Professional Documents
Culture Documents
Heidegger - Enrico Berti
Heidegger - Enrico Berti
Heidegger - Enrico Berti
Χάιντεγκερ
Εκδόσεις Αμέθυστος
http://amethystosebooks.blogspot.com/
Περιεχόμενα
2
1. Η ενότης του Είναι σαν "ουσία".
Παρά την νύξη στον Χούσσερλ, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι η
ομιλία αφηγείται την πορεία τού Χάιντεγκερ μέσω της φαινομενολογίας,
δέν υπάρχει καμμία αμφιβολία πώς το βιβλίο του Brentano πάνω στις
πολλαπλές σημασίες τού Είναι που διέκρινε ο Αριστοτέλης, ήταν η αιτία
να ερευνήσει "την καθοδηγητική θεμελιώδη σημασία".
3
Η πρώτη από τις σημασίες τού Είναι τού Αριστοτέλη την οποία ερεύνησε
ο Χάιντεγκερ υπήρξε εκείνη που θεωρήθηκε σαν θεμελιώδης από τον
Brentano δηλαδή το Είναι σύμφωνα με τις κατηγορίες, ανάμεσα στις
οποίες η πρώτη είναι η ουσία! Για όλη την περίοδο λοιπόν κατά την
οποία έμεινε πιστός στον καθολικισμό του, και στην σχολαστική
φιλοσοφία επομένως, δηλαδή μέχρι την μεταστροφή του στην
φαινομενολογία του Χούσσερλ (1916) ο Χάιντεγκερ υποστηρίζει, μαζί
με τον Μπρεντάνο, πώς η βασική σημασία του Είναι, όπως το έδειξε
και ο Αριστοτέλης, εκείνη που είναι ικανή να δώσει ενότητα σε όλες
τις άλλες και επομένως να αποτελέσει την αληθινή και σωστή
ενότητα τού Είναι, είναι η ουσία και σαν καλός σχολαστικός
φιλόσοφος μοιράζεται και ο ίδιος και φιλοσοφικά αυτή την
βεβαιότητα! Αυτό το δεδομένο δέν είναι μικρής σημασίας, διότι όπως θα
δούμε, όταν στην συνέχεια ο Χάιντεγκερ, θα διακόψει και θα ξεφύγει
από τον σχολαστικισμό κάνοντας τον Αριστοτέλη τον βασικό στόχο
της κριτικής του, συνέχισε να σκέπτεται πώς ο Αριστοτέλης είχε
μειώσει το Είναι ουσιαστικώς στην ουσία, και γι' αυτό του άσκησε
κριτική. Μόνο που αυτή του η πεποίθηση, ήταν μόνον η ερμηνεία τού
Αριστοτέλη που είχε δώσει ο σχολαστικός Μπρεντάνο και την είχε
μοιραστεί και ο Χάϊντεγκερ!
4
Στην πραγματικότητα η θεωρία τής λεγόμενης αναλογίας
χορηγήσεως είναι εντελώς ξένη στον Αριστοτέλη και είναι μία
δημιουργία του νεοπλατωνισμού η οποία έφτασε στην Χριστιανική
σχολαστική μέσω των Αράβων και η οποία εφαρμόζεται ουσιωδώς
στην σχέση ανάμεσα στον Θεό και στα δημιουργήματα, και είναι
θεμελιωμένη στην μετοχή, για την οποία ο Θεός είναι το Είναι
κατ'ουσίαν και τα κτίσματα κατά μετοχήν. Είναι δηλαδή είναι
προερχόμενο, καταγόμενο από το Είναι του Θεού. Είναι τυπικό των
σχολαστικών ερμηνειών να συγχέουν την σχέση τών κατηγοριών
πρός την ουσία, δηλαδή την ομωνυμία πρός Εν, αποδεκτή από τον
Αριστοτέλη όσον αφορά το Είναι, με την νεοπλατωνική αναλογία τής
χορηγήσεως, η οποία προϋποθέτει την τάση πρός μία μονοσήμαντη
κατανόηση του Είναι.
5
ενεργεία- συνέχιζε να ερμηνεύει το δόγμα τών πολλών σημασιών τού
Είναι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο τού Μπρεντάνο!
Αυτό όμως δέν τον εμποδίζει να υπολογίσει την σχέση τής ουσίας
στις κατηγορίες σαν μία μορφή αναλογίας, αποδίδοντας στον
Αριστοτέλη μία θεωρία τής μετοχής η οποία του είναι εντελώς ξένη!
6
Η μοναδική διαφορά, αναφορικά με την ερμηνεία τού Μπρεντάνο, είναι
ότι στην διάρκεια των παραδόσεων τού 1931 ο Χάιντεγκερ διακρίνει την
θεμελιώδη σημασία τού Είναι όχι πλέον στην ουσία, αλλά στο Είναι
σύμφωνα με το δυνάμει και ενεργεία, κάτι που τον αναγκάζει να πεί:
«Ήδη στον Μεσαίωνα βάσει τής προτάσεως τής Μετφ. Θ1 (αρχή) την
οποία αναφέραμε ήδη, βγήκε το συμπέρασμα ότι η πρώτη σημασία
τού Είναι, ακόμη και για τους τέσσερις τρόπους λαμβανόμενους μαζί
(τυχαία, καθαυτό, σαν αληθινό και δυνάμει και ενεργεία) και όχι μόνον
για εκείνη τών κατηγοριών και την πολλαπλότητά του, είναι η ουσία,
την οποία μεταφράζουμε συνήθως σαν "sostanza". Σαν να επρόκειτο
ακόμη και το δυνάμει είναι (το δυνατό), το πραγματικό (το ενεργεία) και
το αληθινό, νά έπρεπε να αναφερθούν στο είναι με την έννοια τής ουσίας.
Τον XIX αιώνα (ιδιαιτέρως με τον Μπρεντάνο) προσκολληθήκαμε
σ'αυτό το σημείο, καθότι τον ίδιο καιρό το είναι, το δυνάμει είναι και το
ενεργεία (το πραγματικό) είχαν αναγνωρισθεί σάν κατηγορίες! Έγινε
λοιπόν κοινή γνώμη το γεγονός ότι το αριστοτελικό δόγμα τού Είναι
είναι στην πραγματικότητα ένα "δόγμα τής ουσίας". Αυτή η ερμηνεία
είναι λανθασμένη κατά ένα μέρος διότι είναι ανεπαρκής απέναντι στο
πολλαχώς και πιό συγκεκριμένα διότι δέν κατενοήθη ότι δέν επρόκειτο
παρά για μία προετοιμασία μιάς ερωτήσεως! (Ακόμη και η μελέτη τού
W. Jager οικοδόμησε την ερμηνεία της στον Αριστοτέλη σ'αυτό το
θεμελιώδες λάθος.)»
7
Σωθήκαμε από την δυσκολία, με την βοήθεια τής αναλογίας, η οποία δέν
είναι μία λύση αλλά μόνον μία διατύπωση! Στην Μεσαιωνική Θεολογία,
το πρόβλημα τής αναλογίας, μεταδόθηκε μέσω τής οδού η οποία περνά
μέσω του Πλωτίνου, ο οποίος δίνει την ερμηνεία, ήδη στην κατεύθυνση
αυτής τής παράκαμψης, στην VI Εννεάδα!
Αλλά στα νεανικά του χρόνια ο Χάιντεγκερ είχε ακολουθήσει αυτή την
έννοια τής αναλογίας τού Είναι όχι μόνον λόγω τής επιρροής τού βιβλίου
τού Μπρεντάνο, το οποίο μιλούσε για τον Αριστοτέλη, αλλά και για
λόγους θρησκευτικούς, τους οποίους αναφέρουμε πρίν. Αυτός ο ίδιος
μάλιστα δηλώνει στην αυτοβιογραφική του διάλεξη:
8
Έτσι ο νεαρός Χάιντεγκερ όχι μόνον αποδέχεται αυτή την έννοια τής
φιλοσοφίας, αλλά ωθείται λόγω ακριβώς τής επιρροής τού Braig, η οποία
ασκείται πάνω του ακόμη και μετά την πρώτη του επαφή με το κείμενο
τού Braig, να θεμελιώσει μία ένταση ανάμεσα στην φιλοσοφία,
αριστοτελικώς εννοιολογημένης σαν οντολογίας (αλλά σαν μία
οντολογία η οποία αποκορυφούται στην Θεολογία), και την αληθινή
Θεολογία, δηλαδή την δογματική τού Χριστιανισμού. Έτσι στην
αυτοβιογραφική του διάλεξη συνεχίζει:
Γνωρίζουμε εξάλλου από την βιογραφία του Χάιντεγκερ ότι το 1909 είχε
εισέλθει στην "Συντροφιά τού Ιησού" σαν δόκιμος μοναχός και ότι μετά
από μία περίοδο δοκιμασίας δύο μόνον εβδομάδων, αναγκάστηκε να
εξέλθει λόγω καρδιακών ενοχλήσεων οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά την
ανάβασή τους σε βουνό! Μία υγιής και κατάλληλη φυσική κατάσταση
ήταν απαραίτητη συνθήκη για την ζωή τού μοναχού. Για τους ίδιους
λόγους υγείας το 1911 αναγκάζεται να εγκαταλείψη τις Θεολογικές
σπουδές, τις οποίες είχε ξεκινήσει στο Φράϊμπουργκ με την προοπτική να
9
αφιερωθεί στον κλήρο και αποφασίζει να γραφεί πρίν στην σχολή των
μαθηματικών και στην συνέχεια, το 1912, στην φιλοσοφία, λαμβάνοντας
για να παρακολουθήσει την σχολή αυτή, ένα δάνειο από μία καθολική
φοιτητική ένωση!
«Στον Duns Scoto βρίσκεται μία παρατήρηση η οποία έχει σχεδόν τον
αέρα τού μοντέρνου! Εμείς αποκτούμε συχνά την εμπειρία να έχουμε
απέναντι μας κάτι αντικειμενικό, χωρίς να γνωρίζουμε εάν είναι ουσία ή
συμβεβηκός: Με άλλους όρους: αυτό το αντικειμενικό δέν διαθέτει
ακόμη κατηγοριακούς καθορισμούς ακριβείς. Όταν έχουμε κάτι
αντικειμενικό κάτω από το βλέμμα του πνεύματος, μπορεί να
συνυπάρχει η αμφιβολία σχετικά με ποιά κατηγορία μπορεί να
ανήκει, εάν υπάρχει καθαυτό ή σε άλλο. Ο Χαρακτήρας τής
πραγματικότητός του δέν είναι ακόμη καθορισμένος και παρ'όλα
αυτά δίδεται κάτι. Συλλαμβάνουμε κάτι το οποίο είναι ακόμη
προκαταρκτικό σε κάθε καθορισμό κατηγοριακής συμμόρφωσης! Το
όν σημαίνει επομένως το συνολικό όνομα της σφαίρας τών αντικειμένων
γενικώς. Αυτό το μέρος, η πλευρά αυτού που παραμένει μέσα στο
αντικειμενικό, λοιπόν, είναι η κατηγορία των κατηγοριών. Το όν
διασώζεται σε κάθε αντικείμενο, όπως και αν διαφοροποιείται στον
πλούτο τού περιεχομένου του! Το όν συνιστά κάτι τελικό, κάτι υπέρτατο,
10
πίσω από το οποίο δέν μπορούμε να ερευνήσουμε πλέον» (Heid. Το
νόημα τής στροφής και τού Είναι).
Έτσι λοιπόν σ'αυτή την πρώτη περίοδο τών φιλοσοφικών του σπουδών
(1907-1916) ο Χάιντεγκερ είχε σάν οδηγό του τόν Αριστοτέλη, αλλά
έναν Αριστοτέλη ερμηνευμένο με το φώς τού σχολαστικισμού τού
Μπρεντάνο και του Braig και γι'αυτό μή ικανοποιητικού, ακριβώς δέ
στην σχέση με την απαίτηση να ανακαλύψει ένα μονοσήμαντο Είναι,
διαφορετικού από την ουσία, η οποία είχε γεννηθεί μέσα του από την
μελέτη τού Σχολαστικισμού και από την Χριστιανική Θεολογία, την
οποία κατενόησε κατ'αρχάς με το κλειδί του καθολικισμού και στην
συνέχεια σύμφωνα μ'έναν καθολικισμό σε βαθειά κρίση!
11
2. Η προσχώρηση στήν φαινομενολογία και η "αναφορά-Natorp".
12
Προτεσταντισμό, εξηγώντας στον φίλο του Krebs ότι στα τελευταία δύο
χρόνια είχαν ωριμάσει νέες φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ιδιαιτέρως
γνωσεολογικού χαρακτήρος, οι οποίες κατέστησαν γι'αυτόν
«προβληματικό και απαράδεκτο το σύστημα τού καθολικισμού, όχι τον
Χριστιανισμό και την μεταφυσική καθαυτά, τα οποία όμως προσέλαβαν
μία νέα σημασία» (Χρόνος και Είναι, σ. 97).
Στις αρχές τού 1919 ο Χούσσερλ διορίζει τον Χάϊντεγκερ βοηθό του και
τού αναθέτει την εργασία, με τις αποδοχές της, τής διδαχής στο
Πανεπιστήμιο τού Φράϊμπουργκ. Νά πώς περιγράφει ο Χάιντεγκερ την
επιρροή τής νέας του διδασκαλίας στην κατανόηση τού Αριστοτέλη!
«Όταν εγώ ο ίδιος ξεκινώντας από το 1919 υιοθέτησα στην πρακτική τής
διδασκαλίας το φαινομενολογικό βλέπειν και ταυτοχρόνως έβαλα σε
δοκιμή στο σεμινάριο μία μεταμορφωμένη κατανόηση τού Αριστοτέλη,
το ενδιαφέρον μου συγκεντρώθηκε πάλι στις Λογικές έρευνες,
ιδιαιτέρως στην έκτη τής πρώτης έκδοσης! Η διαφορά η οποία
αναφέρεται εδώ ανάμεσα στην αισθητή έμπνευση και την
κατηγοριακή έμπνευση μού φανερώθηκε σε όλο της το εύρος για τον
καθορισμό τής "πολλαπλής σημασίας τού ουσιώδους". Ακριβώς
σ'αυτή την εργασία συνέλαβα -κατ΄αρχάς καθοδηγούμενος απο μία
προαίσθηση παρά από μία θεμελιωμένη άποψη- ότι εκείνο που για την
φαινομενολογία τών πράξεων τής συνειδήσεως συντελείται σαν η
αυτοφανέρωση τών φαινομένων, είχε ήδη καθορισθεί και με έναν πιό
πρωτότυπο τρόπο από τον Αριστοτέλη, και από τον στοχασμό και
από την ύπαρξη τών Ελλήνων στην ολότητά τους, σαν αλήθεια, σαν
μή-κρυφιότης τού παρόντος ουσιώδους, σαν η αποκάλυψή του! Έτσι
οδηγήθηκα στο θέμα τού "Ερωτήματος τού Είναι" φωτισμένου από την
φαινομενολογική στάση, εκ νέου -αλλά διαφορετικά από πρίν- χωρίς
κανέναν καθησυχασμό για τα ερωτήματα που γεννιόντουσαν από την
εργασία τού Μπρεντάνο». (σ.187-188).
13
ενός αισθητού δεδομένου, αλλά τών απλών στοιχείων τα οποία
υπεισέρχονται στην κρίση, δηλαδή τα ουσιώδη.
14
Μπρεντάνο τα αποφασιστικά στοιχεία και κατόρθωσε με την πιό ριζική
σημασία, ακόμη και να προχωρήσει πέραν αυτού!
15
δηλαδή η οντολογία του, η οποία περιέχει την έννοια τού Είναι που
διέθετε ο Αριστοτέλης, την ηθική του, η οποία περιέχει την έννοια της
ζωής, και η φυσική του, η οποία περιέχει την έννοια τής κινήσεως!
«Τί εννοεί γενικώς ο Αριστοτέλης σάν Είναι, και πώς είναι προσβάσιμο,
οριζόμενο, κατανοητό γενικώς; Το πλαίσιο τών αντικειμένων, το οποίο
δίνει το καταγωγικό νόημα τού Είναι, είναι εκείνο τών δημιουργημένων
αντικειμένων, τα οποία χρησιμοποιούνται στην πρακτική τού κόσμου!
Όχι το οντολογικό πλαίσιο τών πραγμάτων λοιπόν, τα οποία
συλλαμβάνονται στην ουσία τους σαν πραγμάτων και σαν
αντικειμένων μίας θεωρητικής γνώσης, αλλά ο κόσμος που συναντάται
στην πρακτική τής κατασκευής, τής χρήσης, τής δημιουργίας, δέν είναι
το πρός-τί στο οποίο στρέφεται η καταγωγική εμπειρία του Είναι.
Αυτό που έγινε στην πρακτική κίνηση τής δημιουργίας (ποίησις) αυτό
που έφτασε στην ύπαρξη καθότι ετοιμασμένο για χρήση - αυτό Είναι
αυτό που Είναι. Το Είναι σημαίνει προϊόν και καθότι προϊόν, καθότι
γεμάτο σημασία για την πράξη, διαθέσιμο!»
16
γίνεται ορατή η όψη αυτού με το οποίο γίνεται η πραγματοποίηση,
αλλά όχι σαν αντικείμενο ενός ρητορικού ορισμού, αλλά σαν το πρός-
τί μιάς ασχολίας σε μία πρακτική πραγματοποίηση. Η "όψη" (για
παράδειγμα μιάς ασθένειας) έχει τον χαρακτήρα αιτίας, για την
δραστηριότητα η οποία ασχολείται με πρακτικά προϊόντα (ιατρεύειν,
ασχολούμαι πρακτικά με την ιατρική). Η αιτία έχει πρωταρχικώς μία
πρακτική σημασία!
Όπως είδαμε ο Χάϊντεγκερ μειώνει το είδος, δηλαδή τήν όψη, τήν βασική
αιτία τού Είναι σε ουσία, δηλαδή την ιδιότητα τής συμμόρφωσης στην
όψη. Σχετικά μ'αυτό ο Χάιντεγκερ σχολιάζει : «Η ουσία όμως έχει,
ακόμη και στον Αριστοτέλη τον ίδιο, όπως και αργότερα, την
πρωταρχική πρακτική σημασία τού οικείου οικογενειακού αγαθού, τής
Πατρικής ουσίας, η οποία προσφέρεται για χρήση στον τριγύρω μας
κόσμο. Αυτή δείχνει εδώ το "έχειν". Αυτό το οποίο από το όν στην
πρακτική ζωή τού κόσμου φυλάσσεται σαν τό Είναι του, αυτό που τον
χαρακτηρίζει σαν ένα "έχειν", είναι το Είναι-παράγωγο. Στην παραγωγή,
το αντικείμενο τής πρακτικής τού κόσμου φανερώνεται στην όψη του!»
17
Η ιδέα του Θείου δέν αναδύθηκε στον Αριστοτέλη μέσω τής εξηγήσεως
όλου αυτού που είναι αντικείμενο τής βασικής εμπειρίας τής θρησκείας,
το Θείον είναι μάλλον η έκφραση του πιό υψηλού χαρακτήρος τού Είναι,
όπως αναδύεται από την οντολογική ριζοσπαστικοποίηση τού όντος-σε-
κίνηση... Το καθοριστικό οντολογικό επίπεδο, το όν σε κίνηση, η
ιδιαίτερη οντολογική εξήγηση ενός τέτοιου όντος, είναι οι θεματικές
πηγές τών βασικών οντολογικών δομών οι οποίες αργότερα θα
καθορίσουν με αποφασιστικό τρόπο το Θείο Είναι με την ιδιαίτερη
χριστιανική σημασία. Η Χριστιανική Θεολογία, ο φιλοσοφικός
διαλογισμός ο οποίος είναι κάτω από την επιρροή της και η
ανθρωπολογία, η οποία αναδύεται πάντοτε από τέτοιους συσχετισμούς,
μιλούν μέσω κατηγοριών, οι οποίες είναι δανεισμένες, ξένες από τον δικό
τους λόγο υπάρξεως!
18
Θεολόγος" θέλοντας να αναφερθεί ουσιαστικώς στην Μυστική Θεολογία
και στην διάρκεια δέ τού 1923 δηλώνει : «στην έρευνα μου είχα για
συνοδό μου τον Λούθηρο και σαν μοντέλο τον Αριστοτέλη, ο οποίος
ήταν μισητός στον Λούθηρο» παρότι συμπλήρωσε ότι ιδέες τού έδωσε
και ο Κίρκεγκαρντ, και τα μάτια τού τα έδωσε ο Χούσσερλ.
Αλλά πέραν μιάς κριτικής λουθηρανής γεύσης, πρόκειται επίσης και για
μία κριτική νεοκαντιανής γεύσης δηλαδή "νατορπιανής". Αντικείμενό της
είναι ακριβώς η μεταφυσική τού Αριστοτέλη, ιδιαιτέρως η ορθολογική
του Θεολογία, η οποία προέρχεται απο την μείωση τού Είναι σε ουσία,
δηλαδή αυτό ακριβώς που υπήρξε αντικείμενο κριτικής τού Κάντ, και το
οποίο θεωρήθηκε από τον Νεοκαντιανισμό απολύτως ξεπερασμένο. Εδώ
ο Αριστοτέλης, περισσότερο από μια αποδόμηση υπήρξε αντικείμενο
μιας αληθινής ισοπέδωσης.
Δέν είμαστε σίγουροι ότι ο Χάιντεγκερ γνώριζε το άρθρο τού Natorp για
την μεταφυσική τού Αριστοτέλη, αλλά το καλοκαιρινό εξάμηνο τού
1928, το αναφέρει καθαρά!
19
3. Η ερμηνεία τής μεταφυσικής σάν “οντο-θεολογία”!
20
ηθελημένα το Είναι στο όν. Μ'αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία ορίζεται σαν
έρευνα εκείνου τού όντος το οποίο πάνω απ'όλα Είναι, εκείνου τού όντος
το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο αντιστοιχεί στην ιδέα τού Είναι και
επομένως σαν τέτοιο, είναι το υπέρτατο όν, γίνεται δηλαδή Θεολογία.
21
infinitum, increatum) και τα πλάσματα, τα κτίσματα (ens finitum,
creatum) όπου ο Θεός γίνεται κατανοητός σαν η υπέρτατη
συγκεκριμενοποίηση τής έννοιας τής ουσίας. Είναι η εννοιολόγηση
της ουσίας η οποία θα ξαναεμφανιστεί, όπως το είδαμε ήδη, στα
μαθήματα του 1931, η οποία δέν είναι αριστοτελική, αλλά
σχολαστική, όπως σχολαστική και όχι αριστοτελική είναι η ταύτιση
του Θεού με την υπέρτατη σύλληψη και συγκεκριμενοποίηση τής
ουσίας. Συνεχίζει λοιπόν να ερμηνεύει τον Αριστοτέλη μέσω του
Σχολαστικισμού. Στα μαθήματα τού 1926 δέν απορρίπτει ακόμη την
Μεταφυσική τού Αριστοτέλη τόσο καθαρά όπως θα το κάνει το 1931,
παρ'όλα αυτά δέν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετικά με την Μεταφυσική
δείχνει να εκτιμά την οντολογική στιγμή, την οντολογική της πλευρά,
απορρίπτοντας την Θεολογική!
«Αυτό δέν έχει καμμία σχέση με τον Θεό και την θρησκεία. Έχει μία
καθαρά οντολογική σημασία! Η "Θεολογία" τού Αριστοτέλη δέν έχει
σχέση με την διευκρίνηση τής σχέσεως τού ανθρώπου με τον Θεό. Αυτή
μεταμορφώθηκε στην σχολαστική ερμηνεία και συγχωνεύτηκε στην
Χριστιανική κατανόηση τού Θεού και τού ανθρώπου. Αλλά είναι λάθος
να ερμηνεύσουμε τον Αριστοτέλη Χριστιανικά».
22
Σ'αυτές τις γραμμές ο Χάιντεγκερ, παρότι εγκωμιάζει την συνέπεια, δέν
συντάσσεται με τον Αριστοτέλη - τον οποίο ερμηνεύει με ακρίβεια
σχετικά με την αιωνιότητα τού κόσμου, αλλά αστοχεί σχετικά με τον
καθορισμό τού κινητού ακινήτου μ'έναν τρόπο ο οποίος αντιστοιχεί στον
κορυφαίο καθορισμό τού Είναι, που είναι η σχολαστική ερμηνεία - ούτε
βρίσκεται με το μέρος της Σχολαστικής, αλλά μάλλον βρίσκεται πολύ
πιθανόν με το μέρος ενός Χριστιανισμού κατανοημένου μ'έναν μή-
σχολαστικό τρόπο, δηλαδή λουθηρανικό. Παρ'όλα αυτά εκφράζεται με
διφορούμενο τρόπο, δέν δηλώνει με ποιό μέρος συντάσσεται, δέν ασκεί
κριτική στον Αριστοτέλη, αλλά κριτικάρει μόνον την ερμηνεία που
έδωσε τής σκέψης του ο Σχολαστικισμός.
23
Η αληθινή πρόθεση η οποία εμψύχωνε τον Χάϊντεγκερ στα μαθήματα
τού Μαρβούργου πάνω στον Αριστοτέλη εκφράστηκε τέλεια από τον
Γκάνταμερ, ο οποίος τα παρακολούθησε, στην διάσημη μαρτυρία στην
οποία αναγνωρίζεται η εντύπωση μιας "τήξης των οριζόντων" με τον
Αριστοτέλη, την οποία πρόσφεραν οι ερμηνείες τού Χάιντεγκερ, αλλά
ταυτοχρόνως αποκαλύπτεται και το "αντιμεταφυσικό πρόγραμμα"
το οποίο βρισκόταν στην βάση τους, δηλαδή το σχέδιο τού
Χάιντεγκερ να οικοδομήσει μία εναλλακτική φιλοσοφία στην
μεταφυσική τού Αριστοτέλη!
24
«η φιλοσοφία σαν φιλοσοφία πρώτη έχει λοιπόν ένα διπλό
χαρακτήρα, είναι επιστήμη τού Είναι και επιστήμη τού Θείου».
Στην συνέχεια αφού έχει υπογραμμίσει, και στις δύο πλευρές της, ότι
είναι για τον Αριστοτέλη μία επιστήμη σε "αναζήτηση", ο Χάιντεγκερ,
διευκρινίζει ότι η επιστήμη του Είναι αντιστοιχεί σ'αυτό που στην
μοντέρνα εποχή ονομάσθηκε "οντολογία", ενώ η επιστήμη του Θείου
αντιστοιχεί στην "Θεολογία" και αναρωτιέται:
Από αυτό το χωρίο φαίνεται καθαρά ότι το πρόβλημα που ετέθη στον
Χάϊντεγκερ από την διπλή φύση της φιλοσοφίας, μάλιστα δέ της
αριστοτελικής μεταφυσικής, συμπίπτει με την ίδια τήν παραδοχή της με
εκείνο που διατύπωσε ο Natorp, και ότι η λύση με το κλειδί της
εξελίξεως την οποία πρότεινε ο Jaeger κρίνεται από αυτόν ανεπαρκής.
Μία ακόμη πιό οξεία κριτική στο βιβλίο τού Jaeger, εξάλλου, βρίσκεται
σε ένα γραπτό του Χάϊντεγκερ έναν χρόνο αργότερα, στο άρθρο «Περί
της ουσίας και περί της έννοιας τής "φύσης" (Αριστοτέλης Φυσικά Β, 1)»
όπου ο Χάιντεγκερ σχετικά με τον Αριστοτέλη δηλώνει : «ένα βιβλίο, το
οποίο παρόλη την ευρυμάθειά του έχει το μοναδικό ελάττωμα να
σκέφτεται την φιλοσοφία τού Αριστοτέλη μ'έναν απολύτως μή-ελληνικό
τρόπο, αλλά μοντέρνο-σχολαστικό και νεοκαντιανό».
Παρ'όλα αυτά όμως κανένας απο τους τρείς ούτε ο Natorp ούτε ο Jaeger,
ούτε και ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, ξεφεύγει εντελώς, σχετικά με την
ερμηνεία τής μεταφυσικής του Αριστοτέλη, από την επήρεια τού Κάντ, ο
οποίος με την σειρά του είχε επηρεαστεί από σχολαστικο -μοντέρνα
ερμηνεία, δηλαδή θωμιστικο-σουαρεζικο-γουλφική. Γι' αυτό η
κατηγορία για νεοκαντισμό η οποία στρέφεται από τον Χάιντεγκερ στον
25
Jaeger, θα μπορούσε να στραφεί και εναντίον του! Είδαμε μάλιστα στο
χωρίο που παραθέσαμε, ότι για να βρεί αυτή που θεωρεί την αληθινή
λύση ο Χάιντεγκερ παραπέμπει πρός μία κατεύθυνση την οποία είχε
υποδείξει ο Κάντ.
26
δηλαδή την έρευνα στο Είναι, ενώ απορρίπτει την Θεολογική στιγμή, την
οποία ταυτίζει ο Αριστοτέλης με την έρευνα στην ουσία!
27
στο οποίο έχει πρόθεση να εναντιωθεί ο Χάϊντεγκερ με την σκέψη
του!
28
προσελήφθη ιστορικά στην εκκλησιαστική Χριστιανική Θεολογία και
μετεμορφώθη εξ αυτής, αλλά εξαρτάται περισσότερο από τον τρόπο με
τον οποίο εξ'αρχής το όν εφανερώθη σαν όν. Μόνον αυτή η φανέρωση
τού όντος έδωσε την δυνατότητα στην Χριστιανική Θεολογία να
οικειοποιηθεί την ελληνική φιλοσοφία. Εάν αυτό ωφέλησε ή ζημίωσε
ας το αποφασίσουν οι θεολόγοι βασιζόμενοι στην Χριστιανική εμπειρία,
αλλά ξανασκεπτόμενοι όσα έγραψε ο Απόστολος Παύλος στην 1η πρός
Κορινθίους επιστολή του (1 Κορ. 1.20) "Ουχί εμώρανεν ο Θέος την
σοφίαν τού κόσμου;". Αλλά η σοφία τού κόσμου είναι, όπως λέγεται εκεί
(1,22) αυτό που ζητούν οι Έλληνες. Ο Αριστοτέλης μάλιστα ονομάζει
ζητούμενη την πρώτη φιλοσοφία (την καθαυτή). Θα θελήσει η
Χριστιανική φιλοσοφία να ξανα αποφασίσει να λάβει στα σοβαρά τον
λόγο του Αποστόλου και επομένως την φιλοσοφία σαν μία μωρία;
29
ξεκινώντας απο την εμπειρία μιας σκέψης, στην οποία φανερώθηκε
στην οντο-Θεολογία η ενότης, η οποία δέν έγινε ακόμη αντικείμενο
στοχασμού τής ουσίας τής μεταφυσικής» (Χάϊντεγκερ, Ταυτότης και
Διαφορά σελ. 51).
Αλλά, ο Χάιντεγκερ αυξάνει την κριτική του: Στην πέμπτη έκδοση τού
"Τί πράγμα είναι η μεταφυσική" (1949), η προστεθείσα εισαγωγή
προσφέρει μία καθαρή παραπομπή στην οντο-Θεολογική ουσία τής
μεταφυσικής (σ.17). «Παρ'όλα αυτά θα ήταν βεβιασμένο να
βεβαιώσουμε ότι η μεταφυσική είναι Θεολογία λόγω τού γεγονότος ότι
είναι οντολογία! Κατ'αρχάς πρέπει να πούμε : η μεταφυσική είναι
Θεολογία, δηλαδή μία πιστοποίηση περί του Θεού διότι ο Θεός
εισέρχεται στην φιλοσοφία. Έτσι η ερώτηση περί του οντο-Θεολογικού
χαρακτήρος τής μεταφυσικής εκλεπτύνεται στην ερώτηση : πώς
εισέρχεται ο Θεός στην φιλοσοφία, όχι μόνον στην μοντέρνα, αλλά
στην καθαυτή φιλοσοφία;» Και η απάντηση τού Χάιντεγκερ είναι: «ο
Θεός εισέρχεται στην φιλοσοφία μέσω τής "συνθέσεως" τής
οντολογικής διαφοράς ανάμεσα στο Είναι και στο όν, βάσει τής οποίας
το Είναι παρουσιάζεται σαν το "δημιουργόν θεμέλιο" το οποίο
διακρίνεται απο το όν το οποίο κατανοείται σαν το θεμελιωθέν προϊόν».
30
τον υπαρκτό άνθρωπο σαν τέτοιο». Στον Χάιντεγκερ, σύμφωνα με τον
Pannenberg, η Θεολογία δέν κατανοείται, όπως το ήθελε η μεσαιωνική
παράδοση, σαν επιστήμη του Θεού, αλλά σαν "στοχασμός τής πίστεως".
Γι'αυτό οφείλει να ελευθερωθεί απο την χρήση οποιουδήποτε
φιλοσοφικού συστήματος! Η πίστη είναι θέμα μόνον σαν πράξη
υπάρξεως. Δέν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα αντικείμενο τής
πίστεως, το οποίο μπορεί να προηγείται τής πράξης τής πίστεως,
σύμφωνα με τον Χάϊντεγκερ, καθότι η "αποκάλυψη δέν είναι
μεταφορά γνώσεως". Σύμφωνα με τον Pannenberg, ο οποίος είναι ένας
προτεστάντης Θεολόγος, αυτή δέν είναι κάν η εννοιολόγηση τής
Θεολογίας η οποία κατέστη παραδοσιακή στον προτεσταντισμό, αλλά
είναι μία εννοιολόγηση ενός ιδιαιτέρου κλάδου τού προτεσταντισμού,
δηλαδή εκείνου που αντιπροσωπεύεται από τον Rudolf Bultmann, ο
οποίος υπήρξε συνάδελφος και φίλος του Χάιντεγκερ στο Μαρβούργο
και αντιτίθεται για παράδειγμα, στην σύλληψη του Καρλ Μπαρθ.
ΣτΜ: Ο Χάιντεγκερ έθαψε ακόμη πιό βαθειά τόν Νού. Καί στήν θέση
του μερικοί τοποθετούν τό πρόσωπο. Η Δυτική φιλοσοφία δέν είναι η
συνέχεια τής Ελληνικής.
31
4. Η ενότης του Είναι σαν αλήθεια
32
Αυτό το τελευταίο χωρίο το επικαλείται εκ νέου ο Χάϊντεγκερ για να
βεβαιώσει ότι το όν σαν αληθές, καθότι άμεση και φανερή παρουσία,
είναι το κυριότατον (Μετ. Θ. 10, 1051 b 1), δηλαδή λέει ο Χάιντεγκερ,
αυτό που αποφασίζει, που χρησιμεύει σαν οδηγός στην πρόσβαση στο
όν μέσω της καθαρής αντιλήψεως και του ερμηνευτικού καθορισμού.
33
βιβλίο της Ηθικής Νικομάχειας εισάγει την κατάταξη των διανοητικών
συνηθειών παρουσιάζοντας τες σαν τις διαθέσεις μέσω των οποίων η
ψυχή είναι μέσα στο αληθές, διευκρινίζει τις καταφάσκει και αποφάσκει
(και όχι με το και όπως γράφει ο Χάϊντεγκερ στην αναφορά στον
Natorp), δηλαδή "μέσω τής καταφάσεως ή τής αρνήσεως", κάτι που
σημαίνει ότι και ο νούς είναι στο αληθές μέσω τής κρίσεως. Ο
Χάϊντεγκερ σιωπά σ'όλα αυτά και επομένως αυτό που μας παρουσιάζει
δέν είναι η αριστοτελική έννοια του Είναι σαν αληθές, αλλά η
Χάϊντεγκεριανή έννοια, φαινομενολογική, διαισθητική, δηλαδή
Χουσσερλιανή, τού Είναι σαν φανέρωση!
Αλλά δέν καλύψαμε ακόμη τα πάντα! Υπάρχει και μία άλλη πλευρά της
φιλοσοφιας τού Αριστοτέλη την οποία οικειοποιείται ο Χάϊντεγκερ στο
νεανικό του γραπτό : τήν έννοια της φύσης και της κίνησης η οποία είναι
επεξεργασμένη στα τρία πρώτα βιβλία της Φυσικής!
Ισχυρίζεται λοιπόν ότι στην έρευνα του Αριστοτέλη ήταν ακόμη παρόν
και με μεγάλη επιρροή ο τρόπος με τον οποίο οι "αρχαίοι φυσικοί" είχαν
δεί, υπολογίσει και κρίνει την "φύση" και αυτό εκφράζεται βασικώς στην
έννοια της "κινήσεως" μάλιστα δέ της κινητικότητος, η οποία αποτελεί
την βασική διάσταση εκείνης που ο Χάϊντεγκερ ονομάζει "ζωή τελεσφο-
ρούσα" δηλαδή πραγματική, καταφανή (τελική) ή την πραγματική!
34
Για να κατανοήσουμε την σπουδαιότητα αυτής για τον Χάϊντεγκερ,
πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών το γεγονός ότι στην εισαγωγή του
γραπτού, δηλαδή στο «Προοπτική τής ερμηνευτικής καταστάσεως», είχε
παρουσιάσει το φιλοσοφικό του σχέδιο σαν "μία ερμηνευτική
φαινομενολογία τής πραγματικότητος" της τελεσφορούσης, της
αποτελεσματικής, της ευοδούσης, και ότι τα μαθήματα του 1923, τα
τελευταία του Χάϊντεγκερ στο Φράϊμπουργκ, σαν βοηθού του Χούσσερλ,
είχαν σαν τίτλο «Οντολογία. Ερμηνευτική τής καταφανούς
πραγματικότητος». Οι οντολογικές αναλύσεις τις οποίες ανέπτυξε ο
Αριστοτέλης στα τρία πρώτα βιβλία της Φυσικής, δηλώνει ο Χάϊντεγκερ,
«όχι μόνον έχουν ξεπεραστεί μέχρι σήμερα, αλλά ούτε κάν έχουν
κατανοηθεί και έχουν γίνει αποδεκτές στην αξία τους».
[Οι όροι Das Faktische και faktizität έχουν αποδοθεί στα γαλλικά σαν
ανδρείκελο και προσποίηση!]
35
Και στην συνέχεια αντιμετωπίζει άμεσα την αριστοτελική έκφραση τού
Είναι σαν αλήθεια, ελευθερωνόμενος ταχύτατα από τα χωρία στα οποία ο
Αριστοτέλης κάνει λόγο για την αλήθεια και το ψεύδος στην κρίση
(Μετφ. Γ7 και Ε4 και περί ερμηνείας) και συγκεντρώνοντας όλη του την
προσοχή στο χωρίο στο οποίο ο Αριστοτέλης μιλά για το αληθινό
αντικείμενο της νοήσεως, δηλαδή Μετφ. Θ 10. Σχετικά μ'αυτό το
κεφάλαιο, το οποίο όρισε ο ίδιος το "θεμέλιο του προβλήματος της
αλήθειας", το σημείο δηλαδή στο οποίο "κατακτήθηκε η πιό ψηλή
κορυφή των οντολογικών θεμελιωδών υπολογισμών", ο Χάϊντεγκερ
εισέρχεται σε διαμάχη με τον Jaeger διότι στο πρώτο του βιβλίο, Οι
Σπουδές του 1912, είχε αμφισβητήσει ότι αποτελεί μέρος του βιβλίου Θ,
και αναγνωρίζει αντιθέτως τον Bonitz ο οποίος στο σχόλιο του στην
Μεταφυσική, «αποδεικνύει περισσότερο ένστικτο από τους άλλους, διότι
ακολούθησε την οπτική γωνία του Ακινάτη, όπως την ακολούθησε
επίσης και ο Ιησουΐτης και Θωμιστής Ισπανός Σουάρεζ, χάρη στον
στοχασμό του οποίου ο προβληματισμός και η οντολογική εννοιολόγηση
εισήλθαν στην μοντέρνα εποχή».
36
καθαυτό» ανάμεσα στις σημασίες του Είναι, ερμηνεύοντας μ ’αυτόν τον
τρόπο το επίρρημα «κυριότητα», όπως είχε κάνει στην αναφορά στον
Natorp. Επι πλέον λαμβάνει υπ’όψιν το χωρίο στο οποίο ο Αριστοτέλης
εξηγεί ότι σχετικά με τις ουσίες δεν είναι δυνατόν να ξεγελαστούμε διότι
ή κατανοούνται ή αγνοούνται και δηλώνει: «αλλά σχετικά μ ’αυτές
ερευνούμε το τί ην (τί πράγμα είναι), δηλαδή εάν είναι ουσίες ή όχι (αλλά
το τί εστί ζητείται περί αυτών, εάν τοιαύτα εστιν ή μη) 1051 b 32-33! Το
οποίο μεταφράζει ως εξής: «σ ’αυτό το πεδίο, ερευνάται μάλλον τί
πράγμα κάτι είναι πάντοτε, αλλά όχι εάν αυτό έχει γίνει έτσι ή όχι».
37
αλήθειας) και διότι η ανακάλυψη ότι εδώ είναι δυνατόν δείχνει την
άμεση κτήση τού όντος.
Και στην συνέχεια αντιπαραθέτει αυτή την σκέψη (το νοείν), χωρίς
ορισμούς, στην σκέψη μέσω ορισμών, (διανοείν), δηλαδή στην κρίση,
δείχνοντας τα γλωσσικά αντίστοιχα αυτών των δύο πράξεων στο λέγειν
(φωνές) και στον διαλεκτικό διάλογο (διαλέγεσθαι).
Αυτή η ερμηνεία τής αλήθειας και επομένως του Είναι, σαν απλού
Είναι στο παρόν, όπως εκείνη του Είναι σαν απλού Είναι-προϊόν, δεν
μπορεί παρά να μας αφήσει εμβρόντητους! Είναι αλήθεια, πράγματι,
ότι ο Αριστοτέλης, δέχεται χρονικές αλήθειες, δηλαδή προτάσεις οι
οποίες είναι αλήθειες τού γεγονότος, οι οποίες είναι αληθινές μόνον την
στιγμή κατά την οποία συμβαίνει το γεγονός στο οποίο αναφέρονται.
Αλλά είναι επίσης αληθινό ότι το Είναι το οποίο ονομάζεται από τον
Αριστοτέλη «πιο αληθινό», διότι είναι αιτία τής αλήθειας, δηλαδή τής
νοήσεως, τών άλλων πραγμάτων, είναι εκείνο τών πραγμάτων που
είναι πάντοτε (αεί), δηλαδή των πρώτων αιτιών, οι οποίες από το
38
γεγονός ότι «είναι αεί», είναι «οι πιό αληθινές όλων» (Μετάφ. 993 b 26-
31). Μ’αυτόν τον τρόπο η αλήθεια δεν μειώνεται στην απλή χρονική
παρουσία, αλλά προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της αληθινής και
πραγματικής αιωνιότητος!
Η εξήγηση αυτής τής ερμηνείας του Χάϊντεγκερ βρίσκεται στο Είναι και
Χρόνος, στο αριστούργημα το οποίο ο Χάιντεγκερ εκδίδει το 1927 και
επομένως έγραψε στα προηγούμενα χρόνια, όπου εκτίθεται το
συμπέρασμα τών στοχασμών, τους οποίους διεμόρφωνε πάνω στον
Αριστοτέλη, από τις αρχές του ’20 και μάλιστα για κάποιον ήταν «η
αντικατάσταση ενός βιβλίου του Αριστοτέλη που δεν είδε ποτέ το φως».
Εδώ ο Χάιντεγκερ φανερώνει πώς η παραδοσιακή έννοια τής αλήθειας, η
οποία είναι παρούσα και στον Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία η
αλήθεια θα είχε τον τόπο της στην κρίση και θα συνίστατο στην
αντιστοιχία ανάμεσα στην κρίση και την κατάσταση των πραγμάτων
(εκείνη που ο Ακινάτης ονόμασε adequatio intellectus et rei), θα είχε το
το οντολογικό της θεμέλιο στην πρωταρχική έννοια τής αλήθειας,
σύμφωνα με την οποία η αλήθεια είναι η απλή φανέρωση τού Είναι!
39
Δυστυχώς η ίδια τύχη περίμενε και την Μεταφυσική του Αριστοτέλη.
Μεταφράστηκε στην Ελληνογερμανική!].
40
μηδέν άλλο πέφυκεν αριθμείν η ψυχή και ψυχής νούς, αδύνατον είναι
χρόνος ψυχής μη ούσης. (Αλλ’ αν εκ φύσεως δεν υπάρχει τίποτ’άλλο
που να αριθμεί παρά η ψυχή και ο νους τής ψυχής, αδύνατον είναι
χρόνον ψυχής μη ούσης) [Φυσικά Δ14,223 α 25]. Και ο Αυγουστίνος
γράφει: Μού φάνηκε λοιπόν ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτ’άλλο από
μία εκτατότητα (διέκταση), αλλά ποιανού πράγματος εκτατότητα,
δεν ξέρω και θα ήταν εκπληκτικό αν δεν ήταν εκτατότητα τής ίδιας
τής ψυχής! (Εξομολογήσεις Βιβλ. XI, κεφ. 26). Άρα και η ερμηνεία τού
Dasein ως χρονικότητος δεν βρίσκεται κατά βάσιν έξω από τον ορίζοντα
τής κοινότυπης έννοιας τού χρόνου. Και ήδη ο Έγελος έχει κάνει μία
ρητή προσπάθεια να συνάψει τον κοινότυπα κατανοούμενο χρόνο με
το πνεύμα. Στον Kant αντίθετα, ενώ ο Χρόνος είναι ασφαλώς
υποκειμενικός, στέκεται όμως δίπλα στο «εγώ σκέπτομαι» χωρίς να
δένεται μαζί του! (Είναι και Χρόνος §81,427!).
41
Στην αριστοτελική έννοια τής αλήθειας ο Χάιντεγκερ επιστρέφει στα
μαθήματα τού Φράιμπουργκ κατά την διάρκεια τού χειμερινού εξαμήνου
1937-38 μετά την διάσημη Στροφή, στο θέμα: Βασικές έννοιες τής
Μεταφυσικής, Επιλεγμένα «προβλήματα της Λογικής», όπου
αποδίδει στον Αριστοτέλη σχεδόν αποκλειστικά την έννοια τής
αλήθειας σαν αντιστοιχία ή ακρίβεια, ή προσαρμογή, ή ομοιότης
ανάμεσα στην σκέψη και στο Είναι, παρότι δεν ξεχνά να αναφέρει ότι
στην Μετφ. Θ10 αυτή η έννοια βασίζεται σε εκείνη τής αλήθειας σαν
φανέρωση, αποκάλυψη η οποία εξισούται με την Φύση, εννοημένης
μέσω τού νού, και η οποία θα ήταν «ο τελευταίος απόηχος της
καταγωγικής ουσίας τής αλήθειας»! Τέλος στο «Η διδασκαλία του
Πλάτωνος για την αλήθεια», του 1942 ο Χάιντεγκερ αποδίδει στον
Αριστοτέλη κάτι διφορούμενο στον καθορισμό τής ουσίας τής αλήθειας,
λόγω τού γεγονότος ότι στην Μετφ. Θ10 -το οποίο κρίνεται σαν ο
τόπος όπου η αριστοτελική σκέψη φτάνει το αποκορύφωμά της- η
φανέρωση είναι το βασικό χαρακτηριστικό τού όντος, αλλά
ταυτοχρόνως είναι παρούσα και η έννοια τής αλήθειας σαν αντιστοιχία
τής βεβαιώσεως με την κατάσταση τών γεγονότων, τών πράξεων!
42
Δυστυχώς η ίδια τύχη περίμενε και την Μεταφυσική του Αριστοτέλη.
Μεταφράστηκε στην Ελληνογερμανική!].
43
μηδέν άλλο πέφυκεν αριθμείν η ψυχή και ψυχής νούς, αδύνατον είναι
χρόνος ψυχής μη ούσης. (Αλλ’ αν εκ φύσεως δεν υπάρχει τίποτ’άλλο
που να αριθμεί παρά η ψυχή και ο νους τής ψυχής, αδύνατον είναι
χρόνον ψυχής μη ούσης) [Φυσικά Δ14,223 α 25]. Και ο Αυγουστίνος
γράφει: Μού φάνηκε λοιπόν ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτ’άλλο από
μία εκτατότητα (διέκταση), αλλά ποιανού πράγματος εκτατότητα,
δεν ξέρω και θα ήταν εκπληκτικό αν δεν ήταν εκτατότητα τής ίδιας
τής ψυχής! (Εξομολογήσεις Βιβλ. XI, κεφ. 26). Άρα και η ερμηνεία τού
Dasein ως χρονικότητος δεν βρίσκεται κατά βάσιν έξω από τον ορίζοντα
τής κοινότυπης έννοιας τού χρόνου. Και ήδη ο Έγελος έχει κάνει μία
ρητή προσπάθεια να συνάψει τον κοινότυπα κατανοούμενο χρόνο με
το πνεύμα. Στον Kant αντίθετα, ενώ ο Χρόνος είναι ασφαλώς
υποκειμενικός, στέκεται όμως δίπλα στο «εγώ σκέπτομαι» χωρίς να
δένεται μαζί του! (Είναι και Χρόνος §81,427!).
44
Στην αριστοτελική έννοια τής αλήθειας ο Χάιντεγκερ επιστρέφει στα
μαθήματα τού Φράιμπουργκ κατά την διάρκεια τού χειμερινού εξαμήνου
1937-38 μετά την διάσημη Στροφή, στο θέμα: Βασικές έννοιες τής
Μεταφυσικής, Επιλεγμένα «προβλήματα της Λογικής», όπου
αποδίδει στον Αριστοτέλη σχεδόν αποκλειστικά την έννοια τής
αλήθειας σαν αντιστοιχία ή ακρίβεια, ή προσαρμογή, ή ομοιότης
ανάμεσα στην σκέψη και στο Είναι, παρότι δεν ξεχνά να αναφέρει ότι
στην Μετφ. Θ10 αυτή η έννοια βασίζεται σε εκείνη τής αλήθειας σαν
φανέρωση, αποκάλυψη η οποία εξισούται με την Φύση, εννοημένης
μέσω τού νού, και η οποία θα ήταν «ο τελευταίος απόηχος της
καταγωγικής ουσίας τής αλήθειας»! Τέλος στο «Η διδασκαλία του
Πλάτωνος για την αλήθεια», του 1942 ο Χάιντεγκερ αποδίδει στον
Αριστοτέλη κάτι διφορούμενο στον καθορισμό τής ουσίας τής αλήθειας,
λόγω τού γεγονότος ότι στην Μετφ. Θ10 -το οποίο κρίνεται σαν ο
τόπος όπου η αριστοτελική σκέψη φτάνει το αποκορύφωμά της- η
φανέρωση είναι το βασικό χαρακτηριστικό τού όντος, αλλά
ταυτοχρόνως είναι παρούσα και η έννοια τής αλήθειας σαν αντιστοιχία
τής βεβαιώσεως με την κατάσταση τών γεγονότων, τών πράξεων!
45
5. Η οικειοποίηση τής πρακτικής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη.
46
ήδη επικεντρώσει την προσοχή του ήδη στην αναφορά στον Natorp.
Σ’αυτή επέστρεψε στα μαθήματα του χειμερινού εξαμήνου 1924-25,
αφιερωμένα στον Σοφιστή του Πλάτωνος - τού οποίου το πρώτο μέρος
κινήθηκε γύρω από αυτό το έργο τού Αριστοτέλη και ιδιαιτέρως στην
σειρά των διανοητικών συνηθειών οι οποίες εξετάζονται στο βιβλίο VI,
αφού είχε ήδη αφιερώσει μία σειρά μαθημάτων στο καλοκαιρινό
εξάμηνο του 1924, στην Ρητορική, πάντοτε τού Αριστοτέλη, και
συγκεκριμένα στο βιβλίο ΙΙ, το οποίο περιέχει την θεωρία των παθών,
η οποία ανήκει και αυτή, κατά κάποια σημασία, στην πρακτική
φιλοσοφία!
Αλλά το έργο στο οποίο είναι συστηματική, και μαζική, παρότι σιωπηλή,
η αναφορά στον Αριστοτέλη, μάλιστα δε «η λαίμαργη οικειοποίηση»
όπως ελέχθη, είναι το "Είναι και Χρόνος", το οποίο είναι το
αποτέλεσμα των μαθημάτων του Μαρβούργου ανάμεσα στο 1924 και το
1926. Θα περιοριστούμε λοιπόν στην αναφορά μας σ’αυτό το έργο,
ακολουθώντας το υπόδειγμα των ερευνών τού Volpi, οι οποίες είναι οι
πληρέστερες μέχρι σήμερα! Αυτός λοιπόν σημειώνει πάνω απ’όλα την
αντιστοιχία ανάμεσα σε μερικούς όρους που χρησιμοποιεί ο
Χάιντεγκερ για να δείξει τους θεμελιώδεις τρόπους τού Είναι τού
ανθρώπου στην αναφορά τους στον κόσμο και την γνωστή
αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στις ανθρώπινες δραστηριότητες :
Πρόκειται για τον όρο Vorhandenheit (διαθεσιμότητα, διάθεση), του
Zuhandenheit (είς χείρας, δώρο, τάλαντο) και του Dasein, οι οποίοι
σύμφωνα με τον Volpi αντιστοιχούν στην θεωρία, εννοημένη σαν
θεωρητική στάση, δηλαδή καθαρή γνωσιολογική, στην ποίηση,
εννοημένη σαν δραστηριότητα, η οποία έχει το τέλος της στο
κατασκευασθέν προϊόν, και στην πράξη, εννοημένη σαν δραστηριότητα
η οποία έχει εις εαυτήν τον σκοπό της!
47
το υπολογίσει σαν απλώς παρόν ή με την σημασία ότι η επιστήμη
γεννάται πάντοτε από μια τάση χρησιμοποιήσεως των πραγμάτων.
Είναι γνωστό όμως ότι για τον Αριστοτέλη η θεωρητική στάση είναι
ανώτερη από την ποιητική, διότι είναι τελείως αδιάφορη, αποστασιο-
ποιημένη, ελεύθερη, αυτοτελής. Εδώ ο Χάιντεγκερ εφαρμόζει στην
αριστοτελική θεωρία τους χαρακτήρες της μοντέρνας επιστήμης, η οποία
είναι εντελώς διαφορετική.
Σχόλιο: Εν αρχή ήν η πράξη. Καί η πράξη ήν πρός τόν θεό καί θεός ήν
η πράξη.
ΓΚΑΙΤΕ. Η ανακεφαλαίωση τού Γερμανικού Ιδεαλισμού.
Η πράξη πού στοιχειώνει τούς αντιοικουμενιστές καί τούς
οικουμενιστές.
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ; ΡΩΤΟΥΣΕ Ο ΛΕΝΙΝ. ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΜΠΡΟΣ ΔΥΟ
ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΣΩ.
Ο Γιανναράς έφυγε από τήν ηθικολογία τών οργανώσεων καί αφού
πέρασε σάν σίφουνας από τήν δεοντολογία τού Κάντ, κατέληξε στήν
αγκαλιά τού Χάιντεγκερ ο οποίος αναβάθμισε τήν πράξη, στό
πεπερασμένο, σέ θεμελιώδη οντολογία τού ανθρώπου. Καί κηρύττει πιά
τήν ανυπαρξία ψυχής.
ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΟΙ ΑΝΑΡΩΤΙΟΥΝΤΑΙ. ΤΙ ΝΑ
ΚΑΝΟΥΜΕ; ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ!!! ΑΣ ΠΕΣΟΥΜΕ
ΣΤΟΝ ΜΕΛΑΝΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΓΚΡΕΜΟ.
48
Μία άλλη αντιστοιχία την οποία εντόπισε ο Volpi ανάμεσα στις
αριστοτελικές κατηγορίες και εκείνες που χρησιμοποίησε ο Χάιντεγκερ
στο Είναι και Χρόνος αφορά εκείνον τον χαρακτήρα τού υπαρκτού
(Dasein) που είναι η «μέριμνα» (sorge) η οποία δεν είναι άλλη από την
οντολογικοποίηση τής αριστοτελικής όρεξης! Αυτή η αντιστοιχία
αποδεικνύεται πρώτα απ’όλα από το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ
μεταφράζει την διάσημη αρχή τής Μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία
«όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως ορέγονται τού ειδέναι», με «στο Είναι
τού ανθρώπου ενυπάρχει ουσιωδώς η μέριμνα τού βλέπειν», αλλά
αποδεικνύεται επίσης και από μία δήλωση τού ιδίου τού Χάιντεγκερ,
σύμφωνα με την οποία η σύλληψή του τής μέριμνας αναδύθηκε στην
διάρκεια μιας ερμηνείας τής ανθρωπολογίας τού Αυγουστίνου η οποία
αφορούσε τα ουσιώδη θεμέλια τα οποία είχαν κατακτηθεί στην
αριστοτελική οντολογία!
49
φρόνηση τού Αριστοτέλη, όπως παρατηρεί ο Volpi, με την έννοια ότι
την μεταμορφώνει σε έναν μόνιμο τρόπο υπάρξεως τού «είμαστε» (του
Dasein), αλλά την υπολογίζει σαν τον θεμελιώδη τρόπο αυτού, κάτι που
συνεπάγεται την αναγνώριση ενός πρωτείου τής φρόνησης απέναντι
στις άλλες αρετές τής διάνοιας (την σοφία και την τέχνη), το οποίο
(πρωτείο) αντιστοιχεί στο πρωτείο που όρισε ο Χάιντεγκερ στην πράξη
απέναντι στην θεωρία και στην ποίηση, αλλά είναι ένας βιασμός
αναφορικά με την θέση τού Αριστοτέλη.
50
τον όρο φρόνησις, ο Χάιντεγκερ ανατρέχει στην βεβαιότητα ή απόφαση,
ακόμη και στο διάσημο χωρίο τής Μεταφυσικής στο οποίο ο Αριστοτέ-
λης διακρίνει την φιλοσοφία από την σοφιστική μέσω τής προαίρεσης
του βίου, δηλαδή τής «επιλογής τού τύπου τού βίου», την οποία ο
Χάιντεγκερ ερμηνεύει σαν «απόφαση για την επιστημονική έρευνα»!
51
6. Η ενότης τού Είναι σάν «δύναμις» και «ενέργεια».
Αλλά ο Χάιντεγκερ, παρά την απόρριψή του τής οντο-θεολογίας και της
οικειοποιήσεώς του τής πρακτικής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη, δεν
σταμάτησε ποτέ να ψάχνει στον Αριστοτέλη το θεμελιώδες νόημα
τού Είναι, ικανού να δώσει ενότητα στις πολλές σημασίες στις οποίες
αυτό λέγεται και αφού δοκίμασε να το εντοπίσει στην ουσία κατά την
διάρκεια τής αποδοχής τού Σχολαστικισμού και στο Είναι σαν
αληθές κατά την διάρκεια τής περιόδου τής αποδοχής τής
φαινομενολογίας, προσπάθησε εν τέλει, μετά την «στροφή», να το
εντοπίσει στην τελευταία από τις ξεχωριστές του σημασίες όπως τις
διέκρινε ο Αριστοτέλης στα Μεταφυσική Δ7, δηλαδή το Είναι σύμφωνα
με το δυνάμει και ενεργεία. (Η πρώτη από αυτές τις σημασίες δηλαδή το
Είναι “τού συμβεβηκότος”, τού τυχαίου, δεν μπορούσε φυσικά να
υπολογισθεί, λόγω τού απαγωγικού του χαρακτήρος, τού προερχόμενου,
ο οποίος φωτίσθηκε από τον ίδιο τον Αριστοτέλη).
Για να πούμε την αλήθεια, ο Χάιντεγκερ είχε δώσει τήν προσοχή του
στην αριστοτελική θεωρία τού δυνάμει και ενεργεία Είναι από την
αναφορά-Natorp ακόμη! Όπως έχουμε δει ήδη σ’εκείνο το γραπτό, η
«πραγματική ζωή» αυτή που τελεσφορεί, ή η «πραγματοποίηση», την
οποία προτίθετο να ερμηνεύσει, είχε ορισθεί ήδη από τότε με όρους
τυπικής «κινητικότητος» (Bewegtheit) και αυτή η κινητικότης είχε
εξηγηθεί μέσω μιας καθαρής αναφοράς στο ΙΙΙ βιβλίο των Φυσικών τού
Αριστοτέλη με όρους δύναμης ενέργειας και εντελέχειας, παρότι αυτές οι
έννοιες είχαν ερμηνευθεί αντιστοίχως σαν «δυνατότητα διαθέσεως» η «η
χρησιμοποίηση τής δυνατότητος διαθέσεως» και «φύλαξη ή μέριμνα
στην χρησιμοποίηση αυτής τής δυνατότητος τής διαθέσεως», με συνέπεια
στην εννοιολόγηση τού Είναι σαν Είναι-προϊόν (Χάιντεγκερ. Φαινομε-
νολογικές ερμηνείες σ. 530).
52
μαθήματα του 1930, «Για την ουσία τής ανθρώπινης ελευθερίας», ο
Χάιντεγκερ επέμενε στο πρωτείο ανάμεσα στις τέσσερις σημασίες τού
Είναι που διέκρινε ο Αριστοτέλης, τού Είναι σαν αληθές, εξηγώντας ότι
το επίρρημα Κυριότατα με το οποίο το κείμενο τής Μεταφυσικής Θ 10 το
δείχνει, δεν θέλει να πει με την «κοινή έννοια» όπως το απαιτεί ο Jaeger,
αλλά «με την ιδιαίτερή του σημασία», την δική του! Μάλιστα δε σ’αυτά
τα μαθήματα, παρότι μνημόνευσε και την αριστοτελική θεωρία τού Είναι
σαν ενέργεια, η οποία εκτίθεται στα πρώτα 9 κεφάλαια τού βιβλίου, ο
Χάιντεγκερ έβγαζε το συμπέρασμα ότι αυτό το Είναι δεν είναι άλλο από
το Είναι σαν αληθές, και γι’ αυτό το κεφάλαιο 10 αντί να είναι ξένο προς
το βιβλίο Θ, όπως απαιτεί ο Jaeger, συνιστά το «κλειδί τού θέματος».
Σ’αυτό όμως οφείλουμε να προσθέσουμε ότι στα ίδια μαθήματα η
αριστοτελική έννοια τής αλήθειας είχε ερμηνευθεί από τον Χάιντεγκερ
με την σημασία τής απλής παρουσίας, δηλαδή είχε αναχθεί ξανά στην
κατηγορία τής ουσίας, κάτι που αποκαλύπτει μία κάποια ανικανοποίηση
απέναντί της!
Η νέα στάση προς τον Αριστοτέλη, ακριβώς αυτών τών μαθημάτων τού
1931, προσλαμβάνεται αμέσως από τις πρώτες φράσεις, όπου σχετικά με
53
το βιβλίο Θ τής Μεταφυσικής ο Χάιντεγκερ δηλώνει: Το γεγονός ότι
μαθεύτηκε πώς αυτή η πραγματεία τού Αριστοτέλη είναι μία
«μεταφυσική» πραγματεία, όχι μόνον δεν λέει τίποτε, αλλά οδηγεί και σε
λάθος. Και όχι μόνον από σήμερα, αλλά από δύο χιλιετίες. Εκείνο που
αργότερα κατενοήθη μ’αυτή την λέξη και με την έννοιά της, σαν
«μεταφυσική», δεν υπήρξε ποτέ στην κατοχή τού Αριστοτέλη. Ο
οποίος εξάλλου δεν αναζήτησε ποτέ εκείνο το οποίο από την αρχαιότητα
πιστεύεται ότι βρίσκεται σ’αυτόν κάτω από το όνομα τής «μεταφυσικής».
54
ενεργεία), εάν την ακολουθήσουμε φιλοσοφώντας, θα μας επιτρέψει να
εισδύσουμε όσο πιο βαθειά είναι δυνατόν σ’αυτή την αοριστία».
Αυτή δεν είναι βεβαίως μία ξεκάθαρη δήλωση ότι το Είναι σύμφωνα με
το δυνάμει και ενεργεία συνιστά την θεμελιώδη σημασία, εκείνη η
οποία είναι ικανή να δώσει ενότητα στο Είναι, αλλά δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι είναι αυτό που εννοεί ο Χάιντεγκερ, παρότι στην αρχή τών
μαθημάτων δεν μπορεί ακόμη να το πει διότι είναι ακριβώς αυτό που
πρέπει να αναδυθεί σαν συμπέρασμα, όπως ισχυρίζονται συμφωνώντας
όλοι οι ερμηνευτές. Έτσι γράφει σχετικά με το θέμα ο Poggeler: «η
παρουσίαση τού Αριστοτέλη το καλοκαίρι τού 1931 εκινείτο από τον
υπολογισμό ότι όχι μόνον ο Νίτσε αλλά και ο Αριστοτέλης, πριν από
κάθε υπολογισμό των κατηγοριών, συλλαμβάνει την αλήθεια τού ίδιου
τού Είναι στον συνδυασμό τού δυνάμει και ενεργεία. Η πραγματικότης
συλλαμβάνεται σαν ένα Είναι σε πράξη ξεκινώντας από την ανοιχτή
δυνατότητα, και επομένως σαν ένα συμβάν το οποίο προπεριέχει κάθε
κατεύθυνση προς κάτι ανώτερο και έσχατο και επομένως την κατεύθυνση
βάσει τής αναλογίας!
55
παραπέμψει στην περαιτέρω ανάπτυξη του βιβλίου Θ της Μεταφυσικής,
όπου ο Αριστοτέλης διαπραγματεύεται το δυνάμει και ενεργεία σχετικά
με το Είναι, που είναι η πιο ενδιαφέρουσα σημασία γι’αυτόν από
απόψεως φιλοσοφικής, παραπέμπει στο ΙΙΙ βιβλιο της Φυσικής, όπου
αυτές οι έννοιες χρησιμοποιούνται για να ορίσουν την κίνηση!
56
Ακόμη και σχετικά με την ενέργεια ο Χάιντεγκερ
στέκεται αποκλειστικά στην σχετική σημασία τής
κινήσεως, ανακαλύπτοντας σωστά στην πολεμική
τού Αριστοτέλη εναντίον τών Μεγαρέων στο
κεφάλαιο 3 του βιβλίου, όπου η ενέργεια ορίζεται
ουσιαστικά σαν άσκηση τής δυνάμεως, δηλαδή σαν
«ένα όν στο έργο». Σχετικά μ’ αυτή όμως ο
Χάιντεγκερ φανερώνει πώς πρόκειται για μία
«παρουσία» και επομένως για ένα «Είναι-προϊόν». Στην άσκηση,
πράγματι, η δύναμις φανερώνει την παρουσία της.
Η πολεμική τού Αριστοτέλη εναντίον των Μεγαρέων έχει σαν στόχο την
απόδειξη ότι η δύναμις υπάρχει ακόμη και όταν δεν φαίνεται, δηλαδή
όταν δεν είναι «παρούσα» στο βλέμμα. Αλλά το παράδειγμα που
ταιριάζει περισσότερο σ’ αυτή την ύπαρξη δεν είναι, σύμφωνα με τον
Χάιντεγκερ, εκείνο που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης, δηλαδή τού
αρχιτέκτονος, ο οποίος κατέχει την ικανότητα να οικοδομήσει ακόμη και
όταν δεν την ασκεί, αλλά εκείνο τού κατοστάρη ο οποίος βρίσκεται στο
γόνατο στην γραμμή εκκίνησης, έτοιμος να εκτοξευτεί στην κούρσα! Το
γονάτισμά του είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο της γριάς αγρότισσας η
οποία είναι γονατισμένη μπρος στον αγροτικό σταυρό της! Ακόμη μία
φορά η δύναμις παρομοιάζεται με μία φυσική δύναμη και όχι με μία
τέχνη!
57
Χάιντεγκερ πάνω στην δύναμη και την ενέργεια οι οποίες δεν
περιλαμβάνουν μόνον το εξάμηνο του 1939 πάνω στην φύση, όπως
ισχυρίζεται ο Rodrigo αλλά παραμένουν παρούσες σε όλες σχεδόν τις
εργασίες του τελευταίου Χάιντεγκερ.
Για παράδειγμα υπάρχει αυτός ο οποίος είδε στο ζεύγος τών εννοιών
δύναμις-ενέργεια την γένεση τής έννοιας τού Ereignis, η οποία
χαρακτηρίζει την σύλληψη του Χάιντεγκερ τού Είναι μετά την διάσημη
«στροφή». Η αναφορά όμως δεν υπάρχει στα θέματα τής φιλοσοφίας τού
1936-38, που έχουν σαν υπότιτλο ακριβώς Von Ereignis, αλλά στα
μαθήματα περί της ουσίας και της έννοιας τής «φύσεως». Αριστοτέλης,
Φυσικά, Β1, τού 1939-40, όπου ο όρος δύναμις μεταφράζεται με Eignung
(οικειοποίηση), η οποία παραπέμπει σε μία σχέση με Ereignis («συμβάν»
με την σημασία να γίνει ίδιον τών άλλων και επομένως να δοθεί). Αυτό
το εξάμηνο, επιπλέον, εδημοσιεύθη, από τον Χάιντεγκερ τον ίδιο, για
πρώτη φορά το 1958 και στην συνέχεια επανεκδόθη στην συλλογή
Wegmarken, σε πρώτη έκδοση το 1967, κάτι που σημαίνει ότι στην
τελική περίοδο τής παραγωγής του το υπολόγιζε ακόμη αξιόλογο.
Έτσι λοιπόν στα μαθήματα στο ΙΙ βιβλίο τής Φυσικής τού Αριστοτέλη, ο
Χάιντεγκερ όχι μόνον διορθώνει την εντύπωση, την οποία έδωσε στην
διάρκεια τών μαθημάτων στην Μεταφυσική Θ 1-3 ότι ευνόησε την
δύναμη σε σχέση με την ενέργεια, αλλά επικυρώνει ότι κατενόησε
αυτούς τους όρους πάνω απ’ όλα αναφορικά με την κίνηση, δηλαδή σαν
εκφράζοντες την «κινητικότητα» που είναι ίδιον τής φύσης, εκείνης για
την οποία, όπως λέει ο Αριστοτέλης σε ένα παράδειγμα που ανέφερε και
ο Χάιντεγκερ, «από έναν άνθρωπο γεννιέται ένας άνθρωπος, ενώ από ένα
κρεββάτι δεν γεννάται ένα κρεββάτι». Και πάνω απ’ όλα δείχνει να
αναγνωρίζει στην φύση, και επομένως στην ενέργεια η οποία την ορίζει,
εκείνη την θεμελιώδη σημασία τού Είναι την οποία έψαχνε στον
Αριστοτέλη από τους χρόνους ακόμη τής ανάγνωσης τού Μπρεντάνο. Τα
μαθήματα τού εξαμήνου ολοκληρώνονται λοιπόν με την δήλωση: «η
ουσία τού Είναι είναι να αποκαλυφθεί, να ανοίξει και να εξέλθει στο
αποκεκαλυμένο-φύσις».
58
«Αυτή εδώ είναι μία καλή ευκαιρία για νά προσδιορίσουμε την
θεμελιώδη θέση τού Αριστοτέλη στην μεταφυσική, όπου όμως γι’αυτόν
τον σκοπό δεν αρκεί η συνηθισμένη αντιπαράθεσή του με τον Πλάτωνα,
καθότι ο Αριστοτέλης προσπαθεί γι’άλλη μια φορά, έστω και αν
διασχίζει τήν πλατωνική μεταφυσική, να σκεφτεί το Είναι με τον
πρωτογενή ελληνικό τρόπο και να επιστρέψει, ας πούμε, πίσω, μετά το
βήμα που επιτέλεσε ο Πλάτων με την ιδέα τού αγαθού, εκ της οποίας η
οντότης (ουσία) προσλαμβάνει τον καθορισμό αυτού που επηρεάζει και
καθιστά ικανό, τής δύναμης. Αντιθέτως ο Αριστοτέλης -εάν θα
μπορούσαμε να πούμε- σκέπτεται το Είναι μ’έναν πιο ελληνικό τρόπο
από τον Πλάτωνα δηλαδή σαν εντελέχεια. Τί πράγμα αυτό σημαίνει δεν
λέγεται με λίγες λέξεις. Σημειώνουμε μόνο ότι ο Αριστοτέλης δεν είναι
ούτε ένας αποτυχημένος πλατωνιστής, ούτε ένας πρόδρομος τού
Ακινάτη. Το φιλοσοφικό του έργο δεν εξαντλείται ούτε στην έλλειψη
νοήματος που του αποδίδεται συχνά, δηλαδή ότι τράβηξε προς τα κάτω
τις ιδέες τού Πλάτωνος από την καθαυτή κατάστασή τους και τις
τοποθέτησε μέσα στα ίδια τα πράγματα. Η μεταφυσική τού Αριστοτέλη,
παρά την απόσταση από την αρχή τής Ελληνικής φιλοσοφίας είναι κάτω
από ουσιώδεις απόψεις εκ νέου, ένα είδος άλματος προς τα πίσω προς το
ξεκίνημα της Ελληνικής σκέψης!».
Γράφει ακόμη, πάντοτε στο βιβλίο για τον Νίτσε: «Το ξεδίπλωμα τής
ουσίας τού Είναι, τό Είναι παρόν, τό οποίο ο Πλάτων σκέπτεται σαν τό
Κοινόν στην ιδέα, ο Αριστοτέλης το συλλαμβάνει σαν τό τόδε τι, σαν
ενέργεια. Καθόσον ο Πλάτων δεν μπορεί ποτέ του να δεχθεί ότι το όν τό
ατομικό, είναι όν με την αληθινή σημασία, ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει
το άτομο στην ανάδυση στην παρουσία, και έτσι ο Αριστοτέλης
σκέπτεται μ’έναν πιο Ελληνικό τρόπο από τον Πλάτωνα, δηλαδή μ’έναν
τρόπο πιο σύμφωνο με την ουσία τού Είναι η οποία απεφασίσθη
απ’αρχής!»
Τέλος στο δοκίμιο που φέρει τον τίτλο Uberwindung del Metaphysik,
δημοσιευμένο το 1954, γράφει: «Χαρακτηριστικό τής μεταφυσικής είναι
το γεγονός ότι σ’αυτή γενικώς, δεν γίνεται ποτέ λόγος για την ύπαρξη ή
εάν γίνεται, η διαπραγμάτευσή της είναι σύντομη, σαν κάτι αυτόνομο. Η
μοναδική εξαίρεση, βρίσκεται στον Αριστοτέλη, ο οποίος σκέπτεται
βαθιά τήν ενέργεια, χωρίς να κατορθώσει όμως ποτέ αυτή η σκέψη να
αποκτήσει ένα ουσιαστικό βάρος στήν πρωτοτυπία του. Η μεταμόρφωση
τής Ενέργειας σε πράξη και πραγματικότητα συνετέλεσε ώστε να χαθεί
όλο αυτό που είχε έλθει στο φως στην Ενέργεια!»
59
στην ιστορία τής μεταφυσικής, τήν παρουσία εμπνεύσεων και
φιλοσοφικών προσδιορισμών απολύτως θεμελιωδών, με πρώτη ανάμεσά
τους εκείνη τής ενέργειας, οι οποίες από την εσωτερική τους ένταξη στην
μεταφυσική, παραπέμπουν σε μία προηγούμενη στιγμή τής μεταφυσικής
σκέψης! Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίκληση από το εσωτερικό
τής μεταφυσικής, κάποιου πράγματος που προηγήθηκε, και επομένως εν
δυνάμει εναλλακτικού στην μεταφυσική, προσλαμβάνει καθαρά στην
σκέψη τού τελευταίου Χάιντεγκερ την αξία μιας trans- μεταφυσικής
παραπομπής.
Αυτό σημαίνει να θυμηθούμε ότι, εάν είναι αλήθεια ότι και για τον
Αριστοτέλη η εντελέχεια είναι πράγματι η πιο θεμελιώδης και η πρώτη
σημασία τού Είναι (Περί ψυχής ΙΙ 1, 412 b 8-9), «καθότι το είναι λέγεται
με περισσότερες σημασίες», η εντελέχεια δεν είναι η πρώτη και
60
θεμελιώδης σημασία τού Είναι «σύμφωνα με την κίνηση», δηλαδή η
«κινητικότης», αλλά εκείνη τής «πράξεως» και ιδιαιτέρως εκείνη η
«δραστηριότης τής ακινησίας» (ενέργεια ακινησίας) που είναι η σκέψη, η
σκέψη τής καθαρής ενέργειας, δηλαδή η σκέψη τής σκέψης! (Ηθ. Νικ.
VII, 14, 1154 b 26-27).
ΤΕΛΟΣ.
61