Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 41

Ιστορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού - Το ταξίδι προς τον

«θησαυρό» του Κεραυνού


Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2012

Στα παραμύθια τους οι άνθρωποι συνηθίζουν, όταν αυτά αναφέρονται στο ουράνιο
τόξο, να μιλούν για τον θησαυρό που υπάρχει στην άκρη του. Καμιά φορά, όταν το
σκέφτομαι, μου φαίνεται περίεργο πώς δεν υπάρχουν αντίστοιχα παραμύθια για τους
κεραυνούς. Ίσως υπεύθυνο γι΄ αυτό να είναι το γεγονός πως αντίθετα με την ήρεμη
αρμονία του ουράνιου τόξου, ο κεραυνός έχει να επιδείξει μια τεράστια, καταστροφική
ισχύ, που έχει ενίοτε κατατρομάξει τους ανθρώπους, τόσο ώστε να τον χαρακτηρίσουν
ως την «κατάρα των Θεών».

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως το ταξίδι της αποκάλυψης του «θησαυρού του
Κεραυνού», της γενεσιουργού του δηλαδή αιτίας, υπήρξε μακροχρόνιο κι επίπονο και
παράλληλα καθοριστικό για τον ανθρώπινο πολιτισμό, έτσι όπως τον γνωρίζουμε και τον
ζούμε στις μέρες μας. Και βέβαια δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός πως η έναρξη της
ανάπτυξης αυτού του κλάδου της φυσικής επιστήμης, συμπίπτει χρονικά με την
επιστημονική επανάσταση και τον διαφωτισμό και εξελίσσεται στη συνέχεια με
επιταχυνόμενο ρυθμό, συνδεδεμένη άρρηκτα με την βιομηχανική επανάσταση και αυτήν
της υψηλής τεχνολογίας του 20ού αιώνα.

Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε κάθε άλλη που αφορά στην επιστήμη, τίποτε
δεν χαρίστηκε. Αμέτρητοι άνθρωποι χρειάστηκε να εργαστούν σκληρά για να
ανακαλύψουν τους νόμους της φύσης που αφορούν στα ηλεκτρικά φαινόμενα, και ακόμη
περισσότεροι για να καταφέρουν να μετατρέψουν αυτήν την τεχνογνωσία σε πράξη.
Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί, έψαχνα στο πίσω μέρος της τηλεόρασης, για να ανακαλύψω
την «μυστική πόρτα» από την οποία οι εικόνες έμπαιναν σε αυτό το μαγικό κουτί. Δεν
ξέρω αν κάτι τέτοιο ήταν κοινό στα παιδιά της ηλικίας μου, όμως κατανάλωσα αρκετό
χρόνο να προσπαθώ να ξεδιαλύνω το μυστήριο. Ώσπου έμαθα, ότι για την «μαγεία»
αυτή, ήταν εν μέρει υπεύθυνο ένα μικροσκοπικό σωματίδιο, που δεν μπορούσα να δω,
και που η ετυμολογία του ονόματός του χάνεται στα βάθη των αιώνων: το ηλεκτρόνιο.

Με αρωγό μου λοιπόν, ένα βιβλίο Ιστορίας της Φυσικής και κάποιες πηγές από το
διαδίκτυο, αποφάσισα να γράψω λίγα πράγματα για τον «θησαυρό του Κεραυνού».
Ίσως σε μερικά σημεία, η ιστορία να μοιάσει λίγο με παραμύθι. Δεν ξέρω αν θα είναι τόσο
ευχάριστο, θαρρώ όμως πως αξίζει τον κόπο να δούμε πόσο δυσκολεύτηκαν οι
άνθρωποι να κατακτήσουν κάποιες έννοιες, που τώρα διδάσκονται στο Γυμνάσιο. Ίσως
μάλιστα, κάποιοι από μας συνειδητοποιήσουν, ότι τα i-phone που καθημερινά
χρησιμοποιούν, αποτελούν προϊόν δουλειάς, τόσο σκληρής, που είναι δύσκολο να την
φανταστεί κάποιος.

Από την αρχαιότητα ήδη, ήταν γνωστή η ιδιότητα κάποιων σωμάτων, όταν τρίβονται με
ύφασμα να έλκουν μικρά κομματάκια χαρτιού ή μικρά άχυρα. Ο Θαλής ο Μιλήσιος (περ.
630/635 π.Χ. - 543 π.Χ.) καταγράφει ότι το ήλεκτρον, το γνωστό σε μας κεχριμπάρι
(δηλαδή το απολιθωμένο ρετσίνι των πεύκων), έχει την ιδιότητα αυτή. Ωστόσο, κανείς δεν
ενδιαφέρθηκε για το φαινόμενο αυτό στις δύο χιλιετίες που ακολούθησαν, κι έτσι, πέρα
από κάποιες αποσπασματικές έρευνες, λίγα πράγματα έγιναν ως τα τέλη του 16ου
αιώνα. Τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά φαινόμενα, ήταν πάντα καλυμμένα με το πέπλο της
δεισιδαιμονίας και του θεϊκού στοιχείου. Την προσπάθεια ερμηνείας αυτών των
φαινομένων κυριαρχούσαν φανταστικές δοξασίες που άγγιζαν τα όρια της μαγείας.

Το νερό άρχισε να κυλάει στο αυλάκι, όταν ένας άγγλος


φυσικός, ο Ουίλιαμ Γκίλμπερτ (William Gilbert 1540-1603), γόνος ευκατάστατης
οικογένειας με κλασική παιδεία, αποφάσισε να στραφεί προς την μελέτη των ηλεκτρικών
και μαγνητικών φαινομένων. Ο Γκίλμπερτ σπούδασε Ιατρική και Μαθηματικά
στο Κέιμπριτζ και αφού άσκησε για κάποια χρόνια την ιατρική, διορίστηκε εν τέλει
φυσικός, στο Πανεπιστήμιο Queen Elizabeth I. Η βασίλισσα του άφησε ειδικό
κληροδότημα για τις μελέτες του.
Με τις πειραματικές έρευνες του Γκίλμπερτ, ουσιαστικά αρχίζει η σύγχρονη μελέτη του
ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού, η οποία κυλάει παράλληλα, καθώς τα φαινόμενα αυτά
είναι ουσιαστικά αλληλένδετα. Το έργο του συνοψίζεται στην πραγματεία του De
magnete, την οποία δημοσίευσε το 1600. Ο Γκίλμπερτ απέδειξε ότι πολλά ήταν τα
σώματα που μπορούσαν να ηλεκτριστούν με τριβή (π.χ. θειάφι, γυαλί, εβονίτης, ξύλο
κ.λπ.), και ανακαλώντας την εμπειρία του Θαλή και την ελληνική λέξη «ήλεκτρον»,
εισήγαγε το επίθετο «ηλεκτρικά», για να περιγράψει τα φαινόμενα αυτά. Σημαντική είναι η
προσπάθεια του Γκίλμπερτ να διακρίνει τα ηλεκτρικά από τα μαγνητικά φαινόμενα,
δείχνοντας, για παράδειγμα, ότι ο μαγνητίτης δεν απαιτεί ερέθισμα για να παρουσιάσει
μαγνητικές ιδιότητες, ενώ το γυαλί και το κεχριμπάρι χρειάζεται να τριφτούν.

Η απόπειρα του Γκίλμπερτ να ερμηνεύσει τα ηλεκτρικά φαινόμενα δεν απέβη ιδιαίτερα


καρποφόρα και περιορίστηκε στην εισαγωγή αναθυμιάσεων και εκπομπών από τα
ηλεκτρισμένα σώματα. Για περισσότερα από 200 χρόνια, οι ερευνητές που ασχολήθηκαν
με τα ηλεκτρικά φαινόμενα, επινόησαν αναθυμιάσεις, εκροές, ρευστά, απέχοντας ωστόσο
μακράν της ουσιαστικής κατανόησης της φύσης του ηλεκτρισμού. Ο ίδιος ο Νεύτων, 50
χρόνια μετά τον θάνατο του Γκίλμπερτ, παρόλο που γνώριζε την σημαντικότητα των
ηλεκτρικών και μαγνητικών φαινομένων, ομολογεί την άγνοιά του για αυτά, τόσο στο
μνημειώδες έργο του Principia Mathematica, όσο και στο βιβλίο του Opticks.

Παρόλο που οι περισσότερες ιστορικές αναφορές στην εξέλιξη του ηλεκτρισμού


ξεκινούν από τον Φραγκλίνο, η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν πολλοί ερευνητές πριν από
αυτόν, που μελέτησαν με προσοχή τα φαινόμενα που συνδέονταν με τον ηλεκτρισμό και
τον μαγνητισμό, καταφέροντας να ξεπεράσουν της δυσκολίες, που σύμφωνα με τον Τζ.
Τζ. Τόμσον, έμοιαζαν συχνά ανυπέρβλητες. Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα απ’ την
αρχή.

Ιστορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού - 17ος αιώνας: Το


πέρασμα από την δοξασία στην πειραματική έρευνα
Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2012

Καρτέσιος
Τον 17ο και 18ο αιώνα ο Ηλεκτρισμός και ο Μαγνητισμός εξελίχθηκαν με την
συλλογική δουλειά πάρα πολλών εξεχόντων επιστημόνων. Στις αρχές του 17ου αιώνα,
διαπιστώθηκε η έλξη ανάμεσα σε γυαλί και ήλεκτρο που έχουν προηγουμένως τριβεί.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, το έτος 1629, διαπιστώθηκε και η άπωση.

Robert Boyle

Ερευνητές που ασχολήθηκαν με τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα ήταν μοναχοί


Ιησουίτες, μέλη της Accademia del Cimento, ο Rene Descartes (Καρτέσιος, 1596 -
1650), ο Robert Boyle (1627 - 1691) κ.ά.

Ο Καρτέσιος είχε διατυπώσει μια γενικότερη θεωρία περί «Αιθερικών Στροβίλων»,


στους οποίους προσπάθησε να συμπεριλάβει και την ηλεκτροστατική έλξη.

Ο Boyle, πατέρας της Χημείας και ένας εκ των ιδρυτών της Βασιλικής Εταιρείας του
Λονδίνου, ερεύνησε τα γνωστά στην εποχή του ηλεκτρικά φαινόμενα στο κενό,
οδηγήθηκε όμως σε αντιφάσεις. Η σημαντικότερη συνεισφορά του ήταν η θέση που
διετύπωσε το 1675, ότι οι ηλεκτρικές αλληλεπιδράσεις δρουν στο κενό. Το σύνολο της
εργασίας του σε σχέση με τα ηλεκτρικά φαινόμενα, καταγράφεται στο έργο
του Experiments on the Origin of Electricity.

Το πρώτο μεγάλο βήμα προόδου έγινε από τον ίδιο άνθρωπο που εκστασίασε το
κοινό του Μαγδεμβούργου, παρουσιάζοντας 16 άλογα που αδυνατούσαν να χωρίσουν
δύο κενά ημισφαίρια, τον Otto von Guericke (1602-1686). Ο άνδρας αυτός, γόνος
ονομαστής οικογενείας, διατέλεσε δήμαρχος του Μαγδεμβούργου και φαίνεται πως ήταν
εξέχων διπλωμάτης.

Μετά το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου που υπήρξε ιδιαίτερα επιζήμιος για την
πατρίδα του την Γερμανία, ο von Guericke αφοσιώθηκε στην μελέτη της φύσης του
Κενού. Για τον σκοπό αυτό κατασκεύασε την πρώτη αντλία κενού και εκτέλεσε πολλά
θεαματικά πειράματα, ένα εκ των οποίων και το παραπάνω αναφερόμενο, διάσημο
πείραμα του Μαγδεμβούργου.
Ηλεκτροστατική Μηχανή
Otto von Guericke

Ο στόχος του ήταν η μελέτη φαινομένων στο κενό, όπως αυτά εκδηλώνονται στο
ενδοπλανητικό διάστημα. Υπέθεσε διάφορες «δράσεις» από απόσταση, όπως η
Βαρύτητα και η «ωθητική δύναμη» (Αδράνεια) καθώς και δράσεις που προκαλούν φως,
ήχο και θερμότητα. Για την επίδειξή τους, κατασκεύασε μια σφαίρα από θείο,
αναμειγμένο με διάφορα ορυκτά, τα οποία ήταν δυνατόν να ηλεκτρισθούν με τριβή. Η
μηχανή αυτή, ουσιαστικά αποτέλεσε την πρώτη Ηλεκτροστατική Μηχανή.

Ένα από τα σημαντικότερα Ηλεκτρικά Φαινόμενα τα οποία απασχόλησαν τους


ερευνητές προς τα τέλη του 17ου αιώνα, ήταν η ασθενική λάμψη που παράγεται στον
κενό χώρο ενός βαρομέτρου, γνωστή ως βαρομετρικό φως. Αυτή η λάμψη παρουσιάζεται
στον σωλήνα του βαρομέτρου, πάνω από τον υδράργυρο, όταν το όργανο
αναταράσσεται. Ο Francis Hauksbee (1666 - 1713), με προσεκτική μελέτη του
φαινομένου, διαπίστωσε ότι η λάμψη σχετίζεται με την τριβή του υδραργύρου στην ύαλο.
Τελικά, συμπέρανε ότι αρκεί να τρίψει κάποιος μια γυάλα με κενό, ώστε να παραχθούν
αναλαμπές. Όμως, εξήγηση δεν δόθηκε την εποχή εκείνη, καθώς η εισαγωγή από τον
Hauksbee των «ηλεκτρικών αναθυμιάσεων» δεν ευδοκίμησε. Ο Hauksbee μολαταύτα, με
την βοήθεια των διατάξεων που είχε επινοήσει, δημιούργησε μια Ηλεκτρική Γεννήτρια
τριβής, η οποία παρείχε τάσεις, μικρής σχετικά ισχύος.

στορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού - Πρώτο μισό 18ου


αιώνα: Από τα κοσμικά σαλόνια στον Βενιαμίν Φραγκλίνο
Κυριακή, Ιανουαρίου 13, 2013
Πείραμα του Stephen Gray

Το επόμενο αποφασιστικό βήμα στην μελέτη του Ηλεκτρισμού υπήρξε η ανακάλυψη


των αγωγών και των μονωτών, από τον Άγγλο Stephen Gray (1646 - 1719), γεννημένο
στο Καντέμπουρι και γιο βαφέα. Το 1711, έπειτα από μια επιτυχημένη ακαδημαϊκή
καριέρα και συνταξιούχος πλέον στο Charterhouse (ίδρυμα στο Λονδίνο για την
προστασία φτωχών ευγενών), άρχισε την ενασχόλησή του με τον Ηλεκτρισμό.
Πειραματιζόμενος με έναν μακρύ γυάλινο σωλήνα που έφερε στα άκρα του πώματα από
φελλό και ξύλο, παρατήρησε ότι η Ηλέκτριση μπορεί να διαδοθεί από το γυαλί, στο φελλό
και στο ξύλο.
Αργότερα, προσπαθώντας να «μεταφέρει» Ηλεκτρισμό σε μεγαλύτερες
αποστάσεις, παρατήρησε πως άλλοτε μπορούσε να διαδώσει τα Ηλεκτρικά Φαινόμενα
ενώ άλλοτε όχι. Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις παρατηρήσεις του, διέκρινε τα υλικά
σε μονωτές καιαγωγούς.

Charles François de Cisternay du Fay


Ο Charles François de Cisternay du Fay (1698-1739), Γάλλος από επιφανή
οικογένεια, ήταν ο επόμενος που ασχολήθηκε ουσιαστικά με τον Ηλεκτρισμό. Το 1733
ξεκίνησε τις μελέτες του για τον Ηλεκτρισμό, σε συνεργασία με τον Jean Antoine
Nollet (1700 - 1770), ανακαλύπτοντας, ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη Ηλεκτρισμού:

♦ ο υαλώδης (vitreous) που εμφανίζεται με τριβή στην ύαλο και


♦ ο ρητινώδης (resinous) που εμφανίζεται με τριβή στο ήλεκτρο (απολιθωμένο
ρετσίνι).

Πρόκειται για αυτά ακριβώς τα είδη του φορτίου που αργότερα ονομάστηκαν θετικό
και αρνητικό. Ο du Fay διαπίστωσε επίσης ότι τα ομόσημα ηλεκτρικά φορτία απωθούνται
ενώ τα ετερόσημα έλκονται. Εκατό και πλέον έτη χρειάστηκε να παρέλθουν από τις
μελέτες του Gilbert για να θεμελιωθεί το απλό αυτό γεγονός.

Ο Nollet, στην εξάτομη πραγματεία του Léçons de physique


expérimentale (Μαθήματα Πειραματικής Φυσικής), ανέπτυξε μία
θεωρία Ηλεκτρισμού που κυριάρχησε για αρκετά μεγάλο διάστημα, αλλά δεν παρουσιάζει
κανένα επιστημονικό ενδιαφέρον στην εποχή μας.

Το έτος 1745, ο Ewald Georg Kleist (1700-1748) παρατήρησε τυχαία ότι φορτίζοντας
ένα υγρό που βρίσκεται σε φιάλη, μπορούσε να πετύχει ισχυρές εκκενώσεις, γεγονός
που οδήγησε στην επινόηση του πυκνωτή και ακολούθως σε κορυφαία τεχνική πρόοδο.

Επίδειξη Ηλεκτρικών φαινομένων σε κοσμικό σαλόνι


Βενιαμίν Φραγκλίνος

Στα μέσα του 18ου αιώνα η χρήση του Ηλεκτρισμού αφορούσε αποκλειστικά
στην ψυχαγωγία. Στις κοινωνικές συγκεντρώσεις στα κοσμικά σαλόνια, αλλά και σε
ευρύτερο κοινό επί πληρωμή, λάμβαναν χώρα επιδείξεις Ηλεκτρικών Φαινομένων. Τα
πειράματα ηλεκτρισμού γνώρισαν τέτοια διάδοση, ώστε ξεπερνώντας το εμπόδιο
του Ατλαντικού Ωκεανού, έφτασαν ως την Αμερική, προσελκύοντας το ενδιαφέρον ενός
σημαντικού άνδρα του Αμερικανικού έθνους, που ταυτόχρονα αποτελεί και τον πρώτο
του επιστήμονα: του Βενιαμίν Φραγκλίνου (Benjamin Franklin) (1706 - 1790).

O Franklin, γεννημένος στη Βοστώνη, ήταν ένα από τα δεκαεπτά παιδιά ενός Άγγλου
σαπωνοβιομήχανου.Πέτυχε, σε ηλικία 40 ετών, να εξασφαλίσει οικονομικά την επιβίωσή
του, ώστε να μπορεί να αφιερωθεί σε ό,τι τον ευχαριστούσε.
Λουγδουνική Λάγηνος (Leyden Jar)

Το 1746, το ίδιο έτος που ο Pieter van Musschenbroek (1692 –1761) μελετούσε
τους ηλεκτρικούς σπινθήρες στην πόλη leyden της Ολλανδίας, επινοώντας
την«λουγδουνική λάγηνο» ή «φιάλη του Leyden» (leyden jar), ένα είδος
ηλεκτροστατικού πυκνωτή, ο Franklin γνώρισε στην Βοστόνη τον Dr. Spence, o οποίος
τον μύησε στα μυστικά των πειραμάτων του Ηλεκτρισμού. Έκτοτε πραγματοποίησε
αρκετά πειράματα σχετικά με τον Ηλεκτρισμό, αναπτύσσοντας τις δικές του ιδέες γύρω
από το θέμα.

Το 1751, εξέδωσε το βιβλίο Options and conjectures concerning the properties and
the effects of the electric material, στο οποίο συμπεριέλαβε τα αποτελέσματα των
ερευνών του, και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.

Τα πειράματα με τα οποία ο Franklin απέδειξε τις ιδέες του, διέφεραν κατά πολλούς
τρόπους, αλλά όχι στη βασική ιδέα. Για παράδειγμα, δύο άνθρωποι που βρίσκονταν σε
απομονωμένες από το περιβάλλον βάσεις, ηλεκτρίζονταν από ένα υάλινο σωλήνα που
τριβόταν με ύφασμα (ο ένας ηλεκτριζόταν από την ύαλο και ο άλλος από το ύφασμα).
Όταν πλησίαζαν τα δάκτυλά τους, παραγόταν σπινθήρας και οι άνθρωποι εκφορτίζονταν.
Ηλεκτρικά Φορτία

Λουγδουνική Λάγηνος (Leyden Jar) και μία


εφαρμογή της στην ηλεκτροστατική μηχανή.

Ο Franklin χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «Ηλεκτρικό Φορτίο», ορίζοντάς το ως


ένα ιδιόρρυθμο είδος αόρατου, αβαρούς ρευστού που διαχέεται στα υλικά αντικείμενα και
μπορεί να μεταπηδήσει από ένα σώμα σε άλλο, προκαλώντας σπινθήρα. Συγκεκριμένα
πρότεινε ότι, κατά την τριβή μιας υάλινης ράβδου με μεταξωτό ύφασμα, ορισμένη
ποσότητα του "ηλεκτρικού ρευστού" μεταβιβάζεται από το γυαλί προς το μετάξι, με
συνέπεια η υάλινη ράβδος να έχει «περίσσεια» ρευστού και το μεταξωτό ύφασμα
«έλλειμμα». Η περίσσεια στη υάλινη ράβδο αποτελούσε το είδος του "ηλεκτρικού
φορτίου" το οποίο αυθαίρετα ονόμασε «θετικό» (+), και το έλλειμμα στο μεταξωτό
ύφασμα σήμαινε ένα άλλο είδος ηλεκτρικού φορτίου, το οποίο ονόμασε
αντίστοιχα «αρνητικό» (-).

Το σημαντικότερο κατόρθωμά του, από θεωρητική άποψη, ήταν η καινοφανής χρήση


συμπερασμάτων που προέκυπταν από την Αρχή Διατήρησης του Φορτίου. Την αρχή
αυτή είχαν συλλάβει ανεξάρτητα και άλλοι ερευνητές, όπως ο William Watson (1715-
1787). Ο Franklin πίστευε ότι ένα σώμα περιέχει ίσα ποσά θετικού και
αρνητικού Ηλεκτρισμού, τα οποία, υπό κανονικές συνθήκες, αλληλοεξουδετερώνονται.

Ηλέκτριση προκύπτει από τον διαχωρισμό των δύο ειδών Ηλεκτρισμού, υπό τον
περιορισμό το Άθροισμά τους να παραμείνει σταθερό και ίσο με το μηδέν.

Δημιουργία Κεραυνού

Ο Franklin υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που υποστήριξε ότι ο κεραυνός δεν ήταν η
κατάρα των Θεών. Προσπάθησε να ερμηνεύσει το φυσικό φαινόμενο
της αστραπής, υποθέτοντας ότι είναι ένας γιγάντιος ηλεκτρικός σπινθήρας. Για να
επαληθεύσει αυτή του την ιδέα, πραγματοποίησε το διάσημο πείραμά του, δένοντας ένα
μεταλλικό κλειδί στο μεταξωτό νήμα ενός χαρταετού, τον οποίο πέταξε στη διάρκεια
μιας καταιγίδας. Πλησιάζοντας το χέρι του στο μεταλλικό κλειδί, δημιουργήθηκε
ηλεκτρικός σπινθήρας, γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι
ο Ηλεκτρισμός μεταπήδησε από τα σύννεφα στο κλειδί, μέσω του νήματος, φορτίζοντάς
το ηλεκτρικά.

Καθώς είχε ήδη αποδείξει ότι ένα σώμα με αιχμηρό άκρο χάνει εύκολα το ηλεκτρικό
του φορτίο, κατάφερε, συνδυάζοντας αυτές του τις ιδέες, να εκφορτίσει βαθμιαία ένα
κτήριο, τοποθετώντας στα υψηλότερα σημεία του κατακόρυφες ράβδους σιδήρου, με
αιχμηρά άκρα, επιχρυσωμένες, ώστε να μην διαβρώνονται και γειωμένες με σύρμα,
επινοώντας έτσι το αλεξικέραυνο.

Το διάσημο πείραμα του Φραγκλίνου

στορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού - Δεύτερο μισό 18ου


αιώνα: από την θέση των θεωρητικών θεμελίων της
Ηλεκτροστατικής ως τον «ζωικό ηλεκτρισμό» του Γκαλβάνι
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 11, 2013
Ο Joseph Priestley και η «Ηλεκτρική μηχανή για
ερασιτέχνες πειραματιστές», που απεικονίζεται
στην πρώτη έκδοση του γνωστού έργου του
Εισαγωγή του στη μελέτη της
ηλεκτρικής ενέργειας (1768).

Το έτος 1767, ο Joseph Priestley (1733-1804), Άγγλος επιστήμονας


που ανακάλυψε το Οξυγόνο και φίλος του Franklin, εξέδωσε το βιβλίο History
and Present State of Electricity, with Original Experiments[1] στο οποίο
γίνεται λόγος για την πειραματική απόδειξη του γεγονότος ότι σε ένα κλειστό
μεταλλικό κουτί δεν υπάρχει ηλεκτρική δύναμη στο εσωτερικό του, ούτε
φορτίο στην εσωτερική του επιφάνεια. Ο Priestley ορθά επεσήμανε την
αναλογία των ηλεκτρικών με τις βαρυτικές δυνάμεις, συμπεραί-νοντας την
ηλεκτροστατική άπωση ομόσημων ηλεκτρικών φορτίων και μάλιστα με δύναμη
ανάλογη του αντιστρόφου τετραγώνου της μεταξύ τους απόστασης.

Η πρώτη άμεση πειραματική απόδειξη του νόμου του αντιστρόφου


τετραγώνου της απόστασης, αποδίδεται στον Σκωτσέζο John Robison (1739
– 1805), ο οποίος όμως για αρκετά έτη δεν δημοσίευσε τα αποτελέσματα των
ερευνών του.

Henry Cavendish

Σημαντική, στην έρευνα των ηλεκτρικών φαινομένων, ήταν η συμβολή ενός


ιδιόρρυθμου Άγγλου αριστοκράτη, εξαιρετικού ωστόσο ερευνητή, του Henry
Cavendish (1731 –1810), η οποία έμεινε για αρκετά έτη αφανής, καθώς ο
ίδιος δημοσίευσε ένα πολύ μικρό μέρος της εργασίας του περί τον Ηλεκτρισμό.
Πολύ αργότερα, χάρη στις προσπάθειες του James Clerk Maxwell (1831 –
1879), ήρθαν στο φως οι ανακαλύψεις του, που αφορούν μεταξύ άλλων:

 στην εισαγωγή της έννοιας του ηλεκτροστατικού δυναμικού (που


καλούσε «βαθμό ηλέκτρισης»),
 στον ορισμό της χωρητικότητας που προκύπτει από την αρχή του, ότι
αγωγοί φορτισμένοι «στον ίδιο βαθμό» περιέχουν ποσό φορτίου
ανάλογο με τη χωρητικότητά τους,
 σε ακριβείς μετρήσεις της χωρητικότητας πυκνωτή διαφόρων σχημάτων
και στην μαθηματική διατύπωση της χωρητικότητας επίπεδου πυκνωτή,
 στην μερική απόδειξη του νόμου του αντιστρόφου τετραγώνου το
έτος1762,
 στην εισαγωγή της έννοιας της διηλεκτρικής σταθεράς ενός υλικού
και στην διαπίστωση της εξάρτησης της χωρητικότητας ενός πυκνωτή
από το διηλεκτρικό,
 σε μετρήσεις της ηλεκτρικής αντίστασης διαφόρων σωμάτων και στην
σχέση του ηλεκτρικού δυναμικού με το Ηλεκτρικό Ρεύμα,
 σε νόμους για την κατανομή του Ρεύματος σε παράλληλα κυκλώματα.

Charles Coulomb

Παράλληλα, ο Γάλλος μηχανικός και αξιωματικός του Γαλλικού


στρατού, Charles-Augustin de Coulomb, καθοδηγούμενος από το έργο και
τα συμπεράσματα των προηγούμενων ερευνητών, πραγματοποίησε τις πρώτες
ποσοτικές μελέτες των ηλεκτρικών φαινομένων και διατύπωσε τον νόμο της
ηλεκτροστατικής δύναμης, που σήμερα καλείται νόμος του Coulomb,
σύμφωνα με τον οποίο η δύναμη μεταξύ δύο σημειακών ηλεκτρικών φορτίων
είναι ανάλογη του γινομένου των φορτίων και αντιστρόφως ανάλογη του
τετραγώνου της μεταξύ τους απόστασης.
Ζυγός στρέψης του Coulomb

Την απόδειξη του νόμου αυτού, που για πρώτη φορά διετύπωσε το 1788,
πραγματοποίησε με την βοήθεια ζυγού στρέψης εξαιρετικής ευαισθησίας, που
ο ίδιος επινόησε περί το 1784 και αποτελούσε εξέλιξη τουζυγού του
Cavendish. Τον ίδιο ζυγό ο Coulomb χρησιμοποίησε και για την απόδειξη του
νόμου του αντιστρόφου τετραγώνου που διέπει το Μαγνητικό Πεδίο, που είχε
διατυπωθεί το 1760 από τον Johann Tobias Mayer.

Διάφορες άλλες ανακαλύψεις ακολούθησαν, μεγαλύτερης ή μικρότερης


σημασίας, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις γύρω από τον Ηλεκτρισμό. Οι τελευταίες
δεκαετίες του 18ου αιώνα, ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Με δεδομένη την
φαινομενολογία της Ηλεκτροστατικής και τη γνώση του νόμου του Coulomb,
διανοίχτηκε ο δρόμος για την μαθηματική περιγραφή των ηλεκτρικών
φαινομένων, που αποδέχτηκε την ιδέα της Νευτώνειας δράσης από απόσταση.
Ο Ηλεκτρισμός δεν αποτελούσε πλέον ένα περίεργο και μυστηριώδες
φαινόμενο, για το οποίο πολύ λίγα ήταν γνωστά, αλλά είχε περάσει στην
πρώτη σειρά του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Όμως, παρά την τεράστια
πρόοδο που είχε σημειωθεί στο πεδίο αυτό, δεν υπήρχαν ακόμη πρακτικές
εφαρμογές του Ηλεκτρισμού.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα γνωστά ηλεκτρικά φαινόμενα προέρχονταν


αποκλειστικά από ηλεκτρικά φορτία παραγόμενα
με τριβή, θέρμανση ή επαγωγήκαι ηλεκτρικά ρεύματα δημιουργούμενα από
την αποφόρτιση φορτισμένων σωμάτων. Η διατιθέμενη ποσότητα
Ηλεκτρισμού, από τις ηλεκτρικές μηχανές που χρησιμοποιήθηκαν στο
παρελθόν, ήταν ιδιαίτερα βραχύβια με αποτέλεσμα τα θερμικά, χημικά και
μαγνητικά φαινόμενα που συνδέονταν με τον Ηλεκτρισμό να είναι δύσκολα
παρατηρήσιμα, αν και είχαν γίνει αντιληπτά.

Luigi Galvani

Το εργαστήριο του Galvani

Σε αυτήν την περίοδο ήρθαν στο φως νέες επινοήσεις, ικανές να παράγουν,
με χημικά μέσα, σταθερά ηλεκτρικά ρεύματα. Νέα ώθηση στην έρευνα των
ηλεκτρικών φαινομένων δόθηκε από το έργο του Luigi Aloysius Galvani
(1737 – 1798), καθηγητή ανατομίας στο Πανεπιστήμιο της Bolonia.
Το 1791, δημοσίευσε την εργασία του, στα Λατινικά, με τίτλο Σχόλια πάνω
στις δυνάμεις του Ηλεκτρισμού στις κινήσεις των μυών. Στο έργο αυτό

Luigi Galvani
περιέγραφε τα αποτελέσματα μίας σειράς πειραμάτων σε βατράχους, που
ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι όταν άγγιζε με ηλεκτρισμένο νυστέρι τα
μηριαία νεύρα ενός βατράχου, οι μύες του ζώου τινάζονταν έντονα. Ο Galvani
πραγματοποίησε πειράματα σε διάφορες παραλλαγές,
χρησιμοποιώντας διαφορετικά μέταλλα κάθε φορά, διαπιστώνοντας τις έντονες
συσπάσεις των μυών όταν αγγίζονται τα νεύρα με ένα μεταλλικό τόξο,
ιδιαιτέρως όταν αυτό αποτελείται από δύο διαφορετικά μέταλλα. Ο Galvani,
προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα παράξενα αυτά αποτελέσματα, κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι η πηγή του Ηλεκτρισμού ήταν οι μύες και τα νεύρα, κάνοντας
λόγο για μια μορφή «ζωικού ηλεκτρισμού» που υπήρχε στο βάτραχο.

Alessandro Volta

Την ιδέα αυτή καταπολέμησε ο περίφημος φυσικόςAlessandro Volta


(1745 –1827), ήδη επινοητής τουηλεκτροφόρου και του ηλεκτρομέτρου,
υποστηρίζοντας ότι το φαινόμενο των μυϊκών συστολών οφειλόταν στη
δημιουργία ηλεκτρισμού, από την επαφή δύο διαφορετικών μετάλλων.
Συγκεκριμένα ο Volta πέτυχε, με ηλεκτροστατικές μετρήσεις ακριβείας, να
υπολογίσει την Διαφορά Δυναμικού επαφής δύο διαφορετικών μετάλλων,
όπως ο Χαλκός και ο Ψευδάργυρος. Οδηγήθηκε έτσι στηνανακάλυψη του
νόμου της Ηλεκτρεγερτικής Δύναμης Γαλβανικού Στοιχείου, σύμφωνα με
τον οποίο, η Ηλεκτρεγερτική Δύναμη ενός ζεύγους μεταλλικών ηλετροδίων
διαχωρισμένων από έναν ηλεκτρολύτη, ισούται με την διαφορά δυναμικού των
ηλεκτροδίων.

Η εργασία αυτή του Volta καθιέρωσε την έννοια της Ηλεκτρεργετικής


δύναμης, αν και χρειάστηκε να παρέλθει περί το ένα τέταρτο του αιώνα
ώσπου να διατυπωθεί ο Νόμος του Ohm.

Η επιστημονική διαμάχη των δύο αντρών υπήρξε σκληρή, αλλά ήταν οι


ιδέες του Volta που οδήγησαν τελικά σε σημαντικά αποτελέσματα. Το σπουδαίο
είναι ότι είχαν ήδη ανοίξει δύο σημαντικά κεφάλαια στην Ιστορία της
Επιστήμης:

 η ανάπτυξη της Ηλεκτροχημείας και


 η διάνοιξη ενός νέου κλάδου στον μακρό δρόμο του Ηλεκτρισμού,
εκείνον τουΗλεκτρικού Ρεύματος.
 Ιστορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού - Αρχές 19ου
αιώνα: Η επινόηση της ηλεκτρικής στήλης ανοίγει
καινούριους δρόμους στην επιστήμη
 Σάββατο, Σεπτεμβρίου 14, 2013

Βολταϊκή Στήλη

 Ο 19ος αιώνας ξεκίνησε με μια σπουδαία ανακάλυψη για την επιστήμη


του Ηλεκτρισμού. Η ενασχόληση του Volta με το θέμα του «ζωικού
ηλεκτρισμού»και η περαιτέρω εμβάθυνση του προβλήματος, τον
οδήγησαν, στην επινόηση της ηλεκτρικής στήλης,
μιας συσκευής που απαρτιζόταν από μια επαναλαμβανόμενη διάταξη
ενός δίσκου ψευδαργύρου, υφάσματος εμποτισμένου σε οξύ και ενός
δίσκου χαλκού. Η στήλη έδινε συνεχές Ηλεκτρικό
Ρεύμα μεγαλύτερης έντασης από αυτήν που παράγουν οι
ηλεκτροστατικές μηχανές, γεγονός που αποδείχθηκε καταλυτικό για την
εξέλιξη του Ηλεκτρισμού. Ο Volta θεώρησε την ανακάλυψή του αυτή ως
την πειραματική απόδειξη του ισχυρισμού του ότι η πηγή του
Ηλεκτρισμού στο πείραμα του Galvani ήταν η επαφή ανόμοιων
μετάλλων.

Αρχή λειτουργίας Βολταϊκής


Στήλης

 Είναι πολύ πιθανόν ότι η επινόηση της Βολταϊκής στήλης έγινε γύρω
στο1792, όμως δεν δημοσιοποιήθηκε μέχρι τις 20 Μαρτίου του
έτους 1800, οπότε ο Alessandro Volta έγραψε για το θέμα σε
επιστολή προς τονJoseph Banks (1743-1820), πρόεδρο της
Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, με τίτλο On the Electricity Excited
by the Mere Contact of Conducting Substances of Different
Kinds(Σχετικά με τον Ηλεκτρισμό που προκαλείται από την απλή επαφή
αγώγιμων ουσιών διαφορετικού είδους)[1]. Στην επιστολή αυτή ο Volta
παρομοίασε την συμπεριφορά της στήλης του με εκείνην μιας ασθενώς
φορτισμένης φιάλης Leyden, με την διαφορά ότι τα φορτία που
παρείχε ανανεώνονταν διαρκώς.

Επίδειξη Ηλεκτρικής Στήλης


στον Ναπολέοντα.

 Το Νοέμβριο του 1801 μετέβη στο Παρίσι, όπου παρουσίασε τα


πειράματά του στην Γαλλική Ακαδημία. Ο Ναπολέων, αναγνωρίζοντας
την σπουδαιότητα της ανακάλυψής του, του απένειμε ειδικό χρυσό
μετάλλιο, τον Σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής και ένα ποσό 6.000
Γαλλικών φράγκων.

Γρήγορα φάνηκε ότι η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος με την χρήση


βολταϊκών στοιχείων ήταν πλέον πολύ εύκολη. Νέες βελτιωμένες
εκδοχές της πρώτης Βολταϊκής Στήλης έκαναν την εμφάνισή τους
σχεδόν άμεσα. Οι κατασκευαστές τους χρησιμοποίησαν διάφορα
μέταλλα ως ηλεκτρόδιακαι διαφορετικούς ηλεκτρολύτες ενώ παράλληλα
προσπάθησαν να φτιάξουν όλο και μεγαλύτερες, άρα και ισχυρότερες,
στήλες. Σημαντικές επιστημονικές εταιρείες, μεταξύ αυτών και
ηΒασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, διέθεσαν σημαντικά χρηματικά ποσά
για την κατασκευή τέτοιων συσσωρευτών, που σε ορισμένες
περιπτώσεις ζύγιζαν αρκετούς τόνους και ήταν ικανές να δίνουν ισχύ
της τάξης των 10 kilowatts, 10.000 φορές μεγαλύτερη από αυτήν μιας
ηλεκτροστατικής

Και εγένετο φως!

 μηχανής. Σύντομα όλα σχεδόν τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια


εφοδιάστηκαν με στήλες διαφόρων μεγεθών.

Ο πρώτος καινός κλάδος της Επιστήμης, ηΗλεκτροχημεία,


μονοπώλησε σχεδόν το ενδιαφέρον των επιστημόνων την πρώτη
δεκαετία του 19ου αιώνα. Πολύ γρήγορα, φυσικοί και χημικοί άρχισαν
να ερευνούν τις συνέπειες διέλευσης του Ηλεκτρικού Ρεύματος μέσα
από διάφορα υλικά, με πρωτοπόρο της έρευνας τον Sir Humphry
Davy (1788-1829).

Στις 2 Μαΐου 1800, δύο Άγγλοι χημικοί, ο Anthony Carlisle (1768-


1840) και ο William Nicholson (1713-1815) ανέλυσαν το νερό στα
συστατικά του, με την διέλευση ηλεκτρικού

Carlisle και Nicholson. Ηλεκτρόλυση


του νερού: Με την βοήθεια
του ηλεκτρικού ρεύματος το νερό
διαχωρίζεται σε
υδρογόνο και οξυγόνο.


 ρεύματος μέσα από αυτό (ηλεκτρόλυση), χρησιμοποιώντας μια
Βολταϊκή Στήλη, πριν ακόμη δημοσιευτεί η ανακάλυψή της.
Συγκεκριμένα, συνέδεσαν τα δύο άκρα της στήλης με δύο σύρματα από
λευκόχρυσο, βυθισμένα σε δύο συγκοινωνούντα δοχεία που περιείχαν
αραιό διάλυμα οξέως. Παρατηρώντας τις φυσαλίδες που
δημιουργήθηκαν, διαπίστωσαν ότι στο ένα δοχείο επρόκειτο για
αέριο Οξυγόνο ενώ στο άλλο για αέριο Υδρογόνο. Οι δύο ερευνητές
σωστά υπέθεσαν ότι αυτά ακριβώς ήταν τα συστατικά στοιχεία του
νερού.

 Τον Οκτώβριο του 1800, ο Davy απέδειξε ότι ο ηλεκτρισμός που
παρείχαν τα γαλβανικά στοιχεία οφειλόταν σε χημική δράση και ότι
ήταν αδύνατη η λειτουργία τους με καθαρό ύδωρ.

Το 1801 ο Johann Ritter συνέλαβε την ιδέα μιας σειράς μετάλλων
από την οποία θα μπορούσε να υπολογιστεί η «σχετική ηλεκτρική
πίεση» που θα παραγόταν από διάφορα ζεύγη ηλεκτροδίων, βυθισμένα
σε διάλυμα άλατος ή οξέως (δηλαδή ουσιαστικά η διαφορά
δυναμικού). Αργότερα, την ίδια ιδέα συνέλαβε και ο Volta και η σειρά
έγινε γνωστή ως Ηλεκτροχημική Σειρά του Volta.

Μεταξύ των ετών 1802 και 1806, ο Σουηδός χημικός Jöns Jacob
Berzelius (1779 - 1848) δημοσίευσε τις έρευνές του περί την
Ηλεκτροχημεία, προλειαίνοντας το έδαφος για μια σειρά λαμπρών
ανακαλύψεων.

Ο sir Humphry Davy πειραματιζόμενος με


ένα Βολταϊκό Στοιχείο.

 Έτσι, στις 20 Νοεμβρίου 1806, ο Davy, πραγματοποίησε διάλεξη


ενώπιον της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, με θέμα On Some
Chemical Agencies of Electricity.[2] Το έργο αυτό αποτέλεσε σημείο
αναφοράς στην Χημεία, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, παρέχοντας
μεταξύ άλλων, μια ισχυρή βάση για την ανάπτυξη της Ιοντικής
θεωρίας.

 Το 1807 έδειξε ότι η Σόδα και η Ποτάσα περιείχαν δύο νέα μέταλλα,
το Νάτριο (Na) και το Κάλιο (K), ενώ το 1808 απομόνωσε τα
στοιχεία Βάριο (Ba), Βόριο (B), Ασβέστιο(Ca) και Στρόντιο (Sr).

To 1809, με την βοήθεια μιας νέας ισχυρής μπαταρίας, διαχώρισε τα


αλογόναΙώδιο (I), Χλώριο (Cl) και Φθόριο (F), στοιχεία που είχαν
ήδη απομονωθεί και από άλλους ερευνητές.
Τα «φωτεινά» πειράματα του Humphry Davy

 Το 1810 (ή το 1813), ο Davy, πειραματιζόμενος με τα φωτεινά


αποτελέσματα του ηλεκτρικού ρεύματος, παρουσίασε για πρώτη φορά
το Βολταϊκό Τόξο, δηλαδήτην φωτεινή λάμψη που σχηματίζεται
μεταξύ των άκρων δύο εγγύτατα ευρισκομένων ηλεκτροδίων γραφίτη,
όταν αυτοί διαρρέονται από Ηλεκτρικό Ρεύμα.

Παράλληλα, και καθώς η Ευρώπη διένυε την πολυτάραχη Ναπολεόντεια
εποχή ή και αργότερα, επιφανείς φυσικομαθηματικοί επιστήμονες
ανέπτυξαν την θεωρία των ηλεκτροστατικών αλληλεπιδράσεων, με
τον τρόπο που και σήμερα γνωρίζουμε.

Ο Joseph-Louis Lagrange (1736 - 1813) ήδη από το 1772, είχε


εισαγάγει στη βαρύτητα την θεμελιώδη ιδέα του δυναμικού ενώ
ο Pierre-Simon Laplace (1749-1827) είχε βρει τη μαθηματική σχέση
(Εξίσωση Laplace) για το δυναμικό στο Κενό (1782).

Siméon Denis Poisson

 Ο πολυάσχολος Siméon Denis Poisson (1781 - 1840), εξέχων


μαθηματικός, γεωμέτρης και φυσικός, υπέβαλε το πρώτο μέρος της
έρευνάς του περί τον Ηλεκτρισμό στην Γαλλική Ακαδημία, στις 9
Μαρτίου 1812, με τον τίτλο Sur la distribution de l'électricité à la
surface des corps conducteurs. Η σπουδή του αυτή απεδείχθη
βαρύνουσας σημασίας για την εκλογή του στο τμήμα Φυσικής του
Γαλλικού Πολυτεχνικού Ινστιτούτου Επιστημών, σηματοδοτώντας την
στροφή του Ινστιτούτου από την πειραματική έρευνα προς την
κατεύθυνση της θεωρητικής έρευνας της φυσικής, σε συμφωνία με την
κατευθυντήρια γραμμή που είχε δώσει ο Laplace.

Το έτος 1813 ο Poisson, δημοσίευσε για πρώτη φορά στο Bulletin de la


société philomatique το επόμενο σημαντικό του πόνημα, που αφορούσε
στην επέκταση της σχέσης του Laplace (Εξίσωση Laplace) στην
περίπτωση που υπάρχουν ηλεκτρικά φορτία, και στην διατύπωση
της Εξίσωσης Poisson, που αποτελεί την θεμελιώδη μαθηματική
εξίσωση του Ηλεκτροστατικού Πεδίου.

O δεύτερος επιστημονικός κλάδος που γεννήθηκε εκείνη την σημαντική


χρονική περίοδο, έμελλε να αλλάξει την ιστορία της Ανθρωπότητας,
συνενώνοντας -όχι απροσδόκητα- δύο τομείς της επιστήμης, που διήγαν
ως τότε βίους παράλληλους: Τον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό.

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Φυσική Φιλοσοφία, με βασικό


εκπρόσωπο τονFrederic Wilhelm Schelling (1775 - 1854),
επηρεασμένη από τον Γερμανικό Ρομαντισμό, συνηγορούσε υπέρ της
ενότητας των δυνάμεων στην Φύση. Η πεποίθηση αυτή, αν και
συγκεχυμένη, οδήγησε τη σκέψη ορισμένων φυσικών στηναποδοχή της
ύπαρξης ενός κοινού τόπου,
μεταξύ ηλεκτρικών και μαγνητικώνδυνάμεων.

Υπήρχαν, ήδη, αρκετές ενδείξεις ότι πράγματι ίσχυε κάτι τέτοιο, όπως
το γεγονός της μαγνήτισης ατσάλινων τεμαχίων ή βελονών από τις
αστραπές ή την αποφόρτιση ηλεκτρικών μηχανών. Την σύνδεση των
ηλεκτρικών με τα μαγνητικά φαινόμενα είχε υποψιαστεί και
ο Benjamin Franklin, ο οποίος παρατήρησε ότι το ρεύμα του
κεραυνού μάλλον προκαλεί Μαγνητισμό, άποψη που εν τέλει
απέρριψε. Η βαρύνουσα γνώμη μιας αυθεντίας της Επιστήμης, όπως
ήταν ο Franklin, σε συνδυασμό με την αδυναμία να πραγματοποιηθούν
σοβαρές εργαστηριακές έρευνες, ήταν οι κύριοι λόγοι για τους
οποίους ο θεωρητικός συσχετισμός των ηλεκτρικών με τα μαγνητικά
φαινόμενα, άργησε να έλθει στην επιφάνεια.

Gian Domenico Romagnosi


Η επιτυχία αντιστροφής της πολικότητας μαγνήτη με ηλεκτρικά
μέσα από τον Boze, η τόλμη τουCesare Beccaria να συνδέσει το
Γήινο Μαγνητικό Πεδίο με την κυκλοφορία κάποιου «ηλεκτρικού
ρευστού» γύρω από τη Γη, καθώς και η καταγραφή, το καλοκαίρι του
έτους 1802, από τον Ιταλό νομικό και ερασιτέχνη πειραματιστή Gian
Domenico Romagnosi, της απόκλισης μιας μαγνητικής βελόνας,
παρουσία αγωγού διαρρεόμενου από ηλεκτρικό ρεύμα, απλά
προστέθηκαν, ως αναξιοποίητα στοιχεία, στον κατάλογο των
αποδείξεων που συνηγορούσαν υπέρ
της ενοποίησης του ηλεκτρισμού με τονμαγνητισμό.
Ιστορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού - Αρχές 19ου αιώνα:
H ανακάλυψη του Oersted και η γένεση του
Ηλεκτρομαγνητισμού
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2013

Hans Christian Oersted

Στις 21 Ιουλίου 1820 και καθώς οι συνθήκες είχαν –καθώς φαίνεται–


ωριμάσει, μια εντυπωσιακή επιστημονική ανακοίνωση ήρθε να ταράξει τα
νερά: Το Ηλεκτρικό Ρεύμα εξέτρεπε μία μαγνητική βελόνη που αρχικά ήταν
προσανατολισμένη παράλληλα προς αυτό. Η πατρότητα της
ανακοίνωσης ανήκει στον Hans Christian Oersted (1777–1851), καθηγητή
Φυσικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και γραμματέα της
Βασιλικής Εταιρείας της Κοπεγχάγης και δημοσιεύτηκε σε άρθρο με
τίτλοExperiments on the Effect of a Current of Electricity on the
Magnetic Needle (πειράματα σχετικά με την επίδραση ηλεκτρικού ρεύματος
στη μαγνητική βελόνη)[1].

Το διάσημο πείραμα του Oersted: η μαγνητική


βελόνη της πυξίδας εκτρέπεται, κάθε φορά που
παρατηρείται μεταβολή στην ροή του
ηλεκτρικού ρεύματος.

Την πεποίθησή του ότι το Μαγνητικό Πεδίο με κάποιον τρόπο συσχετίζεται με


τον ηλεκτρισμό, είχε εκφράσει ο Oersted ήδη από το 1812. Την παρατήρηση
του φαινομένου πραγματοποίησε το 1819, σε διάλεξη με θέμα την επίδραση
χημικών φαινομένων στην μαγνητική κατάσταση του σιδήρου, κατά τη
διάρκεια της οποίας πραγματοποίησε το ιστορικό του πείραμα,σημειώνοντας τις
αποκλίσεις μιας μαγνητικής βελόνας τοποθετημένης πλησίον σύρματος από
λευκόχρυσο, κάθε φορά που άνοιγε και έκλεινε το Ηλεκτρικό Κύκλωμα. Ο
Oersted συνέχισε στα πειράματά του, διαπιστώνοντας επίσης την απόκλιση
ενός σύρματος που διαρρέεται από ρεύμα, όταν είναι ελεύθερο να κινηθεί, από
έναν μαγνήτη.

Εν τέλει και ακριβώς επειδή συνειδητοποίησε την σπουδαιότητα αυτού του


φαινομένου, ήταν αυτός –και όχι ο προγενέστερός του Romagnosi- που
πιστώθηκε την ιστορική ανακάλυψη που οδήγησε στην γένεση του
Ηλεκτρομαγνητισμού.

Οι απαρχές του Ηλεκτρομαγνητισμού.

Η σπουδαιότητα του άρθρου του Oersted, παρόλο που ήταν κυρίως ποιοτικό
και δεν περιελάμβανε καμία μαθηματική αναπαράσταση του φαινομένου,
αναγνωρίστηκε αμέσως, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκε
σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. Αρκετοί επιφανείς ερευνητές προχώρησαν
άμεσα σε πειραματικές έρευνες των αλλη-λεπιδράσεων ηλεκτρικών ρευμάτων
και μαγνητών, δημιουργώντας τον σκελετό, πάνω στον οποίο θα χτιζόταν το
νέο ηλεκτρομαγνητικό οικοδόμημα της Φυσικής.
O πολλαπλασιαστής του
Schweigger που χρησιμοποιή-
θηκε από τον Oersted
το 1823.

Σχεδόν δύο μήνες μετά την ανακάλυψη του Oersted,


τoνΣεπτέμβριο του 1820, o Γερμανός Johann Salomo Christoph
Schweigger (1779-1857) κατάφερε να βρει έναν τρόπο ενίσχυσης του
παρατηρηθέντος φαινομένου. Για τον σκοπό αυτό κατασκεύασε
έναν«πολλαπλασια-στή» περιτυλίγοντας πολλές σπείρες σύρματος γύρω
από ένα παραλληλόγραμμο πλαίσιο, στο κέντρο του οποίου αιωρούταν μία
μαγνητική βελόνη. Ευτυχής διαπίστωσε πως η περιέλιξη του σύρματος ενίσχυε
το επαγώμενο από το ηλεκτρικό ρεύμα μαγνητικό πεδίο, με αποτέλεσμα την
εντονότερη απόκλιση της μαγνητικής βελόνης. Η συσκευή του αυτή
αποτέλεσε το πρώτο ευαίσθητο όργανο εντοπισμού και μέτρησης ηλεκτρικων
ρευμάτων, που πήρε το όνομα«γαλβανόμετρο», προς τιμήν του Luigi
Galvani.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1820, τα αποτελέσματα του


πειράματος του Oersted ανακοινώθηκαν στην Γαλλική Ακαδημία
Επιστημώναπό τον François Jean Dominique Arago (1786–1853).
Ανάμεσα στους παρισταμένους ήταν ο Andre Marie Ampère (1775-1836),
εξέχων θεωρητικός επιστήμονας, με άριστη μαθηματική κατάρτιση και
παράλληλα ικανός πειραματιστής, διδάσκων στην Ecole Polytechnique.
Επρόκειτο για έναν χαρισματικό άνθρωπο, με τεράστιο εύρος ενδιαφερόντων,
ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τον μεγάλο James Maxwell ως«Νεύτων του
Ηλεκτρισμού».

Σε μία μόλις εβδομάδα, ο Ampère κατάφερε να


εκφράσει ποσοτικά τις παρατηρήσεις του Oersted, θέτοντας τα πρώτα θεμέλια
της μαθηματικής θεωρίας του Ηλεκτρομαγνητισμού. Η πρώτη λογική εικασία
που τον απασχόλησε, ήταν ότι εφόσον οι ρευματοφόροι αγωγοί επιδρούν σε
μαγνητικές βελόνες, θα πρέπει να αλληλεπιδρούν και μεταξύ τους. Την ιδέα
αυτή, αν και για πολλούς ερευνητές ήταν αυτονόητη και δεν χρειαζόταν
περαιτέρω έρευνα, θέλησε να επιβεβαιώσει πειραματικά. Την προσπάθειά του
στήριξε ο σύγχρονος και φίλος του Arago και έτσι, σε λίγες μόνο ημέρες,
πραγματοποίησε τέσσερα σημαντικά πειράματα με τα οποία απέδειξε την
προαναφερθείσα αλληλεπίδραση και ταυτόχρονα κατάφερε να μετρήσει την
αντίστοιχη δύναμη, συσχετίζοντάς την με τα ρεύματα, τασχήματα και
τις σχετικές θέσεις των δύο ρευματοφόρων αγωγών.
Ampere και Arago

Mεταξύ της 18ης Σεπτεμβρίου και της 2ης Νοεμβρίου 1820, έδωσε μια
σειρά διαλέξεων στην Γαλλική Ακαδημία, όπου παρουσίασε τις ανακαλύψεις
του στον ηλεκτρο-μαγνητισμό.

Στους μήνες που ακολούθησαν ο Ampère εργάστηκε για την τελειοποίηση της
θεωρίας του.

 Όρισε τη σχέση μεταξύ τηςδιεύθυνσης του ηλεκτρικού ρεύματος και


της απόκλισηςτης μαγνητικής βελόνης και
 έδειξε ότι δύο παράλληλα σύρματα που διαρρέονται από
ρεύμα έλκουν ή απωθούν το ένα το άλλο, όταν τα ρεύματα ρέουν
στην ίδια ή σε αντίθετη κατεύθυνση αντίστοιχα.

Το φθινόπωρο του 1820, η συνεργασία των Γάλλων Jean-Baptiste Biot


(1774–1862) καιFélix Savart (1791–1841)αποδίδει καρπούς και
ανακοινώνεταιο νόμος που περιγράφει το μαγνητικό πεδίο που παράγεται από
ένα στοιχειώδες τμήμα ρευματοφόρου αγωγού (Νόμος Biot-Savart).

Το ίδιο έτος (1820), ο Arago ανακάλυψε ότι ένα σύρμα διαρρεόμενο από
ηλεκτρικό ρεύμα έλκει ρινίσματα σιδήρου ενώ τόσο ο ίδιος όσο και ο Ampère
διαπίστωσαν ότιένα συρμάτινο ελικοειδές που διαρρέεται από ρεύμα, είναι
ικανό να μαγνητίσει μία ράβδο μαλακού σιδήρου, αν τυλιχτεί γύρω από αυτήν.
Έτσι, o Ampère κατάφερε να διακρίνει, αλλά και να επαληθεύσει πειραματικά,
την ισοδυναμία της «μαγνητικής δράσης» ενός μόνιμου μαγνήτη ή
μίας μαγνητικής βελόνης, με αυτήν ενόςρευματοφόρου κυλινδρικού
σπειροειδούς (σωληνοειδούς).
Οι ηλεκτρομαγνήτες του Sturgeon

Παρά τα επιτεύγματα αυτά των Ampère και Arago, η κατασκευή του


πρώτουΗλεκτρομαγνήτη, το 1824, πιστώνεται στον φυσικό και
εφευρέτη William Sturgeon (1783-1850), o οποίος διαπίστωσε ότι η
τοποθέτηση ενός πυρήναμαλακού σιδήρου στο εσωτερικό
σωληνοειδούς αυξάνει δραματικά τηνένταση του παραγόμενου μαγνητικού
πεδίου. Ο πρώτος τεχνητός ηλεκτρομαγνήτης του Sturgeon ήταν
κατασκευασμένος από 18 σπείρες γυμνού, χάλκινου καλωδίου τυλιγμένες
χαλαρά γύρω από έναν σιδηροπυρήνα σε πεταλοειδές σχήμα. Για να
προστατεύσει το σύρμα από βραχυκύκλωμα, κάλυψε τον σίδηρο με βερνίκι.

Αργότερα, ο Ampère εξήγησε τον μαγνητισμό υλικών όπως ο σίδηρος,


εισάγοντας την ιδέα ότι σε κάθε μόριο περιέχεται ένα κλειστό ηλεκτρικό
κύκλωμα, από το οποίο διέρχεται ρεύμα. Η μαγνήτιση μπορούσε να προκύψει
με τον προσανατολισμό των μορίων του υλικού, υπό την επίδραση ενός
εξωτερικού πεδίου. Αυτή του η ιδέα αποδείχθηκε προφητική και θα μπορούσε
να θεωρηθεί ως ο πρόδρομος της θεωρητικής σύλληψης του ηλεκτρονίου.

Andre Marie Ampère. Ένας εκ των


θεμελιωτών του ηλεκτρομαγνητισμού.
Αυτή, ακριβώς, η βαθιά κατανόηση του φυσικού τρόπου με τον οποίο
συμβαίνουν τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα, βοήθησε τον Ampere να
αναπτύξει έναν τρόπο ποσοτικού υπολογισμού των ηλεκτρομαγνητικών
φαινομένων που ήταν ταυτόχρονα εμπειρικά επαληθεύσιμος και μαθηματικά
προγνωστικός. Έτσι λοιπόν, με αυστηρούς μαθηματικούς υπολογισμούς,
κατάφερε να αναπαραστήσει στην γλώσσα των μαθηματικών τα αποτελέσματα
των πειραμάτων του και να καταλήξει σε μία εξίσωση για την
ασκούμενη Ηλεκτρομαγνητική Δύναμη, μεταξύ δύο τμημάτων
ρευματοφόρων αγωγών[2]. Η σχέση αυτή που ήταν αρκετά πολύπλοκη,
παρέχοντας ωστόσο μία ικανοποιητική ερμηνεία των παρατηρήσεων,
δημοσιεύτηκε το 1822.

Το αποκορύφωμα της σπουδαίας συνεισφοράς του Ampere στην κατανόηση


και ανάπτυξη του ηλεκτρομαγνητισμού, ίσως αποτελεί η διατύπωση, το
έτος 1826, του νόμου που φέρει το όνομά του, ∫Β.dℓ = μ0Ι, ο οποίος
περιγράφει το μαγνητικό πεδίο ρευματοφόρου αγωγού. Μερικές δεκαετίες
αργότερα, ο «Νόμος Ampère»επεκτάθηκε, από τον Maxwell, στο «Νόμο
Ampère-Maxwell» και συμπεριελήφθηκε στους τέσσερις θεμελιακούς
νόμους του Ηλεκτρομαγνητισμού.

Το 1827, έπειτα από σχολαστική επεξεργασία, ο Ampere δημοσίευσε το


σπουδαίο έργο του, Mémoire sur la théorie mathématique des
phénomènes électrodynamiques uniquement déduite de
l’experience (Πραγματεία στη Μαθηματική θεωρία Ηλεκτροδυναμικών
Φαινομένων, που προκύπτει αποκλειστικά από το πείραμα), στο οποίο
παρουσίασε τα πειράματά του.

Ο Siméon Denis Poisson


σε νεαρή ηλικία.

Την ίδια περίπου περίοδο, ο Siméon Denis Poisson, ήρθε αντιμέτωπος με το


δύσκολο πρόβλημα του Μαγνητισμού, καταφέρνοντας να αναπτύξει το πρώτο
επιτυχημένο μοντέλο για το Μαγνητικό Πεδίο, το οποίο παρουσίασε το1824,
την Μαγνητοστατική. Σύμφωνα με αυτό, και σε πλήρη αναλογία με την
Ηλεκτροστατική, το Μαγνητικό Πεδίο παράγεται από «μαγνητικά φορτία» (ή
αλλιώς από«μαγνητικούς πόλους»). Ο Μαγνητισμός, επομένως, οφείλεται
σε μικρά ζεύγη «βόρειων» και «νότιων»μαγνητικών πόλων.

Το έτος 1827, ο Γερμανός Georg Simon Ohm (1787-1854), καθηγητής


εκείνη την εποχή στο Γυμνάσιο Ιησουιτών της Κολωνίας, δημοσίευσε τα
αποτελέσματα των

O Georg Ohm επί το έργον.


Πειραματική διάταξη μέτρησης του ρεύματος
που διαρρέει χάλκινη αγώγιμη ταινία. Το
ρεύμα παράγεται από θερμοζεύγος χαλκού-
βισμουθίου. Η μία ένωση του ζεύγους εμβα-
πτίζεται σε πάγο ενώ η άλλη σε νερό που
βράζει. Λόγω της σταθερής διαφοράς
θερμοκρασίας, η ηλεκτρεργετική δύναμη
είναι σταθερή.

ερευνών του, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 1825, χρησιμοποιώντας


εξοπλισμό δικής του επινόησης και αφορούσαν στηναγωγιμότητα των
μετάλλων και την συμπεριφορά των ηλεκτρικών κυκλωμάτων. Σε εκείνη την
δημοσίευση με τίτλο Die galvanische Kette, mathematisch
bearbeitet (The Galvanic Circuit Investigated Mathematically), περιέχεται ο
γνωστός νόμος που περιγράφει την σχέση αναλογίας μεταξύ
τηςηλεκτρεγερτικής δύναμης, δηλαδή της εφαρμοζόμενης διαφοράς
δυναμικούστα άκρα αγωγού δεδομένης αντίστασηςκαι της έντασης του
ρεύματος που τον διαρρέει (Νόμος του Ohm).
Αντίθετα από τις προσδοκίες του ιδίου, η εργασία του αυτή έτυχε ψυχρής
υποδοχής και έντονης κριτικής από τους συναδέλφους του, ιδιαίτερα από
τονGeorg Wilhelm Friedrich Hegel (1770-1831), ο οποίος αμφισβήτησε
την αυθεντικότητα των πειραματικών πρακτικών του Ohm. Το γεγονός αυτό
τον οδήγησε σε παραίτηση από την θέση του. H αναγνώριση της προσφοράς
του Ohm, ήρθε το έτος 1841, με την βράβευσή του από την Βασιλική Εταιρεία
του Λονδίνου.

Ιστορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού - Αρχές 19ου αιώνα:


Η σύντομη διαδρομή από τον ηλεκτρομαγνήτη ως την
ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 18, 2013

Joseph Henry

Τον Οκτώβριο του 1827, ο διαπρεπής Αμερικανός ερευνητής Joseph Henry,


καθηγητής μαθηματικών και φυσικών επιστημών στην Ακαδημία του Όλμπανυ
των ΗΠΑ, δημοσίευσε άρθρο στο οποίο γνωστοποιούσε και περιέγρα-
φε στους ομοεθνείς του επιστήμονες τον ηλεκτρομαγνήτητου William
Sturgeon. Ακολούθως, συνδυάζοντας τις ιδέες που σχετίζονταν με τον
ηλεκτρομαγνήτη αυτόν και τον«πολλαπλασιαστή» του Schweigger, o
Henry βελτίωσε την κατασκευή του ηλεκτρομαγνήτη, χρησιμοποιώντας για
πρώτη φορά επάλληλες σπείρες μονωμένου σύρματος, τυλιγμένου σε έναν
πεταλοειδή σιδηροπυρήνα.
O ηλεκτρομαγνήτης
του Yale

Το 1829, επέδειξε για πρώτη φορά τον εξελιγμένο ηλεκτρομαγνήτη του, για
την κατασκευή του οποίου χρησιμοποίησε 400 τόνους σύρματος. Περαιτέρω
λεπτομέρειες για αυτόν δεν είναι γνωστές. Αργότερα, το ίδιο έτος,
ολοκλήρωσε την κατασκευή δεύτερου μαγνήτη, ο οποίος αποτελούταν από
σιδηροπυρήνα μισής ίντσας, τυλιγμένον με αρκετές συρμάτινες σπείρες. Αυτός,
τροφοδοτούμενος από μπαταρία μικρής ισχύος, ήταν ικανός να ανασηκώσει
μάζα περίπου 18 kg. Ακολούθησε η κατασκευή ισχυρότερων
ηλεκτρομαγνητών, όπως αυτός που παρουσίασε το1831 στους φοιτητές του,
στο Κολλέγιο του Yale, ικανός να σηκώσει 938,6 kg.

Το 1830 ο Henry κατάφερε να συνδέσει έναν ηλεκτρομαγνήτη στην μία άκρη


αγώγιμης γραμμής 314 μέτρων και να τον χειριστεί επιτυχώς από την άλλη
άκρη. Η επισήμανσή του ότι τοιουτοτρόπως ήταν δυνατή η εξ αποστάσεως
επικοινωνία, έθεσε τα θεμέλια για την κατασκευή του πρώτου τηλέγραφου.

George Green

Τη σκυτάλη στη θεωρητική έρευνα του Ηλεκτρομαγνητισμού πήρε ένας


ιδιοφυής, αυτοδίδακτος άνδρας, γιος αρτοποιού, με ελάχιστη κλασσική
προπαιδεία, ο George Green (1793-1841), ο οποίος, επεκτείνοντας το έργο
του Poisson, εισήγαγε την ιδέα των συναρτήσεων δυναμικού, όπως
σήμερα χρησιμοποιούνται από την Μαθηματική Φυσική,
καλούμενες συναρτήσεις Green. Η πραγματεία του, An Essay on the
Application of Mathematical Analysis to the Theories of Electricity and
Magnetism[1], δημοσιευμένη το 1828, εισήγαγε πολλές σημαντικές έννοιες
και θεωρήματα και συνόψισε την πρώτη ολοκληρωμένη μαθηματική θεωρία
του Ηλεκτρισμού και του Μαγνητισμού. Παρ' όλο που το σπουδαίο αυτό έργο
του Green αγνοήθηκε από τους μαθηματικούς ως το 1846, αποτέλεσε μία από
τις βασικές θεμέλιες λίθους του θεωρητικού οικοδομήματος του
Ηλεκτρομαγνητισμού, που αναπτύχθηκε στη συνέχεια από σπουδαίους
ερευνητές.

Michael Faraday

Η ραγδαία πρόοδος του Ηλεκτρομαγνητισμού που ακολούθησε, πιστώνεται


κατά ένα σημαντικό μέρος, στον Άγγλο φυσικό Michael Faraday (1791-
1867), έναν ευρυμαθή άνθρωπο, που ξεκίνησε την επαγγελματική του
σταδιοδρομία ως βιβλιοδέτης. Ο Faraday αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση
στην Ιστορία της Σύγχρονης Επιστήμης. Πρόκειται για έναν -κατά γενική
ομολογία- σπουδαίο ερευνητή, που όμως αγνοούσε την μαθηματική γλώσσα
της επιστήμης του. Το σοβαρό αυτό μειονέκτημα και η αδυναμία του να εκτελεί
αφαιρετικές διαδικασίες, αντισταθμίζονταν από την πλούσια φαντασία του και
μία εξαιρετική αντίληψη του χώρου.

Ακόμη κι έτσι όμως, είναι βέβαιο, πως η γνώση των μαθηματικών θα τον είχε
βοηθήσει ακόμη περισσότερο τις έρευνές του, και θα τον είχε πιθανότατα
οδηγήσει σε προβλέψεις και ανακαλύψεις που έγιναν πολύ αργότερα. Εν τέλει,
δεδομένων των συνθηκών, η αδυναμία του να περπατήσει στα δύσκολα
μονοπάτια της Θεωρητικής Φυσικής, τον οδήγησε στον ευκολότερο,
ασφαλέστερο και κυρίως περισσότερο συγκεκριμένο δρόμο της Πειραματικής
Φυσικής. Ο Faraday υπήρξε δεινός πειραματιστής, έτσι ώστε σήμερα να
θεωρείται ο μεγαλύτερος πειραματικός φυσικός όλων των εποχών, ο πρίγκιπας
των πειραματιστών.
O Michael Faraday πειραματιζόμενος

Ανατρέχοντας κάποιος στο έργο του Faraday, δεν μπορεί να μην απορήσει για
τα επιτεύγματα στα οποία τον οδήγησε ο ιδιαίτερος τρόπος που
αντιλαμβανόταν τον χώρο και η μαθηματική λογική του, που δεν μπορούσε
όμως να εκφραστεί με τα συνήθη μαθηματικά σύμβολα. Το έργο του Faraday,
ακριβώς για τον λόγο αυτό, εξαίρει ο James Maxwell, στον πρόλογο του
διάσημου έργου τουΠραγματεία στον Ηλεκτρισμό και τον Μαγνητισμό[2].
Σημειώνεται ότι εδώ, ο Maxwell αποδεικνύεται μάλλον γενναιόδωρος ως προς
τον Faraday, καθώς η αλήθεια είναι ότι η παραγωγική μέθοδός του, δύσκολα
μπορεί πλέον να αποδώσει καρπούς και επιπροσθέτως ο ίδιος ήταν ο
τελευταίος των μεγάλων ερευνητών που κατάφερε να συνεισφέρει ένα
σημαντικό έργο στην επιστήμη του, αγνοώντας τα Μαθηματικά.
To εργαστήριο του Faraday στο Βασιλικό Ίδρυμα
όπου κατασκευάστηκε το πρώτο δυναμό.

Βοηθός του sir Humphry Davy, από το 1912, και μέλος τηςΒασιλικής
Εταιρείας του Λονδίνου, είχε την δυνατότητα να μαθητεύσει κοντά σε
επιφανείς επιστήμονες και να αναβαθμίσει τις ερευνητικές του ικανότητες. Ως
το 1930, το πεδίο της ερευνάς του αφορούσε κυρίως στην Χημεία, με
εξαίρεση μία σύντομη αλλά σημαντική περίοδο μετά την ανακάλυψη
του Oersted.

Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του στον Ηλεκτρομαγνητισμό ήταν η


σύλληψη της ιδέας του Πεδίου, που γεννήθηκε με την προσεκτική
παρατήρηση της διάταξης των ρινισμάτων σιδήρου, υπό την επίδραση
Μαγνητικού Πεδίου. Οι απόψεις του για το θέμα, συχνά πλησιάζουν τις
σύγχρονες αντιλήψεις για το Πεδίο.

Ήδη από το 1821, λοιπόν, κι έπειτα από μια σειρά πειραμάτων που
επιβεβαίωναν την ανακάλυψη του Oersted, είχε διαπιστώσει ότι η μαγνητική
δράση εκδηλώνεται δεξιόστροφα σε σχέση με την κατεύθυνση του ρεύματος
που την παράγει. Στις 3 Σεπτεμβρίου κατάφερε να επιδείξει την περιστροφή
ρευματοφόρου σύρματος σε σταθερό Μαγνητικό Πεδίο, όπως το γήινο.
Αργότερα, το ίδιο έτος, έγινε προϊστάμενος του Βασιλικού Ιδρύματος.
Η μεταβολή της μαγνητικής ροής
δημιουργεί ηλεκτρικό ρεύμα.
Έτσι, όταν ένας μαγνήτης ωθείται
στο εσωτερικό ενός πηνίου,
προκαλεί την ροή ηλεκτρικού
ρεύματος σε αυτό, κατά την
διάρκεια της κίνησής του.

Ο Faraday, όπως και άλλοι σύγχρονοί του, μεταξύ των οποίων ο Ampère και
ο Arago, διαισθανόμενος την συμμετρία των Φυσικών Φαινομένων,
διερεύνησε την δυνατότητα δημιουργίας Ηλεκτρικού Ρεύματος από το
Μαγνητικό Πεδίο. Στις 29 Αυγούστου 1831, έπειτα από μια σειρά
καλοσχεδιασμένων πειραμάτων, που ωστόσο αποτύγχαναν στο να
επαληθεύσουν την θεωρητική του σύλληψη, προχώρησε στην κατασκευή ενός
σιδηροδακτυλίου, στον οποίο τύλιξε δύο πηνία από χάλκινο σύρμα.
Συνδέοντας το ένα από αυτά με ένα ευαίσθητο γαλβανόμετρο, παρατήρησε ότι
έδινε ένδειξη ηλεκτρικού ρεύματος, κατά την έναρξη ή την διακοπή του
ρεύματος στο έτερο πηνίο.

Σχηματική αναπαράσταση του πηνίου


επαγωγής του Faraday.

Την ανακάλυψη αυτή ακολούθησε μια σειρά πειραμάτων και σε λίγες μόνο
εβδομάδες ο Faraday ολοκλήρωσε την ποιοτική περιγραφή μιας
ολοκαίνουριας, σπουδαίας φυσικής έννοιας: της Ηλεκτρομαγνη-τικής
Επαγωγής. Η πρώτη γραπτή αποτύπωση στο θέμα αυτό, παραδόθηκε στην
Βασιλική Εταιρεία, στις 21 Νοεμβρίου 1831, με τίτλοExperimental
Researches in Electricity.

Διάλεξη του Faraday

Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι σχεδόν ταυτόχρονα με τον Faraday,


αλλά εντελώς ανεξάρτητα, ανακάλυψε την ηλεκτρομα-γνητική επαγωγή
ο Joseph Henry, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού Ωκεανού.

Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα, προκαλώντας μία τεράστια αντίδραση σε


ολόκληρο τον επιστημονικό κόσμο. Ο δρόμος για την εφεύρεση της
πρώτηςηλεκτρομαγνητικής γεννήτριας ρεύματος από τον Faraday,
αποδείχθηκε πολύ σύντομος. Μέχρι το τέλος του 1831, έχοντας ανιχνεύσει
τον τρόπο με τον οποίον μπορούσε να μετατρέψει Κινητική σε Ηλεκτρική
Ενέργεια και κατασκευάζοντας κινητήρες, γεννήτριεςκαι μετασχηματιστές,
είχε καταφέρει να θέσει τα θεμέλια της μελλοντικής ηλεκτρικής Βιομηχανίας.
Από αριστερά προς τα δεξιά:
Michael Faraday,
Thomas Henry Huxley,
Charles Wheatstone,
David Brewster και John Tyndall

Το άμεσα επαγόμενο των ανακαλύψεων ερώτημα, απασχόλησε έντονα τους


επιστήμονες της εποχής εκείνης: «Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο ρεύμα
που παράγεται με τις ηλεκτροστατικές μηχανές, το βολταϊκό στοιχείο
και την ηλεκτρομαγνητική επαγωγή;» Οι γνώμες έτειναν να υποστηρίξουν
το ταυτόσημο των τριών «ειδών» ρευμάτων, πράγμα το οποίο προσπάθησε
πρακτικά να αποδείξει ο Faraday, επινοώντας μεθόδους για να μετρήσει αυτό
που σήμερα αποκαλούμε «ποσότητα ηλεκτρισμού», μεταξύ των οποίων
συμπεριλαμβάνεται το βαλλιστικό γαλβανόμεντρο και το βολτόμετρο. Η
προς αυτήν την κατεύθυνση έρευνα επιβεβαίωσε την άποψη αυτή. Επιπλέον, η
μελέτη της ηλεκτρόλυσης οδήγησε στους αποκαλούμενουςΝόμους του
Faraday. Η διαπιστωθείσα σύμπτωση των ηλεκτροχημικών ισοδυνάμων με
τα συνήθη χημικά ισοδύναμα, ανάγκασε την επιστημονικη σκέψη να φτάσει
στο συμπέρασμα ότι οι φορείς του ηλεκτρικού ρεύματος φέρουν όλοι το
ίδιο φορτίο και μάζες ανάλογες προς το πηλίκο του ατομικού βάρους
προς το σθένος. Το επόμενο μεγάλο βήμα οδηγούσε προς την ατομική φύση
του Ηλεκτρισμού και το ηλεκτρόνιο, αλλά στάθηκε αδύνατον για τον Faraday
να το πραγματοποιήσει.

Η διερεύνηση από τον Faraday των ηλεκτροχημικών και ηλεκτρομαγνητικών


φαινομένων, απέδωσε και έναν άλλο σημαντικό καρπό. Στην συνεργασία του
Faraday με τον φίλο του, υφηγητή στο Καίμπριτζ, αιδεσιμότατατο Reverend
William Whewell (1794-1866), διευθυντή του Κολεγίου Τρίνιτυ, φιλόσοφο
και μαθηματικό, οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της ορολογίας που
αναπτύχθηκε και που αφορούσε στα φυσικά φαινόμενα που μελετούσε. Οι όροι
που και σήμερα χρησιμοποιούνται και που αποτελούν προϊόν αυτής της
εποικοδομητικής συνεργασίας
είναι: άνοδος, κάθοδος, ηλεκτρόδιο, ηλεκτρολύτης, ηλεκτρόλυση, ιόν,
ανιόν,κατιόν, δυναμικές
γραμμές, παραμαγνητικό, διαμαγνητικό, διηλεκτρικό,ηλεκτροχημικό κ.
λπ.

You might also like