σαραντάρης

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 67

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Π.Μ.Σ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Ο ποιητικός και δοκιμιακός στοχασμός του Γιώργου Σαραντάρη:


βασικά μοτίβα της σκέψης του

ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ ΜΠΟΥΣΙΟΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2018
Περιεχόμενα

Πρόλογος ....................................................................................................................... 5

Εισαγωγή ....................................................................................................................... 6

1.Για μια εναρμόνιση ποίησης-φιλοσοφίας:η ποιητική φιλοσοφία του Σαραντάρη....11

2.Αναστοχασμός και ημερολογιακό ύφος ................................................................... 19

3.Το δίπολο μνήμης-λήθης και ο στοχασμός του χρόνου ........................................... 25

4.Η «ανατιεννοιολόγηση» του Σαραντάρη: γλώσσα, ομιλία, σιωπή .......................... 34

5.Η φιλοσοφία της χαράς και ο στοχασμός του θανάτου ............................................ 44

Παράρτημα:
Ο Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος ως κριτικός του Γιώργου Σαραντάρη ................. 51

Επίλογος ....................................................................................................................... 60

Βιβλιογραφία ............................................................................................................... 64

2
Il faut que la littérature aille retremper ses forces dans une atmosphere
meilleure. Le temps n’est pas loin où l’on comprendra que toute littérature qui se
refuse à marcher fraternellement entre la science et la philosophie est une literature
homicide et suicide.1

1
C. Baudelaire, Œuvres completes (vol. 2). Nouvel edition, (επιμ. Claude Pichois), Gallimard, Paris,
1990, σ.49.

3
Ευχαριστίες

Η παρούσα εργασία θα ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί δίχως την αμέριστη


συμπαράσταση της οικογένειας μου, τη διδασκαλία των καθηγητών του τμήματος
Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής και κυρίως τα μαθήματα του επόπτη καθηγητή μου
Δημητρίου Κόκορη, που άπτονταν ακριβώς επί της θεματικής της συσχέτισης
Φιλοσοφίας και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σε συνδυασμό με το ομώνυμο βιβλίο του2
που αποτέλεσε το έναυσμα για τη μεταπτυχιακή μου πορεία στη Θεσσαλονίκη. Θα ήταν,
επιπλέον, αδύνατη η περάτωση αυτού του σταδίου δίχως τη στήριξη της πνευματικής
μου οικογένειας που συνεχώς μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, συνάντηση με συνάντηση και
βιβλίο με βιβλίο, εκκινώντας από το αδερφικό αλληλο-σιγοντάρισμα με τον Σωτήριο Κ.
Νταμπεγλιώτη και καταλήγοντας στην ειλικρινή και απόλυτη έγνοια και βοήθεια της
Ειρήνης Αϊβάζη. Εκ βαθέων καρδίας σας ευχαριστώ.

2
Δ. Κόκορης, Φιλοσοφία και Νεοελληνική λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης σχέσης, εκδ. Ι. Σιδέρης,
2015.

4
Πρόλογος

Συμπληρώνονται φέτος 110 χρόνια από τη γέννησή του Γιώργου Σαραντάρη (1908-
1941), αλλά ακόμα παραμένουν ουσιώδη στοιχεία του στοχασμού του, τα οποία, αν
δεν είναι πάντοτε λησμονημένα ή άγνωστα, είναι σίγουρα προσιτά προς περαιτέρω
διερεύνηση και επεξήγηση της σημασίας τους. Προς αυτή τη στόχευση στρεφόταν
αδιάλειπτα η αναμέτρηση μου με το έργο του Σαραντάρη, πλησιάζοντας το
μεγαλύτερο μέρος του έργου του αποτελούμενο από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα
ποιήματα, δοκίμια και σημειώματα, ορισμένες επιστολές και αρχειακό υλικό.
Έχοντας, ακόμα, ως εφαλτήριο τη σαρανταρική σκέψη ήρθα σε επαφή με τα
σημαντικότερα φιλοσοφικά του αναγνώσματα, όπως τα έργα του Κίρκεγκορ και του
Νίτσε, αλλά και με συνομιλίες του με Έλληνες συγγραφείς και διανοούμενους της
εποχής του, όπως η Μελισσάνθη, ο Βαφόπουλος, ο Βαρβιτσιώτης και ο
Δεσποτόπουλος, που μεταξύ άλλων επέτρεψαν καλύτερη προσέγγιση του
παράλληλου φιλοσοφικού και ποιητικού του στοχασμού.
Εκκινώντας, έτσι, την παρούσα εργασία από τον αναστοχασμό ως στοιχείο του
φιλοσοφείν και τα στοιχεία ενδοσκόπησης, αυτοελέγχου και γενικά της αναζήτησης
του εαυτού υπό το πρίσμα ενός ιδιότυπου ποιητικού ημερολογίου, θα φανερωθεί,
αρχικά, ο ρόλος της γραφής, και συνακόλουθα ο ρόλος της φιλοσοφίας για τον
Σαραντάρη. Έπειτα, το ζητήματα της μνήμης, της λήθης και του χρόνου είναι εκ των
βασικών ζητημάτων του στοχασμού του, που ξεδιπλώνονται κυρίως μέσα από τα
βαθιά από νοήματα ποιήματά του, ενώ η αναμέτρησή του με τη γλώσσα ως μέσο που
επιχειρεί ανεπιτυχώς να ψηλαφήσει ουσίες ανώτερες από αυτές που τελικά δείχνει,
εκδηλώνεται κυρίως μέσα από τον στίχο και την πρόζα του. Τέλος, θα αναδειχθεί η
φιλοσοφία της χαράς του Σαραντάρη, δηλαδή η αισιόδοξη στάση του απέναντι στον
θάνατο και η ελπίδα που παρέχει στον άνθρωπο για έναν καλύτερο βίο που
εμπεριέχεται σε κάθε γραπτό του, ποιητικό και δοκιμιακό.
Θα επιχειρηθεί, όμως, πριν από όλα μια παράλληλη προσέγγιση της ποίησης
και φιλοσοφίας του Σαραντάρη με σκοπό την ξεδίπλωση, κατά το δυνατόν, της
συνολικής του κοσμοθεωρίας, και όχι μόνο αυτής που μας παρέχουν τα στοχαστικά
του δοκίμια, καθώς η ποίησή του λειτουργεί αυτόνομα ως εργαλείο στοχασμού και
παράλληλα με τα καθαρά του φιλοσοφικά έργα είτε συμπληρώνοντας τις δοκιμιακές
του πραγματεύσεις είτε αποστασιοποιούμενη από αυτές ακολουθεί διαφορετικές
αναζητήσεις.

5
Εισαγωγή

Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε το 1908 στην Κωνσταντινούπολη και από πολύ


μικρός εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ιταλία, όπου έλαβε την
εκπαίδευσή του. Σπούδασε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου της Μπολόνια και
της Ματσεράτα από όπου και πήρε το δίπλωμά του το 1930. Τον Μάρτιο του 1931
εκκινεί η ελληνική περίοδός του, όταν και έφθασε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη
στρατιωτική του θητεία. Η περίοδος από αυτή του την άφιξη μέχρι και ένα χρόνο πριν
τον θάνατό του το 1941 αποτελεί την ώριμη συγγραφική του περίοδο, καθώς μόλις σε
10 χρόνια παραγωγής κατάφερε να δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές, τρία
φιλοσοφικά δοκίμια και αρκετά άλλα άρθρα λογοτεχνικής κριτικής, μεταφράσεις και
ποιήματα σε περιοδικά.3
Τα αναγνώσματά του και η γενικότερη καλλιέργειά του καθ’όλην τη διάρκεια
του βίου του υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια των νομικών του σπουδών, καθώς
μελέτησε και γνώρισε το έργο των σημαντικότερων συγγραφέων και φιλοσόφων,
δίνοντας βαρύτητα στους Γάλλους— που διάβαζε από το πρωτότυπο, μαθαίνοντας
από μικρός τη γαλλική γλώσσα4— και φυσικά τους σημαντικότερους και όχι μόνο
Ιταλούς συγγραφείς. Γνώριζε ακόμα και αρκετούς σύγχρονούς του Ιταλούς
συγγραφείς με τους οποίους αλληλογραφούσε στην ιταλική που μιλούσε σαν
μητρική.5 Αναμετρήθηκε, ακόμα, και με το έργο Γερμανών φιλοσόφων, όπως του
Καντ, του Χέγκελ, του Σοπενάουερ και του Νίτσε, ο οποίος τον επηρέασε σε

3
Οι ποιητικές του συλλογές είναι: Οι αγάπες του χρόνου (1933), Ουράνια (1934), Αστέρια (1935),
Γράμματα σε μια Γυναίκα(1936), Στους φίλους μιας άλλης χαράς (1940). Το φιλοσοφικό του έργο
συνίσταται από τα δοκίμια: Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης (1937), Παρουσία του Ανθρώπου
(1938) και Λογική σα θεωρία του απολύτου και μη απολύτου (1939). Τα περιοδικά στα οποία
δημοσίευσε ποιήματα και άρθρα είναι η Νέα Ζωή, το περιοδικό Ιδέα, Ο Κύκλος, το Τρίτο Μάτι, τα
Νεοελληνικά Γράμματα, τα Νέα Φύλλα, το περιοδικό Εργασία, οι Κρητικές σελίδες, τα Προπύλαια, η
Νέα Εστία, η Νέα Πορεία και κυρίως στα Νέα Γράμματα και Μακεδονικές Ημέρες. Επιπλέον,
δημοσίευσε στο ιταλικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης Olimpo και σε άλλα ιταλικά περιοδικά και στην
εφημερίδα Καθημερινή. (Για την αναλυτική λίστα των δημοσιευμάτων του βλ. Γιώργος Σαραντάρης,
Ποιήματα Α΄, εισ.-επιμ. Γ. Μαρινάκης, Gutenberg, Αθήνα, 1987, σ.301-306.
4
«Στα πρώτα του ελληνικά και ιταλικά, που έμαθε στα παιδικά του χρόνια, πρέπει να προσθέσουμε
και τα γαλλικά που ‘μαθε από μια Ελβετίδα δασκάλα, που είχε πάρει η μάνα του για να μάθουν τα
παιδιά της και γαλλικά, όπως έκαναν οι “καλές” οικογένειες τα χρόνια εκείνα.» (Γιώργος Σαραντάρης,
Ποιήματα Α΄, ό.π., σ. ιη΄-ιθ΄).
5
Γιώργος Σαραντάρης, Οι γνωριμιές και η φιλία: σημειώσεις για τις Αναμνήσεις που δεν θα γράψω
ποτέ, μτφρ. Ζ. Λορεντζάτος, επιμ. σημ. Σ. Σκοπετέα, Το Ροδάκιο, Αθήνα, 2009, σ.160. Επιπλέον για τη
σχέση της ιταλικής ποίησης και το έργο του Σαραντάρη, βλ. τη διδακτορική διατριβή, Gabriella Macri,
Η παρουσία της ιταλικής ποίησης στο έργο του Γιώργου Σαραντάρη, Θεσσαλονίκη, 1998 (Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική σχολή, τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας).

6
μεγαλύτερο βαθμό από τους άλλους μαζί με τον Δανό φιλόσοφο και θεολόγο Σόρεν
Κίρκεγκορ,6 με τον οποίο πραγματοποιεί στα γραπτά του έναν γόνιμο διάλογο.7
Στην Ελλάδα συνδέθηκε τόσο με την ομάδα των Νέων Γραμμάτων, όσο και με
συγγραφείς της Θεσσαλονίκης, κυρίως στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες και ήταν
και αυτός σημαντικό μέλος του αναπτυσσόμενου ελληνικού μοντερνισμού, καθώς
συνέβαλε στην ανανέωση του στίχου μέσα από λιτούς άμεσους στίχους και την
εισχώρηση σε αυτούς ενός έντονου υπαρξιακού βιώματος. Ακόμα, είχε φιλικές
σχέσεις με πολλούς διανοούμενους της εποχής, όπως ο Κ. Δεσποτόπουλος, ο Κ.
Τσάτσος, ο Π. Κανελλόπουλος και ο Γ. Μουρέλος, αλλά και πολλούς συγγραφείς και
ποιητές, όπως ο Τ. Βαρβιτσιώτης, ο Ν.Γ. Πεντζίκης, η Ζ. Καρέλλη, η Μελισσάνθη
και πολλούς άλλους με αναφορές και σημειώσεις στα γραπτά του. Επιπλέον,
αποκάλυψε το κρυφό, μέχρι τη συνάντηση με τον Σαραντάρη, ποιητικό τάλαντο του
Οδ. Ελύτη, παρουσιάζοντας τον στην ομάδα των Νέων Γραμμάτων.8
Ήταν σ’όλη του τη ζωή ριγμένος “με τα μπούνια” στη γραφή και τον στοχασμό,
καθώς δεν εργάστηκε ποτέ, αλλά «ζούσε μ’ένα μικρό εισόδημα, ποσοστό από νοίκια
κληρονομικά […]»·9 άλλωστε «δεν μπορούσε να δουλέψει, γιατί βρισκόταν μακριά
από την πρακτική ζωή και ήταν ολότελα αφοσιωμένος στην ποίηση και τη

6
Το όνομα του μεγάλου Δανού στοχαστή δεν ήταν άγνωστο στην Ελλάδα, μονάχα που στη
νεοελληνική φιλοσοφία ένας μαθητής του ήτανε κάτι νέο και παράδοξο. Γιατί έχουμε φυσικά
καντιανούς και νεοκαντιανούς, εγελιανούς και νιτσεϊστές, καρλαϊλικούς και μπερξονιστές,
σπενγκλερικούς, γιασπερικούς ακόμα και οπαδούς του Λαμάρκ ή του Πίκο ντέλα Μιράντολα, αλλά
κιρκεγκωριανό κανέναν άλλο εξόν από τον φίλο που μας έφυγε.
(Γιάννης Σφακιανάκης, «Για τον Γιώργο Σαραντάρη», », περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ.21, Ιούλ-
Αύγ. 1984, σ. 33.)
7
Για τον αναλυτικό κατάλογο των αναγνωσμάτων του και τον αναφορών του στα γραπτά του σε
συγγραφείς και φιλοσόφους από το 1924 ως το 1931, δηλαδή της «ιταλικής περιόδου» βλ. Γιώργος
Σαραντάρης, Ποιήματα Α΄ , ό.π., σ. 311-346.
8
Το γεγονός της γνωριμίας αυτής περιγράφει από διαφορετική ματιά σε σύγκριση με του ίδιου του
Ελύτη (στα Ανοιχτά χαρτιά) και ο Καραντώνης:
Στα 1934 νομίζω έφθασε ένα βράδυ στη συντροφιά μας, σχεδόν έξαλλος (ενν. ο Σαραντάρης). Το
πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο, τα μάτια του λάμπαν. Πριν ακόμη μας χαιρετίσει, άρχισε να
φωνάζει: «Έ, φίλοι μου, γνώρισα απόψε ένα σπουδαίο ποιητή! Αυτό μάλιστα, είναι ποιητή!» «Και
ποιός είναι αυτός; Πώς τον λένε;» τον ρωτήσαμε γελώντας δύσπιστα. «Είναι το Αλεπουδέλη» μας
απάντησε θριαμβευτικά, σα να εξακόντιζε ανάμεσά μας το πιο γνωστό ποιητικό όνομα του
κόσμου. «Το αλεπουδέλι», φωνάξαμε όλοι μαζί, ξεσπώντας σε γέλοια, γιατί μας φάνηκε πολύ
παράξενο, νάναι κανείς σπουδαίος ποιητής και να τον λένε Αλεπουδέλη. «Ναι φίλοι μου, το
Αλεπουδέλη», συνέχισε έξαλλος ο Σαραντάρης. «Γιατί; Σας φαίνεται παράξενο; Δεν τολμάτε φίλοι
μου ν’ αναγνωρίσετε έναν άγνωστο; Θέλετε το ποιητή να βγαίνει μέσα από τη γραμματολογία;»
(Αντρέας Καραντώνης, Νεοελληνική λογοτεχνία: Φυσιογνωμίες Β΄, Παπαδήμα, Αθήνα, 31977,
σ. 80-81.)
9
Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα Α΄ ,ό.π., σ. λθ΄.

7
φιλοσοφία».10 Η συνολική συνεισφορά του στα ελληνικά γράμματα δεν μπορεί παρά
να είναι παράλληλη με την υπηρεσία του για όλον τον ελληνισμό, καθώς κλήθηκε να
πολεμήσει στο Αλβανικό μέτωπο του 1940 ως απλός στρατιώτης. Εκεί ασθένησε και
επέστρεψε στην Ελλάδα για να νοσηλευτεί, ενώ μετά από λίγο καιρό, τον
Φεβρουάριο του 1941, εξέπνευσε. Μας κληροδότησε, όμως, ένα ογκώδες
αδημοσίευτο έργο, το οποίο παρά τις σημαντικές προσπάθειες συγκέντρωσής του
πρώτα από τον Γ. Μαρινάκη και έπειτα από τη Σ. Σκοπετέα, ακόμα παραμένει στο
αρχείο σημαντικό τμήμα της παραγωγής του, όπως τα ποιήματα της ιταλικής του
περιόδου και αρκετές επιστολές του.
Το εγχείρημα, τώρα, μιας σύντομης περιγραφής της πυκνογραμμένης και ενίοτε
δυσνόητης δοκιμιακής γραφής του Σαραντάρη κρίνεται αναγκαίο για την περαιτέρω
επεξεργασία άλλων καίριων μοτίβων του δοκιμιακού και ποιητικού του στοχασμού,
όπως αυτά του χρόνου, η αναζήτηση του εαυτού, η αισιοδοξία του και η στάση του
απέναντι στη γλώσσα— ζητήματα που διερευνώνται στην παρούσα μελέτη.
Ταυτόχρονα, όμως, ένα τέτοιο εγχείρημα ενδεχομένως να γεννά περισσότερα
ερωτήματα από αυτά που προσπαθεί να διαλευκάνει, καθώς απαιτείται μια αναλυτική
προσπάθεια, επικεντρωμένη μονάχα στο γενικότερο φιλοσοφικό του σχήμα. Παρόλα
αυτά, το παρόν εισαγωγικό σκιαγράφημα του φιλοσοφικού σχήματος του Σαραντάρη,
όπως αυτό διαμορφώνεται και στα τρία φιλοσοφικά του δοκίμια, έχει στόχο να
λειτουργήσει ως εξηγητικός μίτος για το ξεδίπλωμα των παραπάνω μοτίβων και
σταδιακά θα εκβάλλουν περισσότερα στοιχεία για τη φιλοσοφική του κοσμοθεωρία.
Ο Σαραντάρης, λοιπόν, βασιζόμενος πάνω στις έννοιες «άνθρωπος-ύπαρξη»,
«άτομο-υπόσταση» και «φύση», οικοδομεί την κοσμοθεωρία του και το όραμά του
για τον σύγχρονο άνθρωπο. Μέσα από σημαντικά δίπολα, όπως τα δίπολα πίστη-
αμφιβολία, ένδον-έξω, απόλυτο-σχετικό, αλήθεια-ψέμα, πνεύμα-ηδονή, ανάγκη-τύχη,
πίστη-γνώση και ύπαρξη-είναι, δείχνει πως ο άνθρωπος και η πραγματική ύπαρξή του
δεν είναι μια δεδομένη κατάσταση για τον καθένα, αλλά ότι «η παρουσία του
ανθρώπου είναι ο σκοπός της φιλοσοφίας»·11 ένα ιδανικό και ένας στόχος που πρέπει
να εκπληρώσει το άτομο-υπόσταση.
Η πορεία προς αυτό το ιδανικό ξεκινάει από την προϊστορία του ατόμου που
είναι για τον Σαραντάρη η φύση. Με αυτόν τον όρο ονομάζει την κατάσταση πριν την

10
Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα Α΄ ,ό.,π., σ. λε’.
11
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, Ευθύνη, Αθήνα, 1999, σ. 42.

8
εμπειρία της ηδονής,12 η επιθυμία της οποίας ωθεί «να γευτούμε συγκεντρωμένο το
σώμα της πραγματικότητας»·13 ως εκ τούτου, για τον Σαραντάρη, μέσα από την
ηδονή μεταβαίνουμε στην κατάσταση του ατόμου, το οποίο με τη σειρά του αν δεν
επιθυμήσει την περαιτέρω υπέρβαση αυτού του σταδίου θα χαρακτηριστεί
«ηδονιστής» και δεν θα επιχειρήσει το άλμα στον άνθρωπο.14 Το σημαντικότερο
χαρακτηριστικό αυτού του ατόμου συνίσταται στην εμμονή του στον πεπερασμένο
του βίο, δίχως έναν υπερβατικό σκοπό που θα του δώσει την ώθηση να ξεφύγει από
τα στοιχεία της σχετικότητας της γνώσης και της αμφιβολίας που αποδίδονται στο
άτομο και να πλησιάσει την πίστη και τον απόλυτο χαρακτήρα της που περιγράφουν
πτυχές του ανθρώπου. Συνακόλουθα, το άτομο όταν εμμένει στην υπόστασή του
στρέφεται προς τον εξωτερικό κόσμο, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, με μια
διάθεση γνώσης που συντηρεί τον διχασμό υποκειμένου-αντικειμένου· τούτος ο
διχασμός αναιρείται, κατά τον Σαραντάρη, μέσα από την πίστη, η οποία είναι
γνώρισμα του «εγώ της ύπαρξης» σε αντίθεση με το «εγώ της γνώσης» και κατά
συνέπεια του ανώτερου από το άτομο ανθρώπου.
Με την περάτωση της πορείας φύση-άτομο-άνθρωπος, ο άνθρωπος
επιτυγχάνει την ύπαρξη, όντας ον άρτιο και αυτάρκες, δίχως να επιζητά έτσι κάτι
εξωτερικό για να δικαιολογήσει την προσωπική του ύπαρξη. Κατά συνέπεια, ξεφεύγει
από διαλεκτικές προσπάθειες του εαυτού με τον εξωτερικό κόσμο, με τους άλλους, ή
και με τον ίδιο του τον εαυτό ως κάποιον άλλον, που οδηγούν μονάχα σε μια πάντοτε
αμφίβολη γνώση. Επιτυγχάνει έτσι την πίστη· έννοια που δύσκολα ορίζεται, αλλά για
τον Σαραντάρη μοιάζει με «μια εμπιστοσύνη του ίδιου (ενν. του ανθρώπου) προς το
σύμπαν και προς τον εαυτό του, εμπιστοσύνη που είτε σιωπηλά είτε συνειδητά τον
πείθει να θελήσει τη ζωή, σαν ένα απόλυτο.»15
Όλη αυτή η πορεία προς τον άνθρωπο που δημιουργεί ο Σαραντάρης έχει ως
στόχο να ανοίξει έναν καινούργιο δρόμο προς την απόλυτη συμφιλίωση του
ανθρώπου με τον κόσμο και τον συνάνθρωπο. Αυτή η επιδίωξη, για τον Σαραντάρη,
δεν δύναται να επιτευχθεί κατά τον τρόπο της χριστιανικής αγάπης, όπως αυτή
βιωνόταν τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όταν η αγάπη προς τον πλησίον ήταν

12
«η προϊστορία του ατόμου είναι η φύση.» (Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του
ανθρώπου, ό.π., σ 51.)
13
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 48.
14
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 49.
15
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 22.

9
καθολική και θεϊκή αλήθεια, μια «αβίαστη εσωτερική εμπειρία»,16 καθώς πια το
άτομο βρίσκεται ριγμένο μέσα στον σύγχρονο κόσμο και είναι προσκολλημένο στον
εαυτό του, αντικρίζοντας τον θάνατο με φόβο. Αντίθετα, με τον στοχασμό του
θανάτου που προτείνει ο φιλόσοφος-ποιητής μπορεί πια το άτομο να ταυτιστεί με την
κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, να ξεπεράσει τον ηδονισμό του και τελικά να
υπάρξει πραγματικά και να δει τη ζωή υπό ένα αιώνιο πρίσμα.
Ο Σαραντάρης, τέλος, πραγματεύεται καίρια υπαρξιακά ζητήματα και τοποθετεί
ως κεντρική έννοια της κοσμοθεωρίας του την «ύπαρξη» πριν δημιουργηθεί ως
κίνημα ο «υπαρξισμός» με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ και άλλους γάλλους στοχαστές.
Εμπνέεται από τον Κίρκεγκορ και τον Νίτσε και έπειτα από τον Μπερντιάεφ και τον
Ντοστογιέφσκι και συγκροτεί μια φιλοσοφία της ύπαρξης που ωθεί το κάθε άτομο
προς το ανώτερο πνευματικό στάδιο της ζωής.

16
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 53.

10
1. Για μια εναρμόνιση ποίησης-φιλοσοφίας: η ποιητική φιλοσοφία του
Γιώργου Σαραντάρη
Άλλη η γλώσσα της φιλοσοφίας, άλλη εκείνη της ποίησης;»17

Ο Σαραντάρης έχει θεωρηθεί αρκετές φορές και ως φιλόσοφος-ποιητής, καθώς πέρα


από την ποιητική παραγωγή του και τα κριτικά σημειώματά του, είναι ίσως ο μόνος
Έλληνας ποιητής και με αμιγώς φιλοσοφικό έργο, το οποίο αποτελείται από τρία
φιλοσοφικά δοκίμια, τη Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης(1937), την Παρουσία
του ανθρώπου(1938) και το Δοκίμιο λογικής σα θεωρία του απολύτου και του μη-
απολύτου(1939), αλλά και αρκετά άλλα σύντομα σημειώματά του για φιλοσοφικά του
αναγνώσματα.
Η συνολική αποτίμηση, όμως, της φιλοσοφικής παραγωγής του Σαραντάρη
απαιτεί μια συνθετική εργασία, πέρα από την επικέντρωση στα δοκίμια του. Αυτό
σημαίνει ότι η ποίηση του πρέπει να μελετηθεί και σε συνάρτηση με τα δοκίμια του,
αλλά και με όλη την παραγωγή του, —ει δυνατόν και της αδημοσίευτης ακόμα μέσα
από την διερεύνηση του αρχείου του που βρίσκεται στη Βικελαία Βιβλιοθήκη
Ηρακλείου— επιδιώκοντας έτσι μια πληρέστερη προσέγγιση της σχέσης φιλοσοφίας-
ποίησης στην περίπτωση του Σαραντάρη. Με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί μια δυναμική
απάντηση στο ακόλουθο αίτημα που έθεσε μεταξύ άλλων η Μελισσάνθη: «Ίσως θα
χρειαζόταν η βοήθεια μια νέας ερμηνευτικής που θ’ αναζητούσε το σημείο
σύμπτωσής τους [ενν. φιλοσοφίας και ποίησης] στο ποιητικό και δοκιμιακό έργο που
μας άφησε ο Σαραντάρης.»18 Προσφέρεται εξάλλου το έργο του Σαραντάρη για μια
παράλληλη μελέτη της δοκιμιακής και ποιητικής παραγωγής του, αναζητώντας την
αρμονική συλλειτουργία τους, που θα διαφωτίσει κρυφές πτυχές της γραφής του.
Έπειτα, όμως, από την ανίχνευση της αλληλοδιείσδυσης δοκιμιακής και
ποιητικής γραφής, —κυρίως στις λίγες έννοιες που χρησιμοποιεί ο Σαραντάρης και
βρίσκονται ουσιωδώς και στα δύο αυτά είδη γραφής, όπως ο «άνθρωπος», η «ηδονή»
και η «ύπαρξη»— λανθάνουν, ακόμα, πολλά σημαντικά στοιχεία της κοσμοθεωρίας
του. Αυτό συμβαίνει, διότι ο μεθοδολογικός διαχωρισμός του δοκιμίου και της
ποίησης και η απομονωμένη μελέτη του καθενός είδους για την εντόπιση κοινών τους
στοχασμών, δεν λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο η ποίηση να παράγει αυτόνομα

17
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1 (Εισαγωγή, επιμέλεια Σοφία Σκοπετέα), Βικελαία Δημοτική
Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 107.
18
Μελισσάνθη, «Γιώργος Σαραντάρης, ένας Έλληνας Χριστιανός υπαρξιστής», περ. Γράμματα και
Τέχνες, τχ.21 (Ιούλ-Αύγ. 1984)σ. 12.

11
εξίσου σημαντικό στοχασμό με τα δοκίμια του. Και πράγματι, κατά την διάρκεια της
περιδιάβασης στην παράλληλη δράση δοκιμίου-ποίησης, συγκρουόμαστε στον
στοχαστικό τοίχο που υψώνει αυτόνομα η φιλοσοφική του ποίηση. Ενίοτε ξεπηδάν
από αυτή στοχασμοί που μπορούν να ερμηνευτούν σε συνάρτηση με τον δοκιμιακό
λόγο του, ενώ επιτελείται και η αντίστροφη πορεία της ποιητικής έκφρασης
δοκιμιακών σκέψεων· δεν σημαίνει, όμως, πως δεν δηλώνει και η ίδια η ποίηση έναν
ορισμένο και αυτόνομο στοχασμό.
Αντιθέτως, η ποίησή του στοχάζεται και με ξεχωριστό τρόπο από ότι τα
καθαρά φιλοσοφικά του έργα, τα οποία ο Σαραντάρης επιθυμεί να απομακρύνει από
κάθε είδους λογοτεχνικής παραγωγής, όπως φαίνεται τόσο από τον «Πρόλογο» της
τελευταίας ποιητικής του συλλογής με τίτλο Στους φίλους μιας άλλης χαράς, όπου
αναρωτιέται συγκεκριμένα αν είναι «Άλλη η γλώσσα της φιλοσοφίας, άλλη εκείνη
της ποίησης; Άλλη· κι ας νιώσει όποιος μπορεί με όποιον τρόπο μπορεί την αλήθεια
του ανθρώπου!»,19 αλλά και όπως παρατηρεί η Σοφία Σκοπετέα για αυτό το χωρίο,20
θεωρώντας το ως αιτιολόγηση της μηδενικής αναφοράς του Σαραντάρη στην ποίησή
του μέσα στα δοκίμιά του. Αν και η δοκιμιακή γραφή του ενδεχομένως να
επιτυγχάνει αυτήν την απομάκρυνση (πέραν φυσικά της χρησιμοποίησης γλώσσας,
μεταφοράς, περιγραφών και άλλων λογοτεχνικών μέσων), η ποίηση του Σαραντάρη
σε καμία περίπτωση δεν απομακρύνεται από τη φιλοσοφία, παρά το γεγονός ότι δεν
χρησιμοποιεί τα εργαλεία της, όπως οι έννοιες και οι συλλογισμοί.
Φανερώνεται αυτή η ποιητική φιλοσοφία αν —αφορμώμενοι κι από το
«παραγωγικό σχήμα»21 που ο Philippe Sabot, ένας «από τους επιφανέστερους
μελετητές των σχέσεων ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, από τη σκοπιά της

19
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 107.
20
Κατάπληξη προκαλεί το γεγονός πως εκδίδοντας τα βιβλία αυτά [τα φιλοσοφικά] συμπεριφέρθηκε
σαν να μην είχε εκδώσει ποτέ ούτε έναν στίχο […].Η όχι ασήμαντη αυτή λεπτομέρεια
προβλημάτισε και τους σύγχρονους του, οδηγώντας στη σκέψη πως είχε γυρίσει την πλάτη του μια
για πάντα στην ποίηση και είχε μεταστραφεί οριστικά. Αυτό δεν επαληθεύεται βέβαια από τη
φιλολογική πραγματικότητα, και στην συλλογή του Στους φίλους μιας άλλης χαράς, που αρχίζει με
την διακήρυξη πως άλλη η γλώσσα της ποίησης, άλλη της φιλοσοφίας, τα “Έργα του ίδιου” τον
παρουσιάζουν ενιαίο.
(Σοφία Σκοπετέα, «Εισαγωγή», στο Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. λα΄).
21
Το τρίτο μεθοδολογικό σχήμα που χρησιμοποιεί ο P. Sabot έπειτα από το «Διδακτικό σχήμα» και το
«Ερμηνευτικό σχήμα», σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν λογοτεχνικά έργα που μπορούν να παράγουν
πρωτότυπο στοχασμό μέσα από την ίδια τη λογοτεχνική γραφή τους και που η ακριβής δοκιμιακή
μετάφρασή των φιλοσοφικών νοημάτων τους θα ήταν αδύνατη. (βλ. Philippe Sabot, Φιλοσοφία και
Λογοτεχνία. Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος, εισ., μτφρ. σημ. Γιάννης Πρελορέντζος,
Αθήνα, 2017, Gutenberg, σ. 217-238.)

12
φιλοσοφίας», όπως επισημαίνεται στην εισαγωγή της ελληνικής μετάφρασης του
βιβλίου του Φιλοσοφία και Λογοτεχνία22— μελετήσουμε τον φιλοσοφικό στοχασμό
που παράγεται με την ποίησή του Σαραντάρη, δίχως να τον αποκόψουμε από το
πλαίσιο που γεννήθηκε. Να μελετήσουμε, επομένως, τον στοχασμό αυτό στο πλαίσιο
του στίχου και της πρόζας, δίχως να τον μεταφράσουμε εξωτερικά για την κατανόησή
του, χρησιμοποιώντας ξένα φιλοσοφικά μοντέλα. Αντιθέτως, να δεχτούμε τα
ιδιαίτερα διακυβεύματα που προβάλλει η ποίησή του στο συγκείμενό της. Με αυτόν
τον τρόπο, θα παρατηρήσουμε, αρχικά, πως μορφή και περιεχόμενο σε κάθε γραπτό
του Σαραντάρη παράγουν στοχασμό και δη αναστοχασμό, ο οποίος λειτουργεί ως ένα
βασικό στοιχείο του φιλοσοφείν στην κοσμοθεωρία του και συνυπάρχει αρμονικά με
το ημερολογιακό και ενδοσκοπικό ύφος κυρίως της ογκώδους αδημοσίευτης γραφής
του, αλλά και με τα πυκνά και ενίοτε δυσνόητα δοκιμιακά του έργα· ως εκ τούτου,
ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποιητικής του φιλοσοφίας
είναι η αποστασιοποίηση και η βέλτιστη δυνατή αυτό-παρατήρηση των
συναισθημάτων, σκέψεων και εμπειριών, με στίχους όπως «Στοχάζομαι τη γύμνια
μου»23 και «Τον αμνημόνευτο εαυτό μου[…] σου παραδίδω σκέψη μου».24
Δεν απαιτείται, όμως, —και αυτό είναι το κεντρικό διακύβευμα του
«παραγωγικού σχήματος»— μια ερμηνευτική διαδικασία για να εξαχθεί από την
ποίησή του το φιλοσοφικό του στοιχείο· δεν υπάρχει ένα κρυμμένο μυστικό που μια
εξωτερική εννοιολόγηση μπορεί να αναδείξει στηριζόμενη σε φιλοσοφικές χρήσεις
εννοιών, ούτε ακόμα και αν είναι βασισμένη στα ίδια του τα θεωρητικά κείμενα,
αλλά ούτε κι αν η ίδια του η λογοτεχνία αξιώνει να έχει το προνόμιο της αλήθειας
που η φιλοσοφία δεν μπορεί να προσεγγίσει, παρά μόνο δανειζόμενή της από την
τέχνη. Αντιθέτως, η πολύπλοκη στοχαστική σκέψη του Σαραντάρη μοιράζεται εξίσου
τόσο στην ποίηση, όσο και στη δοκιμιακή γραφή του, επιτρέποντας να μιλάμε για μια
ποιητική φιλοσοφία που λειτουργεί παράλληλα με τη δοκιμιακή γραφή του,
λειτουργώντας, όμως, και αυτόνομα και όχι απαραίτητα εξηγητικά προς την πρώτη.
Αυτός ο χαρακτήρας της ποιητικής του φιλοσοφίας σε σχέση με την δοκιμιακή του
γραφή, συνίσταται στο γεγονός ότι σε αυτήν ξεδιπλώνονται βασικές πτυχές της
συνολικής κοσμοθεωρίας του, όπως η στροφή προς τον εσώτερο εαυτό που αναζητά

22
Philippe Sabot, Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος, ό.π., σ.
12.
23
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, (Εισαγωγή, επιμέλεια Σοφία Σκοπετέα), Βικελαία Δημοτική
Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2006, σ. 28.
24
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 61.

13
σε αντίθεση με την εξωστρέφεια και την προσπάθεια απάντησης συνολικών
υπαρξιακών ερωτημάτων, όπως η ζωή και ο θάνατος, ο έρωτας, ο πολιτισμός, που
εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στα δοκίμιά του. Είναι, επομένως, περισσότερο
προσωπικός και ανθρωποκεντρικός στην ποίησή του, καθώς ασχολείται με τα πάθη
και με το προσωπικό βέλτιστο βίο, ενώ στα δοκίμιά του σκιαγραφεί τη συνολική
πορεία του ατόμου, την τοποθέτησή του στον κόσμο και στην ιστορία. Δεν σημαίνει,
βέβαια, ότι στην ποίησή του αποφεύγει το χρέος προς τον συνάνθρωπο και την
οποιαδήποτε κοινωνική διάσταση της ποίησής του. Εξάλλου, φαίνεται έντονα αυτό
με στίχους όπως «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε/ σημαίνει εγκαταλείπουμε
τον αγώνα»,25 αλλά και σε επιστολή του Σαραντάρη προς τον Ν. Γ. Πεντζίκη που
αναφέρει:

Πρέπει, αγαπητέ μου, να ανυπομονείς! Ο βίος μας, αγαπητέ, έχει κύρος εφόσον
συνεχώς ρίχνουμε το καπέλλο μας στα μούτρα του άλλου για να τον ξυπνήσουμε.
Ο άλλος μας δίνει κατραπακιές αλλά εμείς δεν παίρνουμε γνώση, όσο μας μένει
πνοή, τον ξυπνούμε .26

Επιπλέον, η αισιοδοξία του Σαραντάρη ή αλλιώς η «φιλοσοφία της χαράς»


του,27 ξεδιπλώνεται κατά κύριο λόγο στην ποίησή του με αυθόρμητους στίχους,
όπως:

Θα σβήσουμε από τη μνήμη το θάνατο


Απ’τις εικόνες την ανυπαρξία,
Ελεύθεροι και καθαροί, μεταρσιωμένοι
Σαν να μην είχαμε πονέσει,
Θα πατήσουμε πάνω στα δάκρυα
Και στη χαμένη ματαιοδοξία28

παρά με την δοκιμιακή ανάπτυξη του αισιόδοξου χαρακτήρα του, που δίνει, με
πολύπλοκο τρόπο και πυκνή γραφή, ελπίδα στο άτομο να ξεπεράσει τη θνητή

25
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 74.
26
Γιώργος Μαρινάκης, «Έξι άγνωστα γράμματα του Γιώργου Σαραντάρη προς τον Ν. Γ. Πεντζίκη»
περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ.21 (Ιούλ-Αύγ.1984)σ. 9.
27
Βασίλης Χατζηβασιλείου, «Ο μοντερνισμός και η φιλοσοφία της χαράς ή του ουρανού στην ποίηση
του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Νέα Εστία, τχ. 1811 (Μάιος2008)σ.824-831.
28
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 34.

14
υπόστασή του και να φτάσει στην ύπαρξη και τον άνθρωπο· δηλαδή να επιτελέσει μια
υπέρβαση από το επίπεδο της τύχης, της γνώσης και της σχετικότητάς και να
προσεγγίσει την πίστη και τον απόλυτο χαρακτήρα της. Παρατηρούμε, επομένως,
πως ποιητικό και στοχαστικό εγώ ακατάπαυστα αλληλοδιεισδύουν, παράγοντας έναν
διαφορετικό —ενίοτε ριζικά διαφορετικό— στοχασμό συγκριτικά με τη δοκιμιακή
φιλοσοφία του, που συχνά τη διαλευκάνει και τη συμπληρώνει.
Τέτοιο ρόλο επιτελεί η ποίησή του και σχετικά με τον στοχασμό του χρόνου.
Μέσα από τον στίχο και την πρόζα πραγματεύεται τα ζητήματα της μνήμης, της
λήθης και συνακόλουθα του χρόνου, το οποίο υπάρχει και στα δοκιμιακά χαρτιά του
μόνο, όμως, όσον αφορά την υπεροχή ενός αιώνιου χρόνου σε σχέση με τον θνητό
βίο μας, δίχως να συσχετίζει τον ρόλο του παρελθόντος. Μέσα από την περιγραφή
της μνήμης ως άθραυστο δοχείο των περασμένων29 και της λήθης —που άλλοτε
επιζητείται ως φάρμακο που διασώζει από δυσβάσταχτες θύμησες30 και άλλοτε ως
ένας κίνδυνος που οφείλουμε να αποτρέψουμε και να αγωνιστούμε να τρέψουμε τις
αιχμηρές θύμησες σε «φως»31— ο Σαραντάρης φανερώνει στην ποίησή του τη
δυσπιστία του απέναντι στον θνητό πεπερασμένο μας χρόνο.32 Επιζητά την
ψηλάφηση της αιωνιότητας και μια επιστροφή, ή μάλλον αναβίωση της παιδικής
αθώας και κενής από μνήμες ύπαρξης μας.
Όσον αφορά τώρα το γεγονός ότι η γλώσσα του, ποιητική ή όχι, διαφέρει σε
κάθε περίπτωση ως μέθοδος, δεν σημαίνει ότι ο στόχος διαφοροποιείται, αλλά
μάλλον ότι προσεγγίζεται με την ίδια σημασία και ενισχύεται δια της συνδιαλλαγής
ποιητικού-δοκιμιακού λόγου. Εξάλλου, στην περίπτωση του Σαραντάρη η επιλογή
της ποίησης και του δοκιμίου για τον φιλοσοφικό στοχασμό δεν είναι καθόλου
ενδεχομενική, αλλά στηρίζεται στην επιθυμία του να πραγματευτεί καίρια υπαρξιακά
ζητήματα μέσα από κάθε είδος γραφής. Βέβαια, δεν κατάφερε να μας κληροδοτήσει
κάποια σύντομη ή εκτενής αφηγηματική ιστορία, καθώς καταπιάστηκε μόνο με την
ποίηση και τη δοκιμιακή γραφή, αλλά ορισμένα σημειώματά και σχεδιαγράμματα

29
«Υπάρχει μνήμη που συλλέγει τα περασμένα/ δεν τ’αφήνει στο δρόμο της ζωής να σκορπισθούνε/να
εξαφανιστούνε κάπου/ όξω από μας/όξω απ’ορίζοντα και βλέμμα·/κι έτσι, κι αν σβήσουνε,/ η μυρωδιά
τους σώζεται/απελπιστικά..» (Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.18).
30
«Αφέθηκα στη λήθη·/θα μου καλύψει την ψυχή σαν κύμα/(μυρίζει θάλασσα απέραντη ο ύπνος),/και
γαλανά τα όνειρα τη ζωή μου/θα τα νιώσει.» (Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.16).
31
«Τη λύπη που αφήνει ο χρόνος/ στην κοίτη του κόσμου/ ο νους τη διαλέγει με πόνο/με αφοσίωση με
αγάπη/μην πέση στην λήθη/ μην σβήση/ πριν έλθη ένα φως...» (Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π.,
σ.33).
32
«η δυσπιστία του χρόνου/η δυσπιστία μας» (Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.19).

15
μυθιστορημάτων φανερώνουν την προσπάθειά του προς αυτό το είδος γραφής.33
Έχοντας αυτά κατά νου δεν δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την παρακάτω
προτροπή του Σαραντάρη προς την Μελισσάνθη, για να καταπιαστεί με τη δοκιμιακή
πραγμάτευση ορισμένων ποιητικών θεμάτων της:

[…] Και αν συλλογιστώ πως στον τόπο μας ελάχιστοι διανοούμενοι έχουν ακόμα
και απλώς τον ενθουσιασμό σας σε ό,τι αφορά το άτομο και τον προορισμό του,
δε θα μπορέσω να μην πάρω το θάρρος να σας συμβουλέψω κ’εσάς να εργαστείτε
θεωρητικά προς εκείνη την κατεύθυνση, όπου κιόλας εργάζεστε ποιητικά.[…] 34

Το ερώτημα, όμως, παραμένει όσον αφορά την ιδιαίτερη αποσκόπηση της κάθε
μεθόδου και επιτακτικά ζητά την απάντησή του, έπειτα από την αποδοχή της
παράλληλης φιλοσοφικής δραστηριότητας, με τη δοκιμιακή εξήγηση ποιήματος και
με τη ποιητική εκφορά φιλοσοφικής σκέψης, αλλά και με την αλληλοδιείσδυση της
μιας στον χώρο της άλλης. Συγκεκριμένα, αν δεχτούμε την παραδοσιακή διάκριση
της φιλοσοφίας με τη λογοτεχνία που δηλώνει ως κύριο στόχο της πρώτης την
αναζήτηση της αλήθειας δια του συλλογισμού και της δεύτερης κυρίως την τέρψη,
τότε αναπόφευκτο είναι να αναρωτηθούμε πως, αν υπάρχει το ενδιάμεσο της
φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, που καταλαμβάνει η λογοτεχνική, ή συγκεκριμένα, στην
περίπτωση του Σαραντάρη, η ποιητική φιλοσοφία, ποιό σκοπό επιτελεί αυτή;
Απλώνεται, άραγε, και στις δύο, αντλώντας και συνενώνοντας μηχανικά τα
κυριότερα στοιχεία τους ή στοχάζεται πρωτότυπα ψηλαφίζοντας άλλες αλήθειες,
μάλλον υπερβατικές και αντιεννοιολογικές;
Ο Σαραντάρης, έχοντας την πεποίθηση ότι η βαθιά ουσία των πραγμάτων δεν
μπορεί να χωρέσει σε έννοιες, δεν παύει να αναζητά μια άλλη γλώσσα που να
προσεγγίζει αυτήν την ουσία· μια γλώσσα ποιητική και συνάμα φιλοσοφική,
υπαινικτική και αποφθεγματική. Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι επιτυγχάνει αυτόν τον
στόχο, αλλά κραυγάζει την αποτυχία του μέσα από «ημιτελή σχεδιαγράμματά της

33
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό,π., σ. 109-124. Επιπλέον, η Σ. Σκοπετέα αναφέρει ως «ασκήσεις»
για τη μυθιστορηματική γραφή τις αναμνήσεις των Ιταλών του φίλων τον πρώτο χρόνο της παραμονής
του στην Ελλάδα (βλ. Γιώργος Σαραντάρης, Οι γνωριμιές και η φιλία: σημειώσεις για τις Αναμνήσεις
που δεν θα γράψω ποτέ, ό.π, σ.160.
34
Βλ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, Διόσκουροι. Γιώργος Σαραντάρης, Δήμης Καπετανάκης, Δόμος, Αθήνα,
1997, σ. 170.

16
σαν να προσπαθεί να εντοπίσει το υλικό της»35 και όχι για να αποτρέψει άλλους να
προσπαθήσουν, αλλά για να τους ωθήσει να αναμετρηθούν με αυτό τον μόχθο. Η
πάλη του έτσι με την γλώσσα36 είναι ένας εκ των πρωτότυπων στοχασμών που
εκβάλει από το ποιητικό του πλαίσιο, το οποίο, διευρύνεται σημαντικά με τη χρήση
της πρόζας, που δηλώνει ακριβώς πως η ποίηση δεν χωρά σε στίχους, αλλά ούτε και
αρκείται στην αισθητική απόλαυση· διεκδικεί μια αλήθεια, όχι απαραίτητα ρομαντική
και η οποία, δηλαδή, είναι προνόμιο μόνο δικό της, αλλά μια ιδιαίτερη φιλοσοφική
αλήθεια που διακονείται μόνο εντός του πλαισίου της και η οποία αλλοιώνεται με
οποιαδήποτε απόπειρα εννοιολόγησης. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω σχόλιο
στον Σαραντάρη:

Ακόμα και αν δούμε την ποίηση του ως προπέτασμα ή πρόσχημα, πίσω από το
οποίο βρίσκεται η πρόθεση του Σαραντάρη να παρουσιάζει τις ιδέες του με
λογοτεχνικό σχήμα, ακόμα και τότε, κυρίως τότε μάλλον, γίνεται δραματική η
πάλη του με τη γλώσσα. Δεν είναι εδώ μόνο η αγωνία της έκφρασης σε σχέση με
το απόλυτο, το ανέκφραστο, η αγωνία του φιλοσόφου· είναι μια αγωνία
μεγιστοποιημένη στο έπακρο, αφού η μετουσίωση του υπαρξιακού βιώματος […]
ήταν συνυφασμένη με τις δυνατότητες της γλώσσας να αποδώσει αυτή τη
μετουσίωση ως αισθητικό γεγονός.37

Τωόντι, αν επιτρέψουμε στην ποίηση του Σαραντάρη να στοχαστεί αυτόνομα


και δια του στίχου ή της πρόζας, θα φανερωθεί ένα ακόμα στοιχείο του φιλοσοφείν,
ίσως το σημαντικότερο, αυτό του αναστοχασμού και του αυτοελέγχου πιθανών και
παρελθοντικών πράξεων και συναισθημάτων, που δηλώνεται με ποιητικό τρόπο.
Πραγματοποιείται, με αυτόν τον τρόπο, η στροφή στο προσωπικό εγώ, θέτοντας
ερωτήματα που κατευθύνονται εις εαυτόν και που ενίοτε επιχειρεί να απαντήσει με
την ίδια μέθοδο που τα έθεσε, την ποίηση. Με αυτό τον τρόπο, ο Σαραντάρης δεν
κρύβεται σε αλήθειες που ζητάν μετάφραση από έναν εξωτερικό ερμηνευτή ούτε
ακόμα και αν είναι ο ίδιος ο ερμηνευτής, αλλά φανερώνεται με τον βέλτιστο τρόπο
πρώτα στον εαυτό του και έπειτα στους άλλους.

35
Βρασίδας Καραλής, «Η παράδοξη μοίρα του ποιητή σε ένα αυτοσχέδιο έθνος», περ. Νέα Εστία, τχ.
1811 (Μάιος2008)σ. 890.
36
Βλ. ενδεικτικά Αλέξανδρος Ζήρας, «Η πάλη με τη γλώσσα», περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ.21 (Ιούλ-
Αύγ. 1984)σ. 18 και Γιάννης Πιπίνης, «Ο θηρευτής του αρρήτου», περ. Νέα Εστία, τχ. 1811
(Μάιος2008)σ. 849-856.
37
Αλέξανδρος Ζήρας, ό.π., σ.18.

17
Αναζητώντας, λοιπόν, τα ερωτήματα καθαυτά, αλλά και άλλους ποιητικούς
στοχασμούς, θα αποφευχθεί η παγίδα της εξωτερικής εννοιολόγησης και της άρρητης
αποδοχής της δοκιμιακής φιλοσοφίας και ερμηνείας ως αναγκαία για την εξήγηση της
αλήθειας της ποίησης. Τί είδους, όμως, είναι αυτή η αλήθεια; Είναι μια λογοτεχνική
αλήθεια που αδυνατεί να φανερωθεί καθαυτή και για αυτό αναμένει τη φιλοσοφική
ερμηνεία να την καθορίσει και να την εξάγει από το κλειστό πλαίσιό της; Ή είναι μια
αλήθεια που διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία της γνώσης ως ανώτερη της επιστήμης;
Θα απαντούσαμε πως δεν είναι τίποτα από τα δύο, αλλά κάτι ενδιάμεσο, που
επιδιώκει την αποφυγή της παραδοσιακής διαμάχης φιλοσοφίας-ποίησης. Αν και
στην ποίηση του Σαραντάρη υπάρχουν εμφανή στοιχεία ρομαντικής αλήθειας, που
μόνο η τέχνη μπορεί να ψηλαφίσει, αυτό δεν σημαίνει πως αναιρείται η παραπάνω
συμφιλιωτική προσπάθεια. Αντ’αυτού, αναζητά μια ενορατική και αποκαλυπτική μη
επιστημονική αλήθεια, που παρέχει μια νέα όψη του ίδιου κόσμου που και η
επιστήμη μελετά, αλλά φωτίζει τον χώρο του αρρήτου, της σιωπής και του
ανεξήγητου από τον ορθό λόγο. Στοχάζεται με τον τρόπο της ζητήματα που οι
συλλογισμοί δεν καταφέρνουν πάντοτε να προσεγγίζουν επιτυχώς, όπως ο χρόνος, η
μνήμη, ο εαυτός και η γλώσσα. Για αυτόν τον λόγο αν σταθεί ο μελετητής στο ύψος
της ποίησής του Σαραντάρη, θα παρατηρήσει την εναρμόνιση φιλοσοφίας και
ποίησης και θα επιχειρήσει μια επαφή με τη μοναχική αυτοσχεσία του φιλόσοφου-
ποιητή, μέσα από τους άμεσους, κοφτούς στίχους και με ενδόμυχες ποιητικές σκέψεις
του, που ψηλαφίζουν έννοιες δυσπρόσιτες στον δοκιμιακό λόγο.
Μια τέτοια μελέτη της ποίησης του Σαραντάρη θα φανερώσει πως η ποιητική
εργασία του είναι παράλληλη με τη δοκιμιακή γραφή του, εκφράζοντας ιδέες και πριν
από αυτή, ως ψήγματα, αλλά και έπειτα από τη δοκιμιακή επεξήγηση, ως γνήσιους
φιλοσοφικούς στοχασμούς. Συνακόλουθα, η ποίησή του φιλοσοφεί με τον τρόπο της
και παράγει έτσι αν όχι πάντα πρωτότυπο στοχασμό, σίγουρα σκέψεις διαφωτιστικές
για το σύνολο της φιλοσοφικής του στάσης. Αν επιτρέπεται, επομένως να μιλάμε για
μια «φιλοσοφία των φιλοσόφων» παράλληλα με αυτή των ποιητών,38 τότε ο
Σαραντάρης είναι από τις λίγες περιπτώσεις που κάποιος δημιουργός λειτουργεί και
με τους δύο τρόπους, ραγίζοντας τον παραδοσιακό περιορισμό της φιλοσοφίας-
λογοτεχνίας, όντας ταυτόχρονα και μέσα από κάθε είδος γραφής φιλόσοφος-ποιητής.

38
Philippe Sabot, Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος, ό.π.,
σ.234.

18
2. Αναστοχασμός και ημερολογιακό ύφος*
Αναλαμβάνω κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν, ούτε και
πρόκειται να βρει στο μέλλον μιμητές. Θέλω να δείξω στους
συνανθρώπους μου έναν άνθρωπο σε όλη τη φυσική του αλήθεια· και
ο άνθρωπος αυτός θα είμαι εγώ.39

Η δημοσιευμένη παραγωγή του Σαραντάρη αποτελεί, όπως αναφέρθηκε, μονάχα ένα


μικρό μέρος της συνολικής του δημιουργίας, καθώς στα συρτάρια του βρέθηκαν και
σώθηκαν πολυάριθμα κατάλοιπα ποιήματα και πεζοτράγουδα, τα οποία είχαν
χρονολογηθεί από τον ίδιο τον ποιητή, συχνά κάνοντας ακόμα αναφορά στον τόπο
γραφής τους. Το χαρακτηριστικό αυτό της χρονολόγησης σε συνδυασμό με τον
εξομολογητικό τόνο και την αυτοαναφορικότητα, που έχουν αρκετά ποιήματά του,
δημιουργούν έναν ημερολόγιο «lato sensu», με μια πλατιά, δηλαδή, έννοια, όπως το
χαρακτήρισε ο φίλος του Γ. Μαρινάκης και επιμελητής της πρώτης συγκεντρωτικής
έκδοσης των ποιημάτων του Σαραντάρη.40
Ο παραπάνω ιδιότυπος χαρακτηρισμός— αν αναλογιστούμε, από τη μία
πλευρά, την καθημερινή απαίτηση του ημερολογίου για συνάντηση με τον
ημερολογιογράφο του και από την άλλη τον κόπο ή και πόνο του ποιητή για να
δημιουργήσει το ποίημα— λειτουργεί ως έναυσμα για μια γόνιμη μελέτη και
ανάδειξη των αδημοσίευτων, από τον ίδιο τον ποιητή, γραπτών του ως ένα ιδιότυπο
ποιητικό ημερολόγιο. Με αυτόν τον τρόπο φανερώνεται ένας έκδηλος αναστοχασμός
σε κάθε ημερολογιακό ποίημα του· μια αναδίπλωση, δηλαδή, του στοχασμού προς
τον εαυτό του, που λειτουργεί ως βασικό στοιχείο του φιλοσοφείν, ενώ παράλληλα,
ανοίγει μια ακόμα δίοδο μελέτης των σχέσεων της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας,
οι οποίες στο πρόσωπο του Σαραντάρη μετουσιώνονται, όπως δείξαμε, αυτούσια και
αδιαχώριστα.
Αρχικά, λοιπόν, η συγκρότηση ποιημάτων ημερολογιακού, αυθόρμητου και
ειλικρινούς ύφους, πέρα από τη φανέρωση του στοχασμού, συμβάλλει στην
απομυθοποίηση του ποιητή ως παντοδύναμου δημιουργού και ως εκ τούτου

*
Το παρόν κεφάλαιο είναι επεξεργασμένη μορφή της εισήγησής μου με τίτλο «Αναστοχασμός και
ημερολογιακό ύφος στην ποίηση και δοκιμιακή γραφή του Γιώργου Σαραντάρη» στο πλαίσιο του 9 ου
πανελλήνιου συνεδρίου μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων Φιλολογίας που διεξήχθη από 4-7
Οκτωβρίου 2017 στο ΕΚΠΑ. Εκκρεμούν τα πρακτικά στη σελίδα του συνεδρίου.
39
Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Εξομολογήσεις (Τόμος Α΄) (μτφρ. Αλ. Παπαθανασοπούλου, επίλογος Κ.
Ψυχοπαίδης), Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 1997, σ.9.
40
Γιώργος Μαρινάκης, «Το ημερολόγιο του Γιώργου Σαραντάρη», Η Λέξη, τχ. 59-60 (Νοέμβριος-
Δεκέμβριος 1986), σ. 1099- 1105.

19
επιτρέπει μια ειλικρινέστερη γνωριμία μαζί του. Φανερώνεται, έτσι, ο Σαραντάρης,
ως ένας μοναχικός γραφιάς, που γράφει σε κάθε είδους χαρτιού, τετραδίου ή
σημειωματάριου, και σε κάθε μέρος, σε επισκεπτήρια, καφετέριες, στο μοναχικό
δωμάτιό του, ή ακόμα και στην εμπόλεμη περιοχή που υπηρέτησε ως στρατιώτης
στο ελληνοαλβανικό μέτωπο το 1940, δείχνοντας την άμεση επιθυμία αποτύπωσης
συναισθημάτων και ιδεών και την καθημερινή τριβή του με τη γραφή. Γράφει,
συνεχώς, καθώς λέει, «Πρέπει να πούμε, να πούμε πριν μας προφτάσει η σιωπή».41
Είναι αλήθεια πως δεν πετυχαίνει πάντοτε υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα, μα
αισθάνεται την ανάγκη ότι η σκέψη και η εμπειρία του πρέπει να αποτυπωθούν με
στίχο σαν μια γραπτή αποτύπωση του χρόνου και μια χαρτογράφηση της ψυχικής
του κατάστασης. Καταφέρνει και αποτυπώνει την τρεμούλα του κορμιού του τη
στιγμή ακριβώς της σύλληψη μιας ιδέας που είναι πιο κοντά στον ειλικρινή εαυτό
που αναζητά· μέσα από αυτόν τον αγώνα του για την εύρεση της κατάλληλης λέξης
εκφράζει καλύτερα το συναίσθημα της στιγμής που τον ώθησε στο χαρτί. Σφάλλει
κάποτε, μη ικανοποιούμενος με τις επιλογές των λέξεων, και για αυτό επιστρέφει στα
γραπτά του για να τα διορθώσει, δίχως να σβήσει ορισμένες φορές την προηγούμενη
προσπάθεια, αλλά στο περιθώριο να χρονολογήσει εκ νέου την νέα αλλαγή.42 Δεν θα
πρέπει, όμως, να θεωρήσουμε τον Σαραντάρη ως έναν επίμονο τεχνίτη του λόγου,
αλλά μάλλον ως έναν συγγραφέα που μεταχειρίζεται τη γραφή κι ως ενδοσκοπικό
εργαλείο. Σκάβει εις εαυτόν, σημειώνει ότι θέλει να θυμηθεί, ιδέες διηγημάτων και
ιστοριών που ήθελε να γράψει, ή λόγια άλλων. Κάποτε η ίδια σκέψη που γέννησε
ένα αυθόρμητο αδημοσίευτο και προσωπικό ποίημα, μεταπηδά σε άλλα ποιήματα
της ίδιας ή άλλης κοντινής μέρας, βελτιώνοντας την εικόνα που αποκτούμε για τον
ποιητή μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς δημιουργούνται ομάδες ποιημάτων που

41
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 203.
42
Όπως αναφέρει ο Μαρινάκης:

Αν καμμιά φορά έκανε καμιά διόρθωση, την έγραφε στο πλάι και έγραφε και τη χαρακτήριζε
“παραλλαγή”. Γι’ αυτό χρονολογούσε και την παραλλαγή, σαν νά ‘θελε να δείξει, πως το χωρίς
παραλλαγή ποίημα ή πεζοτράγουδο, όπως και αυτό με την παραλλαγή, είχαν το καθένα τους την
αυτοτέλειά του, την ατομική του ιστορία, τη σφραγίδα της ιστορικής στιγμής ή μέρας της ψυχής
του.
(Γιώργος Μαρινάκης, ό.π., σ. 1103.)

Παραδείγματα αυτής της πρακτικής είναι τα ποιήματα «Ω μια θύμηση λευκή» και «Δεν ξέρω», όπως
φαίνεται από την έκδοση του Μαρινάκη (βλ. Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα Γ΄, Εισαγωγή, επιμέλεια
Γ. Μαρινάκης, Gutenberg, Αθήνα, 1987, σ. 418-419 και Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα Ε΄, ό.π., σ.
154-155).

20
πραγματεύονται τις ίδιες ανησυχίες, όπως για παράδειγμα τα ποιήματα για τη
πραγμάτευση της μνήμης ή αυτά με θέμα τη θάλασσα, ή τον ουρανό και γενικά τη
φύση, ή ακόμα συγκροτεί μια συνομιλία μεταξύ ποιημάτων σε διπλανές σελίδες με
στίχους όπως: «η ύπαρξή της έδυσε·/ ο θάνατος αθόρυβα την πήρε» από τη μία
πλευρά, και από την άλλη: «Δεν πείθομαι να πεθάνω!/Πεποίθηση ζωής/ διευθύνει τα
βήματά μου».43
Όσον αφορά, τώρα, τη χρήση της ποίησης και της πρόζας για τη σημείωση
σκέψεων και για την αναγνώριση συναισθημάτων μπορούμε να πούμε πως
καταφέρνει ο Σαραντάρης ακόμα και στις σημειώσεις του να εισχωρεί μια
ποιητικότητα μέσω ερμητικών μισοτελειωμένων φράσεων. Για παράδειγμα, σε ένα
σχεδίασμα πεζογραφήματος με τίτλο «Για ένα διήγημα» αναφέρει:

Επιθυμία να γράψει ένα μυθιστόρημα. Ανικανότητα στο να το κατορθώσει.


Εξήγηση αυτής της ανικανότητας. Επέκταση της εξηγήσεως. Επιθυμία
ν’αγαπηθεί από γυναίκα. Θύμησες. Ίσως και αυτός δεν αγαπάει γιατί δεν
αγαπιέται.[…]Στη ζωή του δεν συμβαίνει τίποτε, δεν μπορεί να συμβεί
τίποτε.44

Επιπρόσθετα, τα ημερολογιακά αυτά χαρακτηριστικά των γραπτών του, όπως


είναι η άμεση επιθυμία αποτύπωσης συναισθημάτων, σκέψεων και εμπειριών, η
αναφορά στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν και
κυρίως ο ενδοσκοπικός, προσωπικός και βαθιά εξομολογητικός χαρακτήρας των
γραπτών του, εμπεριέχουν το κυριότερο ίσως χαρακτηριστικό του φιλοσοφείν, τον
αναστοχασμό· μια σκέψη επί της σκέψης, μια αναδίπλωση του στοχασμού, που
εκκινεί στην περίπτωση του Σαραντάρη με ερωτήματα, όπως «πού ο νους μου;» ή
«γιατί να αγαπιόμαστε χωρίς αγάπη;»,45 μα κυρίως με το βαθύτερο ερώτημα που
βρίσκεται πίσω από κάθε ποίημα του, το «τί είναι η ζωή;», καθώς όπως λέει: «Γύρω
από τούτο το θαύμα, γύρω από τούτο το ερώτημα παίζεται όλη η εργασία του ποιητή,
του δημιουργού γενικά.»46
Αυτοεξετάζει, ακόμα, με αυτόν τον τρόπο, τα συναισθήματά του, ελέγχει τους
στοχασμούς του και ψυχογραφείται ενώπιον του καθρέφτη με αμεσότητα και

43
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 30-31.
44
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 68.
45
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 25 και 41.
46
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 56.

21
φυσικότητα λόγου που έκδηλα θα είχε ένα ημερολόγιο. Κατασκευάζει το πορτραίτο
του εαυτό του, αδυνατώντας, όμως, να αποχωριστεί εύκολα τον στίχο, καθώς θεωρεί
αυτόν, όπως γράφει, ως «το πιο σύντομο μέσον επικοινωνίας του εαυτού μας με τη
σκέψη μας και τη φαντασία μας, όπως η ευθεία είναι η πιο σύντομη γραμμή ανάμεσα
σε δύο σημεία.»47 Όταν, όμως, καταφέρνει και ξεφεύγει από τον στίχο, με μια πρόζα,
δώρο που απέσπασε κυρίως από τον Μπωντλαίρ και τον Ρεμπώ, φανερώνει
εντονότερα τον αναστοχαστικό χαρακτήρα του, που σε συνδυασμό με τα φιλοσοφικά
δοκίμιά του, συμπληρώνουν την εικόνα του φιλόσοφου-ποιητή που του αποδίδεται.
Επιπλέον, ένα ακόμα στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Σαραντάρη και τον φέρνει
κοντά στη γενιά του 30΄ που ανήκει είναι ότι συγκροτεί με τα κατάλοιπα ποιήματά
του ένα ιδιότυπο ημερολόγιο, θυμίζοντας τα πλασματικά ή μυθοπλαστικά ημερολόγια
που τη δεκαετία του 30΄, γνώρισαν άνθηση, επηρεασμένα κυρίως από την ανάγνωση
των μυθιστορημάτων του A. Gide, όπως παρατηρεί η Αλ. Σαμουήλ.48 Ο Σαραντάρης,
όμως, ακολουθεί αυτό το "ημερολογιακό κύμα”, όπως μπορεί καλύτερα, δηλαδή με
την ποίηση. Αισθάνεται την ανάγκη να εκφραστεί μέσα από τους στίχους και να
επιστρέψει έπειτα στις ίδιες του τις λέξεις με ένα απόμακρο βλέμμα σαν κάποιου
άλλου, που του επιτρέπει την καλύτερη δυνατή όψη του εαυτού του και του κόσμου.
Μάλιστα, η Αλ. Σαμουήλ, μεταξύ άλλων σημαντικών αιτιών για την
ημερολογιακή άνθηση στην Ελλάδα, όπως η στροφή στον εσωτερικό εαυτό και η
διάθεση εξερεύνησης του εαυτού— που είναι βασικοί στόχοι των Ελλήνων
συγγραφέων από το 1920 και μετά και συνδέεται με την εμφάνιση του «εσωτερικού
μονολόγου»49— εμπεριέχει ως αίτιο και τη γνωριμία με το έργο του Νίτσε ως ώθηση
προς τον εαυτό, καθώς «η ρωμαλέα διόγκωση του εγώ και η ανάγκη προβολής του
μυστικού βάθους που κηρύσσει ο Γερμανός φιλόσοφος βρίσκουν στην ημερολογιακή

47
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 230.
48
Το 1930 εκδίδονται τέσσερα ημερολογιακά αφηγήματα (το Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη, τα
Τετράδια του Παύλου Φωτεινού του Στέλιου Ξεφλούδα, το Από το “ημερολόγιο ενός τρελού
δασκάλου” του Ντόρου Ντορή και οι Απελπισμένες ψυχές της Καλής Μ. Καλύβη) και πιθανώς
ολοκληρώνεται η πρώτη γραφή του ημερολογιακού πεζογραφήματος του Σεφέρη Έξι νύχτες στην
Ακρόπολη. Βλέπουμε δηλαδή ότι από το 1930 γίνεται αισθητή η ημερολογιακή συχνότητα που
παρατηρείται σ’ολόκληρο το διάστημα ’30-’39. Ο απόηχος της οποίας εκτείνεται και στην
επόμενη δεκαετία.
(Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ο βυθός του καθρέφτη. Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία
στην Ελλάδα, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998, σ. 208.)
49
Για τον εσωτερικό μονόλογο βλ. ενδεικτικά: Μαίρη Μικέ-Λένα Γκανά, «Εσωτερικός μονόλογος»,
περ. Φιλόλογος, τχ. 48 (Καλοκαίρι 1987), σ.136-160.

22
μορφή έναν προσφυή τρόπο έκφρασης.».50 Ο Σαραντάρης αναφέρει πολλαχώς τον
Νίτσε, αλλά την ημερολογιακή του διάθεση αρμόζει να αντιπαραβάλουμε και με τη
σπουδή του στο κιρκεγκοριανό έργο· πέρα από το Ημερολόγιο ενός διαφθορέα, τμήμα
του ευρύτερου Είτε-Είτε,— αν και δεν είναι σίγουρο ότι το γνώριζε ο Σαραντάρης,
πάντως παράγει σκηνές όμοιες του51—ο Κίρκεγκορ μέσω της χρήσης ψευδωνύμων
στα φιλοσοφικά του έργα και της διάκρισης σε έμμεση και άμεση επικοινωνία
επέτρεπε στον εαυτό του, μεταξύ άλλων, τη μετάδοση σκέψεών του που δεν είναι
δυνατόν να μεταδοθούν με άμεσο τρόπο από τη μια υποκειμενικότητα στην άλλη,
αλλά απαιτείται μια αποστασιοποίηση, μια υπέρβαση και ένας έμμεσος δρόμος, όπως
τίθεται μέσα από τα ψευδώνυμα.
Σε κάθε περίπτωση, μέσα από τα ημερολογιακά ποιήματά του Σαραντάρη
πιάνεται ο βαθύς ρυθμός της ζωής του ποιητή, διότι, παράλληλα με τα γεγονότα,
όπως περίπατοι, συναντήσεις και συζητήσεις, που θα φανερώνανε μόνο την επιφάνεια
του βίου του, ξεδιπλώνεται ο στοχασμός του ποιητή που είχε αφορμή τo κάθε
συμβάν. Για παράδειγμα, η θέαση της θάλασσας από «…τη γέφυρα ενός
βαποριού»,52 όπως γράφει σε ένα κατάλοιπο ποίημά του, του γεννά ένα ποίημα-
σπάραγμα με στίχους που αναφέρονται στο χρέος του ανθρώπου να ξεπεράσει την
θνητή υπόστασή του και να φτάσει στην «πλέρια ύπαρξη». Μια επιδίωξη που επιζητά
επιτακτικά στα φιλοσοφικά του δοκίμια, με το ξεπέρασμα, δηλαδή του ατόμου και
της υπόστασης και τη μετάβαση στα ανώτερα επίπεδα του ανθρώπου και της
ύπαρξης. Την υπέρβαση παράλληλα, της γνώσης και της σχετικότητάς της και την
προσέγγιση της πίστης και του απολύτου. Γίνεται φανερή, επομένως, η σύνδεση των
φιλοσοφικών δοκιμίων του με τα ποιήματα και τα πεζοτράγουδά του και η
παράλληλη στοχαστική του δραστηριότητα, ενώ επιπρόσθετα φανερώνεται πως
καθετί που παρατηρεί λειτουργεί ως έναυσμα για στοχασμό και περαιτέρω
ανακάλυψη του εαυτού του μέσω του αναστοχασμού.
Ο Σαραντάρης, όμως, αναζητεί τον εαυτό του, κυρίως, μιλώντας στον εαυτό του
και όχι για αυτόν σε κάποιον άλλο, επιδιώκοντας μια συνομιλία με τη βαθύτερη
ύπαρξη του. Συνεπώς, γράφει χρησιμοποιώντας τη γραφή ως «φτυάρι» που διαπερνά
τη θνητή σάρκα του και αναζητά μέσα του μια αιώνια βαθιά φλόγα. Τούτη η

50
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, ό.π., σ. 197.
51
Ο Μαρινάκης παρατηρεί σε διάφορα ποιήματα του Σαραντάρη σκηνές που ομοιάζουν με το
συγκεκριμένο ημερολογιακό μυθιστόρημα του Κίρκεγκορ. (βλ. Γιώργος Μαρινάκης, Ποιήματα Α’,
ό.π., σ. 15,24 και 27.)
52
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 189.

23
πεποίθηση απορρέει, βέβαια, από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση που
ακολουθούσε ο Σαραντάρης, καθώς και από τις υπαρξιακές του αναζητήσεις.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι η γραφή του να συγγενεύει με κάποιο τρόπο με
τον επιδιωκόμενο στόχο. Να αποτελείται, όπως λέει, «από λέξεις καινούργιες, νωπές,
βγαλμένες τώρα από το χώμα…»,53 να είναι λέξεις άξιες να ακουστούν και να
καταφέρνουν να εμπεριέχουν ολάκερον τον ποιητή, κάτι που αν δεν επιτυγχάνεται
προκαλεί, όπως παραδέχεται, τον βαθύτερο πόνο.54
Καταληκτικά, μέσα από την ανάγνωση της τυπωμένης έκδοσης των κειμένων
του Σαραντάρη, που περιλαμβάνει και τα κατάλοιπα ημερολογιακά γραπτά του,
δίνεται η εντύπωση ότι διαβάζουμε τα ίδια τα φθαρμένα χαρτιά του, τις ξεχασμένες
σε συρτάρια σημειώσεις του. Περιδιαβαίνουμε σε λόγια αυθεντικά, αυθόρμητα και
ειλικρινή, που παράγουν μια γοητεία παράλληλη με αυτή που αντλούμε από την
ποιητική φόρμα, η οποία όμως δεν τίθεται σε κίνδυνο από την κακή, ή μάλλον ελλιπή
χρήση της ελληνικής γλώσσας που χαρακτηρίζει ενίοτε τον Σαραντάρη, λόγω της
πολύχρονης διαβίωσής του στο εξωτερικό, αλλά και του σύντομου θανάτου του που
δεν του επέτρεψε να αξιοποιήσει περαιτέρω την ελληνική. Για τον Σαραντάρη, όμως,
η γραφή λειτουργούσε ως σανίδα σωτηρίας που καθημερινώς την κρατούσε και
τίποτα δεν έδειχνε ότι θα την αποχωριζόταν.

53
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 140.
54
«Μπορώ να κατανοήσω, πως ο πόνος μου είναι απαραίτητος· αλλά μπορώ να υποστηρίξω, πως ο
βαθύτερός μου πόνος προέρχεται απ’το γεγονός, που δε μπορώ να μετουσιώσω ολάκερον τον εαυτό
μου σε ομιλία!» (Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 493).

24
3. Το δίπολο μνήμης-λήθης και ο στοχασμός του χρόνου

Μα ποιος το ξέρει τ’ όνομα του χρόνου;55

Ένα σύνηθες μοτίβο στην κοσμοθεωρία του Σαραντάρη είναι το δίπολο μνήμης-
λήθης, το οποίο είναι αντικείμενου πραγμάτευσης πολυάριθμων ποιημάτων του τα
δέκα περίπου χρόνια της ελληνικής του περιόδου. Ο στοχασμός επί των περασμένων
πάνω στον οποίο βασίζει τις σκέψεις του για τη μνήμη ή τη λήθη, αναπότρεπτα
σχετίζεται και με το γενικότερο ζήτημα του χρόνου, πολύ πριν αυτό γίνει
αντικείμενο μελέτης της δοκιμιακής γραφής του.
Στη Συμβολή για μια φιλοσοφία της ύπαρξης το 1937 τίθεται για πρώτη φορά
δοκιμιακά το ζήτημα του χρόνου, αλλά και στα δύο μετέπειτα φιλοσοφικά του έργα,
μόνο όμως υπό το ακόμα ευρύτερο πρίσμα της αιωνιότητας που επιζητά για τον
άνθρωπο. Στην ποίησή του ήδη από το 1933 και τα πρώτα του ελληνικά ποιήματα,
το ζήτημα αυτό προσεγγίζεται σταδιακά— μέρα με την μέρα και εν είδει
ημερολογίου όπως δείχθηκε— περνώντας από τα στάδια της μνήμης και της λήθης,
όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Οι αγάπες
του χρόνου (1933), αλλά και σε άλλα ποιήματα της ίδιας χρονιάς ή παλαιότερα που
δεν εντάχτηκαν στην συλλογή αυτή. Σχετικά με την παραπάνω ποιητική συλλογή ο
Τέλλος Άγρας μας παρέχει την ώθηση να εξετάσουμε τον φιλοσοφικό στοχασμό—
κυρίως του χρόνου προσθέτω— που αναδύεται από αυτή την συλλογή, καθώς
αναρωτιέται: «Πρόκειται τάχα για την πρώτη δοκιμή φιλοσοφικού αποστάγματος
μέσα στη σφαίρα την ποιητική; Ίσως!»56 Μένει, λοιπόν, να ευοδωθεί ο φιλόδοξος
στόχος να τραπεί αυτό το “ίσως” σε “σίγουρα” και να φανερωθεί ο ποιητικός
στοχασμός του χρόνου.
Εκκινώντας από το ζήτημα της μνήμης, κύρια επιδίωξη του Σαραντάρη είναι
η επιστροφή σε ένα ευχάριστο και αθώο παρελθόν— μιας ίσως παιδικής και δίχως
αμφιβολία όψης του κόσμου, σαν το χριστιανικό πρόταγμα «ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ
γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.
18,3)57— και όπου η αγάπη λαμβάνει τη μορφή που είχε τα πρώτα χριστιανικά

55
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.356.
56
Γιώργος Μαρινάκης, «Ο Τέλλος Άγρας για τον Γ. Σαραντάρη», περ. Η Λέξη, τχ. 21 (Ιανουάριος
1983), σ. 11.
57
«Κατά μία θεία δικαιοσύνη, που ο λόγος της μας μένει μυστικός, τα παιδιά είναι καθαρά, τα παιδιά
έχουν καθαρή την καρδιά, και τους ανοίγεται, για μόνη τούτη την κατάστασή τους, η πύλη των
Ουρανών.» (Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 68.)

25
χρόνια. Η μνήμη μπορεί να λειτουργήσει στη σκέψη του Σαραντάρη ως ένα τέτοιο
μέσο επιστροφής, όχι, όμως, όσον αφορά το στοιχείο της ομοιότητας, που άλλοτε
βοηθά την ανάκληση παλαιών αναμνήσεων, καθώς η αναβίωση του παρελθόντος δεν
επιτυγχάνεται μέσω των αισθήσεων· «η ψυχή/ μάταια μυρίζει τα μαραμένα
λουλούδια»58 και δεν θα καταφέρει να πλησιάσει κάποια περασμένη όμορφη
κατάσταση. Ο Σαραντάρης, όμως, προσεγγίζει μια στοχαστική επαναπροσδιόριση
του παρόντος του σύμφωνα με θετικά περασμένα γνωρίσματα, αποβλέποντας
πάντοτε στο μέλλον.
Εντείνεται, μάλιστα, ακόμα περισσότερο η επιδίωξη της ανάμνησης, όπως
παρατηρεί η Ηρώ Τσαρνά, «σε στιγμές κρίσεις της συνείδησης» και όταν «η ενότητα
της κινδυνεύει να χαθεί μαζί μ ’αυτήν η ενότητα του κόσμου»,59 όπως ήταν το
γεγονός του θανάτου του πατέρα του το 1935. Το γεγονός αυτό ώθησε τον
Σαραντάρη να επιστρέψει στο Μονταπόνε της Ιταλίας. Οι σημειώσεις εκείνης της
εποχής διακατέχονται έντονα από τον στοχασμό της μνήμης, μα κυρίως από το
αίσθημα της υπέρβασης της θνητότητάς μας. Ενδεικτικά τα παρακάτω λόγια
δείχνουν αυτήν τη στάση:

[…]Ο θάνατος ο χρόνος· ο φόβος του θανάτου είναι ίδιος με το φόβο του
χρόνου· ίσως όλη η μικροψυχία μας εδώ έγκειται εδώ συμμαζεύεται, όταν
διαλευκαίναμε τα περισσότερα σκοτάδια της ζωής.
Έρχεται ο χρόνος που μας συναντά έτοιμους για κάθε λογής εγκλήματα, εξόν το
πιο ολέθριο· την αφάνιση του τιμιότερου εαυτού μας, που τέτοια ίσαμε το τέλος
διαρκεί η απελπισμένη ενέργεια του νου.60

Αν επιχειρήσουμε, τώρα, να σταθούμε στη βασική επιθυμία του Σαραντάρη για


συνένωση των ανθρώπων— η οποία σχετίζεται με τη θεώρηση του χρόνου, καθώς
επιθυμεί αυτή να υπερβαίνει τα πεπερασμένα χρονικά όρια— αναγκαίο είναι να
επανέλθουμε στα δοκίμιά του. Εκεί με σαρανταρικούς όρους ο άνθρωπος είναι ο
μόνος που πραγματικά υπάρχει και υπερβαίνει το άτομο που παραμένει βυθισμένο
στην ηδονή, στην πολλαπλότητα και την υπόσταση και για αυτό στη θνητότητα· ο
άνθρωπος, αντίθετα, καταφέρνει τη συνένωση και τη χριστιανική αγάπη και οράται

58
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 16.
59
Ηρώ Τσαρνά, Η επανάσταση του ρόδου ή Γιώργος Σαραντάρης ένας πρωτοπόρος ποιητής στο
περιθώριο «της γενιάς του ’30», Διογένης, Αθήνα, 1996, σ. 84.
60
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 93.

26
υπό το πρίσμα της αιωνιότητας τον κόσμο.61 Απομακρύνεται από τον χρόνο ως
«αριθμητική σειρά στιγμών που η τύχη μεταβάλλει κατά βούληση», 62 και καταφέρνει
να εγχωρεί σε κάθε στιγμή του βίου του την αιωνιότητα.
Η κιρκεγκοριανή επιρροή σε αυτό το σημείο δηλώνεται,63 ενώ μια έκδηλη
μπερξονική θεώρηση του χρόνου ως διάρκεια, μόνο υπόνοιες επιτρέπει που μπορούν
να στηριχτούν και στην πληροφορία ότι είχε μελετήσει Μπερξόν,64 αλλά και στη
χρησιμοποίηση των όρων «στιγμή» και «διάρκεια» που είναι καίριοι στον στοχασμό
του Μπερξόν.65 Επιπλέον, και η θεώρηση της μνήμης, ως μέσου επιστροφής στο
ευχάριστο παρελθόν, συχνά θυμίζει την μπερξονική θεώρησή, όπως παρουσιάζεται
στο Ύλη και Μνήμη η αληθινή και αυθόρμητη μνήμη σε αντίθεση με την ανάμνηση
που είναι αποτέλεσμα έξης και η οποία χρησιμεύει στην καθημερινή πρακτική.
Παράλληλα, στην κριτική του Κλ. Παράσχου για τα Αστέρια,66 την τρίτη ποιητική
συλλογή του Σαραντάρη, αναφέρεται στην αγάπη του για την «ενατένιση»· η Μαρία
Ιατρού παρατηρεί συγκεκριμένα για αυτόν τον όρο που χρησιμοποιεί ο Παράσχος
πως:

Η διατύπωση υπονοεί ότι κατά κάποιον τρόπο η “ενατένιση” (όρος που απαντά
και σε κείμενα του Σαραντάρη και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μάλλον
αποδίδει την μπερξονική intuition, την ενόραση) είναι κάτι διαφορετικό “πιο
σπάνιο” από τα “ποιητικά στοιχεία”.67

Εν συντομία— έχοντας ήδη αποδεχτεί την μπερξονική επιρροή που δέχθηκε ο


Σαραντάρης— ο φιλόσοφος-ποιητής θεωρεί, “μπερξονικώ τω τρόπω” τη μνήμη ως
ένα δοχείο που συλλέγει κάθε δεδομένο που, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα,
προσλαμβάνουν οι αισθήσεις· δεν είναι, όμως, διόλου κλειστό και ανενεργό αλλά
61
«-Ρωτάμε πώς μπορεί το άτομο να νιώσει τ’ άλλα άτομα, να ταυτιστεί μαζί με τούτα» (Γιώργος
Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 53.)
62
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ.19.
Επιπλέον: «[…]καλούν σε απελευθέρωση από το φόβο του θανάτου που συνεπάγεται και
απελευθέρωση από το χρόνο, με την έννοια της μέτρησης, της διαίρεσης, του κομματιάσματος, του
σκορπίσματος, της συρρίκνωσης της αιωνιότητας.» (Σωτήρης Γουνελάς, Ο πνευματικός οραματισμός
του Γιώργου Σαραντάρη, Ίνδικτος, Αθήνα, 2006, σ. 50.)
63
«η στιγμή, όπως διδάσκει ο Κίρκεγκωρντ, δεν είναι ένα μόριο του χρόνου, αλλά ένα μόριο της
αιωνιότητας» (Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 19.)
64
Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα Α΄ (Εισαγωγή, επιμέλεια Γ. Μαρινάκης), ό.π., σ. 318.
65
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 19.
66
Κλέων Παράσχος, «Γιώργου Σαραντάρη: “Αστέρια”», περ. Νέα Εστία, τχ. 213 (Νοέμβρ. 1935), σ.
1029.
67
Γιώργος Σαραντάρης, Σαν πνοή του αέρα (επιμέλεια, ανθολόγηση Μ. Ιατρού), Ερμής, Αθήνα, 1999,
σ. 30-31.

27
εκδηλώνεται τις στιγμές της μεγαλύτερης χαλάρωσης, όπως είναι ο ύπνος και τα
όνειρα,68 αλλά και όταν ενεργοποιείται από τον στοχασμό και τη ρέμβη. Έπειτα από
αυτά, η ανάγνωση των παρακάτω ποιημάτων αναδεικνύει ένα σημαντικό μέρος του
στοχασμού του περί μνήμης και έναν ορισμένο ρόλο των ονείρων στην κοσμοθεωρία
του.

Υπάρχει μνήμη που συλλέγει τα περασμένα


δεν τ’ αφίνει στο δρόμο της ζωής να σκορπισθούνε
να εξαφανιστούνε κάπου
όξω από μας
όξω από ορίζοντα και βλέμμα·
κι έτσι, και αν σβύσουνε,
η μυρωδιά τους σώζεται
απελπιστικά.69

και

Τίποτα μένει αμόλυντο στην γη·


και τα φαντάσματα αναπνέουνε…
Τα όνειρα από θύμησες κατάγονται
κι όλες οι θύμησες εράσμιες.70

Για την κατανόηση, γενικότερα του ρόλου της μνήμης χρήσιμα είναι τα λόγια του Γ.
Μουρέλου, που διαφωτίζουν και τη σαρανταρική χρήση της:

[…]τα γεγονότα μέσα από τη μνήμη, αφού κατέβουν ως τον πυθμένα της
ψυχικής ζωής, ανεβαίνουν στην επιφάνεια της συνείδησης, κρατώντας το
μυστηριώδες άρωμα του εσωτερικού βιώματος, έχοντας κατακτήσει την
πραγματική τους θέση στη διαμόρφωση του ψυχικού μας κόσμου.71

Η μνήμη φωτίζει, συνεπώς, την ύπαρξη ενός εσωτερικού κόσμου που λειτουργεί με
όρους ψυχολογικού χρόνου και που ωθεί για τον Σαραντάρη το παρόν να επωφεληθεί
και να λειτουργήσει, ή τουλάχιστον να αμφισβητήσει, τα καθορισμένα χρονικά

68
Γιάννης Πρελορέντζος, Γνώση και μέθοδος στον Bergson, Ευρασία, Αθήνα, 2012, σ. 91-92.
69
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.18.
70
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.4.
71
Γιώργος Μουρέλος, Μεταμορφώσεις του χρόνου, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη, 1968, σ. 22.

28
σημεία, στρεφόμενος εις εαυτόν.72 Ως εκ τούτου, ο στοχασμός του Σαραντάρη δεν
αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά αποβλέπει στο παρόν και το μέλλον. Επιδιώκει τη
βέλτιστη δυνατή εκδοχή του, καθώς το αίσθημα του χρέους απέναντι στους
συνανθρώπους είναι ισχυρό στην κοσμοθεωρία του.
Αυτό το χρέος λαμβάνει υπόψη και κατά τον ποιητικό στοχασμό της λήθης. Ο
ρόλος της θεωρεί ο Σαραντάρης πως συνίσταται στην εκκαθάριση του παρελθόντος
από προλήψεις και εσφαλμένες σκέψεις, ωθώντας σε μια καθαρότερη όψη του
κόσμου. Η λήθη, ακόμα, είτε είναι ευλογία που επιτρέπει να ευδοκιμήσει το όνειρο με
αυθόρμητους στίχους, όπως

Αφέθηκα στη λήθη·


θα μου καλύψει την ψυχή σαν κύμα
(μυρίζει θάλασσα απέραντη ο ύπνος),
και γαλανά τα όνειρα τη ζωή μου
θα τα νιώσει.73

είτε ο ποιητής μάχεται κάθε στιγμή εναντίον της για να διατηρήσει θύμησες
στοχαζόμενος:

Ανάλαφρη η θύμησή σου


σαν πέπλο πάνω στη λήθη
όταν στοχάζομαι·74

Όμως είναι φανερό πως ορισμένες θύμησες τελικά αλλοιώνονται από το πέρασμα του
χρόνου («Σαν θύμηση που λειώνει»75) και η λήθη επιτρέπει την αγνή εκ νέου όραση
του κόσμου («Σ’ένα αθόρυβο κόσμο θα σβήσω κάθε μου ανάμνηση, κάθε μου φλόγα
περισυλλογής.»76). Κάποτε, όμως, ο Σαραντάρης προτείνει να αποτρέπουμε το έργο
της ακόμα και αν πρόκειται για θύμησες πικρές και να αγωνιζόμαστε να τις
νοηματοδοτήσουμε, να μην τις επιτρέψουμε να χαθούν και να τις εντάξουμε ως ένα
απαραίτητο στοιχείο της ολότητας του βίου.

72
«Για ν’ αναπτύξει τις βαθιές λειτουργίες της, η μνήμη χρειάζεται […] το σταμάτημα και τη στροφή
του ανθρώπου προς τα μέσα, την τάση προς την αυτοσυγκέντρωση και την ενδοσκόπηση.» (Δημήτρης
Νικολαρεΐζης, «Μνήμη και χρόνος», Νέα Εστία, τχ. 162. (Σεπτ. 1933), σ. 972.
73
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.16.
74
Αυτόθι.
75
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.17.
76
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.20.

29
Τη λύπη που αφήνει ο χρόνος
στην κοίτη του κόσμου
ο νους τη διαλέγει με πόνο
με αφοσίωση με αγάπη
μην πέσει στη λήθη
μην σβήσει
πριν έλθει ένα φως…77

Αντιλαμβάνεται έτσι τη λήθη ως ένα δίκοπο μαχαίρι, κάθε πλευρά του οποίου πρέπει
να γνωρίζουμε πως να μεταχειριζόμαστε είτε κατά βούληση και δια του
αναστοχασμού, αξιοποιώντας κάθε γόνιμο στοιχείο του για τον μετέπειτα βίο μας,
είτε από την άλλη να συντελείται η χρήση της παθητικά και μέσα στα όνειρά μας,
καθώς αποδέχεται πως «τα όνειρα από θύμησες κατάγονται»,78 όπως προαναφέρθηκε.
Κάθε περασμένη στιγμή, πάντως, πρέπει να αξιοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο και
να συμβάλλει ώστε να βουτάμε στη ζωή με τα “μπούνια”, ενώ προς αυτό συμβάλει τα
μέγιστα η παράλληλη λειτουργία μνήμης-λήθης.
Για να επανέλθουμε στη στάση του απέναντι στον χρόνο, μάλλον στη
δυσπιστία του απέναντι στα πεπερασμένα όρια που του αποδίδονται, γόνιμη και πάλι
είναι η παράλληλη ανάγνωση των δοκιμίων του, ώστε να απαντήσουμε στο ερώτημα
του Σαραντάρη «Μα ποιος το ξέρει τ’ όνομα του χρόνου;».79 Εξηγείται εκεί ότι μόνο
μέσα από τον στοχασμό του θανάτου που προτείνει μπορούμε να υπερβούμε την
προσκόλληση στο άτομό μας και να επιστρέψουμε, δηλαδή, κατά έναν τρόπο στην
αγάπη με τον τρόπο που υπήρχε τα χρόνια του Χριστού, και να πράξουμε έργα που
δεν υπόκεινται στους κανόνες τις φθοράς. Σημειώνει πως

[…]η γόνιμη βίωση του ατόμου θ’ αρχίσει από την πραγματικότητα εκείνη
[…]που είναι η ίδια για όλα τα άτομα, και που τα εξισώνει τόσο ώστε αναγκάζει
τα ειλικρινή άτομα ν’ αποδεχτούν πως υφίσταται ένα σημείο του χρόνου όπου
δεν διακρίνεται πια το άτομο από το σύμπαν.[…] Μονάχα από το στοχασμό του
θανάτου μπορεί ο άπιστος ν’ αντλήσει την απαραίτητη δύναμη, τόσο για να

77
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.33.
78
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.4.
79
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.356.

30
φτάσει στην πίστη όσο για να κάμει όποιο έργο διαρκείας, για να δημιουργήσει
δηλαδή πολιτισμό.80

Συνεπώς, είναι φανερό και από το παραπάνω απόσπασμα πως οι θρησκευτικές του
πεποιθήσεις παρουσιάζονται παράλληλα με τις υπαρξιακές του αναζητήσεις με σκοπό
πάντα την υπέρβαση της θνητής μας φύσης. Παρόλα αυτά, δεν παύει να είναι ο
χρόνος ως πεπερασμένη οντότητα αδιαχώριστο κομμάτι εκείνων που δεν επιτέλεσαν
το «άλμα στην πίστη»— για να θυμηθούμε και πάλι τον Κίρκεγκορ— και για αυτό ο
Σαραντάρης με τον στοχασμό του δεν λησμονεί να αναφέρεται στον πεπερασμένο
χρόνο και να ωθεί όλους μας να «ζούμε με την ψυχή μας μέσ’ τα χείλια».81
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω δηκτικό ποίημα:

Αφήνουν την ύπαρξή τους και πάνε


Μας φεύγουν και τίποτα δεν έχομε να πούμε
σε κανένα να δώσουμε ένα παράπονο
Και δεν βλέπουμε τον αφανισμό
ούτε τις σκιές αρπάζουμε ούτε τα χνάρια
Νιώθουμε την ύπαρξή μας σ’ ένα δάκρυ να κρύβεται
ή να κρέμεται από ένα καρφί.82

Μάλιστα, δείχνει στον ποιητικό του στοχασμό στοιχεία προσέγγισης της αιώνιας
πνοής του χρόνου, όπως είναι η ησυχία («Μακριά από τον θόρυβο […] το άρωμα του
χρόνου αναπνέω.»83), η «χρυσή σιωπή»,84 αλλά και ενίοτε η μνήμη, όταν λειτουργεί
ως ανάμνηση του όμορφου παρελθόντος85 και όχι ως μια «πικρή ανάμνηση του
χρόνου».86 Σε κάθε περίπτωση, όμως, επιδιώκεται ένα άνοιγμα σε έναν εσωτερικό
βαθύτερο κόσμο, όπου ο χρόνος παίρνει την αληθινή όψη του («Στον καθρέφτη της
ψυχής/καμαρώνεται ο χρόνος»)87, απαλλαγμένη από προσδιορισμούς που αδυνατούν
να πλησιάσουν την ουσία του· εξού και η ανάγκη ησυχίας και σιωπής, για τις οποίες

80
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 59.
81
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.40.
82
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.46.
83
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.22..
84
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.18.
85
«Πεθαίνοντας το έμορφο παρελθόν θα πω πως ολάκερος πεθαίνω, εξαφανίζομαι από τη γη. Άλλην
εικόνα που να ταιριάζει, συμβαδίζει με την ιδέα του εαυτού μου στην αποβίωση ο νους μου δεν
βρίσκει όπου κι αν ρίξει το βλέμμα[...]» (Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 17.)
86
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.50.
87
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.86.

31
θα γίνει λόγος παρακάτω σε συνάρτηση με την γενικότερη πεποίθηση του Σαραντάρη
περί αντιεννοιολόγησης και τις φιλοσοφικές της καταβολές.
Παράλληλα, έκδηλη είναι η πρόθεση του φιλόσοφου-ποιητή για επιστροφή και
ψηλάφηση των περασμένων και από τη χρήση παρελθοντικών χρόνων στο πλαίσιο
πάντοτε του αναστοχασμού και του κριτικού ελέγχου με ένα αποστασιοποιημένο
βλέμμα. Ο παρακείμενος και κυρίως ο παρατατικός υπερισχύουν στα ποιήματα που
αποβλέπουν να αξιοποιήσουν στοιχεία περασμένα, τόσο για την οικοδόμηση του
μέλλοντος,88 κυρίως, όμως, για την προσέγγιση της βαθιάς ύπαρξής μας που για τον
Σαραντάρη συνδέεται στενά με το παρελθόν μας, όπως φαίνεται στο τρίστιχο

Το λάγνο παρελθόν υπάρχει


Κρυμμένο στην ουσία μας,
Γέμει τ’ αποσταμένα σωθικά89

Αυτή η κριτική διάθεση και αξιοποίηση του παρελθόντος εξηγείται χαρακτηριστικά


από τον Σαραντάρη, λέγοντας πως «Αν κάτι από το σύμπαν διαφύγει την προσοχή
σου, θα παραμείνει μετέωρο στην ανυπαρξία, και θα έρθει καιρός που η τέτοια
ανυπαρξία θα σου επιτεθεί, και αν σε βρει απροετοίμαστο θα σε καταστρέψει.»90
Φαίνεται, έτσι, ο Σαραντάρης να απορρίπτει τον παραδοσιακό χωρισμό παρελθόντος-
παρόντος-μέλλοντος, την αντίληψη, δηλαδή, της γραμμικής αλληλοδιαδοχής των
στιγμών, ζητώντας έναν ενοποιημένο χρόνο,91 όπου καταφέρνει ο άνθρωπος να έχει
την απόλυτη εποπτεία, όντας, βέβαια, έξω από τους κανόνες της φθοράς. Η χρήση
από τον Σαραντάρη του μπωντλαιρικού στίχου «J’ai plus de souvenirs que si j’avais
mille ans» ως λάιτ-μοτίφ του ποιήματος του «Ζωή» αυτό ακριβώς δηλώνει.92 Εξηγεί
χαρακτηριστικά αυτό το ποίημα του Μπωντλαίρ ο Νικολαρεΐζης, λέγοντας πως:

88
Αλλά η πρώτη ποίηση είναι κυρίως ποίηση της μνήμης. Με τον παρακείμενο, χρόνο που
προβάλλει την πράξη του παρελθόντος, και με τον παρατατικό, που αφήνει την πράξη
αιωρούμενη μέσα στο χρόνο, ο ποιητής δείχνει την πρόθεσή του· το παρελθόν γίνεται γι’ αυτόν
πηγή απ’ όπου αντλεί τα στοιχεία εκείνα που θα γονιμοποιήσουν το παρόν καθώς και το μέλλον.
(Ηρώ Τσαρνά, Η επανάσταση του ρόδου ή Γιώργος Σαραντάρης ένας πρωτοπόρος ποιητής στο
περιθώριο «της γενιάς του ’30», ό.π., σ. 126.)
89
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.29.
90
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ.21.
91
«Αν κανείς δεν μπορεί να νιώσει την πραγματικότητα παρεκτός σαν ιστορία, σαν ανθρώπινη ροή
όπου ουσιαστικά δεν υπάρχει φραγμός ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στο παρόν και
το μέλλον, τότε η ποίηση είναι η μόνη, πρωτότυπη και άμεση, γνώση της πραγματικότητας.» (Γιώργος
Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.216.)
92
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 37.

32
Το πνεύμα δεν προσπαθεί εδώ να γευθή εκ νέου ορισμένες στιγμές του
παρελθόντος, ούτε ενεργεί απλώς μια τομή στη διάρκειά του, αλλά κατέχει την
καθολική εποπτεία της κι’ αιωρείται, θαλεγε κανείς, σε μια τάξη υπερβατική, μέσα
στην κατηγορία του απόλυτου χρόνου.93

Αυτή η ιδέα του χρόνου είναι στη σκέψη του Σαραντάρη έκδηλα συνυφασμένη και με
τον θάνατο, που προσεγγίζει με τον ποιητικό στοχασμό του τον θρησκευτικό
μυστικισμό και ζητά έναν εξαγνισμό της φθαρτής σάρκας με μια ανύψωση της ψυχής
που επιτρέπει ένα βλέμμα στην αιωνιότητα. Επιζητά, τέλος, μια επανατοποθέτηση
του ανθρώπου απέναντι στην έννοια του χρόνου και συγκεκριμένα οι ομότεχνοί του
ποιητές να δείχνουν δια της πραγματικής δημιουργίας τους ότι ο χρόνος δεν αγγίζει
τα έργα τους.

Ν’ αγνοείς τη ζωή
εξαίσια:
έξω απ’τις εποχές
απ’τον κόσμο
απ’το διάστημα
δίχως το φράγμα του χρόνου.94

Γράφει, τέλος, χαρακτηριστικά πως «Άγνάντια στο ποίημα ο χρόνος δεν έχει πια
λόγον ύπαρξης. Ακριβώς γιατί “ποίημα” είναι όρος ταυτόσημος με τη “δημιουργία”
κ’ η δημιουργία στην καταφατική στιγμή της πάντοτε υπερέβαλλε το χρόνο.»95

93
Δημήτρης Νικολαρεΐζης, «Μνήμη και χρόνος», Νέα Εστία, τχ. 162. (Σεπτ. 1933), σ. 979.
94
Η μετάφραση του ιταλικού ποιήματος του Σαραντάρη από τον Σωτήρη Τριβιζά: Γιώργος
Σαραντάρης, «Ιταλικά ποιήματα», μτφρ. Σωτήρης Τριβιζάς, περ. Ποίηση, τχ. 5 (Άνοιξη 1995), σ.165.
95
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 204.

33
4. Η «αντιεννοιολόγηση» του Σαραντάρη : γλώσσα, ομιλία, σιωπή

Ό,τι ζεις στην έκσταση ποτέ δεν θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο.


Όμως μάχου ακατάπαυστα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με
μύθους, με παρομοιώσεις, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξεις,
με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει!96

Η στάση του Σαραντάρη απέναντι στη γλώσσα, την ομιλία και τη σιωπή είναι καίρια
στην κοσμοθεωρία του και απαντά κυρίως στην ποίησή του και σε διάφορα
δημοσιευμένα ή μη σημειώματα, αλλά και στα δοκίμιά του εντός ενός ευρύτερου
πεδίου ανάλυσης που επιχειρεί σε αυτά. Μια απόπειρα ανάλυσης αυτής του της
στάσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη πως από τον λόγο πάντοτε κάτι θα μένει
κρυμμένο· η γλώσσα είναι ημιτελής κάτι που θα φανεί και ως βασική πεποίθηση του
ίδιου του Σαραντάρη.
Ο στοχασμός του Σαραντάρη, λοιπόν, για τη γλώσσα είναι το ζήτημα στο οποίο
ενδεχομένως εκδηλώνεται καθαρότερα ο φιλοσοφικός του χαρακτήρας από ότι σε
άλλα ποιητικά του μοτίβα, καθώς συνεπάγεται μια «αυτοαναφορική στροφή»· 97 ένας
στοχασμός για την ίδια την ποίηση στον οποίο αναπόφευκτα επανέρχεται, καθώς
χρησιμοποιεί κατ’ανάγκη τη γλώσσα κατά την ποιητική του παραγωγή.
Αναδεικνύεται αυτό κι από τον ίδιο τον φιλόσοφο-ποιητή σε ένα αδημοσίευτο
σημείωμα του που δηλώνει πως «η γλώσσα είναι τ’ όργανο του ποιητή» και συνεχώς
την ανακαλύπτει και την εμπλουτίζει έτσι ώστε να «μελετάει τον εαυτό του, τους
διπλανούς του», να «μαθαίνει τί […] σημαίνει ζωή, τί σημαίνει να ζεις και να
πεθαίνεις, τι σημαίνει να ζεις και να μην πεθαίνεις.»98 Φαίνεται, έτσι, εκ πρώτης
όψεως, ότι η γλώσσα, αρχικά, πέρα από μέσο επικοινωνίας στο πλαίσιο της
καθημερινής πρακτικής, λειτουργεί ως δίαυλος με την εσωτερικότητα αλλά αποτελεί
και το απαραίτητο εργαλείο για την απάντηση σε καίρια υπαρξιακά ερωτήματα όπως
είναι η ζωή και ο θάνατος.
Δεν το καταφέρνει, όμως πάντοτε αυτό. Δεν είναι πάντοτε η επικοινωνία το

96
Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική, Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, 51971, Αθήνα, σ.59.
97
«Η σύγκλιση και ο ενδεχομένως γόνιμος συγκερασμός ποιητικών και φιλοσοφικών επιδιώξεων
επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από μια αυτοαναφορική στροφή της ποιητικής δημιουργίας στον
εαυτό της» (Στέλιος Βιρβιδάκης, «Ποίηση και/ως φιλοσοφία», περ. Ποιητική, τχ.15, Άνοιξη 2015,.σ.
137.
98
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 484.

34
μέσο για να «σηκώνεσαι ψηλά μαζί με τους ανθρώπους»,99 ούτε εμπεριέχει μέσα της
την αλήθεια των πραγμάτων, υποστηρίζοντας το κρατυλικό όραμα της σύνδεσης
γλώσσας και κόσμου. Για αυτό προτείνει σε πολλές περιπτώσεις στην ποίησή του τη
σιωπή αντί της συμβατικής και ανεπιτυχής γλώσσας ως μέσο καλύτερης όψης του
κόσμου. Φαίνεται ότι με τη σιωπή δύναται μια υπέρβαση της γνώσης και προτιμάται
ως μέσο βέλτιστης κοινωνίας της βαθιάς αλήθειας των πραγμάτων.

Σαν ταιριάζει στο εγώ μου η σιωπή


ίσως η γαλήνη της φύσης ν’ απλωθεί
πάνω στη γνώση100

Πιο συγκεκριμένα, στη σαρανταρική σκέψη η γνώση, όταν δεν λαμβάνει τον άμεσο
χαρακτήρα της όντας βίωση, είναι υποδεέστερη της πίστης όπως αναλύεται στα
δοκίμιά του.101 Η πίστη εκεί νοείται ως η άμεση και δίχως αμφιβολία επαφή με τα
πράγματα· μια συμφιλίωση, δηλαδή, με τον εξωτερικό κόσμο που μόνο ο άνθρωπος-
ύπαρξη μπορεί να επιτελέσει και όχι το άτομο-υπόσταση, καθώς υπερβαίνει την
προσκόλληση στο εγώ του και απλώνεται προς όλον τον κόσμο.102 Τούτη η επιθυμία
εγγύτερης και ριζικά διαφορετικής επαφής με τον κόσμο, αποφεύγοντας την
ονοματοδότηση των πραγμάτων και προσεγγίζοντας τη βαθύτερη ύπαρξή τους
φαίνεται και στην ποίησή του, ενδυναμώνοντας τον παράλληλο στοχασμό του, με
στίχους όπως λόγου χάρη:

Συνομιλία με το αντικείμενο
Πράγμα μοναχό του·103

και

99
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 451.
100
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.5.
101
«Μονάχα το μέσα υπάρχει. Το μέσα, λοιπόν, ή ο αληθινός εαυτός μας, η “ύπαρξη” του Σαραντάρη,
δε βρίσκεται με τη γνώση.» (Ζήσιμος Λορεντζάτος, Διόσκουροι. Γιώργος Σαραντάρης, Δήμης
Καπετανάκης, ό.π., σ.71.
102
[…]όπου ο άνθρωπος παύει τον συλλογισμό του εμφιλοχωρεί μέσα στο αίσθημα του μια
εμπιστοσύνη του ίδιου προς το σύμπαν και προς τον εαυτό του, εμπιστοσύνη που είτε σιωπηλά είτε
συνειδητά τον πείθει να θελήσει τη ζωή σαν ένα απόλυτο. Τούτη η εμπιστοσύνη, κατά τη γνώμη
μου, προσδίδει το ευρύτατο φυσικό περιεχόμενο σε ό, τι καλούμε “πίστη”.
(Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 22.)
Επιπλέον: «Η αληθινή πίστη, η πίστη απλώς όταν ένας δόσει (sic) όλο της το βάρος στη λέξη,
αποκλείει την υπόθεση·» (Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.485.)
103
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.20.

35
Δημιουργία της απλής ησυχίας
ανάμεσα στον κόσμο των ψυχών104

Στα δοκίμιά του, από την άλλη, αυτή η τάση προσέγγισης του κόσμου δίχως τον
ενδιάμεσο ρόλο των εννοιών— των ονομάτων δηλαδή που αυθαίρετα προσδίδουμε
στα πράγματα και έχουμε την ψευδή πεποίθηση ότι ανταποκρίνονται στη βαθιά
αλήθεια τους— φαίνεται με την αντίρροπη στάση του Σαραντάρη που μπορεί να
χαρακτηριστεί ως αντιεννοιολογική.105 Ο φιλόσοφος-ποιητής διακρίνει αυτήν τη
στάση του απέναντι στη συστηματική φιλοσοφία που καταπιάνεται με «εννοιακές
μούμιες» όπως αναφέρει ο Νίτσε,106 δηλώνοντας πως:

Ο βίος μας μήτε κινείται, μήτε επιθυμεί να κινειθεί ανάμεσα σε παραστάσεις και
σε έννοιες, όπως κάνουν λ.χ. ο Καρτέσιος, ο Σοπενάουερ κι ο Χέγκελ.
Καταφέραμε ν’ απομακρυνθούμε από τις δικές τους αφετηριακές σκέψεις.[…]
Δεν είμαστε όμως αντίθετοι στην αντίληψη της συστηματικής φιλοσοφίας· απλώς
αρνούμαστε τη φιλοσοφία σαν σύστημα εννοιών·107

Προτείνει, έτσι, μια άλλη οδό προς τα πράγματα που δίνει έμφαση στην «πλέρια
πίστη»108 σε αντιδιαστολή με τη γνωσιολογική οδό, και δείχνει τον σκοπό της δικής
του φιλοσοφίας που σχετίζεται με την παρουσία του ανθρώπου.109 Σε αυτήν άλλωστε
αφιέρωσε για την ανάλυσή της το δοκίμιο Η Παρουσία του ανθρώπου, όπου δείχνει
την πορεία του ατόμου προς τον άνθρωπο και την πραγματική ύπαρξη. Ειδικότερα,
μόνο όταν ο στόχος του ανθρώπου επιτευχθεί και παρέλθει η ατομικιστική στάση
απέναντι στον κόσμο που σχετίζεται με χαρακτηριστικά όπως η αμφιβολία αντί της
πίστης, ο διχασμός αντί της ενότητας και η τυχαιότητα αντί της αναγκαιότητας, μόνο

104
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.30.
105
«Θα την χαρακτηρίζαμε ακόμη (ενν. την φιλοσοφία του) “αντιεννοιολογική”», Σωτήρης Γουνελάς,
Ο πνευματικός οραματισμός του Γιώργου Σαραντάρη, ό.π., σ. 23.
106
«Όλα με όσα καταπιάνονται οι φιλόσοφοι εδώ και χιλιετίες ήταν εννοιακές μούμιες· τίποτα
πραγματικό δεν βγήκε ζωντανό από τα χέρια τους.» (Φρίντριχ Νίτσε, Το Λυκόφως των Ειδώλων, μτφρ.
Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, Αθήνα, 2010, σ.30.
107
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 41-42. Επιπλέον, ο
Καραντώνης αναφέρει πως: «Ήταν ένα πνεύμα ελεύθερο και αποδεσμευμένο από κάθε ακαδημαϊσμό.»
(Αντρέας Καραντώνης, Νεοελληνική λογοτεχνία: Φυσιογνωμίες Β΄, Παπαδήμα, Αθήνα, 31977, σ.74.
108
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ.42.
109
Η παρουσία του ανθρώπου είναι ο σκοπός της φιλοσοφίας· ένας σκοπός που δεν ανέχεται στη
συγκρότησή του μήτε την παράσταση μήτε την έννοια, δεν ανέχεται δηλαδή να βασιστεί πάνω στη
γνωσιολογική νοοτροπία, απλώς γιατί τούτη επιβεβαιώνει την πρώτη ανικανότητα προς πλέρια
πίστη, και κατά συνέπεια τη δυσπιστία του αφελούς ατόμου.
(Αυτόθι.)

36
τότε θα επιτευχθεί μια σχέση φιλίας με τα πράγματα και τον κόσμο και μόνο τότε θα
επιτευχθεί η παρουσία του ανθρώπου στη γη, αλλά και μια φιλία επί ίσους όρους που
η γλώσσα δεν θα απομακρύνει από τη βαθιά αλήθεια των πραγμάτων, αλλά ως lingua
universalis θα αποτελεί το κύριο ενοποιητικό στοιχείο. Σε ένα σημείωμά του ο
Σαραντάρης δηλώνει ως προς αυτό:

Γιατί μιλούμε σε σωρό διαφορετικές γλώσσες; Γιατί το άτομο δε γνωρίζει ακόμα


από προσωπική του εμπειρία ολάκερη τη γη, και δε γνωρίζει όλο το θνητό εαυτό
του.[…]Πότε ολάκερη η γη θα μπει σε μια γλώσσα; Τότε μονάχα θα την
αγκαλιάσουμε, τότε μονάχα θα νιώσουμε σα μια τροφή την επιστήμη εκείνη που
λέγεται, αστρονομία.»110

Μέχρι, όμως, να βρεθεί η καθολική γλώσσα που δεν θα συλλαμβάνει τα


πράγματα, αλλά θα δέχεται από αυτά τη βαθιά αλήθεια τους, πρέπει ο ποιητής να
μεταχειριστεί άλλα μέσα για να αντλήσει τη δική του αλήθεια εκ των ένδον. Η σιωπή,
όπως αναφέρθηκε, είναι κύριο μέσο για να δείξουμε τον σεβασμό μας απέναντι στις
ενδόμυχες καταστάσεις των πραγμάτων και του εαυτού μας, έναντι της περιωπής μας
και της φλυαρίας.111

Τώρα η χαρά κ’ η λύπη


Σέβονται την ψυχή,
Κ’ έχουν σιωπή αιώνια
Αγνάντια στη δική μας περιωπή112

Προτείνει έτσι, αρχικά, την αξιοποίηση του εργαλείου της σιωπής, όχι μόνο για τους
ανειλικρινείς και φλύαρους, αλλά για όλους που δεν επιτελούν τη συμφιλίωση με τον
κόσμο, καθώς η όποια απόπειρα εξήγησης συνεπάγεται απομάκρυνση από την
αληθινή ύπαρξη. Έπειτα, όμως, δεν αντιφάσκει με αυτά τα λεγόμενα, επιχειρώντας

110
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 92.
111
Από μέσα μου θα φύγει ο στεναγμός, αυτό το άστρο των κακών ημερών. Η λύση είναι σαν
τραγούδι, που ακόμα δεν είπαμε, αλλά το ξέρουμε όλοι όσοι υποφέρουμε τώρα, και θα το πούμε
ασφαλώς, φτάνει να σωπάσουν εκείνοι που φλυαρούν χωρίς σκοπό, έτσι γιατί τους έπιασε η φόρα,
τους άδραξε η λύσσα να κάνουν θόρυβο, και νομίζουν πως χορεύουν, ενώ τρέχουνε μέσα στο
κενό.
Όταν πάψουν —και θα πάψουν, γιατί ο ίλιγγος του τίποτα έχει όρια—, τότε θ’ ανέβουμε εμείς
στη σκηνή, και θα χαρίσουμε στον καθένα τη χαρά να μην κρύβεται πίσω από τα δάκτυλα του,
κάτι άλλο, πιο επίσημο[…]
(Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.84.)
112
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.33.

37
και ο ίδιος να μιλά για αυτά που καλύτερα είναι να σωπαίνουμε, αδυνατώντας με
επιτυχία να τα φθάσουμε;
Βρισκόμαστε εδώ αντιμέτωποι με το ερώτημα που και ο Wittgenstein έντονα
αντιμετώπισε, θεωρώντας πως «Τα αντικείμενα μπορώ μόνο να τα ονομάσω.[…]
Μπορώ μόνο να μιλάω για αυτά· τα ίδια δεν μπορώ να τα μιλήσω» και φυσικά με τον
γνωστό αφορισμό «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να
σωπαίνει.»113 Βίωσε και αυτός την αποτυχία της γλώσσας να μιλήσει για ό, τι
πραγματικά έχει σημασία, αξίες, νοήματα, θάνατος, καθώς τοποθετεί το νόημα των
ζητημάτων αυτών και του κόσμου εν γένει στην περιοχή του αρρήτου. Όμως ο
Σαραντάρης μάχεται να δείξει όσο εντονότερα γίνεται την αποτυχία της γλώσσας,
μιλώντας ακριβώς και προτείνοντας τη σιωπή ως μέσο επικοινωνίας με τον κόσμο και
όχι τον «θόρυβο».

Η σεμνή γιορτή της άνοιξης


Η γέννησή μας
Η σιωπή, η σπουδαία από τα πράματα
Απαντοχή στην έλευσή μας

Εμείς, οι αδιαφορούντες
Οι ανύποπτοι,
Όταν ερχόμαστε
Θέλουμε θόρυβο
Για να συλλάβουμε
Την παρουσία μας114

Δεν αποθαρρύνει, βέβαια, τους ανθρώπους από το να μιλούν, αλλά νοηματοδοτεί την
ομιλία που επιζητά με τέτοιο τρόπο, ώστε να σημαίνει μια φωνή και μια όψη της
αλήθειας. Χρησιμοποιεί την οικεία γλώσσα ως μέσο επίτευξης του στόχου για
αποκάλυψη ενός κόσμου πιο αληθινού. Ακόμα και αν γνωρίζει πως είναι αδύνατο να
πλησιάσουμε αληθινά αυτή την άλλη πραγματικότητα, αισθάνεται το χρέος ως
ποιητής να δείξει την αποτυχία του, να εξακολουθεί να προσπαθεί να μιλά και να
γράφει για τον απρόσιτο στόχο, την ουσία των πραγμάτων· εξού και η παρατήρηση
του Μαρινάκη για την προτίμηση του Σαραντάρη στα ουσιαστικά: «Αλλά

113
Ludwig Wittgenstein, Tractatus logico-philosophicus (μτφρ. Θ. Κιτσόπουλος, παρουσ. Ζ.
Λορεντζάτος, εισ. B. Russell, Παπαζήση, Αθήνα, 1978, σ. 56 και 131.
114
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.44..

38
περισσότερο δουλεύει με το ουσιαστικό και το ρήμα. Αν μπορούσε— και όσο μπορεί
το κάνει!— θα καταργούσε και τα ρήματα ακόμη. Η ουσία των πραγμάτων αξίζει. Τα
ουσιαστικά που την εκφράζουν αξίζουνε.»115

Τα παρακάτω λόγια του Λορεντζάτου, επιπλέον, δείχνουν ακριβώς τη σχέση


της ομιλίας προς την αλήθεια, αναφέροντας πως

[…] η ομιλία του Σαραντάρη σχετίζεται με τον πραγματικό ή αιώνιο εαυτό μας
και στην προοδευτική πορεία προς αυτόν […] και όχι στον προσωρινό, φυσικό
εαυτό μας, που βρίσκεται περιορισμένος στο πλεμάτι του χώρου και του χρόνου,
ένα μέρος της φύσης.116

Προέρχεται, λοιπόν, από την αιωνιότητα η βέβαιη εμποτισμένη με πίστη και


ειλικρινής ομιλία και είναι με αυτόν τον τρόπο ένας προορισμός, «ο προορισμός
εκείνος που καταργεί το άτομο προτού ακόμα πεθάνει». 117 «Η ομιλία, αναφέρει,
βγαίνει από το άτομο, αλλά δεν ανήκει στο άτομο» γράφει στη Παρουσία του
ανθρώπου,118 ενώ ένα αντίστοιχο ποίημα αναφέρει:

Έλα να δεις την κόρη μου που έγινε μεγάλη


Και τραγουδάει με μια φωνή που δεν είταν δικιά της
Και τραγουδάει μ’ έναν παλμό που είναι του κόσμου όλου119

Αυτή η υπερβατική προέλευση του λόγου είναι επίσης και η προέλευση αλλά και ο
προορισμός της ποίησης, όπως φαίνεται στην παρακάτω αδημοσίευτη πρόζα του:

Η ποίηση περπατάει με τα πόδια κάτω, και το κεφάλι ψηλά.


Κρατάει στο στόμα μια λουρίδα ουρανού. Κάποιος την κυνηγάει,
αλλά αυτή δεν καταλαβαίνει, τόσο την απορρόφησε ο ήλιος. Και

115
Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα Α΄ , ό.π., σ. νστ΄. Επιπλέον ο Μαρινάκης παρατηρεί:
Η τέχνη ή η τεχνική του αποβλέπει ν’ αποκαλύπτει στον εαυτό του και στους διπλανούς του την
ύπαρξη των όντων και των πραγμάτων ενός άλλου κόσμου πέραν του κόσμου τούτου των
φαινομένων, που προέρχεται από μία αληθινή θέαση των όντων αυτών και των πραγμάτων.
Βέβαια η προσπάθειά του είναι δύσκολη, αντιφυσική, τρελή, παράλογη. […] Αλλά το πετυχαίνει.
Εξάλλου χρειάζεται κι ένας άλλος αγώνας απ’τους φίλους του για να προσεγγίσουν και να
φτάσουν να καταλάβουν τη γλώσσα του. Γι’ αυτό καλεί τον εαυτό του και τους φίλους του να
μυηθούν στη γλώσσα του.
(Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα Α΄, ό.π., σ. νστ΄.)
116
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Διόσκουροι. Γιώργος Σαραντάρης, Δήμης Καπετανάκης, ό.π., σ.33.
117
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.244..
118
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 45.
119
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 122.

39
τραγουδάει τόσο σιγά, που ο δρόμος χάθηκε. Κι όλους μας πιάνει
ο φόβος να μη μπορούμε πια ν’ ακολουθήσουμε την ποίηση.120

Σε αυτή την «αυτοαναφορική στροφή» του ποιητή προς την ποίηση έρχεται ο
Σαραντάρης αντιμέτωπος από τη μια μεριά με την ικανότητα της ποίησης να
ψηλαφίζει τον ουρανό και από την άλλη με τον ίδιο του τον φόβο μήπως δεν
καταφέρει να την ακολουθήσει. Είναι, με αυτό τον τρόπο, η ποίηση— όπως επιθυμεί
να είναι και η γλώσσα— η γέφυρα με τον ανώτερο στόχο της προσέγγισης του θείου
αλλά δεν καταφέρνει πάντοτε ο άνθρωπος να πορεύεται σε αυτή.
Γίνεται, όμως, φανερό πως η θέση αυτή που δίνει στη γλώσσα συμβάλλει
σημαντικά στην κοσμοθεωρία του Σαραντάρη ως προς την επίτευξη του οράματος
του για τη μετάβαση από το άτομο-υπόσταση στον άνθρωπο-ύπαρξη. Το διευκρινίζει
και ο ίδιος ο Σαραντάρης, λέγοντας πως «Εκείνο που εγώ ονομάζω “ομιλία”, είναι ό,
τι ο Ιωάννης είπε κιόλας “Λόγο”· Εγώ απλώς με την λέξη μου δίνω περισσότερη
έμφαση στην κίνηση του ατόμου και του ανθρώπου.»121 Όσον αφορά την εξήγηση
του Λόγου αυτή έρχεται στο Δοκίμιο για μια θεωρία του απολύτου και μη απολύτου,
λέγοντας πως «Για μας ο λόγος δεν είναι μέθοδος απλώς· ο λόγος είναι η
πραγματικότητα, προτού ακόμα πιστέψουμε· τούτη τη σημασία έχει για μας η φράση
του Ιωάννου “Εν αρχή ήν ο Λόγος”.»122
Για τον Σαραντάρη ό, τι περνά από το φίλτρο της ομιλίας, της φλογερής και
δίχως αμφιβολία ομιλίας, τότε διασώζεται από τον θάνατο. «Ο θάνατος βρίσκει τα
πάντα στον άνθρωπο, όχι όμως την ομιλία.»123 Δυστυχώς, όμως, αποδέχεται πως «ο
βαθύτερος μου πόνος προέρχεται απ’ το γεγονός που δεν μπορώ να μετουσιώσω
ολάκερον τον εαυτό μου σε ομιλία!»124 Δεν χωρά η αλήθεια στα στενά όρια της
γλώσσας και σε αυτό συνίσταται ο αντιεννοιολογικός χαρακτήρας της. Τα παρακάτω
λόγια του Τ. Βαρβιτσιώτη είναι χαρακτηριστικά:

Ο Γ Σαραντάρης είχε ένα σπάνιο προσόν, που ελάχιστοι ποιητές μας διαθέτουν:
ν’ αγγίζει ορισμένα ποιητικά και μεταφυσικά προβλήματα ύψιστης σημασίας. Ένα
απ’ αυτά είναι και το πρόβλημα της ανεπάρκειας του λόγου να εκφράσει όσα έχει

120
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 326.
121
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 493.
122
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 79.
123
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 244.
124
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 493.

40
να πει η ψυχή. Ο λόγος είναι από την φύση του πεπερασμένος, ανίκανος να
εκφράσει το ανέκφραστο.125

Η πίστη του Σαραντάρη στην αποτυχία του λόγου να μεταφέρει όλη την
εσωτερική μας αλήθεια φαίνεται και από το εξής χωρίο μιας επιστολής του στον φίλο
του Ν.Γ. Πεντζίκη, γράφει: «Αγαπητέ μου, εσύ είσαι γεννημένος συγγραφέας […]
ενώ εγώ γράφω χωρίς να εκφράζω όλον τον εαυτό μου, χωρίς όλα τα αισθήματα να
βιάζονται να φτάσουν στην πέννα μου·»126 Δεν επιτυγχάνεται, συνεπώς, ούτε η
πλήρης φανέρωση του εσωτερικού ομιλητή· οι σκέψεις και τα συναισθήματα και
κάθε εσωτερική κατάσταση δύσκολα αποτυπώνονται με ακρίβεια στο χαρτί. Η
συναισθηματική σκοτεινότητα και η νοηματική πολλαπλότητα είναι αναπόφευκτες
δίχως το ικανό εργαλείο της γλώσσας. Αυτή η υποστήριξη της αντιεννοιολόγησης
είναι για τον Σαραντάρη και πάλι αλληλένδετη με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις
που προβάλουν ως η πρώτη αρχή και το ύστατο τέλος της σκέψης του.

Τί είναι θείο μέσα μου; Ο λόγος


Μιλάει ο Θεός μέσα μου; Μιλάει αλλά δεν ξέρω τι
μου λέει να κάνω. Δεν ακούω
τι μου λέει να κάνω.127

Ως εκ τούτου, η γλώσσα-ομιλία πέρα από δίαυλος με τα ενδότερα και τους άλλους


είναι και η γέφυρα με τα ανώτερα που δείχνει ο στίχος «Μιλώ γιατί υπάρχει ένας
ουρανός που με ακούει».128 Επιζητά, έτσι, την επιστροφή σε μια γλώσσα “προ-
βαβελική”, ώστε να συνενώσει τη γλώσσα από τη διάσπασή της στην πολλαπλότητα
των αυθαίρετων σημείων κάτι που θα του επιτρέψει την κατανόηση του λόγου του
Θεού. Επιδιώκει, λοιπόν, τη λήξη αυτής της «πάλης με τη γλώσσα» για την οποία ήδη
αναφερθήκαμε.
Κλείνοντας το παρόν κεφάλαιο, η αντιεννοιολογική στάση του Σαραντάρη θα
γίνει περισσότερο φανερή μέσω μιας παράλληλης ανάγνωσης του κυριότερου ίσως
φιλοσόφου με τον οποίο ο Σαραντάρης πραγματοποίησε γόνιμο διάλογο μαζί με τον

125
Τάκης Βαρβιτσιώτης, «Ποίηση και Ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Αιολικά
Γράμματα, τχ. 169, 1998, σ. 4.
126
Γιώργος Μαρινάκης, «Έξι άγνωστα γράμματα του Γιώργου Σαραντάρη προς τον Ν. Γ. Πεντζίκη»
περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ.21 (Ιούλ-Αύγ.1984)σ. 11.
127
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 515.
128
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.. 130.

41
Κίρκεγκορ, τον Νίτσε.129
Για τον Γερμανό φιλόσοφο η γλώσσα— όπως παρουσιάζεται σε διάφορα έργα
του όπως η Θέληση για δύναμη, Το λυκώφος των ειδώλων, στο Πέραν του Καλού και
του Κακού και στη Χαρούμενη επιστήμη— είναι ένα κυριαρχικό εργαλείο με το οποίο
ο άνθρωπος σταθεροποιεί τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο με σκοπό να τον
ελέγχει. Είναι, παράλληλα, ένας ιστός μέσα στον οποίο είμαστε μπλεγμένοι,
πλανεμένοι ότι γνωρίζουμε την αλήθεια των πραγμάτων που ονομάζουμε· αυτή,
όμως, η πλάνη είναι απαραίτητη για την επιβίωση μας.130 Θα πει, επιπλέον,
χαρακτηριστικά πως «Βάζουμε μια λέξη εκεί όπου αρχίζει η άγνοιά μας, όπου δεν
μπορούμε να δούμε παραπέρα».131
Ο Σαραντάρης φαίνεται να γνώριζε το παραπάνω έργο του Νίτσε αν σταθούμε
αρχικά στις αρκετές αναφορές και στα σχόλια στον Γερμανό φιλόσοφο, αλλά και πιο
συγκεκριμένα στην χρησιμοποίηση της χαρακτηριστικής φράσης «γυναικεία
αδυναμία» που ο Νίτσε έγραψε στο Λυκόφως των ειδώλων, στο σημείο ακριβώς που
κορυφώνεται η πεποίθηση του «ότι δεν θα απαλλαχτούμε από τον Θεό, αφού
πιστεύουμε ακόμα στη γραμματική»,132 προβαίνοντας σε μια κριτική της πίστης στο
Θεό στη βάση μιας κριτικής της γλώσσας. Ο Θεός, δηλαδή, για τον Νίτσε είναι μια
έννοια την οποία λησμονήσαμε ότι πλάσαμε εμείς και τον λατρεύουμε αν και είναι
δικό μας πλάσμα.
Βέβαια, αυτό δεν είναι επ’ ουδενί πεποίθηση του Σαραντάρη, αλλά η
αντιεννοιολογική της αφετηρία συνάδει με αυτή που αναδείχθηκε στα δικά του
γραπτά, δίνοντας εξήγηση για μία φιλοσοφική της καταβολή. Επομένως, αν και ο
Σαραντάρης θα δεχόταν την αδυναμία της γλώσσας, σε καμία περίπτωση δεν
στέκεται σε αυτήν ως αναγκαία πλάνη για τη ζωή, καθώς ζητά την υπέρβαση της
συμβατικής γλώσσας, ζητώντας, όπως δείχθηκε, είτε την καθολικότητά της και την
ανύψωσή της σε αληθινή ομιλία, είτε την αντικατάστασή της με τη σιωπή. Εξάλλου
και το παρακάτω σχόλιο στον Νίτσε δείχνει αυτή του την αντίθεση.
129
«Ως στοχαστής ο Σαραντάρης εκφράζεται έχοντας οικειωθεί εις βάθος και όντας εις θέσιν να κρίνει
και να εκτιμήσει τους κατεξοχήν προσωπικούς φιλοσόφους της νέας τάξης πραγμάτων […] που είναι ο
Κίρκεγκορ και ο Νίτσε.» (Σοφία Σκοπετέα, «Εισαγωγή», στο Γιώργος Σαραντάρης, ό.π., σ. μδ΄.)
130
«Η αλήθεια είναι το είδος πλάνης δίχως το οποίο ένα ορισμένο είδος ζωής δεν θα μπορούσε να
ζήσει. Η αξία για τη ζωή είναι τελικά αποφασιστική».(Φρίντριχ Νίτσε, Η Θέληση για δύναμη, μτφρ.
Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, Αθήνα, 2014, σ. 309).
131
Φρίντριχ Νίτσε, Η Θέληση για δύναμη, ό.π., σ.304.
132
«Το “λογικό” στη γλώσσα: ω, τι παραπλανητική γριά είναι αυτό! Φοβάμαι ότι δεν θα
απαλλαχτούμε από τον Θεό, αφού πιστεύουμε ακόμη στη γραμματική…» (Φρίντριχ Νίτσε, Το
Λυκόφως των Ειδώλων, ό.π., σ.35.)

42
Το ύφος του Nietzsche παράδοξα αντιφάσκει με το ιδανικό του· επιφανειακά
είναι τραχύ· αν όμως προσέξει κανείς θα νιώσει, κάτω από τη λιτή φράση, πόση
αβρότητα και λεπτοί τρόποι και ευαισθησία κρύβουνται! Ό, τι ο ίδιος ο Nietzsche
αποκαλούσε «γυναικεία αδυναμία»!133
Αυτή η αντιεννοιολογική στάση που ανιχνεύεται έντονα στον Νίτσε, εξηγώντας μία
πτυχή της σαρανταρικής πεποίθησης για τη γλώσσα, δύναται να συνδεθεί και με τον
έτερο φιλόσοφο με τον οποίο ο Σαραντάρης αναμετρήθηκε πολλαχώς στα γραπτά
του, τον Κίρκεγκορ. Τονίζει ο Δανός φιλόσοφος και θεολόγος σχετικά με την έννοια
της πίστης πως «Το ότι κατόρθωσαν να διατυπώσουν όλη την ουσία της πίστης σε
έννοιες, δε σημαίνει πως συνέλαβαν και την ίδια την πίστη, πως κατάλαβαν πως
έρχεται κανείς σ’ αυτή, ή πως αυτή έρχεται σε κάποιον.»134
Βέβαια, κλείνοντας το συγκεκριμένο ζήτημα, οι φιλοσοφικές καταβολές της
πεποίθησης ότι οι έννοιες τελικά δεν εμπεριέχουν την ουσία αυτού που μονάχα
δείχνουν, δεν θεματοποιούνται μονάχα σε αυτούς τους δύο φιλοσόφους, αλλά
μπορούν να ανιχνευτούν σε αρκετά άλλα χωρία πολλών ποιητών και στοχαστών που
είχε μελετήσει ο Σαραντάρης, όπως ο Ρεμπώ και ο Μπερξόν. Η αντιεννοιολογική
στάση, όμως, του Σαραντάρη είναι από τα χαρακτηριστικότερα μοτίβα που τον
καθιστούν ταυτόχρονα φιλόσοφο και ποιητή, καθώς με τη διπλή αυτή ιδιότητα
παράγει στίχους που διερωτώνται και στοχάζονται μέσα από το ποιητικό πλαίσιο για
την ίδια την ποίηση.

Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 217.


133

Σόρεν Κίρκεγκορ, Φόβος και Τρόμος (μτφρ. Α. Σολωμού, εισαγωγή Ζαν Βαλ, επιμέλεια Φραγκίσκη
134

Αμπατζοπούλου), Νεφέλη, Αθήνα, 1980, σ. 33.

43
5. Η φιλοσοφία της χαράς και ο στοχασμός του θανάτου

Συμβαίνει κάτι παράδοξο: ενώ ο Σαραντάρης είναι ο ποιητής που


μίλησε— περισσότερο στη φιλοσοφία του ή μάλλον στα φιλοσοφικά
γραπτά του— για το θάνατο και μάλιστα δείχνοντας διαστάσεις που ο
άνθρωπος μέσα στο στρόβιλο της καθημερινότητας έχει ολότελα
λησμονήσει, ωστόσο είναι ολότελα προσηλωμένος στη ζωή.135

Η συνολική κοσμοθεωρία του Σαραντάρη περιβάλλεται από ένα θετικό πρόσημο που
είναι έκδηλο σε κάθε γραπτό του. Στα δοκίμιά του αυτή η αισιοδοξία συνάγεται από
την πεποίθηση πως η πορεία προς τον άνθρωπο δεν είναι κλειστή για κανέναν, καθώς
για όλους είναι δυνατό το ξεπέρασμα του ατομισμού και η προσέγγιση του θείου και
του απολύτου, που θα επιτρέψει την πραγματική συμφιλίωση με τον κόσμο και τον
συνάνθρωπο. Στην ποίησή του, επιπλέον, η αισιοδοξία του θεματοποιείται
ποικιλοτρόπως, συγκροτώντας σε συνδυασμό με τα δοκίμιά του μια «φιλοσοφία της
χαράς»,136 όπως αναφέρει και ο ίδιος σε ένα ποίημα της τελευταίας συλλογής του με
τίτλο Στους φίλους μιας άλλης χαράς το 1940:

Ω η φιλοσοφία της χαράς


Κατεβάζει τη μάσκα
Πόσα φύλλα χρειάζονται
Της ζωής μας
Να κάνει πράσινο δάσος
Τον καιρό
Και να περπατάει αιώνια137

Με τραγούδι, μουσική και χορό, που ως προτάγματα εμφανίζονται συχνά στην


ποίησή του, με την έντονη παρουσία της άνοιξης και κυρίως με τον στοχασμό του
θανάτου, η ποίησή του Σαραντάρη ωθεί τον αναγνώστη «στον αιώνιο κήπο της
χαράς»138 και την ανύψωση στον ουρανό:

135
Σωτήρης Γουνελάς, Ο πνευματικός οραματισμός του Γιώργου Σαραντάρη, ό.π., σ. 88.
136
Επιπλέον, η Ολυμπία Καραγιώργα, που συγκέντρωσε τις μνήμες πολλών ανθρώπων που γνώρισαν
τον Σαραντάρη, παρατηρεί πως «δεν θάταν παράτολμο να ονομάσουμε τη φιλοσοφία του “φιλοσοφία
της χαράς”, όπως λέει ένας του στίχος, βασισμένη σε μια ύ σ τ α τ η α ι σ ι ο δ ο ξ ί α.» (Ολυμπία
Καραγιώργα, Γιώργος Σαραντάρης ο μελλούμενος, Δίαυλος, Αθήνα, 1995, σ. 36.)
137
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 125.
138
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 271.

44
Μια πνοή μια διάθεση να σε χορτάσω
Έχω ουρανέ μου
Μια πνοή μια διάθεση να σ’ αγκαλιάσω
Να σηκωθώ απ’ τη γη με τους ανθρώπους139

Η άνοιξη, αρχικά, ως η κατεξοχήν εποχή αναγέννησης της φύσης


χρησιμοποιείται στη σαρανταρική ποίηση ως το θετικό μοτίβο που υποδηλώνει την
ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, την εποχή ακριβώς που το γενικό πρόταγμα της
λογοτεχνικής γενιάς του 30΄ είναι το ξεπέρασμα του αρνητικού κλίματος του
καρυωτακισμού. Η επιδίωξη, όμως, και ελπίδα του Σαραντάρη για μια συμφιλίωση
ανάμεσα στους ανθρώπους δεν επιθυμεί να είναι παροδική, όπως είναι η παύση του
μεσοπολέμου κατά την περίοδο στην οποία παράγει. Επιθυμεί να γράψει «Το βιβλίο
της άνοιξης/Μιας παντοτινής άνοιξης δικιάς σου»140 όπου η άνοιξη θα εκτείνεται
καθολικά στον κόσμο και όλοι θα είναι μέτοχοι.

Σαν άνοιξη είναι ολάκερη η γη


Τώρα που συμφιλιωθήκαμε141

και

Η άνοιξη ποτέ δεν φεύγει


Μην κλαις λοιπόν το δικό της χαμό142

Παράλληλα, η ελπίδα που προβάλλεται από τα γραπτά του είναι κατά κύριο
λόγο συνυφασμένη με τη χριστιανική του πίστη, η οποία του παρέχει μια υπόσχεση
σωτηρίας με το ξεπέρασμα της θνητής ζωής και των παθών και το πλησίασμα του
θείου. Η γραφή του, έτσι, αποκτά έναν «οραματικό χαρακτήρα», 143 ενώ παράλληλα

139
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 292.
140
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 315.
141
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 265.
142
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 364.
143
«Δεν βλέπω ποιαν άλλη αποστολή μπορεί να εκπληρώσει η αληθινή ποίηση παρά να οραματίζεται
τον άνθρωπο» (Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 66). Επιπλέον:

Τί σημαίνει όμως οραματικός χαρακτήρας του ποιητικού έργου; Μα τί άλλο από μιαν αμετάθετη
προσήλωση του βλέμματος του ποιητή στον ορίζοντα μιας σωτήριας μελλοντικής υπόσχεσης, από
μια ανακουφιστική υπέρβαση διαμέσου της οποίας ο ίδιος θα επιχειρήσει να προσφέρει λύση σε
όλα τα βασανιστικά δεινά του παρόντος, γεμίζοντας τον κόσμο με αστείρευτα αποθέματα
χαρούμενης προσδοκίας, αλλά και ανυποχώρητης προσμονής ή αταλάντευτης ανάτασης;

45
αντλεί το θετικό της πρόσημο μέσα από τον στοχασμό του θανάτου· εκκινεί από μια
κατάσταση πόνου και φόβου απέναντι στο μηδέν για να φτάσει στη θαρραλέα
αντιμετώπισή του και το ξεπέρασμά του. Μάλιστα, τη βαρύτητα αυτού του πόνου
δηλώνει χαρακτηριστικά, λέγοντας πως είναι «Ο βαθύτερος πόνος, ο πόνος που αξίζει
να είναι ο βαθύτερος όλων, είναι εκείνος του στοχασμού πως ο καθένας μια μέρα θα
γνωρίσει τον θάνατο.»144 Έπειτα, όμως, από αυτήν τη συνειδητοποίηση, ο
φιλόσοφος-ποιητής δεν προτείνει τη λησμονιά ή την αποφυγή του θανάτου,145 αλλά
ακόμα περισσότερο ωθεί τους ανθρώπους να τον στοχαστούν, ώστε να αντιληφθούν
τη θέση του μέσα στη ζωή και κυρίως στην πορεία ζωής που επιθυμεί ο ίδιος ο
Σαραντάρης για τον άνθρωπο, να ξεπεράσει δηλαδή την ατομικότητά του και να
πλησιάσει το απόλυτο.
Στη Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης γίνεται φανερό πως ο θάνατος δεν
αγγίζει εκείνον που έχει καταφέρει να ξεφύγει από τον «θνητό εαυτό» του, όποιον
επομένως έχει κερδίσει στο σχήμα του Σαραντάρη τη θέση του ανθρώπου-ύπαρξη,
ξεφεύγοντας από το άτομο-υπόσταση. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται πια γνώρισμα του
ανθρώπου η αιωνιότητα που εισέρχεται στην πεπερασμένη κατάσταση για να την
ανυψώσει. Ο θάνατος, έτσι, ως «πραγματικότητα του είναι, όχι της ύπαρξης»,146 είναι
το οριακό σημείο της ατομικότητας, καθώς είναι μια κατάσταση που καθένας κάποτε
θα αντιμετωπίσει και για αυτό είναι η γέφυρα προς την καθολικότητα και το
Απόλυτο.

Μέσα στο θάνατο περνάω


Κι ο θάνατος δεν είναι πια147

(Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ο μοντερνισμός και η φιλοσοφία της χαράς ή του ουρανού στην
ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Νέα Εστία, τχ. 1811 (Μάιος 2008), σ. 828.
144
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 89.
145
Δεν έχουν νικήσει το θάνατο εκείνοι που τον λησμόνησαν. Τ’ άτομα που νομίζουν πως
δημιουργούν αποφεύγοντας η λησμονώντας να στοχαστούν το θάνατο, να δοκιμαστούν στη σκέψη
και στο αίσθημα πως ο θάνατος είναι άρνηση του ατόμου τους, τ’ άτομα τούτα είναι βέβαιο πως
δεν θα πιστέψουν στον άνθρωπο, και αν μόνα τους δεν το ομολογήσουν, θα το αποδείξει το έργο
τους, που θα σταθεί στην ιστορία σαν ένα ανάξιο και φθαρτό άτομο, σαν ένα από κείνα τ’
αμέτρητα άτομα που δεν θέλουν να γίνουν άνθρωπος, και που δεν μένει— όπως είναι δίκαιο— τ’
όνομά τους πάνω στη γη, η μνήμη τους δεν διαρκεί σαν έδαφος που δεν μαραίνεται, δεν χάνει τη
γονιμότητά του.
(Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ.73.)
146
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 31.
147
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 269.

46
Η επέκταση αυτής της σκέψης συνεχίζεται στο δεύτερο δοκίμιο του
Σαραντάρη, την Παρουσία του ανθρώπου, όπου είναι έκδηλη η απομάκρυνση του
ανθρώπου από τον θάνατο στον οποίο είναι καταδικασμένο το άτομο. «Για όποιον
πιστεύει στον άνθρωπο ο θάνατος γίνεται ο θάνατος του ατόμου» αναφέρει ο
Σαραντάρης.148 Το καίριο σημείο εδώ είναι ότι στη σκέψη του φιλοσόφου-ποιητή η
υπέρβαση από τα δεσμά του θανάτου συντελείται ακριβώς με την ευθεία
αντιμετώπισή του, με τον στοχασμό του θανάτου.149

Τώρα που περπατάμε παντού


Και είναι παντού ευθείες γραμμές
Που μας οδηγούν στη θάλασσα
Να στοχαστούμε το θάνατο
Μας ανεβάζουν στους ουρανούς
Ν’ αναπνεύσουμε περισσότερη ζωή150

Επιπλέον αναφέρει πως «Μονάχα από το στοχασμό του θανάτου μπορεί ο άπιστος ν’
αντλήσει την απαραίτητη δύναμη, τόσο για να φτάσει στην πίστη όσο για να κάμει
όποιο έργο διάρκειας, για να δημιουργήσει δηλαδή πολιτισμό.»151 Γίνεται έτσι η
πορεία προς τον άνθρωπο μια σωκρατική μελέτη θανάτου, η οποία καταλήγει στην
απομάκρυνση από τον φόβο απέναντί του και οδηγεί στη χαρά, που εκφράζεται,
επιπλέον, με ποικίλους στίχους όπως:

Όποιος πεθαίνει να μην τρυπώνει στο σκοτάδι


Αλλά στην ανοιχτή λεωφόρο της χαράς
Ν’ ακολουθάει τους άλλους152

και

Λοιπόν ανοίξτε πρόσωπα και θύρες


Αν γεννηθεί ο άνθρωπος μαζί μας

148
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 41.
149
«Και για τούτο εμείς υποστηρίζουμε πως μονάχα από το συγκεκριμένο σημείο της αντιμετώπισης
του θανάτου, μπορεί το τωρινό άτομο να φτάσει στην πίστη στο Θεό-Άνθρωπο» (Γιώργος
Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 58-59.)
150
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.265.
151
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 59.
152
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 275.

47
Όλοι θ’ αναγνωρίσουν τη γιορτή
Ο θάνατος θα μάθει να πεθαίνει153

Αναρωτιέται σε αυτό το σημείο εύλογα ο Σαραντάρης: «Ποιός όμως πράττει,


σα να είχε σκοτώσει για όλες τις στιγμές του βίου του το φόβο του θανάτου;» ώστε
να πάψει, δηλαδή, να «συμπεριφέρεται σαν άτομο».154 Η αντιμετώπιση αυτού του
φόβου— που αποβλέπει παράλληλα σε ένα αισιόδοξο μέλλον του ανθρώπου— είναι
μια διαρκής διαδικασία και πάλη με διαφορετικές διακυμάνσεις.
Από τη μία πλευρά, λανθάνει απόλυτα από ένα νεανικό άτομο που δεν
αντιλαμβάνεται τέτοιο φόβο λόγω της αφέλειάς του, αλλά και διότι δεν γεύτηκε
ακόμα τον έρωτα·155 στη σκέψη του Σαραντάρη ο έρωτας είναι η ηδονή,156 που
βρίσκεται πλάι στον θάνατο στο ψηλότερο σκαλοπάτι της θνητής μας υπόστασης,157
διότι με αυτόν ολοκληρώνεται σε τέτοιο βαθμό η θνητή ζωή ώστε ο ερωτευμένος να
«αδιαφορεί ολότελα για την αθανασία του εγώ του.»158 Σαν αισθανθεί, όμως, αυτήν
την ηδονή «τ’ ώριμο άτομο» βιώνει στο μέγιστο βαθμό την περατότητά του, μα δεν
φοβάται τον θάνατο, όντας πλήρης στη θνητή του υπόσταση. Αυτό είναι το βήμα για
το άλμα στον άνθρωπο-ύπαρξη, που θυμίζει και πάλι ολοφάνερα το κιρκεγκοριανό
«άλμα της πίστης»· αυτός είναι ο «τρόπος υπερπήδησης της ατομικότητας, και
συνάμα το σημείο όπου το εγώ γίνεται εμπειρικά απόλυτο·»159 θα πει ο Σαραντάρης,
καθώς μέσα από τη συνένωση που πράττει ο έρωτας και μέσα από τον στοχασμό του
θανάτου το άτομο αντιλαμβάνεται την κοινή μοίρα της θνητής υπόστασης όλων των
ατόμων και ξεφεύγει έτσι από την ατομικότητά του. Πλησιάζει την καθολικότητα και

153
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 348.
154
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ.61.
155
«Το άτομο που δίκαια και ειλικρινά δεν θέλει το θάνατο, είναι το νεανικό αφελές άτομο, το
στερούμενο ακόμα την πρώτη πείρα της ζωής, τον έρωτα. Όποιος δεν γεύτηκε τον έρωτα μονάχα σαν
νοσηρό πόθο μπορεί να τρέφει την περιέργεια να πειραματιστεί το θάνατο.» (Γιώργος Σαραντάρης,
Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 62.)
156
Ονομάζω “ηδονή” την ακέραιη ζωή του ανθρώπου. Ο όρος “ηδονή” εμπεριέχει τόσο την πείρα
της ζωής που […] κρίνω απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξης, όσο τον κίνδυνο που η ίδια ζωή
αποτελεί για την ύπαρξη. Κατά το βίο του ανθρώπου η ηδονή φανερώνει δύο ακμές […] σαν
καθαρό είναι και καθαρή σχέση με την ύπαρξη. Τα δύο τούτα σημεία είναι ο έρωτας κι ο θάνατος.
(Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 28.)
157
«Ο έρωτας είναι ο θνητός εαυτός μας, όλος ο θνητός εαυτός μας, το πιο αψηλό οικοδόμημα του
“είναι” από τη σκοπιά της ύπαρξης·» (Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου,
ό.π., σ. 31.)
158
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 29.
159
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 32.

48
τη συνένωση με όλο τον κόσμο. «Όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος»160 ζητά
σε ορισμένους στίχους ο Σαραντάρης και δείχνει ότι ξεφεύγει από τον ηδονισμό της
υπόστασης μονάχα

[…]εκείνος που δεν φοβάται το θάνατο σε όποια στιγμή του βίου του, εκείνος που
είναι έτοιμος χωρίς αυταπάτη να δεχτεί το θάνατο σε όποια στιγμή του βίου του,
εκείνος που προβλέπει και δεν απατάται, πως ο θάνατος δεν μπορεί να
ταπεινώσει όποια στιγμή του βίου του, εκείνος παύει να είναι ηδονιστής.161

Αυτή η νίκη επί του θανάτου οδηγεί στην ανύψωση και στη χαρά κι ο
στοχασμός του θανάτου στη σκέψη του Σαραντάρη πρέπει να γίνει ο απώτερος
στόχος κάθε ατομικότητας και κάθε φιλοσοφίας. Ουδείς να λησμονεί τον θάνατο,
αλλά να αναμετριέται μαζί του, ώστε να αντιλαμβάνεται πως δεν υφίσταται τέλος για
όποιον διαβεί τον δρόμο προς τον άνθρωπο και πραγματικά κατοικήσει τη γη,
έχοντας την απόλυτη πίστη στην αιωνιότητα.162 «Αν κάτι πρέπει να μας φοβερίζει,
δεν είναι τόσο ο θάνατος, όσον η σκέψη πως μπορούμε να πεθάνουμε χωρίς να
έχουμε ακόμα νικήσει το φόβο του θανάτου.»163
Προμετωπίδα, λοιπόν, της θετικής του φιλοσοφίας― που χαρακτηρίζουμε
φιλοσοφία της χαράς― είναι ο στοχασμός του θανάτου που οδηγεί στην υπέρβαση
του φόβου και της αγωνίας που αυτός γεννά. Ο ρόλος της φιλοσοφίας και της
ποίησης στη σκέψη του Σαραντάρη είναι να προτείνει έναν τρόπο ζωής που να
ανυψώνει όποιον υιοθετεί την πορεία που αυτή χαράζει και να οδηγεί τελικά στην
ελπίδα και τη χαρά. «Ο ποιητής οφείλει να μαθαίνει τους ανθρώπους τη ζωή· άλλον
προορισμό δεν έχει», θα γράψει.164 Τα λόγια του φίλου του Τ. Βαρβιτσιώτη για τον
ρόλο της ποίησης είναι χαρακτηριστικά:

Για τον Σαραντάρη […] η ποίηση δεν αποτελούσε μια πρόσθετη τέρψη για την
καλοπέραση των αστών, αλλά ένα μέσο, έναν αγώνα για να νοιώσουμε την
αλήθεια του ανθρώπου, […] να διαφύγουμε από την αθεράπευτη αθλιότητα της

160
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 84.
161
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 72.
162
«Με αγάπη για τον θάνατο πεθαίνει/ όποιος την ζωή του έκλεισε στα χέρια/ και δυνατά τη μύρισε/
και δίχως απογοήτευση ξανάνοιξε τα χέρια…» (Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 42.)
163
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 73.
164
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ.175.

49
ανθρώπινης μοίρας, να νικήσουμε την αγωνία του θανάτου και τη βεβαιότητα του
μηδενός, τη μόνη κατάφαση της αθανασίας.165

Με αυτό τον τρόπο, οι καθοδηγητές των λαών δεν πρέπει να είναι αυτοί που
«θυσιάζουν τον άνθρωπο στον θάνατο», 166 αλλά «οι αγγελιοφόροι της χαράς»167 που
δείχνουν τον δρόμο προς την υπέρβασή του σε σημείο που να φωνάζουν ότι

Ενίκησε η χαρά και ξεχειλίζει


Φέρτε ποτήρια να πιούμε στην υγειά σας168

Αγγελιοφόρος και προφήτης της χαράς ήταν, λοιπόν, ο Σαραντάρης που εισχωρούσε
στη γραφή του την χριστιανική πίστη στην αιώνια ζωή— στην ποίηση ενίοτε έμμεσα,
ενώ στα δοκίμια και σε άλλα σημειώματά του κατά κύριο λόγο με έκδηλο τρόπο.
Ωθούσε τα άτομα στην υπέρβαση της απελπισίας και αγωνίας που ο αναπόφευκτος
θάνατος παρέχει, προτρέποντας ακριβώς ο καθένας να οραματιστεί τον δικό του
προσωπικό θάνατο, να στοχαστεί τις δυνατότητες του στη ζωή του ατόμου και να
αντικρίσει την αδυναμία ύπαρξής του στη ζωή του ανθρώπου που κατοικεί στην
αιωνιότητα.

165
Τάκης Βαρβιτσιώτης, «Ποίηση και Ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Αιολικά
Γράμματα, τχ. 169, 1998, σ. 5.
166
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 33.
167
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 2, ό.π., σ. 334.
168
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 131.

50
Παράρτημα

Ο Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος ως κριτικός του Γιώργου Σαραντάρη

Ο Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος στη διάρκεια της μακρόβιας ζωής του (1913-


2016) σύναψε φιλικούς δεσμούς με πληθώρα λογοτεχνών και καθηγητών, όπως με
τον Κ. Παλαμά, τον Άγγ. Σικελιανό, τον Ν. Καζαντζάκη, τον Οδ. Ελύτη και κυρίως
τον Κ. Τσάτσο και τον Π. Κανελλόπουλο. Ένας ακόμα σημαντικός φίλος του ήταν
και ο Γιώργος Σαραντάρης, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1932, στο προαύλιο του
Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου διεξάγονταν συζητήσεις φιλοσοφίας, ποίησης και
κοινωνιολογίας· μάλιστα ο ίδιος ο Δεσποτόπουλος μνημονεύει ότι ο ποιητής πήγε
πρώτος και του συστήθηκε.

Στα 1932, το προαύλιο του Πανεπιστημίου των Αθηνών ήταν ένας μοναδικός
χώρος πνευματικού οργασμού. Οι συζητήσεις δε σταματούσανε ποτέ: Ποίηση,
Φιλοσοφία, Κοινωνιολογία. Συζητούσαμε, συζητούσαμε ασταμάτητα. Εκεί
πρωτοσυνάντησα τον Σαραντάρη. Ήρθε ο ίδιος και συστήθηκε. Είχε μια εφηβική
ευαισθησία και μια παιδική αθωότητα. Μιλούσε με πάθος. Κι ό,τι πίστευε, έπρεπε
να το πει. Ακόμα κι αν αυτό μπορούσε να θίξει ένα φίλο. Μια μέρα ενώ μιλούσα
με διέκοψε για να πει στους άλλους: «Μα πώς τον ακούτε; Δεν βλέπετε πως δε
σκέφτεται; Μιλάει τόσο γρήγορα που είναι αδύνατο να σκέφτεται!».169

Παράλληλα, ο Κανελλόπουλος και ο Τσάτσος οργάνωναν στη Φοιτητική Λέσχη


φιλοσοφικές συζητήσεις, στις οποίες ο Δεσποτόπουλος έπαιρνε ενεργά μέρος και σε
αυτές ενέταξε και τον Σαραντάρη,170ο οποίος, όπως μαρτυρεί οΓ. Μαρινάκης, ήταν,
μαζί με τον Δεσποτόπουλο, από τους πιο ομιλητικούς.171 Αυτές οι συναντήσεις πήραν
την ονομασία «Κύκλος» και στο πλαίσιο τους συζητούνταν κείμενα του Descartes,
του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Kant και άλλων διανοητών.172 «Είναι αδύνατο να
αποτιμήσω», σημειώνει ο Δεσποτόπουλος, «πόσα οφείλω για τη διάπλαση της
πνευματικής μου προσωπικότητας, και ειδικά προς διαύγεια στοχασμού, εκφραστική
δεξιότητα και ικανότητα διαλόγου, στη νεανική εκείνη “Ακαδημία”». 173

169
Ολυμπία Καράγιωργα, Γιώργος Σαραντάρης. Ο Μελλούμενος, Δίαυλος, Αθήνα, 1995, σ.155.
170
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, Αναπολήσεις Α΄, Παπαζήση, Αθήνα, 2005, σ.90.
171
Γιώργος Σαραντάρης, Ποιήματα Α΄, ό.π., σ. μβ΄.
172
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, Αναπολήσεις Α΄, ό.π., σ. 87.
173
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, Αναπολήσεις Α΄, ό.π., σ. 87-88.

51
Εκτός από τη φιλική σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους και τις προσωπικές
συζητήσεις τους, διεξήχθη και ένας δημόσιος διάλογος των δύο μέσα από το
περιοδικό Προπύλαια. Συγκεκριμένα, ο Δεσποτόπουλος δημοσίευσε εκεί κριτική για
το δεύτερο φιλοσοφικό δοκίμιο του Σαραντάρη Η Παρουσία του Ανθρώπου(1938), σε
διάφορα σημεία της οποίας ευχαριστεί τον φιλόσοφο-ποιητή.174Ωστόσο, αυτό δεν
απέτρεψε τον Σαραντάρη από το να δημοσιεύσει μια αυστηρή απάντηση, στο ίδιο
περιοδικό, όπου εντόπισε και απαρίθμησε τις αστοχίες και αβλεψίες του
Δεσποτόπουλου. Πάντως, η κριτική του Δεσποτόπουλου παρουσιάζει και θετικά
στοιχεία, κυρίως, λόγω της συμβολής του στην ερμηνεία και κατανόηση της βασικής
ιεραρχίας στην κοσμοθεωρία του φιλοσόφου-ποιητή, για την οποία συγκεκριμένα
αναφέρει: «Τρεις είναι οι διαστάσεις του και οι αναβαθμοί του. Κάτω η φύση, στο
μέσο το άτομο και κορύφωση ο άνθρωπος. Το άτομο είναι η προϊστορία του
ανθρώπου, όπως η φύση είναι η προϊστορία του ατόμου».175
Από την άλλη πλευρά, η κριτική του Δεσποτόπουλου παρουσιάζει ορισμένες
ελλείψεις και αστοχίες, ήδη από την αρχή της, καθώς θεωρεί αυτό το φιλοσοφικό
έργο του Σαραντάρη ως συνοπτική παρουσίαση της όλης κοσμοθεωρίας του. Ακόμη
και αν ευσταθεί αυτή η άποψη, πρέπει η Παρουσία να διαβαστεί παράλληλα με το
μόνο, μέχρι τότε, άλλο φιλοσοφικό έργο του Σαραντάρη, τη Συμβολή σε μια
φιλοσοφία της ύπαρξης, που εκδόθηκε ένα χρόνο νωρίτερα, το 1937, και που ο
Δεσποτόπουλος, αν και αναφέρει την Παρουσία ως συνέχεια εκείνου, καθόλου δεν
την εξηγεί. Φαίνεται πως δεν λαμβάνει υπόψη του σημαντικά σημεία του πρώτου
εκείνου δοκιμίου, όπως προκύπτει και από τις παρατηρήσεις του Σαραντάρη.
Επιπλέον, η Παρουσία πρέπει να διαβαστεί και σε συνάρτηση με την ποίηση του
Σαραντάρη, ως τμήμα μιας συνθετικής εργασίας που να εξετάζει όλες τις πτυχές της
γραφής του.176
Ο Δεσποτόπουλος, λοιπόν, ξεκινά την κριτική του από τον τίτλο του κειμένου

174
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, Αναπολήσεις Α΄, ό.π., σ.125. Βλ. επίσης: Κωνσταντίνος Ι.
Δεσποτόπουλος, Φιλολογικά, Καστανιώτης, Αθήνα, 32007, σ. 223.
175
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η παρουσία του ανθρώπου», περ. Προπύλαια, τχ. 3/4 (Μάιος-
Ιούν.1938), σ. 145.
176
«Τα ποιήματα του Σαραντάρη είναι μικρά φιλοσοφικά δοκίμια, ενώ τα φιλοσοφικά δοκίμιά του
δίνουν την εντύπωση της ανάπτυξης μιας ποιητικής σκέψης» (Δημήτρης Πιστικός, «Η παρέα των
“Νέων Γραμμάτων» και ο Γιώργος Σαραντάρης», περ. Οδός Πανός, τχ. 145, Απρ.-Ιούν. 2009, σ.
68).Επιπλέον: «Έχουμε συνηθίσει, όταν πρόκειται για ποιητές να τους κλείνουμε μέσα στους στίχους
τους […]. Φοβάμαι ότι εάν εφαρμοστεί το ίδιο στον Σαραντάρη θα χάσουμε μεγάλο μέρος του έργου
του. Γιατί ο Σαραντάρης πρέπει τουλάχιστον να διαβαστεί ταυτόχρονα με την φιλοσοφία του.»
(Σωτήρης Γουνελάς, «Η αντίσταση στον πολιτισμό», περ. Νέα Εστία, τχ. 1811, Μάιος 2008, σ. 857).

52
του Σαραντάρη, αναζητώντας το νόημα της «παρουσίας» του ανθρώπου. Με αυτόν
τον τρόπο, στράφηκε στην αντίθετη πορεία από αυτήν που ο Σαραντάρης διάλεξε για
τον άνθρωπο ως έννοια απροσπέλαστη, ως «ιδανικό και πίστη πλέρια», που η
ολότητά του δεν χωρά σε καμία έννοια.177 Αυτή τη βαθιά πίστη του Σαραντάρη, που
όπως αναφέρθηκε έχει και κιρκεγκοριανές καταβολές,178 ο Δεσποτόπουλος την τρέπει
σε αδυναμία από την έλλειψη των εννοιών στη σκέψη του Σαραντάρη. 179 Η αστοχία
του κριτικού σε αυτή την περίπτωση συνίσταται στο ότι, αν και εντοπίζει αυτήν την
έλλειψη στη σκέψη του Σαραντάρη, δεν αντιλαμβάνεται πως η αντιεννοιολόγηση του
Σαραντάρη είναι μια βαθιά πεποίθηση, μέσα από την οποία δίνεται η υπεροχή σε μια
διαισθητική, αποκαλυπτική γνώση του ανθρώπου και του κόσμου. Ο Δεσποτόπουλος,
αντίθετα, θεωρεί πως η λύση είναι πιο απλή, ότι, δηλαδή, αδυνατεί να φτάσει ο
Σαραντάρης στην έννοια, στη σταθεροποίηση και στη λογική ακρίβεια. Συγκεκριμένα
αναφέρει:

Όσο όμως για την πραγματική έλλειψη της έννοιας στη σκέψη του κ. Σαραντάρη,
μπορούμε αδίστακτα να πούμε ότι δεν οφείλεται τόσο στη μεθοδική του κατά της
έννοιας προκατάληψη, όσο προπάντων σε κάποια έλλειψη που ανέκαθεν
χαρακτήριζε την υφή της σκέψης του· η δύναμη της λογικής ακρίβειας συχνά δεν
υπάρχει στη νοητική του ενέργεια.180

Μάλιστα, ο Δεσποτόπουλος δείχνει ότι ο Σαραντάρης επιχειρεί και ο ίδιος μια


εννοιολόγηση του ανθρώπου, χαρακτηρίζοντάς τον, αρχικά, ως «δημιουργό
πολιτισμού», ενώ συνεχίζει να δίνει στοιχεία για τον άνθρωπο ως στόχο του ατόμου.
Υπό αυτήν την οπτική, ο Δεσποτόπουλος ορθά σημειώνει τη χρήση εννοιών του
Σαραντάρη, αλλά δεν συνοδεύει τον σχολιασμό του με την πεποίθηση περί
ανεπάρκειας του λόγου που διακατέχει τον φιλόσοφο-ποιητή.

177
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, Ευθύνη, Αθήνα, 1999, σ.46.
178
Βλ. σημ. 136.
179
«Η έλλειψη όμως γενικά της έννοιας είναι κάτι όχι τυχαίο στη γενική στάση του κ. Σαραντάρη, και
βέβαια αποφασιστικό για όλη την αξία της σκέψης του» (Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, ό.π. σημ. 7,
σ. 144). Επιπλέον: «Η ποίηση του Σαραντάρη είναι μια πρόσκληση να χαρούμε πιο ελεύθερα τη ζωή
χωρίς να ονομάζουμε τα πράγματα περιορίζοντας τα, αλλά αφήνοντας να μιλήσουν τα ίδια απευθείας
στην καρδιά μας με την αφέλεια, την πολλαπλότητα και την γοητευτική τους αυτάρκεια» (Τάκης
Βαρβιτσιώτης, «Ποίηση και Ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Αιολικά Γράμματα, τχ.
169, 1998, σ. 9).
180
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η παρουσία του ανθρώπου», περ. Προπύλαια, τχ. 3/4 (Μάιος-
Ιούν.1938), σ.145.

53
Συνακόλουθα, σε συνδυασμό με τις παρατηρήσεις και αντιρρήσεις του
Δεσποτόπουλου μπορούν να αντιπαρατεθούν και οι απαντήσεις του Σαραντάρη που
συνοψίζονται στα εξής:181

α) Δεν ευσταθεί η θέση του Δεσποτόπουλου ότι ο Σαραντάρης αρνείται τη


δυνατότητα της γνώσης·182 αρκεί να διαβαστεί παράλληλα η Συμβολή σε μια
φιλοσοφία της ύπαρξης, όπου αναπτύσσεται η σχέση γνώσης και απολύτου. «Εκεί
διατυπώνω», λέει ο Σαραντάρης, «την άποψη πως η συνείδηση σα γνώση, εφόσο [sic]
ζητά τη σχέση με το απόλυτο, δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τη θέση Α=Α, από
την αρχή δηλαδή της ταυτότητας». 183Επομένως, δεν απορρίπτει ο Σαραντάρης τη
δυνατότητα γνώσης, απλώς περιορίζει την κυριαρχία της στη σχέση του «εγώ» με ό,τι
είναι εξωτερικό του και άρα με τη φύση, η οποία «δε μπορεί να γίνει ένα με τον
εαυτό μου, και γι’ αυτό το λόγο δε μπορώ να πιστέψω σ’ αυτό». 184Δίνεται, άρα, στην
πίστη η πρωτοκαθεδρία, όσον αφορά τη σχέση του «εγώ» με το απόλυτο και με τον
εαυτό του, ενώ η γνώση περιορίζεται στο πλαίσιο «εγώ-εξωτερικός κόσμος», αλλά σε
καμία περίπτωση δεν απορρίπτεται.

β)Ο Σαραντάρης εκφράζει την αντίθεση του στο γεγονός ότι ο Δεσποτόπουλος
τονίζει τον ρόλο της τύχης στην εξέλιξη της Ιστορίας ως απάντηση στη δική του
πεποίθηση ότι η σχέση άτομο-άνθρωπος και Ιστορία είναι το συστατικό της
πραγματικότητας και όχι η τύχη. Αναφέρει, μάλιστα, πως αν «η τύχη δημιουργεί την
πραγματικότητα, όχι μονάχα παύουμε να φιλοσοφούμε, αλλά μήτε επιστήμη κάνουμε
πια».185 Αν, δηλαδή, ο παράγοντας τύχη υφίσταται, τότε τίποτα σταθερό δεν μπορεί
να υπάρξει, καμία ασφαλής γνώση.

γ)Ο Δεσποτόπουλος εκφράζει τη διαφωνία του για τη «συνηθισμένη» ερμηνεία της


πίστης από τον Σαραντάρη:

181
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 225-227.
182
«Η προσπάθεια αυτή, να εκτοπισθεί από τον ίδιο τον χώρο της η γνώση, είναι από τη φύση της
μάταιη σε κάθε περίπτωση και αναγκαία πάντοτε άμεσα αυτοαναιρείται. Όλη η υποτιμητική πολεμική
και φιλοσοφική άρνηση της γνώσης, που ο κ. Σαραντάρης κατ’εξοχήν την ασκεί, είναι κατά την ουσία
της ανίκανη να ευδοκιμήσει» (Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η παρουσία του ανθρώπου», περ.
Προπύλαια, τχ. 3/4, Μάιος- Ιούν.1938, σ.144).
183
. Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 225.
184
Αυτόθι.
185
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 226.

54
Την πίστη βέβαια την τονίζει εξαιρετικά ο κ. Σαραντάρης και θέλει να τη
σκέπτεται με κάποια ιδιοτυπία, στις αναπτύξεις προπάντων της πρώτης του
μελέτης. Όλη όμως αυτή η προσπάθεια δεν φέρνει τίποτα το ανατρεπτικό και
αποφασιστικό για τη συνηθισμένη στη φιλοσοφία ερμηνεία της πίστης.186

Ο Σαραντάρης απαντά αρχικά πως δεν γνωρίζει ακριβώς με ποια ερμηνεία την
ταυτίζει (του Πασκάλ, του Κίρκεγκορ ή του Γιάσπερς), αλλά σε κάθε περίπτωση
είναι για αυτόν πρωτότυπη, καθώς εκκινεί από τη βαθιά αφετηρία της προσωπικής
του ύπαρξης. «Το γεγονός της δικής μου ζωής είναι η αφετηρία του στοχασμού μου»,
λέει συγκεκριμένα.187Μάλιστα, ασκεί έντονη κριτική στον Δεσποτόπουλο,
επισημαίνοντας τον κίνδυνο να φτάσει σε μια πίστη ως «risultato di pansiero», ως
«αποτέλεσμα σκέψης» αναφερόμενος στον Κρότσε.188

δ)Ο Σαραντάρης ολοκληρώνει τις ενστάσεις του για το κείμενο του Δεσποτόπουλου,
τονίζοντας ότι ο ίδιος κατευθύνεται στο πρόσωπο του Χριστού, στο οποίο βρίσκει
«μιαν αρχή που αναμφισβήτητα νικά τον θάνατο»,189 δείχνοντας όχι ότι απορρίπτει
την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, όπως λέει ο Δεσποτόπουλος, αλλά ότι την
προσεγγίζει υπό το πρίσμα του Χριστιανισμού, για να φτάσει στη συμβολή της στην
ανθρωπότητα. Μάλιστα, κλείνει τον πρόλογο του στη Συμβολή λέγοντας: «Πάντως,
και σήμερα, το πρόβλημα του Χριστιανισμού είναι το κοινό πρόβλημα a priori των
Ευρωπαϊκών λαών».190
Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ο διαυγής τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει ο
Δεσποτόπουλος ένα από τα πιο καίρια ζητήματα στη σκέψη του Σαραντάρη, αυτό της
κατεύθυνσης του ατόμου προς τον άνθρωπο, της υπέρβασης του ατόμου που ζητά να
γίνει άνθρωπος, για να προσεγγίσει έτσι τη χριστιανική αγάπη. Λέει συγκεκριμένα ο
Δεσποτόπουλος για τον δρόμο προς το ιδανικό αυτό του ανθρώπου που ζητά ο
Σαραντάρης:

Η φιλοσοφία του κ. Σαραντάρη έθεσε ως ιδανικό τον άνθρωπο· ως προϋπόθεση


για την επίτευξή του βρήκε την ένωση με τα άλλα άτομα, και ειδικά την αγάπη του
Χριστού· για τη δυνατοποίηση τής σήμερα αδύνατης χριστιανικής αγάπης, σα
186
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η παρουσία του ανθρώπου», περ. Προπύλαια, τχ. 3/4 (Μάιος-
Ιούν.1938), σ.146.
187
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ. 226.
188
Αυτόθι.
189
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.227.
190
Γιώργος Σαραντάρης, Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, ό.π., σ. 11.

55
βίωση μάλιστα, όπως την απαιτεί, σκέφτηκε την ψυχική ένωση του ατόμου με το
θάνατό του και την υπέρβαση έτσι κάθε φόβου και δισταγμού.191

Τρέπει με αυτόν τον τρόπο ο Δεσποτόπουλος την ανάλυση προς ένα ακόμα καίριο
συστατικό στοιχείο της κοσμοθεωρίας του Σαραντάρη, αυτό του θανάτου και δη του
στοχασμού του θανάτου, απαραίτητο για την κατανόηση της σκέψης του.
Το αποκορύφωμα όμως της κριτικής του, που σχετίζεται με την απάντηση στο
τελευταίο επιχείρημα του Δεσποτόπουλου εναντίον του Σαραντάρη, είναι η άρνηση
του «κλασικού ελληνικού τρόπου», της πολιτικής οδού ως εργαλείο ταύτισης του
ενός με τους πολλούς.192 Ο Δεσποτόπουλος καταλήγει στην άποψη ότι ο μεταφυσικός
δρόμος δεν έχει θέση εντός της πολιτείας. «Όλοι οι ρομαντικοί, οι μυστικοί, οι
“πιστοί”, πρέπει μια για πάντα να το πάρουν απόφαση· στη σφαίρα της πολιτείας η
μεταφυσική τους διάθεση είναι τουλάχιστον άχρηστη», 193 αναφέρει χαρακτηριστικά.
Έτσι, όμως, θα του αρνιόταν την είσοδο στην πολιτεία ή θα κατέκρινε τη
συμπεριφορά του Σαραντάρη ως μεταφυσικού και πιστού, κάτι, όμως, που θα
ερχόταν σε αντίθεση με την ενθουσιώδη αποδοχή που υποθέτει ο Δεσποτόπουλος ότι
θα έκανε ο Πλάτων στην δική του Πολιτεία για τον Σαραντάρη. Συγκεκριμένα, ο
Δεσποτόπουλος, φανερώνοντας το ιδεαλιστικό και πλατωνικό του υπόβαθρο,
αναφέρει:

Και, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω, η ποίησή του άρα είχε ανταπόκριση


θετική στις αυστηρές αξιώσεις του Πλάτωνα για την αναγνώριση του γνήσιου και
μη βλαπτικού για τα ήθη ποιητή. Πραγματικά, είχε ο Σαραντάρης «απαλήν και
άβατον ψυχήν». Και σε πολλές ώρες τις ζωής του υπήρχε «από Μουσών
κατοκωχή». Στην ποιητική συνείδηση του συλλειτουργούσαν η λυρική δόνηση, η
αποκαλυπτική της ομορφιά, και η ηθική μέριμνα, η υπομνηστική του Χρέους.
Ήταν ένας από τους καλλιτέχνες, όπως ο Πλάτων ζητούσε, «τους ευφυώς

191
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η παρουσία του ανθρώπου», περ. Προπύλαια, τχ. 3/4 (Μάιος-
Ιούν.1938), σ. 148.
192
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η παρουσία του ανθρώπου», περ. Προπύλαια, τχ. 3/4 (Μάιος-
Ιούν.1938), σ. 147· επίσης, βλ. Γιώργος Μπαλούρδος: «Ένα από τα ουσιαστικά κριτήρια ερμηνείας
που απουσιάζει από τον Σαραντάρη, είναι η διαύγεια της πολιτικής σκέψης[…]. Το ασίγαστο πάθος
του να υπερβεί την πραγματικότητα τον έκανε να χάσει αυτήν την ίδια χρονική πραγματικότητα,
μεταθέτοντας στο επέκεινα την λύση των προβλημάτων της» (Γιώργος Μπαλούρδος, «Η Περίπτωση
του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Οδός Πανός, τχ. 144, Απρ.- Ιούν. 2009, σ. 59).
193
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η παρουσία του ανθρώπου», περ. Προπύλαια, τχ. 3/4 (Μάιος-
Ιούν.1938), σ.149.

56
δυναμένους ιχνεύειν την του καλού τε και ευσχημόνος φύσιν», τους παραδεκτούς
άρα και στην «άριστην πόλιν».194

Κάνει έτσι μια προβολή των ιδανικών τα οποία ο Πλάτων ζητούσε από τους ποιητές,
δίχως να εξηγεί τη φανέρωση αυτών των χαρακτηριστικών στη συγκεκριμένη γραφή
του Σαραντάρη, στα ποιήματα, στην πρόζα ή στα φιλοσοφικά έργα του. Ως
περισσότερο γνώστης του Πλάτωνα, αποφασίζει να τον διατηρήσει στην Πολιτεία,
μάλλον μόνο με το συναίσθημα και την εμπειρία και όχι με την κριτική ανάλυση της
γραφής του Σαραντάρη. Ενδεχομένως, μάλιστα, όσο σημασία και αν έχει, ο Πλάτων
να μην αντιλαμβανόταν τη βαθιά αισιοδοξία της γραφής του Σαραντάρη,195 καθώς η
ποίησή του δεν χαρακτηρίζεται από διαφάνεια συναισθημάτων παρά από
σκοτεινότητα των ιδεών που είναι χαρακτηριστικό του μοντερνισμού που
ακολούθησε.196
Ωστόσο, ο Σαραντάρης αρκείται στις παραπάνω επισημάνσεις, καθώς
επιθυμεί τη διασαφήνιση της σκέψης του «στην πηγή της», όπως λέει, και όχι να
συνεχίσει μια δογματική αντιπαλότητα.197Θα μπορούσαμε, όμως, να αναφέρουμε και
το σφάλμα να θεωρήσει ο Δεσποτόπουλος ότι ο Σαραντάρης, στρεφόμενος στα
φιλοσοφικά κείμενά του που έγραψε από το 1937 ως το 1939, απομακρύνθηκε από
την ποίηση, καθώς σε αυτά τα κείμενα δεν κάνει καμία αναφορά στα ποιήματά του. Η
απάντηση δίνεται, κατά την Σοφία Σκοπετέα,198 από τον ίδιο τον Σαραντάρη, στον
«Πρόλογο» της συλλογής Στους φίλους μιας άλλης χαράς, όπου διερωτάται εάν «άλλη
[είναι] η γλώσσα της φιλοσοφίας, άλλη εκείνη της ποίησης; Άλλη· κι ας νιώσει
όποιος μπορεί, με όποιον τρόπο, την αλήθεια του ανθρώπου!»199 Βέβαια, ο
Δεσποτόπουλος, στη βιβλιοκριτική του για την Παρουσία, τονίζει θετικά τη μη

194
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, Φήμη Απόντων, Καστανιώτης, Αθήνα, 1995, σ.109.
195
Συμβαίνει το παράδοξο: ενώ ο Σαραντάρης είναι ο ποιητής που μίλησε –περισσότερο στη
φιλοσοφία του ή μάλλον στα φιλοσοφικά γραπτά του– για το θάνατο και μάλιστα δείχνοντας
διαστάσεις που ο άνθρωπος μέσα στο στρόβιλο της καθημερινότητας έχει ολότελα λησμονήσει,
ωστόσο είναι προσηλωμένος στη ζωή. Έχει τόση αγάπη για τη ζωή, που μόνο αν ληφθεί υπ’ όψιν
ο πνευματικός του προσανατολισμός και η εγρήγορση του εξηγείται αυτή του η στάση.
(Σωτήρης Γουνελάς, Ο πνευματικός οραματισμός του Γιώργου Σαραντάρη, ό.π., σ. 88-89).
196
Ανδρέας Ταρνανάς, «Ο Σαραντάρης και το ξεκίνημα του Ελληνικού μοντερνισμού», περ. Οδός
Πανός, τχ. 144(Απρ.-Ιούν. 2009), σ. 47-50. Επιπλέον: Βασίλης Χατζηβασιλείου, «Ο μοντερνισμός και
η φιλοσοφία της χαράς ή του ουρανού στην ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Νέα Εστία, τχ.
1811 (Μάιος2008), σ. 824-831.
197
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.227.
198
Βλ. σημ. 19.
199
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα 1, ό.π., σ.107.

57
προσήλωση του Σαραντάρη στην ποίηση, σε μια εποχή που η λογοτεχνία για τον
Δεσποτόπουλο αποπνευματοποιείται:

Στο πέλαγος λοιπόν του πολυθόρυβου αυτού λογοτεχνισμού, η συνειδητή ηθική


στάση του κ. Σαραντάρη, που αρνείται την προσήλωσή του στη δική του ακόμη
λογοτεχνική εργασία, παίρνει δικαιωματικά μια ιδιαίτερη σημασία και
σπουδαιότητα.200

Ο Σαραντάρης δεν σταμάτησε να γράφει ποιήματα (έγραφε μέχρι και μερικούς μήνες
πριν από τον θάνατό του, στις 25 Φεβρουαρίου του 1941) αλλά χρησιμοποιούσε άλλη
γλώσσα για τον κάθε στοχασμό του. Με αυτόν τρόπο, η ανακριβής παρατήρηση του
Δεσποτόπουλου δείχνει τη διάθεσή του να δικαιολογήσει και σε κάθε περίπτωση να
επικροτήσει τον Σαραντάρη.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στη «Βαλκανική Διάσκεψη φιλοσοφίας και
πολιτισμού», το 1981 στη Βάρνα της Βουλγαρίας, ο Δεσποτόπουλος θα αναφερθεί
στον Σαραντάρη, από τη θέση του Αντιπροέδρου της Ελληνικής Φιλοσοφικής
Εταιρείας και θα κατατάξει τον Σαραντάρη ανάμεσα στους καταξιωμένους καθηγητές
φιλοσοφίας και Έλληνες φιλοσόφους του 20ού αιώνα, όπως τον Κ. Γεωργούλη (1894-
1969), τον Ι. Θεοδωρακόπουλο (1900-1981), τον Χ. Θεοδωρίδη(1883-1958), τον Π.
Κανελλόπουλο (1902-1986), τον Γ. Μουρέλο (1912-1994), τον Ε. Παπανούτσο
(1900-1982), τον Κ. Τσάτσο (1899-1987) κ.ά.:

Ο Σαραντάρης, αφιερωμένος ολικά στη φιλοσοφία και στην ποίηση, πρόφθασε


να δημοσιεύσει, εκτός από εξαίσια λυρικά ποιήματα, και τρία δοκίμια σπάνιας
εκφραστικής λιτότητας και πνευματικής πυκνότητας, όπου αναζητούσε άμεσα τις
ηθικές ουσιαστικά προϋποθέσεις για την υπαρξιακή γνησιότητα και αρτίωση του
ανθρώπου, καθώς και τη σημασία του απολύτου για τη λογική.201

Λίγο πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Δεσποτόπουλος συμμετέχει στο
αφιέρωμα του περιοδικού Γράμματα και Τέχνες (1984) για το έργο του Σαραντάρη.202
Εκεί, επαναλαμβάνει, με μικρές και όχι ουσιαστικές αλλαγές, τα ερμηνευτικά σχόλια

200
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η παρουσία του ανθρώπου», περ. Προπύλαια, τχ. 3/4 (Μάιος-
Ιούν.1938), σ. 144.
201
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Η Φιλοσοφία στη Νεώτερη Ελλάδα», περ. Νέα Εστία, τχ. 1308
(Ιαν.1982), σ. 29.
202
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Γιώργος Σαραντάρης(1908-1941)», περ. Γράμματα και Τέχνες,
τχ. 21 (Ιούλ.-Αύγ.1984), σ. 27-29.

58
που είχαν προηγηθεί της απάντησης του Σαραντάρη και είχαν δημοσιευτεί
προπολεμικά, στα Προπύλαια, και αναδημοσιεύτηκαν στα Φιλοσοφικά Μελετήματα
ΙΙΙ (1982). Προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας, με αφορμή την έκδοση των Απάντων
του Σαραντάρη, ο Δεσποτόπουλος αποδίδει τιμή στον φιλόσοφο-ποιητή, εκφωνώντας
ομιλία στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής, με την παρουσία της τότε Υπουργού
Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη.203 Όσον αφορά το έργο του Δεσποτόπουλου με
τίτλο Φήμη Απόντων (1995), στο οποίο αποδίδει μνεία σε απόντες από τη ζωή φίλους
του, κρατάει χώρο φυσικά και για τον Σαραντάρη:

Σαράντα επτά χρόνια έχουν περάσει από τον χαμό του Γιώργου Σαραντάρη, στα
1941. Και όμως, έχω την εντύπωση ακόμη σαν να ήταν χτες μαζί μας. […]
Άδολος και ανεξίκακος ο Γιώργος Σαραντάρης, ενσάρκωσε τον ποιητή και τον
φιλόσοφο στην πιο καθαρή μορφή του, αλλά είχε και υπαρξιακή αυτάρκεια, με
την κατανυκτική σχέση εμπρός στο μυστήριο του θανάτου.204

Τα εγκωμιαστικά λόγια που συνεχώς επαναλαμβάνει ο Δεσποτόπουλος φανερώνουν


αδιαμφισβήτητα τη μεγάλη αγάπη για τον φίλο του Σαραντάρη, αλλά προσθέτουν
ελάχιστα χρήσιμα στοιχεία για την κατανόηση του έργου του. Ο Δεσποτόπουλος ήταν
πρωτίστως φίλος του Σαραντάρη και υπηρέτησε αυτόν τον ρόλο του με πάθος. Με
σθένος εκπλήρωνε και το χρέος που ένιωθε αρχικά να διατηρεί τον Σαραντάρη στη
μνήμη και έπειτα να ανυψώνει όσο δυνατόν περισσότερο τη συγγραφική παραγωγή
του. Αποδεικνύεται, μάλιστα, αυτό από το γεγονός ότι ο Δεσποτόπουλος διετέλεσε
Επίτιμος Πρόεδρος του σωματείου «Γιώργος Σαραντάρης» και «φρόντισε το έργο
του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη να μείνει προστατευμένο και ενιαίο σε δύσκολες
ιστορικές περιόδους».205

203
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, «Τα “Άπαντα” του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη», περ. Νέα Εστία,
τχ. 1454 (Φεβρ. 1988), σ. 192-193.
204
Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, Φήμη Απόντων, ό.π., σ.103.
205
http://giorgos-sarantaris.org/?p=519 (ημερ. πρόσβασης 19.05.2017).

59
Επίλογος

Ένα ερώτημα που, κλείνοντας, οφείλει έστω και σύντομα να απαντηθεί είναι το
«γιατί να διαβάζεται σήμερα ο Σαραντάρης;» Με άλλα λόγια, τί διαφορετικό και
χρήσιμο έχουν να προσφέρουν στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία τα λόγια αυτού του
φιλόσοφου-ποιητή, που παρουσιάστηκε στα ελληνική γράμματα πριν σχεδόν έναν
αιώνα;
Μια απόπειρα απάντησης στο παραπάνω ερώτημα απαιτεί πριν απ’ όλα την
αποδοχή της προϋπόθεσης ότι υπάρχει πράγματι μια σύνδεση της λογοτεχνίας και της
τέχνης γενικότερα με την ηθική, την κοινωνική και την ψυχολογική γνώση. Μπορεί
επομένως η τέχνη να λειτουργεί, αν μη τι άλλο, ως ηθικός παιδαγωγός και δεν είναι
αφελές να αναλογιστούμε μια λογοτεχνία που να αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο, ή par
moment και σωτήριο εργαλείο, για άτομα και κοινωνίες που αναμφίβολα μαστίζονται
από πολύπλευρες δυσκολίες. Ξανατίθεται, έτσι, πιο συγκεκριμένα το παραπάνω
ερώτημα: «Με ποιές ιδέες του το σαρανταρικό έργο μπορεί να ωφελήσει την
ελληνική κοινωνία, αλλά και ατομικά τον Έλληνα αναγνώστη;»
Θεματοποιώντας τα βασικά χαρακτηριστικά της σαρανταρικής γραφής,
γίνεται, αρχικά, αντιληπτό ότι οι ιδέες και οι προτροπές που θα ακολουθήσουν ήταν
αρχικά ουσιώδη μέρη της στάσης του ίδιου του Σαραντάρη απέναντι στη ζωή και δεν
ήταν απλώς “ευχολόγια” που δεν τηρούνταν από τον εκφραστή τους. Βασικό
χαρακτηριστικό έτσι της σαρανταρικής κοσμοθεωρίας είναι ότι υπάρχει πρακτική
εφαρμοσιμότητα που πλαισιώνει κάθε σκέψη του, σε βαθμό μάλιστα να συγκροτείται
ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής, μια πνευματική οδός. Κεντρικός πυλώνας αυτού
του modus vivendi είναι το πρόταγμα της πνευματικής αναβάθμισης και της
επίτευξης έργων που αποβλέπουν στο σύνολο των ανθρώπων, απομακρυσμένων από
ιδιοτελή και ατομικά μόνο οφέλη. Αυτή η πνευματική οδός αναδεικνύεται μέσω της
επιμονής του στη διάκριση άτομο-άνθρωπος που επιτρέπει την εξήγηση και την
αξιολόγηση των σταδίων της ζωής από το άτομο στον άνθρωπο. Διαφαίνεται έτσι
εντονότερα η σημασία του να γίνεται πράγματι κάποιος άνθρωπος, γεγονός που
αποτελεί κατάκτηση και όχι δεδομένη κατάσταση.
Αυτή η μετάβαση και η πνευματική αναβάθμιση στο επίπεδο του ανθρώπου
τίθενται και στον αντίποδα της σημερινής τεχνολογικής έκρηξης, που συχνά
αντιμετωπίζει το άτομο ως ένα απόλυτα εξηγήσιμο ποσοστό που αναζητά συνεχώς
την τεχνολογική πρόοδο ή ως ένα απόλυτα αντικαταστάσιμο μέσο και σε καμία

60
περίπτωση ως αυτοσκοπό. Βέβαια, πολλά είναι και τα παραδείγματα ανθρώπων που
επιβεβαιώνουν τους χαρακτηρισμούς της καταναλωτικής μηχανής και του αδηφάγου
όντος, που αποτελούν ακριβώς το αντίβαρο του πνευματικού αγώνα ενάντια στα
υλικά αγαθά, που προτείνει— χριστιανικῷ τῷ τρόπῳ— ο Σαραντάρης. Μέσα, όμως,
από τον ποιητικό και δοκιμιακό στοχασμό του εν λόγω ποιητή γίνεται φανερό ότι ο
άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από την υπέρμετρη επιδίωξη της ύλης, η οποία
παραμένει στο κατώτερο επίπεδο ύπαρξης και τείνει προς τον θάνατο. Είναι ικανός ο
άνθρωπος να δημιουργήσει πνευματικά έργα που υπερβαίνουν τη θνητότητα· έτσι
καταφέρνει να αναδημιουργεί και να ολοκληρώνει τον εαυτό του μέσα σε γονιμότερο
πλαίσιο, όπως μπορεί να είναι αυτό των συμφιλιωμένων ανθρώπων που προκρίνουν
την αλληλεγγύη ως ύψιστη αξία σε αντίθεση με το ατομικό όφελος. Αναδεικνύει, με
αυτό τον τρόπο, την αδιαπραγμάτευτη αξία του ανθρώπου που στοχεύει στην
καθολική βελτίωση της κοινωνίας μέσα από τη σταδιακή πνευματική αναβάθμιση
των ατόμων, που τίθεται σήμερα σε δεύτερη μοίρα εις βάρους της εργαλειακής
γνώσης χειρισμού όλο και περισσότερων τεχνολογικών μέσων, που αρκετά σύντομα
περνάνε στη λήθη, σε αντίθεση με τη διαχρονική αξία ηθικών και πνευματικών
αρετών. Τούτο το όραμα του Σαραντάρη για μια νέα έκδοση του ανθρώπου που θα
διαθέτει ανεπτυγμένα πνευματικά αγαθά φαντάζει σήμερα μια αναγκαία επιταγή,
καθώς ο άνθρωπος μοιάζει πια χαμένος και ανικανοποίητος μέσα στον καθημερινό
αγώνα για την οικονομική κυρίως επιβίωση.
Παράλληλα, αλληλένδετος είναι ο αγώνας για την απόκτηση υλικών αγαθών
με την αντιπαλότητα μεταξύ των ανθρώπων και των λαών και την επιβολή
κυριαρχίας επί των ασθενέστερων. Σε αντίθεση, με τα υλικά αγαθά που η κατοχή
τους αναιρεί συχνά τη δυνατότητα από κάποιον άλλον να τα αποκτήσει, εκτός αν
αντιπαλέψει με τον ιδιοκτήτη, τα πνευματικά αγαθά είναι προσβάσιμα από όλους σε
βαθμό να αναιρούν την αντιπαλότητα και να προβάλλουν τη συμφιλίωση. Αυτή τη
συμφιλίωση των λαών προτείνει ο Σαραντάρης μέσω του αναπροσδιορισμού των
στόχων κυρίως του δυτικού πολιτισμού με κατεύθυνση απομάκρυνσης από την
κυριαρχική γνώση και την ισχύ που αυτή γεννά και την ανάδειξη της αξίας άλλων
πνευματικών αγαθών, όπως είναι για τον Σαραντάρη η πίστη, η αγάπη και η ιδέα της
βίωσης, σε αντίθεση με τη γνώση. Κατά αυτό τον τρόπο, δύναται να επιτευχθεί η
συμφιλίωση των ανθρώπων με την υπέρβαση όλων των χαρακτηριστικών που την
εμποδίζουν, όπως οι υλικές και σωματικές ηδονές, η έλλειψη αδελφοσύνης, που και
σήμερα βαραίνουν τις ανθρώπινες σχέσεις, και ο αλληλένδετος με αυτά για τον

61
Σαραντάρη φόβος του θανάτου.
Για τον Σαραντάρη, δεν θα ολοκληρώσουμε ποτέ την ύπαρξής μας αν δεν
νικήσουμε τον φόβο του θανάτου· αν, δηλαδή, δεν καταφέρουμε να ζήσουμε δίχως
την ασυνείδητη πολλές φορές απόβλεψη προς την περάτωση της ζωής και την αγωνία
μπροστά στον επικείμενο θάνατο, θα διατελούμε συνεχώς έναν βίο ημιτελή που θα
γεννά συνεχώς θλίψη. Από αυτό το βαρύ και διαχρονικό φορτίο επιθυμεί να
ελευθερώσει τους ανθρώπους μέσω της πνευματικής οδού που προτείνει,
επαναφέροντας και τονίζοντας την αισιοδοξία ως εργαλείο ποιοτικής ζωής. Παρέχει
έτσι με τον τρόπο του δυνατότητες στους ανθρώπους, που διαβάζουν και υιοθετούν
κάποιες από τις ιδέες του, να χαρούν τη ζωή τους.
Τέλος, η σαρανταρική γραφή αναδεικνύει σε σημαντικό βαθμό την αξία του
στοχασμού, διευρύνοντας τα συνήθη θεωρητικά εργαλεία του— όπως, λόγου χάρη, η
χρήση αντιθετικών πόλων, η θέση ερωτημάτων και ο σχολιασμός άλλων θεωριών και
φιλοσοφικών συστημάτων, στοιχεία που υπάρχουν στη δοκιμιακή γραφή του
Σαραντάρη— με αυτά της ποιητικής γραφής και της πρόζας, της μεταφοράς, της
χρήσης συμβόλων και της αποφθεγματικής γραφής, ωθώντας μέσα από τη δοκιμιακή
και ποιητική γραφή του τον αναγνώστη να στοχαστεί για βαθύτερες αλήθειες και για
την προσωπική του βελτίωση, πέρα από την άντληση τέρψης. Έτσι, φαίνεται πως στο
επίκεντρο της γραφής του τίθεται συνεχώς ο άνθρωπος και ουδέποτε δεν
απομονώνεται στους στοχασμούς του, απομακρύνοντας τις ιδέες του από την
εφαρμογή τους, αλλά καθιστά τη θεωρία του χρήσιμη για την καθημερινή πρακτική,
καθιστώντας την εξαρχής προσωπική του υπόθεση για την εφαρμογή της. Με άλλα
λόγια, δεν ανήκει ο Σαραντάρης σε εκείνους τους στοχαστές που θεωρεί ο Χρ.
Μαλεβίτσης πως

έχουν να πουν πολλά περί φιλοσοφίας. Μόλις όμως βγουν από την επιπλωμένη
βιβλιοθήκη του μυαλού τους και αντικρύσουν στο δρόμο την άμεση ζωή,
συμπεριφέρονται σαν τους πιο αφιλοσόφητους. Επειδή δεν έκαναν τη φιλοσοφία
υπόθεση της ζωής τους. Ή μάλλον επειδή δεν έκαμαν τη ζωή τους υπόθεση της
φιλοσοφίας.206

206
Χρ. Μαλεβίτσης, «Μέσης δε νυκτός κραυγή γέγονεν, σχόλιο στον Κίρκεγκορ» στο Jean Wahl,
Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, εισ., μτφρ. σχόλ. Χρ. Μαλεβίτσης, Δωδώνη, Αθήνα, 1970,
σ. 19-20.

62
Επομένως, ο Σαραντάρης λειτουργεί και ως ηθικός στοχαστής— κατά τον τρόπο ίσως
των Γάλλων moralistes— ενδιαφερόμενος άμεσα κατά τη διάρκεια του βίου του για
τη δέουσα προσωπική του δράση, αλλά και των άλλων συνανθρώπων του, δίχως να
φανερώνει αμφιβολία ότι οι θέσεις του για τον ανθρώπινο βέλτιστο βίο δεν είναι οι
ενδεδειγμένες. Τα διακυβεύματά του, αντίθετα, διατηρούν και σήμερα την ισχύ τους
και αποδεικνύονται διαχρονικά, καθιστώντας τον σημερινό αναγνώστη τους κοινωνό
μιας πρότασης για συμπόρευση σε κοινό μαζί του δρόμο στη ζωή.

63
Βιβλιογραφία*

Βαρβιτσιώτης, Τ., «Ποίηση και Ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη», περ.
Αιολικά Γράμματα, τχ. 169 (1998), σ. 3-10.

Βιρβιδάκης, Σ., «Ποίηση και/ως φιλοσοφία», περ. Ποιητική, τχ.15 (Άνοιξη 2015),σ.
127- 178.

Γουνελάς, Σ., Ο πνευματικός οραματισμός του Γιώργου Σαραντάρη, Ίνδικτος, Αθήνα,


2006.

Γουνελάς, Σ., «Η αντίσταση στον πολιτισμό», περ. Νέα Εστία, τχ. 1811 (Μάιος 2008),
σ. 857- 864.

Δεσποτόπουλος, Κ.Ι., Αναπολήσεις Α΄, Παπαζήση, Αθήνα, 2005.

Δεσποτόπουλος, Κ.Ι., Η παρουσία του ανθρώπου», περ. Προπύλαια, τχ. 3/4 (Μάιος-
Ιούν.1938), σ. 143-150.

Δεσποτόπουλος, Κ.Ι., «Η Φιλοσοφία στη Νεώτερη Ελλάδα», περ. Νέα Εστία, τχ.
1308 (Ιαν.1982), σ.25-30.

Δεσποτόπουλος, Κ.Ι., «Γιώργος Σαραντάρης(1908-1941)», περ. Γράμματα και Τέχνες,


τχ. 21 (Ιούλ.-Αύγ.1984), σ. 27-29.

Δεσποτόπουλος, Κ.Ι., «Τα “Άπαντα” του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη», περ. Νέα
Εστία, τχ. 1454 (Φεβρ. 1988), σ. 192-193.

Δεσποτόπουλος, Κ.Ι., Φιλολογικά, Καστανιώτης, Αθήνα, 32007.

Ζήρας, Α., «Η πάλη με τη γλώσσα», περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ.21 (Ιούλ-Αύγ.
1984), σ. 18.

Gabriella Macri, Η παρουσία της ιταλικής ποίησης στο έργο του Γιώργου Σαραντάρη,
Θεσσαλονίκη, 1998 (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική σχολή,
τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας).
*
Στη βιβλιογραφία παρατίθενται μόνο οι αναφορές που έγιναν και όχι η πλήρης βιβλιογραφία που
μελετήθηκε.

64
Καράγιωργα, Ολ., Γιώργος Σαραντάρης. Ο Μελλούμενος, Δίαυλος, Αθήνα, 1995.

Καραλής, Βρ., «Η παράδοξη μοίρα του ποιητή σε ένα αυτοσχέδιο έθνος», περ. Νέα
Εστία, τχ. 1811 (Μάιος 2008), σ. 889-899.

Καραντώνης, Αντρ., Νεοελληνική λογοτεχνία: Φυσιογνωμίες Β΄, Παπαδήμα, Αθήνα,


3
1977, σ.73-97.

Κόκορης, Δ., Φιλοσοφία και Νεοελληνική λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης σχέσης,
Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2015.

Κίρκεγκορ, Σ., Φόβος και Τρόμος (μτφρ. Α. Σολωμού, εισαγωγή Ζαν Βαλ, επιμέλεια
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου), Νεφέλη, Αθήνα, 1980.

Λορεντζάτος, Ζ., Διόσκουροι. Γιώργος Σαραντάρης, Δήμης Καπετανάκης, Δόμος,


Αθήνα, 1997.

Μαρινάκης, Γ., «Το ημερολόγιο του Γιώργου Σαραντάρη», Η Λέξη, τχ. 59-60
(Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1986), σ. 1099- 1105.

Μαρινάκης, Γ., «Ο Τέλλος Άγρας για τον Γ. Σαραντάρη», περ. Η Λέξη, τχ. 21
(Ιανουάριος 1983), σ. 10-12.

Μαρινάκης, Γ., «Έξι άγνωστα γράμματα του Γιώργου Σαραντάρη προς τον Ν. Γ.
Πεντζίκη» περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ.21 (Ιούλ-Αύγ.1984), σ. 8-11.

Μελισσανθη, «Γιώργος Σαραντάρης, ένας Έλληνας Χριστιανός υπαρξιστής», περ.


Γράμματα και Τέχνες, τχ.21 (Ιούλ-Αύγ. 1984), σ. 12-13.

Μουρέλος, Γ., Μεταμορφώσεις του χρόνου, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη, 1968.

Μπαλούρδος, Γ., «Η Περίπτωση του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Οδός Πανός, τχ.
144, Απρ.- Ιούν. 2009, σ. 54-62.

Νικολαρεΐζης, Δ., «Μνήμη και χρόνος», Νέα Εστία, τχ. 162 (Σεπτ. 1933), σ. 952-985.

Νίτσε, Φ., Η Θέληση για δύναμη, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, Αθήνα, 2014.

Νίτσε, Φ., Το Λυκόφως των Ειδώλων, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, Αθήνα,
2010.

65
Παράσχος, Κ. «Γιώργου Σαραντάρη: “Αστέρια”», περ. Νέα Εστία, τχ. 213 (Νοέμβρ.
1935), σ. 1029.

Πιπίνης, Γ., «Ο θηρευτής του αρρήτου», περ. Νέα Εστία, τχ. 1811 (Μάιος 2008), σ.
849- 856.

Πιστικός, Δ., «Η παρέα των “Νέων Γραμμάτων» και ο Γιώργος Σαραντάρης», περ.
Οδός Πανός, τχ. 145 (Απρ.-Ιούν. 2009), σ. 64-73.

Πρελορέντζος, Γ., Γνώση και μέθοδος στον Bergson, Ευρασία, Αθήνα, 2012.

Σαμουήλ, Α., Ο βυθός του καθρέφτη: Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία
στην Ελλάδα (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998).

Σαραντάρης, Γ., Οι γνωριμιές και η φιλία: σημειώσεις για τις Αναμνήσεις που δεν θα
γράψω ποτέ (μτφρ. Ζ. Λορεντζάτος, επιμ. σημ. Σ. Σκοπετέα), Το Ροδάκιο, Αθήνα,
2009.

Σαραντάρης, Γ., Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου, Ευθύνη, Αθήνα, 1999.

Σαραντάρης, Γ., Έργα 1 (Εισαγωγή, επιμέλεια Σοφία Σκοπετέα), Βικελαία Δημοτική


Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001.

Σαραντάρης, Γ., Έργα 2 (Εισαγωγή, επιμέλεια Σοφία Σκοπετέα), Βικελαία Δημοτική


Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2006.

Σαραντάρης, Γ. «Ιταλικά ποιήματα», μτφρ. Σωτήρης Τριβιζάς, περ. Ποίηση, τχ. 5


(Άνοιξη 1995), σ.162-169.

Σαραντάρης, Γ., Ποιήματα Α΄-Ε΄ (Εισαγωγή, επιμέλεια Γ. Μαρινάκης), Gutenberg,


Αθήνα, 1987.

Σαραντάρης, Γ., Σαν πνοή του αέρα (επιμέλεια, ανθολόγηση Μ. Ιατρού), Ερμής,
Αθήνα, 1999.

Sabot, P., Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος,
(εισ., μτφρ. σημ. Γιάννης Πρελορέντζος), Gutenberg, Αθήνα, 2017.

Σφακιανάκης, Γ., «Για τον Γιώργο Σαραντάρη», », περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ.21
(Ιούλ-Αύγ. 1984)σ.33.

66
Ταρνανάς, Α., «Ο Σαραντάρης και το ξεκίνημα του Ελληνικού μοντερνισμού», περ.
Οδός Πανός, τχ. 144(Απρ.-Ιούν. 2009), σ.47-50.

Τσαρνά, Η., Η επανάσταση του ρόδου ή Γιώργος Σαραντάρης ένας πρωτοπόρος


ποιητής στο περιθώριο «της γενιάς του ’30», Διογένης, Αθήνα, 1996.

Wahl, J. Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού (εισ., μτφρ., σχόλ. Χρ.
Μαλεβίτσης), Δωδώνη, Αθήνα, 1970.

Wittgenstein, L., Tractatus logico-philosophicus (μτφρ. Θ. Κιτσόπουλος, παρουσ. Ζ.


Λορεντζάτος, εισ. B. Russell), Παπαζήση, Αθήνα, 1978.

Χατζηβασιλείου, Β., «Ο μοντερνισμός και η φιλοσοφία της χαράς ή του ουρανού


στην ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη», περ. Νέα Εστία, τχ. 1811 (Μάιος 2008),
σ.824-831.

Ηλεκτρονική βιβλιογραφία

http://giorgos-sarantaris.org/

67

You might also like