Professional Documents
Culture Documents
Gok 1929
Gok 1929
'Εχοντες υπόψει τας διατάξεις του από 17-7-1923 Ν.∆./τος "περί σχεδίων πόλεων
κλπ." ως ετροποποιήθη δια µεταγενεστέρων διατάξεων, αποφασίζοµεν και
διατάσσοµεν:
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
¶ρθρον 1.
1. Οι εν ταις διατάξεσι του παρόντος ∆ιατάγµατος αναφερόµενοι τεχνικοί ορισµοί
έχουσιν ως προς την εφαρµογήν αυτού τας κάτωθι διασαφηνιζοµένας σηµασίας. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Οικοδοµικά συστήµατα.
¶ρθρον 4.
1. Εκ της σχετικής θέσεως του κτιρίου ως προς τα πλάγια όρια του οικοπέδου,
εφ΄ού τούτο κείται, διακρίνονται 3 οικοδοµικά συστήµατα. Το συνεχές, το
ασυνεχές και το µικτόν.
Συνεχές ή κλειστόν σύστηµα είναι εκείνο καθ΄ ό τα επί του οικοπέδου
ανεγειρόµενα κτίρια εφάπτονται αµφοτέρων των πλαγίων αυτού ορίων.
Ασυνεχές ή ανοικτον σύστηµα είναι εκείνο καθ΄ ο τα επί του οικοπέδου
ανεγειρόµενα κτίρια αφίστανται αµφοτέρων των πλαγίων αυτού ορίων.
Μικτόν είναι το σύστηµα καθ΄ ό τα επί του οικοπέδου ανεγειρόµενα κτίρια
εφάπτονται µεν της µιας των πλαγίων αυτού πλευρών, αφίστανται δε της ετέρας.
πανταχόθεν ελεύθεραι ή και απλώς ελευθεραι οικοδοµαί καλούνται αι ουδενός των
ορίων του εφ΄ ού κείνται οικοπέδου εφαπτόµεναι. - (Καταργήθηκε από το άρθρο
81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Όψεις οικοδοµών και σχετικαί λεπτοµέρειαι.
¶ρθρον 5.
1. Όψεις των οικοδοµών καλούνται αι πλευραί αυτών, διακρινοµένων εν γένει εις
έκαστον κτίριον της προσόψεως ή προσώπου, της οπισθίας όψεως και των
πλαγίων όψεων, αναλόγως προς την σχετικην θέσιν αυτών ως προς τα όρια του
εφ΄ού κείνται οικοπέδου, µεθ΄ ών πλειότερον παραλληλίζονται.
Ως όψις κτιρίου θεωρείται η όλη πλευρά µετά των επ΄ αυτής αρχιτεκτονικών και
λοιπών εξοχών και εσοχών, (ήτοι παραστάδων, κορωνίδων, γείσων, εξωστών
κ.λπ.). Η επιφάνεια της όψεως, ήτις είναι αφετηρία των άνω εσοχών και εξοχών,
καλείται κυρία επιφάνεια.
Ως µήκος όψεώς τινος του κτιρίου λογίζεται το µήκος της οριζοντίας προβολής της
κυρίας αυτής επιφανείας. Ως µήκος όψεως ως προς τινα πλευράν και εν γένει
διεύθυνσιν λογίζεται το µήκος της άνω προβολής, προβεβληµένης επί
κατακορύφου επιπέδου παραλλήλου τη πλευρά ή διευθύνσει.
2. Η οικοδοµή θεωρείται ελισσοµενη εις πτέρυγας όταν το περίγραµµα της
οριζοντίας προβολής της επί του εδάφους βάσεώς της είναι κοίλον πολύγωνον,
ήτοι ένιαι πλευράι του περιγράµµατος προεκτεινόµεναι τέµνουσι τούτο. Αι κατά την
προηγουµενην παράγραφον όψεις αναφέρονται εις το όλον κτίριον, θεωρουµενον
ως ενιαίον σύνολον µετά των πτερύγων του, ασχέτως προς τας εκ τούτων
σχηµατιζοµενας εσοχάς και εξοχάς. ∆ύνανται ουχ΄ ήττον κατ΄ αναλογίαν να
χαρακτηρισθώσι και ιδιαιτέρως όψεις ή πλευραί εκάστου τµήµατος ή πτέρυγος του
κτιρίου.
3. Αι µέγισται ή ελάχισται αποστάσεις και εν γένει µετρήσεις οιονδήποτε
αποστάσεων αι αναφέρουσαι ως αφετηρίας τα κτίρια, λογίζονται από τας κυρίας
επιφανείας των όψεων αυτών. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-
9-1955).
Πόλις. Κώµη.
¶ρθρον 9.
1. Εις τας πόλεις νοουνται κατά το παρόν ∆ιάταγµα υπαγόµεναι αι πρωτεύουσαι
των Νοµών και Επαρχιών και πάσα ετέρα πόλεις ή συνοικισµός έχων υπέρ τους
πέντε χιλιάδας κατοίκους κατά τα αποτελέσµατα της επισήµου απογραφής.
Εις τας Κώµας νοούνται υπαγόµεναι πάσαι αι λοιπαί πόλεις και συνοικισµοί πλην
των άνω.
2. Εις τας πόλεις υπάγονται και αι υπό του Κράτους ανεγνωρισµέναι Λουτροπόλεις
και αν ακόµη έχωσι µικρότερον αριθµόν κατοίκων. Οµοίως δύνανται να υπαχθώσιν
εις τας πόλεις δι΄ αποφάσεως του επί της συγκοινωνίας υπουργού συνοικισµοί
κεκτηµένοι κάτω των 5.000 κατοίκους, εφ΄ όσον ούτοι λόγω τη προσεγγίσεως
αυτών εις µεγάλας πόλεις ή των ειδικών αυτών τοπικών συνθηκών έχουσιν
ιδιαιτέραν σπουδαιότητα. κατά τον αυτόν τρόπον δύνανται να υπάγονται εις τας
κώµας τµήµατα πόλεων αριθµουντα κάτω των 5000 κατοίκους, εφ΄ όσον ταύτα
καίτοι τοπογραφικώς είναι συνέχεια της πόλεως, αποτελουσιν όµως ιδιαίτερον
ανεξάρτητον ταύτης ∆ήµον ή Κοινότητα. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του
Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Οδοί, οδοί κεντρικαί, τµήµατα κεντρικά και µη, τµήµατα αστικά, τµήµατα εξοχικά
κ.λπ.
¶ρθρον 10.
1. Οδοί ή αρτηρίαι πρωτεύουσαι, κεντρικαί ή εµπορικαί καλούνται αι
συγκεντρουσαι την µεγαλυτέραν εµπορικήν και κυκλοφοριακήν κίνησιν, και αι
εξυπηρετικαί ωρισµένου τινός γενικωτέρου σκοπού (οίον οδοί προς ιστορικά και
αρχαιολογικά µνηµεία, οδοί περιπάτου κ.τ.τ.), εν αίς τα ακίνητα έχουσι
µεγαλυτέραν αξίαν ή απολύτως ως προς την όλην πόλιν ή και ως προς το τµήµα
αυτής ου αποτελουσιν οιονεί το κέντρον. Αι άνω οδοί χαρακτηρίζονται δι΄
Υπουργικής αποφάσεως εκδιδοµένης µετά γνώµην του οικείου ∆ηµοτικού ή
Κοινοτικού Συµβουλίου και του Συµβουλίου των ∆ηµοσίων Έργων και
δηµοσιευόµενης εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µετά τον τοιούτον δε
χαρακτηρισµόν τα επ΄ αυτών ακίνητα υπόκεινται εις τας ειδικάς υποχρεώσεις του
παρόντος ∆ιατάγµατος. Μετά τον ως άνω χαρακτηρισµόν, αποκλείεται ανάκλησις
αυτού.
2. Κεντρικά ή εµπορικά τµήµατα καλούνται αι περιοχαί των άνω οδών και
χαρακτηρίζονται ως άνω, αποκλειοµένου µετά τον χαρακτηρισµόν του περιορισµού
των ορίων των.
3. Εις εκάστην πόλιν διακρίνονται τµήµατα κεντρικά ή εµπορικά αστικά ή
κατοικιών, εξοχικά και βιοµηχανικά. Εάν δεν προδιαγράφεται εκ του σχεδίου
τοπογραφικως ο χαρακτηρισµός των άνω κατηγοριών, δια την εφαρµογήν των
διατάξεων του παρόντος καθορίζεται εκάστοτε η κατηγορία κατά την κρίσιν της
υπηρεσίας αναλόγως των πραγµατικών συνθηκών.
4. Πλάτος οδού κατά τι σηµείον του άξονος αυτής, καλείται η εις το σηµείον τούτο
ελαχίστη µεταξύ των εκατέρωθεν προσώπων των οικοπέδων απόστασις. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Υψη κτιρίων.
¶ρθρον 13.
1. Υψος κτιρίου εις τινα όψιν αυτού καλείται το µήκος του τµήµατος της
κατακορύφου της αγοµένης εις το µέσον της όψεως, το περιλαµβανόµενον µεταξύ
της βάσεως του κτιρίου και του οριζοντίου επιπέδου του διερχοµένου δια της παρά
τη όψει και κατά το ως άνω µέσον αυτής εξωτάτης ορικής γραµµής της επιφανείας
επικαλύψεως της στέγης. Ως βάσις κτιρίου, προκειµένου µεν περί της προόψεως
θεωρείται η επιφάνεια του πεζοδροµίου, προκειµένου δε περί των λοιπών
εσωτερικών όψεων, η επιφάνεια των προ αυτών αυλών.
2. Εν περιπτώσει απολήξεως της επιφανείας επικαλύψεως της στέγης παρά τη όψει
εις κορωνίδα ή ανεγέρσεως υπέρ ταύτην Αττικού, το κατά τα ανωτέρω οριζόντιον
επίπεδον άγεται δια της ανωτάτης ορικής γραµµής της κορωνίδος ή του Αττικού
κατά το µέσον της όψεως.
3. Εις περίπτωσιν αρχιτεκτονικών προεξοχών, οίον αετωµάτων, πυργίσκων κ.λπ
ανεγειροµένων υπέρ την κορωνίδα ή το αττικόν παρά την επιφάνειαν της όψεως,
το σύνολον των προβολών των προεξοχών τούτων επί επιπέδου παραλλήλου τη
όψει µετασχηµατίζεται εις ισοδύναµον ορθογώνιον έχον βάσιν το µήκος της
όψεως. Το ύψος του ορθογωνίου .............................................
...........................................................................
Αρθρον 14
Αρθρον 15
Αρθρον 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' :
ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ∆ΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΙΝ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΙΝ ΤΩΝ ΣΧΕ∆ΙΩΝ
ΡΥΜΟΤΟΜΙΑΣ
(Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Β' διατηρήθηκαν σε ισχύ από την παρ. 3 του άρθρου
31 του Ν. 1577/85, ΦΕΚ Α' 210 µε την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του Ν.
1337/83 όπως ισχύουν).
0,030 νΜ + Μ
-----
5.000
όπου Μ το µήκος της πλευράς.
Το ολικόν γωνιώδες σφάλµα κλίσεως πρέπει να ή µικρότερον του 0,01 νΝ δια τας
πρωτεούσας οδεύσεις (τας αρχοµένας και καταληγούσας εις τριγωνοµετρικόν
σηµείον) και 0,02 νΝ δια τας δευτερευούσας οδεύσεις όπου Ν είναι ο αριθµός των
µετρηθεισών γωνιών οδεύσεως.
Το σφάλµα παρέχεται εις εκατοστά βαθµού εκατονταδικής διαιρέσεως.
Το ολικόν γραφικόν σφάλµα κλίσεως οδεύσεως ευρισκόµενον εκ του τύπου F =
Fx2 - Fψ2, ένθα Fx και Fψ τα επί τετµηµένων και τεταγµένων ολικά σφάλµατα,
πρέπει να µην υπερβαίνη τα εκ των εποµένων τύπων διδοµένα ανεκτά όρια.
= 0,01 Μ-0,10
δια τας πρωτεούσας οδεύσεις.
= 0,02 Μ-0,15
δια τας δευτερούσας οδεύσεις ένθα Μ, είναι το µήκος της οδεύσεως εις µέτρα.
Γ) Χωροστάθµησις.
Το χωροσταθµικόν δίκτυο όπερ θα αποτελή την βάσιν της υψοµετρικής
αποτυπώσεως θα σηµαίνηται δια µονίµων σταθερών χυτοσιδηρών υψοµετρικών
αφετηριών, πακτουµένων εις στερεά µόνιµα κτίρια (εκκλησίας, σχολεία, κλπ.)
διανοιγοµένων οπών καταλλήλων µακράν δε των αρµών, της οικοδοµής. Τα
υψόµετρα των αφετηριών θα προσδιορίζωνται µέσω χωροβάτου δια
χωροσταθµικών οδεύσεων. Αι αφετηρίαι θα κατανέµωνται κατά τρόπον
εξασφαλίζοντα τον καθορισµόν του υψοµέτρου εις οιανδήποτε θέσιν το πολύ δια
δύο διαδοχικών στάσεων του χωροβάτου.
Αι µεταξύ αυτών υψοµετρικαί διαφοραί θα προσδιορίζωνται δια διπλής
χωροσταθµήσεως. Η µεταξύ των δύο εξαγοµένων διαφορά οφείλει να µην
υπερβαίνη το υπό του εποµένου τύπου εις µέτρα διδόµενον ανεκτόν όριον.
0,01 ν Μ + h
------
3.000
ένθα Μ το µήκος της χωροσταθµικής οδεύσεως εις χιλµ. και h το απόλυτο
άθροισµα των διαφορών της στάθµης εις µέτρα.
Τα υψόµετρα θέλουσιν εν γένει ανάγεσθαι εις το γενικόν υψοµετρικόν ορίζοντα
του Κράτους δι' εξαρτήσεως του χωροσταθµικού δικτύου εκ τινος σταθερού
υψοµετρικού σηµείου γνωστού υψοµέτρου (παρακειµένης οδού ή σιδηροδροµικής
γραµµής) ή και δι' αναγωγής εις την στάθµην της θαλάσσης, εφόσον τούτο είναι
δυνατόν.
∆) Τρόπος αποτυπώσεως των εδαφικών λεπτοµερειών.
Αι εδαφικαί λεπτοµέρειαι του πυκνοκατωκηµένου µέρους της πόλεως θα
αποτυπώνται δι' ορθογωνίων συντεταγµένων από των πολυγωνοµετρικών
πλευρών τη βοηθεία ορθογώνου. Κατά τον αυτόν τρόπον θα ορίζωνται εν γένει και
αι θέσεις παντός οικοδοµικού έργου. Αι τετµηµέναι και τεταγµέναι θα µετρώνται
δια κανόνων ξύλινων ή χαλύβδινης µετροταινίας, προηγουµένως συγκρινοµένων
προς κανονικόν µέτρον.
Τα αποτυπωτέα στοιχεία εν τε τω πυκνοκατωκηµένω θα είναι τα περιγράµµατα των
οικοδοµικών τετραγώνων και οι εντός αυτών ασκεπείς χώροι, αυλαί, κήποι, πάντα
τα µεµωνοµένα ή και συνεχόµενα οικοδοµήµατα και τα µεταξύ τούτων γήπεδα
µετά καθορισµού του αριθµού των ορόφων και κατατάξεως εις ποιότητας αυτών
(καινουργές, ετοιµόρροπον κλπ.) οι διαχωριστικοί τοίχοι και εν γένει µανδρότοιχοι
φράκται και λοιπά τα φρέατα, τα µεγάλα δένδρα και τεχνικά έργα πάσης φύσεως
δεξαµεναί, τοίχοι, µεµονωµένοι ή τοίχοι υποστηρίξεως ερείπια, αρχαία µνηµεία,
νεκροταφεία, υδραγωγεία, οχετοί ανοικτοί, χάνδακες, χείµµαροι, ρύακες κλπ.
Πάντως θα λαµβάνηται υπόψιν ότι δέον να απεικονίζηται και το εσωτερικό των
οικοδοµικών τετραγώνων µέχρι βάθους από της υπαρχούσης οικοδοµικής γραµµής
δέκα µέτρων τουλάχιστον εν ανάγκη δε και εσώτερον τούτου προς επίτευξιν
αρτίας παραστάσεως του συνόλου της κυρίας οικοδοµής, ίνα είναι γνωστή κατά
τας µελετηθησοµένας διαπλατύνσεις ή ευθυγραµµίσεις η σύνθεσις των πλευρών
των οικοδοµικών τετραγώνων. 'Οπου κατά την µελέτη του ρυµοτοµικού σχεδίου
κριθή αναγκαία ριζικωτέρα ρυµοτοµία δια µέσου οικοδοµικών τετραγώνων, τότε,
εφόσον η υπάρχουσα αποτύπωσις δεν είναι επαρκής αποτυπούνται ολόκληρον το
θιγόµενον εσωτερικόν των οικοδοµικών τετραγώνων (δια της απλουστέρας
τοπογραφικής µεθόδου).
3. Απλούστευσις τοπογραφικών εργασιών δια µικράς κωµοπόλεις.
Επιτρέπεται παρέκκλισις από των διατάξεων της ως άνω παραγράφου εφόσον
πρόκειται περί κώµης µη περιλαµβανούσης περισσοτέρους των 2.000 κατοίκων.
Η παρέκκλισις συνίσταται εις ταχυµετρικήν αποτύπωσιν της εφ' ής εκταθήσεται το
σχέδιον περιοχής. Η παρέκκλισις αύτη επιτρέπεται υπό τον όρον όπως τα βάσει
ταύτης συνταχθησόµενον σχέδιον ρυµοτοµίας εφαρµοσθή αµέσως επί του εδάφους
και αποτυπωθή το νέον ειδικόν δίκτυο κατά τον εν τη προηγουµένη παραγράφω
εκτιθέµενον ακριβή τρόπο. Κατά την αποτύπωσιν ταύτην επιβάλλεται και
ταυτοχρόνος αποτύπωσις των εκ της ρυµοτοµίας θιγοµένων ιδιοκτησιών
αποτυπουµένης πλήρως εκάστης τούτων (και κατά το µη ρυµοτοµούµενον µέρος)
µετά χαρακτηρισµού του αριθµού ορόφων, της καταστάσεως, του είδους
κατασκευής και της παλαιότητας.
4. Τρόπος καταρτίσεως των διαγραµµάτων των τοπογραφικών χαρτών.
Οι κατά τα προηγούµενα χάρται συντάσσονται εις πινακίδες διαστάσεων 60 Χ 90
εκ χονδρού χάρτου αρίστης ποιότητας ωπλισµένου δι' υφάσµατος υπό κλίµακα
1:500.
Τας άνω πινακίδας συνοδεύει πάντοτε ευρετήριον και συνοπτικός τοπογραφικός
και χωροσταθµικός (µετά χωροσταθµικών καµπυλών) χάρτης υπό κλίµακα 1:2000
εξ ού παραλείπονται οι χαρακτηρισµοί οδεύσεων, στάσεων, αριθµοί, υψόµετρα
κλπ. περιλαµβανούσης µόνον της αποτυπώσεως των χωροσταθµικών καµπυλών.
Εάν ο συνοπτικός ούτος χάρτης καταλαµβάνει επιφάνεια µείζονα του 1,00 Χ 1,50
µ. τότε πρέπει και ούτος να συντάσσηται εις πινακίδος του άνω µεγέθους και να
καταρτίζηται κατά τον αυτόν τρόπον και πρόσθετος συνοπτικός χάρτης
παραστατικός του συνόλου υπό κλίµακα περιορίζουσαν την επιφάνεια αυτού εις
1,00 Χ 1,00 µ.
5. 'Εκαστον των κατά τα ανωτέρω χαρτών πρέπει να συνοδεύωσι 2 τουλάχιστον
αντίγραφα εν επί διαφανούς υφάσµατος και έτερον επί διαφανούς χάρτου καλής
ποιότητος. Εκ του επί διαφανούς υφάσµατος αντιγράφου πρέπει να παραλείπωνται
αριθµοί, οδεύσεις, κλπ. και η χωροσταθµική αποτύπωσις και να περιορίζηται τούτο
µόνον εις την αποτύπωσιν της οριζοντιογραφίας δια σινικής µελάνης µέλανος
χρώµατος. Εκ του επί του διαφανούς χάρτου αντιγράφου παραλείπονται επίσης
αριθµοί, χαρακτηρισµοί στάσεων, οδεύσεις κλπ. ουχί όµως και η χωροσταθµική
αποτύπωσις δια καµπυλών.
6. Χάραξις του σχεδίου επί του εδάφους.
Ο ∆ήµος και η κοινότης µετά την έγκρισιν του σχεδίου ρυµοτοµίας ή της
τροποποιήσεως αυτού, προβαίνει εις την επί του εδάφους µεταφοράν του νέου
ρυµοτοµικού διαγράµµατος σηµαίνων επί τόπου της διασταυρώσεως ή αλλαγάς
κατευθύνσεως των αξόνων των οδών δια µονίµου σηµάνσεως εξασφαλιζοµένης
συνάµα και της θέσεως των ούτω τεθέντων σηµείων δια συντόµου περιγραφής
τούτων. Η τοποθέτησις των σηµείων τούτων επί διασταυρώσεως των αξόνων θέλει
γίνει επιµεληµένη, δια καταλλήλων µετρήσεων λαµβανοµένων εκ του εγκριθέντος
διαγράµµατος και µεταφεροµένων καταλλήλως επί του εδάφους ούτως ώστε να
τηρηθώσιν αι ωρισµέναι συνθήκαι υφ' άς εχαράθη η ρυµοτοµία.
Επί του τοπογραφικού διαγράµµατος (πρωτοτύπου και αντιγράφου 1:500 και
1:2000) σηµειούται είτα ευκρινώς η θέσις των ως άνω µονίµων σηµείων των
αξόνων, των οδών, εξασφαλιζοµένων δια µετρήσεων προς τα γειτονικά σταθερά
σηµεία (εφόσον υπάρχουσι) συνάµα δε σηµειούται και τα υψόµετρα των αξόνων
των νέων οδών. Επιπροσθέτως καθορίζονται δι' υπολογισµού και αι συντεταγµένες
των τοµών των αξόνων των χαραχθεισών νέων οδών, ως και των σηµείων, καθ' ό
οι άξονες των οδών αλάσσουν κατεύθυνσιν. Οµοίως αναγράφονται εις το
διάγραµµα τα τε οριστικά πλέον µήκη των οικοδοµικών τετραγώνων ως και τα
πλάτη των οδών, πλατειών κλπ. δι' αριθµών. Το ούτω συµπληρούµενον
ρυµοτοµικόν διάγραµµα αποτελεί το τελικόν τοιούτον εφαρµογής.
7. Τα στοιχεία τριγωνισµού και λοιπών υπολογισµών, αι πρωτότυπαι πινακίδες και
εν γένει πάντα τα στοιχεία τοπογραφήσεως και χωροσταθµίσεως βάσει των οποίων
συνετάγη ο δια το σχέδιον χάρτης, ταξινοµούνται και διαφυλάσσονται υπό του
δήµου ή της κοινότητας εις µέρος ασφαλές δια την ενδεχοµένην περίπτωσιν
ανασυντάξεως εξ αυτών του εν λόγω χάρτου.
'Αρθρο 19 : Μελέτη και έγκρισις του σχεδίου και σύνταξις των οριστικών αυτού
διαγραµµάτων
1. Μετά την σύνταξιν των κατά τα ανωτέρω χαρτών καταρτίζεται η µελέτη του
σχεδίου ρυµοτοµίας δι' ιδιαιτέρου διαφανούς χάρτου αυτοτελώς (άνευ
τοπογραφικών στοιχείων, οριζοντιογραφίες, χωροσταθµήσεως) υπό τας κλίµακας
1:500 και 1:2000 επίσης και την κατά το άρθρο 18 παρ. 4 ενδεχοµένως µικροτέρα
κλίµακα. Τα διαγράµµατα συνοδεύονται υπό του σχεδίου ειδικού οικοδοµικού
κανονισµού διασαφηνιστικού του σχεδίου ρυµοτοµίας κλπ.
2. Μετά της ως άνω µελέτης ρυµοτοµίας πρέπει να καταρτίζηται και
δικαιολογητική αυτής έκθεσις, περιγράφουσα µεταξύ των άλλων τας τοπικάς
συνθήκας, εργασίας των κατοίκων τα της εξωτερικής µεθ' ετέρων πόλεων,
λιµένων, σιδηροδροµικών σταθµών κλπ., συγκοινωνίας την οικονοµικήν
κατάστασιν του δήµου ή κοινότητας και τας προβλέψεις δηµιουργίας νέων αυτών
πόρων προς αντιµετώπισιν των προς εφαρµογήν του σχεδίου απαιτουµένων
δαπανών τας προβλέψεις περί αναπτύξεως της πόλεως ή κώµης τας αναλογίας
µεταξύ οικοδοµήσιµων και κοινοχρήστων χώρων βάσει του µελετηθέντος σχεδίου
και προ αυτού, την κατά κάτοικον αναλογούσαν επιφάνειαν της πόλεως ή κώµης
και επιφάνειαν κοινοχρήστων χώρων βάσει του µελετηθέντος σχεδίου και προ
αυτού το υφιστάµενον σύστηµα υδρεύσεως και αποχετεύσεως των εκαθαρσιών,
τον προβλεπόµενον τρόπον βελτιώσεως της υδρεύσεως και εξυγιάνσεως, την
περιοχήν του κεντρικού (εµπορικού) τµήµατος την επάρκειαν ή µη επάρκειαν
αυτού και την προβλεποµένην προέκτασίν του, τας πρωτεούσας οδούς, και
λεπτοµερώς την µάλλον επικρατούσαν κατάστασιν εις τας ιδιοκτησίας από
απόψεως εµβαδού και διαστάσεων εν εκάστω τµήµατι. Η εφ' εκάστης µελέτης
έκτασις της εκθέσεως πρέπει να είναι ανάλογος προς την σηµασίαν της πόλεως ή
κώµης, εις ήν αφορά πάντως όµως πρέπει εις εκάστην περίπτωσιν να εξαντλώνται
πλήρως τα άνω θέµατα.
3. Προκειµένου περί µερικής τροποποιήσεως υφισταµένων σχεδίων η έκθεσις θα
περιορίζηται µόνον εις τα προς αυτήν απολύτως σχετικά ζητήµατα, και προ παντός
θα δικαιολογή ταύτην εµπεριστατωµένα.
4. Την εγκριτικήν του σχεδίου πράξιν συνοδεύη το υπό κλίµακα 1:2000
διάγραµµα. ∆ύναται ούχ' ήττον κατά την κρίσιν του υπουργείου να συνοδεύση,
ταύτην και το διάγραµµα υπό κλίµακα 1:500.
5. Βάσει του εγκριθέντος σχεδίου και των λεπτοµερειακών υποδείξεων της
ρυµοτοµίας εν τω διαγράµµατι 1:500 (άρθρο 19 παρ. 1) εκτελείται, η εφαρµογή
αυτού υπό του δήµου ή κοινότητας, επί του εδάφους και η αποτύπωσις του
οριστικού λεπτοµερειακού σχεδίου κατά τα εν άρθρω 18 παρ. 6 οριζόµενα. Ο
πρωτότυπος τοπογραφικός χάρτης υπό κλίµακα 1:500 και το κατά το άρθρο 18
παρ. 5 αντίγραφα συµπληρούται δια των εν άρθρω 18 παρ. 6 στοιχείων και
υποβάλλονται εις το υπουργείον προς έλεγχον και κύρωσιν, ως επίσηµα
λεπτοµερειακά αντίγραφα του κυρωθέντος σχεδίου. Μετά την κύρωσιν το
πρωτότυπον κατατίθεται εις µέρος ασφαλές και γίνεται χρήσις των αντιγράφων και
αντιτύπων αυτών.
Εις την περίπτωσιν της κατά το άρθρο 18 παρ. 3 παρεκκλίσεως, τα ανωτέρω
εφαρµόζονται ως προς την κατά την ιδίαν παράγραφον αποτύπωσιν ο βάσει της
οποίος καταρτιζόµενος χάρτης χρησιµοποιείται δια το ως άνω οριστικόν σχέδιον.
6. ∆ι' οιονδήποτε µεταγενεστέραν τροποποίησιν του σχεδίου, συνταχθέντος βάσει
τοπογραφικού κλπ. χάρτου καταρτιζοµένου ως ανωτέρω γίνεται χρήσις νέας
πρωτοτύπου πινακίδος του τοπογραφικού και χωροσταθµικού χάρτου,
συµπεπληρωµένης µε την υποτύπωσιν της κατά την εποχήν της τροποποιήσεως
καταστάσεως. "7. Αναστολή οικοδοµικών εργασιών προς µελέτην νέου σχεδίου.
Αναστολή οικοδοµικών εργασιών επί εκτάσεως, εφ' ής υφίσταται εγκεκριµένον
σχέδιον προς τροποποίησιν αυτού αποκλείεται κατά κανόνα.
Επιτρέπεται αύτη εις τας κάτωθι περιπτώσεις:
α) Εφόσον πρόκειται περί µελέτης νέου σχεδίου επί τµηµάτων δι' ά δεν
προυπήρχε τοιούτον εγκεκριµένον.
β) Εφόσον πρόκειται περί αναθεωρήσεως εγκεκριµένων σχεδίων κατά τας
διατάξεις του άρθρου 80 του Ν.∆. της 17/7/1923 και γ) Εφόσον πρόκειται περί
αναθεωρήσεως εγκεκριµένων σχεδίων οικισµών εις ούς λόγω θεοµηνιών ή
ραγδαίας εξελίξεως υφίστανται προδήλως αι προυποθέσεις αι επιβάλλουσαι ριζικήν
αναθεώρησιν του εγκεκριµένου σχεδίου.
Η ως άνω αναστολή επιτρέπεται να ζητήται υπό των ∆ηµοτικών και Κοινοτικών
Συµβουλίων µόνο όταν αποφασισθή οριστικώς η σύνταξις του τοπογραφικού
χάρτου ήτοι παραχωρηθή η εργασία εις ανάδοχον ή αρχίση δια της τεχνικής
υπηρεσίας του ∆ήµου ή Κοινότητος. Αι σχετικαί πράξεις των ∆ηµοτικών και
Κοινοτικών Συµβουλίων πρέπει να συνοδεύωνται και υπό βεβαιώσεις της επί της
εφαρµογής του σχεδίου Κρατικής Υπηρεσίας περί της ως άνω προυποθέσεως. Η
αναστολή ισχύει µόνο εφόσον διαπιστούται από της ανωτέρω υπηρεσίας ότι µέχρι
της ανακοινώσεως αυτή της δηµοσιεύσεως του σχετικού ∆/τος δεν εγένετο έναρξις
εργασιών δοµήσεως, ήτοι τουλάχιστον εκσκαφής θεµελίων µέχρι βάθους ενός
µέτρου καθ' άπασαν την έκτασιν του κτιρίου, βάσει νοµίµου αδείας.
Της αναστολής δύναται να εξαιρώνται ακίνητα αποτελούντα εν συνεχεία,
τουλάχιστον δύο οικοδοµικά τετράγωνα εφόσον πλην του ∆ήµου και η επί της
εφαρµογής του σχεδίου Τεχνική Υπηρεσία στηριζοµένη επί των πραγµάτων βεβαιοί
υπευθύνως, ότι δεν θέλουσι θιγή τούτο υπό του µέλλοντος σχεδίου.
∆ύναται επίσης να εξαιρώνται βιοµηχανικαί εγκαταστάσεις και κτίρια κοινωφελούς
σκοπού εφόσον η εξαίρεσις αφορά ολόκληρον την περιοχήν της ήν αφορά η
αναστολή πόλεως ή κώµης αδιακρίτου σκοπού εγκαταστάσεως και εφόσον βεβαιοί
την ανάγκην της εξαιρέσεως και η ανωτέρω Τεχνική Υπηρεσία" (αντικ. της παρ. 7
από το άρθρο µόνο του Β.∆. της 14/29- 10- 1947).
(Ανεξαρτήτως της επιβολής αναστολής κατά τας ανωτέρω περιπτώσεις δύναται εις
πάσαν περίπτωσιν ο Υπουργός µετά προηγουµένην σύµφωνον γνωµάτευσιν του
Συµβουλίου ∆ηµοσίων 'Εργων να αναστέλη προσωρινώς και µέχρι διµήνου το
πολύ, τας οικοδοµικάς εργασίας εις οικισµούς ή τµήµατα αυτών δια τα ρυµοτοµικά
σχέδια των οποίων εγνωµάτευσε το Συµβούλιον ∆ηµοσίων 'Εργων εγκρίναν νέαν
ρυµοτοµικήν διάταξιν.
Η περί αναστολής απόφασις µη απαιτούσα δηµοσίευσιν κλπ. ανακοινούται
επειγόντως εις την οικείαν δηµοτικήν ή κοινοτικήν αρχήν και εις την επί της
εφαρµογής των πολεοδοµικών διατάξεων εις τον υπόψιν οικισµόν Υπηρεσίαν.
Ως αφετηρία ενάρξεως της επιβληθείσης αναστολής και υπολογισµού του διµήνου
λαµβάνεται υπόψιν η ηµέρα της κατά τα άνω ανακοινώσεως της αποφάσεως του
Υπουργού.
Η ως άνω ειδική αναστολή δεν δύναται να υπερβή το δίµηνον έστω και αν κατ'
αυτό δεν κατέστη δυνατή η δηµοσίευσις του ∆/τος του εγκρίναντος την νέαν
ρυµοτοµίαν) (Κατάργηση των µέσα σε () τεσσάρων εδαφίων της παρ. 7 από το
Β.∆. 24/27-5-1952).
"Της αναστολής εξαιρούνται : α) επισκευαί αίτινες κατά την κρίσιν της αρµοδίας
Τεχνικής Υπηρεσίας, µη αποτελούσαι ενίσχυσιν του φέροντος οργανισµού των
κτιρίων, κρίνονται απαραίτητοι δια λόγους χρήσεως υγιεινής και ασφαλείας των
οικοδοµών και β) προσθήκαι κατ' επέκτασιν ή καθ' ύψος υφισταµένων κτιρίων
κοινής ωφελείας ή υπαγοµένων εις την κατηγορίαν της παρ. 18 του άρθρου 79
του από 9.8.1955 Β.∆./τος "περί Γενικού Οικοδοµικού Κανονισµού του Κράτους"
(ΦΕΚ Α' 266), ως αύτη ετροποποιήθη µεταγενεστέρως" (προσθ. του µέσα σε ""
εδαφίου της παρ. 7 από το Β.∆. της 6/10-4- 1971, ΦΕΚ ∆' 81).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΙΙ.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ∆ΗΜΩΝ, ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ Ι∆ΙΟΚΤΗΤΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΟΙΝΗΣ
ΧΡΗΣΕΩΣ ΕΡΓΑ.
∆ιαµόρφωσις οδών.
¶ρθρον 23.
1. Εάν ως εκ της προβλεποµένης υπό του εγκεκριµένου σχεδίου στάθµης της οδού
πρέπει να εκτελεσθώσι χωµατουργικαί εργασίαι, οφείλει να προβαίνη εις ταύτας ο
∆ήµος ή η Κοινότης προ πάσης ανεγέρσεως οιασδήποτε οικοδοµής επί της οδού,
προς πλήρη αυτής διαµόρφωσιν καθ΄ άπαν το πλάτος και µήκος της και προς
αποχέτευσιν των επ΄ αυτής λιµναζόντων οµβρίων υδάτων.
Ανέγερσις οικοδοµών επί οδού τινος επιτρέπεται µόνον αφού προηγουµένως ο
∆ήµος ή η Κοινότης προβή εις την πλήρη τακτοποίησιν κατά τα ανωτέρω
οριζόµενα α΄. της εφ΄ ής πρόκειται ν΄ ανεγερθώσι τα κτίρια οδού και β΄. των
λοιπών µετ΄ αυτής συνεχόµενων οδών, µέχρι συναντήσεως µε το διαµορφωµένον
και κατεσκευασµένον οδικον δίκτυον.
Ο µέλλων να οικοδοµήση οφείλει να ειδοποιή τον ∆ήµον ή την Κοινότητα δια την
εκτέλεσιν των ανωτέρω εργασιών και αν εντός µηνός από της ειδοποιήσεως δεν
προβή αύτη εις την έναρξιν των εργασιών, οφείλει ο ενδιαφερόµενον να προβαίνη
εις ταύτας εις βάρος και δια λογαριασµόν του ∆ήµου ή Κοινότητος.Η υποχρέωσις
όµως του ενδιαφερόµενου εκτείνεται µόνον καθ΄ άπαν το µήκος του προσώπου
του οικοπέδου του και µέχρι του άξονος της οδού πάντως δε το πολύ επί πλάτους
ταύτης πέντε µέτρων, εκτός εάν ανάγκη αποχετεύσεως των οµβρίων υδάτων
απαιτεί κατά την κρίσιν της υπηρεσίας την εκτέλεσιν εργασιών επί µείζονος
εκτάσεως, εις ήν τότε οφείλει να προβαίνη ο ενδιαφερόµενος. Τα ανωτέρω
ισχύουσιν και αν αρχοµένων των εργασιών υπό του ∆ήµου ή Κοινότητος, δεν
αποπερατωθώσιν αύται εις ό,τι εκτείνεται η υποχρέωσις του οικοδοµούντος εντός
µηνός από της ενάρξεως.
Η αρµοδία αρχή εάν κρίνη ότι δεν είναι σκόπιµος η συµπληρωσις των άνω
υποχρεώσεων του οικοδοµούντος προ της χορηγήσεως της αδείας οικοδοµής,
δικαιούται να εξασφαλίζη την εκτέλεσιν αυτών καθ΄ όν νοµίζει αναγκαίον τρόπον.
Οδοστρωσία.
3. Οι ∆ήµοι και αι Κοινότητες υποχρεούνται να τηρώσι το κατάστρωµα των οδών
εν καλή καταστάσει από απόψεως κυκλοφορίας, καθαριότητος και αποχετεύσεως
των οµβρίων υδάτων. Εις τας σπουδαιοτέρας οδούς των πόλεων επιβάλλεται η
χρήσις µονίµων ή ηµιµονίµων οδοστρωµάτων. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81
του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Πεζοδρόµια.
¶ρθρον 24.
1. Ο οικοδοµών υποχρεούται να κατασκευάζη τα ρείθρα, τα κράσπεδα και την
επικάλυψιν του πεζοδροµίου του αντιστοιχούντος εις το πρόσωπον του οικοπέδου
του, τηρών τας κεκανονισµένας διαστάσεις και χρησιµοποιών τα καθορισθέντα
υλικά.
2. ∆ύναται να επιβάλληται κατασκευή πεζοδροµίων και προ των µη εισέτι
οικοδοµηµένων οικοπέδων.
3. Η διόρθωσις και συντήρησις των πεζοδροµίων και των εξαρτηµάτων των και η
ανακαίνισις αυτών, βαρύνει τους παροδίους ιδιοκτήτας , εκτός εάν πρόκειται περί
βλαβών προελεθουσων εξ εκσκαφής προς διόρθωσιν των οδών και δι΄ υπογείους
εν γένει εγκαταστάσεις, οπότε υπόχρεοι προς επανόρθωσιν των βλαβών, εισίν
αυτοί ούτοι οι επισπεύδοντες τας εκσκαφάς. Εξαιρούνται εκσκαφαί προκαλούµεναι
υπό αυτών τούτων των ιδιοκτητών προς εγκατάστασιν αγωγών κ.λπ. από των
οικοπέδων των προς τας οδούς δια τας εκ των οπίων φθοράς των πεζοδροµίων
ευθύνονται ούτοι.
4. Ειδικαί διατάξεις ρυθµίζουσι λεπτοµερώς τα της κατασκευής των πεζοδροµίων
και του καθορισµού της εγκαρσίας διατοµής των οδών, εφ΄ όσον αύτη δεν έχει
εγκριθή µετά των λοιπών του σχεδίου στοιχείων (Κεφ. ΙΙ). - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Περίφραξις οικοπέδων.
¶ρθρον 25.
1. ∆ια λόγους υγείας κ.λπ. επιβάλλεται η υπό των ιδιοκτητών περίφραξις των
εντός των πόλεων οικοπέδων κατά το πρόσωπον αυτών, συµφώνως προς τας
ρυθµίζουσας το ζήτηµα τούτο ειδικάς διατάξεις.
2. Η αρµοδία Αρχή κανονίζει εν εκάστη πόλει τας περιοχάς εφ΄ ών επιβάλλεται το
άνω µέτρον, προτιµωµένων των κεντρικών της πόλεως τµηµάτων.
3. ∆εν παρίσταται ανάγκη περιφράξεως, οσάκις εφ΄ ολοκλήρου του οικοδοµικού
τετραγώνου ουδεµία υπάρχει οικοδοµή ή περιτοίχισµα και κείται τούτο εις
µεµακρυσµένα των κέντρων της πόλεως τµήµατα.
4. Η περίφραξις εις τα κεντρικά τµήµατα της πόλεως πρέπει να έχη µόνιµον
µορφήν και ευπρόσωπον εµφάνισιν (περιτοίχισις) εις τα απόκεντρα δύναται να
είναι και πρόχειρος (οίον εκ πλινθιδοτοίχων κ.λπ.) αποκλειοµένων πάντως υλικών
ευφλέκτων και ισχυρώς ανακλώντων τον ήλιον. Εν πάση περιπτώσει εις εκάστην
γωνίαν του οικοδοµικού τετραγώνου ή όπου η οδός παρουσιάζει θλάσιν
επιβάλλεται η κατασκευή του περιγράµµατος κατά µόνιµον τρόπον. οσάκις
πρόκειται περί ακαλύπτων οικοπέδων επί οδών εφ΄ών προβλέπονται ιδιωτικαί
πρασιαί και προκήπια, επιβάλλεται η περίφραξις αυτών µονίµως κατά τας σχετικας
διατάξεις των άρθρων 112 και εφεξής.
5. Η περίφραξις πρέπει να τοποθετήται επακριβώς επί του προσώπου του
οικοπέδου.
6. Πρόχειρος τρόπος περιφράξεως κατά παρέκκλισιν των διατάξεων της άνω
παραγρ. 4 δύναται να επιτραπή µόνον εν εξαιρετική ανάγκη επειγούσης αθρόας
περιφράξεως πάντως δε υπό τύπον προσωρινότητος. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Νεκροταφεία.
4. Οι ∆ήµοι και αι Κοινότητες υποχρεούνται να φροντίζωσιν εγκαίρως δια την
εξασφάλισιν των απαιτουµένων χώρων δια Νεκροταφεία, να περιβάλλωσι δε
πάντοτε ταύτα δια φυτειών (δένδρων και θάµνων) επί ζώνης επί αυτάς επαρκούς
πλάτους. Επί οιουδήποτε χώρου απαλλοτριουµενου προς ίδρυσιν νέου
Νεκροταφείου επιβάλλεται να δηµιουργήται αµέσως (εντςο της απαλλοτριωθείσης
εκτάσεως) η ως άνω πρασίνη ζώνη, το υπόλοιπον δε κεντρικον µέρος να
χρησιµοποιήται µόνον ως Νεκροταφείον. Εν πάση περιπτώσει πέραν της πρασίνης
ζώνης πρέπει να δηµιουργήται οδός περιβάλλουσα το Νεκροταφείον.
Τας λεπτοµερείας ως προς την εκλογήν των θέσεων των Νεκροταφείων και την εν
γένει τοπικήν αυτών διάταξιν και εν γένει ως προς παν σχετιζόµενον ως προς
ταύτα ζήτηµα, ρυθµίζει από κοινού η τεχνική µετά της υγειονοµικής υπηρεσίας του
Κράτους. Παλαιά αχρηστευθέντα οιαδήποτε Νεκροταφεία, εφ΄ όσον φέρουσι
φυτείας ή δεν φέρουσι τοιαύτας, αλλά αποκλείεται δια θρησκευτικούς λόγους η
µεταφορά των, επιβάλλεται να δενδροφυτεύονται και να εξωραϊζονται,
µεταβαλλόµενα εις άλση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙV.
ΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟ∆ΟΜΩΝ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΠΕ∆ΩΝ, ΟΙΚΟ∆ΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ,
ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΑΙ ΜΕΓΙΣΤΑ ΟΡΙΑ ΟΙΚΟ∆ΟΜΟΥΜΕΝΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ.
¶ρθρον 30.
1. Αι προόψεις των κτιρίων επιβάλλεται να τοποθετώνται υποχρεωτικώς επί των
υπό του σχεδίου οριζοµένων προς τους κοινοχρήστους χώρους οικοδοµικών
γραµµών, εξαιρέσει των περιπτώσεων, καθ΄άς δι΄ ιδίου οικοδοµικού κανονισµού
εκδιδοµένου ειδικώς δι΄ εκάστην περίπτωσιν, καθορίζεται άλλως.
2. Επί της οικοδοµικής γραµµής δέον να τοποθετήται ολόκληρος η κυρία επιφάνεια
της προόψεως.
Εις το συνεχές οικοδοµικον σύστηµα δεν επιτρέπεται παρέκκλισιν από του όρου
τούτου, ειµή µόνον το πολύ µέχρι βάθους τεσσάρων µέτρων από της οικοδοµικής
γραµµής επί τµηµάτων της προόψεως (καµπύλων ή εις διάφορα επίπεδα
κειµένων), το ολικον µήκος των όψεων των οποίων ως προς το πρόσωπον του
οικοπέδου δεν υπερβαίνει το τρίτον (1/3) του όλου αυτής ως προς το πρόσωπον
τούτο µήκους, και εφ΄ όσον η παρέκκλισις δεν επιφέρει οιανδήποτε αισθητικήν
ζηµίαν κατά την κρίσιν της υπηρεσίας. Η παρέκκλισιν αποκλείεται επί µήκους τριών
τουλάχιστον µέτρων εξ εκάστου των πλαγίων ορίων του οικοπέδου, µετρουµένων
επί της οικοδοµικής γραµµής , εκτός εάν το ως άνω µετρουµενον µήκος της
παρεκκλίσεως είναι τουλάχιστον τρία µέτρα και το από της οικοδοµικής γραµµής
βάθος του κατά παρέκκλισιν τµήµατος της προόψεως τουλάχιστον δύο µέτρα.
Πάντως εις την περίπτωσιν ταύτην εφαρµόζεται η υπό στοιχείον α΄υποχρέωσιν της
εποµένης παραγράφου. Εις το ασυνεχές σύστηµα δύναται να επιτραπή και µείζων
παρέκκλισιν ως προς την άνω αναλογίαν του 1/3, αλλά πάντως υπό την
προϋπόθεσιν ότι αύτη δεν βλάπτει αισθητικώς.
3. Γενική παρέκκλισιν από των διατάξεων της προηγούµενης παραγράφου, ήτοι
τοποθέτησις ολοκλήρου της προόψεως του κτιρίου ενδότερον της οικοδοµικής
γραµµής, επιτρέπεται επί οιουδήποτε οικοδοµικού συστήµατος, υπό τους
ακολούθους όρους και προϋποθέσεις.
α΄. Εις περίπτωσιν εφαρµογής του συνεχούς συστήµατος εφ΄ όσον το βάθος της
προσόψεως από της οικοδοµικής γραµµής είναι τουλάχιστον δύο µέτρα του
ιδιοκτήτου της κατά παρέκλισιν ανεγειρόµενης οικοδοµής υποχρεούµενου εις την
αρχιτεκτονική διάµορφωσιν των ορατών επιφανειών των εκατέρωθεν µεσοτοίχων.
β΄. Εάν το βαθµός της κυρίας επιφανείας γης προσόψεως από της οικοδοµικής
γραµµής είναι µείζον των τεσσάρων µέτρων (4.00µ.), ο ιδιοκτήτης της κατά
παρέκκλισιν ανεγειρόµενης οικοδοµής υποχρεούται ν΄ αναγνωριση διαρκή
δουλείαν φωτισµού και αερισµού υπέρ των γειτόνων και του κοινού, µη
δυνάµενονς να χρησιµοποιή εφεξής τον κενόν τούτον χώρον ειµή ως πρασιάν. Η
άδεια προς ανέγερσιν της οικοδοµής εν τη περιπτώσει ταύτη δεν χορηγείται αν µη
ο ενδιαφερόµενος προσαγάγη συµβολαιογραφικην δήλωσιν επί αναγνωρίσεως της
δουλείας. Εις περίπτωσιν παραλείψεως τοιαύτης δηλώσεως, η δουλεία θεωρείται
υφισταµένη µε απάσας τας συνεπείας της αφ΄ ής η οικοδοµή ανεγερθή κατά την
ως άνω παρέκκλισιν, και η επί της εφαρµογής του σχεδίου υπηρεσία, οίκοθεν
ενεργούσα ή τη αιτήσει οιουδήποτε ενδιαφερόµενου, βεβαιώσει το γεγονός δια
πράξεώς της, η οποία καταχωρείται φροντίδι της ιδίας εις την σχετικήν µερίδα του
βιβλίου µεταγραφών.
γ΄. Εις περίπτωσιν συνεχούς συστήµατος, εφ΄όσον η παρέκκλισιν υπάγεται εις την
ως άνω β΄ περίπτωσιν , επί των εκατέρωθεν µεσοτοίχων επιτρέπεται η ανέγερσις
θυρίδων από ύψους δύο και ήµισυ µέτρων (2,50µ.) από του δαπέδου του υπό
δουλείαν χώρου και άνω.
δ΄. Εις περίπτωσιν συνεχούς συστήµατος επί της οικοδοµικής γραµµής θα
κατασκευάζηται περίφραγµα κατά τα εν άρθρω 112 και εφεξής οριζόµενα.
4. 4. Αι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου εφαρµόζονται και όταν
πρόκειται περί συµπλέγµατος περισσοτέρων συνεχόµενων οικοδοµών του
συνεχούς συστήµατος ανεγειρόµενων επί ανεξαρτήτων αλλήλων οικοπέδων,
εφ΄όσον αύται αποτελουσιν ως προς την αρχιτεκτονικήν εµφάνισιν ενιαίον
σύνολον. Εν τη περιπτώσει ταύτη δια την εφαρµογήν των άνω διατάξεων
ολόκληρον το οικοδοµικον σύµπλεγµα θεωρείται ως µία και µόνη οικοδοµή επί
ενός οικοπέδου.
5. 5. Αι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 εφαρµόζονται κατ΄ αναλογίαν και
οσάκις το κτίριον ή το σύµπλεγµα έχει πλείονας της µιας προόψεις (π.χ. γωνιαία
οικοδοµαί) ως προς τας οποίας πρόκειται να γίνη παρεκκλισις από των διατάξεων
της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. εάν το σύµπλεγµα περιβάλλεται πανταχόθεν υπό
κοινοχρήστων χώρων (αποτελεί πλήρες οικοδοµικον τετράγωνον) τότε τα της
παρεκκλίσεως ρυθµίζονται ελευθέρως υπό των ενδιαφερόµενων, υπό την έγκρισιν
πάντοτε της επί της εφαρµογής του σχεδίου υπηρεσίας.
6. 6. Κατά τας παρεκκλίσεις από των διατάξεων της παραγράφου 1 αι κύριαι
επιφάνεια των προόψεων δέον να ώσι πάντοτε παράλληλοι προς την οικοδοµικήν
γραµµή. Παρέκκλισιν από του όρου τούτου επιτρέπεται µόνο οσάκις πρόκειται περί
οικοδοµών πανταχόθεν ελευθέρων , πάντως δε οσάκις αύτη τυγχάνει
αρχιτεκτονικώς ητιολογηµένη, µη παραβλάπτουσα αισθητικώς το σύνολον.
7. 7. Εις περίπτωσιν γωνιαίων οικοδοµών, επιτρέπεται απότµησις της γωνίας
µέχρις οιουδήποτε βάθους από του σηµείου συναντήσεως των διασταυρουµένων
οικοδοµικών γραµµών, άνευ τηρήσεως των κατά τας ανωτέρω παραγράφου
περιορισµών. Εάν το οικόπεδον έχη τρία πρόσωπα, ήτοι η επ΄ αυτού ανεγειροµενη
οικοδοµή έχει δύο γωνίας, τότε η µεταξύ τούτων όψις αυτής δύναται να
τοποθετηθή ενδότερον της οικοδοµικής γραµµής, άνευ µεν τηρήσεως των κατά
τας άνω παραγράφους περιορισµών, πάντως όµως υπό την έγκρισιν της αρµοδίας
υπηρεσίας ως προς την θέσιν και τον παραλληλισµόν της όψεως.
Η κατά τα άνω αποτµησις γωνιών επιτρέπεται ελευθέρως εις πάσαν περίπτωσιν,
εφ΄ όσον όµως ο εκ ταύτης προκύπτων ακάλυπτος χώρος αφίεται εις το
πεζοδρόµιον εις την κοινήν χρησιν πρέπει η απότµησις να εξικνήται τουλάχιστον
εις ύψος τριών µέτρων κατά το τµήµα, το κείµενον επί του πεζοδροµίου και
πάντοτε συνεπάγεται παγίαν δουλείαν του υπό του πεζοδροµίου
καταλαµβανόµενου µέρους υπέρ του Κοινού. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81
του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 32.
1. 1. Κατά το συνεχές σύστηµα, η συνέχεια των οικοδοµών, επιβάλλεται µεν ως
προς τας προόψεις καθ΄ άπαν το ύψος αυτών και επί βάθους από της οικοδοµικής
γραµµής τουλάχιστον τεσσάρων (4,00) µέτρων, είναι δε προαιρετική πέραν του
άνω ορίου προς το εσωτερικον του οικοπέδου. Πάντως η συνέχεια επιτρέπεται το
πολύ επί µήκους δέκα πέντε (15) µέτρων επί των πλαγίων πλευρών του οικοπέδου
µετρουµένων από της οικοδοµικής γραµµής.
Εις το ισόγειον δύναται να παραλείπηται η ως άνω υποχρεωτική συνέχεια, εφ΄
όσον διαµορφουται είσοδος της οικοδοµής. Πάντως η εξαίρεσις χωρεί µόνον µέχρις
ύψους το πολύ έξ (6.00) µέτρων από της βάσεως του πεζοδροµίου και εφ΄ όσον η
πρόοψις µορφουται αρχιτεκτονικώς εις το κενόν τούτο, ώστε να παρουσιάζη
οµαλήν συνέχειαν µετά της παρακείµενης οικοδοµής. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 33.
1. 1. Από του βάθους των δέκα πέντε (15) µέτρων και πέραν ήτοι εις το
εσωτερικον των οικοδοµών, επιβάλλεται πάντοτε ως προς τας πλαγίας και τας
οπισθίας πλευράς των οικοπέδων, το ασυνεχές σύστηµα τηρούµενης µεταξύ του
κτιρίου και των πλευρών τούτων ελαχίστης εντελώς ακαλύπτου αποστάσεως δύο
και ήµισυ (2,50) µέτρων.
2. 2. Εάν το βαθµός του κτιρίου µετά τα ως άνω 15 µέτρα υπερβαίνη τα 10 (10)_
µέτρα , δι΄ εκάστην επιπροστιθεµένην επί πλέον του ποσού τούτου πεντάδα
µέτρων, το άνω όριον αυξάνει κατά το πέµπτον (1/5) αυτού. Εάν η αύξησις πέραν
των 10 µέτρων επέλθη εκ µεταγενεστέρας προθήκης εις το κτίριον, η άνω
απόστασις δια την προσθήκην ορίζεται εις τρία και ήµισυ (3,50) µέτρα,
αυξανοµένου του ποσού τούτου κατά το ήµισυ (0,50) µέτρου δι΄ εκάστην αύξησιν
της προσθήκης πέραν του βάθους των πέντε (5) µέτρων ήτοι πέραν των δέκα
πέντε (15) µέτρων από του κατά το άρθρον 32 βαθµός των 15 µ. και πέραν. Ως
προς την οπισθίαν όψιν, .......................................
..................................................................................................................
....................................
Αρθρον 34
- (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Αρθρον 35
- (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Αρθρον 36
- (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Αρθρον 37
- (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
τιων επιτρέπη την καθ΄ οµάδας ως άνω αυτοτελή διάθεσιν τότε εκάστη τοιαύτη
οµάς θεωρείται ως δευτερεύουσα οικοδοµή. Εάν η διάταξις του συνόλου καθιστά
προφανή την δι΄ ευχερών διαρρυθµίσεων (οίον απλών διαχωριστικών τοίχων)
σκοπουµενην ως άνω αυτοτελή εκάστου διαµερίσµατος διάθεσιν, εκάστον τούτον
διαµέρισµα θεωρείται επίσης ως δευτερεύουσα οικοδοµή. Εν τοις ανωτέρω ως
χαρακτηριστικόν του δυνατού της αυτοτελούς διαθέσεως θεωρείται η απ΄ ευθείας
είσοδος από της εσωτερικής αυλής εις έκαστον δωµάτιον ή διαµέρισµα άνευ κοινής
από ταύτης δι΄ άπαντα τα δωµάτια ή τα διαµερίσµατα του συγκροτήµατος εισόδου
και κοινών εσωτερικών χώρων (διαδρόµων, κλιµάκων) δια την µεταξύ των
επικοινωνίαν. Της διατάξεως ταύτης εξαιρούνται :
α΄. Τα κατά το άρθρον 45, παρ. 1 παραρτήµατα των οικοδοµών, εφ΄ όσον
αποτελουσιν αναµφισβήτητα της χρήσεως αυτών εξαρτήµατα, οίον πλυντήρια,
αποθήκαι κ.λ.π. ο δε αριθµός και όγκος των δικαιολογούνται εκ του όγκου και
είδους της κυρίας οικοδοµής.
β΄. Τα παραρτήµατα των καταστηµάτων και εργαστηρίων εφ΄ όσον
δικαιολογούνται ως προφανώς απαραίτητα εις την εν αυτοίς ασκουµενην εργασίαν
δι΄ αποθήκας ή εργασίαν.
8. 8. Κατασκευή δευτερευουσών οικοδοµών εν τω οικοπέδω συνεπάγεται
απαραιτήτω την διάνοιξιν ιδιαιτέρας εισόδου, διηκουσης απ΄ ευθείας από του
κοινοχρήστου χώρου µέχρι της εσωτερικής αυλής, όπου αι άνω οικοδοµαί,
πληρουσης τους όρους του άρθρου 47, παρ. 8 του άρθρ. 77, παρ. 1
9. 9. Επί των πανταχόθεν αποκλειοµένων από των οδών οικοπέδων, εφ΄ όσον
ταύτα θεωρούνται οικοδοµήσιµα και ανεπίδεκτα τακτοποιήσεως προς απόκτησιν
κανονικού προσώπου επί οδού του εγκεκριµένου σχεδίου , επιτρέπεται η
ανεγερσις οικοδοµών πανταχόθεν ελευθέρων, υπό τους όρους:
α΄. Το ύψος της οικοδοµής δεν θα υπερβαίνη τα 2/3 του µικροτέρου των
επιτρεποµένων µεγίστων υψών εν τω αυτώ οικοδοµικώ τετραγώνων.
β΄. Η ελαχίστη απόστασις του κτιρίου από των ορίων του οικοπέδου δεν θα είναι
µικροτέρα των 2/3 του ως άνω επιτρεποµένου µεγίστου ύψους αυτού, πάντως δε
δεν θα είναι έλασσον των τριών µέτρων.
γ΄. Επί του περί την οικοδοµήν υποχρεωτικού ακαλύπτου χώρου, δεν θα
επιτρέπονται οιαδήποτε βοηθητικά του κτιρίου παραρτήµατα.
Εάν αι εις τα γειτονικά οικόπεδα ανεγειρόµεναι οικοδοµαί, επιβάλλεται ν΄
αφίστανται πλευράς τινος του αποκεκλεισµενου οικοπέδου ωρισµένην απόστασιν,
το ήµισυ ταύτης συνυπολογίζεται εις την κατά τον ανωτέρω όρος β΄. ελαχίστην
απόστασιν και το ελάχιστον όριον των 3,50 µ. περιορίζεται εις 2,590 µ.
Όταν το σχέδιον ή ο ειδικός οικοδοµικός κανονισµός προδιαγράφει σαφώς την εις
το εσωτερικον του οικοδοµικού τετραγώνου διαµόρφωσιν συνεχούς εσωτερικής
(κοινής ή ού ) αυλής δευτερεύουσαι οικοδοµαί αποκλείονται. - (Καταργήθηκε από
το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 42.
1. 1. Εξαίρεσις από των διαταξεων του ανωτέρω άρθρου 41 επιτρέπεται µόνον
εφ΄ όσον πρόκειται περί λαϊκών πολυκατοικιών υπό τους όρους του άρθρου 44
παραγρ. 3 (περιπτ. α΄, γ΄, και δ΄) προς δε και αµέσου κατασκευής του κτιρίου
καθ΄ όλον τον όγκον του µέχρι και των τριών ορόφων και ουχί τµηµατικής καθ΄
ύψος ή επιφάνειαν δοµήσεως.
Πάντως η εξαίρεσις δεν επιτρέπεται να θίγη τας διατάξεις των λοιπών άρθρων του
παρόντος κεφαλαίου. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VI.
∆ΙΑΤΑΞΙΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΤΩΝ ΟΙΚΟ∆ΟΜΩΝ ΑΠΌ ΑΠΟΨΕΩΝ ΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΑΕΡΙΣΜΟΥ.
Καπναγωγοί σωλήνες.
¶ρθρον 54.
1. Παν κατοικήσιµον διαµέρισµα της οικοδοµής πρέπει να εφοδιάζεται δια
καπναγωγού σωλήνος.
2. Οι καπναγωγοί σωλήνες κλιβάνων, θερµαστρών, εγκαταστάσεων, κεντρικής
θερµάνσεως µαγειρείων κ.λπ. δεν πρέπει να συγκοινωνώσι µεταξύ των, αι δε
κλείδες των αγωγών των επικοινωνουσών τούτους µετά των θερµικών
εγκαταστάσεων δεν επιτρέπεται να φράσωσιν αυτούς εντελώς.
3. Αι κατά την άνω παράγραφον θερµικαί εγκαταστάσεις, πρέπει να είναι
κατασκευασµέναι κατά τρόπον ώστε να µη διαφεύγωσι και κυκλοφορώσιν εις τα
κατοικήσιµα διαµερίσµατα, καπνοί, αέρια και κονιορτός. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VII.
ΧΡΗΣΙΣ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΣΟΓΕΙΩΝ ΧΩΡΩΝ. ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΙΣ ΤΩΝ ΕΙΣ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ
ΚΑΙ ΥΓΡΑΣΙΑΝ ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ.
Υπόγεια
¶ρθρον 55.
1. Υπόγεια διαµερίσµατα θεωρούνται τα έχοντα το δάπεδον αυτών κάτω της
επιφανείας του εδάφους. Εις τοιαύτα διαµερίσµατα απαγορεύεται η κατοικία κατά
τε την ηµέραν και την νύκτα, εφ΄ όσον το δάπεδον υπόκειται κατά µέσον όρον
πλέον των 1,50 µέτρων της επιφανείας του περί το υπόγειον εδάφους.
Εάν το δάπεδον ευρίσκεται εις ανωτέραν του ορίου τούτο στάθµην επιτρέπεται η
κατοικία κατά την ηµέραν, εφ΄ όσον το δάπεδον και οι τοίχοι έχουσι διασκευασθή
καταλλήλως ώστε να είναι αδιαπέραστα υπό της υγρασίας η δ΄ολικη επιφάνεια των
ανοιγµάτων του απ΄ ευθείας αερισµού και φωτισµού δεν είναι κατωτέρα του 1/10
της επιφανείας του υπογείου διαµερίσµατος.
2. Τα ως άνω δια κατοικίαν κατά την ηµέραν προοριζόµενα υπόγεια, πρέπει να
έχωσιν επιφάνειαν δαπέδου τουλάχιστον 10 τετρ. µέτρων.
3.Τα δάπεδα των υπογείων διαµερισµάτων των χρησιµοποιουµένων δι΄ αποθήκας,
εργαστήρια ή καταστήµατα, τα δάπεδα των εν γένει υπό µαγειρεία, ξενοδοχεία και
οιαδήποτε καταστήµατα υπογείων, έστω και αν παραµένωσιν αχρησιµοποίητα
επιβάλλεται να διαστρώνονται εν πάση περιπτώσει δια στρώµατος εκ
σκιρροκονικάµατος υδατοστεγούς, πάχους ουχί ελάσσονος των 0,12 µ. εκτός εάν
η υγρασία του υπεδάφους επιβάλλεται µείζον πάχος και έτεραν ειδικά µέτρα, να
επικαλύπτεται δε τούτο δι΄ επιστρώσεως αδιαπεράτου υπό της υγρασίας και
αδιαβρώτου υπό των µυών.
Οι τοίχοι των άνω υπογείων µέχρι της επιφανείας του πέριξ εδάφους και επί
εξήκοντα εκατοστά του µέτρου (0,60) υπέρ αυτήν πρέπει να κτίζονται δι΄
υδραυλικού κονιάµατος, η δε εσωτερική των επιφάνεια να επιστρώνηται δι΄
επιχρίσµατος αδιαπεράστου υπό της υγρασίας. Κατά τας συναντήσεις του δαπέδου
των υπογείων µετά των τοίχων και των τελευταίων µεταξύ των, επιβάλλεται
επιµεληµένη συναρµολόγησις και επίστρωσις δι΄ ικανού πάχους τσιµεντοκονίας.
4. Απαγορεύεται η άµεσος επικοινωνία δι΄ οιονδήποτε ανοιγµάτων µεταξύ των
υπογείων και των αµέσως υπερκειµένων διαµερισµάτων εφ΄ όσον ταύτα
χρησιµοποιούνται δια κατοικίαν νυκτός. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆.
9-8/30-9-1955).
Ισόγεια διαµερίσµατα.
¶ρθρον 56.
1. Τα δάπεδα των ισογείων διαµερισµάτων εις ά διαιτώνται άνθρωποι ηµέρας και
νυκτός, ενδείκνυται να υπέρκεινται της επιφανείας του πέριξ εδάφους τουλάχιστον
κατά 0,60 µ., να µη άπτεται δε το πάτωµα αυτών του κάτωθι εδάφους, αλλά να
µεσολαβή εν τω µεταξύ χώρος κενός. Εις ωρισµένας περιπτώσεις δύναται να
επιβάληται τούτο και υποχρεωτικές.
2. Επί ισογείων διαµερισµάτων, εφ΄ όσον δεν υφίστανται υπό ταύτα υπόγεια,
ισχύουσιν ως προς το δάπεδον αι σχετικαί διατάξεις της παραγράφου 3 του
προηγούµενου άρθρου. Εάν υφίστανται υπόγεια, το πάτωµα του ισογείου πρέπει
να κατασκευάζηται εκ σιδηροπαγούς σκυροκονιάµατος ή και καθ΄ οιονδήποτε
έτερον τρόπον πληρουντα τους όρους της άνω παραγράφου.
3. Οι τοίχοι των ισογείων διαµερισµάτων πρέπει µέχρις ύψους εξήκοντα εκατοστών
(0,60) από του πέριξ εδάφους ανακατασκευάζονται δια τσιµεντοκονίας κατά τα εν
παραγράφω 3 του προηγούµενου άρθρου αναφερόµενα. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VIII.
ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΑ, ΑΓΩΓΟΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ.
∆ιάταξις αποχωρητηρίων.
¶ρθρον 58.
1. Τα αποχωρητήρια δέον να έχωσιν ιδιαιτέραν είσοδον απαγορευοµενης της
αµέσου επικοινωνίας αυτών µετά κατοικησίµων δωµατίων και µαγειρείων.
2. Οι τοίχοι και το δάπεδον των αποχωρητηρίων δέον να κατασκευάζονται
αδιαπέρατα από της υγρασίας.
3. Αι λεκάναι των αποχωρητηρίων πρέπει να είναι εξ υδατοστεγούς ουσίας,
απαγορευοµενων απολύτως ετέρας φύσεως λεκανών υφ΄ οιανδήποτε µορφήν και
να συνδέονται µετά του αγωγού εκροής προς τον βόθρον δια σωλήνος
σιφωνοειδους.
4. Εν τοις αποχωρητηρίοις πρέπει να υπάρχη πάντοτε µηχανική εγκατάστασις
καθαρισµού της λεκάνης δι΄ ύδατος. Εάν δεν υπαρχη δίκτυον διανοµής ύδατος εν
τη πόλει, επιβάλλονται πάντοτε πρόχειρα µέσα τοιούτου καθαρισµού, εκτός εάν
πρόκειται περί µονοκατοικιών, περιλαµβανουσών πλειότερα των 6 δωµατίων ή
πολυκατοικιών περιλαµβανουσών πλειότερα των 3 αποχωρητηρίων εις άς πάντως
επιβάλλονται και εγκαταστάσεις.
5. Εις πάσαν οικοδοµήν πρέπει να εγκαθίσταται αεραγωγός σωλήν συνδεόµενος
κάτωθεν της λεκάνης εκάστου αποχωρητηρίου της οικίας µετά του σωλήνος δι΄ ού
αι ακαθαρσίαι φέρονται προς τον βόθρον ή την υπόνοµος και δικήκων µέχρι της
στέγης ή του στηθαίου του δώµατος, ών δέον να υπερέχη κατά 0,50 µ.
τουλάχιστον.
6. Εις τα αποχωρητήρια απαγορεύεται έµµεσος φωτισµός εξ ετέρων διαµερισµάτων
της οικοδοµής (ιδέ άρθρον 49 παρ. 20. Εις τουλάχιστον των πλευρικών τοίχων
εκάστου αποχωρητηρίου πρέπει να ευρίσκηται εις άµεσον επαφήν µε τον
εξωτερικον αέρα.
7. Τα αποχωρητήρια ενδείκνυται να τοποθετώνται προς την βορείαν πλευράν της
οικοδοµής, και να αποφεύγηται η τοποθέτησίς των προς θεατά µέρη και ιδίως προς
τας οδούς και πλατείας. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-
1955).
¶ρθρον 59.
Αριθµός αποχωρητηρίων.
1. ∆ι΄ εκάστην µονοκατοικίαν εκ δύο (2) κατοικησίµων δωµατίων και άνω (µη
συνυπολογιζόµενου του µαγειρείου) πρέπει να προβλέπηται έν αποχωρητήριον.
Μονοκατοικίαι συγκείµεναι εκ πλειοτέρων των δύο (2) ορόφων, πρέπει να έχωσι
τουλάχιστον δύο (2) αποχωρητήρια , ών το έν εις τον πρώτον από του εδάφους
όροφον.
2. Προκειµένου περί πολυκατοικιών, έκαστον ιδιαίτερον διαµέρισµα (κατοικία)
πρέπει να έχη ιδιαίτερον το αποχωρητήριον της. Εάν τα ιδιαιτέρως ενοικιαζόµενα
διαµερίσµατα αποτελούνται εξ ενός ή δύο το πολύ δωµατίων έκαστον, πρέπει ν΄
αναλογή εις 4 ή 5 το πολύ τοιαύτα διαµέρισµα τουλάχιστον έν αποχωρητήριον.
3. Τα ανεξάρτητα των κατοικιών διαµέρισµα τα χρησιµοποιούµενα δι΄ αποθήκας ,
εργαστήρια, γραφεία κ.τ.τ. εφ΄ όσον εν αυτοίς παραµένουσιν άνθρωποι, έστω και
κατά την ηµέραν µόνον, επιβάλλεται να έχωσι τον ανάλογον αριθµόν
αποχωρητηρίων εις τα παραρτήµατα αυτών ή εις τας αυτάς εις άς έχουσιν άµεσον
διέξοδον.
4. Χώροι συναθροίσεως, οίον καφενεία, εστιατόρια, ζυθοπωλεία, κ.τ.λ. πρέπει να
έχωσι τον απαιτουµενον αριθµόν αποχωρητηρίων και ουρητηρίων, παρ΄οίς να
τοποθετηται και µικρόν διαµέρισµα καλλωπιστηρίου. Μεταξύ των αποχωρητηρίων
κ.λπ. και των αιθουσών συγκεντρώσεως πρέπει να µεσολαβή διαχωριστικός
διάδροµος. Ως προς τα αποχωρητήρια και ουρητήρια ταύτα ισχύουσιν αι διατάξεις
του προηγούµενου άρθρου. Επί πλέον πρέπει όπως το δάπεδον και οι τοίχοι όλων
των διαµερισµάτων τούτων, κατασκευάζονται αδιαπέρατοι υπό της υγρασίας και
από πάσης απόψεως απρόσβλητοι από των ακαθάρτων υγρών αναθυµιάσεων. Εις
τα αποχωρητήρια ταύτα πρέπει να υπάρχη πάντοτε άφθονον ύδωρ τα δε
ουρητήρια να πλύνονται δια τούτου συνεχώς. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81
του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 60.
Βόθροι.
1. Απαγορεύονται βόθροι συγκεντρώσεως των προϊόντων των αποχωρητηρίων και
των ακαθάρτων εν γένει υγρών της οικοδοµής, επί κοινοχρήστων χώρων.
2. Η εξωτάτη επιφάνεια των βόθρων πρέπει ν΄ απέχη των γειτονικών µεσοτοίχων
τουλάχιστον κατά ήµισυ (0,50) µ. και των υπαρχόντων φρεάτων, τουλάχιστον
δέκα α(10) µετρ.
3. Απαγορεύεται απολύτως η χρήσις των απορροφητικών βόθρων, ήτοι βόθρων ών
τα τοιχώµατα εισίν διαπερατά υπό των υγρών.
4. Επιβάλλεται η κατασκευή στεγανών βόθρων προς συγκέντρωσιν των προϊόντων
των αποχωρητηρίων και των ακαθάρτων υγρών (πλυντηρίων κ.λπ.)των
οικοδοµών. Ούτοι πρέπει ν΄ ανταποκρίνονται εις τους ακολούθους γενικούς
κανόνας:
α΄. Χωρητικοτης επαρκής , ώστε η εκκένωσις να εκτελήται άπαξ του έτους.
β΄. Κατασκευή τοιχωµάτων αδιαπεράτων υπό των υγρών δια σιµεντοκονιάµατος.
γ΄. Επίχρισις εσωτερική δια του άνω κονιάµατος εις πάχος πέντε (5)εκ. µ. και
λείανσις της επιφανείας του επιχρίσµατος τούτου δια του µίστρου.
δ΄. ∆ιάµορφωσις των εσωτερικών ακρών (γωνιών) εις καµπύλας ακτίνος
τουλάχιστον δέκα (10) εκ µ.
ε΄. κατασκευή δευτέρου προστατευτικού τοίχου περί τα περιτοιχίσµατα του
βόθρου, ως ταύτα αδιαπεράτου υπό της υγρασίας, εφ΄ όσον ευρίσκονται εις
απόστασιν από οιονδήποτε τοίχων του κτιρίου εξήκοντα πέντε (65) εκατοστά του
µέτρου.
στ΄. Κατασκευή ορθογωνίου στοµίου καθαρισµού και επισκέψεως εις το µέσον
περίπου της ανωτάτης επικαλύψεως του βόθρου, µήκους τουλάχιστον ενός
(1.00)µ. και πλάτους τουλάχιστον ηµίσεως (0,50) µέτρου ή κυκλικού τοιούτου
ελευθέρας διαµέτρου τουλάχιστον εβδοµήκοντα πέντε εκατοστών του µέτρου ,
ερµητικως κλεισµένου άνωθεν.
ζ΄. Οι διοχετεύοντες εντός του βόθρου τα υγρά σωλήνες θα τερµατίζονται εντός
αυτού παρά την εσωτερικήν επιφάνειαν της ανωτάτης επικαλύψεως όσον οίον τε
κατακορύφως και θα κατασκευάζονται εξ οπτής αργίλου ή χυτού σιδήρου,
εσωτερικής διατοµής τουλάχιστον δώδεκα εκατοστών του µέτρου.
η΄. Εις έκαστον βόθρον θα εγκαθίσταται ειδικός σωλήν αερισµού καταλήγων εν τω
βόθρω ως οι άνω σωλήνες ροής και εξικνούµενος µέχρι της στέγης.
θ΄. Αποκλείονται εντός του βόθρου εισέχοντες τοίχοι, διαχωρίσµατα και οιαιδήποτε
έτεραι διακοπαί της συνεχείας και της ενότητος της εσωτερικής αυτού κοιλότητος.
ι΄. Ελάχιστον εσωτερικόν ύψος των βόθρων ορίζεται έν και ήµισυ (1,50 ) µετρ. και
ελάχιστον εσωτερικον πλάτος, έν µέτρον και εξήκοντα εκατοστών (1,60).
5. Οι βόθροι µετά την κατασκευήν των και προ της ενάρξεως της λειτουργίας των,
δέον να επιθεωρώνται υπό της Αρχής προς εξακρίβωσιν της εφαρµογής των
ανωτέρω διατάξεων.
6. Βόθροι µη ανταποκρινόµενοι εις τους ανωτέρω όρους και ιδίως ως προς την
απόστασιν από φρεάτων, αερισµόν, οπήν καθαρισµού, στεγανότητα, την
εσωτερικην οµαλότητα, µετά προηγουµενην εκκένωσιν και απολύµανσιν, πρέπει
να επιχώνονται.
7. Επιτρέπεται η κατασκευή σηπτικών βόθρων της απαιτούµενης χωρητικότητας
προς τον περί ού ο λόγος η ανωτέρω παραγρ. 4 σκοπόν, εφ΄ όσον είναι
εξησφαλισµενη η αποµάκρυνσις των προϊόντων της ζυµώσεως (π.χ. δια πότισµα
εις εξοχικάς οικοδοµάς).
8. Αποχέτευσις των οικιακών υδάτων εντός αποστραγγιστικών φρεατίων δύναται
να επιτραπή , εφ΄ όσον ταύτα αφίστανται τουλάχιστον πέντε (5,00) µέτρων
οιουδήποτε κτίσµατος. Πάντως αποκλείεται η εν αυτοίς διοχεύτευσις των υγρών
των αποχωρητηρίων.
9. Αποκλείονται οιοιδήποτε βόθροι εντός των οικοδοµών, οσάκις υφίσταται
συνεχές δίκτυον υπονόµων αποχετεύσεως των υγρών της πόλεως ή τµήµατος
αυτής. Εν τη περιπτώσει ταύτη τα εν γένει υγρά των οικοδοµών αποχετεύονται εις
τας υπονόµους καθ΄ όν τρόπον ορίζει ο ειδικός κανονισµός λειτουργίας αυτών. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρο 61.
Αγωγοί διοχετεύσεως υγρών της οικοδοµής.
1. Οι σωλήνες των αποχωρητηρίων και εν γένει διοχετεύσεως οιονδήποτε υγρών
της οικοδοµής, πρέπει να είναι αδιαπέρατοι, η δ΄ εσωτερική των διάµετρος
ουδέποτε κατωτέρα των δώδεκα εκατοστών του µέτρου (01,2µ.) εξαιρέσει των
µολυβδίνων ή σιδηρών σωλήνων διοχετεύσεως ύδατος προς πόσιν καθαριότητα
και πότισµα.
Οι σωλήνες αερισµού των αποχωρητηρίων (ιδέ άρθρ. 58, παραγρ. 5 και άρθρ. 60
παραγρ. 4) θα φέρωσιν επί των εξωτερικών ανοιγµάτων των συρµατόπλεκτα
καλύµµατα παρακωλύονται την έξοδον µυιών και την διάβασις κωνώπων.
3. Πάντως οι σωλήνες διοχετεύσεως υδάτων και οιονδήποτε οικιακών υλών πρέπει
να είναι κατά το δυνατόν ορατοί καθ΄ άπαν το ύψος των και ευχερών προσιτοί.
4. Οι εξυπηρετούντες οπωσδήποτε τα αποχωρητήρια αγωγοί, πρέπει να είναι
εντελώς αποµεµονοµένοι και αν µη συνέχονται µετ΄ αγωγών ροής οµβρίων και
οικιακών υδάτων. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 62.
Όµβρια ύδατα.
1. Τα όµβρια ύδατα πρέπει να περισυλλέγονται καταλλήλως και να απάγοτναι δι΄
αγωγού µέχρι του προς της οικοδοµής οχετού ή τοιούτου µη υπάρχοντος µέχρι
του προ του πεζοδροµίου ρείθρου, λαµβανόµενων πάντοτε των καταλλήλων
τεχνικών µέτρων προς παρεµπόδισιν διοχετεύσεως των τοιαύτης προελεύσεως
υδάτων εις τας ξένας ιδιοκτησίας. Η αρχή δικαιούται και αναγκαστικώς να
επιβάλλη την παρεµπόδισιν ταύτην. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-
8/30-9-1955).
¶ρθρον 63.
Υδρευσις, αποθήκαι ύδατος.
1. Αι εντός των οικιών και παρ΄ αυταίς οιαιδήποτε αποθήκαι ύδατος (στέρναι,
ντεπόζιτα, καζάνια κτλ.) πρέπει να είναι ερµητικώς κεκκλεισµέναι, ή εν εναντία
περιπτώσει να καλύπτονται υπό λεπτού µεταλλίνου πλέγµατος µη υποκειµένου εις
οξείδωσιν προς παρεµπόδισιν της εισόδου των κωνώπων.
2. Εις περίπτωσιν µεγάλων ανοικτών δεξαµενών ευρισκόµενων εις κήπους
εξοχικών οικοδοµών, επιβάλλεται η τήρησις των κατά της κωνοποκτονίας
ενδεδειγµένων µέτρων. πάντως η αρχή δικαιούται να αξιώση εν ανάγκη την
κάλυψιν αυτών και την εφαρµογήν της προηγουµένης παραγράφου.
3. Εις τας πόλεις τας κεκτηµένας δίκτυον διανοµής ποσίµου ύδατος, πρέπει εκάστη
οικοδοµή, προκειµένου δε περί κτιρίων χρησιµοποιούµενων δια κατοικίας έκαστος
όροφος, να έχη εγκατάστασιν υδρεύσεως δια διοχετεύσεως του ύδατος εκ του
υδραγωγείου και αποθήκην ύδατος επαρκούς χωρητικοτητος δια τας ανάγκας
πάντων των διαµερισµάτων.
Εν ανάγκη επιβάλλεται η µηχανική (δι΄ αντλίας) ανύψωσις του προς καθαριότητα
ύδατος µέχρις εκάστου ορόφου των ως άνω κτιρίων, είτε εκ φρεάτων ή και εκ
κεντρικών υδαταποθηκών εις άς συγκεντρουται το δι΄ ελευθέρας ροής
κυκλοφορούν ύδωρ της πόλεως.
Εν πάση περιπτώσει πάσα µονοκατοικία περιλαµβάνουσα πλειότερα των 6
δωµατίων και πάσα πολυκατοικία περιλαµβάνουσα πλειότερα των δύο
διαµερισµάτων και εν συνόλω υπέρ τα οκτώ δωµάτια πρέπει να εφοδιάζηται µε
κεντρικήν υδαταποθήκην τοποθετουµενην ούτως ώστε το ύδωρ να κυκλοφορή δια
φυσικής ροής εις όλα τα µαγειρεία, αποχωρητήρια, λουτρά και πλυντήρια της
οικοδοµής. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΧ.
ΕΙ∆ΙΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ∆ΙΑ ΤΑ ΖΩΑ.
¶ρθρον 65.
1. Εκτός του απαραιτήτου φωτισµού και αερισµού των διαµερισµάτων των ζώων
δια θυρών, θυρίδων και υαλοφράκτων φωταγωγών (εις τας ειδικώς ενδεδειγµένας
δι΄ εκάστην περίπτωσιν θέσεις) επιβάλλεται συνεχής αερισµός δι΄ ειδικών αγωγών
διατοµής τεσσάρων (4) τετρ. εκ. µ. Ανά 3 ζώα πρέπει ν΄αναλογή εις τοιούτος
αγωγός.
2. Οι τοίχοι και το δάπεδον των άνω διαµερισµάτων πρέπει να κατασκευάζονται
αδιαπέρατοι υπό της υγρασίας.
3. ΤΟ δάπεδον πρέπει να έχη τας αναλόγους κλίσεις και µικρούς οχετούς προς
συγκέντρωσιν και αποχέτευσιν των ούρων, κόπρων και ύδατος καθαρισµού µέχρι
του αγωγού του άγοντος εις τον βόθρον. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του
Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 66.
1. Τα προαύλια των άνω διαµερισµάτων (σταύλων) πρέπει να αποχωρίζονται των
λοιπών µερών της οικοδοµής δια περιφράξεως, να επιστρώνονται δια λίθων ή
πλακών και να πλύνονται συχνάκις. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-
8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Χ.
ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ κ.λπ.
¶ρθρον 69.
Τρόπος κατασκευής τοίχων.
1. ¶παντες οι εξωτερικοί και οι εσωτερικοί τοίχοι των οικοδοµών, ως και οι
µεσότοιχοι (εφ΄ ών εδράζονται στέγαι, πατώµατα) πρέπει να κατασκευάζονται
δι΄αφλέκτων υλικών, απαγορευµένης απολύτως της χρήσεως ξυλείας ή ετέρου
ευφλέκτου υλικού. Από τους κανόνος τούτου πλην του µεσοτοίχου, ως προς τον
οποίον ουδεµία επιτρέπεται εξαίρεσις, επιτρέπεται παρέκκλισις:
α. Εις εσωτερικά ελαφρά διαχωρίσµατα των µικρών, το πολύ διορόφων οικοδοµών
των πόλεων των µη περιλαµβανουσών πλείονας των δύο (2) µικρών κατοικιών
κατ΄ όροφον.
β. Εις µονώροφα µέχρις ύψους 4,00 µ. , προχείρου µορφής προσωρινά
παραπήγµατα ανεγειρόµενα εντός των οικοπέδων εφ΄ όσον µεταξύ τούτων και
των πλαγίων και οπισθίων πλευρών του εφ΄ ού ανεγείρονται οικοπέδου τηρείται
ελευθέρα απόστασις τουλάχιστον δύο και ήµισυ (2,50)µέτρων και από του
προσώπου δύο (2) µέτρων . Εις περίπτωσιν µεγαλυτέρου ύψους η άνω απόστασις
των δύο και ήµισυ (2,50) µ. πρέπει να αυξάνη εις τρία και ήµισυ (3,50).
γ. Εφ΄ όσον πρόκειται περί µικρών λυοµένων ή και παγίων ξυλίνων ή εκ ξυλίνου
σκελετού, το πολύ διορόφων οικοδοµών τηρούµενης µεταξύ τούτων και των
πλευρών του οικοπέδου ελευθέρας αποστάσεως τουλάχιστον τριών και ηµίσεος
(3,50) µέτρων.
δ. Εφ΄ όσον πρόκειται περί µικρών, το πού διωρόφων εξ ενός ισογείου και ενός
ανωγείου οικίσκων, έκαστος των οποίων περιλαµβάνει το πολύ δύο (2) µικράς
κατοικίας, από µπαγδατί και έτερα παρεµφερή µικτά (εξ ευφλέκτων και αφλέκτων
υλικών) συστήµατα, εις κώµας και πόλεις έχουσας από πέντε χιλιάδας και κάτω
πληθυσµόν.
ε. Εις τας ελαφράς διακοσµητικάς προεξοχάς των περί ών η προηγουµένη
α΄περίπτωσις οικοδοµών.
στ. Εις το εσωτερικον των εν γένει οικοδοµών δια σκοπούς διακοσµητικούς ή
άλλους, εφ΄ όσον το εύφλεκτον υλικόν ουδόλως αποτελεί στοιχείον του στατικού
οργανισµού του κτιρίου, περιορίζεται δε εις απλάς επενδύσει αφλέκτου υλικού.
2. Εις τας µικράς µονορόφους οικοδοµάς των κωµών επιτρέπεται εν τη µεσοτοιχία
χρησιµοποίησις ωµοπλινθοδοµής. Εις την περίπτωσιν ταύτην περιλαµβάνονται και
αι οικοδοµαί υπέρ το ισόγειον των οποίων κατασκευάζεται ηµιόροφος δι΄
αποθήκην ή και αντιστρόφως τούτου κατασκευαζόµενου ισογείως υπέρκειται
αυτού ο κυρίως όροφος εφ΄ όσον το ολικον ύψος των τοιούτων κτιρίων δεν
υπερβαίνει τα 6 µέτρα. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-
1955).
Επικάλυψις στεγών.
¶ρθρον 70.
Η επικάλυψις των στεγών παντός κτιρίου επιβάλλεται να εκτελήται κατά κανόνα εξ
υλικού αυτό καθ΄ εαυτό αφλέκτου, ουδέν δε σηµείο της στέγης εκ ξυλείας ή
ετέρου ευφλέκτου υλικού πρέπει ν΄ αφίεται ακάλυπτον υπό της επικαλύψεως
ταύτης.
2. Επικάλυψις δι΄υλικού µη αφλέκτου µεν αλλά και µη µεταδίδοντος ευχερώς το
πυρ επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεσιν µόνον οσάκις πρόκειται περί προσωρινής
στεγάσεως µικρών µονορόφων µεµονωµένων οικίσκων απεχόντων αλλήλων
τουλάχιστον κατά 7 µ. Αι εκ ξύλων, αχύρων , καλάµων ή οιονδήποτε άλλων
ευφλέκτων υλών µόνιµοι επικαλύψεις στεγών απαγορεύονται. - (Καταργήθηκε από
το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 71.
1. Αι εντετοιχισµέναι καπνοδόχοι πρέπει να περιβάλλονται κατά την φοράν του
πάχους του τοίχου υπό κατασκευής αφλέκτου πάχους τουλάχιστον είκοσιν
εκατοστών του µέτρου (0,20) ή ηµισείας πλίνθου, εφ΄ όσον ο τοίχος
κατασκευάζεται εξ οπτοπλίνθων.
2. Όπου επί εσωτερικών διαχωρισµάτων, κατασκευαζόµενων εκ µη αφλέκτου
υλικού, ευρίσκονται καπνοδόχοι, πρέπει αύται να περιβάλλονται επί πάχους
πεντήκοντα εκατοστών (0,50µ.) τουλάχιστον, και καθ΄ άπαν το ύψος αυτών δια
τοιχοποιίας εξ αφλέκτων υλών.
3. Απασαι αι καπνοδόχοι δέον να εξέχωσι του υψίστου σηµείου της στέγης ή του
δώµατος κατά ογδοήκοντα εκατοστά (0,80µ.) τουλαχιστον.
4. Εις τους τοίχους, δι΄ ών διέρχονται καπνοδόχοι απαγορεύεται η εντοίχισις
ξυλίνων ή σιδηρών δοκών εις απόστασιν ελάσσονα των είκοσιν εκατοστών (0,20)
από των εξωτερικών παρειών της καπνοδόχου.
5. Πας καπναγωγός σωλήν πρέπει να έχη την ανάλογον επιφάνειαν διατοµής.
6. Οι καπναγωγοί σωλήνες, οι εξυπηρετούντες πάσης φύσεως εστίας, πρέπει να µη
επικοινωνώσι µεταξύ των και να µη επιτρέπωσι διέξοδον καπνού ή αερίων δια των
τοιχωµάτων και συναρµογών αυτών.
7. Αι καπνοδόχοι των µαγειρείων και εν γένει των διαµερισµάτων, όπου γίνεται
χρήσις πυρός, πρέπει να εφοδιάζονται δια του συνήθους καλύµµατος. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 73.
1. Ο µεσότοιχος, ο χωρίζων δύο συνεχοµένας οικοδοµάς, οφείλει καθ΄ όλον το
µήκος αυτού να υπερέχη της µετά της επικαλύψεως της υψηλοτέρας των στεγών
των συνεχοµενων οικοδοµών συναντήσεώς του κατά εβδοµήκοντα εκατοστά του
µέτρου )0,70) τουλάχιστον.
Ανοίγµατα επί µεσοτοίχων και στήριξις επ΄ αυτών στοιχείων της οικοδοµής. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 74.
1. Επί των µεσοτοίχων απαγορεύεται η κατασκευή οιοδνήποτε ανοιγµάτων
(υγρών, παραθύρων) , καπνοδόχων, οιονδήποτε ετέρων διακένων 9ντουλαπίων
κ.τ.λ.) ως επίσης και εντοιχίσεις οιονδήποτε στοιχείων της οικοδοµής (στεγών,
πατωµάτων κ.λπ.) πέραν των εν άρθρω 75 και εν άρθρω 121 παρ. 2
προβλεποµένων.
2. Εξαιρετικώς επιτρέπεται η κατασκευή ανοιγµάτων επί του µεσοτοίχου κατά τας
περιπτώσεις των άρθρων 30 και 38 εφαρµοζοµένων των σχετικών αυτών
διατάξεων περί δουλείας. ∆ύνανται όµως και εκτός των περιπτώσεων τούτων να
επιτραπώσιν ανοίγµατα κατ΄ εφαρµογήν των διατάξεων του άρθρου 121, παρ. 1. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Κλίµακες.
¶ρθρον 76.
1. Αι κλίµακες των χώρων, ών το δάπεδον υπέρκειται υπέρ των 1,50 µ. του πέριξ
εδάφους και οι οποίοι χρησιµεύουσι δια διαρκή παραµονήν ανθρώπων, δεν πρέπει
να υφίστανται των 30 µ. οιουδήποτε των εν λόγω χώρων σηµείου.
2. Αι κλίµακες οικοδοµών, συγκείµενων εκ πλειόνων των 2 ορόφων , και αι
κλίµακες των υπογείων επιβάλλεται ν΄ αποτελώνται εξ αφλέκτου υλικού.
3. Ο άνω όρος ισχύει απαραιτήτως και δια τα κλιµακοστάσια της κατά το άρθρον
69, παρ. 1 υπό στοιχείον α΄ παρεκκλίσεως, αποκλειόµενης ως προς ταύτα, των
οποίων οι τοίχοι πρέπει να κατασκευάζονται εξ αφλέκτου υλικού καθ΄ άπαν το
πάχος των µέχρι θεµελίων.
4. Το ελεύθερον ελάχιστον πλάτος των κλιµάκων ορίζεται εις ενενήκοντα (0,90µ.)
εφ΄ όσον πρόκειται περί διωρόφων οικοδοµων.∆ι΄ οικοδοµάς, περιλαµβάνουσας
πλείονας ορόφους, το ελάχιστον τούτο πλάτος ορίζεται εις 1.20 µ. ∆ια τας µικράς
οικοδοµάς, τας µνηµονευοµένας εν άρθρω 69, παρ. 1 υπό στοιχ. α, γ και δ και παρ
2 επιτρέπεται περιορισµός του άνω πλάτους εις 0,70 µ. Εις χώρους
συγκεντρώσεως του κοινού, ασχέτως προς τον αριθµόν των ορόφων και τον
απαραίτητον αριθµόν των κλιµάκων, δι΄ εκάστην τούτων το άνω πλάτος δεν
πρέπει να κατέρχηται των 1,40µ. και αποκλείονται σφηνοειδείς βαθµίδες.
5. Πλην των απαραιτήτων κλιµάκων εκάστης οικοδοµής, ών το πλάτος εις εκάστην
περίπτωσιν κανονίζεται ως άνω, αι τυχόν κατασκευαζόµεναι επιπροσθέτως
κλίµακες εσωτερικής υπηρεσίας δύνανται να παρεκκλίνωσι των ανωτέρω
διατάξεων. Πάντως ως ελάχιστον όριον πλάτους αυτών ορίζονται τα εξήκοντα
εκατοστά (0,60 µ.).
6. Αι κλίµακες πρέπει να εφοδιάζονται δια χειρολισθείρων τουλάχιστον κατά µίαν
αυτών πλευράν, εκτός εάν πρόκειται περί κλιµάκων µη αποτελουµένων εκ
πλειόνων των 3 βαθµίδων ή και πλειόνων µεγάλου πλάτους (υπέρ το 1,40 µ.) και
το πού επί ύψους 1,50 µέτρων (συνήθεις κλίµακες εισόδων ή µνηµειακαί κλίµακες
εισόδων εντός προαυλίων κ.τ.λ.)
7. ΤΟ ύψος των βαθµίδων εις όλας εν γένει τας κλίµακας δεν επιτρέπεται να
υπερβαίνη τα 19 εκατ. µ. , το δε µέσον πλάτος αυτών να είναι έλασσον των 28 εκ.
µ. Εις περίπτωσιν κλιµάκων ελικωτών το πλάτος της βαθµόδιος προς το
εσωτερικον άκρον δεν επιτρέπεται να είναι έλασσον των 8 εκατ. του µέτρου. µικρά
παρέκκλισιν από των ανωτέρω µεγεθών επιτρέπεται µόνον ως προς τας κατά την
ανωτέρω παράγραφον 5 κλίµακας υπηρεσίας. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81
του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 77.
1. Ο µεταξύ του τέλους της κλίµακος και της εξόδου από της οικοδοµής
εσωτερικός διάδροµος πρέπει να έχη ελεύθερον πλάτος τουλάχιστον ίσον προς το
της κλίµακος, οποία εις τούτον άγει, πάντως δε ουχί έλαττον του ενός και ηµίσεος
µέτρου και να δέχηται επαρκή απ΄ ευθείας φωτισµόν. Το αυτό πλάτος πρέπει να
έχωσι και οι τυχόν παρεµβαλλόµενοι µεταξύ διαφόρων τµηµάτων της κλίµακος
διάδροµοι. Ως προς τα περιτοιχίσµατα των διαδρόµων τούτων ισχύουσιν τα εν
άρθρω 74 παρ. 3 δια τα κλιµακοστάσια οριζόµενα. Εσωτερικοί διάδροµοι, άγοντες
εις τας κατά το άρθρον 76 παρ. 5 κλίµακας υπηρεσίας δύνανται να έχωσι και
ολιγώτερον πλάτος, πάντως ουχί κάτω του ενός µέτρου. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 78.
1. Ο δια την συγκοινωνίαν των εσωτερικών (δευτερευουσών ) οικοδοµών 9άρθρ.
37) µετά των οικοχρήστων χώρων διάδροµος (άρθρ. 37, παρ. 8) πρέπει καθ΄ όλα
τα περιτοιχίσµατα αυτού να κατασκευάζηται εξ αφλέκτων υλικών. Ο ως άνω
διάδροµος επιβάλλεται και αν ακόµη πρόκειται περί εσωτερικών διαµερισµάτων της
κυρίας οικοδοµής κειµένων εις το εσωτερικον αυτής µέρος, εφ΄ όσον ταύτα εισίν
ανεξάρτητα του λοιπού κτιρίου ως προς την χρησιµοποίησιν (οίον αποτελουσιν
ιδιαιτέραν κατοικίαν) και δεν ευρίσκονται εις άµεσον και ευχερή επικοινωνίαν µετά
των κυριωτέρων διαδρόµων και κλιµάκων διεξόδου της οικοδοµής προς τους
κοινοχρήστους χώρους. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-
1955).
Πατώµατα.
¶ρθρον 79.
1. Τα πατώµατα των υπέρ τα υπόγεια διαµερισµάτων επιβάλλεται να
κατασκευάζονται εξ αφλέκτων υλικών. Του κανόνος τούτου επιτρέπεται εξαίρεσιν
ως προς τα υπόγεια τα χρησιµοποιούµενα µόνον ως παραρτήµατα των κατοικιών
δι΄ αποθήκευσιν τροφίµων, αχρήστων αντικειµένων κ.τ.τ. εις οικοδοµάς ών ο
αριθµός των ορόφων δεν υπερβαίνει γενικώς τους 3 και αι ανεξάρτητοι κατά
όροφον κατοικίαι τας 2. Πάντως το υπέρ το υπόγειον πάτωµα του κλιµακοστασίου
πρέπει ν΄ αποτελήται εξ αφλέκτου υλικού.
2. Τα πατώµατα των διαµερισµάτων των χρησιµοποιούµενων ως καταστηµάτων και
εργαστηρίων και υπερκειµένων ετέρων διαµερισµάτων της οικοδοµής και τα
πατώµατα των αµέσως υπέρ τα καταστήµατα και εργαστήρια διαµερισµάτων
επιβάλλεται α κατασκευάζονται εξ αφλέκτων υλικών. Εάν τα καταστήµατα ή
εργαστήρια δεν χρησιµοποιούσιν εύφλεκτα υλικά (π.χ. εάν δεν πρόκειται περί
ξυλουργείων, χαρτοπωλείων, υφασµατοπωλείων εν γένει, χρωµατοπωλείων,
παντοπωλείων κ.λ.π.) και η χρήσις του πυρός είναι εντετοπισµένη εις
περιορισµένους χώρους (π.χ. καφενεία , ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια) τότε
επιβάλλεται η αποµόνωσις των επικινδύνων τούτων χώρων δια περιβάλλοντος
(πατωµάτων στεγών τοιχωµάτων µετά των εξαρτηµάτων των) εξ αφλέκτου και
δυσθερµαγωγου υλικού.
3. Τα πατώµατα των εντός του χώρου της στέγης ορόφων πρέπει να
κατασκευάζονται καθ΄ ολοκληρίαν εξ αφλέκτων υλικών.
4. Εν πάση περιπτώσει τα πατώµατα οικοδοµών αποτελουµένων εκ πλειοτέρων
των τριών ορόφων πρέπει να κατασκευάζονται εξ αφλέκτων υλικών. Το αυτό
επιβάλλεται και δια τας τριωρόφους οικοδοµάς, εφ΄ όσον έκαστος όροφος
αποτελείται εκ πλειοτέρων των 3 ανεξαρτήτων κατοικιών, εκάστης
διαλαµβανούσης περισσότερα των 4 χρησιµοποιήσιµων διαµερισµάτων (δωµατίων)
ασχέτως προς διαδρόµους, µαγειρεία, λουτρά, αποθήκας και λοιπούς βοηθητικούς
χώρους, ή και άνευ διακρίσεως εις ανεξαρτήτους κατοικίας εκ πλειοτέρων των 12
τοιουτων χρησιµοποιήσιµων διαµερισµάτων (π.χ. ξενοδοχεία ύπνου). Το αυτό
ισχύει και δια τας διωρόφους ακόµη οικοδοµάς, εφ΄ όσον ο δεύτερον όροφος
περιλαµβάνει πλέον των 30 διαµερισµάτων νοούµενων ως άνω (άνευ των
βοηθητικών) και κέκτηται µοναδικην κλίµακα διεξόδου και µοναχικην έξοδον προς
κοινόχρηστον χώρον.
5. Εν πάση περιπτώσει τα διαµερίσµατα εις ά γίνεται συχνή χρησις συνήθους
πυρός (π.χ. µαγειρεία κατοικιών και καταστηµάτων) πρέπει να περιορίζονται υπό
τοίχων αφλέκτων και τα δάπεδα αυτών να επιστρώνονται δι΄ αφλέκτου υλικού.
6. Εις τα κοινά (µετά ξυλίνων δοκών)πατώµατα απαγορεύεται η χρήσις ευφλέκτων
υλικών προς πληρωσιν διακένων δια την κατασκευήν ψευδοπατώµατος). -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙ΄
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟ∆ΟΜΩΝ ΑΠΌ ΑΠΟΨΕΩΣ ΣΤΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ∆ΟΜΙΚΗΣ
Θεµελιώδης κανών.
¶ρθρον 82.
1. Παν οικοδόµηµα επιβάλλεται να πληροί ως προς τας διαστάσεις των καθ΄
έκαστον στοιχείων του, ως προς την σύνθεσιν και σύνδεσιν τούτων και ως προς
την επί του εδάφους έδρασίν του τους υπό της επιστήµης εκάστοτε
καθοριζόµενους κανόνας δια την ασφάλειαν του, λαµβανόµενης υπ΄όψιν της
επιρροής του ιδίου βάρους, των αναλόγως του σκοπού του προσθέτων φορτίων
και των ατµοσφαιρικών εν γένει επιδράσεων (ανέµου , χιόνος κτ.τ.).Εις
σεισµοπαθείς περιοχάς πρέπει να λαβάνηται υπ΄όψιν και η εκ του σεισµού
πρόσθετος επιφόρτισις. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-
1955).
Θεµελιώσεις.
¶ρθρον 83.
1. Κατά την θεµελίωσιν πρέπει να ερευνάται η φύσις, η µορφή και η διεύθυνσις
των στρωµάτων του υπεδάφους ως επίσης και η περιοχή εφ΄ ής εκτείνεται το
υλικόν της αυτής φύσεως. Το τελευταίον τούτο πρέπει ιδιαιτέρως να εξατάζηται
όταν το υπέδαφος είναι βραχώδες προς αποφυγήν εξαπατήσεως ως προς τους
εφαρµοστέους όρους της θεµελιώσεως εκ της τυχόν παρουσίας µεµονωµένων
µικρών βραχωδών όγκων. Προκειµένου περί µεγάλων οικοδοµηµάτων, επιβάλλεται
προ πάσης ενάρξεως της θεµελιώσεως το µεν γεωλογικήν αναγνώρισιν του
υπεδάφους εις βάθος κάτω των 2,50 µ., το δε πειραµατικός έλεγχος της αντοχής
αυτού.
2. Ιδιαιτέρα εφιστάται προσοχή εις την περίπτωσιν θεµελιώσεως επί εδάφους
µεταβλητού την φύσιν κ.λπ. κατά τα διάφορα σηµεία της εδράσεως του έργου από
απόψεως οµοιοµόρφου καθιζήσεως αυτού.
3. Το βάθος θεµελιώσεως των τοίχων του κτιρίου, οίτινες άπτονται κοινοχρήστων
χώρων από της στάθµης του πεζοδροµίου ασχέτως προς τους όρους ούς επιβάλλει
η στατικη άποψις, δεν πρέπει να είναι µικρότερον των 2,50 µ. Μικροτερον βάθος
επιτρέπεται µόνον εφ΄ όσον πρόκειται περί µικρών (το πολύ διωρόφων)
οικοδοµών ανεγειροµένων εις τας κώµας όπου δεν υφίσταται περίπτωσις σοβαρών
εκσκαφών εις τους κοινοχρήστους χώρους δι΄ υπογείους εγκαταστάσεις, ή εάν ο
∆ήµος παράσχη την προς τούτο άδειαν. Συνάντησις σκληρού µη υποκειµένου εις
αποσάθρωσιν βράχου συνεπάγεται την ανάλογον µείωσιν του άνω ορίου κατά την
κρίσιν της υπηρεσίας. Εφ΄ όσον έχουσιν ορισθή τα υψόµετρα του οδικού δικτύου,
πρέπει να λαµβάνονται ταύτα ως βάσις δια τον καθορισµόν της στάθµης του
πεζοδροµίου.
4. Εις περίπτωσιν εκσκαφών δι΄ υπογείους εγκαταστάσεις εφ΄όσον εκ τούτων
διατρέχει κίνδυνον η ασφάλεια των κτιρίων ο επισπεύδων την εκτέλεσιν των
έργων υποχρεούται εις την λήψιν παντός εξασφαλιστικού των οικοδοµών µέτρου
και εις την πλήρη επανόρθωσιν οιασδήποτε εν αυτοίς εκ των εκσκαφών ζηµίας.
Εάν πρόκειται περί οικοδοµών θεµελιωθεισών παρά τας διατάξεις της
προηγουµένης παραγράφου µετά την ισχύν του παρόντος, εφ΄ όσον ο ιδιοκτήτης
αυτοβούλως έπραξε τούτο, υποχρεούται εις την πληρωµήν των δαπανών δια τα
µέτρα εξασφαλίσεως και εις την επανόρθωσιν των τυχόν γενόµενων ζηµιών. Εάν η
τοιαύτη θεµελίωσις εγένετο κατόπιν της αδείας του ∆ήµου, τότε ούτος βαρύνεται
µε τας άνω υποχρεώσεις. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-
1955).
Πάσχη τοίχων.
¶ρθρον 84.
1. Οι εξωτερικοί τοίχοι του κτιρίου ήτοι οι απτόµενοι κοινοχρήστων χώρων ή
εσωτερικών αυλών και εν γένει ερχόµενοι εις άµεσον επαφήν µε τον
ατµοσφαιρικόν αέρα ως επίσης και οι εξωτερικοί τοίχοι οι αποτελούντες στοιχεία
του φέροντος οργανισµού (υποβαστάζοντες πχ. πατώµατα) πρέπει να είναι αρίστης
ποιότητος, τα δε συνήθη αυτών πάχη ορίζονται ως εξής :
Α΄. Τοιχοποιίας εξ αργών λίθων:
α΄. Τοίχοι θεµελίων 0,75 µ.
β΄. Τοίχοι υπογείου 0,70 µ.
γ΄. Τοίχοι ισογείου 0,60 µ.
δ΄. Τοίχοι υπερκειµένων ορόφων 0,50 µ.
Β΄. Τοιχοποιίας εξ οπτοπλίνθων ή παρεµφερών τεχνητών λίθων :
α΄. Τοίχοι θεµελ. πάχος τριών πλίνθων 0,77µ. περίπου.
β. Τοίχοι υπογείου παχ. 2 ½ πλίνθων 0,64 µ. περίπου
γ΄. Τοίχοι ισογείου και του υπέρ τούτο ορόφου πάχους δύο πλίνθων 0,51 µ.
περίπου.
δ΄. Τοίχοι υπερκειµένων ορόφων πάχος µίας και ηµισείας πλίνθου 0,κ38 µ.
περίπου.
Ως µέτρον δια την µέτρησιν των πλίνθων λαµβάνεται κατά µέσον όρον πλίνθος
κανονικών διαστάσεων ήτοι 25Χ12Χ26,5 εκατοστά του µέτρου.
2. Τα άνω πάχη δύνανται να µειώνται εφ΄ όσον επιτρέπει τούτο η στατική και ο
τρόπος κατασκευής, ήτοι η αντοχή των αποτελούντων την τοιχοποιίαν λίθων και
πλίνθων, προς δε η αντοχή και το πάχος (δια τας οπτοπλινθοδοµάς) του
συνδετικού κονιάµατος.
Χρησιµοποίησις τοιχοποιίας εξ αργών λίθων δεν επιτρέπει µείωσιν του πάχους
κάτω των 0,50 µ. εις πάσαν περίπτωσιν.
3. Επιτρέπεται κατά παρέκκλισιν των ανωτέρω ορίων χρησιµοποιήσις λεπτών
τοιχωµάτων εξ ειδικών σκευασιών εφ΄όσον υπαρχουσιν έγκυροι βεβαιώσεις περί
της στερότητος του αφλέκτου και του αµεταβλήτου αυτών υπό των
ατµοσφαιρικών επιδράσεων.
4. Οι περί ών ο λόγος τοίχοι πρέπει να κατασκευάζονται εξ υλικών αρίστης
ποιότητος, η δε σύνδεσις των λίθων κ.π. πρέπει να γίνεται δι΄ υδραυλικού
κονιάµατος ή εξ ασβέστου και καθαράς άµµου, απαγορευµένης της
χρησιµοποιήσεως αντί της τελευταίας αργιλωδών, και οιονδήποτε ετέρων γαιωδών
ουσιών.
Εις τας οικοδοµάς περί ών το άρθρον 69 παραγρ. 2 επιτρέπεται χρήσις τοίχων εκ
οµοπλίνθων πάχους τουλάχιστον 0,60 µ. ως επίσης και παρέκκλισις από των άνω
διατάξεων ως προς το κονίαµα και την ποιότητα της άµµου. - (Καταργήθηκε από
το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Κανόνες δοµήσεως.
¶ρθρον 85.
1. Οι µεσότοιχοι, οι λοιποί περιβάλλοντες το κτίριον τοίχοι, οι ενδιάµεσοι τοίχοι
φορείς πατωµάτων και εν γένει τα κατακόρυφα φέροντα µέρη της οικοδοµής
πρέπει να δοµώνται ταυτοχρόνως και υψώνται οµοιοµόρφως (κατά οριζοντίας
στρώσεις) καλώς συνδεδεµένα προς άλληλα. Οι φέροντες τοίχοι κατά τον συνήθη,
δι΄ αργών λίθων, τρόπον δοµήσεως, κατά τας µεταξύ των συνδέσις ως και περί τα
αφιέµενα εις αυτούς ανοίγµατα (θύραι, θυρίδες) πρέπει να φέρωσιν επαρκή
αριθµόν ηµιξέστων λίθων (γωνιολίθων) συνδεδεµένων µεταξύ των και µετά της
λοιπής τοιχοποιίας καθ΄ όλον το πάχος των τοίχων. Ειδικώς εις τους µεσοτοίχους
πρέπει ν΄ αντιστοιχή κατά τετρ. µέτρον επιφανείας είς τουλάχιστον τοιούτος λίθος
διήκων καθ΄ άπαν το πάχος του µεσοτοίχου.
2. Εφίσταται η προσοχή εις τοίχους του φέροντος ή µη οργανισµού µεγάλου
ύψους και µεγάλου µήκους άνευ εγκαρσίων ενδιαµέσων συνδέσεων µετά των
λοιπών µερών του κτιρίου. Η ευστάθεια τούτων πρέπει να εξασφαλίζηται δια του
αναλόγου πάχους των και δι΄ ενδιαµέσων αντηρρίδων προσηρµοσµένων
αρχιτεκτονικώς εις το όλον κτίριον.
3. ∆οκοί πατωµάτων, υπερθύρων κ.λπ. δε πρέπει να εδράζονται κατά τα άκρα των
επί των κατακόρυφων φερόντων µερών ολιγώτερον των 0,20 µ. πάντως δε επί
µήκους ελάσσονος του ύψους της δοκού, εκτός εάν τα κατακόρυφα µέρη
αποτελουσι µετά των δοκών ενιαίον οµοιογενή σκελετόν, οπότε τα τους είδους της
εδράσεως, ρυθµίζει ο στατικός υπολογισµός.
4. Εις τας πρωτεύουσας οδούς των πόλεων, η θεµελίωσις και η διάταξις του
κτιρίου επιβάλλεται να ρυθµίζηται βάσει προβλέψεως ανεγέρσεως τουλάχιστον
τριώροφου οικοδοµής. Εις τας αυτάς οδούς των πρωτευουσών των νοµών, η ως
άνω θεµελίωσις και διάταξις πρέπει να ρυθµίζηται βάσει του µεγίστου
επιτρεποµένου ύψους κτιρίου, εφ΄ όσον επιτρέπουσι τούτο αι διαστάσεις του
οικοπέδου. Του κανόνος τούτου δύνανται να εξαιρώνται τα κατά το άρθρον 136
κτίρια. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙΙ.
¶ρθρον 90.
1. Εν περιπτώσει κλίσεως της οδού, αι επί ταύτης όψεις των κτιρίων διαιρούνται εις
τµήµατα µεγίστου µήκους τριάκοντα (30) µ. εφ΄ όσον το ολικον µήκος της όψεως
υπερβαίνει το ποσόν τούτο λαµβανεται δε το ύψος εκάστου τµήµατος ιδιαιτέρως
υπ΄όψιν µετρούµενον εις το µέσον αυτού ως ορίζεται εν τοις ανωτέρω.
2. Οικοδοµή κειµένη επί της διασταυρώσεως δύο οδών διαφόρου πλάτους ή και
ύψους επιτρέπεται να έχη σταθερόν ύψος εις αµφοτέρας τας όψεις τον µέσον όρον
των κατά τα ανωτέρω οριζοµένων µεγίστων υψών επί εκάστης των δύο οδών.
Επίσης επιτρέπεται να έχη και επί της στενωτέρας οδού το ύψος το αντιστοιχούν
εις την πλατυτέραν επί µήκους προσώπου από της γωνίας ίσου προς τας 3/2 του
πλάτους της στενωτέρας οδού.
3. Οικοδοµή έχουσα όψεις επί δύο οδών διαφόρου πλάτους ή και ύψους αλλά µη
κειµένη επί της τυχόν διασταυρώσεως αυτών επιτρέπεται να έχη εις εκάστην όψιν
το αντιστοιχούν εις το πλάτος της οδού εφ΄ ής αύτη κείται ύψος εκτός αν η
αποστάσις των δύο όψεων µετρούµενη εν οριζοντία προβολή µεταξύ των σηµείων
εις ά κατά τα ανωτέρω µετρείται το ύψος του κτιρίου, είναι µικροτέρα των 15
µέτρων , οπότε το ύψος εις την επί της στενωτέρας οδού όψιν επιτρέπεται να
φθάση το της επί της πλατυτέρας οδού όψεως.
4. Οικοδοµή εκτισµένη επί ολοκλήρου οικοδοµικού τετραγώνου, επιτρέπεται να
έχη σταθερόν ύψος εις απάσας τας όψεις τον µέσον όρον των επιτρεποµένων
µεγίστων υψών επί εκάστης των οδών, ή ίδιον ύψος εις εκάστην όψιν
κανονιζόµενον επί τη βάσει των προηγουµένων παραγράφων.
5. Εις περίπτωσιν γωνιαίας οικοδοµής µε αποτετµηµένην την γωνίαν δίκην τρίτης
πλευράς η τελευταία δεν λαµβάνεται υπ΄ όψιν ως προς τον καθορισµόν του
µεγίστου ύψους της οικοδοµής δια τον οποίον µόνον αι λοιπαί 2
πραγµατικαί πλευραί πρέπει να λαµβάνονται υπ΄ όψιν.
6. Εάν η πρόοψις της οικοδοµής κείται έναντι οδού συµβαλλούσης εις την εφ΄ ής
η πρόοψις και µη επεκτεινόµενης πέραν της δευτέρας (περίπτωσις διασταυρώσεως
κατά σχήµα Τ) το εις την πρόοψιν ύψος της οικοδοµής κανονίζεται βάσει του
πλάτους της δευτέρας οδού, εκτός εάν η πρώτη έχη πλάτος από είκοσι (20) µ. και
άνω, οπότε δια τον καθορισµόν του ύψους λαµβάνεται υπ΄ όψιν η κατά µήκος
αυτής ελευθέρα έκτασις, ως ει µη οικοδοµή έκειτο επί πλατείας.
7. Εις περίπτωσιν τηρήσεως µεταξύ των έναντι κτιρίων αποστάσεως µεγαλύτερας
του πλάτους των εφ΄ ών κείνται ταύτα οδών ως εκ της διασταυρώσεως των
τελευταίων (π.χ. µικραί πλατείαι εις τας διασταυρώσεις των οδών) η µεγαλυτέρα
αύτη απόστασις δύναται να λαµβάνηται υπ΄ όψιν δια τον καθορισµόν του ύψους,
µόνον εις τα προόψεις ή τα τµήµατα αυτών εις ά υφίσταται εν συνεχεία
µετρούµενη επί καθέτου εις την υπό εξέτασιν πρόοψιν. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 91.
Όρια κλίσεως της στέγης, αρχιτεκτονικαί προεξοχαί καθ΄ ύψος.
1. Η κλίσις της εξωτερικής επιφανείας της στέγασης προς τον ορίζοντα δεν
επιτρέπεται να υπερβαίνη τας 40 µοίρας.
2. Επιτρέπεται όπισθεν της όψεως (εσωτερικής ή εξωτερικής) και υπέρ το µέγιστον
επιτρεπόµενον ύψος αυτής, η ανέγερσις µεµονωµένων αρχιτεκτονικών προεξοχών,
ήτοι αετωµάτων πυργίσκων, ανοιγµάτων στέγης κτ.λ. εφ΄ όσον αύται ευρίσκονται
κάτωθι του επιπέδου του αγοµένου υπό γωνίαν πεντήκοντα µοιρών προς τον
ορίζοντα επί του σηµείου εις ό η εις το µέσον της όψεως κατακόρυφος συναντά
την ανωτάτην επιτρεποµενην γραµµήν της κορωνίδος ή του αττικού.
3. Εν περιπτώσει διαµορφώσεως του δώµατος εις κήπον, επιτρέπεται η παρά τη
όψει υπέρ την ανωτάτην γραµµήν της κορωνίδος ή του αττικού κατασκευή των
προς υποστήριξιν των φυτειών αναγκαιουντων στηριγµάτων.
4. Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν το ύψος αρχιτεκτονικών προεξοχών ή ορόφων
συνυπολογίζεται εις το όλον ύψος των κτιρίων.
5. Εάν η οικοδοµή δεν συνεχισθή εν τη προόψει µέχρι του επιτρεποµένου ορίου
ύψους, δύναται να επιτραπή κλίσις στέγης µέχρι 60 µοιρών και διάταξις
αλλεπαλλήλων ορόφων υπό ταύτην υπό τον όρον όπως ολόκληρος η στέγη αύτη
περιορίζηται εντός του κατά την ανωτέρω παραγρ. 2 ορικου επιπέδου και µόνον
µέχρι του οριζοντίου επιπέδου του αγοµένου εκ του σηµείου εξ ου κατά την ιδίαν
παραγρ. 2 άγεται και το ορικον επίπεδον, αφού η στέγη υπάγεται ως προς την
κλίσιν εις τας διατάξεις της 1ης παραγράφου και υπό την οποίας µόνον ενός
ορόφου η εγκατάστασις είναι επιτετραµµένη, εφ΄ όσον συντρέχει η περίπτωσις του
άρθρου 38 παραγρ. 3. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 92.
Υψος εις το εσωτερικον των οικοδοµών.
1. Το κατά τα ανωτέρω οριζόµενον βάσει του πλατους των οδών κτλ. µέγιστον
ύψος κτιρίου ισχύει εις εκάστην περίπτωσιν και ως προς τας εσωτερικά όψεις της
κυρίας οικοδοµής ως µέγιστον όριον και συνεπάγεται την υποχρέωσιν της µη
υπερβάσεως και δι΄ άπαν το εσωτερικον της οικοδοµής του αριθµου των ορόφων
όστις κανονίζεται επί τη βάσει του επιτρεποµένου ορίου ύψους αυτών και του ως
άνω οριζοµένου µεγίστου ύψους εις τας προόψεις εκτός εάν πρόκειται περί της
ειδικής περιπτώσεως της προβλεποµένης εν άρθρω 88 παραγρ. 4.
2. Το ύψος των εις το εσωτερικον των οικοπέδων ανεγειροµένων αυτοτελών
κτιρίων (άρθρ. 37) ρυθµίζεται πάντοτε εν συνδυασµώ προς τας σχετικας περί
αυτών διατάξεις. Κατά τα λοιπά εφαµρόζονται αναλόγως αι ανωτέρω διατάξεις του
µεγίστου αριθµού ορόφων εν αυτοίς κανονιζοµενου βάσει του ύψος τούτου ως η
προηγουµενη παράγραφος ορίζει.
3. Εις περίπτωσιν διαφόρων υψών εις τας προόψεις του αυτού κτιρίου (αρθρ. 90
κτλ.) το µεγαλύτερον ύψος συνεχίζεται και εις το εσωτερικον µέρος της
οικοδοµικής επί τµήµατος βάθους από της οδού ως προς την οποίαν ωρίσθη τούτο
ίσου προς τα 3/2 του πλάτους της ετέρας (στενωτέρας) οδού.
Εάν πρόκειται περί της περιπτώσεως του άρθρου 90 παραγρ. 3 το µικρότερον
ύψος συνεχίζεται εις το εσωτερικον του κτιρίου τουλάχιστον µέχρι βάθους 15µ.
από της εφ΄ ής εκανονίσθη προόψεως κατά το λοιπόν δε βάθος µέχρι της ετέρας
προόψεως δύναται να εφαρµοσθή το µεγαλύτερον ύψος.
4. Εις οικοδοµάς του µη συνεχούς συστήµατος ή ελευθέρας πανταχόθεν,
ανεγειροµενας επί λίαν ανωµάλου εδάφους (περιπτώσει εξοχικών κτιρίων) δύναται
να εφαρµοζηται ενιαίον καθ΄ όλα τα σηµεία των ύψος προς τον µέσον όρον των
µεγίστων υψών των αντιστοιχούντων εις εκάστην όψιν. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 93.
Υψη ορόφων.
1. Τα ελάχιστα επιτρεπόµενα ύψη ορόφων των διαµερισµάτων των οικοδοµών ,
ορίζονται ως ακολούθως.
Υπογείου.................................... 2,40µ.
Ισογείου ....................................3,50 µ.
Ισογείου προς χρησιν καταστήµατος ..........4,80 µ.
∆ευτέρου ορόφου .............................3,00 µ.
Τρίτου ορόφου ...............................3,00 µ.
Τετάρτου ορόφου .............................2,80 µ.
Πέµπτου ορόφου και άνω ......................2,60 µ.
Εις τα υπόγεια συγκαταλέγονται ως προς το ύψος µικροί διάδροµοι,
αποχωρητήρια, µικραί αποθήκαι και λουτρά.
Ο δεύτερος όροφος εις τας εµπορικά τµήµατα των πόλεων, εφ΄ όσον
χρησιµοποιείτο ως παράρτηµα του κάτωθι καταστήµατος (µεσοπάτωµα), χωρίς να
διανυκτερεύωσιν εν αυτώ άνθρωποι, δύναται να έχη το ύψος του υπογείου.
Όταν το ως άνω µεσοπάτωµα καταστήµατος δεν διαχωρίζεται του τελευταίου καθ΄
όλην την επιφάνειαν, αλλ΄αφίεται εις το δάπεδον αυτού κενόν ίσιον τουλάχιστον
προς το 1/6 της όλης επιφανείας του καθ΄ ό το κατάστηµα µετα του
µεσοπατώµατος αποτελουσι κοινόν χώρον, το ύψος του ορόφου του καταστήµατος
δύναται να περιορίζηται και εις τα 4,00 µέτρα.
Ο υπό την επικλινή στέγην όροφος (άρθρ. 91 παρ. 5) εις τα χαµηλότερα αυτής
σηµεία δεν επιτρέπεται να έχη ύψος έλασσον των 1,50µ.
2. Τα ύψη των ορόφων των διαµερισµάτων δύνανται να µειώνται µέχρι των
κάτωθι ορίων, οσάκις πρόκειται περί υπογείων και των τούτοις εξοµοιουµένων ως
άνω αποθηκών και λοιπών βοηθητικών χώρων µη πολυσύχναστων, περί
διαµερισµάτων εχόντων ανοίγµατα επί οδών και λοιπών ελευθέρω χώρων
(απ΄ευθείας φωτισµού και αερισµού) πλάτους µείζονος του επιτρέποντος την
εφαρµογήν του απολύτως µεγίστου ύψους και περί µικρών κατοικιών εις τα µη
κεντρικά (εµπορικά) τµήµατα των κωµών.
Υπογείου ....................................2,20µ.
Ισογείου ....................................3,00 µ.
Ισογείου προς χρήσιν µικρού καταστήµατος µη
συγκεντρώσεως του κοινού.....................3,30µ.
Ισογείου προς χρήσιν µικρού καταστήµατος
συγκεντρώσεως του κοινού ....................4,00µ.
∆ευτέρου και τρίτου ορόφου....................2,80µ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙΙΙ
ΠΡΟΕΞΟΧΑΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟ∆ΟΜΩΝ
Ανοικτοί εξώσται.
¶ρθρον 95.
1. Προεξοχαί, χρησιµοποιούµεναι ως ανοικτοί εξώσται, επιτρέπονται µόνον από
ύψος 3,00 µέτρων από του πεζοδροµίου και άνω. Ως µέγιστον όριον προεξοχής
αυτών ορίζονται δια πάσαν περίπτωσιν 1,10 µ΄. Οι τοιούτοι εξώσται πρέπει ν΄
αποτελώνται εξ απλής οριζοντίας πλακοειδούς προεξοχής, περιφρασσοµενης δια
κιγκλιδώµατος µεταλλίνου ή εξ άλλου υλικού, µέχρις ύψους 1,20 µ. από του
δαπέδου της πλακός. Αποκλείονται εντελώς πλήρη περιφράγµατα εξωστών και
οιαδήποτε τούτων επιστεγάσµατα ή και πλάγιαι (κατακόρυφοι) προφυλακτήριοι
προεξοχαί. Οι άνω εξώσται δεν επιτρέπεται να καταλαµβάνωσι πλέον των 3/4 του
µήκους της προόψεως, πρέπει δε ν΄ αφίστανται από των ορίων της γειτονικής
ιδιοκτησίας τουλάχιστον κατά το ποσόν της προεξοχής, πάντως δε ουχί έλαττον
του 1.00µ.
Κεκαλυµµένοι (κλειστοί) εξώσται.
2. Προεξοχαί, χρησιµοποιούµεναι ως κεκαλυµµένοι εξώσται, επιτρέπονται µόνο
από ύψος 3,00 µέτρων από του πεζοδροµίου και άνω, πάντως δε επί οδών
εχουσών πλάτος από 7,50 µ. και άνω. Ως προς το όριον της προεξοχής ισχύουσιν
τα εν τη προηγουµένη παραγράφω αναφερόµενα, αυξανοµένου του οίκου ορίου
εις 1,40 µ. δια οδούς πλάτους άνω των 15,00µν. Το άθροισµα των επιφανειών των
προβολών των κεκαλυµµένων εξωστών επί επιφανείας παραλλήλου τη προόψει
δεν πρέπει να υπερβαίνη το 1/΄5 της όλης επιφανείας της προόψεως. Έκαστος
κεκαλυµµένος εξώστης δεν δύναται να καταλαµβανη εν συνεχεία πλέον του 1/3
του όλου µήκους της προόψεως, οφείλει δε ν΄ απέχη από των ορίων της
γειτονικής ιδιοκτησίας ή παρακειµένου κλειστού εξώστου της αυτής ιδιοκτησίας
τουλάχιστον κατά το ποσόν της προεξοχής, πάντως δε ουχί έλαττον του 1,00
µέτρου. Απαγορεύονται ανοικτοί εξώσται εν συνεχεία κεκαλυµµένων τοιούτων,
αφ΄ ών πρέπει ν΄ αφίστανται τουλάχιστον κατά την άνω απόστασιν. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Προστεγάσµατα
¶ρθρον 96.
1. Τα προστεγάσµατα διακρίνονται εις πάγια και κινητά.
2. Τα πάγια προστεγάσµατα πρέπει να ευρίσκονται εις ύψος τουλάχιστον 3,00
µέτρω από του εδάφους και να κατασκευάζονται εκ σκελετού µεταλλίνου ή εξ
ωπλισµένου σκιροκονιάµατος, επικεκαλυµµενου δια χονδρών ηµιδιαφανών
υάλινων πλακών. Το µέγιστον της προεξοχής των προστεγασµάτων από της
οικοδοµικής γραµµής ορίζεται εις 3,00 µ. µε ελαχίστην πάντοτε απόστασιν 0,50 µ.
µεταξύ του άκρου του πεζοδροµίου και της κατακορύφου της αγοµένης εκ των
ακραίων σηµείων του προστεγάσµατος. Εις προστεγάσµατα εισόδων και προθηκών
καταστηµάτων δύναται να επιτραπή µείζων προεξοχή, εφ΄ ΄όσον το πλάτος της
οδού εν σχέσει προς το ύψος των κτιρίων επιτρέπουσι τούτο.
3. τα κινητά προστεγάσµατα (σκιάδες, στόρια)α αποτελούνται εξ υφάσµατος ή
ετέρας παρεµφερούς ουσίας ως καλύµµατος προσηρµοσµένης επί ελαφρού
µεταλλίνου ή εξ ωπλισµένου σκιροκιονιάµατος σκελετού. Το κάλυµµα πρέπει να
είναι εν πάση περιπτώσει κινητόν και να συµπτύσσηται παρά την πρόοψιν,
επιτρέπον τον πλήρη εκ των άνω αερισµόν και φωτισµόν του κάτωθι πεζοδροµίου.
Πάντως τα συµπτυσσόµενα µετά ή άνευ µέρους του σκελετού προστεγάσµατα
πρέπει να προκαταλαµβάνωσιν αισθητόν µέρος της προόψως. Ως προς την
προεξοχήν των κινητών προστεγασµάτων και την από του άκρου του πεζοδροµίου
απόστασιν αυτών, εφαρµόζονται τα της προηγουµένης παραγράφου, πρέπει δε να
αφίστανται του πεζοδροµίου ο µεν σκελετός τουλάχιστον 3,00µ. το δε κινητόν
κάλυµµα τουλάχιστον 2,20 µ . Τα κινητά προστεγάσµατα, εις άς επιτρέπονται
περιπτώσεις, δύνανται να εφαρµόζονται εν συνδυασµώ µε τα πάγια.
Όταν το πλάτος των πεζοδροµίων κρίνεται επαρκές αναλόγως της κινήσεως,
δύναται να επιτρέπηται η στήριξις των σκελετών των κινητών προστεγασµάτων επί
των πεζοδροµίων δι΄ ελαφρών υποστυλωµάτων. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81
του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 97.
1. Τα κατά το προηγούµενον άρθρον κινητά προστεγάσµατα επιτρέπονται µόνο δια
εισόδους και προθήκας εργαστηρίων και περί τα καταστήµατα υπαιθρίου
συγκεντρώσεως του κοινού αποκλειόµενης της τοποθετήσεως τοιούτων εις
εισόδους κατοικιών και προ εµπορικών καταστηµάτων, εκτός αν πρόκειται περί
µικρών τοιούτων καταστηµάτων µεµονοµένων µεταξύ ετέρων κτιρίων επί των ουχί
πρωτευουσών εµπορικών οδών, εις ά δύναται να επιτραπή η χρήσις κινητών
προστεγασµάτων.
2. Τα προστεγάσµατα εν γένει πρέπει να έχωσιν ευπρόσωπον εµφάνισιν και τον
ανάλογον αρχιτεκτονικον διάκοσµον, να πλύνονται δε και καθαρίζονται τακτικώς.
Τα κινητά εξ υφάσµατος ή παρεµφερούς πυκτής ουσίας καλύµµατα πρέπει ν΄
αντικαθίστανται ευθύς ως αρχίσει η φθορά αυτών.
3. Απαγορεύεται η χρήσις των προστεγασµάτων προς οιονδήποτε έτερον σκοπόν
πλην της προστασίας του υπ΄αυτά χώρου του πεζοδροµίου. Μόνον διακόσµησις
αυτών δια φυτειών δύναται να επιτραπή (οίον αναρριχώµενα τοιαύτα)
αποκλειόµενης της επ΄αυτών οπωσδήποτε προσαρµογής διαφηµίσεων, πλην
φωτεινών τοιούτων κατά την νύκτα επί ύψος µη δυναµένου να υπερβή τα 0,50 µ.
4. Τα προστεγάσµατα περιορίζονται µόνον άνωθεν των εισόδων και προθηκών των
ισογείων διαµερισµάτων, εν ουδεµία δε περιπτώσει επιτρέπεται να αποκρύπτωσιν
τας πινακίδας τας σηµειουσας τα ονόµατα των οδών και τας εγκαταστάσεις του
φωτισµού αυτών.
5. Επί προόψεων στερουµένων προ αυτών πεζοδροµίου αποκλείονται
προστεγάσµατα.
6. Η αρχή δύναται να καθορίζη τας λεπτοµερείας της τοποθετήσεως των
προστεγασµάτων σπουδαιοτέρων εµπορικών οδών ώστε αι προεξοχαί αύται εν
εκάστω οικοδοµικω τετραγώνω ν΄ αποτελώσι αρµονικον σύνολον.
7. Η εκροή των επί των καλυµµάτων των προστεγασµάτων πιπτόντων υδάτων,
πρέπει να εκτελήται κατά τρόπον µη παρακωλύοντα την κυκλοφορίαν. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 98.
Προεξοχαί εντός των προς τας οδούς ακαλύπτων χώρων.
1. Εάν η οικοδοµική γραµµή κείται όπισθεν του προσώπου του οικοπέδου
(περίπτωσις προκηπίων)τότε εκτός των κατά το άρθρον 94 διακοσµητικών
προεξοχών επιτρέπονται και αι ακόλουθοι.
¶. Η κατασκευή διακοσµητικών προπυλαίων επιστρεφοµένων υπό ακαλύπτων
εξωστών. η εξοχή αύτη δεν θα χρησιµοποιήται ως εξάρτηµα αναγκαίον εις την
χρησιν της οικοδοµής (οίον κατοικία, αποθήκη κτλ.). Το σύνολον των προπυλαίων
τούτων πρέπει α΄. καθ΄ ύψος να µη υπερβαίνη τα 5 µέτρα από της επιφανείας του
εδάφους, β΄. να µη εξέχη της οικοδοµικής γραµµής περισσότερον του 1/3 του
ελαχίστου βάθους του υποχρεωτικού ακαλύπτου χώρου και γ΄. να µη
καταλαµβάνη περισσότερον του τρίτου του µήκους της προόψεως.
Β΄. Η κατασκευή καλλιτεχνικών κλιµάκων υπό τους όρους όπως α΄. φθάνωσι
µέχρις ύψους το πολύ ενός και ηµίσεως µέτρου από της επιφανείας του εδάφους,
β΄. η εκ του συνόλου τούτων αποτελούµενη προεξοχή µη εξέχη της οικοδοµικής
γραµµής πλέον των 2/3 του προ αυτών βάθους του υποχρεωτικού ελευθέρου
χώρου και γ΄. µη καταλαµβάνωσι πλέον του τρίτου του µήκους της πρόοψεως.
2. Κατά την περίπτωσιν της προηγουµένης παραγράφου, εφαµρόζονται κατά τα
λοιπά ως προς τους ανοικτούς εξώστας αι διατάξεις του άρθρου 95 επιτρεποµένης
της από τούτων παρεκκλίσεως ως προς το καθ΄ ύψος όριον, όπερ δύναται να είναι
και κάτω των 3,00 µέτρων. Οσάκις µάλιστα το δάπεδον του εξώστου δεν
υπέρκειται του 1,50 µ. από της επιφανείας του εδάφους, επιτρέπεται η καθ΄
οιονδήποτε τρόπον επί του εδάφους στήριξις αυτού και η περίφραξίς του δια
συµπαγούς περιφράγµατος εφαρµοζοµένων ως προς τούτον αναλόγως των
διατάξεων του παρόντος άρθρου περίπτωσις Α΄ ως προς την εξοχήν και το µήκος
(όροι β΄ και γ΄).
3. Κατά την αυτήν ως άνω περίπτωσιν επιτρέπεται η κατασκευή κεκαλυµµένων
εξωστών υφ΄ ούς όρους προβλέπει η παραγρ. 2 του άρθρου 95. Η προεξοχή του
κεκαλυµµένου εξώστου από της οικοδοµικής γραµµής, επιτρέπεται να φθάνη το
1/4 του ελαχίστου βάθους του ελευθέρου χώρου, εάν το εκ των άνω διατάξεων
(άρθρ. 95) προκύπτον όριον είναι έλασσον του ποσού τούτου, χωρίς να υπερβαίνη
το 1/3 του αυτού βάθους εάν το εν λόγω όριον είναι µείζον του τρίτου τούτου.
4. Κατά την ιδίαν περίπτωσιν επιτρέπεται η κατασκευή κεκαλυµµένων εξωστών
εξικνουµενων µέχρι του εδάφους, εφ΄ όσον α. ο όγκος αυτών δεν υπερβαίνει το
1/4 του γινοµένου της προβολής των επί της επιφανείας της πρόόψεως επί την
µεγιστην προεξοχήν του εξώστου.
β΄. ∆εν καταλαµβάνουσιν εν όλω πλέον του 1/3 του µήκους της προόψεως.
γ΄. Ως προς την προεξοχήν εφαρµόζηται η σχετική διάταξις της ανωτέρω παραγρ.
2 περίπτωσις Α΄.
δ΄. Κατά τα λοιπά εφαµρόζονται αι περί κεκαλυµµένων εξωστών διατάξεις του
άρθρου 95.
ε΄. Ο κεκαλυµµένος εξώστης δεν αποτελεί στοιχέιον αµέσου χρήσεως του µεθ΄ ού
συνέχεται εσωτερικού χώρου, αλλά κυρίως εξώστην ήτοι εξώστην ανοικτόν, οίοι οι
προβλεπόµενοι εν τη ανωτέρω παραγρ. 2 µέχρις ύψους 1.50 µ. φέρονται
στέγασµα άνωθεν και ανοικτόν εις τας κατακορύφους παρείας ή κεκαλυµµένον δι΄
υαλοπινάκων κατά το πλείστον µέρος (βεράντα). - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81
του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 99.
Προεξοχαί εντός των πλαγίων και οπιθσίων αυλών
1. Επί των πλαγίων και οπισθίων όψεων των οικοδοµών των κειµένων επί των
υποχρεωτικώς τηρητέων ακαλύπτων χώρων του οικοπέδου, επιτρέπονται µόνον
αρχιτεκτονικαί προεξοχαί µη δυνάµεναι να υπερβώσι δι΄ άπαν το ύψος του κτιρίου
τα 0,30 µ. εφαρµοζοµένων ως προς ταύτας των διατάξεων του άρθρου 94 παραγρ.
2.
Εάν η απόστασις της οικοδοµικής γραµµής από του γειτονικού ορίου ιδιοκτησίας
υπερβαίνη τα 2,50 µέτρα, τότε επιτρέπεται αύξησις του άνω ορίου ιδιοκτησίας
µέχρι των 0,20 του επί πλέον των 2,50 µ. ποσού , χωρίς ποτέ η συνολική
προεξοχή να υπερβή τα 0,55 µ. όπερ τάσσεται ως µέγιστον όριον. Εάν η αυτή
απόστασις υπερβαίνη τα 3,50 µ΄. τότε εντός του ορίου της επιτρεποµένης
προεξοχής επιτρέπονται µικροί ανοικτοί εξώσται τηρουµένων των σχετικών
διατάξεων του άρθρου 95 παραγρ. 1.
Εις περίπτωσιν αποστάσεως µείζονος των 4,5 µ. επιτρέπονται και κλειστοί εξώσται
εντός των αυτών ως άνω ορίων προεξοχής και συµφώνως προς τας σχετικάς περί
αυτών διατάξεις του άρθρου 95 παραγρ. 2. Πάντως κλειστοί ή ανοικτοί εξώσται
επιτρέπονται µόνον εφ΄ όσον επιβάλλεται τήρησις της αυτής ελευθέρας
αποστάσεως και ως προς την γειτονικην ιδιοκτησίαν έναντι της θέσεως του
εξώστου.
2. Εάν το σχέδιον ή ο σχετικός οικοδοµικός κανονισµός προβλέπη κοινήν
εσωτερικην αυλήν, εφ΄ ΄σον η επ΄ αυτής όψεις της οικοδοµής αφίσταται της
έναντι οικοδµ. γραµµής 7.00 µέτρα και άνω, αντί των διατάξεων της
προηγουµένης παραγράφου, εφαµρόζονται κατ΄ αναλογίαν αι λοιπαί σχετικαι
διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, της κατά το άρθρον 95 ελαχίστης αποστάσεως
από του ορίου της γειτονικής ιδιοκτησίας, οριζόµενης εις το 1,50 της µεγίστης
προεξοχής.
3. Επί των ακαλύπτων χώρων των αφιεµένων οικειοθελώς υπό των
ενδιαφεροµένων πέραν της υποχρεώσεώς των, ήτοι επί πλέον των επιβεβληµένων
τοιούτων εκ του παρόντος ή του σχεδίου και του σχετικού οικοδοµικού κανονισµού
επιτρέπονται οιαιδήποτε προεξοχαί. Πάντως όµως εφ΄ όσον επί τούτων
ανεγνωρίσθη δυνάµει των διατάξεων του παρόντος δουλεία φωτός και αέρος, αι
τοιαύται προεξοχαί υπόκεινται εις τους όρους του άρθρου 98 του παρόντος. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 100.
Γενικοί κανόνες αναφερόµενοι εις τας προεξοχάς και ειδικαί τινες περιπτώσεις.
1. Εις το συνεχές σύστηµα , επιβάλλεται πάντοτε η διαµόρφωσις επιπέδου
επιφανείας επί της πρόοψεως τουλάχιστον 20 τετρ. εκ./µ. επί του µεσοτοίχου και
εις ύψος 1.50 από του πεζοδροµίου.
2. Κατά την εφαρµογήν των άρθρων 98 και 99 του παρόντος κεφαλαίου , δια την
µέτρησιν των καθ΄ ύψος ορίων, λαµβάνεται υπ΄ όψιν η στάθµη του εδάφους κατά
την βάσιν της εξεταζόµενης όψεως του κτιρίου.
3. 3. Εις περίπτωσιν κλίσεως του δαπέδου του πεζοδροµίου ή του προ της όψεως
του κτιρίου εδάφους (εφ΄ όσον τούτο λαµβάνεται ως αφετηρία) ως προς τον
ορίζοντα παραλλήλων τη οικοδοµική γραµµή , τα εν τω παρόντι κεφαλαίω
αναφερόµενα καθ΄ ύψος όρια, θεωρούνται ως µέγιστα ή ελάχιστα (αναλόγως της
σχετικής διατάξεως) ως προς ολόκληρον την εξεταζοµενην πρόοψιν, µη
επιτρεποµένης της εφαρµογής µέσου όρου λόγω της ως είρηται κλίσεως.
4. 4. Εφ΄ όσον µεταξύ όψεως τινός του κτιρίου και της έναντι πλευράς του
οικοπέδου τηρείται ακάλυπτος χώρος. το εξώτατον σηµείον πάσης προεξοχής
πρέπει ν΄απέχη της εσωτερικής παρείας του επί της πλευράς τοίχου, τουλάχιστον
κατά 1,00 µ. εάν πρόκειται περί αποκλειστικώς αρχιτεκτονικής προεξοχής, και
τουλάχιστον κατά 1,50 µ. εάν πρόκειται περί άλλης φύσεως προεξοχών. Η
απόστασις αύτη µετράται οριζοντίως.
5. 5. Οσάκις η οικοδοµική γραµµή προβλέπεται ένδον του προσώπου του
οικοπέδου (περίπτωσις προκηπίου) δια τον καθορισµον των κατά το άρθρον 94
παρ. 1 και 3 ορίων , αντί του πλάτους της οδού λαµβάνεται υπ΄ όψιν ως τοιούτον
η µεταξύ των οικοδοµικών γραµµών απόστασις.
Κατά την εφαρµογήν των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, εις περίπτωσιν
γωνιαίων οικοδοµών (δυο προσόψεων) εκάστη πρόοψις εξετάζεται αποκλειστικώς
ως προς την προ αυτής οδόν. Εις περίπτωσιν καθ΄ ήν η γωνία είναι αποτετµηµένη
(τρεις πρόοψεις) εφ΄ όσον η δια της αποτµήσεως σχηµατιζόµενη πρόοψις δύναται
να θεωρηθή ιδανική προέκτασις οικοδοµικών γραµµών ετέρας παρακείµενης οδού,
εξετάζεται ως προς την τελευταίαν, εν εναντία δε περιπτώσει, εξετάζεται ως προς
την ετέραν των οδών εφ΄ών κείνται αι λοιπαί της 2 προόψεις, δυναµένη να
συνυπολογισθή µετά της µιάς τούτων. Πρόοψις κτιρίου κειµένη έναντι της
συµβολής οδού µετά της εφ΄ής τούτο κείται, εξετάζεται µόνον ως προς την
τελευταίον εφ΄ ής έχει οικοδοµικην γραµµήν. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81
του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 101.
Κατασκευασταί υπό την στάθµην της οδού - φωταγωγοί υπογείων.
1. 1. Αποκλείονται οιαιδήποτε υπόγειοι (υπό το δάπεδον του πεζοδροµίου)
κατασκευαί και παραρτήµατα των κτιρίων πέραν του προσώπου του οικοπέδου
πλην των απλών φωταγωγών.
2. 2. Οι ως άνω φωταγωγοί επιτρέπεται να εγκαθίστανται επί των διακένων των
σχηµατιζόµενων µεταξύ των αρχιτεκτονικών εξοχών και εσοχών των κτιρίων. Εν
πάση περιπτώσει δύνανται να αφίστανται του προσώπου ου οικοπέδου, κατά το
τέταρτον του πλάτους του πεζοδροµίου χωρίς να υπερβαίνωσι το 1,00 µ.
3. 3. Η ανωτάτη επιφάνεια των φωταγωγών πρέπει να επικαλύπτηται δια χονδρών
υαλοπινάκων προσηρτηµένων επί µεταλλικού ή εκ σιδηροπαγούς
σκιρροκονιάµατος σκελετού και τα µικρά τµήµατα. Η ανωτάτη επιφάνεια της
επικαλύψεως πρέπει να είναι οµαλή και να κείται εις την στάθµην του
πεζοδροµίου, ής δύναται να υπέρκειται µόνον κατά 2 εκ. µ. υπό τον όρον οµαλής
αποσβέσεως της προεξοχής δια κεκλιµένων επιπέδων µέχρι της στάθµης του
πεζοδροµίου.
4. 4. Υπό τους άνω φωταγωγούς διατάσσονται κατακόρυφα ανοίγµατα προς
φωτισµόν των υπογείων χώρων, ών το διάκενον κατά την διεύθυνσιν της καθέτου
επί του προσώπου του οικοπέδου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνη το κατά την
ανωτέρω παράγραφον 2 µέγιστον όριον. Πέραν του ορίου τούτου, επιτρέπεται
µόνο τοίχος υποστηρίξεως προς διαµόρφωσιν του φωταγωγού.
5. 5. Οι ως άνω φωταγωγοί προς ουδεµίαν ετέραν χρήσιν πλην της του φωτισµού
επιτρέπονται.
Υπό την στάθµην του πεζοδροµίου επιτρέπεται η διαπλάτυνσις της θεµελιώσεως
εκτός του προσώπου του οικοπέδου (εις βάρος του κοινοχρήστου χώρου) µέχρι
προεξοχής µη υπερβαινούσης την κατά το άρθρον 94 παραγρ. 1 επιτρεποµενην
τοιαύτην εν συνεχεία καθ΄ άπαν το µήκος της προόψεως εις την βάσιν του
κτιρίου. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 102.
Ανοικτοί φωταγωγοί.
Εξαιρετικώς επιτρέπεται ανοικτοί φωταγωγοί προ των εις προθήκας
διαµορφωµένων ανοιγµάτων των καταστηµάτων, εφ΄ όσον αι προθήκαι
συνεχίζονται και υπό την στάθµην του πεζοδροµίου. Εν τη περιπτώσει ταύτη, η
προεξοχή του ανοικτού φωταγωγού, δεν δύναται να υπερβαίνη τα 2/3 των κατά το
άρθρον 94, παραγρ. 1 ορίων και πρέπει να περιφρασσηται ούτος εντός του αυτού
ορίου, δια καλλιτεχνικού κιγκλιδώµατος ύψος 0,60 - 1,00 µ. - (Καταργήθηκε από
το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 103.
Ειδικαί διατάξεις ως προς τας κατιούσας κλίµακας.
Απαγορεύεται η διαµόρφωσις προεξοχών επί των πεζοδροµίων περί τας κατιούσας
βαθµίδας - επιτρεποµένης µόνον τοιαύτης 2 εκ. µ. εις απόστασιν 0,20 - 0,40 µ.
από της βαθµίδος υπό τον όρον οµαλής αποσβέσεως της προεξοχής δια
κεκλιµένων επιπέδων µέχρι της στάθµης του πεζοδροµίου. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙΥ.
∆ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΝ.
¶ρθρον 104.
∆ιαµόρφωσις ορατών µερών των κτιρίων.
1. 1. Κατά γενικον κανόνα, αι προόψεις των οικοδοµών και τα ορατά εν γένει
αυτών µέρη, πρέπει αρχιτεκτονικώς να ικανοποιώσι την κοινην αισθητικήν.
Επιβάλλεται να καθαρίζονται τακτικώς και ν΄ ανακαινίζονται τουλάχιστον ανά
πενταετίαν.
Πλην της προόψεως και πας έτερον ορατός εκ κοινοχρήστων µερών τοίχος ή
µεσότοιχος, επιβάλλεται να διαµορφούται αρχιτεκτονικώς. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 106.
Αναλογία µεταξύ επιφανείας προόψεως και ανοιγµάτων.
Η υπολειπόµενη µετά την αφαίρεσιν των ανοιγµάτων της προσόψεως επιφάνεια
από ύψος 4.00 µ. και άνω, πρέπει να ισώται τουλάχιστον µε το 1/6 της όλης
επιφανείας (συµπεριλαµβανοµένων και των ανοιγµάτων). Ο κανών ούτος δύναται
µη εφαρµόζηται οσάκις η πρόοψις διαµορφουται εις αψιδωτήν στοάν. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 110.
1. 1. Περίπτερα, καθίσµατα, ανακουφιστήρια και οιαιδήποτε εγκαστάσεις εκ των
επιτρεποµένων εις τους κονοχρήστους χώρους των πόλεων και κωµών πρέπει ν ΄
ανεγείρονται πάντοτε συµφώνως µε τα υπό της επί της εφαρµογής του σχεδίου
υπηρεσίας θεωρούµενα κατάλληλα σχέδια, να διατηρώνται ευπρόσωποι και εν
καλή καταστάσει και να συντηρώνται καλώς υπό των χρησιµοποιούντων ταύτας.
Τα ανακουφιστηρια πρέπει κατά προτίµησιν να εγκαθίστανται υπογείως.
2. 2. Αποκλείονται αποθέσεις έστω και υπό µορφήν απολύτου προσωρινότητος
οιονδήποτε αντικειµένων επί οδών και εν γένει κοινοχρήστων χώρων.
3. 3. Εις περιτπωσιν προσωρινών κατασκευών επί κοινοχρήστων χώρων λόγω
εορτών, πανηγύρεων κ.λπ. (οίον εξεδρών, περιπτέρων, λαϊκών αγορών κτ.τ.),
επιβάλλεται όπως η διάρκεια αυτών είναι απολύτως περιωρισµενη και προς παντός
όπως αποµακρύνονται αυτών ολοσχερώς ευθύς ως παρέλθη ο χρόνος της
χρησιµοποιήσεώς των.
4. 4. Μόνιµοι µικραί εγκαταστάσεις επί κοινοχρήστων χώρων εξυπηρετικαί κοινής
ανάγκης, ών η εν αυτοις τοποθετησις καθίσταται αναπόφευκτος δια λόγους
τεχνικού ή έως εκ του προορισµού των, επιτρέπονται µόνο κατόπιν αποφάσεων
του επί της Συγκοινωνίας Υπουργού, µετά σχετικην γνώµην του ∆ήµου. Τοιαύται
εγκαταστάσεις είναι αι αναγόµεναι εις την εξυπηρέτσιν υδρεύσεως, φωτισµού, των
πάσης φύσεως συγκοινωνιών και της ασφαλείας.
5. 5. Εγκαταστάσεις καλλιτεχνικοί, διακοσµητικαί και καλλωπιστικαί επί
κοινοχρήστων χώρων τοποθετούνται υπό των ∆ήµων και Κοινοτήτων.
Προκειµένου περί εγκαταστάσεων σηµαντικών έργων τέχνης ή εξωραϊσµού χώρων
ιδιαιτέρας σηµασίας πρέπει ο ∆ήµος να ζητή και την γνώµην επιτροπής εξ ειδικών
καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων. Εάν τα εν γένει εξωραϊστικά έργα θίγωσι και την
διάταξιν του συγκοινωνιακού δικτύου (οίον διαρρυθµίσεις πλατειών εν σχέσει προς
τας πέριξ οδούς) πρέπει να ζητήται και η γνώµη της επί της εφαρµογής του
σχεδίου υπηρεσίας, εν ανάγκη δε και του Υπουργείου η έγκρισις.
6. 6. Προσωριναί εγκαταστάσεις επί κοινοχρήστων χώρων δι΄ εορτάς κ.τ.τ. οίον
εξέδραι, περίπτερα λαϊκών αγορών κ.τ.τ. επιτρέπονται µόνον βάσει αδείας της
Αστυνοµικής Αρχής, εκδιδοµένης κατόπιν συνεννοήσεως αυτής µετά των ∆ήµων ή
Κοινότητος.
Οσάκις εκ των εγκαταστάσεων τούτων δύναται να διατρέξη κίνδυνον το κοινόν
(οίον εξέδραι κ.τ.τ.) προ πάσης αυτών λειτουργίας επιβάλλεται ο έλεγχος υπό της
εφαρµογής του σχεδίου υπηρεσίας, ειδοποιουµενης προς τούτο υπό της
Αστυνοµική Αρχής.
Τα περίπτερα λαϊκών αγορών πρέπει να περιορίζονται µόνο εις την έκθεσιν
αντικειµένων και να µη αποτελώσι κεκαλυµµένους και κλειστούς χώρους.
Εις περίπτωσιν διαρκείας των εγκαταστάσεων τούτων πέραν του δέοντος η
Αστυνοµική Αρχή, ειδοποιουµενη υπό της επί της εφαρµογής του σχεδίου
υπηρεσίας, οφείλει να προβαίνη εις την αναγκαστικην άρσιν των.
Πάγιαι και εν γένει µεγάλαι εγκαταστάσεις των πλανοδίων µικροπωλητών
απαγορεύονται επί των κοινοχρήστων χώρων, επιτρεπόµενης µόνον της
χρησιµοποιήσεως µικρών τραπεζών φορτηγών υπό των χειρών εκάστου πωλητού.
Τα της κυκλοφορίας αυτών κανονίζει η Αστυνοµική Αρχή, η οποία χορηγεί και την
σχετικην άδειαν. Εις περίπτωσιν καθ΄ ήν κατά την κρίσιν της επί της εφαρµογής
του σχεδίου υπηρεσίας σηµειουται οιαδήποτε κατάχρησις, ως προς τας τοιαύτας
εγκαταστάσεις, αύτη ειδοποιεί την Αστυνοµικην Αρχή, η οποία οφείλει να προβαίνη
αµέσως εις την άρσιν των και την αφαίρεσιν της σχετικής αδείας από τον κάτοχον.
Επιτρέπεται η επί κοινοχρήστων χώρων εγκατάστασις ευπροσώπων καθισµάτων
και τραπεζών των κέντρων αναψυχής, εφ΄ όσον δεν βλάπτεται η κυκλοφορία. Το
συγκοινωνιακόν ζήτηµα κανονίζει η Αστυνοµική Αρχή, την δε άδειαν της
εγκαταστάσεως παρέχει ο ∆ήµος ή η κοινότης. Πλην των άνω αντικειµένων και
µικράς κινητής εξέδρας δι΄ ορχήστραν, ουδεµία ετέρα εγκατάστασις ή περίφραξις
εις τοιαύτα υπαίθρια κέντρα είναι επιτετραµµένη.
Εις την περίπτωσιν των κατά τας παραγράφου 6 και 7 εγκαταστάσεων, ο ∆ήµος ή
Κοινότης δικαιούται αποζηµιώσεως, ήν η ιδία κανονίζει κατά τας διεπουσας του
∆ήµους και Κοινότητας διατάξεις. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-
8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XV
ΠΕΡΙΦΡΑΓΜΑΤΑ
∆ιαχωριστικά περιφράγµατα.
¶ρθρον 116.
1.Τα µεταξύ των ιδιοκτησιών διαχωριστικά περιφράγµατα τοποθετούνται εξ
ηµισείας επ΄ αµφοτέρων των συρευσουσών ιδιοκτησιών και είναι κοινά, ως προς
δε τη επιβάρυνσιν δια την δαπάνην κατσκευής αυτών ως επίσης και των περί ών
το προηγούµενον άρθρον παραγρ. 4 τοίχων επικαλύψεως ή υποστηρίξεως
εφαρµόζονται τα περί µεσοτοιχιών γενικώς ισχύοντα. - (Καταργήθηκε από το
άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧVI.
∆ιαχωριστικοί τοίχοι.
¶ρθρον 119.
1. Οι διαχωριστικοί ή κοινοί τοίχοι ή µεσότοιχοι, αδιαφόρως του σκοπού των, ήτοι
είτε αποτελουσι στοιχεία των οικοδοµών, είτε απλώς αποβλέπουσιν εις την
περίφραξιν των ιδιοκτησιών, πρέπει αν τοποθετώνται επ΄ αµφοτέρων των οµόρων
ιδιοκτησιών κατά τα εφεξής οριζόµενα.
2. Ως προς του µεσοτοίχους του ανεγειρόµενους επί των πλευρών των οικοπέδων
εφ΄ ών επιβάλλεται ή απλώς επιτρέπεται επαφή των οικοδοµών προς αλλήλας
(συνεχές σύστηµα), ήτοι τους αποτελουντας στοιχεία των κτιρίων, ισχύουσι τα
επόµενα. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Θεµελιώσεις µεσοτοίχων.
5. Η θεµελίωσις των κατά τα ανωτέρω µεσοτοίχων επιβάλλεται να φθάνη εις βάθος
τουλάχιστον 2,50 µ. κάτω της επιφανείας του εδάφους (µετά την ενδεχοµένως
αναγκαίαν εκσκαφήν τούτου προς ισοπέδωσιν) κατά το χαµηλότερον σηµείον του
κοινού ορίου. Εάν το έδαφος της θεµελιώσεως αποτελείται εκ συµπαγούς βράχου
µη υποκείµενου εις αποσάθρωσιν, η θεµελιώσις του µεσοτοίχου δύναται να
στηριχθή επ΄ αυτου, εξορυσσοµενου πάντως εις βάθος τουλάχιστον 0,30 µ.
Εάν τα όµορα οικόπεδα παρουσιάζουσι διαφοράν στάθµης (µετά τας
προβλεποµενας δια την ανέγερσιν των κτιρίων εκσκαφάς και ισοπεδώσεις) κατ΄
εγκαρσίαν προς το κοινόν όριον διεύθυνσιν η θεµελιώσις του µεσοτοίχου πρέπει
πάντως να υπόκεινται τουλάχιστον κατά 0,80 µ. της στάθµης του χαµηλοτέρου
οικοπέδου µετρούµενης εις απόστασιν 4,00 µ. από του κοινού όρου.
Οι όµοροι ιδιοκτήται κατόπιν συµφωνίας δικαιούνται να µειώσωσι το ως άνω
ελάχιστον βάθος της θεµελιώσεως των 2,50 µ. (εφ΄ όσον επιτρέπει τούτο η φύσις
του εδάφους και το είδος και η διάταξις των κτιρίων). Πάντως δε χωρεί µείωσις
κάτω των 0,80 µ.
6. Προκειµένου περί των µικρών οικοδοµών (το πολύ διορόφων) των κωµών,
επιτρέπεται µείωσις των 2,50 µ. εις 1,50µ. (εφ΄ όσον η στατική άποψις επιτρέπει
τούτο( και άνευ της άνω συµφωνίας. Το αυτό ισχύει και ως προς τους µεσοτοίχους
εξ ωµοπλίνθων περί ών η ανωτέρω παραγρ. 2 , επιτρεπόµενης της µειώσεως του
βάθους θεµελιώσεως εις 1,00 µ. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-
8/30-9-1955).
Αποζηµίωσις µεσοτοιχίας.
¶ρθρον 123.
1. Ο πρώτος οικοδοµών εκ θεµελίων οφείλει να καταβάλη απάσας τας δια την
κατασκευήν του µεσοτοίχου απαιτουµενας δαπάνας. Το αυτό ισχύει και δια την
ύψωσιν υπάρχοντος µεταξύ 2 κτιρίων µεσότοιχου υπέρ το έτερον λόγω προσθήκης
νέων ορόφων εις το άλλο.
2. Όταν ο δεύτερος οικοδοµών χρησιµοποιήση τον υπάρχοντα µεσότοιχον, οφείλει
να καταβάλη εις τον ιδιοκτήτην του οµόρου ακινήτου την αναλογούσαν δαπάνην,
ήτοι α΄. το ½ της δαπάνης θεµελιώσεως αυτού, καθ΄ άπαν το µήκος των κοινών
ορίων, β΄. το ½ της δαπάνης του τµήµατος του µεσοτοίχου του καλυπτόµενου
υπό του σώµατος της οικοδοµής του µέχρι της επικαλύψεως της στέγης ή της
ανωτέρας επιφανείας του περιφράγµατος του δώµατος (ταράτσας εάν δια τοιούτου
η οικοδοµή στεγάζεται , γ΄. το ½ της δαπάνης δια το κατά το άρθ. 73
υπερκείµενον της στέγης τµήµα, καθ΄ άπαν το µήκος του και δ΄. το ½ της
δαπάνης δια τα τµήµατα του µεσότοιχου τα κείµενα επί φωταγωγών ή εσωτερικών
αυλών της νέας οικοδοµής και εν γένει επί ακαλύπτων µερών του οικοπέδου, επί
ύψος 2,50 µ΄. από της βάσεως των εφ΄όσον ταύτα έχουσι µείζον ύψος. Εις
περίπτωσιν διαφοράς στάθµης µεταξύ των δαπέδων των αυλών των οµόρων
οικοπέδων αντί των 2,50 µ. λαµβανεται υπ΄ όψιν ο µέσος όρος των κατά το
άρθρον 115 µεγίστων υποχρεωτικών ορίων δι΄ εκάτερον των οµόρφων
οικοπέδων. Η αναλογούσα δαπάνη υπολογίζεται βάσει των συνωδά της ανωτέρω
προκυπτόντων όγκων τοιχοποιίας και της αξίας αυτής κατά την εποχήν της
κατασκευής υπολογιζόµενης εις µεταλλικάς δραχµάς. Επί της άνω δαπάνης δεν
υπολογίζεται τόκος µέχρι της εποχής καθ΄ ήν ο ιδιοκτήτης της παλαιάς οικοδοµής
οχλήση τον υπόχρεον προς πληρωµήν του αναλογούντος αυτώ µέρους της.
∆ια την πληρωµήν της αναλογούσης δαπάνης λαµβάνονται υπ΄όψιν µόνον τα εν
τοις ανωτέρω οριζόµενα ελάχιστα πάχη εάν ο µεσότοιχος έχη µεγαλύτερα τοιαύτα,
εκτός εάν εξακριβωθή ότι τα µεγαλύτερα πάχη απαιτούνται στατικως δι΄
αµφοτέρας τας οικοδοµάς.
3. Εις περίπτωσιν κατεδαφίσεως και ανοικοδοµήσεως µεσοτοίχου κατ΄ εφαρµογήν
των διατάξεων του άρθρου 122 παρ. 1 του παρόντος, άπασα η δαπάνη των
εργασιών τούτων ως και των εν άρθρω 135 αναφεροµένων προσωρινών
προστατευτικών µέτρων βαρύνει τον δεύτερον οικοδοµουντα, του πρώτου
οικοδοµήσαντος απαλλασσόµενου πάσης υποχρεώσεως προς πληρωµήν
οιουδήποτε αυτής µέρους δια την υφισταµένων παλαιάν οικοδοµήν. Εν τη
περιπτώσει ταύτη τα εκ της κατεδαφίσεως υλικά λαµβάνει ο δεύτερος οικοδοµών.
Εάν όµως διαπιστωθή υπό της αρµοδίας Αρχής ότι ο κατεδαφιστέος µεσότοιχος
είναι ετοιµόρροπος, ή λόγω διαστάσεων και τρόπου κατασκευής δεν παρουσιάζει
την επιβαλλόµενη ασφάλειαν και δι΄ αυτό τούτο το παλαιόν κτίριον, τότε ο
δεύτερος οικοδοµών δικαιούται αποζηµιώσεως παρά του πρώτου οικοδοµήσαντος
δια την ανακατασκευήν του µεσότοιχου, εφαρµοζόµενων κατ΄ αναλογίαν των
διατάξεων των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
4. Ο δεύτερος οικοδοµών θεωρείται ότι εποιήσατο χρήσιν του µεσοτοίχου, µετά
την επιστέγασιν της οικοδοµής ή απλώς την ανύψωσιν του κτίσµατος εις το
προβλεπόµενον ύψος εφ΄ όσον πρόκειται περί απλώς τοίχων κττ. µη δεοµενων
στεγάσεως. Εάν η οικοδοµή δεν αποπερατωθή εντός της κατά το άρθρο 134
παραγρ. 2 προθεσµίας, παρερχοµενης ταύτης απράκτου, καθίσταται απαιτητή η
υπό του δευτέρου οικοδοµουντος καταβολή του αναλογούντος δια τον µεσότοιχον
τιµήµατος µέχρι του ύψους καθ΄ ό ανηγέρθησαν εµπροθέσµως οι εφαπτόµενοι του
µεσότοιχου κατακόρυφοι τοίχοι του δευτέρου κτιρίου και επί επιφανείας του
τελευταίου οριζοµένης βάσει των υψών των τοίχων τούτων και του κατά τα σχέδια
της οικοδοµής προορισµού των. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-
8/30-9-1955).
¶ρθρον 124.
1. Κατά την περίπτωσιν της παραγρ. 3 του άνω άρθρου, ο ιδιοκτήτης της παλαιάς
οικοδοµής ουδεµιάς δικαιούται αποζηµιώσεως παρά του δευτέρου οικοδοµουντος,
εφ΄ όσον ούτος συµµορφωθεί προς τας κατά το άρθρον 135 παραγρ. 3
υποχρεώσεις του, ως καθωρίσθησαν αύται υπό της Αρχής. Εάν όµως διαπιστωθή
παράβασις τις των υποχρεώσεων τούτων (άρθρ. 135, παραγρ. 3) εξ ής εζηµιώθη ο
ιδιοκτήτης της παλαιάς οικοδοµής, οίον παράλειψις εφαρµογής των θεωρηθέντων
υπό της Αρχής αναγκαίων προστατευτικών µέτρων,εκτέλεσιν υπ΄ αυτού τοιούτων
έργων, µη εµπρόθεσµος ανοικοδόµησις του µεσοτοίχου κ.π. ανοικοδόµησις αυτού
δαπάναις του ιδίου ιδιοκτήτου κττ., τότε ο τελευταίος ούτος δικαιούται ν΄ αξιώση
παρά του δευτέρου οικοδοµουντος αποζηµίωσιν δι΄ άς κατέβαλε δαπάνας και
υπέστη ζηµίας.
2. Ζηµίαι προκαλουµεναι τυχόν εν τη παλαιά οικοδοµή εις έτερα πέραν του
µεσοτοίχου τµήµατα αυτής ως εκ της κατεδαφίσεως του µεσοτοίχου προς
ανοκοδόµησιν δεν αποζηµιουνται εφ΄ όσον προ της κατεδαφίσεως του µεσοτοίχου
διαπιστωθή υπό της αρχής, είτε το ετοιµόρροπον της παλαιάς οικοδοµής κατά τας
σχετικάς ειδικας περί επισφαλών κατασκευών διατάξεις, είτε και µόνη η κατά την
παράγραφον 3 του προηγούµενου άρθρου ανεπάρκεια. ∆ια τας δαπάνας προς
λήψιν υπέρ της παλαιάς οικοδοµής εξαφαλιστικων µέτρων βαρύνεται εν πάση
περιπτώσει ο ιδιοκτήτης της παλαιάς οικοδοµής. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81
του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 125.
1. Εάν εις την περί ής το ανωτέρω άρθρον 124 περίπτωσιν ο κατεδαφιστέος
µεσότοιχος είχε κτισθή µετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος κατά παράβασιν των
διατάξεων αυτού, ο δεύτερος οικοδοµών δικαιούται να αξιώση παρά του ιδιοκτήτου
της παλαιάς οικοδοµής την καταβολην του αναλογούντος µέρους δια τας δαπάνς
της τε κατεδαφίσεως και ανοικοδοµήσεως του µεσοτοίχου, κατ΄ εφαρµογήν των
διατάξεων του άρθρου 123 παραγρ. 3. Τον ίδιον ιδιοκτήτην βαρύνουσιν εν τη
περιπτώσει ταύτη και αι πάσης φύσεως δάπαναι δια τα αναγκαία προστατευτικά
µέτρα, εις άς δικαιούται και ο ίδιος να προβαίνη κατά τας υποδείξεις της Αρχής.
Κατά την ιδίαν περίπτωσιν εάν διαπιστωθή παραβασις των υποχρεώσεων του
δευτέρου οικοδοµουντος (ιδέ προηγούµενον άρθρον) ο ιδιοκτήτης της παλαιάς
οικοδοµής δεν δικαιουται των εν τω προηγουµενω άρθρω αποζηµιώσεων, εκτός
δια την εκ παρατάσεως των εργασιών πέραν της ταχθείσης προθεσµίας
προσγενοµένην τυχόν αυτώ ζηµίαν, δικαιούµενος πάντως να απαιτήση παρά του
δευτέρου οικοδοµουντος την καταβολην της αναλόγου αποζηµίωσεως δια τον
τυχόν υπ΄ αυτού ανοικοδοµηθησόµενον µεσότοιχον κατ΄ εφαρµογήν του άρθρου
123.
2. Εάν παλαιοί µεσότοιχοι µη υπαγόµενοι εις τους περιορισµούς του παρόντος
∆/τος, ουδέ δυνάµενοι να κατεδαφισθώσι και ανοικοδοµηθώσι δια τους εν άρθρω
122 παραγρ. 3 αναφερόµενους λόγους, καθιστώσιν αναπόφευκτον την εφαρµογήν
των εν τη διατάξει ταύτη µνηµονευόµενων µέτρων εφ΄ όσον τα παρακκωλύονται
την κατεδάφισιν στοιχεία του παλαιού κτιρίων περιλαµβάνονται εντός λωρίδος
0,50µ. λαµβανόµενης εξ ίσου από εκάστην όµορφον ιδιοκτησίαν (ήτοι από 0,25
µ.0, ήτοι του απολύτως αναγκαίου χώρου δια την µόρφωσιν συνήθους τοίχους
ανταποκρινόµενου εις την ασφάλειαν κατά τα γενικώς υπό της επιστήµης
παραδεδεγµένα, ότε το πρώτον εθεσπίσθη παρ΄ ηµίν η έννοια του µεσοτοίχου, ο
δεύτερος οικοδοµών δικαιούται να αξιώση παρά του ιδιοκτήτου του παλαιού
κτιρίου αποζηµίωσιν ίσην τη δαπάνη εις ήν προέβη δια τας κατά το άρθρον 122
παραγρ. 3 εργασίας προς µόρφωσι µεσοτοίχου, µείον τη δαπάνη η οποία
υπολογίζεται ότι θα κατεβάλλετο δια κατεδάφισιν και ανοικοδόµησιν του
µεσοτοίχου εάν επρόκειτο περί κοινού τοιούτου (των εν άρθρ. 120 παραγρ. 1
αναφεροµένων συστηµάτων). Εάν η δευτέρα δαπάνη είναι µεγαλυτερα, τότε το ½
της διαφοράς ταύτης καταβάλλεται αντιστρόφως υπό του δευτέρου
οικοδοµουντος εις τον παλαιόν ιδιοκτήτην, εφ΄ όσον τα ως είρηται στοιχεία της
παλαιάς οικοδοµής χρησιµοποιούνται αµέσως ή εµέσως ως φέροντα µέρη του νέου
κτιρίου. Εάν ο µεσότοιχος είχεν ανεγερθή µετά την έναρξιν της ισχύος του
παρόντος ∆/τος κατά παράβασιν των διατάξεων αυτού, ο δεύτερος οικοδοµών
δικαιούται ν΄ αξιώση παρά του ιδιοκτήτου του παλαιού κτιρίου την διαφοράν
µεταξύ της πρώτης των άνω 2 δαπανών και του ½ της δευτέρας. Εάν το ήµισυ
τούτο είναι µεγαλύτερον της πρώτης δαπάνης υπό ουδενός καταβάλλεται
αποζηµίωσις. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
∆ιαχωριστικά περιφράγµατα.
¶ρθρον 128.
1. Ως προς τους λοιπούς µεσοτοίχους , ήτοι τους αποβλέποντας µόνον την
περίφραξιν των ιδιοκτησιών, ισχύουσιν τα ακόλουθα :
Ούτοι κατασκευάζονται εκ λιθοδοµής δι΄αργών λίθων ή οπτοπλίνθων ή
παρεµφερών τεχνητών λίθων (τσιµεντόλιθων) κατά την βούλησιν του πρώτου
οικοδοµουντος, το δε ελάχιστον αυτών πάχος ορίζεται ως εξής:
α΄. ∆ια λιθοδοµήν δι΄ αργών λίθων .......0,50µ.
β΄. ∆ι΄ οπτοπλινθοδοµήν ή λιθοδοµήν εκ
τεχνιτών λίθων .........................0,38µ.
Ο πρώτος οικοδοµών παν επί πλέον πλάτος πρέπει να καταλαµβάνη εκ του ιδίου
του οικοπέδου.
Επιτρέπεται, κατόπιν συµφωνίας των οµόρων ιδιοκτητών, ως προς την οποίαν
ισχύουσιν γενικώς τα εν τω προηγουµενω άρθρω αναφερόµενα, να εφαρµοσθώσι
και έτερα συστήµατα µονίµου δοµήσεως (µονολιθικά εκ σκιρροκονιάµατος,
σιδηροπαγούς σκιρροκονιάµατος) δικαιολογουντα στατικώς ολιγώτερον πάχος.
Εις µικράς κώµας και εφ΄ όσον οι τοίχοι δεν πρόκειται ν΄ αποτελέσωσι την βάσιν
κιγκλιδωµάτων επιτρέπεται η χρησιµοποίησις οµολίνθων, κατόπιν συµφωνίας των
οµόρων ιδιοκτητών, µε πάχος τοίχου τουλάχιστον 0,50 µ.
Επιτρέπεται ο περιορισµός το πάχους του εξ οπτοπλινθοδοµής ή τεχνητών λίθων
τοίχου εφ΄ όσον ούτος τοποθετείται επί βάσεως πάχους 0,40µ. τουλάχιστον, δεν
υπέρκειται ταύτης πλέον των 2,00µ. και διακόπτεται υπό ενδιαµέσων στύλων
πάχους 0,40µ. τουλάχιστον.
2. Εφ΄ όσον επί των κατά την προηγουµενην παράγραφον µεσότοιχων
επιβάλλεται η τοποθέτησις συρµατοπλέγµατος ή κιγκλιδώµατος κ.τ.τ. τα τελευταία
ταύτα πρέπει να εδράζονται στερεώς επί του µεσοτοίχου δια πακτώσεως, να
επικαλύπτηται δε ούτος δια τσιµεντοκονίας, πλακών , ξεστών λίθων κτ.τ.
3. Το βάθος θεµελιώσεως των ως άνω µεσοτοίχων πρέπει αναλόγως της φύσεως
του εδάφους και του ύψους των να ποικίλη µεταξύ ο,50 µ. και 1.00µ. Εάν το
έδαφος αποτελείται εκ συµπαγούς βράχου, η εξόρυξις τούτου προς θεµελιώσιν
περιορίζεται εις βάθος τουλάχιστον0,15µ.
Τα άνω βάθη υπολογίζονται εις το χαµηλότερον σηµείον των κοινων ορίων, εφ΄
όσον δε η στάθµη αυτών υψουται, η θεµελίωσις καθίσταται βαθυτέρα. Εις
περίπτωσιν µεγάλων κλίσεων, επιτρέπεται προς µειώσιν του βάθους κλιµακοειδής
διάταξις της θεµελιώσεως δια βαθµίδων ανά 3-4 µέτρα.
Εάν τα όµορα οικόπεδα παρουσιάζωσι διαφοράν στάθµης, κατ΄ εγκαρσίαν προς το
κοινόν όριον διευθυνσιν, το βάθος θεµελιώσεως δεν πρέπει να υπόκηται
ολιγώτερον των 0,30µ. του οριζοντίου επιπέδου, του αγόµενου εξ αποστάσεως
3,00µ. εκ του χαµηλοτέρου οικοπέδου.
4. Η τοιχοποιίας των µεσοτοίχων, εφ΄ ών εγκαθίστανται κιγκλιδώµατα, πρέπει ν΄
αποτελήται εξ υδραυλικού κονιάµατος (τσιµεντοκονία).
5. Ως προς την καταβολην της δαπάνης δια την κατασκευήν των περί ών το παρόν
άρθρον µεσοτοίχων και τας προς αλλήλους σχέσεις και δικαιώµατα και
υποχρεώσεις των οικοδοµουντων, εφαµρόζονται κατ΄ αναλογίαν αι ανωτέρω δια
τους λοιπούς µεσοτοίχους διατάξεις. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-
8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΥΙΙ
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟ∆ΟΜΟΥΝΤΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ
ΚΑΙ ΤΑΣ ΓΕΙΤΟΝΙΚΑΣ Ι∆ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
¶ρθρον 132.
Ικριώµατα και εργοτάξια κατά την ανέγερσιν οικοδοµών.
1. Κατά την εκτέλεσιν οικοδοµικών εργασιών, επί κοινοχρήστων χώρων (οδών,
πλατειών κτλ.) επιβάλλεται η επένδυσις της περιοχής του οικοπέδου εν ή
εκτελούνται αι εργασίαι, προς προστασίαν του κοινού από της τυχόν πτώσεως
οιονδήποτε υλικών. Τοιαύται επενδύσεις πρέπει να γίνονται οριζοντίως κάτωθεν τω
προεξεχόντων ικριωµάτων) ή κατακόρυφως ή και κατά τας δύο διευθύνσεις
αναλόγως των περιπτώσεων. Αι ορίζοντιαι επενδύσεις δεν επιτρέπεται να γίνονται
εις ύψος έλασσον των 3,50µ. από του πεζοδροµίου, αι δε κατακόρυφοι δύνανται
να προεξέχωσι των οικοπέδων αναλόγως του πλάτους της οδού και του
πεζοδροµίου, εξασφαλιζοµενου πάντως ελευθέρου του απαραιτήτου µέρους δια
την ακίνδυνον κυκλφορίαν του κοινού.
Ως µέγιστον όριον προεξοχής των οριζοντίων επενδύσεων πέραν του προσώπου
του οικοπέδου (υπέρ τα πεζοδρόµια) ορίζονται τα 4.00 µ. πάντως δε δεν
επιτρέπεται να εξέχωσι ταύτα πλέον των 0,30µ. του κρασπέδου του πεζοδροµίου.
Επί οδών µη εχουσών πεζοδρόµια, πρέπει να αφίεται ακάλυπτος χώρος,
τουλάχιστον 3.00µ. Πάντως τα της άνω προεξοχής ως και το περιφρακτέον µέρος
δια κατακορύφων επενδύσεων πέραν του προσώπου του οικοπέδου κανονίζεται
εκάστοτε δι΄ αποφάσεως της αρµοδίας Αρχής. Αι επενδύσεις πρέπει να έχωσι την
επιβαλλοµενην στερεότητα.
2. ¶παντα τα εργοτάξια και αι αποθήκαι υλικών κατά την ανέγερσιν οικοδοµών,
πρέπει να εγκαθίστανται εντός της κατά την προηγουµενην παράγραφον
περιπεφραγµένης περιοχής.
3. Η υποστήριξις ετοιµορρόπων οικοδοµών δια στηρίγµατα προεξεχόντων της
οικοδοµικής γραµµής επιτρέπεται µόνον κατά τον απολύτως αναγκαίον χρόνον
προς ενίσχυσιν ή κατεδάφισιν της οικοδοµής. Πάντως απαιτεί άδειαν της Αρχής
µόνον εν εκτάκτως επειγουση ανάγκη επιτρεπόµενης της παραλείψεως αυτής, µε
υποχρέωσιν πάντως της εκ των υστέρων λήψεως.
4. απαγορεύεται οπωσδήποτε η απόθεσις προϊόντων εξορύξεως ή κατεδαφίσεως
υλικών δοµήσεως και οιουδήποτε εν γένει αντικειµένου εκτός των κατά την
ανωτέρω παράγραφον 1 περιπεφραγµένων χώρων. Μόνον στιγµιαία τοιαύτη κατά
την προσκόµισιν των υλικών δύναται να επιτραπή πάντως δε υπό όρους µη
παρακωλύσεως της κυκλοφορίας και οχλήσεως των διαβατών. Κατά την νύκτα
αποκλείονται τοιαύτα αποθέσεις.
5. Κατά τα λοιπά , εις την ανέγερσιν των οικοδοµών εφαρµόζονται αι περί
Ικριωµάτων σχετικαί ειδικαι διατάξεις. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆.
9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 133.
Υποστήριξις ορυγµάτων.
1. Κατά την εκσκαφήν των θεµελιώσεων αι παρειαί των ορυγµάτων προς το µέρος
των κοινοχρήστων χώρων πρέπει να υποστηρίζονται εν πάση περιπτώσει καλώς. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 134.
∆ιάρκεια εργασιών δοµήσεως.
1. Εντός ζώνης βάθους 5.00 µ. από του προσώπου του οικοπέδου τα ορύγµατα
δεν πρέπει να µένωσιν ανοικτά, ειµή κατά τον απολύτως αναγκαίον χρόνον δια την
θεµελίωσιν της οικοδοµής.
2. Η αρµοδία υπηρεσία κατά την χορήγησιν αδειών ανεγέρσεως οικοδοµών και εν
γένει εκτελέσεως οιονδήποτε εργασιών δοµήσεως δι΄ άς ως εκ της φύσεως αυτών
επιβάλλεται η κατασκευή ικριωµάτων εξεχόντων του προσώπου του οικοπέδου ή η
κατάληψις µέρους των πεζοδροµίων ή οδών και εν γένει κοινοχρήστων χώρων
κατά τας διατάξεις του άρθρου 132 υποχρεούται να καθορίζη εν τη αδεία την
αναγκαίαν προθεσµία δια την αποπεράτωσιν των περί ών αι εκδιδόµεναι αδειαι
εργασιών. Παρερχοµενης τυχόν απράκτου της προθεσµίας ταύτης, επιβάλλεται η
υπό του ενδιαφερόµενου άρσις των προεξεχόντων ικριωµάτων και των πάσης
φύσεως υλικών κλπ. άτινα καταλαµβάνουσι κοινοχρήστους χώρους. Εν περιπτώσει
δυστροπίας των ενδιαφεροµένων δια την τοιαύτην άρσιν, ενεργείται αύτη
αναγκαστικώς υπό της Αρχής.
3. Παράτασις της κατά την προηγουµενην παράγραφον προθεσµίας συγχωρείται
µόνον εφ΄άπαξ δια λόγους ανωτέρας βίας, η εκτίµησις των οποίων απόκειται
πάντως εις τον επί της Συγκοινωνίας υπουργόν, δυνάµενον να παρατείνη ταύτην
ουχί όµως πλέον των εξ µηνών. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-
8/30-9-1955).
Μέτρα ασφαλείας και προφυλάξεις των γειτονικών ιδιοκτησιών κατά την εκτέλεσιν
εργασιών δοµήσεως.
¶ρθρον 135.
1. Οι οικοδοµουντες οφείλουσι να λαµβάνωσι τα αναγκαία µέτρα, ώστε ουδεµία
όχλησις και ουδεµία ζηµία να προξενήται εις τους γείτονας εκ καπνών,
αναθυµιάσεων, θορύβου, διοχετεύσεως υδάτων, εκρήξεως οιονδήποτε υλικών και
εν γένει εξ αποτελεσµάτων οφειλοµένων εις τας εργασίας δοµήσεως. Η αρµοδία
Αρχή αποφαίνεται περί της τηρήσεως ή ου των όρων τούτων, διακόπτουσα τας
εργασίας εις αρνητικην περίπτωσιν.
2. 2. Οι οικοδοµουντες οφείλουσι να λαµβάνωσι άπαντα τα αναγκαία µέτρα,
άλλωστε εκ των εργασιών δοµήσεως ουδεµία ν΄ απειλήται ζηµία εις τας γειτονικάς
ιδιοκτησίας, αι οποίαι πρέπει να παραµένωσι τελείως άθικτοι. Εις περίπτωσιν
εκτελέσεως εργασιών δυνάµενων να θέσωσιν εις κίνδυνον τας θεµελιώσεις
υπαρχόντων γειτονικών κτισµάτων, ο οικοδοµών οφείλει να προβαίνη προ πάσης
άλλης ενεργείας εις την ενίσχυσιν αυτών κατά τρόπον τεχνικον και ασφαλή.
Αποκλείονται διοχετεύσεις υδάτων εις απόστασιν ελάσσονα του 1.50µ. από τα όρια
των γειτονικών ιδιοκτησιών, εν πάση δε περιπτώσει η παραµονή τούτων στασίµων
εντός της περιοχής των εργασιών. Ύδατα συναντώµενα κατά τας θεµελιώσεις,
πρέπει ν΄ αντλώνται και αποµακρύνονται το ταχύτερον. Απαγορεύονται
εξοφρύξεις δι΄ εκρηκτικών υλών , δυναµένων να διασείσωσι τα πέριξ κτίσµατα, να
προξενήσωσι βλάβας εις γειτνιάζοντα φρέατα και εν γένει να αποσυνθέσωσι και
αποσαρθώσωσι το έδαφος πέραν των ορίων του επιδιωκοµένου ορύγµατος.
Απαγορεύεται κατά την εκτέλεσιν εργασιών δοµήσεως εγκατάστασις κινητήρων και
µηχανών εις αποστάσεις από των γειτονικών ιδιοκτησιών τοιαύτας, ώστε να
προκαλήται δόνησις αυτών και του πέριξ εδάφους. Η αρµοδία Αρχή αποφαίνεται
περί της τηρήσεως ή ού των άνω όρων υπό των οικοδοµούντων, καθορίζει τα εις
εκάστην περίπτωσιν εφαρµοστέα µέτρα και διακόπτει τας εργασίας εις περίπτωσιν
µη τηρήσεως αυτών.
Κατεδάφισις και ανοικοδόµησις παλαιών µεσοτοίχων.
3. 3. Εάν ο οικοδοµών πρόκειται να ποιήσηται χρήσιν υπάρχοντος µεσοτοίχου µη
κρινόµενου επαρκούς αντοχής δια την επιβάρυνσιν, ήν θα επιφέρη εις αυτό η
ανεγερθησοµενη οικοδοµή, δύναται να προβή εις κατεδάφισιν και ανοικοδόµησιν
αυτού κατά τρόπον ανταποκρινόµενον εις τας στατικάς απαιτήσεις του
ανεγερθησοµενου κτιρίου, καταλαµβάνων εκ του οικοπέδου του πρώτου
οικοδοµήσαντος τον απολύτως αναγκαίον χωρον δια τα προς ανοικοδόµησιν του
µεσοτοίχου ικριώµατα υπό τους όρους όπως :
α΄. Λάβη άπαντα τα εξασφαλιστικά µέτρα ίνα µη εκ της κατεδαφίσεως και
ανοικοδοµήσεως του µεσότοιχου υποστώσι οιανδήποτε ζηµίαν τα λοιπά µέρη της
υπαρχούσης οικοδοµής.
β΄. Λάβη τα αναγκαία προσωρινά προστατευτικά µέτρα υποστηρίξεων και
επενδύσεων δια ξυλείας ή άλλης φύσεως προσωρινών ελαφρών τοίχων προς
εξασφάλισιν της οικοδοµής από οιουδήποτε κινδύνου και προφύλαξιν των εντός
οικουντων από των ατµοσφαιρικών επηρειών (βροχής ανέµου κτ.τ.).
γ΄. Αποπερατώση την ανοικοδόµησιν ως οίον τε το τα δεύτερον και άνευ
οιασδήποτε διακοπής εντός της προς τούτο τασσοµένης εκάστοτε υπό της Αρχής
προθεσµίας.
δ΄. Μετά την άνω ανοικοδόµησιν αποκαταστήση εντός της τασσοµένης υπό της
Αρχής προθεσµίας, πλήρως την προτέραν κατάστασιν του παλαιού κτιρίου.
Κατεδάφισις µεσοτοίχων εκ του ανωτέρω λόγου αποκλείεται από 1η ∆εκεµβρίου
µέχρι του 1η Μαρτίου άνευ συγκαταθέσεως του ιδιοκτήτου.
Εις περίτπωσιν µη συµφωνίας µεταξύ των κυρίων των οµόρων ιδιοκτησιών ως
προς την κατεδάφισιν και ανοικοδόµησιν περί της ανάγκης της κατεδαφίσεως , του
δια την ανοικοδόµησιν κ.λπ. αναγκαίου χρόνου και της επαρκείας της προσωρινής
εξασφαλίσεως του κτιρίου και προφυλάξεως των εντός οικούντων, αποφαίνεται η
αρµοδία Αρχή.
Οσάκις η Αρχή εξακριβώνη και εγγράφως βεβαιοί την περί της κατεδαφίσεως
ανάγκην, ο πρώτος οικοδοµήσας δεν επιτρέπεται να παρεµβάλλει οιονδήποτε
εµπόδιον εις την κατεδάφισιν . Η µη λήψις υπό του οικοδοµουντος των ως άνω
υπό της Αρχής κρινόµενων απαραιτήτων προστατευτικών µέτρων, διαπιστούµενη
υπό της εν λόγω Αρχής παρέχει εις τον πρώτον οικοδοµήσαντα το δικαίωµα της
αµέσου εφαρµογής αυτών, ασχέτως προς την επιρροήν ήν ταύτα θα ασκήσωσιν επί
των εργασιών των εκτελουµενων υπό του δευτέρου οικοδοµουντος, δι΄ ήν
επιρροήν ο πρώτον οικοδοµών είναι ανεύθυνος. Εάν ο δεύτερος οικοδοµών δεν
συµµορφωθή προς τας ταχθείσας προθεσµίας, περί ών τα εδάφια γ΄και δ΄ της
παρούσης παραγράφου και µετά βεβαιώσις του γεγονότος τούτου εγγράφως υπό
της αρµοδίας Αρχής, ο πρώτος οικοδοµήσας δικαιούται να ανακατασκευάση τον
µεσότοιχον και να αποκαταστήση την προτέραν κατάστασιν εις την οικοδοµήν του
, εφαρµοζοµένων αναλόγως των διατάξεων του προηγουµένου εδαφίου.
Κατά τας ως άνω περιπτώσεις, νεωτέρα αναγκαστική παρέµβασις υπέρ του
δευτέρου οικοδοµουντος δεν χωρεί, ειµή µόνον κατόπιν δικαστικής αποφάσεως
καθοριζούσης τα υπέρ του πρώτου οικοδοµήσαντος εξαφαλιστικα µέτρα και τας δια
την επανάληψιν της οχλήσεως καταβλητέας τυχόν αυτώ αποζηµιώσεις.
4. 4. Πλην του µεσοτοίχου ο οικοδοµών ουδέν έτερον µέρος της γειτονικής
οικοδοµής δικαιούται να κατεδαφίση ή να θίξη και να µεταβάλη οπωσδήποτε
(εξαιρέσει των παρά τον µεσότοιχον αναγκαίων κατά το άρθρον 135 παραγρ. 3
υποστυλώσεων, επενδύσεων κ.λπ προς υπεράσπισιν του παλαιού κτιρίου). Εάν
όµως απειλήται κίνδυνος ή και απλαί ζηµίαι του παλαιού κτιρίου δια τους εν άρθρω
124 παραγρ. 2 αναφερόµενους λόγους και διαπιστούµενου του γεγονότος κατά
τας σχετικας περί επισφαλών οικοδοµών διατάξεις, δεν προβή ο ιδιοκτήτης της
παλαιάς οικοδοµής εντός της ταχθείσης προθεσµίας εις την λήψιν των
εξασφαλιστικών µέτρων, τα οποία θέλουσιν αποσοβήσει τον κίνδυνον ή τας
ζηµίας, διαπιστούµενου του τοιούτου υπό της Αρχής, ο δεύτερος οικοδοµών
δικαιούται να προβή ακολούθως εις οία νοµίσει κατάλληλα εξασφαλιστικά δια την
παλαιάν οικοδοµήν µέτρα.
Εις περίπτωσιν διενέξεων και διαφορών µεταξύ των οµόρφων ιδιοκτητών, ως εκ
των κατά το προηγούµενον και το παρόν κεφάλαιον ενεργειών, πέραν των
αναγοµενω εις ζητήµατα ών την λύσιν προβλεπουσι τα κεφάλαια ταύτα, οι
ενδιαφερόµενοι πρέπει να προσφεύγωσιν εις τα ∆ικαστήρια. Εν πάση περιπτώσει η
προσφυγή αφορά την αποζηµίωσιν µόνον των εκ των τοιούτων ενεργειών
ζηµιωθέντων, ουδαµώς δυναµένης ν΄ανασταλή αναγκαστικώς της εκτελέσεως των
οικοδοµικών εργασιών των γινοµένων κατά τας ανωτέρω διατάξεις, εγκρίσει της
τεχνικής υπηρεσίας. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧVIII
ΓΕΝΙΚΑΙ ∆ΙΑΤΑΞΕΙΣ
Χώροι συναθροίσεως του κοινού ειδικά κτίρια βιοµηχανικά κτίρια .
¶ρθρον 136
1. 1. Οι χώροι συγκεντρώσεως του κοινού ως προς τα ζητήµατα αερισµού,
φωτισµού, θερµάνσεως, ασφαλείας, εσωτερικής διατάξεως, χωρητικοτητος,
κυκλοφορίας, δύναται αναλόγως της σπουδαιότητος των να υπαχθώσιν εις
πλειοτέρους των υπό του παρόντος ∆ιατάγµατος προβλεποµένους περιορισµούς
κανονιζοµενους δι΄ υπουργικών αποφάσεων.
2. 2. Το αυτό ως άνω ισχύει και δια τα Νοσοκοµεία, Μουσεία, διδακτήρια και λοιπά
ειδικά κτίρια, επιτρεποµένης ως προς ταύτα και της παρεκκλίσεως από των περί
µεγίστου ύψους διατάξεων µετά σχετικην σύµφωνον γνώµην του Συµβουλίου των
δηµοσίων Έργων.
Ως προς την διάταξιν των βιοµηχανικών κτιρίων δύνανται να επιβάλλονται
εκάστοτε δι΄υπουργικων αποφάσεων οι εκ του ειδικού προορισµού των
επιβαλλόµενοι κανόνες υγιεινής και ασφαλείας. Η θέσις αυτών ήρηται είτε εκ των
προβλέψεων του σχεδίου, είτε εκ του είδους της βιοµηχανίας ήν στεγάζουσιν από
απόψεως υγιεινής, ασφαλείας και οχλήσεως του κοινού κατά τας περί αυτών
ειδικας διατάξεις. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 139.
1. 1. Επί των παλαιών τµηµάτων των πόλεων επιτρέπονται παρεκκλίσεις από των
διατάξεων των κεφαλαίων IV και VI, εφαρµοζόµενου ειδικού οικοδοµικού
κανονισµού δι΄ έκαστον οικοδοµικον τετράγωνον. Ο κανονισµός ούτος
συντάσσεται από κοινού µετά της πράξεως τακτοποιήσεως των ιδιοκτησιών και
κυρουνται µετ΄ αυτής, ρυθµίζων τα της θέσεως και διαστάσεως των οικοδοµών, τα
του εµβαδού και διαστάσεων των οικοπέδων και εν γένει τα εις τα κεφάλαια IV και
VI αναγόµενα ζητήµατα αναλόγως των τοπικών συνθηκών και υπό µορφήν
προγράµµατος βαθµιαίας εφαρµογής. Πάντως δεν επιτρέπεται παρέκκλισις από της
προσκυρώσεως οικοπέδων µη οικοδοµησίµων κατά τα ισχύοντα δια το οικοδοµικον
τετράγωνον ελάχιστα όρια εµβαδού και διαστάσεων εφ΄ όσον ταύτα είναι
ακάλυπτα οικοδοµών ή καλύπτονται υπό υποστέγων ή προσωρινής µορφής
προχείρων παραπηγµάτων ή και υπό µονίµων οικοδοµών κρινόµενων ως
κατεδαφιστέων λόγω ετοιµορρόπου καταστάσεως.
2. 2. Ως παλαιά τµήµατα δια την εφαρµογήν των ανωτέρω διατάξεων νοούνται τα
πυκνώς κεκαλυµµένα υπό κτιρίων ανεγερθέντων προ της εγκρίσεως του σχεδίου ή
µετ΄αυτήν νοµίµως. Αποκλείεται η εφαρµογή του µέτρου εις τµήµατα
κεκαλυµµένα µεν υπό οικοδοµών ανεγερθεισών προ της επ΄αυτών επεκτάσεως
του σχεδίου, αλλ΄αίτινες ανηγέρθησαν άνευ νοµίµου αδείας ή παρά τας ισχύουσας
απαγορευτικά διατάξεις (π.χ. εντός των ζώνης εφ΄ ής επεξετάθη βραδύτερον το
σχέδιον). Επίσης δεν επιτρέπεται παρέκκλισις ως προς οικόπεδα καλώς µεν
εκτισµενα , αλλά τα οποία κατεστάθησαν µη άρτια ή γενικώτερον µη οικοδοµήσιµα
δι΄υποδιαιρέσεως και µεταβιβάσεως τµηµάτων τω µετά την έναρξιν ισχύος των
διατάξεων προς άς αντιτίθεται η µορφή και εν γένει η κατάστασις αυτών. Η
αρµοδία υπηρεσία οφείλει προς πάσης εφαρµογής των ανωτέρω διατάξεων να
εξακριβώνη απολύτως τα ς προϋποθέσεις ταύτας.
3. 3. Η εφαρµογή των άνω παρεκκλίσεων επιτρέπεται µόνον εν εσχάτη ανάγκη και
µόνον µέχρι του απολύτως αναγκαίου βαθµού, αποκλειόµενη επί οικοδοµικού
τετραγώνου εφ΄ ού κατά το πλείστον δύνανται να εφαρµόζονται αι διατάξεις των
κεφαλαίων IV και Vi , πρωτίστως δε πρέπει να δικαιολογή ταύτην η ύπαρξις
πολλών οικοδοµών. Πάντως και κατά την παρέκκλισιν δεν επιτρέπεται
τακτοποίησις οικοπέδων επιφανείας κάτω των τριάκοντα τετραγ. µέτρων και
διαστάσεων µικροτέρων των 3Χ4,50 µέτρων, εκτός εάν προ της εφαρµογής του
παρόντος ετέθησαν εν ισχύι µικρότερα τοιαύτα όρια.
Η παρέκκλισιν επιτρέπεται ν περιορίζη και το ύψος των οικοδοµών, εν ουδεµιά
όµως περιπτώσει δύναται να θίγη το σχέδιον ετέρας διατάξεις του παρόντος
κανονισµού. - (Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Αρµόδιαι αρχαί δια την εφαρµογήν των διατάξεων του παρόντος ∆ιατάγµατος.
¶ρθρον 140.
1. 1. Την γενικην εποπτείαν δια την εφαρµογήν των διατάξεων του παρόντος
∆ιατάγµατος έχει η επί της εφαρµογής του σχεδίου υπηρεσία. Αι σχετικαί υπηρεσίαι
των ∆ήµων και Κοινοτήτων οφείλουσιν εξ ίσου να επιµελώνται της εφαρµογής
αυτού και να καταγγέλλωσι πάσαν υπεργασίαν. Αι αστυνοµικαί αρχαί ως
εκτελεστική υπηρεσία υποχρεούνται να επιτηρώσι την τήρησιν των υπό των
ανωτέρω εκδιδοµένων διαταγών και οδηγιών και να επιβάλωσιν την αναγκαστικών
αυτών εκτέλεσιν είτε δια διακοπής, είτε δια κατεδαφίσεως των έργων.
2. 2. Οι Νοµάρχαι οφείλουσι να επιµελώνται της υπό των ∆ήµων και Κοινοτήτων
εκπληρώσεως των υποχρεώσεων αυτών, κατά τας σχετικας διατάξεις του
Κεφαλαίου ΙΙ ως προς την σύνταξιν αρτίων µελετών σχεδίων και των
λελογισµενην τροποποίησιν και επέκτασιν αυτών και των άρθρων 23, 24, 25, 26,
27, 28, 111, υποδεικνύοντες αυτοίς, πλην των άλλων, και την δυνατότητα
εξευρέσεως πόρων κατ΄ εφαρµογήν των διατάξεων του άρθρου 1, παρ. 5 του από
17 Ιουλίου 1923 Ν.∆. <περί σχεδίων πόλεων κ.λπ.>.
3. 3. Αι αστυνοµικαί αρχαί υποχρεουνται να επιµελώνται και οίκοθεν της
εφαρµογής των διατάξεων των άρθρων 46 (παραγρ. 1,3,4, και 6), 47 (παρ.10, 52,
55, 58 (παρ. 1,2,3,4,5) , 59, 60 (ιδίως ως προς την παρ. 6) 61 (παρ. 2), 62, 63,
66, 67, 68 (εν συνεννοήσει προς την υπηρεσίαν υγιεινής) 69 (παραγρ. 1 περιπτ΄.
β΄), 70, 71 (παρ. 3, 7), 72, 73, 74 (παραγρε. 1), 76 (παραγρ. 1,2,4), 77, 78, 79
(παραγρ. 2, 5), 80, 81, 94 (ιδίως ως προς τας βαθµίδας), 95, 96, 97, 101, 102,
103, 105, 109, 110, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136 ζητουσαι εν ανάγκη
τεχνικάς εξηγήσεις παρά της επί της εφαρµογής του σχεδίου υπηρεσίας και
προβαίνουσαι εις την λήψιν των ενδεδειγµένων εκάστοτε αναγκαστικών µέτρων
και άνευ οιασδήποτε διατυπώσεως.
4. 4. ∆ι΄ ειδικών ∆ιαταγµάτων ρυθµίζονται και λεπτοµερέστερον τα των ενεργειών
των ανωτέρω αρχών εν εκάστη περιπτώσει τα της ενασκήσεως ελέγχου υπό των
υπό του παρόντος προβλεποµένων έργων δοµήσεως και τα των αυθαιρέτων και
επικινδύνων εν γένει κατασκευών. Εν πάση όµως περιπτώσει επιβάλλεται εις την
επί της εφαρµογής του σχεδίου υπηρεσίαν, προς δε εις τους ∆ήµους και τας
κοινότητας ν΄ ασκώσιν εποπτείαν δια την επιβολην των σχετικών διατάξεων, έστω
και αν η εφαρµογή αυτών έχη ειδικωτερον ανατεθή εις ετέρας αρχάς.
Περιπτώσεις εφαρµογής των διατάξεων του παρόντος επί των προ της ισχύος
αυτού εκτελεσθέντων έργων και γενικώτερον τρόπος εφαρµογής αυτών. -
(Καταργήθηκε από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
¶ρθρον 141.
1. 1. Η σύνταξις των τοπογραφικών χαρτών και ο έλεγχος τούτων επιβάλλεται να
ενεργήται βάσει των διατάξεων του παρόντος, έστω και αν προ αυτού ήρξαντο αι
σχετικαί εργασίαι. Το αυτό ισχύει και ως προς τα σχέδια και τας επεκτάσεις και
τροποποιήσεις αυτών.
2. 2. Αι διατάξεις του άρθρου 23 προϋπόθεσιν έχουσι την προηγουµενην έγκρισιν
της υψοµετρικής διατάξεως του οδικού δικτύου, µεθ΄ήν και µόνο εφαρµόζονται ,
ασχέτως προς την ύπαρξιν ή ού και ετέρων παλαιοτέρων οικοδοµών επί της
αδιαµορφώτου οδού.
3. 3. Αι διατάξεις των άρθρων 24, 25 και 26 δέον να εφαρµόζονται εις πάσαν
περίπτωσιν καθ΄ ήν παρίσταται ανάγκη. ∆εν απαιτείται εφαρµογή του άρθρου 26
εις περίπτωσιν προσθήκης καθ΄ ύψος, νοµίµως ανεγερθείσης οικοδοµής, ή και
καθ΄ οριζοντίαν επέκτασιν, εφ΄ όσον η προσθήκη κείται πέρνα των εν τω άρθρω
τούτω οριζόµενων ορίων.
4. 4. Αι διατάξεις του άρθρου 27 επιβάλλεται να εφαρµόζονται εις πάσαν
περίπτωσιν, ασχέτως του χρόνου και τρόπου διαµορφώσεως της οδού, δαπάναι δε
καταβληθείσαι υπό των ∆ήµων και των Κοινοτήτων εις το παρελθόν, εκτιµώνται
βάσει της κατά την εκτίµησιν καταστάσεως των έργων.
5. 5. Αι διατάξεις του άρθρου 28 επιβάλλονται να εις πάσαν περίπτωσιν, έργα δε
εκτελεσθέντα παρά τας διατάξεις ταύτας παύσουσι λειτουργούντα και
συντηρούµενα από της παρελεύσεως προθεσµίας, οριζόµενης εφ΄ άπαξ υπό του
∆ήµου ή της Κοινότητος και εγκρινοµένης υπό του Νοµάρχου, εντός της οποίας
πρέπει να ειδοποιώνται οι ενδιαφερόµενοι δια γενικής προσκλήσεως. Η προθεσµία
δεν δύναται να υπερβαίνη την διετίαν από της ισχύος του παρόντος.
6. 6. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου IV εφαρµόζονται εις πάσαν νέαν οικοδοµήν ή
προσθήκην επί υπαρχούσης παλαιάς τοιαύτης. Εξαίρεσις του κανόνος τούτου
επιτρέπεται µόνον ως προς την τήρησιν των εις το εσωτερικόν των οικοπέδων
υποχρεωτικών ελαχίστων ελευθέρων χώρων επί καθ΄ύψος προσθηκών εις
νοµίµως ανεγερθέντα κτίρια, εφ΄ όσον τεχνικώς καθίσταται αδύνατος ή λίαν
δεσχερής η προσθήκη των ορόφων, τηρουµένων των όρων τούτων. Πάντως εάν
επί τινος των γειτονικών οικοπέδων έχει ανεγερθή κτίριον , η διάταξις όµως και το
εµβαδόν του οικοπέδου επιτρέπουσι την ανέγερσιν τοιούτου κατ΄ εφαρµογήν των
εν λόγω όρων, η τήρησις αυτών επιβάλλεται απαραιτήτως ως προς τας καθ΄ ύψος
προσθήκας του παλαιού κτιρίου.
Προκειµένου περί πόλεων ή τµηµάτων αυτών, εφ΄ ών προ της ισχύος του
παρόντος έχει εφαρµοσθή ειδικός οικοδοµικός κανονισµός, θεσπίζων τήρησιν
ελευθέρων χώρων µικροτέρων των υπό του παρόντος προβλεποµένων ελαχίστων
ορίων, εξακολουθούσι ταύτα ισχύοντα µέχρι της τροποποιήσεως του ειδικού
κανονισµού. Ως προς τας µέλλουσας όµως επεκτάσεις των τµηµάτων ούτων,
εφαρµόζεται πάντοτε το παρόν ∆ιάταγµα.
Τα δι΄ ειδικών ∆ιαταγµάτων εγκριθέντα ελάχιστα όρια εµβαδού και διαστάσεων
των οικοπέδων εξακολουθουσιν ισχύοντα. Όπου όµως δεν καθωρίσθησαν ούτω
τοιαύτα, εφαρµόζονται αι σχετικαί διατάξεις του παρόντος.
Επιτρέπεται οιαδήποτε επισκευή και διαρρύθµισις κτιρίων αντικειµένων εις τας
διατάξεις του Κεφαλαίου IV. Εάν όµως αύτη εξικνείται εις βαθµόν κατεδαφίσεως
και ανακατασκευής των περιβαλλόντων το κτίριον τοίχων 9εξωτερικων τοίχων) ή
και τµήµατος αυτών υπερβαίνοντος εν συνεχεία τα έξ (6) µέτρα , ως προς τα
ούτως ανοικοδοµούµενα µέρη επιβάλλεται η τήρησις του άνω κεφαλαίου.
7. 7. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου V εφαρµόζονται εις πάσαν περίπτωσιν, ακόµη δε
και ως προς τας προϋπάρχουσας παλαιάς κατασκευάς, της αρχής οφειλουσης να
τάσση ευλόγους προθεσµίας προς συµµόρφωσιν των ιδιοκτητών εις τας διατάξεις
του παρόντος.
8. 8. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου VI επιβάλλονται εις πάσαν νέαν οικοδοµήν, ως
επίσης εις πάσαν νέαν εν τω αυτώ επιπέδω ή καθ΄ ύψος προσθήκην υπάρχοντος
παλαιού κτιρίου. Επιβάλλονται επίσης και επί των τµηµάτων των παλαιών κτιρίων,
ών η επισκευή (µη κωλυόµενη πάντως) χωρεί µέχρι κατεδαφίσεως και
ανοικοδοµήσεως πλήρων διαµερισµάτων.
9. 9. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου VII επιβάλλονται ως προς παν νέον κτίριον ή
προσθήκην επί παλαιού τοιούτου. Επιβάλλονται ωσαύτως και επί τµηµάτων
παλαιών κτιρίων, ών η επισκευή (µη αποκλειόµενη πάντως) χωρεί µέχρι
κατεδαφίσεως και ανοικοδοµήσεως ολοκλήρων διαµερισµάτων.
Κατ΄ εξαίρεσιν αι διατάξεις του άρθρου 55 επιβάλλονται και επί παντός παλαιού
κτιρίου, τασσοµένης υπό της αρχής εις τους ιδιοκτήτας ευλόγου προθεσµίας προς
συµµόρφωσιν δια διαρρυθµίσεως των υπογείων και αλλαγής της χρήσεως αυτών.
Πάντως το µέτρον τούτο δεν εφαρµόζεται αναγκαστικώς εις τα υπό αναγκαστικην
µίσθωσιν διατελούντα ακίνητα, εκτός της διατάξεως της παραγράφου 3, η οποία
δύναται, κατά την κρίσιν της αρχής, να εφαρµόζηται εν πάση περιπτώσει.
10. 10. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου VIII εφαρµόζονται ως προς τε τα παλαιά και τα
νέα κτίρια, δυναµένης να επιβάλληται της εφαρµογής τούτων ως προς τα προ της
ισχύος του παρόντος ανεγερθέντα κτίρια βαθµηδόν, τασσοµένων προς τούτο εις
τους ιδιοκτήτας ευλόγων προθεσµιών. Εν πάση όµως περιπτώσει αι παράγραφοι 2
και 3 του άρθρου 58, 1 και 2 του άρθρου 61, τον άρθρον 62 και αι παράγραφοι 1
και 2 του άρθρου 63, ενδείκνυται να εφαρµόζονται άνευ µακρών αναβολών, ως
προς δε την εφαρµογήν του άρθρου 60 εις ό,τι αφορά την απαγορευσιν των
απορροφητικών βόθρων, ουδεµία χωρεί αναβολή περιπτώσεως τυχούσης (παρ. 6).
11. 11. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΧ εφαρµόζονται ως προς πάσαν νέαν
εγκατάστασιν, δύνανται δε να εφαρµόζονται και επί των προ του παρόντος
υφισταµένων κατά τας σχετικας υποδείξεις της υγειονοµικής υπηρεσίας. Εις
περίπτωσιν ριζικών ανακαινιστικών επισκευών παλαιών τοιούτων εγκαταστάσεων,
επιβάλλεται πάντοτε η προσαρµογή των εις τας διατάξεις του άνω Κεφαλαίου.
Ειδικώς αι διατάξεις του άρθρου 67 επιβάλλονται άνευ αναβολής και εις τας
παλαιάς εγκαταστάσεις, τασσοµένων εις τους ιδιοκτήτας ευλόγων προθεσµιών.
12. 12. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου Χ εφαρµόζονται εις παν νέον κτίριον ή
προσθήκην επί παλαιού τοιούτου. Επίσης εφαρµόζονται και οσάκις πρόκειται περί
αντικαταστάσεως πτωµάτων. Πάντως και εις τα παλαιά κτίρια τα αντικείµενα εις
τας διατάξεις του Κεφαλαίου τούτου η αρχή δικαιούται να επιβάλλη την λήψιν
προχείρων µέτρων προς αποµόνωσιν των διαµερισµάτων, εν οίς λειτουργουσι
συστηµατικώς εστίαι και εν γένει θερµικαί εγκαταστάσεις.
Κατ΄ εξαίρεσιν αι διατάξεις των άρθρων 69, παρ. 1 περίπτωσις β΄, 70, 71, 72, 74,
76, 78, 80 και 81 επιβάλλονται και επί των προ της ισχύος του παρόντος
εγερθεισών οικοδοµών.
13. 13. Μέτρα ασφαλείας των οικοδοµών από των εν Κεφαλαίω ΧΙ αναφεροµένων
απόψεων δύνανται να επιβάλλονται εις πάσαν στιγµήν, ασχέτως προς τον χρόνον
ανεγέρσεως αυτών.
14. 14. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου ΧΙΙ επιβάλλονται πλην των νέων κτιρίων και
εις πάσαν προσθήκην επί παλαιών τοιούτων, ουδαµώς παρακωλύουσαι την
επισκευήν των ν νοµίµως υφισταµένων και εις ταύτας αντικειµένων παλαιών
οικοδοµών. Ως προς οδούς εφ΄ ών το ύψος έχει ήδη καθορισθή δυνάµει της
διατάξεως του άρθρου 88 παραγρ. 5, εξακολουθεί ισχύον το ορισθέν ύψος.
15. 15. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου ΧΙΙΙ εφαρµόζονται επί παντός νέου κτιρίου
ασχέτως προς την ύπαρξιν ή ου ειδικού οικοδοµικού κανονισµού. Εκ τούτων αι
αναγόµεναι εις τας κατά το άρθρον 94 παραγρ. 2 βαθµίδας και εις τα άρθρα 96,
97, 101, 102, 103 εφαρµόζονται και επί των προ της ισχύος του παρόντος
υφισταµένων εγκαταστάσεων, τασσοµένων εις τους ιδιοκτήτας υπό της Αρχής
ευλόγων προθεσµιών δια την συµµόρφωσίν των προς τας άνω διατάξεις. Επίσης
και των προεξοχών εκ των υπό του ανωτέρω κεφαλαίου ΧΙΙΙ αποκλειοµένων κατά
των τριών µέτρων ύψους δύναται να διατάσσηται ή άρσις εκ παλαιών κτιρίων
οσάκις πρόκειται περί οδών πυκνής κυκλοφορίας εις ήν αύται παρεµβάλλουσι
δυσχέρειαν.
16. 16. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου XIV επιβάλλονται εν γένει τόσον εις τα νέα
όσον και εις τα παλαιά κτίρια, πλην εκείνων αίτινες απαιτουσι διαρρύθµισιν των
οικοδοµών, αίτινες αποκλείονται ως προς τα προ της ισχύος του παρόντος
γενόµενα κτίρια.
Η άρσις των κατά το άρθρον 109 προ της ισχύος του παρόντος γενοµένων
εγκαταστάσεων ενεργείται τασσοµένων εις τους ιδιοκτήτας ευλόγων προθεσµιών.
∆ι΄ εκείνας εκ τούτων αίτινες εγένοντο αυθαιρέτως ή δεν ανάγονται εις κτίρια
διατελλούντα υπό αναγκαστικούς όρους µισθώσεως αι προθεσµίαι πρέπει να είναι
βραχύταται. Αι διατάξεις του άρθρου 110 επιβάλλονται και ως προς τας
προϋφισταµενας του παρόντος εγκαταστάσεις.
17. 17. Εις πάσαν κατασκευήν νέου περιφράγµατος ή ανακατασκευήν εν όλω ή εν
µέρει (τουλάχιστον επί του ηµίσεος του µήκους της πλευράς του) παλαιού
τοιούτου, επιβάλλεται η εφαρµογή των διατάξεων του Κεφαλαίου XV. Απλή
επισκευή περιφραγµάτων αντικειµενω εις τα διατάξεις του Κεφαλαίου τούτου δεν
αποκλείεται. Επιτρέπεται εις ενίας (τας καλλιτέρας) οδούς των πόλεων και
εξοχικών συνοικισµών η επιβολή των διατάξεων του άρθρου 114 παραγρ. 2 και
εφεξής και ως προς τα προϋπάρχοντα περιφράγµατα.
18. 18. Αι κατ΄ εφαρµογήν του άρθρου 137 εκδιδόµεναι αποφάσεις ισχύουσι και
ως προς τας προ της εκδόσεως αυτών ανεγερθείσας κατασκευάς.
Εν τοις ανωτέρω θεωρείται ως νοµίµως υφιστάµενον κτίριον : α΄. Εάν προϋπήρχε
της εγκρίσεως του σχεδίου, β΄Εάν είναι προσηρµοσµένον µε το σχέδιον και τα προ
της ισχύος του παρόντος υφισταµένας σχετικας διατάξεις και γ΄. Εάν έχη γίνει
κατόπιν αδείας της Αρχής και κατά τους όρους της αδείας ταύτης. - (Καταργήθηκε
από το άρθρο 81 του Β.∆. 9-8/30-9-1955).
Εις τον Ηµέτερον επί της Συγκοινωνίας Υπουργόν ανατίθεµεν την δηµοσίυεσιν και
εκτέλεσιν του παρόντος ∆ιατάγµατος.