Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 164

Ελληνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης

Ιατρικοί όροι και ορισμοί


στα μεταβολικά νοσήματα των οστών

Γεώργιος Λυρίτης
Σταυρούλα Ρίζου

Αθήνα 2014

ISBN
978-960-87595-2-7
Πρόλογος

Τα Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών παρουσιάζουν μία ση-


μαντική διάδοση στους επιστήμονες των Βιοϊατρικών κλάδων
καθώς επίσης και στους κλινικούς ιατρούς που ασχολούνται με
το πεδίο αυτό. Από πολλά χρόνια έχει γίνει προσπάθεια ανεύρε-
σης και καθιέρωσης μίας ελληνικής ιατρικής ορολογίας η οποία
να έχει στενότερη σχέση με τον ορισμό του ιατρικού όρου και να
μην συγχέει την ξενόγλωσση με την ελληνική διατύπωση. Με το
εγχειρίδιο αυτό, ξεκινάμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μία προ-
σπάθεια λεξικού ιατρικών όρων για τα Μεταβολικά Νοσήματα
των Οστών βασιζόμενοι κυρίως στις υπάρχουσες δημοσιεύσεις
στην ελληνική γλώσσα τα τελευταία 40 χρόνια. Εκτός από το
θέμα διατύπωσης της ελληνικής ορολογίας, θεωρήσαμε σκόπιμο
να παραθέσουμε ένα σύντομο κείμενο της ερμηνείας των όρων
αυτών, των περιορισμών τους καθώς και της συσχέτισής τους
με άλλες επιστήμες. Όσον αφορα τους όρους Μοριακής βιολογί-
ας, βασιστήκαμε στις καθιερωμένες ελληνικές μεταφράσεις που
χρησιμοποιούνται στα Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών ήδη
από ετών. Πιστεύουμε ότι η έκδοση αυτή, που επιδιώχθηκε να
είναι όσο γίνεται πιο χρήσιμη στην καθημερινή χρήση, θα βο-
ηθήσει τους Έλληνες συγγραφείς, τους κλινικούς ιατρούς και
άλλους επιστήμονες στο έργο τους.

Γεώργιος Π. Λυρίτης
Καθηγητής Ορθοπεδικής - Μεταβολικών Νοσημάτων των Οστών
ΕΚΠΑ
Πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης
(ΕΛΙΟΣ)

3
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ελληνική ορολογία στα


Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών

Η τηρούμενη ιατρική ορολογία στο εγχειρίδιο αυτό ακολουθεί


τις παρακάτω αρχές:
α. Ιατρικοί όροι από υπάρχουσες ελληνικές λέξεις. Οι
ιατρικοί αυτοί όροι, οι οποίοι είναι αρκετά σπάνιοι, χρησιμο-
ποιούν καθιερωμένες ελληνικές λέξεις στην ξενόγλωσση ιατρι-
κή ορολογία. Στην περίτπωση αυτή οι ελληνικοί ιατρικοί όροι
αναγράφονται με την ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας, π.χ.
το ένζυμο Klotho μεταφράζεται ως Κλωθώ χρησιμοποιώντας
το όνομα της Μοίρας Κλωθούς από την ελληνική μυθολογία.
β. Ελληνογενείς νεόπλαστοι ιατρικοί όροι. Στην ομά-
δα αυτή περιλαμβάνεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός νεόπλα-
στων ιατρικών όρων στους οποίους οι επινοητές επιστήμονες
χρησιμοποίησαν κατά την κρίση τους ρίζες ελληνικών λέξεων
είτε μεμονωμένες είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους για να δια-
τυπώσουν έναν καινούργιο βιοϊατρικό όρο. Η χρήση των λέ-
ξεων αυτών σε αρκετές περιπτώσεις θα έπρεπε να θεωρηθεί
σαν ατυχής, αφού η αντίστοιχη ελληνική έννοια δεν εξηγεί τον
ορισμό που έδωσε ο επινοητής, π.χ. ο όρος Cytokine (από τις
ελληνικές λέξεις Κύτη και Κινώ) που μεταφράζεται ως Κυτο-
κίνη ορίζει πρωτεΐνες οι οποίες διεγείρουν βιολογικούς μηχα-
νισμούς στην κυτταρική λειτουργία. Από πολλούς επιστήμο-
νες η ελληνική μετάφραση θα μπορούσε να είναι Κυτταροκίνη
επειδή στην ελληνική γλώσσα μεταφέρει ακριβέστερα τον ορι-
σμό του ιατρικού όρου. Η μετάφραση, όμως, αυτή δημιουργεί
παρανοήσεις αφού ο αναγνώστης μπορεί να θεωρεί ότι είναι
διαφορετικοί οι όροι Cytokine και Κυτταροκίνη.
γ. Κ
 αθιερωμένοι στην ελληνική γλώσσα νεόπλαστοι
ελληνογενείς ιατρικοί όροι. Στην περίπτωση αυτή, ιατρι-
κοί όροι στην ξενόγλωσση διατύπωση προέρχονται από διαφο-
ρετικούς ορισμούς που με την πάροδο του χρόνου τροποποιή-
θηκαν και μεταφράστηκαν διαφορετικά στην ελληνική γλώσσα
πριν από πολλές δεκαετίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι
ο όρος Orthopaedics ο οποίος αρχικά σχηματίστηκε από τις
λέξεις Ορθός και Παιδίον ορίζοντας αρχικά τις παραμορφώσεις
του σκελετού στην παιδική ηλικία, οφειλόμενες κυρίως στον
4
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ραχιτισμό. Ο ιατρικός αυτός όρος μεταφράστηκε στις αρχές του


20ου αιώνα στην ελληνική γλώσσα σε Ορθοπεδική από τις λέξεις
Ορθός και Πέδον, επειδή ο αείμνηστος Καθηγητής Α. Κονταρ-
γύρης θεώρησε ότι είναι ο ορθός όρος αφού ο κλάδος αυτός της
ιατρικής ασχολείται σήμερα με τις παθήσεις του σκελετού των
ενηλίκων και όχι μόνο των παιδιών. Η προσωπική αυτή τοποθέ-
τηση του Καθηγητή Α. Κονταργύρη καθιερώθηκε στην ελληνική
γλώσσα επί πολλές δεκαετίες που συμπίπτουν και με τη διά-
δοση της ιατρικής ειδικότητας της Ορθοπεδικής. Η καθιέρωση
αυτή μετέτρεψε πλέον τον νεόπλαστο όρο Ορθοπεδική σε επίση-
μη ελληνική λέξη μετά την ευρεία χρήση του τόσο στο γραπτό
όσο και στον προφορικό ελληνικό ιατρικό λόγο. Η μετατροπή
της καθιερωμένης λέξης Ορθοπεδική σε Ορθοπαιδική με σκοπό
τη διόρθωση του πιθανού λάθους του Καθηγητή Α. Κονταργύ-
ρη πρέπει να θεωρηθεί ατυχής αφού αγνοεί ότι η γλώσσα σαν
ζωντανό όργανο διαμορφώνεται και καθιερώνεται από τον ομι-
λούντα λαό. Άλλωστε πολλές άλλες ξένες γλώσσες μετέτρεψαν
τις αγγλικές διφθόγγους ae σε e πράγμα που οδήγησε σήμερα
χάριν απλούστευσης να έχει καθιερωθεί στην αγγλική γλώσσα
ο όρος Pediatrics, Orthopedics κ.ά. Το ίδιο ισχύει και με τον
ιατρικό όρο Osteomalacia που προέρχεται από τις ελληνικές
λέξεις Οστούν και Μαλακία και που από πολλούς επιστήμονες
έχει μετατραπεί για λόγους ευπρεπισμού! σε Οστεομαλάκυνση,
αγνοώντας ότι ο όρος Μαλακία χρησιμοποιείται στον Επιτάφιο
του Περικλέους αλλά και μέσα στο Ευαγγέλιο. Η μετάφραση,
επομένως, των νεογενών όρων θεωρούμε ότι πρέπει να γίνεται
ακριβέστερα σύμφωνα με την υπάρχουσα ορολογία.
δ. Λατινογενείς ιατρικοί όροι. Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούν
ρίζες λατινικών λέξεων συνολικά ή μερικά, π.χ. δύο λατινικές
ρίζες ή μία λατινική και μία ελληνική ρίζα. Η μετάφραση των
όρων αυτών γίνεται στο λεξικό αυτό σύμφωνα με την ξενό-
γλωσση διατύπωση. Για παράδειγμα, ο όρος Pro-inflammatory
cytokines μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα σαν προφλεγ-
μονώδης κυτοκίνες και ενώ το πρόθεμα Pro υποδηλώνει την
ευοδωτική της δράση, στα ελληνικά σημαίνει προηγηθείσα.
ε. Όροι προερχόμενοι από άλλες ξένες γλώσσες. Ένας
πολύ μεγάλος αριθμός ιατρικών όρων χρησιμοποιεί αγγλικές
ή άλλες ξενόγλωσσες λέξεις που ορίζουν μία ιατρική έννοια
5
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

με ακρίβεια ή περιφραστικά. Οι όροι αυτοί μεταφραζόμενοι


στην ελληνική γλώσσα, νομίζουμε ότι πρέπει να μεταφέρουν
αντίστοιχα τη σημασία της λέξης αποφεύγοντας τη στείρα
μετάφρασή της ειδικότερα σε περιπτώσεις που η μετάφραση
συμπίπτει με άλλες καθιερωμένες ελληνικές λέξεις με διαφο-
ρετική έννοια. Για παράδειγμα, ο όρος Bone remodeling με-
ταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα σαν Οστική ανακατασκευή
αντί του Οστικός ανασχηματισμός, Οστική αναδιαμόρφωση
κ.ο.κ. επειδή θεωρήσαμε ότι η μετάφραση που επιλέξαμε είναι
περισσότερο κοντά στον ορισμό του όρου. Το θέμα περιπλέ-
κεται περισσότερο όταν χρησιμοποιούνται αγγλικές λέξεις με
μεταφορική έννοια. Για παράδειγμα, ο ιατρικός όρος Woven
bone μεταφραζόμενος στα ελληνικά κατά λέξη σε μάλλινο οστό
(επειδή θυμίζει την άτακτη διάταξη των κλωστών του μάλλινου
υφάσματος) έχει από εμάς μεταφραστεί σε Άναρχο οστό αντιδια-
στέλλοντας το από το πεταλιώδες οστό.

Πιστεύουμε ότι οι επεξηγήσεις που αναφέραμε δικαιολογούν


την ελληνική μετάφραση των διάφορων όρων που διατυπώνεται
στο εγχειρίδιο αυτό. Τονίζεται πάντως η σκοπιμότητα της κα-
λύτερης συναίνεσης από τις άλλες βιοϊατρικές ειδικότητες που
χρησιμοποιούν τους όρους αυτούς σήμερα και ειδικότερα από τη
Μοριακή βιολογία.

6
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Αβέρσιο σύστημα ή Οστεώνας [Ηaversian system or


Osteon] Η δομική μονάδα του πεταλιώδους οστού. Έχει
κυλινδρική δομή με αρκετά συγκεντρικά ομόκεντρα πετάλια
οστού και αποτελείται από τον κεντρικό σωλήνα του Havers
με αιμοφόρα αγγεία, νεύρα και χαλαρό συνδετικό ιστό. Στο
τοίχωμά του είναι ορατά οστικά βοθρία με οστεοκύτταρα και
οστικά σωληνάρια. Οι σωλήνες Havers επικοινωνούν μεταξύ
τους διαμέσω των σωλήνων του Volkmann, οι οποίοι διατρυ-
πούν κάθετα τους αβέρσιους σωλήνες.

Σχηματική αναπαράσταση του αβέρσιου συστήματος

Αγγειακές ασβεστώσεις [Vascular calcification] Εναπο-


θέσεις ασβεστίου στα αγγεία που εμφανίζονται κυρίως λόγω
της ανάπτυξης αθηρωματικών βλαβών. Η υπέρταση και το
μεταβολικό σύνδρομο είναι οι κύριες αιτίες για το νόσημα.
Στην αρτηριοσκλήρυνση κρύσταλλοι υδροξυαπατίτη σχημα-
τίζονται μαζί με λιπίδια και υπάρχει διήθηση μονοκύτταρων
και μακροφάγων. Σε μεσήλικες εντοπίζονται στο 60% ενώ σε
υπερήλικες στο 90% των ατόμων. Η τοπική φλεγμονή και η
υπερλιπιδαιμία είναι οι συνήθεις αιτίες πρόκλησης της αθη-
ροσκλήρυνσης. Η πρόσληψη συμπληρωμάτων ασβεστίου σε
δόσεις άνω των 1500 mg καθημερινά πιθανόν αυξάνουν τον
κίνδυνο ασβεστώσεων των αγγείων και του εμφράγματος του
μυοκαρδίου. Η συγχορήγηση επαρκούς δόσης βιταμίνης D
φαίνεται ότι προστατεύει από την πιθανότητα αυτή.
Αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο [Vasoactive intestinal
polypeptide, VIP] Nευροπεπτίδιο που λειτουργεί ως νευρο-
ρυθμιστής και νευροδιαβιβαστής. Σχετίζεται με τις παρασυμπα-
7
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

θητικές νευρικές ίνες, ενώ εκφράζεται και σε μεταγαγγλιακές


νευρικές ίνες. Οι αντίστοιχες νευρικές ίνες ανευρίσκονται στο
περιόστεο και στην επίφυση του οστού. Έχει πιθανή αγγειοδια-
σταλτική δράση, ρυθμίζει τη μυϊκή δραστηριότητα, την έκκριση
των επιθηλιακών κυττάρων και την αιματική ροή στο γαστροοι-
σοφαγικό σύστημα. Ως χημικό μήνυμα λειτουργεί ως νευροορ-
μόνη και παρακρινικός ενδιάμεσος που απελευθερώνεται από
τις νευρικές απολήξεις και δρα τοπικά.
Αγγειοποιητικός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγο-
ντας [Vascular endothelian growth factor, VEGF] Πα-
ράγοντας ο οποίος επάγει την ανάπτυξη των ενδοθηλιακών
κυττάρων, την αγγειογένεση και επιπλέον διεγείρει την οστεο-
βλαστική δραστηριότητα και επάγει την οστική αναδόμηση.
Στο φυσιολογικό οστό παράγεται κυρίως από τα κύτταρα του
στρώματος παρά από το αγγειακό ενδοθήλιο του οστού. Η έκ-
κρισή του οδηγεί στη διαφοροποίηση των προ-οστεοβλαστών
προς ώριμους, ενεργούς οστεοβλάστες.
Αγγελιοφόρο RNA [Messenger RNA, mRNA] Ενδιάμε-
σο μόριο RNA που έχει την ίδια αλληλουχία με τον ένα από
τους δύο κλώνους ενός γονιδίου και φέρει την πληροφορία
που κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη. Η κωδική περιοχή του mRNA
αντιστοιχεί στην πρωτεϊνική αλληλουχία που προκύπτει από
τη μετάφρασή του μέσω του τριαδικού γενετικού κώδικα.
Αγκυλωτική σπονδυλίτιδα [Ankylosing spondylitis] Αυ-
τοάνοση φλεγμονώδης ρευματοπάθεια που προσβάλλει κυρίως
τη σπονδυλική στήλη και την πύελο. Η πάθηση έχει συνδεθεί
με την οστεοπόρωση και με αυξημένο καταγματικό κίνδυνο,
κατάσταση που αποδίδεται σε διάφορους λόγους (έκκριση κυ-
τοκινών, περιορισμένη κινητικότητα, μειωμένη ελαστικότητα
των προσβλημένων οστών).
Αδαμαντινοβλαστίνη [Ameloblastin] Πρωτεΐνη που βρίσκε-
ται στο οργανικό υπόστρωμα της αδαμαντίνης.
Αδαμαντινοβλάστωμα [Ameloblastoma] Σπάνιος καλοή-
θης, κατά κύριο λόγο, όγκος της εξωτερικής επιφάνειας των
δοντιών (αδαμαντινοβλάστες) που προσβάλλει συχνότερα την
κάτω γνάθο και σπανιότερα την άνω γνάθο.
Αδαμαντινογένεση [Amelogenesis] Σχηματισμός αδαμαντί-
8
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νης (σμάλτου) στα δόντια που ακολουθεί το στάδιο της οδοντο-


γένεσης δηλ. του σχηματισμού της οδοντίνης.
Αδαμαντινογενίνη [Amelogenin] Πρωτεΐνη που βρίσκεται
στην αναπτυσσόμενη αδαμαντίνη του δοντιού και ανήκει στην
οικογένεια των πρωτεϊνών της εξωκυττάριας ουσίας. 
Αδενωματώδης πολυποδίαση του παχέος εντέρου
[Adenomatous polyposis coli, APC] Πρωτεΐνη που κω-
δικοποιείται από το γονίδιο APC και δρα σαν ανταγωνιστής
του σηματοδοτικού μονοπατιού των Wnt. Συμμετέχει, επίσης,
και σε άλλες διαδικασίες όπως την κυτταρική μετανάστευση
και προσκόλληση, τη μεταγραφική ενεργοποίηση καθώς και
την απόπτωση. Μεταλλαγές του γονιδίου APC οδηγούν στην
οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση (Familial Adenomatous
Polyposis, FAP). Μεταλαγή στο APC εμφανίζεται, επίσης, συ-
χνά σε περιπτώσεις ορθοκολικού καρκινώματος.
Αδιποκύτταρα [Adipocytes] βλ. Λιποκύτταρα [Lipocytes].
Αδιπονεκτίνη [Adiponectin] Πρωτεΐνη με 244 αμινοξέα που
παράγεται στον λιπώδη ιστό. Η αδιπονεκτίνη είναι η υψηλότερη
σε συγκέντρωση ορμόνη του λιπώδους ιστού που κυκλοφορεί στο
αίμα. Παρουσιάζει ομολογία με τον TNF-α και τον παράγοντα
C19 του συμπληρώματος, αλλά βιολογικά δραστικότερη ισομορ-
φή αποτελεί η HMW (υψηλού μοριακού βάρους) αδιπονεκτίνη.
Η αδιπονεκτίνη αυξάνει την πρόσληψη λιπαρών οξέων από τα
κύτταρα των σκελετικών μυών προάγοντας την οξείδωσή τους,
καθώς και την πρόσληψη της γλυκόζης από τους μύες. Κεντρικά,
η αδιπονεκτίνη δρα ρυθμίζοντας την όρεξη και την πρόσληψη
τροφής. Τέλος, ασκεί προστατευτικό ρόλο στην αθηρωμάτωση
και στη φλεγμονή.
Αδράνεια [Inertia] Η ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται
σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης.
Αδρενοκορτικοτρόπος ή Φλοιοεπινεφριδιοτρόπος
ορμόνη ή Κορτικοτροπίνη [Adrenocorticotropic
hormone, ACTH] Ορμόνη που παράγεται από τα φλοιο-
τρόπα (κορτικοτρόπα) κύτταρα (corticotrophs) του πρόσθι-
ου λοβού της υπόφυσης και ρυθμίζει την έκκριση των στε-
ροειδών ορμονών από το φλοιό των επινεφριδίων. Κάτω από
την επίδραση ποικίλων στρεσογόνων παραγόντων, ο υποθά-
9
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

λαμος εκκρίνει την εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης


(Corticotropin-releasing hormone, CRH), η οποία διεγείρει
την απελευθέρωση της ACTH.
Αιμοπεταλιακός αυξητικός παράγοντας [Platelet-
derived growth factor, PDGF] Παράγοντας που απελευθε-
ρώνεται από τα αιμοπετάλια κατά τη διαδικασία σχηματισμού
του θρόμβου. Η δράση του ρυθμίζεται σημαντικά από την πα-
ρουσία και άλλων αυξητικών παραγόντων. Ο PDGF ενισχύ-
ει την οστική αναγέννηση σε συνδυασμό με τους παράγοντες
TGF-β και IGF-I ενώ δεν διαθέτει αυτοδύναμα οστεογεννητικές
ικανότητες. Προκαλεί τη μετανάστευση και τον πολλαπλασι-
ασμό των αρχέγονων μεσεγχυματικών κυττάρων. Συμμετέχει
στην ανάπτυξη, επιβίωση και διαφοροποίηση του συνδετικού
ιστού ενώ ενέχεται σε πολλά στάδια της νεοπλασματικής δια-
δικασίας, διεγείροντας τον πολλαπλασιασμό και τη μετανά-
στευση των κυττάρων καθώς και την αγγειογένεση. Στο οστικό
μικροπεριβάλλον, οι οστεοβλάστες παράγουν και απαντούν
στον PDGF επάγοντας τον πολλαπλασιασμό, την οστική απορ-
ρόφηση, την αποδόμηση του κολλαγόνου και την έκφραση
κολλαγενασών. Η οστική απορρόφηση διεγείρεται από τον
PDGF έμμεσα μέσω ρύθμισης της έκφρασης των κυτοκινών
και άμεσα από διέγερση των οστεοκλαστών.
Αιμορροφιλία [Hemophilia] Φυλοσύνδετη κληρονομική δια-
ταραχή της πήξης του αίματος που προκαλείται από την έλλει-
ψη του παράγοντα πήξης VIII (αιμορροφιλία Α) ή του παράγο-
ντα IX (αιμορροφιλία Β), στην οποία η συχνότερη αιμορραγική
επιπλοκή είναι η ενδαρθρική αιμορραγία, με αποτέλεσμα προ-
οδευτική καταστροφή της αρχιτεκτονικής της άρθρωσης και
ανάπτυξη βαριάς αιμορροφιλικής αρθροπάθειας.
Αιμοχρωμάτωση [Hemochromatosis] Γενετικά ετερογενής
νόσος του μεταβολισμού του σιδήρου που χαρακτηρίζεται από
αυξημένη εντερική απορρόφηση και συσσώρευση σιδήρου
στους ιστούς. Ανεξάρτητα από την αιτία, η νόσος συνδέεται με
ανεπάρκεια της εψιδίνης (hepsidin), πεπτιδίου που συντίθε-
ται στο ήπαρ και παίζει ρόλο στην ομοιοστασία του σιδήρου.
Οι επιπλοκές περιλαμβάνουν αρθρίτιδα, διαβήτη, κίρρωση του
ήπατος, καρδιακή ανεπάρκεια ή αρρυθμίες, και αύξηση της
μελάγχρωσης του δέρματος.
10
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ακετοϋδροξαμικό οξύ [Acetohydroxamic acid] Φάρμακο


που χορηγείται για την αντιμετώπιση των λίθων από στρουβί-
τη (εναμμώνιο φωσφορικό μαγνήσιο του ασβεστίου). Το μόριο
του μοιάζει με αυτό της ουρίας αλλά δεν υδρολύεται από το
ένζυμο ουρεάση.
Ακετυλοχολίνη [Acetylcholine, ACh] Νευροδιαβιβαστής
που απελευθερώνεται στις νευρομυϊκές συνάψεις και σε ορι-
σμένες συνάψεις του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η δρά-
ση της μπορεί να είναι τόσο διεγερτική όσο και ανασταλτική
ανάλογα με τους υποδοχείς.
Ακρομεγαλία ή Μεγαλακρία [Acromegaly] Σύνδρομο
που οφείλεται στην υπερέκκριση αυξητικής ορμόνης (Growth
hormone, GH) από την υπόφυση και χαρακτηρίζεται από
παθολογική ανάπτυξη του σώματος. Το συχνότερο αίτιο της
νόσου αποτελεί το καλοήθες σωματοτρόφο αδένωμα της υπό-
φυσης. Υπερασβεστιαιμία παρατηρείται στο 15-20% των πε-
ριπτώσεων μεγαλακρίας και οφείλεται στην αυξημένη απορ-
ρόφηση ασβεστίου από τα οστά και το έντερο. Τα επίπεδα της
βιταμίνης D3 είναι αυξημένα, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται
υπερπλασία των παραθυρεοειδών αδένων.
Αλγοδυστροφία [Algodystrophy] βλ. Σύνδρομο του σύμπλοκου
περιοχικού πόνου [Complex regional pain syndrome, CRPS].
Αλγόριθμος FRAX [Algorithm FRAX] Εργαλείο υπολογισμού
της δεκαετούς πιθανότητας για ισχιακό και μείζον οστεοπορω-
τικό κάταγμα. Δύναται να εκτιμήσει τον καταγματικό κίνδυνο
σε ασθενείς διαφορετικών εθνικοτήτων, συμπεριλαμβανομένης
και της Ελληνικής. Ο FRAX είναι αλγόριθμος που συμβάλλει
στον εντοπισμό των ασθενών υψηλού κινδύνου για κάταγμα
και υπολογίζεται συνεκτιμώντας κλινικούς παράγοντες κιν-
δύνου όπως ηλικία, φύλο, ιστορικό προηγούμενου κατάγμα-
τος, δείκτη μάζας σώματος, ισχιακού κατάγματος του γονέα,
χρήση κορτικοειδών, παρουσία ρευματοειδούς αρθρίτιδας,
δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης, κάπνισμα και κατανάλωση
αλκοόλ. Στο μοντέλο του υπολογισμού είναι δυνατόν να προ-
στεθεί και η παράμετρος της οστικής πυκνότητας του ισχίου,
η οποία όμως δεν είναι απαραίτητη για τον υπολογισμό του
10ετούς καταγματικού κινδύνου. Οι προσεγγίσεις αυτές έχει
αποδειχθεί ότι παρουσιάζουν θετική σχέση οφέλους-κόστους
11
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

και ο FRAX έχει πλέον ενσωματωθεί στις κατευθυντήριες οδη-


γίες αρκετών χωρών.
Αλενδρονάτη [Alendronate] Αμινοδιφωσφονικό με δυνατό-
τητα αύξησης της οστικής μάζας σε ολόκληρο το σκελετό και
μείωσης του κινδύνου καταγμάτων ισχίου και σπονδυλικής
στήλης. Έχει ένδειξη για τη θεραπεία της ανδρικής οστεοπό-
ρωσης. Χορηγείται σε δόση των 10 mg ημερησίως ή εβδομα-
διαία εφάπαξ χορήγηση των 70 mg. Η τελευταία μορφή έχει
επικρατήσει λόγω ευελιξίας ενώ μειώνει σημαντικά τον οισο-
φαγικό ερεθισμό. Ο μέγιστος χρόνος τεκμηριωμένης ασφα-
λούς χορήγησης της αλενδρονάτης είναι δυνητικά έως 10 έτη.
Αλκαλική φωσφατάση [Alkaline phosphatase, ALP]
Ένζυμο που εντοπίζεται στις κυτταρικές μεμβράνες ή πλησίον
αυτών στους περισσότερους ιστούς. Αν και η ακριβής μετα-
βολική λειτουργία της ALP είναι άγνωστη, είναι γνωστό ότι
είναι ένα ένζυμο που καταλύει την αλκαλική υδρόλυση των
μονοφωσφορικών εστερικών ομάδων και βρίσκεται σε υψηλή
συγκέντρωση στο εντερικό επιθήλιο, στα νεφρικά σωληνάρια,
στα οστά, στο ήπαρ και στον πλακούντα. Αν και τα ισοένζυμα
της ALP του ήπατος, των οστών και των νεφρών έχουν την
ίδια πρωτοταγή δομή, υπάρχουν διάφορες ισομορφές τους
που οφείλονται σε μετα-μεταφραστικές τροποποίησεις του εν-
ζύμου. Από την ολική ALP που κυκλοφορεί στο αίμα, το 95%
προέρχεται είτε από το ήπαρ είτε από το οστό. Η ALP εκφρά-
ζεται, επίσης, σε διάφορους όγκους, ενώ και ο πλακούντας
αποτελεί μία πλούσια πηγή του ενζύμου κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης. Ο κύριος ρόλος της στη φυσιολογία του οστού
φαίνεται να σχετίζεται με τη μετάλλωση των οστών.
Αλκάλωση [Alkalosis] Kατάσταση κατά την οποία το pH του
αρτηριακού αίματος ξεπερνά το 7.45.
Αλκαπτονουρία [Alkaptonuria] Σπάνια κληρονομούμενη, με
τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο χαρακτήρα, γενετική διαταρα-
χή του μεταβολισμού της φαινυλαλανίνης και της τυροσίνης.
Κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι το μαύρο χρώμα των
ούρων και ο αποχρωματισμός του συνδετικού ιστού (ωχρονο-
σία). Στο πλαίσιο της νόσου αναφέρονται ασβεστοποίηση των
μεσοσπονδυλίων δίσκων, συνοστέωση σπονδύλων, εκφύλιση
των αρθρώσεων του ισχίου και των γονάτων.
12
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Αλληλόμορφο [Allele] Μία από τις διαφορετικές εναλλακτι-


κές μορφές ενός γονιδίου.
Αλλομόσχευμα [Allograft] Ιστός που μεταφέρεται μεταξύ δύο
γενετικά διαφορετικών ατόμων του ίδιου είδους.
Αλλοπουρινόλη [Allopurinol] Αναστολέας του ενζύμου της
ξανθινο-οξειδάσης που συμμετέχει στον σχηματισμό του ουρι-
κού οξέος κατά τον καταβολισμό των πουρινών.
Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης [Polymerase
change reaction, PCR] Tεχνική της μοριακής βιολογίας
που χρησιμοποιείται για να πολλαπλασιάσει μια συγκεκριμέ-
νη αλληλουχία του DNA in vitro με τα κατάλληλα ένζυμα.
Αλφακαλσιδόλη [Alfacalcidol] Συνθετικό ανάλογο της βιτα-
μίνης D το οποίο είναι υδροξυλιωμένο στη θέση 1α και επο-
μένως παρακάμπτεται η δράση των νεφρών και ακολουθεί η
υδροξυλίωση στη θέση 25 στο ήπαρ για να παραχθεί καλσι-
τριόλη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μέρος της αλφακαλσιδόλης
[1α(OH)βιταμίνη D] ενεργοποιείται τοπικά στα οστά από τους
οστεοβλάστες, ασκώντας έτσι κάποιου βαθμού αυτοκρινική
δράση. Η αλφακαλσιδόλη αυξάνει την οστική πυκνότητα πιο
αποτελεσματικά από την απλή βιταμίνη D. Επίσης, η χορήγη-
ση αλφακαλσιδόλης μειώνει τον κίνδυνο πτώσεων σε ηλικιω-
μένα άτομα και ιδιαιτέρως σε ασθενείς με ανεπάρκεια βιταμί-
νης D ή χαμηλή νεφρική κάθαρση.
Άμεσα συγκριτική μελέτη [Head to Head study] Μελέτη
κατά την οποία συγκρίνεται η επίδραση ενός φαρμάκου σε σχέ-
ση με την επίδραση ενός δεύτερου. Στις μελέτες αυτές υπάρχουν
δύο ομάδες ατόμων που πάσχουν από την ίδια νόσο, η πρώτη
ομάδα λαμβάνει ένα φάρμακο και η δεύτερη ένα άλλο.
Αμινοδιφωσφονικά [Αminobisphosphonates] Κατηγορία
διφωσφονικών, τα οποία δεσμεύονται από τον υδροξυαπατίτη
και συσσωρεύονται στις ενεργείς θέσεις οστικής απορρόφησης
όπου έρχονται σε επαφή με τις οστεοκλάστες. Τα αμινοδιφω-
σφονικά (παμιδρονάτη, αλενδρονάτη, ριζεδρονάτη, ιβανδρο-
νάτη) δρουν στον μεταβολικό δρόμο του μεβαλονικού οξέος
όπου αναστέλλουν τη δράση της φαρνεσυλ-πυροφωσφορικής
συνθετάσης και διακόπτουν τον σχηματισμό των ισοπρενοει-
δών λιπιδίων, φαρνεσυλ-πυροφωσφορικού (FPP) και γερανυλ-
13
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

γερανυλ-πυροφωσφορικού (GGPP) που απαιτούνται για την


πρενυλίωση μικρών σηματοδοτικών πρωτεϊνών (GTPασών).
Έτσι, διαταράσσεται η λειτουργία της κυτταρικής μεμβράνης
των λυσοσωμάτων και του κυτταροσκελετού με αποτέλεσμα
την απενεργοποίηση των οστεοκλαστών, τη μείωση της ικα-
νότητάς τους να προσκολλώνται στις οστικές επιφάνειες και
την απόπτωσή τους. Επίσης, δρουν αναστέλλοντας τα απώ-
τερα στάδια της οστεοκλαστογένεσης μέσω μεσολαβητών που
προέρχονται από τη δράση τους στους οστεοβλάστες.
Αμινοτελικό τελοπεπτίδιο του κολλαγόνου τύπου Ι
[Amino-terminal collagen crosslinks, NTx] Προϊόν κατα-
βολισμού του κολλαγόνου τύπου Ι, θεωρείται αξιόπιστος δείκτης
οστεοκλαστικής δραστηριότητας. Ποσοτικός προσδιορισμός του
NTx μπορεί να γίνει τόσο στον ορό όσο και στα ούρα με ανο-
σολογικές μεθόδους. Η απέκκριση του NTx εμφανίζει κιρκά-
δια διακύμανση. O επίτοπος NTx απελευθερώνεται κυρίως από
το κολλαγόνο τύπου I των οστών με την υδρολυτική δράση της
καθεψίνης K. Mπορεί στη συνέχεια να αποδομηθεί στο ήπαρ
και στον νεφρό, όπου μπορεί να δώσει γέννηση στην ελεύθερη
δεοξυπυριδινολίνη (DPD). Ωστόσο, το NTx αποτελεί δυναμικό
δείκτη οστικής απορρόφησης, ενώ η απέκρισή του στα ούρα δεν
επηρεάζεται από τη διαιτητική πρόσληψη κολλαγόνου.
Αμοιβαία μετατόπιση [Reciprocal replication] Τμήμα
ενός χρωμοσώματος ανταλλάσσεται με ένα άλλο τμήμα ενός
άλλου χρωμοσώματος.
Αμυλίνη [Amylin] Πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από τα
β-κύτταρα του παγκρέατος και που μαζί με την καλσιτονίνη
δρουν στον οστικό μεταβολισμό.
Αμυλοείδωση [Amyloidosis] Αυξημένη συγκέντρωση ινιδίων
αμυλοειδούς σε διάφορα όργανα. Διάφορες παθήσεις όπως η
μονοκλωνική γαμμοπάθεια (νεφροπάθεις κ.ά.) προκαλούν την
κατάσταση αυτή, αλλά μπορεί να παρουσιάζεται σαν πρωτο-
παθής αμυλοείδωση. Η μεταμόσχευση μυελού είναι αποτελε-
σματική σε ορισμένες καταστάσεις.
Αναβολικά στεροειδή [Anabolic steroids] Συνθετικά πα-
ράγωγα της τεστοστερόνης. Κύρια ιατρική χρήση τους είναι
ο ανδρικός υπογοναδισμός, η μυϊκή ατροφία, τα καταβολικά
σύνδρομα και η αναιμία. Άτυπα χρησιμοποιείται από αθλη-
14
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

τές για μυϊκή ενδυνάμωση. Παρά το γεγονός ότι αυξάνει την


οστική πυκνότητα στη μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση δεν
χρησιμοποιείται λόγω έλλειψης δεδομένων στην πρόληψη κα-
ταγμάτων, αλλά και λόγω των παρενεργειών.
Αναδρομική μελέτη [Retrospective study] Μελέτη κατά
την οποία η ερευνητική ομάδα κινείται αναδρομικά, συλλέγει
δεδομένα που αφορούν το παρελθόν ώστε να καταγράψει το
συμβάν.
Ανάλυση πεπερασμένων στοιχείων [Finite element
analysis, FEA] Σε αξονικές τομογραφίες λαμβάνονται εκτός
των πυκνομετρικών χαρακτηριστικών και τα γεωμετρικά δε-
δομένα του εξεταζόμενου οστού (π.χ. ενός σπονδύλου). Η τε-
χνική FEA εφαρμόζεται κυρίως στις μηχανικές κατασκευές
επιτρέποντας τη δημιουργία μοντέλων των μηχανικών ιδιοτή-
των μιας κατασκευής. Στα μεταβολικά νοσήματα των οστών
χρησιμοποιείται στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας θερα-
πειών στη μείωση της ευθραυστότητας των οστών.
Άναρχο οστό [Woven bone] Ο πρωτογενής οστίτης ιστός ο
οποίος είναι κυτταροβριθής με ευρείες στρογγυλές και ακανόνι-
στα διασπαρμένες οστικές κοιλότητες. Το κολλαγόνο σχηματίζει
αδρές δεσμίδες που κατανέμονται τυχαία στο χώρο. Η οργανι-
κή μεσοκυττάρια ουσία είναι βασεόφιλη και έχει λιγότερο επι-
μεταλλωμένο περιεχόμενο από τον δευτερογενή οστίτη ιστό. Το
άωρο οστό σχηματίζεται στα εμβρυικά κέντρα οστεοποίησης και
στην πρωτογενή σπογγώδη ουσία των αναπτυσσόμενων οστών.
Είναι, επίσης, η πρώτη μορφή οστίτη ιστού που σχηματίζεται
στα σημεία επούλωσης των καταγμάτων, σε παθολογικές κατα-
στάσεις, σε κάποιους όγκους οστών και στο φατνιακό οστό που
σχετίζεται με τα δόντια. Το άωρο οστό μπορεί να βρίσκεται με τη
μορφή είτε του σπογγώδους είτε του φλοιώδους.
Αναστολείς αντλίας πρωτονίων [Proton pump inhibitors,
PPIs] Kατηγορία φαρμάκων που δρα στο στομάχι και μειώνει
την οξύτητα του περιεχομένου του. Oι ουσίες αυτές αποτελούν
ισχυρούς αντιεκκριτικούς παράγοντες, αναστέλλοντας τη δράση
του ενζύμου Η+-Κ+/ATPάση, που ευρίσκεται στη μεμβράνη των
τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου. Τα κύτταρα αυτά έχουν
ειδικευτεί στην παραγωγή οξέος. Μέσω της αντλίας πρωτονίων
μεταφέρονται ιόντα υδρογόνου, Η+, στον αυλό του στομάχου. Με
15
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

τον τρόπο αυτό το περιεχόμενο του στομάχου διατηρεί χαμηλό


pH, δηλαδή είναι όξινο, γεγονός που διευκολύνει την πέψη των
τροφών. Η μακρόχρονη καθημερινή χρήση τους έχει κατηγορη-
θεί ότι αυξάνει τον καταγματικό κίνδυνο.
Αναστολείς της αρωματάσης [Aromatase inhibitors]
Είδος ορμονικής θεραπείας η οποία μειώνει τα επίπεδα των
οιστρογόνων στο σώμα αναστέλλοντας τη δράση του ενζύμου
αρωματάση, η οποία μετατρέπει τα ανδρογόνα σε οιστρογό-
να μέσω της διαδικασίας της αρωματοποίησης. Οι αναστολείς
αρωματάσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τη θερα-
πεία γυναικών με καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών.
Ανασυνδυασμός [Recombination] Διαδικασία κατά την
οποία μόρια DNA ανταλλάσσουν γενετική πληροφορία και
ανασυνδέονται σε νέους συνδυασμούς. Μπορεί να συμβεί in
vivo κατά τη μειωτική διαίρεση μέσω της διαδικασίας του επι-
χιασμού και με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η ποικιλομορφία
στη φύση ή in vitro μέσω της δράσης ενζύμων και χρησιμο-
ποιώντας DNA για τη γενετική τροποποίηση των οργανισμών.

Σχηματική απεικόνιση του ανασυνδυασμού ανάμεσα σε ομόλογα


χρωμοσώματα κατά τη μείωση. (Πηγή: http://voer.edu.vn).

Ανδρογόνα [Androgens] Στεροειδή του φύλου με κύριο εκ-


πρόσωπο την τεστοστερόνη. Η δράση των ανδρογόνων στο
μυοσκελετικό σύστημα ασκείται κυρίως στον μυϊκό ιστό και
έμμεσα στα οστά. Μεγάλη έλλειψη ανδρογόνων στους άνδρες
οδηγεί σε ανάπτυξη χαμηλής οστικής πυκνότητας και αυξημέ-
νη οστική απώλεια. Σχετιζόμενες παθήσεις είναι η χειρουργι-
κή ορχεοεκτομή, αλλά και ο φαρμακευτικός αποκλεισμός των
ανδρογόνων στον καρκίνο του προστάτη. Η χορήγηση ανδρο-
γόνων σαν θεραπεία της ανδρικής οστεοπόρωσης γίνεται με
προσοχή λόγω των κινδύνων από τη χρήση τους.
16
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ανθεκτική στο άλας του τρυγικού οξέος όξινη φωσφα-


τάση [Tartrate resistant acid phosphatase, TRAP] Λυ-
σοσωματική πρωτεΐνη που είναι μέλος της οικογένειας των
όξινων φωσφατασών, μιας ξεχωριστής ομάδας ισοενζύμων
που καταλύουν την υδρόλυση των φωσφορικών ριζών σε όξινο
pΗ. Φυσιολογικά ανευρίσκεται στα κύτταρα της μονοκυττα-
ρικής σειράς, όπως οστεοκλάστες, κύτταρα του Κupffer και
μακροκύτταρα. Παθολογικά μπορεί να βρεθεί στα γιγαντοκύτ-
ταρα του οστεοκλαστώματος, σε κύτταρα σπληνός στη νόσο
Gaucher και σε ορό ασθενών με αυξημένο οστικό μεταβολι-
σμό. Υπάρχουν 6 ισοένζυμα της TRAP.
Ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη [Human chorionic
gonadotropin, hCG] Ορμόνη του πλακούντα και η παρου-
σία της στο πλάσμα και τα ούρα αποτελεί μια από τις πιο
πρώιμες ενδείξεις για εγκυμοσύνη και συνιστά τη βάση για
τα τεστ εγκυμοσύνης. Μικρές ποσότητες hCG εκκρίνονται
επίσης από διάφορες νεοπλασίες και στα δύο φύλα (καρκι-
νικός δείκτης).
Ανισότροπο υλικό [Anisotropic material] Υλικό όπου οι
εμβιομηχανικές ιδιότητες διαφέρουν ανάλογα με τη διεύθυνση
που καταπονούνται.
Ανοδικά [Upstream] Προσδιορίζει αλληλουχίες που βρίσκο-
νται προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της γονιδιακής
έκφρασης σε σχέση με ένα σημείο αναφοράς.
Ανοδοντία [Anodontia] Παθολογική κατάσταση κατά την
οποία ένας άνθρωπος έχει παντελή έλλειψη δοντιών.
Ανοικτή κοόρτη μελέτη [Open cohort study] Τύπος προ-
οπτικής μελέτης στην οποία η σύνθεση των συγκρινόμενων
ομάδων αλλάζει -τα μέλη του πληθυσμού εναλλάσσονται- με
τον χρόνο δηλαδή τα άτομα εισέρχονται και εξέρχονται από τη
μελέτη σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Ανοικτής επισήμανσης μελέτη [Open-label study] Κλινι-
κή μελέτη στην οποία όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (ασθενείς,
ερευνητές και ομάδα επιμέλειας και ανάλυσης των δεδομένων)
γνωρίζουν το φάρμακο (εικονικό ή υπό μελέτη φάρμακο) και
τη δόση που έχει δοθεί σε κάθε ασθενή.
Ανοχή [Tolerance] Η απουσία ανοσολογικής απόκρισης ενα-
17
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ντίον ενός αντιγόνου λόγω απαλοιφής του αντίστοιχου λεμφο-


κυτταρικού κλώνου.
Αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία [Reflex
sympathetic dystrophy, RSD] βλ. Σύνδρομο του σύμπλοκου
περιοχικού πόνου [Complex regional pain syndrome, CRPS].
Αντιγόνο [Antigen] Οποιαδήποτε ξένη ουσία της οποίας η εί-
σοδος σε έναν οργανισμό προκαλεί ανοσολογική απόκριση δι-
εγείροντας τη σύνθεση ενός αντισώματος (ειδική ανοσοσφαι-
ρίνη που αναγνωρίζει το αντιγόνο και το δεσμεύει).
Αντιγραφή [Replication] Διαδικασία κατά την οποία η διπλή
έλικα ξετυλίγεται και κάθε μία από τις αλυσίδες του πατρι-
κού DNA χρησιμοποιείται ως μήτρα για τη σύνθεση μιας νέας
αλυσίδας.
Αντιοξειδωτική δίαιτα [Anti-oxidant diet] Διαιτολόγιο
πλούσιο σε μικροθρεπτικά συστατικά που συμβάλλει στη θω-
ράκιση του οργανισμού έναντι των οξειδωτικών ριζών.
Αντιόξινο [Αntacid] Βασικό άλας που εξουδετερώνει τα γα-
στρικά οξέα του στομάχου, μειώνοντας την οξύτητά του.
Αντίσωμα [Antibody] Πρωτεΐνες (ανοσοσφαιρίνες) που παρά-
γονται από τα Β-λεμφοκύτταρα και αναγνωρίζουν, με μεγάλη
εξειδίκευση, τα αντιγόνα.
Αντλία νατρίου-καλίου [Sodium-potassium pump] Δια-
μεμβρανική πρωτεΐνη η οποία μετακινεί Na+ και K+ αντίθε-
τα προς την ηλεκτροχημική τους βαθμίδωση με ενέργεια που
προέρχεται από υδρόλυση της ATP.
Αντοχή [Strength] Το μέγεθος και το είδος των φορτιών που
μπορεί να αντέξει ένα υλικό προτού υποστεί μηχανική αποτυ-
χία και θραύση.
Αξονική τομογραφία [Computerized tomography, CT]
Τεχνική σάρωσης που χρησιμοποιεί ακτίνες Χ οι οποίες αποκα-
λύπτουν λεπτές διαφορές και μικρές δομές ιστών που δεν μπο-
ρούν να ελεγχθούν με τις συμβατικές τεχνικές ακτινογραφίας.
Αξονικός σκελετός [Axial skeleton] Τα ογδόντα οστά που
απαρτίζουν το κρανίο, τη σπονδυλική στήλη, τις πλευρές και
το στέρνο. Στηρίζει τα άνω και κάτω άκρα, φιλοξενεί το κε-
ντρικό νευρικό σύστημα και προφυλάσσει τον εγκέφαλο, την
καρδιά και τους πνεύμονες. Λόγω της έντονης μεταβολικής
18
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

δραστηριότητας του σπογγώδους οστού, ο αξονικός σκελετός


υφίσταται τις σοβαρότερες επιπτώσεις στην οστεοπόρωση.

Ο αξονικός σκελετός.
(Πηγή: http://upload.wikimedia.org/
wikipedia/commons/8/8b/Axial_
skeleton_diagram.svg).


Απλότυπος [Haplotype] Ο συγκεκριμένος συνδυασμός των
αλληλομόρφων που απαντώνται σε μία καθορισμένη περιοχή
των χρωμοσωμάτων ενός ατόμου.
Απόλυτος κίνδυνος [Absolute risk] Ο λόγος του αριθμού
νέων περιστατικών σε μία χρονική περίοδο προς τον αριθμό ατό-
μων την ίδια χρονική περίοδο. Ο απόλυτος κίνδυνος εκφράζει
την πιθανότητα εκδήλωσης της νόσου σε συγκεκριμένη ομάδα
του πληθυσμού.
Απομεταλλωμένη θεμέλια οστική ουσία [Demineralized
bone matrix, DBM] Το οστικό υπόλοιπο μετά την αφαλά-
τωση του οστού. Η DBM είναι πλούσια σε αυξητικούς πα-
ράγοντες κυρίως οστικές μορφογενετικές πρωτεΐνες (Bone
morphogenetic proteins, BMPs). Έχει χρησιμοποιηθεί για τη
γεφύρωση οστικών κενών τόσο πειραματικά όσο και σε κλινι-
κές εφαρμογές. Θεωρείται, επομένως, σαν ένα αποτελεσμα-
τικό αλλομόσχευμα. Μειονέκτημα της DBM είναι ο κίνδυνος
μετάδοσης λοιμώξεων καθώς και η ανοσολογική απόκκριση.
Απομετάλλωση [Demineralization] Η απομάκρυνση των με-
ταλλικών στοιχείων του οστού με αποτέλεσμα της ελλάτωση
της οστικής αντοχής και τον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων.
Απομυελίνωση [Demyelination] Εκφύλιση του μυελώδους
ελύτρου του νευράξονα, οφειλόμενη σε νόσο.
Απόπτωση ή Προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος
[Apoptosis or Programmed cell death] Κυτταρικός θά-
19
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νατος όπου το κύτταρο ενεργοποιεί εσωτερικούς μηχανισμούς


που οδηγούν σε προγραμματισμένο και οργανωμένο θάνατο.
Στην απόπτωση παρατηρείται συμπύκνωση και αποδόμηση
του DNA, συρρίκνωση του κυτταροπλάσματος και του πυρή-
να, χωρίς διάσπαση της κυτταρικής μεμβράνης (μορφολογικά
γνωρίσματα που τον διαφοροποιούν από τη νέκρωση). Δυσλει-
τουργίες στον μηχανισμό της απόπτωσης είναι υπεύθυνες για
την εμφάνιση ορισμένων μορφών καρκίνου, για την ανάπτυξη
αυτοάνοσων και νευροεκφυλιστικών ασθενειών καθώς και σε
πολλά σύνδρομα ανοσοανεπάρκειας.

Σχηματική απεικόνιση της απόπτωσης. (Πηγή: Xing L, Boyce BF. Regulation


of apoptosis in osteoclasts and osteoblastic cells. Biochemical and Biophysical
Research Communications 2005; 328:709-720).

Απορροφησιομετρία διπλοενεργειακής δέσμης ακτί-


νων X [Dual-energy X-ray absorptiometry, DXA]
Μέθοδος μέτρησης της οστικής πυκνότητας, η οποία κατατάσ-
σεται στις πρωτεύουσες μεθόδους. Η αρχή λειτουργίας της με-
θόδου DXA βασίζεται στη χρήση πηγής ακτίνων Χ που απομο-
νώνει δύο δέσμες του συνεχούς φάσματος ακτινοβολίας. Εκτιμά
την περιεκτικότητα του οστού σε μεταλλικά στοιχεία και επο-
μένως εκτιμά έμμεσα τον υπολογισμό της οστικής πυκνότητας.
Το αποτέλεσμα από τη μέτρηση ονομάζεται μέση τιμή οστικής
πυκνότητας (Bone Mineral Density, BMD) και εκφράζεται σε
g/cm2. Η οστική πυκνότητα της μεθόδου θεωρείται ανάλογη της
πραγματικής οστικής μάζας, εφόσον η σχέση κολλαγόνου προς
υδροξυαπατίτη είναι σταθερή. Η μέθοδος DXA μπορεί να πραγ-
ματοποιήσει μετρήσεις στην Ο.Μ.Σ.Σ., στον αυχένα του μηριαίου
οστού, στο περιφερικό τμήμα κερκίδας-ωλένης, ολόσωμες με-
τρήσεις και μετρήσεις σύστασης μαλακών μορίων εκτιμώντας
ξεχωριστά μύες και λίπος.

20
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Αποσιώπηση [Silencing] Καταστολή της γονιδιακής έκφρα-


σης σε μία συγκεκριμένη περιοχή του γονιδιώματος κυρίως
λόγω δομικών τροποποιήσεων της χρωματίνης.
Αποσπαστικό κάταγμα [Avulsion fracture] Κάταγμα στο
οποίο ένα μικρό τμήμα του οστού έχει αποσπαστεί από τη θέση
του αλλά το οστό δεν έχει χάσει τη στηρικτική του ικανότη-
τα και προκαλείται από παρακείμενες μυϊκές ή συνδεσμικές
καταφύσεις. Συνηθέστερα συμβαίνουν στα κάτω άκρα, ιδίως
γύρω από τον αστράγαλο.
Αποσύζευξη [Uncoupling] Υπό φυσιολογικές συνθήκες κατά
την οστική ανακατασκευή οι ποσότητες οστού που απορρο-
φούνται από τις οστεοκλάστες είναι ισόποσες με εκείνες που
παράγονται από τους οστεοβλάστες. Η διατάραξη της ισορρο-
πίας αυτής ονομάζεται αποσύζευξη και αποτελεί την κυριότε-
ρη αιτία πρόκλησης μεταβολικού νοσήματος των οστών, κυρί-
ως της οστεοπόρωσης.
Αποφόρτιση του σκέλους [Limb suspension] Ακινητο-
ποίηση σκέλους με ανύψωση του από το έδαφος. Συνήθως
γίνεται με την ανάρτηση του από ιμάντα και παραμονή του
σκέλους σε κάμψη. Η αποφόρτιση του σκέλους είναι τρόπος
προφύλαξης σε ασθενείς με κάταγμα του κάτω άκρου ή άλλη
επώδυνη πάθησή του (π.χ. παροδική οστεοπόρωση του ισχίου).
Πειραματικά εφαρμόζεται σε επίμυες με ανάρτηση του από
την ουρά (tail suspension) ως προσομοίωση της οστεοπόρω-
σης από αχρησία.
Αρθρικό υγρό [Synovial fluid] Υπερδιήθημα του αίματος που
παράγεται από τον αρθρικό υμένα. Η ποσότητα του αρθρικού
υγρού σε μία φυσιολογική άρθρωση είναι ελάχιστη, η σύστασή
του είναι ιξώδης και περιέχει γλυκόζη σε μεγάλη περιεκτικό-
τητα, πρωτεΐνες, υαλουρονικό οξύ και μικρό αριθμό κυττά-
ρων. Αποτελεί το συνδετικό στοιχείο μεταξύ του αγγειοβριθούς
αρθρικού υμένα και του ανάγγειου αρθρικού χόνδρου, μετα-
φέροντας τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες για τον μεταβολι-
σμό των κυττάρων του. Επιπλέον, εξασφαλίζει στις αρθρικές
επιφάνειες λίπανση και τις προστατεύει από την τριβή που
προκαλεί η διαρκής κίνηση και φόρτιση των αρθρώσεων.
Αρθρικός θύλακας [Articular capsule] Κλειστός σάκος
που περιβάλλει τα αρθρικά τμήματα των οστών και διαμορ-
21
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

φώνει την αρθρική κοιλότητα. Ο αρθρικός θύλακας εκκρίνει


αρθρικό υγρό στην αρθρική κοιλότητα που δρα σαν λιπαντικό
και προστατεύει τα οστά από τις τριβές. Το θυλακικό τοίχω-
μα σχηματίζεται από τρεις στιβάδες (ζώνες): α) την εξωτερική
στιβάδα (ινώδης ζώνη), β) τη μεσαία στιβάδα (αγγειακή ζώνη),
γ) την εσωτερική στιβάδα (υμενική ζώνη).
Αρθρικός χόνδρος [Articular cartilage] Ιστός που καλύπτει
τις αρθρικές επιφάνειες των οστών. Ο φυσιολογικός αρθρικός
χόνδρος είναι ένας αδιαφανής, λείος, στιλπνός και ανάγγει-
ος ιστός, ο οποίος επιτρέπει την ομαλή, με ελάχιστη τριβή,
κίνηση των αρθρικών επιφανειών. Ο αρθρικός χόνδρος έχει
ιδιότητες που του επιτρέπουν να δέχεται φορτία και να απορ-
ροφά κραδασμούς ενώ ταυτόχρονα έχει πολύ μικρή ικανότητα
αναγέννησης και επιδιόρθωσης των βλαβών του. Το πάχος του
αρθρικού χόνδρου κυμαίνεται μεταξύ 2 έως 4 mm ανάλογα με
την άρθρωση και μειώνεται με τη γήρανση. Το 80% του συνο-
λικού όγκου του αρθρικού χόνδρου αποτελείται από νερό, ενώ
από το ξηρό βάρος του το 50% αποτελείται από κολλαγόνο και
το υπόλοιπο 50% από χονδροκύτταρα και από άλλες ενώσεις
του μεσοκυτταρίου χώρου, όπως πρωτεογλυκάνες, λιπίδια,
ανόργανα άλατα.
Αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα [Hematopoietic stem
cells, HSCs] Βρίσκονται στον ερυθρό μυελό των οστών και
είναι τα κύτταρα από όπου προέρχονται όλα τα κύτταρα του
ανοσοποιητικού συστήματος, τα οποία με τη σειρά τους παρά-
γουν διάφορες ανοσοτροποποιητικές κυτοκίνες που επηρεά-
ζουν τη λειτουργία των οστικών κυττάρων.
Αρχέγονα μεσεγχυματικά κύτταρα [Mesenchymal stem
cells, MSCs] Πρωτογενή, αδιαφοροποίητα κύτταρα που βρί-
σκονται στον μυελό των οστών. Έχουν την ικανότητα αναγέν-
νησης και τη δυνατότητα να διαφοροποιούνται in vitro ή in
vivo σε διάφορους κυτταρικούς τύπους, όπως σε λιποκύττα-
ρα, οστεοβλάστες, ινοβλάστες, στρωματικά κύτταρα, χονδρο-
κύτταρα, μυοβλάστες υπό την επίδραση κατάλληλων μορφο-
γόνων παραγόντων. Ο αρχικός ορισμός «μονάδες σχηματισμού
ινοβλαστικών αποικιών» (colony forming unit-fibroblastic,
CFU-F) ή «ινοβλάστες του μεσεγχυματικού στρώματος» (MSF),
έχουν σταδιακά εγκαταλειφθεί και αντικατασταθεί από άλ-
22
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

λους, όπως «μεσεγχυματικά στρωματικά κύτταρα» (MSC),


«αρχέγονα μεσεγχυματικά κύτταρα» (MSCs) ή «μεσεγχυματικά
προγονικά κύτταρα» (MPC).
Αρωματάση [Αromatase] Ένζυμο που ανήκει στο κυτόχρωμα
p450 και καταλύει το τελικό στάδιο βιοσύνθεσης των οιστρο-
γόνων (οιστραδιόλης και οιστρόνης) από τα ανδρογόνα (τεστο-
στερόνης και ανδροστενεδιόνης).
Ασβέστιο [Calcium] Ιόν που παίζει βασικό ρόλο σε πολλές με-
ταβολικές διεργασίες. Πιο ειδικά, τα ιόντα ασβεστίου συμμε-
τέχουν: α) στην έκκριση πρωτεϊνών, ορμονών και νευροδιαβι-
βαστών, β) στην κυτταρική διαίρεση και κυτταρική αύξηση,
γ) στην εκπόλωση των μυϊκών κυττάρων, δ) στη διαπερατότη-
τα της κυτταρικής μεμβράνης, ε) στην πήξη του αίματος ως
συμπαράγωγων ενζύμων, στ) στην ασβεστοποίηση του νεοσχη-
ματισμένου οστού και τέλος, ζ) στη σταθεροποίηση της αθηρω-
ματικής πλάκας. Τα επίπεδά του διατηρούνται σε στενά όρια
(8,5-10,5 mg/dl) με τη δράση διαφόρων ορμονών όπως της
παραθορμόνης και της βιταμίνης D3, στον εντερικό σωλήνα,
τα οστά, τους νεφρούς και τους παραθυρεοειδείς αδένες. Το
98% βρίσκεται στα οστά και το υπόλοιπο 2% υπάρχει στην κυ-
κλοφορία. Από την ποσότητα αυτή, μόνο η μισή περίπου είναι
ελεύθερη (ιονισμένο κλάσμα) και επομένως βιολογικά δραστι-
κή, ενώ το υπόλοιπο που είναι συνδεμένο (με αλβουμίνη 37%,
σφαιρίνες 10% ή ως σύμπλοκα άλατα φωσφόρου, κιτρικών
και διττανθρακικών - 6%) είναι βιολογικά αδρανές.
Ασβέστιο, εντερική απορρόφηση [Calcium, intestinal
absorption] Το ασβέστιο των τροφών και των συμπληρω-
μάτων ασβεστίου απορροφάται κυρίως στο λεπτό έντερο και
απεκκρίνεται μέσω των χοληφόρων και των παγκρεατικών
πόρων. Η ποσότητα του ασβεστίου που απορροφάται από το
έντερο ποικίλει (περίπου 200 mg απορροφώνται καθημερινά
σε ημερήσια πρόσληψη 800 mg). H απορρόφηση του ασβεστί-
ου διευκολύνεται από τα υψηλά επίπεδα του ασβεστίου μέσα
στο έντερο, την παρουσία γλυκόζης και τα αυξημένα επίπεδα
της 1,25(ΟΗ)2D3. Η 1,25(ΟΗ)2D3, ο τελικός μεταβολίτης της
βιταμίνης D, είναι ο κύριος ρυθμιστής της εντερικής απορ-
ρόφησης του ασβεστίου μέσω ειδικών πυρηνικών υποδοχέων
VDR (Vitamin D receptor). Η έκφραση αυτών των υποδοχέων
23
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

είναι ανάλογη της συγκέντρωσης της 1,25(ΟΗ)2D3 του ορού.


Άλλοι συστηματικοί παράγοντες που παρεμβαίνουν στην εντε-
ρική απορρόφηση του ασβεστίου είναι τα οιστρογόνα, η κύ-
ηση και η παραθορμόνη (ΡΤΗ). Η δράση της ΡΤΗ στο επίπε-
δο του εντέρου ασκείται έμμεσα προάγοντας τη σύνθεση της
1,25(ΟΗ)2D3 στους νεφρούς.
Ασβέστιο, νεφρική επαναρρόφηση και απέκκριση
[Calcium, renal reabsorption and excretion] Από τους
νεφρούς, καθημερινά διηθούνται 8,000 mg ασβεστίου (150 mg/
kg/ημέρα) ενώ επαναρροφάται σχεδόν το 98%. Αυτό συμβαίνει
στο εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο κυρίως (το 70%), αλλά και
στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle (το 20%) και το άπω
τμήμα των σωληναρίων (το 5-10%). Όμως, μόνο η επαναρρόφηση
του ασβεστίου στο άπω σωληνάριο βρίσκεται υπό λεπτή ρύθμιση.
Ένα μεγάλο μέρος του ασβεστίου απορροφάται συμπαρασυρόμε-
νο από την ροή του ύδατος και του νατρίου. Αντίθετα, στο άπω
εσπειραμένο σωληνάριο η μεταφορά του ασβεστίου δεν συνδέεται
με εκείνην του χλωριούχου νατρίου και είναι υπό τον έλεγχο της
παραθορμόνης που προάγει την επαναρρόφηση του ασβεστίου.
Ασβέστιο / Κρεατινίνη ούρων [Urinary calcium / creatinine
ratio, Ca/Cr] Αποτελεί δείκτη οστικής απορρόφησης. Η πρό-
σληψη ασβεστίου με τις τροφές επηρεάζει σημαντικά την
απέκκριση του στα ούρα. Για τον λόγο αυτό η απέκκριση
του ασβεστίου διαφέρει σημαντικά εάν μετρηθεί το βράδυ ή
το πρωί σε νηστικό άτομο. Τα πρωινά ούρα νήστεως αντανα-
κλούν καλύτερα τον οστικό μεταβολισμό. Το ασβέστιο των ού-
ρων νήστεως, διορθωμένο προς τη αποβολή της κρεατινίνης,
λαμβάνεται δύο ώρες μετά την πρωινή ούρηση και ύστερα από
12ωρη νηστεία. Η μέθοδος είναι φθηνή και απλή, έχει όμως
χαμηλή ευαισθησία και ειδικότητα.
Ασβεστιολυτικά [Calcilytics] Ουσίες που δρουν σαν ανταγω-
νιστές των υποδοχέων-αισθητήρων του ασβεστίου (Calcium-
sensing receptor, CaSR) μιμούμενοι την υποασβεστιαιμία και
προκαλούν την έκκριση της παραθορμόνης ανεξάρτητα από τα
επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Τέτοιες ουσίες με μικρό χρόνο ημι-
ζωής μπορούν να προκαλέσουν την κατά ώσεις και ευεργετική
για την οστεοπαραγωγική έκκριση της παραθορμόνης, προσφέ-
ροντας μια εναλλακτική στη θεραπεία της οστεοπόρωσης.
24
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ασβεστιομιμητικά [Calcimimetics] Ουσίες που δρουν


στον υποδοχέα αισθητήρα του ασβεστίου (Calcium-sensing
receptor, CaSR) και αυξάνουν την ευαισθησία των παραθυ-
ρεοειδών αδένων στο ασβέστιο του ορού. Αυτό έχει ως απο-
τέλεσμα τη μείωση της έκκρισης της προσχηματισμένης πα-
ραθορμόνης, τη μείωση της παραγωγής αλλά ίσως και της
υπερπλασίας των παραθυρεοειδών αδένων. Είναι αποτελε-
σματικά και ασφαλή και έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο αντι-
μετώπισης του δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού.
Άσηπτη νέκρωση [Avascular necrosis] βλ. Οστεονέκρωση
[Osteonecrosis].
Ασπορίνη [Αsporin] Πρωτεΐνη που βρίσκεται στη μεσοκυττά-
ρια ουσία των χόνδρων και στον άνθρωπο κωδικοποιείται από
το γονίδιο ASPN.
Ασφυκτική θωρακική δυσπλασία [Asphyxiating
thoracic dysplasia] βλ. Σύνδρομο Jeune [Syndrome Jeune].
Ατελής αδαμαντινογένεση [Amelogenesis imperfecta,
AI] Ετερογενές σύνολο από γενετικά κληρονομούμενες βλά-
βες, που επιδρούν κυρίως στη δημιουργία και τον σχηματισμό
της αδαμαντίνης. Ο φαινότυπος κυμαίνεται από τοπικές αδα-
μαντινικές βλάβες μέχρι και τη συνολική απουσία της αδαμα-
ντίνης. Η ατελής αδαμαντινογένεση μπορεί να είναι αυτοσω-
μική επικρατής, αυτοσωμική υπολειπόμενη ή φυλοσύνδετη.
Πολλές άλλες οδοντικές ανωμαλίες μπορεί να σχετίζονται με
ατελή αδαμαντινογένεση, όπως η πολφική ενασβεστίωση, ο
ταυροδοντισμός, η καθυστερημένη ανατολή, η ανοιχτή δήξη, ο
προγναθισμός και μερικές φορές η ουλική υπερπλασία.
Ατελής οδοντινογένεση [Odontogenesis imperfecta]
Γενετική διαταραχή της διάπλασης της οδοντίνης των δοντιών
που οφείλεται σε αυτοσωμικό επικρατή χαρακτήρα. Κλινικώς,
τα δόντια εμφανίζονται με ιριδίζουσα οδοντίνη με ελαφρώς
μπλέ-καφέ χροιά, με περισφιγμένο αυχένα και βολβοειδή ή κω-
δωνοειδή μύλη. Μικροσκοπικά, η οδοντίνη παρουσιάζει δομι-
κές ανωμαλίες, λιγότερα οδοντινοσωληνάρια, παχιές ίνες κολ-
λαγόνου και υπενασβεστίωση. Η αδαμαντίνη δεν υποστηρίζεται
επαρκώς από την ελαττωματική οδοντίνη με αποτέλεσμα το κά-
ταγμα και τη σοβαρή αποτριβή των δοντιών. Τα νεογιλά δόντια
συνήθως προσβάλλονται περισσότερο από τα μόνιμα. H ατελής
25
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

οστεογένεση είναι το κυριότερο σκελετικό νόσημα που συνοδεύ-


εται σε μεγάλο ποσοστό από την ατελή οδοντινογένεση.
Ατελής οστεογένεση ή Οστεοψαθύρωση [Osteogenesis
imperfecta] Γενετική διαταραχή του συνδετικού ιστού, που
χαρακτηρίζεται από αυξημένη ευθραυστότητα οστών, με συ-
νέπεια τα πολλαπλά, αυτόματα κατάγματα. Η επικρατέστερη
ταξινόμηση της ατελούς οστεογένεσης τη χωρίζει σε τέσσερις
κύριους κλινικούς και γενετικούς τύπους (Ι-IV) και πολυάριθ-
μους υποτύπους με ποικίλη βαρύτητα και διαφορετική πρό-
γνωση. Διακρίνεται σε κλασική ατελής οστεογένεση, η οποία
αφορά διαταραχή του κολλαγόνου τύπου Ι και είναι αυτοσω-
μική επικρατής και σε αυτοσωμική υπολειπόμενη, η οποία
περιλαμβάνει επιμέρους τύπους, οι οποίοι απαντώνται πιο
σπάνια και αφορούν γονίδια απαραίτητα για την υδροξυλίωση
του κολλαγόνου και την τρισδιάστατη δομή του.
Ατροφία Sudeck [Sudeck’s atrophy] βλ. Σύνδρομο του
σύμπλοκου περιοχικού πόνου [Complex regional pain
syndrome, CRPS].
Αυθόρμητη μεταλλαγή [Spontaneous mutation] Μεταλ-
λαγή η οποία συμβαίνει απουσία παραγόντων που αυξάνουν
τον ρυθμό της μεταλλαξογένεσης και οφείλονται κατά κύριο
λόγο σε σφάλματα κατά την αντιγραφή.
Αυξητική πλάκα [Growth plate] βλ. Επιφυσιακή πλάκα
[Epiphyseal plate].
Αυξητική ή Σωματοτρόπος ορμόνη [Growth hormone,
GH or Somatotropin] Πεπτιδική ορμόνη η οποία εκκρίνε-
ται από τα σωματοτρόπα κύτταρα (somatotrophs) της πρόσθι-
ας υπόφυσης και έχει εκτεταμένη φυσιολογική δραστηριότητα
επειδή προάγει τη διαίρεση του κυττάρου και τον κυτταρικό
πολλαπλασιασμό σε ολόκληρο το σώμα. Λειτουργεί και ως
μιτογόνο σε ορισμένους κυτταρικούς τύπους. Βραδεία ανά-
πτυξη αναστήματος και αργοπορημένη ωρίμανση στα παιδιά,
μειωμένη οστική πυκνότητα και/ή μυϊκή δύναμη καθώς και
αυξημένα επίπεδα λιπιδίων στους ενήλικες σχετίζονται με τη
μη επαρκή παραγωγή αυξητικής ορμόνης.
Αυξητικός παράγοντας [Growth factor] Εξωκυττάριο ση-
ματοδοτικό πολυπεπτιδικό μόριο που διεγείρει ένα κύτταρο
σε αύξηση ή πολλαπλασιασμό.
26
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Αυξητικός παράγοντας των ινοβλαστών [Fibroblast


growth factor, FGF] Οι FGF και οι αντίστοιχοι υποδοχείς
τους, FGFR, συνιστούν μια μεγάλη, πολύπλοκη οικογένεια ση-
ματοδοτικών μορίων τα οποία ενέχονται σε ποικιλία διεργασιών
όπως η εμβρυονική ανάπτυξη. Στον άνθρωπο απαντώνται 22
είδη με ποικίλο βαθμό έκφρασης στους διάφορους ιστούς και
σε διαφορετικά αναπτυξιακά στάδια. Στον ενήλικα, οι οστεοβλά-
στες εκφράζουν 3 από τους συνολικά 4 FGFR (FGFR1, FGFR2,
FGFR3), παράγουν FGF, οι οποίοι στη συνέχεια αποθηκεύονται
στην οστική θεμέλια ουσία και παίρνουν μέρος κατά τη διάρκεια
της οστεογένεσης. Η συμβολή τους στις διεργασίες που λαμβά-
νουν χώρα στο οστό περιπλέκεται και από το γεγονός ότι αλ-
ληλεπιδρούν με ποικιλία σηματοδοτικών μονοπατιών όπως του
TGF-β, του VEGF, των MMP, των IGF κ.ά.
Αυξητικός παράγοντας των ινοβλαστών-23 [Fibroblast
growth factor-23, FGF-23] Ανήκει στην οικογένεια των φω-
σφατονινών και παράγεται στα οστά από τους διαφοροποιη-
μένους οστεοβλάστες και τα οστεοκύτταρα. Ασκεί ενδοκρινική
δράση και ρυθμίζει το μεταβολισμό των χολικών οξέων, των υδα-
τανθράκων και του φωσφόρου. Νοσήματα στα οποία οι ασθενείς
διαπιστώθηκαν με αυξημένα επίπεδα του FGF23 περιλαμβά-
νουν τη Χ-φυλοσύνδετη ραχίτιδα, την αυτοσωματική επικρατού-
σα αλλά και υπολειπόμενη ραχίτιδα καθώς και την οστεομαλα-
κία που συνοδεύει μεσεγχυματικά νεοπλάσματα. Διαπιστώθηκε
ότι στα νοσήματα αυτά, είτε υπάρχει ενδοκυτταρική βλάβη στην
αναστολή της σύνθεσης του FGF23 από τα οστεοκύτταρα, με
αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένη παραγωγή, είτε βλάβη στο μη-
χανισμό αποδόμησής του, με αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώ-
σεις να υπάρχει αύξηση των επιπέδων στο πλάσμα. Η Κλωθώ
(Klotho) είναι μία διαμεμβρανική πρωτεΐνη που είναι, επίσης,
απαραίτητη για την ενεργοποίηση και τη δράση του FGF23.
Αυτομόσχευμα [Autograft] Ιστός που μεταφέρεται από μία
ανατομική θέση σε μία άλλη στο ίδιο άτομο. Στα οστά, τεμάχιο
φλοιο-σπογγώδους οστού από το ίδιο σώμα, το οποίο τοπο-
θετείται για την κάλυψη οστικού κενού ή τη διαδικασία της
πώρωσης του κατάγματος.
Αυτοσωματική επικρατούσα υποφωσφοραιμική ρα-
χίτιδα/οστεομαλακία [Autosomal dominant hypo-
27
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

phosphatemic rickets, ADHR] Κληρονομική μορφή


ραχίτιδας/οστεομαλακίας η οποία κληρονομείται με τον αυτο-
σωματικό επικρατή χαρακτήρα. Η φαινοτυπική έκφραση της
νόσου περιλαμβάνει οστικά άλγη, παραμορφώσεις των κάτω
άκρων και ακτινολογικά ευρήματα διαφόρου βαθμού ραχίτι-
δας (στον αναπτυσσόμενο σκελετό) ή οστεομαλακίας (στους
ενήλικες). Βιοχημικά χαρακτηριστικά της νόσου αποτελούν η
υποφωσφοραιμία, τα φυσιολογικά επίπεδα του ασβεστίου και
της παραθορμόνης στο αίμα. Μεταλλαγές του γονιδίου FGF-23
έχουν ταυτοποιηθεί σε ασθενείς της νόσου αυτής.
Αυτοσωμική επικρατούσα οστεοπέτρωση τύπου I
[Autosomal dominant osteopetrosis type I, ADO I]
Εξαιρετικά σπάνια νόσος που χαρακτηρίζεται από πυκνώσεις
του σκελετού κυρίως του κρανιακού θόλου. Οφείλεται σε μεταλ-
λαγή απόκτησης λειτουργίας του γονιδίου του LRP5 που οδηγεί
σε αυξημένο οστικό σχηματισμό και κληρονομείται με τον αυτο-
σωμικό επικρατή τύπο. Κλινικά σημεία της νόσου είναι ο χρό-
νιος οστικός πόνος και η δυσλειτουργία των κρανιακών νεύρων
(απώλεια ακοής, νευραλγία, παράλυση του προσώπου).
Αυτοσωμική επικρατούσα οστεοπέτρωση τύπου II
[Autosomal dominant osteopetrosis type II, ADO II]
Γνωστή και ως Νόσο Albers-Schönberg. Αποτελεί τον πιο συ-
χνά απαντώμενο τύπο οστεοπέτρωσης που κληρονομείται με τον
αυτοσωμικό επικρατή τρόπο και προκαλείται από μεταλλαγές
του ClCN7 (Κανάλι μεταφοράς χλωρίου). Αρκετοί φορείς είναι
ασυμπτωματικοί και συχνά ανακαλύπονται σε τυχαίο ακτινολο-
γικό έλεγχο ρουτίνας. Στους ασθενείς με ADOII που εμφανίζουν
κλινικά σημεία και συμπτώματα περιλαμβάνονται τα πολλαπλά
κατάγματα, η σκολίωση ή άλλες ανωμαλίες της σπονδυλικής
στήλης, η αρθρίτιδα στα ισχία, η οστεομυελίτιδα κ.ά. και συνή-
θως παρουσιάζονται στην όψιμη εφηβική ή στην εφηβική ηλικία.
Αυτοσωμική υπολειπόμενη οστεοπέτρωση [Autosomal
recessive osteopetrosis, ARO] Τύπος οστεοπέτρωσης που
κληρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο και προ-
καλείται από μεταλλαγές του ClCN7. Η ARO εκδηλώνεται νωρίς
στην νηπιακή ηλικία. Τα πάσχοντα παιδιά μπορεί να παρουσιά-
σουν κατάγματα μετά από ήπιες κακώσεις ή πτώσεις. Η μη φυ-
σιολογική πυκνότητα στα οστά του κρανίου επηρεάζει τα νεύρα
28
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

στο κεφάλι και στο πρόσωπο με αποτέλεσμα την απώλεια όρασης


ή/και ακοής καθώς και παράλυσης των μυών του προσώπου.
Αφαλάτωση ή Απασβεστοποίηση [Decalcification] Η απο-
μάκρυνση του ασβεστίου ή συμπλόκων αυτού από σκληρούς
ιστούς κυρίως οστά και δόντια. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως
στην ιστολογία όπου σε έλλειψη σκληρού μικροτόμου για λήψη
ιστολογικών τομών από οστά προηγείται η αφαλάτωση τους με
τη χρήση διαλυμάτων οξέων. Στην οδοντιατρική χρησιμοποιείται
επίσης σαν όρος για την απομάκρυνση της οδοντικής πλάκας.
Αχονδροπλασία [Achondroplasia, ACH] Ομάδα στην κατηγο-
ρία των χονδροδυσπλασιών που αποτελεί τη συχνότερη μη θα-
νατηφόρο σκελετική δυσπλασία. Προκύπτει από μεταλλαγές στο
γονίδιο του υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα των ινοβλαστών
3 (Fibroblast growth factor receptor 3, FGFR3) και κληρονομεί-
ται με τον αυτοσωμικό επικρατή τρόπο. Η προχωρημένη αναπα-
ραγωγική ηλικία του πατέρα παρουσιάζει συσχέτιση με de novo
μεταλλαγές του συνδρόμου. Χαρακτηρίζεται από μικρό ανάστη-
μα, ριζομελική βράχυνση των μακρών οστών, έντονη οσφυϊκή
λόρδωση, ελάττωση μεσοσπονδυλίων διαστημάτων, βλαισο- και
ραιβο- παραμορφώσεις κάτω άκρων, μακροκεφαλία και προέ-
χον μέτωπο και χαρακτηριστικό προσωπείο. Επιπλέον, αρκετά
συχνά εμφανίζονται περιορισμοί της έκτασης και συστροφής του
αγκώνα και σχήμα χεριών δίκην τρίαινας. Τα άτομα με αχονδρο-
πλασία έχουν φυσιολογική νοητική ανάπτυξη και σπάνια εμφα-
νίζουν ήπια νοητική υστέρηση.
Αχρησία [Disuse] Στη βιολογία των οστών ορίζεται ως η πλημμε-
λής χρήση ενός οστού με φορτία μικρότερα των κατώτερων φυσι-
ολογικών ορίων. Εφόσον οι ασκούμενες στο οστό φορτίσεις και
μηκύνσεις (strains) είναι πολύ κατώτερες του ουδού της οστικής
ανακατασκευής (remodeling threshold) διεγείρεται η οστεοκλα-
στική δραστηριότητα και η οστική απώλεια. Επειδή η αχρησία
αφορά σε υποφυσιολογικά φορτία σε διάφορες περιοχές του
σκελετού ο όρος πρέπει να αφορά σε συγκεκριμένες περιοχές
του σκελετού και όχι στο σύνολο του ανθρώπινου σώματος.
Βαζεδοξιφαίνη [Bazedoxifene] Αντιοστεοπορωτικό φάρμα-
κο που ανήκει στην κατηγορία των SERMs (Eπιλεκτικοί τρο-
ποποιητές των υποδοχέων των οιστρογόνων). Χορηγείται σε
μορφή δισκίου 20 mg ημερησίως και ενδείκνυται για τη θε-
29
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ραπεία της οστεοπόρωσης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.


Έχει αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα έναντι σπονδυλικών
καταγμάτων. Ο μέγιστος χρόνος τεκμηριωμένης ασφαλούς χο-
ρήγησης της βαζεδοξιφαίνης είναι έως 7 έτη.
Βασική µικροκατασκευαστική μονάδα του οστού
[Basic structural unit, BSU] Η στοιχειώδης ανατομική
μονάδα του οστού από τη λειτουργία των οποίων εξαρτώνται
οι βιολογικές λειτουργίες του οστίτη ιστού. Στα φλοιώδη οστά
συμπίπτει με το αβέρσιο σύστημα ενώ στα σπογγώδη οστά εί-
ναι οι οστεοδοκίδες ή τμήματα τους.

Σχηματική παράσταση μιας μι-


κροκατασκευαστικής μονάδας
σπογγώδους οστού (συνήθως μέ-
ρος μιας οστεοδοκίδας).


Βασική πολυκυτταρική μονάδα του οστού [Basic
multicelllar unit, BMU] Ονομάζεται και βασική μεταβολική
οστική μονάδα. Αποτελεί τη μετάπτωση της βασικής μικροκατα-
σκευαστικής μονάδας (BSU) κατά τη φάση της ανακατασκευής.
Το σύνολο των κυττάρων που απαρτίζουν μία ανεξάρτητη μονά-
δα με λειτουργικό σκοπό την ανακατασκευή της ώστε να διατη-
ρούνται οι μηχανικές της ιδιότητες, αλλά και να παρέχεται πηγή
στοιχείων απαραίτητων στην ομοιοστασία του οστού.
Βελονισμός [Acupuncture] Η τοποθέτηση βελονών σε προκαθο-
ρισμένα σημεία του σώματος που αποβλέπουν κυρίως σε αναλγη-
σία. Η παραδοχή του βελονισμού από την παραδοσιακή ιατρική
γίνεται με επιφυλάξεις. Ανήκει στην ομάδα των εναλλακτικών θε-
ραπειών (alternative medicine) που γενικά χαρακτηρίζονται από
ιστορική επιβεβαίωση, παρά σε επιστημονικά δεδομένα.
Βιο-ομοειδή [Biosimilars] Φάρμακα, η δραστική ουσία των
οποίων παράγεται από ζώντες οργανισμούς, που σχεδιάζονται
έτσι ώστε να είναι παρεμφερή με τα ήδη υπάρχοντα βιολογικά
φάρμακα. Δεν είναι ίδια με τα γενόσημα φάρμακα, τα οποία
θεωρούνται πανομοιότυπα με τα φάρμακα αναφοράς τους. Η
δραστική ουσία του βιο-ομοειδούς και του φαρμάκου αναφο-
ράς είναι η ίδια βιολογική ουσία, παρόλο που ενδέχεται να
30
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

υπάρχουν ελάσσονες διαφορές λόγω της πολύπλοκης δομής


και των μεθόδων παραγωγής της.
Βιοχημικοί δείκτες οστικής εναλλαγής [Biochemical
markers of bone turnover] Οι βιοχημικοί δείκτες οστι-
κής εναλλαγής περιλαμβάνουν πεπτίδια που προέρχονται από
τους οστεοβλάστες ή τις οστεοκλάστες και ορ­γανικές ενώσεις
που απελευθερώνονται κατά τη σύνθεση ή την απο­δόμηση της
θεμέλιας ουσίας. Οι δείκτες εκτιμώνται στο αίμα ή στα ούρα
με τη χρήση διαφόρων μεθόδων όπως η υγρή χρωματογραφία,
η ανοσοραδιομετρία, ο ανοσοφθορισμός, και ανοσοενζυμι-
κές μέθοδοι. Οι δείκτες οστικής εναλλαγής διακρίνονται σε
δείκτες οστικής παρα­γωγής και σε δείκτες οστικής απορρό-
φησης. Στους δείκτες οστικής παραγωγής περιλαμβάνονται η
οστεοκαλσίνη, το αμινοτελικό και καρβοξυτελικό προπεπτίδιο
του προκαλλαγόνου τύπου Ι (PINP, PICP) και το οστικό κλά-
σμα αλκαλικής φωσφατάσης (bALP) ενώ στους δείκτες οστικής
απορρόφησης περιλαμβάνονται ο λόγος ασβέστιο/κρεατινίνη
(Ca/Cr), η υδροξυπρολίνη (HYP), η ελεύθερη πυριδινολίνη
(PYD), η ελεύθερη δεοξυπυριδινολίνη (DPD), το αμινοτελι-
κό και καρβοξυτελικό τελοπεπτίδιο του κολλαγόνου τύπου Ι
(NTx, CTx), η 5b ισομορφή της όξινης φωσφατάσης ανθεκτική
στο τρυγικό οξύ (TRAP5b) και η οστική σιαλοπρωτεΐνη.

Βιοχημικοί δείκτες της οστικής εναλλαγής. (Πηγή: Markus J Seibel


Biochemical Markers of Bone Turnover Part I: Biochemistry and Variability
(2005) Clin Biochem Rev 26:97-122).

Βισφατίνη [Visfatin] Κυτοκίνη που παράγεται στον σπλαχνικό


λιπώδη ιστό. Έχει αναγνωριστεί ως παράγοντας ενεργοποίησης
των πρόδρομων μορφών των Β-λεμφοκυττάρων. Η παρακρι-
νική της δράση στο σπλαχνικό λίπος συνίσταται στη διαφορο-
ποίηση των πρόδρομων λιποκυττάρων σε ώριμα καθώς και στη
31
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μεταφορά της γλυκόζης στα κύτταρα. Έχει ρόλο διαμεσολαβη-


τή στη φλεγμονή και έχει ανευρεθεί στις αθηρωματώδεις πλά-
κες των αγγείων. Η βισφατίνη έχει ινσουλινομιμητική δράση
και πιθανώς να συσχετίζεται με την ινσουλινοαντοχή και το
μεταβολικό σύνδρομο. Η συγκέντρωσή της είναι αυξημένη στα
παχύσαρκα άτομα.
Βιταμίνη D [Vitamin D] Λιποδιαλυτή βιταμίνη η οποία συμ-
βάλλει σημαντικά στον οστικό μεταβολισμό. Οι δύο μορφές (με-
ταβολίτες) της βιταμίνης D είναι η εργοκαλσιφερόλη (Vitamin
D2, Εrgocalciferol) και η χοληκαλσιφερόλη (Vitamin D3,
Cholecalciferol). Οι πηγές της βιταμίνης D εκτός από τις τρο-
φές είναι κυρίως η σύνθεση της από την 7-δεϋδροχοληστερόλη
του δέρματος υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας.
Στο ήπαρ η βιταμίνη D3 υπόκειται στην 1η υδροξυλίωση στη
θέση 25 και μετατρέπεται σε 25-υδροξυβιταμίνη D3 [25(OH)
βιταμίνη D3 ή καλσιδιόλη]. Στη συνέχεια μεταφέρεται στο πλά-
σμα και φθάνοντας στους νεφρούς υπόκειται σε 2η υδροξυλίω-
ση στη θέση 1 σχηματίζοντας τον βιολογικά ενεργό μεταβολίτη,
την 1,25 διϋδρόξυβιταμίνη D3 [1,25(OH)βιταμίνη D3 ή καλσι-
τριόλη]. Η ενεργή βιταμίνη D προάγει την εντερική απορρόφη-
ση του ασβεστίου και του φωσφόρου. Εφόσον δεν επαρκούν
οι ποσότητες ασβεστίου που απορροφώνται από το έντερο, η
1,25(ΟΗ)βιταμίνη D3 κινητοποιεί το ασβέστιο των οστών προ-
άγοντας την οστεοκλαστογένεση. Επιπρόσθετα, η 1,25(ΟΗ)
βιταμίνη D3 έχει βασική δράση στην επιμετάλλωση του οστεο-
ειδούς. Σε έλλειψη της βιταμίνης D μειώνεται η επιμετάλλωση
του νεοσχηματισμένου οστού με αποτέλεσμα την εμφάνιση της
ραχίτιδας στα παιδιά και οστεομαλακίας στους ενήλικες.


Μεταβολισμός της βιταμίνης D.

32
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Βιταμίνη D2 ή Εργοκαλσιφερόλη [Vitamin D2 or


Εrgocalciferol] Μεταβολίτης της βιταμίνης D. Πηγές της βι-
ταμίνης D2 αποτελούν τροφές φυτικής προέλευσης όπως τα
μανιτάρια. Η βιταμίνη D2 έχει μειωμένη δραστικότητα σε σχέ-
ση με τη βιταμίνη D3 καθώς έχει μικρότερη συγγένεια με τη
δεσμευτική πρωτεΐνη της βιταμίνης D (VDBP) με αποτέλεσμα
να απομακρύνεται ταχέως από την κυκλοφορία.
Βιταμίνη D3 ή Χοληκαλσιφερόλη [Vitamin D3 or
Cholecalciferol] Μεταβολίτης της βιταμίνης D. Παράγεται
στο δέρμα όπου η 7-δεϋδροχοληστερόλη υπό την επίδραση της
υπεριώδους ακτινοβολίας μετατρέπεται σε προβιταμίνη D3
και στη συνέχεια σε βιταμίνη D3. Η χοληκαλσιφερόλη, έπειτα
υδροξυλιώνεται στο ήπαρ ώστε να μετατραπεί σε καλσιδιόλη
(25-υδροξυβιταμίνη D3). Ακολούθως, η καλσιδιόλη υδροξυ-
λιώνεται ξανά αυτή τη φορά όμως στους νεφρούς και μετα-
τρέπεται σε καλσιτριόλη (1,25 διϋδρόξυ-βιταμίνη D). Άλλες
πηγές της βιταμίνης D3 είναι τροφές ζωικής προέλευσης όπως
ο σολωμός.
Βλαισσός μέγας δάκτυλος [Hallux valgus, bunion] Η πα-
ραμόρφωση της πρώτης φάλαγγας του ποδιού με βλαισσότητα
και χαρακτηριστική εξόστωση του 1ου μετατάρσιου οστού.
Βλεννοπολυσακχαριδώσεις [Mucopolysaccharidoses]
Κληρονομικά μεταβιβαζόμενες νόσοι που αφορούν διαταρα-
χές του μεταβολισμού, λόγω μειωμένης δράσης των λυσοσω-
μικών ενζύμων που αποδομούν τις γλυκοζαμινογλυκάνες. Η
συσσώρευση των συμπλόκων αυτών υδατανθράκων στον χώρο
του μυελού των οστών οδηγεί σε δυσπλασίες, που διαφέρουν
σε βαρύτητα ανάλογα με την έκταση του προβλήματος. Στις
κοινές κλινικές εκδηλώσεις περιλαμβάνονται: μακροκεφα-
λία, µεγάλη γλώσσα, κύφωση, συγκάµψεις, κοντές φάλαγγες
δακτύλων, δυσλειτουργία άκρων χειρών, δυσχέρεια βάδισης,
µυοκαρδιοπάθεια, απόφραξη ανωτέρων αναπνευστικών οδών,
υποτροπιάζουσες ωτίτιδες, νοητική υστέρηση, κινητικά προ-
βλήµατα, διαταραχές συµπεριφοράς και εκφυλιστική αµφι-
βληστροειδοπάθεια.
Βλεννοπολυσακχαρίδωση τύπου VI [Mucopolysacchari-
doses type VI] βλ. Σύνδρομο Maroteaux–Lamy [Syndrome
Maroteaux-Lamy].
33
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Γαμέτες [Gemetes] Ειδικά κύτταρα της αναπαραγωγής που


περιέχουν τον μισό αριθμό χρωμοσωμάτων σε σχέση με τα
υπόλοιπα κύτταρα του σώματος: οι γαμέτες είναι το ωάριο
και το σπερματοζωάριο.
Γαμετογένεση [Gametogenesis] Η διεργασία ωρίμανσης
των γαμετών (σπερματογένεση στον άνδρα και ωογένεση στη
γυναίκα). Κατά τη γαμετογένεση, ο αριθμός των χρωμοσωμά-
των μειώνεται στο μισό μέσω της μείωσης.
Γενετικός τόπος [Genetic locus] Θέση πάνω στο χρωμόσω-
μα στην οποία εντοπίζεται γονίδιο υπεύθυνο για ένα συγκε-
κριμένο φαινότυπο.
Γενικευμένη φλοιώδης υπερόστωση ή Νόσος Van
Buchem [Generalized cortical hyperostosis or Van
Buchem disease] Συγγενής γενικευμένη σκλήρυνση του
φλοιώδους οστού, κυρίως με έντονη ενδοστική υπερόστωση.
Κληρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολοιπόμενο χαρακτήρα.
Κλινικά παρουσιάζεται σαν ασύμμετρη προοδευτικά επιδεινού-
μενη διόγκωση των γνάθων, της σπονδυλικής στήλης και άλλων
οστών με αποτέλεσμα την πίεση των ριζών και νευρολογικές εκ-
δηλώσεις. Μεταλλαγή του γονιδίου SOST (σκληροστεΐνης) είναι
η αιτία της νόσου.
Γενωμική αποτύπωση [Genomic imprinting] Η διαφορε-
τική έκφραση γενετικού υλικού, σε επίπεδο χρωμοσώματος ή
σε επίπεδο αλληλομόρφων, ανάλογα εάν είναι μητρικής ή πα-
τρικής προέλευσης.
Γλυκογόνο [Glycogen] Πολυσακχαρίτης που αποτελείται από
μονάδες γλυκόζης και χρησιμοποιείται για την αποθήκευση
ενέργειας. Μεγάλα κοκκία γλυκογόνου απαντώνται σε αφθο-
νία στα ηπατικά και μυϊκά κύτταρα.
Γλυκοζαμινογλυκάνες [Glycosaminoglycans, GAGs]
Πολυσακχαριτικές αλυσίδες που συνήθως αποτελούνται από
επαναλαμβανόμενες δισακχαριτικές μονάδες. Συνδέονται με
πρωτεΐνες και σχηματίζουν τις πρωτεογλυκάνες. Διακρίνονται
σε τέσσερις ομάδες: την ομάδα της θειικής χονδροϊτίνης και
θειικής δερματάνης, την ομάδα της ηπαρίνης και της θειικής
ηπαράνης, την ομάδα της θειικής κερατάνης και την ομάδα
του υαλουρονικού οξέος.
34
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Γλυκόζη [Glucose] Είναι ένας από τους τρεις διατροφικούς


μονοσακχαρίτες, μαζί με τη φρουκτόζη και τη γαλακτόζη, οι
οποίοι απορροφώνται άμεσα στην κυκλοφορία του αίματος
κατά τη διάρκεια της πέψης. Αποθηκεύεται σε πολυμερή μορ-
φή ως γλυκογόνο.
Γλυκοπρωτεΐνη [Glycoprotein] Κάθε πρωτεΐνη που φέρει μία
ή περισσότερες ολιγοσακχαριτικές αλυσίδες συνδεδεμένες με
ομοιοπολικό τρόπο. Γλυκοπρωτεΐνες είναι οι περισσότερες εκ-
κρινόμενες πρωτεΐνες και οι περισσότερες πρωτεΐνες που βρί-
σκονται στην εξωτερική επιφάνεια της κυτταρικής μεμβράνης.
Γοναδοτρόπα κύτταρα [Gonadotrophs] Ενδοκρινή κύτταρα
που αποτελούν το 10% περίπου των κυττάρων της υπόφυσης
και εκκρίνουν τις γοναδοτροπίνες δηλαδή την ωχρινοποιητική
ορμόνη (Luteinizing hormone, LH) και την ωοθυλακιοτρόπο
ορμόνη (Follicle stimulating hormone, FSH) οι οποίες ρυθμί-
ζουν την παραγωγή στεροειδών ορμονών από τις γονάδες και
την ανάπτυξη της γαμετικής σειράς. Η έκκριση των γοναδο-
τροπινών ρυθμίζεται από τη γοναδοεκλυτίνη (Gonadotropin-
releasing hormone, GnRH) από την αδενοϋπόφυση.
Γοναδοτροπίνες [Gonadotropins] Η ωοθυλακιότροπος ορ-
μόνη μαζί με την ωχρινοποιητική ορμόνη ονομάζονται γονα-
δοτροπίνες. Προέρχονται από τα γοναδοτρόπα κύτταρα της
υπόφυσης. Μια ορμόνη που εκκρίνεται από τον υποθάλαμο,
η γοναδοεκλυτίνη (GnRH), επάγει την έκκριση των γοναδο-
τροπινών από την αδενοϋπόφυση. Η έκκριση των γοναδοτρο-
πινών καταστέλλεται από τις ορμόνες του φύλου (οιστρογόνα,
προγεστερόνη και τεστοστερόνη) δημιουργώντας, με τον τρόπο
αυτό, ένα κύκλωμα αρνητικής ανατροφοδότησης.
Γονίδιο ALOX15 [ΑLOX15 gene] Γονίδιο που κωδικοποιεί
το ανθρώπινο ένζυμο 15-λιποξυγενάση του αραχιδονικού.
Γονίδιο ALPL [ALPL gene] Γονίδιο που κωδικοποιεί το ιστι-
κά μη-ειδικό ισοένζυμο της αλκαλικής φωσφατάσης.
Γονίδιο [Gene] Τμήμα του DNA που ευθύνεται για τη σύνθεση
μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας.
Γονίδιο PHEX [Phosphate regulating endopeptidase
homolog X-linked or PHEX gene] Γονίδιο που ρυθμί-
ζει τη διαδικασία της μετάλλωσης των οστών ελέγχοντας την
35
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

πρωτεολυτική διάσπαση ή μη του παράγοντα ΜΕΡΕ (Matrix


extracellular phosphoglycoprotein) και ίσως και άλλων πρω-
τεϊνών της θεμέλιας ουσίας και επομένως συντονίζει και την
απελευθέρωση του πεπτιδίου ASARM (Acidic serine- and
aspartic acid-rich motif) του οποίου η ελεύθερη μορφή αποτε-
λεί αναστολέα της μετάλλωσης. Ειδικότερα, το γονίδιο PHEX
πιθανόν κλειδώνει προσωρινά και αναστρέψιμα, και με αυτόν
τον τρόπο προστατεύει τον παράγοντα ΜΕΡΕ από τη δράση
των εξωκυττάριων πρωτεασών. Η προστασία από την πρωτεό-
λυση που προσφέρει η πρωτεΐνη PHEX στο παράγοντα ΜΕΡΕ
αναμένεται ότι έχει σαν αποτέλεσμα την ελάττωση της απελευ-
θέρωσης του πεπτιδίου ASARM, που ως γνωστό είναι ανθε-
κτικό στη δράση των περισσοτέρων πρωτεασών. Παρόλο που
μέχρι σήμερα είναι άγνωστο το φυσιολογικό υπόστρωμα του
PHEX, η πιθανότητα της έμμεσης ρύθμισης της διαδικασίας
διάσπασης του παράγοντα ΜΕΡΕ ή/και απελευθέρωσης του
πεπτιδίου ASARM από το PHEX δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Πάνω από 200 μεταλλαγές του γονιδίου αυτού προκαλούν την
X-φυλοσύνδετη υποφωσφοραιμική ραχίτιδα/οστεομαλακία.
Γονιδίωμα [Genome] Το σύνολο των αλληλουχίων του γενετικού
υλικού ενός οργανισμού. Αποτελείται από την αλληλουχία όλων
των χρωμοσωμάτων καθώς και από το DNA των οργανιδίων.
Γραμμές Looser [Looser lines] Πρόκειται για γραμμοειδείς
διαυγαστικές ταινίες του φλοιώδους οστού, κάθετες προς τον
επιμήκη άξονά του, σε περιοχές που τα οστά δέχονται μεγά-
λες καταπονήσεις, π.χ. εσωτερική επιφάνεια του αυχένα του
μηριαίου οστού, ηβοϊσχιακοί κλάδοι, πλευρές και ωμοπλάτη.
Σχετίζονται συνήθως με την οστεομαλακία/ραχίτιδα. Οι διαυ-
γαστικές αυτές ταινίες συνήθως καταλαμβάνουν τον ένα μόνο
φλοιό των διαφύσεων, δίνοντας την εντύπωση ενός ατελούς
κατάγματος. Στην πραγματικότητα είναι περιοχές όπου έγιναν
συσσωρευμένες μικροκακώσεις και τις οποίες η οστική ανα-
κατασκευή δεν μπορεί να επιδιορθώσει, ιδίως κατά το στάδιο
της μετάλλωσης του οστεοειδούς.
Γραμμή τσιμέντου [Cement line] Συμπύκνωση της θεμέλιας
ουσίας η οποία περικλείει το αβέρσιο σύστημα στα φλοιώδη οστά
και μέχρι την οποία μπορεί να φθάσει η οστική ανακατασκευή.
Γραμμωτή οστεοπάθεια [Οsteopathia striata] Kαλοήθης και
36
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ασυμπτωματική σκληρυντική οστική δυσπλασία ευρισκόμενη


συνήθως σε τυχαίο ακτινογραφικό έλεγχο. Χαρακτηρίζεται από
τυπικές γραμμικές ακτινοπυκνωτικές ραβδώσεις, που μπορεί να
είναι παρούσες σε όλα τα οστά, εκτός του κρανίου και των κλει-
δών, και που μπορεί να παραμείνουν αμετάβλητες για χρόνια.

Ακτινολογικά γνωρίσματα της γραμμωτής οστεο-


πάθειας. Σημειώστε τη γραμμωτή επιφάνεια της
μετάφυσης της κνήμης.
(Πηγή: Ann NY Acad 2010;1192:269-277).


Γύψινος επίδεσμος/νάρθηκας [Plaster of Paris/cast]
Κυκλοτερής γύψινος επίδεσμος ή γύψινος νάρθηκας που χρη-
σιμοποιείται για τη διασφάλιση της ανάταξης ενός κατάγματος,
αλλά και για την αδιατάρακτη ακινητοποίησή του μέχρι να ωρι-
μάσει ο καταγματικός πόρος. Τα τελευταία χρόνια εφαρμόζο-
νται ακτινοπερατοί επίδεσμοι από ρητίνη ή έτοιμοι νάρθηκες.
Δείγμα [Sample] Υποομάδα του πληθυσμού για τον οποίο ανα-
ζητούνται πληροφορίες. Η επιλογή των μονάδων του πληθυ-
σμού που θα απαρτίσουν το δείγμα μπορεί να γίνει μέσω της
δειγματοληψίας.
Δειγματοληψία [Sampling] Μέθοδος επιλογής ατόμων από
ένα μεγαλύτερο πληθυσμό ως αντιπρόσωποι του συνολικού
πληθυσμού ώστε να αποτελέσουν το δείγμα της μελέτης. Οι
συνήθεις μέθοδοι είναι αυτές της απλής τυχαίας δειγματολη-
ψίας, της συστηματικής τυχαίας δειγματοληψίας, της στρω-
ματοποιημένης τυχαίας δειγματοληψίας και της ομαδοποιη-
μένης δειγματοληψίας.
Δείκτης μάζας σώματος [Body mass index, BMI] Δείκτης
της σχέσης μεταξύ βάρους και ύψους. Υπολογίζεται από τον
τύπο (βάρος σε κιλά)/(Ύψος σε μέτρα)^2. Χρησιμοποιείται για
να προσδιορίσει κατηγορίες βάρους που μπορούν να οδηγή-
σουν σε προβλήματα υγείας. Τιμές του δείκτη μάζας σώματος
μικρότερες από 18,5 δείχνουν ότι το άτομο είναι ελλιποβαρές,
τιμές μεταξύ 18,5 και 24,9 υποδηλώνουν φυσιολογικό βάρος,

37
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

τιμές μεταξύ 25 και 29,9 δείχνουν ότι το άτομο είναι υπέρβα-


ρο ενώ τιμές 30 και άνω καταδεικνύουν παχυσαρκία.


Δείκτης οστικής αντοχής [Bone strength index, BSI] Δεί-
κτης που συνυπολογίζει στην εκτίμηση της οστικής αντοχής την
οστική μάζα και τις αρχιτεκτονικές παραμέτρους. Ο υπολογισμός
του BSI γίνεται συνήθως με τις μετρήσεις των οστικών ιδιοτήτων
με τη μέθοδο της περιφερικής ποσοτικής τομογραφίας (pQCT).
Δενοσουμάμπη [Denosumab] Πλήρως ανθρώπινο μονοκλω-
νικό αντίσωμα IgG2 έναντι του RANK, ο οποίος συνδέεται με
τον υποδοχέα RANK και ενεργοποιείται ο άξονας διαφορο-
ποίησης-πολλαπλασιασμού-ωρίμανσης των οστεοκλαστών. Η
δενοσουμάμπη δρα στις οστεοκλάστες επηρεάζοντας τη λει-
τουργικότητα και την επιβίωσή τους διακόπτοντας τη σύνδεση
RANK-RANKL. Η δενοσουμάμπη χρησιμοποιείται ευρύτατα
στη θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης και
έχει αποδείξει την αντικαταγματική της δράση σε όλους τους
τύπους των οστεοπορωτικών καταγμάτων (σπονδυλικά, μη
σπονδυλικά και ισχίου), ενώ η θετική επίδραση στην οστική
πυκνότητα διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της χορήγησής
της. Σε άνδρες ασθενείς με μη μεταστατικό καρκίνο προστάτη
υπό αγωγή με αντιανδρογόνα δύναται να χορηγηθεί η δενο-
σουμάμπη, η οποία ελαττώνει σημαντικά τον κίνδυνο σπονδυ-
λικών καταγμάτων. Πρόσφατα πήρε ένδειξη και για την ανδρι-
κή οστεοπόρωση. Ο μέγιστος χρόνος τεκμηριωμένης ασφαλούς
χορήγησης της δενοσουμάμπης είναι έως 5 έτη.
Δεσμευτική πρωτεΐνη της βιταμίνης D [Vitamin D
binding protein, VDBP] Πολυμορφική α2 σφαιρίνη με διαφο-

38
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ρετικές λειτουργίες, κυρίως σαν πρωτεΐνη-μεταφορέας της βι-


ταμίνης D και των μεταβολιτών της στον ορό αλλά και με άλλες
λειτουργίες όπως στη δέσμευση της ακτίνης, στην ενεργοποίηση
των μακροφάγων και στον έλεγχο της οστικής ανάπτυξης. Συντί-
θεται, κυρίως, από τα ηπατικά κύτταρα. Η VDBP συνδέεται με
τα ανάλογα της βιταμίνης D με διαφορετική χημική συγγένεια.
Η 25(ΟΗ)βιταμίνη D3 (88% συνδεδεμένη) συνδέεται με τη VDBP
με μεγάλη χημική συγγένεια ενώ η 1,25(ΟΗ)2 βιταμίνη D3, που
είναι και η πιο ενεργής μορφή της βιταμίνης D, συνδέεται (85%
συνδεδεμένη) με 10 φορές χαμηλότερη χημική συγγένεια.
Δεσμοί του πυριδινίου στα ούρα [Urinary pyridinoline
cross-links] Περιλαμβάνουν τη Δεοξυπυριδινολίνη ούρων
[Urinary deoxypyridinoline, DPD] και την Πυριδινολίνη ού-
ρων [Urinary pyridinoline, PYD]. Βρισκονται σε αφθονία στη
θεμέλια ουσία του οστού και του χόνδρου. Μετά τη διάλυση
της θεμέλιας ουσίας από τις οστεοκλάστες αποβάλλονται χωρίς
μεταβολή από τα ούρα. Επομένως, αποτελούν δείκτες της οστι-
κής απορρόφησης. Οι δεσμοί του πυριδινίου δεν φαίνεται να
επηρεάζονται από τη δίαιτα. Καθώς σχηματίζονται στα τελικά
στάδια δημιουργίας του ινιδίου του κολλαγόνου, η ανίχνευσή
τους αντανακλά κυρίως τον καταβολισμό του ώριμου και λει-
τουργικού ιστού και όχι του πρόσφατα συντιθέμενου κολλαγό-
νου. Ο προσδιορισμός τους γίνεται με ανοσολογικές μεθόδους
και θεωρείται ότι έχει μεγάλου βαθμού ιστικής ειδικότητας.
Δεσμοσώματα [Desmosomes] Κυτταρικός σύνδεσμος μεταξύ
δυο παρακείμενων κυττάρων ενός ιστού. Οι πλασματικές μεμ-
βράνες των κυττάρων αυτών βρίσκονται αυστηρά παράλληλα. Τα
δεσμοσώματα είναι ενωμένα με ενδιάμεσα ινίδια, συγκροτώντας
με αυτό τον τρόπο ένα δίκτυο που αντέχει σε ισχυρές τάσεις.

39
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Δευτερογενής πώρωση κατάγματος [Secondary-callus


healing] Η πώρωση ενός κατάγματος, όπου τα κατεαγότα άκρα
σταθεροποιούνται με τον σχηματισμό εξωτερικού και αργότερα
ενδομυελικού πώρου και ιστολογικά ακολουθεί την εξέλιξη της
ενδοχόνδριας και ενδομεμβρανώδους οστεογένεσης. Η δευτερο-
γενής πώρωση είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό φαινόμενο και
είναι γνωστό ότι μόνο ζωντανό οστό σχηματίζει πώρο υπό συν-
θήκες μη απόλυτης σταθερότητας. Το μόνο πρόβλημα με τη δευ-
τερογενή πώρωση είναι ότι συχνά παρουσιάζονται προβλήματα
μη ικανοποιητικής ανάταξης και συγκράτησης του κατάγματος.

Τα τέσσερα στάδια πώρωσης ενός κατάγματος: το στάδιο δημιουργίας αιματώ-


ματος ή φλεγμονής, το στάδιο δημιουργίας μαλακού πώρου, το στάδιο δημιουρ-
γίας σκληρού οστικού πώρου και το στάδιο ανακατασκευής.

Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός [Secondary


hyperparathyroidism] Παθολογική κατάσταση η οποία χα-
ρακτηρίζεται από αντιρροπιστική υπερέκκριση παραθορμόνης
και παρατηρείται σε καταστάσεις σχετικής ή απόλυτης υπασβε-
στιαιμίας. Παρατηρείται σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ραχί-
τιδα και οστεομαλακία, σύνδρομα δυσαπορρόφησης και στο
σύνδρομο Fanconi. Ειδικότερα στο πλαίσιο της νεφρικής ανε-
πάρκειας τα αιτία του δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού
είναι πολλαπλά, όπως η υπερφωσφοραιμία, η υποασβεστιαι-
μία, η μείωση της 1,25(ΟΗ)2D3, η μειωμένη εντερική απορρό-
φηση ασβεστίου και η αντίσταση στη δράση της παραθορμόνης.
Διαγονιδιακά ζώα [Transgenic animals] Ζώα που δημι-
ουργούνται με την εισαγωγή νέων αλληλουχιών DNA στη γα-
μετική σειρά.
Διαλογή [Screening] Η διαδικασία κατά την οποία χρησιμο-
ποιούνται διαγνωστικά μέσα για την έγκαιρη διάγνωση νοση-
μάτων πριν από την εκδήλωση εμφανών συμπτωμάτων. Κύρι-
ος σκοπός της είναι η δευτερογενής πρόληψη.
40
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Διαμεμβρανική πρωτεΐνη-1 σχετιζόμενη με την οστεο-


πέτρωση [Osteopetrosis-associated transmembrane
protein 1, OSTM1] Μεμβρανική πρωτεΐνη που εκφράζεται
στα λυσσοσώματα και στην πτυχωτή επιφάνεια των οστεοκλα-
στών. Δεδομένα υποδηλώνουν ότι η OSTM1 χρησιμεύει για
να σταθεροποιεί τον δίαυλο χλωρίου ClC-7. O φαινότυπος
των ασθενών που φέρουν μεταλλαγές στο γονίδιο του OSTM1
μοιάζει πολύ με αυτόν που παρατηρείται σε ασθενείς με αυ-
τοσωμική υπολειπόμενη οστεοπέτρωση (Autosomal recessive
osteopetrosis, ARO).
Διαμεμβρανικός υποδοχέας της χαμηλής πυκνότητας
λιποπρωτεΐνης [Low-density lipoprotein receptor-
related protein 5, LRP5] Η πρωτεΐνη αυτή δρα σαν συνυπο-
δοχέας μετάδοσης σημάτων διαμέσου των Wnt πρωτεϊνών και
παίζει σημαντικό ρόλο στη σκελετική ομοιοστασία. Κύριος ρό-
λος του LRP5 είναι η ευαισθητοποίηση του μηχανοστάτη μέσω
μεταβίβασης σημάτων μηχανικών φορτίων στα οστεοκύτταρα.
Τυπικό νόσημα από αδρανοποίηση του LRP5 είναι το σύνδρομο
ψευδογλοιώματος που συνοδεύεται από βαριά οστεοπόρωση. Τα
οστεοκύτταρα παράγουν σε φάση ηρεμίας σκληροστεΐνη, ενώ σε
φόρτιση παράγεται η LPR5. Έτσι σε φάση ηρεμίας η σκληροστεΐ-
νη διατηρεί τον ζωτικό χώρο γύρω από τα οστεοκύτταρα (τυπική
οστεόλυση) ενώ αντίθετα σε φόρτιση αυξάνεται η οστεοβλαστική
δραστηριότητα και η οστική παραγωγή.
Διαμόλυνση [Transfection] Εισαγωγή εξωγενούς DNA σε ευ-
καρωτικά κύτταρα-δέκτες.
Διάρθρωση [Diarthrosis] Τρόπος σύνδεσης των οστών η
οποία επιτρέπει την κίνηση των συνδεόμενων οστών κατά έναν
ή περισσότερους άξονες και επίπεδα. Η διάρθρωση σχηματί-
ζεται από τα άκρα δύο ή περισσοτέρων οστών, στα οποία δια-
μορφώνονται οι αρθρικές επιφάνειες. Αυτές επικαλύπτονται
από υαλοειδή χόνδρο (αρθρικός χόνδρος), αφήνουν μεταξύ
τους κενό χώρο (αρθρική σχισμή) και περιβάλλονται από τον
αρθρικό υμένα και τον αρθρικό θύλακα, σχηματίζοντας την
αρθρική κοιλότητα.
Διάστημα εμπιστοσύνης [Confidence interval, CI] Διά-
στημα μεταξύ δύο ακραίων τιμών, μέσα στο οποίο περιλαμ-
βάνεται η πραγματική τιμή μιας μεταβλητής του πληθυσμού

41
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

με συγκεκριμένη πιθανότητα. Το 95% διάστημα εμπιστοσύ-


νης αποτελεί το συμβατό όριο στατιστικής σημαντικότητας για
τους περισσότερους ερευνητές.
Διατμηματικές μελέτες [Cross-sectional studies] Περι-
γραφικές μελέτες που αναλύουν τη συλλογή δεδομένων από
ένα πληθυσμό ή από αντιπροσωπευτικό δείγμα σε μία συγκε-
κριμένη χρονική στιγμή. Αποδίδουν δηλαδή μια στιγμιαία ει-
κόνα του πληθυσμού και περιγράφουν την κατάσταση χωρίς
να λαμβάνουν υπόψη τον παράγοντα χρόνο.
Δίαυλος χλωρίου-7 [Chloride channel 7, ClC-7] Πρωτεϊ-
νικές μεμβράνες που λειτουργούν σαν τασεολεγχόμενοι ανταλ-
λαγείς Cl-/H+. Βρίσκονται στα λυσοσώματα και στην πτυχωτή
επιφάνεια των οστεοκλαστών και παρέχουν το απαραίτητο
φορτίο χλωρίου που απαιτείται για την αποτελεσματική άντλη-
ση πρωτονίων από την V-ΑΤΡάση, και ως εκ τούτου την εκροή
οξέος και τη μείωση του pH. Μεταλλαγές του γονιδίου ClC-7
οδηγούν σε οστεοπέτρωση ποικίλης σοβαρότητας.
Διορθωμένο ασβέστιο [Corrected calcium] Συνιστάται η
ταυτόχρονη μέτρηση ασβεστίου και λευκωματινών καθώς σε
μειωμένες τιμές λευκωματινών παρατηρείται ψευδής μεί-
ωση των τιμών του ασβεστίου, επειδή το 50% του ολικού
ασβεστίου είναι συνδεδεμένο με αυτές. Ανάλογα με τα επί-
πεδα της λευκωματίνης, γίνεται διόρθωση με τον παρακάτω
τύπο για να έχουμε τα ακριβή επίπεδα ασβεστίου στο αίμα:
Διορθωμένο ασβέστιο (mg/dL)= Ca ορού mg/dL + 0.8 Χ [4
mg/dL - αλβουμίνη mg/dL].
Διφωσφονικά [Bisphosphonates] Συνθετικές φαρμα-
κευτικές ουσίες με ισχυρή συγγένεια για τους κρυστάλλους
υδροξυαπατίτη που συγκεντρώνονται εκλεκτικά στο σκελε-
τό ελαττώνοντας την οστική απορρόφηση. Σταθερά ανάλογα
του πυροφωσφορικού οξέος με τη διαφορά ότι στην αλυσί-
δα Ρ-Ο-P έχει αντικατασταθεί το άτομο του οξυγόνου με ένα
άτομο άνθρακα (P-C-P). Στην αλυσίδα P-C-P του μορίου των
διφωσφονικών υπάρχουν οκτώ πλευρικές αλυσίδες που συνή-
θως καταλαμβάνονται από υδροξύλια, ενώ οι δύο ελεύθερες
ρίζες που ενώνονται με το άτομο του άνθρακα (R1 και R2)
συμπληρώνονται με διαφορετικές πλάγιες αλυσίδες και έτσι
δημιουργούνται διφωσφονικά με διαφορετικές βιοχημικές και
42
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

βιολογικές ιδιότητες, όπως η ετιδρονάτη, η κλοδρονάτη, η τι-


λουδρονάτη, η παμιδρονάτη, η αλενδρονάτη, η ριζεδρονάτη, η
ιβανδρονάτη και το ζολεδρονικό οξύ. Κύριο χαρακτηριστικό
που τα διαχωρίζει από όλα τα λοιπά αντικαταβολικά φάρμα-
κα είναι η μακροχρόνια κατακράτησή τους από τον σκελετό,
γεγονός που επιτρέπει τη διατήση της αντικαταγματικής τους
δράσης ακόμη και μετά τη διακοπή τους.

Τα κυριότερα διφωσφονικά που χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη.

Δοκιδώδες οστό [Trabecular bone] βλ. Σπογγώδες οστό


[Cancellous bone].
Δραστικές μορφές οξυγόνου [Reactive oxygen species,
ROS] Δραστικά μόρια που προκύπτουν από το μοριακό οξυ-
γόνο ή εκείνα που εύκολα μετατρέπονται σε δραστικές μορφές
και συμμετέχουν σε τοξικές αντιδράσεις για τα κύτταρα. Με-
ρικές μόνο από αυτές τις ενώσεις είναι ελεύθερες ρίζες. Ανά-
μεσα στις ισχυρές και σημαντικές δραστικές μορφές οξυγόνου
περιλαμβάνονται το υπεροξείδιο και το οξείδιο του υδροξυλί-
ου και του νιτρικού. Οι κύριες, μη ελεύθερες οξειδωτικές ου-
σίες είναι το υπεροξείδιο του υδρογόνου, το υποχλωρικό οξύ
και το ελεύθερο οξυγόνο.
Δύναμη [Force] Η αιτία που μπορεί να επιταχύνει, να μεταβά-
λει την κατεύθυνση ή τη γεωμετρία μιας μάζας. Εκφράζεται
σε Νιούτον (Newton).
Δυσόστωση [Dysostosis] Ελαττωματικού τύπου οστεοποίηση
του σκελετού. Ανάλογα με τον κλινικό τους τύπο οι δυσοστώ-
σεις αναφέρονται σαν: 1) κλειδοκρανιακή δυσόστωση, 2) κρα-
νιοπροσωπική δυσόστωση, 3) μεταφυσιακή δυσόστωση κ.ά.
43
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ειδικό προστατικό αντιγόνο [Prostate-specific antigen,


PSA] Γλυκοπρωτεΐνη που εκκρίνεται από τα επιθηλιακά κύτ-
ταρα του προστατικού αδένα των ανδρών. Η φυσιολογία του
PSA συνίσταται στο να διευκολύνει τη γονιμοποίηση, ρευστο-
ποιώντας το σπέρμα και βοηθώντας έμμεσα στην κίνηση των
σπερματοζωαρίων. Το PSA κυκλοφορεί στο αίμα κυρίως με τη
μορφή συμπλόκου και σε μικρό ποσοστό ως ελεύθερο. Αποτε-
λεί, επίσης, σημαντικό καρκινικό δείκτη για τη διάγνωση και
παρακολούθηση των ασθενών με καρκίνο του προστάτη.
Εικονικό φάρμακο [Placebo] Φαρμακευτικό παρασκεύασμα
το οποίο περιέχει αδρανή ουσία και προς το οποίο δοκιμάζε-
ται η χρήση του υπό μελέτη φαρμάκου σε ελεγχόμενες συν-
θήκες εργαστηρίου ή κλινικής μελέτης. Παρασκευάζεται έτσι
ώστε να είναι πανομοιότυπο με το υπό μελέτη φάρμακο.
Εκρηκτικό κάταγμα [Burst fracture] Τύπος συμπιεστικού
κατάγματος του σπονδυλικού σώματος που συνοδεύεται από
απόσπαση οστικών τεμαχίων με πιθανά πιεστικά φαινόμενα
στον μυελικό σωλήνα.
Εκλυτική ορμόνη της αυξητικής ορμόνης [Growth
hormone releasing hormone, GHRH] Ορμόνη η οποία επά-
γει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης από την αδενοϋπόφυση.
Εκλυτική ορμόνη της θυρεoειδοτρόπου ορμόνης
[Thyrotropin releasing hormone, TRH] Ορμόνη η οποία
επάγει την έκκριση της θυρεoειδοτρόπου ορμόνης από την
αδενοϋπόφυση.
Εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης [Corticotropin
releasing hormone, CRH] Ορμόνη η οποία επάγει την έκκρι-
ση της αδρενοκορτικοτρόπου ορμόνης από την αδενοϋπόφυση.
Εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών [Gonadotropin
releasing hormone, GnRH] Ορμόνη η οποία επάγει την
έκκριση των γοναδοτροπινών από την αδενοϋπόφυση.
Έκτοπη οστεοποίηση [Heteropic ossification] H δημιουρ-
γία πεταλιώδους οστίτη ιστού σε εξωσκελετικούς μαλακούς
ιστούς όπως συνδέσμους, τένοντες και μύες και αφορά κυ-
ρίως μεγάλες αρθρώσεις. Αποτελεί επιπλοκή παθήσεων του
κεντρικού νευρικού συστήματος (όγκοι, εγκεφαλίτιδα, κρα-
νιοεγκεφαλικές κακώσεις ή κακώσεις του νωτιαίου μυελού).
44
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Μπορεί, επίσης, να εφανιστεί ως συνέπεια μετά από πολ-


λαπλά τραύματα, χειρουργικές επεμβάσεις και εγκαύματα.
Υπάρχει και γενετικής αιτιολογίας έκτοπη οστεοποίηση, στην
οποία συμπεριλαμβάνονται τρεις κλινικές οντότητες: η προο-
δευτική οστεοποιός ινοδυσπλασία (fibrodysplasia ossificans
progressiva), η προοδευτική οστική ετεροπλασία (progressive
osseous heteroplasia) και η κληρονομική οστεοδυστροφία
του Albright (Albright’s hereditary osteodystrophy). Πα-
ρουσιάζεται με περιορισμό του εύρους κίνησης της άρθρω-
σης. Στη θεραπεία της περιλαμβάνεται η χρήση μη στεροειδών
αντιφλεγμονωδών και ακτινοβολιών ενώ ένδειξη χειρουργικής
αφαίρεσης αποτελεί η σοβαρή απώλεια εύρους κίνησης και η
μειωμένη λειτουργικότητα του σκέλους.
Έκτοπος [Ectopic] Ο όρος αναφέρεται σε οτιδήποτε εντοπίζε-
ται εκτός της φυσιολογικής του θέσης.
Εκφυλιστικές αλλοιώσεις [Degenerative lesions] Υπο-
στροφικές αλλοιώσεις των ιστών. Στο μυοσκελετικό σύστημα
αναφέρονται κυρίως στην οστεοαρθρίτιδα, στην ανάπτυξη
οστεοφύτων, συνδεσμοφύτων, συνδεσμικών ρήξεων, στην εκ-
φύλιση των μηνίσκων και των μεσοσπονδύλιων δίσκων. Γενι-
κότερα, οι εκφυλιστικές παθήσεις του μυοσκελετικού συστή-
ματος είναι οι συχνότερες παθήσεις σε άτομα μεγαλύτερα των
50 ετών (ιδίως σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση).
Ελαστικότητα [Elasticity] Η ικανότητα ενός υλικού να επα-
νέρχεται στο αρχικό του σχήμα και διαστάσεις μετά την απο-
μάκρυνση του ασκούμενου φορτίου. Ο χρόνος που τα διάφορα
υλικά επανέρχονται στην αρχική τους τιμή διαφέρει (π.χ. υα-
λοειδής χόνδρος, σύνδεσμοι κ.ά.).
Ελεύθερες ρίζες [Free radicals] Μόρια τα οποία έχουν στο
μοριακό τροχιακό τους ασύζευκτο ηλεκτρόνιο. Γενικά, μια ρίζα
είναι πολύ δραστική χημικά, διότι το ασύζευκτο ηλεκτρόνιο της
εξωτερικής στοιβάδας έχει την τάση να συζευχθεί με ένα άλλο
ηλεκτρόνιο και με αυτόν τον τρόπο να σταθεροποιηθεί.
Εμβιομηχανική [Biomechanics] Η μελέτη των ιδιοτήτων των
βιολογικών υλικών, και όσον αφορά στα μεταβολικά νοσήματα
των οστών των οργάνων που απαρτίζουν το μυοσκελετικό σύ-
στημα (οστά, αρθρικός χόνδρος, σύνδεσμοι κ.ά.).
45
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Εμβιομηχανική ανεπάρκεια [Biomechanical incompetence]


Η κατάσταση κατά την οποία οι βιολογικές δραστηριότητες του
οργάνου δεν ανταποκρίνονται φυσιολογικά στις μηχανικές φορ-
τίσεις που δέχεται. Η εμβιομηχανική ανεπάρκεια μπορεί να οδη-
γήσει σε αστοχία του υλικού π.χ. σε κάταγμα κοπώσεως.
Εμβιομηχανική επάρκεια [Biomechanical competence]
Η κατάσταση κατά την οποία ένα όργανο εκτελεί φυσιολογικά
τις βιολογικές του λειτουργίες (π.χ. φυσιολογική οστεοβλαστι-
κή και οστεοκλαστική δραστηριότητα) ανάλογα με τις λειτουρ-
γικές του εμβιομηχανικές ιδιότητες.
Εμμηνόπαυση [Menopause] Βιολογικό φαινόμενο που συμ-
βαίνει ως φυσιολογική συνέπεια της γήρανσης. Εμμηνόπαυση
ορίζεται η χρονική περίοδος που ακολουθεί ένα έτος μετά την
τελευταία έμμηνο ρύση και οφείλεται στην μη αναστρέψιμη και
οριστική παύση της λειτουργίας της. Φυσιολογικά, η μέση ηλικία
εμμηνόπαυσης είναι τα 49-51 έτη. Στην περίπτωση που η εμ-
μηνόπαυση εμφανισθεί πριν από την ηλικία των 40 ετών καλεί-
ται πρόωρη εμμηνόπαυση ενώ σε ηλικία μικρότερη των 45 ετών
ονομάζεται πρώιμη εμμηνόπαυση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η
εμμηνόπαυση μπορεί να προκληθεί ιατρογενώς από χειρουργική
αφαίρεση των ωοθηκών ή από φαρμακευτική θεραπεία.
Ενδιάμεση αυτοσωμική υπολειπόμενη οστεοπέτρωση
[Intermediate autosomal recessive osteopetrosis,
IARO] Τύπος οστεοπέτρωσης που κληρονομείται με τον αυτο-
σωμικό υπολειπόμενο τρόπο και προκαλείται από μεταλλαγές
του ClCN7 (Κανάλι μεταφοράς χλωρίου). Η IARO εκδηλώνεται
στην παιδική ηλικία αλλά τα άτομα που προσβάλλονται από
αυτή φτάνουν στην ενηλικίωση, σε αντίθεση με τους πάσχοντες
από αυτοσωμική υπολειπόμενη οστεοπέτρωση (Autosomal
recessive osteopetrosis, ARO). Τα πάσχοντα παιδιά μπορεί να
παρουσιάζονται με κατάγματα μετά από ήπιες κακώσεις ή με
χαρακτηριστικά ακτινολογικά ευρήματα. Οι αιματολογικές εκ-
δηλώσεις είναι ηπιότερες από τις παρατηρούμενες στην ARO
και συνήθως περιορίζονται σε αναιμία. Στην ΙARO παρατηρεί-
ται προσβολή του ΚΝΣ και υπάρχουν ασθενείς με εξασθένηση
της όρασης δευτεροπαθώς σε παγίδευση του οπτικού νεύρου.
Ενδοθηλίνη-1 [Endothelin-1] Πεπτίδιο που παράγεται από
το ενδοθήλιο, τις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων και τα μυο-
καρδιακά κύτταρα. Αποτελεί ισχυρή αγγειοσυσπαστική ουσία.
46
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ενδοκυττάρωση [Endocytosis] Διαδικασία εισόδου μακρο-


μορίων στο εσωτερικό του κυττάρου μέσω εγκόλπωσης της
πλασματικής μεμβράνης και τον σχηματισμό κυστιδίων.
Ενδομεμβρανώδης οστεογένεση ή οστεοποίηση
[Intramembranous osteogenesis or ossification] Τύ-
πος ιστογένεσης του οστίτη ιστού με τον οποίο αναπτύσσονται
τα πλατιά οστά του κρανίου και του προσώπου, η κάτω γνάθος
και η κλείδα. Η διαδικασία ξεκινά με εμφάνιση στη περιοχή
ανάπτυξης του οστού μιας πύκνωσης μεσεγχυματικών κυτ-
τάρων. Σταδιακά εμφανίζονται αγγεία και τα μεσεγχυματικά
κύτταρα αλλάζουν σχήμα, μεγεθύνονται και διαφοροποιούνται
τελικά σε οστεοβλάστες και ξεκινά η σύνθεση και η έκκριση
συστατικών της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας. Με την πάρο-
δο του χρόνου, οι οστεοβλάστες αρχίζουν να απομακρύνονται
και αρχίζει η ασβεστοποίηση της εξωκυττάριας θεμέλιας ου-
σίας ενώ μέρος των μεσεγχυματικών κυττάρων μετατρέπονται
σε οστεοπρογονικά κύτταρα. Οι περιοχές του αναπτυσσόμενου
οστού συγχωνεύονται και το οστό αποκτά τη σπογγώδη υφή.
Στο συνδετικό ιστό που απομένει διεισδύουν αναπτυσσόμενα
αγγεία μέσω των οποίων αδιαφοροποίητα κυκλοφορούντα με-
σεγχυματικά κύτταρα φτάνουν στο εσωτερικό του οστού, από
όπου θα προκύψουν τα κύτταρα του μυελού των οστών.

Σχηματική αναπαράσταση της ενδομεμβρανώδους οστεοποίησης.


(Πηγή: Nakashima K. et al., 2003-Thompson MW, 2004).

47
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ενδοπεπτιδάση PHEX [Phosphate-regulating neutral


endopeptidase X-linked or Endopeptidase PHEX]
Μεμβρανική μεταλλοπρωτεϊνάση που δεσμεύεται με υψηλή
ειδικότητα με την εξωκυττάρια φωσφογλυκοπρωτεΐνη του
σκελετού MEPE (Matrix extracellular phosphoglycoprotein)
και ρυθμίζει την απελευθέρωση μικρών ανθεκτικών στις
πρωτεάσες πεπτιδίων, πεπτίδια ASARM (Acidic serine- and
aspartic acid-rich motif). Tα πεπτίδια αυτά είναι ισχυροί
αναστολείς της οστικής επιμετάλλωσης. Η ενδοπεπτιδάση
PHEX αυξάνει διαδοχικά ως απάντηση στη μηχανική φόρτι-
ση του σκελετού.
Ενδοχόνδρια οστεογένεση ή οστεοποίηση [Endo-
chondral osteogenesis or ossification] Τύπος ιστογέ-
νεσης του οστίτη ιστού με τον οποίο αναπτύσσονται τα οστά
των άκρων και τα οστά του αξονικού σκελετού. Εναρκτήριο
γεγονός της ιστογένεσης είναι ο πολλαπλασιασμός και η συ-
γκέντρωση μεσεγχυματικών κυττάρων, τα οποία αρχικά διαφο-
ροποιούνται σε χονδροβλάστες και συνθέτουν ένα χόνδρινο
μοντέλο από το οποίο τελικά θα προκύψει το οστό. Η διαδι-
κασία χωρίζεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση έχει τα χα-
ρακτηριστικά της ενδομεμβρανώδους οστεοποίησης. Συγκε-
κριμένα, στην περίπτωση των μακρών οστών, στην περιοχή
της διάφυσης σχηματίζεται οστίτης ιστός, το οποίο καλεί-
ται περιόστεο. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα οστικό
περιλαίμιο στο εσωτερικό του οποίου ξεκινά η διαδικασία
εκφυλισμού του χόνδρινου ιστού. Τα χονδροκύτταρα υπερ-
τρέφονται και επάγουν την ασβεστοποίηση της εξωκυττάριας
θεμέλιας ουσίας, έχοντας ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση
της διάχυσης θρεπτικών ουσιών και τελικά το θάνατο των
χονδροκυττάρων. Τα κενά που δημιουργούνται από το θά-
νατο των χονδροκυττάρων συνενώνονται δημιουργώντας μια
συνεχώς αυξανόμενη κοιλότητα, στην οποία διεισδύουν ανα-
πτυσσόμενα αγγεία. Στη συνέχεια, κύτταρα από το περιόστεο
κατευθύνονται προς το εσωτερικό του οστού ακολουθώντας
την πορεία των αγγείων και τα οποία εξελίσσονται σε οστεο-
προγονικά κύτταρα, τα οποία με τη σειρά τους παρουσία
υπολειμμάτων ασβεστοποιημένης χόνδρινης θεμέλιας ουσίας
μετατρέπονται σε οστεοβλάστες και αρχίζουν τη σύνθεση του
οστίτη ιστού.
48
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ενδοχόνδρια οστεογένεση. (Πηγή: studyblue.com).

Ενεργοποίηση [Activation] Η δημιουργία νέων ανακατα-


σκευαστικών μεταβολικών μονάδων (Basic multicellular unit,
BMU) ή νέων κατασκευαστικών μονάδων του οστού στη φάση
οστικού σχηματισμού (modelling).
Ενεργοποίηση - Απορρόφηση - Σχηματισμός [Activation
– Resorption – Formation, ARF] Η διαδοχή των φάσεων
της οστικής ανακατασκευής ενεργοποίηση – οστική απορρό-
φηση – οστική παραγωγή.
Ενεργοποιητής του υποδοχέα του πυρηνικού παράγο-
ντα κβ [Receptor activator of nuclear factor κΒ, RANK]
Τύπου I ομοτριμερής διαμεμβρανική πρωτεΐνη, η έκφραση της
οποίας αρχικά ανιχνεύτηκε σε οστεοκλάστες και δενδριτικά
κύτταρα, όμως εκφράζεται σε πολλά είδη κύτταρων. Ο RANK εί-
ναι ο υποδοχέας του RANKL και στους ανθρώπους μεταλλαγές
του υποδοχέα αυτού οδηγούν στην αυξημένη λειτουργία του που
έχουν ως αποτέλεσμα επώδυνες παραμορφωτικές οστεολύσεις,
εύθραυστα οστά και αυξημένη οστεοκλαστική δραστηριότητα.
Εξωκυττάρια φωσφογλυκοπρωτεΐνη [Matrix extracellular
phosphoglycoprotein, MEPE] Φωσφογλυκοπρωτεΐνη που
ανήκει στην οικογένεια των πρωτεϊνών SIBLING. Παράγεται
στους οστεοβλάστες και τα οστεοκύτταρα και εμπλέκεται στη
μεταλλοποίηση των οστών.
49
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Επενδυματικά κύτταρα [Lining cells] Κύτταρα που προέρ-


χονται απο την οστεοβλαστική σειρά και έχουν επίπεδη πλακώ-
δη εμφάνιση και περιέχουν έναν επιμήκη πυρήνα. Επενδύουν
τις επιφάνειες των οστών όπου δεν συμβαίνει οστικός σχηματι-
σμός ή απορρόφηση. Τα επενδυματικά κύτταρα επικοινωνούν
με τα οστεοκύτταρα και έτσι διασφαλίζεται η συντονισμένη και
συγχρονισμένη οστική απορρόφηση και παραγωγή.
Επιγενετικός [Epigenic] Κάθε παράγοντας που μπορεί να
επηρεάσει έναν φαινότυπο χωρίς να αλλάξει τον γονότυπο.
Επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σερο-
τονίνης [Selective serotonin reuptake inhibitors,
SSRIs] Ψυχοτρόπα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ως αντι-
καταθλιπτικά σε περιπτώσεις μείζονος κατάθλιψης, διαταρα-
χή πανικού κ.ά. Οι SSRIs αυξάνουν τα εξωκυττάρια επίπεδα
της σεροτονίνης μέσω της αναστολής της επαναπρόσληψής της
στο προσυναπτικό κύτταρο, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο τα
επίπεδά της στη συναπτική σχισμή, η οποία είναι πλέον διαθέ-
σιμη να προσδεθεί στον προσυναπτικό υποδοχέα.
Επιλεκτικοί τροποποιητές των υποδοχέων των ανδρο-
γόνων [Selective androgen receptor modulators,
SARMs] Νέα ομάδα φαρμάκων που ανήκει στους συνδέτες
των ανδρογονικών υποδοχέων που προσδένουν τους υποδο-
χείς των ανδρογόνων. Έχουν την ίδια δράση με τα ανδρογονι-
κά φαρμάκων όπως τα αναβολικά στεροειδή αλλά εμφανίζουν
πιο επιλεκτική δράση. Η χρήση τους για την αντιμετώπιση της
οστεοπόρωσης είναι πιθανό να προσφέρει όφελος τόσος στους
άνδρες όσο και στις γυναίκες καθώς διεγείρουν την οστική
παραγωγή, χωρίς να προκαλούν υπερτροφία του προστάτη
στους άνδρες ή σημεία αρρενοποίησης στις γυναίκες όπως τα
ανδρογόνα στεροειδή.
Επιλεκτικοί τροποποιητές των υποδοχέων των οιστρο-
γόνων [Selective estrogen receptor modulators,
SERMs] Θεραπευτική επιλογή για τη μετεμμηνοπαυσιακή
οστεοπόρωση. Οι SERMs είναι μη στεροειδείς παράγοντες
που δεσμεύονται σε υποδοχείς οιστρογόνων και έχουν τη δυ-
νατότητα να δρουν άλλοτε ως αγωνιστές και άλλοτε ως αντα-
γωνιστές των οιστρογονικών υποδοχέων ταυτόχρονα στον ίδιο
οργανισμό. Η δράση αγωνιστή στα οστά είναι αυτή που εκ-
50
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μεταλλευόμαστε στην κατηγορία αυτή, που έχει ως εκπροσώ-


πους για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης την ταμοξιφαίνη, τη
ραλοξιφαίνη, τη βαζεδοξιφαίνη και τη λασοξιφαίνη.

Μηχανισμός δράσης των εκλεκτικών τροποποιητών των υποδοχέων


των οιστρογόνων ERE: estrogen response element.

Επιμετάλλωση [Mineralization] Η εναπόθεση υδροξυαπα-


τίτη στο παραγόμενο οστεοειδές. Η πρωτογενής επιμετάλλω-
ση (Primary mineralization) διαρκεία περίπου 7 ημέρες και
ακολουθείται από τη δευτερογενή επιμετάλλωση (Secondary
mineralization) διάρκειας αρκετών μηνών.
Επιπολασμός [Prevalence] Η αναλογία ατόμων στον πληθυ-
σμό που έχουν μια νόσο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή
κατά τη διάρκεια ενός μικρού χρονικού διαστήματος.
Επιπολασμός= Αριθμός ατόμων με το κλινικό συμβάν
Ολικός αριθμός ατόμων την ίδια χρονική στιγμή
Επίπτωση [Incidence] Tο ποσοστό των αρχικά υγιών ατόμων
που ασθενούν από μια νόσο κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης
χρονικής περιόδου.
Αρ. αρχικά υγιών ατόμων που εμφάνισαν τη νόσο σε μία χρονική στιγμή
Επίπτωση =
Ολικός αριθμός υγιών ατόμων την ίδια χρονική στιγμή

Επίτοποι [Epitopes] Περιοχές του αντιγόνου οι οποίες ανα-


γνωρίζονται από τον υποδοχέα αντιγόνου των λεμφοκυττάρων.
Επιφυσιακή ή Αυξητική πλάκα [Epiphyseal or Growth
plate] Συνώνυμο Συζευκτικός χόνδρος. Πλάκα χόνδρου που
βρίσκεται στη μετάφυση των μακρών οστών. Επιφυσιακή πλά-
51
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

κα υπάρχει στα παιδιά και τους εφήβους ενώ στους ενήλικες


που έχει σταματήσει η ανάπτυξη, η πλάκα αντικαθίσταται σε
επιφυσιακή γραμμή. Η επιφυσιακή πλάκα βρίσκεται μεταξύ
επίφυσης και διάφυσης και είναι υπεύθυνη για την κατά μή-
κος αύξηση των οστών.
Εργοκαλσιφερόλη [Εrgocalciferol] βλ. Βιταμίνη D2
[Vitamin D2].
Έτη ζωής χωρίς αναπηρία [Disability-adjusted life years,
DALYs] Εργαλείο για την αξιολόγηση κινδύνου-οφέλους.
Αποτελεί μέτρο των ετών με πλήρη υγεία που χάνονται. Τα
DALYs αθροίζουν τα χρόνια που χάνονται (YLL, Years of life
lost) εξαιτίας πρώιμης θνησιμότητας και τα χρόνια που ζει
κανείς με αναπηρία ή νόσο (YLD, Years lived in disability/
disease). Για τα DALYs, η κλίμακα που χρησιμοποιείται για
να μετρήσει την κατάσταση της υγείας είναι το «0» που ση-
μαίνει πλήρη υγεία και το «1» που σημαίνει θάνατο.
Ετιδρονάτη [Etidronate] Διφωσφονικό με σχετικά μικρότερη
αποτελεσματικότητα δεδομένου ότι έχει καταδείξει ελάττωση
των σπονδυλικών καταγμάτων στα πρώτα 2 έτη της αγωγής
αλλά όχι κατά τη συνέχιση της αγωγής. Επίσης, δεν έχει απο-
δειχθεί δράση στα μη σπονδυλικά κατάγματα. Για τους λόγους
αυτούς δεν χρησιμοποιείται ως πρώτης γραμμής θεραπεία
στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες.
Ευθραυστότητα [Fragility] Στα οστά δηλώνει το εύκολο κά-
ταγμα. Η οστεοπόρωση θεωρείται κλασικό παράδειγμα πάθη-
σης ευθραυστότητας των οστών.
Εύθρυπτο [Brittle] Γενικός όρος χρησιμοποιούμενος στα αναί-
τια κατάγματα ιδίως στην ατελή οστεογένεση (Osteogenesis
imperfecta).
Εψιδίνη [Hepcidin] Πρωτεΐνη η οποία παράγεται κυρίως από
τα ηπατοκύττταρα και η έκκρισή της εξαρτάται από τα επίπε-
δα σιδήρου, τη φλεγμονή, την αναιμία και την υποξία. Η εψι-
δίνη αποτελεί τον κυριότερο ρυθμιστικό παράγοντα ομοιοστα-
σίας του σιδήρου και κατέχει εξέχουσα θέση στην παθογένεια
της αναιμίας. Δρα καταστέλλοντας τη φερροπορτίνη στο έντε-
ρο και στον σπλήνα, η οποία είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά
του σιδήρου από τον ενδοκυττάριο χώρο προς τη συστηματική
52
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

κυκλοφορία. Μεταλλαγές του γονιδίου της εψιδίνης οδηγούν


στη νεανική αιμοχρωμάτωση.
Ζολενδρονικό οξύ [Zoledronic acid] Αμινοδιφωσφονικό
το οποίο χορηγείται σε μια ενδοφλέβια δόση 5 mg ετησίως με
διάρκεια έγχυσης 15 λεπτά. Υπάρχει τεκμηριωμένη αποτελε-
σματικότητα του ζολενδρονικού οξέος στα σπονδυλικά και μη
σπονδυλικά κατάγματα, καθώς και στα κατάγματα του ισχίου.
Έχει ένδειξη και για τη θεραπεία της ανδρικής οστεοπόρωσης. Ο
μέγιστος χρόνος τεκμηριωμένης ασφαλούς χορήγησής του είναι
έως 3 έτη.
Ζωικά πρότυπα στα μεταβολικά νοσήματα των οστών
[Animal models in metabolic bone diseases] Τα ζωικά
πρότυπα που χρησιμοποιούνται στην έρευνα των μεταβολικών
νοσημάτων των οστών πρέπει να αναπαράγουν με αξιοπιστία
το νόσημα και να είναι εύκολα διαθέσιμα στα ερευνητικά κέ-
ντρα. Μικρόσωμα ζώα μπορούν να στεγαστούν πολλά μαζί και
να σχηματίσουν ομάδες από τις οποίες να εξαχθούν στατι­
στικά ισχυρά και σημαντικά αποτελέσματα. Ένα από τα ση-
μαντικότερα μειονεκτήματα στα περισσότερα ζωικά είδη στην
έρευνα της οστεοπόρωσης είναι η αδυναμία πρόκλησης χαμη-
λής έντασης καταγμάτων. Ζωικά είδη που έχουν χρησιμοποι-
ηθεί στην έρευνα της οστεοπόρωσης είναι τα πρωτεύοντα, τα
πρόβατα, οι χοίροι, οι σκύλοι, οι κόνικλοι, οι επίμυες και οι
μύες. Η καταλληλότητα του ζωικού είδους εξαρτάται τόσο από
το πρωτόκολλο πρόκλησης της οστεοπόρωσης, όσο και από τα
ζωοτεχνικά χαρακτηριστικά του κάθε είδους.
Ημιδεσμοσώματα [Hemidesmosome] Κυτταρικός σύνδε-
σμος ανάμεσα σε ένα επιθηλιακό κύτταρο και την υποκείμενη
βασική μεμβράνη.

Ηπατική νόσος [Liver disease] Διαταραχή της ηπατικής λει-


τουργίας οφειλόμενη συνήθως σε χολοστατική κίρρωση, ηπατί-
τιδα, αυτοάνοσο νόσημα. Εμπλέκεται στη διαδικασία του οστι-
κού μεταβολισμού βασικά λόγω ελαττωματικής υδροξυλίωσης
53
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

της χοληκαλσιφερόλης (βιταμίνης D3), υπολευκωματιναιμία


και καταβολικής συνδρομής. Επειδή αρκετά αντιοστεοπορω-
τικά φάρμακα μεταβολίζονται στο ήπαρ (π.χ. οι στεροειδικές
ορμόνες) πρέπει να συνεκτιμάται στη λήψη θεραπευτικής από-
φασης. Ειδικά σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευ-
ση ήπατος υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης οστικής
νόσου και οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Θαλασσαιμία [Thalassemia] Ομάδα κληρονομικών διατα-
ραχών του αίματος που επηρεάζουν τη σύνθεση μιας ή πε-
ρισσοτέρων από τις πολυπεπτιδικές αλυσίδες του μορίου της
αιμοσφαιρίνης. Κληρονομούνται με τον αυτοσωμικό υπολει-
πόμενο χαρακτήρα. Οι δύο βασικές μορφές της ασθένειας εί-
ναι η άλφα θαλασσαιμία και η βήτα θαλασσαιμία. Άτομα τα
οποία παρουσιάζουν μεταβολές και στα δύο γονίδια σφαιρί-
νης, πάσχουν από μείζων θαλασσαιμία. Όταν παρουσιάζουν
μεταβολές μόνο στο ένα γονίδιο, τότε τα άτομα δε νοσούν και
ονομάζονται φορείς θαλασσαιμίας.
Θειαζίδες [Thiazides] Διουρητικά τα οποία χρησιμεύουν για
την αντιμετώπιση της υπέρτασης και των οιδημάτων. Δρουν στο
ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle και στα άπω εσπειραμέ-
να σωληνάρια και προκαλούν αυξημένη απέκκριση νατρίου και
ύδατος. Οι θειαζίδες μειώνουν τη νεφρική απέκκριση του ασβε-
στίου, μία δράση που είναι χρήσιμη στη θεραπεία της υπερασβε-
στιουρίας και των υποτροπών της νεφρολιθίασης. Τα θειαζιδικά
διουρητικά μειώνουν την επαναρρόφηση του NaCl στο άπω σω-
ληνάριο αναστέλλοντας τον συμμεταφορέα Na+-Cl- της αυλικής
επιφάνειας που είναι υπεύθυνος για την είσοδο του Na+ και του
Cl- από τον αυλό του ουροφόρου σωληναρίου στο κύτταρο.
Θνησιμότητα [Mortality] Η συχνότητα θανάτου ατόμων του
γενικού πληθυσμού από ένα νόσημα κατά τη διάρκεια μιας
συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Θνητότητα [Fatality] Εκφράζει την πιθανότητα θανάτου από
ένα νόσημα σε άτομα που έχουν ήδη προσβληθεί από το νό-
σημα αυτό.
Θυλακίτιδα [Bursitis] Φλεγμονώδης πάθηση θυλάκου (bursa),
με επώδυνη ερυθρότητά του και συλλογή ορρώδους υγρού.
Σύνηθες σύμβαμα των φλεγμονωδών ρευματοπαθειών.
54
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Θυρεοτοξίκωση [Thyrotoxicosis] Υπερμεταβολική κατά-


σταση που προκαλείται από την αυξημένη διαθεσιμότητα και
δράση των θυρεοειδικών ορμονών. Η θυρεοτοξίκωση μπορεί
να προκληθεί λόγω υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς ή λόγω
υπερβολικής χορήγησης ορμονών. Υπάρχει αύξηση της αλκα-
λικής φωσφατάσης, υπερασβεστιαιμία και ασβεστιουρία.
Θωρακική έκπτυξη [Chest expansion] Η μέτρηση της θω-
ρακικής έκπτυξης έχει σημαντική λειτουργική σημασία στην
εκτίμηση του οστεοπορωτικού αρρώστου, επειδή κατά κανόνα
επηρεάζει στην κύφωση την καρδιοαναπνευστική λειτουργία.
Η θωρακική έκπτυξη μετράται στο ύψος της ξιφοειδούς από-
φυσης. Με την ανύψωση των άνω άκρων καταργείται η ενέρ-
γεια του πλατύ ραχιαίου μυός και μετράται μόνο η έκπτυξη
του θωρακικού κλωβού. Παθολογικό εύρημα είναι η διαφορά
διαμέτρου εισπνοής-εκπνοής μικρότερη των 2,5 εκ.

Η θωρακική έκπτυξη μετράται στο ύψος


της ξιφοειδούς απόφυσης.


Ιμπανδρονάτη [Ibandronate] Αμινοδιφωσφονικό το οποίο είναι
διαθέσιμο σε 3 θεραπευτικά σχήματα: 2,5 mg ημερησίως και
150 mg μια φορά το μήνα από του στόματος αλλά και σε 3 mg
ενδοφλέβια κάθε 3 μήνες. Έχει αποδεδειγμένη αντικαταγματική
δράση για σπονδυλικά και μη σπονδυλικά κατάγματα.
Ινοβλάστης [Fibroblast] Κύτταρο που βρίσκεται στον συνδε-
τικό ιστό και εκκρίνει εξωκυττάριο στρώμα πλούσιο σε κολ-
λαγόνο. Κατά την επούλωση των τραυμάτων μεταναστεύει και
πολλαπλασιάζεται έντονα.
Ινσουλίνη [Insulin] Κύρια ορμόνη που ελέγχει βασικές ενερ-
γειακές λειτουργιές όπως είναι ο μεταβολισμός της γλυκόζης
και των λιπιδίων. Εκκρίνεται από τα β-κύτταρα των νησιδίων
του Langerhans στο ενδοκρινές πάγκρεας. Η ινσουλίνη αυ-
ξάνει την πρόσληψη της γλυκόζης στους μύες και τον λιπώδη
ιστό, ενώ αναστέλλει την ηπατική παραγωγή της. Επίσης, μπο-
ρεί να προάγει την κυτταρική ανάπτυξη και διαφοροποίηση

55
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

και ευθύνεται για την αποθήκευση διαφόρων υποστρωμάτων


στον λιπώδη ιστό, το ήπαρ και τους μύες μέσω διέγερσης της
πρωτεϊνικής σύνθεσης. Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
τύπου Ι (ινσουλινοεξαρτώμενος) η χορήγηση ινσουλίνης απο-
σκοπεί στην αναπλήρωση της παντελούς έλλειψης ενδογενούς
ινσουλίνης.
Ινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας [Insulin- like
growth factor, IGF] Ορμόνη που εμφανίζει την ίδια αλλη-
λουχία αμινοξέων με την ινσουλίνη κατά 47%. Αποτελούν τον
πιο άφθονο αυξητικό παράγοντα της οστικής θεμέλιας ουσίας.
Φαίνεται να έχει κάποιο ρόλο στον πολλαπλασιασμό και τη
διαφοροποίηση των οστεοβλαστών. Η εκκρισή του διεγείρεται
από την αυξητική ορμόνη και μαζί αλληλεπιδρούν στους συ-
ζευτικούς χόνδρους των οστών. Έλλειψη του γονιδίου IGF-I
οδηγεί στο σύνδρομο Laron. Ο IGF-I εκφράζεται και σε πε-
ριπτώσεις επούλωσης καταγμάτων υποδηλώντας πιθανό ρόλο
ως αυτοκρινής/παρακρινής παράγοντας για την οστική ανα-
δόμηση. Οι IGFs παράγονται από τους οστεοβλάστες και η
σύνθεση τους επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως τον
TGFβ, τον FGF, τον PDGF και τις προσταγλανδίνες. Ο IGF-I
παίζει ρόλο όχι μόνο στην εμβρυική ανάπτυξη των οστών αλλά
και στον ενήλικο οστικό σχηματισμό και στην αναδόμηση. Θεω-
ρείται από τους ισχυρότερους ενεργοποιητές της ενδοκυττάρι-
ας οδού του Akt, η οποία διεγείρει τον κυτταρικό πολλαπλα-
σιασμό και αναστέλλει τον κυτταρικό θάνατο. Στα οστά παίζει
ρυθμιστικό ρόλο στην κατά μήκος αύξησή τους, αλλά και στην
αύξηση της οστικής μάζας και πυκνότητας.
Ιντεγκρίνες [Integrins] Διαμεμβρανικές γλυκοπρωτεΐνες που
μεσολαβούν στη σύνδεση των κυττάρων με την εξωκυττάρια
θεμέλια ουσία ή με άλλα κύτταρα μέσω αλληλεπίδρασης με
πρωτεΐνες όπως φιμπρονεκτίνες και κολλαγόνο. Επίσης, με-
ταφέρουν σήματα στο εσωτερικό των κυττάρων μέσω ρύθμι-
σης των σηματοδοτικών μονοπατιών των υποδοχέων κινάσης
τυροσίνης. Οι ιντεγκρίνες είναι ετεροδιμερή με διαφορετικές
α και β υποομάδες.
Ινώδης δυσπλασία των οστών [Fibrous dysplasia of
bones] Σπάνια πάθηση των οστών όπου παθολογικός ινώ-
δης συνδετικός ιστός αναπτύσσεται στη θέση του φυσιολογι-

56
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

κού οστού. Καθώς τα οστά αναπτύσσονται, ο ινώδης αυτός


ιστός επεκτείνεται με αποτέλεσμα τα οστά να χάνουν τη φυ-
σιολογική τους αντοχή. Η διαταραχή αυτή προκαλείται από
μη κληρονομήσιμη μεταζυγωτική παρανοηματική μεταλλαγή
σε σωματικά κύτταρα του χρωμοσώματος 20. Χαρακτηρίζεται
από πόνο στα οστά, οστικές παραμορφώσεις και κατάγματα.
Εμφανίζεται συχνότερα στα οστά του εγκεφάλου, στους βρα-
χίονες, τις πλευρές, την πύελο και τους μηρούς. Υπάρχουν 4
τύποι: Μονοστωτικός, Πολυοστωτικός, Κρανιοπροσωπικός
και Χερουβισμός. Η ασθένεια δεν εμφανίζει κάποια προτίμη-
ση ανάμεσα στα δύο φύλα και συνήθως εμφανίζεται έως το
30ο έτος της ηλικίας.
Ιόν [Ion] Άτομο ή μόριο με καθαρό θετικό ή αρνητικό φορτίο.
Ισομορφές [Isoforms] Πολλαπλές μορφές της ίδιας πρωτεΐ-
νης που διαφέρουν στην αμινοξική αλληλουχία αλλά μοιράζο-
νται την ίδια γενική λειτουργία. Μπορεί να προέρχονται από
διαφορετικά γονίδια ή από διαφορετικό εναλλακτικό μάτισμα
(διαφορετική ωρίμανση των μεταγράφων) του ίδιου γονιδίου.
Ισομόσχευμα [Isograft] Ιστός που μεταφέρεται στο πανομοιό-
τυπο (μονοζυγωτικό) δίδυμο.
Ισορροπία [Balance] Η ικανότητα της διατήρησης της στάσης
του σώματος, τόσο σε ακινησία ή σε κίνηση. Οι διαταραχές της
ισορροπίας είναι η κύρια αιτία των πτώσεων και ειδικά στους
οστεοπορωτικούς ασθενείς αποτελεί τον βασικό τρόπο πρό-
κλησης καταγμάτων του περιφερικού σκελετού. Η εξέταση του
ασθενούς στοχεύει στη μέτρηση της διαταραχής της ισορροπίας.
Μια ποσοτικοποιημένη μέτρηση είναι δυνατή ακόμα και σε ένα
απλό ιατρείο. Η στάση του σώματος (body posture) ακόμα και
στην καθιστή θέση (η σταθερότητα, η ανάγκη για υποστήριξη, η
πιθανή πλάγια κλίση, η ικανότητα διατήρησης της θέσης μετά
από αποσταθεροποιητικά ερεθίσματα, π.χ. σπρώξιμο σε διάφο-
ρες διευθύνσεις) δίνει πληροφορίες. Το ίδιο συμβαίνει και όταν
σηκώνεται από την καθιστή θέση όρθιος. Από τα χαρακτηριστι-
κά της βάδισης (gait) πρέπει να εκτιμώνται η χωλότητα, το μή-
κος και η συμμετρία του βήματος, η πορεία που ακολουθεί το
βήμα (νήσσειο βάδισμα, αταξικό, ημιπληγικό κλπ). Οι απλές αυ-
τές δοκιμασίες προμηνύουν αδρά για προβλήματα αστάθειας,
που αν τελικά εντοπιστούν μας οδηγούν σε πιο εξειδικευμένες
57
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

δοκιμασίες. Το Fukuda test, όπου ο ασθενής βαδίζει σημει-


ωτόν με κλειστά μάτια για 20-30 δευτ., οπότε κλίνει ο κορμός
του 30 μοίρες προς τη βλάβη, είναι θετικό σε μια τέτοια βλάβη.

Fukuda test.
(Πηγή: Intoduction to clinical
posturology, Agressologie 1980,
21 E:119-123).


Παρομοίως και το σημείο Romberg όπου ο ασθενής σε στά-
ση προσοχής και με κλειστά τα μάτια ταλαντεύεται προς την
πλευρά της βλάβης. Σε παρεγκεφαλιδική ή αιθουσαία βλάβη το
σημείο είναι θετικό και με ανοιχτά τα μάτια ενώ σε αισθητική
αταξία είναι θετικό μόνο με κλειστά τα μάτια.

Σημείο Romberg.
(Πηγή: Intoduction to clinical
posturology, Agressologie 1980,
21 E:119-123).


Ακόμα, η δοκιμασία πρότασης ψηλά των άνω άκρων όπου ενώ
ο ασθενής κάθεται έχοντας κλειστά τα μάτια αδυνατεί να κε-
ντράρει πάνω στα δάκτυλα του εξεταστή απέναντί του, δείχνει
παρεγκεφαλιδική προσβολή (Past pointing test).

Past Pointing Test.


Ισομορφή της ανθεκτικής στο άλας του τρυγικού
οξέος όξινη φωσφατάση 5b [Tartrate resistant acid
phosphatase, TRAP 5b] Είναι ένα από τα έξι ισοένζυμα
της ανθεκτικής στο άλας του τρυγικού οξέος όξινη φωσφατά-
ση (TRAP) και εντοπίζεται αποκλειστικά στις οστεοκλάστες. Η
TRAP 5b μεταφέρεται κατά μήκος της οστεοκλάστης, αφού πρώ-
τα ολοκληρωθεί η αποδόμηση με τη συνένωση κυστιδίων που
περιέχουν TRAP με κυστίδια που είναι γεμάτα από προϊόντα
μεταβολισμού της θεμέλιας ουσίας και στη συνέχεια εκκρίνεται
εξωκυττάρια μέσω ειδικών εκκριτικών περιοχών της οστεοκλά-

58
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

στης μαζί με τα προϊόντα αποδόμησης και μετριέται ως δείκτης


απορρόφησης TRAP 5b. Τέλος, ο προσδιορισμός της στον ορό
αντανακλά πιστά τον ρυθμό της οστικής αποδόμησης τη στιγμή
της αιμοληψίας από την απευθείας δράση των οστεοκλαστών,
σε αντίθεση με τους άλλους δείκτες οστικής απορρόφησης που
αποτελούν προϊόντα αποδόμησης, μετά την απορροφητική δρά-
ση των οστεοκλαστών στο κολλαγόνο.
Ισότροπο υλικό [Isotropic material] Υλικό του οποίου οι
ιδιότητες είναι ίδιες σε όλες τις κατευθύνσεις. Το αντίθετο
ονομάζεται ανισότροπο υλικό (anisotropic material).
Ιστιοκύττωση από κύτταρα Langergans [Langerhans
cell histiocytosis, LCH] Παλιότερες ονομασίες της νόσου
ήταν Νόσος Letterer-Siwe, Νόσος Hand-Schuller-Christian,
Ηωσινόφιλο κοκκίωμα και Ιστιοκύττωση Χ. Σπάνια νόσος η
οποία αποδίδεται σε κλώνο των κυττάρων Langerhans και
μπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε όργανο αλλά αυτά που κυ-
ρίως εμπλέκονται είναι τα οστά, οι πνεύμονες, το δέρμα και η
υπόφυση. Η κλασική εμφάνιση μιας σκελετικής βλάβης είναι
η οστεόλυση. Θεραπευτικά χορηγείται χημειοθεραπεία, ακτι-
νοθεραπείες και ανοσοθεραπεία.
Ιχνηλάτηση [Footprinting] Τεχνική αναγνώρισης της θέσης
πρόσδεσης μιας πρωτεΐνης στο DNA.
Καθεψίνη Κ [Cathepsin K] Λυσοσωματική κυστεϊνική πρω-
τεϊνάση με υψηλή έκφραση στις οστεοκλάστες, που απαιτείται
για τη διάσπαση και απορρόφηση του κολλαγόνου παρουσία
όξινου pH, εντός του βοθρίου απορρόφησης ανάμεσα στην
οστεοκλάστη και το οστό. Η καθεψίνη Κ είναι απαραίτητη για
την οστική απορρόφηση από τις οστεοκλάστες. Σε έλλειψη ή
αδρανοποίησή της, παρατηρείται φυσιολογικός αριθμός οστεο-
κλαστών αλλά η περιοχή του αφαλατωμένου οστού γύρω τους
αυξάνεται. Η καθεψίνη Κ λείπει στην πυκνοδυσόστωση, μια
σκληρυντική οστική δυσπλασία.
Καθοδικά [Downstream] Όρος που περιγράφει αλληλουχίες
που βρίσκονται μακριά προς την κατεύθυνση της έκφρασης
ενός γονιδίου σε σχέση με ένα σημείο αναφοράς.
Καλμοδουλίνη [Calmodulin, CaM] Πρωτεΐνη που προσδέ-
νει Ca2+, η οποία τροποποιεί τη δραστηριότητα πολλών ενζύ-
59
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μων και άλλων πρωτεϊνών ως απόκκριση σε μεταβολές της


συγκέντρωσης του Ca2+. Συμμετέχει σε πολλές κυτταρικές
λειτουργίες, όπως τη μυϊκή σύσπαση και τη μεταφορά των
νευρικών ώσεων.
Καλσιδιόλη ή Καλσιφεδιόλη [Calcidiol or Calcifediol]
Στεροειδής λιποδιαλυτή βιταμίνη. Παράγεται στο ήπαρ από
την υδροξυλίωση της βιταμίνη D3 στη θέση 25 από το έν-
ζυμο 25-υδροξυλάση και μετατρέπεται σε 25-υδροξυβι-
ταμίνη D3 [25(OH)βιταμίνη D3]. Η έλλειψη της βιταμίνης
D εκτιμάται με μέτρηση του μεταβολίτη αυτού στο αίμα.Η
καλσιδιόλη υδροξυλιώνεται στη θέση 1 στους νεφρούς από
το ένζυμο 1α-υδροξυλάση και σχηματίζει την καλσιτριόλη
[1,25(OH)2βιταμίνη D3].
Καλσιτονίνη [Calcitonin, CT] Ενδογενές πολυπεπτίδιο 32
αμινοξέων που παράγεται και εκκρίνεται από τα κύτταρα C
του θυρεοειδούς αδένα. Ασκεί τη δράση της μέσω του υποδο-
χέα της CTR. Η καλσιτονίνη μειώνει τα επίπεδα του ασβεστίου
και του φωσφόρου στο αίμα και προωθεί τον σχηματισμό του
οστού. Η καλσιτονίνη χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη θερα-
πεία της οστεοπόρωσης και συνιστάται πλέον μόνο για βρα-
χυχρόνια χορήγηση, δεδομένου ότι η μακροχρόνια συνδέθηκε
με αυξημένη επίπτωση καρκίνου. Η καλσιτονίνη πρέπει να
χορηγείται μόνο ενδοφλέβια ή ενδομυϊκά για την πρόληψη της
οξείας οστικής απώλειας από ακινητοποίηση για διάστημα
έως 4 εβδομάδες, στη νόσο Paget επί μη ανταπόκρισης ή μη
δυνατότητας χορήγησης άλλων θεραπειών για διάστημα έως 3
μήνες και στην υπερασβεστιαιμία από καρκίνο.

Αμινοξική αλληλουχία της καλσιτονίνης.

Καλσιφεδιόλη [Calcifediol] βλ.Καλσιδιόλη [Calcidiol].


Κάμψη [Bending] Στα οστά η δυναμική παραμόρφωση του ανι-

60
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

σότροπου υλικού υπό την επίδραση δυνάμεων με εφαρμογή σε


δύο ή τρία σημεία (two point bending, three-point bending).
Καρβοξυτελικό τελοπεπτίδιο του κολλαγόνου τύπου Ι
[Carboxy-terminal collagen crosslinks, CTx] Προϊόν
καταβολισμού του κολλαγόνου τύπου Ι, θεωρείται αξιόπιστος
δείκτης οστεοκλαστικής δραστηριότητας. Ποσοτικός προσδι-
ορισμός του CTx μπορεί να γίνει τόσο στον ορό, όσο και στα
ούρα με ανοσολογικές μεθόδους. Επειδή το CTx ούρων πα-
ρουσιάζει πολύ μεγάλη ημερήσια διακύμανση, θα πρέπει να
προσδιορίζεται παράλληλα και η κρεατινίνη των ούρων για
να είναι δυνατή η σωστή αξιολόγησή του. Για τη μέτρηση του
CTx στον ορό συνιστάται πρωινή αιμοληψία μετά από ολονύ-
κτια νηστεία.
Καρδιαγγειακά νοσήματα και οστεοπορωση [Cardio-
vascular disease and osteoporosis] Nοσήματα τα
οποία συνδέονται με την αθηρωμάτωση. Πιο συγκεκριμένα,
τέτοια νοσήματα είναι το ανεύρυσμα, η στηθάγχη, το αγγει-
ακό εγκεφαλικό επεισόδιο, η καρδιακή ανεπάρκεια, η περι-
φερική αγγειακή νόσος, η στεφανιαία νόσος και το έμφραγ-
μα του μυοκαρδίου. Η οστεοπόρωση και η αθηροσκλήρυνση
αποτελούν σημαντικά εκφυλιστικά νοσήματα, αποτέλεσμα
πολύπλοκων παθοφυσιολογικών μηχανισμών. Τα τελευταία
έτη έχει διαπιστωθεί η ταυτόχρονη παρουσία αυτών των νο-
σημάτων στο ίδιο άτομο, ή ακόμη η συνύπαρξη παραγόντων
κινδύνου για καρδιαγγειακό νόσημα, όπως της υπερλιπιδαι-
μίας, του σακχαρώδους διαβήτη και της αρτηριακής υπέρτα-
σης με μία χαμηλή οστική μάζα. Αρχικά, η διαπίστωση αυτή
αποδόθηκε στη γήρανση. Εν συνεχεία, όμως, διατυπώθηκε η
άποψη ενός κοινού παθογενετικού μηχανισμού μεταξύ των
δύο νοσημάτων. Kύτταρα, πρωτεΐνες και κυτοκίνες τα οποία
λαμβάνουν μέρος στον σχηματισμό νέου οστίτη ιστού έχουν
εντοπιστεί στην αθηρωματική πλάκα και πιο συγκεκριμένα
στο σημείο όπου η ασβεστοποίηση λαμβάνει χώρα. H χαμη-
λή οστική μάζα είναι αντιστρόφως ανάλογη της ασβέστωσης
των αγγείων.
Καρκινογόνο [Carcinogen] Κάθε ουσία που αυξάνει τη συ-
χνότητα μετασχηματισμού των φυσιολογικών κυττάρων σε
καρκινικά.
61
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Καρυότυπος [Κaryotype] Το σύνολο των χρωμοσωμάτων ενός


σωματικού κυττάρου, τοποθετημένα ανάλογα με το μεγεθός
τους και πάντα σε ζεύγη ομόλογων.

Κασπάσες [Caspases] Οικογένεια των πρωτεασών, μέλη της


οποίας παίρνουν μέρος στον προγραμματισμένο κυτταρικό
θάνατο.
Κάταγμα ισχίου [Hip fracture] Συμπεριλαμβάνονται όλα τα
κατάγματα της περιοχής του άνω άκρου του μηριαίου οστού
(υποκεφαλικά, διατροχαντήρια, υποτροχαντήρια). Ο όρος αυ-
τός χρησιμοποιείται περισσότερο με την έννοια του οστεοπο-
ρωτικού κατάγματος.
Κάταγμα καρπού [Wrist fracture, Carpal fracture]
Στα μεταβολικά νοσήματα των οστών με τον όρο αυτό περιγρά-
φονται όλα τα κατάγματα της περιοχής του καρπού (κάταγμα
Colles’ κ.ά.). Το κάταγμα του καρπού είναι ένα από τα τέσ-
σερα κύρια κατάγματα που συμβαίνουν στην οστεοπόρωση.
Η θεραπεία τους γίνεται συντηρητικά (γύψινος επίδεσμος) ή
χειρουργικά με ανοιχτή ανάταξη και οστεοσύνθεση. Λόγω της
συνύπαρξης οστεοπόρωσης τα χρησιμοποιούμενα υλικά οστε-
οσύνθεσης έχουν ειδικό σχεδιασμό.
Καταρράκτης [Cascade] Αλληλουχία γεγονότων, καθένα από
τα οποία διεγείρει το επόμενο.
Καυσαλγία [Causalgia] βλ. Σύνδρομο του σύμπλοκου περιοχι-
κού πόνου [Complex regional pain syndrome, CRPS].
Κεντρικό νευρικό σύστημα [Central nervous system,
CNS] Μία από τις δύο ανατομικές υποδιαιρέσεις του νευρι-
62
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

κού συστήματος. Περιλαμβάνει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο


μυελό. Το κεντρικό νευρικό σύστημα και το περιφερικό νευρι-
κό σύστημα διασυνδέονται λειτουργικά.
Κηδεμόνας [Brace] Ιδιοκατασκευή που αποβλέπει στον περι-
ορισμό της κινητικότητας περιοχών του σκελετού, ιδίως της
σπονδυλικής στήλης, του γόνατος, χεριού κ.λπ. Ιδιαίτερα χρη-
σιμοποιείται για την αντιμετώπιση της σκολίωσης, των καταγ-
μάτων της σπονδυλικής στήλης, των συνδεσμικών κακώσεων
του γόνατος κ.ά.
Κινάσες [Kinases] Ένζυμα που φωσφορυλιώνουν πρωτεΐνες
στην τυροσίνη, θρεονίνη ή σερίνη. Συμμετέχουν κυρίως στη
ρύθμιση της μετάδοσης σημάτων στο κύτταρο.
Κινάσες MAP [MAP Kinases, MAPK] Πρωτεΐνες με ενεργό-
τητα κινάσης σερίνης/θρεονίνης. Οι ΜΑΡ κινάσες αποτελούν
ένα κύριο ρυθμιστικό σύστημα που συμμετέχει στον έλεγχο της
έκφρασης των γονιδίων από τα διάφορα εξωκυτταρικά ερεθί-
σματα. Η υπεροικογένεια των ΜΑΡ κινασών αποτελείται από
τρεις κύριες υποομάδες, που περιλαμβάνουν τις ERK1/2,
p38, και JNK (ή SAPK) πρωτεϊνικές κινάσες σερίνης. Η δρα-
στηριότητα αυτών των κινασών ελέγχεται από μια διακλαδιζό-
μενη αλυσίδα πρωτεϊνικών κινασών θρεονίνης-τυροσίνης, οι
οποίες με τη σειρά τους είναι γνωστές ως κινάσες των ΜΑΡ
κινασών (MAP/ERK kinase, MAPK kinase, MAPKK ή MKK).
Οι ΜΑΡ κινάσες κατέχουν ρόλο κλειδί στη ρύθμιση του πολλα-
πλασιασμού και των κυτταρικών ανταποκρίσεων που προκα-
λούν οι αυξητικοί παράγοντες.
Κιρκάδιος ρυθμός [Circadian rhythm] Βιολογική δραστη-
ριότητα η οποία παρουσιάζει περιοδική μεταβολή στη διάρ-
κεια ενός 24ώρου.
Κλειδοκρανιακή δυσόστωση [Cleidocranial dysostosis,
CCD] Στους ανθρώπους, ετερόζυγες μεταλλαγές του γονιδίου
του μεταγραφικού παράγοντα Runx2 οδηγούν στην κλειδο-
κρανιακή δυσόστωση. Οι μεταλλαγές αυτές αφορούν κυρίως
την RHD επικράτεια του γονιδίου και συγκεκριμένα η πιο κοι-
νή μεταλλαγή είναι η μετατροπή της Ser104 σε Arg. Χαρακτη-
ρίζεται ως γενικευμένη δυσπλασία του οστικού και οδοντικού
ιστού. Έχουν αναφερθεί περισσότερα από εκατό κλινικά χα-
ρακτηριστικά της νόσου κυρίως στο κρανίο, στις γνάθους και
63
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

στα δόντια. Σε αυτά περιλαμβάνονται το χαμηλό ανάστημα, η


λόρδωση, η κύφωση, η σκολίωση, η βραχυδακτυλία, η ολική ή
µερική έλλειψη των κλειδών και η καθυστέρηση της οστέωσης
του κρανίου. Οι κύριες στοματικές εκδηλώσεις της νόσου είναι
τα υπεράριθμα δόντια, η υψηλή και γωνιώδης υπερώα, ο προ-
γναθισμός την κάτω γνάθου λόγω της υποπλασίας της άνω κα-
θώς και η καθυστερημένη ανάπτυξη της μόνιμης οδοντοφυΐας.

Χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της κλειδοκρανιακής δυσπλασίας.


Α. Τυπική εικόνα πάσχοντος όπου υπάρχει η δυνατότητα σύγκλεισης των
ώμων. Β. Ακτινογραφία θώρακος όπου παρατηρείται η απουσία κλείδας
(άσπρο βέλος) ή υποπλαστική κλείδα (μαύρο βέλος).

Κλειστή κοόρτη μελέτη [Closed cohort study] Τύπος προ-


οπτικής μελέτης στην οποία οι συγκρινόμενες ομάδες παρακο-
λουθούνται από ένα καθορισμένο αρχικό χρονικό σημείο μέχρι
ένα καθορισμένο τελικό σημείο. Δεν μεταβάλλεται η σύνθεση
του πληθυσμού.
Κληρονομική υποφωσφοραιμική ραχίτιδα με υπερ-
ασβεστιουρία [Hereditary hypophosphatemic rickets
with hypercalciuria, HHRH] Σπάνια γενετική διαταρα-
χή η οποία κληρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο
χαρακτήρα και χαρακτηρίζεται από αυξημένη παραγωγή της
1,25(OH)2D3 που έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη απορρό-
φηση ασβεστίου από το έντερο και επομένως αυξημένο φορτίο
ασβεστίου στους νεφρούς με επακόλουθη υπερασβεστιουρία.
Η κλινική έκφραση της διαταραχής αυτής είναι ετερογενής.
Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται ο οστικός πόνος και/ή
παραμορφώσεις των κάτω άκρων, κοντό ανάστημα, η μυϊκή
αδυναμία, και σημεία ραχίτιδας/οστεομαλακίας και/ή οστεο-
πενίας. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εμφανιστούν μεμονω-
μένα ή σε συνδυασμό και μπορεί να ποικίλλουν σε βαρύτητα.
Σε γενικές γραμμές, η βαρύτητα της υπομετάλλωσης του οστού
64
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα με τα επίπεδα του φωσφόρου


στο πλάσμα.
Κληρονομούμενη οστεοδυστροφία Albright [Albright’s
hereditary osteodystrophy, AHO] Γνωστή και σαν ψευ-
δοϋποπαραθυρεοειδισμός τύπου 1a. Οφείλεται σε αδρανοποι-
ητική μεταλλαγή της Gsα υπομονάδας. Χαρακτηρίζεται από
αδυναμία δράσης της παραθορμόνης με αποτέλεσμα χαμηλά
επίπεδα ασβεστίου και υψηλά επίπεδα φωσφόρου και παρα-
θορμόνης. Ο φαινότυπος του συνδρόμου περιλαμβάνει χαμηλό
ανάστημα, βραχύ 4ο και 5ο μετακάρπιο, στρογγυλό πρόσωπο
και ήπια νοητική υστέρηση.
Κλινοστατισμός [Bed rest] Η υπερβολική ακινητοποίηση
όλου του σώματος. Ο παρατεινόμενος κλινοστατισμός περισ-
σότερο από 12 εβδομάδες έχει βρεθεί ότι μειώνει σημαντικά
την οστική πυκνότητα του αυχένα του μηριαίου οστού, ενώ
αυξάνει κατά 4-6 φορές τη νεφρική απέκκριση του ασβεστίου.
Κλοδρονάτη [Clodronate] Πρώτης γενιάς διφωσφονικό που
χρησιμοποιείται κυρίως στις νεοπλασματικές νόσους αλλά δεν
έχει ένδειξη για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης στις πε-
ρισσότερες χώρες.
Κλωθώ [Klotho] Διαμεμβρανική πρωτεΐνη που ανήκει στην
οικογένεια των β-γλυκουρονιδασών και κωδικοποιείται από
το γονίδιο KL. Μεταλλαγές του γονιδίου της έχουν συσχε-
τιστεί με τη γήρανση και με εκφυλιστικές καταστάσεις που
χαρακτηρίζουν τη γήρανση (αθηρωμάτωση, οστεοπόρωση,
χρόνια νεφρική ανεπάρκεια). Αποτελεί σημαντικό ρυθμιστή
της δράσης του FGF23 και φαίνεται να καθορίζει τη ρύθμι-
ση της οστικής επιμετάλλωσης.
Κοιλιοκάκη [Celiac disease] Νόσος η οποία χαρακτηρίζεται
από δυσανεξία της γλουτένης, πρωτεϊνικού συστατικού που
περιέχεται στο σιτάρι, τη σίκαλη, το κριθάρι και τη βρώμη και
οφείλεται σε υπέρμετρη ανοσολογική απάντηση έναντι της
πρωτεΐνης αυτής. Στην αιτιοπαθογένεια της νόσου εμπλέκο-
νται διάφοροι γενετικοί, περιβαλλοντικοί και ανοσολογικοί
μηχανισμοί. Η γλουτένη προκαλεί αλλοιώσεις στον βλεννογόνο
του λεπτού εντέρου, προκαλώντας μεταξύ άλλων και μερική
ή ολική ατροφία των λαχνών, εμποδίζοντας τη φυσιολογική
πέψη και απορρόφηση της τροφής. Σαν συνέπεια της μειω-
65
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μένης απορρόφησης βιταμινών, ιχνοστοιχείων και θρεπτικών


συστατικών παρατηρούνται αναιμία, οστεοπενία και οστεοπό-
ρωση καθώς και νευρικές και ορμονικές διαταραχές.
Κολλαγόνο [Collagen] Κύριο ινιδικό συστατικό πλούσιο σε
προλίνη και γλυκίνη που εντοπίζεται στους περισσότερους
στηρικτικούς ιστούς και αποτελεί την πιο άφθονη πρωτεΐνη
στον ανθρώπινο οργανισμό. Βασικός του ρόλος είναι η ενί-
σχυση της αντοχής των ιστών έναντι εκτατικών δυνάμεων. Οι
συχνότεροι απαντώμενοι τύποι είναι το κολλαγόνο τύπου Ι, ΙΙΙ
και ειδικά ο τύπος Ι, ο οποίος αποτελεί περίπου το 95% του
συνολικού κολλαγόνου των οστών.
Κοόρτη Μελέτη [Cohort study] Μελέτη παρατήρησης στην
οποία η επιλεγμένη ομάδα ατόμων με κάποια κοινή εμπειρία
ή γνώρισμα παρακολουθείται για συγκεκριμένη χρονική διάρ-
κεια με σκοπό να παρατηρήσουμε την εξέλιξή τους ως προς τη
μελετούμενη νόσο και πιθανούς παράγοντες κινδύνου.
Κόπωση [Fatigue] Στα βιολογικά υλικά η συνέπεια της άθροι-
σης μικροφθορών που είναι αποτέλεσμα των επανειλημμένων
μηχανικών καταπονήσεων. Η κόπωση του βιολογικού υλικού
οδηγεί στην μηχανική του αποτυχία (θραύση, κάταγμα). Η επι-
διόρθωση των συσσωρευόμενων μικροφθορών, κυρίως με το
μηχανισμό της οστικής ανακατασκευής είναι η φυσιολογική
διαδικασία που καθιστά τα οστά ικανά για αυξημένες μηχα-
νικές καταπονήσεις. Σε διαταραχές των μηχανισμών αυτών
μιλάμε για μηχανική αποτυχία από κόπωση (fatigue failure).
Κορτικοτροπίνη [Corticotropin] βλ. Αδρενοκορτικοτρόπος
ορμόνη [Adrenocorticotropic hormone, ACTH].
Κορυφαία οστική μάζα [Peak bone mass] H μέγιστη οστι-
κή μάζα που αποκτά ένα άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής
του. Παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της τρίτης με τέταρτης
δεκαετίας της ζωής και διατηρείται περίπου μέχρι τις αρχές
της πέμπτης δεκαετίας, οπότε η ηλικιοεξαρτώμενη οστική
απώλεια ξεκινά και στα δύο φύλα και οδηγεί σταδιακά σε
ελάττωση της οστικής πυκνότητας. Όσο υψηλότερα επίπεδα
οστικής μάζας αποκτήσει κανείς, τόσο μεγαλύτερη είναι η
οστική αντοχή και η προστασία που απολαμβάνει έναντι της
οστεοπόρωσης και των καταγμάτων κατά τα επόμενα έτη.
66
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Κρανιομεταφυσιακή δυσπλασία [Cranio-metaphyseal


dysplasia] Οστική δυσπλασία με σκλήρυνση και υπερτροφία
της βάσης και του θόλου του κρανίου και διαπλάτυνση των
μεταφύσεων.
Κρυσταλλίτες απατίτη [Apatite crystallites] Κρύσταλλοι
φωσφορικών αλάτων που συνήθως αναφέρονται σαν υδροξυ-
απατίτης, φθοριοαπατίτης, χλωριοαπατίτης και βρωμιοαπατί-
της λόγω της υψηλής συγκέντρωσής τους σε ιόντα υδροξυλίου,
φθορίου, χλωρίου και βρωμίου αντίστοιχα.
Κυκλoσπoρίvη [Cyclosporine] Ισχυρή αvoσoκατασταλτική
oυσία μη κυτταροτοξική και μη μυελοτοξική. Χρησιμοποιείται
στη μεταμόσχευση μυελού των οστών καθώς και των συμπα-
γών οργάνων (καρδιά, ήπαρ και των νεφρών) ώστε να απο-
φευχθεί η απόρριψη του μοσχεύματος. Έχει, επίσης, κλινική
εφαρμογή και στη θεραπεία αυτοάνοσων διαταραχών όπως
ψωρίαση, ρευματοειδή αρθρίτιδα κ.ά.
Κυκλική 3’,5’-μονοφωσφορική αδενοσίνη [Cyclic
adenosine 3’,5’-monophosphate, cAMP] Νουκλεοτίδιο
που συντίθεται από το ένζυμο αδενυλική κυκλάση και πυ-
ροδοτεί την πρωτεϊνική φωσφορυλίωση από τις κινάσες που
εξαρτώνται από την cAMP.
Κυκλοοξυγενάση [Cyclooxygenase, COX] Ένζυμο κλειδί
της οδού μετατροπής του αραχιδονικού οξέος στις προστα-
γλαδίνες. Υπάρχουν δύο ισομορφές του ενζύμου, η COX-1,
το διαχειριστικό ένζυμο που παράγεται ενδογενώς σε όλους
σχεδόν τους ιστούς και η COX-2 που παράγεται μόνο μετά
την επίδραση μιτογόνων ή φλεγμονωδών ερεθισμάτων, καθώς
επίσης η αυξημένη έκφραση της έχει συσχετιστεί με διάφορα
νεοπλάσματα.
Κυστινουρία [Cystinuria] Κληρονομική πάθηση του μεταβο-
λισμού των αμινών, οι λίθοι της κυστίνης αναπτύσσονται συ-
χνότερα όταν τα ούρα έχουν όξινο pH και είναι μικρής ποσό-
τητας. Το μειωμένο pH των ούρων (<5,5) αυξάνει τον κίνδυνο
ανάπτυξης λίθων οξαλικού ασβεστίου, ουρικού οξέος και
κυστίνης. Αυξημένο pH (>7) των ούρων αυξάνει τον κίνδυ-
νο λίθων στρουβίτη και βρουσίτη. Οι κυριότερες ανατομικές
ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος που προδιαθέτουν
σε ανάπτυξη λίθων είναι ο σπογγοειδής νεφρός (σωληναριακή
67
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

εκτασία), η στένωση πυελοουρητηρικής συμβολής, το στένω-


μα του ουρητήρα, η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση και ο
πεταλοειδής νεφρός. Φάρμακα όπως το αντιεπιληπτικό το-
πιραμίδη και το αντιρετροϊκό ινταναβίρη προδιαθέτουν στην
ανάπτυξη λίθων.
Κυτοκίνες [Cytokines] Πολυπεπτίδια που επηρεάζουν τον
πολλαπλασιασμό, τη διαίρεση, τη διαφοροποίηση, τη βιοχη-
μική δραστηριότητα και την απόπτωση διαφόρων κυτταρικών
τύπων.
Κυτταρική διαίρεση [Cell division] Διαδικασία κατά την
οποία ένα αρχικό κύτταρο διαιρείται σε δύο θυγατρικά.
Κυτταρική επικοινωνία [Cell signaling] Η επικοινωνία
του κυττάρου με το περιβάλλον (άλλο κύτταρο ή εξωκυττάριο
υλικό). Οι πληροφορίες μεταβιβάζονται από την κυτταρική
επιφάνεια μέσω διαδοχικών μοριακών αλληλεπιδράσεων στον
πυρήνα.
Κυφοπλαστική [Kyphoplasty] Ελάχιστα επεμβατική τεχνική
για την αντιμετώπιση των συμπιεστικών σπονδυλικών καταγ-
μάτων. Η τεχνική προβλέπει την ενίσχυση του παθολογικού
σπονδυλικού σώματος με τη χρήση οστικού τσιμέντου. Πριν
από την είσοδο του οστικού τσιμέντου, εισάγεται στο σπασμέ-
νο σπονδυλικό σώμα πλαστικό μπαλονάκι το οποίο και διατεί-
νεται, δημιουργώντας κοιλότητα μέσα στην οποία εγχέεται το
οστικό τσιμέντο, αφού αφαιρεθεί πρώτα το μπαλονάκι.

Σχηματική αναπαράσταση κυφοπλαστικής. (Πηγή: msha.com).

Λασοφοξιφαίνη [Lasofoxifene] Ανήκει στην κατηγορία των


SERMs (Eπιλεκτικοί τροποποιητές των υποδοχέων των οι-
στρογόνων). Χορηγείται σε δόση 0,5 mg ημερησίως και αποτε-
λεί θεραπεία της οστεοπόρωσης για μετεμμηνοπαυσιακές γυ-
ναίκες με αυξημένο κίνδυνο για κάταγμα. Έχει αποδεδειγμένη
αποτελεσματικότητα έναντι καταγμάτων των σπονδύλων και
των μη σπονδυλικών καταγμάτων. Έχει επίσης καταδειχθεί
και ελάττωση του οιστρογονο-εξαρτώμενου καρκίνου του μα-
68
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

στού, της στεφανιαίας νόσου και των αγγειακών εγκεφαλικών


επεισοδίων.
Λεπτίνη [Leptin] Πρωτεϊνική ορμόνη που παράγεται κυρίως
από τα λιποκύτταρα και ρυθμίζει την ενεργειακή πρόσληψη,
συμπεριλαμβανομένης της όρεξης, της πείνας, του μεταβολι-
σμού και της συμπεριφοράς.
Λίθιο [Lithium] Σαν φάρμακο αυξάνει τη μεταφορά του νατρί-
ου στα νευρικά και μυϊκά κύτταρα και επιδρά στον ενδονευ-
ρωτικό μεταβολισμό των κατεχολαμινών. Χρησιμοποιείται στη
θεραπεία μανιακών επεισοδίων σε διπολική διαταραχή. Το
λίθιο βοηθά στην πρόληψη και τον έλεγχο των συμπτωμάτων
της μανίας όπως υπερδραστηριότητα, γρήγορος λόγος, φτωχή
κρίση, μειωμένη όρεξη για ύπνο, επιθετικότητα και θυμό.
Λιποκύτταρα ή Αδιποκύτταρα [Lipocytes or Adipocytes]
Μεσεγχυματικής καταγωγής κύτταρα που κυρίως παράγουν
τον λιπώδη ιστό. Στη διαφοροποίησή τους σημαντικό ρόλο έχει
ο μεταγραφικός παράγοντας MYF5 (myogenic factor 5). Τα
ώριμα λιποκύτταρα απαντώνται σε δύο τύπους, τα λευκά και
τα φαιά λιποκύτταρα, τα οποία διακρίνονται τόσο ως προς το
χρώμα, όσο και ως προς τη λειτουργία τους. Οι τρεις βασι-
κότερες λειτουργίες των λευκών λιποκυττάρων αφορούν στο
μεταβολισμό των λιπιδίων, στο μεταβολισμό της γλυκόζης και
στην παραγωγή και έκκριση πεπτιδίων με ποικίλες βιολογικές
δράσεις. Κύρια λειτουργία των φαιών λιποκυττάρων αποτελεί
η θερμογένεση.
Λιπώδης ιστός [Fat tissue] Τύπος συνδετικού ιστού με πλού-
σια ενδοκρινική δράση στον οποίο επικρατούν τα λιποκύττα-
ρα αλλά εντοπίζονται και προλιποκύτταρα, μακροφάγα, ενδο-
θηλιακά, ινοβλάστες και λεία μυϊκά κύτταρα. Διακρίνεται σε
σπλαχνικό και υποδόριο λιπώδη ιστό. Ο λιπώδης ιστός είναι
αποθήκη ενέργειας, μηχανικός προστατευτικός φραγμός και
παίζει θερμορυθμιστικό ρόλο. Σηματοδοτεί μηνύματα για την
όρεξη, τον κορεσμό, την κατανάλωση ενέργειας, την ευαισθη-
σία στην ινσουλίνη, την ενδοκρινική και αναπαραγωγική λει-
τουργία, τον οστικό μεταβολισμό, τη φλεγμονή και την ανοσία.
Λουμικάνη [Lumican, LUM] Η σπουδαιότερη κερατάνη (θειική
πρωτεογλυκάνη) η οποία ρυθμίζει την οργάνωση των ινιδίων του
κολλαγόνου. Η παραγωγή της εξαρτάται από το γονίδιο LUM.
69
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Μαγνήσιο [Magnesium] Ενδοκυττάριο κατιόν με την ελεύ-


θερη, δισθενή μορφή να έχει σημαντικό ρόλο στη μυϊκή σύ-
σπαση και τη νευρομυϊκή αγωγή ερεθίσματος. Μόλις το 1%
του μαγνησίου (Mg) του οργανισμού ευρίσκεται εξωκυττά-
ρια (250-300 mg). Στο πλάσμα βρίσκεται ελεύθερο ιονισμένο
και βιολογικά δραστικό (55%), συνδεδεμένο με λευκωματίνη
(30%) και ενωμένο με διάφορα ιόντα ως σύμπλοκο (15%),
ενώ η φυσιολογική του συγκέντρωση κυμαίνεται από 1,8-2,5
mg/dl. Οι αλλαγές των επιπέδων του μαγνησίου στο πλάσμα
επηρεάζουν με βραδύ ρυθμό τα επίπεδα του ενδοκυττάριου
μαγνησίου. Τροφές πλούσιες σε Mg είναι τα όσπρια, τα πρά-
σινα λαχανικά, οι ξηροί καρποί, τα δημητριακά, οι σοκολά-
τες και το νερό.
Μαγνητική οστική μικροτομογραφία [Μagnetic bone
micro-tomography, μMRI] Μη επεμβατική, μη ιονίζουσα
τε­χνική. Αυτό το σύστημα απεικόνισης μπορεί να προσεγγίσει
το λίπος και τα υγρά του μυελού των οστών, με αποτέλεσμα
να μπορεί να πε­ριγράψει το σπογγώδες οστό σαν αρνητική ει-
κόνα. Η μαγνητική το­μογραφία μπορεί να εφαρμοσθεί in vivo
και μπορεί να προσφέρει πολ­λά στη εκτίμηση της μικροαρχι-
τεκτονικής του σπογγώδους οστού.

Απεικόνιση από μαγνητικό τομογράφο σπογγώδους οστού επί­μυος.


Από αριστερά προς τα δεξιά: ομάδα ελέγχου και ωοθηκεκτομής.
(Τροποποιημένη από τους Gennant και Jiang, 2006).

Μαγνητική τομογραφία [Magnetic resonance imaging,


MRI] Απεικονιστική τεχνική ιδιαίτερα διαδεδομένη στην κλι-
νική ιατρική, σε όλες σχεδόν τις ιατρικές ειδικότητες. Στην
ορθοπεδική χρησιμοποιείται κατ’ εξοχήν για τη διάγνωση πα-
70
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

θολογικών καταστάσεων των μαλακών μορίων του μυοσκελε-


τικού συστήματος (δισκικές αλλοιώσεις, όγκοι μαλακών μορί-
ων, κακώσεις συνδέσμων και μηνίσκων κ.ά.). Στη διερεύνηση
των μεταβολικών νοσημάτων των οστών έχει χρησιμοποιηθεί
για ερευνητικούς κυρίως στόχους ιδίως στον έλεγχο ποιοτικών
αλλοιώσεων του σπογγώδους οστού.
Μέγεθος δείγματος [Sample size] Ο αριθμός των ατόμων
του πληθυσμού που αποτελεί το δείγμα.
Μέθοδος της ποσοτικής υπερηχοτομογραφίας
[Quantitative ultrasound, QUS] Μέθοδος που χρησιμο-
ποιείται για τον έλεγχο της οστεοπόρωσης, στηριζόμενη στην
αρχή της παραγωγής και της ανίχνευσης δέσμης υπερήχων,
μέσω μετατροπέων ενέργειας υψηλής διακριτικής ικανότητος,
τους ηχωβολείς. Η μέθοδος QUS παρέχει πληροφορίες που
αφορούν τη μέση τιμή οστικής πυκνότητας, καθώς και το QUS
Τ-score, δηλαδή τις σταθερές αποκλίσεις από τις οποίες δια-
φέρει η BMD του εξεταζομένου ασθενούς από τη BMD υγιών
νεαρών ατόμων αναφοράς.
Μείζων βήτα θαλασσαιμία [Beta thalassemia major]
Γνωστή επίσης και ως αναιμία του Cooley. Κληρονομική αι-
μολυτική αναιμία που οφείλεται στην αδυναμία των ερυθρο-
βλαστών να συνθέσουν τη β-αλυσίδα της αιμοσφαιρίνης των
ενηλίκων. Στην Ελλάδα είναι η πιο συνηθισμένη μορφή της
μεσογειακής αναιμίας. Οι ασθενείς είναι ομόζυγοι ως προς
τη μεταλλαγή και στα δύο γονίδια που κωδικοποιούν τη
β-αλυσίδα της αιμοσφαιρίνης. Οι ασθενείς παρουσιάζουν διά-
φορες σκελετικές ανωμαλίες, όπως αυτόματα κατάγματα και
απώλεια οστικής μάζας. Η μειωμένη οστεοβλαστική δραστηρι-
ότητα θεωρείται ο βασικός μηχανισμός της οστικής απώλειας
στη θαλασσαιμία η οποία συνοδεύεται από σημαντική αύξηση
της οστικής αποδόμησης.
Μελέτες «ασθενών-μαρτύρων» [Case-control studies]
Μελέτες στις οποίες τα μελετώμενα άτομα διακρίνονται σε
ασθενείς και «μάρτυρες» ανάλογα με το αν πάσχουν ή όχι από
τη μελετώμενη πάθηση. Στη συνέχεια συγκρίνονται οι διαφο-
ρές στις συχνότητες ενός παράγοντα, γνωρίσματος, χαρακτη-
ριστικού ή πιθανής αιτίας μεταξύ των δύο ομάδων.
Μελέτες παρατήρησης [Observational studies] Μελέτες
71
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

στις οποίες ο ερευνητής δεν παρεμβαίνει αλλά απλά παρατη-


ρεί και καταγράφει. Στις μελέτες αυτές περιλαμβάνονται οι
κοόρτες (cohort) και ασθενών-μαρτύρων (case-control).
Μελορεόστωση [Melorheostosis] Σπάνια, καλοήθης ασθένεια
του μεσοδέρματος, μη κληρονομική, που επηρεάζει το σκελετό
και τους παρακειμένους μαλακούς ιστούς και βρίσκεται τυ-
χαία σε απλές ακτινογραφίες. Κλινικά συνοδεύεται σε αρκετές
περιπτώσεις από δερματικές εκδηλώσεις. Στη μελορεόστωση
δημιουργείται υπερόστωση κατά μήκος του φλοιού των μα-
κρών οστών, που μοιάζει με το στάξιμο ή τη ροή ενός αναμμέ-
νου κεριού. Ακολουθεί μία κατανομή σκληροτομίου, και μπο-
ρεί να αντιπροσωπεύει ένα είδος περιφερικής νευροπάθειας
μετά τη γέννηση, που επηρεάζει αποσπασματικά τα αισθητή-
ρια νωτιαία νεύρα κατά το πρότυπο του έρπητα ζωστήρα.

Κλασσική εμφάνιση μελορεόστωσης που αφορά τη


δεξιά περόνη και την πλάγια μεριά του άκρου πόδα.


Μεσεγχυματικά οστικά κύτταρα [Mesenchymal bone
cells] Μεσεγχυματικά κύτταρα που είναι παρόντα στον οστί-
τη ιστό και έχουν χάσει από νωρίς μέρος της ικανότητά τους
προς διαφοροποίηση. Δεν είναι ικανά να διαφοροποιηθούν
προς όλα τα αναμενόμενα τυπικά κυτταρικά παράγωγα των
μεσεγχυματικών κυττάρων αλλά είναι όμως ικανά να διαφο-
ροποιηθούν προς οστεοπρογονικά κύτταρα.
Μετα-ανάλυση [Meta-analysis] Ερευνητική μεθοδολογία
που χρησιμοποιείται για τη σύνθεση (συνδυασμό και σύνο-
ψη) δημοσιευμένων μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί στο
παρελθόν σε ένα συγκεκριμένο επιστημονικό θέμα και οι
οποίες επιλέχθηκαν έπειτα από συστηματική ανασκόπηση με
σκοπό να οδηγήσουν σε μία νέα ανάλυση βάσει προκαθαρι-
σμένων ερωτημάτων και κριτηρίων καθώς και σε ένα συνο-
λικό συμπέρασμα.

72
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Μεταβλητές διαδοχικές επαναλήψεις αριθμού [Variable


number tandem repeat, VNTR] Ειδική κατηγορία πολυ-
μορφισμών που αποτελείται από μία σειρά επαναλαμβανόμε-
νων πολλαπλών αντιγράφων μικρών αλληλουχιών DNA που
βρίσκονται ενδιάμεσα μεταξύ δύο θέσεων ματίσματος των πε-
ριοριστικών ενζύμων.
Μεταγραφικός παράγοντα Runx2 [Runt-related
transcription factor 2, Runx2] Κύριος μεταγραφικός πα-
ράγοντας, ειδικός για την οστεοβλαστική διαφοροποίηση. Ο
Runx2 είναι απαραίτητος και για την ωρίμανση των χονδρο-
κυττάρων, αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή ολοκλήρω-
ση της ενδοχόνδριας οστεογένεσης. Καθοδηγεί τα πολυδύναμα
μεσεγχυματικά κύτταρα να ακολουθήσουν την οστεοβλαστική
σειρά και τα εμποδίζει να διαφοροποιηθούν προς λιποκύτταρα
και χονδροκύτταρα. Ο Runx2 είναι υπεύθυνος σε δύο στάδια
της διαφοροποίησης, από τα οστεοπρογονικά βλαστικά κύτ-
ταρα στους προ-οστεοβλάστες και από τους προ-οστεοβλάστες
σε οστεοβλάστες, ενώ δρα ως ανασταλτικός παράγοντας στα
τελευταία στάδια του κύκλου ζωής των οστεοβλαστών. Ο με-
ταγραφικός αυτός παράγοντας ενέχεται στην έκφραση μείζο-
νων γονιδίων των οστεοβλαστών, όπως της οστικής σιαλοπρω-
τεΐνης, της οστεοποντίνης, της αλκαλικής φωσφατάσης, της
οστεοκαλσίνης, της οστεονεκτίνης και του α1 τύπου Ι κολ-
λαγόνου. Στους ανθρώπους, ετερόζυγες μεταλλαγές του γο-
νιδίου του Runx2 οδηγούν στην κλειδοκρανιακή δυσπλασία
(CleidoCranial Dysplasia, CCD).
Μεταγωγή σήματος [Signal transduction] Διαδικασία
κατά την οποία αλληλεπιδρά ένας υποδοχέας με έναν προσ-
δέτη και με αυτόν τον τρόπο μεταδίδεται σήμα που πυροδοτεί
ένα μονοπάτι μέσα στο κύτταρο.
Μεταλλαγή απώλειας λειτουργίας [Loss-of-function
mutation] Μεταλλαγή η οποία συνήθως είναι υπολειπόμενη
και απενεργοποιεί ένα γονίδιο.
Μεταλλαγή [Mutation] Μόνιμη κληρονομήσιμη αλλαγή του
γενετικού υλικού που συνήθως οδηγεί σε αλλαγή ή απώλεια
της φυσιολογικής λειτουργίας. Διακρίνονται σε γονιδιακές
(προσθήκη, αφαίρεση ή αλλαγή βάσης/βάσεων του DNA) και
χρωμοσωμικές (έλλειμα, μετάθεση κ.ά.).
73
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Μεταλλοπρωτεϊνάσες θεμέλιας ουσίας [Matrix


metalloproteinases, MMPs] Γενικά πρωτεασικά ένζυμα
με καταλυτική δράση σε μέταλλα. Η ύπαρξη ιόντων ψευδαρ-
γύρου ή κοβαλτίου είναι σημαντική στη δράση τους. Οι μεταλ-
λοπρωτεϊνάσεις της θεμέλιας ουσίας των οστών παίζουν ση-
μαντικό ρόλο στην οστική ανακατασκευή και στην παθογένεια
διάφορων οστικών νόσων όπως η οστεοαρθρίτιδα, οι όγκοι των
οστών, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η οστεοπόρωση. Η θερα-
πευτική τους αξία θεωρείται σημαντική αλλά ακόμα βρίσκεται
σε φάση κλινικών ερευνών.
Μετατρεπτικός αυξητικός παράγοντας-β [Transforming
growth factor, ΤGF-β] Η υπεροικογένεια του TGF-β αριθμεί
πάνω από 30 μέλη και ενέχεται σε μια πληθώρα φυσιολογικών
και παθολογικών διαδικασιών όπως φλεγμονή, ογκογένεση και
αθηροσκλήρωση. Στα οστά ο TGF-β παράγεται από τους οστε-
οβλάστες. Η δράση του επάγεται μέσω ενός διαμεμβρανικού
υποδοχέα, ο οποίος με τη σειρά του ενεργοποιεί ενδοκυττάρια
μονοπάτια, με κυριότερο αυτό των SMAD. Ο TGF-β δρα χημειο-
τακτικά και μιτογενετικά στις πρόδρομες μορφές των οστεοβλα-
στών, διεγείρει την παραγωγή θεμέλιας ουσίας ενώ αναστέλλει
τον σχηματισμό των οστεοκλαστών και την απορρόφηση. Στον
άνθρωπο, τα επίπεδα του TGF-β, κυρίως του TGF-β1, είναι αυ-
ξημένα στο σύνδρομο Marfan, γεγονός που πιθανώς συμβάλλει
στην αύξηση ελαστικότητας οστών και δέρματος.
Μεταφυσιακή δυσόστωση [Metaphyseal dysostosis]
Σκελετική ανωμαλία χαρακτηριζόμενη από ανάπτυξη σχετικά
φυσιολογικών επιφύσεων ενώ η μεταφυσιακή οστεογένεση εί-
ναι διαταραγμένη με διατήρηση οστεοχόνδρινων μαζών που
μεταβάλλουν το κωνικό σχήμα των μεταφύσεων. Γνωστοί τύ-
ποι μεταφυσιακής δυσπλασίας είναι η χονδροδυσπλασία του
Jansen και η μεταφυσιακή χονδροδυσπλασία του Schmid.
Μεταφυσιακή δυσπλασία τύπου Pyle [Metaphyseal
dysplasia Pyle type] Κληρονομούμενη με τον αυτοσωμικό χα-
ρακτήρα μεταφυσιακή δυσπλασία με χαρακτηριστική χοανοειδή
διεύρυνση των μεταφύσεων των μακρών οστών, υπεύθυνη για
την αποκαλούμενη παραμόρφωση δίκην φιάλης Erlenmeyer.
Ένα άλλο ακτινογραφικό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η επέ-
κταση των μετρίου μεγέθους άκρων των κλειδών, του ηβικού και
74
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ισχιακού οστού. Δεν παρουσιάζει συνήθως συμπτώματα παρά


μόνο ελάσσονες παραμορφώσεις των άκρων, ειδικότερα δε βλαι-
σογονία. Ο αρθρικός πόνος και τα κατάγματα είναι σπάνια.

Ακτινογραφία ασθενούς όπου παρατηρείται πα-


ραμόρφωση δίκην φιάλης Erlenmeyer και διάχυ-
τη οστεοπενία. (Πηγή: Neerja G. et al. (2008) Pyle
Metaphyseal Dysplasia. Indian Pediatrics. 45:323-
325).


Μη-κολλαγονικές πρωτεΐνες [Non-collagenous proteins,
NCPs] Αποτελούν το 5-10% της θεμέλιας ουσίας των οστών.
Οι συντιθέμενες από τους οστεοβλάστες μη κολλαγονικές
πρωτεΐνες θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε 2 ομάδες: στην
ομάδα 1, όπου περιλαμβάνονται οι πρωτεΐνες που έχουν πρω-
τίστως δομικό και μηχανικό, και δευτερευόντως ρυθμιστικό
ρόλο όπως οστεοκαλσίνη, οστεοποντίνη, οστική σιαλοπρωτεΐνη
κ.ά. και η ομάδα 2, όπου περιλαμβάνονται οι πρωτεΐνες οι
οποίες αλληλεπιδρούν με υποδοχείς της κυτταρικής μεμβρά-
νης, πρωτεάσες και ορμόνες, και έχουν πρωτίστως ρυθμιστικό
ρόλο στη λειτουργία οστεοκυττάρων, οστεοβλαστών και οστεο-
κλαστών όπως δεκορίνη, διγλυκάνη κ.ά.
Μήκυνση [Strain] Η σχετική παραμόρφωση ενός υλικού που
δέχεται φόρτιση. Εκφράζεται σαν λόγος L/dL, όπου L είναι το
αρχικό μήκος και dL ο βαθμός που επιμηκύνεται. Όλα τα βιο-
λογικά υλικά (ιστοί) ζουν μέσα σε ένα περιθώριο μηκύνσεων.
Μηχανική επάρκεια [Mechanical competence] Η κα-
τάσταση επάρκειας σε φορτίσεις του οστού, χωρίς να προ-
καλούνται μικροφθορές ή αποτυχία του υλικού. Το αντί-
θετο ονομάζεται μηχανική ανεπάρκεια [Μechanical
incompetence] και οδηγεί σε κατάγματα.
Μικρο-υπολογιστική αξονική τομογραφία [micro-CT,
μCT] Τρισδιάστατη μελέτη μικρής οστικής περιοχής, πα-
ρεμφερής σε μεγέθυνση ιστολογικής εικόνας. Επιπρόσθετα,
η μCT μπορεί να δημιουργήσει τρισδιάστατη απεικόνιση
σπογγώδους οστού και να υπολογίσει παράμετρους, που μέ-
χρι πρότινος μόνο η ιστομορφομε­τρία μπορούσε να εκτιμή-
75
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

σει, όπως το πάχος και η διατρητικότητα των οστεοδοκίδων


(trabecular perforations).

Τρισδιάστατη απεικόνιση σπογγώδους


οστού με τη μέθοδο μCT.
(Τροποποιημένη από τους Gennant και
Jiang, 2006).

Μικροβαρύτητα [Microgravity] Το υφιστάμενο μηχανικό μι-


κροπεριβάλλον στο επίπεδο των ιστών. Κύρια αιτία μικροβα-
ρύτητας είναι η επίδραση της λειτουργίας των μυών. Ο οστίτης
ιστός μπορεί να μεταβάλλει τη μάζα του και την αρχιτεκτονική
του ανάλογα με τις μεταβολές της μικροβαρύτητας. Μειωμένα
μηχανικά φορτία επιδρούν καταβολικά στον οστίτη ιστό.
Μικροκάκωση [Microdamage, MDx] Μικροσκοπική ή υπερ-
μικροσκοπική μηχανική βλάβη που αθροιστικά συμβάλλει
στην κόπωση του οστού. Σε βιολογικά υλικά δεν γίνεται απο-
θήκευση οστού που να προσφέρει οστική αντοχή μεγαλύτε-
ρη των μηχανικών απαιτήσεων, αλλά διατηρείται η λιγότερη
οστική μάζα που είναι επαρκής για τις μηχανικές ανάγκες. Η
εμφάνιση των μικροκακώσεων που δεν επιδιορθώνεται με το
μηχανισμό της οστικής ανακατασκευής οδηγεί σε κόπωση και
μηχανική ανεπάρκεια του οστού.
Μικροπέτρωση [Micropetrosis] Κατάσταση του οστίτη ιστού
στην οποία οι κυψελίδες των οστεοκυττάρων και οι αποφυά-
δες τους γεμίζουν από νεοσχηματιζόμενο οστίτη ιστό. Η μι-
κροπέτρωση απουσιάζει στη γέννηση αλλά γίνεται συχνότερη
στη γεροντική ηλικία, οπότε το 15% περίπου του πληθυσμού
χάνει το 40% του ελεύθερου χώρου των οστεοκυττάρων.
Μίτωση [Mitosis] Διαδικασία κατά την οποία ο πυρήνας του
κυττάρου διαιρείται ώστε τα θυγατρικά κύτταρα που θα προ-
κύψουν από την κυτταρική διαίρεση να περιέχουν την ίδια πο-
σότητα γενετικού υλικού όπως το γονικό κύτταρο.
Μονοκλωνικό αντίσωμα [Monoclonal antibody, mAb]
Ομοιογενής ανοσοσφαιρίνη με προκαθορισμένη ειδικότητα
προς ένα μόνο αντιγονικό επίτοπο και δυνατότητα για ατέρ-
μονη παραγωγή στο εργαστήριο.
76
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Μονονουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί [Single nucleotide


polymorphisms, SNP] Παραλλαγές νουκλεοτιδίων στην
ίδια γενετική θέση της αλληλουχίας DNA είτε είναι σε γονίδιο
(και ενδεχομένως και στην πρωτεΐνη που κωδικοποιεί) είτε σε
άλλες θέσεις του γονιδιώματος. Ανάλογα με τη θέση του, ένας
πολυμορφισμός γονιδιώματος θα μπορούσε να οδηγεί σε δια-
φοροποιήσεις στη δομή και την έκφραση γονιδίων με συνέπει-
ες στην αντίδραση απέναντι σε νοσογόνους ή θεραπευτικούς
παράγοντες.
Μπλοσοζουμάμπη [Blosozumab] Ανθρώπινο μονοκλωνικό
αντίσωμα (IgG4) που στοχεύει και συνδέεται με υψηλή συγγέ-
νεια και ειδικότητα με τη σκληροστίνη (SOST), που ρυθμίζει
αρνητικά την οστεοβλαστική δραστηριότητα. Μπλοκάροντας
την ενεργότητα του SOST μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση της
οστικής πυκνότητας. Αποτελεί έναν δυνητικό αναβολικό πα-
ράγοντα για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης.
Μυοκίνες [Myokines] Κυτοκίνες και άλλα πεπτίδια που πα-
ράγονται, εκφράζονται και εκκρίνονται από τα μυϊκά κύτ-
ταρα και έχουν ενδοκρινή, παρακρινή ή αυτοκρινή δράση.
Γνωστότερη μυοκίνη είναι η μυοστατίνη η οποία διεγείρει την
ανάπτυξη του μυϊκού ιστού. Αντίθετα, η ιντερλευκίνη 6 έχει
καταβολική δράση στον μυϊκό ιστό. Εκτός της μυοστατίνης
και ένας μεγάλος αριθμός άλλων μικροπρωτεϊνών διεγείρουν
τη μυϊκή παραγωγή (μυογένεση) και οδηγούν σε μυϊκή υπερ-
τροφία. Ο εγκεφαλογενής νευροτροφικός παράγοντας (Brain-
devired neurotrofic factor, BDNF) είναι ένας από αυτούς που
υπερπαράγεται κατά τη σωματική άσκηση, ενώ θεωρείται ότι
σχετίζεται και με την ανάπτυξη της γεροντικής άνοιας.
Νεανική οστεοπόρωση [Juvenile osteoporosis] Ιδιοπα-
θής οστεοπόρωση παιδιών και εφήβων, για την οποία δεν βρί-
σκεται ειδικό αίτιο. Είναι πολύ σπάνια νόσος, που αφορά συ-
νήθως προηγουμένως υγιές παιδί, πριν από την εφηβεία και
οδηγεί σε συμπιεστικά κατάγματα σπονδύλων και κατάγματα
μεταφύσεων, ενώ χαρακτηριστικά στις ακτινογραφίες εμφανί-
ζονται ακτινοδιαπερατές περιοχές στις μεταφύσεις. Στην ίδια
κατηγορία εντάσσονται και νεαροί ασθενείς με ανεξήγητο, χα-
μηλό Ζ-score οστικής πυκνότητας (<-2 SD), σε συνδυασμό με
ιστορικό καταγμάτων χαμηλής βίας. Η παθογένεια της νόσου
77
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

είναι υπό έρευνα. Υπάρχουν ενδείξεις ελαττωμένης ανακατα-


σκευής του οστού, με μειωμένο οστικό σχηματισμό στις θέσεις
οστικής εναλλαγής. Η νεανική οστεοπόρωση εμφανίζεται με
την ίδια συχνότητα στα δύο φύλα, συνήθως σε ηλικία 8-12
ετών. Συνήθως υποχωρεί πλήρως κατά τη διάρκεια της εφη-
βείας, χωρίς να αφήσει υπολειμματικές παραμορφώσεις, αν
και συχνά αναπτύσσονται αναπηρικές παραμορφώσεις και
καρδιοαναπνευστικές ανωμαλίες.
Νέκρωση [Necrosis] Κυτταρικός θάνατος που προκαλείται
από εξωτερικά ερεθίσματα που εξαναγκάζουν το κύτταρο σε
ξαφνικό θάνατο χωρίς συνήθως να ενεργοποιείται συγκεκρι-
μένο μονοπάτι και είναι μη αναστρέψιμος. Στην νέκρωση πα-
ρατηρείται διόγκωση του κυττάρου που οδηγεί σε διάσπαση
της κυτταρικής μεμβράνης και λύση του κυττάρου.

Σχηματική απεικόνιση της νέκρωσης. (Πηγή: www.home.comcast.ne).

Νευρογλοιακά κύτταρα [Neuroglial cells] Μία από τις δύο


κατηγορίες κυττάρων του νευρικού συστήματος (η άλλη κα-
τηγορία είναι οι νευρώνες). Δεν έχουν ουσιαστικό ρόλο στην
επεξεργασία πληροφοριών στο νευρικό σύστημα αλλά κυριώς
λειτουργούν ως στηρικτικά στοιχεία και χρησιμεύουν στην
απομάκρυνση των άχρηστων ουσιών μετά από βλάβη ή νευρω-
νικό θάνατο. Τα νευρογλοιακά κύτταρα του κεντρικού νευρι-
κού συστήματος διακρίνονται σε: α) αστροκύτταρα, β) ολιγο-
δενδροκύτταρα και γ) μικρογλοία. Τα νευρογλοιακά κύτταρα
του περιφερικού νευρικού συστήματος περιλαμβάνουν μόνο
τα κύτταρα Schwann.
Νευροδιαβιβαστής [Neurotransmitter] Βιοχημική ουσία η
οποία χρησιμεύει στη μεταβίβαση πληροφοριών από έναν νευ-
ρώνα στον επόμενο. Η ηλεκτρική διέγερση που φτάνει στον νευ-
ράξονα οδηγεί στην απελευθέρωση του νευροδιαβιβαστή από
78
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

το προσυναπτικό κύτταρο στο συναπτικό κενό, όπου μπορεί να


δράσει στους ανάλογους υποδοχείς που βρίσκονται στο μετασυ-
ναπτικό κύτταρο. Η δράση ενός νευροδιαβιβαστή (διεγερτική ή
ανασταλτική) δεν εξαρτάται από τις χημικές ιδιότητες του νευ-
ροδιαβιβαστή αλλά από τις ιδιότητες των υποδοχέων.
Νευρώνας [Neuron] Μία από τις δύο κατηγορίες κυττάρων
του νευρικού συστήματος (η άλλη κατηγορία είναι τα νευρο-
γλοιακά κύτταρα). Οι νευρώνες παρουσιάζουν μορφολογικές
και λειτουργικές διαφορές και διακρίνονται, ανάλογα με τη
λειτουργία που επιτελούν, σε αισθητικούς, κινητικούς και δι-
άμεσους. Οι νευρώνες είναι οι θεμελιώδεις μονάδες μετάδο-
σης σημάτων του νευρικού συστήματος.

Σχηματική απεικόνιση των τριών τύπων νευρώνων. (Πηγή: pixgood.com).

Νεφρασβέστωση [Nephrocalcinosis] Παθολογική κατάστα-


ση η οποία χαρακτηρίζεται από εναπόθεση αλάτων ασβεστί-
ου στο νεφρικό παρέγχυμα, με αποτέλεσμα την έκπτωση της
νεφρικής λειτουργίας. Παρατηρείται κυρίως σε μακροχρόνια
σοβαρή υπερασβεστιαιμία, γι’ αυτό και είναι σχετικά σπάνια
επιπλοκή.
Νεφρολιθίαση [Nephrolithiasis] Πάθηση του ουροποιητικού
συστήματος που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό λίθων κυρίως
οξαλικού ασβεστίου, φωσφορικού ασβεστίου, μικτών λίθων ή
και λίθων ουρικού οξέος με μέγεθος συνήθως μικρότερο των 2
εκ. Η αιτιολογία σχετίζεται με την ασβεστιουρία, τη φωσφατου-
ρία, τη μειωμένη αποβολή κιτρικών, την υπεροξαλουρία, κ.λπ.
Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η μικρή ηλικία, το ανδρικό
φύλο, τα υψηλά επίπεδα καλσιτριόλης, ενώ έχουν ενοχοποιηθεί
και πολυμορφισμοί του CaSR. Η παρουσία νεφρολιθίασης απο-
τελεί απόλυτη ένδειξη χειρουργικής αντιμετώπισης. Συντηρητι-
79
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

κά συστήνεται η ικανή πρόσληψη υγρών (2 lt/ημέρα), ημερήσια


πρόσληψη ασβεστίου περί τα 800 mg, περιορισμό του νατρίου,
λευκωμάτων και τροφών πλούσια σε οξαλικά.
Νοσηρότητα [Morbidity] Η συχνότητα των νοσημάτων τα
οποία εμφανίζονται στον γενικό πληθυσμό.
Νόσος Addison [Addison’s disease] Γνωστή και ως ανεπάρ-
κεια των επινεφριδίων. Πρωτοπαθής ανεπάρκεια του φλοιού
των επινεφριδίων που οφείλεται σε χρόνια αυτοάνοση κατα-
στροφή τους. Η νόσος του Addison εμφανίζεται όταν τα επι-
νεφρίδια δεν παράγουν αρκετή ποσότητα κορτιζόλης και σε
μερικές περιπτώσεις της ορμόνης αλδοστερόνης.
Νόσος Albers-Schönberg [Albers-Schönberg disease]
βλ. Αυτοσωμική επικρατούσα οστεοπέτρωση τύπου II
[Autosomal dominant osteopetrosis type II, ADO II].
Νόσος Blount [Blount’s disease] Αναπτυξιακή διαταρα-
χή η οποία xαρακτηρίζεται από οστική παραμόρφωση λόγω
υπερανάπτυξης της κνήμης. Όσον αφορά στη παθογένειά της
φαίνεται να εμπλέκεται η υπερβολική φόρτιση της άρθρωσης
του γόνατος που οδηγεί σε διαταραχή της ανάπτυξης των χον-
δροκυττάρων με αποτέλεσμα τη διαταραχή της ανάπτυξης της
μετάφυσης και καθυστέρηση της οστεοποίησης της επίφυσης
στην κνήμη. Στα συμπτώματα περιλαμβάνεται η παχυσαρκία,
η βλαισοποδία και η συστροφή της κνήμης.

Προσθιοπίσθια ακτινογραφία ασθενούς 2 ετών.


Απεικονίζεται παραμόρφωση των κάτω άκρων
(εντονότερα δεξιά), καθίζηση, ανωμαλία και κα-
τακερματισμός της έσω μετάφυσης της κνήμης.
(Πηγή: med ed.virginia.edu).


Νόσος Camurati-Engelmann [Camurati-Engelmann disease,
CED] βλ. Προοδευτική διαφυσιακή δυσπλασία [Progressive
diaphyseal dysplasia, PDD].
Νόσος Crohn [Crohn disease] Νόσος η οποία μαζί με την
ελκώδη κολίτιδα ανήκουν σε μια ομάδα φλεγμονωδών παθή-
σεων των εντέρων (λεπτού και παχέος εντέρου) οι οποίες έχουν
άγνωστη μέχρι σήμερα αιτιολογία. Οι παθήσεις αυτές ονομά-
80
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ζονται ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις παθήσεις των εντέρων. Μπο-


ρεί να προσβάλλει οποιοδήποτε τμήμα του γαστρεντερικού
σωλήνα. Τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με την έκταση
της νόσου. Τα κλινικά συμπτώματα της νόσου περιλάμβάνουν
διάρροια άνω των 6 εβδομάδων, κοιλιακό άλγος, απώλεια
βάρους, ανορεξία ή πυρετό. Εξωεντερικές εκδηλώσεις της
νόσου περιλαμβάνουν μυοσκελετικές (όπως αγκυλοποιητική
σπονδυλαρθρίτιδα, ιερολαγονίτιδα κ.ά.) και δερματικές (όπως
οζώδες ερύθημα κ.ά.) εκδηλώσεις.
Νόσος Paget [Paget disease] Eστιακή οστική βλάβη που χα-
ρακτηρίζεται αρχικά από εκτεταμένη οστική απορρόφηση,
που οφείλεται στη δραστηριότητα των οστεοκλαστών, η οποία
συνοδεύεται από κάποια αύξηση του οστικού σχηματισμού.
Παρουσιάζει ιδιαίτερα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά και
μεγάλο εύρος κλινικών εκδηλώσεων. Κατά τη διάρκεια της
νόσου παρατηρείται απορρύθμιση της φυσιολογικής οστικής
ανακατασκευής σε διάφορα σημεία των οστών με τελικό απο-
τέλεσμα την παραγωγή παθολογικού οστού. Αρκετές πιθανές
θεωρίες για την αιτιολογία της νόσου έχουν διατυπωθεί αλλά
πιο σημαντικές είναι η θεωρία των γενετικών πολυμορφισμών
που έχει προέλθει από τα ευρήματα των επιδημιολογικών με-
λετών και ειδικά από την παρατήρηση αυξημένης συχνότητας
της νόσου σε ομάδες πληθυσμών και μεταξύ συγγενών, και η
θεωρία των ιογενών παραγόντων από παρατηρήσεις που έγι-
ναν σε οστεοκλάστες παζετικών ασθενών. Συγκεκριμένα κα-
τηγορούνται γενετικοί πολυμορφισμοί στο σύστημα RANKL/
RANK/OPG και ιογενείς παράγοντες.

Ιστολογική ανάλυση οστού από ασθενείς με νόσο Paget των οστών.


(Πηγή: Seitz S, Priemel M, Zustin J, Beil FT, Semler J, Minne H, Schinke T,
Amling M. Paget’s disease of bone: histologic analysis of 754 patients.
J Bone Miner Res 2009; 24(1):62-9).

Νόσος των Strumpell-Lorrain [Strumpell-Lorrain disease]


βλ. Οικογενής σπαστική παραπληγία [Familial spastic paraplegias].
81
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Νόσος των Τruswell-Hansen [Truswell-Hansen disease]


βλ. Σκληροστέωση [Sclerosteosis].
Νόσος Van Buchem [Van Buchem disease] βλ. Γενικευμέ-
νη φλοιώδης υπερόστωση.
Νόσος Wilson [Wilson’s disease] Νόσος η οποία κληρονο-
μείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο και οδηγεί σε
συσσώρευση χαλκού στους ιστούς και ηπατική βλάβη. Εμ-
φανίζονται δακτύλιοι Kayser-Fleischer στους κερατοειδείς,
ηπατίτιδα, κίρρωση, νεφρική σωληναριακή δυσλειτουργία,
νεφρολιθίαση, νευρολογικές διαταραχές και υποπαραθυρε-
οειδισμός, οστεοπόρωση και χονδρασβέστωση. Επίσης, δια-
πιστώνεται οστεοαρθρίτιδα, υπερκινητικότητα αρθρώσεων,
υπερφωσφατουρία και υπερασβεστιουρία.
Νουκλεάσες [Nucleases] Υδρολάσες που υδρολύουν τα νουκλε-
ϊκά οξέα. Διακρίνονται σε εξωνουκλεάσες και ενδονουκλεάσες.
Ξενομόσχευμα [Xenograft] Ιστός που μεταφέρεται από ένα
είδος σε ένα άλλο διαφορετικού είδους.
Ογκογενής οστεομαλακία [Tumor-induced osteomalacia,
ΤΙΟ] Παρανεοπλασματικό σύνδρομο που εμφανίζει δευτε-
ροπαθή υποφωσφαταιμία λόγω μειωμένης νεφρικής επανα-
πρόσληψης φωσφόρου. Προκαλείται, συνήθως, από μικρούς
καλοήθεις μεσεγχυματικούς όγκους, ενώ έχει περιγραφεί και
σε περιπτώσεις κακοήθειας. Η νόσος εμφανίζεται στην όψιμη
παιδική ηλικία, στην εφηβεία ή στην αρχή της ενηλικίωσης,
ενώ περιγράφονται περιπτώσεις και σε νεογνά. Στην παιδική
ηλικία χαρακτηρίζεται από ραχιτικού τύπου παραμορφώσεις
των κάτω ακρών, καθυστέρηση της ανάπτυξης, εύκολη κό-
πωση και οστικά άλγη. Στους ενήλικες εμφανίζεται με οστικά
άλγη, ψευδοκατάγματα και μυϊκή αδυναμία.
Ογκοειδής ασβέστωση [Tumoral calcinosis] Σπάνια
ασθένεια όπου υπάρχει επικάθιση ασβεστίου στον μαλακό
ιστό σε περιαρθρικές θέσεις. Οι συσσωρεύσεις γίνονται έξω
από την αρθρική «κάψουλα», συχνά εμφανίζονται σε ασθε-
νείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση και θεωρείται ότι
υπάρχει κληρονομική προδιάθεση. Το όνομα υποδηλώνει
ασβέστωση (εναπόθεση ασβεστίου) η οποία θυμίζει όγκο,
όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι νεοπλάσματα γιατί
82
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

δεν υπάρχει διαίρεση των κυττάρων. Είναι απλά εναπόθε-


ση ανόργανου ασβεστίου ορού με «ορό εξώθησης» (serum
extrudate). Τα παιδιά και έφηβοι είναι η πιο συχνά επηρεα-
ζόμενη ηλικιακή ομάδα. Το σύμπτωμα που προκαλούν αυτές
οι συγκεντρώσεις δεν είναι ο πόνος, αλλά το πρήξιμο γύρω
από τις αρθρώσεις. Οι εναποθέσεις έχουν την τάση να δι-
ευρύνουν σταδιακά το υπερκείμενο δέρμα, να δημιουργούν
έλκη τα οποία και ανοίγουν. Είναι πιο κοινό γύρω από τους
ώμους, τους γοφούς και τους αγκώνες. Η εργαστηριακή αξι-
ολόγηση αποκαλύπτει κανονικά επίπεδα ασβεστίου στον ορό
και υπερφωσφαταιμία. Σπάνια η αλκαλική φωσφατάση μπο-
ρεί να είναι αυξημένη. Η θεραπεία είναι η ομαλοποίηση των
επιπέδων φωσφορικών στον ορό και εκτομή της κάκωσης. Η
χειρουργική αφαίρεση πρέπει να είναι πλήρης και εάν ένα
τμήμα απομείνει, είναι αναπόφευκτη η υποτροπή.
Οικογενής σπαστική παραπληγία ή Νόσος των Strumpell-
Lorrain [Familial spastic paraplegias or Strumpell-
Lorrain disease] Κληρονομική νευρολογική νόσος που
διακρίνεται από γενετική ετερογένεια με ποικίλους τρόπους
μεταβίβασης. Η κλινική της εικόνα χαρακτηρίζεται από προ-
οδευτική εγκατάσταση δυσχέρειας βάδισης, αμφοτερόπλευρη
πυραμιδική συνδρομή που προσβάλλει τα κάτω άκρα, αύξηση
των τενοντίων αντανακλάσεων καθώς και ύπαρξη παθολογι-
κών νευρολογικών σημείων.
Οικογενής υπoασβεστιουρική υπερασβεστιαιμία [Familial
hypocalciuric hypercalcemia, FHH] Γενετική διαταρα-
χή του μεταβολισμού φωσφόρου-ασβεστίου η οποία προκα-
λείται από μεταλλαγή στο γονίδιο του υποδοχέα αισθητήρα
του ασβεστίου (Calcium-sensing receptor, CaSR) και κλη-
ρονομείται με τον αυτοσωμικό επικρατή χαρακτήρα. Μιμεί-
ται τον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και χαρακτηρί-
ζεται από μέτρια υπερασβεστιαιμία, μαζί με φυσιολογική ή
μειωμένη ασβεστιουρία και αυξημένα επίπεδα παραθορμό-
νης ορού.
Οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση [Familial
adenomatous polyposis, FAP] Γενετική διαταραχή η
οποία οφείλεται σε μεταλλαγές στο γονίδιο της πρωτεΐνης
της αδενωματώδους πολυποδίασης του παχέος εντέρου
83
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

(Adenomatous Polyposis Coli, APC). Χαρακτηρίζεται από


προοδευτική ανάπτυξη εκατοντάδων έως και χιλιάδων πο-
λυπόδων στο παχύ έντερο του ασθενούς. Η οικογενής πολυ-
ποδίαση μπορεί να παρουσιάζεται με διαφορετικούς τύπους
κληρονομικότητας.
Οικογενής υπερφωσφαταιμική ογκογενής ασβέστωση
[Hyperphospatemic familial tumor calcinosis, HFTC]
Σπάνια αυτοσωμική υπολειπομένη νόσος που χαρακτηρίζεται
από απόθεση ενασβεστιωμένων μαζών στο δέρμα και στους
υποδόριους ιστούς και οφείλεται σε αυξημένα επίπεδα φω-
σφόρου στην κυκλοφορία. Η ασθένεια συσχετίστηκε με με-
ταλλαγές στο γονίδιο GALNT3 καθώς και με αδρανοποιητι-
κές μεταλλαγές του αυξητικού παράγοντα των ινοβλαστών 23
(Fibroblast Growth Factor 23, FGF23).
Οιστρογόνα [Estrogens] Eνδογενείς γεννητικές ορμόνες
που ασκούν σημαντικές επιδράσεις στη σκελετική ανάπτυξη
και ωρίμανση. Χαμηλές συγκεντρώσεις οιστρογόνων δίνουν
το έναυσμα της γρήγορης ανάπτυξης κατά την ήβη και διε-
γείρουν τη σκελετική αύξηση και στα δύο φύλα, μέσω αύξη-
σης της έκκρισης της αυξητικής ορμόνης (Growth hormone,
GH) από την υπόφυση και σύνθεσης IGF-I. Κατά το τέλος
της εφηβείας, αυξημένες συγκεντρώσεις οιστρογόνων περιο-
ρίζουν την αύξηση των οστών σε μήκος, ρυθμίζοντας τη σύ-
γκλειση των επιφύσεων. Τα οιστρογόνα έχουν διπλή δράση
και στα δύο φύλα, διεγείροντας την αύξηση μέσω υποδοχέ-
ων ERα ή αναστέλλοντάς την μέσω υποδοχέων ERβ. Κατά
την εμμηνόπαυση, η ανεπάρκεια οιστρογόνων προκαλεί
οστική απώλεια μέσω άμεσης επίδρασης στα οστικά κύττα-
ρα, με αποτέλεσμα την αύξηση της οστικής ανακατασκευ-
ής και μέσω της δράσης τους στο έντερο και τους νεφρούς,
με αποτέλεσμα τη μείωση του εξωκυττάριου ασβεστίου. Τα
οιστρογόνα ελαττώνουν τον αυξημένο ρυθμό οστικής εναλ-
λαγής που παρατηρείται μετά την εμμηνόπαυση και ελαττώ-
νουν τον κίνδυνο κατάγματος σε όλα τα σημεία του σκελετού
αυξάνοντας ταυτόχρονα και την οστική πυκνότητα ανεξάρ-
τητα από την ηλικία χορήγησης και τη συνολική διάρκεια
της αγωγής. Η χρήση των οιστρογόνων δεν αποτελεί πια εν-
δεικνυόμενη θεραπευτική επιλογή σε γυναίκες άνω των 60
84
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ετών ή/και σε γυναίκες σε εμμηνόπαυση για περισσότερα


από 10 έτη.
Ολιγοδοντία [Oligodontia] Κατάσταση κατά την οποία ένας
άνθρωπος έχει έλλειψη άνω των 6 δοντιών, με εξαίρεση τους
τρίτους γομφίους.
Ολική αρθροπλαστική [Total arthroplasty] Χειρουργική
μέθοδος αντιμετώπισης της οστεοαρθρίτιδας στα τελικά στά-
δια, όταν το άλγος και η δυσλειτουργία της άρθρωσης έχουν
φέρει τον ασθενή σε κατάσταση αναπηρίας. Η χειρουργική
επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής αποσκοπεί στην αντικα-
τάσταση του κατεστραμμένου οστού και του χόνδρου της άρ-
θρωσης με πλαστικά ή κεραμικά και μεταλλικά εξαρτήματα.
Οι κατεστραμμένες από οστεοαρθρίτιδα αρθρώσεις του ισχίου
και του γόνατος αποτελούν τις κυριότερες και συχνότερες εν-
δείξεις για την τοποθέτηση τεχνητής άρθρωσης.
Ομοιοστασία ασβεστίου [Calcium homeostasis] Η δι-
αδικασία διατήρησης μιας συνεχούς συγκέντρωσης ασβεστίου
του ορού σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο: τα οστά μεταφέρουν
στο αίμα ιόντα ασβεστίου που χρειάζονται σε άλλες λειτουρ-
γίες των ιστών είτε με μεταφορά είτε με επαναρρόφηση από
τον οστίτη ιστό μέσω των οστεοκλαστών. Τα οστά λειτουρ-
γούν ως δεξαμενή ασβεστίου και άλλων μετάλλων που χρη-
σιμοποιούνται από άλλους ιστούς του σώματος. Η ομοιο-
στασία του ασβεστίου σχετίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά με
αυτήν την πηγή ασβεστίου όταν υπάρχει ανεπάρκεια από τη
διατροφή. Αν και το 99% του ασβεστίου του σώματος βρί-
σκεται στο σκελετό, το υπόλοιπο 1% παίζει πολύ σημαντι-
κό ρόλο σε μια σειρά, αναγκαίων για τη ζωή, λειτουργιών.
Η συγκέντρωση του ασβεστίου στο αίμα καθώς και σε άλλα
εξωκυτταρικά υγρά, ελέγχεται από σύνθετους μηχανισμούς
που εξισορροπούν την πρόσληψη και την απέκκριση ασβε-
στίου ανάλογα με τις σωματικές ανάγκες. Όταν η πρόσληψη
ασβεστίου δεν είναι επαρκής, η ομοιοστασία διατηρείται με
τη μεταφορά μετάλλων από τα οστά ώστε η συγκέντρωση ιό-
ντων ασβεστίου να παραμένει εντός των φυσιολογικών ορί-
ων, που είναι περίπου 10 mg/dl ή 2,5 mmol/l. Ανάλογα με
το ποσό ασβεστίου που απαιτείται, η ομοιοστασία μπορεί να
επιτευχθεί με συλλογή από δύο κύριες σκελετικές πηγές: με
85
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

άμεσα κινητοποιούμενα ιόντα ασβεστίου από το υγρό των


οστών ή μέσω της διαδικασίας οστεοκλαστικής επαναρρό-
φησης από τον ίδιο τον οστίτη ιστό. Η προσαρμοστικότητα
του ομοιοστατικού μηχανισμού, που ελέγχει τη συγκέντρω-
ση του ασβεστίου του αίματος, πετυχαίνεται με δυο ασβε-
στιο-σχετιζόμενες ορμόνες: την παραθορμόνη (PTH) και τη
1,25-διυδροξυβιταμίνη D (καλσιτριόλη). Αυτό το ασβεστιο-
ρυθμιστικό σύστημα λειτουργεί πιο αποδοτικά στα πρώ-
τα στάδια της ζωής, ειδικά κατά τη διάρκεια των πρώτων
δεκαετιών, ενώ η αποδοτικότητα του σημειώνει μείωση στη
μετέπειτα ζωή.
∆ÚÔÊ‹
PTH 1,25 - D
1,25 - D 0.5 – 1.5 g

+ +
∞ÔÚÚfiÊËÛË ·ÔÚÚfiÊËÛË
0.3 – 0.5 g ECF C· 0.25 – 0.5 g

0.3 – 0.5 g 1–2 g 0.1 – 0.2 g


ÂÓ·fiıÂÛË ŒÎÎÚÈÛË
+
ŒÓÙÂÚÔ
√ÛÙÔ‡Ó ‰È‹ıËÛË Â·Ó·ÚÚfiÊËÛË +
Pi 5–7 g 4.9 – 6.7 g
∫fiÚ·Ó·
√‡Ú·
0.35 – 0.60 g
0.15 – 0.3 g
– PTH
1,25 - D
£ÂÈ·˙›‰Â˜ ¡ÂÊÚfi˜

Ομοιοστασία ασβεστίου στον ενήλικα. Επίδραση διαφόρων παραγόντων στη


διακίνηση ασβεστίου. PTH: Παραθορμόνη, 1,25D: 1,25 διυδροξυ-βιταμίνη D,
ECF: εξωκυττάριο υγρό.
Ομοιοστασία μαγνησίου [Magnesium homeostasis] Το
ισοζύγιο του μαγνησίου επιτυγχάνεται με την προσαρμογή
της νεφρικής αποβολής στη διαιτητική πρόσληψη. Η μέση
φυσιολογική πρόσληψη μαγνησίου (Mg) από την τροφή είναι
360 mg, εκ των οποίων το 30-40% απορροφάται με παθητι-
κή διάχυση κυρίως στο λεπτό έντερο ενώ επιπλέον 10-20 mg
απορροφώνται στο παχύ έντερο. Αποβάλλονται με τα κόπρα-
να περίπου 40 mg. Καθημερινά διηθούνται στους νεφρούς
2 mg, εκ των οποίων το 25-35% επαναρροφάται στο εγγύς
σωληνάριο παθητικά, ακολουθώντας το Na, ενώ το 50-60%
επαναρροφάται στο παχύ ανιόν σκέλος της αγκύλης του
Henle τόσο παθητικά, όσο και ενεργητικά υπό την επίδρα-
ση της παραθορμόνης. Τέλος, 10% επαναρροφάται στο άπω
και στο αθροιστικό σωληνάριο. Το τελικό ποσό του Μg που
απεκκρίνεται στα ούρα είναι περίπου 100 mg την ημέρα,
86
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ποσό που ισούται με το Mg που απορροφάται καθημερινά


από το έντερο.

Ομοιοστασία μαγνησίου.
(Πηγή: De Baaij J H F et
al. Clin Kidney J 2012;
5:i15-i24).


Ομοιοστασία φωσφόρου [Phosphorus homeostasis] Η
ομοιοστασία του φωσφόρου καθορίζεται από τη διαιτητική
πρόσληψη, την εντερική απορρόφηση και τη νεφρική απέκκρι-
ση/επαναρρόφηση. Ο φωσφόρος της τροφής (800-1600 mg/
ημέρα) απορροφάται κυρίως στη νήστιδα και στον ειλεό, δια-
δικασία επαγόμενη από τη βιταμίνη D. Η επαναρρόφηση του
φωσφόρου στον νεφρό πραγματοποιείται στο εγγύς σωληνάριο
μέσω ειδικού μεταφορέα Na-P και αυξάνεται από την αυξη-
τική ορμόνη, τον ινσουλινοειδή αυξητικό παράγοντα Ι, την
ινσουλίνη, τον επιδερμικό αυξητικό παράγοντα, τις θυρεοει-
δικές ορμόνες και την καλσιτριόλη, ενώ αναστέλλεται από την
παραθορμόνη, το PTHrP, την καλσιτονίνη, τον μετατρεπτικό
αυξητικό παράγοντα και τα κορτικοστεροειδή.

Ομοιοστασία φωσφόρου στον ενήλικα. Επίδραση διαφόρων παραγόντων στη


διακίνηση φωσφόρου. ICF: ενδοκυττάριο υγρό.

Ομοκυστινουρία [Homocystinuria] Αυτοσωμική υπολει-


πόμενη διαταραχή, η οποία οφείλεται σε ανεπάρκεια της
β-συνθετάσης της κυσταθειονίνης. Το αποτέλεσμα είναι η συσ-
87
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

σώρευση της ομοκυστεΐνης δηλαδή ενός ενδιαμέσου παραγώγου


του μεταβολισμού της μεθειονίνης, η οποία με τη σειρά της προ-
διαθέτει σε θρομβώσεις και διαταραχές των πρωτεϊνών του συν-
δετικού ιστού. Χαρακτηρίζεται από προσβολή των οφθαλμών,
του σκελετού, του αγγειακού συστήματος και του νευρικού συ-
στήματος. Παρατηρούνται συγκάμψεις στις αρθρώσεις, ήπια νο-
ητική στέρηση, θρομβωτικά επεισόδια, αραχνοδακτυλία, βλαισο-
γονία καθώς και γενικευμένη οστεοπόρωση και κυφοσκολίωση.
Οξειδωτικό στρες [Oxidative stress] Βιοχημική ανισορρο-
πία ως αποτέλεσμα της υπερβολικής παραγωγής ελεύθερων
ριζών και των δραστικών μορφών οξυγόνου, τα οποία προκα-
λούν οξειδωτική βλάβη σε βιομόρια χωρίς να μπορούν να εξου-
δετερωθούν από τα αντιοξειδωτικά συστήματα. Αυτή η βιοχη-
μική αλλοίωση έχει συνδεθεί με τη γήρανση και περισσότερες
από 100 χρόνιες εκφυλιστικές ασθένειες, μεταξύ των οποίων
βρίσκεται η οστεοπόρωση και η οστεοαρθρίτιδα.
Οξέωση [Acidosis] Κατάσταση κατά την οποία το pH του αρτη-
ριακού αίματος είναι χαμηλότερο του 7,35.
Οπίσθια ανισορροπία [Backward disequilibrium] Η οπί-
σθια μετατόπιση του κέντρου βάρους του σώματος σε σχέση με
τη βάση στήριξης στην όρθια και καθιστή θέση προδιαθέτοντας
σε πτώσεις προς τα πίσω.

Βλάβες κεντρικού νευρικού συστήματος


Φλοιώδεις αγγειακές βλάβες
Υποφλοιώδεις αγγειακές βλάβες
Ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
Αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο
Παρκινσονικό σύνδρομο
Υδροκέφαλος
Πλάγια μυατροφική σκλήρυνση
Βλάβες περιφερικού νευρικού συστήματος
Περιφερική νευρική βλάβη που επάγει υπερτονία των
εκτεινόντων μυών
Ψυχοσωματικές διαταραχές
Ψυχοκινητικό σύνδρομο
Περιορισμός στο κρεβάτι
Κατάθλιψη
Κύριες παθήσεις σχετιζόμενες με την οπίσθια ανισορροπία.
(Πηγή: Manckoundia et al. (2008) Clinical Interventions in Aging. 3(4):667-72).

88
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Όριο ελαστικότητας [Yield point] Στην καμπύλη παραμόρφω-


σης ενός υλικού ως όριο ελαστικότητας είναι η τάση πέραν της
οποίας η παραμόρφωση είναι μόνιμη (πλαστική παραμόρφωση).
Ορμονική θεραπεία υποκατάστασης [Hormone
replacement therapy, HRT] H πλέον συνήθης χρήση της
HRT είναι η αντιμετώπιση των εξάψεων και των εφιδρώσε-
ων που αποτελούν συνέπεια των μειωμένων επιπέδων οιστρο-
γόνων και προγεστερόνης στην εμμηνόπαυση. Η HRT είναι
αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των αγγειοκινητικών συ-
μπτωμάτων καθώς και στην πρόληψη της οστικής απώλειας σε
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, καθώς επιφέρει αύξηση της
οστικής πυκνότητας σε όλα τα σημεία μέτρησης. Η HRT έχει
αντικαταγματική δράση στη σπονδυλική στήλη και στο ισχίο.
Οστεοανοσολογία [Osteoimmunology] Διεπιστημονικό
πεδίο σύγχρονης έρευνας που στόχο έχει να διερευνήσει τις
μοριακές αλληλεπίδρασης του ανοσολογικού και σκελετικού
συστήματος.
Οστεοαρθρίτιδα [Osteoarthritis] Εκφυλιστική νόσος των
αρθρώσεων, η οποία καταλήγει στον περιορισμό ή την κατάρ-
γηση της λειτουργίας της άρθρωσης, ως κινητικής και στηρι-
κτικής μονάδας του σκελετού. Η οστεοαρθρίτιδα είναι απο-
τέλεσμα της βλάβης του αρθρικού χόνδρου που προκαλείται
από μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση γενετικών, μεταβολικών,
βιοχημικών, και βιομηχανικών παραγόντων με τα δευτερεύ-
οντα συστατικά της φλεγμονής. Οι παθολογικές αλλαγές που
συμβαίνουν στην οστεοαρθρίτιδα έχουν σαν αποτέλεσμα την
διακοπή της φυσιολογικής ισορροπίας στον κύκλο ανακατα-
σκευής των ιστών εντός της άρθρωσης. Ο πόνος, η διόγκωση, η
παραμόρφωση και η δυσκαμψία αποτελούν τις συνήθεις κλι-
νικές εκδηλώσεις των αρθρικών παθήσεων.

Οστεοαρθριτική άρθρωση γόνατος.


(Πηγή: kneecenters.com).

89
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Οστεοβλάστης [Osteoblast] Προέρχονται από τα αρχέγονα


μεσεγχυματικά κύτταρα και είναι τα οστεοπαραγωγικά κύτ-
ταρα που είναι υπεύθυνα για τη σύνθεση των κολλαγονικών,
κυρίως του κολλαγόνου τύπου Ι, και μη κολλαγονικών πρω-
τεϊνών. Οι ώριμοι οστεοβλάστες είναι απαραίτητοι για την
επιμετάλλωση του οστεοειδούς, τη διαδικασία δηλαδή της
εναπόθεσης υδροξυαπατίτη στην αρχική μη επιμεταλλωμένη
θεμέλια ουσία. Παρόλο που η κύρια λειτουργία των οστεοβλα-
στών είναι να συνθέτουν, να οργανώνουν και να επιμεταλλώ-
νουν τη θεμέλια ουσία του οστού, τα κύτταρα της οστεοβλαστι-
κής σειράς κατέχουν κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της οστικής
ανακατασκευής (διαδικασία που λαμβάνει χώρα καθ’ όλη τη
διάρκεια της ζωής και κατά την οποία το φθαρμένο οστό αντι-
καθίσταται από νέο).


Οστεοβλάστες από ηλεκτρονικό μικροσκόπιο περιβεβλημένοι από μεσοκυτ-
τάρια ουσία που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει. Μόλις παγιδευτούν πλήρως σε
αυτή μεταπίπτουν σε οστεοκύτταρα.

Οστεοβλαστογένεση [Osteoblastogenesis] Οι οστεοβλα-


στες προέρχονται από τα αρχέγονα μεσεγχυματικά κύτταρα.
Το πρώτο στάδιο της οστεοβλαστογένεσης είναι το επαγώγιμο
οστεοπρογονικό κύτταρο (osteoprogenitor), κύτταρο το οποίο
δεν έχει τελεσίδικα προκαθορισθεί ότι θα ακολουθήσει την οδό
διαφοροποίησης προς οστεοβλάστη, αλλά που σε κατάλληλο
περιβάλλον την ακολουθεί. Το επόμενο στάδιο διαφοροποίη-
σης είναι ο προ-οστεοβλάστης (pre-osteoblast), ο οποίος εί-
ναι προκαθορισμένος να εξελιχθεί σε οστεοβλάστη. Καθώς το
οστεοειδές επιμεταλλώνεται, όσοι οστεοβλάστες εγκλωβίζονται
στις οστικές κοιλότητες μετατρέπονται σε οστεοκύτταρα. Ένα
ποσοστό των οστεοβλάστων παραμένουν ανενεργοί στις οστι-
κές επιφάνειες ως επενδυτικά κύτταρα (lining cells).
90
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Βιολογικός κύκλος των οστεοβλαστών. (Πηγή: David Goltzman. (2002) Discoveries,


drugs and skeletal disorders. Nature Reviews Drug Discovery 1:784-796).

Οστεοειδές [Osteoid] H οργανική ουσία που παράγεται από


τους οστεοβλάστες πριν την επιμετάλλωση που οδηγεί στην
παραγωγή της επιμεταλλωμένης θεμέλιας οστικής ουσίας.
Οστεοκαλσίνη [Osteocalcin, OC] Πρωτεΐνη 49 αμινοξέων
που συντίθεται από ώριμους οστεοβλάστες στη φάση της μετάλ-
λωσης και δεσμεύει το ασβέστιο, οδοντοβλάστες και υπερτρο-
φικά χονδροκύτταρα. Εναποτίθεται στην εξωκυττάρια θεμέλια
ουσία αλλά ένα μέρος της ελευθερώνεται στην κυκλοφορία.
Η οστεοκαλσίνη μπορεί να διαδραματίζει ρόλο στη ρύθμιση
της οστικής εναλλαγής. Η πρωτεΐνη χαρακτηρίζεται από την
παρουσία τριών υπολειμμάτων γ-καρβοξυγλουταμικού οξέος
(Gla). Η οστεοκαλσίνη του ορού θεωρείται δείκτης οστικού
σχηματισμού.
Οστεοκλάστη [Osteoclast] Tο κύτταρο που επιτελεί την οστι-
κή απορρόφηση, ανήκει στην οικογένεια των μακροφάγων
και προέρχεται από τα μονοπύρηνα κύτταρα του μυελού των
οστών. Οι οστεοκλάστες είναι μεγάλα και πολυπύρηνα κύττα-
ρα υψηλής εξειδίκευσης με έντονη πτύχωση της κυτταρικής
τους μεμβράνης χάριν της οποίας μπορούν και προσκολλώ-
νται στην ελεύθερη οστική επιφάνεια σε θέσεις όπου συμ-
βαίνει η οστική απορρόφηση. Απαντώνται στις ενδοστικές
επιφάνειες του συστήματος Havers, στην έσω επιφάνεια του
91
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

περιόστεου και, σε μικρό αριθμό, εντός του οστίτη ιστού. Η


δραστηριότητα των οστεοκλαστών υπό φυσιολογικές συνθήκες
φαίνεται να ελέγχεται από τοπικούς παράγοντες που προέρ-
χονται από το οστό και το ενδοθήλιο. Τέτοιοι παράγοντες είναι
π.χ. οι προσταγλανδίνες (Prostaglandins, PGs), το μονοξείδιο
του αζώτου (Nitric oxide, NO) και η ενδοθηλίνη, συμπλέγμα-
τα κυτοκινών της θεμέλιας ουσίας, συμπεριλαμβανομένων
των ιντερλευκινών και των παραγόντων διέγερσης αποικιών
(Colony stimulating factors, CSFs) κ.λπ. Όμως η δραστηριό-
τητά τους εξαρτάται και από συστηματικούς παράγοντες όπως
η παραθορμόνη (Parathyroid hormone, PTH) και η 1,25 διυ-
δρόξυ-βιταμίνη D3, που προάγουν άμεσα την οστεοκλαστική
απορρόφηση.

Η οστεοκλάστη είναι ένα πολυπύρηνο γιγαντοκυττάρο με


οξεόφιλο κυτταρόπλασμα. Α) http://commons.wikimedia.org/wiki/
File:Osteoclast.jpg. Β) http://pixgood.com/osteoclast-cell.html.

Οστεοκλαστογένεση [Osteoclastogenesis] Η οστεοκλά-


στη προέρχεται από τα αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα
(Hematopoietic stem cells, HSCs) που διαφοροποιούνται σε
ώριμες οστεοκλάστες μέσω της οστεοκλαστογένεσης. Η διαδι-
κασία αυτή ξεκινά με τη δέσμευση των HSCs στην κυτταρική
σειρά των μονοκυττάρων/μακροφάγων. Στη συνέχεια διαφο-
ροποιούνται σε προ-οστεοκλάστες. Ακολουθεί η σύντηξη των
μονοπύρηνων προ-οστεοκλαστών σε πολυπύρηνες οστεοκλά-
στες ή/και σύντηξη πολυπύρηνων οστεοκλαστών σε μεγαλύ-
τερες. Το επόμενο στάδιο της ωρίμανσης των οστεοκλαστών
είναι η σωστή συγκρότηση του κυτταροσκελετού και η πόλω-
ση του κυττάρου. Το σήμα κατατεθέν της ενεργοποιημένης
οστεοκλάστης είναι ο σχηματισμός της έντονα πτυχωτής επι-
φάνειάς του μέσα στην ελεύθερη ζώνη (sealing zone). Η δι-
αφοροποίηση του κοινού μυελοειδούς προγονικού κυττάρου
σε οστεοκλάστη ή μονοπύρηνο φαγοκύτταρο, εξαρτάται από
τα ερεθίσματα που αυτό λαμβάνει από το εξωτερικό περιβάλ-
92
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

λον όπως συμβαίνει με την παρουσία του παράγοντα διέγερ-


σης αποικίας μακροφάγων (Μacrophage-Colony-Stimulating
Factor, M-CSF) και του μεταγραφικού παράγοντα PU.1. Οι
οστεοβλάστες καθώς και τα στρωματικά κύτταρα παίζουν κε-
ντρικό ρόλο στην οστεοκλαστογένεση.

Σχηματική αναπαράσταση της οστεοκλαστογένεσης.


(Πηγή: Biomedical tissue research).

Οστεοκύτταρο [Οsteocyte] Τα οστεοκύτταρα είναι οστεο-


βλάστες οι οποίοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι στη θεμέλια ου-
σία και αποτελούν τα πιο άφθονα κύτταρα του οστίτη ιστού.
Είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση και διατήρηση της θεμέ-
λιας ουσίας των οστών. Συνθέτουν και εκκρίνουν υλικά της
αλλά σε μικρότερο βαθμό από ότι οι οστεοβλάστες. Σε ιστο-
λογικές τομές είναι δυνατό να εντοπιστούν οστεοκύτταρα
που μόλις έχουν εγκλωβιστεί στο οστεοειδές και καλούνται
οστεοειδή οστεοκύτταρα. Στη συνέχεια, και αφού επέλθει η
επιμετάλλωση του οστεοειδούς μεταπίπτουν σε απλά οστεο-
κύτταρα. Βρίσκονται μέσα σε κοιλότητες και ένα κυρίαρχο
χαρακτηριστικό τους είναι η παρουσία λεπτοφυών αποφυά-
δων. Οι αποφυάδες αυτές πορεύονται μέσα σε ένα εκτεταμέ-
νο σύστημα οστικών σωληναρίων. Οι αποφυάδες των οστεο-
κυττάρων και το συσχετιζόμενο με αυτές δίκτυο σωληναρίων
βρίσκονται σε επικοινωνία τόσο μεταξύ τους όσο και με τα
κύτταρα της περιοστικής και ενδοοστικής επιφάνειας. Η
επικοινωνία τους είναι υπεύθυνη για τη συγχρονισμένη δρα-
στηριότητα της οστεοκυτταρικής-οστεοβλαστικής αντλίας ενός
μηχανισμού που εμπλέκεται στην ομοιοστασία του ασβεστίου
του αίματος.
Οστεομαλακία [Osteomalacia] Μεταβολική πάθηση των
οστών όπου υπάρχει ελαττωματική μετάλλωση του παραγόμε-
νου οστεοειδούς στην ενήλικη ζωή με αποτέλεσμα τη χαρακτη-
ριστική αύξηση του πάχους του οστεοειδούς και μείωση του
ρυθμού της οστικής ανακατασκευής. Υπεύθυνη για την εμφά-
93
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νιση οστεομαλακίας μπορεί να είναι η ανεπαρκής πρόσληψη


βιταμίνης D, ασβεστίου ή φωσφόρου. Η οστεομαλακία στους
ενήλικες εκδηλώνεται με μυϊκή αδυναμία, διάχυτα οστικά άλγη
και κατάγματα καθώς και με χαρακτηριστικές γραμμές Looser.
Ακτινογραφία της πυέλου ασθενούς με
οστεομαλακία όπου φαίνονται οι γραμμές
Looser στο μηριαίο οστό. (Πηγή: Panda S,
et al. Osteomalacia induced peripheral
neuropathy after obesity reduction surgery
2013; 16(4): 690-692).

Οστεονέκρωση ή Άσηπτη νέκρωση [Osteonecrosis or
Avascular necrosis] Προκαλείται από έλλειψη αιμάτωσης
του οστού και προσβάλλει συνήθως το μηριαίο οστό και τις
αρθρώσεις. Ο πόνος αποτελεί προεξάρχον σύμπτωμα σε πε-
ρίπτωση οστεονέκρωσης και πρέπει να κινήσει την υποψία
σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο ή σε αυτούς
που λαμβάνουν μεγάλη δόση κορτικοστεροειδών για μεγάλο
χρονικό διάστημα. Πιθανή αιτία της οστεονέκρωσης είναι η
απόπτωση των οστεοκυττάρων αλλά ο μηχανισμός πρέπει να
επιβεβαιωθεί. Αρχικά, ο πόνος εκλύεται μόνο με την κίνηση,
αλλά αργότερα εμφανίζεται και στην ηρεμία, ο οποίος συνο-
δεύεται με προοδευτική απώλεια εύρους κινήσεων και σημα-
ντική λειτουργική έκπτωση.
Οστεονέκρωση των γνάθων από διφωσφονικά
[Bisphosphonate-related osteonecrosis of the jaws,
BONJ] Η ενδοφλέβια χορήγηση διφωσφονικών έχει συσχετι-
στεί με την εμφάνιση νεκρωτικών περιοχών αποκαλυμμένου
οστού στη γναθο-προσωπική περιοχή. Ο ακριβής μηχανισμός
που προκαλείται η BONJ δεν είναι απόλυτα γνωστός. Ως ερ-
μηνεία προτείνεται ότι τα διφωσφονικά σε υψηλή και συνεχή
δοσολογία καταστέλλουν τον ρυθμό οστικής ανακατασκευής
σε τέτοιο βαθμό που δεν επιτρέπει στα οστά της γνάθου να
επιδιορθώνει τα φυσιολογικά μικροκατάγματα του οστού.
Οστεοπενία [Osteopenia] Η μειωμένη ποσότητα οστού σε σχέση
με τη συνήθη φυσιολογική ποσότητα για αντίστοιχα άτομα του
ίδιου φύλου και ηλικίας. Δεν σχετίζεται απαραίτητα με κλινικό
νόσημα, αν όμως είναι έντονη ή η οστική απώλεια είναι μεγάλη

94
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

σε σύγκριση με προηγούμενη μέτρηση, είναι πιθανό να μειωθεί


η οστική αντοχή και να αυξηθεί ο καταγματικός κίνδυνος.
Οστεοπέτρωση [Osteopetrosis] Ετερογενής ομάδα σκληρυ-
ντικών κληρονομούμενων οστικών δυσπλασιών. Οι σοβαρότερες
μορφές έχουν αυτοσωματική υπολειπόμενη κληρονομικότητα,
ενώ οι ηπιότερες μορφές παρατηρούνται στους ενηλίκους και
κληρονομούνται με αυτοσωματικό κυρίαρχο τρόπο. Η παθοφυ-
σιολογία αυτών των νόσων σχετίζεται με την ελαττωματική λει-
τουργία των οστεοκλαστών. Ο αριθμός των οστεοκλαστών είναι
συνήθως κανονικός ή υψηλός, αλλά η λειτουργία οξεοποίησής
τους είναι ελαττωματική. Γονίδιο υπεύθυνο για την ανεπαρκή
οστεοκλαστική λειτουργία είναι το TC1RG1, που κωδικοποι-
εί την α3 υπομονάδα της κενοτοπιώδους αντλίας πρωτονίων,
αρμόδιας για τη μεταφορά πρωτονίων στο βοθρίο απορρόφη-
σης των οστεοκλαστών καθώς επίσης ομόζυγες μεταλλαγές στο
γονίδιο CLCN7, που κωδικοποιεί το κανάλι 7 του χλωριδίου
αρμόδιο για τη μεταφορά χλωρίου. Η αυξημένη οστική μάζα
μπορεί να οδηγήσει σε φαινοτυπικά χαρακτηριστικά γνωρίσμα-
τα όπως μακροκεφαλία και αλλοιωμένη κρανιοπροσωπική μορ-
φολογία, αλλά περισσότερο σημαντικό αντίκτυπο έχει πάνω σε
άλλα όργανα και ιστούς, ιδιαίτερα στο μυελό των οστών και το
νευρικό σύστημα. Η διάγνωση του νοσήματος γίνεται κυρίως
ακτινολογικά. Τα κλασικά ακτινολογικά χαρακτηριστικά της
οστεοπέτρωσης περιλαμβάνουν διάχυτη σκλήρυνση, που προ-
σβάλλει το κρανίο, τη σπονδυλική στήλη και την πύελο, ελατ-
τωματική μεταφυσιακή οστεογένεση με παραμορφώσεις δίκην
φιάλης Erlenmeyer, και χαρακτηριστικές διαυγαστικές ζώνες.
Εικόνα ενδοοστού ιδιαίτερα στους σπονδύλους και στις φά-
λαγγες, εστιακή σκλήρυνση στη βάση του κρανίου, στην πύελο
και στις τελικές πλάκες των σπονδύλων, σπόνδυλοι εικόνας σά-
ντουιτς και σπονδυλική στήλη «rugger-jersey».

Ακτινογραφία αγοριού 8 μηνών


με οστεοπέτρωση.

95
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Οστεοποικίλωση [Osteopikilosis] Αναφέρεται και ως διά-


χυτη πυκνωτική οστεοπάθεια. Σκελετική δυσπλασία με αυ-
τοσωματική επικρατούσα κληρονομικότητα που συχνά εμ-
φανίζεται μαζί με διάχυτη κηλιδώδη δερματική ίνωση κατά
κανόνα ασυμπτωματική. Η αιτία και η παθογένεια της νό-
σου δεν είναι γνωστές. Όταν η οστεοποικίλωση εμφανίζεται
σε συνδυασμό με δερματολογικές αλλοιώσεις αναφέρεται ως
σύνδρομο Buschke-Ollendorff. Tα ακτινογραφικά ευρήματα
είναι διαγνωστικά του νοσήματος και περιλαμβάνουν πολ-
λαπλές μικρές, σαφώς καθορισμένες, κυκλικές είτε ωοειδείς
σκληρυντικές εστίες συγκεντρωμένες σε περιαρθρικές οστικές
περιοχές. Εκτός λίγων εξαιρέσεων που έχουν περιγραφεί, αυ-
τές οι σκληρυντικές εστίες δεν φαίνονται να είναι σπινθηρο-
γραφικώς ενεργείς.

Ακτινογραφία πάσχοντος
με οστεοποικίλωση.


Οστεοπόρωση [Osteoporosis] Σκελετικό νόσημα που χαρα-
κτηρίζεται από αυξημένη ευθραυστότητα των οστών και κατά
κανόνα συνοδεύεται από μειωμένη οστική μάζα. Η οστεο-
πόρωση είναι η πιο συχνή μεταβολική διαταραχή των οστών
και είναι το αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ τοπικών
και συστηματικών παραγόντων στην οστική ανακατασκευή.
Η οστεοπόρωση είναι καταρχάς μία ποσοτική μεταβολή του
οστίτη ιστού, ενώ ποιοτικά η αναλογία του κολλαγόνου τύ-
που Ι με τον υδροξυαπατίτη δεν αλλάζει (σε αντίθεση με την
οστεομαλακία). Η ευθραυστότητα των οστών απορρέει από:
α) την αδυναμία του σκελετού να φτάσει τη βέλτιστη κορυ-
φαία οστική μάζα, β) την αυξημένη οστική απορρόφηση και
γ) τη μειωμένη οστική παραγωγή κατά τη διάρκεια της οστικής
ανακατασκευής. H επίπτωση των καταγμάτων, κυρίως του
ισχίου και του καρπού, εξαρτάται επιπλέον από τον αριθμό
των πτώσεων και τις δυνάμεις που ασκούνται τη στιγμή της
96
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

πτώσης. Το ποσοστό της οστικής απώλειας που καθορίζει εάν


ένα άτομο πάσχει ή όχι από οστεοπόρωση είναι η απόκλιση
από τον μέσο όρο της κορυφαίας οστικής πυκνότητας. Απώ-
λεια μεγαλύτερη των 2,5 σταθερών αποκλίσεων από την κορυ-
φαία οστική πυκνότητα θέτει τη διάγνωση της οστεοπόρωσης.
Παρ’όλα αυτά, πλέον διατυπώνονται σοβαρές αντιρρήσεις για
την ορθότητα αυτού του ορισμού της οστεοπόρωσης, καθώς
έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ατόμων με υψηλή οστική πυ-
κνότητα και οστεοπορωτικά κατάγματα και αντιστρόφως, άτο-
μα με πολύ χαμηλή οστική πυκνότητα χωρίς κανένα κάταγμα.
Σήμερα, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση οστικής αντοχής
και της οστικής γεωμετρίας.

Διαφορές μεταξύ φυσιολογικού και οστεοπορωτικού οστού.

Οστεοπρογονικό κύτταρο [Osteoprogenitor cell] Το


πρώτο στάδιο του κύκλου ζωής των οστεοβλαστών. Τα οστεο-
προγονικά κύτταρα είναι ικανά να παράγουν κλωνικά κύττα-
ρα από την οστεοβλαστική σειρά αλλά στερούνται την ικανότη-
τα αναγέννησης. Διακρίνονται σε περιοστικά και ενδοοστικά.
Η προέλευσή τους από μεσεγχυματικά κύτταρα και η ικανότη-
τά τους να διαφοροποιούνται προς τρεις επιπλέον κυτταρικές
σειρές πέραν των οστεοβλαστών (ινοβλάστες, χονδροβλάστες,
λιποκύτταρα), υποδεικνύει ότι τα κύτταρα αυτά μπορούν να
μεταβάλλουν τα μορφολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστι-
κά τους ανάλογα με τα εκάστοτε ερεθίσματα.
Οστεοπροτεγερίνη [Osteoprotegerin, OPG] Διαλυτή γλυ-
κοπρωτεΐνη της οικογένειας των υποδοχέων του παράγοντα
νέκρωσης των όγκων-α (ΤΝFR). Η οστεοπροτεγερίνη εκκρίνε-
ται κυρίως στους οστεοβλάστες, αλλά επίσης από τα ενδοθηλι-
97
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ακά και λεία μυϊκά κύτταρα των αγγείων. Αναστέλλει τόσο τη


διαφοροποίηση όσο και τη δραστηριότητα των οστεοκλαστών,
εμποδίζοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ του RANKL, που εκ-
φράζεται επίσης από τους οστεοβλάστες και του RANK (υπο-
δοχέα του RANKL), που εκφράζεται από τις οστεοκλάστες. Η
οστεοκλαστογένεση δεν εξαρτάται από τη συγκέντρωση του
RANKL και του OPG, αλλά από την σχετική τους αναλογία.
Σε φυσιολογικές συνθήκες τα επίπεδα της OPG είναι υψηλό-
τερα από αυτά του RANKL, κρατώντας τον αριθμό των οστε-
οκλαστών σε χαμηλά επίπεδα. Σε φλεγμονώδεις καταστάσεις
όμως η αναλογία RANKL/OPG αυξάνεται προάγοντας την
οστεοκλαστογένεση. Το σύστημα RANK/RANKL/OPG παίζει
σημαντικό ρόλο στη δημιουργία, τη διαφοροποίηση, την ενερ-
γοποίηση καθώς και στην απόπτωση των οστεοκλαστών.
Οστερίξη [Οsterix, Osx] Μεταγραφικός παράγοντας που
παίρνει μέρος στην οστεοβλαστική διαφοροποίηση. Η οστερίξη
είναι υπεύθυνη μόνο για το στάδιο διαφοροποίησης από προ-
οστεοβλάστες σε οστεοβλάστες και με αυτό τον τρόπο μαζί με
τη β-κατενίνη δεν αφήνουν περιθώρια για τη διαφοροποίηση
προς χονδροκύτταρα. Επάγει την έκφραση γονιδίων των οστε-
οβλαστών όπως της οστεοποντίνης, της οστεοκαλσίνης, της
οστεονεκτίνης και του κολλαγόνου τύπου Ι και εκφράζεται σε
όψιμα στάδια της διαφοροποίησης. Η οστερίξη ρυθμίζει αρνη-
τικά το Wnt μονοπατι με δύο τρόπους. Πρώτον, εμποδίζει τον
Tcf παράγοντα να προσδεθεί με τη β-κατενίνη, αναστέλλοντας
με τον τρόπο αυτό τη μεταγραφική ενεργότητα της τελευταί-
ας. Και δεύτερον, η οστερίξη ενεργοποιεί την έκφραση του
ανταγωνιστή των Wnt πρωτεϊνών, Dkk1. Με τον τρόπο αυτό η
οστερίξη αναστέλλει τον οστεοβλαστικό πολλαπλασιασμό κατά
τη διάρκεια της οστικής ανάπτυξης.
Οστεώνας [Osteon] βλ. Αβέρσιο σύστημα [Ηaversian system].
Οστικές μορφογενετικές πρωτεΐνες [Bone morphogenetic
proteins, BMPs] Ανήκουν στην υπεροικογένεια του TGF-β
(με εξαίρεση την BMP-1), αριθμούν 20 μέλη και απαντώνται
σε διαφόρους ιστούς. Διεγείρουν ενδοκυττάρια μονοπάτια των
πρωτεϊνών SMAD. Στα οστά απαντώνται φυσιολογικά η ΒΜΡ 1
έως 8 και χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να επάγουν
τον σχηματισμό νέου οστού μέσω του πολλαπλασιασμού και
98
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

της διαφοροποίησης των κυττάρων της οστεοβλαστικής σειράς.


Έχουν την ικανότητα να επάγουν τον οστικό σχηματισμό εκτο-
πικά in vivo και in vitro καθώς επάγουν τη διαφοροποίηση των
αρχέγονων μεσεγχυματικών κυττάρων σε οστεοβλάστες.

Σηματοδοτικό μονοπάτι των


BMPs. (Πηγή: Aimin L, et al.
Bone morphogenetic protein
signalling and vertebrate
nervous system development.
Nature Reviews Neuroscience
2005; 6:945-954).


Οστική αλκαλική φωσφατάση [Bone alkaline phosphatase,
BALP] Ισοένζυμο της αλκαλικής φωσφατάσης που καταλύει
την υδρόλυση φωσφορικών εστέρων στην επιφάνεια των οστεο-
βλαστών, ούτως ώστε να παρέχει υψηλή συγκέντρωση φωσφο-
ρικού άλατος στη διεργασία μετάλλωσης των οστών ως τμήμα
της οστεοβλαστικής συμμετοχής στην οστική ανακατασκευή.
Κατά συνέπεια, τα επίπεδα της οστικής ALP αυξάνονται στην
κυκλοφορία κατά τη διάρκεια περιόδων ενεργού οστικού σχη-
ματισμού και αύξησης των οστών.
Οστική ανακατασκευή [Bone remodeling] H μοναδική
ικανότητα του οστίτη ιστού να ανανεώνει τις κατασκευαστικές
του μονάδες, με σκοπό τη διόρθωση των μικροφθορών του, τη
διατήρηση των μηχανικών του ιδιοτήτων και τη σταθεροποίη-
ση της ομοιοστασίας του ασβεστίου. Η οστική ανακατασκευή
ρυθμίζεται από την απόλυτη συνεργασία του οστεοβλάστη και
της οστεοκλάστης και περιλαμβάνει 5 φάσεις. Τη φάση ηρε-
μίας, μία λειτουργικά ανενεργό φάση όπου οι οστικές επι-
φάνειες καλύπτονται από επενδυματικά κύτταρα. Τη φάση
της ενεργοποίησης, όπου μέσω διεγερτών ενεργοποιούνται οι
οστεοκλάστες. Τη φάση της οστικής απορρόφησης, όπου οι
οστεοκλάστες απορροφούν την αποτιτανωμένη θεμέλια ουσία
και στη συνέχεια υφίστανται απόπτωση. Τη φάση της κυτταρι-
κής αναστροφής, όπου αποσύρονται οι οστεοκλάστες και επι-
στρατεύονται οι οστεοβλάστες. Και τέλος, τη φάση της οστικής
99
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

παραγωγής, όπου οι οστεοβλάστες εναποθέτουν οστεοειδές το


οποίο επιμεταλλώνεται. Σπουδαίο ρόλο στην οστική ανακατα-
σκευή παίζουν οι κυτοκίνες και οι αυξητικοί παράγοντες. Η
οστική ανακατασκευή ρυθμίζεται από την απόλυτη συνεργα-
σία του οστεοβλάστη και της οστεοκλάστης.

Σχηματική αναπαράσταση της οστικής ανακατασκευής.

Οστική αντοχή [Bone strength] Το σύνολο των εμβιομηχανι-


κών ιδιοτήτων του οστού σαν ιστός αλλά και σαν όργανο.
Οστική ιστομορφομετρία [Bone histomorphometry] Δυσ-
διάστατες ιστολογικές τομές οι οποίες παρέχουν μετρικές πλη-
ροφορίες για την αρχιτεκτονική και συνδετικότητα του οστού.
Οι παρά­μετροι που μπορούν να μετρηθούν με την ιστομορφο-
μετρία είναι: α) δομικές και αφορούν στις άμεσα μετρούμενες
(όπως π.χ. η οστική περίμετρος, η περίμετρος του οστεοειδούς,
η περίμετρος του οστού που καλύπτεται από οστεοβλάστες, η
περίμετρος του οστού που καλύπτεται από οστεοκλάστες, η πε-
ρίμετρος περιοχών διάτρησης σπογγώδους οστού, ο απόλυτος
αριθμός ενεργών οστεοβλαστών, ο απόλυτος αριθ­μός οστεοκλα-
στών, το πάχος των οστεοδοκίδων, το πάχος του οστεοειδούς,
η περίμετρος των διαβρωμένων επι­φανειών χωρίς την παρου-
σία οστεοκλαστών), β) στατικές και αφορούν σε παραμέτρους
που προκύπτουν από μαθηματικές εξισώσεις (όπως π.χ. εμβα-
δόν οστού, εμβαδόν οστεοειδούς, εμβαδόν περιοχών διάτρησης
σπογγώδους οστού, ο όγκος οστού ανά όγκο ιστού, ο όγκος οστε-
οειδούς ανά όγκο οστού, ο λόγος του απόλυτου αριθμού ενεργών
οστε­οβλαστών ανά περίμετρο οστού, ο λόγος του απόλυτου αριθ-
μού ενεργών οστεοβλαστών ανά περίμετρο οστεοβλαστών, ο λό-
100
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

γος του απόλυτου αριθμού οστεοκλαστών ανά περίμετρο οστού


που αντιπροσωπεύει το μέρος των δοκίδων που καλύπτονται
από οστεοκλάστες, ο λόγος του απόλυ­του αριθμού των ενεργών
οστεοκλαστών ανά περίμετρο οστεοκλα­στών, η επιφάνεια οστε-
οβλαστών ανά επιφάνεια οστού, η επιφάνεια οστεοκλαστών ανά
επιφάνεια οστού, ο διαχωρισμός των οστικών δοκίδων του σπογ-
γώδους που αντικατοπτρίζει τη συνοχή του δοκιδώδους οστού, ο
αριθμός των οστικών δοκίδων) και γ) δυναμικές, που εκ­φράζουν
την in vivo λειτουργικότητα των οστικών κυττάρων (όπως π.χ. ο
ρυθμός επιμετάλλωσης, ο ρυθμός παραγωγής οστού, ο χρόνος
υστέρησης της επιμετάλλωσης). Η ιστολογική εκτίμηση μιας πε-
ριοχής δεν αντιπροσωπεύει απαραίτητα τις μεταβολές που υφί-
σταται ο υπόλοιπος σκελετός. Επιπλέον, εξ ορισμού μόνο μια
πολύ μικρή περιοχή μπορεί να εκτιμηθεί και στη συνέχεια το
συμπέρασμα ανάγεται σε όλο το σκελετό.

Ιστολογική απεικόνιση κνήμης επίμυος.

Οστική κατασκευή [Bone modeling] Η παραγωγή και ενα-


πόθεση οστίτη ιστού από τους οστεοβλάστες σε διάφορες πε-
ριοχές των οστών, χωρίς να έχει προηγηθεί στις θέσεις αυτές
οστική απορρόφηση από τις οστεοκλάστες. Ο μηχανισμός αυ-
τός κυριαρχεί στην παιδική και εφηβική ηλικία και χρησιμεύ-
ει για την αύξηση των οστών καθώς και τη διαμόρφωση του
σχήματός τους, με την επίδραση των μηχανικών φορτίσεων.
Στην οστική κατασκευή, η απορρόφηση του οστού και η πα-
ραγωγή νέου σε άλλη θέση γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με
τελικό αποτέλεσμα τη μεταβολή του σχήματος του οστού. Με
τον τρόπο αυτό, πραγματοποιείται η αύξηση των οστών και η
ανακατανομή της οστικής μάζας στο χώρο.
Οστική ποιότητα [Bone quality] Ασαφής όρος που αναφέ-
ρεται από ερευνητές ανάλογα με τις πεποιθήσεις τους σε πα-
101
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ράγοντες άσχετους από την οστική πυκνότητα υπεύθυνους


για βελτίωση των μηχανικών ιδιοτήτων των οστών. Η ελλιπής
μετάλλωση των οστών και η παραγωγή μη επαρκούς πεταλιώ-
δους ώριμου οστίτη ιστού και η συσσώρευση των μικροκακώ-
σεων είναι ίσως οι επικρατέστερες απόψεις για τη λεγόμενη
κακή ποιότητα του οστού. Παρά ταύτα ο όρος ποιότητα οστού
χρειάζεται τεκμηρίωση και πιθανόν να πρέπει να αναθεωρηθεί.
Οστικό έμφρακτο [Bone infract] Ανάγγειο οστικό τμήμα
το οποίο είτε αποσπάται από το οστό (απόλλυμα) ή αποκαθί-
σταται ατελής με το μηχανισμό της έρπουσας υποκατάστασης
(creeping substitution). Οστικά έμφρακτα μπορεί να γίνουν
σαν αποτέλεσμα αγγειακής ή αιματολογικής νόσου (π.χ. δρε-
πανοκυτταρική αναιμία), κατάγματος (π.χ. υποκεφαλικό κά-
ταγμα ισχίου), φλεγμονής (οστεομυελίτιδα) ή φαρμακευτικής
επίδρασης (π.χ. κορτιζονοθεραπεία).
Οστικό μόσχευμα [Bone graft] Η αντικατάσταση ή η υπο-
στήριξη οστικού κενού ή οστικής αστάθειας με φυσικό οστό
ή τεχνικό υποκατάστατό του. Τα οστικά μοσχεύματα διακρί-
νονται σε αυτομοσχεύματα (οστικά τεμάχια προερχόμενα από
το σκελετό του ίδιου ασθενούς), σε ετερομοσχεύματα (οστικά
τεμάχια συνήθως πτωματικά) και σε αλλομοσχεύματα (τεχνικά
παρασκευάσματα). Σαν μόσχευμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί
μυελός των οστών, βλαστοκύτταρα, αυξητικοί παράγοντες κ.ά.
Οστικός πόνος [Bone pain] Ο πόνος των οστών αλλά και των
παρακείμενων μαλακών μορίων, ο οποίος διακρίνεται σε οξύ
και χρόνιο. Χαρακτηριστικό οστικό άλγος είναι το προκα-
λούμενο από κακώσεις, κυρίως το κάταγμα. Το χρόνιο οστι-
κό άλγος μπορεί να οφείλεται σε πολλές αιτίες. Η εκτίμηση
του πόνου γίνεται τόσο ως προς την ένταση, όσο και ως προς
την ποιότητα. Η ένταση του πόνου εκτιμάται από τον ίδιο τον
ασθενή και από τον ιατρό. Για λόγους αντικειμενοποίησης, η
αξιολόγηση της έντασης του πόνου γίνεται με τη βοήθεια μίας
δεκαβάθμιας κλίμακας (0= απουσία πόνου και 10= αφόρητος
πόνος). Συνήθως, πόνος εκτιμούμενος μεγαλύτερος του 7 θε-
ωρείται έντονος και επιβάλλει την αναλγητική ακινητοποίηση
του ατόμου (ή τουλάχιστον ενός μέλους του σώματος). Ο οξύς
πόνος αντιμετωπίζεται με συστηματική χορήγηση συμβατικών
αναλγητικών, καθώς επίσης και οπιούχων, εφόσον χρειαστεί.
102
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Η αποτελεσματική αναλγησία κατά την οξεία φάση επιτρέπει


τη γρήγορη κινητοποίηση του ασθενούς. Ο χρόνιος πόνος αντι-
μετωπίζεται με αναλγητικά, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και
φυσιοθεραπεία. Πόνος που εκλύεται με τις κινήσεις οφείλεται
σε μυοσκελετικό τραυματισμό ή φλεγμονώδη πάθηση. Ο νυ-
κτερινός πόνος είναι, συνήθως, αποτέλεσμα φλεβικής στάσης
λόγω κακής ενδοοστικής κυκλοφορίας (π.χ. οστεοαρθριτικός
πόνος). Τα μεταβολικά νοσήματα των οστών δεν συνοδεύονται
από ενδοαρθρικό πόνο. Kατά τη μετεμμηνοπαυσιακή και γε-
ροντική ηλικία ένα πολύ συνηθισμένο επώδυνο σύνδρομο εί-
ναι αυτό της ινομυαλγίας.
Οσφυαλγία [Low back pain] O πόνος ή η δυσφορία που εντο-
πίζεται στην περιοχή μεταξύ των κάτω ορίων του θωρακικού
κλωβού και των γλουτιαίων πτυχών, που μπορεί να συνοδεύ-
εται ή όχι από ισχιαλγία, δηλαδή επέκταση του πόνου κατά
μήκος του μηρού και της κνήμης, φθάνοντας σε ορισμένες πε-
ριπτώσεις μέχρι τα δάκτυλα του ποδιού.
Ουδός δράσης αχρησίας [Disuse – mode threshold,
MESr] Γενετικά προκαθορισμένο εύρος τιμών μηκύνσεων
(strains) διαφορετικό για κάθε οστό, κάτω από το οποίο διε-
γείρεται αρνητικά η οστική ανακατασκευή.
Ουδός οστικής κατασκευής [Modeling threshold,
MESm] Γενετικά προκαθορισμένο ελάχιστο εύρος μήκυνσης
(strain) σε υπέρβαση του οποίου προκαλείται ο μηχανισμός
της οστικής ανακατασκευής. Στον ενήλικο σκελετό ο κατώτε-
ρος ουδός ανακατασκευής εκτιμάται στις 1000 μικρομηκύν-
σεις (microstrains).
Παράγοντας διέγερσης αποικιών μακροφάγων
[Macrophage-colony stimulating factor, M-CSF] Κυτο-
κίνη που παράγεται από τους οστεοβλάστες και δρα στα αρχέ-
γονα αιμοποιητικά κύτταρα επάγοντας τη διαφοροποίηση των
προγονικών μυελικών κυττάρων σε οστεοκλάστες συνεργατικά
με τον RANKL. Υπερπαραγωγή του M-CSF θεωρείται αιτιοπα-
θογενετικός μηχανισμός της αθηρωμάτωσης αλλά και άλλων
παθήσεων όπως η οστεοπόρωση.
Παράγοντας κινδύνου [Risk factor] Κάποιο χαρακτηριστι-
κό του ασθενή ή παράγοντας που σχετίζεται στατιστικά με την
αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης μιας κατάστασης ή νόσου.
103
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Παράγοντες κινδύνου οστεοπόρωσης [Risk factors for


osteoporosis] Ορισμένοι παράγοντες κινδύνου που συμβάλ-
λουν στη μείωση της οστικής πυκνότητας και στην εμφάνιση
καταγμάτων ευθραυστότητας. Οι σπουδαιότεροι εξ αυτών εί-
ναι η πρόωρη εμμηνόπαυση, η δίαιτα πλούσια σε αλάτι και
λευκώματα, η μακροχρόνια λήψη κορτιζόνης, θυροξίνης και η
φτωχή σε ασβέστιο διατροφή.
Παραθορμόνη 1-84 [Parathyroid hormone 1-84, PTH
1-84] Το πλήρες μόριο της ανθρώπινης ανασυνδυασμένης
παραθορμόνης αποτελεί θεραπεία μετεμμηνοπαυσιακών γυ-
ναικών με υψηλό καταγματικό κίνδυνο. Η ένδειξη συνεχούς
θεραπείας με PTH 1-84 είναι οι 24 μήνες και έχει αποδεδειγ-
μένη καταγματική δράση στη σπονδυλική στήλη.
Παραθορμόνη [Parathyroid hormone, ΡΤΗ] Πολυπεπτίδιο
αποτελούμενο από 82 αμινοξέα που εκκρίνεται από τους πα-
ραθυρεοειδείς αδένες. Η παραθορμόνη είναι ο σπουδαιότερος
ρυθμιστής της ομοιοστασίας του ασβεστίου αλλά και της οστι-
κής ανακατασκευής. Η ρύθμιση της παραθορμόνης γίνεται σε
διαφορετικά επίπεδα, π.χ. ρύθμιση του γονιδίου της, της σύν-
θεσής της και της έκκρισής της από τους παραθυρεοειδείς αδέ-
νες. H στάθμη του εξωκυττάριου ιονισμένου ασβεστίου είναι ο
βασικός ρυθμιστής της έκκρισης της παραθορμόνης. Την έκ-
κριση της παραθορμόνης ρυθμίζουν επίσης η 1,25(ΟΗ)2D, διά-
φορες ορμόνες (κορτιζόνη, καλσιτονίνη, γλυκαγόνο) αλλά και
άλλες ουσίες (κατεχολαμίνες, μαγνήσιο, λίθιο και αργίλιο). Η
ρυθμιστική δράση της παραθορμόνης ασκείται μέσω του PTH/
PTHrΡ υποδοχέα της. Στα οστά η παραθορμόνη έχει πολύπλο-
κη δράση. Κατά τη συνεχή χορήγησή της εμφανίζει δύο τύπους
μεταβολικών επιδράσεων. Εντός λεπτών από τη χορήγησή της
αυξάνεται η οστεοκλαστική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την
οστική απορρόφηση και την απελευθέρωση ιόντων ασβεστίου
στο πλάσμα. Στη διακεκομμένη, αντίθετα, έχει αναβολική δρά-
ση και οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή σπογγώδους οστού.
Παραθυρεοειδεκτομή [Parathyroidectomy] Η χειρουργι-
κή αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων παραθυρεοειδών αδένων.
Αποτελεί την επιλογή σε ασθενείς με καρκίνο ή υπερπλασία
των παραθυρεοειδών αδένων κυρίως όταν υπερπαράγουν
παραθορμόνη.
104
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Παραμονή στη θεραπεία [Persistence] Η χρονική περίοδος


από την έναρξη μέχρι τη διακοπή μιας θεραπείας. Συνήθως θε-
ωρείται μη παραμονή στη θεραπεία η διακοπή της αγωγής για
1 μήνα όταν πρόκειται για ημερήσια ή εβδομαδιαία αγωγή. Για
μεγαλύτερα μεσοδιαστήματα δεν υπάρχουν ακριβείς ορισμοί
αλλά η διακοπή 2 μηνών θεωρείται κατάλληλη για μηνιαίες θε-
ραπείες και 3 μήνες όταν πρόκειται για ετήσια αγωγή.
Παρεμβατικές μελέτες [Interventional studies] βλ. Πει-
ραματικές μελέτες [Experimental studies].
Παροδική οστεοπόρωση του ισχίου [Τransient osteo-
porosis of the hip, TOH] Μορφή αλγοδυστροφίας που
συνήθως εκδηλώνεται με εντοπισμένο στο ισχίο άλγος (αλ-
γοδυστροφία ισχίου). Το νόσημα αυτό συμβαίνει συχνότερα
σε άνδρες. Το πάσχον ισχίο πονά έντονα, ενώ παρουσιάζεται
έκδηλη οστεοπόρωση, ιδίως στον αυχένα του μηριαίου, που
υποδηλώνεται τόσο πυκνομετρικά, όσο και ακτινολογικά. Το
νόσημα ταλαιπωρεί τον ασθενή επί 6-12 μήνες και συνήθως
υποχωρεί αυτόματα.
Παροδική περιοχική οστεοπόρωση [Transient regional
osteoporosis] Ασυνήθιστο αυτοπεριοριζόμενο σύνδρομο
που χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη αρθρικού άλγους
που ακολουθείται από περιοχική εστιακή οστεοπενία μετά
από μερικές εβδομάδες και το οποίο υφίεται αυτόματα. Μπο-
ρεί να εμφανιστεί κλινικά ως μεμονωμένο επεισόδιο που προ-
σβάλλει μία μόνο άρθρωση ή επανειλημμένα επεισόδια που
αφορούν σε περισσότερες από μία αρθρώσεις.
Πειραματικές εφαρμογές στα μεταβολικά νοσήματα
των οστών [Experimental applications in metabolic
bone diseases] Οι περισσότερες προληπτικές και θεραπευ-
τικές μέθοδοι και φάρ­μακα που εφαρμόζονται σήμερα στα
μεταβολικά νοσήματα των οστών έχουν δοκιμασθεί προκλι-
νικά σε ζώα εργαστηρίου. Σκοπός τους είναι η συγκέν­τρωση
πληροφοριών για τη δράση και την ασφάλεια των νέων μεθό­
δων ή φαρμάκων στα ζώα, ώστε να εκτιμηθεί η ωφελιμότη-
τά τους και το ακίνδυνο της εφαρμογής τους στον άνθρωπο.
Ειδικότερα, στα νέα φάρμακα ελέγχεται η βραχυχρόνια και η
χρόνια τοξικότητά τους, ώστε να ανιχνευθούν οι πιθανοί κίν-
δυνοι που ενδέχεται να παρου­σιασθούν με την παρατεταμένη
105
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

χορήγησή τους, όπως η οργανική συσ­σώρευση ή η καρκινο-


γόνος δράση. Ελέγχεται επίσης η δυνητική τοξική δράση τους
στην αναπαραγωγή, δηλαδή στη γονιμότητα, την περιγεννητι-
κή και μεταγεννητική τοξικότητα, και τη δυνητική τερατογόνο
και μεταλλαξιογόνο δράση. Ένα ικανό τμήμα της έρευνας της
οστεοπόρωσης γίνεται με εναλλακτικές μεθόδους, όπως είναι
οι in vitro δοκιμές νέων φαρμάκων σε κυτταροκαλλιέργειες
οστεοβλαστών.
Πειραματικές ή Παρεμβατικές μελέτες [Experimental
or Interventional studies] Στις μελέτες αυτές ο ερευνη-
τής παρεμβαίνει ενεργητικά στον καθορισμό των ομάδων, του
τρόπου διαβίωσης, της θεραπείας ή άλλων χαρακτηριστικών.
Συμπεριλαμβάνονται και οι κλινικές δοκιμές (clinical trials).
Περιγραφικές μελέτες [Descriptive studies] Μελέτες που
έχουν σκοπό να περιγράψουν τον πληθυσμό σε ένα συγκεκρι-
μένο τόπο και χρόνο. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται οι
συνηθισμένοι τρόποι δειγματοληψίας όταν έχουμε μεγάλους
πληθυσμούς ή γίνεται απογραφικά όταν ο πληθυσμός είναι
περιορισμένος (συνήθως στις μελέτες δημογραφικής φύσης).
Στις μελέτες αυτές περιλαμβάνονται οι οικολογικές (ecological)
και διατμηματικές (cross-sectional).
Περιοχική οστική πυκνότητα [Areal bone density] Tο
ποσό του επιμεταλλωμένου οστού ανά μονάδα επιφάνειας.
Περιφερική ποσοτική αξονική τομογραφία [Peripheral
quantitative computerized tomography, pQCT] Δυνα-
μική απεικονιστική τεχνική που εκτιμά τρισδιάστατες εικόνες
συγκεκριμένου πάχους. Πλεονεκτήματα της μεθόδου σε σχέση
με τη απορροφησιομετρία διπλοενεργειακής δέσμης ακτίνων
Χ (DXA) είναι η ικανότητα να εκτιμά διακριτά το σπογγώδες
από το φλοιώδες οστό και η πρωιμότερη ανίχνευση αλλα­γών
στην οστική μάζα και την αρχιτεκτονική του οστού. Μειονέ-
κτημα αποτελεί η αδυναμία να ανιχνεύσει δο­μικές ή μορφο-
λογικές αλλαγές σε επίπεδο οστικής δοκίδας. Η ακρί­βεια της
μεθόδου προσεγγίζει το 92-98%, ενώ η επαναληψιμότητα το
0,1-0,2%.
Περιφερικό νευρικό σύστημα [Peripheral nervous
system] Ένα από τα δύο κύρια μέρη του νευρικού συστήμα-
τος (το άλλο είναι το κεντρικό νευρικό σύστημα). Περιλαμβά-
106
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νει τα γάγγλια και τα περιφερικά νεύρα. Το περιφερικό νευρι-


κό σύστημα και το κεντρικό νευρικό σύστημα διασυνδέονται
λειτουργικά.
Περιφερικός σκελετός [Appendicular skeleton] Το σύ-
νολο των 126 οστών που απαρτίζουν τα άνω και κάτω άκρα.
Αντίθετα, τα οστά του κρανίου και της σπονδυλικής στήλης
απαρτίζουν τον αξονικό σκελετό (axial skeleton). Λόγω των
σημαντικών ανατομικών διαφορών των δύο αυτών τύπων
οστών (στον περιφερικό σκελετό υπερέχουν τα φλοιώδη οστά
ενώ στον αξονικό σκελετό τα σπογγώδη οστά) υπάρχουν σημα-
ντικές επίσης διαφορές στη μεταβολική τους δραστηριότητα.

Ο περιφερικός σκελετός.
(Πηγή: http://upload.wikimedia.
org/wikipedia/commons/8/8b/
Axial_skeleton_diagram.svg).


Πηλίκο των διαγωνίων γινομένων [Odds ratio, OR] Σχε-
τικός λόγος συμπληρωματικών πιθανοτήτων να συμβεί ένα εν-
δεχόμενο υπό μια συνθήκη προς τον λόγο συμπληρωματικών
πιθανοτήτων να συμβεί το ίδιο ενδεχόμενο υπό μια άλλη δια-
φορετική συνθήκη.
Ποιοτικά προσαρμοσμένα έτη ζωής [Quality-adjusted life
years, QALYs] Διεθνώς αναγνωρισμένο εργαλείο για την αξι-
ολόγηση κινδύνου-οφέλους. Τα QALYs αφορούν τα οφέλη που
αποκομίζονται από τη φροντίδα υγείας ή ακόμη πόσο πρόθυμος
είναι ο ασθενής να θυσιάσει ένα ποσοστό από την ποιότητα της
ζωής του, έτσι ώστε να κερδίσει ένα ακόμη χρόνο επιβίωσης και
107
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

αντίστροφα. Τα QALYs χρησιμοποιούν για την αξιολόγηση της


υγείας του ατόμου την αριθμητική «σκάλα» από 0-1. Το «1» αντι-
προσωπεύει την τέλεια υγεία και το «0» τον θάνατο.
Πολλαπλούν μυέλωμα [Multiple myeloma] Κακοήθης αιμα-
τολογική νόσος που προέρχεται από τον ανεξέλεγκτο πολλαπλα-
σιασμό των πλασματοκυττάρων. Τα αρχικά συμπτώματα της νό-
σου συνήθως σχετίζονται με την προσβολή των οστών (σκελετικά
άλγη, παθολογικά κατάγματα, διάχυτη οστεοπόρωση). Η οστεό-
λυση επιτυγχάνεται τόσο εξαιτίας διέγερσης της οστεοκλαστικής
δραστηριότητας, όσο και εξαιτίας αναστολής της οστεοβλαστι-
κής δραστηριότητας. Σοβαρή αναιμία, λευκοπενία και θρομβο-
πενία αποτελούν τις εκδηλώσεις από το αιμοποιητικό.
Πολυμορφικοί δείκτες οστεοπόρωσης [Polymorphic
merkers of osteoporosis] Η χρησιμοποίηση των πολυμορ-
φισμών των γονιδίων σαν δείκτες προδιάθεσης ή σαν παράγο-
ντες κινδύνου για την εμφάνιση της οστεοπόρωσης.
Πολυμορφισμοί ενός μόνο νουκλεοτιδίου [Single
nucleotide polymorphisms, SNPs] Ποικιλομορφία της
νουκλεοτιδικής αλληλουχίας σε ένα μόνο νουκλεοτίδιο από
άτομο σε άτομο. Στους πολυμορφισμούς αυτούς οφείλονται
στην πλειοψηφία τους οι γενετικοί πολυμορφισμοί μεταξύ των
ατόμων ενός πληθυσμού.
Πολυμορφισμοί μήκους περιοριστικών τμημάτων
[Restriction fragment length polymorphisms, RFLPs]
Πολυμορφισμοί που παράγονται από τα διαφορετικά σημεία
κοπής των περιοριστικών ενζύμων στα διαφορετικά άτομα
μέσα σε έναν πληθυσμό. Η μέθοδος επιτρέπει τον έλεγχο στα-
θερών γενετικών διαφορών μεταξύ ατόμων.
Προ-οστεοβλάστης [Pre-osteoblast] Το ενδιάμεσο στάδιο των
οστεοβλαστών, οι οποίοι εντοπίζονται κοντά στην οστική επιφά-
νεια. Παρόλο που μοιάζουν με τους οστεοβλάστες ιστολογικά
και έχουν ενεργότητα της αλκαλικής φωσφατάσης, δεν έχουν
ακόμα όλα τα χαρακτηριστικά των πλήρως διαφοροποιημένων
οστεοβλαστών και σε αντίθεση με αυτούς, οι προ-οστεοβλάστες
έχουν περιορισμένη ικανότητα πολλαπλασιασμού.
Προγεστερόνη [Progesterone] Στεροειδής ορμόνη, η οποία
ανήκει στα προγεσταγόνα, που μαζί με την οιστραδιόλη, η οποία
108
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ανήκει στα οιστρογόνα, αποτελούν τις κύριες φυλετικές ορμό-


νες στις γυναίκες. Παράγεται στις ωοθήκες από το ωχρό σω-
μάτιο και διασφαλίζει τη δημιουργία μιας παχιάς επένδυσης
της μήτρας που διευκολύνει την εμφύτευση του εμβρύου στα
τοιχώματά της κατά τις πρώτες ημέρες της εγκυμοσύνης και την
ανάπτυξή του.
Πρόγνωση [Prognosis] Η ενδεχόμενη έκβαση κάποιας κατά-
στασης ή νόσου και η πιθανότητά της να εμφανισθεί.
Προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος [Programmed
cell death] βλ. Απόπτωση [Apoptosis].
Προλακτίνη [Prolactin, PRL] Ορμόνη η οποία παράγεται από
τα γαλακτοτρόπα κύτταρα (lactotrophs) του πρόσθιου λοβού
της υπόφυσης. Αναστέλλει τη δράση των γονάδων και ενεργο-
ποιεί την παραγωγή γάλακτος από τους γαλακτοφόρους αδέ-
νες του μαστού κατά τη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη.
Προλιποκύτταρο [Preadipocyle] Προγονικό μεσεγχυματικό
κύτταρο που εντοπίζεται στον λιπώδη ιστό. Έχει τη μορφή του
ινοβλάστη και μετατρέπεται σταδιακά σε ώριμο λιποκύτταρο,
όπου παρατηρείται συσσώρευση τριγλυκεριδίων. Εκτός των
πολλών λειτουργιών το προλιποκύτταρο σηματοδοτεί μηνύμα-
τα για τον οστικό μεταβολισμό.
Προοδευτική διαφυσιακή δυσπλασία ή Νόσος Camurati-
Engelmann [Progressive diaphyseal dysplasia, PDD
or Camurati-Engelmann disease, CED] Οστική δυσπλα-
σία κληρονομούμενη με κυρίαρχο αυτοσωμικό τύπο. Οφείλεται
σε μεταλλαγές του γονιδίου TGFB1. Οι ασθενείς παρουσιάζουν
κατά την παιδική ηλικία μυϊκή αδυναμία και πόνο, εύκολη
κούραση, διαταραχές βηματισμού, εξόφθαλμο, απώλεια ακοής
και πάχυνση των μακρών οστών. Ακτινολογικά υπάρχει χαρα-
κτηριστική αύξηση του πάχους του φλοιού τόσο στην πλευρά
του περιοστέου όσο και του ενδοστέου, ατρακτοειδή διεύρυνση
των μακρών οστών και μείωση της μυελικής κοιλότητας.
Προοδευτική οστεοποιός ινοδυσπλασία ή Προοδευτική
οστεοποιός μυοσίτιδα [Fibrodysplasia ossificans
progressiva, FOP or Myositis ossificans progressiva,
MOP] Σπάνια γενετική νόσος του συνδετικού ιστού, η οποία
κληρονομείται με τον αυτοσωμικό επικρατή τρόπο και οφείλε-
109
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ται σε μεταλλαγή του γονιδίου ACVR1 (κωδικοποιεί τον υποδο-


χέα της ακτιβίνης-1 και τον υποδοχέα BMP τύπου 1). Χαρακτη-
ρίζεται από συγγενείς παραμορφώσεις των μεγάλων δακτύλων
των ποδιών, προοδευτική έκτοπη οστεοποίηση με αποτέλεσμα
την ανάπτυξη ποιοτικώς φυσιολογικού οστού σε εξω-σκελετικά
σημεία του σώματος και βαριά αναπηρία.

Έκτοπη οστεοποίηση σε ασθενείς με FOP. (Α, Β) Απεικονίσεις από 3D αξονι-


κή τομογραφία όπου η οσφυϊκή μοίρα και ο πρόσθετος οστικός ιστός δίπλα
στη σπονδυλική στήλη έχουν συγχωνευτεί με τα οστά της πυέλου. (Γ) Ακτι-
νογραφία όπου απεικονίζεται το έκτοπο οστό που προκαλεί ακινητοποίηση
του αυχένα.

Προοπτική μελέτη [Prospective study] Μελέτη κατά την


οποία η ερευνητική ομάδα κινείται προοπτικά ώστε να κατα-
γράψει ένα μελλοντικό συμβάν.
Προπεπτίδια του προκολλαγόνου [Procollagen type I
N-terminal propeptide, ΡIΝΡ και Procollagen type I
C-terminal propeptide, ΡΙCΡ] Πριν το σχηματισμό της
έλικας κολλαγόνου Ι με βάση το προκολλαγόνο τύπου Ι στους
οστεοβλάστες, τα καρβοξυτελικά ή αμινοτελικά άκρα του
προκολλαγόνου Ι, κόβονται ενζυμικά και απελευθερώνο-
νται τα πεπτίδια στην κυκλοφορία. Το αμινοτελικό και καρ-
βοξυτελικό προπεπτίδιο του προκολλαγόνου τύπου Ι (ΡIΝΡ
και ΡΙCΡ) από τη στιγμή που εισέρχονται στην κυκλοφορία
από το εξωκυττάριο υγρό, μπορούν να αποτελέσουν δείκτες
ορού που αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στο μεταβολισμό των
οστών και του συνδετικού ιστού.
Προσήλωση [Adherence] Γενικός όρος που αναφέρεται σε
ποιο βαθμό η συμπεριφορά ενός ατόμου (στο να παίρνει φάρ-
μακα, να ακολουθεί δίαιτα ή αλλαγές του τρόπου ζωής του)
είναι σύμφωνη με τις οδηγίες που δίνονται από έναν επαγ-
γελματία της υγείας. Στη φαρμακευτική θεραπεία είναι ο βαθ-
110
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μός συνεπούς συνέχισης της συνταγογραφούμενης θεραπείας


καθόλη τη χρονική διάρκεια που συνιστάται από τον θεράπο-
ντα ιατρό. Έχει δειχθεί ότι η τήρηση από τους ασθενείς των
οδηγιών θεραπείας σε όλη τη συνιστούμενη χρονική περίοδο
ελαττώνει κατά 25% την εμφάνιση αναίτιων καταγμάτων σε
οστεοπορωτικούς ασθενείς. Η σωστή ενημέρωση του ασθενούς
για τις συνέπειες της κακής προσήλωσης στη θεραπεία βελτι-
ώνει σαφώς τα κλινικά αποτελέσματά της.
Προσταγλανδίνες [Prostaglandins] Mέλη της κατηγορίας
των βιοχημικών λιπιδίων που παράγονται από οξείδωση του
αραχιδονικού οξέως. Είναι ενεργές για μικρή χρονική περί-
οδο πριν μετατραπούν σε μη-ενεργή μορφή και ακολούθως
αποβληθούν από το σώμα. Οι προσταγλανδίνες επηρεάζουν
ένα ευρύ αριθμό βιολογικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανο-
μένων της αγγειοδιαστολής, της συγκόλλησης των αιμοπετα-
λίων, της αναστολής της γαστρικής έκκρισης, της διέγερσης
των νευρικών υποδοχέων του άλγους κατά την καταστροφή
των ιστών κ.ά.
Προστακυκλίνη [Prostacyclin] Παράγωγο του αραχιδονικού
οξέως με μοριακή δομή παρόμοια με τη δομή των προσταγλαν-
δινών. Παράγεται κυρίως από τα ενδοθηλιακά κύτταρα και
διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως αγγειοδιασταλτικός παρά-
γοντας και ως ισχυρός αναστολέας της συσσώρευσης των αι-
μοπεταλίων.
Προστατευτικός παράγοντας [Protective factor] Οποιοσ-
δήποτε παράγοντας η παρουσία του οποίου μειώνει την πιθα-
νότητα εμφάνισης μιας νόσου.
Πρωϊμότητα [Prematurity] Όρος που αναφέρεται στην κατη-
γορία των νεογνών που γεννήθηκαν προτού συμπληρωθούν οι
37 εβδομάδες κύησης. Η σκελετική ωρίμανση καθυστερεί ση-
μαντικά στα πρόωρα νεογνά. Κατά την ενδομήτρια σκελετική
ανάπτυξη η σωστή λειτουργία του πλακούντα δημιουργεί τις
κατάλληλες συνθήκες μεταφοράς πρωτεϊνών και μετάλλων που
απαιτούνται για την ανάπτυξη του σκελετού. Η ορμονική ρύθ-
μιση της πλακουντιακής λειτουργίας εξαρτάται κυρίως από τη
βιταμίνη D, την παραθορμόνη και το PTHrP. Η περιορισμένη
διάρκεια της κύησης και το βάρος του νεογέννητου σχετίζονται
άμεσα με τη σκελετική ανάπτυξη. Η χαμηλή πρόσληψη φωσφό-
111
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ρου παρέχει μειωμένες ενεργειακές πηγές και καθυστέρηση


στην παραγωγή οστεοειδούς και τη μετάλλωσή του. Επομένως,
στα πρόωρα νεογνά υπάρχει αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης
ραχιτισμού. Σαν τελικό αποτέλεσμα τα πρόωρα νεογνά έχουν
μειωμένη οστική μάζα σε σχέση με τα φυσιολογικά νεογνά.
Πρωτεάση ADAMS10 [ADAMTS10 protease] Πρωτεάση
που παίζει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του συνδετικού
ιστού, στην πήξη, στη φλεγμονή, στην αρθρίτιδα, στην αγγειο-
γένεση και την κυτταρική μετανάστευση.
Πρωτεΐνη Gla θεμέλιας ουσίας [Matrix Gla protein,
MGP] Γλυκοπρωτεΐνη που παράγεται από τα λεία μυϊκά
κύτταρα των αγγείων και τα χονδροκύτταρα. Για τη λει-
τουργία της απαιτείται η βιταμίνη Κ. Είναι παρεμφερής της
οστεοκαλσίνης, όπου επίσης εξαρτάται η παραγωγή της από
επαρκή επίπεδα βιταμίνης Κ. Ανωμαλίες του γονιδίου που
κωδικοποιεί την MGP συνδέονται με το σύνδρομο Keutel, νό-
σημα χαρακτηριζόμενο από έκτοπη ασβέστωση των χόνδρων
και της αορτής.
Πρωτεογλυκάνες [Proteoglycans] Εξωκυττάριες πρωτεΐνες
με χαρακτηριστική γλυκοζυλίωση που συνδέονται με τα μόρια
μιας ειδικής κατηγορίας πολύπλοκων, αρνητικά φορτισμένων
πολυσακχαριτών, των γλυκοζαμινογλυκανών. Οι πρωτεογλυ-
κάνες εκκρίνονται από τα κύτταρα και σχηματίζουν την εξω-
κυτταρική μήτρα (θεμέλια ουσία).
Πρωτογενής πώρωση κατάγματος [Primary healing
fracture] Η πώρωση ενός κατάγματος όπου απαραίτητη προ-
ϋπόθεση αποτελεί η απόλυτη ακινησία και η χωρίς κενά επα-
φή των καταγματικών επιφανειών, κάτι που επιτυγχάνεται
μόνο με απόλυτη ανατομική ανάταξη του κατάγματος και συ-
μπιεστική οστεοσύνθεση. Κατά την πρωτογενή πώρωση, στην
πραγματικότητα δεν παράγεται νέο οστό, αλλά προκαλείται
σύνδεση των καταγματικών επιφανειών μέσω της διαδικασίας
της οστικής ανακατασκευής. Αναπτύσσεται δηλαδή μια οστεο-
κλαστική, αρχικά, και οστεοβλαστική, ακολούθως, δραστηριό-
τητα από την μία καταγματική επιφάνεια προς στην αντιπέρα
καταγματική επιφάνεια σχηματίζοντας έτσι νέες οστεοδοκίδες
που γεφυρώνουν το κάταγμα. Η σύνδεση αυτή, όμως, έχει
το μειονέκτημα ότι είναι μειωμένης μηχανικής αντοχής και
112
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

υπάρχει ο κίνδυνος επανακατάγματος μετά από μια βιαστική


αφαίρεση υλικών.
Πρωτόκολλο [Protocol] Tο σύνολο των αρχών και των κανό-
νων στα οποία στηρίζεται η διεξαγωγή μιας μελέτης.
Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός [Primary hyper-
parathyroidism] Παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτη-
ρίζεται από σύγχρονη αύξηση ασβεστίου και παραθορμόνης.
Περίπου το 85% των ασθενών με πρωτοπαθή υπερπαραθυρε-
οειδισμό έχουν ένα μόνο καλόηθες αδένωμα σε έναν από τους
τέσσερις παραθυρεοειδείς αδένες. Το χαρακτηριστικότερο ερ-
γαστηριακό εύρημα του πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμού
είναι η υπερασβεστιαιμία. Κλινικά οι περισσότεροι ασθενείς
είναι ασυμπτωματικοί. Ωστόσο τα συχνότερα συμπτώματα του
υπερπαραθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν την εύκολη κόπωση,
την αδυναμία, την καταστολή, την πολυουρία, την πολυδιψία,
τις αρθραλγίες και την δυσκοιλιότητα.
Πτώση [Fall] Γεγονός κατά το οποίο ένα άτομο βρίσκεται ακού-
σια από όρθια, καθιστή ή οριζόντια θέση στο έδαφος ή σε ένα
χαμηλότερο επίπεδο. Η ισορροπία (balance) που είναι κρί-
σιμη για την αποφυγή των πτώσεων εξαρτάται από την καλή
λειτουργία πολλών συστημάτων που σχετίζονται είτε με την
ηλικία είτε με κάποια νόσο. Τα φάρμακα είναι και αυτά αι-
τίες για δυνητική αλλά αναστρέψιμη πιθανότητα πτώσης. Τα
ψυχοτρόπα ιδιαίτερα φάρμακα (υπναγωγά, βενζοδιαζεπίνες,
αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, αντισπασμωδικά) έχουν συ-
σχετιστεί ισχυρά με τον κίνδυνο για πτώση.
Πυκνοδυσόστωση [Pycnodysostosis] Γνωστή και ως Σύν-
δρομο Toulouse-Lautrec. Σκληρυντική οστική δυσπλασία που
προκαλείται από αδρανοποιητικές μεταλλαγές στο γονίδιο
CTSK, που κωδικοποιεί την καθεψίνη Κ η οποία είναι απα-
ραίτητη για την οστική απορρόφηση από τις οστεοκλάστες. Η
διάγνωση της πυκνοδυσόστωσης γίνεται κλινικά και υποβο-
ηθείται από την μεγάλη αύξηση της οστικής πυκνότητας σε
ολόκληρο το σκελετό, κυρίως το σπογγώδες οστό (trabecular
bone) και όχι το φλοιώδες (cortical bone). Η πυκνοδυσόστωση
διαφέρει από την κλειδοκρανιακή δυσόστωση κυρίως επειδή
περιλαμβάνει πυκνά, εύθραυστα οστά τα οποία δεν είναι χα-
ρακτηριστικά της κλειδοκρανιακής δυσόστωσης. Τα φυσικά
113
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

χαρακτηριστικά ευρήματα της πυκνοδυσόστωσης περιλαμ-


βάνουν το χαμηλό ανάστημα-νανισμό. Τα χέρια και τα πόδια
είναι μικρά και τετράγωνα, έχουν βραχυμένες φάλαγγες με
ακρο-οστεόλυση, πληκτροδακτυλία και σε ορισμένες περιπτώ-
σεις οι άπω φάλαγγες απουσιάζουν. Ακτινολογικά η πυκνο-
δυσόστωση μοιάζει με την οστεοπέτρωση, εμφανίζοντας μία
γενικευμένη σκελετική σκλήρυνση ήδη από την παιδική ηλι-
κία. Όμως, δεν παρατηρούνται εικόνες «οστού εντός οστού»,
το κρανίο είναι μεγάλο και βραχυκεφαλικό, η προσθία πηγή
κυρίως, παρατηρείται διευρυμένη και οι τελικές φάλαγγες
των χεριών παρατηρούνται βραχυμένες, να έχουν υποστεί λέ-
πτυνση και να έχουν κωνικό σχήμα.

Ακτινογραφίες ασθενούς ηλικίας 7 ετών με πυκνοδυσόστωση. Τα δάκτυλα εί-


ναι κοντά και υπάρχει απλασία των τελικών φαλάγγων που παριστά ακρο-
οστεόλυση. Υπάρχει, επίσης, ένα εγκάρσιο κάταγμα με ατελή πώρωση στη διά-
φυση της κνήμης. (Πηγή: radiopaedia.org).

Πώρωση κατάγματος [Fracture healing] Έκτακτη οστεο-


παραγωγική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από την επι-
διόρθωση της τραυματικής βλάβης του οστίτη ιστού με την
ανάπτυξη νεόπλαστου οστού. Η πώρωση συνεπάγει την
ενεργοποίηση της ενδοχόνδριας και της ενδομεμβρανώδους
οστεογένεσης, με τελικό αποτέλεσμα την αποκατάσταση της
αιμάτωσης και της μηχανικής σταθερότητας στην περιοχή
του κατάγματος.
Ραλοξιφαίνη [Raloxifene] Το πρώτο SERM (Eπιλεκτικός τρο-
ποποιητής των υποδοχέων των οιστρογόνων) που χρησιμοποι-
ήθηκε στη θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης,
ελαττώνοντας τον κίνδυνο των σπονδυλικών καταγμάτων.
Λαμβάνεται από το στόμα σε δόση 60 mg/ημέρα. Η ραλοξι-
φαίνη έχει συναγωνιστική με τα οιστρογόνα δράση στα οστά
και στο μεταβολισμό των λιπιδίων και ανταγωνιστική στο μα-
114
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

στό και στη μήτρα. Ο μέγιστος χρόνος τεκμηριωμένης ασφα-


λούς χορήγησης της ραλοξιφαίνης είναι έως 8 έτη.
Ρανελικό στρόντιο [Strontium ranelate] Θεραπεία της
σοβαρής οστεοπόρωσης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες
με υψηλό κίνδυνο κατάγματος για τη μείωση του κινδύνου
σπονδυλικών και μη σπονδυλικών καταγμάτων καθώς και των
καταγμάτων ισχίου. Επίσης, ενδείκνυται και ως θεραπεία σο-
βαρής οστεοπόρωσης σε ενήλικες άνδρες με αυξημένο κίνδυ-
νο για κάταγμα. Το ρανελικό στρόντιο εμφανίζει διττή δράση,
μειώνοντας την οστική απορρόφηση και αυξάνοντας την οστι-
κή παραγωγή. Aντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία
στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα, τρέχοντα ή
προηγούμενα περιστατικά φλεβικής θρομβοεμβολής, συμπερι-
λαμβανομένης της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και της
πνευμονικής εμβολής, προσωρινή ή μόνιμη ακινητοποίηση,
τρέχον ή προηγούμενο ιστορικό εγκατεστημένης ισχαιμικής
καρδιοπάθειας, περιφερικής αρτηριοπάθειας και/ή αγγει-
οεγκεφαλικής νόσου και αρρύθμιστη υπέρταση. Ο μέγιστος
χρόνος τεκμηριωμένης ασφαλούς χορήγησης του ρανελικού
στροντίου είναι έως 10 έτη.
Ραχίτιδα [Rickets] Μεταβολική πάθηση των οστών όπου η
διαταραχή της επιμετάλλωσης εκδηλώνεται στην περίοδο
της σκελετικής ανάπτυξης και προσβάλλει τόσο τα οστά, όσο
και την επιφυσιακή αυξητική πλάκα. Υπεύθυνη για την εμ-
φάνιση ραχίτιδας στα παιδιά μπορεί να είναι η ανεπαρκής
πρόσληψη βιταμίνης D, ασβεστίου ή φωσφόρου. Η κλινική
εικόνα περιλαμβάνει μυϊκή αδυναμία και υποτονία και σε
σπάνιες περιπτώσεις τετανία. Λόγω της μαλάκυνσης των
φορτιζόμενων μακρών οστών των κάτω άκρων παρατηρού-
νται χαρακτηριστικές δύσμορφες κυρτώσεις των μηρών και
των κνημών. Υπάρχει, επίσης, έντονη διαταραχή της οδοντο-
φυΐας. Βιοχημικά στη ραχίτιδα εντοπίζονται χαμηλά επίπε-
δα ασβεστίου και φωσφόρου ορού, αυξημένη αλκαλική φω-
σφατάση και αυξημένη παραθορμόνη. Τα επίπεδα της 1,25
διυδρόξυ-βιταμίνης D είναι χαμηλά, καθώς, επίσης, και το
ασβέστιο των ούρων του 24ώρου.
Ραχίτιδα εξαρτώμενη από τη βιταμίνη D τύπου Ι
[Vitamin D-dependent rickets type I, VDDR I] Κληρο-
115
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νομικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια της


ενεργής μορφής της βιταμίνης D (1,25-διϋδροξυβιταμίνη D3)
και η οποία οφείλεται σε μεταλλαγή του γονιδίου το οποίο
κωδικοποιεί το ένζυμο 1α-υδροξυλάση. Κληρονομείται με
τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. Η μεταλλαγή αυτή
οδηγεί σε μειωμένη μετατροπή της 25-υδροξυβιταμίνης D σε
1,25-διϋδροξυβιταμίνη D3 στους νεφρούς. Η νόσος παρουσιά-
ζεται πριν από το 2ο έτος της ηλικίας με αδυναμία στη βάδιση,
οστικές παραμορφώσεις και φτωχή ανάπτυξη.
Ραχίτιδα εξαρτώμενη από τη βιταμίνη D τύπου ΙΙ
[Vitamin D-dependent rickets type I, VDDR ΙΙ] Σπάνιο
κληρονομικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από αυξημένα
επίπεδα της ενεργής μορφής της βιταμίνης D (1,25 -διϋδρο-
ξυβιταμίνη D3) και οφείλεται σε μεταλλαγή του γονιδίου το
οποίο κωδικοποιεί τον υποδοχέα της βιταμίνης D (VDR). Κλη-
ρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. Οι
ραχιτικές εκδηλώσεις παρουσιάζονται πριν από το 1ο έτος της
ηλικίας. Συχνά οι άρρωστοι έχουν αλωπεκία και απουσία των
βλεφαρίδων.
Ρεζιστίνη [Resistin] Πεπτιδική ορμόνη που παράγεται κυρί-
ως από τα μονοκύτταρα και μακρόφαγα, καθώς και από τα
λιποκύτταρα. Η ρεζιστίνη προάγει την παραγωγή προφλεγμο-
νωδών κυτοκινών (TNF-α, IL-1, IL-6, IL-12) συμβάλλοντας στη
φλεγμονώδη διεργασία. Επίσης, διεγείρει την οστεοκλαστογέ-
νεση και την παραγωγή του RANKL.
Ριζεδρονάτη [Risedronate] Αμινοδιφωσφονικό το οποίο χο-
ρηγείται για την πρόληψη και θεραπεία της μετεμμηνοπαυσι-
ακής οστεοπόρωσης, της οστεοπόρωσης από κορτικοστεροειδή
και της ανδρικής οστεοπόρωσης. Έχει αποδεδειγμένη αντικα-
ταγματική δράση για σπονδυλικά, μη σπονδυλικά κατάγματα
καθώς και για το ισχίο. Η ριζεδρονάτη χορηγείται στη δόση των
5 mg/ημέρα, 35 mg εβδομαδιαίως ή 75 mg σε 2 συνεχόμενες
ημέρες το μήνα. Ο μέγιστος χρόνος τεκμηριωμένης ασφαλούς
χορήγησης της ριζεδρονάτης είναι δυνητικά έως 7 έτη.
Ρυθμός σπειραματικής διήθησης [Glomerular Filtration
Rate, GFR] Δείκτης ποσοτικής εκτίμησης της νεφρικής λει-
τουργίας, ο οποίος δίνει πληροφορίες σχετικά με τον όγκο του
πλάσματος που καθαρίζεται από τις άχρηστες ουσίες στη μο-
116
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νάδα του χρόνου. Η τιμή του GFR στον υγιή άνδρα είναι περί-
που 127 ml/min και 117 ml/min για τις γυναίκες. Ασθενείς
με τιμές GFR κάτω των 15 ml/min χρειάζονται εξωνεφρική
κάθαρση ή μεταμόσχευση νεφρού.
Σακχαρώδης διαβήτης [Diabetes mellitus] Παθολογική
κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία, διαταρα-
χή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των
πρωτεϊνών και οφείλεται σε μειωμένη έκκριση ή αποτελεσμα-
τικότητα της ινσουλίνης. Ο σακχαρώδης διαβήτης διακρίνεται
σε τρεις κύριες κατηγορίες: Σακχαρώδης διαβήτης τύπου I
(Ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης), Σακχαρώδης διαβήτης τύ-
που II (Μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης) και Σακχαρώδης
διαβήτης της κύησης. Αποτελεί συνήθης αιτία δευτεροπαθούς
οστεοπόρωσης. Αυτό ισχύει κυρίως για τον ινσουλινοεξαρτώ-
μενο διαβήτη (τύπου Ι), ενώ αντίθετα ο μη ινσουλινοεξαρτώμε-
νος διαβήτης (τύπου ΙΙ) συνοδεύεται πολλές φορές από αυξη-
μένη οστική πυκνότητα. Άλλες σοβαρές επιπλοκές αποτελούν
η νεφρική ανεπάρκεια, η τύφλωση, το έμφραγμα, η ισχαιμία
και γάγγραινα.
Σακχαρώδης διαβήτης της κύησης [Gestational
diabetes] Σακχαρώδης διαβήτης που πρωτοεμφανίζεται ή
πρωτοδιαγιγνώσκεται στην περίοδο της εγκυμοσύνης και χα-
ρακτηρίζεται από διαταραχή της ανοχής της γλυκόζης ποικί-
λης βαρύτητας. Ο διαβήτης κύησης συσχετίζεται με την παχυ-
σαρκία της μητέρας, είναι αναστρέψιμος και υποχωρεί μετά
τον τοκετό, συνδέεται όμως με περιγεννητικές επιπλοκές και
προβλήματα στην υγεία μητέρας και νεογνού.
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου I [Diabetes mellitus type
I] Παλιότερα αναφερόταν και ως νεανικός σακχαρώδης
διαβήτης ή ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης.
Τύπος του σακχαρώδους διαβήτη που χαρακτηρίζεται
από απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης λόγω καταστροφής των
β-κυττάρων του παγκρέατος, τα οποία είναι υπεύθυνα για
την παραγωγή της ινσουλίνης. Οι ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη τύπου Ι είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τη εξωγε-
νή χορήγηση ινσουλίνης προκειμένου τα επίπεδα σακχάρου
στο αίμα του να διατηρηθούν σε φυσιολογικά επίπεδα. Ο
τύπος αυτός αποτελεί την κυριότερη αιτία διαβήτη σε παι-
117
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

διά, μπορεί όμως να προσβάλλει και νεαρούς ενήλικες.


Σακχαρώδης διαβήτης τύπου II [Diabetes mellitus
type II] Παλιότερα αναφερόταν και ως σακχαρώδης δια-
βήτης των ενηλίκων ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώ-
δης διαβήτης. Αποτελεί τον συχνότερο τύπο του σακχαρώ-
δους διαβήτη που χαρακτηρίζεται από αντίσταση στη δράση
της ινσουλίνης και διαταραχή έκκρισης ινσουλίνης από τα
β-κύτταρα του παγκρέατος. Ο τύπος αυτός σχετίζεται στενά
με την παχυσαρκία και προσβάλλει άτομα κυρίως μέσης ή
μεγάλης ηλικίας που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα αλλά με
την άνοδο της συχνότητας της παχυσαρκίας στα παιδιά βλέ-
πουμε τα τελευταία χρόνια να εμφανίζεται και αυτή η μορφή
του διαβήτη στα παχύσαρκα παιδιά.
Σαρκοπενία [Sarcopenia] Νόσος που σχετίζεται με το γήρας.
Χαρακτηρίζεται από σημαντική απώλεια μυϊκής μάζας και
μυϊκής δύναμης που με τη σειρά τους επηρεάζουν την ισορρο-
πία, το βάδισμα και την ικανότητα των ασθενών να εκτελούν
δραστηριότητες της καθημερινότητάς τους.

MRI εγκάρσιων τομών


τετρακεφάλων. (Πηγή: http://
rocksolidfitnessfl.com/wp-
content/uploads/2011/10/
sarcopenia.jpg).


Σκληροστέωση ή Νόσος των Τruswell-Hansen
[Sclerosteosis or Truswell-Hansen disease] Σπάνια
αυτοσωμική υπολειπόμενη σκληρυντική σκελετική δυσπλα-
σία παρεμφερής της νόσου Van Buchem αλλά μπορεί να δι-
αφορoποιηθεί από το ψηλό ανάστημα των ασθενών και την
παρουσία συνδακτυλίας ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο δά-
κτυλο καθώς και τη δυσπλασία των νυχιών. Εκτός από τη
συνδακτυλία, καμία ουσιαστική ακτινολογική διαφορά δεν
μπορεί να παρατηρηθεί έναντι των ασθενών με τη νόσο του
Van Buchem. Tο γονίδιο που ελλοχεύει για την σκληροστέωση
ορίστηκε στην ίδια χρωμοσωμική περιοχή με το γονίδιο της
118
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νόσου Van Buchem. Πρόσφατα, το γονίδιο SOST προσδιορί-


στηκε και αποδείχθηκε ότι ευθύνεται για τη σκληροστέωση.
Σκληροστίνη [Sclerostin] Εκκρινόμενη γλυκοπρωτεΐνη που
κωδικοποιείται από το γονίδιο SOST. Παράγεται από τα οστε-
οκύτταρα και αναστέλλει το μονοπάτι των Wnt καθώς συνδέ-
εται με τον υποδοχέα LRP5/6, οδηγώντας σε μειωμένο οστικό
σχηματισμό. Η παραγωγή της από τα οστεοκύτταρα αναστέλ-
λεται από την παραθορμόνη, διάφορες κυτοκίνες συμπεριλαμ-
βανομένης της προσταγλανδίνης E2, την καρδιοτροφίνη-1, τον
ανασταλτικό παράγοντα της λευχαιμίας (Leukemia inhibitory
factor, LIF) όπως, επίσης, και με τη μηχανική φόρτιση. Η πα-
ραγωγή της αυξάνεται από την καλσιτονίνη.
Σκληρυντικές οστικές δυσπλασίες [Sclerosing bone
dysplasias] Ομάδα νοσημάτων του σκελετού κληρονομι-
κών ή επίκτητων που χαρακτηρίζονται από γενικευμένη ή
περιοχική αύξηση της οστικής μάζας και σε πολλές περι-
πτώσεις από παραμορφώσεις του σκελετού. Η ταξινόμηση
περιλαμβάνει καταστάσεις με αύξηση της οστικής πυκνότη-
τας χωρίς τροποποίηση του σχήματος του οστού [οστεοπέ-
τρωση (osteopetrosis), πυκνοδυσόστωση (pycnodysostosis),
γραμμωτή οστεοπάθεια (osteopathia striata), μελορεόστωση
(melorheostosis), οστεοποικίλωση (osteopikilosis), μικτή
σκληρυντική δυσπλασία], καταστάσεις με αύξηση της οστι-
κής πυκνότητας και συμμετοχή της διάφυσης (προοδευτική
δυσπλασία της διάφυσης, ενδοστική υπερόστωση, νόσος Van
Buchem, νόσος του Worth, σκληροστέωση, νόσος Kenny-
Caffey, προοδευτική δυσπλασία της διάφυσης) καταστάσεις
με αύξηση της οστικής πυκνότητας και συμμετοχή της μετά-
φυσης (νόσος του Pyle, κρανιομεταφυσιακή δυσπλασία, τρι-
χοδοντική οστική δυσπλασία, βαριά νεογνική οστεοσκληρυ-
ντική δυσπλασία, δυσπλασία του Blomstrand, μεταφυσιακή
δυσπλασία του Jansen, νόσος του Ollier).
Σπινθηρογράφημα [Bone scan] Μέθοδος ελέγχου οστικών
αλλοιώσεων (καταγμάτων, φλεγμονών, όγκων) με τη χρήση
ενέσιμων ραδιοϊσοτόπων κυρίως του τεχνητίου 99 (TC 99).
Σαν φορέας χρησιμοποιείται διφωσφονικό που καθηλώνεται
στις ενεργές μεταβολικά περιοχές των οστών. Ο έλεγχος γίνε-
ται με μετρήσεις της γ- ακτινοβολίας (Gamma radiation). Στα
119
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

οστά είναι ωφέλιμο για τον εντοπισμό δευτερογενών εναποθέ-


σεων, καταγμάτων οστικής ανεπάρκειας, της παροδικής οστε-
οπόρωσης και των εντοπίσεων της νόσου Paget των οστών.
Σπογγώδες ή Δοκιδώδες οστό [Cancellous or Trabecular
bone] Τύπος οστού απαντούμενος κυρίως στις επιφύσεις
και μεταφύσεις των μακριών οστών, τους σπονδύλους και τα
πλατεά οστά. Εκτός από τον ρόλο του σαν αποσβεστήρας των
κραδασμών που ασκούνται στις αρθρώσεις το σπογγώδες οστό
παίζει συστατικό ρόλο στο μεταβολισμό των οστών και την
ομοιοστασία των μετάλλων. Κύριο δομικό στοιχείο του σπογ-
γώδους οστού είναι οι οστεοδοκίδες, το πλέγμα των οποίων
είναι υπεύθυνο για τη μηχανική τους αντοχή. Λόγω της μεγά-
λης καταπόνησης που υφίσταται το σπογγώδες οστό υπόκειται
σε μεγαλύτερο ρυθμό οστικής ανακατασκευής σε σχέση με το
φλοιώδες οστό.
Σπονδυλική στήλη [Vertebral column, spine] Το σύνολο
των σπονδύλων των πέντε μοιρών της ράχης (αυχενική, θωρα-
κική, οσφυϊκή, ιερό οστούν και κόκκυγας). Μαζί με το κρανίο
αποτελεί τον αξονικό σκελετό (axial skeleton). Η παθοφυσιο-
λογία της σπονδυλικής στήλης τόσο των οστών, όσο και των
μεσοσπονδύλιων δίσκων και των συνδέσμων έχει τεράστια
σημασία επειδή οδηγεί σε νοσήματα του μυοσκελετικού συ-
στήματος. Η οστεοπόρωση στη σπονδυλική στήλη έχει σήμε-
ρα ταυτοποιηθεί με την καταγματική νόσο της σπονδυλικής
στήλης. Τα οστεοπορωτικά σπονδυλικά κατάγματα δεν απαι-
τούν πτώσεις. Η πρόληψη των οστεοπορωτικών σπονδυλικών
καταγμάτων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκριση
οποιουδήποτε αντιοστεοπορωτικού φαρμάκου.
Σπονδυλομορφομετρία [Vertebral fracture assessment,
VFA] Μετρική μέθοδος εκτίμησης των σπονδυλικών παραμορ-
φώσεων. Γίνεται συνήθως σε ειδικά ληφθείσα ακτινογραφία
της ΘΜΣΣ και ΟΜΣΣ από τους Θ5-Ο5 σπονδύλους. Η μέτρηση
σε κάθε σπόνδυλο γίνεται μέτα από ορισμό 6 σημείων της άνω
και κάτω επιφυσιακής πλάκας (πρόσθιο, μέσο και οπίσθιο)
και σύγκριση των 3 υψών. Η καταμέτρηση γίνεται με αυτόμα-
το ή ημιαυτόματο τρόπο. Απώλεια ύψους μεγαλύτερη του 20%
του αρχικού θεωρείται ενδεικτική σπονδυλικού κατάγματος.
120
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

VFA. Φυσιολογική και Σοβαρή


συμπίεση.


Σπονδυλοπλαστική [Vertebroplasty] Ελάχιστα επεμβατι-
κή τεχνική εσωτερικής ναρθηκοποίησης των συμπιεστικών
σπονδυλικών καταγμάτων, μία από τις συχνότερες αιτίες
πόνου στη σπονδυλική στήλη και τις σοβαρότερες συνέπειες
της οστεοπόρωσης λόγω της προκαλούμενης παραμόρφωσης,
λειτουργικής ανικανότητας της σπονδυλικής στήλης αλλά και
των συνεπειών στην καρδιο-αναπνευστική λειτουργία και το
πεπτικό σύστημα. Πρόκειται για μέθοδο εισόδου οστικού τσι-
μέντου στο καθιζημένο από το κάταγμα σπονδυλικό σώμα, με
τη χρήση ειδικής βελόνας και τη βοήθεια ακτινολογικής απει-
κόνισης. Στη σπονδυλοπλαστική, το εισαγόμενο με πίεση στο
σπονδυλικό σώμα οστικό τσιμέντο ενισχύει τη μηχανική αντο-
χή του κατάγματος και ασκεί αναλγητική δράση. Μειονέκτημα
της τεχνικής αυτής αποτελεί η πιθανότητα εξόδου του οστικού
τσιμέντου έξω από το σπονδυλικό σώμα.

Σχηματική αναπαράσταση της σπονδυλοπλαστικής.


(Πηγή: http://bme240.eng.uci.edu/students/10s/sgupta1/RobotSpineSurgery.html).

Σταθερή απόκλιση [Standard deviation, SD] Μέτρο της δια-


σποράς των τιμών μιας μεταβλητής γύρω από μία κεντρική
τιμή που εκφράζει τη μέση μεταβλητότητα.
121
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Στενοσύνδεσμοι [Tight junctions] Διαφοροποίηση της πλα-


σματικής μεμβράνης των επιθηλιακών κυττάρων. Με τους στε-
νοσυνδέσμους οι πλασματικές μεμβράνες των παρακείμενων
κυττάρων έρχονται σε πλήρη επαφή, εμποδίζοντας τη διέλευση
των διαλυτών μορίων διαμέσου του μεσοκυττάριου χώρου.

Στεφανιαία συνοστέωση [Coronal synostosis] Ομάδα


φαινοτύπων με αμφοτερόπλευρη ή ετερόπλευρη στεφανιαία
κρανιοσυνοστέωση, με κατά τα άλλα φυσιολογικά σκελετικά
γνωρίσματα των άκρων και φυσιολογική διανοητική λειτουρ-
γία. Η στεφανιαία συνοστέωση είναι αποτέλεσμα σποραδικών
μεταλλαγών στα γονίδια FGFR2 ή FGFR3.
Σύζευξη [Coupling] Χρονικά οριοθετημένο φαινόμενο, το
οποίο επιτυγχάνεται με την αρμονική συνεργασία οστεοβλα-
στών, οστεοκυττάρων και οστεοκλαστών, τα οποία λειτουρ-
γούν ως μία ομάδα αφαιρώντας βαθμιαία το φθαρμένο οστό
και αντικαθιστώντας το με ίση ποσότητα νέου μηχανικά ισχυ-
ρότερου οστού. Η διατάραξη της ισορροπίας αυτής (συνήθως
εις βάρος της οστικής παραγωγής) ονομάζεται αποσύζευξη
(uncoupling).
Συμμόρφωση [Compliance] Αντανακλά σε ποια έκταση ο
ασθενής ακολουθεί τη δόση και το μεσοδιάστημα μιας αγω-
γής, μετράται σε μια χρονική περίοδο και εκφράζεται σε πο-
σοστά. Στις τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες εκφράζεται σαν
αριθμός δισκίων (π.χ. το ποσοστό ασθενών που παίρνει >80%
των χορηγούμενων φαρμάκων) ενώ σε άλλες μελέτες παρα-
τήρησης αναφέρεται ως ο λόγος της κατοχής του φαρμάκου
(Medication possession ratio, MPR) που είναι ο αριθμός των
χορηγούμενων δόσεων σε σχέση με την περίοδο χορήγησης.
122
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Συμπαγές οστό [Compact bone] βλ. Φλοιώδες οστό [Cortical


bone].
Συνάρθρωση [Synarthrosis] Τρόπος σύνδεσης των οστών η
οποία γίνεται με τη στέρεη παρεμβολή κάποιου ιστού. Ανάλο-
γα με το αν παρεμβάλλεται ινώδης, χόνδρινος ή οστίτης ιστός,
οι συναρθρώσεις ονομάζονται αντίστοιχα συνδεσμώσεις, συγ-
χονδρώσεις ή συνοστεώσεις και έχουν ως κοινό χαρακτηρι-
στικό ότι δεν επιτρέπουν την επιτέλεση κινήσεων μεταξύ των
συνδεομένων οστών.
Σύνδεσμοι πρόσδεσης [Adherens junctions] Κυτταρικός
σύνδεσμος μεταξύ παρακείμενων κυττάρων κυρίως στον επιθη-
λιακό ιστό και στον καρδιακό μυϊκό ιστό μέσω ινιδίων ακτίνης.

Συνδέτης του ενεργοποιητή του υποδοχέα του πυρη-


νικού παράγοντα Κβ [Receptor activator of nuclear
factor κΒ ligand, RANKL] Τύπου II ομοτριμερής διαμεμ-
βρανική πρωτεΐνη που αποτελεί μέλος της οικογένειας των
TNF. Υπάρχει τόσο σε συνδεδεμένη με τη μεμβράνη των κυτ-
τάρων του στρώματος και των οστεοβλαστών μορφή, όσο και
σε εκκρινόμενη μορφή από τα ίδια τα κύτταρα. Βρίσκεται κυ-
ρίως στα οστά και στους λεμφικούς ιστούς. Η έκφρασή της
ενεργοποιείται στους οστεοβλάστες/κύτταρα του στρώματος
σχεδόν από όλους τους γνωστούς παράγοντες που επιδρούν
στον σχηματισμό και στη δραστηριότητα των οστεοκλαστών.
Ο RANKL συνδέεται και διεγείρει τον υποδοχέα RANK στις
οστεοκλάστες και με αυτόν τον τρόπο έχει την ικανότητα να
προάγει τη διαφοροποίηση, ωρίμανση και ενεργοποίηση των
πρόδρομων οστεοκλαστών in vitro και επιπλέον να αναστέλλει
την απόπτωση των ώριμων οστεοκλαστών, αυξάνοντας ταυτό-
χρονα την ενεργοποίησή τους.
123
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Σύνδρομα δυσαπορρόφησης [Malabsorption syndromes]


Μεγάλη ετερογενής ομάδα διαταραχών η οποία χαρακτηρίζεται
από διαταραχή της λειτουργίας της πέψης των τροφών και ως
εκ τούτου της κακής απορρόφησης των συστατικών, βιταμινών
και ιχνοστοιχείων τους. Συμβαίνουν συνήθως σε ασθενείς με πα-
θήσεις των εντέρων, όπως εντερεκτομή και νόσο του Crohn. Σε
πολλά άτομα υπάρχει εγγενώς μειωμένη εντερική απορρόφηση
της βιταμίνης D και του ασβεστίου ή αυξημένη αποβολή τους
από τα κόπρανα. Στις περιπτώσεις αυτές, συνήθως, συνυπάρχει
οστεοπόρωση και οστεομαλακία.
Σύνδρομο Alagille [Syndrome Alagille] Γενετική διατα-
ραχή που κληρονομείται κατά τον επικρατούντα αυτοσωμι-
κό χαρακτήρα και επηρεάζει διάφορα όργανα και συστήμα-
τα όπως καρδιά (διαταραχές διάπλασης π.χ. Τετραλογία του
Fallot), ήπαρ (υποπλασία χοληδόχων πόρων), νεφρούς ή οστά
(χαρακτηριστική εικόνα πεταλούδας των οστών της σπονδυλι-
κής στήλης). Γονίδια που σχετίζονται με το σύνδρομο είναι το
Notch2 και το JAG1.
Σύνδρομο Alstrom [Syndrome Alstrom] Σπάνιο γενετικό
νόσημα οφειλόμενο στη μεταλλαγή του γονιδίου ALMS1. Η
κληρονομικότητα του συνδρόμου είναι αυτοσωματική υπολει-
πόμενη. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται τα εξής: παχυσαρ-
κία, τύφλωση, νευροαισθητηριακή βαρηκοΐα, υπογοναδισμός,
νεφροπάθεια, σακχαρώδης διαβήτης λόγω ινσουλινοαντοχής
και μελανίζουσα ακάνθωση.
Σύνδρομο Angelman [Syndrome Angelman] Γνωστό και
ως Σύνδρομο της «χαρούμενης κούκλας». Σπάνια νευρολογική
γενετική διαταραχή. Τα τυπικά κλινικά χαρακτηριστικά του
συνδρόμου περιλαμβάνουν: σοβαρή αναπτυξιακή και νοητι-
κή καθυστέρηση, διαταραχές λόγου, προβλήματα κίνησης και
ισορροπίας (αταξικό βάδισμα), μικροκεφαλία και σπασμούς.
Επίσης, οι ασθενείς εμφανίζουν ένα τυπικό προφίλ συμπερι-
φοράς το οποίο χαρακτηρίζεται από στερεοτυπικές κινήσεις
και εκρήξεις γέλιου. Το σύνδρομο Angelman αποτελεί από τα
γνωστά παραδείγματα της γενωμικής αποτύπωσης (genomic
imprinting).
Σύνδρομο Apert [Syndrome Apert] Μέλος της ομάδας των
συνδρόμων κρανιοσυνοστεώσεων που εκδηλώνεται με κρανι-
124
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

οεγκεφαλικές δυσπλασίες, συνδακτυλία στα άκρα και τήξη


στη δομή των οστών. Το σύνδρομο Apert έχει το μεγαλύτερο
κίνδυνο για ήπια και μέτρια διανοητική καθυστέρηση από
όλα τα σύνδρομα κρανιοσυνοστεώσεων. Κληρονομείται με
τον αυτοσωμικό επικρατή τρόπο και οφείλεται σε μεταλλαγές
του γονιδίου του υποδοχέα 2 του αυξητικού παράγοντα των
ινοβλαστών (FGFR2). Η προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία
του πατέρα έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με de novo μεταλλα-
γές του συνδρόμου.
Σύνδρομο Bartter [Syndrome Bartter] Κληρονομικό νό-
σημα που μεταβιβάζεται με τον αυτοσωματικό υπολειπόμενο
χαρακτήρα και χαρακτηρίζεται από σωληναριακές διαταραχές
με αυξημένη νεφρική απώλεια άλατος. Αναγνωρίζονται δια-
φορετικές παραλλαγές του συνδρόμου Bartter, με το σύνδρο-
μο Gittelman να αναγνωρίζεται ως μία εξ αυτών. Η διαταραχή
περιλαμβάνει υπερπλασία της παρασπειραματικής συσκευής,
αντίσταση στη δράση της αλδοστερόνης, αυξημένη παραγω-
γή προσταγλανδινών και έλλειμμα στη μεταφορά Κ+ και NaCl
στην αγκύλη του Henle ή στα άπω σωληνάρια.
Σύνδρομο Beare-Stevenson [Syndrome Beare-Stevenson]
Σπάνιο σύνδρομο κρανιοσυνοστεώσεων το οποίο χαρακτηρίζε-
ται απο δερματικές ανωμαλίες, μελανίζουσα ακάνθωση και
παχιές πτυχές του δέρματος, ενώ συνοδεύεται και από μετα-
βλητού βαθμού διανοητική καθυστέρηση. Κληρονομείται με τον
αυτοσωμικό επικρατή τρόπο και οφείλεται αποκλειστικά σε de
novo μεταλλαγές του γονιδίου του υποδοχέα 2 του αυξητικού
παράγοντα των ινοβλαστών (FGFR2). Η προχωρημένη αναπα-
ραγωγική ηλικία του πατέρα έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με
αυτές τις μεταλλαγές.
Σύνδρομο Carpenter [Syndrome Carpenter] Εξαιρετικά
σπάνιο γενετικό νόσημα που κληρονομείται με αυτοσωμικό υπο-
λειπόμενο τρόπο. Χαρακτηρίζεται από την πρώιμη σύντηξη κρα-
νιακών οστών που οδηγούν στη μη φυσιολογική ανάπτυξη του
κρανίου δίνοντάς του σχήμα πυργοειδές (ακροκεφαλία). Στα συ-
μπτώματα περιλαμβάνονται τα εξής: παχυσαρκία, πνευματική
καθυστέρηση, υπογοναδισμός, πολυδακτυλία και συνδακτυλία.
Σύνδρομο Cohen [Syndrome Cohen] Γενετική διαταραχή που
παρουσιάζει αυτοσωματική υπολειπόμενη κληρο­νομικότητα.
125
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται τα εξής: παχυσαρκία, μι-


κροκεφαλία, σοβαρού βαθμού πνευματική καθυστέρηση, χα-
μηλό ανάστημα και ανωμαλίες προσώπου.
Σύνδρομο Crouzon [Syndrome Crouzon] Γενετική δια-
ταραχή η οποία αποτελεί το πιο κοινό σύνδρομο κρανιοσυ-
νοστεώσεων, το οποίο χαρακτηρίζεται από δυσπλασίες του
κρανίου και του προσώπου. Κληρονομείται με τον αυτοσωμι-
κό επικρατή τρόπο, αν και η παρουσία de novo μεταλλαγών
είναι συνηθισμένη και συνδέεται με την προχωρημένη ανα-
παραγωγική ηλικία του πατέρα. Προκαλείται από συγκεκρι-
μένες μεταλλαγές στα γονίδια των υποδοχέων του αυξητικού
παράγοντα των ινοβλαστών (FGFR2 και FGFR3). Τα τυπικά
φαινοτυπικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου είναι οι κρα-
νιακές συνοστεώσεις, βραχυκεφαλία, υποπλασία προσώπου,
εξοφθαλμία και υπερτελορισμός. Στις περισσότερες περιπτώ-
σεις άτομα με σύνδρομο Crouzon έχουν φυσιολογική διανο-
ητική ανάπτυξη.
Σύνδρομο Cushing [Syndrome Cushing] Ορμονική διατα-
ραχή που οφείλεται στην αυξημένη έκκριση κορτιζόλης από τα
επινεφρίδια, είτε λόγω υπερπαραγωγής φλοιοεπινεφριδιοτρό-
που ορμόνης (ACTH) ή λόγω αυτόνομης παραγωγής κορτιζόλης
από το επινεφριδιακό νεόπλασμα. Τα κυριότερα κλινικά ση-
μεία του συνδρόμου είναι η κεντρική παχυσαρκία, η υπερτρί-
χωση, η ακμή και οι διαταραχές της εμμήνου ρύσεως. Τα παρα-
πάνω ευρήματα θα μπορούσαν να αποδοθούν και στην ύπαρξη
του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών. Όταν, όμως, εκτός
από τα παραπάνω κλινικά ευρήματα, συνυπάρχουν και το παν-
σεληνοειδές προσωπείο, ο ύβος στον αυχένα, η λέπτυνση του
δέρματος, οι κυανέρυθρες ραβδώσεις στην περιοχή της κοιλιάς,
η αρτηριακή υπέρταση και, ενδεχομένως, η οστεοπόρωση, η
διάγνωση κατευθύνεται προς το σύνδρομο Cushing.
Σύνδρομο Ehlers-Danlos [Syndrome Ehlers-Danlos,
EDS] Ομάδα ετερογενών κληρονομικών νοσημάτων του συν-
δετικού ιστού που χαρακτηρίζεται από ανώμαλη σύνθεση
κολλαγόνου και κλινικά, από υπερελαστικότητα και ευθραυ-
στότητα του δέρματος, υπερευλυγισία και υπερεκτασιμότητα
των αρθρώσεων και ευθραυστότητα των αιμοφόρων αγγείων

126
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

με αιμορραγική διάθεση. Υπάρχουν αρκετοί τύποι του συν-


δρόμου οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ τους τόσο κλινικά, όσο
και βιοχημικά και γενετικά.
Σύνδρομο Fanconi [Syndrome Fanconi] Διαταραχή της λει-
τουργίας του εγγύς εσπειραμένου σωληναρίου που οδηγεί σε
μειωμένη επαναπρόσληψη φωσφόρου, γλυκόζης, αμινοξέων,
διττανθρακικών, ουρικού οξέος και άλλων οργανικών οξέων.
Η απώλεια διττανθρακικών από το εγγύς εσπειραμένο σωληνά-
ριο οδηγεί στην τύπου ΙΙ νεφρική σωληναριακή οξέωση (Type II
Renal Tubular Acidosis, RTA). Τα παιδιά με σύνδρομο Fanconi
κλινικά εμφανίζουν καθυστέρηση ανάπτυξης και ραχίτιδα ενώ
οι πάσχοντες ενήλικες παρουσιάζουν οστεομαλακία.
Σύνδρομο Gardner [Syndrome Gardner] Αποτελεί έναν
κλινικό τύπο της οικογενούς αδενωματώδους πολυποδίασης
(Familial adenomatous polyposis, FAP) που κληρονομείται με
τον αυτοσωμικό επικρατή τρόπο και χαρακτηρίζεται από γα-
στρεντερικούς πολύποδες, πολλαπλά οστεώματα κυρίως στην
κάτω γνάθο και όγκους των μαλακών ιστών και του δέρματος.
Σύνδρομο Gitelman [Syndrome Gitelman] Αυτoσωμική
υπoλειπόμενη διαταραχή που οφείλεται σε μεταλλαγή του γο-
νιδίου που κωδικοποιεί τον συν-μεταφορέα Na+/Cl- στα άπω
εσπειραμένα σωληνάρια. Οι κλινικο-εργαστηριακές εκδηλώ-
σεις περιλαμβάνουν υποκαλαιμία, υπομαγνησιαιμία, μετα-
βολική αλκάλωση, φυσιολογική νεφρική λειτουργία, υπασβε-
στιουρία με νορμοασβεστιαιμία, πολυδιψία και πολυουρία.
Παθολογοανατομικά υπάρχει υπερπλασία της παρασπειρα-
ματικής συσκευής. Το σύνδρομο Gitelman το οποίο θεωρεί-
ται παραλλαγή του συνδρόμου Bartter, έχει ηπιότερη κλινική
εκδήλωση και πιο όψιμη κλινική εμφάνιση σε σχέση με αυτό.
Σύνδρομο Goldblatt [Syndrome Goldblatt] Σπάνιο σύν-
δρομο που εμφανίζει σπονδυλομεταφυσιακή δυσπλασία,
υπερελάστωση των αρθρώσεων και οδοντικές βλάβες τύπου
ατελούς οδοντινογένεσης ή οδοντινικής δυσπλασίας τύπου ΙΙ.
Μια μεταλλαγή στο γονίδιο για την πρωτεΐνη COL2A1 θεω-
ρείται ότι επιδρά στην έκφραση των γονιδίων του κολλαγόνου
τύπου ΙΙ, με αποτέλεσμα τη μειωμένη σύνθεσή του.
Σύνδρομο Hunter [Syndrome Hunter] Σύνδρομο γνωστό και
ως Βλεννοπολυσακχαρίδωση τύπου 2 [Mucopolysaccharidosis
127
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

type 2]. Σύνδρομο που κληρονομείται με τον φυλοσύνδετο


υπολειπό­μενο τρόπο και ως εκ τούτου προσβάλλει κυρίως άν-
δρες ασθενείς. Υπάρ­χουν 2 τύποι: ο ήπιος και ο βαρύς στον
οποίο η επιβίωση φτάνει μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Και
οι δύο τύποι παρουσιάζουν ανεπάρκεια της ιωδοουρονικής
σουλφατάσης, απαραίτητο για τη διάσπαση των γλυκοζαμι-
νογλυκανών του οργανισμού, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται
στα ού­ρα δερματάνη και θειική ηπαράνη. Τα συμπτώματα του
συνδρόμου Hunter δεν είναι γενικά εμφανή κατά τη γέννηση,
αλλά αρχίζουν να γίνονται αντιληπτά μετά το πρώτο έτος της
ζωής. Εκδηλώσεις του συνδρόμου αποτελούν η ατελής ανά-
πτυξη, το αδρό προσωπείο με διευρυμένη γλώσσα, η ηπατο-
σπληνομεγαλία και η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια.
Σύνδρομο Hurler [Syndrome Hurler] Σπάνιο σύνδρομο
που κληρονομείται με τον αυτο­σωμικό υπολειπόμενο τρόπο
και χαρακτηρίζεται από έλλειψη της λυσοσωμικής υδρόλασης
άλφα L ιωδοουρονιδάση με αποτέλεσμα οι γλυκοζαμινογλυ-
κάνες να μην διασπώνται και ως εκ τούτου να συσσωρεύονται
στα περισσότερα όργανα του οργανισμού και να τα καταστρέ-
φουν. Η εκδήλωση των συμπτωμάτων ξεκινά μεταξύ 3 και 8
ετών. Οι ασθενείς παρουσιάζουν ατελή ανάπτυξη, μικροκε-
φαλία, διανο­ητική καθυστέρηση και απώλεια της ακοής. Πα-
ραλλαγή του συνδρόμου είναι το σύνδρομο Hurler-Scheie, στο
οποίο η έναρξη των συμπτωμάτων είναι μετά το τρίτο έτος της
ηλικίας και η επιβίωση φθάνει μέχρι την ηλικία των 30 ετών.
Το σύνδρομο Scheie syndrome αποτελεί την πιο ήπια μορφή
του συνδρόμου.
Σύνδρομο Jackson-Weiss [Syndrome Jackson-Weiss]
Σπάνια γενετική διαταραχή, μέλος της ομάδας των συνδρό-
μων κρανιοσυνοστεώσεων, που χαρακτηρίζεται από ανωμα-
λίες των κάτω άκρων και πρώιμη σύγκλειση των ραφών του
κρανίου, η οποία εμποδίζει την ομαλή ανάπτυξη του και
επηρεάζει το σχήμα του κεφαλιού και του προσώπου. Εκδη-
λώνεται με ποικιλομορφία φαινοτυπικών χαρακτηριστικών.
Κληρονομείται με τον αυτοσωμικό επικρατή χαρακτήρα και
οφείλεται σε συγκεκριμένες μεταλλαγές του γονιδίου του υπο-
δοχέα 2 του αυξητικού παράγοντα των ινοβλαστών (FGFR2).
Οι περισσότερες απο τις μεταλλαγές που παρατηρούνται είναι
128
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

κοινές με αυτές που ανιχνεύονται σε ασθενείς με σύνδρομο


Crouzon, Apert και Pfeiffer.
Σύνδρομο Jeune ή Ασφυκτική θωρακική δυσπλασία
[Syndrome Jeune or Asphyxiating thoracic dysplasia]
Σπάνια σκελετική δυσπλασία που χαρακτηρίζεται από στενή
θωρακική κοιλότητα, κοντά άκρα, νανισμό, πολυδακτυλία,
πνευμονική υποπλασία, ηπατική δυσλειτουργία και νεφρι-
κή δυσπλασία. Η διαταραχή αυτή κληρονομείται με τον αυ-
τοσωμικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. Έχουν αναγνωριστεί
μέχρι στιγμής τέσσερα υπεύθυνα γονίδια (IFT80, DYNC2H1,
WDR19 και TTC21B), το κάθε ένα κωδικοποιεί για μία πρωτε-
ΐνη-μεταφορέα των κροσσών (intraflagellar transport protein),
γεγονός που επιβεβαιώνει ότι το σύνδρομο ανήκει στην ομάδα
των διαταραχών των κροσσών (ciliopathies).

Πρόσθια και πλάγια ακτινογραφία όπου απεικονίζονται ο στενός θώρακας


και τα βραχέα πλευρά. Οι κλείδες είναι αφύσικα υπερυψωμένες και η κοτύλη
(τόσο η δεξιά όσο και η αριστερή) είναι δυσπλαστική. (Πηγή: radiopaedia.org).

Σύνδρομο Keutel [Syndrome Keutel] Σπάνια γενετική δια-


ταραχή που κληρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο
τρόπο και οφείλεται σε μεταλλαγές στο γονίδιο που κωδικο-
ποιεί την πρωτεΐνη MGP. Χαρακτηρίζεται από ασβεστοποίη-
ση των χόνδρων, περιφερική πνευμονική στένωση, υποπλασία
του προσώπου, απώλεια ακοή, κοντές άπω φάλαγγες των δα-
κτύλων καθώς και ήπια νοητική υστέρηση.
Σύνδρομο Laurence-Moon [Syndrome Laurence-
Moon] Αναφέρεται και ως Σύνδρομο Laurence-Moon-Biedl
ή Laurence-Moon-Bardet-Biedl. Σπάνιο γενετικό νόσημα που
χαρακτηρίζεται από προοδευτικές, νευρολογικές, οφθαλμολο-
γικές και ενδοκρινικές εκδηλώσεις που οδηγούν σε σοβαρή
αναπηρία. Κληρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο
τρόπο. Έχουν αναγνωριστεί μεταλλαγές στο γονίδιο BBS5
129
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

(υπεύθυνο για το Σύνδρομο Bardet-Biedl) και στο γονίδιο


MKKS (υπεύθυνο για το Σύνδρομο McKusick-Kaufman). Στα
συμπτώματα περιλαμβάνονται τα εξής: παχυσαρκία, μελαγ-
χρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, παραπληγία, πνευματική
καθυστέρηση, πολυδακτυλία και υπογοναδισμός.
Σύνδρομο Liddle [Syndrome Liddle] Σπάνια κληρονομική
διαταραχή της μεταφοράς Na+ και K+ (αυξημένη λειτουργία
διαύλων Na+), η οποία μεταβιβάζεται με τον αυτοσωματικό
επικρατή χαρακτήρα. Οφείλεται σε μεταλλαγές που αυξάνουν
τη δραστικότητα των ευαίσθητων στην αλδοστερόνη επιθηλι-
ακών καναλιών Na+ στον άπω νεφρώνα, με αποτέλεσμα την
κατακράτηση Na+ με σοβαρή υπέρταση και υποκαλιαιμική με-
ταβολική αλκάλωση.
Σύνδρομο Marfan [Syndrome Marfan] Γενετικά μεταβιβα-
ζόμενη πάθηση του συνθετικού ιστού οφειλόμενη σε διαταρα-
χή της φιμπριλίνης-1 (Fibrilin-1), πρωτεΐνης που ρυθμίζεται
από το γονίδιο FBN1. Οι ασθενείς με το σύνδρομο Farfan εί-
ναι χαρακτηριστικά υψηλού αναστήματος με μακριά άκρα και
ιδιαίτερα μακριά δάκτυλα (εξού η παλαιά ονομασία αραχνο-
δακτυλία). Το σύνδρομο προσβάλλει τις βαλβίδες της καρδιάς
και προκαλεί ανεύρυσμα της αορτής ενώ στη σπονδυλική στή-
λη προσβάλλει τον επισκληρίδιο σάκο προκαλώντας δυσμορ-
φίες (σκολίωση), στενό θώρακα και οστεοαρθρίτιδα ισχίων.
Σύνδρομο Maroteaux–Lamy [Syndrome Maroteaux-
Lamy] Γνωστό και ως Βλεννοπολυσακχαρίδωση τύπου VI
(MPS VI). Το σύνδρομο αυτό οφείλεται σε έλλειψη της αρυλ-
σουλφατάσης Β (ARSB) και προκαλεί πολυδυστροφικό νανι-
σμό, νευρολογικές επιπλοκές, καταρράκτη, κύφωση, σπονδυ-
λική στένωση και παραλύσεις. Θεραπεία υποκατάστασης με
χορήγηση του ενζύμου γαλσουλφάση (Naglazyme) έχει εφαρ-
μοσθεί με ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Σύνδρομο Mazabraud [Syndrome Mazabraud] Σπάνιο
σύνδρομο όπου χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό ινώδους
δυσπλασίας με μυξώματα των μαλακών μορίων, συνδεόμενος
συχνότερα με εξαλλαγή σε οστεοσάρκωμα. Οι μυξωματώδεις
όγκοι είναι καλοήθεις, γενικά ασυμπτωματικοί και συνήθως
αναπτύσσονται στις μυϊκές μάζες που γειτνιάζουν με τις πε-
ρισσότερο εκτεταμένες οστικές αλλοιώσεις αρκετά χρόνια μετά
130
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

τη διάγνωση της ινώδους δυσπλασίας. Μοριακές γενετικές


αναλύσεις καταδεικνύουν ως υπαίτιες ενεργοποιητικές με-
ταλλαγές στο γονίδιο GNAS1.
Σύνδρομο McCune-Albright [Syndrome McCune-
Albright] Γενετικά μεταβιβαζόμενη πάθηση των οστών, δερ-
μικής και των ορμονών (πρώιμη ήβη). Η οστική βλάβη είναι
πολυοστική ινώδης δυσπλασία, ενώ η δερματική εκδήλωση
είναι η ασύμμετρη εμφάνιση κηλίδων café-au-lait. Οφείλεται
σε μεταζυγωτική μεταλλαγή του γονιδίου GNAS1 στο χρωμό-
σωμα 20. Η μεταλλαγή αυτή επηρεάζει τη σηματοδότηση των
G-πρωτεϊνών.
Σύνδρομο Menkes [Syndrome Menkes] Γενετικό νευρο-
εκφυλιστικό νόσημα του μεταβολισμού του χαλκού, χαρα-
κτηριζόμενο από εκφύλιση της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου,
ιδιάζον προσωπείο και τριχωτό κεφαλής καθώς και βαριές
νευρολογικές διαταραχές. Κληρονομειται με τον φυλοσύνδετο
υπολειπόμενο χαρακτήρα. Οι σκελετικές εκδηλώσεις περιλαμ-
βάνουν χαμηλό ανάστημα, μικροκεφαλία, οστεοπόρωση και
χαλαρές αρθρώσεις.
Σύνδρομο Muenke [Syndrome Muenke] Κληρονομούμενη
διαταραχή η οποία αποτελεί μέλος της ομάδας των συνδρόμων
κρανιοσυνοστεώσεων και προκαλείται από μία επικρατή με-
ταλλαγή του γονιδίου του υποδοχέα 3 του αυξητικού παράγο-
ντα των ινοβλαστών (FGFR3). Η κλινική εικόνα του συνδρόμου
Muenke είναι συνήθως όμοια με την εικόνα της στεφανιαίας
κρανιοσυνοστέωσης σοβαρής μορφής, ετερόπλευρης ή αμφο-
τερόπλευρης. Η προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία του πα-
τέρα έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με de novo μεταλλαγές του
συνδρόμου.
Σύνδρομο Pfeiffer [Syndrome Pfeiffer] Σπάνια γενετική διατα-
ραχή, μέλος της ομάδας των συνδρόμων κρανιοσυνοστεώσεων,
η οποία εκδηλώνεται με σημαντική φαινοτυπική ποικιλομορ-
φία. Κληρονομείται με τον αυτοσωμικό επικρατή τρόπο, αν
και η παρουσία de novo μεταλλαγών είναι συνηθισμένη και
σχετίζεται με την προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία του
πατέρα. Προκαλείται από μεταλλαγές στα γονίδια των υποδο-
χέων του αυξητικού παράγοντα των ινοβλαστών (FGFR1 και
FGFR2). Τα τυπικά φαινοτυπικά χαρακτηριστικά της νόσου
131
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

περιλαμβάνουν συνοστεώσεις κρανιακών ραφών, υποπλασία


του προσώπου, υπερτελορισμό, ανατομικές ανωμαλίες του
αναπνευστικού συστήματος, εξοφθαλμία και ευρείς αντίχει-
ρες καθώς και μεγάλους δακτύλους ποδιών.
Σύνδρομο Prader-Willi [Syndrome Prader-Willi] Πολυ-
συστηματική διαταραχή όπου υπάρχει γονιδιακή έλλειψη του
χρωμοσώματος 15 και αποτελεί τυπικό παράδειγμα της γε-
νωμικής αποτύπωσης (genome imprinting). Εκδηλώνεται με
παχυσαρκία, έλλειψη αυξητικής ορμόνης, κοντό ανάστημα,
πνευματική καθυστέρηση, κρυψορχία, μικρά άκρα, μικρό στό-
μα, αμυγδαλοειδείς οφθαλμούς και σακχαρώδη διαβήτη λόγω
αντίστασης στη δράση της ινσουλίνης.
Σύνδρομο Saethre-Chotzen [Syndrome Saethre-
Chotzen] Γενετικό νόσημα που κληρονομείται με τον αυτοσω-
μικό επικρατές τύπο και σχετίζεται με μεταλλαγές κυρίως του
γονιδίου TWIST1, αλλά και των γονιδίων FGFR2 και FGFR3.
Εκδηλώνεται συνήθως με ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη στε-
φανιαία συνοστέωση και οι ασθενείς μπορεί να έχουν ασυμμε-
τρία του προσώπου, στραβισμό και συνδακτυλία των δακτύλων
των χεριών ή των ποδιών, ενώ τα αυτιά έχουν χαρακτηριστικό
σχήμα με μικρό πτερύγιο. Επίσης, οι ασθενείς μπορούν να εμ-
φανίζουν κοντό ανάστημα, συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς
και της σπονδυλικής στήλης καθώς και υπερτελορισμό.
Σύνδρομο Sipple [Syndrome Sipple] βλ. Σύνδρομο πολλα-
πλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 2 [Multiple endocrine
neoplasia type 2, MEN-2].
Σύνδρομο Wermer [Syndrome Wermer] βλ. Σύνδρομο πολ-
λαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 1 [Multiple endocrine
neoplasia type 1, MEN-1].
Σύνδρομο ευπάθειας [Frailty syndrome] Κλινικό σύνδρο-
μο που αφορά τους ηλικιωμένους και συνοδεύεται από αυξη-
μένο κίνδυνο εμφάνισης ενός «αδύναμου» φαινότυπου όπου
περιλαμβάνονται οι πτώσεις, η ανικανότητα, η νοσηλεία και η
αυξημένη θνητότητα. Ένας ασθενής χαρακτηρίζεται ως ευπα-
θής όταν εκπληρώνει τρία από τα πέντε φαινοτυπικά κριτήρια:
μειωμένη σύσφιξη γροθιάς, εξάντληση, χαμηλή ταχύτητα βά-
δισης, μειωμένη φυσική δραστηριότητα, και/ή ακούσια απώ-
λεια βάρους.
132
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Σύνδρομο πεινασμένων οστών [Hungry bone syndrome,


HBS] Αναφέρεται στη οξεία, σοβαρή και παρατεταμένη υπα-
σβεστιαιμία σχετιζόμενη με υποφωσφαταιμία και υπομαγνη-
σιαιμία, η οποία επιτείνεται από τα κατεσταλμένα επίπεδα της
παραθορμόνης, που ακολουθούν την παραθυρεοειδεκτομή σε
ασθενείς με σοβαρό πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και
προ- εγχειρητική αυξημένη οστική εναλλαγή.
Σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 1
[Multiple endocrine neoplasia type 1, MEN-1] Γνωστό
και ως Σύνδρομο Wermer. Γενετική διαταραχή η οποία κλη-
ρονομείται με το αυτοσωμικό επικρατή τρόπο και χαρακτη-
ρίζεται από βλάβες και διαταραχή στη λειτουργία ορισμένων
ενδοκρινών αδένων. Η νόσος εκδηλώνεται με πολλαπλές νεο-
πλασίες κυρίως του παραθυρεοειδή αλλά και της υπόφυσης,
του παγκρέατος και άλλων μη-ενδοκρινών ιστών, επηρεάζο-
ντας τα αντίστοιχα επίπεδα ορμονών. Η διάγνωση συνήθως
γίνεται μέχρι την ηλικία των 25 ετών κι επιβεβαιώνεται με τον
γενετικό έλεγχο για μεταλλαγές του γονιδίου MEN1.
Σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύ-
που 2 [Multiple endocrine neoplasia type 2, MEN-2]
Γνωστό και ως Σύνδρομο Sipple. Γενετική διαταραχή η οποία
κληρονομείται με τον αυτοσωμικό επικρατή τρόπο και οφείλε-
ται σε μεταλλαγές στο ογκογονίδιο RET, το οποίο κωδικοποιεί
έναν υποδοχέα κινάσης τυροσίνης που συμμετέχει στη μεταγω-
γή σημάτων υπεύθυνα για την κυτταρική αύξηση και διαφο-
ροποίηση. Το νόσημα περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες ΜΕΝ2Α
(πλέον επιθετικό), ΜΕΝ2Β και το οικογενές μυελώδες καρκί-
νωμα του θυρεοειδούς (FMTC). Ο τύπος ΜΕΝ2Α εκδηλώνεται
με την εμφάνιση μυελοειδούς καρκινώματος του θυρεοειδούς,
φαιοχρωμοκυττώματος και πολυ-αδενικών παραθυρεοειδών
όγκων καθώς και νόσου του Hirschsprung. Αντίστοιχα, το σύν-
δρομο ΜΕΝ2Β εκδηλώνεται με την εμφάνιση μυελοειδούς καρ-
κινώματος του θυρεοειδούς και φαιοχρωμοκύττωμα αλλά όχι
με υπερπαραθυρεοειδισμό. Λόγω των σημαντικών συσχετίσεων
που έχουν καταδειχτεί μεταξύ των διαφόρων μορφών ΜΕΝ2 με
συγκεκριμένες μεταλλαγές στο γονίδιο RET, η ταυτοποίηση των
μεταλλαγών είναι εξαιρετικά σημαντική για τη διάγνωση και τη
θεραπευτική αγωγή που θα ακολουθηθεί.
133
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Σύνδρομο του σύμπλοκου περιοχικού πόνου [Complex


regional pain syndrome, CRPS] Συνώνυμοι όροι: Σύν-
δρομο ώμου-χεριού [Shoulder-hand syndrome], Αλγοδυ-
στροφία [Algodystrophy], Αντανακλαστική συμπαθητική
δυστροφία [Reflex sympathetic dystrophy, RSD], Ατροφία
Sudeck [Sudeck’s atrophy], Καυσαλγία [Causalgia]. Επώδυ-
νο σύνδρομο που συνήθως εκδηλώνεται μετά από κατάγματα,
τραύματα των άκρων ή βλάβες του περιφερικού ή κεντρικού
νευρικού συστήματος. Χαρακτηρίζεται από πόνο, δυστροφι-
κές αλλοιώσεις του δέρματος και των μαλακών μορίων, οίδη-
μα και δυσκαμψία. Ανάλογα με την παρουσία ή μη νευρικής
βλάβης, διακρίνεται σε τύπου Ι και ΙΙ. Η προσβαλλόμενη από
την αλγοδυστροφία περιοχή παρουσιάζει έντονα φλεγμονώδη
φαινόμενα, δηλαδή οίδημα, θερμότητα, ερυθρότητα και ιδιαί-
τερα έντονο πόνο, που προκαλεί λειτουργική ανικανότητα του
αντίστοιχου άκρου. Η οστική πυκνότητα της προσβεβλημένης
περιοχής παρουσιάζει αμέσως μετά την έναρξη του νοσήμα-
τος μεγάλη ελάττωση, ακολουθεί δε σύντομα έντονη οστική
αραίωση ορατή σε απλό ακτινολογικό έλεγχο. Η διάγνωση του
συνδρόμου είναι κατά βάση κλινική. Διάφοροι παθοφυσιολο-
γικοί μηχανισμοί έχουν προταθεί όπως η «διευκολυνόμενη»
νευρογενής φλεγμονή, η συμπαθητικο-σωματική σύζευξη και
οι νευροπλαστικές αλλαγές στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Επίσης, υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν υπέρ κάποιας
γενετικής προδιάθεσης.
Σύνδρομο ώμου-χεριού [Shoulder-hand syndrome]
βλ. Σύνδρομο του σύμπλοκου περιοχικού πόνου [Complex
regional pain syndrome, CRPS].
Σύνθετο κάταγμα [Compound fracture] Κάταγμα συνοδευ-
όμενο από τραύμα και επικοινωνία της εστίας του κατάγμα-
τος με το εξωτερικό περιβάλλον. Συνήθως είναι αποτέλεσμα
κακώσεων υψηλής βίας, αλλά μπορεί να είναι και σε συνήθη
οστεοπορωτικά κατάγματα. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί ιδι-
αίτερη επιμέλεια λόγω των επιπλοκών (ιδιαίτερα φλεγμονών).
Σύστημα RANKL/RANK/OPG [OPG/RANKL/RANK system]
Η σύνδεση του RANKL, που εκκρίνεται από τα κύτταρα της
οστεοβλαστικής σειράς ή βρίσκεται συνδεδεμένη στη μεμβράνη
των κυττάρων αυτών, με τον υποδοχέα RANK των πρόδρομων
134
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μορφών των οστεοκλαστών, προάγει την οστεοκλαστογένεση,


αναστέλλει την απόπτωση και ενισχύει τη δραστηριότητα των
οστεοκλαστών, ενισχύοντας τελικά την οστική απορρόφηση.
Αντίθετα, η οστεοπροτεγερίνη (OPG) που εκκρίνεται από τις
πρόδρομες μορφές των οστεοβλαστών συνδέεται με το RANKL,
παρεμποδίζει τη σύνδεσή του στο RANK αναστέλλοντας τον
σχηματισμο, τη διαφοροποίηση και την επιβίωση των οστεο-
κλαστών. Το σύστημα αυτό βρίσκεται υπό την επίδραση δια-
φόρων κυτοκινών και ορμονών.

Σχηματική αναπαράσταση του


συστήματος RANK/RANKL/OPG.
(Πηγή: www.medscape.com).


Συστηματική μαστοκύττωση [Systemic mastocytosis]
Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη ιστική διήθηση
από μαστοκύτταρα προερχόμενα από προγονικά κύτταρα του
μυελού των οστών. Η πάθηση οφείλεται κυρίως σε μεταλλαγή
του C-KIT γονιδίου που ρυθμίζει την παραγωγή των μαστο-
κυττάρων. Οι κλινικές της εκδηλώσεις προκαλούνται λόγω της
απελευθέρωσης ουσιών εκκρινόμενων από τα μαστοκύτταρα
(π.χ. δερματικά εξανθήματα, αλλά και παθολογικά σπονδυλικά
κατάγματα και άλλες επώδυνες οστικές εντοπίσεις). Η τοπική
ακτινοβολία καθώς και η συστηματική χορήγηση αμινοδιφω-
σφονικών έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των συ-
νεπειών της μαστοκύττωσης.

Ακτινογραφία ασθενούς με συστηματική


μαστοκύττωση.


Σύσφιξη της γροθιάς [Grip strength] Μέθοδος ελέγχου της
μυϊκής δύναμης όπου χρησιμοποιούνται ειδικά σφιγμομανό-
μετρα. Ο ασθενής κάθεται σε κάθισμα με τον βραχίονα και τον
135
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

αγκώνα σε ορθή γωνία. Η μέτρηση της δύναμης σύσφιξης της


γροθιάς έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα σε αρρώστους με έλλειψη
της βιταμίνης D, οπότε εκτιμάται και κλινικά η αποκατάσταση
του ασθενούς.

Έλεγχος της σύσφιξης της γροθιάς με


ειδικό σφιγμομανόμετρο.


Σχετικό με την παραθορμόνη πεπτίδιο [Parathyroid
hormone-related Peptide, PTHrP] Πεπτίδιο με αμινοτελι-
κό άκρο ανάλογο του αμινοτελικού άκρου της παραθορμόνης.
Εκκρίνεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες του εμβρύου
και παίζει ρόλο στο μεταβολισμό του ασβεστίου του εμβρύου
και στην ανάπτυξη των οστών του. Στους ενήλικες παράγεται
σε μεγάλες ποσότητες από το μαστικό αδένα θηλάζουσας μη-
τέρας και εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Παράγεται από μία
ποικιλία νεοπλασματικών ιστών και είναι η κύρια αιτία υπε-
ρασβεστιαιμίας επί κακοήθειας.
Σχετικός κίνδυνος [Relative risk, RR] Αιτιολογικός δεί-
κτης που υπολογίζει την ύπαρξη και τον βαθμό συσχέτισης
μεταξύ ενός παράγοντα και ενός νοσήματος. Εκφράζεται ως
ο λόγος της πιθανότητας εμφάνισης μιας έκβασης σε μια συ-
γκεκριμένη χρονική περίοδο μεταξύ των ατόμων, στα οποία
εφαρμόζεται μια θεραπευτική παρέμβαση ή είναι εκτεθειμένα
σε έναν παράγοντα κινδύνου, προς την αντίστοιχη πιθανότητα
των ατόμων, στα οποία δεν εφαρμόζεται η θεραπευτική πα-
ρέμβαση ή δεν είναι εκτεθειμένα στον παράγοντα κινδύνου.
Σωματοτρόπος ορμόνη [Somatotropin] βλ. Αυξητική ορμόνη
[Growth hormone, GH].
Ταμοξιφαίνη [Tamoxifen] Φάρμακο που ανήκει στην κατηγο-
ρία των επιλεκτικών τροποποιητών των υποδοχέων των οιστρο-
γόνων ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως στην αντιμετώπιση των
επακόλουθων του καρκίνου του μαστού. Όταν χορηγείται σε
γυναίκες με μαστεκτομή μειώνει την ηλικιοεξαρτώμενη οστική
απώλεια. Η σπουδαιότερη παρενέργεια της ταμοξιφαίνης εί-
136
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ναι η υπερπλασία του ενδομητρίου και επομένως, ο αυξημένος


κίνδυνος καρκίνου της μήτρας. Η χορήγηση ταμοξιφαίνης στις
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες συμβάλλει στη διατήρηση ή και
στη μικρή αύξηση της οστικής μάζας, ενδεχομένως δε και στη
μείωση των οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Τάση [Stress] Το φορτίο ή η δύναμη που εφαρ­μόζεται ανά μο-
νάδα επιφανείας και μπορεί να κατηγοριοποιηθεί περαιτέρω
σε συμπιεστική, εφελκυστική και διατμητική. Συμπιε­στικές
τάσεις αναπτύσσονται όταν τα φορτία εφαρμόζονται με τρό­πο
ώστε να βραχύνουν το υλικό, εφελκυστικές όταν τείνουν να
το επιμηκύνουν, ενώ διατμητικές όταν τα φορτία τείνουν να
μετακι­νήσουν μια περιοχή του υλικού σε αντίθετη κατεύθυνση
προς πα­ρακείμενη περιοχή του υλικού. Η τάση μετριέται σε
μονάδες Pascal (1 Pascal=1 N/m2). Συμπιεστικές, εφελκυστι-
κές και διατμητικές τάσεις συνυπάρχουν πάντα σε συνδυασμό
ακόμη και με την εφαρμογή των πιο απλών δοκιμών φόρτι-
σης. Σε ένα υλικό που εφαρμόζεται δύναμη κατά τον επιμήκη
άξονά του (συμ­πίεση) δημιουργείται διατμητική τάση σε γωνία
45ο σε σχέση με τον άξονα φόρτισης. Καθώς τα περισσότερα
υλικά είναι πιο αδύ­ναμα στη διάτμηση απ’ ότι στη συμπίεση,
η αποτυχία του υλικού επέρχεται στη διάτμηση.
Τεριπαρατίδη [Teriparatide, TPD] Συνθετικό μόριο παρεμ-
φερές βιολογικά με την παραθορμόνη (1-34 παραθορμόνη). Η
καθημερινή χορήγηση σε υποδόριες ενέσεις έχει αναβολικές
οστικές ιδιότητες και συνιστάται σε ασθενείς με αυξημένο
κίνδυνο οστεοπορωτικών καταγμάτων που πάσχουν απo με-
τεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση, ανδρική οστεοπόρωση και
οστεοπόρωση από κορτικοστεροειδή. Έχει προστατευτική δρά-
ση στα οστά διότι αυξάνει τον αριθμό των οστεοβλαστών και
μειώνει την απόπτωσή τους. Επίσης, προκαλεί αποσύξευξη
της οστικής ανακατασκευής με αποτέλεσμα αύξηση της οστι-
κής παραγωγής που συνοδεύεται αργότερα από αύξηση της
οστικής απορρόφησης και επομένως σταδιακή αποκατάσταση
της οστικής ανακατασκευής. Η τεριπαρατίδη μειώνει τα σπον-
δυλικά και τα μη σπονδυλικά κατάγματα και η ένδειξη της
χορήγησης της περιορίζεται στους 24 μήνες. Μετά τη διακο-
πή της θεραπείας αυτής συνιστάται η συνέχιση με ένα ισχυρό
αντιοστεοκλαστικό φάρμακο.
137
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Τιβολόνη [Tibolone] Συνθετικό ανάλογο των γεννητικών στε-


ροειδών ορμονών που συνδυάζει ήπια οιστρογονική, προγε-
σταγονική και ανδρογονική δράση. Η τιβολόνη εκτός από την
οιστρογονική της δράση έχει και ήπια αναβολική. Χορηγούμε-
νη σε συνεχές σχήμα ημερησίως καταπολεμά τις κλιμακτηρια-
κές διαταραχές και αναστέλλει τη μετεμμηνοπαυσιακή οστική
απώλεια. Ακόμα και σε περίπτωση πρόσφατης ωοθηκεκτομής
η τιβολόνη προστατεύει από την οστική απώλεια. Τα τελευταία
χρόνια χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα η χαμηλή δόση τι-
βολόνης (δισκίο 1,25 mg ημερησίως σε σχέση με τη δόση 2,5
mg ημερησίως).
Τιμή κριτηρίου p [p-value] Η πιθανότητα που υπάρχει το
αποτέλεσμα μιας στατιστικής ανάλυσης να είναι τυχαίο ή όχι.
Η τιμή δηλαδή της p-value αντιπροσωπεύει έναν δείκτη αξιο-
πιστίας ενός αποτελέσματος. Σε πολλούς τομείς της έρευνας,
η p-value του 0,05 θεωρείται συνήθως η διαχωριστική γραμμή
ως αποδεκτό «επίπεδο λάθους». Η p-value<0,05 αναφέρεται
ως στατιστική σημαντικότητα και p-value<0,001 ως υψηλή
στατιστική σημαντικότητα.
Τραστουζαμάμπη [Trastuzamab, T-DM1] Μονοκλωνι-
κό αντίσωμα που δεσμεύει τον υποδοχέα-2 του ανθρώπινου
επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER2) με αποτέλεσμα τη
στοχευμένη αντι-ογκογενετική δράση στον καρκίνο κυρίως
του μαστού.
Τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός [Tertiary hyper-
parathyroidism] Παθολογική κατάσταση όπου αυτονομεί-
ται ο παραθυρεοειδικός ιστός και υπερπαράγει παραθορμόνη
με ταυτόχρονη αύξηση των επιπέδων του ασβεστίου, στα πλαί-
σια ασθενών με δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό. Παρα-
τηρείται σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, καθώς
και σε ασθενείς με ιστορικό μακρόχρονης χορήγησης φωσφό-
ρου λόγω υποφωσφοραιμικών διαταραχών.
Τριχοοδοντική-οστική δυσπλασία [Tricho dento
osseous dysplasia] Γενετική διαταραχή που κληρονομείται
με τον αυτοσωμικό επικρατή τρόπο και οφείλεται σε μεταλλα-
γές του γονίδιου DLX3. Ανήκει στην ομάδα των εξωδερμικών
δυσπλασιών και χαρακτηρίζεται από ήπια σκλήρυνση των αυ-
λοειδών οστών και του εγκεφαλικού κρανίου καθώς και από
138
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

οδοντικές ανωμαλίες, όπως «ταυροδοντία» και αλλαγές στα


νύχια και τα μαλλιά.
Τροπισμός [Tropism] Βιολογικό φαινόμενο ενδεικτικό της
απάντησης σε ένα ερέθισμα. Για παράδειγμα, ο μυϊκός και
οστίτης ιστός υπερτρέφονται στα μηχανικά ερεθίσματα, ενώ
αντίθετα η έλλειψη μηχανικών φορτίσεων οδηγεί σε σαρκοπε-
νία και οστεοπόρωση. Ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες με-
ταβάλλουν τη βιολογική αυτή αντίδραση όπως για παράδειγμα
η ηλικία (ενδογενής), η διατροφή και η άσκηση (εξωγενείς).
Τροποκολλαγόνο [Tropocollagen] Δομική μονάδα του κολ-
λαγόνου. Το κολλαγόνο εκκρίνεται στην εξωκυττάρια ουσία με
τη μορφή του τροποκολλαγόνου, το οποίο αποτελείται από τρεις
πολυπεπτιδικές αλυσίδες συνδεδεμένες μεταξύ τους για το σχη-
ματισμό μιας ελικοειδούς δομής μήκους 300nm και διαμέτρου
1,5 nm.

Δομή του τροποκολλαγόνου.

Τυχαιοποίηση [Randomization] Δειγματοληπτική τεχνική


κατά την οποία όλες οι μονάδες του πληθυσμού (άτομα) έχουν
την ίδια πιθανότητα να επιλεγούν ή να δοκιμαστούν σε κάποια
πειραματική παρέμβαση.
Υδροξυαπατίτης [Hydroxyapatite] Βασικό ανόργανο συστα-
τικό των οστών και των οδόντων που  προσδίδει σκληρότητα
και ανθεκτικότητα. Στα οστά, τα μέταλλα βρίσκονται κυρίως
με την κρυσταλλική μορφή του υδροξυαπατίτη. Η συνηθέστε-
ρη μορφή του κρυστάλλου του υδροξυαπατίτη εκφράζεται από
τη σχέση Ca10(PO4)6(OH)2 και περιλαμβάνει άλατα μαγνησίου,
νατρίου, καλίου και ανθρακικά τα οποία δε σχηματίζουν σα-
φείς κρυστάλλους.
Υδροξυλάση-1α της βιταμίνης D [Vitamin D
1α-hydroxylase] Μιτοχονδριακό ένζυμο που καταλύ-
ει τη μετατροπή της 25(ΟΗ)D3 στη δραστική μορφή της, την
1,25-διϋδροξυβιταμίνη D3 [1,25(OH)2D3] στους νεφρούς. Πρό-
κειται για μονοξυγενάση του κυτοχρώματος P450 και βρίσκε-
ται κυρίως στους νεφρούς, αλλά και εξωνεφρικά σε άλλους
ιστούς όπως είναι οι οστεοβλάστες, το έντερο, τα μονοκύττα-
139
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ρα, τα μακροφάγα, το πάγκρεας, ο προστάτης, ο μαστός, ο


πλακούντας κλπ. συμμετέχοντας στην τοπική παραγωγή της
ενεργούς βιταμίνης D. Αδρανοποιητική μεταλλαγή του γονι-
δίου της 1α-υδροξυλάσης (CYP1alpha) έχει ως αποτέλεσμα
την ανθεκτική στη βιταμίνη D ραχίτιδα (Vitamin D-dependent
rickets, VDDR) τύπου I.
Υδροξυλάση-24 της βιταμίνης D [Vitamin D
24-hydroxylase] Μιτοχονδριακό ένζυμο που καταλύει
τη μετατροπή της 25(ΟΗ)D3 σε 24,25 διυδροξυβιταμίνη D3
[24,25(ΟΗ)2D3] στους νεφρούς. Πρόκειται για οξειδάση του
κυτοχρώματος P450 που μπορεί να υδροξυλιώσει τόσο την
25(ΟΗ)D3 όσο και την 1,25(OH)2D3. Έτσι, η 24-υδροξυλάση
αδρανοποιεί την 1,25(OH)2D3 στους ιστούς, είτε αυξάνοντας
τον καταβολισμό της σε 1,24,25(OH)3D3 και συνέχεια προς
καλσιτροϊκό οξύ το οποίο αποβάλλεται στη χολή, είτε παρά-
γοντας 24,25(ΟΗ)2D3 καταλύοντας την 25(ΟΗ)D3 και μειώνο-
ντας τη διαθεσιμότητα της για την 1α-υδροξυλίωση.
Υδροξυλάση-25 της βιταμίνης D [Vitamin D
25-hydroxylase] Μιτοχονδριακό ένζυμο που εκφράζεται
στο ήπαρ και τον όρχι. Καταλύει στο ήπαρ την υδροξυλίωση
της βιταμίνης D στη θέση 25 προς σχηματισμό της 25-υδρο-
ξυβιταμίνης D [25(ΟΗ)βιταμίνη D3 ή καλσιδιόλη] που είναι η
κύρια μορφή της βιταμίνης D3 στην κυκλοφορία.
Υδροξυπρολίνη ούρων [Urinary hydroxyproline] Η
υδροξυπρολίνη ούρων που αποβάλλεται σε συλλογή ούρων
διώρου, μετά από πρωινή ούρηση και 12ωρη νηστεία, απο-
τελεί έναν καλό βιοχημικό δείκτη οστικής απορρόφησης.
Σημαντικό ποσοστό της υδροξυπρολίνης ούρων προέρχεται
από την αποδόμηση κολλαγόνου εξωσκελετικής προέλευσης
καθώς και από την υδροξυπρολίνη που προσλαμβάνεται με
την τροφή. Αποτελεί ευαίσθητο δείκτη αυξημένου οστικού
μεταβολισμού, η ειδικότητα της όμως είναι χαμηλή και η
χρήση της περιορισμένη.
Υπασβεστιαιμία [Hypocalcemia] Ηλεκτρολυτική διαταραχή
η οποία ορίζεται ως η μείωση της συγκέντρωσης του ολικού
ασβεστίου κάτω από 8,5 mg/dl ή του ιονισμένου ασβεστίου
του ορού κάτω από 4,4 mg/dl. Η κλινική εικόνα της υπα-
σβεστιαιμίας οφείλεται στη μείωση της συγκέντρωσης του
140
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μεταβολικά δραστικού ασβεστίου και άρα του ιονισμένου. Η


μείωση αυτή προκαλείται, είτε από μειωμένη είσοδό του στην
αιματική κυκλοφορία (δυσαπορρόφηση από τον γαστρεντερι-
κό σωλήνα, μειωμένη οστική επαναρρόφηση), είτε από απώ-
λειά του απ’ αυτή (εναπόθεσή του στους ιστούς, απώλεια από
τους νεφρούς, αυξημένη δέσμευσή του στον ορό).
Υπερασβεστιαιμία [Hypercalcemia] Ηλεκτρολυτική διατα-
ραχή η οποία ορίζεται ως η αύξηση του ασβεστίου πάνω από
10,5 mg/dl. Η υπερασβεστιαιμία διακρίνεται ανάλογα με τα
επίπεδα του ασβεστίου σε: Ήπια (ασβέστιο= 10,5-11,9 mg/dl),
Μέτρια (ασβέστιο= 12-13,9 mg/dl) και Yπερασβεστιαιμική κρί-
ση (ασβέστιο= 14-16 mg/dl). Η υπερασβεστιαιμία είναι αποτέ-
λεσμα διαταραχής στην ισορροπία εισόδου και εξόδου ιόντων
ασβεστίου στο αίμα. Yπεύθυνοι μηχανισμοί είναι: 1) η αυξημέ-
νη οστική απορρόφηση, 2) η αυξημένη εντερική απορρόφηση
ασβεστίου και 3) η μειωμένη νεφρική απέκκριση ασβεστίου.
Υπερδοντία [Hyperdontia] Παθολογική κατάσταση κατά την
οποία ένας άνθρωπος είτε έχει εξαιρετικά μεγάλα σε μέγεθος
δόντια, είτε ο αριθμός τους ξεπερνάει κατά πολύ τον φυσιο-
λογικό αριθμό (στους ανήλικους 20 και στους ενήλικους 32).
Υπερθυρεοειδισμός [Hyperthyroidism] Διαταραχή του θυ-
ρεοειδή αδένα κατά την οποία υπερπαράγεται θυροξίνη (Τ4)
και τριιωδοθυρονίνη (Τ3). Το νόσημα αυτό σχετίζεται με την
επιτάχυνση του οστικού μεταβολισμού. Η αυξημένη οστεοκλα-
στική και οστεοβλαστική δραστηριότητα συνοδεύονται από
μεγάλη αύξηση της ενεργοποίησης των μεταβολικών μονάδων
του οστού που τελικά οδηγούν σε οστική απώλεια. Η χαμη-
λή οστική πυκνότητα που σχετίζεται με τον υπερθυρεοειδισμό
αντιμετωπίζεται ουσιαστικά με τη ρύθμιση της θυρεοειδικής
λειτουργίας.
Υπερκαλιαιμία [Hyperkalemia] Κλινική οντότητα κατά
την οποία η τιμή του καλίου ορού είναι μεγαλύτερη από 5,5
mmol/lt. Τα αίτια της υπερκαλιαιμίας μπορούν να διακρι-
θούν στις εξής κατηγορίες: ψεύδοϋπερκαλιαιμία, μειωμένη
απέκκριση, αυξημένη πρόσληψη και μεταβολές στην ενδοκυτ-
τάρια-εξωκυττάρια κατανομή του καλίου. Η κλινική εικόνα
περιλαμβάνει μυϊκή αδυναμία ως και την παράλυση μυών με
εμφάνιση αναπνευστικής ανεπάρκειας.
141
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Υπερμαγνησιαιμία [Hypermagnesemia] Ηλεκτρολυτική δια-


ταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα μαγνη-
σίου στο αίμα. Οι φυσιολογικές συγκεντρώσεις του Mg++ του
ορού είναι: 1,5-2,5 mg/dL. Εκδηλώνεται συνήθως σε δύο κα-
ταστάσεις: σε διαταραγμένη νεφρική λειτουργία και όταν με-
γάλη ποσότητα μαγνησίου χορηγείται. Οι κλινικές εκδηλώσεις
παρατηρούνται όταν η συγκέντρωση του μαγνησίου υπερβεί
την τιμή 4,8 mg/dL και περιλαμβάνει: νευρομυϊκές, καρδιαγ-
γειακές διαταραχές και υπασβεστιαιμία.
Υπεροξαλουρία [Hyperoxaluria] Παθολογική κατάσταση
κατά την οποία υπάρχει υπερπαραγωγή οξαλικών στα ούρα.
Αποτελεί την πιο σημαντική αιτία σχηματισμού λίθων οξα-
λικού ασβεστίου, διακρίνεται σε πρωτοπαθή, εντερική και
διαιτητική. Η πρώτη οφείλεται σε κληρονομικές ενζυματικές
διαταραχές, η δεύτερη σε παθήσεις του εντέρου, όπως η νό-
σος Crohn μετά από εντερεκτομή που προκαλούν σύνδρομα
δυσαπορρόφησης και η τρίτη σε υπερκατανάλωση τροφών
πλούσιων σε οξαλικά.
Υπερουρικοζουρία [Hyperuricosuria] Παθολογική κατά-
σταση κατά την οποία υπάρχει περίσσεια ουρικού οξέος στα
ούρα. Απαντάται σε μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, ιδίως μετά
από αγωγή, σε υπερκατανάλωση πουρινών και σε μερικούς
ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα.
Υπερφωσφαταιμία [Hyperphosphatemia] Ηλεκρολυτική
διαταραχή στην οποία τα επίπεδα του φωσφόρου στο αίμα εί-
ναι αυξημένα (ενήλικες >5 mg/dl και στα παιδιά >6 mg/dl).
Πρακτικά, εμφανίζεται όταν υπάρχει οξεία ή χρόνια νεφρική
ανεπάρκεια ή υποπαραθυρεοειδισμός. Οφείλεται στην αυξη-
μένη πρόσληψη/απορρόφηση φωσφόρου, στην ελαττωμένη
νεφρική αποβολή καθώς και στην απελευθέρωση ενδοκυττά-
ριου φωσφόρου. Η κλινική εικόνα των ασθενών εξαρτάται
από τη βαρύτητα και την ταχύτητα εγκατάστασης της υπερ-
φωσφαταιμίας. Η οξεία υπερφωσφαταιμία χαρακτηρίζεται
από υπασβεστιαμία με συνέπεια την τετανία, ενώ η χρόνια
υπερφωσφαταιμία προκαλεί έκτοπες ασβεστώσεις και δευτε-
ροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό.
Υπογοναδισμός [Hypogonadism] Παθολογική κατάσταση
που χαρακτηρίζεται από μειωμένα επίπεδα φυλετικών ορμο-
142
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νών. Υπάρχουν δύο κατηγορίες υπογοναδισμού: ο πρωτοπα-


θής, όπου υπάρχει διαταραχή στις γονάδες και ως εκ τούτου
παράγονται μειωμένα επίπεδα φυλετικών ορμονών, και ο
δευτεροπαθής, όπου υπάρχει διαταραχή στη λειτουργία του
υποθαλάμου και της υπόφυσης του εγκεφάλου. Και οι δύο
τύποι υπογοναδισμού προκαλούν οστεοπόρωση σε άνδρες και
γυναίκες. Η επίδραση των φυλετικών ορμονών στα οστά επι-
βεβαιώνεται από την παρουσία οιστρογονικών και ανδρογονι-
κών υποδοχέων στους οστεοβλάστες και στις οστεοκλάστες. Τα
οιστρογόνα είναι απαραίτητα για την οστική ανακατασκευή,
ρυθμίζοντας τη δραστηριότητα και την απόπτωση των οστεο-
κλαστών. Παράλληλα στους άνδρες, τα ανδρογόνα ρυθμίζουν
τη δραστηριότητα των οστεοκλαστών όπως και τον πολλαπλα-
σιασμό, τη διαφοροποίηση και την απόπτωση των οστεοβλα-
στών. Στις γυναίκες ο υπογοναδισμός θεωρείται σαφής αιτία
οστεοπόρωσης ενώ στους άνδρες συχνά παραβλέπεται. Σε νέ-
ους άνδρες η διάγνωση γίνεται εύκολα από το ιστορικό και
την κλινική εξέταση ενώ στους ηλικιωμένους είναι πιο συχνά
δευτεροπαθής και πολλές φορές διαφεύγει της προσοχής. Ο
υπογοναδισμός στους άνδρες αναγνωρίζεται κυρίως ως παρε-
νέργεια της ορμονικής θεραπείας για τον καρκίνο του προστά-
τη. Επίσης, τα κατάγματα που συμβαίνουν αφορούν κυρίως
τον περιφερικό σκελετό.
Υποδοντία [Hypodontia] Κατάσταση κατά την οποία ένας άν-
θρωπος έχει έλλειψη 1-6 δοντιών, με εξαίρεση τους τρίτους
γομφίους.
Υποδοχέας PTH/PTHrΡ ή PTH1R [PTH/PTHrΡ receptor
or Parathyroid hormone 1 receptor, PTH1R] Η ρυθ-
μιστική δράση της παραθορμόνης ασκείται μέσω του PTH/
PTHrΡ υποδοχέα της, ο οποίος ανήκει σε μία ξεχωριστή υπο-
ομάδα της υπερ-οικογένειας των υποδοχέων των G πρωτεϊ-
νών και είναι επίσης υπεύθυνος για τη βιολογική δράση του
PTHrΡ. Η παρουσία του εκφράζεται κυρίως στους ιστούς
«στόχους» της παραθορμόνης, δηλαδή στους νεφρούς και στα
οστά αλλά και σε άλλους ιστούς, όπως στα χονδροκύτταρα της
επιφυσιακής πλάκας, ασκώντας σημαντικό ρόλο στην ανάπτυ-
ξη. Η παρουσία του σε άλλους ιστούς σχετίζεται κυρίως με την
παρακρινική δράση του PTHrΡ.
143
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Υποδοχέας αισθητήρας του ασβεστίου [Calcium-


sensing receptor, CaSR] Μέλος της οικογένειας των υπο-
δοχέων που είναι συζευγμένοι με τις G πρωτεΐνες. Απαντάται
κυρίως στους παραθυρεοειδείς αδένες, στους νεφρούς και συ-
γκεκριμένα στα εγγύς σωληνάρια, στην αγκύλη του Henle, στα
άπω και αθροιστικά σωληνάρια, στα οστά και σε άλλα όργανα.
Παίζει σημαντικό ρόλο στην ομοιοστασία του ασβεστίου ρυθμί-
ζοντας την έκκριση της παραθορμόνης και την επαναρρόφηση
του ασβεστίου από τα νεφρικά σωληνάρια.
Υποδοχέας ακτιβίνης τύπου 2 [Activin type 2 receptor,
ACVR2] Υποδοχέας που μετάγει σήματα διαφόρων μελών της
υπεροικογένειας των μετατρεπτικών αυξητικών παραγόντων β
(Transforming growth factor beta superfamily) όπως ακτιβίνη
(ή ανασταλτίνη) και οστικές μορφογενετικές πρωτεΐνες. Εμπλέ-
κεται σε φυσιολογικές διαδικασίες όπως αύξηση, κυτταρική
διαφοροποίηση, ομοιοστασία, οστεογένεση, απόπτωση κ.ά.
Υποδοχέας της βιταμίνης D [Vitamin D receptor, VDR]
Υποδοχέας της βιταμίνης D μέσω του οποίου η τελευταία
ασκεί τις γενομικές της δράσης. Ο υποδοχέας της VDR έχει
αναγνωριστεί σε μεγάλο αριθμό ιστών όπως στο έντερο, στους
νεφρούς, στα οστά, στον μυϊκό και νευρικό ιστό, στον μαζικό
αδένα, στον προστατικό αδένα υποδηλώνοντας την πληθώρα
των δράσεων της όπως στην κυτταρική ανάπτυξη, στη διαφο-
ροποίηση, στον πολλαπλασιασμό, στην απόπτωση, στην αγγει-
ογένεση, στις διαδικασίες της φλεγμονώδους απόκρισης και
στην καρκινογένεση. Η 1,25(OH)2D3 συνδέεται με τον υποδο-
χέα της ο οποίος σχηματίζει ετεροδιμερές με τον υποδοχέα του
ρετινοϊκού οξέος (Retinoid X receptor, RXR). Το σύμπλεγμα
αναγνωρίζει και συνδέεται με ειδικές περιοχές του DNA που
ονομάζονται στοιχεία ανταπόκρισης στη βιταμίνη D (Vitamin
D response elements, VDRE) και ρυθμίζει την ενεργότητα των
γονιδίων που ανταποκρίνονται στη βιταμίνη D. O VDR βοηθά
στον έλεγχο της απορρόφησης ασβεστίου και φωσφόρου κα-
θώς και σε άλλες διαδικασίες. Μεταλλαγές στο γονίδιο VDR
οδηγούν στην ραχίτιδα εξαρτώμενη από τη βιταμίνη D τύπου
II (Vitamin D dependent rickets type II, VDDR II).
Υποθυρεοειδισμός [Hypothyroidism] Η ελλιπής παραγωγή
των θυρεοειδικών ορμονών θυροξίνης (Τ4) και τριιωδοθυρονί-
144
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

νης (Τ3) από τον θυρεοειδή αδένα. Διακρίνεται σε: Πρωτοπαθή


υποθυρεοειδισμό, από βλάβη ή έλλειψη του αδένα, Δευτερο-
παθή υποθυρεοειδισμό από μειoνεκτική έκκριση της θυρεο-
ειδοτρόπου ορμόνης (TSH) από την υπόφυση, σε περιπτώσεις
μεγάλων αδενωμάτων της υπόφυσης, χειρουργικής εξαίρεσης
κ.ά. και Τριτοπαθή υποθυρεοειδισμό από ανεπαρκή έκκριση
της εκλυτικής ορμόνης της θυρεoειδοτρόπου ορμόνης (TRH)
από τον υποθάλαμο, σε περιπτώσεις καλόηθων ή κακόηθων
όγκων της περιοχής, σαρκοείδωσης, μεγάλων δόσεων κορτι-
κοειδών κ.λπ. Ο συχνότερος τύπος υποθυρεοειδισμού είναι ο
πρωτοπαθής.
Υποκαλιαιμία [Hypokalemia] Ηλεκτρολυτική διαταραχή
κατά την οποία η τιμή του καλίου ορού είναι μικρότερη από
3,5 mmol/lt. Τα αίτια της υποκαλιαιμίας περιλαμβανουν:
μειωμένη πρόσληψη, αυξημένη απώλεια καλίου από το γα-
στρεντερικό, τους νεφρούς και το δέρμα, καθώς και μεταβολή
της ενδοκυττάριας-εξωκυττάριας κατανομής του. Η κλινική
εικόνα περιλαμβάνει μυϊκή αδυναμία που μπορεί να εκδηλω-
θεί και ως παράλυση σκελετικών μυών. Σε παρατεταμένη σο-
βαρή υποκαλιαιμία μπορεί να εκδηλωθεί ραβδομυόλυση.
Υποκιτρουρία [Hypocitraturia] Κληρονομική διαταραχή η
οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα κιτρικών στα ούρα,
τα οποία αποτελούν φυσιολογικό ανασταλτικό παράγοντα λι-
θογένεσης. Παρατηρείται σε ποσοστό 15-60% των λιθιασικών
ασθενών. Η αυξημένη κατανάλωση ζωϊκών τροφών, οι χρόνιες
διάρροιες και η εξαντλητική φυσική άσκηση χωρίς κατανάλω-
ση υγρών προδιαθέτουν σε υποκλινική οξέωση, η οποία προ-
καλεί μείωση των κιτρικών οξέων στα ούρα. Το μαγνήσιο των
ούρων που είναι και αυτό ανασταλτικός παράγοντας λιθογένε-
σης είναι χαμηλό, κυρίως για διαιτητικούς λόγους.
Υπομαγνησιαιμία [Hypomagnesemia] Ηλεκτρολυτική δια-
ταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένα επίπεδα μαγνη-
σίου στο αίμα. Οι φυσιολογικές συγκεντρώσεις του Mg++ του
ορού είναι: 1,5-2,5 mg/dL. Οι κύριοι μηχανισμοί πρόκλησης
είναι: α) μειωμένη απορρόφηση ή απώλεια μαγνησίου από το
γαστρεντερικό σωλήνα και β) νεφρική απώλεια μαγνησίου.
Η συμπτωματική ένδεια μαγνησίου συνήθως συνυπάρχει με
πολλαπλές βιοχημικές διαταραχές όπως υποκαλιαιμία, υπα-
145
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

σβεστιαιμία, μεταβολική αλκάλωση. Στις εκδηλώσεις περιλαμ-


βάνονται: αύξηση των τενόντιων αντανακλαστικών, τρόμος,
κράμπες, ημικρανίες, σύγχυση, αρρυθμίες, τετανία και γενι-
κευμένοι σπασμοί.
Υπομονάδα α3 της V-ATPase [V-ATPase a3 subunit]
Πρωτεΐνη με 7 διαμεμβρανικά τμήματα που ανήκει στην υπεροι-
κογένεια των V-ATPase υπομονάδων. Αποτελεί την κύρια πρω-
τεΐνη της συνολικής δομής της V-ATPase και εκφράζεται έντονα
στις ώριμες οστεοκλάστες και μάλιστα στην πτυχωτή τους περι-
οχή. Η a3 είναι απαραίτητη για την ικανότητα της οστεοκλάστης
να δημιουργεί όξινο pH μέσα στο απορροφητικό βοθρίο.
Υποπαραθυρεοειδισμός [Hypoparathyroidism] Ενδο-
κρινική διαταραχή που προκαλείται από υπολειτουργία των
παραθυρεοειδών αδένων κατά την οποία η παραγωγή της
παραθορμόνης (Parathyroid hormone, PTH) είναι χαμηλή.
Η συχνότερη αιτία υποπαραθυρεοειδισμού είναι ο μετεγ-
χειρητικός, μετά από επεμβάσεις θυρεοειδεκτομής, παρα-
θυρεοειδεκτομής ή γενικότερα επεμβάσεις στον τράχηλο.
Ο υποπαραθυρεοειδισμός μπορεί να είναι παροδικός ή και
μόνιμος. Λόγω της ανεπάρκειας της PTH, υπάρχει αύξηση
της νεφρικής αποβολής ασβεστίου, μείωση της παραγωγής
1,25(ΟΗ)2D3, μείωση της οστικής διακίνησης του ασβεστίου
και μείωση της νεφρικής αποβολής φωσφόρου.
Υποσιτισμός [Undernutrition] Υποθρεψία οφειλόμενη συ-
νήθως σε συστηματική μείωση πρόσληψης θρεπτικών ουσι-
ών, κυρίως πρωτεϊνών. Η μειωμένη πρόσληψη αμινοξέων
έχει συνδεθεί με μειωμένη παραγωγή αυξητικών παραγόντων
(IGF-1, κ.ά.), μειωμένη οστεοβλαστική δραστηριότητα, αυξη-
μένη οστική απώλεια και επιβάρυνση της μετατραυματικής
αποκατάστασης π.χ. της πώρωσης του κατάγματος
Υπόφυση [Pituitary gland or Hypophysis] Αδένας που βρί-
σκεται στο τουρκικό εφιππείο, στη βάση του εγκεφάλου. Η
υπόφυση νευρολογικά αποτελείται από δύο διακριτά μέρη, τον
οπίσθιο (νευροϋπόφυση) και τον πρόσθιο λοβό (αδενοϋπόφυση).
Υποφωσφαταιμία [Hypophosphatemia] Ηλεκτρολυτική δι-
αταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από μείωση της συγκέντρω-
σης του ανόργανου φωσφόρου του ορού (PO43 -) κάτω από 2,5
mg/dl. Μέτρια υποφωσφαταιμία χαρακτηρίζεται η κατάσταση
146
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

όπου η συγκέντρωση του PO43 - κυμαίνεται από 1-2,5 mg/dl


και είναι ασυμπτωματική. Σοβαρή υποφωσφαταιμία είναι η
κατάσταση όπου η συγκέντρωση του PO43 - είναι μικρότερη από
1 mg/dl και η οποία συνοδεύεται από κλινικά συμπτώματα.
Τα αίτια εμφάνισης της μπορεί να είναι η μειωμένη πρόσλη-
ψη ή απορρόφηση της βιταμίνης D, η χορήγηση αντιόξινων, η
ανάπτυξη όγκων και τα σύνδρομα δυσαπορρόφησης. Η υπο-
φωσφαταιμία μπορεί να προκαλέσει μυοσκελετικές διαταρα-
χές όπως οστεοπόρωση, μυϊκή αδυναμία καθώς και αναπνευ-
στικές, καρδιαγγειακές, αιματολογικές, νευρολογικές και
νεφρικές διαταραχές.
Υποφωσφατασία [Hypophosphatasia] Σπάνια γενετική
ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλατωματική μετάλλω-
ση των οστών ή/και των οδόντων παρουσία χαμηλής δραστη-
ριότητας της οστικής αλκαλικής φωσφατάσης και του ορού.
Κληρονομείται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο και
οφείλεται σε μεταλλαγή του γονιδίου ALPL που κωδικοποιεί
τη μη ειδικού ιστικού ισοενζύμου της αλκαλικής φωσφατά-
σης. Η κλινική της εικόνα εμφανίζει έντονη ποικιλομορφία
και διακρίνονται τουλάχιστον 6 τύποι υποφωσφατασίας, ανά-
λογα με την ηλικία που ανακαλύπτονται οι σκελετικές αλλοι-
ώσεις: Περιγεννητικός, Καλοήθης περιγεννητικός, Βρεφικός,
Παιδικός, Ενηλίκων και Οδοντοϋποφωσφατασία.
Υποχόνδριο οστό [Subchondral bone] Το υποκείμενο του
αρθρικού χόνδρου οστό. Αποτελείται από πυκνό σύστημα
οστεοδοκίδων φλοιώδους τύπου. Λόγω του ειδικού του ρόλου
σαν αποσβεστήρας κραδασμών που δέχεται η αρθρική επιφά-
νεια, το υποχόνδριο οστό πρέπει να διατηρεί καθόλη τη ζωή
σχετική ελαστικότητα αλλά και αντοχή σε αυξημένες φορτί-
σεις. Τοπικές παθήσεις της άρθρωσης (π.χ. οστεοαρθρίτιδα,
φλεγμονώδης αρθροπάθεια) αλλά και η γενικευμένη οστεοπε-
νία επιδρούν αρνητικά στη σύσταση του υποχόνδριου οστού,
ελαττώνοντας έτσι τις μηχανικές του ιδιότητες. Με την εξήγη-
ση αυτή έχει συνδεθεί η διαταραχή του υποχόνδριου οστού με
την αιτιοπαθογένεια της οστεοαρθρίτιδας.
Υποχονδροπλασία [Hypochondroplasia, HCH] Μέλος
της κατηγορίας των χονδροδυσπλασιών. Προκύπτουν από
μεταλλαγές στο γονίδιο του υποδοχέα του αυξητικού παρά-
147
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

γοντα των ινοβλαστών 3 (Fibroblast growth factor receptor


3, FGFR3) και κληρονομούνται με τον αυτοσωμικό επικρατή
τρόπο. Τα κλινικά χαρακτηριστικά της είναι παρόμοια με
αυτά της αχονδροπλασίας αλλά ηπιότερα. Χαρακτηρίζεται
από μικρό ανάστημα, ριζομελική ή μεσομελική βράχυνση
των μακρών οστών, ελάττωση μεσοσπονδυλίων διαστημάτων
στην κατώτερη οσφυϊκή μοίρα, γωνιώδη, βραχυμένα λαγόνια
οστά και συχνά από τον περιορισμό της έκτασης του αγκώνα,
βραχυδακτυλία και ήπια χαλαρότητα αρθρώσεων. Μακροκε-
φαλία συναντάται, επίσης, στα άτομα με υποχονδροπλασία,
αλλά χωρίς χαρακτηριστικό προσωπείο. Σπανιότερα κλινι-
κά χαρακτηριστικά είναι η σκολίωση, η οσφυϊκή λόρδωση,
οι ήπιες βλαισο- και ραιβο- παραμορφώσεις κάτω άκρων,
η οστεοαρθρίτιδα στους ενήλικες, η ήπια νοητική υστέρηση
και τα μαθησιακά προβλήματα.
Φαρμακογενομική [Pharmacogenomics] Κλάδος των βιο-
ϊατρικών επιστημών που μελετά τις γονιδιακές πληροφορίες
ώστε να προβλέψει την έκβαση ή την ανταπόκριση της φαρμα-
κευτικής αγωγής. Στη θεραπεία της οστεοπόρωσης η σχετική
έρευνα ευρίσκεται στα αρχικά της στάδια.
Φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη [Adrenocorticotropic
hormone, ACTH] βλ. Αδρενοκορτικοτρόπος ορμόνη
[Adrenocorticotropic hormone, ACTH].
Φλοιώδες ή Συμπαγές οστό [Cortical or Compact bone]
Ο κύριος τύπος οστού στα μακρά οστά του περιφερικού σκελε-
τού, ιδίως στις διαφύσεις, στην κάψα των μεταφύσεων και των
επιφύσεων αλλά και στην κάψα των σπονδύλων. Τα φλοιώδη
οστά διατάσσονται με τη μορφή ομόκεντρων οστικών πεταλίων
γύρω από ένα αγγειακό μίσχο. Με την πάροδο της ηλικίας ή
σε επιδείνωση της οστεοπόρωσης, το φλοιώδες οστό λεπταίνει
ενώ η ενδαυλική του μοίρα σπογγοποιείται.
Φορτίο [Load] Εξωτερική δύναμη ασκούμενη σε ένα υλικό.
Φυσιολογικά φορτία στον σκελετό είναι η μυϊκή σύσπαση, το
βάρος του σώματος κ.ά.
Φωσφοροπενία [Phosphorus depletion] Κατάσταση κατά
την οποία ο ολικός ανταλλάξιμος φωσφόρος του οργανισμού
είναι μειωμένος, όπως αυτό παρατηρείται σε καταστάσεις πα-
ρατεταμένης νηστείας (starvation), η οποία συνοδεύεται και

148
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

από κυτταρικές διαταραχές (κυτταρόλυση), εκτός των κλινι-


κών συμπτωμάτων.
Φωσφόρος [Phosphorus] Μεταλλικό στοιχείο απαραίτητο
για την επιμετάλλωση του σκελετού και για ποικίλες κυττα-
ρικές λειτουργίες όπως η γλυκόλυση, η γλυκονεογένεση, η
σύνθεση νουκλεϊκών οξέων και η φωσφορυλίωση πρωτεϊνών.
Στο σώμα το μεγαλύτερο ποσοστό του φωσφόρου βρίσκεται
στα οστά υπό τη μορφή των φωσφορικών ιόντων. Η συγκέ-
ντρωση του φωσφόρου στον ορό είναι 2,5-4,5 mg/dl. Επί-
σης, οι τιμές του φωσφόρου εμφανίζουν νυχθημερινό ρυθμό
με υψηλότερες τιμές στις 4 π.μ. και χαμηλότερες 6-7 ώρες
αργότερα.
Φωσφορυλίωση [Phosphorylation] Η ομοιοπολική σύνδεση
μίας φωσφορικής ομάδας σε μία πρωτεΐνη μέσω της δράσης
μιας κινάσης, η οποία μεταβάλλει τη ενεργότητα της πρωτεΐ-
νης-δέκτη.
Χοληκαλσιφερόλη [Cholecalciferol] βλ. Βιταμίνη D3
[Vitamin D3].
Χονδρογένεση [Chondrogenesis] Διαδικασία απαραίτητη
για τον σχηματισμό των χονδροκυττάρων τόσο κατά την εμ-
βρυογένεση όσο και στην ενήλικη ζωή. Η διαδικασία ξεκινά
με τη συγκέντρωση και πύκνωση μεσεγχυματικών κυττά-
ρων, σημαντικό ρόλο στο στάδιο αυτό παίζουν οι οστικές
μορφογενετικές πρωτεΐνες (BMPs) και οι μεταγραφικοί
παράγοντες της οικογένειας Sox. Καθώς το μεσέγχυμα δι-
αφοροποιείται σε χονδροκύτταρα, αρχίζει να παράγεται
εξωκυττάρια θεμέλια ουσία πλούσια σε κολλαγόνο τύπου ΙΙ
και αγκρεκάνη (aggrecan). Στη συνέχεια, τα χονδροκύττα-
ρα πολλαπλασιάζονται ταχύτατα αυξάνοντας το μέγεθος του
χόνδρινου προτύπου. Τα κύτταρα που βρίσκονται στο κέντρο
της ανάπτυξης αυτής αποσύρονται από τον κυτταρικό κύκλο
και τα υπερτροφικά χονδροκύτταρα, υφίστανται την τελική
διαφοροποίηση, επιμεταλλώνουν και τελικά οδηγούνται σε
απόπτωση. Μετά τον κυτταρικό αυτό θάνατο, η εναπομεί-
νασα χόνδρινη θεμέλια ουσία λειτουργεί ως ικρίωμα για την
περαιτέρω εναπόθεση μετάλλων, για τον οστικό σχηματισμό
καθώς και για την εναλλαγή από οστεοβλάστες και οστεο-
κλάστες. Ο αποδομούμενος χόνδρος αρχίζει και αγγειώνεται
149
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

από τα περιβάλλοντα αιμοφόρα αγγεία ώστε να δημιουργη-


θεί η μυελική οστική κοιλότητα.

Σχηματική απεικόνιση της χονδρογένεσης και της διαφοροποίησης των


χονδροκυττάρων. (Πηγή: Zuscik M. (2008) Regulation of chondrogenesis
and chondrocyte differentiation by stress. J Clin Investn 118:429–438).

Χ-φυλοσύνδετη με τον υπολειπόμενο χαρακτήρα κλη-


ρονομούμενη υποφωσφοραιμική ραχίτιδα / οστεομα-
λακία [X-linked recessive hypophosphatemic rickets,
XLRH] Γενετική διαταραχή η οποία κληρονομείται με τον
X-φυλοσύνδετο υπολειπόμενο χαρακτήρα και οφείλεται σε με-
ταλλαγές του γονιδίου CLCN5, που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη
ανταλαγής H+/Cl-. Οι ασθενείς παρουσιάζουν υπερασβεστιου-
ρία, αυξημένα επίπεδα 1,25(OH)2D3 και πρωτεΐνουρία. Τρία
παραπλήσια σύνδρομα έχουν περιγραφεί: η X-φυλοσύνδετη με
τον υπολειπόμενο χαρακτήρα κληρονομούμενη νεφρολιθίαση με
νεφρική ανεπάρκεια, η νόσος του Dent, και η χαμηλού μορια-
κού βάρους πρωτεϊνουρία με υπερασβεστιουρία και νεφρασβέ-
στωση. Τα σύνδρομα αυτά που διαφέρουν μεταξύ τους μόνο στη
βαρύτητα των συμπτωμάτων, αποτελούν τους φαινοτύπους της
ίδιας νόσου και όχι ξεχωριστές κλινικές οντότητες.
Χ-φυλοσύνδετη υποφωσφοραιμική ραχίτιδα / οστεο-
μαλακία [X-linked hypophosphatemic rickets, XLH]
Συχνή κληρονομική μορφή ραχίτιδας/οστεομαλακίας η οποία
κληρονομείται με τον Χ-φυλοσύνδετο επικρατή χαρακτήρα και
συσχετίζεται με μεταλλαγές του γονιδίου PHEX. Χαρακτηρίζε-
ται από υποφωσφοραιμία, ελαττωμένη επαναρρόφηση φωσφό-
ρου από το εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο και από ελαττωμένη
απορρόφηση ασβεστίου και φωσφόρου από τον γαστρεντερικό
σωλήνα. Στη διαταραχή αυτή, επειδή τα επίπεδα του ασβεστί-
ου στο αίμα είναι φυσιολογικά, δεν παρατηρείται δευτεροπαθής
υπερπαραθυρεοειδισμός, και κατά συνέπεια, δεν συνοδεύεται
από αυξημένη οστεοκλαστική δραστηριότητα ή αυξημένη οστική
απορρόφηση. Η φαινοτυπική έκφραση παρουσιάζεται κυρίως με
150
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

παραμορφώσεις των κάτω άκρων, κοντό ανάστημα, οστικά άλγη,


ακτινολογικά ευρήματα διαφόρου βαθμού ραχίτιδας/οστεομα-
λακίας καθώς και με οδοντικές διαταραχές.
Χασματοσύνδεσμος [Gap junction] Σύστημα διαύλων πρω-
τεϊνικής φύσης μεταξύ παρακείμενων κυττάρων μέσω των
οποίων μετακινούνται μικρομόρια ή ιόντα ελεύθερα.

Χερουβισμός [Cherubism] Γενετική διαταραχή η οποία κλη-


ρονομείται με τον αυτοσωμικό επικρατή τύπο. Προκαλείται
από μεταλλαγές στο γονίδιο που κωδικοποιεί για την c-Abl-
δεσμεύουσα πρωτεΐνη SH3BP2. Χαρακτηρίζεται από τις γε-
μάτες παρειές, το στρογγυλό πρόσωπο και την προς τα πάνω
κατεύθυνση του βλέμματος των ασθενών, δίνοντας στα παιδιά
που παρουσιάζουν την ανωμαλία την εμφάνιση «χερουβίμ».
Χονδροκύτταρα [Chondrocytes] Μεσεγχυματικής καταγω-
γής κύτταρα που εντοπίζονται αποκλειστικά στον χόνδρινο
ιστό. Κύριος ρόλος τους είναι η παραγωγή και η διατήρηση του
χόνδρου. Εκκρίνουν τα στοιχεία της εξωκυττάριας θεμέλιας
ουσίας όπως κολλαγόνο, πρωτεογλυκάνες και ίνες ελαστίνης.
Μπορούν να οργανωθούν με διάφορους τρόπους και οι διάφο-
ρες αναλογίες κολλαγόνου και ινών ελαστίνης οδηγούν στους
τρεις τύπους χόνδρου (υαλοειδή, ινώδη και ελαστικό χόνδρο).
Χονδρομαλακία [Chondromalacia] Αναφέρεται και ως Χον-
δρομαλάκυνση. Πάθηση η οποία χαρακτηρίζεται από μαλά-
κυνση και ρωγμές του αρθρικού υαλώδους χόνδρου της επιγο-
νατίδας. Συνοδεύεται από άλγος κατά τη φόρτιση ή κίνηση της
πάσχουσας άρθρωσης, συλλογή αντιδραστικού αρθρικού υγρού
(ύδραρθρος) και ψηλαφητού κριγμού. Εμφανίζεται κυρίως στα
γόνατα, εκδηλώνεται σε ηλικίες 20-40 ετών, που έχουν αυξη-
151
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μένες εργασιακές και αθλητικές δραστηριότητες και προσβάλ-


λει περισσότερο τις γυναίκες από τους άνδρες. Η αντιμετώπι-
ση της είναι κατά κύριο λόγο συντηρητική με κύρια σύσταση
τον περιορισμό των καταπονήσεων, την απώλεια βάρους στους
υπέρβαρους, ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης χωρίς φόρτιση
της πάσχουσας άρθρωσης και τροποποίηση του τρόπου άθλη-
σης. Αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη ή εγχύσεις υαλουρονικών
συνιστώνται στις φάσεις εντόνων κλινικών εκδηλώσεων.
Χονδροπάθεια [Chondropathy] H εντοπισμένη οξεία ή χρό-
νια πάθηση του αρθρικού χόνδρου, η οποία αν δεν αντιμε-
τωπισθεί θα οδηγήσει σε πάθηση όλης της άρθρωσης προκα-
λώντας αρθροπάθεια αντίστοιχη με αυτήν της εκφυλιστικής
οστεοαρθρίτιδας. Αιτιολογικά, η χονδροπάθεια διακρίνεται σε
πρωτοπαθή, τραυματικής αιτιολογίας και δευτεροπαθή, μη-
τραυματικής αιτιολογίας.
Χρόνια νεφρική νόσος [Chronic kidney disease, CKD]
Η προοδευτική έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας συνοδευό-
μενη από αντίστοιχης βαρύτητας κλινικά ευρήματα. Η νεφρική
λειτουργία μπορεί να ταξινομηθεί ανάλογα με τον εκτιμώμενο
ρυθμός σπειραματικής διήθησης (eGFR): Στάδιο Ι είναι όταν το
eGFR υπερβαίνει το 90 ml/min, στο στάδιο ΙΙ (ήπια νεφρική
ανεπάρκεια) το eGFR είναι 60-89 ml/min, στο στάδιο ΙΙΙ (μέ-
τρια νεφρική ανεπάρκεια) 30-59 ml/min, στο στάδιο ΙV (σοβαρή
νεφρική ανεπάρκεια) είναι 15-29 ml/min ενώ κάτω των 15 ml/
min είναι το στάδιο V (πολύ σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια).
Χώρος ανακατασκευής [Remodeling space] Η προσωρινή
έλλειψη οστικής μάζας της οστικής μεταβολικής μονάδας που
αναμένεται να συμπληρωθεί στη φάση της οστικής παραγωγής.
Ψευδο-ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός [Pseudo-pseudo-
hypoparathyroidism, PPHP] Κληρονομική νόσος με συ-
μπτώματα ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμού, η οποία χαρακτηρί-
ζεται από τις ίδιες κλινικές και ακτινολογικές εκδηλώσεις του
ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμού αλλά με φυσιολογικό ασβέστιο
και φωσφόρο και χωρίς αντίσταση στην παραθορμόνη.
Ψευδοϋπασβεστιαιμία [Pseudohypocalcemia] Η ανεύρεση
χαμηλών τιμών ασβεστίου σε ασθενείς που έλαβαν σκιαγραφι-
κό υλικό που περιέχει γαδολίνιο (Gd) το οποίο χρησιμοποίειται
κυρίως στη μαγνητική αγγειογραφία. Η μείωση της τιμής του
152
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

μετρούμενου ασβεστίου οφείλεται στη δημιουργία συμπλόκου


γαδολινίου-χρωστικής, γεγονός που εμποδίζει τον χρωματογρα-
φικό έλεγχο του ασβεστίου. Τα ακτινοσκιαστικά που έχουν βάση
το γαδολίνιο παρεμβαίνουν στις χρωματομετρικές μεθόδους
προσδιορισμού του ασβεστίου και προκαλούν ασυμπτωματική
υπασβεστιαιμία. Το φαινόμενο αυτό είναι ταχέως αντιστρέψιμο
αφού το γαδολίνιο αποβάλλεται διαμέσου των ούρων.
Ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός [Pseudohypoparathyroidism,
PHP] Παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από
αντίσταση στη δράση της παραθορμόνης. Οι ασθενείς εμφανί-
ζουν κλινική εικόνα υπασβεστιαιμίας, ενώ ο φαινότυπος αυ-
τού του συνδρόμου περιλαμβάνει χαμηλό ανάστημα, παχυσαρ-
κία, στρογγυλό πρόσωπο, υποδόριες επασβεστώσεις, οστικές
ανωμαλίες, βραχύ 4ο και 5ο μετακάρπιο, και μικρού βαθμού
πνευματική καθυστέρηση.
Ψευδοϋποφωσφαταιμία [Pseudohypophosphatemia]
Κατάσταση κατά την οποία η μαννιτόλη, η οποία χορηγείται
για θεραπευτικούς λόγους, σε μεγάλες δόσεις έχει την ιδιό-
τητα να συνδέεται με τον μόλυβδο, ο οποίος χρησιμοποιείται
στις χρωματομετρικές μεθόδους προσδιορισμού του PO43-, με
αποτέλεσμα να προσδιορίζονται μόνο τα ελεύθερα μόρια του
PO43 - του ορού, τα οποία προφανώς είναι μειωμένα.
Ψυχογενής ανορεξία [Anorexia nervosa] Διαταραχή κατά
την οποία το άτομο, επιβάλλει στον εαυτό του την ασιτία,
καθώς έχει έντονο φόβο, μήπως παχύνει. Η διαταραχή αυτή
χαρακτηρίζεται από μια διαταραγμένη αντίληψη που έχει το
άτομο για την σωματική του εικόνα με συνέπεια την ανυποχώ-
ρητη επιδίωξη της απώλειας βάρους, η οποία επιτυγχάνεται
με δραστική μείωση της συνολικά προσλαμβανόμενης τροφής
καθώς και με εξαντλητική άσκηση.
Ψωρίαση [Psoriasis] Χρόνια, αυτοάνοση δερματοπάθεια στην
οποία τα ενεργοποιημένα Τ-λεμφοκύτταρα κατέχουν κυρίαρχο
ρόλο στην παθογένεια. Κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου εί-
ναι η εμφάνιση ερυθηματολεπιδωτών βλαβών στο δέρμα. Ένα
ποσοστό των ασθενών με ψωρίαση εμφανίζουν και ψωριασική
αρθρίτιδα (Psoriatic arthritis).
Ψωριασική αρθρίτιδα [Psoriatic arthritis] Χρόνια φλεγ-
μονώδης πάθηση η οποία παρατηρείται σε ένα ποσοστό περί-
153
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

που 15% ασθενών με ψωρίαση. Η αιτία της ψωρίασης δεν εί-


ναι γνωστή αλλά πιστεύεται ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση.
Προσβάλλει τις αρθρώσεις των άνω και κάτω άκρων ή/και της
σπονδυλικής στήλης. Εμφανίζονται αρθρικές, δερματικές και
άλλες εξωαρθρικές εκδηλώσεις.
Ωοθυλακιότροπος ορμόνη [Follicle-stimulating hormone,
FSH] Γλυκοπρωτεϊνική ορμόνη η οποία εκκρίνεται από τον
πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Μαζί με την ωχρινοποιητική ορ-
μόνη αποκαλούνται γοναδοτροπίνες. Στις γυναίκες διεγείρει
την ανάπτυξη και ωρίμανση των ωοθυλακίων. Στους άνδρες
συμμετέχει στη σπερματογένεση και συμβάλλει στην ανάπτυξη
των σπερματικών σωληναρίων και των όρχεων.
Ωχρινοποιητική ορμόνη [Luteinizing hormone, LH]
Γλυκοπρωτεϊνική ορμόνη η οποία εκκρίνεται από το πρόσθιο
λοβό της υπόφυσης (αδενοϋπόφυση) και δρα στα κύτταρα των
γονάδων που παράγουν τις στεροειδείς ορμόνες, έτσι ώστε οι
τελευταίες να διατηρούνται τοπικά και περιφερικά στα ανα-
γκαία για τη λειτουργία του γεννητικού συστήματος επίπεδα.
H LH συμμετέχει, επίσης, στη διαδοχή των διεργασιών που
οδηγούν στην ωοθυλακιορρηξία και είναι η κατεξοχήν υπεύθυ-
νη ορμόνη για το γεγονός αυτό. Η υποθαλαμική γοναδοεκλυτί-
νη (GnRH) διεγείρει την έκκριση της LH.
G πρωτεΐνες [G proteins] Μεγάλη οικογένεια πρωτεϊνών
που προσδένουν GTP. Ενεργοποιούνται συνήθως από την
πρόσδεση μίας ορμόνης ή ενός άλλου συνδέτη σε έναν μεμ-
βρανικό υποδοχέα.
T-score [T-score] Ο αριθμός των σταθερών αποκλίσεων από
τη μέση τιμή της οστικής πυκνότητας υγιούς νεαρού ατομού
20 έως 30 ετών, του ιδίου φύλου, φυλής και λοιπών χαρα-
κτηριστικών με αυτά του εξεταζομένου. Μετεμμηνοπαυσια-
κές γυναίκες και άνδρες άνω των 50 ετών κατατάσσονται
χρησιμοποιώντας το T-score στις εξής κατηγορίες: Φυσιολο-
γικός με τιμές T-score έως -1 σταθερή απόκλιση κάτω από
αυτή των νεαρών ατόμων αναφοράς, οστεοπενικός ή άτομα
με χαμηλή οστική πυκνότητα με τιμές T-score από -1 έως
-2,5 σταθερές αποκλίσεις, οστεοπορωτικός με τιμές T-score
μικρότερες των -2,5 σταθερών αποκλίσεων, εγκατεστημένη
οστεοπόρωση με τιμές T-score μικρότερες των -2,5 σταθερών
154
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

αποκλίσεων και συνύπαρξη τουλάχιστον ενός οστεοπορωτι-


κού κατάγματος.
WNT πρωτεΐνες [WNT proteins] Διαλυτές γλυκοπρωτεΐνες
που ο ρόλος τους είναι να ρυθμίζουν ποικίλες κυτταρικές
λειτουργίες όπως τον πολλαπλασιασμό, τη μετανάστευση, την
πολικότητα και τη γονιδιακή έκφραση. Το ονομά τους προ-
ήλθε από το γονίδιο wingless της Drosophila melanogaster,
υπεύθυνο για την πολικότητα των κυττάρων, και το ομολο-
γό του στο ποντίκι, integrated. Η δομή τους δεν έχει πλήρως
αποσαφηνιστεί δεδομένου ότι είναι μόρια υδροφοβικά, υψη-
λής διαλυτότητας και δύσκολα στην απομόνωση. Στα οστά φυ-
σιολογικά ενέχονται στην οστική ανάπτυξη, ενώ μεταλλαγές
στα γονίδιά τους ή στα γονίδια μηνυματοδοτικών πρωτεϊνών
που επάγονται από αυτές απαντώνται σε νεοπλασίες και σε
κληρονομικά νοσήματα.
Z-score [Z-score] Στα μεταβολικά νοσήματα των οστών, ο όρος
χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της ηλικιοεξαρτώμενης
σταθερής απόκλισης (standard deviation, SD) της οστικής
πυκνότητας μιας συγκεκριμένης περιοχής του σκελετού (π.χ.
ΟΜΣΣ, ισχίου κ.ά.) από τον μέσο όρο της τιμής της οστικής
πυκνότητας ατόμων του ίδιου φύλου και ηλικίας. Σε προεμ-
μηνοπαυσιακές γυναίκες η εκτίμηση του Z-score προτιμάται
σε σχέση με το T-score. Τιμές του Z-score μεγαλύτερες του -2
θεωρούνται ως «μέσα στο αναμενόμενο για την ηλικία» ενώ οι
τιμές μικρότερες του -2 ως «κατώτερο του αναμενόμενου για
την ηλικία».

155
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Ευρετήριο Αμινοδιφωσφονικά
[Αminobisphosphonates] 13
A Αμινοτελικό τελοπεπτίδιο του κολλα-
Αβέρσιο σύστημα ή Οστεώνας [Ηaversian γόνου τύπου Ι [Amino-terminal collagen
system or Osteon] 7 crosslinks, NTx] 14
Αγγειακές ασβεστώσεις [Vascular Αμοιβαία μετατόπιση [Reciprocal
calcification] 7 replication] 14
Αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο Αμυλίνη [Amylin] 14
[Vasoactive intestinal polypeptide, VIP] 7 Αμυλοείδωση [Amyloidosis] 14
Αγγειοποιητικός ενδοθηλιακός αυξητικός Αναβολικά στεροειδή [Anabolic steroids] 14
παράγοντας [Vascular endothelian growth Αναδρομική μελέτη [Retrospective study] 15
factor, VEGF] 8 Ανάλυση πεπερασμένων στοιχείων [Finite
Αγγελιοφόρο RNA [Messenger RNA, element analysis, FEA] 15
mRNA] 8 Άναρχο οστό [Woven bone] 15
Αγκυλωτική σπονδυλίτιδα [Ankylosing Αναστολείς αντλίας πρωτονίων [Proton
spondylitis] 8 pump inhibitors, PPIs] 15
Αδαμαντινοβλαστίνη [Ameloblastin] 8 Αναστολείς της αρωματάσης [Aromatase
Αδαμαντινοβλάστωμα [Ameloblastoma] 8 inhibitors] 16
Αδαμαντινογένεση [Amelogenesis] 8 Ανασυνδυασμός [Recombination] 16
Αδαμαντινογενίνη [Amelogenin] 9 Ανδρογόνα [Androgens] 16
Αδενωματώδης πολυποδίαση του παχέος Ανθεκτική στο άλας του τρυγικού οξέος
εντέρου [Adenomatous polyposis coli, όξινη φωσφατάση [Tartrate resistant acid
APC] 9 phosphatase, TRAP] 17
Αδιποκύτταρα [Adipocytes] 69 Ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη
Αδιπονεκτίνη [Adiponectin] 9 [Human chorionic gonadotropin, hCG] 17
Αδράνεια [Inertia] 9 Ανισότροπο υλικό [Anisotropic material] 17
Αδρενοκορτικοτρόπος ή Φλοιοεπινεφρι- Ανοδικά [Upstream] 17
διοτρόπος ορμόνη ή Κορτικοτροπίνη Ανοδοντία [Anodontia] 17
[Adrenocorticotropic hormone, ACTH] 9 Ανοικτή κοόρτη μελέτη [Open cohort
Αιμοπεταλιακός αυξητικός παράγοντας study] 17
[Platelet-derived growth factor, PDGF] 10 Ανοικτής επισήμανσης μελέτη [Open-label
Αιμορροφιλία [Hemophilia] 10 study] 17
Αιμοχρωμάτωση [Hemochromatosis] 10 Ανοχή [Tolerance] 17
Ακετοϋδροξαμικό οξύ [Acetohydroxamic Αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία
acid] 11 [Reflex sympathetic dystrophy, RSD] 134
Ακετυλοχολίνη [Acetylcholine, ACh] 11 Αντιγόνο [Antigen] 18
Ακρομεγαλία ή Μεγαλακρία Αντιγραφή [Replication] 18
[Acromegaly] 11 Αντιοξειδωτική δίαιτα [Anti-oxidant diet] 18
Αλγοδυστροφία [Algodystrophy] 134 Αντιόξινο [Αntacid] 18
Αλγόριθμος FRAX [Algorithm FRAX] 11 Αντίσωμα [Antibody] 18
Αλενδρονάτη [Alendronate] 12 Αντλία νατρίου-καλίου [Sodium-potassium
Αλκαλική φωσφατάση [Alkaline pump] 18
phosphatase, ALP] 12 Αντοχή [Strength] 18
Αλκάλωση [Alkalosis] 12 Αξονική τομογραφία [Computerized
Αλκαπτονουρία [Alkaptonuria] 12 tomography, CT] 18
Αλληλόμορφο [Allele] 13 Αξονικός σκελετός [Axial skeleton] 18
Αλλομόσχευμα [Allograft] 13 Απλότυπος [Haplotype] 19
Αλλοπουρινόλη [Allopurinol] 13 Απόλυτος κίνδυνος [Absolute risk] 19
Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης Απομεταλλωμένη θεμέλια οστική ουσία
[Polymerase change reaction, PCR] 13 [Demineralized bone matrix, DBM] 19
Αλφακαλσιδόλη [Alfacalcidol] 13 Απομετάλλωση [Demineralization] 19
Άμεσα συγκριτική μελέτη [Head to Head Απομυελίνωση [Demyelination] 19
study] 13 Απόπτωση ή Προγραμματισμένος κυττα-

156
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

ρικός θάνατος [Apoptosis or Programmed rickets, ADHR] 27


cell death] 19 Αυτοσωμική επικρατούσα οστεοπέ-
Απορροφησιομετρία διπλοενεργειακής τρωση τύπου I [Autosomal dominant
δέσμης ακτίνων X [Dual-energy X-ray osteopetrosis type I, ADO I] 28
absorptiometry, DXA] 20 Αυτοσωμική επικρατούσα οστεοπέ-
Αποσιώπηση [Silencing] 21 τρωση τύπου II [Autosomal dominant
Αποσπαστικό κάταγμα [Avulsion fracture] 21 osteopetrosis type II, ADO II] 28
Αυτοσωμική υπολειπόμενη οστεοπέτρωση
Αποσύζευξη [Uncoupling] 21
[Autosomal recessive osteopetrosis, ARO] 28
Αποφόρτιση του σκέλους [Limb
Αφαλάτωση ή Απασβεστοποίηση
suspension] 21
[Decalcification] 29
Αρθρικό υγρό [Synovial fluid] 21
Αχονδροπλασία [Achondroplasia, ACH] 29
Αρθρικός θύλακας [Articular capsule] 21
Αχρησία [Disuse] 29
Αρθρικός χόνδρος [Articular cartilage] 22
Αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα B
[Hematopoietic stem cells, HSCs] 22 Βαζεδοξιφαίνη [Bazedoxifene] 29
Αρχέγονα μεσεγχυματικά κύτταρα Βασική µικροκατασκευαστική μονάδα του
[Mesenchymal stem cells, MSCs] 22 οστού [Basic structural unit, BSU] 30
Αρωματάση [Αromatase] 23 Βασική πολυκυτταρική μονάδα του οστού
Ασβέστιο [Calcium] 23 [Basic multicelllar unit, BMU] 30
Ασβέστιο, εντερική απορρόφηση [Calcium, Βελονισμός [Acupuncture] 30
intestinal absorption] 23 Βιο-ομοειδή [Biosimilars] 30
Ασβέστιο, νεφρική επαναρρόφηση και Βιοχημικοί δείκτες οστικής εναλλαγής
απέκκριση [Calcium, renal reabsorption [Biochemical markers of bone turnover] 31
and excretion] 24 Βισφατίνη [Visfatin] 31
Ασβέστιο / Κρεατινίνη ούρων [Urinary Βιταμίνη D [Vitamin D] 32
calcium / creatinine ratio, Ca/Cr] 24 Βιταμίνη D2 ή Εργοκαλσιφερόλη [Vitamin
Ασβεστιολυτικά [Calcilytics] 24 D2 or Εrgocalciferol] 33
Ασβεστιομιμητικά [Calcimimetics] 25 Βιταμίνη D3 ή Χοληκαλσιφερόλη [Vitamin
Άσηπτη νέκρωση [Avascular necrosis] 94 D3 or Cholecalciferol] 33
Ασπορίνη [Αsporin] 25 Βλαισσός μέγας δάκτυλος [Hallux valgus,
Ασφυκτική θωρακική δυσπλασία bunion] 33
[Asphyxiating thoracic dysplasia] 129 Βλεννοπολυσακχαριδώσεις
Ατελής αδαμαντινογένεση [Amelogenesis [Mucopolysaccharidoses] 33
imperfecta, AI] 25 Βλεννοπολυσακχαρίδωση τύπου VI
Ατελής οδοντινογένεση [Odontogenesis [Mucopolysacchari-doses type VI] 130
imperfecta] 25 Γ
Ατελής οστεογένεση ή Οστεοψαθύρωση Γαμέτες [Gemetes] 34
[Osteogenesis imperfecta] 26 Γαμετογένεση [Gametogenesis] 34
Ατροφία Sudeck [Sudeck’s atrophy] 134 Γενετικός τόπος [Genetic locus] 34
Αυθόρμητη μεταλλαγή [Spontaneous Γενικευμένη φλοιώδης υπερόστωση ή
mutation] 26 Νόσος Van Buchem [Generalized cortical
Αυξητική πλάκα [Growth plate] 51 hyperostosis or Van Buchem disease] 34
Αυξητική ή Σωματοτρόπος ορμόνη Γενωμική αποτύπωση [Genomic
[Growth hormone, GH or Somatotropin] 26 imprinting] 34
Αυξητικός παράγοντας [Growth factor] 26 Γλυκογόνο [Glycogen] 34
Αυξητικός παράγοντας των ινοβλαστών Γλυκοζαμινογλυκάνες
[Fibroblast growth factor, FGF] 27 [Glycosaminoglycans, GAGs] 34
Αυξητικός παράγοντας των ινοβλαστών-23 Γλυκόζη [Glucose] 35
[Fibroblast growth factor-23, FGF-23] 27 Γλυκοπρωτεΐνη [Glycoprotein] 35
Αυτομόσχευμα [Autograft] 27 Γοναδοτρόπα κύτταρα [Gonadotrophs] 35
Αυτοσωματική επικρατούσα υποφω- Γοναδοτροπίνες [Gonadotropins] 35
σφοραιμική ραχίτιδα/οστεομαλακία Γονίδιο ALOX15 [ΑLOX15 gene] 35
[Autosomal dominant hypo-phosphatemic Γονίδιο ALPL [ALPL gene] 35

157
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Γονίδιο [Gene] 35 Δυσόστωση [Dysostosis] 43


Γονίδιο PHEX [Phosphate regulating Ε
endopeptidase homolog X-linked or PHEX
Ειδικό προστατικό αντιγόνο [Prostate-
gene] 35
specific antigen, PSA] 44
Γονιδίωμα [Genome] 36
Εικονικό φάρμακο [Placebo] 44
Γραμμές Looser [Looser lines] 36
Εκρηκτικό κάταγμα [Burst fracture] 44
Γραμμή τσιμέντου [Cement line] 36
Εκλυτική ορμόνη της αυξητικής ορμόνης
Γραμμωτή οστεοπάθεια [Οsteopathia
[Growth hormone releasing hormone,
striata] 36
GHRH] 44
Γύψινος επίδεσμος/νάρθηκας [Plaster of
Εκλυτική ορμόνη της θυρεoειδοτρόπου
Paris/cast] 37
ορμόνης [Thyrotropin releasing hormone,
Δ TRH] 44
Δείγμα [Sample] 37 Εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης
Δειγματοληψία [Sampling] 37 [Corticotropin releasing hormone, CRH] 44
Δείκτης μάζας σώματος [Body mass Εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών
index, BMI] 37 [Gonadotropin releasing hormone, GnRH] 44
Δείκτης οστικής αντοχής [Bone strength Έκτοπη οστεοποίηση [Heteropic
index, BSI] 38 ossification] 44
Δενοσουμάμπη [Denosumab] 38 Έκτοπος [Ectopic] 45
Δεσμευτική πρωτεΐνη της βιταμίνης D Εκφυλιστικές αλλοιώσεις [Degenerative
[Vitamin D binding protein, VDBP] 38 lesions] 45
Δεσμοί του πυριδινίου στα ούρα [Urinary Ελαστικότητα [Elasticity] 45
pyridinoline cross-links] 39 Ελεύθερες ρίζες [Free radicals] 45
Δεσμοσώματα [Desmosomes] 39 Εμβιομηχανική [Biomechanics] 45
Δευτερογενής πώρωση κατάγματος Εμβιομηχανική ανεπάρκεια
[Secondary-callus healing] 40 [Biomechanical incompetence] 46
Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός Εμβιομηχανική επάρκεια [Biomechanical
[Secondary hyperparathyroidism] 40 competence] 46
Διαγονιδιακά ζώα [Transgenic animals] 40 Εμμηνόπαυση [Menopause] 46
Διαλογή [Screening] 40 Ενδιάμεση αυτοσωμική υπολειπόμενη
Διαμεμβρανική πρωτεΐνη-1 σχετιζόμενη οστεοπέτρωση [Intermediate autosomal
με την οστεοπέτρωση [Osteopetrosis- recessive osteopetrosis, IARO] 46
associated transmembrane protein 1, Ενδοθηλίνη-1 [Endothelin-1] 46
OSTM1] 41 Ενδοκυττάρωση [Endocytosis] 47
Διαμεμβρανικός υποδοχέας της χαμηλής Ενδομεμβρανώδης οστεογένεση ή οστεο-
πυκνότητας λιποπρωτεΐνης [Low-density ποίηση [Intramembranous osteogenesis or
lipoprotein receptor-related protein 5, ossification] 47
LRP5] 41 Ενδοπεπτιδάση PHEX [Phosphate-
Διαμόλυνση [Transfection] 41 regulating neutral endopeptidase X-linked
Διάρθρωση [Diarthrosis] 41 or Endopeptidase PHEX] 48
Διάστημα εμπιστοσύνης [Confidence Ενδοχόνδρια οστεογένεση ή οστεο-
interval, CI] 41 ποίηση [Endochondral osteogenesis or
Διατμηματικές μελέτες [Cross-sectional ossification] 48
studies] 42 Ενεργοποίηση [Activation] 49
Δίαυλος χλωρίου-7 [Chloride channel 7, Ενεργοποίηση - Απορρόφηση - Σχηματι-
ClC-7] 42 σμός [Activation – Resorption – Formation,
Διορθωμένο ασβέστιο [Corrected ARF] 49
calcium] 42 Ενεργοποιητής του υποδοχέα του πυρη-
Διφωσφονικά [Bisphosphonates] 42 νικού παράγοντα κβ [Receptor activator of
Δοκιδώδες οστό [Trabecular bone] 120 nuclear factor κΒ, RANK] 49
Δραστικές μορφές οξυγόνου [Reactive Εξωκυττάρια φωσφογλυκοπρωτεΐνη
oxygen species, ROS] 43 [Matrix extracellular phosphoglycoprotein,
Δύναμη [Force] 43 MEPE] 49

158
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Επενδυματικά κύτταρα [Lining cells] 50 Ισομόσχευμα [Isograft] 57


Επιγενετικός [Epigenic] 50 Ισορροπία [Balance] 57
Επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσλη- Ισομορφή της ανθεκτικής στο άλας του
ψης της σεροτονίνης [Selective serotonin τρυγικού οξέος όξινη φωσφατάση 5b
reuptake inhibitors, SSRIs] 50 [Tartrate resistant acid phosphatase,
Επιλεκτικοί τροποποιητές των υποδοχέ- TRAP 5b] 58
ων των ανδρογόνων [Selective androgen Ισότροπο υλικό [Isotropic material] 59
receptor modulators, SARMs] 50 Ιστιοκύττωση από κύτταρα Langergans
Επιλεκτικοί τροποποιητές των υποδοχέ- [Langerhans cell histiocytosis, LCH] 59
ων των οιστρογόνων [Selective estrogen Ιχνηλάτηση [Footprinting] 59
receptor modulators, SERMs] 50 Κ
Επιμετάλλωση [Mineralization] 51
Καθεψίνη Κ [Cathepsin K] 59
Επιπολασμός [Prevalence] 51
Καθοδικά [Downstream] 59
Επίπτωση [Incidence] 51
Καλμοδουλίνη [Calmodulin, CaM] 59
Επίτοποι [Epitopes] 51
Καλσιδιόλη ή Καλσιφεδιόλη [Calcidiol or
Επιφυσιακή ή Αυξητική πλάκα
Calcifediol] 60
[Epiphyseal or Growth plate] 51
Καλσιτονίνη [Calcitonin, CT] 60
Εργοκαλσιφερόλη [Εrgocalciferol] 33
Καλσιφεδιόλη [Calcifediol] 60
Έτη ζωής χωρίς αναπηρία [Disability-
Κάμψη [Bending] 60
adjusted life years, DALYs] 52 Καρβοξυτελικό τελοπεπτίδιο του κολλαγό-
Ετιδρονάτη [Etidronate] 52 νου τύπου Ι [Carboxy-terminal collagen
Ευθραυστότητα [Fragility] 52 crosslinks, CTx] 61
Εύθρυπτο [Brittle] 52 Καρδιαγγειακά νοσήματα και οστεο-
Εψιδίνη [Hepcidin] 52 πορωση [Cardio-vascular disease and
Ζ osteoporosis] 61
Ζολενδρονικό οξύ [Zoledronic acid] 53 Καρκινογόνο [Carcinogen] 61
Ζωικά πρότυπα στα μεταβολικά νοσήματα Καρυότυπος [Κaryotype] 62
των οστών [Animal models in metabolic Κασπάσες [Caspases] 62
bone diseases] 53 Κάταγμα ισχίου [Hip fracture] 62
Κάταγμα καρπού [Wrist fracture, Carpal
Η
fracture] 62
Ημιδεσμοσώματα [Hemidesmosome] 53 Καταρράκτης [Cascade] 62
Ηπατική νόσος [Liver disease] 53 Καυσαλγία [Causalgia] 134
Θ Κεντρικό νευρικό σύστημα [Central
Θαλασσαιμία [Thalassemia] 54 nervous system, CNS] 62
Θειαζίδες [Thiazides] 54 Κηδεμόνας [Brace] 63
Θνησιμότητα [Mortality] 54 Κινάσες [Kinases] 63
Θνητότητα [Fatality] 54 Κινάσες MAP [MAP Kinases, MAPK] 63
Θυλακίτιδα [Bursitis] 54 Κιρκάδιος ρυθμός [Circadian rhythm] 63
Θυρεοτοξίκωση [Thyrotoxicosis] 55 Κλειδοκρανιακή δυσόστωση [Cleidocranial
Θωρακική έκπτυξη [Chest expansion] 55 dysostosis, CCD] 63
Κλειστή κοόρτη μελέτη [Closed cohort
Ι study] 64
Ιμπανδρονάτη [Ibandronate] 55 Κληρονομική υποφωσφοραιμική ραχί-
Ινοβλάστης [Fibroblast] 55 τιδα με υπερασβεστιουρία [Hereditary
Ινσουλίνη [Insulin] 55 hypophosphatemic rickets with
Ινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας hypercalciuria, HHRH] 64
[Insulin- like growth factor, IGF] 56 Κληρονομούμενη οστεοδυστροφία Albright
Ιντεγκρίνες [Integrins] 56 [Albright’s hereditary osteodystrophy,
Ινώδης δυσπλασία των οστών [Fibrous AHO] 65
dysplasia of bones] 56 Κλινοστατισμός [Bed rest] 65
Ιόν [Ion] 57 Κλοδρονάτη [Clodronate] 65
Ισομορφές [Isoforms] 57 Κλωθώ [Klotho] 65

159
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Κοιλιοκάκη [Celiac disease] 65 Μεταγωγή σήματος [Signal


Κολλαγόνο [Collagen] 66 transduction] 73
Κοόρτη Μελέτη [Cohort study] 66 Μεταλλαγή απώλειας λειτουργίας [Loss-of-
Κόπωση [Fatigue] 66 function mutation] 73
Κορτικοτροπίνη [Corticotropin] 28 Μεταλλαγή [Mutation] 73
Κορυφαία οστική μάζα [Peak bone mass] 66 Μεταλλοπρωτεϊνάσες θεμέλιας ουσίας
Κρανιομεταφυσιακή δυσπλασία [Cranio- [Matrix metalloproteinases, MMPs] 74
metaphyseal dysplasia] 67 Μετατρεπτικός αυξητικός παράγοντας-β
Κρυσταλλίτες απατίτη [Apatite crystallites] 67 [Transforming growth factor, ΤGF-β] 74
Κυκλoσπoρίvη [Cyclosporine] 67 Μεταφυσιακή δυσόστωση [Metaphyseal
Κυκλική 3’,5’-μονοφωσφορική αδενοσίνη dysostosis] 74
[Cyclic adenosine 3’,5’-monophosphate, Μεταφυσιακή δυσπλασία τύπου Pyle
cAMP] 67 [Metaphyseal dysplasia Pyle type] 74
Κυκλοοξυγενάση [Cyclooxygenase, COX] 67 Μη-κολλαγονικές πρωτεΐνες [Non-
Κυστινουρία [Cystinuria] 67 collagenous proteins, NCPs] 75
Κυτοκίνες [Cytokines] 68 Μήκυνση [Strain] 75
Κυτταρική διαίρεση [Cell division 68 Μηχανική επάρκεια [Mechanical
Κυτταρική επικοινωνία [Cell signaling] 68 competence] 75
Κυφοπλαστική [Kyphoplasty] 68 Μικρο-υπολογιστική αξονική τομογραφία
[micro-CT, μCT] 75
Λ
Μικροβαρύτητα [Microgravity] 76
Λασοφοξιφαίνη [Lasofoxifene] 68 Μικροκάκωση [Microdamage, MDx] 76
Λεπτίνη [Leptin] 69 Μικροπέτρωση [Micropetrosis] 76
Λίθιο [Lithium] 69 Μίτωση [Mitosis] 76
Λιποκύτταρα ή Αδιποκύτταρα [Lipocytes Μονοκλωνικό αντίσωμα [Monoclonal
or Adipocytes] 69 antibody, mAb] 76
Λιπώδης ιστός [Fat tissue] 69 Μονονουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί
Λουμικάνη [Lumican, LUM] 69 [Single nucleotide polymorphisms, SNP] 77
Μ Μπλοσοζουμάμπη [Blosozumab] 77
Μαγνήσιο [Magnesium] 70 Μυοκίνες [Myokines] 77
Μαγνητική οστική μικροτομογραφία Ν
[Μagnetic bone micro-tomography, μMRI] 70 Νεανική οστεοπόρωση [Juvenile
Μαγνητική τομογραφία [Magnetic osteoporosis] 77
resonance imaging, MRI] 70 Νέκρωση [Necrosis] 78
Μέγεθος δείγματος [Sample size] 71 Νευρογλοιακά κύτταρα [Neuroglial cells] 78
Μέθοδος της ποσοτικής υπερηχοτο- Νευροδιαβιβαστής [Neurotransmitter] 78
μογραφίας [Quantitative ultrasound, Νευρώνας [Neuron] 79
QUS] 71 Νεφρασβέστωση [Nephrocalcinosis] 79
Μείζων βήτα θαλασσαιμία [Beta Νεφρολιθίαση [Nephrolithiasis] 79
thalassemia major] 71 Νοσηρότητα [Morbidity] 80
Μελέτες «ασθενών-μαρτύρων» [Case- Νόσος Addison [Addison’s disease] 80
control studies] 71 Νόσος Albers-Schönberg [Albers-
Μελέτες παρατήρησης [Observational Schönberg disease] 28
studies] 71 Νόσος Blount [Blount’s disease] 80
Μελορεόστωση [Melorheostosis] 72 Νόσος Camurati-Engelmann 109
Μεσεγχυματικά οστικά κύτταρα Νόσος Crohn [Crohn disease] 80
[Mesenchymal bone cells] 72 Νόσος Paget [Paget disease] 81
Μετα-ανάλυση [Meta-analysis] 72 Νόσος των Strumpell-Lorrain [Strumpell-
Μεταβλητές διαδοχικές επαναλήψεις Lorrain disease] 83
αριθμού [Variable number tandem repeat, Νόσος των Τruswell-Hansen [Truswell-
VNTR] 73 Hansen disease] 118
Μεταγραφικός παράγοντα Runx2 [Runt- Νόσος Van Buchem [Van Buchem
related transcription factor 2, Runx2] 73 disease] 34

160
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Νόσος Wilson [Wilson’s disease] 82 Οστεοποικίλωση [Osteopikilosis] 96


Νουκλεάσες [Nucleases] 82 Οστεοπόρωση [Osteoporosis] 96
Ξ Οστεοπρογονικό κύτταρο [Osteoprogenitor
cell] 97
Ξενομόσχευμα [Xenograft] 82 Οστεοπροτεγερίνη [Osteoprotegerin, OPG] 97
Ο Οστερίξη [Οsterix, Osx] 98
Ογκογενής οστεομαλακία [Tumor-induced Οστεώνας [Osteon] 7
osteomalacia, ΤΙΟ] 82 Οστικές μορφογενετικές πρωτεΐνες [Bone
Ογκοειδής ασβέστωση [Tumoral calcinosis] 82 morphogenetic proteins, BMPs] 98
Οικογενής σπαστική παραπληγία ή Νόσος Οστική αλκαλική φωσφατάση [Bone
των Strumpell- Lorrain [Familial spastic alkaline phosphatase, BALP] 99
paraplegias or Strumpell-Lorrain disease] 83 Οστική ανακατασκευή [Bone remodeling] 99
Οικογενής υπoασβεστιουρική υπερ- Οστική αντοχή [Bone strength] 100
ασβεστιαιμία [Familial hypocalciuric Οστική ιστομορφομετρία [Bone
hypercalcemia, FHH] 83 histomorphometry] 100
Οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση Οστική κατασκευή [Bone modeling] 101
[Familial adenomatous polyposis, FAP] 83 Οστική ποιότητα [Bone quality] 101
Οικογενής υπερφωσφαταιμική ογκογενής Οστικό έμφρακτο [Bone infract] 102
ασβέστωση [Hyperphospatemic familial Οστικό μόσχευμα [Bone graft] 102
tumor calcinosis, HFTC] 84 Οστικός πόνος [Bone pain] 102
Οιστρογόνα [Estrogens] 84 Οσφυαλγία [Low back pain] 103
Ολιγοδοντία [Oligodontia] 85 Ουδός δράσης αχρησίας [Disuse - mode
Ολική αρθροπλαστική [Total arthroplasty] 85 threshold, MESr] 103
Ομοιοστασία ασβεστίου [Calcium Ουδός οστικής κατασκευής [Modeling
homeostasis] 85 threshold, MESm] 103
Ομοιοστασία μαγνησίου [Magnesium Π
homeostasis] 86 Παράγοντας διέγερσης αποικιών μακρο-
Ομοιοστασία φωσφόρου [Phosphorus φάγων [Macrophage-colony stimulating
homeostasis] 87 factor, M-CSF] 103
Ομοκυστινουρία [Homocystinuria] 87 Παράγοντας κινδύνου [Risk factor] 103
Οξειδωτικό στρες [Oxidative stress] 88 Παράγοντες κινδύνου οστεοπόρωσης
Οξέωση [Acidosis] 88 [Risk factors for osteoporosis] 104
Οπίσθια ανισορροπία [Backward Παραθορμόνη 1-84 [Parathyroid hormone
disequilibrium] 88 1-84, PTH 1-84] 104
Όριο ελαστικότητας [Yield point] 89 Παραθορμόνη [Parathyroid hormone,
Ορμονική θεραπεία υποκατάστασης ΡΤΗ] 104
[Hormone replacement therapy, HRT] 89 Παραθυρεοειδεκτομή
Οστεοανοσολογία [Osteoimmunology] 89 [Parathyroidectomy] 104
Οστεοαρθρίτιδα [Osteoarthritis] 89 Παραμονή στη θεραπεία [Persistence] 105
Οστεοβλάστης [Osteoblast] 90 Παρεμβατικές μελέτες [Interventional
Οστεοβλαστογένεση [Osteoblastogenesis] 90 studies] 106
Οστεοειδές [Osteoid] 91 Παροδική οστεοπόρωση του ισχίου
Οστεοκαλσίνη [Osteocalcin, OC] 91 [Τransient osteoporosis of the hip, TOH] 105
Οστεοκλάστη [Osteoclast] 91 Παροδική περιοχική οστεοπόρωση
Οστεοκλαστογένεση [Osteoclastogenesis] 92 [Transient regional osteoporosis] 105
Οστεοκύτταρο [Οsteocyte] 93 Πειραματικές εφαρμογές στα μεταβολι-
Οστεομαλακία [Osteomalacia] 93 κά νοσήματα των οστών [Experimental
Οστεονέκρωση ή Άσηπτη νέκρωση applications in metabolic bone diseases] 105
[Osteonecrosis or Avascular necrosis] 94 Πειραματικές ή Παρεμβατικές μελέτες
Οστεονέκρωση των γνάθων από [Experimental or Interventional studies] 106
διφωσφονικά [Bisphosphonate-related Περιγραφικές μελέτες [Descriptive
osteonecrosis of the jaws, BONJ] 94 studies] 106
Οστεοπενία [Osteopenia] 94 Περιοχική οστική πυκνότητα [Areal bone
Οστεοπέτρωση [Osteopetrosis] 95 density] 106

161
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Περιφερική ποσοτική αξονική τομογραφία [Primary healing fracture] 112


[Peripheral quantitative computerized Πρωτόκολλο [Protocol] 113
tomography, pQCT] 106 Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
Περιφερικό νευρικό σύστημα [Peripheral [Primary hyperparathyroidism] 113
nervous system] 106 Πτώση [Fall] 113
Περιφερικός σκελετός [Appendicular Πυκνοδυσόστωση [Pycnodysostosis] 113
skeleton] 107 Πώρωση κατάγματος [Fracture healing] 114
Πηλίκο των διαγωνίων γινομένων [Odds Ρ
ratio, OR] 107
Ραλοξιφαίνη [Raloxifene] 114
Ποιοτικά προσαρμοσμένα έτη ζωής
Ρανελικό στρόντιο [Strontium ranelate] 115
[Quality-adjusted life years, QALYs] 107
Ραχίτιδα [Rickets] 115
Πολλαπλούν μυέλωμα [Multiple
Ραχίτιδα εξαρτώμενη από τη βιταμίνη D
myeloma] 108
τύπου Ι [Vitamin D-dependent rickets
Πολυμορφικοί δείκτες οστεοπόρωσης
type I, VDDR I] 115
[Polymorphic merkers of osteoporosis] 108
Ραχίτιδα εξαρτώμενη από τη βιταμίνη D
Πολυμορφισμοί ενός μόνο νουκλεοτιδίου
τύπου ΙΙ [Vitamin D-dependent rickets
[Single nucleotide polymorphisms, SNPs] 108
type I, VDDR ΙΙ] 116
Πολυμορφισμοί μήκους περιοριστικών
Ρεζιστίνη [Resistin] 116
τμημάτων [Restriction fragment length
Ριζεδρονάτη [Risedronate] 116
polymorphisms, RFLPs] 108
Ρυθμός σπειραματικής διήθησης
Προ-οστεοβλάστης [Pre-osteoblast] 108
[Glomerular Filtration Rate, GFR] 116
Προγεστερόνη [Progesterone] 108
Πρόγνωση [Prognosis] 109 Σ
Προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος Σακχαρώδης διαβήτης [Diabetes
[Programmed cell death] 19 mellitus] 117
Προλακτίνη [Prolactin, PRL] 109 Σακχαρώδης διαβήτης της κύησης
Προλιποκύτταρο [Preadipocyle] 109 [Gestational diabetes] 117
Προοδευτική διαφυσιακή δυσπλασία ή Σακχαρώδης διαβήτης τύπου I [Diabetes
Νόσος Camurati-Engelmann [Progressive mellitus type I] 117
diaphyseal dysplasia, PDD or Camurati- Σακχαρώδης διαβήτης τύπου II [Diabetes
Engelmann disease, CED] 109 mellitus type II] 118
Προοδευτική οστεοποιός ινοδυσπλασία Σαρκοπενία [Sarcopenia] 118
ή Προοδευτική οστεοποιός μυοσίτιδα Σκληροστέωση ή Νόσος των Τruswell-
[Fibrodysplasia ossificans progressiva, Hansen [Sclerosteosis or Truswell-Hansen
FOP or Myositis ossificans progressiva, disease] 118
MOP] 109 Σκληροστίνη [Sclerostin] 119
Προοπτική μελέτη [Prospective study] 110 Σκληρυντικές οστικές δυσπλασίες
Προπεπτίδια του προκολλαγόνου [Sclerosing bone dysplasias] 119
[Procollagen type I N-terminal propeptide, Σπινθηρογράφημα [Bone scan] 119
ΡIΝΡ και Procollagen type I C-terminal Σπογγώδες ή Δοκιδώδες οστό [Cancellous
propeptide, ΡΙCΡ] 110 or Trabecular bone] 120
Προσήλωση [Adherence] 110 Σπονδυλική στήλη [Vertebral column,
Προσταγλανδίνες [Prostaglandins] 111 spine] 120
Προστακυκλίνη [Prostacyclin] 111 Σπονδυλομορφομετρία [Vertebral fracture
Προστατευτικός παράγοντας [Protective assessment, VFA] 120
factor] 111 Σπονδυλοπλαστική [Vertebroplasty] 121
Πρωϊμότητα [Prematurity] 111 Σταθερή απόκλιση [Standard deviation,
Πρωτεάση ADAMS10 [ADAMTS10 SD] 121
protease] 112 Στενοσύνδεσμοι [Tight junctions] 122
Πρωτεΐνη Gla θεμέλιας ουσίας [Matrix Gla Στεφανιαία συνοστέωση [Coronal
protein, MGP] 112 synostosis] 122
Πρωτεογλυκάνες [Proteoglycans] 112 Σύζευξη [Coupling] 122
Πρωτογενής πώρωση κατάγματος Συμμόρφωση [Compliance] 122

162
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Συμπαγές οστό [Compact bone] 148 Willi] 132


Συνάρθρωση [Synarthrosis] 123 Σύνδρομο Saethre-Chotzen [Syndrome
Σύνδεσμοι πρόσδεσης [Adherens Saethre-Chotzen] 132
junctions] 123 Σύνδρομο Sipple [Syndrome Sipple] 133
Συνδέτης του ενεργοποιητή του υποδοχέα Σύνδρομο Wermer [Syndrome Wermer] 133
του πυρηνικού παράγοντα Κβ [Receptor Σύνδρομο ευπάθειας [Frailty syndrome] 132
activator of nuclear factor κΒ ligand, Σύνδρομο πεινασμένων οστών [Hungry
RANKL] 123 bone syndrome, HBS] 133
Σύνδρομα δυσαπορρόφησης Σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής
[Malabsorption syndromes] 124 νεοπλασίας τύπου 1 [Multiple endocrine
Σύνδρομο Alagille [Syndrome Alagille] 124 neoplasia type 1, MEN-1] 133
Σύνδρομο Alstrom [Syndrome Alstrom] 124 Σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής
Σύνδρομο Angelman [Syndrome νεοπλασίας τύπου 2 [Multiple endocrine
Angelman] 124 neoplasia type 2, MEN-2] 133
Σύνδρομο Apert [Syndrome Apert] 124 Σύνδρομο του σύμπλοκου περιοχικού
Σύνδρομο Bartter [Syndrome Bartter] 125 πόνου [Complex regional pain syndrome,
Σύνδρομο Beare-Stevenson [Syndrome CRPS] 134
Beare-Stevenson] 125 Σύνδρομο ώμου-χεριού [Shoulder-hand
Σύνδρομο Carpenter [Syndrome syndrome] 134
Carpenter] 125 Σύνθετο κάταγμα [Compound fracture] 134
Σύνδρομο Cohen [Syndrome Cohen] 125 Σύστημα RANKL/RANK/OPG [OPG/
Σύνδρομο Crouzon [Syndrome Crouzon] 126 RANKL/RANK system] 134
Σύνδρομο Cushing [Syndrome Cushing] 126 Συστηματική μαστοκύττωση [Systemic
Σύνδρομο Ehlers-Danlos [Syndrome mastocytosis] 135
Ehlers-Danlos, EDS] 126 Σύσφιξη της γροθιάς [Grip strength] 135
Σύνδρομο Fanconi [Syndrome Fanconi] 127 Σχετικό με την παραθορμόνη πεπτίδιο
Σύνδρομο Gardner [Syndrome Gardner] 127 [Parathyroid hormone-related Peptide,
Σύνδρομο Gitelman [Syndrome PTHrP] 136
Gitelman] 127 Σχετικός κίνδυνος [Relative risk, RR] 136
Σύνδρομο Goldblatt [Syndrome Σωματοτρόπος ορμόνη [Somatotropin] 26
Goldblatt] 127 Τ
Σύνδρομο Hunter [Syndrome Hunter] 127
Ταμοξιφαίνη [Tamoxifen] 136
Σύνδρομο Hurler [Syndrome Hurler] 128
Τάση [Stress] 137
Σύνδρομο Jackson-Weiss [Syndrome
Τεριπαρατίδη [Teriparatide, TPD] 137
Jackson-Weiss] 128
Τιβολόνη [Tibolone] 138
Σύνδρομο Jeune ή Ασφυκτική θωρα-
Τιμή κριτηρίου p [p-value] 138
κική δυσπλασία [Syndrome Jeune or
Τραστουζαμάμπη [Trastuzamab, T-DM1] 138
Asphyxiating thoracic dysplasia] 129
Τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
Σύνδρομο Keutel [Syndrome Keutel] 129
[Tertiary hyperparathyroidism] 138
Σύνδρομο Laurence-Moon [Syndrome
Τριχοοδοντική-οστική δυσπλασία [Tricho
Laurence-Moon] 129
dento osseous dysplasia] 138
Σύνδρομο Liddle [Syndrome Liddle] 130
Τροπισμός [Tropism] 139
Σύνδρομο Marfan [Syndrome Marfan] 130
Τροποκολλαγόνο [Tropocollagen] 139
Σύνδρομο Maroteaux–Lamy [Syndrome
Τυχαιοποίηση [Randomization] 139
Maroteaux-Lamy] 130
Σύνδρομο Mazabraud [Syndrome Υ
Mazabraud] 130 Υδροξυαπατίτης [Hydroxyapatite] 139
Σύνδρομο McCune-Albright [Syndrome Υδροξυλάση-1α της βιταμίνης D [Vitamin
McCune-Albright] 131 D 1α-hydroxylase] 139
Σύνδρομο Menkes [Syndrome Menkes] 131 Υδροξυλάση-24 της βιταμίνης D [Vitamin
Σύνδρομο Muenke [Syndrome Muenke] 131 D 24-hydroxylase] 140
Σύνδρομο Pfeiffer [Syndrome Pfeiffer] 131 Υδροξυλάση-25 της βιταμίνης D [Vitamin
Σύνδρομο Prader-Willi [Syndrome Prader- D 25-hydroxylase] 140

163
Ιατρικοί Όροι & Ορισμοί στα ΜΝΟ

Υδροξυπρολίνη ούρων [Urinary Χ-φυλοσύνδετη με τον υπολειπόμενο


hydroxyproline] 140 χαρακτήρα κληρονομούμενη υποφωσφο-
Υπασβεστιαιμία [Hypocalcemia] 140 ραιμική ραχίτιδα / οστεομαλακία [X-linked
Υπερασβεστιαιμία [Hypercalcemia] 141 recessive hypophosphatemic rickets,
Υπερδοντία [Hyperdontia] 141 XLRH] 150
Υπερθυρεοειδισμός [Hyperthyroidism] 141 Χ-φυλοσύνδετη υποφωσφοραιμική
Υπερκαλιαιμία [Hyperkalemia] 141 ραχίτιδα / οστεομαλακία [X-linked
Υπερμαγνησιαιμία [Hypermagnesemia] 142 hypophosphatemic rickets, XLH] 150
Υπεροξαλουρία [Hyperoxaluria] 142 Χασματοσύνδεσμος [Gap junction] 151
Υπερουρικοζουρία [Hyperuricosuria] 142 Χερουβισμός [Cherubism] 151
Υπερφωσφαταιμία Χονδροκύτταρα [Chondrocytes] 151
[Hyperphosphatemia] 142 Χονδρομαλακία [Chondromalacia] 151
Υπογοναδισμός [Hypogonadism] 142 Χονδροπάθεια [Chondropathy] 152
Υποδοντία [Hypodontia] 143 Χρόνια νεφρική νόσος [Chronic kidney
Υποδοχέας PTH/PTHrΡ ή PTH1R [PTH/ disease, CKD] 152
PTHrΡ receptor or Parathyroid hormone 1 Χώρος ανακατασκευής [Remodeling
receptor, PTH1R] 143 space] 152
Υποδοχέας αισθητήρας του ασβεστίου Ψ
[Calcium-sensing receptor, CaSR] 144 Ψευδο-ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός
Υποδοχέας ακτιβίνης τύπου 2 [Activin [Pseudopseudohypoparathyroidism,
type 2 receptor, ACVR2] 144 PPHP] 152
Υποδοχέας της βιταμίνης D [Vitamin D Ψευδοϋπασβεστιαιμία
receptor, VDR] 144 [Pseudohypocalcemia] 152
Υποθυρεοειδισμός [Hypothyroidism] 144 Ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός
Υποκαλιαιμία [Hypokalemia] 145 [Pseudohypoparathyroidism, PHP] 153
Υποκιτρουρία [Hypocitraturia] 145 Ψευδοϋποφωσφαταιμία
Υπομαγνησιαιμία [Hypomagnesemia] 145 [Pseudohypophosphatemia] 153
Υπομονάδα α3 της V-ATPase [V-ATPase Ψυχογενής ανορεξία [Anorexia nervosa] 153
a3 subunit] 146 Ψωρίαση [Psoriasis] 153
Υποπαραθυρεοειδισμός Ψωριασική αρθρίτιδα [Psoriatic arthritis] 153
[Hypoparathyroidism] 146
Υποσιτισμός [Undernutrition] 146 Ω
Υπόφυση [Pituitary gland or Ωοθυλακιότροπος ορμόνη [Follicle-
Hypophysis] 146 stimulating hormone, FSH] 154
Υποφωσφαταιμία [Hypophosphatemia] 146 Ωχρινοποιητική ορμόνη [Luteinizing
Υποφωσφατασία [Hypophosphatasia] 147 hormone, LH] 154
Υποχόνδριο οστό [Subchondral bone] 147 G
Υποχονδροπλασία [Hypochondroplasia,
G πρωτεΐνες [G proteins] 154
HCH] 147
T
Φ
T-score [T-score] 154
Φαρμακογενομική [Pharmacogenomics] 148
Φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη W
[Adrenocorticotropic hormone, ACTH] 9 WNT πρωτεΐνες [WNT proteins] 155
Φλοιώδες ή Συμπαγές οστό [Cortical or Z
Compact bone] 148
Z-score [Z-score] 155
Φορτίο [Load] 148
Φωσφοροπενία [Phosphorus depletion] 148
Φωσφόρος [Phosphorus] 149
Φωσφορυλίωση [Phosphorylation] 149
Χ
Χοληκαλσιφερόλη [Cholecalciferol] 33
Χονδρογένεση [Chondrogenesis] 149

164

You might also like