Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 3

«Για πεσ μου, πεσ μου γιοκα μου,

ποτε να ς’ απαντζχω ???» ( το καταλόϊ τθσ Παναγιασ )

Το ςυγκινθτικό, λαϊκό αυτόν κρινο, τον πρωτοάκουςα όταν ιμουν μικρό κοριτςι ςτο
χωριο μου απο τθν υπεριλικθ γιαγιά μου. Το ζλεγε, το τραγουδοφςε μάλλον, κάκε Μ.
Πζμπτθ κ Μ. Παραςκευι κ κάκε τόςο, ςκοφπιηε τα ματια τθσ με τθν ποδιά τθσ...παλιά,
το βράδυ τθσ Μ. Πζμπτθσ μου ζλεγε, μετά τθν ακολουκία κ τθν ςταφρωςθ, οι γυναίκεσ
του χωριοφ παρζμειναν ςτθν εκκλθςια κ ξενυχτοφςαν τον νεκρό Χριςτό τραγουδϊντασ
αυτόν τον κρινο. Αργοτερα, ςτα μακθτικά μου χρονια πιρα μζροσ κ εγϊ..κι εφζτοσ οι
ςυγχωριανζσ μου, το απόγευμα τθσ Μ.Παραςκευθσ, κα μοιρολογθςουν, ςτθν εκκλθςια
του χωριου, οπωσ κάκε χρόνο...
Διαβάςτε το κ δακρφςετε κ ςεισ από τθν απλότθτα κ το μεγαλείο τθσ Σταυρικθσ κυςίασ
αλλα κ τθν αξια τθσ λαϊκισ μασ παράδοςθσ...

Το μοιρολόι τθσ Παναγιασ, οπωσ το εμακα απο τθν γιαγιά μου, ςτθν Αγια Παραςκευι,
τθσ Λζςβου ...

«Τϊρα ‘ν Μεγαλ’ Σαρακοςτι,τϊρα ‘ναι άγιεσ μερεσ, που λζγουν τ’ Άγιοσ ο Θεόσ κ τ’
Αγια τα ‘Βαγγζλια.
Οποιοσ το λζγει ςϊνεται κ οποιοσ τ’ άκου,αγιάηει ..κι οποιοσ το καλοαναρχα,
παράδειςο κα λάβει.
Καλό ‘ναι τ’ Άγιοσ ο Θεόσ, καλό ‘ναι κι ασ το ποφμε. Κάτω ςτα Γιεροςωλυμα ζνα δεντρί
φυτρωκει.Κορμι του ιταν ο Χριςτόσ κ ρίηα θ Παναγια !
Και τα ψθλά κλωνάρια του οι Δϊδεκα Αποςτολοι..τθ μζρα τθ ςθμερινθ τ’
υπερευλογθμενθ θ Παναγια ελουηονταν
μεσ ςε χρυςι λεγενθ.
Άκου φωνζσ ςτθ πόρτα τθσ, βγαινε ςτο παρακφρι..κωρει δεξιά,κωρει ηερβά, κανζνα
δεν ζβλεπει.
Βλζπει τον ιλιο ςκοτεινό κ τ’ άςτρα βουρκωμζνα..κ το φεγγαρι το λαμπρο,
ςτο αίμα βουτθγμζνο.
Θωρει δεξιά, κωρει ηερβά θ Παναγια,
βλζπει τον Άγιο Γιάννθ κ βαςταγε ςτα χζρια του μαλλιά απ’ τθ κεφαλι του κ ςτ’ άλλο το
χεράκι του μαντιλι ματωμζνο.

-Τ’ ζχεισ ω Γιάννθ μ’ κ ζρχεςαι, κλαμζνοσ κ δαρμζνοσ ?


Ο δάςκαλοσ ςου ς’ ζδειρε θ το χαρτί ςου ‘χάςεσ?
- Ασ μ’ ζδερνε ο δάςκαλοσ κ ασ ‘χανα το χαρτί μου..δεν ζχω ςτόμα να ςτο πω γλϊςςα
να ςτο μιλιςω..ουτ’ θ καρδιά μου το βαςτα, να ςου το ‘μολογθςω.
Τον δάςκαλο μου πιάςανε οι άνομοι Οβραιοι
ςαν κλζφτθ τον επιάςανε κ ςαν φονια τον πάνε..κ κουβαλά ςτα χζρια του καντάρια
αλυςςιδα κ ‘ραψαν τα ματελια του εφτα κάτια μπροςιμι κ βάλανε ςτθ πλάτθ του, το
μφλο, το λικάρι.
Σα δζντρο τον εςκιηανε κ ςτθ φωτια τον ‘ρίχναν..χρυςζσ αςπεκεσ ζβγαιναν κι ουρανοί,
λαμπάδεσ.
Σαν τ’ άκουςε θ Παναγια, ζπεςε κ λυγωκει..
ςταμνιά νερό τθν ‘ρανανε κ τρία ξαγια μόςχο..τζςςερα το ροδόςταμο, οςπου να
ςυνεφζρει..κ πάνω που ςυνζφερε, τον Άγιο Λόγο λζγει.
-Ασ ζρκει θ Μαρκα κ θ Μαριά κ του Προδρόμου θ μάνα κ του Λαηαρου θ αδερφι, ολεσ
να παμ’ αντάμα..να πάμε να τον εβρουμε, πριν να τον εςκοτωςουν,
πριν να τον βάλουν ςτον ςταυρο κ να τον φαρμακωςουν.
Πεντε χιλιάδεσ πάνε ‘μπροσ κ δϊδεκα από πίςω.
Κανζνασ δεν κοντόφτανε, μόνο θ δόλια θ μάννα.
Κι ζριξε τθν πλεξοφδα τθσ, γίνθκαν τα ποτάμια..ζριξε το ταγαρι τθσ, γίνθκαν τα
πθγάδια..ζριξε κ το χτζνι τθσ, χϊριςαν τα χωράφια..ζριξε τθν τηαγκρανα τθσ, γίνθκαν τα
ρουμανια..ζριξε τα μαλακια τθσ, φυτρωςανε τα χόρτα..κλάψανε τα ματελια τθσ,
γίνθκαν τα κατμερια.
Κ πζρνει το ςτρατι-ςτρατι, ςτρατι το μονοπάτι..κ το ςτρατι τθν ζβγαλε, μπροσ του
χαρτςα τθν πόρτα..βλζπει χαρτςα κ χαρτςεβε, χαρτςα με τα παιδιά του..χαρτςα, με τθ
γυναίκα του κ με τθ φαμελιά του..
- Ωρα καλι ςου μάςτορθ κ τι ‘ν αυτά που κανεισ ?
- Οι Οβραιοι μου παράγγειλαν, καρφιά, για να τουσ φτιαξω..’κεινοι μου τα ‘παν
τζςςερα, μα ‘γω
τα κάνω πεντε.
-Για πεσ μου, πεσ μου ατςιγγανε κ που κε να τα βάλεισ ?
- Τα δυο, ςτα δυο του γόνατα,τα δυο, ςτα δυο του χζρια..το τρίτο το φαρμακερό, μες’
τα καρατηιγερια..να τρζξει αίμα κ νερό, να πικρακει θ καρδιά του.
- Αγντε κ ςυ ατςιγγανε, καταραμζνοσ να ‘ςαι.
Τ’ αμόνι ςου να καίγεται κ το ςφυρί ς’ να γειϊνει.. κ μζςα ςτθ ςακκοφλα ςου,παρά μθν
αποτάξεισ..ςαν του Σαββάτου τον καπνό, να είναι θ φορεςιά ςου.
-Σϊπα μάνα μου Δζςποινα, ϊςπου με καταριεςαι..για δεσ εκείνο το βουνό, το μαφρο-
αραχνιαςμζνο, εκεί ζχουνε τον γιοκα ςου, αξαγνωνα δεμζνο.
Και πζρνει το ςτρατι-ςτρατι, ςτρατι το μονοπάτι..κ το ςτρατι τθν ζβγαλε, μπροσ του
Λθςτι τθ πόρτα..βλζπει τισ πόρτεσ ςφαλιςτζσ κ τα κλειδιά παρμζνα..
-Άνοιξε πόρτα του λθςτι κ πόρτα του Πιλάτου κ ζχω δυο λόγια να του πω, του
παραπονεματου.
Οι πόρτεσ απ’ το φόβο τουσ, άνοιξαν μοναχζσ τουσ.
Θωρει δεξιά, κωρει ηερβα, βλζπει τον Άγιο Γιάννθ..
-Για πεσ μου, πεσ μου Γιάννθ μου κ ποφνε ο δάςκαλοσ ςου ?
-Βλζπεισ εκείνο τον γυμνό κ τον αναμαλιαρθ, όπου φορεί ςτθν κεφαλι ακάνκινο
ςτεφάνι ?
Αυτόσ είναι ο γιοκασ ςου κ μζνα, ο δάςκαλοσ μου.
-Γιε μου, μονογενθτθ μου κ μονοκανακαρθ..
που ςου ‘χα χρυςοςτεφανο, ςου βαλαν’ αγκακενιο..που ςου ‘χα χρυςοηουναρο, ςου
‘βάλανε βαταρι..που ςου ‘χα χρυςοπαπουτςα, ςου βάλανε τςαροφχια..που ςου ‘χα
κοφνιεσ αργυρεσ, φαςκεσ μαλαματενιεσ, όπου ςε νανουριηανε οι δϊδεκα παρκζνεσ.
Δωσ μου μαχαίρι να ςφαγϊ, γκρεμό για να γκρεμίςω.
- Σαν γκρεμιςτείσ μάνα μ’ εςυ, γκρεμιεται ο κόςμοσ όλοσ..γκρεμνιουνται μάνεσ για
παιδιά κ τα παιδιά, για μάνεσ..γκρεμνιουνται κι οι καλοπαντρεσ για τουσ καλοφσ τουσ
άντρεσ.
Σφρε μανα μ’ ςτο ςπίτι μασ κ ςτο νοικοκυριό μασ..βάλε κραςί ςτον μαςτραπά κ αφράτο
παξιμάδι κ κανε μια παρθγοριά, να το ‘βρει ο κόςμοσ όλοσ..να το ‘βρουν μάνεσ για
παιδιά κ τα παιδιά για μάνεσ..να το ‘βρουν κι καλοπαντρεσ, για τουσ καλοφσ τουσ
άντρεσ.
-Για πεσ, μου πεσ μου γιοκα μου, ποτε να ς’ απαντζχω?
- Όταν ςθμάνουν οι εκκλθςιεσ κ ψάλλουν οι παπάδεσ, τότε κ ςυ, μανοφλα μου, κα ‘χεισ
χαρεσ μεγάλεσ.
Οποιοσ το λζει ςϊνεται κι οποιοσ τ’ άκου, αγιάηει κι οποιοσ το καλοαφουγκριςτει,
παράδειςο κα λάβει......»

You might also like