Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 72

1

Εισαγωγή
Στο χώρο της φιλοσοφίας η έννοια του φυσικαλισμού είναι συνδεδεμένη με
το σκεπτικό πως τα πάντα μες στο κόσμο είναι φυσικές οντότητες. Ο
φυσικαλισμός είναι συνυφασμένος με το σκεπτικό πως τα πάντα μες στη φύση
μπορούν να εξηγηθούν με βάση τη γνώση της. Οι φυσικαλιστές θεωρούν πως
στον τομέα της γνώσης και της επιστήμης, κάθε νέα πρόοδος και εξέλιξη
συνδυάζεται με την εμφάνιση νέων, πιο ικανοποιητικών φιλοσοφικών
προσεγγίσεων. Για παράδειγμα, οι εξελίξεις στη βιολογία, τη νευρολογία και την
ψυχολογία, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, συνέβαλαν στην πληρέστερη
κατανόηση πολλών φαινομένων που σχετίζονται με τη νόηση και που
παλαιότερα ήταν συνυφασμένα με τάσεις αναφοράς στο υπερφυσικό (όπως η
προθετικότητα ή η ορθολογικότητα.
Από την άλλη μεριά, ως προς τη σχέση των μαθηματικών με το χώρο του
φυσικαλισμού, η όλη σύλληψη είναι συνυφασμένη με το εξής: τα μαθηματικά
και οι ποικίλες έννοιες που υφίστανται στο πλαίσιο της εν λόγω επιστήμης,
συνιστούν ένα βασικό και καίριο κομμάτι των διαφόρων επιστημονικών θεωριών
που σχετίζονται με την ερμηνεία, καταγραφή, κατανόηση και περιγραφή των
φαινομένων και των πραγμάτων του κόσμου που μας περιβάλλει. Και καθώς
είναι αποδεκτές οι ίδιες οι θεωρίες του φυσικού κόσμου και οι μαθηματικές
έννοιες που τις περιγράφουν και λειτουργούν ως βασικά τους ερείσματα,
μπορούν κι αυτές να καταστούν αποδεκτές ως φυσικές οντότητες.
Με βάση αυτές τις αρχικές επισημάνσεις εν τω μεταξύ, ένα κεντρικό
ερώτημα που προκύπτει εδώ άμεσα είναι το εξής: Τί είναι αυτό που μπορούμε να
ορίσουμε ως φυσικό, με βάση τον φυσικαλισμό;
Ως προς το συγκεκριμένο ερώτημα, οι φυσικαλιστές από καιρό
προσπάθησαν να δομήσουν μια θεωρία με βάση την οποία ο χαρακτηρισμός του
τί μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι φυσικό, θα απέρρεε από τα δεδομένα των
εμπειρικών επιστημών, όπως η φυσική και η χημεία (καθώς επίσης και από τα
δεδομένα μελλοντικών ανακαλύψεων στο πλαίσιο αυτών των επιστημονικών
κλάδων). Ως νόμιμες δε, μπορούν να θεωρηθούν εκείνες οι εξηγήσεις, οι οποίες
ανάγονται στις εξηγήσεις των φυσικών επιστημών.
Ο φυσικαλισμός γενικότερα μπορεί να θεωρηθεί ως εκείνη η θεωρία όπου
επιδιώκεται η αναγωγή όλων των φαινομένων σε πορίσματα και στοιχεία που
προέρχονται από την έρευνα στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών. Μάλιστα,
2

είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι δύο παράμετροι που αναφέρθηκαν λίγο


παραπάνω, δηλαδή από τη μια η χρησιμοποίηση ως βάσης των δεδομένων (των
δεδο,ένων με άλλα λόγια που συνθέτουν το φυσικό, δηλαδή ό, τι εμπίπτει στο
χώρο μελέτης των φυσικών επιστημών) των φυσικών επιστημών και από την
άλλη των δεδομένων που υποθέτουμε ότι θα προέλθουν από τα μελλοντικά
πορίσματα της φυσικής και γενικότερα της κάθε φυσικής επιστήμης, αποτελούν
τμήματα αυτού που ονομάστηκε "δίλλημα του Hempel" (από το όνομα του
φιλοσόφου της επιστήμης και λογικού εμπειριστή Carl Gustav Hempel)
(Melnyk, 1997).
Με βάση αυτό το δίλλημα, θεωρείται πως αν ορίσουμε το φυσικό ως κάτι
που ορίζεται με βάση τα δεδομένα των φυσικών επιστημών, τότε θα πρέπει να
θεωρηθεί ως κάτι το πολύ πιθανό να είναι λάθος ο φυσικαλισμός, όπως
παράλληλα μπορεί να θεωρηθούν ως λανθασμένες οι παραδοχές της σημερινής
φυσικής. Αν αντίθετα, ορίσουμε τον φυσικαλισμό με βάση τις παραδοχές μιας
μελλοντικής (ή ιδεατής) φυσικής, τότε αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι το
θολό και το αόριστο (Hempel, 1969: 180-183).
Από την άλλη μεριά, ενώ οι θέσεις και απόψεις του Hempel αναφορικά με
την αμφισβήτηση των θεωρητικού χαρακτήρα αντιλήψεων και συλλήψεων για
το τί μπορεί να θεωρηθεί φυσικό, αντιμετωπίζονται με αρκετό σκεπτικισμό, είναι
χαρακτηριστικό πως έχουν προταθεί και άλλες εναλλακτικές θεωρίες αναφορικά
με το ζήτημα περί φυσικαλισμού. Μία από αυτές για παράδειγμα, είναι αυτή του
Frank Jackson (1998), ο οποίος έχει αναπτύξει μια θεωρία, με βάση την οποία
ένα αντικείμενο ή μια ιδιότητα, μπορεί να θεωρηθεί πως αντιπροσωπεύει
περίπτωση έκφρασης του στοιχείου του φυσικαλισμού, είτε αν συνιστά ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα και πρότυπο για παρόμοια αντικείμενα ή ιδιότητες
και φαινόμενα μες στη φύση, ή αν θεωρείται απαραίτητο με στόχο να δοθεί μια
πλήρης περιγραφή σχετικά με τέτοιες οντότητες ή ιδιότητες (Jackson, 1998:7).
Μια αντίρρηση έναντι αυτής της θέσης του Jackson, έγκειται στο ότι αν για
παράδειγμα γίνει αποδεκτό, ότι ο πανψυχισμός ή αντίστοιχα ο
πανπρωτοψυχισμός για παράδειγμα, θεωρηθεί ότι είναι κάτι το πραγματικό, τότε
η προαναφερόμενη αντίληψη σχετικά με το τί ανήκει στο πεδίο του
φυσικαλισμού, πολύ απλά δεν ισχύει. Εδώ υπεισέρχεται η ερμηνεία ατόμων,
όπως ο Papineau και η Barbara Montero που κρίνουν πως ο φυσικαλισμός
3

βασικά οριοθετείται με βάση οτιδήποτε δεν ανάγεται στη σφαίρα του νου
(Papineau, 2002, Montero, 1999).
Υπό το πρίσμα όμως όλων αυτών των βασικών εισαγωγικών
παρατηρήσεων, ένα άλλο ερώτημα που θα μπορούσε να προκύψει εδώ, είναι το
εξής: μπορούν αντίστοιχα τα μαθηματικά που υπό μια άποψη υποτίθεται, ως
κομμάτια πορισμάτων και μελετών των φυσικών επιστημών, περιγράφουν
μεγέθη του κόσμου που μας περιβάλλει, να θεωρηθούν αποδεκτά, από τη στιγμή
που δεν είναι φυσικές οντότητες; Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ θα
μπορούσαν να θεωρηθούν οι αριθμοί και τα ποικίλα αριθμητικά σύνολα που
είναι μεν αφηρημένες έννοιες από τη μια μεριά, αλλά από την άλλη, δεν είναι
φυσικές οντότητες, οντότητες με άλλα λόγια που μπορούμε να αντιληφθούμε
άμεσα με βάση τις αισθήσεις μας.
Εδώ από τη μια μεριά αναμφίβολα, δεν μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το
ότι τα μαθηματικά αποτελούν ένα από τα πλέον βασικά εργαλεία που διαθέτουμε
στο χώρο της γνώσης με εφαρμογές που αφορούν επίσης την προσπάθειά μας να
κατανοήσουμε την ύπαρξη και τον τρόπο λειτουργίας των διαφόρων οντοτήτων
και φαινομένων μες στη φύση. Παίζει δε έναν κυρίαρχο ρόλο σχεδόν σε κάθε
είδος επιστημονικής προσπάθειας, χωρίς να παίζει ρόλο το σε ποιο τμήμα της
φύσης στοχεύει αυτή η προσπάθεια (Shapiro, 2005:4). Δεν υφίσταται σχεδόν
καμιά φυσική ή κοινωνική επιστήμη που να μην περιλαμβάνει βασικές
μαθηματικές προϋποθέσεις.
Και υπό ένα τέτοιο πρίσμα, το βάρος που υφίσταται στο πλαίσιο των
φιλοσοφικών αναζητήσεων που ασχολούνται με τον κόσμο των μαθηματικών,
είναι το να καταδειχθεί το πώς τα μαθηματικά εφαρμόζονται στο πεδίο του
υλικού κόσμου και το να καταδειχθεί πώς η μεθοδολογία των μαθηματικών
(όποια και αν είναι) μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο των μεθοδολογιών που
αφορούν των φυσικών επιστημών (οποιεσδήποτε και αν είναι αυτές οι
μεθοδολογίες). Τα διάφορα θεωρήματα στον κόσμο των μαθηματικών μάλιστα
θεωρούνται τόσο δεδομένα, ώστε να θεωρείται παράλληλα δύσκολο έως εντελώς
αδύνατο να καταστούν αμφισβητήσιμα από ένα λογικό ον.
Με βάση δε τις παραπάνω παρατηρήσεις, η λογική θεωρείται στενά
συνδεδεμένη με τα μαθηματικά. Όταν κάνουμε εν τω μεταξύ λόγο για
μαθηματική λογική, αναφερόμαστε σε έναν κλάδο των μαθηματικών και της
επιστήμης επίσης των υπολογιστών που παράλληλα είναι σε στενή σχέση και με
4

την επιστήμη της φιλοσοφικής λογικής. Το πεδίο αυτό συνδέεται με την


μαθηματική μελέτη της λογικής και με τις εφαρμογές της τυπικής λογικής σε
άλλες περιοχές των μαθηματικών. Οι βασικότερες ιδέες στη μαθηματική λογική,
περιλαμβάνουν τη μελέτη της εκφραστικής ισχύος των τυπικών συστημάτων,
ενώ παράλληλα συνδέονται και με τη συμπερασματική ισχύ των συστημάτων
τυπικών αποδείξεων. Η μαθηματική λογική συχνά διαιρείται στα επιμέρους
πεδία της θεωρίας συνόλων, της θεωρίας μοντέλων, της θεωρίας αναδρομής, της
θεωρίας αποδείξεων και των λεγόμενων κατασκευαστικών μοντέλων. Οι
περιοχές αυτές μοιράζονται βασικά αποτελέσματα πάνω στη λογική και
ειδικότερα στη λογική πρώτου βαθμού και την ορισιμότητα.
Γενικότερα, από τότε που έκανε την εμφάνισή της, η μαθηματική λογική
συνετέλεσε αλλά και ωθείται από τη μελέτη των θεμελίων των μαθηματικών. Η
μελέτη αυτή είχε ξεκινήσει στα τέλη του 19ου αιώνα, μέσα από την ανάπτυξη
των αξιωματικών πλαισίων για τη γεωμετρία, την αριθμητική και την ανάλυση.
Στην αρχή του 20ου αιώνα αντίστοιχα, διαμορφώθηκε από το πρόγραμμα του
Γερμανού μαθηματικού Ντάβιντ Χίλμπερτ (1862-1943), για την ανάπτυξη της
συνέπειας των θεμελιακών θεωριών.
Και είναι χαρακτηριστικό πως και η λογική, όπως και τα μαθηματικά,
αποτέλεσε (από την αρχαιότητα μάλιστα) βασικό θέμα για συζητήσεις και
σκέψεις στο χώρο της φιλοσοφίας. Για παράδειγμα, είναι ενδεικτικό ότι ο
Αριστοτέλης έως τις μέρες μας θεωρείται ως ένας από τους τέσσερις ή πέντε
μεγαλύτερους στοχαστές πάνω στο θέμα της λογικής που έχουν υπάρξει στο
χώρο της παγκόσμιας φιλοσοφίας και διανόησης (Shapiro, 2005:4)
Πέραν των παραπάνω όμως, εδώ ήδη έχουμε ξεκινήσει μια κουβέντα
αναφορικά με το θέμα της σύνδεσης των μαθηματικών με το φυσικαλισμό και το
κεφάλαιο "φυσικές οντότητες". Εδώ, ένα πολύ σημαντικό ερώτημα το οποίο
προκύπτει είναι το αν τα αντικείμενα που συναντούμε στον κόσμο των
μαθηματικών - όπως οι αριθμοί, τα κλάσματα κ.λ.π. - όντως υφίστανται ως
φυσικές οντότητες και αν (εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο) είναι τότε ανεξάρτητα από
τα μαθηματικά καθαυτά και τη μαθηματική γλώσσα (Shapiro, 2005:6).
Αυτό το ερώτημα που θα μας απασχολήσει στο παρόν δοκίμιο, μπορεί να
θεωρηθεί μάλιστα άμεσα συνυφασμένο με τη διαδικασία της μαθηματικοποίησης
της επιστήμης της σχετικής με τη μελέτη του κόσμου και των φυσικών
φαινομένων που παρατηρούνται εντός του, ήδη από τον 16ο αιώνα περίπου στον
5

ευρωπαϊκό χώρο. Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της


τάσης, η οποία παράλληλα στην Ευρώπη συνδέεται στενά με αυτό που
ονομάστηκε Επιστημονική Επανάσταση, είναι ο Γαλιλαίος, ο οποίος δίνει
τεράστια βαρύτητα στη σημασία των μαθηματικών για την κατανόηση του
κόσμου που μας περιβάλλει.
Εδώ, ο φυσικός κόσμος νοείται σαν ένα είδος μηχανικού συστήματος. Μια
τέτοιου είδους κατανόηση όμως, είναι ταυτόχρονα και ένα καινούργιο είδος
κατανόησης της φυσικής αιτιότητας. Και καθώς έχουμε αυτή τη μετατόπιση από
τα τελικά αίτια των πραγμάτων στους τρόπους με τους οποίους αυτά υφίστανται,
στον επιστήμονα δομείται βαθιά πια η συνειδητοποίηση, ότι τα πράγματα
υπάρχουν καθαυτά και δεν εξαρτώνται από τον ανθρώπινο νου. Είναι όπως είναι,
ασχέτως του πώς εμείς πιστεύουμε ή θα θέλαμε να είναι (Βαλλιάνος, 2008:49).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιταλός αστρονόμος θα σημειώσει στο βιβλίο
του Il Saggiatore, το 1627, ότι το βιβλίο της φύσης στην πραγματικότητα είναι
γραμμένο στα μαθηματικά και πως όποιος δεν έχει κατέχει τη συγκεκριμένη
γλώσσα, δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τέτοιου είδους έργα. Με βάση
δηλαδή αυτές τις σημειώσεις του Γαλιλαίου, εδώ αναδεικνύεται ανάγλυφα το
στοιχείο της ταύτισης των μαθηματικών εννοιών με τον κόσμο των φυσικών
οντοτήτων.
Παράλληλα, αυτό την ίδια στιγμή, σημαίνει το ότι το ίδιο το φυσικό
σύστημα είναι ένα είδος μαθηματικής αρμονίας. Αυτό είναι συνυφασμένο και με
το ότι εδώ έχουμε και το θεμέλιο της ευρετικής μεθόδου που χρησιμοποιεί ο
Γαλιλαίος και όπου υφίσταται η καθοδηγητική ενόραση μέσω της οποίας
παράγονται οι εξηγητικές υποθέσεις για τα διάφορα φαινόμενα (Βαλλιάνος,
2008: 45).
Εδώ υπεισέρχεται δυναμικά ως καίρια συνιστώσα αυτό που ονομάζουμε
οντολογικός ρεαλισμός. Όταν για παράδειγμα, κάποιος λέει πως είναι οπαδός
του οντολογικού ρεαλισμού, το πεδίο των μαθηματικών, αυτό σημαίνει ότι κατά
τη γνώμη του, οι αφηρημένες μαθηματικές έννοιες, όπως τα γεωμετρικά
σχήματα ή οι αριθμοί, υφίστανται στ' αλήθεια. Το σκεπτικό εδώ είναι το ότι
υφίσταται παράγοντες που ενισχύουν το στοιχείο της ρεαλιστικής οντολογίας και
που είναι αντικειμενικοί.
Ταυτόχρονα όμως, οι μαθηματικές έννοιες είναι ανεξάρτητες από τον
ανθρώπινο νου, ανεξάρτητες από τον στενό κύκλο των επιστημόνων που
6

ασχολούνται με τα μαθηματικά και επίσης ανεξάρτητες και από οτιδήποτε είναι


εξαρτημένο από το φυσικό σύμπαν στο οποίο ζούμε. Εδώ βέβαια μπορεί να τεθεί
το εξής ερώτημα: τί συμβαίνει με την περίπτωση των αρχών που θεωρούμε πως
προκύπτουν εκ των προτέρων;
Από την άλλη μεριά, ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αυστηρού
εμπειρισμού που κατά τη γνώμη μας θα μπορούσε να θεωρηθεί πως διαχωρίζει
τις μαθηματικές έννοιες από το πεδίο των φυσικών οντοτήτων, είναι ο
Αμερικάνος W. van Orman Quine. Ο Quine φαίνεται κυρίως στα πρώτα του έργα
και κείμενα να δίνει μια μεγαλύτερη βαρύτητα στον αυστηρό εμπειρισμό. Αυτό
για παράδειγμα, αναδεικνύεται στο κείμενό του "Two dogmas of empiricism"
(κείμενο του 1951). Αργότερα πάντως γίνεται φανερό πως ο ίδιος αρχίζει
σταδιακά να απομακρύνεται από το συγκεκριμένο θεωρητικό μοτίβο.
Για τον Quine μια βασική ιδέα είναι το ότι μια θεωρία αποτελεί συνεκτικό
σύστημα προτάσεων και υποθέσεων που βρίσκονται σε μια αδιάρρηκτη
εσωτερική ενότητα και αυτό το σύστημα έχει ως αφετηρία του τις βασικές
λογικές παραδοχές της εν λόγω θεωρίας (εδώ κάνουμε λόγο για τον αναλυτικό
πυρήνα της θεωρίας) μέχρι και εκείνες με την πιο άμεση και ευθεία αναφορά
στην εμπειρική πραγματικότητα (τα συνθετικά της συστατικά). Αυτό σημαίνει
ότι το αποτέλεσμα της εμπειρικής έρευνας είναι αυτό που θα την επηρεάσει εν
τέλει ως σύνολο και η απόφαση σχετικά με το ποιο θα είναι εκείνο από τα
συστατικά της που θα τροποποιηθεί, έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στα
νέα εμπειρικά δεδομένα, εξαρτάται από μια συνολικότερη εκτίμηση εκ μέρους
του ερευνητή (Βαλλιάνος, 2008:198).
Το ίδιο το εμπειρικό δεδομένο από τη μεριά του, δεν υπαγορεύει ποια
αλλαγή είναι αναγκαία. Και με δεδομένο τον λεγόμενο "υποκαθορισμό"
(undedetermination) της θεωρίας από την παρατήρηση, είναι κάτι απόλυτα
θεμιτό το να προβεί κάποιος στη διόρθωση και αναθεώρηση των διαφόρων
θεωρητικών όρων. Εκείνων των όρων με άλλα λόγια, που δεν έχουν άμεση
αναφορά στα παρατηρησιακά δεδομένα μας. Με αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι
μπορεί να επιτευχθεί μια αποτελεσματική και ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στη
θεωρία και την πραγματικότητα. Μάλιστα αυτό το είδος σχέσης θεωρείται
ταυτόχρονα, ότι μπορεί να διασφαλίσει την λειτουργικότητα της θεωρίας ως
εργαλείου για μια επιτυχημένη παρέμβαση μας στο φυσικό περίγυρο. Και εδώ
όταν κάνουμε λόγο για επιτυχημένη παρέμβαση εκ μέρους μας, εννοούμε τη
7

διαδικασία της ερμηνείας των διαφόρων πραγμάτων και φαινομένων που


γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεών μας και τα οποία επιχειρούμε να
αναλύσουμε και εξηγήσουμε, μέσω θεωριών.
Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις αναφορικά με τη σκέψη του Quine,
μπορούμε να αντιληφθούμε ότι εδώ υφίσταται καταρχάς ένα είδος
επιστημολογικού ολισμού. Με αυτόν τον ολισμό δε, υπεισέρχεται το στοιχείο
της εργαλειακής κατανόησης των θεωριών, με βασικό κριτήριο πάντα τη
συνεισφορά τους στην επιτυχή ένταξη της κοινωνίας και των ανθρώπινων όντων
στο φυσικό γίγνεσθαι. Αυτό το στοιχείο συνδεδεμένο παράλληλα και με τη
φιλοσοφία του πραγματισμού, συνιστά από που ονομάστηκε "φυσικοποιητική
στροφή" στην επιστημολογία.
Βέβαια είναι γεγονός πολλές φορές πως, όπως σημειώνει ο Quine σε ένα
κείμενο που έχει συγγράψει μαζί με τον J.S. Ullian (και που είχε εκδοθεί για
πρώτη φορά το 1970), όταν ο επιστήμονας καλείται να σκεφτεί ορισμένες
αλλαγές στη θεωρία του με σκοπό να μπορέσει αυτή η θεωρία να θεωρηθεί
συμβατή με ορισμένα νέα δεδομένα που προκύπτουν από παρατηρήσεις, μπορεί
ήδη να υπάρχουν ορισμένες αρχές (στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο) οι
οποίες θέτουν ένα πλαίσιο περιορισμών και ορίων εντός των οποίων και με τις
οποίες ο επιστήμονας θα ξέρει ότι μπορεί να οριοθετήσει παράλληλα τις επιλογές
του. Μπορεί όμως ενίοτε να προκύψει και κάποια ακραία περίπτωση, κατά την
οποία η συμφωνία με αυτό το πλαίσιο οριοθετήσεων μπορεί να απαιτεί ένα είδος
εκτεταμένης περιπλοκότητας σε ό, τι αφορά την συγκεκριμένη επιστημονική
θεωρία. Και σε μια τέτοιου είδους κρίση, το κάθε είδος οριοθέτησης εκ των
πραγμάτων μπορεί να απορριφθεί και να τεθεί στο περιθώριο (Quine & Ullian,
1978:48).
Οι δύο συγγραφείς στο συγκεκριμένο κείμενό τους, τονίζουν ότι βασικά
μπορεί ένα άτομο να έχει ένα πλαίσιο ιδεών για κάποιο στοιχείο της φύσης και
του κόσμου. Μπορεί εμείς αντίστοιχα, να θέλουμε να του εμφυσήσουμε
ορισμένες νέες ιδέες πάνω στο συγκεκριμένο τομέα. Εδώ εν προκειμένω,
μπορούμε να αρχίσουμε, στηριζόμενοι στο ιδεολογικό υπόβαθρο στο οποίο ήδη
αυτός πιστεύει, προσθέτοντας όμως σταδιακά και βήμα - βήμα, στοιχεία από την
ιδέα που επιθυμούμε εν τέλει να του εμφυσήσουμε, φτάνοντας έτσι στο
επιθυμητό αποτέλεσμα. Μια τέτοια τακτική όμως, ανέκαθεν βρίσκει εφαρμογή
στον κόσμο των μαθηματικών εννοιών.
8

Μπορεί για παράδειγμα, να έχουμε ένα άτομο που γοητεύεται από το


Πυθαγόρειο θεώρημα, με βάση το οποίο το τετράγωνο της υποτείνουσας σε ένα
ορθογώνιο τρίγωνο είναι ίσο με τα τετράγωνα των άλλων δύο πλευρών του
τριγώνου αυτού. Εδώ, και για να καταστούμε πιο κατανοητοί, ως προς τα όσα
επισημαίνονται, θεωρούμε ότι έχοντας ως αφετηρία αυτό το πασίγνωστο και
κλασσικό από το χώρο των μαθηματικών θεώρημα, μπορούμε να επισημάνουμε
στον ενδιαφερόμενο, ότι η περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστεί και σε άλλες
περιπτώσεις μέσα από το χώρο των μαθηματικών. Με αφορμή δηλαδή μια
γενική μαθηματική παραδοχή και γνώση, είναι δυνατόν την ίδια στιγμή, να
κάνουμε τον ενδιαφερόμενο με το σχετικό ζήτημα, να υιοθετήσει και κάποια
άλλη ιδέα, την οποία έχουμε ενστερνιστεί εμείς και την οποία θέλουμε να
ακολουθήσει και εκείνος.
Στα χνάρια του Quine κινείται παράλληλα και ο Putnam. Μέσα από ένα
έργο του με τον τίτλο Is logic empirical? (Είναι η λογική εμπειρική;), ο Putnam
προτείνει το ότι σε γενικές γραμμές τα στοιχεία της προτασιακής λογικής έχουν
ένα παρόμοιο επιστημολογικό καθεστώς ως στοιχεία σχετικά με το φυσικό
σύμπαν, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τους νόμους της μηχανικής ή
αυτόν της σχετικότητας.
Η σκέψη του Hillary Putnam συνδέεται άρρηκτα γενικότερα με την
αποδοχή του ότι οι μαθηματικές έννοιες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα
και πως εν κατακλείδι μπορούν να θεωρηθούν ένα είδος φυσικών οντοτήτων. Η
συλλογιστική του εδώ είναι συνυφασμένη με το ότι καταρχήν κάποιος που
αποδέχεται αυτήν την αρχή (δηλαδή την ταύτιση της μαθηματικής έννοιας με τον
κόσμο των φυσικών οντοτήτων) πρέπει οπωσδήποτε να είναι οντολογικά
δεσμευμένος έναντι όλων των οντοτήτων εντός του σύμπαντος, οντοτήτων που
μάλιστα είναι απαραίτητες για τις σημαντικότερες επιστημονικές θεωρίες.
Παράλληλα μια άλλη προϋπόθεση εδώ, είναι το ότι οι ίδιες οι μαθηματικές
οντότητες είναι απαραίτητες για τις σημαντικότερες επιστημονικές θεωρίες και
ως εκ τούτου, τρίτον, ο καθένας μας οφείλει οντολογικά να είναι δεσμευμένος
έναντι των μαθηματικών οντοτήτων (Putnam, 1975:47).
Είναι χαρακτηριστικό πως από τις παραπάνω προϋποθέσεις για την
αποδοχή των μαθηματικών εννοιών ως φυσικών οντοτήτων, η πρώτη έχει
θεωρηθεί η πλέον αμφιλεγόμενη. Και ο Putnam αλλά και ο Quine έδωσαν
βαρύτητα στον νατουραλισμό, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη στάση τους.
9

Η πεποίθηση αυτή, ότι δηλαδή όλες οι οντότητες εμπεριέχονται στο πλαίσιο των
επιστημονικών θεωριών, όπως οι αριθμοί, οι εξισώσεις, τα κλάσματα κ.λ.π.,
δικαιολογείται υπό το εξής πρίσμα: από τη στιγμή που όλες οι επιστημονικές
θεωρίες δεν προκύπτουν τμηματικά αλλά στο σύνολό τους, δεν θα ήταν
δικαιολογημένο το να προβούμε σε μια απόρριψη όλων εκείνων των οντοτήτων
και των στοιχείων, τα οποία αποτελούν βασικά τμήματα και συνιστώσες
θεωριών, οι οποίες την ίδια στιγμή είναι γερά θεμελιωμένες και δεν γίνεται να
αμφισβητηθούν. Μια τέτοια θεώρηση εν τω μεταξύ, μπορεί να θεωρηθεί πως
θέτει σε δύσκολη θέση έναν νομιναλιστή, ο οποίος για παράδειγμα απορρίπτει
μεν από τη μια μεριά την ύπαρξη ως φυσικών οντοτήτων τα στοιχεία της μη
Ευκλείδειας Γεωμετρίας, αλλά που από την άλλη ταυτόχρονα, είναι έτοιμος να
αποδεχτεί αντίστοιχα ως φυσικές οντότητες για παράδειγμα τα κουάρκ και άλλα
μη άμεσα ανιχνεύσιμα στοιχεία των φυσικών επιστημών (Putnam, 1975:47).
Ο Putnam κινείται στο πλαίσιο της σκέψης ότι τα μαθηματικά, όπως
ακριβώς άλλωστε συμβαίνει και με τη φυσική αλλά και με άλλες περιπτώσεις
από το χώρο των εμπειρικών και θετικών επιστημών, χρησιμοποιούν τόσο
εμπειρικές όσο και ημί - εμπειρικές μεθόδους. Αυτό σημαίνει πως μέσα από τα
ποικίλα μαθηματικά θεωρήματα στην πραγματικότητα μπορεί να προκύπτουν
και σε αυτήν την επιστήμη συνεχώς νέα δεδομένα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι
διάφορες θεωρίες κι εδώ να συμπληρώνονται συνεχώς με νέα στοιχεία και να
μην μένουν "στατικές" (Putnam, 1983:913).
Εδώ επιπλέον υπεισέρχεται και η θεωρία περί της λεγόμενης αναγκαιότητας
των μαθηματικών που αποδίδεται στους Quine και Putnam, αν και ο Quine από
τη μεριά του είχε δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο πώς μπορούμε να
απαντήσουμε σε ερωτήματα οντολογικού χαρακτήρα. Αυτό το τελευταίο εδώ
επισημαίνεται εκ μέρους μας με το σκεπτικό πως η προαναφερόμενη θεωρία των
Quine και Putnam είχε θεωρηθεί ότι συνιστά και ένα είδος αποδοχής του
πλατωνισμού (βάσει του οποίου, όπως ήδη είδαμε πιο πάνω, οι μαθηματικές
έννοιες πρέπει να θεωρηθούν φυσικές οντότητες).
Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία δε, όπως την επεξηγεί ο Resnik (1995),
εφόσον τα μαθηματικά είναι ένα απαραίτητο εργαλείο των φυσικών και
εμπειρικών επιστημών, τότε εκ των πραγμάτων όποια απτά στοιχεία έχουμε για
την επιστήμη, είναι ταυτόχρονα και στοιχεία για τα μαθηματικά και για τις
μαθηματικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η ύπαρξή τους. Σύμφωνα λοιπόν με το
10

νατουραλισμό (ως πηγή του φυσικαλισμού), τα μαθηματικά είναι πραγματικά


και η ύπαρξη των μαθηματικών αντικειμένων είναι τόσο καλά θεμελιωμένη και
αποδεδειγμένη, όσο αυτή των άλλων οντοτήτων που προκύπτουν μέσα από το
χώρο της επιστήμης (Resnik, 1995:166).
Ως προς αυτήν την πεποίθηση των Quine και Putnam, παρόμοια είναι και η
ερμηνεία την οποία μας δίνει η Susan Vineberg που τονίζει ότι τόσο ο Quinne
όσο και ο Putnam έχουν υποστηρίξει ότι η αποδοχή των επιστημονικών θεωριών
μας αναγκάζει να αποδεχτούμε ως κάτι το υπαρκτό και πραγματικό και τις
αφηρημένες μαθηματικές έννοιες. Ο λόγος για να καταστεί κάτι τέτοιο
αποδεκτό, απορρέει από το γεγονός ότι τα μαθηματικά δομούν ένα μεγάλο
κομμάτι από τις επιστημονικές μας θεωρίες με τις οποίες θεωρείται ότι
περιγράφεται ο φυσικός κόσμος. Και για τους δύο αυτούς φιλοσόφους, κάτι
τέτοιο αυτομάτως καθιστά και την ίδια τη μαθηματική θεωρία εξίσου αληθινή.
Επίσης και οι δύο τους θεωρούν πως οι μεταβλητές που συναντούμε στις
διάφορες μαθηματικές θεωρίες, χαρακτηρίζουν παράλληλα τις διάφορες
αόριστες μαθηματικές έννοιες. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη των τελευταίων
προϋποτίθεται από την αλήθεια των επιστημονικών θεωριών των οποίων
κομμάτι είναι τα μαθηματικά (Vineberg, 1996:257).
Έναντι των απόψεων φιλοσόφων όπως οι Quine και Putnam, έγκεινται οι
θέσεις ανθρώπων, όπως ο Field. Ο τελευταίος κινείται στο πλαίσιο του
νομιναλισμού, στοιχείο που τον κάνει να απορρίπτει το παραπάνω σκεπτικό, το
ότι δηλαδή οι μαθηματικές έννοιες και οντότητες μπορούν να θεωρηθούν ως
κάτι πραγματικό και κάτι στο οποίο είμαστε δεσμευμένοι. Ο νομιναλισμός είναι
εκείνο το φιλοσοφικό σύστημα με βάση το οποίο οι λέξεις και τα ονόματα, τα
οποία αποδίδουμε στα πράγματα, δεν αποδίδουν την ουσία τους και την
αντικειμενική πραγματικότητα των φαινομένων (Θεοδωρακόπουλος, : 57).
Ο Field από τη μεριά του λοιπόν απορρίπτει καταρχήν ως βάση τον
πλατωνισμό, με τον οποίο οι φυσικαλιστές στήριξαν τις θεωρίες τους για την
αξία των μαθηματικών εννοιών και οντοτήτων. Στο πλαίσιο δε αυτής της
απόρριψης, δεν υποστηρίζει πως η αλήθεια των μαθηματικών θεωριών είναι
απόλυτη. Πιστεύει ότι μπορούμε μάλιστα να ερμηνεύσουμε επιτυχημένες
εφαρμογές των μαθηματικών, χωρίς καν να στηριχτούμε σε μαθηματικές έννοιες.
Αυτό σημαίνει για τον ίδιο, ότι μπορούμε επίσης να αντικρούσουμε την άποψη
πως τα μαθηματικά είναι κάτι το απαραίτητο για την κατανόηση του κόσμου που
11

μας περιβάλλει. Για τον Field τα ίδια τα μαθηματικά στην ουσία είναι κάτι το
εντελώς υποκειμενικό, κάτι που πρέπει να θεωρήσουμε πως ουσιαστικά δεν
υφίσταται καν και γι' αυτό άλλωστε δεν διστάζει να απορρίψει και τη θεωρία
περί αναγκαιότητας των Quinne και Putnam που είδαμε λίγο παραπάνω.
Εδώ προκύπτει ένα είδος "φανταστικού" σε ό, τι αφορά τον κόσμο των
μαθηματικών (δεδομένου ότι απορρίπτεται η ιδέα πως αυτά είναι
πραγματικότητα και άρα φυσικές οντότητες). Και υπό αυτό το πρίσμα,
καθορίζεται και η ιδέα περί νομιναλισμού εδώ, η οποία λαμβάνει χώρα μέσω δύο
αλληλοσυμπληρούμενων μεταξύ τους κινήσεων. Με βάση την πρώτη αυτό που
συμβαίνει, είναι το να αλλάξει ο σκοπός των μαθηματικών. Με άλλα λόγια, αυτό
που επιδιώκεται εδώ, δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας, αλλά αυτού που είναι
διαφορετικό. Το τελευταίο μπορεί δε να επιδιωχθεί αν η νόρμα βάσει της οποίας
επιχειρείται η ανάδειξη του νομιναλισμού στα μαθηματική, είναι ο
συντηρητισμός. Όταν μια μαθηματική θεωρία είναι συντηρητική, αυτό σημαίνει
ότι είναι σύμφωνη με κάθε εσωτερικά σύμφωνη θεωρία σχετικά με τον φυσικό
κόσμο. Αυτού του είδους οι θεωρίες δεν περιέχουν το παραμικρό σχετικά με
αριθμούς, μαθηματικές έννοιες, ποσοτικοποιήσεις, κλάσματα, γεωμετρικά
σχήματα κ.λ.π. (Field, 1989: 58). Παρ' όλα αυτά, ο συντηρητισμός δεν είναι πιο
αδύναμος σε σύγκριση με την αλήθεια (Field, 1989: 59).
Αυτό για τον ίδιο σημαίνει πως αν και μπορούμε να θεωρήσουμε τα
μαθηματικά ως κάτι το αδύναμο σε ό, τι αφορά την προσπάθειά μας να
προσεγγίσουμε τον εξωτερικό, φυσικό κόσμο, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πως
και αυτά δεν μας είναι χρήσιμα. Αυτό ταυτόχρονα σημαίνει όμως ότι δεν
χρειάζεται να είμαστε εξαρτημένοι από τον κόσμο των μαθηματικών και των
οντοτήτων τους. Τα μαθηματικά περισσότερο μπορούν να θεωρηθούν χρήσιμα
επειδή μας βοηθούν σε πρακτικό επίπεδο καθημερινά.
Είναι χαρακτηριστικό παράλληλα, ότι ο νομιναλιστής γενικότερα δεν
θεωρεί πως είναι απαραίτητο το να προσφέρει κάποιο είδος ανανέωσης ή
αναδόμησης στο χώρο των μαθηματικών θεωριών. Επίσης είναι ενδεικτικό και
πως εδώ δεν θεωρείται απαραίτητη η παρουσία συμβόλων, όπως οι αριθμοί σε ό,
τι αφορά την επιστήμη των μαθηματικών. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να
σημειώσει κάποιος ότι ενώ από τη μια μεριά, οι αριθμοί και τα άλλα σύμβολα
μπορεί να θεωρούνται απαραίτητα στο χώρο των μαθηματικών, εντούτοις, δεν
12

είναι αληθινά. Γι' αυτό το λόγο δεν χρειάζεται να νοιώθουμε πως είμαστε
οντολογικά δεσμευμένοι έναντι των μαθηματικών συμβόλων.
Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις που έχουν γίνει μέχρι αυτό το σημείο της
παρούσης εργασίας, επιδιώκεται να χρησιμοποιηθούν ως ένα είδος εισαγωγής
στο ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ, δηλαδή με το πώς γενικότερα
θεωρούνται οι μαθηματικές οντότητες στο χώρο του φυσικαλισμού. Στο πλαίσιο
της συγκεκριμένης έρευνας παράλληλα, στόχος μας είναι να φέρουμε τον τρόπο
σκέψης των φυσικαλιστών σε αντιπαράθεση με τον τρόπο αντίληψης των
νομιναλιστών, σχετικά με τον κόσμο των μαθηματικών.
Η εργασία συγκεκριμένα κινείται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης
βιβλιογραφίας μέσω της οποίας γίνεται η εξαγωγή στοιχείων και πληροφοριών
σχετικών με το εξεταζόμενο αντικείμενο. Ας σημειωθεί πως έχουμε την
φιλοδοξία εδώ εν προκειμένω, να παραθέσουμε όλο αυτό το πληροφοριακό
υλικό και με έναν όσο το δυνατόν πιο κριτικό τρόπο (όσο βέβαια μας το
επιτρέπει το συγγραφικό μας ταλέντο και η εκ μέρους μας κατανόηση του όλου
ζητήματος.
Ορισμένα έργα και κείμενα που χρησιμοποιούνται εδώ συγκεκριμένα και
από τα οποία ήδη έχουν παρατεθεί παραπάνω ορισμένα αποσπάσματα, είναι τα
εξής: α) Stewart Shapiro, Philosophy of Mathematics, στο The Oxford Handbook
of Philosophy and Mathematics and Logic, β) Michael Resnik, "Quine and the
Web of Relief", επίσης στο The Oxford Handbook of Philosophy and
Mathematics and Logic, γ) Papineau, D., Thinking about Consciousness, Oxford:
Oxford University Press, δ) Barbara Montero, "The Body Problem" στο Nous
Journal, 33: 183-200, ε) Melnyk, A., "How to keep the physical in physicalism"
στο Journal of Philosophy, 94:622-637, στ) Βαλλιάνος, Περικλής, "Η ανατροπή
του αριστοτελικού κοσμοειδώλου και η θεμελίωση της νέας μηχανικής", στο Οι
Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, εκδόσεις
Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008, ζ) Βαλλιάνος Περικλής, "Η υπέρβαση του θετικισμού. Η
επιστροφή στην ιστορία της επιστήμης" στο Οι Επιστήμες της Φύσης και του
Ανθρώπου στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008, η) Michael
Resnik, "Scientific vs. mathematical realism: the indispensability argument" στο
Philisophia Mathematica, 3: 166-174, θ) Vineberg, Susan, Confirmation and the
indispensability of mathematics to science, στο Philosophy of Science, 63:
13

Supplement S256-S263, ι) Θεοδωρακόπουλος, Ι.Ν. Εισαγωγή στη Φιλοσοφία,


Τόμος Γ, Αθήνα, [χ.ο.], 1974-1975.

1ο Κεφάλαιο: Οι θέσεις Πλατωνισμού - Ρεαλισμού αναφορικά με τα μαθηματικά


Το κίνητρο του Πλάτωνα ήταν ένα κενό μεταξύ των ιδεών που
συλλαμβάνουμε και του φυσικού κόσμου γύρω μας. Για παράδειγμα, ενώ έχουμε
σχετικά καθαρές πνευματικές εικόνες για τη δικαιοσύνη, όλα όσα βλέπουμε και
ακούμε υστερούν ως προς τη τέλεια δικαιοσύνη. Έχουμε οπτικές εικόνες του
ωραίου και παρόλα αυτά τίποτα δεν είναι απόλυτα ωραίο. Τίποτα δεν είναι
απόλυτα ευσεβές, ενάρετο και τα λοιπά. Όλα στον υλικό κόσμο έχουν ψεγάδια.
Φυσικά οι σωκρατικές ερωτήσεις σίγουρα θα αποκάλυπταν ότι οι αντιλήψεις μας
για τη δικαιοσύνη, την ομορφιά και τα συναφή δεν είναι τόσο εναργείς όσο
φαίνονται μερικές φορές, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία των παρατηρήσεων
μας σχετικά με τα ψεγάδια του φυσικού κόσμου. Έχουμε κάποια κατανόηση των
τέλειων ιδεών και παρόλα αυτά δεν τις βρίσκουμε ποτέ. Γιατί άραγε συμβαίνει
αυτό;
Η απάντηση του Πλάτωνα είναι ότι υπάρχει ένα κόσμος Μορφών, ο οποίος
περιέχει τέλεια είδη, όπως είναι η Ομορφιά, η Δικαιοσύνη και η Ευσέβεια.
Πολλές φορές μιλάει για 'την Ομορφιά καθαυτή', 'τη Δικαιοσύνη καθαυτή' και
'την Ευσέβεια καθαυτή'. Ένα φυσικό αντικείμενο, όπως ένας πίνακας
ζωγραφικής, είναι όμορφο στο βαθμό που 'μοιάζει', 'συμμετέχει' ή 'έχει μέρος
από' την Ομορφιά καθαυτή. Ένα άτομο είναι δίκαιο στο βαθμό που μοιάζει με τη
Δικαιοσύνη καθαυτή. Ο Πλάτωνας ονομάζει τον φυσικό κόσμο του Γίγνεσθαι,
γιατί τα φυσικά αντικείμενα υπόκεινται στην αλλαγή και τη φθορά. Άλλοτε
γίνονται καλύτερα και άλλοτε χειρότερα.
Ό, τι είναι όμορφο μπορεί να γίνει άσχημο. Οτιδήποτε είναι ενάρετο μπορεί
να γίνει φαύλο. Αντίθετα, οι Μορφές είναι αιώνιες και αναλλοίωτες. Η Ομορφιά
καθαυτή ήταν, είναι και θα είναι πάντα ίδια - τα πράγματα καθαυτά είναι όμορφα
στο βαθμό που συμφωνούν με αυτό το άχρονο, αναλλοίωτο ιδεώδες μέτρο. Έτσι
γίνεται φανερό ότι Ο Πλάτωνας δεν θα συμφωνούσε με την άποψη ότι η
ομορφιά βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο βλέπει κανείς τα πράγματα. Το ίδιο
ισχύει και για τη Δικαιοσύνη και για τις άλλες Μορφές. Δεν υπάρχει τίποτα
υποκειμενικό ή συμβατικό, ή σχετιζόμενο με τον πολιτισμό γι' αυτές.
14

Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η οντολογία του Πλάτωνα για τις Μορφές. Ποια
είναι, όμως, η επιστημολογία του; Πώς ξέρουμε ή πώς αντιλαμβανόμαστε αυτές
τις Μορφές; Κατανοούμε τον φυσικό κόσμο - τον κόσμο του Γίγνεσθαι - μέσω
των αισθήσεων. Τον κόσμο αυτόν τον ονομάζει βασίλειο των 'ορατών και των
ήχων'. Αντίθετα, αντιλαμβανόμαστε τις Μορφές μόνο μέσω της νόησης.
Βλέπουμε και ακούμε όμορφα πράγματα και δίκαιους ανθρώπους, αλλά πρέπει
να σκεφτούμε τη διαδρομή μας προς την Ομορφιά και τη Δικαιοσύνη. Το
επόμενο κείμενο από το Βιβλίο 6 της Πολιτείας είναι ενδεικτικό.
Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε μια επισήμανση που σημειώσαμε και πιο
πριν και που συχνά σημειώνουμε και σε άλλες περιπτώσεις, μεταξύ της
πολλαπλότητας των πραγμάτων που λέμε καλά ή όμορφα ή οτιδήποτε άλλο
μπορεί να έχουμε και από την άλλη πλευρά τη Καλοσύνη καθαυτή ή την
Ομορφιά καθαυτή και ούτω καθ' εξής. Σε καθεμία από αυτές τις ομάδες
πραγμάτων, αντιστοιχούμε, ως αίτημα, μια μοναδική Μορφή ή πραγματική
ουσία, όπως τη λέμε ... Επιπλέον, τη πολλαπλότητα των πραγμάτων, για τα οποία
μιλάμε, μπορούμε να τα δούμε, αλλά δεν είναι αντικείμενα ορθολογιστικής
σκέψης ενώ οι Μορφές είναι αντικείμενα της σκέψης, αλλά είναι αόρατες.
Στο διάλογο του Μένων, ο Πλάτωνας προτείνει μια άλλη επιστημολογία.
Στο διάλογο αυτόν o Πλάτωνας βάζει τον Σωκράτη να οδηγήσει έναν σκλάβο
στο θεώρημα το οποίο λέει ότι το τετράγωνο της διαγωνίου ενός δοσμένου
τετραγώνου είναι το διπλάσιο του αρχικού τετραγώνου. Ο Σωκράτης δίνει
έμφαση στο ότι ούτε αυτός ούτε κάποιος άλλος δίδαξε το θεώρημα στον σκλάβο.
Ρωτώντας προσεκτικά επιλεγμένες ερωτήσεις και με τη βοήθεια κάποιου
σχήματος, ο Σωκράτης οδηγεί τον σκλάβο στο να ανακαλύψει το θεώρημα από
μόνος του. Ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί το πείραμα για να υποστηρίξει τη θεωρία
ότι, όταν πρόκειται για γεωμετρία -ή για τον κόσμο του Γίγνεσθαι γενικότερα-
αυτό που λέγεται 'μάθηση' είναι στη πραγματικότητα ανάμνηση από μια
προηγούμενη ζωή, πιθανώς από μια περίοδο όπου η ψυχή είχε απευθείας
πρόσβαση στον κόσμο του Είναι.
Οι ειδικοί μελετητές διαφωνούν σχετικά με τη φύση και το ρόλο αυτής της
'ανάμνησης' στην επιστημολογία του Πλάτωνα, και πολλοί μετέπειτα
πλατωνιστές τον αμφισβητούν. Ασχέτως μ' αυτό, o Πλάτωνας υποστήριζε ότι η
ψυχή ανήκει σε μια τρίτη οντολογική κατηγορία, με την ικανότητα να
καταλαβαίνει και τον κόσμο του Είναι και το κόσμο του Γίγνεσθαι.
15

Με ή χωρίς τα 'μυστικιστικά' στοιχεία της επιστημολογίας, έχει κανείς την


εντύπωση από τους διάλογους ότι o φυσικός κόσμος είναι κατασκευασμένος με
αυτό τον τρόπο ακριβώς για να μας οδηγεί πέρα από τις αισθήσεις για την
εξερεύνηση του κόσμου του Είναι. Για τον Πλάτωνα, τα μαθηματικά είναι ένα
κρίσιμο μέσον για αυτήν τη διαδικασία. Εξυψώνουν το πνεύμα, φτάνοντας πέρα
από τον υλικό κόσμο στον αιώνιο κόσμο του Είναι.
Τα μαθηματικά, ή τουλάχιστον η γεωμετρία, παρέχει ένα κατ' ευθείαν
παράδειγμα του κενού μεταξύ του ατελούς υλικού κόσμου γύρω μας και του
καθαρού, ιδεώδους, και τέλειου κόσμου των ιδεών. Από την εποχή πριν τον
Πλάτωνα και μέχρι σήμερα είχαμε τελείως αυστηρούς ορισμούς για την ευθεία
γραμμή, τον κύκλο και τα λοιπά, αλλά ο φυσικός κόσμος δεν περιέχει τέλειες
ευθείες γραμμές χωρίς πλάτος, ούτε και τέλειους κύκλους, ή τουλάχιστον
κάποιον που να μπορούμε να δούμε. Ίσως ευθείες χωρίς πλάτος και τέλειοι
κύκλοι, και τα παρόμοια, να είναι μέρος ενός φυσικού χώρου (ή χωροχρόνου)
που όλοι καταλαμβάνουμε, αλλά, ακόμα και έτσι, δεν τα συναντούμε ως τέτοια,
με οιονδήποτε φυσικό τρόπο. Έτσι, τι μελετάμε στη γεωμετρία και πώς το
μελετάμε;
Για να εξηγήσει το προφανές, ο Πλάτωνας πίστευε ότι τα θεωρήματα της
γεωμετρίας είναι αντικειμενικά αληθή ή ψευδή, ανεξαρτήτως του νου, της
γλώσσας και λοιπών χαρακτηριστικών των μαθηματικών. Με την ορολογία του
Κεφαλαίου 2, ήταν ένας ρεαλιστής ως προς την τιμή αλήθειας. Ο ρεαλισμός
αυτός θεωρείται λίγο πολύ δεδομένος, και έτσι στο σύνολο των διαλόγων δεν
αναπτύσσεται καμία επιχειρηματολογία για την υπεράσπιση του. Ίσως δεν
υπήρχαν σοβαρές εναλλακτικές προτάσεις.
Αλλά με τι ασχολείται η γεωμετρία; Ποια είναι η οντολογία της; Με τι
τρόπο αποκτούμε γνώση για τη γεωμετρία; Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι το
θεματικό αντικείμενο της γεωμετρίας είναι ένας κόσμος αντικειμένων τα οποία
υπάρχουν ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο νου, τη γλώσσα κ.ο.κ. Υποστήριζε
από τον ρεαλισμό ως προς τη τιμή αλήθειας μέχρι τον ρεαλισμό στην οντολογία,
ένα θέμα που ο απόηχος του θα ήταν παρών σ' όλη τη μεταγενέστερη ιστορία. Οι
κύριοι αμφισβητούμενοι ισχυρισμοί του Πλάτωνα αφορούν τη φύση των
γεωμετρικών αντικειμένων και την πηγή της γεωμετρικής γνώσης. Πίστευε ότι
τα γεωμετρικά αντικείμενα δεν είναι φυσικά και ότι είναι αιώνια και
αναλλοίωτα. Με αυτή την έννοια, τουλάχιστον, τα γεωμετρικά αντικείμενα είναι
16

όπως οι Μορφές και βρίσκονται στον κόσμο του Είναι. Επομένως θα απέρριπτε
την παραπάνω πρόταση ότι τα γεωμετρικά αντικείμενα υπάρχουν στον φυσικό
χώρο.
Ο κόσμος του Γίγνεσθαι είναι στο κάτω μέρος και ο κόσμος του Είναι στο επάνω
(με τη μορφή του Αγαθού πάνω από όλα). Κάθε μέρος της γραμμής διαιρείται
ξανά. Ο κόσμος του Γίγνεσθαι διαιρείται στον κόσμο των φυσικών αντικειμένων
στη κορυφή και στις αντανακλάσεις αυτών (π.χ. στο νερό) στο κάτω μέρος. Ο
κόσμος του Είναι διαιρείται στις Μορφές στη κορυφή και στα αντικείμενα των
μαθηματικών στο κάτω μέρος. Αυτό δείχνει ότι τα φυσικά αντικείμενα είναι
'αντανακλάσεις' των μαθηματικών αντικειμένων τα οποία με τη σειρά τους είναι
'αντανακλάσεις' των Μορφών.
Υπάρχουν, ωστόσο, αποδείξεις, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αναφορών
του Αριστοτέλη, ότι o Πλάτωνας θεώρησε τουλάχιστον κάποια μαθηματικά
αντικείμενα ως Μορφές. Υπάρχουν ενδείξεις ότι κατά τη περίοδο της νεο-
πυθαγόρειας περιόδου ο Πλάτωνας θεώρησε όλες τις Μορφές μαθηματικές.
Υπάρχουν περιγραφές μιας δημόσιας διάλεξης περί του Αγαθού όπου, προς
απογοήτευση μερικών από τους ακροατές του, ο Πλάτωνας μίλησε σχεδόν
αποκλειστικά για μαθηματικά θέματα.
Για τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, η γεωμετρία ασχολείται με αιώνια και
αναλλοίωτα πράγματα στον κόσμο του Είναι, τότε δεν θα υπήρχε δυναμική
γλώσσα στη γεωμετρία. Είναι δύσκολο για έναν πλατωνιστή να κατανοήσει τις
κατασκευές στα Στοιχεία του Ευκλείδη για παράδειγμα. Σύμφωνα με τον
Πρόκλο, νεοπλατωνιστή του 5ου αιώνα, το πρόβλημα του «πώς μπορούμε να
εισαγάγουμε κίνηση σε ακίνητα γεωμετρικά αντικείμενα» απασχόλησε για γενιές
πολλές από τις μεγαλύτερες διάνοιες της Ακαδημίας του Πλάτωνα.
Υπάρχει ένα παρόμοιο ζήτημα το οποίο αφορά τα γεωμετρικά σχήματα που
συνήθως συνοδεύουν τις γεωμετρικές αποδείξεις. Ένας πλατωνιστής σίγουρα θα
ανησυχούσε ότι αυτά ίσως μπερδέψουν τον αναγνώστη, με το να θεωρήσει ότι το
εν λόγω θεώρημα αφορά στο φυσικά ζωγραφισμένο σχήμα. Ποιος είναι τελικά ο
σκοπός του γεωμετρικού σχήματος; Η εξήγηση του Πλάτωνα μπορεί να είναι ότι
το γεωμετρικό σχήμα με κάποιον τρόπο βοηθά το νου να συλλάβει τον αιώνιο
και αναλλοίωτο γεωμετρικό κόσμο, ή μας βοηθά στην ανάμνηση του κόσμου του
Είναι. Ωστόσο μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πώς είναι αυτό δυνατόν, εφόσον ο
κόσμος του Είναι δεν είναι προσεγγίσιμος μέσω των αισθήσεων.
17

Μολονότι, όπως έχει σημειωθεί, οι μεταγενέστεροι πλατωνιστές δεν


υιοθέτησαν τις πιο μυστικιστικές απόψεις της επιστημολογίας του Πλάτωνα, οι
πιο πολλοί διατήρησαν την άποψη ότι η γεωμετρική γνώση είναι a priori,
ανεξάρτητη από την αισθητηριακή εμπειρία. Είναι ίσως δυνατόν να χρειάζεται
κάποια αισθητηριακή εμπειρία για να συλλάβουμε τις σχετικές έννοιες, ή μπορεί
να χρειάζεται να σχεδιάσουμε κάποια διαγράμματα ως μια οπτική βοήθεια για το
νου ή ίσως για να ανοίξουμε τις διάνοιες μας στον αιώνιο και αναλλοίωτο
γεωμετρικό κόσμο του ευκλείδειου χώρου. Ωστόσο, είναι κρίσιμο το ότι η
μαθηματική γνώση είναι γενικά ανεξάρτητη από την αισθητηριακή εμπειρία. Ο
κύριος λόγος γι' αυτό προέρχεται από τη πλατωνική οντολογία. Η γεωμετρία δεν
ασχολείται με φυσικά αντικείμενα στο φυσικό χώρο.
Αυτή η άποψη αφήνει αναπάντητο το πρόβλημα της εξήγησης του γιατί η
γεωμετρία έχει εφαρμογές στον φυσικό κόσμο, έστω και κατά προσέγγιση. Στον
Τίμαιο, ο Πλάτωνας παρέχει μια λεπτομερή αλλά υποθετική ιστορία για το πώς ο
φυσικός κόσμος κατασκευάστηκε γεωμετρικά, από τα πέντε επονομαζόμενα
πλατωνικά στερεά: τετράεδρο (πυραμίδα), οκτάεδρο, εξάεδρο (κύβος),
εικοσάεδρο, δωδεκάεδρο.
Οι λεπτομέρειες των απόψεων του Πλάτωνα σχετικά με την αριθμητική και
την άλγεβρα δεν είναι τόσο άμεσες όσο αυτές για τη γεωμετρία, αλλά η
συνολική εικόνα παραμένει η ίδια. Ήταν ένας ειλικρινής ρεαλιστής και στη τιμή
αλήθειας και στην οντολογία, ισχυριζόμενος ότι οι προτάσεις της αριθμητικής
και της άλγεβρας είναι αληθινές ή ψεύτικες ανεξάρτητα από τον μαθηματικό,
από τον φυσικό κόσμο, ακόμα και από το νου, και επί πλέον ισχυριζόταν ότι οι
αριθμητικές προτάσεις έχουν να κάνουν με έναν κόσμο αφηρημένων
αντικειμένων που ονομάζονται 'αριθμοί'.
Ο θαυμασμός του Πλάτωνα για τα συναρπαστικά επιτεύγματα των
μαθηματικών είναι προφανής, ακόμα και στον περιστασιακό αναγνώστη των
διαλόγων. Όπως το έθεσε ο Γρηγόρης Βλαστός (1991, σελ. 107), o Πλάτωνας
«μπορούσε να συναναστρέφεται με άνεση στην Ακαδημία τους καλύτερους
μαθηματικούς της εποχής του συμμεριζόμενος και ενθαρρύνοντας τον
ενθουσιασμό τους για τη δουλειά τους». Μερικοί πρόσφατοι μελετητές έχουν
εστιάσει τη προσοχή τους στην επιρροή της εξέλιξης των μαθηματικών στη
φιλοσοφία του Πλάτωνα. Με έναν δραματικό τρόπο, έχουν φωτισθεί κάποιες
18

από τις αιχμηρές διαφορές μεταξύ του Πλάτωνα και του δασκάλου του, του
Σωκράτη.
Απ' όσα γνωρίζουμε, ο Σωκράτης ενδιαφερόταν κυρίως για την ηθική και
την πολιτική και όχι για τα μαθηματικά και την επιστήμη. Θεωρούσε ότι είχε μια
θεϊκή εντολή να διαδώσει τη φιλοσοφία σε όλους. Όλοι μας απολαμβάνουμε την
εικόνα του Σωκράτη να τριγυρίζει στους δρόμους της Αθήνας συζητώντας για
δικαιοσύνη και αξίες με οποιονδήποτε ήθελε να ακούσει και να συζητήσει. Με
οποιονδήποτε. Έζησε σύμφωνα με το σύνθημα ότι o φιλοσοφικός στοχασμός
είναι η ουσία της ζωής. Έχουμε γεννηθεί για να σκεφτόμαστε. Στη δίκη του, ο
Σωκράτης δήλωσε ότι θα ήταν ανυπακοή στον Θεό αν σταμάταγε να μιλά και
ασχολιόταν μόνο με τη ζωή του: «Σου λέω ότι το να μην αφήσεις καμιά μέρα να
περάσει χωρίς να συζητήσεις για την καλοσύνη και όλα τα άλλα θέματα για τα
οποία με ακούς να μιλάω και να διερευνώ και τον εαυτό μου και τους άλλους
είναι πράγματι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος, και ότι
η ζωή χωρίς αυτού του είδους την αναζήτηση δεν αξίζει να τη ζεις». (Απολογία,
38α)
Ο Σωκράτης τυπικά προχωρά εκμαιεύοντας τα πιστεύω ενός συνομιλητή
και στη συνέχεια, μέσω προσεκτικών ερωτήσεων, προσπαθεί να εκμαιεύσει από
αυτόν απροσδόκητες και ανεπιθύμητες συνέπειες αυτών των πεποιθήσεων. Στις
περισσότερες περιπτώσεις η αντίθεση δεν σταματά με την εις άτοπον απαγωγή
της αρχικής θέσης του συνομιλητή. Αντίθετα ο συνομιλητής προκαλείται να
επανεξετάσει τις πεποιθήσεις του και να μάθει διατυπώνοντας νέες. Ο Σωκράτης
το καταφέρνει αυτό ακόμα και στη δίκη του, εναντίον των κατηγόρων του.
Η σωκρατική μέθοδος, λοιπόν, είναι μια μέθοδος για την εκρίζωση των
λανθασμένων αντιλήψεων. Εάν η μέθοδος πράγματι παράγει αλήθεια, αυτό
γίνεται μόνον με μια διαδικασία απαλοιφής ή με τη μέθοδο της δοκιμής και της
πλάνης. Ο Σωκράτης ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι διαθέτει κάποια ιδιαίτερη θετική
γνώση της δικαιοσύνης, της ηθικής κ.λπ. Το αντίθετο, θεώρησε ότι η σοφία του
χαρακτηρίζεται από το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Ίσως έφτασε σε αυτό το
αρνητικό συμπέρασμα διερευνώντας τον εαυτό του.
Επιπλέον, η σωκρατική μέθοδος δεν καταλήγει σε βεβαιότητα. Μπορεί να
μας πληροφορήσει ότι κάποιες από τις πεποιθήσεις μας είναι λανθασμένες ή
συγκεχυμένες, αλλά δεν μας δείχνει αναπόφευκτα ποιες από τις αντιλήψεις είναι
19

λανθασμένες ή συγκεχυμένες. Η μέθοδος υπόκειται σε σφάλματα και είναι


υποθετική, αλλά είναι η καλύτερη που έχουμε.
Από τις ιδέες του Πλάτωνα γεννήθηκε η σύγχρονη σχολή του μαθηματικού
ρεαλισμού, η οποία πρεσβεύει ότι οι μαθηματικές οντότητες δεν πηγάζουν από
το ανθρώπινο μυαλό, αλλά υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτό. Η θεωρία αυτή
συμβαδίζει απόλυτα με την καθημερινή πρακτική των μαθηματικών: όσοι έχουν
ασχοληθεί με αυτή την επιστήμη, προχωρώντας στο έργο τους έχουν πάντοτε την
εντύπωση ότι ανακαλύπτουν αλήθειες οι οποίες προϋπήρχαν του συλλογισμού
τους. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τα μαθηματικά φαίνεται
να διέπουν όλη τη λειτουργία του κόσμου. Όλα τα φυσικά φαινόμενα, από την
απλή δύναμη της βαρύτητας ως τις κβαντικές αφαιρέσεις, τον
ηλεκτρομαγνητισμό και τις κινήσεις των άστρων, υπακούουν σε μαθηματικούς
νόμους.
Η ανάλυση του οντολογικού καθεστώτος των μαθηματικών στον Πλάτωνα
είναι η προϋπόθεση για την κατανόηση της ρεαλιστικής εκδοχής στη νεώτερη
μικροφυσική και μακροφυσική. Ο μαθηματικός ρεαλισμός στη Φυσική
πρεσβεύει ότι ο αισθητός κόσμος ανάγεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στα
Μαθηματικά, ανεξάρτητα από την παρουσία της ανθρώπινης σκέψης.
Η «πλατωνική» σχολή του μαθηματικού ρεαλισμού συνάντησε ισχυρό
αντίλογο στα τέλη του 19ου αιώνα με την εμφάνιση των μη Ευκλείδειων
Γεωμετριών. Υπερβαίνοντας το Πέμπτο Θεώρημα του Ευκλείδη, οι μαθηματικοί
ανακάλυψαν καινούργιους ιδεατούς κόσμους, οι οποίοι αν και δεν
ανταποκρίνονταν στις ως τότε διαδεδομένες αντιλήψεις και έρχονταν σε
αντίθεση με την αίσθηση που έχουμε για τα πράγματα, είχαν παρ' όλα αυτά
νόημα και απόλυτη συνοχή. Αυτές οι νέες μαθηματικές οντότητες φαίνονταν να
εξαρτώνται από αυθαίρετους κανόνες, οι οποίοι διατυπώνονται εκ των
προτέρων. Αυτό, υποστήριξαν οι αντίπαλοι του μαθηματικού ρεαλισμού,
σημαίνει ότι τα μαθηματικά δεν έχουν δική τους, ανεξάρτητη και αυθύπαρκτη
υπόσταση, αλλά γεννιούνται από το ανθρώπινο μυαλό.

Η διαμάχη δεν λύθηκε φυσικά με αυτές τις ανακαλύψεις ενώ, προς χαρά των
ρεαλιστών, σύντομα αποκαλύφθηκε ότι οι νέες, αφηρημένες μαθηματικές
κατασκευές που αρχικά φαίνονταν να μην είναι τόσο πραγματικές, εκφράζονταν
τελικά μέσα σε μια φυσική πραγματικότητα, αφού χρησιμοποιήθηκαν ως βάση
20

για τη διατύπωση της Θεωρίας της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν και την
περιγραφή της δύναμης της βαρύτητας. Οι δύο πλευρές δεν εγκατέλειψαν ποτέ
τον αγώνα, επιμένοντας η κάθε μία από τη δική της σκοπιά. Ο αρχικά
«πλατωνικός» μαθηματικός ρεαλισμός εμπλουτίζεται διαρκώς ως σήμερα,
βρίσκοντας νέους εκφραστές ακόμη και ως τις μέρες μας. Πριν από μερικά
χρόνια ο καθηγητής κοσμολογίας Μαξ Τέγκμαρκ, καθηγητής στο Ινστιτούτο
Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), έχει διατυπώσει την Υπόθεση του
Μαθηματικού Σύμπαντος ή Θεωρία του Απόλυτου Συνόλου, σύμφωνα με την
οποία όλες οι μαθηματικές δομές έχουν φυσική υπόσταση.

2ο Κεφάλαιο: Λογικός Θετικισμός: Το εγχείρημα διάσωσης του a priori


χαρακτήρα των μαθηματικών, ενώ είναι εφαρμόσιμα στον φυσικό κόσμο
Ο παραδοσιακός πλατωνισμός ή μεταφυσικός ρεαλισμός, φαίνεται ότι
προϋποθέτει μια μορφή μυστικιστικής πρόσβασης στις αφηρημένες μαθηματικές
οντότητες, πέρα από την αιτιακή τάξη με την οποία αποκτούμε γνώση γι' αυτές.
Οι λογικοί θετικιστές όμως, διαφώνησαν κάθετα με αυτό το πλαίσιο
μυστικισμού και επιχειρηματολόγησαν, θεωρώντας πως η γνώση μας είναι είτε
λογική είτε εμπειρική και ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να έχουμε μια
συνθετική γνώση αναφορικά με τα αφηρημένα αντικείμενα και φαινόμενα που
δεν ορίζονται από το χώρο και το χρόνο. Γιατί μπορούμε να έχουμε μονάχα
εμπειρική γνώση για τα αντικείμενα που ορίζονται από το χώρο και το χρόνο και
η λογική γνώση είναι καθαρώς αναλυτική. Σύμφωνα λοιπόν με τους λογικούς
θετικιστές, η συζήτηση για τα αφηρημένα αντικείμενα είναι ένα είδος
κενολογίας που προκύπτει από το λάθος της πραγματοποίησης των λέξεων σε
αντικείμενα.
Η αντίδραση μάλιστα ενός εκ των κορυφαίων εκπροσώπων του Λογικού
Θετικισμού, δηλαδή του Rudolph Carnal, ήταν το να αντιμετωπίσει τα βασικά
αξιώματα των Μαθηματικών και της Λογικής, ως υπονοούμενους ορισμούς των
όρων που περιέχουν. Με άλλα λόγια, οι βασικές παραδοχές δεν χρειάζονται
αιτιολόγηση και αυτό καθώς έχουμε επιλέξει με τέτοιο τρόπο τη χρήση της
γλώσσας, ώστε να είναι αληθείς αυτές οι παραδοχές.
Ο Λογικός Θετικισμός υιοθέτησε και έδωσε βαρύτητα στη χρήση της
έννοιας της επαλήθευσης ως κριτήριο νοήματος. Το κριτήριο της επαλήθευσης
δεν είναι μονάχα μια απαίτηση για εμπειρική τεκμηρίωση. Σύμφωνα με το
21

Λογικό Θετικισμό, μια πρόταση δεν έχει νόημα, αν η επαλήθευση δεν είναι
δυνατή ή τα κριτήρια για την επαλήθευσή της δεν είναι σαφή. Συγκεκριμένα, η
αρχή της επαλήθευσης ταυτίζεται με το κριτήριο του νοήματος. Το νόημα και η
επαληθευσιμότητα είναι σχεδόν ταυτόσημα. Η αρχή της επαλήθευσης εδώ είναι
σαφές πως χρησιμοποιείται ως μέσο ενάντια στη μεταφυσική. Στοχαστές
άλλωστε, όπως ο Carnap απεχθάνονταν τη μεταφυσική και δεν είχαν καμιά
εμπιστοσύνη στο ρόλο της διαίσθησης. Ο ίδιος ο Carnap, είχε αντιταχθεί
σθεναρά στην πλατωνική παράδοση περί μαθηματικών, η οποία τόνιζε την
υποτιθέμενη μεταφυσική βάση σχετικά με τους αριθμούς, τα σχήματα κ.λ.π.
Για τον Carnap οι αριθμοί είναι λογικά αντικείμενα. Αποδέχεται εδώ
δηλαδή την άποψη των Whitehead και Bertrand Russell ότι τα Μαθηματικά είναι
εφικτό να αναχθούν στη Λογική και απέρριπτε την όποια διαισθητική
προσέγγιση. Επιπλέον θεωρεί πως η Λογική στηρίζεται σε συμβάσεις.
Την ίδια στιγμή, στο έργο του Θεμέλια της Λογικής και των Μαθηματικών,
κρίνει ότι είναι σημαντικό γενικότερα να γνωρίζει κάποιος τί είδους συμβάσεις
έχουν λάβει χώρα στη διαδικασία της κατασκευής ενός γλωσσικού συστήματος.
Αυτή η γνώση μπορεί να μας οδηγήσει σε μια χωρίς προκαταλήψεις διερεύνηση
των διαφόρων λογικών συστημάτων και ενθαρρύνει την κατασκευή και άλλων
νέων μορφών. Ο στόχος εδώ δεν είναι να αποφασιστεί ποια από τα διαφορετικά
μεταξύ τους συστήματα εκφράζουν τη λογική, αλλά να εξεταστούν οι τυπικές
ιδιότητές τους και οι δυνατότητες ερμηνείας και εφαρμογής τους στην Επιστήμη
(Carnap, 1922: 170-171).
Σε μια τέτοια προσέγγιση, η οποία ονομάζεται "γλωσσική
συμβασιοκρατία", τα πράγματα αποκτούν νόημα σε σχέση με τα ιδιαίτερα
γλωσσικά πλαίσια. Και ταυτόχρονα, από τη στιγμή που μαθαίνουμε τους
κανόνες, ενός ορισμένου λογικού και μαθηματικού πλαισίου, έχουμε όλα όσα
χρειαζόμαστε για την γνώση των απαραίτητων μαθηματικών προτάσεων.
Οι λογικοί θετικιστές εν γένει υιοθέτησαν μια μορφή συμβασιοκρατίας, με
βάση την οποία οι μαθηματικές προτάσεις δεν χρειάζονται καμιά δικαιολόγηση,
επειδή είναι αληθείς και αυτό δυνάμει των συμβάσεων σύμφωνα με τις οποίες
ορίζουμε τις σημασίες (τα νοήματα) των λέξεων που υπεισέρχονται σε αυτές τις
προτάσεις. Επομένως, η εισαγωγή νέων σταθερών σε ένα σύστημα, πρέπει να
γίνεται με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία.
22

Ο Carnap περιγράφει τα βήματα που πρέπει να γίνονται με γνώμονα για


παράδειγμα την περίπτωση της εισαγωγής των φυσικών αριθμών. Τονίζει εν
προκειμένω ότι το πλαίσιο γι' αυτό το σύστημα κατασκευάζεται με την εισαγωγή
στη γλώσσα νέων στοιχείων με τους κατάλληλους κανόνες. Συγκεκριμένα: α)
αριθμητικά, όπως "πέντε" και "μορφές πρότασης, όπως "υπάρχουν πέντε βιβλία
πάνω στο τραπέζι", β) το γενικό όρο "αριθμός" για τις νέες οντότητες και
προτάσεις της μορφής "το πέντε είναι ένας αριθμός", γ) εκφράσεις για τις
ιδιότητες των αριθμών (για παράδειγμα "άρτιος", "περιττός"), σχέσεις (όπως για
παράδειγμα "μεγαλύτερο από" κ.λ.π.), λειτουργίες (όπως π.χ. "συν", "πλην"), και
μορφές πρότασης (όπως για παράδειγμα "δύο συν τρία ίσον πέντε"), δ)
αριθμητικές μεταβλητές και ποσοδείκτες για τις υπαρξιακές αλλά και τις
καθολικές προτάσεις, με τους συνήθεις παραγωγικούς κανόνες.
Ο λογικός θετικισμός είχε κάνει την εμφάνισή του κατά τα τέλη του 19ου
αιώνα με αρχές του 20ου αιώνα και είχε προωθηθεί εν πολλοίς, μέσα από τη
σκέψη στοχαστών του γερμανόφωνου κόσμου. Τέτοιοι στοχαστές για
παράδειγμα, ήταν άτομα, όπως οι Χέμπελ, Σλικ, Κάρναπ, Νόϊρατ, Βάϊσμαν και
άλλοι. Επίκεντρο του λογικού θετικισμού κυρίως ήταν ο περίφημος "Κύκλος της
Βιέννης" και δευτερευόντως και ο "Κύκλος του Βερολίνου". Η αφετηριακή
παραδοχή του λογικού θετικισμού είναι το ότι η εκ των προτέρων συνθετική
γνώση, είναι αδύνατη (Βαλλιάνος, 2008: 163). Πρόκειται για μια επιστημολογία
που έρχεται σε αντιπαράθεση προς τις ιδέες του νεοκαντιανισμού.
Παράλληλα, ο λογικός θετικισμός είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι
μετατοπίζει την προβληματική από την έννοια της αλήθειας σε εκείνη του
νοήματος. Εδώ το βασικό επιχείρημα που θεωρείται πως είναι καίριας σημασίας
τονίζει ότι προκειμένου μια θεωρία να καταστεί αληθής ή ψευδής, θα πρέπει
καταρχάς οι ισχυρισμοί της να έχουν κάποιο νόημα. Και η λογική προϋπόθεση,
ώστε μια πρόταση να έχει νόημα, είναι το να μας καταδεικνύει εκείνο το
στοιχείο της εμπειρίας που θα μπορούσε είτε να τη διαψεύσει είτε να την
επαληθεύσει. Εδώ έχουμε τη λεγόμενη αρχή της "επαληθευσιμότητας".
Ταυτόχρονα, είναι ενδεικτικό πως στο πλαίσιο του λογικού θετικισμού,
υφίσταται και η άποψη ότι η λογική η ίδια δεν περιέχει γνώσεις, δεν δίνει τους
βασικούς νόμους του είναι, αλλά τις βάσεις της διάταξης των σκέψεων (Κραφτ,
1986: 30).
23

Επιπρόσθετα, ο Κύκλος της Βιέννης θεωρεί ότι η επιβεβαίωση μιας


εμπειρικής πρότασης πρέπει πάντα να στηρίζεται σε κάποια αντίληψη, η οποία
μάλιστα θα πρέπει να είναι προσωπική. Όσον αφορά δε, το ζήτημα της αποδοχής
της πραγματικότητας σωματικών αντικειμένων και συμβάντων που δεν γίνονται
αντιληπτά και ούτε μπορούν να γίνουν, ο λογικός θετικισμός επισημαίνει το
εξής: εάν αυτά τα αντικείμενα μπορούν να τεθούν βάσει φυσικών νόμων σε
σχέση μάλιστα με άλλα αισθητά δεδομένα, εάν επίσης μπορούν να ενταχθούν
στο χωροχρονικό σύστημα του έξω κόσμου, τότε αυτές οι υποθέσεις που
συνδέονται μαζί τους, μπορούν να καταστούν έγκυρες, όπως δηλαδή συμβαίνει
με προτάσεις για αντικείμενα και συμβάντα που ήδη είναι αντιληπτά (Κραφτ,
1986: 30).
Πέραν των παραπάνω, την ίδια στιγμή, μια καίρια θέση του λογικού
θετικισμού, είναι η εκ μέρους του υιοθέτηση της μεθοδολογικής ενότητας της
επιστήμης. Αυτό σημαίνει πως τα πρότυπα και η μεθοδολογία που ισχύουν με
γνώμονα την κατασκευή θεωριών και εξηγήσεων που εξάγονται στο χώρο των
φυσικών επιστημών, ισχύουν κάλλιστα και για άλλα είδη επιστημών (όπως π.χ. η
κοινωνιολογία και η ιστορία).
Μια άλλη σημαντική παράμετρος εδώ εν τω μεταξύ, είναι και η λογική
ανάλυση της επιστημονικής γλώσσας. Αυτό μάλιστα θεωρείται πως είναι ίσως
και η σημαντικότερη συνεισφορά του λογικού θετικισμού. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα η σύγχρονη φιλοσοφία εν πολλοίς να εστιάσει στην γλώσσα ως
φορέα νοημάτων. Είναι αυτό που αποκλήθηκε χαρακτηριστικά ως "γλωσσική
στροφή στη φιλοσοφία".
Στο χώρο των Μαθηματικών, ο Λογικός Θετικισμός, έχει ως βάση τη
Μαθηματική Λογική και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα θεμέλια των
Μαθηματικών και στους συντακτικούς χειρισμούς των μαθηματικών συμβόλων.
Η λογική πλευρά του θετικισμού διαπραγματεύεται τη μορφή κι όχι το
περιεχόμενο της επιστήμης. Δηλαδή, ο στόχος της λογικής ανάλυσης της
επιστήμης ταυτίζεται με την ανάλυση της λογικής της επιστήμης. Υπόδειγμα του
θετικιστικού σχεδίου ήταν το πρόγραμμα των Μαθηματικών Αρχών (Principia
Mathematica, Whitehead & Russell, 1910-13), στο οποίο επιχειρούταν η
αναγωγή της αριθμητικής στη λογική. Πιο συγκεκριμένα, στο πρόγραμμα αυτό
ξεκινώντας από βασικές έννοιες της λογικής, όπως του συνόλου και των
στοιχείων του, κατασκευάζονταν στη συνέχεια αντικείμενα που έχουν τις τυπικές
24

ιδιότητες των ακεραίων. Με τον τρόπο αυτό, οι Russell και Whitehead άρθρωναν
μια τεχνητή λογική γλώσσα με ανεπτυγμένες εκφραστικές δυνατότητες,
σαφήνεια και εσωτερική συνέπεια. Πέρα από τα θεμέλια της αριθμητικής, οι
θετικιστές προσπάθησαν να κατασκευάσουν παρόμοια προγράμματα για τα
θεμέλια της γεωμετρίας, της φυσικής, της βιολογίας, της ψυχολογίας και της
κοινωνιολογίας.
Το τελικό προϊόν όλων αυτών των θετικιστικών εγχειρημάτων τείνει να
γίνει ένα αξιωματικό σύστημα με ιεραρχημένη δομή, αξιώματα, προτάσεις,
θεωρήματα καθώς και κανόνες παραγωγής και ερμηνείας, που ακολουθεί τα
πρότυπα θεωρητικής αυστηρότητας και εννοιολογικής συγκρότησης της
μαθηματικής λογικής και των θεμελίων των μαθηματικών.
Για να επιτευχθεί όμως η καθαρή λογική δόμηση του τελικού προϊόντος της
επιστημονικής πράξης, ο θετικισμός προτρέπει να παραβλεφθούν οι ψυχολογικοί
ή και κοινωνιολογικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τις σκέψεις και τις πράξεις
των επιστημόνων, δηλαδή, να διακριθεί πλήρως η λογική από την ψυχολογία,
την κοινωνιολογία και την ιστορία. Η υποτιθέμενη σύγχυση της λογικής με την
ψυχολογία ονομάσθηκε "ψυχολογισμός" και της λογικής με την κοινωνιολογία
"κοινωνιολογισμός". Και τις δυο αυτές τάσεις ο θετικισμός τις θεωρούσε
θανάσιμα αμαρτήματα και τις απέρριπτε εκ των προτέρων.
Επομένως, ο θετικισμός αδιαφορεί τόσο για το νόημα μιας συγκεκριμένης
επιστημονικής γνώσης όσο και για τους τρόπους, που οι επιστήμονες παράγουν
γνώση. Το πρώτο το αφήνει στην αντίστοιχη θεωρία που διαπραγματεύεται το
περιεχόμενο της εν λόγω γνώσης και το δεύτερο στη ψυχολογία και την
κοινωνιολογία.
Αντιθέτως, ο θετικισμός ενδιαφέρεται μόνο για τη μελέτη των λογικών
σχέσεων μεταξύ όλων των δυνατών επιστημονικών γνώσεων, όπως κι αν αυτές
παρήχθησαν. Σύμφωνα με τον Carnap (1937, σελ. xiii), "η φιλοσοφία πρέπει να
αντικατασταθεί από τη λογική της επιστήμης - δηλαδή, από τη λογική ανάλυση
των εννοιών και των προτάσεων των επιστημών, διότι η λογική της επιστήμης
δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λογική σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης".
Αφού λοιπόν η λογική είναι μια a priori επιστήμη, η θετικιστική επιστημολογία
γίνεται έτσι μια a priori φιλοσοφία. Με άλλα λόγια, είναι μια a priori θεώρηση
της επιστημονικής πρακτικής, δηλαδή, των ιδεατών τύπων σύμφωνα με τους
οποίους η επιστήμη πρέπει να συμμορφώνεται.
25

O Κύκλος της Βιέννης αφενός μεν υποστήριξε τη μαθηματική Λογική,


αφετέρου δε υπερτόνισε την αξία της εμπειρίας για την επιστημονική γνώση,
ενώ προσπάθησε να πραγματοποιήσει την ενότητα των επιστημών με την
ενοποίηση των επιστημονικών όρων. Απέρριπτε την παραδοσιακή Μεταφυσική
ως πηγή απαντήσεων χωρίς νόημα σε ανύπαρκτα προβλήματα.
Σκοπός της Φιλοσοφίας, υποστήριζαν οι οπαδοί του Κύκλου της Βιέννης,
είναι η λογική διευκρίνιση των σκέψεων και μοναδική πηγή της είναι αυτό που
μπορεί να παρατηρηθεί επιστημονικά. Έτσι, η επαλήθευση μιας πρότασης
μπορεί να γίνει μόνο με το πείραμα και τις μετρήσεις, ουσιαστικά δηλαδή με τις
αισθήσεις μας. Άρα το μοναδικό είδος έγκυρης γνώσης είναι αυτό που
προέρχεται από επιστήμες όπου κυριαρχεί το πείραμα, η παρατήρηση και οι
μετρήσεις, επομένως μόνο από τον χώρο των θετικών επιστημών.
Ο Ludwig Wittgenstein, τότε 48 ετών, ήταν επίτιμο μέλος της ομάδας και
εθεωρείτο ο πνευματικός της καθοδηγητής παρόλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε
ούτε αποδεχόταν την τιμητική διάκριση. Αυτό που τους ένωνε ιδεολογικά ήταν η
πίστη τους στην εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων. Η φιλοσοφία, πίστευαν
μπορεί να ωφεληθεί όσο κανένας άλλος τομέας από την υιοθέτηση μιας
αυστηρής λογικής.
Παράλληλα, η λογική, στο πλαίσιο του Κύκλου της Βιέννης, γνώρισε μια
αναδόμηση του περιεχομένου της και μια επέκταση που την οδήγησαν πέραν
από τα όρια της παραδοσιακής λογικής, σε εντελώς νέους τομείς. Συνδέθηκε με
τα μαθηματικά από τα οποία δανείστηκε τα σύμβολα για την αναπαράσταση
σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, και οι μαθηματικές προτάσεις θεωρήθηκε ότι
εκφράζουν σχέσεις και με την έννοια αυτή δεν μπορούν να ενταχθούν στα
σχήματα κρίσης της παραδοσιακής λογικής (Κράφτ, 1986 : 27).
Οι μαθηματικές προτάσεις είναι προτάσεις αναλυτικές και όχι συνθετικές,
όπως φρονούσε η παραδοσιακή φιλοσοφία. Από τον αναλυτικό τους χαρακτήρα
εξηγείται η ισχύς τους a priori. Αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζεται να αναζητάμε
κάποιον λόγο ισχύος για τέτοιες προτάσεις. Από την άλλη πλευρά, και η ισχύς
της λογικής είναι ανεξάρτητη, γιατί η λογική δεν παρέχει τους βασικούς νόμους
του κόσμου, αλλά σκέψεις για τον κόσμο. Οι συλλογισμοί αυτοί δείχνουν ότι τα
μαθηματικά και η λογική είναι ανεξάρτητα απέναντι στην εμπειρία. Με τον
τρόπο αυτό ο παραδοσιακός εμπειρισμός γνωρίζει μια διόρθωση: παραιτείται
από την απαίτηση να παράγεται κάθε γνώση και επιστήμη από την εμπειρία.
26

3ο Κεφάλαιο: Ο Quine και η κριτική του Λογικού Θετικισμού και ο ακραίος


Φυσικαλισμός
Ο Quine από τη μεριά του κρίνει ότι η πορεία ποικίλων θεωριών
σχετιζόμενων με τον κόσμο των φυσικών επιστημών, εξαρτάται αν και κατά
πόσο μπορούν να συνεχίζουν να ισχύουν εφόσον στηρίζονται σε εμπειρικά
δεδομένα (Weir, 2005: 464). Για τον Quine (Quine, 1948: 67) το θέμα είναι ότι
μια θεωρία μπορεί όντως να αποτελέσει ένα σύστημα προτάσεων και υποθέσεων
με τις οποίες τελικά οδηγούμαστε σε ερμηνείες για διάφορα φυσικά φαινόμενα.
Αυτές οι προτάσεις και υποθέσεις μάλιστα βρίσκονται σε μια αδιάρρηκτη
εσωτερική ενότητα μεταξύ τους και αυτό το στοιχείο εκ των πραγμάτων, όπως
θεωρεί ο Quine, έχει τις βάσεις του στο πλαίσιο των λογικών παραδοχών που
υπάρχουν στην εν λόγω θεωρία.
Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι το αποτέλεσμα της εμπειρικής έρευνας είναι αυτό
που θα την επηρεάσει εν τέλει και η απόφαση σχετικά με το ποιο θα είναι εκείνο
από τα συστατικά της θεωρίας που θα τροποποιηθεί, έτσι ώστε να μπορεί να
ανταποκριθεί στην επιστήμη ως σύνολο, εξαρτάται από μια συνολικότερη
εκτίμηση εκ μέρους του ερευνητή ως προς τα πραγματιστικά κριτήρια.
Ο Quine είναι εμπειριστής και συνάμα κριτικός του εμπειρισμού. Η κριτική
του ωστόσο είναι μια ένδοθεν κριτική που δεν υποσκάπτει τον εμπειρισμό αλλά
στοχεύει στη βελτίωσή του. Οι κεντρικές θέσεις της φιλοσοφίας του είναι: 1) ο
ολισμός (θέση Duhem - Quine)· 2) η απόρριψη της διχοτόμησης των προτάσεων
σε αναλυτικές a priori και σε συνθετικές a posteriori· 3) η απόρριψη της έννοιας
της συνωνυμίας· 4) η απόρριψη του επιστημολογικού αναγωγισμού· 5) ο
εμπειρικός υπο-προσδιορισμός των φυσικών θεωριών· 6) η απροσδιοριστία της
μετάφρασης· 7) το ανεξιχνίαστο της αναφοράς των γλωσσικών εκφράσεων· και
8) η οντολογική σχετικότητα (Ρουσόπουλος, 2011: 2).
Ο γνωσιοθεωρητικός ολισμός του Quine είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη
θέση του εμπειρικού υπο-προσδιορισμού των θεωριών: επειδή οι θεωρίες μας
δεν συνάγονται λογικά από τα δεδομένα μας, αφού τα ξεπερνούν κατά πολύ,
είναι δυνατόν να διατυπωθούν εναλλακτικές θεωρίες, οι οποίες συμφωνούν με
όλα τα εμπειρικά δεδομένα και όμως μεταξύ τους είναι λογικά ασύμβατες. Αυτό
σημαίνει ότι το χάσμα μεταξύ παρατήρησης και θεωρίας μπορεί να γεφυρωθεί με
πολλούς τρόπους έτσι ώστε δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε ότι οι θεωρίες που
εκάστοτε αποδεχόμαστε είναι καλύτερες ή πλησιέστερα στην αλήθεια από άλλες
27

δυνατές θεωρίες: το σύστημά μας του κόσμου είναι κατά τον Quine ένα από τα
διάφορα ισοδύναμα συστήματα.
Ο ίδιος ο Quine προκειμένου να διερευνήσει τη φύση και το στυλ του
σύγχρονου εμπειρισμού, σημειώνει ότι αυτός, ύστερα από την κλασική
βρετανική του φάση, από τον 17ο αιώνα και εφεξής, χαρακτηρίζεται από τα εξής
πέντε βασικά ορόσημα: (1) Μετάβαση από τις ιδέες στις λέξεις, (2) μετάβαση
από τις λέξεις στις προτάσεις, (3) μετάβαση από τις επιμέρους ατομικές
προτάσεις σε οργανωμένα σύνολα προτάσεων – θέση που είναι γνωστή ως
(μετριοπαθής) ολισμός (Ρουσόπουλος, 2011: 3).
Αν τα προηγούμενα ορόσημα θεωρούνται αδιαμφισβήτητες «κατακτήσεις»
του εμπειρισμού, το τέταρτο και το πέμπτο ορόσημο μάς φέρνουν στην καρδιά
του σύγχρονου εμπειρισμού και, συχνά, συζητούνται και αμφισβητούνται. Το
τέταρτο ορόσημο στην εξέλιξη του εμπειρισμού είναι ο μεθοδολογικός
μονισμός, που ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη του δόγματος του δυισμού των
προτάσεων σε αναλυτικές και συνθετικές (η διάκριση των προτάσεων σε
αναλυτικές και συνθετικές αναφέρεται συχνά ως δόγμα της αναλυτικότητας).
Το πέμπτο ορόσημο, τέλος, το οποίο αποτελεί το επιστέγασμα του
εμπειρισμού που πρεσβεύει ο Quine, είναι ο νατουραλισμός, σύμφωνα με τον
οποίο δεν έχουμε ανάγκη από μια πρώτη φιλοσοφία, μια φιλοσοφία που
τοποθετείται πριν και πάνω από την επιστήμη και υποδεικνύει σε αυτήν τα
πρότυπα της πρακτικής της. Σύμφωνα με τον Αμερικάνο φιλόσοφο, ο
νατουραλισμός είναι εκείνο το στοιχείο με το οποίο αποδεχόμαστε πως η φυσική
επιστήμη είναι το σημαντικότερο κριτήριο για την αλήθεια.
Αναφορικά με τις αξιώσεις που προκύπτουν μέσω των επιστημονικών
θεωριών, δεν υπάρχει κάτι καλύτερο, παρά η ίδια η επιστημονική μεθοδολογία
(όπου τα μαθηματικά έχουν πρωτεύοντα ρόλο) και την ίδια στιγμή, η φιλοσοφία
θα πρέπει να αισθανθεί ελεύθερη για να χρησιμοποιήσει τα συμπεράσματα των
επιστημόνων στο πλαίσιο των αναζητήσεών της. Σύμφωνα με τον νατουραλισμό,
το ίδιο το σύμπαν είναι ένα είδος πελώριας μηχανής, η οποία λειτουργεί πάντα
με βάση συγκεκριμένους νόμους και κανόνες. Ο κόσμος υπό αυτό το πρίσμα
λειτουργεί αδιάφορα προς τις ανάγκες και επιθυμίες των ανθρώπων και στερείται
συγκεκριμένου σκοπού και ύπαρξης. Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν πως ο
νατουραλισμός είναι μια δογματική άποψη. Το περιεχόμενο των διαφόρων
28

επιστημονικών θεωριών δηλαδή δεν θα πρέπει να είναι πάντα απόλυτα


αποδεκτό.
Η επιστήμη δεν έχει ανάγκη από φιλοσοφική νομιμοποίηση, πέραν αυτής
που προκύπτει από την ίδια την πρακτική της κατά την προσπάθεια δημιουργίας
μιας «γέφυρας» που θα συνδέσει τους αισθητηριακούς ερεθισμούς με τον ιστό
των πεποιθήσεών μας (Ρουσόπουλος, 2011: 3).
Γενικότερα είναι ενδεικτικό - και αυτό έχει σημασία και στο πώς δομείται
εν πολλοίς ως τις μέρες ο τρόπος αντίληψης και για τις μαθηματικές έννοιες και
τη σχέση τους με την περιγραφή των φαινομένων της πραγματικότητας - ότι η
εικόνα του εμπειρισμού που διαμορφώνεται μέσα από το έργο του Quine,
άσκησε πολύ μεγάλη επιρροή, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού
αιώνα.
Είναι ενδεικτικό πως όταν είχε ξεκινήσει ο ίδιος ο Quine, την επιστημονική
του καριέρα, ο λογικός θετικισμός και ο εμπειρισμός ήδη είχαν διανύσει μια
φάση πολύ μεγάλης ακμής. Και ήδη εντός αυτού του πλαισίου ο θετικισμός και ο
εμπειρισμός είχαν προωθήσει μια νέα αντίληψη στο χώρο της λογικής, με βάση
την οποία η μαθηματική γνώση θεωρούνταν κάτι το εκ των προτέρων δεδομένο,
κάτι το a priori στο πεδίο της γνώσης και κάτι με το οποίο μάλιστα αυτή η γνώση
θεωρούνταν ότι μπορούσε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή. Όμως, ο Quine άσκησε
δριμύτατη κριτική έναντι μιας τέτοιας σκέψης. Και είναι χαρακτηριστικό πως
παρόλο που αυτή η αρνητική κριτική, ήδη από τη δεκαετία του 1950, τον είχε
καταστήσει αρκετά γνωστό τον ίδιο, εντούτοις δεν τον εμπόδισε στην πορεία να
καλλιεργήσει μια πιο θετική φιλοσοφική σκέψη, την οποία μάλιστα εμπλούτισε
και επεξέτεινε κατά τα επόμενα 40 χρόνια της δράσης του (Resnik, 2005: 413).
Έχει θεωρηθεί και μάλλον όχι άδικα, ότι η θετική κριτική που ασκήθηκε
στην πορεία εκ μέρους του Quine, ήταν σε συνδυασμό με το βάθος της κριτικής
που είχε ασκήσει ένας πολύ σημαντικός παράγοντας ως προς την ανάδειξή του
στον σημαντικότερο φιλόσοφο περί μαθηματικών παγκοσμίως ως τις μέρες μας
(Ρουσόπουλος, 2011: 3). Αυτό μπορεί να θεωρηθεί πως είναι συνυφασμένο με το
ότι μέσα από τη σκέψη και το έργο του έθεσε μια σειρά θεμάτων, μια ολόκληρη
ατζέντα θα μπορούσαμε να πούμε στα πλαίσια της οποίας συμπεριλαμβάνονταν
ζητήματα, όπως: ο ρόλος της συμβατικότητας στον κόσμο των μαθηματικών και
της λογικής, η φύση της a priori γνώσεως, τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί
κάποιος να θεωρήσει δεδομένη μια γνώση, το αν και κατά πόσο τα μαθηματικά
29

μπορούν να θεωρηθούν ως αναντικατάστατα στο χώρο των επιστημών ή


αντίστοιχα η αξία των μαθηματικών στο χώρο της σκέψης και της φιλοσοφίας
και η φύση της λογικής.
Στη σκέψη του Quine, εν γένει υφίσταται έντονο το στοιχείο του
εμπειρισμού αλλά σε συνδυασμό με τον ολισμό. Υπό αυτό το πρίσμα εν
προκειμένω, θεωρείται ότι μπορούμε να κατέχουμε την απόλυτη γνώση, μονάχα
μέσα από τις αισθήσεις, μέσα από τα μηνύματα που προσλαμβάνουμε σε
καθημερινή βάση μέσω των αισθητηρίων οργάνων μας και μέσω των εμπειριών
μας. Οι εμπειριστές βλέπουν τον φιλοσοφικό σκεπτικισμό σαν κάτι που
περιορίζει αυτά που ελπίζει να κατορθώσει ο ανθρώπινος νους, καθώς επίσης και
σαν έναν οδηγό στις περιοχές έρευνας που μπορούμε να εφαρμόσουμε τα
ταλέντα μας με χρησιμότητα. Οι ρασιοναλιστές βλέπουν τον σκεπτικισμό σαν
κάτι που πρέπει να αντικρούεται σε όλα τα μέτωπα έτσι ώστε να υπάρχει ένα
γερό "πάτημα" για την απόλυτη και σίγουρη αλήθεια.
Και λαμβάνοντας την επιστήμη ως κάτι που συνιστά την πιο πλήρη και την
καλύτερη εξέλιξη για ένα σύστημα ιδεών που βασίζεται στην εμπειρία σε άμεσο
επίπεδο, είναι αυτό που σύμφωνα με τον Quine αποτελεί το σημαντικότερο και
το πιο ισχυρό κριτήριο για την πραγματικότητα και την αλήθεια. Από τη στιγμή
μάλιστα που τα μαθηματικά παραδοσιακά αποτελούν ένα βασικό κομμάτι της
επιστημονικής διαδικασίας, οφείλουμε να τα αποδεχτούμε ως μια συνιστώσα, η
οποία μπορεί να περιγράψει την πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, και
σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει ο Quine στον τομέα της οντολογίας, αυτό
παράλληλα μας αναγκάζει να αποδεχτούμε και εκείνες τις μαθηματικές έννοιες
και σώματα που προϋποτίθενται μέσα από αυτή τη διαδικασία σκέψης.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως κάνοντας λόγο περί ολισμού ο Quine στο
πλαίσιο των αναλύσεών του περί μαθηματικών και πραγματικότητας,
χρησιμοποιεί εν γένει μια σειρά μεταφορών. Αναφέρει κάπου ενδεικτικά ότι: "Η
απολυτότητα στο πεδίο των γνώσεών μας και των διαφόρων ιδεών που
αναπτύσσει ο νους, από τις πιο συνηθισμένες, όπως για παράδειγμα, η ιστορία
και η γεωγραφία, μέχρι τις πιο προχωρημένες, όπως εκείνες φερ' ειπείν που
σχετίζονται με την ατομική φυσική, είναι ένα καθαρά ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε καθαρή επιστήμη, είναι κάτι σαν
ένα ενεργειακό πεδίο, όπου τα όρια του καθορίζονται με βάση τις αισθητηριακές
αντιλήψεις μας" (Quine, 1951: 42). Και είναι χαρακτηριστικό πως ο ολισμός
30

στον οποίο αναφέρεται ο Quine, είναι τέτοιος ώστε να μην υπάρχει κανένα
περιθώριο για την ύπαρξη αυτού που αποκαλούμε a priori στο χώρο της γνώσης.
Μάλιστα, το κρίσιμο αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύλληψης, είναι το εξής: ότι όλες
οι θεωρίες μας στο χώρο των επιστημών - θεωρίες που για τη δόμησή τους,
χρησιμοποιούν παράλληλα και τα μαθηματικά - μπορούν να κριθούν μονάχα με
βάση το εξής κριτήριο, το αν δηλαδή μια πρόταση που κάνουμε αναφορικά με
ένα φαινόμενο του φυσικού κόσμου, είναι κομμάτι επιστημονικής θεωρίας, η
οποία παράλληλα είναι ισχυρότερη και επικρατέστερη σε σύγκριση με άλλες
θεωρίες (Hylton, 2002: 22).
Ένα τέτοιο κριτήριο βέβαια την ίδια στιγμή, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά
αφηρημένο και γενικόλογο. Εντούτοις όμως, αυτό που αρνείται κατηγορηματικά
ο Quine είναι το ότι υφίσταται μια ενδιαφέρουσα ή χρήσιμη διασταύρωση όσον
αφορά πολύ συγκεκριμένα σημεία των ποικίλων επιστημονικών θεωριών. Η ίδια
η διαδικασία μάλιστα, της αιτιολόγησης των επιστημονικών θεωριών, έχει έναν
καθαρά μονιστικό χαρακτήρα: υπάρχει εδώ δηλαδή ένα πολύ γενικό κριτήριο
που είναι κατάλληλο για προτάσεις όλων των ειδών (δηλαδή και για τις
αναλυτικές και για τις συνθετικές). Και υπό αυτό το πρίσμα, η
επιχειρηματολογία μας σχετικά με τη σημασία των φυσικών επιστημών και των
μαθηματικών που τις συνοδεύουν από κοντά, προκύπτει άμεσα από την εξής
δήλωση: ότι δηλαδή, ακόμα και οι αναλυτικές προτάσεις, κρίνονται με βάση
αυτό το συγκεκριμένο κριτήριο (Hylton, 2002: 24).
Για τον Quine, ο ολισμός δεν είναι κάτι με το οποίο απλά τίθεται υπό
αμφισβήτηση η θεώρηση στοχαστών, όπως ο Carnap, που υποστήριζαν τη
διάκριση μεταξύ των αναλυτικών και των συνθετικών προτάσεων, αλλά επίσης
και κάτι με το οποίο τίθεται υπό αμφισβήτηση η διάκριση μεταξύ των a priori
γνώσεων και των εμπειρικών γνώσεων. Ορισμένα επιχειρήματα και θεωρίες που
υποτίθεται ότι στηρίζονται στην εμπειρία, συνδέονται με αυτήν πολύ χαλαρά
στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η θεωρία της Σχετικότητας που είχε
εκφράσει πριν από περίπου έναν αιώνα ο Αϊνστάιν, μπορεί να εξεταστεί σε
εμπειρικό επίπεδο, μονάχα αν λάβουμε υπόψη μας και ένα ευρύτερο φάσμα
άλλων θεωριών. Και το πλαίσιο όλων αυτών των θεωριών ταυτόχρονα, είναι
χαρακτηριστικό πως περιλαμβάνει μέσα του, τα μαθηματικά.
Θα ήταν παράλογο το να απομονώσουμε ένα μόνο στοιχείο μέσα από μια
επιστημονική θεωρία, χωρίς να λάβουμε υπόψη και τα υπόλοιπα στοιχεία και
31

διαστάσεις αυτής της θεωρίας ή ακόμα και άλλες επιστημονικές θεωρίες που
ενδεχομένως συμπληρώνουν τη συγκεκριμένη που μας απασχολεί και να
σκεφτούμε εν συνεχεία πάνω στα εμπειρικά αποτελέσματα αυτού του ξέχωρου
στοιχείου. Όταν θέλουμε να εκλάβουμε ένα στοιχείο ως εμπειρικό δεδομένο,
ποτέ δεν γίνεται να το εκλάβουμε απομονωμένο από όλες τις άλλες διαστάσεις
της θεωρίας στην οποία ανήκει.
Εδώ προκύπτει εκ μέρους του Quine, μια σκέψη περί ολισμού, όπου επίσης
ο φιλόσοφος θεωρεί πως και μια a priori πρόταση μπορεί να έχει συνέπειες
εμπειρικού χαρακτήρα. Και σε αυτό το πλαίσιο, και τα μαθηματικά μπορεί να
θεωρηθούν πως μπορεί να βρεθούν σε μια παρόμοιου χαρακτήρα έμμεση
αντιπαράθεση με τον κόσμο των εμπειριών και των αισθήσεων, όπως θεωρείται
πως μπορεί να συμβεί με μια ιδιαίτερα αφηρημένη επιστημονική θεωρία.
Αυτό σημαίνει, κατά τον Quine, ότι τα υποτιθέμενα a priori επιχειρήματα
της λογικής και των μαθηματικών, έχουν σε επιστημολογικό επίπεδο, αναλογία
προς τα επιχειρήματα των πλέον αφηρημένων επιχειρημάτων που συναντούμε
στο πεδίο των φυσικών θεωριών (Hylton, 2002: 22). Σε κάθε περίπτωση βέβαια,
κάθε επιχείρημα που υφίσταται καθαυτό, δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία για
το χώρο της επιστήμης. Ταυτόχρονα όμως, αν ληφθεί υπόψη ως κομμάτι ενός
ευρύτερου συνόλου (στο πλαίσιο μιας θεωρίας φυσικών επιστημών) αναμφίβολα
αποκτά και αυτό σημασία μαζί με όλα τα άλλα.
Εδώ μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, αν ο Quine από τη μεριά του θεωρεί τη
λογική και τα μαθηματικά ως κάτι το εμπειρικό. Εντούτοις κάτι τέτοιο δεν
συμβαίνει. Με το να καταρρίπτει τη διάκριση ανάμεσα στα a priori και τα
εμπειρικά στοιχεία της γνώσης, δεν σημαίνει συγχρόνως ότι τοποθετεί τα πάντα
από τη μία ή την άλλη πλευρά αυτού του διπολικού σχήματος (διπολικού
σύμφωνα με τη σκέψη άλλων στοχαστών που είδαμε, όπως ο Carnap). Εδώ
μάλιστα, αν κάποιος υποστηρίξει πως ο Quine θεωρεί ότι όλες οι αλήθειες έχουν
εμπειρικό χαρακτήρα, τότε θα πρέπει αυτομάτως να δεχτεί πως μια τέτοια
σύλληψη γίνεται κάτω από μια καθαρά ολιστική προσέγγιση.
O Quine βασικά δεν αποδέχεται, αυτό που είχε θεωρηθεί πως είχε εκφράσει
ο John Stuart Mill, το ότι δηλαδή οι γνώσεις μας πάνω στις αλήθειες της
αριθμητικής για παράδειγμα, βασίζονται καθαρώς στην παρατήρηση. Η
αριθμητική και γενικότερα τα μαθηματικά, σύμφωνα με τον Quine, δεν έχουν
εμπειρικό χαρακτήρα υπό την εξής έννοια: "Τα μαθηματικά και η λογική
32

βασίζονται μονάχα έμμεσα στην παρατήρηση υπό το πρίσμα του ότι αυτές οι
συγκεκριμένες πτυχές μιας επιστημονικής θεωρίας στο χώρο των φυσικών
επιστημών, μπορούν όντως να διασταυρωθούν μέσα από την παρατήρηση και τα
πειραματικά δεδομένα. Εδώ μάλιστα θα μπορούσαμε να εξισώσουμε βασικά τον
εμπειρικό χαρακτήρα των μαθηματικών και της λογικής με τον μη εμπειρικό
χαρακτήρα της θεωρητικής φυσικής" (Quine, 1970: 100).
Το πρόβλημα κατά τον Quine, είναι το να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε τα
μαθηματικά σύμφωνα με το πλαίσιο του τρόπου σύλληψης του κόσμου και των
φαινομένων εκ μέρους ενός εμπειριστή. Το τελευταίο σημαίνει το να
ερμηνεύσουμε τον κόσμο των μαθηματικών με βάση την ιδέα ότι κάθε αληθινή
γνώση συνδέεται με την πρόγνωση της αισθητικής εμπειρίας. Όπως ήδη έχει
φανεί πιο πάνω, ο Quine επεξηγεί μια διάσταση αυτού του ζητήματος, λέγοντας
δηλαδή πως τα μαθηματικά μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως γνώση, όταν
χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του ολισμού. Κάτι τέτοιο άλλωστε παίζει κρίσιμο
ρόλο για μια επιστημονική θεωρία, η οποία εξεταζόμενη ολιστικά (ως σύνολο
επιμέρους στοιχείων και δεδομένων) χρησιμοποιείται επίσης και για την
επιβεβαίωση των εμπειριών μας.
Μια άλλη πολύ σημαντική και ιδιαίτερα κρίσιμη πτυχή αναφορικά με τα
μαθηματικά, είναι το ότι δεν λαμβάνονται υπόψη, όπως οποιοδήποτε άλλο είδος
γνώσης: εδώ με άλλα λόγια, τα όσα επιχειρούμε να υποστηρίξουμε μέσω των
μαθηματικών, επιβεβαιώνονται περισσότερο μέσω αποδείξεων παρά μέσω
πειραμάτων (Hylton, 2002: 22). Και όταν τέτοιου είδους επιχειρήματα έχουν
υποστηριχτεί και αποδειχτεί με επαρκή τρόπο, τότε δεν είναι τόσο εύκολο να
καταρρεύσουν, ακόμα μάλιστα κι αν τα πειραματικά μας δεδομένα, δείχνουν
κάτι άλλο. Η επιχειρηματολογία του ίδιου του Quine, σχετικά με την ισχύ μιας
τέτοιας θεώρησης, δεν βασίζεται τόσο πολύ στην ιδέα ότι τα μαθηματικά
παίζουν συνολικά σημαντικό ρόλο στις γνώσεις, όσο στη φύση και το παράλογο
μιας τέτοιας ιδέας.
Ταυτόχρονα, αυτό όλο το πλαίσιο ιδεών περί μαθηματικών, σημαίνει πως η
προσπάθειά μας να εγκαταλείψουμε ή να αλλάξουμε εκ θεμελίων τις
μαθηματικές θεωρίες που ακολουθούμε σήμερα, θα σήμαινε παράλληλα πως θα
έπρεπε να τροποποιήσουμε εκ θεμελίων και το όλο σύστημα των γνώσεών μας,
στο χώρο των φυσικών επιστημών. Αυτά όλα κάνουν τον Quine, να θεωρεί πως
τα μαθηματικά μαζί με τη λογική, καθώς διαφέρουν από οποιοδήποτε άλλο πεδίο
33

γνώσης, πρέπει να εκληφθούν ως κάτι το a priori. Επισημαίνει ο ίδιος ότι: "Το


λεξιλόγιο των μαθηματικών και της λογικής στην πραγματικότητα, καλύπτει όλα
τα πεδία των επιστημών και αυτό σημαίνει πως οι αλήθειες τους και οι τεχνικές
τους είναι συμβατές με όλα τα επιστημονικά πεδία. Αυτό το στοιχείο είναι δε,
που έχει κάνει τους ανθρώπους να θέσουν ορισμένα σαφή όρια μεταξύ της
λογικής και των μαθηματικών από τη μια μεριά και των υπόλοιπων τομέων της
επιστημονικής γνώσης" (Quine, 1970: 23).
Την ίδια στιγμή, ο Quine κρίνει ότι η χρήση της λογικής με σκοπό την
εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με το πλαίσιο των εμπειριών και
παρατηρήσεών μας, επίσης περιλαμβάνει και τις μαθηματικές έννοιες. Οι
τελευταίες εν προκειμένω λειτουργούν ως βοηθητικά στοιχεία κατά τη διάρκεια
των διαφόρων υποθέσεων που κάνουμε, με στόχο να κατασκευάσουμε θεωρίες
(Resnik, 2005: 415).
Πάντως, ο Quine σταδιακά κάπως σταμάτησε να δίνει τόση μεγάλη
βαρύτητα στο θέμα του ολισμού. Είναι χαρακτηριστικό πως επισημαίνει στο
κείμενό του με τίτλο "Word and Object", ότι: "αυτό το οικοδόμημα που
αποτελείται από διασυνδεδεμένες προτάσεις είναι στην ουσία ένα απλά
συνδεδεμένο οικοδόμημα, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα είδη προτάσεων και
που πραγματικά συνδέεται με ό, τι λέμε πάντα αναφορικά με τον κόσμο.
Τουλάχιστον για τις λογικές αλήθειες, και χωρίς αμφιβολία και πολλές άλλες
κοινές προτάσεις παράλληλα, είναι σχετικές με τα διάφορα θέματα και πεδία και
έτσι μας προσφέρουν ένα νέο πλαίσιο συνδέσεων. Την ίδια στιγμή ωστόσο, είναι
χαρακτηριστικό ότι μια μεσαίου μεγέθους θεωρία, μπορεί επίσης να εντάξει στο
εσωτερικό της όλες εκείνες τις συνδέσεις που μπορούν να επηρεάσουν τις
αντιλήψεις περί μιας δεδομένης πρότασης (Quine, 1962: 13). Εδώ επίσης, ο
Quine τονίζει ότι η εμπειρία στην πραγματικότητα θα πρέπει να θεωρηθεί ως
κάτι που στηρίζεται αποκλειστικά στο σώμα των διαφόρων ιδεών και
πεποιθήσεων.
Ο ίδιος δηλώνει χαρακτηριστικά τα εξής: "είναι μάταιο το να προσπαθούμε
να αναζητούμε κάποιο σύνορο ανάμεσα στις συνθετικές δηλώσεις, οι οποίες
βασίζονται εν πολλοίς στο πλαίσιο των παρατηρήσεων και τις αναλυτικές
δηλώσεις. Το κάθε είδος δήλωσης μπορεί να είναι πραγματικό, εφόσον από τη
μεριά μας επιφέρουμε ικανό αριθμό αλλαγών και προσαρμογών οπουδήποτε
εντός του συστήματος. Ακόμα και μια δήλωση, η οποία η οποία θεωρείται πως
34

εκφράζει σε γενικές γραμμές μια εμπειρία, μπορεί να θεωρηθεί αληθινή, ακόμα


κι αν αυτή η εμπειρία δεν θεωρείται 100% δεδομένη. Αυτό μπορεί να συμβαίνει,
επειδή για παράδειγμα, αυτό που καλούμε "εμπειρία" βασίζεται σε
ψευδαισθήσεις. Εν ολίγοις, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι καμιά
πρόταση στην ουσία δεν είναι ανεξάρτητη και άτρωτη από την διαδικασία της
αναθεώρησης" (Quine, 1951: 43).
Δεύτερον, είναι χαρακτηριστικό πως ενώ ο Quine κάνει λόγο τόσο για
αφηρημένα αντικείμενα και έννοιες και για το ότι είναι αδύνατον να τα
προσεγγίσουμε μέσω των αισθήσεών μας, όσο και για το ότι κάποιες από τις
πεποιθήσεις μας προέρχονται μέσα από την παρατήρηση και άλλες αντίστοιχα
ότι προκύπτουν από τη διαδικασία τη εξάσκησης της λογικής, εντούτοις όλα
αυτά δεν σημαίνουν πως ο ίδιος προβαίνει σε διαχωρισμούς μεταξύ όλων των
παραπάνω. Και μάλιστα, τα μαθηματικά, δεν θεωρούνται για τον Quine μια a
priori γνώση, παρ' όλο που φαίνεται να αναφέρονται και να έχουν στενή σχέση
με την άσκηση της λογικής.
Αυτό το στοιχείο την ίδια στιγμή καθορίζει και τον τρόπο, με τον οποίο ο εν
λόγω φιλόσοφος αντιλαμβάνεται το τί είναι ο νατουραλισμός. Λέει
χαρακτηριστικά ότι: "Ο νατουραλισμός αντικρίζει τη φυσική επιστήμη ως ένα
είδος απόδειξης για τον κόσμο της πραγματικότητας και ως κάτι που μπορεί να
είναι εσφαλμένο, αλλά και διορθώσιμο την ίδια στιγμή. Ταυτόχρονα όμως δεν
μπορεί να θεωρηθεί πως προσφέρει απαντήσεις σε κάποιο υπέρ - επιστημονικό
δικαστήριο και συγχρόνως δεν έχει ανάγκη για την οποιαδήποτε δικαιολόγηση
του πέρα από την παρατήρηση και την υποθετική μέθοδο" (Quine, 1981: 72).
Ο νατουραλισμός του Quine συνιστά πολύ βασική παράμετρο σε ό, τι
αφορά τις απόψεις του περί πραγματικότητας των μαθηματικών οντοτήτων. Ο
νατουραλισμός για τον Αμερικάνο φιλόσοφο είναι κάτι που υφίσταται μέσα στο
σώμα της επιστήμης. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δηλαδή και δεν μπορεί να
νοηθεί χωρίς αυτήν. Ο νατουραλισμός εδώ είναι συνυφασμένος με την ιδέα ότι η
πραγματικότητα είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρίσουμε και μετά να
περιγράψουμε (Quine, 1981: 21).
Επιπρόσθετα, εκείνα τα ίδια μοτίβα εντός αυτών των πλαισίων κατανόησης
του νατουραλισμού και που ωθούν τους επιστήμονες να αναζητούν ακόμα πιο
απλές και πιο ξεκάθαρες θεωρίες που να είναι συναφείς με αντικείμενα, τα οποία
αφορούν τους ποικίλους και διάφορους επιστημονικούς κλάδους, είναι μοτίβα
35

απλοποίησης και επεξήγησης ενός ευρύτερου πλαισίου που αφορά στην


πραγματικότητα όλο το φάσμα των επιστημών. Η αναζήτηση ενός πιο απλού και
ξεκάθαρου συνολικού πλαισίου επισημάνσεων βάσει των οποίων προκύπτουν οι
διάφοροι επιστημονικοί κανόνες και νόμοι, είναι κάτι που δεν πρέπει να
διαχωριστεί από την αναζήτηση για τις υπέρτατες κατηγορίες (Quine, 1960:
161).
Εδώ ταυτόχρονα θα μπορούσε κάποιος να κάνει λόγο και για το λεγόμενο
επιχείρημα αναγκαιότητας που τονίζει συχνά μες στα έργα του ο Quine. Θεωρεί
εν προκειμένω δηλαδή ότι τα μαθηματικά πρέπει να θεωρηθούν αναγκαία και
απαραίτητα εκ των προτέρων για όλες τις φυσικές επιστήμες και αν θέλουμε να
πιστέψουμε στην πραγματικότητα των φαινομένων και πραγμάτων του κόσμου
που μας περιβάλλει, θα πρέπει να πιστέψουμε επίσης και στην πραγματικότητα
όλων εκείνων των οντοτήτων που απαιτούνται για αυτήν την περιγραφή. Εδώ
προκύπτει η περίπτωση ενός καθαρά φυσιοκρατικού επιχειρήματος. Το ζήτημα
που προκύπτει βέβαια εδώ αυτομάτως είναι το εξής: εφόσον υφίσταται αυτός
καθαυτός ο κόσμος των μαθηματικών οντοτήτων πώς μπορούμε κατά προέκταση
να τον προσεγγίσουμε; Πώς μπορούμε να τον αντιληφθούμε;
Στο σημείο αυτό των τω μεταξύ, κρίνουμε σκόπιμη την αναφορά στις
θέσεις του Quine σχετικά με το θέμα σύνδεσης ανάμεσο στο σημαινόμενο και τα
σύμβολα που εκπροσωπούν το πρώτο. Μια τέτοια περίπτωση άλλωστε είναι και
αυτή που αφορά τις θεωρίες της επιστήμης (και κατά προέκταση και τα φυσικά
πράγματα και φαινόμενα που περιγράφονται με βάση αυτές τις θεωρίες) και τις
μαθηματικές έννοιες που χρησιμεύουν για την περιγραφή και Στο έργο του Word
and Meaning, ο Quine υποβάλλει σε κριτική τις παραδοσιακές έννοιες του
νοήματος και της συνωνυμίας. Ο Quine αντιλαμβάνεται το πρόβλημα του
νοήματος ως πρόβλημα μετάφρασης και βάλλει ευθέως κατά του πλατωνικού
μοντέλου της γλώσσας στις διάφορες εκδοχές του (από τον Πλάτωνα ως τον
Frege και τον Husserl), το οποίο αξιώνει απόλυτα κριτήρια συνωνυμίας για τη
μετάφραση. Η μετάφραση δηλαδή εκλαμβάνεται ως μια διαδικασία απεικόνισης
με την πλατωνική σημασία, ως απεικόνιση δηλαδή του ίδιου αρχετύπου (της
ιδέας) σε διαφορετικό φωνητικό υλικό. Οι ιδέες (τα νοήματα) λειτουργούν εν
προκειμένω ως απόλυτα κριτήρια συνωνυμίας.
Ο Quine θεωρεί την έννοια της συνωνυμίας ως πλασματική και διατείνεται
ότι παραμένει απροσδιόριστο με ποια έννοια διαφορετικά σημεία πρέπει να είναι
36

συνώνυμα ή ακόμη με ποια έννοια το ίδιο σημείο σε διαφορετικές χρονικές


στιγμές χρήσης του πρέπει να έχει το ίδιο νόημα (απροσδιοριστία του νοήματος
ή της μετάφρασης). Δύο γλωσσολόγοι, π.χ., που εργάζονται ανεξάρτητα ο ένας
από τον άλλον μπορούν να συντάξουν δύο διαφορετικά μεταφραστικά εγχειρίδια
για μια ξένη γλώσσα, τα οποία να εναρμονίζονται με τη γλωσσική συμπεριφορά
όλων των ομιλητών χωρίς ωστόσο να μπορούμε να πούμε ποιο από τα δύο είναι
το ορθό. Η κριτική του Quine στρέφεται ενάντια στο ιδεώδες της καθολικής
γλώσσας στις διάφορες εκδοχές του από τον Leibniz ως τον Chomsky.
Η θέση της απροσδιοριστίας του νοήματος έχει συνέπειες και για τη θεωρία
της αναφοράς. Ο Quine δεν υιοθετεί τη διάκριση του Frege μεταξύ νοήματος και
αναφοράς (δύο όροι δηλαδή μπορούν να έχουν την ίδια αναφορά, «αυγερινός -
αποσπερίτης», αλλά διαφορετικό νόημα), υποστηρίζει ωστόσο ότι όχι μόνο το
νόημα είναι απροσδιόριστο αλλά και η αναφορά. Ο τρόπος δηλαδή που μιλάμε
για τα αντικείμενα εξαρτάται από το γλωσσικό μας σύστημα. Όπως δεν υπάρχει
αιώνιο βασίλειο νοημάτων, έτσι δεν υπάρχει και ένα αιώνιο βασίλειο
αντικειμένων. Οι θεωρίες μας (η γλώσσα) ορίζουν την οντολογία μας
(οντολογική σχετικότητα). Είμαστε εγκλωβισμένοι στη γλώσσα μας και στο
εννοιολογικό σύστημα που συνυφαίνεται με αυτήν.
Αυτό το οποίο καθιστά πραγματικά μια πρόταση , πρότασης μέσω της
οποίας μπορούμε να πούμε πως αφενός μεν παρατηρούμε κάτι και αφετέρου το
περιγράφουμε, δεν είναι το είδος του γεγονότος, φαινομένου και αντικειμένου
που καλείται να περιγράψει αυτή η πρόταση, αλλά το πώς το περιγράφει. Έτσι,
όπως επισημαίνει ο Quine στο έργο του The Web of Belief, "Μπορεί, για
παράδειγμα, να δω τον πρύτανη του Πανεπιστημίου να ταχυδρομεί μια κάρτα
στην κόρη του που είναι στο Βέλγιο. Αυτό όμως, ακόμα και αν έχει συμβεί,
ασχέτως του αν το αναφέρω ως κάτι που όντως συνέβη, δεν έχει καμιά σημασία.
Αν από την άλλη μεριά όμως, πω ότι είδα έναν κοντό άνθρωπο, με χοντρό και
στρογγυλό πρόσωπο, με γκρίζο μουστάκι, με καπέλο και με γυαλάκια, να βάζει
έναν λεπτό, άσπρο αντικείμενο, φτιαγμένο από χαρτί μέσα σε ένα ταχυδρομικό
κάδο, τότε αυτό συνιστά πρόταση συνυφασμένη άρρηκτα με την έννοια της
παρατήρησης (Quine & Ullian, 1978: 23).
Με άλλα λόγια η πρόταση που στηρίζεται στην παρατήρηση είναι κάτι που
αναφέρεται σε ένα γεγονός ή αντικείμενο για το οποίο υφίσταται η αναφορά και
άλλων μαρτύρων. Εν τω μεταξύ, οι προτάσεις αυτές συνήθως αφορούν υλικές
37

καταστάσεις και σώματα που υφίστανται εντός του κόσμου και της φύσης που
μας περιβάλλει. Γι' αυτό το λόγο παράλληλα, αυτός που μαθαίνει μια γλώσσα, κι
εδώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Quine εντάσσει και την γλώσσα των
μαθηματικών, πρέπει να μάθει να παρατηρεί άμεσα τη σχετική κατάσταση (αυτό
δηλαδή που αναφέρθηκε πιο πάνω σχετικά με το ότι αυτού του είδους οι
προτάσεις εκφράζουν χειροπιαστά και αισθητά πράγματα), λαμβάνοντας εδώ
υπόψη του και τις ήδη υφιστάμενες εμπειρίες ως προς τον τρόπο χρήσης της
γλώσσας στο επίπεδο των περιγραφικών δεδομένων.
Την ίδια στιγμή, αναφορικά με το όλο ζήτημα της σύνδεσης του
φυσικαλισμού, όπως αυτό νοείται και εκφράζεται από τον Quine, με την έννοια
του ολισμού που είδαμε λίγο πιο πάνω, θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει πως
ένα ενδεικτικό παράδειγμα (κατά τη γνώμη μας) είναι η αναφορά ως προς τον
ολισμό σε σχέση με τον κόσμο της κβαντικής φυσικής. Στην περίπτωση της
τελευταίας είναι ενδεικτικό πως έχουμε την εφαρμογή εν πολλοίς μαθηματικών
δεδομένων και εννοιών με γνώμονα την ανάδειξη και περιγραφή θεωριών, οι
οποίες δεν είναι πάντα εφικτό να καταστούν κατανοητές από το πλαίσιο των
αισθήσεών μας. Η αναφορά της σύνδεσης αυτής (με άλλα λόγια, αυτής μεταξύ
ολισμού και κβαντικής φυσικής) μπορεί να θεωρηθεί την ίδια στιγμή, ότι είναι
ένα εργαλείο μέσα από το οποίο είναι παράλληλα εφικτή η ανάδειξη της
εφαρμογή των αρχών του φυσικαλισμού στο χώρο των φυσικών επιστημών εν
γένει.
Η κβαντική μηχανική, όπως είναι γνωστό εν γένει, εκλαμβάνει τα
ηλεκτρόνια και διάοφρα άλλα σωματίδια της ύλης, ως δομικά υλικά στα οποία
βασίζεται η ύλη και τα οποία παράλληλα μπορούν και καθορίζουν τις ιδιότητές
της. Την ίδια στιγμή, αυτά όλα τα σωματίδια έχουν την ιδιότητα του ότι
δημιουργούνται αλλά και του ότι στην πορεία μπορεί να καταστραφούν. Αν
κοιτάξουμε για μια θεωρία, η οποία να ασχολείται με αυτή τη διάσταση της
ύλης, θα πρέπει να εισχωρήσουμε βαθύτερα σε αυτό το πεδίο και να
ασχοληθούμε παράλληλα με αυτό που ονομάζεται θεωρία του κβαντικού πεδίου.
Η τελευταία θεωρείται πολύ πιο σημαντική σε σύγκριση με την ίδια την
κβαντική μηχανική. Και όταν επιχειρούμε να συνδυάσουμε αυτό το πεδίο
γνώσης και έρευνας με το φυσικαλισμό, έχουμε κατά κύριο λόγο στο νου μας,
την περίπτωση της θεωρίας του κβαντικού πεδίου.
38

Μάλιστα η διαδικασία της μετάβασης από την κβαντική μηχανική στην


προαναφερόμενη θεωρία συνδέεται την ίδια στιγμή και με το θέμα του ολισμού.
Η κβαντική φυσική από τη μια μεριά, έχει την αρχή της στις πλέον βασικές
αρχές της φυσικής. Ορισμένες από αυτές τις αρχές στην πορεία καθίστανται
ακόμα πιο ειδικευμένες, όταν λαμβάνονται υπόψη ως σύνολο, όλα τα στοιχεία
της κβαντικής φυσικής. Αντίθετα, στην περίπτωση της οντολογίας της θεωρίας
περί κβαντικών πεδίων, καταλήγουμε σε ένα σύστημα ακόμα πιο ολιστικό, αν
αναλογιστεί κάποιος ότι εξαρχής όλα τα στοιχεία και οι επιμέρους θεωρίες
λαμβάνονται πάντα υπόψη.
Εδώ είναι ενδεικτικά, προκειμένου κάποοιος να μπορέσει να αντιληφθεί
πλήρως τη σύνδεση με το φυσικαλισμό, αυτά που επισημαίνει στο έργο του ο
David Lewis που επισημαίνει ότι "ο φυσικαλισμός είναι εκείνο το δόγμα, στα
πλαίσια του οποίου τα πάντα εντός του κόσμου και της φύσης θεωρούνται
αναπόσπαστα τμήματα ενός συνόλου. Αυτό για παράδειγμα ισχύει στην
γεωμετρία. Εδώ έχουμε την ανάπτυξη αναρίθμητών σχημάτων ως συνδυασμών
γραμμών και καμπυλών που συνδέουν αναρίθμητα σημεία μέσα στο χώρο.
Καθένα από αυτά τα σημεία, μπορεί μεν να θεωρηθεί ξεχωριστό, την ίδια στιγμή
ωστόσο, όλα τους όσα και να είναι, εκλαμβάνονται ως αναπόσπαστα τμήματα
αυτού που γενικότερα καλούμε γεωμετρία στο χώρο των μαθηματικών (Lewis,
1986: 10).
Από τη μια μεριά, στα πλαίσια αυτού του φυσικαλισμού, ο κόσμος δεν
παύει να θεωρείται το αποτέλεσμα του συνδυασμού και της σύνθεσης τμημάτων,
εκ των οποίων το καθένα μπορεί να θεωρηθεί πως έχει τις δικές του ιδιαίτερες
ιδιότητες. Ταυτόχρονα όμως, κανένα από αυτά όλα τα τμήματα δεν περισσεύει
στο πλαίσιο της θεώρησης του σύμπαντος κόσμου και της φύσης με βάση τον
ολισμό.
Εδώ άλλωστε προκύπτει και ένα είδος αναφοράς σε αυτό που αποκλήθηκε
υπέρ - ενότητα του Χιουμ (ο οποίος είχε κάνει λόγο για ένα είδος ενότητας των
πάντων μες στον κόσμο και τη φύση) και το οποίο συνιστά ένα από τα κυρίαρχα
θεμέλια του φυσικαλισμού εν γένει (με σημαντικές προεκτάσεις και στο χώρο
των Μαθηματικών). Στα πλέον βασικά και θεμελιώδη του στοιχεία, ο κόσμος
είναι διαχωρισμένος σε επιμέρους ύλες, αλλά ταυτόχρονα καθεμιά από αυτές
είναι απόλυτα ενταγμένη και εξαρτημένη από ένα γενικό πλάνο (όπως θα
μπορούσαμε να πούμε) το οποίο χαρακτηρίζει τα λεγόμενα παγκόσμια στοιχεία
39

και χαρακτηριστικά του κόσμου και τα οποία διακρίνουν κατά προέκταση και το
χώρο των φυσικών επιστημών.
Ο ολισμός που θεωρείται εδώ πως ισχύει όσον αφορά τη κβαντική φυσική
και μηχανική έχει ως αποτέλεσμα τα εξής αναφορικά με τον τρόπο θέασης του
κόσμου και των ποικίλων φυσικών φαινομένων που υφίστανται εντός του: ότι
ακόμα και αφηρημένες έννοιες, όπως τα μαθηματικά, οι εξισώσεις, οι
μαθηματικοί τύποι, οι αριθμοί, τα κλάσματα, τα διάφορα γεωμετρικά σχήματα
κ.λ.π., συνιστούν εν τέλη ένα είδος αναπόσπαστου στοιχείου (από τη στιγμή
άλλωστε που τα χρησιμοποιούμε με γνώμονα την ανάλυση των θεωριών
εκείνων, οι οποίες με τη σειρά τους εξηγούν φυσικά φαινόμενα, τα οποία
υπάρχουν και χαρακτηρίζουν τον ίδιο τον κόσμο.

4. Η σκέψη του Hillary Putnam επί του θέματος


Ο Hillary Putnam γενικότερα φαίνεται ότι κινείται στο ίδιο πλαίσιο με τον
Quine σε ό, τι αφορά το θέμα του φυσικαλισμού και της εφαρμογής των
κατηγοριών που σχετίζονται με έννοιες, όπως εκείνες των μαθηματικών στο
πεδίο της επιστήμης και της προσπάθειας για τη σύλληψη και περιγραφή του
κόσμου και των ποικίλων του στοιχείων που μας περιβάλλουν. Ο Putnam
αποτελεί μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες στο χώρο της φιλοσοφίας των
μαθηματικών, από τη δεκαετία του 1960 και μάλιστα είναι ενδεικτική η
πρακτική και η τακτική του στο πλαίσιο της εκ μέρους του προσπάθειας για
απόδειξη των θεωριών του: σε ένα αρχικό στάδιο δηλαδή αποδέχεται και τις
αντίθετες θέσεις και απόψεις, εισερχόμενος παράλληλα όμως σε έναν διάλογο
μαζί τους (King, J.P., 2004: 170).
Μέσα από αυτή τη διαλογική διαδικασία αντίστοιχα επιχειρεί (όπως γίνεται
σαφές μέσω διαφόρων κειμένων του για παράδειγμα) να αναιρέσει τις απόψεις
φιλοσόφων που κινούνται σε πλαίσια διαφορετικά από εκείνα, με βάση τα ποία ο
ίδιος επί δεκαετίες έχει συγκροτήσει το δικό του φιλοσοφικό σύστημα
αναφορικά με τα μαθηματικά. Αυτό το τελευταίο όμως, τον κατέστησε στόχο
επικρίσεων αναφορικά με το ότι συχνά έχει την τάση να αλλάζει τις θέσεις του
στα διάφορα θέματα και πεδία των φιλοσοφικών του ενασχολήσεων και
στοχασμών (Ritchie, J., 2002: 34).
Στο πεδίο της φιλοσοφίας των μαθηματικών και όπως άλλωστε ήδη έχει
τονιστεί και πιο πάνω, ο Hillary Putnam, μαζί με τον δάσκαλό και μέντορά του,
40

συνέβαλαν από κοινού στη διατύπωση της θεωρίας περί αναγκαιότητας (για την
οποία ήδη έχουν παρατεθεί αρκετά στοιχεία πιο πάνω). Το θεώρημα έχει σχέση
με την ιδέα περί μαθηματικού ρεαλισμού και είναι χαρακτηριστικό ότι από τη
μεριά του ο Stephen Yablo, το θεωρεί ως μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις
στο χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών, ως προς το θέμα της αποδοχής των
αφηρημένων, μαθηματικών εννοιών, ως πραγματικών και φυσικών οντοτήτων
(Yablo, S., 1998).
Για να θυμηθούμε και πάλι λίγο τη βασικότατη αυτή θεωρία περί
αναγκαιότητας υπενθυμίζουμε ότι: Το όλο σκεπτικό της συγκεκριμένης θεωρίας,
έτσι όπως την διατύπωσαν και δόμησαν από κοινού ο Quine με τον Putnam
κινείται πάνω στους εξής άξονες: Καταρχάς, κάποιος οφείλει να είναι
οντολογικά δεσμευμένος έναντι όλων εκείνων των οντοτήτων που κρίνονται ως
αναγκαίες και απαραίτητες για τις σημαντικότερες επιστημονικές θεωρίες, με τις
οποίες επεξηγούνται βασικές διαστάσεις και καταστάσεις του κόσμου που μας
περιβάλλει. Την ίδια στιγμή (σε ένα δεύτερο επίπεδο στα πλαίσια της θεωρίας) οι
μαθηματικές οντότητες θα πρέπει να θεωρηθούν απαραίτητες για αυτές τις
βασικές και θεμελιώδεις επιστημονικές θεωρίες. Άρα κάποιος εν γένει οφείλει να
είναι οντολογικά δεσμευμένος έναντι και των μαθηματικών οντοτήτων (Putnam.
H., 1975).
Στην πραγματικότητα, μαζί με τον Quine, ο Putnam είχε αντιμετωπίσει τις
περισσότερες δυσκολίες στο να αποδείξει το πρώτο σκέλος του συλλογισμού της
εν λόγω θεωρίας. Αυτό με άλλα λόγια, που συνδεόταν με το θέμα της
οντολογικής δέσμευσης έναντι οντοτήτων και στοιχείων που συνδέονται με τις
βασικότερες και πλέον σημαντικές επιστημονικές θεωρίες (με τις οποίες, όπως
είπαμε, επεξηγούνται τα φυσικά φαινόμενα που μας περιτριγυρίζουν). Όπως είχε
συμβεί με τον Quine, έτσι και ο Putnam εδώ καταφεύγει στο νατουραλισμό,
προκειμένου να δικαιολογήσει την κίνηση του αποκλεισμού όλων των μη
επιστημονικών οντοτήτων και τη συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας
μονάχα ορισμένων συγκεκριμένων περιπτώσεων (όπως αυτές των αφηρημένων
μαθηματικών εννοιών). Ταυτόχρονα, η αποδοχή των μαθηματικών εννοιών σε
ένα τέτοιο σχήμα, επιβάλλεται και στη σκέψη του Putnam, με τη βοήθεια του
ολισμού. Στο πλαίσιο του τελευταίου, οι ποικίλες επιστημονικές θεωρίες
αποδεικνύονται και θεμελιώνονται όχι αποσπασματικά αλλά ως σύνολα.
41

Ο ίδιος ο Putnam είναι της άποψης πως είμαστε εξουσιοδοτημένοι κανονικά


να κάνουμε λόγο για συμπερίληψη και αποδοχή των ποικίλων οντοτήτων (ακόμα
και αν μας φαίνονται ότι είναι αφηρημένες ιδέες) ως φυσικών, από τη στιγμή που
τέτοιες οντότητες είναι ταυτόχρονα και βασικά δομικά στοιχεία για καλά
θεμελιωμένες επιστημονικές θεωρίες που μάλιστα έχουν αποδειχτεί χάρη σε
αυτές ακριβώς τις έννοιες. Μια τέτοια θεώρηση, σύμφωνα με τον ίδιο τον
Putnam άλλωστε, μπορεί να βάλει σε δύσκολη θέση, το νομιναλιστή, ο οποίος
από τη μια μεριά μεν μπορεί να αρνείται την ύπαρξη των γεωμετρικών
σχημάτων ή της μη - Ευκλείδιας Γεωμετρίας, αλλά από την άλλη αποδέχεται την
ύπαρξη επί παραδείγματι των κουάρκς ή άλλων μη ανιχνεύσιμων σωματιδίων
της κβαντικής φυσικής (Putnam. H., 1975).
Όλα αυτά έχουν να κάνουν βεβαίως και με την βαθιά πεποίθηση του ίδιου
του Putnam πως εν τέλει υπάρχει κάτι το απόλυτο στο χώρο των φυσικών
επιστημών που παράλληλα όμως ο Αμερικάνος φιλόσοφος θεωρεί ότι
συνδυάζεται με την σπουδαιότητα περί ηθικής σε ό, τι αφορά τα ανθρώπινα
όντα. Αυτό ήταν και το πρωτοποριακό στοιχείο άλλωστε που επέφερε ο Hillary
Putnam στο χώρο της σύγχρονης φιλοσοφίας. Ήταν με άλλα λόγια, η
προσπάθεια για το συνδυασμό της επιστημονικής εικόνας που έχουμε για τον
κόσμο με την έννοια της ηθικής, όπως γίνεται αντιληπτή στον κόσμο των
ανθρώπων. Αυτό το στοιχείο μάλιστα, αποτελεί και την κυρίαρχη θέση που
διατρέχει ορισμένα από τα τελευταία έργα του Putnam, όπως το Philosophy in an
age of Science: Physics, Mathematics and Skepticism.
Εδώ μάλιστα, ο συγγραφέας επισημαίνει, ότι όπως ανέκαθεν είχε απορρίψει
τις αιτιάσεις των υποστηρικτών του μεταφυσικού ρεαλισμού, παρόμοια δεν είχε
υιοθετήσει πλήρως και την ιδέα του επιστημονικού ρεαλισμού (Putnam, 2012:
92). Και είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι εκείνοι που είχαν επιχειρήσει να
ακολουθήσουν τη σκέψη του και στο χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών,
γνώριζαν ότι ποτέ δεν υιοθέτησε τον επιστημονικό ρεαλισμό απόλυτα. Κατά τη
διάρκεια της προσωπικής του μεταστροφής κυρίως προς τον πραγματιστικό και
τον εσωτερικό ρεαλισμό, ο Putnam, είχε συγγράψει ένα κείμενο, στο οποίο
ακόμα βέβαια εν μέρει φαίνεται πως υιοθετεί πλευρές του επιστημονικού
ρεαλισμού. Αυτή η υιοθέτηση όμως γίνεται εν είδει αποστασιοποίησης από τον
ματεριαλισμό και τον μεταφυσικό ρεαλισμό.
42

Ας σημειωθεί πως ακόμα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (εποχής κατά
την οποία είχε λάβει χώρα η προαναφερόμενη μεταστροφή του Putnam προς τον
εσωτερικό και τον πραγματιστικό ρεαλισμό) ο επιστημονικός ρεαλισμός
βλέπουμε, ότι έχει μέσα στα κείμενα του Putnam τη σημασία που του απέδιδε ο
τελευταίος κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Είναι δηλαδή κάτι με το
οποίο αφενός μεν ασκείται σκληρή κριτική προς ό, τι έχει σχέση με τον
επιστημονικό αντί - ρεαλισμό και αφετέρου δίνει βαρύτητα στις εξής θέσεις: οι
θεωρητικού χαρακτήρα οντότητες υφίστανται, πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία
και επίσης οι θεωρητικοί όροι, οι οποίοι συναντώνται σε ξεχωριστές
επιστημονικές θεωρίες, μπορούν να αναφέρονται σε αυτές τις ίδιες οντότητες
(και γι' αυτό το λόγο παράλληλα υφίσταται μια συνέχεια αναφορών κατά τη
διάρκεια αλλαγών από τη μία θεωρία στην άλλη). Την ίδια στιγμή, ο
επιστημονικός ρεαλισμός δίνει βαρύτητα και στο ότι οι επιστημονικές δηλώσεις
πρέπει να είναι και είναι πραγματικές, ενώ υφίσταται και το στοιχείο της
σύγκλισης ως προς την επιστημονική εικόνα που έχουμε για τον κόσμο.
Πέραν από τα παραπάνω, ο Putnam διαχρονικά θεωρεί πως η διαδικασία
της επιβεβαίωσης στο χώρο των επιστημών, μπορεί να υπερισχύσει της
διαδικασίας του φικτιοναλισμού, ο οποίος είναι το κυρίαρχο στοιχείο της
περίπτωσης του αντί - ρεαλισμού, πάντα στο χώρο της φιλοσοφίας των φυσικών
επιστημών. Αυτό ισχύει κατά τη γνώμη του επειδή έτσι ο άνθρωπος μπορεί να
αποκτήσει μια εύκολη και ξεκάθαρη διέξοδο από το πλέγμα που δημιουργεί η
διαδικασία του σκεπτικισμού. Με βάση τον τελευταίο, όπως θεωρεί ο Putnam,
είναι σα να βρισκόμαστε όλοι στην πραγματικότητα, κάτι σαν εγκέφαλοι που
βρίσκονται μέσα σε έναν θάλαμο και για τους οποίους τα συναισθήματα, η ζωή
και οι εικόνες που έχουμε στην καθημερινότητά μας, δεν είναι τίποτα παραπάνω,
από τα ερεθίσματα που στέλνει στους εγκεφάλους μας ένας υποτιθέμενος
επιστήμονας εντός του υποθετικού αυτού εργαστηρίου. Εδώ με άλλα λόγια,
έχουμε ένα πλαίσιο ψευδο - υποθέσεων που δεν έχουν σχέση με τον
επιστημονικό ρεαλισμό, ο οποίος εκφράζεται και από τις μαθηματικές έννοιες
και που δεν μας οδηγούν πουθενά εν τέλει.
Γενικότερα, ο Putnam για καιρό εξαπέλυσε μια πλήρη επίθεση ενάντια σε
αυτό που αποκαλούσε μεταφυσικό ρεαλισμό. Ο τελευταίος συνδέεται με το
σκεπτικό περί "πιθανότητας της απόκλισης". Εδώ με άλλα λόγια, εφόσον
αποδίδεται αλήθεια σε μια επιστημονική θεωρία, αυτό αυτομάτως εκλαμβάνεται
43

ως ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό, το οποίο καταδεικνύει επίσης, πως η θεωρία


αυτή μπορεί να αποδειχτεί μέσα από τα αντίστοιχα βιώματά μας μέσα στη φύση
και τον κόσμο (η θεωρία της βαρύτητας για παράδειγμα). Αυτό με τη σειρά του
όμως, μπορεί να μας οδηγήσει και στο συμπέρασμα, ότι τελικά μια θεωρία που
έχει γίνει αποδεκτή και που έχει επιβεβαιωθεί, λογικά μπορεί και να μην ισχύει,
επειδή ο ίδιος ο κόσμος και η φύση εν τέλει δεν προσαρμόζεται σε αυτήν.
Μάλιστα μια τέτοια άποψη εκ μέρους του Putnam, φαινόταν να δημιουργεί
την αίσθηση πως ο κόσμος που μας περιβάλλει, υπάρχει ανεξάρτητα, από
θεωρίες, επιστημονικές νόρμες και πρακτικές και ποικίλα θεωρήματα και
επιστημονικά θέσφατα. Το κύριο επιχείρημα του Putnam ενάντια στην
περίπτωση του μεταφυσικού ρεαλισμού, σκόπευε στο να καταδείξει ότι
υποστηρίζοντας τέτοιου είδους πιθανότητες, οδηγούμαστε σε ένα είδος
παραλόγου. Και καθώς έτσι, θεωρήθηκε πως ο μεταφυσικός ρεαλισμός
μπορούσε να καταρρεύσει θα μπορούσε στη θέση του να προκύψει η δύναμη της
διαδικασίας της επαλήθευσης στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών.
Η τελευταία πάντως, όπως από παλιά είχε αναδειχθεί στο έργο του Putnam
Philosophy in an Age of Science, είναι σαφές πως από μόνη της θεωρείται κάτι
που δεν έχει συνοχή. Αυτό το τελευταίο άλλωστε δεν το είχαν αμφισβητήσει
ποτέ ούτε όσοι άσκησαν κριτική στον Putnam, αλλά ούτε και αυτός ο ίδιος
(Putnam, 2012: 78). Αν, όπως επισημαίνει ο μεγάλος Αμερικάνος φιλόσοφος,
κάτι αποδεικνύεται πως είναι σωστό, μέσω της διαδικασίας της επαλήθευσης που
αναφέρθηκε πιο πάνω, τότε είναι δυνατόν από την άλλη μεριά, να καταλήξουμε
στο λεγόμενο σολιψισμό. Κάνοντας λόγο για τον τελευταίο, έχουμε εδώ μια
φιλοσοφική ιδέα, βάσει της οποίας, το μόνο σίγουρο πράγμα στον κόσμο, θα
λέγαμε, ότι είναι το μυαλό μας. Όλα όσα βρίσκονται πέρα του νου μας, είναι
στην πραγματικότητα περιβεβλημένα με μια δόση αβεβαιότητας. Εδώ μάλιστα
υπάρχει η υπόθεση πως τόσο ο εξωτερικός κόσμος που μας περιβάλλει, όσο και
άλλοι νόες και σκέψεις, στην πραγματικότητα μπορεί καν να μην υφίστανται.
Ο σολιψισμός συνίσταται στην άποψη ότι, όσα βλέπουμε, ακούμε ή καθ'
οιονδήποτε τρόπον αισθανόμαστε, είναι τελείως ανύπαρκτα, όσο και αυτά που
βλέπουμε στον ύπνο μας. Η ίδια η σωματική μας υπόσταση είναι φαντασίωση.
Υπάρχει μόνον ένα όραμα ή όνειρο, εμείς είμαστε αυτό το όνειρο ακριβώς. Για
την ακρίβεια, το «εμείς» είναι από την άποψη του σολιψισμού καταχρηστικό.
Υπάρχει μόνο ένα άτομο, δηλαδή ο αναγνώστης του παρόντος. Συνήθως οι
44

άνθρωποι θεωρούν τον σολιψισμό τόσο παράλογο ή απειλητικό, που προτιμούν


να μην καταλάβουν περί τίνος πρόκειται - και όντως δεν καταλαβαίνουν. Είναι
μια κατανοητή αντίδραση, διότι δογματικώς κατανοητός ο σολιψισμός κάνει τον
άνθρωπο ακατάλληλο για επιβίωση σ' αυτόν τον κόσμο - ή πάντως προκύπτει
αυτός ο φόβος. Αλλά πρέπει να δεχτούμε ότι από όλες τις γνωσιολογικές θεωρίες
την ισχυρότερη θεμελίωση έχει ο σολιψισμός.
Σε παλαιότερες εποχές μάλιστα, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος ο Putnam,
είχε επιχειρήσει να μειώσει την τάση τονισμού του σολιψισμού (που αναφυόταν
μέσα από τη σκέψη του) με το να συνδέσει, όσο ήταν εφικτό την θεωρία περί
επαλήθευσης με το πλαίσιο των "ιδεωδών επιστημολογικών καταστάσεων". Στην
πορεία όμως αναγνώρισε πως αυτό το πλαίσιο είτε θα πρέπει να νοηθεί εκτός του
πλαισίου της ιδέας περί επαλήθευσης ή διαφορετικά, η τελευταία θα καταντούσε
εργαλείο του προαναφερόμενου σολιψισμού.
Τα παραπάνω αυτομάτως βέβαια μας οδηγούν στο εξής ερώτημα. Είναι
τελικά η ιδέα περί μεταφυσικού ρεαλισμού κάτι που όντως μπορεί να ισχύει;
Εδώ ο Putnam κρίνει πως η ερώτηση είναι "και ναι και όχι" (Putnam, 2012: 101).
Εδώ από τη μια, ο ίδιος κρίνει πως όντως μπορεί να υφίστανται αλήθειες που
όντως έγκεινται υπεράνω της διαδικασίας της επαλήθευσης (δεν χρειάζεται
δηλαδή καν να επιβεβαιωθούν) και αλήθειες που δεν εξαρτώνται από το αν και
κατά πόσο οι άνθρωποι ή οποιοδήποτε άλλο έλλογο ον μπορούν να τις
επιβεβαιώσουν. Εδώ όμως, ο Putnam, επισημαίνει ότι ο μεταφυσικός ρεαλισμός
πραγματικά φαίνεται να δίνει βαρύτητα στο ότι υπάρχει μονάχα μια αληθοφανής
περιγραφή περί κόσμου. Απέναντι σε αυτή την αίσθηση του απόλυτου, ο
Putnam, αντιπαραθέτει τον σκεπτικισμό του. Ο τελευταίος στηρίζεται στην
πεποίθηση πως μπορεί να υφίστανται παράλληλα, πολλές ισότιμες μεταξύ τους
περιγραφές και αναπαραστάσεις περί κόσμου. Όμως ο Putnam εν προκειμένω σε
αυτό το σημείο δεν είναι περισσότερο ακριβής, απ' όσο θα περίμενε κάποιος.
Θεωρείται πάντως πως σε έργα του, όπως το Philosophy in an age of
Science: Physics, Mathematics and Skepticism, ο Putnam φαίνεται να φλερτάρει
με τη διάκριση μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού που κάνει ο γερμανικής
καταγωγής φιλόσοφος Carnap από τη μεριά του. Αυτή η διάκριση υποτίθεται
πως προορίζεται όσον αφορά την περίπτωση ερωτημάτων μεταφυσικού
χαρακτήρα, όπως: υπάρχουν σημεία του χώρου και του χρόνου που να μπορούν
να σταθούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ή υφίστανται στο πλαίσιο
45

ευρύτερων σχηματισμών; Υπό αυτό το πρίσμα, ο Putnam θεωρεί ως βέβαιο, πως


από τη στιγμή που προκύπτουν και επικρατούν στη σκέψη της επιστημονικής
κοινότητας συγκεκριμένοι τρόποι οπτικής του κόσμου και των διαφόρων
φαινομένων που υφίστανται εντός του, τόσο γρηγορότερα και άμεσα επίσης
αποκτούν υπόσταση και οι διάφορες σημαντικές ερωτήσεις οντολογικού
χαρακτήρα (Putnam, 2012: 58).
Ο Putnam γενικότερα και σε κάθε περίπτωση, κατά τα τελευταία αυτά
χρόνια, σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες, έχει την τάση πια να θέτει τις
απόψεις του περί σχετικότητας και σκεπτικισμού, αναφορικά με τη σύλληψη του
κόσμου που μας περιβάλλει (και των διαφόρων εννοιών που τον περιγράφουν,
όπως τα μαθηματικά) στην υπηρεσία του μεταφυσικού ρεαλισμού. Η αποδοχή
περί πολλών, ανεξάρτητων μεταξύ τους αλλά ταυτόχρονα ισότιμων μεταξύ τους
περιγραφών περί κόσμου, και φυσικών φαινομένων.
Γενικότερα επίσης, ο Putnam παλαιοτέρων περιόδων, όπως κατά τη
δεκαετία του 1960, είχε την τάση να θεωρεί τη διαδικασία της επαλήθευσης
υποδεέστερη έναντι του φικτιοναλισμού, που αποτελούσε τότε την κυρίαρχη
ιδέα περί αντί - ρεαλισμού στο χώρο της φιλοσοφίας των επιστημών. Πίστευε ότι
η αποδοχή της διαδικασίας της επαλήθευσης (δηλαδή η διαδικασία της παροχής
αποδεικτικών στοιχείων, με γνώμονα την καλύτερη δυνατή θεμελίωση και
αποδοχή συνακόλουθα μιας επιστημονικής θεωρίας) δεν είναι πάντα ο
ευκολότερος και πιο άμεσος δρόμος προκειμένου να αποφύγουμε το σκόπελο
των αμφιβολιών και του σκεπτικισμού.
Το υποθετικό σενάριο για το οποίο είχε κάνει λόγο κάποτε ο ίδιος,
σύμφωνα με το οποίο δηλαδή, όλοι μας υποτίθεται πως είμαστε τελικά
εγκέφαλοι μέσα σε ένα εργαστήριο κάποιου υποθετικού, τρελού επιστήμονα,
ασχέτως του αν την ίδια στιγμή νοιώθουμε σαν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι με
τις ποικίλες εμπειρίες μας, θα έπρεπε υπό το βάρος μιας τέτοιας αντιμετώπισης
έναντι του φικτιοναλισμού, να θεωρηθεί ένα είδος ψευδό-υπόθεσης. Σεν είναι
τυχαίο πως όλα αυτά τον είχαν οδηγήσει στο να εκφράσει το 1971 την άποψη,
ότι το να αποκλείουμε και να απορρίπτουμε τον σκεπτικισμό, βασιζόμενοι
αποκλειστικά στη διαδικασία της επαλήθευσης, είναι το χειρότερο είδος
επιχειρήματος που μπορεί να υπάρξει (Putnam, 1971: 352).
Εν τω μεταξύ, υπό το βάρος όλων των παραπάνω, ο Putnam είχε οδηγηθεί
στο να ασκήσει μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στον μεταφυσικό ρεαλισμό
46

(όπως ήδη διαφαίνεται και λίγο παραπάνω). Στην περίπτωση του μεταφυσικού
ρεαλισμού, υπάρχει η άποψη πως όταν αποδίδεται αλήθεια σε μια θεωρία,
πρόκειται για ένα είδος ουσιαστικής ιδιότητας που φαίνεται επίσης να
καταδεικνύει ότι η θεωρία αποδεικνύεται πραγματική μέσω του κόσμου. Αυτό το
τελευταίο όμως την ίδια στιγμή, μπορεί να σημαίνει και το ότι μια θεωρία δεν
είναι αποδεκτή εν τέλει, εφόσον δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τον κόσμο και τα
ποικίλα φαινόμενα που τον απαρτίζουν και τον χαρακτηρίζουν.
Αυτό το είδος επιχειρήματος φαίνεται να μας οδηγεί στο σκεπτικό πως ο
κόσμος ο ίδιος τελικά είναι ανεξάρτητος και αποδεσμευμένος από θεωρήματα,
επιστημονικές απόψεις, εξισώσεις κ.λ.π. Και υπό ένα τέτοιο πρίσμα, σύμφωνα με
τον Putnam, η υιοθέτηση του μεταφυσικού ρεαλισμού, αποτελούσε κάτι το οποίο
θα πρέπει να αποφεύγει τόσο ο επιστήμονας όσο και όποιος ασχολείται με την
φιλοσοφία της επιστήμης. Εδώ όλα μάλιστα, έχουν να κάνουν με την αποδοχή
ότι βασικός υπεύθυνος για μια τέτοια παρανόηση, είναι η σκέψη ότι η αλήθεια
μπορεί τελικά να προσεγγιστεί μέσα από μη επιστημολογικού χαρακτήρα
προσεγγίσεις. Και είναι χαρακτηριστικό πως άτομα, όπως για παράδειγμα, ο
Michael Dummet και όσοι τον ακολουθούσαν, είχαν αναπτύξει σε ένα ευρύτατο
πεδίο, την ιδέα και έννοια περί αναφορών επιστημολογικού περιεχομένου για
την ανάδειξη της αλήθειας.
Ο Crispin Wright από τη δική του μεριά, είχε τονίσει ότι μονάχα μια
ισχυρή, επιστημολογικού χαρακτήρα, αντίληψη περί αλήθειας, είναι ικανή να
εκμηδενίσει την πιθανότητα να τεθεί αυτή η αλήθεια στο περιθώριο από μια
μεταγενέστερη πληροφορία. Έτσι επίσης, προσφέρεται και η δυνατότητα να
τεθούν ακόμα ισχυρότερα θεμέλια για μια αλήθεια που σχετίζεται με το χώρο
των επιστημών, ενώ παράλληλα ο Wright θεωρεί πως η υπέρ - βεβαιότητα θα
μπορούσε να θεωρηθεί μια ιδέα με την οποία στηρίζεται ακόμα περισσότερο και
ενδυναμώνεται η επιστημολογική σύλληψη περί αλήθειας. Όπως το θέτει ο ίδιος,
"η υπέρ -βεβαιότητα εδώ είναι βεβαιότητα που μπορεί πάντα να είναι ανθεκτική
σε κάθε περίπτωση που βελτιώνονται οι πληροφορίες και γνώσεις μας πάνω σε
κάποιο πεδίο της επιστήμης" (Wright, 1992: 75). Ο Putnam εδώ από τη δική του
μεριά, θεωρεί πως αυτό ήταν το είδος αντίληψης που είχε περί αλήθειας, την
περίοδο που έκανε λόγο, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του, περί επαλήθευσης.
Αν, όπως υποστηρίζει ο Putnam, το να είναι κάτι σωστό, καταδεικνύεται με
το να επαληθεύεται, τότε και το να αποδίδω αληθοφάνεια σε μια σειρά από
47

αόριστους συλλογισμούς που εκφράζουν τις θέσεις κάποιου αναφορικά με ένα


φυσικό φαινόμενο (με την έννοια αόριστοι συλλογισμοί και έννοιες, νοούνται
εδώ και τα μαθηματικά) μπορεί επίσης να θεωρηθεί σωστό. Αυτός ο τρόπος
σκέψης μάλιστα μπορεί να μας είναι χρήσιμος, εφόσον τον χρησιμοποιούμε ως
εργαλείο με το οποίο είναι δυνατόν να κάνουμε δηλώσεις και επισημάνσεις
(πάνω σε κάποιο πεδίο των φυσικών επιστημών) που πρόκειται να επαληθευθούν
από τις εμπειρίες μας (Putnam, 2001: 79).
Εδώ θα μπορούσε αντίστοιχα να αναρωτηθεί κάποιος τί συμβαίνει με το
θέμα του επιστημονικού ρεαλισμού. Ο Putnam από τη μεριά του είναι
ξεκάθαρος, τονίζοντας ότι ο επιστημονικός ρεαλισμός είναι το μόνο στοιχείο στο
χώρο της φιλοσοφίας των επιστημών που δεν θεωρεί πως η επιτυχία των
επιστημών και η πρόοδος που προκύπτει στην καθημερινή μας ζωή, εξαιτίας
τους, είναι ένα είδος θαύματος. Παράλληλα, θεωρεί πως αυτόπ το είδος
υπεράσπισης του επιστημονικού ρεαλισμού εκ μέρους του ήταν το ισχυρότερο
όπλο για την αντιπαράθεση ενάντια στις φανταστικές αναφορές περί επιστήμης.
Όλα τα παραπάνω, ως προς τις θέσεις του Putnam για τον επιστημονικό
ρεαλισμό και την θέση του υπέρ του τελευταίου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα,
πιστεύουμε, με το ότι οι απόψεις του περί επιστήμης "δίχως θαύματα", μπορούν
να κινηθούν μέχρι του σημείου της αποδοχής κάποιου είδους "μαθηματικού
ρεαλισμού" ως τμήματος του επιστημονικού ρεαλισμού του. Μάλιστα, ως προς
αυτό το σημείο, ο Putnam είναι της γνώμης ότι η θετική θέση έναντι του
επιστημονικού ρεαλισμού, είναι συνυφασμένη επίσης και με τον ρεαλισμό στο
πεδίο της μαθηματικής επιστήμης. Θεωρεί πως και εδώ δηλαδή, ότι η επιτυχία
των επιστημών δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου θαύματος (Putnam, 1975: 73).
Εδώ εν τω μεταξύ, για άλλη μια φορά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο
Putnam, ήταν εκείνος, ο οποίος είχε αναβιώσει την ιδέα που είχε καταστήσει
πρωτύτερα γνωστή στον κόσμο της φιλοσοφίας των επιστημών ο Quine (αν και
την είχαν διατυπώσει για πρώτη φορά ο Frege και ο Emile Borel), το ότι δηλαδή
τα μαθηματικά είναι δυνατόν να εφαρμοστούν με επιτυχία στον κόσμο των
φυσικών επιστημών. Τα μαθηματικά είναι σημαντικά και καίριας σημασίας για
τη διαδικασία της συγκρότησης επιστημονικών θεωριών, οι οποίες εν συνεχεία
θεωρούνται ακριβείς και σχεδόν δεδομένες, ενώ επίσης αυτό το χαρακτηριστικό
τους, τα καθιστά τέτοια ώστε να μπορεί κάποιος να τα αποδεχτεί ακόμα και ως
φυσικές οντότητες.
48

Για τον Putnam, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ο κόσμος των
μαθηματικών συναφής με το φικτιοναλισμό. Ο τελευταίος κινείται στο πλαίσιο
της πεποίθησης, ότι τα μαθηματικά, ως αόριστες έννοιες, είναι κάτι που στην
πραγματικότητα δεν υφίσταται, κάτι που απλά και μόνο μπορεί να θεωρηθεί
χρήσιμο για τις φυσικές επιστήμες. Η τελευταία αυτή ιδέα άλλωστε συνιστά ένα
ακόμα δείγμα της περίπτωσης του νομιναλισμού, για την οποία ήδη έγινε
κάποιος λόγος πιο πάνω.
Εδώ είναι φανερό την ίδια στιγμή, πως με αυτές τις θέσεις του περί
μαθηματικών, ο Putnam κάνει αναφορά στη θεωρία του Quine περί
αναγκαιότητας (τη γνωστή θεωρία που ήδη επισημάναμε πιο πάνω και που
τονίζει ότι τα μαθηματικά κατ' ουσίαν είναι κάτι το απαραίτητο στο πεδίο των
φυσικών επιστημών). Εντούτοις όμως, είναι χαρακτηριστικό, ότι σε κάποιο
βαθμό κάνει μια διάκριση σε σύγκριση με τον Quine, με άλλα λόγια προβαίνει
στην έκφραση μιας δικής του ιδέας σχετικά με αυτό το θεώρημα, χωρίς να
ακολουθεί απόλυτα τον Quine.
Λέει εν προκειμένω δηλαδή, ότι εν στην περίπτωση του Quine τα
μαθηματικά κυρίως παρουσιάζονται ως αόριστες έννοιες, εδώ αντίστοιχα τα
μαθηματικά θα πρέπει να εκληφθούν ως κάτι το κατά κυριολεξία αληθινό. Η
αλήθεια συγκεκριμένα εδώ μάλιστα δεν θα πρέπει να νοηθεί ως συνυφασμένη με
την επαλήθευση ή με την διαδικασία της απόδειξης. Αυτό που ενδιαφέρει με
άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Putnam, δεν είναι η ύπαρξη ή όχι των αφηρημένων
εννοιών, αλλά μονάχα η αντικειμενικότητα που εκφράζεται με τα μαθηματικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα τέτοιο επιχείρημα είναι απόλυτα κατάλληλο για
τους οπαδούς του επιστημονικού ρεαλισμού: αν συγκεκριμένα είσαι
επιστημονικός ρεαλιστής, τότε θα έπρεπε να είσαι ρεαλιστής εν γένει, αλλά την
ίδια στιγμή όχι απαραιτήτως ένας πλατωνιστής, σε ό, τι αφορά πάντα τον κόσμο
των μαθηματικών. Στην πραγματικότητα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο,
αναφορικά με αν ή όχι ένας ρεαλιστής (έναντι του πεδίου των μαθηματικών) θα
έπρεπε ταυτόχρονα να υιοθετήσει τις ιδέες του Πλατωνισμού σχετικά με τα
μαθηματικά ή αντίθετα τις θέσεις του ίδιου του Putnam. Όπως άλλωστε
σημειώνει ο ίδιος, αυτές οι δύο απόψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι δύο
ισοδύναμες περιγραφές σχετικά με τα μαθηματικά και το ρόλο τους στο χώρο
των επιστημών (Putnam, 1975: 182-183).
49

Ο ίδιος ο Putnam επιμένει και είναι κατηγορηματικός ως προς το ότι ο


επιστημονικός ρεαλισμός είναι κάτι το ασύμβατο με αναφορές ως προς την
μαθηματική αλήθεια, οι οποίες ταυτόχρονα έχουν έναν επαληθευτικό
χαρακτήρα. Η ιδέα περί επαλήθευσης στην ουσία είναι κάτι που εδώ δεν μπορεί
να ευσταθεί. Είναι μια αντίληψη περί αλήθειας που τελικά δεν μπορεί να μας
οδηγήσει στην ίδια την αλήθεια. Αν η αλήθεια είναι ισοδύναμη με την λογική
πιθανότητα της επαλήθευσης, τότε αυτό διαφέρει ελάχιστα από μια ρεαλιστικού
χαρακτήρα αναφορά περί αλήθειας. Αν η αλήθεια ισοδυναμεί με πιο ουσιαστικές
αναφορές σχετικά με την επαλήθευση (όπως επί παραδείγματι μπορεί να
συμβαίνει στην περίπτωση της εμπειρικής επαλήθευσης) τότε αυτό είναι δυνατό
να καταστήσει την αλήθεια πολύ περισσότερο αδύναμη και ασταθή.
Στο πλαίσιο των σκέψεών του αναφορικά με τον ρεαλισμό στα μαθηματικά
και αναφορικά με τη θεώρησή του περί αντί - επαλήθευσης, ο Putnam
παρουσιάζει με παραδειγματικό τρόπο, τις θέσεις του. Όχι μόνο κριτικάρει το
φικτιοναλισμό, έτσι όπως τον είχαν θεωρήσει και αναλύσει στοχαστές, όπως για
παράδειγμα ο Field, αλλά επίσης αντικρούει με επιτυχία (για παράδειγμα σε έργα
του, όπως το προαναφερόμενο Philosophy in an Age of Science) και ορισμένες
νεώτερες θεωρίες που αναπτύχθηκαν με γνώμονα την προάσπιση αυτού του
ρεύματος σκέψης. Το τελευταίο ακόμα και σήμερα θεωρεί πως μια
νομιναλιστικού τύπου θεώρηση στο χώρο των επιστημονικών θεωριών, είναι
αρκετή προκειμένου να διασφαλιστούν τα δεδομένα του επιστημονικού
ρεαλισμού.
Υφίσταται μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες η άποψη, ότι ακόμα και αν οι
επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να εξεταστούν κάτω από το πρίσμα του
νομιναλισμού και ακόμα και αν τα μαθηματικά όντως μπορούν να θεωρηθούν
πραγματικά ως κάτι το αναγκαίο για τις επιστήμες και τις θεωρίες που τις
πλαισιώνουν, η αφοσίωση και πίστη προς το μαθηματικό ρεαλισμό και πάλι
είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί. Εδώ υποστηρίζεται πως αυτό, το οποίο
μετράει και έχει σημασία πάνω απ' όλα είναι το ότι σε επίπεδο νομιναλισμού οι
επιστημονικές θεωρίες θεωρούνται επιτυχημένες και επαρκείς σε ό, τι αφορά το
πεδίο των πρακτικών τους εφαρμογών (Psillos, 1999: 155).
Ο Putnam από τη μεριά του πάντως, εστιάζει στο μοντέλο - θεωρία του
Gideon - Rosel (2001) με το οποίο δίνεται βαρύτητα στην ιδέα περί επάρκειας
του νομιναλισμού με στόχο την εξήγηση των μαθηματικών εννοιών. Σύμφωνα
50

με αυτή την ιδέα εν προκειμένω, μια μαθηματική θεωρία "Τ" ας πούμε,


θεωρείται επαρκής νομιναλιστικά, εφόσον (και μόνο εφόσον) οι νομιναλιστικά
εκπεφρασμένες συνέπειές της, εκείνες δηλαδή οι συνέπειες και τα αποτελέσματά
της με άλλα λόγια που δεν είναι απαραίτητο να υπολογιστούν και να μετρηθούν
μέσω των μαθηματικών, είναι σωστές και απτές.
Εδώ ο Putnam θέλοντας να καταρρίψει μια τέτοιου τύπου θεώρηση,
επισημαίνει καταρχάς, ότι η διάκριση ανάμεσα στην αφηρημένη έννοια και αυτό
που θεωρείται απτό (με βάση τις αισθήσεις μας) δεν είναι απόλυτη, σε αντίθεση
με ό, τι πιστεύεται πολλές φορές και αυτό μάλιστα μπορεί να καταδειχθεί με
εναργή τρόπο, μέσα από την περίπτωση της σύγχρονης φυσικής (όπως για
παράδειγμα της Κβαντικής Φυσικής). Δεύτερον, η ίδια η έννοια και σύλληψη
περί νομιναλιστικής επάρκειας, δεν είναι δυνατόν να παίξει το ρόλο εκείνου του
παράγοντα, μέσω του οποίου είναι εφικτή η δημιουργία προγνώσεων. Ο
νομιναλισμός γενικότερα, είναι κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί εν τέλει οι
ποικίλες επιστημονικές θεωρίες θεωρούνται επιτυχημένες και έγκυρες.

5. Η κριτική στο επιχείρημα αναφορικά με το αναπόδραστο των


μαθηματικών εννοιών στο φυσικαλισμό, με βάση το νομιναλισμό του H.
Field.
Προτού κάνουμε ειδικά αναφορά στο θέμα του νομιναλισμού του Field στο
χώρο των Μαθηματικών, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε γενικότερα, ότι ο
Νομιναλισμός ήταν φιλοσοφική θεωρία του Μεσαίωνα, νομιναλισμός (Φιλοσ.).
Φιλοσοφική θεωρία του Μεσαίωνα, σύμφωνα με την οποία οι καθολικές έννοιες
(universalia) δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά είναι απλώς λεκτικά
σύμβολα χωρίς υπόσταση (ονόματα), τα οποία συνοψίζουν τα κοινά
χαρακτηριστικά πολλών ξεχωριστών πραγμάτων· η θεωρία αυτή αναφέρεται και
με τον ελληνικό όρο ονοματοκρατία.
Τον 11ο αι., η θεωρία των νομιναλιστών
ή ονοματοκρατικών φιλοσόφων (nominales) εμφανίστηκε ως μία από τις
απαντήσεις στο πρόβλημα των καθολικών εννοιών το οποίο είχε την πηγή του σε
ένα απόσπασμα της Εισαγωγής του Πορφύριου, όπου ο νεοπλατωνικός
σχολιαστής έθετε ερωτήματα, όπως εάν τα γένη και τα είδη έχουν ξεχωριστή
ύπαρξη ή υπάρχουν μόνο μέσα στον ανθρώπινο νου· ακόμα, στην περίπτωση που
υπάρχουν ως πραγματικά όντα, εάν είναι ενσώματα ή ασώματα· τέλος, εφόσον
θεωρηθούν ασώματα, εάν υπάρχουν ως οντότητες ξεχωριστές από τα αισθητά
51

πράγματα ή μέσα σε αυτά. Αντίθετα από τους ρεαλιστές, οι οποίοι υποστήριζαν


την πλατωνική αντικειμενική πραγματικότητα των καθολικών εννοιών, οι
νομιναλιστές ισχυρίζονταν ότι οι καθολικές έννοιες δεν είναι πράγματα (res),
δηλαδή όντα καθαυτά, αλλά μόνο φωνές ή ονόματα (voces ή nomina), δηλαδή
γενικοί ορισμοί της γλώσσας.
Ο όρος άνθρωπος (όπως όλοι οι όροι οι οποίοι υποδηλώνουν ένα είδος ή
ένα γένος) ως φυσικό γεγονός αποτελεί πνοή φωνής (flatus vocis), δηλαδή
εκφορά ήχου. Ως στοιχείο της γλώσσας δηλώνει μια πολλαπλότητα
συγκεκριμένων και ιδιαίτερων ατόμων. 
Κύριος εκπρόσωπος αυτού του
ρεύματος του 11ου και 12ου αι. θεωρήθηκε (τόσο από τους συγχρόνους του όσο
και από τους μεταγενεστέρους) ο Ροσελίνος της Κομπιέν, του οποίου η λογική
ονοματοκρατία βρήκε εφαρμογή στην αμφιλεγόμενη θεωρία του περί Αγίας
Τριάδας, την οποία θεώρησε ως άθροισμα τριών διακεκριμένων θεϊκών
οντοτήτων, λεκτικά μόνο ενοποιημένων.
Ακριβώς αυτή η μεταπήδηση του ν. από το πεδίο της λογικής στο πεδίο της
μεταφυσικής και της θεολογίας εξηγεί γιατί η διένεξη επί των καθολικών
εννοιών έλαβε τέτοιες διαστάσεις, σε σημείο ώστε να ανακηρυχθεί ο ν. αίρεση.
Ανάμεσα στους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές της διαμάχης ήταν ο Αβελάρδος,
μαθητής του Ροσελίνου, ο οποίος ανέπτυξε μια εναλλακτική άποψη, μεταξύ ν.
και μεσαιωνικού ρεαλισμού, την εννοιοκρατία, σύμφωνα με την οποία οι
έννοιες, αν και δεν έχουν πραγματική υπόσταση, υπάρχουν ωστόσο στη
συνείδηση εκείνου που τις συλλαμβάνει (concept, απ’ όπου και
κονσεπτουαλισμός). Εννοείται πάντοτε ότι πραγματικά είναι μόνο τα ξεχωριστά
άτομα και ότι, επομένως, η μόνη γνώση που συλλαμβάνει το πραγματικό είναι
αυτή που αναφέρεται άμεσα στο άτομο, δηλαδή η κατ’ αίσθηση γνώση.
Με τη διαβεβαίωση για την πρωταρχική αξία της γνώσης του ατόμου, ο
Αβελάρδος προετοίμασε την υπεράσπιση του ν. κατά τη δεύτερη φάση της
άνθησής του, τον 14ο αι. Το έργο αυτό ανέλαβε ο Γουλιέλμος του Όκαμ, ο
οποίος πίστευε ακράδαντα ότι στο κάθε ξεχωριστό άτομο δεν υπάρχει καμία
γενική έννοια ουσίας πέρα από τη δική του. Οι γενικοί όροι (για παράδειγμα
σκύλος, φυτό), οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον λογικό διαλογισμό,
υποδηλώνουν έννοιες καθολικές και συγκεχυμένες και σημαίνουν απλώς μια
πλούσια πολλαπλότητα ατομικών οντοτήτων. Αληθινή επιστήμη, λοιπόν, για τον
Γουλιέλμο του Όκαμ, είναι αυτή που στηρίζεται στην εμπειρία η οποία συλλέγει
52

τα καθέκαστα πράγματα στη συγκεκριμένη ύπαρξή τους. Διεκδικώντας την


οντότητα του πραγματικού, αντίθετα από τη σχολαστική αφαίρεση, και δίνοντας
έμφαση στην αξία της κατ’ αίσθηση εμπειρίας, ο ν. του Γουλιέλμου του Όκαμ
προσέφερε μια στερεή βάση στην έντονη αναβίωση της εμπειρικής παράδοσης
της Οξφόρδης και έθεσε τις βάσεις των σύγχρονων νομιναλιστικών θεωριών,
όπως της πραγματοκρατίας, του λογικού θετικισμού, της σημασιολογίας κ.ά.
Ο Νομιναλισμός γενικότερα στα πλαίσια της θεώρησης περί Μαθηματικών
είναι έντονα συνυφασμένος με το σκεπτικό πως οι μαθηματικές οντότητες είτε
στην ουσία δεν υφίστανται καθόλου είτε δεν υφίστανται ως αφηρημένες έννοιες.
Ένας από τους σημαντικότερους νομιναλιστές στο χώρο, ο H. Field είναι της
άποψης βασικά ότι τα μαθηματικά είναι κάτι που δεν πρέπει να θεωρηθούν
αναπόσπαστο κομμάτι των αληθειών που εκφράζουν υποτίθεται οι ποικίλες
επιστημονικές θεωρίες.
Γενικά ο Field μας λέει ότι δεν είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε την
ύπαρξη πιθανών αντικειμένων αφηρημένων οντοτήτων ή νοημάτων αν δε το
θέλουμε. Με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι επιτρέπει στο υποκείμενο να
απελευθερωθεί από συγκεκριμένες οντολογίες και το αφήνει ελεύθερο να κάνει
τις δικές του οντολογικές κρίσεις. Παρόλα αυτά καθοδηγεί το γνωστικό
αντικείμενο με τον τρόπο του αναπτύσσοντας επιχειρήματα εναντίον της
Πλατωνικής οντολογικής αντίληψης. Θεωρεί ότι η Πλατωνική οικουμένη είναι
παραφορτωμένη με οντότητες και για το λόγο αυτό προσβάλει την ανθρώπινη
αισθητική. Η άρνηση της ύπαρξης μιας τέτοιας πολλαπλότητας οντοτήτων δε
σημαίνει απαραίτητα την άρνηση οποιασδήποτε οντολογικής δέσμευσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό που έχει σημασία σύμφωνα με τον Field είναι το
εξής: πώς κατορθώνουμε να αποκτήσουμε αίσθηση των μαθηματικών, εφόσον
δεχτούμε πως όντως είναι πραγματικές και υπαρκτές οντότητες; Το
επιστημολογικό πρόβλημα των μαθηματικών είναι
Η Νατουραλιστική Επιστημολογία έχει στόχο όχι τόσο τη δικαιολόγηση
των θεμελίων της γνώσης αλλά την επιστημονική περιγραφή και εξήγηση της
γνώσης μας μέσα από τις ιδέες και τα εργαλεία που προσφέρουν άλλοι
επιστημονικοί κλάδοι όπως η Ψυχολογία, η Νευρολογία, η Βιολογία και η
Φυσική Ο Field απορρίπτει τις a priori παραδοσιακές αναλυτικές προσεγγίσεις
στην Επιστημολογία και θεωρεί ότι η Επιστημολογία δεν είναι πιο θεμελιώδης
από το ίδιο το επιστημονικό σώμα, αλλά ένα από τα πολλά μέρη του σώματος
53

αυτού. Συγκεκριμένα είναι εκείνο το μέρος που προσπαθεί να δώσει μια


εμπειρικά επαρκή περιγραφή και εξήγηση της φύσης ,της προέλευσης και της
δυνατότητας ύπαρξης της επιστημονικής γνώσης. Σύμφωνα με τον Field η
έγκυρη επιστημονική γνώση εντοπίζεται σε ένα μοντέλο επιστημών ο σκληρός
πυρήνας του οποίου διαμορφώνεται από τις Επιστήμες, τα Μαθηματική και τη
Λογική.
Το επιστημολογικό εγχείρημα του Field ξεκινά υποθέτοντας ότι
γνωρίζουμε ήδη τα σωστά κριτήρια με βάση τα οποία οφείλουμε να δεχτούμε ή
να απορρίψουμε τις πεποιθήσεις ως αληθείς είτε πρόκειται για επιστήμη είτε για
οτιδήποτε άλλο. Η πηγή της γνώσης, συνεχίζει, είναι ο συνδυασμός του
υποκειμενικού με το αντικειμενικό, ο συνδυασμός των δύο αυτών γενικών αλλά
και διακριτών παραγόντων, δηλαδή η συνεισφορά του φυσικού κόσμου και του
γιγνώσκοντος υποκειμένου.
Ακόμη για τον Field η επιστήμη είναι η εννοιολογική γέφυρα που
κατασκευάζει το υποκείμενο για να συνδέσει μεταξύ τους, τους αισθητηριακούς
ερεθισμούς. Το πρώτο ζήτημα στη δόμηση μιας επιστημολογίας όπως αυτή που
περιγράψαμε παραπάνω είναι η άμεση σύνδεση λέξεων, σε συγκεκριμένες
ευκαιρίες, με τους εξωτερικούς ερεθισμούς που δέχεται το υποκείμενο, κάτι που
έχει καθαρά νομιναλιστική υφή.
Γενικά ο Field μας λέει ότι δεν είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε την
ύπαρξη πιθανών αντικειμένων αφηρημένων οντοτήτων ή νοημάτων αν δε το
θέλουμε .Με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι επιτρέπει στο υποκείμενο να
απελευθερωθεί από συγκεκριμένες οντολογίες και το αφήνει ελεύθερο να κάνει
τις δικές του οντολογικές κρίσεις. Παρόλα αυτά καθοδηγεί το γνωστικό
αντικείμενο με τον τρόπο του αναπτύσσοντας επιχειρήματα εναντίον της
Πλατωνικής οντολογικής αντίληψης. Θεωρεί ότι η Πλατωνική οικουμένη είναι
παραφορτωμένη με οντότητες και για το λόγο αυτό προσβάλει την ανθρώπινη
αισθητική. Η άρνηση της ύπαρξης μιας τέτοιας πολλαπλότητας οντοτήτων δε
σημαίνει απαραίτητα την άρνηση οποιασδήποτε οντολογικής δέσμευσης.
Αντίθετα ο Field υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο να αποδεχθούμε κάποια
αντικείμενα στον κόσμο μας. Υποχρεωτικά κάποια αντικείμενα υπάρχουν και
κάποια άλλα όχι .Το ποια αντικείμενα υπάρχουν και ποια όχι σχετίζεται και
εξαρτάται από τη γλώσσα που μιλάμε. Με τον τρόπο αυτό η χρήση
οποιασδήποτε γλώσσας συνδέει τον ομιλητή με κάποια συγκεκριμένη οντολογία.
54

Ο Field δεν επιχειρεί να δώσει συγκεκριμένο ορισμό στους όρους


αφηρημένο-γενικό και συγκεκριμένο –ειδικό και θεωρεί ότι υπάρχουν πράγματα
των οποίων η φύση παραμένει αινιγματική υπό το πρίσμα της διχοτόμησης των
εννοιών σε αφηρημένο-συγκεκριμένο όπως για παράδειγμα τα «αφηρημένα
ειδικά» πράγματα (abstract particulars) όπως τα ονομάζει ο Field κατηγορία στην
οποία ανήκουν για παράδειγμα ο Ισημερινός και ο Βόρειος Πόλος.
Για την ανάλυση που παραθέτει ο Field για το διαχωρισμό αυτό και την
υποστήριξη του νoμιναλισμού έναντι του ρεαλισμού θεωρεί τις κλάσεις ,τις
ιδιότητες, τις προθέσεις, τους αριθμούς, τις σχέσεις και τις συναρτήσεις ως
τυπικά αφηρημένα αντικείμενα και τα φυσικά αντικείμενα ως συγκεκριμένα. Τα
φυσικά αντικείμενα κατά τον Field διαθέτουν ένα πλήθος πλεονεκτημάτων
κρινόμενα από την πλευρά της γλωσσικής ευχρηστίας σε σχέση με τα
αφηρημένα.
Αυτό ισχύει γιατί τα φυσικά αντικείμενα περιλαμβάνονται σε ένα πιο
βασικό στάδιο της διαμόρφωσης της γλώσσας από ότι τα αφηρημένα
αντικείμενα και η συγκεκριμένη αναφορά θεωρείται περισσότερο ασφαλής από
την αφηρημένη αναφορά για το λόγο ότι είναι βαθύτερα συνδεδεμένη με το
διαμορφωτικό παρελθόν μας ( τα χρόνια δηλαδή που διαμορφώνονται οι έννοιες
στον ανθρώπινο νου ).Οι όροι που αναφέρονται στα φυσικά αντικείμενα
αποτελούν το βασικότερο στάδιο που διέπει την πορεία της γλωσσικής
κατάκτησης και συντελούν στη επιτυχή επικοινωνία μέσα σε ένα μη
προκατασκευασμένο γλωσσικό πλαίσιο .Φυσικά μια τέτοια πεποίθηση τείνει να
ενθαρρύνει την αυτοπεποίθηση αν και υποσυνείδητη ότι όταν κάποιος
αντιλαμβάνεται ένα αντικείμενο το κάνει πάντα με το σωστό τρόπο.
Ο Field από τη μεριά του λοιπόν απορρίπτει καταρχήν ως βάση τον
πλατωνισμό, με τον οποίο οι φυσικαλιστές στήριξαν τις θεωρίες τους για την
αξία των μαθηματικών εννοιών και οντοτήτων. Στο πλαίσιο δε αυτής της
απόρριψης, δεν υποστηρίζει πως η αλήθεια των μαθηματικών θεωριών είναι
απόλυτη. Πιστεύει ότι μπορούμε μάλιστα να ερμηνεύσουμε επιτυχημένες
εφαρμογές των μαθηματικών, χωρίς καν να στηριχτούμε σε μαθηματικές έννοιες.
Αυτό σημαίνει για τον ίδιο, ότι μπορούμε επίσης να αντικρούσουμε την άποψη
πως τα μαθηματικά είναι κάτι το απαραίτητο για την κατανόηση του κόσμου που
μας περιβάλλει. Για τον Field τα ίδια τα μαθηματικά στην ουσία είναι κάτι το
εντελώς υποκειμενικό, κάτι που πρέπει να θεωρήσουμε πως ουσιαστικά δεν
55

υφίσταται καν και γι' αυτό άλλωστε δεν διστάζει να απορρίψει και τη θεωρία
περί αναγκαιότητας των Quinne και Putnam που είδαμε λίγο παραπάνω.
Εδώ προκύπτει ένα είδος "φανταστικού" σε ό, τι αφορά τον κόσμο των
μαθηματικών (δεδομένου ότι απορρίπτεται η ιδέα πως αυτά είναι
πραγματικότητα και άρα φυσικές οντότητες). Και υπό αυτό το πρίσμα,
καθορίζεται και η ιδέα περί νομιναλισμού εδώ, η οποία λαμβάνει χώρα μέσω δύο
αλληλοσυμπληρούμενων μεταξύ τους κινήσεων. Με βάση την πρώτη αυτό που
συμβαίνει, είναι το να αλλάξει ο σκοπός των μαθηματικών. Με άλλα λόγια, αυτό
που επιδιώκεται εδώ, δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας, αλλά αυτού που είναι
διαφορετικό. Το τελευταίο μπορεί δε να επιδιωχθεί αν η νόρμα βάσει της οποίας
επιχειρείται η ανάδειξη του νομιναλισμού στα μαθηματική, είναι ο
συντηρητισμός. Όταν μια μαθηματική θεωρία είναι συντηρητική, αυτό σημαίνει
ότι είναι σύμφωνη με κάθε εσωτερικά σύμφωνη θεωρία σχετικά με τον φυσικό
κόσμο. Αυτού του είδους οι θεωρίες δεν περιέχουν το παραμικρό σχετικά με
αριθμούς, μαθηματικές έννοιες, ποσοτικοποιήσεις, κλάσματα, γεωμετρικά
σχήματα κ.λ.π. (Field, 1989: 58). Παρ' όλα αυτά, ο συντηρητισμός δεν είναι πιο
αδύναμος σε σύγκριση με την αλήθεια (Field, 1989: 59).
Αυτό για τον ίδιο σημαίνει πως αν και μπορούμε να θεωρήσουμε τα
μαθηματικά ως κάτι το αδύναμο σε ό, τι αφορά την προσπάθειά μας να
προσεγγίσουμε τον εξωτερικό, φυσικό κόσμο, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πως
και αυτά δεν μας είναι χρήσιμα. Αυτό ταυτόχρονα σημαίνει όμως ότι δεν
χρειάζεται να είμαστε εξαρτημένοι από τον κόσμο των μαθηματικών και των
οντοτήτων τους. Τα μαθηματικά περισσότερο μπορούν να θεωρηθούν χρήσιμα
επειδή μας βοηθούν σε πρακτικό επίπεδο καθημερινά.
Είναι χαρακτηριστικό παράλληλα, ότι ο νομιναλιστής γενικότερα δεν
θεωρεί πως είναι απαραίτητο το να προσφέρει κάποιο είδος ανανέωσης ή
αναδόμησης στο χώρο των μαθηματικών θεωριών. Επίσης είναι ενδεικτικό και
πως εδώ δεν θεωρείται απαραίτητη η παρουσία συμβόλων, όπως οι αριθμοί σε ό,
τι αφορά την επιστήμη των μαθηματικών. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να
σημειώσει κάποιος ότι ενώ από τη μια μεριά, οι αριθμοί και τα άλλα σύμβολα
μπορεί να θεωρούνται απαραίτητα στο χώρο των μαθηματικών, εντούτοις, δεν
είναι αληθινά. Γι' αυτό το λόγο δεν χρειάζεται να νοιώθουμε πως είμαστε
οντολογικά δεσμευμένοι έναντι των μαθηματικών συμβόλων.
56

Είναι ενδεικτικό το ότι η σκέψη του Field εν γένει χαρακτηρίζεται από την
προσπάθειά του, σε συνάφεια με τις θέσεις του περί Μαθηματικών, να
προωθήσει ένα σύστημα που θα διακρίνεται για την ενότητά του στο χώρο της
σημαντικής (της χρήσης δηλαδή συγκεκριμένων συμβόλων με τα οποία
υποτίθεται πως εκφράζονται ποικίλες έννοιες, όπως αυτές των φυσικών
επιστημών) αλλά και που λαμβάνει υπόψη του την προσπάθεια να αντιπαρατεθεί
με επιστημολογικό τρόπο απέναντι στις παραδοχές του Πλατωνισμού σε θέματα,
όπως τα μαθηματικά. Εδώ βασικός γνώμονας είναι το να δοθούν επεξηγήσεις, οι
οποίες δεν βασίζονται σε αφηρημένες έννοιες, όπως τα μαθηματικά.
Ο ίδιος συχνά βέβαια παραδέχεται πως το επιχείρημα περί αναγκαιότητας
των μαθηματικών που είχε αναπτυχθεί από φιλοσόφους, όπως οι Quine και
Putnam, αναμφίβολα συνιστά ένα από τα σημαντικότερα και ισχυρότερα
επιχειρήματα των σύγχρονων πλατωνιστών. Είναι δε ίσως το κυριότερο όπλο
των φυσικαλιστών αναφορικά με τον κόσμο των μαθηματικών και κάτι τέτοιο
κατά συνέπεια, σημαίνει, ότι αν κάποιος μπορέσει να καταρρίψει αυτό το
επιχείρημα, έχει παράλληλα τη δυνατότητα να καταρρίψει όλη τη κοσμοθεωρία
του φυσικαλισμού και των πλατωνιστών ως προς τα Μαθηματικά, προκρίνοντας
αντίστοιχα και ενδυναμώνοντας τη θέση των νομιναλιστών επί του θέματος
(Field, 1980: 79).
Για τον ίδιο όταν κάνουμε λόγο για μαθηματικά, στην ουσία κάνουμε λόγο
για κάτι που δεν γνωρίζουμε καν αν στην πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί
ακόμα και εντελώς λανθασμένο. Είναι στην ουσία κάτι το υποκειμενικό κατά τη
γνώμη του. Το θέμα είναι πως από τη μια μεριά δεν μας είναι απαραίτητα μεν,
από την άλλη όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ότι πράγματι μπορούν να
μας αποδειχθούν πολύτιμα σε διάφορες θεωρίες των φυσικών επιστημών. Η
παρουσία και αναγκαιότητά τους όμως, φτάνει ως εκεί. Και την ίδια στιγμή,
είναι χαρακτηριστικό πως στην περίπτωση μιας οποιασδήποτε επιστημονικής
θεωρίας, όπως για παράδειγμα η θεωρία της βαρύτητας που είχε διατυπωθεί από
το Νεύτωνα αιώνες πριν, μπορεί να διατυπωθεί και να δομηθεί ακόμα και αν δεν
χρησιμοποιήσουμε τα μαθηματικά. Το σκεπτικό του γενικότερα, για μια τέτοια
περίπτωση επί παραδείγματι, συνδέεται με το ότι κάποιος μπορεί να ασχοληθεί
απευθείας με τα διάφορα σημεία και στοιχεία του χώρου και του χρόνου, χωρίς
να λάβει υπόψη του τις μαθηματικές έννοιες (Field, 1980: 181).
57

Μια τέτοιου είδους προσέγγιση που σχετίζεται με τη Θεωρία της


Βαρύτητας στη συγκεκριμένη περίπτωση (η οποία μάλιστα εν μέρει είχε
αποτελέσει σημείο έμπνευσης ακόμα και μέσω μαθηματικών, όπως ο David
Hilbert) δίνει βαρύτητα στην άμεση σχέση των διαφόρων σημείων του χώρου
και του χρόνου με το φαινόμενο της βαρύτητας. Υπό αυτό το πρίσμα δε, ο Field
κρίνει πως κατά προέκταση έχουμε τη δυνατότητα να εξουδετερώσουμε
κυριολεκτικά την όποια αναφορά σε μαθηματικούς μηχανισμούς, οι οποίοι σε
επίπεδο νομιναλισμού θεωρούνται απαράδεκτοι.
Την ίδια στιγμή εδώ πάντως, ο Field παρουσιάζει και ένα θεώρημα που
θεωρεί ότι στο πλαίσιο της μετά - θεωρίας, κάποιος μπορεί να καταλήξει και
πάλι σε όλα εκείνα τα επιχειρήματα και τις αποδείξεις που υποτίθεται πως
προσφέρουν τα μαθηαμτικά και οι αριθμοί. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της
θεωρίας περί χώρου και χρόνου, ο Field λέει πως από τη μια μεριά δεν
υφίστανται σημεία του κόσμου που έχουν τη δυνατότητα εφαρμογής των νόμων
της βαρύτητας ή που να σχετίζονται με την έννοια της μάζας ή με το θέμα των
διαστάσεων στο χώρο. Και πάλι όμως μέσω αυτής της μετά - θεωρίας, αυτά όλα
τα στοιχεία από την άλλη μπορούν να καταδειχθούν για τα προαναφερόμενα
στοιχεία του κόσμου και της φύσης (Field, 1980: 67).
Τα νομιναλιστικά στοιχεία της οντολογίας του Field που διακρίναμε
παραπάνω είναι μερικά από τα στοιχεία εκείνα που συντέλεσαν κατά κάποιο
τρόπο στη μετάβαση του νομιναλισμού από τις κλασικές προδιαγραφές του στη
σύγχρονη θεώρησή του και που βοήθησαν σημαντικά στην υποστήριξη θέσεων
νομιναλιστικής υφής στις σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις των Μαθηματικών.

Συμπεράσματα
Από τα όσα έχουν επισημανθεί λοιπόν πιο πάνω και κάνοντας μια
γενικότερη επισκόπηση στα όσα αναφέρθηκαν ως τώρα, βλέπουμε καταρχήν, ότι
Τα μαθηματικά, ή τουλάχιστον η γεωμετρία, παρέχει ένα κατ' ευθείαν
παράδειγμα του κενού μεταξύ του ατελούς υλικού κόσμου γύρω μας και του
καθαρού, ιδεώδους, και τέλειου κόσμου των ιδεών στο πλαίσιο της πλατωνικής
κοσμοθεωρίας. Από την εποχή πριν τον Πλάτωνα και μέχρι σήμερα είχαμε
τελείως αυστηρούς ορισμούς για την ευθεία γραμμή, τον κύκλο και τα λοιπά,
αλλά ο φυσικός κόσμος δεν περιέχει τέλειες ευθείες γραμμές χωρίς πλάτος, ούτε
και τέλειους κύκλους, ή τουλάχιστον κάποιον που να μπορούμε να δούμε. Ίσως
58

ευθείες χωρίς πλάτος και τέλειοι κύκλοι, και τα παρόμοια, να είναι μέρος ενός
φυσικού χώρου (ή χωροχρόνου) που όλοι καταλαμβάνουμε, αλλά, ακόμα και
έτσι, δεν τα συναντούμε ως τέτοια, με οιονδήποτε φυσικό τρόπο.
Για να εξηγήσει το προφανές, ο Πλάτωνας πίστευε ότι τα θεωρήματα της
γεωμετρίας είναι αντικειμενικά αληθή ή ψευδή, ανεξαρτήτως του νου, της
γλώσσας και λοιπών χαρακτηριστικών των μαθηματικών. Με την ορολογία του
Κεφαλαίου 2, ήταν ένας ρεαλιστής ως προς την τιμή αλήθειας. Ο ρεαλισμός
αυτός θεωρείται λίγο πολύ δεδομένος, και έτσι στο σύνολο των διαλόγων δεν
αναπτύσσεται καμία επιχειρηματολογία για την υπεράσπιση του. Ίσως δεν
υπήρχαν σοβαρές εναλλακτικές προτάσεις.
Και είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι Μολονότι, όπως έχει σημειωθεί, οι
μεταγενέστεροι πλατωνιστές δεν υιοθέτησαν τις πιο μυστικιστικές απόψεις της
επιστημολογίας του Πλάτωνα, οι πιο πολλοί διατήρησαν την άποψη ότι η
γεωμετρική γνώση είναι a priori, ανεξάρτητη από την αισθητηριακή εμπειρία.
Είναι ίσως δυνατόν να χρειάζεται κάποια αισθητηριακή εμπειρία για να
συλλάβουμε τις σχετικές έννοιες, ή μπορεί να χρειάζεται να σχεδιάσουμε κάποια
διαγράμματα ως μια οπτική βοήθεια για το νου ή ίσως για να ανοίξουμε τις
διάνοιες μας στον αιώνιο και αναλλοίωτο γεωμετρικό κόσμο του ευκλείδειου
χώρου. Ωστόσο, είναι κρίσιμο το ότι η μαθηματική γνώση είναι γενικά
ανεξάρτητη από την αισθητηριακή εμπειρία. Ο κύριος λόγος γι' αυτό προέρχεται
από τη πλατωνική οντολογία. Η γεωμετρία δεν ασχολείται με φυσικά
αντικείμενα στο φυσικό χώρο.
Από τις ιδέες του Πλάτωνα γεννήθηκε η σύγχρονη σχολή του μαθηματικού
ρεαλισμού, η οποία πρεσβεύει ότι οι μαθηματικές οντότητες δεν πηγάζουν από
το ανθρώπινο μυαλό, αλλά υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτό. Η θεωρία αυτή
συμβαδίζει απόλυτα με την καθημερινή πρακτική των μαθηματικών: όσοι έχουν
ασχοληθεί με αυτή την επιστήμη, προχωρώντας στο έργο τους έχουν πάντοτε την
εντύπωση ότι ανακαλύπτουν αλήθειες οι οποίες προϋπήρχαν του συλλογισμού
τους.
Η ανάλυση του οντολογικού καθεστώτος των μαθηματικών στον Πλάτωνα
είναι η προϋπόθεση για την κατανόηση της ρεαλιστικής εκδοχής στη νεώτερη
μικροφυσική και μακροφυσική. Ο μαθηματικός ρεαλισμός στη Φυσική
πρεσβεύει ότι ο αισθητός κόσμος ανάγεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στα
Μαθηματικά, ανεξάρτητα από την παρουσία της ανθρώπινης σκέψης.
59

Αντίστοιχα, στην περίπτωση του Λογικού Θετικισμού, υπάρχει η θεώρηση


πως η γνώση μας είναι είτε λογική είτε εμπειρική και ότι σε καμιά περίπτωση
δεν μπορούμε να έχουμε μια συνθετική γνώση αναφορικά με τα αφηρημένα
αντικείμενα και φαινόμενα που δεν ορίζονται από το χώρο και το χρόνο. Γιατί
μπορούμε να έχουμε μονάχα εμπειρική γνώση για τα αντικείμενα που ορίζονται
από το χώρο και το χρόνο και η λογική γνώση είναι καθαρώς αναλυτική.
Σύμφωνα λοιπόν με τους λογικούς θετικιστές, η συζήτηση για τα αφηρημένα
αντικείμενα είναι ένα είδος κενολογίας που προκύπτει από το λάθος της
πραγματοποίησης των λέξεων σε αντικείμενα.
Η αντίδραση μάλιστα ενός εκ των κορυφαίων εκπροσώπων του Λογικού
Θετικισμού, δηλαδή του Rudolph Carnal, ήταν το να αντιμετωπίσει τα βασικά
αξιώματα των Μαθηματικών και της Λογικής, ως υπονοούμενους ορισμούς των
όρων που περιέχουν. Με άλλα λόγια, οι βασικές παραδοχές δεν χρειάζονται
αιτιολόγηση και αυτό καθώς έχουμε επιλέξει με τέτοιο τρόπο τη χρήση της
γλώσσας, ώστε να είναι αληθείς αυτές οι παραδοχές.
Ο Λογικός Θετικισμός υιοθέτησε και έδωσε βαρύτητα στη χρήση της
έννοιας της επαλήθευσης ως κριτήριο νοήματος. Το κριτήριο της επαλήθευσης
δεν είναι μονάχα μια απαίτηση για εμπειρική τεκμηρίωση. Σύμφωνα με το
Λογικό Θετικισμό, μια πρόταση δεν έχει νόημα, αν η επαλήθευση δεν είναι
δυνατή ή τα κριτήρια για την επαλήθευσή της δεν είναι σαφή. Συγκεκριμένα, η
αρχή της επαλήθευσης ταυτίζεται με το κριτήριο του νοήματος. Το νόημα και η
επαληθευσιμότητα είναι σχεδόν ταυτόσημα. Η αρχή της επαλήθευσης εδώ είναι
σαφές πως χρησιμοποιείται ως μέσο ενάντια στη μεταφυσική. Στοχαστές
άλλωστε, όπως ο Carnap απεχθάνονταν τη μεταφυσική και δεν είχαν καμιά
εμπιστοσύνη στο ρόλο της διαίσθησης. Ο ίδιος ο Carnap, είχε αντιταχθεί
σθεναρά στην πλατωνική παράδοση περί μαθηματικών, η οποία τόνιζε την
υποτιθέμενη μεταφυσική βάση σχετικά με τους αριθμούς, τα σχήματα κ.λ.π.
Για τον Carnap οι αριθμοί είναι λογικά αντικείμενα. Αποδέχεται εδώ
δηλαδή την άποψη των Whitehead και Bertrand Russell ότι τα Μαθηματικά είναι
εφικτό να αναχθούν στη Λογική και απέρριπτε την όποια διαισθητική
προσέγγιση. Επιπλέον θεωρεί πως η Λογική στηρίζεται σε συμβάσεις.
Παράλληλα, ο λογικός θετικισμός είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μετατοπίζει την
προβληματική από την έννοια της αλήθειας σε εκείνη του νοήματος. Εδώ το
βασικό επιχείρημα που θεωρείται πως είναι καίριας σημασίας τονίζει ότι
60

προκειμένου μια θεωρία να καταστεί αληθής ή ψευδής, θα πρέπει καταρχάς οι


ισχυρισμοί της να έχουν κάποιο νόημα. Και η λογική προϋπόθεση, ώστε μια
πρόταση να έχει νόημα, είναι το να μας καταδεικνύει εκείνο το στοιχείο της
εμπειρίας που θα μπορούσε είτε να τη διαψεύσει είτε να την επαληθεύσει. Εδώ
έχουμε τη λεγόμενη αρχή της "επαληθευσιμότητας".
Ταυτόχρονα, είναι ενδεικτικό πως στο πλαίσιο του λογικού θετικισμού,
υφίσταται και η άποψη ότι η λογική η ίδια δεν περιέχει γνώσεις, δεν δίνει τους
βασικούς νόμους του είναι, αλλά τις βάσεις της διάταξης των σκέψεων (Κραφτ,
1986: 30).
Από την άλλη μεριά, ο Quine κρίνει ότι η πορεία ποικίλων θεωριών
σχετιζόμενων με τον κόσμο των φυσικών επιστημών, εξαρτάται αν και κατά
πόσο μπορούν να συνεχίζουν να ισχύουν εφόσον στηρίζονται σε εμπειρικά
δεδομένα (Weir, 2005: 464). Για τον Quine (Quine, 1948: 67) το θέμα είναι ότι
μια θεωρία μπορεί όντως να αποτελέσει ένα σύστημα προτάσεων και υποθέσεων
με τις οποίες τελικά οδηγούμαστε σε ερμηνείες για διάφορα φυσικά φαινόμενα.
Αυτές οι προτάσεις και υποθέσεις μάλιστα βρίσκονται σε μια αδιάρρηκτη
εσωτερική ενότητα μεταξύ τους και αυτό το στοιχείο εκ των πραγμάτων, όπως
θεωρεί ο Quine, έχει τις βάσεις του στο πλαίσιο των λογικών παραδοχών που
υπάρχουν στην εν λόγω θεωρία.
Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι το αποτέλεσμα της εμπειρικής έρευνας είναι αυτό
που θα την επηρεάσει εν τέλει και η απόφαση σχετικά με το ποιο θα είναι εκείνο
από τα συστατικά της θεωρίας που θα τροποποιηθεί, έτσι ώστε να μπορεί να
ανταποκριθεί στην επιστήμη ως σύνολο, εξαρτάται από μια συνολικότερη
εκτίμηση εκ μέρους του ερευνητή ως προς τα πραγματιστικά κριτήρια.
Ο Quine είναι εμπειριστής και συνάμα κριτικός του εμπειρισμού. Η κριτική
του ωστόσο είναι μια ένδοθεν κριτική που δεν υποσκάπτει τον εμπειρισμό αλλά
στοχεύει στη βελτίωσή του. Οι κεντρικές θέσεις της φιλοσοφίας του είναι: 1) ο
ολισμός (θέση Duhem - Quine)· 2) η απόρριψη της διχοτόμησης των προτάσεων
σε αναλυτικές a priori και σε συνθετικές a posteriori· 3) η απόρριψη της έννοιας
της συνωνυμίας· 4) η απόρριψη του επιστημολογικού αναγωγισμού· 5) ο
εμπειρικός υπο-προσδιορισμός των φυσικών θεωριών· 6) η απροσδιοριστία της
μετάφρασης· 7) το ανεξιχνίαστο της αναφοράς των γλωσσικών εκφράσεων· και
8) η οντολογική σχετικότητα (Ρουσόπουλος, 2011: 2).
61

Είναι ενδεικτικό πως όταν είχε ξεκινήσει ο ίδιος ο Quine, την επιστημονική του
καριέρα, ο λογικός θετικισμός και ο εμπειρισμός ήδη είχαν διανύσει μια φάση
πολύ μεγάλης ακμής. Και ήδη εντός αυτού του πλαισίου ο θετικισμός και ο
εμπειρισμός είχαν προωθήσει μια νέα αντίληψη στο χώρο της λογικής, με βάση
την οποία η μαθηματική γνώση θεωρούνταν κάτι το εκ των προτέρων δεδομένο,
κάτι το a priori στο πεδίο της γνώσης και κάτι με το οποίο μάλιστα αυτή η γνώση
θεωρούνταν ότι μπορούσε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή. Όμως, ο Quine άσκησε
δριμύτατη κριτική έναντι μιας τέτοιας σκέψης. Και είναι χαρακτηριστικό πως
παρόλο που αυτή η αρνητική κριτική, ήδη από τη δεκαετία του 1950, τον είχε
καταστήσει αρκετά γνωστό τον ίδιο, εντούτοις δεν τον εμπόδισε στην πορεία να
καλλιεργήσει μια πιο θετική φιλοσοφική σκέψη, την οποία μάλιστα εμπλούτισε
και επεξέτεινε κατά τα επόμενα 40 χρόνια της δράσης του (Resnik, 2005: 413).
Έχει θεωρηθεί και μάλλον όχι άδικα, ότι η θετική κριτική που ασκήθηκε
στην πορεία εκ μέρους του Quine, ήταν σε συνδυασμό με το βάθος της κριτικής
που είχε ασκήσει ένας πολύ σημαντικός παράγοντας ως προς την ανάδειξή του
στον σημαντικότερο φιλόσοφο περί μαθηματικών παγκοσμίως ως τις μέρες μας
(Ρουσόπουλος, 2011: 3). Αυτό μπορεί να θεωρηθεί πως είναι συνυφασμένο με το
ότι μέσα από τη σκέψη και το έργο του έθεσε μια σειρά θεμάτων, μια ολόκληρη
ατζέντα θα μπορούσαμε να πούμε στα πλαίσια της οποίας συμπεριλαμβάνονταν
ζητήματα, όπως: ο ρόλος της συμβατικότητας στον κόσμο των μαθηματικών και
της λογικής, η φύση της a priori γνώσεως, τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί
κάποιος να θεωρήσει δεδομένη μια γνώση, το αν και κατά πόσο τα μαθηματικά
μπορούν να θεωρηθούν ως αναντικατάστατα στο χώρο των επιστημών ή
αντίστοιχα η αξία των μαθηματικών στο χώρο της σκέψης και της φιλοσοφίας
και η φύση της λογικής.
Στη σκέψη του Quine, εν γένει υφίσταται έντονο το στοιχείο του
εμπειρισμού αλλά σε συνδυασμό με τον ολισμό. Υπό αυτό το πρίσμα εν
προκειμένω, θεωρείται ότι μπορούμε να κατέχουμε την απόλυτη γνώση, μονάχα
μέσα από τις αισθήσεις, μέσα από τα μηνύματα που προσλαμβάνουμε σε
καθημερινή βάση μέσω των αισθητηρίων οργάνων μας και μέσω των εμπειριών
μας. Οι εμπειριστές βλέπουν τον φιλοσοφικό σκεπτικισμό σαν κάτι που
περιορίζει αυτά που ελπίζει να κατορθώσει ο ανθρώπινος νους, καθώς επίσης και
σαν έναν οδηγό στις περιοχές έρευνας που μπορούμε να εφαρμόσουμε τα
ταλέντα μας με χρησιμότητα. Οι ρασιοναλιστές βλέπουν τον σκεπτικισμό σαν
62

κάτι που πρέπει να αντικρούεται σε όλα τα μέτωπα έτσι ώστε να υπάρχει ένα
γερό "πάτημα" για την απόλυτη και σίγουρη αλήθεια.
Ο Quine επεκτείνει σε όλο το σύστημα της γνώσης μας τη θέση του γάλλου
φυσικού, ιστορικού και επιστημολόγου των αρχών του 20ού αιώνα Pierre
Duhem ότι δεν είναι δυνατόν στη φυσική να υποβάλλουμε μεμονωμένες
υποθέσεις σε εμπειρικό έλεγχο, διότι δεν έχουν εμπειρικά συνακόλουθα, αλλά
ολόκληρη τη θεωρία. Στην εκδοχή του Quine η θέση του Duhem έχει ως εξής:
φορείς εμπειρικού περιεχομένου δεν είναι μεμονωμένες προτάσεις αλλά
ολόκληρα συστήματα προτάσεων. Οι αποφάνσεις μας για τον εξωτερικό κόσμο
αντιμετωπίζουν το δικαστήριο της αισθητηριακής εμπειρίας όχι ατομικά αλλά
συνολικά. Αυτό που επιδέχεται εμπειρικό έλεγχο είναι σε τελευταία ανάλυση
ολόκληρο το σύστημα της γνώσης μας. Η κριτική του Quine είχε καταλυτικές
συνέπειες για ορισμένα κεντρικά δόγματα της σύγχρονης αναλυτικής
φιλοσοφίας, όπως είναι η επαληθευτική θεωρία του νοήματος του Λογικού
Εμπειρισμού, η διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών προτάσεων και η
θεωρία του αναλυτικού ( ή γλωσσικού) χαρακτήρα των προτάσεων της Λογικής
και των Μαθηματικών.
Ο γνωσιοθεωρητικός ολισμός του Quine είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη
θέση του εμπειρικού υπό-προσδιορισμού των θεωριών: επειδή οι θεωρίες μας
δεν συνάγονται λογικά από τα δεδομένα μας, αφού τα ξεπερνούν κατά πολύ,
είναι δυνατόν να διατυπωθούν εναλλακτικές θεωρίες, οι οποίες συμφωνούν με
όλα τα εμπειρικά δεδομένα και όμως μεταξύ τους είναι λογικά ασύμβατες.
Αυτό σημαίνει ότι το χάσμα μεταξύ παρατήρησης και θεωρίας μπορεί να
γεφυρωθεί με πολλούς τρόπους έτσι ώστε δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε ότι οι
θεωρίες που εκάστοτε αποδεχόμαστε είναι καλύτερες ή πλησιέστερα στην
αλήθεια από άλλες δυνατές θεωρίες: το σύστημά μας του κόσμου είναι κατά τον
Quine ένα από τα διάφορα ισοδύναμα συστήματα.
Από την άλλη μεριά, ο Hilary Putnam που ακολουθεί στα χνάρια του
Quine, καταφεύγει στο νατουραλισμό, προκειμένου να δικαιολογήσει την κίνηση
του αποκλεισμού όλων των μη επιστημονικών οντοτήτων και τη συμπερίληψη
στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας μονάχα ορισμένων συγκεκριμένων περιπτώσεων
(όπως αυτές των αφηρημένων μαθηματικών εννοιών). Ταυτόχρονα, η αποδοχή
των μαθηματικών εννοιών σε ένα τέτοιο σχήμα, επιβάλλεται και στη σκέψη του
Putnam, με τη βοήθεια του ολισμού. Στο πλαίσιο του τελευταίου, οι ποικίλες
63

επιστημονικές θεωρίες αποδεικνύονται και θεμελιώνονται όχι αποσπασματικά


αλλά ως σύνολα.
Ο ίδιος ο Putnam είναι της άποψης πως είμαστε εξουσιοδοτημένοι κανονικά
να κάνουμε λόγο για συμπερίληψη και αποδοχή των ποικίλων οντοτήτων (ακόμα
και αν μας φαίνονται ότι είναι αφηρημένες ιδέες) ως φυσικών, από τη στιγμή που
τέτοιες οντότητες είναι ταυτόχρονα και βασικά δομικά στοιχεία για καλά
θεμελιωμένες επιστημονικές θεωρίες που μάλιστα έχουν αποδειχτεί χάρη σε
αυτές ακριβώς τις έννοιες. Μια τέτοια θεώρηση, σύμφωνα με τον ίδιο τον
Putnam άλλωστε, μπορεί να βάλει σε δύσκολη θέση, το νομιναλιστή, ο οποίος
από τη μια μεριά μεν μπορεί να αρνείται την ύπαρξη των γεωμετρικών
σχημάτων ή της μη - Ευκλείδιας Γεωμετρίας, αλλά από την άλλη αποδέχεται την
ύπαρξη επί παραδείγματι των κουάρκς ή άλλων μη ανιχνεύσιμων σωματιδίων
της κβαντικής φυσικής (Putnam. H., 1975).
Όλα αυτά έχουν να κάνουν βεβαίως και με την βαθιά πεποίθηση του ίδιου
του Putnam πως εν τέλει υπάρχει κάτι το απόλυτο στο χώρο των φυσικών
επιστημών που παράλληλα όμως ο Αμερικάνος φιλόσοφος θεωρεί ότι
συνδυάζεται με την σπουδαιότητα περί ηθικής σε ό, τι αφορά τα ανθρώπινα
όντα. Αυτό ήταν και το πρωτοποριακό στοιχείο άλλωστε που επέφερε ο Hillary
Putnam στο χώρο της σύγχρονης φιλοσοφίας. Ήταν με άλλα λόγια, η
προσπάθεια για το συνδυασμό της επιστημονικής εικόνας που έχουμε για τον
κόσμο με την έννοια της ηθικής, όπως γίνεται αντιληπτή στον κόσμο των
ανθρώπων. Αυτό το στοιχείο μάλιστα, αποτελεί και την κυρίαρχη θέση που
διατρέχει ορισμένα από τα τελευταία έργα του Putnam, όπως το Philosophy in an
age of Science: Physics, Mathematics and Skepticism.
Εδώ μάλιστα, ο συγγραφέας επισημαίνει, ότι όπως ανέκαθεν είχε απορρίψει
τις αιτιάσεις των υποστηρικτών του μεταφυσικού ρεαλισμού, παρόμοια δεν είχε
υιοθετήσει πλήρως και την ιδέα του επιστημονικού ρεαλισμού (Putnam, 2012:
92). Και είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι εκείνοι που είχαν επιχειρήσει να
ακολουθήσουν τη σκέψη του και στο χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών,
γνώριζαν ότι ποτέ δεν υιοθέτησε τον επιστημονικό ρεαλισμό απόλυτα. Κατά τη
διάρκεια της προσωπικής του μεταστροφής κυρίως προς τον πραγματιστικό και
τον εσωτερικό ρεαλισμό, ο Putnam, είχε συγγράψει ένα κείμενο, στο οποίο
ακόμα βέβαια εν μέρει φαίνεται πως υιοθετεί πλευρές του επιστημονικού
64

ρεαλισμού. Αυτή η υιοθέτηση όμως γίνεται εν είδει αποστασιοποίησης από τον


ματεριαλισμό και τον μεταφυσικό ρεαλισμό.
Ας σημειωθεί πως ακόμα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (εποχής κατά
την οποία είχε λάβει χώρα η προαναφερόμενη μεταστροφή του Putnam προς τον
εσωτερικό και τον πραγματιστικό ρεαλισμό) ο επιστημονικός ρεαλισμός
βλέπουμε, ότι έχει μέσα στα κείμενα του Putnam τη σημασία που του απέδιδε ο
τελευταίος κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Είναι δηλαδή κάτι με το
οποίο αφενός μεν ασκείται σκληρή κριτική προς ό, τι έχει σχέση με τον
επιστημονικό αντί - ρεαλισμό και αφετέρου δίνει βαρύτητα στις εξής θέσεις: οι
θεωρητικού χαρακτήρα οντότητες υφίστανται, πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία
και επίσης οι θεωρητικοί όροι, οι οποίοι συναντώνται σε ξεχωριστές
επιστημονικές θεωρίες, μπορούν να αναφέρονται σε αυτές τις ίδιες οντότητες
(και γι' αυτό το λόγο παράλληλα υφίσταται μια συνέχεια αναφορών κατά τη
διάρκεια αλλαγών από τη μία θεωρία στην άλλη). Την ίδια στιγμή, ο
επιστημονικός ρεαλισμός δίνει βαρύτητα και στο ότι οι επιστημονικές δηλώσεις
πρέπει να είναι και είναι πραγματικές, ενώ υφίσταται και το στοιχείο της
σύγκλισης ως προς την επιστημονική εικόνα που έχουμε για τον κόσμο.
Πέραν από τα παραπάνω, ο Putnam διαχρονικά θεωρεί πως η διαδικασία
της επιβεβαίωσης στο χώρο των επιστημών, μπορεί να υπερισχύσει της
διαδικασίας του φικτιοναλισμού, ο οποίος είναι το κυρίαρχο στοιχείο της
περίπτωσης του αντί - ρεαλισμού, πάντα στο χώρο της φιλοσοφίας των φυσικών
επιστημών. Αυτό ισχύει κατά τη γνώμη του επειδή έτσι ο άνθρωπος μπορεί να
αποκτήσει μια εύκολη και ξεκάθαρη διέξοδο από το πλέγμα που δημιουργεί η
διαδικασία του σκεπτικισμού. Με βάση τον τελευταίο, όπως θεωρεί ο Putnam,
είναι σα να βρισκόμαστε όλοι στην πραγματικότητα, κάτι σαν εγκέφαλοι που
βρίσκονται μέσα σε έναν θάλαμο και για τους οποίους τα συναισθήματα, η ζωή
και οι εικόνες που έχουμε στην καθημερινότητά μας, δεν είναι τίποτα παραπάνω,
από τα ερεθίσματα που στέλνει στους εγκεφάλους μας ένας υποτιθέμενος
επιστήμονας εντός του υποθετικού αυτού εργαστηρίου. Εδώ με άλλα λόγια,
έχουμε ένα πλαίσιο ψευδο - υποθέσεων που δεν έχουν σχέση με τον
επιστημονικό ρεαλισμό, ο οποίος εκφράζεται και από τις μαθηματικές έννοιες
και που δεν μας οδηγούν πουθενά εν τέλει.
Γενικότερα, ο Putnam για καιρό εξαπέλυσε μια πλήρη επίθεση ενάντια σε
αυτό που αποκαλούσε μεταφυσικό ρεαλισμό. Ο τελευταίος συνδέεται με το
65

σκεπτικό περί "πιθανότητας της απόκλισης". Εδώ με άλλα λόγια, εφόσον


αποδίδεται αλήθεια σε μια επιστημονική θεωρία, αυτό αυτομάτως εκλαμβάνεται
ως ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό, το οποίο καταδεικνύει επίσης, πως η θεωρία
αυτή μπορεί να αποδειχτεί μέσα από τα αντίστοιχα βιώματά μας μέσα στη φύση
και τον κόσμο (η θεωρία της βαρύτητας για παράδειγμα). Αυτό με τη σειρά του
όμως, μπορεί να μας οδηγήσει και στο συμπέρασμα, ότι τελικά μια θεωρία που
έχει γίνει αποδεκτή και που έχει επιβεβαιωθεί, λογικά μπορεί και να μην ισχύει,
επειδή ο ίδιος ο κόσμος και η φύση εν τέλει δεν προσαρμόζεται σε αυτήν.
Μάλιστα μια τέτοια άποψη εκ μέρους του Putnam, φαινόταν να δημιουργεί
την αίσθηση πως ο κόσμος που μας περιβάλλει, υπάρχει ανεξάρτητα, από
θεωρίες, επιστημονικές νόρμες και πρακτικές και ποικίλα θεωρήματα και
επιστημονικά θέσφατα. Το κύριο επιχείρημα του Putnam ενάντια στην
περίπτωση του μεταφυσικού ρεαλισμού, σκόπευε στο να καταδείξει ότι
υποστηρίζοντας τέτοιου είδους πιθανότητες, οδηγούμαστε σε ένα είδος
παραλόγου. Και καθώς έτσι, θεωρήθηκε πως ο μεταφυσικός ρεαλισμός
μπορούσε να καταρρεύσει θα μπορούσε στη θέση του να προκύψει η δύναμη της
διαδικασίας της επαλήθευσης στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών.
Η τελευταία πάντως, όπως από παλιά είχε αναδειχθεί στο έργο του Putnam
Philosophy in an Age of Science, είναι σαφές πως από μόνη της θεωρείται κάτι
που δεν έχει συνοχή. Αυτό το τελευταίο άλλωστε δεν το είχαν αμφισβητήσει
ποτέ ούτε όσοι άσκησαν κριτική στον Putnam, αλλά ούτε και αυτός ο ίδιος
(Putnam, 2012: 78). Αν, όπως επισημαίνει ο μεγάλος Αμερικάνος φιλόσοφος,
κάτι αποδεικνύεται πως είναι σωστό, μέσω της διαδικασίας της επαλήθευσης που
αναφέρθηκε πιο πάνω, τότε είναι δυνατόν από την άλλη μεριά, να καταλήξουμε
στο λεγόμενο σολιψισμό. Κάνοντας λόγο για τον τελευταίο, έχουμε εδώ μια
φιλοσοφική ιδέα, βάσει της οποίας, το μόνο σίγουρο πράγμα στον κόσμο, θα
λέγαμε, ότι είναι το μυαλό μας. Όλα όσα βρίσκονται πέρα του νου μας, είναι
στην πραγματικότητα περιβεβλημένα με μια δόση αβεβαιότητας. Εδώ μάλιστα
υπάρχει η υπόθεση πως τόσο ο εξωτερικός κόσμος που μας περιβάλλει, όσο και
άλλοι νόες και σκέψεις, στην πραγματικότητα μπορεί καν να μην υφίστανται.
Ο σολιψισμός συνίσταται στην άποψη ότι, όσα βλέπουμε, ακούμε ή καθ'
οιονδήποτε τρόπον αισθανόμαστε, είναι τελείως ανύπαρκτα, όσο και αυτά που
βλέπουμε στον ύπνο μας. Η ίδια η σωματική μας υπόσταση είναι φαντασίωση.
Υπάρχει μόνον ένα όραμα ή όνειρο, εμείς είμαστε αυτό το όνειρο ακριβώς. Για
66

την ακρίβεια, το «εμείς» είναι από την άποψη του σολιψισμού καταχρηστικό.
Υπάρχει μόνο ένα άτομο, δηλαδή ο αναγνώστης του παρόντος. Συνήθως οι
άνθρωποι θεωρούν τον σολιψισμό τόσο παράλογο ή απειλητικό, που προτιμούν
να μην καταλάβουν περί τίνος πρόκειται - και όντως δεν καταλαβαίνουν. Είναι
μια κατανοητή αντίδραση, διότι δογματικώς κατανοητός ο σολιψισμός κάνει τον
άνθρωπο ακατάλληλο για επιβίωση σ' αυτόν τον κόσμο - ή πάντως προκύπτει
αυτός ο φόβος. Αλλά πρέπει να δεχτούμε ότι από όλες τις γνωσιολογικές θεωρίες
την ισχυρότερη θεμελίωση έχει ο σολιψισμός.
ο Putnam φαίνεται να φλερτάρει με τη διάκριση μεταξύ εξωτερικού και
εσωτερικού που κάνει ο γερμανικής καταγωγής φιλόσοφος Carnap από τη μεριά
του. Αυτή η διάκριση υποτίθεται πως προορίζεται όσον αφορά την περίπτωση
ερωτημάτων μεταφυσικού χαρακτήρα, όπως: υπάρχουν σημεία του χώρου και
του χρόνου που να μπορούν να σταθούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ή
υφίστανται στο πλαίσιο ευρύτερων σχηματισμών; Υπό αυτό το πρίσμα, ο
Putnam θεωρεί ως βέβαιο, πως από τη στιγμή που προκύπτουν και επικρατούν
στη σκέψη της επιστημονικής κοινότητας συγκεκριμένοι τρόποι οπτικής του
κόσμου και των διαφόρων φαινομένων που υφίστανται εντός του, τόσο
γρηγορότερα και άμεσα επίσης αποκτούν υπόσταση και οι διάφορες σημαντικές
ερωτήσεις οντολογικού χαρακτήρα (Putnam, 2012: 58).
Ο Putnam γενικότερα και σε κάθε περίπτωση, κατά τα τελευταία αυτά
χρόνια, σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες, έχει την τάση πια να θέτει τις
απόψεις του περί σχετικότητας και σκεπτικισμού, αναφορικά με τη σύλληψη του
κόσμου που μας περιβάλλει (και των διαφόρων εννοιών που τον περιγράφουν,
όπως τα μαθηματικά) στην υπηρεσία του μεταφυσικού ρεαλισμού. Η αποδοχή
περί πολλών, ανεξάρτητων μεταξύ τους αλλά ταυτόχρονα ισότιμων μεταξύ τους
περιγραφών περί κόσμου, και φυσικών φαινομένων.
Στην πραγματικότητα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο, αναφορικά με αν ή
όχι ένας ρεαλιστής (έναντι του πεδίου των μαθηματικών) θα έπρεπε ταυτόχρονα
να υιοθετήσει τις ιδέες του Πλατωνισμού σχετικά με τα μαθηματικά ή αντίθετα
τις θέσεις του ίδιου του Putnam. Όπως άλλωστε σημειώνει ο ίδιος, αυτές οι δύο
απόψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι δύο ισοδύναμες περιγραφές σχετικά με
τα μαθηματικά και το ρόλο τους στο χώρο των επιστημών (Putnam, 1975: 182-
183).
67

Ο ίδιος ο Putnam επιμένει και είναι κατηγορηματικός ως προς το ότι ο


επιστημονικός ρεαλισμός είναι κάτι το ασύμβατο με αναφορές ως προς την
μαθηματική αλήθεια, οι οποίες ταυτόχρονα έχουν έναν επαληθευτικό
χαρακτήρα. Η ιδέα περί επαλήθευσης στην ουσία είναι κάτι που εδώ δεν μπορεί
να ευσταθεί. Είναι μια αντίληψη περί αλήθειας που τελικά δεν μπορεί να μας
οδηγήσει στην ίδια την αλήθεια. Αν η αλήθεια είναι ισοδύναμη με την λογική
πιθανότητα της επαλήθευσης, τότε αυτό διαφέρει ελάχιστα από μια ρεαλιστικού
χαρακτήρα αναφορά περί αλήθειας. Αν η αλήθεια ισοδυναμεί με πιο ουσιαστικές
αναφορές σχετικά με την επαλήθευση (όπως επί παραδείγματι μπορεί να
συμβαίνει στην περίπτωση της εμπειρικής επαλήθευσης) τότε αυτό είναι δυνατό
να καταστήσει την αλήθεια πολύ περισσότερο αδύναμη και ασταθή.
Στο πλαίσιο των σκέψεών του αναφορικά με τον ρεαλισμό στα μαθηματικά
και αναφορικά με τη θεώρησή του περί αντί - επαλήθευσης, ο Putnam
παρουσιάζει με παραδειγματικό τρόπο, τις θέσεις του. Όχι μόνο κριτικάρει το
φικτιοναλισμό, έτσι όπως τον είχαν θεωρήσει και αναλύσει στοχαστές, όπως για
παράδειγμα ο Field, αλλά επίσης αντικρούει με επιτυχία (για παράδειγμα σε έργα
του, όπως το προαναφερόμενο Philosophy in an Age of Science) και ορισμένες
νεώτερες θεωρίες που αναπτύχθηκαν με γνώμονα την προάσπιση αυτού του
ρεύματος σκέψης. Το τελευταίο ακόμα και σήμερα θεωρεί πως μια
νομιναλιστικού τύπου θεώρηση στο χώρο των επιστημονικών θεωριών, είναι
αρκετή προκειμένου να διασφαλιστούν τα δεδομένα του επιστημονικού
ρεαλισμού.
Υφίσταται μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες η άποψη, ότι ακόμα και αν οι
επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να εξεταστούν κάτω από το πρίσμα του
νομιναλισμού και ακόμα και αν τα μαθηματικά όντως μπορούν να θεωρηθούν
πραγματικά ως κάτι το αναγκαίο για τις επιστήμες και τις θεωρίες που τις
πλαισιώνουν, η αφοσίωση και πίστη προς το μαθηματικό ρεαλισμό και πάλι
είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί. Εδώ υποστηρίζεται πως αυτό, το οποίο
μετράει και έχει σημασία πάνω απ' όλα είναι το ότι σε επίπεδο νομιναλισμού οι
επιστημονικές θεωρίες θεωρούνται επιτυχημένες και επαρκείς σε ό, τι αφορά το
πεδίο των πρακτικών τους εφαρμογών (Psillos, 1999: 155).
Ο Putnam από τη μεριά του πάντως, εστιάζει στο μοντέλο - θεωρία του
Gideon - Rosel (2001) με το οποίο δίνεται βαρύτητα στην ιδέα περί επάρκειας
του νομιναλισμού με στόχο την εξήγηση των μαθηματικών εννοιών. Σύμφωνα
68

με αυτή την ιδέα εν προκειμένω, μια μαθηματική θεωρία "Τ" ας πούμε,


θεωρείται επαρκής νομιναλιστικά, εφόσον (και μόνο εφόσον) οι νομιναλιστικά
εκπεφρασμένες συνέπειές της, εκείνες δηλαδή οι συνέπειες και τα αποτελέσματά
της με άλλα λόγια που δεν είναι απαραίτητο να υπολογιστούν και να μετρηθούν
μέσω των μαθηματικών, είναι σωστές και απτές.
Εδώ ο Putnam θέλοντας να καταρρίψει μια τέτοιου τύπου θεώρηση,
επισημαίνει καταρχάς, ότι η διάκριση ανάμεσα στην αφηρημένη έννοια και αυτό
που θεωρείται απτό (με βάση τις αισθήσεις μας) δεν είναι απόλυτη, σε αντίθεση
με ό, τι πιστεύεται πολλές φορές και αυτό μάλιστα μπορεί να καταδειχθεί με
εναργή τρόπο, μέσα από την περίπτωση της σύγχρονης φυσικής (όπως για
παράδειγμα της Κβαντικής Φυσικής). Δεύτερον, η ίδια η έννοια και σύλληψη
περί νομιναλιστικής επάρκειας, δεν είναι δυνατόν να παίξει το ρόλο εκείνου του
παράγοντα, μέσω του οποίου είναι εφικτή η δημιουργία προγνώσεων. Ο
νομιναλισμός γενικότερα, είναι κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί εν τέλει οι
ποικίλες επιστημονικές θεωρίες θεωρούνται επιτυχημένες και έγκυρες.
Έναντι θεωρήσεων περί μαθηματικών, όπως αυτές των Putnam και Quine,
έρχεται ο τρόπος σκέψης του Hartry Field, ο οποίος επαναφέρει το σκεπτικό περί
νομιναλισμού στο χώρο των μαθηματικών, απορρίπτοντας παράλληλα τον
φυσικαλισμό των δύο παραπάνω, έναν φυσικαλισμό μάλιστα που στην
περίπτωση του Putnam φαίνεται να αποκτά έναν υπερβολικό χαρακτήρα.
Ο Hartry Field πιστεύει ότι απορρίπτει τις a priori παραδοσιακές αναλυτικές
προσεγγίσεις στην Επιστημολογία και θεωρεί ότι η Επιστημολογία δεν είναι πιο
θεμελιώδης από το ίδιο το επιστημονικό σώμα, αλλά ένα από τα πολλά μέρη του
σώματος αυτού. Συγκεκριμένα είναι εκείνο το μέρος που προσπαθεί να δώσει
μια εμπειρικά επαρκή περιγραφή και εξήγηση της φύσης ,της προέλευσης και
της δυνατότητας ύπαρξης της επιστημονικής γνώσης. Σύμφωνα με τον Field η
έγκυρη επιστημονική γνώση εντοπίζεται σε ένα μοντέλο επιστημών ο σκληρός
πυρήνας του οποίου διαμορφώνεται από τις Επιστήμες, τα Μαθηματική και τη
Λογική.
Το επιστημολογικό εγχείρημα του Field ξεκινά υποθέτοντας ότι
γνωρίζουμε ήδη τα σωστά κριτήρια με βάση τα οποία οφείλουμε να δεχτούμε ή
να απορρίψουμε τις πεποιθήσεις ως αληθείς είτε πρόκειται για επιστήμη είτε για
οτιδήποτε άλλο. Η πηγή της γνώσης, συνεχίζει, είναι ο συνδυασμός του
υποκειμενικού με το αντικειμενικό, ο συνδυασμός των δύο αυτών γενικών αλλά
69

και διακριτών παραγόντων, δηλαδή η συνεισφορά του φυσικού κόσμου και του
γιγνώσκοντος υποκειμένου.
Ακόμη για τον Field η επιστήμη είναι η εννοιολογική γέφυρα που
κατασκευάζει το υποκείμενο για να συνδέσει μεταξύ τους, τους αισθητηριακούς
ερεθισμούς. Το πρώτο ζήτημα στη δόμηση μιας επιστημολογίας όπως αυτή που
περιγράψαμε παραπάνω είναι η άμεση σύνδεση λέξεων, σε συγκεκριμένες
ευκαιρίες, με τους εξωτερικούς ερεθισμούς που δέχεται το υποκείμενο, κάτι που
έχει καθαρά νομιναλιστική υφή.
Γενικά ο Field μας λέει ότι δεν είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε την
ύπαρξη πιθανών αντικειμένων αφηρημένων οντοτήτων ή νοημάτων αν δε το
θέλουμε .Με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι επιτρέπει στο υποκείμενο να
απελευθερωθεί από συγκεκριμένες οντολογίες και το αφήνει ελεύθερο να κάνει
τις δικές του οντολογικές κρίσεις. Παρόλα αυτά καθοδηγεί το γνωστικό
αντικείμενο με τον τρόπο του αναπτύσσοντας επιχειρήματα εναντίον της
Πλατωνικής οντολογικής αντίληψης. Θεωρεί ότι η Πλατωνική οικουμένη είναι
παραφορτωμένη με οντότητες και για το λόγο αυτό προσβάλει την ανθρώπινη
αισθητική. Η άρνηση της ύπαρξης μιας τέτοιας πολλαπλότητας οντοτήτων δε
σημαίνει απαραίτητα την άρνηση οποιασδήποτε οντολογικής δέσμευσης.
Αντίθετα ο Field υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο να αποδεχθούμε κάποια
αντικείμενα στον κόσμο μας. Υποχρεωτικά κάποια αντικείμενα υπάρχουν και
κάποια άλλα όχι .Το ποια αντικείμενα υπάρχουν και ποια όχι σχετίζεται και
εξαρτάται από τη γλώσσα που μιλάμε. Με τον τρόπο αυτό η χρήση
οποιασδήποτε γλώσσας συνδέει τον ομιλητή με κάποια συγκεκριμένη οντολογία.
Ο Field δεν επιχειρεί να δώσει συγκεκριμένο ορισμό στους όρους
αφηρημένο-γενικό και συγκεκριμένο –ειδικό και θεωρεί ότι υπάρχουν πράγματα
των οποίων η φύση παραμένει αινιγματική υπό το πρίσμα της διχοτόμησης των
εννοιών σε αφηρημένο-συγκεκριμένο όπως για παράδειγμα τα «αφηρημένα
ειδικά» πράγματα (abstract particulars) όπως τα ονομάζει ο Field κατηγορία στην
οποία ανήκουν για παράδειγμα ο Ισημερινός και ο Βόρειος Πόλος.
Για την ανάλυση που παραθέτει ο Field για το διαχωρισμό αυτό και την
υποστήριξη του νoμιναλισμού έναντι του ρεαλισμού θεωρεί τις κλάσεις ,τις
ιδιότητες, τις προθέσεις, τους αριθμούς, τις σχέσεις και τις συναρτήσεις ως
τυπικά αφηρημένα αντικείμενα και τα φυσικά αντικείμενα ως συγκεκριμένα. Τα
φυσικά αντικείμενα κατά τον Field διαθέτουν ένα πλήθος πλεονεκτημάτων
70

κρινόμενα από την πλευρά της γλωσσικής ευχρηστίας σε σχέση με τα


αφηρημένα.
Ο Field από τη μεριά του λοιπόν απορρίπτει καταρχήν ως βάση τον πλατωνισμό,
με τον οποίο οι φυσικαλιστές στήριξαν τις θεωρίες τους για την αξία των
μαθηματικών εννοιών και οντοτήτων. Στο πλαίσιο δε αυτής της απόρριψης, δεν
υποστηρίζει πως η αλήθεια των μαθηματικών θεωριών είναι απόλυτη. Πιστεύει
ότι μπορούμε μάλιστα να ερμηνεύσουμε επιτυχημένες εφαρμογές των
μαθηματικών, χωρίς καν να στηριχτούμε σε μαθηματικές έννοιες. Αυτό σημαίνει
για τον ίδιο, ότι μπορούμε επίσης να αντικρούσουμε την άποψη πως τα
μαθηματικά είναι κάτι το απαραίτητο για την κατανόηση του κόσμου που μας
περιβάλλει. Για τον Field τα ίδια τα μαθηματικά στην ουσία είναι κάτι το
εντελώς υποκειμενικό, κάτι που πρέπει να θεωρήσουμε πως ουσιαστικά δεν
υφίσταται καν και γι' αυτό άλλωστε δεν διστάζει να απορρίψει και τη θεωρία
περί αναγκαιότητας των Quinne και Putnam που είδαμε λίγο παραπάνω.
Εδώ προκύπτει ένα είδος "φανταστικού" σε ό, τι αφορά τον κόσμο των
μαθηματικών (δεδομένου ότι απορρίπτεται η ιδέα πως αυτά είναι
πραγματικότητα και άρα φυσικές οντότητες). Και υπό αυτό το πρίσμα,
καθορίζεται και η ιδέα περί νομιναλισμού εδώ, η οποία λαμβάνει χώρα μέσω δύο
αλληλοσυμπληρούμενων μεταξύ τους κινήσεων. Με βάση την πρώτη αυτό που
συμβαίνει, είναι το να αλλάξει ο σκοπός των μαθηματικών. Με άλλα λόγια, αυτό
που επιδιώκεται εδώ, δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας, αλλά αυτού που είναι
διαφορετικό. Το τελευταίο μπορεί δε να επιδιωχθεί αν η νόρμα βάσει της οποίας
επιχειρείται η ανάδειξη του νομιναλισμού στα μαθηματική, είναι ο
συντηρητισμός. Όταν μια μαθηματική θεωρία είναι συντηρητική, αυτό σημαίνει
ότι είναι σύμφωνη με κάθε εσωτερικά σύμφωνη θεωρία σχετικά με τον φυσικό
κόσμο. Αυτού του είδους οι θεωρίες δεν περιέχουν το παραμικρό σχετικά με
αριθμούς, μαθηματικές έννοιες, ποσοτικοποιήσεις, κλάσματα, γεωμετρικά
σχήματα κ.λ.π. (Field, 1989: 58). Παρ' όλα αυτά, ο συντηρητισμός δεν είναι πιο
αδύναμος σε σύγκριση με την αλήθεια (Field, 1989: 59).
71

Βιβλιογραφία
1. Benacerraf P. & Putnam H., Philosophy of Mathematics: selected
reading, Cambridge University Press, Cambridge, 1983
2. Field, H., Science without Numbers: a defense of Nominalism, Princeton
University Press, Princeton N.J., 1980
3. Field, H., Truth and the absence of fact, Clarendon Press, Oxford, 2001
4. Field, H., Saving Truth from Paradox, Oxford University Press, Oxford,
2008
5. Field, H., Realism, Mathematics and Modality, Blackwell Publications,
London, 1991.
6. Κραφτ, Β., Ο Κύκλος της Βιέννης και η γένεση του Θεοθετικισμού, μτφ.
Μανακός, Γ., εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1980
7. Psillos, S., Scientific Realism: How Science Tracks Truth, Routledge,
London, 1999
8. Psillos, Stathis (2010) 'Scientific Realism: Between Platonism and
Nominalism', Philosophy of Science 77: 947-958.
9. Psillos, Stathis (2012) 'One Cannot Be Just a Little Bit Realist: Putnam and
van Fraassen'. In James Robert Brown (ed.) Philosophy of Science: The Key
Thinkers, London: Continuum, pp.188-212
10. Putnam, H., The many faces of Realism, Open Court, La Salle Illinois,
1987
11. Putnam, H., Mathematics, matter and method, Cambridge University
Press, London, New York, 1975
12. Putnam, H., Mind, Language and Reality, Cambridge University Press.
London, 1979
13. Putnam, H., Philosophy in an age of Science: Physics, Mathematics and
Skepticism, Cambridge University Press, Cambridge, 2012
14. Putnam, Hilary (2001) 'When 'Evidence-Transcendence' is not Malign: A
Reply to Crispin Wright', The Journal of Philosophy 98: 594-600
15. Putnam, H., Reason, truth and history, Cambridge University Press,
Cambridge, 1981
16. Putnam, Hilary (1982) 'Three Kinds of Scientific Realism', The
Philosophical Quarterly 32: 195-200
17. Putnam, H., Philosophy of Logic, G Allen & Unwin Ltd, London, 1971
72

18. Quine, W. V., The pursuit of truth, Harvard University Press, Cambridge,
1992
19. Quine, W.V., The roots of reference, Open Court, Illinois, 1990
20. Quine W.V., & Ullam, J.S., The Web of Relief, McGraw-Hill, New York,
1978
21. Quine, W.V., Elementary Logic, Harvard University Press, London,
Cambridge, 1965
22. Quine, W.V., Mathematical Logic, Harper and Row, New York, 1951
23. Quine, W.V., Methods of Logic, Holt Rinehart and Winston, New York,
1972
24. Quine, W.V., Philosophy of Logic, Harvard University Press, Cambridge,
1986
25. Quine, W.V., Word and Object, MIT Press, Cambridge, 1960
26. Ρουσόπουλος, Γ., Μελέτες για τον Εμπειρισμό, εκδόσεις Ινστιτούτο του
Βιβλίου, - Α. Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1998
27. Rosen, Gideon (2001) "Nominalism, Naturalism, Epistemic Relativism",
Philosophical Perspectives 15: 69-91
28. Wright, C., Truth and Objectivity, Harvard University Press, Cambridge
MA, 1992

You might also like