όπως  έλεγαν  ήταν  η  καλύτερη  κεντήστρα  της  περιοχής. 
Όλες οι κοπέλες εκεί κεντούσαν τα προικιά τους. Μόνο η μητέρα, όχι τακτικά, πήγαινε σπίτι της 
για  βεγγέρα.  Ήταν  καλή  της  γειτόνισσα  που  κανείς  δεν  ήξερε  από  πού  είχε  έλθει,  και  ποτέ 
κανείς δεν έμαθε, μέχρι που πέθανε, τίποτε γι' αυτήν. 

Στα τελευταία τής ζωής της, όταν με χρειάστηκε για ένα Προνοιακό επίδομα, μου είπε όλη την 
ιστορία της ζωής της. 

Το  σπίτι  τής  κ.  Κυβέλης  εξωτερικά  δεν  διέφερε  σε  τίποτα  από  τα  άλλα  σπίτια  της  οδού 
«Γρηγορίου Ε'». Συνήθιζα να περνώ τακτικά έξω από το σπίτι της και εκείνο που μου είχε κάνει 
εντύπωση, αν και παιδί, ήταν τα ωραία έπιπλά της. Έλεγα στη μαμά μου: «καλέ της κ. Κυβέλης 
τα  έπιπλα  είναι  σαν  και  αυτά  του  σινεμά».  Η  μαμά  μου  γελούσε  και  μου  έλεγε  πως  όταν 
περνούν από ένα σπίτι ποτέ δεν κοιτούν μέσα, όταν η πόρτα είναι ανοικτή. Δεν με πείραζε που 
μου το έλεγε η μητέρα μου, ούτε και που της έδινα σημασία. Κάποια άλλη φορά αν ο δρόμος 
μου  με  έφερνε  να  περάσω  μπροστά  από  το  σπίτι  της  κ.  Κυβέλης  πάλι  έριχνα  μια  γρήγορη 
ματιά. Μια μέρα η κ. Κυβέλη που πρέπει να με είχε πάρει είδηση που χάζευα το σπίτι της μου 
ζήτησε να περάσω μέσα. Θυμάμαι με κέρασε ζάχαρη σε πλακάκια και με έβαλε και κάθισα σ' 
ένα  βελούδινο  καναπέ  με  μεγάλες  μαξιλάρες.  Στη  μέση  ήταν  ένα  στρογγυλό  τραπέζι 
σκεπασμένο με ένα κόκκινο βελούδινο τραπεζομάντιλο, με μια ασημένια φρουτιέρα. Στον τοίχο 
είχε  ένα  χαλί  και  μου  είπε  ότι  αυτό  ήταν  από  την  Περσία.  Ζούσε  πολύ  φτωχικά,  αλλά  και  με 
αξιοπρέπεια. Από το κέντημα κατάφερνε να εξασφαλίζει τα προς το ζειν. 

Της είχα ζητήσει να κάνω ό,τι εξωτερική δουλειά είχε για να μην καθυστερεί από την δουλειά 
της  και,  αν  θέλει,  πότε  πότε  θα  μπορούσα  να  της  κάνω  και  παρέα.  Με  την  κ.  Κυβέλη  είχαμε 
σαράντα χρόνια διαφορά. Εκείνη ήταν πενήντα και εγώ μόλις δέκα. 

Ήταν  πολύ  όμορφη.  Κατάξανθη,  με  μια  μακριά  πλεξούδα,  ψηλή  και  με  καταπράσινα  μάτια. 
Γεννήθηκε το 1900 από μητέρα Ελληνίδα και από Ρώσο πατέρα. Ο πατέρας της είχε καταφέρει 
να γλυτώσει από τους μπολσεβίκους και είχε περάσει στην Τουρκία. Ο πατέρας της προμήθευε 
την μητέρα της με μεταξωτά και δαντέλες τα οποία στη συνέχεια η ίδια μαζί με άλλες Ελληνίδες 
και  Αρμένισες  τα  πήγαιναν  και  τα  πουλούσαν  στις  σουλτάνες.  Η  σουλτάνα  Μουφίτ  είχε  τρις 
ράφτρες, τρις βοηθούς και τρις κεντήστρες για να της ράβουν τις τοπικές φορεσιές της καθώς 
και  τις  Ευρωπαϊκές.  Οι  πρώτες  ήταν  φαρδιές  και  με  πολύ  κέντημα  και  οι  δεύτερες  στενές 
φτιαγμένες σύμφωνα με τη μόδα της Ευρώπης. 

Στα  δεκατρία  της  χρόνια  η  κ.  Κυβέλη  έπιασε  δουλειά  στη  Σουλτάνα  σαν  βοηθός.  Όταν  η 
Σουλτάνα,  που  σπάνια  έβγαινε  για  να  ψωνίσει,  έπαιρνε  μαζί  της  και  την  μικρή  Κυβέλη, 
κυκλοφορούσαν πάντα σε κλειστή άμαξα για να προφυλάσσονται, από τα αδιάκριτα μάτια. Τα 
ευρωπαϊκά μοντέλα της σουλτάνας ήταν του οίκου ΛΑ ΦΙΕΡ και ο Χουσεΐν ήταν υπεύθυνος για 
όλες τις αγορές. 

Ήταν ένας ψηλός μεσόκοπος κύριος, γύρω στα πενήντα ο κ. Χουσεΐν, που γρήγορα πρόσεξε τα 

Digitized by 10uk1s 
νιάτα  και  την  ομορφιά  τής  κ.  Κυβέλης.  Κάθε  φορά  που  δοκίμαζαν  ένα  νέο  φόρεμα  της 
Σουλτάνας,  ο  Χουσεΐν  ήταν  παρών  και  ενώ  δεν  επιτρεπότανε  κατά  την  διάρκεια  της  πρόβας 
κανείς  ν'  αγγίξει  την  Σουλτάνα  και  να  μην  της  βάζει  καρφίτσες  στο  φόρεμά  της,  ο  Χουσεΐν 
επέτρεπε  μόνο  στην  Κυβέλη  να  στερεώνει  το  φουστάνι  στο  σώμα  της  Σουλτάνας  με  όποιο 
τρόπο χρειαζότανε. 

Η κ. Κυβέλη από πολύ μικρή άρχισε να βάφεται και να δείχνει πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία 
της.  Όταν  πρόσεξε  ότι  ο  Χουσεΐν  ενδιαφερόταν  πολύ  γι'  αυτήν,  με  την  άδεια  της  Σουλτάνας 
όταν περίσσευαν υφάσματα έφτιαχνε μπλούζες κεντημένες στο χέρι, με φαρδιές φούστες και 
μια  φορά  μάλιστα  έφτιαξε  ένα  στενό  φουστάνι  με  ένα  τεράστιο  ντεκολτέ,  που  πραγματικά 
ξετρέλανε τον Χουσεΐν, «άλλο που δεν ήθελα και εγώ», μονολογούσε η κ. Κυβέλη. 

Χωρίς  να  το  καταλάβουν  μια  νύχτα,  βρέθηκαν  ο  ένας  στην  αγκαλιά  του  άλλου.  Η  κ.  Κυβέλη 
ήταν τότε δεκαέξι ετών. Από κείνη τη στιγμή δεν μπόρεσαν στιγμή να χωριστούνε και ο Χουσεΐν 
έπαψε πια να κοιμάται με τις δύο άλλες γυναίκες του και στο καινούργιο του πήρε την Κυβέλη. 
Πολλές  φορές,  έλεγε  στην  αφήγησή  της  η  κ.  Κυβέλη,  τον  ένιωθε  να  της  χαϊδεύει  τα  μαλλιά, 
όπως έκαναν οι γονείς στις κόρες τους —δεν επιτρεπότανε ο πατέρας να φιλά την κόρη του— 
και στην συνέχεια την έσφιγγε στην αγκαλιά του και την κρατούσε πολλές ώρες. 

Θυμότανε ότι το πρώτο ταξίδι της ήταν στην Πόλη. Θυμότανε τα σκαλιστά σπίτια, πίσω με τα 
κυπαρίσσια  και  με  τις  ώρες  χάζευε  στην  αγορά.  Είχαν  πάει  και  στον  Ντολμά  Μπαχτσέ. 
Ολόκληρο  το  ανάκτορο  με  άσπρο  μάρμαρο  και  με  ελληνικές  κολώνες.  Ρωμαϊκές  αψίδες  και 
παντού ροκοκό στις προσόψεις. Παντού έβλεπες ωραία κορίτσια. Η ασχήμια έλεγαν οι Τούρκοι 
δεν χωρούσε σε τέτοια μέρη. 

Δεν  έμειναν  μόνο  στην  Πόλη.  Με  την  πρώτη  ευκαιρία  την  πήρε  μαζί  του  στο  Παρίσι  και 
καμάρωνε για την ομορφιά τής κ. Κυβέλης. Όλη την μέρα έκαναν τις βόλτες τους και τα βράδια 
πήγαιναν στην Μονμάρτη, στα καμπαρέ και το πρωί τους εύρισκε αγκαλιασμένους σε κάποιο 
παγκάκι κοντά στον Σηκουάνα. 

Της  άρεσε  πάντα  να  αγοράζει  κάτι.  Μια  γκραβούρα  πολύ  παλιά  είχε  καταφέρει  και  την  είχε 
πάρει  μαζί  της  μετά  τον  ξεσηκωμό.  Πάντα  την  είχε  πάνω  από  το  κρεβάτι  της.  Την  αγαπούσε 
πολύ. 

Το μίσος της πρώτης γυναίκας του Χουσεΐν φούντωσε όταν έμαθε ότι η κ. Κυβέλη θα  έφερνε 
στον κόσμο το παιδί του Χουσεΐν. Δεν τολμούσε να μιλήσει, αλλά η κ. Κυβέλη καταλάβαινε τις 
διαθέσεις τής Σεμλά που κάθε άλλο παρά φιλικές ήταν. 

Ο  ξεσηκωμός  των  Τούρκων  για  ν'  απαλλαγούνε  από  τους  συμμάχους  είχε  αρχίσει  από  την 
Ανατολία, με αρχηγό κάποιο Κεμάλ. Ο αδελφός τής Σεμλά είχε πάει με το μέρος του Κεμάλ και 
η Σεμλά δεν παρέλειπε κάθε τόσο να λέει στην κ. Κυβέλη πως ο Τούρκικος στρατός θα φθάσει 
και στην Σμύρνη θα διώξει τους Έλληνες και μαζί μ' αυτούς θα φύγει και η κ. Κυβέλη. 

Στις  30  Οκτωβρίου  1918  η  Οθωμανική  Αυτοκρατορία  και  οι  σύμμαχοι  που  επί  δέκα  χρόνια 
περίπου  βρισκόντουσαν  στην  Τουρκία  υπέγραψαν  ανακωχή.  Τέρμα  ο  πόλεμος.  Είχε 
προγραμματιστεί  την  Ανατολική  Θράκη  και  την  Σμύρνη  να  την  πάρουν  οι  Έλληνες.  Ένα  άλλο 
κομμάτι  θα  έπαιρναν  οι  Γάλλοι,  άλλο  οι  Ιταλοί,  άλλο  οι  Άγγλοι  και  οι  Τούρκοι  θα 

Digitized by 10uk1s 
περιοριζόντουσαν σε ένα κομμάτι στα ορεινά στην περιοχή της Ανατολίας. 

Από  αυτήν  την  περιοχή  της  Ανατολίας  άρχισε  ο  ανταρτοπόλεμος  με  τον  Κεμάλ  και  οι 
συμμαχικές δυνάμεις όλο υποχωρούσαν. 

Οι στόχοι λοιπόν για να τεμαχίσουν οι σύμμαχοι την Τουρκία άρχισε πια να γίνεται παρελθόν. 

Αν και οι Εγγλέζοι έδιναν υποσχέσεις για υποστήριξη στους Έλληνες και τις διαβεβαιώσεις του 
Λόιντ  Τζωρτζ,  ότι  θα  τους  στηρίξουν  όλους  όσοι  βρισκόντουσαν  στη  Μικρασία,  στις  19 
Αυγούστου πολλοί Έλληνες άρχισαν να φεύγουν. Ο μεγάλος ξεσηκωμός έγινε με την πυρκαγιά 
της Σμύρνης στις 31 Αυγούστου 1922. 

Την κ. Κυβέλη την φυγάδευσε ο Χουσεΐν μαζί με κάτι υπαλλήλους και την φίλη της την Κατίγκο. 
Το παιδί που είχε γίνει τριών χρονών το κράτησε, και της υποσχέθηκε πως μόλις ησύχαζαν τα 
πράγματα θα πήγαινε να την βρει. Δεν ήθελε να την κρατήσει κοντά του. Ήξερε πως η τιμωρία 
του αδελφού της γυναίκας του θα ήταν πολύ σκληρή γι' αυτή. 

Η κ. Κυβέλη πήρε ό,τι μπορούσε και βρέθηκε στην Ελλάδα. Ακολούθησε την Κατίγκο που κάτι 
συγγενείς της ζούσανε στην Κοκκινιά. 

Αγόρασε το μικρό σπιτάκι και μέχρι να δει πώς θα τα βγάλει πέρα ζούσε με τις οικονομίες που 
είχε φέρει και κατά καιρούς πουλούσε και από κανένα χρυσαφικό. 

Τον  Σεπτέμβρη  ήλθαν  και  άλλοι  πρόσφυγες  στην  γειτονιά  και  από  αυτούς  είχε  μάθει  η  κ. 
Κυβέλη  πως  οι  Τσέτες  κατέσφαξαν  τους  Έλληνες  και  παρέδωσαν  τον  Χρυσόστομο  στον  όχλο. 
Πρώτα  έσφαξαν  τους  Αρμένιους,  αλλά  δεν  άργησαν  να  στραφούν  και  κατά  των  Ελλήνων. 
Φτάνοντας στην Σμύρνη έριχναν βενζίνη και όλα τα σπίτια και τα καταστήματα, πήραν φωτιά. 
Έντρομοι οι Έλληνες έτρεχαν στο λιμάνι για να φύγουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. 

Πολλοί  έτρεχαν  προς  το  Κορδελιό,  αλλά  και  από  εκεί  οι  Τσέτες  τους  κυνηγούσαν  και  ήταν 
αναγκασμένοι  να  γυρίσουν  πίσω.  Καθώς  όμως  γύριζαν  συναντούσαν  άλλους  Τούρκους  και 
πολλές  γυναίκες  για  να  μην  τις  βιάσουν,  έπεφταν  στα  Πετρωτά,  που  ήταν  τεράστια  βράχια 
μέσα στην θάλασσα, μαζί με τα παιδιά τους και πνιγόντουσαν. 

Τα συμμαχικά καράβια έβλεπαν τους Έλληνες να τους ζητάνε βοήθεια και ειδικά οι Γάλλοι δεν 
έκαναν  καμιά  προσπάθεια  να  τους  βοηθήσουν.  Τέλος  πολλοί  Έλληνες  πήραν  τον  δρόμο  του 
ξεριζωμού και ήλθαν στην Ελλάδα με το πλοίο ΙΣΜΙΝΤΙ. 

Η  κ.  Κυβέλη  κεντούσε  και  τις  ώρες  της  μοναξιάς  της  τις  γέμιζε  με  τις  αναμνήσεις  της.  Πολύ 
σπάνια πήγαινε σε μια φίλη της στη Νίκαια την κ. Αγγέλα. Για την κ. Αγγέλα μου έλεγε πως και 
αυτή γεννήθηκε στη Σμύρνη και τραγουδούσε εκεί από δεκαεπτά ετών. Μετά την καταστροφή 
είχε φέρει μαζί της όλα τα Σμυρνέικα τραγούδια και τα τραγουδούσε σε όσους αγαπούσαν την 
πατρίδα.  Αν  και  τυφλώθηκε  συνήθιζε  να  λέει:  «Κυβέλη  τα  τραγούδια  τα  έχω  μέσα  μου,  στην 
ψυχή μου και ας μην βλέπω, εγώ τα νιώθω τάχω καρφώσει πάνω σε κύλινδρο». 

Κάθε φορά η κ. Κυβέλη που θυμότανε τον Χουσεΐν και κάθε στιγμή που πονούσε για το παιδί 
της, σηκωνότανε και άρχιζε και χόρευε ζεϊμπέκικο. Έτυχε μια φορά και μου χόρεψε και μένα για 

Digitized by 10uk1s 
να μου δείξει πως αντιδρούσε όταν πονούσε πολύ. 

Όταν μου χόρεψε το ζεϊμπέκικο, δεν θυμάμαι να είχα δει ωραιότερη φιγούρα να κινεί με τόση 
αρμονία τα χέρια της, τα πόδια της και το κορμί της σύμφωνα με την μουσική. 

Καθώς έπαιζε το φωνόγραφο σήκωνε τα χέρια της ψηλά και έκλεινε τα μάτια της. Καθώς έκανε 
τις φιγούρες με τα πόδια της λες και όλο το κορμί της ζητούσε κάτι ν' αγκαλιάσει. Το λίκνισμα 
του  σώματός  της  δεξιά  και  αριστερά  το  έκανε  με  τόση  μαεστρία,  που  δεν  έχανε  ο  χορός 
καθόλου από την γοητεία του. Καμιά φορά κατέβαζε τα χέρια της κάτω με δύναμη. Χτυπούσε 
τις παλάμες της κάτω και με τα όπα σηκωνότανε ψηλά και έφερνε μια γύρα χωρίς καθόλου να 
χάσει την ισορροπία της. 

Και όταν τελείωσε θυμάμαι άπλωσε τα χέρια της σαν να ήθελε κάτι ν' αγκαλιάσει, έγειρε προς 
τα κάτω το  κεφάλι  της και έκλεισε τα  μάτια της. Όταν τα  ξανάνοιξε  ήταν γεμάτα  δάκρυα:  «Ο 
χορός των Αναμνήσεων» ψιθύρισε. 

Η  κ.  Κυβέλη  είχε  μάθει  πως  ο  Κεμάλ  είχε  εξορίσει  πολλούς  από  τους  Σουλτάνους  και  αυτός 
ήταν ο άρχοντας που κυβερνούσε την Τουρκία. Με τα χρόνια μπόρεσε και πήγε στην Τουρκία. 
Κανείς και για τίποτε δεν μπόρεσε να μάθει κάτι για τους δικούς της. Πονούσε για τον Χουσεΐν 
μα πιο πολύ για το παιδί της, που δεν ήξερε αν ζει ή αν πέθανε. 

Το σπίτι της ήταν γκρεμισμένο και κανείς δεν ήξερε να της δώσει κάποια απάντηση. 

Κάποτε μετά από χρόνια με ειδοποίησαν ότι ήταν πολύ άρρωστη. Μέσα στα λιγοστά πράγματά 
της, είχε κρύψει ένα πεντόλιρο. Με παρεκάλεσε να το χαλάσω για το μεγάλο ταξίδι της. Σε μια 
στιγμή γύρισε και μου ζήτησε ν' ανοίξω ένα συρτάρι. Πάρτο αυτό το τραπεζομάντιλο μου είπε. 
Είναι δικό σου. Το αγαπούσες από παιδί. 

Η κ. Κυβέλη έφυγε και πάντα όταν μνημονεύω τους συγγενείς μου, γράφω και το όνομά της. 

Μερικά από τα Σμυρναίικα τραγούδια που είχε γράψει σε ένα τετράδιο η κ. Κυβέλη, δεν ήταν 
δικά  της,  όμως  πότε  πότε  τα  είχε  τραγουδήσει.  Της  άρεσε  όμως  να  τα  διαβάζει  και  να  τα 
θυμάται κάπου κάπου. 

Μικρή μου Κορδελιώτισσα 
ξανθή γαλανομάτα 
που τρέλανες το Κορδελιό, με τα γλυκά σου μάτια. 

Σε περίμενα και δεν ήλθες (μπεκλεντιμντε γκέλμεντιν) 
Δεν ήξερες πως σε αγαπούσα (σεδντιϊμι μπίλμεντιν) 
Έτσι και αλλιώς (σόιλε...μπόιλε) 
Εσύ ποτέ δεν με αγάπησες (Σεν χιτς μι μπενί σέβμεντιν). 
Αγκάλιασέ με (μπίραζ γκουτζάκ βερ μπανά) 

Digitized by 10uk1s 
Σε παρακαλώ (γιαλβαρίγιορουμ σανά) 
Έτσι και αλλιώς 
Εσύ ποτέ σου δεν με αγάπησες. 

Digitized by 10uk1s 
Μια φίλη από τα παλιά 
Τη φίλη και συμμαθήτριά μου Λίζα, γειτόνισσα, την συνάντησα μετά από σαράντα χρόνια στην 
Επίδαυρο,  σε  μια  θεατρική  παράσταση.  Κοιταχτήκαμε,  είδαμε  τα  σημάδια  του  χρόνου  και 
πέσαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης. Δώσαμε υπόσχεση να συναντηθούμε στην Πειραϊκή σε 
μια από τις επόμενες μέρες, εκεί που συνήθιζαν να μας πηγαίνουν περίπατο, για να πάρουμε 
τον  αέρα  μας  ή  για  να  κάνουμε  κανένα  μπάνιο  το  καλοκαίρι.  Στην  συνέχεια  όμως  αλλάξαμε 
γνώμη  και  σκεφτήκαμε  να  πάμε  να  περπατήσουμε  στην  παλιά  μας  γειτονιά,  να  δούμε  τα 
κορίτσια  της  κ.  Μαρίκας  και  να  θυμηθούμε  τα  παλιά.  Επικοινωνήσαμε  με  την  Νυμφώ  και  το 
Δεσποινιώ και μείναμε σύμφωνες ότι θα μας περίμεναν την άλλη Πέμπτη. Ήταν μια Πέμπτη του 
Μάρτη του έτους 1998. 

Η Λίζα μου ζήτησε μια και θα κατέβαινα στον Πειραιά, θα μπορούσα να περάσω νωρίτερα και 
από το σπίτι της. Θα μπορούσα να πάω  και από το πρωί, να φάμε μαζί και να δω τον άνδρα 
της, που και αυτόν είχα να τον δω πολλά χρόνια. 

Στο σπίτι της Λίζας έφθασα γύρω στις 12 το μεσημέρι. Με υποδέχτηκε ο Νώντας με μια ζεστή 
αγκαλιά  και  όπως  πάντα  καλοσυνάτος,  μου  είπε  πόσο  χαίρεται  που  με  βλέπει.  Ήταν  ένας 
γοητευτικός  εξηντάρης με κάτασπρα μαλλιά  και  δύο  βαθιές ρυτίδες  γύρω από το στόμα του. 
Κομψός  στην  εμφάνιση  αλλά  και  με  πολύ  καλόγουστο  ντύσιμο.  Τον  βρήκα  πολύ  ευαίσθητο 
γιατί κάθε φορά που θυμόμασταν κάτι τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Γρήγορα μας άφησε γιατί 
είχε  αναλάβει  μια  οικοδομή  και  είχε  ραντεβού  με  τον  οικοπεδούχο.  Ο  Νώντας  και  τα  δύο 
παιδιά τους ήταν πολιτικοί μηχανικοί και ο Νώντας είχε καταφέρει να έχει τα παιδιά μαζί του. 

Το σπίτι της Λίζας ήταν πολύ ωραίο, με αγνάντι την θάλασσα. Δούλεψαν σκληρά για να χτίσουν 
αυτό το σπίτι μού είπε η Λίζα. Ο Νώντας είχε γνωρίσει την Λίζα όταν ήταν στην τελευταία τάξη 
του γυμνασίου αυτός και αυτή ήθελε δυο χρόνια για να το τελειώσει. Είχαν γνωριστεί σε ένα 
πάρτη  της  εποχής  εκείνης,  που  με  λίγο  βερμούτ  και  μερικούς  ξηρούς  καρπούς  περνούσαμε 
πολύ ωραία. Από τότε δεν χώρισαν ποτέ. Παντρεύτηκαν μόλις τελείωσαν τις σπουδές τους και 
έκαναν και δύο παιδιά. 

Λοιπόν  μέσα  σε  αυτό  το  καλόγουστο  σπίτι  που  ανέφερα  πιο  πάνω  δεν  έβλεπες 
παραθυρόφυλλα.  Γύρω,  γύρω  υπήρχαν  μεγάλες  τζαμαρίες  και  από  έξω  χαμηλά  φυτά  για  να 
μην κρύβουν την θάλασσα. 

Η Λίζα αγαπούσε το φως πολύ, όπως μου είπε. Πίστευε ότι ο ήλιος καθώς πέφτει επάνω στη 
Τζαμαρία φωτίζει όλο το σπίτι της και φωτεινό σπίτι δείχνει ευτυχία. Αυτό το φως την γαλήνευε 
και για ώρες καθότανε στο παράθυρο, πότε ζωγραφίζοντας στο καβαλέτο της ή αναπολώντας 
τα παλιά. Πάντα είχε συντροφιά το παλιό κομπολόι του παππού της και με τις χάντρες του που 
ήταν από αληθινό κεχριμπάρι, το έπαιζε και καμιά φορά σιγοτραγουδούσε. 

Στη βεράντα υπήρχαν κάθε λογής λουλούδια και σε μια άκρη ήταν ένα μεγάλο κλουβί με ένα 
καναρίνι. Μια γάτα Αγκύρας με θαυμάσιο καφέ τρίχωμα και με ένα πολύ όμορφο πρόσωπο, με 
κοιτούσε κάθε τόσο και μόρφαζε. 

Πήραμε  το  λεωφορείο  Πειραιάς  ‐  Άσπρα  χώματα.  Δεν  θέλαμε  να  πάρουμε  ούτε  ταξί,  ούτε 
καμιά μας  είχε διάθεση να πάρει  το  αυτοκίνητό της. Θέλαμε να κάνουμε την διαδρομή όπως 

Digitized by 10uk1s 
παλιά. Η στάση του λεωφορείου ήταν πολύ κοντά στην γειτονιά μας. 

Φτάνοντας  στη  γωνιά  του  δρόμου,  αντικρίσαμε  το  σπίτι  της  Λίζας.  Τα  ακροκέραμα  ακόμη 
υπήρχαν και η ξύλινη πόρτα με τους σιδερένιους μεντεσέδες είχε παλιώσει: —«Δεν ξέρω γιατί 
δεν το πουλάω αυτό το σπίτι και το κρατάω κλειστό» μουρμούρισε η Λίζα. Μου έκανε νόημα 
να το προσπεράσουμε γρήγορα, σαν να μου έλεγε έλα προχώρα δεν θέλω ούτε να το βλέπω. 

Η  Λίζα  με  το  δίκιο  της.  Είχε  περάσει  πολύ  σκληρά  παιδικά  χρόνια.  Ο  πατέρας  της  ποτέ  δεν 
δούλεψε, ενώ η μητέρα της καθημερινά και από χαράματα έτρεχε στην φάμπρικα για να μην 
λείψει τίποτα στην οικογένεια και ιδιαίτερα στην Λίζα. Τον πατέ 

ρα  της  πότε πότε,  τον  χαρτζιλίκωνε  καμιά  αγαπητικιά,  αλλά  ποτέ  δεν  είχε  βάλει  κατά  νου  να 
δουλέψει.  Ξύλο,  φτώχεια,  γκρίνια  και  μιζέρια,  ήταν  το  σκηνικό  αυτού  του  σπιτιού.  Μια  μέρα 
τον  πατέρα  της  τον  βρήκαν  μαχαιρωμένο.  Κανείς  δεν  τον  λυπήθηκε,  ούτε  έψαξαν  να  βρουν 
ποιος το έκανε. Σκοτεινοί καιροί τότε με τον εμφύλιο. 

Η  Λίζα  ήταν  πολύ  καλή  μαθήτρια  και  στο  δημοτικό  και  στο  γυμνάσιο.  Η  μητέρα  της  αν 
χρειαζόταν  η  κόρη  της  ποδιά  για  το  σχολείο  ή  κανένα  φουστάνι,  καθόταν  Σάββατο  βράδυ 
ολονυκτίς  και  της  το  έραβε.  Ήταν  πολύ  τυχερή  που  γνώρισε  τον  Νώντα.  Γνωρίστηκαν, 
αγαπήθηκαν  και  παντρεύτηκαν.  Πέρασαν  πολλές  δυσκολίες,  όμως  τίποτε  δεν  τους  λύγισε. 
Πάντα είχε ο ένας τον άλλον. 

Φτάνοντας  στο  στενάκι  μας,  που  αγάπησα  και  νοσταλγώ  ακόμη  τόσο  πολύ,  είδα  την  Λίζα  να 
κάνει ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Την έπιασα από το χέρι και της είπα ότι τα κορίτσια μας 
περίμεναν.  Ήμουν  σίγουρη  ότι  ακόμη  για  μια  φορά  κοντά  σε  αυτούς  τους  ανθρώπους  θα 
περνούσαμε  ωραία.  Κοντά  τους  για  μια  ακόμη  φορά  θα  συναντούσαμε  την  αγάπη  και  την 
καλοσύνη. 

Γρήγορα χωθήκαμε στο σπίτι της κ. Μαρίκας. Φωνές, αγκαλιές και δάκρυα. Όχι βέβαια από την 
ξύλινη πόρτα που σε έβγαζε στην αυλή με τα λογίς λογίς λουλούδια, αλλά από μια σιδερένια 
πόρτα που μας οδήγησε αριστερά στο ασανσέρ και δεξιά στην είσοδο του ισογείου. 

Και  από  αυτό  το  σπίτι  είχαν  περάσει  οι  σκαφτιάδες,  οι  κτιστάδες,  οι  μαραγκοί  και  οι 
ασπριτζήδες.  Την  παλιά  μονοκατοικία  είχε  αντικαταστήσει  ένα  τετραώροφο  κτήριο  που  μέσα 
σε αυτό ζούσαν μάνες, παιδιά και εγγόνια. 

Δεν μυρίσαμε βασιλικό ούτε γαζία. Η μυρουδιά όμως από τα φρεσκοψημένα κουλουράκια και 
τον  πολιτικό  μπακλαβά  μας  τρύπησε  τη  μύτη.  Η  μέρα  ήταν  ηλιόλουστη.  Σιγά  σιγά  όμως 
σκοτείνιασε  και  άρχισε  μια  δυνατή  μπόρα.  «—Θεός  φυλάξει  έκανε  η  Νυμφώ».  —Τι  φοβάσαι 
αδελφούλα  μου,  έκανε  το  Δεσποινιώ.  «Το  σπίτι  μας  δεν  μπάζει  πια  από  πουθενά  νερά. 
Θυμάσαι πως ακούγονταν η βροχή στα κεραμίδια, αλλά και τον αγώνα μου όλη νύχτα να τρέχω 
με  τις  λεκάνες  και  να  μαζεύω  τα  νερά  τής  σκεπής  που  έμπαιναν  στο  σπίτι  μας,  για  να  μην 
βρέξουν τα στρωσίδια μας. Εσύ βέβαια έκανες πως κοιμόσουνα, αλλά δεν με πείραζε, ήσουν η 
πιο μικρή και δεν ήθελα να σε ταλαιπωρώ. Άσχημες εποχές. Ήταν όμως και ανθρώπινες εποχές 
με βάσανα, αλλά και νοσταλγία». βρίζαμε όλες την εξέλιξη και το μπετόν που μας έπνιγε. 

Θυμηθήκαμε  την  Χάιδω  που  χάζευε  από  το  χαμηλό  παράθυρό  της  τους  περαστικούς.  Με  τα 

Digitized by 10uk1s 
χνώτα  της,  της  άρεσε  και  θάμπωνε  τα  τζάμια  και  στη  συνέχεια  έγραφε  το  όνομά  της  ή 
ζωγράφιζε:  —«Θυμάστε  την  Γαλήνη,  είπε  η  Λίζα,  την  λέγαμε  σαλεμένη,  γιατί  κάθε  φορά  που 
έβρεχε,  της  άρεσε  να  πλατσουρίζει  μέσα  στα  νερά  μούσκευε  και  γέμιζε  τις  χούφτες  της  με 
βροχή». 

Όταν έβρεχε και δεν θέλαμε να σταματήσουμε το παιχνίδι, τρέχαμε κάτω από ένα υπόστεγο με 
λαμαρίνες και συνεχίζαμε το παιχνίδι μας. Ακούγαμε και τον κ. Χρήστο να βλαστημά γιατί δεν 
θα σταύρωνε πάλι μεροκάματο στην οικοδομή. 

—Σας πήρα μονότερμα είπε η Χάιδω, αλλά κοιτάξτε τι σας έφερα; Άνοιξε μια πρόχειρη τσάντα 
και από μέσα έβγαλε κάτι φωτογραφίες. 

—Μην  νομίζετε  ότι  τις  έχω  έτσι.  Διάλεξα  από  το  άλμπουμ  τις  πιο  χαρούμενες.  Αυτές  που  θα 
μας κάνουν να γελάσουμε. Την άλλη φορά τις άλλες. 

—Ισμήνη, νάσαι εδώ με την ποδιά σου. Τις παντούφλες μωρή με την γούνα τι τις ήθελες; 

Δίπλα σου είμαι εγώ και πιο πέρα η Βαρτουή. Καλέ πως ήσουν έτσι αδύνατη; —«Τώρα δες με», 
είπε με απογοήτευση η Ισμήνη. Πράγματι η Ισμήνη θα πρέπει να ήταν πάνω από ογδόντα κιλά. 
—«Και είμαι κοντή πανάθεμά με», συμπλήρωσε η Ισμήνη. Χα....χα.... 

—Καλέ κοίτα την Βαγγελίτσα, έκανε η Νυμφώ χαριτολογώντας. Φοράει φουρώ, θυμάστε πόσες 
βράκες της μάνας  της με  δαντέλλα  χάλασε.  Το  έραψε  και  μόνη  της. Ήταν πράγματι πολύ  στη 
μόδα εκείνη την εποχή, θυμόμουν ότι η καημένη η Βαγγελίτσα παρόλο το πάχος της το έφτιαξε, 
και το φόρεσε. Όπως κάθε καινούργιο, όπως συνηθίζαμε, το φόρεσε και πήγε στην εκκλησία. 
Όλοι  την  κοιτούσαν  που  έδειχνε  διπλή.  Εκείνη  καμάρωνε  και  κάθε  τόσο  το  χάιδευε  με  τα 
δάχτυλά της. 

Σε μια άλλη φωτογραφία ήταν η Μανή, η Χλόη και η Ισμήνη. Και οι τρεις ήταν σε ένα καραβάκι 
που  έγραφε  Σελίνια.  Μια  Κυριακή  αμάρτησαν  και  οι  τρεις  και  αντί  να  πάνε  στην  εκκλησία 
πήραν το καραβάκι από τον Πειραιά και πήγαν να πάρουν τον αέρα τους στα Σελίνια. Τότε το 
συνήθιζαν πολύ οι Κοκκινιώτες ν' αγοράζουν οικόπεδα στο Μούλκι και στα Σελίνια. Λοιπόν της 
Μανής τής είχαν πάρει ένα οικόπεδο προίκα και πήρε τις φιλενάδες της για να τους το δείξει. 
Πέρασαν πολύ ωραία. Γνώρισαν και δύο νέους. Γέλασαν, ήπιανε και πορτοκαλάδα και μάζεψαν 
και  αγριολούλουδα.  Μόνο  η  επιστροφή  τους  βγήκε  ξινή.  Τους  πείραξε  το  καραβάκι  και  όταν 
έφθασαν στον Πειραιά είχαν το κακό τους το χάλι. 

Το μόνο που είχε προκύψει ήταν ότι η Χλόη βρήκε τον άντρα των ονείρων της τον παντρεύτηκε, 
αλλά μετά τρία χρόνια με τις πρώτες δυσκολίες χώρισαν. Όπως έλεγε δεν ξανάβαλε μπελά στο 
κεφάλι της. Αγαπά τα ταξίδια και έχει γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο. Όσο ήταν νέα όλο και κάτι 
γινότανε. Τώρα τα έχει βρει με τον εαυτό της και είναι μια χαρά. 

Η Μανή ήθελε να γίνει καλόγρια, ο Θεός όμως δεν της το είχε φυλάξει. Πάντως πίστευε στην 
παντοδυναμία  του  και  ήταν  το  μόνο  καταφύγιό  της  σε  χαρές  και  λύπες.  Μας  ρώτησε  αν 
πιστεύαμε  και  εμείς.  Και  εμείς  με  την  σειρά  μας  της  απαντήσαμε  καταφατικά.  Η  κάθε  μια 
βέβαια  με  τον  δικό  της  τρόπο,  πάντως  όλες  παραδεχθήκαμε  πως  μια  ανώτερη  δύναμη 
βρίσκεται πάνω από εμάς. Χάρηκε η Μανή που όπως είπε στις δύσκολες αυτές ημέρες η σπίθα 

Digitized by 10uk1s 
της θρησκείας υπήρχε σε όλες μας. 

—Κοίτα αυτή τη φωτογραφία έκανε η Ισμήνη. Και έδειξε να χαίρεται πολύ. Ήταν ένα σπίτι τόσο 
μεγάλο, όσο και τα άλλα, τα παράθυρα ήταν γαλλικά και η πόρτα ξύλινη. Θυμήθηκε ότι κάθε 
μέρα  σφουγγάριζε  το  πεζοδρόμιο  και  μόλις  τελείωνε  και  έμπαινε  στην  αυλή  άρχιζε  και 
τραγουδούσε την ταμπακιέρα, το τραγούδι του Μίμη Τραϊφόρου που τραγουδούσε σε δίσκο η 
Σοφία  Βέμπο  εν  έτει  1950.  Θυμήθηκα  που  την  λέγαμε  ψωρίτσα,  γιατί  καθώς  έλεγε  η  Λούλα, 
ενώ όλα  τα  παιδιά  έπαιζαν,  εκείνη  καθότανε σε  μια γωνιά και  κοίταζε όλους με απορία, πως 
λέρωναν τα ρούχα τους τόσο εύκολα. 

Βέβαια  οι  μητέρες  των  άλλων  κοριτσιών  δεν  δούλευαν  και  γι'  αυτές  ήταν  πιο  εύκολο  το 
πλύσιμο  και  οι  άλλες  δουλειές  του  σπιτιού.  Για  την  Ισμήνη  όμως  τα  πράγματα  ήταν  πιο 
δύσκολα μια και δούλευε η μητέρα της και δεν ήθελε να την κουράζει. Η Ισμήνη έβαλε τα γέλια 
και είπε στις άλλες κοπέλες, ότι  εκείνες την  έλεγαν  ψωρίτσα  και  εκείνη  για  να  βγάλει το άχτι 
της όταν από βραδύς οι νοικοκυρές έβγαζαν τα σκουπίδια τους για να περάσει την άλλη μέρα 
το κάρο της Δημαρχίας και να τα μαζέψει, εκείνη τα έβγαζε τελευταία και άδειαζε τα σκουπίδια 
της  μέσα  στους  τενεκέδες  των  άλλων.  Την  άλλη  μέρα  οι  νοικοκυρές  έβγαιναν  πρωί‐πρωί  και 
μάζευαν  τους  τενεκέδες  τους,  γιατί  μερικές  φορές  μερικοί  από  αυτούς  έλειπαν.  Λοιπόν  λίγα 
σκουπίδια  στης  Λενιώς  τον  τενεκέ,  λίγα  στης  κ.  Μαρίκας,  λίγα  στης  κ.  Κούλας,  δεν  είχε 
πρόβλημα για να σηκωθεί νωρίς, μια και δεν υπήρχε φόβος να γίνει άφαντος ο τενεκές της. 

Η  κ.  Κούλα  απορούσε  κάθε  τόσο  και  έλεγε  —«Καλά  πάνε  οι  δουλειές  των  γειτόνων  μας,  οι 
τενεκέδες τους είναι γεμάτοι σκουπίδια. Καλά τρώνε.» 

Κοιτάξτε  πόζα  τον  Χαρίλαο.  Το  μουστάκι  του  καλέ  τι  λεπτό  που  είναι.  Φαίνεται  και  το  χρυσό 
δόντι του. Θυμάστε κορίτσια που βάζαμε χρυσά δόντια με χρυσόχαρτο και το κολλούσαμε με 
κόλλα. Καλέ τι τον είχε πιάσει τον κόσμο με τα χρυσά δόντια. Όλοι όταν είχαν ένα χαλασμένο 
δόντι, αμέσως το έντυναν με χρυσό. Θυμάστε και την θεία της Ισμήνης συνέχισε το Δεσποινιώ. 
Έβαλε μασέλα και όλα τα μπροστινά της δόντια έξι επάνω και έξι κάτω τα είχε ντύσει χρυσά, 
και επί μονίμου βάσεως γελούσε χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να φαίνονται τα χρυσά δόντια. 
Τα δώδεκα εκτρώματα όπως έλεγε και η Αθηνά. 

Σε μια άλλη φωτογραφία είδαμε και τον Δημήτρη με το κατσαρό μαλλί. Δεν πετούσε τρίχα από 
την μπριγιαντίνη. Έλα Ισμήνη πες μας για την αγάπη που σου είχε ο Δημήτρης, έκανε με νάζι η 
Λίζα. Ξέρουμε εσύ δεν του έδινες σημασία και όσο το καταλάβαινε ο δόλιος τόσο έλιωνε από 
την στεναχώρια του. Μάταια ο Δημήτρης έστελνε την προξενήτρα την κ.  Ξενούλα. Ο πατέρας 
της Ισμήνης με πολύ σοβαρό ύφος της απαντούσε πως δεν έχει κόρη για παντρειά. Ακόμη έχει 
άλλα προγράμματα. Θέλει να την σπουδάσει μετά το γυμνάσιο και να βρει μια δουλειά για να 
μην έχει κανέναν ανάγκη. 

—Έλα πες μας Ισμήνη τι έγινε ένα βράδυ που ήλθε ο Δημήτρης στο σπίτι σας; Η Ισμήνη έκανε 
πως  το  είχε  ξεχάσει  και  πετάχτηκε  η  Νυμφώ  και  χαριτολογώντας  είπε  ότι  αυτή  θα  μας  το 
θύμιζε. —Λοιπόν κορίτσια μια μέρα μάλλον σούρουπο καλοκαιρινό, όπως συνηθίζαμε είχαμε 
βγάλει τα καρεκλάκι μας και κουβεντιάζαμε συγκεκριμένα για ένα έργο που θέλαμε να πάμε να 
δούμε. Θα πηγαίναμε στον κινηματογράφο ΚΥΠΡΟ που ήταν κοντά στο σπίτι μας και θυμάμαι, 
έπαιζε,  ε  δεν  θυμάμαι  το  έργο.  Έχουμε  και  κάποια  ηλικία  το  ξέχασα.  Να  στο  θυμίσω  εγώ 
πρόσθεσε η Λίζα. Το θυμάμαι γιατί εκείνο το βράδυ ήταν το πρώτο ραντεβού μου με τον Νώντα 
και το έργο ήταν του Φελίνι το «Γλυκιά Ζωή». Καμιά μας δεν το θυμότανε και μάλιστα δείξαμε 

Digitized by 10uk1s 
να μην ήταν αυτό. Καλά το θέμα μας δεν είναι το έργο, είπε η Νυμφώ. Σημασία έχει ότι εκείνο 
το βράδυ καθώς καθόμασταν είδαμε τον Δημήτρη με μια ανθοδέσμη να πηγαίνει χωρίς να το 
έχει πει σε κανέναν, στο σπίτι της Ισμήνης. Η μητέρα της Ισμήνης μόλις είδε το σκηνικό, άρπαξε 
την Ισμήνη την έσπρωξε με θυμό μέσα και κλείδωσε την πόρτα. Ευτυχώς έλειπε ο πατέρας της. 
Ήταν σίγουρο ότι ο Δημήτρης θα έτρωγε ξύλο. Μάταια ο Δημήτρης κτυπούσε, καμιά απάντηση. 
Ο  Δημήτρης  γύρισε  κοίταξε  τις  γειτόνισσες  που  σαστισμένες  παρακολουθούσαν  και  είπε:  —
«Δεν  είναι  μωρέ  κακό  που  αγαπώ  την  Ισμήνη.  Δεν  ξέρετε  τι  είναι  σεβντάς;  Την  αγάπη  και  ο 
Θεός  την  έδωσε».  Με  τα  τελευταία  λόγια  της  Ισμήνης  μελαγχολήσαμε  γιατί  μόλις  πριν  λίγες 
ημέρες είχαμε μάθει πως ο Δημήτρης είχε πεθάνει. 

Γυρίζω  όμως  στο  σημείο  που  με  μεγάλη  απογοήτευση  ο  Δημήτρης  έφυγε  από  το  σπίτι  της 
Ισμήνης.  Πολύ  γρήγορα  παντρεύτηκε  μια  άλλη  κοπέλα  από  την  γειτονιά.  Νοικοκυρά  και 
καλοαναθρεμμένη. Απέκτησαν τρία παιδιά. Ε, τώρα θα σας πω την συνέχεια είπε η Ισμήνη. Ένα 
πρωινό  καθώς  καθότανε  στο  γραφείο  της  έφερε  ο  ταχυδρόμος  ένα  ανώνυμο  γράμμα. 
Απορημένη το άνοιξε. Ήταν από τον Δημήτρη. Μέσα ήταν και ένα άρθρο της Ισμήνης που είχε 
δημοσιευθεί  σε  ημερήσια  εφημερίδα.  Ένα  σημείωμα  έλεγε.  «Θα  σε  αγαπώ  για  πάντα. 
Δημήτρης». Τον Δημήτρη δεν τον είχε δει η Ισμήνη για τριάντα πέντε χρόνια. Μια ζωή. Μετά 
λίγο καιρό έμαθε πως πέθανε από εγκεφαλικό. 

Νομίζω τον Δημήτρη τον αγαπούσε η μοδίστρα η Βασκώ. Ήταν η μοδίστρα της γειτονιάς, ήταν η 
καλύτερη  μοδίστρα.  Όλες  όταν  ήθελαν  να  ράψουν  ένα  καλό  φόρεμα,  ακόμη  και  από  άλλες 
γειτονιές, έτρεχαν σε αυτήν. Άξιο κορίτσι η Βασκώ. Πάντρεψε δυο αδελφές και ανέθρεψε και 
τα  παιδιά  τους,  μια  και  η  μοίρα  τής  είχε  γράψει  να  μην  παντρευτεί.  Ήταν  καλοκάγαθη  και 
πάντα μας έκανε αστεία και γελούσαμε. Καμιά φορά έλεγε στην Ισμήνη: —«Μωρέ αν ο Θεός 
μου έδινε λίγη από την ομορφιά σου ο Δημήτρης θα ήθελε εμένα» και έσκαγε στα γέλια. Έλα 
έλεγε στη Ισμήνη, περιμένω για πρόβα την Μαντάμ Μαρί. Ξέρεις αυτήν που είναι κάτι σαν την 
Μαντάμ Σουσού. Κάθε μέρα την καλούν σε δεξιώσεις και τα περί τα τοιαύτα. 

Το  πιο  κωμικοτραγικό  ήταν  όταν  η  Βασκώ  έκαψε  ένα  φουστάνι  της  Μαντάμ  Μαρί. 
Στεναχωρήθηκε μα βρήκε την λύση. Μόλις την είδε και χτύπησε την πόρτα, έβαλε τα κλάματα. 
Ήταν  απίστευτο  το  πώς  έκλαιγε  αληθινά.  «Αχ  Μαντάμ  Μαρί  μου...  της  είπε  πνιγμένη  στο 
κλάμα. Με έκλεψαν. Πήραν την μηχανή μου, τις οικονομίες μου και μαζί και όλα τα φορέματα 
που είχα για ράψιμο. Από τους αχρείους δεν γλύτωσε ούτε το δικό σας φουστάνι. Τι θα κάνω η 
δύστυχη. Πόσο έκανε το φουστάνι σας. Σας παρακαλώ πρέπει να μου πείτε και μόλις μαζέψω 
τα  χρήματα  θα  σας  το  πληρώσω.  Αχ  πρέπει  να  πάρω  και  καινούργια  μηχανή,  πρέπει  να 
πληρώσω και τις άλλες πελάτισσες. Πού θα βρω Θεέ μου τόσα χρήματα...» Κλάμα... Η Μαντάμ 
Μαρί που ήταν μια πολύ καλοκάγαθη γυναίκα την λυπήθηκε τόσο πολύ που όχι μόνο ξέχασε το 
φουστάνι της, αλλά προσφέρθηκε να της δώσει χρήματα και για τις άλλες ζημιές. 

Όταν  έφυγε  η  Μαντάμ  Μαρί,  η  Βασκώ  έβαλε  τα  γέλια  και  αναρωτιότανε  πώς  μπόρεσε  και 
έκλαιγε  ψεύτικα.  Σε  λίγο  όμως  ξέσπασε  σε  αναφιλητά,  αληθινά,  για  την  άδικη  συμπεριφορά 
της, αλλά και για τη φτώχεια της. 

Μετά  τα  Σμυρνέικα  κουλουράκια  και  τον  μπακλαβά  τον  πολίτικο,  ήλθε  η  ώρα  του 
αποχωρισμού. Η Ισμήνη έπρεπε να φύγει γιατί έλλειπε πολλές ώρες και τα παιδιά της θα της 
έφερναν τα εγγόνια της γιατί ήθελαν να βγουν με κάτι φίλους. Η Λίζα είπε ότι σύντομα θα μας 
καλούσε  όλες  στο  σπίτι  της  και  μας  παρακάλεσε  να  βρούμε  και  την  Βαρτουή.  Την  αγαπούσε 
πάρα πολύ. Ήταν πολύ φιλαράκια οι δυο τους. Από μικρές έλεγαν η μια τα μυστικά της, στην 

Digitized by 10uk1s 
άλλη.  Χαιρετίσαμε  τις  παλιές  μας  φίλες  και  με  την  Λίζα  πήραμε  το  δρόμο  για  τα  σπίτια  μας. 
Καθώς  περιμέναμε  το  λεωφορείο,  και  οι  δυο  αρχίσαμε  να  μουρμουρίζουμε  το  τραγούδι  που 
λέγαμε πριν πενήντα χρόνια, όταν ξεκινούσαμε για το σχολειό. Θεέ μου πόσο γρήγορα περνά ο 
καιρός. «Τι δέκα τι πενήντα είπα στη Λίζα» —Ε... βάλε και κάτι παραπάνω πρόσθεσε εκείνη και 
βάλαμε και οι δυο τα γέλια. 

Κάπως  έτσι  ήταν  η  ζωή  μου,  και  η  ζωή  της  γειτονιάς  μου,  μέχρι  τα  δεκαεφτά  μου.  Όλα  τα 
θυμάμαι με νοσταλγία, ακόμη και την μοναξιά μου, που μερικές φορές με τύλιγε τόσο σφιχτά 
που με πονούσε. 

Η γειτονιά μου ήταν σπουδαία δασκάλα. Μ' έμαθε να επιβιώνω. Σε αυτή έμαθα ν' αγαπώ τους 
ανθρώπους  και  να  τους  συμπαραστέκομαι.  Αυτή  με  έμαθε  να  παλεύω  και  να  θέλω  να  μάθω 
κάτι περισσότερο. Η κ. Αντιγόνη μου έμαθε την επιβίωση. Η κ. Κυβέλη με ταξίδευε και μ' έμαθε 
ότι όλος ο κόσμος δεν είναι επίσης ο ίδιος. Η ζωή έχει γυρίσματα και ότι θα πρέπει να πατήσω 
σε γερές βάσεις για να φτιάξω το μέλλον μου. Από την γιαγιά μου και την Καλομάνα έμαθα την 
τιμιότητα.  Παρ'  όλες  τις  δυσκολίες  που  συνάντησαν  μετά  την  καταστροφή  της  Μικρασίας, 
πάντα πολέμησαν με ψηλά το κεφάλι. 

Από  τους  γονείς  μου  έμαθα  ν'  αγαπώ  τους  ανθρώπους  και  αυτοί  με  βοήθησαν  να  δω  τι 
ακριβώς θέλω από την ζωή μου, αυτό το θείο δώρο που ευχαριστώ το Θεό που μέχρι σήμερα 
μου χαρίζει και που τελικά στάθηκε γενναιόδωρος μαζί μου. 

Digitized by 10uk1s 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
Ο πατέρας, ο κ. Ανέστης ο Σάββας, ο Πέτρος ο Πασάς, η κ. Μαρίκα, η Σοφία, ο κ. Ηλίας, ο Τάσος 
και πολλοί άλλοι έκαναν το πέρασμά τους από αυτή τη ζωή για την αιωνιότητα. Σε άλλους η ζωή 
δόθηκε απλόχερα και σε άλλους με μιζέρια. Πολλοί έζησαν τον έρωτα, τα πλούτη, την ευτυχία, 
την κοινωνική καταξίωση και μερικοί πέρασαν πιο διακριτικά και απαρατήρητοι από τον κύκλο 
της ζωής τους. Για ένα είμαι σίγουρη, πως όλοι ζουν τόσο, όσο τους θυμόμαστε. 

Η οδός Γρηγορίου του Ε' υπάρχει και σήμερα, αλλά με άλλο όνομα. Οι παππούδες έφυγαν και 
τα κοριτσόπουλα έγιναν γιαγιάδες. Η ζωή όμως στο στενάκι αυτό δεν έχει αλλάξει και πολύ. Σαν 
παράδοση  η  φιλοξενία  και  η  αγάπη  για  τον  συνάνθρωπό  σου,  έχουν  περάσει  από  γενιά  σε 
γενιά. Τα ίδια καρεκλάκια βγαίνουν τις καλοκαιρινές νύχτες και κάνουν τα πηγαδάκια τους για 
να περάσει η ώρα. Ο καλός μεζές κάνει τη βόλτα του και σε άλλα νοικοκυριά. 

Έχουν γίνει κουμπαριές και η χαρά τού ενός εξακολουθεί να είναι χαρά τού άλλου. 

Αν τύχει και περάσεις και γίνεις αντιληπτή, όλοι θα τρέξουν να σε καλέσουν για ένα καφεδάκι ή 
ένα γλυκό του κουταλιού. Αν πάλι δεν σε πάρουν είδηση ίσως ακούσεις τη Νυμφώ να λέει —
«Άντε κόρη μου τα πόδια μου δεν με κρατάνε, πήγαινε στην κ. Τακουή αυτό το κέικ. Της άρεσε 
πολύ,  όταν  έμενε  δίπλα  μας.  Πες  της  ότι  είναι  από  την  γειτονιά.  Είναι  τρία  χρόνια  στο 
γηροκομείο και τώρα τα έμαθα. Πες της ότι την άλλη εβδομάδα θα πάω να την δω. Λεν μπορώ 
να περπατήσω, αλλά ξέρω μόλις το πω στον Άρη αμέσως θα με πάει». 

—Μίνα μην ξεχάσεις να πας τα ρούχα του κ. Βαγγέλη στο καθαριστήριο. Η κόρη του θα έλθει 
τον άλλο μήνα και θέλω να τον βρει καθαρόν. Θέλω να δει ότι προσέχαμε τον πατέρα της. 

—Έλα  βρε  Ελένη  να  μου  κάνεις  αυτήν  την  ένεση  για  την  γρίπη  μπας  και  την  γλυτώσω  και 
εφέτος. Θα έλθω κ. Στάσα. 

—Φιλίτσα  πες  μανάρι  μου  στον  άνδρα  σου  τον  Κυριάκο,  να  μην  βάζει  το  αυτοκίνητο  στο 
στενάκι. Δεν χωράμε γιαβρίμ να περάσουμε. Μην τον στεναχωρήσεις όμως τζιγιέρι μου, με το 
καλό. 

—Το άκουσα κ. Στάσα. Ναι και πες τονε ότι... πώς το λέτε εσείς οι νέοι. Χάνει το χρώμα του το 
στενάκι. Έτσι είναι κ. Στάσα μην μου στεναχωριέσαι μόνο, όπως το είπες χάνει το χρώμα του. —
Ναι καμάρι μου όπως το λες και εσύ. Άντε καληνύχτα και αύριο με το καλό... 

Digitized by 10uk1s 

You might also like