Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 154

Henri de Lubac

O ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ


ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Η ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΗ ΠΟΥ ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Εκδόσεις Αμέθυστος

http://amethystosebooks.blogspot.com/
Περιεχόμενα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ...............................................................................................4
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ .........................................................5
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ........................................8
Εισαγωγή...................................................................................................16
Φίχτε..........................................................................................................21
Χέγκελ.......................................................................................................25
Σέλλινγκ ....................................................................................................34
Από τον Μαρξ στον Χίτλερ ......................................................................55
Από τον Σολόβιεφ στον Μπερντιάεφ .......................................................64
Σολόβιεφ. Ο Πατέρας του Οικουμενισμού...............................................64
Μερεσκόφσκι Ντμίτρι ..............................................................................77
ΜΕΤΑ-ΠΑΤΕΡΙΚΗ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ» ΘΕΟΛΟΓΙΑ. ................................86
Σέργιος Μπουλγκάκωφ .............................................................................87
Μπερντιάεφ ...............................................................................................93
Ντοστογιέφσκι ........................................................................................102
Οι Απόγονοι του Μαρξισμού : Ernst Bloch. ..........................................114
Οι απόγονοι του Μαρξ ως τον Χίτλερ (Freud, Merlean-Ponty, Lefebvre,
Garaudy) .................................................................................................125
Σύγχρονοι Νέο-Ιωακειμισμοί (Moltmann) .............................................137
Ο Ιωακειμισμός σήμερα .........................................................................148

Τα κεφάλαια (ΠΡΟΛΟΓΟΣ, ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ & ΜΕΤΑ-


ΠΑΤΕΡΙΚΗ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ» ΘΕΟΛΟΓΙΑ) που παρουσιάζονται στα
Περιεχόμενα με κεφαλαία γράμματα είναι εισαγωγές/κείμενα/σχόλια του
Αμέθυστου.

Σχόλια του Αμέθυστου υπάρχουν και στο κείμενο του Henri de Lybac
εντός παρενθέσεων & αγκυλών.

2
O ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ


ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.

Η ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΗ ΠΟΥ ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΑ


ΠΑΝΤΑ.

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΕΟ-ΙΩΑΚΕΙΜΙΣΜΟΙ.

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ


ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.

Διώξαμε από τη ζωή μας το Θεό–Λόγο, τον λόγο του Θεού.


Παραμελήσαμε το λόγο αυτό, και να! Θερίζουμε τις συνέπειες του
έργου μας.

Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Σ’ αυτό το κείμενο υπάρχει η ιστορία και η ουσία της αιρέσεως της


ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, που διέλυσε την
Ορθοδοξία, μέσω των Ρώσων Θεολόγων και μέσω του κληρικαλισμού.
Διότι ο Ορθόδοξος κληρικαλισμός, ας το καταλάβουμε, διδάσκει πώς ο
Κύριος έφυγε στους Ουρανούς με την ανάληψη Του και μας άφησε
μόνον τον Παράκλητο. Παρά τις επανειλημμένες αναφορές του
Ευαγγελίου περί του αντιθέτου, όπως στο τέλος του κατά Ιωάννην
Ευαγγελίου π.χ. όπου δηλώνει πώς θα μείνει μαζί μας μέχρις εσχάτων και
στην Αρχιερατική προσευχή την λεγόμενη, όπου καθησυχάζει τους
μαθητές του, λέγοντας τους πως «θα έρθω να σας πάρω».

Η ενσάρκωση του Κυρίου, μεταμόρφωσε σωματικά, στο μυαλό μας, το


δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Σαν να σκεπτόμαστε πώς καθ’ όλη
την διάρκεια της ζωής του Χριστού ανάμεσά μας, η Τριάδα είχε μειωθεί,
της έλειπε ο Υιός.

Επικίνδυνες φαντασιώσεις που κατασπαράσσουν την Εκκλησία ή την


καταβροχθίζουν όπως ο σύγχρονος Οικουμενισμός στην θεολογία του
Ζηζιούλα. Ο σύγχρονος κληρικαλισμός, όπως του Πειραιώς και του
Ζήση, επιμένει πώς η αίρεση που διαλύει την Εκκλησία είναι ο
Μασωνισμός. Διότι ο Μασωνισμός προσεταιρίζεται τον κλήρο. Και η
Εκκλησία είναι ταυτισμένη με τον κλήρο. Δέν κατανοεί πώς και ο
Μασωνισμός αναπτύχθηκε από την αίρεση του Αγίου Πνεύματος.

Ο Θεός Βοηθός.

ΣΧΟΛΙΟ: Η Εκκλησία δέν πιστεύει μόνον στήν Πρόνοια τού Θεού. Η


Πρόνοια τού Θεού ασκείται στήν ιστορία καί έχει σάν στόχο της νά
οδηγήσει τούς ανθρώπους στήν εκκλησία. Η Ενσάρκωση, η Θυσία, η
Ανάσταση καί η Πεντηκοστή δέν ανήκουν ακριβώς στήν Πρόνοια τού
Θεού. Η σημερινή "εκκλησία" στό σύνολό της ταυτίζεται μέ τήν πρόνοια
τού Θεού εγκαταλείποντας τήν οικονομία τής Σωτηρίας. Γι' αυτό μπαίνει
στήν ιστορία. Βγαίνοντας από τά όρια τής εκκλησίας. Από τόν Κύριο.
Τοποθετώντας στήν θέση Του μιά φανταστική οικονομία τού Αγίου
Πνεύματος.

4
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ

Gioacchino da Fiore/Ιωακείμ
/Ιωακείμ τής Φλόρας (1135-1202 μ.Χ
Χ.)

Το μοντέρνο το οποίο κυριαρχεί σήμερα απολύτως σε όλα τα επίπεδα του


"πολιτισμού", το οποίο οικοδομεί την νοοτροπία των ανθρώπων από την
βρεφική τους ηλικία μέχρι τον θάνατό τους, το οποίο παλεύει με πάθος
τον θανάσιμο εχθρό του το παραδοσιακό, όπως παληότερα οι άνθρωποι
πάλευαν τον θάνατο, το οποίο φέρει μέσα του τον σπόρο του εμφυλίου
πολέμου, το οποίο μεταμορφώνει μέσα στις ιαχές του πολέμου και τους
παραδοσιακούς και τους μοντέρνους σε λύκους παθιασμένους για αίμα
γεννήθηκε μέσα από τα συντρίμμια της ρωμαϊκής χριστιανοσύνης σαν
"δικαιολογία" για την υποταγή της στο νέο αίμα των βαρβάρων.

Διαθέτει δύο ρίζες! Μία ρίζα του είναι η ιστορική ερμηνεία των
προφητειών και ιδιαιτέρως της αποκαλύψεως. Κάνει την εκρηκτική της
εμφάνιση στο τέλος του Μεσαίωνος και περιέργως μετά την αρπαγή της
Κων/πόλεως από τους σταυροφόρους. Ανήκει στην κληρονομιά του Da
Fiore και για αιώνες, μέχρι σήμερα σχεδόν, είναι μια αποκαλυπτική
ιστοριογραφία, η οποία ερευνά τις Γραφές για να ανακαλύψει την
εξέλιξη της ιστορίας τής εκκλησίας μέχρι το τέλος της. Μια ιστορική
τυπολογία η οποία ανεκαλύφθη από τον Da Fiore, χάρη στην αγάπη του
για τον συμβολισμό. Όσοι ανήκουν σ' αυτή την πλευρά της

5
δραστηριότητος που εγκαινιάστηκε με το έργο του Ναπολιτάνου
μοναχού είναι υποχρεωμένοι να αναγγέλουν σε κάθε γενιά τις
"τελευταίες ημέρες".

Η άλλη ρίζα ανήκει στους θεολόγους: Στους πνευματικούς, στους


τυχοδιώκτες, στους φιλοσόφους, στους μεταρρυθμιστές, στους
επαναστάτες, στους προφήτες κάθε είδους, οι οποίοι υιοθέτησαν την
βασική ιδέα του Gioachino: την ιδέα μιας τρίτης εποχής, που θα ερχόταν
στο χρόνο και πάνω στη Γή, της εποχής της ελευθερίας, η οποία θα ήταν
η "εποχή του Αγίου Πνεύματος".

Το δένδρο αυτό του Gioacchino μεγάλωσε στην Ευρώπη με όλες τις


φοβερές συνέπειες που γνωρίζουμε, αλλά έβγαλε καρπό στη Νέα Γή, στο
Νέο Κόσμο, στη νέα ανθρωπότητα της Αμερικής όπου εδημιουργήθη και
η νέα θρησκεία της αποκαλύψεως, η αποκαλυπτική θρησκεία της Νέας
Εποχής. Η Αμερική σήμερα και μέσω της παγκοσμιοποιήσεως σε λίγο
όλη η οικουμένη πάλλεται στους ρυθμούς της αποκαλύψεως κάτω από
τον ζήλο των "φανατικών της αποκαλύψεως", των διαφόρων οπαδών του
εσωτερικού φωτός, της ταυτίσεως του Αγίου Πνεύματος με τον
ορθολογισμό, του πολυθεϊσμού, ο οποίος επανήλθε στην επιφάνεια με το
τέλος του χριστιανισμού. (Ζωντανό εκπρόσωπο αυτού τού είδους πιστού
έχουμε στην Ελλάδα τον Αρσένιο Μέσκο).

Αυτός ο σπόρος του Gioacchino da Fiore, οδήγησε την ανθρωπότητα


στην εκκοσμίκευση, στην απογύμνωση της πίστεως, της σκέψεως και της
χριστιανικής πράξεως. Χρησίμευσε ακόμη και σαν "Μυστικιστικό"
ενισχυτικό σε διαδικασίες εξορθολογισμού, οι οποίες δεν θα μπορούσαν
από μόνες τους να ξεσηκώσουν τον ενθουσιασμό που είναι απαραίτητος
στην πραγματοποίηση κάθε θεωρητικής τάσεως, στην επιβολή της
απέναντι σε άλλες. Οι Πάπες δεν κατόρθωσαν να προβλέψουν την
καταστροφική εξέλιξη αυτού τού "πνεύματος" που θα διέλυε την
εκκλησία τους, αντιθέτως δε το υποστήριξαν να εξαπλωθεί μέσα στην
άγνοιά τους.

Το έργο του Gioacchino εισήγαγε στην ιστορία της εκκλησίας της


Δύσεως ένα διαλυτικό στοιχείο το οποίο επηρέασε βαθειά και
επαναστατικά την ιστορική συνείδηση του καιρού του, όπως και την
εσχατολογική ευαισθησία των αιώνων που ακολούθησαν μέχρι σήμερα.

6
Αυτό το πνεύμα υψώθηκε εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού και
εναντίον Αυτού του Ιδίου του Χριστού, επιδιώκοντας την υπέρβαση του
Χριστού και της Εκκλησίας Του. Αυτό το πνεύμα, του οποίου την νίκη
γιόρταζε ο Gioacchino ήδη από την εποχή του, και το οποίο επικράτησε
παγκοσμίως, δεν είναι πλέον το Άγιο Πνεύμα της παραδοσιακής
εκκλησίας και των πατέρων, παρότι όλοι οι φορείς του μοντέρνου
προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους περί του αντιθέτου. Είναι το
πνεύμα του Αντιχρίστου!

Ο οικουμενισμός κινείται από αυτό ακριβώς το πνεύμα. Οι ενωμένες


εκκλησίες θα συστεγαστούν κάτω από τις φτερούγες του! Ουδεμία σχέση
έχει με την πίστη στον Κύριο και με τα δόγματα της Εκκλησίας. Μεγάλος
θεολόγος αυτού του πνεύματος είναι ο κ. Ζηζιούλας όπως και ο
φιλόσοφος Γιανναράς και ο ιστορικός της φιλοσοφίας Στέλιος Ράμφος.

Οι οικουμενιστές γελούν μαζί μας όταν διαμαρτυρόμεθα για την


διαστρέβλωση των δογμάτων και την καταπάτηση των Ι. Κανόνων.

Από απόλυτη άγνοια συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως εξελίσσεται


Διάλογος για την ένωση των Εκκλησιών.

Θεολόγοι τύπου Βασιλειάδη, Αγουρίδη, Ζηζιούλα, Καλαϊτζίδη, όπως και


αρχιερείς τύπου Βαρθολομαίου και Ιερώνυμου μας χρησιμοποιούν για
την αναψυχή τους.

Θα παρακολουθήσουμε αυτό το πνεύμα αναλυτικώτερα στην συνέχεια,


για όποιον επιθυμεί να μάθει τι συμβαίνει γύρω μας και τι είδους αγώνας
χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί το εν λόγω πνεύμα. Ίσως καταλάβουμε
δε κάποια στιγμή πως οι "ομολογίες πίστεως" είναι σαν να πολεμούμε με
το ιππικό τα "Stealth" των υπερδυνάμεων.

Αμέθυστος

7
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Η νέα αίρεση γεννήθηκε στην Νάπολη από τον Καλαβρέζο μοναχό


Ιωακείμ τής Φλόρας (1145-1202). Επινόησε ένα νέο είδος προφητείας,
ένα νέο σύστημα προφητειών που επηρέασε την Ευρώπη, μέχρι την
εμφάνιση του Μαρξισμού, ο οποίος τήν ενσωμάτωσε και τήν
εκκοσμίκευσε. Αφού είχε δεχθεί μία πολύ λεπτή επεξεργασία από τον
Γερμανικό ιδεαλισμό.

Ο αββάς αυτός ο ερημίτης, δέχθηκε ανάμεσα στο 1190 και το 1195 μία
έμπνευση, που του φανέρωσε μέσα στις Γραφές ένα κρυφό νόημα
μεγάλης προγνωστικής αξίας.

Η άποψη ότι οι Γραφές περιέχουν ένα κρυφό νόημα ήταν παλαιά και οι
εξηγήσεις και οι αλληγορικές ερμηνείες συνιστούσαν την παράδοση της
Δύσεως. Το νέο στοιχείο ήταν ότι οι εξηγήσεις αυτές μπορούσαν να
εφαρμοστούν όχι μόνο για ηθικό δίδαγμα ή για δογματικούς σκοπούς,
αλλά σαν μέσον για να κατανοήσουμε και να προβλέψουμε την
εξέλιξη της ιστορίας. Ο Ιωακείμ ήταν πεπεισμένος πώς είχε βρεί ένα
κλειδί, το οποίο εάν εφαρμοζόταν στα γεγονότα και τα πρόσωπα της
παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ιδίως δέ στην Αποκάλυψη, θα του
έδινε την δυνατότητα να αντιληφθεί στην ιστορία ένα πρότυπο και
ένα νόημα και να προφητεύσει με λεπτομέρειες τα μελλοντικά της
στάδια. Η ερμηνεία την οποία επεξεργάστηκε βάσει των Γραφών,
στηριζόταν στην άνοδο μέσα στην ιστορία και την κυριαρχία τριών
διαδοχικών εποχών, που στην καθεμία από αυτές δέσποζε ένα από τα
πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

8
Από αριστερά προς τα δεξιά βλέπουμε τον Πράσινο Δακτύλιο του Πατέρα,
τον Μπλε Δακτύλιο του Υιού και τον Κόκκινο Δακτύλιο του Αγίου
Πνεύματος. Ο Υιός και η Δεύτερη Κατάσταση (U) προκύπτουν από τον
Πατέρα και την Πρώτη Κατάσταση (Ι), ενώ το Πνεύμα και η Τρίτη
Κατάσταση (Ε) προκύπτουν από τον Πατέρα (Ι) και τον Υιό (U). Το διπλό
Ε, ένα μετά το Ι και ένα μετά το U, δείχνει αυτή τη διπλή εκπόρευση.
Αυτή η εικόνα είναι σχεδόν σίγουρα η προέλευση των Τριών Δακτυλίων
του Οράματος του Θεού στο Δάντη (Παράδεισος, Άσμα 30).

Η πρώτη εποχή ήταν η εποχή του Πατρός ή του Νόμου, η δεύτερη


εποχή ήταν η Εποχή του Υιού ή του Ευαγγελίου, και η τρίτη Εποχή
θα ήταν η εποχή του πνεύματος και αυτή θα ήταν σε σχέση με τις
προηγούμενες ό,τι το μεσημεριάτικο φώς σε σύγκριση με το φώς των
άστρων και την χαραυγή, ότι το κατακαλόκαιρο σε σύγκριση με τον
χειμώνα και την άνοιξη. Αν η πρώτη εποχή ήταν μία εποχή φόβου και
δουλείας και η δεύτερη μία εποχή πίστης και υιϊκής υπακοής, η
τρίτη θα ήταν μία εποχή αγάπης, χαράς και ελευθερίας, όταν η γνώση
του Θεού θα φανερωνόταν άμεσα στις καρδιές όλων των ανθρώπων.

Η εποχή του πνεύματος θα είναι το Σάββατο ή ο καιρός ανάπαυσης


τής ανθρωπότητας. Τότε ο κόσμος θα είναι ένα πελώριο μοναστήρι,
στο οποίο όλοι οι άνθρωποι θα είναι διαλογιζόμενοι μοναχοί,
βυθισμένοι στην μυστικιστική έκσταση και ενωμένοι στην εξύμνηση
των εγκωμίων του Θεού. [στην ευχαριστιακή εκκλησιολογία]. Και
αυτή η καινούρια εκδοχή του Βασιλείου των Αγίων θα διαρκέσει
μέχρι την Έσχατη Κρίση.

9
Ο Ιωακείμ δέν ήταν συνειδητά αιρετικός και δέν επιθυμούσε να
υπονομεύσει την Εκκλησία. Με την ενθάρρυνση τριών παπών κατέγραψε
τις αποκαλύψεις με τις οποίες τον ευνόησε ο Θεός. Και παρ'όλα αυτά η
σκέψη του είχε δυσάρεστες επιπτώσεις, έως διαλυτικές, για την
Θεολογική δομή της Μεσαιωνικής εκκλησιολογίας.

Η άποψή του για την τρίτη εποχή ήταν αδύνατον να συμφιλιωθεί με


την αυγουστίνεια άποψη ότι πραγματώθηκε το Βασίλειο του Θεού,
όπως μπορεί να πραγματωθεί κάτι ποτέ σ'αυτή την γή, την στιγμή
που γεννήθηκε η Εκκλησία και ότι δέν θα υπήρχε ποτέ Χιλιετής
Βασιλεία του Θεού άλλη από τούτην εδώ. Ο Ιωακείμ όσο προσεκτικός
και αν υπήρξε, διέδωσε ένα καινούριο τύπου χιλιασμό τον οποίο έμελλε
να επεξεργαστούν οι επόμενες γενεές, πρώτα με μία αντιεκκλησιαστική
και αργότερα με μία καθαρά κοσμική έννοια.

Αυτές οι εικοτολογίες του Ιωακείμ μπορούν να ανιχνευθούν ώς τις μέρες


μας και ιδιαιτέρως σε ορισμένες "φιλοσοφίες της ιστορίας", τις οποίες
αποδοκιμάζει με σθένος η Εκκλησία. Χωρίς καμμία αμφιβολία αυτή η
Ιωακείμια φαντασίωση των τριών εποχών επανεμφανίζεται στις θεωρίες
της ιστορικής εξέλιξης των φιλοσόφων του Γερμανικού ιδεαλισμού,
Λέσινγκ, Σέλινγκ, Φίχτε και σε κάποιο βαθμό και στον Χέγκελ. Όπως
και στην άποψη του Αύγουστου Κοντ που έβλεπε μία άνοδο, από την
θεολογική δια μέσου της μεταφυσικής, στην επιστημονική φάση. Όπως
και στην μαρξιστική διαλεκτική των τριών σταδίων - πρωτόγονου
κομμουνισμού, ταξικής κοινωνίας και ενός τελικού κομμουνισμού, που
θα είναι το βασίλειο της ελευθερίας και στο οποίο θα χαθεί το κράτος.
Και παρότι φαντάζει λίγο παράδοξο, η έκφραση "το τρίτο Ράιχ", που
πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1923 από τον δημοσιογράφο Μάλερ βαν ντεν
Μπρούκ και υιοθετήθηκε σαν το όνομα της "νέας τάξης", η οποία
υποτίθεται ότι θα διαρκούσε χίλια χρόνια, δέν θα είχε τόσο μεγάλη
συναισθηματική σημασία, αν η φαντασίωση μίας τρίτης και πάρα πολύ
ένδοξης καταστάσεως πραγμάτων δέν είχε γίνει κοινός τόπος στη
Ευρωπαϊκή κοινωνική μυθολογία.

ΣΧΟΛΙΟ: Ας προσέξουμε ιδιαιτέρως τούς ειδωλοποιημένους


θεολόγους, διότι η αίρεση αυτή έχει διαβρώσει ήδη τά πάντα. Η
μεγαλύτερη πλάνη τής εποχής μας είναι η πεποίθηση ότι η Δύση
αποτελεί τό βασίλειο τής λογικής καί ότι η δυτική φιλοσοφία

10
θεμελιώνεται στήν λογική. Επακόλουθο αυτής τής πλάνης είναι ότι η
δυτική φιλοσοφία καί επιστήμη είναι η συνέχεια καί η εξέλιξη τής
αρχαίας φιλοσοφίας καί επιστήμης. Όποιος έχει νού καταλαβαίνει.
Ύπουλος στόχος είναι η Ελληνική μας κληρονομιά, η υπόσταση τού
Έλληνα, τού εχθρού τής βαρβαρότητος.

Αυτό που εντυπωσίασε τους ανθρώπους του 13ου αιώνα, ήταν προ
πάντων η αφήγηση του Ιωακείμ για το πώς και πότε έμελλε ο κόσμος να
υποστεί αυτή την τελική μεταμόρφωση. Στην Ιωακείμια αντίληψη της
ιστορίας, κάθε εποχής, προηγείται μια περίοδος επώασης. Η επώαση της
πρώτη εποχής είχε διαρκέσει από τον Αδάμ μέχρι τον Αβραάμ, της
δεύτερης από τον Ηλία μέχρι τον Χριστό, και όσο για την τρίτη, η
επώασή της είχε αρχίσει με τον Άγιο Βενέδικτο και πλησίαζε στο τέλος
της όταν ο Ιωακείμ συνέθετε τα έργα του. Κατά τον Άγιο Ματθαίο,
μεσολαβούν σαράντα δύο γενεές ανάμεσα στον Αβραάμ και τον Χριστό.
Και καθώς η Π.Δ. ήταν πρότυπο για όλα τα κατοπινά γεγονότα, η
περίοδος ανάμεσα στην γέννηση του Χριστού και την εκπλήρωση τής
τρίτης εποχής πρέπει κι’ αυτή να διαρκέσει σαράντα δύο γενεές.
Θεωρώντας τήν κάθε γενεά τριάντα χρόνια, ο Ιωακείμ κατόρθωσε να
τοποθετήσει την κορύφωση τής ανθρώπινης ιστορίας ανάμεσα στα έτη
1200 και 1260 [στην καταστροφή της Κων/πόλεως].

Στο μεταξύ όμως ο δρόμος έπρεπε να ισιώσει. Και αυτό θα το πετύχαινε


ένα καινούργιο τάγμα μοναχών, που θα κήρυτταν το καινούργιο
Ευαγγέλιο σε ολόκληρο τον κόσμο. Απ’ τις τάξεις του θα έβγαιναν
δώδεκα πατριάρχες που θα προσηλύτιζαν τους Εβραίους και ένας
υπέρτατος δάσκαλος, novus dux, που θα απομάκρυνε ολόκληρη την
ανθρωπότητα από την αγάπη των γήινων πραγμάτων και θα την
οδηγούσε στην αγάπη των πραγμάτων τού πνεύματος. Κατά τα
τρεισήμισι χρόνια πριν από την εκπλήρωση τής τρίτης κατάστασης, θα
εγκαθίδρυε την βασιλεία του ο Αντίχριστος. Αυτός θα ήταν ένας
κοσμικός βασιλέας, που θα τιμωρούσε την διεφθαρμένη και εγκόσμια
εκκλησία μέχρι να την καταστρέψει στην παρούσα μορφή της. Μετά
την ανατροπή αυτού του Αντιχρίστου θα ερχόταν στην πληρότητά της η
εποχή του Πνεύματος.

Πόσο εκρηκτική ήταν η θεωρία αυτή, έγινε φανερό όταν την υιοθέτησε η
ακραία αυστηρή πτέρυγα των Φραγκισκανών μοναχών. Το Ιωακείμιο

11
ιδεώδες ενός τελείως εξωκοσμικού μοναστικού τάγματος, έφτασε
πολύ κοντά στην πραγμάτωσή του στην αδελφότητα, η οποία μέσα σε
λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του προφήτη, άρχισε να σχηματίζεται
γύρω από τον φτωχούλη της Ασσίζης. Αργότερα, όταν η αδελφότητα
αναπτύχθηκε και έγινε μεγάλο μοναστικό τάγμα, αναγκάστηκε να κάνει
παραχωρήσεις στις απαιτήσεις τής καθημερινής πραγματικότητας. Το
τάγμα εισέδυσε στα σχολεία, στα παν/μια, απέκτησε επιρροή και
περιουσία.

Αλλά πολλοί Φραγκισκανοί αρνήθηκαν τις καινοτομίες αυτές και


κράτησαν το παλιό ιδεώδες της απόλυτης φτώχειας. Οι άνθρωποι αυτοί
– ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΦΡΑΓΚΙΣΚΑΝΟΙ – σχημάτισαν ένα
μειοψηφικό κόμμα, αρχικά μέσα στο τάγμα, κατόπιν έξω από αυτό.
Μέχρι τα μέσα του αιώνα είχαν ξεθάψει τίς προφητείες του Ιωακείμ (που
μέχρι τότε είχαν ξεχαστεί) τις εξέδωσαν και τις σχολίασαν. Τις
χάλκευσαν και έγιναν πολύ ευρύτερα γνωστές και επηρέασαν
περισσότερο από τα γραπτά τού ίδιου τού Ιωακείμ. Σ’ αυτές τις
ψευδοιωακείμιες προφητείες, προσάρμοσαν την Ιωακείμια
εσχατολογία ώστε να εμφανίζονται σαν το καινούργιο μοναστικό
τάγμα, που αντικαθιστώντας την Εκκλησία τής Ρώμης, έμελλε να
οδηγήσει την ανθρωπότητα στην ένδοξη εποχή του Πνεύματος.
Φτάνοντας στην Γερμανία το κίνημα αυτό απέδωσε τον ρόλο του
τιμωρού τής Εκκλησίας κατά τις τελευταίες ημέρες, στον αυτοκράτορα
Φρειδερίκο Β΄.

12
Αυτή η αποκαλυπτική κακοδοξία εξαπλώθηκε ιστορικά παίρνοντας
διάφορα ονόματα και εμφανίσθηκε πότε σαν η αίρεση των Καθαρών, των
Αλβιγηνών ή νέο-Μανιχαϊκών και τελικώς επικράτησε σαν η αίρεση του
Ελεύθερου Πνεύματος! Αυτή η αίρεση μπορεί να θεωρηθεί ιστορικά
σαν μια αποκλίνουσα μορφή του μυστικισμού που άκμασε στην Δύση
από τον 11ο αιώνα και μετά. Ένας μυστικισμός που προέρχεται από μια
λαχτάρα για άμεση κατανόηση του Θεού και άμεση επικοινωνία μαζί
του. Οι Καθολικοί όμως μυστικιστές ζούσαν τις εμπειρίες τους στο
εσωτερικό μιας παράδοσης, που την επικύρωνε και την διαιώνιζε μια
μεγάλη θεσμοποιημένη Εκκλησία. Και όταν ασκούσαν κριτική στην
Εκκλησία, ο στόχος τους ήταν η αναζωογόνησή της.

Από τον άλλο μέρος οι μυημένοι του Ελεύθερου Πνεύματος ήταν


έντονα υποκειμενικοί και δεν αναγνώριζαν άλλη αυθεντία εκτός από
τις εμπειρίες τους. Στα μάτια τους, η Εκκλησία ήταν στην καλύτερη
περίπτωση εμπόδιο στην σωτηρία, στην χειρότερη ένας τυραννικός
εχθρός, ένας φθαρμένος θεσμός, που έπρεπε να αντικατασταθεί από
την δική τους κοινότητα, η οποία ήταν σκεύος του Αγίου Πνεύματος.

Ο πυρήνας της αίρεσης του Ελεύθερου Πνεύματος είναι η στάση τού


μυημένου απέναντι στον εαυτό του: πιστεύει ότι έχει φτάσει σε μια
τελειότητα τόσο απόλυτη, ώστε είναι ανίκανος να αμαρτήσει. Είναι ο
«τέλειος άνθρωπος».

Κατά τις αρχές του 13ου αιώνος, το δόγμα του Ελεύθερου Πνεύματος
εξελίχθηκε σε θεολογικό και φιλοσοφικό σύστημα που περιλάμβανε τα

13
πάντα. Ο Δάσκαλος που πρωτοστάτησε στην δογματική αυτή εξέλιξη
ήταν ο Αμωρύ του Μπεν, λέκτορας της λογικής και της θεολογικής του
Πανεπιστημίου των Παρισίων. Έτσι, τελικώς, οι Αμωρίτες
ισχυρίζονταν ότι ο καθένας τους ήταν Χριστός και Άγιο Πνεύμα.
Ήταν πεπεισμένοι ότι αυτό που η χριστιανική θεολογία θεωρεί πως
είναι το απαράμιλλο θαύμα της Ενσαρκώσεως, επαναλαμβανόταν
τώρα στον καθένα τους!

ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΠΙΣΤΕΥΑΝ ΌΤΙ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΟΠΩΣ ΕΙΧΕ


ΣΥΜΒΕΙ ΣΤΟΝ ΙΗΣΟΥ, ΕΙΧΕ ΤΩΡΑ ΞΕΠΕΡΑΣΤΕΙ.

Όπως ο Ιωακείμ, οι Αμωρίτες φρονούσαν ότι η ιστορία χωρίζεται σε


τρείς εποχές, που αντιστοιχούν στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας,
αλλά σε αντίθεση προς εκείνον, πίστευαν πως η κάθε εποχή έχει την δική
της Ενσάρκωση. Από τις απαρχές του κόσμου μέχρι την γέννηση του
Χριστού, ο Πατέρας ενεργούσε μόνος και είχε ενσαρκωθεί στον Αβραάμ,
πιθανόν και στους άλλους Πατριάρχες της Π.Δ. Η εποχή από την
γέννηση του Χριστού και μετά, ήταν η εποχή του Υιού. Τώρα όμως
άρχιζε η εποχή του Αγίου Πνεύματος, που θα κρατούσε μέχρι την
συντέλεια του κόσμου. Η εποχή αυτή έμελλε να σημαδευτεί από την
τελευταία και μεγαλύτερη ενσάρκωση. Ήταν η σειρά τού Πνεύματος
να ενδυθεί σάρκα και οι Αμωρίτες ήταν οι πρώτοι άνθρωποι στους
οποίους έγινε αυτό – οι πρώτοι «πνευματικοί», όπως
αυτοαποκαλούνταν.

Μέσα σε πέντε χρόνια προέλεγαν, όλοι οι άνθρωποι θα είναι


πνευματικοί, οπότε ο καθένας θα είναι ικανός να λέει: Είμαι το Άγιο
Πνεύμα. Και έλεγαν επίσης: πριν υπάρξει ο Αβραάμ εγώ είμαι, όπως
ακριβώς ο Χριστός ήταν ικανός να λέει, Είμαι ο Υιός του Θεού. Παρ’
όλα αυτά τα βασίλειο του Θεού προοριζόταν για μια ελίτ Αγίων.
Διότι μέσα από τις μεσσιανικές συμφορές, τους πολέμους, τους
λιμούς και τις φωτιές οι περισσότεροι άνθρωποι θα χάνονταν και
μόνο ένα «σεσωσμένο υπόλειμμα», αναμενόταν να επιβιώσει, για να
γευτεί τις χαρές της θεϊκής καταστάσεως.

Όλα αυτά τα αιρετικά κινήματα του όψιμου Μεσαίωνα, μπορούν να


γίνουν κατανοητά μόνον στα πλαίσια της λατρείας της εθελούσιας
φτώχειας. Διότι, όταν από τον 12ο αιώνα και μετά εμφανίστηκε ένας
πρωτάκουστος πλούτος στην Δυτική Ευρώπη [μετά την λεηλασία της

14
Πόλης από τους Σταυροφόρους], οι περισσότεροι ρίχτηκαν στις
καινούργιες ευκαιρίες για πολυτέλεια και επίδειξη. Αλλά οι αιρετικοί
αυτοί αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να απαρνηθούν τελείως την
ιδιοκτησία, την εξουσία και τα προνόμια και να κατέβουν κοντά στον
πάμπτωχο λαό. [Το σύνολο της Δύσεως δαιμονίστηκε και παραμένει
μέχρι σήμερα χωρίς εξορκισμό. Αυτόν τον δαιμονισμό εισάγουμε
σήμερα σαν Οικουμενισμό και σαν αντι-οικουμενισμό].

ΣΧΟΛΙΟ: [Όπως βλέπουμε αυτά τά παρανοϊκά κινήματα τών


καθαρών έχουν κυριαρχήσει καί ανάμεσα στούς "ορθοδόξους" καί
προστιθέμενα στήν σύγχρονη αιρετική διάσταση τού κληρικαλισμού
διαμορφώνουν τό χάος πού μάς περιτριγυρίζει. Θά δούμε στη
συνέχεια στα επόμενα κεφάλαια τή θεολογική διαστροφή τών Ρώσων
τής διασποράς, η οποία κυριαρχεί στήν σημερινή ορθοδοξία καί είναι
συνέχεια τής ηθικολογικής διαστροφής τών οργανώσεων οι οποίες
αντιπροσωπεύονται ακόμη καί σήμερα από τήν ψυχοφθόρο θεολογία
τού Τρεμπέλα].

Οι πληροφορίες αντλούνται από το έκτο κεφάλαιο του βιβλίου του Νόρμαν


Κον, "Αγώνες για την έλευση της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού", των
εκδόσεων ΝΗΣΙΔΕΣ.

Αμέθυστος

15
Εισαγωγή

Ο Ρομαντισμός και ο Ιδεαλισμός κατάγονται απευθείας από τον


Ιωακειμενισμό, την γνωστή φιλοσοφία της Ιστορίας τού Ιωακείμ ντα
Φιόρε (Gioacchino da Fiore), που ξεκίνησε από τον Δυτικό Μεσαίωνα
και σάρωσε όλα τα μυαλά τής Ευρώπης, προκαλώντας την θανατηφόρο
εκκοσμίκευση που μας διαλύει σήμερα. Αυτό το κίνημα εκμοντερνίστηκε
από τον Γερμανό Lessing, αφού είχε ήδη εμπλουτιστεί με την Καμπάλα,
είχε υποστεί επεξεργασία από τους Φωτισμένους και τους Μασόνους και
αποθεωμένο από τον Γερμανικό Ιδεαλισμό, ολοκληρώνεται στις μέρες
μας με τον Οικουμενισμό.

Ένα γράμμα του εκδότη Eduardo Gans, φίλου επίσης του Χέγκελ, του
Δεκεμβρίου του 1830, προς την Récamier, είναι ίσως η καλύτερη
εισαγωγή σε όσα θα ακολουθήσουν:

«Βρίσκονται συχνά στην εποχή μας συγγραφείς που έχουν


συνειδητοποιήσει ότι εξελίσσεται μια κίνηση, ότι ετοιμάζεται
πρόοδος, αλλά δεν έχουν ούτε βάθος, ούτε σκέψη ικανή να
οικοδομήσει. Άλλοι, μεγαλωμένοι με συναισθήματα ουσιαστικώς
θρησκευτικά και ιστορικά, δεν κατανοούν πως η διαλεκτική διαδρομή
είναι κατ' ουσίαν θρησκευτική, δεν βλέπουν τον θεό παρά μόνον σε
ακινησία και τον βλασφημούν όλες τις ημέρες στην ανανέωσή του.
Υπάρχουν πολύ λίγοι που αγαπούν την πρόοδο τής ανθρωπότητος για
θρησκευτικούς λόγους, των οποίων η πίστη δεν υποφέρει καθόλου από
τα συμβάντα, οι οποίοι βρίσκονται οχυρωμένοι στην λατρεία τους, που
βλέπουν τον θεό μέσα σε όλα όσα γίνονται, χωρίς να τον εξαιρούν ποτέ
από την ελευθερία και από την κίνηση. Οι οποίοι υιοθετούν με ελπίδα
την νέα φιλοσοφία της Ιστορίας. Διότι ο Χριστιανισμός είναι η
προοδευτική θρησκεία, που αφορά όλον τον λαό, και είναι προοδευτική
με έναν τέτοιο τρόπο ώστε όλες οι πρόοδοι της ανθρωπότητος, όλες οι
ελευθερίες οι οποίες κατακτήθηκαν στην διάρκεια των αιώνων, δεν είναι
παρά η ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Με αυτόν η Ιστορία τέλειωσε και
ξεκίνησε ταυτόχρονα. Τέλειωσε επειδή η αρχή από την οποία έπρεπε να
προέλθει το παν είχε βρεθεί και άρχισε διότι η ανάπτυξη της
ανθρωπότητος χρονολογείται από αυτή την αρχή»!

16
Έτσι λοιπόν στον αποκρυφισμό που σάρωσε τα πάντα, ξεκινώντας από
τον "ταπεινό" Ναπολετάνο καλόγερο, αφού ούτε ο μεγάλος Ακινάτης δεν
κατόρθωσε να τον αντιμετωπίσει, οι Γερμανοί προσθέτουν μια ξεχωριστή
κρίση για τον προτεσταντισμό, ο οποίος καταλήγει μια μεσαία εποχή που
πρέπει να ξεπεραστεί για να φθάσουμε στην εποχή του πνεύματος.

Πέραν του κυρίαρχου αισθήματος που βάρυνε την Γερμανική συνείδηση,


λόγω του Σχίσματος που υπέστη η Χριστιανοσύνη, η εξάπλωση του
κόσμου η οποία συνετελέσθη στον χρόνο και στον χώρο και ιδιαιτέρως οι
ανακαλύψεις στο πεδίο των θρησκειών, δυναμώνουν και διευρύνουν την
Οικουμενική προσμονή που υπήρχε ήδη στον Ιωακείμ. Για τους
Γερμανούς γίνεται σαφές πως η εποχή του πνεύματος θα είναι η εποχή
τής παγκοσμίου θρησκευτικής συμφιλιώσεως.

Ας σημειώσουμε ακόμη, πριν ξεκινήσουμε, ένα κείμενο του Γκαίτε που


ανακάλυψε ο Μπαλτάσαρ: «Το πρώτο άρθρο της πίστεως, ο Πατήρ, είναι
εθνολογικό, το δεύτερο, ο Υιός, είναι χριστιανικό, το τρίτο, το πνεύμα,
διδάσκει την κοινωνία των αγίων, δηλαδή των ανώτερων και σοφών, και
οδηγεί στην ολοκλήρωση την φιλοσοφική θρησκεία: είναι η τελευταία
θρησκεία».

Στον πέμπτο και τελευταίο από τους διάσημους Λόγους του στην
θρησκεία, του 1799, τριάντα ενός έτους, ο Σλαϊερμάχερ, ανακοίνωσε την
ελπίδα για ένα μέλλον «στο οποίο ο πατήρ θα ήταν τα πάντα στα πάντα»
αλλά πρόσθετε και την ανησυχία του «πότε πρέπει να έλθει αυτός ο
καιρός; Φοβούμαι πως είναι έξω από κάθε εποχή του χρόνου». Διότι,
συνεχίζει, εποχές διαφθοράς περιμένουν και απειλούν ο,τιδήποτε είναι
γήινο, ακόμη και αν η καταγωγή του υπήρξε θεία. Εάν λοιπόν η βασική
έμπνευση κάθε θετικής θρησκείας λαμβανομένης καθ' εαυτής είναι
αιώνια, κατά συνέπειαν, παρότι μόνον σήμερα αναδεικνύεται, η θρησκεία
των θρησκειών, ο Χριστιανισμός, είναι και αυτός περαστικός. Είναι
υποκείμενος στην φθορά του χρόνου. Και έρχεται σύντομα ο καιρός κατά
τον οποίο καινούργιοι ιεραπόστολοι του θεού θα γίνουν απαραίτητοι και
θα ξεκινήσουν νέες εποχές της ανθρωπότητος και κάθε νέα εποχή θα
γίνει η παλιγγενεσία του χριστιανισμού και θα αφυπνίζει το πνεύμα με
μια νέα και πιο ωραία μορφή. Απέραντες εκτάσεις της θρησκείας δεν
έχουν καλλιεργηθεί και είναι ανεκμετάλλευτες. Ακόμη και αυτές
μπορούν να γεννηθούν από την βασική έμπνευση του Ιησού, αλλά ο

17
Ιησούς δεν μπορούσε να τις προβλέψει περισσότερο από τους μαθητές
του. Γιατί εξάλλου ο χριστιανισμός έπρεπε να βασιλέψει μόνος του
στην ανθρωπότητα; Ο χριστιανισμός απεχθάνεται αυτόν τον
δεσποτισμό. Δεν θέλει να ωθήσει στο άπειρο την διαφορετικότητα
μόνον του εαυτού του, θέλει να έχει την οραματική έμπνευσή του και
έξω από αυτόν.

Αναμένοντας πάντοτε μια απελευθέρωση από την μιζέρια που βαραίνει


πάνω του, βλέπει με ευχαρίστηση να ανατέλλουν, πέρα από την
διαφθορά, άλλες μορφές, πιο νέες, τής θρησκείας. Διότι τίποτε δεν είναι
πιο άθρησκο από την απαίτηση τής ομοιομορφίας τής ανθρωπότητος, και
τίποτε δεν είναι λιγότερο χριστιανικό από την απαίτηση τής
ομοιομορφίας στην θρησκεία.

Σε αυτή τη σύλληψη του χριστιανικού γίγνεσθαι και των


παλιγγενεσιών του, το πνεύμα αποκόπτεται τόσο πολύ από τον
Χριστό, που δεν είναι πλέον δυνατόν να συνεχίζει να ορίζεται σαν ο
μοναδικός μεσάζων. Εξάλλου ο ίδιος ο Χριστός δεν το απαίτησε ποτέ
του. Δεν δήλωσε ποτέ του ότι είναι το μοναδικό αντικείμενο
εφαρμογής της ιδέας του. Οι μαθητές του δεν έθεσαν ποτέ τους όρια
στο Άγιο πνεύμα, αναγνώρισαν παντού την ελευθερία χωρίς όρια όπως
επίσης και την αδιάκοπη ενότητα τών αποκαλύψεων. Εάν αργότερα, όταν
ο πρώτος χρόνος της ανθοφορίας πέρασε, οι Γραφές ανακηρύχθηκαν
"ένας κλειστός κώδικας της θρησκείας", αυτό έγινε εκ μέρους όσων
ερμήνευσαν τον ύπνο του πνεύματος σαν τον θάνατό του, και αυτός
ακριβώς ο νεωτερισμός δεν είχε τίποτε χριστιανικό. Οι Ιερές Γραφές δεν
εμποδίζουν κανένα άλλο βιβλίο να είναι ή να γίνει κι' αυτό Βίβλος.
Επιπλέον θα ήταν απιστία προς τον Ίδιο τον Χριστό να αρνηθούμε την
αναμονή μας στο μέλλον κάποιων σημείων λαμπρών και θείων,
ξεκινώντας από τα οποία θα πραγματοποιηθεί μια νεώτερη και πιο στενή
σύνδεση του πεπερασμένου με την θεότητα. Και ακριβώς τώρα, τα
γεγονότα που συνταράσσουν τον κόσμο μας φαίνονται να είναι τα σημεία
πως μια τέτοια μεταμόρφωση πλησιάζει κοντά μας:

Τί πράγμα δεν μπορούμε να περιμένουμε από μια εποχή που είναι τόσο
καθαρά το σύνορο ανάμεσα σε δύο καταστάσεις πραγμάτων τόσο
διαφορετικών; Όταν αυτή η βίαιη κρίση περάσει, θα μπορέσει και αυτή,
να προκαλέσει μια τέτοια στιγμή και μια προφητική ψυχή θα μπορούσε

18
από τώρα να δείξει το σημείο το οποίο, για τις μελλοντικές γενεές, θα
γίνει το κέντρο εμπνεύσεως του Σύμπαντος.

Όλοι περίμεναν την εποχή εκείνη κάτι καινούριο να συμβεί,


επηρεασμένοι καθοριστικά μάλλον από την εκπληκτική αίσθηση
αλλαγής της νεωτερικότητος που παρήγαγε στα καλύτερα πνεύματα της
Γερμανίας, η Γαλλική επανάσταση! Υπήρξε ένα σύμβολο μιας εποχής
στην οποία η ανθρωπότης γεύτηκε τόσες πολλές επαναστάσεις και η
Γαλλική επανάσταση δείχνει να έρχεται το τέλος όλων αυτών των
πολιτικών μεταμορφώσεων, τόσο ώστε μπορεί και να αφήσει ελεύθερη
θέση ακόμη και για μια θρησκευτική ανανέωση, κάτι που τόσες
προφητικές φωνές μας υποχρέωναν από καιρό να ακούσουμε. Ο
Σλαϊερμάχερ συγκεντρώθηκε περισσότερο στην καθαρή κοινωνία,
την αδιαίρετη, των αγίων, η οποία δέχεται όλες τις θρησκείες, και
είναι η μόνη βάση πάνω στην οποία μπορεί η καθεμιά να αναπτυχθεί.
Αφήστε, λέει, στους ακροατές του, τους εθνικούς να ρουφήξουν όσο
μπορούν την φλούδα του ιερού, που παραμένει κρυμμένο από τα
μάτια τους, αλλά εσείς να μην αρνείσθε να λατρεύετε τον θεό που θα
είναι μέσα σας.

Ο Σλαϊερμάχερ προσπάθησε να ξυπνήσει με τους λόγους του, ένα λαό ο


οποίος ήταν χορτάτος από νοησιαρχία και διάβαζε Σπινόζα για να λύσει
τις απορίες του και γι' αυτό μίλησε μόνον για άπειρο, για θεότητα, και
πάνω απ' όλα για Σύμπαν, προσπαθώντας να προσωποποιήσει αυτό το
Σύμπαν που ήταν αντικείμενο λατρείας, ονομάζοντάς το Δημιουργό. Είχε
μιλήσει ακαθόριστα, όπως και οι προηγούμενοι από αυτόν προφήτες
της ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ. Ο ίδιος ο Herder εξάλλου δεν είχε επιβάλλει με

19
τον ενθουσιασμό του για το "Εν και παν" αυτή την ακαθοριστία της
βασικής πραγματικότητος; Ο Λόγος τής εποχής, που είχε σαγηνεύσει
όλους τους νέους ήταν πως τα θρησκευτικά πνεύματα δεν κουράζονται
ποτέ τους να ερευνούν το Σύμπαν και να περιμένουν να ακούσουν τις
φανερώσεις του!

Έτσι επιβάλλεται σιγά-σιγά ένας μεσσιανισμός χωρίς μεσσία, μια


τρίτη εποχή, τής εξυπνάδας, όπως την οραματίστηκε και ο Ιωακείμ
ντα Φιόρε. Ο οποίος πρώτος οραματίστηκε την δυνατότητα μια
κοινωνίας όπου όλοι θα είχαν αναπτύξει πλήρως την σκέψη τους και
θα είχαν κατορθώσει να γνωρίσουν τελείως και να αναπτυχθούν
χωρίς την βοήθεια του Κυρίου.

Και στο προσκήνιο του Ρομαντισμού εμφανίζεται ο Φίχτε (1762-1814) ο


οποίος αλλάζει βίαια το σκηνικό, αποκαθηλώνοντας τον Χριστό.
Απωθεί σαν μοιραίο λάθος το Filioque της Λατινικής παραδόσεως και
διδάσκει αμέσως πως το πνεύμα εκπορεύεται μόνον εκ του πατρός. Κάτι
που σημαίνει πως ο άνθρωπος έχει μια φυσική συγγένεια με τον
υπεραισθητό κόσμο, μια προϋπόθεση, την οποία ξεκαθάρισε πλήρως
η διδασκαλία τού Ιησού, αλλά την οποία εμπόδιζε να αναπτυχθεί, η
ίδια η παρουσία του Ιησού!

[Βοήθειά μας]!

Σχόλιο: [Ένας πιστός μαθητης τού Φίχτε σήμερα είναι ο Ράμφος.


Πιστός τού ιστορικού Χριστού, πού σημαίνει ότι τό Άγιο Πνεύμα
αγιάζει ιστορικές προσωπικότητες. Η ιστορική εκκλησία, τοπική
έκδοση τής οποίας είναι η ακαδημία Βόλου, αντιπροσωπεύεται από
τόν Καλαϊτζίδη. Αυτές οι ακαδημίες θά αντικαταστήσουν τίς ενορίες
καί οι επίσκοποι τύπου Δημητριάδος θά στηρίζουν τό έργο τους.

Στή συνέχεια θά φανερωθούν όλα καλύτερα].

Σχόλιο στο ιστολόγιο του Αμέθυστου:

[Ανώνυμος είπε...

Μια ομολογουμένως εντυπωσιακή προσπάθεια (του Λυμπά) να διασωθεί ο


καθολικισμός από την λαίλαπα του Οικουμενισμού μέσα από την βαθιά
εξερεύνηση των πηγών του].

20
Φίχτε

Το εμπόδιο εκ μέρους του Ιησού, στην πλήρη δράση του πνεύματος,


επιβεβαιώνει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το οποίο είναι το μοναδικό
Ευαγγέλιο τού πνεύματος, ο μοναδικός δάσκαλος του αληθινού
Χριστιανισμού. Το μόνο που αποκαλύπτει το αληθινό νόημα του
Χριστιανισμού. Προηγούμενο ιστορικά του Ιησού (π.χ. δρούσε ήδη
στον Σωκράτη), το πνεύμα παρεμβαίνει ακόμη και μετά από αυτόν.
Αυτό ακριβώς μας διδάσκει ο Ιωάννης.

Όμως οι άλλοι απόστολοι και μαθητές του Χριστού δεν κατανόησαν την
προφητεία του: μπέρδεψαν την ενέργεια του Πατρός (και του Υιού)
καθαυτού με την δράση τού Αγίου Πνεύματος (μεταφράζοντας περίπου
το σύμβολο με την πραγματικότητα), και το αποτέλεσμα υπήρξε ένας
Χριστιανισμός δεισιδαιμονικός, προορισμένος να επεκταθεί και να
βαρύνει στην διάρκεια των αιώνων. Μόνον μετά τον Καντ, αφού
ολοκλήρωσε το τελευταίο βήμα μιάς μεγάλης διαδρομής
εσωτερικεύσεως, το πνεύμα αναγνωρίστηκε επιτέλους σαν Άγιο,
ανεξαρτητοποιήθηκε και αυτονομήθηκε από τον ιστορικό Ιησού και
μπορεί πλέον να πει κάθε πράγμα.

Το δόγμα της επιστήμης τού Φίχτε, εγκαινιάζοντας την εποχή της


"φιλοσοφούσης νοήσεως", είναι κοντά σε εκείνο του Σπινόζα, το οποίο
υπερβαίνει κατά κάποιο τρόπο, εκμεταλλευόμενο την καντιανή
υποκειμενικότητα. Στόχος του είναι η επιστημονική απόδειξη τής
ταυτότητος του ανθρώπου και του Θεού την οποία ο Χριστός είχε
προαισθανθεί σε μια μεγαλειώδη πρόβλεψη και την οποία το πνεύμα
προετοίμασε σιγά-σιγά τους Χριστιανούς να κατανοήσουν.

Στην έκτη του διάλεξη για τον οδηγό στην ευτυχισμένη ζωή ή στο δόγμα
τής θρησκείας, ο Φίχτε, απευθυνόμενος σε ένα μεγαλύτερο πλήθος λαού,
εφαρμόζει και προσαρμόζει με τον ίδιο τρόπο το πνεύμα τού "δόγματος
της επιστήμης", στην μεταμόρφωση του Χριστιανισμού. Ο
Χριστιανισμός πρέπει να θεωρηθεί σαν ένας παροδικός θεσμός για
την θρησκευτική εκπαίδευση των ανθρώπων. Παρόλα αυτά η
μεταμόρφωση που επιτυγχάνει είναι η απόδοση του Χριστιανισμού στον
εαυτό του, αποκαθιστώντας τον στην πιο αυθεντική και αγνή του μορφή.
Είναι δε ακριβώς ο Χριστιανισμός ο οποίος αντιστοιχεί στην βαθειά
σκέψη του Ιησού, όπως την μετέδωσε ο Απόστολος Ιωάννης, πιστός του

21
ερμηνευτής. Ο Ιησούς είχε κατανοήσει καλύτερα από όλους το νόημα
της παλαιάς Διαθήκης. Αλλά ο Παύλος και το κόμμα του,
παραμένοντες μισό-εβραίοι, επιμήκυναν το βασικό λάθος του
Ιουδαϊσμού, που είναι το ίδιο με των Εθνικών. Για τον Ιωάννη όμως τα
πράγματα είναι διαφορετικά. Μόνον με τον Ιωάννη ο φιλόσοφος μπορεί
να συμφωνήσει, γιατί μόνον αυτός σέβεται την νόηση και αναφέρεται
στην μοναδική απόδειξη που δέχεται ο φιλόσοφος: την εσωτερική
απόδειξη!

Δεν πρέπει να εκλάβουμε τις πιο σοβαρές του δηλώσεις και τις πιο
κατηγορηματικές σαν απλές εικόνες και μεταφορές. Ούτε πρέπει να
ενώσουμε στο υψηλό του δόγμα τού λόγου, τις Ιουδαϊκές φαντασίες περί
του υιού του Δαυίδ, ο οποίος θα ακύρωνε μια αρχαία διαθήκη για να
ολοκληρώσει μια καινούργια. Αυτές είναι φαντασίες αντίθετες προς την
νόηση και ίσχυαν μόνον για την εποχή του Ιησού και την θεμελίωση τού
Χριστιανισμού. Πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε το μεταφυσικό
δόγμα από τις ιστορικές βεβαιώσεις.

Τότε και μόνον τότε μπορεί να ελευθερωθεί το Χριστιανικό δόγμα που


είναι η απόλυτη αλήθεια. Μας φαίνεται σήμερα νέα και πρωτάκουστη
επειδή είχε χαθεί, αλλά είναι τόσο παληά όσο και ο κόσμος. Ο Ιησούς
Χριστός, ο αιώνιος Λόγος, υπήρξε η νόηση προσωποποιημένη,
δηλαδή η άμεση συνείδηση του εαυτού της ή αυτό που είναι το ίδιο
πράγμα, η θρησκεία.

Ο Φίχτε, με τις πεποιθήσεις αυτές, πίστευε πως είναι Χριστιανός, ενώ


ταυτόχρονα βασιζόμενοι στην κριτική του σε κάθε αποκάλυψη, τον
κατηγορούσαν για αθεϊσμό. Αυτό μαρτυρεί υπέρ της Χριστιανικής
καταγωγής της φιλοσοφίας του της Ιστορίας. Διότι και ο πιο ριζικός
αθεϊσμός αντλεί την δύναμή του από την χριστιανική πίστη. Έτσι
λοιπόν ο Φίχτε συνέχιζε: παραμένει λοιπόν αιωνίως αληθινό πως παρ'
όλη την εποχή μας και όλες μας τις φιλοσοφικές έρευνες, είμαστε
θεμελιωμένοι στο έδαφος του Χριστιανισμού και γεννηθήκαμε από
αυτόν. Διότι αυτός ο Χριστιανισμός παρενέβη κάτω από τις πιο
διαφορετικές μορφές σε όλη την διάρκεια της αναπτύξεώς μας και αυτό
που είμαστε δεν θα μπορούσαμε κυριολεκτικά να είμαστε, εάν αυτή η
παντοδύναμη αρχή δεν είχε προηγηθεί από εμάς στον χρόνο.

22
Η γνώση της βασιλείας των ουρανών πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί από
την Ιστορική πίστη και από την ιδιαίτερη συγγένεια της ψυχής των
ατόμων με αυτή. Πρέπει να πάρει την μορφή ενός βασιλείου, το οποίο
κάθε άνθρωπος, που θα διαθέτει την ανθρώπινη νοημοσύνη, να μπορεί να
το αποκτήσει.

Ο Φίχτε προσπαθεί να αποδείξει με όλες του τις δυνάμεις πως η


βασιλεία των ουρανών, που ανήγγειλε μια μέρα ο Ιησούς, δεν είναι
στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από την βασιλεία της νοήσεως,
όπως φανερώθηκε στο τέλος. Η βασιλεία αυτή πρέπει να θεμελιωθεί
οριστικώς από το πνεύμα, το οποίο υποσχέθηκε ο Ιησούς αλλά εστάλη
από τον πατέρα. Θα είναι ένα βασίλειο ελευθερίας. Αλλά όχι με την
έννοια της ατομικής ελευθερίας.

Πρέπει να πραγματοποιηθεί το πέρασμα στην απόλυτη Εκκλησία, η


οποία συμπίπτει με το απόλυτο κράτος. Τότε πια ο αληθινός χριστιανός
δεν θα πρέπει πια να λέει: Ελθέτω η Βασιλεία Σου. Διότι βλέποντας
ολοκληρωμένη την υπόσχεση του Ιησού, θα πεί: Η βασιλεία σου
ήλθε. Αυτό είναι το ευαγγέλιο των νέων χρόνων, το αληθινό αιώνιο
ευαγγέλιο.

Και ο Ιωακείμ ντα Φιόρε (Gioacchino Da Fiore) πίστευε πως η δική του
επεξήγηση ήταν εμπνευσμένη. Αλλά υπήρξε ένα απλό ανακοινωθέν, καί
όχι η δημιουργός τού δικού του αιωνίου ευαγγελίου. Η φιλοδοξία του
Φίχτε (Fichte) είναι πιο πλατιά. Είναι η φιλοδοξία ενός δημιουργού.

23
Αυτής της καθοριστικής προόδου, αυτού του τελευταίου γεγονότος των
ημερών μας που οδηγεί την δημιουργία στο τέλος της, όπου η
ανθρωπότης επιτυγχάνει την ολοκληρωμένη της ελευθερία, την
απελευθέρωσή της από την προστασία, ο Φίχτε αισθάνεται πως είναι
ο υποκινητής. Μέσω αυτού, μέσω της εμπνευσμένης του φιλοσοφικής
διδασκαλίας, που ο ενσαρκωθείς Λόγος τού προλόγου τού κατά Ιωάννην
αποκαλύπτει επιτέλους την αληθινή του φύση, που δεν είναι άλλο από
μια ανώτερη συνείδηση του εαυτού, γίνεται γνωστή η
πραγματοποίηση αυτής της συνειδήσεως, στην οποία ενώνονται ο
άνθρωπος, ο κόσμος και η θεότης.

Το τρίτο βασίλειο των πνευματικών ανθρώπων γοήτευε και συνεχίζει να


γοητεύει το γερμανικό πνεύμα, παρόλη την παρεμβολή του τρίτου Ράϊχ.

Σχόλιο: ΟΛΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Ο ΡΑΜΦΟΣ... Καί όμως μ' αυτά


τά προτεσταντικά σκουπίδια προσπαθούμε νά τραφούμε σήμερα.

Αυτή είναι η σκοτεινή πηγή του Οικουμενισμού. Ο Φ(ρ)ίχτε ένωσε


την έννοια με την παράνοια.

Στην συνέχεια θα δούμε την αποθέωση αυτής της ενώσεως με τον


Χέγκελ. Σήμερα με τον Οικουμενισμό η παράνοια κυριάρχησε
απολύτως της έννοιας.

24
Χέγκελ

Ο Ιωακείμ ντα Φιόρε (Gioacchino Da Fiore) είχε ανακοινώσει την τρίτη


εποχή σαν τον "χρόνο των κρίνων", ο οποίος διαδέχθηκε τους χρόνους
των βάτων και των τριαντάφυλλων. Ο Μπαίμε (Jakob Böhme) είχε
χαιρετήσει την αυγή αυτή με το ίδιο το σύμβολο και ο Baader (Franz
Xaver von Baader) επανέλαβε και αυτός την ίδια εικόνα. Αυτός ο
χρόνος των κρίνων θα ήταν τελικώς ο χρόνος τού Χέγκελ; Η εποχή
τού πνεύματος θα άνοιγε επιτέλους από αυτόν τον καθηγητή;
Γνωρίζουμε ήδη τις ομοιότητές του με τον γνωστικισμό τού Μπαίμε, τις
σχέσεις που διατήρησε στην νεότητά του με τους Ιλλουμινάτι της
Βαυαρίας, τα μασωνικά του αναγνώσματα. Στο γυμνάσιο της
Στουτγκάρδης έμαθε πως η Ιστορία είναι μια προοδευτική
πραγματοποίηση ενός θείου σχεδίου, το οποίο μπορούσε να κατανοήσει
πλέον η σκέψη. Σαν φίλος του Χαίλντερλιν (Hölderlin) και του Σέλλινγκ
(Schelling) είχε χαιρετήσει με ενθουσιασμό το πλησίασμα της βασιλείας
του θεού. Είχε γνωρίσει μαθητές του Bengel και του Detinger και σε
αυτόν τον τελευταίο οφείλει την χρήση της λέξης Herrlichkeit, η οποία
κατάγεται από την Καμπάλα (Kabbahal), όπως και το αξίωμα γύρω από
"την αντίφαση σαν πηγής κάθε ζωής". Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι να
γνωρίσουμε αν οι θεόσοφοι επηρέασαν τον Χέγκελ και τους φίλους
του, αλλά να καταλάβουμε πως είναι δυνατόν μια τόσο σίγουρη και
βαθειά επιρροή καί μπόρεσε να διαφύγει από την κριτική όλων.

Όταν εμφανίστηκε, στα 1807, η Φαινομενολογία του πνεύματος, ο


καθολικός Windischmann, ο οποίος συναναστρεφόταν τους
μασόνους, τού έγραψε: «Μια μέρα, όταν θα έρθει η στιγμή για να
γίνει κατανοητό, το έργο σας θα ειδωθεί σαν το θεμελιώδες βιβλίο
της απελευθερώσεως του ανθρώπου, σαν το κλειδί του νέου
Ευαγγελίου που είχε προφητέψει ο Λέσσινγκ».

Στα μαθήματά του στην Ιένα, στις 18 Σεπτεμβρίου 1806, προφήτευε με


ακρίβεια: «Βρισκόμαστε σε μια σπουδαία εποχή, σε έναν αναβρασμό, το
πνεύμα ολοκλήρωσε μια ξαφνική αύξηση, ξέφυγε από την προηγούμενη
μορφή του και αποκτά μια νέα. Όλη η μάζα των προηγούμενων
αναπαραστάσεων, των εννοιών, και όλοι οι δεσμοί του κόσμου λύθηκαν
και χάνονται σαν ονειρικά οράματα. Ετοιμάζεται μια νέα γέννηση τού
πνεύματος». Και την επόμενη χρονιά, στην Φαινομενολογία πλέον

25
γράφει: Δεν είναι δύσκολο να δούμε πως η εποχή μας είναι μια εποχή
ενός περάσματος προς μια νέα εποχή. Το πνεύμα έσπασε τις γέφυρες με
τον κόσμο της υπάρξεως και τής αναπαραστάσεως, που διήρκεσε μέχρι
σήμερα. Είναι έτοιμο να βυθιστεί στο παρελθόν, και διανύει μια ανήσυχη
περίοδο μεταμορφώσεως!

Η μεγάλη εισαγωγή στα μαθήματα στην φιλοσοφία της Ιστορίας είναι


ένα είδος ύμνου στον ήλιο του πνεύματος: αντιθέτως όμως από τον
κοσμικό ήλιο, η κίνησή του δεν είναι μια επανάληψη του εαυτού του. Η
μεταβλητή πλευρά του πνεύματος που δίνεται σε σχήματα πάντοτε
νέα είναι ουσιαστικώς η πρόοδος.

Όταν ο χριστιανισμός εμφανίστηκε στον κόσμο, εκμηδένισε το ξένο


στοιχείο τής συνειδήσεως και οδήγησε την επιστροφή στον εαυτό της
τής υποκειμενικότητος. Μέσω του Χριστού ετέθη η ενότης του
ανθρώπου και του θεού, καθότι ο άνθρωπος είναι θεός στο μέτρο που
υπερβαίνει αυτό που το πνεύμα του έχει Φυσικό και πεπερασμένο. Η
χριστιανική θρησκεία περιέχει το δόγμα, την διαίσθηση της ενότητος
της θείας φύσης και της ανθρώπινης. Αυτό απεκάλυψε ο Χριστός
στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος και ο θεός -η υποκειμενική ιδέα και η
αντικειμενική- δεν είναι παρά μόνον ένα πράγμα. ΑΥΤΗ Η ΕΝΟΤΗΣ
ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗ-
ΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΡΧΗ. [Σάν θεοί]

Έτσι συμφιλιώνοντας τον άνθρωπο με τον εαυτό του, ο χριστιανικός


κόσμος είναι ο κόσμος της ολοκληρώσεως. Αλλά είναι ακόμη μια
υπόσχεση. Μόνον η χριστιανική πίστη θα έχει εισέλθει στον γερμανικό
κόσμο, θα πραγματοποιήσει την νεωτερικότητά της και θα μπορέσουμε
να πούμε με όλη την αλήθεια πως οι χρόνοι έχουν ολοκληρωθεί.

Μόνον τα Γερμανικά έθνη ήταν προορισμένα να γίνουν οι βάσεις της


χριστιανικής αρχής. Διότι η καθαρή εσωτερικότης τής απλής και ορθής
τους καρδιάς προσέφερε το κατάλληλο έδαφος για την ελευθέρωση του
πνεύματος. Μόνον σε αυτά τα χαρακτηριστικά ζούσε ένα πνεύμα
τελείως νέο το οποίο έπρεπε να ξαναγεννήσει τον κόσμο, δηλαδή το
ελεύθερο πνεύμα που θεμελιώνεται στον εαυτό του, το αυτόνομο και
απόλυτο αίσθημα της υποκειμενικότητος.

26
Ο Γερμανικός λαός, ο μόνος αληθινός διάδοχος του αρχαίου Ελληνικού
λαού ήταν προορισμένος να οδηγήσει τον χριστιανισμό στην
ολοκλήρωσή του, πραγματοποιώντας την απόλυτη αλήθεια καθότι
αυτόνομος και άπειρος προσδιορισμός τής ελευθερίας, που είναι το ίδιο
το πνεύμα του μοντέρνου κόσμου.

Ο άνθρωπος προσδιορίζεται από τον εαυτό του να είναι ελεύθερος.


Μια καινούρια εποχή ανέτειλε στον κόσμο. Μοιάζει σαν το πνεύμα του
κόσμου να κατόρθωσε μόλις τώρα να ελευθερωθεί από κάθε ουσία
αντικειμενική και ξένη και να κατανοηθεί σαν απόλυτο πνεύμα, να
δημιουργήσει από μόνο του όλο αυτό που του αντιτίθεται σαν
αντικείμενο και να το διατηρήσει ειρηνικά στον έλεγχό του. Η μάχη τής
πεπερασμένης αυτοσυνειδήσεως με την άπειρη αυτοσυνειδησία η
οποία εμφανίζεται σαν εξωτερική, έλαβε τέλος.

Η Χριστιανική θρησκεία είναι θρησκεία του πνεύματος. Είναι η


θρησκεία του Αγίου πνεύματος που ανήγγειλε ο Χριστός. Το πνεύμα του
ανθρώπου που μαρτυρεί το πνεύμα του θεού, είναι και αυτό ουσιαστικά
το πνεύμα με την μορφή της σκέψης κ.τ.λ.

Καθίσταται σιγά-σιγά σαφές πως υπάρχει μια διαφοροποίηση ακόμη


και από το κήρυγμα του Ιωακείμ ντα Φιόρε, ο οποίος δεν
φαντάστηκε ποτέ του το βασίλειο ενός πνεύματος, μιας ανωτέρας
νοήσεως η οποία θα καταργούσε κάθε μυστήριο. Ο χρόνος του Αγίου
πνεύματος για τον Ιωακείμ δεν ήταν σίγουρα ο χρόνος μιας απολύτου
γνώσεως, μιας πραγματικής και αποτελεσματικής γνώσεως, η οποία θα
ξεπερνούσε και θα ήταν η επόμενη, της αγάπης και της αναζητήσεως της
γνώσεως. Η αλήθεια η οποία βάζει ένα τέλος στα σχήματα και στους
τύπους (της καθολικής εκκλησίας) δεν θα έπρεπε να εγκαινιάσει την
εποχή μιας καθοριστικής και ολοκληρωτικής εκκοσμικεύσεως. Η
πνευματικοποίηση της Εκκλησίας που οραματίστηκε ο Ιωακείμ, δεν
ήταν η κατάργησή της μπροστά στο κρατικό δίκτυο.

Και όμως το πέρασμα από τον Χριστό στο πνεύμα, που αποτέλεσε τον
νεωτερισμό του Ιωακείμ, θεμελιώνει και την πρόοδο τής Ιδέας του
στον Γερμανικό ιδεαλισμό. Η πνευματική πρόοδος της σκέψης και της
γνώσεως διακρίνεται από την απλή και καθαρή πίστη, διότι αυτή δεν
γίνεται αλήθεια παρά μόνον μέσω της σκέψης, του πνεύματος (πλήρης
ταύτιση του Αγίου πνεύματος με την σκέψη. Κάτι που θεμελίωσε πρώτος ο

27
Αυγουστίνος και στερέωσε ο Ακινάτης, ορίζοντας το Άγιο πνεύμα βοηθό
του Νου τού ανθρώπου, του πνεύματός του ή της σκέψεώς του. Κάτι που
πιστεύουν σήμερα καί οι Ορθόδοξοι).

Εγκυκλοπαίδεια του πνεύματος, Εισαγωγή στην τρίτη έκδοση, 19


Σεπτεμβρίου 1830: «Από το εσωτερικό αυτού που πιστεύει σε μένα, λέει
ο Ιωάν. 7, 38, θα ξεπηδήσουν ποταμοί ζωντανού ύδατος. Δεν είναι όμως
η εν χρόνω προσωπικότης της οποίας γίνεται αισθητά αντιληπτή η
παρουσία, να παράγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Αυτή η παρουσία δεν είναι
ακόμη η αλήθεια καθαυτή. Στον στίχο 39 λοιπόν συνεχίζει το κατά
Ιωάννην. Εννοούσε το πνεύμα που θα έπρεπε να προσλάβουν όσοι θα
πίστευαν σε αυτόν, διότι δεν είχε δοθεί ακόμη το πνεύμα, καθότι δεν είχε
δοξασθεί ακόμη ο Ιησούς. Η μορφή τού Χριστού, που δεν έχει δοξασθεί
ακόμη είναι η προσωπικότης του αισθητώς παρούσα ή αναπαριστούσα το
άμεσο αντικείμενο της πίστεως. Σε αυτή την αισθητή παρουσία, ο
Χριστός αποκάλυψε στους μαθητές του την Φύση του, την οικονομία της
σωτηρίας, την αιώνια μοίρα του να επανενώσει τον θεό μαζί του και τους
ανθρώπους με αυτόν. Η πίστη των μαθητών σε αυτόν περιέχει εν δυνάμει
αυτή την αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά η πίστη αυτή λογαριάζεται σαν η αρχή
και μόνον, ένα θεμέλιο, μία ατελής ακόμη κατάσταση, διότι αυτοί οι
πιστοί δεν κατείχαν ακόμη το πνεύμα αλλά έμελλε να το αποκτήσουν.
Αυτό, την ίδια την αλήθεια, η οποία έρχεται μετά την πίστη και οδηγεί
στην πληρότητα της αλήθειας.

Μερικοί απαιτούν να παραμείνουν στην ολοκλήρωση αυτής της πίστεως


(στην αρχική πίστη) και η βεβαιότητά τους, η οποία είναι μόνον
υποκειμενική, δεν τους πλουτίζει παρά μόνον τυπικά με τον
υποκειμενικό καρπό της βεβαιώσεως, της συμφωνίας, που
περιλαμβάνει την υπερηφάνεια όμως και το πνεύμα της καταδίκης.
Αυτή η βεβαιότης τής πίστεως βρίσκεται σε αντίθεση με την Γραφή, και
είναι εχθρική προς το πνεύμα το οποίο δίνει τον καρπό της γνώσεως και
επομένως αυτό μόνο είναι η αλήθεια».

(Αυτές είναι οι συνέπειες της ερμηνείας του Ευαγγελίου εκτός της


Εκκλησίας, χωρίς την καθοδήγηση των Πατέρων της Εκκλησίας).

Για τον Χέγκελ, στην χριστιανική θρησκεία η απόλυτη ουσία


αναπαρίσταται ιστορικά, αλλά δεν γίνεται κατανοητή στοχαστικά. Το
πέρασμα από την θρησκεία στην φιλοσοφία συνίσταται λοιπόν στην

28
ιστορική υπέρβαση αυτής της αναπαραστάσεως, έτσι ώστε το
απόλυτο περιεχόμενο τού χριστιανισμού να μπορέσει να σχηματίσει
την μόνη απόλυτη μορφή, η οποία είναι, η φιλοσοφική σκέψη.

Τι είναι ο Χέγκελ λοιπόν; Κινείται απλώς από την εσωτερική λογική του
Χριστιανικού Λουθηρανισμού; Ακολουθεί απλώς, με ένα πιο περιεκτικό
διαλεκτικό δίκτυο, την εκκοσμίκευση που χάραξε ο Λέσσινγκ; Είναι ο
συνειδητός αντίπαλος της χριστιανικής πίστεως και ο αντιφατικός
αρνητής της, την οποία άρνηση στην συνέχεια θα αποκαλύψουν ο
Φόιερμπαχ, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, φανερώνοντας την κρυμμένη του
πρόθεση;

Δεν ψάχνει αντιθέτως μια γνώση της πίστεως, αν όχι με τον τρόπο των
σχολαστικών, τουλάχιστον με εκείνο του Αυγουστίνου;

Είναι μια προδοσία της σκέψης του μάλλον, να εμμείνουμε στην μία
ή στην άλλη εκδοχή και να τον υποπτευόμαστε για ασυνέπεια από την
στιγμή που ο ίδιος έθεσε σαν σκοπό του την επανένωση όλων των
αντιθέτων και την συμπερίληψή τους στα βάθη του πνεύματος. Εάν
βλέπει στην φιλοσοφία την ολοκλήρωση τής θρησκείας, είναι γεγονός
επίσης πως εκτιμά αυτή την ολοκλήρωση η οποία τίθεται ήδη από την
ίδια την χριστιανική θρησκεία, όσο και από την κίνηση τής νοησιαρχικής
σκέψης.

29
Και πάλι είναι αδύνατον να δεχθούμε επίσης πως απέρριψε εντελώς να
διαχωρίσει τις ιστορικές αναπαραστάσεις τής πίστεως και την λογική
τους κατανόηση! Είναι αδύνατον να κρύψουμε το γεγονός πως ο
Χέγκελ κηρύττει το ξεπέρασμα του Χριστού στο πνεύμα, το άνοιγμα
δηλαδή στο μέλλον και τον θάνατο του Πατρός.

Ο Φόϊερμπαχ παρόλες τις υπερβολές του δεν είχε δει άραγε σωστά,
πως ορίζοντας την φιλοσοφία του σαν μια μεγαλειώδη προσπάθεια
ταυτίσεως της αρνήσεως του χριστιανισμού με τον ίδιο τον
χριστιανισμό!, προσπαθούσε να ξεπεράσει με τον στοχασμό τον
χριστιανισμό; Δηλαδή να βάλει κατά μέρος την πίστη του στον
Χριστό από την στιγμή που θα είχε παίξει τον ιστορικό του ρόλο, στο
όνομα ενός πνεύματος το οποίο δεν θα ήταν πλέον το πνεύμα του
Ιησού, ούτε το πνεύμα του πατρός, αλλά το πνεύμα του κόσμου;
Μεταφράζοντας την χριστιανική θρησκεία σε φιλοσοφία ο Χέγκελ, δεν
έτεινε τυπικώς να εκκοσμικεύσει την χριστιανική ελπίδα; Κηρύσσοντας
σε όλη του την φιλοσοφία πως η φιλοσοφία περιλαμβάνει την θρησκεία
αλλά αυτή δεν περιλαμβάνει εκείνη, και πως η έμπνευση της Τριάδος
είναι το όνειρο που η αυτοσυνειδησία κάνει για τον εαυτό της, αυτός
ο ίδιος δεν καταστρέφει κάθε δυνατότητα αποκαταστάσεως της πίστης
του;

Ο φιλόσοφος ενδιαφέρεται περισσότερο για τον χριστιανισμό παρά


για τον Χριστό.

Σήμερα οι περισσότεροι ερμηνευτές έχουν παρασυρθεί από την ερμηνεία


και την πολεμική των επιγόνων του Χέγκελ. Μόνον που όπως
απεδείχθη είναι αντιχεγκελιανοί, δεν είναι μαθητές. Κάθε προσπάθεια
λοιπόν να εκλαϊκεύσουμε τον Χέγκελ, για να αποθεολογικοποιήσουμε
την σκέψη του, γλιστρώντας για παράδειγμα από τον αυτοκαθορισμό της
θείας και αιωνίου ιδέας, σε κάποια απρόσωπη αυτοτοποθέτηση του
νοήματος, συγκρούεται με τα κείμενα.

Για τον Χέγκελ η οντολογική πραγματικότης, εννοιολογική


καθεαυτή, της απολύτου θείας ιδέας, είναι απολύτως ενική στον
Χριστό, στο άτομο Ιησού, με παρουσία εφήμερη και ενική στην
Ιστορία. Μάλιστα δε σ' αυτό το πρόσωπο, στην ενικότητα και
μοναδικότητα αυτή, ενεργεί ο αβυσσαλέος και υπέρτατος σύνδεσμος του

30
Απολύτου και της Ιστορίας. Έτσι η αποκάλυψη της Τριάδος δεν βρίσκει
τις πιο αποφασιστικές της αναφορές στο γεγονός του Ευαγγελίου, στο
οποίο θα αντικατοπτριζόταν συμβολικά η νοητή πατρότης του θεού, αλλά
στην έλευση του πνεύματος στο οποίο αναγνωρίζεται στοχαστικώς η
αναγωγική ολοκλήρωση του χριστιανικού γίγνεσθαι.

Απολύτως περιεχόμενος λοιπόν ο Ιησούς, στο Χεγκελιανό σύστημα,


θα μεταστραφεί στον Χεγκελιανισμό!

Ο πατήρ Gaston Fessard, θα συνοψίσει την απέραντη γνώση του


Εγελιανού συστήματος ως εξής: Ότι η ουσιώδης επιθυμία της
ανθρώπινης συνειδήσεως είναι να αντιληφθεί την αιώνια Ιστορία του
θεού και του ανθρώπου, την κίνηση του θεού που γίνεται άνθρωπος και
του ανθρώπου που γίνεται θεός και αντιλαμβανόμενος την ιστορία αυτή
να κερδίζει τη συνείδηση του εαυτού του στην Ιστορία. Και ο Χέγκελ
λοιπόν δεν έκανε και τόσο μεγάλο λάθος, σ'αυτό το σημείο, να το
απαιτήσει. Ούτε και η δήλωσή του ότι το άτομο πρέπει να ξαναδιαβεί
στον εαυτό του τους σταθμούς αυτής της προόδου για να γίνει μέλος του
καθολικού πνεύματος που φανερώνεται, είναι τόσο μεγάλο λάθος, διότι
αυτό επιτρέπει την λατρεία. Παρότι όμως αυτές οι δηλώσεις είναι
δικαιολογημένες, στην πραγματικότητα γέννησαν μόνον ένα αλαζονικό
σύστημα, ολότελα παράλογο. Και πράγματι, εγκαταλείποντας,
ορμώμενος από την καθολική πραγματικότητα, δηλαδή την καθολική
εκκλησία, την χριστιανική κοινότητα και την ευχαριστιακή λατρεία, ο
Χέγκελ κατόρθωσε τελικώς να μειώσει την θρησκεία που ήθελε να
συμπεριλάβει και έκανε τελικώς την φιλοσοφία την μόνη αληθινή
λατρεία, μια αιώνια και συνεχή λατρεία. Και έτσι έφτασε να
αντικαταστήσει τον Χριστό με τον εαυτό του και να προτείνει το
σύστημά του σαν την τελευταία αποκάλυψη της θείας αλήθειας.
Απαίτησε τελικώς να αποκαλύψει πως η ζωή του πνεύματος θα
μπορούσε να παραμείνει αλυσοδεμένη σ' αυτόν τον λόγο που είναι απλώς
ανθρώπινος, και μαζί με αυτή την ζωή του πνεύματος θα μπορούσε να
ενωθεί και η ζωή και η αλήθεια της Ιστορίας και της απλής ανθρώπινης
φύσεως.

Παράλληλα λοιπόν ο Χέγκελ είναι αναγκασμένος να σχεδιάσει την


διαγραφή της Εκκλησίας του Χριστού στην Ιστορική και ορατή
δομή, διότι η ολοκληρωμένη παρουσία του πνεύματος βρίσκεται

31
αλλού. Μια συνείδηση πιστή στον Χριστό και κοινοτική δοξολογία σε
μια ορατή Εκκλησία αλληλοαναιρούνται λόγω του δυναμισμού τους, στο
μέτρο που οι εποχές ωριμάζουν και ο στοχασμός βαθαίνει. Αναιρούνται
εξαιτίας των απαιτήσεων του στοχαστικού πνεύματος, δηλαδή εξαιτίας
της απολύτου ενεργείας του πνεύματος.

Δεν είναι δυνατόν πλέον να μιλήσουμε για μια τυπική πίστη η οποία θα
προσπαθούσε να πλησιάσει κάποιο εξωτερικό αντικείμενο, διότι να
επιθυμούμε να εισάγουμε μια νέα αρχή στην ουσιώδη ζωή του ανθρώπου
θα ήταν παράλογο, λόγω της πληρότητός της!

Η λατρεία δεν μπορεί να είναι άλλο από την αιώνια πρόοδο του
υποκειμένου προκειμένου να ταυτιστεί με την ουσία του. Μια
πρόοδος η οποία τελειούται στην απόλυτη γνώση.

Αυτή η απόλυτη γνώση είναι το υποκατάστατο του Χέγγελ, του


καθαρού διαλογισμού, της καθαρής θεωρίας, πέραν των Μυστηρίων,
που αναγγέλθηκε από τον Ιωακείμ ντα Φιόρε!

Και εδώ έχουμε την ίδια μείωση στην κοινωνία. Δεν υπάρχει πλέον
διάκριση ανάμεσα στο χρονικό και στο πνευματικό. Η Εκκλησία
αφομοιώνεται από το κράτος. Και πραγματικά εάν πρέπει να πούμε πως
το κράτος θεμελιώνεται στην θρησκεία, πως βρίσκει τις ρίζες του, αυτό
σημαίνει στην ουσία πως εξήλθε, πως εξέρχεται τώρα και πάντοτε, πως
οι αρχές του κράτους αναγνωρίζονται και αυτές σαν προσδιορισμοί
της θείας φύσεως.

Ο διάσημος Jean Hyppolite εδώ ακριβώς είδε ένα από τα πιο εκπληκτικά
πράγματα στην ιστορία της σκέψης. Ίσως μείωνε λίγο τον ενθουσιασμό
του εάν γνώριζε από κοντά όχι μόνον την ιστορία της λουθηρανικής
παραδόσεως, αλλά πολύ περισσότερο εκείνη της προσπάθειας
διαχωρισμού του Χριστού από το πνεύμα, ανάμεσα στην Εκκλησία
του Χριστού και την κοινωνία τού πνεύματος, που κατάγεται από τον
Ιωακείμ ντα Φιόρε.

Μετά από δύο αιώνες που πέρασαν τόσο γρήγορα, η φιλοσοφία του
Χέγκελ συνεχίζει να ασκεί την γοητεία της. Οπωσδήποτε ο Χέγκελ
προσπάθησε να πει μόνον ένα πράγμα. Να είναι συνεπής και
μονοσήμαντος. Αλλά αυτό που είπε είναι πολύ σύνθετο. Χωρίς

32
αμφιβολία στηρίζεται πολύ στο ιστορικό γεγονός. Αλλά η γνώση του
θεού, τονίζεται τόσο πολύ, που η ενυπάρχουσα Τριάδα φαίνεται
κάποιες στιγμές να χάνεται πίσω από την βιωμένη γνώση. Η θεωρία
της Τριάδος και ο Ίδιος ο Χριστός πίσω από την Χριστολογία.

Σχόλιο: [Εάν δεν βλέπουμε καθαρά ήδη τα παραληρήματα των


Οικουμενιστών από που κατάγονται, δεν έχουμε άλλη ελπίδα. Εάν
δεν καταλαβαίνουμε ακόμη η γλωσσολαλία του Γιαγκάζογλου, περί
χριστολογίας και πνευματολογίας και εκκλησιολογίας, τί σκοπό έχει,
ας εγκαταλείψουμε την προσπάθεια.

Θά μπορούσαμε νά πούμε λοιπόν ότι η φιλοσοφία τού Χέγκελ είναι


παναίρεση καί παναλήθεια ταυτόχρονα. Παρότι είναι πολύ δύσκολο
ακόμη γιά μάς νά κυριαρχήσουμε έστω μέ κάποια επάρκεια τίς
έννοιες πού μάς κυκλώνουν από παντού, εάν δέν μετρήσουμε τόν
καρπό τους. Καί σήμερα κάτι έχει αρχίσει νά δένει].

33
Σέλλινγκ

Η σχέση του Σέλλινγκ με τον Ιωακείμ ντα Φιόρε είναι πιό φανερή και
πολύ πιό στενή απο εκείνη του Χέγκελ. Ακόμη και από του Φίχτε!
Μπορούμε δέ να δεχθούμε πώς ανάμεσα στους μεγάλους Γερμανούς
ιδεαλιστές αυτός κατέβαλε την μεγαλύτερη και πιό πρωτότυπη
προσπάθεια για να θεμελιώσει φιλοσοφικά την βασιλεία του πνεύματος,
χωρίς να εκμηδενίσει την Χριστιανική θρησκεία.

Από το 1796 διεκδικεί μία απόλυτη ελευθερία υπέρ όλων των


πνευμάτων που φέρουν εν εαυτώ τον διανοητικό κόσμο και δέν
μπορούν να ψάξουν έξω από τους εαυτούς τους ούτε τον Θεό, ούτε
την αθανασία. Στα 1800, στο Σύστημα του υπερβατικού ιδεαλισμού,
προσδιορίζει, τί είναι ακριβώς γι’αυτόν, ο νόμος της ιστορίας, ο οποίος
πρέπει να αποκορυφωθεί στην βασιλεία της ελευθερίας. Είναι λοιπόν
ο νόμος μίας αποκαλύψεως τής θεότητος ο οποίος φανερώνεται σε
τρείς χρόνους αλλά με ασαφή όρια μεταξύ τους. Ο χρόνος της τυφλής
δυνάμεως στον οποίο κυριαρχεί η τύχη, ο χρόνος της φύσεως ο οποίος
ανακαλύπτει και επιβάλλει τον νόμο του, ο χρόνος της πρόνοιας ο οποίος
για τον άνθρωπο είναι επίσης και ο χρόνος της ελευθερίας. Πότε θα
ξεκινήσει αυτός ο τρίτος χρόνος δέν είναι δυνατόν να ειπωθεί, αλλά
μπορούμε να δηλώσουμε πώς την ημέρα που θα ξεκινήσει, θα αρχίσει και
η Βασιλεία του Θεού.

Στα 1802 δηλώνει πώς είναι εμφανώς αδύνατον να διατηρηθεί ο


Χριστιανισμός στην εξωτερική του μορφή. Ισχυρίζεται πώς υπάρχει μία
σχέση αναγκαία ανάμεσα στο δόγμα της Τριάδος και στην ανάπτυξη της

34
ιστορίας και ανακοινώνει την έλευση του απολύτου Ευαγγελίου. Στα
1804, στο κείμενο του Φιλοσοφία και Θρησκεία, παρουσιάζει την
καθολική ιστορία σαν μία απέραντη εποποιΐα του πνεύματος του Θεού.
Δέν είναι πιά μία τριμερής ανάπτυξη, αλλά μία κίνηση σε δύο
αντίστροφους χρόνους: απομάκρυνση και επιστροφή. Είναι μία Ιλιάδα
και μία Οδύσσεια.

Υπάρχει λοιπόν, κατά τον Σέλλινγκ, μία ιστορικότης του Θεού. Ο


Χριστιανισμός υπήρξε ο πρώτος που κατάλαβε αυτή την ιστορική φύση
του απολύτου. Όχι πώς ο Θεός δέν είναι αιώνιος, όχι πώς γίνεται και
αυξάνει υποταγμένος στην γέννηση του κόσμου. Αλλά υπάρχει σ’αυτόν
ένα συνεχές ξεκίνημα. Ένα γεγονός που δέν σταματά! Και αυτή είναι η
εσωτερική κίνηση που χαρακτηρίζει την Θεία προσωπικότητα. Και
πράγματι ο Θεός είναι προσωπικός και μάλιστα τριπροσωπικός. Δέν
πρέπει να φοβόμαστε την υπερβολή γύρω απο την τριμορφία του. Διότι
είναι αυτή η εσωτερική Ετερουσία που κάνει τον Θεό ζωντανό.

Αυτή η τριμορφία αντανακλάται σ’ έναν ουσιώδη ιστορικισμό του


κόσμου, που δημιουργήθηκε από το Θεό. Μία κοσμογονική πρόοδος, που
είναι έργο και αντικατοπτρισμός τής θεογονικής προόδου. Και αυτή η
αλήθεια ανεκαλύφθη από τον Χριστιανισμό και μόνον αυτός στο πιό
μυστικό του πνεύμα και στο πιό υψηλό του νόημα, είναι ιστορικός. Ο
Χριστιανισμός ριζώνει στην ιστορία του Σύμπαντος και η δική του
ιστορία ριζώνει σ’ εκείνην της Τριάδος. Φανερώνει αυτή την διπλή
ιστορικότητα, του Θεού, και του κόσμου, του αιώνος και του χρόνου,
οι οποίες ενώθηκαν στον Χριστό.

Ο Σέλλινγκ φαίνεται να συνδυάζει τόσο στενά αυτά τα δύο γίγνεσθαι, το


Θείο και το κοσμικό, που με δυσκολία μπορεί κάποιος να μήν τα
εννοήσει σε στενή αναλογία και αμοιβαία εξάρτηση. Φαίνεται να υπάρχει
στον Θεό μία συγκεχυμένη ενότης κατ’αρχάς, ένας πρωτογενής
Σαβελλιανισμός, και το δημιουργικό γίγνεσθαι να εμπλέκει τον Θεό
αποκαλύπτοντας τον σιγά-σιγά στον εαυτό του.

Ο Υιός δέν θα είναι ολοκληρωτικά Υιός παρά στο τέλος της


Δημιουργίας, όταν το πνεύμα θα εκδηλωθεί πλήρως. Τελικώς η
Τριάδα θα ξεδιπλωθεί σε ενεργεία Τριάδα από την ιστορία τού
κόσμου. Αυτό το πέρασμα πάντως από έναν σαβελλιανισμό σ’έναν

35
τριθεϊσμό σχεδόν χαρακτήριζε ήδη, το τριαδικό δόγμα του Ιωακείμ
ντα Φιόρε.

Δέν περιορίζεται όμως μόνον ιστορικά η σκέψη του. Θέλει επίσης να


προάγει και την διαλεκτική. Έτσι απο το 1804, σε μία σημαντική σπουδή,
στην φιλοσοφία και την θρησκεία, προσπαθεί να θέσει το ήρεμο φώς της
φιλοσοφίας, πάνω από τους ποιητικούς φωτισμούς που είναι τόσο
φευγαλέοι, της θρησκείας και η αυτοαντικειμενικοποίηση του Θεού
εξηγείται σαν ένα άχρονο γίγνεσθαι. Είναι μία υπερβατική θεογονία, ενώ
αντιθέτως ο κόσμος είναι μία ιστορία, ένα επικό ποίημα που εξήλθε από
το πνεύμα του Θεού και είναι χωρισμένο σε δύο μέρη: ένα είναι το
ξεκίνημα της ανθρωπότητος αρχίζοντας από το κέντρο της μέχρι τον
μακρυνότερο βαθμό και το άλλο η επιστροφή της στο κέντρο. Θα
μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το πρώτο μέρος με την Ιλιάδα και το
δεύτερο με την Οδύσσεια.

Η θεότης είναι ξένη σε κάθε γίγνεσθαι. Γι’αυτό το γίγνεσθαι δέν είναι σε


σχέση με τον εαυτό της, αλλά σε σχέση με το Είναι, το εξωτερικό. Η
ιστορία του Θεού, όπως και εκείνη του κόσμου (δηλαδή του ανθρώπου,
διότι μόνον μέσα στον άνθρωπο ο Θεός αγάπησε τον κόσμο) είναι
ιστορία της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό, πέραν
κάθε Είναι, και εμείς έχουμε το αίσθημα, έτσι πρέπει να πούμε, πώς
στην πραγματικότητα του, ο Θεός δέν είναι ένα αναγκαίο Είναι, αλλά
η αιώνια ελευθερία. Αυτό δέν σημαίνει πώς υποχρεώθηκε ποτέ να γίνει
πραγματικός, αλλά από όλη την αιωνιότητα η ανάγκη υπήρξε πάντοτε
υποταγμένη στην ελευθερία. Σαν εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος είναι
ελεύθερος. Γι’αυτόν όπως και για τον Θεό μπορούμε να πούμε πώς
είναι η υπερχειλίζουσα ελευθερία του η οποία συστήνει το αυθεντικό
του Εγώ. Αλλά πρέπει να δούμε επίσης αυτό που προϋποτίθεται εδώ. Ότι
το πιό τέλειο δημιούργημα του Θεού, σχετικώς ανεξάρτητο του Θεού,
είναι ικανό για το Κακό. Σ’αυτόν βρίσκεται συγκεντρωμένη όλη η
δύναμις της σκοτεινής αρχής ταυτόχρονα με όλη την δύναμη του Φωτός,
η πιό βαθειά άβυσσος όπως και ο ύψιστος ουρανός. Το κακό δέν είναι
απλώς παθητικότης ή αρνητικότης, περιορισμός ή απουσία. Αυτές οι
εξηγήσεις όπως είχε ξεκαθαρίσει ο Baader, αφήνουν την νοημοσύνη και
την ηθική συνείδηση ανικανοποίητες. Το κακό είναι θετική αντί-θεση.
Φέρνει σε ενέργεια μία αρχή που οι νοήμονες άνθρωποι
μισογνωρίζουν, αφιερωμένοι όπως είναι στην ασταμάτητη εκτόνωσί

36
τους γύρω απο την αρμονία του κόσμου και της θαυμαστής του
ενότητος. Εάν ήταν ικανοί να διεισδύσουν πέρα απο την επιφάνεια των
πραγμάτων, θα είχαν δεί πώς το φοβερό και το τρομακτικό είναι το
ουσιώδες βάθος της ζωής και της υπάρξεως. Δέν έχουμε να παλέψουμε
μόνον την σάρκα και το αίμα, αλλά ένα κακό που είναι μέσα μας και έξω
μας, ένα κακό που είναι πνεύμα [μία φιλοσοφία που απεικονίζεται
σήμερα στο Χόλλυγουντ].

Ο Σέλλινγκ έφτασε, κάτω από την επιρροή του Μπαίμε, μέχρι του
σημείου να συλλάβει μία ελευθερία πρωτογενή (άκτιστο), χωρίς
κανόνα και μέτρο, μία Βούληση αυθαίρετη, της οποίας το κακό θα
συνιστούσε ενδογενές στοιχείο. Αυτά τα μιάσματα, τα προερχόμενα από
τον Μπαίμε, επηρέασαν ακόμη και την ιδέα του για την Θεότητα, με
αυτήν όμως την διαφορά. Ότι στον Θεό, αυτή η πρωτογενής κατάσταση
της αντιφάσεως που άναψε την άγρια φωτιά της αντιδικίας, αυτή η ζωή
γεμάτη επιθυμίες και πόθους, κυριαρχήθηκε από πάντοτε [ο Θεός σαν
Δίας που νικά τον Τερατώδη Κρόνο]. Αυτή η ζωή αποτελεί μέρος ενός
παρελθόντος το οποίο δέν έγινε μόνον τέτοιο, αλλά ήταν ένα παρελθόν
εκ καταγωγής, που είναι τέτοιο απο όλη την αιωνιότητα. Το
καταστρεπτικό ΟΧΙ, η δύναμη που είναι αιωνίως θυμωμένη, που δέν
ανέχεται κανένα όν που να της είναι εξωτερικό, είναι αιωνίως πνιγμένη
με τον ίδιο τρόπο, από το ΝΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. [Βλέπουμε λοιπόν απο
που κατάγονται έννοιες σημερινές σαν τό πρόσωπο είναι τρόπος
ζωής, η οικουμενική προσπάθεια, η τοποθέτηση του Εγώ στην θέση
του Νού. Είναι γεννήματα του Μανιχαϊσμού].

Όπως και το μεγαλύτερο μέρος των συγχρόνων του, ο Σέλλινγκ


βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Σπινόζα, τον οποίο μάλιστα χαιρετά σαν
τον δάσκαλο του και πρόδρομο. Τον οποίο όμως διορθώνει, όπως
δοκίμασε να τον διορθώσει ολόκληρος ο Ρομαντισμός και στο τέλος τον
αντιμάχεται. Απορρίπτοντας δέ την Καρτεσιανή διχοτομία της ύλης και
του πνεύματος, δέν μπορεί να κατανοήσει ούτε τον Θεό, ούτε τον
άνθρωπο, χωρισμένους από την Φύση. Γι’αυτόν όλος ο κόσμος είναι
μόνον η επέκταση της καρδιάς του Θεού. Υιοθετεί και αυτός τον
τύπο του «Εν και Πάν», αλλά πολεμώντας ταυτόχρονα όλους εκείνους
που τον ερμηνεύουν απρόσωπα, σαν μία απρόσωπη ολότητα. Δέχεται
πώς σε τελευταία ανάλυση η ουσία του ηθικού κόσμου είναι εξίσου και
της Φύσεως, αλλά αρνείται να ερμηνεύσει αυτόν τον ορισμό σαν να

37
σήμαινε πώς η ελευθερία είναι μόνον μία φυσική δύναμις. Πάνω στην
λέξη πανθεϊσμός, διστάζει, δύσπιστος στην κατηγορία που έγινε σχεδόν
δημοφιλής στην εποχή του, πώς καταφέρεται εναντίον οποιουδήποτε
τοποθετεί έναν τρόπο ενώσεως του περασμένου και του απείρου, και
φτάνει μερικές φορές να διακρίνει αυτόν τον όρο από την μοιρολατρία,
την αιτιοκρατία, και την ταυτοποίηση του Θεού με τα πράγματα. Το
πάθος του συστήματος του Σπινόζα είναι ακριβώς το γεγονός πώς δέν
έθεσε τα όντα στον Θεό, αλλά το ότι τα έθεσε σαν πράγματα και
κατέληξε να εννοεί την Άπειρη ουσία του και αυτή σαν πράγμα. Τον
κατηγόρησε δηλαδή ότι όρθωσε το «Γενικό Είναι» σαν ένα αδηφάγο
δόγμα που εξαφάνισε στα σπλάχνα του και την επιστήμη και την
θρησκεία.

Σχόλιο: [Επανέφερε στο πνεύμα την Σκύλλα και την Χάρυβδη,


εξαφανίζοντας το Ελληνικό ακριβώς πνεύμα. Το ίδιο εξάλλου πέτυχε
και ο Μανιχαϊσμός με την βοήθεια του Γνωστικισμού, να πληγώσει
δηλαδή θανάσιμα το Ελληνικό μέτρο, την ανθρώπινη αλήθεια,
αφήνοντας ξανά την ανθρωπότητα παραδομένη στην Σκύλλα και
στην Χάρυβδη και στο Βασίλειο του Κρόνου].

Αντιτίθεται με μεγαλύτερη βία στην νοησιαρχία των φώτων τού


Διαφωτισμού, στις Χυδαίες ιδέες του, γεννήματα της αστικής λογικής.
Καταγγέλλει από το 1803 ήδη, την κληρονομιά του Προτεσταντισμού
ο οποίος αντικαθιστώντας σε μία ζωντανή και επαρκή αυθεντία, την
αυθεντία ενός Βιβλίου, δηλαδή του νεκρού γράμματος, συνέστησε μία
καινούργια δουλεία, πολύ πιό αποτρόπαιη της πρώτης. Τόσο μάλιστα
που η θεολογία μειώθηκε σε φιλολογία και σε ψυχολογία, καί το
ηθικό κήρυγμα έπεσε σε λεπτομέρειες της οικονομίας της
Οικογενειακής ζωής. Δέν εκτιμά το έργο τού Λούθηρου διότι τον
κατηγορεί ότι, παρότι ήταν χωρίς αμφιβολία μία αναγκαία στιγμή
της ιστορίας, διέκοψε την ενότητα της Εκκλησίας. Επι πλέον
βυθίστηκε σε έναν στείρο πόλεμο εναντίον των καθόλου. Η αντίθεσί
του στον Χέγκελ δέν είναι μικρότερη. Δέν βλέπει, όπως ο Χέγκελ, στην
ιστορία της φιλοσοφίας τόν αποκλεισμό της θρησκευτικής συνειδήσεως.
Αντιθέτως την βλέπει όλο και πιό ενισχυμένη στην καρδιά τής
προόδου αυτής της συνειδήσεως. Εκτός των άλλων ο Σελλινγκ δέν
απαλλάχθηκε ποτέ του από την μυθική εικόνα του Μεγάλου
Μεταρρυθμιστού. Όσο για τον Φίχτε, τον κατηγορεί ότι αφήνοντας

38
απέναντι του την εμπειρία τής αδράνειας και μίαν αυτιστική
ελευθερία, χάθηκε στην ολοκληρωτική υποκειμενικότητα. Η οποία
τον οδήγησε σε μία επιφανειακή φιλανθρωπία, πού δέν μπορεί να δεί
το κακό προηγούμενο κάθε ανθρώπινης πράξεως παρά μόνον στην
αδράνεια τής ανθρώπινης φύσεως.

Ο Χέγκελ και ο Φίχτε θα του ξεπληρώσουν πλούσια αυτή την έχθρα. Η


αντιπαλότης του με τον Χέγκελ έμεινε στην Ιστορία. Και ο Φίχτε, παρότι
πέθανε νωρίς, στα 1814, πρόφτασε να τον καταγγείλλει σαν έναν φλύαρο
καλλιτέχνη, μ’ έναν αστόχαστο ρεαλισμό, η σκέψη του οποίου, τρελλή
και ψευδαισθησιακή, ήταν στην κυριολεξία η αντιφιλοσοφία. Ο Σέλλινγκ
θα καταλήξει να είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος όλων των αμαρτιών του
ρομαντισμού.

Στον ρεαλισμό του όλοι θα δούν μία υπαναχώρηση απέναντι στην


κριτική φιλοσοφία και στον αιώνιο ρόλο που διεκδίκησε για την
Χριστιανική θρησκεία, μία βιαιότητα απέναντι στην ίδια την φιλοσοφία.
Ο ρεαλισμός του είναι βέβαιος, καθώς ακόμη και στην πρώτη περίοδο
της σκέψης του, είχε ένα βαθύ αίσθημα, μία δυνατή πεποίθηση
αντικειμενικότητος, την οποία εξέφρασε με καθαρότητα στο βιβλίο του:
"Οι εποχές του κόσμου".

Είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε πώς παρόλη την κινητικότητα και την


ελαφράδα της σκέψεως, υπάρχει μία αρχή που αντιστέκεται στην
επίθεση των πιό άγριων εννοιών και στο πύρ της πιό μεγαλειώδους
σκέψης. Χωρίς αυτή την αρχή και χωρίς την δύναμη με την οποία
αντιστέκεται στην σκέψη, ο κόσμος θα είχε μειωθεί απο νωρίς στο μηδέν.
Μόνον χάρη σ’αυτό το ανίκητο κέντρο ο κόσμος παραμένει σταθερός
ενάντια στις επιθέσεις του πνεύματος που δέν γνωρίζει ανάπαυση. Αυτή
είναι η αιώνια δύναμις του Θεού.

Ο Θεός, ο άνθρωπος, ο κόσμος, αυτές είναι οι πραγματικότητες για τον


Σέλλινγκ. Όσο δέ για την σύλληψη του περί της θρησκευτικής
συνειδήσεως και της προόδου της, το θέμα δέν είναι καθόλου απλό.
Εάν έφτασε στην πεποίθηση ότι η σωτηρία δέν φτάνει στο τέλος του
φιλοσοφικού στοχασμού ή άν πείστηκε πώς δέν αποκαλύπτεται σαν
ένα πέπλο που πέφτει ξαφνικά, αλλά δίνεται από τον Θεό μέσω του
Χριστού, ο οποίος κυριεύει το κακό, κάτι που κυριάρχησε πάντοτε
στον στοχασμό του φιλοσόφου σε όλη την διάρκεια μιάς μακράς

39
προόδου, τα κείμενα που άφησε δέν μπορούν να μας το βεβαιώσουν
απόλυτα. Ίσως δέν έφτασε ποτέ του σε μία καθοριστική λύση.

Στα μαθήματα στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, ο Σέλλινγκ, έδειχνε την


θρησκευτική συνείδηση να υπόκειται σε διάφορες μεταμορφώσεις μέσα
στον χρόνο, και όχι μόνον λόγω του περάσματος από την μυθολογία στην
αποκάλυψη, αλλά και λόγω της αναπτύξεως τού αποκαλυφθέντος
γεγονότος. Διότι ακόμη και στην ίδια την Χριστιανική θρησκεία, διέκρινε
την παραμονή εσωτεριστικών στοιχείων που ονόμαζε μυθολογικά και τον
ελεύθερο στοχασμό στο νόημα των μυστηρίων.

Στην φιλοσοφία της θρησκείας, αντιπαραθέτει σαφώς την σκέψη στην


πίστη, την οποία ταυτίζει ως παράλογη. Στις έρευνες για την ελευθερία
ισχυρίζεται παράλληλα πώς η επιδίωξη να αποσυρθούμε από τις δουλειές
για να αφιερωθούμε στην νόηση μοιάζει περισσότερο με φυγή παρά με
μία νίκη. Σύμφωνα με την φιλοσοφία της Μυθολογίας, η επιστήμη η
οποία στηρίζεται στην νόηση απαιτεί μία υπέρβαση, αλλά υπέρ της
φιλοσοφικής θρησκείας ή της θρησκείας του πνεύματος, η οποία καί
μόνον έχει απόλυτη σπουδαιότητα. Επι πλέον αυτή η ελεύθερη
θρησκεία δέν ετέθη παρά εμμέσως από τον Χριστιανισμό και για να
φτάσει την συνείδηση πρέπει γι’άλλη μια φορά να ελευθερωθεί, και
αυτή τη φορά να ελευθερωθεί από την αποκάλυψη.

Έτσι η επανανακάλυψη του Θεού ή η επιστροφή στον Θεό, απαιτεί μία


σειρά από σταθμούς: την άρνηση του εαυτού ή την μυστική ειρήνη, την
τέχνη, την στοχαστική επιστήμη. Ακόμη όμως και αυτή η αποκορύφωση
είναι μία απάτη. Τί να μας ωφελήσει μία γνώση η οποία δέν μπορεί να
μας οδηγήσει παρά μέχρι την ιδέα; Το Εγώ καταλαβαίνει τώρα πιά την
άβυσσο που το χωρίζει από τον Θεό. Πώς δέν μπορεί να έχει ούτε
ανάπαυση, ούτε ειρήνη ώσπου να γεμίσει αυτή η άβυσσος και
προσβλέπει πλέον σ’Αυτόν που θα του προσφέρει την λύτρωση του.
Είναι Αυτός, Αυτός που θέλει το πνεύμα μ’αυτόν τον τρόπο, τον Θεό που
ενεργεί, μόνο σ’Αυτόν, σ’Αυτόν, το Εγώ θέλει πιά το υπέρτατο Αγαθό.
Το ΠΡΟΣΩΠΟ ΨΑΧΝΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρ’όλα αυτά το ιδανικό
παραμένει μία φιλοσοφική θρησκεία και δέν αφορά πλέον την εξάρτηση
της συνειδήσεως από την αποκάλυψη παρά μόνον από την Εκκλησία.

Οι "εποχές του κόσμου" (1811-1815), παρότι αναφέρονται, σε αντίθεση


με το πνεύμα τού Καρτέσιου, στην Βιβλική παράδοση, δέν είναι παρά

40
μία λαϊκή Βίβλος. Αυτά τα αιώνια μνημεία που είναι οι δύο Διαθήκες που
διατηρήθηκαν από τον Χριστιανισμό, δέν προσφέρουν ακόμη παρά ένα
θεμέλιο για την φιλοσοφική του ερμηνεία της ιστορίας και της
θρησκείας. Ένα τριμερές σχήμα, απολύτως συγκεχυμένο εκφράζει τις
απόψεις του.

Ο πανθεϊσμός αντιστοιχεί στο Βασίλειο του Πατρός, σ’εκείνη την


αγωνιώδη και γεμάτη πόνο στιγμή που ο Θεός δέν είναι ακόμη παρά ο
πρώτος Υπάρχων. Στην οποία παραμένει προγεγραμμένος και
φυλακισμένος στο Είναι του, στην Φύση του. Στην γέννηση του Υιού
αντιστοιχεί, στο επίπεδο των ιδεών, η επιβεβαίωση του δυαλισμού. Ο
πανθεϊσμός, στερημένος την αποκλειστικότητά του και τοποθετημένος
στο παρελθόν, γίνεται απλός ρεαλισμός και ο ιδεαλισμός τού αντιτίθεται
σαν μία ελευθερωτική και φωτεινή αρχή. Αυτή όμως η αντιπαράθεση δέν
πρέπει να φτάσει μέχρι τον ολοκληρωτικό χωρισμό. Στο Απόλυτο, ο Υιός
δέν προσπαθεί να εκμηδενίσει τον Πατέρα, αλλά να τον ελευθερώσει, να
τον φωτίσει, να τον υψώσει στην συνείδηση, μέχρις ότου να
εγκατασταθεί ανάμεσα τους μία τέλεια γνώση: ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ.

Όλα αυτά ήταν απαραίτητα, σαν εισαγωγή, ώστε να κατανοηθεί


ευκολότερα στην συνέχεια η επιρροή του Ιωακείμ ντα Φιόρε, στον
τελευταίο Σέλλινγκ.

Ο Σέλλινγκ λοιπόν θα παραδοθεί ολοκληρωτικώς στην φιλοσοφία του


Ιωακείμ ντα Φιόρε, στο τέλος (καθυστερημένο και ανολοκλήρωτο), της
φιλοσοφίας του, την οποία διέγραψε κάτω από ένα συνεχές γίγνεσθαι.
Όπως και να κρίνουμε αυτή την τελευταία περίοδο, οι φάσεις αυτής της
μακράς διαδρομής μας φαίνονται πιο πολύ σαν πρόοδοι, παρά σαν
απαρνήσεις.

Με τον ίδιο τίτλο λοιπόν, "οι εποχές του κόσμου", ο Σέλλινγκ


παρουσιάζει στο Μόναχο, στα 1827, την προοπτική τού μεγαλειώδους
οικοδομήματός του, που θα είναι και η τελευταία του φιλοσοφία.

Όμως σε ένα άλλο του κείμενο, άλλου επιπέδου, θα παρουσιάσει


τελικώς την σύνθεσή του ανάμεσα στον Χριστιανισμό και στην
φαντασίωση του Ιωακείμ ντα Φιόρε. Πρόκειται για τα μαθήματα
στην «Φιλοσοφία της αποκαλύψεως» τα οποία διδάχθηκαν για

41
πρώτη φορά στα 1831-1832 και δεν έπαψαν να επαναλαμβάνονται
στην συνέχεια, χωρίς αλλαγές.

Όπως αφήνει να εννοηθεί ο ίδιος ο Σέλλινγκ σε προηγούμενες αναφορές


του, είχε φτάσει από καιρό, με τις καλύτερες προθέσεις ενός πιστού
ανθρώπου, στην Ιστορία και στην θετικότητα τού Χριστιανισμού. Ήταν
δεμένος προσωπικώς στον Χριστό, στο πρόσωπο του οποίου, όπως έλεγε,
φανερώνεται το αληθινό και μοναδικό περιεχόμενο του Χριστιανισμού.
Στην «Φιλοσοφία της αποκαλύψεως» λοιπόν εκφράζεται ακριβώς, ένας
πιστός φιλόσοφος.

Το μάθημα που μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως είναι το εικοστό έκτο. Ο


Σέλλινγκ αναλαμβάνει την υπεράσπιση του οξύτατου Αριστοτελικού,
Ιωάννη Φιλόπονου και του διάσημου επισκόπου Gilberto di Poitiers,
και τέλος του διάσημου επίσης ηγουμένου Ιωακείμ ντα Φιόρε. Και οι
τρεις είχαν κατηγορηθεί για τριθεϊσμό: Πώς να πιστέψουμε, γράφει, πως
αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι στάθηκαν τόσο τυφλοί στο θέμα αυτό; Και
πώς να φανταστούμε πως δεν καταδικάστηκαν αποτελεσματικά, για μία
τόσο σοβαρή παρεκτροπή;

Στο τριαδικό σχήμα «ταυτούσια-ετερούσια-ομοούσια» χωρίς


αμφιβολία, ξεπέρασαν εύκολα καί πολύ γρήγορα, καθότι ήθελαν να
εκθέσουν το μυστήριο της Τριάδος, την πρώτη στιγμή, της ταυτουσίας,
τής προϋποτιθέμενης ουσιώδους ενότητος, αλλά είχαν δίκαιο θέτοντας
μια ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στα τρία πρόσωπα. Φαίνεται καθαρά ήδη,
πως μέσω των τριών θεολόγων του παρελθόντος, ο Σέλλινγκ απολογείται
ο ίδιος. Και μάλιστα είναι πολύ ευχαριστημένος, λέει, που βρίσκει στον
τρίτο θεολόγο, τον δεσμό ανάμεσα στην εσωτερική Ιστορία της Τριάδος
και στην Ιστορία της αποκαλύψεως που τόσο αγαπά.

«… Σαν υπεύθυνος του δόγματος ενός μελλοντικού και αιωνίου


Ευαγγελίου, θεωρείται ιδιαιτέρως ο Ιωακείμ, και ίσως η εφαρμογή που
δοκίμασε τού Τριαδικού δόγματος, παρουσιάζοντας τα τρία πρόσωπα
σαν τους εκπροσώπους ή τις επαρκείς Αρχές των τριών αλλεπάλληλων
εποχών, έδωσε την ευκαιρία να κατηγορηθεί για αθεϊσμό. Όταν οι οπαδοί
τού δόγματός του ονόμαζαν αιώνιο το Ευαγγέλιο που περίμεναν, αυτό
φαινόταν εκπληκτικό στους ανθρώπους της εποχής, διότι υπονοείτο με
αυτό πως το Ευαγγέλιο του Χριστού ήταν διερχόμενο μόνον, δεν ήταν το
μόνιμο και το διαρκές. Αυτή όμως η γνώμη ήταν πραγματική;

42
Στηριζόταν άραγε από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν
πραγματικά, τότε, η Εκκλησία; Μήπως με αυτό το μελλοντικό δόγμα,
ήθελαν όλοι τους να υποστηρίξουν πως απαιτείτο μια περαιτέρω
ανάπτυξη του Ευαγγελίου του Χριστού, με την οποία θα γινόταν το
Ευαγγέλιο του πνεύματος; Διατηρημένο εκείνους του χρόνους με ένα
καθαρά εξωτερικό τρόπο λόγω της διανοητικής καταπίεσης και του
σκοταδισμού και γι’ αυτό συσκοτισμένο εσωτερικά κι’ αυτό με την
σειρά του, και καταλήγοντας να ξαναγίνει αδιανόητο μυστήριο, δεν
θα εμφανιζόταν λοιπόν πλήρως φωτισμένο, αυτό το Ευαγγέλιο του
πνεύματος, σε μιαν αλήθεια τελείως κατανοημένη; Διότι αυτό
ακριβώς το Ευαγγέλιο αφήνουμε κατά μέρος, μέχρι σήμερα».

Έτσι λοιπόν ο Σέλλινγκ δεν εκφράζεται πάνω στην ακριβή σημασία τού
δόγματος τού αιωνίου Ευαγγελίου, ούτε του Ιωακείμ ούτε των μαθητών
του. Δεν ήταν σε θέση να κάνει μια ιστορική μελέτη, ούτε και είχε αυτόν
τον σκοπό. Εξάλλου, όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος, ο Ιωακείμ ντα Φιόρε,
επιβεβαίωσε απλώς κάτι που είχε ήδη επεξεργαστεί πολύ πριν γνωρίσει
τις θεωρίες του. Οπωσδήποτε πάντως ξεκινώντας από την καινούρια
κατάσταση στην οποία βρέθηκε η Εκκλησία από την προτεσταντική
Μεταρρύθμιση, και αυτός στοχάζεται την Γραφή. Ψάχνει
προειδοποιητικά σημεία. Και λαμβάνοντας λοιπόν σαν σύμβολο τις τρεις
μεγάλες μορφές της Κ.Δ., τους αποστόλους που βρέθηκαν πιο κοντά
στον Χριστό, τον Πέτρο, τον Παύλο και τον Ιωάννη, οικοδομεί με την
σειρά του ένα είδος φιλοσοφίας της Χριστιανικής Ιστορίας, ή της
Ιστορίας της σωτηρίας, που ήταν κάτι ανάλογο με αυτό που η παράδοση
του Ιωακείμ ονόμαζε το Αιώνιο Ευαγγέλιο. [Συμβαίνει δηλαδή να έχει
ακουστεί και προγραμματιστεί ιστορικά ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ, από
τον Σέλλινγκ, στα 1832, στα μαθήματα του Μονάχου].

Χωρίς αμφιβολία στους στοχασμούς του υπάρχει ένα μέρος ονειρικό,


αλλά αυτό που θέλει να περιγράψει είναι κάτι ιδεατό που θέλει να
θεμελιώσει με σταθερότητα στην θετική πραγματικότητα του
Χριστιανισμού, στην αποκεκαλυμμένη αντικειμενικότητά του και στην
ανάπτυξη της Ιστορίας του. Δεν είναι ακριβώς μια ουτοπία. Γι’ αυτό
και ο Σέλλινγκ υιοθετεί μερικές εκφράσεις και μερικές διακρίσεις που
είναι ακόμη κλασσικές. «Το μεγάλο σχέδιο του θεού, σχηματισμένο πριν
από την θεμελίωση του κόσμου, εκτυλίσσεται με αναβαθμούς:
Ειδωλολατρεία, Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη. Έτσι η θρησκεία των

43
Εθνικών αξιολογείται σαν μια μαρτυρία μιας πρωτογενούς γνώσεως του
θεού, η οποία εκφράζεται συσκοτισμένα στον μύθο. Ο θάνατος και η
Ανάσταση του Χριστού, επέτρεψαν την εισβολή του πνεύματος, που
συνεχίζει μέσω της Ιστορίας της Εκκλησίας».

Ας σημειώσουμε αυτή την τελευταία φράση, η οποία επανασυνδέεται


σαν αρχή στην ιδέα τού Ιωακείμ τού χρόνου της Εκκλησίας σαν χρόνου
του πνεύματος. Διότι δεν πρέπει να αναπτύξουμε σε μια καθαρά
γραμμική διάρκεια αυτό που θα μας πει ο Σέλλινγκ για τις διαφορετικές
στιγμές που χαρακτηρίζουν κατά την γνώμη του, αυτόν τον μοναδικό
χρόνο στην ανάπτυξή του. Κάτι που μας εκθέτει συμπερασματικά, ο ίδιος
στην εισαγωγή του: Η χριστιανική αποκάλυψη έθεσε ένα τέρμα στον
παγανισμό, αλλά στην αντιπαράθεσή της στην μυθολογία
υποχρεώθηκε και αυτή να συμπεριφερθεί με έναν μυθολογικό τρόπο,
διότι το πέρασμα στο Βασίλειο του πνεύματος που ήταν έτοιμο να
συσταθεί, δεν μπορούσε να είναι άμεσο. Ακριβώς αυτό το πέρασμα
επιχείρησε να το επιτύχει η Γερμανική Μεταρρύθμιση με την σκληρή
της κριτική στην εξωτερική ακόμη Εκκλησία του Καθολικισμού.
Έκανε λοιπόν ένα έργο αποδόμησης τότε, απαραίτητo όμως για την
ετοιμασία της ερχόμενης μεταμορφώσεως. Αυτός ο χαρακτήρας της
μεσολαβήσεως, εξηγεί και τα διφορούμενα κριτήρια που διαθέτει ο
Σέλλινγκ απέναντι στον προτεσταντισμό: Ιστορικά και διαλεκτικά
αντιπροσωπεύει την στιγμή του αρνητικού και του κομματιάσματος, που
πρέπει να προηγηθεί της επιστροφής του θετικού, της ενότητος. Την
πορεία μέσα από την έρημο που θα επιτρέψει την πρόσβαση στην Γη της
Επαγγελίας.

Τα προσωπικά σύμβολα που χρησιμοποιούνται από τον Σέλλινγκ έχουν


την πρωταρχική λειτουργία να τονίσουν πως οι νόμοι της αναπτύξεως της
Εκκλησίας δεν μπορούν να παραχθούν εκ των προτέρων, αλλά
εξαρτώνται από γεγονότα που έθεσε από την αρχή ο Χριστός. Καθένα
από αυτά έχει επιπλέον μια ειδική δύναμη πειθούς και υποβολής. Μιλούν
από μόνα τους. Απλώς πρέπει να ερμηνεύεται σωστά τα καθένα από
αυτά.

Έτσι ο Σέλλινγκ αναγνώρισε στο Ευαγγέλιο του Μάρκου την απήχηση


του Πέτρου, τον κατεξοχήν απόστολο του Πατρός, που απευθυνόταν
στους Εβραίους, και βρίσκεται επίσης στο ξεκίνημα της Ρωμαϊκής

44
Εκκλησίας. Στο Ευαγγέλιο του Λουκά, αναγνώρισε το αναλυτικό πνεύμα
που ήταν χαρακτηριστικό του Παύλου, του αποστόλου του Υιού, που
απευθυνόταν στους Εθνικούς. Ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του, που υπήρξε
και το τελευταίο, του φάνηκε ο απόστολος του πνεύματος, στο οποίο
συντίθενται όλες οι αντιθέσεις και όλες οι Εκκλησίες είναι προορισμένες
να ξαναενωθούν.

Ένας λαμπρός Οικουμενισμός λοιπόν διαπερνά το πνεύμα του Σέλλινγκ.


Είναι γοητευμένος και από τού τρεις ταυτόχρονα τους μεγάλους
αποστόλους και τους αναθέτει συμβολικά έναν θεμελιώδη, απαραίτητο
και διαρκούς αξίας ρόλο στην Χριστιανική Ιστορία. Θα τα εξετάσουμε
από πιο κοντά στην συνέχεια.

Ας τονίσουμε πριν συνεχίσουμε πως ακόμη και ανάμεσα στους


στοχαστές προτεσταντικών καταβολών, το πνεύμα του Ιωακείμ ντα
Φιόρε είναι το αντίστροφο ακριβώς του πνεύματος της
Μεταρρυθμίσεως. Καθότι η Μεταρρύθμιση απαιτεί να ξαναβρεί τον
αυθεντικό πρωταρχικό Χριστιανισμό.

Έτσι λοιπόν ο Σέλλινγκ (F.W.J. Schelling) διευκρινίζει πως η εμφανής


πρόθεση τού Χριστού ξεκινά, καθώς μας λέει ότι η εξουσία ανήκε
στον Πέτρο και συνέχιζε από αυτόν. Αυτό όμως δεν μπορεί να
συνδυαστεί με την εκπληκτική κλήση του Παύλου, ο οποίος έχει το
αποστολικό του αξίωμα κατευθείαν από τον Κύριο και λόγω αυτού του
γεγονότος είναι ανεξάρτητος από τον Πέτρο. Ο Παύλος προφυλάσσεται
με επιμονή από κάθε σημείο υποταγής απέναντι στον αρχηγό των
Δώδεκα: φαίνεται λοιπόν εξ' αυτού πως είχε καθαρή συνείδηση ότι
αντιπροσωπεύει μια διαφορετική Αρχή από εκείνη του Πέτρου,
τέτοια που διαφεύγει από την εξουσία του. Ο Πέτρος ενσαρκώνει
ακριβώς την αρχή της εξουσίας και της αυθεντίας, από την οποία όλα
έπρεπε να ξεκινήσουν. Είναι ο ιδρυτής κατεξοχήν και μάλιστα ακόμη
παραπάνω είναι ο βράχος στον οποίο οικοδομείται η Εκκλησία. Για να
μην κατανοείται με αυτόν τον τρόπο το κείμενο το Κατά Ματθαίον (16,
18), πρέπει να είμαστε τυφλωμένοι από το πνεύμα της μερικότητος. Αυτό
το θεμέλιο, διαρκεί στην Ρωμαϊκή Εκκλησία. Κατόρθωσε, όπως και ο
ίδιος ο Πέτρος, να απαρνηθεί περισσότερες φορές τον Δάσκαλό του: δεν
σταμάτησε ποτέ να είναι η Εκκλησία του, και χωρίς την σταθερότητα,
από την οποία δεν αποκόπηκε ποτέ, όλο το οικοδόμημα θα είχε

45
γκρεμιστεί. Διατηρεί τον Ιστορικό δεσμό με τον Χριστό. Ακόμη και ο
Λούθηρος την ονόμασε την Μητέρα του.

Όμως ο "αυστηρός της νομικισμός" δείχνει μια νόηση ακόμη


εξωτερική της πίστεως που διατηρεί, έχει ακόμη την νοοτροπία της
Παλαιάς Διαθήκης. Για να ανθίσει το πνεύμα του Ευαγγελίου, έπρεπε
να της αντιτεθεί, στον κατάλληλο χρόνο, η "αρχή της ελευθερίας", που
ενσαρκώθηκε από τον Παύλο. Μετά τον καθολικισμό, ο ζυγός τού
οποίου, η τιμή που πλήρωσε για την σταθερότητά του, γινόταν όλο και
πιο ανυπόφορος και αδικαιολόγητος, στο μέτρο που απομακρυνόταν από
την καταγωγή του, από τις πηγές, έπρεπε λοιπόν να αναδυθεί ο
ανταγωνιστής του, λανθάνων από καταγωγής. Ο προτεσταντισμός.
Όπως κάποτε ο Παύλος στην Αντιόχεια, η Μεταρρύθμιση υποχρεώθηκε
να ορθωθεί εναντίον του Πέτρου. Αλλά όμως ούτε ο Πέτρος ούτε ο
Παύλος, ο καθένας για λογαριασμό του, ούτε και οι δύο μαζί, αρκούν
για να πραγματοποιηθεί η Εκκλησία στην πληρότητά της. Εξάλλου ο
προτεσταντισμός είναι μια αντίθεση μόνον και δεν μπορεί ακόμη να
είναι παρά μια μεσολαβητική στιγμή. Όπως ο Πέτρος έχει την ανάγκη
του Παύλου, ο Παύλος έχει την ανάγκη του Πέτρου: χωρίς την ιστορική
αρχή του Πέτρου, η ιδεαλιστική αρχή του Παύλου, χωρίς ρίζες, θα ήταν
μόνον καταστροφική.

Όλο αυτό είναι ένα «πέρασμα» και κατανοημένο σαν τέτοιο, έρχεται να
βοηθήσει τον ανταγωνιστή του για να ανοίξει με αυτόν τον δρόμο προς
μια ανώτερη σύνθεση [την οποία πέτυχε εδώ που τα λέμε ο Νίτσε με
τον Ζαρατούστρα και τον Αντίχριστο]. Όταν λοιπόν, λόγω της
Μεταρρύθμισης, η ενότης της Εκκλησίας θα εσωτερικευθεί, θα γίνει
συνειδητή και ελεύθερη, δηλαδή στ' αλήθεια Καθολική, η Μεταρρύθμιση
θα τελειώσει, δεν θα έχει πια κανέναν άλλον λόγο υπάρξεως.

Από το μέρος της η Ρωμαϊκή Εκκλησία θα θυμηθεί τον λόγο του Κυρίου
στον Πέτρο και σαν τον Πέτρο, θα χύσει δάκρυα μετανοίας. Τότε το
έδαφος θα είναι ελεύθερο για την αυγή της μελλοντικής Εκκλησίας, "της
Καθολική Εκκλησίας", οικοδομημένης με το πνεύμα, που θα μπορεί να
υπάρχει μόνον μέσω της χριστιανικής νοήσεως. Κάτι που δεν
προϋποθέτει την αφομοίωσή της στην "απόλυτη γνώση" και την απλή και
καθαρή εκκοσμίκευσή της στο κράτος, αλλά την πραγματική της

46
συγχώνευση με τις επιστήμες και την γενική γνώση. Θα είναι η
«Εκκλησία του Ιωάννη». Και ίσως οι χρόνοι πλησιάζουν.

«Ο Ιωάννης δεν έχει ούτε την ζωντάνια ούτε την δύναμη του
θεμελιωτού του Πέτρου, δεν έχει ούτε τον ορμητικό χαρακτήρα του
Παύλου, ούτε την φωτοβόλο ιδιοφυΐα του, αλλά διαθέτει την
απλότητα του Πέτρου και την διαλεκτική οξύτητα του Παύλου».
«Στην αρχή έμεινε σιωπηλός, αλλά πρέπει να επανενώσει εξυπνώνοντάς
τα, τον καθολικό νομικισμό και την προτεσταντική χάρη, στο ουράνιο
και γλυκύ του πνεύμα. Είναι ο αγαπημένος Απόστολος του Χριστού,
αυτός που ανήγγειλε το Άγιο πνεύμα. Η Εκκλησία του Ιωάννη δεν είναι
η Ελληνική Εκκλησία, είναι η Εκκλησία που ακόμη πρέπει πάντοτε
να έλθει. Θα είναι η δεύτερη, η νέα Ιερουσαλήμ, που ο Οραματιστής
της Αποκαλύψεως θεώρησε να κατέρχεται από τον ουρανό. Θα
επανενώσει όλους τους χριστιανούς που είναι σήμερα χωρισμένοι, θα
δεχθεί στους κόλπους του τους Ιουδαίους και του Εθνικούς, θα
υφίσταται καθ' εαυτή, χωρίς αντιπαραθέσεις και χωρίς όρια, χωρίς
εξωτερική αυθεντία οποιουδήποτε τύπου, καθένας θα εντάσσεται
ελεύθερα. Θα είναι η μόνη αληθινά λαϊκή θρησκεία, η θρησκεία της
ανθρώπινης ράτσας κατέχοντας την υψηλότερη γνώση. Εάν είχα να
κτίσω μια Εκκλησία, θα την αφιέρωνα στον Ιωάννη».

Δεν υπονοεί πως ο Ιωάννης θα πραγματοποιούσε την Ιδανική Εκκλησία


προβάλλοντας στον χριστιανισμό τα καθοριστικά φώτα της φιλοσοφίας
του Σέλλινγκ; Τα πιο μεγάλα πνεύματα φτιάχνουν τέτοια όνειρα, στα
οποία τελικώς πρέπει να βλέπουμε λιγότερη υπερηφάνεια παρά
αγαθότητα.

Υποκινημένος από την σφοδρή του επιθυμία για μια καθολική σύνθεση,
ο Σέλλινγκ, θα ήθελε, σ' αυτή την Εκκλησία στην καθοριστική της
μορφή, να συνεχίσει να ενώνει τον Πέτρο, τον Παύλο και τον Ιωάννη.
Από εδώ ξεκινά μια σειρά από αντιφάσεις που φαίνονται ανεπίτρεπτες.
«Ο Χριστιανισμός θα έπρεπε να εξαφανίσει και τις τελευταίες μορφές
που διατήρησε από την Εκκλησία του Πέτρου, τα κιγκλιδώματα με τα
οποία προσπάθησε να προστατευθεί, στην διάρκεια της πρώτης του
φάσης. Από το άλλο μέρος όμως ούτε ο Παύλος θα μπορούσε να είναι
κάτι χωρίς τον Πέτρο. Οι προτεσταντικές Εκκλησίες ζουν μόνο από την
διαμαρτυρία τους και η πρώτη τους αρχή τις καταδικάζει στον

47
κατακερματισμό, έτσι που να βεβαιωνόμαστε πως η καθολική μορφή της
Εκκλησίας πρέπει να υφίσταται. Άλλη μία δυσκολία είναι η εξής: Η
Μεταρρύθμιση η οποία επετεύχθη τον δέκατο έκτο αιώνα, είναι
ανεπίστροφος, μη αντιστρεπτή, όμως ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να
είναι Γερμανικός από μια άλλη άποψη. Μόνον στους
Μεταρρυθμισμένους χαρακτήρες μπορούμε να τον υπολογίσουμε δικό
μας, διαφορετικά πρέπει να τον απαρνηθούμε».

Όμως αυτή η αντίφαση ξεκαθαρίζει εάν θυμηθούμε πως ο ίδιος ο


Σέλλινγκ δεν είχε δηλώσει πως ο ρόλος της Μεταρρυθμίσεως ήταν
πρόσκαιρος; Πώς εάν η μοίρα της Μεταρρυθμίσεως είναι εκείνη της
Γερμανίας που την γέννησε, εάν τα δύο αυτά είναι ενωμένα, τότε η
απόλυτη ύπαρξη του ανθρώπου στην καθοριστική μορφή της
Εκκλησίας, θα οφειλόταν στην θυσία της Γερμανίας;

Πάντοτε κατά τον Σέλλινγκ, ο Πέτρος, όπως ο Μωυσής, δεν


θεμελιώνει το παρελθόν; Ο Παύλος σαν τον Ηλία δεν καθορίζει το
παρόν; Και μόνον ο Ιωάννης, σαν τον Βαπτιστή, δεν ανακοινώνει
ίσως το μέλλον;

Ένα εξαιρετικό σχήμα λοιπόν, προθέσεις βαθειές πολλές φορές,


γενναιόδωρο πέταγμα που δίνονταν με θέρμη στην έκφραση: «Δέν
πονούσε η καρδιά μας όταν μιλούσε;» θα πεί ένας ακροατής των
μαθημάτων του Μονάχου. Αλλά ένα όραμα μπερδεμένο, του οποίου οι
ιστορικές αντιφάσεις και ασυνέπειες όπως και ο φανταστικός του
χαρακτήρας είναι φανεροί. Πρέπει να θυμόμαστε όμως πώς οι τρείς
στιγμές, οι οποίες διακρίθηκαν με τόση φροντίδα και ενώθηκαν ξανά,
από τον Σέλλινγκ, εάν πραγματικά τις εμπνεύστηκε από την ιστορία της
Εκκλησίας, ίσως αντιπροσωπεύουν πάνω απ’όλα στην σκέψη του
διαλεκτικές στιγμές, εσωτερικές, στην προσωπική ζωή του Χριστιανού.
Αυτές οι στιγμές ορίζουν τα στάδια που ξεπερνά ή πρέπει να
ξεπεράσει ο Χριστιανός για να αποκτήσει την ελευθερία που
κατακτήθηκε μία φορά για πάντα για την ανθρωπότητα από τον
Χριστό, η οποία όμως δέν παύει να διακυβεύεται, όσο διαρκεί η
ιστορία από την αντίθετη δύναμη της αμαρτίας.

Μπορούμε ήδη λοιπόν να κατανοήσουμε πώς οι αντιφάσεις που


αναφύονται στην έκθεση της σκέψης του οφείλονται λιγότερο από
οπτικές γωνίες ιστορικές, οι οποίες δέν συμφωνούν μεταξύ τους και

48
περισσότερο από την δυσκολία να ξεδιπλώσει με την μορφή της
ιστορίας μία σκέψη η οποία είναι ουσιωδώς διαλεκτικού τύπου.
Λόγω της πεποιθήσεως του πώς στην πραγματικότητα, η διαλεκτική
φανερώνεται και ξεδιπλώνεται αναγκαστικώς σε μία ιστορία.
[Αυγουστίνος. Δες το κείμενο: Ερμηνεία της έννοιας της Ιστορίας του
Ιερού Αυγουστίνου-F.M. SCIACCA στο ιστολόγιο του Αμέθυστου].

Από εδώ προέρχεται, νομίζουμε η αρχή μίας βαθειάς διαφοράς, παρόλη


την εμφανή τους συγγένεια, ανάμεσα στον Σέλλινγκ και τον Ιωακείμ ντα
Φιόρε. Ο Σέλλινγκ δέν περιμένει ένα μέλλον δηλαδή μία μελλοντική
περίοδο του χρόνου που θα χαρακτηρίζεται από μία πραγματική
υπέρβαση του Χριστού. Ο Ιωάννης, όπως τον συλλαμβάνει ο ίδιος, δέν
είναι ο οραματιστής της Πάτμου ο οποίος γοητεύεται από τον Άγγελο
που ανακοινώνει το αιώνιο Ευαγγέλιο, παραμένει ο αγαπημένος μαθητής
για τον οποίο μιλά το Ευαγγέλιο του. Επι πλέον η αντίφαση της Τρίτης
εποχής, που υποχρεώνει πολλούς ερμηνευτές του Ιωακείμ να σκεφτούν
πώς πρόκειται μόνον για την είσοδο στην αιώνια ζωή, νομίζουμε πώς
ταιριάζει πολύ περισσότερο, αυτή η υπόθεση, στην ερμηνεία του
Σέλλινγκ.

Ξεχωρίζει σ’ αυτόν ένα είδος παραλληλισμού και ανταποκρίσεως


συμβολικής ανάμεσα σε δύο ακραία σημεία: οι πρωτότυπες απορροές της
αποστολικής εποχής, η πρώτη έκρηξη τής ελευθερίας και η μεγάλη
σύνοδος, τελική επανένωση της Νέας Ιερουσαλήμ, η οποία θα
αποτελέσει την Εκκλησία του πνεύματος, και η οποία θα είναι κάτω από
το σύμβολο, το σημείο του Ιωάννη. Επειδή το πρώτο από αυτά τα άκρα
δέν ανήκε ακόμη στην εποχή της Εκκλησίας, το δεύτερο δέν της ανήκει
πλέον. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους, εκ των οποίων ούτε ο ένας,
ούτε ο άλλος αποτελεί ένα μοντέλλο που μπορεί να εφαρμοστεί σ’αυτή
την εμπειρική εκκλησία, εκτυλίσσεται η ιστορία του Χριστιανισμού,
φτιαγμένη ταυτοχρόνως από την σύγκρουση και από την προσπάθεια
ενώσεως ανάμεσα στην Εκκλησία του Πέτρου και την Εκκλησία του
Παύλου ή ακριβέστερα απο την δύσκολη προσπάθεια, όσο και αναγκαία,
εισαγωγής της αρχής του Παύλου στο εσωτερικό της Εκκλησίας του
Πέτρου.

Όπως ο διάσημος ηγούμενος Ντα Φιόρε, ο λαμπρός καθηγητής του


Μονάχου σκέπτεται την Χριστιανική πραγματικότητα μέσω «ιστορικών

49
τύπων» και η ακολουθία αυτή, η οποία δέν έχει τίποτε το παράνομο, είναι
πολύ γόνιμη. Όπως σε σχέση με τον πρόγονο του, πρέπει να
αναγνωρίσουμε ότι ο Σέλλινγκ έχει το προνόμιο να μήν καταστήσει
(καταντήσει ίσως καλύτερα) τον ίδιο τον Ιησού έναν τύπο, τον τύπο του
πνεύματος που θα έλθει.

Σχόλιο: [Όπως φαίνεται καθαρά ο Χριστός δέν είναι θεάνθρωπος. Η


Εκκλησία είναι ανθρωπόθεη, θεωμένη. Όπως την κήρυξε ακριβώς
και ο Σολόβιεφ και την δίδαξε η σύγχρονη Ρωσική Εκκλησία μέσω
των διασήμων μαθητών του. Συνεχιστές των οποίων είναι όλοι οι
σύγχρονοι ορθόδοξοι Έλληνες Θεολόγοι. ΟΛΟΙ. Ακόμη και ο
Ρωμανίδης, που νομίζουμε ότι είναι η εξαίρεση. Γι’αυτόν και για
τους ακολούθους του, υπάρχουν οι Καππαδόκες πατέρες και οι
Σχολαστικοί του Τρεμπέλλα. Στην μέση, σαν σύνθεση η θεοποιός
άκτιστη ενέργεια, η οποία καθιστά τον ευεργετηθέντα προφήτη. Ο
Ζηζιούλας, σε αντιπαράθεση, προέκρινε μία διαφορετική μεσότητα,
μία διαφορετική σύνθεση. Την θεολογία του Ακινάτη και το
summum Bonnum. Το τέλειο Είναι που είναι ο αληθινός Θεός. Και
την πυραμίδα που σχηματίζεται ιεραρχικά, όπως διδάσκει ο
Αρεοπαγίτης, έχοντας στην κορυφή της, πότε το αληθινό Είναι, πότε
το έσχατο Είναι που είναι το τέλος της ανθρωποθεότητος, η
αποθέωσί της. Όμως το Είναι, κλεμμένο από την Φιλοσοφία, είναι
υπερβατικό αλλά κτιστό, και είναι ενυπάρχον. Στην άρρητη και
άναρχη και αόρατη και σταθερή δομή των όντων. Στην Δημιουργία.
Και μ’ αυτήν την ενύπαρξη ερμηνεύει η σχολή του και τους λόγους
των όντων του Αγίου Μαξίμου, επιτρέποντας την ταύτιση των λόγων
αυτών με τις ιδέες του Πλάτωνος. Ο Θεός αυτός δέν είναι άκτιστος,
δέν υπάρχει προ και μετά την Δημιουργία. Όταν ομιλούν λοιπόν για
θεολογία και οικονομία και την ταύτιση τους, όπως το αποφάσισε ο
Κάρλ Ράνερ π.χ. ομιλούν για τον ενυπάρχοντα αιώνιο και σταθερό
(immanent) Θεό και την ενσάρκωση αυτής της αρχής στον Ιησού.
Μία παράνοια. Φυσικώς επομένως όλοι οι Θεολογούντες
καταλαβαίνουν ότι το Θεϊκό στοιχείο που ανακάλυψε η Φυσική
επιστήμη μπορεί να σχετίζεται μ’αυτόν τον άρρητο, αποφατικό Θεό,
της ψευτοθεολογίας, και αναπτερώνουν τις ελπίδες τους. Σ’αυτόν τον
Θεό στηρίζεται και η φιλοσοφία του προσώπου. Η Ορθοδοξία των
Πατέρων και των Αγίων, φυσικά, δέν υφίσταται σ’αυτή την
σύγχρονη Βαβέλ. Δέν είναι στρατευμένη Εκκλησία, όπως ψεύδεται η

50
Διοίκηση της Εκκλησίας για να δικαιολογήσει την απιστία της. Για
να καταλάβουμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία των Πατέρων και όχι κάθε
"Ορθοδοξία" που χρησιμοποιεί για τα επιχειρήματα της τους
Πατέρες, είναι η θριαμβεύουσα Εκκλησία. Στο σχήμα του Σέλλινγκ
είναι η πρώτη φάση και η έσχατη, η οποία σύμφωνα με τους λόγους
του δέν ανήκει κάν στην Εκκλησία που υπάρχει και γράφει ιστορία,
στην εμπειρική Εκκλησία. Η Εκκλησία ή η Ορθοδοξία των Πατέρων
μας, δέν είναι η ιστορική Εκκλησία, την οποία διδάσκουν σήμερα
όλες οι Θεολογικές σχολές. Ούτε ενυπάρχει στην ιστορία και την
γνωρίζει μόνον ο Κύριος. Η Εκκλησία του Κυρίου είναι ξένη πρός
τον κόσμο, όπως και ο Κύριος της.

Καταλαβαίνουμε άραγε ότι βρισκόμαστε στην κολυμβήθρα από όπου


βγήκε η Θεολογία του Ζηζιούλα και η Φιλοσοφία του Γιανναρά; Ο
Γιανναράς ιδιαιτέρως, όταν θεολόγησε για πρώτη φορά στην ζωή
του, έφτιαξε μία νέα θρησκεία, κηρύσσοντας την αθανασία της
λογικής και λέγοντας ότι με το ίδιο όργανο που προσλαμβάνουμε τις
κτιστές ενέργειες τώρα, με το ίδιο μετά θάνατον θα προσλάβουμε τις
άκτιστες και θα αποκτήσουμε όλοι μας σώμα του Αγίου-Πνεύματος.

Καταλαβαίνουμε άραγε;]

Ερώτημα πάνω στο παραπάνω σχόλιο στο ιστολόγιο του Αμέθυστου:

[Ανώνυμος είπε...

Συγγνώμη, αλλά να ρωτήσω κάτι; Διότι μπορεί να κατάλαβα και λάθος, γι’
αυτό ζητάω πάλι συγγνώμη. Μιλάει το κείμενο πιο πάνω αρνητικά για να
μην πω απαξιωτικά κατά των Καππαδόκων Πάτερων; Αν κάνω λάθος, το
γράφω για τρίτη φορά, να ζητήσω συγγνώμη. Σε αντίθετη περίπτωση
παρακαλούμαι για μια τοποθέτηση του Αμέθυστου. Ευχαριστώ!

amethystos είπε...

Εννοούμε τούς Καππαδόκες Πατέρες στό μυαλό τού Ρωμανίδη. Ήταν καί ο
ίδιος Καππαδόκης. Αλλά δέν εκτιμούσε καθόλου τούς Ελληνες. Έτσι
διαχώριζε τούς Καππαδόκες από τούς Ελληνες, πιστεύοντας ότι η
Εκκλησία θεμελιώνεται στούς Καππαδόκες καί η αυτοκρατορία στήν

51
Ρώμη. Αυτή η ιδεολογία δέν έδωσε κανέναν καρπό καθώς κατέληξε άδοξα
μέ τίς πονηριές τού Π. Χρήστου. Ένα πολύ περίεργο φαινόμενο, διότι ο
Άγιος Γρηγόριος θεωρείται ένας συγγραφεύς στό ύψος τού Πλάτωνος καί ο
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ένας από τούς μεγαλύτερους ρήτορες τής
Αττικής διαλέκτου. Απωθήσαμε εντελώς τό γεγονός ότι υπήρξε πιστός
μαθητής τού Φλωρόφσκι, ενός εκ' τών πρωτεργατών τού Οικουμενισμού.

Ο Ρωμανίδης υπήρξε τό αντίπαλο δέος τού Ζηζιούλα. Αλλά τήν θεολογία


του τήν υπερέβη καί τήν κατήργησε, ο Ζηζιούλας πάντοτε, μέ τήν
ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Χρησιμοποιώντας μάλιστα τήν καρδιά τού
θεολογικού του συστήματος. Τήν εσχατολογική ακτίνα η οποία αγιάζει τήν
σύναξη πού έχει στό κέντρο της τόν επίσκοπο. Θά μπορούσαμε νά πούμε
ότι ο Ζηζιούλας είναι ο καλύτερος μαθητής του, αφού πρώτα
απομυθοποίησε τήν θεολογία του. Τά ονόματα δέν είναι οντότητες
λατρείας, ούτε οι τίτλοι τών αξιωμάτων, γιά νά τά λατρεύουμε. Η
προσωπολατρεία είναι πρωτόγονη θρησκευτικότης. Οι λέξεις δέν είναι
έννοιες, ούτε οι έννοιες λόγος. Αν κάποιος γνωρίζει τά πάντα από
γεννήσεως η ζωή δέν μπορεί νά τού προσφέρει πλέον καμμία περαιτέρω
γνώση. Θά πορεύεται μέ τόν νόμο τού ''μ' αρέσει δέν μ' αρέσει''.]

Πρέπει να του αναγνωρίσουμε επίσης (του Σέλλινγκ) και αυτό το


άλλο προτέρημα, καθώς, δεδομένου του προτεσταντικού
περιβάλλοντος, παρέμεινε αρκετά ελεύθερος ώστε να σχετικοποιήσει

52
τον λεγόμενο παύλειο τύπο, αρνούμενος να αναδείξει σε κανονική μία
προτεσταντική Εκκλησία η οποία θα έπρεπε να αντικαταστήσει την
Ρωμαϊκή Εκκλησία, που θεμελιώθηκε από τον Πέτρο. Σ’αυτή την
δύσκολη θέση, λιγότερο παράδοξη όμως κατά βάθος απο τους
υπόλοιπους θεσμοποιημένους προτεσταντισμούς, η σκέψη του βρίσκει
μίαν ανταπόκριση ανάμεσα σε μερικούς σημερινούς προτεστάντες
θεολόγους, για τους οποίους η «προτεσταντική αρχή» δέν θα’πρεπε να
διεκδικήσει το νόημα της και την νομιμότητα της, παρά μόνον στο
Εσωτερικό της μοναδικής Εκκλησίας.

Σαν αντιστάθμισμα πέραν της ελευθεριότητος σχετικά με την ιστορία,


καί στην ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα στον Πέτρο και στον Παύλο, το
τελευταίο κεφάλαιο του τετάρτου Ευαγγελίου, όπου οι αναλλοίωτες
σχέσεις ανάμεσα στον Πέτρο και στον Ιωάννη διαγράφονται με τόση
σαφήνεια, είναι ολοκληρωτικώς αγνοημένο, όπως ακριβώς περνούν
απαρατήρητες αυτές οι σχέσεις και από τον Ιωακείμ ντα Φιόρε.

Σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο από αυτό της εξηγήσεως και του


σχολιασμού, μπορούμε ακόμη και να ευχηθούμε να είχε
πραγματοποιηθεί αυτή η προληπτική αφομοίωση που εισηγήθηκε ο
φιλόσοφος ανάμεσα στην νόηση της Χριστιανικής πίστης και την
επιστημονική γνώση: μία τελείως αντιθετική στάση από την διάκριση
του Πασκάλ των «Εξουσιών», των καθηκόντων, των δύο πεδίων, κάτι
που έδειξε έναν δισταγμό που δέν ξεπεράστηκε ποτέ ανάμεσα στην
αξία του συμβόλου και σε εκείνη της έννοιας, όπως και μία ασάφεια
στην αντίληψη της πραγματικότητος του μυστηρίου, το οποίο μπορεί
να εμβαθύνει στο μέτρο ακριβώς που διαπεράται ερμηνευτικά.

Έτσι λοιπόν, παρότι ο Σέλλινγκ θέλησε να διατηρήσει, αντίθετα απο τον


Χέγκελ, την απόλυτη προτεραιότητα της αποκαλύψεως, μερικοί πιστοί
θα τον κατηγορήσουν πώς φτάνει στο ίδιο τελικώς συμπέρασμα με τον
ανταγωνιστή του, διαλύοντας εν τέλει το περιεχόμενο των δογμάτων
στην φιλοσοφία του. «Δέν υπήρχε η πρόθεσις του, αναγνωρίζει ο
π.Xavier Tilliette, αλλά το παραλήρημά του».

Υπάρχει, τέλος, η ίδια ασάφεια, που δέν ξεκαθάρισε ποτέ, η ίδια μίξη
ρεαλισμού και φαντασίας, στην έννοια της Εκκλησίας, για την οποία δέν
μπορούμε να δούμε καθαρά πώς είναι δυνατόν μέσα στις συνθήκες τής
ανθρώπινης ζωής, να δοξαστεί χωρίς να εξαφανιστεί. Και πραγματικά ο

53
Σέλλινγκ γνωρίζει πώς η Εκκλησία δέν μπορεί να αποφύγει μία
κάποια πολιτική ύπαρξη μέσα στον κόσμο. Αναγνωρίζει επίσης,
περισσότερο απο τον Χέγκελ, την σπουδαιότητα της λατρείας και της
κοινότητος, παρότι παρουσιάζεται σαν να επιθυμεί να εξαφανίσει
κάθε εξωτερικότητα όπως και κάθε αυθεντία, κάθε απόκτηση του
πράγματος, όπως εκφράζεται, που δέν είναι η πλήρης κατανόηση.

Δέν μπορεί να μας εκπλήξει λοιπόν η βαρειά κατηγορία του Heinrich


Heine ο οποίος φτάνει μέχρι του αφορισμού, διότι κατά την άποψη
του είχε πουληθεί στους Ιησουΐτες: «Εγκαταλείποντας την
φιλοσοφική οδό, ο Σέλλινγκ, μας λέει, έγινε ένας αποστάτης της ίδιας
της σκέψης, κηρύσσοντας έναν υπερκόσμιο προσωπικό Θεό.
Επανήλθε στις θρησκευτικές κρύπτες του παρελθόντος και σέρνονταν
στους αντιθαλάμους ενός απολυταρχισμού τόσο πολιτικού όσο και
θεωρητικού και μέσα στα άντρα του ιησουϊτισμού, βοηθούσε στην
κατασκευή διανοητικών όπλων. Ήταν ένας προδότης».

Παρ’όλα αυτά ο μύθος του Σέλλινγκ άσκησε μία βαθειά επιρροή από
όλες τις απόψεις. Διότι η κακοδοξία του Ιωακείμ συνεχίζει την
επιρροή της, καμουφλαρισμένη, μέχρι τις μέρες μας. Και συνεχίζει
την παραγωγή της. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. [Τελευταίο της φρούτο
ο Ζηζιούλας].

ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗΣ ΕΜΕΙΝΕ ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΟ


ΣΤΗΝ ΔΥΣΗ. ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΠΕΦΥΓΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ Η
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΉΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥΣ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

54
Από τον Μαρξ στον Χίτλερ

Οι απόγονοι του Ιωακείμ ντα Φιόρε, του Henri De Lubac.

Ο Μάρξ (1818-1883), δέν θα μπορούσε να ξεφύγει από το μεγάλο κύμα


ανανέωσης που παρέσυρε την φιλοσοφία και όλα τα πνεύματα της
εποχής του, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των σοσιαλιστικών σχολών,
πρός την αγκαλιά του Ιωακείμ ντα Φιόρε.

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΟΠΙΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ Ο ΙΩΑΚΕΙΜ ΤΟ ΟΠΙΟ


ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ.

Οπωσδήποτε ο Μαρξισμός είναι ένα πράγμα εντελώς διαφορετικό από


μία εκκοσμικευμένη μορφή του αρχαίου μεσσιανισμού, είτε Εβραϊκού,
είτε Χριστιανικού. Τα θεμέλια της θεωρίας του, από την στιγμή που
καθορίστηκαν, θέλουν να παρουσιάζονται σαν καθαρά επιστημονικά και
είναι υλιστικά και άθεα. Για τον Μαρξισμό, ο άνθρωπος

55
επιβεβαιώνεται απευθείας ή μάλλον γεννιέται, αυτοδημιουργείται,
μέσω της δουλειάς του. Χρειάστηκαν όμως προσπάθειες πολλών
αιώνων για να φθάσει να το συνειδητοποιήσει η διανοητική ελίτ του
Μαρξισμού.

Η ιστορία της ανθρώπινης συνειδήσεως λοιπόν, μπορεί να γίνει


κατανοητή σαν η ιστορία μίας α-συνειδήσεως ή μίας ψευδαισθήσεως
η οποία αραιώνει σιγά-σιγά και φωτίζεται. Μ’αυτή την έννοια ο
Εβραϊσμός και στη συνέχεια ο Χριστιανισμός, σηματοδότησαν δύο
καθοριστικούς σταθμούς, αλλά επειδή τελικά ο δεύτερος νίκησε τον
πρώτο, τουλάχιστον φαινομενικά, μπορούμε να τους εννοήσουμε σαν
έναν μόνο. Ο Χέγκελ πίστεψε πώς σηματοδοτούσε τον τελευταίο σταθμό
και πώς θεμελίωσε το βασίλειο του πνεύματος. Η αποστολή του βεβαίως
δέν στάθηκε μάταιη, αλλά στην πραγματικότητα το καθοριστικό βασίλειο
θα ξεκινήσει με τον Μαρξ.

Ο Μαρξ αναγνωρίζει το χρέος του πρός τους στοχαστές που


προηγήθηκαν απ’αυτόν (τους προμαρξιστές), οι οποίοι, εποχή μετά την
εποχή, οικοδόμησαν τον ανθρώπινο κόσμο όπως είναι και πρός εκείνους
οι οποίοι, τελευταίως αποφάσισαν να τον μεταμορφώσουν. Τους
κατηγορεί όμως ταυτοχρόνως πώς σταμάτησαν πολύ νωρίς την εργασία
τους, να θέσουν δηλαδή τις συνθήκες τής τελευταίας εποχής - της εποχής
του ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Στο απόγειο τής διαλεκτικής των ο καθένας
πίστεψε πώς γέννησε το «Άγιο Πνεύμα». Στην πραγματικότητα
απεδείχθησαν οι μεγαλύτεροι συντηρητικοί. Μόνον ο Μάρξ λοιπόν,
αντιστρέφοντας την διαλεκτική του Χέγκελ, θα φτάσει τον σκοπό.
Αυτό που τον ξεχωρίζει από το μάταιο κοπάδι των ουτοπιστών, δέν είναι
η απόρριψή του να περιγράψει την οργάνωση και την λαμπρότητα της
μελλοντικής κοινωνίας ή να δείξει ένα «πρόγραμμα». Είναι το γεγονός
κυρίως, πώς αυτή η κοινωνία, της οποίας θέτουν τις έσχατες
συνθήκες οι αναλύσεις του, δέν θα μπορούσε να είναι στην σκέψη
του, μία επινόηση άχρονη ουσιαστικώς, δημιουργημένη από κάποια
ιδιοφυΐα, ούτε το φρούτο κάποιας ανυπόμονης επανάστασης, αλλά θα
είναι το σημείο αφίξεως μίας μακράς ιστορίας, της οποίας πρέπει να
προκαλέσουμε τήν γέννα, στόν καιρό της. Δέν θέλουμε νά
προλάβουμε δογματικά τον κόσμο, αλλά να βρούμε μόνον τον νέο
κόσμο, μέσω της κριτικής του παλαιού! [Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ].

56
Κράτησε την ιδέα του Χέγκελ, πώς όχι μόνον ο Χριστιανισμός
προσέφερε σ’ αυτή την υπόθεση την ουσία του νέου κόσμου, αλλά
συνεχίζει να παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο με την εμβάθυνση του
νοήματός του και με την κριτική ανάλυση όσων τον συνιστούν στην
αλήθεια του, και στην ολοκλήρωσή του. Η φιλοσοφία του Χέγκελ είναι
ένας Χριστιανισμός κατά βάθος και η φιλοσοφία του Μάρξ ένας
αντεστραμμένος Χεγκελιανισμός. Απέρριψε μέν την μυστικιστική λάσπη
του Χριστιανισμού, αλλά κράτησε σαν Γερμανός προτεστάντης που θέλει
να επιστρέψει στην πρώτη Εκκλησία, την κοινωνία και το κοινόβιο των
πρώτων Χριστιανών.

Ο Raymond Aron, δέν είχε άδικο, όταν χαρακτήριζε τον Κομμουνισμό


«κοσμική θρησκεία». Ο Μαρξισμός είναι καθαρά ένας εκκοσμικευμένος
Χριστιανισμός, μεταλλαγμένος στο αντίθετο του, και τέλος μετά τον
Μάρξ, επαναϊεροποιημένος με μεγάλη ευκολία. Έγινε το επικρατέστερο
δόγμα του μοντερνισμού.

Ο Ernst Benz είχε παρατηρήσει σχετικά με τον Oetinger, τον


Καμπαλιστή, που επηρέασε απολύτως την Γερμανική φιλοσοφία, όπως ο
Μιράντολα είχε επηρεάσει την Αναγέννηση: Εάν αφαιρέσουμε τα
Χριστιανικά στοιχεία από την εικόνα που κατασκευάζει ο Oetinger, της
τέλειας κοινωνίας της χρυσής Εποχής, φαίνεται να εμφανίζεται η ιδανική
κοινωνία του κομμουνισμού, που αποτελεί και την τελική μορφή της
ιστορικής εξελίξεως. Ο π. Gaston Fessard επίσης επισημαίνει: «Ο Μαρξ,
διάδοχος του Χέγκελ, επαναπρότεινε σε άθεη μορφή, τα τρία ουσιώδη
δόγματα τού Χριστιανισμού: Ενσάρκωση, προπατορικό αμάρτημα,
Λύτρωση. Ο υλισμός του, φαινομενικά μόνον ιστορικός και διαλεκτικός,
διατηρεί έναν «μυστικό χαρακτήρα». Ο Χριστιανισμός λοιπόν ακριβώς,
δίνει και καθορίζει το απολυτρωτικό χρέος τού προλεταριάτου και το
εσχατολογικό τέλος τής πάλης των τάξεων. Η ΚΡΙΤΙΚΗ γίνεται μάζα
και κατοικεί ανάμεσα μας και εμείς είμαστε οι μάρτυρες τής δόξας
της, της δόξας του Μονογενούς που εστάλη από τον Πατέρα.
Μπρούνο Μπάουερ. Η ΚΡΙΤΙΚΗ εξισούται στους απογόνους του
Χέγκελ με τον Θεό, αλλά ταπεινώνεται όμως, αποξενωνόμενη από τον
εαυτό της, υπηρετώντας την αστική κοινωνία.

Το κείμενο της επιστολής πρός Φιλλιπησίους 2, 6-11, του Απ. Παύλου,


που χρησιμοποιήθηκε από τον Χέγκελ για να σταθεροποιήσει την «αρχή

57
της αρνητικότητος», χρησιμοποιείται επίσης και απο τον Μάρξ για να
ασκήσει κριτική στον Χέγκελ και να οικειοποιηθεί την αλήθεια τής
απολύτου Γνώσεως.

«Ας επικρατή μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα, το οποίο υπήρχε και στον
Χριστό Ιησού, ο οποίος αν και είχε θεϊκή ύπαρξη, δέν θεώρησε το ότι ήτο
ίσος πρός τον Θεό σαν κάτι πρός αρπαγμόν, αλλά εκένωσε τον εαυτό του
λαβών μορφή δούλου, γενόμενος όμοιος προς τους ανθρώπους και, αφού
κατά το σχήμα βρέθηκε ως άνθρωπος εταπείνωσε τον εαυτό του
γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Δια
τούτο και ο Θεός τον υπερύψωσε και του εχάρισε όνομα το ανώτερον
απο κάθε άλλο όνομα, ώστε εις το όνομα του Ιησού να κάμψη κάθε γόνυ
των επουρανίων και των επιγείων και των καταχθονίων, και κάθε
γλώσσα να ομολογή ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος, εις δόξαν του
Θεού Πατρός».

Αυτό το όνομα ο Μάρξ το βρήκε στο προλεταριάτο. Στην ράχη που


ενώνει την φαινομενολογία του πνεύματος μέ τό τριμερές σύστημα της
Εγκυκλοπαίδειας του Χέγκελ: Λογική, φύση, πνεύμα. Ο Μάρξ λοιπόν
βρίσκει το απόσπασμα του Απ. Παύλου και αναφέρεται σ’ αυτό με
απόλυτη σοβαρότητα. Η «κένωσις» του Χριστού, πρωτότυπο της
Εγελιανής αρνήσεως, θα χρησιμεύσει εξίσου και στον Μαρξ, διά της
μεσολαβήσεως της, σαν πρωτότυπο της Μαρξιστικής αρνήσεως, όχι
σαν ανθρώπινο ιδανικό αλλά σαν ιδανικό ανθρωποκοινωνικό. Από
εδώ ο Μάρξ αντλεί την μυθολογική του Έννοια τού Προλεταριάτου, στο
οποίο αποδίδει μία ιστορική καί λυτρωτική αποστολή ακριβώς. Αυτή
είναι επίσης και η ερμηνευτική κλειδαρότρυπα του Μάρξ, ώς εν
εσόπτρω εν αινίγματι, του μέλλοντος αιώνος. Αυτή είναι και η βάση
τής απομυθοποιήσεως που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί σύγχρονοι
θεολόγοι, μαθητές του Μάρξ, και η πηγή τής κάθε ιδεολογίας που
καταδυναστεύει έκτοτε τους διανοούμενους της Οικουμένης και τις
εξουσίες στις οποίες λαμβάνουν μέρος. Αυτό εκθέτει με πάθος ο ίδιος ο
Μάρξ στο τέλος του πρώτου τόμου της «Γερμανικής ιδεολογίας» στην
κριτική που κάνει στον «Άγιο Μάξ» Στίρνερ, όπως τον αποκαλεί.

Ήταν πεπεισμένος πώς είχε κατανοήσει, με την πραγματική του σημασία,


τις εγελιανές έννοιες, οι οποίες είχαν παραμείνει μέχρι τότε αφηρημένες
και ιδανικές. Έτσι δέν είναι μόνον Μεταχριστιανός (χρονικά) αλλά και

58
ΜεταΕγελιανός. Εδώ κατάντησε η παληά και ένδοξη Μεταφυσική,
καθώς μεταλλάχθηκε σε ιστορία. ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ
ΠΑΝΤΩΝ. Ο Νίτσε αποκαθήλωσε είδωλα τα οποία είχαν ήδη δεχθεί
την δαιμονική αντιστροφή της Γερμανικής εκκοσμικεύσεως. Μόνον
με τον Μάρξ λοιπόν, στην διαλεκτική του, ο Χριστιανισμός, είναι
ταυτόχρονα απωθημένος και ολοκληρωμένος, ολοκληρωτικώς
εγκαταλειμμένος διότι ολοκληρωτικώς ολοκληρωμένος.

Αυτή την διαλεκτική χρησιμοποίησε και ο Γιούνγκ στην ψυχολογία του


Βάθους που ανακάλυψε, σε ατομικό όμως επίπεδο, προσθέτοντας στην
απελευθέρωση και την ολοκλήρωση τού ατόμου, την απόρριψη των
Οικογενειακών δεσμών.

Σχόλιο από αναγνώστη στο Ιστολόγιο του Αμέθυστου:

Από τον Λυμπά με αγάπη σε όλους τους χριστιανοαριστερούς


της Ακαδημίας Βόλου και του Άρτου ζωής.

Στην συνέχεια ο Μάρξ δέν θα αισθανθεί πλέον την ανάγκη να


διευκρινίσει περισσότερο αυτή την πρόοδο. Θα μπορέσει να υποκριθεί
πώς την ξέχασε κιόλας. Πώς συγκεντρώθηκε στον εμπειρισμό τής
οικονομικής επιστήμης και της κοινωνικής στρατηγικής. Αλλά στην
πραγματικότητα η σκέψη του, όπως και η πράξη του, θα παραμείνει
κυριευμένη από την μετάθεση του Χριστιανισμού από τον Χέγκελ, την
οποία ήταν πεισμένος πώς ολοκλήρωσε. Όχι σε μία ιδανική αφαίρεση,
αλλά στην πραγματικότητα. Μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε με
τον Fessard για την συνέχεια χωρίς καμμία διακοπή, στον Μάρξ, της
αντιθρησκευτικής εμπνεύσεως που μετέφερε στην πράξη του τα
προνόμια της Εγελιανής αρνητικότητος, στηριγμένης στην κένωση
του Χριστού.

Ο Jaures, το είδε καθαρά και το κατέγραψε στην εισαγωγή του έργου


Etudes Socialistes.

«Ο Μάρξ κατανοεί την σύγχρονη κίνηση της χειραφετήσεως κάτω


από την Χριστιανική μετάθεση που πραγματοποίησε ο Έγελος. Όπως
ο Θεός των Χριστιανών χαμήλωσε στο πιό χαμηλό επίπεδο της
ανθρωπότητος υποφέροντας, για να λύσει και να λυτρώσει από την

59
αμαρτία ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όπως ο Κύριος, για να σώσει
πραγματικά όλους τους ανθρώπους, χρειάστηκε να μειωθεί και να
γυμνωθεί σ’ έναν τέτοιο βαθμό που έφτασε κοντά στην ζωώδη σχεδόν
ύπαρξη, κάτω από την οποία δέν μπορούσε να βρεθεί κανένας
άνθρωπος. Όπως αυτή η τελική μείωση του Θεού ήταν η συνθήκη
της απείρου ανορθώσεως του ανθρώπου, έτσι και στην διαλεκτική
του Μάρξ το προλεταριάτο, ο μοντέρνος Σωτήρας, χρειάστηκε να
υπάρξει χωρίς καμμία άμυνα, να του αφαιρεθεί κάθε δικαίωμα, να
χαμηλώσει στο βάθος του ιστορικού και κοινωνικού μηδενός, για να
ξανασηκώσει, καθώς επανα-υψωνόταν, όλη την ανθρωπότητα. Και
όπως ο θεάνθρωπος, για να μείνει πιστός στην αποστολή του,
χρειάστηκε να μείνει φτωχός, υποφέροντας ταπεινά μέχρι την
θριαμβευτική ημέρα της αναστάσεως, μέχρι εκείνη την ειδική και
ιδιαίτερη νίκη στον θάνατο, που ελευθέρωσε από τον θάνατο όλη την
ανθρωπότητα, έτσι και το προλεταριάτο παραμένει τόσο πιό πιστό
στην διαλεκτική του αποστολή, όσο περισσότερο, μέχρι την τελική
εξύψωση (αποθέωση), μέχρι την επαναστατική ανάσταση της
ανθρωπότητος, φέρει σαν έναν σταυρό όλο και πιό βαρύ, τον ουσιώδη
νόμο της καταστολής και καταπιέσεως του καπιταλισμού. Απο εδώ
προέρχεται μία πρωτότυπη τάση στον Μάρξ, να δεχθεί με δυσκολία
την ιδέα μίας μερικής επανορθώσεως του προλεταριάτου. Απο εκεί
προέρχεται και ένα είδος χαράς, στην οποία εισέρχεται κάποιος
διαλεκτικός μυστικισμός, όταν συνειδητοποιεί τις δυνάμεις που
βαραίνουν, κομματιάζοντάς το, το προλεταριάτο».

Στην ανάλυση του Jaures όμως λείπει ένα ουσιώδες στοιχείο. Ανάμεσα
στον Χριστό και στο προλεταριάτο, σύμφωνα με τον Μάρξ δέν υπάρχει
μόνον μία στενή αναλογία. Εάν το δεύτερο αντικαθιστά τον πρώτο τώρα,
δέν το κατορθώνει χάρη σε μία απλή αντίθεση, αλλά λόγω ενός
περάσματος από το ένα στο άλλο, χάρη σε μία ιστορική διαλεκτική τής
οποίας η οικονομία δέν μπορούσε να θεμελιωθεί. Ο Χριστός, όπως
κατανοήθηκε από την Χριστιανική πηγή, δέν είναι μία απλή
ψευδαίσθηση, την οποία μπορεί να αφαιρέσει η πραγματικότης του
προλεταριάτου. Υπήρχε η ανάγκη του χρόνου, ώστε να κατορθώσει η
ανθρωπότης να περάσει από τον μύθο στην πραγματικότητα. Έπρεπε
καταρχάς να διασχίσουμε τον σταθμό του ιουδαϊσμού, τον οποίο
συνέχισε κάνοντας μία αναγκαία αλλαγή, αντιπροσωπεύοντας την
αληθινή του ουσία. Όπως το μπουμπούκι, αφήνει την θέση του στο

60
λουλούδι, μέχρις ότου κατανοηθεί το νόημα της Βασιλείας του Θεού. Η
Βασιλεία του Χριστού, επηρεασμένη από την μείωσή του στην
σάρκα, προετοίμαζε, προεικονίζοντας την, την βασιλεία του
ανθρώπου, η συνθήκη της οποίας σήμερα είναι η μιζέρια και η
απόλυτη γύμνωση του προλεταριάτου. Έτσι ακριβώς και για τον
Ιωακείμ ντα Φιόρε, υπήρξε η ανάγκη του χρόνου και θα υπάρξει στο
τέλος και η ανάγκη ενός βίαιου σκουντήματος, για το πέρασμα από το
δεύτερο στο τρίτο Βασίλειο, από το γράμμα της Καινής Διαθήκης, στο
πνεύμα της. Έτσι λοιπόν, παραμένει, μέσω των διαρκών μεταμορφώσεων
του και παρά τις ριζικές μειώσεις που υφίσταται, το σταθερό σχήμα της
γενεαλογίας του Ιωακείμ. Αυτή είναι η ρίζα της Χρονικής διαστάσεως
του Μαρξισμού. [Ο Όχλος που σταύρωσε τον Κύριο, μαζί με τον
Κλήρο, με Σατανικό πείσμα, προσπαθεί να πραγματοποιήσει την
Βασιλεία που ήθελε και περίμενε από τον Κύριο. Του κόσμου τούτου.
Για την οποία συνεργάζονται, προσπαθώντας να ενωθούν, όλες οι
Εκκλησίες, με την συμπαράσταση της θεολογίας].

Ο Μάρξ ήταν πεισμένος πώς είχε ανοίξει τελειωτικά, στο ανθρώπινο


γένος το πέρασμα από τον μύθο στην πραγματικότητα,
υπερβαίνοντας τον ιδεαλιστικό σταθμό του Εγελιανού ονείρου. Από
την στιγμή που θα ολοκληρωνόταν αυτή η ιστορική αποστολή του
προλεταριάτου, το φάντασμα μίας αλλοτριωτικής υπερβατικότητος,
εξορκισμένο αλλά επανεμφανιζόμενο πάντοτε, θα χανόταν για πάντα.

Έχουμε το δικαίωμα, όμως σήμερα να αναρωτηθούμε μήπως αληθεύει


ακριβώς το αντίθετο. Μήπως η ψευδολογία του Μαρξιστικού μύθου δέν
μας καθιστά τυφλούς στο μοναδικό πραγματικό αντικείμενο της
ανθρώπινης ελπίδος, και μήπως ο κοινός άνθρωπος του Παύλου δέν
διαλύσει μία μέρα την Χίμαιρα του νέου ανθρώπου του Μαρξ;

Πιστός συνεργάτης του Μάρξ ο Engels, επιβεβαιώνει με την σειρά του


την Εγελιανή καταγωγή τής κοινής τους θεωρίας. «Εμείς οι Γερμανοί
σοσιαλιστές, είμαστε υπερήφανοι που δέν καταγόμαστε μόνον από τον

61
Saint-Simon, τον Fourier και τον Owen, αλλά και από τον Κάντ, τον
Φίχτε και τον Χέγκελ», αλλά παρ’όλα αυτά πλησιάζει την σκέψη του
Μαρξ μόνον μέσω ενός Hegel μετριασμένου από τον Φώϋερμπάχ και τον
Στράους και γι’ αυτό απογυμνωμένο από τό μυστικιστικό του κάλυμμα.
Επανασυνδέεται όμως και αυτός στην διαδοχή του Ιωακείμ, όχι τόσο
λόγω της Εγελιανής διαλεκτικής, την οποία ξανακατασκεύασε ο Μάρξ,
όσο λόγω του θαυμασμού του για τον Thomas Müntzer.

Η μελέτη την οποία αφιέρωσε στα 1850 στον πόλεμο των Χωρικών στην
Γερμανία, κυριαρχείται από την ανησυχία του να αποδείξει την στενή
αναλογία ανάμεσα στις δύο γερμανικές επαναστάσεις του 1525 και του
1848-1849, οι οποίες ήταν καταδικασμένες στην αποτυχία, η πρώτη υπέρ
των πριγκίπων και η άλλη υπέρ των διοικούντων, διότι η οικονομική
κατάσταση δέν ήταν ακόμη ώριμη. Παρ’όλα αυτά ο Müntzer είχε
προβλέψει τον κομμουνισμό με μία προκαταβολική έμπνευση και ο
επαναστατικός του φανατισμός είχε αντλήσει δύναμη. Ο Engels
φροντίζει να υπογραμμίσει πώς είχε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή
τα Χιλιαστικά γραπτά του Ιωακείμ του Καλαβρού. Αλλά πιό δόγμα
είχε αντλήσει;

«Δίδασκε, κάτω από Χριστιανικές μορφές, έναν πανθεϊσμό που


μερικές φορές καταλήγει αθεϊσμός. Απέρριπτε την βίβλο σαν
αλάθητη αποκάλυψη. Η μόνη αληθινή και ζωντανή αποκάλυψη,
έλεγε είναι η λογική. Η Βίβλος σκοτώνει το πνεύμα με το γράμμα.
Και πράγματι το πνεύμα το Άγιο για το οποίο μιλά η Βίβλος δέν

62
υπάρχει έξω από εμάς. Είναι η ίδια η λογική. Ο Munzer
χρησιμοποιούσε συνήθως την Χριστιανική φρασεολογία αλλά η
αιρετική σκέψη ξεπηδά από παντού στα γραπτά του, και κατανοούμε
πώς η βιβλική μάσκα έχει γι’αυτόν λιγότερη πραγματική
σπουδαιότητα από όση για τους περισσότερους μαθητές του Χέγκελ
σήμερα».

Ο Ένγκελς δέν ενδιαφέρεται και τόσο πολύ για τον πρόχειρο


παραλληλισμό που έκανε ανάμεσα στον Müntzer και τον Ιωακείμ. Του
φτάνει η γενική αξιολόγηση πώς για τον Müntzer το βασίλειο του Θεού
έπρεπε να είχε εγκατασταθεί κοινωνικά πάνω στην γή και να οικοδομηθεί
μία νέα Εκκλησία, όπως είχαν ανακοινώσει οι προφήτες.

Ο Ένγκελς όμως έδωσε ζωή, ξεκίνησε, στον μαρξισμό, ένα είδος


παραδόσεως, η οποία ξαναπαίρνοντας την αναλογία, προσπαθεί να
την ξεκαθαρίσει. Έτσι για τον Ρώσσο M. M. Smirin, o Müntzer είχε
δανειστεί απο τον Ιωακείμ την ιδέα μίας επικείμενης χρονικής
επαναστάσεως: μία ιδέα η οποία ήρθε στην ύπαρξη μέσω μία
πρωτότυπης εξηγήσεως που επέτρεπε να μεταφέρουμε τις προφητείες
της Αποκαλύψεως στην παρούσα και στην μέλλουσα ιστορία. Μόνον
αυτός μπόρεσε να εγκαταλείψει την καθαρή αντικειμενοποίηση που
είχε σαν αποτέλεσμα μία παθητική αναμονή, για να προσφέρει στον
λαό και στην ανθρώπινη λογική έναν ενεργητικό ρόλο στην
μεταμόρφωση που αναμένει.

Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ


ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ!

Αυτή είναι η πιό επαναστατική ένωση των αντιθέτων που οδηγεί τις
σύγχρονες θεολογίες του Οικουμενισμού, σε μία σύνθεση καταγωγής και
εξελίξεως, που σβύνει την πίστη μας.

Σχόλιο: Στην συνέχεια, με την βοήθεια του Lubac πάντοτε, θα


επισκεφθούμε τις περιθωριακές γειτονιές των Ρώσων Θεολογούντων
που διέλυσαν τα μυαλά μας, σαν Δάσκαλοι των σύγχρονων Ελλήνων
φιλοσοφούντων. Καί θά επιστρέψουμε στόν Κομμουνισμό στήν
συνέχεια.

63
Από τον Σολόβιεφ στον Μπερντιάεφ

ΣΤΗΝ ΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ SOLOVIEV ΣΤΟΝ


BERDIAEV.

Σολόβιεφ. Ο Πατέρας του Οικουμενισμού.

Στην θρησκευτική μας ιστορία, λίγες μορφές υπήρξαν τόσο γοητευτικές


όσο εκείνη του Βλαδίμηρου Σολόβιεφ.

Υπήρξε όμως οπαδός του Ιωακείμ; Αντιμετώπισε ποτέ του τον πειρασμό
να γίνει; Μερικοί βλέπουν οπωσδήποτε στον ήρωά μας έναν
προτεστάντη, ή τουλάχιστον έναν μαθητή του Ιωακείμ ντα Φιόρε.
Τελευταίως ο Alain Mercier ισχυριζόταν πώς η οικουμενιστική του Ορμή
τον είχε οδηγήσει να δεί στο μέλλον μία εποχή του πνεύματος, με μία πιό
πλατειά προοπτική από εκείνη του Ιωακείμ. Μόνον η επιστροφή του
Αγίου Πνεύματος και η αποκατάσταση στο Θείο επίπεδο μπορούν να
επαναφέρουν την χαμένη ενότητα. Πέρα από τις διαφορές στις λατρείες
και τις θρησκείες, η σύσταση μίας Οικουμενικής Εκκλησίας θα
μπορούσε, κάτω από την ηγεμονία της Αγίας Ρωσίας, να διευκολύνει ένα
τέτοιο γεγονός.

Στα 1964, ο Γερμανός Karl Pfleger, είχε δηλώσει πώς στον


συγκρητισμό του Σολόβιεφ, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη ήταν ένα είδος
προλόγου στην εποχή του Αγίου πνεύματος, που πρέπει να φέρει την
συμφιλίωση των μεγάλων ασιατικών θρησκειών με τον
Χριστιανισμό.

Ο Σολόβιεφ όμως άλλαξε μερικές φορές την γνώμη του, κατά την
διάρκεια της ανήσυχης ζωής του και έδωσε πολλές ευκαιρίες αντιφάσεων

64
ακόμη και με τον χαρακτήρα του. Ας δούμε από κοντά το θέμα μας και
ίσως στο τέλος να μήν είναι τόσο αρνητικό το συμπέρασμα μας.

Την 31 Δεκεμβρίου του 1872 βγαίνοντας από μία


κρίση πνευματική που τον είχε οδηγήσει στον υλισμό,
ο Σολόβιεφ έγραφε: «Ο άνθρωπος, απέναντι στην
θρησκεία, διασχίζει φυσικά τρείς εποχές: κατ’αρχάς
την παιδική πίστη που είναι τυφλή, κατόπιν την
ανάπτυξη της λογικής και την άρνηση της τυφλής
πίστεως, κατόπιν την συνειδητή πίστη, η οποία
στηρίζεται στην ανάπτυξη τής νοήσεως». Ήταν είκοσι χρονών καί
μερικές μέρες αργότερα εφάρμοζε αυτό το τριαδικό σχήμα στην
ιστορία της ανθρωπότητος, με εγελιανή ευκολία.

«Ο Χριστιανισμός, παρότι απολύτως αληθινός καθ’αυτός, είχε μόνον μία


περιορισμένη και ανεπαρκή έκφραση μέχρι τώρα. Εξαιρουμένων
μερικών διανοουμένων της ελίτ, ήταν μόνον θέμα μίας απλής πίστεως
μισο-συνειδητής και αορίστου συναισθήματος. Τώρα όμως πρόκειται
να εισάγουμε το αιώνιο θέμα του Χριστιανισμού σε μία νέα μορφή
που του αντιστοιχεί, δηλαδή απολύτως λογικής. Γι’ αυτόν τον σκοπό
πρέπει να εκμεταλλευθούμε όλα όσα επεξεργάστηκε το ανθρώπινο
πνεύμα τους τελευταίους αιώνες: πρέπει να αποκτήσουμε τά γενικά
αποτελέσματα της επιστημονικής αναπτύξεως. Για μένα τώρα είναι
ξεκάθαρο, πώς δύο και δύο κάνουν τέσσερα, πώς δηλαδή όλη η
μεγάλη ορμή της επιστήμης και της Δυτικής φιλοσοφίας,
φαινομενικώς αδιάφορη και πολύ συχνά εχθρική στον Χριστιανισμό,
στην πραγματικότητα, δέν έκανε τίποτε άλλο από το να
επεξεργάζεται γι’αυτόν μία καινούργια μορφή αντάξιά του».

Για την ώρα σ’αυτό το ανοιχτό ιστορικό όραμα ενός νέου διανοουμένου,
ο οποίος μετά και μέσω τού περάσματος του από την ευρωπαϊκή σκέψη
των τελευταίων αιώνων που τον είχε κατ’αρχάς θαμπώσει, μετά το
όνειρο μίας «παγκόσμιας θρησκείας» Γνωστικής εμπνεύσεως, που
εκφράστηκε στο κείμενο «Sophia», γραμμένο στα Γαλλικά, φαίνεται να
ξαναβρίσκει την πρώτη του πίστη σε μία πιό ώριμη μορφή.

Δέν βλέπει παρά την Ορθόδοξη πίστη του, που ο στοχασμός του και οι
εμπειρίες του τού αποκάλυψαν την αληθινή ουσία. Εάν ελπίζει σε μία
μελλοντική αλλαγή, πρόκειται για μία εφαρμογή του Χριστιανισμού,

65
στην σοβαρότητα του, και όχι για τον εκμηδενισμό του απέναντι σε
μία θρησκεία του πνεύματος.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις διαλέξεις του στην «θεανθρωπότητα» ή


θεανδρία (1877-1881), που είναι το πρώτο μεγάλο του έργο. Είναι
ουσιαστικώς χριστολογικές. Εάν περιέχουν ένα όνειρο, την Βασιλεία
του Θεού η οποία εγκαινιάστηκε ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτή η
Βασιλεία πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω της Εκκλησίας του
Χριστού, η οποία θα πρέπει να ξεπεράσει επιτέλους το σχίσμα που
την καθιστά αδύναμη. «Με θάρρος λέει ο Pavel Miljukov, ο Σολόβιεφ
κατέβασε την Βασιλεία του Θεού, από τον Ουρανό στην γή, και
μπέρδεψε την θρησκεία με την πρόοδο, τον Χριστιανισμό με τον
αλτρουϊσμό (alter=άλλος), την φιλαλληλία, την φιλανθρωπία, την
αλληλεγύη. Το ουράνιο με το γήϊνο, το Θείο με το ανθρώπινο, μέσα
στην θεμελιώδη μυστική ιδέα της Θείας ανθρωπότητος». Αυτό που
ονειρεύεται πάντως ο Σολόβιεφ, αυτή την εποχή που είναι ακόμη
εχθρικός πρός την Λατινική Εκκλησία, είναι η επανένωση με την
Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι παρόλα τα λάθη τού παρελθόντος ο
καθολικισμός διατηρεί μία σχετική δύναμη και μία νομιμοποίηση,
περιέχει ένα στοιχείο προόδου, που λείπει απο την «αν-ιστορική»
ορθοδοξία. Η επανένωσί τους πρέπει να επιτρέψει το πέρασμα σε μία
καινούργια και καλύτερη μορφή, πιό θετική και πιό περιεκτική, που να
αγκαλιάζει τα πάντα. Δέν μιλά καθόλου για απο-σάρκωση. «Ενώ το
ιεροποιημένο Έθνος ετοίμαζε την Φυσική σωματικότητα του ατομικού
ανθρώπου Θεού, τα εθνικά κράτη επεξεργάζοντο το κοινωνικό σώμα του
ανθρώπου-Θεού, συλλογικά, της Καθολικής Εκκλησίας. Η Χριστιανική
Ρώμη μιμήθηκε περισσότερο από όσο έπρεπε μερικούς χαρακτήρες
της Εθνικής Ρώμης, αλλά παρέλαβε από αυτή την ιστορική αρχή μία
ενωμένης ανθρωπότητος, μία αρχή που πρέπει να παραλάβει τώρα η
Ορθοδοξία από αυτή». Κατηγορεί την Ρωμαϊκή Εκκλησία ότι ενέδωσε
στον πειρασμό που απώθησε και αρνήθηκε ο Χριστός, την ικανότητα να
χρησιμοποιεί την δύναμη για να τραβά τους ανθρώπους, αλλά
ταυτόχρονα τής αναγνωρίζει ότι διαθέτει την κατάλληλη συμβολή ώστε
να βασιλεύσει μία μέρα η Οικουμενική Εκκλησία.

Χρειάστηκαν μόνο δύο χρόνια για να αλλάξει η σκέψη του Σολόβιεφ. Σε


μία συζήτηση για τον Ντοστογιέφσκι, την 19η Φεβρουαρίου, 1883, ο
άνθρωπος που ερευνά την ενότητα αναρωτιέται: «Θα συνεχίσει η

66
Ρωσία την ιστορική αμαρτία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας;».
Στόχος γίνεται πια ο καισαροπαπισμός, ενώ το βάρος πέφτει στα θετικά
αποτελέσματα της Ρώμης: πολέμησε την επάνοδο του Εθνικού
πνεύματος στις επόμενες αιρέσεις, πολεμά ακόμη αυτό το πνεύμα στον
μοντέρνο πολιτισμό, προσπαθεί να αγιοποιήσει ολόκληρη την
ανθρωπότητα, και είναι πραγματικά Χριστιανική διότι είναι Καθολική».
Στο κείμενο της ίδιας χρονιάς, «Η μεγάλη διαμάχη» είναι ξεκάθαρος:
«Η ουσία της μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στην Ανατολή και την
Δύση, απο το ξεκίνημα μέχρι σήμερα, μπορεί να συμπεριληφθεί
σ’αυτή την ερώτηση: Η Εκκλησία του Θεού έχει μπροστά της μία
πρακτική υποχρέωση, καλά προσδιορισμένη στον ανθρώπινο κόσμο,
μία υποχρέωση που εμπλέκει για την πραγματοποίηση της τήν
ανάγκη ενότητος όλων των Χριστιανικών δυνάμεων κάτω απο την
συμβολική σημαία και κάτω απο την ισχύ μίας κεντρικής
Εκκλησιαστικής εξουσίας; Πρέπει να αντιπροσωπεύσει την Βασιλεία
του Θεού στην δραστηριότητα της και επομένως πρέπει να είναι
ενωμένη και συγκεντρωμένη, διότι ένα Βασίλειο διασπασμένο στο
εσωτερικό του δέν υφίσταται, ενώ η Εκκλησία σύμφωνα με την
υπόσχεση του Ευαγγελίου, θα παραμείνει σταθερή και απείραχτη
μέχρι το τέλος, καθώς οι πόρτες της κολάσεως δέν μπορούν να
υπερισχύσουν πάνω της;».

Ο τρόπος πάντως που θέτει το πρόβλημα μοιάζει να αποκλείει


οποιαδήποτε ιδέα μίας μελλοντικής εκκλησίας καινούργιας, όσον αφορά
την Κ.Δ. Το ίδιο προκύπτει και από το μικρό του κείμενο του 1884, «Οι
Εβραίοι και το Χριστιανικό θέμα». Εδώ διαγράφονται καθαρά δύο, όχι
τρείς εποχές, εκείνη του Αβραάμ και του Μωυσή, και εκείνη της πιό
οικείας ενώσεως με τον Θεό, μέσω του Χριστού, ο σκοπός του οποίου
είναι η Καθολική Θεοκρατία, δηλαδή, η εφαρμογή του Θείου Νόμου
στον ανθρώπινο κόσμο. Αυτός ο σκοπός απαιτεί μία Τριάδα, η οποία
όμως δέν προϋποθέτει ούτε χρονική διαδοχή, ούτε οποιαδήποτε ομολογία
ή αναλογία, με την Τριάδα. Πρόκειται για τρία στοιχεία τα οποία πρέπει
να συντρέξουν για να μορφοποιηθεί η θεοκρατία: ο προφήτης (η
συμβολή του Ιουδαϊσμού), ο Αυτοκράτωρ (η συμβολή του Βυζαντίου)
και ο μεγάλος Αρχιερεύς (η συμβολή της Ρώμης).

Η Οικουμενική του Έρευνα ολοκληρώνεται στα 1889, όταν εκδίδει στο


Παρίσι, το βασικό του έργο «Η Ρωσία και η Οικουμενική Εκκλησία».

67
Λέει λοιπόν θαρραλέα και ξεκάθαρα: αυτό που κανείς πρίν απο αυτόν
στην σύγχρονη Ρωσία, εκτός του Caadaev, είχε τολμήσει να πεί: Το
κέντρο της Χριστιανικής κοινότητος των λαών δέν είναι η Μόσχα η
σχισματική, αλλά η Ρώμη καί το παπάτο! Το όραμα του τελικά δέν
άλλαξε, παραμένει εκείνο της θεανδρίας. Η θεμελιώδης αλήθεια, η
ξεχωριστή ιδέα του Χριστιανισμού, είναι η τέλεια ένωση του Θείου και
του ανθρώπινου, η οποία επετεύχθη ατομικά στον Χριστό και κοινωνικά
στην Χριστιανική ανθρωπότητα.

Αυτό είναι το πιό διάσημο κείμενο του Σολόβιεφ, αλλά και το πιό
άγνωστο. Όλο το τρίτο μέρος, όταν δέν αγνοείται πλήρως, πετάγεται για
τροφή στις κριτικές. Ακόμη και ένας θαυμαστής του συγγραφέως δέν
βλέπει τίποτε άλλο από φαντασιώσεις. Η λέξη αυτή είναι οπωσδήποτε
άτυχη, εκτός και αν αναγνωρίσουμε πώς κάθε μεγάλο σύστημα είναι
φρούτο της δημιουργικής φαντασίας της σκέψης. Αυτό το τρίτο βιβλίο
πάντως που έχει σαν τίτλο «Η Τριαδική αρχή και η κοινωνική της
εφαρμογή» είναι η πιό πλατειά σύνθεση που άφησε ο Σολόβιεφ. Είναι
το κλειδί όλης του της Θεωρίας. Φιλόσοφος και Θεολόγος, παραπέμπει
σε έναν Άνσελμο π.χ. ο οποίος για τον στοχασμό στην Αγία Τριάδα
άντλησε πλουσιοπάροχα από τα κοιτάσματα των Πατέρων και επι πλέον
με τρόπο θαυμαστό είχε εμπνεύσεις που κατά κάποιο τρόπο ετοίμασαν
τον Σχολαστικισμό. Έναν Άνσελμο που ένωσε στον Τριαδικό του
μυστικισμό, έναν μυστικισμό της δημιουργίας, εμπνευσμένο απο την
Γένεση και απο την Σοφία.

68
Είναι ένα λογικό ποίημα γραμμένο σε μία στέρεη γλώσσα, χωρίς
διακοσμήσεις. Μπορούμε να υποπτευθούμε ένα σοφιολογικό
υπόστρωμα, αλλά δέν υπάρχει η παραμικρή ιδέα για ένα βασίλειο ή για
μία εποχή του πνεύματος, σύμφωνα με την παράδοση που προέρχεται
από τον Ιωακείμ.

Δέν άλλαξε όμως στην συνέχεια η σκέψη του Σολόβιεφ; Θα το δούμε


στην συνέχεια, διότι από το γράμμα στον Rozanov, μέχρι τον
Αντίχριστο, τα πράγματα αλλάζουν την ροή τους.

Στο γράμμα στον Rozanov, γραμμένο τον Νοέμβριο του 1892, η


θρησκεία του πνεύματος φαίνεται να ομολογείται ξεκάθαρα: «Απέναντι
στον φόβο του παπισμού που κυριαρχεί σε μας, πίστεψα και πιστεύω
πώς είναι αναγκαίο να δείξουμε την θετική σπουδαιότητα της πέτρας της
Εκκλησίας που ετέθη από τον ίδιο τον Χριστό. Δέν την εξέλαβα όμως
ποτέ για την ίδια την Εκκλησία (την Μία Αγία και Καθολική), δέν
εξέλαβα ποτέ τα θεμέλια σαν ολόκληρο το οικοδόμημα. Τα όρια των
Λατίνων μου είναι ξένα, όπως και τα Βυζαντινά όρια. Η θρησκεία του
Αγίου Πνεύματος την οποία ομολογώ είναι πιό πλατειά και
ταυτοχρόνως πιό πλούσια απο όλες τις ξεχωριστές θρησκείες. Δέν
είναι ούτε ένα σύνολο, ούτε μία σύνθεση, όπως ο ολόκληρος άνθρωπος
δέν είναι ένα σύνολο ή μία σύνθεση των διαφορετικών του οργάνων».

[ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΠΕΤΥΧΑΝ ΤΗΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ΣΥΜΜΑΧΗΣΑΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΙΣ ΔΥΟ
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ. ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ Η
ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ].

69
Όπως εξηγεί ο Μπαλτάσαρ, ο Σολόβιεφ φανερώνει εδώ με δύναμη τον
οργανωτικό χαρακτήρα της Εκκλησιαστικής Φόρμας. Δέν πρέπει να
συγχέουμε την κοίτη του ποταμού με το ρεύμα του Ποταμού. Η
Εκκλησία δέν είναι η ολοκληρωμένη Βασιλεία, είναι μόνον το
γίγνεσθαι της Βασιλείας. Αλλά η οργάνωση δέν είναι μία πρόχειρη
οργάνωση, το ρεύμα του ποταμού έχει πάντοτε την ανάγκη της
κοίτης του για να συνεχίσει την πορεία του, το θεμέλιο του Πέτρου
δέν είναι ένα από εκείνα τα Λατινικά όρια, τα οποία όπως και τα
Βυζαντινά όρια ή και των άλλων, απειλούν να πνίξουν το πνεύμα. Δέν
μπορούμε να κοιτάξουμε σε κανένα μέλλον στο οποίο το οικοδόμημα
θα μπορούσε να απαρνηθεί χωρίς περιπέτειες, το θεμέλιο του. Η
θρησκεία του Αγίου Πνεύματος είναι εκείνη της Καθολικότητος
[Ένας γλυκύς ισορροπημένος οικουμενισμός]. Σ’αυτό δέν υπάρχει
καμμία ιδέα μίας Βασιλείας του πνεύματος που πρέπει μία μέρα να
διαδεχθεί την Βασιλεία του Χριστού.

[ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.


ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΚΕΪΜ,
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΓΙΝΕ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΟ.
ΕΝΩΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ ΜΕ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ. ΣΕ
ΜΙΑ ΝΕΑ ΥΠΟΣΤΑΣΗ. ΤΟΥ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, ΣΑΝ ΜΕΛΛΟΝ. ΔΙΟΤΙ Ο
ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΛΛΟΣ. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ
ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ].

Όμως ο ίδιος ο Σολόβιεφ δέν θέλησε να προηγηθεί αυτής της νέας


Βασιλείας, στην διάρκεια των χρόνων του 90, όταν αρνήθηκε την
συμμετοχή του σε κάθε Ευχαριστία, σαν να εμπρόκειτο για μία τάξη
πραγμάτων προορισμένων στην εξαφάνιση, εξαιτίας της
θρησκευτικής προόδου; Βεβαίως ο ίδιος ο Σολόβιεφ προσπαθεί να
γλιτώσει ή να ξεφύγει απο αυτές τις υπόνοιες. Έτσι με ειλικρίνεια, γράφει
στον πατέρα Martynov, τον Αύγουστο του 1887. «Για να μήν μείνει
τίποτε ασαφές, αναγνωρίζω πώς η Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία, η
οποία αντικατέστησε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για την
αναγεννημένη ανθρωπότητα, είναι προορισμένη από θέλημα Θεού να
ασκήσει μία Οικουμενική εξουσία πάνω στη γή μέχρι το τέλος των
αιώνων». Πίστευε επίσης ταυτόχρονα πώς, εάν η Ρωσία είχε

70
κληρονομήσει από το Βυζάντιο μία κατάσταση σχισματική μέ την Ρώμη,
αυτή η κατάσταση δέν συνιστά ένα ουσιώδες σχίσμα και δέν είναι
υποχρεωμένος επομένως να αρνηθεί την Ορθοδοξία για να εισέλθει
στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Έτσι συνέχιζε επίσης στο
γράμμα του. «Δηλώνοντας ανοιχτά τις πεποιθήσεις μου, και αφού τις
έχω διακηρύξει και στο περιοδικό μας “Ιησουΐτης παράνομος”,
εξομολογούμαι τακτικά σε Ορθοδόξους Ιερείς που γνωρίζουν τον
τρόπο της σκέψεως μου, και λαμβάνω τακτικά από αυτούς την
Θ.Κοινωνία». Μόνον που, αφού συζητήθηκε η περίπτωσίς του, στα
1892, ο Ορθόδοξος Εξομολόγος του αρνήθηκε να τού δώσει την
Θ.Ευχαριστία, βασιζόμενες στην μυστική εντολή της Ιεραρχίας του. Και
παρ’όλα αυτά όμως δέν ήθελε να περάσει στην Λατινική Εκκλησία. Και
έτσι παρέμεινε για τέσσερα χρόνια χωρίς Εξομολόγηση και Κοινωνία.
Στα 1896 όμως ένας Ουνίτης παπάς, στην διάρκεια ενός ταξιδιού του
στην Ρωσία, μπόρεσε να τον κοινωνήσει, αφού δέχθηκε την εξής δήλωση
του : «Ανήκω στην αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία. Και πράγματι για
να ομολογήσω στην ακεραιότητα της την παραδοσιακή Ορθοδοξία,
και χωρίς να είμαι λατίνος, αναγνωρίζω την Ρώμη σαν κέντρο του
Οικουμενικού Χριστιανισμού». [ΟΥΝΙΑ, Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ
ΟΥΝΝΩΝ].

Η κύρια αλλαγή που συνέβη στην σκέψη του Σολόβιεφ φανερώνεται στα
τελευταία χρόνια της ζωής του. Είχε πιστέψει για πολλά χρόνια πώς ήταν
εφικτή μία πραγματοποίηση αντικειμενική της Βασιλείας του Θεού στη
Γή, λόγω της προόδου μίας ανθρωπότητος Καθοδηγημένης απο την
Εκκλησία. Θα εμπρόκειτο για την ενσάρκωση της Θείας Σοφίας (Μία
νέα Θεοτόκος) απλωμένης σ’ολόκληρη την κοινωνία. Πρός το τέλος
όμως ξύπνησε απο το όνειρο του. Δέν ελπίζει πλέον σε μία «πρόοδο της
ανθρωπότητος και του Σύμπαντος μέχρι να γίνουν το κοσμικό Σώμα
του Χριστού». Κατάλαβε καλύτερα πώς ο νόμος της υπάρξεως δέν
είναι η πρόοδος, αλλά η μάχη. Ζύγισε καλύτερα της δυνάμεις τού κακού
και την δύναμη τής ψευδαισθήσεως τών ανθρώπων. Η νέα του πεποίθηση
εκφράστηκε στην «σύντομη αναφορά στον Αντίχριστο» που βρίσκεται
σαν επίλογος στις «Τρείς συζητήσεις», οι οποίες εκδόθηκαν το 1899,
λίγο πρίν από τον θάνατο του.

Αντίθετα από ότι μπορούμε να σκεφτούμε με μία πρώτη ανάγνωση, εδώ


μας προσφέρει μία ακριβέστατη ομοιότητα (μάλλον όμως εξωτερική και

71
εφήμερη) με τον θρυλικό αββά ντα Φιόρε. Αυτός ανακοίνωνε πώς ο
Χριστιανισμός θα κατακτάτο απο τους βαρβαρικούς λαούς, όργανα του
διαβόλου, που θα ορμούσαν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και
φοβόταν ιδιαιτέρως την έξοχη στρατιά του Γκόγκ και του Μαγκόγκ
(δαίμονες).

Ο Σολόβιεφ, εντυπωσιασμένος από την απειλή της Ασίας που βάραινε


τότε την Ρωσία, φαντάζεται έναν «πανμογγολισμό» απο τον οποίο θα
αναδυθεί ένας μεγάλος αρχηγός, αντίπαλος και νικητής του Χριστού.
Αλλά, ενώ ο Ιωακείμ φοβόταν μόνον τις λεηλασίες, ο Σολόβιεφ βλέπει
στο έργο του Αντιχρίστου την νίκη τής απάτης. Ο Χριστιανικός λαός
γοητεύεται και εγκαθιδρύεται η Καθολική αποστασία. Μόνον μία
μικρή ομάδα αντιστέκεται.

Θα κάναμε μεγάλο λάθος μάλλον να παίρναμε κατά γράμμα αυτόν τον


μύθο. Και δέν έχει ούτε ανάγκη ερμηνείας. Θα επιμείνουμε όμως να
επαναβεβαιώσουμε πως αυτή η ριζική αλλαγή στο όραμα του μέλλοντος
αφήνει ανέπαφες τις θέσεις ουσίας του Σολόβιεφ γύρω από την
πραγματικότητα της Εκκλησίας και την σχέση της με την Βασιλεία του
Θεού.

[Όπως και του Ιωακείμ εξάλλου. Πίστευε πώς έγραφε ένα Πατερικό
κείμενο, όταν διέλυε την Εκκλησία του Κυρίου. Ποτέ κανένας δέν
έγραψε πώς θα νικηθεί ο Κύριος].

72
Ο Σολόβιεφ δέν σταμάτησε ποτέ να σκέφτεται πώς η
ανάπτυξη τής Χριστολογικής αλήθειας πρέπει να
πραγματοποιηθεί στην Εκκλησιαστική ανάπτυξη και όχι
στην υπέρβαση τής Εκκλησίας που συστήθηκε από τον
Χριστό, στο πέρασμα σε μία Εκκλησία του πνεύματος.

[Ας δούμε πώς τό εκφράζει τέλεια αυτό τό σημείο ο Σμέμαν, ο καλός


μαθητής. Από το “Ημερολόγιο” του Αλεξάνδρου Σμέμαν:

«Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980. Γενικά, νιώθω όλο και πιο


αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου
τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά
κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους,
τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν
γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει
δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου
και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο
καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους,
και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να
ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική
ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά
με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο
τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.

Απ’ την άλλη πλευρά όλα όσα διαβάζω για την πνευματική ζωή, όλα
όσα βλέπω στους ανθρώπους που τη ζουν, κάπως με ερεθίζουν. Τί
συμβαίνει; Είναι αυτοάμυνα, είναι φθόνος γι’ αυτούς που τη ζουν, και
γι’ αυτό μια επιθυμία να τη δυσφημίσω; Κατόπιν, τυχαία, διάβασα ένα
απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο για την ανάγκη να
μισήσεις το σώμα σου, και αμέσως ένιωσα πως όχι μόνο ό,τι χειρότερο
υπάρχει μέσα μου, αλλά και κάτι άλλο είναι που δεν συμφωνεί μ’ αυτό, που
δεν το δέχεται.

Απλά ερωτήματα για μια απλή επίγεια ανθρώπινη ευτυχία: για τη χαρά
που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου• για τη ζωή στην οποία μας έχει
καλέσει ο Θεός. για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος• για το ποιοι είναι
οι ορίζοντες της Λαμπέλ, οι απαλοί λόφοι της που σκεπάζονται από
δένδρα, ο απέραντος ουρανός της και οι λαμπρές ακτίνες του ήλιου. Απλά
ερωτήματα!». H απόλυτη εκκοσμίκευση]

73
Όπως και οι άλλοι, ορθώνει απέναντι στην φιγούρα του Πέτρου εκείνη
του Ιωάννου, αλλά όχι σε μίαν αντίθεση, όχι με την ιδέα πώς ο δεύτερος
καλείται να αντικαταστήσει τον πρώτο: οι δύο απόστολοι (στους οποίους
θα προσθέσει τον Παύλο), αντιπροσωπεύουν τις δύο μεγάλες ομάδες της
Εκκλησίας, εκείνη της Δύσεως και εκείνη της Ανατολής, οι οποίες έχουν
κληθεί να ενωθούν. Η εποχή του Αγίου Πνεύματος, παραμένει στα
μάτια του, η εποχή κατά την οποία το πνεύμα θα κάνει τους
Χριστιανούς αληθινούς πιστούς του Χριστού, ενωμένους εν κοινωνία
στην Εκκλησία του.

Εάν παρουσιάζεται αυστηρός πρός τους Εκκλησιαστικούς παπάδες ή


μοναχούς, που η «σύντομη έκθεση στον Αντίχριστο» τους βλέπει
κατακτημένους σχεδόν όλους από τον Αντίχριστο, αυτό δέν
εναντιώνεται στην πεποίθησή του, με την οποία παραμένει μέχρι
τέλους, πώς η διατήρηση των δομών της Εκκλησίας,
συμπεριλαμβανομένου του Παπάτου, είναι κάτι απαραίτητο. Ακόμη
και στο μεγάλο του έργο «Δικαίωση του Αγαθού» (1897), παρότι
μπορούσε να το αποφύγει, ανακαλεί πάλι το τριμερές του σχήμα, το
οποίο διαιωνίζει στην Εκκλησία την αρχιερωσύνη του Χριστού στο
πρόσωπο του Ποντίφηκος, ενώ διαιωνίζει την Βασιλικότητά του στο
πρόσωπο ενός Αυτοκράτορος και την Αγιότητα του σ’εκείνο των
προφητών και των Αγίων. Η γήϊνη ελπίδα του απογοητευμένη
απελευθερώνεται από κάθε στοιχείο της ιδεολογίας τής προόδου που είχε
ενωθεί στο όραμα της πίστεως, αλλά χάνοντας τουλάχιστον συμβολικά,
την μορφή ενός χιλιασμού, το τελευταίο του όνειρο παραμένει
ενσαρκωμένο.

Ο Αντίχριστος στο αποκορύφωμα της δυνάμεως του και τής


δημοτικότητός του, εξέλεξε στην Ιερουσαλήμ, από τους αποστάτες
καρδινάλιους, έναν καινούργιο πάπα, ο οποίος πρέπει να καταργήσει
κάθε σχίσμα, να ξαναενώσει τις δύο εξουσίες. Ο όχλος είναι
κατενθουσιασμένος. Αμέσως μετά την εκλογή του, ο Απολλώνιος
κάνει θαύματα. Ο Πέτρος και ο Ιωάννης δολοφονήθηκαν. Ο Παύλος
και μερικοί σύντροφοι αποτραβηγμένοι στην Ιεριχώ, νηστεύουν και
προσεύχονται. Μετά από τέσσερις ημέρες, με την κάλυψη της νύχτας,
η μικρή ομάδα επιστρέφει στην Ιερουσαλήμ, όπου τα σώματα των
δύο μαρτύρων κείτονται μπρός στην Εκκλησία τής Αναστάσεως.

74
Μόλις τους συμμαζεύουν, τα δύο σώματα ξαναζωντανεύουν. Τότε ο
Πέτρος και ο Ιωάννης σφίγγουν δυνατά το χέρι του Παύλου.

«Έτσι πραγματοποιείται η ενότης των Εκκλησιών. Αλλά ξαφνικά η


νυχτερινή σκοτεινιά αφήνει την θέση της σε ένα λαμπρό φώς και στον
ουρανό εμφανίζεται το μεγάλο σημείο: μία γυναίκα ντυμένη με τόν ήλιο,
με την σελήνη κάτω απο τα πόδια της και στην κεφαλή της μία κορώνα
με δώδεκα αστέρια. Το σημείο, βαδίζει αργά πρός την Δύση.
Ανασηκώνοντας την ράβδο, ο Πέτρος λέει: να η σημαία μας. Ας την
ακολουθήσουμε. Και συνοδευόμενος απο τους δύο γέρους, όπως και απο
όλον τον όχλο των Χριστιανών, παίρνει τον δρόμο που έδειξε η οπτασία,
πρός το βουνό του Θεού, το Σινά».

Στα τελευταία του χρόνια, ο Σολόβιεφ, εναντιώνεται στις απαιτήσεις ενός


«επέκεινα του Χριστιανισμού», και όχι στην ξεπερασμένη μορφή στην
οποία το είχε μισοδεί ο αγαθός Ιωακείμ, αλλά όπως το έβλεπε να
απλώνεται γύρω του. Αυτό το επέκεινα, το οποίο επιθυμεί την
αναγνώριση της αξίας του Χριστιανισμού, που βλέπει και σ’αυτόν έναν
αναγκαίο σταθμό της Ιστορίας, αλλά τον απορρίπτει πλέον σαν ανάξιο
του ώριμου ανθρώπου, ο Σολόβιεφ το υπολογίζει σαν μία ανωμαλία.

«Αυτός ο ιδιοφυής άνθρωπος, ο Αντίχριστος, που ακόμη νέος, άρχιζε


να επιβάλλεται σε όλους για να οργανώσει ολόκληρο τον κόσμο, δέν
είχε ένα αληθινό μίσος εναντίον του Ιησού.

Αναγνώριζε την Μεσσιανική του αποστολή, την αξιοπρέπεια του,


αλλά έβλεπε σ’αυτόν μόνον τον μεγαλύτερο από όσους προηγήθηκαν.
Έρχομαι τελευταίος, σκεφτόταν, στην ροή της Ιστορίας, διότι είμαι ο
τέλειος και καθοριστικός σωτήρας. Αυτός ο Χριστός είναι ο
προκάτοχος μου. Η αποστολή του συνίστατο στην προετοιμασία και
στην αναγγελία της δικής μου ελεύσεως.[ΕΝΑΣ ΜΩΑΜΕΘ]

Παρόλα αυτά, μία αμφιβολία έφτασε να φρενάρει “αυτόν τον δίκαιο


γεμάτον υπερηφάνεια”, που πιστεύει πώς είναι ο άνθρωπος του
μέλλοντος. Εάν δέν είμαι Εγώ; Εάν είναι αυτός, ο Γαλιλαίος; Εάν δέν
υπήρξε προκάτοχος μου, αλλά ο πρώτος και ο τελευταίος; Από τότε
γίνεται φθονερός και τον μισεί, αλλά συνεχίζει με ενθουσιασμό ακόμη
μεγαλύτερο το έργο του. Οι καλοί άνθρωποι τόν θαυμάζουν διότι
εφαρμόζει ένα πρόγραμμα που διαπερνάται από το αληθινό Χριστιανικό

75
πνεύμα αποσιωπώντας προσεκτικά το όνομα του Χριστού. Έτσι αφού
γίνει παγκόσμιος Αυτοκράτορας, όπως έχουμε δεί, συγκαλεί μία σύνοδο
και εκφωνεί ένα μεγαλειώδη λόγο για την ενότητα. Έπειτα από δική του
πρόσκληση, οι θεολόγοι των τριών μεγάλων ομολογιών του
Χριστιανισμού ενώνονται μαζί του. Μόνον ο Πέτρος ο δεύτερος
παραμένει αμετακίνητος και ο Στάρετς Ιωάννης, και στην συνέχεια και ο
Παύλος πηγαίνουν πρός συνάντησί του. Στην ομολογία του Χριστού και
στην αντίσταση στην γοητεία του Αντιχρίστου τα διαχωρισμένα μέλη της
ορατής Εκκλησίας ενώνονται ξανά και για πάντα».

ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΠΩΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ


ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ,
ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΟΥ
ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ.

Τέλος τού κεφαλαίου για τον Σολόβιεφ.

Ο ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ.

Ο οποίος αποκρυφισμός από την μεριά των Ρώσων Εκκλησιάζεται.

76
Μερεσκόφσκι Ντμίτρι

Ο Dmitriy Merezkovskij (1865-1941) δέν συμπαθούσε τον Σολόβιεφ.


Στην μελέτη πού του αφιέρωσε στα 1908, δέν αντιδρά μόνον στόν
θαυμασμό που σκοτώνει την κριτική. Αλλά του αναγνωρίζει και ένα
προσόν, καθώς υπήρξε, πέραν των προθέσεων του, ένας μουγκός
προφήτης, ο αθέλητος προφήτης της νέας Εκκλησίας, την οποία ο
ίδιος, συλλαμβάνει και ανακοινώνει.

Υπολογίζοντας μόνον το γραπτό του έργο και την εξωτερική του δράση
θα μπορούσαμε να δούμε σ’αυτόν «έναν γνωστικό, τον τελευταίο μεγάλο
γνωστικό τής Χριστιανωσύνης, ίσως. Και έναν άνθρωπο επομένως
στραμμένον πρός το παρελθόν, έναν θλιβερό Ιππότη της μεσαιωνικής
θεοκρατίας ο οποίος προσπαθεί ματαίως να αναστηλώσει τα ερείπια,
στέκοντας μακρυά από την πιό ζωτική κίνηση του νέου Χριστιανισμού
δηλαδή, αυτού που είναι πέρα από τον Χριστιανισμό. Τον επαναστατικό
πραγματισμό». Είναι δηλαδή η τέλεια αντίθεση του Μερεζκόφσκι.

Η ιστορική αναστροφή την οποία περιμένει ο Μερεζκόφσκι είναι


εκείνη που πρέπει να ανοίξει την Τρίτη Εποχή, εκείνη της νέας
Εκκλησίας ή του επέκεινα του Χριστιανισμού. Το ιστορικό σχήμα
όπως και του Ιωακείμ ντα Φιόρε τό τόσο στολισμένο, είναι εξίσου
Τριαδικό, παρότι παίρνει ένα σχήμα διαλεκτικό και ανακοινώνει
κάπως διαφορετικά το γεγονός της αναμονής του πνεύματος: Ο
Πατήρ ενσαρκώνεται στον Κόσμο, ο Υιός στον Λόγο, το πνεύμα στην
ένωση του λόγου με τον κόσμο, στο μοναδικό, ολοκληρωτικό και
καθολικό όν, στην θεανθρωπία.

77
Η ιδέα της θεανθρωπίας δέν ομοιάζει ούτε με την θεανδρία του
Σολόβιεφ, ούτε με τον διαλογισμό του Ιωακείμ. Στις λέξεις Κόσμος και
Λόγος, πρέπει να διαβάσουμε ειδωλολατρία και Χριστιανισμός και
επομένως την ένωση του κόσμου και του λόγου, η οποία
πραγματοποιείται στην Τρίτη εποχή, ακολουθώντας τον ρυθμό της
Εγελιανής συνθέσεως. Και θα είναι η επανασυμφιλίωση, η διάχυση,
της ειδωλολατρίας και του Χριστιανισμού. Με άλλα λόγια θα είναι η
ένωση του Βασιλείου της σάρκας και της Βασιλείας του πνεύματος,
πραγματοποιημένη στην θεανθρωπία δηλαδή στην ανθρωπότητα η
οποία επιτέλους θα ολοκληρωθεί και θα αναγνωρισθεί σαν θεία
ανθρωπότης.

Γίνεται φανερό σιγά-σιγά λοιπόν με ποιό νόημα πρέπει να κατανοήσουμε


αυτή την θρησκεία της Τριάδος, που ονομάζεται επίσης και «θρησκεία
της Τρίτης Διαθήκης». Ο Μωυσής του Μιχαήλ Αγγέλου στον Άγιο
Πέτρο στο Βίνκολι είναι ένα τέτοιο παράδειγμα: «Να λοιπόν που
επανέρχεται ύστερα απο αιώνες, το αρχαίο άρειο όνειρο, αιωνίως νέο,
της ενώσεως του Θείου με το ζωώδες, του Θείου πλάσματος, του
Θεού-ζώου. Και άλλα έργα τέχνης ολοκληρώνουν αυτό το κάλεσμα,
προσθέτοντας στοιχεία λιγότερο ζωώδη, ίσως. Όπως το πρόσωπο του
Χριστού στο δείπνο του Λεονάρντο, όπως επίσης οι προφήτες και οι
Σίβυλλες του υπερώου της Σιξτίνα: Δέν πρόκειται για έναν Χριστό
που έχει τον Πάπα αντιπρόσωπο του, πρόκειται για τους πρώτους
Πατέρες και τις πρώτες μητέρες μίας Νέας Διαθήκης η οποία δέν
πραγματοποιήθηκε και δέν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην
παρούσα Εκκλησία.

78
Έτσι πρώτη προτεραιότης του Μερεζκόφσκι παραμένει η
αποκατάσταση της σάρκας. Και είναι ακριβώς η αδυναμία του
Χριστιανισμού που προκαλεί τελικώς μία τέτοια αποκατάσταση, η οποία
σπάει το μυστηριώδες σύνορο που χωρίζει την δεύτερη διαθήκη απο την
Τρίτη. Εάν λοιπόν η σάρκα για την οποία ομιλούμε πρέπει να ονομασθεί
αγιασμένη σάρκα, δέν μπορούμε να την μπερδέψουμε με την δοξασμένη
σάρκα που αναμένουν οι Χριστιανοί από την ανάσταση του σώματος. Η
σάρκα των εθνικών τής ανθρωπότητος είναι πιό κοντά στην ένωση
του Αγίου Πνεύματος και της Αγίας Σάρκας από την ασώματη
Χριστιανική αγιότητα. Εάν ο Χριστιανισμός ολοκλήρωσε τους χρόνους
του, αυτό συμβαίνει επειδή πάνω απ’όλα αγνόησε την αλήθεια που
σχετίζεται με την σάρκα (πάνω στο νόημα της Εμμαούς).

Γίνεται κατανοητό λοιπόν πώς, στο έργο του «ο Τσάρος και η


επανάσταση», ο συγγραφέας μας κατηγόρησε τον Σολόβιεφ ότι
κατηχούσε με ξεπερασμένες υποχρεώσεις. Στο ίδιο έργο βλέπουμε και το
ουσιώδες θέμα τού τρίτου βασιλείου να ανακατεύεται με την κοινωνική
επανάσταση και με την μεσσιανική ιδέα του προορισμού του Ρωσικού
λαού. Ο Μερεζκόφσκι την εποχή εκείνη ανήκε (στις αρχές του αιώνος)
στο κίνημα που ονομαζόταν «νέα θρησκευτική συνείδηση», η οποία
μάλιστα διέθετε ανάμεσα στα μέλη της και τον Μπερντιάεφ.

«Η νέα θρησκευτική συνείδηση δέν απορρίπτει την αιώνια αλήθεια που


περιέχεται στον Χριστιανισμό, δέχεται ολοκληρωτικώς αυτή την αλήθεια
σαν αποκάλυψη του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού. Απορρίπτει
μόνον το ψέμα της Ορθοδοξίας και όλου του ιστορικού Χριστιανισμού.

Δυσκολευόμαστε να φανταστούμε την καταστροφική δύναμη που πρέπει


να λάβει η επαναστατική καταιγίδα στο βάθος του λαού. Το ναυάγιο της
Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας τής Ρωσίας δέν θα σημαίνει το χάσιμο
της Ρωσίας, το χάσιμο του θνητού σώματος του Κράτους, εάν αυτή η
απώλεια δέν σημαίνει και δέν περιλαμβάνει την αθάνατη ψυχή του λαού;
Τότε λοιπόν δέν έρχονται εκείνες οι ημέρες, για τις οποίες έχει λεχθεί:
Εάν αυτές οι ημέρες δέν συντομευόταν, καμμία σάρκα δέν θα είχε σωθεί.
Θα είναι όμως συντομευμένοι αυτοί οι Χρόνοι και για τους Εκλεκτούς;

Αυτοί οι εκλεκτοί υπάρχουν ήδη μέσα στον Ρώσικό λαό. Είναι όσοι
δέν έχουν την πόλη του παρόντος και ερευνούν για την πόλη του
μέλλοντος, οι μάρτυρες του επαναστατικού και του θρησκευτικού

79
κινήματος. Όταν αυτά τα δύο κινήματα επανασυνδεθούν, τότε η Ρωσία
θα εξέλθει από την Ορθόδοξη Εκκλησία και την αυτοκρατορική
Αυτοκρατορία για να εισέλθει στην Καθολική Εκκλησία του μοναδικού
ποντίφηκος, στο Οικουμενικό Βασίλειο του μοναδικού Βασιλιά : του
Χριστού. Και τότε όλος ο Ρωσικός λαός θα επαναλάβει μαζί με τους
εκλεκτούς: Ελθέτω η Βασιλεία σου!»

Εάν κυττάξουμε προσεκτικά, δέν πρόκειται πλέον για ένα μελλοντικό


βασίλειο του πνεύματος. Ο Μερεζκόφσκι προσαρμόζει εύκολα την
γλώσσα στις καταστάσεις. Όπως έχει ήδη αποδείξει πολλές φορές
παριστάνοντας τον προφήτη της θεο-ανθρωπότητος ή του
υπερανθρώπου, τόσο που θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να τον
θεωρήσουμε απόγονο ή πιστό μαθητή του Comte, και του Νίτσε, του
οποίου πραγματικά υφίσταται την επιρροή, εν προκειμένω
προσαρμόζεται με φυσικότητα στην φρασεολογία του επαναστατικού
περιβάλλοντος που γεννήθηκε απο τους παλιούς πιστούς. Ο Τόμας Μάν,
στα 1922, τον θεωρούσε σαν «τον φιλόσοφο και τον κριτικό, τον πιό
ιδιοφυή του κόσμου μετά τον Νίτσε». Είναι ίσως κάπως υπερβολικό το
κριτήριο. Θα ήταν ίσως πιό σωστό να πούμε πώς είναι ένας αντίλαλος
(όπως και η Ελληνική νεο-Ορθοδοξία), ένας ορμητικός συγγραφέας με
έναν ειρμό, μία συνοχή, μεγαλύτερη στις λέξεις παρά στην σκέψη.

Προσαρμόζει την γλώσσα του Χριστού, με τόση ευκολία, διότι


κατασκεύασε το γλωσσικό του οικοδόμημα (όπως ο δικός μας
Γιανναράς που δέν διαθέτει ούτε και αυτός παρά ένα γλωσσικό σύμπαν
που γοήτευσε τους πάντες παραπέμποντας στο άγνωστο νόημα των λέξεων
του, κατασκευάζοντας υβριστικά λέξεις-εικόνες, συμβάλλοντας τα μέγιστα
στην σύγχρονη υπέρτατη αίρεση της εικονολατρείας των λέξεων-νοημάτων,
που διαλύει την Εκκλησία πιό ύπουλα απο την αρχαία εικονομαχία.
Προσαρμοζόμενος στήν εποχή τής εικονικής πραγματικότητος απολύτως
και επιτυγχάνοντας τον ανίερο πόθο της ψυχής του με ευκολία, την
εφήμερη δόξα), στηριζόμενος σε μερικά απόκρυφα και στην φαντασία
του, κατασκευάζοντας έναν άγνωστο Χριστό πέραν του Ευαγγελίου.

Ο Μερεζκόφσκι πάλεψε ώστε να ελευθερώσει το σώμα του Ευαγγελίου


από την πανοπλία του Κανόνος, να σβύσει την σκόνη των αιώνων, να
ξεπλύνει το πρόσωπο του Κυρίου από τα στολίδια της Εκκλησίας. Μία
προσπάθεια η οποία είναι τρομακτικά δύσκολη, καθώς ισχυρίζεται. Για

80
καλή μας τύχη όμως, την πραγματοποιούν οι κομουνιστές πέρα απο κάθε
ελπίδα, κατορθώνοντας να ξεμάθουν στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο,
κρύβοντας το, απαγορεύοντας το, καταστρέφοντας το. Εάν κατανοούσαν
μόνον αυτό που υπηρετούν όλα θα άλλαζαν. Προετοιμάζουν στην
πραγματικότητα το άνοιγμα μίας νέας νοήσεως: «Η σκόνη εκδιώχθηκε
από τον δρόμο της ανθρωπότητος, της οικουμενικής ιστορίας, από
την πνοή του Αγίου Πνεύματος, και ποιός δέν μπορεί να ακούσει το
βήμα που πλησιάζει αντηχώντας;! Η κύρια ερώτηση, το κύριο αίτημα
της προσευχής, Πάτερ, ελθέτω η Βασιλεία Σου, παίρνει καινούργιο
νόημα, εκπληκτικό. Δέν πρόκειται πλέον για το πρώτο αρχαίο,
Βασίλειο του Πατρός, ούτε για το δεύτερο, ήδη παρόν, του Υιού,
αλλά για το τρίτο, το μελλοντικό, εκείνο του Πνεύματος».

Το ίδιο τό κείμενο, ''ο άγνωστος Ιησούς'', του Μερεζκόφσκι (1865-1941),


μας δίνει πιό ακριβείς πληροφορίες γύρω από το πνεύμα, του οποίου ο
Ιησούς, μας κάνει να περιμένουμε την βασιλεία.

«Ο Θεός είναι πνεύμα» (Ιωάν, 4,24). Αυτές οι λέξεις, στο στόμα του
Ιησού, πρέπει να σημαίνουν πώς δέν είναι μόνον Αυτός Θεός, ο Πατήρ,
αλλά και Αυτή, η Μητέρα. Οι πιστοί το έχουν λησμονήσει, αλλά οι
αιρετικοί το θυμούνται ακόμη!

Έλθέ πνεύμα Άγιο.

Έλθέ, Αγία περιστερά!

Έλθέ, Μητέρα μυστηριώδη.

Αυτή είναι η Ευχή του Βαπτίσματος και της Ευχαριστίας στο


Ευαγγέλιο του Θωμά. Στην δημόσια ζωή τού Υιού ο Πατήρ, στην
κρυφή ζωή: η Μητέρα. Όλος ο γνωστός είναι στον πατέρα, όλος ο

81
άγνωστος Ιησούς, στην Μητέρα...Τρείς ανθρωπότητες: η πρώτη,
χαμένη ήδη από μπροστά μας, το Βασίλειο του Πατρός, η δεύτερη, η
δική μας, κοντά στην σωτηρία ή στον Θάνατο, το Βασίλειο του Υιού, η
Τρίτη μετά από μας σωσμένη, το βασίλειο του πνεύματος-Μητέρα. Και
γι’αυτό υπάρχουν επίσης και τρία περιστέρια. Το πρώτο πάνω από το
χάος, το δεύτερο πάνω από τον κατακλυσμό, το τρίτο υπεράνω των
υδάτων της Βαπτίσεως.

Ας ολοκληρώσουμε μ’ένα τελευταίο χαρακτηριστικό, πιό ξεκάθαρο,


αλλά και πιό επικίνδυνο. Ο Μερεζκόφσκι πρόσεξε πώς σύμφωνα με τα
δικά μας τρία Ευαγγέλια, το Άγιο Πνεύμα οδηγεί τον Ιησού στην
Έρημο για να πειραχθεί, ενώ σύμφωνα με τον Ιουστίνο, ο οποίος
όμως αναφέρεται στις πράξεις των Αποστόλων, είναι ο ίδιος ο
διάβολος που πλησιάζει τον Ιησού και τον Πειράζει. [Είναι η γνωστή
ανοησία που επαναλαμβάνει και ο σύγχρονος κληρικαλισμός. Στην Γραφή
όπου αναγράφεται πνεύμα Άγιον, δέν υπονοείται το Άγιο Πνεύμα, αλλά το
πνεύμα του Κυρίου. Δέν είναι Θεός ο Κύριος; Αυτό το πνεύμα το Άγιον
είναι και η Χάρις και είναι του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Αλλά ο
σύγχρονος κληρικαλισμός δυστυχώς αποτελεί μέρος αυτής της τερατώδους
αιρέσεως]. Και μία πρόχειρη εξήγηση, συμπεραίνει πώς «Εκεί όπου,
σε ένα Ευαγγέλιο, υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, στο άλλο υπάρχει ο
διάβολος, και αντιστρόφως». Αυτό νομίζει πώς σημαίνει κάτι
τρομακτικό, σχετικά με τον Ιησού, ότι δηλαδή «τα δύο πνεύματα που
μάχονται μέχρις εσχάτων, όμοια με τους κυκλώνες των καταιγίδων,
διαπλέκονται και αναμειγνύονται τόσο στενά που δεν είναι πλέον
δυνατόν να τα ξεχωρίσουμε το ένα απο το άλλο» (Καθαρός
Μανιχαϊσμός).

Ο Μερεζκόφσκι ήταν ένας απο εκείνους τους «αναζητητές του


Θεού», με την διαφορετική μοίρα, οι οποίοι ήθελαν να
επεξεργαστούν, έξω από τα μαρξιστικά σχήματα, μία θεολογία της
επαναστάσεως». Αρκετά διαφορετικοί υπήρξαν και εκείνοι, ως επι το
πλείστον μπολσεβίκοι, που πήραν το όνομα των «κατασκευαστών του
Θεού». Πρέπει να τους σημειώσουμε και αυτούς, διότι ορισμένες τάσεις
τού Μερεζκόφσκι, συγγενεύουν μαζί τους, και διότι ο κύριος θεωρητικός
τους, ο Λουνατσάρσκι, αναφέρθηκε, όπως και ο νεαρός Μάρξ, στον
Τριαδικό συμβολισμό. «Ο Γκόρκι, ο Λουνατσάρσκι και ο Μπαζάροφ,
μαζί με μερικούς άλλους, λέει η Jutta Scherrer, προσπαθούν να

82
υψώσουν τον σοσιαλισμό στο επίπεδο της θρησκείας και θεωρούν τον
θρησκευτικό μυστικισμό, ένα αναγκαίο συμπλήρωμα στον επιστημονικό
επιστη
σοσιαλισμό».

Στα 1907, ο Λουνατσάρσκι κηρύσσει πώς η «άθεη θρησκεία» τού


σοσιαλισμού είναι «η θεοποίηση των υψηλοτέρων δυνατοτήτων τού
ανθρώπου. Τότε θα υπάρχει ένας ζωντανός Θεός, ο οποίος θα φέρει
την ευτυχία σε όλους και θα είναι παντοδύναμος. Αυτόν τον Θεό θα
τον κατασκευάσουμε εμείς». Σ’αυτήν την κατασκευή της τέλειας
πόλης, οι δημιουργικές δυνάμεις είναι ο Πατήρ, το προλεταριάτο
είναι ο Υιός και ο επιστημονικός σοσιαλισμός είναι το Άγιο Πνεύμα.

Στο μεγάλο του έργο «Στύλος και θεμέλιο της αλήθειας» που
χρονολογείται από το 1914 και κυκλοφόρησε στην Λωζάννη το 1975,
μεταφρασμένο από τα Ρώσικα στα Γαλλικά, ο πρ. Pavel Frorenskij
(1882-1937), αντιμετωπίζει επανειλημμένως κριτικά, τους πρωταθλητές
τής «νέας θρησκευτικής συνειδήσεως». Τους κατηγορεί κατηγ ότι
προσπαθούν να αποκτήσουν το Άγιο Πνεύμα με την δύναμη. Χωρίς

83
αμφιβολία πίσω από την προσπάθεια τους κρύβεται μία αληθοφανής
ιδέα: είναι γεγονός πώς όταν επικαλούμαστε το Άγιο Πνεύμα,
βρισκόμαστε περισσότερο σε μία στάση αναμονής και όπως ακριβώς
υπήρξαν χριστοφόροι πρίν από τον Χριστό, έτσι ακριβώς υπάρχουν
πνευματοφόροι πρίν από την ολοκληρωτική κάθοδο τού πνεύματος.
Αλλά από την στιγμή που απαιτείται να απομονωθούν «οι πλευρές
της Χριστιανικής ζωής που συνδέονται αποκλειστικώς με το
πνεύμα», για να τις προβάλλουμε στο μέλλον ή να τις αποκτήσουμε
εμείς προφητικά, βρισκόμαστε στην αίρεση:

«Οι άνθρωποι της “νέας θρησκευτικής συνειδήσεως”, από τον πρώτο


μέχρι και τον εικοστό αιώνα, βρέθηκαν πάντοτε υπεύθυνοι μεγάλων
εγκλημάτων, γιατί οι θάμνοι με τα τριαντάφυλλα που φύτεψαν έφεραν
πάντοτε μαζί τους θανατηφόρα αγκάθια. Η νέα τους συνείδηση
βρισκόταν πάντοτε να μήν είναι υπέρ-Εκκλησιαστική όπως θα ήθελαν να
είναι, αλλά αντι-εκκλησιαστική και αντι-Χριστιανική, εναντιωνόμενη
στην Εκκλησία και στον Χριστό. Όποιος έχει το πνεύμα, όπως το είχαν
οι Άγιοι καταλαβαίνει πώς είναι τρέλλα να φιλοδοξούμε σε κάτι
παραπάνω, παράλληλα λοιπόν, με όλη την ιστορία της Εκκλησίας τρέχει
το νήμα αυτής της ψευδοθρησκευτικής δύναμης, η οποία δηλώνει
πάντοτε “νέα”».

Αυτό λοιπόν εναντίον του οποίου καταφέρεται ο Φλωρένσκι είναι η


απαίτηση να δημιουργηθεί η εποχή του πνεύματος, ή και να

84
επισπευθεί, κάτι που καταλήγει πάντοτε στην διαστροφή της,
προσπαθώντας να την πραγματοποιήσουμε έξω από την Εκκλησία.
Το πρόβλημα δέν είναι να την περιμένουμε και να επιθυμούμε την
πραγμάτωσή της, γιατί «όλες μας οι ελπίδες, αντιθέτως, πρέπει να
τοποθετηθούν στην αποκάλυψή του. Έτσι λοιπόν μας προσκαλεί όλους
να προσευχόμεθα μαζί ώστε να φανερωθεί το Άγιο Πνεύμα, να το
ικετεύσουμε μαζί με την μυστηριώδη πρόσκληση του Αγίου Συμεών του
Νέου Θεολόγου, Έρχου, αληθινό φώς, έρχου αιώνια ζωή, έρχου κρυφό
μυστήριο, έρχου θησαυρέ που δέν μπορούμε ούτε να σε ονομάσουμε!

Αυτό που φοβάται περισσότερο όμως, στην διάρκεια της συγχρόνου


μας εποχής, είναι το σχίσμα της Χριστιανικής και Εκκλησιαστικής
Ενότητος, όπως επίσης και στο μέλλον, το σχίσμα ανάμεσα σε δύο
χρόνους, ανάμεσα σε δύο διαδοχικές Βασιλείες, σαν να επρόκειτο η
Βασιλεία του πνεύματος να καταργήσει του Χριστού, στην Εκκλησία
Του:

«Αυτό που έρχεται δέν απεκαλύφθη ακόμη (πλήρως) (Ρώμ 8,18). Αλλά
όσο περισσότερο το αίσθημα μας για αυτό που ετοιμάζεται αυξάνει σε
λεπτότητα, τόσο και ο δεσμός μας με την Μητέρα-Εκκλησία γίνεται
στενός και καταγωγικός. Αυτό που θα Είναι, θα είναι σε Αυτή και
γι’Αυτή. Με μία γλυκιά χαρά αναμένω αυτό που θα είναι για μας η
Βασιλεία».

85
ΜΕΤΑ-ΠΑΤΕΡΙΚΗ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ» ΘΕΟΛΟΓΙΑ.

H OIKONOMIA TOY ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - Η ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΗ ΠΟΥ


ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Ο Αποκρυφισμός του Γερμανικού Ιδεαλισμού από τη μεριά των


Ρώσων γέννησε την Μετα-Πατερική «Ορθόδοξη» Θεολογία.

Σχόλιο: Είναι απαραίτητο στους Ρώσους διανοούμενους να απορρίψουν


συλλήβδην την συμμετοχή του Νου στην ορθόδοξη θεολογία, για να
χωρέσει ο αγαπημένος τους Γερμανικός ιδεαλισμός, το "Εγώ σκέπτομαι".
Αυτή είναι η ρίζα της θεολογίας των Ρώσων! Η εποχή του Αγίου
Πνεύματος, όπως την εξέφρασε πρώτος ίσως ο Λόσκι. Μία παλαιά
σταθερά της Λατινικής Θεολογίας, η οποία με τον Gioacchino da Fiore
κήρυξε την εποχή του Αγίου Πνεύματος, η οποία με την Nuova Scienta του
Giambattista Vico, την ιστορία, βρήκε τον τρόπο δράσης τού υποκειμένου,
δηλ. του ανθρώπου που πρόσθεσε στον νόμο του καλού και του κακού, ο
οποίος και τον οδήγησε στην μαύρη απώλεια, τον καρπό της ζωής που του
αποκάλυψε ο Κύριος, και σαν αληθινός πλέον Θεός προσπαθεί να
πραγματοποιήσει τον Φόβο του Τριαδικού Θεού, ο οποίος τον εξεδίωξε
από τον Παράδεισο για να μήν φάει από το δένδρο της ζωής και
καταστήσει την αμαρτία αιώνια. Ο σκοπός όλου του συγγραφικού έργου
τού Μπουλγκάκοφ και της Ρωσικής Θεολογίας κατ’επέκτασιν είναι ή
ένωσις των Εκκλησιών και γι’αυτό οι έρευνές τους τελειώνουν στους
Καππαδόκες, λές και δέν είχαμε άλλους, μεγαλύτερους Θεολόγους. Όλοι
τους λοιπόν συναγωνίζονται για την ανάδειξη του νέου προφήτη του Αγίου
Πνεύματος, ποιός θα αναδειχθεί ο λαμπρότερος: Υπηρετώντας ταυτόχρονα
και τα όνειρα της Τρίτης Ρώμης, που θα είναι η εποχή ακριβώς του Αγίου
Πνεύματος, στα χέρια των Ρώσων. Ο Ζηζιούλας πήρε όλη αυτή την
πνευματομωρία της Ρωσικής Θεολογίας και την έντυσε Ορθόδοξο ένδυμα,
την έκανε Χριστομωρία, με την γνωστή Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία!

86
Σέργιος Μπουλγκάκωφ

Ο Σέργιος Μπουλγκάκωφ (1871-1944) πέρασε από τον Μαρξισμό.


Σχετίστηκε δέ για αρκετό διάστημα με τον κύκλο του Μερεζκόφσκι.
Επιστρέφοντας στην παραδοσιακή πίστη της Εκκλησίας του, διατήρησε
άραγε κάποια πτυχή Ιωακειμική, από την Μαρξιστική περίοδο της
διάνοιας του;

Κατ’αρχάς θα μπορούσαμε να το πιστέψουμε, διαβάζοντας, στο


κλασσικό του βιβλίο για την Ορθοδοξία, το κεφάλαιο που είναι
αφιερωμένο στην “Ορθοδοξία και αποκαλυπτική σκέψη”: «Υπάρχει
στην Εκκλησία ένα μέλλον, δηλαδή ένας πραγματικός χρόνος, που
περικλείει μία νέα δημιουργία, ή μήπως τα πάντα ολοκληρώθηκαν;
Εάν πιστέψουμε την πνευματιστική ερμηνεία τής Αποκαλύψεως, που
προσφέρεται από την Ιεραρχία, θα ομολογήσουμε πώς η ιστορία της
Εκκλησίας είναι εσωτερικώς τετελεσμένη και η Βυζαντινή
Εκκλησία, πραγματικά, αισθάνθηκε για μεγάλο διάστημα “τόσο
αμετάβλητη κάτω από τον θόλο του αυτοκράτορος” όσο η Δυτική
Εκκλησία κάτω από εκείνον του Πάπα. Παρ’όλα αυτά η Ρωσική ψυχή,
στο βάθος της, παρέμεινε προσβάσιμη στις αποκαλυπτικές προαισθήσεις
τόσο στον φόβο, όσο και σε μία χαρούμενη ελπίδα. Διατηρείται στον λαό
ένας θρύλος, του Kiteze, την φωτεινή πόλη, βυθισμένη στα βάθη μίας
λίμνης, αλλά ορατής στα μάτια που το αξίζουν. Κοντά στους
μοντέρνους διανοουμένους βρίσκεται σαν την πεποίθηση ότι η

87
Δευτέρα παρουσία του Χριστού απαιτεί την ολοκλήρωση των
χρόνων, όπως και η πρώτη, και επομένως η ζωή τής Εκκλησίας
πρέπει να φτάσει σε μία πληρότητα που είναι ακόμη άγνωστη.

Αλλ’όμως αυτή η μυστηριώδης καινοτομία πρέπει να φανερωθεί


ολοκληρωτικά στα όρια της Εκκλησίας τής Κ.Δ, πρέπει να συνίσταται
από την διείσδυση όλης τής ζωής εκ μέρους της επιρροής της Εκκλησίας
και να φέρει στο φώς τις δυνάμεις τής δημόσιας Χριστιανικής ζωής».

Η αισιοδοξία του Μπουλγκάκωφ


είναι μία εσωτερική βεβαιότης,
πιό δυνατή από την εξωτερική
βεβαιότητα, μία πρόσκληση να
μήν απελπιζόμαστε, διότι η
Βασιλεία του Θεού πλησιάζει και
το θέλημα Του πραγματοποιείται
όπως στον ουρανό έτσι και στην
γή. Σε κάθε περίπτωση είναι μία
ριζική άρνηση να υποκύψει μπροστά στην επιτευχθείσα ήδη
εκκοσμίκευση και στην κυριαρχία του αθεϊσμού. Όλο αυτό, ελπίζει,
πώς είναι μόνον μία διαλεκτική στιγμή, μία αντι-θέση, η οποία
πρέπει να συνεχιστεί με μία νέα σύνθεση. Η ιστορία της Εκκλησίας έχει
ακόμη μέλλον, υπάρχουν ακόμη προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Εάν
το πράσινο δένδρο του Χριστιανισμού φαίνεται σήμερα αποξηραμένο,
δέν οφείλεται στο γεγονός ότι ο κηπουρός ξερίζωσε όλες τις νεκρές ρίζες,
ώστε καινούργιες να φυτρώσουν και να αναπτυχθούν πιό ζωηρά απο
πρίν;

Αυτό δέν είναι ιωακειμισμός, είναι αισιοδοξία γεμάτη ενέργεια και


κουράγιο (θα δούμε στην συνέχεια την αισιοδοξία όταν θα αναφερθούμε
στον Ernst Bloch). Μία αισιοδοξία που παραμένει στο επίπεδο της
υπόθεσης. Αλλά η σκέψη του Μπουλγκάκωφ εμφανίζεται ακόμη πιό
καθαρά στην προσωπική θα λέγαμε μελέτη του, ο Παράκλητος.
Τοποθετείται στην πεντηκοστή, δηλαδή στην καταγωγή την ίδια του
Χριστιανισμού, στην υποστατική κάθοδο τού Αγίου Πνεύματος στον
κόσμο, ολοκληρωτικώς ανάλογη με εκείνην του Λόγου ένεκεν της
ενσαρκώσεως [επομένως έχουμε υποστασιακή ένωση, αλλά μέ τούς
πολλούς;]. (Πονηρές σκέψεις, εμφανώς μετα-πατερικές. Έχουμε δεί

88
μερικές σε αντίστοιχες αναρτήσεις στο ιστολόγιο Αμέθυστος όπου
παρουσιάστηκαν αποσπάσματα από το βιβλίο του Μπουλγκάκοφ «Ο
παράκλητος». Αλλά κατ’ουσίαν προτεσταντικές, καθότι ο προτεσταντισμός
επέστρεψε στην πρώτη Εκκλησία, καταργώντας τους Αγίους. Η καινοτομία
βρίσκεται στο γεγονός πώς αναφέρεται στην εμφάνιση τής υποστάσεως του
Αγίου πνεύματος την πεντηκοστή ξεχνώντας τον Ευαγγελισμό της
Θεοτόκου, όπως τον ξεχνούν όλοι οι Νεο-Ορθόδοξοι. Και ύπουλα εισάγει
και εδραιώνει στην Ορθόδοξη Θεολογία, την ντροπή της σχολαστικής
θεολογίας, ιδίως του Ακινάτη, την Αναλογία).

Δέν υπονοεί καθόλου, όπως ο Ιωακείμ ντα Φιόρε και οι άπειροι μαθητές
του, την υπόσχεση του παρακλήτου που δίνει ο Ιησούς,
αποχαιρετώντας τούς μαθητές του, σύμφωνα με το κατά Ιωάννην, αλλά
επισημαίνει πώς : «η εσωτερική σχέση ανάμεσα στην ενσάρκωση του
Υιού και στην κάθοδο τού Αγίου Πνεύματος βεβαιώνεται από τον
Χριστό κατά την διάρκεια της τελευταίας ομιλίας, με μία δύναμη και
με μία αυθεντία που μας αναγκάζει να την χρησιμοποιήσουμε σαν την
αιχμή του δικού μας αναστοχασμού τού δόγματος». Με άλλα λόγια,
τίποτε δέν μας επιτρέπει να σκεφθούμε πώς μία εποχή του πνεύματος
έρχεται να αντικαταστήσει εκείνη του Χριστού. Μία παρόμοια ιδέα θα
σήμαινε την απόλυτη μισοκατανόησή μας όλης τής Χριστιανικής
αποκαλύψεως.

«Η κάθοδος του Υιού του Θεού και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος ή η
Πεντηκοστή, δέν είναι διαφορετικοί βαθμοί αποκαλύψεως όσον αφορά
το περιεχόμενο, όπως υπήρξαν η Π.Δ και η Κ.Δ. αντιθέτως η αποκάλυψη
τους ταυτίζεται. Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει τον Χριστό και ο
Χριστός ενεργεί και αποκαλύπτεται μέσω του Αγίου Πνεύματος.
[γεμίσαμε μεσάζοντες, μεσότητες]. Έχουμε μία αποκάλυψη δι-
μονοσήμαντη. Το Άγιο Πνεύμα είναι ας πούμε το διαφανές κέντρο
όπου και μέσω του οποίου θεωρείται ο Λόγος. Το Θέμα του λόγου
του Πέτρου που ακούστηκε την ημέρα της πεντηκοστής δέν είναι το
πνεύμα, αλλά ολοκληρωτικώς και αποκλειστικώς ο Χριστός».

Όπως η ενσάρκωση, έτσι και η πεντηκοστή, συνεχίζει κατά μήκος τής


ιστορίας. Η Καθολική ενέργεια του πνεύματος, που εμψυχώνει τον
Πέτρο, τον Πάυλο και τον Ιωάννη μαζί με τους άλλους, τον καθένα
σύμφωνα με την προσωπικότητα του. [Καί όχι γιά τήν οικοδομή τής

89
εκκλησίας. Τό Αγιο Πνεύμα προστίθεται στήν προσωπικότητα]. (Ο
Κάντ καθορίζει τα νέα όρια του Θεού. Καί μέσω του προσώπου τώρα που
είναι η προσωποποίηση τού καθαρού λόγου και της καθαρής ΚΡΙΤΙΚΗΣ,
τείνει να κατακτήσει εσωτερικά τον κόσμο, να τον μεταμορφώσει, και όχι
εις βάρος αλλά αντιθέτως υπέρ ενός «πανχριστισμού»).

Ο Μπουλγκάκωφ δέν δεχόταν την ακινησία της Εκκλησίας (εννοεί


σαν Εκκλησία τον κληρικαλισμό, διότι καταβρόχθισε την Αγιότητα και
πήρε την θέση της), τον πνιγμό της κάτω από τον Αυτοκρατορικό θόλο.
Ο μυστικισμός του δέν δέχεται ούτε την περιπλάνησή της χωρίς
σταματημό στον κόσμο, στην ανακάλυψη ενός πέραν του εαυτού της,
σαν να μήν είχε ήδη δεχθεί την αρχή τής πληρότητός της από τον Χριστό
και από το πνεύμα ενωμένα (Ενώνοντας τα αντίθετα αν δέν κάνουμε
λάθος, σε μία νέα Σύνθεση. Και ακριβώς): Διαλογίζεται έναν άλλο θόλο,
εκείνον της Αγίας Σοφίας, συμβόλου της πληρότητος που απεκτήθη
μία φορά για πάντα μέσα στον Λόγο, του οποίου μάλιστα του
επετράπη σε σπάνιες, φευγαλέες στιγμές, να λάβει μία πρώτη
συνείδηση.

Τέλος τού κεφαλαίου για τον Μπουλγκάκωφ.

Σχόλιο: [Είναι κυριολεκτικά η


ολοκλήρωση από τήν μεριά τής
ορθοδοξίας τής κακοδοξίας τού
Ιωακείμ, υπέρ μιάς Τρίτης Ρώμης.
Ο Μπουλγκάκωφ είναι ο πρίγκιπας
των θεολόγων. Πιστός βασικά της
Λατινικής θεολογίας, της πλάνης
του Filioque και του δυαδικού
συστήματος. Φυσικά δέν χωρά ο
Νούς του το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος καθεαυτής και το καταβιβάζει
στο επίπεδο του. Πιστός της εξελίξεως που κατήργησε τον Νού βάζοντας
στην θέση του το Εγώ, ή το ΠΡΟΣΩΠΟ, όπως το βάζει ο Γιανναράς. Και
πρωτεργάτης της δημιουργίας μίας καινούργιας συνειδήσεως,
διαφορετικής από της συνειδήσεως του Νόμου που είναι γραμμένος στις
καρδιές μας, σαν σε πρόναο, μίας κάποιας αυτοσυνειδησίας που
αποθεώνει το ΕΓΩ, και πνευματοποιεί τους δερμάτινους χιτώνες, αντί

90
να τους εγκαταλείπει για να μπεί στην Εκκλησία. Η ΝΕΑ ΠΛΑΝΗ.
Χειρότερη όλων].

Σχόλιο: [Στήν εκκοσμικευμένη εκκλησία πού ζούμε ζητούν από τούς


χριστιανούς νά γίνουν συνειδητοί χριστιανοί, δηλώνοντας όμως ότι είναι
ασυνείδητοι, ότι ο εκκλησιασμός τους είναι τυπικός. Χωρίς νά
ανησυχούν γιά τήν σχέση, εάν υπάρχει, ανάμεσα στήν πίστη καί στήν
συνείδηση! Ταυτίζεται η πίστη μέ τήν αυτοσυνειδησία;; ΑΥΤΗ Η
ΤΑΥΤΙΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ;;
Αυτή η ταυτότητα δέν δημιουργεί από τό ένα μέρος σχίσματα στό
εσωτερικό τής ορθοδοξίας καί από τό άλλο θέλει νά κλείσει τά σχίσματα
στό εξωτερικό τής ορθοδοξίας;; ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ
ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ;; Ανάμεσα στήν πίστη καί τήν
συνειδητότητα;; Αυτή δέν είναι η ύβρις εναντίον τού Αγίου Πνεύματος;;
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ;; Αυτή δέν είναι η σύγχρονη αίρεση;;
Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΕ
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ, ΣΕ ΣΧΕΣΗ;;

ΚΑΙ Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΕΙΣΑΣ


ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ
ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ;; Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ;

Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΗΣΗ ΤΟΥ


ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΑΓΙΟ
ΠΝΕΥΜΑ ΟΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΠΝΕΙ;;

ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ;; ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΜΟΝΟΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ;;

91
ΔΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΟΛΗ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ
ΟΤΑΝ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΝΟΣ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ;;

«Ας δούμε όμως και μία θεολογική ερμηνεία της κινήσεως της Αγίας
Τριάδος, την οποία ερμηνεύει Ιεραρχικά ο μεγαλύτερος Θεολόγος, Άγιος
Μάξιμος ομολογητής, ambigua, 23: «Πώς εξηγείται το γραφέν υπό
Γρηγορίου; Διά τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα μέχρι
Τριάδος έστη!; Κινείται (απαντά ο Άγιος Μάξιμος) μέσα στον Νου που
είναι άξιος να την κατανοήσει, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα
στην Μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνα του σ’ αυτή ή για να το πούμε
διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει στον
Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω από την
Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθεί χωρισμός στην πρώτη Αιτία. Μετά
όμως προχωρά στην φανέρωση της θείας και απόρρητης Θεογονίας
αυτής της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντας του Μυστικά και κρυφά ότι
δεν πρέπει να σκεφτεί ποτέ πως αυτό το Υπερούσιο Αγαθό μπορεί να
είναι άγονο, στείρο Λόγου και Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως,
ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μην διατρέξει τον
κίνδυνο, αυτός ο Νους, να εννοήσει πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυτών,
ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύει δια της
πίστεως ότι Αυτοί συνυπάρχουν, συναιωνίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός
κινείται, καθώς είναι Αιτία της έρευνας του τρόπου με τον οποίον
συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε
κάτι από τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει την ίδια φύση με τους
ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπον γεννήσεως».
(Απόσπασμα από το βιβλίο ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΕΤΑΙ).

ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΙΝΕΙΤΑΙ, ΣΤΕΚΕΙ, ΜΕΧΡΙ ΥΙΟΥ. ΜΕΧΡΙ


ΤΡΙΑΔΟΣ.

Η Λατινική αίρεση δέν χώρισε τήν Αγία Τριάδα; Αυτό τό ΣΧΙΣΜΑ


δέν διαιωνίζεται μέχρι σήμερα;;

Ας είμαστε προσεκτικοί. Όταν οι οικουμενιστές καί οι αντι-


οικουμενιστές σήμερα μιλούν γιά αγάπη εννοούν ότι κατέχουν τό
Άγιο Πνεύμα. Αστείο πράγμα. Σ' αυτό τό αστείο στηρίζεται καί ο
σύγχρονος κληρικαλισμός].

92
Μπερντιάεφ

[Ο Αποκρυφισμός του Γερμανικού Ιδεαλισμού από τη μεριά των


Ρώσων ΘΕΟΛΟΓΕΙ.]

Ο Nikolaj Berdjaev (1874-1948), σχετίστηκε με την ομάδα του


Μερεζκόφσκι, τόν οποίο ψέγει πολύ αυστηρά για την δράση του
σαλονιού που τον χαρακτηρίζει, το πνεύμα της λεπτομέρειας και της
ιδαιτερότητος μαζί με την αιρετική κυρίαρχη νοοτροπία του, και για τον
εσωτερικό μυστικισμό του εμπλουτισμένον με ειδωλολατρικά, εθνικά
στοιχεία. Γνώρισε τον πρ. Φλωρένσκι, από τον οποίο τόν δυσαρέστησε
αυτό που ονομάζει «μαγική ορθοδοξία», αλλά τού αναγνωρίζει επίσης
πώς υπήρξε ένας πρωτοπόρος, ένας μύστης, και τον εκτιμά διότι
διέδωσε την ελπίδα για μια νέα «διάχυση του Αγίου Πνεύματος».
Συνεργάστηκε με τον Μπουλγκάκωφ, στον οποίο βλέπει «την κεντρική
μορφή της Ορθοδόξου αναγεννήσεως στις αρχές του εικοστού αιώνος».
Συμμετέχει στην κοινή τους αναμονή του Πνεύματος, μόνον που
διακρίνεται από όλους αυτούς σ’αυτή την αναμονή, λόγω μίας πολύ
πιό λεπτής φιλοσοφίας και μίας πιό απαιτητικής διεκδικήσεως της
ελευθερίας.

Σε μία εισαγωγή στην Γαλλική έκδοση του βιβλίου «Το νόημα της
Δημιουργίας» ο Stanislas Fumet, θύμισε εκείνο το «συμπλήρωμα της
αποκαλύψεως», εκείνο «το Ευαγγέλιο του Αγίου Πνεύματος», για το
οποίο έγινε πολύς λόγος «από τον Ιωακείμ ντα Φιόρε μέχρι τον Leon
Bloy» και μάλιστα ο ίδιος ο Μπερντιάεφ ονόμασε τον Ιωακείμ, μαζί με
τον Φραγκίσκο της Ασσίζης, τον Δάντη και τον Τζιόττο, για να γιορτάσει

93
«την πρώϊμη αναγέννηση της μυστικιστικής Ιταλίας». Υπήρξε όμως
στ’αλήθεια Ιωακειμιστής;

Μία προσεκτική έρευνα των πολυάριθμων γραπτών του θα μας έδειχνε


χωρίς αμφιβολία για το θέμα αυτό, μεταλλάξεις αληθινές στον τόνο, που
προκλήθηκαν από τα γεγονότα που συντάραξαν την ύπαρξη του, μετά
την πρόωρη εγκατάλειψη του Μαρξισμού μέχρι τα χρόνια που
ακολούθησαν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Υπάρχει όμως, ανίκητος,
θα λέγαμε, ένας γενικός προσανατολισμός και παραμένουν από το ένα
άκρο στο άλλο του, μερικές βασικές ασάφειες.

Στην πνευματική του αυτοβιογραφία, που είναι ένα από τα τελευταία του
γραπτά, παραπέμπει με επιμονή στο ''Νόημα της Δημιουργίας'' που είναι
ένα από τα πρώτα του, σαν το πιό τέλειο και πιό εμπνευσμένο από τα
έργα του, στο οποίο εκφράζεται το «ουσιώδες του θέμα», η πρωτογενής
του έμπνευση. Ένα βιβλίο γραμμένο απνευστί, σχεδόν σε κατάσταση
εκστάσεως, που βασίζεται στην εμπειρία του σχετικά με την
δημιουργική πράξη διά της οποίας και στην οποία ο άνθρωπος
αποκαλύπτεται στον εαυτό του. Σ’αυτό το βιβλίο, λέει ακόμη, έφθασα
στο υπέρτατο σημείο της δημιουργικής φλόγας. Σ’αυτό απωθεί, στο
όνομα μίας δημιουργικής ελευθερίας που προηγείται του ιδίου του
όντος της δημιουργίας, δηλαδή του Είναι, κάθε «αντικειμενισμό»,
ενός καταραμένου όρου που αντιπροσωπεύει γι’αυτόν τον κοινό
παρονομαστή αυτού που θα ονομάσει, αναλόγως του περιβάλλοντος,
αποξένωση, θετικισμό, παραδοσιακότητα, ιστορικισμό, κοινωνιο-
μορφισμό, ομαδισμό ή κοσμισμό.

Αυτή είναι η βαθειά στάση που εμπνέει απο τότε, μαζί με την σκέψη του,
όλες τις εσχατολογικές του απόψεις. [Σχετικό με το θέμα αυτό είναι και το
διάσημο στην Ελλάδα βιβλίο του, με παραποιημένο τίτλο: Το ΕΓΩ και ο
κόσμος των αντικειμένων. Πέντε στοχασμοί περί υπάρξεως. Ας
προσθέσουμε, για την πληρέστερη κατανόησή μας και την δήλωσί του, με
κάποια δόση υπερβολής ίσως: πώς υποχρεώθηκε να απωθήσει τον
εξωτερικό κόσμο από την ημέρα της γεννήσεως του].

Από το άλλο μέρος μπόρεσε να επαναλάβει, λίγο πρίν τον θάνατό του,
αυτό που έγραφε στα 1911. Η φιλοσοφία μας είναι ακόμη μία εισαγωγή
μόνον στην φιλοσοφία της δημιουργικότητος και η ζωή μας είναι μόνον
μία αίθουσα υποδοχής στην δημιουργική ζωή. [Κι’άλλη θέωση].

94
Αυτό είναι το αναπόφευκτο γεγονός, το αξεπέραστο, με το οποίο
εξηγείται η διατήρηση των ανασφαλειών του, των ασαφειών, με τις
οποίες ντύνονται πάρα πολλές φορές οι σκέψεις του, η παραμονή
δηλαδή, των αντιφάσεων του στην σκέψη του: Συνέπειες μίας σκέψης
που θα ήθελε να είναι εξολοκλήρου υπαρξιακή, ξεφεύγοντας από
τούτον τον αντικειμενικό κόσμο, σαν τον δρομέα που θα ήθελε να
ξεφύγει, να αφήσει πίσω του, την σκιά του [ένα puer aeternus]. Έτσι
μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σαν καθοδηγητική κλωστή στο έργο
του, το βιβλίο του, του 1911.

«Ο κόσμος περνά απο τρείς εποχές της Θείας αποκαλύψεως: Την


αποκάλυψη του νόμου (ο Πατήρ), την αποκάλυψη της εξαγοράς μας (ο
Υιός) και τήν αποκάλυψη της δημιουργικότητος (τό Πνεύμα). Σημεία
διαφορετικά στον Ουρανό, αντιστοιχούν σ’αυτές τις διακεκριμένες
εποχές. Δέν μας έχει δοθεί να γνωρίσουμε τα χρονολογικά όρια αυτών
των περιόδων οι οποίες συνυπάρχουν και οι τρείς».

Οι δύο τελευταίες περίοδοι μπορούν να περιγραφούν κάτω από το


διπλό σημείο των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου: «Η Εκκλησία του
Πέτρου, η προστατευτική Εκκλησία των μικρών, ο κηδεμόνας των
αδυνάτων, όλων όσων έχουν φόβο, κράτησε την ευθύνη της στον
κόσμο και διέδωσε την Χριστιανική αγιότητα ανάμεσα στις λαϊκές
μάζες... η θρησκευτική συνείδηση, στην εφηβεία της ακόμη,
διαβλέπει μία άβυσσο ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο... Η
Εκκλησία δέν ήταν μόνον πνευματική, ήταν ψυχο-χρονική... Αλλά η
Χριστιανική αναγέννηση μίας νέας ανθρωπότητος, ψωμωμένης στο
πνεύμα, τίθεται κάτω από το σημείο της Εκκλησίας του Ιωάννη και
της παραδόσεως του Ιωάννη. Αυτή δέν είναι ο κηδεμόνας των
φτωχών, διπλωμένη στην αδυναμία των αμαρτωλών, στην
μετριότητα του ανθρώπου, είναι η αιώνια εκκλησία, η μυστηριώδης
Εκκλησία του Χριστού, που ανακαλύπτει στον εαυτό της, το αληθινό
πρόσωπο του ανθρώπου και στις κορυφές της την στάση του, τον
τρόπο του!»

Παρ’όλα αυτά δέν πρόκειται, εντελώς για δύο συνεχόμενες εποχές μέσα
σ’αυτόν τον αντικειμενικό κόσμο, στον οποίο τρέχει η επιφανειακή
ιστορία, αλλά περισσότερο για δύο ταυτόχρονες νοήσεις, δηλαδή για δύο
είδη Χριστιανών, οι οποίοι διακρίνονται βάσει της ικανότητος ή της

95
ανικανότητος δημιουργικότητος. [Ο γνωστός απόλυτος προορισμός του
Αυγουστίνου και του Γιανναρά].

«Ο Χριστός δέν θα φανερωθεί ποτέ στην δύναμή του στον κόσμο που
είναι ανίκανος να πραγματοποιήσει στον εαυτό του την δημιουργική
πράξη. Αυτοί δέν θα γνωρίσουν ποτέ το δεύτερο πρόσωπο του Χριστού.
Ο Χριστός δέν θα στρέψει ποτέ πρός αυτούς τίποτε άλλο παρά το
πρόσωπο της θυσίας του και του σταυρού του. Για να δεχθούμε το
πρόσωπο του Χριστού στην δύναμη και στην δόξα του, πρέπει να’χουμε
ανακαλύψει στον εαυτό μας την δύναμη και την δόξα τής δημιουργικής
ενέργειας. Η εποχή τής εξαγοράς, η μοναδική στην οποία είναι ορατό το
πρόσωπο τού εσταυρωμένου Χριστού, δέν θα ολοκληρωθεί ποτέ για
όσους δέν θα ολοκληρώσουν στον εαυτό τους την ανακάλυψη της δικής
τους δημιουργικής φύσεως. Θα παραμείνουν για αιώνες η Εκκλησία του
Γολγοθά....». [Γειά σου Ζηζιούλα με τα κάλλη σου].

Το παράδοξο της τρίτης εποχής είναι το ίδιο το παράδοξο του


περάσματος από τον χρόνο στην αιωνιότητα. Δέν είναι ένας άλλος
χρόνος που θα διαδεχθεί τον πρώτο, αυτόν που είμαστε βυθισμένοι για
μία φαινομενική και κομματιασμένη, κατακερματισμένη ζωή. Είναι η
περιοχή τού αληθινού Είναι, της οποίας επιτρέπεται μερικές φορές η
προαίσθηση, σαν ένα σκίσιμο, σαν μία δημιουργική ενέργεια, ακριβώς
διότι είναι η μοναδική ζωή, που είναι ζωή δημιουργική. Αυτό σημαίνουν
τα αποκαλυπτικά κείμενα της Γραφής. [Έχουμε να κάνουμε πάντα με την
απόλυτη σύγχυση ενέργειας και υποστάσεως. Την οποία διαιωνίζει στις
μέρες μας ο Ιερόθεος Βλάχος].

«Η Τρίτη θρησκευτική εποχή, μία δημιουργική εποχή του κόσμου,


πρέπει να φέρει μαζί της το νόημα ενός τέλους, μία εσχατολογική
προοπτική... Ένα νόημα του εαυτού καθότι φορέας τού τέλους, ένα
είδος αποκαλυπτικής αυτοσυνειδησίας, μπορεί να οδηγήσει τον
άνθρωπο στην νέα ζωή, διότι είναι ένα δημιουργικό αίσθημα. Η
Χριστολογική φύση του ανθρώπου ανακαλύπτεται στην ενέργεια του».
[Είναι φανερός ο απόηχος της έννοιας του Θεού σαν καθαρής ενέργειας
του Ακινάτη. Του Actus Purus].

Ο Μπερντιάεφ επιμένει στο γεγονός πώς το γράψιμο γι’αυτόν είναι πιό


πολύ υπερβατικότης παρά εξαντικειμενοποίηση, αλλά δέν ξεφεύγει απο
τον κοινό νόμο. Βρίσκεται συνεχώς σε μία απελπισμένη αναζήτηση

96
μιάς εκφράσεως που δέν εξαντικειμενοποιεί και επομένως δέν είναι
ιστορική, καταλλήλου να αποδώσει μία εμπειρία που είναι και αυτή
με την σειρά της φευγαλέα και επανέρχεται σταθερά στον εμπειρισμό
της χρονικής αναπαραστάσεως.

Ο δημιουργικός ενθουσιασμός, η έκσταση που ξεπερνά την διαφορά


ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο, είναι ένα πράγμα, αλλά η
εξήγηση που θέλουμε να δώσουμε για να διαφωτίσουμε την ιστορία της
αποκαλύψεως είναι μιάν άλλη. Αυτή δέν μπορεί να αποφύγει την
ανάπτυξη στην διάρκεια. Δέν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήττει το
γεγονός πώς ο φιλόσοφός μας δηλώνει ότι η αποκαλυπτική
προοπτική, που ήταν του Ευαγγελίου, χάθηκε σχεδόν αμέσως. Αυτή η
ιερή παράδοση θα έπρεπε να είχε συνεχίσει να δημιουργεί εν πνεύματι
χωρίς σταματημό. [Και συνέχισε. Μέ τούς Αγίους. Μόνον ο Μπερντιάεφ
δέν το γνωρίζει γιατί βλέπει μόνον τους Λατίνους και τους Γερμανούς]. Ο
Χριστιανικός ανθρωπισμός όμως κατάντησε αυτή την παράδοση ένα
στατικό και εξωτερικό πράγμα για τον άνθρωπο και από τότε η ζωή της
Εκκλησίας έσβησε και πέτρωσε. [Αυτό είναι εν τέλει και το πρωτείο του
Πέτρου]. Εισήλθε σε μία ενδιάμεση εποχή από την οποία δέν εξήλθε
ακόμη μέχρι σήμερα!

Τέσσερις βασικοί χαρακτήρες αυτής της ενδιάμεσης εποχής


προκύπτουν από τα κείμενά του.

1) Το πνεύμα, ακόμη σκοτεινό, από την περιορισμένη φύση του


ανθρώπου, κατανοεί την Θεία αποκάλυψη σαν ένα ιστορικό
γεγονός, από το οποίο προκύπτει μία δογματική αλήθεια
τελειωμένη και αμετάβλητη. Αυτή επιβάλλεται από την εξωτερική
αυθεντία ενός Θεού από τον οποίο ο άνθρωπος είναι χωρισμένος
από μία άβυσσο. Ο Χριστιανισμός που προκύπτει φέρνει το ίχνος
ενός κοινωνιομορφισμού. Είναι προσαρμοσμένος και πολύ συχνά
υπηρετεί τον κόσμο. Είναι ένας εξωτερικός χριστιανισμός,
παιδαγωγικός, οι φόρμες του οποίου είναι συμβατικές και
συμβολικές και κρύβουν την ουσία της αποκαλύψεως.

2) Αυτός ο Χριστιανισμός είναι πρός χρήσιν των αδύναμων


πνευμάτων, αυτών που κυριαρχούνται από τον φόβο. Είναι μία
θρησκεία της αμαρτίας και της λυτρώσεως. Ελευθερώνει τον
άνθρωπο από την καταπίεση, από την αμαρτία, αλλά τον

97
υποδουλώνει σε μία γλυκύτητα υποτιθέμενη τής υπέρτατης
δυνάμεως, η φιλευσπλαχνία της οποίας φανερώθηκε στον
Γολγοθά.

3) Ακόμη και στις πιό μεγαλειώδεις φανερώσεις του, αυτός ο


Χριστιανισμός παραμένει παθητικός. Θρησκεία της αγάπης,
αλλά ακόμη πολύ μακρυά από μία θρησκεία της ελευθερίας.
Αυτή η αγάπη είναι ατελής. Οι σχέσεις με τον Θεό δέν είναι ακόμη
πλήρως αμοιβαίες. Ο διαλογισμός των αγίων, ακόμη και η
έκστασί τους δέν είναι ένας δημιουργικός ενθουσιασμός. [Εδώ
ριζώνει η ευχαριστιακή εκκλησιολογία τού Ζηζιούλα]. Ο
άνθρωπος δέν ανακαλύπτει ακόμη την αληθινή του φύση. Αυτή η
απανθρωπία η τόσο παθητική του αρχαίου μυστικισμού, πρέπει να
ξεπεραστεί.

4) Αυτός ο ιστορικός χριστιανισμός, ο κατώτερος, ο τόσο


σιχαμερός, δέν είναι μόνον ένα καταφύγιο των αδύναμων
πνευμάτων, των ακαλλιέργητων, ούτε μίας οπισθοδρομημένης και
ξεπερασμένης εποχής. Δέν καλυτερεύει αναγκαίως με το πέρασμα
των χρόνων ούτε ανοίγεται στον στοχασμό. Η μορφή του η οποία
είναι άξια κριτικής, είναι ίσως αυτή ακριβώς που έλαβε στις
μεγάλες κλασσικές εποχές, κοντά στις πιό λαμπρές ελίτ. Διότι το
συμβόλαιο που τον ενώνει με την καλλιέργεια, του αφαιρεί τον
δυναμισμό. Αυτή η ένωση τον δεσμεύει και τον κρατά μακρυά απο
αυτό που θα έπρεπε να γίνει. Αυτό αποδεικνύεται από την ιστορία
της Δύσεως (η γνωστή κατά κεφαλήν μόρφωση του Γιανναρά). Όσο
περισσότερο εξελίχθηκε στους δρόμους της καλλιέργειας και του
πολιτισμού, τόσο ο Δυτικός Χριστιανισμός έπαψε να ζεί στην
πίστη. Ανθίζοντας σε έναν κοινωνικό ανθρωπισμό, γύρισε τις
πλάτες του στην εσχατολογική εποχή, εκείνη της τελειωτικής
αποκαλύψεως του Αγίου Πνεύματος, αρνούμενος πρώϊμα να
ασκήσει την ανώτερη δραστηριότητα του. Έχουμε λοιπόν το
δικαίωμα να ισχυρισθούμε πώς η καλλιέργεια αποκρυσταλλώνει
τις ανθρώπινες ήττες, πώς οι σκοποί που κατακτά είναι
συμβολικοί, και όχι πραγματικοί.

Ο Μπερντιάεφ μας προειδοποιεί πώς δέν πρέπει να κατανοήσουμε


την εποχή του πνεύματος, την Τρίτη Αποκάλυψη, μόνον από την

98
Χρονολογική άποψη. Μ’αυτό εννοεί πώς βρέθηκαν σε κάθε εποχή και
χρόνο πρόδρομοι και πρωτοπόροι, ψυχωμένοι από την προφητική πνοή,
κάτι που το βεβαίωσε πειστικότατα επίσης και ο Ιωακείμ ντα Φιόρε.
Μας φανερώνει όμως εξίσου πώς δέν σταμάτησε ποτέ του να ελπίζει
στην έλευση της τρίτης εποχής, παρότι τα τελευταία του χρόνια άρχισε
να εμφιβάλλει για την επικείμενη άφιξή της.

Οι περιγραφές όμως που μας δίνει δέν επιτρέπουν πάντοτε να


κατανοήσουμε σε πιά πλευρά της υπάρξεως πρέπει να την
τοποθετήσουμε. Δέν γνωρίζουμε με ακρίβεια εάν η Βασιλεία του Θεού
που μέλλει να αντικαταστήσει, με την δική μας ενεργό βοήθεια, ετούτον
τον κόσμο, πρέπει να πραγματοποιηθεί σ’έναν χρόνο, σαν αυτόν που μας
έχει δοθεί ή μετά θάνατον. Λέει: η εποχή τού πνεύματος θα είναι μία
κοινοτική εποχή, η εποχή της κοινωνικής και κοσμικής
μεταμορφώσεως, η εποχή της πραγματικής ελεύσεως τής
“sobornost”, δέν θα είναι καθαρά συμβολική. [Sobornost είναι καί το
περιοδικό της Ρώσικης Ορθοδοξίας της Αγγλίας το οποίο διευθύνει ο
Λούθ, της Ακαδημίας Βόλου συνεργάτης, δεξί χέρι του Κάλλιστου Γουέαρ.
Εάν ρωτήσουμε κάποιον εγγλέζο Ορθόδοξο, του Ρώσικου τυπικού και
πνεύματος, τί είναι εκκλησία, θα λάβουμε την απάντηση: sobornost]. Θα
είναι όμως το έσχατο τέλος; Κάθε τόσο όμως τα σύννεφα φαίνονται να
διαλύονται. Όχι μόνον αντιτίθεται στην ιδέα μίας αορίστου προόδου, ο
Μπερντιάεφ, που κυριαρχούσε τον δέκατο ένατο αιώνα, καί την
χαρακτηρίζει παρανοϊκή και ανήθικη μάλιστα, αλλά υποβάλλει σε
αυστηρή κριτική όσους ονειρεύονται ένα μέλλον που θα καταλήγει σε
κάποιον γήϊνο παράδεισο.

Αυτοί πιστεύουν πώς θα έλθει μία στιγμή κατά την οποία κάτι
απόλυτο θα διεισδύσει στην σχετικότητα της ιστορίας για να
παραμείνει οριστικά. Δέν δέχονται πράγματι την δυνατότητα ενός
περάσματος σε ένα άλλο επίπεδο του Είναι, την δημιουργία μίας
τέταρτης διαστάσεως. Θέλουν αυτός ο Τρισδιάστατος χώρος να
εισέλθει ολόκληρος και όπως είναι ακριβώς, απαράλλακτος, στην άλλη
διάσταση της απολύτου ζωής. Σ’αυτό ακριβώς συνίσταται και η κύρια
αντίφαση αυτής της ουτοπίας.

Ο παράδεισος και η τελειότης είναι ασυμβίβαστα με τα όρια του Εόνος


(Του Αιώνος τούτου). Ο Ντοστογιέφσκι το είχε κατανοήσει πολύ καλά.

99
Δέν έχουμε ήδη διαφωτιστεί αρκετά, γύρω από τον συγγραφέα μας; Αλλά
λίγες σειρές πιό κάτω διαβάζουμε. «Εξάλλου μπορούμε να υποθέσουμε
μία πολλαπλότητα κόσμων, των οποίων θα αποτελούσε μέρος και ο δικός
μας, και οι οποίοι θα αποτελούσαν την επιμήκυνση της πνευματικής
διαδρομής τού ανθρώπου» (Το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι).

Επομένως ακόμη και με μία τέταρτη διάσταση ο αιών μας δέν θα ήταν ο
τελευταίος; Θα ήταν ο προτελευταίος;

Η ουσιαστική ιδέα του Μπερντιάεφ, μέσα από τον λαβύρινθο των


ασαφειών και αντιφάσεων των βιβλίων του, παραμένει η ιδέα πώς κάθε
ιστορική αποκάλυψη είναι μοιραίως ελλειμματική, κάτω από
οποιαδήποτε μορφή και αν παρουσιάζεται, σε οποιοδήποτε σημείο της
αναπτύξεως της, ακόμη και σε άλλα επίπεδα καλλιέργειας. Η μόνη
αληθινή αποκάλυψη είναι πνευματική, μετά-ιστορική, εσωτερική και
ο άνθρωπος δέν είναι ενεργώς μετέχων. Αυτή, στο πιό βαθύ του
Είναι, είναι ένα σκίσιμο του χρόνου, που του αποκαλύπτει όλο το
ψεύδος και την ψευδαίσθηση των πεποιθήσεων, ακόμη και των
θρησκευτικών, αυτού του κόσμου, και τον βοηθά να εισχωρήσει
σ’εκείνη την μυστηριώδη ζώνη, στην οποία ο άνθρωπος και ο Θεός
δημιουργούνται αμοιβαίως. [Στην ζώνη των ειδώλων της
νεωτερικότητος. Ού ποιήσεις σεαυτόν είδωλον. Όχι σεαυτώ. Ο
Μπερντιάεφ είναι ένας μυστικιστής του Δυτικού Μεσαίωνος].

Η σταθερή επιμονή του Μπερντιάεφ στην δημιουργική ελευθερία τού


ανθρώπου, στην δημιουργική του κλήση, στην δημιουργική του
αποθέωση κ.τ.λ, έχει οπωσδήποτε έναν Νιτσεϊκό απόηχο και οπωσδήποτε
δηλώσεις σαν αυτή «είναι σκληρό, πάρα πολύ σκληρό να είσαι
πρόδρομος του πνεύματος», δέν μπορούν να μετριάσουν αυτούς τους
απόηχους. Μας είπε όμως επίσης, για να μπορέσουμε να συλλάβουμε την
σκέψη του: η δημιουργική πράξη για μένα δέν είναι ούτε μία ανάγκη,
ούτε ένα δικαίωμα του ανθρώπου, αλλά μία απαίτηση του Θεού
απευθυνόμενη στον άνθρωπο και είναι υποχρεωτική γι’αυτόν. Και
ακόμη: η διαβεβαίωση πώς ο άνθρωπος αρκεί στον εαυτό του
μεταμορφώνεται σε άρνηση του ανθρώπου. Η παράλληλη δέ επιμονή
του σε ένα ανθρώπινο προαιώνιο στον Θεό, καθότι το ανθρώπινο
ενυπάρχει στο δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, έχει απόηχους του
Μπαίμε αυτή την φορά. Αλλά όπως ο Μπαίμε, και ακόμη περισσότερο

100
ο Μπερντιάεφ, θέλησε, η τολμηρή του σκέψη που είναι μία κριτική της
αποκαλύψεως, να είναι μία κριτική κάτω από το φώς της ίδιας της
αποκαλύψεως.

Ονομάστηκε ένας πιστός ελεύθερος στοχαστής, ένας ελεύθερος


Χριστιανός που δέν τα σπάει με την Εκκλησία. Απέρριπτε με
αποφασιστικότητα τον ορισμό του αιρετικού. Η Εκκλησία της οποίας
αισθανόταν μέλος ήταν η μυστική Εκκλησία του Χριστού, εκείνη που
κατέχει το πνευματικό μυστήριο στο οποίο ο Θεός γεννιέται μέσα
στον άνθρωπο και ο άνθρωπος γεννιέται στον Θεό. [Μιάς
υπερήφανης εκκλησίας].

Τέλος του κεφαλαίου για τον Μπερντιάεφ.

ΕΑΛΩ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.

ΠΟΛΙΟΡΚΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟ ΤΟΥ ΤΡΕΜΠΕΛΑ


ΑΛΛΑ ΕΠΕΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΙΚΗ ΝΕΟ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ.

101
Ντοστογιέφσκι

[Ο Αποκρυφισμός του Γερμανικού Ιδεαλισμού με τον Ντοστογιέφσκι


εκλαϊκεύεται…]

Ο Ντοστογιέφσκι βρέθηκε στό μέσον της εκρήξεως τού ηφαιστείου


τού αποκρυφισμού μέσα στην ιστορία του ανθρώπου, που είχε αρχίσει
να προειδοποιεί όμως από την μακρυνή εποχή τού Ιωακείμ ντα Φιόρε. Ο
Γερμανικός ιδεαλισμός περνά στα χέρια των Ρώσων, όπως
παληότερα στην ιστορία, το Ελληνικό πνεύμα μεταφυτεύθηκε και
επιβίωσε στην Ρώμη. Είχαν ήδη εμφανισθεί οι Σλαβόφιλοι, το είδος
τών ανθρώπων που θα πραγματοποιούσαν την Τρίτη εποχή του
Αγίου Πνεύματος, μέσω της επαναστάσεως.

[Μία επανάσταση που διαρκεί μέχρι σήμερα και μιμείται στην


πραγματικότητα την κίνηση των πλανητών. Είναι μία περιστροφή.
Μία επανάσταση (επαναστροφή) που γεννήθηκε από τον Γαλιλαίο και
ενσαρκώνει στην ιστορία τον Θεό τού Αριστοτέλη, το κινητό ακίνητο,
που δίνει την κίνηση στους Πλανήτες, τους αρχαίους Θεούς τής
φιλοσοφίας, τους κατοίκους του Ουρανού. Όπως συστηματοποιήθηκε
από τον Νεοπλατωνισμό και ιδιαιτέρως από τον Πλωτίνο. Μονή,
πρόοδος, επιστροφή. Αυτός ο Νεοπλατωνισμός και η Χριστιανική του
εκδοχή που δόθηκε από τον Αυγουστίνο κινεί το πνεύμα της Δύσεως
μέχρι σήμερα, μέχρι τον Ορθόδοξο Οικουμενισμό του Ζηζιούλα και της
Ακαδημίας Βόλου].

102
[Οι Σλαβόφιλοι λοιπόν κληρονομούν τον Γερμανικό ιδεαλισμό και
ηγούνται των προσπαθειών που γίνονται σήμερα διά του Οικουμενισμού,
για την πραγματοποίηση του Χιλιασμού, της τέλειας Τρίτης εποχής].

[Όπως το είχε προφητέψει και ο Βιργίλιος:

Iam nova progenies caelo demittitur alto.

Τώρα πιά ένα καινούργιο γένος αποστέλλεται από τα ύψη του


Ουρανού.

Οι Σλάβοι. Προσθέτοντας όμως την προδιάθεσί τους στην ενότητα, στην


κοινότητα, στην αλληλεγγύη. Τόσο ξένη και υποτιμημένη από τις
Γερμανικές φυλές].

Η Τρίτη εποχή θα είναι ουσιαστικώς ενεργητική, με μία


δραστηριότητα που δέν είναι πλέον απάντηση και ανταπόκριση στην
Θεία προτροπή, ούτε δημιουργικός διαλογισμός τού εσωτερικού
ανθρώπου, αλλά μία αυτόνομη δραστηριότης, ελεύθερη από κάθε
ανάγκη της Χάριτος και κατευθυνόμενη πρός μία μεγάλη
αντικειμενική υποχρέωση. Ο άνθρωπος της Τρίτης εποχής,
απελευθερωμένος από την Θεία κηδεμονία, όπως ο μεταστραφείς
Ιουδαίος είχε ελευθερωθεί από την κηδεμονία του Νόμου, δέν
χρωστά πιά τίποτε σε κανέναν παρά μόνον στα δικά του προσόντα.
Δέν αμφισβητείται ούτε το δόγμα της πτώσεως και της αμαρτίας,
ούτε της λυτρώσεως, της απελευθερώσεως από το κακό μέσω της
Χάριτος του Χριστού, αλλά πλησιάζει πλέον η μέρα με την οποία
ολοκληρωθείσα αυτή η λύτρωση, ο άνθρωπος θα βρεθεί στην κατοχή
ενός άλλου παραδείσου που θα είναι το αντίστροφο, το
αναποδογύρισμα του πρώτου!

«Ο παράδεισος είναι πίσω μας, γράφει ο


Cieszkowski, καί αυτό είναι η αλήθεια. Αλλά ένας
παράδεισος ζωϊκός καθαρά, Φυτικός, αντικειμενικός,
φυσικός. Ας είναι δοξασμένος ο Θεός για το γεγονός
πώς από αυτόν εξήλθαμε, πώς τον χάσαμε! Ο
παράδεισος είναι όμως τώρα εμπρός μας, ο παράδεισος
της ανθρωπότητος, ο παράδεισος του πνεύματος, ο
αναγεννημένος παράδεισος. Θα είναι η εποχή της

103
Ευτυχίας, της ενεργούς και ζωντανής και όχι μιάς ευτυχίας παθητικής
και αδιάφορης, η εποχή της Ειρήνης στην δραστηριότητα και όχι της
Ησυχίας στην αδράνεια». Αυτός ο παράδεισος θα είναι της ανθρωπο-
Θεότητος. Αυτή όμως η ανθρωπότης θα είναι ελευθερωμένη από
κάθε εξάρτηση απέναντι σ’Αυτόν που την δημιούργησε, και κατόπιν
την έσωσε: η Θεία Τριάδα θα είναι υποχρεωμένη, για να συσταθεί, να
ακολουθήσει τον νόμο του Γίγνεσθαι; [Εδώ κρύβεται και η σημερινή
ταύτιση της ενυπάρχουσας (ουσίας) Τριάδος με την Οικονομική, εκ
μέρους του Ράνερ].

«Ο κόσμος είναι το σώμα του Θεού. Ο Θεός είναι η ψυχή του κόσμου.
Έτσι η ενύπαρξη και η υπερβατικότης του Θεού, ο πανθεϊσμός και η
Θεία προσωπικότης, βρίσκονται συμβιβασμένα σε μία στοχαστική,
θεωρητική ενότητα. Το Θείο Εγώ είναι διακεκριμένο και ξεχωριστό
από τον κόσμο και παρ’όλα αυτά τον διαπερνά όπως το πνεύμα
γεμίζει και πληρεί το σώμα. Αυτό το Εγώ, χωρίς τον κόσμο, θα ήταν
μία αφαίρεση. Θα ήταν μόνον η ψυχή χωρίς το σώμα. Πρόκειται
λοιπόν για έναν προσωπικό πανθεϊσμό και για μία πανθεϊστική
προσωπικότητα». Και τί θα κάνουν οι Χριστιανοί λοιπόν; Θα
κραυγάσουν για την αίρεση; και τί είναι μία αίρεση; Η μεγάλη
παράδοση, η ολοκληρωμένη παράδοση του ανθρωπίνου πνεύματος
περιλαμβάνει στον εαυτό της όλες τις οπτικές γωνίες, είτε Ορθόδοξες,
είτε αιρετικές, δέν αδιαφορεί για καμμία, τις αναλύει κριτικά και
διατηρεί αυτό που είναι καλό και χρήσιμο. Βεβαίως κριτικάροντας, τις
καταδικάζει, αλλά πώς; Μόνον υπερβαίνοντάς τες! [Σύμφωνα με την
διαλεκτική του Χέγκελ. Αυτή την ενότητα των αιρέσεων κήρυξε τελευταίως
ο Ράμφος]. Αυτό που καθ’αυτό, στην εποχή της διαμάχης και της
διακρίσεως, και του διαχωρισμού, φαινόταν ασυμβίβαστο, εναρμονίζεται
στην κοινότητα του Αγίου Πνεύματος! Στην κοινωνία του Παρακλήτου.

104
Στην συνέχεια εμφανίζεται ο Petr Yakovlevich Chaadaev (1794-1856).
Στα «φιλοσοφικά του γράμματα» υπάρχει η προτύπωση της Ρωσικής
σκέψης του 19ου αιώνος, του κλασσικού αιώνος της Ρωσίας.
Επηρεάστηκε από τον Μασόνο Joseph de Maistre (τον οποίο συνάντησε
στην Πετρούπολη το 1817) και από τον Μασόνο επίσης Lessing, τον
Πατέρα του Γερμανικού ιδεαλισμού.

Joseph de Maistre Gotthold Ephraim Lessing

Γι’αυτό και ερμήνευσε το δόγμα του Ιωακείμ με το νόημα που του έδωσε
ο Lessing, όπως φαίνεται και στα Φιλοσοφικά γράμματα και στην
Απολογία ενός τρελλού. Ιδίως στο κεφάλαιο: «Η καλλιέργεια του
ανθρωπίνου γένους». Το ιδανικό της παιδείας του είναι Μασονικό.
Ένα νοήμων αφηρημένο όν, σε αντιπαράθεση με τους ατομικισμούς της
εποχής του, που αποθεώνουν ένα διαγεγραμμένο στην στιγμή του
παρόντος, μία εφήμερη πεταλούδα.

Ο Lessing υπήρξε καί ο ίδιος Μασόνος και μυήθηκε το 1770. Μάλιστα


σε έναν από τους διαλόγους του, Ernst und Falk, αναφέρεται στην ουσία
της δράσεως της Μασονίας. «Και εάν οι άνθρωποι δέν ζούσαν για πάντα
σε μία άπραγη διασπορά, για πάντα σε μία Εκκλησία (απλώς) αόρατη;».
Αυτή η κρυμμένη Εκκλησία, η ημιορατή ή εσωτερική, έπρεπε να

105
είναι η ίδια η Μασονία, μία επανόρθωση στον κερματισμό των
ανθρώπων, ένα υποκατάστατο μίας Χριστιανικής Εκκλησίας
αθεράπευτα τραυματισμένης και πάνω απ’όλα ανίκανης να
εκμοντερνιστεί, να εξανθρωπιστεί. Αυτή την αόρατη Εκκλησία
μεταρρύθμισε ο Lessing διά της παιδείας και δημιούργησε τον
Γερμανικό ιδεαλισμό. Οι Μασόνοι και ιδιαιτέρως οι Ροδόσταυροι
έψαχναν έναν πρόγονο στο πρόσωπο ενός γέρου Μοναχού (του
Ιωακείμ ακριβώς) για να κατορθώσουν να υποκαταστήσουν, όπως
εκείνος, με μία θρησκεία του πνεύματος, την θρησκεία του Χριστού.
Αυτό το πνεύμα, διαχωρισμένο από τον Χριστό, αποκαλύπτοντας τα
πιό βαθειά μυστικά, πρόσφερε στους ανθρώπους αυτούς, που έκριναν
τελειωμένη την θρησκεία του Χριστού, μία θρησκεία του πνεύματος
τού ανθρώπου, μία θρησκεία της νοήσεώς του, της σκέψης του,
στεφανωμένης με το μυστικιστικό φωτοστέφανο. Αυτό υπήρξε το
κοινό ιδεώδες της πρώτης Μασονερίας που διαδόθηκε τον δέκατο
όγδοο αιώνα. Αυτή υπήρξε και η θρησκεία των «Φώτων», του
Διαφωτισμού.

Αυτό το ιδεώδες προσέλαβε ο Lessing και το οδήγησε στο τέλος του, το


ολοκλήρωσε, παρουσιάζοντας το σαν ένα τέλος που έχει ήδη κατακτηθεί
απο μία ελιτ, με μία πρόοδο ανάλογη με του Ιωακειμισμού που γέννησε
και γοήτευσε τόσους προφήτες μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού. Σε
εκείνο το Βασίλειο του Πνεύματος, στην εποχή της εξυπνάδας, της
σκέψης, σε κείνο το τελικό επίπεδο και την κατάσταση που διαθέτει
πάντοτε το μεγαλοπρεπές όνομα του Αιωνίου Ευαγγελίου, ανήκει το
κατόρθωμα του σημερινού προσώπου [το οποίο κατέγραψε τελικώς ο
Αγουρίδης και το πρόσφερε στα πόδια του δαίμονος Μούν].

106
[Αυτή είναι και η εσχατολογία του Ζηζιούλα: η ιστορία μίας
ανθρωπότητος σε πορεία πρός το βασίλειο της σκέψεως και της αγνής
ηθικής].

Οι διάδοχοι του Chaadaev αποτέλεσαν τους γνωστούς Σλαβόφιλους.


Γένος και έθνος εκλεκτό, που παίρνει την σκυτάλη από τους Γερμανούς.
Η μόνη διαφορά στην πορεία τους υπήρξε το γεγονός πώς ενώ ο ίδιος ο
Chaadaev ήταν οπαδός του Σέλλινγκ και οπαδοί του Σέλλινγκ υπήρξαν
και οι δύο μεγάλοι σλαβόφιλοι που τον ακολούθησαν, ο Κομιακώφ και ο
Κιρεέφσκι, οι επόμενες γενιές υπήρξαν οπαδοί του Χέγκελ.

Aleksey Khomyakov Ivan V. Kireyevsky

Ο Aleksey Stepanovich Khomyakov επεξεργάστηκε μία θεωρία σύμφωνα


με την οποία δύο ράτσες ή δύο πνεύματα, διεκδικούν το ανθρώπινο
γένος: το ένα είναι αρχή ελευθερίας, δημιουργικότητος, Φωτός, το άλλο
αρχή επαναπαύσεως, σκότους, ανάγκης και δουλείας. Η καθολική
εκκλησία με την αντίληψή της περί ενός πνευματικού κράτους, είναι
ο νέος θρίαμβος του δευτέρου στο πρώτο, που ψυχώνει αντιθέτως την
Ορθοδοξία. Το πνεύμα της έδρας βασιλεύει με τον διοικητικό
φορμαλισμό της κυβερνήσεως. Όπως επίσης με τον λογικό φορμαλισμό
της σκέψεως, εμπνέει τον συλλογισμό τού σχολαστικισμού όπως ακριβώς
ενέπνεε τις απαγωγές του Ρωμαϊκού Δικαίου.

[Τά αξιολάτρευτα καθάρματα τών Ελλήνων στά οποία πούλησαν τήν


ψυχή τους]

107
Ο πιό σημαντικός μάρτυρας της
Οικονομίας του Αγίου Πνεύματος ή
της καταλήψεως και της ταυτίσεως
της διανοίας με το ΝΕΟ,
ΝΕΟ είναι ο
Ντοστογιέφσκι. Δέν θα μείνουμε στις
γλυκανάλατες δηλώσεις του Ernst
Bloch (τον οποίο θα επισκεφθούμε
στην συνέχεια), σύμφωνα με τον οποίο ο μεγάλος μυθιστοριογράφος είχε
αντιληφθεί στα όνειρά του «την μουσική τού Βυζαντίου που είχε
διατηρήσει μέσα του ο Ωριγένης του και πίστευε ως εκ τούτου στην
επιστροφή του Αγίου Πνεύματος». Ο Αλεξανδρινός δέν είχε καμμία
σχέση και δέν είναι καθόλου
αθόλου το αρχαίο Βυζάντιο, αλλά είχε η απολύτως
μοντέρνα George Sand (Γεωργία Σάνδη), η οποία λειτούργησε σαν
μύστης και ψυχαγωγός, όπως και για τον Herzen. Απλώς πρέπει να δούμε
τα όρια της επιρροής αυτής!

Στα 1923, ο Ivan Puzyma είχε δημοσιεύσει στην Γερμανία ένα άρθρο, ο
Ντοστογιέφσκι και το Αιώνιο Ευαγγέλιο, στο οποίο είχε σχεδιαστεί ένας
πρώτος παραλληλισμός ανάμεσα στο Spiridion και στους Αδελφούς
Καραμαζώφ. Επανέλαβε με περισσότερες λεπτομέρειες το θέμα στα 1939
στις «Μελέτες» του: «Η λογοτεχνική συγγένεια των Αδελφών
Καραμαζώφ και του Spiridion» αφού μας θυμίζει , πώς σύμφωνα και
με τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι, η επιρροή της George Sand στην
νεότητά του υπήρξε απολύτως ιδιαίτερη. Την εκθείασε διότι
αποκατέστησε τις αρχές της Επαναστάσεως και για το γεγονός ότι
πίστεψε στην ηθική τελειότητα τού ανθρώπου και τέλος ομολόγησε
πώς είδε σ’αυτή, ανεξαρτήτως ορισμένων θέσεων της, μία απο τις
μεγαλύτερες μαθήτριες του Χριστού. Στην συνέχεια λοιπόν ο
συγγραφεύς αναφέρει ένα χωρίο στο οποίο ο μυθιστοριογράφος
μυθιστοριογράφο δηλώνει

108
πώς το πρώτο κείμενο τής Sand που διάβασε ήταν το διήγημα L'Uscoque,
και πώς βρισκόταν κατόπιν τούτου σε πυρετώδη ένταση για όλη την
επόμενη νύχτα. Το διήγημα είχε εμφανιστεί στο «περιοδικό των δύο
κόσμων» στα 1838 και στο τέλος του ιδίου έτους το περιοδικό ξεκινούσε
την δημοσίευση του Spiridion (εκ του Spirito που σημαίνει πνεύμα).

Η ομοιότης ανάμεσα στο θέμα του Spiridion και των Αδελφών


Καραμαζώφ είναι απίστευτη. Ας δούμε όμως με απόλυτη συντομία τήν
ψυχή της George Sand, όπως την εκτυπώνει ο βιογράφος της Wladimir
Karenin: «Από τότε που ακούμπησε τα μεγάλα προβλήματα τής
ανθρωπότητος, της πίστεως, του καλού και του κακού, βυθίστηκε στα
δόγματα του Αγίου Ιωάννη και τα αντιπαρέβαλε σε κείνα του Αγίου
Πέτρου, του Αποστόλου της στρατευμένης Εκκλησίας, της
αδιαλλαξίας και της μισαλλοδοξίας. Έγραψε κάποια στιγμή μάλιστα
σ’έναν παπά που την είχε ενθαρρύνει για κάποια φιλανθρωπική
προσφορά: Την ημέρα που θα κηρύξετε καθαρά και απλά το Ευαγγέλιο
του Ιωάννη, χωρίς ψευδή σχόλια, εγώ θα ρίξω την συμμετοχή μου στο
Φιλανθρωπικό έργο της ελεημοσύνης, στο κουτί της Εκκλησίας σας».

Ο Ντοστογιέφσκι απλοποιεί το τριπλό σχήμα της Sand, Spiridion-


φωτισμός, φωτισμός-Αλέξης, Αλέξης-Άγγελος και το συγκεντρώνει
στην μοναδική σχέση ανάμεσα στον Στάρετς Ζωσιμά και στον δόκιμο
Αλέσα ή Αλεξέι, που είναι το ίδιο όνομα του Αλέξης. Και στο ένα και
στο άλλο έργο ο γέρος αποκαλύπτει στον νεότερο την προηγούμενη
κοσμική του ζωή, την μεταστροφή του, τις πιό μυστικές του σκέψεις. Ο
Ζωσιμάς δίνει στον Αλεξέϊ, την ίδια παράξενη υποχρέωση να
επιστρέψει στον κόσμο, που είχε δώσει ο Αλέξης της Georgia Sand
στον νεαρό εξομολογούμενο του, τον Άγγελο. Μετά τον θάνατό του,
αντί για το θαύμα που περίμεναν τα πνευματικοπαίδια του, η μνήμη του
Στάρετς σβύνει, όπως και εκείνη του Αλέξη. Πρέπει να σημειώσουμε
σ’αυτό το σημείο πώς ο Ντοστογιέφσκι είχε διαβάσει το Spiridion στην
πρώτη του έκδοση, στην οποία δέν αναφερόταν ακόμη το όνομα του
Ιωακείμ, κάτι που εξηγεί και την απουσία του στους Αδελφούς
Καραμαζώφ. (Ήταν λοιπόν οπαδός του Ιωακείμ χωρίς να το
γνωρίζει). Η εξάρτησή του πάντως είναι ξεκάθαρη.

Και πραγματικά είναι: ο Ντοστογιέφσκι καθυστερημένα ενθυμείται το


Spiridion. Όμως αυτοί οι χαρακτήρες ενώνονται με τόσους άλλους,

109
αποσπασμένους από άλλους συγγραφείς και από την πραγματικότητα
πάνω απ’όλα, που θολώνει αρκετά το τοπίο των αληθινών προθέσεων
τού Ντοστογιέφσκι. Ας σημειώσουμε ιδιαιτέρως πώς οι δύο
χαρακτήρες, που παρουσιάζουν μία κάποια συμμετρία με εκείνους
της Sand, ο στάρετς Ζωσιμάς και ο μαθητής του Αλέσα, ανήκουν
στην πραγματικότητα. Η συναστροφή του με τον Σολόβιεφ, που
ενέπνευσε τον Ντοστογιέφσκι στην περιγραφή τού Αλέσα, τον
απομακρύνει αρκετά από μία απλή μίμηση της Sand. Εξάλλου στις
πρώτες εκδοχές του Μυθιστορήματος, ο νεαρός ονομαζόταν «ο ηλίθιος»
όπως ο πρίγκιπας Μίσκιν και εάν στην συνέχεια ο συγγραφέας του έδωσε
το όνομα του Αλέσα, το έκανε στην μνήμη του γιού του Αλεξέϊ, ο οποίος
πέθανε τριών ετών τον Μάϊο του 1878. Το Spiridion εδώ δέν μετράει.
Όσο για τον γερο-Ζωσιμά, ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι μας πληροφορεί για
την καταγωγή του: «Δέν θα επινοήσω τίποτε, έγραψε το 1870 στον
Μαϊκοφ, περιοριζόμενος να παρουσιάσω τον αληθινό Τύχων, τον οποίο
κρατώ μέσα στην καρδιά μου χρόνια».

Ο Ρώσος συγγραφεύς έθρεψε ίσως κάποιες ψευδαισθήσεις, όπως και


πολλοί σύγχρονοι του, γύρω απο την George Sand. Διατήρησε γι’αυτή
έναν σταθερό θαυμασμό. Αυτό όμως δέν σημαίνει πώς ο Χριστιανισμός
του ή ο σοσιαλισμός τους είναι ανάλογος. Προσπαθεί οπωσδήποτε να
φανερωθεί σ’ένα αδύνατο έργο, σε μία υπεράνθρωπη προσπάθεια. Διότι
όσο πετυχημένοι και αν είναι οι Αδελφοί Καραμαζώφ, δέν έχουν
νόημα, παρά μόνον εάν ληφθούν σαν μία πρώτη σημείωση, ένα
απόσπασμα, σαν μία απλή εισαγωγή (μία στιγμή μας λέει ο ίδιος της
πρώτης νεότητος του ήρωά του) σε κείνη της «ζωή ενός μεγάλου
αμαρτωλού» που είχε κατά νού απο χρόνια και δέν γράφτηκε ποτέ.
Εάν θέλουμε να μιλήσουμε με κάποια ακρίβεια για επιρροές, δέν πρέπει
να σκεφτόμαστε τόσο την Sand, όσο τον Βλαδίμηρο Σολόβιεφ, ή τον
Νικολάϊ Φεντόροφ. Και εάν θέλουμε να φανερώσουμε το αληθινό
κέντρο, το ουσιώδες θέμα του έργου, ίσως θα’πρεπε να ανατρέξουμε στο
θέμα «παιδικότης».

Στην δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματός της, η George Sand, ανέφερε


τον Ιωακείμ ντα Φιόρε. Καί στην θεωρία τής τρίτης εποχής συνδέει
όλη την ιδεολογία η οποία πρέπει να γεννήσει τούς νέους χρόνους
μέσω της Γαλλικής επανάστασης. Ο Ντοστογιέφσκι, απο μέρους του
δέν σκέφτεται τον Ιωακείμ περισσότερο απο όσο τον αναφέρει. Αλλά,

110
ενώ η πρακτική φαντασία τής Sand εκβάλλει τα πάντα στην εικόνα του
Επινάλ, τον στρατιώτη τής επαναστάσεως που σκοτώνει τον γέρο-μοναχό
Αλέξη, ένα σύμβολο τού σκοταδισμού και της αντίδρασης στα χέρια της
Sand, ο Ντοστογιέφσκι, χωρίς να το σκεφτεί, οδηγημένος από το βαθύ
στοχαστικό του ένστικτο επαναφέρει ότι καλύτερο διέθετε το όνειρο τού
Καλαβρού: Τον θρίαμβο του πνεύματος της νεότητος. Και μ’αυτό
συναντάται με τον Νίτσε στην διάσημη παραβολή του τής καμήλας, του
λιονταριού και του ελέφαντα. Μόνον που ενώ ο Ιωακείμ πρόβαλλε το
όνειρό του στο μέλλον τής τρίτης εποχής, ο συγγραφεύς των Αδελφών
Καραμαζώφ, στην σκηνή που προετοιμάζει τον επίλογο, θυμίζει την
θαυμαστή συμφωνία τών μικρών, που παρουσιάστηκε για μία στιγμή
στην έξοδο απο την ταφή του Ιλιούσα, του φίλου τους, στην οποία είχε
ακουστεί ο Χερουβικός ύμνος. Και για να τονίσει καλύτερα πώς δέν
πρόκειται για μία γήινη ουτοπία, ο Αλέσα, ο οργανωτής της ομάδος η
οποία θα διαλυθεί γρήγορα, δίνει σε όλους ραντεβού, γύρω από τον
νεκρό τους φίλο, την επόμενη της αναστάσεως.

Να πούμε λοιπόν πώς το θρησκευτικό δόγμα που κήρυξε η George Sand


επαναπροτάθηκε από τον Ντοστογιέφσκι, είναι απολύτως άστοχο. Διότι
ο Ντοστογιέφσκι αυτή την νέα θρησκεία την φυτεύει και την
θεμελιώνει στην ανάσταση. [Είναι μία καθαρά Καθολική διδασκαλία, ας
το σημειώσουμε. Σε στενή σχέση με τον εκχριστιανισμό του αποκρυφισμού
εκ μέρους του Σολόβιεφ και με την εσχατολογία, αυτού του νέου
Χριστιανισμού, του ριζωμένου ξανά στην Λατινική Εκκλησία, του
Ζηζιούλα]. Η Sand είχε υιοθετήσει το σχήμα του Ιωακείμ, παρότι
μεταμορφωμένο, μάλιστα εντελώς αντεστραμμένο, δηλαδή το όραμα
του αιωνίου Ευαγγελίου. Ο Ντοστογιέφσκι αναπαράγει αυθόρμητα ένα
από τα χαρακτηριστικά του αιωνίου Ευαγγελίου, αλλά χωρίς να
παραδίδεται εξολοκλήρου στο σχήμα του Ιωακείμ [διότι εκμεταλλεύεται
την διαμεσολάβηση του Σολόβιεφ].

111
Ο Στάρετς τον οποίο διαγράφει με θαυμασμό, δέν ομοιάζει σε τίποτα, με
εκείνους τούς «φωτισμένους» μοναχούς που κρύβονται για να
μεταδώσουν το εσωτερικιστικό τους δόγμα σ’έναν εκλεκτό μαθητή,
προορισμένο στην ολοκλήρωση των χρόνων, να καταστρέψει την
μοναστική τάξη και την παλιά πίστη της οποίας ο μοναχισμός είναι το
αναχρονιστικό στήριγμα. Και από το ένα μέρος και από το άλλο
υπάρχει η προσμονή της ελευθερίας, αλλά ο Ζωσιμάς θυμίζει
σ’όποιον ονειρεύεται την χειραφέτηση πώς η υπακοή, η νηστεία, και
η προσευχή είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην αληθινή
Ελευθερία. Να ισχυρισθούμε πώς στην Sand όπως και στον Ιωακείμ οι
θρήσκοι θα παίξουν έναν εξέχοντα ρόλο την εποχή της θρησκείας του
Αγίου Πνεύματος είναι σαν να σκοντάφτουμε στις λέξεις. Και πράγματι
γι’αυτή, αντίθετα από τον Ιωακείμ, για τον οποίον η εποχή του Αγίου
Πνεύματος πρέπει να είναι η εποχή των μοναχών και της θεωρητικής
ζωής, πρόκειται για το έργο που στο ξεκίνημα αυτής της εποχής, πρέπει
να πραγματοποιήσουν μερικοί μοναχοί, που θα ανήκουν στις μυστικές
οργανώσεις για να στείλουν τους στρατολογημένους νεαρούς, μακρυά
απο τα θρανία, στην μεγάλη περιπέτεια της επαναστάσεως.

Η περίπτωση του Ντοστογιέφσκι, λοιπόν και της Georgia Sand δέν


ταυτίζονται. Αλλά υπάρχει οπωσδήποτε ένας παραλληλισμός
ανάμεσα στον θεμελιωτή της αιρέσεως ντα Φιόρε και τον θαυμαστή
της Οπτίνα. Και ο ένας και ο άλλος ελπίζουν στην μελλοντική νίκη
ενός θεωρητικού ιδανικού. Και ενώ αντιθέτως οι κήρυκες της
ανατροπής ακολουθούν ματαίως τις ψευδαισθήσεις τους, οι θρήσκοι λέει
ο Ζωσιμάς διατηρούν στην μοναξιά τους την θεία αλήθεια και όταν η
ώρα σημάνει, θα την αποκαλύψουν στον ταραγμένο κόσμο.

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε και το γεγονός πώς ο Ντοστογιέφσκι


απεδείχθη εχθρικός πρός την Καθολική Εκκλησία, την οποία
κατηγορούσε πώς επέτρεψε στην Δυτική ανθρωπότητα να χάσει τον
Χριστό. Όπως επίσης και το γεγονός πώς οι σχέσεις του με την Ρώσικη
Ορθοδοξία δέν ήταν πάντοτε Ορθόδοξες. Υπέστη ποικίλες αλλαγές στις
κοινωνικές του ιδέες και στα οράματα του για το μέλλον. Όμως δέν
υπήρξε αληθινά κοντά στην ελπίδα μίας τρίτης εποχής, σε καμμία εκδοχή
της μάλιστα, που έλαβε αυτό το δόγμα από την γέννησί του. Και στα
τελευταία του χρόνια είχε απομακρυνθεί οριστικά από κάθε σοσιαλιστικό

112
όνειρο της εποχής του, είτε εκφραζόταν με το σχήμα του Ιωακείμ, είτε
όχι.

Μία μαρτυρία αυτών αποτελεί και ένα του γράμμα στον Στράχωφ,
γραμμένο όταν ξεκινούσε τα πρώτα του σχέδια για την ζωή ενός μεγάλου
αμαρτωλού.

Jean Jacques Rousseau Liberté, égalité, fraternité στη πράξη

«Στην διάρκεια του 19ου αιώνος, το κίνημα που κατέληξε να


εκδηλωθεί στην Βουλή τού Παρισιού, ονειρευόταν τον παράδεισο
στην γή. Κατά βάθος πρόκειται για τον ίδιο πάντα τον Ρουσσώ, για
το ίδιο όνειρο να ξαναδημιουργήσουμε τον κόσμο με την δύναμη της
λογικής και της εμπειρίας (ο θετικισμός). Να ονειρευόμαστε κάτι και
να το πραγματοποιούμε είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Έτσι αυτοί
ονειρεύονται την ευτυχία της ανθρωπότητος παραμένοντας
προσκολλημένοι στην έννοια της ευτυχίας του Ρουσσώ, σε μία
ψευδαίσθηση δηλαδή η οποία δέν δικαιολογείται από την εμπειρία».

[Η Ρώσικη φιλοσοφία λοιπόν κατόρθωσε να εκχριστιανίσει την


κακοδοξία του Ιωακείμ, η οποία είχε κατορθώσει να πλήξει τον
Καθολικισμό διά του Προτεσταντισμού και σήμερα μ’αυτό το νεο-
ορθόδοξο ένδυμα προσπαθεί να υποτάξει την Οικουμένη].

113
Οι Απόγονοι του Μαρξισμού : Ernst Bloch.

[Συνεχίζουμε με τον αισιόδοξο Ernst Bloch, τον δάσκαλο του Ράμφου και
του Παπαθανασίου της Συνάξεως, όπως και του Moltmann].

Σύμφωνα με τον Μπλόχ, υπάρχει ένα «μικρό καθαρό ευαγγέλιο του


Χριστού», το οποίο δυστυχώς, πρακτικώς αντικαταστάθηκε από ένα
δεύτερο ευαγγέλιο γύρω από τον Χριστό. Πότε συνέβη αυτή η
αντικατάσταση; Μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην σύνταξη των
ίδιων των Ευαγγελίων, τον πρώτο αιώνα και την καθοριστική παρουσία
του Αυγουστίνου, τον πέμπτο αιώνα. Και πράγματι, στο μεταξύ
διάστημα, διακρίνεται τουλάχιστον κάποιος προφήτης του μέλλοντος,
στον οποίο ξαναζωντανεύει το αυθεντικό μήνυμα του Ιησού. Ο Μπλόχ
αναφέρει τρία ονόματα, τρία ονόματα αιρετικών:
Μαρκίων, Τερτυλλιανός, Ωριγένης. Και στους τρείς
αντηχεί η αγγελία του νέου αιώνος μίας θεότητος η
οποία παρέμεινε μέχρι τότε άγνωστη. [Αυτό τό
μικρό ευαγγέλιο συνέγραψε ο Αγουρίδης γιά τόν νέο
θεό Moon. Σήμερα διδάσκεται στήν θεολογική
Θεσ/νίκης].

Ξεχνώντας ίσως πώς ο Μαρκίων απέρριπτε την παλαιοδιαθηκική


κληρονομιά, τον αναδεικνύει σε πρότυπο των Χριστιανών οι οποίοι,
πιστοί στο αποκαλυπτικό πνεύμα τού πιό αυθεντικού Χριστιανισμού,
απορρίπτουν έναν Θεό Πατέρα που είναι ακόμη όμοιος με τον Δία. Μετά
από αυτόν, ο Τερτυλλιανός και στην συνέχεια ο Ωριγένης περίμεναν την
Βασιλεία του Παρακλήτου, που μπορεί να θεωρηθεί μόνον συλλογικά.
Παρ’όλα αυτά αυτές οι μεγάλες φωνές δέν εισακούστηκαν.

114
Στην Εκκλησία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πολύ γρήγορα, κυριάρχησε
η εικόνα ενός Χριστού ο οποίος έπρεπε να κρατήσει τους σκλάβους στις
αλυσσίδες. Αυτή η εικόνα εξάλλου είχε διαγραφεί ήδη στην Επί του
Όρους ομιλία. «Απορριπτέες από το επίσημο δόγμα της Εκκλησίας, οι
Χιλιαστικές ελπίδες της ουσίας, της ενυπάρξεως, της immanenza,
καταστρέφονται στην συνέχεια με τον πιό ενεργητικό τρόπο από τον
Αυγουστίνο. Το πύρ έσβυσε, το κριτήριο αποκοινωνικοποιήθηκε. Διότι
σύμφωνα με τον Αυγουστίνο τα χίλια χρόνια της Βασιλείας αρχίζουν
ήδη με τον Ιησού. Εάν ένας άνθρωπος μαρτυρεί την πίστη του και
τον Λυτρωτή του, αυτό αντιπροσωπεύει ήδη την πρώτη Ανάσταση.
Το Βασίλειο στο οποίο βασιλεύουν οι αγαθοί με τον Χριστό είναι
μόνον η Εκκλησιαστική κοινότης των πιστών, το Κράτος του Θεού
πάνω στη γή, η γήϊνη πολιτεία του Θεού».

[Ας ξαναδούμε λίγο την immanenza! Στην οντολογία σημαίνει την


οντολογική παρουσία τής πρώτης Αρχής στο αρχόμενο, και μάλιστα
εκείνον τον τύπο παρουσίας που υπονοεί και την ομογένεια του πρώτου με
το δεύτερο. Εδώ στηρίζεται καί η έκφραση τών νεο-ορθοδόξων, ο Πατήρ
είναι η Αιτιώδης αρχή τού υπαρκτού. Στην Θεολογία σημαίνει την
παρουσία του Θεού στον κόσμο και την μείωση του Θεού στο Είναι του
κόσμου. Η ενύπαρξη εκφράζει το αντίθετο τής υπερβατικότητος. Καί τήν
θεμελιώνει. Η υπερβατικότης σημαίνει το χαρακτηριστικό τού Είναι ή
εκείνων των όντων, που βρίσκονται πέραν του αισθητού και πέραν του
φυσικού. Σημαίνει μία διαφορά στην οντολογική σύσταση (ο δεύτερος
πλούς, ο νοητός κόσμος, ο Νούς). Ο Αριστοτέλης ονομάζει τα υπερβατικά
με τον όρο: χωριστή ουσία ή ουσία κεχωρισμένη ή ουσία παρά τα αισθητά,
υφιστάμενη. Η Ελληνιστική φιλοσοφία, ιδιαιτέρως των Στωϊκών, αρνείται
την υπερβατικότητα και βλέπει μόνον ενύπαρξη. Το ίδιο επανέλαβε και ο
Κάντ, εκμεταλλευόμενος την κριτική τού Αριστοτέλη στις ιδέες του
Πλάτωνος οι οποίες πρέπει να είναι οι ενυπάρχουσες μορφές (τα a’priori
του Κάντ) που καθορίζοντας την ύλη, συστήνουν το όλον, το σύνολο (το
αντικείμενο του Κάντ). Στα μετά τα Φυσικά, Α 9, 991 α 10-19, ο
Αριστοτέλης μας δίνει μία ωραία πρόταση του πράγματος. Η μέγιστη
απορία από όλες είναι τί ωφελούν τα είδη στα αΐδια αισθητά ή στα αισθητά
που γίνονται και φθείρονται, γιατί δέν αιτιολογούν καμμία κίνηση ούτε
οποιαδήποτε μεταβολή τους, γιατί δέν είναι ουσία τους, αλλοιώς θα ήταν
μέσα σ’αυτά, ούτε βοηθούν το είναι τους, αφού δέν υπάρχουν μέσα στα
μετέχοντα! «πάντων δὲ μάλιστα διαπορήσειεν ἄν τις τί ποτε συμβάλλονται

115
τὰ εἴδη ἢ τοῖς ἀϊδίοις τῶν αἰσθητῶν ἢ τοῖς γιγνομένοις καὶ (τοῖς)
φθειρομένοις: οὔτε γὰρ κινήσεώς ἐστιν οὔτε μεταβολῆς οὐδεμιᾶς αἴτια
αὐτοῖς. ἀλλὰ μὴν οὔτε πρὸς τὴν ἐπιστήμην οὐθὲν βοηθεῖ τὴν τῶν ἄλλων
(οὐδὲ γὰρ οὐσία ἐκεῖνα τούτων: ἐν τούτοις γὰρ ἂν ἦν), οὔτ᾽ εἰς τὸ εἶναι, μὴ
ἐνυπάρχοντά γε τοῖς μετέχουσιν»! Σήμερα όλη η Θεολογία τρώγοντας το
κουτόχορτο του Κάρλ Ράνερ ταυτίζει τον ενυπάρχοντα Θεό, την
ενυπάρχουσα Τριάδα, με την Οικονομική Τριάδα.]

Αυτό το δόγμα του Αυγουστίνου επιβλήθηκε με τόση δύναμη που «ο


καθαρός, αγνός Χριστιανισμός», μέχρι το τέλος του 12ου αιώνος, δέν
ήταν ακόμη αποκωδικοποιημένος, ούτε όσον αφορά την ηθική ούτε όσον
αφορά την γνώση. Για πρώτη φορά ο Ιωακείμ ντα Φιόρε τον
επανέφερε με τρόπο δυναμικό και φωτεινό ανακηρύσσοντας ένα
τρίτο βασίλειο, από το οποίο θα απουσιάζει ο φόβος του Κυρίου, μία
εποχή των μοναχών, που δέν την υπολόγισε τόσο σαν μία ασκητική
εποχή, όσο σαν έναν αδελφικό κομμουνισμό χωρίς καμμία κυριότητα.
Αυτός το κατόρθωσε, διότι ξεκίνησε με την «μεταμόρφωση του
Τριαδικού παραδοσιακού δόγματος, που έβλεπε στην θεότητα μόνον
μία απλή διάκριση στατική μάλιστα, διαφορετικών απόψεων, σε μία
τριμερή διαβάθμιση η οποία εφαρμόζεται στην ίδια την ιστορία».
Μ’αυτόν τον τρόπο συνέλαβε μία ιστορία της ανθρωπότητος σε πρόοδο,
ακόμη ατελή. «Αυτό που είχε θεωρηθεί, στην μυστικιστική σκέψη,
μέχρι τότε, σαν μία βαθμιαία άνοδος της ατομικής ψυχής, το συνεπές
πέρασμα από μία ψυχική κατάσταση σε μίαν άλλη, προβλήθηκε από
αυτόν σε όλη την διαδικασία προόδου της ανθρωπότητος».

Μία μεγαλειώδης οπτική γωνία και μία ριζική ανανέωση. Υπήρξε στην
πραγματικότητα μία απελευθέρωση από τον Αυγουστίνο και τον
Αυγουστινισμό και ακόμη περισσότερο από όλον τον Χριστιανισμό
που είχε συσταθεί παίρνοντας βίαια την θέση του Ευαγγελίου. Μία
επιστροφή στην πρώτη-πρώτη καταγωγή. Αυτή υπήρξε η ιδιαίτερη,
θαρραλέα πράξη του Ιωακείμ. Ο Καλαβρός μοναχός επέτρεψε να
ενωθεί μ’έναν καινούργιο τρόπο η πνευματική οδός και η γήινη οδός
πρός την ευτυχία. Έστρεψε τα βλέμματα πρός το μέλλον που μέχρι
τότε παρέμεναν κολλημένα στο επέκεινα του θανάτου, στοχάστηκε το
ιδανικό του «όχι πλέον στον Ουρανό αλλά στη Γή»!

116
Σχόλιο: [ΚΑΙ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ, ΤΟ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΕΙΝΑΙ "Ενθυμούμενοι τό
μέλλον"].

Δέν έλειψαν οι μαθητές του Ιωακείμ. Ένας απο τους μεγαλύτερους, δύο
αιώνες μετά από αυτόν, υπήρξε ο Telesforo της Cosenza, του οποίου ο
ύμνος στον Ιωακείμ «έχει τόνους πιό γήϊνους από τίς ωδές τού
Φραγκίσκου της Ασσίζη. Ο Θεός, τραγουδά, ο Telesforo στον ύμνο του,
έγινε άνθρωπος ώστε ο άνθρωπος στην ολότητά του να είναι ευτυχής με
τον εαυτό του, και όχι μόνον ο εσωτερικός άνθρωπος, αλλά και τα μάτια,
τα αυτιά, το στόμα, τα χέρια, τα πόδια, το συκώτι και τα νεφρά». [Κάτι
που διαδίδει σήμερα για Ορθόδοξη Θεολογία ο Λουδοβίκος].

Αυτό το κήρυγμα θα επαναληφθεί με μεγάλη δύναμη από τον Thomas


Munzer, με τις ίδιες δογματικές ρίζες. Σύμφωνα μ’αυτόν «ο Υιός
φανερώνεται επεισοδιακώς στην μακρυνή άβυσσο του Πατρός και ο
Θεός Πατήρ, ο Θεός Υιός και ο Θεός Άγιο Πνεύμα κομματιάζονται
κάτω από την επίθεση τής υποκειμενικής μαγείας, για να καταλήξουν
απλές εικόνες, εφήμερα αντίγραφα της προσβάσεως στον εαυτό μας,
δηλαδή της κοινοτικής επαναστάσεως τής ανθρωπότητος, σαν της
μοναδικής πραγματικής εικόνος του Θεού». Ενός Θεού όμως που

117
μ’αυτόν τον τρόπο έχασε την πραγματικότητά του. Απο εδώ ξεκινά μία
καινούργια άνθιση τού «επαναστατικού ενθουσιασμού», όπως υπήρξαν
αρκετοί από τους χρόνους του Ιωακείμ, ιδιαιτέρως οι Χουσίτες και οι
Θαβωρίτες και όπως θα είναι πολύ γρήγορα μία άλλη άνθιση, των
Αναβαπτιστών. Ήταν όμως ενθουσιασμοί, αφηρημένοι και
μυθολογικοί ακόμη, αρκετοί για να θέσουν σε κίνηση την βούληση
για να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά δέν διέθεταν μία μέθοδο ικανή με
την οποία θα μπορούσαν να φτάσουν τον σκοπό τους. Και γι’αυτό
κάθε φορά οι ελπίδες δέν ευδοκιμούν. Αλλά μόνον μέχρι τον 19ο αιώνα.
Διότι τότε η πόρτα που είχε μισοανοίξει για μία στιγμή ξανακλείνει. Η
αντίδραση επιβάλλεται. Τα πανεπιστήμια, στην υπηρεσία της εξουσίας,
γίνονται αληθινά νεκροταφεία του πνεύματος.

Ξαφνικά όμως εμφανίζονται ο Χέγκελ και ο Μάρξ. Χωρίς αμφιβολία


μάς ξαφνιάζει το γεγονός του Χέγκελ, ο οποίος ψάχνει τις πηγές του
Χριστιανισμού κατ’αρχάς στην Ελλάδα και στην Ρώμη αντί στην
Γαλιλαία και στην Ιερουσαλήμ. Παρ’όλα αυτά πρέπει να
συνειδητοποιήσουμε πώς με τον Χριστό τελειώνουν οι θρησκείες τής
καθαρής πνευματικής ατομικότητος και πως τώρα ξεκινά ο Θεός
πανανθρωπίνως ενσαρκωμένος. Και έτσι αναπτύσσεται και ανθίζει ο
«φωτεινός δαιμονισμός του Χέγκελ». «Γι’άλλη μια φορά το παλιό
βιβλικό σύμβολο "σαν Θεοί θα είστε", είναι το σημείο γύρω απο το οποίο
ο μυστικισμός τής ελευθερίας χωρίζει απο τον μυστικισμό τής
αντίδρασης». Στον ρόλο του Προμηθέα, στο αντίστοιχο φιλοσοφικό
ημερολόγιο, στην επαναστατική Ιστορία των αιρέσεων, υπάρχει το
«σαν Θεοί θα είστε». Η αντιμυθική συμβουλή να τολμήσουμε την
γνώση βρίσκει εδώ το μυθικό της αρχέτυπο. Το φίδι του παραδείσου
είναι κατά κάποιο τρόπο η αράχνη τής σοφίτας της Θείας Λογικής.

Η Χριστιανική Θρησκεία περιέχει την αρχή πώς ο άνθρωπος διαθέτει μία


αξία απολύτως άπειρη. Αυτή η αρχή εξαρτάται, ακριβέστερα, από τό
γεγονός πώς ο Χριστιανισμός διαθέτει το δόγμα της ενότητος της Θεϊκής
φύσεως και της ανθρώπινης φύσεως, που απεκάλυψε ο Χριστός στους
ανθρώπους. Εδώ άνθρωπος και Θεός, ιδέα αντικειμενική και ιδέα
υποκειμενική γίνονται Ένα. Με μία άλλη μορφή αυτή η ιδέα βρίσκεται
στην διήγηση του προπατορικού αμαρτήματος.

118
Σ’ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟ ΦΙΔΙ ΔΕΝ ΞΕΓΕΛΑΣΕ ΤΟΝ
ΑΝΘΡΩΠΟ.

Ο Μαρξ έρχεται να συμπληρώσει τον Χέγκελ, φέροντας την μέθοδο,


το απαραίτητο εργαλείο για την επιτυχία της σοσιαλιστικής
επαναστάσεως. Διαφέρει από εκείνες που προηγήθηκαν για τον
επιστημονικό και συγκεκριμένο της χαρακτήρα. Και έτσι βάζει ένα
τέλος στην προϊστορία τής ανθρωπότητος, δημιουργώντας έναν
κόσμο που δέν θα διασχίζεται πλέον από κρίσεις. Αλλά παρ’ότι
αληθινή ουτοπία, παραμένει σε στενή σχέση με όλα όσα ήταν
αυθεντικά στην αρχαία ουτοπία, και με το μέρος του ονείρου που
φλογίζει με διαρκή τρόπο και με την σφαίρα που αγκαλιάζει, δέν
είναι εντελώς διαφορετική από εκείνην του Ιωακείμ ντα Φιόρε.

Στις μελέτες για την παράδοση της «Τρίτης Εποχής», ο κίνδυνος είναι ο
αυτοσχεδιασμός και ο ερασιτεχνισμός. Στον Μπλόχ, δέν υπάρχει κανένας
αργοπορημένος αυτοσχεδιασμός. Από τις πρώτες εκδόσεις, το όραμά του
παρέμεινε σταθερό. Δέν υπάρχει ούτε ερασιτεχνισμός, καθότι είναι
δεμένος με πάθος στο όνειρό του. Αλλά δέν πρόκειται όμως ούτε και για
ιστορία. Ο Μπλόχ μπορεί να γοητεύσει για μία στιγμή με το πύρινο στύλ
του και την μπαρόκ λαμπρότητα όσων επικαλείται. Αλλά από την στιγμή
που θα αραιώσουν οι στολισμένες ομίχλες της ευφράδειας του, μπορούμε
ακόμη να θαυμάσουμε την ιδιοφυΐα με την οποία έπλεξε τον ιστό της
αράχνης του με τα πλέον ετερογενή υλικά. Αλλά δέν μπορούμε να τον
πάρουμε στα σοβαρά. Μας πιάνει ο πειρασμός να τον εκλάβουμε σαν
έναν σαλτιμπάγκο και δημιουργό ψευδαισθήσεων. Μας προσφέρει
τουλάχιστον μία περίπτωση δημιουργικής φαντασίας με θαυμαστή
ανάπτυξη, που είναι χαρακτηριστική του Ρομαντισμού. Οπωσδήποτε δέν
έχει τίποτε απο τον καμπούρη σχολαστικό τού γράμματος και στην
ερμηνεία των κειμένων δέν υποχωρεί μπρός σε κανένα σκληρό βιασμό.
Έντυσε τον Ιωακείμ ντα Φιόρε με τον Έγελο και τον Thomas
Munzer, τον Χέγκελ με τον Μάρξ, αδελφοποίησε τον Μαρκίωνα με
τους Χριστιανούς, τους μεγαλύτερους αντιπάλους του, έβαλε στον
ίδιο σάκκο πετώντας τους στην τύχη και τους έδωσε μία βάρκα για
να πορευθούν στο μέλλον, τους καθαρούς, τους Ιωακειμίτες κάθε
είδους, τον Πίκο ντέλα Μιράντολα, τον Κάντ, τον Τολστόϊ και
πολλούς άλλους και σχεδίασε μία γενεαλογία σύμφωνα με την οποία

119
κατάγονται όλοι τους απο τους πρώτους μάρτυρες που κάηκαν απο
τον Νέρωνα.

Και όλα αυτά είναι μικρές λεπτομέρειες, εάν τα υπολογίσουμε έξω από
το ολοκληρωμένο σχέδιο. Μίας μεγάλης εποποιΐας της ανθρωπότητος,
την οποία ο Μπλόχ συνέλαβε με ορμή και στην οποία αφιερώθηκε να
παρουσιάσει και να ολοκληρώσει από το ένα του βιβλίο στο άλλο και την
οποία είναι σημαντικό να αγκαλιάσουμε με το βλέμμα μας σε όλη της
την έκταση.

Σχόλιο: [Κάποιος δίδασκε τήν αισιοδοξία τού Μπλόχ, στήν


Θεολογική Αθηνών, σάν Θεολογία].

Στο όνομα της Ιουδαιο-Χριστιανικής παραδόσεως, ο Μπλόχ εξαπολύει


ένα ανάθεμα στον αρχαίο παγανισμό. Αλλά αμέσως τοποθετεί την Π.Δ
στο σύνολό της κάτω από την ένδοξη βασιλεία του Εωσφόρου. Ο οποίος
χρησιμοποίησε την πονηριά τού Θεού τού φθόνου, του φαρμακερού
σκορπιού, αληθινού Σατανά, δηλαδή αντιπάλου του ανθρώπου, καί άξιου
συγγενούς όχι μόνον του Δία, αλλά και του Βάαλ και του Μολώχ. Το
κάνει για να δοξάσει έναν Χριστό που δέν είναι Υιός του Θεού, αλλά
Υιός του ανθρώπου, στον οποίο ξαναζεί το φίδι της Γενέσεως και ο
οποίος κηρύττει την επανάσταση ενάντια στην κυριαρχία του
Δημιουργού. Νέος προμηθεύς, ούτε μεσάζων, ούτε λυτρωτής, αλλά
«Νικητής και Εκδικητής», σπόρος του παρακλήτου ο οποίος έρχεται,
άγγελος του πληρώματος του Αγίου Πνεύματος.

Η Εκκλησία την επαύριο αποκατέστησε το είδωλο το οποίο είχε


γκρεμίσει. Κάτι που υπήρξε ευθύνη κυρίως του Παύλου, ο οποίος
αντικαθιστά στον εσχατολογικό τίτλο τού Υιού τού ανθρώπου, εκείνον
ενός Χριστού Κυρίου ο οποίος αποκτά την Βασιλεία μέσω της θυσίας,
κατ’εικόνα τού «Πάσχοντος δούλου».

Έτσι ο άνθρωπος καταδικάστηκε ξανά στην «πετροποίηση». Και όμως,


συγκεντρώνοντας την κληρονομιά των κατασκευαστών της Βαβέλ, του
Ιακώβ, του Ιώβ και των Προφητών, ένας αιρετικός Χριστιανισμός, ο
μόνος αληθινός, δέν έπαψε να επαναστατεί: και στον Θεό ο οποίος
επαναλαμβάνει πώς Όλα είναι καλά, πολύ καλά, καλά λίαν, κάτω από
την κυριαρχία του, αντιτίθεται ο άνθρωπος ο οποίος λέει: «Ιδού που
Εγώ κάνω όλα τα πράγματα νέα», ενώνοντας τις δυνάμεις της

120
Γνώσης και της Αποκαλύψεως και σχηματίζει απο τους Οφίτες μέχρι
τον Μάρξ, μία αδιάσπαστη αλυσσίδα.

Αυτής της αλυσσίδας, ο Ιωακείμ ντα Φιόρε είναι ίσως το κύριο


δαχτυλίδι: διότι ξεκινώντας από αυτόν, η επίκληση στο πνεύμα της
απελευθερώσεως θα απλωθεί προοδευτικά παντού. Με μία κορυφαία
επαναστατική αίρεση διέλυσε τον αρχαίο Αιώνα της κυριαρχίας του
Πατρός, με τον Αιώνα που έρχεται τού διαφωτισμού τού λόγου, που είναι
ενάντιος και στο κράτος όπως και στην Εκκλησία.

Αυτό έχει πρόθεση να πραγματοποιήσει ο μαρξισμός. Παρ’όλα αυτά


όμως, σ’αυτό το τελευταίο δαχτυλίδι της αλυσσίδας λείπει ένα πράγμα
ακόμη, το ίδιο που έλειπε ήδη στον Φωϋερμπαχ. Ο οποίος δέν είχε
καταλάβει πώς αναδεικνύοντας τον ανθρωπισμό σαν μία απλή
αντεστραμμένη θεολογία, δέν είναι δυνατόν να φτάσουμε παρά μόνον
σε αληθινές μετριότητες, διότι χάνεται το κέντρισμα της
υπερβατικότητος. Θα έπρεπε να αποδεσμευθεί λοιπόν, ο πυρήνας που
δρά στην καρδιά κάθε θρησκείας, δηλαδή το ιδεώδες του ανθρώπου
που ακόμη αγνοεί τον εαυτό του, που δέν πραγματοποίησε ακόμη την
πληρότητα του, η οποία φυσικώς πως λαμβάνει μία μυθική υπόσταση
στην πίστη του. [ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ
ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ].

Και ο Μάρξ, σταματώντας στην κοινωνική απελευθέρωση, δέν


κατόρθωσε να προσφέρει πάνω απ’όλα, την ανεξαρτησία στον νέο
άνθρωπο, στην σωτηρία, στην δύναμη της αγάπης και του Φωτός.
Βοήθησε να κατέλθει στην γή ένας ουρανός που δέν είναι τίποτε
περισσότερο απο μία ευδαιμονική οργάνωση, ξεχνώντας την μουσική
που πρέπει να αντηχήσει και να εξαπλωθεί από τον καλολαδωμένο
μηχανισμό της Οικονομίας και της κοινωνικής ζωής.

Τέλος πάντων, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος γνώρισαν αληθινά την


ανθρώπινη ψυχή, την απεριόριστη κίνησή της πρός την υπερβατικότητα.
Κατόρθωσαν μόνον μία λαϊκή εκκοσμίκευση τής θρησκείας, χωρίς να
συλλέξουν την κληρονομιά της. Παρέμενε να ανακαλυφθεί ο αθεϊσμός
μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμό, έτσι ώστε να μπορέσουμε να πούμε
στ’αλήθεια: «Μόνον ένας άθεος μπορεί να είναι Χριστιανός, μόνον
ένας Χριστιανός μπορεί να είναι ένας καλός άθεος». Η ελπίδα που μας
προσφέρει ο Μπλόχ είναι μιάς υπέρβασης στον χρόνο, ένα ενυπάρχον

121
ξεπέρασμα, που ψάχνει την ανακάλυψη, και της οποίας το διπλό
μοντέλλο αναγνωρίζεται στον Μωυσή της Εξόδου και στον Προμηθέα
της Ελληνικής Τραγωδίας, σύμβολα και οι δύο του Εωσφόρου. Η ελπίδα
συνεπιφέρει επιπλέον την ανάγκη της επιβιώσεως στην μετεμψύχωση,
και όχι μόνον επειδή επιμηκύνεται κάθε ατομική συνείδηση -καθότι δέν
γνωρίζουμε αυτόν που κοιμάται στο σκοτεινό δωμάτιο της στιγμής που
βιώθηκε και έτσι δέν διαθέτουμε κανένα κριτήριο για να αναγνωρίσουμε
την ψυχή μας σε κάτι πιό αρχαίο- αλλά επειδή τίποτε δέν πάει χαμένο
στο μεγάλο σύστημα του ανθρωπίνου πνεύματος που ξεδιπλώνει.
Υπάρχει ένας σπόρος της ψυχής που δέν πρέπει να παρασυρθεί στην
άβυσσο του αιωνίου θανάτου. [Αυτό τό έργο πραγματοποίησε ο
Κύριος. Σχίζοντας τό παραπέτασμα τού θανάτου εισχώρησε στό βάθος
τής αβύσσου αφήνοντας δέ τήν άγκυρά του δέν αφήνει τίς ψυχές νά
χαθούν στήν άβυσσο, ούτε στήν αιώνια καί μάταιη περιστροφή τής
Μετεμψυχώσεως. Γι' αυτό υπάρχει η επίκκληση τής εκκλησίας:
άβυσσος άβυσσον επικαλείται]. Το τελευταίο πνεύμα, εκείνος ο Θεός
που είναι το βάθος μας, που εμψυχώνει την εωσφορική μας ουσία,
φανερώνει σαν μία ιδιότητα ηρωϊσμού, θελήσεως για δημιουργία, για
γνώση για μία ομοίωση με τον Θεό, αυτή την ιδιοφυϊα του παρακλήτου
του εσωτερικού κόσμου και της οικείας κοινότητος και θα
πραγματοποιηθεί εν τέλει πέραν του εκμηδενισμού ετούτου εδώ του
διεστραμμένου κόσμου.

Ο Μπλόχ τιναξε στον αέρα τα εμπόδια που η μαρξιστική


Ορθοδοξία, μετά τον Ένγκελς, είχε υψώσει ενάντια στις δυνάμεις του
φανταστικού. Αλλά πώς θα μπορέσουμε ποτέ μας να συμφωνήσουμε,
παρά μόνον με μία απέραντη ειρωνεία πώς, χρησιμοποιώντας για τους
σκοπούς του την Ιουδαιο-Χριστιανική Βίβλο, σύμφωνα με τις διαθέσεις
του, απεδείχθη ένας ερμηνευτής μεγάλου βάθους ή πώς το πέτυχε
προσλαμβάνοντας την δογματική του Ομοούσιου. Για να θεμελιώσει τον
αθεϊσμό του, επανέφερε σε μία σταθερότητα, ενάντια σε μία άπιστη
Εκκλησία, την σκέψη αυτού που η ίδια επικαλείται σαν του θεμελιωτού
της; Πώς να του αποδώσουμε την πατρότητα των Θεολογιών της ελπίδας,
παρά μόνον ενός τύπου, αμφισβητήσιμου επι πλέον, αυτών των
θεολογιών;

Ο Μπλόχ θα ήθελε να μας διδάξει να ελπίζουμε! Θα ήθελε να μας


διδάξει μία αυθεντική ελπίδα, θεμελιωμένη και συγκεκριμένη, έχοντας

122
μία φιλοσοφική διάσταση. Απορρίπτει κάθε «πέραν» το οποίο θα ήταν
ακόμη ο αντικατοπτρισμός, η αντίστροφη εικόνα του Γίγνεσθαι. Μία
απόρριψη δικαιολογημένη εκτός των άλλων. Αλλά μόλις αρχίζει να
εξηγείται, δέν μπορεί να ξεφύγει από τίποτε και απλώς επαναβεβαιώνει
αυτό που ήθελε να αποφύγει. Διότι επανέφερε το όνειρο και πίστεψε
μ’αυτό πώς η ελπίδα του ξεφεύγει από τον μυθολογικό εξωτισμό που
είναι κατάλληλος μόνον για την ικανοποίηση προκαταλήψεων. Η
διάκριση που κάνει ανάμεσα σε νυχτερινό όνειρο και σε ξύπνιο όνειρο,
νομίζει πώς είναι αρκετή, αποφεύγοντας τον Φρόϋντ, να θεμελιώσει αυτή
την αληθινή ελπίδα. Αλλά εάν πράγματι αυτή επιτρέπει την αντίθεση
στην καθυστέρηση και την στασιμότητα τής αναμνήσεως δηλαδή
στην δουλεία στο παρελθόν, μία «προκαταβολική συνείδηση»,
δηλαδή ένα άνοιγμα στο μέλλον, αυτό το μέλλον το ελπιζόμενο, αυτό
το όχι ακόμη, είναι στ’αλήθεια άλλο, έτερο; Δυστυχώς προβάλλεται
πάντοτε απέναντι, στην προμετωπίδα, στον τοίχο ενός Γίγνεσθαι. Είναι η
ανάπτυξη της συλλογικής προόδου, πραγματοποιημένης από τον
άνθρωπο μέσω του χώρου και του χρόνου, τον οποίο πρέπει να
εξασφαλίσει με την επιμήκυνση της ιστορίας. Μας λέει πώς
μεταμορφώνοντας αυτόν τον κόσμο πρέπει να φτάσουμε στην
πατρίδα της ταυτότητος. Και έτσι στην «Αρχή της Ελπίδος» μας
μιλά για μία κατασκευή, για μία οικοδομή της ελπίδος.

Και όμως, ακριβώς αυτός ο προμηθεικός χαρακτήρας, τον ξαναρίχνει στο


επίπεδο που νόμιζε πώς είχε υπερβεί. Και έτσι εκκοσμικεύοντας την
θρησκεία για να την θέσει στην υπηρεσία του, ο Μπλόχ την ευνουχίζει
και την καθιστά άγονη, χάνοντας μ’αυτόν τον τρόπο την υπηρεσία και το

123
όφελος που ήθελε να αποκτήσει. Στο τέλος ενός διαλόγου πάνω στην
Ελπίδα, που είχε δεχθεί να προσπαθήσει με τον Μπλόχ, και ακούγοντας
από το ίδιο του το στόμα την άρνησί του κάθε χάρης και κάθε έννοιας
που προέκυπτε, ο Gabriel Marcel δέν κατόρθωσε παρά να αποδοκιμάσει,
με μία έκφραση πόνου, αυτή την ισοπέδωση.

Πόσο διαφορετική είναι όμως η Χριστιανική ελπίδα και πόσο αγνοημένη


από τον Μπλόχ, που παρέμεινε φυλακισμένος του ηθελημένου του
αθεϊσμού και των Γνωστικών του φαντασιώσεων. Σβήνοντας κάθε ιδέα
μίας σωτηρίας που πρέπει να κατακτηθεί, ξεπερνά κάθε αναμονή που
μπορεί να γίνει αντιληπτή στο φανταστικό. «Αυτό που το μάτι δέν έχει
δεί, ούτε το αυτί έχει κατανοήσει, αυτό που δέν έχει ανέβει στην καρδιά
του ανθρώπου», σε κανένα τύπο ονείρου.

Ο Μπλόχ αναφέρει συχνά τον Λένιν. Και όχι για να βρεί κάποια
αναλογία με τον Ιωακείμ ντα Φιόρε και μόνον. Στα 1931, ο Rosenstock
έκανε τον παραλληλισμό. Και περίπου στην ίδια ημερομηνία, στην
μελέτη. Ιδεολογία και Ουτοπία, ο Karl Menheim έδειχνε τον Ιωακείμ σαν
αυτόν που βοήθησε να αναγεννηθούν με νέα δύναμη οι παλιές
χιλιαστικές δοξασίες οι οποίες πολεμήθηκαν πάντοτε από την Εκκλησία,
ο επαναστατικός σπόρος του οποίου θα καρποφορούσε στον Münzer και
τους Αναβαπτιστές. Σκιτσάροντας τούς μεγάλους σταθμούς αυτής της
ιστορίας, ο Μανχάιμ την ολοκληρώνει με την ήττα του Μπακούνιν
(Bakunin), στον οποίο η Χιλιαστική ουτοπία έφτασε στο τέλος της,
νικημένη από το καλά οργανωμένο μαρξιστικό κίνημα.

124
Οι απόγονοι του Μαρξ ως τον Χίτλερ

Πολλοί συγγραφείς του αιώνα μας, χωρίς να αναφέρονται άμεσα στον


Ιωακείμ ντα Φιόρε, πολλοί από τους οποίους μάλιστα επηρέασαν
αποφασιστικά την σύγχρονη σκέψη, αναφέρονται στην Χριστιανική
Τριάδα κατανοημένη όμως ιστορικά, στον αύλακα που χάραξε στο
Δυτικό πνεύμα ο Χέγκελ και ο Φώϋερμπαχ.

Γι’αυτούς όλο το θέμα είναι να αντιπαραθέσουν το σημερινό


Βασίλειο του Υιού, στο υπέρτατο Βασίλειο του Πατρός. Όσους όμως
θεωρούν τον Υιό μόνον σαν τον αγγελιοφόρο μίας τρίτης Βασιλείας,
της μελλοντικής Βασιλείας του πνεύματος, τούς θεωρούν
αντιπροσώπους ενός αστικού ανθρωπισμού, ο οποίος πρόκειται να
χαθεί και αυτός. Ο αστός είναι ένας ελεύθερος στοχαστής, η
μεταφυσική του δέν είναι πλέον η μεταφυσική τού αμεταβλήτου ΕΙΝΑΙ,
η θρησκεία του δέν είναι πλέον εκείνη του Πατρός, αλλά περισσότερο
εκείνη του Υιού, δηλαδή τής κινήσεως που προέρχεται από τον Πατέρα
πρός το Πνεύμα. Αλλά η μόρφωσή του, η κουλτούρα του είναι
πάντοτε παραδοσιακή, δηλαδή εκείνη όπου η Πλατωνική ιδέα
παραμένει κυρίαρχη. Εάν ο χρόνος αρχίζει να είναι μία
πραγματικότης για τον αστό, δέν πιστεύει ακόμη σ’αυτόν και
βιάζεται να επιστρέψει στο Αιώνιο, για να ξεφύγει από ένα Γίγνεσθαι
που βρίσκει πολύ λίγο ενθαρρυντικό για την κυριαρχία του, λόγω της
αλλαγής που συνεπάγεται.

Πάντως όμως, ένα θαυμαστό παράδειγμα


εφαρμογής του Χριστιανισμού σαν θρησκείας
τού Υιού, μας δόθηκε απο τον Sigmund Freud.
Αυτός δέν είπε μόνον : «Ο Ιουδαϊσμός υπήρξε η
θρησκεία του Πατρός, ο Χριστιανισμός έγινε η
θρησκεία του Υιού». Είπε επίσης με
μεγαλύτερη ακρίβεια: «Γεννημένος από μία
θρησκεία του Πατρός, ο Χριστιανισμός έγινε ή θρησκεία του Υιού
και δέν κατόρθωσε να αποφύγει τον θάνατο του Πατρός». Η θεωρία η
οποία οδήγησε τον Φρόυντ σ’αυτή την σύλληψη είναι πολύ γνωστή και
δέν υπάρχει λόγος να την επαναλάβουμε. Ας σημειώσουμε μόνον (τον
νόμο της αναλογίας που γέννησε την σύγχρονη ψυχολογία στην θέση
τής ψυχής, δηλαδή τής ψυχής που ηγείται του σώματος, δίνοντας την

125
θέση της σε μία προβληματική ενότητα ψυχής και σώματος, στην
οποία καθώς έδειξε η ιστορία την οποία διέτρεξε κυριαρχεί το σώμα),
πώς στην σύλληψη του Φρόυντ, από την στιγμή που δόθηκε ο Νόμος στο
Σινά, η θρησκεία του Μωϋσή γνώρισε μόνον θετικά συναισθήματα πρός
τον Θεό Πατέρα. Θαυμασμό, σεβασμό, αναγνώριση. Παρ’όλα αυτά
όμως, επειδή η αμφιθυμία είναι ένας ουσιώδης χαρακτήρας των σχέσεων
ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό, ήταν αναπόφευκτο στην διάρκεια
των αιώνων, η εχθρότης, η οποία μία μέρα είχε οδηγήσει τους υιούς να
σκοτώσουν έναν πατέρα σεβαστό αλλά και εκφοβιστικό, να
παρουσιαστεί ξανά. Η ευκαιρία, η αφορμή, δόθηκε από την καθυστέρηση
της πραγματοποιήσεως των υποσχέσεων. [Η ψυχή του ανθρώπου, η
οποία κυριαρχεί και ηγείται του σώματος δέν υπάρχει φυσικά, ούτε
στην Πλατωνική φιλοσοφία, όπως εκλαϊκευτικά πιστεύεται. Γίνεται,
ατενίζοντας ο ηνίοχος το επέκεινα της ουσίας. Καθώς δηλαδή η ψυχή
αποκτά κέντρο, διαφορετικό από τον κόσμο των αισθητών. Σήμερα ο
Νούς εγκατελείφθη λόγο αθεϊσμού και υλισμού και διδάσκεται μία
θολή ενότης ψυχής και σώματος που είναι το Ρομαντικό συναίσθημα,
ένα σύμβολο, που σημαίνει μία εικονική ενότητα, που επιτρέπει
ισότητα, αδελφότητα και δικαιώματα.]

Η εχθρότης, καταπιεσμένη, μεταλλάσσεται στην συνείδηση του Απ.


Παύλου σε ένα αίσθημα ενοχής: εάν είμαστε δυστυχείς, σκέφτηκε, είναι
επειδή σκοτώσαμε τον Πατέρα. Αλλά αυτό το έγκλημα ξεπληρωμένο από
την θυσία του Υιού, αντικαθιστά, στην νέα πίστη το ενθουσιαστικό
συναίσθημα ότι έχουμε εκλεγεί με την παρηγοριά της σωτηριώδους
λυτρώσεως! Από τότε ο Υιός έγινε Θεός στην θέση του Πατέρα του.
[Αναλόγως του Κρόνου και του Δία].

Ο Maurice Merlean-Ponty (1908-1961) ξαναπαίρνει


αυτή την αντι-θέση της θρησκείας του Πατρός και της
θρησκείας του Θεού, στο διάσημο βιβλίο του Sens et
non-sens. Του φαίνεται επαρκής κατ’αρχάς για να
αντιπαραθέσει συντηρητισμό και επανάσταση.
[Mία μοντέρνα εκδοχή του καλού και του κακού,
διότι δέν κατανοήθηκε αρκετά καθαρά πώς η πτώση οφείλεται στο ότι
είναι το ίδιο. Εξισούνται. Το ένα γυρίζει στο άλλο, όπως η ενότης των
αντιθέτων, η πιό γνωστή δέ είναι το θεμέλιο του σημερινού τρόπου
ζωής, η ενότης ψυχής και σώματος].

126
Το βασίλειο του Πατρός σημαίνει πώς η τελειότης έχει ήδη
πραγματοποιηθεί. Δέν πρέπει να κάνουμε τίποτε άλλο απο το να
αφεθούμε στην μοίρα μας έτσι όπως είναι : «Γεννηθήτω το θέλημά σου».
Με την Βασιλεία του Υιού όμως όλα αλλάζουν.
Ο Χέγκελ λέει πώς η ενσάρκωση είναι το κέντρο της παγκόσμιας
ιστορίας. Και πράγματι ο Θεός-άνθρωπος και ο θάνατος του Θεού
μεταμορφώνουν το πνεύμα και την θρησκεία. Σαν να μήν έφτανε πλέον
στον εαυτό του ο άπειρος, αιώνιος Θεός, σαν να εκινείτο κάτι μέσα
του, σαν ο κόσμος και ο άνθρωπος αντί να είναι μία άχρηστη
παρακμή της πρωταρχικής τελειότητος να έγιναν ήδη οι αναγκαίες
στιγμές μίας μεγαλύτερης τελειότητος. Ο Θεός δέν μπορεί πλέον να
είναι πλήρως Θεός και η δημιουργία δέν μπορεί να ολοκληρωθεί εάν
ο άνθρωπος δέν το αναγνωρίσει ελευθέρως. Κάτι συμβαίνει, ο κόσμος
δέν είναι μάταιος, υπάρχει κάποια πράξη να γίνει κ.τ.λ.
Η θρησκεία του Υιού δηλαδή δέν μπορεί να περιοριστεί στον εαυτό
της: εισάγει την θρησκεία του Πνεύματος. Η περιπέτεια της
ενσαρκώσεως εκβάλλει στην πεντηκοστή. Τώρα πλέον η πεντηκοστή
σημαίνει πώς η θρησκεία του Πατρός και η θρησκεία του Υιού πρέπει να
ολοκληρωθούν στην θρησκεία του πνεύματος, πώς ο Θεός δέν είναι
πλέον στον Ουρανό, πώς είναι μέσα στην κοινωνία και στην ανθρώπινη
επικοινωνία, οπουδήποτε οι άνθρωποι ενώνονται στο όνομά του. Το
πέρασμα του Χριστού στην Γή είναι μόνον η αρχή της παρουσίας του
στον κόσμο. Οι Χριστιανοί δέν πρέπει να παραμείνουν ακινητοποιημένοι
σε ένα ιστορικό επεισόδιο, όσο αποφασιστικό και αν υπήρξε. Πρέπει να
ζήσουν τους γάμους του πνεύματος και της ανθρώπινης ιστορίας, που
άρχισαν με την ενσάρκωση.
Αλλά όπως οι σταυροφόροι που έψαχναν έναν κενό τάφο, έτσι και ο
καθολικισμός εμποδίζει και ακινητοποιεί αυτή την ανάπτυξη. Γι’αυτόν:

Η Τριάδα δέν είναι μία διαλεκτική κίνηση, τα τρία πρόσωπα είναι


συναιώνια. Ο Πατήρ δέν ξεπεράστηκε από το πνεύμα, η θρησκεία
του Πατρός παραμένει στην θρησκεία του πνεύματος, ο φόβος του
Θεού, ο Νόμος, δέν εξαφανίστηκε από την Αγάπη. Ο Θεός δέν είναι
ολοκληρωτικώς μαζί μας. Πίσω από το ενσαρκωμένο πνεύμα υπάρχει
ακόμη εκείνο το άπειρο και αιώνιο Μάτι, μπρός στο οποίο είμαστε
χωρίς ελευθερία, χωρίς επιθυμία, χωρίς μέλλον, περιορισμένοι στην
κατάσταση των ορατών πραγμάτων. Έτσι όμως εμποδίζεται η

127
επανένωση τών ανθρώπων με το εαυτό τους και με τον κόσμο, έτσι η
ενσάρκωση μετατρέπεται σε πόνο διότι δέν είναι ολοκληρωμένη και
ο Χριστιανισμός γίνεται μία νέα μορφή της δυστυχούς συνειδήσεως!

Ο Merleau-Ponty είναι λιγότερο βάρβαρος απο


τον Μπλόχ. Δέν έχουμε το κουράγιο να
διακρίνουμε εάν η επανάσταση που κηρύττει,
αρνούμενος να ακολουθήσει έναν χιλιασμό ο
οποίος ποντάρει σ’ενα μέλλον ολοκληρωτικώς
νέο, διαφέρει πολύ από μία σοφή ιδέα της
προόδου. Αντί για θανάσιμη μάχη και
αντίφαση προτιμά να μιλά για «ξεπέρασμα»
και «πληρότητα». Είναι αλήθεια όμως πώς η «διαλεκτική» ενωμένη με
την ιστορία επιτρέπει την ένωση των δύο γλωσσών, καθότι το παρελθόν
απαιτεί την αντίφαση εκ μέρους τών σταθμών που ακολουθούν, γι’αυτό
που οι σταθμοί αυτοί διαθέτουν από το νέο και το εκπληκτικό και
απαιτεί μ’αυτόν τον τρόπο να βρεθεί τροποποιημένο αναδρομικά από
αυτούς τους σταθμούς, έτσι ώστε να είναι το ίδιο πράγμα το πέρασμα
στο άλλο ή το να γίνω ο εαυτός.

Πιό συνετός επίσης του Μπλόχ, δέν εγείρει απαιτήσεις γύρω απο την
τεχνική των εξηγήσεων. Διατηρείται πάντοτε σχεδόν στην ζώνη της
μεταφυσικής και του συμβόλου. Ο Θεός, ο Υιός, το Πνεύμα, οι τρείς
εποχές, όλα αυτά του προσφέρουν την ύλη για έναν δοκιμασμένο
συμβολισμό. Μπορούμε να ισχυρισθούμε πώς στον Χέγκελ και στον
Φώϋερμπαχ, όπως και στους επιγόνους τους, αυτός ο συμβολισμός έχει
την μορφή ενός σλόγκαν. Μπορούμε να αναρωτηθούμε επίσης γιατί
μία ομολογία του αθεϊσμού αισθάνεται την ανάγκη να εκφραστεί και
να αιτιολογηθεί παίρνοντας δανεικές λέξεις από την ομολογία
πίστεως των Χριστιανών. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε την
αυθαίρετη χρήση αυτών των λέξεων. Χωρίς αμφιβολία ο Μερλώ-
Ποντύ αναγνωρίζει πώς «καθεαυτός, ο Χριστιανισμός δέν είναι ένα
σύμβολο, είναι η αλήθεια». Αλλά στην παρούσα κατάσταση, δέν είναι η
αλήθεια του πιστού που γίνεται σύμβολο για τον φιλόσοφο, είναι το
νόημα αυτού που θεωρεί ο πιστός αλήθεια που αλλοιώνεται
ολοκληρωτικώς εκ των προτέρων. Μένουμε πραγματικά έκθαμβοι για
την κατάντια ενός φιλοσόφου που είναι ικανός για τόσο λεπτές
αναλύσεις, όπως μας δείχνουν τα βιβλία του. Σε ένα του κείμενο στο

128
Dieu Vivant, ο Jean Danielou είχε σημειώσει, αρκετά μετριοπαθώς, πόσο
τεχνητή ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα στην υπερβατικότητα του Πατρός
και την ενσάρκωση του Υιού (που νοείται πλέον σαν ενυπάρχων Θεός,
εκλαμβάνοντας όμως την ουσία Του, χωρίς την υπόστασή Του), σαν
να επέτρεπε ο Χριστιανισμός, στην ίδια του την λογική, να εγκαταλείψει
την θρησκεία του Πρώτου, για την εντελώς διαφορετική θρησκεία του
Δευτέρου. Αυτή η ερμηνεία δέν αποδεικνύει άραγε, όπως και ο ίδιος ο
Μερλω-Πoντύ κατηγορούσε τον Émile Bréhier, πώς στην θέση της
μελέτης και της έρευνας για να βρεθεί ποιά ήταν και ποιά είναι ακόμη η
πίστη των Χριστιανών, αυτός αναφέρεται εδώ σε μία ιστορία
προετοιμασμένη και λαξευμένη σύμφωνα με την ιδέα της φιλοσοφικής
Ενυπάρξεως (immanenz);

Σε μία ανάλογη ερμηνεία της Χριστιανικής πίστης, κληρονόμου της


πίστεως του Ισραήλ, μας προσκαλεί ο Francis Jeanson, στο όνομα της
ίδιας ιστορικής διαλεκτικής, θρησκευτικώς δανεισμένης από τον Χέγκελ.
Εάν με τά τα ονόματα του Γιαχβέ, του Πατρός και του Ιησού, ο Υιός
δέν προφέρει, στην σελίδα που ακολουθεί, το όνομα του Αγίου
Πνεύματος, είναι διότι από τον Χέγκελ (για να μήν πάμε ακόμη πιό
πίσω), κατανοείται πλέον πώς το Άγιο Πνεύμα είναι η Ενύπαρξη
(immanenz), είναι η κοινότης των ανθρώπων, η Κοινωνία, είναι ο
Άνθρωπος:

«Εάν ο Λόγος του Υιού μπορεί να παρουσιάσει σαν Δύναμη τής


αμαρτίας και σαν Κατάρα, αυτό που ήταν συμμαχία της πίστεως και
ευλογία σύμφωνα με τον Λόγο του Πατρός, εάν ο άνθρωπος σώθηκε
ήδη περισσότερες φορές από τον Θεό και εάν ο ίδιος ο Θεός δηλώνει
πώς θα έλθει ακόμη μια φορά να τον σώσει, εάν υπήρξε ανάγκη η
αγάπη που ήταν παντοδυναμία και υποταγή στον παντοκράτορα, να
γίνει φώς και ελευθερία, γιατί οι Χριστιανικές έννοιες της αγάπης,
της Χάριτος και της σωτηρίας δέν θα μπορούσαν να απαιτήσουν με
την σειρά τους μία καινούργια στροφή νοοτροπίας; Εάν ο Λόγος του
Ιησού είναι μία διαλεκτική υπέρβαση του Λόγου του Γιαχβέ, εάν η
πίστη είναι η αντί-θέση του νόμου, δέν είμαστε ίσως καλεσμένοι, από
το ίδιο το Μήνυμα, να υπερβούμε αυτό το ίδιο το Μήνυμα, να
αναρωτηθούμε πάνω σ’αυτό που θα’πρεπε να είναι η αντί-θέση αυτής
της πίστεως που έγινε θέση, στερεοποιήθηκε;

129
Δέν φαίνεται καθόλου νόμιμο να εμποδίσουμε μία προοδευτική κίνηση
στο όνομα μίας από τις στιγμές της και μάλιστα ακριβώς αυτής που
έδειξε πιό καθαρά από τις άλλες την διαλεκτική της φύση: Εάν υπάρχει
μία ιστορία της σωτηρίας, αυτό σημαίνει πώς η Χριστιανική πίστη, η
οποία γεννήθηκε από μία μεταστροφή, πρέπει να γνωρίσει με την
σειρά της νέες μεταστροφές. Αλλά χωρίς αμφιβολία πρέπει να
συμπληρώσουμε πώς δέν πρόκειται πλέον γι’αυτή, όπως για την
προχριστιανική πίστη, να αναμένει τον επόμενο Μεσσία, ή το επόμενο
μήνυμα: Εάν ο Ιησούς ήλθε για να ελευθερώσει τους ανθρώπους,
σ’αυτούς απομένει να μεταστρέψουν την πίστη τους».

Εδώ αναγνωρίζεται ακόμη μία φορά το παλιό σχήμα του Ιωακείμ.


Μόνον που γι’άλλη μια φορά ο Ιωακείμ ντύνεται τον Χέγκελ, ο
Χέγκελ φοράει τον Μάρξ, η γραμματική συμφωνία ανάμεσα στις δύο
Διαθήκες μεταλλάχτηκε σε αντί-θέση η προφητική αυθεντία του
Ιωάννη αντικαθίσταται από εκείνη του Παύλου, η εποχή του
ελεύθερου διαλογισμού δίνει την θέση της σε μία ελευθερία εντελώς
διαφορετική. Η προσωπικότης του Ιησού σβήνει, τείνοντας να μήν
αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο από μία διαλεκτική στιγμή, όπως στον
Ιωακείμ έτεινε να μήν είναι τίποτε άλλο από έναν «τύπο». Παρ’όλα
αυτά υπάρχει μία διαφορά, που θα μπορούσε να είναι κεφαλαιώδης. Ο
Ιωακείμ δέν είχε ονειρευτεί, πάνω στη γή, κάτι πέραν της τρίτης
εποχής, ενώ δέν γίνεται κατανοητό πλέον γιατί ο άνθρωπος,
αντικαθιστώντας το Άγιο Πνεύμα, θα’πρεπε να σταματήσει το
διαλεκτικό παιχνίδι, γιατί συγκλίσεις και εμπνεύσεις δέν θα’πρεπε να
ξαναπλειοδοτηθούν αμοιβαίως επ’άπειρον, ατελεύτητα. Αυτό που
θαυμάζουμε πάντα είναι η ανάγκη στηρίγματος στην ιστορία της
Χριστιανικής αποκαλύψεως, η οποία επανασυστήνεται με
προχειρότητα για να της αντιτεθεί το αντίθετό της.

Μ’έναν θαυμάσιο συγκρητισμό, ο Henri Lefebvre αναφέρεται καθαρά


στο «Τριαδικό σχήμα» του αιωνίου Ευαγγελίου. Ανακαλύπτει σ’αυτό μία
ανεκτίμητη αξία που η κοινή ιστορία τής φιλοσοφίας μαζί με εκείνην της
κοινωνίας, έκαναν μεγάλο λάθος να το αγνοήσουν. Αδιαφορώντας για
την ακρίβεια, ευχαριστείται μόνον με την παρατήρηση πώς αυτό το
σχήμα διαθέτει πολύ μεγαλύτερη ευλυγισία από ένα διπλό ή μονό σχήμα.
Πώς κατανοεί τους ρυθμούς και αντιστοιχεί στις προόδους. Ο Lefebvre
το βλέπει σχεδόν παντού, ακόμη και εκεί που δέν υπάρχει ίχνος καμμίας

130
ιστορικής προόδου. Το βλέπει να χτυπά μέσω της Καρτεσιανής σκέψης,
όπου το Θείο άπειρο αγκαλιάζει τους δύο τρόπους ύπαρξης, του
πεπερασμένου, την επέκταση (τον χώρο) και την σκέψη (τον χρόνο),
αλλά στην πραγματικότητα βλέπει τον θρίαμβό του στον Χέγκελ.

«Τί πράγμα είναι ο Εγελιανισμός; Μία πλεξούδα Τριάδων, οι οποίες


παράγονται και ξαναπροσλαμβάνονται από τον τρίτο ανώτερο όρο, η
ιδέα (το πνεύμα). Όσον αφορά δέ τον Μάρξ, το Τριαδικό του σχήμα
μεταφέρεται (σύμφωνα με τον Μάρξ και τον Ένγκελς) σε ένα
ανώτερο επίπεδο : θέση – άρνηση - άρνηση της αρνήσεως κ.τ.λ. Για
τον Μάρξ υπάρχει και η αστική Τριάδα: το κεφάλαιο, η Γή, η
εργασία (το κέρδος, οι τόκοι, ο μισθός) και ούτω καθεξής».

Ο Lefebvre μας επισημαίνει επίσης πώς όλως περιέργως ο θετικισμός, ο


οποίος αντιμάχεται κάθε φιλοσοφικό στοχασμό, υιοθετεί το Τριαδικό
σχήμα: Είναι ο διάσημος νόμος των τριών σταδίων ή καταστάσεων. Στην
συνέχεια περνά στον Νίτσε και στις τρείς μεταμορφώσεις του, τού
πνεύματος. Τελειώνει φτάνοντας στον Χαϊντεγκερ ο οποίος ακολουθεί
το Τριαδικό μοντέλλο με τον πιό απλοϊκό
τρόπο. Το Είναι -η λήθη και η απόκρυψή
του- η φανέρωσή του και η ανάσταση. Μόνο
που είναι μία σύντομη ματιά στην εξέλιξη της
σκέψης. Και φτάνει στο συμπέρασμά του:
«Γιατί να μήν εφαρμόσουμε το ίδιο Τριαδικό
μοντέλλο στην δική μας Τριάδα; Τον Χέγκελ,
τον Μάρξ ο Υιός και η πίστη, ο Νίτσε, το
πνεύμα και η Χαρά. Και όμως δυσκολεύεται
πολύ να μείνει σοβαρός για πολύ.

«Αυτή η εφαρμογή, μας λέει, δέν κρύβει την παρωδιακή του πρόθεση.
Και συνεχίζει: Γιατί αυτός ο στοχασμός; Αυτή η τριαδική ανάλυση του
παρελθόντος; Διότι τίποτε δέν βεβαιώνει την αιωνιότητα αυτού του
μοντέλλου». Και θα το αγνοούσαμε, εάν δέν μας το είχε επισημάνει ο
ίδιος μέσω της ανάλυσης του Παρελθόντος που επιχείρησε. «Αυτή η
ιστορία του Είναι (η δημιουργός Δύναμις, ο Λόγος, το πνεύμα) φαίνεται
πρωτότυπη μόνον σ’αυτούς που δέν γνωρίζουν το αιώνιο Ευαγγέλιο».

131
Ο Roger Garaudy (Ροζέ Γκαροντί), τον οποίον ο
Tilliette τοποθετεί δίπλα στον Francis Jeanson,
ανάμεσα στα πνεύματα που ευνόησαν τον Σάρτρ και
τον Μπλόχ, επιδόθηκε στις «μεγάλες ανατροπές» οι
οποίες, ακολουθώντας την επικαιρότητα, τον
οδηγούν από την μία «σπαραχτική αναθεώρηση»
στην άλλη, αλλά έμεινε σταθερός σε όλη του την
διάρκεια σε μία τάση πρός την σύγχυση, στην οποία
προΐστατο κάθε τόσο, ο Ιωακείμ ντα Φιόρε. Το
1946, υπενθυμίζοντας τον μύθο του Ανταίου στον οποίο έβλεπε μία
εικόνα του κομμουνιστικού κόμματος, ομολογούσε: Σήμερα αγκαλιάζω
σε όλη του την πληρότητα το μυστήριο της ενσαρκώσεως. Το 1968 θα
πεί πώς ο αληθινός μαρξιστής είναι αυτός που κατόρθωσε μία ώριμη
εννοιολόγηση των Χριστιανικών δογμάτων, και θα είναι το ίδιο πράγμα.
Στα 1965, μας καλεί να θαυμάσουμε τον αποκαλυπτικό πόλο τού
Χριστιανισμού, σε αντίθεση με τον Κωσταντίνειο πόλο. Στην αυθόρμητη
μορφή του ο Χριστιανισμός ήταν ένα ανθρώπινο μυστικοποιημένο
σχέδιο. Xωρίς αμφιβολία είναι όμορφο που ο άνθρωπος μέσα στην
δυστυχισμένη του συνθήκη, συνέλαβε τέτοια όνειρα, αλλά τελικώς
αποδείχθηκαν ένα μάτι που τον αποκοίμιζε. Η βασική συμβολή τού
Χριστιανισμού υπήρξε η αλλαγή που επέφερε στο ουράνιο όνειρο,
καθιστώντας το γήϊνο σχέδιο, ένας μοχλός για μία αγωνιστική
διαμαρτυρία. Ανάμεσα σ’αυτούς που το κατανόησαν, ξεχωρίζουν δύο
φιγούρες: ο Jas Hus και ο Thomas Münzer.

Ο μεγάλος μυσταγωγός υπήρξε ο Αυγουστίνος, διότι αυτός ξεκίνησε


την εξερεύνηση της υποκειμενικότητος. Η οποία έμελλε να αλλάξει
την στάση του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο. Παρ’όλα αυτά όμως η
προοπτική θα αλλάξει γρήγορα. Ο Αυγουστίνος θα απορριφθεί διότι
ξεκινώντας από αυτόν ο Χριστιανισμός αφομοίωσε την δυαλιστική
κληρονομιά τής Ελληνικής σκέψης, κάτι που τον μεταμόρφωσε σε
συντηρητική δύναμη. Για καλή μας τύχη όμως υπάρχει μία άλλη
παράδοση, εκείνη της «Εξόδου», των Εβραίων προφητών και της
Αποκαλύψεως του Ιωάννου. Αυτή περνά διά μέσου του Προφητικού
αββά Ιωακείμ ντα Φιόρε, για να φθάσει στον Φίχτε, στον Χέγκελ και
στον Μάρξ. Μ’αυτή δέ την προοπτική ο αθεϊσμός του Μάρξ δέν
φαίνεται πλέον μεταφυσικός αλλά μόνον μεθοδικός. Το προμηθεϊκό
του σχέδιο απορρίπτει μόνον τον Θεό των κενών και των άλλοθι.

132
Ίσως είναι ο καλύτερος υπερασπιστής της τιμής του Θεού. Ο
αληθινός μαρξιστής είναι ο αληθινός συνεχιστής του Χριστού, με τον
οποίο ο μακρυνός υπερβατικός Θεός εισήλθε στην καθημερινή
ιστορία των ανθρώπων, καταστρέφοντας τα ταμπού, παίρνοντας
θέση πέραν της δικαιοσύνης, του καλού και του κακού κ.τ.λ. Για να
φθάσει όμως μέχρις εδώ ο αυθεντικός απελευθερωτής που κατήργησε τις
αλυσσίδες, χρειάστηκε να προσλάβει αυτή την Χριστιανική στιγμή, αυτή
την θεϊκή στιγμή του ανθρώπου. Πάνω σ’αυτή την οδό, ας μήν
εκπλησσόμαστε που συναντούμε τον Μπλόχ, τον Μόλτμανν, τον Λένιν,
και τον Μαο Τσε Τούνγκ. Όπως επίσης και εκείνο το μέρος της
Χριστιανικής νεότητος που βάζει ένα δεσμό, όλο και πιό εσωτερικό,
ανάμεσα στην ανάσταση και την επανάσταση, και για την οποία το
μόνο θείο που είναι δυνατόν να συλλάβουμε και να ζήσουμε είναι η
δημιουργική δύναμη της καρδιάς κάθε πράγματος. Όλα αυτά γράφτηκαν
το 1972, καί στα 1975 η τάση πρός το θόλωμα ανεβαίνει ένα ακόμη
σκαλοπάτι για να φτάσει τελικώς στο κορυφαίο της σημείο: η πολιτική,
η καλλιτεχνική δημιουργία και η πίστη είναι ένα πράγμα. Να
μάθουμε να τα προσλαμβάνουμε στην ενότητά τους είναι η
φιλοσοφία. Να μάθω να είμαι ένας πολιτικά στρατευμένος, να μάθω να
αποκωδικοποιώ την ζωγραφική, την ποίηση ή την μουσική, να χορεύω
την ζωή μου και να ξαναζήσω την πρωτογενή ζωή της πίστεως, του
Σταυρού και της Αναστάσεως, όλο αυτό είναι πάντοτε ένα μόνο πράγμα.

Αυτό μας το είχε ήδη εξηγήσει, κατά την άποψη του, ο μεγάλος
Ιωακείμ ντα Φιόρε, συνοδευόμενος πάντοτε από τους δύο δορυφόρους
του, τον Jan Hus και ο Thomas Münzer, οι οποίοι μας δίδαξαν την
ελπίδα. Στην θέση της παραμονής μας στην εργασία του θεολογικού
λόγου, στις ιδεολογίες της δικαιώσεως ή της Ιεροποιήσεως, όπως
κάνουν οι Εκκλησίες, αυτοί μας καθοδήγησαν στην κατανόηση πώς η
πίστη στον Θεό συνίσταται στην πίστη πώς ο άνθρωπος είναι

133
πάντοτε περισσότερο του ανθρώπου. Ξέρουμε τώρα πιά πώς ο αληθινός
Θεός είναι το πνεύμα δηλαδή, ό,τι αναβλύζει στην καρδιά του ανθρώπου
-κάθε ανθρώπου- μία πηγή ανεξάντλητη δημιουργικότητος μίας νέας
ζωής. Έτσι λοιπόν ο Άγιος αββάς ντα Φιόρε, ο οποίος σήμερα
αποκαλύπτεται απο τους Μπλοντέλ, απο τους Μόλτμανν και απο
μερικούς άλλους, ανάμεσα στους οποίους ακόμη ο Μάο-Τσε Τούνγκ,
αφού δίδαξαν στον Garaudy πώς το κίνημα τής απελευθερώσεως
αγκαλιάζει όλο το πέρασμα απο την ζωϊκότητα στον Θεό, του επιτρέπει
να ομολογήσει ολοκληρώνοντας: ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ.

Εάν μερικές φορές τα άκρα συναντώνται, αυτό δέν συμβαίνει πάντοτε


εξαιτίας κάποιας συγκλίσεως. Μπορεί να οφείλεται και λόγω κοινής
καταγωγής. Ο Hans Kung δέν λάθεψε πού επικαλέστηκε τον
Ιωακειμισμό, όταν συνδύασε τον γερμανικό ιδεαλισμό (του οποίου ο
Μάρξισμός είναι η αντίστροφη, η αναποδογυρισμένη συνέχεια) και
τα ολοκληρωτικά συστήματα του 20ού αιώνος. Οπωσδήποτε και στις
δύο περιπτώσεις, το όνειρο του αββά ντα Φιόρε είναι απολύτως
αγνώριστο, διότι όσοι το είχαν οικειοποιηθεί στην διάρκεια των αιώνων,
το είχαν ήδη από καιρό διαφθείρει. Παρ’όλα αυτά είναι αλήθεια πώς
μέσω διαφορετικών δρόμων, ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι, εξήγαγαν
τις έννοιες του Φύρερ και του Ντούτσε, από την κληρονομιά του
Ιωακείμ. Ένας από τους κυριώτερους υπευθύνους αυτής της παράνομης
διαδοχής μοιάζει να είναι ο Cola di Rienzo. Πρίν ακόμη εμπνεύσει τον
Φασισμό, είχε ανακοινώσει, στον 20ο αιώνα, το Εθνικιστικό κίνημα, το
οποίο είχε λάβει σαν σύνθημα του το όνομα «Η ΝΕΑ ΙΤΑΛΙΑ» ή «Η
Τρίτη Ιταλία», ή η «Τρίτη Ρώμη».

Για την Γερμανία αυτή η πολύπαθη


κληρονομιά ή η παράνομη καταγωγή, είναι
ακόμη πιό φανερή. Η αρχαία έκφραση του
Ιωακείμ «Τρίτο Βασίλειο», έλαβε την
παθητική μυστικιστική έκφραση η οποία
μας είναι πολύ γνωστή, μίας Χιλιετούς
κυριαρχίας, η οποία ιδρύθηκε από τον Φύρερ. Το έργο του Van den
Bruck, Το δικαίωμα του Ράϊχ (1923), παρουσιάζει μία μίξη της
Εγελιανής Τριάδος και της ιδέας μίας Τρίτης Διαθήκης. Αυτή η
τελευταία προέρχεται οπωσδήποτε από τον Ρώσο Μερεζκόφσκι, με τον
οποίο ο συγγραφέας ήταν φίλος. Αυτό το κείμενο, λίγο ή πολύ

134
κατανοημένο, συνέβαλε ώστε να δεθεί στον εθνικό-σοσιαλισμό ένα
μεγάλο μέρος της γερμανικής νεότητος, η οποία ανεδείχθη και η ελίτ του
κινήματος. (Ο Bernard-Henri Lévy, σημειώνει γι’αυτό το θέμα, πώς
διάφορες ομάδες νέων Χιτλερικών βαπτίζονταν, ελεύθερα γερμανικά
πνεύματα). Στο βιβλίο Der Mythus des 20, που εμφανίστηκε στα 1930, ο
Alfred Rosenberg, ιδιοφυής στοχαστής και εμπνευσμένος προφήτης, ο
οποίος υπήρξε εμπνευστής της σκέψης του Χίτλερ, δέν παραλείπει να
εκθειάσει τους αδελφούς τού Ελεύθερου πνεύματος, τους μυστικούς του
Ρήνου, ιδιαιτέρως τον Meister Eckhart, και τέλος τον αναπόφευκτο
Thomas Münzer. Οι «αναμνήσεις» που θα ξεκινήσει να γράφει στην
φυλακή, περιμένοντας να εμφανιστεί μπροστά στο δικαστήριο της
Νυρεμβέργης αφήνουν την οσμή πιό σύγχρονων πηγών, τις οποίες
χρησιμοποιεί με παράξενο τρόπο. Διαφθείροντάς τες εκ νέου, όπως είχε
συμβεί πολλές φορές στην διάρκεια των αιώνων.

«Ο Χριστιανισμός σύμφωνα με τον Πέτρο βασίλευε στην Ρώμη, ο


Χριστιανισμός σύμφωνα με τον Παύλο βασίλευε στον
Προτεσταντισμό και η θρησκεία σύμφωνα με τον Ιωάννη, βασισμένη
στην αγάπη του πλησίον, ερχόταν στην Τρίτη θέση και χρησίμευε
συνήθως σαν ένα μέσον για την εξασφάλιση της κυριαρχίας των δύο
πρώτων μορφών, παρόλη την ειλικρινή αφοσίωση όλων όσων
περιποιούντο σαν υπηρέτες τους αρρώστους κ.τ.λ. Σ’αυτό το σημείο
οι ιδεολογίες συγκρούστηκαν με ξεχωριστή βία».

Δέν είναι εύκολα κατανοητό σε ποιό ιστορικό γεγονός, αναφέρεται το


κείμενο. Εάν διαβάσουμε το Der Myths, δέν θα μπορέσουμε να
αποφύγουμε την έκπληξη, διότι θα βρούμε εκεί την εξής φράση: «Η
κεντρική αξία του Χριστιανισμού είναι η αγάπη, η κεντρική αξία
μίας θεωρίας των φυλών (ράτσες) είναι η Τιμή, και ανάμεσα στα δύο
δέν μπορεί να υπάρξει καμμία δυνατή συμφιλίωση. Η Αγάπη είναι
μία Αρχή καταστροφική». Τί συμβαίνει; Η φυλακή οδηγεί σε μία
κάποια μεταστροφή; Απολύτως όχι. Και πολύ γρήγορα εξηγούνται τα
πάντα στην συνέχεια. Ας θυμήσουμε ξανά πώς μετά την επίκληση του
Χριστιανισμού του Πέτρου και του Παύλου, τους οποίους
απορρίπτει, ο Rosenberg μιλά για την θρησκεία σύμφωνα με τον
Ιωάννη την οποία όμως δέν τοποθετεί πλέον στον Χριστιανισμό. Έτσι
λοιπόν αυτή η «αγάπη του πλησίον» φαίνεται εδώ να εκθειάζεται,
σαν αντίθετη πρός την Χριστιανική πίστη, και ενάντια σε κάθε σχέση

135
με μία υπερβατική θεότητα. Τέλος, αποδεικνύεται απλά πώς αυτή η
επίκληση στην αγάπη, είναι μία χρήσιμη επιχειρηματολογία, που
εξυπηρετεί την ναζιστική και την ρατσιστική ιδεολογία, η οποία
συγκρούεται με την Χριστιανική ηθική με ιδιαίτερη βιαιότητα: «Δεκάδες
χιλιάδες γυναίκες, γεμάτες υγεία, έθεταν την ζωή τους στην υπηρεσία
αθεράπευτων νοητικών ασθενών! Ήταν άραγε ανθρώπινο να κρατήσουμε
στην ζωή αυτά τα εγκλήματα; Κ.τ.λ.».

Κάποιες σειρές πιό κάτω από την πρόταση περί της καταστροφικής
αγάπης που αναφέραμε ο Rosenberg εισάγει την κατά Ιωάννην θρησκεία
του, η οποία δέν είναι πλέον κάτω από την προστασία του Ιωακείμ ντα
Φιόρε, αλλά κάτω από το μεγάλο κίνημα των Καθαρών. «Παράξενη
συμμαχία εκείνη που ένωνε μία θέληση θρησκευτικής
απελευθέρωσης, γοτθικού-δυτικού χαρακτήρος, με μυστικιστικές
επιρροές γεννημένες πολύ αργά στην Περσία. Επειδή ήθελαν να
αισθανθούν Χριστιανοί οι Καθαροί, επέλεξαν ανάμεσα στις
διαφορετικές επιλογές που τους πρόσφεραν τα Ευαγγέλια, να
ταυτιστούν με τον Ιωάννη. Στην θρησκεία του Πέτρου, εκείνην της
Δυνάμεως της Εκκλησίας, αντιπαρέθεσαν το δόγμα του μεσολαβητού
κ.τ.λ». Οι ιδέες του για τους Καθαρούς [Γνωστική παραφυάδα στην
οποία ανήκουν και οι Έλληνες Οργανωσιακοί] είναι εξίσου
μπερδεμένες (ή εξίσου σταθερές στο λάθος τους) όπως και εκείνες των
περισσοτέρων γύρω απο τον Ιωακείμ ντα Φιόρε. Και ο προφήτης του
Ναζισμού θολώνει τα νερά και δέν είναι εύκολα ανιχνεύσιμα τα ίχνη
που συνδέουν τον Ναζισμό με τον ίδιο τον Προτεσταντισμό και την
Μεταρρύθμιση.

Σχόλιο: [Φτάνουμε αισίως στους σύγχρονους Νεο-Ιωακειμιστές, που


θα μας συνδέσουν εύκολα τις Φαντασιώσεις τους με τις φιλοσοφίες
τής Νεο-ορθοδοξίας και θα δούμε επίσης και τον Προφήτη της
Ακαδημίας Βόλου, τον Μολτμανν.

Βλέπουμε όμως ήδη την Νεοελληνική τραγωδία της αγραμματοσύνης


μας, τους Μαρξιστές επισκόπους και τον Ζουμπουλάκη να
καταφέρονται με μένος εναντίον τής Χρυσής Αυγής, χωρίς να
υποπτεύονται (;;!) ότι είναι βλαστάρια της ίδιας ρίζας! Καί έτσι
σήμερα οι πραιτωριανοί τού Βαρθολομαίου ερμηνεύουν τήν Ρωσική
Εκκλησία φασιστικά, σάν αναβίωση τού τρίτου Ράιχ].

136
Σύγχρονοι Νέο-Ιωακειμισμοί.

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜ ΝΤΑ ΦΙΟΡΕ

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

Ο καρκίνος τον οποίο κατήγγειλε η επαρχιακή σύνοδος


της Arles στα 1260, ήταν ένα απλό φανταστικό δόγμα,
ένα περιθωριακό ρεύμα, ένα εφήμερο επεισόδιο στην
Χριστιανική ιστορία ή αντιθέτως ήταν ένα φαινόμενο
μίας εκπληκτικής εμβέλειας, με ανυπολόγιστες
συνέπειες; Η απάντηση δέν προσφέρει αμφιβολίες.
«Είναι χαρακτηριστικό της ιδιοφυΐας, έγραψε η Hirch-
Reich, να πηγαίνει πέρα από την εποχή του. Και
ακριβώς ο Ιωακείμ άκουσε εσωτερικά και ανακοίνωσε
πολύ πρώϊμα την αλλαγή των χρόνων που προετοιμαζόταν, παρότι η
ιστορική πραγματικότης, καθώς παρουσιάζεται, λαμβάνει ένα
διαφορετικό πρόσωπο, παρότι μερικές ιδέες της ξαναεμφανίζονται μόνον
μετά από αιώνες».

Τόσο εάν ο Προφήτης ντα Φιόρε υπήρξε ένας αιρετικός ή ένας Άγιος,
μία ιδιοφυΐα, ή ένας εμπνευσμένος (φωτισμένος), όσο και εάν
υπολογίζεται σαν ο αυθεντικός ανανεωτής ενός Χριστιανισμού

137
πρωτότυπου ή για τον μύστη μίας θρησκείας ή μίας κοινωνίας
ολοκληρωτικώς νέας, σαν αυτόν του οποίου το δόγμα θα οδηγούσε
τον Χριστιανισμό στην τελειότητα ή θα είχε σπρώξει, αντιθέτως,
στην διαστροφή του, θα κάνουμε λάθος να μήν αναγνωρίσουμε την
σπουδαιότητα του. Εξάλλου οι περισσότεροι αξιόλογοι ιστορικοί της
εποχής μας που τον συνάντησαν στο πεδίο των ερευνών τους,
συμφωνούν στο να τόν θεωρούν με μεγάλη σοβαρότητα.

Ο Karl Löwith είναι, όπως και ο Jacob Burckhardt, δηλωμένος εχθρός


όλων των αισιόδοξων φιλοσοφιών της ιστορίας, οι οποίες έχουν
εισχωρήσει παντού στους τελευταίους αιώνες, και θεωρούνται όλες τους,
άλλες τόσες επικίνδυνες ουτοπίες. Δέν ισχυρίζεται πώς ο Ιωακείμ τις
πρόβλεψε όπως ακριβώς εμφανίστηκαν, ούτε αυτός ούτε ο Λούθηρος
μπορούσαν να προβλέψουν τί πράγμα θα είχαν προκαλέσει. Δέν του
αποδίδει θεωρίες οι οποίες πολύ συχνά δέν είναι κληρονομιά αλλά
διαστροφή της σκέψης του, και όμως παρ’όλα αυτά τον αναγνωρίζει
σαν σχολάρχη ενός από τα ισχυρότερα πνευματικά και κοινωνικά
κινήματα των τελευταίων αιώνων. Σύμφωνα με τον Michel Collinet ο
Ιωακείμ είδε, κάτι θεμελιώδες, και πολύ πρίν τον Χέγκελ, πώς η
ιστορία είναι μία λογική του πνεύματος. Μέσω της εξηγήσεως τού
δόγματος της Αγίας Τριάδος που προήλθε από αυτόν, ισχυρίζεται ο
Ernst Benz ολόκληρη η παλιά δομή της Εκκλησίας μεταμορφώθηκε
και εξ’αυτής προέκυψαν συνέπειες επαναστατικές. Για πρώτη φορά
η ιστορία τής σωτηρίας φανερώνεται σαν ένας προοδευτικός
διαφωτισμός του ανθρώπου. Για τον Walter Kasper, καθολικοί και
προτεστάντες, έχοντας αφήσει τραγικά και δραματικά να τους ξεφύγει το
επίπεδο του μέλλοντος και η προφητική λειτουργία, εγκατέλειψαν το
Ευαγγέλιο της ΕΛΠΙΔΟΣ, σε μία εκκοσμικευμένη μορφή, στις μοντέρνες
φιλοσοφίες της ιστορίας, στον Σέλλινγκ, στον Χέγκελ, στον Μάρξ, και
στις ιδεολογίες ενός Τρίτου Ράϊχ, οι οποίες δέν σταμάτησαν ποτέ να
φυτρώνουν μετά τον Ιωακείμ ντα Φιόρε. Ο Ιωακείμ είναι τελικώς το
σύμβολο και το πρακτικό κέντρο της Ελπίδος του Χριστιανισμού
όπως αναπτύσσεται και μεταλλάσσεται μέχρι τις μέρες μας. Οι
μονογραφίες, όπως τού Jose Saranyana, αφιερωμένες στον Ιωακείμ ντα
Φιόρε και στον Ακινάτη, δείχνουν πώς η Καθολική Θεολογία αρχίζει και
αυτή να παίρνει στα σοβαρά τον Ιωακείμ.

138
Ο Ιωακείμ λοιπόν δυστυχώς εμπνέει σαν ζωντανή δύναμις πνευματικά
κινήματα τα οποία δέν θέλουν να εξέλθουν από τα σύνορα του
Χριστιανισμού. Ο Ιωακείμ είναι σήμερα η εγγύηση του μοντερνισμού.
Ο Fr. Heiler, ανέτρεχε σ’αυτόν, στο οικουμενικό του όνειρο μίας
πλήρους μεταμορφώσεως του Παπικού θεσμού «Ο Ιωακείμ δέν ανέμενε
ίσως έναν αγγελικό Πάπα, ο οποίος θα εξασκούσε το έργο του ταπεινά,
συμμορφούμενος από το παράδοξο του Χριστου; Δέν διέβλεπε μία
πνευματική Εκκλησία η οποία απελευθερωμένη από όλες τις γήϊνες
φιλοδοξίες, θα άστραφτε με μεγαλύτερη λάμψη;». Η σύγχρονη Γνώση
αναφέρεται και σ’αυτόν εξάλλου: έτσι σε μία μελέτη του ο Henry
Corbin, “Η πνευματικότης του Ναού (Spiritualite du Temple)”,
εκφράζει την πεποίθησί του πώς για να εμβαθύνουμε την ουσιώδη
ιδέα μίας Ecclesia Joannis πρέπει να ενώσουμε την θεολογία των
τριών βασιλείων του Ιωακείμ ντα Φιόρε και τις αναφορές στον
Παράκλητο, ταυτισμένον με τον XII Ιμάμη, η οποία διατυπώθηκε σε
κείνη την άλλη οικογένεια της παραδόσεως τού Αβραάμ, στο Ισλάμ,
από τους στοχαστές και από τους πνευματικούς τής σιϊτικής
παραδόσεως.

Για την Χριστιανική παράδοση, η ιστορία είναι αμφίσημη. Δέν αφορά


απλώς την άρνηση τής προόδου κάθε είδους που μπορεί να
πραγματοποιηθεί στην διάρκειά της (όπως και οπισθοδρομήσεις) και από
αυτή την άποψη οι εννοιολογήσεις μας δέν μπορούν να εξισούνται με
εκείνες της αρχαιότητος, ούτε της Εθνικής, ούτε της Χριστιανικής. Αλλά
σε κάθε ιστορική κατάσταση ο άνθρωπος τίθεται εμπρός στην
εναλλακτική οδό της μοίρας του. Η ιστορία είναι ένα δράμα, του
οποίου, η αποκάλυψη του Χριστού απάλυνε μόνον τον χαρακτήρα
του. Θα παραμείνει τέτοιος μέχρι το τέλος αυτού του κόσμου ή όπως
έλεγαν τον καιρό της αρχής του Χριστιανισμού, «αυτού του Αιώνος».
Όμως με την αναγγελία μίας Εποχής του Πνεύματος, ο Ιωακείμ ντα
Φιόρε, εισήγαγε στα πνεύματα την ιδέα μίας ξαφνικής προόδου,
μοιραίας, ανεπίστροφης, που οφείλεται στο πέρασμα από μία εποχή
στην άλλη στο εσωτερικό του ίδιου του χρόνου, κάτι δηλαδή που
εξισούται τελικώς με αυτό που θα είναι, με την μοντέρνα σημασία
της λέξης, «η επανάσταση». Γι’αυτό και χαρακτήρισαν το έργο του
Ιωακείμ σαν την «θεολογική εποχή τής επαναστάσεως». Μία μέρα με
έναν απόλυτο και καθοριστικό τρόπο, η ζωή θα αλλάξει. Θα είναι η
εποχή των μοναχών. Έλεγε ο Ιωακείμ. Μία εποχή σοφή, πνευματική,

139
ειρηνική, αγαπητική, η οποία δέν θα γνωρίσει πλέον τις βαρειές δομές,
ούτε τον δυαλισμό της Εκκλησίας και του Κράτους. Μία μεγάλη Τάξη
στοχαστική θα είναι η διοικητική Τάξη αυτής της νέας κοινωνίας και θα
κυριαρχήσει όλη τη γή. Πώς να μήν βρούμε γύρω μας λοιπόν,
εκκοσμικευμένο αυτό το μεγάλο όνειρο; Η κυριαρχία αυτών που
«βλέπουν» αντικαθίσταται απλώς από την κυριαρχία αυτών που
«γνωρίζουν». Από πολύ καιρό, οι συνέπειες τής αλληλοδιαδοχής τού
Ιωακειμισμού ήταν, όπως είδαμε εκκοσμικευμένες παντού, με μορφές
αγνώριστες μερικές φορές, ή συναντιούνταν μόνον σε μερικές
περιθωριακές σέκτες, οι οποίες δέν ακουμπούσαν την ζωή της μεγάλης
Εκκλησίας. Θα μπορούσαμε να τον εκλάβουμε καθ’εαυτό, για μία νεκρή
αίρεση, φακελλωμένη, ένα απλό αντικείμενο της ιστορικής περιέργειας.
Και τώρα ξαφνικά στο δεύτερο μέρος του 20ού αιώνος, γινόμαστε
μάρτυρες της επανόδου της, στην ίδια την καρδιά της Εκκλησίας.
Μόνο που αντί για τον ίδιο τον Ιωακείμ οι οπαδοί της θυμίζουν τον
ερμηνευτή του, τον Gerardo di Borgo San Donnino, διότι δέν
αναγγέλουν το άνοιγμα, την εμφάνιση του πνεύματος σε κάποιο
μέλλον, αλλά το βλέπουν και το κηρύττουν ήδη στο παρόν, μέσα
στους ίδιους. Αυτοί οι ίδιοι είναι τα όργανά του. Τονίζουν στο έπακρο
το σχίσμα ανάμεσα στην Εκκλησία του παρελθόντος, γερασμένης
πλέον, και σε εκείνη του μέλλοντος, που ανατέλλει σήμερα κιόλας σε
κάποιο ξεχωριστό μέρος που ακτινοβολεί από νεότητα.

Παρατηρείται όμως σε όλες τις εκδοχές τής αιρέσεως, στο θεμέλιό


τους, μία ίδια γραμμική έννοια του χρόνου, που πιστεύει πώς δέν
μπορεί να συγκεντρώσει και να δεχθεί τίποτε καινούργιο παρά μόνον
μέσω τής απορρίψεως του παληού.

Δέν πρόκειται πλέον για ζωντανή παράδοση. Στην θέση μίας


προωθητικής δυνάμεως και μίας ανανεωτικής αρχής, η παράδοση
είναι πλέον μόνον ένα βάρος το οποίο πρέπει να ξεφορτωθούμε. Δέν
πρόκειται πλέον για την εμβάθυνση του ιδίου και σταθερού
μυστηρίου, το οποίο εισήλθε στην ιστορία μία φορά για πάντα, και
ενεργεί για να φωτίσει με κατάλληλο τρόπο, διαρκώς
μεταβαλλόμενες πάντοτε καταστάσεις. Δέν αναγνωρίζεται στην
παράδοση τίποτε άλλο από μία διακοπτόμενη σειρά πεποιθήσεων και
στάσεων, θεσμών και θεωριών, που βοήθησαν βεβαίως στην

140
ετοιμασία τού τελικού διαφωτισμού, αλλά τα οποία προοριζόταν
εξ’αρχής να εξαφανιστούν απέναντί του.

Χωρισμένο από τον Χριστό, το πνεύμα μπορεί να γίνει οτιδήποτε.


Μπορεί να γίνει, για παράδειγμα το ιδεώδες της μοντέρνας κριτικής, ή
επίσης της τέλειας κοινωνίας. Δέν είναι του Πατρός το πνεύμα,
περισσότερο από όσο είναι του Υιού. Η Τριάδα αποδομήθηκε. Τίποτε δέν
εμποδίζει πλέον να εορτάσουμε μία πλήρη απελευθέρωση, κυματίζοντας
σε κάθε άνεμο δογματικό!

Μέσα στο ίδιο το εσωτερικό της Εκκλησίας, στην πραγματικότητα


σχεδόν συνειδητά, παρότι αρνούμαστε να το ομολογήσουμε, μπορούν
να ανιχνευθούν με ευκολία, στους νεώτερους και λιγότερο
σημαντικούς οπαδούς, οι σχολές εκείνων που ολοκλήρωσαν εδώ και
καιρό την εκκοσμίκευσή τους!

Αυτό το σημείο εκφράστηκε πλήρως από τον πρ. André Manaranche, σε


μία σελίδα που ενώνει μία επαρκέστατη θεωρία τής παρούσης
καταστάσεως και έναν πλασματικό χαρακτήρα, με την δογματική της
ακρίβεια: «Στην ίδια την καρδιά της Εκκλησίας έγινε προσπάθεια να
διακριθούν τρείς μεγάλες εποχές: εκείνη του Πατρός, της Π.Δ. που
χαρακτηρίστηκε από το πρωτείο της Οικογένειας, εκείνη του Υιού,
δομημένης στο λειτούργημα του κλήρου και τέλος του πνεύματος, η
οποία χαρακτηρίζεται από τα χαρίσματα, ξεκινώντας από μία
ημερομηνία η οποία μετακινείται από τον καθένα, σύμφωνα με τις
απαιτήσεις τής πρωτοβουλίας του. Αυτός ο διαχωρισμός, τον οποίο
πραγματοποιούμε εμείς σήμερα όλο και περισσότερο, προτίθεται να
διαμαρτυρηθεί ενάντια σε έναν εκφυλισμό τών δομών και των
ιερουργιών, στον οποίο αντιτίθεται η πνευματική ελευθερία.

Είναι γεγονός πώς πολύ συχνά ο κλήρος παραποίησε την λειτουργία


του, επιχειρηματολογώντας πώς η επάρκεια αυτής της τελευταίας
δέν εξηρτάτο από την αγιότητα του λειτουργού. Και γι’αυτό σε
περιόδους παρακμής, προτιμήθηκε η σιωπηλή επιρροή των φίλων
τού Θεού από την θορυβώδη παρέμβαση των συγγενικών του
φορέων. Κηρύχθηκε πώς η εποχή του Γκουρού πρέπει να
αντικαταστήσει την εποχή του Ιερέως. Αλλά εάν βάλουμε μ’αυτόν
τον τρόπο να ενεργήσουμε τα θεία πρόσωπα σε “τρία όγδοα”, ένα
μετά το άλλο, καταστρέφεται τότε το τριαδικό μυστήριο. Και

141
πράγματι το πνεύμα δέν έχει άλλο χρέος από το να δοξάσει τον Υιό,
όπως ο Υιός να φανερώσει τον Πατέρα. Με άλλα λόγια, το χάρισμα
μπαίνει στην υπηρεσία της οικοδομήσεως του σώματος του Κυρίου,
χωρίς ποτέ να χαρεί και να ευχαριστηθεί για τις δικές του
εκπληκτικές ικανότητες. Διαφορετικά δέν υπάρχει εκκλησία πλέον,
ούτε και μυστήρια. Δέν μπορούμε να δεχθούμε λοιπόν τον
διαχωρισμό που τείνει να κρυσταλλωθεί σήμερα. Ο Χριστός
αφήνεται στην ιεραρχία, της οποίας είναι ο ιδρυτής, ενώ το πνεύμα
περνά στην αναρχία, ή τουλάχιστον σε μία παράλληλη διπλωματία,
εν τη απουσία ενός πατέρα, που είναι η ιδεοληψία, το βάσανο της
δυτικής συνειδήσεως».

Στην απελευθέρωση από τον Κανόνα της πίστεως που διατηρήθηκε


από τον θεσμό τής Εκκλησίας, το πνεύμα ανακηρυγμένο ο
ελευθερωτής, γίνεται κάθε πράγμα. Θα αναφερθούμε λοιπόν στην
συνέχεια σε μερικά από τα αναρίθμητα παραδείγματα που αποδεικνύουν
αυτό το γεγονός, χωρίς να περιοριστούμε σε κάποια ειδική ομολογία.
Μερικές περιπτώσεις είναι δογματικά ακίνδυνες, είναι αλήθεια, όπως το
μυθιστόρημα του Mario Pomilio, “το πέμπτο Ευαγγέλιο”. Το οποίο είναι
τελικώς το σύμβολο του απλησίαστου βάθους των Ευαγγελίων των ιδίων.
Εάν αναγνωρίσουμε την έρευνά του σαν ένα συμπέρασμα της «ιστορίας
μίας μεγάλης αιρέσεως» αυτό είναι επίσης και ο πράσινος κλάδος της
Εκκλησίας χωμένος συνεχώς και συνεχώς ξανα-ανθισμένος, η αιώνια
ουτοπία της Βασιλείας, το σύμβολο του αγώνος πρός τα μπρός που μας
έχει επιβάλλει ο Λόγος του Κυρίου. Μεταφορά της Εκκοσμικευμένης
Χριστιανικής ανησυχίας, και ακριβέστερα, των φυραμάτων, της
αναμονής, των αντιφάσεων, των αντιθέσεων, που σέρνονται μέσα από
τον Χριστιανισμό του καιρού μας. Αλλά ακόμη πιό θεμελιώδες είναι το
βιβλίο που έγραψε ο Ιησούς μέσα από κάθε άνθρωπο που δέχθηκε να τον
ακολουθήσει.

Στο ίδιο ακίνδυνο βήμα, είναι και το ποίημα του Jean-Claude Renard, “Η
ουσία τής Τρίτης εποχής”, που είναι μία μεγάλη λαχτάρα για τήν
μεταμόρφωση του κόσμου:

Και ο Θεός αναγεννάται στο ανθρώπινο σώμα.

Και ο άνθρωπος αναγεννάται στο πνεύμα του Θεού.

142
Και ο άνθρωπος είναι ο Χριστός και ο Χριστός είναι η ψυχή

Που πρέπει να διασχίσουμε για να εισέλθουμε στον Θεό...

Και το πνεύμα που ανήκει στην Τρίτη Εποχή,

Στην εποχή που μεταλλάσσει, στον τρίτο κύκλο

Κυριεύει την Γή, κυριεύει τα ύδατα...

Σε άλλες όμως περιπτώσεις αναδύεται τονισμένη, η λαχτάρα σε μία


ενυπάρχουσα μεταμόρφωση, όπως ανακοίνωνε με μία κάποια
ανυπομονησία, το 1902, ο Miguel de Unamuno (1864-1936). «Μας
γεμίζουν τα αυτιά, έλεγε, με το κοινωνικό βασίλειο του Ιησού Χριστού,
και αυτοί που το ανακοινώνουν με δυσκολία καταλαβαίνουν τί πράγμα
σημαίνει. Με δυσκολία πλέον ονειρευόμαστε το Βασίλειο του Αγίου
Πνεύματος, στο οποίο ο Χριστιανισμός αφού έγινε από την ανθρωπότητα
ουσία της ψυχής του, θα γίνη αυθόρμητο...»

Είναι πολύ συχνός εξάλλου ο δοξασμός της εποχής του πνεύματος με


καθαρή αναφορά στην παράδοση του Ιωακείμ ντα Φιόρε, και
ταυτοχρόνως των πρώτων ριζοσπαστικών Χριστιανών, για να
μπορέσουν να μας πείσουν πώς η νέα αποκάλυψη δέν μπορεί να είναι
απλώς η συνέχεια των πρώτων δύο, του Πατρός και του Υιού, και για
να μας παροτρύνουν να την υποδεχθούμε με την απόλυτη υποταγή
της πίστεως. Αυτή η νέα αποκάλυψη είναι μερικές φορές ο θάνατος
του Θεού, είναι επίσης το Ευαγγέλιο του Χριστιανικού Αθεϊσμού. Ο
Jan Weiland, αναφέρεται στην ίδια παράδοση, η οποία όμως
ολοκληρώθηκε από το πρακτικό παράδειγμα της Γαλλικής επανάστασης,
και από την θεωρητικοποίηση του Χέγκελ, για να μας πείσει με την σειρά
του πώς πρέπει τελικώς να πραγματοποιήσουμε την Έξοδο, πέραν μίας
ιερής τάξεως, δηλαδή να καταστείλουμε την σχέση Κυρίου-δούλου, όπως
συνεχίζει να την εφαρμόζει παράνομα η Εκκλησία. Μόνον έτσι θα
ολοκληρωθεί το όνειρο της αδελφότητος που έθεσε ο Ιησούς στην καρδιά
των μαθητών του.

Στην «θεολογία της Επαναστάσεως», ο Jean Comblin, επανασυνδέεται


εξίσου με τον Ιωακείμ ντα Φιόρε, και διά του οποίου κατηγορεί τους
επίσημους Θεολόγους πώς απώθησαν το δόγμα του το οποίο όμως
υιοθέτησε η 2η Βατικάνειος σύνοδος σε μεγάλο βαθμό, ιδίως στο

143
πρόγραμμά του. Γι’αυτόν ο Ιωακειμισμός συνίσταται στην
ανακάλυψη του βασικού νόμου τής ιστορίας μετά Χριστόν. Το
βασίλειο του πνεύματος σαν διαδοχή σταθμών και αλμάτων, λόγω των
οποίων η Χριστιανική κοινωνία, ψάχνοντας τον εαυτό της, προσπαθεί και
τείνει να αποκτήσει έναν τρόπο υπάρξεως που να αντιστοιχεί στην
πρόθεση του ιδρυτού της. Είναι φυσικό λοιπόν γι’αυτόν πώς αφού
υποχρεώθηκε να πολλαπλασιάσει τις παραχωρήσεις του προς την
ειδωλολατρία, για να κατορθώσει να ενσαρκωθεί στην ιστορία, ο
Χριστιανικός λαός, να προσπαθεί να ελευθερωθεί από αυτόν τον μανδύα
για να ταιριάξει ακόμη περισσότερο στην ουσία του. Το μόνο λάθος,
σύμφωνα μ’αυτόν του Ιωακείμ υπήρξε η πεποίθησίς του πώς για να
ελευθερώσει την Εκκλησία θα έφθανε ένα και μοναδικό άλμα του
πνεύματος. Σήμερα όμως ο διαλεκτικός υλισμός είναι ένα καινούργιο
άλμα. Δέν μοιάζει ίσως στο πνεύμα εάν υπολογισθεί στην πλευρά της
δυνάμεως που είναι παρούσα στην γήϊνη ιστορία; Έτσι θα
ολοκληρωνόταν σήμερα ένας ακόμη σταθμός προς την έλευση τού
πνεύματος, που είναι η μεγάλη πρωτοτυπία της Κ.Δ.

Κανείς δέν κατανοεί την αντίφαση, που θα ήθελε μία Εκκλησία


ολοκληρωτικώς πνευματική, ένα Χριστιανισμό ελεύθερο από κάθε
θεσμό και από κάθε σταθερό κανόνα, ενώ ταυτοχρόνως απαιτεί από
αυτή ένα χρέος ιστορικό και κοινωνικό.

Εντελώς διαφορετική όμως είναι η περίπτωση του προτεστάντη


Jürgen Moltmann (του γκουρού της Ακαδημίας Βόλου), του οποίου η
«Θεολογία της Ελπίδος», ξαναπαίρνει, για να τις εκχριστιανίσει, χωρίς
επιτυχία, τις εσχατολογικές έννοιες του Έρνστ Μπλόχ.

144
Ο Μόλτμαν διαπιστώνοντας πώς η απώλεια του εσχατολογικού
νοήματος επέτρεψε την αφομοίωση τών Χριστιανών στον περιβάλλοντα
κόσμο και μ’αυτόν τον τρόπο την παράδοση της πίστεως, συμπεραίνει
πώς πρέπει να ελευθερώσουμε την εσχατολογική ελπίδα από τις
μορφές σκέψης και από τους τρόπους συμπεριφοράς που ανήκουν στις
παραδοσιακές συνθέσεις της Δύσεως. [Η εσχατολογία και η διάλυση του
Οικουμενισμού, πηγάζουν από την πλήρη απώλεια του σκοπού της
Χριστιανικής ζωής, που είναι η μετάνοια και η αγιότης].

Έτσι λοιπόν, αυτός ο σύγχρονος και πρώτος ίσως γκουρού του


Χριστιανισμού, αναγκάζεται να φέρει στην επιφάνεια την «πίστη τής
Εξόδου», σύμφωνα με την οποία ο Γιαχβέ, περιεχόμενος μέσα στην
ειρήνη, και στην δικαιοσύνη που αποτελούν την δόξα του,
ενδιάθετος, είναι ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. Σε αντιπαράθεση στην «θρησκεία
των επιφανείων», στην οποία βυθίζεται ο σύγχρονος συγχωνευμένος
με τον κόσμο Χριστιανισμός. [Σωτήρες του Χριστιανισμού λοιπόν: ο
Ζηζιούλας, ο Ράμφος, ο Γιανναράς. Χωρίς την ανανέωση, λέει ο Ράμφος,
το Ευαγγέλιο και η Ορθοδοξία θα χαθούν. Ο Πατριάρχης κηρύττει ότι θα
χαθεί η κτίση με την οικολογική καταστροφή. Κανένας τους δέν
αποφασίζει πώς έχουμε πάρει όλοι μας λάθος δρόμο].

Και οι Δύο Διαθήκες λοιπόν πρέπει να παραμείνουν κυριαρχημένες


από την «κατηγορία της Υποσχέσεως». Από εδώ πηγάζει η
παρουσίαση per modum unis της «Ιουδαιο-Χριστιανικής Ελπίδος».
Από εδώ (και είναι αυτό που μας ενδιαφέρει) η τάση να δούμε τον
Ιησού μόνον σαν προφήτη και ανανεωτή τής αρχαίας υποσχέσεως και
όχι σαν την ολοκλήρωσί της. Η ακόμη καλύτερα η τάση να
μειώσουμε και να υποτιμήσουμε τον χαρακτήρα που διακρίνει την
Χριστιανική εσχατολογία από την Ιουδαϊκή ελπίδα, δηλαδή την
ανακήρυξη της Βασιλείας του Θεού ήδη παρούσης στον Ιησού.

Δέν μας εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός πώς ο Μόλτμαν δίνει μεγάλη


προσοχή στην μοντέρνα συνέχεια της παραδόσεως του Ιωακείμ. Η
σύνθεση που παρουσιάζει δείχνει πώς κατανόησε το εύρος της.

«Η φιλοσοφία της ιστορίας του Ιωακείμ ντα Φιόρε, η ιδέα του μίας
Τρίτης Βασιλείας που θα ήταν το Βασίλειο του Πνεύματος, βασανίζει,
ξεκινώντας από τον Λέσσινγκ, την θεωρία της ιστορίας του 19ου αιώνος
και την γεμίζει ενθουσιασμό. Η ιστορία είναι «Το γίγνεσθαι του Θεού»,

145
ακουγόταν από την εποχή του Johann Gottfried Herder. Μία Τρίτη εποχή
του πνεύματος –το επιστημονικό πνεύμα– πρέπει να ξεκαθαρίσει με το
φώς του τις κρίσεις τής ιστορίας και έτσι να σβύσει την αινιγματική
ιστορία μεταμορφώνοντάς την σε γνωστή ιστορία: «Έτσι στον Λέσσινγκ
και στον Κάντ, στον Κόμτε και τον Χέγκελ και τους ακολούθους
τους, η κατευθυντήριος γραμμή τού προσανατολισμού τους στον
κόσμο, δέν ήταν πιά βασικώς μεταφυσικός, αλλά ιστορικός».

Όσον αφορά τον ίδιο, οι εκλεκτικές του συγγένειες, τον οδηγούν να


προτιμήσει την μυστικο-κοινωνική παράδοση στην οποία μετά τον
Ιωακείμ ντα Φιόρε, τον Thomas Münzer και τον Oetinger, ο κύριος
εκπρόσωπος είναι ο «εσωτερικός μαρξισμός». Μ’αυτόν κυρίως,
δηλαδή με τον Μπλόχ, ο Μόλτμαν, θέλησε να ανοίξει τον διάλογο, για
να οικοδομήσει μία εσχατολογική οντολογία, η οποία θα εισήγαγε το
«καυτό ρεύμα» της ελπίδος, μέσα από την πολυπλοκότητα των θέσεων
τού Χριστιανικού δόγματος. Στην προσπάθειά του αυτή γίνεται Κύριος
της ιδέας (ή κυριαρχείται από την ιδέα;) πώς εάν ο Θεός είναι για μας ο
άγνωστος Θεός, ο Deus absconditus, αυτό δέν οφείλεται μόνον, όπως
εξηγούσε ο Κάρλ Μπάρτ, στο γεγονός πώς βρισκόμαστε ακόμη κάτω
από το καθεστώς της πίστεως, αλλά στο γεγονός πώς το «μέλλον
περιέχει μίαν οδό, μία διαδρομή, που ο Θεός δέν την έχει
ολοκληρώσει ακόμη». Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε έναν κάποιο
Φουτουρισμό του Θεού.

Οπωσδήποτε ο Μόλτμαν βλέπει κριτικά τον αθεϊσμό του Μπλόχ, για


τον οποίο το μέλλον του Χριστού και το μέλλον του Θεού δέν είναι
τίποτε άλλο από το μέλλον του κρυμμένου ανθρώπου και του
κρυμμένου κόσμου. Επειδή όμως ταυτοχρόνως είναι γοητευμένος απο

146
αυτόν, διατηρεί πολλές από τις εκφράσεις του, ιδιαιτέρως τις
διφορούμενες: απορρίπτοντας τήν αναπαράσταση της ενυπάρχουσας
(Immanenz) Τριάδος, την οποία η αρχαία Εκκλησία σχηματοποιούσε
σαν κλειστό στον εαυτό του κύκλο, αρχίζει να την σκέπτεται σαν
ιστορία εσχατολογικά ανοικτή, και προσπαθεί να ανακαλύψει τις
μεταμορφώσεις του Θεού στις απελευθερώσεις του ανθρώπου. Ας
θυμηθούμε ιδιαιτέρως, όσον αφορά τον Ιωακειμισμό του, τον φόβο που
εξέφρασε ο Geyer, πώς μειώνει τον συστατικό χαρακτήρα της ιστορίας
του Ιησού Χριστού σε μία απλή λεπτομέρεια της βιβλικής ιστορίας της
αποκαλύψεως. Όπως επίσης και την παρατήρηση στην οποία ο Fries
συνθέτει τις κριτικές του: Δέν θα ήταν δυνατόν να συλλαβίσουμε και
να συνδέσουμε το πιστεύω και τα περιεχόμενά του μόνον στο μέλλον.

Ο Μόλτμαν διέθετε έναν πρόδρομο, στον Ολλανδό Oepke Noordmans


για τον οποίο το πνεύμα, σε αντίθεση μέ τον Χριστοκεντρισμό του
Μπάρτ και στην παραδοσιακή σύλληψη του Newman, εμφανίζετο σαν ο
ελεύθερος ερμηνευτής του Χριστού, αυτός που μεταφράζει τον
Χριστό κατά μήκος της ιστορίας, σε μορφές ολοένα και πιό νέες,
δημιουργημένες από πρίν, για να σπάσουν στην συνέχεια, και όλο
αυτό όχι στα ίχνη του Πέτρου ο οποίος στρέφεται πρός αυτό που
βρίσκεται πίσω του, αλλά του Παύλου, του Αποστόλου του
Πνεύματος.

Σχόλιο: [Μόλτμαν - O ΓΚΟΥΡΟΥ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΒΟΛΟY: Ὁ


ἐρχόμενος Θεός. (Tών Εβραίων;;)].

147
Ο Ιωακειμισμός σήμερα

Ακόμη πιό κοντά μας ανθίζει μία ολόκληρη σοδειά αποστόλων του
πνεύματος, στον ήλιο της Εκκλησίας, μίας Εκκλησίας στην δύση της, η
οποία πρέπει να αφήσει την θέση της σε κείνη του αύριο, του μέλλοντος,
στην έσχατη. Μία πρώτη αρχή είναι του 1965, την εποχή της
τελευταίας συνόδου, χωρίς άλλη σχέση μ’αυτή εκτός από αυτή της
αντιφάσεως. Εμφανίζεται μία συλλογική έκδοση, με προκλητικό τίτλο,
που δείχνει το πρόγραμμά της, Εκσυγχρονισμός ή μετάλλαξη; Η πρώτη
λέξη δείχνει το έργο που ξεκίνησε η σύνοδος. Στα μάτια των
συγγραφέων αυτό το έργο δέν έχει κανένα ενδιαφέρον. Αυτό που
απαιτείται είναι μία μετάλλαξη δηλαδή μία επανάσταση, άλλο τόσο
ριζική όσο εκείνη που μεταμόρφωσε μία αίρεση τής Γαλιλαίας σε μία
Εκκλησία στην οποία δέν διακρινόταν πλέον ο Ιουδαίος από τον Έλληνα.
Εάν υιοθετήσει την γλώσσα και τις ελπίδες τού κόσμου, θα
προσλάβει και όλα τα προβλήματα και θα γεννήσει την Οικουμενική
Εκκλησία.

Μ’αυτή την ορμή, αρχίζει η έρευνα για την ανακάλυψη ενός νέου
Χριστιανισμού, κυριαρχεί η βιασύνη για την αναγκαία γέννηση μίας νέας
Εκκλησίας, στην οποία η αγάπη πρέπει να λάβει την θέση του νόμου.
Υφαρπάζεται η ανάσταση του Ιησού από την Ελληνική σινδόνα και
τοποθετείται σε κείνο το ρεύμα ζωής που είναι η Ιουδαϊκή Θεολογία της
υποσχέσεως, της διαθήκης. Και θεμελιώνεται η θρησκεία του Θεού
που έρχεται. [Remembering the future].

Απελευθερωμένος από ένα σπάσιμο που μπορεί να ανοίξει στην


επινόηση, ο Χριστιανισμός του αύριο δέν θα είναι ούτε αέρας, ούτε
καπνός, αλλά ζωή των ανθρώπων με τους ανθρώπους, μία νέα
Εκκλησία που θα μας δοθεί, γεννημένη από το Πνεύμα. Αυτή η

148
νεογέννητη δέν θα’χει πιά τους χαρακτήρες της Εκκλησίας που
γνωρίζουμε... η Εκκλησία έχει ανάγκη από την μία στιγμή στην άλλη
μία μεγάλης μεταλλάξεως... Το πνεύμα ζητά από τους Χριστιανούς
τού σήμερα να επιτρέψουν να ζήσει η ασυνείδητή τους πίστη για να
μιλήσει εκ νέου και να πεί νέα πράγματα... κ.τ.λ.

Υπάρχουν όμως και παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Έτσι αμέσως μετά τα
παράπονά του πώς οι μορφές της πίστεως παρουσιάστηκαν κάτω απο μία
σταθερή και αμετάβλητη μορφή, μας προσκαλεί να εξορκίσουμε τον
φόβο μας πώς θα διαλυθεί διαφορετικά, το πιστεύω μας. Διότι στην
πραγματικότητα, χάρη στις προόδους της επιστήμης, τα Χριστιανικά
δόγματα θα μάθουν να ανακαλύπτουν και να μορφοποιήσουν σε ένα
καινούργιο μοντέλλο, σε ένα καινούργιο πλαίσιο, το περιεχόμενό τους.
Πρέπει όμως κατ’αρχάς να ελευθερώσουμε το πιστεύω και να
επιτρέψουμε στην πίστη, για να συγκεντρώσει όλες τις κουλτούρες,
δηλαδή τίς θρησκείες, να λάβει την μορφή μίας κένωσης. [Το κενό, το
νιρβάνα του Βουδισμού. Μία έννοια που επιβλήθηκε από τον
Φλωρόφσκι. Μία εκκλησιαστική κένωση ανάλογη μέ τού Χριστού τήν
κένωση].

Υπάρχει επίσης και το ερώτημα: Γιατί η Θεολογία, παρότι επιθυμεί


να εισέλθει όλο και βαθύτερα στα συγκεκριμένα προβλήματα της
εποχής μας, σταματά στην μέση του δρόμου; [Βασική αρχή της
Θεολογίας του Ζηζιούλα]. Συμπεριφέρεται σαν η αναφορά στο πνεύμα
το Άγιο να έρχεται και να προστίθεται ξαφνικά, στην διατομή μίας
ζωντανής ώς επί το πλείστον παραδόσεως, με έναν εκσυγχρονισμό, μία
προσαρμογή στην εξέλιξη, η οποία την ανανεώνει και την εκσυγχρονίζει.
Επανασυνδέουν λοιπόν, αυτοί οι εξελιγμένοι Χριστιανοί, με κλασσικό
τρόπον τινά τρόπο, την στάση τους, τον τρόπο τους, με την
Εκκλησιαστική εμπειρία. Έτσι ακριβώς και οι Χαρισματικοί Χριστιανοί
παραμένουν στην παραδοσιακή και εξελιγμένη γραμμή, ισχυριζόμενοι

149
πώς η ανανέωση δέν μπορεί να σημαίνει διαίρεση με την κοινότητα ή με
την παράδοση. Η πνευματολογία τους είναι λανθασμένη.

Έτσι αρχίζει να συνειδητοποιείται η ανάγκη ενός πιό ανανεωτικού


στοιχείου. Ακριβώς του χρέους πλέον του πνεύματος, έξω από την
Εκκλησία. Πολλοί είναι ήδη κουρασμένοι απο μία τεχνητή ζωή,
χωρίς εσωτερικότητα και γι’αυτό επιθυμούν, κρίνοντας την
Εκκλησία, να ξαναδώσουν μία θέση στον Θεό. Σε έναν Θεό όμως που
πρέπει να ξαναγεννηθεί με διαφορετικό τρόπο, σαν μία επιδρομή βίαιη
που φτάνει να διαλύσει τις συνήθειες μας και να μας αφυπνίσει απο τα
δογματικά μας όνειρα. Οι πολιτικοποιημένοι Χριστιανοί, οι θεολόγοι τής
απελευθερώσεως είναι ακόμη πολύ ντροπαλοί και διστακτικοί.
Συνεχίζουν να επιμένουν στην σκηνή-κλειδί της ΕΞΟΔΟΥ ή στην μορφή
του απελευθερωτού Χριστού, αλλά δέν κάνουν κανένα βήμα μπροστά
πρός το πνεύμα. Και όμως πρέπει να το πούμε: Για πολλούς σήμερα, εάν
ο Θεός υπάρχει, μπορεί να είναι μόνον πνεύμα.

[Γίνεται δραματικά φανερό πλέον πόσο απουσιάζει από την Εκκλησία,


λόγω των αιρέσεων και των σχισμάτων, ακόμη και από την
Ορθοδοξία, η οδός των Αγίων].

Από τον Maurice Bellet, έχουμε πιό συγκεκριμένες διευκρινήσεις για την
ανανέωση.

Μπορεί να πραγματοποιηθεί, μέσα στην ίδια την Εκκλησία, ένα είδος


γλιστρήματος, έτσι ώστε η ουσία της πίστεως να εξαφανιστεί πρός
όφελος μίας προσπάθειας, επιτέλους στο ύψος τού ανθρώπου, όπου
ολόκληρη η αλήθεια θα είναι με το μέρος της αναλύσεως. Θα
επρόκειτο τότε, όχι πλέον για μία αντίθεση στην πίστη, αλλά για ένα
πέρασμα σ’αυτό που θα την αντικαθιστούσε. Δέν είμαστε άραγε
μπροστά στην στιγμή στην οποία όλη η μορφή της δομής της
Εκκλησίας, πρέπει να δώσει την θέση της σε κάτι νέο; Η
ψυχανάλυση δέν θα ήταν τότε παρά μία από τις πλευρές (ίσως η πιό
σκληρή) με τις οποίες ανακοινώνεται ο θάνατος ενός συστήματος;
Ένα ολόκληρο νοητικό σύμπαν στο οποίο η πίστη μπόρεσε να θέσει
τον εαυτό της, χωρίς να αποφύγει εντελώς τις αντιφάσεις, βρίσκεται
προ της αβύσσου.

150
Και ο Marcel Legant μιλά επίσης ευχαρίστως για «μετάλλαξη».
Προβλέπει μία μετάλλαξη τέτοια της Εκκλησίας που θα φέρει ιλίγγους.
Μία μεταμόρφωση τέτοιας εκτάσεως, απολύτως αδιανόητης, από την
οποία ελπίζει πώς θα προκύψει μία νέα Εκκλησία. Αλλά επαναλαμβάνει
επίσης και το αντίθετο, σαν να απολογείται: μία τέτοια μετάλλαξη δέν
είναι μία αποδόμηση, ένα γκρέμισμα που θα οδηγούσε την Εκκλησία
στην εξαφάνιση. Βλέπει δηλαδή μία πνευματική ανανέωση, με
απρόβλεπτες συνέπειες, αλλά στον δρόμο πάντοτε μίας μεγαλύτερης
προσήλωσης στον νόμο των πρώτων μαθητών τού Χριστού. Η σκέψη του
η οποία εκφράζεται σε στενή εξάρτηση με ορισμένα σχήματα του
Μπερξόν, ελέγχεται οπωσδήποτε. Αλλά η εμπειρία την οποία προσπαθεί
να μεταφράσει είναι βαθεια. Και παρ’όλα αυτά, επηρεασμένος απο το
πνεύμα της εποχής μας, έχει τόσες αναλογίες, ιδίως γλωσσικές με τους
Ιωακειμίτες της εποχής του.

[Σάν να λέμε ότι οι άνθρωποι τα δίνουν όλα πλέον για να αποκτήσουν


την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος. Δέν αντέχουν πλέον τους Θεσμούς
και τις Ιεραρχίες με τις οποίες ταυτίστηκε η Εκκλησία. Και όμως δέν
τα καταφέρνουν. Ακόμη και όταν απελευθερώνονται. Τους λείπει η
οδός των Αγίων της Ορθοδοξίας.]

[Σήμερα η Ορθοδοξία θα μπορούσε να σταθεί στο ιστορικό της ύψος, αλλά


δυστυχώς δέν υφίσταται πλέον, διαλυμένη απο τα χτυπήματα των
οργανώσεων. Οι οποίες έθαψαν ακριβώς την οδό των Αγίων, κάτω απο τα
προτεσταντικά σκουπίδια της sola scriptura. Σήμερα οι Ορθόδοξοι
μελετούν την πίστη. Κάνουν κάτι απίστευτο: Μελετούν τα αμελέτητα].

Την ίδια εποχή με τον Legant, ο Michel de Certeau μάς προσφέρει, ένα
μοντέλο νεο-Ιωακειμισμού. Ένα ονειρεμένο μοντέλο, θα μπορούσαμε
να πούμε, τέλειο, καθότι ο συγγραφέας μάς λέει ακριβώς πώς
πρόκειται για μία σύγχρονη ενέργεια, διά μιάς θεμελιώδους
μεταστροφής, η οποία δέν μπορεί να περιοριστεί μόνον σ’έναν τομέα
της κουλτούρας (του τρόπου ζωής), πώς πρόκειται για μία κίνηση
που συμμορφούται με εκείνη που αρθρώνει όλη την Χριστιανική
πίστη: Την μεταστροφή από την Π.Δ. στην Κ.Δ. Και προκειμένου να
μήν υπάρξει καμμία ασάφεια στο εύρος αυτής της κινήσεως,
παραπέμπει στην παραδοσιακή εξήγηση της «ενότητος της Π.Δ. και

151
της Κ.Δ.» σαν το παράδειγμα που πρέπει να πραγματοποιηθεί
σήμερα.

Δέν είναι ακριβώς αυτό που προφήτευε και εξηγούσε ο Ιωακείμ ντα
Φιόρε; Το άνοιγμα στην εποχή του πνεύματος δέν έπρεπε να είναι στην
σκέψη του ένα γεγονός ανάλογο μ’αυτό που υπήρξε το άνοιγμα στην
εποχή του Υιού, στους χρόνους του Ιησού Χριστού και της αναγνώρισής
Του εκ μέρους της πρώτης γενιάς των Χριστιανών; Το πέρασμα από την
μία πύλη στην άλλη, όπως το φανταζόταν ο Ιωακείμ, δέν θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί, όπως προτείνει ο Michel de Certeau, με τον τίτλο
«θεμελιώδης παραβίαση»;

[Νομίζουμε πώς είναι πλέον αρκετά φανερή η αιτιώδης αρχή της


αναπόφευκτης αιρέσεως. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ εφαρμοσμένο στην
ΙΣΤΟΡΙΑ. Είναι η ιστορική Εκκλησία. Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται
και εκ του Υιού. Επομένως ενσαρκώνεται καί αυτό στην ιστορία, η
οποία βαδίζει πρός τα έσχατα].

Φανερώνεται λοιπόν μία υπέρβαση, μία απόσταση, μία προοδευτική


απομάκρυνση, που ξεκίνησε απ’αρχής, από το γεγονός «Ιησούς
Χριστός». Αυτό το γεγονός παρομοιάζεται με το «γεγονός Φρόϋντ»,
διότι διαφεύγει όπως κι’αυτό σε κάθε αντικειμενικό ορισμό, για να
κρυφτεί και να χαθεί σε μία πολλαπλότητα αναγνώσεων. Αυτό το
γεγονός επιτρέπει μία σειρά απο ερμηνείες ή έρευνες εμπειριών και
ενεργειών, στις οποίες αλλοτριωνόμαστε (Το νόημα τού επιτρέπει,
σημαίνει στην πραγματικότητα «πεθαίνει», ελάχιστες φορές σημαίνει
υποκινεί). Βεβαίως με οποιονδήποτε τρόπο και αν ειδωθεί, ο
Χριστιανισμός περιέχει μία σχέση με το γεγονός που τον ξεκίνησε,
αλλά σ’αυτό το ξεκίνημα αυτό το γεγονός ξεδιπλώνει μ’έναν τρόπο
που το εξαφανίζει στις διαφορές που καθιστά δυνατές. Χάνεται μέσα
σ’αυτό που εξουσιοδοτεί να γίνει. Τελικώς πάντοτε η σχέση με την
καταγωγή είναι μία πρόοδος απουσίας!

Γιατί να μιλήσουμε όμως σήμερα για μία «θεμελιώδη παραβίαση»


και με ποιά έννοια μία τέτοια παραβίαση αποτελεί ένα θεμέλιο; Η
απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι απλή: λόγω της πολιτισμικής
επαναστάσεως που βρίσκεται σε εξέλιξη, η πρόοδος της απουσίας
επιτυγχάνεται, κατακρημνίζεται, φτάνει στο αναπόφευκτο τέλος της.
Ακολουθεί μία αναθεώρηση που κομματιάζει τα πάντα και καταλήγει

152
στην καταστροφή κάθε θρησκευτικού περιεχομένου. Όσο για την
δεύτερη ερώτηση, ομολογούμε πώς δέν κατορθώνουμε να βρούμε
απάντηση. Υπάρχει μόνον ένα ίχνος απαντήσεως σ’ένα μικρό άρθρο,
όπου λέγεται πώς διενεργείται μία απολύμανση του Χριστιανισμού,
παρόλες τις στιγμιαίες λυρικές αντιστάσεις, τις προφητικές και
δογματίζουσες, όπου υπενθυμίζεται η ριζική κριτική των θεσμών της
Εκκλησίας, όχι μόνον στην διαστροφή τους ή στον αρχαϊσμό τους,
αλλά στην αρχή τους: «Προφήτες, μάρτυρες ναι. Μία Εκκλησία όχι».

Όπως επίσης είναι πολύ πιθανόν η θεμελίωση να περιέχεται εν


δυνάμει σ’αυτή την ίδια την εργασία, η οποία τελειώνει με μία
ταπεινολογία διπλής όμως σημασίας «Το έργο μου μπορεί να
επιτρέψει άλλες εργασίες που θα το διαγράψουν και έτσι θα
φανερώσουν την δια-λογική του σημασία».

Τελειώνοντας αυτή την έρευνα, η οποία ανανεώνεται συνεχώς, χωρίς να


προστίθεται κάτι καινούργιο σ’αυτά που ήδη φανερώθηκαν, θα
παρουσιάσουμε μία σελίδα του Claude Bruaire, όπου εκφράζεται η
σχέση, πάντοτε ίδια και πάντοτε καινούργια, του Χριστού αναφορικά με
το πνεύμα, της Εκκλησίας με το πνεύμα!

«Η ίδια ενοποιός δύναμις του πνεύματος που διατηρεί ο Υιός στην


Πατρική καταγωγή, που διατηρεί ο Χριστός στους κόλπους του
Πατρός, δένει τις συνεχείς μαρτυρίες των ανθρώπων στον ζωντανό
Λόγο στον οποίο η θεότης του Θεού εκφράζεται με απόλυτο τρόπο,
χαρίζεται με άπειρο τρόπο....

Είναι αδύνατον να συγκεντρώσουμε στην πίστη και στην Ελπίδα, την


έλευση του Θεού στην ιστορία μας, χωρίς να θυμηθούμε, με
αδιαχώριστη μνήμη, πώς το ατελεύτητο άπειρο μάς δόθηκε... όπως
πάντα με την εμμονή μας να αντικαθιστούμε το δώρο του Θεού με τα
πάθη της ειδωλολατρίας, καί διαχωρίζουμε, χωρίζουμε, όπου η
καθαρή ενότης της Θείας πράξεως πρέπει να ξανασυνδέσει κάθε
μέρος. Μερικές φορές ενθυμούμεθα πώς ο Θεός μας δόθηκε στην
διάρκεια της έλευσής του, αλλά σκεπτόμαστε πώς η δωρεά, το
μήνυμα και η ζωή του Χριστού εξαντλήθηκαν. Και έτσι δέν θα
πρέπει να υπάρχει πλέον μέλλον, ανανέωση, ζωή, σε μία Εκκλησία
στερεοποιημένη, σκληρωτική, μειωμένη στο νεκρό παρελθόν μίας
εποχής, σ’εκείνη που αρέσει στα συναισθήματά μας να θυμόμαστε.

153
Μερικές φορές αντιθέτως, ξεχνούμε πώς ο Θεός προσφέρθηκε
προσωπικά, με απόλυτο τρόπο, για να πιστέψουμε πώς τα πάντα
πρέπει να επινοηθούν, πώς η Εκκλησία δέν έχει κληρονόμους.

Εκκλησία του παρελθόντος, Εκκλησία του Πατρός, χωρίς


πνευματική έμπνευση, Εκκλησία κολλημένη, νεκρή, των
ολοκληρωτικών, των περασμένων. Εκκλησία του μέλλοντος, χωρίς
την υποδοχή της δωρεάς του Θεού, λόγω αντιπαραθέσεως με τον
Θεσμό. Και η μία και η άλλη είναι η λήθη του ατελεύτητου
δεδομένου του απείρου του Θεού. Και καθεμιά από αυτές τις
αφαιρέσεις που σταυρώνουν την Εκκλησία, κινδυνεύει να
κυριαρχήσει κάθε φορά κάθε Χριστιανό, για να διαλύσει την
σημασία και την ζωντανή πραγματικότητα της πίστεως. Η αναγκαία
και αδιάκοπη μεταστροφή στον Θεό του Ευαγγελίου είναι
αναμφίβολα η Θέληση που υψώνεται μπρός μας, να ξαναβρούμε
χωρίς καμμία ανάπαυλα στην Εκκλησία, την αμέριστη αλήθεια της
δωρεάς του Θεού».

ΤΕΛΟΣ
[Σ’αυτό το κείμενο υπάρχει η ιστορία και η ουσία της αιρέσεως της
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, που διέλυσε την
Ορθοδοξία, μέσω των Ρώσων Θεολόγων και μέσω του
κληρικαλισμού. Διότι ο Ορθόδοξος κληρικαλισμός, ας το
καταλάβουμε, διδάσκει πώς ο Κύριος έφυγε στους Ουρανούς με την
ανάληψη Του και μας άφησε μόνον τον Παράκλητο. Παρά τις
επανειλημμένες αναφορές του Ευαγγελίου περί του αντιθέτου, όπως
στο τέλος του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου π.χ. όπου δηλώνει πώς θα
μείνει μαζί μας μέχρις εσχάτων και στην Αρχιερατική προσευχή την
λεγόμενη, όπου καθησυχάζει τους μαθητές του, λέγοντας τους πως
«θα έρθω να σας πάρω»].

Αμέθυστος

154

You might also like