Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 12

Μπαρόκ – Ροκοκό

Μπαρόκ
Το πρώτο μισό του 17ου αι. ήταν μια εποχή ταρασσόμενη από πολεμικές
συγκρούσεις, με κυριότερες τον καταστροφικό Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648)
στην ηπειρωτική Ευρώπη και τον Εμφύλιο Πόλεμο (1642-1649) στην Αγγλία που
οδήγησε στην ανατροπή της μοναρχίας. Την περίοδο αυτή σημειώθηκε μεγάλη
ακμή της Ολλανδίας, που, μετά την ανεξαρτητοποίησή της από την Ισπανία (1581),
αναδείχτηκε σε μεγάλη εμπορική και ναυτική δύναμη. Την εποχή αυτή
σημειώθηκαν πολύ σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Στην Ολλανδία και στην Αγγλία
τέθηκαν οι βάσεις της συνταγματικής διακυβέρνησης. Λόγω της ταχείας ανάπτυξης
του εμπορίου και της αστικής τάξης στις χώρες αυτές συντελέστηκε η μετάβαση από
το φεουδαρχικό καθεστώς στη συνταγματική διακυβέρνηση χωρίς το ενδιάμεσο
στάδιο της απόλυτης μοναρχίας, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στα περισσότερα
κράτη, όμως, της υπόλοιπης Ευρώπης, μετά τη λήξη του Τριακονταετούς Πολέμου
άρχισε να εδραιώνεται η απόλυτη μοναρχία. Την εποχή αυτή οι συνθήκες ευνόησαν
την ανάπτυξη της απόλυτης μοναρχίας, διότι θεωρήθηκε ότι διασφάλιζε τάξη και
ηρεμία, απαραίτητους παράγοντες για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των οικονομικών
δραστηριοτήτων του διεθνούς εμπορίου. Γι' αυτό και υποστηρίχτηκε από την αστική
τάξη.

Με τον όρο Μπαρόκ (Baroque) αναφερόμαστε στην ιστορική περίοδο 1600-1750


που ακολούθησε την Αναγέννηση (ειδικότερα το Μανιερισμό) και στο συγκεκριμένο
καλλιτεχνικό ύφος που διαμορφώθηκε την περίοδο αυτή. Ο όρος μπαρόκ
προέρχεται πιθανότατα από την πορτογαλική λέξη barocco, που σημαίνει το
ακανόνιστο μαργαριτάρι και ως επίθετο δηλώνει γενικά την έννοια του ασυνήθιστου
ή παράδοξου.
Το ύφος του Μπαρόκ αποτέλεσε ένα νέο τρόπο έκφρασης που γεννήθηκε στη Ρώμη,
απ' όπου εξαπλώθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηρίστηκε από ένα
έντονο δραματικό και συναισθηματικό στοιχείο, ενώ εφαρμόστηκε κυρίως στην
αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη μουσική, αλλά συναντάται παράλληλα και στη
λογοτεχνία και τη ζωγραφική.

1
Σκοπός του μπαρόκ είναι πρωτίστως να εντυπωσιάσει καθώς και να εξυψώσει τον
άνθρωπο μέσα από τα πάθη και τα συναισθήματά του. Στο μπαρόκ ύφος, σε
συμφωνία με το φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, υπάρχουν έντονα τα στοιχεία του
ορθολογισμού χωρίς όμως να αποκλείονται και οι συμβολισμοί.
Η επιτυχία του Μπαρόκ οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στη στήριξη της
Καθολικής εκκλησίας, η οποία χρησιμοποίησε την τεχνοτροπία του και το δραματικό
του ύφος για την αναπαράσταση πολλών θρησκευτικών θεμάτων που προκαλούσαν
τη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Επιπλέον, η αριστοκρατία της εποχής και
η βασιλική εξουσία ευνοήθηκε από το επιβλητικό ύφος του μπαρόκ για την
κατασκευή ανάλογων κτηρίων ή παλατιών που ενίσχυαν το κύρος της. Σε χώρες με
έντονη παρουσία του προτεσταντικού κινήματος, όπως η Ολλανδία ή η Αγγλία, το
μπαρόκ δεν κατάφερε να επικρατήσει. Η Καθολική Εκκλησία χρησιμοποίησε και την
τέχνη για να πλήξει τη Μεταρρύθμιση. Η θρησκευτική τέχνη όφειλε να τονίζει το
μεγαλείο της Εκκλησίας και να προσελκύει τους ανθρώπους κοντά της. Έτσι, οι
ζωγράφοι και οι γλύπτες προτρέπονταν να απεικονίζουν θαύματα, σκηνές έξαρσης ή
μαρτυρίου, οράματα και αποθεώσεις, όπου τονιζόταν σε υπερβολικό βαθμό η
έκφραση των συναισθημάτων.

Η τέχνη του Μπαρόκ χρησιμοποιήθηκε και από βασιλείς της εποχής, όπως το
Λουδοβίκο ΙΔ' της Γαλλίας, ως έκφραση της απόλυτης μοναρχίας. Στις
προτεσταντικές χώρες, η θρησκεία δεν χρησιμοποιούσε την τέχνη ως μέσο
προπαγάνδας, με αποτέλεσμα την άνθηση μιας τέχνης κοσμικής, έκφραση της
αστικής τάξης, που προτιμούσε θέματα όπως πορτραίτα, τοπία, ηθογραφικές
σκηνές και νεκρές φύσεις. Η τέχνη αυτή άνθησε ιδιαίτερα στην Ολλανδία λόγω της
απουσίας και της Καθολικής Εκκλησίας και του θεσμού της βασιλείας.

Σε αντίθεση με το αναγεννησιακό ύφος που βασίστηκε κυρίως στη λογική, το ύφος


του μπαρόκ απευθύνεται περισσότερο στο συναίσθημα. Παράλληλα χαρακτηρίζεται
σχεδόν σε όλες τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις του από ένα αίσθημα δέους και
μεγαλείου καθώς και μια υπερβολή στη διακόσμηση και την πολυτέλεια που
αναδεικνύουν ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος.

2
Τα κυριότερα μέσα που χρησιμοποίησε στις εικαστικές τέχνες είναι οι καμπύλες
γραμμές, οι πολύπλοκοι διαπλεκόμενοι όγκοι, η αυστηρή ιεράρχηση των χώρων, η
συστροφική και φαινομενική αχαλίνωτη κίνηση (συνήθως είναι ανοδική), κρατώντας
το βλέμμα συνεχώς απασχολημένο, δίνοντας την ψευδαίσθηση της θέασης από μια
ασυνήθιστη οπτική γωνία, από χαμηλά προς τα πάνω, η εκμετάλλευση του φωτός
και η δημιουργία έντονων αντιθέσεων είτε με τη μορφή εσοχών στην αρχιτεκτονική
είτε μέσω έντονων φωτοσκιάσεων στη ζωγραφική. Η εκμετάλλευση του φωτός και η
δημιουργία έντονων φωτοσκιάσεων στα βαθουλά μέρη των γλυπτών ή σε βαθιές
εσοχές στην αρχιτεκτονική, αλλά και η εκμετάλλευση του φυσικού φωτός που
χύνεται από τεχνηέντως κρυμμένα ανοίγματα στα κτήρια, δημιουργεί μια νέα
μορφή φωτισμού και σκίασης.

Το μπαρόκ ύφος δεν επηρέασε μόνο τις εικαστικές τέχνες αλλά επηρέασε σε μέγιστο
βαθμό και τη μουσική. Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της Μπαρόκ μουσικής
περιλαμβάνουν την ανάπτυξη του λυρικού θεάτρου, του μουσικού είδους της
όπερας και του ορατόριου. Επίσης, αρκετά μουσικά όργανα εξελίχτηκαν ενώ άλλα
εγκαταλείφθηκαν.
Σημαντικοί συνθέτες της μπαρόκ μουσικής θεωρούνται οι:
Αντόνιο Βιβάλντι (1678-1741)
Γκεόργκ Φρήντριχ Χέντελ (1685-1759)
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750): ο θάνατός του σηματοδοτεί και το τέλος της
μπαρόκ περιόδου

Αρχιτεκτονική
Ανάμεσα στους σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής αναφέρονται οι:
Carlo Maderno (1556-1629)
Gian Lorenzo Bernini (1598-1680)
Francesco Borromini (1599-1667)
Gabriele Valvassori (1683-1761)
Bernardo Vittone (1707-1770)
Με επίκεντρο την Ιταλία, ο ρυθμός μπαρόκ εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη
καθώς και στη Λατινική Αμερική, κυρίως μέσω των Ιησουιτών. Οι ναοί, τα δημόσια ή

3
ιδιωτικά κτήρια, οι εσωτερικοί διάκοσμοι αλλά και οι δημόσιοι χώροι εν γένει,
αποπνέουν την αίσθηση του εξωπραγματικού, πέρα από τις ανθρώπινες διαστάσεις
και κατ' επέκταση την παντοδυναμία του θεϊκού αλλά και της εκκλησιαστικής
(παπικής) εξουσίας. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική δανείζεται το αισθητικό λεξιλόγιο της
αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και το χρησιμοποιεί με έναν τρόπο πιο θεατρικό,
πιο ρητορικό και πιο επιδεικτικό, εκφράζοντας το θρίαμβο της απολυταρχικής
εξουσίας και της εκκλησίας. Νέες αρχιτεκτονικές αντιλήψεις για το χρώμα, το φως
και τη σκιά χαρακτηρίζουν το μπαρόκ. Σε γενικές γραμμές η μπαρόκ αρχιτεκτονική
χαρακτηρίζεται από την άφθονη και υπερβολική χρήση των υλικών, παιχνιδιών
σκιάς και φωτός, καθώς και χρώματος.
Τυπικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ αρχιτεκτονικής:
 δραματική χρήση του φωτισμού με έντονες αντιθέσεις
 υπερβολική χρήση διακοσμητικών στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και
μεμονωμένων γλυπτών στο εξωτερικό
 μεγάλης κλίμακας διακοσμητικές αναπαραστάσεις στις οροφές των κτηρίων
 έντονη σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τη ζωγραφική
 χρήση τεχνικών οπτικής "απάτης" (trompe l'oeil)

Η αρχιτεκτονική μπαρόκ χαρακτηρίζεται από αφθονία. Με την τεχνική πρόοδο και


τις προόδους στη στατική, οι νάρθηκες στις εκκλησίες γίνονται μεγαλύτεροι, σε
κάποιες περιπτώσεις αποκτούν σχήμα στρογγυλό. Οι αρχιτέκτονες δεν διστάζουν να
στραφούν προς την υπερβολική διακόσμηση, ιδιαίτερα στην Ισπανία.
Πολλαπλασιάζεται η χρήση πολύχρωμων μαρμάρων και του στόκου. Οι
τοιχογραφίες στις οροφές φέρουν ένα άγγιγμα χρώματος. Πολύ συχνά αυτές
"ανοίγουν" κατά κάποιο τρόπο το χώρο, φέροντας ως σχέδιο τον ουρανό, και
δίνοντας την εντύπωση ελευθερίας, απεραντοσύνης και μεγαλείου. Η χρήση φωτός
και σκιάς γίνεται πλέον το κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων. Τα παράθυρα και τα
ανοίγματα μεγαλώνουν, αφήνοντας το φως να χυθεί άπλετα μέσα στους χώρους,
δημιουργώντας εκρηκτικές αντιθέσεις με τα σκούρα σημεία των εσωτερικών χώρων.

4
Θεατρικότητα
Το σχέδιο των πρώτων εκκλησιών μπαρόκ παραμένει "σοφό" και διατηρεί το σχήμα
της κλασικής βασιλικής. Αυτό που κάνει τις εκκλησίες "μπαρόκ" είναι το γεγονός
πως η πρόσοψή τους αντιμετωπίζεται ως ένα προσκήνιο αρχαίου θεάτρου, με
κίονες, κόγχες και κοιλώματα γεμάτα γλυπτά κτλ. Ποτέ πριν -και πολύ σπάνια μετά-
δεν είχαν κατασκευαστεί βωμοί εκκλησιών όπως ακριβώς μία θεατρική σκηνή,
περιστοιχισμένη από κίονες, αγγέλους και αγίους, οι οποίοι είναι σαν σε θεατρική
παράσταση. Βιβλικές σκηνές πάνω σε ένα κρεμασμένο πανί στην πίσω σκηνή, ο
εκάστοτε προστάτης-άγιος της εκκλησίας σμιλευμένος στο προσκήνιο: τα πάντα
θυμίζουν έντονα θεατρική σκηνή. Το βασικό αρχιτεκτονικό μπαρόκ σχήμα προβλέπει
την ύπαρξη ενός κεντρικού και κυρίαρχου οικοδομήματος στο οποίο προστίθενται
δύο πλάγιες πτέρυγες και παράλληλα εμπλουτίζεται από ένα χαμηλότερο προεξέχον
κτίσμα. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική συνδέεται ουσιαστικά με μία βαθύτερη αλλαγή
στην αντίληψη γύρω από το ρόλο των δημόσιων κτηρίων. Η νέα μπαρόκ
αρχιτεκτονική έκανε την εμφάνισή της στην Ιταλία και οι ιστορικοί προσδιορίζουν ως
αφετηρία της το έργο του Κάρλο Μαντέρνο στη Ρώμη και ειδικότερα στους ναούς
της Αγίας Σουζάνας και του Αγίου Πέτρου. Ο δυναμικός ρυθμός των κιόνων, η
κεντρική και περίπλοκη πρόσοψη, τα αγάλματα που είναι τοποθετημένα στις κόγχες
και τις εσοχές θυμίζοντας έντονα αρχαίο θέατρο.
Πρόδρομοί της μπορούν να θεωρηθούν επίσης τα τελευταία αρχιτεκτονικά έργα του
Μιχαήλ Άγγελου, όπως για παράδειγμα η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό
με τις κολοσσιαίες διαστάσεις της. Στην εποχή του Μπαρόκ συμπληρώνεται η
εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη με μία πρόσοψη, έργο του Κάρλο Μαντέρνο
(1606) και μία κιονοστοιχία, έργο του Τζιανλορέντζο Μπερνίνι (1657), που
αποτελείται από δύο βραχίονες, οι οποίοι περικλείουν την ωοειδή πλατεία,
συμβολίζοντας τα χέρια της Εκκλησίας που αγκαλιάζουν πιστούς και άπιστους. Ο
Μπερνίνι , γλύπτης, αρχιτέκτονας, ζωγράφος και ποιητής, υπήρξε ο σπουδαιότερος
καλλιτέχνης της Αντιμεταρρύθμισης και αυτός που διαμόρφωσε τη μπαρόκ
φυσιογνωμία της Ρώμης με τις εκκλησίες, τις πλατείες, τα συντριβάνια και τις
κρήνες που σχεδίασε. Το εντυπωσιακό Μπαρόκ ύφος, παράλληλα με τη
διακοσμητική ζωγραφική στις οροφές και τη γλυπτική με τα συμπλέγματά της,
βρίσκει στην αρχιτεκτονική το πιο σημαντικό ίσως μέσο έκφρασής του. Η

5
μεταχείριση του κτηριακού όγκου και των επιφανειών είναι τέτοια ώστε τα
οικοδομήματα, εξωτερικά και εσωτερικά να μοιάζουν με τεράστια έργα γλυπτικής.

Ο Ιταλός Φραντσέσκο Μπορομίνι (1599-1667) χρησιμοποιεί έξοχα τα εκφραστικά


μέσα του στυλ: την καμπύλη τόσο στις κατόψεις όσο και στις εξωτερικές ή και
εσωτερικές όψεις σε μια καλαίσθητη ρυθμική εναλλαγή της κυρτής και κοίλης
επιφάνειας στους τοίχους, την εκμετάλλευση του φωτός και τη δημιουργία
κινητικότητας στους κατά τα άλλα στατικούς τοίχους, στα γείσα, στις στοές, στους
φανόπυργους, στους τρούλους, τη διακόσμηση με ανάγλυφες ή ολόγλυφες
παραστάσεις στο εσωτερικό και στην πρόσοψη των κτηρίων.

Την κοσμική αρχιτεκτονική της εποχής επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το ανάκτορο των
Βερσαλλιών, κτισμένο σε σχέδια των Λουί Λε Βω (1612-1670) και Ζυλ Αρντουέν -
Μανσάρ (1646-1708). Το ανάκτορο αυτό, σύμβολο της απόλυτης μοναρχίας του
Λουδοβίκου ΙΔ' στη Γαλλία, έχει ως κεντρικό πυρήνα ένα παλαιότερο βασιλικό
κυνηγετικό περίπτερο. Το κεντρικό κτήριο έχει το σχήμα «Π», ενώ δεξιά και αριστερά
του απλώνονται δύο πτέρυγες. Το ανάκτορο περιλαμβάνει βασιλικά διαμερίσματα,
αίθουσες συνεδριάσεων, παρεκκλήσιο και όπερα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή, και
αντιπροσωπευτική του ρυθμού μπαρόκ, είναι η «Αίθουσα των Κατόπτρων», ο ένας
τοίχος της οποίας καλύπτεται με καθρέφτες, ενώ στον άλλο ανοίγονται παράθυρα
που βλέπουν στην εξωτερική αυλή· η αίθουσα διακοσμείται με τοιχογραφίες που
εξιστορούν τις νίκες του βασιλιά. Το ανάκτορο των Βερσαλλιών περιβάλλεται από
ένα θαυμάσιο πάρκο, σχεδιασμένο από τον Αντρέ Λε Νοτρ (1613-1700) -την εποχή
αυτή αναπτύσσεται και η αρχιτεκτονική κήπων- και γειτονεύει με μία μικρή πόλη
που σχεδιάστηκε για τους υπαλλήλους και το προσωπικό των ανακτόρων, σύμφωνα
με τις νέες πολεοδομικές αντιλήψεις της εποχής.

Η ιταλική Αναγέννηση είχε αρχίσει ήδη να επανεξετάζει τον ουρμπανισμό, την


αστυφιλία δηλαδή, αλλά όλα αυτά στα στενά περιθώρια της μεσαιωνικής πόλης. Το
Μεσαίωνα οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν σε μικρά χωριά, στο ύπαιθρο, ενώ οι
πόλεις ήταν λίγες και μικρές. Μόλις με τη δύση των μεσαιωνικών χρόνων η πόλη
αποκτά περισσότερη σημασία και δύναμη. Το μπαρόκ αντιθέτως, ανοίγει την πόλη.

6
Οραματίζεται την πόλη ως κέντρο όλων των εξουσιών. Για τις πόλεις του 17ου αιώνα,
το κτήριο εκλαμβάνεται ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος και όχι ως ένα απλό
ανεξάρτητο οικοδομικό σύνολο. Κατά συνέπεια, οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι
μεταξύ των κτισμάτων οφείλουν επίσης να σχεδιαστούν επιμελώς. Διαμορφώθηκαν
έτσι δύο νέοι τύποι πλατείας, η κυκλική και η τετραγωνική. Επιπλέον οι δρόμοι
οργανώνονται πιο διεξοδικά και συχνά αποτελούν επίσης αντικείμενα διακόσμησης.
Οι πύλες της πόλης προσλαμβάνουν τη μορφή μόνιμων αψίδων θριάμβου (π.χ. οι
πύλες του Σεν Ντενί και του Σεν Μαρτέν στο Παρίσι, η πύλη ντι Πεϊρού στο
Μονπελιέ), οι κρήνες καθίστανται μνημεία (π.χ. η φοντάνα ντι Τρέβι στη Ρώμη), οι
πλατείες εξισορροπούν το χώρο για τη θέαση των όψεων των μεγάρων και των
ναών, οι περίπατοι οργανώνονται στη θέση των οχυρώσεων και οι γέφυρες
προβάλλονται ως εξώστες στους ποταμούς· τέλος, τα θέατρα, σημείο συνάντησης
της πολεοδομίας του πρόσκαιρου εξωραϊσμού και της νέας πολεοδομίας του
ελευθέρου χρόνου, ανεγείρονται στις δημόσιες πλατείες (Νάπολι).

Γλυπτική
Από τους γλύπτες μεγαλύτερος είναι αναμφίβολα ο Ιταλός Τζιανλορέντζο Μπερνίνι
(1598-1680). Στο γλυπτικό του έργο που περιλαμβάνει γλυπτά και συμπλέγματα σε
εκκλησίες, μέγαρα, όπως επίσης και συμπλέγματα σε κρήνες, είναι ολοφάνερη η
αχαλίνωτη φαντασία και δεξιότητα του καλλιτέχνη στο να συνθέτει και να αποδίδει
στιγμιαίες κινήσεις, την αίσθηση της σάρκας και της υφής των πραγμάτων. Πολύ
χαρακτηριστική είναι βέβαια και η πολύπλοκη βαθιά πτυχολογία που δημιουργεί
ένα πολυδαίδαλο παιγνίδισμα από κινήσεις, φώτα και σκιές, όπως και η
εκμετάλλευση κρυμμένων πηγών φωτός σε εσωτερικά κτηρίων για το φωτισμό των
συμπλεγμάτων του. Φως, μάρμαρο, μέταλλο, κονίαμα, χρώμα, μετουσιώνονται από
τον Μπερνίνι σε οράματα, όπως στο περίφημο έργο του «Η Έκσταση της Αγίας
Τερέζας» στη Σάντα Μαρία ντελλα Βιτόρια στη Ρώμη.

Ζωγραφική
Την εποχή του Μπαρόκ εμφανίζονται πολλοί μεγάλοι ζωγράφοι στις ευρωπαϊκές
χώρες. Στην Ιταλία, ξεχωρίζουν ο Καραβάτζιο (1571 - 1610) και ο Αννιμπάλε
Καράτσι (1560 - 1609), που επηρέασαν καθοριστικά τη διαμόρφωση της

7
τεχνοτροπίας του Μπαρόκ. Στυλιστική καινοτομία του Καραβάτζιο αποτελεί ο
πρωτότυπος χειρισμός της φωτοσκίασης με ισχυρές αντιθέσεις μεταξύ της σκιάς και
του φωτός, που πέφτει πλαγίως από μια αθέατη πηγή και φωτίζει μόνο τα σημεία
εκείνα που έχουν σχέση με την κατανόηση του θέματος. Άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες
του Μπαρόκ είναι ο Πιέτρο ντα Κορτόνα (1596-1669), ζωγράφος και γλύπτης και ο
ζωγράφος Ανδρέα Πότσο (1642-1709).

Η ζωγραφική χαρακτηρίζεται από τη βαριά και εξεζητημένη διακόσμηση, αλλά και


την πληθωρική χρήση των διαφόρων μέσων έκφρασης, παράλληλα με τον
επιβλητικό και πομπώδη χαρακτήρα, αποτελώντας κλασικό παράδειγμα
χρησιμοποίησης της τέχνης για σκοπούς προπαγάνδας. Τα θέματα στις νότιες
επαρχίες είχαν επιρροές από τη θρησκεία, τη μυθολογία και τις προσωπογραφίες
και για τις δημιουργίες τους ενδιαφέρονταν κυρίως οι ευγενείς και η εκκλησία.
Αντίθετα, στις βόρειες επαρχίες τα θέματά τους στρέφονταν σε προσωπογραφίες,
ηθογραφίες, τοπιογραφίες, εσωτερικά σπιτιών και επεισόδια από την καθημερινή
ζωή. Έξω από την Ιταλία, το Μπαρόκ βρίσκει απήχηση στο Φλαμανδό ζωγράφο
Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (1577-1640), τους περίφημους Ολλανδούς Ρέμπραντ Βαν
Ρυν (1606-1669), Γιαν Βερμέερ , Φρανς Χαλς και τον Ισπανό Ντιέγκο Βελάσκεθ
(1599-1660).

8
Ροκοκό
Ο 18ος αι. χαρακτηρίζεται από τις διαμάχες των μεγάλων δυνάμεων της εποχής με
κύριο στόχο την κυριαρχία στο χώρο του παγκόσμιου εμπορίου. Οι δύο κυριότεροι
αντίπαλοι είναι η Αγγλία και η Γαλλία. Εξ αυτών, η πρώτη εξελίσσεται στη
μεγαλύτερη ναυτική και εμπορική δύναμη της εποχής, ενώ η ισχύς της δεύτερης
μειώνεται. Το διεθνές εμπόριο αναπτύσσεται αλματωδώς, η παραγωγή αυξάνεται
και βελτιώνεται η οργάνωση του εμπορίου και των μεταφορών. Οι δε πρόοδοι της
τεχνολογίας οδηγούν στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης στα τέλη του 18ου
αι., που θα ξεκινήσει από την Αγγλία, για να εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες της
Ευρώπης τον επόμενο αιώνα. Η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας
συντελεί στην αύξηση του πληθυσμού των πόλεων. Και γενικότερα, όμως,
παρατηρείται μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση, λόγω της βελτίωσης των συνθηκών
ζωής και της προόδου της ιατρικής. Οι ευγενείς εξακολουθούν να έχουν πολλές
εξουσίες, ενώ παράλληλα αυξάνεται και ισχυροποιείται η αστική τάξη, η οποία ζητά
να παίξει σπουδαιότερο ρόλο. Βεβαίως, η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού
παραμένει αγροτική, ενώ αρχίζει να κάνει δειλά την εμφάνισή της στα τέλη του
αιώνα και η εργατική τάξη. Το ύφος του ροκοκό εμφανίστηκε στη Γαλλία περίπου το
1710 και διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη - κυρίως στη Γερμανία, την Ιταλία και
την Αυστρία - κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Η καθιέρωσή του
συνέπεσε χρονικά με την βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ΄ καθώς και με μία
γενικευμένη αντίδραση στο αυστηρό ύφος της μπαρόκ αισθητικής. Το τέλος του
ροκοκό τοποθετείται περίπου στη δεκαετία του 1760 όταν σταδιακά αντικαθίσταται
ως κυρίαρχη καλλιτεχνική τάση από το ρεύμα του νεοκλασικισμού.

Το ροκοκό βρίσκει την έκφρασή του κυρίως στις διακοσμητικές τέχνες, μικρά
αγαλματάκια (πορσελάνες), στην επιπλοποιία, στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων.
Χαρακτηρίζεται από τη χρησιμοποίηση απαλών χρωμάτων και κομψών καμπυλών,
με στόχο τη δημιουργία μιας αίσθησης κομψότητας, χάρης και ευθυμίας. Σε
αντίθεση με το μπαρόκ το ροκοκό δεν έχει ως σκοπό να εντυπωσιάσει με
μεγαλοπρέπεια και αίσθηση απεραντοσύνης, αλλά είναι πιο "ζεστό", πιο
εκλεπτυσμένο και πιο ανάλαφρο. Παρόλα αυτά από το μπαρόκ δανείστηκε τις
πολύπλοκες μορφές ενώ ενσωμάτωσε στη γενική ιδέα του και πολλά ανατολίτικα

9
στοιχεία. Τα ανάλαφρα σχέδια και θέματα ήταν πιο ευπαρουσίαστα σε μικρότερη
κλίμακα από ό,τι η επιβλητική μπαρόκ αρχιτεκτονική. Μεταλλικά αντικείμενα,
πορσελάνινα είδη, και ειδικά τα έπιπλα, γνώρισαν μια ιδιαίτερη απήχηση καθώς η
υψηλή κοινωνική τάξη της Γαλλίας διακοσμούσε τα σπίτια της σύμφωνα με το νέο
ρυθμό. Για μικρές πλαστικές φιγούρες από γύψο, πορσελάνη και πηλό το
πολύχρωμο ροκοκό δεν ταίριαζε. Ήταν στο ξύλο, το σίδερο και στο μέταλλο που
παρήγαγε αξιόλογα έργα. Πολλοί Παριζιάνοι επιπλοποιοί έγιναν πλούσιοι
κατασκευάζοντας έπιπλα προς βασιλική χρήση. Οι πιο γνωστοί από αυτούς ήταν οι
Φρανσουά Οέμπεν, Αντουάν Γκοντρό και Μπερναρντ φαν Ριζενμπεργκ. Το ροκοκό,
στον τομέα της διακοσμητικής και της αρχιτεκτονικής ήταν αποκλειστικά και μόνο
θέμα των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων και δεν άγγιζε καθόλου τις κατώτερες
κοινωνικές τάξεις. Η διάδοση του Ροκοκό στη διακοσμητική διευκολύνθηκε από τη
μεγάλη κυκλοφορία των χαρακτικών έργων με διάφορα κοσμήματα, που εκδίδονταν
στις κυριότερες ευρωπαϊκές πόλεις και ενέπνεαν τους τεχνίτες όλων των χωρών.
Πολύ γνωστά ήταν τα χαρακτικά του Ζυστέν Ωρέλ Μεσσονιέ (1695-1750). Αυτό
έδωσε ενότητα στη διακοσμητική και στις σχετικές αντιλήψεις, αλλά ταυτόχρονα
δημιούργησε και ένα χάσμα μεταξύ αρχιτεκτονικής και στολισμού, αφού συχνά το
κόσμημα απλώς τοποθετείται επάνω σε έναν οποιοδήποτε τοίχο χωρίς να έχει
οργανική σχέση μαζί του.

Αρχιτεκτονική
Στην αρχιτεκτονική εξακολουθούν να επικρατούν οι τύποι που καθιερώθηκαν το 17ο
αι., αλλά τα νέα κτήρια δεν έχουν ούτε το μέγεθος ούτε τον όγκο των κτηρίων του
Μπαρόκ ούτε επιδιώκουν να προκαλέσουν δέος. Το ενδιαφέρον της αρχιτεκτονικής
επικεντρώνεται κυρίως στο ιδιωτικό μέγαρο και στο εσωτερικό του, όπου
συντελείται αξιοσημείωτη μεταβολή στην εσωτερική διαρρύθμιση των χώρων με
στόχο την αρμονία, την άνεση και τη φωτεινότητα των χώρων. Τα δωμάτια γίνονται
μικρότερα, κατασκευάζονται «κρυφά» δευτερεύοντα δωμάτια και κλίμακες από
όπου μπορεί να μετακινηθεί κανείς χωρίς να γίνει αντιληπτός. Χαρακτηριστική είναι
η διακόσμηση των δύο Ωοειδών σαλονιών του μεγάρου του Σουμπίζ στη Γαλλία,
.
στην οποία κυριαρχεί η καμπύλη γραμμή είναι έργο του Γάλλου αρχιτέκτονα Ζερμέν

10
Μποφράν (1667 - 1754), του πιο καινοτόμου αρχιτέκτονα της εποχής. Βαρύτητα
δίνεται στο αστικό σπίτι, μικρό σε διαστάσεις διακοσμημένο εσωτερικά με
καθρέφτες, τζάκια, ανάγλυφες διακοσμήσεις ροκοκό με επιχρυσώσεις και
προτίμηση στα άσπρα χρώματα, με έπιπλα σε αυτό το στιλ. Το ροκοκό σταδιακά
διαδίδεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αναπτύσσεται ιδιαίτερα στη
Βαυαρία, την Αυστρία αλλά και την Ιταλία.

Στην αρχιτεκτονική, το Ροκοκό προτιμά από την κίνηση των όγκων και των μαζών τη
λεπτή κίνηση των γραμμών. Οι λείες επιφάνειες ζωντανεύουν με λεπτά ανάγλυφα
χωρίσματα, που πλαισιώνουν συχνά πίνακες ή καθρέπτες. Η σημασία που δίνει το
Ροκοκό στο καθαρό φως και όχι στις φωτοσκιάσεις, οδηγεί στην προτίμηση για τους
λεπτούς αλλά φωτεινούς τόνους παστέλ, για τα γυαλιστερά υλικά, εκτός από τα
μέταλλα και τις πολύτιμες πέτρες, για λάκκες, καθρέπτες και μετάξια, που
αντανακλούν το φως.

Στην Αυστρία και στη Γερμανία, αν και σε πολλούς πύργους επικρατεί ακόμα το
επιβλητικό Μπαρόκ, στα εσωτερικά επιζητείται το Ροκοκό. Ένα ιδιόμορφο Ροκοκό
αναπτύχθηκε στη Βαυαρία από τον Φρανσουά ντε Κυβιλλιέ (1695-1768). Στη
Βαυαρία, επικράτησε μια γλυπτική και μια θρησκευτική αρχιτεκτονική Ροκοκό.
Χαρακτηριστικές εκκλησίες Ροκοκό είναι του Σταινχάουζεν και του Βίς, έργα του
Ντομίνικους Τσίμμερμανν (1685-1766).

Γλυπτική
Στη γλυπτική, σημαντική είναι η εμφάνιση της πορσελάνης με συμπλέγματα
συνήθως δυο φιγούρων (άνδρας-γυναίκα) ή και με μια μόνο φιγούρα. Δεν
παρουσιάζονται αξιοσημείωτες καινοτομίες και κυριαρχεί γενικά η κληρονομιά της
τέχνης του Μπερνίνι. Ξεχωρίζει το έργο του Γάλλου Ζαν - Μπατίστ Λεμουάν (1704 -
1778), που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με προτομές, όπου αποδίδεται με επιτυχία ο
ατομικός χαρακτήρας της παριστανόμενης μορφής. Καλλιεργήθηκε επίσης και η
δημόσια μνημειακή γλυπτική, η θρησκευτική γλυπτική, καθώς και τα συμπλέγματα
μορφών με θέματα από τη μυθολογία, όπως τα Άλογα του Ηλίου του Ρομπέρ Λε
Λορέν (1666 - 1743).

11
Ζωγραφική
Στη ζωγραφική κύριοι εκφραστές του ροκοκό ήταν ο Αντουάν Βαττώ (1684-1721), ο
Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770), ο Ζαν Νατιέ (1685-1766) και ο Ζαν Ονορέ
Φραγκονάρ (1732-1866), η ζωγραφική των οποίων απεικόνιζε τα οράματά τους για
μία ζωή χωρίς δυσκολίες και καθημερινές ανάγκες. Η τέχνη απευθύνεται σε ένα
αυλικό κοινό και γι' αυτό από τα αγαπημένα της θέματα είναι οι ασχολίες των
αριστοκρατών μέσα σε ένα ρομαντικό και εξιδανικευμένο πλαίσιο. Οι ζωγράφοι του
ροκοκό χρησιμοποίησαν ντελικάτα χρώματα και πολλές καμπύλες, διακοσμώντας
τους πίνακές τους με μυθολογικά στοιχεία και αγγέλους. Η ζωγραφική πορτραίτων
ήταν πολύ διαδεδομένη την εποχή του ροκοκό.

Σε αντίθεση με το μπαρόκ η ζωγραφική του ροκοκό ξέφυγε από τα μέχρι τότε στενά
περιθώρια που επέβαλλε η εκκλησία, απεικονίζοντας ευχάριστες καθημερινές
σκηνές, με ειδυλλιακά τοπία και πρόσωπα από την αριστοκρατία σε διάφορες
ασχολίες. Παρατηρείται μια προτίμηση σε θέματα με κομψές φιγούρες σε
ειδυλλιακό περιβάλλον, σε δάση, κήπους, να περπατούν να διασκεδάζουν, να
παίζουν μουσικά όργανα κτλ., όλα αυτά σε μια ανέμελη ατμόσφαιρα που θυμίζει ή
υποβάλλει Θέατρο, αφού οι άνθρωποι στις εικόνες κινούνται και συμπεριφέρονται
σαν μαριονέτες ή ηθοποιοί σε σκηνή.

12

You might also like