Ernst Benz - H Διδασκαλία Του Ιωακείμ Της Φλόρα Περί Πνεύματος

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 75

Ernst Benz

H διδασκαλία του Ιωακείμ


της Φλόρα περί πνεύματος

Εκδόσεις Αμέθυστος

http://amethystosebooossbbooosspotboom/
Περιεχόμενα
Ιb Εισαγωγήbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb4
ΙΙb Μερικές πτυχές της καινοδιαθηκικής διδασκαλίας περί Αγίου Πνεύματοςbbbbbbbbbbbbb7
Σχόλια στο ιστολόγιο του Αμέθυστουbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb13
ΙΙΙb Η διδασκαλία του Μοντανού περί Παρακλήτουbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb15
IVb Ο Παράκλητος στον Τερτυλλιανόbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb23
Vb Η θεολογία του Πνεύματος κατά τον Ιωακείμ της Φλόραbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb27
1b Η μέχρι σήμερα αξιολόγηση της θεολογίας του Ιωακείμbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb27
2b Οι βάσεις τις διδασκαλίας του Ιωακείμ περί πνεύματοςbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb31
3b Η διδασκαλία του Ιωακείμ περί των τριών εποχώνbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb36
4b Η πρόοδος της γνώσης περί σωτηρίας: το φως των άστρων, το φως της αυγής, το
φως της ημέραςbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb40
5b Αγία Γραφή και Inteooisenta spirituaoisbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb42
6b Η πρόοδος εντός των εκκλησιαστικών βαθμών: αγόρια-άνδρες-γέροιbbbbbbbbbbbbbbbbbb47
7b Η πρόοδος στα πλαίσια της θρησκευτικής σχέσης εξάρτησης: σκλαβιά-υιοθεσία-
ελευθερίαbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb50
8b Η πρόοδος της ηθικής και κοινωνικής εξέλιξηςbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb53
9b Η αντικατάσταση της Εκκλησίας του Πέτρου από την Εκκλησία του Ιωάννηbbbbbbbbb60
10b Η δημιουργική διαλεκτική τής ιστορίας τής σωτηρίαςbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbbb65

2
Creator Spiritus
Die Geisteslehre des Joachim von Fiore
Η διδασκαλία του Ιωακείμ της Φλόρα
περί πνεύματος

Του Ernst Benz, στο ERANOS-


JAHRBUCH XXV

3
Ι. Εισαγωγή

Ο περίφημος ύμνος «Veni creator spiritus» που αποδίδεται στον


Rhabanus Maurus (775-856), είναι μια περιληπτική έκφραση της
χριστιανικής αντίληψης περί της ουσίας και της ενέργειας του Αγίου
Πνεύματος. Η πρώτη στροφή λέει:

«Veni, Creator Spiritus,

Mentes tuorum visita,

Imple superna gratia,

Quae tu creasti pectora.»

«Έλα κάτω στη γη, Πνεύμα που εποίησες τα πάντα,

Κατοίκησε στο στήθος των δικών σου,

Γέμισε με υπερκόσμια ευμένεια (Χάρι)

Τις ψυχές που εσύ δημιούργησες.»

[Είναι ο παλαιότερος ύμνος για το Άγιο Πνεύμα που γράφτηκε στη Δύση.
Προέρχεται πιθανόν από τον Rhabanus Maurus, και βασίζεται μάλλον σε
στοιχεία του ύμνου που έγραψε ο Αμβρόσιος για τα Χριστούγεννα. Από
τον 9ο αιώνα είναι διαδεδομένος στην Δύση. Είναι μέρος της χειροτονίας
επισκόπου, ιερέα και καθαγιασμού του ναού.]

4
Η σκέψη που εκπλήσσει, και η οποία εκφράζεται στην προσευχή αυτή
προς το Άγιο Πνεύμα είναι η εξής: το Πνεύμα το οποίο παρακαλεί η
προσευχή και το οποίο γεμίζει το στήθος με το έλεος του, είναι και ο
δημιουργός που δημιούργησε τα δοχεία της χάριτος του. Η
δημιουργική δύναμη τού Πνεύματος γίνεται κατανοητή με μια γενική
έννοια. Το Άγιο Πνεύμα είναι και τα δυο: η δημιουργική δύναμη, που
κάλεσε τον άνθρωπο στην ύπαρξη, αλλά και η δύναμη της
αναγέννησης, της νέας δημιουργίας, της ανανέωσης του πεπτωκότος
ανθρώπου. Η ενέργεια του Πνεύματος ως δημιουργού περιλαμβάνει
την δημιουργία του ανθρώπου και την τελείωση, δια της υψώσεως
του στην κατάσταση χάριτος. Η ενέργεια του δεν περιλαμβάνει μόνο
την αρχή και το τέλος της ιστορίας, αλλά κυριαρχεί και στην πορεία
της ιστορίας της σωτηρίας, σε όλες τις εποχές. Αυτό εκφράζει ο
ύμνος στην στροφή, όταν χαρακτηρίζει το Άγιο Πνεύμα ως το
δάκτυλο της δεξιάς χειρός του Θεού: «Dextrae Dei tu digitus». Είναι
το δάκτυλο με το οποίο ο αγγειοπλάστης δημιουργεί τέλεια δοχεία
από άμορφο πηλό, πάνω στον τροχό του. Είναι το δάκτυλο με το
οποίο ο Θεός διαμορφώνει την χαοτική ιστορία των ανθρώπων σε
ιστορία της σωτηρίας. Είναι το δάκτυλο με το οποίο ο Θεός εκδιώκει
τον σατανά, όπως λέει η πέμπτη στροφή:

«Hostem repellas longius.»

«Έτρεψες τον εχθρό σε φυγή.»

Η δημιουργική αρχή του Αγίου Πνεύματος έχει μια ιδιαίτερη σχέση


με την ιστορία, σύμφωνα με την χριστιανική αντίληψη. Φαίνεται
μάλιστα, πως αυτή η δημιουργική αρχή είναι η θεϊκή δύναμη, η
οποία προσδίδει στην ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτήρα
ιστορίας της σωτηρίας, και συνδέει τα συμπλεγμένα νήματα του
ανθρώπινου γίγνεσθαι με την ιστορία της βασιλείας του Θεού. Την
σχέση αυτή προς την ιστορία αναφέρει και το σύμβολο της πίστεως της
παλιάς Εκκλησίας. Όταν το σύμβολο της πρώτης συνόδου της
Κωνσταντινουπόλεως (381) λέει: «Πιστεύω στο Άγιο Πνεύμα... που
μίλησε δια των προφητών», εκφράζει με τον τρόπο αυτό, πως το Άγιο
Πνεύμα δεν ενεργεί μόνο τα δώρα της χάριτος, που αναφέρονται στο
τρίτο άρθρο (άφεση αμαρτιών, ανάσταση εκ νεκρών και αιώνιος
ζωή), αλλά είναι το Πνεύμα που ενέργησε το έργο του Θεού δια μέσου

5
της παλαιοδιαθηκικής προϊστορίας της χριστιανικής Εκκλησίας.
Είναι το Πνεύμα που ήδη από την σωτηριώδη εποχή της Παλαιάς
Διαθήκης υπέδειξε στην ανθρωπότητα, δια των υποσχέσεων Του, την
επερχόμενη εκπλήρωση. Το ίδιο Πνεύμα προετοίμασε την οδό για την
εκπλήρωση αυτή.

ΣΧΟΛΙΟ: Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΤΗΚΕ ΣΤΑ ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ


ΠΑΤΡΟΣ ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΤΟΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΡΩΤΟ ΠΛΕΟΝ. ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΑΓΑΘΟΣ ΚΑΙ
ΔΙΚΑΙΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΝΤΕΧΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

6
ΙΙ. Μερικές πτυχές της καινοδιαθηκικής διδασκαλίας περί Αγίου
Πνεύματος

Τα όσα αναπτύσσονται εδώ αντιστοιχούν στις θεολογικές αντιλήψεις της


παλαιάς Εκκλησίας περί της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο
Πνεύμα εμφανίζεται ήδη στην ιστορία της δημιουργίας, όπως την
παρουσιάζει ο Μωυσής, ως Δημιουργός ή τουλάχιστον ως συμμέτοχος
στο έργο της δημιουργίας. Γένεσις, 1-3: «1 ΕΝ ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ
σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ
ὕδατος. 3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς». Βάσει
αυτής της περιγραφής το Πνεύμα είναι σαν ένα πουλί που κλωσάει το
ακόμα αδιαμόρφωτο χάος, από το οποίο θα προέλθουν οι μορφές που θα
φέρει η δημιουργία.

Ο Friedrich Büschel γράφει στο «Der Geist Gottes im neuen Testament»,


Gütersloh 1926: «Το Πνεύμα του Θεού μπορεί να θεωρηθεί ως έδρα και
φορέας της ζωής. Όχι όμως της ζωής στα μεμονωμένα όντα, αλλά της
ζωής του κόσμου ως όλου. Όχι της συγκεκριμένης ζωής μέσα στον
κόσμο, αλλά της ζωής που ακόμα υπερίπταται στον αδιαμόρφωτο κόσμο,
που είναι πλησίον του κόσμου, αλλά δεν είναι ακόμα συνδεδεμένη με
αυτόν. Πάντως, στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε πως η ζωή μέσα στον
κόσμο προέρχεται από το πνεύμα του Θεού».

Στην ιουδαϊκή προφητική παράδοση συνδέθηκε η ιδέα του Αγίου


Πνεύματος με αυτά που αναμένονται στα έσχατα: τα έσχατα θα είναι μια
εποχή που θα ξεχυθεί το Άγιο Πνεύμα (Büschel, στο ίδιο, σελ. 30). Ο
ερχομός του Πνεύματος όμως είναι συνδεδεμένος με τον ερχομό αυτού
που φέρνει την Βασιλεία, του Μεσσία Υιού του ανθρώπου. [σημ. Τό
Πνεύμα τού Θεού δέν είναι τό Αγιο Πνεύμα.]

Η πρώτη χριστιανική κοινότητα θεώρησε την εμφάνιση των φαινομένων


τών χαρισμάτων ως την εκπλήρωση των υποσχέσεων της Παλαιάς
Διαθήκης περί έκχυσης του Αγίου Πνεύματος στα έσχατα χρόνια. Η
μαρτυρία περί Πεντηκοστής στις Πράξεις Αποστόλων, κεφάλαιο 2,
περιγράφει πως η συναγμένη κοινότητα γίνεται «πλήρης Αγίου
Πνεύματος» και πως «όλοι» αρχίζουν «λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς
τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι». Τα εκστατικά φαινόμενα
προκαλούν την προσοχή και την ειρωνεία του πλήθους που είχε μαζευτεί

7
γύρω από το σπίτι. Ο Πέτρος όμως ερμηνεύει το γεγονός αυτό και λέει,
Πράξεις 2, 16: «16 ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου
᾿Ιωήλ· 17 καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ
τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν
καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται καὶ οἱ
πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται· 18 καί γε ἐπὶ τοὺς
δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ
τοῦ πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι. 19 καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ
οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα
καπνοῦ· 20 ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα
πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. 21 καὶ ἔσται
πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται».

Η εμπειρία της έκχυσης του Αγίου Πνεύματος και της αυθόρμητης


εμφάνισης μιας σειράς χαρισματικών δυνάμεων μέσα στις
πρωτοχριστιανικές κοινότητες, έλαβαν από την αρχή διαφορετικές
ερμηνείες. Μέχρι τώρα δυστυχώς, ελάχιστα ερευνήθηκε η διδασκαλία
περί Αγίου Πνεύματος στην χριστιανική ιστορία των δογμάτων. Αυτό
συνδέεται με το γεγονός πως η διδασκαλία αυτή, καθ’ όλη την πορεία της
ιστορίας των δογμάτων, έμεινε κατά περίεργο τρόπο υπανάπτυκτη.
Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως συρρικνώθηκε. Ενώ η διδασκαλία περί
Θεού και η Χριστολογία είχαν μια τεράστια θεωρητική ανάπτυξη στην
ιστορία του σχηματισμού των δογμάτων, η διδασκαλία περί Αγίου
Πνεύματος έμεινε εμφανώς πίσω, και στην πραγματικότητα δεν έγινε
ποτέ ζωντανό μέρος της γενικής χριστιανικής συνείδησης πίστεως. Ο
λόγος για το περίεργο αυτό φαινόμενο θα γίνει ξεκάθαρος μόλις δούμε τι
επαναστατική δύναμη, που μπορεί να απειλήσει οποιαδήποτε επίσημη
εκκλησιαστικότητα, μπορεί να βρίσκεται στην διδασκαλία περί Αγίου
Πνεύματος. (Για το θέμα μίλησε ο Rudolf Sohm Kirchenrecht I, 1892).

Είναι αδύνατο ακόμα και να θίξουμε επιγραμματικά τις διάφορες


αντιλήψεις περί Πνεύματος που εμφανίζονται στην Καινή Διαθήκη, στην
παρούσα εργασία. Εδώ θα αναφερθούμε μόνο σε ένα πράγμα: μέσα σε
όλη την Καινή Διαθήκη, το Άγιο Πνεύμα κατανοείται ως μια ιστορική
δύναμη, που εμφανίζεται με διπλή μορφή. Κατά πρώτον είναι η
δημιουργική δύναμη του πνεύματος, που ενεργεί την νέα ζωή της
βασιλείας του Θεού, μαζί με όλα τα θαύματα και τα δώρα της χάριτος.
Κατά δεύτερον είναι η δύναμη του πνεύματος που διαμηνύει στον πιστό

8
την νέα γνώση της σωτηρίας. Στην γνώση αυτή της σωτηρίας ανήκει
ουσιαστικά και η γνώση της ιστορίας, η ματιά στήν μέχρι τώρα κρυμμένη
και τώρα δια του Πνεύματος αποκαλυφθείσα σωτηριώδη ενέργεια του
Θεού στην ιστορία. Είναι η ματιά στην «θεία οικονομία», η οποία από
την αρχή του κόσμου και δια μέσου των προηγούμενων εποχών της
ιστορίας της ανθρωπότητας προετοίμασε την βασιλεία του Θεού, και
τώρα θα επιφέρει την εκπλήρωση των έσχατων χρόνων. [Μόνο έτσι
γίνεται κατανοητή η τεράστια επικαιρότητα του θέματος της
οικονομίας στην πατερική θεολογία. Το θέμα αυτό περιλαμβάνει
τόσο τα προβλήματα της θεολογίας της ιστορίας όσο και της
εσχατολογίας.]

Μια ιδιαίτερη θέση εντός αυτής της κοινής για τον Χριστιανισμό
θεώρησης που είχε η αρχαία Εκκλησία λαμβάνει ο Ευαγγελιστής
Ιωάννης. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν αναφέρεται σε μια έκχυση του
Πνεύματος, με την μορφή που έλαβε κατά την Πεντηκοστή, όπως την
αναφέρουν οι Πράξεις, αλλά παρουσιάζει μια ιδιαίτερη θεώρηση περί της
ενέργειας του Πνεύματος στους έσχατους καιρούς. Ο Ιησούς τονίζει,
σύμφωνα με το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, πως όσο ζούσε, το Πνεύμα δεν
είχε ακόμα έρθει (Ιω. 7, 39: τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ
ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα
῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη).

Εδώ έχουμε μια θεώρηση της ιστορίας της σωτηρίας, βάσει της οποίας
αποδίδονται στον Υιό και το Πνεύμα δυο χρονικά καθαρά διαχωρισμένες
εποχές, κατά τις οποίες δρουν σωτηριακά στη γη. Τονίζεται πως, στην
εποχή κατά την οποία ο Υιός, ο σαρκωθείς Λόγος, δρα πάνω στη γη, το
Πνεύμα δεν είναι ακόμα εκεί. Ο Ιησούς ο ίδιος υπόσχεται τον ερχομό του
Πνεύματος, μετά την επιστροφή του στον Πατέρα. Τότε το Πνεύμα θα
λάβει την θέση του Ιησού πάνω στην γη, σαν συνήγορος (Παράκλητος),
ο οποίος θα αναλάβει την κοινότητα η οποία παραμένει στη γη (Ιω. 14,
26: ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ
ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ
εἶπον ὑμῖν).

Τότε περιγράφεται σαφώς και η πράξη, κατά την οποία ο Κύριος μετά
την ανάσταση Του, εκπληρώνει την υπόσχεση Του περί του ερχομού του
Πνεύματος, και αμέσως πριν την ανάληψη Του μεταδίδει στους μαθητές

9
Του το Άγιο Πνεύμα με ένα εμφύσημα (Ιω. 20, 22: καὶ τοῦτο εἰπὼν
ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον·). [σχόλιο: Ουδεμία
σχέση υφίσταται μεταξύ τής ερμηνείας καί τού λόγου τού
Ευαγγελίου. Ούτε βεβαίως ενεφύσησε ο Κύριος στούς μαθητές τό
Άγιο Πνεύμα όπως τό διευκρινίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.]

Ο Ιωάννης θεωρεί πως με την Ανάληψη έχει ολοκληρωθεί η εποχή της


δράσης του Υιού πάνω στη γη.[;;;] Τώρα αρχίζει μια νέα εποχή, η εποχή
της σωτηριώδους δράσης του Αγίου Πνεύματος μέσα στην κοινότητα
αυτών που έμειναν στην γη. Μέσα στην θεώρηση αυτή του Ιωάννη
βρίσκονται οι ρίζες μιας θεολογίας της ιστορίας, η οποία εκφράστηκε
κατόπιν πολλές φορές με τρόπο επαναστατικό. Από τις Πράξεις των
Αποστόλων, αλλά και από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, μπορεί
να διαπιστωθεί πως αυθόρμητη έκρηξη των διαφόρων δωρεών του
Πνεύματος κυριάρχησε στη ζωή των χριστιανικών κοινοτήτων (κυρίως
των ελληνιστικών, πρώην ειδωλολατρικών). Όταν προς το τέλος του 1ου
αιώνα κοίταξαν προς την εποχή της αρχής του Χριστιανισμού,
περιέγραψαν όσα συνέβησαν ως εξής, Εβρ. 2,3: «ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα
λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη, 4
συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις
δυνάμεσι καὶ Πνεύματος ῾Αγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν».
Ακόμα και για τον Ειρηναίο, επίσκοπο της Λυών από το 178 μ. Χ., ήταν
δυνατόν να χρησιμοποιήσει την γενική εξάπλωση των χαρισμάτων αυτών
(και το χάρισμα της ίασης και ανάστασης των νεκρών), ως το
σημαντικότερο επιχείρημα για την αλήθεια του χριστιανικού μηνύματος,
όταν αντιμετώπιζε τους ειδωλολάτρες και ιουδαίους αντιπάλους του.

Από την άλλη οι χριστιανικές κοινότητες εξελίσσονταν σε μια


παλαιοκαθολική Εκκλησία, στην αρχή με απαλή και αργότερα με όλο και
πιο ενεργητική απώθηση των ελεύθερων ξεσπασμάτων του χαρίσματος
και της ελεύθερης δραστηριότητας των χαρισματούχων εντός των
κοινοτήτων. Το χάρισμα είχε συνδεθεί ισχυρότερα στα εκκλησιαστικά
αξιώματα. Είναι αδύνατο να παρακολουθήσουμε στην προκειμένη
εργασία την διαδικασία αυτή βήμα προς βήμα. Η διαδικασία αυτή ξεκινά
βασικά με τον Παύλο, όταν παραμερίζει μορφές χαρισματικού
ξεσπάσματος, οι οποίες δεν είναι άμεσα κατανοητές -όπως η
γλωσσολαλιά- και προβάλλει εκείνες τις εκφάνσεις του πνεύματος που
μπορούν να εκφραστούν με λογική, κατανοητή γλώσσα. Ο Παύλος

10
προσπαθεί επίσης, αν και όπως φαίνεται ματαίως, να βάλει τάξη στις
αυθόρμητες και συχνά χαοτικές εκρήξεις του Πνεύματος στις κοινότητες,
βάζοντας σταθερούς κανόνες. Από πολύ νωρίς πρέπει να είχαν
δημιουργηθεί εντάσεις μεταξύ των φορέων μιας δημόσιας ιεραρχίας,
δηλαδή εκλελεγμένων ή βάσει νόμου τοποθετημένων υπαλλήλων
(επισκόπων και πρεσβυτέρων), και των ελεύθερων χαρισματούχων. Η
καχυποψία των επισκόπων στράφηκε ιδιαιτέρως προς τους προφήτες, οι
οποίοι παρουσιάζονταν στις κοινότητες ως από το Άγιο Πνεύμα
εμπνευσμένων φορέων της θείας αποκάλυψης. Η καχυποψία κατά των
προφητών αιτιολογείται ως εξής: το Άγιο Πνεύμα εξέφραζε δια των
προφητών διαρκώς νέες αποκαλύψεις, τις οποίες η κοινότητα δεν
μπορούσε να ελέγξει, οι οποίες όμως έχουν την απαίτηση της απόλυτης
ισχύος, καθώς έχουν την αυθεντία του Αγίου Πνεύματος. Η ελευθερία
αυτή του προφητικού αξιώματος έχει προφανώς υποστεί πολλές φορές
κατάχρηση από κακά στοιχεία. Αυτή η κατάχρηση διευκολύνθηκε από το
γεγονός πως οι προφήτες ήταν συχνά πλανόδιοι προφήτες, και σε
αντίθεση με τους επιτόπιους φορείς εκκλησιαστικών αξιωμάτων, δεν
ήταν προσωπικά γνωστοί στις κοινότητες, κατά την άφιξη τους.

Η επικαιρότητα αυτού του προβλήματος γίνεται φανερή από το γεγονός,


πως η παλαιότερη εκκλησιαστική διάταξη, οι διδαχές των δώδεκα
Αποστόλων, η λεγόμενη Διδαχή, ασχολείται επισταμένως με το
πρόβλημα της διάκρισης αληθινών από τους ψεύτικους προφήτες. Η
δυσκολία εύρεσης μιας λύσης προκύπτει από το γεγονός πως και η
Διδαχή αναφέρει μόνο ηθικά κριτήρια: ο κακός προφήτης είναι εκείνος
που με ανήθικη και ιδιοτελή συμπεριφορά, και με την αποφυγή της
εργασίας, καθιστά τις προφητείες του ψέμα. Κριτήρια που βασίζονται
στο περιεχόμενο δεν είναι δυνατόν να δοθούν την εποχή εκείνη: η
Εκκλησία δεν διαθέτει ακόμα κάποιο μέτρο, βάσει του οποίου να μπορεί
να κριθεί το περιεχόμενο της αποκάλυψης, καθώς η Εκκλησία ζει ακόμα
σε μια κατάσταση, στην οποία η αποκάλυψη συνεχίζεται. Το γεγονός,
πως στους εκκλησιαστικούς κανόνες έπρεπε να ενταχθούν και κανόνες
για την διάκριση της αληθινής από την ψεύτικη προφητεία, δείχνει πως
το πρόβλημα αυτό ήταν επίκαιρο για όλες (τουλάχιστον για τις
περισσότερες) χριστιανικές κοινότητες στις αρχές του 2 ου αιώνα. Στους
εκκλησιαστικούς κανόνες περιλαμβάνονται προτάσεις οι οποίες
καθορίζουν φλέγοντα θέματα των κοινοτήτων.

11
Στον αγώνα αυτό μεταξύ των ελεύθερων χαρισματικών, των προφητών
και των φορέων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, νίκησαν οι επίσκοποι.
[Στον Ποιμένα του Ερμά βρίσκονται κανόνες για την διάκριση του
αληθινού από τον ψεύτικο προφήτη. Αυτό επισημαίνει πόσο επίκαιρο
ήταν το θέμα στις κοινότητες. Στο Mandatum XI, 7ff: «Εξέτασε τον
άνδρα που έχει το θεϊκό πνεύμα βάσει της ζωής του!»]

Με τον καθορισμό του εκκλησιαστικού κανόνος της Καινής Διαθήκης,


έκλεισε η πόρτα για την ελεύθερη χριστιανική προφητεία που ήταν μια
διαρκής συνέχεια της αποκάλυψης. Από την πληθώρα των διαφόρων
γραπτών, με την μορφή Ευαγγελίων, ιστοριών των Αποστόλων,
αποστολικών επιστολών, αποκαλύψεων και προφητειών, οι επίσκοποι
διάλεξαν με το κριτήριο της αποστολικότητας, και ο κανόνας αυτός, ως
ιερό βιβλίο, γίνεται δεσμευτικός για την χριστιανική Εκκλησία, και
διακηρύσσεται ως ο κανόνας της Καινής Διαθήκης. Η αποκάλυψη
θεωρείται ως ολοκληρωμένη. Από αυτή την στιγμή το πνεύμα είναι
δεμένο στο αξίωμα. Η ελεύθερη προφητεία, όπου αυτή εμφανίζεται,
πρέπει να τίθεται στον έλεγχο του εκκλησιαστικού κανόνος.

Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν ενιαία. Σε πολλούς τόπους, κυρίως στην


ύπαιθρο της Φρυγίας, διατηρήθηκε μέχρι και τον 2ο αιώνα η αρχαϊκή
μορφή, σύμφωνα με την οποία των κοινοτήτων ηγούντο οι χαρισματικοί,
οι προφήτες, και όχι οι επίσκοποι (δηλαδή εκλελεγμένοι φορείς της
υπηρεσίας). Σε αυτές ακριβώς τις περιοχές, στην αρχή του 2ου αιώνα,
αναδύθηκε μια ισχυρή επανάσταση, υπό την ηγεσία του Μοντανού, κατά
του αυξανόμενου αποκλεισμού και περιορισμού εντός της Εκκλησίας του
ελεύθερου χαρίσματος.

12
Σχόλια στο ιστολόγιο του Αμέθυστου

Ο χαλαρωσε είπε...

δεν πρέπει να μας διαφεύγει, αμέθυστε, ότι ο Μοντανισμός θεωρεί ότι η


αλήθεια αποκαλύπτεται σταδιακά. Κατά την Πεντηκοστή οι Μαθητές δεν
μετείχαν άπαξ της αλήθειας. Αυτή η προοδευτική κατάκτηση της
αλήθειας είναι και ο βασικός λόγος για μια οικονομία του πνεύματος.
Και αυτή είναι και η βασική πιστή των δυτικών. Ας όψεται ο
Αυγουστίνος.

Ο amethystos είπε...

Ήταν φοβερή πλάνη καί παντρεμένη μέ τόν Γνωστικισμό μάς παιδεύει


μέχρι σήμερα. Σήμερα κυριαρχεί μέ τήν εσχατολογία. Η αποκάλυψη τού
Ιωάννου είναι Αποκάλυψις Ιησού Χριστού καί όχι αποκάλυψη τού
αντιχρίστου. Καί ενώ τό Άγιο Πνεύμα μορφώνει μέσα μας Χριστό εις
ηλικίαν Χριστού, σήμερα νομίζουμε ότι μορφώνει έξω μας τήν ιστορία η
οποία βαδίζει πρός τά έσχατα, δηλ. ότι τό Αγιο Πνεύμα μορφώνει έξω
μας τόν αντίχριστο. Σήμερα είμαστε παραδομένοι στό πνεύμα τής
αυτονομήσεως περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Αυτονομείται τό Αγιο
Πνεύμα από Τόν Κύριο, ο Ιησούς από τόν Χριστό, ο κόσμος από τήν
εκκλησία ή τό αντίστροφο, ο άνδρας από τήν γυναίκα, η κυβέρνηση από
τόν λαό της, η διοίκηση τής εκκλησίας από τούς πιστούς, τά παιδιά από
τούς γονείς. Δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τήν αυτονόμηση τής διανοίας
από τήν καρδιά, τού ενστίκτου από τόν άνθρωπο. Καί τήν αυτονόμηση
τήν βαπτίσαμε απελευθέρωση γιά νά τήν κρύψουμε. Φτάσαμε στήν
μιζέρια νά αυτονομούμε τό εορτολόγιο από τήν διοίκηση τής εκκλησίας,
χωρίς νά τρέμουμε τήν επέλαση τού Μοντανισμού, τήν αυτονόμηση τών
κανόνων από τίς Εντολές τού Ευαγγελίου καί κατορθώνουμε νά τά
βλέπουμε φυσικά καί αληθινά. Ξεχνώντας τό διαίρει καί βασίλευε.
Σήμερα ο Ζηζιούλας πολεμά τήν παράδοση τού Αγίου Όρους
πεπεισμένος ότι είναι ατομιστές πού πιστεύουν σέ ατομική σωτηρία
στηριζόμενος στήν παρερμηνεία τής Κοινωνίας τού Αγίου Πνεύματος
καί θεωρώντας ότι η κοινωνία αυτή αφορά κοινωνία ανθρώπων ή
κοινωνία πιστών. Καί πάλι αφήνουμε τόν Κύριο απέξω. Διότι η πίστη
μας λέει ότι ο Κύριος μέ τήν ενανθρώπισή Του ένωσε τή ανθρώπινη μέ
τήν θεία φύση στήν Υπόστασή Του. Μπορεί νά υπάρξει ατομική φύση;
Καί προσπαθώντας νά γλιτώσει τήν εκκλησία από τόν ατομικισμό

13
απορρίπτει τόν Ησυχασμό καί τόν Άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Κρύβοντας
ακόμη καί από τόν εαυτό του ότι η αποθέωση τής ατομικότητος είναι τό
πρωτείο καί τό αλάθητο. Τό Άγιον Όρος είναι τό τελευταίο οχυρό τής
αλήθειας ότι η αποκάλυψις είναι Ιησού Χριστού καί τό Άγιο Πνεύμα
βεβαιώνει τού Λόγου τό ασφαλές. Σήμερα ακόμη καί ο Μεταλληνός
ισχυρίζεται ότι η ορθόδοξη εκκλησία νόμιμα βρίσκεται σέ διάλογο μέ τίς
άλλες πεποιθήσεις διότι ο Θεός τής εκκλησίας είναι ο Λόγος αφήνοντας
νά τού διαφύγει ότι ο διά-λογος ανήκει στήν κακοδοξία τού Φιλιόκβε καί
δέν μπορεί εκ προοιμίου νά οδηγήσει στήν αλήθεια, στόν Κύριο.

Ο χαλαρωσε είπε...

αμέθυστε νομίζω ότι εδώ είναι η καρδιά όλων των σύγχρονων αιρέσεων,
ιδιαιτέρως δε της οικονομίας του Αγίου Πνεύματος, που γεννά όλες τις
μεσσιανικές παραισθήσεις, πολιτικές και θρησκευτικές. Πρέπει δε να
λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας, όπως γραφείς στο παραπάνω σχόλιο, την
όσμωσή του με τον Γνωστικισμό. Επίσης τον γνωστικισμό μέσα από τα
εβραϊκά κείμενα και την συνάφεια που αναδεικνύει τον εβραϊκό
γνωστικισμό ή αλλιώς το αυγό του φιδιού. Σ’ αυτό νομίζω ότι ο Σόλεμ
είναι καταλυτικός. Είναι κρίμα δε που τέτοιο οπλοστάσιο ένα κάρο
νούμερα το βλέπουν ως κουλτούρα και θολολογία. Είναι μεγάλη η ζημιά
δυστυχώς.

Ο amethystos είπε...

Φίλε ακόμη καί ο Τρικαμηνάς βρήκε τήν θέση του. Ο Τερτυλλιανός


ασπάστηκε τόν Μοντανισμό, ο Αυγουστίνος τον Μανιχαϊσμό, ο
Ακινάτης τόν Αριστοτέλη τών Αράβων καί οικοδομήθηκε η Δύση. Η
Αναγέννηση επανέφερε τά Αιγυπτιακά Μυστήρια, τήν Καμπάλα καί τήν
ξεχασμένη μαγεία, οι γερμανοί μέ τόν Κάντ εισήγαγαν τήν πίστη στούς
εξωγήινους καί μέσα στήν καρδιά τού πρακτικού δυτικού πολιτισμού ζεί
εδώ καί αιώνες η πιό σκοτεινή Ανατολή. Η αποικιοκρατία μαύρισε τήν
λεοντόκαρδη καρδιά τής Δύσεως. Καί οι Έλληνες πού υπήρξαν τό
φρούριο τής παιδείας όπου συντρίβονταν τά βάρβαρα στίφη τής
ανατολής έγιναν φιλέλληνες. Καταστρεφόμαστε από τόν φθόνο καί τήν
αργολογία, τήν αβάσταχτη ελαφρότητα τού νεοέλληνα.

14
ΙΙΙ. Η διδασκαλία του Μοντανού περί Παρακλήτου

Ο Μοντανισμός είναι μια συνέχεια της διδασκαλίας του Ευαγγελιστή


Ιωάννη περί Παρακλήτου. [;;;] Στον Μοντανισμό εμφανίζεται εκ νέου
η πρωτοχριστιανική προσμονή των εσχάτων, η οποία βασίζεται άμεσα
στην στο κατά Ιωάννη υπόσχεση [;;;] για τον ερχομό του Παρακλήτου.
Ένα χαρακτηριστικό της θρησκευτικής συνείδησης του Μοντανισμού και
των κοινοτήτων του, είναι η πεποίθηση πως ζουν στην εποχή του
Παρακλήτου, που αντιπροσωπεύει την τελευταία εποχή της ιστορίας της
σωτηρίας, και η οποία προηγείται της δευτέρας παρουσίας του Χριστού
και των γεγονότων των έσχατων καιρών (γενική ανάσταση, τελική
κρίση). Ο Μοντανός και οι κοινότητές του θεωρούν πως ανήκουν
στην σωτηριολογική εποχή, η οποία βρίσκεται κάτω από την
κυριαρχία του Παρακλήτου. Την επανεμφάνιση των χαρισμάτων
ανάμεσα τους, την ερμηνεύουν ως ενέργεια (δράση) του Παρακλήτου.
Τα κυρίαρχα χαρίσματα που εμφανίζονται είναι το χάρισμα της
προφητείας, και το χάρισμα της ηρωικής υπέρβασης του κόσμου
μέσω σκληρής άσκησης και χαρούμενης αποδοχής του μαρτυρίου. Ο
προφήτης και οι προφήτισσες του, ο Μοντανός, η Πρίσκιλλα και η
Μαξιμίλλα, εμφανίζονται στους οπαδούς αυτών τών κοινοτήτων ως
φερέφωνα του Παρακλήτου. Την ερμηνεία αυτή, πως ο ίδιος είναι
δηλαδή ένα εργαλείο του Παρακλήτου, υπονοεί ένας προφητικός λόγος
του Μοντανού, στον οποίο μιλά ο Παράκλητος: «Κοίτα, ο άνθρωπος
είναι σαν την λύρα, και εγώ πετάω προς αυτόν σαν πλήκτρο. Ο
άνθρωπος κοιμάται και εγώ αγρυπνώ. Κοίτα, κύριος είναι όποιος
βγάζει τις καρδιές των ανθρώπων και τους δίνει νέες καρδιές». (Τα
περί λύρας στο Πανάριον του Επιφανίου. Τα περί της μορφής του
Παρακλήτου στο H. Windisch, Die fünf johanneischen Parakletsprüche).
[Δέν τήν βγάζει ο άνθρωπος τήν δίνει - Δός μοι σήν καρδίαν.]

Και τα επόμενα λόγια, τα οποία μεταφέρει ο Μοντανός ως λόγια του


Παρακλήτου, καταδεικνύουν τήν μεσσιανική του αυτοσυνειδησία: «Εγώ,
ο κύριος, ο παντοδύναμος Θεός, κατοικώ στον άνθρωπο».
[Ο Εωσφόρος !]

Αυτή η φράση ταιριάζει με αυτή που ο Μοντανός ανέφερε στον Δίδυμο


Αλεξανδρείας: «Εγώ είμαι ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα».

15
Ο Μοντανός και η κοινότητα του ζούσαν λοιπόν με την πεποίθηση, πως
η υπόσχεση περί του ερχομού του Αγίου Πνεύματος που εκφράζεται στο
κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, εκπληρώθηκε σε αυτούς, και πως η κοσμική
εποχή του Παρακλήτου έχει ήδη έρθει. Η δική τους αντίληψη περί
ιστορίας της σωτηρίας καθορίζεται από την αρχή της εξέλιξης και την
αρχή της προόδου. Η τελευταία αυτή εποχή σωτηρίας φέρνει
περισσότερα χαρίσματα από τις προηγούμενες εποχές σωτηρίας.
Ταυτόχρονα όμως απαιτεί μεγαλύτερη ηθικότητα, σκληρότερη άσκηση
και μια πιο ολοκληρωμένη αγιότητα. Ο Μοντανός υπονοεί στο σημείο
αυτό μια τοποθέτηση περί του εαυτού του, η οποία ήταν στην αρχή
διαδεδομένη στις χριστιανικές κοινότητες, αργότερα όμως, κάτω από
την πίεση μιας συγκεκριμένης εκκλησιαστικής θεολογίας,
εγκαταλείφθηκε: την αντίληψη μιας προοδευτικής εξέλιξης του
θεϊκού πληρώματος της χάριτος εντός της ιστορίας της σωτηρίας.

Η σκέψη αυτή είχε απωθηθεί σχεδόν εξ εξολοκλήρου από την


εκκλησιαστική θεολογία, αρχής γενομένης τον 3 ο αιώνα. Το σχήμα που
είχε επιβληθεί ήταν το εξής: ο Χριστός κατασκευάζει και πάλι την εικόνα
του ανθρώπου η οποία είχε λόγω της αμαρτίας χαλάσει. Ο Θεός είχε
πλάσει τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα Του». Ο άνθρωπος αυτός έπεσε από
τον Θεό και για τον λόγο αυτό έχει χάσει την θεϊκή εικόνα που του είχε
δώσει ο Θεός. Ο Θεός όμως μέσα στον Χριστό, τον «δεύτερο Αδάμ»,
ανανέωσε την εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Στην εκκλησιαστική
θεολογία, η σωτηρία εμφανίζεται υπό την προοπτική της αναπαλαίωσης
του αρχικού [Αποκατάσταση]. Το τέλος γυρίζει πίσω στην αρχή. Η
θεώρηση αυτή είχε γενικά επιβληθεί, και θεωρείται ως αυτονόητη
χριστιανική διδασκαλία. Ακόμα και σήμερα την αποδέχονται οι
χριστιανικές ομολογίες. [Κατεδικάσθη πολύ νωρίς].

Εξαιτίας αυτής ακριβώς της κατάστασης, αξίζει να σκεφτεί κανείς την


χαρακτηριστική προϋπόθεση αυτής της αντίληψης. Στο σχήμα αυτό, ο
Θεός εμφανίζεται να έχει ένα σχεδόν αξιολύπητο ρόλο. Το πλάσμα Του
στρέφεται εναντίον Του αμέσως μετά την δημιουργία του, και όλη η
τεράστια προσπάθεια της ιστορίας της σωτηρίας δεν έχει άλλο σκοπό,
από το να επανορθώσει την ζημιά, την οποία προκάλεσε στην αρχή ο
άνθρωπος. Με ποιο κόστος όμως! Ο Θεός δεν πρέπει απλώς να θυσιάσει
τον Υιό του για τον σκοπό αυτό, αλλά ακόμα και με αυτό το κόστος, δεν
τα καταφέρνει να επανορθώσει ολόκληρη την βασιλεία. Εκτός

16
παραμένει η κόλαση, το τεράστιο βασίλειο του ανώτατου επαναστάτη, ο
οποίος διατηρεί αιώνια το μίσος του κατά του Θεού, και έχει μαζέψει στο
βασίλειο του τους ανθρώπους εκείνους που είναι εχθροί του Θεού. Ο
Θεός καταφέρνει να επιδιορθώσει την ζημιά του Αδάμ μόνο σε μια
μειονότητα εκλεκτών. Εντός αυτού του σχήματος, η δράση (ενέργεια)
του Αγίου Πνεύματος είναι μάλλον πράξη ενός συντηρητή (αρχαίων)
παρά ενός δημιουργού.

Η ιστορία της ανθρωπότητας, κάτω από αυτό το πρίσμα, μοιάζει με την


ιστορία των αρχαίων βάζων: από το σύνολο της καλλιτεχνικής
παραγωγής της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, παρέμειναν μόνο
λίγα βάζα - έργα τέχνης. Αυτά διατηρούνται στις βιτρίνες των μουσείων,
και ελάχιστα από αυτά παρέμειναν ακέραια. Τα περισσότερα τα
συντήρησαν με πολύ κόπο οι αρχαιολόγοι, κολλώντας λαβές και
μπαλώνοντας τα σώματα των αγγείων. Από όλα τα υπόλοιπα αγγεία της
Ρώμης, παρέμειναν μόνο θρύψαλα, που δια μέσου των αιώνων
σχημάτισαν ένα εντυπωσιακό λόφο στο Monte Testaccio.

Η θεώρηση αυτή θα τονιστεί ακόμα περισσότερο με την νίκη του νομικής


φύσεως αντίληψης περί αμαρτίας και δικαίωσης στην θεολογία της
Δύσεως. Η ενέργεια της θείας θεραπείας (σωτηρίας) εξισώνεται με την
άφεση αμαρτιών, και η άφεση αμαρτιών κατανοείται ως δικαίωση.
Δηλαδή ως μια δικαστική πράξη, κατά την οποία η ξένη δικαιοσύνη του
Χριστού αποδίδεται στον αμαρτωλό πιστό. Την θέση μιας πράξης
δημιουργίας αναλαμβάνει μια δικαστική πράξη, κατά την οποία δεν
υπολογίζεται η ενοχή και αποδίδεται ο μισθός ενός ξένου. Στο τέλος
του δρόμου της σωτηρίας δεν βρίσκεται ένα νέο δημιούργημα, αλλά
ένας αμνηστευθής εγκληματίας, ο οποίος ακόμα φοράει τα ρούχα της
φυλακής. Αυτή η αντίληψη φαίνεται να είναι η αληθινή, πρωταρχική
σύλληψη της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Και όμως, αυτό δεν
ισχύει.

Ήδη στην αρχαία Εκκλησία εμφανίζεται μια εντελώς διαφορετική


αντίληψη, η οποία δεν έχει καμία σχέση, ή τουλάχιστον δεν κυριαρχείται,
από την αντίληψη περί συντήρησης. Για την τοποθέτηση αυτή, το τέλος
δεν σήμαινε την αναπαλαίωση του αρχικού, αλλά μια δημιουργική
αύξηση και εξύψωση του ανθρώπινου, από δόξης είς δόξαν. Στο τέλος
βρίσκεται λοιπόν κάτι το νέο, με ανέκφραστη ικανότητα εξέλιξης προς το

17
ουράνιο και πνευματικό, προς το υπερανθρώπινο. Το χαρακτηριστικό
αυτό εμφανίζεται ήδη σε μια υπόσχεση που δίνει ο Ιησούς στους μαθητές
Του (Ματθ. 13, 43): «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ
βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». Η
ανακοίνωση αυτή της θαυμαστής εξύψωσης της ύπαρξης βασίζεται στις
υποσχέσεις σωτηρίας της ύστερης ιουδαϊκής προφητείας. Ο Δανιήλ, στο
12, 3, γράφει για την κατάσταση των δικαίων μετά την ανάσταση: «καὶ οἱ
συνιέντες ἐκλάμψουσιν ὡς ἡ λαμπρότης τοῦ στερεώματος καὶ ἀπὸ τῶν
δικαίων τῶν πολλῶν ὡς οἱ ἀστέρες εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ ἔτι.»

Μια παρόμοια μελλοντική εξύψωση της ύπαρξης υπονοεί και ο λόγος


από τον ψαλμό 81, στοίχος 6, που προκαλεί πονοκέφαλο σε όλους τους
εκπροσώπους της θεολογίας της αποκατάστασης: «ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε
καὶ υἱοὶ ῾Υψίστου πάντες·».

Το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο καταπιάστηκε με αυτή την τεράστια


υπόσχεση. Ο Ιωάννης αναφέρει, πως ο Ιησούς στηρίζεται στον λόγο αυτό
του ψαλμού 81, 6 σε μια συνομιλία με τους Ιουδαίους στην στοά του
Σολομώντος (Ιω. 10,23). Αυτό γίνεται την στιγμή που οι Ιουδαίοι είναι
έτοιμοι να Τον λιθοβολήσουν, επειδή είπε «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν»,
κατηγορώντας Τον πως κάνει τον εαυτό του Θεό. Τότε απαντά ο Ιησούς
(Ιω. 10, 34-36): «οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοί
ἐστε; 35 εἰ ἐκείνους εἶπε θεούς, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ
οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή, 36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς
τὸν κόσμον, ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι;».

Στο σημείο αυτό, ο Ιησούς όχι μόνο δεν απορρίπτει την υπόσχεση του
ψαλμού, αλλά τονίζει την ισχύ του. Όταν ο Θεός αποκαλεί «θεούς»
εκείνους στους οποίους ειπώθηκε ο λόγος του Θεού, τότε ισχύει γι’
αυτούς και η υπόσχεση μιας απερίγραπτης εξύψωσης της ύπαρξης τους,
καθώς «οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή». Ο Ιησούς χρησιμοποιεί τον λόγο
αυτό για να δικαιολογήσει αυτό που λέει για τον εαυτό του: «είμαι Υιός
του Θεού». Η λογική πορεία της σκέψης έχει ως εξής: αφού εκείνοι
στους οποίους απευθύνθηκε ο λόγος του Θεού είναι «θεοί», τότε δεν
είναι βλασφημία όταν ο Ιησούς ισχυρίζεται: «είμαι Υιός του Θεού».

Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ο Ιησούς υπόσχεται στους μαθητές Του,


σε αυτούς που Τον πιστεύουν, μια αύξηση των πνευματικών τους

18
δυνάμεων, οι οποίες θα υπερβούν ακόμα και τις πνευματικές
δυνάμεις που δρουν μέσα σε Αυτόν. [;;!!]

Στο Ιω. 14, 12, ο Ιησούς λέει στους μαθητές Του, αποχαιρετώντας τους:
«ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος
ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου
πορεύομαι, 13 καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα
δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ». Η πνευματική πληρεξουσιότητα
(εξουσιοδότηση) των Χριστιανών δεν περιορίζεται από το μέτρο της
πνευματικής εξουσιοδότησης, που δρούσε στον Ιησού όσο ζούσε. Ούτε
καν ο Λόγος που έγινε άνθρωπος δεν αποτελεί μέτρο για την πνευματική
δύναμη που δρα μέσα στους Χριστιανούς. Με σκοπό να δοξασθεί ο
Πατήρ μέσα στον Υιό, ο Ιησούς υπόσχεται στους μαθητές Του μια
πνευματική δύναμη, που θα τους δώσει την ικανότητα να κάνουν έργα
μεγαλύτερα από τα δικά Του. Αυτό σημαίνει πως θα τον ξεπεράσουν με
ακόμα πιο εντυπωσιακές ενέργειες (δράσεις) του Αγίου Πνεύματος.

Προσδοκίες μιας παρόμοιας αύξησης (ανόδου), σχετιζόμενης με τα


γεγονότα των εσχάτων, εκφράζονται και στην πρώτη επιστολή του
Ιωάννου (1. Ιω. 3,2): «Αγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὕπω
ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ
ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι». Και εδώ γίνεται λόγος για τις
διάφορες βαθμίδες ανόδου της ύπαρξης. Οι πιστοί Χριστιανοί είναι τώρα
τέκνα του φωτός, τέκνα του Θεού. Το ψηλό αυτό σκαλοπάτι όμως, δεν
είναι το τελευταίο. Το τελευταίο σκαλοπάτι δεν έχει ακόμα εμφανιστεί.
Οι Χριστιανοί όμως γνωρίζουν, πως το τελευταίο αυτό σκαλοπάτι είναι
μια νέα, αδύνατο να την φανταστεί κανείς, άνοδος μέχρι την ομοιότητα
(της μορφής) με τον Χριστό που ξαναέρχεται.

Αλλά και ο Παύλος γνωρίζει ακόμα σαφέστερα αυτή την άνοδο της
ύπαρξης, την οποία φέρνει το πνεύμα. Η ενέργεια (δράση) του
Πνεύματος δεν είναι μοναδική. Από αυτό αντιθέτως αναβλύζει μια
διαρκής δημιουργική δράση (ενέργεια), η οποία ανεβάζει τον άνθρωπο
από το ένα σκαλοπάτι στο επόμενο και τον λαμπρύνει. Στην β’ Κορ. 4,
16 λέει: «εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ᾿ ὁ ἔσωθεν
ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ». Το ότι αυτή η ανανέωση δεν είναι μια
διαρκής ανακατασκευή μιας κατάστασης η οποία χάνεται διαρκώς με την
πτώση, αλλά πρόοδος του εσωτερικού ανθρώπου, πάνω στον δρόμο της

19
κατάκτησης όλο και μεγαλύτερης δόξας, το περιγράφει στην ίδια
επιστολή, β Κορ. 3, 18: «ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν
δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ
δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος». Το Πνεύμα
εμφανίζεται εδώ ως η δύναμη της ανόδου της ανθρώπινης ύπαρξης, που
τον εξυψώνει το υπερανθρώπινο επίπεδο. (Ένα παρόμοιο ενθουσιασμό
εκφράζεται και στην α. Κορ. 6,2: «οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον
κρινοῦσι; καὶ εἰ ἐν ὑμῖν κρίνεται ὁ κόσμος, ἀνάξιοί ἐστε κριτηρίων
ἐλαχίστων; 3 οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν;»)

Χαρακτηριστικό για το ξύπνημα του πνεύματος στον Μοντανό, είναι πως


ξανάπιασε την ιδέα της δημιουργικής εξύψωσης του ανθρώπου δια του
Πνεύματος, και την έβαλε στο κέντρο της διδασκαλίας του περί δράσης
και αγιασμού του Πνεύματος. Ο Μοντανός, που με τις προφητείες του
έθεσε σε μια ριζοσπαστική βάση τις πρωτοχριστιανικές απαιτήσεις
αγιότητας, έθεσε τον στόχο του αγιασμού ως ενέργειας (δράσης) του
Αγίου Πνεύματος, όσο πιο ψηλά μπορούσε. Ο Μοντανός είναι ο πρώτος
που χρησιμοποίησε την έννοια υπεράνθρωπος, συνδυάζοντας την με
την διδασκαλία του περί αγιότητας. Ένας από τους λόγους του
Παρακλήτου, που παραθέτει ο πατέρας τής Εκκλησίας Επιφάνιος,
αναφερόμενος σε μια από τις προφητείες του Μοντανού, λέει: «Γιατί
ονομάζεις τον υπεράνθρωπο σωσμένο; Ο Παράκλητος λέει: ο δίκαιος θα
λάμψει εκατό φορές πιο δυνατά από τον ήλιο, και οι μικροί μεταξύ σας,
ως σωσμένοι, θα λάμψουν εκατό φορές πιο δυνατά από το φεγγάρι».

Η έννοια του υπερανθρώπου περιέχει την άρνηση του Μοντανού προς


κάθε συντηρητική αντίληψη περί σωτηρίας. Η σωτηρία που θα δοθεί
στον άνθρωπο δια των πνευματικών δωρεών των εσχάτων, θα τον
υψώσει σε υπεράνθρωπο. Οι υποσχέσεις σωτηρίας του Παρακλήτου, που
ο Μοντανός μεταφέρει, υπερβαίνουν ακόμα και τις υποσχέσεις σωτηρίας
που έδωσε ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, όπου υπόσχεται
στους δίκαιους ότι «θα λάμψουν σαν τον ήλιο». Μπορεί όμως να
τοποθετηθεί δίπλα στην υπόσχεση του Ιησού στο κατά Ιωάννην
Ευαγγέλιο, όπου υπόσχεται στους μαθητές Του, πως θα κάνουν έργα
μεγαλύτερα από τον ίδιο. Ο «δίκαιος» σημαίνει εδώ τον προτιμούμενο
φορέα του Πνεύματος, που διαφοροποιείται από τον «μικρό», που είναι
απλώς πιστός οπαδός της αίρεσης. Ο χαρισματικός ονομάζεται
«υπεράνθρωπος», και σε άλλες παραδεδομένες φράσεις του Μοντανού

20
λαμβάνει χαρακτηρισμούς που τον εξισώνουν με τον Θεό: «Εγώ είμαι ο
πατέρας, ο υιός και ο παράκλητος». Από εδώ προκύπτει, πως ο
χαρακτηρισμός του ως σωσμένου, απορρίπτεται ως ακατάλληλος.

Ο Hennecke (Edgar Hennecke, Christliche Welt, Jg. 1920, Nr. 47, S. 748:
Vom Übermenschen) σχολιάζει την φράση αυτή: «Τέτοιες υπερβολές
ήταν χαρακτηριστικές για την εποχή. Με ανησυχητική προσέγγιση των
χριστιανικών ιδεών προς τις ειδωλολατρικές αντιλήψεις, οι υπερβολές
αυτές ήθελαν να ξεπεράσουν την απλή χριστιανική οικοδόμηση του
προσώπου και έτειναν προς την αριστοκρατική αντίληψη. Φυσικά,
διαφορετικά από τον Νίτσε, αλλά στην ίδια κατηγορία».

Η παρατήρηση αυτή δεν είναι ιστορικά ακριβής, καθώς προβάλλει το


μοντέρνο προτεσταντικό ιδανικό της «απλής χριστιανικής
οικοδόμησης του προσώπου» στην εποχής της πρωταρχικής
Εκκλησίας. Ακριβώς αυτό όμως δεν ισχύει. Στην περιοχή των
υπερβολικών χαρισματικών εμπειριών διαπιστώνεται ο ύψιστος βαθμός
της χριστιανικής αυτοπεποίθησης. Η ιδέα του υπερανθρώπου είναι μια
αυθεντική χριστιανική ιδέα, που αναπτύχθηκε από χαρισματικούς
ανθρώπους. Μέσα στην πνευματική τους εμπειρία, οι άνθρωποι αυτοί
γνώριζαν πως υψώθηκαν με ασύλληπτο τρόπο πάνω από την κανονική
ανθρώπινη ύπαρξη. Μέσα αυτή την κατάσταση είδαν την ενέργεια
(δράσης) της χάριτος του Θεού και του Πνεύματος. Η ίδια «ύψιστη
αριστοκρατική απαίτηση» δεν βρίσκεται μόνο στην αυτοπεποίθηση του
χριστιανού «γνωστικού» (για παράδειγμα Κλήμης Αλεξανδρείας και
Ωριγένης), ο οποίος γνωρίζει, δια της επίγνωσης του Πνεύματος, πως
υψώθηκαν από το επίπεδο του «σαρκικού» και «ψυχικού» ανθρώπου. Η
ίδια απαίτηση βρίσκεται και εντός του πρώιμου χριστιανικού
μοναχισμού. Ο ίδιος ο χαρακτηρισμός «μοναχός», δεν έχει την σημασία
του ερημίτη, αλλά του «μοναδικού». Η συριακή λέξη για τον μοναχό -
ihidaja- σημαίνει «το μοναχοπαίδι, ο αυτόχθων». Είναι λοιπόν η
μεταφορά του μεσσιανικού χαρακτηρισμού του Χριστού πάνω στον
ευσεβή, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του Χριστού, με ένα
ασυνήθιστο αγιασμό στη ζωή του, και η ζωή του ονομάζεται
«ισάγγελος».

Ο αντίπαλος του Μοντανού, ο απολογητής Επιφάνιος, ο πρόμαχος της


θεολογίας της αποκατάστασης (Restaurationstheologie), είχε καταλάβει

21
πολύ καλά την θέση αυτή του Μοντανού. Τον κατηγορεί ακριβώς γι’αυτή
την υπερβολή των υποσχέσεων, λέγοντας, βάσει του κατά Ματθαίον
13,43: «Όταν λοιπόν, εκείνος που έχει την εξουσία και είναι αληθινά ο
Κύριος μας, ο Ιησούς Χριστός, λέει: τα πρόσωπα των δικαίων θα
λάμψουν σαν τον ήλιο, πως μπορεί ο Μοντανός να υπόσχεται, ότι θα
λάμψουν εκατόν φορές πιο δυνατά; Εκτός κι’ αν είναι ο ίδιος που
είπε στον Αδάμ και στους συν αυτώ, θα γίνετε σαν θεοί, και έγινε ο
αίτιος της εκδίωξης από τον παράδεισο». Ο εκκλησιαστικός
αντίπαλος του Μοντανού συγκρίνει την υπόσχεση του Μοντανού περί
ερχόμενης εξύψωσης των δικαίων, με την υπόσχεση εξύψωσης που
έδωσε ο σατανάς στους ανθρώπους και τους παραπλάνησε μέσα στον
παράδεισο, και έγινε αίτιος της πτώσης και του θανάτου του. «Θα
γίνετε σαν θεοί» (Γεν. 3,5). Το γεγονός όμως, πως μέσα στην Καινή
Διαθήκη βρίσκονται σαφείς ενδείξεις (ρίζες) για μια τέτοια εξύψωση των
δικαίων, και επομένως οι ρίζες της χριστιανικής διδασκαλίας περί
υπερανθρώπου, το έχει ήδη ξεχάσει ο εκπρόσωπος της θεολογίας της
συντήρησης.

Έτσι λοιπόν, η διδασκαλία του Μοντανού περί υπερανθρώπου


προέρχεται με συνέπεια από την διδασκαλία του περί Παρακλήτου,
ως δημιουργού μια προοδευτικής εξέλιξης του δικαίου προς το
υπερανθρώπινο. Η εκκλησιαστική θεολογία καταδίκασε την
διδασκαλία αυτή από την αρχή της συλλήψεως της.

Στον Μοντανό βρίσκονται και οι ρίζες μιας διδασκαλίας περί


πνεύματος, που αποδίδουν στο Άγιο Πνεύμα μια δική του κοσμική
εποχή. Μια εποχή ιδιαίτερης αυτοπραγμάτωσης (του Αγίου
Πνεύματος).

22
IV. Ο Παράκλητος στον Τερτυλλιανό

Το ότι στην βάση τής αντίληψης περί της ιστορίας τής σωτηρίας κατά τον
Μοντανό, βρισκόταν η διδασκαλία περί εσχάτων, το επιβεβαιώνει ο
Τερτυλλιανός, ο οποίος είχε προσχωρήσει στην εκκλησία του Μοντανού.
Στο γραπτό του «Adversus Praxean» παραθέτει μια διδασκαλία περί
Τριάδος, όπου φαίνεται σαφώς πως αποδίδει διαφορετικές εποχές
στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Σε αυτές τις διαφορετικές εποχές βλέπει
και διαφορετικές βαθμίδες πραγμάτωσης της θεϊκής Τριάδος. Παίρνοντας
αφορμή από την περιγραφή τού οράματος του Στεφάνου, που βλέπει τον
ουρανό ανοικτό και τον Χριστό στα δεξιά του Πατρός, λέει: «Αυτός (ο
Χριστός) εξέχυσε την δωρεά που έλαβε από τον Πατέρα, το Άγιο
Πνεύμα, το τρίτο όνομα της θεότητας και την Τρίτη βαθμίδα της
μεγαλειότητας, τον κήρυκα τής μίας μοναρχίας, αλλά και τον ερμηνευτή
τής οικονομίας -interpretatorem oeconomiae- εφόσον αποδέχεται κανείς
τα κηρύγματα τής νέας προφητείας του ιδίου (στον Μοντανό), και τον
προστάτη κάθε αληθείας, που είναι βάσει της χριστιανικής ομολογίας
πίστεως, στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα».

Quintus Septimius Florens Tertullianus (Λατινικά)

Εδώ αναδύεται μια διδασκαλία περί πνεύματος που προφανώς


χρησιμοποιεί έννοιες του Μοντανισμού. Το πνεύμα είναι «το τρίτο
επίπεδο της μεγαλειότητος». Τα επίπεδα της θεϊκής Τριάδος είναι

23
ταυτόχρονα επίπεδα της βαθμιαίας πραγμάτωσής Της εντός της ιστορίας
της σωτηρίας. Σκαλοπάτια της θείας οικονομίας. Το Άγιο Πνεύμα είναι
από την μια «unius praedicator monarchiae», ο κήρυκας της μίας
μοναρχίας, την οποία τα τρία πρόσωπα της Τριάδος εξασκούν πάνω στην
ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα είναι και «oeconomiae interpretator»,
ερμηνευτής τής οικονομίας, δηλαδή των διαφόρων τρόπων δράσης
των θείων προσώπων εντός της ιστορίας της σωτηρίας, των
διαφορετικών τους λειτουργιών εντός των ιστορικών εποχών του
λυτρωτικού έργου, που έχουν ήδη αποδοθεί στα πρόσωπα της Αγίας
Τριάδος. Το Πνεύμα είναι και αυτό «που φέρνει κάτω στη γη όλη την
αλήθεια». Αυτό που φέρνει στη γη την αλήθεια, η οποία στις
προηγούμενες εποχές δεν είχε ακόμα ανακοινωθεί στην πληρότητα της.
Τώρα όμως την φέρνει ολόκληρη στην γη, και με τον τρόπο αυτό κλείνει
και εκπληρώνει τις βαθμίδες αποκάλυψης των προηγούμενων εποχών
σωτηρίας.

Βάσει αυτών, στην ιστορία τής σωτηρίας λειτουργεί μια διπλή αρχή: από
την μιά ενεργείται μία αντικειμενική πρόοδος τής αποκάλυψης από
βαθμίδα σε βαθμίδα, εφόσον κάθε νέα εποχή φέρνει περισσότερη
σωτηρία από πλευράς του Θεού. Από την άλλη, χάριν στην προοδευτική
σωτηριώδη δράση του Θεού, λαμβάνει χώρα και μια πρόοδος στην
γνώση της σωτηρίας από πλευράς του ανθρώπου. Με την αύξηση της
σωτηρίας αυξάνεται και η γνώση περί της σωτηρίας. Η εποχή τής
δράσης τής τελευταίας, τρίτης «βαθμίδας της θεότητος», του Αγίου
Πνεύματος δηλαδή, φέρνει ταυτόχρονα και την ύψιστη βαθμίδα γνώσης
της σωτηρίας. Επειδή το Πνεύμα φέρνει «ολόκληρη την αλήθεια», στην
κατάσταση του Πνεύματος αντιστοιχεί το «intelligentia spiritualis», η
πλήρης επίγνωση όλης της αλήθειας. Στην αλήθεια αυτή δεν ανήκει μόνο
η επίγνωση της παρούσας σωτηρίας, αλλά και η επίγνωση της οικονομίας
της σωτηρίας, η οποία ενεργούσε κρυφά στην ιστορία της ανθρωπότητας,
μέχρι που εμφανίστηκε στην πληρότητά της η θεϊκή αλήθεια. Η πλήρης
αυτή αλήθεια καθιστά ολόκληρη την οικονομία της σωτηρίας
αντικείμενο πνευματικής γνώσης. Η οικονομία τής ιστορίας τής
σωτηρίας και η πρόοδος της επίγνωσης της σωτηρίας, πάνε μαζί. Η
τελευταία εποχή, κατά την οποία ολοκληρώνεται η ιστορία της σωτηρίας
με την δράση του Αγίου Πνεύματος, είναι και η εποχή της ύψιστης
μορφής γνώσης της θεϊκής αλήθειας και της βαθύτερης ματιάς στα
μυστικά της θεϊκής οικονομίας της σωτηρίας.

24
Το ότι αυτή η ερμηνεία του λόγου αυτού του Τερτυλλιανού είναι σωστή,
επιβεβαιώνει ένας άλλος λόγος του ίδιου θεολόγου, στο τέλος του
δοκιμίου του περί τής αναστάσεως τής σάρκας, c.63. Εκεί διαπιστώνει,
πως η πίστη στην ανάσταση, έχει αποδυναμωθεί μέσα στην
Εκκλησία, και παραμορφωθεί με μερικές εσφαλμένες διδασκαλίες.
Έχοντας υπόψιν μια νέα προφητεία του Μοντανού, λέει: «Αλλά ο
παντοδύναμος Θεός, αντίθετα προς τα πνεύματα τής απιστίας και της
κακίας, δια της τα πάντα προβλέπουσας χάριτος, "εξέχυσε στις
τελευταίες ημέρες από το πνεύμα του σε κάθε σάρκα, στους δούλους και
τις δούλες" (Ιωήλ, 3,1-5). Ξανάδωσε ζωή στην αδυνατισμένη πίστη στην
ανάσταση της σάρκας και καθάρισε από κάθε σκοτάδι τής αμφισημίας τις
πρότερες μαρτυρίες -pristina instrumenta- με τον φωτισμό των λέξεων
και εννοιών»(Tertullian, De carnis resurrectione). Ακόμα και οι
«πρότερες μαρτυρίες», δηλαδή τα κανονικά κείμενα της Καινής
Διαθήκης, δεν είναι η τελευταία και τελική μορφή της θεϊκής
αποκάλυψης. Η νέα προφητεία, η οποία εμφανίζεται με τον ερχομό
του Παρακλήτου και με την μαρτυρία του στον Μοντανό, αποτελεί
μια υψηλότερη μορφή αποκάλυψης, ακόμα και σε σύγκριση με την
Καινή Διαθήκη. Οι κανονικές γραφές της Εκκλησίας είναι αμφίσημες,
έχουν ακόμα την obscuritas ambiguitatis, παριστάνουν μια ακόμα
συσκοτισμένη βαθμίδα της αποκάλυψης. Η νέα προφητεία τής εποχής
τού Παρακλήτου παραμερίζει, μέσω τής άμεσης αποκάλυψης δια τού
πνεύματος ολόκληρης τής αλήθειας, την σκιά τής αμφισημίας. Η
αμφισημία αυτή καλύπτει ακόμα και τις γραπτές μαρτυρίες τής
αποκάλυψης των προηγούμενων εποχών σωτηρίας.

Ο σκεπτικισμός του Τερτυλλιανού περί του τελειωτικού χαρακτήρα


της αποκάλυψης στην Αγία Γραφή, προέρχεται από το γεγονός, πως
και οι αιρετικοί επικαλούνται την Αγία Γραφή. Η Γραφή επομένως
δεν είναι κάποιος απολύτως ασφαλής κανόνας της αληθείας, καθώς
προφέρει την δυνατότητα πολλαπλών ερμηνειών, ακόμα και
αιρετικών. Η εποχή αυτή τής Γραφής, με την αμφισημία της, τελειώνει
με την νέα προφητεία τού Μοντανού, που εμφανίζεται στην εποχή τού
Παρακλήτου. Για να παρεμποδίσει λοιπόν τους αιρετικούς στο να
στηρίζονται στην Γραφή, «και για να ξεριζώσει» τις ήδη σπαρμένες
αιρέσεις, «το Άγιο Πνεύμα ξεκαθάρισε όλες τις αμφισημίες που είχαν
μείνει και τις υποτιθέμενες παραβολές, με μια ανοικτή και διάφανη
γνωστοποίηση όλου του μυστηρίου της σωτηρίας, με την νέα προφητεία,

25
που ξεχύθηκε από τον Παράκλητο». Η αποκάλυψη πού προέρχεται από
τον Παράκλητο είναι ανώτερη από την αποκάλυψη της Αγίας
Γραφής. Στην εποχή του Παρακλήτου δεν ανήκει η Γραφή, αλλά η
Intelligentia spiritualis, η οποία παρέχεται με την άμεση έκχυση του
Πνεύματος.

Το Πνεύμα εμφανίζεται εδώ ως η δημιουργική αρχή τής ιστορίας τής


σωτηρίας, με διπλή έννοια: την οδηγεί αντικειμενικά προς την
εκπλήρωση, επιφέροντας εντός τής σωτηριώδους δράσης τής θεϊκής
Τριάδος την τελευταία, ύψιστη βαθμίδα τής ιστορίας τής σωτηρίας.
Ταυτόχρονα φέρνει και την ύψιστη μορφή επίγνωσης της σωτηρίας,
αποκαλύπτοντας στον άνθρωπο ολόκληρη την αλήθεια. Με τον τρόπο
αυτό υπερβαίνει τις ατελείς βαθμίδες τής προηγούμενη αποκάλυψης. Εδώ
βρίσκονται έτοιμα σημαντικά στοιχεία μιας διδασκαλίας περί τριών
εποχών, η οποία θα αναπτυχθεί αργότερα από τον Ιωακείμ, ως
αντίδρασή του (παρόμοια με αυτή του Μοντανού και Τερτυλλιανού)
στην παράλυση τής χαρισματικής ζωής τής Εκκλησίας.

26
V. Η θεολογία του Πνεύματος κατά τον Ιωακείμ της Φλόρα

1. Η μέχρι σήμερα αξιολόγηση της θεολογίας του Ιωακείμ

Η διδασκαλία περί Πνεύματος που είχε αναπτυχθεί στον Μοντανισμό, η


οποία διδάσκει μια πνευματιστική θεολογία τής ιστορίας, βρίσκει
αυθόρμητα την συνέχειά της στον Ιωακείμ της Φλόρα (1132-1202). Ο
Ιωακείμ ήταν ο προφήτης ηγούμενος και ιδρυτής της μονής στον S.
Giovanni στην Φλόρα, ένα χωριό στα υψώματα της οροσειράς Σίλα στην
Καλαβρία. Ο Ιωακείμ αντιλαμβάνεται το Άγιο Πνεύμα ως μια
δημιουργική δύναμη, η οποία εγκαινιάζει μια νέα περίοδο της
ιστορίας της σωτηρίας, εμφανιζόμενη (η δύναμη) και πάλι με μια
αυθόρμητη μορφή. Η διδασκαλία του περί πνεύματος είχε γίνει η
βάση μιας από τις μεγαλύτερες πνευματικές επαναστάσεις του
Μεσαίωνα. Οι κύκλοι των εκκλησιαστικών μεταρρυθμιστών, που τον
13ο και 14ο αιώνα προσέλαβαν τις διδασκαλίες του Ιωακείμ περί της
ερχόμενης εποχής-κατάστασης (Status) του Αγίου Πνεύματος, έγιναν
φορείς εκείνης της επαναστάσεως που οδήγησε στην υπέρβαση τής
εκκλησιαστικής φεουδαρχίας του Μεσαίωνα. Από τις διδασκαλίες

27
αυτές προήλθαν επίσης και πολλές κοινωνικές και πολιτικές ιδέες της
νεώτερης εποχής. Οι επιδράσεις τού πνευματισμού τού Ιωακείμ δεν
φτάνουν μόνον ως την κριτική που άσκησαν ριζοσπαστικοί
Φραγκισκανοί στο σύστημα και την τοποθετημένη στην αυθεντία βάση
του μεσαιωνικού παπισμού. Βρίσκεται επίσης και σε κάθε αρχή των
μοντέρνων μεταρρυθμιστικών ή επαναστατικών κινημάτων του 19ου
αιώνα. Τα άμεσα απαυγάσματα τής διδασκαλίας αυτής δεν
διαπιστώνονται μόνο στον πνευματισμό της Μεταρρύθμισης, όπως στον
Sebastian Frank, αλλά και στον αγγλικό πουριτανισμό και στην
φιλοσοφία της θρησκείας και την κοινωνική μεταφυσική τού γερμανικού
ιδεαλισμού και του γερμανικού ρομαντισμού. Ένα συνεχές ρεύμα των
ιδεών του Ιωακείμ διατρέχει φανερά τις ιδέες του Lessing περί τής
ιστορίας τής διαπαιδαγώγησης τής ανθρωπότητας, μέχρι και την
θεολογία της ιστορίας του Schelling.

Θα ήταν φυσικά εσφαλμένο να θεωρήσουμε τον αββά Ιωακείμ ως


επαναστάτη, ο οποίος αντιτάχθηκε συνειδητά προς την επίσημη παπική
εκκλησία της εποχής του. Στην έρευνα επικρατούν δυο αντιτιθέμενες
απόψεις περί του Ιωακείμ. Η μια πλευρά προσπαθεί να κατανοήσει τις
θέσεις του Ιωακείμ σε ένα ρωμαιοκαθολικό, ορθόδοξο πλαίσιο. Στην
παρουσίαση του έργου του Ιωακείμ, ο Huck τονίζει τα χαρακτηριστικά
τής αντίληψης του Ιωακείμ περί κόσμου και ιστορίας, τα οποία συνάδουν
προς τις αντιλήψεις τών καθολικών. Τα δε περί εποχής του πνεύματος
και αιώνιου Ευαγγελίου (Evangelium Aeternum), «που μοιάζει με ένα
θολό οικοδόμημα από σύννεφα, το οποίο δεν μπορεί να σηκώσει τίποτα»,
τα αφήνει στην άκρη. Το ίδιο και οι Tondelli, Ottaviano, και με ιδιαίτερη
έμφαση ο Foberti, υπερασπίστηκαν την ορθοδοξία του Ιωακείμ.

Οι προσπάθειες αυτές που σκοπό είχαν να παρουσιάσουν τον Ιωακείμ ως


έχοντα ορθή πίστη, βασίζονται στις θέσεις τού ίδιου του Ιωακείμ. Αυτός
τόνιζε με έμφαση πως είναι καθολικός και πώς θέλει να σκέφτεται,
και δήλωσε πως είναι διατεθειμένος να διορθώσει τα γραπτά εάν
είναι αναγκαίο. Για τον λόγο αυτό μπόρεσε ο πάπας Ονώριος ο Γ’ να
αποτρέψει την καταδίκη τού Ιωακείμ ως αιρετικού. Παρά την καταδίκη
του γραπτού τού Ιωακείμ περί πνεύματος, με το οποίο εναντιώνεται
στον Petrus Lombardus, η σύνοδος του Λατερανού τον θεωρούσε
ακόμα «vir catholicus» (άνδρα καθολικό). Ακόμα και όταν οι
ριζοσπαστικοί Φραγκισκανοί χρησιμοποίησαν τις διδασκαλίες τού

28
Ιωακείμ ως το ισχυρότερο όπλο τους κατά της παπικής εκκλησίας, τα
γραπτά τού Ιωακείμ δεν καταδικάστηκαν ποτέ ως αιρετικά.

Παρόλα αυτά, είναι μάταιη μια προσπάθεια ερμηνείας ως ορθοδόξων


τών γραπτών του Ιωακείμ στο σύνολό τους. Ακόμα και όσο ζούσε ο
Ιωακείμ, υπήρχαν αμφιβολίες για την ορθοδοξία του. Η επίθεση του κατά
της διδασκαλίας περί Τριάδος του Petrus Lombardus καταδικάστηκε από
την Εκκλησία λίγο μετά τον θάνατό του. Λίγες δεκαετίες αργότερα
μπόρεσαν να διαδοθούν τα αυθεντικά του γραπτά, τα τρία κύρια γραπτά
του, γνωστά ως το «αιώνιο Ευαγγέλιο». Αυτοί που τα διέδωσαν ήταν
της γνώμης πως εκεί μέσα θεμελιώνεται θεολογικά μια επαναστατική
μεταμόρφωση της ιεραρχικής εκκλησίας του πάπα και των κληρικών
σε μια πνευματική εκκλησία του μέλλοντος. Το 1254, υπό την ηγεσία
του Wilhelm του Saint-Amour, καθηγητές από το Παρίσι σημείωσαν 24
προτάσεις από την «Concordia» του Ιωακείμ, όπου επεσήμαναν σαφώς
την αίρεση (Benz, Joachimstudien II).

Φάνηκε βέβαια πολύ σύντομα πως το γραπτό αυτό περιείχε πολλές


κακόβουλες παραποιήσεις. Αλλά και η επιτροπή ελέγχου που συγκάλεσε
στην Anagni ο πάπας Αλέξανδρος ο Δ’, υπό την διεύθυνση τριών
καρδιναλίων, μετά από έλεγχο των αυθεντικών γραπτών που τους
διατέθηκαν από το μοναστήρι της Φλόρα, βρήκε σε αυτά «plurima
curiosa, inutilia et inepta» (πολλά περίεργα, άχρηστα και παράλογα).
Επειδή όμως η Κούρια δεν έλαβε κανένα μέτρο κατά των γραπτών του
Ιωακείμ, παρά την γνωμάτευση των καρδιναλίων, ο γραμματέας της
επιτροπής, αρχιεπίσκοπος Florentius του Akkon, απαγόρευσε τα γραπτά
του Ιωακείμ στην επαρχία του, εφτά χρόνια αργότερα, ως αρχιεπίσκοπος
του Arles. Και ο Θωμάς Ακινάτης θεωρούσε αναγκαία την
καταπολέμηση των διδασκαλιών του Ιωακείμ. Σύμφωνα με τον βιογράφο
του, τον Wilhelm Tocco, ο Ακινάτης επεσήμανε όλες τις ύποπτες
αιρέσεως θέσεις στα έργα τού Ιωακείμ. Στην «Summa Theologica», II, 1,
qu. 106, απέρριψε την διδασκαλία του Ιωακείμ περί της μελλοντικής
τρίτης εποχής.

Ακόμα και αν παραδεχθεί κανείς το επιχείρημα των υπερασπιστών του


Ιωακείμ (όσων δηλαδή θεωρούν ότι η διδασκαλία του δεν παρέκκλινε
από την καθολική ορθοδοξία), πως στον αγώνα εναντίον του έπαιξαν
ρόλο ανθρώπινη δυσαρέσκεια και μίσος, αυτά δεν αρκούν για να

29
εξηγηθεί το γεγονός, πως φίλοι και εχθροί του Ιωακείμ «βρίσκουν στα
έργα του επιπλέον πράγματα, και όχι μόνο μια νέα ερμηνεία των Γραφών
στα πλαίσια της παράδοσης και πεποίθησης την καθολικών». Εκεί μέσα
πρέπει να βρίσκονται σπέρματα και αφορμές για επαναστατικές
σκέψεις, που τίναζαν τα όρια της ορθοδοξίας και της διδασκαλίας
της τότε Εκκλησίας. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό, πώς οι
πνευματικοί των Φραγκισκανών μπόρεσαν να προωθήσουν τα αυθεντικά
γραπτά του ως ένα «αιώνιο Ευαγγέλιο». Αυτό το έκαναν έχοντας την
πεποίθηση, πως εκεί μέσα ανακοινώνεται προφητικά και δικαιολογείται η
δική τους βούληση για μια ριζοσπαστική αναμόρφωση της Εκκλησίας.

Είναι αναμφισβήτητη η ορθόδοξη και πιστή προς την Εκκλησία στάση


του Ιωακείμ. Αλλά μέσα στην δημιουργική του δράση βρίσκεται ο
σπόρος των νέων του ιδεών, τις ριζοσπαστικές συνέπειες των οποίων
ο ίδιος δεν είχε κατανοήσει. Ίσως να μην είδε ολόκληρο το φάσμα
των συνεπειών τους. Οι Φραγκισκανοί πνευματικοί όμως τις
προσέλαβαν με μεγάλο ενθουσιασμό - και όλοι οι επαναστάτες μέχρι
των 19ο αιώνα. Οι ιδέες αυτές απορρίφθηκαν με μια αντίστοιχη έμφαση,
από τους μεγάλους δασκάλους της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα τον
Θωμά Ακινάτη.

30
2. Οι βάσεις τις διδασκαλίας του Ιωακείμ περί πνεύματος

Ο αββάς Ιωακείμ δεν συνεχίζει με τρόπο ιστορικό τις διδασκαλίες


του Μοντανού στην δική του θεολογία περί πνεύματος. Ο Ιωακείμ
αναπτύσσει την διδασκαλία του βασιζόμενος σε μια αυθόρμητη
προσωπική εμπειρία του Αγίου Πνεύματος. Το πρωί της εορτής τού
Πάσχα το 1190, είχε την εμπειρία ενός πνευματικού φωτισμού, και
μάλιστα, όπως ο ίδιος γράφει, την ώρα που μελετούσε την
Αποκάλυψη του Ιωάννου: «Όταν ξύπνησα από τον ύπνο την ώρα του
όρθρου, πήρα στο χέρι αυτό το βιβλίο για να κάνω διαλογισμό
(Meditation)... ξαφνικά ένας φωτισμός γνώσεως πέρασε από τα μάτια
του πνεύματος μου, και μου αποκαλύφθηκε η πληρότητα -plentitudo-
τού βιβλίου αυτού και η εσωτερική αρμονία –concordia– μεταξύ της
Παλαιάς και Καινής Διαθήκης».

Αυτός ο πασχαλινός φωτισμός αποτελεί για τον Ιωακείμ την


ολοκλήρωση μιας ακούραστης προσπάθειας, που διήρκεσε δεκαετίες,
κατανόησης της ιστορίας της σωτηρίας. Του παρουσιάζεται ως
απελευθερωτική και λυτρωτική διαίσθηση, κατά την οποία ενεργείται
μέσα του αστραπιαία η θέα τών εσωτερικών συναφειών της θείας
οικονομίας της σωτηρίας. Ο ηγούμενος είχε μέχρι τότε αφιερώσει την
ζωή του στον διαλογισμό (Meditation) και την θεωρία (Kontemplation).
Ο Ιωακείμ, ένας από τους καλύτερους γιους της τάξης των Zisterzienser,
επιτυγχάνει τον στόχο μιας καθαρής, ασυμβίβαστης εκπλήρωσης τών
κανόνων τού αγίου Βενεδίκτου. Το 1190 εγκαταλείπει το μοναστήρι του
στην Καλαβρία και πηγαίνει στις ερημιές της οροσειράς Σίλα, για να
πραγματοποιήσει το καθαρό ιδανικό τής θεωρητικής ζωής. Ακριβώς
επειδή η προσπάθεια του από το 1190 είχε επικεντρωθεί στην πιο
ριζοσπαστική ασκητική μορφή της Vita contemplativa, ο πασχαλινός
αυτός φωτισμός ήταν η ολοκλήρωση μια πολύχρονης συστηματικής
διανοητικής εργασίας. Στην εργασία αυτή, με την μορφή ενός
διαισθητικού (intuitiv) φωτισμού συναρμολογήθηκαν σε μια εικόνα τής
θεϊκής σωτηριώδους δράσης, σε μια ολοκληρωμένη ζωγραφιά τής
ιστορίας τής σωτηρίας, τα πρόσωπα, τα γεγονότα και οι υποσχέσεις της
Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, που ήταν αντικείμενα των
διαλογισμών του.

31
Δυο πράγματα του έγιναν ιδιαίτερα ξεκάθαρα με τον πασχαλινό φωτισμό
του: η εκπλήρωση των εσχατολογικών υποσχέσεων τής Αποκάλυψης και
η εσωτερική συνάφεια μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Και οι δυο
διαπιστώσεις αναφέρονται στην ιστορία τής σωτηρίας και
υποδεικνύουν πως η θεολογία τού Ιωακείμ έχει ως σημείο
προσανατολισμού την ιστορία.

Η επίγνωση τής «εκπλήρωσης» τής Αποκάλυψης προϋποθέτει μια


ιδιαίτερη πρόσληψη του βιβλίου αυτού, το οποίο είχε για αιώνες
καθορίσει τις αντιλήψεις τής χριστιανικής Εκκλησίας περί ιστορίας
και εσχάτων. Η ιδιαίτερη αυτή πρόσληψη μπορεί να περιγραφεί ως εξής:
το βιβλίο της Αποκάλυψης τού Ιωάννου περιλαμβάνει σε εικόνες και
αινίγματα την πορεία ολόκληρης τής ιστορίας της χριστιανικής
Εκκλησίας, από την αρχή μέχρι το τέλος της. Τα διάφορα πρόσωπα,
μορφές, ζώα, εικόνες και σύμβολα της Αποκάλυψης, γίνονται με την
σειρά που εμφανίζονται υποδείξεις για την σειρά εμφάνισης τών ομάδων,
προσώπων και γεγονότων στην ιστορία της σωτηρίας. Η δυσκολία τής
ερμηνείας έγκειται στην εύρεση τού κατάλληλου κλειδιού για την
ιστορική ερμηνεία των εικόνων και τύπων. Δηλαδή, να διαπιστωθεί η
ορθή ιστορική σχέση τών μορφών και γεγονότων που περιγράφονται στο
κείμενο της Αποκάλυψης και έτσι να αναδυθεί κανείς σε μια ολική
κατανόηση της ιστορίας τής σωτηρίας.

Το κλειδί αυτό λαμβάνει ο Ιωακείμ ως μια απελευθερωτική διαίσθηση,


μετά από μακρά προσπάθεια ερμηνείας τών αινιγματικών εικόνων και
σημείων. Το αποφασιστικό στο σημείο αυτό, είναι πως ο ίδιος
αντιλαμβάνεται την ερμηνεία αυτή ως δώρο του πασχάλιου φωτισμού.
Ως μια Intelligentia spiritualis, την οποία ο ίδιος κατανοεί ως μια
ιδιαίτερη χάρη που του δόθηκε, και στην οποία (χάρη) προστίθεται μια
σημασία που σχετίζεται με την ιστορία της σωτηρίας.

Το ίδιο αποφασιστικό είναι και το γεγονός πως με την λήψη αυτή τού
Πνεύματος[;;;] έγινε προφήτης. Κατέχοντας το κλειδί τής ορθής
τυπολογικής ερμηνείας της Αποκάλυψης, είναι σε θέση να δείξει ποιες
μορφές και εικόνες έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και ποιες όχι ακόμη.
Μόνο με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος είναι σε θέση να
διαχωρίσει την ήδη εκπληρωμένη ιστορία της σωτηρίας από αυτήν
που πρόκειται να εκπληρωθεί, και να διαφωτίσει προφητικά το

32
μέλλον της Εκκλησίας. Θεμελιώδης επίγνωσή του είναι πως η τάξη
και η πορεία της τελείωσης τής ιστορίας τής σωτηρίας σχετίζεται με
την τριαδική ουσία του Θεού. Η θεϊκή τριάδα μετέχει στην
πραγματοποίηση τής σωτηρίας, με τρόπο ώστε κάθε ένα από τα τρία
πρόσωπα της θεϊκής Τριάδας να αντιστοιχεί σε μια σωτηριώδη εποχή και
κοσμική περίοδο, στην οποία πραγματώνεται με ιδιαίτερο τρόπο το κάθε
Πρόσωπο. Η Τριάδα εκπτύσσεται στην ιστορία της σωτηρίας
προοδευτικά σε τρεις συνεχόμενες εποχές, και η κάθε μια ανήκει σε ένα
από τα τρία Πρόσωπα. Η πρώτη εποχή σωτηρίας είναι ο χρόνος τού
Πατέρα, η δεύτερη του Υιού και η τρίτη του Αγίου Πνεύματος.

Και εδώ αναδύεται μέσα στην θεώρηση της ιστορίας η αρχή τής
εξέλιξης και τής προόδου. Η εξέλιξη και η πρόοδος δεν κατανοούνται
ως έκπτυξη των σπερμάτων, που είναι τοποθετημένα στην
ανθρωπότητα, αλλά ως οι αρχές, που είναι αποτελέσματα μιας
έκπτυξης του τριαδικού Θεού. Τα πρόσωπα της θεϊκής Τριάδος
επιδρούν πάνω στην πορεία της ιστορίας τής σωτηρίας με ένα
ιδιαίτερο τρόπο, εφόσον κάθε ένα από τα πρόσωπα ηγείται μιας
συγκεκριμένης εποχής, και κάθε Πρόσωπο στην εποχή του
εκπτύσσεται αναλόγως των χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του -
proprietates. Στην πραγματική πορεία και εκτέλεση της ιστορίας τής
σωτηρίας, η επέμβαση αυτή εκδηλώνεται ξεκάθαρα ως μια πρόοδος προς
ένα συγκεκριμένο στόχο. Η εποχή του Αγίου Πνεύματος θα φέρει την
τελειωτική αποκάλυψη και το πλήρωμα της σωτηρίας.

Η οριοθέτηση των εποχών σωτηρίας αποτελεί την δεύτερη πτυχή του


φωτισμού που έλαβε ο Ιωακείμ, την αποκάλυψη πώς υφίσταται
εσωτερική συνάφεια μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Πορεία,
πρόοδος και σκοπός τής ιστορίας τής σωτηρίας, μπορούν να
διαπιστωθούν στην πορεία και την σχέση τών δυο περιόδων τής ιστορίας
τής σωτηρίας που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τώρα: στην εποχή της
Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Η ορθή ερμηνεία των μορφών και
γεγονότων των δυο Διαθηκών και η δημιουργία τών ορθών
αντιστοιχίσεων μεταξύ τους, ανοίγει το βλέμμα σε μια εκπληκτική
εσωτερική αρμονία. Όλα τα μεμονωμένα κομμάτια, μορφές και γεγονότα
τών δυο Διαθηκών αναφέρονται το ένα στο άλλο. Δηλαδή, κάθε μορφή
της Παλαιάς Διαθήκης είναι υπόδειξη, τύπος και υπόσχεση μιας
άλλης σωτηριώδους μορφής (προσώπου) ή κοινότητας στην δεύτερη

33
εποχή, αυτήν της Καινής Διαθήκης. Το σημαντικό στοιχείο στην
αντίληψη αυτή, είναι πως η εποχή τής Καινής Διαθήκης δεν κατανοείται
μόνο ως η εποχή τής πρωταρχικής Εκκλησίας, αλλά ως ολόκληρη η
πορεία τής ιστορίας τής χριστιανικής Εκκλησίας μέχρι και την εποχή του
Ιωακείμ. Έτσι, και τα γεγονότα της εποχής του Ιωακείμ πρέπει να
κατανοηθούν ως εκπληρώσεις των σημείων, τύπων και υποσχέσεων
της εποχής της Παλαιάς Διαθήκης.

Στις εποχές σωτηρίας, όλα τα πρόσωπα, οι ομάδες και τα γεγονότα, έχουν


αντιστοιχία όλων των χαρακτηριστικών τους. Και η αντιστοιχία αυτή δεν
αφορά μόνο στο νόημά τους αλλά και στην χρονική σειρά εμφάνισης
τους. Υπάρχουν επομένως γεγονότα της Παλαιάς και της Καινής
Διαθήκης που είναι «ταυτόχρονα», γιατί εντός της εποχής τους, αν και τα
χωρίζουν αιώνες, κατέχουν την αντίστοιχη θέση και νόημα όταν τα
παρακολουθεί κανείς στο σύνολο των γεγονότων. Μέσα σε αυτό το
ιστορικό σχήμα, ο Ιωακείμ δεν λογαριάζει με αριθμό χρόνων, αλλά με
γενιές. Δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ ετών, αλλά μεταξύ γενεών. Η
χρονική διάρκεια αυτών των γενεών δεν είναι πάντα ίδια. Η εσωτερική
συμπάθεια και αντιστοιχία των εποχών σωτηρίας δεν εκφράζεται με την
χρονική διάρκεια, αλλά με τον αριθμό και την σειρά των γενεών.

Ο διαφωτισμός αυτός της εσωτερικής σχέσης των δυο προηγούμενων


εποχών της ιστορίας της σωτηρίας, καθιστά τον Ιωακείμ προφήτη. Από
τον τρόπο λοιπόν που η θεϊκή σωτηριώδης δράση εκδηλώθηκε στις δυο
πρώτες εποχές, τού Πατέρα και του Υιού, μπορεί να αναγνωσθεί, με
βάση την ίδια τυπολογία τής ιστορίας, και ο τρόπος εκδήλωσης της
ερχόμενης τρίτης εποχής. Ακόμα και η περίοδος της χριστιανικής
Εκκλησίας και της Καινής Διαθήκης δεν είναι η τελευταία περίοδος
σωτηρίας τής ιστορίας της ανθρωπότητας. Αποτελεί μάλιστα την
υπόδειξη για την τελευταία περίοδο, την έναρξη της οποίας ο Ιωακείμ
είχε δει στην εποχή του. Η περίοδος της Εκκλησίας και της Καινής
Διαθήκης θα έχει προς την εποχή αυτή την ίδια σχέση που είχε η
εποχή της Παλαιάς Διαθήκης προς την εποχή της Καινής Διαθήκης.
Τα γεγονότα και οι μορφές και τα μυστήρια της Καινής Διαθήκης είναι
ένα προς ένα εκπληρώσεις τών υποσχέσεων τής εποχής της Παλαιάς
Διαθήκης. Ταυτόχρονα όμως, είναι τύποι και υποσχέσεις για την τρίτη
περίοδο, αυτήν του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιωακείμ θεωρούσε πως αυτός
βρισκόταν στην έναρξη αυτής της νέας περιόδου. Από την τυπολογική

34
ερμηνεία των γεγονότων της δεύτερης περιόδου, μπορεί να αναγνωσθεί
προφητικά η πορεία τής ερχόμενης περιόδου σωτηρίας.

Ο Ιωακείμ γίνεται λοιπόν προφήτης με τον εξής τρόπο: εφαρμόζοντας τα


συμπεράσματα από την ερμηνεία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης,
περί εσωτερικής συνάφειας τών δυο πρώτων εποχών σωτηρίας, στην
σχέση τους προς την τρίτη εποχή που έρχεται. Βασιζόμενος στις
ιστορικοτυπολογικές αντιστοιχίες προβλέπει την πορεία τής ερχόμενης
εποχής σωτηρίας. Γίνεται προφήτης με την εφαρμογή των ίδιων
εκείνων αρχών τής ιστορικοτυπολογικής ερμηνείας των Γραφών, που
του είχε φανερωθεί στο πασχαλινό εκείνο όραμα, ως ολοκλήρωση του
διαλογισμού του περί της ιστορίας της σωτηρίας.

Στις επόμενες σελίδες θα ασχοληθούμε με αυτόν τον προφητικό


προκαθορισμό τής ερχόμενης εποχής σωτηρίας του Αγίου Πνεύματος
και με την κατάλληλη μορφή γνώσης και ζωής που αντιστοιχεί σε αυτή
την εποχή. Δηλαδή, θα παρακολουθήσουμε εκείνα τα στοιχεία του
μηνύματος του Ιωακείμ, από τα οποία θα προκύψουν αργότερα οι
επαναστατικές, δημιουργικές ιδέες, που είχαν ως αποτέλεσμα α) την
μεταμόρφωση ολόκληρης της δομής της μεσαιωνικής φεουδαρχικής
εκκλησίας και β) την αντίστοιχη προς την μεταμόρφωση αυτή συνείδηση
συλλογικότητας.

35
3. Η διδασκαλία του Ιωακείμ περί των τριών εποχών

Το σημείο στο οποίο ο Ιωακείμ παρουσιάζει την διδασκαλία του περί


της διαδοχικής πραγμάτωσης τής θεϊκής Τριάδος, που ακολουθεί την
σειρά τών τριών εποχών σωτηρίας, έχει ως εξής (Concordia Novi ac
Veteris Testamenti, lib. V, 84 fol. 112):

«Τα μυστικά τής Αγίας Γραφής μας δείχνουν πως υπάρχουν τρεις
κοσμικές τάξεις (status): η πρώτη, στην οποία ήμαστε κάτω από τον
νόμο, η δεύτερη, στην οποία είμαστε κάτω από την χάρη, και η τρίτη, την
οποία περιμένουμε να έρθει σύντομα. Στην τρίτη αυτή τάξη θα είμαστε
κάτω από μια πιο πλούσια χάρη, γιατί ο Θεός μας έδωσε χάριν αντί
χάριτος, όπως λέει ο Ιωάννης. Δηλαδή μας έδωσε την πίστη για την
αγάπη, και τα δυο στον ίδιο βαθμό.

Η πρώτη κατάσταση έχει ως χαρακτηριστικό την επιστήμη, η δεύτερη


μια εν μέρει τελειωμένη σοφία, η τρίτη το πλήρωμα της γνώσης.

Η πρώτη είναι στην σκλαβιά των δούλων, η δεύτερη στην σκλαβιά των
υιών, η τρίτη στην ελευθερία.

Η πρώτη είναι στον φόβο, η δεύτερη στην πίστη, η τρίτη στην αγάπη.

Η πρώτη είναι η κατάσταση των δούλων, η δεύτερη των ελεύθερων, η


τρίτη των φίλων.

Η πρώτη των αγοριών, η δεύτερη των ανδρών, η τρίτη των γέρων.

36
Η πρώτη βρίσκεται στο φως των αστεριών, η δεύτερη στο φως της
αυγής, η τρίτη στο φως της ημέρας.

Η πρώτη βρίσκεται στον χειμώνα, η δεύτερη στην αρχή της άνοιξης, η


τρίτη στο καλοκαίρι.

Η πρώτη φέρνει πρίμουλα, η δεύτερη τριαντάφυλλα, η τρίτη κρίνα.

Η πρώτη φέρνει χορτάρι, η δεύτερη καλάμια, η τρίτη στάχυα.

Η πρώτη φέρνει νερό, η δεύτερη κρασί, η τρίτη λάδι.

Η πρώτη αναφέρεται στα Septuagesimae (εννέα Κυριακές πριν το


Πάσχα), η δεύτερη στις Quadragesimae (Σαρακοστή), η τρίτη στην
Πεντηκοστή.

Η πρώτη κατάσταση αναφέρεται στον Πατέρα..., η δεύτερη στον Υιό..., η


τρίτη στο Άγιο Πνεύμα».

Το ως άνω κείμενο τού Ιωακείμ, όπου παρουσιάζει την διαδοχή των


τριών εποχών σωτηρίας με μια σειρά εικόνων, είναι ιδιαίτερα κατάλληλο
ως σημείο αναφοράς για να παρακολουθήσουμε την διδασκαλία του περί
Πνεύματος. Οι αναφερθείσες εικόνες δεν παριστάνουν μόνο μια
συμπερίληψη των διαλογισμών του περί της ιστορίας της σωτηρίας,
αλλά στηρίζονται στην τυπολογική του ερμηνεία της Παλαιάς και Καινής
Διαθήκης. Οι εικόνες αυτές βρίσκονται σε όλα του τα ερμηνευτικά έργα.

Όλες αυτές οι εικόνες έχουν ως κοινό στοιχείο το εξής: παρουσιάζουν


την διαδοχή των εποχών σωτηρίας ως μια συνεχή πρόοδο. Το Άγιο
Πνεύμα είναι η δύναμη τής ιστορίας, που ενεργεί και οδηγεί την
πρόοδο της ιστορίας της σωτηρίας. Ο Ιωακείμ είναι ο πρώτος
«θεολόγος της ιστορίας», ο οποίος εισήγαγε την έννοια τής προόδου
στην θεολογία της ιστορίας. Η συχνή χρήση της έννοιας αυτής
στηρίζεται σε μια τυπολογική ερμηνεία τού κατά Λουκάν 2, 52: «Καὶ
᾿Ιησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ
ἀνθρώποις». Σύμφωνα με την τυπολογική μέθοδο ερμηνείας που
εφάρμοσε ο Ιωακείμ, ο Ιησούς δεν αντιπροσωπεύει μόνο την Εκκλησία
τής δεύτερης τάξης – κατάστασης, αλλά είναι ταυτόχρονα και τύπος
της Εκκλησίας του Αγίου Πνεύματος, που είναι το χαρακτηριστικό
της τρίτης εποχής. Η πρόοδος την οποία κάνει το αγόρι Ιησούς,

37
σύμφωνα με το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, δεν πρέπει λοιπόν να
ερμηνευθεί μόνο ως η πρόοδος τής Εκκλησίας τής δεύτερης κατάστασης,
του Υιού, αλλά και ως πρόοδος της τρίτης κατάστασης τού Αγίου
Πνεύματος, όπου η πρόοδος αυτή θα φτάσει στην ύψιστη βαθμίδα της, το
πλήρωμα - plentitudo.

Η πνευματική τάξη –ordo spiritualis– η οποία θα έρθει στην αρχή


της τρίτης τάξης να αντικαταστήσει την εκκλησία των κληρικών της
δεύτερης τάξης, και την οποία (πνευματική τάξη) θα ιδρύσει ο Ηλίας
που θα έρθει πάλι, «θα προοδεύει από μέρα σε μέρα στην προσπάθεια, με
τον ύψιστο ζήλο να αρέσει στον Θεό και να υπηρετήσει τον άνθρωπο με
όλη την δύναμη που έχει». Η «πρόοδος του κόσμου» -profectus mundi-
έχει σκοπό τήν πραγματοποίηση και ωρίμανση μιας τελευταίας, τέλειας
τάξης-κατάστασης, στην οποία θα εμφανιστούν «πνευματικοί άνδρες» (ο
Ιωακείμ βλέπει πως ήδη στην εποχή του, που την θεωρεί μεταβατική
περίοδο, δρουν μυστικά τέτοιοι άνδρες). Η Εκκλησία, κάτω από την
ηγεσία τους δια τής δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, «θα προοδεύσει και
θα γίνει εκλεκτό γένος και πνευματικό βασίλειο». (Στο Tractatus super
quator Evangelia, 111, 7; 154, 26; 31,5;)

Το νέο σε αυτή την διδασκαλία περί των τριών κοσμικών εποχών, είναι
το γεγονός ότι οι εποχές αυτές κατανοούνται ως εποχές τής ιστορίας
της σωτηρίας και ότι ο διαχωρισμός αυτός των εποχών εφαρμόζεται
στην συγκεκριμένη πορεία της κοσμικής ιστορίας. Βάσει των
αριθμητικών και γενεαλογικών του υπολογισμών, που δε θα
παρουσιαστούν εδώ, και που είναι αποτέλεσμα ενός περίπλοκου
συστήματος της βιβλικής συμβολικής των αριθμών, ο Ιωακείμ
συμπεραίνει, πως η εποχή του Αγίου Πνεύματος θα ξεκινήσει το 1260
μετά Χριστόν. Το 1260 προκύπτει ως εξής: 1260 μέρες (χρόνια) διαρκεί
η φυγή της γυναίκας στην έρημο, σύμφωνα με την Αποκάλυψη του
Ιωάννου, 12,6. [Πέραν τού αριθμού των 1260 ετών, ο Ιωακείμ γνωρίζει
και μια περίοδο 1200 χρόνων, που αντιστοιχεί στα 12 χρόνια του νεαρού
Ιησού. Μετά τα 12 Του χρόνια πήγε στην Ιερουσαλήμ (κατά Λουκάν, 2,
42-43). Η εποχή του Ιωακείμ είναι μια μεταβατική περίοδος, από την
παπική στην πνευματική Εκκλησία. Στους αριθμούς 1200 και 1260
αντιστοιχούν 40 και 42 γενιές, με διάρκεια κάθε γενιάς 30 χρόνια].

38
Ο καθορισμός αυτός τής έναρξης τής τρίτης εποχής, έχει σημαντικές
συνέπειες για την θεώρηση από πλευράς τού Ιωακείμ της δικής του
εποχής. Η συνέπεια τής σκέψης αυτής δεν είναι τίποτα λιγότερο από το
συμπέρασμα: η μορφή τής χριστιανικής Εκκλησίας όπως είναι θα
τελειώσει και θα εμφανιστεί μια νέα μορφή της Εκκλησίας, η πνευματική
Εκκλησία, τα επόμενα χρόνια.

Η εποχή του Αγίου Πνεύματος, που ο Ιωακείμ βλέπει να ξεπροβάλλει,


είναι η εποχή μια δημιουργικής αναμόρφωσης τής Εκκλησίας. Η
αναμόρφωση αυτή αφορά σε όλους τούς τομείς τής εκκλησιαστικής
ζωής. Το καθήκον μας είναι παρακολουθήσουμε την δημιουργική αυτή
αναμόρφωση των διαφόρων τομέων. Η αναμόρφωση αυτή δεν αφορά
μόνο στην πνευματική γνώση των Χριστιανών, αλλά και στον θεσμό της
Εκκλησίας, αλλά και στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Και όχι μόνο,
αλλά και στην μορφή της μετάδοσης της θεϊκής αποκάλυψης, που μέχρι
τώρα γινόταν υπό μορφήν Αγίας Γραφής. Αλλά και η μορφή τής ηθικής
της Εκκλησίας θα υποστεί ριζική αναμόρφωση. Σε αυτά φυσικά ανήκει
και η αλλαγή τής κοινωνικής δομής της Εκκλησίας. Μόνο μια συλλογική
θεώρηση όλων αυτών των στοιχείων επιτρέπει την δημιουργία μιας
συλλογικής εικόνας της θεολογίας του Αγίου Πνεύματος και της
ερχόμενης εποχής του Πνεύματος, όπως την συνέλαβε ο Ιωακείμ.

Κατά την παρουσίαση αυτών των πτυχών, πρέπει να έχουμε διαρκώς υπ’
όψιν μας, πως ο Ιωακείμ έβλεπε τον εαυτό του σε μια μεταβατική
περίοδο, στην οποία αναπτυσσόταν το φύτρο τής ερχόμενης εποχής. Στην
εποχή συνέπιπταν οι τελευταίες μέρες τής θεσμικής παπικής Εκκλησίας
και η αρχή τής εποχής τής πνευματικής Εκκλησίας. Στην εποχή αυτή, σε
όλους τους τομείς εμφανίστηκε το φύτρο της ερχόμενης εποχής. Η
θεολογία του Ιωακείμ είναι λοιπόν μια θεολογία της μεταβατικής
περιόδου. Έχουμε τον πειρασμό να πούμε, πως είναι μια τυπική
θεολογία της επανάστασης, πράγμα που θα ίσχυε, εάν η μοντέρνα
έννοια της επανάστασης δεν περιλάμβανε την συνθήκη πως η
επαναστάσεις διενεργούνται από ανθρώπους. Ενώ σύμφωνα με την
διδασκαλία του Ιωακείμ, το Άγιο Πνεύμα προκαλεί την ανανέωση
(Renovatio) ολόκληρης της ιστορίας της σωτηρίας και ολόκληρης της
χριστιανικής Εκκλησίας σε όλους τους τομείς τής ζωής της.

39
4. Η πρόοδος της γνώσης περί σωτηρίας: το φως των άστρων, το φως
της αυγής, το φως της ημέρας

Υπό το πρίσμα αυτής της εικόνας, η ιστορία της σωτηρίας παρουσιάζεται


ως η ιστορία μιας προοδευτικής διαφώτισης τού ανθρώπου, έχοντας την
μορφή τής μετάδοσης γνώσεων περί σωτηρίας, το επίπεδο των
οποίων ανεβαίνει διαρκώς. Το δημιουργικό έργο του Αγίου
Πνεύματος, το οποίο ενεργεί (κινεί) την ιστορία της σωτηρίας, έχει
σκοπό την ανάδυση της Intelligentia spiritualis, η οποία θα αναδυθεί
στην καθαρότερη μορφή της κατά την τρίτη εποχή σωτηρίας, την
εποχή του Αγίου Πνεύματος. Η πρόοδος της γνώσης για την σωτηρία
δεν ταυτίζεται λοιπόν με μια ενδοκόσμια υπερανάπτυξη της
ανθρώπινης διάνοιας. Αντιθέτως, ενεργείται από το υπερβατικό μέσω
ενός προοδευτικού φωτισμού, ο οποίος σε κάθε εποχή χρησιμοποιεί
τα χαρακτηριστικά για την εποχή μέσα. Έτσι, η γνώση της σωτηρίας
στην πρώτη εποχή μεταδίδεται δια του νόμου, ο οποίος γνωστοποιεί
στους ανθρώπους την θετική βούληση τού Θεού. Η δεύτερη εποχή φέρνει
μια ανώτερη γνώση, την οποία μεταδίδει στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο
του Ιησού Χριστού. Αλλά και αυτό το Ευαγγέλιο δεν αποτελεί τον
ύψιστο βαθμό γνώσης της σωτηρίας, καθώς παρουσιάζει τα θεϊκά
μυστήρια (Mysterien) με σύμβολα, εικόνες και μυστήρια της Εκκλησίας
(Sakramente). Μόνο η τρίτη εποχή φέρνει την γνωστοποίηση ολόκληρης
της θεϊκής αλήθειας.

Η Intelligentia spiritualis έχει ένα καθαρά εσωτερικό, πνευματικό


χαρακτήρα. Το πνεύμα μεταδίδει γνώσεις ακόμα και «χωρίς την ακοή
των αυτιών και χωρίς το βλέμμα των ματιών» (Expositio in Apocalipsim,
48c,f). Αυτές οι γνώσεις του πνεύματος είναι μάλιστα τόσο πιο τέλειες,
όσο περισσότερο εκπίπτει το αισθητηριακό βλέμμα και άκουσμα. Έτσι
διαπιστώνουμε πως η Intelligentia spiritualis δεν χρειάζεται την
αισθητηριακή μετάδοση μέσω Γραφής και μυστηρίων. Η πνευματική
θεωρία δεν κατευθύνεται πια στις γήινες εικόνες και σύμβολα, αλλά στα
πράγματα του πνευματικού κόσμου. «Όποιος είναι πνευματικός αυτός
έχει καθαρθεί από μια αόρατη χάρη και με αόρατο τρόπο ενδυναμώνεται
από τα πράγματα των μυστηρίων. Σε αυτόν ανοίγονται οι ουρανοί, και με
καθαρισμένα πια τα μάτια τής διάνοιας, βλέπει το Πνεύμα τής υιοθεσίας
να κατέρχεται και να ησυχάζει πάνω του, και το διαπιστώνει καθώς

40
αναφωνούμε: Αββά ο Πατήρ!» (Tractatus, 153,26). Το Πνεύμα
επομένως ενεργεί στην τρίτη κατάσταση -την κατάσταση του
φωτισμού του πιστού από το πλήρες φως της ημέρας, φως του Αγίου
Πνεύματος- που είναι η καθαρή αρχή της εσωτερικότητας. «Καθώς
το Πνεύμα δεν κατοικεί σε πράγματα χειροποίητα, αλλά στο κάστρο τού
εσωτερικού ανθρώπου, ώστε αυτό, συγκρίνοντας τό πνευματικό με το
πνευματικό, να μπορεί να δείξει στον άνθρωπο την πληρότητα της
αληθείας» (Tractatus, 177,25). Τονίζεται με έμφαση πως πρόκειται για
τον φωτισμό της διάνοιας του ξαναγεννημένου. Ο λόγος: «Το Πνεύμα
όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8), δεν πρέπει να κατανοηθεί πως λέει ότι το
Πνεύμα καταλαμβάνει αυθαίρετα ένα οποιοδήποτε άνθρωπο, αλλά
ότι το Πνεύμα κατευθύνει το πνεύμα του ξαναγεννημένου εκεί όπου
Αυτό θέλει, καθώς «το Πνεύμα που δόθηκε σε αυτούς διερευνά τα
πάντα, ακόμα και τα βάθη του Θεού» (Από το Tractatus, 256,8 και
προς Κορ. 2,10).

Και επειδή αυτή η Intelligentia spiritualis θεωρείται ως η ύψιστη,


τελειωτική μορφή της παγκόσμιας γνώσης της σωτηρίας της τρίτης
εποχής, ανακύπτει ένα πρόβλημα με πραγματικά επαναστατικές
συνέπειες. Συνέπεια αυτής της ιδέας είναι το γεγονός πως η ισχύς της
Αγίας Γραφής και των μυστηρίων περιορίζεται στην δεύτερη εποχή
και στην αντίστοιχη προς αυτήν γνώση της σωτηρίας. Αυτό σημαίνει
πως χάνει (η ισχύς αυτή) την σημασία της στην τρίτη εποχή, καθώς
την αντικαθιστά από την ανώτερη γνώση της Intelligentia spiritualis.

Ο Ιωακείμ εξέφρασε αυτή την επαναστατική σκέψη χωρίς


περιστροφές.

41
5. Αγία Γραφή και Intelligentia spiritualis

Στην εποχή του Πατέρα αντιστοιχεί η Αγία Γραφή της Παλαιάς


Διαθήκης, στην εποχή του Υιού η Αγία Γραφή της Καινής Διαθήκης.
Άραγε θα έχει η εποχή του Αγίου Πνεύματος ανάγκη ενός αγίου
«γράμματος», ενός αγίου βιβλίου; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό
πρέπει να την ψάξουμε στην διδασκαλία τού Ιωακείμ περί Τριάδος. Ο
Ιωακείμ είναι πιστός στην ορθόδοξη, στην ρωμαϊκή Δύση, στήν
διαδεδομένη διδασκαλία περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος
από τον Πατέρα και τον Υιό. Σε σχέση προς τίς τρεις εποχές σωτηρίας,
αυτό σημαίνει: η Intelligentia spiritualis προκύπτει τόσο από την
Παλαιά όσο και από την Καινή Διαθήκη (Tractatus, 21,25ff και
23,6ff). Η Intelligentia spiritualis αποτελεί μια καθαρά πνευματική
γνώση, δηλαδή δεν υπάρχει σε μορφή βιβλίου, αλλά βρίσκεται στην
πνευματική επίγνωση τών μυστηρίων τής ιστορίας τής σωτηρίας,
που παρατίθενται στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Η Intelligentia
spiritualis τής τρίτης εποχής αναιρεί την Παλαιά και Καινή Διαθήκη,
παρουσιάζοντας τό κρυμμένο στα σημεία και τύπους νόημα, στην
πληρότητα τού περιεχομένου τής αλήθειας του. Λέει λοιπόν ο Ιωακείμ
στην ερμηνεία των τριών ουρανών {β’ Κορινθίους, 12,4: ἁρπαγέντα τὸν
τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ [στο 12,2]}: «Στον πρώτο ουρανό (εποχή

42
της Παλαιάς Διαθήκης) διαπαιδαγωγούνται τα αγόρια, στον δεύτερο
(εποχή της Καινής Διαθήκης) διδάσκονται οι νεανίες, στον τρίτο ουρανό
(εποχή της Intelligentia spiritualis) εκστασιάζονται οι φίλοι-inebriatur
amici (Expositio, I, 7c, fol. 132b)». Στην τρίτη αυτή εποχή εκπληρώνεται
η υπόσχεση του Χριστού: «ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς
ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ιω. 16,13).

Στην σειρά λοιπόν των εποχών σωτηρίας, οι κήρυκες τού Ευαγγελίου


βρίσκονται σε ένα ανώτερο επίπεδο σε σύγκριση με τους Ιουδαίους
κήρυκες του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Σε σύγκριση όμως με αυτούς
που κατανοούν το Ευαγγέλιο με τρόπο πνευματικό, οι κήρυκες του
Ευαγγελίου καταλαμβάνουν μια κατώτερη βαθμίδα (Tractatus, 21, 5).
Παρόμοια λέει και σε άλλο σημείο: «Αν και σε αναφορά προς το
παρελθόν η αλήθεια είναι φανερή στους Χριστιανούς, σε αναφορά
προς τα μελλοντικά η πληρότητα της είναι ακόμα κρυμμένη»
(Tractatus 72,2). «Αν και οι πατέρες έγραψαν πολλά για να ερμηνεύσουν
την Καινή Διαθήκη, η πλήρης αποκωδικοποίηση του έχει κρατηθεί για
την τρίτη εποχή» (Concordia lib. III,c9.). «Αν και φαινόταν πως στις
περασμένες εποχές γνωρίζαμε δια της πίστεως και πλησιάζαμε την γνώση
τής αλήθειας, όχι όμως με τρόπο ώστε να μπορούμε να συλλάβουμε την
αλήθεια πλήρως, αλλά μόνο εν μέρει. Γιατί, όπως ήδη έχει ειπωθεί, πάμε
από σαφήνειας προς σαφήνεια, ως από Πνεύματος του Κυρίου»
(Tractatus, 73,28ff).

43
Το γράμμα της Αγίας Γραφής της δεύτερης εποχής σχετίζεται προς την
πνευματική γνώση της τρίτης εποχής όπως το βάπτισμα του ύδατος προς
το βάπτισμα του πυρός. «Όπως το νερό συμβολίζει την διδασκαλία του
γράμματος, έτσι η φωτιά, με την οποία βαπτίζει ο Χριστός συμβολίζει
την γνώση του Πνεύματος» (Tractatus, 119,10). Ο Ιωακείμ μιλά στα
πλαίσια αυτά περί κατάργησης και εξάντλησης του γράμματος της Αγίας
Γραφής. Η φωτιά του Αγίου Πνεύματος, που πέφτει από τον τρίτο
ουρανό θα φέρει την πνευματική γνώση (spiritus intellectus), «που
παραμερίζει και κατατρώει εκείνη την γήινη επιφάνεια του γράμματος,
που είναι από γη και μιλά για την γη. Με τον ερχομό εκείνου που είναι
που είναι τέλειο θα παραμεριστεί ότι είναι ατελές» (Concordia lib. II,
tract. I, c 1.). Η διδασκαλία τού Ευαγγελίου, που μέχρι τώρα την
αντιπροσώπευαν τα γράμματα της Αγίας Γραφής, θα μεταβληθεί, όπως
το νερό που έβαλε πάνω στην αγία τράπεζα ο ιερέας Νεεμίας, και το
οποίο μεταμορφώθηκε εκεί σε φωτιά (Μακκαβαίων Β, 1,20). Στην
αλλαγή των εποχών -mutatio temporum- αντιστοιχεί επομένως μια
αλλαγή στην γνώση περί σωτηρίας, από το γράμμα της Γραφής στην
Intelligentia spiritualis. Ο Ιωακείμ τονίζει όμως, πως η επίτευξη της
τελευταίας βαθμίδας στην εποχή μας, προϋποθέτει τις δυο προηγούμενες
βαθμίδες. «Αν στις καρδιές των πιστών δεν προηγηθεί το μονοσήμαντο
γράμμα, δεν μπορεί να ακολουθήσει η πνευματική γνώση» (Tractatus 49,
15). Ο Ιωακείμ ερμηνεύει το θαύμα της Κανά, την μεταμόρφωση του
ύδατος σε οίνο, ως την «μεταμόρφωση του γράμματος σε πνευματική
γνώση» - commutatio litterae in spiritum (Tractatus, 146,3). Ο Ιωακείμ
συσχετίζει το θαύμα της Κανά με την κατάργηση του βαπτίσματος
του ύδατος από το βάπτισμα του πυρός. «Ο άνθρωπος πρέπει να πλυθεί
πρώτα με την κατώτερη διδασκαλία, που ονομάζεται γράμμα, και μετά
με την ανώτερη, που ονομάζεται γνώση του πνεύματος» (Tractatus, 147,
4ff). Αλλά και στο σημείο αυτό ισχύει καί για την σημερινή εποχή:
«Γιατί ποτέ ή σχεδόν ποτέ, δεν καταλήγει κάποιος στην γνώση του
πνεύματος, παρά δια της διδασκαλίας του γράμματος» (Tractatus, 148,
21ff).

Με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζεται η σχέση της Γραφής προς την


Intelligentia spiritualis στην ερμηνεία του χωρίου τού κατά Ιωάννη 1, 52:
«ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα». Η υπόσχεση αυτή αναφέρεται
στο γεγονός, πως κατά την τρίτη εποχή σωτηρίας, ο πλήρης Πνεύματος
Χριστιανός θα είναι σε θέση «αφού έχει σπρώξει την πόρτα του

44
γράμματος, να δει από μέσα» τον ανοικτό ουρανό της Παλαιάς και
Καινής Διαθήκης, που είναι ακόμα κλειστός για τους ανθρώπους.

Αν στα σημεία αυτά βρίσκουμε εκφράσεις του Ιωακείμ περί της


αναγκαιότητας του γράμματος, ως πρόδρομο στάδιο για την πνευματική
γνώση, βρίσκουμε σε άλλα σημεία πολυάριθμες εκφράσεις, που λένε πως
η αλλαγή τής εποχής θα συνοδευτεί με την απελευθέρωση από την
Γραφή, που θα είναι πια ξεπερασμένη ως μέσο μετάδοσης τού
μηνύματος της σωτηρίας. Ο ίδιος ερμηνεύει με τον τρόπο αυτό
πολυάριθμα χωρία των Ευαγγελίων, όπου γίνεται λόγος περί «ανάβασης,
ανόδου». Στην τυπολογική ερμηνεία των προσώπων της Καινής
Διαθήκης, βάσει της σχέσης που παρουσιάσαμε, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής
ερμηνεύεται ως τύπος του «διδασκάλου τού γράμματος» -magistri
litterae- ο Ιησούς ως τύπος των «πνευματικών διδασκάλων» - doctores
spiritales. «Όσο ο κόσμος πλησιάζει προς το τέλος, όσο πλησιάζει η
εποχή της μετάβασης από την δεύτερη στην τρίτη εποχή, τόσο πιο
απορρίψιμο γίνεται αυτό που συμβόλιζε ο Ιωάννης, και τόσο πιο φωτεινό
και υψηλό φαίνεται αυτό που συμβόλιζε ο Χριστός».

Παρά τον τονισμό της εσωτερικής συνάφειας και της προοδευτικής


συνέχειας, που κυριαρχεί μεταξύ της δεύτερης και τρίτης εποχής, ο
Ιωακείμ επισημαίνει με έμφαση τόν καινοφανή χαρακτήρα τής
Intelligentia spiritualis σε σύγκριση με το γράμμα τής λήγουσας δεύτερης
εποχής. Γιατί η διδασκαλία του Πνεύματος δεν μπορεί να περιγραφεί -
circumscriptibilis- ώστε να μπορεί συμπεριληφθεί σε ένα τόμο όπως η
γραφή των προηγούμενων Διαθηκών. Αντιθέτως, είναι μια αιωνίως
ρέουσα, αστείρευτη, πάντα καινούργια γνώση, για την οποία λέει το κατά
Ιωάννη 4,14: «ὃς δι' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ
διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ
πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», όπως και το Ιω.3,34: «οὐ γὰρ
ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα». Στο σημείο αυτό εμφανίζεται
με την μέγιστη σαφήνεια, απέναντι στο ποσοτικά και ποιοτικά
ολοκληρωμένο, εκείνο το ελεύθερο, απεριόριστο, δημιουργικό
στοιχείο της γνώσης του Πνεύματος. Στην κρίση (αξιολόγηση) τών δυο
εποχών σωτηρίας συναντούνται δυο διαφορετικοί τρόποι θεώρησης, οι
οποίοι αλλάζουν με την αλλαγή εποχής. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το παρόν,
στο οποίο ακόμα ισχύει η εποχή της Καινής Διαθήκης, και η ερχόμενη
εποχή απλώς υποδηλώνεται σε λίγες προφητικές προσωπικότητες, ο

45
Ιωακείμ αισθάνεται υποχρεωμένος να διαπιστώσει, πως το γράμμα της
Γραφής είναι αναγκαίο για να διεισδύσει κανείς στην πνευματική γνώση.
Θεωρώντας όμως την ερχόμενη εποχή, όπου το Πνεύμα θα διδάξει
την πληρότητα της αληθείας, ο Ιωακείμ τολμά να προφητεύσει, πως
το γράμμα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης θα καταργηθεί, και
πως στον χαρισματούχο, στην θέση τής κυριολεκτικής γνώσης θα
ρεύσει η αστείρευτη γνώση τού Πνεύματος από την ίδια την πηγή
της θεϊκής αλήθειας.

46
6. Η πρόοδος εντός των εκκλησιαστικών βαθμών: αγόρια-άνδρες-
γέροι

Είναι σαφής η βαθμίδα ανάπτυξης, με την οποία ο Ιωακείμ περιγράφει


τήν πρόοδο μεταξύ τών διαφόρων επιπέδων τών τριών διαδοχικών
βασιλείων: «Το πρώτο (επίπεδο) είναι αυτό των αγοριών, το δεύτερο
των ανδρών, το τρίτο των γέρων». Αλλά και τα επίπεδα των πιστών
στις τρεις εποχές σωτηρίας έχουν μεταξύ τους την σχέση μιας
προοδευτικής αύξησης. Τα μέλη τής κοινότητας των διαφόρων εποχών
σωτηρίας αυξάνουν σε μια όλο και πιο ώριμη μορφή πνευματικής
γνώσης, σε μια όλο και μεγαλύτερη πληρότητα χάριτος, μέχρι που στο
τέλος, θα χυθεί η πληρότητα της χάριτος στα μέλη της πνευματικής
εκκλησίας. Οι τρεις εποχές της ιστορίας τής σωτηρίας ως διαφορετικές
φάσεις ανάπτυξης τής μιάς και αυτής Εκκλησίας, τα επίπεδα τής οποίας
συνδέονται μεταξύ τους δια της αρχής τής εσωτερικής αύξησης, που πάει
μέχρι τον ύψιστο βαθμό πνευματικής γνώσης. Η σκέψη αυτή επανέρχεται
πολύ συχνά στον Ιωακείμ. Στην πρώτη εποχή, ο Θεός Πατέρας οδηγεί τα
παιδιά με τον νόμο και τα κρατά φρόνιμα με τον φόβο. Στην δεύτερη
φάση, μεταδίδεται από τον Χριστό στην προοδεύουσα κοινότητα μια
βαθύτερη γνώση της θεϊκής χάριτος. Ενώ στην τρίτη φάση, το Άγιο
Πνεύμα αποκαλύπτει την πληρότητα της χάριτος και όλη την αλήθεια
στους ώριμους πια υιούς τής βασιλείας του Θεού. Στο τελευταίο αυτό
επίπεδο αντιστοιχεί το επίπεδο των «γέρων», που ξεπέρασαν όλες τις
προσβολές σαρκικής και πνευματικής φύσεως, και έφτασαν στο επίπεδο
της σοφίας που είναι πλήρης πνεύματος.

Ο Ιωακείμ όμως δεν είναι δέσμιος αυτού του σχήματος. Από μια
άλλη οπτική γωνία αντιστρέφει το σχήμα αυτό, και την εξέλιξη τής
ιστορία της σωτηρίας ως μια διαδικασία προοδευτικής νέωσης.
Παρουσιάζει λοιπόν την αλληλουχία τών εποχών ως εξής: «Στο πρώτο
επίπεδο του κόσμου δόθηκε στους γέρους να έχουν έγγαμους υιούς
της υπόσχεσης. Στη δεύτερη εποχή δόθηκε στους νέους υπό την
αρχηγία του Χριστού, να έχουν υιούς οι οποίοι αναγεννήθηκαν με το
νερό και το Άγιο Πνεύμα, και οι οποίοι είναι κληρικοί. Έτσι στην
Τρίτη εποχή, που θα είναι στο τέλος… θα δοθεί στα αγόρια, και θα
τους δοθεί ήδη από τώρα, να έχουν πνευματικούς υιούς» (Tractatus
91,8).

47
Είναι σημαντικό να έχουμε ενώπιον και αυτή την αντιστροφή τής
διαδικασίας. Αν η πρώτη αλληλουχία δημιουργεί την εντύπωση πως
πρόκειται περί μιας εσωκοσμικής διαδικασίας εξέλιξης, που είναι
ενδογενής στην φύση, η αντιστροφή του σχήματος καθιστά σαφές, πως
πρόκειται περί μιας ενέργειας (δράσης) του Πνεύματος. Η δράση αυτή
του Πνεύματος επεμβαίνει στην φυσική πορεία του κόσμου, την
οποία επέμβαση καθόρισε ο Θεός, βάσει ενός σχεδίου μιας
καθορισμένης οικονομίας της σωτηρίας, και αντίθετα προς τους
νόμους του κόσμου, οδηγεί στην ωριμότητα την βασιλεία τού Θεού
εντός του κόσμου, και μάλιστα δια της προοδευτικής νέωσης της
Εκκλησίας. Στην αρχή, στο βασίλειο του Πατρός, βρίσκονται οι
πατριάρχες, στους οποίους αντιστοιχεί η τάξη του γάμου, ενώ η θεϊκή
οικονομία της σωτηρίας επιτρέπει ακόμα την πολυγαμία. Η δεύτερη
εποχή χαρακτηρίζεται από τους πνευματικούς υιούς, την δυνατότητα
ύπαρξης των οποίων έδωσε ο Χριστός με το βάπτισμα των ανθρώπων.
Στην εποχή αυτή η Ordo coniugalis (τάξη του γάμου) έχει ξεπεραστεί
από την Ordo clericalis, που βρίσκεται πια πιο ψηλά από αυτήν, και η
οποία διαχειρίζεται το μυστήριο του βαπτίσματος. Η τρίτη εποχή
αντιπροσωπεύεται από τα αγόρια. Η πνευματική νέωση έφτασε στο
τέλος της: οι Pueri spirituales, που κατέχουν την πληρότητα του
Αγίου Πνεύματος, τεκνοποιούν με την εντολή (ή πληρεξουσιότητα)
του Πνεύματος πνευματικούς υιούς.

Στα έργα του Ιωακείμ βρίσκουμε πότε την μια και πότε την άλλη πτυχή,
αναλόγως εάν γίνεται λόγος περί εξέλιξης της ιστορίας τής σωτηρίας υπό
το πρίσμα της αύξησης της Εκκλησίας προς ωριμότερες ηλικίες ή υπό
το πρίσμα της θαυμαστής νέωσης της Εκκλησίας με την μορφή μιας
όλο και πιο ισχυρής πνευματοποίησής της και διάκρισής της από την
φυσική τάξη ύπαρξης. Ο χαρακτηρισμός των αγοριών ως μελλοντικών
φορέων της εποχής του Πνεύματος σχετίζεται με την τυπολογική
ερμηνεία της ιστορίας της παιδικής ηλικίας του Ιησού. Ο Puer Ιησούς
ερμηνεύεται τυπολογικά ως υπόδειξη της ερχόμενης τάξης των
πνευματικών αγοριών -pueri spirituales- της τρίτης εποχής, τα οποία
εξασκούν την διδασκαλία που είναι χρισμένη από το Πνεύμα. Στην σοφία
των πνευματικών αγοριών δε θα μπορεί να αντιμιλήσει κανένας εχθρός
(Tractatus, 108,3).

48
Η εναλλαξιμότητα των δυο σχημάτων εξέλιξης, από την νεότητα στο
γήρας και από το γήρας στην νεότητα, βρίσκεται και στην αντίληψη περί
της μεσσιανικής μορφής, η οποία θα εισάγει την τρίτη εποχή, αυτήν του
Αγίου Πνεύματος. Κατά κανόνα η μορφή αυτή θεωρείται ο «senes
Ηλίας», ο γέρος Ηλίας, ως εκπρόσωπος της Ordo spiritualis. Μερικές
φορές όμως, αυτός ο μεσσιανικός senes, περιγράφεται ως ο μεσσιανικός
Puer (βάσει της τυπολογικής ερμηνείας της παιδικής ηλικίας του Ιησού),
γύρω από τον οποίο θα μαζευτούν στην αρχή της τρίτης εποχής οι Pueri
spirituales. Η αντιστρεψιμότητα της πορείας εξέλιξης χαρακτηρίζει
με ιδιαίτερη σαφήνεια την δημιουργική αρχή του Αγίου Πνεύματος,
η οποία αντίθετα προς την φυσική πορεία, που τείνει στην γήρανση
και τον θάνατο, ενεργεί στην ιστορία μια συνεχή ανανέωση.

49
7. Η πρόοδος στα πλαίσια της θρησκευτικής σχέσης εξάρτησης:
σκλαβιά-υιοθεσία-ελευθερία

Μια άλλη αρχή εξέλιξης -στα πλαίσια της σχέσης τού ανθρώπου προς
τον Θεό- προκύπτει από την εξής θεώρηση του Ιωακείμ: ο Ιωακείμ
χαρακτηρίζει την πρώτη κατάσταση, ως κατάσταση τής σκλαβιάς,
των σκλάβων, την δεύτερη ως κατάσταση των υιών, την τρίτη ως
κατάσταση τής ελευθερίας. Η ιδέα αυτή είχε μια ιδιαίτερα
επαναστατική επίδραση, γιατί εδώ η ιστορία τής σωτηρίας
κατανοείται ως διαδικασία πραγματοποίησης τής ελευθερίας τού
Αγιου Πνεύματος. Δεν είναι λοιπόν θαυμαστό πως από αυτή την ιδέα
προέκυψε όχι μόνο μια εκκλησιαστική-επαναστατική, αλλά και μια
κοινωνική-επαναστατική επίδραση. Αλλά και η φιλοσοφία τής
ελευθερίας του γερμανικού ιδεαλισμού στον Hegel και Schelling,
είναι μια άμεση συνέχεια του Ιωακείμ από την Φλόρα.

Σημείο εκκίνησης για τον Ιωακείμ είναι το χωρίο από την β’ προς
Κορινθίους 3,17: «οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία». Ο Ιωακείμ
επικαλείται το χωρίο αυτό σε πολλά σημεία τών γραπτών του. Η
ελευθερία είναι για τον Ιωακείμ το πιο χαρακτηριστικό σημείο της
τρίτης εποχής, της εποχής του Σαββάτου. «Γιατί του Σαββάτου; Γιατί
το Σάββατο είναι η ημέρα της ελευθερίας, και όπου είναι το Πνεύμα του
Κυρίου, εκεί είναι η ελευθερία. Αυτή είναι μια αληθινή ελευθερία, για
την οποία μιλά ο Απόστολος: ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμά ἐστιν· οὗ δὲ τὸ
Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία. 18 ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ
προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα
μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος.
Β Κορ. 3, 17-18». [Τό Πνεύμα Κυρίου δέν είναι τό Αγιο Πνεύμα]

Η πλήρης ελευθερία τού Πνεύματος δεν δόθηκε από την αρχή στον
άνθρωπο από τον Θεό, αλλά είναι το τελευταίο επίπεδο εξέλιξης, στο
τέλος μιας μακράς διαδικασίας της ιστορίας της σωτηρίας. Ο σκοπός
τής ιστορίας τής σωτηρίας είναι να επιφέρει την βασιλεία τής
ελευθερίας, που εμφανίζεται να είναι ο σκοπός μιας προοδευτικής
πραγμάτωσης της θεόδοτης ελευθεριας. Και η ελευθερία δεν είναι το
προϊόν μιας ενδοκοσμικής εξέλιξης, αλλά το δώρο μιας οικονομίας τής
σωτηρίας την οποία ενεργεί ο Θεός, και η οποία διαρκώς επεμβαίνει
δημιουργικά στην ιστορία.

50
Ο Ιωακείμ γνωρίζει κατά κάποιο τρόπο πως οι άνθρωποι δεν είναι σε
θέση, πάντα και αμέσως, να αντέξουν ολόκληρη την ελευθερία του
Αγίου Πνεύματος, πως πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν για την
ελευθερία αυτή σε μια μακρά διαδικασία της ιστορίας. Στην πρώτη
εποχή, του Πατέρα, εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, η ανθρωπότητα
βρίσκεται υπό την διαπαιδαγώγηση του Νόμου, που χειρίζεται τους
ανθρώπους σαν «δούλους του Θεού». Η δεύτερη εποχή, του Υιού, φέρνει
μια μεγαλύτερη ελευθερία, εφόσον οι άνθρωποι υψώνονται δια του
Χριστού σε παιδιά του Θεού, αλλά και στην σχέση αυτή, τα παιδιά
βρίσκονται υπό την άμεση διαπαιδαγώγηση του Πατέρα. Γι’ αυτό και η
δεύτερη φάση είναι η φάση της «σκλαβιάς των υιών». Η τρίτη φάση
τοποθετεί τους υιούς, τους οποίους προετοίμασε ο Χριστός, στο επίπεδο
πλήρους ελευθερίας. Το χωρίο τής προς Γαλάτας, 5,13: «῾Υμεῖς γὰρ ἐπ'
ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί», που δόθηκε ως υπόσχεση στην Εκκλησία
της Καινής Διαθήκης, πραγματοποιείται στην πληρότητά του στην τρίτη
εποχή. Στο πλαίσιο αυτό αναδύεται στον Ιωακείμ η έννοια τής «φιλίας με
τον Θεό». Η φιλία με τον Θεό είναι το τέλος της εξέλιξης της σχέσης
Θεού και ανθρώπου. Τότε οι άνθρωποι είναι κάτι περισσότερο από
παιδιά του Θεού. Είναι η τελευταία, ύψιστη, τελική μορφή της σχέσης
Θεού και ανθρώπου. Μόνο η τρίτη εποχή είναι είναι η εποχή των «φίλων
του Θεού». Για την κατανόηση τού κινήματος των φίλων του Θεού (14ος
αιώνας, κυρίως νότια Γερμανία), είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως η
έννοια «φίλος του Θεού», έχει μια εσχατολογική χροιά. Μόνο στην
εποχή τού Αγίου Πνεύματος θα είναι δυνατόν για τους πιστούς να
υψωθούν στο επίπεδο του φίλου του Θεού, που αντιστοιχεί στην
κατάσταση της ελευθερίας.

Ο Ιωακείμ θεμελιώνει εκτενώς την διαδικασία πραγμάτωσης τής


ελευθερίας, στο έργο του «Expositio». Υπενθυμίζει πως ο Χριστός
αποδέχθηκε την δουλεία, ώστε με την μορφή αυτή να υποστεί κούραση
και εξάντληση. «Το Άγιο Πνεύμα.... δεν έλαβε μορφή δούλου». Και
έτσι, η αγαθότητα του Θεού ενέργησε «ώστε εμείς, ελευθερωμένοι
διά του κόπου του Χριστού, να είμαστε σε θέση να έρθουμε στην
ελευθερία». Η απελευθερωτική αυτή δύναμη τού Αγίου Πνεύματος
σχετίζεται και με την ελευθερία από κάθε μορφή δουλείας, από το
γράμμα αλλά και από την επιβολή τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας, όπως
είναι η κατάσταση κατά την δεύτερη εποχή. χαρακτηριστικό της
δεύτερης εποχής είναι η κυριαρχία των δογμάτων, τα οποία τα μαθαίνει

51
κανείς δια της ανάγνωσης και μελέτης. Οι πνευματικοί άνδρες της τρίτης
κατάστασης θα απελευθερωμένοι από την επιβολή αυτή. «Πιο μακάριος
από αυτόν που μελετά, αυτός που ψάλλει. Θα περάσει ο κόπος της
διδασκαλίας, θα μείνει η ελευθερία της αγάπης» (Expositio, I, ad v. 7,
cap III).

Ως προς το περιεχόμενο, ο Ιωακείμ ορίζει την ελευθερία αυτή ως


ελευθερία της αγάπης, δηλαδή ελευθερία της πλήρους παράδοσης
του εαυτού του ανθρώπου στον Θεό και τον πλησίον. Στην
κατάσταση αυτή, ο άνθρωπος δίνει την ελευθερία του πίσω στον Θεό.
Έχει πια ξεπεραστεί η δυνατότητα να αποφασίσει κανείς να εναντιωθεί
στο Θεό, όπως κάποτε ο σατανάς και υπό την επίδρασή του ο Αδάμ, γιατί
το Άγιο Πνεύμα έχει ξυπνήσει την αγάπη στις καρδιές των ανθρώπων.
Για τον λόγο αυτό η ελευθερία αντιστοιχεί στην κατάσταση της Vita
contemplativa, του θεωρητικού βίου, που χαρακτηρίζει την πνευματική
τάξη της τρίτης εποχής: «Επειδή η ενεργός ζωή είναι εκτεθειμένη στον
κόπο και την δουλεία, η θεωρητική όμως κατέχει την ελευθερία,
μπορούμε τους μεν να τους ονομάσουμε δούλους, τους δε κυρίους. Γιατί
η δουλεία και ο κόπος είναι για τους δούλους, η ελευθερία και η σχόλη
για τους κυρίους» (Tractatus, 40,29). Ο Ιωακείμ θεμελιώνει και αυτήν
την διδασκαλία, περί ελευθερίας, με μια τυπολογική ερμηνεία των
Ευαγγελίων. Ο ίδιος ο Ιησούς «που ήρθε για να δείξει την ελευθερία τού
Πνεύματος και για να ελευθερώσει τους δούλους του Νόμου από την
δουλεία του γράμματος», υπέδειξε, πως δεν πρέπει να δίνουμε σημασία
στο γράμμα, αλλά στην πνευματική γνώση που περιέχει η Γραφή. [Η
Γραφή είναι ο Λόγος Του. Ήρθε νά μάς ελευθερώσει από τόν Λόγο
Του;]. Ο Ίδιος αποτελεί το πρωτότυπο της πλήρους ελευθερίας του
Πνεύματος και την ένδειξη εκείνης τής ερχόμενης εποχής τού
Πνεύματος, κατά την οποία οι πιστοί θα υψωθούν στην κατάσταση της
ελευθερίας (Tractatus, 254, 21).

52
8. Η πρόοδος της ηθικής και κοινωνικής εξέλιξης

Η ιδέα της προοδευτικής εξέλιξης τής ιστορίας της σωτηρίας


εκδηλώνεται με τον πιο έντονο τρόπο στην θεώρηση τής αλληλουχίας
τών ηθικών και κοινωνικών μορφών τών μεμονωμένων εποχών
σωτηρίας. Στο σημείο αυτό εντυπώνεται καθαρά ο ριζοσπαστικός
ασκητικός χαρακτήρας τού τρόπου θεώρησης του Ιωακείμ. Σε αυτόν
ξαναβρίσκουμε την πρωτοχριστιανική ηθική ριζοσπαστικότητα, η οποία
συνδέεται κάθε τόσο στην πορεία της ιστορίας της Εκκλησίας με την
καταπιεσμένη θεολογία του Πνεύματος. Ήδη ο Μοντανισμός ήταν
πεπεισμένος πως η εποχή του Παρακλήτου φέρνει την εποχή της
εκπλήρωσης της ριζοσπαστικότερης απαίτησης αγιασμού. Η εποχή
του Παρακλήτου φέρνει μια μορφή χριστιανικής κοινότητας, στην
οποία θα πραγματοποιηθεί χωρίς συμβιβασμούς η θεμελιώδης
απαίτηση τής πνευματικής ζωής, δηλαδή η απάρνηση όλων, όσα
είναι σαρκικά. Η εποχή του Αγίου Πνεύματος είναι εποχή τής
ολοκληρωτικής εκπλήρωσης τών πνευματικών απαιτήσεων αγιασμού και
τελείωσης.

Αυτό σημαίνει, σε αναφορά προς την ιστορία, πως η ιστορία τής


σωτηρίας πορεύεται ως η εξέλιξη όλο και υψηλότερων και
ριζοσπαστικότερων μορφών πνευματικής ηθικής, μέχρι την τέλεια
αναπαράστασή της στην πνευματική τάξη της τρίτης εποχής. Αλλά
και στο σημείο αυτό, η ηθική και κοινωνική εξέλιξη δεν είναι έκπτυξη
μιας ενδοκόσμιας αρχής. Αντιθέτως πραγματοποιείται δια της
διαρκούς επέμβασης του Πνεύματος στην ιστορία της
ανθρωπότητας, με τέτοιο τρόπο, ώστε το σαρκικό γήινο θέλημα
σπάει και υπερβαίνεται με πάντα νέες, ριζοσπαστικές βαθμίδες της
πνευματικής τάξης. Η ιστορία τής σωτηρίας μεταμορφώνεται λοιπόν
σε ιστορία διαπαιδαγώγησης τής ανθρωπότητας, όπου το Πνεύμα
είναι η δημιουργική, παιδαγωγική αρχή. Η πρώτη εποχή, του Πατέρα,
χαρακτηρίζεται από μια κάποια συγκατάβαση στην σαρκική φύση τού
ανθρώπου. Ναι μεν απαιτείται από τον άνθρωπο η εκπλήρωση τού θεϊκού
ηθικού νόμου, αλλά ο ηθικός αυτός νόμος επιτρέπει μερικές
ελαφρύνσεις, όπως η πολυγαμία. Παρόλα αυτά, ήδη στην εποχή της
Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζονται ως ενδείξεις τής μελλοντικής
τελείωσης τής Vita spiritualis, το ύψιστο πνευματικό ιδανικό σε
προσωπικότητες πρότυπα, όπως ο Προφήτης Ηλίας και ο Ιωάννης ο

53
Βαπτιστής. Αυτοί αντιπροσωπεύουν ήδη από την πρώτη εποχή το
αυστηρότερο ασκητικό ιδανικό αγιότητας. Για τον λόγο αυτό, η
κατάσταση της τρίτης εποχής αρχίζει με την επιστροφή του
Προφήτη Ηλία. Στην τρίτη αυτή εποχή όμως, η ασκητική ζωή του
Προφήτη Ηλία δεν απαντάται μεμονωμένα, αλλά είναι μοντέλο στάσης
ζωής της τάξης των Viri spirituales (πνευματικοί άνδρες), η οποία (τάξη)
θα αντιπροσωπεύει την Εκκλησία κατά την εποχή αυτή.

Μερικά υπονοούμενα του Ιωακείμ μας δίνουν να καταλάβουμε πως


θεωρούσε τον εαυτό του ως τον νέο Ηλία, τον εγκαινιαστή τής εποχής
του Πνεύματος.

54
Η δεύτερη εποχή είναι μια μεταβατική εποχή, εφόσον στην εποχή αυτή,
αφαιρείται από τον ευσεβή η άδεια πολυγαμίας, και από τα μέλη της
Εκκλησίας απαιτείται η μονογαμία. Πέραν από αυτή την νέα, χριστιανική
αντίληψη περί γάμου, αναδεικνύεται ήδη μια πιο ριζοσπαστική μορφή
άσκησης: η Εκκλησία τής δεύτερης εποχής αντιπροσωπεύεται από
κληρικούς που ζουν εν αγαμία. Δίπλα στην τάξη των κληρικών
εμφανίζεται ήδη από την αρχή τής χριστιανικής Εκκλησίας ο μοναχισμός
με τα διάφορα τάγματά του, που μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος τού
τάγματος των Viri spirituales της εποχής του Πνεύματος (Ο Ιωακείμ τιμά
έτσι ιδιαιτέρως τον θεωρητικό μοναχισμό της ελληνικής Εκκλησίας,
αλλά και το τάγμα Cluniazen). Ο άγιος Βενέδικτος είναι πολύ συχνά
πρότυπο του ασκητικού τρόπου ζωής του ριζοσπαστικού αγιασμού. Ο
αγιασμός αυτός εντός της δεύτερης εποχής είναι μια πρόγευση αυτού που
έρχεται, και ο οποίος θα είναι στην εποχή τού Αγίου Πνεύματος το
γενικό μέτρο και κανόνας του θεωρητικού (kontemplativ) τάγματος, που
θα αντιπροσωπεύει την Εκκλησία.

Με την πρόοδο των ασκητικών απαιτήσεων αγιασμού ενεργείται και η


πρόοδος του θεωρητικού βίου. Το χαρακτηριστικό της εποχής του
Πατέρα είναι ο «κόπος» -labor- των πιστών μέσα στον κόσμο. Το
χαρακτηριστικό της δεύτερης εποχής είναι ο «κόπος» των κληρικών, η
πρακτική εργασία στην Βασιλεία του Θεού, μέσα στην Εκκλησία. Τέλος,
το χαρακτηριστικό του τάγματος της τρίτης εποχής, είναι Vita
contemplativa, ο θεωρητικός βίος, η πλήρης δηλαδή αφιέρωση στην
πνευματική γνώση, που ταυτίζεται με την πνευματική θεία λειτουργία,
«την λατρεία του Θεού εν πνεύματι και αληθεία» και την καθαρή
πραγμάτωση της χριστιανικής αγάπης. Η Εκκλησία της εποχής του
Πνεύματος, δηλαδή του τάγματος που αντιπροσωπεύει την Εκκλησία
στην εποχή αυτή, περιγράφεται με κάθε φορά νέους ύμνους και εικόνες
ως η παρθένος Εκκλησία των Viri spirituales, που αφιερώθηκαν στην
καθαρή θεωρία του Θεού. Στην τυπολογική ερμηνεία των τεσσάρων
Ευαγγελίων, ο Ιωακείμ ερμηνεύει την Παρθένο Μαρία ως το
πρωτότυπο της «virginalis ecclesia», η οποία θα γεννήσει το
πνευματικό τάγμα της τρίτης εποχής. Η σύλληψη τού τάγματος αυτού
λαμβάνει χώρα στην μεταβατική περίοδο μεταξύ δεύτερης και τρίτης
εποχής, κατά τον ερχομό τού Ηλία, η γέννηση όμως στην αρχή της τρίτης
εποχής: «Η υπόσχεση τού Προφήτη Δανιήλ, πως θα του δοθεί το
βασίλειο που είναι πάνω από τον ουρανό, αναφέρεται στον λαό εκείνο

55
των αγίων, τον οποίο θα γεννήσει η Εκκλησία της δεύτερης εποχής». Το
τάγμα αυτό των θεωρητικών πνευματικών ανδρών θα πραγματοποιήσει
το ιδανικό του ερημιτικού βίου, που έχει ήδη εμφανιστεί κατά την
δεύτερη εποχή, με μια καθαρή, αδιαπραγμάτευτη μορφή. «Η Μαρία
συμβολίζει την Εκκλησία που δεν γνωρίζει άνδρα, που αναπαύεται στην
σιωπή της ερήμου, όπου δεν υπάρχουν συγγράμματα και δάσκαλοι του
εκκλησιαστικού δικαίου, αλλά η απλότητα της ζωής, η ειλικρίνεια, η
νηφαλιότητα, η αγάπη από καθαρή καρδιά και ανυπόκριτη πίστη». Το
κύριο χαρακτηριστικό αυτής της κοινότητας κατά την τρίτη εποχή
είναι η ειρήνη, την οποία ο Ιωακείμ διαρκώς εγκωμιάζει.

Ο Ιωακείμ ερμηνεύει την «τρίτη ημέρα», κατά την οποία έγινε ο γάμος
στην Κανά, ως την τρίτη εποχή της Εκκλησίας, κατά την οποία θα δοθεί
ειρήνη στην Εκκλησία του Θεού, για να έχει την δυνατότητα «να θεωρεί
την Βασιλεία Του, και να νυμφευθεί αυτόν με τον οποίο ήταν
αρραβωνιασμένη». Ο Ιωακείμ παρουσιάζει την σχέση μεταξύ δεύτερης
και τρίτης εποχής, ως σχέση μεταξύ κοπιώδους εργασίας (labor) και
ειρήνης (pax) ή ησυχίας (quies).

Η ίδια πορεία εξέλιξης μπορεί να παρακολουθηθεί από δυο πλευρές,


φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενες. Βασιζόμενος στην γνώση του περί
ελληνικού και δυτικού μοναχισμού, ο Ιωακείμ προσπαθεί να
παρουσιάσει την βαθμιαία μετάβαση των εποχών ως την βαθμιαία
εξάπλωση του μοναχικού ιδεώδους. Και ενώ η Εκκλησία τής δεύτερης
εποχής είναι μια Ecclesia laboratorium και τής τρίτης εποχής μια Ecclesia
quiescentium, στην δεύτερη εποχή οι δυο αυτές Εκκλησίες, η μια των
κληρικών και άλλη των μοναχών, συμπορεύονται βάσει του νόμου
της προδιαμόρφωσης (Präformation). Κατά την διαδικασία αυτή η
Εκκλησία των μοναχών επεκτείνεται και αυξάνεται δημιουργώντας
διαρκώς νέα τάγματα, από τον Βενέδικτο μέχρι τους Cluniazienser. Και
για τον λόγο αυτό, η Εκκλησία της δεύτερης εποχής υποδεικνύει με
αυξανόμενη ένταση την πληρότητα της τρίτης εποχής.

Από την άλλη όμως, δίπλα στο σχήμα τής βαθμιαίας προόδου
βρίσκεται και το σχήμα της ρήξης και της οξείας αντίθεσης των
εποχών. Η ίδια Εκκλησία, της τρίτης εποχής, που σε σχέση με τα
πρότυπα της δεύτερης εποχής, φαίνεται πως είναι το τελικό αποτέλεσμα
μιας βαθμιαίας εξέλιξης, περιγράφεται από τον Ιωακείμ και ως προϊόν

56
μιας νέας δημιουργίας. Η Εκκλησία αυτή αντικαθιστά την
παρηκμασμένη και εκφυλισμένη Εκκλησία των κληρικών της δεύτερης
εποχής σωτηρίας. Σε πολλά σημεία των γραπτών του, ο Ιωακείμ ασκεί
δριμεία κριτική για τις ζημιές που προκάλεσε η θεσμική Εκκλησία της
δεύτερης εποχής, την οποία περιγράφει βάσει ενός σχήματος παρακμής.
Ενώπιον αυτής της εκφυλισμένης Εκκλησίας εμφανίζεται η ερχόμενη
κατάσταση της θεωρητικής Εκκλησίας ως η νέα Ιερουσαλήμ, που ως
προς την παλιά κατάσταση αποτελεί μια εντελώς νέα δημιουργία.
Το ίδιο εμφανής είναι και η μεγάλη απομάκρυνση της θεωρητικής
πνευματικής ζωής από την σχολαστική θεολογία. Ο Ιωακείμ δεν
υπογραμμίζει μόνο επανειλημμένως, πως η πνευματική γνώση των
Viri spiritualis δεν έχει καμιά σχέση με την Doctrina litteralis της
Εκκλησίας των κληρικών. Έχει μάλιστα και το θάρρος ισχυριστεί πως
η εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό, αναφέρεται στην σχέση του
τάγματος του Πνεύματος της τρίτης εποχής προς την σχολαστική
θεολογία της δεύτερης εποχής. «Αν ο Χριστός έδιωξε πρώτα τους κακούς
δασκάλους από τον ναό, και μετά μάζεψε τους μαθητές Του, ώστε να μην
υπηρετούν τον Θεό με την παλιά ουσία του γράμματος, αλλά να Τον
υπηρετούν με το νέο που φέρνει το Πνεύμα», αυτό το γεγονός πρέπει να
κατανοηθεί «με την πνευματική έννοια» ως η σχέση του τάγματος της
τρίτης εποχής προς αυτό της δεύτερης.

Παρόλα αυτά, τα σχήματα της προόδου και της νέας δημιουργίας δεν
αλληλοαποκλείονται: σε κάθε εποχή γίνεται φανερή η βαθμιαία
παρακμή των υφιστάμενων μορφών γνώσης και κοινωνίας. Η
παρακμή αυτή υπερβαίνεται με την νέα δημιουργία στην αρχή της
επόμενης περιόδου σωτηρίας. Η μορφή όμως κοινωνίας και γνώσης
που προκύπτει από την νέα αυτή δημιουργία, βρίσκεται σε μια σχέση
συνέχειας και διαδοχής προς τις μορφές της προηγούμενης εποχής.
Αποτελεί μάλιστα εκπλήρωση των μορφών της προηγούμενης εποχής.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο, πως ο Ιωακείμ χρησιμοποιεί διαρκώς την
έννοια του Σαββάτου για να χαρακτηρίσει το θεωρητικό τάγμα της τρίτης
εποχής. Συσχετίζει επίσης τυπολογικά όλες τις ευαγγελικές αναφορές
περί Σαββάτου με το ερχόμενο θεωρητικό τάγμα. Το ιδανικό του
θεωρητικού πνευματικού τάγματος, διατηρεί στον Ιωακείμ τον παλιό
χριστιανικό χαρισματικό χαρακτήρα. Αυτό το επιτυγχάνει ο Ιωακείμ,
καθώς θεωρεί πως ο θεμελιώδης χαρακτήρας της στάσης ζωής της
μελλοντικής κοινότητας είναι η χαρά-iubilatio, laetitia. Στο σημείο

57
ακριβώς αυτό φαίνεται η διαφορά σε σύγκριση με μια καθαρά διανοητική
αντίληψη περί της Intelligentia spiritualis. Στην θέση του «κόπου» της
δογματικής θεολογίας, που με έννοιες του σχολαστικισμού προσπαθεί
να αναπαραγάγει την αλήθεια της σωτηρίας που είναι κρυμμένη
στους τύπους και τις εικόνες, εμφανίζεται ο ελεύθερος πανηγυρισμός,
η πνευματική μέθη -ebrietas- εκείνου που βλέπει με την πνευματική
θεωρία την πραγματικότητα του υπερβατικού κόσμου και τα «res
sacramenti». Και έτσι, το «έργο των χειρών» ανήκει στην εποχή του
Πατρός, το «studium lectionis» στην εποχή του Υιού, η «iubilatio»
στην εποχή του Αγίου Πνεύματος, το χαρακτηριστικό της οποίας
είναι η χαρά (gaudium). Στην θέση της Lectio, της μελέτης των βιβλίων,
έρχεται το ψάλσιμο των ψαλμών στην τρίτη εποχή. Το βλέμμα στα
αποκαλυμμένα μυστικά της σωτηρίας εκφράζεται με χαρισματικό
πανηγυρικό τραγούδι (Expositio, fol 171). Αλλά και στην Concordia, η
χαρά θεωρείται το σημαίνον χαρακτηριστικό των υιών του φωτός:
«Μόνο αυτοί βρίσκονται στο φως του Κυρίου, αυτοί που στις καρδιές
τους μένει η πνευματική χαρά...γιατί όπου είναι η πνευματική χαρά, εκεί
είναι και το φως».

Αλλά και σε αυτό το ιδανικό του πνευματικού ανθρώπου της τρίτης


εποχής, διακρίνεται ακόμα το μοντανιστικό ιδανικό του
υπερανθρώπου. Στο προοδευτικό σχήμα της ιστορίας όμως, όπως το
αντιλαμβάνεται ο Ιωακείμ, δεν μπορεί να ενταχθεί η ιδέα της
αποκατάστασης, σύμφωνα με την οποία η αρχή θα αποκατασταθεί στο
τέλος. Δια της διαρκούς επενέργειας του Αγίου Πνεύματος, η
ανθρωπότητα ανυψώνεται διαρκώς σε ανώτερα επίπεδα. Το
τελευταίο επίπεδο, το οποίο επιτυγχάνεται στο πνευματικό τάγμα της
τρίτης εποχής, αποτελεί την μετάβαση από την ανθρώπινη στην
υπερανθρώπινη, αγγελική ζωή. Ο Ιωακείμ είναι λοιπόν σε θέση να
χαρακτηρίσει την πρόοδο των εποχών σωτηρίας, αναφορικά προς τους
διάφορους τύπους πνευματικής ζωής, με την αλληλουχία: πατέρες-υιοί-
αγγελικά πνεύματα (patres-filii-angelici spiritus). Οι πατέρες σημαίνουν
την κατάσταση της Παλαιάς Διαθήκης. Οι υιοί, Χριστιανοί τους οποίος ο
Χριστός ανύψωσε στην κατάσταση υιοθεσίας, σημαίνουν την εποχή της
Καινής Διαθήκης. Οι Angelici spiritus είναι τα μέλη τού θεωρητικού
τάγματος, το οποίο είναι διαμορφωμένο «ως απεικόνιση του Αγίου
Πνεύματος». Εδώ φαίνεται η επίδραση τής παλιάς μοναστικής
παράδοσης, που χαρακτηρίζει την τάξη των μοναχών ως κατάσταση

58
«αγγελικής ζωής»-vita angelica. Με τον τρόπο αυτό εκφράζει τον
υπερανθρώπινο χαρακτήρα του θεωρητικού, χαρισματικού βίου. Ο
χαρισματικός, ο πλήρης πνεύματος, που κατέχει την πνευματική
γνώση και ζει την τέλεια πνευματική ζωή, επεκτείνεται ήδη στο
υπερανθρώπινο, στο ισάγγελο.

Αυτά τα εκφράζει ο Ιωακείμ στην ερμηνεία του κατά Ιωάννη 1,51, όπου
ο Ιησούς υπόσχεται στους μαθητές του πως θα δουν τον ουρανό ανοικτό
και οι άγγελοι θα δουν τον Υιό του ανθρώπου να κατεβαίνει και να
ανεβαίνει. Ο Ιωακείμ συνεχίζει, πως δεν φτάνει οι άγγελοι να κατέβουν
μόνο, αλλά πρέπει και να ανέβουν, γιατί μόνο τότε θα είναι σε θέση «να
ανεβάσουν την αθλιότητά μας στον ουρανό». Αλλά και στα μάτια των
συνανθρώπων τους οι πνευματικοί άνδρες θα φαίνονται σαν
υπεράνθρωποι, καθώς «αν εκείνοι που μπορούν να αντιληφθούν τι είναι
του Θεού, βλέπουν πως οι άνθρωποι, ακούγοντας τον λόγο των
πνευματικών ανδρών, ελευθερώνονται από τα ακάθαρτα έργα των
δαιμόνων, κυρίως από το πνεύμα της λαιμαργίας, και αναγνωρίζουν την
δράση του Αγίου Πνεύματος, τιμούν αυτούς τους ανθρώπους, στους
οποίους κατοικεί το Πνεύμα, και δοξολογούν δυνατά, πως εδώ είναι ο
λόγος. Γιατί άλλο ο λόγος του γράμματος, που είναι κατά κάποιο
τρόπο νεκρός, και άλλο ο λόγος που ζωοποιεί, και σύμφωνα με τον
λόγο του Πέτρου, το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται σε όλους όσοι ακούν
τον λόγο. Όπως άλλο πράγμα ο άνθρωπος και άλλο ο Θεός που
κατοικεί μέσα του». Ο πνευματικός εμφανίζεται λοιπόν ως άνθρωπος,
στον οποίο είναι παρούσα η πληρότητα του πνεύματος, τον οποίο ο
ίδιος ο Θεός έκανε κατοικία του. Η πνευματοποίηση είναι η θέση του
ανθρώπου, το ύψιστο επίπεδο ανύψωσης του στο υπερανθρώπινο, η
δημιουργική μεταμόρφωση του παλαιού ανθρώπου σε νέο, ανώτερο.

59
9. Η αντικατάσταση της Εκκλησίας του Πέτρου από την Εκκλησία
του Ιωάννη

Αναμορφώνοντας την χριστιανική προσδοκία τών εσχάτων,


θεωρώντας πώς η βασιλεία του Αγίου Πνεύματος είναι η τελική
ιστορική μορφή τής χριστιανικής Εκκλησίας, ο Ιωακείμ ταράζει τα
θεμέλια τής ιστορικής και θεολογικής αυτό-θεμελίωσης τής
Εκκλησίας της Ρώμης. Αναταράζει τα θεμέλια, θεωρώντας πως η
θεσμική Εκκλησία, που βασίζεται στο πρωτείο τού Πέτρου,
εντάσσεται στις διαδικασίες εξέλιξης τής ιστορίας της σωτηρίας. Και
έτσι, με προοπτική την ερχόμενη εποχή του Πνεύματος, βλέπει ακόμα
και τον θεσμό της παπικής Εκκλησίας ως ένα παροδικό επίπεδο στην
πορεία της ιστορίας τής σωτηρίας.

Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει η Εκκλησία της Ρώμης, ο πάπας


είναι Vicarius Christi. Η ύπαρξη τής Εκκλησίας, στο οργανωτικό
αλλά και στο δογματικό επίπεδο, εξαρτάται από τον θεσμό τού πάπα.
Στην βάση τής αντίληψης τής Ρώμης περί Εκκλησίας, βρίσκεται η
απαίτηση, πως η διαδοχή τών αντιπροσώπων του Χριστού θα διαρκέσει
όσο υπάρχει ο κόσμος. Μέχρι δηλαδή το τέλος του χρόνου, μέχρι την
Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Στον Ιωακείμ υπάρχουν πολυάριθμα
χωρία, όπου φαίνεται πως αναγνωρίζει την ορθόδοξη διδασκαλία,
πως δηλαδή ισχύει το πρωτείο. Αυτό αναδύεται στις πολυάριθμες
περιγραφές που κάνει, τής σχέσης μεταξύ ελληνικής και ρωμαϊκής
Εκκλησίας. Όσο και αν εκτιμά την ελληνική Εκκλησία, λόγω τής
εξαιρετικής ανάπτυξης την οποία διήγε ο θεωρητικός μοναχισμός στο
εσωτερικό της, άλλο τόσο τής ασκεί κριτική, γιατί δεν αναγνωρίζει το
πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, και με τον τρόπο αυτό αμαρτάνει,
χαλώντας την ενότητα τής Εκκλησίας. Αντικείμενο της πύρινης ελπίδας
του είναι η επαναφορά τής χαμένης ενότητας, η οποία θα επανέλθει
όταν η ελληνική Εκκλησία αναγνωρίσει το πρωτείο του πάπα.

Η μεγάλη αυτή εκτίμηση προς τον θεσμό τής παπικής Εκκλησίας, και η
αναγνώριση τού πρωτείου τού επισκόπου Ρώμης, δεν πρέπει να μας
παραπλανήσουν και να παραβλέψουμε τις επαναστατικές συνέπειες της
θεολογίας του περί Πνεύματος και της διδασκαλίας του περί τριών
εποχών. Αν η Βασιλεία του Αγίου Πνεύματος είναι για τον Ιωακείμ ο
τελικός σκοπός της ιστορίας τής σωτηρίας, αν η Εκκλησία του

60
Πνεύματος ορίζεται ως η μελλοντική, τέλεια μορφή τής πνευματικής
κοινότητας, αυτό σημαίνει πως τίθεται σε αμφιβολία η απαίτηση της
παπικής Εκκλησίας να είναι μέχρι το τέλος του κόσμου η μοναδική
ισχύουσα μορφή και τάξη Εκκλησίας. Στην πορεία τής εξέλιξης τής
ιστορίας τής σωτηρίας προς τον τελικό σκοπό της, ο παπισμός και η
θεσμική Εκκλησία υπόκεινται στον ίδιο νόμο της αντικατάστασης και
μετάλλαξης -mutatio- στον οποίο υπόκεινται και οι άλλες τάξεις κατά
την διάρκεια τής προοδευτικής πραγμάτωσης της θεϊκής Τριάδος. Ο
θεσμός του παπισμού, με την σημερινή του μορφή, περιορίζεται στην
δεύτερη εποχή, αυτή του Υιού. Ο παπισμός είναι μεν η κατάλληλη μορφή
εκκλησιαστικής κοινότητας για την δεύτερη κατάσταση. Με αυτό όμως
δηλώνεται, πως στην τρίτη εποχή δε θα υπάρχει ο παπισμός με την
σημερινή του μορφή.

Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό, πως στον Ιωακείμ το ένα


βρίσκεται δίπλα στο άλλο: από την μια αναγνωρίζει για την δική του
κοσμική εποχή τον θεσμό της παπικής Εκκλησίας και την απαίτηση του
πάπα, η οποία στηρίζεται στην ιδέα της διαδοχής του Πέτρου, να είναι ο
Vicarius Christi. Από την άλλη γνωρίζει, πως στην ερχόμενη εποχή, η
οποία ήδη έχει αρχίσει να αναδύεται, θα μπει στην θέση της παπικής
Εκκλησίας μια ανώτερη τάξη ζωής τής χριστιανικής κοινότητας.

Ο Ιωακείμ λοιπόν, δίνει στην έννοια της διαδοχής ένα εντελώς νέο
περιεχόμενο. Ενώ βάσει της ρωμαϊκής αντίληψης η έννοια της διαδοχής
εφαρμόζεται στους διαδόχους του Πέτρου, οι οποίοι, δια τής διαδοχής
έχουν την πληρεξουσιότητα να διοικούν την ρωμαϊκή Εκκλησία ως
αντιπρόσωποι του Χριστού, ο Ιωακείμ εφαρμόζει την έννοια αυτή στην
διαδοχή των εποχών σωτηρίας. Η κατάσταση της παπικής Εκκλησίας
αντικαθίσταται από μια ανώτερη κατάσταση εκκλησιαστικής κοινότητας,
η οποία θα διαδεχθεί την κατάσταση της Εκκλησίας των κληρικών. Η
διαδικασία αυτή έχει ήδη αρχίσει.

Ο Ιωακείμ παρουσιάζει την βιβλική θεμελίωση της αντίληψης του


αυτής, με την μορφή της τυπολογικής ερμηνείας της Υπαπαντής.
Στην σχέση τού πρεσβύτη Συμεών προς το αγόρι Ιησού, τον οποίο φέρνει
στον ναό, ο Ιωακείμ βλέπει την σχέση τής παπικής Εκκλησίας προς την
πνευματική Εκκλησία τής τρίτης εποχής. «Ο γέρων Συμεών θα πάρει το
αγόρι στα χέρια του, όταν οι διάδοχοι τού Πέτρου, στους οποίους δόθηκε

61
η δικαιοδοσία τής πίστεως και η διάκριση του ιερού από το ανίερο, θα
δουν εκείνο το τάγμα, το οποίο ακολουθεί τα βήματα του Χριστού με την
δύναμη του Πνεύματος, και το αναλάβουν υπό την προστασία τής
αυθεντίας τους, και με τους λόγους της μαρτυρίας τους το αναδείξουν,
αποκαλύπτοντας, πως στο τάγμα αυτό πρέπει να εκπληρωθούν οι
προφητείες, καθώς λέει: “Η Βασιλεία πάνω από τον ουρανό θα δοθεί
στον λαό των αγίων του Υψίστου”». Το νέο τάγμα, το οποίο ακόμα
λαμβάνει την εξουσιοδότηση του από τον παρερχόμενο παπισμό, θα
διαδεχθεί την παπική Εκκλησία και θά την αναιρέσει στην τωρινή μορφή
της - consumare. Η ιδέα τής διαδοχής απεμπλέκεται από τον θεσμό
του ρωμαϊκού παπισμού, και ανυψώνεται σε μια γενική ιστορική
αρχή. Λέει λοιπόν ο Ιωακείμ: «Όταν μια τάξη -ordo- αρχίζει να γίνεται
θεσμός, διατηρεί το ίδιο όνομα, εφόσον εντός της ίδιας μορφής δεν
σταματά η διαδοχή. Αν όμως μερικοί προκύπτουν από αυτήν, και
παίρνουν μια άλλη, καλύτερη μορφή, τότε δεν λέμε πως ανήκουν στην
ίδια τάξη, αλλά σε μια άλλη, που προκύπτει από την πρώτη».

Ο Ιωακείμ γνώριζε τις συνέπειες της διδασκαλίας του, και για τον λόγο
αυτό θέτει το ερώτημα, που θα πρέπει να γεννηθεί στον κάθε υπήκοο της
δεύτερης εποχής, ο οποίος θεωρεί πως βρίσκεται ακόμα υπό την εξουσία
του πάπα: «Θα πρέπει να αισθάνεται πόνο η τάξη εκείνη, η οποία βλέπει
πως από αυτήν θα προκύψει ένας τέτοιος καρπός (όπως η πνευματική
Εκκλησία), για το γεγονός πως η μερική τελείωση θα σταματήσει σε
αυτήν, στο σημείο που θα ξεκινήσει η γενική τελείωση;» Η απάντηση
του Ιωακείμ είναι: «Ποτέ, ποτέ, ποτέ να μην συμβεί στην διαδοχή του
Πέτρου, να λιώσει από φθόνο για την τελείωση τής Ordo spiritualis».
Αυτό σημαίνει: η τελείωση του νέου είναι πιο σημαντική από την
διατήρηση των θεσμών της παλιάς εποχής. Οι θεσμοί της, όταν θα
έχουν λήξει, δεν πρέπει να σταματήσουν την γέννηση της νέας
εποχής.

Ο Ιωακείμ προσπάθησε να διατυπώσει και θετικά την ίδια σκέψη,


ισχυριζόμενος, πως η παπική Εκκλησία έχει μέσα στην βαθύτατη
εσωτερική της ουσία την τάση να γεννήσει από μέσα της την ύψιστη
μορφή εκκλησιαστικής κοινότητας. «Η διαδοχή του Πέτρου επιθυμεί
να βλέπει να εκπληρώνεται αυτό που η ίδια κηρύττει. Και όταν της δοθεί
να δει, αυτό που επιθυμεί-να δει την δωρεά του Αγίου Πνεύματος στον
Χριστιανισμό να επιβεβαιώνεται, όπως το αναμένουμε από τον ερχομό

62
του Ηλία-και όταν θα δει εκείνο το ιερό τάγμα, το οποίο θα γεννήσει η
Εκκλησία του Πνεύματος, θα το αναλάβει στις πάνες της πίστεως και
στην αγάπη της, και θα κηρύξει, πως στο τάγμα αυτό βρίσκεται το
ζείδωρον Πνεύμα, στο οποίο βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου». Η
παπική Εκκλησία τής εποχής που πεθαίνει, «δεν μπορεί να αισθάνεται
πόνο για την διάλυση της», εάν αναγνωρίσει πως θα συνεχίσει να
υπάρχει στην καλύτερη διαδοχή της.

Ο Ιωακείμ δεν μιλά απλώς για μια διάλυση, αλλά για ένα κανονικό
θάνατο της θεσμικής Εκκλησίας της δεύτερης εποχής. Όπως ο Δαυίδ
διαδέχτηκε τον Σαούλ, και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τον Πέτρο, έτσι και
το τάγμα των ερχόμενων Viri spirituales διαδέχεται τους επισκόπους.
Μια τέτοια διαδοχή των καταστάσεων σωτηρίας προϋποθέτει τον θάνατο
της προηγούμενης ομάδας. «Όπως ο Πέτρος πεθαίνει μαρτυρικά, και ο
Ιωάννης ζει για πολλά χρονιά μετά τον θάνατο του, έτσι πεθαίνει και
η παπική Εκκλησία, ιστορικό αρχέτυπο της οποίας είναι ο Πέτρος.
Και η πνευματική Εκκλησία -η Εκκλησία του Ιωάννου- συνεχίζει να
ζει μέχρι το τέλος του κόσμου, και αυτή θα διαδεχθεί τον πάπα της
Ρώμης μέχρι την θάλασσα, και από τον ποταμό μέχρι τα όρια της
γης».

Κατά την τυπολογική ερμηνεία της σχέσης τού Πέτρου προς τον Ιωάννη,
όπως αυτή περιγράφεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ο Ιωακείμ έχει
διαρκώς υπ’ όψιν του την σχέση της παπικής Εκκλησίας προς την
ερχόμενη Εκκλησία του Πνεύματος. Όπως ο Πέτρος και ο Ιωάννης
έζησαν για κάποιο καιρό μαζί, αλλά ο Πέτρος πεθαίνει και ο Ιωάννης
συνεχίζει να ζει, όπως ο Πέτρος και ο Ιωάννης τρέχουν προς το μνήμα
του Αναστημένου Κυρίου, αλλά ο Ιωάννης τρέχει πιο γρήγορα και φτάνει
πρώτος, όπως ο Ιησούς δίνει την εντολή στον Πέτρο «Βόσκε τα αρνία
μου», αλλά μετά επιβεβαιώνει τον Ιωάννη, και λέει στον Πέτρο περί
αυτού: «ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ;» (κατά Ιωάννην
21,22), έτσι η Εκκλησία του και η Εκκλησία του Πνεύματος, θα ζήσουν
μαζί κατά την δεύτερη εποχή, αλλά η Εκκλησία του πάπα θα πεθάνει, η
δε Ιωάννειος Εκκλησία του Πνεύματος θα την διαδεχθεί στην τρίτη
εποχή.

Με τον τρόπο αυτό, ο Ιωακείμ έγινε δημιουργός εκείνης της


προσδοκίας του ιωάννειου Χριστιανισμού, τον οποίο θεωρεί ως την

63
έσχατη και ύψιστη μορφή του Χριστιανισμού στα πλαίσια της
ιστορίας της σωτηρίας. Δημιουργός μιας προσδοκίας, η οποία
επέδειξε μια διαρκή επίδραση, που διείσδυσε μέχρι την θεολογία της
ιστορίας του γερμανικού Ρομαντισμού, και κυριάρχησε στο πνεύμα
των Franz von Baader, Fichte, Hegel και Schelling. Οι επιδράσεις
διαπιστώνονται και στην ρωσική φιλοσοφία της θρησκείας, και
φτάνει μέχρι τον Solowjew και τον Berdjajew.

Με πόσο συγκεκριμένο τρόπο κατανοεί ο Ιωακείμ την ιδέα τής διαδοχής,


φαίνεται ξεκάθαρα από την περιγραφή τού ανταγωνισμού μεταξύ
Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης, την οποία τελειώνει με μια υπόσχεση:
«Είναι κοντά η ώρα, που ο ανταγωνισμός των τόπων θα πάψει, και θα
εγκατασταθεί εν πνεύματι η αιώνια δικαιοσύνη.» Την εποχή εκείνη «οι
άνθρωποι θα σταματήσουν να αγωνίζονται για τους θεσμούς εκείνους,
που δημιουργήθηκαν για την εποχή εκείνη και με κάποια χρονική
διάρκεια, βάσει εκείνης της διδασκαλίας που δόθηκε στους πατέρες, και
που αντιστοιχούσε στην μερική τους γνώση. Για τον λόγο αυτό πίστευαν
πως με την πάροδο του χρόνου, κάποια πράγματα θα αλλάξουν, σύμφωνα
με τον λόγο του Αποστόλου (Α’ Κορ. 13, 9-10): “ἐκ μέρους δὲ
γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· 10 ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον,
τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται.”». Βρισκουμε λοιπόν εκφράσεις που
ασκούν ισχυρή κριτική στην Εκκλησία. Ο Ιωακείμ θεωρεί την κριτική
δικαιολογημένη, εφόσον έχει ως βάση την μελλοντική ανώτερη
κατάσταση της εκκλησιαστικής κοινότητας και πνευματικής γνώσης.
Έτσι λοιπόν, ερμηνεύοντας τυπολογικά την διήγηση περί της θεραπείας
τού πυρετού της πεθεράς του Πέτρου, συμπεραίνει πως η διήγηση
αναφέρεται στην θεραπεία, δια της έκχυσης τού Αγίου Πνεύματος κατά
την τρίτη εποχή, τής Εκκλησίας της Ρώμης από τις πολυάριθμες
ασθένειές της, που μαζεύτηκαν κάτω από την εξουσία του αρχιερέα.

64
10. Η δημιουργική διαλεκτική τής ιστορίας τής σωτηρίας

Η συνολική εικόνα τής θεολογίας τού Πνεύματος τού Ιωακείμ,


δείχνει πως εντός τής διδασκαλίας του περί των τριών εποχών,
αναπτύσσεται μια κανονική διαλεκτική της ιστορίας. Κατ’ αρχήν να
σημειώσουμε, πως το Άγιο Πνεύμα κατανοείται από τον Ιωακείμ ως
η δύναμη που κινεί την ιστορία. Η θεώρηση τής ιστορίας ως ιστορίας
τής σωτηρίας βρίσκεται στο κέντρο τής θεολογίας του. Αυτό έχει ως
συνέπεια, ολόκληρο το σύμπλεγμα της κοσμολογίας, δηλαδή η
χριστιανική κατανόηση τής φύσης και τού σύμπαντος, να έχει σχεδόν
εξολοκλήρου εγκαταλειφθεί στην διδασκαλία του Ιωακείμ. Η εξέλιξη του
σύμπαντος δεν περιλαμβάνεται στην θεώρηση της ιστορίας της
σωτηρίας. Ο Ιωακείμ αποδεικνύεται στο σημείο αυτό μαθητής της
δυτικής θεολογίας, η οποία σε αντίθεση με την ανατολική, δεν
φρόντισε τόσο πολύ την θεολογία της φύσης, την οποία μάλλον
παραμέλησε, όσο την θεολογία της ιστορίας.

Ο Ιωακείμ θεωρεί την ιστορική δράση του Αγίου Πνεύματος από δυο
οπτικές γωνίες: κατά πρώτον υπό την οπτική γωνία τής συνεχούς
εξέλιξης και προόδου, κατά δεύτερον υπό τον οπτική γωνία τής νέας
δημιουργίας. Οι κύριες κατηγορίες τής θεολογίας τής ιστορίας που
ανήκουν στο πρώτο είδος θεώρησης είναι: proficere, ascendere,
progressio, mutatio, processus, successio. Οι κατηγορίες του δεύτερου
είδους θεώρησης είναι: consumatio, renovatio, recreatio, resurrectio. Από
αυτό το σημείο, η ιστορία της σωτηρίας θεωρείται ως μια συνεχής
διαδικασία, που κινείται από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι, σε όλους τους
τομείς της ζωής: της γνώσης, των κοινωνικών μορφών, της ηθικής, των
απαιτήσεων αγιότητας, αλλά της θρησκευτικής σχέσης του ανθρώπου
προς τον Θεό. Ο παράγοντας που καθορίζει την εξέλιξη αυτή, είναι το
γεγονός πως στην αλληλουχία των περιόδων της ιστορίας της
σωτηρίας, τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας πραγματώνονται
βαθμιαία και το κάθε ένα δίνει την προσωπική του σφραγίδα στην
εποχή που τού αντιστοιχεί. Τελικός σκοπός αυτής της εξέλιξης, η
κινητήριος δύναμη της οποίας είναι το Άγιο Πνεύμα, είναι η κατάσταση
του Αγίου Πνεύματος, η οποία χαρακτηρίζεται από την καθαρή
πνευματική γνώση, την δημιουργία ενός πνευματικού τάγματος, και από
την πραγματοποίηση τής ύψιστης μορφής του θεωρητικού βίου
αγιότητας.

65
Η ίδια όμως διαδικασία τής ιστορίας κατανοείται ως διαδικασία η
οποία αποτελείται από νέες δημιουργίες και νέες γεννήσεις. Οι παλιές
τάξεις των προηγουμένων εποχών πεθαίνουν και εξαντλούνται,
αντικαθίστανται και καταναλώνονται -η έννοια Consummatio παίζει ένα
σημαντικό ρόλο, και έχει την ίδια διπλή σημασία όπως και εγελιανή
κατηγορία της ιστορίας την οποία αποκαλεί Aufhebung (αναίρεση)- και
αντικαθίστανται από τις νέες δημιουργίες του Αγίου Πνεύματος.
Αξιοσημείωτο, πως η κατηγορία «conservatio», που είναι πολύ συχνή
στην ορθόδοξη θεολογία τής ιστορίας, δεν παίζει κανένα ρόλο στον
Ιωακείμ. Η σχέση του Θεού, του Αγίου Πνεύματος, προς τον κόσμο, δεν
είναι σχέση συντήρησης -conservatio- του κόσμου πού διαμορφώθηκε με
την πράξη τής δημιουργίας. Αντιθέτως, είναι μια σχέση διαρκούς
δράσης του Αγίου Πνεύματος, η οποία εκφράζεται στις κάθε φορά
νέες δημιουργίες, αναμορφώσεις, ανανεώσεις, αναγεννήσεις. Σε
κανένα σημείο τής μεσαιωνικής ιστορίας της θεολογίας, ο Spiritus
creator δεν κατανοείται με τόσο δυναμικό τρόπο (σε αναφορά προς την
ιστορία), όσο στον Ιωακείμ της Φλόρα.

Οι δυο πτυχές, τής συνεχούς εξέλιξης και της διαρκούς νέας δημιουργίας,
φαίνεται πως αλληλοαποκλείονται. Στην πραγματικότητα όμως το ένα
προϋποθέτει το άλλο με ένα τρόπο διαλεκτικό. Η συσχέτισή τους
αναπαριστά το μυστικό τής ιστορικής ζωής. Κάθε εξέλιξη, κάθε
πρόοδος εκτυλίσσεται ως διαδικασία διαρκούς θανάτου και
ανανέωσης. Ο Ιωακείμ όμως δεν κατανοεί την διαλεκτική αυτή ως
μια εγκόσμια ιστορική διαδικασία. Αυτή η διαδικασία συμβαίνει,
επειδή το Άγιο Πνεύμα επιδρά διαρκώς στον κόσμο σαν ένα
δημιουργικό στοιχείο, και ο κόσμος αντιτίθεται στην επίδραση αυτή.
Όλα τα δημιουργήματα του Αγίου Πνεύματος απειλούνται διαρκώς από
τον κόσμο, δηλαδή από την αμαρτία. Όλες οι τάξεις τής ιστορίας τής
σωτηρίας είναι εκτεθειμένες στον εκφυλισμό δια μέσου του ανθρώπου.
Έτσι, η Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης είναι εκφυλισμένη, αλλά και η
Εκκλησία των κληρικών τής εποχής της Καινής Διαθήκης, είναι
εκτεθειμένη σε μια έντονη παρακμή, την οποία ο Ιωακείμ καυτηριάζει με
τις προφητικές του κλήσεις προς μετάνοια.

Ο Ιωακείμ όμως γνώριζε πως το Άγιο Πνεύμα είναι αυτή η ίδια η


διαλεκτική αρχή. Στην δημιουργική φύση του Αγίου Πνεύματος
ανήκει, τόσο η δημιουργία νέων τάξεων σωτηρίας, όπως και η

66
καταστροφή παλιών, ξεπερασμένων. Μια από τις πιο σημαντικές
προτάσεις, στην οποία ο Ιωακείμ εκφράζει αυτή την διαλεκτική αρχή
εξέλιξης τής ιστορίας της σωτηρίας, είναι η εξής: «Όταν ο
παντοδύναμος Θεός θέλει κάτι να αναιρέσει -consummare- για να
θεμελιώσει κάτι νέο, επιτρέπει να έρθει διωγμός κατά της
Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή αποκαλύπτει τι είναι αυτό το
οποίο θέλει να σταματήσει, και προστατεύει αυτό που θέλει να
αφήσει να συνεχίσει. Και με την ευκαιρία αυτή, φέρνει στο φως το
νέο, το καλό, που ήταν κρυμμένο στο σκοτάδι».

Οι διώξεις κατά του λαού τού Θεού αποτελούν τις ωδίνες της γέννας μιας
νέας κατάστασης (φάσης) της Εκκλησίας. Η «mutatio» (μετάλλαξη) της
ιστορίας της σωτηρίας εκτυλίσσεται σε μια διαδικασία διαρκούς
καταστροφής και νέας δημιουργίας. Κατά την διαδικασία αυτή,
γίνονται φανερές οι αρχές τής ερχόμενης εποχής, μέσα στην νέα
κατάσταση, αρχές οι οποίες είχαν σχηματιστεί στα κρυφά κατά την
προηγούμενη εποχή. Λέει λοιπόν ο Ιωακείμ: «Όταν ο Θεός θέλει να
αλλάξει την κατάσταση της Εκκλησίας μέσω της διαδοχής των εποχών -
per successiones temporum- ώστε να αναιρεθούν η μια μετά την άλλη
βάσει του λόγου της Γραφής, εμφανίζονται κάποια χρόνια προηγουμένως
κεραυνοί και θαύματα, προειδοποιητικές φωνές, βροντές πνευματικών
ανακοινώσεων, εν μέρει για να ξυπνήσουν από τον ύπνο του θανάτου
όλους αυτούς που κοιμούνται και είναι αδρανείς, και εν μέρει για να
καταλάβουν και αυτοί και οι άλλοι, πως ο Κύριος θέλει να δημιουργήσει
κάτι νέο πάνω στη γη».

Στο σημείο αυτό εκφράζεται η μυστηριώδης διαλεκτική συσχέτιση των


εννοιών mutatio, consummatio και renovatio. Η διαλεκτική αυτή της
ιστορίας μπορεί να εκφράζεται με πολύ παράδοξους τρόπους, καθώς η
προφητική ανακοίνωση της ερχόμενης κατάστασης συναντά ισχυρή
αντίσταση από τους φορείς της ισχύουσας κατάστασης. Ο Θεός
περιτυλίγει τα μυστικά του με αντιθέσεις, και το μελλοντικό-νέο
προκαλεί πάντα σκάνδαλο στους φορείς των παρόντων θεσμών. Ο
Ιωακείμ μιλά στο σημείο αυτό έχοντας υπ’ όψιν την δική του εμπειρία,
καθώς το μήνυμα του περί τής ερχόμενης εποχής του Πνεύματος
προκάλεσε την αντίθεση της Εκκλησίας. Τόσο πιο αξιοσημείωτο είναι
λοιπόν το γεγονός, πως ο ίδιος δεν έφερε βαρέως αυτή την αντίθεση,
αλλά την άντεξε με μια κυρίαρχη πνευματική ελευθερία, την οποία

67
εκφράζει με ένα γενικό κανόνα: «Αν και η πνευματική ομιλία -sermo
spiritalis- προκαλεί σε μερικούς σκάνδαλο λόγω του σκοταδιού τους,
αυτό δεν πρέπει να μας απασχολεί, καθώς προκαλεί σκάνδαλο μόνο σε
εκείνους που βρίσκονται μακριά από την χάρη του Αγίου Πνεύματος,
δηλαδή σε εκείνους που δεν καταλαβαίνουν τι είναι του Πνεύματος του
Θεού, γιατί έχουν ένα ζωώδες ένστικτο. Αυτοί όμως που γεννήθηκαν από
το Πνεύμα, αναγνωρίζουν την αλήθεια, γιατί λέει ο Κύριος: Όταν έρθει
το Πνεύμα της αληθείας, θα σας διδάξει όλη την αλήθεια».

Η διαλεκτική αυτή σύνδεση της ιδέας της εξέλιξης με την ιδέα της
νέας δημιουργίας είναι χαρακτηριστική για το έργο του Ιωακείμ.
Στην περιγραφή τής ανάδυσης της τρίτης εποχής συνδέει κατά προτίμηση
έννοιες που χαρακτηρίζουν την δημιουργική δράση του Αγίου
Πνεύματος. Παρουσιάζει λοιπόν την εμφάνιση τού Αγίου Βενέδικτου,
σε μια εποχή της Εκκλησίας των κληρικών, ως πρωτοτύπου της
μελλοντικής Εκκλησίας του Πνεύματος, με τα εξής λόγια: «Αλλά και
σε αυτή την εποχή βλέπετε, πως ο Κύριος δημιουργεί νέο ουρανό και
νέα γη».

Με τον ίδιο τρόπο είναι σε θέση να περιγράψει την αυγή του τρίτου
Σαββάτου και την εμφάνιση του πνευματικού τάγματος της τρίτης
εποχής, ως «την ανοικοδόμηση της νέας Ιερουσαλήμ από νέες πέτρες,
από τους υιούς της νέας περιπλάνησης». «Κατά αυτό το τρίτο Σάββατο
πρέπει να κτιστεί εκ νέου ο ναός του Θεού, και η πόλη πρέπει να
οικοδομηθεί πάλι με νέους λίθους, και μάλιστα από τους υιούς της
μοντέρνας περιπλάνησης, όπως κάποτε ο παλιός ναός και η παλιά πόλη
χτίστηκαν από τους υιούς της περιπλάνησης του Ιούδα στην αρχή του
δεύτερου Σαββάτου». Το Πνεύμα εμφανίζεται εδώ ως η αρχή της
προοδευτικής νέας δημιουργίας, τόσο με την αντικειμενική ιστορική
έννοια, όσο και με την γνωσιολογική έννοια, γιατί ανήκει στην ουσία της
Intelligentia spiritualis, να μην μεταδίδεται μια τελειωμένη, κυριολεκτικά
απτή γνώση. Αντιθέτως, ανοίγεται ένας ανεξάντλητος θησαυρός θεϊκής
σοφίας, από τον οποίο το θεωρόν Πνεύμα μπορεί να αντλεί κάθε φορά
νέες γνώσεις, «μια πηγή ύδατος, που αναβλύζει στην αιώνια ζωή».

Η πιο καθαρή έκφραση του διαλεκτικού τρόπου θεώρησης της ιστορίας


της σωτηρίας φαίνεται κατά την εφαρμογή του σχήματος της γέννησης
και ανάστασης στην διαδοχή των εποχών. Ο Ιωακείμ εφαρμόζει και τα

68
δυο σχήματα στην αλληλουχία των εποχών. Η ερχόμενη κατάσταση
προσλαμβάνεται μέσα στην προηγούμενη δια της δράσης του Αγίου
Πνεύματος, και αυξάνει εκεί στα κρυφά, μέχρι να έρθει στο φως της
ημέρας. Τότε μεγαλώνει με την φροντίδα της γηράσκουσας κατάστασης,
μέχρι να φτάσει στην ώριμη ηλικία και είναι πια σε θέση να αναλάβει
μόνη της την ηγεσία της εποχής της. Και έτσι, ο Ιωακείμ δεν περιέγραψε
μόνο την αντικατάσταση της συναγωγής από την χριστιανική Εκκλησία,
αλλά και την αντικατάσταση της Εκκλησίας των κληρικών από την
ερχόμενη Εκκλησία του Πνεύματος, βάσει του σχήματος σύλληψης και
γέννησης. Την πιο λεπτομερή περιγραφή τέτοιου είδους την παρουσιάζει
στο «Tractatus super quatuor Evangelia», στην τυπολογική ερμηνεία τής
περιγραφής τής γέννησης του Ιωάννη του Βαπτιστή και του Ιησού. Ο
ίδιος προτιμά αυτό το σχήμα καθώς αποφεύγει με αυτό τις επαναστατικές
συνέπειες. Και αυτό διότι αναπαριστά την σχέση της νέας προς την παλιά
κατάσταση ως σχέση του παιδιού προς τους γονείς του, ή του υιού προς
τον πατρικό προστάτη και παιδαγωγό.

Πολύ πιο επαναστατική είναι η εφαρμογή του σχήματος της ανάστασης


στην διαδοχή των εποχών σωτηρίας, γιατί εδώ εμφανίζεται η
προηγούμενη εποχή ως η καταδικασμένη σε θάνατο και διάλυση εποχή,
από την οποία μπορεί να προκύψει μια νέα κατάσταση σωτηρίας, μόνο
μέσω μια δημιουργικής πράξης του Αγίου Πνεύματος, δια της ανάστασης
από τους νεκρούς. Παρόλα αυτά, ο Ιωακείμ δεν απέφυγε την εφαρμογή
του σχήματος αυτού στην ιστορία της Εκκλησίας των κληρικών και την
σχέση της προς την ερχόμενη Εκκλησία του Πνεύματος: «Όπως ο
Χριστός έφτασε στην Ανάσταση με πολύ κόπο και πόνο, έτσι και ο
λαός της χριστιανοσύνης, θα φτάσει στην δόξα της ανάστασης, μετά
από πολλούς πικρούς πόνους, στο τέλος αυτής της έκτης εποχής, τους
οποίους θα υποφέρει...και θα φτάσει στην πληρότητα εκείνη του
Αγίου Πνεύματος, που επιδείχθηκε στους Αποστόλους την ημέρα της
Πεντηκοστής.»

Ο Ιωακείμ λοιπόν, κατανοεί με ένα μοναδικό τρόπο το Άγιο Πνεύμα ως


την δύναμη εκείνη που δρα στην ιστορία της σωτηρίας, η οποία με μια
διαρκή νέα δημιουργία οδηγεί το σωτηριώδες σχέδιο του Θεού προς την
τελείωση του.

69
Μέσω της σύνδεσης της ιδέας της προόδου και εξέλιξης με την
υπόσχεση της άμεσης εκπλήρωσης της ιστορίας της σωτηρίας, ο
Ιωακείμ δημιούργησε το μοντέλο των θρησκευτικών, κοινωνικών,
πολιτικών και φιλοσοφικών ουτοπιών της νεωτερικότητας. Στον
Ιωακείμ, η εικόνα περί της τρίτης εποχής που ο ίδιος δημιούργησε,
καθορίζεται από τις ευαγγελικές απαιτήσεις περί αγιότητας. Αλλά ήδη
στον Ιωακείμ αναφαίνονται στην περιγραφή τής μορφής της κοινότητας
της τρίτης εποχής, ορισμένες ουτοπικές κοινωνικές ιδέες. Οι ιδέες αυτές
προβάλλονται με σαφήνεια στους ριζοσπαστικούς πνευματικούς των
Φραγκισκανών, στον αγώνα τους για την πραγματοποίηση τού
φραγκισκανικού ιδεώδους της πτωχείας. Είναι αξιοσημείωτο πως τα
κοινωνικά-ουτοπικά στοιχεία του Ιωακειμισμού διακρίνονται με
μεγαλύτερη ισχύ στους Hussiten της Βοημίας, αλλά και στις επιδράσεις
του στο γερμανικό έδαφος, και κατά τήν περίοδο της Μεταρρύθμισης.
Για την ύστερη εξέλιξη του Ιωακειμισμού είναι σημαίνων ο
εσχατολογικός χαρακτήρας της θεώρησης της ιστορίας. Η χριστιανική
εσχατολογική προσμονή δεν είναι απλώς έκφραση μιας νοσταλγίας, δεν
είναι απλώς ένα όνειρο των επιθυμητών ερχομένων, των αναμενόμενων
μεταβολών των πραγμάτων στο εγγύς μέλλον. Η κοινωνική ουτοπία
κατανοείται συχνά ως έκφραση ενός τέτοιου ονείρου, ως προβολή
στα σύννεφα της ιδεατής εικόνας των ανθρώπινων επιθυμιών, ως
«ιδεολογία». Αυτό όμως που προσδίδει στην χριστιανική
εσχατολογική προσμονή τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, είναι το
γεγονός, πως θεωρεί την ερχόμενη τελείωση τής ιστορίας της
σωτηρίας ως εκπλήρωση μιας θεϊκής υπόσχεσης. Στο σημείο αυτό η
χριστιανική εσχατολογική προσδοκία ταυτίζεται με την ιουδαϊκή.
Υπάρχει όμως ένα ιδιαίτερο σημείο στο οποίο διαφέρουν. Η ιουδαϊκή
προσδοκία τρέχει πάντα πίσω από την ερχόμενη εκπλήρωση. Για τον
λόγο αυτό, η ιουδαϊκή συνείδηση περί ιστορίας είναι πάντα μια
ανεκπλήρωτη συνείδηση, καθώς ο ερχομός του Μεσσία και της
βασιλείας του κατανοείται ως εκπλήρωση και στόχος της ιστορίας, και η
εκπληρωμένη ιστορία εγκαινιάζεται στο μέλλον με τον ερχομό της
βασιλείας. Η χριστιανική όμως προσδοκία των εσχάτων ζει από την
πίστη πως το ερχόμενο έχει ήδη αρχίσει με τον Χριστό στην ιστορία.
Πως η ενσάρκωση αποτελεί την αρχή της εκπληρωμένης ιστορίας των
εσχάτων. Πως με την ενανθρώπιση του Λόγου έχει σπαρεί ο σπόρος του
μελλοντικού μέσα στην ιστορία και πως το ερχόμενο είναι ήδη παρόν

70
στην ιστορία και πως μέσω του πόνου, του αγώνα και της καταδίωξης,
διαμέσου μάλιστα του θανάτου, πορεύεται μέσα στην ιστορία προς την
ακράτητη νίκη.

Ακριβώς αυτή η σκέψη, πως το νέο, το ερχόμενο εργάζεται ήδη μυστικά


και πρόκειται να γεννηθεί μέσα στην πληρότητα του, δίνει στην
ιωακειμιστική θεώρηση της ιστορίας την επαναστατική ορμή της. Ο
Ιωακείμ δεν αισθάνεται μόνο προφήτης, αλλά και πρόδρομος της
ερχόμενης εποχής. Αλλά και η ίδρυση του τάγματός του σκοπό έχει να
βοηθήσει στην πραγματοποίηση του Ordo spiritualis των εσχάτων. Ο
Ιωακείμ δεν ήταν ένας συνειδητοποιημένος επαναστάτης. Δεν ήταν καν
διατεθειμένος να αναγνωρίσει τις επαναστατικές συνέπειες της θεολογίας
του περί Πνεύματος, πόσω μάλλον να τις εγκρίνει. Παρά ταύτα, η
θεολογία του Ιωακείμ περί Πνεύματος ωθεί τον προφήτη, με μια
εσωτερική λογική, να συμβάλλει ο ίδιος ενεργά στην υπέρβαση της
παρούσας εποχής και στην πρόκληση της υποσχεθείσας ερχόμενης
εποχής. Ακριβώς αυτή η εγγύτητα, η αμεσότητα της ευρισκόμενης στα
πρόθυρα ερχόμενης εποχής της εκπλήρωσης, καθιστά από μόνη της
αναγκαίο, να απαιτηθεί από την παρούσα εποχή εσωτερική ετοιμότητα
για την ερχόμενη μεταβολή. Να απαιτηθεί μάλιστα να κάνει η ίδια η
εποχή την μεταβολή, και με τον τρόπο αυτό να φέρει το ερχόμενο. Το
Άγιο Πνεύμα γίνεται στο σημείο αυτό ένας ενεργός ζυμωτής της
αναμόρφωσης ολόκληρης της ζωής και κοινωνίας.

Από εδώ γίνεται κατανοητό, πως μέσα στην ιστορία του


Χριστιανισμού, τα μεταρρυθμιστικά και επαναστατικά κινήματα,
μπορούσαν να στηρίζονται στην θεολογία περί Αγίου Πνεύματος.
Αυτός είναι και ο λόγος, που στην ιστορία του χριστιανικού δόγματος, η
διδασκαλία περί Αγίου Πνεύματος έχει υποστεί παραμέληση και
μαρασμό. Το στοιχείο της προοδευτικής νέας δημιουργίας, που βρίσκεται
στην βάση της χριστιανικής αντίληψης για το Άγιο Πνεύμα, και που
περιλαμβάνει την καταστροφή των παλιών και ξεπερασμένων μορφών,
μπορεί εύκολα να στραφεί και εναντίον των εκκλησιαστικών θεσμών.
Για τον λόγο αυτό, η θεολογία περί Αγίου Πνεύματος δεν εκφράστηκε
τόσο στους θεολογικούς ορισμούς, όσο στους μεγάλους ύμνους εκείνων
των Χριστιανών, που ένιωσαν τις ωδίνες του Αγίου Πνεύματος.

71
Και έτσι, ας βάλουμε στο τέλος-όπως και στην αρχή-ένα μεσαιωνικό
ύμνο για το Άγιο Πνεύμα. Σε αυτόν, όπως και στον ύμνο του Rhabnus
Maurus, φαίνεται η παγκόσμια ιστορική (αναφερόμενη στην ιστορία της
σωτηρίας) συσχέτιση μεταξύ της δράσης του Αγίου Πνεύματος στην
δημιουργία και της ιστορίας της σωτηρίας:

Περί του Αγίου Πνεύματος

Υψηλή λάβρα, σε κάθε ώρα


Ζωοδότα όλου του κόσμου,
Ζήσε το στον βυθό της θάλασσας,
Στόχευσε το στον περίγυρο της γης,
Αιώρησε το κάτω από την ουράνια σκηνή.
Δύναμη και ώθηση και κίνηση.
Ζωτική κίνηση κάθε ζωής,
Επιθυμία δημιουργίας και γλυκιά ησυχία,
Άγιο Πνεύμα, μόνο εσύ είσαι.

Πνεύμα δημιουργό, για να μας χαροποιήσεις,


Επταπλασίως με τα χαρίσματα,
Έλα, να ανανεώσεις την γη,
Να σκορπίσεις ευτυχία και ειρήνη,
Πλούσιε παράκλητε, έλα γρήγορα!
Ω χαρά των καλών πνευμάτων,
Αλλά και του απορριφθέντος διδάσκαλε,
Τον οποίο στη βαθύτατη κόλαση
Νίκησε η δύναμη σου.

Πάνω από τα ύδατα κυρίευε,


Αιωρούμενο το Πνεύμα εκείνο του Θεού,
Αυτό, που όταν διαμόρφωσε τον κόσμο,

72
Στο βασίλειο των σοφών το εξέπτυξε,
Που εκεί λέγεται δύναμη και αρετή.
Και όταν εκείνος εξεπτύχθει,
Τον οποίο πρώτο αυτό εμψύχησε,
Ήταν η σωτηρία της νέας ζωής του
Και συγχώρησης πάροχος.

Στον κοσμικό κύκλο διέταξες να αντηχήσει


Ο λόγος του Αγίου Ευαγγελίου,
Ξύπνησε νέες δυνάμεις όλων,
Που είχαν πέσει στον θάνατο,
Και τους χάρισες πλούσια διαμονή.
Μας δημιούργησες δυνατή καρδιά,
Έδωσες στον άνθρωπο ασπίδα και όπλα,
Για να κατατροπώσει το πνεύμα της νύχτας
Και νικηφόρος να είναι δι' εσού, Πνεύμα δυνάμεως.

Προς εσένα, εσύ πηγή της χάριτος,


Ώθησε μας στην ψυχή ορμή:
Δυνάμωσε το, το φως των αρετών,
Πλύνε τους ενόχους με το κύμα
Της χάριτος σου.
Χάρισε το Πνεύμα του μεγάλου ελέους,
Καθοδήγησε τα μονοπάτια των κοσμοκρατόρων
Δώσε στην αγία κοινότητα,
Την ορμή της ειρήνης και της ομόνοιας.

73
Ο ύμνος αυτός ακούγεται σε πολλά σημεία σαν μια συμπερίληψη της
διδασκαλίας του Ιωακείμ περί Πνεύματος. Εδώ αποκαλύπτεται για μια
ακόμη φορά η εσωτερική συνάφεια μεταξύ δημιουργίας και σωτηρίας.
Το Άγιο Πνεύμα ως «motor omnis creature», είναι ταυτόχρονα ο
κινητήρας της δημιουργίας και της ιστορίας της σωτηρίας. Η πρώτη
στροφή ακούγεται σχεδόν σαν μια χριστιανική-πνευματική επανερμηνεία
της παλιάς διδασκαλίας των στωϊκών περί κοσμικής φωτιάς ως
στοιχείου της κοσμικής ψυχής, που διαποτίζει όλα τα άλλα στοιχεία του
σύμπαντος, τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα. Η φωτιά αυτή, θα
μετατρέψει τα πάντα σε φωτιά, ανάβοντας μια κοσμική πυρκαγιά όταν
έρθει το τέλος του κόσμου. Η διαφορά στο ποίημα είναι, πως στην θέση
της πύρινης κοσμικής ψυχής μπαίνει το Άγιο Πνεύμα, που ως
δημιουργικό στοιχείο διαποτίζει το σύμπαν και την ιστορία της
ανθρωπότητας. Ο Ιωακείμ όμως δεν ασχολείται με την κοσμική πτυχή
του πράγματος. Και έτσι τονίζεται πολύ περισσότερο η πτυχή της
ιστορίας της σωτηρίας. Το Άγιο Πνεύμα ως «motor omnis creature»
ενεργεί στην ιστορία της ανθρωπότητας με τρόπο διαλεκτικό:
καταστρέφει και δημιουργεί, κινεί και δίνει ησυχία, σκοτώνει και
ζωογονεί, είναι πόλεμος και ειρήνη, υποταγή και συμφιλίωση, οξύτητα
και απαλότητα, τρόμος και χαρά, ανάθεμα και έλεος, κρίση και
παρηγοριά. Αυτή η θεολογία του Πνεύματος δεν μπορεί να περιοριστεί
σε μια συγκεκριμένη μορφή έκφρασης του Πνεύματος: ο λόγος του
Ευαγγελίου είναι μόνο μια από τις εμφανίσεις Του, όπως η εμφάνιση
(γνωστοποίηση) στον λόγο της δημιουργίας, στην πολλαπλότητα των
δωρεών της χάριτος, στην εσωτερική φωτιά της έμπνευσης. Κατά την
έκπτυξη του Αγίου Πνεύματος αναδύεται ένα εξαιρετικά σημαντικό
χαρακτηριστικό: πριν εμφανιστεί στις πολλαπλές μορφές των
χαρισμάτων, διαποτίζει ενεργά το σύμπαν. Πριν ανυψώσει την ιστορία σε
ιστορία της σωτηρίας, δίνει παλμό στην φύση. Πριν προβληθεί στην
ιστορία της σωτηρίας ως δημιουργός του νέου, ως ο νικητής του θανάτου
και ως ανανεωτής της ζωής, αποκαλύπτεται στο σύμπαν ως δημιουργός.
Πριν κινηθεί στα πνεύματα των σοφών, αιωρείται πάνω από τα ύδατα.
Πριν απευθυνθεί με τον λόγο του Ευαγγελίου στον κόσμο, μιλά δια των
προφητών της παλιάς ανθρωπότητας. Όλα όμως στοχεύουν στην γέννηση
της κοινότητας, στην οποία ο κόσμος θα βρίσκεται στην τάξη του Αγίου
Πνεύματος. Εκείνης της κοινότητας που έχει ως χαρακτηριστικό το «pax,
quies, gaudium» (ειρήνη, ησυχία, χαρά). Στην θεολογία αυτή περί Αγίου

74
Πνεύματος βρίσκεται ένα πυρακτωμένο μεταρρυθμιστικό στοιχείο:
γνωρίζει πως η ανανεωτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να
στραφεί και εναντίον υφιστάμενων τάξεων (οργανώσεων), που
εναντιώνονται στην πραγμάτωση του. Δεν πρέπει μάλιστα να διστάσει
ούτε μπροστά στους θεσμούς εκείνους που κάποτε ιδρύθηκαν εν ονόματι
του Θεού, ο χρόνος των οποίων τελείωσε και πρέπει να κάνουν τόπο για
τις νέες δημιουργίες του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιωακείμ λοιπόν, έγινε ο
πατέρας των μεταρρυθμιστών. Στα μάτια όμως των δυνάμεων που
απειλούνται από τους μεταρρυθμιστές αυτούς, είναι ο αιρετικός.

ΤΕΛΟΣ

75

You might also like