Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 150

Δρ. Γεώργιος Κ.

Σακκάς

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΜΑΤΙΚΗ


ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ

Δοκιμασίες εργαστηρίου και πεδίου για την


επιστημονική υποστήριξη
προγραμμάτων άσκησης για υγεία
ΔΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΣΑΚΚΑΣ
Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Εγχειρίδιο για την Σωματική


Αξιολόγηση Ειδικών Πληθυσμών
Δοκιμασίες εργαστηρίου και πεδίου για την επιστημονική
υποστήριξη προγραμμάτων άσκησης για υγεία
Εγχειρίδιο για την Σωματική Αξιολόγηση Ειδικών Πληθυσμών:
Δοκιμασίες εργαστηρίου και πεδίου για την επιστημονική υποστήριξη
προγραμμάτων άσκησης για υγεία

Συγγραφή
Γεώργιος Κ. Σάκκας PhD

Συν-συγγραφείς
Γιάννης Γιάκας PhD
Χριστόφορος Γιαννάκης PhD
Παρασκευή Γκιάτα MSc
Στεφανία Γρηγορίου PhD
Αντωνία Καλτσάτου PhD
Χριστίνα Καρατζαφέρη PhD
Αγγελική Καριώτη PhD
Αργυρώ Κρασέ MSc
Ελευθέριος Λαβδάς PhD
Μαρία Μαριδάκη PhD
Μέτσιος Γεώργιος PhD
Γεωργία Μήτρου MSc, Υπ. Διδάκτωρ
Άγγελος Παππάς MSc
Κωνσταντίνα Πουλιανίτη MSc, Υπ. Διδάκτωρ
Βιολέτα Ρόκα MD, PhD
Βασίλειος Σιδέρης MSc
Αντώνιος Σταυρόπουλος-Καλίνογλου PhD
Ιωάννης Στεφανίδης MD, PhD
Γεράσιμος Τερζής PhD
Αικατερίνη Τζήκα BSc
Δημήτριος Τσαόπουλος PhD
Θεμιστοκλής Τσαταλάς PhD
Αθανάσιος Τσιόκανος PhD
Ανδρέας Φλουρής PhD
Κριτικός αναγνώστης
Αστέριος Δεληγιάννης MD, PhD
Καθηγητής Αθλητιατρικής,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Συντελεστές έκδοσης
Γλωσσική Επιμέλεια: Δήμητρα Κατσαρού

ISBN: 978-960-603-114-4

Copyright © ΣΕΑΒ, 2015

Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη
Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον
ιστότοπο https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/3.0/gr/

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ


Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου
www.kallipos.gr
Περιεχόµενα

Πίνακας περιεχοµένων ........................................................................................................................ 5


Πίνακας συντοµεύσεων-ακρωνύµια .................................................................................................. 8
Εισαγωγή.............................................................................................................................................. 9
Κεφάλαιο 1 ......................................................................................................................................... 11
1 Εισαγωγή .......................................................................................................................................................................... 11
1.1 Ορισµοί .......................................................................................................................................................................... 11
1.3.1 Κίνητρο....................................................................................................................................................................... 13
1.3.2 Διάγνωση .................................................................................................................................................................... 13
1.3.3 Κατάταξη ................................................................................................................................................................... 13
1.3.4 Επίτευξη ..................................................................................................................................................................... 13

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................... 20
Κεφάλαιο 2 ......................................................................................................................................... 21
2 Εισαγωγή .......................................................................................................................................................................... 21
2.1 Μοντέλα µέτρησης ....................................................................................................................................................... 21
2.2 Μέθοδοι µέτρησης ........................................................................................................................................................ 22
2.2 Σωµατοµετρία ............................................................................................................................................................... 22
2.2.1 Αξιολόγηση βάρους ................................................................................................................................................... 22
2.2.2 Αξιολόγηση Ύψους ................................................................................................................................................... 23
2.2.3 Δείκτης Μάζας Σώµατος – ΔΜΣ (Body Mass Index, BMI) .................................................................................. 24
2.2.4 Αξιολόγηση περιφερειών .......................................................................................................................................... 25
2.2.5 Δερµατοπτυχές ........................................................................................................................................................... 28
2.3 Υδροστατική Ζύγιση .................................................................................................................................................... 32
2.4 Βιοηλεκτρική Αγωγιµότητα ή Εµπέδηση - BIA (Bio-impedance) .......................................................................... 34
2.5 Μέθοδος Πυκνοµετρίας – DEXA (Διπλής ενέργειας απορροφυσιοµετρία ακτινών Χ) ......................................... 35
2.6 Πληθυσµογραφία Μετατόπισης Αέρα [27] ................................................................................................................ 36

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................... 38
Κεφάλαιο 3 ......................................................................................................................................... 40
3 Εισαγωγή .......................................................................................................................................................................... 40
3.1 Αερόβια Ικανότητα ....................................................................................................................................................... 41
3.2 Μυϊκή δύναµη και ισχύς .............................................................................................................................................. 42
3.3 Ευκινησία, ευλυγισία και συντονιστικές ικανότητες ................................................................................................ 44

4
3.4 Αξιολόγηση επιπέδων σωµατικής δραστηριότητας µε ερωτηµατολόγια ............................................................... 45
3.5 Αξιολόγηση λειτουργικής ικανότητες σε άτοµα µε αναπηρίες ................................................................................ 45
3.6 Αξιολόγηση λειτουργικής ικανότητας εν σχέση µε την εργασία .............................................................................. 46
3.7 Αξιολόγηση συνολικής εικόνας της λειτουργικής ικανότητας µέσω ειδικών αλγόριθµων ................................... 46

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................... 47
Κεφάλαιο 4 ......................................................................................................................................... 49
4 Εισαγωγή .......................................................................................................................................................................... 49
4.1 Η αξία του δείκτη της VO2peak στους κλινικούς πληθυσµούς ................................................................................ 51
4.2 Η αξία του δείκτη της VO2peak σε ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια ................................................................. 53
4.3 Μέθοδοι αξιολόγησης της VO2peak ........................................................................................................................... 54
4.4 Πρωτόκολλο Bruce....................................................................................................................................................... 55
4.5 Πρωτόκολλο Balke ....................................................................................................................................................... 56
4.5 Πρωτόκολλο Naughton ................................................................................................................................................ 57
4.6 Πρωτόκολλα ελέγχου σε κυκλοεργόµετρο ................................................................................................................. 57
4.7 Δοκιµασίες Πεδίου ....................................................................................................................................................... 58

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................... 63
Κεφάλαιο 5 ......................................................................................................................................... 66
5 Εισαγωγή .......................................................................................................................................................................... 66
5.1 Δοκιµασίες Αξιολόγησης της Μυϊκής Δύναµης στο Εργαστήριο ............................................................................ 67
5.2 Δοκιµασίες Αξιολόγησης της Μυϊκής Ισχύος στο Εργαστήριο ............................................................................... 74

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................... 77
Κεφάλαιο 6 ......................................................................................................................................... 78
6 Εισαγωγή .......................................................................................................................................................................... 78
6.1 Δοκιµασίες αξιολόγησης .............................................................................................................................................. 79
6.2 Γενικά σηµεία προσοχής .............................................................................................................................................. 87

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................... 88
Κεφάλαιο 7 ......................................................................................................................................... 91
7 Εισαγωγή .......................................................................................................................................................................... 91
7.1 Τρόπος διεξαγωγής της Κλινικής Ανάλυση Βάδισης................................................................................................ 91
7.2 Ερµηνεία αποτελεσµάτων Κλινικής Ανάλυσης Βάδισης .......................................................................................... 93

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................. 102


Κεφάλαιο 8 ....................................................................................................................................... 105
8 Εισαγωγή ........................................................................................................................................................................ 105
8.1 Επιταχυνσιόµετρα -Πρωτόκολλα .............................................................................................................................. 105
8.2 Πεδόµετρα -Πρωτόκολλα .......................................................................................................................................... 107
8.4 Ερωτηµατολόγια -Πρωτόκολλα ................................................................................................................................ 108

5
Βιβλιογραφία/Αναφορές (style: chapter title) ................................................................................ 111
Κεφάλαιο 9 ....................................................................................................................................... 112
9 Εισαγωγή ........................................................................................................................................................................ 112
9.1 Σκοπός ......................................................................................................................................................................... 112
9.2 Περιγραφή ................................................................................................................................................................... 112

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................. 117


Κεφάλαιο 10 ..................................................................................................................................... 119
1 Εισαγωγή ........................................................................................................................................................................ 119
10.1 Ηλεκτροκαρδιογράφηµα (ΗΚΓ) ............................................................................................................................. 119
10.2 Υπερηχογράφηµα ..................................................................................................................................................... 120
10.3 Δοκιµασία κοπώσεως ............................................................................................................................................... 121
10.4 Συνεχή 24ωρη καταγραφή ηλεκτροκαρδιογραφήµατος (Holter Ρυθµού) .......................................................... 121

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................. 122


Κεφάλαιο 11 ..................................................................................................................................... 123
11 Εισαγωγή ...................................................................................................................................................................... 123
11.1 Ορισµός Οστεοπόρωσης .......................................................................................................................................... 123
11.2 Τεχνικές Μέτρησης Οστικής Πυκνότητας............................................................................................................. 124
11.3 Βιοχηµικοί Δείκτες Μεταβολισµού του Οστού ..................................................................................................... 128
11.4 Δείκτες Παραγωγής Οστού ..................................................................................................................................... 129
11.5 Δείκτες Απορρόφησης Οστού.................................................................................................................................. 129
11.6 Συµπεράσµατα .......................................................................................................................................................... 129

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................. 130


Κεφάλαιο 12 ..................................................................................................................................... 132
Βιοχηµικός έλεγχος και αξιολόγηση .............................................................................................. 132
1 Εισαγωγή ........................................................................................................................................................................ 132
12.1 Δείκτες µεταφοράς οξυγόνου ................................................................................................................................... 133
12.1.5 Αιµατοκρίτης (Hct) – Ερυθροκύτταρα (RBC) – Λευκοκύτταρα (WBC)-Αιµοπετάλια (PLT) ...................... 134
12.2 Μεταβολίτες – Ένζυµα ............................................................................................................................................. 135
12.1.5 Γλυκόζη (GLU) ...................................................................................................................................................... 135
12.1.6 Ουρία (URE) .......................................................................................................................................................... 135
12.1.7 Κρεατινίνη (KRE) ................................................................................................................................................. 136
12.1.8 Χοληστερόλη (ολική, HDL, LDL) ....................................................................................................................... 136
12.1.9 Τριγλυκερίδια (TRI) ............................................................................................................................................. 137
12.1.10 Τρανσαµινάσες ..................................................................................................................................................... 137
12.1.11 Τροπονίνη ............................................................................................................................................................. 138
12.1.12 Κρεατινική κινάση (CK)..................................................................................................................................... 138

6
12.2 Ορµόνες ..................................................................................................................................................................... 139
12.2.1 Κορτιζόλη ............................................................................................................................................................... 139
12.2.2 Τεστοστερόνη ......................................................................................................................................................... 139
12.2.3 Κατεχολαµίνες ....................................................................................................................................................... 140
12.3 Ηλεκτρολύτες – Ιχνοστοιχεία .................................................................................................................................. 140
12.3.1 Ασβέστιο (Ca++) ..................................................................................................................................................... 140
12.3.2 Κάλιο (K+) .............................................................................................................................................................. 140
12.3.3 Νάτριο (Na+)........................................................................................................................................................... 141
12.3.4 Μαγνήσιο (Mg++) ................................................................................................................................................... 141
12.4 Δείκτες Οξειδωτικού Στρες ..................................................................................................................................... 141
12.4.1 Ενζυµικό Αντιοξειδωτικό Σύστηµα: i) Καταλάση, Δισµουτάση του υπεροξειδίου (SOD), Υπεροξειδάση της
γλουταθειόνης (GPx), ii) Μη Ενζυµικό Αντιοξειδωτικό Σύστηµα: Γλουταθειόνη, Βιταµίνη Α, Βιταµίνη C,
Βιταµίνη Ε, Χολερυθρίνη, Ουρικό οξύ ........................................................................................................................... 141
12.4.2 Πρωτεϊνικά Καρβονύλια, Δείκτης Λιπιδικής Υπεροξείδωσης ......................................................................... 142
12.5 Δείκτες φλεγµονής .................................................................................................................................................... 142

Βιβλιογραφία/Αναφορές ................................................................................................................. 145

7
Πίνακας συντοµεύσεων-ακρωνύµια

Αρτικόλεξο Ελληνικών Συντοµογραφιών


ΑΝΣ Αυτόνοµο Νευρικό Σύστηµα
ΑΠ Αρτηριακή Πίεση
ΕΕ Εγκεφαλικό Επεισόδιο
ΕΠ Εγκεφαλική Παράλυση
ΗΚΓ Ηλεκτροκαρδιογράφηµα
ΚΣ Καρδιακή Συχνότητα
MAE Μέγιστος Αριθµός Επαναλήψεων
ΠΟΥ Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας
ΣΝΣ Συµπαθητικό Νευρικό Σύστηµα
ΧΑΠ Χρόνια Αποφρακτική Πνευµονοπάθεια
ΧΝΑ Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια

Αρκτικόλεξο Αγγλικών Συντοµογραφιών


BMD Bone Mineral Density
BUA Broadband Ultrasound Attenuation
DASI Duke Activity Status Index
DEXA Dual Energy X ray Absorptiometry
EMG Electromyography
GAS Gastorcnemius
GPAQ Global Physical Activity Questionnaire
IPAQ International Physical Activity Questionnaire
ISM International System of Measurement
MOS Medical Outcomes Study
NHP Nottingham Health Profile
PASE Physical Activity Scale for the Elderly
PWPE Physical Work Performance Evaluation
QCT Quantitative Computed Tomography
QUS Quantitative Ultrasound
RA Radiographic Absorptiometry
SD Standard Deviation
SOS Speed of Sound
ST Semi Tendinosus
TA Tibialis Anterior
VM Vastus Medialis
WHO World Health Organization

8
Εισαγωγή

Αγαπητέ αναγνώστη - επαγγελµατία υγείας,

Συµβαδίζοντας µε τις διεθνείς τάσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στη χώρα µας έχει αναγνωρισθεί
ο ρόλος της συστηµατικής άσκησης σε όλα τα στάδια της πρόληψης: στην πρωτογενή πρόληψη (primary
prevention) ως παράγοντας καθυστέρησης ή αναστολής της εµφάνισης µιας πληθώρας προβληµάτων υγείας
και εξασφάλισης της ευζωίας και µακροζωίας, στη δευτερογενή πρόληψη (secondary prevention) ως µέσο
επιτάχυνσης της ανάρρωσης από τραυµατισµό ή ασθένεια και στην τριτογενή πρόληψη (tertiary prevention)
ως αναπόσπαστο µέρος της δια βίου θεραπευτικής προσέγγισης για τη µείωση των επιπλοκών και τη
βέλτιστη διαχείριση χρόνιων νόσων.
Αναπόφευκτα τίθεται στον ειδικό της άσκησης το ζήτηµα της επιλογής των κατάλληλων δοκιµασιών
αξιολόγησης των συνιστωσών της σωµατικής επάρκειας και των ανάλογων τιµών αναφοράς, που θα
επιτρέψουν την ασφαλή επιστηµονική υποστήριξη προγραµµάτων θεραπευτικής άσκησης και άσκησης για
υγεία.
Το παρόν εγχειρίδιο συντάχθηκε για να καλύψει το ως τώρα διαπιστωµένο κενό στην ελληνική
βιβλιογραφία, µε στόχο να αποτελέσει πολύτιµο βοήθηµα για τους φοιτητές και απόφοιτους των Σχολών
Επιστήµης Φ.Α. και Αθλητισµού (Σ.Ε.Φ.Α.Α.) αλλά και για κάθε επαγγελµατία υγείας, ο οποίος συµβάλλει
στην υλοποίηση προγραµµάτων θεραπευτικής άσκησης. Επιπλέον, στόχος είναι να εξοικειωθούν οι
επαγγελµατίες υγείας µε τις πληροφορίες που δυνητικά προσφέρουν οι εργοµετρικές διαδικασίες στο πλαίσιο
της βέλτιστης συνεργασίας τους µε τον ειδικό της άσκησης, τον απόφοιτο ΣΕΦΑΑ µε σχετική εξειδίκευση ή
τον κλινικό εργοφυσιολόγο ή και άλλον ειδικό µε σχετική εξειδίκευση.
Έτσι, στο παρόν εγχειρίδιο παρουσιάζονται κατάλληλες δοκιµασίες για την αξιολόγηση της
σωµατικής επάρκειας των ατόµων που ανήκουν σε ειδικούς πληθυσµούς ή στο γενικό πληθυσµό. Το
εγχειρίδιο αποτελείται από 12 κεφάλαια, τα οποία αναφέρονται σε διαφορετικές συνιστώσες της σωµατικής
επάρκειας και ανάλογους δείκτες υγείας που σχετίζονται µε την ικανότητα για σωµατική δραστηριότητα.
Παρουσιάζονται δοκιµασίες, για τη διεξαγωγή των οποίων απαιτείται ειδικός εργαστηριακός εξοπλισµός και
ειδικό προσωπικό, αλλά και δοκιµασίες πεδίου οι οποίες δεν έχουν ιδιαίτερο κόστος, είναι απλές στην
υλοποίηση και δεν απαιτούν ειδικό εξοπλισµό. Παρουσιάζονται κάθε φορά «Σηµεία Προσοχής» και δίδονται
κατευθύνσεις για περαιτέρω ανάλυση του κάθε θέµατος µέσα από καλά τεκµηριωµένες βιβλιογραφικές
αναφορές. Παράλληλα, αναφέρονται τα πιο συχνά και πιθανά σφάλµατα, ενώ προτείνονται διάφορα
αντικειµενικά κριτήρια για την επιλογή των καταλληλότερων δοκιµασιών ανάλογα τον εξεταζόµενο
πληθυσµό. Η παρουσίαση των δοκιµασιών γίνεται µε εικονογραφηµένο και επεξηγηµατικό τρόπο
διατηρώντας µια συγκεκριµένη δοµή σε όλα τα κεφάλαια του εγχειριδίου.
Οι συντελεστές του εγχειριδίου, προερχόµενοι από πανεπιστηµιακά ιδρύµατα της Ελλάδος και του
εξωτερικού, έχουν υψηλή επιστηµονική εξειδίκευση, µεγάλο δηµοσιευµένο επιστηµονικό συγγραφικό έργο
και πολύχρονη επαγγελµατική εµπειρία στο πεδίο της υλοποίησης προγραµµάτων θεραπευτικής άσκησης. Η
επιλογή των υπό παρουσίαση δοκιµασιών έγινε µε βάση κριτήρια επιστηµονικής τεκµηρίωσης, σύµφωνα µε
τις κατευθυντήριες οδηγίες και τις θέσεις εθνικών και διεθνών οργανισµών (όπως η Παγκόσµια Οργάνωση
Υγείας –WHO, η Αµερικανική Αθλητιατρική Εταιρία - ACSM, η Ελληνική Εταιρεία Βιοχηµείας και
Φυσιολογίας της Άσκησης – ΕΕΒΦΑ, κ.α.) και µε στόχο την υποστήριξη της διδασκαλίας σε σχετικά µε την
εξειδίκευση «Άσκηση για Υγεία» προπτυχιακά και µεταπτυχιακά προγράµµατα σπουδών της χώρας µας.
Η διενέργεια εξειδικευµένων δοκιµασιών αξιολόγησης της σωµατικής επάρκειας είναι απαραίτητη
για τη σωστή δόµηση των προγραµµάτων θεραπευτικής άσκησης σε ειδικούς πληθυσµούς, µιας και η
παθοφυσιολογία της νόσου δηµιουργεί ιδιαιτερότητες στον ασκούµενο που χρήζουν συγκεκριµένης
προσέγγισης. Η παρούσα συλλογή δοκιµασιών σωµατικής επάρκειας και δεικτών υγείας σχετιζόµενη µε τα
προγράµµατα άσκησης για υγεία αποτελεί πρωτοτυπία για τα ελληνικά δεδοµένα και µία από τα λίγα
εγχειρίδια στον κόσµο που έχει καταγράψει όλες αυτές τις δοκιµασίες. Υπάρχουν δοκιµασίες που δεν έχουν
συµπεριληφθεί επειδή το επιστηµονικό πεδίο εξελίσσεται και πιθανώς υπάρχουν αδυναµίες, οι οποίες έχουν
να κάνουν µε την καθιέρωση ευρέως αποδεκτών όρων στην Ελληνική γλώσσα. Ευελπιστούµε ότι αυτές οι

9
αδυναµίες θα βελτιωθούν σε µελλοντική επανέκδοση µε βάση την ανατροφοδότηση που θα λάβουµε από το
αναγνωστικό κοινό.
Ελπίζουµε να βρείτε την παρούσα προσπάθεια χρήσιµη στην καθηµερινή κλινική ή εργαστηριακή
σας πράξη.
Με εκτίµηση εκ µέρους της συγγραφικής οµάδας
Δρ. Γεώργιος Κ. Σακκάς
Κλινικός Εργοφυσιολόγος
Σχολή Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού
Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας

10
Κεφάλαιο 1

Μέτρηση-Δοκιµασία-Αξιολόγηση

Ανδρέας Δ. Φλουρής PhD, Παρασκευή Γκιάτα Msc

1 Εισαγωγή
Γιατί είναι σηµαντική η πραγµατοποίηση µετρήσεων; Γιατί είναι απαραίτητη η αξιολόγηση τους; Γιατί είναι
σηµαντική η γνώση της στατιστικής [1]; Οι απαντήσεις των ερωτήσεων αυτών αποδεικνύουν τη
σηµαντικότητα τους στην αξιολόγηση και στην ανάπτυξη προγραµµάτων στα πλαίσια της επιστήµης του
αθλητισµού. Φοιτητές, καθηγητές και προπονητές χρησιµοποιούν διάφορες µετρήσεις και δοκιµασίες και
αξιολογούν αποτελέσµατά τους είτε για να βελτιώσουν τα προγράµµατα άσκησης και τις µεθόδους τους είτε
για να προάγουν τη γνώση µέσω της πρωτογενούς έρευνας [2].
Η διαδικασία των µετρήσεων ακολουθείται από τη λήψη αποφάσεων, που είναι απαραίτητη σε κάθε
στάδιο της ζωής µας. Στην πραγµατικότητα, ακόµη και αν δεν το αντιλαµβανόµαστε, όλοι χρησιµοποιούµε
µετρήσεις, τις αξιολογούµε και λαµβάνουµε αποφάσεις καθηµερινά [2]. Πριν από κάθε απόφαση είναι
απαραίτητη η συλλογή των δεδοµένων. Σκεφτείτε, για παράδειγµα, ότι οδηγώντας το αυτοκίνητό σας
ελέγχετε πόσο καύσιµο υπάρχει στη δεξαµενή (µέτρηση) και στο δρόµο βλέπετε µια πινακίδα που αναγράφει
την απόσταση για την επόµενη πόλη (µέτρηση). Έτσι, αξιολογείτε το πότε θα πρέπει να γεµίσετε τη δεξαµενή
µε βενζίνη. Στο παράδειγµα αυτό βλέπουµε, λοιπόν, ότι συλλέγουµε δεδοµένα και µετρήσεις και λαµβάνουµε
µια απόφαση (δηλαδή, πότε θα προσθέσουµε καύσιµο).
Οι ερευνητές συλλέγουν δεδοµένα που σχετίζονται µε τη σωµατική κατάσταση και αξιολογούν τη
σχέση τους µε τη σωµατική δραστηριότητα, την ποιότητα ζωής, τη θνητότητα και τη θνησιµότητα. Άλλοι
αξιολογούν την ενεργειακή ισορροπία µετρώντας το βασικό µεταβολικό ρυθµό. Προπονητές πραγµατοποιούν
µετρήσεις για να σχεδιάσουν ένα πρόγραµµα σωµατικής δραστηριότητας και να αξιολογήσουν την πρόοδό
του. Συλλέγουν, επίσης, στατιστικά δεδοµένα είτε µεµονωµένων συµµετεχόντων είτε µιας ολόκληρης οµάδας
για να αξιολογήσουν την πορεία της σωµατικής τους κατάστασης. Όλα αυτά αποτελούν παραδείγµατα
δοκιµασιών και µετρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, η λήψη σωστών αποφάσεων βασίζεται στην ακριβή µέτρηση
και αξιολόγηση [1, 2].

1.1 Ορισµοί

Οι όροι µέτρηση, αξιολόγηση και δοκιµασία έχουν συγκεκριµένες έννοιες και είναι απαραίτητη η κατανόηση
των αλληλεξαρτήσεων και των διαφορών µεταξύ τους. Ο όρος «µέτρηση» αποτελεί συνηθισµένη έκφραση.
Όλοι έχουν µετρήσει το ύψος και το βάρος τους, όλοι έχουν ακούσει για την επίδοση ενός αθλητή στο
τρέξιµο ή στο άλµα εις ύψος. Όλα αυτά αποτελούν παραδείγµατα µετρήσεων [2]. Ως «µέτρηση»
χαρακτηρίζεται η διαδικασία συλλογής δεδοµένων µέσω της διεξαγωγής των εκάστοτε δοκιµασιών η οποία
πρέπει να είναι ακριβής, αξιόπιστη και όσο πιο αντικειµενική γίνεται. Ο όρος «δοκιµασία» αναφέρεται σε ένα
όργανο ή εργαλείο που χρησιµοποιείται για να πραγµατοποιηθεί µια µέτρηση. Το εργαλείο αυτό µπορεί να
είναι γραπτό (π.χ., ερωτηµατολόγιο), προφορικό (π.χ., συνέντευξη) ή ένα µηχάνηµα µέτρησης (π.χ.,
εργοµετρικό ποδήλατο).
Οι µετρήσεις µπορούν να αφορούν χαρακτηριστικά γνωρίσµατα ή συµπεριφορές ενός ατόµου, όπως
για παράδειγµα η µέτρηση της καρδιακής συχνότητας ή της αρτηριακής πίεσης. Σε άλλες περιπτώσεις, οι
µετρήσεις µπορούν να σχετίζονται µε τις ικανότητες ενός παιδιού ή ενός ηλικιωµένου ατόµου σε διάφορα
επίπεδα σωµατικής κατάστασης, όπως ο έλεγχος της αερόβιας ικανότητας ή οι δοκιµασίες ελέγχου µυϊκής

11
δύναµης. Για παράδειγµα, µπορεί κάποιος να µετρήσει την αρτηριακή πίεση στη δοκιµασία κόπωσης σε
άτοµα µε ήπια αρτηριακή υπέρταση, την απόσταση που τρέχει ένας εθελοντής σε 10 min ή το χρόνο που
κάνει κάποιος για να τρέξει µια απόσταση 1km. Από τα παραδείγµατα παρατηρείται ότι όλα τα δεδοµένα που
συλλέγονται µέσω των δοκιµασιών είναι ένας ή πολλοί αριθµοί (τιµή πρόσληψης οξυγόνου, min, απόσταση),
γεγονός που κάνει τη µέτρηση να θεωρείται ποσοτική. Συνοψίζοντας, µια µέτρηση µπορεί να χαρακτηριστεί
ως η διαδικασία που προσδίδει αριθµό σε ένα χαρακτηριστικό γνώρισµα ή µια ικανότητα ενός ατόµου που
µετριέται κάθε φορά.
Η «αξιολόγηση» είναι η διαδικασία της ερµηνείας των δεδοµένων που συλλέγονται µέσω των
µετρήσεων και ο προσδιορισµός της ποιότητας, της αξίας και της σηµαντικότητάς τους [1, 2]. Με την
ολοκλήρωση της συλλογής δεδοµένων µέσω µιας µέτρησης θα πρέπει να δοθούν επεξηγήσεις των
αποτελεσµάτων αυτών, καθώς και απαντήσεις στα ερωτήµατα «πώς» και «γιατί» γίνεται αυτό [3]. Ας
πάρουµε, για παράδειγµα, µια οµάδα ηλικιωµένων ατόµων στην οποία εφαρµόζεται µια δοκιµασία για την
αξιολόγηση της αερόβιας ικανότητάς τους. Στο τέλος της µέτρησης, οι ηλικιωµένοι θα θέλουν να µάθουν
ποιο είναι το επίπεδο της αερόβιας τους ικανότητας. Χωρίς την ερµηνεία των αποτελεσµάτων και της
ποιότητάς τους, η δοκιµασία δεν θα έχει κανένα νόηµα [2]. Σε µια άλλη περίπτωση, όπου σε µια οµάδα
υπέρβαρων ατόµων πραγµατοποιούνται µετρήσεις δερµατοπτυχών, στο τέλος των µετρήσεων τα άτοµα αυτά
θα θέλουν να ενηµερωθούν για τη σχέση των αποτελεσµάτων της δοκιµασίας µε το σωµατικό λίπος.
Συνοψίζοντας, είναι απαραίτητη η ερµηνεία των αποτελεσµάτων για να έχει νόηµα µια µέτρηση. Η
ερµηνεία αυτή χαρακτηρίζεται ως αξιολόγηση, δηλαδή η κρίση µιας µέτρησης. Για να είναι αποτελεσµατική
µια µέτρηση θα πρέπει να ακολουθείται από µια αξιολόγηση.

1.2 Σχέση µεταξύ µέτρησης, δοκιµασίας και αξιολόγησης

Όπως έχει αναφερθεί, η µέτρηση, η δοκιµασία και η αξιολόγηση έχουν συγκεκριµένες έννοιες και
αλληλοσυνδέονται µεταξύ τους αλλά δεν είναι συνώνυµες. Συγκεκριµένα, η µέτρηση οδηγεί στη συλλογή
ποσοτικών ή/και ποιοτικών δεδοµένων στα οποία βασίζεται η αξιολόγηση, ενώ η δοκιµασία αποτελεί το
εργαλείο µέσω του οποίου συλλέγονται τα δεδοµένα αυτά. Η µέτρηση είναι απαραίτητη για τη διαδικασία της
αξιολόγησης. Με τη µέτρηση εξασφαλίζεται η συλλογή δεδοµένων, και η καταγραφή παρατηρήσεων, χωρίς
την οποία η αξιολόγηση θα ήταν αδιανόητη. Από την άλλη πλευρά, η αξιολόγηση θα ήταν αδύνατη αν δεν
υπήρχε η αποτελώντας µια διαδικασία πιο περίπλοκη, η οποία έχει τις περισσότερες φορές ως στόχο να
ερµηνεύσει τα δεδοµένα των µετρήσεων [3].

1.3 Σχέση µεταξύ µέτρησης, δοκιµασίας και αξιολόγησης

Οι διαδικασίες της µέτρησης και της αξιολόγησης αποτελούν σηµαντικά εργαλεία για το σχεδιασµό
προγραµµάτων άσκησης ειδικών πληθυσµών για τους παρακάτω λόγους (εικόνα 1.1):

Εικόνα 1.1 Λόγοι χρησιµότητας µετρήσεων και αξιολόγησης τους.

12
1.3.1 Κίνητρο

Αν χρησιµοποιηθούν ορθά, οι διαδικασίες της µέτρησης και της αξιολόγησης µπορούν να αναπτύξουν το
κίνητρο τόσο για τους φοιτητές όσο και για τα άτοµα που ανήκουν στους ειδικούς πληθυσµούς (π.χ. παιδιά,
άτοµα µε αναπηρία, ασθενείς µε σακχαρώδη διαβήτη, ασθενείς µε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια) [2]. Όλοι
χρειάζονται την ανατροφοδότηση που φέρει η αξιολόγηση της προσπάθειάς τους [1]. Μια µέτρηση
σωµατικής σύστασης µέσω της χρήσης δερµατοπτυχών µπορεί να δώσει το κίνητρο σε υπέρβαρα άτοµα να
ενταχθούν σε ένα πρόγραµµα άσκησης για απώλεια βάρους. Ασθενείς µε σακχαρώδη διαβήτη µπορούν να
κινητοποιηθούν µέσω των µετρήσεων για τη συµµετοχή σε ένα πρόγραµµα άσκησης και διατροφής µε στόχο
τη βελτίωση της ρύθµισης των επιπέδων σακχάρων του αίµατος. Τέλος, άτοµα µεγάλης ηλικίας µπορούν να
αποκτήσουν το κίνητρο για βελτίωση της ευλυγισίας τους µέσω της πραγµατοποίησης ειδικών δοκιµασιών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, µια µέτρηση επαναλαµβάνεται περισσότερες από µια φορές. Η γνώση
µιας επαναληπτικής µέτρησης δίνει κίνητρο στους δοκιµαζόµενους να καταβάλουν µεγαλύτερη προσπάθεια
µε σκοπό τη βελτίωση της αρχικής τους µέτρησης. Εποµένως, για τους περισσότερους ανθρώπους η σύγκριση
προηγούµενων αποτελεσµάτων µε τα νέα οδηγεί σε βελτίωση της επίδοσής τους [2].

1.3.2 Διάγνωση

Με την πραγµατοποίηση µετρήσεων µπορούν να εκτιµηθούν αδυναµίες και ικανότητες φοιτητών και ειδικών
πληθυσµών [1, 2]. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα να αξιολογηθεί το επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων των
ατόµων µιας οµάδας. Ας πάρουµε, για παράδειγµα, µια οµάδα ατόµων που συµµετείχαν σε ένα πρόγραµµα
άσκησης. Μέσω µετρήσεων, που πραγµατοποιήθηκαν πριν την έναρξη του προγράµµατος, φάνηκε ότι τα
µισά άτοµα είχαν χαµηλότερο επίπεδο αερόβιας ικανότητας. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στον υπεύθυνο του
προγράµµατος να σχεδιάσει το πρόγραµµα µε τέτοιο τρόπο ώστε να έχει ωφέλειες για όλους τους
συµµετέχοντες. Βλέπουµε, λοιπόν, ότι η διάγνωση αδυναµιών µέσω των µετρήσεων δίνει τη δυνατότητα της
συνταγογράφησης ειδικών προγραµµάτων άσκησης µε βάση τις ανάγκες των συµµετεχόντων [1]. Η
επανάληψη των µετρήσεων παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου της προόδου του ατόµου και, σε περιπτώσεις που
δεν έχει επιτευχθεί ο αναµενόµενος στόχος, οι µετρήσεις βοηθούν στην εύρεση τυχόν αδυναµιών.

1.3.3 Κατάταξη

Οι µετρήσεις συµβάλλουν στην οµοιογενή κατάταξη ατόµων των ειδικών πληθυσµών σε κατηγορίες ανάλογα
µε τις δυνατότητές τους [2]. Με αυτόν τον τρόπο οι συµµετέχοντες µιας οµάδας ξεκινούν από το ίδιο επίπεδο
ικανοτήτων και, έτσι, αισθάνονται πιο άνετα κατά την εκτέλεση άσκησης µε ασκούµενους αντίστοιχου
επιπέδου [1]. Αυτό είναι σηµαντικό γιατί η οµοιογένεια µιας οµάδας συµβάλλει στην ασφάλεια των
αποτελεσµάτων [2]. Για παράδειγµα, σε µια οµάδα ηλικιωµένων ατόµων τα άτοµα µε χαµηλό επίπεδο
δεξιότητας δεν πρέπει να εκτελέσουν µια άσκηση µε την ίδια ένταση, όπως τα άτοµα που έχουν υψηλότερο
επίπεδο δεξιότητας.

1.3.4 Επίτευξη

Μετρήσεις πραγµατοποιούνται και αξιολογούνται µε σκοπό την επίτευξη προσωπικών στόχων ή των στόχων
που έχουν τεθεί σε ένα πρόγραµµα άσκησης [1]. Οι δοκιµαζόµενοι επιθυµούν να ενηµερώνονται για το βαθµό
προόδου τους σε τακτικά χρονικά διαστήµατα [1]. Για παράδειγµα, ασθενείς µε ήπια υπέρταση, που
υποβάλλονται σε ένα πρόγραµµα µέτριας αερόβιας άσκησης, θέλουν να µάθουν το βαθµό βελτίωσης της
απάντησης της αρτηριακής πίεσης στη δοκιµασία κόπωσης µετά από ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα.
Συµµετέχοντες που υποβάλλονται σε ένα πρόγραµµα άσκησης και διατροφής, θέλουν να µάθουν για πιθανές
µεταβολές στη σύσταση του σώµατός τους και της µυϊκής τους δύναµης. Επιπλέον, η πραγµατοποίηση
µετρήσεων βοηθά στην αναγνώριση της επιτυχίας ενός προγράµµατος άσκησης [2]. Για παράδειγµα, ένας
προπονητής ή ερευνητής επιθυµεί να µάθει αν η εφαρµογή ενός συγκεκριµένου προγράµµατος άσκησης
οδηγεί στα επιθυµητά αποτελέσµατα. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει η αναµενόµενη βελτίωση, το
πρόγραµµα τροποποιείται και επαναπροσδιορίζονται εκ νέου οι στόχοι του.

1.3.5 Πρόβλεψη

13
Η χρήση των µετρήσεων για την πρόβλεψη µελλοντικών αποδόσεων γίνεται ολοένα και πιο συχνή. Η µέγιστη
πρόσληψη οξυγόνου, οι βιοψίες µυών και τα επίπεδα άγχους αποτελούν παραδείγµατα µετρήσεων που
χρησιµοποιούνται για την πρόβλεψη µελλοντικών αποδόσεων. Όµως, για µια έγκυρη και ακριβή πρόβλεψη
είναι απαραίτητη η γνώση φυσιολογίας και ψυχολογίας της άσκησης, καθώς και βασικών γνώσεων
στατιστικής [2].

1.4 Κριτήρια επιλογής δοκιµασιών

Οι δοκιµασίες αντιπροσωπεύουν τα εργαλεία µε τα οποία αξιολογούνται οι ικανότητες ενός ατόµου ή τα


χαρακτηριστικά τους γνωρίσµατα και συµπεριφορές. Για να κριθεί, όµως, κατάλληλη µια δοκιµασία και να
οδηγήσει σε χρήσιµα δεδοµένα, θα πρέπει να πληροί συγκεκριµένα κριτήρια: εγκυρότητα, αξιοπιστία,
αντικειµενικότητα και δυνατότητα υλοποίησης [2].

1.4.1 Εγκυρότητα

Η εγκυρότητα αποτελεί το σηµαντικότερο κριτήριο καταλληλότητας µιας δοκιµασίας. Αναφέρεται στο βαθµό
γνησιότητας ενός αποτελέσµατος. Μια δοκιµασία θεωρείται έγκυρη όταν µετράει την ιδιότητα που πρέπει να
µετρήσει [3]. Για παράδειγµα, µια δοκιµασία που χρησιµοποιείται για να µετρήσει τη µυϊκή δύναµη ενός
ατόµου, πρέπει όντως να µετράει αυτή την ιδιότητα. Ακούγεται απλό, αλλά στην πραγµατικότητα υπάρχουν
πολλές δοκιµασίες που δεν πληρούν αυτό το κριτήριο. Παράγοντες, που µπορούν να επηρεάσουν την
εγκυρότητα µιας δοκιµασίας, είναι:

• Χαρακτηριστικά των συµµετεχόντων: Οι δοκιµασίες πρέπει να υποβάλλονται σε


συµµετέχοντες µε χαρακτηριστικά (π.χ. ηλικία, φύλο, προηγούµενη εµπειρία µε τη
δοκιµασία) όµοια µε τα άτοµα στα οποία µελετήθηκε η εγκυρότητα της δοκιµασίας. Για
παράδειγµα, µια δοκιµασία που κρίθηκε έγκυρη, όταν εφαρµόστηκε σε υπερτασικούς
ασθενείς δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε άτοµα που είναι υγιή [2].
• Αξιοπιστία της δοκιµασίας: Αν η δοκιµασία δεν είναι αξιόπιστη, δεν µπορεί να είναι έγκυρη
(δες παρακάτω).
• Διαδικασίες µέτρησης: Η µέτρηση πρέπει να πραγµατοποιείται πάντα στις συνθήκες για τις
οποίες έχει σχεδιαστεί και µε βάση τις οδηγίες του ερευνητή που µελέτησε την εγκυρότητά
της. Οι περιβαλλοντικές συνθήκες, η σαφήνεια των οδηγιών για την πραγµατοποίηση της
δοκιµασίας και, κατά συνέπεια, η λάθος εκτέλεσή της από τον δοκιµαζόµενο, είναι
παράγοντες που µπορούν να επηρεάσουν την εγκυρότητα της δοκιµασίας[2].

1.4.2 Αξιοπιστία

Αξιόπιστη θεωρείται η δοκιµασία εκείνη µε την οποία λαµβάνονται τα ίδια αποτελέσµατα ανεξαρτήτως του
αριθµού επαναλήψεών της [1]. Δηλαδή, αφορά τη σταθερότητα των αποτελεσµάτων µιας δοκιµασίας σε
σχέση µε αυτό που θέλουµε πραγµατικά να µετρήσουµε [3]. Για παράδειγµα, αν µια οµάδα παιδιών
υποβληθεί στην ίδια δοκιµασία σε δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους, τα αποτελέσµατα που θα ληφθούν
πρέπει να είναι όµοια. Στην περίπτωση αυτή λέµε ότι η δοκιµασία αυτή είναι αξιόπιστη. Συνεπώς, µια
αξιόπιστη δοκιµασία πρέπει να παρέχει δεδοµένα τα οποία είναι σταθερά, ακριβή και επαναλαµβανόµενα. Για
να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία µιας δοκιµασίας πρέπει κάποιες συνθήκες να παραµείνουν σταθερές, όπως ο
εξοπλισµός µέτρησης, οι τεχνικές µέτρησης και οι συνθήκες περιβάλλοντος. Παράγοντες, που επηρεάζουν
τον βαθµό αξιοπιστίας µιας δοκιµασίας, σχετίζονται µε:

• Το δοκιµαζόµενο– κόπωση, έλλειψη κινήτρου, διάθεση,


• Τον ερευνητή – έλλειψη εµπειρίας και ικανότητας,
• Το περιβάλλον – συνθήκες περιβάλλοντος, οργάνωση του χώρου µέτρησης,
• Τη δοκιµασία – ένταση και διάρκεια της δοκιµασίας, ευαισθησία της µέτρησης, βαθµός
δυσκολίας της µέτρησης, διαφορετικός εξοπλισµός,
• Το στατιστικό λάθος κατά την ανάλυση των δεδοµένων [2].

14
Προκειµένου µια δοκιµασία να έχει υψηλή εγκυρότητα, είναι απαραίτητο να έχει υψηλή αξιοπιστία.
Όµως, δεν συµβαίνει απαραίτητα και το αντίστροφο [2]. Στην εικόνα 1.2 παρουσιάζονται τρεις στόχοι (Α, Β,
Γ), όπου ο κάθε ένας από αυτούς αντιστοιχεί σε µια διαφορετική τεχνική σκόπευσης. Σκοπός του
παραδείγµατος είναι η κατανόηση της σχέσης εγκυρότητας και αξιοπιστίας.

Εικόνα 1.2 Παράδειγµα σχέσης εγκυρότητας και αξιοπιστίας.

Στην περίπτωση Α της εικόνας 1.2, η τεχνική σκόπευσης δεν έχει αξιοπιστία γιατί, ενώ πετυχαίνει το στόχο
µια φορά, δεν οδηγεί στα ίδια αποτελέσµατα ανεξαρτήτως του αριθµού επαναλήψεών της. Όταν τα δεδοµένα
που παρέχονται δεν είναι αξιόπιστα, τότε θεωρείται ότι η δοκιµασία έχει χαµηλό βαθµό εγκυρότητας. Στην
περίπτωση Β της εικόνας 1.2, η τεχνική σκόπευσης έχει υψηλή αξιοπιστία (τα αποτελέσµατά της είναι
σταθερά σε σχέση µε αυτό που θέλουµε πραγµατικά να µετρήσουµε), αλλά δεν επιτυγχάνει το στόχο της.
Τότε, λέµε ότι η µέτρηση έχει υψηλή αξιοπιστία, αλλά δεν είναι έγκυρη. Στην περίπτωση Γ της εικόνας 1.2, η
τεχνική σκόπευσης επιτυγχάνει το στόχο κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, λέµε ότι η µέτρηση είναι έγκυρη
και αξιόπιστη.

1.4.3 Αντικειµενικότητα

Ένα άλλο κριτήριο για την καταλληλότητα µιας δοκιµασίας είναι η αντικειµενικότητα [1]. Υψηλή
αντικειµενικότητα θεωρείται πως έχει η δοκιµασία η οποία πραγµατοποιείται ταυτόχρονα από δυο ή
περισσότερους ερευνητές στην ίδια οµάδα συµµετεχόντων και οδηγεί στα ίδια αποτελέσµατα [2, 3].
Ουσιαστικά, αποτελεί ένα είδος αξιοπιστίας που σχετίζεται µε την εκτέλεση των δοκιµασιών. Οι µετρήσεις
που σχετίζονται µε ποσοτικά δεδοµένα, όπως για παράδειγµα µετρήσεις βάρους, ύψους, µήκους, απόστασης
που διανύει ένα παιδί στο τρέξιµο σε συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, θεωρούνται µετρήσεις µε υψηλή
αντικειµενικότητα [2]. Από την άλλη πλευρά, η αντικειµενικότητα των µετρήσεων που αφορούν την ποιότητα
της ικανότητας/εµφάνισης ενός δοκιµαζόµενου (π.χ. στην κατάδυση ή στην ενόργανη γυµναστική) είναι,
συνήθως, χαµηλού βαθµού [2].

1.4.4 Δυνατότητα υλοποίησης

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η εγκυρότητα, η αξιοπιστία και η αντικειµενικότητα είναι απαραίτητες


προκειµένου να κριθεί κατάλληλη µια δοκιµασία και να οδηγήσει σε χρήσιµα δεδοµένα. Ωστόσο, η
καταλληλότητα της δοκιµασίας εξαρτάται και από την δυνατότητα υλοποίησής της [2]. Παράγοντες, που
µπορούν να επηρεάσουν την υλοποίηση µιας δοκιµασίας και πρέπει να λαµβάνονται υπόψη, είναι:

• Το κόστος (κόστος εξοπλισµού, αναλώσιµων υλικών, κόστος κάθε µέτρησης).


• Η διάρκεια (απαιτούµενος χρόνος για κάθε µέτρηση).
• Η ανάγκη συνεργασίας (βοήθεια από συνεργάτες/φοιτητές, χρόνος για την κατάλληλη
εκπαίδευσή τους).

15
Η ύπαρξη δηµοσιευµένων φυσιολογικών τιµών-νόρµες (υπάρχουν φυσιολογικές τιµές για τον
πληθυσµό που θέλουµε να µετρήσουµε, έτσι ώστε να µπορούµε να συγκρίνουµε τις τιµές που θα λάβουµε µε
αυτές που έφερε η µέτρηση;) [2].

1.5 Σφάλµα µέτρησης

Η πραγµατοποίηση µιας µέτρησης δεν οδηγεί ποτέ σε απόλυτη εγκυρότητα, ανεξαρτήτως της αρτιότητας του
επιστηµονικού εξοπλισµού και της προσοχής που δείχνει ο ερευνητής. Έτσι, πάντα θα υπάρχει µια µικρή
απόκλιση των αποτελεσµάτων µας σε σχέση µε αυτό που θέλουµε να µετρήσουµε, η οποία ονοµάζεται
σφάλµα µέτρησης. Ο όρος αυτός αναφέρεται στην αβεβαιότητα της µέτρησης. Ακόµη και στις πιο απλές
µετρήσεις, το σφάλµα είναι παρόν και αναπόφευκτο. Στόχος του κάθε ερευνητή είναι η ελαχιστοποίησή του.
Δυνητικές πηγές σφάλµατος µιας µέτρησης αποτελούν ο δοκιµαζόµενος, ο ερευνητής, η διαδικασία
µέτρησης, το όργανο µέτρησης και οι συνθήκες περιβάλλοντος.

1.5.1 Είδη σφάλµατος µέτρησης

Τυχαίο σφάλµα: Το τυχαίο σφάλµα οδηγεί σε λάθος µέτρησης εξαιτίας τυχαίων παραγόντων που µπορούν
να επηρεάσουν τη µέτρηση. Το τυχαίο σφάλµα µπορεί να οφείλεται σε πληθώρα παραγόντων, όπως οι
συνθήκες του περιβάλλοντος (π.χ. θόρυβος, θερµοκρασία), ο δοκιµαζόµενος (ασθενείς, παιδιά, άτοµα µε
αναπηρία) ή ο ερευνητής (περίπτωση Α στην εικόνα 1.2). Για παράδειγµα, κατά τη διάρκεια µιας µέτρησης
ψυχοσωµατικού άγχους, στην οποία απαιτείται ησυχία, προκαλείται θόρυβος από κάποιο διερχόµενο
αυτοκίνητο. Αυτό το συµβάν µπορεί να διαταράξει την ηρεµία του δοκιµαζόµενου και να επηρεάσει το
αποτέλεσµα της µέτρησης. Έτσι, το τυχαίο σφάλµα επηρεάζει την αξιοπιστία και, συνήθως, δεν
επαναλαµβάνεται µε την πραγµατοποίηση επαναληπτικών µετρήσεων. Γι’ αυτό το λόγο το τυχαίο σφάλµα
είναι αναπόφευκτο και δεν εξαλείφεται. Όµως, η πιθανότητα να συµβεί τυχαίο σφάλµα µπορεί να ελεγχθεί
και να ελαχιστοποιηθεί µέσω καλής οργάνωσης των µετρήσεων (π.χ. κατάλληλος εξοπλισµός και συνθήκες
µέτρησης και σωστή εκπαίδευση ερευνητών). Ο έλεγχος του τυχαίου σφάλµατος είναι απαραίτητος για την
εγκυρότητα των δεδοµένων και ελέγχεται στατιστικά µέσω του συντελεστή αξιοπιστίας.
Συστηµατικό σφάλµα: Το συστηµατικό σφάλµα οδηγεί σε λάθος µέτρησης εξαιτίας παραγόντων
που συµβαίνουν συστηµατικά και µπορούν να την επηρεάσουν. Επηρεάζει αρνητικά την εγκυρότητα της
µέτρησης και µπορεί να οφείλεται σε πληθώρα παραγόντων, όπως το όργανο µέτρησης (π.χ. λανθασµένος
χειρισµός ή βαθµονόµηση) ή λάθη που γίνονται κατά την εκτέλεση µιας µέτρησης. Το συστηµατικό σφάλµα
µετατοπίζει τις τιµές µιας µέτρησης προς µια κατεύθυνση προκαλώντας υπερεκτίµηση ή υποεκτίµηση της
µετρούµενης ποσότητας (περίπτωση Β στην εικόνα 1.2). Το συστηµατικό σφάλµα µπορεί να ελαχιστοποιηθεί
αντιµετωπίζοντας την αιτία που το προκαλεί (π.χ. επισκευάζοντας και βαθµονοµώντας το όργανο µέτρησης).

1.6 Βαθµονόµηση εξοπλισµού

Βαθµονόµηση χαρακτηρίζεται η διαδικασία αξιολόγησης και ελέγχου της εγκυρότητας και αξιοπιστίας των
οργάνων µέτρησης. Έχει ως στόχο να µεγιστοποιήσει την ακρίβεια και τη σταθερότητα των αποτελεσµάτων
µιας δοκιµασίας σε σχέση µε αυτό που θέλουµε πραγµατικά να µετρήσουµε. Ένας από τους σηµαντικότερους
στόχους της βαθµονόµησης είναι η µείωση σφαλµάτων κατά τη µέτρηση.
Η βαθµονόµηση του εξοπλισµού πρέπει να γίνεται:

• Πριν και µετά από σηµαντικές µετρήσεις που απαιτούν απόλυτη ακρίβεια αποτελεσµάτων.
• Σε περίπτωση ατυχήµατος µε τον εξοπλισµό (π.χ. πτώση ή χτύπηµα).
• Όταν παρατηρούνται δεδοµένα µη ακριβή ή δεδοµένα που δεν έχουν συνάφεια µε τα
αναµενόµενα αποτελέσµατα.
• Στα χρονικά διαστήµατα που συνιστούν οι κατασκευαστικές εταιρείες, έτσι ώστε να
ελέγχεται και να επιβεβαιώνεται η ασφαλή και ορθή λειτουργία του εξοπλισµού.

16
1.7 Στατιστική ανάλυση

Στην έρευνα πραγµατοποιούµε µετρήσεις σε µια σχετικά µικρή οµάδα ατόµων και γενικεύουµε τα
αποτελέσµατά µας σε ένα µεγαλύτερο κοµµάτι της κοινωνίας. Έτσι, δείγµα ονοµάζουµε την υπο-οµάδα από
την οποία λαµβάνονται οι µετρήσεις. Αντίστοιχα, ονοµάζουµε πληθυσµό ένα σύνολο ατόµων, τα οποία
µοιράζονται ένα συγκεκριµένο χαρακτηριστικό. Έτσι, λοιπόν, προκειµένου να µελετήσουµε την αερόβια
ικανότητα των 12χρονων Ελλήνων µαθητών γυµνασίου, πραγµατοποιούµε µετρήσεις σε ένα επιλεγµένο
αριθµό 12χρονων µαθητών από διάφορα γυµνάσια της Ελλάδας (δείγµα) και γενικεύουµε τα αποτελέσµατα
που θα συλλέξουµε σε όλα τα παιδιά 12 ετών που φοιτούν στα ελληνικά γυµνάσια (πληθυσµός).
Τα δεδοµένα που συλλέγονται µέσω των µετρήσεων πρέπει να ερµηνεύονται και να αναλύονται
στατιστικά, έτσι ώστε να παρέχεται αξιολόγηση µε νόηµα. Είναι λάθος να ερµηνεύονται δεδοµένα και να
λαµβάνονται αποφάσεις χωρίς την ύπαρξη στατιστικής ανάλυσης. Η στατιστική αναφέρεται στη συλλογή,
οργάνωση και ανάλυση ποσοτικών δεδοµένων [2].
Πώς µπορούµε να γνωρίζουµε αν επιτρέπεται (ή όχι) να γενικεύσουµε τα αποτελέσµατα των
µετρήσεων ενός δείγµατος λίγων ατόµων σε έναν ολόκληρο πληθυσµό ο οποίος µπορεί να αριθµεί σε
χιλιάδες; Ο στατιστικός συντελεστής που δίνει απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι η πιθανότητα λάθους (p).
Σε περιπτώσεις όπου η τιµή p είναι χαµηλή, τότε µπορούµε µε αρκετή σιγουριά να γενικεύσουµε τα
αποτελέσµατα των µετρήσεων ενός δείγµατος σε έναν ολόκληρο πληθυσµό. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν,
δηλαδή, η τιµή p είναι υψηλή, θα είναι λάθος να γενικεύσουµε τα αποτελέσµατα των µετρήσεων ενός
δείγµατος σε έναν ολόκληρο πληθυσµό. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η πιθανότητα σφάλµατος δεν µπορεί
ποτέ να εξαλειφθεί ολοκληρωτικά, η ερευνητική κοινότητα θεωρεί αποδεκτή την πιθανότητα λάθους (p) έως
και 5% (άρα, 0.05). Εποµένως, τα αποτελέσµατα στατιστικών αναλύσεων σε δεδοµένα δείγµατος, τα οποία
συνοδεύονται από τιµές p µικρότερες του 0.05, είναι σωστό να γενικεύονται σε ολόκληρο τον πληθυσµό.
Αντίθετα, τα αποτελέσµατα στατιστικών αναλύσεων σε δεδοµένα δείγµατος, τα οποία συνοδεύονται από
τιµές p µεγαλύτερες του 0.05, είναι λάθος να γενικεύονται σε ολόκληρο τον πληθυσµό.
Τα δεδοµένα των µετρήσεων, που συλλέγονται, δεν παρουσιάζονται πάντα στην ίδια µορφή (π.χ.
µέτρα (m), δευτερόλεπτα (s), χιλιόγραµµα (kg)) και πρέπει να µετατρέπονται, ώστε να είναι δυνατή η
σύγκρισή τους µε άλλα δεδοµένα των ίδιων ή άλλων µετρήσεων. Σηµαντικό σηµείο για τις µετρήσεις και τις
δοκιµασίες είναι ο έλεγχος της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας µέσω της χρήσης της στατιστικής ανάλυσης.
Σηµαντικός ορισµός της στατιστικής είναι αυτός της µεταβλητής. Μεταβλητή είναι το
χαρακτηριστικό εκείνο, το οποίο µεταβάλλεται και παίρνει διάφορες τιµές σε κάθε µέτρηση. Διαφέρει από
άτοµο σε άτοµο, ακόµη και σε επαναλαµβανόµενες µετρήσεις του ίδιου ατόµου. Διακρίνεται σε δυο
κατηγορίες:

• Ποιοτικές µεταβλητές: Διάκριση σύµφωνα µε ποιοτικά χαρακτηριστικά (π.χ. φύλο, θρησκεία,


ικανότητα/δεξιότητα στην εκτέλεση ασκήσεων ρυθµικής γυµναστικής).
• Ποσοτικές µεταβλητές: Διάκριση σύµφωνα µε ποσοτικά χαρακτηριστικά (π.χ. βάρος, ύψος,
δύναµη, απόσταση).

Κάθε µια από τις παραπάνω κατηγορίες µπορεί να περιλαµβάνει µεταβλητές µε τα εξής
χαρακτηριστικά:

• Μεταβλητή κατηγορίας ονοµάζεται η µεταβλητή που διακρίνεται σε συγκεκριµένο αριθµό


οµάδων ή κατηγοριών. Για παράδειγµα, µεταβλητή κατηγορίας είναι η οµάδα αίµατος που
µπορεί να διακριθεί σε οµάδα αίµατος Α (οµάδα 1), οµάδα αίµατος Β (οµάδα 2), οµάδα
αίµατος ΑΒ (οµάδα 3) και οµάδα αίµατος Ο (οµάδα 4).
• Συνεχής µεταβλητή ονοµάζεται η µεταβλητή που µπορεί να πάρει άπειρο αριθµό πιθανών
τιµών. Για παράδειγµα, ένα παιδί µπορεί να τρέξει µια συγκεκριµένη απόσταση σε 10.2 s, ένα
άλλο σε 119.8 s κτλ.

Στην εικόνα 1.3 παρουσιάζονται οι στατιστικές αναλύσεις που χρησιµοποιούνται για την ανάλυση δυο
µεταβλητών.

17
Εικόνα 1.3 Στατιστικές αναλύσεις που χρησιµοποιούνται για τη ανάλυση δυο µεταβλητών.

Όταν θέλουµε να µελετήσουµε τη σχέση µεταξύ δύο συνεχών µεταβλητών, τότε χρησιµοποιούµε την
ανάλυση συσχέτισης (Correlation Coefficient). Σε µια ανάλυση συσχέτισης ελέγχονται τα εξής:

• Αν είναι στατιστικώς σηµαντική. Δηλαδή, αν οι τιµές p είναι µικρότερες του 0.05.


• Αν η συσχέτιση είναι θετική ή αρνητική. Μια θετική συσχέτιση υποδεικνύει ανάλογη σχέση
µεταξύ των µεταβλητών. Έτσι, όταν οι τιµές σε µια µεταβλητή αυξάνονται, τότε αυξάνονται
και στην άλλη µεταβλητή. Μια αρνητική συσχέτιση υποδεικνύει αντιστρόφως ανάλογη
σχέση µεταξύ των µεταβλητών. Δηλαδή, όταν οι τιµές µιας µεταβλητής αυξάνονται, τότε οι
τιµές της άλλης µεταβλητής µειώνονται.
• Το µέγεθος της συσχέτισης. Οι τιµές της συσχέτισης έχουν εύρος από +1.00 έως -1.00. Τιµές
κοντά στο +1.00 υποδηλώνουν ισχυρή συσχέτιση, ενώ τιµές κοντά στο -1.00 υποδηλώνουν
χαµηλή συσχέτιση.

Η ανάλυση συσχέτισης είναι ένα από τα σηµαντικά κριτήρια για να ελεγχθεί η αξιοπιστία και η
εγκυρότητα µιας δοκιµασίας. Όσο πιο κοντά στο +1.00 είναι η σχέση µεταξύ της µέτρησης µε αυτό που
θέλουµε πραγµατικά να µετρήσουµε, τόσο πιο έγκυρη θεωρείται η δοκιµασία.
Όπως περιγράφεται στην εικόνα 1.3, στην περίπτωση που θέλουµε να συγκρίνουµε δύο µεταβλητές
κατηγορίας, η στατιστική ανάλυση που εφαρµόζεται είναι το στατιστικό κριτήριο χ2 (Chi-Square). Η
συγκεκριµένη ανάλυση χρησιµοποιείται για να αξιολογηθούν πιθανές διαφορές στο πλήθος των διαφόρων
τιµών µεταξύ των δύο µεταβλητών κατηγορίας. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει µια συνεχής µεταβλητή και µια
µεταβλητή κατηγορίας, λαµβάνεται υπόψη το πλήθος των κατηγοριών και εκτελείται η αντίστοιχη ανάλυση
στατιστικής, όπως φαίνεται στην εικόνα 1.3. Πιο συγκεκριµένα, όταν υπάρχει µια συνεχής µεταβλητή και µια
µεταβλητή κατηγορίας µε δύο κατηγορίες, τότε εφαρµόζονται t-test, τα οποία διακρίνονται σε t-test για
ανεξάρτητα δείγµατα (Independent samples t-test) και σεt-test για κατά ζεύγη δείγµατα (paired t-test) [4].Το t-
test για ανεξάρτητα δείγµατα έχει ως στόχο την εύρεση διαφορών µεταξύ ατόµων δύο διαφορετικών οµάδων
σε µια συνεχή µεταβλητή [4]. Για παράδειγµα (εικόνα 1.3), ο έλεγχος της ύπαρξης διαφοράς στα επίπεδα
ψυχοσωµατικού άγχους (συνεχής µεταβλητή) µεταξύ ασθενών µε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και ασθενών µε

18
χρόνια αποφρακτική πνευµονοπάθεια (µεταβλητή κατηγορίας µε δύο κατηγορίες). Το t-test για κατά ζεύγη
δείγµατα χρησιµοποιείται όταν ο ερευνητής θέλει να εξετάσει την ύπαρξη διαφορών σε δυο διαφορετικές
µετρήσεις µιας συνεχούς µεταβλητής για τα ίδια άτοµα. Για παράδειγµα, ένας ερευνητής εξετάζει διαφορές
στη µυϊκή δύναµη (συνεχής µεταβλητή) στα ίδια άτοµα µε αναπηρία πριν και µετά (µεταβλητή κατηγορίας µε
δύο κατηγορίες) από ένα µήνα ειδικού σχεδιασµένου προγράµµατος µυϊκής ενδυνάµωσης. Ουσιαστικά,
πρόκειται για µια στατιστική ανάλυση που εξετάζει διαφορές σε µια µεταβλητή στο ίδιο δείγµα σε δύο
χρονικά σηµεία.
Σε περιπτώσεις, όπου υπάρχει µια συνεχής µεταβλητή και µια µεταβλητή κατηγορίας µε τρεις ή
περισσότερες κατηγορίες, τότε εφαρµόζεται η στατιστική ανάλυση διακύµανσης µιας κατεύθυνσης (one-way
analysis of variance). Η ανάλυση αυτή εξετάζει την πιθανή ύπαρξη διαφορών µεταξύ τριών ή περισσότερων
οµάδων σε µια συνεχή µεταβλητή [4]. Για παράδειγµα (εικόνα 1.3), υπάρχει διαφορά στο µέσο όρο δύναµης
(συνεχής µεταβλητή) µεταξύ των ασθενών µε σακχαρώδη διαβήτη, καρδιακή ανεπάρκεια και µυασθένεια;
(µεταβλητή κατηγορίας µε 3 οµάδες).

19
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Morrow J, J.A., Disch J, Mood D, Measurement and evaluation in human performance. 2005, United States
of America: Edwards Brothers.
2. D, M., Measurement by the Physical Educator 2006, New York: McGraw-Hill.
3. Lacy A, H.D., Measurement & Evaluation in physical education and exercise science. 2007, SanFrancisco:
BenjaminCummings.
4. Παπαϊωάννου Α, Ζ.Ν., Εφαρµογές της Στατιστικής στις Επιστήµες του Αθλητισµού και της Φυσικής
Αγωγής µε τη χρήση του SPSS 18. 2014: Εκδόσεις Δίσιγµα.

20
Κεφάλαιο 2

Αξιολόγηση σωµατοµετρικών χαρακτηριστικών και σωµατικής


σύστασης

Αντώνης Σταυρόπουλος-Καλίνογλου PhD, Χριστίνα Καρατζαφέρη PhD, Γεώργιος Σακκάς PhD

2 Εισαγωγή
Με τον όρο σωµατοµετρία αναφερόµαστε στις διαδικασίες εκείνες που αξιολογούν τις εξωτερικές διαστάσεις
του ανθρωπίνου σώµατος, τις µεταξύ τους αναλογίες και τη σχέση µεγέθους του σώµατος µε το περιβάλλον.
Αντίθετα, η µελέτη της σωµατικής σύστασης επιχειρεί να διαχωρίσει και να ποσοτικοποιήσει τα
αποτελέσµατα της ανθρωποµετρίας στα βασικά συστατικά του ανθρωπίνου σώµατος [1]. Η σωµατοµετρία
και η σωµατική σύσταση παρέχουν πολύτιµες πληροφορίες για την υγεία των ανθρώπων και τη λειτουργική
τους ικανότητα. Σηµαντικές διαφορές σε σχέση µε τον µέσο όρο σε αυτά τα χαρακτηριστικά, συνήθως,
χρήζουν παρέµβασης.
Οι ανθρωποµετρικές µετρήσεις και, ιδίως το βάρος και ο δείκτης µάζας σώµατος, αποτελούν τη βάση
για τη διάγνωση της παχυσαρκίας [2]. Η παχυσαρκία έχει γίνει πλέον πανδηµία και αποτελεί προδιαθεσικό
παράγοντα για πολλές χρόνιες παθήσεις, όπως καρδιαγγειακά προβλήµατα, σακχαρώδης διαβήτης, αρθρίτιδα
και κάποιες µορφές καρκίνου [3]. Εποµένως η ακριβής αξιολόγηση των σωµατοµετρικών χαρακτηριστικών
είναι ιδιαιτέρως σηµαντική τόσο για το γενικό πληθυσµό όσο και για τις περισσότερες οµάδες ασθενών.
Παρά τις πολλές χρήσιµες πληροφορίες που παρέχει η σωµατοµετρία, έχει ένα βασικό µειονέκτηµα:
Δεν αξιολογεί τη σύσταση του σώµατος. Πολλά χρόνια νοσήµατα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, οι
φλεγµονώδεις αρθρίτιδες και ο καρκίνος, αλλά και η προϊούσα ηλικία επηρεάζουν τη σωµατοδοµή [4].
Εποµένως, η χρήση µεθόδων αξιολόγησης της σωµατοδοµής µπορεί να παρέχει επιπλέον χρήσιµες
πληροφορίες.

2.1 Μοντέλα µέτρησης


Όλες οι διαθέσιµες µέθοδοι ανθρωποµετρίας εξετάζουν ολόκληρο το σώµα. Αντίθετα οι µέθοδοι αξιολόγησης
της σωµατοδοµής, το εξετάζουν ως ένα σύνολο διαφορετικών διαµερισµάτων (compartments). Ανάλογα µε τη
µέθοδο, το σώµα µπορεί να διαχωριστεί σε πολλά διαµερίσµατα (εικόνα 2.1). Το πλέον σύνηθες µοντέλο,
αυτό των δύο διαµερισµάτων, διαχωρίζει το σώµα σε λιπώδη και άλιπη σωµατική µάζα. Το µοντέλο τριών
διαµερισµάτων προσθέτει την αξιολόγηση της οστικής µάζας, που είναι ιδιαίτερης σηµασίας σε πολλές
ασθένειες αλλά και σε άτοµα τρίτης ηλικίας και σε µετεµµηνοπαυσιακές γυναίκες. Τα υπόλοιπα µοντέλα
εξετάζουν το σώµα σε µοριακό ή σε ατοµικό επίπεδο [5].

21
Εικόνα 2.1 Μοντέλα αξιολόγησης της σωµατοδοµής

2.2 Μέθοδοι µέτρησης


Ενδεικτικό της µεγάλης σηµασίας αυτών των αξιολογήσεων είναι η πληθώρα των διαθέσιµων µεθόδων.
Απευθείας αξιολόγηση της σωµατικής σύστασης δεν είναι δυνατή σε ζώντες, καθώς περιλαµβάνει τον
ανατοµικό ή χηµικό διαχωρισµό των ιστών [5]. Ως εκ τούτου έχουν αναπτυχθεί διάφορες έµµεσες τεχνικές
υπολογισµού της σωµατικής σύστασης. Η υδροστατική ζύγιση για πολλά χρόνια θεωρούνταν η µέθοδος
αναφοράς (gold standard) για τον υπολογισµό της σωµατικής σύστασης. Όµως, µεθοδολογικές δυσκολίες της
µέτρησης και το κόστος του εξοπλισµού και των εγκαταστάσεων [6] ώθησαν στη δηµιουργία νέων µεθόδων.
Μερικές από αυτές είναι: η πυκνοµετρία ή διπλής ενέργειας απορροφησιοµετρία ακτινών Χ (dual-energy X-
ray absorptiometry), γνωστή και ως DEXA (κεφάλαιο 11), η χρήση ιατρικών µηχανηµάτων, όπως ο
µαγνητικός και αξονικός τοµογράφος και ο υπέρηχος, η πληθυσµογραφία µετατόπισης αέρα αλλά και πιο
απλές µέθοδοι, όπως η αξιολόγηση του πάχους των δερµατοπτυχών και η βιοηλεκτρική αγωγιµότητα [6, 7].
Στο παρόν κεφάλαιο θα αναφερθούµε αναλυτικά σε µεθόδους σωµατοµετρίας και αξιολόγησης
σωµατικής σύστασης, που χρησιµοποιούνται συχνά στο γενικό πληθυσµό και σε οµάδες ασθενών, όπου
υπάρχει µεγάλη πιθανότητα να συναντήσει και να χρησιµοποιήσει ένας επαγγελµατίας της άσκησης. Αυτές
είναι: βάρος, ύψος, δείκτης µάζας σώµατος, περιφέρειες, δερµατοπτυχές, βιοηλεκτρική αγωγιµότητα και η
µέθοδος DEXA.

2.2 Σωµατοµετρία

2.2.1 Αξιολόγηση βάρους

Σκοπός: Η αξιολόγηση του βάρους είναι από τις συχνές µετρήσεις που θα υποβληθεί ένα άτοµο. Παρέχει
πληροφορίες που σχετίζονται µε την υγεία αλλά χρησιµοποιείται και για τις επιδράσεις της ηλικίας ή
διαφόρων παρεµβάσεων (άσκηση, διατροφή, φάρµακα) ή καταστάσεων στο σώµα.
Εξοπλισµός: Βαθµονοµηµένη ζυγαριά (εικόνα 2.2). Είναι σηµαντικό η ζυγαριά που θα
χρησιµοποιείται να προέρχεται από αξιόπιστο κατασκευαστή που ακολουθεί πιστοποιηµένες διαδικασίες
κατασκευής. Επίσης, οι ζυγαριές για να διατηρούν την αξιοπιστία τους, πρέπει να βαθµονοµούνται ανά τακτά
χρονικά διαστήµατα (συνήθως άπαξ ανά έτος ή διετία) και να συντηρούνται βάσει των οδηγιών του
κατασκευαστή.
Διαδικασία: Ιδανικά επιδιώκεται η µέτρηση της σωµατικής µάζας του δοκιµαζόµενου µε ελαφρύ
ρουχισµό ή µόνο µε τα εσώρουχα. Ο εξεταζόµενος αφαιρεί τα παπούτσια και όσο το δυνατόν περισσότερα
ρούχα και στέκεται ακίνητος πάνω στη ζυγαριά χωρίς να κρατιέται από πουθενά, έως ότου να σταθεροποιηθεί
η ένδειξη. Σε περίπτωση που ο δοκιµαζόµενος αδυνατεί να παραµείνει όρθιος, τότε χρησιµοποιούνται
ζυγαριές για αναπηρική καρέκλα µε τον δοκιµαζόµενο να αξιολογείται σε καθιστή θέση.

22
Εικόνα 2.2 Αξιολόγηση βάρους

Σηµεία προσοχής: Η µέτρηση βάρους πρέπει να πραγµατοποιείται το πρωί, µετά από 12 ώρες νηστεία και
πρωινή κένωση, χωρίς ρούχα.

• Τα σωµατικά υγρά και οι κενώσεις µπορεί να επηρεάσουν σηµαντικά το βάρος (έως και 2
κιλά διαφορά), εποµένως, επιδιώκουµε ο εξεταζόµενος να έχει επισκεφθεί την τουαλέτα πριν
την µέτρηση.
• Άλλοι παράγοντες που µπορεί να επηρεάσουν την µέτρηση βάρους, είναι η πρόσληψη
φαγητού, τα επίπεδα ενυδάτωσης και η άσκηση.
• Εάν η µέτρηση επαναληφθεί µετά από κάποιο χρονικό διάστηµα, είναι απαραίτητο να
πραγµατοποιηθεί την ίδια ώρα της ηµέρας, µε τις ίδιες συνθήκες και µε τα ίδια ρούχα.
• Πάντα πρέπει να συγκρίνουµε µετρήσεις από την ίδια ζυγαριά.

Ερµηνεία: Το βάρος παρέχει σηµαντικές πληροφορίες ιδίως όταν η µέτρηση επαναλαµβάνεται σε


τακτά διαστήµατα. Οι αλλαγές στο σωµατικό βάρος είναι αποτέλεσµα ανισορροπίας ανάµεσα στην
ενεργειακή πρόσληψη και την ενεργειακή δαπάνη. Η αύξηση βάρους σηµαίνει αυξηµένη πρόσληψη, ενώ η
µείωση βάρους αυξηµένη ενεργειακή δαπάνη. Με βάση αυτό µπορεί κάποιος να προσαρµόσει τη διατροφή
του και τα επίπεδα δραστηριότητας, ώστε να έχει τις επιθυµητές µεταβολές στο σωµατικό βάρος ή απλώς να
το διατηρήσει σταθερό.
Ένα βασικό πρόβληµα της µέτρησης βάρους, όµως, είναι ότι δεν µας πληροφορεί για τη σύσταση του
σώµατος. Εποµένως, δεν γνωρίζουµε αν οι µεταβολές στο βάρος προέρχονται από αλλαγές στη λιπώδη ή
στην άλιπη σωµατική µάζα. Παροµοίως, η µη αλλαγή σε βάρος δεν σηµαίνει απαραίτητα ότι δεν υπάρχει
µεταβολή στη σύσταση του σώµατος. Ιδίως σε µεγαλύτερα σε ηλικία άτοµα, που συχνά παρατηρείται µείωση
της µυϊκής τους µάζας µε την πάροδο των ετών, το σταθερό βάρος µπορεί να υποδεικνύει αύξηση της
λιπώδους µάζας. Εποµένως για πιο λεπτοµερή αξιολόγηση είναι χρήσιµο η µέτρηση βάρους να συνοδεύεται
και από αξιολόγηση της σωµατοδοµής.

2.2.2 Αξιολόγηση Ύψους

Σκοπός: Η µέτρηση ύψους αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι όλων των σωµατοµετρικών αξιολογήσεων και
µαζί µε το βάρος αποτελούν τη βάση της ανθρωποµετρίας.
Εξοπλισµός: Σταδιόµετρο, µια ειδική συσκευή που αποτελείται από µια βάση, ένα βαθµονοµηµένο
µέτρο ύψους περίπου 200-250 cm και ένα κινούµενο στέλεχος πάνω στο µέτρο.

23
Διαδικασία: Ως ύψος αξιολογείται η µεγαλύτερη απόσταση του άνω µέρους του κρανίου από το
έδαφος, όταν ο εξεταζόµενος στέκεται όρθιος και κοιτάει ευθεία µπροστά (εικόνα 2.3). Η µέτρηση γίνεται
χωρίς παπούτσια, µε τα πέλµατα ενωµένα και τα χέρια χαλαρά στο πλάι του σώµατος. Οι φτέρνες, οι γοφοί
και οι ωµοπλάτες πρέπει να ακουµπούν στον τοίχο ή στο µέτρο του σταδιόµετρου.

Εικόνα 2.3 Αξιολόγηση ύψους

Σηµεία προσοχής:

• Το ύψος παρουσιάζει διακυµάνσεις κατά τη διάρκεια της ηµέρας, µε τις τιµές το πρωί να
είναι λίγο µεγαλύτερες απ’ ό,τι το απόγευµα [8]. Εποµένως, οι µετρήσεις είναι προτιµότερο
να γίνονται το πρωί. Σε περίπτωση επαναλαµβανόµενης µέτρησης, αυτή πρέπει να γίνεται την
ίδια ώρα της ηµέρας.
• Κάποιες συσκευές µέτρησης ύψους µπορεί να έχουν πρόβλεψη για παπούτσια, δηλαδή να
έχουν 2-3 «νεκρά» cm. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να ακολουθούνται οι οδηγίες του
κατασκευαστή.
• Εάν δεν υπάρχει σταδιόµετρο, µπορεί να χρησιµοποιηθεί ένα οποιοδήποτε µέτρο ή µεζούρα,
που, όµως, θα πρέπει να τοποθετηθεί µε ακρίβεια και να στερεωθεί σε µια σταθερή
επιφάνεια.
• Σε περίπτωση που ο εξεταζόµενος δεν µπορεί να σταθεί, υπάρχουν µέθοδοι για επικλινή ή
καθιστή µέτρηση ύψους.
• Τα µαλλιά του δοκιµαζόµενου δεν πρέπει να εµποδίζουν την τοποθέτηση του στελέχους πάνω
στο κεφάλι.

Ερµηνεία: Υπό κανονικές συνθήκες το ύψος ενός ενήλικα, πέραν µικρών ηµερήσιων διακυµάνσεων
δεν µεταβάλλεται. Περιπτώσεις µεταβολής ύψους µπορεί να σηµατοδοτούν σοβαρές παθήσεις των οστών,
όπως οστεοπόρωση ή βλάβες στη σπονδυλική στήλη. Κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, η µέτρηση ύψους
παρέχει πληροφορίες για την ανάπτυξη των παιδιών. Σε ηλικιωµένα άτοµα, µεταβολές (µείωση) στο ύψος,
συνήθως, συνδέονται µε αυξηµένη θνησιµότητα [9].

2.2.3 Δείκτης Μάζας Σώµατος – ΔΜΣ (Body Mass Index, BMI)

Σκοπός: Ο υπολογισµός του ΔΜΣ είναι η πλέον διαδεδοµένη µέθοδος αξιολόγησης της σωµατικής
ευρωστίας. Είναι αποτέλεσµα διαίρεσης του βάρους (σε κιλά) µε το τετράγωνο του ύψους (σε µέτρα): ΔΜΣ =
κιλά/µέτρα2.

24
Διαδικασία: Από τη µέτρηση βάρους και ύψους (όπως περιγράφηκαν προηγουµένως) παίρνουµε τις
τιµές και τις εισάγουµε στην εξίσωση του ΔΜΣ ή τις αντιστοιχούµε στο διάγραµµα του ΔΜΣ.
Ερµηνεία: Με βάση το αποτέλεσµα του ΔΜΣ ο εξεταζόµενος κατατάσσεται σε µια από τις
παρακάτω κατηγορίες: ελλιποβαρής (ΔΜΣ<18.49 kg/m2), νορµοβαρής (ΔΜΣ: 18.5-24.99 kg/m2), υπέρβαρος
(ΔΜΣ: 25-29.9 kg/m2) ή παχύσαρκος (ΔΜΣ>30 kg/m2). Η κατηγορία των παχύσαρκων χωρίζεται περαιτέρω
σε τρεις υποκατηγορίες παχυσαρκίας, κλάσης 1 έως 3 µε ΔΜΣ 30-34.99 kg/m2, 35-39.9 kg/m2, και >40 kg/m2
αντίστοιχα (πίνακας 2.1).

Κατηγορίες ΔΜΣ (kg/m2)


Ελλιποβαρείς <18.49
Νορµοβαρείς 18.5 - 24.99
Υπέρβαροι 25.00 - 29.99
Παχύσαρκοι >30.00
Πίνακας 2.1 Κατηγορίες ΔΜΣ

Σηµεία προσοχής:

• Το βασικό πρόβληµα του ΔΜΣ είναι ότι κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους µε βάση το
συνολικό βάρος και όχι την σωµατοδοµή. Εποµένως, για άτοµα µε διαφορετική σωµατοδοµή
από το γενικό πληθυσµό δεν είναι ακριβής [10-12].
• Ανάµεσα σε αυτά τα άτοµα συµπεριλαµβάνονται και πολλές κατηγορίες ασθενών. Αυτοί
µπορεί να έχουν φυσιολογικό ΔΜΣ αλλά σηµαντικά αυξηµένο σωµατικό λίπος [11].
• Εποµένως, η ερµηνεία του ΔΜΣ για τους ασθενείς θέλει µεγάλη προσοχή και εξατοµικευµένη
προσέγγιση.

2.2.4 Αξιολόγηση περιφερειών

Σκοπός: Οι περιφέρειες είναι µετρήσεις περιµέτρων διάφορων ανατοµικών σηµείων στο σώµα µε µια
µετροταινία. Χρησιµεύουν στη σωµατοµετρία, στην αξιολόγηση της σωµατοδοµής και στην αξιολόγηση της
ανάπτυξης.
Εξοπλισµός: Μη ελαστική µετροταινία
Διαδικασία:

• Ο εξεταστής βρίσκει και σηµειώνει το ανατοµικό σηµείο όπου θα γίνει η µέτρηση.


• Τοποθετεί την µετροταινία γύρω από το σηµείο και µετράει την περίµετρο.
• Κατά τη µέτρηση η ταινία πρέπει να εφάπτεται στο δέρµα αλλά όχι να το σφίγγει, να είναι
επίπεδη και οριζόντια προς το έδαφος.

Ανατοµικά σηµεία: Στο γενικό πληθυσµό τα πλέον συνήθη ανατοµικά σηµεία για τη µέτρηση
περιφερειών είναι η µέση και τα ισχία. Η περιφέρεια µέσης αποτελεί χρήσιµη ένδειξη για την αξιολόγηση του
κινδύνου εκδήλωσης καρδιαγγειακών νοσηµάτων και διαβήτη [13]. Σε συνδυασµό µε τη µέτρηση της
περιφέρειας των ισχίων υπολογίζεται ο λόγος µέσης προς ισχία, ο οποίος µπορεί να δώσει επιπλέον
πληροφορίες για την κατανοµή του λίπους στο σώµα [14]. Επίσης, συχνά χρησιµοποιούνται οι περιφέρειες
του βραχίονα και του µηρού για να αξιολογήσουν τη µυϊκή µάζα.
Μέση: Ο εξεταζόµενος στέκεται µε τα πόδια σε µικρή διάσταση µε το βάρος µοιρασµένο και στα
δύο. Η µέτρηση της περιµέτρου γίνεται στο µέσο της απόστασης ανάµεσα στο τελευταίο πλευρό και τη
λαγόνιο ακρολοφία [15] (εικόνα 2.4). Άλλες προσεγγίσεις (µέτρηση στο ύψος της λαγόνιου ακρολοφίας, του
οµφαλού ή του στενότερου σηµείου) έχουν χρησιµοποιηθεί αλλά δεν προτιµώνται.

25
Εικόνα 2.4 Αξιολόγηση περιφέρειας µέσης

Ισχία: Ο εξεταζόµενος στέκεται µε τα πόδια σε µικρή διάσταση µε το βάρος µοιρασµένο και στα δύο. Οι
γλουτιαίοι πρέπει να είναι χαλαροί. Η µέτρηση γίνεται στο σηµείο µε τη µεγαλύτερη περίµετρο, εκεί που οι
γλουτιαίοι µύες εξέχουν περισσότερο. Ο εξεταζόµενος µπορεί να στέκεται σε µια ανυψωµένη επιφάνεια, ώστε
να γίνει η µέτρηση πιο εύκολα (εικόνα 2.5).

Εικόνα 2.5 Αξιολόγηση περιφέρειας ισχίων

Λόγος µέσης ισχίων: Υπολογίζεται βάσει των προηγούµενων µετρήσεων. Διαιρείται η περιφέρεια µέσης µε
την περιφέρεια ισχίων (Λόγος = Μέση/ Ισχία).

26
Β
Εικόνα 2.6 Α και Β Αξιολόγηση περιφέρειας βραχίονα σε ηρεµία και σε κάµψη

Βραχίονας: Το χέρι βρίσκεται χαλαρό στο πλάι του κορµού. Η µέτρηση λαµβάνεται στο µέσο της απόστασης
από το ακρώµιο στο ωλέκρανο. Η διαδικασία µπορεί να επαναληφθεί και µε το χέρι λυγισµένο, µε το
δικέφαλο βραχιόνιο µυ σε σύσπαση. Το χέρι βρίσκεται σε πλάγια έκταση και ακολουθεί κάµψη του
αντιβραχίου. Η µέτρηση λαµβάνεται στο σηµείο µε τη µέγιστη διάµετρο (εικόνα 2.6 Α και Β).
Σηµεία προσοχής:

• Η αλλαγή εξεταστή µπορεί να έχει σηµαντικές επιπτώσεις στην µέτρηση. Η σωστή


εκπαίδευση και η εµπειρία του εξεταστή µπορούν να βελτιώσουν σηµαντικά την ακρίβεια της
µέτρησης [16].
• Τα ρούχα πρέπει να αφαιρούνται από την εξεταζόµενη περιοχή.
• Η πρόβλεψη της σωµατοδοµής από τις περιφέρειες είναι επισφαλής και πρέπει να
αποφεύγεται.

Ερµηνεία: Παρακάτω παρατίθενται πίνακες µε τα επιθυµητά επίπεδα των αξιολογήσεων. Με βάση


αυτούς τους πίνακες, αξιολογούνται οι περιφέρειες και λαµβάνονται αποφάσεις για τη διαχείριση των ατόµων
(πίνακας 2.2, 2.3).

Μέση και Ισχία [15]

Δείκτης Όρια Επίπεδο κινδύνου για


επιπλοκές υγείας
Περιφέρεια µέσης Άντρες >94cm Αυξηµένος
Γυναίκες >80cm
Περιφέρεια µέσης Άντρες >102cm Πολύ αυξηµένος
Γυναίκες >88cm
Λόγος µέσης/ισχίων Άντρες ≥0.90 cm Πολύ αυξηµένος
Γυναίκες ≥0.85 cm
Πίνακας 2.2 Τιµές αναφοράς για τις περιφέρειες µέσης και ισχίων

Περιφέρεια Βραχίονα [17]


Άντρες Γυναίκες

Ηλικία 25% 50% 75% 25% 50% 75%


20-29 31.5 34 36.8 28 30.8 34.6
30-39 31.1 33.8 37 27.4 30.3 34.3
40-59 32.3 34.5 37.1 28.3 31.2 34.9
>60 30.6 33.3 36 28 30.8 34.5

27
Πίνακας 2.3 Τιµές αναφοράς ανά φύλο και ηλικία για την περιφέρεια βραχίονα

2.2.5 Δερµατοπτυχές

Σκοπός: Η µέτρηση των δερµατοπτυχών είναι, ίσως, η πλέον συχνή µέθοδος αξιολόγησης της σωµατοδοµής.
Η µέτρηση έγκειται στην αξιολόγηση του πάχους του υποδόριου λίπους σε συγκεκριµένα ανατοµικά σηµεία
του σώµατος και στη χρήση εξισώσεων για τον υπολογισµό της λιπώδους και της άλιπης σωµατικής µάζας.
Εξοπλισµός: Δερµατοπτυχόµετρο, µη ελαστική µετροταινία. Το δερµατοπτυχόµετρο πρέπει να
βαθµονοµείται σύµφωνα µε τις οδηγίες του κατασκευαστή, ώστε να έχει σταθερή τάση και άνοιγµα σιαγόνας.
Διαδικασία:

• Ο εξεταζόµενος στέκεται όρθιος, χαλαρός, µε το βάρος µοιρασµένο και στα δύο πόδια.
• Οι µετρήσεις καλό είναι να λαµβάνονται πάντα από τη δεξιά πλευρά.
• Ο εξεταστής βρίσκει και σηµειώνει τα ανατοµικά σηµεία όπου θα γίνουν οι µετρήσεις.
• Πιάνει τη δερµατοπτυχή, χωρίς όµως τον υποκείµενο µυ, 1-2 εκατοστά πάνω από το σηµείο
µέτρησης. Η δερµατοπτυχή πρέπει να είναι παράλληλη µε την φορά των ινών του
υποκείµενου µυός.
• Τραβάει µε τα δάχτυλα την δερµατοπτυχή και εφαρµόζει το δερµατοπτυχόµετρο στο
σηµειωµένο σηµείο. Η εφαρµογή πρέπει να γίνεται κάθετα προς τη δερµατοπτυχή.
• Μετά από 1-2 δευτερόλεπτα διαβάζει την τιµή στο δερµατοπτυχόµετρο.
• Αφού µετρήσει όλες τις δερµατοπτυχές επαναλαµβάνει τη διαδικασία στα ίδια ακριβώς
σηµεία. Αν οι τιµές διαφέρουν πάνω από 1cm τότε η συγκεκριµένη δερµατοπτυχή
επαναξιολογείται.
• Ο µέσος όρος δύο παραπλήσιων µετρήσεων δίνει την τιµή της δερµατοπτυχής.

Ανατοµικά σηµεία: Παρακάτω παρουσιάζεται η διαδικασία µέτρησης των 9 συνηθέστερων


δερµατοπτυχών. Η επιλογή του αριθµού αλλά και του συνδυασµού δερµατοπτυχών που θα αξιολογηθούν,
έγκειται στον εξεταστή και στην εξίσωση υπολογισµού του ποσοστού σωµατικού λίπους που θα
χρησιµοποιηθεί.
Δερµατοπτυχή θωρακικού (chest): Ο δοκιµαζόµενος στέκεται σε όρθια θέση, µε τα χέρια χαλαρά
στο πλάι. Το σηµείο µέτρησης ορίζεται για τους άνδρες στο 1/2 της απόστασης από τη µασχαλιαία εντοµή και
τη θηλή του στήθους, ενώ για τις γυναίκες στο 1/3 αντίστοιχα (κοντά στην µασχάλη). Το δερµατοπτυχόµετρο
τοποθετείται κάθετα σε απόσταση 1 cm από τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού, στα σηµεία
που προσδιορίστηκαν παραπάνω (διαγώνια δερµατοπτυχή) (εικόνα 2.7).

Εικόνα 2.7 Δερµατοπτυχή θωρακικού

Δερµατοπτυχή µεσοµασχαλιαίου (midaxillary): Ο δοκιµαζόµενος στέκεται σε όρθια θέση, µε το δεξί χέρι


λυγισµένο πάνω στο στήθος. Το σηµείο µέτρησης ορίζεται στη µεσοµασχαλιαία γραµµή στο ύψος της
ξιφοειδούς απόφυσης. Το δερµατοπτυχόµετρο τοποθετείται κάθετα, σε απόσταση 1 cm από τον αντίχειρα και
το δείκτη του αριστερού χεριού (εικόνα 2.8).

28
Εικόνα 2.8 Δερµατοπτυχή µεσοµασχαλιαίου

Δερµατοπτυχή τρικέφαλου (triceps): Ο δοκιµαζόµενος στέκεται σε όρθια θέση, µε τα χέρια χαλαρά στο
πλάι. Για τον προσδιορισµό του ακριβούς σηµείου µέτρησης ο δοκιµαζόµενος λυγίζει τον αγκώνα σε γωνία
90°. Χρησιµοποιείται µια µετροταινία που τοποθετείται µε την ένδειξη µηδέν στο ακρώµιο και τεντώνεται
παράλληλα προς τον επιµήκη άξονα του βραχίονα για να καταλήξει στο ωλέκρανο, κάτω από το λυγισµένο
αγκώνα (εικόνα 2.9). Σηµειώνεται το µέσο αυτής της απόστασης που αποτελεί και το ενδεδειγµένο σηµείο
µέτρησης (κάθετη δερµατοπτυχή).

Εικόνα 2.9 Δερµατοπτυχή τρικέφαλου

Δερµατοπτυχή δικέφαλου (biceps): Ο δοκιµαζόµενος στέκεται σε όρθια θέση, µε τα χέρια χαλαρά στο πλάι.
Το σηµείο µέτρησης ορίζεται 1 cm πάνω από το σηµείο µέτρησης του τρικέφαλου βραχιόνιου. Το
δερµατοπτυχόµετρο τοποθετείται κάθετα, σε απόσταση 1 cm από τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού
χεριού, στο σηµείο που προσδιορίστηκε παραπάνω (κάθετη δερµατοπτυχή) (εικόνα 2.10).

29
Εικόνα 2.10 Δερµατοπτυχή δικέφαλου

Δερµατοπτυχή υποπλάτιου (subscapular): Ο δοκιµαζόµενος στέκεται σε όρθια θέση, µε τα χέρια χαλαρά


στο πλάι. Το δερµατοπτυχόµετρο τοποθετείται σε απόσταση 1 cm από τον αντίχειρα και το δείκτη του
αριστερού χεριού, που πιάνουν την πτυχή σταθερά σε σηµείο που βρίσκεται λοξά, χαµηλά και κάτω από το
τόξο που σχηµατίζει η ωµοπλάτη, µε διαγώνια κατεύθυνση περίπου 45° από το οριζόντιο επίπεδο (διαγώνια
δερµατοπτυχή) (εικόνα 2.11).

Εικόνα 2.11 Δερµατοπτυχή υποπλάτιου

Δερµατοπτυχή κοιλιακού (abdominal): Ο δοκιµαζόµενος στέκεται σε όρθια θέση, µε τα χέρια χαλαρά στο
πλάι. Το σηµείο µέτρησης ορίζεται 2 cm δεξιά από τον οµφαλό. Το δερµατοπτυχόµετρο τοποθετείται κάθετα,
σε απόσταση 1 cm από τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού, στο σηµείο που προσδιορίστηκε
παραπάνω (κάθετη δερµατοπτυχή) (εικόνα 2.12).

Εικόνα 2.12 Δερµατοπτυχή κοιλιακού

Δερµατοπτυχή λαγόνιου (suprailiac): Ο δοκιµαζόµενος στέκεται σε όρθια θέση, µε τα χέρια χαλαρά στο
πλάι ή λίγο ανοικτά για να µην εµποδίζουν τον εξεταστή. Η πτυχή του λαγόνιου µετριέται στο σηµείο εκείνο

30
που η µεσοµασχαλιαία γραµµή συναντά την πρόσθια λαγόνια ακρολοφία. Η πτυχή πιάνεται σταθερά στο
σηµείο αυτό ακολουθώντας την ανατοµική γραµµή του υποδόριου ιστού, που έχει µια κλίση 45° προς τα
κάτω και µπροστά σε σχέση µε το οριζόντιο επίπεδο (διαγώνια δερµατοπτυχή) (εικόνα 2.13).

Εικόνα 2.13 Δερµατοπτυχή λαγόνιου

Δερµατοπτυχή µηριαίου (thigh): Ο δοκιµαζόµενος ακουµπά σε σταθερό έδρανο έχοντας το βάρος του
σώµατος στο αριστερό πόδι. Το δεξί πόδι στηρίζεται χαλαρά στο έδαφος, µε το γόνατο ελαφρά λυγισµένο. Η
πτυχή του µηριαίου µετριέται στο σηµείο εκείνο που προσδιορίζεται από το µέσο της απόστασης που ενώνει
το βουβωνικό σύνδεσµο µε το άνω µέρος της επιγονατίδας και είναι παράλληλη προς τον επιµήκη άξονα του
µηρού (κάθετη δερµατοπτυχή) (εικόνα 2.14).

Εικόνα 2.14 Δερµατοπτυχή µηριαίου

Δερµατοπτυχή γαστροκνηµίου (gastrocnemious): Ο δοκιµαζόµενος στηρίζει σε σταθερό έδρανο το δεξί


πόδι λυγισµένο σε γωνία 90º, έχοντας το βάρος του σώµατος στο αριστερό πόδι. Η πτυχή µετριέται στο
σηµείο εκείνο που προσδιορίζεται από τη µέγιστη περιφέρεια του γαστροκνηµίου (κάθετη δερµατοπτυχή)
(εικόνα 2.15).

31
Εικόνα 2.15 Δερµατοπτυχή γαστροκνηµίου

Ερµηνεία: Οι δερµατοπτυχές µπορούν να αξιολογηθούν µε δύο τρόπους, είτε ως το σύνολο σε


εκατοστά είτε µε τη χρήση εξισώσεων για να υπολογιστεί η λιπώδης και άλιπη µάζα. Για τον υπολογισµό
υπάρχουν διάφορες εξισώσεις ανάλογα τον πληθυσµό αναφοράς [18]. Μερικές παρατίθενται παρακάτω
(πίνακας 2.4).

Δερµατοπτυχές Κοιλιακών, µηρού, τρικέφαλου, Στήθους, τρικεφάλου, υποπλάτιου,


λαγόνιου κοιλιακών, λαγόνιου, µεσοµασχαλιαία,
µηρού
Άνδρες Ποσοστό λίπους= (0.29288 xσύνολο Πυκνότητα σώµατος= 1.112 -
ΔΠ) – (0.0005 xτετράγωνο συνόλου ΔΠ) (0.00043499 xσύνολο ΔΠ) + (0.00000055
+ (0.15845 xηλικία) – 5.76377 xτετράγωνο συνόλου ΔΠ) - (0.00028826
xηλικία)
Γυναίκες Ποσοστό λίπους= (0.29669 xσύνολο Πυκνότητα σώµατος= 1.097 -
ΔΠ) – (0.00043 xτετράγωνο συνόλου (0.00046971 x σύνολο ΔΠ) + (0.00000056
ΔΠ) + (0.02963 xηλικία) + 1.4072 x τετράγωνο συνόλου ΔΠ) - (0.00012828
x ηλικία)
Προσαρµοσµένο από [18]

Πίνακας 2.4 Εξισώσεις υπολογισµού πυκνότητας σώµατος από δερµατοπτυχές

Σηµεία προσοχής:

• Η αλλαγή εξεταστή µπορεί να έχει σηµαντικές επιπτώσεις στη µέτρηση. Η σωστή εκπαίδευση
και η εµπειρία του εξεταστή µπορούν να βελτιώσουν σηµαντικά την ακρίβεια της µέτρησης
[16].
• Τα ρούχα πρέπει να αφαιρούνται από την εξεταζόµενη περιοχή.
• Σε παχύσαρκα άτοµα η ακρίβεια της µέτρησης είναι χαµηλή, οπότε καλό είναι να επιλέγεται
άλλη µέθοδος αξιολόγησης της σωµατοδοµής.
• Η πυκνότητα σώµατος χρησιµοποιείται στον υπολογισµό της σωµατικής σύστασης (π.χ. %
Σωµατικού Λίπους = (495 / πυκνότητα)-450 [19]).

2.3 Υδροστατική Ζύγιση


Σκοπός: Η υδροστατική ζύγιση είναι µια από τις παλαιότερες και πλέον διαδεδοµένες µεθόδους
προσδιορισµού της σωµατοδοµής και παλαιότερα θεωρούνταν ως ο χρυσός κανόνας για αυτή την µέτρηση
[20]. Βασίζεται στην αρχή του Αρχιµήδη που αναφέρει ότι «κάθε σώµα βυθισµένο σε ρευστό δέχεται άνωση
ίση µε το βάρος του ρευστού που εκτοπίζει». Αυτή η µέθοδος αξιολογεί την πυκνότητα του σώµατος,

32
δεδοµένου ότι η πυκνότητα της λιπώδους και της άλιπης σωµατικής µάζας είναι σχετικά σταθερές (0.9 και 1.1
αντίστοιχα). Από την πυκνότητα µπορεί να υπολογιστεί το ποσοστό της λιπώδους µάζας.
Εξοπλισµός: Ιδανικά απαιτείται εξειδικευµένη δεξαµενή υδροστατικής ζύγισης από ανοξείδωτο
ατσάλι, εξοπλισµένη µε ειδική καρέκλα υδροστατικής ζύγισης και ανάλογη ζυγαριά. Σε πολλές όµως
περιπτώσεις χρησιµοποιείται µια οποιαδήποτε ευρύχωρη δεξαµενή (π.χ. πισίνα), όπου τοποθετείται µέσα µια
καρέκλα ή άλλη επιφάνεια πάνω στην οποία κάθεται ο εξεταζόµενος και αυτή αναρτάται από µια ζυγαριά.
Επίσης, χρειάζεται ένα κλείστρο για την µύτη του εξεταζόµενου.
Διαδικασία: Πριν την ζύγιση εντός του νερού πρέπει να αξιολογηθεί το βάρος του εξεταζόµενου
εκτός νερού. Ο εξεταζόµενος, φορώντας µόνο ένα µαγιό, κάθεται στην καρέκλα υδροστατικής ζύγισης και
βυθίζεται έως τον λαιµό στο νερό. Μετά, εκπνέει πλήρως και βυθίζεται στην δεξαµενή έως ότου καλυφθεί
πλήρως από το νερό. Ο εξεταζόµενος πρέπει να παραµείνει ακίνητος κατά τη διάρκεια της ζύγισης. Η
διαδικασία επαναλαµβάνεται µέχρι να υπάρξουν τουλάχιστον τρεις µετρήσεις µε διαφορά µικρότερη των 100
gr.
Αξιολόγηση: Το πρώτο βήµα της αξιολόγησης είναι ο υπολογισµός της πυκνότητας του σώµατος του
εξεταζοµένου (πίνακας 2.5).

Εξίσωση
𝑩𝑾𝒂
𝑩𝒐𝒅𝒚𝑫𝒆𝒏𝒔𝒊𝒕𝒚 =
𝑩𝑾𝒂 − 𝑩𝑾𝒘
− 𝑹𝑽 + 𝟏𝟎𝟎
𝑫

Υπόµνηµα BWα: σωµατικό βάρος στον αέρα. BWw: σωµατικό βάρος στο νερό. D: πυκνότητα
νερού. RV: υπολειπόµενος όγκος πνευµόνων. 100: 100cc αέρα βρισκόµενα στην
αναπνευστική οδό
Πίνακας 2.5 Εξισώσεις υπολογισµού πυκνότητας σώµατος από υδροστατική ζύγιση

Το επόµενο βήµα είναι η µετατροπή της πυκνότητας σε ποσοστό σωµατικού λίπους. Για αυτό τον σκοπό,
συνήθως, χρησιµοποιείται η εξίσωση του Siri [21]:

!"#
%𝐵𝑜𝑑𝑦  𝐹𝑎𝑡 = − 450, όπου BD = Body Density
!"

Υπάρχουν, όµως, πολλές διαφορετικές εξισώσεις για διαφορετικούς πληθυσµούς. Εποµένως, η επιλογή της
κατάλληλης εξίσωσης πρέπει να γίνεται µε βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εξεταζόµενου.
Για µεγαλύτερη ακρίβεια µπορεί να αξιολογηθεί ο υπολειπόµενος όγκος των πνευµόνων µε τεστ
αναπνευστικής λειτουργίας. Συνήθως, όµως, λογίζεται ως το 1/3 της δυναµικής ζωτικής χωρητικότητας
(forced vital capacity – FVC).
Σηµεία προσοχής: Παρόλο που η µέτρηση αυτή είναι διαδεδοµένη σε ερευνητικό επίπεδο, ο
εξοπλισµός είναι ακριβός και, συνήθως, βρίσκεται σε πανεπιστήµια ή σε άλλα ερευνητικά κέντρα. Εποµένως,
είναι δύσκολο για κάποιον που δεν βρίσκεται σε τέτοιους οργανισµούς να έχει πρόσβαση και να αποκτήσει
εµπειρία σε αυτή τη µέθοδο.
Η εγκυρότητα της µέτρησης εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τον εξεταζόµενο:

• Η ποσότητα του αέρα, που θα παραµείνει στους πνεύµονες µπορεί να επηρεάζει σηµαντικά το
αποτέλεσµα της µέτρησης.
• Η παραµικρή κίνηση του εξεταζόµενου κάτω από το νερό µπορεί να µεταβάλει τη µέτρηση.

Ο αξιολογητής πρέπει:

• Να επιµείνει στην πλήρη εκπνοή και ακινησία του εξεταζόµενου.


• Να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει κανένα µέρος του σώµατος του εξεταζοµένου εκτός του νερού.
• Να επαναλάβει την µέτρηση όσες φορές χρειαστεί, ώστε να έχει τιµές µε µικρή απόκλιση.

33
Η πυκνότητα της άλιπης σωµατικής µάζας, αν και αρκετά σταθερή, δεν είναι ίδια σε όλους τους
ανθρώπους. Εποµένως, αυτή η µέθοδος µπορεί να υπερεκτιµήσει το σωµατικό λίπος, ιδίως, σε αθλητές [22].
Η θερµοκρασία του νερού συχνά καθορίζεται από τα επίπεδα ανοχής τους εξεταζόµενου. Όµως, η
πυκνότητα του νερού εξαρτάται από τη θερµοκρασία. Εποµένως, η θερµοκρασία πρέπει να περιλαµβάνεται
στην εξίσωση υπολογισµού της πυκνότητας του σώµατος.

2.4 Βιοηλεκτρική Αγωγιµότητα ή Εµπέδηση - BIA (Bio-impedance)


Σκοπός: Η ΒΙΑ είναι µια µέθοδος αξιολόγησης της σωµατοδοµής που έχει αρχίσει, σχετικά πρόσφατα, να
χρησιµοποιείται ευρέως τόσο στην έρευνα όσο και στην κλινική πρακτική. Αυτό οφείλεται στην εξέλιξη της
σχετικής τεχνολογίας και στη βελτίωση της εγκυρότητας των αποτελεσµάτων. Η ΒΙΑ µετράει την αντίσταση
των ιστών του σώµατος σε ένα χαµηλής έντασης ηλεκτρικό φορτίο. Το ρεύµα ρέει πιο εύκολα µέσα από τους
ιστούς, που είναι πλούσιοι σε νερό (αίµα, µύες, όργανα), σε σχέση µε τον λιπώδη ιστό που έχει χαµηλή
περιεκτικότητα σε νερό. Εποµένως, από την αντίσταση και µε χρήση εξισώσεων οι συσκευές µπορούν να
υπολογίσουν το ποσοστό του λιπώδους ιστού µε σχετική ακρίβεια.
Εξοπλισµός: Συσκευή ΒΙΑ. Υπάρχουν στο εµπόριο πολλές διαφορετικές συσκευές. Η επιλογή
βασίζεται στην επιθυµητή ακρίβεια της µέτρησης και στους διαθέσιµους πόρους. Οι συσκευές έχουν
ηλεκτρόδια που πρέπει να έρθουν σε επαφή µε το δέρµα. Ανάλογα µε τη συσκευή, το σηµείο της επαφής
µπορεί να διαφέρει (πχ. χέρια ή/και πόδια).
Διαδικασία: Ο εξεταζόµενος τοποθετείται στη συσκευή και ακολουθούνται οι οδηγίες του
κατασκευαστή για την κάθε συσκευή (εικόνα 2.16 και 2.17).

Εικόνα 2.16 Διαδικασία αξιολόγησης µε τη µέθοδο ΒΙΑ.

Εικόνα 2.17 Μέθοδος αξιολόγησης µε τη χρήση ΒΙΑ

Σηµεία προσοχής [23]: Η ΒΙΑ είναι µια ιδιαιτέρως ευαίσθητη µέτρηση. Για καλύτερη εγκυρότητα
πρέπει να τηρηθούν κάποιες διαδικασίες πριν την µέτρηση:

• Ενυδάτωση: Ο εξεταζόµενος πρέπει να είναι επαρκώς ενυδατωµένος. Η κατανάλωση 200-


300 ml νερού 15 min πριν την µέτρηση µπορεί να συµβάλει σε αυτό.
• Φαγητό: Η κατανάλωση γεύµατος µπορεί να επηρεάσει την µέτρηση, παρουσιάζοντας
µειωµένη τιµή λίπους [24]. Εποµένως, πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωση τροφής 2-3
ώρες πριν την αξιολόγηση.

34
• Άσκηση: Μετά από άσκηση η τιµή του λίπους, όπως την µετράει η ΒΙΑ, είναι σηµαντικά
µειωµένη [25]. Εποµένως, πρέπει να αποφεύγεται η άσκηση για 4-5 h πριν την αξιολόγηση.

Ερµηνεία: Το κύριο αξιοποιήσιµο αποτέλεσµα της ΒΙΑ είναι η αξιολόγηση της λιπώδους µάζας. Στο
παρακάτω γράφηµα, ανάλογα µε το φύλο και την ηλικία, ο κάθε ασθενής κατατάσσεται σε µια κατηγορία
βάσει του σωµατικού λίπους (εικόνα ή σχήµα 2.18). Σηµαντικότερη, όµως, είναι η παρακολούθηση των
αλλαγών του σωµατικού λίπους ως αποτέλεσµα της προπόνησης ή/και της διατροφής των ασκουµένων.

Εικόνα ή σχήµα 2.18 Τιµές αναφοράς επιπέδων σωµατικού λίπους ανά φύλο και ηλικία

Σηµεία Προσοχής: Το βάρος και η σωµατοδοµή των ασθενών είναι από τις πλέον σηµαντικές
αξιολογήσεις που πρέπει να γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήµατα. Παρέχουν πολύτιµες πληροφορίες για την
κατάσταση της υγείας, για τη διερεύνηση παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά ή άλλα µεταβολικά
νοσήµατα αλλά και για την πρόοδο µιας παρέµβασης (άσκηση, διατροφή, φαρµακευτική αγωγή, διακοπή
καπνίσµατος κ.α.).
Είναι σηµαντικό ο επαγγελµατίας της άσκησης, προτού προβεί σε οποιεσδήποτε συστάσεις, να
κατανοήσει τις αδυναµίες των διαφορετικών µεθόδων αξιολόγησης και να επιλέξει τις κατάλληλες για την
κάθε περίσταση. Επίσης, είναι σηµαντικό να αντιλαµβάνεται ότι η αξιολόγηση του βάρους ή του ΔΜΣ δεν
δίνουν στοιχεία για την σωµατοδοµή. Εποµένως, αλλαγές στα ποσοστά λιπώδους και άλιπης σωµατικής
µάζας δεν µπορούν να ανιχνευθούν µε αυτές τις µεθόδους αξιολόγησης.
Για πολλούς ανθρώπους το βάρος και άλλες πληροφορίες που περιστρέφονται γύρω από την εικόνα
του σώµατος (π.χ. σωµατικό λίπος), είναι ευαίσθητα προσωπικά δεδοµένα που δεν θέλουν να τα µοιράζονται
µε τρίτους. Εποµένως, η διαδικασία µέτρησης πρέπει να εγγυάται και την εµπιστευτικότητα των δεδοµένων.
Τέλος, διαφορετικές µεθοδολογικές προσεγγίσεις µπορούν να δώσουν διαφορετικά αποτελέσµατα
και, συνεπώς, ερµηνείες. Οπότε είναι επιτακτικό να χρησιµοποιείται η ίδια µεθοδολογία σε κάθε µέτρηση και
να µην συγκρίνονται αποτελέσµατα από διαφορετικές µεθόδους/εργαστήρια.

2.5 Μέθοδος Πυκνοµετρίας – DEXA (Διπλής ενέργειας απορροφυσιοµετρία ακτινών Χ)


Σκοπός: Με την µέθοδο DEXA µπορούµε να αξιολογήσουµε ποσοτικά µε µεγάλη ακρίβεια την σωµατική
σύσταση. Παρότι η µέθοδος αυτή χρησιµοποιήθηκε για την αξιολόγηση της οστικής πυκνότητας ασθενών µε
οστεοπόρωση, σήµερα αποτελεί την µέθοδο αναφοράς για την αξιολόγησης της σωµατικής σύστασης [26],
δίνοντας πληροφορίες για τα επίπεδα της άλιπης και της λιπώδους σωµατικής µάζας. Το σύστηµα DEXA
εκπέµπει χαµηλής και υψηλής ενέργειας ακτίνες Χ σε κάθε σηµείο του σώµατος (pixel) και, στη συνέχεια,
αξιολογεί την εξασθένιση (attenuation) των ακτίνων Χ, καθώς διέρχονται από τους ιστούς.
Εξοπλισµός: Η µέθοδος στηρίζεται στη χρήση των ακτίνων Χ. Εν τούτοις η δόση, που λαµβάνει ο
δοκιµαζόµενος, είναι εξαιρετικά µικρότερη από το 1/10 της δόσης, που λαµβάνει κανείς από µία
ακτινογραφία θώρακος, και µικρότερη από την ηµερήσια δόση ακτινοβολίας, που ακούσια λαµβάνει κάθε
άτοµο από το περιβάλλον. Το σύστηµα DEXA αποτελείται από το κρεβάτι εξέτασης, τον βραχίονα µε το
σαρωτή µέτρησης, καθώς και από το λογισµικό ανάλυσης. Το DEXA διαχειρίζονται ειδικά εκπαιδευµένοι
τεχνολόγοι, ενώ βρίσκεται εγκατεστηµένο σε νοσοκοµεία και ακτινολογικά κέντρα.

35
Διαδικασία: Η εξέταση οστικής πυκνότητας είναι ανώδυνη, αναίµακτη και ασφαλής. Κατά τη
διάρκεια της εξέτασης ο εξεταζόµενος ξαπλώνει κάτω από έναν ειδικό σαρωτή, φορώντας µια νοσοκοµειακή
ρόµπα. Ο σαρωτής µετακινείται κατά µήκος του ασθενή, ώστε να απεικονίσει την περιοχή ενδιαφέροντος. Η
όλη διαδικασία κρατάει 7 min. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας ο χειριστής του DEXA βρίσκεται µέσα
στην αίθουσα.
Σηµεία προσοχής: Γυναίκες, στις οποίες υπάρχει πιθανότητα εγκυµοσύνης, πρέπει να αποφύγουν
την συγκεκριµένη µέθοδο λόγω της ακτινοβολίας. Τα ρούχα του δοκιµαζόµενου πρέπει να µην περιέχουν
µεταλλικά αντικείµενα ή στάµπες µε µεταλλικά χρώµατα, γιατί επηρεάζουν τις µετρήσεις. Ο δοκιµαζόµενος
κατά τη διάρκεια της µέτρησης πρέπει να παραµείνει ακίνητος (να αναπνέει ήρεµα), ώστε να µην διαταραχθεί
η συνεχόµενη ανάλυση.
Ερµηνεία: Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης DEXA φαίνονται στην εικόνα 2.19. Χρησιµοποιείται το
µοριακό µοντέλο 3 διαµερισµάτων, χωρίζοντας τη σωµατική µάζα σε i) λιπώδη σωµατική µάζα, ii) άλιπη
σωµατική µάζα, iii) οστική µάζα. Τα αποτελέσµατα της οστικής µάζας, επειδή προέρχονται από τον συνολικό
οστίτη ιστό του σώµατος (και όχι από τις εγκεκριµένες περιοχές, όπως η οσφυϊκή µοίρα και η κεφαλή του
µηριαίου), δεν αποτελούν έγκυρη µέτρηση της οστικής πυκνότητας, σε αντίθεση µε τις υπόλοιπες µετρήσεις
που αποτελούν τη µέθοδο επιλογής. Συνολικά, το σύστηµα DEXA µάς παρέχει ποσοτικές πληροφορίες για τη
συνολική µάζα του σώµατος, το συνολικό % λιπώδους µάζας, το συνολικό % άλιπης σωµατικής µάζας, και το
συνολικό % οστίτη ιστού (εικόνα 2.19).

Εικόνα 2.19 Αποτελέσµατα µέτρησης DEXA

2.6 Πληθυσµογραφία Μετατόπισης Αέρα [27]


Σκοπός: Μια σχετικά πρόσφατη µέθοδος αξιολόγησης του σωµατικού λίπους είναι η πληθυσµογραφία
µετατόπισης αέρα. Αυτή η µέθοδος βασίζεται, επίσης, στην αρχή του Αρχιµήδη, αλλά αντί για νερό
χρησιµοποιείται αέρας. Σκοπός της είναι, και πάλι, η µέτρηση της πυκνότητας του σώµατος και από αυτήν ο
υπολογισµός της σωµατοδοµής. Η µέθοδος αυτή έχει µεγάλη ακρίβεια µέτρησης και επαναληψιµότητα, είναι
εύκολη στη χρήση και γρήγορη. Σε σχέση µε την υδροστατική ζύγιση, δεν απαιτεί από τον εξεταζόµενο να
βραχεί και είναι κατάλληλη για παιδιά, παχύσαρκους, ηλικιωµένους και άτοµα µε αναπηρίες.

36
Εξοπλισµός: Απαιτείται η χρήση ενός εξειδικευµένου µηχανήµατος, που προσοµοιάζει µε κάψουλα,
το οποίο ουσιαστικά εκτελεί τη µέτρηση αυτόµατα. Το πλέον διαδεδοµένο τέτοιου είδους µηχάνηµα είναι το
BodPod.
Διαδικασία: Αρχικά ο εξεταζόµενος ζυγίζεται εκτός του θαλάµου. Ο θάλαµος βαθµονοµείται άδειος
και µετά µε ένα αντικείµενο όγκου 50:l. Όλες οι µετρήσεις διαρκούν 20 sec. Ο εξεταζόµενος εισέρχεται στο
θάλαµο για την µέτρηση του όγκου σώµατος. Κατά την διάρκεια της µέτρησης αναπνέει κανονικά. Μετά το
πέρας των 20 sec, η πόρτα του θαλάµου ανοίγει, ώστε να ανανεωθεί ο αέρας και η µέτρηση επαναλαµβάνεται.
Εάν η διαφορά των δύο µετρήσεων είναι <150 ml, τότε χρησιµοποιείται ο µέσος όρος ως όγκος σώµατος.
Αλλιώς επαναλαµβάνεται η διαδικασία και τρίτη φορά. Εάν δεν υπάρχουν δύο µετρήσεις µε διαφορά <150
ml, τότε η διαδικασία ξεκινάει από την αρχή συµπεριλαµβανοµένης και της βαθµονόµησης.
Ακολούθως, ο εξεταζόµενος συνδέεται µε τον αναπνευστήρα του µηχανήµατος, ώστε να αξιολογηθεί
ο όγκος αερίων στους πνεύµονες και στην αναπνευστική οδό. Μόλις ολοκληρωθεί και αυτή η µέτρηση, τα
αποτελέσµατα για την σωµατοδοµή παρουσιάζονται στο συνδεδεµένο υπολογιστή.
Ερµηνεία: Όπως και στις προηγούµενες µεθόδους, το αποτέλεσµα της πληθυσµογραφίας
µετατόπισης αέρα είναι η αξιολόγηση της λιπώδους και άλιπης σωµατικής µάζας. Τα αποτελέσµατα αυτά
αξιολογούνται, όπως έχουν αναφερθεί παραπάνω.
Σηµεία προσοχής: Το απαιτούµενο µηχάνηµα για αυτή τη µέθοδο είναι αρκετά ακριβό και υπάρχει,
συνήθως, σε πανεπιστήµια και ερευνητικά κέντρα καθώς και σε µερικά εξειδικευµένα γυµναστήρια.
Εποµένως, το να αποκτήσει κανείς εµπειρία στη χρήση του απαιτεί συνεργασία µε κάποιο από αυτά τα
κέντρα.

• Η διαδικασία µέτρησης δεν επηρεάζεται πολύ από τον εξεταζόµενο, καθώς δεν χρειάζεται να
αποβάλει αέρα ή να κρατήσει την αναπνοή του.
• Μπορεί, όµως, να επηρεαστεί από τα ρούχα, καθώς τα περισσότερα δίνουν αρνητικά
αποτελέσµατα ως προς τον όγκο.
• Επίσης, επηρεάζεται από τη θερµοκρασία του σώµατος. Εποµένως, ο εξεταζόµενος δεν
πρέπει να έχει ασκηθεί για 2 ώρες πριν από τη µέτρηση ή να έχει πυρετό [28].
• Παροµοίως, η µέτρηση επηρεάζεται από την υγρασία του δέρµατος. Εποµένως, εάν κάποιος
είναι ιδρωµένος, πρέπει να περιµένει [28].

37
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Malina RM: Body Composition in Athletes: Assessment and Estimated Fatness.Clinics in Sports
Medicine, 26:37-68.
2. Obesity: preventing and managing the global epidemic. Report of a WHO consultation.World
Health Organ Tech Rep Ser 2000, 894:i-xii, 1-253.
3. Poirier P, Giles TD, Bray GA, Hong Y, Stern JS, Pi-Sunyer FX, Eckel RH: Obesity and
Cardiovascular Disease: Pathophysiology, Evaluation, and Effect of Weight Loss: An Update of
the 1997 American Heart Association Scientific Statement on Obesity and Heart Disease From
the Obesity Committee of the Council on Nutrition, Physical Activity, and
Metabolism.Circulation 2006, 113:898-918.
4. Stavropoulos-Kalinoglou A, Metsios GS, Koutedakis Y, Kitas GD: Obesity in rheumatoid
arthritis.Rheumatology (Oxford) 2011, 50:450-462.
5. Ackland TR, Lohman TG, Sundgot-Borgen J, Maughan RJ, Meyer NL, Stewart AD, Muller W:
Current status of body composition assessment in sport: review and position statement on behalf
of the ad hoc research working group on body composition health and performance, under the
auspices of the I.O.C. Medical Commission.Sports Med 2012, 42:227-249.
6. Jensen MD: Research techniques for body composition assessment.J Am Diet Assoc 1992,
92:454-460.
7. Jensky-Squires NE, Dieli-Conwright CM, Rossuello A, Erceg DN, McCauley S, Schroeder ET:
Validity and reliability of body composition analysers in children and adults.British Journal of
Nutrition 2008, 100:859-865.
8. Grabenberger H: [Variations in body height within the course of a working day].Anthropol Anz
1990, 48:255-265.
9. Wannamethee S, Shaper A, Lennon L, Whincup PH: Height loss in older men: Associations with
total mortality and incidence of cardiovascular disease.Archives of Internal Medicine 2006,
166:2546-2552.
10. Nevill AM, Winter EM, Ingham S, Watts A, Metsios GS, Stewart AD: Adjusting athletes' body
mass index to better reflect adiposity in epidemiological research.J Sports Sci 2010, 28:1009-
1016.
11. Stavropoulos-Kalinoglou A, Metsios GS, Koutedakis Y, Nevill AM, Douglas KM, Jamurtas A,
van Zanten JJ, Labib M, Kitas GD: Redefining overweight and obesity in rheumatoid arthritis
patients.Ann Rheum Dis 2007, 66:1316-1321.
12. Consultation WHOE: Appropriate body-mass index for Asian populations and its implications for
policy and intervention strategies.Lancet 2004, 363:157-163.
13. Janssen I, Katzmarzyk PT, Ross R: Waist circumference and not body mass index explains
obesity-related health risk.The American Journal of Clinical Nutrition 2004, 79:379-384.
14. Nishida C, Ko GT, Kumanyika S: Body fat distribution and noncommunicable diseases in
populations: overview of the 2008 WHO Expert Consultation on Waist Circumference and Waist-
Hip Ratio.Eur J Clin Nutr 2010, 64:2-5.
15. WHO: WHO STEPwise approach to surveillance (STEPS). Geneva, World Health Organization
(WHO); 2008.
16. Panoulas VF, Ahmad N, Fazal AA, Kassamali RH, Nightingale P, Kitas GD, Labib M: The inter-
operator variability in measuring waist circumference and its potential impact on the diagnosis of
the metabolic syndrome.Postgraduate Medical Journal 2008, 84:344-347.
17. Fryar CD, Gu Q, Ogden CL: Anthropometric reference data for children and adults: United States,
2007-2010.Vital Health Stat 11 2012:1-48.
18. 18. Jackson AS, Pollock ML: Generalized equations for predicting body density of men. 1978.Br
J Nutr 2004, 91:161-168.
19. Siri WE: Body composition from fluid spaces and density: analysis of methods. 1961.Nutrition
1993, 9:480-491; discussion 480, 492.

38
20. Oppliger RA, Looney MA, Tipton CM: Reliability of Hydrostatic Weighing and Skinfold
Measurements of Body Composition Using a Generalizability Study.Human Biology 1987, 59:77-
96.
21. Siri WE: Body composition from fluid space and density. . In Techniques for measuring body
composition. Edited by Brozek J, Hanschel A. Washington, DC: National Academy of Science;
1961: 223-244
22. Modlesky CM, Cureton KJ, Lewis RD, Prior BM, Sloniger MA, Rowe DA: Density of the fat-
free mass and estimates of body composition in male weight trainers.Journal of Applied
Physiology 1996, 80:2085-2096.
23. Ward LC: Segmental bioelectrical impedance analysis: an update.Current Opinion in Clinical
Nutrition & Metabolic Care 2012, 15:424-429.
24. Slinde F, Rossander-Hulthen L: Bioelectrical impedance: effect of 3 identical meals on diurnal
impedance variation and calculation of body composition.Am J Clin Nutr 2001, 74:474-478.
25. Dehghan M, Merchant A: Is bioelectrical impedance accurate for use in large epidemiological
studies?Nutrition Journal 2008, 7:26.
26. Lorente Ramos RM, Azpeitia Armán J, Arévalo Galeano N, Muñoz Hernández A, García Gómez
JM, Gredilla Molinero J: Dual energy X-ray absorptimetry: Fundamentals, methodology, and
clinical applications.Radiología 2012, 54:410-423.
27. Dempster P, Aitkens S: A new air displacement method for the determination of human body
composition.Medicine & Science in Sports & Exercise 1995, 27:1692-1697.
28. Fields DA, Higgins PB, Hunter GR: Assessment of body composition by air-displacement
plethysmography: influence of body temperature and moisture.Dyn Med 2004, 3:3.

39
Κεφάλαιο 3

Αξιολόγηση της Λειτουργικής Ικανότητας

Αντωνία Καλτσάτου PhD, Χριστόφορος Γιαννάκη PhD, Χριστίνα Καρατζαφέρη PhD, Μαρία
Μαριδάκη PhD, Γεώργιος Σακκάς PhD

3 Εισαγωγή
Η λειτουργική ικανότητα χαρακτηρίζει την επάρκεια του ατόµου να εκτελεί µε ασφάλεια, ενεργητικότητα και
επιτυχία οποιουδήποτε είδους σωµατική δραστηριότητα και πράξη. Αξιολογείται, κυρίως, µέσα από
δοκιµασίες σε βασικές συνιστώσες της σωµατικής επάρκειας (φυσικής κατάστασης - fitness), όπως η αερόβια
ικανότητα, η µυϊκή δύναµη και ισχύ, η ευκινησία και ευλυγισία. Κατά περίπτωση µπορεί να περιλαµβάνει και
αξιολόγηση επιπλέον συνιστωσών (π.χ. της νευροµυϊκής συναρµογής και των συντονιστικών ικανοτήτων,
όταν αναφερόµαστε σε ειδικές οµάδες του πληθυσµού, όπως για παράδειγµα οι ηλικιωµένοι).
Το αποτέλεσµα της αξιολόγησης της λειτουργικής ικανότητας αντανακλά την ικανότητα του ατόµου
να λειτουργεί ανεξάρτητα και αυτόνοµα στις καθηµερινές του δραστηριότητες, η εκπλήρωση των οποίων
είναι απαραίτητη για µια φυσιολογική λειτουργία του σώµατος, συναισθηµατική υγεία, νοητική διαύγεια και,
γενικά, οµαλή κοινωνική ζωή [1]. Γενικότερα, µε την εκτίµηση της λειτουργικής ικανότητας αξιολογείται η
ικανότητα του ατόµου να εκτελεί καθηµερινά δοκιµασίες, που εξαρτώνται από τον αερόβιο µεταβολισµό [2]
και από τη γενικότερη κατάσταση του αναπνευστικού, καρδιαγγειακού και µυϊκού συστήµατος [2]. Άρα,
ουσιαστικά, η αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας µπορεί να δώσει µια καλή εικόνα για την ικανότητα
του ατόµου να λειτουργεί αποτελεσµατικά στην καθηµερινότητά του, χωρίς να εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό
από το περιβάλλον του. Η αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας πραγµατοποιείται σε όλες τις οµάδες του
πληθυσµού, σε υγιή άτοµα και σε άτοµα µε χρόνιες παθήσεις. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η εκτίµηση της
λειτουργικής ικανότητας των ατόµων που πάσχουν από κάποια χρόνια πάθηση, παρέχει επιπρόσθετα
σηµαντικές πληροφορίες σχετικά µε την εξέλιξη της ασθένειας και τη σοβαρότητά των συµπτωµάτων της,
παρέχοντας έτσι, χρήσιµα δεδοµένα για τη φροντίδα του ασθενή. Επιπρόσθετα, έχει βρεθεί ότι τα επίπεδα της
λειτουργικής ικανότητας σχετίζονται µε τον κίνδυνο εµφάνισης στεφανιαίας νόσου αλλά και θνητότητας και
στον ειδικό αλλά και στο γενικό πληθυσµό [3].
Είναι σηµαντικό να τονιστεί ότι η αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας απαιτεί ελάχιστο
εξοπλισµό, ο οποίος τις περισσότερες φορές έχει πολύ χαµηλό κόστος (χρονόµετρο, πεδόµετρα, µεζούρες
κ.α). Αυτό είναι πολύ σηµαντικό γιατί µπορεί να πραγµατοποιείται πολύ πιο τακτικά από τον εργαστηριακό
έλεγχο, που απαιτεί σηµαντικό οικονοµικό κόστος και εξειδικευµένο εξοπλισµό και προσωπικό. Κλασικό
παράδειγµα: Οι δοκιµασίες βάδισης και δύναµης των κάτω άκρων µπορούν να πραγµατοποιηθούν σε µηνιαία
βάση για την εκτίµηση της προόδου ασθενή που έχει λάβει µέρος σε πρόγραµµα καρδιακής αποκατάστασης.
Επίσης, η αξιολόγηση των επιπέδων δύναµης του κορµού και των κάτω άκρων αλλά και της ισορροπίας
µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να εκτιµηθεί η πρόοδος ενός ηλικιωµένου που συµµετέχει σε πρόγραµµα
άσκησης και έχει ως σκοπό τη µείωση του κινδύνου πτώσεων και τραυµατισµών.
Η λειτουργική ικανότητα επηρεάζεται από το φύλο, την ηλικία, τα ανθρωποµετρικά χαρακτηριστικά,
τη γενική υγεία και το δείκτη µάζας σώµατος του εξεταζόµενου [4]. Προτείνεται η κατηγοριοποίηση της
λειτουργικής ικανότητας ανάλογα µε τη µέθοδο εκτίµησής της και µε τις παραµέτρους που προσδιορίζει η
κάθε µέθοδος [1] µε εξειδικευµένο προσωπικό. Έτσι, η λειτουργική ικανότητα σύµφωνα µε τη µελέτη των
Κουφάκη και Κουϊδή [1] εκτιµάται µε βάση µετρήσεις που αποσκοπούν:

40
I. στον έλεγχο της λειτουργίας οργανικών συστηµάτων, όπου εκτιµάται η πιθανή επίδραση µιας
χρόνιας ασθένειας ή/και αυξηµένης ηλικίας σε ένα ή περισσότερα συστήµατα του
οργανισµού. Για τον έλεγχό της απαιτούνται αντικειµενικές και αξιόπιστες εργαστηριακές
δοκιµασίες, π.χ. αξιολόγηση της αναπνευστικής ικανότητας µε τη χρήση αναλυτή αερίων και
σπιρόµετρου κατά τη διάρκεια της άσκησης.
II. στον έλεγχο των περιορισµών που τυχόν επιφέρει η ασθένεια ή/και της αυξηµένης ηλικίας
στη λειτουργική ικανότητα του ατόµου. Μέσα από απλές δοκιµασίες πεδίου αξιολογείται η
ικανότητα του ασθενούς να εκτελεί δοκιµασίες που απαιτούνται και συναντώνται στην
καθηµερινή του ζωή, όπως π.χ. η µεταφορά ενός αντικειµένου ή δοκιµασίες βάδισης κ.α.
III. στον έλεγχο της επίδρασης µιας πιθανής αναπηρίας στη λειτουργικότητα του ατόµου. Με τη
χρήση, κυρίως, ερωτηµατολογίων και κλινικής εξέτασης, καταγράφεται η υποκειµενική
άποψη του ασθενούς για τις δυσκολίες και τους περιορισµούς που επέρχονται λόγω της
ασθένειας, καθώς και η ψυχολογική του κατάσταση.
IV. στον έλεγχο των επιπέδων σωµατικής δραστηριότητας, που εκτελούν, συνήθως, οι ασθενείς
ή/και ηλικιωµένοι στην καθηµερινή τους ζωή. Πραγµατοποιείται µε τη χρήση εξοπλισµού
(π.χ. επιταχυνσιόµετρα, βηµατόµετρα, κλπ) ή/και ερωτηµατολογίων.

Τα δεδοµένα των µετρήσεων ερµηνεύονται, συνήθως, µε βάση γνωστές τιµές και πάντοτε µε βάση
την ηλικία, το φύλο, τη φυλή και την ασθένεια, εφόσον υπάρχουν διαθέσιµες οι ανάλογες νόρµες. Σε κάποιες
περιπτώσεις ερµηνεύονται, επίσης, µε βάση παλαιότερες µετρήσεις του ίδιου δείγµατος, πράγµα ιδιαίτερα
χρήσιµο για την αξιολόγηση της προόδου του ασθενή ή/και του ηλικιωµένου. Στη συνέχεια, ακολουθεί η
ερµηνεία των αποτελεσµάτων. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της αξιολόγησης, η οµάδα των
θεραπόντων θα είναι σε θέση να προτείνει την εξατοµικευµένη αγωγή και παρέµβαση. Στην περίπτωση της
άσκησης, τα αποτελέσµατα της αξιολόγησης θα καθοδηγήσουν τον ειδικό της άσκησης στο σχεδιασµό του
εξατοµικευµένου προγράµµατος θεραπευτικής άσκησης. Η επαναξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας
πραγµατοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήµατα, ανάλογα µε τις ανάγκες ενός προγράµµατος άσκησης,
παράλληλα ή και ξεχωριστά από τον πλήρη εργοφυσιολογικό και κλινικό έλεγχο.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό πως η αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας των
ασθενών αποτελεί ένα πολυδιάστατο και σύνθετο πεδίο. Ο ειδικός της άσκησης πρέπει να γνωρίζει διάφορες
µεθόδους, ώστε να µπορεί να προσαρµόσει την υλοποίηση της αξιολόγησης στις ανάγκες του εξεταζόµενου
έχοντας υπόψη του τις ιδιαιτερότητες της ασθένειάς του.

3.1 Αερόβια Ικανότητα


Καρδιοαναπνευστική Επάρκεια: Για τον έλεγχο της γενικής αερόβιας ικανότητας χρησιµοποιείται ευρέως ο
έλεγχος της καρδιοαναπνευστικής επάρκειας, που πραγµατοποιείται µε την εργοσπιροµέτρηση. Επιπρόσθετα,
η αερόβια ικανότητα έχει βρεθεί ότι παρέχει χρήσιµες πληροφορίες για την εκτίµηση της σοβαρότητας της
καρδιακής ή/και αναπνευστικής ανεπάρκειας, ενώ σηµαντικός αριθµός επιδηµιολογιών µελετών αναφέρει τη
σχέση της αερόβιας ικανότητας και του κινδύνου για θνησιµότητα. Μέσα από την εργοσπιροµέτρηση
µπορούµε να αξιολογήσουµε τον πλέον αξιόπιστο δείκτη καρδιοαναπνευστικής επάρκειας, που ονοµάζεται
µέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO2max) ή η κορυφαία πρόσληψη οξυγόνου (VO2peak) στην περίπτωση που
δεν επιτευχθεί η µέγιστη τιµή (σύνηθες φαινόµενο σε ασθενείς και ηλικιωµένους λόγω ανικανότητας
ολοκλήρωσης της δοκιµασίας κόπωσης) [4].
Μεταβολικά Ισοδύναµα (ΜΕΤs): Παράλληλα, η λειτουργική ικανότητα µπορεί να εκφραστεί και σε
µια µονάδα µέτρησης κατανάλωσης ενέργειας, που είναι τα µεταβολικά ισοδύναµα (ΜΕΤs), όπου 1 ΜΕΤ
αφορά ενεργειακή δαπάνη περίπου ίση µε 3.5 ml O2/min/kg κατά την ηρεµία [4]. Ωστόσο, επειδή η εκτέλεση
των καθηµερινών δραστηριοτήτων δεν απαιτεί µέγιστη κατανάλωση Ο2 και µέγιστο έργο αλλά θεωρείται ότι
η απαιτούµενη ένταση είναι υποµέγιστη, γι’ αυτό ευρέως χρησιµοποιείται η πρόσληψη οξυγόνου (Ο2) στο
αναερόβιο κατώφλι. Το αναερόβιο κατώφλι, συνήθως, εντοπίζεται περίπου στο 60-70% της VO2max στο
γενικό πληθυσµό, µέχρι και 85-90% της VO2max στα προπονηµένα άτοµα [5], ενώ σε αγύµναστα άτοµα και
στους κλινικούς πληθυσµούς αντιστοιχεί περίπου στο 47-64% περίπου της µέγιστης πρόσληψης O2 (VO2max)
και προσδιορίζεται από την ανταλλαγή των αερίων και την αποβολή του CO2, που πραγµατοποιείται ως
απάντηση στην αυξηµένη συγκέντρωση γαλακτικού οξέος στο αίµα κατά τη διάρκεια της άσκησης [2, 4].

41
Δοκιµασίες Βάδισης και Τρεξίµατος: Η VO2max µπορεί, επίσης, έµµεσα να εκτιµηθεί µέσω µιας
σειράς υποµέγιστων δοκιµασιών που δεν απαιτούν ιδιαίτερο εργαστηριακό εξοπλισµό, είναι απλές,
αξιόπιστες και χωρίς ιδιαίτερο κόστος. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι δοκιµασίες βάδισης και τρεξίµατος,
οι οποίες αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του '60, έγιναν δηµοφιλείς και εφαρµόζονται µέχρι σήµερα σε υγιή
άτοµα και σε ασθενείς [6-10]. Ιδιαίτερα οι δοκιµασίες βάδισης χρησιµοποιούνται σε πολλές µελέτες σε
ασθενείς µε χρόνιες παθήσεις, καθώς έχει διαπιστωθεί πως η απόσταση που διανύεται στις δοκιµασίες
συσχετίζεται θετικά µε την VO2peak, τόσο στους ασθενείς µε αναπνευστικά προβλήµατα [11] όσο και µε
καρδιακή ανεπάρκεια [12] Παράλληλα έχει βρεθεί ότι η απόσταση που διανύουν οι ασθενείς αποτελεί
προγνωστικό δείκτη για την έκβαση της νόσου [13]. Στη βιβλιογραφία συναντάµε µεγάλη ποικιλία από
δοκιµασίες βάδισης. Οι δοκιµασίες βάδισης, συνήθως, παίρνουν την ονοµασία τους είτε µε βάση το χρόνο
που απαιτείται προκειµένου να διανυθεί µια συγκεκριµένη απόσταση (π.χ. η 2-λεπτη, η 5-λεπτη, η 6-λεπτη, η
9-λεπτη και η 12-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος) είτε µε βάση την απόσταση που διανύεται (π.χ. η δοκιµασία
των 20 µέτρων (m) βαδίσµατος, των 100 µέτρων (m), του µισού µιλίου (mile) και των 2 χιλιοµέτρων (km))
και, τέλος, είτε µε βάση την ταχύτητα βαδίσµατος, όπως η δοκιµασία του ρυθµού βαδίσµατος του
εξεταζόµενου [14].
Η πιο δηµοφιλής, απλή, εύκολη στην εκτέλεση και ανεκτή από τους ασθενείς δοκιµασία είναι η 6-
λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος (6 minute walk test) (βλέπε κεφ. 4) [14]. Πρόκειται για µια δοκιµασία που
αξιολογεί την απόσταση που µπορεί να διανύσει ο ασθενής σε 6 λεπτά και αντανακλά την υποµέγιστη
λειτουργική ικανότητα του ασθενούς. Στη βιβλιογραφία υπάρχει πληθώρα µελετών που χρησιµοποίησαν τη
συγκεκριµένη δοκιµασία σε άτοµα µε διάφορες παθήσεις, καθώς και σε ηλικιωµένους, γεγονός που ενισχύει
τη δυνατότητα του ειδικού της άσκησης για σύγκριση των αποτελεσµάτων της αξιολόγησης µε βάση έγκυρα
δηµοσιευµένα δεδοµένα. Ακόµη µια εύκολη δοκιµασία για την εκτίµηση της λειτουργικής ικανότητας
ασθενών, είναι ο αριθµός των σκαλοπατιών που µπορεί να ανέβει ο ασθενής σε µια προσπάθεια ή ο χρόνος
που χρειάζεται για να ανέβει έναν όροφο (περίπου 22 σκαλιά). Συγκεκριµένα πολλοί χειρουργοί
υποστηρίζουν ότι, αν ένας ασθενής µε καρδιακή πάθηση καταφέρει να ανέβει τα σκαλοπάτια για 2-3
ορόφους, τότε αυξάνεται σηµαντικά η πιθανότητα του να επιζήσει µετεγχειρητικά [9]. Μια άλλη πολύ
δηµοφιλής δοκιµασία βάδισης, ιδιαίτερα σε ασθενείς µε χρόνιες παθήσεις, όπως η χρόνια νεφρική
ανεπάρκεια, είναι η δοκιµασία βάδισης του νοσοκοµείου του Βορείου Στάνφορτσαϊρ (NSRI-North
Staffordshire Royal Infirmary walking test). Η δοκιµασία αυτή περιλαµβάνει συνεχόµενη βάδιση 50 µέτρων
(m), ανάβαση 22 σκαλοπατιών, κατάβαση 22 σκαλοπατιών και βάδιση 50 µέτρων πίσω στην αφετηρία.
Στόχος της συγκεκριµένης δοκιµασίας είναι η ολοκλήρωση της πιο πάνω διαδροµής σε όσο το δυνατό
µικρότερο χρονικό διάστηµα [1]. Επίσης σε ασθενείς µε πολύ χαµηλά επίπεδα λειτουργικής ικανότητας
µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε απλές δοκιµασίες βάδισης ελέγχοντας την ταχύτητα της βάδισης, όπως, για
παράδειγµα, το τεστ φυσιολογικής και γρήγορης βάδισης. Στις πιο πάνω δοκιµασίες αξιολογείται το πόσο
γρήγορα µπορεί ένας ασθενής να περπατήσει µια απόσταση 6.09 µέτρων (20 πόδια-ft) µε φυσιολογικό ή
γρήγορο βάδισµα, κάτι που αντιστοιχεί στο πόσο γρήγορα µπορεί ένα άτοµο να διανύσει µια διάβαση πεζών
σε ένα δρόµο πριν αλλάξει η ένδειξη του φωτεινού σηµατοδότη.
Δοκιµασίες Ποδηλάτισης: Στις υποµέγιστες δοκιµασίες εκτίµησης της αερόβιας ικανότητας ανήκει,
επίσης, µια σειρά από δοκιµασίες οι οποίες πραγµατοποιούνται σε κυκλοεργόµετερο, όπως για παράδειγµα το
Astrand Rhyming test και το YMCA test, τα οποία χρησιµοποιούνται ευρέως στα εργαστήρια
εργοφυσιολογίας παγκοσµίως. Οι συγκεκριµένες δοκιµασίες αξιοποιούν, κυρίως, την ανταπόκριση της
καρδιακής συχνότητας κατά τη διάρκεια και στο τέλος της δοκιµασίας. Με τη χρήση ειδικών νοµογραµµάτων
και εξισώσεων µπορούν να παρέχουν µια πρόβλεψη για τα επίπεδα της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας του
δοκιµαζόµενου.
Όπως και θα αναφερθεί στο σχετικό κεφάλαιο (βλ. Κεφάλαιο 4), η ερµηνεία των αποτελεσµάτων
γίνεται σε σύγκριση µε γνωστές τιµές, οι οποίες διαφοροποιούνται για το φύλο, την ηλικία και πολλές φορές
και τη φυλή (βλ. κεφ. 4) [15].

3.2 Μυϊκή δύναµη και ισχύς


Η µυϊκή δύναµη µπορεί να εκτιµηθεί µε πληθώρα δυναµοµέτρων και πρωτοκόλλων που περιλαµβάνουν
µέγιστες ή υποµέγιστες ισοµετρικές συστολές, ισοκινητικές συστολές ή κύκλους µειοµετρικών-µειοµετρικών
συστολών (βλ κεφάλαιο 5).

42
Μετρήσεις Χειροδυναµοµέτρησης: Μια ευρέως χρησιµοποιούµενη και πολύ απλή δοκιµασία είναι
η µέτρηση της δύναµης της άκρας χειρός (ή δύναµη χειρολαβής, handgrip). Το αποτέλεσµα της
χειροδυναµοµέτρησης θεωρείται προγνωστικός δείκτης θνησιµότητας στον υγιή πληθυσµό ή σε κλινικό
πληθυσµό [16, 17]. Επίσης, το επίπεδο της µυϊκής δύναµης αποτελεί σηµαντικό παράγοντα για την ικανότητα
του ηλικιωµένου να ζει ανεξάρτητος και λειτουργικός στην καθηµερινότητα του και που δυστυχώς τα επίπεδα
της µυϊκής δύναµης µειώνονται σηµαντικά µε το πέρασµα του χρόνου. Για παράδειγµα, µελέτες αναφέρουν
ότι το 92% των ατόµων ηλικίας 40-60 ετών µπορούν να εκτελέσουν άνοιγµα ενός βάζου, αλλά µόνο το 32%
µπορεί να εκπληρώσει τον πιο πάνω στόχο µετά τα 70 έτη [18].
Μετρήσεις Μέγιστης Δύναµης και Ταχύτητας Συστολής: Στην καθηµερινότητα (είτε για τα άτοµα
του γενικού πληθυσµού ή για ασθενείς και άτοµα µε αναπηρίες) µεγάλη σηµασία έχει, επίσης, η ικανότητα
της παραγωγής και εφαρµογής µυϊκής ισχύος. Προκειµένου να καθοριστεί η µυϊκή ισχύς είναι απαραίτητο να
συνεκτιµηθούν οι δύο συνιστώσες που την αποτελούν, η µέγιστη δύναµη και η ταχύτητα συστολής. Προς
αυτόν τον σκοπό, συχνά χρησιµοποιούνται ειδικά εργόµετρα, όπως εργόµετρα ισοκίνησης (ισοκινητικά
δυναµόµετρα). Αυτά είναι ιδιαίτερα δηµοφιλή για την αξιολόγηση αθλητών [19] αλλά και ατόµων µε
προβλήµατα υγείας, όπως η χρόνια οστεοαρθρίτιδα [20]. Χρησιµοποιούνται, επίσης, στη φυσικοθεραπεία και
αποκατάσταση τραυµατισµών. Βεβαίως, πρόκειται για ακριβό εξοπλισµό που απαιτεί εξειδικευµένες γνώσεις
για τη χρήση και ερµηνεία των αποτελεσµάτων. Επιπλέον, η αξιολόγηση της δύναµης και της ισχύος µπορεί
να γίνει και µε έµµεσο τρόπο µε απλές δοκιµασίες πεδίου που δεν απαιτούν ιδιαίτερο και ακριβό εξοπλισµό
[1]. Η δοκιµασία κάθισµα- όρθια θέση- κάθισµα (sit-to stand) ελέγχει τη µυϊκή δύναµη κάτω άκρων, τη µυϊκή
συναρµογή, ισορροπία, ευλυγισία και το εύρος κίνησης των αρθρώσεων (εικόνα 3.1 και 3.2). Η δοκιµασία
είναι ιδιαίτερα δηµοφιλής σε ασθενείς µε χρόνιες παθήσεις και ηλικιωµένους µε µεγάλο αριθµό
δηµοσιευµένων µελετών διαθέσιµο στη βιβλιογραφία. Η ικανότητα ενός ατόµου να σηκωθεί όρθιο από την
καθιστή θέση περιορίζεται σηµαντικά στην ηλικία των 50 ετών και άνω, ενώ στην ηλικία των 80 ετών πολλοί
ηλικιωµένοι αδυνατούν να εκτελέσουν την κίνηση. Οι πληροφορίες που παρέχουν είναι πολύ σηµαντικές,
αφού έχουν άµεση σχέση µε την ικανότητα των ηλικιωµένων να ζουν ανεξάρτητοι. Η δοκιµασία µπορεί να
πραγµατοποιηθεί µε ποικίλους τρόπους, δηλαδή είτε µπορεί να εκτιµηθεί ο χρόνος που χρειάζεται ο
εξεταζόµενος για να σηκωθεί µία, τρεις, πέντε ή δέκα φορές από την καθιστή θέση, είτε καταγράφεται ο
αριθµός των επαναλήψεων σε ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, π.χ. 10 ή 30 δευτερόλεπτα (Sit To Stand –
STS) [21]. Οι πιο κλασικές δοκιµασίες είναι το STS-5 reps και τo STS-60 sec. Το STS-5 reps αξιολογεί το
χρόνο στον οποίο ο δοκιµαζόµενος θα πραγµατοποιήσει 5 επαναλήψεις (repetitions) ενώ το STS-60 sec
αξιολογεί τον αριθµό των επαναλήψεων που θα γίνουν µέσα σε 60 δευτερόλεπτα (1 λεπτό). Το ύψος της
καρέκλας προτείνεται να είναι µεταξύ 0.42-0.46 µέτρα αλλά εξαρτάται από το ύψος του δοκιµαζόµενου και
γι’ αυτό προτείνεται τα γόνατα του δοκιµαζόµενου να βρίσκονται σε γωνία 90 µοιρών. Η καρέκλα πρέπει να
είναι χωρίς µπράτσα και ο δοκιµαζόµενος εκτελεί τις δοκιµασίες µε τα χέρια του σταυρωµένα στο στήθος.

3.1

43
Εικόνα 3.1 και 3.2 Δοκιµασία Κάθισµα-Όρθια θέση Κάθισµα (STS – Sit to Stand test)

3.3 Ευκινησία, ευλυγισία και συντονιστικές ικανότητες


Ως ευκινησία (ή κινητικότητα) εννοούµε την ικανότητα να εκµεταλλεύεται ο ασκούµενος, σε όσο µεγαλύτερη
έκταση είναι φυσιολογικά δυνατό το εύρος κίνησης των αρθρώσεών του (ευκαµψία). Αυτό, όµως,
προϋποθέτει την ύπαρξη καλής διατασιµότητας των µαλακών µορίων (ευλυγισία µυών, τενόντων,
συνδέσµων, αρθρικών θυλάκων). Είναι σηµαντικό να τονιστεί ότι συνδετικός ιστός υπάρχει γύρω και µέσα
στους σκελετικούς µύες, όχι µόνο στους τένοντες και στους συνδέσµους. Πολλοί παράγοντες, όπως το γήρας
και οι χρόνιες παθήσεις, µπορούν να µεταβάλουν την ποιότητα του συνδετικού ιστού και να περιορίσουν την
κινητικότητα του ατόµου ενώ η άσκηση, ιδιαίτερα οι ασκήσεις ενδυνάµωσης, µπορούν να βελτιώσουν την
ποιότητα του συνδετικού ιστού [22].
Δίπλωση του Κορµού από την Εδραία Θέση (Sit and Reach): Όπως θα αναφερθεί στο Κεφάλαιο
6, για την αξιολόγηση της ευκινησίας, µια πολύ δηµοφιλής δοκιµασία είναι η δίπλωση του κορµού από την
εδραία θέση, µε την οποία αξιολογείται η ευλυγισία των οπισθίων µηριαίων και η ευκαµψία της οσφυϊκής
µοίρας της σπονδυλικής στήλης (sit and reach test) [23].
Παροµοίως υπάρχουν απλές δοκιµασίες εκτίµησης της ευλυγισίας, όπως για παράδειγµα η
αξιολόγηση των οπίσθιων µηριαίων και καµπτηρών µυών του ισχίου από την ύπτια θέση, όπου ο
δοκιµαζόµενος κρατά το ένα πόδι τεντωµένο στο έδαφος και σηκώνει το άλλο πόδι ίσιο προς τα πάνω. Με τη
χρήση ενός γωνιόµετρου µετράµε τη γωνιά που δηµιουργείται µεταξύ του ποδιού και του εδάφους µε τη
µεγαλύτερη γωνιά να αντικατοπτρίζει καλύτερα επίπεδα ευλυγισίας. Παρόµοιες δοκιµασίες υπάρχουν για την
αξιολόγηση της ευλυγισίας του ώµου, των µυών του κορµού και γενικά διαφόρων µυών και αρθρώσεων του
σώµατος (συνήθως µε τη χρήση γωνιόµετρου).
Ικανότητα ισορροπίας: Όσον αφορά τις συντονιστικές ικανότητες (βλ. Κεφ. 6) ίσως η πιο
σηµαντική, ιδιαίτερα για τα ηλικιωµένα άτοµα µε ή χωρίς κάποιο χρόνιο νόσηµα, είναι η ικανότητα της
ισορροπίας αφού παίζει κρίσιµο ρόλο στην αποφυγή των πτώσεων και, κατά συνέπεια, τον σοβαρό
τραυµατισµό του ατόµου. Η ισορροπία είναι µια ικανότητα η οποία προϋποθέτει υψηλά επίπεδα σωµατικής
δύναµης και γι’ αυτό για τη σωστή εκτίµησή της χρειάζεται να λάβουµε υπόψη µας τα αποτελέσµατα από τις
αξιολογήσεις δύναµης του ασθενή ή/και του ηλικιωµένου. Μια δηµοφιλής µέθοδος αξιολόγησης σε υγιείς
ενήλικες είναι η δοκιµασία της στατικής ισορροπίας στο ένα πόδι µε ανοιχτά ή κλειστά µάτια. Για την
καθηµερινότητα του ατόµου, όµως, καλό είναι να γίνονται µετρήσεις δυναµικής ισορροπίας (π.χ. χρόνος που
απαιτείται για έγερση από καρέκλα, βάδιση 3 µέτρων, επιστροφή στην καθιστή θέση, Time up and go test
[24]) για την αξιολόγηση της ικανότητας για ανεξάρτητη διαβίωση. Μια, επίσης, δηµοφιλής δοκιµασία
εκτίµησης της ικανότητας ισορροπίας (κυρίως των ηλικιωµένων) είναι το Tinetti test [25]. Μέσω της
συγκεκριµένης δοκιµασίας δίνεται η ευκαιρία για αξιολόγηση τόσο της στατικής όσο και της δυναµικής
ισορροπίας του δοκιµαζόµενου, όταν κάθεται σε µια καρέκλα, όταν σηκώνεται και κατά τη διάρκεια της
βάδισης. Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και ειδικότερα των ηλεκτρονικών υπολογιστών αναπτύχθηκαν τα
τελευταία χρόνια νέες δοκιµασίες για την αξιολόγηση της ισορροπίας των ηλικιωµένων, που αποτελούν µέρος

44
της κλινικής πράξης. Για παράδειγµα, το Computerized Dynamic Posturography είναι µια τεχνική
αξιολόγησης µε τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή που δίνει αισθητικά ερεθίσµατα στον ηλικιωµένο, ενώ
παράλληλα αξιολογεί την ικανότητα ισορροπίας του [26].
Πολύτιµο εργαλείο όσον αφορά την αξιολόγηση της ικανότητας ισορροπίας αποτελούν οι µετρήσεις
που ανήκουν στον εµβιοµηχανικό έλεγχο και, κυρίως, η δοκιµασία της ανάλυσης βάδισης (κεφάλαιο 7). Η
ανάλυση βάδισης έχει µεγάλη εφαρµογή σε άτοµα µε νευροµϋικές παθήσεις, όπως ασθενείς µε νόσο του
Πάρκινσον και ασθενείς µε Πολλαπλή Σκλήρυνση ή διάφορες µυοπάθειες, και αντικατοπτρίζουν µεταξύ
άλλων το σηµαντικό δείκτη της ικανότητας του ασθενή για ανεξάρτητη διαβίωση και αυξάνοντας τον κίνδυνο
πτώσεων και τραυµατισµών. Σηµαντικό ρόλο ακόµα παίζουν αυτές οι δοκιµασίες στην αξιολόγηση της
θεραπευτικής αγωγής µιας και πολλές παρενέργειες φαρµάκων επηρεάζουν το κέντρο ισορροπίας του
εγκεφάλου.
Ικανότητα Συντονισµού: Όσον αφορά τα ηλικιωµένα άτοµα, υπάρχει µεγάλος αριθµός δοκιµασιών
για την αξιολόγηση της συντονιστικής ικανότητας και της ευκινησίας, που εµπλέκουν δραστηριότητες της
καθηµερινότητας τους. Αυτές οι δοκιµασίες περιλαµβάνουν, για παράδειγµα, τοποθέτηση υλικών της
καθηµερινότητας σε ράφια και ντουλάπια, βάδιση σε ανώµαλες επιφάνειες και δυναµικές ισορροπίες
κρατώντας οικιακό εξοπλισµό (π.χ. σκούπα), βιβλία και άλλα αντικείµενα. Επίσης ,πρόσφατες µελέτες
αναφέρουν τον µειωµένο χρόνο αντίδρασης σε κάποιο εξωτερικό ερέθισµα (κυρίως οπτικό) ως έναν
σηµαντικό παράγοντα κινδύνου για πτώση στα ηλικιωµένα άτοµα. Στις συγκεκριµένες δοκιµασίες
αξιολογείται η ικανότητα του ηλικιωµένου να αντιδράσει στην αλλαγή ενός ή περισσοτέρων χρωµάτων σε
µια οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Μια δοκιµασία χρόνου αντίδρασης που χρησιµοποιείται τα
τελευταία χρόνια είναι το choice stepping reaction time (CSTR) test [27]. Η απόδοση στη συγκεκριµένη
δοκιµασία έχει συσχετιστεί σηµαντικά µε τον κίνδυνο πτώσεων [28] και αξιολογεί το χρόνο που χρειάζεται ο
δοκιµαζόµενος να κάνει ένα βήµα προς τα πλάγια σε ειδικό τετράγωνο µετά από ένα οπτικό ερέθισµα.

3.4 Αξιολόγηση επιπέδων σωµατικής δραστηριότητας µε ερωτηµατολόγια


Παράλληλα, για την εκτίµηση της λειτουργικής ικανότητας χρησιµοποιούνται πολλά ερωτηµατολόγια, τα
οποία είναι αξιόπιστα και έγκυρα και ελέγχουν την υποκειµενική αντίληψη του ασθενούς για τα επίπεδα της
σωµατικής δραστηριότητας και τους πιθανούς περιορισµούς που βιώνει στην καθηµερινότητά του. Οι
πληροφορίες τις οποίες θα µας δώσουν, παρέχουν µια πρώτη εικόνα της σωµατικής κατάστασης του
ασθενούς. Τα ερωτηµατολόγια που χρησιµοποιούνται πιο συχνά σε µελέτες είναι το ερωτηµατολόγιο Medical
Outcomes Study (MOS) short-form health survey 36 Item (SF-36) το οποίο µπορεί να µας παρέχει
πληροφορίες τόσο για την σωµατική όσο και για την πνευµατική-συναισθηµατική συνιστώσα της ποιότητας
ζωής [29]. Επίσης, έγκυρα και σταθµισµένα στα Ελληνικά είναι ακόµα το ερωτηµατολόγιο Duke Activity
Status Index (DASI), το ερωτηµατολόγιο Physical Activity Scale for the Elderly (PASE), το International
Physical Activity Questionnaire (IPAQ) και το 7-day recall questionnaire (7PARQ), τα οποία εκτιµούν τα
επίπεδα σωµατικής δραστηριότητας που εκτελούνται µε τις καθηµερινές δραστηριότητες [1, 2, 30]. Ο
Παγκόσµιος Ογανισµός Υγείας δίνοντας ιδιαίτερη σηµασία στην αξιολόγηση της φυσικής δραστηριότητας
έχει δηµιουργήσει το ερωτηµατολόγιο Global Physical Activity Questionnaire (QPAQ), το οποίο αποτελείται
από 16 ερωτήσεις που σχετίζονται µε 3 κύριους τοµείς: α) την ικανότητα εργασίας, β) την ικανότητα
µετακίνησης και γ) την ικανότητα συµµετοχής σε σωµατικές δραστηριότητες αναψυχής.

3.5 Αξιολόγηση λειτουργικής ικανότητες σε άτοµα µε αναπηρίες


Η αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας των ατόµων µε αναπηρίες αποτελεί πολύ σηµαντικό εργαλείο
στην κλινική πράξη και έχει άµεση σχέση µε την ποιότητα ζωής των ατόµων αυτών, όπως, επίσης, µε τον
βαθµό εξάρτησης τους από το περιβάλλον τους. Για παράδειγµα, έχει βρεθεί ότι άτοµα µε εγκεφαλική
παράλυση ή άτοµα µε πολλαπλή σκλήρυνση, άτοµα µε τραυµατισµό στη σπονδυλική στήλη ή άτοµα τα οποία
βιώσαν εγκεφαλικό επεισόδιο παρουσιάζουν σηµαντικές δυσλειτουργίες στην ικανότητά τους για εκτέλεση
διαφόρων κινήσεων από την απλή βάδιση µέχρι το κράτηµα ενός αντικειµένου, το γράψιµο και το
ζωγράφισµα κ.α [31]. Για την αξιολόγηση της δύναµης των κάτω άκρων αλλά και της ικανότητας βάδισης σε
άτοµα µε αναπηρίες πολύ δηµοφιλές είναι το Timed-Up and Go (TUG) test. Η συγκεκριµένη δοκιµασία είναι
µια παραλλαγή του STS test και απαιτεί από τον δοκιµαζόµενο να σηκωθεί από µια καρέκλα και να διανύσει

45
µια απόσταση 3 µέτρων σε όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο [32]. Για τα άτοµα τα οποία πάσχουν από
διαταραχές όρασης, πολύ σηµαντικό κοµµάτι της αξιολόγησης αποτελούν η ικανότητα ισορροπίας και
βάδισης αλλά και δοκιµασίες οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία των Haptic test και χρησιµοποιούν την αφή
(εφόσον υπάρχει διέγερση) για να αξιολογήσουν την ψυχοµετρική και κινητική ικανότητα των
συγκεκριµένων ατόµων [33]. Για την αξιολόγηση της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας ατόµων µε αναπηρίες
χρησιµοποιείται συχνά η 6-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος και σε άτοµα που αδυνατούν να εκτελέσουν
δοκιµασίες, που χρησιµοποιούνται τα κάτω άκρα, υπάρχουν υποµέγιστες δοκιµασίες που πραγµατοποιούνται
σε χειροκυκλοεργόµετρο, όπου µε τη χρήση αναλυτή αερίων ή ειδικών νοµογραµµάτων µπορούµε να
λάβουµε τους δείκτες καρδιοαναπνευστικής ικανότητας που αναφέρθηκαν πιο πάνω, όπως η VO2peak [34].

3.6 Αξιολόγηση λειτουργικής ικανότητας εν σχέση µε την εργασία


Επιπλέον, κάποιες δοκιµασίες έχουν σχεδιαστεί µε στόχο να παρέχουν πληροφορίες σχετικά µε τη
λειτουργική ικανότητα ατόµου που έχει υποστεί τραυµατισµό ή ασθένεια και θέλει να επιστρέψει πίσω στην
εργασία του, µε χαρακτηριστικό παράδειγµα την δοκιµασία Physical Work Performance Evaluation (PWPE)
[35]. Η συγκεκριµένη δοκιµασία περιλαµβάνει µεταξύ άλλων την αξιολόγηση της ικανότητας του
δοκιµαζόµενου να περπατά, να κάθεται, να αναβαίνει σκαλοπάτια, να σηκώνεται, να µεταφέρει αντικείµενα,
να σπρώχνει, να σκύβει , να συντονίζει τις κινήσεις του κ.α.

3.7 Αξιολόγηση συνολικής εικόνας της λειτουργικής ικανότητας µέσω ειδικών


αλγόριθµων
Όπως είναι λογικό για να έχει ο ειδικός υγείας µια σωστή και πλήρη εικόνα της λειτουργικής κατάστασης του
ασθενή ή/και του ηλικιωµένου και γενικά του δοκιµαζόµενου θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του δεδοµένα
από ποικίλες µετρήσεις, όπως έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Τα τελευταία χρόνια είναι διαθέσιµοι αλγόριθµοι,
οι οποίοι χρησιµοποιούν τα δεδοµένα από τις µετρήσεις και παρέχουν στον ειδικό µια καλή εικόνα για την
αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας. Για παράδειγµα, το General Practice Physical Activity
Questionnaire (GPPAQ) περιέχει ένα ερωτηµατολόγιο το οποίο αξιολογεί διάφορες πτυχές της φυσικής
δραστηριότητας ενός ενήλικα που σχετίζονται µε τον κίνδυνο εµφάνισης χρόνιων παθήσεων και, στη
συνέχεια, µέσω κάποιου ειδικού αλγόριθµου το ερωτηµατολόγιο µπορεί να παρέχει τα επίπεδα (µέσω
βαθµολογίας) της φυσικής δραστηριότητας (Department of Health. The General Practice Physical Activity
Questionnaire: A Screening tool to assess adult physical activity levels, within primary care. 2009
[https://www.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/192453/GPPAQ_-
_guidance.pdf]. Επίσης, κάποιοι αλγόριθµοι χρειάζονται τα δεδοµένα τόσο από ερωτηµατολόγια αλλά,
κυρίως, από αξιολόγηση µε τη χρήση βηµατοµέτρου παρέχοντας ιδιαίτερα σηµαντικές πληροφορίες για τα
επίπεδα φυσικής δραστηριότητας τόσο ενηλίκων και ηλικιωµένων ατόµων [36] όσο και παιδιών και εφήβων
[37]. Οι συγκεκριµένοι αλγόριθµοι µπορούν να εκτιµήσουν τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας λαµβάνοντας
υπόψη ηµερήσια και εβδοµαδιαία δεδοµένα µετρήσεων µε τη χρήση βηµατοµέτρων.
Τέλος, υπάρχουν αλγόριθµοι οι οποίοι χρησιµοποιούν τα δεδοµένα από δηµοφιλή τεστ ισορροπίας,
όπως το Tinetti test και το Computerized Dynamic Posturography test για να δώσουν µια πιο σαφή εικόνα της
ικανότητας ισορροπίας του δοκιµαζόµενου και, κυρίως, του ηλικιωµένου.

46
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Koufaki, P. and E. Kouidi, Current best evidence recommendations on measurement and


interpretation of physical function in patients with chronic kidney disease. Sports Med, 2010. 40(12):
p. 1055-74.
2. Arena, R., et al., Assessment of functional capacity in clinical and research settings: a scientific
statement from the American Heart Association Committee on Exercise, Rehabilitation, and
Prevention of the Council on Clinical Cardiology and the Council on Cardiovascular Nursing.
Circulation, 2007. 116(3): p. 329-43.
3. Kodama, S., et al., Cardiorespiratory fitness as a quantitative predictor of all-cause mortality and
cardiovascular events in healthy men and women: a meta-analysis. JAMA, 2009. 301(19): p. 2024-35.
4. Fleg, J.L., et al., Assessment of functional capacity in clinical and research applications: An advisory
from the Committee on Exercise, Rehabilitation, and Prevention, Council on Clinical Cardiology,
American Heart Association. Circulation, 2000. 102(13): p. 1591-7.
5. Working, W.G.o.C.R.E.P.a. and G.o.H.F.o.t.E.S.o. Cardiology, Recommendations for exercise testing
in chronic heart failure patients. European Heart Journal 2001. 22: p. 37-45.
6. Balke, B., A Simple Field Test for the Assessment of Physical Fitness. Rep 63-6. Rep Civ Aeromed
Res Inst US, 1963: p. 1-8.
7. Cooper, K.H., A means of assessing maximal oxygen intake. Correlation between field and treadmill
testing. JAMA, 1968. 203(3): p. 201-4.
8. Guyatt, G.H., et al., Effect of Encouragement on Walking Test-Performance. Thorax, 1984. 39(11): p.
818-822.
9. Enright, P.L., The six-minute walk test. Respir Care, 2003. 48(8): p. 783-5.
10. Kline, G.M., et al., Estimation of VO2max from a one-mile track walk, gender, age, and body weight.
Med Sci Sports Exerc, 1987. 19(3): p. 253-9.
11. Steele, B., Timed walking tests of exercise capacity in chronic cardiopulmonary illness. J Cardiopulm
Rehabil, 1996. 16(1): p. 25-33.
12. Guyatt, G.H., et al., How Should We Measure Function in Patients with Chronic Heart and Lung-
Disease. Journal of Chronic Diseases, 1985. 38(6): p. 517-524.
13. V, B., et al., Prediction of Mortality and Morbidity with a 6-Minute Walk Test in Patients with Left-
Ventricular Dysfunction. Jama-Journal of the American Medical Association, 1993. 270(14): p. 1702-
1707.
14. Solway, S., et al., A qualitative systematic overview of the measurement properties of functional walk
tests used in the cardiorespiratory domain. Chest, 2001. 119(1): p. 256-70.
15. Shvartz, E. and R.C. Reibold, Aerobic fitness norms for males and females aged 6 to 75 years: a
review. Aviat Space Environ Med, 1990. 61(1): p. 3-11.
16. Lopez-Jaramillo, P., et al., Association of handgrip strength to cardiovascular mortality in pre-diabetic
and diabetic patients: A subanalysis of the ORIGIN trial. Int J Cardiol, 2014. 174(2): p. 458-61.
17. Sasaki, H., et al., Grip strength predicts cause-specific mortality in middle-aged and elderly persons.
Am J Med, 2007. 120(4): p. 337-42.
18. Wilmore, J. and D. Costill, eds. Physiology of Sport and Exercise. 3rd ed., ed. H. Kinetics. 2004:
USA.
19. Gerodimos, V., et al., Isokinetic peak torque and hamstring/quadriceps ratios in young basketball
players. Effects of age, velocity, and contraction mode. J Sports Med Phys Fitness, 2003. 43(4): p.
444-52.
20. Patsika, G., et al., Synergetic and antagonist muscle strength and activity in women with knee
osteoarthritis. J Geriatr Phys Ther, 2014. 37(1): p. 17-23.
21. Lord, S.R., et al., Sit-to-stand performance depends on sensation, speed, balance, and psychological
status in addition to strength in older people. J Gerontol A Biol Sci Med Sci, 2002. 57(8): p. M539-43.
22. Stone, M.H. and C. Karatzaferi, Connective Tissue and Bone Response to Strength Training, in
Strength and Power in Sport, P.V. Komi, Editor. 2003, Blackwell Publishing.
23. Baltaci, G., et al., Comparison of three different sit and reach tests for measurement of hamstring
flexibility in female university students. Br J Sports Med, 2003. 37(1): p. 59-61.

47
24. Swanenburg, J., et al., Reliability and validity of the extended timed-get-up-and-go test in patients
with bilateral vestibular loss. NeuroRehabilitation, 2014.
25. Tinetti, M.E., T.F. Williams, and R. Mayewski, Fall risk index for elderly patients based on number of
chronic disabilities. Am J Med, 1986. 80(3): p. 429-34.
26. Lim, K.B. and H.J. Lee, Computerized posturographic measurement in elderly women with unilateral
knee osteoarthritis. Ann Rehabil Med, 2012. 36(5): p. 618-26.
27. Lord, S.R. and R.C. Fitzpatrick, Choice stepping reaction time: a composite measure of falls risk in
older people. J Gerontol A Biol Sci Med Sci, 2001. 56(10): p. M627-32.
28. Pijnappels, M., et al., The association between choice stepping reaction time and falls in older adults--
a path analysis model. Age Ageing, 2010. 39(1): p. 99-104.
29. Ware, J.E., Jr. and C.D. Sherbourne, The MOS 36-item short-form health survey (SF-36). I.
Conceptual framework and item selection. Med Care, 1992. 30(6): p. 473-83.
30. Craig, C.L., et al., International physical activity questionnaire: 12-country reliability and validity.
Med Sci Sports Exerc, 2003. 35(8): p. 1381-95.
31. Hill-Briggs, F., et al., Neuropsychological assessment of persons with physical disability, visual
impairment or blindness, and hearing impairment or deafness. Arch Clin Neuropsychol, 2007. 22(3):
p. 389-404.
32. Lower, A.M., P.A. Richardson, and A.M. Jequier, Intrauterine surgery using electrocautery. Aust N Z
J Obstet Gynaecol, 1991. 31(2): p. 192.
33. Ballesteros, J.M., V.D.L. DA, and L.M. Chalupa, Formation of eye-specific retinogeniculate
projections occurs prior to the innervation of the dorsal lateral geniculate nucleus by cholinergic
fibers. Thalamus Relat Syst, 2005. 3(2): p. 157-163.
34. Bulthuis, Y., et al., Arm crank ergometer is reliable and valid for measuring aerobic capacity during
submaximal exercise. J Strength Cond Res, 2010. 24(10): p. 2809-15.
35. Tuckwell, N.L., L. Straker, and T.E. Barrett, Test-retest reliability on nine tasks of the Physical Work
Performance Evaluation. Work, 2002. 19(3): p. 243-53.
36. Davis, M.G. and K.R. Fox, Physical activity patterns assessed by accelerometry in older people. Eur J
Appl Physiol, 2007. 100(5): p. 581-9.
37. Dorsey, K.B., J. Herrin, and H.M. Krumholz, An algorithm for identifying physical activity patterns
from motion data. Pediatr Exerc Sci, 2008. 20(3): p. 305-18.

48
Κεφάλαιο 4

Μέτρηση κατανάλωσης οξυγόνου (VO2peak)

Αντωνία Καλτσάτου PhD, Χριστίνα Καρατζαφέρη PhD, Αντώνης Σταυρόπουλος-Καλίνογλου PhD,


Γεώργιος Σακκάς PhD

4 Εισαγωγή
Η εκπλήρωση των καθηµερινών δραστηριοτήτων και η απόδοση κατά τη µέγιστη προσπάθεια απαιτούν τη
συνεχή και αυξανόµενη παροχή οξυγόνου (Ο2) προς τους εργαζόµενους σκελετικούς µύες. Κατά συνέπεια, η
ικανότητα του ατόµου να παράγει έργο εξαρτάται από τη γενικότερη κατάσταση του καρδιαγγειακού,
αναπνευστικού και µυϊκού συστήµατός του. Η VΟ2max εκφράζει τον ανώτατο όγκο Ο2, που µπορούν να
καταναλώσουν οι ιστοί ενός ατόµου κατά την άσκηση στη µονάδα του χρόνου. Εντοπίζεται από τη
σταθεροποίηση της τιµής της πρόσληψης Ο2(VΟ2) (πλατό) ανάµεσα στις δύο τελικές επιβαρύνσεις
(µεταβολές < 2.0 ml/kg/min) κατά την εκτέλεση άσκησης αυξανόµενης έντασης [2]. Ωστόσο, στους κλινικούς
πληθυσµούς, όπως για παράδειγµα στους ασθενείς µε καρδιαγγειακά ή αναπνευστικά νοσήµατα, στους
οποίους τόσο το καρδιαγγειακό όσο και τα άλλα συστήµατα του οργανισµού έχουν επιβαρυνθεί σηµαντικά, η
VΟ2max είναι δύσκολο να επιτευχθεί, λόγω των επιπτώσεων που προκαλεί η νόσος περιορίζοντας σηµαντικά
την ικανότητά τους για άσκηση. Γι’ αυτό το λόγο στη βιβλιογραφία χρησιµοποιείται η κορυφαία πρόσληψη
Ο2 (VΟ2peak) που αντιπροσωπεύει την επιτευχθείσα υψηλότερη τιµή πρόσληψης Ο2 [2].
Ο ανώτατος όγκος οξυγόνου (Ο2), που καταναλώνουν τα κύτταρα κατά τη µέγιστη προσπάθεια στη
µονάδα του χρόνου, ορίζεται ως VΟ2max και µπορεί παράλληλα να υπολογιστεί και από την εξίσωση του
Fick, σύµφωνα µε την οποία ως VO2 ορίζεται το γινόµενο της καρδιακής παροχής επί την αρτηριοφλεβική
διαφορά [3]:

VΟ2max (ml/min)= καρδιακή παροχή (καρδιακή συχνότητα Χ όγκο παλµού) Χ αρτηριοφλεβική


διαφορά Ο2 (a-VO2)

Η καρδιακή παροχή υπολογίζεται από το γινόµενο της καρδιακής συχνότητας (ΚΣ) επί τον όγκο
παλµού, ενώ η αρτηριοφλεβική διαφορά Ο2 υπολογίζεται από τη διαφορά περιεκτικότητας σε Ο2 µεταξύ του
αρτηριακού αίµατος και του µικτού φλεβικού αίµατος.
Η VΟ2max µετριέται σε απόλυτες τιµές λίτρο ανά λεπτό (L/min) και σε σχετικές τιµές
χιλιοστόλιτρων ανά χιλιόγραµµο σωµατικής µάζας ανά λεπτό (ml /Kg-1/min-1), λαµβάνοντας υπόψη τη
σωµατική µάζα του ασκουµένου. Η VΟ2max επηρεάζεται από την ηλικία, το φύλο, την προπονητική
κατάσταση και το ποσοστό µυϊκής µάζας του εξεταζόµενου, την υπάρχουσα ασθένεια ή ακόµα και τη
φαρµακευτική αγωγή που τυχόν ακολουθεί ο εξεταζόµενος [3, 4]. Για παράδειγµα, ενώ τα επίπεδα της
VΟ2max που εµφανίζει ένας αθλητής υψηλού επιπέδου µπορεί να είναι ≥80ml O2 /Kg-1/min-1, αντίστοιχα τα
επίπεδα ενός υγιούς, αντίστοιχης ηλικίας και φύλου, που δεν ασκείται, να εµφανίζονται κατά 10% έως 50%
µειωµένα[3]. Γενικά, για τους κλινικούς πληθυσµούς οι τιµές της VΟ2max από ≥20 ml O2/Kg-1/min-1,
θεωρούνται φυσιολογικές και συνιστούν πως η ασθένεια δεν έχει επιφέρει σηµαντική βλάβη και περιορισµό
στη λειτουργική ικανότητα τους (πίνακας 4.1, αναδηµοσίευση µετά από έγκριση από Circulation) [5].

49
Πίνακας 4.1 Φυσιολογικές τιµές της VO2max σε άνδρες και γυναίκες διαφορετικών ηλικιακών οµάδων (αναδηµοσίευση
µετά απο έγκριση)

Σε οποιαδήποτε ηλικία οι γυναίκες εµφανίζουν χαµηλότερα επίπεδα VΟ2peak κατά 10%-20%


συγκριτικά µε τους άνδρες λόγω χαµηλότερων ποσοστών µυϊκής µάζας, µικρότερης συγκέντρωσης
αιµοσφαιρίνης και όγκου παλµού συγκριτικά µε τους άνδρες [6]. Η VΟ2peak βελτιώνεται µέχρι την ηλικία
των 20 ετών [5]. Η αύξηση της ηλικίας επηρεάζει σηµαντικά τα επίπεδατης VΟ2peak, της οποίας η πτώση
υπολογίζεται περίπου στο 10% ανά δεκαετία [3]. Η πτώση της VΟ2peak οφείλεται στη µείωση του όγκου
παλµού, της µέγιστης καρδιακής συχνότητας, της αιµατικής ροής προς τους εργαζόµενους σκελετικούς µύες
και της λειτουργικότητας των σκελετικών µυών [3]. Ο ρυθµός πτώσης της VΟ2peak είναι ο ίδιος σε γυναίκες
και άνδρες (εικόνα 4.1 αναδηµοσίευση έπειτα απο έγκριση) [5].

Εικόνα 4.1. Προοδευτική πτώση της VΟ2peak σε συνάρτηση µε την ηλικία σε υγιείς γυναίκες και άνδρες. Fletcher και συν.
2013 [6]. (Αναδηµοσίευση µετά απο έγκριση)

50
4.1 Η αξία του δείκτη της VO2peak στους κλινικούς πληθυσµούς
Πλήθος από µελέτες υποστηρίζουν πως η αξιολόγηση της VΟ2peak στους κλινικούς πληθυσµούς παρέχει
σηµαντικές πληροφορίες σχετικά µε τη διάγνωση και την πρόβλεψη για την έκβαση της ασθένειας του
δοκιµαζόµενου (εικόνα 4.2 αναδηµοσίευση έπειτα από έγκριση) [3].

Εικόνα 4.2 Το νορµόγραµµα παρουσιάζει τα αποτελέσµατα της δοκιµασίας ενός εξεταζόµενου ο οποίος εµφάνιζε έντονο
πόνο στο στήθος. Με βάση το διάστηµα ST περίπου 2χιλιοστα, που προκύπτει από το ηλεκτροκαρδιογράφηµα του και τα
επίπεδα αερόβιας ικανότητας που ήταν περίπου 7 ΜΕΤs, προκύπτει πως το ποσοστό εµφάνισης θνητότητας λόγω
καρδιαγγειακής πάθησης για τον συγκεκριµένο ασθενή είναι 4.5%, δηλαδή υψηλού κινδύνου. [1]. (αναδηµοσίευση έπειτα
από έγκριση)

Επιπλέον, ιδιαίτερα στα καρδιαγγειακά νοσήµατα, η αερόβια ικανότητα αποτελεί έναν από τους
σηµαντικότερους δείκτες πρόγνωσης, καθώς έχει βρεθεί ότι παρέχει χρήσιµες πληροφορίες για την εκτίµηση
της σοβαρότητας της ασθένειας. Παράλληλα, σε υγιείς γυναίκες και άνδρες η οποιαδήποτε βελτίωση της
VΟ2peak συσχετίζεται µε τη µείωση του κινδύνου εµφάνισης στεφανιαίας νόσου και θνητότητας (εικόνα 4.3
Α και Β αναδηµοσίευση έπειτα απο έγκριση) [7, 8].

51
Β
Εικόνα 4.3 Α και Β Συσχέτιση των επιπέδων της VΟ2peak Α) µε τη γενική θνητότητα και Β) την καρδιαγγειακή θνητότητα.
Μετατροπή από Vanhees και συν 1994.[8] (αναδηµοσίευση έπειτα από άδεια)

Συγκεκριµένα, στη µελέτη των Kodama και συν. [7] βρέθηκε πως ακόµα και µικρή βελτίωση της VΟ2peak
περίπου 3.5 ml O2 /Kg-1/min-1, που αντιστοιχεί σε 1 ΜΕΤ, µειώνει σηµαντικά τον κίνδυνο εµφάνισης
στεφανιαίας νόσου και θνητότητας από αυτήν σε γυναίκες και άνδρες. Παράλληλα, η ίδια βελτίωση σε
άνδρες µε ιστορικό και χωρίς ιστορικό στεφανιαίας νόσου έχει βρεθεί πως συµβάλλει σηµαντικά στη
βελτίωση του προσδόκιµου επιβίωσης κατά 12%-13% (εικόνα 4.4) [9]. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί πως η
βελτίωση που σηµειώνεται στη VΟ2peak είναι µεγαλύτερη, όταν οι ασθενείς συµµετέχουν σε προγράµµατα
επαναδραστηριοποίησης σύντοµα, σε διάστηµα µέχρι και 3 µήνες, µετά την εµφάνιση του καρδιακού
επεισοδίου [10].

Εικόνα 4.4 .Συσχέτιση ανάµεσα στην γενική θνητότητα & στην αερόβια ικανότητα. Εµπνευσµένο από Myers και συν. 2002
[9].

Επιπλέον, ανάλογα µε τις απαιτήσεις για VΟ2peakγια την κάλυψη των εργαζοµένων σκελετικών µυών, η
ένταση των φυσικών δραστηριοτήτων έχει κατηγοριοποιηθεί σε πολύ χαµηλή, χαµηλή, µέτρια, υψηλή, πολύ
υψηλή και µέγιστη [1] (πίνακας 4.2, αναδηµοσίευση έπειτα από άδεια).

52
Πίνακας 4.2 Κατηγοριοποίηση της έντασης των φυσικών δραστηριοτήτων ανάλογα µε την ηλικία [1].

4.2 Η αξία του δείκτη της VO2peak σε ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια


Η VΟ2peak έχει βρεθεί ότι αποτελεί τον πιο αξιόπιστο δείκτη νοσηρότητας και θνητότητας, καθώς και
πρόγνωσης, για την έκβαση της νόσου στην καρδιακή ανεπάρκεια. Η αξία του δείκτη αυξάνεται σηµαντικά
εάν η ίδια παράµετρος αξιολογηθεί και στο αναερόβιο κατώφλι, το οποίο εντοπίζεται περίπου στο 47%-64%
της τιµής της VΟ2peak, σε ασθενείς και σε υγιείς αγύµναστους, πριν αρχίσει η συστηµατική συγκέντρωση
γαλακτικού οξέος στο αίµα [2, 6]. Σε γυµνασµένα άτοµα το αναερόβιο κατώφλι εντοπίζεται σε υψηλότερο
ποσοστό της VΟ2peak [6].
Οι ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια εµφανίζουν πολύ χαµηλές τιµές στην αερόβια ικανότητα και
έχει προταθεί η κατηγοριοποίηση της σοβαρότητας της καρδιακής ανεπάρκειας ανάλογα µε τα επίπεδα της
VO2peak. Σύµφωνα, λοιπόν, µε την προτεινόµενη ταξινόµηση, ανάλογα µε την τιµή της VΟ2peak, υψηλού
κινδύνου θεωρούνται οι ασθενείς που εµφανίζουν τιµές <10 ml/kg/min, ενώ µετρίου κινδύνου οι ασθενείς µε
τιµές >20 ml/kg/min. Αναλόγως και στο αναερόβιο κατώφλι οι ασθενείς µε τιµές <8 ml/kg/min θεωρούνται
υψηλού κινδύνου, ενώ µετρίου αυτοί που εµφανίζουν τιµές >14 ml/kg/min[11].
Η χρήση της VO2peak ως δείκτη λειτουργικής ικανότητας σε ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια είναι
ευρέως διαδεδοµένη, καθώς µας πληροφορεί για την πρόγνωση της ασθένειας [4]. Ανάλογα µε την
εκτιµώµενη κορυφαία πρόσληψη Ο2 (VO2peak) οι ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια, σύµφωνα µε έρευνα
των Mancini και συν. [4] κατηγοριοποιούνται σε τρεις οµάδες (πίνακας 4.3). Τα αποτελέσµατα της
συγκεκριµένης µελέτης χρησιµοποιήθηκαν και από το Αµερικανικό Κολλέγιο Καρδιολογίας για τον
προσδιορισµό της σοβαρότητας της ασθένειας και τον καθορισµό ασθενών για µεταµόσχευση καρδιάς. Με
βάση αυτό, ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια, που χρήζουν µεταµόσχευσης καρδιάς, πρέπει να έχουν
εκτιµώµενη κορυφαία πρόσληψη Ο2 ≤14mlO2 /Kg-1/min-1 για να µπορούν να µεταµοσχευθούν [12-15].

VO2peak (ml/kg/min) Ταξινόµηση ασθενών


≤10ml/kg/min Υψηλού κινδύνου ασθενείς
10-18 ml/kg/min Μετρίου κινδύνου ασθενείς
≥18ml/kg/min Χαµηλού κινδύνου ασθενείς
Πίνακας 4.3. Ταξινόµηση ασθενών ανάλογα µε την τιµή της VO2peak.

Οι ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια χαρακτηρίζονται από µειωµένη λειτουργική ικανότητα, που


αντικατοπτρίζεται στην πλειοψηφία των παραµέτρων που την απαρτίζουν, κυρίως, λόγω του ότι η καρδιά
τους αδυνατεί να αυξήσει την καρδιακή παροχή και να καλύψει τις ανάγκες των εργαζοµένων σκελετικών

53
µυών. Συγκεκριµένα, οι ασθενείς εµφανίζουν πολύ χαµηλά επίπεδα αντοχής στην κόπωση, που αντανακλάται
από το µειωµένο χρόνο κόπωσης που µπορούν να εκτελέσουν. Στους ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια κύρια
αιτία διακοπής της δοκιµασίας αποτελεί η κόπωση των κάτω άκρων, γεγονός που δικαιολογείται δεδοµένου
ότι ενώ σε έναν υγιή που εκτελεί έργο η καρδιακή παροχή στους εργαζόµενους σκελετικούς µύες των κάτω
άκρων µπορεί να φθάνει µέχρι και το 90% από τη συνολική παροχή στους εργαζόµενους σκελετικούς µύες,
σε έναν ασθενή µε καρδιακή ανεπάρκεια η καρδιακή παροχή φθάνει στο 50-60% της συνολικής [2]. Γενικά,
ικανοποιητική διάρκεια κόπωσης στους ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια θεωρείται ο χρόνος µεταξύ 8-12
λεπτών [2].

4.3 Μέθοδοι αξιολόγησης της VO2peak


Η αξιολόγηση της VO2peak, ως επί τον πλείστον, γίνεται µε την εργοσπιροµέτρηση [16]. Η
εργοσπιροµέτρηση έγκειται στη συλλογή και ανάλυση του εκπνεόµενου αέρα. Ο εξεταζόµενος υπόκειται σε
µια δοκιµασία κόπωσης, κατά κανόνα αυξανόµενης έντασης έως εξαντλήσεως, κατά τη διάρκεια της οποίας ο
εκπνεόµενος αέρας συλλέγεται και αναλύεται από ειδικές συσκευές, που ονοµάζονται αναλυτές αερίων.
Η παλαιότερη και ακόµα χρησιµοποιούµενη µέθοδος είναι της συλλογής εκπνεόµενου αέρα σε
ασκούς τύπου Douglas και η µετέπειτα αξιολόγηση του όγκου (λίτρα) και περιεκτικότητας σε O2 και CO2 µε
ειδικές συσκευές. Πλέον, όµως, έχει επικρατήσει η χρήση των συσκευών breath-by-breath, που αξιολογούν
τον όγκο και τη σύσταση του εκπνεόµενου αέρα ανά αναπνοή και επιτρέπουν µεγαλύτερη ακρίβεια και
ευαισθησία στην αξιολόγηση [17].
Με την εργοσπιροµέτρηση, ουσιαστικά, αξιολογείται η επάρκεια του καρδιοαναπνευστικού
συστήµατος κατά την εκτέλεση έργου. Η αξιολόγηση επίτευξης της VΟ2peak προϋποθέτει πως ο
εξεταζόµενος έχει φθάσει στο ανώτατο φυσιολογικό του όριο παραγωγής έργου και η προσπάθειά του είναι
µέγιστη. Ωστόσο, στους κλινικούς πληθυσµούς ο ασθενής είναι απαραίτητο σε συνδυασµό µε την
εργοσπιροµέτρηση να υποβάλλεται και σε δοκιµασία κοπώσεως.
Η δοκιµασία κοπώσεως αποτελεί µια µέθοδο, που χρησιµοποιείται, κυρίως, για τη διάγνωση της
ισχαιµικής νόσου του µυοκαρδίου. Το άτοµο υποβάλλεται σταδιακά σε µέγιστη επιβάρυνση, µε στόχο τη
µέγιστη κόπωση µε ταυτόχρονη παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογραφήµατος (ΗΚΓ) και της αρτηριακής
πίεσης (ΑΠ). Η εργοσπιροµέτρηση µπορεί να γίνει µε διαφορετικά πρωτόκολλα και µε διαφορετικά όργανα
µέτρησης. Γενικότερα, όµως, επιλέγεται η διεξαγωγή της σε δαπεδοεργόµετρο. Τα πλεονεκτήµατα του
δαπεδοεργόµετρου είναι ότι η βάδιση αποτελεί φυσική κίνηση, ενώ παράλληλα επιβαρύνεται µέγιστα το
καρδιοαναπνευστικό σύστηµα και συµµετέχει όλο το σώµα.
Ωστόσο, πολλές φορές το δαπεδοεργόµετρο δεν είναι κατάλληλο για όλα τα άτοµα, π.χ. παχύσαρκοι,
µεγάλης ηλικίας κ.α., ενώ παράλληλα ο κίνδυνος µη εξοικείωσης του εξεταζόµενου µε τον τάπητα αυξάνει
σηµαντικά τις πιθανότητες τραυµατισµού.
Μειονέκτηµα, επίσης, του δαπεδοεργόµετρου αποτελεί και το υψηλό κόστος. Από την άλλη πλευρά
το κυκλοεργόµετρο είναι φορητό και κατάλληλο για παχύσαρκα άτοµα και άτοµα µε αστάθεια. Παράλληλα,
οι µετρήσεις, π.χ. της αρτηριακής πιέσεως, αιµοληψίες κ.α., γίνονται πιο εύκολα αλλά το κυκλοεργόµετρο
προκαλεί τοπική κόπωση στα κάτω άκρα, ενώ το καρδιοαναπνευστικό σύστηµα δεν επιβαρύνεται και οι τιµές
της VO2peak είναι, συνήθως, χαµηλότερες από 5% έως και 25% συγκριτικά µε το δαπεδοεργόµετρο.
Ωστόσο πριν τη διεξαγωγή της εργοσπιροµέτρησης, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι αντενδείξεις για
τη διεξαγωγή της µέτρησης είτε είναι απόλυτες είτε σχετικές. Η παρουσία έστω και µίας απόλυτης
αντένδειξης συνεπάγεται πως δεν µπορεί να διεξαχθεί η δοκιµασία, ενώ η παρουσία σχετικών αντενδείξεων
παραπέµπει στην προσεκτικότερη αξιολόγηση της γενικής κατάστασης της υγείας του εξεταζόµενου και, στη
συνέχεια, στη λήψη της απόφασης για τη διεξαγωγή της δοκιµασίας (πίνακας 4.4).
Πριν από την εργοσπιροµέτρηση είναι σηµαντικό να εξηγείται µε σαφήνεια ο λόγος της εξέτασης και
η διαδικασία που θα ακολουθηθεί, να προηγείται κλινικός έλεγχος του ατόµου και ΗΚΓ ηρεµίας, να γίνεται
σωστή επιλογή εργοµέτρου και πρωτοκόλλου κόπωσης, να αποφεύγεται η λήψη τροφής 3 τουλάχιστον ώρες
πριν τη δοκιµασία και να ελέγχεται η δυνατότητα διακοπής της χορήγησης φαρµάκων, που επηρεάζουν και
αλλοιώνουν τις καρδιαγγειακές ανταποκρίσεις στην κόπωση λίγες ηµέρες πριν τη δοκιµασία. Ακολουθεί
περιγραφή των πρωτοκόλλων κόπωσης που χρησιµοποιούνται για τη διεξαγωγή της εργοσπιροµέτρησης.
Η εκτίµηση της VO2peak θα πρέπει πάντα να πραγµατοποιείται λαµβάνοντας υπόψη η πάθηση του
εξεταζόµενου. Για παράδειγµα, οι ασθενείς µε χρόνια αποφρακτική πνευµονοπάθεια (ΧΑΠ) εµφανίζουν
έντονα συµπτώµατα δύσπνοιας, έντονη κόπωση κάτω άκρων και γενικότερη χαµηλή ανοχή στην κόπωση

54
λόγω αδυναµίας αύξησης του αερισµού για κάλυψη των αυξηµένων αναγκών που δηµιουργούνται κατά την
άσκηση. Αυτό το γεγονός συντελεί στην πτωχή πρόγνωση που εµφανίζουν αυτοί οι ασθενείς [18]. Ωστόσο,
δεν ευθύνεται µόνο η µειωµένη αερόβια ικανότητα των ασθενών µε ΧΑΠ για την πτωχή πρόγνωση αλλά,
κυρίως, η υποξαιµία, η οξέωση και η ενεργοποίηση του Συµπαθητικού Νευρικού Συστήµατος που
συναντώνται σε αυτούς τους πληθυσµού και συµβάλλουν στην αύξηση της θνητότητας [19].
Επιπλέον, στους ασθενείς µε χρόνια νόσο του αναπνευστικού και ιδιαίτερα σε αυτούς µε άσθµα,
υπάρχει ο κίνδυνος εµφάνισης βρογχόσπασµου έπειτα από την άσκηση, ο οποίος εµφανίζεται στο 70-80% του
πληθυσµού που έχει άσθµα [18]. Στους ασθενείς µε πνευµονοπάθειες η εκτίµηση της VΟ2peak συστήνεται
για την α) αξιολόγηση της ανοχής της κόπωσης και ανίχνευση των περιοριστικών παραγόντων, β) εκτίµηση
της βλάβης στους πνεύµονες, γ) πριν από χειρουργική επέµβαση, δ) για τη διάγνωση του ασκησιογενούς
άσθµατος, ε) για τη γενικότερη εκτίµηση της βλάβης και της αναπηρίας και, τέλος, στ) πριν από τη
µεταµόσχευση πνευµόνων [18].
Επίσης, η εγκυµοσύνη και η µετά τον τοκετό περίοδος αποτελούν µία ειδική κατηγορία στην οποία
θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της κατάστασης. Κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης
φυσιολογικές, βιοχηµικές και ανατοµικές µεταβολές συµβαίνουν στο σώµα της γυναίκας, προκειµένου να
δηµιουργηθεί ένα υγιές περιβάλλον για το έµβρυο. Επιπλέον, στην εγκυµοσύνη πολλές αιµοδυναµικές
µεταβολές συµβαίνουν, όπως αύξηση της καρδιακής συχνότητας και του όγκου παλµού, ενώ αντίστοιχα
παρατηρείται µείωση στη συστηµατική αγγειακή αντίσταση [20]. Έχει διαπιστωθεί πως κατά τη διάρκεια της
εγκυµοσύνης ο πνευµονικός αερισµός αυξάνεται κατά περίπου 50% ως αποτέλεσµα της αύξησης του
αναπνεόµενου όγκου [21]. Παράλληλα, αυξάνονται σηµαντικά και οι µεταβολικές απαιτήσεις κατά τη
διάρκεια της άσκησης µε αποτέλεσµα να αυξάνεται σηµαντικά η θερµοκρασία του σώµατος [20].
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σε άτοµα που εµφανίζουν κινητικά προβλήµατα όπως, π.χ.
ασθενείς έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο, ασθενείς µε νόσο του Πάρκινσον κ.α., οι οποίοι αδυνατούν να
εκτελέσουν δοκιµασία κόπωσης σε δαπεδοεργοµέτρο. Επιπλέον, πολλοί ασθενείς µε νευρολογικές παθήσεις,
όπως στη νόσο του Πάρκινσον, εµφανίζουν παρασυµπαθητικοτονία µε αποτέλεσµα συχνά να εκδηλώνουν
υποτασικά επεισόδια που οδηγούν σε λιποθυµία [22].
Ασθενείς µε καρδιαγγειακές παθήσεις που λαµβάνουν ως φαρµακευτική αγωγή β-αναστολείς, οι
οποίοι συντελούν στον καλύτερο έλεγχο της καρδιακής συχνότητας, καθώς συµβάλλουν στον αποκλεισµό
των β-αδρενεργικών υποδοχέων στην καρδιά προκαλώντας µε αυτό τον τρόπο βραδυκαρδία.

Απόλυτες αντενδείξεις Σχετικές Αντενδείξεις


Οξύ έµφραγµα µυοκαρδίου (µέσα σε 2 µέρες) Στένωση στελέχους
Υψηλού κινδύνου ασταθής στηθάγχη Ταχυαρρυθµίες ή βραδυααρυθµίες
Επικίνδυνες αρρυθµίες Σοβαρή αρτηριακή υπέρταση (ΣΑΠ > 200 mmHg και/η
ΔΑΠ>100mmHg)
Μη αντιρροπούµενη συµπτωµατική καρδιακή Μετρίου βαθµού στένωση βαλβίδων
ανεπάρκεια
Συµπτωµατική σοβαρού βαθµού στένωση αορτής Συστηµατική απόφραξη του χώρου εξόδου της αριστερής κοιλίας
και υπερτροφική αποφρακτική µυοκαρδιοπάθεια
Οξύ διαχωριστικό ανεύρυσµα Ηλεκτρολυτικές διαταραχές
Μυοκαρδίτιδα ή περικαρδίτιδα Υψηλού βαθµού κολποκοιλιακός αποκλεισµός
Πρόσφατη πνευµονική εµβολή
Πίνακας 4.4 Απόλυτες και σχετικές αντενδείξεις για τη διεξαγωγή της δοκιµασίας [18]

4.4 Πρωτόκολλο Bruce


Σκοπός: Το πρωτόκολλο Bruce αποτελεί το πιο δηµοφιλές και διαδεδοµένο πρωτόκολλο, το οποίο µπορεί να
χρησιµοποιηθεί είτε σε υγιή άτοµα είτε σε ασθενείς µε χρόνιες παθήσεις. Η δοκιµασία δηµιουργήθηκε µε
στόχο την αποκάλυψη τυχόν ισχαιµικών ανωµαλιών, οι οποίες προσδιορίζουν τα άτοµα που διατρέχουν
υψηλό κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού συµβάντος ή χρήζουν δευτερογενούς πρόληψης (π.χ. στην αξιολόγηση
µετά το έµφραγµα). Είναι αξιόπιστο και ανεκτό από τους ασθενείς [16]. Χρησιµοποιείται ευρέως για
διαγνωστικούς λόγους αλλά σε συνδυασµό µε εργοσπιροµέτρηση ή µέσω του υπολογισµού µεταβολικών
ισοδυνάµων κατανάλωσης O2 (ΜΕΤ, 1 ΜΕΤ= 3.5 ml O2/kg/min) µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τον
καθορισµό της VO2peak.

55
Περιγραφή: Στο πρωτόκολλο Bruce βαθµιαία µεταβάλλεται τόσο η κλίση όσο και η ταχύτητα (πίνακας 4.5).
Η προθέρµανση διαρκεί 3 λεπτά και είναι ενσωµατωµένη (1ο στάδιο του πρωτοκόλλου).

ΧΡΟΝΟΣ ΚΛΙΣΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ


ΣΤΑΔΙΟ ΜΕΤs
(min) (%) (km/h) (MPH)
I 3 10 2.7 1.7 4.7
II 6 12 4.0 2.5 7.0
III 9 14 5.4 3.4 10.1
IV 12 16 6.7 4.2 12.9
V 15 18 8.0 5.0 15.0
VI 18 20 8.8 5.5 16.9
VII 21 22 9.6 6.0 19.1
Πίνακας 4.5 Περιγραφή πρωτοκόλλου Bruce

Ωστόσο το πρωτόκολλο Bruce µπορεί να χρησιµοποιηθεί τροποποιηµένο διατηρώντας την ταχύτητα σταθερή
σε χαµηλότερα επίπεδα κατά τα τρία πρώτα στάδια [23].
Ερµηνεία: Γενικά, ικανοποιητική διάρκεια κόπωσης στους ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια
θεωρείται ο χρόνος µεταξύ 8-12 λεπτών. Για τις τιµές πρόσληψης οξυγόνου βλ. Πίνακα 1. Επίσης, το
αποτέλεσµα της δοκιµασίας µπορεί να µετατραπεί σε τιµή VO2 µε την χρήση εξισώσεων. Στην βιβλιογραφία
υπάρχουν πολλές εξισώσεις που βρίσκουν εφαρµογή σε διαφορετικούς πληθυσµούς. Ως γενικό παράδειγµα
παρατίθεται η παρακάτω εξίσωση:

VO2max (ml/kg/min) = 14.76 - (1.379 × T) + (0.451 × T²) - (0.012 × T³)

Όπου Τ είναι η διάρκεια της δοκιµασίας σε λεπτά και (δεκαδικά) κλάσµατα του λεπτού. Εποµένως, ο
χρόνος 12 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα µετατρέπεται σε 12,25 για την εξίσωση.

4.5 Πρωτόκολλο Balke


Σκοπός: Το πρωτόκολλο Balke ενδείκνυται για ασθενείς µεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι αδυνατούν να
αναπτύξουν µεγάλη ταχύτητα κατά τη βάδιση σε αυξηµένη κλίση. Πλεονέκτηµα του συγκεκριµένου
πρωτοκόλλου είναι η εξέταση του ασθενούς σε σταθερή ταχύτητα ενώ µεταβάλλεται µόνο η κλίση[24].
Περιγραφή: Χαρακτηριστικό του συγκεκριµένου πρωτοκόλλου είναι ότι η ταχύτητα παραµένει
σταθερή ενώ προοδευτικά αυξάνεται η κλίση του δαπεδοεργόµετρου (πίνακας 4.6).

ΣΤΑΔΙΟ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΧΡΟΝΟΣ ΚΛΙΣΗ (%)


(MPH) (ΛΕΠΤΑ)
1 3.3 1 0
2 3.3 1 1
3 3.3 1 2
4 3.3 1 3
5 3.3 1 4
6 3.3 1 5
7 3.3 1 6
8 3.3 1 7
9 3.3 1 8
10-26 3.3 1 9-25
27 3.3 1 26
Πίνακας 4.6. Περιγραφή πρωτοκόλλου Balke.

Πλεονέκτηµα του πρωτοκόλλου Balke αποτελεί η ταχύτητα πουπαραµένει σταθερή, γεγονός που επιτρέπει
την καλύτερη καταγραφή του ηλεκτροκαρδιογραφήµατος χωρίς παράσιτα και επιτρέπει τη µέτρηση της

56
αρτηριακής πιέσεως [25]. Ωστόσο, έχει µεγάλη διάρκεια και αποτελείται από πολλά στάδια και, κατά
συνέπεια, ο δοκιµαζόµενος µπορεί να αισθανθεί κόπωση πιο γρήγορα [25].

4.5 Πρωτόκολλο Naughton


Σκοπός: Το πρωτόκολλο Naughton χρησιµοποιείται, κυρίως, για την ανίχνευση ασθενών υψηλού
κινδύνου[26].
Περιγραφή: Κύριο χαρακτηριστικό του πρωτοκόλλου είναι πως ενώ η ταχύτητα παραµένει σταθερή,
η κλίση του δαπέδου αυξάνεται ανά στάδιο κατά 3.5%. Το πρωτόκολλο αυτό έχει ενσωµατωµένη την
προθέρµανση, που είναι συνολικής διάρκειας 4 λεπτών. Θεωρείται υποµέγιστης έντασης πρωτόκολλο και,
ενώ αρχικά αποτελούνταν από 10 στάδια διάρκειας 3 λεπτών το καθένα τα οποία ακολουθούσαν διαστήµατα
ξεκούρασης, στη συνέχεια τροποποιήθηκε και πλέον αποτελείται από στάδια διάρκειας 2 λεπτών, στα οποία
προοδευτικά αυξάνεται η ένταση κατά 1 ΜΕΤ περίπου ανά στάδιο (πίνακας 4.7).

ΣΤΑΔΙΟ ΚΛΙΣΗ (%) ΤΑΧΥΤΗΤΑ(MPH) ΔΙΑΡΚΕΙΑ (min)


1 Προθέρµανση 0.0 2.0 4
2 3.5 2.0 2
3 7.0 2.0 2
4 10.5 2.0 2
5 14.0 2.0 2
6 17.5 2.0 2
7 21.0 2.0 2
Πίνακας 4.7. Περιγραφή πρωτοκόλλου Naughton

4.6 Πρωτόκολλα ελέγχου σε κυκλοεργόµετρο


Τα πρωτόκολλα ελέγχου της VO2peak που εφαρµόζονται σε κλινικούς; πληθυσµούς σε
εργοποδήλατο/κυκλοεργόµετρο έχουν ως βασική αρχή την προοδευτική αύξηση της επιβάρυνσης κατά 10-15
W/min-1 [27]. Προκειµένου να επιτευχτεί η VO2peakη συνολική δοκιµασία πρέπει να έχει συνολική διάρκεια
περίπου 12-15 λεπτά [27]. Σε νεαρότερα άτοµα, των οποίων η ασθένεια δεν έχει προκαλέσει πολλές
µειονεξίες, η επιβάρυνση µπορεί να είναι µεγαλύτερη περίπου 20-40 W/min-1, ενώ η ταχύτητα θα πρέπει να
κυµαίνεται ανάµεσα στις 55 και 66 περιστροφές το λεπτό [27]. Το κύριο πλεονέκτηµα της
εργοσπιροµέτρησης σε κυκλοεργόµετρο είναι η πιο εύκολη πραγµατοποίηση της καταγραφής του
ηλεκτροκαρδιογραφήµατος και των µετρήσεων της αρτηριακής πιέσεως.
Επιλογή πρωτοκόλλου: Έχει αποδειχθεί πως τα πρωτόκολλα ελέγχου για τη παραγωγή µέγιστου
έργου προκαλούν όµοιες επιβαρύνσεις και δεν υπερέχει κάποιο από αυτά [25]. Επιπλέον, όταν εξετάστηκαν
άτοµα µε διαφορετικά πρωτόκολλα άσκησης, διαπιστώθηκε πως τα επίπεδα της επιτευχθείσας VO2max δεν
διέφεραν στατιστικά [28]. Η επιλογή πρωτοκόλλου άσκησης για τη διεξαγωγή της εργοσπιροµέτρησης είναι
σηµαντική, όταν πρόκειται για κλινικούς πληθυσµούς και θα πρέπει πάντα να γίνεται λαµβάνοντας υπόψη τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εξεταζόµενων.
Βαθµονόµηση εξοπλισµού: Η βαθµονόµηση της συσκευής της εργοσπιροµέτρησης, πριν από τις
µετρήσεις είναι πολύ σηµαντική, και πρέπει πάντα να ακολουθούνται προσεκτικά οι οδηγίες λειτουργίας της,
προκειµένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία των αποτελεσµάτων.
Σηµεία Προσοχής: Η προετοιµασία για τη διεξαγωγή της εργοσπιροµέτρησης σε συνδυασµό µε τη
δοκιµασία κοπώσεως περιλαµβάνουν απαραίτητα τη διασφάλιση της απουσίας αντένδειξης για την εκτέλεση
της δοκιµασίας. Για να γίνει µια δοκιµασία κόπωσης απαιτείται:

• συνεχής παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογραφήµατος και µέτρηση της αρτηριακής πίεσης.


• η ύπαρξη εξωτερικού αυτόµατου απινιδωτή, που είναι απαραίτητος για την αντιµετώπιση
καρδιακών επιπλοκών.

57
4.7 Δοκιµασίες Πεδίου
Εκτός από την εργοσπιροµέτρηση υπάρχουν, επίσης, άλλες υποµέγιστες δοκιµασίες, που χρησιµοποιούνται
ευρέως και συσχετίζονται θετικά µε τη VO2peak, δεν απαιτούν ιδιαίτερο εργαστηριακό εξοπλισµό, είναι
απλές, αξιόπιστες και πραγµατοποιούνται χωρίς ιδιαίτερο κόστος. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι
δοκιµασίες βάδισης, οι οποίες είναι πολύ δηµοφιλείς και εφαρµόζονται σε υγιή άτοµα και ασθενείς [29-33].
Ιδιαίτερα στους ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια οι δοκιµασίες βάδισης χρησιµοποιούνται σε πολλές
µελέτες, καθώς έχει διαπιστωθεί πως η απόσταση που διανύεται στις δοκιµασίες συσχετίζεται θετικά µε την
VO2peak τόσο στους ασθενείς µε αναπνευστικά προβλήµατα [34] όσο και µε καρδιακή ανεπάρκεια [35], ενώ
παράλληλα έχει βρεθεί ότι η απόσταση που διανύουν οι ασθενείς αποτελεί προγνωστικό δείκτη για την
έκβαση της νόσου [36].

4.7.1 6-Λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος

Σκοπός: Η 6-λεπτή δοκιµασία βαδίσµατος αποτελεί µια εύχρηστη και αξιόπιστη δοκιµασία εκτίµησης
λειτουργικής ικανότητας, που ελέγχει την αντοχή στην κόπωση. Χρησιµοποιείται ευρέως και θεωρείται
ιδανική για ασθενείς µε αναπνευστικές, καρδιαγγειακές και άλλες παθήσεις, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από
µειωµένη σωµατική επάρκεια [32, 37]. Είναι απλή στην εκτέλεση, γίνεται εύκολα κατανοητή από τους
ασθενείς και αντανακλά την ικανότητα των ασθενών να ανταπεξέλθουν στις καθηµερινές τους
δραστηριότητες, για τις οποίες απαιτείται ως επί το πλείστον εκτέλεση υποµέγιστου έργου. Επιπλέον, η
διανυόµενη απόσταση κατά την 6-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος έχει βρεθεί πως συσχετίζεται θετικά µε τη
VO2peak [38].
Περιγραφή: Οι ασθενείς καλούνται να βαδίσουν όσο το δυνατόν µεγαλύτερη απόσταση στη χρονική
διάρκεια των 6 λεπτών σε ένα διάδροµο 30 µέτρων. Καλό είναι ο διάδροµος στον οποίο βαδίζουν οι ασθενείς
να είναι από ≥ 20 µέτρα, καθώς αν είναι µικρότερη η απόσταση ο εξεταζόµενος θα χρειάζεται περισσότερο
χρόνο για την αλλαγή κατεύθυνσης κατά την εκτέλεση της δοκιµασίας (εικόνα 3 Α και Β). Κατά τη διάρκεια
της εκτέλεσης της δοκιµασίας καλό είναι να υπάρχει παρακίνηση από τον εξεταστή.

Β
Εικόνα 4.3 A και Β Διεξαγωγή 6 λεπτης δοκιµασίας βαδίσµατος.

Ερµηνεία: Η απόσταση που µπορεί να διανύσει ένας υγιής προσδιορίζεται µε βάση το φύλο, την ηλικία και
τα ανθρωποµετρικά χαρακτηριστικά του εξεταζόµενου µε βάση µαθηµατικούς τύπους [39] (Βλέπε κεφ. 3-

58
Λειτουργική ικανότητα). Στους ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια η απόσταση, που διανύεται από τον
εξεταζόµενο, χρησιµοποιείται για να προσδιοριστούν οι ασθενείς µε χειρότερη πρόγνωση και να καθοριστεί ο
περιορισµός που έχουν επιφέρει οι επιπτώσεις των φαρµάκων και της νόσου στη λειτουργική τους ικανότητα
[39].
Συνεπώς, όσο µεγαλύτερη είναι η απόσταση που µπορεί να διανύσει ένας ασθενής κατά την 6-λεπτη
δοκιµασία βαδίσµατος τόσο καλύτερη και η πρόγνωση για την έκβαση της ασθένειας. Ωστόσο, µελέτες
προτείνουν στους ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια σχετικά µε τη διανυόµενη απόσταση κατά την 6-λεπτη
δοκιµασία ως οριακή τιµή για ευνοϊκότερη πρόγνωση ≥300 µέτρα [40-42]. Επιπλέον, έχει βρεθεί πως η
διανυόµενη απόσταση κατά την 6-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος συσχετίζεται µε τη σοβαρότητα της
καρδιακής ανεπάρκειας και την κατηγοριοποίησή της σύµφωνα µε την Αµερικάνικη Καρδιολογική Εταιρεία
(NewYorkHeartAssociation – NYHA) [43].
Η διανυόµενη απόσταση κατά την 6-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος έχει βρεθεί πως συσχετίζεται
θετικά µε τη VO2peak (εικόνα 4. 4 και 4.5) [38]. Το είδος της ασθένειας και οι διαφορετικές συνθήκες της, µε
τις οποίες κάθε φορά θα εκτελείται η δοκιµασία, επηρεάζουν τη συσχέτιση.

Εικόνα 4.4 Συσχέτιση της Vo2peakµε τη διανυόµενη απόσταση κατά την 6-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος. Αναδηµοσίευση
από Ross και συν. [38] (άδεια open use).

Εικόνα 4.5 Συσχέτιση της διανυόµενης απόστασης κατά την 6-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος µε τη VO2peak ασθενών που
συµµετείχαν σε 11 µελέτες. Αναδηµοσίευση από Ross και συν. [38](άδεια openuse).

Επιπλέον, σύµφωνα µε µελέτη των Rossκαι συν. [38]προτείνετε πως η VO2peakσε ασθενείς χρόνιων
παθήσεων µπορεί να προβλεφθεί από τη διανυόµενη απόσταση κατά την 6-λεπτη δοκιµασία µέσω της
εξίσωσης:

Mean VO2peak (ml/kg/min) = 4.948 + 0.023*Μ.Ο. 6-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος (µέτρα)

59
Το τυπικό σφάλµα της εκτίµησης της εξίσωσης υπολογίζεται σε 1.1 ml/kg/min [38]. Γενικά, όµως, στη
βιβλιογραφία υπολογίζεται πως το σφάλµα της πρόβλεψης υπολογίζεται περίπου στο 27% της VO2peak[38].
Η αιτιολογία για αυτήν την απόκλιση στη VO2peak έγκειται στο γεγονός πως η προσπάθεια στη δοκιµασία
βαδίσµατος είναι εθελοντική και καθορίζεται αποκλειστικά και µόνο από τον δοκιµαζόµενο, δεν
ακολουθείται ένα συγκεκριµένο πρωτόκολλο, όπως στην εργοσπιροµέτρηση όπου η ταχύτητα είναι εκ των
προτέρων ρυθµισµένη [38]. Γενικά, η διανυόµενη απόσταση για έναν υγιή άνδρα 60 ετών µε βάση την
εξίσωση των Faggiano και συν [39] υπολογίζεται περίπου στα 450 µέτρα.
Παρόµοια αποτελέσµατα και συσχετίσεις µε τη VO2peak και την 6-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος
ισχύουν και για την 2-λεπτη και 12-λεπτη δοκιµασία βαδίσµατος σε ασθενείς µε αναπνευστικά προβλήµατα
[44, 45].

4.7.2 Δοκιµασία1 µιλίου (1MRW) (one mile endurance run/walk test)

Σκοπός: Η δοκιµασία του 1 µιλίου αποτελεί ένα τεστ ελέγχου της αερόβιας ικανότητας, το οποίο έχει
εφαρµοστεί σε νεαρά άτοµα, έφηβους και παιδιά [46, 47]. Η εκτέλεση του δεν απαιτεί ιδιαίτερο εξοπλισµό
πέρα από ένα χρονόµετρο.
Περιγραφή: Αξιολογείται ο χρόνος που χρειάζεται ο δοκιµαζόµενος για να διανύσει απόσταση ίση
µε 1 µίλι (1,609 Km). Ωστόσο, η δοκιµασία ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητες του δοκιµαζόµενου µπορεί να
τροποποιηθεί και να µετατραπεί σεδοκιµασία ¼ µίλι ή ½ µίλι.
Ερµηνεία: Από το χρόνο που απαιτείται για να διανύσει ο εξεταζόµενος την απόσταση του 1 µιλίου
µπορούν να προβλεφθούν τα επίπεδα της VO2peak σε παιδιά, εφήβους και νεαρά άτοµα µέσα από την
εξίσωση[47]:

VO2peak= 0.21 x (ηλικία x φύλο) - 0.84 x (ΒΜΙ) – 8.41 x (1 MRW) + 0.34 x (1MRW)2 + 108.94
Φύλο= 0 αν είναι κορίτσι ή 1 αν είναι αγόρι
1MPW= ο χρόνος που χρειάστηκε για να διανύσει ο δοκιµαζόµενος την απόσταση του ενός µιλίου

Επίσης, η επίδοση στο τεστ του 1 µιλίου έχει βρεθεί πως συσχετίζεται µε τα επίπεδα της VO2peak
(εικόνα 4.6) [47].

Εικόνα 4.6 Συσχέτιση της επίδοσης του 1 µιλίου µε τα επίπεδα της VO2peak.

Επιπλέον, ανάλογα µε την ηλικία και το φύλο του εξεταζόµενου ερµηνεύονται τα αποτελέσµατα της
δοκιµασίας (πίνακας 4.7).

Ηλικία 20-29 30-39 40-49 50-59 60-69 70+


Γυναίκες
Εξαιρετική ˂13:12 <13:42 <14:12 <14:42 <15:06 <18:18
Πολύ Καλή 13:12-14:06 13:42-14:36 14:12-15:06 14:42-15:36 15:06-16:18 18:18-20:00

60
Μέτρια 14:07-15:06 14:37-15:36 15:07-16:06 15:37-17:00 16:19-17:30 20:01-21:48
Καλή 15:07-16:30 15:37-17:00 16:07-17:30 17:01-18:06 17:31-19:12 21:49-24:06
Πτωχή ˃16:30 >17:00 >17:30 >18:06 >19:12 >24:06
Άνδρες
Εξαιρετική ˂11:54 <12:24 <13:32 <13:24 <14:06 <15:06
Πολύ Καλή 11:54-13:00 12:24-13:30 12:54-14:00 13:24-14:24 14:06-15:12 15:06-15:48
Μέτρια 13:01-13:42 13:31-14:12 14:01-14:42 14:25-15:12 15:13-16:18 15:49-18:48
Καλή 13:43-14:30 14:13-15:00 14:43-15:30 15:13-16:30 16:19-17:18 18:49-20:18
Πτωχή ˃14:30 >15:00 >16:30 >16:30 >17:18 >20:18
Πίνακας 4.7 Νορµόγραµµα αποτελεσµάτων της δοκιµασίαςτου 1 µιλίου σε σχέση µε το φύλο και την ηλικία

4.7.3 Καναδική βαθµιδοµετρία (Canadian step test)

Σκοπός: Η Καναδική βαθµιδοµετρία δηµιουργήθηκε για την εκτίµηση της αερόβιας ικανότητας µε στόχο να
είναι τόσο απλό και εύκολο, ώστε να εκτελείται από τον ίδιο το δοκιµαζόµενο ακόµα και µέσα στο σπίτι του.
Περιγραφή: Η Καναδική βαθµιδοµετρία είναι µία απλή και εύκολη δοκιµασία, η οποία δεν απαιτεί
ιδιαίτερο εξοπλισµό παρά µόνο ένα διπλό σκαλί, περίπου 20 εκ., ένα χρονόµετρο και µετρονόµο και µπορεί
να πραγµατοποιηθεί ακόµα και στο σπίτι. Ανάλογα µε το φύλο και την ηλικία του εξεταζόµενου επιλέγεται η
συχνότητα των βηµάτων. Η δοκιµασία περιλαµβάνει και προθέρµανση συνολικής διάρκειας 3 λεπτών. Καθ’
όλη τη διάρκεια της δοκιµασίας ελέγχεται η καρδιακή συχνότητα, η οποία κατά τη διάρκεια της
προθέρµανσης θα πρέπει να κυµαίνεται σε επίπεδα που θα προβλέπονταν για άτοµο ηλικίας 10 ετών
µεγαλύτερο συγκριτικά µε την ηλικία του δοκιµαζόµενου, ενώ στη συνέχεια θα πρέπει να κυµαίνεται σε
επίπεδα για άτοµο κατά 10 έτη νεότερο σε σχέση πάντα µε την ηλικία του δοκιµαζόµενου. Η δοκιµασία
περιλαµβάνει συνολικά 6 στάδια για τις γυναίκες και 7 για τους άνδρες.
Ερµηνεία: Από τα αποτελέσµατα της δοκιµασίας µπορεί να προβλεφτεί η VO2maxαπό την εξίσωση
[48, 49]:

VO2max= 42.5 + (16.6* (ενεργειακό κόστος Ο2 λίτρα/λεπτό)) - (0.12 * (βάρος σε kg))-


(0.12*(καρδιακή συχνότητα σφυγµός/λεπτό))-(0.24*(ηλικία σε έτη))

Και η VO2max να ερµηνευτεί µε βάση τη νόρµα που προτάθηκε από τους Bailey και συν [49],
σύµφωνα µε την οποία ανάλογα µε την ηλικία του δοκιµαζόµενου χαρακτηρίζεται η αερόβια ικανότητα του
από πολύ χαµηλή, σε χαµηλή ή καλή (πίνακας 4.8).

Ηλικία Πολύ Χαµηλή Καλή


χαµήλη
Ø 15-19 > 30 > 27 > 26

Ø 20-29 > 29 > 26 >25

Ø 30-39 > 28 > 25 >24

Ø 40-49 > 26 > 24 >23

Ø 50-59 > 25 > 23 >22

Ø 60-69 > 24 > 23 >22

Πίνακας 4.8 Νορµόγραµµα για τα αποτελέσµατα της Καναδικής βαθµιδοµετρίας.

61
Σηµεία προσοχής: Η Καναδική βαθµιδοµετρίαδεν ενδείκνυται για όλους τους πληθυσµούς, καθώς άτοµα µε
µυοσκελετικές κακώσεις και αρθρίτιδες ή άτοµα µε έντονα προβλήµατα ισορροπίας δυσκολεύονται να την
εκτελέσουν σωστά και µε ασφάλεια.

62
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Fletcher, G.F., et al., Exercise standards for testing and training: a statement for healthcare
professionals from the American Heart Association. Circulation, 2001. 104(14): p. 1694-740.
2. Bjornstad, H., et al., Recommendations for exercise testing in chronic heart failure patients. European
Heart Journal, 2001. 22(1): p. 37-45.
3. Arena, R., et al., Assessment of functional capacity in clinical and research settings - A scientific
statement from the American heart association committee on exercise, rehabilitation, and prevention
of the council on clinical cardiology and the council on cardiovascular nursing. Circulation, 2007.
116(3): p. 329-343.
4. Mancini, D., T. LeJemtel, and K. Aaronson, Peak VO(2): a simple yet enduring standard. Circulation,
2000. 101(10): p. 1080-2.
5. Lund, L.H. and D.M. Mancini, Peak VO2 in elderly patients with heart failure. Int J Cardiol, 2008.
125(2): p. 166-71.
6. Fleg, J.L., et al., Assessment of functional capacity in clinical and research applications: An advisory
from the Committee on Exercise, Rehabilitation, and Prevention, Council on Clinical Cardiology,
American Heart Association. Circulation, 2000. 102(13): p. 1591-7.
7. Kodama, S., et al., Cardiorespiratory fitness as a quantitative predictor of all-cause mortality and
cardiovascular events in healthy men and women: a meta-analysis. JAMA, 2009. 301(19): p. 2024-35.
8. Vanhees, L., et al., Prognostic significance of peak exercise capacity in patients with coronary artery
disease. J Am Coll Cardiol, 1994. 23(2): p. 358-63.
9. Myers, J., et al., Exercise capacity and mortality among men referred for exercise testing. N Engl J
Med, 2002. 346(11): p. 793-801.
10. Valkeinen, H., S. Aaltonen, and U.M. Kujala, Effects of exercise training on oxygen uptake in
coronary heart disease: a systematic review and meta-analysis. Scand J Med Sci Sports, 2010. 20(4):
p. 545-55.
11. Weber, K.T., et al., Oxygen utilization and ventilation during exercise in patients with chronic cardiac
failure. Circulation, 1982. 65(6): p. 1213-23.
12. Myers, J., et al., Clinical, hemodynamic, and cardiopulmonary exercise test determinants of survival
in patients referred for evaluation of heart failure. Ann Intern Med, 1998. 129(4): p. 286-93.
13. Myers, J. and L. Gullestad, The role of exercise testing and gas-exchange measurement in the
prognostic assessment of patients with heart failure. Curr Opin Cardiol, 1998. 13(3): p. 145-55.
14. Pina, I.L., Optimal Candidates for Heart-Transplantation - Is 14 the Magic Number. Journal of the
American College of Cardiology, 1995. 26(2): p. 436-437.
15. Chomsky, D.B., et al., Hemodynamic exercise testing. A valuable tool in the selection of cardiac
transplantation candidates. Circulation, 1996. 94(12): p. 3176-83.
16. Bruce, R.A., F. Kusumi, and D. Hosmer, Maximal oxygen intake and nomographic assessment of
functional aerobic impairment in cardiovascular disease. Am Heart J, 1973. 85(4): p. 546-62.
17. McArdle WD., Katch FI., and Katch VL., Exercise Physiology: Energy, Nutrition, and Human
Performance. 7th ed. 2010: Lippincott Williams & Wilkins. 178-191.
18. Clinical exercise testing with reference to lung diseases: indications, standardization and
interpretation strategies. ERS Task Force on Standardization of Clinical Exercise Testing. European
Respiratory Society. Eur Respir J, 1997. 10(11): p. 2662-89.
19. Maekura, R., et al., Differences in physiological response to exercise in patients with different COPD
severity. Respir Care, 2014. 59(2): p. 252-62.
20. Artal, R. and M. O'Toole, Guidelines of the American College of Obstetricians and Gynecologists for
exercise during pregnancy and the postpartum period. Br J Sports Med, 2003. 37(1): p. 6-12;
discussion 12.
21. Prowse, C.M. and E.A. Gaensler, Respiratory and Acid-Base Changes during Pregnancy.
Anesthesiology, 1965. 26: p. 381-92.
22. Palma, J.A., et al., Orthostatic hypotension in Parkinson disease: how much you fall or how low you
go? Mov Disord, 2015. 30(5): p. 639-45.

63
23. Balady, G., et al., Effects of exercise training in cardiac patients stratified according to age and
gender. J Am Coll Cardiol, 1992. 19: p. 384A.
24. Balke, B. and R.W. Ware, An experimental study of physical fitness of Air Force personnel. U S
Armed Forces Med J, 1959. 10(6): p. 675-88.
25. Froelicher, V.F., Jr., et al., Prediction of maximal oxygen consumption. Comparison of the Bruce and
Balke treadmill protocols. Chest, 1975. 68(3): p. 331-6.
26. Naughton, J., G. Sevelius, and B. Balke, Physiological Responses of Normal and Pathological
Subjects to a Modified Work Capacity Test. J Sports Med Phys Fitness, 1963. 3: p. 201-7.
27. Koufaki, P. and E. Kouidi, Current best evidence recommendations on measurement and
interpretation of physical function in patients with chronic kidney disease. Sports Med, 2010. 40(12):
p. 1055-74.
28. Pollock, M.L., et al., A comparative analysis of four protocols for maximal treadmill stress testing.
Am Heart J, 1976. 92(1): p. 39-46.
29. Balke, B., A Simple Field Test for the Assessment of Physical Fitness. Rep 63-6. Rep Civ Aeromed
Res Inst US, 1963: p. 1-8.
30. Cooper, K.H., A means of assessing maximal oxygen intake. Correlation between field and treadmill
testing. JAMA, 1968. 203(3): p. 201-4.
31. Guyatt, G.H., et al., Effect of Encouragement on Walking Test-Performance. Thorax, 1984. 39(11): p.
818-822.
32. Enright, P.L., The six-minute walk test. Respir Care, 2003. 48(8): p. 783-5.
33. Kline, G.M., et al., Estimation of VO2max from a one-mile track walk, gender, age, and body weight.
Med Sci Sports Exerc, 1987. 19(3): p. 253-9.
34. Steele, B., Timed walking tests of exercise capacity in chronic cardiopulmonary illness. J Cardiopulm
Rehabil, 1996. 16(1): p. 25-33.
35. Guyatt, G.H., et al., How Should We Measure Function in Patients with Chronic Heart and Lung-
Disease. Journal of Chronic Diseases, 1985. 38(6): p. 517-524.
36. V, B., et al., Prediction of Mortality and Morbidity with a 6-Minute Walk Test in Patients with Left-
Ventricular Dysfunction. Jama-Journal of the American Medical Association, 1993. 270(14): p. 1702-
1707.
37. Solway, S., et al., A qualitative systematic overview of the measurement properties of functional walk
tests used in the cardiorespiratory domain. Chest, 2001. 119(1): p. 256-70.
38. Ross, R.M., et al., The six minute walk test accurately estimates mean peak oxygen uptake. BMC
Pulm Med, 2010. 10: p. 31.
39. Faggiano, P., et al., The 6 minute walking test in chronic heart failure: indications, interpretation and
limitations from a review of the literature. Eur J Heart Fail, 2004. 6(6): p. 687-91.
40. Roul, G., et al., Exercise peak VO2 determination in chronic heart failure: is it still of value? Eur
Heart J, 1994. 15(4): p. 495-502.
41. Rostagno, C., et al., Prognostic value of 6-minute walk corridor test in patients with mild to moderate
heart failure: comparison with other methods of functional evaluation. Eur J Heart Fail, 2003. 5(3): p.
247-52.
42. Rostagno, C., et al., Prognostic value of 6-minute walk corridor test in patients with mild to moderate
heart failure: comparison with other methods of functional evaluation. European Journal of Heart
Failure, 2003. 5(3): p. 247-252.
43. Humbert, M., et al., Pulmonary arterial hypertension in France: results from a national registry. Am J
Respir Crit Care Med, 2006. 173(9): p. 1023-30.
44. Leung, A.S., et al., Reliability, validity, and responsiveness of a 2-min walk test to assess exercise
capacity of COPD patients. Chest, 2006. 130(1): p. 119-25.
45. McGavin, C.R., S.P. Gupta, and G.J. McHardy, Twelve-minute walking test for assessing disability in
chronic bronchitis. Br Med J, 1976. 1(6013): p. 822-3.
46. Burns, R.D., et al., Development of an aerobic capacity prediction model from one-mile run/walk
performance in adolescents aged 13-16 years. J Sports Sci, 2015: p. 1-9.
47. Cureton, K.J., et al., A generalized equation for prediction of VO2peak from 1-mile run/walk
performance. Med Sci Sports Exerc, 1995. 27(3): p. 445-51.
48. Bailey, D.A., et al., A current view of Canadian cardiorespiratory fitness. Canadian Medical
Association Journal, 1974. 111(1): p. 25-30.

64
49. Bailey, D.A., S. R.J., and MirwaldR.L., Validation of a self-administered home test of
cardiorespiratory fitness. Can J Appl Sport Sci, 1976. 1: p. 67-78.

65
Κεφάλαιο 5

Αξιολόγηση µυϊκής δύναµης – µυϊκής ισχύος

Γεράσιµος Τερζής PhD, Αργυρώ Κρασέ Msc, Χριστίνα Καρατζαφέρη PhD

5 Εισαγωγή
Η ικανότητα παραγωγής µυϊκής δύναµης και ισχύος αποτελούν δύο από τους κυριότερους παράγοντες για την
επίτευξη και εκτέλεση αθλητικών και µη δραστηριοτήτων, καθώς συνδέονται µε την ικανότητα κίνησης και
µεταφοράς αντικειµένων αντικατοπτρίζοντας µε αυτό τον τρόπο την λειτουργική ικανότητα του ανθρώπου.
Οι µύες, καταναλώνοντας ενέργεια αναπτύσσουν και εφαρµόζουν δύναµη (force) µε πιθανό αποτέλεσµα την
αλλαγή της κατάστασης του σώµατος (ή ενός αντικειµένου). Μυϊκή ισχύς είναι το έργο που παράγεται από
ένα µυ ή µια οµάδα µυών στη µονάδα του χρόνου ή αλλιώς είναι το γινόµενο της µυϊκής δύναµης και της
ταχύτητα της κίνησης. Η σχέση, που συνδέει τη µυϊκή δύναµη και την ταχύτητα της κίνησης, είναι η
ταχυδυναµική σχέση και η σχέση δύναµης-ισχύος (εικόνα 5.1). Τόσο στην αθλητική πράξη όσο και στην
καθηµερινότητα, η µυϊκή ισχύς είναι η παράµετρος που έχει την µεγαλύτερη σηµασία και όχι η µέγιστη
δύναµη. Ωστόσο, η µέγιστη δύναµη, τόσο η ισοµετρική (δηλαδή χωρίς εµφανή κίνηση) όσο και η δυναµική
(µε κίνηση και εµφανές µηχανικό έργο) αποτελούν ένα αξιόπιστο µέτρο της ικανότητας ενός µυ ή µιας
οµάδας µυός να παράγει δύναµη/ισχύ. Αυτό συµβαίνει γιατί κάθε αύξηση της µυϊκής δύναµης µπορεί να
οδηγήσει σε αύξηση της µυϊκής ισχύος (χωρίς να αυξάνεται παράλληλα και η µέγιστη ταχύτητα κίνησης) µιας
και ο ένας από τους δύο παράγοντες της παραπάνω εξίσωσης αυξάνεται (εικόνα 5.1). Όπως θα παρουσιαστεί
και στη συνέχεια του κεφαλαίου, η µέτρηση της µυϊκής δύναµης είναι ευκολότερη, καθώς µπορεί να
πραγµατοποιηθεί και σε µη εργαστηριακό χώρο. Έτσι, µπορούµε να έχουµε µε απλό, γρήγορο και αξιόπιστο
τρόπο πληροφορίες για τη λειτουργική ικανότητα του µυϊκού συστήµατος ενός ατόµου.

66
B
Εικόνα 5.1 Η σχέση µεταξύ δύναµης και ταχύτητας (ταχοδυναµική µε κόκκινο χρώµα, συνεχής γραµµή) και η σχέση
δύναµης και ισχύος (µε πράσινο χρώµα, διακοπτόµενη γραµµή). Είναι φανερό ότι όσο µεγαλύτερη είναι η εξωτερική
αντίσταση που προσπαθεί να υπερνικήσει µια µυϊκή οµάδα, τόσο χαµηλότερη είναι η ταχύτητα µε την οποία µπορεί να
υπερνικηθεί αυτή η αντίσταση. Επιπλέον, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η µέγιστη ισχύς επιτυγχάνεται περίπου στο 1/3 της
µέγιστης ταχύτητας συστολής. Στην εικόνα Β φαίνεται ότι η αύξηση της δύναµης (π.χ. µε χρόνια προπόνηση ενδυνάµωσης)
βελτιώνει τη µυϊκή ισχύ.

Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχτεί αρκετές δοκιµασίες τόσο εργαστηρίου όσο και πεδίου για την
αξιολόγηση της µυϊκής δύναµης και ισχύος, οι οποίες µπορούν να χρησιµοποιηθούναπό το εξειδικευµένο
προσωπικό (γυµναστές, προπονητές, εργοφυσιολόγοι κλπ). Βασική παράµετρος για την επιλογή της
δοκιµασίας, που θα χρησιµοποιηθεί, είναι η δυνατότητα ποσοτικής µέτρησης της δύναµης και ισχύος, ώστε
να µπορεί να γίνει σύγκριση µεταξύ διαφορετικών πληθυσµών ή αξιολόγηση της αποτελεσµατικότητας των
προγραµµάτων άσκησης. Στο παρόν κεφάλαιο, αρχικά, θα παρουσιαστούν οι δοκιµασίες αξιολόγησης της
µυϊκής δύναµης, εν συνεχεία θα παρουσιαστούν οι δοκιµασίες αξιολόγησης της µυϊκής ισχύος.
Σηµείο Προσοχής: Στην ποσοτικοποίηση και αξιολόγηση της µυϊκής λειτουργίας είναι προτιµότερο
να χρησιµοποιούµε τις διεθνώς αποδεκτές µονάδες µέτρησης (International System of Measurement -SI).
Δηλαδή, για την Δύναµη το Newton (m•kg•s-2), για το Έργο (γινόµενο της δύναµης επί την µετατόπιση) το
Joule (J, δηλ. m2•kg•s-2), για την Ροπή (το αποτέλεσµα της εφαρµογής δύναµης γύρω από έναν άξονα) το
Newton –meter (N.m)και για την Ισχύ το Watt (J/s). Όµως, κατά παράδοση χρησιµοποιούνται και
εναλλακτικές µονάδες, όπως για την Δύναµη το kilopond (kp), για το έργο η χιλιοθερµίδα -kilocalorie (kcal),
κ.ο.κ. Εποµένως, είναι σηµαντικό να γνωρίζουµε τις µονάδες µέτρησης που θα χρησιµοποιούµε ανάλογα µε
τον εξοπλισµό και το πώς µπορούµε να τις µετατρέψουµε σε µονάδες SI, ιδιαίτερα εάν θέλουµε να
«συγκρίνουµε» τιµές από διαφορετικά εργαστήρια ή µετρήσεις µε διαφορετικά εργόµετρα ή διαδικασίες.

5.1 Δοκιµασίες Αξιολόγησης της Μυϊκής Δύναµης στο Εργαστήριο


Γενικά, µια δοκιµασία µυϊκής δύναµης µπορεί να µετρά την ισοµετρική δύναµη, δηλαδή τη δύναµη που
µπορεί να εφαρµοστεί απέναντι σε µια σταθερή αντίσταση ή τη δύναµη σε µια δυναµική προσπάθεια που
περιέχει κάποιου είδους κίνηση. Ένας περαιτέρω διαχωρισµός των δοκιµασιών µυϊκής δύναµης µπορεί να
γίνει µε βάση το είδος της µυϊκής συστολής: ισοµετρική, έκκεντρη και µειοµετρική- σύγκεντρη. Οι
ισοµετρικές δοκιµασίες χρησιµοποιούνται ευρέως και έχουν µεγάλη αξία γιατί είναι εύχρηστες και απαιτούν
λίγο χρόνο εξοικείωσης και εκτέλεσης από το δοκιµαζόµενο. Παράλληλα, οι δοκιµασίες µε µειοµετρικές-
σύγκεντρες συστολές είναι, επίσης, σηµαντικές και ουσιαστικά ταυτίζονται µε τις δυναµικές δοκιµασίες
µέτρησης της δύναµης και ισχύος. Από την άλλη µεριά, οι δοκιµασίες µε έκκεντρες συστολές περιορίζονται
στην αξιολόγηση αθλητών. Αντίθετα, η αξιολόγηση έκκεντρων συστολών συνήθως αποφεύγεται σε ειδικούς
πληθυσµούς, καθώς υπάρχει το ενδεχόµενο µυϊκού τραυµατισµού κυρίως σε άτοµα µε εύθραυστο µυϊκό

67
σύστηµα όπως άτοµα µε µυϊκές δυστροφίες (π.χ. µυϊκή δυστροφία Duchenne), ενώ είναι αµφίβολο αν
µπορούν να προσφέρουν χρήσιµα συµπεράσµατα µιας και οι έκκεντρες µυϊκές συστολές δεν αποτελούν το
σηµαντικότερο είδος συστολών στην καθηµερινότητα αυτών των ατόµων. Η συχνότερη προσέγγιση, που
χρησιµοποιείται για την αξιολόγηση της µυϊκής δύναµης, είναι η χρήση ισοκινητικού δυναµόµετρου, που
παρέχει χρήσιµα και ακριβή συµπεράσµατα µε ασφάλεια.

5.1.1 Ισοµετρικές Δοκιµασίες Μυϊκής Δύναµης

Χειροδυναµοµέτρηση: Είναι µια δοκιµασία ισοµετρικής δύναµης των µυών του πήχη (ιδιαίτερα καµπτήρων
των δακτύλων, καρπού και αγκώνα). Είναι µια απλή µέτρηση, η οποία γίνεται µε τη βοήθεια ενός
δυναµόµετρου χειρός και µπορεί να προσφέρει µια πολύ καλή εικόνα της γενικής δύναµης του ατόµου.
Μπορεί να χρησιµοποιηθεί µε ασφάλεια σε αγύµναστα και γυµνασµένα άτοµα, παιδιά και ηλικιωµένους,
καθώς και σε ασθενείς. Φαίνεται να δίνει ικανοποιητική πρόγνωση της υγείας και των επιπέδων θρέψης των
ηλικιωµένων [1].
Περιγραφή: Ο δοκιµαζόµενος βρίσκεται σε όρθια στάση κρατώντας µε το δυνατό του χέρι τη λαβή
του χειροδυναµόµετρου. Το δυνατό χέρι το οποίο θα εφαρµόσει τη δύναµη στο χειροδυναµόµετρο πρέπει να
βρίσκεται στο πλάι του σώµατος, χωρίς ωστόσο να ακουµπάει το σώµα. Η προσπάθεια πρέπει να είναι
µέγιστη και να έχει διάρκεια τουλάχιστον δύο δευτερόλεπτα. Η µέτρηση επαναλαµβάνεται και η καλύτερη
προσπάθεια (σε kg) καταγράφεται.
Σηµεία Προσοχής: Η λαβή του χειροδυναµόµετρου πρέπει να προσαρµόζεται στο µέγεθος της
παλάµης κάθε δοκιµαζόµενου, ώστε ο δοκιµαζόµενος να µπορεί να το κρατήσει αποτελεσµατικά µέσα σ’
αυτή. Η γωνία του αγκώνα πρέπει να σταθεροποιείται, επειδή επηρεάζει σηµαντικά την επίδοση [2].
Ισοµετρική ώθηση κάτω άκρων σε δυναµοδάπεδο (isometric leg press): Η δοκιµασία αυτή
(εικόνα 5.2.) είναι ιδιαίτερα δηµοφιλής για τη µέτρηση της µυϊκής δύναµης των κάτω άκρων, γιατί
ενεργοποιεί µεγάλες µυϊκές οµάδες, όπως τους πρόσθιους µηριαίους αλλά και δευτερευόντως τους οπίσθιους
µηριαίους, τους εκτείνοντες του ισχίου, καθώς και τους εκτείνοντες της ποδοκνηµικής άρθρωσης. Συνεπώς, η
δοκιµασία αυτή µπορεί να προσφέρει σηµαντικές πληροφορίες για τη λειτουργική ικανότητα των κάτω άκρων
του σώµατος. Επίσης, ο τρόπος µε τον οποίο η άσκηση ενεργοποιεί τις συγκεκριµένες µυϊκές οµάδες,
πλησιάζει περισσότερο στο πρότυπο καθηµερινής ενεργοποίησης των κάτω άκρων (π.χ. βάδιση, ανέβασµα
κλίµακας) σε σύγκριση µε άλλες δοκιµασίες, όπως η έκταση του γόνατος. Όπως όλες οι εργαστηριακές
δοκιµασίες, το σηµαντικότερο µειονέκτηµά της είναι η ανάγκη ύπαρξης εργαστηριακού εξοπλισµού,
συγκεκριµένα ενός άκαµπτου (συνήθως µεταλλικού) καθίσµατος και ενός δυναµοδάπεδου µε δυνατότητα
καταγραφής τουλάχιστον των κατακόρυφων δυνάµεων. Τα τελευταία χρόνια έχουν κατασκευαστεί πληθώρα
συσκευών µε σχετικά χαµηλό κόστος, οι οποίες µπορούν να χρησιµοποιηθούν µε υψηλή ακρίβεια,
εγκυρότητα και αξιοπιστία από τους εξεταστές. Η δοκιµασία αυτή είναι σχετικά εύκολη, δεν έχει ιδιαίτερες
απαιτήσεις από τεχνικής-κινησιολογικής πλευράς, παρέχει αξιόπιστες µετρήσεις µετά από µια ή δύο µόνο
συνεδρίες εξοικείωσης και µπορεί να εφαρµοστεί τόσο σε υγιείς όσο και σε ασθενείς πληθυσµούς λόγω της
ευκολίας στη χρήση της.
Περιγραφή: Ο δοκιµαζόµενος τοποθετείται σε καθιστή θέση απέναντι από το δυναµόµετρο µε το
κάτω µέρος της πλάτης του να εφάπτεται στη πλάτη του καθίσµατος. Παράλληλα, τα πόδια του
τοποθετούνται µε γωνία 110ο -120ο στην άρθρωση του γόνατος στο δυναµόµετρο, το οποίο βρίσκεται κάθετα
µπροστά από το κάθισµα. Μετά την σωστή τοποθέτηση του δοκιµαζόµενου ο εξεταστής σταθεροποιεί τον
δοκιµαζόµενο µε ιµάντες, έτσι ώστε να µην µπορεί να εφαρµόσει δύναµη µε κάποιο άλλο µέρος του σώµατός
του εκτός των ποδιών του (εικόνα 5.2). Τα χέρια του δοκιµαζόµενου µπορούν να βρίσκονται είτε στις ειδικές
λαβές του δυναµόµετρου στο πλάι του κορµού του είτε σταυρωµένα µπροστά στο θώρακα. Από τη θέση
αυτή και µε το παράγγελµα του εξεταστή ο δοκιµαζόµενος, σπρώχνει το δυναµοδάπεδο µε όλη του τη
δύναµη. Με αυτή τη δοκιµασία µπορεί να γίνει µέτρηση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης αλλά και
ταυτόχρονα να µετρηθεί ο ρυθµός εφαρµογής της δύναµης, δηλαδή το πόσο γρήγορα ο δοκιµαζόµενος µπορεί
να εφαρµόζει τη δύναµή του. Αυτή η παράµετρος είναι ιδιαίτερα σηµαντική για την αξιολόγηση του
νευροµυϊκού συνόλου που σχετίζεται µε την παραγωγή ισχύος και την αποφυγή πτώσεων σε άτοµα τρίτης
ηλικίας ή ασθενείς (βλ. περισσότερα στις µετρήσεις µυϊκής ισχύος). Εφόσον υπάρχει διαθέσιµο
δυναµοδάπεδο, µπορεί να εφαρµοστεί η ίδια διαδικασία για τη µέτρηση της δύναµης και σε άλλες µυϊκές
οµάδες. Για παράδειγµα, το δυναµοδάπεδο µπορεί να τοποθετηθεί κάτω από ένα πάγκο γυµναστικής και να
µετρηθεί η µέγιστη ισοµετρική δύναµη, όπως και ο ρυθµός εφαρµογής της δύναµης στην άσκηση της ώθησης

68
των χεριών προς τα πάνω από οριζόντιο πάγκο (πίεση πάγκου, κυρίως, θωρακικοί και εκτείνοντες µύες του
αγκώνα).

B
Εικόνα 5.2 Απεικόνιση της σωστής τοποθέτησης του δοκιµαζόµενου για τη µέτρηση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης κατά
την ώθηση των κάτω άκρων. Στη δεξιά εικόνα παρουσιάζεται στον κάθετο άξονα η καταγραφή της δύναµης (kg) και στoν
οριζόντιο άξονα ο χρόνος (sec). Η εικόνα παραχωρήθηκε από το Εργαστήριο Κλασικού Αθλητισµού, Σχολή Επιστήµης
Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών

Σηµεία Προσοχής: Το σηµαντικότερο σηµείο, που χρειάζεται προσοχή για τη µέτρηση της µέγιστης ς
δύναµης των κάτω άκρων, είναι η σωστή τοποθέτηση των κάτω άκρων του σώµατος του δοκιµαζόµενου, έτσι
ώστε να δηµιουργείται µια γωνία 110-1200 στην άρθρωση του γόνατος πριν την έναρξη της προσπάθειας.
Μεγαλύτερη γωνία στα γόνατα θα υπερεκτιµήσει τη µυϊκή δύναµη του ατόµου, ενώ µια µικρότερη γωνία στα
γόνατα δεν θα επιτρέψει την πλήρη εφαρµογή της µυϊκής δύναµης.
Ερµηνεία αποτελεσµάτων: Η θέση από την οποία εφαρµόζεται η δύναµη επιτρέπει την
ενεργοποίηση µεγάλου µέρους της µυϊκής µάζας των κάτω άκρων, µε πρωταγωνιστές τους πρόσθιους
µηριαίους µυς. Η ενεργοποίηση αυτών των µυών επιτρέπει την παραγωγή µεγάλων δυνάµεων. Για
παράδειγµα, ένας αθλητής της σφαιροβολίας µπορεί να εφαρµόσει περισσότερα από 700kg! Μολονότι δεν
υπάρχουν διεθνώς αποδεκτές νόρµες για ειδικούς πληθυσµούς, σε γενικές γραµµές ο πίνακας που ακολουθεί
δίνει µια γενική κατάταξη της εφαρµοζόµενης δύναµης στη δοκιµασία αυτή.

69
Δύναµη (σε kg) Κατάταξη
<100 Πολύ χαµηλή
101-200 Χαµηλή
201-300 Μέτρια
301-400 Υψηλή
401-500 Πολύ υψηλή
501-600 Άριστη/αθλητές ισχύος
>601 Αθλητές δύναµης
Πίνακας 5.1 Κατάταξη της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης κατά τη δοκιµασία ώθησης κάτω άκρων σε δυναµοδάπεδο. Για
τη µετατροπή των µονάδων δύναµης σε Newton πολλαπλασιάστε µε 9,81

Πριν ολοκληρωθεί η σύντοµη περιγραφή αυτής της εργαστηριακής δοκιµασίας, πρέπει να αναφερθεί ότι µε τη
χρήση ενός δυναµόµετρου εφελκυσµού (εικόνα 5.3) είναι δυνατή η ποσοτική καταγραφή της µέγιστης
ισοµετρικής δύναµης σε πολλές κινήσεις/ασκήσεις, οι οποίες µπορεί να ενδιαφέρουν έναν ερευνητή ή
γυµναστή. Για παράδειγµα, η έκταση γόνατος είναι µια άσκηση ιδιαίτερα δηµοφιλής τόσο ως άσκηση
εκγύµνασης όσο και ως δοκιµασία για τη µέτρηση της µέγιστης δύναµης.

Εικόνα 5.3 Μέτρηση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης κατά την έκταση του γόνατος µε δυναµόµετρο εφελκυσµού (σε
κόκκινο κύκλο). Η καταγραφή του ρυθµού εφαρµογής της δύναµης και της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης γίνεται όπως στην
Εικόνα 5.1. (Εργαστήριο Κλασικού Αθλητισµού, Σχολή Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, µε άδεια).

5.1.2 Ισοκινητικές Δοκιµασίες Μυϊκής Δύναµης

Οι δοκιµασίες αυτές απαιτούν τη χρήση ειδικού δυναµόµετρου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να µετρά τη
ροπή γύρω από ένα κέντρο περιστροφής (π.χ. µια άρθρωση) µε σταθερή γωνιακή ταχύτητα. Ο δοκιµαζόµενος
προσπαθεί να επιταχύνει το µοχλό του δυναµόµετρου ενώ εκείνο είναι ρυθµισµένο από τον εξεταστή να
κινείται µε συγκεκριµένη σταθερή γωνιακή ταχύτητα (εικόνα 5.4). Το µεγάλο πλεονέκτηµα της ισοκινητικής
δυναµοµέτρησης είναι η ακριβής αξιολόγηση των µυϊκών οµάδων του σώµατος σε ένα µεγάλο εύρος
ταχυτήτων κίνησης: από µηδενική κίνηση (δηλαδή ισοµετρική συστολή) µέχρι 3000/sec (µια πολύ γρήγορη
κίνηση). Τα σύγχρονα υποκινητικά δυναµόµετρα έχουν τη δυνατότητα µέτρησης της δύναµης σε κινήσεις µε
σταθερή ταχύτητα ακόµα και σε ασκήσεις κλειστής κινητικής αλυσίδας ή πολυαρθρικές κινήσεις (π.χ.
ωθήσεις κάτω άκρων). Τα σηµαντικότερα µειονεκτήµατα της ισοκινητικής δυναµοµέτρησης είναι το υψηλό
κόστος κτήσης και η µεγάλη χρονική διάρκεια που απαιτείται για κάθε µέτρηση (π.χ. για την τοποθέτηση και
σταθεροποίηση του δοκιµαζόµενου στο δυναµόµετρο).

70
Εικόνα 5.4 Ισοκινητική δυναµοµέτρηση των εκτεινόντων και καµπτήρων µυών του γόνατος (Εργαστήριο
Εργοφυσιολογίας& Αθλητικής Διατροφής, Σχολής Επιστηµών Υγείας & Αγωγής, Τµήµα Διαιτολογίας-Διατροφής,
Χαροκόπειο Πανεπιστήµιο, µε άδεια)

Περιγραφή: Κάθε ισοκινητικό δυναµόµετρο συνοδεύεται από εγχειρίδιο χρήσης, στο οποίο περιέχονται
αναλυτικές πληροφορίες για τη διαδικασία µέτρησης της ροπής γύρω από κάθε άρθρωση τους σώµατος.
Συγκεκριµένα, για την έκταση και την κάµψη του γόνατος, ο δοκιµαζόµενος τοποθετείται στο κάθισµα και
σταθεροποιείται στη θέση αυτή µε ιµάντες, όπως επίσης σταθεροποιείται και το κάτω µέρος της κνήµης του
στο άκρο του µοχλού κίνησης. Η άρθρωση του γόνατος ευθυγραµµίζεται µε τον άξονα περιστροφής του
δυναµόµετρου και µετριέται η ροπή που δηµιουργείται στην άρθρωση του γόνατος από τη µάζα του κάτω
άκρου, όταν αυτό είναι σε αδράνεια, προκειµένου να προστεθεί στη συνολική ροπή του κάτω άκρου κατά την
έκταση του γόνατος. Στη συνέχεια, ο δοκιµαζόµενος εκτελεί τον αριθµό επαναλήψεων που έχει οριστεί στην
κατάλληλη γωνιακή ταχύτητα.
Σηµεία Προσοχής: Το σηµαντικότερο σηµείο προσοχής κατά την ισοκινητική δυναµοµέτρηση είναι
η σωστή τοποθέτηση του δοκιµαζόµενου στο όργανο µέτρησης, ώστε η άρθρωση να συµπίπτει κατά το
δυνατό µε τον άξονα περιστροφής του µοχλού του δυναµόµετρου. Κάθε συσκευή περιέχει αναλυτικές οδηγίες
τοποθέτησης του δοκιµαζόµενου στο όργανο, οι οποίες πρέπει να ακολουθούνται µε ακρίβεια προκειµένου να
λαµβάνονται έγκυρα και αξιόπιστα αποτελέσµατα.
Ερµηνεία αποτελεσµάτων: Υπάρχουν δηµοσιευµένα δεδοµένα για τη ροπή που παράγει κάθε µια
άρθρωση του ανθρώπινου σώµατος. Ο ενδιαφερόµενος αξιολογητής µπορεί να συλλέξει χρήσιµες
πληροφορίες από αυτές τις πηγές. Στον παρακάτω πίνακα δίνονται τιµές ροπής για τους εκτείνοντες και τους
καµπτήρες του γόνατος σε γωνιακή ταχύτητα 600·sec-1 σε άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών και
επιπέδου φυσικής δραστηριότητας.

Ηλικία Φύλο Αθλητές – Έκταση γόνατος Κάµψη γόνατος (Ν·m·kg-1)


Μη αθλητές (Ν·m·kg-1)
14 Άντρες Αθλητές 2,44 1,71
15 Άντρες Αθλητές 2,50 1,69
16 Άντρες Αθλητές 2,72 1,80
17 Άντρες Αθλητές 2,73 1,81
18-25 Άντρες Αθλητές 2,96 1,85
25-34 Άντρες Μη αθλητές 2,40 1,71
45-54 Άντρες Μη αθλητές 2,23 1,24
55-64 Άντρες Μη αθλητές 2,13 1,23
65-78 Άντρες Μη αθλητές 1,82 0,99
18-25 Γυναίκες Αθλήτριες 2,41 1,51
25-34 Γυναίκες Μη αθλήτριες 1,96 1,36
45-54 Γυναίκες Μη αθλήτριες 1,75 0,94
55-64 Γυναίκες Μη αθλήτριες 1,47 0,78
65-78 Γυναίκες Μη αθλήτριες 1,41 0,77
75-83 Γυναίκες Μη αθλήτριες 1,20 0,67
Πίνακας 5.2. Μέγιστη ισοκινητική ροπή κατά την έκταση και κάµψη του γόνατος σε άντρες και γυναίκες διαφορών
ηλικιών, εκφρασµένη ανά κιλό σωµατικής µάζας και µετρηµένη σε γωνιακή ταχύτητα 600·sec-1.

71
5.1.3 Δοκιµασίες Πεδίου για την Αξιολόγηση της Μυϊκής Δύναµης

Αυτή η κατηγορία δοκιµασιών είναι µια από τις δηµοφιλέστερες και πιο χρήσιµες ειδικά για άτοµα που έχουν
κάποια νευροµυϊκή δυσλειτουργία. Είναι εύχρηστες δοκιµασίες που µπορούν να πραγµατοποιηθούν µε
ελάχιστα επιστηµονικά όργανα. Σε γενικές γραµµές οι δοκιµασίες αυτές µπορούν να ταξινοµηθούν σε
ισοµετρικές και δυναµικές.
Ισοµετρική Χειρωνακτική Δοκιµασία Μυϊκής Δύναµης: Η ισοµετρική χειρωνακτική δοκιµασία
µυϊκής δύναµης είναι η πλέον διαδεδοµένη δοκιµασία (manual muscle testing), η οποία εφαρµόζεται,
κυρίως, σε άτοµα που έχουν χαµηλή µυϊκή δύναµη. Δεν παρέχει ποσοτική πληροφόρηση για τη δύναµη των
µυϊκών οµάδων, ωστόσο είναι µια αξιόπιστη δοκιµασία εκτίµησης της γενικής κατάστασης των µυών στο να
παράγουν ισοµετρική δύναµη, όταν γίνεται από έµπειρο προσωπικό. Κατά την εκτέλεση της προσπάθειας
συνιστάται από τον δοκιµαζόµενο να σπρώξει προς µια κατεύθυνση µε ένα µέλος του σώµατός του, ενώ ο
αξιολογητής αντιστέκεται µε τα χέρια του (εικόνα 5.1). Η αξιολόγηση της δύναµης γίνεται ανάλογα µε την
αίσθηση που αποκοµίζει ο αξιολογητής για τη δύναµη που ασκεί ο δοκιµαζόµενος και η οποία ταξινοµείται
σε µια εξαβάθµια (0-5) κλίµακα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 5.3.

Εικόνα 5.4 Κατά τη χειρωνακτική αξιολόγηση της δύναµης των εκτεινόντων του γόνατος, ο ασκούµενος προσπαθεί να
σπρώξει το χέρι του αξιολογητή, ο οποίος αντιστέκεται και καταγράφει σε µια κλίµακα (βλέπε Πίνακα 5.3) την αίσθηση που
αποκοµίζει για την εφαρµογή της δύναµης από το δοκιµαζόµενο.

Περιγραφή: Ο δοκιµαζόµενος εκτελεί µια συγκεκριµένη µυϊκή προσπάθεια, για παράδειγµα την έκταση του
γόνατος από καθιστή θέση, ενώ ο εξεταστής εφαρµόζει αντίσταση µε το χέρι του στη µυϊκή προσπάθεια του
δοκιµαζόµενου. Με βάση την αίσθηση, την οποία αποκοµίζει ο εξεταστής από την ισοµετρική δύναµη που
εφαρµόζει ο δοκιµαζόµενος, κατατάσσει την αίσθηση αυτή σε µια από τις κατηγορίες του πίνακα 5.3.
Σηµεία Προσοχής: Η εµπειρία του εξεταστή είναι το σηµείο-κλειδί για την αξιόπιστη αξιολόγηση
της µυϊκής δύναµης µε τη χειρωνακτική αξιολόγηση της δύναµης.
Ερµηνεία αποτελεσµάτων: Τα αποτελέσµατα ερµηνεύονται µε βάση την κατάταξη του πίνακα 5.3.
Ωστόσο, λόγω του ότι η κατάταξη αυτή περιέχει µόνο γενικές κατηγορίες που δεν αποδίδουν µε λεπτοµέρειες
τη µυϊκή δύναµη µιας µυϊκής οµάδας, αρκετοί ερευνητές/γυµναστές/φυσικοθεραπευτές έχουν εντάξει
περισσότερες κατηγορίες δύναµης, ώστε να γίνεται πιο λεπτοµερής αποτύπωση της ικανότητας παραγωγής
µυϊκής δύναµης των ασθενών (βλέπε πίνακα 5.3).
Υπάρχουν νόρµες για υγιή άτοµα όλων των ηλικιών αλλά και τιµές για ασθενείς µε διάφορα
νοσήµατα σε διάφορες βιβλιογραφικές πηγές. Για ειδικούς πληθυσµούς, ο ενδιαφερόµενος αξιολογητής
πρέπει να ανατρέξει στη σχετική βιβλιογραφία. Στον πίνακα 5.4. αναφέρονται τιµές χειροδυναµοµέτρησης για
υγιή παιδιά δηµοτικού σχολείου. Προσοχή χρειάζεται στη γενίκευση των αποτελεσµάτων και σε άλλες µυϊκές
οµάδες του σώµατος. Ενδέχεται ένας δοκιµαζόµενος να έχει ικανοποιητική δύναµή στον πήχη αλλά να έχει
χαµηλή µυϊκή δύναµη σε άλλες µυϊκές οµάδες, όπως συµβαίνει σε ορισµένες νευροµυϊκές παθήσεις.

72
Βαθµολογία Επεξήγηση - Περιγραφή
Βαθµός 0 Δεν παρατηρείται κάποια κίνηση
Βαθµός 1 Παρατηρείται µια αµυδρή κίνηση ή ο αξιολογητής αισθάνεται µια µικρή αντίσταση ή αµυδρές
συσπάσεις των µυών.
Βαθµός 2 Οι µύες µπορούν να κινηθούν µόνο όταν η αντίσταση που προκαλεί η βαρύτητα αφαιρεθεί. Για
παράδειγµα, ο αγκώνας µπορεί να καµφθεί πλήρως µόνο όταν ο βραχίονας είναι σε οριζόντια
θέση.
Βαθµός 3 Η µυϊκή δύναµη είναι µειωµένη τόσο που η άρθρωση µπορεί να κινηθεί µόνο απέναντι στην
αντίσταση της βαρύτητας και όχι απέναντι στην αντίσταση που εφαρµόζει ο αξιολογητής. Για
παράδειγµα, ο αγκώνας µπορεί να κινηθεί από την πλήρη έκταση στην πλήρη κάµψη, όταν ο
δοκιµαζόµενος είναι σε όρθια στάση και ο βραχίονας, επίσης, σε κατακόρυφη θέση στην πλευρά
του δοκιµαζόµενου.
Βαθµός 4 Η µυϊκή δύναµη είναι µειωµένη αλλά η µυϊκή σύσπαση µπορεί να προκαλέσει την κίνηση της
άρθρωσης απέναντι σε αντίσταση.
Βαθµός 5 Οι µύες συστέλλονται φυσιολογικά µε πλήρη αντίσταση.
Πίνακας 5.3 Χειρωνακτική αξιολόγηση της δύναµης: βαθµολόγηση της αίσθησης του αξιολογητή

Χειροδυναµοµέτρηση
(kg)
Ηλικία (έτη) Αγόρια Κορίτσια
11 22,1 18,0
10 19,2 17,5
9 16,8 14,2
8 13,3 13,1
7 12,2 11,2
6 11,7 8,9
Πίνακας 5.4 Μέσες τιµές χειροδυναµοµέτρησης (σε kg) σε αγόρια και κορίτσια δηµοτικού σχολείου (Δεδοµένα από το
Εργαστήριο Κλασικού Αθλητισµού, Σχολή Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού, Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου
Αθηνών, µε άδεια).

5.1.4 Ισοτονική µέτρηση της µέγιστης δύναµης (1-ΜΑΕ)

Η πιο κλασική δοκιµασία µέτρησης της µυϊκής δύναµης µε δυναµικές κινήσεις είναι η µέτρηση της
αντίστασης, που µπορεί να υπερνικήσει µια οµάδα µυών σε µία µέγιστη προσπάθεια, που ποσοτικοποιείται µε
βάση το µέγιστο βάρος που µπορεί να σηκωθεί µια φορά (1 µέγιστη επανάληψη ή 1 Μέγιστος Αριθµός
Επαναλήψεων: 1-ΜΑΕ). Η δοκιµασία αυτή µπορεί να εφαρµοστεί πρακτικά σε όλες τις ασκήσεις που µπορεί
να επινοήσει ένας αξιολογητής, συνεπώς η µέγιστη µυϊκή δύναµη µπορεί να αξιολογηθεί σε όλες σχεδόν τις
µυϊκές οµάδες. Επειδή η αξιολόγηση της µέγιστης δύναµης ως 1-ΜΑΕ δεν απαιτεί ακριβό εξοπλισµό και
αντιπροσωπεύει σε µεγάλο βαθµό τη δυναµική ικανότητα που απαιτείται τόσο στον αθλητισµό όσο και στην
καθηµερινή ζωή, αποτελεί τον προτιµότερο τρόπο αξιολόγησης της µέγιστης δύναµης για τους περισσότερους
ασκούµενους, υγιείς ή ασθενείς.
Περιγραφή: Μετά από σύντοµη γενική προθέρµανση όλου του σώµατος µε καρδιοαναπνευστική
άσκηση (π.χ. σε στατικό ποδήλατο) ο ασκούµενος εκτελεί 1 σειρά της συγκεκριµένης άσκησης, µε αντίσταση
περίπου στο 50% του υπολογιζόµενου 1-ΜΑΕ. Μετά από διάλειµµα 2-3 λεπτών εκτελεί µια σειρά µε
υψηλότερη αντίσταση, περίπου 60-65% του υπολογιζόµενου 1-ΜΑΕ. Μετά από διάλειµµα 2-3 λεπτών
εκτελούνται σειρές της µιας επανάληψης µε συνεχώς αυξανόµενη αντίσταση, µέχρι ο δοκιµαζόµενος να µην
µπορεί να σηκώσει υψηλότερη αντίσταση. Το σύνολο των σειρών που θα εκτελεστούν δεν πρέπει να
υπερβαίνει τις 6-7, συµπεριλαµβανοµένων και των 2 αρχικών σειρών προθέρµανσης που περιγράφηκαν πιο
πάνω. Η διαδικασία αυτή µπορεί να εφαρµοστεί σχεδόν σε όλες τις µυϊκές οµάδες.
Σηµεία Προσοχής: Η µέτρηση της µέγιστης δύναµης είναι µια σχετικά ασφαλής διαδικασία.
Ωστόσο, ο αξιολογητής πρέπει να είναι παρών για να δίνει οδηγίες στον δοκιµαζόµενο σχετικά µε τη σωστή
τεχνική της άρσης βάρους, να ελέγχει την τεχνική κατά τη διάρκεια των µετρήσεων, να βοηθά τον αθλητή και
να τον ενθαρρύνει στη µέγιστη προσπάθεια. Πρέπει να αποθαρρύνονται λανθασµένες τεχνικές, όπως η

73
αναπήδηση της αντίστασης στο θώρακα (π.χ. στην πίεση πάγκου), η µη επίτευξη ικανής κάµψης των γονάτων
και των ισχίων στο κάθισµα και άλλα παρόµοια. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ακρίβεια των
µετρήσεων, η επαναληψιµότητά τους ενώ, παράλληλα, η αξιολόγηση της µέγιστης δύναµης γίνεται µε
ασφάλεια. Πρέπει να αποφεύγονται οι παθητικές διατάσεις πριν την έναρξη της διαδικασίας αλλά και µεταξύ
των σειρών, γιατί ενδέχεται να προκαλούν πρόσκαιρη µείωση της µυϊκής δύναµης. Αξίζει να σηµειωθεί ότι
για λόγους ασφάλειας ή οικονοµίας χρόνου µπορεί να γίνει µέτρηση της αντίστασης που µπορεί να
υπερνικήσει ένας ασκούµενος 3, 4 ή 5 φορές. Στην περίπτωση αυτή αξιολογείται η δύναµη 3-ΜΑΕ, 4-ΜΑΕ ή
5-ΜΑΕ. Είναι µια αξιόπιστη εναλλακτική λύση, η οποία χρησιµοποιείται ευρέως ακόµα και σε επιστηµονικές
εργασίες.
Ερµηνεία αποτελεσµάτων: Υπάρχει πλήθος βιβλιογραφικών πηγών µε νόρµες κατάταξης της
µέγιστης δύναµης (1-ΜΑΕ) σε υγιή άτοµα (π.χ. NSCA). και λιγότερες για ειδικούς πληθυσµούς. Ο
ενδιαφερόµενος επαγγελµατίας υγείας πρέπει να ανατρέξει στην υπάρχουσα βιβλιογραφία για
συγκεκριµένους πληθυσµούς και συγκεκριµένες µυϊκές οµάδες. Στον Πίνακα 5.5, παρουσιάζονται τιµές
µέγιστης δύναµης στην ώθηση ποδιών (leg press) για διάφορες ηλικιακές κατηγορίες και των δύο φύλων ανά
κιλό σωµατικής µάζας [3]. Αξίζει να σηµειωθεί ότι αυτός ο τρόπος µέτρησης της µέγιστης δύναµης συχνά
αποφεύγεται από αξιολογητές που δεν τον γνωρίζουν καλά, γιατί υπάρχει η λανθασµένη αντίληψη ότι είναι
µια διαδικασία που αφορά κυρίως αθλητές. Η ίδια ακριβώς διαδικασία µπορεί να εφαρµοστεί σε ασθενείς µε
χαµηλότερες αντιστάσεις λόγο της µειωµένης τους µυϊκής δύναµης. Δεν είναι λάθος οι αντιστάσεις αυτές να
κυµαίνονται µεταξύ 1-5 kg! Υπάρχουν µυϊκές οµάδες, οι οποίες είναι ιδιαίτερα αδύναµες σε ορισµένους
ασθενείς, µε συνέπεια να χρησιµοποιούνται τόσο χαµηλές αντιστάσεις.

% 20-29 ετών 30-39 ετών 40-49 ετών 50-59 ετών 60+ ετών
κατάταξη Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ Α Γ
90 2,27 2,05 2,07 1,73 1,92 1,63 1,80 1,51 1,73 1,40
80 2,13 1,66 1,93 1,50 1,82 1,46 1,71 1,30 1,62 1,25
70 2,05 1,42 1,85 1,47 1,74 1,35 1,64 1,24 1,56 1,18
60 1,97 1,36 1,77 1,32 1,68 1,26 1,58 1,18 1,49 1,15
50 1,91 1,32 1,71 1,26 1,62 1,19 1,52 1,09 1,43 1,08
40 1,83 1,25 1,65 1,21 1,57 1,12 1,46 1,03 1,38 1,04
30 1,74 1,23 1,59 1,16 1,51 1,03 1,39 0,95 1,30 0,98
20 1,63 1,13 1,52 1,09 1,44 0,94 1,32 0,86 1,25 0,94
10 1,51 1,02 1,43 0,94 1,35 0,76 1,22 0,75 1,16 0,84

Πίνακας 5.5 Ποσοστιαία κατάταξη της µέγιστη δύναµη (1-ΜΑΕ) στην ώθηση ποδιών για διάφορες ηλικίες υγιών
δοκιµαζόµενων και των δύο φύλων ανά κιλό σωµατικής µάζας (Α = άντρες, Γ = γυναίκες, [3])

5.2 Δοκιµασίες Αξιολόγησης της Μυϊκής Ισχύος στο Εργαστήριο


Η µυϊκή ισχύς έχει λανθασµένα συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά µε την αθλητική επίδοση. Ωστόσο, η µυϊκή
ισχύς είναι µια απαραίτητη ικανότητα για πολλές καθηµερινές δραστηριότητες, όπως για παράδειγµα η
αποφυγή πτώσεων σε άτοµα προχωρηµένης ηλικίας [4, 5]. Μια πτώση σε ένα άτοµο τρίτης ηλικίας ή σε ένα
άτοµο µε νευροµυϊκό νόσηµα ή κάποιο άλλο νόσηµα του συνδετικού ιστού µπορεί να έχει καταστροφικά
αποτελέσµατα για την συνέχιση της καθηµερινής ζωής του ασθενή. Μολονότι η µυϊκή ισχύς είναι µια πολύ
σηµαντική παράµετρος σε σύγκριση µε τη µυϊκή δύναµη, η εργαστηριακή αξιολόγησή της σε ειδικούς
πληθυσµούς δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά, για πολλούς λόγους. Για παράδειγµα, η ακριβής µέτρηση της µυϊκής
ισχύος απαιτεί την ταχεία ενεργοποίηση του νευρικού συστήµατος σε µια δεδοµένη προσπάθεια κάτι που
είναι δύσκολο να επιτευχθεί σε ασθενείς ή ηλικιωµένους. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλά επιστηµονικά
δεδοµένα για την ικανότητα παραγωγής ισχύος σε ειδικούς πληθυσµούς. Ο ενδιαφερόµενος αξιολογητής
πρέπει να αναζητήσει πληροφορίες για τέτοιες µετρήσεις και, κυρίως, για την ερµηνεία τους σε
εξειδικευµένες βιβλιογραφικές πηγές, που αφορούν τον συγκεκριµένο ειδικό πληθυσµό.

5.2.1 Μυϊκή ισχύς των κάτω άκρων

74
Το 1990 περιγράφηκε από τους Bassey και Short [6], µια συσκευή µε την οποία µπορεί να µετρηθεί µε
αξιοπιστία η µυϊκή ισχύς στο εργαστήριο, κατά την ώθηση των κάτω άκρων από εδραία θέση (leg press) σε
άτοµα διαφορετικών ηλικιών. Μολονότι η συσκευή δεν έχει χρησιµοποιηθεί ευρέως, µεταγενέστερες µελέτες
(π.χ. Caserotti et al [7]) παρέχουν στοιχεία για τον τρόπο µε τον οποίο γίνεται η µέτρηση καθώς και ατοµικές
τιµές.
Ρυθµός Εφαρµογής της Δύναµης: Ο ρυθµός εφαρµογής της δύναµης δηλώνει το πόσο γρήγορα
µπορεί να εφαρµόσει τη δύναµή του ένας ασκούµενος σε µια δεδοµένη προσπάθεια/κίνηση. Συνδέεται στενά
µε την ταχεία ενεργοποίηση και λειτουργία του νευρικού συστήµατος, καθώς και µε την ικανότητα
ενεργοποίησης των µυϊκών ινών ταχείας συστολής και, πιο συγκεκριµένα, των µυϊκών ινών τύπου ΙΙΧ. Ο
ρυθµός εφαρµογής της δύναµης έχει συσχετιστεί τόσο µε την επιτυχή εκτέλεση κινήσεων που απαιτούν
ταχεία εφαρµογή της δύναµης, όπως κινήσεις σε αθλητικές κινήσεις (π.χ. αθλητικές ρίψεις) όσο και σε
καθηµερινές δραστηριότητες, όπως γρήγορες συσπάσεις των κάτω άκρων προκειµένου να αποφύγει κάποιος
µια πτώση. Για παράδειγµα, ο χαµηλός ρυθµός εφαρµογής της κίνησης σχετίζεται µε χαµηλή ικανότητα
ελέγχου της στάσης του σώµατος σε άτοµα τρίτης ηλικίας [8]. Η µέτρηση του ρυθµού εφαρµογής της
δύναµης απαιτεί ένα δυναµόµετρο, το οποίο να µπορεί να µετρά την ισοµετρική δύναµη αλλά παράλληλα να
δίνει έγκυρη και αξιόπιστη πληροφόρηση για την εφαρµογή της δύναµης ανά χιλιοστό του δευτερολέπτου.
Ένας αποτελεσµατικός, ασφαλής και εύχρηστος τρόπος µέτρησης του ρυθµού εφαρµογής της δύναµης στο
εργαστήριο είναι κατά την ισοµετρική ώθηση των κάτω άκρων από εδραία θέση, όπως αυτή περιγράφηκε σε
προηγούµενη παράγραφο (εικόνα 5.1).
Περιγραφή: Ο δοκιµαζόµενος τοποθετείται στη θέση µέτρησης και γίνεται η δυναµοµέτρηση, όπως
περιγράφηκε σε προηγούµενη παράγραφο. Επίσης, µπορούν να χρησιµοποιηθούν και δυναµόµετρα
εφελκυσµού, όπως ισοκινητικό δυναµόµετρο (βλέπε προηγούµενες παραγράφους).
Σηµεία Προσοχής: Η βασική διαφοροποίηση στη µέτρηση αυτή σε σύγκριση µε τη µέτρηση της
µέγιστης ισοµετρικής δύναµης είναι ότι για τη µέτρηση του ρυθµού εφαρµογής της δύναµης, ανεξάρτητα από
την κίνηση που αξιολογείται, η οδηγία προς τον δοκιµαζόµενο είναι να εφαρµόσει όσο το δυνατό ταχύτερα τη
µέγιστη δύναµή του. Για το λόγο αυτό, χρειάζονται αρκετές δοκιµαστικές προσπάθειες και, αν είναι δυνατό,
2-3 συνεδρίες εξοικείωσης του δοκιµαζόµενου µε τη διαδικασία της µέτρησης µε διαφορά 2-3 ηµερών µεταξύ
των συνεδριών. Με ανάλογο τρόπο µπορεί να πραγµατοποιηθεί η µέτρηση σε άλλες κινήσεις, για παράδειγµα
στην έκταση του γόνατος (εικόνα 5.2).
Ερµηνεία αποτελεσµάτων: Δυστυχώς δεν έχουν δηµιουργηθεί νόρµες τιµών για το ρυθµό
εφαρµογής της δύναµης για ειδικούς πληθυσµούς. Ο αξιολογητής παραπέµπεται σε ανάλογες βιβλιογραφικές
πηγές.

5.2.2 Δοκιµασίες Αξιολόγησης της Μυϊκής Ισχύος στο Εργαστήριο

Οι δοκιµασίες για την αξιολόγηση της µυϊκής ισχύος, οι οποίες γίνονται εκτός εργαστηρίου, απαιτούν
ελάχιστο εξοπλισµό γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα δηµοφιλείς. Εν συνεχεία, θα παρουσιαστούν δύο τέτοιες
δοκιµασίες για τα άνω και κάτω άκρα, οι οποίες µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε ειδικούς πληθυσµούς.
Ρίψη ιατρικής µπάλας: Προκειµένου να αποκλειστεί η συµµετοχή των κάτω άκρων στην
προσπάθεια, η δοκιµασία πραγµατοποιείται από καθιστή θέση. Συνήθως εκτελείται από ένα πάγκο µε κλίση
45ο και ιατρική µπάλα µάζας 9 ή 6 kg για άντρες και γυναίκες αντίστοιχα [9]. Φυσικά, µπορούν να
χρησιµοποιηθούν και µπάλες µικρότερης µάζας ανάλογα µε τον πληθυσµό που εκτελεί τη δοκιµασία. Για
παράδειγµα, έχουν χρησιµοποιηθεί µε υψηλή αξιοπιστία µπάλες µάζας 1,5 και 3 kg σε ηλικιωµένους
δοκιµαζόµενους.
Περιγραφή: Ο δοκιµαζόµενος κάθεται µε την πλάτη του να εφάπτεται στην πλάτη του πάγκου στον
οποίο θα πραγµατοποιηθεί η µέτρηση. Με τα δυο του χέρια κρατά την µπάλα µπροστά στο θώρακά του, µε
τους αγκώνες λυγισµένους, έτσι ώστε αυτή να ακουµπά στο στέρνο του. Με το παράγγελµα του εξεταστή
σπρώχνει τη µπάλα προσπαθώντας να τη ρίξει όσο το δυνατό πιο µακριά. Ο εξεταστής σηµειώνει µε µια
κιµωλία το σηµείο προσγείωσης της µπάλας και µετρά µε µια µετροταινία την απόσταση µεταξύ της εµπρός
άκρης του πάγκου και του σηµείου προσγείωσης της µπάλας.
Σηµεία Προσοχής: Δεν επιτρέπεται η εµπρόσθια κίνηση του κορµού. Δίνεται οδηγία και οπτική
καθοδήγηση στο δοκιµαζόµενο, ώστε να επιτύχει µια γωνία ρίψης περίπου 450. Συνήθως, δίνονται 3-5
προσπάθειες και καταγράφεται η υψηλότερη επίδοση.

75
Ερµηνεία αποτελεσµάτων: Σε ηλικιωµένα άτοµα 72±5 ετών το εύρος της επίδοσης στη ρίψη µπάλας
1,5 kg είναι 250 - 600 cm, ενώ µε µπάλα 3 kg είναι 200 - 425 cm [10].
Κατακόρυφο άλµα: Είναι η δηµοφιλέστερη δοκιµασία πεδίου για την αξιολόγηση της µυϊκής ισχύος
των κάτω άκρων τόσο για αθλητές όσο και για αγύµναστα άτοµα αλλά και για ειδικούς πληθυσµούς µε την
προϋπόθεση ότι µπορούν να εκτελέσουν αυτή την δοκιµασία. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές εκτέλεσης αυτής
της δοκιµασίας, για παράδειγµα µε τα χέρια στη µεσολαβή, µε αρχική θέση γονάτων στις 900 ή µε το άλµα σε
µήκος χωρίς φόρα. Στη συνέχεια, θα περιγραφεί το κατακόρυφο άλµα µε αιώρηση (µε τα χέρια ελεύθερα)
γιατί είναι η απλούστερη µορφή της δοκιµασίας. Πρέπει να σηµειωθεί ότι εκτός από τη µέτρηση της κάθετης
απόστασης µετακίνησης του σώµατος (χεριού) µπορεί να υπολογιστεί και η µέγιστη ισχύς κατά το άλµα. Για
τον υπολογισµό αυτό έχουν προταθεί διάφορες εξισώσεις µια από τις οποίες είναι η παρακάτω [11]:

Μέγιστη ισχύς = [60,7 x (ύψος άλµατος [cm]) + 45,3 x (σωµατική µάζα [kg]) – 2,055]

Η µέγιστη ισχύς κατά το κατακόρυφο άλµα είναι πιο σηµαντική παράµετρος από το ύψος του
άλµατος, γιατί συνυπολογίζει και τις πιθανές διαφορές µεταξύ δύο ατόµων στη σωµατική µάζα. Για
παράδειγµα, δύο άτοµα µε ίδιο άλµα (σε cm) αλλά διαφορετική σωµατική µάζα θα έχουν διαφορετική µυϊκή
ισχύ στα κάτω άκρα: το άτοµο µε τη µεγαλύτερη µάζα θα έχει µεγαλύτερη µυϊκή ισχύ. Επίσης, ο υπολογισµός
της µυϊκής ισχύος λαµβάνει υπόψη και πιθανές αλλαγές στη σωµατική µάζα µετά από την εφαρµογή ενός
µακροχρόνιου προγράµµατος άσκησης.
Περιγραφή: Ο δοκιµαζόµενος βρίσκεται µε τη δεξιά πλευρά του σώµατός του δίπλα σε ένα τοίχο ή
άλλη ανάλογη κατασκευή και τεντώνει το δεξί του χέρι, όσο πιο ψηλά γίνεται, αφήνοντας ένα αποτύπωµα
στον τοίχο (π.χ. µε µια κιµωλία). Στη συνέχεια, κάνει µια γρήγορη κίνηση προς τα κάτω λυγίζοντας τα γόνατα
σε γωνία περίπου 900 και απότοµα εκτελεί κατακόρυφο άλµα προσπαθώντας να αφήσει ένα αποτύπωµα µε το
χέρι του στον τοίχο, όσο πιο ψηλά µπορεί. Ο εξεταστής υπολογίζει την απόσταση σε cm των δύο
αποτυπωµάτων στον τοίχο. Η διαδικασία επαναλαµβάνεται 2-3 φορές και καταγράφεται η υψηλότερη
επίδοση. Η ίδια διαδικασία µπορεί να εκτελεστεί µε τη βοήθεια ειδικών συσκευών (π.χ. Vertec), χωρίς, όµως,
να υπάρχει ουσιαστική διαφορά στα αποτελέσµατα των µετρήσεων.
Σηµεία Προσοχής: Πρέπει να αποφεύγονται δυναµικές προσπάθειες και διατάσεις πριν από την
εκτέλεση των αλµάτων, γιατί µπορεί να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά, αντίστοιχα, την επίδοση. Για το λόγο
αυτό, οι προσπάθειες που κάνει ο δοκιµαζόµενος πρέπει να έχουν το ίδιο διάλειµµα µεταξύ τους (π.χ. 2
λεπτά) και αυτό το διάλειµµα να τηρείται και σε τυχόν επαναλαµβανόµενες µετρήσεις που απέχουν µέρες ή
εβδοµάδες µεταξύ τους (π.χ. µετά από την εφαρµογή ενός µακροχρόνιου προγράµµατος άσκησης).
Ερµηνεία αποτελεσµάτων: Στον παρακάτω Πίνακα παρουσιάζονται αποτελέσµατα από µετρήσεις
της ισχύος ανά κιλό σωµατικής µάζας κατά το κατακόρυφο άλµα σε άτοµα διαφορετικής ηλικίας και φύλου
[12].

Ηλικία Άντρες Γυναίκες


0-9 37,4±7 36,4±6
10-19 50,6±10 44,2±4
20-29 59,2±8 43,3±5
30-39 56,4±7 41,9±4
40-49 46,5±10 39,9±4
50-59 44,9±6 33,1±4
60-69 35,7±6 27,9±5
70-79 31,7±6 23,0±3
Πίνακας 5.6. Μέγιστη ισχύς κατά το κατακόρυφο άλµα µε αιώρηση σε άντρες και γυναίκες διαφορετικών ηλικιών [12].

76
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Smith, T., S , et al., Grip Strength in Relation to Overall Strength and Functional Capacity in Very
Old and Oldest Old Females. The Haworth Press Inc., 2006: p. 63-78.
2. Kuzala, E.A. and M.C. Vargo, The relationship between elbow position and grip strength. Am J
Occup Ther, 1992. 46(6): p. 509-12.
3. Hofman, J., Norms for Fitness, Performance, and Health 2006.
4. Skelton, D.A., J. Kennedy, and O.M. Rutherford, Explosive power and asymmetry in leg muscle
function in frequent fallers and non-fallers aged over 65. Age Ageing, 2002. 31(2): p. 119-25.
5. Foldvari, M., et al., Association of muscle power with functional status in community-dwelling
elderly women. J Gerontol A Biol Sci Med Sci, 2000. 55(4): p. M192-9.
6. Bassey, E.J. and A.H. Short, A new method for measuring power output in a single leg extension:
feasibility, reliability and validity. Eur J Appl Physiol Occup Physiol, 1990. 60(5): p. 385-90.
7. Caserotti, P., et al., Explosive heavy-resistance training in old and very old adults: changes in rapid
muscle force, strength and power. Scand J Med Sci Sports, 2008. 18(6): p. 773-82.
8. Izquierdo, M., et al., Maximal strength and power characteristics in isometric and dynamic actions of
the upper and lower extremities in middle-aged and older men. Acta Physiol Scand, 1999. 167(1): p.
57-68.
9. Clemons, J.M., B. Campbell, and C. Jeansonne, Validity and reliability of a new test of upper body
power. J Strength Cond Res, 2010. 24(6): p. 1559-65.
10. Harris, C., et al., The seated medicine ball throw as a test of upper body power in older adults. J
Strength Cond Res, 2011. 25(8): p. 2344-8.
11. Sayers, S.P., et al., Cross-validation of three jump power equations. Med Sci Sports Exerc, 1999.
31(4): p. 572-7.
12. Tsubaki, A., et al., Maximum Power During Vertical Jump and Isometric Knee Extension Torque
Alter Mobility Performance: A Cross-Sectional Study of Healthy Individuals. PM R, 2015.

77
Κεφάλαιο 6

Ευκινησία, ευλυγισία και συντονιστικές ικανότητες

Γεωργία Μήτρου Msc, Yπ. Διδάκτωρ, Αντωνία Καλτσάτου PhD, Άγγελος Παππάς MSc, Χριστίνα
Καρατζαφέρη PhD, Γεώργιος Σακκάς PhD

6 Εισαγωγή
Η ευκινησία, η ευλυγισία και οι συντονιστικές ικανότητες αποτελούν σηµαντικές παραµέτρους της
λειτουργικής ικανότητας, που είναι απαραίτητες για την ασφαλή και αποδοτική κίνηση. Αποτελούν µεταξύ
άλλων βασικούς παράγοντες για τη σωµατική επάρκεια γενικά ασκούµενων υγιών αλλά και ειδικών
πληθυσµών (ηλικιωµένοι και άτοµα µε χρόνιες παθήσεις).
Οι όροι ευλυγισία και ευκινησία πολλές φορές συγχέονται όχι µόνο µεταξύ τους αλλά και µε έναν
ακόµη όρο, την ευκαµψία. Για να γίνει σαφής ο διαχωρισµός τους θα πρέπει, πρωτίστως, να αναφέρουµε πως
η ευλυγισία και η ευκινησία αφορούν κινήσεις που εκτελούνται από το ίδιο το άτοµο χωρίς την οποιαδήποτε
παρέµβαση από εξωτερικούς παράγοντες (ενεργητικές κινήσεις). Προϋποθέτουν, λοιπόν τόσο την ικανότητα
των αρθρώσεων να εκτελούν µεγάλο κινητικό εύρος όσο και τη δύναµη των µυών που συµµετέχουν στην
κίνηση. Από την άλλη µεριά η ευκαµψία αφορά κινήσεις που γίνονται µε τη βοήθεια εξωτερικών
παραγόντων, όπως για παράδειγµα βοήθεια από άλλο άτοµο (παθητικές κινήσεις), και δεν προϋποθέτουν
µυϊκή δύναµη αλλά την ικανότητα εκτέλεσης µεγάλου εύρους κίνησης από µία άρθρωση, κάτι που εξαρτάται
από την αρχιτεκτονική της [1].
Η ευλυγισία παραπέµπει στο µήκος και στην ικανότητα διάτασης των µυών, των τενόντων, των
συνδέσµων, των αρθρικών θυλάκων και, γενικά, υποδεικνύει την ικανότητα ενός υποσυνόλου αρθρώσεων να
κάµπτονται ή να εκτείνονται σε ένα µεγάλο κινητικό εύρος. Από την άλλη, η ευκινησία είναι ένας ευρύτερος
όρος, ο οποίος αναφέρεται σε ολόκληρο το σώµα και αφορά την ταχύτητα και ακρίβεια εκτέλεσης κινήσεων.
Αυτό προϋποθέτει τη δύναµη των µυών που κινούν την κάθε άρθρωση (αγωνιστές µύες), καθώς και το
φυσιολογικό µήκος των µυών που επιτρέπουν την κίνηση της άρθρωσης (ανταγωνιστές µύες) [1, 2].
Βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις παραπάνω ικανότητες είναι η ηλικία και το φύλο. Έχει
παρατηρηθεί πως µε την αύξηση της ηλικίας µεταβάλλονται οι ιδιότητες των σκελετικών µυών (π.χ.
µειώνεται η µυϊκή µάζα, η υποκινητικότητα οδηγεί σε βράχυνση των µυών κ.α.) [3, 4] και παρουσιάζονται
προβλήµατα του σκελετικού συστήµατος (π.χ. οστεοαρθρίτιδα, οστεοπενία κ.α.) [5, 6, 7]. Επίσης, ο χρόνος
αντίδρασης και η νευροµυϊκή συναρµογή µεταβάλλονται αρνητικά µε την πρόοδο της ηλικίας [4, 8].
Επιπλέον, οι γυναίκες λόγω του ορµονικού τους προφίλ εµφανίζονται να υπερτερούν στην ευλυγισία
συγκριτικά µε τους άνδρες ενώ καθοριστικός παράγοντας που διαφοροποιεί τα δυο φύλα στην ευκινησία είναι
η µυϊκή ισχύς [9, 10, 11]. Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την ευλυγισία και ευκινησία των αρθρώσεων
είναι η θερµοκρασία του σώµατος, γι’ αυτό πάντα είναι απαραίτητη η καλή προθέρµανση ιδιαίτερα στους
αθλητές και η θερµοκρασία του περιβάλλοντος, επειδή αυτή επιδρά στην σωστή ενεργοποίηση των µυών
(µέσω του µηχανισµού της µυϊκής ατράκτου) [12, 13, 14].
Για τη βελτίωση της ευκινησίας και της ευλυγισίας χρησιµοποιούνται, κυρίως, δύο είδη µυϊκών
διατάσεων, οι οποίες µπορεί να είναι δυναµικές (ή βαλλιστικές) ή στατικές. Οι δυναµικές ή βαλλιστικές
διατάσεις περιλαµβάνουν ταλαντεύσεις, αιωρήσεις και γενικότερα κινήσεις που εµπεριέχουν το στοιχείο του
ρυθµού [15]. Οι διατάσεις αυτές είναι απαραίτητο να εκτελούνται πριν από δραστηριότητες που εµπεριέχουν
δυναµικές κινήσεις (π.χ. ποδόσφαιρο) και φαίνεται να δρουν αποτελεσµατικότερα στη βελτίωση της
ευκινησίας συγκριτικά µε τις στατικές διατάσεις [15, 16]. Ωστόσο, η τεχνική αυτή έχει αµφισβητηθεί πολλές
φορές για την ασφάλεια των ασκουµένων (ειδικότερα απροπόνητων ατόµων), καθώς οι συγκεκριµένες

78
διατάσεις προκαλούν µη ελεγχόµενες δυνάµεις στο εσωτερικό του διατασσόµενου µυός µε κίνδυνο την
πρόκληση τραυµατισµών. Για τον λόγο αυτό προτείνεται να εκτελούνται, όταν είναι απαραίτητο, µετά από
ένα σετ στατικών διατάσεων [15].
Αντίθετα στις στατικές διατάσεις πραγµατοποιείται διάταση µέχρι το ανώτατο µήκος του µυός και
διατήρηση αυτής της θέσης για 15-30 sec (π.χ. σπαγγάτο). Οι στατικές διατάσεις είναι περισσότερο
ελεγχόµενες και ενδείκνυται να εκτελούνται πάντα πριν από την έναρξη ενός προγράµµατος άσκησης [15].
Επίσης, έχει βρεθεί πως προκαλούν µεγαλύτερη βελτίωση στην ευλυγισία συγκριτικά µε τις δυναµικές
διατάσεις [17]. Οι στατικές διατάσεις διακρίνονται σε ενεργητικές, οι οποίες εκτελούνται χωρίς εξωτερική
βοήθεια και προϋποθέτουν την δύναµη του αγωνιστή µυός, και σε παθητικές διατάσεις στις οποίες ο
ασκούµενος δέχεται εξωτερική δύναµη για την εκτέλεση της άσκησης χωρίς ο ίδιος να καταβάλλει
ενεργητικά προσπάθεια για να επιτύχει ένα µεγάλο εύρος κίνησης [18].
Το πραγµατικό εύρος κίνησης και η ανατοµική κατάσταση µιας άρθρωσης είναι σηµαντικό να
αξιολογούνται σε ειδικούς πληθυσµούς. Αυτό απαιτεί σύγχρονες απεικονιστικές µεθόδους αξιολόγησης, όπως
µαγνητική τοµογραφία (magnetic resonance imaging-MRI) [19], υπερηχογράφηµα (ultrasonography-U/S)
[20] και αξονική τοµογραφία (computed tomography-CT) [21], οι οποίες πραγµατοποιούνται σε ειδικά
κέντρα και από εξειδικευµένο επιστηµονικό προσωπικό. Επιπλέον, µε την χρήση σύγχρονων µεθόδων, όπως
η τρισδιάστατη απεικόνιση (3D-capture), είναι δυνατός ο έλεγχος του βαθµού κάµψης και έκτασης των
αρθρώσεων ακόµη και κατά την διάρκεια της βάδισης [22].
Οι συντονιστικές ικανότητες είναι ένα σύνολο ικανοτήτων οι οποίες επηρεάζουν την ταχύτητα και
ποιότητα εκµάθησης δεξιοτήτων, καθώς και την αποτελεσµατικότητα της χρήσης των δεξιοτήτων αυτών.
Τις συντονιστικές ικανότητες αποτελούν σύµφωνα µε τον Hirtz οι εξής 5 ικανότητες [23]:

• ισορροπία,
• χρόνος αντίδρασης,
• διαφοροποίηση,
• προσανατολισµός,
• ρυθµός.

Η ανάπτυξη των ικανοτήτων αυτών είναι σηµαντικότατη για την ασφαλή και αποτελεσµατική κίνηση
και την πρόληψη πτώσεων και θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο µέρος προγραµµάτων άσκησης. Για τη
βελτίωση των συντονιστικών ικανοτήτων προτείνονται µορφές άσκησης, όπως Yoga και Pilates, που
συνδυάζουν ασκήσεις ενδυνάµωσης, συντονισµού, ισορροπίας και ευκινησίας [24].
Η ισορροπία αποτελεί τη βασικότερη ικανότητα από τις παραπάνω, καθώς είναι απαραίτητη
προϋπόθεση έτσι ώστε ακόµη και ένα ηλικιωµένο άτοµο να µπορεί να ανταπεξέλθει στις καθηµερινές
δραστηριότητες όντας ικανό να στέκεται και να µετακινείται στον χώρο µε σταθερότητα και ασφάλεια [24,
25]. Ο όρος ισορροπία αναφέρεται στην ικανότητα του ατόµου να διατηρεί το κέντρο βάρους σε µια βάση
στήριξης και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η κιναίσθηση και η οπτική αντίληψη. Η ισορροπία
διακρίνεται σε δύο βασικά είδη: τη δυναµική και τη στατική ισορροπία. Ως δυναµική ορίζεται η ικανότητα
διατήρησης της ισορροπίας κατά την διάρκεια µιας κίνησης, ενώ ως στατική η ικανότητα διατήρησης της
ισορροπίας ενώ δεν υπάρχει κίνηση [26].

6.1 Δοκιµασίες αξιολόγησης

6.1.1 Δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από εδραία θέση (Sit and reach test)

Σκοπός: Η δοκιµασία χρησιµοποιείται για την εκτίµηση της ευλυγισίας των οπίσθιων µηριαίων µυών.
Αποτελεί µία από τις συνηθέστερες δοκιµασίες που αφορούν την αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης
(health-related fitness), καθώς η ευλυγισία των οπίσθιων µηριαίων έχει συσχετιστεί µε τη δυνατότητα
εκτέλεσης καθηµερινών δραστηριοτήτων [1, 18]. Επιπλέον, σε µία πρόσφατη µελέτη του Yamamoto και των
συνεργατών του [1, 27] η µειωµένη ικανότητα ευλυγισίας, όπως αυτή εκτιµήθηκε µε την συγκεκριµένη
δοκιµασία, συσχετίστηκε θετικά µε την ανελαστικότητα των µεγάλων αρτηριών σε άτοµα µεγαλύτερης
ηλικίας. Τα αποτελέσµατα της συγκεκριµένης µελέτης υποστήριξαν πως τα µειωµένα επίπεδα ευλυγισίας,
πιθανόν να αποτελούν δείκτη πρόγνωσης της έναρξης ανελαστικότητας των µεγάλων αρτηριών, η οποία
συνδέεται µε αυξηµένο κίνδυνο θνησιµότητας λόγω καρδιαγγειακών προβληµάτων [1, 27, 28]. Η

79
συγκεκριµένη δοκιµασία, αποτελεί τη βάση των 2 παρακάτω εναλλακτικών δοκιµασιών (εναλλακτική
δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από εδραία θέση και δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από καθιστή θέση), η
εκτέλεση των οποίων θεωρείται ασφαλέστερη [29].
Περιγραφή: Η διεξαγωγή της δοκιµασίας δεν απαιτεί ιδιαίτερο εξοπλισµό παρά µόνο ένα
ευκαµψιόµετρο ή προσαρµοσµένο κιβώτιο και έναν χάρακα εύρους 40 cm. Για την προσαρµογή του κιβωτίου
ο χάρακας θα πρέπει να τοποθετηθεί στο άνω επίπεδο του κιβωτίου, έτσι ώστε να δηµιουργεί µια προεξοχή 15
cm προς την κατεύθυνση του δοκιµαζόµενου (δηλαδή το 0 να βρίσκεται περίπου στο ύψος της
ποδοκνηµικής).
Ο δοκιµαζόµενος βρίσκεται σε εδραία θέση µε τα πόδια να εφάπτονται στο έδαφος και τα πέλµατα σε
πλήρη επαφή µε την κάθετη πλευρά του κιβωτίου σχηµατίζοντας γωνία 90ο. Οι παλάµες των χεριών
τοποθετούνται η µία πάνω στην άλλη ενώ ταυτόχρονα είναι στραµµένες προς το έδαφος και ακουµπούν
ελαφρώς το άνω µέρος της συσκευής (εικόνα 6.1). Ο δοκιµαζόµενος εκτελεί µέγιστη δίπλωση του κορµού µε
αργό ρυθµό, εκτείνοντας τα χέρια όσο το δυνατόν µακρύτερα και προσπαθεί να παραµείνει στην τελική θέση
για τουλάχιστον 2-3 sec (εικόνα 6.2). Συνίσταται να εκτελούνται δύο προσπάθειες ανάµεσα στις οποίες να
µεσολαβεί ένα διάστηµα 10 sec.

Εικόνα 6.1 Δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από εδραία θέση

Εικόνα 6.2 Δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από εδραία θέση.

Ερµηνεία: Το αποτέλεσµα της καλύτερης προσπάθειας καταγράφεται στο κοντινότερο εκατοστόµετρο. Αν τα


ακροδάχτυλα του δοκιµαζόµενου φτάσουν και παραµείνουν για 2-3 sec στα πρώτα 15 cm του χάρακα, τότε το
σκορ είναι 15 cm. Όσο περισσότερα τα εκατοστά τόσο καλύτερη η βαθµολογία. Σε γενικές γραµµές,
βαθµολογία (σε cm) κάτω από 20 για άνδρες και κάτω από 26 για γυναίκες ηλικίας άνω των 60 ετών
µεταφράζεται σε µέτρια ως ανεπαρκή φυσική κατάσταση [30].
Σηµεία προσοχής: Ο δοκιµαζόµενος πρέπει να έχει ελεύθερα πόδια χωρίς παπούτσια, πόδια πάντα
τεντωµένα (χωρίς την παρέµβαση του εξεταστή) και να προηγείται πάντα προθέρµανση. Επίσης, η συσκευή
θα πρέπει να τοποθετείται σε κατάλληλο σηµείο, έτσι ώστε να παραµένει σταθερή κατά τη διάρκεια της
δοκιµασίας.

6.1.2 Εναλλακτική δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από εδραία θέση (Back saver sit and reach
test)

Σκοπός: Πρόκειται για µία παραλλαγή της παραπάνω δοκιµασίας (sit and reach) για την εκτίµηση της
ευλυγισίας των οπίσθιων µηριαίων [2]. Χρησιµοποιείται τα τελευταία χρόνια καθώς έχει υποστηριχθεί πως

80
ταυτόχρονη διάταση των µυών και των δύο άκρων, που προκαλεί η βασική δοκιµασία «sit and reach»,
επιβαρύνει τη σπονδυλική στήλη [31]. Πρέπει εδώ να σηµειωθεί πως παρότι η εκτέλεση της δοκιµασίας είναι
ασφαλής και έγκυρη, κάποιοι δοκιµαζόµενοι δυσκολεύονται να καθίσουν και στην συνέχεια να σηκωθούν
από το έδαφος λόγω ηλικίας ή διαφόρων προβληµάτων υγείας. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να
χρησιµοποιείται η δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από καθιστή θέση.
Περιγραφή: Η δοκιµασία εκτελείται µε τον ίδιο τρόπο και τον ίδιο εξοπλισµό µε το «sit and reach»
µε την διαφορά ότι πραγµατοποιείται ξεχωριστή µέτρηση για το κάθε πόδι.
Ο δοκιµαζόµενος βρίσκεται σε εδραία θέση, µε το ένα πόδι λυγισµένο και το άλλο τεντωµένο να
εφάπτεται στο έδαφος µε το πέλµα σε πλήρη επαφή µε την κάθετη πλευρά του κιβωτίου σχηµατίζοντας γωνία
90ο. Οι παλάµες των χεριών τοποθετούνται η µία πάνω στην άλλη, ενώ ταυτόχρονα είναι στραµµένες προς το
έδαφος και ακουµπούν ελαφρώς το άνω µέρος της συσκευής (εικόνα 6.3). Ο δοκιµαζόµενος εκτελεί µέγιστη
δίπλωση του κορµού µε αργό ρυθµό, εκτείνοντας τα χέρια όσο το δυνατόν µακρύτερα και προσπαθεί να
παραµείνει στην τελική θέση για τουλάχιστον 2-3 sec (εικόνα 6.4). Η δοκιµασία επαναλαµβάνεται έχοντας
λυγισµένο το αντίθετο πόδι. Συνίσταται να εκτελούνται δύο προσπάθειες ανάµεσα στις οποίες να µεσολαβεί
ένα διάστηµα 10 sec.

Εικόνα 6.3 Εναλλακτική δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από εδραία θέση.

Εικόνα 6.4 Εναλλακτική δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από εδραία θέση.

Ερµηνεία: Το αποτέλεσµα της καλύτερης προσπάθειας για το κάθε πόδι καταγράφεται στο κοντινότερο
εκατοστόµετρο. Αν τα ακροδάχτυλα του δοκιµαζόµενου φτάσουν και παραµείνουν για 2-3 sec στα πρώτα 15
cm του χάρακα, τότε το σκορ για το συγκεκριµένο πόδι είναι 15 cm. Όσο περισσότερα τα εκατοστά τόσο
καλύτερη η βαθµολογία. Για την ερµηνεία της βαθµολογίας µπορούν να χρησιµοποιηθούν τα νούµερα που
ισχύουν για το «sit and reach», καθώς σε µελέτη του Chillón και των συνεργατών του το 2010 [32] βρέθηκε
πως η διαφορά ανάµεσα στην βαθµολογία των 2 δοκιµασιών ήταν περίπου 0.41 cm.
Σηµεία προσοχής: Ο δοκιµαζόµενος πρέπει να έχει ελεύθερα πόδια χωρίς παπούτσια, το πόδι που
εφάπτεται στο έδαφος θα πρέπει να είναι πάντα τεντωµένο (χωρίς την παρέµβαση του εξεταστή) και να
προηγείται πάντα προθέρµανση. Επίσης, η συσκευή θα πρέπει να τοποθετείται σε κατάλληλο σηµείο, έτσι
ώστε να παραµένει σταθερή κατά την διάρκεια της δοκιµασίας.

6.1.3 Δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από καθιστή θέση (Chair sit and reach test)

Εναλλακτικά η παραπάνω δοκιµασία µπορεί να εκτελεστεί από καθιστή θέση σε καρέκλα χωρίς χρήση
ευκαµψιόµετρου (εικόνα 6.5) και ενδείκνυται ιδιαίτερα για ειδικούς πληθυσµούς, όπως ηλικιωµένους και
ασθενείς µε ρευµατοειδή αρθρίτιδα [24, 29].

81
Εικόνα 6.5 Δοκιµασία αναδίπλωσης κορµού από καθιστή θέση.

6.1.4 Δοκιµασία φερµουάρ (Back scratch test)

Σκοπός: Η δοκιµασία χρησιµοποιείται για την αξιολόγηση της ευλυγισίας της ωµικής ζώνης και µπορεί να
εκτελεστεί µε ασφάλεια και από ειδικούς πληθυσµούς, όπως ηλικιωµένους και άτοµα που πάσχουν από
αρθρίτιδα [2, 24, 33].
Περιγραφή: Η διαδικασία αξιολόγησης είναι εξαιρετικά απλή και σύντοµη και για τη διεξαγωγή της
απαιτείται µόνο ένας χάρακας.
Ο δοκιµαζόµενος από όρθια θέση σηκώνει ψηλά το ένα χέρι και λυγίζει τον αγκώνα φέρνοντας την
παλάµη στο άνω µέρος της πλάτης, περίπου στο ύψος του αυχένα µε την παλάµη στραµµένη προς τα µέσα.
Στην συνέχεια λυγίζει τον αγκώνα του άλλου χεριού φέρνοντας την παλάµη περίπου στο κέντρο της πλάτης
µε φορά προς τα έξω. Έχοντας τα δάχτυλα σε πλήρη έκταση προσπαθεί αργά να επικαλύψει τα δάχτυλα των 2
χεριών και να παραµείνει στην τελική θέση για 2-3 sec (εικόνα 6.6 Α και Β). Η διαδικασία επαναλαµβάνεται
µε τα αντίθετα χέρια. Συνίστανται 2 προσπάθειες για το κάθε χέρι µε διάλλειµα 30 sec µεταξύ τους.
Ερµηνεία: Μετριέται η απόσταση µεταξύ των µεσαίων δακτύλων σε εκατοστά. Όσο µεγαλύτερη η
απόσταση τόσο χαµηλότερη η βαθµολογία. Σε άνδρες και γυναίκες ηλικίας άνω των 60 ετών βαθµολογίες (σε
cm) άνω των 5.5 και 2 αντίστοιχα, µεταφράζονται σε µέτρια ως ανεπαρκή ευλυγισία της ωµικής ζώνης [30].
Σηµεία προσοχής: Οι κινήσεις θα πρέπει να εκτελούνται αργά και να έχει προηγηθεί προθέρµανση.

Β
Εικόνα 6.6 A και B Δοκιµασία φερµουάρ.

6.1.5 Δοκιµασία κάθισµα-έγερση 5 επαναλήψεων (Sit-to stand 5)

82
Σκοπός : Η δοκιµασία χρησιµοποιείται ευρέως για την εκτίµηση της δύναµης των κάτω άκρων και της
ισορροπίας και µπορεί να εκτελεστεί µε ασφάλεια από ηλικιωµένους αλλά και άτοµα µε µυοσκελετικές
παθήσεις όπως οστεοαρθρίτιδα και διαταραχές ισορροπίας, όπως νόσο Parkinson [34, 35, 36, 37]. Λόγω του
ότι απαιτεί µια βασική πολυαρθρική κίνηση κλειστής κινηµατικής αλυσίδας χρησιµοποιείται και ως δείκτης
αξιολόγησης συντονιστικών ικανοτήτων [38]. Έχει διαπιστωθεί πως ο αυξηµένος χρόνος, που πιθανόν
χρειάζεται ένας δοκιµαζόµενος για την εκτέλεση της δοκιµασίας, συνδέεται µε πρόβλεψη επακόλουθης
αναπηρίας, εµφάνισης πτώσεων και καταγµάτων [39, 40, 41].
Περιγραφή: Για τη διεξαγωγή της δοκιµασίας χρειάζεται µόνο µια καρέκλα ύψους περίπου 45 cm
και ένα χρονόµετρο.
Ο δοκιµαζόµενος κάθεται στην καρέκλα (γωνία γόνατος στις 90ο) έχοντας τα χέρια σταυρωµένα στο
στήθος µε τις παλάµες στραµµένες προς τα µέσα (εικόνα 6.7). Στην συνέχεια, σηκώνεται και επιστρέφει ξανά
στην καθιστή θέση. Αυτή η διαδικασία πρέπει να επαναληφθεί συνολικά πέντε φορές όσο το δυνατόν
γρηγορότερα χωρίς τη βοήθεια των χεριών.
Ερµηνεία: Καταγράφεται ο χρόνος που χρειάζεται ο δοκιµαζόµενος για να εκτελέσει 5 επαναλήψεις.
Όσο λιγότερος ο χρόνος τόσο καλύτερη η βαθµολογία. Ένας φυσιολογικός χρόνος για την εκτέλεση της
δοκιµασίας από υγιή ηλικιωµένα άτοµα θεωρείται περίπου τα 12-14 sec [42, 43] µε την ερµηνεία να
εξειδικεύεται ως εξής (χειρότερη πρόγνωση για επίδοση άνω των): 11.4 sec για 60-69 έτη, 12.6 sec για 70-79
έτη και 14.8 sec για 80-89 έτη [44]. Επιπλέον ο χρόνος επίδοσης συνδέεται µε την εκτίµηση της ικανότητας
για ανεξάρτητη ή υποβοηθούµενη διαβίωση, ιδιαίτερα όταν υπάρχει συννοσηρότητα (π.χ. Νόσος Πάρκινσον
>12 sec) ή έχουν προηγηθεί άλλες πτώσεις [45].

Εικόνα 6.7 Δοκιµασία κάθισµα-έγερση.

Σηµεία προσοχής: Για την ασφάλεια του δοκιµαζόµενου η καρέκλα πρέπει να βρίσκεται σε σταθερό σηµείο
(π.χ. ένας βοηθός να την κρατάει). Ο δοκιµαζόµενος θα πρέπει να φοράει αθλητικά (ή άλλα χωρίς τακούνι)
παπούτσια και να έχει κάνει προθέρµανση (που περιλαµβάνει εξοικείωση µε την εν λόγω διαδικασία).

6.1.6 Κλίµακα ισορροπίας του Berg (Berg balance scale)

Σκοπός: Η κλίµακα ισορροπίας του Berg αξιολογεί την ικανότητα στατικής και δυναµικής ισορροπίας των
εξεταζόµενων και προβλέπει την πιθανότητα πτώσεων µέσα από την εκτέλεση απλών δοκιµασιών οι οποίες
απαιτούν καλή ισορροπία [46, 47, 48]. Αποτελείται από 14 απλές δοκιµασίες, οι οποίες συχνά εκτελούνται
στις καθηµερινές δραστηριότητες και χρησιµοποιείται, κυρίως, για την αξιολόγηση ηλικιωµένων και ατόµων
µε κινητικές δυσκολίες, όπως περιφερική αρθρίτιδα ή και µετά από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο [49, 50].
Περιγραφή: Για τη διεξαγωγή των δοκιµασιών χρειάζεται µια καρέκλα µε µπράτσα και µια χωρίς
µπράτσα, ένα χρονόµετρο, ένας χάρακας και ένα υποπόδιο ή πάγκος ύψους 15 εκατοστών. Χρειάζεται ακόµα

83
ένα µικρό αντικείµενο, το οποίο ο δοκιµαζόµενος θα κληθεί να σηκώσει από το έδαφος (π.χ. στυλό) (εικόνα
6.8). Ο χρόνος, που απαιτείται για την ολοκλήρωση όλων των δοκιµασιών, είναι 15-20 λεπτά.

Εικόνα 6.8 Δοκιµασία ισορροπίας του Berg.

Οι δοκιµασίες που περιλαµβάνονται στην κλίµακα ισορροπίας του Berg είναι οι εξής:

• να σταθούν όρθιοι χωρίς βοήθεια,


• να σηκωθούν όρθιοι από καθιστή θέση,
• να καθίσουν από όρθια θέση,
• να παραµείνουν καθιστοί χωρίς βοήθεια,
• να µετακινηθούν από το κρεβάτι στην καρέκλα,
• να σηκωθούν και να σταθούν στην όρθια θέση χωρίς βοήθεια,
• να παραµείνουν στην όρθια θέση µε τα µάτια κλειστά,
• να σταθούν µε τα πόδια ενωµένα,
• να σταθούν σε σειρά,
• να σταθούν στο ένα πόδι,
• να εκτελέσουν την ανύψωση ενός αντικειµένου από το έδαφος (εικόνα 6.8),
• να εκτελέσουν εναλλαγή ποδιού σε υποπόδιο,
• να κοιτάξουν πάνω από τους ώµους,
• να εκτελέσουν περιστροφή (360ο).

Ερµηνεία: Οι εξεταζόµενοι βαθµολογούνται µε βάση µια κλίµακα από 0-4 αναλόγως µε την
ικανότητά τους να εκτελούν τις απαιτούµενες δοκιµασίες. Με 0 βαθµολογείται ο εξεταζόµενος, όταν δεν
µπορεί να εκτελέσει µια δοκιµασία, και µε 4, όταν την εκτελεί µε επιτυχία χωρίς καµία βοήθεια. Η συνολική
βαθµολογία κυµαίνεται από 0 ως 56 και σκορ µικρότερο από 45 ισοδυναµεί µε αυξηµένο κίνδυνο εµφάνισης
πτώσεων [51].

6.1.7 Δοκιµασία σήκω και ξεκίνα (Timed up and go)

Σκοπός: Η δοκιµασία χρησιµοποιείται για την αξιολόγηση της δυναµικής ισορροπίας, ευκινησίας και
ταχύτητας κίνησης και ενδείκνυται και για ηλικιωµένους, ασθενείς µε ρευµατοειδή αρθρίτιδα καθώς και
άτοµα µε διαταραχές ισορροπίας, όπως νόσο Parkinson [24, 52, 53, 54]. Αποτελεί µια ιδιαίτερα ευαίσθητη
µέτρηση για την αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας και την πρόβλεψη πτώσεων σε ειδικούς
πληθυσµούς [52, 53, 55].
Περιγραφή: Για τη διεξαγωγή της δοκιµασίας χρειάζεται µια καρέκλα χωρίς µπράτσα, ένα
χρονόµετρο, µια µετροταινία και µια αυτοκόλλητη ταινία όπου ο εξεταστής µπορεί να κολλήσει στο έδαφος
για την οριοθέτηση του χώρου.

84
Ο δοκιµαζόµενος κάθεται στην καρέκλα (γωνία γόνατος στις 90ο) έχοντας τα χέρια σταυρωµένα στο
στήθος µε τις παλάµες στραµµένες προς τα µέσα. Από αυτήν τη θέση σηκώνεται (εικόνα 6.9), περπατάει για 3
µέτρα, στρίβει και επιστρέφει στην καρέκλα στην αρχική του θέση. Σκοπός είναι να διανύσει αυτή την
απόσταση όσο το δυνατόν γρηγορότερα χωρίς να τρέξει. Η διαδικασία επαναλαµβάνεται µε διάλειµµα 30 sec
ανάµεσα στις 2 προσπάθειες.

Εικόνα 6.9 Δοκιµασία σήκω και ξεκίνα.

Ερµηνεία: Καταγράφεται ο χρόνος που χρειάζεται ο δοκιµαζόµενος από την εκκίνηση µέχρι την επιστροφή
στην αρχική του θέση. Όσο λιγότερος ο χρόνος που χρειάζεται τόσο καλύτερη η βαθµολογία. Έχει αναφερθεί
πως χρόνος περισσότερος από 14 sec σε ηλικιωµένα άτοµα συνεπάγεται µε κίνδυνο ή ήδη υπάρχουσα
αδυναµία ανεξάρτητης διαβίωσης [56].
Σηµεία προσοχής: Για την ασφάλεια του δοκιµαζόµενου η καρέκλα πρέπει να βρίσκεται σε σταθερό
σηµείο (π.χ. ένας βοηθός να την κρατάει). Ο δοκιµαζόµενος θα πρέπει να φοράει αθλητικά (ή άλλα χωρίς
τακούνι) παπούτσια, να έχει κάνει προθέρµανση (που περιλαµβάνει εξοικείωση µε την εν λόγω διαδικασία)
και να µην τρέξει καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιµασίας.

6.1.8 Δοκιµασία ισορροπίας στο ένα πόδι (One leg balance)

Σκοπός: Η δοκιµασία χρησιµοποιείται για την αξιολόγηση της ικανότητας στατικής ισορροπίας και
ενδείκνυται και για ειδικούς πληθυσµούς [24, 25]. Έχει βρεθεί πως χαµηλά σκορ σε αυτό το τεστ σχετίζονται
µε µειωµένη σωµατική ικανότητα και αδυναµία και µε αυξηµένο κίνδυνο πτώσεων σε ηλικιωµένα άτοµα [57,
58].
Περιγραφή: Για τη διεξαγωγή της δοκιµασίας χρειάζεται µόνο ένα χρονόµετρο. Ο δοκιµαζόµενος
από όρθια θέση σηκώνει το ένα σκέλος και ακουµπά το πέλµα του στην εσωτερική πλευρά του αντίθετου
σκέλους, στο ύψος του γονάτου. Από το σηµείο αυτό ο εξεταστής ξεκινά τη χρονοµέτρηση και ο
δοκιµαζόµενος προσπαθεί να ισορροπήσει για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο (εικόνα 6.10). Η
διαδικασία σταµατά, όταν ο δοκιµαζόµενος χάσει την ισορροπία του ή µετά το πέρας ενός λεπτού.
Ενδείκνυνται 2 προσπάθειες για το κάθε πόδι µε διάλειµµα 30 sec ανάµεσα στις προσπάθειες.

85
Εικόνα 6.10 Δοκιµασία ισορροπίας στο ένα πόδι.

Ερµηνεία: Καταγράφεται ο µέγιστος χρόνος που θα καταφέρει ο δοκιµαζόµενος να διατηρήσει την


ισορροπία του. Όσο περισσότερος ο χρόνος, τόσο καλύτερη η βαθµολογία. Η αδυναµία ισορροπίας του
δοκιµαζόµενου για περισσότερο από 5 sec συνδέεται µε αυξηµένο κίνδυνο πτώσεων [57].
Σηµεία προσοχής: Ο δοκιµαζόµενος θα πρέπει να φοράει αθλητικά (ή άλλα χωρίς τακούνι)
παπούτσια και να έχει κάνει προθέρµανση (που περιλαµβάνει εξοικείωση µε την εν λόγω διαδικασία).

6.1.9 Δοκιµασία 10 βηµάτων (Ten step test)

Σκοπός: Η δοκιµασία σχεδιάστηκε πρόσφατα εστιάζοντας στην ασφαλή αξιολόγηση της ευκινησίας σε
ηλικιωµένα άτοµα [59].
Περιγραφή: Για τη διεξαγωγή της δοκιµασίας χρειάζεται µόνο ένα σκαλοπάτι ή ένα κιβώτιο ύψους
10 cm. Ο δοκιµαζόµενος βρίσκεται σε όρθια θέση έχοντας µπροστά του το σκαλοπάτι. Τα πέλµατα είναι
παράλληλα µεταξύ τους και βρίσκονται σε επαφή µε το σκαλοπάτι. Ο δοκιµαζόµενος γρήγορα τοποθετεί το
ένα πόδι στο σκαλοπάτι και το κατεβάζει στο έδαφος. Η ίδια κίνηση επαναλαµβάνεται µε τα πόδια εναλλάξ
συνολικά 10 φορές. Η διαδικασία πραγµατοποιείται 2 φορές και καταγράφεται ο καλύτερος χρόνος
εκτέλεσης.
Ερµηνεία: Καταγράφεται ο χρόνος που χρειάζεται ο δοκιµαζόµενος για να εκτελέσει 10
επαναλήψεις. Όσο λιγότερος ο χρόνος τόσο καλύτερη η βαθµολογία. Σε άτοµα ηλικίας 60-69 ετών,
φυσιολογικός χρόνος εκτέλεσης της δοκιµασίας θεωρείται περίπου τα 7 sec ενώ σε άτοµα ηλικίας άνω των 70
περίπου τα 9-11 sec [59]. Χρόνος περισσότερος από 17 sec για την ολοκλήρωση της δοκιµασίας συνδέεται µε
αυξηµένο ρίσκο πτώσεων, ενώ χρόνος λιγότερος από 7 sec συνδέεται µε µειωµένο ρίσκο [60].
Σηµεία προσοχής: Για την ασφάλεια του δοκιµαζόµενου, σε περίπτωση που χρησιµοποιηθεί κιβώτιο,
ο εξεταστής πρέπει να εξασφαλίσει τη σταθερότητά του (π.χ. ένας βοηθός να το κρατάει). Ο δοκιµαζόµενος
θα πρέπει να φοράει αθλητικά (ή άλλα χωρίς τακούνι) παπούτσια και να έχει κάνει προθέρµανση (που
περιλαµβάνει εξοικείωση µε την εν λόγω διαδικασία).

6.1.10 Δοκιµασία εφικτής λειτουργικότητας (Functional reach test)

Σκοπός: Η δοκιµασία έχει σχεδιαστεί για την αξιολόγηση της ισορροπίας ηλικιωµένων ατόµων [61] και
µπορεί να εκτελεστεί µε ασφάλεια και από άλλους ειδικούς πληθυσµούς, όπως ασθενείς µε νόσο Parkinson
[62].
Περιγραφή: Για τη διεξαγωγή της δοκιµασίας χρειάζεται µία µεζούρα η οποία είναι τοποθετηµένη
στον τοίχο (παράλληλα µε το έδαφος), στο ύψος των ώµων του κάθε δοκιµαζόµενου. Ο δοκιµαζόµενος
βρίσκεται σε όρθια θέση έχοντας δεξιά του τον τοίχο µε τη µεζούρα. Τα πέλµατα είναι παράλληλα µεταξύ
τους µε απόσταση ανάµεσά τους περίπου ίση µε το άνοιγµα της λεκάνης. Ο δοκιµαζόµενος σηκώνει το δεξί
χέρι στο ύψος των ώµων (δηµιουργώντας ορθή γωνία µε τον κορµό), όπου βρίσκεται η µεζούρα, και ο
εξεταστής σηµειώνει το σηµείο της µεζούρας που φτάνει ο δοκιµαζόµενος ως σηµείο 0. Στην συνέχεια, ο

86
δοκιµαζόµενος προσπαθεί αργά να φτάσει το χέρι του όσο πιο µακριά από το σώµα του κατά µήκος της
µεζούρας χωρίς να κουνήσει τα πόδια του, να σηκώσει τις φτέρνες ή να χάσει την ισορροπία του. Κατά τη
διάρκεια της δοκιµασίας το αριστερό χέρι ακουµπά χαλαρά στο αριστερό πόδι χωρίς να συµµετέχει στην
κίνηση. Η διαδικασία πραγµατοποιείται 2 φορές για το κάθε χέρι και καταγράφεται η καλύτερη επίδοση.
Ερµηνεία: Το αποτέλεσµα της καλύτερης προσπάθειας καταγράφεται στο κοντινότερο
εκατοστόµετρο. Αν τα ακροδάχτυλα του δοκιµαζόµενου φτάσουν και παραµείνουν για 2-3 sec στα πρώτα 20
cm µετά το σηµείο 0 της µεζούρας, τότε το σκορ είναι 20 cm. Όσο περισσότερα τα εκατοστά, τόσο καλύτερη
η βαθµολογία. Χαµηλή βαθµολογία (<15 cm) συνδέεται µε υψηλό κίνδυνο πτώσεων [63].
Σηµεία προσοχής: O εξεταστής θα πρέπει να σηµειώσει στο έδαφος την αρχική θέση των ποδιών του
δοκιµαζόµενου, έτσι ώστε στις επόµενες προσπάθειες η θέση αφετηρίας να είναι η ίδια. Ο δοκιµαζόµενος θα
πρέπει να φοράει αθλητικά (ή άλλα χωρίς τακούνι) παπούτσια και να έχει κάνει προθέρµανση (που
περιλαµβάνει εξοικείωση µε την εν λόγω διαδικασία).

6.2 Γενικά σηµεία προσοχής


Κατά την αξιολόγηση λαµβάνεται υπόψη η καλύτερη προσπάθεια. Για την ασφάλεια των δοκιµαζόµενων, οι
δοκιµασίες πρέπει να πραγµατοποιούνται σε χώρο όπου το έδαφος είναι επίπεδο. Στις δοκιµασίες που ο
δοκιµαζόµενος βρίσκεται σε εδραία θέση, θα πρέπει να χρησιµοποιείται στρώµα γυµναστικής.

87
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Ζάκας, Α. Η Ευκαµψία και η Βελτίωσή της. (2003).


2. Corbin, C. B., Lindsey, R. & Welk, G. Ασκηση, Ευρωστία, Υγεία. (ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.Χ
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, 2001).
3. Thompson, L. V. Skeletal muscle adaptations with age, inactivity, and therapeutic exercise. J. Orthop.
Sports Phys. Ther. 32, 44–57 (2002).
4. Cummings, S. R. The biology of aging. J. Musculoskelet. Neuronal Interact. 7, 340–1 (2007).
5. Felson, D. T. et al. The prevalence of knee osteoarthritis in the elderly. the framingham osteoarthritis
study. Arthritis Rheum. 30, 914–918 (1987).
6. Carmeli, E., Coleman, R. & Reznick, A. Z. The biochemistry of aging muscle. Exp. Gerontol. 37,
477–489 (2002).
7. Walsmith, J. & Roubenoff, R. Cachexia in rheumatoid arthritis. Int. J. Cardiol. 85, 89–99 (2002).
8. Deary, I. J. & Der, G. Reaction Time, Age, and Cognitive Ability: Longitudinal Findings from Age 16
to 63 Years in Representative Population Samples. Aging, Neuropsychol. Cogn. 12, 187–215 (2005).
9. Plisk, S. Speed, agility and speed endurance development. In:Essentials of Strength Training and
Conditioning. (Human Kinetics, 2000).
10. Alter, M. J. Science of Flexibility. (Human Kinetics, 2004).
11. Reid, K. F. et al. Influence of gender on muscle strength, power and body composition in healthy
subjects and mobility-limited older adults. FASEB J 23, 954.9– (2009).
12. Ottoson, D. The effects of temperature on the isolated muscle spindle. J. Physiol. 180, 636–648
(1965).
13. Swoap, S. J., Johnson, T. P., Josephson, R. K. & Benett, A. F. Temperature, muscle power output and
limitations on burst locomotor performance of the lizard dipsosaurus dorsalis. J. Exp. Biol. 174,
(1993).
14. Petrofsky, J. S., Laymon, M. & Lee, H. Effect of heat and cold on tendon flexibility and force to flex
the human knee. Med. Sci. Monit. 19, 661–7 (2013).
15. Prentice, W. E. Τεχνικές Αποκατάστασης Αθλητικών Κακώσεων. (Εκδόσεις Παρισιανού, 2007).
16. Chatzopoulos, D., Galazoulas, C., Patikas, D. & Kotzamanidis, C. Acute effects of static and dynamic
stretching on balance, agility, reaction time and movement time. J. Sports Sci. Med. 13, 403–9 (2014).
17. Bacurau, R. F. P. et al. Acute effect of a ballistic and a static stretching exercise bout on flexibility
and maximal strength. J. Strength Cond. Res. 23, 304–8 (2009).
18. ACSM. Guidelines for Exercise Testing and Prescription. (Lippincott. Williams & Wilkins, 2013).
19. Smith, K. A., Carrino, J. A. & Carrino, J. MRI-guided interventions of the musculoskeletal system. J.
Magn. Reson. Imaging 27, 339–46 (2008).
20. Lund, P. J., Krupinski, E. A. & Brooks, W. J. Ultrasound evaluation of sacroiliac motion in normal
volunteers. Acad. Radiol. 3, 192–6 (1996).
21. Beimers, L. et al. In-vivo range of motion of the subtalar joint using computed tomography. J.
Biomech. 41, 1390–7 (2008).
22. Kumar, D. et al. Anatomic correlates of reduced hip extension during walking in individuals with
mild-moderate radiographic hip osteoarthritis. J. Orthop. Res. 33, 527–34 (2015).
23. Hirtz, P. Coordination Abilities in School Sports. (Volk und Wissen. [in German], 1985).
24. Γεροδήµος, Β. Η άσκηση ως µέσο πρόληψης και αποκατάστασης χρόνιων παθήσεων - Συµµαχία για
την υγεία. (2013).
25. Ross, S. E. & Guskiewicz, K. M. Examination of static and dynamic postural stability in individuals
with functionally stable and unstable ankles. Clin. J. Sport Med. 14, 332–8 (2004).
26. Καµπίτσης, Χ. Αθλητικές Μετρήσεις. (Εκδόσεις SALTO, 1990).
27. Yamamoto, K. et al. Poor trunk flexibility is associated with arterial stiffening. Am. J. Physiol. Heart
Circ. Physiol. 297, H1314–8 (2009).
28. Sutton-Tyrrell, K. et al. Elevated aortic pulse wave velocity, a marker of arterial stiffness, predicts
cardiovascular events in well-functioning older adults. Circulation 111, 3384–90 (2005).
29. Jones, C. J., Rikli, R. E., Max, J. & Noffal, G. The reliability and validity of a chair sit-and-reach test
as a measure of hamstring flexibility in older adults. Res. Q. Exerc. Sport 69, 338–43 (1998).

88
30. Παξινός, Θ. & Χαβενετίδης, Κ. ΝΟΡΜΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΣΤΙΑ.
(Εκδόσεις Αθλότυπο, 2011).
31. Cailliet, R. Low back pain syndrome. (F.A. Davis Company., 1988).
32. Chillón, P. et al. Hip flexibility is the main determinant of the back-saver sit-and-reach test in
adolescents. J. Sports Sci. 28, 641–8 (2010).
33. Collins, K., Rooney, B. L., Smalley, K. J. & Havens, S. Functional fitness, disease and independence
in community-dwelling older adults in western Wisconsin. WMJ 103, 42–8 (2004).
34. Bohannon, R. W. Sit-to-stand test for measuring performance of lower extremity muscles. Percept.
Mot. Skills 80, 163–6 (1995).
35. Howe, T. & Oldham, J. Functional tests in elderly osteoarthritic subjects: variability of performance.
Nurs. Stand. 9, 35–8 (1995).
36. Gill, T. M., Williams, C. S. & Tinetti, M. E. Assessing risk for the onset of functional dependence
among older adults: the role of physical performance. J. Am. Geriatr. Soc. 43, 603–9 (1995).
37. Whitney, S. L. et al. Clinical measurement of sit-to-stand performance in people with balance
disorders: validity of data for the Five-Times-Sit-to-Stand Test. Physicaltherapy 85, 1034–1045
(2005).
38. Riley, P. O., Krebs, D. E. & Popat, R. A. Biomechanical analysis of failed sit-to-stand. IEEE Trans.
Rehabil. Eng. 5, 353–9 (1997).
39. Campbell, A. J., Borrie, M. J. & Spears, G. F. Risk factors for falls in a community-based prospective
study of people 70 years and older. J. Gerontol. 44, M112–7 (1989).
40. Nevitt, M. C., Cummings, S. R., Kidd, S. & Black, D. Risk factors for recurrent nonsyncopal falls. A
prospective study. JAMA 261, 2663–8 (1989).
41. Guralnik, J. M., Ferrucci, L., Simonsick, E. M., Salive, M. E. & Wallace, R. B. Lower-extremity
function in persons over the age of 70 years as a predictor of subsequent disability. N. Engl. J. Med.
332, 556–61 (1995).
42. Lord, S. R., Murray, S. M., Chapman, K., Munro, B. & Tiedemann, A. Sit-to-stand performance
depends on sensation, speed, balance, and psychological status in addition to strength in older people.
J. Gerontol. A. Biol. Sci. Med. Sci. 57, M539–43 (2002).
43. Whitney, S. L. et al. Clinical measurement of sit-to-stand performance in people with balance
disorders: validity of data for the Five-Times-Sit-to-Stand Test. Phys. Ther. 85, 1034–1045 (2005).
44. Bohannon, R. W. Reference values for the five-repetition sit-to-stand test: a descriptive meta-analysis
of data from elders. Percept. Mot. Skills 103, 215–22 (2006).
45. Tiedemann, A., Shimada, H., Sherrington, C., Murray, S. & Lord, S. The comparative ability of eight
functional mobility tests for predicting falls in community-dwelling older people. Age Ageing 37,
430–5 (2008).
46. Berg, K., Wood-Dauphine, S., Williams, J. I. & Gayton, D. Measuring balance in the elderly:
preliminary development of an instrument. Physiother. Canada (1989).
47. Berg, K. O., Maki, B. E., Williams, J. I., Holliday, P. J. & Wood-Dauphinee, S. L. Clinical and
laboratory measures of postural balance in an elderly population. Arch. Phys. Med. Rehabil. 73,
1073–80 (1992).
48. Berg, K. & Norman, K. E. Functional assessment of balance and gait. Clin. Geriatr. Med. 12, 705–723
(1996).
49. Berg, K., Wood-Dauphinee, S. & Williams, J. I. The Balance Scale: reliability assessment with
elderly residents and patients with an acute stroke. Scand. J. Rehabil. Med. 27, 27–36 (1995).
50. Norén, A. M., Bogren, U., Bolin, J. & Stenström, C. Balance assessment in patients with peripheral
arthritis: applicability and reliability of some clinical assessments. Physiother. Res. Int. 6, 193–204
(2001).
51. Whitney, S. L., Poole, J. L. & Cass, S. P. A Review of Balance Instruments for Older Adults. Am. J.
Occup. Ther. 52, 666–671 (1998).
52. Podsiadlo, D. & Richardson, S. The timed ‘Up & Go’: a test of basic functional mobility for frail
elderly persons. J. Am. Geriatr. Soc. 39, 142–8 (1991).
53. Morris, S., Morris, M. E. & Iansek, R. Reliability of measurements obtained with the Timed ‘Up &
Go’ test in people with Parkinson disease. Phys. Ther. 81, 810–8 (2001).
54. Bennell, K., Dobson, F. & Hinman, R. Measures of physical performance assessments: Self-Paced
Walk Test (SPWT), Stair Climb Test (SCT), Six-Minute Walk Test (6MWT), Chair Stand Test

89
(CST), Timed Up & Go (TUG), Sock Test, Lift and Carry Test (LCT), and Car Task. Arthritis Care
Res. 63, 350–370 (2011).
55. Arnold, C. M. & Faulkner, R. A. The history of falls and the association of the timed up and go test to
falls and near-falls in older adults with hip osteoarthritis. BMC Geriatr. 7, 17 (2007).
56. Shumway-Cook, A., Brauer, S. & Woollacott, M. Predicting the probability for falls in community-
dwelling older adults using the Timed Up & Go Test. Phys. Ther. 80, 896–903 (2000).
57. Vellas, B. J. et al. One-leg balance is an important predictor of injurious falls in older persons. J. Am.
Geriatr. Soc. 45, 735–8 (1997).
58. Vellas, B. J. et al. One-leg standing balance and functional status in a population of 512 community-
living elderly persons. Aging Clin. Exp. Res. 9, 95–98 (2014).
59. Miyamoto, K. et al. A new simple performance test focused on agility in elderly people: The Ten Step
Test. Gerontology 54, 365–72 (2008).
60. Singh, D. K., Pillai, S. G., Tan, S. T., Tai, C. C. & Shahar, S. Association between physiological falls
risk and physical performance tests among community-dwelling older adults. Clin. Interv. Aging 10,
1319–26 (2015).
61. Duncan, P. W., Weiner, D. K., Chandler, J. & Studenski, S. Functional reach: a new clinical measure
of balance. J. Gerontol. 45, M192–7 (1990).
62. Brusse, K. J., Zimdars, S., Zalewski, K. R. & Steffen, T. M. Testing Functional Performance in
People With Parkinson Disease. Phys. Ther. 85, 134–141 (2005).
63. Duncan, P. W., Studenski, S., Chandler, J. & Prescott, B. Functional Reach: Predictive Validity in a
Sample of Elderly Male Veterans. J. Gerontol. 47, M93–M98 (1992)

90
Κεφάλαιο 7

Κλινική ανάλυση βάδισης

Θεµιστοκλής Τσαταλάς PhD, Δηµήτριος Τσαόπουλος PhD, Βασίλειος Σιδέρης MSc, Αθανάσιος
Τσίοκανος PhD, Γιάννης Γιάκας PhD

7 Εισαγωγή
Η Κλινική Ανάλυση Βάδισης, που συναντάται στη διεθνή βιβλιογραφία µε την ορολογία «Clinical Gait
Analysis», είναι η διαδικασία συλλογής και ανάλυσης ποσοτικών δεδοµένων που ενισχύουν την κατανόηση
της αιτιολογίας παθολογικών καταστάσεων της βάδισης και συµβάλλουν στη θεραπευτική τους
αντιµετώπιση. Βασίζεται στη χρήση τεχνολογικού εξοπλισµού, στον οποίο περιλαµβάνονται συνήθως
εξειδικευµένες κάµερες που καταγράφουν την κίνηση των ασθενών, ηλεκτρόδια που τοποθετούνται στην
επιφάνεια του σώµατος και συλλέγουν την ηλεκτρική δραστηριότητα των µυών και δυναµο-πλατφόρµες, που
ενσωµατώνονται στο διάδροµο βάδισης και καταγράφουν τις δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους. O
συνδυασµός των δεδοµένων που εξάγονται από τον παραπάνω εξοπλισµό προσδίδει µια εµπεριστατωµένη
αξιολόγηση της εµβιοµηχανικής της κίνησης. Σηµαντικής σηµασίας είναι, στο τέλος της διαδικασίας, να
γίνεται ερµηνεία των αποτελεσµάτων από µια διεπιστηµονική οµάδα ατόµων, όπως ιατροί,
φυσικοθεραπευτές, εµβιοµηχανικοί και ειδικοί της άσκησης, εξειδικευµένοι τόσο µε τη φυσιολογική όσο και
µε την παθολογική βάδιση [1, 2].
Η βάδιση αποτελεί το βασικότερο τρόπο µετακίνησης των ανθρώπων και χαρακτηρίζεται από
περιόδους φόρτισης και αποφόρτισης των κάτω άκρων. Η ικανότητα φυσιολογικής βάδισης είναι πολύ
σηµαντική, καθώς παρέχει ανεξαρτησία στα άτοµα και είναι απαραίτητη για την εκτέλεση αρκετών
δραστηριοτήτων της καθηµερινής ζωής. Επίσης, διευκολύνει την περάτωση πολλών κοινωνικών και
επαγγελµατικών δραστηριοτήτων. Δεδοµένου ότι ο µέσος άνθρωπος εκτελεί καθηµερινά 5000-15000 βήµατα,
υπολογίζεται ότι πραγµατοποιεί συνολικά 2-5 εκατοµµύρια ανά έτος. Διανύει κατά µέσο όρο δηλαδή 27.000
km, όσο είναι περίπου ένας γύρος της γης [3]. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι περπατούν
«υποσυνείδητα» χωρίς να κουράζονται, η κατανόηση της φυσιολογικής και, ακόµα περισσότερο, της
παθολογικής βάδισης αποτελεί µια σύνθετη διαδικασία. Στόχος, λοιπόν, της Κλινικής Ανάλυσης Βάδισης ή
αλλιώς Ποσοτικής Ανάλυσης Βάδισης είναι να υποβοηθά, κυρίως, τη θεραπεία ατόµων µε πολύπλοκα και µη
εύκολα κατανοητά κινητικά προβλήµατα. Δεν υποκαθιστά σε καµία περίπτωση τη µέθοδο της οπτικής
παρατήρησης που επιστρατεύει ο κλινικός επιστήµονας για να εξάγει συµπεράσµατα και είναι γνωστή µε τη
διεθνή ορολογία «Observational Gait Analysis». Αντιθέτως, δίνεται η δυνατότητα µελέτης µε ακρίβεια
κινητικών προτύπων, στα οποία εµπλέκονται ταυτόχρονα κινήσεις των άνω και κάτω άκρων
περιλαµβάνοντας κινήσεις σε περισσότερα από ένα επίπεδα της κίνησης [1, 2, 4].
Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι η συνοπτική παρουσίαση της όλης διαδικασίας που
ακολουθείται στην Κλινική Ανάλυση Βάδισης. Συγκεκριµένα, το περιεχόµενο που ακολουθεί καλύπτει τρεις
βασικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας συνίσταται στο πώς πραγµατοποιείται η ανάλυση βάδισης και ποιες
επιµέρους µετρήσεις γίνονται κατά τη διεξαγωγή της, ο δεύτερος στην ερµηνεία των δεδοµένων που
εξάγονται και, τέλος, ο τρίτος στις κατηγορίες των ασθενών που µπορούν να επωφεληθούν από την εφαρµογή
της.

7.1 Τρόπος διεξαγωγής της Κλινικής Ανάλυση Βάδισης

91
Όπως προαναφέρθηκε, η Κλινική Ανάλυση Βάδισης βασίζεται στην καταγραφή της βάδισης µε τη συνδροµή
εξειδικευµένου τεχνολογικού εξοπλισµού. Ωστόσο, προηγείται αναλυτική καταχώρηση του ιατρικού
ιστορικού των ασθενών και κλινική εξέταση τους. Η κλινική εξέταση περιλαµβάνει µια σειρά µετρήσεων των
ασθενών σε συνθήκες ηρεµίας. Το είδος των επιµέρους µετρήσεων ποικίλει ανάλογα µε την παθολογική
κατάσταση που αξιολογείται. Ενδέχεται να περιλαµβάνει, εκτός των άλλων, αξιολόγηση του παθητικού
εύρους κίνησης των κάτω άκρων, της µυϊκής δύναµης και του µυϊκού τόνου, της παραµόρφωσης των οστών
καθώς και νευρολογικών παραµέτρων. Τα αποτελέσµατα της φυσικής αξιολόγησης των ασθενών
συσχετίζονται, στη συνέχεια, µε τα δεδοµένα που εξάγονται από την καταγραφή της βάδισης και
συνεισφέρουν στην κατανόηση των αιτιών που ευθύνονται για την απόκλιση από το φυσιολογικό πρότυπο
κίνησης. Αξίζει να σηµειωθεί ότι από µόνη της η κλινική αξιολόγηση δε δίνει επαρκείς διαγνωστικές
πληροφορίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι λειτουργικές της απαιτήσεις είναι µικρές συγκριτικά µε
αυτές που εξετάζονται κατά την καταγραφή της βάδισης, κατά την οποία επιπρόσθετο παράγοντα
επιβάρυνσης αποτελούν η βαρύτητα και η θέση ολόκληρου του σώµατος [4].
Μετά το πέρας της κλινικής αξιολόγησης ακολουθεί ποσοτική µέτρηση του κινητικού πρότυπου
βάδισης των ασθενών. Αρχικά, τοποθετούνται πάνω στην επιφάνεια του σώµατος παθητικοί ανακλαστήρες
(passive reflective markers), οι οποίοι ευθυγραµµίζονται µε συγκεκριµένα ανατοµικά σηµεία και µε τους
άξονες των αρθρώσεων (εικόνα 7.1). Στη συνέχεια, ζητείται από τους εξεταζόµενους να βαδίσουν στο
διάδροµο του εργαστηρίου. Σε όλη τη διάρκεια των προσπαθειών που εκτελούν, γίνεται συνεχής καταγραφή
της θέσης των ανακλαστήρων που είναι προσαρτηµένοι στο σώµα τους, µε τη βοήθεια τρισδιάστατου οπτικο-
ηλεκτρονικού συστήµατος που αποτελείται από τουλάχιστον έξι εξειδικευµένες κάµερες, οι οποίες
επικοινωνούν µε τον κεντρικό υπολογιστή του εργαστηρίου που συλλέγει τα δεδοµένα. Οι κάµερες αυτές
είναι εξοπλισµένες µε διόδους εκποµπής υπέρυθρου φωτός. Το υπέρυθρο φως, που δεν είναι ορατό από το
ανθρώπινο µάτι, αντανακλάται από τους ανακλάστηκες και επιστρέφει στις κάµερες. Ειδικό λογισµικό
επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισµό της τρισδιάστατης θέσης των ανακλαστήρων στο χώρο µε βάση τις
εικόνες που συλλέγονται από κάθε ζεύγος καµερών. Η λογική που χρησιµοποιείται είναι παρόµοια µε την
ανθρώπινη όραση και τον τρόπο που τα µάτια µας συνεργάζονται και κατανοούν το βάθος στο χώρο.
Μαθηµατικά µοντέλα, στα οποία εισάγονται τα ανθρωποµετρικά χαρακτηριστικά των ασθενών, επιτρέπουν
στην πορεία τον υπολογισµό του προσανατολισµού της θέσης των µελών του σώµατος στο χώρο, καθώς και
των γωνιών που σχηµατίζονται µεταξύ τους [2, 4-6].
Η Κλινική Ανάλυση Βάδισης µπορεί να ενισχυθεί µε την καταγραφή των δυνάµεων αντίδρασης του
εδάφους, που επιτυγχάνεται µε τρισδιάστατες δυναµο-πλατφόρµες που ενσωµατώνονται στο διάδροµο
βάδισης του εργαστηρίου. Τα δεδοµένα που συλλέγονται από τις πλατφόρµες, µπορούν να συνδυαστούν µε
τα αντίστοιχα που συλλέγονται από τις κάµερες και να δώσουν πληροφορίες αναφορικά µε τις επιβαρύνσεις
των αρθρώσεων των κάτω άκρων κατά τη διάρκεια της βάδισης.
Συνήθης πρακτική σε πολλά εργαστήρια Κλινικής Ανάλυσης Βάδισης είναι η τοποθέτηση
ηλεκτροδίων στην επιφάνεια συγκεκριµένων µυϊκών οµάδων που συµµετέχουν στη βάδιση και η καταγραφή
της ηλεκτρικής τους δραστηριότητας µε τη µέθοδο της ηλεκτροµυογραφίας (Εlectromyography, EMG). Η
συγκεκριµένη µέθοδος επιτρέπει τη µελέτη ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών της ηλεκτρικής
δραστηριότητας των µυών και µπορεί να συµβάλει µε τον τρόπο της στην κατανόηση νευροµυϊκών
αποκλίσεων των ασθενών από το φυσιολογικό πρότυπο [2, 4].

92
Εικόνα 7.1 Τοποθέτηση ανακλαστήρων µε βάση Schwartz & Rozumalski, [7]. Πρόσθια (α), οπίσθια (β) και πλάγια (γ)
όψη.

Αξίζει να σηµειωθεί ότι όλα τα εργαστήρια ανάλυσης βάδισης δεν διαθέτουν το συνολικό πακέτο του
εξοπλισµού που προαναφέρθηκε. Για παράδειγµα, υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι εφικτή η
τρισδιάστατη αξιολόγηση της κίνησης και αντ΄ αυτού γίνεται δισδιάστατη καταγραφή της βάδισης, που
περιορίζεται στο προσθοπίσθιο επίπεδο. Ωστόσο, η συγκεκριµένη τεχνολογία κρίνεται ανεπαρκής, ειδικά για
την αξιολόγηση της παθολογικής βάδισης που παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στα υπόλοιπα επίπεδα της
ανθρώπινης κίνησης. Τέλος, κάποια οπτικο-ηλεκτρονικά συστήµατα επιτρέπουν τη συγχρονισµένη λήψη
βίντεο µαζί µε τη συλλογή των υπόλοιπων δεδοµένων. Η βιντεοσκόπηση διασφαλίζει σε ένα βαθµό την
ποιότητα των κινηµατικών δεδοµένων του συστήµατος. Μάλιστα, σε κάποιες παθολογικές περιπτώσεις, η
χρήση της ενδείκνυται για την ερµηνεία των αποτελεσµάτων, καθώς το οπτικο-ηλεκτρονικό σύστηµα και η
χρήση µαθηµατικών µοντέλων δεν µπορούν να καταγράψουν συγκεκριµένες παραµορφώσεις µελών του
σώµατος [2].

7.2 Ερµηνεία αποτελεσµάτων Κλινικής Ανάλυσης Βάδισης


Η ερµηνεία των αποτελεσµάτων που εξάγονται από την ανάλυση των δεδοµένων που συλλέγονται κατά την
Κλινική Ανάλυση Βάδισης, προϋποθέτει την σε βάθος κατανόηση της εµβιοµηχανικής της φυσιολογικής
βάδισης. Για αυτό το λόγο, στόχος αυτής της ενότητας είναι να γίνει µια σύντοµη παρουσίαση της ορολογίας
και των βασικών εµβιοµηχανικών παραµέτρων της φυσιολογικής βάδισης. Παράλληλα, επιχειρείται σύγκριση
αυτών των παραµέτρων µε τη δεύτερη βασικότερη µορφή ανθρώπινης µετακίνησης, το τρέξιµο. Μια εκτενής
αναφορά τους ξεφεύγει από τα πλαίσια του παρόντος κεφαλαίου, δεδοµένου ότι στη διεθνή βιβλιογραφία
είναι διαθέσιµα δεκάδες συγγράµµατα και ανασκοπικές εργασίες που έχουν καλύψει διεξοδικά το
συγκεκριµένο αντικείµενο. Ενδεικτικά, προτείνονται στον αναγνώστη οι εξής βιβλιογραφικές αναφορές:
Cavanagh (1990), Dicharry (2010), Dugan και Bhat (2005), Farley και Ferris (1998), Kirtley (2006),
Novacheck (1998), Perry και Burnfield (2010), Racic, Pavic και Brownjohn, (2009), Rose και Gample (2006),
Whittle (2007) και Williams (1985).

7.2.1 Κύκλος διασκελισµού (Gait cycle)

Ο κύκλος διασκελισµού ή απλά διασκελισµός (stride) είναι η βασική «µονάδα» µέτρησης στην ανάλυση της
βάδισης και του τρεξίµατος [8]. Ορίζεται ως η χρονική περίοδος που µεσολαβεί από την επαφή του ενός κάτω
άκρου στο έδαφος έως την επόµενη επαφή του ίδιου άκρου [9, 10]. Από την άλλη πλευρά, βηµατισµός (step)
ορίζεται το τµήµα του διασκελισµού από την επαφή του ενός κάτω άκρου στο έδαφος έως την επαφή του
αντίθετου άκρου [11]. Ένας κύκλος διασκελισµού της βάδισης και του τρεξίµατος µπορεί να υποδιαιρεθεί
περαιτέρω στη φάση στήριξης (stance phase) και στη φάση αιώρησης (swing phase). Η φάση στήριξης
διαρκεί από την πρώτη επαφή (initial contact) του κάτω άκρου µε το έδαφος έως την απογείωσή του (toe off).
Η φάση αιώρησης διαρκεί από τη χρονική στιγµή της απογείωσης (toe off) έως ότου το άκρο πατήσει ξανά

93
στο έδαφος και ξεκινήσει ο επόµενος κύκλος διασκελισµού. Η φάση στήριξης και αιώρησης µπορούν να
υποδιαιρεθούν σύµφωνα µε ορισµένους ερευνητές [4, 6, 9, 12, 13] σε επιπρόσθετες φάσεις, που
περιγράφονται στην εικόνα 7.2.
Η βάδιση και το τρέξιµο οροθετούνται από το γεγονός ότι στην πρώτη µορφή µετακίνησης υπάρχει
πάντα επαφή τουλάχιστον του ενός κάτω άκρου µε το έδαφος [12]. Κάτι τέτοιο δεν συµβαίνει, όµως, στο
τρέξιµο, καθώς παρατηρείται µια εναέρια φάση ή φάση πτήσης (airborne or float phase), κατά τη διάρκεια της
οποίας κανένα από τα δύο άκρα δεν βρίσκεται σε επαφή µε το έδαφος [14]. Στη βάδιση, η εκατοστιαία
χρονική αναλογία, που αντιστοιχεί στη φάση στήριξης, υπερβαίνει το 50% του κύκλου διασκελισµού. Αυτό
έχει ως αποτέλεσµα να παρατηρούνται στα πρώτα και τελευταία 10% του κύκλου διασκελισµού δύο περίοδοι
διπλής στήριξης (double support), όπου και τα δύο κάτω άκρα βρίσκονται στο έδαφος [15]. Στο τρέξιµο η
φάση στήριξης είναι µικρότερη του 50% του κύκλου διασκελισµού. Έτσι, οι φάσεις διπλής στήριξης της
βάδισης αντικαθίστανται από δύο εναέριες φάσεις (double float). Αυτές οι φάσεις εντοπίζονται χρονικά στην
αρχή και στο τέλος της φάσης αιώρησης (swing phase) του τρεξίµατος [16].

Εικόνα 7.2 Φάσεις βάδισης (Α) και τρεξίµατος (Β).

7.2.2 Δύναµη αντίδρασης του εδάφους (ground reaction force)

Η µεταφορά του σωµατικού βάρους στο πόδι στήριξης µετά την πρώτη επαφή µε το έδαφος συνοδεύεται από
την εµφάνιση της λεγόµενης δύναµης αντίδρασης του εδάφους ή εδαφικής δύναµης αντίδραση [4]. Αυτή η
δύναµη είναι ίση σε µέγεθος αλλά αντίθετης διεύθυνσης σε σχέση µε τη δύναµη που εφαρµόζει το πόδι

94
στήριξης στο έδαφος. Αποτελεί διανυσµατικό µέγεθος και µπορεί να αναλυθεί σε τρεις συνιστώσες που είναι
κάθετες µεταξύ τους. Οι συνιστώσες αυτές, όσον αφορά τη βάδιση, παριστάνονται στην εικόνα 7.3 και είναι η
κατακόρυφη Fz (επάνω-κάτω), η προσθοπίσθια Fy (οπίσθια-πρόσθια) και η πλάγια Fx (έξω-έσω πλευρά).
Οι τρεις συνιστώσες της εδαφικής δύναµης αντίδρασης αντιπροσωπεύουν το αλγεβρικό άθροισµα
των επιταχύνσεων του συνόλου των µελών του σώµατος [17]. Η κατακόρυφη συνιστώσα Fz, που είναι και η
µεγαλύτερη από τις τρεις, διαφέρει σηµαντικά στο τρέξιµο συγκριτικά µε τη βάδιση [18]. Συγκεκριµένα, στη
βάδιση η µέγιστη κατακόρυφη συνιστώσα είναι της τάξης της 1 έως 1.25 φοράς του σωµατικού βάρους [19].
Στο τρέξιµο, οι τιµές της αγγίζουν τις 2 µε 5 φορές του σωµατικού βάρους [20]. Στη βάδιση, η κατακόρυφη
δύναµη αντίδρασης παρουσιάζει µια χαρακτηριστική µορφή δύο κορυφών [21]. Η πρώτη κορυφή F1 (εικόνα
7.3) παρατηρείται χρονικά στο πρώτο µισό της φάσης στήριξης. Η κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης ξεπερνά
σε αυτό το σηµείο τη δύναµη που οφείλεται στο σωµατικό βάρος, λόγω του ότι το σώµα επιταχύνεται προς τα
επάνω. Στη συνέχεια, το κάτω άκρο αποφορτίζεται, µε αποτέλεσµα η δύναµη αντίδρασης F2 (εικόνα 7.3) να
µειώνεται κάτω από το σωµατικό βάρος. Η δεύτερη κορυφή της κατακόρυφης δύναµης F3 (εικόνα 7.3)
αντιστοιχεί στην ενεργητική ώθηση του εδάφους στο τέλος της φάσης στήριξης και παίζει βασικό ρόλο, ώστε
να πραγµατοποιηθεί στη συνέχεια µε επιτυχία η φάση αιώρησης. Η προσθοπίσθια συνιστώσα Fy παρουσιάζει
παρόµοια µορφή στο βάδισµα και στο τρέξιµο. Το µέγεθος της είναι περίπου 0.15 φορές το σωµατικό βάρος
στο βάδισµα και 0.5 φορές το σωµατικό βάρος στο τρέξιµο [17, 22, 23]. Μετά την επαφή του κάτω άκρου στο
έδαφος παρατηρείται µια οπίσθια δύναµη F5 στο πρώτο µισό της φάσης στήριξης (εικόνα 7.2), που είναι
αποτέλεσµα της δύναµης τριβής µεταξύ του άκρου ποδιού και της επιφάνειας του εδάφους. Στη συνέχεια,
όµως, η Fy γίνεται πρόσθια (F6), καθώς δίνεται ώθηση προς τα πίσω και ενάντια στο έδαφος. Τέλος, η πλάγια
συνιστώσα Fx παρουσιάζει µεγάλη µεταβλητότητα και διαφέρει σηµαντικά µεταξύ των ατόµων. Κυµαίνεται
από 0.01 φορές του σωµατικού βάρους στο βάδισµα έως 0.1 του σωµατικού βάρους στο τρέξιµο [17, 23].

Εικόνα 7.3 Συνιστώσες της εδαφικής δύναµης αντίδρασης % της φάσης στήριξης κατά τη βάδιση. Κατακόρυφη
Fz (επάνω-κάτω), προσθοπίσθια Fy (οπίσθια-πρόσθια) και πλάγια Fx (έξω-έσω πλευρά) δύναµη % του

95
σωµατικού βάρους (ΣΒ). Οι µεταβλητές F1-F9 αντιπροσωπεύουν τα σηµαντικότερα σηµεία της κάθε καµπύλης,
ενώ οι µεταβλητές T1-T9 αντιστοιχούν στο χρονικό σηµείο εµφάνισής τους.

7.2.3 Χωρο-χρονικές παράµετροι (spatial-temporal or distance-time parameters)

Κατά τη βάδιση και το τρέξιµο οι κινήσεις του σώµατος είναι κυκλικές, περιλαµβάνοντας ακολουθίες στις
οποίες το σώµα στηρίζεται πρώτα στο ένα και µετά στο άλλο κάτω άκρο. Αυτές οι ακολουθίες
χαρακτηρίζονται από µια σειρά παραµέτρων που σχετίζονται µε το χώρο και το χρόνο και καλούνται χωρο-
χρονικές [1]. Οι σηµαντικότερες παράµετροι που αφορούν το χώρο είναι το µήκος διασκελισµού, το µήκος
βηµατισµού και το εύρος της βάσης στήριξης, ενώ οι σηµαντικότερες χρονικές παράµετροι είναι η ταχύτητα
κίνησης και η συχνότητα διασκελισµού [24]. Η απόσταση που καλύπτεται από έναν διασκελισµό και
βηµατισµό αποτελεί το µήκος διασκελισµού (stride length) και µήκος βηµατισµού (step length), αντίστοιχα.
Εύρος της βάσης στήριξης (step width or base of support) καλείται η πλάγια απόσταση µεταξύ της τροχιάς
που διαγράφουν τα άκρα πόδια. Συχνότητα διασκελισµού (cadence/stride frequency) ορίζεται ο αριθµός των
βηµατισµών στη µονάδα του χρόνου (συνήθως βηµατισµοί/min). Τέλος, η ταχύτητα κίνησης είναι προϊόν του
γινοµένου του µήκους και της συχνότητας διασκελισµού.

7.2.4 Κινηµατική (Kinematics)

Η κινηµατική ορίζεται ως ο κλάδος της µηχανικής που εξετάζει την κίνηση του σώµατος, χωρίς να ασχολείται
µε τις δυνάµεις που την προκαλούν [25]. Πρακτικά, αυτό σηµαίνει ότι οι κινηµατικές παράµετροι
περιγράφουν τον τρόπο που κινούνται τα µέλη του σώµατος στο χώρο. Στην εικόνα 7.4, γίνεται γραφική
απεικόνιση των γωνιακών θέσεων της πυέλου και των αρθρώσεων του ισχίου, του γόνατος και της
ποδοκνηµικής σε συνάρτηση µε το χρόνο. Τα κινηµατικά πρότυπα παρουσιάζονται, όσον αφορά την πύελο,
και στα τρία επίπεδα κίνησης (προσθοπίσθιο, µετωπιαίο, εγκάρσιο). Για τις τρεις βασικές αρθρώσεις των
κάτω άκρων η παρουσίαση περιορίζεται µόνο στο προσθοπίσθιο (οβελιαίο) επίπεδο.

Εικόνα 7.4 Κινηµατικά πρότυπα της πυέλου στο µετωπιαίο, προσθοπίσθιο και εγκάρσιο επίπεδο (α).
Κινηµατικά πρότυπα των αρθρώσεων του ισχίου, του γόνατος και της ποδοκνηµικής στο προσθοπίσθιο επίπεδο
(β). Οι γωνιακές θέσεις παριστάνονται % του κύκλου διασκελισµού κατά τη βάδιση, το τρέξιµο και το τρέξιµο µε
µέγιστη ταχύτητα (σπριντ).

Το πρότυπο της κίνησης της πυέλου (κλίση πρόσθια/οπίσθια) στο προσθοπίσθιο επίπεδο είναι παρόµοιο
µεταξύ βάδισης και τρεξίµατος [16]. Το εύρος κίνησης της πυέλου δεν µεταβάλλεται σηµαντικά στο τρέξιµο
µε σκοπό να επιτευχθεί διατήρηση της ενέργειας και ιδανική δροµική οικονοµία. Έτσι, παρατηρείται στο

96
τρέξιµο µόνο µια µικρή αύξηση στην κλίση της πυέλου προς τα εµπρός συγκριτικά µε τη βάδιση [16, 26]. Στο
µετωπιαίο επίπεδο, η πύελος παρουσιάζει τόσο στη βάδιση όσο και στο τρέξιµο πλευρική κλίση προς τα κάτω
στη φάση στήριξης (εικόνα 7.4). Στη φάση αιώρησης παρουσιάζει, όµως, ανοδική πορεία (κλίση προς τα
επάνω) µε σκοπό να γίνει επιτυχηµένη απογείωση του άκρου ποδιού από το έδαφος [27]. Η κίνηση της
πυέλου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο εγκάρσιο επίπεδο, καθώς παρατηρούνται σηµαντικές διαφορές
στη βάδιση και στο τρέξιµο. Συγκεκριµένα, στη βάδιση υπάρχει µετά την πρώτη επαφή µε το έδαφος στροφή
της πυέλου προς τα εµπρός µε σκοπό την αύξηση του µήκους βηµατισµού [28]. Το µειονέκτηµα είναι ότι µε
αυτό τον τρόπο µειώνεται η οριζόντια ταχύτητα κίνησης. Από την άλλη πλευρά, στο τρέξιµο αντίστοιχη
στροφή της πυέλου παρατηρείται στη φάση αιώρησης. Έτσι, επιτυγχάνεται η επιθυµητή αύξηση του µήκους
διασκελισµού και παράλληλα δεν επιβραδύνεται η κίνηση [29].
Συνεχίζοντας την περιγραφή της κίνησης στο προσθοπίσθιο επίπεδο µε την άρθρωση του ισχίου
(εικόνα 7.4), η µέγιστη έκταση της άρθρωσης κατά τη βάδιση παρατηρείται λίγο πριν την απογείωση του
κάτω άκρου και η µέγιστη κάµψη µεταξύ µέσης και τελικής αιώρησης [4, 11]. Στο τρέξιµο, η µέγιστη έκταση
της άρθρωσης του ισχίου είναι παρόµοια αλλά εµφανίζεται αργότερα στον κύκλο διασκελισµού [30]. Η
µέγιστη κάµψη του ισχίου παρατηρείται µετά τα δύο τρίτα της φάσης αιώρησης, τη χρονική στιγµή περίπου
της απογείωσης του άλλου κάτω άκρου [31]. Σε αντίθεση µε το βάδισµα, στο τρέξιµο το ισχίο εκτείνεται στη
συνέχεια της φάσης αιώρησης. Με αυτόν τον τρόπο µειώνεται η οριζόντια ταχύτητα του άκρου ποδιού κατά
την επαφή µε το έδαφος και, συνακόλουθα, η προσθοπίσθια συνιστώσα της δύναµης αντίδρασης του εδάφους
Fy [27].
Μολονότι το πρότυπο της κίνησης της άρθρωσης του γόνατος στη βάδιση και στο τρέξιµο είναι
πανοµοιότυπο (εικόνα 7.4), το εύρος κίνησης διαφοροποιείται σηµαντικά [12]. Σηµαντική επίδραση στις
εµφανιζόµενες γωνίες της άρθρωσης του γόνατος κατά τη διάρκεια του κύκλου διασκελισµού έχει η ταχύτητα
κίνησης και η µεταβλητότητα µεταξύ των ατόµων [4]. Η άρθρωση του γόνατος κατά την πρώτη επαφή µε το
έδαφος βρίσκεται σε κάµψη, που κυµαίνεται µεταξύ 5-15° στο βάδισµα [4, 32] και 20-40° στο τρέξιµο [25].
Μετά την προσγείωση, το γόνατο οδηγείται σε περαιτέρω κάµψη, µε τιµές που κυµαίνονται στις 20-25° στο
βάδισµα και 40-60° στο τρέξιµο [17]. Η µέγιστη κάµψη του γόνατος εµφανίζεται στη φάση της µέσης
στήριξης. Στη συνέχεια, το γόνατο ακολουθεί µια φάση έκτασης και µια νέα φάση κάµψης έως τη στιγµή της
απογείωσης του κάτω άκρου. Τη στιγµή της απογείωσης το γόνατο παρουσιάζει κάµψη 10-40° στο βάδισµα
και 20-40° µοίρες στο τρέξιµο [4]. Στο πρώτο µισό της φάσης αιώρησης, το γόνατο οδηγείται σε επιπρόσθετη
κάµψη µε µέγιστες τιµές 50-65° και 90-125° στο βάδισµα και στο τρέξιµο, αντιστοίχως [25]. Τέλος, µετά την
επίτευξη της µέγιστης τιµής κάµψης το γόνατο εκτείνεται για να προετοιµαστεί για την επόµενη επαφή µε το
έδαφος.
Όσον αφορά την άρθρωση της ποδοκνηµικής (εικόνα 7.4), τόσο στη βάδιση όσο και στο αργό
τρέξιµο η πρώτη επαφή µε το έδαφος πραγµατοποιείται µε το πίσω µέρος του άκρου ποδιού (πτέρνα). Με την
αύξηση της ταχύτητας τρεξίµατος παρατηρείται το φαινόµενο η πρώτη επαφή να γίνεται µε ολοένα και πιο
µπροστινό τµήµα του άκρου ποδιού. Έτσι, στο τρέξιµο µέγιστης ταχύτητας (σπριντ) η προσγείωση στο
έδαφος γίνεται µε τα ακροδάχτυλα. Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί το τρέξιµο από το
σπριντ [12].
Κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος στο βάδισµα, η ποδοκνηµική άρθρωση παρουσιάζει πελµατιαία
κάµψη 5-8°, οδηγείται στη συνέχεια σε ραχιαία κάµψη 10-14° κατά τη φάση στήριξης και καταλήγει σε
πελµατιαία κάµψη 15-20° κατά την απογείωση από το έδαφος [9]. Στη αρχική φάση αιώρησης, το άκρο πόδι
συνεχίζει να βρίσκεται σε πελµατιαία κάµψη περίπου 20°. Στη συνέχεια, όµως, της αιώρησης
πραγµατοποιείται ραχιαία κάµψη 2-5°, ώστε να γίνει προετοιµασία για την προσγείωση [33]. Στο τρέξιµο, η
πρώτη επαφή µε το έδαφος δεν συνοδεύεται από πελµατιαία κάµψη, όπως συµβαίνει στη βάδιση. Αντίθετα,
συνοδεύεται από ραχιαία κάµψη 10-17°, η οποία αυξάνεται στις 20-30° κατά το µέσον της φάσης στήριξης
και µετατρέπεται σε πελµατιαία κάµψη 10-20° κατά την απογείωση του κάτω άκρου. Η πελµατιαία κάµψη
συνεχίζεται στην αρχική φάση αιώρησης (εύρος 15-30°), ενώ στο τέλος της αιώρησης µετατρέπεται µε τη
σειρά της σε ραχιαία κάµψη 5-15° [13].
Κινητική (Kinetics). Ο κλάδος της µηχανικής, που εξετάζει τις αιτίες της κίνησης, καλείται κινητική
[34]. Η κινητική ασχολείται µε τον προσδιορισµό των συνισταµένων αρθρικών ροπών (resultant joint
moments) και της ισχύος (power) κατά την ανθρώπινη µετακίνηση. Αυτές προκύπτουν από το συνδυασµό
των κινηµατικών παραµέτρων και των δυνάµεων αντίδρασης του εδάφους κατά τη βάδιση και το τρέξιµο. Η
µαθηµατική µέθοδος, που χρησιµοποιείται για τον υπολογισµό τους, ονοµάζεται αντίστροφη δυναµική
(inverse dynamics). Η συνισταµένη των ροπών σε κάθε άρθρωση περιλαµβάνει τις ροπές από τους αγωνιστές
και ανταγωνιστές µύες, τις αρθρικές επιφάνειες, καθώς και τους συνδέσµους [35]. H ροπή που αναπτύσσεται

97
από τον αγωνιστή µυ σε µια γωνία της άρθρωσης ισούται µε το γινόµενο της δύναµης του µυός επί το µήκος
του µοχλοβραχίονα δύναµης του µυοτενόντιου συστήµατος (muscle-tendon moment arm) στη συγκεκριµένη
γωνία. Ως µοχλοβραχίονας δύναµης ορίζεται η κάθετη απόσταση από το κέντρο περιστροφής της άρθρωσης
έως τη γραµµή δράσης του µυοτενόντιου συµπλέγµατος [36]. Η ισχύς µε τη σειρά της αποτελεί το γινόµενο
των συνισταµένων αρθρικών ροπών και της γωνιακής ταχύτητας [37]. Η θετική ισχύς συνοδεύεται από
παραγωγή ενέργειας και συνδέεται µε τη µειοµετρική δράση του µυός, ενώ η αρνητική ισχύς υποδηλώνει
απόσβεση ενέργειας και συνδέεται µε την πλειοµετρική δράση του µυός [37]. Στην εικόνα 7.5 παριστάνονται
γραφικά οι αρθρικές ροπές και η ισχύς των κάτω άκρων στο προσθοπίσθιο επίπεδο κατά τη βάδιση.
Με το ισχίο σε κάµψη κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος, η συνισταµένη δύναµη αντίδρασης του
εδάφους βρίσκεται µπροστά σε σχέση µε το κέντρο της άρθρωσης του ισχίου. Το γεγονός αυτό έχει ως
αποτέλεσµα να εµφανίζεται ροπή έκτασης στην άρθρωση [17]. Κατά τη µετάβαση από τη φάση υποδοχής
φόρτισης στη µέση στήριξη του κύκλου διασκελισµού παρατηρείται η πρώτη παραγωγή θετικής ισχύς (H 1;
εικόνα 7.5). Στη µέση στήριξη, η µετατόπιση του κέντρου της άρθρωσης του ισχίου µπροστά από τη
συνισταµένη δύναµη αντίδρασης του εδάφους οδηγεί σε ροπή κάµψης [4]. Στη φάση της τελικής στήριξης
υπάρχει απόσβεση ισχύος (H2; εικόνα 7.5), καθώς η έκταση του ισχίου επιβραδύνεται µέσω των καµπτηρών
µυών του [38]. Η προαναφερθείσα ροπή κάµψης παρουσιάζει τη µέγιστη τιµή της στη φάση προ-αιώρησης
και, στη συνέχεια, στη φάση αιώρησης µετατρέπεται σε ροπή έκτασης, ενώ παράλληλα κάνει την εµφάνισή
της µια δεύτερη παραγωγή θετικής ισχύος (H3; εικόνα 7.5).
Η απότοµη κρούση του κάτω άκρου κατά την προσγείωση στο έδαφος και η πρόσθια τοποθέτηση της
συνισταµένης δύναµης αντίδρασης του εδάφους σε σχέση µε την άρθρωση του γόνατος συνεπάγονται την
εµφάνιση ροπής κάµψης, που εµποδίζει την υπερέκταση του γόνατος [4]. Στη συνέχεια, η ταχεία κάµψη του
γόνατος κατά τη φάση υποδοχής της φόρτισης οδηγεί σε ροπή έκτασης, που εξασφαλίζει σταθερότητα στην
άρθρωση. Παράλληλα, παρατηρείται απόσβεση ισχύος Κ1 (εικόνα 7. 5) λόγω της πλειοµετρικής δράσης των
πρόσθιων µηριαίων. Ακολουθεί µια µικρή φάση παραγωγής ισχύος Κ2 (εικόνα 7.5), που υποβοηθά την
έκταση του γόνατος. Η ροπή έκτασης δίνει τη θέση της στη ροπή κάµψης, που διαρκεί µέχρι την τελική
στήριξη. Στην προ-αιώρηση και στην αρχική αιώρηση εµφανίζεται και πάλι ροπή έκτασης, που ελέγχει την
απότοµη κάµψη του γόνατος. Για αυτό το λόγο παρατηρείται η απόσβεση ισχύος Κ3 (εικόνα 7. 5).Τέλος, η
ροπή κάµψης και η απόσβεση ισχύος Κ4 (εικόνα 7.5) στην τελική αιώρηση ελέγχουν το ρυθµό έκτασης του
γόνατος πριν την προσγείωση στο έδαφος [38].

Εικόνα 7.5 Γραφική απεικόνιση των ροπών και της ισχύος των αρθρώσεων των κάτω άκρων κατά το κύκλο διασκελισµού
της βάδισης στο προσθοπίσθιο επίπεδο. Οι µεταβλητές H1-H3, K1-K4 και A1-A2 αντιπροσωπεύουν τα σηµαντικότερα

98
σηµεία των κυµατοµορφών της ισχύος. Σηµείωση: Ε, έκταση; K, κάµψη; ΠΑ, πελµατιαία κάµψη; ΡΚ, ραχιαία κάµψη; Π,
παραγωγή ενέργειας; Α, απόσβεση ενέργειας.

Η συνισταµένη δύναµη αντίδρασης του εδάφους βρίσκεται µπροστά από το κέντρο της ποδοκνηµικής
άρθρωσης κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος. Έτσι, απαιτείται ροπή ραχιαίας κάµψης µε σκοπό να
αποφευχθεί η απότοµη πτώση του άκρου ποδιού. Σε αυτή τη φάση παρατηρείται η απόσβεση ισχύος Α1
(εικόνα 7. 5), λόγω της πλειοµετρικής δράσης των ραχιαίων καµπτήρων της ποδοκνηµικής. Στη συνέχεια της
φάσης στήριξης, η συνισταµένη δύναµη αντίδρασης του εδάφους µετακινείται πίσω από την ποδοκνηµική και
παράγεται ροπή πελµατιαίας κάµψης. Η απόσβεση ισχύος παραµένει µέχρι την τελική στήριξη. Στην προ-
αιώρηση, όµως, παρατηρείται απότοµη παραγωγή ισχύος (Α2; εικόνα 7.5), εκµεταλλευόµενη την ελαστική
ενέργεια που συσσωρεύτηκε στον τένοντα κατά τη φάση απόσβεσης Α1. Το γεγονός αυτό καλείται φάση
ώθησης (push-off) της ποδοκνηµικής και θεωρείται σύµφωνα µε πολλούς ερευνητές ως η βασική προωθητική
δύναµη του κάτω άκρου στη βάδιση [4]. Τέλος, µια µικρή ροπή ραχιαίας κάµψης στη φάση αιώρησης
συντελεί σηµαντικά στην επιτυχηµένη ανόρθωση του άκρου ποδιού σε αυτή τη φάση.

7.2.5 Ηλεκτροµυογραφία (EMG)

Η ηλεκτροµυογραφία είναι η µέθοδος µε την οποία γίνεται καταγραφή και µελέτη της ηλεκτρικής
δραστηριότητας (δυναµικών ενέργειας) του µυός, που προκαλείται κατά τη φάση διέγερσής του από το
νευρικό σύστηµα [39]. Αποτελεί, συνήθως, επικουρική µέθοδο στην ανάλυση βάδισης και γενικότερα στην
εµβιοµηχανική, δεδοµένου ότι η ηλεκτροµυογραφική δραστηριότητα παρουσιάζει µεγάλη µεταβλητότητα
εντός και µεταξύ των ατόµων, καθώς και µεταξύ των µετρήσεων [40-42]. Συνήθως, το ενδιαφέρον κατά την
ανάλυση βάδισης εστιάζεται στις χρονικές παραµέτρους (έναρξη, λήξη και διάρκεια) του
ηλεκτροµυογραφήµατος για τους µύες των κάτω άκρων. Τέτοιοι είναι η έσω κεφαλή του τετρακέφαλου µυός
(vastus medialis, VM), που είναι εκτείνοντας του γόνατος, ο ηµιτενοντώδης µυς (semitendinosus, ST), που
είναι διαρθρικός µυς, καθώς εκτείνει το ισχίο και κάµπτει το γόνατο, ο πρόσθιος κνηµιαίος (tibialis anterior,
TA), που είναι ραχιαίος καµπτήρας της ποδοκνηµικής και, τέλος, ο γαστροκνήµιος µυς (gastrocnemius,
GAS), που είναι πελµατιαίος καµπτήρας της ποδοκνηµικής.
Το πρότυπο της ηλεκτροµυογραφικής δραστηριότητας για την έσω κεφαλή του τετρακεφάλου µυός
είναι παρόµοιο µεταξύ βάδισης και τρεξίµατος. Η έναρξη της δραστηριότητάς του παρατηρείται στο 80%,
ενώ η λήξη στο 15% του κύκλου διασκελισµού [43, 44]. Ο ηµιτενοντώδης ενεργοποιείται χρονικά περίπου
όπως και η έσω κεφαλή του τετρακεφάλου στη βάδιση. Στο τρέξιµο, η ενεργοποίησή του γίνεται λίγο
νωρίτερα στο 70%, σε σχέση µε το 77% του κύκλου, που παρατηρείται στη βάδιση [43, 45]. Ο πρόσθιος
κνηµιαίος ενεργοποιείται τόσο στη βάδιση όσο και στο τρέξιµο λίγο πριν την απογείωση του κάτω άκρου από
το έδαφος και την είσοδο στη φάση αιώρησης. Λόγω της µειωµένης φάσης στήριξης στο τρέξιµο η έναρξη
της δραστηριότητάς του πρόσθιου µηριαίου γίνεται νωρίτερα σε σχέση µε το τρέξιµο. Η λήξη της
δραστηριότητας του εντοπίζεται και στους δύο τύπους της ανθρώπινης µετακίνησης στο πρώτο στάδιο της
φάσης στήριξης, περίπου στο 10-15% του κύκλου διασκελισµού [14, 31]. Τη µεγαλύτερη διαφοροποίηση,
όσον αφορά τα χρονικά χαρακτηριστικά του ηλεκτροµυογραφήµατος, µεταξύ βάδισης και τρεξίµατος
παρουσιάζει ο γαστροκνήµιος. Συγκεκριµένα, στη βάδιση ενεργοποιείται, κυρίως, µεταξύ 25-55% του
κύκλου βάδισης, ενώ στο τρέξιµο η έναρξη είναι στο 86% και η λήξη στο 25% του κύκλου [14, 43].

7.3 Κατηγορίες των ασθενών που αφορά η Κλινική Ανάλυση Βάδισης


Στην παρούσα ενότητα γίνεται αναφορά στα χαρακτηριστικά των σηµαντικότερων παθήσεων που προκαλούν
διαταραχή της φυσιολογικής βάδισης και ενδείκνυται η εφαρµογή της Κλινικής Ανάλυσης Βάδισης.

7.3.1 Εγκεφαλικό Επεισόδιο

Τα εγκεφαλικά επεισόδια (ΕΕ) αποτελούν την τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου στις ανεπτυγµένες χώρες µετά
τα καρδιαγγειακά νοσήµατα και τον καρκίνο. Συνολικά 4,7 εκατοµµύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ έχουν υποστεί
κάποιο ΕΕ, ανεβάζοντας το κόστος της περίθαλψής τους στα 18 δις δολάρια το χρόνο. Στην Ευρωπαϊκή
Ένωση λόγω της συνεχιζόµενης αύξησης του µέσου όρου επιβίωσης και, συνεπώς, γήρανσης του πληθυσµού

99
από περίπου 1.1 εκατ. ασθενείς το έτος 2000, προβλέπεται ότι θα έχουµε 1.5 εκατ. νέες περιπτώσεις το 2025
[46, 47]. Τα εγκεφαλικά επεισόδια τα κατατάσσουµε σε ισχαιµικά επεισόδια και εγκεφαλικές αιµορραγίες. Τα
ισχαιµικά εγκεφαλικά επεισόδια είναι συχνότερα (80%) και δηµιουργούνται από απόφραξη ενός αγγείου,
συνήθως, λόγω θρόµβου. Ως αποτέλεσµα της απόφραξης, ο εγκέφαλος, που αρδεύεται από το αγγείο αυτό,
νεκρώνεται. Τα κύρια αίτια των ισχαιµικών εγκεφαλικών είναι η αθηρωµάτωση αρτηριών (καρωτίδες και
σπονδυλικές αρτηρίες) και καρδιακές παθήσεις όπως το έµφραγµά µυοκαρδίου και κυρίως η κολπική
µαρµαρυγή [48]. Οι αιµορραγίες αποτελούν το 20% των εγκεφαλικών και οφείλονται, συνήθως, σε υπέρταση
ή ανεύρυσµα του εγκεφάλου. Στην περίπτωση αυτή τα αγγεία σπάνε και αίµα χύνεται µέσα στο εγκέφαλο µε
αποτέλεσµα την καταστροφή του. Η κλινική εικόνα του ΕΕ περιλαµβάνει ποικιλία συµπτωµάτων, όπως
κινητικές διαταραχές (παραλύσεις της µιας πλευράς του σώµατος, απώλεια εκούσιου ελέγχου της κίνησης,
πτώση της γωνίας του στόµατος ή παραµόρφωση του προσώπου), διαταραχές αντανακλαστικών και
σπαστικότητα σε συγκεκριµένους µυς, διαταραχές αισθητικότητας, διαταραχές ελέγχου της ούρησης και της
αφόδευσης, αδυναµία επικοινωνίας-λόγου, ελλείµµατα όρασης και διαταραχές µνήµης, αντίληψης και
πράξης. Παρατηρείται αυξηµένος τόνος των εκτεινόντων µυών των κάτω άκρων. Επίσης, το ισχίο βρίσκεται
σε έσω στροφή και προσαγωγή, το γόνατο σε έκταση και ο άκρος πόδας σε πελµατιαία κάµψη, ενώ το έσω
χείλος σε ανάσπαση. Τα δάχτυλα του ποδιού βρίσκονται σε πελµατιαία κάµψη και το µεγάλο δάχτυλο
πιθανώς σε έκταση [4].

7.3.2 Αρθρίτιδα

Με τον όρο αρθρίτιδα ή αρθροπάθεια γίνεται λόγος για τις παθήσεις των αρθρώσεων που οδηγούν σε
εκφυλισµό τους. Στη βιβλιογραφία έχουν αναγνωριστεί περισσότερες από 100 παθήσεις των αρθρώσεων, µε
πιο συνήθεις την οστεοαρθρίτιδα (osteoarthritis, OA), την ρευµατοειδή αρθρίτιδα (rheumatoid arthritis, RA)
και την ινοµυαλγία (fibromyalgia) [49]. Στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής και για τη διετία 2007-2009
διαγνώστηκαν µε κάποιο τύπο αρθρίτιδας περίπου 50 εκατοµµύρια Αµερικανοί, που αντιπροσώπευαν το 22%
του πληθυσµού. Αξίζει να σηµειωθεί ότι για τις ηλικίες άνω των 65 ετών το ποσοστό άγγιξε το 50% [50]. H
OA είναι γνωστή ως εκφυλιστική ασθένεια των αρθρώσεων. Τα περισσότερα περιστατικά ΟΑ συναντώνται
στα χέρια, ενώ αναφορικά µε τις αρθρώσεις, που υποβαστάζουν το βάρος τους σώµατος, συχνότερα
εµφανίζεται στην άρθρωση του γόνατος και ακολουθεί η άρθρωση του ισχίου [51]. Το βασικότερο σύµπτωµα
της ασθένειας είναι ό πόνος στις αρθρώσεις και η σκληρότητα (stiffness) λόγω του εκφυλισµού του αρθρικού
χόνδρου. Αλλά συµπτώµατα είναι η δυσκαµψία, το οίδηµα, η µειωµένη λειτουργικότητα των αρθρώσεων, η
αστάθεια και ατροφία των γειτονικών µυϊκών οµάδων. Τα παραπάνω συµπτώµατα έχουν ως αποτέλεσµα τα
άτοµα, που πάσχουν στα άνω άκρα, να έχουν προβλήµατα να σηκώνουν και να µεταφέρουν αντικείµενα,
καθώς και να παρουσιάζουν δυσκολίες στο να ντυθούν. Από την άλλη πλευρά, τα άτοµα που πάσχουν στα
κάτω άκρα δυσκολεύονται στο ανέβασµα των σκαλοπατιών, στο βάδισµα ή ακόµα και σε πιο απλές
δραστηριότητες, όπως το σήκωµα και κάθισµα από την καρέκλα. Η µείωση της κινητικότητας και η αύξηση
του πόνου και της ευαισθησίας των αρθρώσεων οδηγεί τελικά σε απώλεια της ανεξαρτησίας των ασθενών και
σε µείωση της ποιότητας ζωής τους [52]. Η αιτιολογία της ΟΑ δεν έχει αποσαφηνιστεί, αν και αρκετοί
παράγοντες φαίνεται να ευθύνονται για την εκδήλωση της. Παράγοντες κινδύνου είναι η ηλικία, ο
προγενέστερος τραυµατισµός της άρθρωσης, η προβληµατική ευθυγράµµιση της άρθρωσης και η
παχυσαρκία. Κάθε ένας από αυτούς τους παράγοντες µεµονωµένα έχει τη δυναµική να δηµιουργεί µη
φυσιολογική κατανοµή των επιβαρύνσεων στην άρθρωση και να µεταβάλει την εµβιοµηχανική της κίνησης.
Επίσης, κάθε ένας από τους παραπάνω παράγοντες ευθύνεται τόσο για την εµφάνιση όσο και για την εξέλιξη
της ασθένειας. Μελέτες έχουν δείξει ότι ασθενείς µε οστεοαρθρίτιδα παρουσιάζουν έλλειµµα στη δύναµη,
στην ευλυγισία και στην αερόβια ικανότητα συγκριτικά µε συνοµήλικες οµάδες ελέγχου. Το γεγονός αυτό
οφείλεται, κυρίως, στον καθιστικό τρόπο ζωής που ακολουθούν, βασιζόµενοι στην πεποίθηση ότι η απραξία
δεν θα επιδεινώσει το πρόβληµα. Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς
η άσκηση δεν ευθύνεται ούτε για την επιδείνωση των συµπτωµάτων ούτε για την εξέλιξη της
οστεοαρθρίτιδας [53].
Η RA είναι µια χρόνια φλεγµονώδης πάθηση και σχετίζεται µε βλάβη του ανοσοποιητικού
συστήµατος που «επιτίθεται» την αρθρική κάψα, επειδή την αναγνωρίζει ως παθογόνο στοιχείο. Προσβάλλει,
κυρίως, τις συνοβιακές αρθρώσεις (διαρθρώσεις) και παρουσιάζει περιόδους έξαρσης, που µπορεί να
εναλλάσσονται µε περιόδους µειωµένης δραστηριότητας. Τα συνηθέστερα συµπτώµατα που τη συνοδεύουν
είναι ο πόνος, το οίδηµα, η σκληρότητα (stiffness) και η µειωµένη κινητικότητα της άρθρωσης [54]. Τα

100
άτοµα που πάσχουν από RA εµφανίζουν 2-3 φορές µεγαλύτερη θνησιµότητα σε σχέση µε τον υγιή πληθυσµό.
Στις αρνητικές επιπτώσεις της νόσου περιλαµβάνεται η πρώιµη γήρανση. Ασθένειες, όπως η αθηροσκλήρωση
η οστεοπόρωση και οι διαταραχές ύπνου, που φυσιολογικά χρειάζονται δεκαετίες για να εξελιχθούν αλλάζουν
δραµατικά την κλινική εικόνα ατόµων που νοσούν από RA. Οι συχνότερες δυσµορφίες του άκρου ποδιού που
εµφανίζονται στους ασθενείς µε RA και προκαλούν διαταραχές στη βάδιση είναι οι ακόλουθες [55]:

• Βλαισό µεγάλο δάχτυλο (Hallux abducto valgus)


• Υπερπρηνισµος
• Μεταταρσαλγια
• Σφυροδακτυλία και γαµψοδακτυλία.

Επίσης, οι ασθενείς µε RA εµφανίζουν έντονη έξω στροφή της υπαστραγαλικής άρθρωσης µε


ταυτόχρονη έντονη έσω στροφή της κνήµης κατά την φάση στήριξης στη βάδιση.

7.3.3 Εγκεφαλική Παράλυση

Η εγκεφαλική παράλυση ανήκει στις νευρολογικές διαταραχές, οι όποιες οφείλονται σε βλάβες του Κ.Ν.Σ.
Είναι η πιο κοινή αλλά και η πιο περιπλοκή διαταραχή. Η συχνότητά της υπολογίζεται σε 1-2 περιπτώσεις
ανά 1.000 άτοµα του γενικού πληθυσµού. Η εγκεφαλική παράλυση (ΕΠ) προκαλεί χρόνια δυσλειτουργία του
µυοσκελετικού συστήµατος. Ο ορός ΕΠ χρησιµοποιείται για να περιγράψει µια οµάδα συνδρόµων µε κοινό
χαρακτηριστικό την κινητική διαταραχή λόγω µιας µη προϊούσας εγκεφαλικής βλάβης. Τα αίτια είναι
προγεννητικά, περιγεννητικά ή µετα-γεννητικά. Διακρίνεται αδρά σε σπαστική µορφή που αποτελεί την
συχνότερη µορφή (67-85%), την αταξική (3,5-9%) και την αθετωσική ή αταξική (1,5-4%). Τοπογραφικά η
ΕΠ διακρίνεται σε ηµιπληγία (προσβολή σύστοιχου άνω και κάτω άκρου), διπληγία (προσβολή κυρίως των
κάτω άκρων) και τετραπληγία (προσβολή άνω και κάτω άκρων). Οι ασθενείς µε ηµιπληγία και διπληγία είναι
περιπατητικοί, ενώ οι ασθενείς µε τετραπληγία στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν µπορούν να βαδίσουν.
Παρόλο που η εγκεφαλική βλάβη είναι στάσιµη ή µη προοδευτικά επιδεινούµενη [56], παρατηρείται
µεταβαλλόµενη εξέλιξη των κλινικών χαρακτηριστικών. Έτσι, ο εγκέφαλος του παιδιού που πάσχει από
εγκεφαλική παράλυση βρίσκεται σε διαρκή νευροαναπτυξιακή σύγκρουση γιατί από τη µια µεριά υπάρχει η
οντογενετική φυσιολογική πορεία της ανάπτυξης και ωρίµανσης και από την άλλη µεριά η καταστολή των
φαινοµένων αυτών εξαιτίας της αποδιοργανωµένης εγκεφαλικής λειτουργίας. Η εγκεφαλική παράλυση συχνά
συνοδεύεται και από άλλες διαταραχές, όταν εκτός από τα κινητικά κέντρα υπάρχει βλάβη και σε άλλες
περιοχές του εγκεφάλου. Αυτές είναι η νοητική καθυστέρηση, οι διαταραχές των αισθητηριακών λειτουργιών,
της αντίληψης, της µάθησης, της οµιλίας και οι επιληπτικές κρίσεις [56, 57].
Όσον αφορά τη βάδιση, σε ασθενείς µε ΕΠ η βλάβη στο ΚΝΣ µπορεί να προκαλέσει τα ακόλουθα [4,
11]:

Ποδοκνηµική άρθρωση
• Αυξηµένη ραχιαία έκταση κατά τη φάση στήριξης.
• «Διπλός ήβος» κατά τη φάση στήριξης.
• Αυξηµένη πελµατιαία κάµψη κατά τη φάση αιώρησης.
Άρθρωση Γόνατος
• Αλµατώδης Βάδιση.
• Βάδιση Υπόκλισης.
• Βάδιση άκαµπτου γόνατος.
• Βάδιση ανάκυρτου γόνατος.
Άρθρωση Ισχίου
• Ελαττωµένη έκταση κατά την τελική στήριξη.
• Ελαττωµένη κάµψη κατά την αιώρηση.
• Ελαττωµένο εύρος κίνησης στο ισχίο.

101
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Kirtley, C., Clinical gait analysis. Theory and practice. 2006: Elsevier, Churcill Livingstone.
2. Baker, R., Measuring Walking: A Handbook of Clinical Gait Analysis. 2013, UK: Mac Keith Press.
3. Sequeira, M.M., et al., Physical activity assessment using a pedometer and its comparison with a
questionnaire in a large population survey. American Journal of Epidemiology, 1995. 142(9): p. 989-
999.
4. Perry, J. and J.M. Burnfield, Gait analysis. Normal and pathological function. 2nd ed. 2010,
Thorofare, NJ: SLACK Incorporated.
5. Levine, D., J. Richards, and W. M.W., Whittle's Gait Analysis. 2012: Esevier.
6. Rose, J. and J.G. Gample, eds. Human walking. 3rd ed. 2006, Lippincott Williams & Wilkins.
7. Schwartz, M.H. and A. Rozumalski, A new method for estimating joint parameters from motion data.
J Biomech, 2005. 38(1): p. 107-116.
8. Gage, J.R., An overview of normal walking. Instructional course lectures, 1990. 39: p. 291-303.
9. Dugan, S.A. and K.P. Bhat, Biomechanics and analysis of running gait. Physical Medicine and
Rehabilitation Clinics of North America, 2005. 16(3): p. 603-621.
10. Dicharry, J., Kinematics and kinetics of gait: From lab to clinic. Clinics in Sports Medicine, 2010.
29(3): p. 347-364.
11. Gage, J.R., Gait analysis in cerebral palsy. 1991, New York, NY: Mac Keith Press.
12. Novacheck, T.F., The biomechanics of running. Gait & Posture, 1998. 7(1): p. 77-95.
13. Ounpuu, S., The biomechanics of walking and running. Clinics in Sports Medicine, 1994. 13(4): p.
843-863.
14. Cappellini, G., et al., Motor patterns in human walking and running. Journal of Neurophysiology,
2006. 95(6): p. 3426-3437.
15. Ayyappa, E., Normal human locomotion, part 1: Basic concepts and terminology. Journal of
Prosthetics and Orthotics, 1997. 9(1): p. 10-17.
16. Novacheck, T.F., Walking, running, and sprinting: a three-dimensional analysis of kinematics and
kinetics. Instructional course lectures, 1995. 44: p. 497-506.
17. Hamill, J. and K.M. Knutzen, Biomechanical basis of human movement. 3rd ed. 2009: Lippincott
Williams & Wilkins.
18. Farley, C.T. and D.P. Ferris, Biomechanics of walking and running: center of mass movements to
muscle action. Exerc Sport Sci Rev, 1998. 26: p. 253-85.
19. Keller, T.S., et al., Relationship between vertical ground reaction force and speed during walking,
slow jogging, and running. Clinical Biomechanics, 1996. 11(5): p. 253-259.
20. Cavanagh, P.R. and M.A. Lafortune, Ground reaction forces in distance running. Journal of
Biomechanics, 1980. 13(5): p. 397-406.
21. Chao, E.Y., et al., Normative data of knee joint motion and ground reaction forces in adult level
walking. Journal of Biomechanics, 1983. 16(3): p. 219-233.
22. Munro, C.F., D.I. Miller, and A.J. Fuglevand, Ground reaction forces in running: A reexamination.
Journal of Biomechanics, 1987. 20(2): p. 147-155.
23. Nilsson, J. and A. Thorstensson, Ground reaction forces at different speeds of human walking and
running. Acta Physiologica Scandinavica, 1989. 136(2): p. 217-227.
24. Zatsiorky, V.M., S.L. Werner, and M.A. Kaimin, Basic kinematics of walking. Step length and step
frequency. A review. Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 1994. 34(2): p. 109-134.
25. Cavanagh, P.R., ed. Biomechanics of distance running. 1990, Human Kinetics: Champaign, Ilinois.
26. Ounpuu, S., The biomechanics of running: a kinematic and kinetic analysis. Instructional course
lectures, 1990. 39: p. 305-318.
27. Schache, A.G., et al., The coordinated movement of the lumbo-pelvic-hip complex during running: A
literature review. Gait and Posture, 1999. 10(1): p. 30-47.
28. Huang, Y., et al., The effects of stride length and stride frequency on trunk coordination in human
walking. Gait and Posture, 2010. 31(4): p. 444-449.
29. Saunders, S.W., et al., Changes in three dimensional lumbo-pelvic kinematics and trunk muscle
activity with speed and mode of locomotion. Clinical Biomechanics, 2005. 20(8): p. 784-793.

102
30. Franz, J.R., et al., Changes in the coordination of hip and pelvis kinematics with mode of locomotion.
Gait and Posture, 2009. 29(3): p. 494-498.
31. Nilsson, J., A. Thorstensson, and J. Halbertsma, Changes in leg movements and muscle activity with
speed of locomotion and mode of progression in humans. Acta Physiologica Scandinavica, 1985.
123(4): p. 457-475.
32. Racic, V., A. Pavic, and J.M.W. Brownjohn, Experimental identification and analytical modelling of
human walking forces: Literature review. Journal of Sound and Vibration, 2009. 326(1-2): p. 1-49.
33. Czerniecki, J.M., Foot and ankle biomechanics in walking and running. A review. American Journal
of Physical Medicine and Rehabilitation, 1988. 67(6): p. 246-252.
34. Winter, D.A., Kinematic and kinetic patterns in human gait: Variability and compensating effects.
Human Movement Science, 1984. 3(1-2): p. 51-76.
35. Challis, J.H., Muscle-tendon architecture and athletic performance, in Biomechanics in sport: The
scientific basis of performance, V.M. Zatsiorsky, Editor. 2000, Blackwell Science: Oxford, UK. p. 33-
55.
36. Maganaris, C.N., Imaging-based estimates of moment arm length in intact human muscle-tendons.
European Journal of Applied Physiology, 2004. 91(2-3): p. 130-139.
37. Winter, D.A., Energy generation and absorption at the ankle and knee during fast, natural, and slow
cadences. Clinical Orthopaedics and Related Research, 1983. No. 175: p. 147-154.
38. Whittle, M.W., Gait analysis: an introduction. 4th ed. 2007: Elsevier.
39. De Luca, C.J., The use of surface electromyography in biomechanics. Journal of Applied
Biomechanics, 1997. 13(2): p. 135-163.
40. Bogey, R., K. Cerny, and O. Mohammed, Repeatability of wire and surface electrodes in gait.
American Journal of Physical Medicine and Rehabilitation, 2003. 82(5): p. 338-344.
41. Kadaba, M.P., et al., Repeatability of kinematic, kinetic, and electromyographic data in normal adult
gait. Journal of Orthopaedic Research, 1989. 7(6): p. 849-860.
42. Murley, G.S., et al., Reliability of lower limb electromyography during overground walking: a
comparison of maximal- and sub-maximal normalisation techniques. Journal of Biomechanics, 2010.
43(4): p. 749-756.
43. Gazendam, M.G.J. and A.L. Hof, Averaged EMG profiles in jogging and running at different speeds.
Gait and Posture, 2007. 25(4): p. 604-614.
44. Williams, K.R., Biomechanics of running. Exerc Sport Sci Rev, 1985. 13: p. 389-441.
45. Shiavi, R., Electromyographic patterns in adult locomotion: A comprehensive review. Journal of
rehabilitation R&D, 1985. 22(3): p. 85-98.
46. Feigin, V.L., et al., Global and regional burden of stroke during 1990-2010: Findings from the Global
Burden of Disease Study 2010. The Lancet, 2014. 383(9913): p. 245-255.
47. Go, A.S., et al., Heart disease and stroke statistics-2013 update: A Report from the American Heart
Association. Circulation, 2013. 127(1): p. e6-e245.
48. Dirnagl, U., C. Iadecola, and M.A. Moskowitz, Pathobiology of ischaemic stroke: An integrated view.
Trends in Neurosciences, 1999. 22(9): p. 391-397.
49. American College of Sports Medicine, ACSM's Resource Manual for Guidelines for Exercise Testing
and Prescription 7th ed. 2014: Lippincott Williams & Wilkins.
50. Centers for Disease Control and Prevention, Prevalence of doctor-diagnosed arthritis and arthritis-
attributable activity limitation - United States, 2007-2009. Morbidity and Mortality Weekly Report,
2010. 59(39): p. 1261-1265.
51. Lawrence, R.C., et al., Estimates of the prevalence of arthritis and selected musculoskeletal disorders
in the United States. Arthritis and Rheumatism, 1998. 41(5): p. 778-799.
52. Davis, M.A., W.H. Ettinger, and J.M. Neuhaus, The role of metabolic factors and blood pressure in
the association of obesity with osteoarthritis of the knee. Journal of Rheumatology, 1988. 15(12): p.
1827-1832.
53. Ettinger Jr, W.H. and R.F. Afable, Physical disability from knee osteoarthritis: The role of exercise as
an intervention. Medicine and Science in Sports and Exercise, 1994. 26(12): p. 1435-1440.
54. Naranjo, A., et al., Cardiovascular disease in patients with rheumatoid arthritis: results from the
QUEST-RA study. Arthritis research & therapy, 2008. 10(2).
55. Dimonte, P. and H. Light, Pathomechanics, gait deviations, and treatment of the rheumatoid foot. A
clinical report. Physical Therapy, 1982. 62(8): p. 1148-1156.

103
56. Himmelmann, K. and P. Uvebrant, The panorama of cerebral palsy in Sweden. XI. Changing patterns
in the birth-year period 2003-2006. Acta paediatrica (Oslo, Norway : 1992), 2014. 103(6): p. 618-624.
57. Hagberg, B. and G. Hagberg, The changing panorama of infantile hydrocephalus and cerebral palsy
over forty years - A Swedish survey. Brain and Development, 1989. 11(6): p. 368-373.

104
Κεφάλαιο 8

Αξιολόγηση Επιπέδων Σωµατικής Δραστηριότητας

Γιώργος Μέτσιος PhD, Κατερίνα Τζήκα BSc, Χριστίνα Καρατζαφέρη PhD, Γεώργιος Σακκάς
PhD

8 Εισαγωγή
Ως σωµατική δραστηριότητα ορίζεται οποιαδήποτε κίνηση του ανθρωπίνου σώµατος, η οποία
προκαλείται από τη συστολή του µυός και αυξάνει τις ενεργειακές δαπάνες πάνω από το επίπεδο της
ηρεµίας. Η σωµατική δραστηριότητα περιλαµβάνει ποικίλες δραστηριότητες, όπως δραστηριότητες
του ελεύθερου χρόνου (π.χ. άσκηση), καθώς και δραστηριότητες της καθηµερινότητας, όπως το
ζωηρό περπάτηµα, οι οικιακές εργασίες αλλά και τα επαγγέλµατα που απαιτούν σωµατική κίνηση. Ο
Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας (World Health Organisation-WHO) έχει πλέον αναγνωρίσει ότι η
έλλειψη σωµατικής δραστηριότητας σχετίζεται σηµαντικά µε τη δηµιουργία χρόνιων ασθενειών και
έχει κατατάξει την έλλειψη σωµατικής δραστηριότητας ως τον 4ο πιο σηµαντικό παράγοντα κινδύνου
για θνησιµότητα, ο οποίος ευθύνεται για 3.2 εκατοµµύρια θανάτους στον κόσµο ετησίως [1]. Γενικά,
τα προτεινόµενα επίπεδα σωµατικής δραστηριότητας σε ανθρώπους 18-64 χρονών είναι: 150 λεπτά /
εβδοµάδα µέτριας έντασης ή 75 λεπτά / εβδοµάδα υψηλής έντασης σωµατική δραστηριότητα.
Η υψηλή συσχέτιση της έλλειψης και µειωµένης σωµατικής δραστηριότητας µε τη χειρότερη
ποιότητα ζωής του φυσιολογικού πληθυσµού αλλά και ανθρώπων µε χρόνιες ασθένειες, όπως επίσης
το γεγονός ότι 80% του παγκόσµιου πληθυσµού δεν δραστηριοποιείται σωµατικά επαρκώς [1],
επιτάσσει την προαγωγή της σωµατικής δραστηριότητας (µε κατάλληλα θεωρητικά µοντέλα
συµπεριφοράς) αλλά και τη χρήση κατάλληλων εργαλείων ώστε να καθίσταται µετρήσιµη.
Οι πιο συνηθισµένες στις µέρες µας µέθοδοι µέτρησης της σωµατικής δραστηριότητας είναι
τα επιταχυνσιόµετρα, τα πεδόµετρα και τα ερωτηµατολόγια.

8.1 Επιταχυνσιόµετρα -Πρωτόκολλα


Σκοπός: Το επιταχυνσιόµετρο (συσκευή µέτρησης επιτάχυνσης) θεωρείται ένας από τους πιο
αντικειµενικούς τρόπους µέτρησης της σωµατικής δραστηριότητας. Δύναται να µετρήσει την
ποσότητα, τη συχνότητα και την ένταση της σωµατικής δραστηριότητας της καθηµερινότητας του
ανθρώπου, ενώ µπορεί να συλλέγει δεδοµένα ακόµα και κατά την διάρκεια του ύπνου [2].
Περιγραφή: Το επιταχυνσιόµετρο είναι µια συσκευή η οποία καταγράφει αναλυτικά τη
σωµατική δραστηριότητα. Λειτουργεί µε τη µέτρηση της επιτάχυνσης κατά µήκος ενός δεδοµένου
άξονα, χρησιµοποιώντας διάφορες τεχνολογίες, συµπεριλαµβανοµένων των πιεζοηλεκτρικών
αισθητήρων, µικρο-µηχανικών ελατηρίων και αλλαγών στη χωρητικότητα [2]. Η κύρια λειτουργία
του επιταχυνσιοµέτρου είναι ότι ο αισθητήρας που περιέχει, µετατρέπει τις κινήσεις σε ηλεκτρικά
σήµατα, τα οποία είναι ανάλογα µε τη µυϊκή δύναµη που παράγει κίνηση. Αυτές οι µετρήσεις
αθροίζονται σε ένα καθορισµένο χρόνο (epochs), µετατρέπονται σε σήµατα το λεπτό και
αποθηκεύονται για περεταίρω ανάλυση. Πολλά επιταχυνσιόµετρα έχουν την ικανότητα αποθήκευσης
της κίνησης που παράγεται (σωµατική δραστηριότητα) µέχρι και 21 ηµέρες χρησιµοποιώντας epochs
των 60 δευτερολέπτων.
Για τα βέλτιστα και πιο έγκυρα αποτελέσµατα, τα επιταχυνσιόµετρα πρέπει να τοποθετούνται
όσο το δυνατόν πιο κοντά στο κέντρο µάζας του σώµατος (συνήθως στο ισχίο ή στην µέσο

105
µασχαλιαία γραµµή). Νεότερα επιταχυνσιόµετρα µπορούν να τοποθετηθούν στον καρπό, τη µέση ή
τον αστράγαλο και τροφοδοτούνται από µπαταρίες σε σχήµα νοµίσµατος.
Τα επιταχυνσιόµετρα έχουν χρησιµοποιηθεί σε πλήθος µελετών σωµατικής δραστηριότητας
και έχουν αποδειχθεί ότι είναι τόσο αξιόπιστα όσο και έγκυρα στην αξιολόγηση της φυσικής
δραστηριότητας σε διάφορους πληθυσµούς συµπεριλαµβανοµένων παιδιών, ενηλίκων και ασθενών
µε χρόνιες παθήσεις [3-5]. Είναι σηµαντικό να σηµειωθεί ότι, συνήθως, χρειάζονται τουλάχιστον 4
έως 12 µέρες (ανάλογα µε τον πληθυσµό που µελετάµε) συλλογής δεδοµένων, για να µπορούµε να
έχουµε µια ακριβή εκτίµηση της σωµατικής δραστηριότητας. Για παράδειγµα, συνίσταται ότι για
ενήλικες χρειάζονται δεδοµένα για 7 τουλάχιστον µέρες, 4-5 µέρες σε παιδιά, ενώ 8-9 σε έφηβους [2,
6].
Ερµηνεία: Υπάρχουν πλέον πολλά µοντέλα επιταχυνσιόµετρων. Η επιλογή και χρήση ενός
επιταχυνσιόµετρου για την µέτρηση των επιπέδων σωµατικής δραστηριότητας πρέπει να βασίζονται
στη βιβλιογραφία (δηλαδή επιλογή µε βάση την εγκυρότητα και την αξιοπιστία στον πληθυσµό που
θέλουµε να το χρησιµοποιήσουµε) αλλά και στην προσεκτική ανάγνωση του εγχειριδίου χρήσης του
εκάστοτε επιταχυνσιόµετρου.
Περιληπτικά, τα πιο συχνά χρησιµοποιούµενα επιταχυνσιόµετρα παρουσιάζονται στον
πίνακα 8.1. Η πλειοψηφία των επιταχυνσιόµετρων µετράει το µέγεθος της επιτάχυνσης για να
δηµιουργήσει δεδοµένα όσων αφορά τα σήµατα (counts) στη µονάδα του χρόνου. Η επιτάχυνση
µπορεί να µετρηθεί σε ένα (µονοαξονικά), δύο (διαξονικά) ή τρεις (τριαξονικά) άξονες. Τα counts
µετριούνται σε σχέση µε το χρόνο που έχει δαπανηθεί στις διαφορετικές δραστηριότητες και την
ένταση της κάθε δραστηριότητας. Έτσι, µπορούν να κατηγοριοποιηθούν οι σωµατικές
δραστηριότητες µε βάση την ένταση: σε ένταση χαµηλής, µέτριας, µέτριας-προς-έντονης και έντονης
σωµατικής δραστηριότητας. Το άτοµο που υπόκειται σε µία µέτρηση πρέπει να βρίσκεται σε ηρεµία.
Ενώ υπάρχουν διαφορετικές µελέτες µε διαφορετική κατάταξη αυτής της κατηγοριοποίηση της
έντασης της σωµατικής δραστηριότητας, η µεγαλύτερη µέχρι σήµερα µελέτη είναι από τον Troiano
και τους συνεργάτες του. Η µελέτη αυτή συµπεριλαµβάνει περισσότερους από 6 χιλιάδες
συµµετέχοντες και κατατάσσει την ένταση της σωµατικής δραστηριότητας [σε µονάδα
επιταχυνσιοµέτρου (count το λεπτό)] ως εξής:

• Ηρεµία: 0-99 counts το λεπτό,


• Χαµηλή Σωµατική Δραστηριότητα:100-2019 counts το λεπτό
• Μέτρια Σωµατική Δραστηριότητα:2020-5998 counts το λεπτό
• Μέτρια-προς-έντονη Σωµατική Δραστηριότητα:2020-5999 counts το λεπτό και
• Υψηλή Σωµατική Δραστηριότητα:>5999 counts το λεπτό [7]

Όνοµα Κατασκευαστής Άξονες Τεχνικά Σηµεία


Χαρακτηριστικά Τοποθέτησης
Actical Phillips Respironics, (Bend, Triaxial 2.9×3.7×1.1 cm, 16 g, Καρπός,
OR, USA; συχνότητα αντίδρασης Ισχίο,
www.philips.com/actical) 0.5–3.0 Hz Αστράγαλος

Actigraph Actigraph LLC, (Pensacola, FL, Biaxial 3.8×3.7×1.8 cm, 27 g, Ισχίο, Μέση
GT1M USA; www.actigraphcorp.com) συχνότητα αντίδρασης
0.25 to 2.5 Hz
Actigraph Actigraph, (Pensacola, FL, Triaxial 3.8×3.7×1.8 cm, 27 g, Μέση,
GT3X USA; συχνότητα αντίδρασης Καρπός
www.actigraphcorp.com) 0.25–2.5 Hz
Actigraph Actigraph, (Pensacola, FL, Triaxial 4.6×3.3×1.5 cm, 19 g, Μέση
GT3X+ USA; συχνότητα αντίδρασης
www.actigraphcorp.com) 30–100 Hz
ActivPALTM PAL Technologies Ltd. Uniaxial 5.3×3.5×0.7 cm, 15 g, Ισχίο
(Glasgow, UK; συχνότητα αντίδρασης
www.paltech.plus.com) 10 Hz

106
ActivPAL3T PAL Technologies Ltd. Uniaxial or 5.3×3.5×0.7 cm, 15 g, Ισχίο
M VT (Glasgow, UK; Triaxial συχνότητα αντίδρασης
www.paltech.plus.com) 20 Hz
Actitrac IM Systems (Arnold MD, USA; Biaxial 5.6×3.8×1.3 cm, Καρπός
www.imsystems.net) συχνότητα αντίδρασης
40 Hz
Actiwatch Phillips Healthcare (Andova, Uniaxial 2.8×2.7×1.0 cm, Ισχίο, Καρπός
AW16 or MA, USA; Best, The Omnidirectional συχνότητα αντίδρασης
AW64 Netherlands; 0.5–7 Hz
www.healthcare.philips.com)
Actiwatch Phillips Healthcare (Andova, Uniaxial; 4.9×3.7×1.4 cm, 29.8 Καρπός
Spectrum MA, USA; Best, The Omnidirectional cm
Netherlands;
www.healthcare.philips.com)
Actiwatch 2 Phillips Healthcare (Andova, Uniaxial; 4.4×2.3×1 cm, 16.1 g, Καρπός
MA, USA; Best, The Omnidirectional συχνότητα αντίδρασης
Netherlands; 0.35–7.5 Hz
www.healthcare.philips.com)
Biotrainer IM Systems (Arnold, MD, Biaxial 7.6×5×2.2 cm, 51.1 g, Ισχίο
Pro USA; Καταγραφή 40 τιµών
www.imsystems.net) κάθε δευτερόλεπτο

GENEActiv Activinsights (Cambridgeshire, Triaxial 4.3×4.0×1.3 cm, 16 g, Καρπός,


UK; συχνότητα αντίδρασης Ισχίο,
www.geneactive.co.uk) 32.77 Hz Αστράγαλος

RT3-Triaxial Stayhealthy Inc. (Monrovia, Triaxial 7.1×5.6×2.8 cm, 65.2 g, Καρπός,


Research CA; συχνότητα αντίδρασης Μέση
Tracker www.stayhealthy.com) 2.0–10 Hz
Sensor-wear BodyMedia, Inc. (Pittsburgh, Triaxial 5.5×6.2×1.3 cm, 45.4 g Μέσο
Pro Arm band PA, USA; βραχιονίου
www.sensewear.bodymedia.co οστού
m)
Πίνακας 8.1 Όνοµα, κατασκευαστής και τεχνικά χαρακτηριστικά των επιταχυνσιόµετρων που χρησιµοποιούνται
πιο συχνά.

Σηµεία Προσοχής: Οι εξισώσεις επιταχυνσιόµετρων έχουν αναπτυχθεί για συγκεκριµένες


δραστηριότητες (π.χ. περπάτηµα, τρέξιµο, ανάπαυση) και δεν υπολογίζουν µε ακρίβεια άλλες
δραστηριότητες (π.χ. στατικό ποδήλατο, ελλειπτικό). Τα επιταχυνσιόµετρα αδυνατούν, επίσης, να
λάβουν υπόψη τους την κίνηση των άνω άκρων του σώµατος, κάτι που µπορεί να οδηγήσει στη
λανθασµένη εκτίµηση κάποιων δραστηριοτήτων (π.χ οικιακές δραστηριότητες- πλύσιµο των πιάτων).
Λανθασµένη εκτίµηση, επίσης, µπορεί να υπάρξει µε την ένταση της δραστηριότητας, αφού οι
ερευνητές δεν µπορούν να συνυπολογίσουν αν το άτοµο που ασκείται, περιπατάει µε βάρος η όχι.
Τέλος, τα επιταχυνσιόµετρα αδυνατούν στο να εκτιµήσουν τη στάση του σώµατος, µε αποτέλεσµα να
µην µπορούν να µετρήσουν το αν κάποιος κάθεται ή είναι σε όρθια θέση.

8.2 Πεδόµετρα -Πρωτόκολλα


Σκοπός: Τα πεδόµετρα έχουν αναδειχθεί σαν εργαλεία αυτό-παρακολούθησης για την προαγωγή της
σωµατικής δραστηριότητας σε υγιή άτοµα αλλά και σε πληθυσµούς µε διαφορετικές χρόνιες
παθήσεις. Παρέχουν πολύτιµες πληροφορίες σχετικά µε την καταµέτρηση των βηµάτων που
πραγµατοποιούνται καθηµερινά, την απόσταση που καλύπτεται, καθώς και το χρόνο που δαπανάται
σε δραστηριότητες ή/και εκτίµηση των ενεργειακών δαπανών. Η λογική της χρήσης των πεδόµετρων

107
για την αύξηση της σωµατικής δραστηριότητας συνίσταται στο ότι η άµεση οπτική ανατροφοδότηση
του συνολικού αριθµού βηµάτων, αυξάνει την επίγνωση των ατόµων όσον αφορά την καθηµερινή
σωµατική τους δραστηριότητα [8]. Τα πεδόµετρα µπορούν να χρησιµοποιηθούν σαν µια διαδικασία
καθοδηγούµενη, επαναλαµβανόµενη, αυτό-παρακολουθούµενη και επιδιωκόµενη, έτσι ώστε οι
χρήστες να µπορούν να θέτουν στόχους επίτευξης των κατάλληλων επιπέδων σωµατικής
δραστηριότητας. Πράγµατι, 2 µετα-αναλύσεις δείχνουν πως η χρήση των πεδόµετρων µπορεί να
αυξήσει τη σωµατική δραστηριότητα κατά 2000 βήµατα την ηµέρα και να µειώσει το Δείκτη Μάζας
Σώµατος και τη Συστολική Αρτηριακή Πίεση [9, 10].
Περιγραφή:

• Απλά Πεδόµετρα: Παρέχουν πληροφορίες σχετικά µε τον αριθµό των βηµάτων, το


χρόνο, την απόσταση που διανύθηκε συνολικά, όπως επίσης (µέσω εξισώσεων -
ανατρέξτε στο εγχειρίδιο του πεδοµέτρου) την ηµερήσια ενεργειακή δαπάνη.
• Πεδόµετρα πολλαπλών χρήσεων: Έχουν τη µορφή ρολογιού και µαζί µε όλες τις
παραπάνω πληροφορίες παρέχουν, επίσης, την ώρα, τον καρδιακό σφυγµό (µέσο όρο,
επιδιωκόµενο και ηρεµίας), ο οποίος συλλέγεται µε την µέθοδο υπέρυθρων
ακτινοβολιών. Παρέχουν, ακόµα, πληροφορίες για την ποιότητα του ύπνου και είναι
προσβάσιµες και από εφαρµογές κινητού τηλεφώνου.

Ερµηνεία: Τα προβλεπόµενα επίπεδα σωµατικής δραστηριότητας είναι, κυρίως, βασισµένα


στους παράγοντες χρόνο και ένταση (δηλαδή 30 λεπτά µέτρια-προς-έντονη έντασης άσκηση, 5 µέρες
την εβδοµάδα), οι οποίοι παράγοντες δεν µπορούν να µετρηθούν. Έτσι, για τα πεδόµετρα έχουν
δηµοσιευθεί διαφορετικές οδηγίες και συγκεκριµένα προτείνονται 10.000 βήµατα την ηµέρα για
ενήλικες, ενώ για παιδιά τα βήµατα είναι περισσότερα (αγόρια: 15.000 βήµατα και κορίτσια: 12.000
βήµατα) [11].
Σηµεία Προσοχής: Το βασικό µειονέκτηµα των πεδόµετρων είναι ότι µετράν την κίνηση
µόνο σε έναν άξονα (και όχι σε 3, όπως τα επιταχυνσιόµετρα). Επίσης, όπως και τα
επιταχυνσιόµετρα, δεν µπορούν να µετρήσουν δραστηριότητες οι οποίες δεν περιέχουν περπάτηµα ή
τρέξιµο (δηλαδή ποδηλασία, κολύµβηση κτλ).

8.4 Ερωτηµατολόγια -Πρωτόκολλα


Σκοπός: Τα ερωτηµατολόγια είναι η πιο εφικτή µέθοδος αξιολόγησης της σωµατικής
δραστηριότητας, κυρίως για µεγάλες επιδηµιολογικές µελέτες. Αυτό συµβαίνει εξαιτίας του χαµηλού
κόστους αλλά και την ευκολίας στη χρήση τους. Τα περισσότερα ερωτηµατολόγια είναι ικανά να
µετρούν διαφορετικές διαστάσεις της σωµατικής δραστηριότητας µε το να καταµετρούν τον τύπο, τον
τοµέα και το πλαίσιο, την ώρα και την ένταση που δαπανήθηκαν σε διαφορετικές δραστηριότητες.
Με βάση το τελευταίο, η δραστηριότητα µπορεί µετά να κατηγοριοποιηθεί σε χαµηλή, µέτρια και
υψηλή και αναλόγως να γίνουν κατηγοριοποιήσεις σε σχέση µε τις αποδεκτές κατευθυντήριες
γραµµές του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας (WHO Guidelines). Είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι
για την χρήση ενός ερωτηµατολογίου σωµατικής δραστηριότητας, πρέπει πάντα να ελέγχουµε µε
βάση τη βιβλιογραφία την αξιοπιστία και την εγκυρότητά του στον πληθυσµό που θέλουµε να το
χρησιµοποιήσουµε.
Περιγραφή: Τα ερωτηµατολόγια, τα οποία έχουν χρησιµοποιηθεί πιο συχνά στην
βιβλιογραφία για την αξιολόγηση της σωµατικής δραστηριότητας, είναι τα ακόλουθα:
Διεθνές Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας (IPAQ): Το IPAQ καταγράφει τη
σωµατική δραστηριότητα για 7 µέρες και έχει δύο διαφορετικές εκδόσεις: την µεγάλη (IPAQ-Long)
και τη µικρή (IPAQ-Short). Επίσης, υπάρχει µια ακόµα διαφορετική έκδοση για έφηβους (IPAQ-A)
αλλά και µια για ηλικιωµένους ανθρώπους (IPAQ-E). Το IPAQ αξιολογεί τη σωµατική
δραστηριότητα σε ένα ολοκληρωµένο σύνολο από τοµείς που περιλαµβάνουν:

α) δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της δουλειάς,


β) κατά τη διάρκεια της καθηµερινής µετακίνησης,
γ) αυτών που σχετίζονται µε τις δουλειές του σπιτιού,

108
δ) δραστηριότητα/άσκηση στον ελεύθερο χρόνο και
ε) χρόνο που περνάµε καθήµενοι.

To IPAQ είναι ερωτηµατολόγιο που συµπληρώνεται από το ίδιο το άτοµο, χωρίς βοήθεια ή
µε την µορφή συνέντευξης.
Παγκόσµιο Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας (GPAQ): Το ερωτηµατολόγιο
αυτό, το οποίο συµπληρώνεται από το ίδιο το άτοµο χωρίς βοήθεια, έχει συσταθεί από τον
Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας για την επιτήρηση και παρακολούθηση της σωµατικής
δραστηριότητας σε όλες τις χώρες του κόσµου. Συλλέγει πληροφορίες για τη σωµατική
δραστηριότητα µιας εβδοµάδας για 4 διαφορετικές ενότητες:

α) δραστηριότητα κατά την διάρκεια της δουλειάς,


β) κατά την διάρκεια της καθηµερινής µετακίνησης,
γ) δραστηριότητα/άσκηση στον ελεύθερο χρόνο και
δ) χρόνο που περνάµε καθήµενοι

Ερωτηµατολόγιο Ανάκλησης Σωµατικής Δραστηριότητας 7 ηµερών (7 day PAR Q): Το


PAR Q είναι ερωτηµατολόγιο, το οποίο χρησιµοποιεί την µορφή συνέντευξης για τη συλλογή της
σωµατικής δραστηριότητας 7 ηµερών. Μαζεύει πληροφορίες για τον ύπνο, τη δραστηριότητα κατά τη
διάρκεια της δουλειάς αλλά και τον ελεύθερο χρόνο. Επειδή βασίζεται σε καθοδηγούµενες ερωτήσεις
από αυτόν που κάνει την συνέντευξη- υπάρχουν δηµοσιευµένες κατευθυντήριες γραµµές για το πώς η
συνέντευξη µπορείνα γίνει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο [12].
Γενικότερα, υπάρχουν πολλά ερωτηµατολόγια για τη µέτρηση της σωµατικής
δραστηριότητας. Ο πίνακας 8.2 αναφέρει διάφορα άλλα ερωτηµατολόγια που έχουν χρησιµοποιηθεί
για αυτόν τον σκοπό.

Ακρωνύµιο Ερωτηµατολόγιο Μέρες Συλλογής Δεδοµένων


1 PDPAR Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας Προηγούµενη µέρα
Προηγούµενης Μέρας
2 BONES PAS Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας για Τελευταίες 2 µέρες
Οστεοπόρωση
3 BAD Ηµερολόγιο Δραστηριότητας του Bouchard Τελευταίες 3 µέρες
4 IPAQ Διεθνές Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Τελευταίες 7 µέρες
Δραστηριότητας
5 GPAQ Παγκόσµιο Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Τελευταίες 7 µέρες
Δραστηριότητας
6 7 day PAR Q Ερωτηµατολόγιο Ανάκλησης Σωµατικής Τελευταίες 7 µέρες
Δραστηριότητας 7 ηµερών
7 AQuAA Ερωτηµατολόγιο Δραστηριότητας για Έφηβους και Τελευταίες 7 µέρες
Ενήλικες
8 NHS-PAQ Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας του Τελευταίες 7 µέρες
Nurses’ Health Study II
9 S7DR Ερωτηµατολόγιο Ανάκλησης Σωµατικής Τελευταίες 7 µέρες
Δραστηριότητας του Stanford
10 PASE Κλίµακα Σωµατικής Δραστηριότητας για Ενήλικες Τελευταίες 7 µέρες
11 CPAQ Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας για 7 µέρες
Παιδιά
12 HAQ Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας του 7 µέρες
Harvard
13 OPAQ Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας στην 7 µέρες
Δουλειά
14 CHAMPS Ερωτηµατολόγιο Δραστηριότητες Υγείας σε 1 εβδοµάδα µέσα στον τελευταίο
Ενηλικιωµένους µήνα
15 AAFQ Ερωτηµατολόγιο Συχνότητας της Δραστηριότητας Τελευταίες 28 µέρες
της Arizona
16 RPAQ Ερωτηµατολόγιο Πρόσφατης Σωµατικής Τελευταίος µήνας

109
Δραστηριότητας
17 Fels PAQ Fels Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας 1 χρόνο
για Παιδιά
18 EPAQ EPIC Ερωτηµατολόγιο Σωµατικής Δραστηριότητας 1 χρόνο
Πίνακας 8.2 Ερωτηµατολόγια µε τα ακρωνύµια τους, καθώς και πληροφορίες για τις ηµέρες συλλογής
δεδοµένων.

110
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Organisation, W.H.O.W.H., Physical activity: Updated Fact sheet N°385.


http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs385/en/ Accessed 30/06/2015, 2015.
2. Plasqui, G. and K.R. Westerterp, Physical activity assessment with accelerometers: an
evaluation against doubly labeled water. Obesity (Silver Spring), 2007. 15(10): p. 2371-9.
3. Cain, K.L., et al., Contribution of streetscape audits to explanation of physical activity in four
age groups based on the Microscale Audit of Pedestrian Streetscapes (MAPS). Soc Sci Med,
2014. 116: p. 82-92.
4. Yu, C.A., et al., Subjective and objective levels of physical activity and their association with
cardiorespiratory fitness in rheumatoid arthritis patients. Arthritis Res Ther, 2015. 17: p. 59.
5. Dallal, C.M., et al., Accelerometer-based measures of active and sedentary behavior in
relation to breast cancer risk. Breast Cancer Res Treat, 2012. 134(3): p. 1279-90.
6. Plasqui, G., A.G. Bonomi, and K.R. Westerterp, Daily physical activity assessment with
accelerometers: new insights and validation studies. Obes Rev, 2013. 14(6): p. 451-62.
7. Troiano, R.P., et al., Physical activity in the United States measured by accelerometer. Med
Sci Sports Exerc, 2008. 40(1): p. 181-8.
8. Lubans, D.R., P.J. Morgan, and C. Tudor-Locke, A systematic review of studies using
pedometers to promote physical activity among youth. Prev Med, 2009. 48(4): p. 307-15.
9. Bravata, D.M., et al., Using pedometers to increase physical activity and improve health: a
systematic review. JAMA, 2007. 298(19): p. 2296-304.
10. Richardson, C.R., et al., A meta-analysis of pedometer-based walking interventions and
weight loss. Ann Fam Med, 2008. 6(1): p. 69-77.
11. Tudor-Locke, C. and D.R. Bassett, Jr., How many steps/day are enough? Preliminary
pedometer indices for public health. Sports Med, 2004. 34(1): p. 1-8.
12. Gross, L.D., et al., Reliability of interviewers using the Seven-Day Physical Activity Recall.
Res Q Exerc Sport, 1990. 61(4): p. 321-5.

111
Κεφάλαιο 9

Αξιολόγηση αντιλαµβανόµενης ποιότητας ζωής

Στεφανία Γρηγορίου PhD, Χριστίνα Καρατζαφέρη PhD, Χριστόφορος Γιαννάκη PhD, Γεώργιος
Σακκάς PhD

9 Εισαγωγή
H αντιλαµβανόµενη ποιότητα ζωής αποτελεί αδιαµφισβήτητα µία πολυδιάστατη, πολύπλοκη,
ευµετάβλητη και υποκειµενική έννοια. Στο πέρασµα των χρόνων έχουν προταθεί διάφοροι ορισµοί
ανάλογα µε την οπτική γωνία από την οποία κάθε ερευνητής µελετά τη συγκεκριµένη έννοια[1-3].
Σύµφωνα µε τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας η ευρύτερη έννοια του όρου «ποιότητα ζωής»
δηλώνει την πλήρη φυσική, ψυχική και κοινωνική ευεξία και όχι µόνο την έλλειψη νόσου ή
αναπηρίας. Πιο συγκεκριµένα o όρος «ποιότητα ζωής» που σχετίζεται µε την υγεία (health related
QoL) περιγράφει τις επιπτώσεις που έχει µια νόσος ή η θεραπεία της στην καθηµερινότητα του
ασθενή. Ερευνητικά έχει παρατηρηθεί ότι άτοµα µε χρόνια νοσήµατα βιώνουν µειωµένα επίπεδα
ποιότητας ζωής [4]. Η ψυχική και σωµατική υγεία των ασθενών φαίνεται να επηρεάζει την αντίληψη
της ποιότητας ζωής και συµβάλλει κατασταλτικά στους διαφορετικούς ρόλους που καλείται να έχει
το άτοµο όντας ενεργό µέλος ενός κοινωνικού συνόλου [5].
Η κατανόηση του γιατί η ποιότητα ζωής είναι σηµαντική τόσο για την επιβίωση όσο και για
την πρόγνωση του ασθενούς οδηγεί σε µια βαθµολογία της ποιότητας ζωής που θα την αναδείξει ως
ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια των παρόχων υγειονοµικής περίθαλψης. Χρησιµοποιείται για την
αξιολόγηση των µη παραδοσιακών παραγόντων κινδύνου που θα µπορούσαν να επηρεάσουν τη
νοσηλεία και θνησιµότητα µε αποτέλεσµα να βοηθηθούν οι ασθενείς και να ανασταλεί η εξέλιξη της
νόσου [6].

9.1 Σκοπός
Προκειµένου να αξιολογηθεί η ποιότητα ζωής χρησιµοποιούνται στο χώρο της υγείας τόσο γενικά
όσο και ειδικά ερωτηµατολόγια για την µέτρησή της [7, 8]. Τα εργαλεία γενικής χρήσης (generic
instruments) είναι σχεδιασµένα για να µετρούν το επίπεδο υγείας του γενικού πληθυσµού, καθώς και
των διάφορων κοινωνικοοικονοµικών και πολιτιστικών οµάδων και µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε
τύπους ασθενειών και ανικανοτήτων, διαταραχών και ιατρικών θεραπειών. Τέτοια είναι τα SF-36 ,
EQ-15D, EQ-5D. Ακόµα, υπάρχουν τα εργαλεία συγκεκριµένων ασθενειών (disease specific
instruments) είναι σχεδιασµένα να µετρούν το επίπεδο υγείας ορισµένων πληθυσµιακών οµάδων ή
ατόµων σε συγκεκριµένες κατηγορίες νοσηµάτων. Είναι πολύ ευαίσθητα, έτσι ώστε να
συλλαµβάνουν τις αλλαγές στην κατάσταση υγείας ή στα στάδια κάποιων συγκεκριµένων ασθενειών,
όπως ο διαβήτης, η αρθρίτιδα, το άσθµα κ.ά.[3, 9].
Τα εργαλεία αυτά δύνανται να χρησιµοποιηθούν και σε διάφορους τύπους ασθενειών και
ιατρικών θεραπειών. Σκοπός του κεφαλαίου είναι η περιγραφή των εργαλείων αξιολόγησης της
ποιότητας ζωής και, πιο συγκεκριµένα, αξιολογούν πληθυσµούς µε χρόνια νοσήµατα. Παρακάτω
παρατίθενται ορισµένα ερωτηµατολόγια, τα οποία αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα των
οργάνων µέτρησης που έχουν χρησιµοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες για τη µέτρηση της ποιότητας
ζωής διαφόρων κατηγοριών ασθενών [10].

9.2 Περιγραφή

112
9.2.1 Ο Δείκτης Λειτουργικότητας Karnofski (The Karnofski Performance Index -ΚPI)

Ο Δείκτης Λειτουργικότητας Karnofski (1969) αξιολογείται από επαγγελµατίες υγείας και εστιάζει,
κυρίως, στον προσδιορισµό της σωµατικής λειτουργίας. Η βαθµολογία του εργαλείου κυµαίνεται
µεταξύ 0-100 αναλόγως των επιπέδων σωµατικής λειτουργίας και ικανότητας του ατόµου, όπου το
100 αντιπροσωπεύει τη φυσική σωµατική λειτουργία, χωρίς περιορισµούς ή χωρίς την εµφάνιση
κάποιας νόσου, ενώ το 0 το θάνατο [11].

9.2.2 Ο Δείκτης Katz των Δραστηριοτήτων της Καθηµερινής Ζωής (The Katz Index οf
Activities οf Daily Living)

Ο Δείκτης Katz (1963) ουσιαστικά απευθύνεται σε άτοµα τρίτης ηλικίας ευρισκόµενα σε ιδρύµατα
κλειστής περίθαλψης, προκειµένου να αξιολογηθεί η λειτουργική τους κατάσταση. Το
ερωτηµατολόγιο παρέχεται από ιατρικό ή νοσηλευτικό προσωπικό και αποτελείται από 6 ερωτήσεις,
οι οποίες είναι διατεταγµένες σύµφωνα µε το βαθµό δυσκολίας. Με τον τρόπο αυτό εκτιµάται η
δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης και αυτοφροντίδας τους. Το συγκεκριµένο εργαλείο βαθµολογεί την
εξάρτηση ή τη µη εξάρτηση των ασθενών στην καθηµερινή τους φροντίδα. Ο Δείκτης αυτός
θεωρείται ότι έχει καλή εγκυρότητα και αξιοπιστία για τους συγκεκριµένους αρρώστους [12].

9.2.3 Ο Δείκτης Spitzer για την Ποιότητα Ζωής (The Spitzer Quality of Life Index)

Ο Δείκτης Spitzer (1981) χρησιµοποιείται, κυρίως, για την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής των
καρκινοπαθών αλλά τείνει να εφαρµόζεται και σε άλλες κατηγορίες ασθενών. Αποτελείται από 5
βασικές κατηγορίες οι οποίες περιλαµβάνουν: α) δραστηριότητες, β) καθηµερινή ζωή, γ) αντίληψη
της υγείας, δ) κοινωνική υποστήριξη και ε) άποψη για τη ζωή. Το εργαλείο µπορεί να χορηγηθεί από
ιατρό αλλά και ο ίδιος ο ασθενής δύναται να αυτό-βαθµολογηθεί σε µία κλίµακα 3 βαθµίδων, από το
0 µέχρι το 2, όπου παρουσιάζεται η διάκριση µεταξύ διαφορετικών οµάδων αρρώστων αλλά και
µεταξύ διαφόρων επιπέδων µίας αρρώστιας[13].

9.2.4 Το Ερωτηµατολόγιο McGill για τον Πόνο (The McGill Pain Questionnaire)

Οι Melzack και Torgerson (1971) δηµιούργησαν ένα εργαλείο µέτρησης του πόνου µε υψηλή
αξιοπιστία και εγκυρότητα για τη µέτρηση του πόνου. Δεδοµένου ότι ο πόνος δύναται να επηρεάσει
σηµαντικά την ποιότητα ζωής ενός αρρώστου θεωρείται απαραίτητη η εκτίµησή του. Το
συγκεκριµένο ερωτηµατολόγιο περιγράφει κατηγορίες καταστάσεων όπου ο κάθε ασθενής
περιγράφει πώς νιώθει τον πόνο που βιώνει. Το Ερωτηµατολόγιο McGrill για τον πόνο
χρησιµοποιείται ευρέως στην κλινική έρευνα σε διάφορες κατηγορίες ασθενών[14].

9.2.5 Η ΕπισκόπησηΥγείαςτου Nottingham (The Nottingham HeaIth Profile)

Το Nottingham Health Profile (NHP) µελετά τα αποτελέσµατα ιατρικών θεραπευτικών πράξεων. Το


ερωτηµατολόγιο αυτό-συµπληρώνεται από τον ίδιο τον ασθενή µε καλή εγκυρότητα και ευαισθησία.
Ουσιαστικά, µέσω του συγκεκριµένου εργαλείου διερευνώνται µόνο οι αρνητικές πλευρές της υγείας.
Αποτελείται από δύο µέρη, όπου το πρώτο αποτελείται από 38 καταστάσεις που οµαδοποιούνται σε
έξι κατηγορίες προβληµάτων: ενέργεια-ενεργητικότητα, πόνος, συναισθηµατικές αντιδράσεις, ύπνος,
κοινωνική αποµόνωση και σωµατική κίνηση και το δεύτερο µέρος συνίσταται σε επτά τοµείς της
καθηµερινής ζωής: αµειβόµενη εργασία, οικιακή εργασία, κοινωνική ζωή, προσωπικές σχέσεις,
σεξουαλική ζωή, ασχολίες ελεύθερου χρόνου και ενδιαφέροντα [15].

9.2.6 Το Eρωτηµατoλόγιo Γενικής Υγείας (The GeneraI HeaIth Questionnaire)

113
Για το Ερωτηµατολόγιο Γενικής Υγείας (Goldberg, 1972) υπάρχουν τρεις εκδόσεις ανάλογα µε τον
αριθµό των ερωτήσεων: η πρώτη µε 28, η δεύτερη µε 30 και η τρίτη µε 60 ερωτήσεις. Η πρώτη
έκδοση (28 ερωτήσεις) αποτελείται από τέσσερις κατηγορίες που αφορούν: α) τα σωµατικά
συµπτώµατα, β) το άγχος και την αϋπνία, γ) την κοινωνική δυσλειτουργία και δ) τη σοβαρή
κατάθλιψη. Το συγκεκριµένο εργαλείο χρησιµοποιείται τόσο σε υγιή άτοµα όσο και σε κλινικούς
πληθυσµούς έχοντας καλή αξιοπιστία και εγκυρότητα. Το µειονέκτηµά του είναι ότι εστιάζει µόνο
στη σωµατική υγεία και στη ψυχολογική κατάσταση του ατόµου παραµερίζοντας τις υπόλοιπες
διαστάσεις της Ποιότητας Ζωής [16].

9.2.7 Η Κλίµακα Ψυχολογικής Προσαρµογής στην Ασθένεια (The PsychoIogicaI


Adjustment to Illness ScaIe)

Η Κλίµακα Ψυχολογικής Προσαρµογής στην Ασθένεια (Morrow et al., 1978) αποτελείται από 45
ερωτήσεις, οι οποίες κατηγοριοποιούνται σε 7 κύριους τοµείς της Ποιότητας Ζωής: α) φροντίδα
υγείας (οι συµπεριφορές και οι προσδοκίες έναντι του ιατρού και της θεραπείας), β) επαγγελµατικο-
εργασιακό περιβάλλον (ικανοποίηση από το επάγγελµα και προσαρµογή στην εργασία), γ) οικιακό
περιβάλλον (η επίδραση της ασθένειας στα οικονοµικά της οικογένειας και στην επικοινωνία), δ)
σεξουαλικές σχέσεις (η επιρροή της αρρώστιας στη συχνότητα και ικανοποίηση της σεξουαλικής
δραστηριότητας), ε) ευρύτερες οικογενειακές σχέσεις (προβλήµατα από την αρρώστια στα µέλη του
ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος), στ) κοινωνικό περιβάλλον (η διατήρηση του
ενδιαφέροντος στις κοινωνικές δραστηριότητες) και ζ) ψυχολογική κατάπτωση (άγχος, κατάθλιψη,
κ.ά.). Η κλίµακα βαθµολόγησης του ερωτηµατολογίου είναι 4βαθµια και χορηγείται είτε από
εκπαιδευµένους γιατρούς, νοσηλευτές, ψυχολόγους ή κοινωνικούς λειτουργούς µε ηµιδοµηµένες
συνεντεύξεις προς τους ασθενείς είτε αυτό-συµπληρώνεται από τους ίδιους τους ασθενείς.
Εφαρµόζεται σε διάφορες κατηγορίες χρόνιων πασχόντων (π.χ. καρδιοπαθείς, νεφροπαθείς,
καρκινοπαθείς κ.ά.) και παρουσιάζει καλή αξιοπιστία και εγκυρότητα.

9.2.8 Η Επισκόπηση της Επίδρασης της Ασθένειας (The Sickness Impact ProfiIe)

Η Επισκόπηση της Επίδρασης της Ασθένειας θεωρείται από τα πιο γνωστά και συνηθισµένα
εργαλεία αξιολόγησης της ποιότητας ζωής και εφαρµόζεται σε διάφορες κατηγορίες ασθενών. Το
ερωτηµατολόγιο αποτελείται από 136 ερωτήσεις που αφορούν 12 υποκατηγορίες, οι οποίες
συνθέτουν δύο τελικές ανεξάρτητες κατηγορίες: α) της σωµατικής λειτουργίας και β) της
ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας. Οι ερωτήσεις απαντώνται σηµειώνοντας Ναι ή Όχι και η
συνολική βαθµολογία υπολογίζεται µε βάση σταθµισµένους δείκτες, σύµφωνα µε τους οποίους έχει
ληφθεί υπόψη η ειδική βαρύτητα κάθε ερώτησης [19]. Το µοναδικό µειονέκτηµα του εργαλείου είναι
ότι λόγω του µεγάλου µεγέθους απαιτεί περισσότερο χρόνο από το συνηθισµένο για τη συµπλήρωσή
του, αν και έχει δειχθεί ως ερωτηµατολόγιο µε υψηλή αξιοπιστία και εγκυρότητα.

9.2.9 Η Επισκόπηση Υγείας SF-36 (The SF-36 Health Survey)

Η Επισκόπηση Υγείας SF-36 [20] εκφράζει γενικές καταστάσεις υγείας που δεν προσδιορίζονται ως
ειδικές κάποιας αρρώστιας ή θεραπείας. Το ερωτηµατολόγιο αποτελείται από 36 ερωτήσεις που
αφορούν 8 κλίµακες, όπου η κάθε µια αποτελείται από 2- 10 ερωτήσεις: α) Σωµατική
Λειτουργικότητα, β) Ρόλος-Σωµατικός, γ) Σωµατικός Πόνος, δ) Γενική Υγεία, ε) Ζωτικότητα, στ)
Κοινωνική Λειτουργικότητα, ζ) Ρόλος-Συναισθηµατικός και η) Ψυχική Υγεία. Οι συγκεκριµένες
επιµέρους κλίµακες διαµορφώνουν περιληπτικές µετρήσεις σε δύο γενικές κλίµακες, στις κλίµακες
της Σωµατικής και Ψυχικής Υγείας. Σε µερικές µελέτες αναφέρεται και το συνολικό σκορ, ωστόσο
αυτό δεν χρησιµοποιείται πάντα. Η Επισκόπηση Υγείας SF-36 µπορεί να συµπληρωθεί είτε από τον
ίδιο τον εξεταζόµενο είτε από τον επαγγελµατία υγείας µε τη µορφή συνέντευξης για άτοµα ηλικίας
14 και άνω ετών. Το SF-36 έχει χρησιµοποιηθεί σε µελέτες για την Ποιότητα Ζωής του γενικού
πληθυσµού των Η.Π.Α και της Ε.Ε. Το ερωτηµατολόγιο έχει δειχθεί µε καλή αξιοπιστία και
εγκυρότητα και ο χρόνος που χρειάζεται για να συµπληρωθεί κυµαίνεται από 5-10 λεπτά [21-23]. Η

114
ευρεία χρήση του ερωτηµατολογίου τόσο σε υγιείς όσο και σε χρόνιους πάσχοντες το καθιστά
αξιόπιστο, καθώς δύναται να προσφέρει µια σφαιρική άποψη των βασικών διαστάσεων της ποιότητας
ζωής και, τέλος, να αξιολογήσει το αποτέλεσµα διαφόρων ιατρικών θεραπευτικών πράξεων [20, 24,
25].

9.2.10 Η Επισκόπηση υγείας EQ-5D (EuroQol)

Η επισκόπηση υγείας ED-5D σχεδιάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 [26] και βασίζεται σε ένα
σύστηµα µέτρησης των πέντε βασικών διαστάσεων της ποιότητας ζωής. Οι διαστάσεις αυτές
αφορούν την κινητικότητα, την αυτοεξυπηρέτηση, τις καθηµερινές δραστηριότητες, τον πόνο ή/και
ενόχληση και, τέλος, το άγχος ή/και κατάθλιψη. Η κάθε παράµετρος αποτελείται από 3 άλλες
ερωτήσεις και η συνολική εκτίµηση της ποιότητας ζωής γίνεται µε τη χρήση µιας οπτικής
αναλογικής κλίµακας µε τη µορφή θερµοµέτρου υγείας λαµβάνοντας τιµές από το 0 µέχρι το 100.
Πρόκειται για ένα εργαλείο µέτρησης της ποιότητας ζωής µε καλή αξιοπιστία και εγκυρότητα, το
οποίο µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε οµάδες ασθενών ή σε φυσιολογικό πληθυσµό [27].

9.2.10 Δείκτης λειτουργικότητας του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας (ΠΟΥ), (The


WHO Performance Status)

Ο WHO Performance Status σχεδιάστηκε από τον ΠΟΥ το 1979 και αποτελείται από πέντε
κατηγορίες σωµατικής ικανότητας και λειτουργίας. Το συγκεκριµένο εργαλείο δεν περιέχει ερωτήσεις
για την ψυχοκοινωνική διάσταση του ατόµου και, εποµένως, δεν την αξιολογεί. Το ερωτηµατολόγιο
συµπληρώνεται από τον ιατρό. Ερµηνεία: οι απαντήσεις κατατάσσονται σε µια κλίµακα από το 0
µέχρι το 4 [28].

9.2.11 Ερωτηµατολόγιο Ποιότητας Ζωής του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας –


(WorldHealthOrganizationQualityofLife -WHOQOL-BREF)

Το ερωτηµατολόγιο WHOQOL-BREF αναπτύχθηκε από τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας (ΠΟΥ),


και αποτελεί τη σύντοµη µορφή του WHOQOL-BREF -100 [29]. Το ερωτηµατολόγιο περιλαµβάνει
26 ερωτήσεις, οι οποίες αφορούν 4 διαστάσεις: σωµατική υγεία, β) ψυχολογική υγεία, γ) κοινωνικές
σχέσεις και δ) περιβάλλον. Επιπλέον, το εργαλείο περιέχει 2 ερωτήσεις που αφορούν την ποιότητα
ζωής που σχετίζεται µε την υγεία. Η ελληνική έκδοση του ερωτηµατολογίου αποτελούνταν αρχικά
από 26 ερωτήσεις, αργότερα, όµως, προστέθηκαν άλλες 4 νέες ερωτήσεις οι οποίες αφορούν 1)
διατροφή, 2) ικανοποίηση από την εργασία, 3) οικιακή ζωή, 4) κοινωνική ζωή. Οι ερωτήσεις αυτές
προστέθηκαν κατά την πολιτισµική προσαρµογή και στατιστική επεξεργασία της πιλοτικής µορφής
του ερωτηµατολογίου[30]. Το εύρος βαθµολογίας είναι 0 ως 100. Οι υψηλότερες βαθµολογίες στο
σκορ του ερωτηµατολογίου αποκαλύπτουν καλύτερη ποιότητα ζωής.

9.2.12 Ερωτηµατολόγιο της Μιννεσότα, για ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια


(Minnesota Living with Heart Failure Questionnaire –MLHF)

To ερωτηµατολόγιο MLHF σκοπό έχει την αξιολόγηση των επιδράσεων της καρδιακής ανεπάρκειας
στην ποιότητα ζωής του ασθενούς. Περιλαµβάνει 21 ερωτήσεις, όπου εµπερικλείονται δύο
υποκλίµακες, η συναισθηµατική και η σωµατική. Οι ερωτήσεις αφορούν θέµατα όπως είναι το
οίδηµα των κάτω άκρων, η σεξουαλική δραστηριότητα, η παραµονή στο νοσοκοµείο, το κόστος και
οι ανεπιθύµητες ενέργειες της φαρµακευτικής αγωγής και οι περιορισµοί στην εργασία και την
ψυχαγωγία [31, 32].

9.2.13 Ερωτηµατολόγιο για ασθενείς µε χρόνιες πνευµονοπάθειες (Chronic Respiratory


Questionnaire - CRQ)

115
Το συγκεκριµένο εργαλείο, το οποίο δηµιουργήθηκε από τον Guyatt και τους συναδέλφουςτου[33],
εξετάζει σωµατικές και ψυχολογικές διαστάσεις ασθενών µε χρόνια αναπνευστικά νοσήµατα.
Περιλαµβάνει 20 ερωτήσεις που αφορούν τη δύσπνοια, την αδυναµία, τη συναισθηµατική
λειτουργικότητα και την κυριότητα. Αυτό το εργαλείο χρειάζεται 15-25 λεπτά για να ολοκληρωθεί.
Για να αξιολογηθεί η δύσπνοια, το άτοµο πρέπει να επιλέξει τις πέντε πιο ενοχλητικές λόγω της
δύσπνοιας δραστηριότητες, που του έχουν συµβεί τις τελευταίες 2 εβδοµάδες. Εφόσον ο ασθενής έχει
διακρίνει τις πέντε σηµαντικότερες δραστηριότητες που τον επηρεάζουν στη καθηµερινότητά του, η
δριµύτητα της δύσπνοιας καθορίζεται σε µια κλίµακα επτά- σηµείων. Οι δραστηριότητες, φυσικά,
είναι µοναδικές για κάθε ασθενή και καθιστάτις συγκρίσεις των αποτελεσµάτων δύσπνοιας µε άλλους
ασθενείς δύσκολες.

9.2.14 Ερωτηµατολόγιο ποιότητας ζωής των ηλικιωµένων (Older People's Quality of


Life questionnaire OPQOL-35)

Το OPQOL-35 δηµιουργήθηκε από τον Bowling και τους συνεργάτες του και σκοπό έχει να
αξιολογήσει τη ποιότητα ζωής των ηλικιωµένων[34]. Αποτελείται από 35 ερωτήσεις, όπου το άτοµο
καλείται να απαντήσει το βαθµό στον οποίο συµφωνεί ή διαφωνεί. Οι 35 καταστάσεις που
περιγράφει το ερωτηµατολόγιο αφορούν τα ακόλουθα θέµατα: την πλήρη κάλυψη ζωής συνολικά (4
ερωτήσεις - εύρος βαθµολογίας 4-20), την υγεία (4 ερωτήσεις, 4-20), τις κοινωνικές σχέσεις και τη
συµµετοχή (8 ερωτήσεις, 8-40), την ανεξαρτησία, τον έλεγχο της ζωής και την ελευθερία (5
ερωτήσεις, 5-25), το σπίτι και τη γειτονιά (4 ερωτήσεις, 4-20), τη ψυχολογική και συναισθηµατική
ευεξία (4 ερωτήσεις, 4-20), τις οικονοµικές συνθήκες (4 ερωτήσεις, 4-20),τον πολιτισµό και τη
θρησκεία (2 ερωτήσεις, 2-10).Το συνολικό σκορ µπορεί να κυµαίνεται από 35 (χειρότερη δυνατή
ποιότητα ζωής) έως 175 (καλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής).

116
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Ginieri-Coccossis, M., et al., Quality of life, mental health and health beliefs in haemodialysis
and peritoneal dialysis patients: investigating differences in early and later years of current
treatment. BMC Nephrol, 2008. 9: p. 14.
2. Theofilou, P., Quality of life and mental health in hemodialysis and peritoneal dialysis
patients: the role of health beliefs. Int Urol Nephrol, 2012. 44(1): p. 245-53.
3. Theofilou, P., Association of insomnia symptoms with kidney disease quality of life reported
by patients on maintenance dialysis. Psychol Health Med, 2013. 18(1): p. 70-8.
4. Loos, C., et al., Effect of end-stage renal disease on the quality of life of older patients. J Am
Geriatr Soc, 2003. 51(2): p. 229-33.
5. Ugurlu, N., et al., Determining quality of life, depression and anxiety levels of hemodialysis
patients. HealthMed, 2012. 6(8): p. 2860-2869.
6. Yen, M., T.C. Lin, and W.C. Yang, [Measuring quality of life in chronic kidney disease
patients: reflections and prospects]. Hu Li Za Zhi, 2011. 58(2): p. 5-9.
7. Gill, T.M. and A.R. Feinstein, A critical appraisal of the quality of quality-of-life
measurements. JAMA, 1994. 272(8): p. 619-26.
8. Υφαντόπουλος, Γ., Τα οικονοµικά της Υγείας. 2005, Τυπωθήτω: Αθήνα.
9. Theofilou, P., Quality of life in patients undergoing hemodialysis or peritoneal dialysis
treatment. JClinMedRes, 2011. 3(3): p. 132-8.
10. Υφαντόπουλος, Γ. and Μ. Σαρρής, Σχετιζόµενη µε την υγεία ποιότητα ζωής. Μεθοδολογία
µέτρησης. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 2001. 18(3): p. 218-229.
11. Conill, C., E. Verger, and M. Salamero, Performance status assessment in cancer patients.
Cancer, 1990. 65(8): p. 1864-6.
12. Katz, S., et al., Studies of Illness in the Aged. The Index of Adl: A Standardized Measure of
Biological and Psychosocial Function. JAMA, 1963. 185: p. 914-9.
13. Spitzer, W.O., et al., Measuring the quality of life of cancer patients: a concise QL-index for
use by physicians. J Chronic Dis, 1981. 34(12): p. 585-97.
14. Melzack, R. and Torgerso.Ws, Language of Pain. Anesthesiology, 1971. 34(1): p. 50-&.
15. Hunt, S.M., J. Mcewen, and S.P. Mckenna, Measuring Health-Status - a New Tool for
Clinicians and Epidemiologists. Journal of the Royal College of General Practitioners, 1985.
35(273): p. 185-188.
16. Goldberg, D.P., The detection of psychiatric illness by questionnaire; a technique for the
identification and assessment of non-psychotic psychiatric illness. Maudsley monographs,.
1972, London, New York,: Oxford University Press. xii, 156 p.
17. Morrow, G.R., R.J. Chiarello, and L.R. Derogatis, A new scale for assessing patients'
psychosocial adjustment to medical illness. Psychol Med, 1978. 8(4): p. 605-10.
18. Bergner, M., et al., The Sickness Impact Profile: development and final revision of a health
status measure. Med Care, 1981. 19(8): p. 787-805.
19. Laupacis, A., et al., A disease-specific questionnaire for assessing quality of life in patients on
hemodialysis. Nephron, 1992. 60(3): p. 302-6.
20. Ware, J.E., Jr. and C.D. Sherbourne, The MOS 36-item short-form health survey (SF-36). I.
Conceptual framework and item selection. Med Care, 1992. 30(6): p. 473-83.
21. Merkus, M.P., et al., Quality of life over time in dialysis: The Netherlands Cooperative Study
on the Adequacy of Dialysis. Kidney International, 1999. 56(2): p. 720-728.
22. Mingardi, G., et al., Health-related quality of life in dialysis patients. A report from an Italian
study using the SF-36 Health Survey. Nephrology Dialysis Transplantation, 1999. 14(6): p.
1503-1510.
23. Wight, J.P., et al., The SF36 as an outcome measure of services for end stage renal failure.
Quality in Health Care, 1998. 7(4): p. 209-221.
24. McHorney, C.A., J.E. Ware, Jr., and A.E. Raczek, The MOS 36-Item Short-Form Health
Survey (SF-36): II. Psychometric and clinical tests of validity in measuring physical and
mental health constructs. Med Care, 1993. 31(3): p. 247-63.

117
25. Tarlow Α.Α., J.E. Ware, &, and G. S., The MOS study: an application of methods for
monitoring the results of medical care. The Journal of the American Medical Association
(JAMA), 1989. 262: p. 925-930.
26. Szende, A., et al., EQ-5D value sets : inventory, comparative review, and user guide. Euro
Qol Group monographs. 2007, Dordrecht: Springer. 102 p.
27. Υφαντόπουλος, Γ. and Μ. Σαρρής, Σχετιζόµενη µε την υγεία ποιότητα ζωής –Μεθοδολογία
µέτρησης. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 2001. 18: p. 218-229.
28. Σαρρής, Μ., Κοινωνιολογία της υγείας και ποιότητα ζωής. 2001, Αθήνα: Εκδόσεις
Παπαζήση.
29. Skevington, S.M., M. Lotfy, and K.A. O'Connell, The World Health Organization's
WHOQOL-BREF quality of life assessment: Psychometric properties and results of the
international field trial - A report from the WHOQOL group. Quality of Life Research, 2004.
13(2): p. 299-310.
30. Τζινιέρη-Κοκκώση, Μ., et al., Εγχειρίδιο Ποιότητας Ζωής µε Άξονα το Ερωτηµατολόγιο
WHOQOL-100. 2003, Αθήνα: Εκδόσεις Βήτα.
31. Rustoen, T., et al., Pain and quality of life in hospitalized patients with heart failure. J Pain
Symptom Manage, 2008. 36(5): p. 497-504.
32. Franzen, K., B.I. Saveman, and K. Blomqvist, Predictors for health related quality of life in
persons 65 years or older with chronic heart failure. Eur J Cardiovasc Nurs, 2007. 6(2): p.
112-20.
33. Guyatt, G.H., et al., A measure of quality of life for clinical trials in chronic lung disease.
Thorax, 1987. 42(10): p. 773-8.
34. Bowling, A., The Psychometric Properties of the Older People's Quality of Life
Questionnaire, Compared with the CASP-19 and the WHOQOL-OLD. Curr Gerontol Geriatr
Res, 2009. 2009: p. 298950.

118
Κεφάλαιο 10

Αξιολόγηση καρδιακής λειτουργίας

Ιωάννης Στεφανίδης MD, PhD, Αντωνία Καλτσάτου PhD, Γεώργιος Σακκάς PhD

1 Εισαγωγή
Είναι πλέον αποδεκτό για τους ειδικούς πληθυσµούς πως η ενασχόληση µε τον αθλητισµό αποτελεί
έναν από τους σηµαντικότερους παράγοντες για την επίτευξη και διατήρηση της σωµατικής και της
ψυχικής τους υγείας. Ωστόσο, ανάλογα µε την πάθηση και τις λειτουργικές µεταβολές, που επιφέρει
αυτή στα διάφορα συστήµατα του ανθρώπινου οργανισµού, παρατηρούνται µεταβολές στο
καρδιαγγειακό σύστηµα µε άµεσο αποτέλεσµα την αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Από τις
αρχές της δεκαετίας του’80 και έπειτα πλήθος µελετών απέδειξαν και τόνισαν τα λειτουργικά οφέλη
που αποκοµίζουν οι ασθενείς µε χρόνιες παθήσεις από τη συµµετοχή τους σε προγράµµατα
συστηµατικής εκγύµνασης, αρκεί το πρόγραµµα άσκησης να είναι σωστά διαµορφωµένο και
εξατοµικευµένο ανάλογα µε την ιδιαιτερότητα της κάθε πάθησης. Πλέον σήµερα η συµµετοχή των
ασθενών σε ειδικά προγράµµατα συστηµατικής εκγύµνασης αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι της
θεραπευτικής τους προσέγγισης.
Παράλληλα είναι γνωστό πως η χρόνια και συστηµατική προπόνηση προκαλεί προσαρµογές
στα διάφορα συστήµατα του ανθρώπινου οργανισµού και ιδιαίτερα στο καρδιαγγειακό σύστηµα.
Πλήθος µελετών έχουν διερευνήσει τις προσαρµογές που προκαλούνται από τα διαφορετικά είδη
άσκησης στη µορφολογία και στη λειτουργικότητα της καρδιάς στον υγιή πληθυσµό και σε αθλητές.
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι η παρουσίαση των αναίµακτων µετρήσεων, που
συµπεριλαµβάνονται στον ιατρικό έλεγχο ασθενών µε χρόνιες παθήσεις και η διεξαγωγή τους είναι
απαραίτητη για την αξιολόγηση της καρδιακής τους λειτουργίας, προκειµένου ένας ασθενής µε
ασφάλεια να συµµετέχει σε προγράµµατα άσκησης που στόχο έχουν την αποκατάσταση και
επαναδραστηριοποίησή του. Για την ανίχνευση και διερεύνηση, λοιπόν, της καρδιακής λειτουργίας
απαιτούνται αξιόπιστες, µη επεµβατικές µέθοδοι, όπως το ηλεκτροκαρδιογράφηµα, το
υπερηχογράφηµα, η δοκιµασία κοπώσεως και η 24ωρη καταγραφή του ηλεκτροκαρδιογραφήµατος
(Holter ρυθµού), οι οποίες και περιγράφονται στο κεφάλαιο. Επίσης, σπανιότερα ανάλογα µε τις
ενδείξεις προτείνεται η δοκιµασία ανάκλισης, η ακτινογραφία θώρακος και η πλήρης νευρολογική
εξέταση [1]. Ωστόσο, σε ορισµένες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η διενέργεια άλλων επεµβατικών
εξετάσεων, όπως στεφανιογραφία µε κοιλιογραφία, µυοκαρδιακή βιοψία ή ηλεκτροφυσιολογική
µελέτη [1].

10.1 Ηλεκτροκαρδιογράφηµα (ΗΚΓ)


Σκοπός: Το ηλεκτροκαρδιογράφηµα (ΗΚΓ) αποτελεί µία αξιόπιστη, αναίµακτη και χαµηλού κόστους
µέθοδος αξιολόγησης της καρδιακής λειτουργίας. Με το ΗΚΓ καταγράφεται η ηλεκτρική
δραστηριότητα των µυοκαρδιακών κυττάρων που φτάνει στην επιφάνεια του σώµατος, η οποία
επιτυγχάνεται λόγω της διαφοράς δυναµικού που δηµιουργείται από τη µετακίνηση των ηλεκτρικών
φορτίων στους ιστούς γύρω από την καρδιά [2]. Συγκεκριµένα, το ΗΚΓ παρέχει χρήσιµες
πληροφορίες για την καρδιακή λειτουργία καταγράφοντας τις ηλεκτρικές ώσεις που διεγείρουν την
καρδιά και προκαλούν τη συστολή της. Στις Ευρωπαϊκές οδηγίες για τη διεξαγωγή του πρωτογενή

119
ιατρικού ελέγχου σε αθλητές συµπεριλαµβάνεται το ΗΚΓ ηρεµίας µαζί µε τη λήψη ιστορικού και τη
φυσική εξέταση, ωστόσο στις Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής ο ιατρικός έλεγχος δεν συµπεριλαµβάνει
το ΗΚΓ ηρεµίας. Η ποιοτική καταγραφή του ΗΚΓ αποτελεί σηµαντικό δείκτη πρόγνωσης του
προσδόκιµου επιβίωσης και του καρδιαγγειακού κινδύνου [3].
Περιγραφή: Το ΗΚΓ λαµβάνεται µε τη χρήση ειδικής συσκευής, η οποία ονοµάζεται
ηλεκτροκαρδιογράφος. Στην ουσία πρόκειται για ένα βολτόµετρο που καταγράφει στην επιφάνεια
του σώµατος τις διαφορές δυναµικού των ερεθισµάτων, τα οποία παράγονται στην καρδιά. Οι
πληροφορίες που καταγράφονται στο ΗΚΓ, παριστάνουν τις ηλεκτρικές ώσεις της καρδιάς στα
διάφορα στάδια διεγέρσεως. Συγκεκριµένα, χρησιµοποιείται το ΗΚΓ των 12 απαγωγών, το οποίο
αποτελείται από 6 απαγωγές των άκρων και 6 προκάρδιες απαγωγές. Τα ηλεκτρόδια τοποθετούνται
στο δεξί και αριστερό καρπό (απαγωγή Ι), στο δεξί καρπό και δεξί κάτω άκρο (απαγωγή ΙΙ) και στον
αριστερό καρπό και στην αριστερή ποδοκνηµική (απαγωγή ΙΙΙ). Στη συνέχεια, υπάρχουν οι 3
ενισχυµένες απαγωγές των άκρων (aVR, aVLκαι aVF) και οι έξι προκάρδιες απαγωγές (V1, V2, V3,
V4, V5, V6).
Το ΗΚΓ σε φυσιολογικά υγιή άτοµα περιλαµβάνει τρία επάρµατα σε κάθε απαγωγή του: το
κύµα P, το σύµπλεγµα QRS και το κύµα T. Στο κύµα P καταγράφεται η εκπόλωση των κόλπων, στο
σύµπλεγµα QRS η εκπόλωση των κοιλιών και το κύµα Τ καταγράφεται η επαναπόλωση των κοιλιών
[2]. Το σήµα για την ηλεκτρική διέγερση της καρδιάς ξεκινάει από το φλεβόκοµβο, ενώ στη συνέχεια
µέσω του κολπικού µυοκαρδίου περνάει στον κολποκοιλιακό κόµβο και µεταφέρεται στο µυοκάρδιο
των κοιλιών διαµέσου του δεµατίου του His και των ινών του Purkinje. Με αυτόν τον τρόπο
ενεργοποιείται ο µηχανισµός µυϊκής συστολής στις κοιλίες [2].
Σηµεία Προσοχής: Πάρα πολλές ΗΚΓφικές µεταβολές, οι οποίες προκαλούνται λόγω της
χρόνιας και εντατικής προπόνησης, µιµούνται πολλές παθολογικές καταστάσεις. Συνεπώς, κάποια
ΗΚΓφικά ευρήµατα πιθανότατα να απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση για τον αποκλεισµό κάποιας
υποβόσκουσας καρδιακής πάθησης. Παράλληλα τα ευρήµατα του ΗΚΓ ποικίλλουν ανάλογα µε την
ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα, καθώς και το είδος του προπονητικού προγράµµατος και την
προπονητική ηλικία του εξεταζόµενου [4]. Γι’ αυτό το λόγο η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία
στις δηµοσιευµένες οδηγίες της [4] προτείνει έναν διαχωρισµό των ΗΚΓφικών ευρηµάτων σε αυτά
που σχετίζονται µε την αθλητική προπόνηση και µε το σύνδροµο της αθλητικής καρδιάς και σε αυτά
που δεν σχετίζονται και απαιτούν περαιτέρω έλεγχο.

10.2 Υπερηχογράφηµα
Σκοπός: Με το υπερηχογράφηµα εκτιµάται η µορφολογία και η λειτουργικότητα της καρδιάς µε τη
χρήση υπερήχων [2]. Αποτελεί µία αξιόπιστη µέθοδο απεικόνισης της λειτουργίας της καρδιάς, η
οποία χρησιµοποιείται όταν κλινικές ή ΗΚΓφικές µεταβολές απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση.
Περιγραφή: Η υπερηχοκαρδιογραφία αποτελεί µία αναίµακτη µέθοδο, µέσω της οποίας
αξιολογούνται µε ακρίβεια το µέγεθος των καρδιακών κοιλοτήτων και το πάχος των τοιχωµάτων
τους, η µορφολογία και η λειτουργία των καρδιακών βαλβίδων, ελέγχεται η πιθανή ύπαρξη
περικαρδιακού υγρού, θρόµβων ή όγκων της καρδιάς και υπολογίζονται λειτουργικοί δείκτες που
αφορούν, κυρίως, τη λειτουργικότητα της αριστερής κοιλίας [2]. Βασικός σκοπός της
υπερηχοκαρδιογραφίας είναι η καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας της αριστερής κοιλίας και
ιδιαίτερα κάποιων στοιχείων που αφορούν την αρχιτεκτονική διάταξη των µυοκαρδιακών ινών στο
τοίχωµά της [5]. Η λειτουργία του υπερηχογράφου βασίζεται στην εκποµπή ηχητικών συχνοτήτων οι
οποίες ανακλώνται στα καρδιακά τοιχώµατα και, στη συνέχεια, επανέρχονται στο µετατροπέα, όπου
και καταγράφονται [6]. Υπάρχει το απλό υπερηχοκαρδιογράφηµα (M-mode) και αυτό των δύο
διαστάσεων (2-D) το οποίο υπερέχει σε σύγκριση µε το απλό [6]. Ωστόσο, πλέον ο υπέρηχος Doppler
αποτελεί την πιο ακριβή µέθοδο εκτίµησης της καρδιακής λειτουργίας [2] και ιδιαίτερα η χρήση του
ιστικού Doppler µε τη µέθοδο speckle tracking και την τρισδιάστατη απεικόνιση επιτρέπει την πιο
ακριβή εκτίµηση της µυοκαρδιακής λειτουργίας.
Η εξέλιξη της υπερηχογραφίας συντέλεσε στην καλύτερη κατανόηση της υπερτροφίας της
δεξιάς και αριστερής κοιλίας, της συστολικής και διαστολικής λειτουργίας, της δυσλειτουργίας της
αριστερής κοιλίας και στη διερεύνηση των φυσηµάτων [7]. Η συστολική δυσλειτουργία εκτιµάται µε
την αξιολόγηση του κλάσµατος εξώθησης, δηλαδή του ποσοστού του τελο-διαστολικού όγκου που

120
εξωθείται κατά τη συστολή και φυσιολογικά κυµαίνεται µεταξύ 50-80% [7]. Σε περιπτώσεις
καρδιακής ανεπάρκειας, όπου το κλάσµα εξώθησης έχει φυσιολογικές τιµές, απαιτείται περαιτέρω
διερεύνηση για ύπαρξη διαστολικής δυσλειτουργίας [7].
Επίσης, η υπερηχοκαρδιογραφία είναι χρήσιµη για τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου, καθώς µε
αυτόν τον τρόπο εντοπίζεται η περιοχή του µυοκαρδίου που εµφανίζει ισχαιµία και για τη διάγνωση
των βαλβιδοπαθειών [7].

10.3 Δοκιµασία κοπώσεως


Σκοπός: Η δοκιµασία κοπώσεως αποτελεί µία αναίµακτη εξέταση που συστήνεται όταν στο
πρωτογενή ιατρικό έλεγχο διαπιστώνεται η παρουσία κάποιου παθολογικού καρδιολογικού
ευρήµατος [1]. Ουσιαστικά, µε τη δοκιµασία κοπώσεως επιτυγχάνεται η εκτίµηση των
αιµοδυναµικών και ΗΚΓφικών µεταβολών που συνδέονται µε την σωµατική άσκηση. Ωστόσο, τα
τελευταία χρόνια έδαφος έχει κερδίσει και η υπερηχοκαρδιογραφία κατά τη διάρκεια κοπώσεως [8].
Περιγραφή: Κατά τη δοκιµασία κοπώσεως ζητείται από τον εξεταζόµενο η εκτέλεση
ελεγχόµενης σωµατικής άσκησης, ενώ κατά τη διάρκειά της παρακολουθείται συνεχόµενα το ΗΚΓ
και η αρτηριακή πίεση. Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι δοκιµασίας κοπώσεως, (αναπτύχθηκαν στο
κεφ. 4), ωστόσο ο πιο διαδεδοµένος είναι στον κυλιόµενο τάπητα µε προοδευτική αύξηση της
επιβάρυνσης µέχρι να επιτευχθεί η µέγιστη καρδιακή συχνότητα. Συνήθως, η δοκιµασία διακόπτεται
όταν επιτευχθεί το 85% της προβλεπόµενης µέγιστης καρδιακής συχνότητας. Φυσικά, η δοκιµασία
διακόπτεται πρόωρα, όταν εµφανιστούν ευρήµατα ή/και συµπτώµατα ισχαιµίας του µυοκαρδίου ή και
σε περιπτώσεις, όπως η εµφάνιση αρρυθµιών, έκτακτων κοιλιακών συστολών, κοιλιακής
ταχυκαρδίας κ.α. [9].
Η δοκιµασία κοπώσεως είναι ιδιαίτερα χρήσιµη για την εκτίµηση αθλητών µε γνωστή
καρδιαγγειακή παθολογία ή για την ανίχνευση υποκλινικής παθολογίας, ιδίως επί ύπαρξης
προδιαθεσικών παραγόντων κινδύνου. Κατά τη δοκιµασία κοπώσεως εκτιµώνται και αξιολογούνται
οι ΗΚΓφικές µεταβολές. Ωστόσο, εκτός από τις ΗΚΓφικές µεταβολές αξιολογούνται και άλλοι
παράµετροι, όπως η καρδιακή συχνότητα, η αρτηριακή πίεση και ο βαθµός ανοχής στην κόπωση.
Σηµεία Προσοχής: Κατά τη δοκιµασία κοπώσεως λόγω της κίνησης συχνά η καταγραφή του
ΗΚΓ εµφανίζει παράσιτα µε αποτέλεσµα να µην διακρίνονται ξεκάθαρα οι ΗΚΓ µεταβολές.

10.4 Συνεχή 24ωρη καταγραφή ηλεκτροκαρδιογραφήµατος (Holter Ρυθµού)


Σκοπός: Η συνεχής 24ωρη καταγραφή του ΗΚΓ και η ανάλυσά του επιτρέπει την εκτίµηση κάποιων
ΗΚΓφικων µεταβολών, οι οποίες εµφανίζονται µόνο παροδικά ή περιοδικά, ώστε η καταγραφή τους
στο απλό ΗΚΓ να είναι πολύ δύσκολη έως και απίθανη.
Περιγραφή: Η συνεχής 24ωρη καταγραφή του ΗΚΓ αποτελείται από δύο, τρία ή
περισσότερα ηλεκτρόδια, µηχάνηµα καταγραφής και αποθήκευσης δυναµικών, από θύρα µεταφοράς
δεδοµένων, καθώς και από λογισµικό αποθήκευσης και ανάλυσης των δεδοµένων του ΗΚΓ σε
ηλεκτρονικό υπολογιστή. Χρησιµοποιείται για τη διαγνωστική διερεύνηση µιας κλινικής
συµπτωµατολογίας ή επί παθολογικών ευρηµάτων στο ΗΚΓ ή στο υπερηχογράφηµα. Τα ευρήµατα
πρέπει να εµφανίζονται αρκετά συχνά, ώστε το Holter να δώσει αξιόπιστες πληροφορίες.
Ερµηνεύονται και αξιολογούνται οι ΗΚΓφικές µεταβολές.
Σηµεία Προσοχής: Είναι σηµαντικό να µην υπάρχουν παρεµβολές, που προκαλούν
παράσιτα στην καταγραφή του ΗΚΓ κατά τη διάρκεια του 24ώρου.

121
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Δεληγιάννης Α, et al., Κατευθυντήριες οδηγίες για τον καρδιολογικό έλεγχο αθλητών.


Ελληνική Καρδιολογική Επιθεώρηση, 2010. 51: p. 213-221.
2. Δεληγιάννης, Α., Ιατρική της Άθλησης απο τη θεωρία στην πράξη. 1η ed. 1997.
3. Okin, P.M., et al., Combined echocardiographic left ventricular hypertrophy and
electrocardiographic ST depression improve prediction of mortality in American Indians: the
Strong Heart Study. Hypertension, 2004. 43(4): p. 769-74.
4. Corrado, D., et al., Recommendations for interpretation of 12-lead electrocardiogram in the
athlete. Eur Heart J, 2010. 31(2): p. 243-59.
5. Ματσάκας, Ε., Τεχνική και Κλινικές εφαρµογές δισδιάστατης ηχωκαρδιογραφίας "Speckle
Tracking". Ελληνική Καρδιολογική Επιθεώρηση: p. 320-331.
6. Adreoli, T., et al., Essentials of Medicine. Third ed. 1996.
7. Ashley, E. and J. Niebauer, Cardiology Explained 2004: Remedica, London.
8. Lauer, M.S., et al., Quantitative measures of electrocardiographic left ventricular mass,
conduction, and repolarization, and long-term survival after coronary artery bypass grafting.
Circulation, 2007. 116(8): p. 888-893.
9. Πολυκανδριώτη Μ, Δοκιµασία Κοπώσεως-Πρωτόκολλο Bruce. Το Βήµα του Ασκληπιού,
2009. 8(2): p. 94-96.

122
Κεφάλαιο 11

Δείκτες οστεοπόρωσης

Ελευθέριος Λαβδάς PhD, Βιολέτα Ροκά MD, PhD και Γεώργιος Σακκάς PhD

11 Εισαγωγή
Τα οστεοπορωτικά κατάγµατα αναγνωρίστηκαν ως ένα από τα σοβαρότερα προβλήµατα υγείας τη
δεκαετία του 2000. Για γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών, ο κίνδυνος εµφάνισης κατάγµατος στο
ισχίο, τη σπονδυλική στήλη ή την ωλένη είναι περίπου στο 30%-40% και συγκρίνεται µε το ποσοστό
εµφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων (30%-40%) και καρκίνου του µαστού (9%-12%) [1, 2]. Για
τους άνδρες, ο κίνδυνος οστεοπορωτικού κατάγµατος είναι περίπου ίσος µε το 1/3 του ποσοστού των
γυναικών. Πιο συχνά είναι τα κατάγµατα του ισχίου, τα οποία επιπρόσθετα προκαλούν µεγάλους
ρυθµούς αύξησης της νόσου αλλά και θνησιµότητας συγκρινόµενα µε άλλους τύπους καταγµάτων.
Περίπου το ¼ των ασθενών µε κατάγµατα του ισχίου, αποβιώνουν µέσα σε 12 µήνες από την
εµφάνισή τους [3], ενώ οι υπόλοιποι συχνά εµφανίζουν σοβαρές κινητικές δυσλειτουργίες [4]. Η
προηγούµενη δεκαετία χαρακτηρίστηκε ως η «Δεκαετία των Οστών και των αρθρώσεων» (Bone and
Joint decade) έχοντας καταβληθεί µεγάλη προσπάθεια ανάπτυξης νέων ραδιολογικών τεχνικών για τη
µη επεµβατική αξιολόγηση της ακεραιότητας των οστών [5], καθώς και νέες θεραπευτικές
προσεγγίσεις για την επιβράδυνση και την πρόληψη της νόσου.
Η τεχνική που είναι περισσότερο διαδεδοµένη σήµερα και σχετίζεται µε τη µέτρηση της
πυκνότητας του οστού είναι η µέθοδος DEXA (Dual – energy X-ray Absorptiometry) [6] και
αναπτύχθηκε στα µέσα της δεκαετίας του 1980. Λόγω των πλεονεκτηµάτων της υψηλής ακρίβειας,
των µικρών χρόνων σάρωσης, της χαµηλής δόσης ακτινοβολίας και της σταθερής βαθµονόµησης, η
µέθοδος DEXA έχει καθιερωθεί ως µέθοδος αναφοράς (gold standard) για την παρακολούθηση της
οστεοπόρωσης.

11.1 Ορισµός Οστεοπόρωσης


Η οστεοπόρωση, γενικά, µπορεί να οριστεί ως «νόσος του σκελετικού συστήµατος που
χαρακτηρίζεται από µειωµένη µάζα και αλλαγές στη µικρο-αρχιτεκτονική του οστίτη ιστού µε
συνέπεια τη µείωση της ανθεκτικότητας του οστού » [7]. Είναι σηµαντικό να σηµειωθεί ότι µέσω
αυτού του ορισµού διαφαίνεται η σχέση της χαµηλής ποσότητας µάζας µε τον κίνδυνο κατάγµατος.
Ωστόσο, ορισµός µιας νόσου µε βάση έναν παράγοντα κινδύνου, όπως είναι η χαµηλή µάζα οστού,
δεν είναι πάντα επιστηµονικά ορθός, αλλά στην παρούσα φάση είναι επιθυµητή η αναγνώριση
οµάδας ασθενών µε υψηλό παράγοντα κινδύνου για εµφάνιση οστεοπόρωσης µε στόχο την έγκαιρη
έναρξη θεραπείας και την αποφυγή καταγµάτων.
Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη των συστηµάτων και των τεχνικών αξιολόγησης οστικής
πυκνότητας, έχουν οδηγήσει σε µονάδες µέτρησης οστεοπόρωσης, µε βάση τις µετρήσεις BMD
(Bone Mineral Density). Το 1994 ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας (World Health Organization -
WHO) πρότεινε ορισµό της οστεοπόρωσης µε βάση τις µετρήσεις BMDστις περιοχές τις σπονδυλικής
στήλης, ισχίου και πήχη σε µονάδες τυπικών αποκλίσεων (Standard Deviations - SD) µε την
ονοµασία T-score[8], ενώ µετέπειτα δηµιούργησε έναν ενδιάµεσο δείκτη οστεοπόρωσης που
αναφέρεται ως κατηγορία «οστεοπενίας». Το Τ-scoreυπολογίζεται λαµβάνοντας τη διαφορά µεταξύ
της µετρούµενης τιµής BMD ενός ασθενούς και της µέσης τιµής του BMDγια ένα φυσιολογικό, υγιή

123
ενήλικα, ίδιου φύλου και φυλής. Η διαφορά αυτών των τιµών ανάγεται στην τιµή της Τυπικής
Απόκλισης (SD) του BMD ενός φυσιολογικού ενήλικα σύµφωνα µε τη σχέση:

Τ-scοre=(Μετρούµενη ΒΜD-Μέσος όρος BMDγια φυσιολογικό ενήλικα)/ (τυπική απόκλιση BMDγια


φυσιολογικό ενήλικα-SD)

Ο ορισµός της οστεοπόρωσης και της οστεοπενίας, όπως αναφέρεται από τον παγκόσµιο
οργανισµό υγείας, βασίζεται στις τιµές του Τ -Score, και κατηγοριοποιείται ως εξής:

• Οστεοπόρωση , για Τ -score -2.5 SD


• Οστεοπενία, για -2.5SD<T-score<-1 SD
• Υγιής πληθυσµός, Τ -score>-1 SD

Μια τέταρτη κατηγορία, που έχει προταθεί, είναι η κατηγορία της «εγκατεστηµένης
οστεοπόρωσης», η οποία ορίζει την κατηγορία της οστεοπόρωσης συνυπολογίζοντας την παρουσία
ενός ή περισσότερων καταγµάτων στην περιοχή του καρπού, της σπονδυλικής στήλης ή του ισχίου.
Η κατηγοριοποίηση του πληθυσµού µε οστεοπόρωση ή οστεοπενία σε σχέση µε το
φυσιολογικό πληθυσµό στοχεύει στη διάγνωση ατόµων µε υψηλή, µέση και χαµηλή πιθανότητα για
την ανάπτυξη κατάγµατος. Είναι αναγκαίο να σηµειωθεί ότι τα κριτήρια αναφέρονται σε µετρήσεις
BMD, που διεξάγονται στη σπονδυλική στήλη, το ισχίο, και την ωλένη ,ενώ αυτή η κατηγοριοποίηση
δεν µπορεί να εφαρµοστεί αυτόµατα για µετρήσεις σε άλλες περιοχές ή για διαφορετικές τεχνικές
µέτρησης, όπως είναι η QCTή η QUS (βλέπε παρακάτω).
Ο ορισµός WHO σκοπό έχει να αναγνωρίζει ασθενείς µε υψηλό, µέσο και χαµηλό κίνδυνο
κατάγµατος. Η µείωση του Τ –Score κατά µία µονάδα συνεπάγεται αύξηση του κινδύνου κατάγµατος
(Fracture Risk) κατά 2.5 µονάδες.
Συνοδευτικά µε το Τ -score, ένας άλλος δείκτης έκφρασης των µετρήσεων BMD είναι οι
µονάδες του Z-score [9]. Όπως και το Τ -score, έτσι και το Z-scoreεκφράζεται σε µονάδες τυπικής
απόκλισης SD του πληθυσµού µε τη διαφορά ότι αντί τα δεδοµένα να σχετίζονται µε το φυσιολογικό
ενήλικα, γίνεται σε σχέση µε το µέσο όρο του BMD για την οµάδα στην οποία ανήκει ο ασθενής,
λαµβάνοντας υπόψη την ηλικία, το φύλο και την εθνικότητα. Το Z-score υπολογίζεται µε τη σχέση:

Z-score= (Μετρούµενη ΒΜD-Μέση BMD ηλικιακής οµάδας)/ SD ηλικιακής οµάδας

Το Z-score χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε το T-score και εκφράζει τον κίνδυνο ασθενούς να


εµφανίσει κατάγµατα, συγκρινόµενος µε την οµάδα αναφοράς στην οποία ανήκει. Οι περισσότερες
µελέτες ερµηνεύουν τα αποτελέσµατα οστικής πυκνότητας χρησιµοποιώντας ένα µοντέλο
διαβάθµισης κινδύνου, όπου ο κίνδυνος εµφάνισης κατάγµατος αυξάνει εκθετικά µε τη µείωση των
τιµών BMD [10]. Τα αποτελέσµατα αναφέρονται σε όρους Σχετικού Κινδύνου (Relatiνe Risk - RR),
που εκφράζουν τον αυξηµένο παράγοντα κινδύνου (risk factor) για µείωση του BMD κατά µία τυπική
απόκλιση SD. Τυπικά, µείωση του BMD κατά 1 SD ισούται µε αύξηση της πιθανότητας κατάγµατος
κατά 1-2.5. Αυτό συνεπάγεται ότι ασθενείς µε Z-score <-1 χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο
εµφάνισης κατάγµατος, σε σύγκριση πάντα µε την οµάδα στην οποία ανήκουν.

11.2 Τεχνικές Μέτρησης Οστικής Πυκνότητας


Στον Πίνακα 11.1 αναφέρονται οι µέθοδοι που είναι διαθέσιµες για τη µη επεµβατική αξιολόγηση της
οστικής πυκνότητας µε σκοπό τη διάγνωση και αξιολόγηση των επιπέδων οστεοπόρωσης και την
εκτίµηση του κινδύνου εµφάνισης κατάγµατος. Αυτές οι τεχνικές διαφέρουν ως προς τις βασικές
αρχές της µεθοδολογίας, την κλινική εφαρµογή τους, τη διαθεσιµότητα και κόστος τους [5, 11-13].

Μέθοδος Περιοχή Ανάλυσης Μονάδες Ακρίβεια Απαιτούµενη


Μέτρησης (%CV) Δοσολογία (µSv)

124
DEXA Σπονδυλική Στήλη, BMD (g/cm2) 1% 1-10
Μηριαίο Οστό, 1-2% 1-10
Ολόκληρο Σώµα 1% 3
QCT Σπονδυλική Στήλη BMD (g/cm2) 3% 50-500
pDEXA Πήχης και Πέλµα BMD (g/cm2) 1-2% 0.1
pQCT Πήχης BMD (g/cm2) 1-2% 1-3
RA Φάλαγγες BMD (g/cm2) 1-2% 10
QUS Πέλµα, BUA (dB/MHz) 2-5% -
Κνήµη SOS (m/s) 1-2% -
Πίνακας 11.1 Μέθοδοι αξιολόγησης Οστικής Πυκνότητας

DEXA: Dual - energy X-ray Absorptiometry, QCT: Quantitative Computed Tomography, p: Peripheral, RA:
Radiographic absorptiometry, QUS: Quantitative Ultrasound, BMD: Bone Mineral Density, BUA: Broadband
Ultrasonic Attenuation, SOS: Speed Of Sound, µSv: MicroSieverts

11.1.1 Απορροφησιοµετρία ακτίνων Χ διπλής ενέργειας - DEXA

Η µέθοδος της Απορροφησιοµετρίας ακτίνων Χ διπλής ενέργειας (DEXA- Dual–energy X-ray


Absorptiometry) είναι η πιο ευρέως διαδεδοµένη και αξιόπιστη µέθοδος µέτρησης οστικής
πυκνότητας λόγω της µεγάλης ακρίβειας, των σύντοµων χρόνων σάρωσης καθώς και της εύκολης
βαθµονόµησης. Ο εξοπλισµός DEXA (εικόνα 11.1) επιτρέπει τη σάρωση της περιοχής της
σπονδυλικής στήλης, κυρίως, της οσφυϊκής µοίρας και της κεφαλής του ισχίου (εικόνα 11.2). Τα δύα
αυτά σηµεία αποτελούν τα µεγαλύτερης σπουδαιότητας σηµεία µέτρησης, καθώς είναι οι περιοχές
εµφάνισης της πλειοψηφίας των καταγµάτων που οδηγούν σε υψηλά επίπεδα θνησιµότητας και
κινητικών δυσλειτουργιών. Μετρήσεις του BMD στο ισχίο αποτελούν τον πιο αξιόπιστο δείκτη
εκτίµησης κινδύνου εµφάνισης καταγµάτων του ισχίου [14]. Η σπονδυλική στήλη, λόγω του
σπογγώδους τµήµατος των σπονδύλων όπου είναι µεταβολικά ενεργό, θεωρείται ως η καταλληλότερη
περιοχή για την παρακολούθηση της απόκρισης στην ακολουθούµενη θεραπευτική αγωγή [15]. Η
βασική αρχή στην οποία στηρίζεται η µέθοδος DEXA είναι η µέτρηση της διάδοσης µέσα στο
σώµα/όργανο των ακτίνων Χ δύο διαφορετικών ενεργειακών επιπέδων φωτονίων [6]. Λόγω της
εξάρτησης του συντελεστή απορρόφησης από τον ατοµικό αριθµό και την ενέργεια του φωτονίου, η
µέτρηση της διάδοσης σε δύο ενεργειακά επίπεδα παρέχει τις επιφανειακές πυκνότητες (µάζα I
προβαλλόµενη επιφάνεια) των δύο διαφορετικών τύπου ιστού. Στις µετρήσεις DEXA, οι δύο τύποι
αναφέρονται στην ανόργανη ύλη του οστίτη ιστού (hydroxyapatite) και στους µαλακούς ιστούς
αντίστοιχα (µύες, όργανα, λίπος κ.α.). Η δόση ακτινοβολίας είναι αρκετά χαµηλή (1-10 µSv) [16] και
είναι συγκρίσιµη µε τη µέση φυσική ηµερήσια ακτινοβολία των 7µSv, στην οποία εκτίθεται ένας
µέσος υγιής άνθρωπος. Η ακρίβεια των µετρήσεων καθορίζεται από τη διαφοροποίηση στη σύνθεση
των µαλακών ιστών, που εξετάζονται, ενώ λόγω της υψηλής περιεκτικότητας του λίπους σε
υδρογόνο, ο συντελεστής απορρόφησης του λίπους είναι διαφορετικός από το συντελεστή
απορρόφησης των ιστών χωρίς λίπος, όπως οι µύες. Οι διαφορές στη σύνθεση των µαλακών ιστών,
στη διαδροµή που ακολουθούν οι ακτίνες στη διάρκεια της µέτρησης συγκρινόµενες µε τις γειτονικές
επιφάνειες αναφοράς, που απαιτεί η µέθοδος, καθιστούν την DEXA υποκείµενη σε σφάλµατα της
τάξης του 3% (στον πήχη), 5% (σπονδυλική στήλη) και του 6% (κεφαλή του µηριαίου, ισχίο) [14,
17].

125
Εικόνα 11.1 Συσκευή DEXA (Απορροφησιοµετρία ακτίνων Χ διπλής ενέργειας)

Εικόνα 11.2 Σάρωση της περιοχής της σπονδυλικής στήλης, κυρίως, της οσφυϊκής µοίρας και της κεφαλής του
ισχίου

Η νέα γενιά συστηµάτων DEXA χρησιµοποιεί νέα τεχνολογία δέσµης σωµατιδίων µε σχισµή, που
παράγει δέσµη σε ζεύξη µε µια γραµµική διάταξη ανιχνευτών στερεάς κατάστασης, µε αποτέλεσµα
να βελτιώνεται η ανάλυση της εικόνας και να µειώνονται κατά πολύ οι χρόνοι σάρωσης (από 5-10
λεπτά σε 10-30 δευτερόλεπτα). Όλα αυτά, όµως, ακολουθούνται από το µειονέκτηµα ότι η
ακτινοβολία είναι µεγαλύτερη, ιδίως, για τον Τεχνολόγο Ακτινολόγο που χειρίζεται τη συσκευή[18].

11.1.2 Περιφερειακή Απορροφησιοµετρία ακτίνων Χ διπλής ενέργειας p DEXA

Η µέθοδο της περιφερειακής DEXA (pDEXA). Παρά τη γρήγορη εξάπλωση της µεθόδου DEXAγια
τις µετρήσεις στο ισχίο και την περιοχή της σπονδυλικής στήλης, διαρκώς εµφανίζονται νέες
συσκευές που υπόσχονται καλύτερη και γρηγορότερη αξιολόγηση του περιφερειακού σκελετού [19].
Οι πρώτες συσκευές πυκνοµετρίας ήταν σαρωτές για τον πήχη µέσω της τεχνικήςSPA (single-photon
absorptiometry) που βασιζόταν σε πηγή ραδιονουκλιδίου125Ι [20]. Πρόσφατες µελέτες δείχνουν ότι η
µέτρηση οστικής πυκνότητας του αντιβράχιου µέσο SPA, αποδεικνύονται σηµαντικά ικανές να
προβλέψουν την πιθανότητα εµφάνισης κατάγµατος [21]. Ωστόσο, τα νέα συστήµατα SPA έχουν
αντικαταστήσει την πηγή ραδιονουκλιδίου µε χαµηλής τάσης ακτίνων -Χ (40-60 kVρ), ενώ
χρησιµοποιούνται οι αρχές της DEXAγια µετρήσεις BMD στην κερκίδα και στην πτέρνα. Στα
πλεονεκτήµατα των συστηµάτων περιφερειακής DEXA (pDEXA) περιλαµβάνονται ο µικρός όγκος
των συσκευών, το σχετικά χαµηλό κόστος αγοράς και της κάθε εξέτασης και η εξαιρετικά χαµηλή
δόση ακτινοβολίας (0.1 µSv) [22].

126
11.1.3 Ποσοτική Υπολογιστική Τοµογραφίας - QCT

Η µέθοδος της Ποσοτικής Υπολογιστικής Τοµογραφίας (QCT–Quantitative Computed Tomography)


έχει το πλεονέκτηµα της πραγµατικής τρισδιάστατης απεικόνισης της (ογκοµετρικής) πυκνότητας του
οστού σε συγκεκριµένες µονάδες (gr/cm) [23]. Η µέθοδος χρησιµοποιείται, συνήθως, για µετρήσεις
σπογγώδους οστού στα σώµατα των σπονδύλων [24]. Για τη µέτρηση χρησιµοποιείται ένα εξωτερικό
αντικείµενο αναφοράς (phantom) για τη βαθµονόµηση των τοµών που λαµβάνονται, ενώ οι
περισσότεροι κατασκευαστές συστηµάτων παρέχουν και το λογισµικό για την αυτοµατοποίηση του
ορισµού της περιοχής ενδιαφέροντος µέσα στο σώµα του σπονδύλου. Η δόση ακτινοβολίας, που
λαµβάνει ο εξεταζόµενος, είναι κατά πολύ µικρότερη από αυτή που λαµβάνει στις τυπικές µετρήσεις
µε τον αξονικό τοµογράφο [25]. Τα προτερήµατα της QCT είναι ότι µπορεί να αξιολογήσει και τις
ηλικιακές και τις νοσολογικές µεταβολές, που συµβαίνουν στο οστό, δίνοντας, έτσι, µια καλύτερη
εκτίµηση για την κατάσταση και την πορεία του ασθενή [24]. Το σηµαντικότερο µειονέκτηµα της
µεθόδου είναι το υψηλό κόστος εξοπλισµού και της καθεαυτού µέτρησης.

11.1.4 Ακτινολογική Απορροφησιοµετρία - RA

Η µέθοδος της Ακτινολογικής Απορροφησιοµετρίας (RA–Radiographic absorptiometry)είναι µια


αρκετά παλιά τεχνική αξιολόγησης της οστικής πυκνότητας, όπου αξιολογούσε την άκρα χείρα.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον της επιστηµονικής κοινότητας έχει δηµιουργήσει
αρκετές αλλαγές στον υπάρχον σύστηµα µέτρησης [19]. Η παρούσα µέθοδος έχει το πλεονέκτηµα της
χρήσης του παραδοσιακού εξοπλισµού των ακτίνων -Χ, συνήθως, µε την προσθήκη µιας µικρής
«σφήνας» µετάλλου, κυρίως αλουµινίου, στο πεδίο της εικόνας που χρησιµοποιείται για λόγους
βαθµονόµησης. Το αποτύπωµα της µέτρησης (ραδιογράφηµα) επεξεργάζεται ψηφιακά, ώστε να
αξιολογηθούν τα επίπεδα της οστικής πυκνότητας BMD (Bone Mineral Density) στις φάλαγγες των
δακτύλων. Το σηµαντικότερο πλεονέκτηµα της µεθόδου RA είναι η γενικευµένη εφαρµογή της σε
όλες τις περιπτώσεις. Ωστόσο, πρόσφατες επιστηµονικές µελέτες έχουν δείξει ότι η εκτίµηση του
κινδύνου καταγµάτων στο ισχίο και τη σπονδυλική στήλη είναι πιο ασφαλής, όταν οι µετρήσεις
γίνονται σε αυτά τα σηµεία στόχους και όχι κατά προσέγγιση µε µετρήσεις σε περιφερειακά τµήµατα
του σκελετού, όπως η φτέρνα ή οι φάλαγγες των δαχτύλων [14]. Οι δόσεις ακτινοβολίας, που
λαµβάνει ο εξεταζόµενος και ο χειριστής της συσκευής, είναι χαµηλές σε σχέση µε τις συσκευές
pDEXA και pQCT, ενώ δεν απαιτείται ιδιαίτερη εκπαίδευση για το χειρισµό και για την τήρηση των
αρχών ασφαλείας.

11.1.5 Ποσοτική Οστική Υπερηχοµετρία- QUS

Η Ποσοτική Οστική Υπερηχοµετρία (QUS- Quantitative Ultrasound) είναι και αυτή µια µέθοδος
µέτρησης του περιφερειακού σκελετού [16, 19, 26]. Η µέθοδος αυτή παρέχει µεγάλο εύρος
εξοπλισµού για µετρήσεις σε διάφορα σηµεία του σώµατος µε τις περισσότερες συσκευές, όµως, να
χρησιµοποιούν το οστό της πτέρνας ως ιδανική θέση µέτρησης. Η πτέρνα αποτελεί ιδανικό µέρος
µέτρησης γιατί περικλείει ένα µεγάλο όγκο σπογγώδους οστού µέσα σε σχετικά επίπεδες επιφάνειες,
διευκολύνοντας, έτσι, τις µετρήσεις διάδοσης του υπέρηχου.
Η αρχή της µεθόδου της Ποσοτικής Οστικής Υπερηχοµετρίας έγκειται στο γεγονός ότι ένας
ηχητικός παλµός εξασθενεί καθώς εισέρχεται στο οστό, µιας και απορροφάται από το σπογγώδες
τµήµα του οστού. Η εξασθένηση του σήµατος (µετρούµενη σε dB) αυξάνει γραµµικά µε τη
συχνότητα του σήµατος και η κλίση της γραµµικής σχέσης αναφέρεται ως BUA (Broadband
Ultrasound Attenuation - Εξασθένιση της Ηχητικής Δέσµης) µε µονάδες dB/MHz. Το BUAείναι
σηµαντικά µειωµένο σε ασθενείς µε οστεοπόρωση. Αρκετά από τα νέα συστήµατα QUSκαταγράφουν
συµπληρωµατικά και έναν ακόµα δείκτη, την ταχύτητα του ήχου SοS (Speed of Sound) στην πτέρνα,
διαιρώντας την απόσταση µεταξύ των ηχογραφικών επιταχυνσιοµέτρων, που χρησιµοποιούνται, µε το
χρόνο διάδοσης (µονάδες: m/s).
Οι τιµές του SΟSείναι και αυτές µειωµένες ως αποτέλεσµα της οστεοπόρωσης, καθώς η
απώλεια του ανόργανου περιεχοµένου του οστού οδηγεί στη µείωση της ελαστικότητας του οστού.
Κάποια συστήµατα συνδυάζουν τοBUAκαι το SΟSσε ένα νέο δείκτη ο οποίος αναφέρεται ως

127
«δυσκαµψία» (stiffness) ή ως QUI (Quantitative Ultrasound Index – Ποσοτικός Δείκτης
Υπερηχοµετρίας). Ένα ιδιαίτερα σηµαντικό πλεονέκτηµα της Ποσοτικής Οστικής Υπερηχοµετρίας
είναι ότι χρησιµοποιεί ιονίζουσα ακτινοβολία και, εποµένως, δεν απαιτούνται ρυθµιστικές διατάξεις,
όπως στα συστήµατα των ακτίνων-Χ, ενώ ο εξοπλισµός είναι φτηνότερος κατά πολύ από άλλες
τεχνικές. Αρκετές πρόσφατες µελέτες δείχνουν ότι τα αποτελέσµατα της QUSβρίσκονται σε µεγάλη
συµφωνία µε τα ευρήµατα της DEXA [27, 28].
Τα µειονεκτήµατα της µεθόδου έγκεινται στο γεγονός ότι οι µελέτες καταγµάτων έγιναν σε
ασθενείς άνω των 70 ετών, ενώ εξετάστηκε µόνο ο κίνδυνος κατάγµατος του ισχίου κάνοντας την
αναγωγή των αποτελεσµάτων ανακριβή ή προβληµατική για πληθυσµιακές οµάδες µικρότερης
ηλικίας. Ένα ακόµη σηµαντικό µειονέκτηµα της µεθόδου αυτής είναι ότι τα αποτελέσµατά της δεν
συµβαδίζουν µε τις οδηγίες του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας και, όπως έχει ήδη αναφερθεί,
εφαρµόζεται µόνο για µετρήσεις οστικής πυκνότητας (ΒΜD)στη σπονδυλική στήλη, στο ισχίο, και
στο αντιβράχιο [29]. Τέλος, η πτέρνα ως σηµείο αξιολόγησης παρουσιάζει το µειονέκτηµα της
ισχυρής εξάρτησης από το βαθµό σωµατικής δραστηριότητας του ασθενή, ενώ η σχετικά χαµηλή
ακρίβεια των µετρήσεων καθιστά τη µέθοδο προβληµατική στην παρακολούθηση της εξέλιξης της
νόσου ή της θεραπευτικής αγωγής [30].

11.1.6 Σηµεία αξιολόγησης της οστικής πυκνότητας

Η οσφυϊκή µοίρα της σπονδυλικής στήλης και η κεφαλή του µηριαίου οστού θεωρούνται ως τα
µεγαλύτερης σπουδαιότητας σηµεία αξιολόγησης της οστικής πυκνότητας, µιας και σε αυτά
εµφανίζεται η πλειοψηφία των καταγµάτων. Ενώ οι µετρήσεις BMD στη σπονδυλική στήλη
αποτελούν ευαίσθητο δείκτη, κυρίως λόγω των µεταβολών που σχετίζονται µε την ηλικία, το στάδιο
εξέλιξης της νόσου αλλά και τη θεραπεία, τα αποτελέσµατα επηρεάζονται από την παρουσία
εκφυλιστικών µεταβολών που οδηγούν σε τεχνητή αύξηση των τιµών BMD. Σε σχέση µε τις
µετρήσεις BMD της σπονδυλικής στήλης, η µέτρηση BMD στην κεφαλή του ισχίου θεωρείται ίσως η
πιο χρήσιµη, καθώς αποτελεί και το σηµείο µε τη συχνότερη εµφάνιση καταγµάτων [31]. Στην
κλινική πρακτική τα εξεταζόµενα σηµεία είναι, συνήθως, η σπονδυλική στήλη και το ισχίο αλλά
γενικά, λόγω του µεγάλου αριθµού των ασθενών µε οστεοπόρωση, υπάρχει µεγάλη ανάγκη για µια
πιο απλή - από την DEXA - αξιολόγηση της BMD µε αυξανόµενο ενδιαφέρον για µεθόδους µε
µικρότερο µέγεθος εξοπλισµό και µε χαµηλότερο κόστος [32]. Καθώς η οστεοπόρωση είναι νόσος
ολόκληρου του σκελετικού συστήµατος, η απώλεια οστού δεν περιορίζεται µόνο στον αξονικό
σκελετό. Ωστόσο, οι συντελεστές συσχέτισης σε διαφορετικά ανατοµικά σηµεία παίρνουν τιµές
περίπου από 0.6 έως 0.7 και, έτσι, η µέτρηση σε ένα σηµείο δεν είναι ιδανική για την πρόβλεψη
µετρήσεων σε άλλα σηµεία. Έτσι, οι διαφορές των σηµείων µέτρησης για την εκτίµηση των
οστεοπορωτικών καταγµάτων µε µετρήσεις BMDείναι αρκετά µεγάλες. Όπως ήδη αναφέρθηκε στα
παραπάνω, πρόσφατες µελέτες προτείνουν την προώθηση των µετρήσεων στην πτέρνα [27] για την
αξιολόγηση του κινδύνου κατάγµατος. Τα προγνωστικά µοντέλα που χρησιµοποιούνται έχουν
καταδείξει την ηλικία ως ένα ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου, αυξάνοντας σηµαντικά, έτσι, τον
κίνδυνο εµφάνισης κατάγµατος στο ισχίο [14].

11.3 Βιοχηµικοί Δείκτες Μεταβολισµού του Οστού


Εκτός από τις απεικονιστικές µεθόδους αξιολόγησης της κατάστασης του οστού, υπάρχουν και άλλες
πιο παρεµβατικές µέθοδοι, όπως αυτές των βιοχηµικών εξετάσεων και δεικτών, που αντανακλούν τον
οστικό µεταβολισµό. Ωστόσο, ενώ οι δείκτες αυτοί παρέχουν σηµαντικές πληροφορίες για την
κατάσταση των οστών δεν µπορούν να θεωρηθούν ως διαγνωστικά εργαλεία – µάλλον ως µοριακά
εργαλεία για την αξιολόγηση της αποτελεσµατικότητας της θεραπείας. Αυτό αποτελεί σηµαντικό
βοήθηµα στην κλινική πρακτική, αφού ο θεράπων ιατρός, αφ'ενός καλείται να επιλέξει ανάµεσα σε
πολλά θεραπευτικά σκευάσµατα, αφ' ετέρου, ο κάθε ασθενής δεν ανταποκρίνεται το ίδιο κλινικά στο
κάθε θεραπευτικό σχήµα [33].
Οι δείκτες του οστικού µεταβολισµού µπορεί να είναι παράγωγα των οστεοβλαστών ή των
οστεοκλαστών ή προϊόντα αποδόµησης του κολλαγόνου. Οι δείκτες οστικής απορρόφησης
θεωρούνται πιο ευαίσθητοι από τους δείκτες οστικής παραγωγής, αφού µπορούν να εντοπίσουν µε

128
µεγαλύτερη ακρίβεια µεταβολές στον οστικό µεταβολισµό µόλις 3 µε 6 µήνες µετά τη έναρξη της
θεραπείας, ενώ οι δείκτες οστεοπαραγωγής απαιτούν τουλάχιστον διπλάσιο χρόνο αντίδρασης. Είναι
σηµαντικό εδώ να αναφερθεί ότι η µέτρηση της οστικής πυκνότητας µέσω DEXA για παράδειγµα,
χρειάζεται τουλάχιστον 2 έτη από την έναρξη της θεραπευτικής αγωγής για να µπορούν να
καταγραφούν οι πρώτες ενδείξεις βελτίωσης [34].

11.4 Δείκτες Παραγωγής Οστού


Οι οστεοβλάστες είναι τα κύτταρα που δοµούν το οστό εκκρίνοντας κολλαγόνο και άλλα οργανικά
συστατικά που απαιτούνται για να χτιστεί οστίτης ιστός. Τα κύτταρα αυτά έχουν χάσει την ικανότητα
διαίρεσης, ωστόσο συνθέτουν και εκκρίνουν πολλές πρωτεΐνες, οι οποίες µπορούν να µετρηθούν στον
ορό του αίµατος και να χρησιµοποιηθούν ως δείκτες οστικής σύνθεσης. Οι βιοχηµικοί δείκτες
παραγωγής του οστίτη ιστού περιλαµβάνουν την οστική αλκαλική φωσφατάση (bone-specific
alkaline phosphatase ), την οστεοκαλσίνη (osteocalcin) και τα πεπτίδια προ-κολλαγόνου. Οι
αλκαλικές φωσφατάσες είναι ένζυµα της κυτταροπλασµατικής µεµβράνης, ενώ υπάρχουν τέσσερις
ισοµορφές, οι οποίες διαφέρουν µεταξύ τους όσον αφορά τη γλυκοζηλίωσή τους. Η οστική αλκαλική
φωσφατάση έχει χρόνο ηµίσειας ζωής 1 – 2 ηµέρες, ενώ η ευαισθησία της ως δείκτης µεταβολισµού
των οστών είναι περιορισµένη, αφού η οστική ισοµορφή συµµετέχει στην ολική δραστηριότητα του
ενζύµου κατά 40%.
Η οστεοκαλσίνη (bone Glaprotein) παράγεται αποκλειστικά από οστεοβλάστες και αποτελεί
έναν ευαίσθητο δείκτη οστικής παραγωγής, ενώ αυξάνει τα επίπεδά της στο αίµα όταν υπάρχει
επιτάχυνση του οστικού µεταβολισµού [35]. Το µεγαλύτερο ποσοστό της παραγόµενης ποσότητας
συγχωνεύεται στην οστική θεµέλια ουσία, ενώ µόλις ένα µικρό µέρος απελευθερώνεται στην
κυκλοφορία του αίµατος µε χρόνο ηµίσειας ζωής µόνο λίγα λεπτά.
Το κολλαγόνο τύπου Ι αποτελεί το 90% του οργανικού µέρους της θεµέλιας ουσίας και
συντίθεται ως προ-κολλαγόνο. Το µόριο του προ-κολλαγόνου περιέχει πεπτίδια, τα οποία µπορούν να
χρησιµοποιηθούν ως δείκτες παραγωγής κολλαγόνου και, συνεπώς, ως δείκτες παραγωγής οστού.

11.5 Δείκτες Απορρόφησης Οστού


Οι δείκτες οστικής απορρόφησης αναφέρονται, κυρίως, στα προϊόντα που παράγονται από τη
συστηµατική αποδόµηση του οστίτη ιστού. Το κολλαγόνο σταθεροποιείται µε τη δηµιουργία µορίων
διασύνδεσης, όπως είναι η πυριδινολίνη (PYD) και η δεοξυπυριδινολίνη (DPD). Τα µόρια αυτά
παρουσιάζουν θετική συσχέτιση µε τους δείκτες οστικής απορρόφησης [35].

11.6 Συµπεράσµατα
Συµπερασµατικά, οι µέθοδοι οστικής πυκνοµετρίας ουσιαστικά παρέχουν εκτιµήσεις του κινδύνου
κατάγµατος, που είναι ανάλογες της εκτίµησης του κινδύνου καρδιακής προσβολής µε µετρήσεις της
αρτηριακής πίεσης ή της εκτίµησης του κινδύνου ανάπτυξης αθηρωµατικής πλάκας µε µετρήσεις της
χοληστερόλης [2]. Είναι, λοιπόν, σπουδαίο να διευκρινιστεί ότι οι µετρήσεις BMD είναι αξιόπιστες
για µελέτες πληθυσµιακών οµάδων, όπου και αποδεικνύονται ικανές να αναγνωρίζουν ασθενείς
υψηλού κινδύνου εµφάνισης κατάγµατος κάτι, όµως, που δεν ισχύει σε µεγάλο βαθµό για
µεµονωµένους ασθενείς. Αυτό µερικώς µπορεί να ερµηνευθεί από το γεγονός ότι τα οστεοπορωτικά
κατάγµατα δεν εξαρτώνται µόνο από τη χαµηλή οστική πυκνότητα αλλά και από άλλους
µεταβολικούς παράγοντες [36].

129
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Kanis, J.A., et al., Treatment of osteoporosis with vitamin D. Osteoporos Int, 1997. 7 Suppl 3:
p. S140-6.
2. Golob, A.L. and M.B. Laya, Osteoporosis: screening, prevention, and management. Med Clin
North Am, 2015. 99(3): p. 587-606.
3. Jacobsen, S.J., et al., Race and sex differences in mortality following fracture of the hip. Am J
Public Health, 1992. 82(8): p. 1147-50.
4. Koval, K.J., et al., Ambulatory ability after hip fracture. A prospective study in geriatric
patients. Clin Orthop Relat Res, 1995(310): p. 150-9.
5. Genant, H.K., et al., Noninvasive assessment of bone mineral and structure: state of the art. J
Bone Miner Res, 1996. 11(6): p. 707-30.
6. Blake, G.M. and I. Fogelman, Technical principles of dual energy x-ray absorptiometry.
Semin Nucl Med, 1997. 27(3): p. 210-28.
7. Consensus development conference: diagnosis, prophylaxis, and treatment of osteoporosis.
Am J Med, 1993. 94(6): p. 646-50.
8. Kanis, J.A., Assessment of fracture risk and its application to screening for postmenopausal
osteoporosis: synopsis of a WHO report. WHO Study Group. Osteoporos Int, 1994. 4(6): p.
368-81.
9. Blake, G.M. and I. Fogelman, Interpretation of bone densitometry studies. Semin Nucl Med,
1997. 27(3): p. 248-60.
10. Jergas, M. and C.C. Gluer, Assessment of fracture risk by bone density measurements. Semin
Nucl Med, 1997. 27(3): p. 261-75.
11. Cranney, A., et al., A review of economic evaluation in osteoporosis. Arthritis Care Res,
1999. 12(6): p. 425-34.
12. Roux, C. and P. Laugier, [Evaluation of post-menopausal osteoporosis using ultrasound]. J
Radiol, 1999. 80(3): p. 279-84.
13. Von Muhlen, D., et al., Evaluation of the simple calculated osteoporosis risk estimation
(SCORE) in older Caucasian women: the Rancho Bernardo study. Osteoporos Int, 1999.
10(1): p. 79-84.
14. Cummings, S.R., et al., Bone density at various sites for prediction of hip fractures. The Study
of Osteoporotic Fractures Research Group. Lancet, 1993. 341(8837): p. 72-5.
15. Eastell, R., Treatment of postmenopausal osteoporosis. N Engl J Med, 1998. 338(11): p. 736-
46.
16. Njeh, C.F., et al., Radiation exposure in bone mineral density assessment. Appl Radiat Isot,
1999. 50(1): p. 215-36.
17. Tothill, P. and D.W. Pye, Errors due to non-uniform distribution of fat in dual X-ray
absorptiometry of the lumbar spine. Br J Radiol, 1992. 65(777): p. 807-13.
18. Patel, R., et al., Occupational dose to the radiographer in dual X-ray absorptiometry: a
comparison of pencil-beam and fan-beam systems. Br J Radiol, 1996. 69(822): p. 539-43.
19. Gluer, C.C., M. Jergas, and D. Hans, Peripheral measurement techniques for the assessment
of osteoporosis. Semin Nucl Med, 1997. 27(3): p. 229-47.
20. Cameron, J.R. and J. Sorenson, Measurement of Bone Mineral in Vivo: An Improved
Method. Science, 1963. 142(3589): p. 230-2.
21. Duppe, H., et al., A single bone density measurement can predict fractures over 25 years.
Calcif Tissue Int, 1997. 60(2): p. 171-4.
22. Patel, R., G. Blake, and I. Fogelman, Radiation dose to the patient and operator from a
peripheral dual X-ray absorptiometry system. J Clin Densitom, 1999. 2(4): p. 397-401.
23. Adams, J.E., Quantitative computed tomography. Eur J Radiol, 2009. 71(3): p. 415-24.
24. Cann, C.E., Quantitative CT for determination of bone mineral density: a review. Radiology,
1988. 166(2): p. 509-22.
25. Kalender, W.A., Effective dose values in bone mineral measurements by photon
absorptiometry and computed tomography. Osteoporos Int, 1992. 2(2): p. 82-7.

130
26. Njeh, C.F., C.M. Boivin, and C.M. Langton, The role of ultrasound in the assessment of
osteoporosis: a review. Osteoporos Int, 1997. 7(1): p. 7-22.
27. Hans, D., et al., Ultrasonographic heel measurements to predict hip fracture in elderly women:
the EPIDOS prospective study. Lancet, 1996. 348(9026): p. 511-4.
28. Pluijm, S.M., et al., Ultrasound measurements for the prediction of osteoporotic fractures in
elderly people. Osteoporos Int, 1999. 9(6): p. 550-6.
29. Faulkner, K.G., E. von Stetten, and P. Miller, Discordance in patient classification using T-
scores. J Clin Densitom, 1999. 2(3): p. 343-50.
30. Gluer, C.C., Quantitative ultrasound techniques for the assessment of osteoporosis: expert
agreement on current status. The International Quantitative Ultrasound Consensus Group. J
Bone Miner Res, 1997. 12(8): p. 1280-8.
31. Kanis, J.A. and C.C. Gluer, An update on the diagnosis and assessment of osteoporosis with
densitometry. Committee of Scientific Advisors, International Osteoporosis Foundation.
Osteoporos Int, 2000. 11(3): p. 192-202.
32. Placide, J. and M.G. Martens, Comparing screening methods for osteoporosis. Curr Womens
Health Rep, 2003. 3(3): p. 207-10.
33. Riggs, B.L., Are biochemical markers for bone turnover clinically useful for monitoring
therapy in individual osteoporotic patients? Bone, 2000. 26(6): p. 551-2.
34. Delmas, P.D., et al., Monitoring individual response to hormone replacement therapy with
bone markers. Bone, 2000. 26(6): p. 553-60.
35. Swaminathan, R., Biochemical markers of bone turnover. Clin Chim Acta, 2001. 313(1-2): p.
95-105.
36. Siris, E.S., et al., The clinical diagnosis of osteoporosis: a position statement from the
National Bone Health Alliance Working Group. Osteoporos Int, 2014. 25(5): p. 1439-43.

131
Κεφάλαιο 12

Βιοχηµικός έλεγχος και αξιολόγηση

Κωνσταντίνα Πουλιανίτη Msc, Yπ. Διδάκτωρ, Αντωνία Καλτσάτου PhD, Αγγελική Καριώτη
PhD, Χριστίνα Καρατζαφερη PhD

1 Εισαγωγή
Η ασφαλής ενασχόληση ασκουµένων µε χρόνια νοσήµατα µε την άσκηση προϋποθέτει τόσο γνώση
και ικανότητα ερµηνείας κρίσιµων και χαρακτηριστικών για την νόσο δεικτών όσο και την
παρακολούθηση βιοχηµικών δεικτών, που είναι γνωστό ότι επηρεάζονται, δυσµενώς ίσως, από την
άσκηση. Επιπλέον, όλο και περισσότεροι απόφοιτοι σχολών φυσικής αγωγής και αθλητισµού
εισέρχονται µετά από κατάλληλες µεταπτυχιακές σπουδές στο χώρο της επιστηµονικής υποστήριξης
της άσκησης ή της έρευνας µε ειδίκευση στην βιοχηµεία της άσκησης.
Ο ειδικός της άσκησης θα βρεθεί συχνά αντιµέτωπος µε περιπτώσεις ασκουµένων, για τους
οποίους τίθενται συγκεκριµένοι «βιοχηµικοί στόχοι» σε συνεννόηση και συνεργασία µε τον
θεράποντα ιατρό. Για παράδειγµα, άτοµο µε οικογενειακό ιστορικό δυσλιπιδαιµίας το οποίο δέχεται
την οδηγία από τον θεράποντα ιατρό να «ρίξει την κακή χοληστερίνη» µέσω της συµµετοχής του σε
πρόγραµµα άσκησης. Εκεί, η αναγνώριση της αποτελεσµατικότητας του προγράµµατος άσκησης ως
προς την επίτευξη ή όχι του στόχου προϋποθέτει ότι ο ειδικός της άσκησης κατανοεί τι σηµαίνει ο
κάθε δείκτης λιπιδαιµίας και πού µετράται.
Επιπλέον, ο ειδικός της άσκησης πρέπει να είναι σε θέση να διαχειριστεί ασκούµενους µε
ινσουλινοεξαρτώµενο διαβήτη, συχνά και ανήλικους (πχ στο σχολείο, στην παιδική οµάδα ή στην
κατασκήνωση). Εκεί, η αναγνώριση των τιµών γλυκόζης που υποδεικνύουν «υπογλυκαιµία» και
φυσικά η γνώση των µέτρων αντιµετώπισης για τη διασφάλιση της υγείας του ασκουµένου
προϋποθέτουν ότι ο ειδικός της άσκησης κατανοεί πλήρως πότε κάποιες τιµές είναι «φυσιολογικές»
και πότε όχι και, έτσι, µπορεί να αντιδράσει σωστά και εγκαίρως.
Επιπλέον, τέτοιες γνώσεις επιτρέπουν στον ειδικό της άσκησης να συµµετάσχει ισότιµα και
να είναι σε θέση να συνεργαστεί µε επάρκεια και δεοντολογία µε επαγγελµατίες άλλων ειδικοτήτων
(π.χ. ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό) για το όφελος του ασκουµένου που πάσχει από χρόνιο
νόσηµα.
Σκοπός του κεφαλαίου είναι η συνοπτική παρουσίαση εκείνων των βιοχηµικών δεικτών τους
οποίους θεωρούµε πιο πιθανό να χρειαστεί ο ειδικός της άσκησης είτε απλώς όταν είναι σε θέση να
τους κατανοήσει και να τους ερµηνεύσει (στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών άσκησης) είτε ακόµα και
όταν είναι να τους µετρήσει (στο πλαίσιο έρευνας ή επιστηµονικής υποστήριξης).
Συνοπτικά το περιεχόµενο που ακολουθεί καλύπτει τις εξής κατηγορίες µετρήσεων: 1.
Δείκτες µεταφοράς οξυγόνου , 2. Μεταβολίτες – Ένζυµα, 3. Ορµόνες, 4. Ηλεκτρολύτες –
Ιχνοστοιχεία, 5. Δείκτες φλεγµονής, 6. Δείκτες Οξειδωτικού Στρες.
Έµφαση δίνεται στις µετρήσεις που πραγµατοποιούνται σε παράγωγα του αίµατος. Επιπλέον,
αναφέρονται κάποιοι επιλεγµένοι δείκτες που αναλύονται σε άλλου τύπου βιολογικό υλικό (π.χ. ούρα
και σάλιο).
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων το ενδιαφέρον ποικίλων ερευνών έχει επικεντρωθεί
στις ελεύθερες ρίζες και το λεγόµενο «Οξειδωτικό Στρες» καταδεικνύοντας την ανάγκη διερεύνησης
και αξιολόγησής του στον ανθρώπινο οργανισµό. Αυτό δύναται να επιτευχθεί µέσω ειδικών
εξετάσεων, οι οποίες προσδιορίζουν τόσο την οξειδωτική κατάσταση, δηλαδή την ποσότητα των
ελευθέρων ριζών που παράγονται στον οργανισµό, όσο και την αντιοξειδωτική ικανότητα του
οργανισµού να εξουδετερώσει, δηλαδή, τις ελεύθερες ρίζες που παράγονται [1, 2].

132
Κάθε εργαστήριο θα πρέπει να διερευνήσει την εγκυρότητα των τιµών αναφοράς για το δικό
του πληθυσµό ασθενών και, εάν απαιτείται, να καθορίσει δικό του εύρος αναφοράς.

12.1 Δείκτες µεταφοράς οξυγόνου

12.1.1 Αιµοσφαιρίνη (Ηb)

Σκοπός: Η αιµοσφαιρίνη είναι µία ουσία στα ερυθρά κύτταρα του αίµατος, η οποία δεσµεύει το
οξυγόνο κατά την αναπνοή µεταφέροντάς το από τους πνεύµονες στους ιστούς. Επίσης, µεταφέρει
µέρος του διοξειδίου του άνθρακα, ως παραπροϊόν των χηµικών αντιδράσεων του οργανισµού, το
οποίο αποβάλλει µε την εκπνοή. Η συγκέντρωση της αιµοσφαιρίνης αποτελεί δείκτη ικανότητας
πρόσληψης του οξυγόνου στους πνεύµονες και µεταφοράς του στους ιστούς.
Περιγραφή: Η διαδικασία µέτρησης της συγκέντρωσης της αιµοσφαιρίνης στο ολικό αίµα
είναι πλήρως αυτοµατοποιηµένη χάρη στους σύγχρονους αιµατολογικούς αναλυτές. Κατά την
αιµοληψία, το αίµα τοποθετείται σε ειδικά σωληνάρια «γενικής αίµατος» που περιέχουν
αντιπηκτικούς παράγοντες και ο αιµατολογικός αναλυτής προσδιορίζει αυτόµατα τη συγκέντρωση
της αιµοσφαιρίνης.
Ερµηνεία: Στους άντρες η συγκέντρωσή της στο αίµα κυµαίνεται από 12-18 g/dl και στις
γυναίκες από 12-16 g/dl. Στα παιδιά και σε άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας το επίπεδο της αιµοσφαιρίνης
είναι λίγο µικρότερο. Τιµές αιµοσφαιρίνης κάτω από τα φυσιολογικά όρια σχετίζονται µε αναιµία.
Κατά την άσκηση παρατηρείται βραχυπρόθεσµη αύξηση της τιµής της αιµοσφαιρίνης εξαιτίας της
εφίδρωσης και της αφυδάτωσης που προκαλείται, καθώς νερό εξέρχεται από τα αιµοφόρα αγγεία και
ό όγκος του αίµατος µειώνεται (αιµοσυµπύκνωση) [3, 4].
Σηµεία Προσοχής: Η αιµοσυµπύκνωση διαρκεί έως και µία ώρα µετά την άσκηση και
πρέπει να λαµβάνεται υπόψη για τον υπολογισµό των µεταβολών του όγκου του αίµατος.

12.1.2 Σίδηρος (Fe)

Σκοπός: Ο σίδηρος αποτελεί ένα απαραίτητο χηµικό στοιχείο για όλους τους οργανισµούς. Αποτελεί
βασικό συστατικό της αιµοσφαιρίνης και της µυοσφαιρίνης συµβάλλοντας, έτσι, στη µεταφορά του
οξυγόνου από τους πνεύµονες και την αποθήκευσή του στους ιστούς. Ο σίδηρος κυκλοφορεί µεταξύ
των ιστών, κυρίως µε την τρανσφερίνη, η οποία αποτελεί τη µεταφορική πρωτεΐνη του στο πλάσµα
[5]. Η συγκέντρωση του σιδήρου δείχνει την ποσότητα του σιδήρου που είναι διαθέσιµη για
απορρόφηση από τους ιστούς και την ενσωµάτωσή του στις πρωτεΐνες που συνθέτουν [6].
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός του σιδήρου στον ορό του αίµατος είναι φωτοµετρικός. Τα
ελεύθερα ιόντα του σιδήρου αντιδρούν µε κατάλληλες χρωµογόνες ουσίες και σχηµατίζουν ένα
έγχρωµο σύµπλοκο. Στο φασµατοφωτόµετρο µε τη χρήση πρότυπης ουσίας και κατάλληλων
µαθηµατικών εξισώσεων υπολογίζεται η αντίστοιχη συγκέντρωση του σιδήρου.
Ερµηνεία: Η φυσιολογικές τιµές της συγκέντρωσης του σιδήρου στον ορό του αίµατος
κυµαίνονται από 65-175 µg/dl για τους άντρες, από 50-170 µg/dl για τις γυναίκες και από 50-120
µg/dl για τα παιδιά [7]. Η συγκέντρωση του σιδήρου κάτω από τα φυσιολογικά όρια χαρακτηρίζεται
ως έλλειψη σιδήρου και η τυπική ασθένεια που εκδηλώνεται είναι η αναιµία. Τα συµπτώµατα αυτής
της ασθένειας είναι η κόπωση, ο ελαφρύς πονοκέφαλος, η αδυναµία και συνοδεύονται από αντίστοιχη
χαµηλή συγκέντρωση αιµοσφαιρίνης στο αίµα, µείωση του αιµατοκρίτη και των ερυθρών
αιµοσφαιρίων (σιδηροπενική αναιµία). Στην σιδηροπενική αναιµία περιορίζεται και η επάρκεια του
συστήµατος µεταφοράς οξυγόνου στους ιστούς. Από την άλλη πλευρά, η συγκέντρωση του σιδήρου
στο οργανισµό άνω των φυσιολογικών ορίων µπορεί να καταστεί εξίσου επιζήµια καθώς ο
οργανισµός δεν µπορεί να τον αποµακρύνει. Σε αυτή την περίπτωση προκαλούνται βλάβες στο
κυκλοφορικό σύστηµα και στους ιστούς, που ο σίδηρος εναποτίθεται, εξαιτίας της οξειδωτικής του
δράσης (αιµοχρωµάτωση) [8]. Μάλιστα, όταν η υπερφόρτωση του οργανισµού µε σίδηρο οδηγεί σε
εκδήλωση σοβαρών ασθενειών, όπως είναι η καρδιακή ανεπάρκεια, η κίρρωση ήπατος και τα
εγκεφαλικά επεισόδια [9].

133
Σηµεία Προσοχής: Η πρόσληψη σιδήρου µε τη µορφή συµπληρωµάτων ενδείκνυται, όταν οι
διαιτολογικές παρεµβάσεις δεν αρκούν από µόνες τους να επαναφέρουν τα επίπεδα σιδήρου του
οργανισµού εντός των φυσιολογικών ορίων σε ένα αποδεκτό χρονικό διάστηµα. Λόγω των κινδύνων
που αναφέρθηκαν παραπάνω από την υπερβολική συσσώρευση σιδήρου στον οργανισµό, τα
συµπληρώµατα θα πρέπει να λαµβάνονται µόνο υπό τις οδηγίες του ιατρού.

12.1.3 Φερριτίνης

Σκοπός: Η φερριτίνη αποτελεί την κύρια πρωτεΐνη αποθήκευσης του σιδήρου στον οργανισµό. Εντός
του κυτταροπλάσµατος, η κύρια λειτουργία της είναι να αποθηκεύει το σίδηρο σε διαλυτή, µη τοξική
µορφή προστατεύοντας, έτσι, τα κύτταρα από τις οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις που προκαλεί. Στην
κυκλοφορία του αίµατος η φερριτίνη ενεργεί ως µηχανισµός διανοµής και τα επίπεδά της στο πλάσµα
αντανακλούν τα ολικά αποθέµατα σιδήρου [10].
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της φερριτίνης πραγµατοποιείται στον όρο του αίµατος µε
ενζυµικό ανοσοπροσδιορισµό µε τη χρήση φωτόµετρου.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές της φερριτίνης κυµαίνονται από 20-300 µg/L για τους
άντρες, από 10-150 µg/L για τις γυναίκες και από 7-140 µg/L για τα παιδιά. Η συγκέντρωση της
φερριτίνης µπορεί να αυξηθεί σε ένα ευρύ φάσµα παθολογικών καταστάσεων, όπως φλεγµονή,
λοίµωξη, σύνδροµο χρόνιας υπερφόρτωσης σιδήρου, ηπατική νόσος, νεφρική νόσος και κακοήθεια
[11, 12]. Σε αντίθεση, η χαµηλή συγκέντρωση φερριτίνης υποδηλώνει καταστάσεις σιδηροπενίας
που σχετίζονται µε κακή διατροφή, νοσήµατα του γαστρεντερικού, αιµορραγικά/αιµολυτικά
σύνδροµα και ορµονικές διαταραχές [13].
Σηµεία Προσοχής: Είναι σηµαντικό να τηρούνται οι συνήθεις προφυλάξεις, οι οποίες
απαιτούνται, κατά το χειρισµό όλων των εργαστηριακών αντιδραστηρίων.

12.1.4 Ολική σιδηροδεσµευτική ικανότητα (TIBC)

Σκοπός: Ως ολική σιδηροδεσµευτική ικανότητα (TIBC) ορίζεται η µέγιστη ποσότητα σιδήρου, που
µπορεί να συνδεθεί µε την τρανσφερίνη.
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της TIBC πραγµατοποιείται στον ορό του αίµατος µε µία
σύνθετη διαδικασία, που περιλαµβάνει καταβύθιση της περίσσειας των ιόντων του σιδήρου µε σκοπό
τον κορεσµό της τρανσφερίνης και, στη συνέχεια, φασµατοφωτοµετρική µέτρηση του σιδήρου [14].
Ερµηνεία: Οι τιµές αναφοράς της TIBC κυµαίνονται από 250-410 µg/dl. Αύξηση στην τιµή
της αποτελεί σηµάδι εξάντλησης του σιδήρου.
Σηµεία Προσοχής: Πιθανή λήψη συµπληρωµάτων που περιέχουν σίδηρο µπορεί να
οδηγήσει σε εσφαλµένη ερµηνεία των αποτελεσµάτων.

12.1.5 Αιµατοκρίτης (Hct) – Ερυθροκύτταρα (RBC) – Λευκοκύτταρα (WBC)-


Αιµοπετάλια (PLT)

Σκοπός: Αιµατολογικές είναι εκείνες οι παράµετροι οι οποίες σχετίζονται µε τα κύτταρα του αίµατος.
Μετρώνται στο ολικό αίµα και κυριότερες παράµετροι αποτελούν ο αιµατοκρίτης, τα ερυθροκύτταρα,
τα λευκοκύτταρα και τα αιµοπετάλια. Αιµατοκρίτης ορίζεται ο όγκος που καταλαµβάνουν τα
ερυθροκύτταρα σαν ποσοστό του όγκου του αίµατος. Τα ερυθροκύτταρα περιέχουν στο
κυτταρόπλασµά τους την αιµοσφαιρίνη και ο ρόλος τους είναι να µεταφέρουν το οξυγόνο στους
ιστούς. Τα λευκοκύτταρα είναι απαραίτητα για την άµυνα του οργανισµού ενάντια σε βλαβερές
ουσίες και λοιµώξεις. Τα αιµοπετάλια συµµετέχουν στην διαδικασία πήξης του αίµατος και στην
επούλωση των πληγών [15].
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός των τιµών του αιµατοκρίτη, των ερυθροκυττάρων, των
λευκοκυττάρων και των αιµοπεταλίων πραγµατοποιείται στο πλαίσιο µιας γενικής εξέτασης αίµατος
και είναι πλήρως αυτοµατοποιηµένος χάρη στους σύγχρονους αιµατολογικούς αναλυτές. Κατά την
αιµοληψία, το αίµα τοποθετείται σε ειδικά σωληνάρια «γενικής αίµατος» που περιέχουν

134
αντιπηκτικούς παράγοντες και ο αιµατολογικός αναλυτής προσδιορίζει αυτόµατα την συγκέντρωση
της κάθε παραµέτρου ξεχωριστά.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές του αιµατοκρίτη κυµαίνονται από 40-52% για τους άνδρες
και από 36-48% για τις γυναίκες. Αποτελεί χρήσιµο δείκτη για ενδείξεις αναιµίας, απώλειας αίµατος
και αφυδάτωσης. Τα ερυθροκύτταρα φυσιολογικά κυµαίνονται από 4.50-6.50 10^2/L για τους άντρες
και από 3.80-5.80 10^2/L για τις γυναίκες και η µέτρησή τους είναι επίσης καθοριστική για έλεγχο
παρουσίας κάποιας µορφής αναιµίας. Οι φυσιολογικές τιµές των λευκοκυττάρων κυµαίνονται από
4.0-10.8^9/L και η µέτρησή τους αποτελεί πολύ σηµαντική εξέταση για την ύπαρξη και τη βαρύτητα
νοσηρής κατάστασης στον οργανισµό. Τέλος, οι φυσιολογικές τιµές των αιµοπεταλίων κυµαίνονται
από 150-400 10^9/L [7]. Όλες οι αιµατολογικές παράµετροι δύνανται να αυξηθούν για λίγες ώρες
έπειτα από έντονη ή παρατεταµένη άσκηση. Συµπερασµατικά, ο προσδιορισµός των αιµατολογικών
παραµέτρων είναι πολύ σηµαντικός για την παρακολούθηση της υγείας αλλά και της πορείας πολλών
παθήσεων και νοσηµάτων αλλά και για την αποτελεσµατικότητα της ακολουθούµενης θεραπείας.
Σηµεία Προσοχής: Το αίµα δεν πρέπει να µετράται αµέσως στον αναλυτή. Πρέπει να
µεσολαβήσουν τουλάχιστον 20 λεπτά ήπιας ανάδευσης για την αποφυγή πηγµάτων στο δείγµα και,
συνεπώς, «αλλοιωµένων» τιµών. Ο έλεγχος της καλής λειτουργίας του αναλυτή γίνεται µε τη
διαδικασία της βαθµονόµησης. Είναι εξίσου σηµαντικό να τηρούνται οι συνήθεις προφυλάξεις, οι
οποίες απαιτούνται, κατά το χειρισµό όλων των εργαστηριακών αντιδραστηρίων. Οι τιµές όλων των
παραµέτρων µπορούν να διαφοροποιηθούν ανάλογα µε το εργαστήριο και την ηλικία του
εξεταζοµένου.

12.2 Μεταβολίτες – Ένζυµα

12.1.5 Γλυκόζη (GLU)

Σκοπός: Η γλυκόζη αποτελεί µία από τους πιο σηµαντικούς υδατάνθρακες, καθώς µέσω της
διαδικασίας της κυτταρικής αναπνοής και της διάσπασής της χρησιµεύει ως κύρια πηγή ενέργειας για
τον οργανισµό.
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της γλυκόζης στον ορό γίνεται µε την ενζυµατική-
χρωµατοµετρική µέθοδο µέσω του αυτόµατου βιοχηµικού αναλυτή και µε τη χρήση κατάλληλων
αντιδραστηρίων και πρότυπων διαλυµάτων.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές της γλυκόζης στον ορό κυµαίνονται από 75-115 mg/dl για
τους ενήλικες και από 60-100 mg/dl για τα παιδιά. Διαταραχή στην οµοιόσταση της γλυκόζης µε
συγκεντρώσεις άνω των φυσιολογικών ορίων σχετίζεται µε την εµφάνιση του σακχαρώδους διαβήτη.
Η άσκηση µπορεί να προκαλέσει διαταραχή στην οµοιόσταση της γλυκόζης, εξαιτίας της
ανισορροπίας µεταξύ της πρόσληψης της γλυκόζης από τα µυϊκά κύτταρα και της παροχής γλυκόζης
από το ήπαρ. Στην περίπτωση της διαταραχής στην πρόσληψη της γλυκόζης, εµφανίζεται ο κίνδυνος
της υπογλυκαιµίας. Κατά την άσκηση η συγκέντρωση της γλυκόζης µπορεί να αυξηθεί ή να µειωθεί
ανάλογα µε το είδος της άσκησης. Σηµαντικό ρόλο στη διαταραχή της γλυκόζης παίζουν και τα
αποθέµατα του ηπατικού γλυκογόνου. Σε γενικές γραµµές η ελαφριά άσκηση δεν µεταβάλλει τα
επίπεδα της γλυκόζης στο αίµα ενώ η µέτρια ή έντονη άσκηση, αρχικά, προκαλεί αύξηση των
επιπέδων της γλυκόζης και, στη συνέχεια, επαναφορά στα αρχικά επίπεδα ή και κάτω από αυτά εάν η
άσκηση είναι παρατεταµένη.
Σηµεία Προσοχής: Κατά την άσκηση των ινσουλινοεξαρτώµενων ατόµων, πρέπει να γίνεται
τακτικά έλεγχος της συγκέντρωσης της γλυκόζης. Εάν η συγκέντρωση της γλυκόζης είναι ≤100mg/dl,
τότε συνίσταται να χορηγείται σνακ υδατανθράκων στον ασκούµενο πριν την άσκηση.
Συγκεντρώσεις γλυκόζης µεταξύ 100-250 mg/dl θεωρούνται φυσιολογικές και η επιτρέπεται η
συµµετοχή σε άσκηση. Σε περίπτωση που η συγκέντρωση της γλυκόζης είναι ≥ 250mg/dl, η άσκηση
δεν πρέπει να γίνει ή αν γίνεται πρέπει να σταµατήσει άµεσα και να ακολουθήσει θεραπεία της
υπογλυκαιµίας. Η διατροφή, σε συνδυασµό µε την άσκηση παίζει πολύ σηµαντικό ρόλο στη ρύθµιση
της γλυκόζης.

12.1.6 Ουρία (URE)

135
Σκοπός: Η ουρία σχηµατίζεται στο ήπαρ κατά τη διάσπαση των πρωτεϊνών και µέσω της
κυκλοφορίας του αίµατος µεταφέρεται στους νεφρούς και από εκεί αποβάλλεται από τον οργανισµό
µε τα ούρα.
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της ουρίας πραγµατοποιείται µέσω ενζυµατικής-
φωτοµετρικής µεθόδου στο βιοχηµικό αναλυτή. Με τη χρήση κατάλληλων αντιδραστηρίων η ουρία
υδρολύεται σε αµµωνία, η οποία αντιδρά σχηµατίζοντας ένα έγχρωµο σύµπλοκο πράσινου χρώµατος.
Η ένταση της απορρόφησης του συµπολόκου είναι ανάλογη µε τη συγκέντρωση της ουρίας του
δείγµατος και υπολογίζεται µέσω κατάλληλων µαθηµατικών εξισώσεων.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές της συγκέντρωσης της ουρίας κυµαίνονται από 10-50
mg/dl. Όταν η συγκέντρωσή της είναι αυξηµένη, υποδηλώνεται βλάβη στους νεφρούς, η οποία
εµποδίζει την αποµάκρυνσή της από το αίµα. Για το λόγο αυτό η ουρία χρησιµεύει και ως δείκτης
νεφρικής λειτουργίας. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή µειωµένη συγκέντρωση της ουρίας στο αίµα,
είναι πιθανή κάποια ηπατική βλάβη.
Σηµεία Προσοχής: Οι τιµές της ουρίας πιθανότατα διαφοροποιούνται από εργαστήριο σε
εργαστήριο. Οι τιµές της ουρίας µπορούν να αυξηθούν λόγω της ποσότητας των πρωτεϊνών που
περιλαµβάνονται στη διατροφή. Δίαιτες, που περιλαµβάνουν αυξηµένη κατανάλωση πρωτεϊνών,
οδηγούν σε αφύσικα υψηλές τιµές ουρίας ενώ δίαιτες που περιλαµβάνουν πολύ χαµηλή κατανάλωση
πρωτεϊνών µπορεί να προκαλέσουν αφύσικα χαµηλές τιµές ουρίας.

12.1.7 Κρεατινίνη (KRE)

Σκοπός
Η κρεατινίνη αποτελεί ένα αζωτούχο προϊόν του µεταβολισµού κατά την παραγωγή ενέργειας στους
ιστούς και, κυρίως, στους µύες. Η φωσφορική κρεατίνη ως συστατικό των σκελετικών µυών,
διασπάται για να προµηθεύσει ενέργεια τους µύες παράγοντας, έτσι, την κρεατινίνη. Η κρεατινίνη
εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίµατος και αποβάλλεται από τον οργανισµό µέσω των νεφρών [16].
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της κρεατινίνης πραγµατοποιείται µέσω της χρωµατοµετρικής
µεθόδου στον βιοχηµικό αναλυτή µε τη χρήση κατάλληλων αντιδραστηρίων και πρότυπων
διαλυµάτων. Η κρεατινίνη αντιδρά µε το πικρικό οξύ σε αλκαλικό περιβάλλον σχηµατίζοντας ένα
έγχρωµο σύµπλοκο. Η παραγωγή του έγχρωµου συµπλόκου υπολογίζεται µε την αύξηση της
απορρόφησης που είναι ανάλογη µε την ποσότητα της κρεατινίνης του δείγµατος.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές της κρεατινίνης κυµαίνονται από 0,3-0,7 md/dl στα παιδιά
και από 0,5-1,0 στους εφήβους. Στους άντρες οι φυσιολογικές περιοχές συγκέντρωσης είναι από 0,7-
1,3 mg/dl και στις γυναίκες από 0,6-1,1 mg/dl [17]. Η συγκέντρωση της κρεατινίνης αυξάνεται σε
νοσήµατα των νεφρών (κυρίως στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια), παράλληλα µε την ελάττωση του
ρυθµού σπειραµατικής διήθησης, που αποτελεί στην ουσία τον ρυθµό «κάθαρσης» των νεφρών από
την κρεατινίνη. Αυξάνει και στον υποθυρεοειδισµό αλλά και σε σοβαρά νοσήµατα των µυών, όπως
είναι η µυική δυστροφία. Γενικά, η µέτρια άσκηση δεν επηρεάζει τα επίπεδα κρεατινίνης. Με την
παρατεταµένη άσκηση και την αύξηση της µυϊκής µάζας τα επίπεδα κρεατινίνης µπορεί να αυξηθούν
λίγο αλλά όχι πάνω από το όριο αναφοράς.
Σηµεία Προσοχής: Προσοχή πρέπει να δίνεται στην ερµηνεία των αποτελεσµάτων, επειδή οι
τιµές της κρεατινίνης διαταράσσονται από την υπερβολική πρόσληψη κρέατος. Η αντίδραση της
κρεατινίνης µε το πυρικό όξύ είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην θερµοκρασία. Έτσι, η θερµοκρασία
αντίδρασης πρέπει να διατηρείται σταθερή.

12.1.8 Χοληστερόλη (ολική, HDL, LDL)

Σκοπός: Η χοληστερόλη αποτελεί το πιο άφθονο λιποειδές στο πλάσµα του αίµατος, συντίθεται στο
ήπαρ και προσλαµβάνεται µε την τροφή. Είναι απαραίτητη στον οργανισµό καθώς παίζει πολύ
σηµαντικό ρόλο στον σχηµατισµό των νευρικών και εγκεφαλικών κυττάρων. Υπάρχουν δύο τύποι
χοληστερόλης, αυτή που συναντάται στις λιποπρωτεΐνες χαµηλής πυκνότητας (low density
lipoprotein LDL) και αυτή που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (high density
lipoprotein HDL). Η LDL χοληστερόλη, γνωστή και ως «κακή χοληστερόλη» µεταφέρει το λίπος

136
περιφερικά σε όλο το σώµα. Αντίθετα η HDL χοληστερόλη ή αλλιώς «καλή» χοληστερόλη συλλέγει
το λίπος από την περιφέρεια και το συγκεντρώνει πάλι πίσω στο ήπαρ [18].
Περιγραφή: Ο ποσοτικός προσδιορισµός τόσο της ολικής χοληστερόλης όσο και της HLD
πραγµατοποιείται µε in vitro ενζυµική ανάλυση σε ορό και πλάσµα του αίµατος σε
αυτοµατοποιηµένους αναλυτές κλινικής χηµείας ακολουθώντας τις αρχές τις φασµατοφωτοµετρίας.
Χρησιµοποιούνται κατάλληλα αντιδραστήρια του εµπορίου όπως, επίσης, και πρότυπα διαλύµατα. Η
LDL απαιτεί εξοπλισµό που δεν διαθέτουν τα περισσότερα εργαστήρια ρουτίνας. Για το λόγο αυτό
υπολογίζεται έµµεσα, αφαιρώντας από την ολική χοληστερόλη την HDL και την VLDL
χοληστερόλη. Η VLDL υπολογίζεται ως το 1/5 της τιµής των τριγλυκεριδίων από τον τύπο του
Fredewald [19].
Ερµηνεία: Η συγκέντρωση της χοληστερόλης συσχετίζεται µε τον κίνδυνο
αθηροσκλήρωσης. Συγκεντρώσεις µικρότερες από 200 mg/dl θεωρούνται επιθυµητές. Συγκεντρώσεις
µεταξύ 200 και 239 mg/dl θεωρούνται οριακά επικίνδυνες, ενώ από 240 mg/dl και άνω
σηµατοδοτούν πολύ υψηλό κίνδυνο. Οι τιµές παρουσιάζουν ανοδική τάση µε την αύξηση της ηλικίας,
ενώ οι τιµές των γυναικών είναι χαµηλότερες. Αναφορικά µε την HDL συγκεντρώσεις από 60 mg/dl
και άνω θεωρούνται επιθυµητές, ενώ συγκεντρώσεις κάτω από 35 md/dl θεωρούνται επικίνδυνες. Οι
γυναίκες σε γόνιµη ηλικία, εξαιτίας των οιστρογόνων παρουσιάζουν υψηλότερες τιµές σε σχέση µε
τους άντρες, ωστόσο η ιδιότητα αυτή χάνεται µετά την εµµηνόπαυση. Για την LDL, συγκεντρώσεις
µικρότερες από 130 mg/dl θεωρούνται επιθυµητές ενώ συγκεντρώσεις µεταξύ 130 και 159 mg/dl
είναι οριακά επικίνδυνες. Τέλος, υψηλό κίνδυνο αθηροσκλήρωσης σηµατοδοτούν συγκεντρώσεις
LDL άνω των 160 mg/dl. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται καθώς η παρατηρείται διακύµανση
των φυσιολογικών ορίων τόσο της HDL όσο και της LDL ανάλογα µε την ηλικία και το φύλο [7].
Σηµεία Προσοχής: Είναι σηµαντικό να τηρούνται οι συνήθεις προφυλάξεις, οι οποίες
απαιτούνται, κατά το χειρισµό όλων των εργαστηριακών αντιδραστηρίων.

12.1.9 Τριγλυκερίδια (TRI)

Σκοπός: Τα τριγλυκερίδια είναι χηµικές ενώσεις, οι οποίες καταναλώνονται από τον οργανισµό για
την παραγωγή ενέργειας. Ως κύριο συστατικό των φυτικών ελαίων και του ζωικού λίπους αποτελούν
την πιο κοινή µορφή λίπους που καταναλώνει ο οργανισµός. Η βασική φυσιολογική λειτουργία των
τριγλυκεριδίων του πλάσµατος είναι η µεταφορά των λιπιδίων µεταξύ του ήπατος και των
περιφερικών ιστών.
Περιγραφή: Η συγκέτρωση των τριγλυκεριδίων προσδιορίζονται µε ενζυµατική-
χρωµατοµετρική µέθοδο. Χρησιµοποιούνται κατάλληλα αντιδραστήρια του εµπορίου, όπως επίσης,
και πρότυπα διαλύµατα. Τα τριγλυκερίδια υδρολύονται ενζυµατικά µε χρήση της λιποπρωτεϊνικής
λιπάσης και η γλυκερίνη που παράγεται σχηµατίζει ένα έγχρωµο σύµπλοκο. Η ένταση της
απορρόφησης του συµπολόκου είναι ανάλογη µε τη συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων του δείγµατος
και υπολογίζεται µέσω κατάλληλων µαθηµατικών εξισώσεων.
Ερµηνεία: Τα φυσιολογικά επίπεδα των τριγλυκεριδίων στον ορό του αίµατος είναι
χαµηλότερα από 150mg/dL. Τιµές τριγλυκεριδίων µεταξύ 150-200mg/dL χρήζουν ιδιαίτερης
προσοχής ενώ οι υψηλές τιµές >200mg/dL σχετίζονται άµεσα µε αυξηµένο κίνδυνο αθηροσκλήρωσης
και καρδιοαγγειακών παθήσεων [20]. Τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων (> 500mg/dL)
ενδέχεται να προκαλέσουν παγκρεατίτιδα (φλεγµονή του παγκρέατος).
Σηµεία Προσοχής: Ο έλεγχος των υψηλών τριγλυκεριδίων πρέπει να γίνεται τακτικά.

12.1.10 Τρανσαµινάσες

Περιγραφή: Οι τρανσαµινάσες ή αµινοτρανσφεράσες αποτελούν ένζυµα µεταφοράς αµινοοµάδων


από ένα α–αµινοξύ σε ένα α–κετοξύ και συµβάλλουν στο µεταβολισµό των αµινοξέων. Δύο
τρανσαµινάσες χρησιµοποιούνται στην διαγνωστική ενζυµολογία:

i) η ασπαραγινική τρανσαµινάση (AST), γνωστή και ως γλουταµινική οξαλοξική τρανσαµινάση


(GOT), η οποία υπάρχει σε µεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο µυοκάρδιο, στο ήπαρ, στους σκελετικούς
µύες και στα ερυθροκύτταρα

137
ii) η τρανσαµινάση αλανίνης (ALT) ή αλλιώς γλουταµινική πυροσταφιλική τρανσαµινάση (GPT), η
οποία βρίσκεται σε µεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο ήπαρ και στους νεφρούς

Ερµηνεία: Η ALT χρησιµεύει ως δείκτης ηπατικής βλάβης. Οι φυσιολογικές της τιµές


κυµαίνονται από 10-28 U/mL για τις γυναίκες και από 15-35 U/mL, ενώ υψηλές τιµές της στον ορό
µπορεί να συνδέονται µε ηπατίτιδα ή κίρρωση. Οι φυσιολογικές τιµές της AST κυµαίνονται από 13-
30 U/mL για τις γυναίκες και από 15-40 U/mL για τους άνδρες. Η AST, επειδή βρίσκεται σε
µεγαλύτερη αφθονία στα µυϊκά κύτταρα, οι τιµές της στον ορό αυξάνονται έπειτα από έντονη άσκηση
λόγω καταστροφής των µυϊκών ινών, αν και η αύξησή της είναι µικρότερη από την αύξηση που
παρατηρείται στην CK.
Σηµείο προσοχής: Για τον ακριβή έλεγχο της ηπατικής λειτουργίας στους αθλητές
προτιµάται ο προσδιορισµός του ενζύµου γ- γλουταµυλο-τρανσπεπτιδάση, καθώς οι τρανσαµινάσες
ALT και AST αυξάνονται µε την άσκηση.

12.1.11 Τροπονίνη

Σκοπός: Το σύµπλεγµα των τροπονινών (TN- I,C,T) αποτελούν πρωτεΐνες που εδράζονται στο µόριο
της ακτίνης και ρυθµίζουν τη σύσπαση των µυών. Συγκεκριµένα, οι ΤΝ-Τ και ΤΝ-Ι βρίσκονται στο
µυοκάρδιο και φυσιολογικά δεν ανιχνεύονται στην κυκλοφορία. Ωστόσο, έπειτα από τραυµατισµό
του µυοκαρδιακού κυττάρου, αυξάνεται η συγκέντρωση της ΤΝ-Τ και ΤΝ-Ι [21].
Περιγραφή: Το σύµπλεγµα των ΤΝ θεωρείται δείκτες µυοκαρδιακής βλάβης και
συσχετίζεται µε την καρδιαγγειακή θνησιµότητα. Ειδικότερα, η TN T εκφράζεται στα µυοκαρδιακά
κύτταρα και απελευθερώνεται στην κυκλοφορία έπειτα απο µυοκαρδιακή βλάβη [21, 22]. Επίσης,
αυξηµένα επίπεδα TN εµφανίζουν οι ασθενείς µε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια ειδικά του τελικού
σταδίου και θεωρούνται ως επακόλουθο του αυξηµένου τοιχώµατος της αριστερής κοιλίας και της
απόπτωσης των µυοκαρδιοκυττάρων [23]. Επίσης, φαίνεται πως η θεραπεία της αιµοκάθαρσης
επηρεάζει τα επίπεδα των TN T και I, ωστόσο υπάρχουν αντικρουόµενα αποτελέσµατα.
Συγκεκριµένα, αν και πολλές µελέτες δεν έχουν διαπιστώσει σηµαντικές διαφορές στα επίπεδα των
TN T και I πριν και µετά τη θεραπεία της αιµοκάθαρσης, τα ευρήµατα άλλων µελετών τα αναιρούν
[24]. Σε µία µελέτη των Gaze και Collinson [24] οι συγγραφείς πρότειναν έναν µηχανισµό στην
προσπάθειά τους να εξηγήσουν το γεγονός πώς τα επίπεδα της NT I µειώνονται µετά την
αιµοκάθαρση ενώ τα επίπεδα NT T παραµένουν τα ίδια όπως πριν από την αιµοκάθαρση. Σύµφωνα,
λοιπόν, µε τους συγγραφείς, η NT I δεν καθαρίζεται κατά τη διαδικασία της αιµοκάθαρσης από την
κυκλοφορία στο υγρό διάλυσης, αλλά προσροφάται στην µεµβράνη στο αγγειακό διαµέρισµα.
Ερµηνεία: Το όριο για τα επίπεδα της ΤΝ-Ι και για την ΤΝ-Τ αναφέρεται στη βιβλιογραφία
πως είναι 0.04ng/ml [25].
Σηµεία Προσοχής: Είναι σηµαντικό να τηρούνται οι συνήθεις προφυλάξεις, οι οποίες
απαιτούνται, κατά το χειρισµό όλων των εργαστηριακών αντιδραστηρίων.

12.1.12 Κρεατινική κινάση (CK)

Σκοπός: Η κρεατινική κινάση είναι ένα ένζυµο, το οποίο καταλύει ταχύτατα την ανασύνθεση του
ενεργειακού «νοµίσµατος» ΑΤΡ από τη φωσφοκρεατίνη CP και το ADP, σύµφωνα µε την αντίδραση:

CP + ADP + H+ ⇋ ATP + C (1)

Παράλληλα, τo ενζυµο καταλύει τη φωσφορυλίωση της κρεατίνης C από το ΑΤP ( η


αντίδραση (1) κινείται προς τα αριστερά. Η κρεατινική κινάση βρίσκεται στην καρδιά, στον
σκελετικό µυ, στο λείο µυ και στον εγκέφαλο [26].
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της δραστικότητας της κρεατινικής κινάσης στον ορό γίνεται
φασµατοφωτοµετρικά µε τη µελέτη της κινητικής του ενζύµου. Ουσιαστικά, παρακολουθείται η
ταχύτητα της αντίδρασης (1) η οποία καταλύεται από την κρεατινική κινάση. Με τη βοήθεια άλλων
δύο ενζυµικών αντιδράσεων, που πραγµατοποιούνται µε την προσθήκη κατάλληλων αντιδραστηρίων,
υπολογίζεται µε τη βοήθεια µαθηµατικών µοντέλων η δραστικότητα της κρεατινικής κινάσης.

138
Ερµηνεία: Τα φυσιολογικά επίπεδα της κρεατινικής κινάσης στον ορό του αίµατος
κυµαίνονται από 38-174 U/L στους άντρες και από 26-140 U/L στις γυναίκες. Το µεγαλύτερο
ποσοστό (94%) των επιπέδων της κρεατινικής κινάσης στον ορό προέρχεται από τον σκελετικό µυ
[7]. Οι τιµές του ενζύµου αποτελούν δείκτη βλάβης του µυοκαρδίου, των σκελετικών µυών και σε
µικρότερο βαθµό του εγκεφαλικού ιστού και άλλων ιστών. Η υψηλή δραστικότητα της κρεατινικής
κινάσης θεωρείται από τους πιο αξιόπιστους δείκτες για τη διάγνωση ορισµένων τύπων µυικής
δυστροφίας, κυρίως της δυστροφίας Duchenne.
Σηµεία Προσοχής: Η κρεατινική κινάση αποτελεί, επίσης, δείκτη καταστροφής µυϊκών
ινών. Οι αθλητές έχουν κατά κανόνα υψηλότερες τιµές κρεατινικής κινάσης συγκριτικά µε τους µη
αθλητές, εξαιτίας της καταπόνησης που υφίστανται οι µύες µε την άσκηση. Επίσης, σηµαντική είναι
η χρονική στιγµή της εξέτασης αίµατος, αφού η τιµή της κρεατινικής κινάσης αρχίζει να αυξάνεται
µερικές ώρες µετά την άσκηση, φθάνει στη µεγαλύτερη τιµή της 1 ως 4 ηµέρες µετά την άσκηση και
επιστρέφει στα φυσιολογικά επίπεδα µέσα σε 3 µε 8 ηµέρες. Για τους παραπάνω λόγους θα πρέπει να
δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην ερµηνεία των αποτελεσµάτων.

12.2 Ορµόνες

12.2.1 Κορτιζόλη

Σκοπός: Η κορτιζόλη συντίθεται από το φλοιό των επινεφριδίων και ανήκει στην κατηγορία των
γλυκοκορτικοειδών. Η κορτιζόλη αυξάνει τη συγκέντρωση της γλυκόζης στο πλάσµα διασπώντας το
γλυκογόνο που είναι αποθηκευµένο στο ήπαρ. Επίσης, λαµβάνει µέρος στη διαδικασία της
γλυκονεογένεσης και της πρωτεϊνοσύνθεσης, προωθώντας τη µετατροπή ορισµένων αµινοξέων σε
γλυκόζη [27]. Αναφορικά µε τον µυ η κορτιζόλη σχετίζεται µε την πρωτεϊνόλυση και την απώλεια
του µυϊκού ιστού [28]. Τα επίπεδα της κορτιζόλης στο αίµα αυξοµειώνονται σηµαντικά κατά τη
διάρκεια της µέρας αλλά γενικά είναι υψηλότερα το πρωί.
Περιγραφή: Η µέτρηση της συγκέντρωσης της κορτιζόλης πραγµατοποιείται µε τις αρχές
της ενζυµατικής µεθόδου µε χρήση ενός ειδικού πολυκλωνικού αντισώµατος έναντι της κορτιζόλης.
Ερµηνεία: Η συγκέντρωση της κορτιζόλης στο αίµα κυµαίνεται από 50-230 µg/L τις πρωϊνές
ώρες και κατά τη διάρκεια της ηµέρας µειώνεται στα 30-160 µg/L. Όταν η κορτιζόλη βρίσκεται για
καιρό σε ψηλά επίπεδα, αποδυναµώνει τη διαχείριση της γλυκόζης και καθιστά αδύνατη την
αντίδραση του σώµατος στην ινσουλίνη. Προκαλεί, δηλαδή, αντίσταση στην ινσουλίνη, µια
κατάσταση που µπορεί να εξελιχθεί σε διαβήτη τύπου 2. Επίσης, όταν τα υψηλά επίπεδα της
κορτιζόλης επιµένουν, υπάρχει κίνδυνος αποδόµησης του µυϊκού ιστού και ελάττωσης της µυϊκής
µάζας. Η συγκέντρωση της κορτιζόλης στο αίµα αυξάνεται µε την άσκηση ενώ η προπόνηση
µετριάζει την τάση για αύξηση της κορτιζόλης, που προκαλείται από µία µεµονωµένη συνεδρία
άσκησης. Η προπόνηση επηρεάζει, επίσης, και τη συγκέντρωση της κορτιζόλης στην ηρεµία. Αυτό
αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι αθλητές έχουν υψηλότερες συγκεντρώσεις κορτιζόλης στην
ηρεµία από µη αθλητές.
Σηµεία Προσοχής: Είναι σηµαντικό να τηρούνται οι συνήθεις προφυλάξεις, οι οποίες
απαιτούνται, κατά το χειρισµό όλων των εργαστηριακών αντιδραστηρίων.

12.2.2 Τεστοστερόνη

Σκοπός: Η τεστοστερόνη είναι µία στεροειδής ορµόνη, η οποία εκκρίνεται από τα κύτταρα Leydig
των όρχεων αλλά και από το φλοιό των επινεφριδίων. Ευθύνεται για την ανάπτυξη και τη διατήρηση
του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήµατος και των ανδρογενών χαρακτηριστικών του φύλου (τραχιά
φωνή, τριχοφυϊα). Επίσης, η τεστοστερόνη έχει αναβολικές ιδιότητες, προάγει την πρωτεϊνοσύνθεση
και περιορίζει την πρωτεϊνόλυση στο σκελετικό µυ [29].
Περιγραφή: Η τεστοστερόνη προσδιορίζεται στο αίµα µε ραδιοανοσολογική µέθοδο, η οποία
µετρά την ολική τεστοστερόνη αίµατος. Ο υπολογισµός της ελεύθερης τεστοστερόνης γίνεται
έµµεσα, από τη συγκέντρωση της ολικής τεστοστερόνης και της δεσµευτικής πρωτεΐνης SHBG.

139
Ερµηνεία: Η συγκέντρωση της τεστοστερόνης στον ορό εξαρτάται από το φύλο και την
ηλικία µε ενδεικτικές τιµές για τους άνδρες τα 260-1200 ng/dl και για τις γυναίκες τα 10-95 ng/dl.
Μειωµένες τιµές της τεστοστερόνης σχετίζονται µε σεξουαλική δυσλειτουργία, απώλεια µυϊκής
µάζας και κίνδυνο οστεοπόρωσης. Οι υψηλές τιµές της τεστοστερόνης σχετίζονται µε παθολογικές
καταστάσεις, όπως αδενώµατα και υπερπλασία των επινεφριδίων, διαταραχές της αρτηριακής πίεσης
και των λιπιδίων, διαταραχές συµπεριφοράς και υπερδιέγερση.
Σηµεία Προσοχής: Είναι σηµαντικό να τηρούνται οι συνήθεις προφυλάξεις, οι οποίες
απαιτούνται, κατά το χειρισµό όλων των εργαστηριακών αντιδραστηρίων.

12.2.3 Κατεχολαµίνες

Σκοπός: Στην γενική κατηγορία των κατεχολαµινών ανήκουν οι ορµόνες αδρεναλίνη (επινεφρίνη)
και νοραδρεναλίνη (νορεπινεφρίνη) και ντοπαµίνη. Οι δύο πρώτες ενώσεις εκκρίνονται από το µυελό
των επινεφριδίων. Επίσης, συντίθενται στους νευρώνες και στον εγκέφαλο για το λόγο αυτό τους
προσδίδεται και η ιδιότητα των νευροδιαβιβαστών. Η αδρεναλίνη δρα κατά τη διάρκεια της
αντίδρασης πάλης ή πτήσης (fight or flight) του σώµατος, διαστέλλοντας τα βρογχιόλια, αυξάνοντας
τον καρδιακό ρυθµό και τη διαδικασία της γλυκογονόλυσης, ώστε να παράσχει περισσότερη ενέργεια
στον οργανισµό. Η νοραδρεναλίνη εκκρίνεται ως απάντηση στη διέγερση, αυξάνει την αρτηριακή
πίεση, διαστέλλει τις κόρες των οφθαλµών και χαλαρώνει το γαστρεντερικό σύστηµα. Η ντοπαµίνη
είναι ένας νευροδιαβιβαστής που βρίσκεται στον εγκέφαλο, το ήπαρ, τους πνεύµονες, το έντερο και
τον αµφιβληστροειδή και ενεργεί διαστέλλοντας τις νεφρικές αρτηρίες, αυξάνοντας τον καρδιακό
ρυθµό και συστέλλοντας το περιφερικό αγγειακό σύστηµα.

12.3 Ηλεκτρολύτες – Ιχνοστοιχεία

12.3.1 Ασβέστιο (Ca++)

Σκοπός: Το ασβέστιο είναι ένα µεταλλικό στοιχείο απαραίτητο για τον οργανισµό. Περίπου το 2%
του σωµατικού βάρους αποτελείται από ασβέστιο και το 99% από αυτό βρίσκεται στα οστά και στα
δόντια. Το ασβέστιο αποτελεί δοµικό στοιχείο των οστών και προλαµβάνει την οστεοπόρωση.
Συντελεί στην υγεία των δοντιών και των οστών και σε συνδυασµό µε το µαγνήσιο στη σωστή
λειτουργία της καρδιάς. Παίρνει µέρος στην πήξη του αίµατος, στην ενεργοποίηση ενζύµων, στη
µεταβίβαση των νευρικών ερεθισµάτων, καθώς και στη µυϊκή σύσπαση.
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της συγκέντρωσης του ασβεστίου στον ορό γίνεται
φασµατοφωτοµετρικά µε τη χρήση κατάλληλων αντιδραστηρίων και πρότυπων διαλυµάτων.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές της συγκέντρωσης του ασβεστίου στο αίµα κυµαίνονται
από 8-11 mg/dl. Χαµηλές συγκεντρώσεις ασβεστίου έχουν ως κύρια αιτία τον υποπαραθυρεοειδισµό
ενώ σε πιο σπάνιες περιπτώσεις συνδέονται µε καρκίνο, νεφρική ανεπάρκεια και νόσους του
παγκρέατος. Υψηλές συγκεντρώσεις ασβεστίου µπορούν να οφείλονται σε νοσήµατα που σχετίζονται
µε υπερβολική παραγωγή ή ελαττωµένη κάθαρση του ασβεστίου από τον οργανισµό, π.χ. νεφρικές
νόσοι, καρκινώµατα, ορµονικές διαταραχές. Η µείωση της συγκέντρωσης ασβεστίου στα οστά τα
καθιστά αδύνατα και εύθραυστα και η προοδευτική του απώλεια οδηγεί στην οστεοπόρωση.
Σηµεία Προσοχής: Η αυξηµένη συγκέντρωση ασβεστίου µπορεί να οφείλεται σε φάρµακα ή
συµπληρώµατα διατροφής που προκαλούν υπερβολική απορρόφηση ασβεστίου.

12.3.2 Κάλιο (K+)

Σκοπός: Το κάλιο είναι ένα µεταλλικό στοιχείο µε πολλούς σηµαντικούς ρόλους στον οργανισµό.
Ελέγχει την περιεκτικότητα των κυττάρων σε νερό, ρυθµίζει την λειτουργία του νευρικού
συστήµατος, τις µυϊκές συσπάσεις και διατηρεί το σωστό αριθµό ιόντων στο ανθρώπινο σώµα.
Επίσης, το κάλιο διατηρεί τον καρδιακό ρυθµό, προστατεύοντας την καρδιά από τις αρρυθµίες και
µαζί µε το νάτριο διατηρεί την ισορροπία του ύδατος στον οργανισµό. Ακόµα, είναι απαραίτητο για
την έκκριση ινσουλίνης για το µεταβολισµό των υδατανθράκων και τη σύνθεση των πρωτεϊνών.

140
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της συγκέντρωσης του καλίου στον ορό γίνεται
φασµατοφωτοµετρικά µε τη χρήση κατάλληλων αντιδραστηρίων και πρότυπων διαλυµάτων.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές της συγκέντρωσης του καλίου στο αίµα κυµαίνονται από
3,5-5,2 mmol/l. Συγκεντρώσεις καλίου κάτω των φυσιολογικών εµφανίζονται σε περιπτώσεις
υπερβολικής διάρροιας, µη ελεγχόµενου διαβήτη και δίαιτας χαµηλής σε κάλιο. Υψηλές
συγκεντρώσεις καλίου εµφανίζονται σε χρόνια νεφρική νόσο εξαιτίας της µειωµένης αποβολής τους
από τα ούρα.
Σηµεία Προσοχής: Οι αθλητές είναι µια κατηγορία πληθυσµού που έχει αυξηµένες ανάγκες
σε κάλιο, ειδικότερα σε περιόδους εντατικής άσκησης, για να αντικαταστήσουν την απώλεια µυϊκής
µάζας και απώλεια καλίου που αποβάλλονται µέσω του ιδρώτα κατά τη διάρκεια της άθλησης.

12.3.3 Νάτριο (Na+)

Σκοπός: Το νάτριο είναι ένα στοιχείο απαραίτητο για τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισµού,
ρυθµίζει την οσµωτική πίεση και τη διατήρηση της οξεο-βασικής ισορροπίας στα κύτταρα. Επίσης,
σχετίζεται µε τη µυϊκή σύσπαση και τη λειτουργία του µυϊκού συστήµατος.
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της συγκέντρωσης του νατρίου στον ορό γίνεται
φασµατοφωτοµετρικά µε τη χρήση κατάλληλων αντιδραστηρίων και πρότυπων διαλυµάτων.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές της συγκέντρωσης του νατρίου στο αίµα κυµαίνονται από
135-146 mmol/l. Η υπονατριαιµία, δηλαδή χαµηλά επίπεδα νατρίου, οφείλεται σε απώλεια νατρίου
(νόσος Addison, διάρροια, υπερβολική εφίδρωση, λήψη διουρητικών ή νεφρική νόσος). Η
υπερνιτριαιµία, δηλαδή υψηλά επίπεδα νατρίου στο αίµα, τις περισσότερες φορές οφείλονται σε
αφυδάτωση.
Σηµεία Προσοχής: Ορισµένα φάρµακα, όπως τα αναβολικά στεροειδή, κορτικοστεροειδή,
αντισυλληπτικά µπορούν να προκαλέσουν αυξηµένα επίπεδα νατρίου ενώ ορισµένα διουρητικά
µπορούν να προκαλέσουν µειωµένα επίπεδα νατρίου.

12.3.4 Μαγνήσιο (Mg++)

Σκοπός: Το µαγνήσιο αποτελεί ένα ενδοκυττάριο µεταλλικό στοιχείο, το οποίο συναντάται στα οστά,
στους ιστούς και στα όργανα του σώµατος και συµµετέχει στη ρύθµιση των βασικών λειτουργιών του
οργανισµού. Σε ποσοστό που ξεπερνάει το 60%, το µαγνήσιο βρίσκεται µέσα στα µιτοχόνδρια,
συνεπώς η παραγωγή ενέργειας των κυττάρων εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από αυτό.
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός της συγκέντρωσης του µαγνησίου στον ορό γίνεται
φασµατοφωτοµετρικά µε τη χρήση κατάλληλων αντιδραστηρίων και πρότυπων διαλυµάτων.
Ερµηνεία: Οι φυσιολογικές τιµές της συγκέντρωσης του µαγνησίου στο αίµα κυµαίνονται
από 0,8-1,2 mmol/l. Μη φυσιολογικά επίπεδα µαγνησίου εµφανίζονται σε καταστάσεις υπερβολικής
έκκρισης από τα νεφρά ή µειωµένης εντερικής απορρόφησης. Τα επίπεδα µαγνησίου µπορούν να
προσδιοριστούν για την εκτίµηση της σοβαρότητας των προβληµάτων των νεφρών και διαβήτη,
καθώς επίσης και στην διάγνωση γαστρεντερικών διαταραχών. Επίσης, η µειωµένη συγκέντρωση
µαγνησίου στον οργανισµό συνδέεται και µε δυσλειτουργία των µυών.
Σηµεία Προσοχής: Έρευνες έχουν δείξει ότι µόνο το 1% του Μαγνησίου του οργανισµού
κυκλοφορεί στο αίµα και γι’ αυτό για πολλούς ειδικούς η µέτρηση του Μαγνησίου του αίµατος δεν
είναι ακριβής δείκτης για την αξιολόγηση των πραγµατικών επιπέδων του στον οργανισµό.

12.4 Δείκτες Οξειδωτικού Στρες

12.4.1 Ενζυµικό Αντιοξειδωτικό Σύστηµα: i) Καταλάση, Δισµουτάση του υπεροξειδίου


(SOD), Υπεροξειδάση της γλουταθειόνης (GPx), ii) Μη Ενζυµικό Αντιοξειδωτικό
Σύστηµα: Γλουταθειόνη, Βιταµίνη Α, Βιταµίνη C, Βιταµίνη Ε, Χολερυθρίνη, Ουρικό
οξύ

141
Σκοπός: Το αντιοξειδωτικό σύστηµα, ενζυµικό και µη ενζυµικό, απαρτίζεται από ουσίες που δρουν
µε τέτοιο τρόπο, ώστε να δεσµεύουν και να εξουδετερώνουν τις ελεύθερες ρίζες, µετατρέποντάς τες
σε µη τοξικές, άρα, ακίνδυνες για τον ανθρώπινο οργανισµό.
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός των αντιοξειδωτικών δεικτών γίνεται µε τη χρήση της
φασµατοφωτοµετρικής µεθόδου. Η δραστικότητα των αντιοξειδωτικών ενζύµων προσδιορίζεται µε
φασµατοφωτοµετρικά µε τις αρχές της ενζυµικής κινητικής.
Ερµηνεία: Χαµηλές συγκεντρώσεις και δραστικότητες των αντιοξειδωτικών ουσιών και
ενζύµων αντίστοιχα υποδεικνύουν αυξηµένη παραγωγή ελευθέρων ριζών, η οποία σε συνδυασµό µε
τη µειωµένη εξουδετέρωσή τους από τους αντιοξειδωτικούς µηχανισµούς συνεπάγεται αυξηµένο οξύ.
Το οξειδωτικό στρες πιθανολογείται πως παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στη διαδικασία της γήρανσης
όσο και στην παθοφυσιολογία πληθώρας ασθενειών, όπως οι νευροεκφυλιστικές νόσοι, το Parkinson,
το Alzheimer, τα καρδιαγγειακά νοσήµατα και ο καρκίνος [30, 31]
Σηµεία Προσοχής: Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται κατά την επεξεργασία των
δειγµάτων αίµατος για τον προσδιορισµό δεικτών οξειδωτικού στρες, καθώς παράγοντες, όπως η
θέρµανση και η ακτινοβολία, µπορεί να οξειδώσουν περαιτέρω το δείγµα και να υπερεκτιµηθεί ο
βαθµός οξειδωτικού στρες.

12.4.2 Πρωτεϊνικά Καρβονύλια, Δείκτης Λιπιδικής Υπεροξείδωσης

Σκοπός: Οι ελεύθερες ρίζες προκαλούν ζηµιά σε όλους τους τύπους των βιολογικών µορίων, ωστόσο
οι οξειδωτικές βλάβες, που υφίστανται οι πρωτεΐνες και τα λιπίδια, είναι µείζονος σηµασίας για τη
φυσιολογική λειτουργία του κυττάρου και του οργανισµού. H πρωτεϊνική οξείδωση οδηγεί σε
απώλεια της ενζυµικής λειτουργίας. Ως εκ τούτου, µία σειρά βιοχηµικών αντιδράσεων εντός του
κυττάρου είναι πλέον αδύνατον να πραγµατοποιηθούν. Συνεπώς, καταργούνται ζωτικές κυτταρικές
λειτουργίες µε τελική κατάληξη τον κυτταρικό θάνατο. Κατ΄ αντίστοιχο τρόπο, µεγάλη είναι η
σηµασία της οξειδώσεως των λιπιδίων για το κύτταρο, διότι η παρουσία τους είναι άκρως απαραίτητη
τόσο για τη δοµική σταθερότητα των κυτταρικών µεµβρανών όσο και για τη διεκπεραίωση µιας
ολόκληρης σειράς κυτταρικών λειτουργιών [32, 33].
Περιγραφή: Ο προσδιορισµός των πρωτεϊνικών καρβονυλίων πραγµατοποιείται
φασµατοφωτοµετρικά στο πλάσµα του αίµατος. Ο σχηµατισµός των καρβονυλίων ανιχνεύεται µε τη
χρήση του αντιδραστηρίου 2,4-dinitrophenylhydrazine (DNPH), τη µετατροπή του σε 2,4-
dinitrophenylhydrazone (DNP-hydrazone) και, τελικώς, τη µέτρηση της απορρόφησής του στα
375nm [34]. Η λιπιδική υπεροξείδωση, συνήθως, εκφράζεται σαν ισοδύναµη της ουσίας
µαλονδιαλδεΰδης (MDA), η οποία σχηµατίζει µία ένωση µε το θειοβαρβιτουρικό οξύ (TBA) και
µετράται φωτοµετρικά στα 530nm [35].
Ερµηνεία: Οι τιµές αναφοράς των πρωτεϊνικών καρβονυλίων για κλινικούς πληθυσµούς
κυµαίνονται από 0,3-1,4 nmol/mg ολικής πρωτεΐνης [36] µε την αύξηση των τιµών να υποδηλώνει
αντίστοιχη αύξηση των οξειδωτικών παραγόντων, υποβόσκουσες ασθένειες και γήρανση. Αντίστοιχα
το εύρος τιµών της λιπιδικής υπεροξείδωσης µέσω της συγκέντρωσης της MDA κυµαίνεται από 0,2-5
µΜ [37].
Σηµεία Προσοχής: Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται κατά την επεξεργασία των
δειγµάτων αίµατος για τον προσδιορισµό δεικτών οξειδωτικού στρες, καθώς παράγοντες, όπως η
θέρµανση και η ακτινοβολία, µπορεί να οξειδώσουν περαιτέρω το δείγµα και να υπερεκτιµηθεί ο
βαθµός οξειδωτικού στρες.

12.5 Δείκτες φλεγµονής


Κάθε φορά, που κάποιος ιστός του ανθρώπινου σώµατος τραυµατίζεται ή µολύνεται, µία σειρά από
διαφορετικούς µηχανισµούς ενεργοποιούνται στον τραυµατισµένο ιστό σαν απάντηση, αντίδραση
στη βλάβη που έχει συµβεί. Το σύνολο όλων αυτών των µηχανισµών, που ενεργοποιούνται
αντιδραστικά από τον οργανισµό, ονοµάζεται φλεγµονή [38]. Ο ανθρώπινος οργανισµός έχει την
ικανότητα να αναγνωρίζει τη φλεγµονή και να προστατεύεται από αυτή από τα πρώτα κιόλας λεπτά
της εκδήλωσής της. Η πρώτη, λοιπόν, αντίδραση του οργανισµού για την επίτευξη της προστασίας

142
του πραγµατοποιείται µε την ενεργοποίηση ειδικών κυττάρων, όπως τα ουδετερόφιλα και τα
µακροφάγα, τα οποία µετακινούνται στη φλεγµονή και τα επίπεδα τους αυξάνονται άµεσα [38].
Συγκεκριµένα, τα µακροφάγα ενεργοποιούνται από τα πρώτα λεπτά της εκδήλωσης της
φλεγµονής και συγκεντρώνονται στο τραυµατισµένο ιστό, ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία της
φαγοκυττάρωσης. Παράλληλα, η ενεργοποίηση των µακροφάγων συντελεί στην έκκριση πρωτεϊνών,
οι οποίες µε τη σειρά τους συµµετέχουν στην αντιµετώπιση της φλεγµονής και ονοµάζονται
κυτταροκίνες ή κυτοκίνες. Οι κυτοκίνες είναι πρωτεϊνες, συνήθως γλυκοπρωτεϊνες, που ρυθµίζουν
όλες τις σηµαντικές βιολογικές διαδικασίες, όπως την ανάπτυξη και ενεργοποίηση των κυττάρων, τη
φλεγµονή, την επανόρθωση των ιστών κ.α. [39]. Ουσιαστικά, αποτελούν την παρατεταµένη και
συντονισµένη απάντηση του ανθρώπινου οργανισµού στη µόλυνση ή στο τραυµατισµό. Στις
κυτοκίνες ανήκουν οι ιντερλευκίνες (IL 1-31), οι ιντερφερόνες (INF α,β,γ) και οι παράγοντες
νέκρωσης όγκων (TNF α και β).

12.5.1 Ιντερλευκίνες (IL)

Σκοπός: Οι ιντερλευκίνες αποτελούν δείκτες φλεγµονής που ανήκουν στην οµάδα των κυτοκίνων.
Παράγονται, κυρίως, στα µακροφάγα και στα Τ-λεµφοκύτταρα και αποτελούν την απάντηση σε
αντιγονικά ή µιτογόνα ερεθίσµατα. Οι ιντερλευκίνες ταξινοµούνται σε ιντερελευκίνες 1-31 και κάθε
µία έχει διαφορετικό λειτουργικό ρόλο. Ωστόσο, θα επικεντρωθούµε, κυρίως, στη λειτουργία των IL-
1, IL-6 και IL-10 [39].
Περιγραφή: Η IL-1 είναι προφλεγµονώδης κυτοκίνη που διαδραµατίζει, κυρίως,
ανοσοπροστατευτικό ρόλο. Συµµετέχει στην ενεργοποίηση των Τ-λεµφοκυττάρων, αυξάνει την
έκφραση των µορίων κυτταρικής προσκόλλησης και ενεργοποιεί την παραγωγή ενός µεγάλου
αριθµού άλλων προφλεγµονωδών κυτοκινών και πρωτεϊνών, που σχετίζονται µε την αντίδραση της
φλεγµονής [39]. Τέλος, η IL-1 ευθύνεται για την εµφάνιση πυρετού, πονοκεφάλου, ενώ στις δράσεις
της συγκαταλέγεται η τοπική αγγειογένεση, η αύξηση παραγωγής χηµειοκινών και η υπερλιπιδαιµία
[40]. Σε ασθενείς χρόνιων παθήσεων η συγκεντρωσή της εµφανίζονται αυξηµένη [39].
Η IL-6 παράγεται από τα µακροφάγα και από τα Τ και Β λεµφοκύτταρα . Μαζί µε την IL-1
συντελεί στη διαφοροποίηση των Τ-λεµφοκυττάρων, ενώ παράλληλα συµβάλλει και στη σύνθεση
των πρωτεϊνών οξείας φάσης [39]. Επίσης, µαζί µε την IL-1 επιδρούν στον υποθάλαµο προκαλώντας
αύξηση της θερµοκρασίας του σώµατος. Η συγκέντρωσή της εµφανίζεται αυξηµένη ως απόκριση
ιογενών τραύµατος ή µόλυνσης [39].
Η IL-10 είναι η πιο σηµαντική αντιφλεγµονώδης κυτοκίνη, καθώς αποτελεί παράγοντα
αναστολής της σύνθεσης κυτοκινών τόσο από τα ουδετερόφιλα όσο και από τα κύτταρα φυσικούς
φονιάδες.
Ερµηνεία: Σε υγιείς άνδρες τα επιπεδα της IL-6 κυµαίνονται περίπου στα 1.4-1.8 pg/mL, µε
τις υψηλότερες τιµές να αυξάνουν τον κίνδυνο για µελλοντικό έµφραγµα του µυοκαρδίου [41]. Σε
ασθενείς µε στεφανιαία νόσο τα επίπεδα της IL-6 ΄ ήταν κατά µέσο όρο 4,43 pg/mL, ενώ στην ίδια
µελέτη στους ασθενείς µε οξύ στεφανιαίο σύνδροµο ο µέσος όρος των τιµών τους ήταν 40.85 pg/mL
[42]. Επίσης, η ύπαρξη πολυµορφισµών της IL-10 σε αιµοκαθαιρόµενους ασθενείς έχει βρεθεί πως
επηρεάζει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και συντελεί στην ανίχνευση ασθενών των οµάδων υψηλού
κινδύνου [43].

12.5.2 Ιντερφερόνες (IFN)

Σκοπός: Οι ιντερφερόνες είναι πρωτεϊνες που χωρίζονται σε τρεις οµάδες: IFN-α, IFN-β και IFN-γ.
Η IFN-α παράγεται στα λευκοκύτταρα, η IFN-β στους ινοβλάστες και η IFN-γ στα λεµφοκύτταρα
[39].

12.5.3 Παράγοντες νέκρωσης όγκων (TNF)

Σκοπός: Ο παράγοντας νέκρωσης όγκων έχει πάρει την ονοµασία του λόγω της νέκρωσης που
προκαλεί σε ορισµένους όγκους in vivo και περιλαµβάνει δύο µορφές, τις TNF-α και TNF-β.

143
Περιγραφή: Οι ιδιότητες του TNF-α επηρεάζουν τη ρύθµιση ανοσοβιολογικών και
φλεγµονωδών κυττάρων και σε συνεργασία µε την IL-1 διεγείρει ή παρεµποδίζει τις βιολογικές τους
λειτουργίες. Παράλληλα, µαζί µε την IL-1 και IL-6 διεγείρει τον υποθάλαµο µε άµεσο αποτέλεσµα
την απελευθέρωση προσταγλαδίνων, που συµβάλλουν στην αύξηση της θερµοκρασίας του σώµατος
[44].

12.5.4 C Αντιδρώσα πρωτεϊνη (CRP)

Σκοπός: Οι κυτοκίνες IL-1, IL-6 και ο TNF-α διεγείρουν τα ηπατικά κύτταρα να παράγουν τις
πρωτεϊνες της οξείας φάσης. Οι πρωτεϊνες οξείας φάσης αποτελούν µία οµάδα πρωτεϊνών, των
οποίων τα επίπεδα αυξάνονται σηµαντικά µε την έναρξη της φλεγµονής και χαρακτηρίζονται από
πολλές αντιβακτηριακές και αντιφλεγµονώδεις δράσεις. Η CRP ανήκει στην οµάδα των πρωτεϊνών
οξείας φάσης, τα επίπεδα της οποίας αυξάνουν σηµαντικά σαν απάντηση στη φλεγµονή. Η CRP
δεσµεύει τα βακτήρια κατευθύνοντάς τα στη φαγοκυττάρωση [39].
Περιγραφή: Τα επίπεδα της CRP συνδέονται µε την παθογένεια της αρτηριοσκλήρυνσης. Η
ενεργοποίηση των µονοκυττάρων/µακροφάγων συµβάλλει στην παραγωγή προφλεγµονώδων
κυτοκινών, που µε τη σειρά τους προκαλούν τη σύνθεση πρωτεϊνών οξείας φάσης, όπως η CRP στο
ήπαρ, ενώ παράλληλα αυτά τα κύτταρα διηθούν αθηρωµατικές πλάκες και σχηµατίζουν τα αφρώδη
κύτταρα, τα οποία συντελούν στη δηµιουργία των λιπώδων γραµµώσεων. Όλες αυτές οι βλάβες
συµβάλλουν στη δηµιουργία ινολιπώδων πλακών, που µεταπίπτουν σε αθηροσκληρυντικές
αλλοιώσεις, οι οποίες είναι ευαίσθητες για ρήξη και πρόκληση θρόµβωσης [45].
Ερµηνεία: Η CRP, όπως και άλλοι δείκτες φλεγµονής, έχει αποδειχτεί πως συµβάλλει στην
ανίχνευση ατόµων υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου. Συγκεκριµένα, σε µία µελέτη της Wang και
συν. [46] βρέθηκε σηµαντική συσχέτιση στα επίπεδα της CRP και στην ασβεστοποίηση των
στεφανιαίων αρτηριών, που αποτελεί πρόδροµο για την έναρξη της στεφανιαίας νόσου. Ωστόσο,
έπειτα από διόρθωση του δείκτη µάζας σώµατος η συσχέτιση ίσχυε µόνο για την οµάδα των
γυναικών. Γενικότερα, οι υψηλές τιµές της CRP συνδέονται µε χρόνιες καταστάσεις. Συγκεκριµένα,
σύµφωνα µε την Αµερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, τα άτοµα που εµφανίζουν τιµές <1.0 mg/L
χαρακτηρίζονται ως χαµηλού κινδύνου ασθενείς για εµφάνιση καρδιοπαθειών, ενώ υψηλού κινδύνου
χαρακτηρίζονται αυτοί µε >3.0 mg/L [39].
Παράλληλα, έχει βρεθεί πως οι τιµές της συνδέονται µε το προσδόκιµο επιβίωσης ασθενών
µε µελάνωµα, καθώς οι ασθενείς µε τιµές ³10mg/L είχαν πτωχότερη πρόβλεψη συγκριτικά µε αυτούς
που εµφάνισαν επίπεδα < 10 mg/L [47]. Παράλληλα, στην ίδια µελέτη η εξέλιξη του µελανώµατος
συσχετίστηκε θετικά µε τις τιµές της CRP [47]. Ασθενείς µε καρκίνο του προστάτη και τιµές CRP
³8.6mg/l χαρακτηρίστηκαν µε δυσµενή πρόγνωση [48].
Σηµεία Προσοχής: Επειδή ο µυϊκός τραυµατισµός µετά από έντονη άσκηση επάγει την
φλεγµονή, πρέπει να αποφεύγονται οι έντονες δραστηριότητες, πριν προσέλθει ο ασθενής για
αιµατολογική εξέταση.

144
Βιβλιογραφία/Αναφορές

1. Palmieri, B. and V. Sblendorio, Current status of measuring oxidative stress. Methods Mol
Biol, 2010. 594: p. 3-17.
2. Palmieri, B. and V. Sblendorio, Oxidative stress tests: overview on reliability and use. Part II.
Eur Rev Med Pharmacol Sci, 2007. 11(6): p. 383-99.
3. Fallon, K.E., Screening for haematological and iron-related abnormalities in elite athletes-
analysis of 576 cases. J Sci Med Sport, 2008. 11(3): p. 329-36.
4. Shaskey, D.J. and G.A. Green, Sports haematology. Sports Med, 2000. 29(1): p. 27-38.
5. Gkouvatsos, K., G. Papanikolaou, and K. Pantopoulos, Regulation of iron transport and the
role of transferrin. Biochim Biophys Acta, 2012. 1820(3): p. 188-202.
6. ΕΕΒΦΑ., Βιοχηµικές εξετάσεις αθλητών και αθλητριών - χρησιµότητα και αξιολόγηση.
Ιούνιος 2012.
7. Mougios, V., Exercise Biochemistry. 2006: Human Kinetics, Inc. USA.
8. Eaton, J.W. and M. Qian, Molecular bases of cellular iron toxicity. Free Radic Biol Med,
2002. 32(9): p. 833-40.
9. Siah, C.W., et al., Normal iron metabolism and the pathophysiology of iron overload
disorders. Clin Biochem Rev, 2006. 27(1): p. 5-16.
10. Meyron-Holtz, E.G., S. Moshe-Belizowski, and L.A. Cohen, A possible role for secreted
ferritin in tissue iron distribution. J Neural Transm, 2011. 118(3): p. 337-47.
11. Lee, M.H. and R.T. Means, Jr., Extremely elevated serum ferritin levels in a university
hospital: associated diseases and clinical significance. Am J Med, 1995. 98(6): p. 566-71.
12. Nakano, S., et al., Clinical significance of serum ferritin determination for hepatocellular
carcinoma. Am J Gastroenterol, 1984. 79(8): p. 623-7.
13. Zhu, A., M. Kaneshiro, and J.D. Kaunitz, Evaluation and treatment of iron deficiency anemia:
a gastroenterological perspective. Dig Dis Sci, 2010. 55(3): p. 548-59.
14. Olson, A.D. and W.B. Hamlin, A new method for serum iron and total iron-binding capacity
by atomic absorption spectrophotometry. Clin Chem, 1969. 15(6): p. 438-44.
15. Dixon, L.R., The complete blood count: physiologic basis and clinical usage. J Perinat
Neonatal Nurs, 1997. 11(3): p. 1-18.
16. Zhu, B.L., et al., Postmortem serum uric acid and creatinine levels in relation to the causes of
death. Forensic Sci Int, 2002. 125(1): p. 59-66.
17. Μούγιος, Β., Βιοχηµεία της Άσκησης. 2nd ed. 1996, Θεσσαλονίκη: Εκτύπωσις.
18. Upadhyay, R.K., Emerging risk biomarkers in cardiovascular diseases and disorders. J Lipids,
2015. 2015: p. 971453.
19. Friedewald, W.T., R.I. Levy, and D.S. Fredrickson, Estimation of the concentration of low-
density lipoprotein cholesterol in plasma, without use of the preparative ultracentrifuge. Clin
Chem, 1972. 18(6): p. 499-502.
20. Kannel, W.B. and R.S. Vasan, Triglycerides as vascular risk factors: new epidemiologic
insights. Curr Opin Cardiol, 2009. 24(4): p. 345-50.
21. Sommerer, C., et al., Cardiac biomarkers and survival in haemodialysis patients. Eur J Clin
Invest, 2007. 37(5): p. 350-6.
22. Wang, A.Y.M. and K.N. Lai, Use of cardiac biomarkers in end-stage renal disease. Journal of
the American Society of Nephrology, 2008. 19(9): p. 1643-1652.
23. Iliou, M.C., et al., Factors associated with increased serum levels of cardiac troponins T and I
in chronic haemodialysis patients: Chronic Haemodialysis And New Cardiac Markers
Evaluation (CHANCE) study. Nephrol Dial Transplant, 2001. 16(7): p. 1452-8.
24. Gaze, D.C. and P.O. Collinson, Cardiac troponin I but not cardiac troponin T adheres to
polysulfone dialyser membranes in an in vitro haemodialysis model: explanation for lower
serum cTnI concentrations following dialysis. Open Heart, 2014. 1(1): p. e000108.
25. Mahajan, V.S. and P. Jarolim, How to Interpret Elevated Cardiac Troponin Levels.
Circulation, 2011. 124(21): p. 2350-2354.

145
26. Wallimann, T., et al., Intracellular compartmentation, structure and function of creatine kinase
isoenzymes in tissues with high and fluctuating energy demands: the 'phosphocreatine circuit'
for cellular energy homeostasis. Biochem J, 1992. 281 ( Pt 1): p. 21-40.
27. Viru, A. and M. Viru, Cortisol--essential adaptation hormone in exercise. Int J Sports Med,
2004. 25(6): p. 461-4.
28. Simmons, P.S., et al., Increased proteolysis. An effect of increases in plasma cortisol within
the physiologic range. J Clin Invest, 1984. 73(2): p. 412-20.
29. Urban, R.J., Growth hormone and testosterone: anabolic effects on muscle. Horm Res
Paediatr, 2011. 76 Suppl 1: p. 81-3.
30. Hybertson, B.M., et al., Oxidative stress in health and disease: the therapeutic potential of
Nrf2 activation. Mol Aspects Med, 2011. 32(4-6): p. 234-46.
31. Simonian, N.A. and J.T. Coyle, Oxidative stress in neurodegenerative diseases. Annu Rev
Pharmacol Toxicol, 1996. 36: p. 83-106.
32. Dalle-Donne, I., et al., Protein carbonyl groups as biomarkers of oxidative stress. Clin Chim
Acta, 2003. 329(1-2): p. 23-38.
33. Lim, P.S., Y.M. Cheng, and Y.H. Wei, Increase in oxidative damage to lipids and proteins in
skeletal muscle of uremic patients. Free Radic Res, 2002. 36(3): p. 295-301.
34. Fields, R. and H.B. Dixon, Micro method for determination of reactive carbonyl groups in
proteins and peptides, using 2,4-dinitrophenylhydrazine. Biochem J, 1971. 121(4): p. 587-9.
35. Buege, J.A. and S.D. Aust, Microsomal lipid peroxidation. Methods Enzymol, 1978. 52: p.
302-10.
36. Alamdari, D.H., et al., High sensitivity enzyme-linked immunosorbent assay (ELISA) method
for measuring protein carbonyl in samples with low amounts of protein. Free Radic Biol Med,
2005. 39(10): p. 1362-7.
37. Yagi, K., Simple assay for the level of total lipid peroxides in serum or plasma. Vol. 108, .
1998: Methods in Molecular Biology.
38. Guyton and Hall, Guyton and Hall Textbook of Medical Physiology. 13 ed. 2011: Elsevier.
39. Roitt, I., J. Brostoff, and D. Male, Immunology, ed. Mosby. 1996.
40. Dinarello, C.A., Biologic basis for interleukin-1 in disease. Blood, 1996. 87(6): p. 2095-147.
41. Ridker, P.M., et al., Plasma concentration of interleukin-6 and the risk of future myocardial
infarction among apparently healthy men. Circulation, 2000. 101(15): p. 1767-72.
42. Alwi, I., et al., The cut-off point of interleukin-6 level in acute coronary syndrome. Acta Med
Indones, 2007. 39(4): p. 174-8.
43. Girndt, M., et al., Anti-inflammatory interleukin-10 genotype protects dialysis patients from
cardiovascular events. Kidney Int, 2002. 62(3): p. 949-55.
44. Germann, W.J. and S. C.L., Principles of human physiology. Second Edition ed. 2005.
45. Ross, R., Atherosclerosis--an inflammatory disease. N Engl J Med, 1999. 340(2): p. 115-26.
46. Wang, T.J., et al., C-reactive protein is associated with subclinical epicardial coronary
calcification in men and women: the Framingham Heart Study. Circulation, 2002. 106(10): p.
1189-91.
47. Fang, S., et al., C-reactive protein as a marker of melanoma progression. J Clin Oncol, 2015.
33(12): p. 1389-96.
48. Thurner, E.M., et al., The elevated C-reactive protein level is associated with poor prognosis
in prostate cancer patients treated with radiotherapy. Eur J Cancer, 2015. 51(5): p. 610-9.

146
Ελληνική Ορολογία Αγγλική Ορολογία Σελίδα

Κοιλιακός Abdominal 56
Εναέρια Φάση Airborne Phase 95
Εναλλακτική Δοκιµασία Back Saver Sit and Reach Test 81,82
Αναδίπλωσης Κορµού από
Εδραία Θέση
Δοκιµασία Φερµουάρ Back Scratch Test 83
Κλίµακα Ισορροπίας Berg Berg Balance Scale 85
Δικέφαλος Biceps 30
Βιοηλεκτρική Αγωγιµότητα Bio-Impedance 23,35
Δείκτης Μάζας Σώµατος Body Mass Index 22,23,25
Δεκαετία των Οστών και των Bone and Joint Decade
Αρθρώσεων
Bone Mineral Density 123, 125,127
Οστική Αλκαλική Φωσφατάση Bone Specific Alkaline 129
Phospatase
Εξασθένιση Ηχητικής Δέσµης Broadband Ultrasound 127
Attenuation
Συχνότητα Διασκελισµού Cadence/Stride Frequency 97
Γαστροκνήµιος Gastrocnemious 100
Καναδική Βαθµιδοµετρία Canadian Step Test 62
Θώρακας Chest 29
Ερωτηµατολόγιο για Ασθενείς Chronic Respiratory 115
µε Χρόνιες Πνευµονοπάθειες Questionnaire
Κλινική Ανάλυση Βάδισης Clinical Gait Analysis 92
Διαµερίσµατα Compartments 22
Αξονική Τοµογραφία Computed Tomography
Σήµατα Counts 106,107
DEXA 23,36,37,123,124,125,126,127,128
Εργαλεία Συγκεκριµένων Disease Specific Instruments 112
Ασθενειών
Δύο Εναέριες Φάσεις Double Float 95
Περίοδοι Διπλής Στήριξης Double Support 95
Ηλεκτροµυογραφία Electromyography 93,100
Καθορισµένος Χρόνος Epochs 106
Ινοµυαλγία Fibromyalgia 101
Αντίδραση Πάλης ή Πτήσης Fight or Flight 139
Φυσική Κατάσταση Fitness 81
Φάση Πτήσης Float Phase 95
Δύναµη Force 67,95
Δυναµική Ζωτική Forced Vital Capacity 34
Χωρητικότητα
Κίνδυνος Κατάγµατος Fracture Risk 124
Δοκιµασία Εφικτής Functional Reach Test 87
Λειτουργικότητας
Κύκλος Διασκελισµού Gait Cycle 94
Γαστροκνήµιος Gastrocnemius 100
Εργαλεία Γενικής Χρήσης Generic Instruments 112
Μέθοδος Αναφοράς Gold Standard 23,123
Βλαισό Μεγάλο Δάκτυλο Hallux Abducto Valgus 102
Χειρολαβή Handgrip 44
Σχετιζόµενος µε Υγεία Health Related 112
Λιποπρωτείνες Υψηλής High Density Lipoprotein 136
Πυκνότητας
Ανόργανη Ύλη Οστίτη Οστού Hydroxyapatite 125
Πρώτη Επαφή Initial Contact 94,95,98,99,100
Διεθνώς Αποδεκτές Μονάδες International System of 68

147
Μέτρησης Measurement
Αντίστροφη Δυναµική Inverse Dynamics 98
Ώθηση Κάτω Άκρων Σε Isometric Leg Press 69
Δυναµοδάπεδο
Κινηµατική Kinematics 97
Κινητική Kinetics 98
Ώθηση Ποδιών Leg Press 69,75,76
Λιποπρωτείνες Χαµηλής Low Density Lipoprotein 136
Πυκνότητας
Μαγνητική Τοµογραφία Magnetic Resonance Imaging 80
Ισοµετρική Χειρωνακτική Manual Muscle Testing 73
Δοκιµασία Μυϊκής Δύναµης
Μεσοµασχαλιαίος Midaxillary 29
Ερωτηµατολόγιο της Μιννεσότα Minnesota Living with heart 115
για Ασθενείς µε Καρδιακή Failure Questionnaire
Ανεπάρκεια
Αµερικάνικη Καρδιολογική New York Heart Association 60
Εταιρεία
Δοκιµασία Ισορροπίας στο Ένα One Leg Balance 86
Πόδι
Δοκιµασία Μιλίου One Mile Endurance Run/Walk 61
Test
Οστεοαρθρίτιδα Osteoarthritis 101
Οστεοκαλσίνη Osteocalcin 129
Παθητικοί Ανακλαστήρες Passive Reflective Markers 93
Σηµείο Σώµατος Pixel 36
Ισχύς Power 43,44,67,68,75,76,77,78,99
Φάση Ώθησης Push-Off 100
Ποσοτική Υπολογιστική Quantitative Computed 125,127
Τοµογραφία Tomography
Ακτινολογική Radiographic absorptiometry 127
Απορροφησιοµετρία
Συνιστάµενες Αρθρικές Ροπές Resultant Joint Moments 98
Ηµιτενοντώδης Μυς Semmitendinosus 100
Δίπλωση του Κορµού από τη Sit and Reach 81,82
Εδραία Θέση
Δοκιµασία Κάθισµα-Όρθια Sit to Stand 44,45
Θέση- Κάθισµα
Χωρο-χρονικές Παράµετροι Spatial Temporal or Distance 97
Time Parameters
Φάση στήριξης 94
Τυπική Απόκλιση Standard Deviations 123
Βηµατισµός Step 94
Μήκος Βηµατισµού Step Length 97
Βάση Στήριξης Step Width or Base of Support 80
Διασκελισµός Stride 94
Μήκος Διασκελισµού Stride Length 97
Υποπλάτιος Subscapular 31
Λαγόνιος Suprailiac 31
Φάση Αιώρησης Swing Phase 94,96,98,100
Δοκιµασία 10 Βηµάτων Ten Step Test 87
Το Ερωτηµατολόγιο Γενικής The General Health 114
Υγείας Questionnaire
Δείκτης Λειτουργικότητας The Karnofski Performance 113
Karnofski Index
Δείκτης Katz των The Katz Index of Activities of 113
Δραστηριοτήτων της Daily Living
Καθηµερινής Ζωής

148
Το Ερωτηµατολόγιο McGill για The McGill Pain Questionnaire 113
τον Πόνο
Η Επισκόπηση Υγείας του The Nottingham Health Profile 113
Nottingham
Η Κλίµακα Ψυχολογικής The Psychological Adjustment 114
Προσαρµογής στην Ασθένεια to Illness Scale
Η Επισκόπηση Υγείας The SF-36 Health Survey 114
Η Επισκόπηση της Επίδρασης The Sickness Impact Profile 114
της Ασθένειας
Δείκτης Spitzer για την The Spitzer Quality of Life 113
Ποιότητα Ζωής Index
Πρόσθιος Κνηµιαίος Tibialis Anterior 100
Δοκιµασία Σήκω και Ξεκίνα Timed Up and Go 85
Απογείωση κάτω άκρου Toe Off 94
Τρικέφαλος Triceps 30
Υπερηχογράφηµα Ultra sonography 80,120
Τετρακέφαλος Μυς Vastus Medialis 100
Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας World Health Organization 123
Τρισδιάστατη Απεικόνιση 3D capture 120
6-λεπτη Δοκιµασία Βαδίσµατος 6 Minute Walk Test 43,47,59,60

149

You might also like