Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 5

ν

Ένα γαμοτράγουδο του Β.


Μιχαηλίδη
Εισαγωγικό σημείωμα στο γαμοτράγουδο του Β.
Μιχαηλίδη «Το πάλιωμαν του
βίλλου με τον πούττον»
Του Δρα Κ. Γ. Γιαγκουλλή
ΜΕΧΡΙ πρόσφατα τα «μυλλωμένα» μας τραγούδια
κυκλοφορούσαν μόνο σε στενό κύκλο αντρών. Η αναφορά
βέβαια στα τραγούδια αυτά δεν περιποιούσε τιμή ούτε
στους συνθέτες τους ούτε σ' αυτούς που τα απάγγελλαν,
που θεωρούνταν από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας μας
ως «αθυρόστομου», «αδιάντροπου» και κοινώς
«ξημαρισμένοι». Ωστόσο, τα τραγούδια αυτά. έστω κι αν
ήταν κατά κάποιο τρόπο «απαγορευμένα» ή «καταραμένα»,
δεν έπαψαν να κυκλοφορούν με τη στοματική παράδοση και
να γίνονται κτήμα ολοένα και περισσότερων ανθρώπων του
λαού μας. Η σεμνότυφη και υποκριτική, θα έλεγα, στάση
των πολλών, στάθηκε ο κυριότερος λόγος που τα τραγούδια
αυτά έμειναν στο περιθώριο, με την έννοια ότι κανένας δεν
τόλμησε να το δημοσιεύσει ή, το κυριότερο, να τα
μελετήσει. Σήμερα που φυσάει καινούργιος άνεμος και η
ελευθερία της σκέψης, της έκφρασης και της έρευνας
λειτουργεί «ακίνδυνα», άρχισαν και στην Κύπρο να
βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι πρώτες φιλολογικές -
κοινωνιολογικές μελέτες γι' αυτού του είδους τα
τραγούδια. Ανυπόκριτα πια και ελεύθερα δεχόμαστε όλοι
(άντρες και γυναίκες) ότι αυτά τα τραγούδια αποτελούν
αναπόσπαστο μέρος της παράδοσης μας, που δεν έχουμε το
δικαίωμα ούτε να περιφρονούμε ούτε να απορρίπτουμε.

Μελετώντας κανείς τα «γαμοτράγουδα» του Βασίλη


Μιχαηλίδη δεν θα τα βρε» μόνο διασκεδαστικά. Πρόκειται
για κείμενο. που δεν είναι άμοιρα λογοτεχνικής αξίας. Αυτό
φαίνεται αν κάποιος τα μελετήσει όχι για να δει π λένε,
αλλά πώς
το λένε, διότι, σε τελευταία ανάλυση αυτό είναι που έχει
σημασία. Ας σταθεί ο αναγνώστης πιότερο στις
παραστατικές εικόνες του ποιήματος, στην ακριβή πε-
ριγραφή, που είναι αποτέλεσμα καλού χειρισμού, ορθής και
άνετης χρήσης της κυπριακής διαλέκτου, στη δημιουργική
φαντασία του ποιητή, στα εκφραστικά του μέσα κ.ά. «Οι
ασύγκριτης εκφραστικότητας και ευτραπελίας «αισχροί»
στίχοι του Β. Μιχαηλίδη», έγραψε κάπου ο αείμνηστος
λογοτέχνης μας Γιάννης Σταυρινός Οικονομίδης, «μας
φέρνουν τον ίδιο γέλωτα που προξενούσαν στους
συμπολίτες των οι ποιητές της εποχής του Αριστοφάνη».
Γράφει πάλι ο ίδιος: «Τα ανέκδοτα «αισχρά» του Β.
Μιχαηλίδη θα μείνουν αριστουργηματικά στη νεοελληνική
ποιητική χυδαιολογία».

Τη δημοσίευση εδώ του ποιήματος του Β. Μιχαηλίδη «Το


πάλιωμαν του βίλλου με τον πούττον», δεν τη θεωρώ βέβαια
ως «το κάτι άλλο», αλλά ως απόδειξη ότι και σοβαρά πια
περιοδικά στην Κύπρο θεωρούν τα τραγούδια αυτά ως
σημαντικά, ότι αξίζει τον κόπο να μας απασχολήσουν
φιλολογικά, κοινωνιολογικά, γλωσσικά κ.ά. και ότι έφτασε
ο καιρός για να αποβάλουμε τη σεμνότυφη ντροπή που μας
κρατούσε μακριά από τα μνημεία αυτά της λαϊκής
ποιητικής μας παράδοσης.

Βασίλη Μιχαηλίδη:

ΤΟ ΠΑΛΙΩΜΑΝ ΤΟΥ ΒΙΛΛΟΥ ΜΕ ΤΟΝ


ΠΟΥΤΤΟΝ

Ο βίλλος εσηκώθηκεν μίαν νύχτα, θυμωμένος.


βαρβάτος, ολοκότσινος, κκεφάτος. καβλωμένος.
Τζι άννοιξεν το ρουθούνιν του πόσει στην τζεφαλήν του
τζι έναν κομμάτιν σίερον έκαμεν το κορμίν του.

Τζαι μιαν μανιέραν έπιασεν τζαι στο πουττίν γυρίζει


τζαι τέθκοια λόγια του λαλά. τέθκοια το φοβερίζει:
- Πουττίν σσιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήαω
τζι ολόισια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω
τζι αν εν' τζί η τρύπα σου στενή εγιώ θα την ι-σσίσω.
Θα σ' αναγείρω πκιον βαθκιά, στον πάτον σου θα φτάσω
τζι εννά γαμώ τζ εν να γαμώ τζι έθθεν για να χορτάσω.
Εννά σε κάμω ρε πουττίν, συγγνώμην να ζητήσεις,
τ' αρτζιδκια μου τα κρεμμαστά θα σσύψεις να φιλήσεις
τζαι μιαν τζαι δκυο τζαι τρεις φορές μιτά μου εν να χύσεις.

Όμως, πούττε, λαλώ σου το, έθθεν να σύρω πίσω,


αν δεν σε κάμω λάχανον <τζ!> έθθεν να παραιτήσω,
ωσότου να μου πεις «αμάν» ωσότου σε νικήσω.
Στον βίλλον που συνέχισεν τζειντα καμώματα του,
ο πούττος εν εβάσταξεν τζαι τέθκοια απαντά του:

-Ρε βίλλε ανοστόπλαστε. πόσεις έναν αμμάτιν,


εγίνης μου αήττητος, μεγάλον πκιον κακκάτιν.
Μα τούτα ούλα που λαλάς εγιώ εν τα στιμιάζω
ούτε πως είσαι, σγοιαν λαλείς, εγιώ σε λοαρκάζω.
Τζαι αν λαλείς πως με νικάς, εν’ κουτουρού λοούδκια.
η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούδκια!
εγιώ τώρα σε προκαλώ το έργον σου ν ' αρχίσεις,
να δούμεν αν, όπως λαλείς, βίλλε, θα με νικήσεις.
Ο βίλλος εσηκώθηκεν τζι άρτζεψεν τον αγώνα,
πάνω στον πούττον στάθηκεν άγοιαν να 'τουν μια κολόνα.
Τζείν ' η κκελλέ εγίνηκεν κότσινη πομιλόρι,
φτάννει στην τρύπαν του πουτιού τζαι μπαίνει με το ζόρι.
Τραβά βαθκιά ούλλος χαράν, στον πάτον του πεζεύκει,
τζαι που του άρεσεν πολλά άρτζεψεν να χορεύκει.
Δώσ' του χορόν τζαι άππηον, σαν να 'τουν μεθυσμένος.
τον πούττον ενεκάτσασεν, ο τρίσκαταραμένος.
Ο πούττος εσιώπησεν -με σιόνιν, με χαλάζι,
του βίλλου τες παλλικαρκές θωρεί τζαι κάμνει χάζι.
Ο βίλλος άμα έκαμεν τζειν τα καμώματα του,
μέσα στον πούττον άρτζεψεν τζαι τα ξεράματά του.

Που τα πολλά τα ξερατά, εγίνην χλομιασμένος


τζι απού 'τουν σγοιαν το σίδερον, βαρβάτος, καυλωμένος,
ήρτεν τζι εγίνην μια μπουτσιά, χλωμός τζαι μαραμμένος.
Από τον πούττον έβκηκεν τζι εστάθην ντροπιασμένος,
μες στο πετσίν του κρύφτηκεν σαν γέρος ποσταμένος.
Ο πούττος τζείνην την στιγμήν γελά τζαι χαχχανίζει,
του βίλλου τέθκοια του λαλεί, τέθκοια του μουρμουρίζει:
-Έλα, ρε βίλλε, καρτερώ, ξανάμπα στο τρυπίν μου,
χόρεψε, σούστου όσο μπορείς, ν' αναπαυτεί η ψυχή μου.
Είντα 'ν' που έπαθες τώρα τζι είσαι σαν σκοτωμένος,
είδες είντα 'ν' που σου 'λεα, πως θα 'φκεις νικημένος;
Εγιώ, ρε βίλλε. σατανά, μονόμματε, σακκάτη,
φτάννει να θέλω που καρκιάς να βάλω το γινάτι
τζαι δέκα βίλλους σαν εσέν μπορώ να τους νικήσω
τον έναν πίσω τ' αλλουνού τζι έθθα το χαπαρίσω.
Ο βίλλος που την αντροπήν έμεινεν μουρρωμένος,
σγοιαν το παιξούμενον πουλλίν ήταν ο καημένος.
Τζείν το πολλύν φουμίσιν του καπνός τζαι εδιαλύθην
Τζαι έκαμεν παραδοχήν ότι πως ενικήθην.
Οι πρωτινοί λαλούσασιν ο πούττος πως εν' κάστρον.
πιάννει τον βίλλον που το φτιν τζαι παίρνει τον στον
μάστρον.
Όταν γεράσ' ο άθρωπος, ο β'ιλλος πεθανισκει,
ο πούττος όπως ήταν πριν τζαι στα στερνά μεινίσκει.
Η ιστορία ετέλειωσεν, το νόημαν έν' τούτον:
προσέχετε τον βίλλον σας, κοπέλια, που τον πούττον.
Δέκα φορές απανωτά τον πούττον να γαμήσεις,
ποττέ μεν βάλεις κατά νουν πως έννα τον γειρτίσεις.
Την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ξηντιλήσεις;

Ανάλυση του ποιήματος

Το δημοσιευόμενο, βέβαια, εδώ ποίημα του Μιχαηλίδη δεν


είναι το πρώτο, ούτε το πιο γνωστό. Ευρύτερα διαδομένος
είναι ο «Αμολόητος», καθώς και μια σειρά ολιγόστιχων
αισχρών πειραγμάτων του για τον ταβερνιάρη Χρ. Μουτσιο,
από τη Λεμεσό.
Το στιλ του δημοσιευόμενου εδώ ποιήματος, ακόμη κι ο
τρόπος που προχωράει η αφήγηση του, μας οδηγεί
κατευθείαν στον «Αμολόητο». Γι' αυτό καμιά αμφιβολία δεν
έχω ότι ανήκει στο Μιχαηλίδη, που το έγραψε το 1916, ένα
δηλαδή χρόνο πριν το θάνατο του. Το ποίημα αυτό το
εξασφάλισα σε χειρόγραφη κατάσταση, που ήταν
αποτέλεσμα προφορικής υπαγόρευσης, φαντάζομαι, γιατί
δεν κράτησα στοιχεία από πού και πότε το πήρα και από
ποιον.
Μελετώντας κανείς το ποίημα, χωρίς δυσκολία θα
διαπιστώσει ότι αρκετές λέξεις που χρησιμοποιούνται κι
αλλού από το Μιχαηλίδη, ιδιαίτερα στην «9η Ιουλίου»,
όπως: αρτζέψαν, σγοιαν, ρουθούνιν, μουρρωμένος,
αντροπκιααμένος. βαρβάτος, πάτος κ.ά. Ο τελευταίος πάλι
στίχος «την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ι-
ξηντλήσεις;» μας οδηγεί στο στίχο αρ. 197 της «9ης
Ιουλίου»: «μεν μάσεσαι την θάλασσαν να την ι-
ξηνπλήσεις». Το ημιστίχιο πάλι του στίχου αρ. 45 «γελά
τζαι χαχχανίζει» μας θυμίζει το «θωρεί τζαι χαχχανίζει»
του ποιήματος του «Μια επιστολή εις κυπριακήν
διάλεκτον»", ενώ το ημιστίχιο του στίχου αρ. 55 «έμεινεν
μουρρωμένος» το «εστάθην μουρρωμένος» της «9ης
Ιουλίου» (στ. αρ. 386). Τα στοιχεία αυτά, καθώς και άλλα,
τεχνοτροπικά κυρίως, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για
την πατρότητα του ποιήματος. Εκείνο μόνο που θα ήθελα να
σημειώσω εδώ είναι ότι ο Β. Μιχαηλίδης είναι από τους
λίγους ποιητές μας του οποίου οι 15σύλλαβοι στίχοι
καταλήγουν σε μετοχές, για το λόγο ότι ο ποιητής
αρέσκεται στη χρήση τους, μα και γιατί η ομοιοκαταληξία
τους είναι εύκολη και δε δημιουργεί δυσκολίες.

You might also like