Professional Documents
Culture Documents
Φυσικαλισμός και μαθηματικές οντότητες διορθώσεις
Φυσικαλισμός και μαθηματικές οντότητες διορθώσεις
Εισαγωγή
Στο χώρο της φιλοσοφίας η έννοια του φυσικαλισμού είναι συνδεδεμένη με
το σκεπτικό πως τα πάντα μες στο κόσμο είναι φυσικές οντότητες. Ο
φυσικαλισμός είναι συνυφασμένος με το σκεπτικό πως τα πάντα μες στη φύση
μπορούν να εξηγηθούν με βάση τη γνώση της. Οι φυσικαλιστές θεωρούν πως
στον τομέα της γνώσης και της επιστήμης, κάθε νέα πρόοδος και εξέλιξη
συνδυάζεται με την εμφάνιση νέων, πιο ικανοποιητικών φιλοσοφικών
προσεγγίσεων. Για παράδειγμα, οι εξελίξεις στη βιολογία, τη νευρολογία και την
ψυχολογία, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, συνέβαλαν στην πληρέστερη
κατανόηση πολλών φαινομένων που σχετίζονται με τη νόηση και που
παλαιότερα ήταν συνυφασμένα με τάσεις αναφοράς στο υπερφυσικό (όπως η
προθετικότητα ή η ορθολογικότητα.
Από την άλλη μεριά, ως προς τη σχέση των μαθηματικών με το χώρο του
φυσικαλισμού, η όλη σύλληψη είναι συνυφασμένη με το εξής: τα μαθηματικά
και οι ποικίλες έννοιες που υφίστανται στο πλαίσιο της εν λόγω επιστήμης,
συνιστούν ένα βασικό και καίριο κομμάτι των διαφόρων επιστημονικών θεωριών
που σχετίζονται με την ερμηνεία, καταγραφή, κατανόηση και περιγραφή των
φαινομένων και των πραγμάτων του κόσμου που μας περιβάλλει. Και καθώς
είναι αποδεκτές οι ίδιες οι θεωρίες του φυσικού κόσμου και οι μαθηματικές
έννοιες που τις περιγράφουν και λειτουργούν ως βασικά τους ερείσματα,
μπορούν κι αυτές να καταστούν αποδεκτές ως φυσικές οντότητες.
Με βάση αυτές τις αρχικές επισημάνσεις εν τω μεταξύ, ένα κεντρικό
ερώτημα που προκύπτει εδώ άμεσα είναι το εξής: Τί είναι αυτό που μπορούμε να
ορίσουμε ως φυσικό, με βάση τον φυσικαλισμό;
Ως προς το συγκεκριμένο ερώτημα, οι φυσικαλιστές από καιρό
προσπάθησαν να δομήσουν μια θεωρία με βάση την οποία ο χαρακτηρισμός του
τί μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι φυσικό, θα απέρρεε από τα δεδομένα των
εμπειρικών επιστημών, όπως η φυσική και η χημεία (καθώς επίσης και από τα
δεδομένα μελλοντικών ανακαλύψεων στο πλαίσιο αυτών των επιστημονικών
κλάδων). Ως νόμιμες δε, μπορούν να θεωρηθούν εκείνες οι εξηγήσεις, οι οποίες
ανάγονται στις εξηγήσεις των φυσικών επιστημών.
Ο φυσικαλισμός γενικότερα μπορεί να θεωρηθεί ως εκείνη η θεωρία όπου
επιδιώκεται η αναγωγή όλων των φαινομένων σε πορίσματα και στοιχεία που
προέρχονται από την έρευνα στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών. Μάλιστα,
2
βασικά οριοθετείται με βάση οτιδήποτε δεν ανάγεται στη σφαίρα του νου
(Papineau, 2002, Montero, 1999).
Υπό το πρίσμα όμως όλων αυτών των βασικών εισαγωγικών
παρατηρήσεων, ένα άλλο ερώτημα που θα μπορούσε να προκύψει εδώ, είναι το
εξής: μπορούν αντίστοιχα τα μαθηματικά που υπό μια άποψη υποτίθεται, ως
κομμάτια πορισμάτων και μελετών των φυσικών επιστημών, περιγράφουν
μεγέθη του κόσμου που μας περιβάλλει, να θεωρηθούν αποδεκτά, από τη στιγμή
που δεν είναι φυσικές οντότητες; Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ θα
μπορούσαν να θεωρηθούν οι αριθμοί και τα ποικίλα αριθμητικά σύνολα που
είναι μεν αφηρημένες έννοιες από τη μια μεριά, αλλά από την άλλη, δεν είναι
φυσικές οντότητες, οντότητες με άλλα λόγια που μπορούμε να αντιληφθούμε
άμεσα με βάση τις αισθήσεις μας.
Εδώ από τη μια μεριά αναμφίβολα, δεν μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το
ότι τα μαθηματικά αποτελούν ένα από τα πλέον βασικά εργαλεία που διαθέτουμε
στο χώρο της γνώσης με εφαρμογές που αφορούν επίσης την προσπάθειά μας να
κατανοήσουμε την ύπαρξη και τον τρόπο λειτουργίας των διαφόρων οντοτήτων
και φαινομένων μες στη φύση. Παίζει δε έναν κυρίαρχο ρόλο σχεδόν σε κάθε
είδος επιστημονικής προσπάθειας, χωρίς να παίζει ρόλο το σε ποιο τμήμα της
φύσης στοχεύει αυτή η προσπάθεια (Shapiro, 2005:4). Δεν υφίσταται σχεδόν
καμιά φυσική ή κοινωνική επιστήμη που να μην περιλαμβάνει βασικές
μαθηματικές προϋποθέσεις.
Και υπό ένα τέτοιο πρίσμα, το βάρος που υφίσταται στο πλαίσιο των
φιλοσοφικών αναζητήσεων που ασχολούνται με τον κόσμο των μαθηματικών,
είναι το να καταδειχθεί το πώς τα μαθηματικά εφαρμόζονται στο πεδίο του
υλικού κόσμου και το να καταδειχθεί πώς η μεθοδολογία των μαθηματικών
(όποια και αν είναι) μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο των μεθοδολογιών που
αφορούν των φυσικών επιστημών (οποιεσδήποτε και αν είναι αυτές οι
μεθοδολογίες). Τα διάφορα θεωρήματα στον κόσμο των μαθηματικών μάλιστα
θεωρούνται τόσο δεδομένα, ώστε να θεωρείται παράλληλα δύσκολο έως εντελώς
αδύνατο να καταστούν αμφισβητήσιμα από ένα λογικό ον.
Με βάση δε τις παραπάνω παρατηρήσεις, η λογική θεωρείται στενά
συνδεδεμένη με τα μαθηματικά. Όταν κάνουμε εν τω μεταξύ λόγο για
μαθηματική λογική, αναφερόμαστε σε έναν κλάδο των μαθηματικών και της
επιστήμης επίσης των υπολογιστών που παράλληλα είναι σε στενή σχέση και με
4
Η πεποίθηση αυτή, ότι δηλαδή όλες οι οντότητες εμπεριέχονται στο πλαίσιο των
επιστημονικών θεωριών, όπως οι αριθμοί, οι εξισώσεις, τα κλάσματα κ.λ.π.,
δικαιολογείται υπό το εξής πρίσμα: από τη στιγμή που όλες οι επιστημονικές
θεωρίες δεν προκύπτουν τμηματικά αλλά στο σύνολό τους, δεν θα ήταν
δικαιολογημένο το να προβούμε σε μια απόρριψη όλων εκείνων των οντοτήτων
και των στοιχείων, τα οποία αποτελούν βασικά τμήματα και συνιστώσες
θεωριών, οι οποίες την ίδια στιγμή είναι γερά θεμελιωμένες και δεν γίνεται να
αμφισβητηθούν. Μια τέτοια θεώρηση εν τω μεταξύ, μπορεί να θεωρηθεί πως
θέτει σε δύσκολη θέση έναν νομιναλιστή, ο οποίος για παράδειγμα απορρίπτει
μεν από τη μια μεριά την ύπαρξη ως φυσικών οντοτήτων τα στοιχεία της μη
Ευκλείδειας Γεωμετρίας, αλλά που από την άλλη ταυτόχρονα, είναι έτοιμος να
αποδεχτεί αντίστοιχα ως φυσικές οντότητες για παράδειγμα τα κουάρκ και άλλα
μη άμεσα ανιχνεύσιμα στοιχεία των φυσικών επιστημών (Putnam, 1975:47).
Ο Putnam κινείται στο πλαίσιο της σκέψης ότι τα μαθηματικά, όπως
ακριβώς άλλωστε συμβαίνει και με τη φυσική αλλά και με άλλες περιπτώσεις
από το χώρο των εμπειρικών και θετικών επιστημών, χρησιμοποιούν τόσο
εμπειρικές όσο και ημί - εμπειρικές μεθόδους. Αυτό σημαίνει πως μέσα από τα
ποικίλα μαθηματικά θεωρήματα στην πραγματικότητα μπορεί να προκύπτουν
και σε αυτήν την επιστήμη συνεχώς νέα δεδομένα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι
διάφορες θεωρίες κι εδώ να συμπληρώνονται συνεχώς με νέα στοιχεία και να
μην μένουν "στατικές" (Putnam, 1983:913).
Εδώ επιπλέον υπεισέρχεται και η θεωρία περί της λεγόμενης αναγκαιότητας
των μαθηματικών που αποδίδεται στους Quine και Putnam, αν και ο Quine από
τη μεριά του είχε δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο πώς μπορούμε να
απαντήσουμε σε ερωτήματα οντολογικού χαρακτήρα. Αυτό το τελευταίο εδώ
επισημαίνεται εκ μέρους μας με το σκεπτικό πως η προαναφερόμενη θεωρία των
Quine και Putnam είχε θεωρηθεί ότι συνιστά και ένα είδος αποδοχής του
πλατωνισμού (βάσει του οποίου, όπως ήδη είδαμε πιο πάνω, οι μαθηματικές
έννοιες πρέπει να θεωρηθούν φυσικές οντότητες).
Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία δε, όπως την επεξηγεί ο Resnik (1995),
εφόσον τα μαθηματικά είναι ένα απαραίτητο εργαλείο των φυσικών και
εμπειρικών επιστημών, τότε εκ των πραγμάτων όποια απτά στοιχεία έχουμε για
την επιστήμη, είναι ταυτόχρονα και στοιχεία για τα μαθηματικά και για τις
μαθηματικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η ύπαρξή τους. Σύμφωνα λοιπόν με το
10
μας περιβάλλει. Για τον Field τα ίδια τα μαθηματικά στην ουσία είναι κάτι το
εντελώς υποκειμενικό, κάτι που πρέπει να θεωρήσουμε πως ουσιαστικά δεν
υφίσταται καν και γι' αυτό άλλωστε δεν διστάζει να απορρίψει και τη θεωρία
περί αναγκαιότητας των Quinne και Putnam που είδαμε λίγο παραπάνω.
Εδώ προκύπτει ένα είδος "φανταστικού" σε ό, τι αφορά τον κόσμο των
μαθηματικών (δεδομένου ότι απορρίπτεται η ιδέα πως αυτά είναι
πραγματικότητα και άρα φυσικές οντότητες). Και υπό αυτό το πρίσμα,
καθορίζεται και η ιδέα περί νομιναλισμού εδώ, η οποία λαμβάνει χώρα μέσω δύο
αλληλοσυμπληρούμενων μεταξύ τους κινήσεων. Με βάση την πρώτη αυτό που
συμβαίνει, είναι το να αλλάξει ο σκοπός των μαθηματικών. Με άλλα λόγια, αυτό
που επιδιώκεται εδώ, δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας, αλλά αυτού που είναι
διαφορετικό. Το τελευταίο μπορεί δε να επιδιωχθεί αν η νόρμα βάσει της οποίας
επιχειρείται η ανάδειξη του νομιναλισμού στα μαθηματική, είναι ο
συντηρητισμός. Όταν μια μαθηματική θεωρία είναι συντηρητική, αυτό σημαίνει
ότι είναι σύμφωνη με κάθε εσωτερικά σύμφωνη θεωρία σχετικά με τον φυσικό
κόσμο. Αυτού του είδους οι θεωρίες δεν περιέχουν το παραμικρό σχετικά με
αριθμούς, μαθηματικές έννοιες, ποσοτικοποιήσεις, κλάσματα, γεωμετρικά
σχήματα κ.λ.π. (Field, 1989: 58). Παρ' όλα αυτά, ο συντηρητισμός δεν είναι πιο
αδύναμος σε σύγκριση με την αλήθεια (Field, 1989: 59).
Αυτό για τον ίδιο σημαίνει πως αν και μπορούμε να θεωρήσουμε τα
μαθηματικά ως κάτι το αδύναμο σε ό, τι αφορά την προσπάθειά μας να
προσεγγίσουμε τον εξωτερικό, φυσικό κόσμο, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πως
και αυτά δεν μας είναι χρήσιμα. Αυτό ταυτόχρονα σημαίνει όμως ότι δεν
χρειάζεται να είμαστε εξαρτημένοι από τον κόσμο των μαθηματικών και των
οντοτήτων τους. Τα μαθηματικά περισσότερο μπορούν να θεωρηθούν χρήσιμα
επειδή μας βοηθούν σε πρακτικό επίπεδο καθημερινά.
Είναι χαρακτηριστικό παράλληλα, ότι ο νομιναλιστής γενικότερα δεν
θεωρεί πως είναι απαραίτητο το να προσφέρει κάποιο είδος ανανέωσης ή
αναδόμησης στο χώρο των μαθηματικών θεωριών. Επίσης είναι ενδεικτικό και
πως εδώ δεν θεωρείται απαραίτητη η παρουσία συμβόλων, όπως οι αριθμοί σε ό,
τι αφορά την επιστήμη των μαθηματικών. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να
σημειώσει κάποιος ότι ενώ από τη μια μεριά, οι αριθμοί και τα άλλα σύμβολα
μπορεί να θεωρούνται απαραίτητα στο χώρο των μαθηματικών, εντούτοις, δεν
12
είναι αληθινά. Γι' αυτό το λόγο δεν χρειάζεται να νοιώθουμε πως είμαστε
οντολογικά δεσμευμένοι έναντι των μαθηματικών συμβόλων.
Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις που έχουν γίνει μέχρι αυτό το σημείο της
παρούσης εργασίας, επιδιώκεται να χρησιμοποιηθούν ως ένα είδος εισαγωγής
στο ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ, δηλαδή με το πώς γενικότερα
θεωρούνται οι μαθηματικές οντότητες στο χώρο του φυσικαλισμού. Στο πλαίσιο
της συγκεκριμένης έρευνας παράλληλα, στόχος μας είναι να φέρουμε τον τρόπο
σκέψης των φυσικαλιστών σε αντιπαράθεση με τον τρόπο αντίληψης των
νομιναλιστών, σχετικά με τον κόσμο των μαθηματικών.
Η εργασία συγκεκριμένα κινείται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης
βιβλιογραφίας μέσω της οποίας γίνεται η εξαγωγή στοιχείων και πληροφοριών
σχετικών με το εξεταζόμενο αντικείμενο. Ας σημειωθεί πως έχουμε την
φιλοδοξία εδώ εν προκειμένω, να παραθέσουμε όλο αυτό το πληροφοριακό
υλικό και με έναν όσο το δυνατόν πιο κριτικό τρόπο (όσο βέβαια μας το
επιτρέπει το συγγραφικό μας ταλέντο και η εκ μέρους μας κατανόηση του όλου
ζητήματος.
Ορισμένα έργα και κείμενα που χρησιμοποιούνται εδώ συγκεκριμένα και
από τα οποία ήδη έχουν παρατεθεί παραπάνω ορισμένα αποσπάσματα, είναι τα
εξής: α) Stewart Shapiro, Philosophy of Mathematics, στο The Oxford Handbook
of Philosophy and Mathematics and Logic, β) Michael Resnik, "Quine and the
Web of Relief", επίσης στο The Oxford Handbook of Philosophy and
Mathematics and Logic, γ) Papineau, D., Thinking about Consciousness, Oxford:
Oxford University Press, δ) Barbara Montero, "The Body Problem" στο Nous
Journal, 33: 183-200, ε) Melnyk, A., "How to keep the physical in physicalism"
στο Journal of Philosophy, 94:622-637, στ) Βαλλιάνος, Περικλής, "Η ανατροπή
του αριστοτελικού κοσμοειδώλου και η θεμελίωση της νέας μηχανικής", στο Οι
Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, εκδόσεις
Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008, ζ) Βαλλιάνος Περικλής, "Η υπέρβαση του θετικισμού. Η
επιστροφή στην ιστορία της επιστήμης" στο Οι Επιστήμες της Φύσης και του
Ανθρώπου στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008, η) Michael
Resnik, "Scientific vs. mathematical realism: the indispensability argument" στο
Philisophia Mathematica, 3: 166-174, θ) Vineberg, Susan, Confirmation and the
indispensability of mathematics to science, στο Philosophy of Science, 63:
13
Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η οντολογία του Πλάτωνα για τις Μορφές. Ποια
είναι, όμως, η επιστημολογία του; Πώς ξέρουμε ή πώς αντιλαμβανόμαστε αυτές
τις Μορφές; Κατανοούμε τον φυσικό κόσμο - τον κόσμο του Γίγνεσθαι - μέσω
των αισθήσεων. Τον κόσμο αυτόν τον ονομάζει βασίλειο των 'ορατών και των
ήχων'. Αντίθετα, αντιλαμβανόμαστε τις Μορφές μόνο μέσω της νόησης.
Βλέπουμε και ακούμε όμορφα πράγματα και δίκαιους ανθρώπους, αλλά πρέπει
να σκεφτούμε τη διαδρομή μας προς την Ομορφιά και τη Δικαιοσύνη. Το
επόμενο κείμενο από το Βιβλίο 6 της Πολιτείας είναι ενδεικτικό.
Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε μια επισήμανση που σημειώσαμε και πιο
πριν και που συχνά σημειώνουμε και σε άλλες περιπτώσεις, μεταξύ της
πολλαπλότητας των πραγμάτων που λέμε καλά ή όμορφα ή οτιδήποτε άλλο
μπορεί να έχουμε και από την άλλη πλευρά τη Καλοσύνη καθαυτή ή την
Ομορφιά καθαυτή και ούτω καθ' εξής. Σε καθεμία από αυτές τις ομάδες
πραγμάτων, αντιστοιχούμε, ως αίτημα, μια μοναδική Μορφή ή πραγματική
ουσία, όπως τη λέμε ... Επιπλέον, τη πολλαπλότητα των πραγμάτων, για τα οποία
μιλάμε, μπορούμε να τα δούμε, αλλά δεν είναι αντικείμενα ορθολογιστικής
σκέψης ενώ οι Μορφές είναι αντικείμενα της σκέψης, αλλά είναι αόρατες.
Στο διάλογο του Μένων, ο Πλάτωνας προτείνει μια άλλη επιστημολογία.
Στο διάλογο αυτόν o Πλάτωνας βάζει τον Σωκράτη να οδηγήσει έναν σκλάβο
στο θεώρημα το οποίο λέει ότι το τετράγωνο της διαγωνίου ενός δοσμένου
τετραγώνου είναι το διπλάσιο του αρχικού τετραγώνου. Ο Σωκράτης δίνει
έμφαση στο ότι ούτε αυτός ούτε κάποιος άλλος δίδαξε το θεώρημα στον σκλάβο.
Ρωτώντας προσεκτικά επιλεγμένες ερωτήσεις και με τη βοήθεια κάποιου
σχήματος, ο Σωκράτης οδηγεί τον σκλάβο στο να ανακαλύψει το θεώρημα από
μόνος του. Ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί το πείραμα για να υποστηρίξει τη θεωρία
ότι, όταν πρόκειται για γεωμετρία -ή για τον κόσμο του Γίγνεσθαι γενικότερα-
αυτό που λέγεται 'μάθηση' είναι στη πραγματικότητα ανάμνηση από μια
προηγούμενη ζωή, πιθανώς από μια περίοδο όπου η ψυχή είχε απευθείας
πρόσβαση στον κόσμο του Είναι.
Οι ειδικοί μελετητές διαφωνούν σχετικά με τη φύση και το ρόλο αυτής της
'ανάμνησης' στην επιστημολογία του Πλάτωνα, και πολλοί μετέπειτα
πλατωνιστές τον αμφισβητούν. Ασχέτως μ' αυτό, o Πλάτωνας υποστήριζε ότι η
ψυχή ανήκει σε μια τρίτη οντολογική κατηγορία, με την ικανότητα να
καταλαβαίνει και τον κόσμο του Είναι και το κόσμο του Γίγνεσθαι.
15
όπως οι Μορφές και βρίσκονται στον κόσμο του Είναι. Επομένως θα απέρριπτε
την παραπάνω πρόταση ότι τα γεωμετρικά αντικείμενα υπάρχουν στον φυσικό
χώρο.
Ο κόσμος του Γίγνεσθαι είναι στο κάτω μέρος και ο κόσμος του Είναι στο επάνω
(με τη μορφή του Αγαθού πάνω από όλα). Κάθε μέρος της γραμμής διαιρείται
ξανά. Ο κόσμος του Γίγνεσθαι διαιρείται στον κόσμο των φυσικών αντικειμένων
στη κορυφή και στις αντανακλάσεις αυτών (π.χ. στο νερό) στο κάτω μέρος. Ο
κόσμος του Είναι διαιρείται στις Μορφές στη κορυφή και στα αντικείμενα των
μαθηματικών στο κάτω μέρος. Αυτό δείχνει ότι τα φυσικά αντικείμενα είναι
'αντανακλάσεις' των μαθηματικών αντικειμένων τα οποία με τη σειρά τους είναι
'αντανακλάσεις' των Μορφών.
Υπάρχουν, ωστόσο, αποδείξεις, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αναφορών
του Αριστοτέλη, ότι o Πλάτωνας θεώρησε τουλάχιστον κάποια μαθηματικά
αντικείμενα ως Μορφές. Υπάρχουν ενδείξεις ότι κατά τη περίοδο της νεο-
πυθαγόρειας περιόδου ο Πλάτωνας θεώρησε όλες τις Μορφές μαθηματικές.
Υπάρχουν περιγραφές μιας δημόσιας διάλεξης περί του Αγαθού όπου, προς
απογοήτευση μερικών από τους ακροατές του, ο Πλάτωνας μίλησε σχεδόν
αποκλειστικά για μαθηματικά θέματα.
Για τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, η γεωμετρία ασχολείται με αιώνια και
αναλλοίωτα πράγματα στον κόσμο του Είναι, τότε δεν θα υπήρχε δυναμική
γλώσσα στη γεωμετρία. Είναι δύσκολο για έναν πλατωνιστή να κατανοήσει τις
κατασκευές στα Στοιχεία του Ευκλείδη για παράδειγμα. Σύμφωνα με τον
Πρόκλο, νεοπλατωνιστή του 5ου αιώνα, το πρόβλημα του «πώς μπορούμε να
εισαγάγουμε κίνηση σε ακίνητα γεωμετρικά αντικείμενα» απασχόλησε για γενιές
πολλές από τις μεγαλύτερες διάνοιες της Ακαδημίας του Πλάτωνα.
Υπάρχει ένα παρόμοιο ζήτημα το οποίο αφορά τα γεωμετρικά σχήματα που
συνήθως συνοδεύουν τις γεωμετρικές αποδείξεις. Ένας πλατωνιστής σίγουρα θα
ανησυχούσε ότι αυτά ίσως μπερδέψουν τον αναγνώστη, με το να θεωρήσει ότι το
εν λόγω θεώρημα αφορά στο φυσικά ζωγραφισμένο σχήμα. Ποιος είναι τελικά ο
σκοπός του γεωμετρικού σχήματος; Η εξήγηση του Πλάτωνα μπορεί να είναι ότι
το γεωμετρικό σχήμα με κάποιον τρόπο βοηθά το νου να συλλάβει τον αιώνιο
και αναλλοίωτο γεωμετρικό κόσμο, ή μας βοηθά στην ανάμνηση του κόσμου του
Είναι. Ωστόσο μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πώς είναι αυτό δυνατόν, εφόσον ο
κόσμος του Είναι δεν είναι προσεγγίσιμος μέσω των αισθήσεων.
17
από τις αιχμηρές διαφορές μεταξύ του Πλάτωνα και του δασκάλου του, του
Σωκράτη.
Απ' όσα γνωρίζουμε, ο Σωκράτης ενδιαφερόταν κυρίως για την ηθική και
την πολιτική και όχι για τα μαθηματικά και την επιστήμη. Θεωρούσε ότι είχε μια
θεϊκή εντολή να διαδώσει τη φιλοσοφία σε όλους. Όλοι μας απολαμβάνουμε την
εικόνα του Σωκράτη να τριγυρίζει στους δρόμους της Αθήνας συζητώντας για
δικαιοσύνη και αξίες με οποιονδήποτε ήθελε να ακούσει και να συζητήσει. Με
οποιονδήποτε. Έζησε σύμφωνα με το σύνθημα ότι o φιλοσοφικός στοχασμός
είναι η ουσία της ζωής. Έχουμε γεννηθεί για να σκεφτόμαστε. Στη δίκη του, ο
Σωκράτης δήλωσε ότι θα ήταν ανυπακοή στον Θεό αν σταμάταγε να μιλά και
ασχολιόταν μόνο με τη ζωή του: «Σου λέω ότι το να μην αφήσεις καμιά μέρα να
περάσει χωρίς να συζητήσεις για την καλοσύνη και όλα τα άλλα θέματα για τα
οποία με ακούς να μιλάω και να διερευνώ και τον εαυτό μου και τους άλλους
είναι πράγματι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος, και ότι
η ζωή χωρίς αυτού του είδους την αναζήτηση δεν αξίζει να τη ζεις». (Απολογία,
38α)
Ο Σωκράτης τυπικά προχωρά εκμαιεύοντας τα πιστεύω ενός συνομιλητή
και στη συνέχεια, μέσω προσεκτικών ερωτήσεων, προσπαθεί να εκμαιεύσει από
αυτόν απροσδόκητες και ανεπιθύμητες συνέπειες αυτών των πεποιθήσεων. Στις
περισσότερες περιπτώσεις η αντίθεση δεν σταματά με την εις άτοπον απαγωγή
της αρχικής θέσης του συνομιλητή. Αντίθετα ο συνομιλητής προκαλείται να
επανεξετάσει τις πεποιθήσεις του και να μάθει διατυπώνοντας νέες. Ο Σωκράτης
το καταφέρνει αυτό ακόμα και στη δίκη του, εναντίον των κατηγόρων του.
Η σωκρατική μέθοδος, λοιπόν, είναι μια μέθοδος για την εκρίζωση των
λανθασμένων αντιλήψεων. Εάν η μέθοδος πράγματι παράγει αλήθεια, αυτό
γίνεται μόνον με μια διαδικασία απαλοιφής ή με τη μέθοδο της δοκιμής και της
πλάνης. Ο Σωκράτης ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι διαθέτει κάποια ιδιαίτερη θετική
γνώση της δικαιοσύνης, της ηθικής κ.λπ. Το αντίθετο, θεώρησε ότι η σοφία του
χαρακτηρίζεται από το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Ίσως έφτασε σε αυτό το
αρνητικό συμπέρασμα διερευνώντας τον εαυτό του.
Επιπλέον, η σωκρατική μέθοδος δεν καταλήγει σε βεβαιότητα. Μπορεί να
μας πληροφορήσει ότι κάποιες από τις πεποιθήσεις μας είναι λανθασμένες ή
συγκεχυμένες, αλλά δεν μας δείχνει αναπόφευκτα ποιες από τις αντιλήψεις είναι
19
Η διαμάχη δεν λύθηκε φυσικά με αυτές τις ανακαλύψεις ενώ, προς χαρά των
ρεαλιστών, σύντομα αποκαλύφθηκε ότι οι νέες, αφηρημένες μαθηματικές
κατασκευές που αρχικά φαίνονταν να μην είναι τόσο πραγματικές, εκφράζονταν
τελικά μέσα σε μια φυσική πραγματικότητα, αφού χρησιμοποιήθηκαν ως βάση
20
για τη διατύπωση της Θεωρίας της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν και την
περιγραφή της δύναμης της βαρύτητας. Οι δύο πλευρές δεν εγκατέλειψαν ποτέ
τον αγώνα, επιμένοντας η κάθε μία από τη δική της σκοπιά. Ο αρχικά
«πλατωνικός» μαθηματικός ρεαλισμός εμπλουτίζεται διαρκώς ως σήμερα,
βρίσκοντας νέους εκφραστές ακόμη και ως τις μέρες μας. Πριν από μερικά
χρόνια ο καθηγητής κοσμολογίας Μαξ Τέγκμαρκ, καθηγητής στο Ινστιτούτο
Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), έχει διατυπώσει την Υπόθεση του
Μαθηματικού Σύμπαντος ή Θεωρία του Απόλυτου Συνόλου, σύμφωνα με την
οποία όλες οι μαθηματικές δομές έχουν φυσική υπόσταση.
Λογικό Θετικισμό, μια πρόταση δεν έχει νόημα, αν η επαλήθευση δεν είναι
δυνατή ή τα κριτήρια για την επαλήθευσή της δεν είναι σαφή. Συγκεκριμένα, η
αρχή της επαλήθευσης ταυτίζεται με το κριτήριο του νοήματος. Το νόημα και η
επαληθευσιμότητα είναι σχεδόν ταυτόσημα. Η αρχή της επαλήθευσης εδώ είναι
σαφές πως χρησιμοποιείται ως μέσο ενάντια στη μεταφυσική. Στοχαστές
άλλωστε, όπως ο Carnap απεχθάνονταν τη μεταφυσική και δεν είχαν καμιά
εμπιστοσύνη στο ρόλο της διαίσθησης. Ο ίδιος ο Carnap, είχε αντιταχθεί
σθεναρά στην πλατωνική παράδοση περί μαθηματικών, η οποία τόνιζε την
υποτιθέμενη μεταφυσική βάση σχετικά με τους αριθμούς, τα σχήματα κ.λ.π.
Για τον Carnap οι αριθμοί είναι λογικά αντικείμενα. Αποδέχεται εδώ
δηλαδή την άποψη των Whitehead και Bertrand Russell ότι τα Μαθηματικά είναι
εφικτό να αναχθούν στη Λογική και απέρριπτε την όποια διαισθητική
προσέγγιση. Επιπλέον θεωρεί πως η Λογική στηρίζεται σε συμβάσεις.
Την ίδια στιγμή, στο έργο του Θεμέλια της Λογικής και των Μαθηματικών,
κρίνει ότι είναι σημαντικό γενικότερα να γνωρίζει κάποιος τί είδους συμβάσεις
έχουν λάβει χώρα στη διαδικασία της κατασκευής ενός γλωσσικού συστήματος.
Αυτή η γνώση μπορεί να μας οδηγήσει σε μια χωρίς προκαταλήψεις διερεύνηση
των διαφόρων λογικών συστημάτων και ενθαρρύνει την κατασκευή και άλλων
νέων μορφών. Ο στόχος εδώ δεν είναι να αποφασιστεί ποια από τα διαφορετικά
μεταξύ τους συστήματα εκφράζουν τη λογική, αλλά να εξεταστούν οι τυπικές
ιδιότητές τους και οι δυνατότητες ερμηνείας και εφαρμογής τους στην Επιστήμη
(Carnap, 1922: 170-171).
Σε μια τέτοια προσέγγιση, η οποία ονομάζεται "γλωσσική
συμβασιοκρατία", τα πράγματα αποκτούν νόημα σε σχέση με τα ιδιαίτερα
γλωσσικά πλαίσια. Και ταυτόχρονα, από τη στιγμή που μαθαίνουμε τους
κανόνες, ενός ορισμένου λογικού και μαθηματικού πλαισίου, έχουμε όλα όσα
χρειαζόμαστε για την γνώση των απαραίτητων μαθηματικών προτάσεων.
Οι λογικοί θετικιστές εν γένει υιοθέτησαν μια μορφή συμβασιοκρατίας, με
βάση την οποία οι μαθηματικές προτάσεις δεν χρειάζονται καμιά δικαιολόγηση,
επειδή είναι αληθείς και αυτό δυνάμει των συμβάσεων σύμφωνα με τις οποίες
ορίζουμε τις σημασίες (τα νοήματα) των λέξεων που υπεισέρχονται σε αυτές τις
προτάσεις. Επομένως, η εισαγωγή νέων σταθερών σε ένα σύστημα, πρέπει να
γίνεται με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία.
22
ιδιότητες των ακεραίων. Με τον τρόπο αυτό, οι Russell και Whitehead άρθρωναν
μια τεχνητή λογική γλώσσα με ανεπτυγμένες εκφραστικές δυνατότητες,
σαφήνεια και εσωτερική συνέπεια. Πέρα από τα θεμέλια της αριθμητικής, οι
θετικιστές προσπάθησαν να κατασκευάσουν παρόμοια προγράμματα για τα
θεμέλια της γεωμετρίας, της φυσικής, της βιολογίας, της ψυχολογίας και της
κοινωνιολογίας.
Το τελικό προϊόν όλων αυτών των θετικιστικών εγχειρημάτων τείνει να
γίνει ένα αξιωματικό σύστημα με ιεραρχημένη δομή, αξιώματα, προτάσεις,
θεωρήματα καθώς και κανόνες παραγωγής και ερμηνείας, που ακολουθεί τα
πρότυπα θεωρητικής αυστηρότητας και εννοιολογικής συγκρότησης της
μαθηματικής λογικής και των θεμελίων των μαθηματικών.
Για να επιτευχθεί όμως η καθαρή λογική δόμηση του τελικού προϊόντος της
επιστημονικής πράξης, ο θετικισμός προτρέπει να παραβλεφθούν οι ψυχολογικοί
ή και κοινωνιολογικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τις σκέψεις και τις πράξεις
των επιστημόνων, δηλαδή, να διακριθεί πλήρως η λογική από την ψυχολογία,
την κοινωνιολογία και την ιστορία. Η υποτιθέμενη σύγχυση της λογικής με την
ψυχολογία ονομάσθηκε "ψυχολογισμός" και της λογικής με την κοινωνιολογία
"κοινωνιολογισμός". Και τις δυο αυτές τάσεις ο θετικισμός τις θεωρούσε
θανάσιμα αμαρτήματα και τις απέρριπτε εκ των προτέρων.
Επομένως, ο θετικισμός αδιαφορεί τόσο για το νόημα μιας συγκεκριμένης
επιστημονικής γνώσης όσο και για τους τρόπους, που οι επιστήμονες παράγουν
γνώση. Το πρώτο το αφήνει στην αντίστοιχη θεωρία που διαπραγματεύεται το
περιεχόμενο της εν λόγω γνώσης και το δεύτερο στη ψυχολογία και την
κοινωνιολογία.
Αντιθέτως, ο θετικισμός ενδιαφέρεται μόνο για τη μελέτη των λογικών
σχέσεων μεταξύ όλων των δυνατών επιστημονικών γνώσεων, όπως κι αν αυτές
παρήχθησαν. Σύμφωνα με τον Carnap (1937, σελ. xiii), "η φιλοσοφία πρέπει να
αντικατασταθεί από τη λογική της επιστήμης - δηλαδή, από τη λογική ανάλυση
των εννοιών και των προτάσεων των επιστημών, διότι η λογική της επιστήμης
δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λογική σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης".
Αφού λοιπόν η λογική είναι μια a priori επιστήμη, η θετικιστική επιστημολογία
γίνεται έτσι μια a priori φιλοσοφία. Με άλλα λόγια, είναι μια a priori θεώρηση
της επιστημονικής πρακτικής, δηλαδή, των ιδεατών τύπων σύμφωνα με τους
οποίους η επιστήμη πρέπει να συμμορφώνεται.
25
δυνατές θεωρίες: το σύστημά μας του κόσμου είναι κατά τον Quine ένα από τα
διάφορα ισοδύναμα συστήματα.
Ο ίδιος ο Quine προκειμένου να διερευνήσει τη φύση και το στυλ του
σύγχρονου εμπειρισμού, σημειώνει ότι αυτός, ύστερα από την κλασική
βρετανική του φάση, από τον 17ο αιώνα και εφεξής, χαρακτηρίζεται από τα εξής
πέντε βασικά ορόσημα: (1) Μετάβαση από τις ιδέες στις λέξεις, (2) μετάβαση
από τις λέξεις στις προτάσεις, (3) μετάβαση από τις επιμέρους ατομικές
προτάσεις σε οργανωμένα σύνολα προτάσεων – θέση που είναι γνωστή ως
(μετριοπαθής) ολισμός (Ρουσόπουλος, 2011: 3).
Αν τα προηγούμενα ορόσημα θεωρούνται αδιαμφισβήτητες «κατακτήσεις»
του εμπειρισμού, το τέταρτο και το πέμπτο ορόσημο μάς φέρνουν στην καρδιά
του σύγχρονου εμπειρισμού και, συχνά, συζητούνται και αμφισβητούνται. Το
τέταρτο ορόσημο στην εξέλιξη του εμπειρισμού είναι ο μεθοδολογικός
μονισμός, που ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη του δόγματος του δυισμού των
προτάσεων σε αναλυτικές και συνθετικές (η διάκριση των προτάσεων σε
αναλυτικές και συνθετικές αναφέρεται συχνά ως δόγμα της αναλυτικότητας).
Το πέμπτο ορόσημο, τέλος, το οποίο αποτελεί το επιστέγασμα του
εμπειρισμού που πρεσβεύει ο Quine, είναι ο νατουραλισμός, σύμφωνα με τον
οποίο δεν έχουμε ανάγκη από μια πρώτη φιλοσοφία, μια φιλοσοφία που
τοποθετείται πριν και πάνω από την επιστήμη και υποδεικνύει σε αυτήν τα
πρότυπα της πρακτικής της. Σύμφωνα με τον Αμερικάνο φιλόσοφο, ο
νατουραλισμός είναι εκείνο το στοιχείο με το οποίο αποδεχόμαστε πως η φυσική
επιστήμη είναι το σημαντικότερο κριτήριο για την αλήθεια.
Αναφορικά με τις αξιώσεις που προκύπτουν μέσω των επιστημονικών
θεωριών, δεν υπάρχει κάτι καλύτερο, παρά η ίδια η επιστημονική μεθοδολογία
(όπου τα μαθηματικά έχουν πρωτεύοντα ρόλο) και την ίδια στιγμή, η φιλοσοφία
θα πρέπει να αισθανθεί ελεύθερη για να χρησιμοποιήσει τα συμπεράσματα των
επιστημόνων στο πλαίσιο των αναζητήσεών της. Σύμφωνα με τον νατουραλισμό,
το ίδιο το σύμπαν είναι ένα είδος πελώριας μηχανής, η οποία λειτουργεί πάντα
με βάση συγκεκριμένους νόμους και κανόνες. Ο κόσμος υπό αυτό το πρίσμα
λειτουργεί αδιάφορα προς τις ανάγκες και επιθυμίες των ανθρώπων και στερείται
συγκεκριμένου σκοπού και ύπαρξης. Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν πως ο
νατουραλισμός είναι μια δογματική άποψη. Το περιεχόμενο των διαφόρων
28
στον οποίο αναφέρεται ο Quine, είναι τέτοιος ώστε να μην υπάρχει κανένα
περιθώριο για την ύπαρξη αυτού που αποκαλούμε a priori στο χώρο της γνώσης.
Μάλιστα, το κρίσιμο αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύλληψης, είναι το εξής: ότι όλες
οι θεωρίες μας στο χώρο των επιστημών - θεωρίες που για τη δόμησή τους,
χρησιμοποιούν παράλληλα και τα μαθηματικά - μπορούν να κριθούν μονάχα με
βάση το εξής κριτήριο, το αν δηλαδή μια πρόταση που κάνουμε αναφορικά με
ένα φαινόμενο του φυσικού κόσμου, είναι κομμάτι επιστημονικής θεωρίας, η
οποία παράλληλα είναι ισχυρότερη και επικρατέστερη σε σύγκριση με άλλες
θεωρίες (Hylton, 2002: 22).
Ένα τέτοιο κριτήριο βέβαια την ίδια στιγμή, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά
αφηρημένο και γενικόλογο. Εντούτοις όμως, αυτό που αρνείται κατηγορηματικά
ο Quine είναι το ότι υφίσταται μια ενδιαφέρουσα ή χρήσιμη διασταύρωση όσον
αφορά πολύ συγκεκριμένα σημεία των ποικίλων επιστημονικών θεωριών. Η ίδια
η διαδικασία μάλιστα, της αιτιολόγησης των επιστημονικών θεωριών, έχει έναν
καθαρά μονιστικό χαρακτήρα: υπάρχει εδώ δηλαδή ένα πολύ γενικό κριτήριο
που είναι κατάλληλο για προτάσεις όλων των ειδών (δηλαδή και για τις
αναλυτικές και για τις συνθετικές). Και υπό αυτό το πρίσμα, η
επιχειρηματολογία μας σχετικά με τη σημασία των φυσικών επιστημών και των
μαθηματικών που τις συνοδεύουν από κοντά, προκύπτει άμεσα από την εξής
δήλωση: ότι δηλαδή, ακόμα και οι αναλυτικές προτάσεις, κρίνονται με βάση
αυτό το συγκεκριμένο κριτήριο (Hylton, 2002: 24).
Για τον Quine, ο ολισμός δεν είναι κάτι με το οποίο απλά τίθεται υπό
αμφισβήτηση η θεώρηση στοχαστών, όπως ο Carnap, που υποστήριζαν τη
διάκριση μεταξύ των αναλυτικών και των συνθετικών προτάσεων, αλλά επίσης
και κάτι με το οποίο τίθεται υπό αμφισβήτηση η διάκριση μεταξύ των a priori
γνώσεων και των εμπειρικών γνώσεων. Ορισμένα επιχειρήματα και θεωρίες που
υποτίθεται ότι στηρίζονται στην εμπειρία, συνδέονται με αυτήν πολύ χαλαρά
στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η θεωρία της Σχετικότητας που είχε
εκφράσει πριν από περίπου έναν αιώνα ο Αϊνστάιν, μπορεί να εξεταστεί σε
εμπειρικό επίπεδο, μονάχα αν λάβουμε υπόψη μας και ένα ευρύτερο φάσμα
άλλων θεωριών. Και το πλαίσιο όλων αυτών των θεωριών ταυτόχρονα, είναι
χαρακτηριστικό πως περιλαμβάνει μέσα του, τα μαθηματικά.
Θα ήταν παράλογο το να απομονώσουμε ένα μόνο στοιχείο μέσα από μια
επιστημονική θεωρία, χωρίς να λάβουμε υπόψη και τα υπόλοιπα στοιχεία και
31
διαστάσεις αυτής της θεωρίας ή ακόμα και άλλες επιστημονικές θεωρίες που
ενδεχομένως συμπληρώνουν τη συγκεκριμένη που μας απασχολεί και να
σκεφτούμε εν συνεχεία πάνω στα εμπειρικά αποτελέσματα αυτού του ξέχωρου
στοιχείου. Όταν θέλουμε να εκλάβουμε ένα στοιχείο ως εμπειρικό δεδομένο,
ποτέ δεν γίνεται να το εκλάβουμε απομονωμένο από όλες τις άλλες διαστάσεις
της θεωρίας στην οποία ανήκει.
Εδώ προκύπτει εκ μέρους του Quine, μια σκέψη περί ολισμού, όπου επίσης
ο φιλόσοφος θεωρεί πως και μια a priori πρόταση μπορεί να έχει συνέπειες
εμπειρικού χαρακτήρα. Και σε αυτό το πλαίσιο, και τα μαθηματικά μπορεί να
θεωρηθούν πως μπορεί να βρεθούν σε μια παρόμοιου χαρακτήρα έμμεση
αντιπαράθεση με τον κόσμο των εμπειριών και των αισθήσεων, όπως θεωρείται
πως μπορεί να συμβεί με μια ιδιαίτερα αφηρημένη επιστημονική θεωρία.
Αυτό σημαίνει, κατά τον Quine, ότι τα υποτιθέμενα a priori επιχειρήματα
της λογικής και των μαθηματικών, έχουν σε επιστημολογικό επίπεδο, αναλογία
προς τα επιχειρήματα των πλέον αφηρημένων επιχειρημάτων που συναντούμε
στο πεδίο των φυσικών θεωριών (Hylton, 2002: 22). Σε κάθε περίπτωση βέβαια,
κάθε επιχείρημα που υφίσταται καθαυτό, δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία για
το χώρο της επιστήμης. Ταυτόχρονα όμως, αν ληφθεί υπόψη ως κομμάτι ενός
ευρύτερου συνόλου (στο πλαίσιο μιας θεωρίας φυσικών επιστημών) αναμφίβολα
αποκτά και αυτό σημασία μαζί με όλα τα άλλα.
Εδώ μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, αν ο Quine από τη μεριά του θεωρεί τη
λογική και τα μαθηματικά ως κάτι το εμπειρικό. Εντούτοις κάτι τέτοιο δεν
συμβαίνει. Με το να καταρρίπτει τη διάκριση ανάμεσα στα a priori και τα
εμπειρικά στοιχεία της γνώσης, δεν σημαίνει συγχρόνως ότι τοποθετεί τα πάντα
από τη μία ή την άλλη πλευρά αυτού του διπολικού σχήματος (διπολικού
σύμφωνα με τη σκέψη άλλων στοχαστών που είδαμε, όπως ο Carnap). Εδώ
μάλιστα, αν κάποιος υποστηρίξει πως ο Quine θεωρεί ότι όλες οι αλήθειες έχουν
εμπειρικό χαρακτήρα, τότε θα πρέπει αυτομάτως να δεχτεί πως μια τέτοια
σύλληψη γίνεται κάτω από μια καθαρά ολιστική προσέγγιση.
O Quine βασικά δεν αποδέχεται, αυτό που είχε θεωρηθεί πως είχε εκφράσει
ο John Stuart Mill, το ότι δηλαδή οι γνώσεις μας πάνω στις αλήθειες της
αριθμητικής για παράδειγμα, βασίζονται καθαρώς στην παρατήρηση. Η
αριθμητική και γενικότερα τα μαθηματικά, σύμφωνα με τον Quine, δεν έχουν
εμπειρικό χαρακτήρα υπό την εξής έννοια: "Τα μαθηματικά και η λογική
32
βασίζονται μονάχα έμμεσα στην παρατήρηση υπό το πρίσμα του ότι αυτές οι
συγκεκριμένες πτυχές μιας επιστημονικής θεωρίας στο χώρο των φυσικών
επιστημών, μπορούν όντως να διασταυρωθούν μέσα από την παρατήρηση και τα
πειραματικά δεδομένα. Εδώ μάλιστα θα μπορούσαμε να εξισώσουμε βασικά τον
εμπειρικό χαρακτήρα των μαθηματικών και της λογικής με τον μη εμπειρικό
χαρακτήρα της θεωρητικής φυσικής" (Quine, 1970: 100).
Το πρόβλημα κατά τον Quine, είναι το να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε τα
μαθηματικά σύμφωνα με το πλαίσιο του τρόπου σύλληψης του κόσμου και των
φαινομένων εκ μέρους ενός εμπειριστή. Το τελευταίο σημαίνει το να
ερμηνεύσουμε τον κόσμο των μαθηματικών με βάση την ιδέα ότι κάθε αληθινή
γνώση συνδέεται με την πρόγνωση της αισθητικής εμπειρίας. Όπως ήδη έχει
φανεί πιο πάνω, ο Quine επεξηγεί μια διάσταση αυτού του ζητήματος, λέγοντας
δηλαδή πως τα μαθηματικά μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως γνώση, όταν
χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του ολισμού. Κάτι τέτοιο άλλωστε παίζει κρίσιμο
ρόλο για μια επιστημονική θεωρία, η οποία εξεταζόμενη ολιστικά (ως σύνολο
επιμέρους στοιχείων και δεδομένων) χρησιμοποιείται επίσης και για την
επιβεβαίωση των εμπειριών μας.
Μια άλλη πολύ σημαντική και ιδιαίτερα κρίσιμη πτυχή αναφορικά με τα
μαθηματικά, είναι το ότι δεν λαμβάνονται υπόψη, όπως οποιοδήποτε άλλο είδος
γνώσης: εδώ με άλλα λόγια, τα όσα επιχειρούμε να υποστηρίξουμε μέσω των
μαθηματικών, επιβεβαιώνονται περισσότερο μέσω αποδείξεων παρά μέσω
πειραμάτων (Hylton, 2002: 22). Και όταν τέτοιου είδους επιχειρήματα έχουν
υποστηριχτεί και αποδειχτεί με επαρκή τρόπο, τότε δεν είναι τόσο εύκολο να
καταρρεύσουν, ακόμα μάλιστα κι αν τα πειραματικά μας δεδομένα, δείχνουν
κάτι άλλο. Η επιχειρηματολογία του ίδιου του Quine, σχετικά με την ισχύ μιας
τέτοιας θεώρησης, δεν βασίζεται τόσο πολύ στην ιδέα ότι τα μαθηματικά
παίζουν συνολικά σημαντικό ρόλο στις γνώσεις, όσο στη φύση και το παράλογο
μιας τέτοιας ιδέας.
Ταυτόχρονα, αυτό όλο το πλαίσιο ιδεών περί μαθηματικών, σημαίνει πως η
προσπάθειά μας να εγκαταλείψουμε ή να αλλάξουμε εκ θεμελίων τις
μαθηματικές θεωρίες που ακολουθούμε σήμερα, θα σήμαινε παράλληλα πως θα
έπρεπε να τροποποιήσουμε εκ θεμελίων και το όλο σύστημα των γνώσεών μας,
στο χώρο των φυσικών επιστημών. Αυτά όλα κάνουν τον Quine, να θεωρεί πως
τα μαθηματικά μαζί με τη λογική, καθώς διαφέρουν από οποιοδήποτε άλλο πεδίο
33
καταστάσεις και σώματα που υφίστανται εντός του κόσμου και της φύσης που
μας περιβάλλει. Γι' αυτό το λόγο παράλληλα, αυτός που μαθαίνει μια γλώσσα, κι
εδώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Quine εντάσσει και την γλώσσα των
μαθηματικών, πρέπει να μάθει να παρατηρεί άμεσα τη σχετική κατάσταση (αυτό
δηλαδή που αναφέρθηκε πιο πάνω σχετικά με το ότι αυτού του είδους οι
προτάσεις εκφράζουν χειροπιαστά και αισθητά πράγματα), λαμβάνοντας εδώ
υπόψη του και τις ήδη υφιστάμενες εμπειρίες ως προς τον τρόπο χρήσης της
γλώσσας στο επίπεδο των περιγραφικών δεδομένων.
Την ίδια στιγμή, αναφορικά με το όλο ζήτημα της σύνδεσης του
φυσικαλισμού, όπως αυτό νοείται και εκφράζεται από τον Quine, με την έννοια
του ολισμού που είδαμε λίγο πιο πάνω, θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει πως
ένα ενδεικτικό παράδειγμα (κατά τη γνώμη μας) είναι η αναφορά ως προς τον
ολισμό σε σχέση με τον κόσμο της κβαντικής φυσικής. Στην περίπτωση της
τελευταίας είναι ενδεικτικό πως έχουμε την εφαρμογή εν πολλοίς μαθηματικών
δεδομένων και εννοιών με γνώμονα την ανάδειξη και περιγραφή θεωριών, οι
οποίες δεν είναι πάντα εφικτό να καταστούν κατανοητές από το πλαίσιο των
αισθήσεών μας. Η αναφορά της σύνδεσης αυτής (με άλλα λόγια, αυτής μεταξύ
ολισμού και κβαντικής φυσικής) μπορεί να θεωρηθεί την ίδια στιγμή, ότι είναι
ένα εργαλείο μέσα από το οποίο είναι παράλληλα εφικτή η ανάδειξη της
εφαρμογή των αρχών του φυσικαλισμού στο χώρο των φυσικών επιστημών εν
γένει.
Η κβαντική μηχανική, όπως είναι γνωστό εν γένει, εκλαμβάνει τα
ηλεκτρόνια και διάοφρα άλλα σωματίδια της ύλης, ως δομικά υλικά στα οποία
βασίζεται η ύλη και τα οποία παράλληλα μπορούν και καθορίζουν τις ιδιότητές
της. Την ίδια στιγμή, αυτά όλα τα σωματίδια έχουν την ιδιότητα του ότι
δημιουργούνται αλλά και του ότι στην πορεία μπορεί να καταστραφούν. Αν
κοιτάξουμε για μια θεωρία, η οποία να ασχολείται με αυτή τη διάσταση της
ύλης, θα πρέπει να εισχωρήσουμε βαθύτερα σε αυτό το πεδίο και να
ασχοληθούμε παράλληλα με αυτό που ονομάζεται θεωρία του κβαντικού πεδίου.
Η τελευταία θεωρείται πολύ πιο σημαντική σε σύγκριση με την ίδια την
κβαντική μηχανική. Και όταν επιχειρούμε να συνδυάσουμε αυτό το πεδίο
γνώσης και έρευνας με το φυσικαλισμό, έχουμε κατά κύριο λόγο στο νου μας,
την περίπτωση της θεωρίας του κβαντικού πεδίου.
38
και χαρακτηριστικά του κόσμου και τα οποία διακρίνουν κατά προέκταση και το
χώρο των φυσικών επιστημών.
Ο ολισμός που θεωρείται εδώ πως ισχύει όσον αφορά τη κβαντική φυσική
και μηχανική έχει ως αποτέλεσμα τα εξής αναφορικά με τον τρόπο θέασης του
κόσμου και των ποικίλων φυσικών φαινομένων που υφίστανται εντός του: ότι
ακόμα και αφηρημένες έννοιες, όπως τα μαθηματικά, οι εξισώσεις, οι
μαθηματικοί τύποι, οι αριθμοί, τα κλάσματα, τα διάφορα γεωμετρικά σχήματα
κ.λ.π., συνιστούν εν τέλη ένα είδος αναπόσπαστου στοιχείου (από τη στιγμή
άλλωστε που τα χρησιμοποιούμε με γνώμονα την ανάλυση των θεωριών
εκείνων, οι οποίες με τη σειρά τους εξηγούν φυσικά φαινόμενα, τα οποία
υπάρχουν και χαρακτηρίζουν τον ίδιο τον κόσμο.
συνέβαλαν από κοινού στη διατύπωση της θεωρίας περί αναγκαιότητας (για την
οποία ήδη έχουν παρατεθεί αρκετά στοιχεία πιο πάνω). Το θεώρημα έχει σχέση
με την ιδέα περί μαθηματικού ρεαλισμού και είναι χαρακτηριστικό ότι από τη
μεριά του ο Stephen Yablo, το θεωρεί ως μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις
στο χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών, ως προς το θέμα της αποδοχής των
αφηρημένων, μαθηματικών εννοιών, ως πραγματικών και φυσικών οντοτήτων
(Yablo, S., 1998).
Για να θυμηθούμε και πάλι λίγο τη βασικότατη αυτή θεωρία περί
αναγκαιότητας υπενθυμίζουμε ότι: Το όλο σκεπτικό της συγκεκριμένης θεωρίας,
έτσι όπως την διατύπωσαν και δόμησαν από κοινού ο Quine με τον Putnam
κινείται πάνω στους εξής άξονες: Καταρχάς, κάποιος οφείλει να είναι
οντολογικά δεσμευμένος έναντι όλων εκείνων των οντοτήτων που κρίνονται ως
αναγκαίες και απαραίτητες για τις σημαντικότερες επιστημονικές θεωρίες, με τις
οποίες επεξηγούνται βασικές διαστάσεις και καταστάσεις του κόσμου που μας
περιβάλλει. Την ίδια στιγμή (σε ένα δεύτερο επίπεδο στα πλαίσια της θεωρίας) οι
μαθηματικές οντότητες θα πρέπει να θεωρηθούν απαραίτητες για αυτές τις
βασικές και θεμελιώδεις επιστημονικές θεωρίες. Άρα κάποιος εν γένει οφείλει να
είναι οντολογικά δεσμευμένος έναντι και των μαθηματικών οντοτήτων (Putnam.
H., 1975).
Στην πραγματικότητα, μαζί με τον Quine, ο Putnam είχε αντιμετωπίσει τις
περισσότερες δυσκολίες στο να αποδείξει το πρώτο σκέλος του συλλογισμού της
εν λόγω θεωρίας. Αυτό με άλλα λόγια, που συνδεόταν με το θέμα της
οντολογικής δέσμευσης έναντι οντοτήτων και στοιχείων που συνδέονται με τις
βασικότερες και πλέον σημαντικές επιστημονικές θεωρίες (με τις οποίες, όπως
είπαμε, επεξηγούνται τα φυσικά φαινόμενα που μας περιτριγυρίζουν). Όπως είχε
συμβεί με τον Quine, έτσι και ο Putnam εδώ καταφεύγει στο νατουραλισμό,
προκειμένου να δικαιολογήσει την κίνηση του αποκλεισμού όλων των μη
επιστημονικών οντοτήτων και τη συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας
μονάχα ορισμένων συγκεκριμένων περιπτώσεων (όπως αυτές των αφηρημένων
μαθηματικών εννοιών). Ταυτόχρονα, η αποδοχή των μαθηματικών εννοιών σε
ένα τέτοιο σχήμα, επιβάλλεται και στη σκέψη του Putnam, με τη βοήθεια του
ολισμού. Στο πλαίσιο του τελευταίου, οι ποικίλες επιστημονικές θεωρίες
αποδεικνύονται και θεμελιώνονται όχι αποσπασματικά αλλά ως σύνολα.
41
Ας σημειωθεί πως ακόμα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (εποχής κατά
την οποία είχε λάβει χώρα η προαναφερόμενη μεταστροφή του Putnam προς τον
εσωτερικό και τον πραγματιστικό ρεαλισμό) ο επιστημονικός ρεαλισμός
βλέπουμε, ότι έχει μέσα στα κείμενα του Putnam τη σημασία που του απέδιδε ο
τελευταίος κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Είναι δηλαδή κάτι με το
οποίο αφενός μεν ασκείται σκληρή κριτική προς ό, τι έχει σχέση με τον
επιστημονικό αντί - ρεαλισμό και αφετέρου δίνει βαρύτητα στις εξής θέσεις: οι
θεωρητικού χαρακτήρα οντότητες υφίστανται, πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία
και επίσης οι θεωρητικοί όροι, οι οποίοι συναντώνται σε ξεχωριστές
επιστημονικές θεωρίες, μπορούν να αναφέρονται σε αυτές τις ίδιες οντότητες
(και γι' αυτό το λόγο παράλληλα υφίσταται μια συνέχεια αναφορών κατά τη
διάρκεια αλλαγών από τη μία θεωρία στην άλλη). Την ίδια στιγμή, ο
επιστημονικός ρεαλισμός δίνει βαρύτητα και στο ότι οι επιστημονικές δηλώσεις
πρέπει να είναι και είναι πραγματικές, ενώ υφίσταται και το στοιχείο της
σύγκλισης ως προς την επιστημονική εικόνα που έχουμε για τον κόσμο.
Πέραν από τα παραπάνω, ο Putnam διαχρονικά θεωρεί πως η διαδικασία
της επιβεβαίωσης στο χώρο των επιστημών, μπορεί να υπερισχύσει της
διαδικασίας του φικτιοναλισμού, ο οποίος είναι το κυρίαρχο στοιχείο της
περίπτωσης του αντί - ρεαλισμού, πάντα στο χώρο της φιλοσοφίας των φυσικών
επιστημών. Αυτό ισχύει κατά τη γνώμη του επειδή έτσι ο άνθρωπος μπορεί να
αποκτήσει μια εύκολη και ξεκάθαρη διέξοδο από το πλέγμα που δημιουργεί η
διαδικασία του σκεπτικισμού. Με βάση τον τελευταίο, όπως θεωρεί ο Putnam,
είναι σα να βρισκόμαστε όλοι στην πραγματικότητα, κάτι σαν εγκέφαλοι που
βρίσκονται μέσα σε έναν θάλαμο και για τους οποίους τα συναισθήματα, η ζωή
και οι εικόνες που έχουμε στην καθημερινότητά μας, δεν είναι τίποτα παραπάνω,
από τα ερεθίσματα που στέλνει στους εγκεφάλους μας ένας υποτιθέμενος
επιστήμονας εντός του υποθετικού αυτού εργαστηρίου. Εδώ με άλλα λόγια,
έχουμε ένα πλαίσιο ψευδο - υποθέσεων που δεν έχουν σχέση με τον
επιστημονικό ρεαλισμό, ο οποίος εκφράζεται και από τις μαθηματικές έννοιες
και που δεν μας οδηγούν πουθενά εν τέλει.
Γενικότερα, ο Putnam για καιρό εξαπέλυσε μια πλήρη επίθεση ενάντια σε
αυτό που αποκαλούσε μεταφυσικό ρεαλισμό. Ο τελευταίος συνδέεται με το
σκεπτικό περί "πιθανότητας της απόκλισης". Εδώ με άλλα λόγια, εφόσον
αποδίδεται αλήθεια σε μια επιστημονική θεωρία, αυτό αυτομάτως εκλαμβάνεται
43
(όπως ήδη διαφαίνεται και λίγο παραπάνω). Στην περίπτωση του μεταφυσικού
ρεαλισμού, υπάρχει η άποψη πως όταν αποδίδεται αλήθεια σε μια θεωρία,
πρόκειται για ένα είδος ουσιαστικής ιδιότητας που φαίνεται επίσης να
καταδεικνύει ότι η θεωρία αποδεικνύεται πραγματική μέσω του κόσμου. Αυτό το
τελευταίο όμως την ίδια στιγμή, μπορεί να σημαίνει και το ότι μια θεωρία δεν
είναι αποδεκτή εν τέλει, εφόσον δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τον κόσμο και τα
ποικίλα φαινόμενα που τον απαρτίζουν και τον χαρακτηρίζουν.
Αυτό το είδος επιχειρήματος φαίνεται να μας οδηγεί στο σκεπτικό πως ο
κόσμος ο ίδιος τελικά είναι ανεξάρτητος και αποδεσμευμένος από θεωρήματα,
επιστημονικές απόψεις, εξισώσεις κ.λ.π. Και υπό ένα τέτοιο πρίσμα, σύμφωνα με
τον Putnam, η υιοθέτηση του μεταφυσικού ρεαλισμού, αποτελούσε κάτι το οποίο
θα πρέπει να αποφεύγει τόσο ο επιστήμονας όσο και όποιος ασχολείται με την
φιλοσοφία της επιστήμης. Εδώ όλα μάλιστα, έχουν να κάνουν με την αποδοχή
ότι βασικός υπεύθυνος για μια τέτοια παρανόηση, είναι η σκέψη ότι η αλήθεια
μπορεί τελικά να προσεγγιστεί μέσα από μη επιστημολογικού χαρακτήρα
προσεγγίσεις. Και είναι χαρακτηριστικό πως άτομα, όπως για παράδειγμα, ο
Michael Dummet και όσοι τον ακολουθούσαν, είχαν αναπτύξει σε ένα ευρύτατο
πεδίο, την ιδέα και έννοια περί αναφορών επιστημολογικού περιεχομένου για
την ανάδειξη της αλήθειας.
Ο Crispin Wright από τη δική του μεριά, είχε τονίσει ότι μονάχα μια
ισχυρή, επιστημολογικού χαρακτήρα, αντίληψη περί αλήθειας, είναι ικανή να
εκμηδενίσει την πιθανότητα να τεθεί αυτή η αλήθεια στο περιθώριο από μια
μεταγενέστερη πληροφορία. Έτσι επίσης, προσφέρεται και η δυνατότητα να
τεθούν ακόμα ισχυρότερα θεμέλια για μια αλήθεια που σχετίζεται με το χώρο
των επιστημών, ενώ παράλληλα ο Wright θεωρεί πως η υπέρ - βεβαιότητα θα
μπορούσε να θεωρηθεί μια ιδέα με την οποία στηρίζεται ακόμα περισσότερο και
ενδυναμώνεται η επιστημολογική σύλληψη περί αλήθειας. Όπως το θέτει ο ίδιος,
"η υπέρ -βεβαιότητα εδώ είναι βεβαιότητα που μπορεί πάντα να είναι ανθεκτική
σε κάθε περίπτωση που βελτιώνονται οι πληροφορίες και γνώσεις μας πάνω σε
κάποιο πεδίο της επιστήμης" (Wright, 1992: 75). Ο Putnam εδώ από τη δική του
μεριά, θεωρεί πως αυτό ήταν το είδος αντίληψης που είχε περί αλήθειας, την
περίοδο που έκανε λόγο, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του, περί επαλήθευσης.
Αν, όπως υποστηρίζει ο Putnam, το να είναι κάτι σωστό, καταδεικνύεται με
το να επαληθεύεται, τότε και το να αποδίδω αληθοφάνεια σε μια σειρά από
47
Για τον Putnam, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ο κόσμος των
μαθηματικών συναφής με το φικτιοναλισμό. Ο τελευταίος κινείται στο πλαίσιο
της πεποίθησης, ότι τα μαθηματικά, ως αόριστες έννοιες, είναι κάτι που στην
πραγματικότητα δεν υφίσταται, κάτι που απλά και μόνο μπορεί να θεωρηθεί
χρήσιμο για τις φυσικές επιστήμες. Η τελευταία αυτή ιδέα άλλωστε συνιστά ένα
ακόμα δείγμα της περίπτωσης του νομιναλισμού, για την οποία ήδη έγινε
κάποιος λόγος πιο πάνω.
Εδώ είναι φανερό την ίδια στιγμή, πως με αυτές τις θέσεις του περί
μαθηματικών, ο Putnam κάνει αναφορά στη θεωρία του Quine περί
αναγκαιότητας (τη γνωστή θεωρία που ήδη επισημάναμε πιο πάνω και που
τονίζει ότι τα μαθηματικά κατ' ουσίαν είναι κάτι το απαραίτητο στο πεδίο των
φυσικών επιστημών). Εντούτοις όμως, είναι χαρακτηριστικό, ότι σε κάποιο
βαθμό κάνει μια διάκριση σε σύγκριση με τον Quine, με άλλα λόγια προβαίνει
στην έκφραση μιας δικής του ιδέας σχετικά με αυτό το θεώρημα, χωρίς να
ακολουθεί απόλυτα τον Quine.
Λέει εν προκειμένω δηλαδή, ότι εν στην περίπτωση του Quine τα
μαθηματικά κυρίως παρουσιάζονται ως αόριστες έννοιες, εδώ αντίστοιχα τα
μαθηματικά θα πρέπει να εκληφθούν ως κάτι το κατά κυριολεξία αληθινό. Η
αλήθεια συγκεκριμένα εδώ μάλιστα δεν θα πρέπει να νοηθεί ως συνυφασμένη με
την επαλήθευση ή με την διαδικασία της απόδειξης. Αυτό που ενδιαφέρει με
άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Putnam, δεν είναι η ύπαρξη ή όχι των αφηρημένων
εννοιών, αλλά μονάχα η αντικειμενικότητα που εκφράζεται με τα μαθηματικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα τέτοιο επιχείρημα είναι απόλυτα κατάλληλο για
τους οπαδούς του επιστημονικού ρεαλισμού: αν συγκεκριμένα είσαι
επιστημονικός ρεαλιστής, τότε θα έπρεπε να είσαι ρεαλιστής εν γένει, αλλά την
ίδια στιγμή όχι απαραιτήτως ένας πλατωνιστής, σε ό, τι αφορά πάντα τον κόσμο
των μαθηματικών. Στην πραγματικότητα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο,
αναφορικά με αν ή όχι ένας ρεαλιστής (έναντι του πεδίου των μαθηματικών) θα
έπρεπε ταυτόχρονα να υιοθετήσει τις ιδέες του Πλατωνισμού σχετικά με τα
μαθηματικά ή αντίθετα τις θέσεις του ίδιου του Putnam. Όπως άλλωστε
σημειώνει ο ίδιος, αυτές οι δύο απόψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι δύο
ισοδύναμες περιγραφές σχετικά με τα μαθηματικά και το ρόλο τους στο χώρο
των επιστημών (Putnam, 1975: 182-183).
49
υφίσταται καν και γι' αυτό άλλωστε δεν διστάζει να απορρίψει και τη θεωρία
περί αναγκαιότητας των Quinne και Putnam που είδαμε λίγο παραπάνω.
Εδώ προκύπτει ένα είδος "φανταστικού" σε ό, τι αφορά τον κόσμο των
μαθηματικών (δεδομένου ότι απορρίπτεται η ιδέα πως αυτά είναι
πραγματικότητα και άρα φυσικές οντότητες). Και υπό αυτό το πρίσμα,
καθορίζεται και η ιδέα περί νομιναλισμού εδώ, η οποία λαμβάνει χώρα μέσω δύο
αλληλοσυμπληρούμενων μεταξύ τους κινήσεων. Με βάση την πρώτη αυτό που
συμβαίνει, είναι το να αλλάξει ο σκοπός των μαθηματικών. Με άλλα λόγια, αυτό
που επιδιώκεται εδώ, δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας, αλλά αυτού που είναι
διαφορετικό. Το τελευταίο μπορεί δε να επιδιωχθεί αν η νόρμα βάσει της οποίας
επιχειρείται η ανάδειξη του νομιναλισμού στα μαθηματική, είναι ο
συντηρητισμός. Όταν μια μαθηματική θεωρία είναι συντηρητική, αυτό σημαίνει
ότι είναι σύμφωνη με κάθε εσωτερικά σύμφωνη θεωρία σχετικά με τον φυσικό
κόσμο. Αυτού του είδους οι θεωρίες δεν περιέχουν το παραμικρό σχετικά με
αριθμούς, μαθηματικές έννοιες, ποσοτικοποιήσεις, κλάσματα, γεωμετρικά
σχήματα κ.λ.π. (Field, 1989: 58). Παρ' όλα αυτά, ο συντηρητισμός δεν είναι πιο
αδύναμος σε σύγκριση με την αλήθεια (Field, 1989: 59).
Αυτό για τον ίδιο σημαίνει πως αν και μπορούμε να θεωρήσουμε τα
μαθηματικά ως κάτι το αδύναμο σε ό, τι αφορά την προσπάθειά μας να
προσεγγίσουμε τον εξωτερικό, φυσικό κόσμο, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πως
και αυτά δεν μας είναι χρήσιμα. Αυτό ταυτόχρονα σημαίνει όμως ότι δεν
χρειάζεται να είμαστε εξαρτημένοι από τον κόσμο των μαθηματικών και των
οντοτήτων τους. Τα μαθηματικά περισσότερο μπορούν να θεωρηθούν χρήσιμα
επειδή μας βοηθούν σε πρακτικό επίπεδο καθημερινά.
Είναι χαρακτηριστικό παράλληλα, ότι ο νομιναλιστής γενικότερα δεν
θεωρεί πως είναι απαραίτητο το να προσφέρει κάποιο είδος ανανέωσης ή
αναδόμησης στο χώρο των μαθηματικών θεωριών. Επίσης είναι ενδεικτικό και
πως εδώ δεν θεωρείται απαραίτητη η παρουσία συμβόλων, όπως οι αριθμοί σε ό,
τι αφορά την επιστήμη των μαθηματικών. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να
σημειώσει κάποιος ότι ενώ από τη μια μεριά, οι αριθμοί και τα άλλα σύμβολα
μπορεί να θεωρούνται απαραίτητα στο χώρο των μαθηματικών, εντούτοις, δεν
είναι αληθινά. Γι' αυτό το λόγο δεν χρειάζεται να νοιώθουμε πως είμαστε
οντολογικά δεσμευμένοι έναντι των μαθηματικών συμβόλων.
56
Είναι ενδεικτικό το ότι η σκέψη του Field εν γένει χαρακτηρίζεται από την
προσπάθειά του, σε συνάφεια με τις θέσεις του περί Μαθηματικών, να
προωθήσει ένα σύστημα που θα διακρίνεται για την ενότητά του στο χώρο της
σημαντικής (της χρήσης δηλαδή συγκεκριμένων συμβόλων με τα οποία
υποτίθεται πως εκφράζονται ποικίλες έννοιες, όπως αυτές των φυσικών
επιστημών) αλλά και που λαμβάνει υπόψη του την προσπάθεια να αντιπαρατεθεί
με επιστημολογικό τρόπο απέναντι στις παραδοχές του Πλατωνισμού σε θέματα,
όπως τα μαθηματικά. Εδώ βασικός γνώμονας είναι το να δοθούν επεξηγήσεις, οι
οποίες δεν βασίζονται σε αφηρημένες έννοιες, όπως τα μαθηματικά.
Ο ίδιος συχνά βέβαια παραδέχεται πως το επιχείρημα περί αναγκαιότητας
των μαθηματικών που είχε αναπτυχθεί από φιλοσόφους, όπως οι Quine και
Putnam, αναμφίβολα συνιστά ένα από τα σημαντικότερα και ισχυρότερα
επιχειρήματα των σύγχρονων πλατωνιστών. Είναι δε ίσως το κυριότερο όπλο
των φυσικαλιστών αναφορικά με τον κόσμο των μαθηματικών και κάτι τέτοιο
κατά συνέπεια, σημαίνει, ότι αν κάποιος μπορέσει να καταρρίψει αυτό το
επιχείρημα, έχει παράλληλα τη δυνατότητα να καταρρίψει όλη τη κοσμοθεωρία
του φυσικαλισμού και των πλατωνιστών ως προς τα Μαθηματικά, προκρίνοντας
αντίστοιχα και ενδυναμώνοντας τη θέση των νομιναλιστών επί του θέματος
(Field, 1980: 79).
Για τον ίδιο όταν κάνουμε λόγο για μαθηματικά, στην ουσία κάνουμε λόγο
για κάτι που δεν γνωρίζουμε καν αν στην πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί
ακόμα και εντελώς λανθασμένο. Είναι στην ουσία κάτι το υποκειμενικό κατά τη
γνώμη του. Το θέμα είναι πως από τη μια μεριά δεν μας είναι απαραίτητα μεν,
από την άλλη όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ότι πράγματι μπορούν να
μας αποδειχθούν πολύτιμα σε διάφορες θεωρίες των φυσικών επιστημών. Η
παρουσία και αναγκαιότητά τους όμως, φτάνει ως εκεί. Και την ίδια στιγμή,
είναι χαρακτηριστικό πως στην περίπτωση μιας οποιασδήποτε επιστημονικής
θεωρίας, όπως για παράδειγμα η θεωρία της βαρύτητας που είχε διατυπωθεί από
το Νεύτωνα αιώνες πριν, μπορεί να διατυπωθεί και να δομηθεί ακόμα και αν δεν
χρησιμοποιήσουμε τα μαθηματικά. Το σκεπτικό του γενικότερα, για μια τέτοια
περίπτωση επί παραδείγματι, συνδέεται με το ότι κάποιος μπορεί να ασχοληθεί
απευθείας με τα διάφορα σημεία και στοιχεία του χώρου και του χρόνου, χωρίς
να λάβει υπόψη του τις μαθηματικές έννοιες (Field, 1980: 181).
57
Συμπεράσματα
Από τα όσα έχουν επισημανθεί λοιπόν πιο πάνω και κάνοντας μια
γενικότερη επισκόπηση στα όσα αναφέρθηκαν ως τώρα, βλέπουμε καταρχήν, ότι
Τα μαθηματικά, ή τουλάχιστον η γεωμετρία, παρέχει ένα κατ' ευθείαν
παράδειγμα του κενού μεταξύ του ατελούς υλικού κόσμου γύρω μας και του
καθαρού, ιδεώδους, και τέλειου κόσμου των ιδεών στο πλαίσιο της πλατωνικής
κοσμοθεωρίας. Από την εποχή πριν τον Πλάτωνα και μέχρι σήμερα είχαμε
τελείως αυστηρούς ορισμούς για την ευθεία γραμμή, τον κύκλο και τα λοιπά,
αλλά ο φυσικός κόσμος δεν περιέχει τέλειες ευθείες γραμμές χωρίς πλάτος, ούτε
και τέλειους κύκλους, ή τουλάχιστον κάποιον που να μπορούμε να δούμε. Ίσως
58
ευθείες χωρίς πλάτος και τέλειοι κύκλοι, και τα παρόμοια, να είναι μέρος ενός
φυσικού χώρου (ή χωροχρόνου) που όλοι καταλαμβάνουμε, αλλά, ακόμα και
έτσι, δεν τα συναντούμε ως τέτοια, με οιονδήποτε φυσικό τρόπο.
Για να εξηγήσει το προφανές, ο Πλάτωνας πίστευε ότι τα θεωρήματα της
γεωμετρίας είναι αντικειμενικά αληθή ή ψευδή, ανεξαρτήτως του νου, της
γλώσσας και λοιπών χαρακτηριστικών των μαθηματικών. Με την ορολογία του
Κεφαλαίου 2, ήταν ένας ρεαλιστής ως προς την τιμή αλήθειας. Ο ρεαλισμός
αυτός θεωρείται λίγο πολύ δεδομένος, και έτσι στο σύνολο των διαλόγων δεν
αναπτύσσεται καμία επιχειρηματολογία για την υπεράσπιση του. Ίσως δεν
υπήρχαν σοβαρές εναλλακτικές προτάσεις.
Και είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι Μολονότι, όπως έχει σημειωθεί, οι
μεταγενέστεροι πλατωνιστές δεν υιοθέτησαν τις πιο μυστικιστικές απόψεις της
επιστημολογίας του Πλάτωνα, οι πιο πολλοί διατήρησαν την άποψη ότι η
γεωμετρική γνώση είναι a priori, ανεξάρτητη από την αισθητηριακή εμπειρία.
Είναι ίσως δυνατόν να χρειάζεται κάποια αισθητηριακή εμπειρία για να
συλλάβουμε τις σχετικές έννοιες, ή μπορεί να χρειάζεται να σχεδιάσουμε κάποια
διαγράμματα ως μια οπτική βοήθεια για το νου ή ίσως για να ανοίξουμε τις
διάνοιες μας στον αιώνιο και αναλλοίωτο γεωμετρικό κόσμο του ευκλείδειου
χώρου. Ωστόσο, είναι κρίσιμο το ότι η μαθηματική γνώση είναι γενικά
ανεξάρτητη από την αισθητηριακή εμπειρία. Ο κύριος λόγος γι' αυτό προέρχεται
από τη πλατωνική οντολογία. Η γεωμετρία δεν ασχολείται με φυσικά
αντικείμενα στο φυσικό χώρο.
Από τις ιδέες του Πλάτωνα γεννήθηκε η σύγχρονη σχολή του μαθηματικού
ρεαλισμού, η οποία πρεσβεύει ότι οι μαθηματικές οντότητες δεν πηγάζουν από
το ανθρώπινο μυαλό, αλλά υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτό. Η θεωρία αυτή
συμβαδίζει απόλυτα με την καθημερινή πρακτική των μαθηματικών: όσοι έχουν
ασχοληθεί με αυτή την επιστήμη, προχωρώντας στο έργο τους έχουν πάντοτε την
εντύπωση ότι ανακαλύπτουν αλήθειες οι οποίες προϋπήρχαν του συλλογισμού
τους.
Η ανάλυση του οντολογικού καθεστώτος των μαθηματικών στον Πλάτωνα
είναι η προϋπόθεση για την κατανόηση της ρεαλιστικής εκδοχής στη νεώτερη
μικροφυσική και μακροφυσική. Ο μαθηματικός ρεαλισμός στη Φυσική
πρεσβεύει ότι ο αισθητός κόσμος ανάγεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στα
Μαθηματικά, ανεξάρτητα από την παρουσία της ανθρώπινης σκέψης.
59
Είναι ενδεικτικό πως όταν είχε ξεκινήσει ο ίδιος ο Quine, την επιστημονική του
καριέρα, ο λογικός θετικισμός και ο εμπειρισμός ήδη είχαν διανύσει μια φάση
πολύ μεγάλης ακμής. Και ήδη εντός αυτού του πλαισίου ο θετικισμός και ο
εμπειρισμός είχαν προωθήσει μια νέα αντίληψη στο χώρο της λογικής, με βάση
την οποία η μαθηματική γνώση θεωρούνταν κάτι το εκ των προτέρων δεδομένο,
κάτι το a priori στο πεδίο της γνώσης και κάτι με το οποίο μάλιστα αυτή η γνώση
θεωρούνταν ότι μπορούσε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή. Όμως, ο Quine άσκησε
δριμύτατη κριτική έναντι μιας τέτοιας σκέψης. Και είναι χαρακτηριστικό πως
παρόλο που αυτή η αρνητική κριτική, ήδη από τη δεκαετία του 1950, τον είχε
καταστήσει αρκετά γνωστό τον ίδιο, εντούτοις δεν τον εμπόδισε στην πορεία να
καλλιεργήσει μια πιο θετική φιλοσοφική σκέψη, την οποία μάλιστα εμπλούτισε
και επεξέτεινε κατά τα επόμενα 40 χρόνια της δράσης του (Resnik, 2005: 413).
Έχει θεωρηθεί και μάλλον όχι άδικα, ότι η θετική κριτική που ασκήθηκε
στην πορεία εκ μέρους του Quine, ήταν σε συνδυασμό με το βάθος της κριτικής
που είχε ασκήσει ένας πολύ σημαντικός παράγοντας ως προς την ανάδειξή του
στον σημαντικότερο φιλόσοφο περί μαθηματικών παγκοσμίως ως τις μέρες μας
(Ρουσόπουλος, 2011: 3). Αυτό μπορεί να θεωρηθεί πως είναι συνυφασμένο με το
ότι μέσα από τη σκέψη και το έργο του έθεσε μια σειρά θεμάτων, μια ολόκληρη
ατζέντα θα μπορούσαμε να πούμε στα πλαίσια της οποίας συμπεριλαμβάνονταν
ζητήματα, όπως: ο ρόλος της συμβατικότητας στον κόσμο των μαθηματικών και
της λογικής, η φύση της a priori γνώσεως, τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί
κάποιος να θεωρήσει δεδομένη μια γνώση, το αν και κατά πόσο τα μαθηματικά
μπορούν να θεωρηθούν ως αναντικατάστατα στο χώρο των επιστημών ή
αντίστοιχα η αξία των μαθηματικών στο χώρο της σκέψης και της φιλοσοφίας
και η φύση της λογικής.
Στη σκέψη του Quine, εν γένει υφίσταται έντονο το στοιχείο του
εμπειρισμού αλλά σε συνδυασμό με τον ολισμό. Υπό αυτό το πρίσμα εν
προκειμένω, θεωρείται ότι μπορούμε να κατέχουμε την απόλυτη γνώση, μονάχα
μέσα από τις αισθήσεις, μέσα από τα μηνύματα που προσλαμβάνουμε σε
καθημερινή βάση μέσω των αισθητηρίων οργάνων μας και μέσω των εμπειριών
μας. Οι εμπειριστές βλέπουν τον φιλοσοφικό σκεπτικισμό σαν κάτι που
περιορίζει αυτά που ελπίζει να κατορθώσει ο ανθρώπινος νους, καθώς επίσης και
σαν έναν οδηγό στις περιοχές έρευνας που μπορούμε να εφαρμόσουμε τα
ταλέντα μας με χρησιμότητα. Οι ρασιοναλιστές βλέπουν τον σκεπτικισμό σαν
62
κάτι που πρέπει να αντικρούεται σε όλα τα μέτωπα έτσι ώστε να υπάρχει ένα
γερό "πάτημα" για την απόλυτη και σίγουρη αλήθεια.
Ο Quine επεκτείνει σε όλο το σύστημα της γνώσης μας τη θέση του γάλλου
φυσικού, ιστορικού και επιστημολόγου των αρχών του 20ού αιώνα Pierre
Duhem ότι δεν είναι δυνατόν στη φυσική να υποβάλλουμε μεμονωμένες
υποθέσεις σε εμπειρικό έλεγχο, διότι δεν έχουν εμπειρικά συνακόλουθα, αλλά
ολόκληρη τη θεωρία. Στην εκδοχή του Quine η θέση του Duhem έχει ως εξής:
φορείς εμπειρικού περιεχομένου δεν είναι μεμονωμένες προτάσεις αλλά
ολόκληρα συστήματα προτάσεων. Οι αποφάνσεις μας για τον εξωτερικό κόσμο
αντιμετωπίζουν το δικαστήριο της αισθητηριακής εμπειρίας όχι ατομικά αλλά
συνολικά. Αυτό που επιδέχεται εμπειρικό έλεγχο είναι σε τελευταία ανάλυση
ολόκληρο το σύστημα της γνώσης μας. Η κριτική του Quine είχε καταλυτικές
συνέπειες για ορισμένα κεντρικά δόγματα της σύγχρονης αναλυτικής
φιλοσοφίας, όπως είναι η επαληθευτική θεωρία του νοήματος του Λογικού
Εμπειρισμού, η διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών προτάσεων και η
θεωρία του αναλυτικού ( ή γλωσσικού) χαρακτήρα των προτάσεων της Λογικής
και των Μαθηματικών.
Ο γνωσιοθεωρητικός ολισμός του Quine είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη
θέση του εμπειρικού υπό-προσδιορισμού των θεωριών: επειδή οι θεωρίες μας
δεν συνάγονται λογικά από τα δεδομένα μας, αφού τα ξεπερνούν κατά πολύ,
είναι δυνατόν να διατυπωθούν εναλλακτικές θεωρίες, οι οποίες συμφωνούν με
όλα τα εμπειρικά δεδομένα και όμως μεταξύ τους είναι λογικά ασύμβατες.
Αυτό σημαίνει ότι το χάσμα μεταξύ παρατήρησης και θεωρίας μπορεί να
γεφυρωθεί με πολλούς τρόπους έτσι ώστε δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε ότι οι
θεωρίες που εκάστοτε αποδεχόμαστε είναι καλύτερες ή πλησιέστερα στην
αλήθεια από άλλες δυνατές θεωρίες: το σύστημά μας του κόσμου είναι κατά τον
Quine ένα από τα διάφορα ισοδύναμα συστήματα.
Από την άλλη μεριά, ο Hilary Putnam που ακολουθεί στα χνάρια του
Quine, καταφεύγει στο νατουραλισμό, προκειμένου να δικαιολογήσει την κίνηση
του αποκλεισμού όλων των μη επιστημονικών οντοτήτων και τη συμπερίληψη
στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας μονάχα ορισμένων συγκεκριμένων περιπτώσεων
(όπως αυτές των αφηρημένων μαθηματικών εννοιών). Ταυτόχρονα, η αποδοχή
των μαθηματικών εννοιών σε ένα τέτοιο σχήμα, επιβάλλεται και στη σκέψη του
Putnam, με τη βοήθεια του ολισμού. Στο πλαίσιο του τελευταίου, οι ποικίλες
63
την ακρίβεια, το «εμείς» είναι από την άποψη του σολιψισμού καταχρηστικό.
Υπάρχει μόνο ένα άτομο, δηλαδή ο αναγνώστης του παρόντος. Συνήθως οι
άνθρωποι θεωρούν τον σολιψισμό τόσο παράλογο ή απειλητικό, που προτιμούν
να μην καταλάβουν περί τίνος πρόκειται - και όντως δεν καταλαβαίνουν. Είναι
μια κατανοητή αντίδραση, διότι δογματικώς κατανοητός ο σολιψισμός κάνει τον
άνθρωπο ακατάλληλο για επιβίωση σ' αυτόν τον κόσμο - ή πάντως προκύπτει
αυτός ο φόβος. Αλλά πρέπει να δεχτούμε ότι από όλες τις γνωσιολογικές θεωρίες
την ισχυρότερη θεμελίωση έχει ο σολιψισμός.
ο Putnam φαίνεται να φλερτάρει με τη διάκριση μεταξύ εξωτερικού και
εσωτερικού που κάνει ο γερμανικής καταγωγής φιλόσοφος Carnap από τη μεριά
του. Αυτή η διάκριση υποτίθεται πως προορίζεται όσον αφορά την περίπτωση
ερωτημάτων μεταφυσικού χαρακτήρα, όπως: υπάρχουν σημεία του χώρου και
του χρόνου που να μπορούν να σταθούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ή
υφίστανται στο πλαίσιο ευρύτερων σχηματισμών; Υπό αυτό το πρίσμα, ο
Putnam θεωρεί ως βέβαιο, πως από τη στιγμή που προκύπτουν και επικρατούν
στη σκέψη της επιστημονικής κοινότητας συγκεκριμένοι τρόποι οπτικής του
κόσμου και των διαφόρων φαινομένων που υφίστανται εντός του, τόσο
γρηγορότερα και άμεσα επίσης αποκτούν υπόσταση και οι διάφορες σημαντικές
ερωτήσεις οντολογικού χαρακτήρα (Putnam, 2012: 58).
Ο Putnam γενικότερα και σε κάθε περίπτωση, κατά τα τελευταία αυτά
χρόνια, σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες, έχει την τάση πια να θέτει τις
απόψεις του περί σχετικότητας και σκεπτικισμού, αναφορικά με τη σύλληψη του
κόσμου που μας περιβάλλει (και των διαφόρων εννοιών που τον περιγράφουν,
όπως τα μαθηματικά) στην υπηρεσία του μεταφυσικού ρεαλισμού. Η αποδοχή
περί πολλών, ανεξάρτητων μεταξύ τους αλλά ταυτόχρονα ισότιμων μεταξύ τους
περιγραφών περί κόσμου, και φυσικών φαινομένων.
Στην πραγματικότητα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο, αναφορικά με αν ή
όχι ένας ρεαλιστής (έναντι του πεδίου των μαθηματικών) θα έπρεπε ταυτόχρονα
να υιοθετήσει τις ιδέες του Πλατωνισμού σχετικά με τα μαθηματικά ή αντίθετα
τις θέσεις του ίδιου του Putnam. Όπως άλλωστε σημειώνει ο ίδιος, αυτές οι δύο
απόψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι δύο ισοδύναμες περιγραφές σχετικά με
τα μαθηματικά και το ρόλο τους στο χώρο των επιστημών (Putnam, 1975: 182-
183).
67
και διακριτών παραγόντων, δηλαδή η συνεισφορά του φυσικού κόσμου και του
γιγνώσκοντος υποκειμένου.
Ακόμη για τον Field η επιστήμη είναι η εννοιολογική γέφυρα που
κατασκευάζει το υποκείμενο για να συνδέσει μεταξύ τους, τους αισθητηριακούς
ερεθισμούς. Το πρώτο ζήτημα στη δόμηση μιας επιστημολογίας όπως αυτή που
περιγράψαμε παραπάνω είναι η άμεση σύνδεση λέξεων, σε συγκεκριμένες
ευκαιρίες, με τους εξωτερικούς ερεθισμούς που δέχεται το υποκείμενο, κάτι που
έχει καθαρά νομιναλιστική υφή.
Γενικά ο Field μας λέει ότι δεν είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε την
ύπαρξη πιθανών αντικειμένων αφηρημένων οντοτήτων ή νοημάτων αν δε το
θέλουμε .Με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι επιτρέπει στο υποκείμενο να
απελευθερωθεί από συγκεκριμένες οντολογίες και το αφήνει ελεύθερο να κάνει
τις δικές του οντολογικές κρίσεις. Παρόλα αυτά καθοδηγεί το γνωστικό
αντικείμενο με τον τρόπο του αναπτύσσοντας επιχειρήματα εναντίον της
Πλατωνικής οντολογικής αντίληψης. Θεωρεί ότι η Πλατωνική οικουμένη είναι
παραφορτωμένη με οντότητες και για το λόγο αυτό προσβάλει την ανθρώπινη
αισθητική. Η άρνηση της ύπαρξης μιας τέτοιας πολλαπλότητας οντοτήτων δε
σημαίνει απαραίτητα την άρνηση οποιασδήποτε οντολογικής δέσμευσης.
Αντίθετα ο Field υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο να αποδεχθούμε κάποια
αντικείμενα στον κόσμο μας. Υποχρεωτικά κάποια αντικείμενα υπάρχουν και
κάποια άλλα όχι .Το ποια αντικείμενα υπάρχουν και ποια όχι σχετίζεται και
εξαρτάται από τη γλώσσα που μιλάμε. Με τον τρόπο αυτό η χρήση
οποιασδήποτε γλώσσας συνδέει τον ομιλητή με κάποια συγκεκριμένη οντολογία.
Ο Field δεν επιχειρεί να δώσει συγκεκριμένο ορισμό στους όρους
αφηρημένο-γενικό και συγκεκριμένο –ειδικό και θεωρεί ότι υπάρχουν πράγματα
των οποίων η φύση παραμένει αινιγματική υπό το πρίσμα της διχοτόμησης των
εννοιών σε αφηρημένο-συγκεκριμένο όπως για παράδειγμα τα «αφηρημένα
ειδικά» πράγματα (abstract particulars) όπως τα ονομάζει ο Field κατηγορία στην
οποία ανήκουν για παράδειγμα ο Ισημερινός και ο Βόρειος Πόλος.
Για την ανάλυση που παραθέτει ο Field για το διαχωρισμό αυτό και την
υποστήριξη του νoμιναλισμού έναντι του ρεαλισμού θεωρεί τις κλάσεις ,τις
ιδιότητες, τις προθέσεις, τους αριθμούς, τις σχέσεις και τις συναρτήσεις ως
τυπικά αφηρημένα αντικείμενα και τα φυσικά αντικείμενα ως συγκεκριμένα. Τα
φυσικά αντικείμενα κατά τον Field διαθέτουν ένα πλήθος πλεονεκτημάτων
70
Βιβλιογραφία
1. Benacerraf P. & Putnam H., Philosophy of Mathematics: selected
reading, Cambridge University Press, Cambridge, 1983
2. Field, H., Science without Numbers: a defense of Nominalism, Princeton
University Press, Princeton N.J., 1980
3. Field, H., Truth and the absence of fact, Clarendon Press, Oxford, 2001
4. Field, H., Saving Truth from Paradox, Oxford University Press, Oxford,
2008
5. Field, H., Realism, Mathematics and Modality, Blackwell Publications,
London, 1991.
6. Κραφτ, Β., Ο Κύκλος της Βιέννης και η γένεση του Θεοθετικισμού, μτφ.
Μανακός, Γ., εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1980
7. Psillos, S., Scientific Realism: How Science Tracks Truth, Routledge,
London, 1999
8. Psillos, Stathis (2010) 'Scientific Realism: Between Platonism and
Nominalism', Philosophy of Science 77: 947-958.
9. Psillos, Stathis (2012) 'One Cannot Be Just a Little Bit Realist: Putnam and
van Fraassen'. In James Robert Brown (ed.) Philosophy of Science: The Key
Thinkers, London: Continuum, pp.188-212
10. Putnam, H., The many faces of Realism, Open Court, La Salle Illinois,
1987
11. Putnam, H., Mathematics, matter and method, Cambridge University
Press, London, New York, 1975
12. Putnam, H., Mind, Language and Reality, Cambridge University Press.
London, 1979
13. Putnam, H., Philosophy in an age of Science: Physics, Mathematics and
Skepticism, Cambridge University Press, Cambridge, 2012
14. Putnam, Hilary (2001) 'When 'Evidence-Transcendence' is not Malign: A
Reply to Crispin Wright', The Journal of Philosophy 98: 594-600
15. Putnam, H., Reason, truth and history, Cambridge University Press,
Cambridge, 1981
16. Putnam, Hilary (1982) 'Three Kinds of Scientific Realism', The
Philosophical Quarterly 32: 195-200
17. Putnam, H., Philosophy of Logic, G Allen & Unwin Ltd, London, 1971
72
18. Quine, W. V., The pursuit of truth, Harvard University Press, Cambridge,
1992
19. Quine, W.V., The roots of reference, Open Court, Illinois, 1990
20. Quine W.V., & Ullam, J.S., The Web of Relief, McGraw-Hill, New York,
1978
21. Quine, W.V., Elementary Logic, Harvard University Press, London,
Cambridge, 1965
22. Quine, W.V., Mathematical Logic, Harper and Row, New York, 1951
23. Quine, W.V., Methods of Logic, Holt Rinehart and Winston, New York,
1972
24. Quine, W.V., Philosophy of Logic, Harvard University Press, Cambridge,
1986
25. Quine, W.V., Word and Object, MIT Press, Cambridge, 1960
26. Ρουσόπουλος, Γ., Μελέτες για τον Εμπειρισμό, εκδόσεις Ινστιτούτο του
Βιβλίου, - Α. Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1998
27. Rosen, Gideon (2001) "Nominalism, Naturalism, Epistemic Relativism",
Philosophical Perspectives 15: 69-91
28. Wright, C., Truth and Objectivity, Harvard University Press, Cambridge
MA, 1992