Professional Documents
Culture Documents
Ιστορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού
Ιστορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού
Στα παραμύθια τους οι άνθρωποι συνηθίζουν, όταν αυτά αναφέρονται στο ουράνιο
τόξο, να μιλούν για τον θησαυρό που υπάρχει στην άκρη του. Καμιά φορά, όταν το
σκέφτομαι, μου φαίνεται περίεργο πώς δεν υπάρχουν αντίστοιχα παραμύθια για τους
κεραυνούς. Ίσως υπεύθυνο γι΄ αυτό να είναι το γεγονός πως αντίθετα με την ήρεμη
αρμονία του ουράνιου τόξου, ο κεραυνός έχει να επιδείξει μια τεράστια, καταστροφική
ισχύ, που έχει ενίοτε κατατρομάξει τους ανθρώπους, τόσο ώστε να τον χαρακτηρίσουν
ως την «κατάρα των Θεών».
Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως το ταξίδι της αποκάλυψης του «θησαυρού του
Κεραυνού», της γενεσιουργού του δηλαδή αιτίας, υπήρξε μακροχρόνιο κι επίπονο και
παράλληλα καθοριστικό για τον ανθρώπινο πολιτισμό, έτσι όπως τον γνωρίζουμε και τον
ζούμε στις μέρες μας. Και βέβαια δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός πως η έναρξη της
ανάπτυξης αυτού του κλάδου της φυσικής επιστήμης, συμπίπτει χρονικά με την
επιστημονική επανάσταση και τον διαφωτισμό και εξελίσσεται στη συνέχεια με
επιταχυνόμενο ρυθμό, συνδεδεμένη άρρηκτα με την βιομηχανική επανάσταση και αυτήν
της υψηλής τεχνολογίας του 20ού αιώνα.
Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε κάθε άλλη που αφορά στην επιστήμη, τίποτε
δεν χαρίστηκε. Αμέτρητοι άνθρωποι χρειάστηκε να εργαστούν σκληρά για να
ανακαλύψουν τους νόμους της φύσης που αφορούν στα ηλεκτρικά φαινόμενα, και ακόμη
περισσότεροι για να καταφέρουν να μετατρέψουν αυτήν την τεχνογνωσία σε πράξη.
Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί, έψαχνα στο πίσω μέρος της τηλεόρασης, για να ανακαλύψω
την «μυστική πόρτα» από την οποία οι εικόνες έμπαιναν σε αυτό το μαγικό κουτί. Δεν
ξέρω αν κάτι τέτοιο ήταν κοινό στα παιδιά της ηλικίας μου, όμως κατανάλωσα αρκετό
χρόνο να προσπαθώ να ξεδιαλύνω το μυστήριο. Ώσπου έμαθα, ότι για την «μαγεία»
αυτή, ήταν εν μέρει υπεύθυνο ένα μικροσκοπικό σωματίδιο, που δεν μπορούσα να δω,
και που η ετυμολογία του ονόματός του χάνεται στα βάθη των αιώνων: το ηλεκτρόνιο.
Με αρωγό μου λοιπόν, ένα βιβλίο Ιστορίας της Φυσικής και κάποιες πηγές από το
διαδίκτυο, αποφάσισα να γράψω λίγα πράγματα για τον «θησαυρό του Κεραυνού».
Ίσως σε μερικά σημεία, η ιστορία να μοιάσει λίγο με παραμύθι. Δεν ξέρω αν θα είναι τόσο
ευχάριστο, θαρρώ όμως πως αξίζει τον κόπο να δούμε πόσο δυσκολεύτηκαν οι
άνθρωποι να κατακτήσουν κάποιες έννοιες, που τώρα διδάσκονται στο Γυμνάσιο. Ίσως
μάλιστα, κάποιοι από μας συνειδητοποιήσουν, ότι τα i-phone που καθημερινά
χρησιμοποιούν, αποτελούν προϊόν δουλειάς, τόσο σκληρής, που είναι δύσκολο να την
φανταστεί κάποιος.
Από την αρχαιότητα ήδη, ήταν γνωστή η ιδιότητα κάποιων σωμάτων, όταν τρίβονται με
ύφασμα να έλκουν μικρά κομματάκια χαρτιού ή μικρά άχυρα. Ο Θαλής ο Μιλήσιος (περ.
630/635 π.Χ. - 543 π.Χ.) καταγράφει ότι το ήλεκτρον, το γνωστό σε μας κεχριμπάρι
(δηλαδή το απολιθωμένο ρετσίνι των πεύκων), έχει την ιδιότητα αυτή. Ωστόσο, κανείς δεν
ενδιαφέρθηκε για το φαινόμενο αυτό στις δύο χιλιετίες που ακολούθησαν, κι έτσι, πέρα
από κάποιες αποσπασματικές έρευνες, λίγα πράγματα έγιναν ως τα τέλη του 16ου
αιώνα. Τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά φαινόμενα, ήταν πάντα καλυμμένα με το πέπλο της
δεισιδαιμονίας και του θεϊκού στοιχείου. Την προσπάθεια ερμηνείας αυτών των
φαινομένων κυριαρχούσαν φανταστικές δοξασίες που άγγιζαν τα όρια της μαγείας.
Καρτέσιος
Τον 17ο και 18ο αιώνα ο Ηλεκτρισμός και ο Μαγνητισμός εξελίχθηκαν με την
συλλογική δουλειά πάρα πολλών εξεχόντων επιστημόνων. Στις αρχές του 17ου αιώνα,
διαπιστώθηκε η έλξη ανάμεσα σε γυαλί και ήλεκτρο που έχουν προηγουμένως τριβεί.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, το έτος 1629, διαπιστώθηκε και η άπωση.
Robert Boyle
Ο Boyle, πατέρας της Χημείας και ένας εκ των ιδρυτών της Βασιλικής Εταιρείας του
Λονδίνου, ερεύνησε τα γνωστά στην εποχή του ηλεκτρικά φαινόμενα στο κενό,
οδηγήθηκε όμως σε αντιφάσεις. Η σημαντικότερη συνεισφορά του ήταν η θέση που
διετύπωσε το 1675, ότι οι ηλεκτρικές αλληλεπιδράσεις δρουν στο κενό. Το σύνολο της
εργασίας του σε σχέση με τα ηλεκτρικά φαινόμενα, καταγράφεται στο έργο
του Experiments on the Origin of Electricity.
Το πρώτο μεγάλο βήμα προόδου έγινε από τον ίδιο άνθρωπο που εκστασίασε το
κοινό του Μαγδεμβούργου, παρουσιάζοντας 16 άλογα που αδυνατούσαν να χωρίσουν
δύο κενά ημισφαίρια, τον Otto von Guericke (1602-1686). Ο άνδρας αυτός, γόνος
ονομαστής οικογενείας, διατέλεσε δήμαρχος του Μαγδεμβούργου και φαίνεται πως ήταν
εξέχων διπλωμάτης.
Μετά το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου που υπήρξε ιδιαίτερα επιζήμιος για την
πατρίδα του την Γερμανία, ο von Guericke αφοσιώθηκε στην μελέτη της φύσης του
Κενού. Για τον σκοπό αυτό κατασκεύασε την πρώτη αντλία κενού και εκτέλεσε πολλά
θεαματικά πειράματα, ένα εκ των οποίων και το παραπάνω αναφερόμενο, διάσημο
πείραμα του Μαγδεμβούργου.
Ηλεκτροστατική Μηχανή
Otto von Guericke
Ο στόχος του ήταν η μελέτη φαινομένων στο κενό, όπως αυτά εκδηλώνονται στο
ενδοπλανητικό διάστημα. Υπέθεσε διάφορες «δράσεις» από απόσταση, όπως η
Βαρύτητα και η «ωθητική δύναμη» (Αδράνεια) καθώς και δράσεις που προκαλούν φως,
ήχο και θερμότητα. Για την επίδειξή τους, κατασκεύασε μια σφαίρα από θείο,
αναμειγμένο με διάφορα ορυκτά, τα οποία ήταν δυνατόν να ηλεκτρισθούν με τριβή. Η
μηχανή αυτή, ουσιαστικά αποτέλεσε την πρώτη Ηλεκτροστατική Μηχανή.
Πρόκειται για αυτά ακριβώς τα είδη του φορτίου που αργότερα ονομάστηκαν θετικό
και αρνητικό. Ο du Fay διαπίστωσε επίσης ότι τα ομόσημα ηλεκτρικά φορτία απωθούνται
ενώ τα ετερόσημα έλκονται. Εκατό και πλέον έτη χρειάστηκε να παρέλθουν από τις
μελέτες του Gilbert για να θεμελιωθεί το απλό αυτό γεγονός.
Το έτος 1745, ο Ewald Georg Kleist (1700-1748) παρατήρησε τυχαία ότι φορτίζοντας
ένα υγρό που βρίσκεται σε φιάλη, μπορούσε να πετύχει ισχυρές εκκενώσεις, γεγονός
που οδήγησε στην επινόηση του πυκνωτή και ακολούθως σε κορυφαία τεχνική πρόοδο.
Στα μέσα του 18ου αιώνα η χρήση του Ηλεκτρισμού αφορούσε αποκλειστικά
στην ψυχαγωγία. Στις κοινωνικές συγκεντρώσεις στα κοσμικά σαλόνια, αλλά και σε
ευρύτερο κοινό επί πληρωμή, λάμβαναν χώρα επιδείξεις Ηλεκτρικών Φαινομένων. Τα
πειράματα ηλεκτρισμού γνώρισαν τέτοια διάδοση, ώστε ξεπερνώντας το εμπόδιο
του Ατλαντικού Ωκεανού, έφτασαν ως την Αμερική, προσελκύοντας το ενδιαφέρον ενός
σημαντικού άνδρα του Αμερικανικού έθνους, που ταυτόχρονα αποτελεί και τον πρώτο
του επιστήμονα: του Βενιαμίν Φραγκλίνου (Benjamin Franklin) (1706 - 1790).
O Franklin, γεννημένος στη Βοστώνη, ήταν ένα από τα δεκαεπτά παιδιά ενός Άγγλου
σαπωνοβιομήχανου.Πέτυχε, σε ηλικία 40 ετών, να εξασφαλίσει οικονομικά την επιβίωσή
του, ώστε να μπορεί να αφιερωθεί σε ό,τι τον ευχαριστούσε.
Λουγδουνική Λάγηνος (Leyden Jar)
Το 1746, το ίδιο έτος που ο Pieter van Musschenbroek (1692 –1761) μελετούσε
τους ηλεκτρικούς σπινθήρες στην πόλη leyden της Ολλανδίας, επινοώντας
την«λουγδουνική λάγηνο» ή «φιάλη του Leyden» (leyden jar), ένα είδος
ηλεκτροστατικού πυκνωτή, ο Franklin γνώρισε στην Βοστόνη τον Dr. Spence, o οποίος
τον μύησε στα μυστικά των πειραμάτων του Ηλεκτρισμού. Έκτοτε πραγματοποίησε
αρκετά πειράματα σχετικά με τον Ηλεκτρισμό, αναπτύσσοντας τις δικές του ιδέες γύρω
από το θέμα.
Το 1751, εξέδωσε το βιβλίο Options and conjectures concerning the properties and
the effects of the electric material, στο οποίο συμπεριέλαβε τα αποτελέσματα των
ερευνών του, και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Τα πειράματα με τα οποία ο Franklin απέδειξε τις ιδέες του, διέφεραν κατά πολλούς
τρόπους, αλλά όχι στη βασική ιδέα. Για παράδειγμα, δύο άνθρωποι που βρίσκονταν σε
απομονωμένες από το περιβάλλον βάσεις, ηλεκτρίζονταν από ένα υάλινο σωλήνα που
τριβόταν με ύφασμα (ο ένας ηλεκτριζόταν από την ύαλο και ο άλλος από το ύφασμα).
Όταν πλησίαζαν τα δάκτυλά τους, παραγόταν σπινθήρας και οι άνθρωποι εκφορτίζονταν.
Ηλεκτρικά Φορτία
Ηλέκτριση προκύπτει από τον διαχωρισμό των δύο ειδών Ηλεκτρισμού, υπό τον
περιορισμό το Άθροισμά τους να παραμείνει σταθερό και ίσο με το μηδέν.
Δημιουργία Κεραυνού
Ο Franklin υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που υποστήριξε ότι ο κεραυνός δεν ήταν η
κατάρα των Θεών. Προσπάθησε να ερμηνεύσει το φυσικό φαινόμενο
της αστραπής, υποθέτοντας ότι είναι ένας γιγάντιος ηλεκτρικός σπινθήρας. Για να
επαληθεύσει αυτή του την ιδέα, πραγματοποίησε το διάσημο πείραμά του, δένοντας ένα
μεταλλικό κλειδί στο μεταξωτό νήμα ενός χαρταετού, τον οποίο πέταξε στη διάρκεια
μιας καταιγίδας. Πλησιάζοντας το χέρι του στο μεταλλικό κλειδί, δημιουργήθηκε
ηλεκτρικός σπινθήρας, γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι
ο Ηλεκτρισμός μεταπήδησε από τα σύννεφα στο κλειδί, μέσω του νήματος, φορτίζοντάς
το ηλεκτρικά.
Καθώς είχε ήδη αποδείξει ότι ένα σώμα με αιχμηρό άκρο χάνει εύκολα το ηλεκτρικό
του φορτίο, κατάφερε, συνδυάζοντας αυτές του τις ιδέες, να εκφορτίσει βαθμιαία ένα
κτήριο, τοποθετώντας στα υψηλότερα σημεία του κατακόρυφες ράβδους σιδήρου, με
αιχμηρά άκρα, επιχρυσωμένες, ώστε να μην διαβρώνονται και γειωμένες με σύρμα,
επινοώντας έτσι το αλεξικέραυνο.
Henry Cavendish
Charles Coulomb
Την απόδειξη του νόμου αυτού, που για πρώτη φορά διετύπωσε το 1788,
πραγματοποίησε με την βοήθεια ζυγού στρέψης εξαιρετικής ευαισθησίας, που
ο ίδιος επινόησε περί το 1784 και αποτελούσε εξέλιξη τουζυγού του
Cavendish. Τον ίδιο ζυγό ο Coulomb χρησιμοποίησε και για την απόδειξη του
νόμου του αντιστρόφου τετραγώνου που διέπει το Μαγνητικό Πεδίο, που είχε
διατυπωθεί το 1760 από τον Johann Tobias Mayer.
Luigi Galvani
Σε αυτήν την περίοδο ήρθαν στο φως νέες επινοήσεις, ικανές να παράγουν,
με χημικά μέσα, σταθερά ηλεκτρικά ρεύματα. Νέα ώθηση στην έρευνα των
ηλεκτρικών φαινομένων δόθηκε από το έργο του Luigi Aloysius Galvani
(1737 – 1798), καθηγητή ανατομίας στο Πανεπιστήμιο της Bolonia.
Το 1791, δημοσίευσε την εργασία του, στα Λατινικά, με τίτλο Σχόλια πάνω
στις δυνάμεις του Ηλεκτρισμού στις κινήσεις των μυών. Στο έργο αυτό
Luigi Galvani
περιέγραφε τα αποτελέσματα μίας σειράς πειραμάτων σε βατράχους, που
ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι όταν άγγιζε με ηλεκτρισμένο νυστέρι τα
μηριαία νεύρα ενός βατράχου, οι μύες του ζώου τινάζονταν έντονα. Ο Galvani
πραγματοποίησε πειράματα σε διάφορες παραλλαγές,
χρησιμοποιώντας διαφορετικά μέταλλα κάθε φορά, διαπιστώνοντας τις έντονες
συσπάσεις των μυών όταν αγγίζονται τα νεύρα με ένα μεταλλικό τόξο,
ιδιαιτέρως όταν αυτό αποτελείται από δύο διαφορετικά μέταλλα. Ο Galvani,
προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα παράξενα αυτά αποτελέσματα, κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι η πηγή του Ηλεκτρισμού ήταν οι μύες και τα νεύρα, κάνοντας
λόγο για μια μορφή «ζωικού ηλεκτρισμού» που υπήρχε στο βάτραχο.
Alessandro Volta
Βολταϊκή Στήλη
Είναι πολύ πιθανόν ότι η επινόηση της Βολταϊκής στήλης έγινε γύρω
στο1792, όμως δεν δημοσιοποιήθηκε μέχρι τις 20 Μαρτίου του
έτους 1800, οπότε ο Alessandro Volta έγραψε για το θέμα σε
επιστολή προς τονJoseph Banks (1743-1820), πρόεδρο της
Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, με τίτλο On the Electricity Excited
by the Mere Contact of Conducting Substances of Different
Kinds(Σχετικά με τον Ηλεκτρισμό που προκαλείται από την απλή επαφή
αγώγιμων ουσιών διαφορετικού είδους)[1]. Στην επιστολή αυτή ο Volta
παρομοίασε την συμπεριφορά της στήλης του με εκείνην μιας ασθενώς
φορτισμένης φιάλης Leyden, με την διαφορά ότι τα φορτία που
παρείχε ανανεώνονταν διαρκώς.
ρεύματος μέσα από αυτό (ηλεκτρόλυση), χρησιμοποιώντας μια
Βολταϊκή Στήλη, πριν ακόμη δημοσιευτεί η ανακάλυψή της.
Συγκεκριμένα, συνέδεσαν τα δύο άκρα της στήλης με δύο σύρματα από
λευκόχρυσο, βυθισμένα σε δύο συγκοινωνούντα δοχεία που περιείχαν
αραιό διάλυμα οξέως. Παρατηρώντας τις φυσαλίδες που
δημιουργήθηκαν, διαπίστωσαν ότι στο ένα δοχείο επρόκειτο για
αέριο Οξυγόνο ενώ στο άλλο για αέριο Υδρογόνο. Οι δύο ερευνητές
σωστά υπέθεσαν ότι αυτά ακριβώς ήταν τα συστατικά στοιχεία του
νερού.
Τον Οκτώβριο του 1800, ο Davy απέδειξε ότι ο ηλεκτρισμός που
παρείχαν τα γαλβανικά στοιχεία οφειλόταν σε χημική δράση και ότι
ήταν αδύνατη η λειτουργία τους με καθαρό ύδωρ.
Το 1801 ο Johann Ritter συνέλαβε την ιδέα μιας σειράς μετάλλων
από την οποία θα μπορούσε να υπολογιστεί η «σχετική ηλεκτρική
πίεση» που θα παραγόταν από διάφορα ζεύγη ηλεκτροδίων, βυθισμένα
σε διάλυμα άλατος ή οξέως (δηλαδή ουσιαστικά η διαφορά
δυναμικού). Αργότερα, την ίδια ιδέα συνέλαβε και ο Volta και η σειρά
έγινε γνωστή ως Ηλεκτροχημική Σειρά του Volta.
Μεταξύ των ετών 1802 και 1806, ο Σουηδός χημικός Jöns Jacob
Berzelius (1779 - 1848) δημοσίευσε τις έρευνές του περί την
Ηλεκτροχημεία, προλειαίνοντας το έδαφος για μια σειρά λαμπρών
ανακαλύψεων.
Υπήρχαν, ήδη, αρκετές ενδείξεις ότι πράγματι ίσχυε κάτι τέτοιο, όπως
το γεγονός της μαγνήτισης ατσάλινων τεμαχίων ή βελονών από τις
αστραπές ή την αποφόρτιση ηλεκτρικών μηχανών. Την σύνδεση των
ηλεκτρικών με τα μαγνητικά φαινόμενα είχε υποψιαστεί και
ο Benjamin Franklin, ο οποίος παρατήρησε ότι το ρεύμα του
κεραυνού μάλλον προκαλεί Μαγνητισμό, άποψη που εν τέλει
απέρριψε. Η βαρύνουσα γνώμη μιας αυθεντίας της Επιστήμης, όπως
ήταν ο Franklin, σε συνδυασμό με την αδυναμία να πραγματοποιηθούν
σοβαρές εργαστηριακές έρευνες, ήταν οι κύριοι λόγοι για τους
οποίους ο θεωρητικός συσχετισμός των ηλεκτρικών με τα μαγνητικά
φαινόμενα, άργησε να έλθει στην επιφάνεια.
Η επιτυχία αντιστροφής της πολικότητας μαγνήτη με ηλεκτρικά
μέσα από τον Boze, η τόλμη τουCesare Beccaria να συνδέσει το
Γήινο Μαγνητικό Πεδίο με την κυκλοφορία κάποιου «ηλεκτρικού
ρευστού» γύρω από τη Γη, καθώς και η καταγραφή, το καλοκαίρι του
έτους 1802, από τον Ιταλό νομικό και ερασιτέχνη πειραματιστή Gian
Domenico Romagnosi, της απόκλισης μιας μαγνητικής βελόνας,
παρουσία αγωγού διαρρεόμενου από ηλεκτρικό ρεύμα, απλά
προστέθηκαν, ως αναξιοποίητα στοιχεία, στον κατάλογο των
αποδείξεων που συνηγορούσαν υπέρ
της ενοποίησης του ηλεκτρισμού με τονμαγνητισμό.
Ιστορική Εξέλιξη Ηλεκτρομαγνητισμού - Αρχές 19ου αιώνα:
H ανακάλυψη του Oersted και η γένεση του
Ηλεκτρομαγνητισμού
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2013
Η σπουδαιότητα του άρθρου του Oersted, παρόλο που ήταν κυρίως ποιοτικό
και δεν περιελάμβανε καμία μαθηματική αναπαράσταση του φαινομένου,
αναγνωρίστηκε αμέσως, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκε
σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. Αρκετοί επιφανείς ερευνητές προχώρησαν
άμεσα σε πειραματικές έρευνες των αλλη-λεπιδράσεων ηλεκτρικών ρευμάτων
και μαγνητών, δημιουργώντας τον σκελετό, πάνω στον οποίο θα χτιζόταν το
νέο ηλεκτρομαγνητικό οικοδόμημα της Φυσικής.
O πολλαπλασιαστής του
Schweigger που χρησιμοποιή-
θηκε από τον Oersted
το 1823.
Mεταξύ της 18ης Σεπτεμβρίου και της 2ης Νοεμβρίου 1820, έδωσε μια
σειρά διαλέξεων στην Γαλλική Ακαδημία, όπου παρουσίασε τις ανακαλύψεις
του στον ηλεκτρο-μαγνητισμό.
Στους μήνες που ακολούθησαν ο Ampère εργάστηκε για την τελειοποίηση της
θεωρίας του.
Το ίδιο έτος (1820), ο Arago ανακάλυψε ότι ένα σύρμα διαρρεόμενο από
ηλεκτρικό ρεύμα έλκει ρινίσματα σιδήρου ενώ τόσο ο ίδιος όσο και ο Ampère
διαπίστωσαν ότιένα συρμάτινο ελικοειδές που διαρρέεται από ρεύμα, είναι
ικανό να μαγνητίσει μία ράβδο μαλακού σιδήρου, αν τυλιχτεί γύρω από αυτήν.
Έτσι, o Ampère κατάφερε να διακρίνει, αλλά και να επαληθεύσει πειραματικά,
την ισοδυναμία της «μαγνητικής δράσης» ενός μόνιμου μαγνήτη ή
μίας μαγνητικής βελόνης, με αυτήν ενόςρευματοφόρου κυλινδρικού
σπειροειδούς (σωληνοειδούς).
Οι ηλεκτρομαγνήτες του Sturgeon
Joseph Henry
Το 1829, επέδειξε για πρώτη φορά τον εξελιγμένο ηλεκτρομαγνήτη του, για
την κατασκευή του οποίου χρησιμοποίησε 400 τόνους σύρματος. Περαιτέρω
λεπτομέρειες για αυτόν δεν είναι γνωστές. Αργότερα, το ίδιο έτος,
ολοκλήρωσε την κατασκευή δεύτερου μαγνήτη, ο οποίος αποτελούταν από
σιδηροπυρήνα μισής ίντσας, τυλιγμένον με αρκετές συρμάτινες σπείρες. Αυτός,
τροφοδοτούμενος από μπαταρία μικρής ισχύος, ήταν ικανός να ανασηκώσει
μάζα περίπου 18 kg. Ακολούθησε η κατασκευή ισχυρότερων
ηλεκτρομαγνητών, όπως αυτός που παρουσίασε το1831 στους φοιτητές του,
στο Κολλέγιο του Yale, ικανός να σηκώσει 938,6 kg.
George Green
Michael Faraday
Ακόμη κι έτσι όμως, είναι βέβαιο, πως η γνώση των μαθηματικών θα τον είχε
βοηθήσει ακόμη περισσότερο τις έρευνές του, και θα τον είχε πιθανότατα
οδηγήσει σε προβλέψεις και ανακαλύψεις που έγιναν πολύ αργότερα. Εν τέλει,
δεδομένων των συνθηκών, η αδυναμία του να περπατήσει στα δύσκολα
μονοπάτια της Θεωρητικής Φυσικής, τον οδήγησε στον ευκολότερο,
ασφαλέστερο και κυρίως περισσότερο συγκεκριμένο δρόμο της Πειραματικής
Φυσικής. Ο Faraday υπήρξε δεινός πειραματιστής, έτσι ώστε σήμερα να
θεωρείται ο μεγαλύτερος πειραματικός φυσικός όλων των εποχών, ο πρίγκιπας
των πειραματιστών.
O Michael Faraday πειραματιζόμενος
Ανατρέχοντας κάποιος στο έργο του Faraday, δεν μπορεί να μην απορήσει για
τα επιτεύγματα στα οποία τον οδήγησε ο ιδιαίτερος τρόπος που
αντιλαμβανόταν τον χώρο και η μαθηματική λογική του, που δεν μπορούσε
όμως να εκφραστεί με τα συνήθη μαθηματικά σύμβολα. Το έργο του Faraday,
ακριβώς για τον λόγο αυτό, εξαίρει ο James Maxwell, στον πρόλογο του
διάσημου έργου τουΠραγματεία στον Ηλεκτρισμό και τον Μαγνητισμό[2].
Σημειώνεται ότι εδώ, ο Maxwell αποδεικνύεται μάλλον γενναιόδωρος ως προς
τον Faraday, καθώς η αλήθεια είναι ότι η παραγωγική μέθοδός του, δύσκολα
μπορεί πλέον να αποδώσει καρπούς και επιπροσθέτως ο ίδιος ήταν ο
τελευταίος των μεγάλων ερευνητών που κατάφερε να συνεισφέρει ένα
σημαντικό έργο στην επιστήμη του, αγνοώντας τα Μαθηματικά.
To εργαστήριο του Faraday στο Βασιλικό Ίδρυμα
όπου κατασκευάστηκε το πρώτο δυναμό.
Βοηθός του sir Humphry Davy, από το 1912, και μέλος τηςΒασιλικής
Εταιρείας του Λονδίνου, είχε την δυνατότητα να μαθητεύσει κοντά σε
επιφανείς επιστήμονες και να αναβαθμίσει τις ερευνητικές του ικανότητες. Ως
το 1930, το πεδίο της ερευνάς του αφορούσε κυρίως στην Χημεία, με
εξαίρεση μία σύντομη αλλά σημαντική περίοδο μετά την ανακάλυψη
του Oersted.
Ήδη από το 1821, λοιπόν, κι έπειτα από μια σειρά πειραμάτων που
επιβεβαίωναν την ανακάλυψη του Oersted, είχε διαπιστώσει ότι η μαγνητική
δράση εκδηλώνεται δεξιόστροφα σε σχέση με την κατεύθυνση του ρεύματος
που την παράγει. Στις 3 Σεπτεμβρίου κατάφερε να επιδείξει την περιστροφή
ρευματοφόρου σύρματος σε σταθερό Μαγνητικό Πεδίο, όπως το γήινο.
Αργότερα, το ίδιο έτος, έγινε προϊστάμενος του Βασιλικού Ιδρύματος.
Η μεταβολή της μαγνητικής ροής
δημιουργεί ηλεκτρικό ρεύμα.
Έτσι, όταν ένας μαγνήτης ωθείται
στο εσωτερικό ενός πηνίου,
προκαλεί την ροή ηλεκτρικού
ρεύματος σε αυτό, κατά την
διάρκεια της κίνησής του.
Ο Faraday, όπως και άλλοι σύγχρονοί του, μεταξύ των οποίων ο Ampère και
ο Arago, διαισθανόμενος την συμμετρία των Φυσικών Φαινομένων,
διερεύνησε την δυνατότητα δημιουργίας Ηλεκτρικού Ρεύματος από το
Μαγνητικό Πεδίο. Στις 29 Αυγούστου 1831, έπειτα από μια σειρά
καλοσχεδιασμένων πειραμάτων, που ωστόσο αποτύγχαναν στο να
επαληθεύσουν την θεωρητική του σύλληψη, προχώρησε στην κατασκευή ενός
σιδηροδακτυλίου, στον οποίο τύλιξε δύο πηνία από χάλκινο σύρμα.
Συνδέοντας το ένα από αυτά με ένα ευαίσθητο γαλβανόμετρο, παρατήρησε ότι
έδινε ένδειξη ηλεκτρικού ρεύματος, κατά την έναρξη ή την διακοπή του
ρεύματος στο έτερο πηνίο.
Την ανακάλυψη αυτή ακολούθησε μια σειρά πειραμάτων και σε λίγες μόνο
εβδομάδες ο Faraday ολοκλήρωσε την ποιοτική περιγραφή μιας
ολοκαίνουριας, σπουδαίας φυσικής έννοιας: της Ηλεκτρομαγνη-τικής
Επαγωγής. Η πρώτη γραπτή αποτύπωση στο θέμα αυτό, παραδόθηκε στην
Βασιλική Εταιρεία, στις 21 Νοεμβρίου 1831, με τίτλοExperimental
Researches in Electricity.