Professional Documents
Culture Documents
Θεόκλητος Φαρμακίδης τελικό
Θεόκλητος Φαρμακίδης τελικό
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ
ΑΘΗΝΑ 2014
2
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ
ΑΘΗΝΑ 2014
3
4
ΑΘΗΝΑ 2014
Περιεχόμενα
Σελίδες
Πρόλογος....................................................................................................................6-7
Εισαγωγή..................................................................................................................8- 13
1ο Κεφάλαιο
2ο Κεφάλαιο
1. Ευαγγέλια............................................................................................................34-42
2. Πράξεις...............................................................................................................42-47
3. Επιστολές Παύλου.............................................................................................47-54
4. Καθολικές Επιστολές..........................................................................................54-55
5. Αποκάλυψη Ιωάννου.........................................................................................55-58
3ο Κεφάλαιο
2. Η σημασία του εκδοτικού έργου του Φαρμακίδη με βάση τα δεδομένα στο χώρο
των εκδόσεων ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης έως την εποχή του.....68-85
Συμπεράσματα........................................................................................................93-98
Βιβλιογραφία........................................................................................................99-102
7
Πρόλογος
κομμάτι της σύνολης παρουσίας και προσφοράς του. Αυτό το έργο δε είναι
σημαντικό να καταδειχθεί και το πώς επηρέασε ειδικότερα τον τομέα των εκδόσεων
πατερικών ερμηνευτικών κειμένων της Αγίας Γραφής στην Ελλάδα μεταγενέστερα
αλλά και πώς γενικότερα μπορεί να συνδεθεί με το ευρύτερο πολιτικο-κοινωνικό και
ιστορικό πλαίσιο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.
Εισαγωγή
1
Γούδα, Αν., Α., «Θεόκλητος Φαρμακίδης» στο Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της
Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Τόμος Α΄- Κλήρος, εν Αθήναις, 1869, σελ. 214 .
10
Αργότερα, δέχτηκε πρόσκληση από τον ιδρυτή της Ιονίου Ακαδημίας, λόρδο
Γκίλφορντ να έρθει και να διδάξει θεολογία, και ο Φαρμακίδης αποδέχτηκε την
πρόταση υπό τον όρο όμως να ολοκληρώσει πρώτα τις σπουδές του στην Ευρώπη.
Έτσι, με έξοδα του ίδιου του Γκίλφορντ ο Φαρμακίδης βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο
του Γκαίτινγκεν, όπου παρέμεινε έως την έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού
Αγώνα.
Το Μάιο του 1821 κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα και
ακολουθώντας το Δημήτριο Υψηλάντη, βρέθηκε κάποια στιγμή στην Καλαμάτα,
όπου εξέδωσε την πρώτη ελληνική εφημερίδα με τον τίτλο «Ελληνική Σάλπιγξ».
Επίσης, το 1823 διορίστηκε καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία, αλλά δίδαξε μόνο για
την περίοδο 1824-1825. Εν συνεχεία διορίστηκε στο Ναύπλιο εφημεριδογράφος της
ελληνικής διοίκησης έως το 1827 (ήταν συγκεκριμένα αρχισυντάκτης της Γενικής
Εφημερίδος της Ελλάδος).
Όντας φορέας προτεσταντικού τύπου ιδεών, βάσει των οποίων η ελλαδική
Εκκλησία όφειλε να είναι ανεξάρτητη, ήρθε σε ρήξη με άτομα, όπως ο Καποδίστριας,
που είχε επιχειρήσει να επανασυνδέσει την ελληνική Εκκλησία με το Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Οι ιδέες του Φαρμακίδη ευοδώθηκαν αργότερα κατά την περίοδο της
Βαυαροκρατίας, όταν στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών και γεωστρατηγικών
σχεδιασμών για την αντιμετώπιση του ρωσικού παράγοντα, που εθεωρείτο πως
βρισκόταν πίσω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (δεν πρέπει να παραβλέπεται εδώ
το γεγονός ότι ο ίδιος ο Φαρμακίδης ήταν οπαδός του «αγγλικού κόμματος»),
προωθήθηκε με επιτυχία η ίδρυση του αυτοκεφάλου της ελληνικής Εκκλησίας (23
Ιουλίου του 1833).
Ο Φαρμακίδης θεωρούσε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος απέκτησε ουσιαστικά
την ανεξαρτησία της από τη στιγμή που διακηρύχτηκε επίσημα η πολιτική
ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους και δεν υπήρχε συνεπώς ανάγκη προειδοποίησης,
συγκατάθεσης ή αναγνώρισης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 2 Αυτές οι θέσεις του
Φαρμακίδη βασικά αποτελούσαν έμμεση πλην ξεκάθαρη απόρριψη της Μεγάλης
Ιδέας και αυτό τον έφερε σε αντιπαράθεση με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο και την
παράταξη των συντηρητικών. Μάλιστα, η αντιπαράθεση με τον Οικονόμο κατέληξε
σε προσωπική ρήξη και σύγκρουση.
2
Μανίκα, Κων., «Φαρμακίδης Θεόκλητος», λήμμα στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 9Β,
εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991, σελ. 255 .
11
3
Σφυρόερα, Β., «Φαρμακίδης Θεόκλητος», λήμμα στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Τόμος 59ος,
εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 1994, σελ. .
4
Μπαλάνου, Δημ., «Φαρμακίδης Θεόκλητος» λήμμα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος
εικοστός τρίτος, εκδοτικό οίκος Φοίνιξ, Αθήναι, σελ. 833 .
5
Μανίκα, Κων., «Φαρμακίδης Θεόκλητος», λήμμα στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 9Β,
εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991, σελ. 255 .
12
παράλληλα πολλά από τα έργα του, όπως και επιστολές και σημειώσεις του, έως
σήμερα παραμένουν ανέκδοτα, ενώ άρθρα του είναι δημοσιευμένα σε περιοδικά.
Από τα αυτοτελή του έργα, εκτός από εκείνα που ήδη αναφέρονται πιο πάνω,
σημαντικότερα είναι τα: α) Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, εις ο συνεξεδόθη και το
περί βαττολογίας (1838), β) Ο ψευδώνυμος Γερμανός (1838), γ) Οικονόμος ο εξ
Οικονόμων ή περί όρκου (1849) και δ) Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων
(7 τόμοι 1842-1845), έργο το οποίο μας απασχολεί στην παρούσα εργασία.
Στη συγκεκριμένη μελέτη μας εξετάζονται μια σειρά από παραμέτρους, μέσω
των οποίων επιχειρούμε να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα όσον αφορά το
ρόλο και την προσφορά του Θεόκλητου Φαρμακίδη σε ζητήματα εκδόσεων
πατερικών υπομνημάτων στην Αγία Γραφή αλλά και όσον αφορά τη γενικότερη
συνεισφορά του σε ζητήματα θεολογικής εκπαίδευσης και διαφώτισης στο
νεοελληνικό χώρο.
Αυτές οι συγκεκριμένοι παράμετροι οι οποίες εξετάζονται εδώ ανά κεφάλαιο,
είναι οι εξής: α) οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Φαρμακίδης κατά τη διαδικασία
παρουσίασης των διαφόρων ερμηνευτικών υπομνημάτων των Πατέρων της
Εκκλησίας, β) η αναφορά στις πηγές και εκδόσεις που χρησιμοποιήθηκαν, γ) η
ανίχνευση των λόγων για τους οποίους ο Θεόκλητος Φαρμακίδης επιχείρησε να
ασχοληθεί με την έκδοση των πατερικών ερμηνευτικών υπομνημάτων, δ) η σημασία
που είχαν οι εισαγωγές του Φαρμακίδη στα υπομνήματα των εκκλησιαστικών
Πατέρων (τα προλεγόμενά του, η περιγραφή της υπόθεσης των κειμένων που
ακολουθούν). Σε αυτή την τελευταία ενότητα ας σημειωθεί παράλληλα, ότι
τονίζονται και οι όποιες επιρροές δέχτηκε ο Φαρμακίδης ως προς τον τρόπο
απόδοσης και το «πνεύμα» που χαρακτηρίζει τις εισαγωγές του στα πατερικά
υπομνήματα αλλά και οι θέσεις του αναφορικά με την αξία της Αγίας Γραφής για
τους πιστούς και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, και τη σημασία ειδικότερα που έχει
η ερμηνεία της. Για όλα τα παραπάνω μάλιστα, η μελέτη των εισαγωγικών
σημειωμάτων κάθε τόμου ( Προλεγόμενα ) είναι ιδιαίτερης σημασίας για την
εξαγωγή πληροφοριών, στοιχείων και συμπερασμάτων, τα οποία θα παρατεθούν στο
τέλος της παρούσης εργασίας.
Το υπό εξέταση έργο, Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων , Τόμοι
1-7 , Εν Αθήναις, 1842-1845) περιέχει αρχικά την ερμηνεία του Ζυγαδηνού, ο οποίος
13
είχε στηριχτεί σε αρχαίους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στον Ιωάννη το
Χρυσόστομο. Όπως μας επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Αναστάσιος Διομήδης
Κυριακός, «το κείμενο του Ζυγαδηνού είχε πρώτος εκδόσει ο Γερμανός Ματθαίης τω
1792. Ταύτη τη εκδόσει ηκολούθησεν ο Φαρμακίδης».6 Και θα σημειώσει ο
Κυριακός λίγο παρακάτω για το έργο αυτό ότι: «Ο Φαρμακίδης προτάσσει των τόμων
σοφά Προλεγόμενα, διορθοί δε πολλαχού το κείμενον, όπερ οι προ αυτού κακώς
είχον εκδώσει, βοηθούμενος εκ των λατινικών μεταφράσεων των κειμένων και εξ
άλλων βοηθημάτων».7
Ακόμα, παρατηρούμε πως ως προς το ζήτημα των πηγών, για τη μεν
περίπτωση των τεσσάρων Ευαγγελίων, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης προτιμούσε την
ερμηνεία που είχε κάνει ο Ζιγαβηνός. Αντιστοίχως ως προς την περίπτωση των
Πράξεων των Αποστόλων και των Επιστολών του Παύλου, ο Φαρμακίδης
προτιμούσε την ερμηνεία του Οικουμενίου (του προαναφερόμενου επισκόπου
Τρίκκης). Όπως σημειώνει δε ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στο έργο του Ιστορία
της Εκκλησίας της Ελλάδος (εν Αθήναις, 1920), «Η ερμηνεία αυτή κατέλαβε τους
τέσσαρας εφεξής τόμους, εν δε τω έκτω τόμω παρετέθη η ερμηνεία του αυτού
Οικουμενίου εις την προς Εβραίους και εις τας Καθολικάς Επιστολάς».8
Όσον αφορά τον έβδομο τόμο αντίστοιχα, ο Φαρμακίδης είχε ακολουθήσει
την ερμηνεία του Αρέθα, επισκόπου Καισαρείας και είχε λάβει εδώ υπόψη του και
την ερμηνεία του επίσης επισκόπου Καισαρείας Ανδρέα (και για τον Αρέθα και τον
Ανδρέα, ο Φαρμακίδης εδώ θα δώσει ορισμένες πολύ σύντομες και συνοπτικές
βιογραφικές πληροφορίες). Βάσει των περιπτώσεων των ερμηνειών των επισκόπων
Αρέθα και Ανδρέα, ο Φαρμακίδης ακολουθεί ορισμένες εκδόσεις του 17ου και του
18ου αιώνα.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο αυτό του Θεόκλητου Φαρμακίδη
εκδόθηκε σε μια περίοδο, κατά την οποία δεν υφίσταντο ακόμα άλλα σημαντικά
εκδοτικά έργα στον ελλαδικό χώρο, που αφορούσαν την Ερμηνεία της Αγίας Γραφής,
βάσει των ερμηνευτικών έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, στοιχείο σχετιζόμενο
με τη σημασία που έχει η έκδοση ενός τέτοιου έργου από τον Φαρμακίδη κατά τη
συγκεκριμένη εποχή, λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα.
6
Α. Διομήδους Κυριακού, «Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου» στο Μελέται, εν Αθήναις, 1887, σελ. 177 .
7
Ο.π. , σ. 178 .
8
Παπαδόπουλου, Α., Χρυσόστομου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος Πρώτος - ίδρυσις και
Οργώνωσις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις, 1920, σελ. 291 .
14
Ένα τέτοιο έργο, που επρόκειτο να κάνει την εμφάνισή του λίγο καιρό
αργότερα στο εξωτερικό είναι η περίφημη Patrologia Graeca του Jacques Paul Migne
( Patrologiae cursus completus, series graeca, Paris 1857-1866).Μάλιστα στην
παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί και μια σύγκριση και αντιπαραβολή μεταξύ των δύο
εκδόσεων, αυτής δηλαδή του Φαρμακίδη και εκείνης του Migne, της P.G.(ως προς
διάφορα στοιχεία, όπως επί παραδείγματι αν και στα δύο εκδοτικά έργα
παρουσιάζονται τα ίδια κείμενα μέσα από την Αγία Γραφή, αν και κατά πόσο
υπάρχουν ομοιότητες ως προς την αναφορά στις πηγές και εκδόσεις που
χρησιμοποιήθηκαν και ως προς τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται σε καθεμιά
περίπτωση, αναφορικά με τη διαδικασία παρουσίασης των διαφόρων ερμηνευτικών
υπομνημάτων των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. .
Ως προς την χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία για την εκπόνηση της έρευνας
και τη συγγραφή της εργασίας, αυτή βασίστηκε στην βιβλιογραφική ανασκόπηση και
τεκμηρίωση. Με άλλα λόγια, μέσα από την ενδελεχή μελέτη διαφόρων βιβλίων, αλλά
και των διαφόρων πρωτογενών και δευτερογενών πηγών (όπως τα ίδια τα κείμενα της
Αγίας Γραφής αλλά και τα ερμηνευτικά κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας), έλαβε
χώρα η συγκέντρωση στοιχείων μέσω των οποίων στοιχειοθετήθηκε το περιεχόμενο
των κεφαλαίων, το καθένα εκ των οποίων ασχολείται με τις προαναφερόμενες
παραμέτρους. Φυσικά, η μελέτη των πρωτογενών και δευτερογενών πηγών, έγινε
πρωτίστως και κυρίως μέσα από τη μελέτη και χρήση για τους σκοπούς της εργασίας,
του επτάτομου συγγράμματος Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, Εν
Αθήναις, 1842-1845.
15
Για παράδειγμα, στην περίπτωση του πρώτου τόμου του εκδοτικού έργου του
Φαρμακίδη πάνω στην Αγία Γραφή, παρατηρούμε ότι στην ερμηνεία του Κατά
Ματθαίον Ευαγγελίου, από τη μια μεριά, έχουμε τη μικρή και σύντομη εισαγωγή από
τον Ιωάννη το Χρυσόστομο για το συγκεκριμένο θεόπνευστο κείμενο και από την
άλλη, έχουμε μετά από κάθε στίχο (που μέσα στην έκδοση είναι γραμμένος με
μεγαλύτερη γραμματοσειρά) τις ερμηνείες του εκκλησιαστικού Πατέρα, όπως
επισημάνθηκε και πιο πάνω. Την ίδια στιγμή όμως, σε αρκετές περιπτώσεις,
παρατηρούμε αντίστοιχα ότι και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης προβαίνει σε δικούς του
σχολιασμούς, οι οποίοι λειτουργούν ως επεξηγήσεις σε αυτά που σχολιάζει ο
εκκλησιαστικός Πατέρας. Οι σχολιασμοί του Φαρμακίδη μέσα στο κείμενο, έχουν τη
μορφή παραπομπών.
τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν καὶ
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ», την εξής ερμηνεία κατά τον ιερό Χρυσόστομο: «Έθος ην, δι'
αρρένων ποιείσθαι τας γενεαλογίας. Ο ανήρ γαρ σπείρει και ούτος εστί αρχή μεν και
ρίζα του τέκνου, κεφαλή δε της γυναικός. Η δε γυνή φέρουσα και εκτρέφουσα και
16
εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ», τα
εξής από την ερμηνεία του Ιωάννου Χρυσοστόμου: «Και πόθεν έγνωσαν ότι ο αστήρ
εκείνος βασιλέως Ιουδαίων εδήλου γέννησιν; Εκ του γένους του αστρολόγου Βαλαάμ
καταγόμενοι και την εκείνου μετιόντες επιστήμην, εύρισκον αυτόν προειρηκότα ότι
"Ανατέλει άστρον εξ Ιακώβ και αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ».10
9
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1842, σελ. 7 .
10
Ο.π. , σελ. 22 .
17
τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ) λέει ότι: «Προ πάντων ορθρίσασθαι, προ
πάντων ορώσι τον Κύριον, και τούτον, μισθόν της τοιαύτης σπουδής κομίζονται».11
Εδώ ο Φαρμακίδης συγκεκριμένα θα τονίσει ότι με την φράση «και τούτο» ο ιερός
Πατέρας εννοεί το ιδείν, το ότι δηλαδή βλέπουν τον Κύριο οι μαθητές.
Ένα τέτοιο παράδειγμα γίνεται πιο αντιληπτό στην περίπτωση που ο μεν
Ζιγαβηνός στην ερμηνεία του 2,16 στο Κατά Ματθαίον «Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι
ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς
παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω,
κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων», σημειώνει σε κάποιο σημείο ότι:
«Ει γαρ τους αμαρτάνοντας ουκ εκκόπτει πολλάκις από της ζωής ο Θεός, αναμένων
την επιστροφήν αυτών, πολλώ μάλλον αν ερριζοτόμησε τους μέλλοντας έσεσθαι
μεγάλους εν αρετή. Ουκ εις μακράν δε και ο παιδοκτόνος Ηρώδης δίκην έδωσε της
τοιαύτης μιαιφονίας, πικρώ θανάτω καταλύσας τον βίον, ως Ιώσηπος ιστορεί».12 Σε
αυτό το σημείο θα παρατηρήσουμε λοιπόν, ότι ο Φαρμακίδης αμέσως θα τοποθετήσει
παραπομπή, με την οποία ο αναγνώστης άμεσα πληροφορείται το έργο του Ιωσήπου
11
Ο.π. ,σελ. 600 .
12
Ο.π. ,σελ. 37 .
18
Από κει και πέρα, ο ίδιος ο Φαρμακίδης θα επισημάνει στα Προλεγόμενα του
πρώτου αυτού τόμου του έργου, ότι «Εκ τούτων δήλον γίγνεται ότι η παρ' ημών
εκδιδομένη έκδοσις της εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείας του Ευθυμίου είναι
κυρίως απλή μετατύπωσις του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου, εκδεδομένου εκ των
περί ων ο λόγος ανωτέρω χειρογράφων».13 Εδώ ας σημειωθεί πως τα συγκεκριμένα
χειρόγραφα, για τα οποία κάνει λόγο ο Φαρμακίδης, είναι καταρχήν ένα (αντίγραφο
του αρχικού κειμένου του Ζιγαβηνού) το οποίο είχε ανακαλύψει στην Ισπανία ο
Εντένιος τον 16ο αιώνα και το οποίο είχε εκδώσει στα λατινικά το 1544. Δύο άλλα
χειρόγραφα, όπως τονίζει ο Φαρμακίδης, βρίσκονται στη Μόσχα και συγκεκριμένα
στο τυπογραφείο της βιβλιοθήκης της ρωσικής Ιεράς Συνόδου.
Στα ίδια πλαίσια, ως προς τις τακτικές που ακολουθεί ο Φαρμακίδης στο
ζήτημα γενικότερα του τρόπου παρουσίασης και έκδοσης των κειμένων ερμηνείας
της Αγίας Γραφής, κινούνται και οι έξι υπόλοιποι τόμοι. Στην περίπτωση του 7ου
τόμου που μας απασχολεί εδώ περισσότερο, παρατηρούμε, όπως και παραπάνω, ότι ο
Φαρμακίδης καταρχήν καταφεύγει στη χρήση πολλών παραπομπών ανά σελίδα. Σε
αυτές τις παραπομπές, έχουμε και πάλι αναφορές σε έργα της Καινής Διαθήκης ή
αντίστοιχα και της Παλαιάς Διαθήκης (ανάλογα με το αν δηλαδή ο Αρέθας
Καισαρείας ή ο Επισκοπος Καισαρείας Ανδρέας χρησιμοποιούν στην ερμηνεία τους
της Αποκάλυψης του Ιωάννη, φράσεις προερχόμενες από την Αγία Γραφή). Για
παράδειγμα, παρατηρούμε στη σελίδα 5 και 6 του έβδομου τόμου, στην ερμηνεία του
Αρέθα, η οποία αφορά τους στίχους 4 και 5 στο Κεφάλαιο Α της Αποκάλυψης του
Ιωάννη (όπου διαβάζουμε «ἰωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ ἀσίᾳ: χάρις
ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό
13
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της τυπογραφίας
Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ιη΄ .
19
ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ. καὶ ἀπὸ ἰησοῦ χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ πιστός, ὁ
πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ
Τόσο ο Αρέθας όσο και ο επίσκοπος Ανδρέας τονίζουν πως η ερμηνεία τους
είναι συνυφασμένη με την προσπάθεια να διαφανεί γενικότερα, όσο είναι δυνατό
αυτό, η σοφία και αλήθεια που ενυπάρχουν στους στίχους και τα κεφάλαια της
Αποκάλυψης του Ιωάννη. Θα αναφέρει ενδεικτικά στο δικό του προλογικό κείμενο ο
επίσκοπος Ανδρέας ότι: «ειδώς μεγάλης τούτο είναι διανοίας και τω θείω πνεύματι
πεφωτισμένης, των μυστικώς τοις αγίοις εωραμένων εν τω μέλλοντι χρόνω
συμβήσθεσθαι, ποιείσθαι την ανάπτυξιν».14 Μάλιστα προσθέτουν και οι δύο
εκκλησιαστικοί Πατέρες το ότι από καιρό είχαν δεχθεί πιέσεις από το περιβάλλον
τους προκειμένου να ασχοληθούν με την ερμηνεία αυτού του βιβλίου της Καινής
Διαθήκης.
14
Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας Πρόλογος (κυρίω μου αδελφώ μου και
συλλειτουργώ) στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου
Φαρμακίδου, Τόμος έβδομος περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1845, σελ. 243 .
21
15
Ο.π. , σελ. 245 .
22
Καταρχήν στο θέμα των πηγών, γίνεται εμφανές ότι ο Θεόκλητος Φαρμακίδης
είναι αρκετά σαφής, στα εισαγωγικά του σημειώματα, τα γνωστά ως «Προλεγόμενα»
στους διάφορους τόμους του έργου του, παρόλο που παράλληλα δεν είναι ιδιαίτερα
αναλυτικός. Στην περίπτωση του πρώτου τόμου, όπου έχουμε την ερμηνεία του
Ευθύμιου Ζιγαβηνού στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ο Φαρμακίδης θα επισημάνει
στα Προλεγόμενα του πρώτου αυτού τόμου του έργου, ότι «Εκ τούτων δήλον γίγνεται
ότι η παρ’ ημών γινομένη έκδοσις της εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείας του
Ευθυμίου είναι κυρίως απλή μετατύπωσις του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου,
εκδεδομένου εκ των περί ων ο λόγος ανωτέρω χειρογράφων ».16
16
Φαρμακίδης, Θ., Προλεγόμενα στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εν Αθήναις 1842,
σελ. ιη΄ .
23
Στο ίδιο αυτό εισαγωγικό κείμενο του πρώτου τόμου του έργου του θα
σημειώσει ο Φαρμακίδης πως από τα δύο χειρόγραφα στα οποία είχε στηριχτεί τον
18ο αιώνα ο Ματτέι, το χειρόγραφο Β υπερείχε σε σύγκριση με το χειρόγραφο Α,
επειδή είχε γίνει από συγγραφέα, ο οποίος ήταν πιο πιστός στο αρχικό κείμενο του
Ζιγαβηνού και πιο προσεκτικός στη συγγραφή της πηγής αυτής. Εδώ σημειώνεται
εξάλλου ότι: « Ο Γερμανός εκδότης αναφέρει υπό το κείμενον τας διαφόρους
αναγνώσεις των δύο χειρογράφων. Εκ τούτων παρεδέχθημεν ολίγας τινάς, εκείνας
δηλαδή, τας οποίας κρίναμεν γνώσεως αξίας ».18
Σημαντική είναι λίγο παρακάτω, πάντα στον πρώτο Τόμο, η σημείωση του
Φαρμακίδη ότι οι συγγραφείς αυτών των δύο σημαντικών χειρογράφων, στα οποία
βασίστηκε η γερμανική έκδοση του 1792, είχαν γράψει ορισμένες δικές τους
σημειώσεις, οι οποίες έχουν διασωθεί και που ήταν σημειωμένες « περισελιδίω »,
δηλαδή γύρω από το καθαυτό ερμηνευτικό κείμενο της Αγίας Γραφής, στο περιθώριο
των σελίδων. Επίσης και ο ίδιος ο εκδότης είχε προσθέσει ορισμένα άλλα σχόλια, τα
οποία υπήρχαν, όπως μας λέει ο Φαρμακίδης και στο χειρόγραφο του Henden.
17
Ο.π., σελ. ιζ΄.
18
Ο.π., σελ. ιζ΄.
24
Στο δεύτερο τόμο της σειράς των ερμηνειών των έργων της Καινής Διαθήκης,
ως προς τις πηγές που χρησιμοποίησε ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ισχύουν ούτως ή
άλλως όλα όσα αναφέραμε παραπάνω σχετικά με τον πρώτο τόμο. Ο δεύτερος τόμος
περιέχει την ερμηνεία των υπόλοιπων τριών Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης,
δηλαδή του Κατά Λουκάν, του Κατά Ιωάννην και του Κατά Μάρκον. Και αυτή η
ερμηνεία είναι του Ευθυμίου Ζιγαβηνού και το συγκεκριμένο κείμενο βασίζεται και
εδώ στα προαναφερθέντα χειρόγραφα.
Στον τρίτο τόμο του έργου αντίστοιχα και ο οποίος αφορά την ερμηνεία των
Πράξεων Αποστόλων και της Προς Ρωμαίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου,
αναφορικά με τις πηγές του ο Θεόκλητος Φαρμακίδης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι:
« Η εις τα τέσσαρα ιερά Ευαγγέλια ερμηνεία του Ευθυμίου εξεδόθη ήδη εις δύο τόμους,
και αναγινώσκεται παρά πολλών των τέκνων της ορθοδόξου ημών ανατολικής
εκκλησίας μετά μεγάλης ψυχικής ωφελείας· η δε εις τας Πράξεις των αποστόλων και εις
τας επιστολάς εξήγησις του Οικουμενίου εκδίδεται ».19
Εδώ βασική πηγή λοιπόν είναι ο Οικουμένιος, για τον οποίο λίγο παρακάτω,
στα Προλεγόμενα του συγκεκριμένου τόμου, ο Φαρμακίδης θα δώσει ορισμένες πολύ
λιτές πληροφορίες: «Τίς δε και οποίος ο Οικουμένιος; Περί αυτού τόσον μόνον
ηξεύρομεν έως τώρα, ότι δηλαδή ήτο επίσκοπος Τρίκκης της Θετταλίας· και ότι ήκμαζε
περί το τέλος του Ι΄ αιώνος. Πρώτος δε εποίησε και τούτο γνωστόν ο Μοντφωκόνιος
(εδώ ο Φαρμακίδης αναφέρεται στον Bernard de Montfaucon ,1655-1741, ο οποίος
ήταν Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός και ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρεται στον
Οικουμένιο στο έργο το οποίο εξέδωσε το 1715 με τίτλο Bibliotheca Coisliniana
olim Segueriana: Paris, Ludovicus Guerin & Carolus Robustel 1715, τόμος VIII, σ.
692-695) ».20 Πρέπει να σημειωθεί ότι γενικότερα, ο Φαρμακίδης δίνει λανθασμένες
πληροφορίες για το πρόσωπο του Οικουμενίου στα Προλεγόμενα του τρίτου τόμου,
συγχέοντάς τον με τον Οικουμένιο Τρίκκης (επικαλείται έλλειψη στοιχείων, ενώ
αυτό μπορεί ενδεχομένως να συνδέεται και με τη θεσσαλική του καταγωγή ή ακόμη
και επειδή εκείνη την εποχή δεν είχε προχωρήσει σημαντικά η έρευνα σχετικά με το
πρόσωπό του Οικουμένιου).
19
Φαρμακίδης, Θ., Προλεγόμενα, στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους
Επιστολή, εν Αθήναις 1842, σελ. ζ΄.
20
Ο.π., σελ. ζ΄- η΄ .
25
21
Metzger, Bruce, Manuscripts of the Greek Bible: An Introduction to Greek Paleography, Oxford
University Press, London 1991, σελ. 1.
22
Μπελέζος, Κωνσταντίνος, Το Υπόμνημα του Οικουμενίου στην Αποκάλυψη του Ιωάννου (Ιστορική
και Ερμηνευτική προσέγγιση), δ.δ. Αθήνα, 1996, σελ. 25 .
23
Ο.π., σελ. 24 .
26
Πέραν τούτων, η Σύνοψις έργο του 10ου ή του 11ου αιώνα, είναι το πρώτο
κείμενο το οποίο ταυτίζει τον Οικουμένιο επίσκοπο Τρίκκης με το πρόσωπο που
ασχολήθηκε και με την ερμηνεία της Αποκάλυψης του Ιωάννου. Έκτοτε μάλιστα, η
σύγχυση μεταδόθηκε και σε μεταγενέστερους συγγραφείς και διατηρήθηκε σσχεδόν
έως τις μέρες μας.24 Εντούτοις όμως στις μέρες μας έχουμε κατορθώσει να κάνουμε
μια σαφή διάκριση ανάμεσα στον Οικουμένιο του 6ου αιώνα μ.Χ. (που συνδέεται
όπως είπαμε με τον υπομνηματισμό στην Αποκάλυψη του Ιωάννου) και τον
Οικουμένιο, επίσκοπο Τρίκκης (του 10ου αιώνα).
24
Cramer, 1840, vol. VIII 497-582 και 173-175 (όπου εκδίδεται η Επιτομή του Υπομνήματος του
Ανδρέα στην Αποκάλυψη με τη συνοδεία της Συνόψεως από τον cod. Coisi. 224) .
25
Beck, H.G., Kirche und Theologische Literature im Byzantinischen Reich, Munchen, 1959, σελ. 98 .
27
προς την οργάνωση του υλικού του, η απουσία Κεφαλαίων (σε αντίθεση με ότι
παρατηρούμε επί παραδείγματι στην περίπτωση της Αποκάλυψης του Ιωάννου από
τον προγενέστερο Οικουμένιο του 6ου αιώνα μ.Χ.).
Την ίδια στιγμή, εκ των διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, που αναφέρονται
ως προς τις πηγές από τις οποίες ο Οικουμένιος άντλησε υλικό για το δικό του
ερμηνευτικό έργο, σε ένα δεύτερο μικρότερο πρόλογο, που έχει τον τίτλο « Τοις
Φιλέλλησι » («Στους Φιλέλληνες») στον ίδιο πάντα τόμο, ο Φαρμακίδης θα τονίσει
το ότι ο Ιωάννης ο Χρυστόστομος και η δική του ερμηνεία, είναι αυτά στα οποία
στηρίχτηκε περισσότερο ο Οικουμένιος. Τονίζεται κάπου χαρακτηριστικά ότι: « ίσθι
μεν ουν, ένθα αν μη εύροις όνομα επιγεγραμμένον μηδέν, την τοιαύτην ερμηνείαν είναι
του Χρυσοστόμου, εις ολίγα συνεσταλμένην υπό τούτου ως είρηται· ένθα δε και του
Χρυσοστόμου αυτού, όπερ σπανιάκις έστιν ιδείν, το όνομα εύροις προτιθέμενον, μηδέν
εκεί τον άνδρα συστείλασθαι ή μεταβαλέσθαι εκ της εξηγήσεως, αλλ’ ή αυτά τα του
Χρυσοστόμου ρήματα κατά λέξιν μόνον μεταγράψαι».27
Σχετικά με το ερμηνευτικό του έργο, που παραδίδεται σε αυτόν τον τόμο της
σειράς, επισημαίνει ο Φαρμακίδης τα εξής: « Τούτων τα ονόματα ποτέ μεν
αναφέρονται εν αυτώ τω κειμένω· ποτέ δε, σημειούνται εν τω περισελιδίω· άλλ’ έστιν
όπου και παραλείπονται και όλως, εξ αμελείας ίσως των αντιγραφέων. Τα εν τω
26
Τρεμπέλας, Π., Υπόμνημα εις τας Επιστολάς του Παύλου, εκδόσεις Ζωή, Αθήναι 1937, σελ. 105 .
27
Φαρμακίδης, Θ., «Τοις Φιλέλλησι» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς
Ρωμαίους Επιστολή, εν Αθήναις 1842, σελ. ιστ΄ .
28
28
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς
Ρωμαίους Επιστολή, εν Αθήναις 1842, σελ. θ΄ .
29
είναι ευχρηστότερα εάν οι αντιγράψαντες αυτά προς έκδοσιν δια του τύπου ήσαν
προσεκτικώτεροι, ή αν αυτά ταύτα παρεβάλοντο προς περισσότερα και ακριβέστερα
χειρόγραφα ».29
Αντιστοίχως, στην περίπτωση του τέταρτου τόμου, του ίδιου πάντα έργου,
παρατηρούμε ότι έχουμε την ερμηνεία του Οικουμενίου όσον αφορά την πρώτη και
δεύτερη Προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Κι εδώ φυσικά ισχύουν
τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ως προς τους Πατέρες της Εκκλησίας στους οποίους
στηρίχτηκε ο Οικουμένιος και ως προς την προαναφερόμενη έκδοση του 1639 στο
Παρίσι από τον Μορρέλ.
Στον έκτο τόμο της σειράς, έχουμε αντίστοιχα την Προς Εβραίους Επιστολή
και τις Επτά Καθολικές Επιστολές της Καινής Διαθήκης, δηλαδή την Επιστολή
Ιακώβου, την Α΄ Πέτρου, τη Β΄ Πέτρου, την Α΄ Ιωάννου, τη Β΄ Ιωάννου, τη Γ΄
Ιωάννου και την Επιστολή Ιούδα. Η έννοια του τίτλου « Καθολικές » (αρχ. καθόλου <
καθ' ὅλου), τον οποίο συναντάμε αρκετά νωρίς (Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ., 5,18,5), θεωρείται
πως αναφέρεται στο γεγονός ότι οι επιστολές αυτές δεν απευθύνονται σε κάποια
συγκεκριμένη εκκλησία, αλλά στην συνολική, στην «καθολική» εκκλησία.30
Σύμφωνα με μια άλλη θεώρηση, ο τίτλος «Καθολικές» αναφέρεται στην έννοια
«Κανονικές», εννοώντας πως οι συγκεκριμένες Επιστολές είναι αποδεκτές από όλη
την Εκκλησία.31
Στον έβδομο τόμο του παρόντος έργου, περιέχεται το τελευταίο κατά σειρά
έργο της Καινής Διαθήκης, δηλαδή η Αποκάλυψη του Ιωάννου. Στο συγκεκριμένο
τόμο ο Φαρμακίδης βασικά προβάλλει τα ερμηνευτικά κείμενα των επισκόπων
29
Ο.π., σελ. ιγ΄ .
30
Βούλγαρης, Σπ., Χ., Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη, Τόμος Β΄, Αθήνα, 2005, σελ. 757 .
31
Παναγιωτάκος, Παν., Ι., «Καθολικαί Επιστολαί», λήμμα στη Θρησκευτική και Ηθική
Εγκυκλοπαιδεία (ΘΗΕ), Τόμος 7ος, Αθήναι 1965, στήλη 168 .
30
Από την άλλη μεριά, αναφορικά με την περίπτωση του Ανδρέου επισκόπου
επίσης Καισαρείας, δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Το μόνο σίγουρο, όπως
τονίζει ο Θεόκλητος Φαρμακίδης στα Προλεγόμενα του έβδομου τόμου, είναι το ότι
ο Ανδρέας ήταν προγενέστερος του Αρέθα και πως πρέπει να είχε ακμάσει γύρω στα
τέλη του πέμπτου αιώνα μ.Χ. . Επίσης, αναφέρεται ότι ο Αρέθας ως προς το
ερμηνευτικό του έργο είχε στηριχτεί εν πολλοίς στο έργο του Ανδρέου και το οποίο
μάλιστα είχε επεκτείνει.
32
Lemerle, P., Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός: σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και
την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές έως τον 10ο αιώνα, μτφ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μ.,
εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985, σελ. 215.
31
Εδώ πρέπει να σημειωθεί, για να καταστεί εμφανής η αξία και η ποιότητα του
εκδοτικού έργου του Φαρμακίδη, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη
της εποχής εκείνης ότι, όπως τονίζει και ο Αναστάσιος Γούδας στο έργο του «Βίοι
Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών (εν
Αθήναις, 1869)» , το αναφερόμενο περιστατικό με τον περίφημο Γερμανό θεολόγο
Franz Delitzsch (1813-1890) : « Τον περί Αποκαλύψεως τόμον κατά την έκδοσιν του
Φαρμακίδου ηθέλησε να συμβουλευθή και ο διάσημος εν Ερλάγγη (σ.σ. Erlangen )
θεολόγος Delich [sic] (Δέλιτσ)[sic]· παρεκάλεσε λοιπόν τινά εκ των εν Γερμανία
σπουδαζόντων τότε κληρικών να προμηθεύση αυτώ τον τόμον τούτον· και μετά την
ανάγνωσιν των σχολείων και κρίσεων του Φαρμακίδου, ηρώτησεν ο ευσηνείδητος [sic]
33
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα», στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη
υπό Θεόκλητου Φαρμακίδου, Τόμος Έβδομος, περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εν Αθήναις
1845, σελ. θ΄ .
34
Ο.π., σελ. θ΄ .
35
Ο.π., σελ. θ΄ .
32
Γερμανός, αν η Ελλάς έχη [sic] και άλλους ομοίους του Φαρμακίδου και συγγραφείς ή
σχολιαστάς . Επί δέ τη απαντήσει δε ότι και ούτος (σ.σ. ενν. το Φαρμακίδη)
ετελεύτησεν, ο Γερμανός προσέθηκεν: ‘κρίμα, η Ελλάς απώλεσεν ένα κληρικόν, του
οποίου ομοίους ολίγους έχομεν και εν Γερμανία’ ».36
36
Γούδας, Αν., Α., «Θεόκλητος Φαρμακίδης », στο Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της
Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Τόμος Α΄- Κλήρος, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, εν Αθήναις 1869,
σελ. 233 .
37
Ο Richard Simon, σημαντικός Γάλλος βιβλιοκριτικός του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα, είχε
εκδόσει το 1702 μια γαλλική μετάφραση της Καινής Διαθήκης (η μετάφραση ήταν δική του). Το
κείμενο αυτό είχε στηριχτεί στην Λατινική Βουλγάτα, αλλά είχαν δημιουργηθεί αντιδράσεις, καθώς
έτσι όπως είχε μεταφράσει τα έργα της Καινής Διαθήκης ο Simon, δινόταν η αίσθηση πως
αμφισβητούνταν ορισμένες παραδοσιακές διδασκαλίες της Εκκλησίας, που προκύπτουν μέσα από τα
κείμενα της Κ.Δ. . Βλ. Fabrice Preyat, Le Petit Concile de Bossuet et la christianisation des moeurs et
des pratiques littéraires sous Louis XIV, LIT Verlag Münster, 2007, σελ. 252 .
38
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη
υπό Θεόκλητου Φαρμακίδου, Τόμος Έβδομος, περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εν Αθήναις
1845, σελ. ι' .
33
39
Ο.π., σελ. ι΄ .
40
Α. Διομήδους Κυριακός, «Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου» στο Μελέται, εκ του τυπογραφείου των
καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις 1887, σελ. 178 .
34
κριτική ανάλυση, είτε των εκδοτών στους οποίους βασίστηκε και η δική του έκδοση,
είτε των ίδιων των Πατέρων της Εκκλησίας), σχολιασμών που παρατίθενται με τη
μορφή παραπομπών κάτω από το κείμενο, αποβλέπει στο να καταστούν όλα αυτά
αντιληπτά από ένα ευρύτερο κοινό. Θεωρούμε πως στόχος δεν είναι τα συγκεκριμένα
βιβλία της σειράς να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης, μόνο εκ μέρους ειδημόνων
του συγκεκριμένου κλάδου, όπως θεολόγων, ερμηνευτών της Κ.Δ. κ.λ.π., αλλά να
αποτελέσουν σημείο ενδιαφέροντος και για πολύ περισσότερα άτομα.
41
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων,εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εν Αθήναις 1842,
σελ. ι΄ .
35
2.1 α) Ευαγγέλια
Για παράδειγμα, στην περίπτωση του πρώτου τόμου του εκδοτικού έργου του
Φαρμακίδη πάνω στην Αγία Γραφή, παρατηρούμε ότι στην ερμηνεία του κατά
Ματθαίον Ευαγγελίου, από τη μια μεριά, έχουμε τη μικρή και σύντομη εισαγωγή από
τον Ιωάννη το Χρυσόστομο για το συγκεκριμένο θεόπνευστο κείμενο και από την
άλλη, έχουμε μετά από κάθε στίχο (που μέσα στην έκδοση είναι γραμμένος με
μεγαλύτερη γραμματοσειρά) τις ερμηνείες του εκκλησιαστικού Πατέρα, όπως
επισημάνθηκε και πιο πάνω. Την ίδια στιγμή όμως, σε αρκετές περιπτώσεις,
παρατηρούμε αντίστοιχα ότι και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης προβαίνει σε δικούς του
σχολιασμούς, οι οποίοι λειτουργούν ως επεξηγήσεις σε αυτά που σχολιάζει ο
εκκλησιαστικός Πατέρας. Οι σχολιασμοί του Φαρμακίδη μέσα στο κείμενο, έχουν τη
μορφή παραπομπών.
τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν καὶ
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ», την εξής ερμηνεία κατά τον ιερό Χρυσόστομο: «Έθος ην, δι'
αρρένων ποιείσθαι τας γενεαλογίας. Ο ανήρ γαρ σπείρει και ούτος εστί αρχή μεν και
ρίζα του τέκνου, κεφαλή δε της γυναικός. Η δε γυνή φέρουσα και εκτρέφουσα και
θάλπουσα και συναύξουσα το σπέρμα, βοηθός δέδοται τω ανδρί. Τον Ιούδαν δε
36
παρέλαβεν από των άλλων υιών του Ιακώβ, καίτοι μη πρωτότοκον όντα, ότι εκ της
φυλής αυτού κατήγετο ο Ιησούς».42
Αλλού επί παραδείγματι, πάντα στον πρώτο τόμο του ίδιου έργου, διαβάζουμε
αναφορικά με το 2,2 του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, όπου λέγονται τα εξής:
«λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν
ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ», τα εξής από την ερμηνεία
του Ιωάννου Χρυσοστόμου: «Και πόθεν έγνωσαν, ότι ο αστήρ εκείνος βασιλέως
Ιουδαίων εδήλου γέννησιν; Εκ του γένους του αστρολόγου Βαλαάμ καταγόμενοι και
την εκείνου μετιόντες επιστήμην, εύρισκον αυτόν προειρηκότα ότι ‘Ανατελεῖ ἄστρον
42
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1842, σελ. 7 .
43
Ο.π. , σελ. 22 .
37
Ένα τέτοιο παράδειγμα γίνεται πιο αντιληπτό στην περίπτωση όπου αναφέρει
ο Ζιγαβηνός στην ερμηνεία του 2,16 στο Κατά Ματθαίον «Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι
ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς
παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω,
κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων", σημειώνει σε κάποιο σημείο ότι:
"Ει γαρ τους αμαρτάνοντας ουκ εκκόπτει πολλάκις από της ζωής ο θεός, αναμένων
την επιστροφήν αυτών, πολλώ μάλλον ουκ αν ερριζοτόμησε τους μέλλοντας έσεσθαι
μεγάλους εν αρετή. Ουκ εις μακράν δε και ο παιδοκτόνος Ηρώδης δίκην έδωκε της
τοιαύτης μιαιφονίας, πικρώ θανάτω καταλύσας τον βίον, ως Ιώσηπος ιστορεί».44 Σε
αυτό το σημείο θα παρατηρήσουμε λοιπόν, ότι ο Φαρμακίδης αμέσως θα τοποθετήσει
παραπομπή, με την οποία ο αναγνώστης άμεσα πληροφορείται το έργο του Ιωσήπου
και το κεφάλαιο από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες αυτές (εν προκειμένου
πρόκειται για το έργο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Πρώτο Βιβλίο και για το κεφάλαιο 21).
Στα ίδια πλαίσια, ως προς τις τακτικές που ακολουθεί ο Φαρμακίδης στο
ζήτημα γενικότερα του τρόπου παρουσίασης και έκδοσης των κειμένων ερμηνείας
της Αγίας Γραφής, κινούνται και οι έξι υπόλοιποι τόμοι.
44
Ο.π., σελ. 37 .
38
Εδώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Ζιγαβηνός παραθέτει τις απόψεις των Κλήμη
του Στρωματέως (Αλεξανδρέως) και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αναφορικά με
το πού είχε γραφτεί το Ευαγγέλιο του Μάρκου. Αν δηλαδή είχε γραφτεί στην Ρώμη,
όπως υποστηρίζει ο Κλήμης Στρωματεύς ή στην Αλεξάνδρεια, όπως υποστήριζε ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Φαρμακίδης δίνοντας τις όσο το δυνατόν πιο
45
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Δεύτερος περιέχων τα Κατά Μάρκον, Λουκάν και Ιωάννην Ευαγγέλια, εκ της Τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. α΄ .
39
Από κει και πέρα, μέσα στο κείμενο, γίνεται αμέσως εμφανές, όπως άλλωστε
και στον πρώτο Τόμο, ότι έχουμε μια παράθεση της αναλυτικής ερμηνείας του
πρωτότυπου κειμένου ανά στίχο. Εδώ από τη μια μεριά θα παρατηρήσει ο
αναγνώστης και μελετητής, πως για κάθε στίχο υφίσταται κανονικά η ερμηνεία του
Ζιγαβηνού, αλλά παράλληλα εντός αγκυλών, έχουν προστεθεί και σχόλια, τα οποία
όπως θα δηλώσει σε παραπομπή ο Φαρμακίδης κάτω από το κυρίως κείμενο, είχαν
βρεθεί στο περισελίδιο, δηλαδή στο περιθώριο των χειρογράφων, που είχαν
εντοπιστεί αιώνες πριν (όπως προαναφέρθηκε στην πρώτη ενότητα της παρούσης
εργασίας).
ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Είναι ο
στίχος ο σχετικός με το έργο του Ιωάννη του Βαπτιστή, με το οποίο προετοιμάζεται
το έδαφος για την έλευση του έργου και του κηρύγματος του Ιησού Χριστού.
Άλλη μια τέτοια περίπτωση σχολίων που παρατίθενται κατά τον ίδιο ακριβώς
τρόπο, θα συναντήσουμε και λίγο παρακάτω στη σελίδα 5, όπου σε αναφορά προς το
στίχο 1,7 «Καί ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ
ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ», υπάρχει εντός αγκύλης
46
Ο.π. , σελ. 3 .
40
και πάλι το εξής σχόλιο: «Τον ιμάντα (1). Γρηγορίου του Θεολόγου. (2) Τί δε ο
σφαιρωτήρ του υποδήματος, ον ου λύεις, ω βαπτιστά; (3) Τυχόν (4) ο της επιδημίας
λόγος και της σαρκός, ου μηδέ το ακρότατον ευδιάλυτον]».47 Εδώ παρατηρούμε μια
σειρά παραπομπών (αριθμητικών και όχι με γράμματα του αλφαβήτου, όπως αλλού),
όπου ο Φαρμακίδης θα επισημάνει την πηγή προέλευσης αυτών των σχολίων.
Πρόκειται βασικά για στοιχεία προερχόμενα από το ερμηνευτικό έργο του Γρηγορίου
του Θεολόγου πάνω στο εν λόγω Ευαγγέλιο. Στο ίδιο σημείο (παραπομπή 4) ο
Φαρμακίδης θα μας πληροφορήσει πως πριν από τη λέξη «Τυχόν», υπήρχαν
πρόσθετα λόγια στο κείμενο του Γρηγορίου Θεολόγου, που πλέον δεν διασώζονται
σήμερα.
Από κει και πέρα το μοτίβο είναι γνωστό. Έχουμε δηλαδή την ανάλυση και
ερμηνεία ανά κάθε στίχο ξεχωριστά, μια ερμηνεία που πάντα εμπλουτίζεται με
προσθήκες από στίχους και φράσεις άλλων έργων είτε της Καινής Διαθήκης είτε της
Παλαιάς Διαθήκης. Επί παραδείγματι, στην περίπτωση του 1,23-24 , όπου γράφει ο
Μάρκος: « Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ
ἀνέκραξε λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά
σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ», το πρωτότυπο ερμηνευτικό κείμενο κάνει αναφορά και
στον Ευαγγελιστή Λουκά και φυσικά ο Φαρμακίδης, θα προβεί στην τοποθέτηση δύο
ανάλογων παραπομπών στο αντίστοιχο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου.
Εδώ συγκεκριμένα αναφέρεται από τον Ζιγαβηνό ότι: «Ταύτα και Λουκάς
είρηκεν (α). Ακάθαρτον δε καλούσιν το δαιμόνιον ως εφηδυνόμενον ταις
ακαθαρσίαις και μιαρίαις. Ανέκραξε δε ο άνθρωπος, μη φέροντος του εν αυτώ
δαιμονίου την προσβολήν της θεότητος. Έα δε, αντί του, Άφες ημάς, τί κοινόν ημίν
και σοι; Ναζαρηνόν δε τον Χριστόν ονόμασεν, ως ανατραφέντα εν τη πόλει
Ναζαρέτ, καθώς ο Λουκάς ιστόρησεν (β)». 48 Η παραπομπή (α) αναφέρεται στο Λουκ.
4,2249 και η παραπομπή (2) αντιστοίχως στο Λουκ. 4,16.50
47
Ο.π., σελ. 5 .
48
Ο.π. , σελ. 10 .
49
καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ
τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ᾿Ιωσήφ;
50
Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι .
41
Επίσης, σε αρκετά σημεία, του κειμένου, όταν έχουμε στίχους του κατά
Μάρκον, που συμπίπτουν απόλυτα με στίχους άλλων ευαγγελίων και ιδιαίτερα με
εκείνους του κατά Ματθαίον, παρατίθεται επί παραδείγματι η φράση «Είρηται περί
τούτων εν τω τρισκαιδεκάτω κεφαλαίω του κατά Ματθαίον». 51 Η τελευταία αυτή
φράση αφορά το στίχο «ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ·
Εδώ μια σημαντική υπενθύμιση και παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναι το
ότι ο Φαρμακίδης κατά την έκδοση και παρουσίαση των στίχων των Ευαγγελίων
γενικότερα και της ερμηνείας τους από εκκλησιαστικούς Πατέρες, όπως ο Ζιγαβηνός,
δεν ακολουθεί κατά την διάταξη και το διαχωρισμό της όλης ύλης, τον αντίστοιχα
αρχαίο και παραδοσιακό χωρισμό των αγιογραφικών κειμένων σε κεφάλαια. Στην
περίπτωση του Μαρκ. 2,5 που είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο, θα
παρατηρήσουμε φερ' ειπείν ότι ο Φαρμακίδης έχει έτσι δομημένη και διαχωρισμένη
την ύλη του κειμένου, ώστε θα ξεκινήσει το Ε΄ Κεφάλαιο του Β΄ Τόμου από τον 5
στίχο του 2ου Κεφαλαίου του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου. Αντίστοιχα, θα δούμε ότι η
διήγηση σχετικά με τον Λευί Τελώνη, που ξεκινάει στο 2,14 του ίδιου Ευαγγελίου,
αποτελεί την αρχή του Στ Κεφαλαίου στην έκδοση του Φαρμακίδη. Με άλλα λόγια, ο
Φαρμακίδης χωρίζει το κείμενο σε πολύ περισσότερα κεφάλαια, με αποτέλεσμα τα
καθαυτό κεφάλαια του αρχαίου κειμένου να χωρίζονται στη μέση.
51
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Δεύτερος περιέχων τα Κατά Μάρκον, Λουκάν και Ιωάννην Ευαγγέλια, εκ της Τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. 17 .
42
Μια άλλη παραπομπή στην ίδια σελίδα αποτελεί επεξήγηση του Φαρμακίδη
σε ένα άλλο σχόλιο του Ευθύμιου Ζιγαβηνού, όπου ο πατέρας της Εκκλησίας,
αναφερόμενος στο Ματθ. 38,9 (ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ,
αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ) λέει ότι: «Προ πάντων ορθρίσασθαι,
προ πάντων ορώσι τον Κύριον, και τούτο, μισθόν της τοιαύτης σπουδής
43
52
Ο.π., σελ. 600 .
53
Νικηφόρου Καλογερά, Περί των έτι ανεκδότων υπομνημάτων του Ευθυμίου, περιοδικό ΑΘΗΝΑΙΟΝ,
τ. 10 (1881), σελ. 331
44
Ιωάννης πραγματεύεται την έννοια της αγάπης προς το Θεό ως έκφραση της πίστης.
Αυτή σημαίνει πιστή τήρηση των εντολών του Θεού και κάτι τέτοιο ταυτόχρονα
εξασφαλίζει και τη νίκη επί των δαιμονικών δυνάμεων του κόσμου. Δύναται δηλαδή
να νικήσει τον κόσμο, όποιος ασκεί πίστη στον σαρκωθέντα Χριστό.54 Σε αυτό το
σημείο μάλιστα, ο Ιωάννης επικεντρώνεται στον Χριστό ως αντικείμενο της πίστης.
Αυτός που πραγματικά αγαπάει το Θεό, οφείλει να πιστέψει, ότι ο Ιησούς, α) είναι ο
Χριστός, β) είναι γεννημένος από το Χριστό και γ) είναι ο Υιός του Θεού.
54
Παύλος Βασιλειάδης, Κόμμα Ιωάννου. Μια προσέγγιση στη γνησιότητά του βάσει της κριτικής του
κειμένου και της ερμηνευτικής του, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 12
55
Ό.π. σελ. 20
56
Χρήστος, Π. Μαραζόπουλος, "Η επιχειρηματολογία του Θεόκλητου Φαρμακίδη για το Περί
Ζαχαρίου υιού Βαραχίου ζήτημα" στο Πρακτικά Συνεδρίου για το Θεόκλητο Φαρμακίδη, Λάρισα, 2010,
σελ. 93
45
του Βαραχία που ήταν πατέρας του φονευθέντος Ζαχαρία. Την άποψη αυτή που την
είχε υποστηρίξει ο Ιερώνυμος, την είχε αποδεχτεί με βάση δύο παραμέτρους: α) το
ότι ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων την είχε απορρίψει, αντιμετωπίζοντας
μάλιστα με ειρωνικό τρόπο τον Ιερώνυμο και β) το ότι οι αναφορές σχετικά με το
σημείο, όπου είχε γίνει η δολοφονία είναι πολύ σημαντικές, σχετικά με το ποιο ήταν
αυτό το συγκεκριμένο άτομο εν τέλει.
Τονίζει επιπρόσθετα, ότι ο Βαραχίας και ο Ιωδαός είναι ένα και το αυτό
πρόσωπο και πως αυτό δεν ήταν γνωστό μονάχα στους ίδιους τους Ιουδαίους της
εποχής του Ιησού, αλλά και σε μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Και ο
Φαρμακίδης μάλιστα, τονίζει ότι κακώς ο Κωνσταντίνος Οικονόμος είχε απορρίψει ή
αγνοήσει τις αναφορές των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Εδώ είναι σημαντικό, ότι ο
Φαρμακίδης κωδικοποιεί στη συνάφεια αυτή, την επιχειρηματολογία του με
αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ο Ιησούς αναφέρεται σε δύο φόνους, του
Άβελ και του Ζαχαρία, επισημαίνοντας πρώτον, ότι μόνο για τους δύο αυτούς φόνους
"μνημονεύεται" ρητώς ζήτηση εκδικήσεως για χυθέν αθώο αίμα.57 Ας σημειωθεί πως
με αυτή τη θέση που είχε πάρει επί του ζητήματος ο Φαρμακίδης απέρριπτε την
άποψη του Οικονόμου, ότι ο Ζαχαρίας που είχε δολοφονηθεί, ήταν ο πατέρας του
Βαπτιστή Ιωάννη.
Δεν ήταν τυχαία η έκδοση λίγο καιρό αργότερα άλλωστε του έργου του Ο
ψευδώνυμος Γερμανός, όπου ο Φαρμακίδης ήλεγχε τον Γερμανό εκδότη που είχε
57
Ό.π. σελ. 95
58
Νίκος Παύλου, "Ότι η μελέτη των Αγίων Γραφών είναι τόσον αναγκαία..." Η Αγία Γραφή στο έργο
του Θεόκλητου Φαρμακίδη, στο Πρακτικά Συνεδρίου για το Θεόκλητο Φαρμακίδη, Λάρισα, 2010, σελ.
256
46
59
Ό.π. σελ. 258
60
Βούλγαρης, Σπ., Χ., Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη, Τόμος Α ΄, εν Αθήναις, 2003, σελ. 408 .
47
Αυτή η παρατήρηση του Φαρμακίδη από την αρχή κιόλας, θα αποτελέσει ένα
προανάκρουσμα των όσων θα παρατηρήσει ο αναγνώστης στην πορεία του Τόμου
αυτού. Με άλλα λόγια, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του
ερμηνευτικού κειμένου του Οικουμενίου, δεν θα γίνεται ανοιχτά λόγος περί χρήσης
διαφόρων ερμηνειών από τα αντίστοιχα ερμηνευτικά έργα, όλων αυτών των αρχαίων
εκκλησιαστικών Πατέρων, εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, το όνομά τους θα
αναφέρεται ρητώς.
Κάποιες φορές τα ονόματά τους αναφέρονται ρητώς εντός του κειμένου και
άλλοτε βρίσκονται στο περισελίδιο (δηλαδή στο περιθώριο των χειρογράφων που
περιείχαν το κείμενο, όπως είδαμε φερ' ειπείν με τα διάφορα σχόλια στο δεύτερο
Τόμο). Ο Φαρμακίδης αναφέρει ήδη από τα Προλεγόμενα ότι όταν τα ονόμα των
Πατέρων είναι στο περισελίδιο, αναφέρονται, όντας μέσα σε αγκύλες. Άλλες φορές
δεν αναφέρονται καθόλου. Αυτό συμβαίνει με γνώμονα την απουσία βεβαιότητος
αναφορικά με το αν όντως το τάδε ή δείνα σχόλιον προερχόταν από τον κάλαμό του
τάδε ή δείνα Πατρός.
61
«Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου
Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους Επιστολήν, εκ της
τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. θ΄ .
62
Πράξ. 8,37 « εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε·
πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν» .
48
και παραλείπεται και εν ταις κριτικωτέραις της Καινής Διαθήκης εκδόσεσι». 63 Και
σημειώνει ταυτόχρονα ενδεικτικά ότι: «Παραλείπει δε αυτόν και ο Χρυσόστομος,
Τόμος Θ΄, σελ. 255».64
Ας σημειωθεί πως, όπως παρατηρήθηκε και στον πρώτο τόμο της σειράς, έτσι
και εδώ έχουμε μέσω παραπομπών αναφορές σε έργα εκτός αυτών της Καινής
Διαθήκης, έργα δηλαδή της θύραθεν γραμματείας. Θα παρατηρήσουμε ενδεικτικά για
άλλη μια φορά ότι γίνεται αναφορά σε έργο του Ιωσήπου, με αφορμή την περίπτωση
63
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος
περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Της Ρωμαίους Επιστολήν, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. 96 .
64
Ο.π., σελ. 96 .
65
Πραξ. 19,4 « εἶπε δὲ Παῦλος· ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν
ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν».
66
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος
περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους Επιστολήν, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. 168 .
49
του στίχου 21,38 , όπου ενώ ο Απόστολος Παύλος έχει συλληφθεί και προσαχθεί ενώ
βρίσκεται πίσω στην Ιερουσαλήμ ενώπιον ενός Ρωμαίου χιλίαρχου, κατηγορούμενος
από τους Ιουδαίους, ως ένας μάγος και απατεώνας, αιγυπτιακής καταγωγής, που είχε
δημιουργήσει έντονη αναστάτωση εκείνο το διάστημα στην πόλη. 67 Εδώ, ο
Φαρμακίδης θα επισημάνει ότι αναφορικά με το συγκεκριμένο περιστατικό (σχετικά
με τον Αιγύπτιο μάγο και υποκινητή επανάστασης στα Ιεροσόλυμα), ο Ιώσηπος κάνει
λόγο στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία.68 Ας σημειωθεί ότι αυτή η πληροφορία, με
βάση το Φαρμακίδη είναι δυνατόν να αναβρεθεί και σε ένα άλλο έργο του Ιωσήπου,
το Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου. Πρόκειται συγκεκριμένα για το Κεφ. ΙΓ΄,
παράγραφο ε΄ του δεύτερου βιβλίου.69
67
Πράξ. 21,38 « οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ Αἰγύπτιος ὁ πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀναστατώσας καὶ ἐξαγαγὼν
εἰς τὴν ἔρημον τοὺς τετρακισχιλίους ἄνδρας τῶν σικαρίων;» .
68
Αυτή η αναφορά συγκεκριμένα γίνεται στο 8ο κεφάλαιο του 20ου βιβλίου του έργου του Ιωσήπου
Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, στην παράγραφο 6, όπου όντως επισημαίνεται πως την περίοδο που ο Φήλικας
και ο Φήστος που αναφέρονται στις Πράξεις Αποστόλων, ήταν Προκουράτορες στην Ιουδαία, είχε
εμφανιστεί ένας Αιγύπτιος, ο οποίος είχε συγκεντρώσει αρκετά άτομα, υποσχόμενος με μαγικές
δυνάμεις να ρίξει τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ώστε οι ακόλουθοί του να εισβάλλουν στην πόλη και να
διώξουν τους Ρωμαίους δια παντός. Τελικά, οι Ρωμαίοι κατέσφαξαν πολλούς από τους επαναστάτες,
ενώ ο συγκεκριμένος Αιγύπτιος εξαφανίστηκε, χωρίς ποτέ να γίνει γνωστό τι απέγινε .
69
Κι εδώ, ο Ιώσηπος τονίζει ότι ένας Αιγύπτιος ψευδοπροφήτης και απατεώνας είχε ξεγελάσει
πολλούς Ιουδαίους, οδηγώντας τους σε εξέγερση κατά των Ρωμαίων. Εδώ, ο Ιώσηπος θα κάνει λόγο
για 30.000 στασιαστές, που εξαπατήθηκαν από το συγκεκριμένο άτομο, που εν τέλει δεν κατόρθωσε
να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους Ρωμαίους, ενώ η πλειοψηφία των οπαδών του είτε εξολοθρεύτηκαν
είτε διασκορπίστηκαν στην ύπαιθρο χώρα .
70
Ο Ευσέβιος Καισαρείας (275-339 μ.Χ.), γνωστός επίσης και ως Ευσέβιος Παμφίλου, ήταν
επίσκοπος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, εξηγητής και ιστορικός. Συνήθως αναφέρεται ως ο
πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας και αυτό λόγω του έργου του, της καταγραφής της ιστορίας στις
απαρχές της χριστιανικής Εκκλησίας. Ο χαρακτήρας των ιστορικών έργων του Ευσεβίου είναι
χρονογραφικός και αρχειακός και αυτό καθώς από αυτά λείπει η θεωρία και η έννοια της ιστορίας, ενώ
ως προς τα εξηγητικά του έργα είναι κυρίως συλλεκτικός και πολύ λίγο ερμηνευτικός. Η ερμηνευτική
του συχνά εξαντλείται συχνά στην επισήμανση και παράθεση παράλληλων χωρίων, ενώ χρησιμοποιεί
και αποκαλυπτικό υλικό, όπως δείχνουν αποσπάσματα ερμηνείας χωρίων του Ευαγγελίου του Λουκά.
Βλ. Παπαδόπουλος, Στ., Πατρολογία, Τόμος Β, β΄ έκδοση, Αθήνα, 1999, σελ. 121-137 .
50
μαρτύριον τούτου εγκατέθετω τω βίβλω. Καταλιπόντες γαρ αυτόν εκεί Λουκάς τε και
Αρίσταρχος,71 εξήλθον. Ευσέβιος δε τους μετέπειτα χρόνους ιστόρησεν ακριβώς».72
συνῆν, ὃν καὶ εἰκότως συναιχμάλωτόν που τῶν επιστολῶν ἀποκαλεῖ. καὶ Λουκᾶς, ὁ
καὶ τὰς πράξεις τῶν ἀποστόλων γραφῇ παραδούς, ἐν τούτοις κατέλυσε τὴν
ἱστορίαν, διετίαν ὅλην ἐπὶ τῆς ῾Ρώμης τὸν Παῦλον ἄνετον διατρῖψαι καὶ τὸν τοῦ
ἀπολογησάμενον, αὖθις ἐπὶ τὴν τοῦ κηρύγματος διακονίαν λόγος ἔχει στείλασθαι
τὸν ἀπόστολον, δεύτερον δ' ἐπιβάντα τῇ αὐτῇ πόλει τῷ κατ' αὐτὸν τελειωθῆναι
συντάττει, ὁμοῦ σημαίνων τήν τε προτέραν αὐτῷ γενομένην ἀπολογίαν καὶ τὴν
παρὰ πόδας τελείωσιν. δέχου δὴ καὶ τούτων τὰς αὐτοῦ μαρτυρίας· ‘ἐν τῇ πρώτῃ
μου’, φησίν, ‘ἀπολογίᾳ οὐδείς μοι παρεγένετο, ἀλλὰ πάντες με ἐγκατέλιπον (μὴ
αὐτοῖς λογισθείη), ὁ δὲ κύριός μοι παρέστη καὶ ἐνεδυνάμωσέν με, ἵνα δι' ἐμοῦ τὸ
τῷ· «ῥύσεταί με ἐκ στόματος λέοντος’· ἑώρα γὰρ τῷ πνεύματι τὴν ὅσον οὔπω
μέλλουσαν αὐτοῦ τελευτήν, δι’ ὅ φησιν ἐπιλέγων τῷ· ‘καὶ ἐρρύσθην ἐκ στόματος
λέοντος’ τὸ· ‘ῥύσεταί με ὁ κύριος ἀπὸ παντὸς ἔργου πονηροῦ καὶ σώσει εἰς τὴν
71
Αναφέρεται στον σύνοδο του Απ. Παύλου, τον Αρίσταρχο το Θεσσαλονικέα, ο οποίος είχε
γνωριστεί με τον Παύλο κατά την άφιξή του για πρώτη φορά στην πόλη της Μακεδονίας και που εν
συνεχεία είχε καταστεί ακόλουθός του και βοηθός του .
72
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος
περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους Επιστολήν, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. 217 .
51
σαφέστερον ἐν τῇ αὐτῇ προλέγει γραφῇ, φάσκων· ‘ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ
καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκεν’. νῦν μὲν οὖν ἐπὶ τῆς δευτέρας ἐπιστολῆς
τῶν πρὸς Τιμόθεον τὸν Λουκᾶν μόνον γράφοντι αὐτῷ συνεῖναι δηλοῖ, κατὰ δὲ τὴν
προτέραν ἀπολογίαν οὐδὲ τοῦτον· ὅθεν εἰκότως τὰς τῶν ἀποστόλων Πράξεις
ἐπ' ἐκεῖνον ὁ Λουκᾶς περιέγραψε τὸν χρόνον, τὴν μέχρις ὅτε τῷ Παύλῳ συνῆν
Λουκᾶς ἀνέγραψεν ἐπὶ τῆς ῾Ρώμης ἐπιδημίαν τοῦ Παύλου τὸ μαρτύριον αὐτῷ
συνεπεράνθη» .
Πέραν όλων αυτών των πληροφοριών, σταθερά και στο συγκεκριμένο τόμο
θα παρατηρήσουμε τη χρήση εντός του ερμηνευτικού κειμένου, πολλών στίχων και
εδαφίων προερχομένων από άλλα έργα της Αγίας Γραφής, με τα Ευαγγέλια να
κατέχουν την πρωτοκαθεδρία και πάλι σε αυτό το ζήτημα. Μάλιστα είναι ενδεικτικό
πως όσες φράσεις αποτελούν δάνεια από τα άλλα τρία Ευαγγέλια ή από άλλα κείμενα
της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, βρίσκονται σε πλάγια γραφή.
Ένα άλλο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί εδώ είναι πως πριν από το ίδιο το
ερμηνευτικό κείμενο, δηλαδή προς την αρχή του Τόμου αυτού, ο αναγνώστης θα δει
ότι ο Φαρμακίδης έχει παραθέσει άλλον ένα προλογικό σημείωμα μετά από τα
Προλεγόμενα, που τιτλοφορείται «Τοις Φιλέλλησι». Πρόκειται δηλαδή για ένα
σύντομο κείμενο, όπου ο Φαρμακίδης τονίζει ξανά ορισμένους κεντρικούς άξονες
τους οποίους συναντούμε και στα Προλεγόμενα του τόμου (όπως τη σημασία ενός
τέτοιου έργου, κάποια γενικά στοιχεία αναφορικά με τον Οικουμένιο, με το ότι ήταν
ερανιστής πατερικών ερμηνευτικών κειμένων κ.λ.π.).
73
Ο.π., σελ. 225 .
53
αποσπάσματα του κειμένου μέσα σε αγκύλες, και με βάση όσα είχαν προσημειωθεί
παραπάνω, γίνεται σαφές πως πρόκειται για σχόλια που είχαν βρεθεί στο περισελίδιο,
δηλαδή στο περιθώριο των χειρογράφων (προερχόμενα, όπως έχει τονιστεί πιο πριν,
μάλλον από τους αντιγραφείς του αρχικού κειμένου). Επιπλέον, το κείμενο της
ερμηνεία του Οικουμενίου παρατίθεται είτε ανά ένα στίχο ή ανά δύο στίχους ή σε
ορισμένες περιπτώσεις ανά 4 με 5 στίχους.
Στην περίπτωση του Τέταρτου Τόμου έχουμε πάλι κείμενο με την ερμηνεία
του Οικουμενίου, αλλά σε ό, τι αφορά τις δύο Προς Κορινθίους Επιστολές. Η μεν
πρώτη Προς Κορινθίους Επιστολή πρέπει να γράφτηκε μεταξύ του 56 και 57 μ.Χ. και
συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της τρίτης ιεραποστολικής περιοδείας του
Αποστόλου, κατά την παραμονή του τελευταίου στην Έφεσο. Μαζί του βρίσκονταν
και οι στενοί του συνεργάτες Στεφανάς, Φορτουνάτος και Αχαϊκός, οι οποίοι ήταν
Κορίνθιοι στην καταγωγή και οι οποίοι προφανώς είχαν κομίσει την Επιστολή στην
Κόρινθο.74
74
Παναγόπουλος, Ιωα., Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Αθήνα, 1994, σελ. 209 .
75
Ο.π., σελ. 225 .
54
αφενός μεν σε ποια σελίδα του βιβλίου μπορεί να βρει το κάθε κεφάλαιο της κάθε
επιστολής και αφετέρου να διαπιστώσει πώς ο ίδιος ο Φαρμακίδης χώρισε σε
επιμέρους τμήματα την ύλη των δύο κειμένων.
Στη συνέχεια, έχουμε μια αναφορά και περιγραφή της Α΄ Προς Κορινθίους
Επιστολής, από τον ίδιο τον Οικουμένιο, όπου μεταξύ άλλων τονίζεται πως: «Και
πρώτον μεν, μαρτυρεί αυτοίς εν φρονήσει και γνώσει· ουκ αποδέχεται δε αυτούς
ποιούντας σχίσματα, αλλά και συμβουλεύει, μη εν λόγω την αρετήν, αλλ’ εν έργω και
δυνάμει ηγείσθαι....Την δε ανάστασιν, από του εγηγέρθαι Χριστόν συνίστησι. Και
τέλει παραινετικούς λόγους εις τα ήθη γράφει, και περί λογίας της εις τους αγίους
παραγγέλει και ούτως τελειοί την Επιστολήν». 76 Παράλληλα, μετά από το κείμενο
του Οικουμενίου ακολουθεί ένα μικρό και αρκετα σύντομο κείμενο που ανήκει στον
Θεοδώρητο.77 Κι εδώ παρατηρούμε κάποια γενικά στοιχεία όσον αφορά την υπόθεση
της επιστολής και τους λόγους συγγραφής της.
Κατόπιν έχουμε το κείμενο του ίδιου του Οικουμενίου, όπου ήδη από την
πρώτη σελίδα θα παρατηρήσουμε ότι ο Φαρμακίδης με το σύστημα των παραπομπών
του για άλλη μια φορά δίνει τις πιο αναλυτικές ει δυνατόν πληροφορίες στον
αναγνώστη, σχετικά με το ερμηνευτικό κείμενο. Εδώ συγκεκριμένα θα
παρατηρήσουμε ότι στους τρεις πρώτους στίχους του Προοιμίου της Α΄ Προς
Κορινθίους Επιστολής του Παύλου,78 ο Φαρμακίδης έχει τοποθετήσει μια παραπομπή
στην ερμηνεία του Οικουμενίου (εδώ ο Οικουμένιος λέει χαρακτηριστικά ότι): «Ου
διότι ημείς ήμεν άξιοι· αλλά διότι ηθέλησεν, έσωσε και εκάλεσεν. Ώστε και νυν εμέ
76
Οικουμενίου, «Υπόθεσις της Προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής» στο Η Καινή Διαθήκη μετά
υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τέταρτος περιέχων τας δύο
Προς Κορινθίους Επιστολάς, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1843, σελ. 3 .
77
Ο Θεοδώρητος (393– περ. 475) υπήρξε εκκλησιαστικός συγγραφέας και χριστιανός επίσκοπος της
πόλης Κύρου (ή Κύρρου), πρωτεύουσας της συριακής επαρχίας της Κυρρηστικής. Θεωρείται ως «ο
μεγαλύτερος ερμηνευτής της Ανατολής», Βλ. Τατάκης Βασ., Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδόσεις
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977, σελ. 29 .
78
Πρόκειται συγκεκριμένα για τον πρώτο στίχο στην αρχή της Επιστολής (ουσιαστικά τον πρώτο
στίχο του Προοιμίου της Επιστολής), όπου ο Απόστολος λέει: «Παύλος κλητός Απόστολος Ιησού
Χριστού, δια θελήματος Θεού και Σωσθένης ο αδελφός». Ο αναφερόμενος εδώ Σωσθένης ήταν
συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου και χαρακτηριστικό της αγάπης του Παύλου που έτρεφε προς τον
Σωσθένη είναι, ότι στην Α’ προς Κορινθίους επιστολήν του, ονομάζει αυτόν συστρατιώτη του. Ο
Απόστολος Σωσθένης αναδείχτηκε επίσκοπος της πόλεως Κολοφώνος στην Ιωνία, και διακρίθηκε για
την διδακτικότητα και την αυταπάρνηση του .
55
θέλει απόστολον υμών είναι· Και πώς υμείς άλλους θέλετε διδασκάλους; Άρα
αντίθετοι έστε» Θεόφυλακτος .79
Την ίδια στιγμή, είναι και εδώ εμφανής η χρήση των σχολίων των
περισελιδίων, όπως και σε όλους τους άλλους τόμους. Το κείμενο ιδιαίτερα του
τέταρτου τόμου είναι γεμάτο από κείμενα που βρίσκονται εντός αγκυλών.
Παράλληλα, βλέπουμε και εδώ την πάγια τακτική της χρήσης υποσημειώσεων, με τις
οποίες δηλώνεται η προέλευση φράσεων, που χρησιμοποιεί ο Οικουμένιος στο
ερμηνευτικό του κείμενο, από άλλα κείμενα είτε της Καινής είτε της Παλαιάς
Διαθήκης.
79
Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Τέταρτος περιέχων τας δύο Προς Κορινθίους Επιστολάς, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1843, σελ. 5 .
80
Ο.π., σελ. 11 .
81
Ο.π., σελ. 11 .
56
Στην περίπτωση του πέμπτου Τόμου της σειράς , παρατηρούμε αντίστοιχα, ότι
εμπεριέχεται η ερμηνεία του Οικουμενίου στις υπόλοιπες επιστολές του Αποστόλου
Παύλου. Εδώ έχουμε τον τίτλο "Τόμος Πέμπτος, περιέχων την Προς Γαλάτας μέχρι
της Προς Φιλήμονα". Εδώ, όπως άλλωστε σημειώθηκε πρωτύτερα, ο τόμος
περιλαμβάνει την Προς Γαλάτας Επιστολή, την Προς Εφεσίους, τις δύο Προς
Θεσσαλονικείς, την Προς Φιλιππησίους, την Προς Κολοσσαείς, τις δύο επιστολές
Προς Τιμόθεον, την Προς Τίτον και την Προς Φιλήμονα. Στην αρχή του τόμου, κατά
τη γνωστή του τακτική ο Φαρμακίδης θα παραθέσει πίνακα με τα περιεχόμενα των
σελίδων στις οποίες έχουμε το κείμενο της κάθε επιστολής καθώς και το ερμηνευτικό
κείμενο που το συνοδεύει. Εδώ βλέπουμε, ως συνήθως και το πώς έχει διαχωρίσει
ανά ενότητες το πρωτογενές υλικό ο Φαρμακίδης.
Θα παρατηρήσουμε φερ' ειπείν στη σελίδα 77 του Τόμου και στο σχολιασμό
του στίχου 6,13,82 ότι στο σχολιασμό του Οικουμενίου, όπου διαβάζουμε «Πάντα
ποιούσι και ανθρώποις αρέσαι θέλουσι, μόνον ίνα μη δια της πίστεως άρχωνται και
διοικώνται»,83 ο Φαρμακίδης θα τοποθετήσει παραπομπή στην οποία έχει και το
αντίστοιχο ερμηνευτικό σχόλιο του Θεοφύλακτου για τον ίδιο στίχο. Εδώ
συγκεκριμένα θα διαβάσουμε σε αυτήν την παραπομπή τα εξής: «Μη μοι λέγε, φησί,
περιτομήν την μηδέ δυναμένην και άχρηστον ούσαν, ώσπερ και η ακροβυστία. Ο γαρ
Χριστός πάντα εκαίνεσε και άλλην πολιτείαν απαιτεί ημάς. Καινή γας κτίσις η κατά
Χριστόν ζωή. Διότι νυν αι ψυχαί ημών παλαιωθείσαι τη αμαρτία, ανενεώθησαν τω
βαπτίσματι. Και ότι εν τω μέλλοντι τη αφθαρσία και τη δόξη τιμηθησόμεθα, τα
σώματα καινισθέντες και αφθαρθησθέντες» (Θεοφύλακτος).84
82
Προς Γαλ. 6,13: «οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς
περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται» .
83
Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πέμπτος
περιέχων την προς Γαλάτας έως της προς Φιλήμονα, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1843, σελ. 77 .
84
Ο.π., σελ. 78 .
85
Γαλ., 6,16: « καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ' αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν
᾿Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ».
86
Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Πέμπτος περιέχων την προς Γαλάτας έως της προς Φιλήμονα, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου,
εν Αθήναις, 1843, σελ. 78 .
58
σημάδι της σημασίας που αποδίδεται και στο δικό του ερμηνευτικό έργο σε αυτόν τον
Τόμο της σειράς, μετά από το ερμηνευτικό έργο του Οικουμένιου. Με άλλα λόγια,
κατά σειρά προτεραιότητας και σημασίας στα ερμηνευτικά σχόλια και κείμενα των
τριών αυτών εκκλησιαστικών Πατέρων, η κατάταξη έχει ως εξής: α) Οικουμένιος, β)
Θεοφύλακτος και γ) Θεοδώρητος. Και αυτό δεν αφορά μονάχα την Προς Γαλάτας
επιστολή αλλά και όλες τις άλλες.
Από κει και πέρα, θα δούμε και εδώ το γνωστό μοτίβο: τη χρήση δηλαδή
παραπομπών (που δεν αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς, όπως 1,2,3 κ.λ.π.) αλλά
με ελληνικούς (α, β, γ, δ κ.λ.π.) για να δηλωθεί η παράθεση μέσα στα ερμηνευτικά
κείμενα και σχόλια, στίχων προερχομένων από τα έργα της Αγίας Γραφής. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στο παράδειγμα, που επισημάνθηκε παραπάνω, σχετικά με το
σχόλιο του Θεοδώρητου στο στίχο 6,16 της Προς Γαλάτας επιστολής, παρατηρούμε
ένα είδος «εσωτερικής παραπομπής», μιας παραπομπής στην παραπομπή.
Συγκεκριμένα, βλέπουμε ότι ο Φαρμακίδης παραθέτει με μεγαλύτερη γραμματοσειρά
ένα μικρό απόσπασμα από το προαναφερόμενο κείμενο του Θεοδώρητου, το οποίο
έχει προέλευση από τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης. Πρόκειται εν προκειμένω για
τους στίχους του ΛΒ΄ 28-30.87
Στην περίπτωση του έκτου Τόμου αυτής της μνημειώδους πράγματι σειράς, ο
αναγνώστης θα δει εκτός την ερμηνεία της Προς Εβραίους Επιστολής, αυτή και των
επτά Καθολικών (περί των οποίων έγινε σύντομος λόγος στο πρώτο κεφάλαιο της
παρούσης εργασίας). Εδώ και πάλι θα δούμε τη χρήση σύντομων εισαγωγικών
σημειωμάτων, τόσο για την Προς Εβραίους Επιστολή, όσο και για τις Καθολικές
Επιστολές. Αυτά τα σημειώματα είναι γραμμένα από τον Οικουμένιο . Παράλληλα,
έχουμε αμέσως μετά εξίσου πολύ σύντομα εισαγωγικά σημειώματα από αγνώστου
προελεύσεως συγγραφέα, που δεν κατονομάζεται. Κι εδώ αυτά τα συγκεκριμένα
εισαγωγικά σημειώματα, έχουν τον τίτλο «Άλλως» ή «Άλλη» (Υπόθεσις).
87
Γεν. ΛΒ΄ 28-30: « Καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ᾿Ιακώβ, ἀλλ᾿ ᾿Ισραὴλ ἔσται
τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ. 29 ἠρώτησε δὲ ᾿Ιακὼβ
καὶ εἶπεν· ἀνάγγειλόν μοι τὸ ὄνομά σου. καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο ἐρωτᾶς σὺ τὸ ὄνομά μου; καὶ
εὐλόγησεν αὐτὸν ἐκεῖ. 30 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος Θεοῦ· εἶδον γὰρ
Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή».
59
Την ίδια στιγμή, μετά από τη σύντομη δύο περίπου σελίδων Εισαγωγή του σε
αυτόν τον τόμο, ο Φαρμακίδης θα παρουσιάσει τους πίνακες με τα περιεχόμενα για
καθένα από τα καινοδιαθηκικά έργα που εμφανίζονται εδώ. Για άλλη μια φορά
γίνεται αντιληπτό, με βάση τον καταμερισμό των διαφόρων κεφαλαίων των
επιστολών ανά σελίδες, πως ο Φαρμακίδης ακολουθεί μια δική του ελεύθερη τακτική.
Δηλαδή δεν δεσμεύεται από την παραδοσιακή δομή των έργων αυτών ανά κεφάλαια.
Ας σημειωθεί εδώ πως αυτή η τακτική δεν είναι συνυφασμένη την ίδια στιγμή
με φαινόμενα άναρχης δόμησης του κειμένου. Απεναντίας υπάρχει μια πολύ
συγκεκριμένη λογική και συνοχή ως προς τον τρόπο παρουσίασης των κειμένων,
αφού ο διαχωρισμός τους σε ενότητες υφίσταται με βάση τα διάφορα θέματα, τα
οποία πραγματεύεται το κάθε κείμενο. Φερ' ειπείν παρατηρούμε στην Καθολική
Ιούδα Επιστολή (στα περιεχόμενα) ότι ο Φαρμακίδης έχει χωρίσει το κείμενο σε τρεις
ενότητες. Από αυτές, η πρώτη ενότητα περιέχει τα σχετικά «Περί προσοχής της εις
Χριστόν πίστεως δια την επανάστασιν των ασεβών και ασελγών ανδρών· εν ω περί
μελλούσης αυτών κολάσεως καθ' ομοίωσιν των πάλαι αμαρτησάντων και
πονηρών».88
2.5 ε) Αποκάλυψη
Στην περίπτωση του 7ου τόμου που μας απασχολεί εδώ, παρατηρούμε, όπως
και παραπάνω, ότι ο Φαρμακίδης καταρχήν καταφεύγει στη χρήση πολλών
παραπομπών ανά σελίδα. Σε αυτές τις παραπομπές, έχουμε και πάλι αναφορές σε
έργα της Καινής Διαθήκης ή αντίστοιχα και της Παλαιάς Διαθήκης (ανάλογα με το αν
88
Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Έκτος
περιέχων την Προς Εβραίους Επιστολήν και τας Επτά Καθολικάς, εκδόσεις Νικολάου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1844, σελ. ιε΄ .
60
δηλαδή οι Ανδρέας και Αρέθας χρησιμοποιούν στην ερμηνεία τους της Αποκάλυψης
του Ιωάννη, φράσεις προερχόμενες από την Αγία Γραφή).
Φερ’ ειπείν, παρατηρούμε στη σελίδα 5 και 6 του έβδομου τόμου, στην
ερμηνεία του Αρέθα, η οποία αφορά τους στίχους 4 και 5 στο Κεφάλαιο Α της
Αποκάλυψης του Ιωάννη (όπου διαβάζουμε «ἰωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν
τῇ ἀσίᾳ: χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν
ἑπτὰ πνευμάτων ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ. καὶ ἀπὸ ἰησοῦ χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ
πιστός, ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. τῷ ἀγαπῶντι
ἡμᾶς καὶ λύσαντι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ») ότι ο
ερμηνευτής παραπέμπει τόσο σε έργα της Καινής Διαθήκης, όπως η Α' Επιστολή
Ιωάννου, και η Προς Φιλιππησίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (σελ. 5) όσο
και σε έργα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως για παράδειγμα το βιβλίο των Ψαλμών
(κεφάλαιο ΡΒ΄, 20).
κεφάλαια, όσο είναι το μέγεθος της Αποκάλυψης του Ιωάννου, κατά τη διαίρεση του
Ανδρέα).
Τόσο ο Αρέθας όσο και ο Ανδρέας τονίζουν πως η ερμηνεία τους είναι
συνυφασμένη με την προσπάθεια να διαφανεί γενικότερα, όσο βέβαια είναι δυνατό
αυτό, η σοφία και αλήθεια που ενυπάρχουν στους στίχους και τα κεφάλαια της
Αποκάλυψης του Ιωάννη. Θα αναφέρει ενδεικτικά στο δικό του προλογικό κείμενο ο
επίσκοπος Ανδρέας ότι: «ειδώς μεγάλης τούτο είναι διανοίας και [τω] θείω πνεύματι
62
Βλέπουμε ακόμα, ότι και οι δύο κάνουν στα προλογικά τους σημειώματα,
αναφορές σχετικά με το έργο προγενέστερων Πατέρων της Εκκλησίας, εκ των οποίων
άντλησαν στοιχείο και υλικό για την εκπόνηση των ερμηνευτικών τους κειμένων. Για
παράδειγμα στο δικό του προλογικό σημείωμα, ο επίσκοπος Ανδρέας σημειώνει
χαρακτηριστικά (επισημαίνοντας παράλληλα και τη θεοπνευστία της Αποκάλυψης),
ότι : «Περί μέντοι του θεοπνεύστου της βίβλου, περιττόν μηκύνειν τον λόγον
ηγούμεθα, των μακαρίων Γρηγορίου [φημί] του θεολόγου, και Κυρίλλου, προσέτι δε
και των αρχαιοτέρων Παππίου, Ειρηναίου, Μεθοδίου και Ιππολύτου ταύτη
προσμαρτυρούντων των αξιόπιστον· παρ' ων και ημείς πολλάς λαβόντας αφορμάς εις
τούτον ελυλήθαμεν, καθώς εν τισι τόποις χρήσεις τούτων παρεθέμεθα».90
89
Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας Πρόλογος (κυρίω μου αδελφώ μου και
συλλειτουργώ) στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου
Φαρμακίδου, Τόμος έβδομος περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1845, σελ. 243 .
90
Ο.π., σελ. 245 .
63
Παρακολουθώντας τον ίδιο του το λόγο, μέσα από το εκδοτικό του έργο, θα
δούμε να αναφέρει καταρχήν επί παραδείγματι : « ότι η μελέτη των ιερών Γραφών
είναι τόσον αναγκαία εις τον χριστιανόν, όσο αυτή η υλική τροφή εις τον άνθρωπο, εν
γένει, δεν υπάρχει, νομίζομεν, χριστιανός όστις αμφιβάλλει περί τούτου. Και τί λέγομεν,
αναγκαία; είναι τόσω αναγκαιοτέρα εκείνης, όσο τιμιωτέρα του σώματος είναι η ψυχή,
εις σωτηρίαν της οποίας αποβλέπει αύτη ».92 Εδώ με άλλα λόγια, ευθύς εξαρχής ο
Θεόκλητος Φαρμακίδης θα θέσει το ζήτημα της ψυχοπνευματικής ωφέλειας, την
οποία μπορεί να έχει ένας πιστός μέσα από την ανάγνωση των Γραφών. Αυτό
μάλιστα, είναι ένα μοτίβο, το οποίο θα επαναληφθεί αρκετές φορές στα
«Προλεγόμενα», δηλαδή στα εισαγωγικά σημειώματα των τόμων της σειράς.
91
Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη , Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2004, σελ. 46-47
92
Φαρμακίδης, Θ., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Α΄, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της τυπογραφίας
Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ζ΄ .
64
Εδώ, είναι επίσης ενδεικτικό πως ο Φαρμακίδης θα σημειώσει ότι ήδη στην
εποχή του, μεταξύ των διαφόρων αναγνωσμάτων, τα κείμενα της Αγίας Γραφής και
δη της Καινής Διαθήκης, ήταν εκείνα, τα οποία αναγιγνώσκονταν λιγότερο, εν
συγκρίσει με άλλα, εκ μέρους του πληρώματος της Ανατολικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Αυτή η πραγματικότητα, όπως θα επισημάνει ο Φαρμακίδης, δεν
χαρακτηρίζει μόνο τον απλό λαό (εδώ ίσως υπονοείται εκ μέρους του άλλωστε η
πραγματικότητα της εποχής, που αφορούσε το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και την
αδυναμία ανάγνωσης από μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού), αλλά αφορά εν
πολλοίς και τους ίδιους τους ανθρώπους της Εκκλησίας. Η συγκεκριμένη αναφορά
προφανώς σχετίζεται με ένα σημαντικό κομμάτι του κλήρου, ιδίως του κατωτέρου.
93
Ο.π., σελ. ζ΄- η΄.
65
εξ ου φέρει εν τη εκκλησία του Χριστού χαρακτήρος έργον κύριον ώφειλε να έχη την
ανάγνωσιν και μελέτην ταύτην; Και αυτός εκείνος, εις τον οποίον οι ιεροί Κανόνες
επιβάλλουσιν ως ιερόν καθήκον την αδιάλειπτον των ιερών Γραφών ανάγνωσιν και
μελέτην· διότι οφείλει ‘εν πάση μέν ημέρα, εξαιρέτως δε εν ταις κυριακαίς, πάντα τον
κλήρον και τον λαόν εκδιδάσκειν τους της ευσεβείας λόγους, εκ της θείας Γραφής,
αναλεγόμενον τα της αληθείας νοήματά τε και κρίματα ;’ (Καν. ΙΘ' Στ΄ Οικουμενικής
Συνόδου) ».94
Επιπλέον, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι κατά τον Φαρμακίδη στην εποχή του
φαίνεται να υφίσταται ένα γενικότερο πνεύμα αδιαφορίας για τη μελέτη των Γραφών.
Μια τέτοια παρατήρηση εκ μέρους του μοιάζει να προξενεί εύλογες απορίες, αν
αναλογιστεί κάποιος πως ακόμα η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα και των πρώτων
μετεπαναστατικών χρόνων, στα οποία τοποθετείται χρονολογικά ο εκδοτικός άθλος
του, χαρακτηρίζεται από μια σχετικά έντονη θρησκευτικότητα.
94
Ο.π., σελ. θ΄.
66
έντονες αντιδράσεις και αντιστάσεις από μια κοινωνία, που ακόμα σε μεγάλο βαθμό
υπήρξε πιστά προσανατολισμένη σε στέρεες παραδόσεις, μεταξύ των οποίων η
Ανατολική Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία αναμφίβολα είχε πρωτεύουσα θέση.
95
Ο.π., σελ. ι΄.
67
Εδώ για παράδειγμα, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι για την περίπτωση του
ερμηνευτικού έργου του Οικουμενίου (που αφορά την περίπτωση των Πράξεων
96
Ο.π., σελ. ι΄.
97
Ο.π., σελ. ια΄.
98
Ο.π., σελ. ια΄.
68
Είναι επιπλέον και λίαν σημαντικό αυτό που αναφέρει ο Φαρμακίδης στο
εισαγωγικό κείμενο των «Προλεγομένων» του έβδομου τόμου του εκδοτικού έργου,
όπου περιλαμβάνεται ο υπομνηματισμός της Αποκάλυψης του Ιωάννου. Λέει εδώ ότι:
« Αλλ΄ ό,τι δεν έπραξαν αλλογενείς και ετερόδοξοι εκδόται, είθε να πράξωσιν μετ' εμέ
ομογενείς και ορθόδοξοι, εκδιδόντες τας περί ων ο λόγος ερμηνείας εκ χειρογράφων
ορθοτέρων. Είς ημάς διαφέρουσιν ασυγκρίτω λόγω αι τοιαύται ερμηνείαι· διότι προς
τη εξ αυτών μεγάλη ωφελεία είναι αύται και πατρική κληρονομία ».100 Είναι σαφές εδώ
δηλαδή, ότι ένα τέτοιο εκδοτικό έργο είχε σημασία ιδιαίτερη όχι απλά για το
ελληνόφωνο ορθόδοξο ποίμνιο, αλλά για τον ίδιο τον ελληνικό κόσμο, δεδομένου ότι
στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε εξηγητικά κείμενα, που αποτελούν
αναπόσπαστα τμήματα της ίδιας της πνευματικής ελληνικής δημιουργίας και
κληρονομιάς σε διαχρονικό επίπεδο (τα εξηγητικά κείμενα και έργα των Ελλήνων
Πατέρων της Ορθοδοξίας).
99
Φαρμακίδης, Θ., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις των Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους
Επιστολή, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ια΄.
100
Φαρμακίδης, Θ., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά αρχαίων υπομνημάτων εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Έβδομος, περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εκ της
τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1845, σελ. ι΄.
69
Υπό το πρίσμα, όλων αυτών των παρατηρήσεων λοιπόν, δεν είναι τυχαίο το
γεγονός επί παραδείγματι το οποίο θα επισημάνει σε ένα τμήμα των
«Προλεγομένων» του στον έκτο τόμο της εκδοτικής σειράς, όπου εκφράζει τα
παράπονά του για το ότι από κάποιο σημείο και έπειτα, και ενώ ήδη είχαν εκδοθεί οι
πρώτοι του τόμοι, το έργο του συναντούσε ξαφνικά μια ολοένα αυξανόμενη
70
αδιαφορία. Επισημαίνει στον συγκεκριμένο τόμο, που μόλις αναφέραμε ότι: «Εκ των
ιδία χειρί και αυτοπροαιρέτω διαθέσει υπογεγραμμένων συνδρομητών, άλλοι μεν δεν
ηθέλησαν να λάβωσιν ουδόλως το σύγγραμμα, ο μέν προφασιζόμενος τούτο, ο δε
εκείνο· (και ο εις παρελογίζετο χειρότερον του ετέρου!) μη ενθυμούμενοι, ότι επί τω
δοθέντι παρ’ αυτών λόγω στηριζόμενος επεχείρησα έργον πολύμοχθον και
πολυδάπανον· άλλοι δε, μόλις εννοήσαντες το άτιμον της παραβάσεως του δοθέντος
λόγου, και το άδικον, εδέχθησαν, οι μεν τους δύο πρώτους τόμους, οι δε, και τον τρίτον,
και ούτω, νομίζοντες, ότι απολύονται της περαιτέρω υποχρεώσεως, δεν ηθέλησαν να
δεχθώσιν τους άλλους ».101
101
Φαρμακίδης, Θεο., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Έκτος, περιέχων την Προς Εβραίους Επιστολήν και τας Επτάς
Καθολικάς, εκ της τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1844, σελ. ζ΄ .
102
Ο.π., σελ. ζ΄ .
71
103
Διομήδους, Κ., « Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου » στο Μελέται, εκ του τυπογραφείου των
καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις, 1887, σελ. 170 .
72
104
Θεόκλητος Φαρμακίδης, Προλεγόμενα στο Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων
εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Α΄, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της
τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1844, σελ. ζ.
105
Ό.π. σελ. ζ΄
73
3.2 Η σημασία του εκδοτικού έργου του Φαρμακίδη με βάση τα δεδομένα στο
χώρο των εκδόσεων ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης έως την εποχή
του
« ΑΓΓΕΛΙΑ
Οτι η μελέτη των ιερών Γραφών είναι τόσον αναγκαία εις τον χριστιανόν, όσον αυτή η
υλική τροφή εις τον άνθρωπον εν γένει, δεν υπάρχει, νομίζομεν, χριστιανός, όστις
αμφιβάλλει περί τούτου . Και τι λέγομεν, αναγκαία ; είναι τόσω αναγκαιοτέρα εκείνης,
όσω τιμιωτέρα του σώματος είναι η ψυχή, εις σωτηρίαν της οποίας αποβλέπει αύτη. Οι
θείοι της εκκλησίας Πατέρες τόσον ακριβώς εγνώρισαν την ανάγκην της αδιαλείπτου
αναγνώσεως και μελέτης των ιερών Γραφών, ώστε δεν έπαυον ζώντες από του να
συνιστώσιν αυτήν μετά πολλής σπουδής εις τους συγχρόνους των χριστιανούς, και δεν
παύουσιν έως σήμερον από του να προτρέπωσιν ημάς τους νύν ζώντας εις αυτήν διά
των αθανάτων αυτών συγγραμμάτων. Βιβλίον όλον εδυνάμεθα να συντάξωμεν εκ των
προτροπών τούτων, εάν ενομίζομεν τούτο αναγκαίον. Άπειρον εθεώρουν οι θείοι
Πατέρες τον καρπόν της αναγνώσεως και μελέτης των ιερών Γραφών, και άπειρος
είναι τωόντι. Μεγίστην εθεώρουν βλάβην την έλλειψιν αυτής, και μεγίστη είναι τωόντι.
‘‘ Μεγάλη, λέγει ο θείος Χρυσόστομος [ Ομ. Γ. εις τον Λάζαρον ], ‘‘ μεγάλη ασφάλεια
πρός το μη αμαρτάνειν, των Γραφών η ανάγνωσις· μέγας κρημνός και βάραθρον βαθύ,
των Γραφών η άγνοια· μεγάλη προδοσία σωτηρίας το μηδέν από των θείων ειδέναι
74
νόμων. Τούτο και αιρέσεις έτεκε· τούτο και βίον διεφθαρμένον εισήγαγε· τούτο τα άνω
κάτω πεποίηκεν. Αμήχανον γάρ, αμήχανον, άκαρπον αναχωρήσαι τινα συνεχώς
αναγνώσεως απολαύοντα μετ επιστασίας ’ . Και δεν είναι υπερβολή ό,τι λέγει αυτόθι ο
ούτος θείος Πατήρ περί της αναγνώσεως και μελέτης των ιερών Γραφών . ‘ Ου γάρ
έστιν, ούκ έστι τινά σωθήναι μη συνεχώς αναγνώσεως απολαύοντα πνευματικής ’. Και
όμως κανέν άλλο σύγγραμμα δεν αναγινώσκεται παρά των τέκνων της ορθοδόξου ημών
ανατολικής εκκλησίας τόσω σπανιώτερον, όσον τα βιβλία εκείνα, τα οποία έπρεπε να
ήναι καθ’ εκάστην ημέραν εις τας χείρας αυτών. Και μόνος ο λαϊκός άνθρωπος
δεικνύει τοιαύτην και τοσαύτην αμέλειαν και αδιαφορίαν προς την ψυχοσωτήριον των
ιερών Γραφών ανάγνωσιν ; Δεν δεικνύει τοιαύτην και τοσαύτην και αυτός εκείνος,
όστις και εξ ου φέρει εν τη εκκλησία του Χριστού χαρακτήρος έργον κύριον ώφειλε να
έχη την ανάγνωσιν και μελέτην ταύτην ; Και αυτός εκείνος, εις τον οποίον οι ιεροί
Κανόνες επιβάλλουσιν ως ιερόν καθήκον την αδιάλειπτον των ιερών Γραφών
ανάγνωσιν και μελέτην· διότι οφείλει ‘ εν πάση μέν ημέρα, εξαιρέτως δε εν ταίς
Κυριακαίς πάντα τον κλήρον και τον λαόν εκδιδάσκειν τους της ευσεβίεας λόγους, εκ
της θείας Γραφής αναλεγόμενον τα της αληθείας νοήματά τε και κρίματα ’ . [ Κανών
ΙΘ της οικουμ. Συνόδου ]. Και τις άρα γε ο λόγος της ασυγχωρήτου ταύτης αμελείας
και αδιαφορίας ; Η έλλειψις των αντιτύπων των ιερών Γραφών ; Αλλ’ απ’ αυτών
γέμει από τινος χρόνου ο κόσμος όλος. Η βαρεία τιμή της ωνής ; Αλλ’ αύτη την
σήμερον είναι ελαφροτάτη. Η δυσκαταληψία των αναγινωσκομένων ; Αλλά δεν είναι
τόσον δύσκολος η κατάληψις των ιερών Γραφών, και μάλιστα η της Καινής Διαθήκης,
εις τον συνεχώς και ευλαβώς αυτάς αναγινώσκοντα και μελετώντα . ‘ Διά τούτο λέγει ο
θείος Χρυσόστομος [ Ομ. Γ εις τον Λάζαρον ], διά τούτο η του Πνεύματος ωκονόμησε
χάρις τελώνας, και αλιέας, και σκηνοποιούς, και ποιμένας, και αιπόλους, και ιδιώτας,
και αγραμμάτους ταύτα συνθείναι τα βιβλία, ίνα μηδείς των ιδιωτών εις ταύτην έχη
καταφεύγειν την πρόφασιν, ίνα πάσιν ευσύνοπτα η τα λεγόμενα· ίνα και ο χειροτέχνης,
και ο ικέτης, και η χήρα γυνή, και ο πάντων ανθρώπων αμαθέστατος, κερδάνη τι και
ωφεληθή παρά της αναγνώσεως – Σαφή γάρ και δήλα τα παρ’ αυτών κατέστησαν
άπασιν, άτε κοινοί της οικουμένης όντες διδάσκαλοι, ίνα έκαστος και δι εαυτού
μανθάνειν δύνηται εκ της αναγνώσεως μόνης των λεγομένων. – Τίνι γάρ ούκ έστι δήλα
τα των ευαγγελίων άπαντα ; τις δε ακούων, ότι μακάριοι οι πραείς, μακάριοι οι
ελεήμονες, μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, και όσα τοιαύτα, διδασκάλου δεήσεται, ως
τι μαθείν των λεγομένων ; ’ . Και ότι λέγει ο Χρυσόστομος, του’ αυτό λέγει και άπας
75
των Αγίων Πατέρων ο χορός . Αν λοιπόν ούτος ήναι ο λόγος της αμελείας και
αδιαφορίας ταύτης, ο λόγος αυτός είναι τωόντι άλογος.
Από του έκτου αιώνος, αντί πρωτοτύπων ερμηνευτών και εξηγητών των ιερών
Γραφών, ανεφάνησαν εις την εκκλησίαν, ως γνωστόν εις τους ειδήμονας της
χριστιανικής φιλολογίας, συλλογείς ή ερανισταί εκ των ερμηνειών και εξηγήσεων των
πρό αυτών ακμασάντων ενδόξων ερμηνευτών και εξηγητών· και τοιαύται συλλογαί ή
επιτομαί ή σειραί συνετάχθησαν παρά διαφόρων εκκλησιαστικών ανδρών και εις την
παλαιάν και εις την νέαν Διαθήκην, και πολλαί τούτων σώζονται έως σήμερον, αι μέν
εκδεδομέναι, αι δ’ ανέκδοτοι έτι κείμεναι εις τας πλουσίας της Ευρώπης βιβλιοθήκας.
Αν όχι όλως τοιούτοι σειρογράφοι κατά την κυριωτέραντου ονόματος σημασίαν,
συλλογείς όμως ή ερανισταί είναι, ως οι ίδιοι ομολογούσι, και ο κατά τον Ι΄ αιώνα
ακμάσας επίσκοπος Τρίκκης της Θεσσαλίας Οικουμένιος, ο κατά τον ΙΑ΄ αιώνα
ακμάσας αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, και κατά τον ΙΒ΄ ο μοναχός
Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός. Και οι τρείς ούτοι συνέγραψαν υπομνήματα εις την καινήν
Διαθήκην· αλλά τα υπομνήματα ταύτα είναι κυρίως ερανισμένα εκ των συγγραμμάτων
των πρό αυτών ακμασάντων θείων της εκκλησίας Πατέρων, και κατ’ εξοχήν του τωόντι
και αληθώς χρυσού την γλώσσαν Ιωάννου. Πλήν καίτοι κυριωτέρως συλλογείς ή
ερανισταί οι ειρημένοι, εξέφρασαν όμως εν πολλοίς και ιδίας αυτών γνώμας, και
γνώμας επιτυχείς κατά την κρίσιν των αρμοδίων κριτών. Το έργον αυτών απεδείχθη εκ
της πείρας χρησιμώτατον και ωφελιμώτατον· διότι αντί πολυτόμων συγγραμμάτων έχει
τις πρόχειρον επιτομήν αυτών, περιέχουσαν αληθώς όσα συντείνουσιν εις ακριβεστέραν
της καινής Διαθήκης κατάλειψιν. Εν τοίς συγγράμμασιν άρα τούτων λαλούσι κυρίως
αυτοί οι ενδοξότεροι και εγκριτότεροι των θείων της εκκλησίας Πατέρων· διότι έκ των
συγγραμμάτων αυτών είναι ταύτα συνερραμμένα. Ότι δε τοιαύτα όντα είναι
χρησιμώτατα και ωφελιμώτατα, κρίνομεν περιττόν να το είπωμεν ημείς· αλλά καίτοι
76
τοιαύτα, είναι εις ημάς, υπέρ ών κυρίως εγράφησαν, τόσον σπάνια, ώστε καταντώσιν
όλως άγνωστα, και εκ τούτων ανωφελή .
Του Οικουμενίου τα υπομνήματα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εις τας επιστολάς
του αποστόλου Παύλου και εις τας καθολικάς εξεδόθησαν το τελευταίον εν Παρισίοις
εν έτει 1631 εις δύο τόμους εις φύλλον μετά της Λατινικής μεταφράσεως υπό Φ.
Μορέλλου μετά του εις την αποκάλυψιν του Ιωάννου υπομνήματος του επισκόπου
Καισαρείας της Καππαδοκίας Αρέθα· του Θεοφυλάκτου αι εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια
ερμηνείαι και αι εξηγήσεις των επιστολών του Παύλου εξεδόθησαν το τελευταίον μετά
των λοιπών αυτού συγγραμμάτων εν Ενετία κατά το 1754 - 66 έτος εις τέσσαρας
τόμους εις φύλλον· και του Ευθυμίου αι εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείαι
εξεδόθησαν άπαξ και μόνον ελληνιστί υπό του Γερμανού Χ. Φ. Ματθαίου ( Matthaei )
εν Λιψία κατά το 1792 έτος εκ δύο χειρογράφων, σωζομένων εις τας βιβλιοθήκας της
ιεράς Ρωσσικής Συνόδου. Εκ τούτων γίνεται δήλον, πόσον σπάνια είναι τα εις ημάς
χρησιμώτατα και ωφελιμώτατα συγγράμματα ταύτα .
Την έλλειψιν λοιπόν των υπομνημάτων εις την καινήν Διαθήκην θέλοντες να
θεραπεύσωμεν εκ του προχείρου, εύλογον εκρίναμεν να εκδώσωμεν τα εις αυτήν
υπομνήματα των τριών ειρημένων υπομνηματιστών μετά του θείου κειμένου της καινής
Διαθήκης πρός χρήσιν παντός μέν χριστιανού, εξαιρέτως δε των εκ του ιερού κλήρου
της ορθοδόξου ημών ανατολικής εκκλησίας γίνεται δε η έκδοσις αυτών κατά τας
ανωτέρω εκδόσεις, τας τελευταίας και ακριβεστέρας· άλλα βοηθήματα εις την έκδοσιν
ταύτην ούτε έχομεν ούτε εδυνάμεθα να εύρωμεν εις την Ελλάδα . Ο κριτικός λοιπόν δεν
θέλει ευρεί εις την έκδοσιν ταύτην νέον τι· θέλει ευρεί όμως εις αυτήν θησαυρόν
πολύτιμον ο ορθόδοξος χριστιανός, και υπέρ αυτού γίνεται κυρίως η έκδοσις. Αν ούτος
δεν θέλη ν’αποκτήση και ν’ αναγνώση το σύγγραμμα, αυτού είναι το ελάττωμα, και
αυτός ας δώση λόγον περί τούτου .
Εκδίδομεν δε προς το παρόν εις τα τέσσερα Ευαγγέλια ερμηνείας του Ευθυμίου, και
τα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εις τάς επιστολάς του αποστόλου Παύλου, και εις
τας καθολικάς, τα υπομνήματα του Οικουμενίου, και εις την αποκάλυψιν του Ιωάννου
το του Αρέθα υπόμνημα, διά να συμπληρωθή ούτως εν όλον υπόμνημα εις την καινήν
Διαθήκην· του δε Θεοφυλάκτου αι εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια και εις τας Πράξεις των
Αποστόλων ερμηνείαι, και αι εξηγήσεις των επιστολών του Παύλου, θέλουσιν εκδοθή
κατόπιν ιδιαιτέρως. Αλλ’ ίσως είπη τις, πρός τι η έκδοσις και του Θεοφυλάκτου μετά
77
την έκδοσιν των ανωτέρω υπομνημάτων ; πρός το αυτό, αποκρινόμεθα, τέλος, προς ο
εκδίδονται και ο Ευθύμιος, ο Οικουμένιος και ο Αρέθας. Και του Θεοφυλάκτου τα
υπομνήματα έχουσι τα ίδια αυτών προτερήματα· έπειτα είναι και αυτά πατρική
κληρονομία· και αν αλλογενείς και ετερόδοξοι έδειξαν τόσην φροντίδα και επιμέλειαν
εις την διάσωσιν και διατήρησιν αυτής, δεν ηθέλομεν είσθαι ημείς εις έσχατον
αξιοκατάκριτοι, εάν εδεικνυόμεν προς τούτον αφροντιστίαν και αμέλειαν ;
Εκαστος τόμος τιμάται δραχμών έξ, διδομένων μετά την παραλαβήν του τόμου πρός
τους αναδεδειγμένους εντίμους επιστάτας της συνδρομής παρ’ ών θέλουσι λαμβάνει οι
συνδρομηταί και το βιβλίον. Το χαρτίον θέλει είναι καλόν, και ο τύπος κατά την
αγγελίαν ταύτην· άλλ η έναρξις της εκδόσεως θέλη γενή, όταν αποδειχθή, ότι εκ της
συνδρομής απαντάται η δαπάνη. Δια τούτο παρακαλούμεν όλους εκείνους, οι οποίοι
είτε κατά ρητήν παράκλησιν ημών ή κατά χάριν, είτε αφ εαυτών διά την εκ τοιούτου
συγγράμματος βεβαίαν ψυχοσωτήριον ωφέλειαν, θέλουσιν αναδεχθή εις έκαστον τόπον
την συλλογήν της συνδρομής, να πέμψωσιν όσον τάχιον είτε αμέσως, είτε εμμέσως πρός
ημάς κατ ευθείαν τα ονόματα των καταγεγραμμένων, πρός οδηγίαν ημών εις το
πρακτέον· τα δε ονόματα πρέπει να ήναι ορθώς και ευκρινώς γεγραμμένα, διά να μη
συμβώσι λάθη εις την εν τω τέλει του συγγράμματος γενομένην δημοσίευσιν αυτών.
Γενομένης δε άπαξ αρχής της εκδόσεως, θέλει δοθή και πέρας εις το έργον, όσον
ενδέχεται ταχύτερον.
78
Υπομνήματα Πατέρων της Εκκλησίας εις την ανάγνωσιν της καινής Διαθήκης
εσυστάθησαν παρά πολλών ελλογίμων κληρικών, και υπομνήματα τοιαύτα εκδίδονται
χωρίς τινος μεταβολής ή προσθήκης ή αφαιρέσεως. Καμμία λοιπόν πρόφασις δεν μένει
του λοιπού κατά τούτο.
Θεόκλητος Φαρμακίδης. »
Ενδεικτικό της αξίας του έργου του Φαρμακίδη είναι το περιστατικό το οποίο
αναφέρει και σημειώνει ο Αναστάσιος Γούδας στο έργο του « Βίοι Παράλληλοι των
επί της αναγγενήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών » ( Τόμος Α΄ - Κλήρος, εν
Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1869, σελ. 232 - 233 ) : « [σελ. 232]
Αρίστην έχων συνήθειαν ο Φαρμακίδης να εργάζηται, και επιθυμών να καταστά
αείποτε χρήσιμον την εργασίαν του είτε υπέρ του γενικού της πατρίδος, είτε υπέρ του
ειδικού της εκκλησίας συμφέροντος, επεχείρησε τότε την έκδοσιν της Καινής Διαθήκης
μετά των υπομνημάτων του Ζιγαβινού εις επτά τόμους. Τοσούτον δε φίλεργος ήτο, ώστε
ο μεν πρώτος τόμος του μεγάλου τω όντι έργου εδημοσιεύθη κατά τον Ιούνιον του 1842
και ο έβδομος κατά τον Σεπτέμβριον του 1845. Όσοι δε επεχείρησαν να γράψωσιν ή να
δημοσιεύσωσί τι σπουδαίον εν Ελλάδι, και μάλιστα κατά την εποχήν εκείνην, εκείνοι
μόνον γινώσκουσι τας δυσχερείας, ας οφείλει να υπερνικήση παρ’ ημίν ο συγγραφεύς ή
ο εκδότης, όστις πλήν των άλλων δυσχερειών, οφείλει και να διδάσκη κατά τινα τους
στοιχει- [σελ. 233] οθέτας και να επεξεργασθή αυτός και άπαντα τα τυπογραφικά
δοκίμια .
Το έργον τούτο του Φαρμακίδου ηξιώθη, ως και άπαντα του ευσυνειδήτου και
πολυμαθούς τούτου κληρικού, αρίστης υποδοχής· απόδειξις δε τούτου είναι, ότι εν
βραχεί διαστήματι χρόνου εδαπανήθησαν άπαντα τα τότε τυπωθέντα αντίτυπα, και
σήμερον είναι όσον περιζήτητα, τοσούτον και δυσεύρετα .
Τον περί αποκαλύψεως τόμον κατά την έκδοσιν του Φαρμακίδου ηθέλησεν να
συμβουλευθή και ο διάσημος εν Ερλάγγη θεολόγος Delich (Δέλιτσ)· παρεκάλεσε λοιπόν
τινά των εν Γερμανία τότε σπουδαζόντων κληρικών να προμηθεύσει αυτώ τον τόμον
τούτον· και μετά την ανάγνωσιν των σχολείων και κρίσεων του Φαρμακίδου, ηρώτησεν
ο ευσηνείδητος Γερμανός, αν η Ελλάς έχη και άλλους ομοίους του Φαρμακίδου
συγγραφείς ή σχολιαστάς. Επί δε τη απαντήσει ότι και ούτος ετελεύτησεν, ο Γερμανός
79
προσέθηκεν ‘ κρίμα, η Ελλάς απώλεσεν ένα κληρικόν, του οποίου ομοίους ολίγους
έχομεν και εν Γερμανία’.106
Την ίδια στιγμή, μπορεί να σημειωθεί πως το εκδοτικό έργο του Θεόκλητου
Φαρμακίδη όσον αφορά την περίπτωση της Ερμηνείας σε έργα της Καινής Διαθήκης,
αποτελεί μια σημαντική και ενδιαφέρουσα προσπάθεια στο πλαίσιο των δεδομένων
που αφορούν τις εκδοτικές απόπειρες ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης
κατά την εξεταζόμενη εποχή (αρχές δηλαδή με μέσα του 19ου αιώνα). Επιπρόσθετα,
θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και τα δεδομένα παλαιοτέρων εποχών (όπως φέρ'
ειπείν του 18ου αιώνα) και σχετικών – συναφών εκδόσεων, που αφορούν το
συγκεκριμένο τομέα.
Mια μακρά σειρά από έντυπες κριτικές εκδόσεις του ελληνικού κειμένου της
Καινής Διαθήκης ξεκινάει από τον 15ο αιώνα σχεδόν. Η αρχή επρόκειτο να
σημειωθεί με τον περίφημο Έρασμο ( Desiderius Erasmus Roterodamus, 1466 -
1536). Το Κείμενο του Εράσμου (του οποίου ο τίτλος στα λατινικά είναι Novum
Instrumentum omne, diligenter ab Erasmo Rot. Recognitum et Emendatum) είχε κάνει
την εμφάνισή του το 1516. Όταν κατά τον 15ο αιώνα επινοήθηκε στην Ευρώπη η
τυπογραφία που βασιζόταν ως προς την τεχνολογία της στη χρήση κινητών στοιχείων
και καθώς στην πορεία με την Αναγέννηση αλλά και μέσω της Μεταρρύθμισης στη
συνέχεια κατά τον 16ο αιώνα, άρχισε να υφίσταται ένα έντονο ενδιαφέρον για την
έκδοση των αρχαίων κείμενων γραμμένων στα ελληνικά , σε αυτό το ενδιαφέρον
συμπεριλήφθησαν και τα αρχαία χειρόγραφα που αφορούσαν το κείμενο της Καινής
Διαθήκης.
Στη διάρκεια αυτής της αναζωογόνησης ως προς τη μελέτη και έκδοση των
αρχαίων κειμένων (μεταξύ αυτών και των ελληνικών καινοδιαθηκικών κειμένων και
χειρογράφων των πρώτων χριστιανικών αιώνων), ο διάσημος Ολλανδός λόγιος και
ανθρωπιστής Έρασμος Ντεζιντέριους επρόκειτο να τυπώσει σε συνεργασία με τον
Γερμανό τυπογράφο και εκδότη Johann Froben (λατ. Johannes Frobenius, π. 1460 -
1527), την πρώτη έκδοση ενός ελληνικού κριτικού κειμένου της Καινής Διαθήκης. Η
πρώτη έκδοση αυτού του έργου είχε τυπωθεί στην Βασιλεία (Basel) της Ελβετίας το
1516 και παράλληλα περιείχε πολλά λάθη. Εντούτοις όμως, η έκδοση παρουσιάστηκε
106
Αναστάσιος Γούδας, « Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγγενήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων
ανδρών » ( Τόμος Α΄ - Κλήρος, εν Αθήναις), εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1869, σελ. 232
80
βελτιωμένη σε επανεκδόσεις της κατά τα επόμενα χρόνια (το 1519, το 1522, το 1527
και το 1535).
Είναι ενδεικτικό πως όταν είχε προχωρήσει στη διαδικασία έκδοσης του
συγκεκριμένου εκείνου κειμένου ο Έρασμος, είχε στη διάθεσή του ορισμένα
μικρογράμματα χειρόγραφα κείμενα, τα οποία μάλιστα δεν ήταν ιδιαίτερα παλιά.
Μάλιστα δίπλα στη στήλη με το ελληνικό κείμενο, υπήρχε άλλη στήλη με λατινικό
κείμενο, το οποίο προερχόταν από την επίσημη λατινική μετάφραση, γνωστή ως
Βουλγάτα. Εντούτοις όμως, κειμενικές αποδόσεις, οι οποίες δεν φαίνονταν να
βρίσκονται σε συμφωνία με την μετάφραση της Βουλγάτα, συνετέλεσαν στο να
δεχθεί σκληρές επικρίσεις από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.107
Η αρχή πάντως είχε γίνει. Κι αυτό καθώς το κείμενο του Εράσμου επρόκειτο
να αποτελέσει τη βάση για μεταγενέστερες μορφές κριτικών εκδόσεων του ελληνικού
κειμένου της Καινής Διαθήκης. Ταυτόχρονα, αυτή η πρώτη έκδοση του Εράσμου
ήταν βάση και για βελτιωμένες εκδόσεις της Καινής Διαθήκης και σε πολλές άλλες
γλώσσες. Γίνεται φανερό δηλαδή πως αποτελεί έναν πραγματικό σταθμό στο χώρο
της έκδοσης γενικότερα κειμένων της Καινής Διαθήκης σε διαχρονικό επίπεδο.
Μια προσωπικότητα που είχε κάνει χρήση του κειμένου εκδόσεων του Εράσμου (και
μάλιστα της δεύτερης ) ήταν η κορυφαία μορφή του προτεσταντισμού, Μαρτίνος
Λούθηρος (Martin Luther, 1483 - 1546), όταν είχε ολοκληρώσει τη μετάφραση της
Καινής Διαθήκης στα γερμανικά το 1522 .
Από την άλλη, παρά τον έντονο διωγμό που είχε αντιμετωπίσει στην εποχή
του ο Γουίλιαμ Τιντέϊλ,108 την ίδια περίπου εποχή είχε κάνει μια αγγλική μετάφραση
όλης της Βίβλου, η οποία είχε βασιστεί στο κείμενο του Εράσμου κατά κύριο λόγο.
107
E. Gordon Rupp & Philip S. Watson, Luther and Erasmus: Free Will and Salvation (Library of
Christian Classics), New ed., Westminster John Knox Press, 1978, σελ. 6 .
108
Ο Γουίλλιαμ Τιντέϊλ (William Tyndale, 1494-1536), ήταν Άγγλος λόγιος που κατέστη σημαντική
και κορυφαία μορφή της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης στην Αγγλία κατά τις αρχές του 16ου
αιώνα. Το μεταφραστικό του έργο στα αγγλικά είναι άμεσα επηρεασμένο από τις μεταφράσεις των
Εράσμου Ντεσιντέριους και του Μαρτίνου Λουθήρου. Ο Τιντέϊλ εκτελέστηκε το 1536 στην πυρά, ενώ
βρισκόταν στην Αμβέρσα . Βλ. Brian Moynahan, God's Bestseller: William Tyndale, Thomas More,
and the Writing of the English Bible - A Story of Martyrdom and Betrayal, St. Martin's Press, 2003,
σελ. 56 .
81
Επίσης και ο Αντόνιο Μπρουτσιόλι109 είχε μεταφράσει το 1530 στα ιταλικά την Αγία
Γραφή βασιζόμενος με την σειρά του στο κείμενο του Εράσμου.
Άλλες πηγές θεωρούν ότι μια έκδοση της Καινής Διαθήκης του Γάλλου
λόγιου Τεοντόρ ντε Μπεζ (Theodore de Beze ή de Bèsze, γνωστός και ως Βέζας,
1519 - 1605 ) που τυπώθηκε στο Λέιντεν (Leiden) της Ολλανδίας το 1633 αποτέλεσε
το Textus Receptus, το « κείμενο (της Καινής Διαθήκης) που είναι αποδεκτό από
όλους » όπως ανέφερε στον πρόλογό της. Το Κείμενο του Εράσμου και το παράγωγο
Textus Receptus μονοπώλησαν ως προς τη χρήση τους για τους επόμενους λίγους
αιώνες. Στα μέσα, όμως, του 18ου αιώνα ο Γερμανός λόγιος Γκρίσμπαχ (Johann
109
Ο Αντόνιο Μπρουτσιόλι (Antonio Brucioli, 1498-1566), ήταν Ιταλός ουμανιστής, θεολόγος,
εκδότης και συγγραφέας. Είναι ευρύτερα γνωστός για την μετάφραση της Βίβλου στα ιταλικά με βάση
το προτεσταντικό κείμενο του Εράσμου. Η μετάφραση του Μπρουτσιόλι συγκαταλέχθηκε το 1555
στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum), μετά από απόφαση του
Πάπα Παύλου του 4ου . Ο ίδιος ο Μπρουτσιόλι δικάστηκε στη Βενετία και καταδικάστηκε ως
αιρετικός και κλήθηκε να ανακαλέσει διάφορες θεολογικές απόψεις του. Πέθανε το 1566 σε κατ' οίκον
περιορισμό και όντας σε βαθιά πενία. Βλ. Spini, Giorgio. Tra Rinascimento e Riforma, Florence 1940,
σελ. 152 .
110
Την ιδέα έκδοσης εκτύπωσης μιας πολύγλωσσης Βίβλου συνέλαβε πρώτος ο Ισπανός Καρδινάλιος
και ανώτατος κρατικός αξιωματούχος Francisco Jiménez de Cisneros, (γνωστός ως Ximénes de
Cisneros, 1436 - 1517), αναλαμβάνοντας την επιμέλεια και την χορηγία της έκδοσης σε συνεργασία με
επιφανείς μελετητές όπως ο Diego López de Zúñiga (λατ. Jacobus Stunica, π. 1470 - 1531) και ο
κρητικής καταγωγής Έλληνας Δημήτριος Δούκας ( λατ. Demetrius Ducas Cretense, π. 1480 – 1527) .
Η έκδοση δημοσιεύτηκε ολοκληρωμένη σε έξι τόμους το 1520 στην πόλη Αλκαλά (Alcalá de
Henares, λατ. Complutum) της Ισπανίας, βλ. Βούλγαρη Σπ. Χρήστου, Εισαγωγή εις την Καινήν
Διαθήκην, Τόμος Β΄, εν Αθήναις 2003, σελ. 1377 .
82
Ιωάννου του Χρυσοστόμου πάνω στην Καινή Διαθήκη.111 Μάλιστα, μεταξύ του 1782
και του 1788 στη Ρίγα της Λετονίας (τότε τμήμα της τσαρικής Ρωσίας) ο Matthaei
εξέδωσε 12 τόμους του ελληνικού κειμένου. Στην ίδια έκδοση υπήρχε και το κείμενο
της λατινικής μετάφρασης Βουλγάτας.
Το κείμενο αυτό σε γενικές γραμμές, δεν θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικής
αξίας, δεδομένου ότι βασίζεται σε χειρόγραφα κείμενα, τα οποία δεν θεωρούνταν
ιδιαίτερα παλαιά. Εντούτοις όμως, θεωρείται πολύ σημαντικό ως προς τα πατερικά
υπομνήματα, που υπάρχουν σε αυτό (όπως αυτά του ιερού Χρυσοστόμου).112 Εδώ θα
μπορούσαμε να σημειώσουμε το ότι ο Matthaei είχε φτάσει στο σημείο να
σφετεριστεί και να υφαρπάξει μια σειρά χειρογράφων. Κάποια από αυτά τα είχε
κρατήσει στη βιβλιοθήκη του και άλλα τα είχε πουλήσει σε βιβλιοθήκες στη
Γερμανία, κυρίως στην Δρέσδη αλλά και στην Ολλανδία.113
Ο Mathaei είναι χαρακτηριστικό πως είχε έρθει στην εποχή σε σύγκρουση με
έναν άλλο σημαντικό εκδότη ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης, τον Johann
Jacob Griesbach.114 O Griesbach, ο οποίος είχε σπουδάσει στα Πανεπιστήμια της
Τυβίγγης, της Χάλλης, της Λειψίας και της Φραγκφούρτης, είχε υπάρχει μεταξύ
άλλων, μαθητής και του Johann Salomo Semler (1725 - 1791), ήταν μάλιστα για την
ακρίβεια ο κυριότερος μαθητής του.115 Ο Semler ήταν εκείνος βασικά που είχε
μυήσει τον Griesbach στα μυστικά της κριτικής ερμηνείας των Γραφών και
παράλληλα ήταν από εκείνους, που είχαν από καιρό επηρεαστεί από το
προαναφερόμενο Textus Receptus.
Υπό την επιρροή του τελευταίου αλλά και του διδασκάλου του Semler,
παρατηρούμε πως ο Griesbach ακολουθεί γενικότερα μια σειρά από αρχές όσον
αφορά την έκδοση κειμένων της Γραφής και μάλιστα της Καινής Διαθήκης με τα
111
Miller, E., A Guide to the Textual Criticism of the New Testament, The Dean Burgon Society Press,
2003, σελ. 17 .
112
Metzger, B.M. & Ehrman, B.D., The Text of the New Testament: its Transmission, Corruption and
Restoration, Oxford University Press, 2005, σελ. 167 .
113
Ο.π. , σελ. 168 .
114
Ο Johahn Jacob Griesbach (1745-1812) υπήρξε Γερμανός κριτικός και υπομνηματιστής βιβλικών
κειμένων. Ο πατέρας του ήταν πάστορας, ενώ ο ίδιος είχε ανοίξει νέους δρόμους, μέσα από το έργο
του στον τομέα της Ερμηνείας των Γραφών και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης. Θεωρείται αυτός που
έδωσε αποφασιστική λύση στο ζήτημα των Συνοπτικών Ευαγγελίων (το λεγόμενο Συνοπτικό
Πρόβλημα) που αφορά το πρόβλημα των σχέσεων και της αλληλεξάρτησης μεταξύ των συνοπτικών
ευαγγελίων. Το φαινόμενο αυτό έθεσε το πρόβλημα της πιθανής ύπαρξης κοινών πηγών από τις οποίες
άντλησαν και οι τρεις Ευαγγελιστές, όπως και το δύσκολο πρόβλημα της εξάρτησης του ενός από τον
άλλο. Το ζήτημα αυτό είχε εξεταστεί ήδη από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων,
σε βάθος όμως μελετήθηκε από τον 18ο αιώνα και μετά .
115
« Johahn Jacob Griesbach », Encyclopedia Britannica, 11th edition, Cambridge University Press,
1911, τ. 12, σελ. 1107 .
84
διάφορα ερμηνευτικά τους υπομνήματα. Μια τέτοια βασική αρχή ήταν η ανάδειξη
της σημασίας και η ολοένα και πιο συχνή χρήση των πατερικών υπομνημάτων και
κριτικών ερμηνευτικών σημειώσεων. Αυτό το τελευταίο στοιχείο μπορούμε να το
παρατηρήσουμε έντονο και στην περίπτωση των κειμένων που εξέδωσε κατά τη
δεκαετία του 1840 ο Θεόκλητος Φαρμακίδης στην Αθήνα.
Κι εδώ με άλλα λόγια, παρατηρούμε σε καθέναν εκ των επτά τόμων, που
συνιστούν τη σειρά, ότι υπάρχει σχεδόν σε κάθε σελίδα μια πληθώρα
υποσημειώσεων, με τις οποίες ο Φαρμακίδης παραπέμπει σε διάφορους Πατέρες της
πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αλλά και σε κάπως
μεταγενέστερους, όπως ο Θεοφύλακτος, ή επίσης ο Οικουμένιος και ο επίσκοπος
Καισαρείας Αρέθας (δεδομένου άλλωστε ότι, όπως ήδη έχουμε δει, σε ορισμένους
από τους τόμους της σειράς, χρησιμοποιείται ως βάση η ερμηνεία των συγκεκριμένων
Πατέρων).
Κάποιες ομοιότητες παράλληλα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι φαίνεται να
υφίστανται μεταξύ του εκδοτικού έργου του Johann Jacob Griesbach και εκείνου του
Φαρμακίδη από την άποψη πως έχουμε περίπου την ίδια τοποθέτηση κειμένων ανά
τόμο. Στην περίπτωση επί παραδείγματι του Griesbach, βλέπουμε ότι στον πρώτο
τόμο περιλαμβάνονταν τα Συνοπτικά Ευαγγέλια (κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον και
κατά Λουκάν), τη στιγμή αντίστοιχα που στο δεύτερο τόμο, βλέπουμε ότι βρίσκονταν
όλες οι Επιστολές της Καινής Διαθήκης (δηλαδή οι Επιστολές του Παύλου και οι
Καθολικές Επιστολές), καθώς και η Αποκάλυψη του Ιωάννου. Αντιστοίχως στο έργο
του Φαρμακίδη θα δούμε ότι η δομή έχει ως εξής: στον πρώτο τόμο έχουμε το κατά
Ματθαίον Ευαγγέλιο και αντίστοιχα, θα δούμε ότι ο δεύτερος τόμος έχει τα άλλα τρία
Συνοπτικά Ευαγγέλια. Από κει και πέρα, θα παρατηρήσει κάποιος ότι από τον τρίτο
τόμο και έως τον έκτο πως είναι μοιρασμένες οι Επιστολές του Παύλου (στον τρίτο
τόμο, όπως είδαμε έχουμε και τις Πράξεις Αποστόλων). Η Αποκάλυψη του Ιωάννη
αντίστοιχα, είναι στον τελευταίο, τον έβδομο τόμο (τη στιγμή, που το έργο αυτό ο
Griesbach το παραθέτει στο δεύτερο τόμο του δικού του έργου).
Υπάρχει δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις μια τάση για μια ομαδοποίηση των
διαφόρων κειμένων της Κ.Δ. ανά τόμους, ανάλογα με στοιχεία, όπως ανάλογα με το
ποιος είναι ο συγγραφέας του κάθε κειμένου. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις θα
παρατηρήσουμε ενδεικτικά ότι πολλές ή και όλες οι Επιστολές του Παύλου (στην
περίπτωση του Griesbach) συγκαταλέγονται στον ίδιο τόμο.
85
116
Ο Johann Albrecht Bengel (1687-1752), ήταν Λουθηρανός κληρικός και ελληνιστής λόγιος, ο
οποίος ασχολήθηκε με την έκδοση της Καινής Διαθήκης και με τον υπομνηματισμό της. Βλ. Weborg,
C. John, « Bengel J. A. » στο McKim D. K. , Dictionary of Major Biblical Interpreters (2nd edition),
Downers Grove, σελ. 184 .
117
Ο Johann Jacob Wettstein (1693-1754), ήταν Ελβετός θεολόγος, γνωστός για την κριτικός του
κειμένου της Καινής Διαθήκης. Και αυτός εν πολλοίς βασίστηκε στην μελέτη του πρωτότυπου
ελληνικού κειμένου, αλλά και του προαναφερόμενου Textus Receptus, με γνώμονα την δημιουργία
μιας συγκεκριμένης « γραμμής » όσον αφορά τον τρόπο της κριτικής ερμηνείας γενικότερα των
βιβλικών κειμένων. Ο ίδιος έφτασε να οδηγηθεί μέσα από τη μελέτη χειρογράφων, που προέρχονται
από τον λεγόμενο « Αλεξανδρινό Κώδικα », στην έκφραση απόψεων, όπως για παράδειγμα η
αμφισβήτηση ακόμα και της θείας φύσης του Ιησού Χριστού. Βλ. « Johann Jacob Wettstein »,
Encyclopedia Britannica, 11th Edition, Cambridge University Press, 1911, τ . 28 , σελ. 564 - 565 .
86
118
Κυριακού, Δ.Α., « Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου », στο Μελέται, εκ του τυπογραφείου των
καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις, 1887, σελ. 177 .
87
αναφέρεται στο καινοδιαθηκικό χωρίο στ. Μτ. 23,35119 και στο αντίστοιχο χωρίο Λκ.
11,51.120
Ο Φαρμακίδης, που είχε θεωρήσει λανθασμένη αυτήν την υπόθεση του
Οικονόμου, είχε κρίνει ότι έπρεπε να ενδιαφερθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα. Το
θέμα είναι μάλιστα πως αυτό εκ των πραγμάτων δεν αφορούσε τους πολλούς αφού
« η σπουδαιότης αυτού αποβλέπει εις ολίγους, εις εκείνους δηλαδή, όσοι καταγίνονται
κυρίως εις τα εκκλησιαστικά ».121 Η σπουδαιότητα μιας τέτοιας ενασχόλησης ήταν
συνυφασμένη με το ότι « Αν άλλος ήτο ο συγγραφεύς της περί ης ο λόγος
υπομνηματικής επιστολής, όχι δηλαδή τόσον γνώριμος, όσον ο αιδεσιμώτατος
Οικονόμος, ομολογούμεν ότι ηθέλομεν αδιαφορήσει εις ό,τι κι αν ήθελε γράφει· αλλ’ ο
συγγραφεύς θεωρείται κοινώς ως των πρώτων πεπαιδευμένων Ελλήνων· και τοιούτος
άνθρωπος γράφων πιστεύεται ευκόλως, ό,τι και αν λέγη ».122
Οι συγκεκριμένες θέσεις του Φαρμακίδη, θέσεις, που σαφέστατα αφορούν και
τη σειρά των τόμων « Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων », είναι επίσης
συνυφασμένες με το ότι ο ίδιος συχνά έκανε έναν σαφέστατο διαχωρισμό μεταξύ των
ίδιων των κειμένων της Αγίας Γραφής από τη μια μεριά και των κειμένων των
Πατέρων από την άλλη. Επισημαίνει πολύ χαρακτηριστικά ο Φαρμακίδης στο έργο
του « Ο ψευδώνυμος Γερμανός », τονίζει ότι « σεβόμεθα πάραπολύ τους θείους της
εκκλησίας πατέρας· τιμώμεν και τα συγγράμματα αυτών μεγάλως· αλλ’ ούτε τους
Πατέρας της εκκλησίας δυνάμεθα να σεβόμεθα ως αυτόν τον Χριστόν, ούτε τα
συγγράμματα αυτών να τιμώμεν ως τας θείας Γραφάς· διότι φρονούμεν και δοξάζωμεν,
και αδιστάκτως πιστεύομεν, ότι μόναι αι ιεραί Γραφαί είναι λόγος Θεού, και προς τον
λόγον του Θεού, τίποτε δεν είναι ικανόν ν’ αντιπαραβάλλεται ».123
Και θα τονίσει παράλληλα λίγο παρακάτω ενδεικτικά ότι: « Αι μαρτυρίαι των
Πατέρων δεν δύνανται να έχωσιν ίσην των λόγων του Θεού ισχύν· αλλ’ απογεννώσι
μόνον ανθρώπινην πίστην· 1) επειδή μόνη η Γραφή είναι αρχή της Θεολογίας, και είναι
119
« ὅπως ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ τοῦ
δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ
θυσιαστηρίου » .
120
« ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου τοῦ ἀπολομένου μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου
καὶ τοῦ οἴκου· ναί, λέγω ὑμῖν, ἐκζητηθήσεται ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης » .
121
Θεόκλητος, Φ., « Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου εις ο συνεξεδόθη και το περί βατολογίας », εκ της
τυπογραφίας Α. Αγγελίδου, Αθήναι, κατά την οδόν Ερμού εις Καμουκαρέαν, 1838, σελ. 7 .
122
Ό.π., σελ. 8 .
123
Φαρμακίδης, Θ., Ο Ψευδώνυμος Γερμανός, εκ της τυπογραφίας του Α. Αγγελίδου, κατά την οδόν
Ερμού παρά τη Καπνικαρέα, εν Αθήναις, 1838, σελ. 24 .
88
ικανή και αναγκαία προς σωτηρίαν· 2) επειδή των Πατέρων τα συγγράμματα δεν είναι
κανονικά βιβλία· 3) επειδή οι Πατέρες εις βεβαίωσιν των γνωμών αυτών
προστρέχουσιν εις τας Γραφάς· 4) επειδή τινές των Πατέρων έσφαλον… 5) επειδή
αυτοί οι ίδιοι οι Πατέρες μαρτυρούσιν ότι δύνανται να φρονώσιν άλλως ή ως απαιτεί η
αλήθεια 6) επειδή πολλοί Πατέρες εν και το αυτό χωρίον της Γραφής διαφόρως
ερμήνευσαν. Όθεν δεν εδυνήθησαν όλοι να επιτύχωσι εντελώς του νοήματος της
Γραφής ».124
Όλες αυτές οι επισημάνσεις του Φαρμακίδη σχετικά με τη θέση των
ερμηνευτικών κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας έναντι του θεόπνευστου
κειμένου της Αγίας Γραφής (στην εξεταζόμενη περίπτωση στην παρούσα εργασία,
της Καινής Διαθήκης) είναι εξαιρετικά σημαντικές. Και αυτό καθώς μπορούμε
επιπρόσθετα να αναλογιστούμε πως το έργο του Φαρμακίδη (αλλά και η όλη
« φιλοσοφία » του σχετικά με αυτό το θέμα) μακροπρόθεσμα ήταν ένας από τους
οδηγούς εκείνους, με βάση τους οποίους (περισσότερο ή λιγότερο) επρόκειτο να
εργαστούν και να ασχοληθούν μεταγενέστεροι θεολόγοι και λόγιοι με την κριτική
ερμηνεία του βιβλικού κειμένου και δη της Καινής Διαθήκης .
Μέσα από όλα τα παραπάνω γενικότερα και μέσω των αναφορών σε
περιπτώσεις, όπως οι Johahn Jacob Griesbach, Johann Albrecht Bengel, Johann
Jacob Wettstein και φυσικά ο Christian Frederick Matthaei, καθίσταται σαφές ότι
τοποθετήσεις σαν αυτές που κάνει ο Φαρμακίδης σχετικά με τη σημασία της
ερμηνείας των Γραφών και της σχέσης του πρωτότυπου κειμένου με τα πατερικά
κείμενα, είναι ενταγμένες στο πλαίσιο των πνευματικών ζυμώσεων του 19ου αιώνα
για τις οποίες άλλωστε ήταν ενήμερος και ο ίδιος. Φαίνεται μέσω των
υποσημειώσεων των έργων του, ότι ήταν ενήμερος για τις θεολογικές τάσεις του
καιρού του και για τις αντιλήψεις ιδιαίτερα των Γερμανών θεολόγων (όπως όλοι οι
προαναφερόμενοι) που βρίσκονταν εκείνους τους αιώνες στην πρωτοπορία της
ευρωπαϊκής βιβλικής σκέψης.125 Και σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν γινόταν παρά να
προβάλλει την αυθεντία της Βίβλου, στοιχείο άλλωστε, που αποτελούσε και το
επίκεντρο της έρευνας των μεγαλύτερων Ευρωπαίων θεολόγων, ιστορικών και
μελετητών του πρώϊμου Χριστιανισμού.
124
Ό.π., σελ. 34 .
125
Παύλου, Ν., « Ότι η μελέτη των ιερών Γραφών είναι τόσον αναγκαία... » - Η Αγία Γραφή στο έργο
του Θεόκλητου Φαρμακίδη , σελ. 5 .
89
126
Ζολώτας. Εμμ., Δοκίμιον Ιστορίας των εν τη Ημετέρα Εκκλησία μέχρι της δουλώσεως του Έθνους
υπό των Τούρκων Ερμηνευτικών Σπουδών, εκ του τυπογραφείου « Ο Παλαμήδης », εν Αθήναις, 1892,
σελ. 28 .
127
Ο αββάς Jacques Paul Migne ήταν Γάλλος Ρωμαιοκαθολικός ιερέας και ευρέως γνωστός ως
εκδότης θεολογικών, πατερικών και εκκλησιαστικών κειμένων. Κατανοώντας τη σπουδαία δύναμη του
Τύπου, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Imprimerie Catholique. Εξέδωσε σε ταχείς ρυθμούς πολυάριθμα
θρησκευτικά βιβλία και έντυπα, απευθυνόμενος κυρίως στις ανάγκες του κατώτερου κλήρου. Η
πρωτοτυπία του ήταν ότι χρησιμοποιούσε φθηνά υλικά, κρατώντας έτσι το κόστος χαμηλά και
εξασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ευρεία κυκλοφορία .
90
ελληνικά σε 166 τόμους κατά την περίοδο 1857-1866). Αν και οι εκδόσεις αυτές
έχουν επικριθεί πολλές φορές για την προχειρότητά τους, και τα πολλά λάθη τους, και
έχουν κατά μέρος ξεπεραστεί από νεώτερες, δεν μπορεί να αγνοηθεί και να
παραθεωρηθεί το γεγονός πως μέχρι σήμερα παραμένουν οι μόνες που
συγκεντρώνουν τα έργα τόσων πολλών συγγραφέων.
Η συλλογή εκδόθηκε σε δύο σειρές. Η πρώτη σειρά περιείχε μόνο τη μετάφραση
των ελληνικών κειμένων στα Λατινικά σε 81 τόμους (1856-61), ενώ η δεύτερη σειρά,
η οποία εκδόθηκε στη συνέχεια, το ελληνικό κείμενο με λατινική μετάφραση σε 166
τόμους (1857-66). Αυτή η δεύτερη σειρά είναι και η γνωστότερη. Περιλαμβάνει τα
έργα που γράφτηκαν στα Ελληνικά, είτε προέρχονται από εκκλησιαστικούς
συγγραφείς της Ανατολής και της Δύσης, από τον 1ο έως και τον 15ο αιώνα. Το
κείμενο είναι τυπωμένο και αριθμημένο σε στήλες, μία από τις οποίες είναι γραμμένη
στα Ελληνικά, ενώ στην άλλη υπάρχει η λατινική της μετάφραση. Η αρίθμηση των
τόμων σταματά στο 161, όμως το σύνολό τους είναι 166, καθώς οι τόμοι 16 και 87
έχουν τρία μέρη και ο τόμος 86 δύο. Ένας ακόμη τόμος που ήταν υπό έκδοση, δεν
εκδόθηκε ποτέ, αφού οι τυπογραφικές μήτρες του καταστράφηκαν από φωτιά στο
τυπογραφείο το 1868. Το έργο γνώρισε πολλές ανατυπώσεις στην Ευρώπη, με
πρώτες αυτές του εκδοτικού οίκου των Αδελφών Garnier στο Παρίσι (ήδη από το
1880), ενώ στην Ελλάδα ξεκίνησε ν' ανατυπώνεται τη δεκαετία του 1980, από τις
« Εκδόσεις Ωφελίμου Βιβλίου ».
Η συλλογή στηρίζεται σε ανατυπώσεις προγενέστερων εκδόσεων, οι οποίες συχνά
περιέχουν λάθη και παροράματα, ενώ και η ποιότητα της εκτύπωσης δεν είναι και η
καλύτερη δυνατή. Πάρ' όλα αυτά, είναι η μοναδική έκδοση η οποία εμπεριέχει τόσο
μεγάλο αριθμό έργων, μερικά από τα οποία δεν βρίσκονται διαθέσιμα αλλού, και γι'
αυτό αποτελεί σημείο και έργο αναφοράς, κυρίως για όσους μελετούν την
μεσαιωνική γραμματεία και φιλολογία.
Στην ελληνική έκδοση δεν υπάρχει, σε αντίθεση με την Patrologia Latina,
παράρτημα με συνολικό πίνακα περιεχομένων, έλλειψη που αναπλήρωσε ο πρώην
μητροπολίτης Λαρίσσης Δωρόθεος Σχολάριος, ο Θεσσαλός, με τα έργα του « Κλείς
Πατρολογίας και Βυζαντινών Συγγραφέων » που περιλαμβάνει τα περιεχόμενα κατά
τόμο, με αναλυτική αναγραφή όλων των βιβλίων και των περιεχομένων τους ( α΄
έκδοση 1879, β΄ έκδοση - ανατύπωση 1980) και « Ταμείον Πατρολογίας » που
περιέχει λήμματα, κατ' αλφαβητική σειρά, τα οποία αναπτύσσονται από τους Πατέρες
και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, με αντίστοιχες παραπομπές στα έργα τους
91
128
Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Ο πατέρας του λεγόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία. Το
βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Από μικρός γαλουχήθηκε με χριστιανική ανατροφή από τους
γονείς του. Ακολούθησε σπουδές και αποφοίτησε αρχικά από τη σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Νάξο
όπου είχε διδάσκαλο τον αδελφό του Κοσμά του Αιτωλού, τον αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Εν συνεχεία
ανεχώρησε για ανώτερες σπουδές στη Σμύρνη. Εκεί σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης,
για πέντε έτη. Διέπρεψε μάλιστα τόσο στη σχολή αυτή ώστε ο Ιερόθεος Σμύρνης τον ήθελε για
μελλοντικό διευθυντή της σχολής του. Η μόρφωσή που έλαβε στη Σμύρνη εκτός από τη θεολογική
επιστήμη περιελάμβανε και άλλες γνώσεις όπως φιλοσοφικές, οικονομικές, ιατρικές, αστρονομικές και
στρατιωτικές. Στα ιδιαίτερα χαρίσματά του ήταν ο εξαιρετικός χειρισμός της γλώσσας, η γνώση
γαλλικών, ιταλικών και λατινικών καθώς και η ισχυρή μνήμη. Ο Νικόδημος ήταν λάτρης της
μοναστικής πολιτείας. Αυτή η επιθυμία του, γιγάντωσε με τη γνωριμία με μοναχούς του Αγίου Όρους
και με άλλες προσωπικότητες, όπως είναι ο Άγιος Διονύσιος Νοταράς,επίσκοπος Κορίνθου. Το 1775
ήρθε στην Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους. Εκεί εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημο. Σε αυτή
την απόφαση ίσως να συνέβαλε και η μητέρα του, η οποία είχε και αυτή καρεί μοναχή στη Νάξο
ονομαζόμενη Αγαθή. Ο Νικόδημος, υπήρξε πολύ δραστήριος: είχε αναλάβει παράλληλα το
διακόνημα-οφφίκιο του Αναγνώστη στις Ακολουθίες και του Γραμματέα της μονής. Έτσι ως εργόχειρο
του είχε την αντιγραφή κωδίκων. Διατηρούσε αλληλογραφία με πολλούς λογίους της εποχής του και
ιδιαιτέρως με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και εθνομάρτυρα Γρηγόριο τον Ε΄και τον όσιο Αθανάσιο
τον Πάριο. Ως μοναχός συνέταξε μεγάλο αριθμό συγγραμμάτων και βιβλίων που γίνεται εμφανής η
ορθόδοξος θεολογία. Στόχος του ήταν μια δυναμική απόκρουση των αιρέσεων και των κακοδοξιών
των ημερών του.
Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης υπήρξε η προεξάρχουσα μορφή των Κολλυβάδων, μιας μερίδας μοναχών
το Αγίου Όρους που αρχικά ήθελαν τα μνημόσυνα των νεκρών να γίνονται όπως η παράδοση επέβαλε
Σάββατο ή οποιαδήποτε άλλη μέρα εκτός από Κυριακή ή δεσποτική εορτή, κάτι που εκείνη την
περίοδο είχε επιτραπεί για διαφόρους λόγους. Η στάση τους αυτή βρήκε την αντίρρηση μιας άλλης
μερίδας μοναχών που έγινε γνωστή ως Αντικολλυβάδες, που υποστήριζε πως μπορούσαν να γίνονται
μνημόσυνα την Κυριακή, αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου ( υπό του Πατριάρχη Σωφρονίου)
που τους καταδίκασε τελικά το 1776. Ένεκα της εμμονής του στις παραδόσεις και στο Πνεύμα των
Ιερών κανόνων της Εκκλησίας, υπέστη ταπεινώσεις και διωγμούς, διότι απέρριπτε τις λατινογενείς
προσμίξεις στην ορθόδοξη θεολογία και λειτουργική ζωή. Επίσης ήταν σφοδρός πολέμιος της
εκκοσμίκευσης της εκκλησίας και της αλλοίωσης της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης, που κέντρα
στην εποχή του προωθούσαν στα πρότυπα της λατινικής μοναχικής παράδοσης. Έτσι οι Κολλυβάδες
μετατράπηκαν στο αντίπαλο δέος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.Απεβίωσε την Τετάρτη 14 Ιουλίου
του 1809, σε ηλικία 60 ετών στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους, Βλ. Πάσχος
Π.Β. Εν ασκήσει και μαρτυρίω, εκδόσεις Αρμός, [χ.χ.], σελ. 14
92
Το θέμα της γλώσσας επιπρόσθετα, πέρα από το ζήτημα της στάσης του
Φαρμακίδη έναντι του πανσλαβισμού και του ευρύτερου ρόλου, που φαίνεται πως
είχαν επιχειρήσει να ασκήσουν στην περιοχή δυνάμεις, όπως οι Ρώσοι κατά το 19ο
αιώνα, φαίνεται ότι επίσης μπορεί να συνδεθεί και με το ζήτημα της παγίωσης της
ιδέας ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, δεν ήταν ένα παροδικό μόρφωμα. Με άλλα
λόγια, η προώθηση του σκεπτικού περί χρήσης, μιας γλώσσας σχετικά απλής και
εύκολα κατανοητής τουλάχιστον εκ μέρους όσων είχαν τη δυνατότητα της
ανάγνωσης τότε, θεωρούμε πως συνδεόταν με μια προσπάθεια ενδυνάμωσης της
αντίληψης περί ενότητας και ύπαρξης του νέου κράτους. Άλλωστε μια τέτοια θέση,
είναι συνυφασμένη περισσότερο ή λιγότερο, με το ρόλο που έπαιξε η γλώσσα, ως
μέσο ενδυνάμωσης της εθνικής συνείδησης και συσσωμάτωσης στην περίπτωση των
Γερμανών ήδη από το 18ο αιώνα (από τους οποίους παράλληλα βλέπουμε ότι
επηρεάζεται ο Φαρμακίδης αναφορικά με τον τρόπο έκδοσης και παρουσίασης των
ερμηνειών της Αγίας Γραφής).
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι ο Φαρμακίδης από τη
μεριά του, δεν διστάζει να κρίνει το ότι υπό τις παρούσες συνθήκες εκείνης της
εποχής, η Ελλάδα όφειλε ακόμα και να συνεργαστεί με την Οθωμανική
Αυτοκρατορία, με γνώμονα την απόκρουση του πανσλαβισμού και της
επιθετικότητας και γενικότερα των στρατιωτικών, πολιτικών και γεωστρατηγικών
βλέψεων, ειδικά των Ρώσων στην ευρύτερη περιοχή.
94
Ο Φαρμακίδης κάνει λόγο για πανσλαβιστική ή απλά για σλαβική ιδέα, και
καθορίζει χρονολογικά το όριό της στα τέλη της Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1829
(όπου έχουμε τη Συνθήκη της Αδριανούπολης και την ίδρυση του ελληνικού κράτους
ένα χρόνο νωρίτερα, το 1828). Ο πανσλαβισμός έχει έναν σαφή ανθελληνικό
χαρακτήρα, με την έννοια ότι μέσω αυτού προορίζονται τα διάφορα σλαβικά έθνη
των Βαλκανίων να καταστούν συνεχιστές της παρακμάζουσας Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, μετά την κατάρρευσή της, αντί για την Ελλάδα, που είναι ο φυσικός
διάδοχος των Οθωμανών στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτού του αντισλαβισμού του
δεν είναι τυχαίο το ότι ο ίδιος είχε μια ιδιαίτερα αρνητική στάση έναντι του Αγίου
Όρους, το οποίο θεωρούνταν εκείνη την εποχή κέντρο μέσω του οποίου
οργανώνονταν πτυχές της ρωσικής πολιτικής στα οθωμανικά εδάφη και τα Βαλκάνια.
Μάλιστα, ο Φαρμακίδης θεωρούσε ότι αυτά σε αυτά τα σχέδια σε μεγάλο βαθμό
συμμετείχαν όχι μόνο Σλάβοι μοναχοί, κληρικοί κ.λ.π., αλλά και ιερωμένοι και
μοναχοί που ήταν Έλληνες στο γένος.
129
Κοριζής, Χ., Η πολιτική ζωή εις την Ελλάδα (1821-1910), Αθήναι, 1974, σελ. 55 .
95
Πέραν των παραπάνω, γίνεται η εξής αναφορά στο έργο του Αναστασίου
Διομήδους Κυριακού « Μελέται » : « Αι συζητήσεις πολιτικαί, φιλολογικαί και
εκκλησιαστικαί εποχής τινός ου μόνον δεν είναι αξιοδάκρυτον φαινόμενον, αλλά και
τουναντίον μαρτυρούσι ζωήν και δράσιν πνευματικήν....Ο Οικονόμος υπεστήριζε το
παρελθόν και το καθεστώς εν τη Εκκλησία, ο Φαρμακίδης την πρόοδον και το μέλλον.
Και ο εις και ο άλλος ήτο αναγκαίος τη ημετέρα εκκλησία, ήτις δικαίως επ' αμφοτέροις
σεμνύνεται. Ο Οικονόμος εζήτησε να κρατήση την εκκλησία εν τη πορεία της, να
οπισθοδρομήση η εκκλησία· o Φαρμακίδης έσυρεν αυτήν ενίοτε εις τα πρόσω
ταχύτερον του δέοντος ».130
130
Κυριακού, Δ.Α., « Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου », στο « Μελέται », εκ του τυπογραφείου των
καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις, 1887, σελ. 179 .
96
γλώσσα, άλλη η παλαιά ελληνική γλώσσα και άλλη η εις την οποίαν λαλούμεν την
σήμερον. Εκείνη είναι νεκρά και αυτή ζη εις το έθνος. Και όστις φαντάζεται ότι η νεκρά
δύναται να αναστηθή και να γενή πάλι γλώσσα ολοκλήρου του έθνους φαντάζεται
αδύνατα.
Τις ο σκοπός του γράφοντος; Η ωφέλεια εκείνου δια τον οποίον γράφει τις.
Αλλά όταν εκείνος δεν καταλαμβάνει τα γεγραμμένα, δεν λαμβάνει εξ' αυτών καμιά
ωφέλεια.
Αλλά ήτον καιρός καθ' ον οι λόγιοι εδόξαζον ότι ημάρτανε μεγάλως όστις
συγκατέβαινεν εις το να γράφη εις την οποίαν ελάλει γλώσσαν. Αλλά ότι η εσφαλμένη
αύτη δόξα έβλαψε καιρίως το έθνος, περί τούτου δεν είναι καμιά αμφιβολία...Πρέπει να
γράφουμεν εις ην λαλούμεν γλώσσαν, εάν θέλωμεν να γενώμεν καταληπτοί και
επομένως ωφέλιμοι. Έκαστος αιών έχει την επιδημικήν του ασθένειαν. Η επιδημία εις
τους Έλληνας κατά τον παρελθόντα αιώνα ήτο το να γράφωμεν εις την παλαιάν
ελληνικκήν γλώσσαν....Η γλώσσα την οποίαν και σήμερον λαλούμεν, είναι ελληνική,
αλλ' ελληνική τοιαύτη την οποίαν κατέστησεν ο χρόνος και αι περιστάσεις του έθνους.
Τον ελληνικόν έθνος δεν εξηλείφθη, άρα και η γλώσσα του μετεβλήθη όμως...Αλλά εάν
δεν είναι αυτή η αρχαία, είναι άρα νέα, είναι η θυγάτηρ αυτής...Διατί λοιπόν, έπρεπε ο
ελληνικός λαός, αφού έπαυσεν να ομιλή την γλώσσαν των προγόνων του, να μένη
στερημένος της αναγνώσεως των ιερών Γραφών δια την έλλειψιν μεταφράσεως εις την
μητρικήν του γλώσσαν ; » 131
Η μητρική γλώσσα λοιπόν, είναι βασική για την κατανόηση των ιερών
Γραφών, των οποίων η αξία, όπως διαφαίνεται και από το ζήλο με τον οποίο ο
Φαρμακίδης συνέταξε τη σειρά των επτά τόμων, που αφορούν την Καινή Διαθήκη με
υπομνήματα αρχαίων Πατέρων, σαφώς έχει μια ηθικοπλαστική χροιά. Και
παράλληλα, εδώ γίνεται σαφές πως η μητρική γλώσσα μαζί με τις υπηρεσίες, που
προσφέρει ως προς την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, είναι και εκείνος ο πνευματικός
και ακατάλυτος οδηγός, μέσω του οποίου μια κοινότητα ανθρώπων, εν τόπω και
χρόνω, επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη θέση και ταυτότητά της εντός του κόσμου και της
131
Μπαλάνος, Δημ. « Ανέκδοτα έργα Θεοκλήτου Φαρμακίδου », Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών,
έτος 1943, τόμος 18ος , επιμελεία του Γραμματέως των Δημοσιευμάτων, Γραφείον Δημοσιευμάτων της
Ακαδημίας Αθηνών, Αθήναι, 1950, σελ. 230 .
97
Αυτό από την άλλη ωστόσο, δεν σημαίνει ότι, έργα του Φαρμακίδη, όπως η
σειρά των επτά τόμων με την εκλογή πατερικών ερμηνειών της Καινής Διαθήκης, δεν
είναι καίριας σημασίας και αξίας. Σε πολλαπλά μάλιστα επίπεδα, εθνικά, εκδοτικά,
ηθικά, θεολογικά, επιστημονικά, γλωσσολογικά κ.λ.π. Μια τέτοια αναγνώριση της
αξίας αυτού του έργου, εκ των πραγμάτων επίσης, μας οδηγεί στο να μελετήσουμε
και να τις πιθανές επιρροές και επιδράσεις, που άσκησε το εκδοτικό έργο του
Φαρμακίδη σε μεταγενέστερους θεολόγους και επιστήμονες, που ασχολήθηκαν με τα
ζητήματα και τα προβλήματα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής.
132
π. Μεταλληνός Γ.Δ., Ελληνισμός Μετέωρος, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, β΄ έκδοση, Αθήνα
1999, σελ. 168 .
133
Ό.π., σελ. 169 .
98
134
Παύλου, Ν., « Ότι η μελέτη των Ιερών Γραφών, είναι τόσον αναγκαία...» - Η Αγία Γραφή στο έργο
του Θεόκλητου Φαρμακίδη, σελ. 7 .
99
Μια τέτοια τακτική εκ μέρους του, θα λέγαμε ότι αποτέλεσε σταθερό οδηγό
και για μεταγενέστερους θεολόγους και ερμηνευτές των κειμένων της Αγίας Γραφής
και δη της Καινής Διαθήκης. Κι είναι σημαντικό εδώ να τονιστεί μάλιστα, ότι ο
Φαρμακίδης αποτέλεσε ένα από τα πρότυπα εκείνα, με βάση τα οποία μεταγενέστεροι
ερμηνευτές και εκδότες καινοδιαθηκικών υπομνημάτων βασίστηκαν στους δυτικής
έμπνευσης και προέλευσης τρόπους επιστημονικής ερμηνείας. Αυτοί οι τρόποι
ερμηνείας είναι συνυφασμένοι με μια μακρά εξελικτική πορεία ως προς την
πνευματική δραστηριότητα και τον τρόπο πρόσκτησης και ανάλυσης της δεδομένης
γνώσης. Εδώ από αιώνες πριν, κυριαρχούν διαδικασία συνυφασμένες με την
αναλυτικότατη κριτική και φιλολογική ανάλυση των παραδιδόμενων κειμένων
(στοιχεία επί παραδείγματι, τα οποία συναντούμε έντονα στην προτεσταντική
ερμηνευτική παράδοση).
135
Ο.π., σελ. 7 .
100
136
Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή η στάση είχε φθάσει ακόμα και σε ακραία σημεία και περιπτώσεις, όπως
ήταν αυτή της απαγόρευσης της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική γλώσσα ή ακόμα
και αυτής ακόμα της αναγνώσεώς της από τον απλό λαό (από τον Πατριάρχη Ιερεμία τον Γ΄ το 1723).
101
Στην πορεία, μετά από την εποχή του Θεόκλητου Φαρμακίδη, η πρώτη και
συνάμα σπουδαία ακαδημαική προσωπικότητα που ασχολήθηκε επισταμένα με την
ερμηνεία και έκδοση της Καινής Διαθήκης και που θεωρούμε σκόπιμο να
αναφέρουμε το Νικόλαο Δαμαλά (1842-1892). Γεννήθηκε στην Αθήνα, από γονείς,
που ήταν από τη Χίο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και στην Γερμανία
και τη Μεγάλη Βρετανία. Ήταν ο πρώτος Έλληνας ερμηνευτής, ο οποίος είχε
προχωρήσει στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής με βάση τη μέθοδο της εποχής του, που
ήταν κυρίως η ιστορικοκριτική – ιστορικοφιλολογική , χωρίς παράλληλα να αγνοεί
και να αμελεί για την εφαρμογή και της πατερικής ερμηνευτικής παράδοσης της
Εκκλησίας. Το έργο του είναι κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντικό υπό την άποψη ότι
εφάρμοσε για πρώτη φορά έναν συνδυασμό της εκκλησιολογικής και της ιστορικής
ερμηνείας.
137
Μέχρι το έτος 1907 είναι ενδεικτικό πως οι πτυχιούχοι της Θεολογικής Σχολής δεν λάμβαναν τον
τίτλο του διδάκτορος, όπως συνέβαινε με τους πτυχιούχους άλλων σχολών, αλλά αυτόν του προλύτη.
Αυτοί δε που έπαιρναν πτυχίον με βαθμό λίαν καλώς, έπαιρναν τον τίτλο του τελειοδιδάκτου. Για
πρώτη φορά όμως το 1907, με απόφαση της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, αποφασίστηκε και η
απονομή του τίτλου του διδάκτορος και τους αποφοίτους της Θεολογίας. Ο πρώτος δε που έλαβε τον
τίτλο ήταν ο μετέπειτα καθηγητής της Σχολής Αμίλκας Αλιβιζάτος. Από τότε, ακόμα και εκείνοι που
έως το 1907 είχαν πάρει τον τίτλο του προλύτου, θεωρήθηκαν διδάκτορες, δεδομένου ότι ο παλιός
τίτλος ισοδυναμούσε με το δεύτερο.
138
Και κατά τις δύο ψηφοφορίες (από αυτές η πρώτη έγινε στις 20/4/1892 και η δεύτερη στις
22/3/1893) ο Εμμανουήλ Ζολώτας είχε λάβει 3 ψήφους, συγκεκριμένα από τους Ρώση, Παυλίδη και
Οικονομίδη. Ο καθηγητής Αναστάσιος Διομήδης - Κυριακός αντίστοιχα, κατά την μεν πρώτη
102
ψηφοφορία είχε ψηφίσει υπέρ του Παπαγιαννόπουλου ενώ κατά τη δεύτερη υπέρ του Γεωργίου
Δέρβου.
103
Εγχειρίδιο Ιεράς Ερμηνευτικής (1921) καθώς και μια Εισαγωγή εις την Καινήν
Διαθήκην (1937).
Όλα αυτά, όπως ήδη έχει αναφερθεί παραπάνω, σε καμιά περίπτωση δεν είχαν
αποτελέσει αιτία για αμφισβήτηση των ορθόδοξων αληθειών στον τομέα της
Μπαλάνος, Δημ. Ιστορία της Θεολογικής Σχολής, Α΄ Τόμος, Εκατονταετηρίς 1837-1937, τύποις
139
ερμηνείας των κειμένων της Καινής Διαθήκης (και κατ' επέκταση όλης της Αγίας
Γραφής). Έτσι άλλωστε από νωρίς είχε επιτευχθεί στο συγκεκριμένο επιστημονικό
πεδίο της θεολογίας μια θαυμαστή ισορροπία εκκλησιολογικής στάσεως και
επιστημονικής ευσυνειδησίας. Εντούτοις όμως, γρήγορα έγινε αντιληπτό πως αυτό
που έλειπε από τον τομέα των ερμηνευτικών σπουδών στην Ελλάδα, ήταν η
θεολογική αύρα που ανέδυε το έργο των αρχαίων Πατέρων ερμηνευτών της
Ορθόδοξης Ανατολής. Η ίδια η προσήλωση στην αυστηρή ορθολογική έρευνα, που
είχε έλθει κατά κύριο λόγο από τη Γερμανία, περιόριζε τους ορίζοντες έρευνας του
συγκεκριμένου θεολογικού αντικειμένου και δεν κάλυπτε επαρκώς όλες τις
διαστάσεις της ορθόδοξης θεολογίας.
Είναι ενδεικτικό πως τα υπομνήματα του Τρεμπέλα, μέχρι τις μέρες μας,
αποτελούν τη μοναδική ολοκληρωμένη σειρά ελληνικών υπομνημάτων στην Καινή
Διαθήκη. Παρατηρούμε στο έργο του, ότι παράλληλα με το κείμενο, δίνεται
παράφραση και σε υποσημειώσεις υπομνηματίζονται οι στίχοι με παράθεση
πατερικών αλλά και νεώτερων ερμηνευτικών σχολίων. Ο υπομνηματισμός του
ακολουθεί τη μορφή των βυζαντινών ερμηνευτικών σειρών (Catenae). Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα, να περιορίζεται ο σχολιασμός σε ιστορική εξήγηση. Αντίστοιχα για την
105
Στο πλαίσιο μιας περιόδου λοιπόν, μετά από την απελευθέρωση της Ελλάδας
από τον οθωμανικό ζυγό, το έργο του Φαρμακίδη μπορεί να κριθεί ως πρωτοποριακό,
υπό το πρίσμα του ότι έλαβε σοβαρά υπόψη του τα επιστημονικά δεδομένα, που
είχαν ήδη προκύψει από καιρό (κυρίως από τον 18ο αιώνα και έπειτα) σε χώρες, όπως
η Γερμανία αναφορικά με την ερμηνευτική καινοδιαθηκικών κειμένων και τις
εκδόσεις τους. Αυτό όμως, όπως ήδη έχει τονιστεί πιο πάνω, δεν αποτέλεσε
παράγοντα απομάκρυνσης από τις βασικές δογματικές αλήθειες και γραμμές της
ανατολικής ορθόδοξης ερμηνευτικής.
106
Συμπεράσματα
Στο πλαίσιο αυτής της αγάπης του προ την πατρίδα και της έγνοιάς του να
συντηρηθεί και επιβιώσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος της εποχής εκείνης, ο
Φαρμακίδης δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί με άλλες σημαντικές προσωπικότητες του
καιρού του, που φαίνεται ότι κινούνταν σε διαφορετικούς ιδεολογικούς και
πολιτικούς προσανατολισμούς. Από τους αντιπάλους του, ο κυριότερος σαφώς εκ
107
Αυτό άλλωστε φάνηκε και όσον αφορά την μεταξύ τους αντιπαράθεση
σχετικά με το ζήτημα της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική
γλώσσα, με τον Φαρμακίδη να υποστηρίζει το συγκεκριμένο εγχείρημα και τον
Κωνσταντίνο Οικονόμο αντιστοίχως, να υιοθετεί εντελώς διαφορετική άποψη. Με
αφορμή μάλιστα αυτό το τελευταίο στοιχείο, καθίσταται σαφές ότι το έργο και τα
γραπτά του Φαρμακίδη γενικότερα συνιστούν ένα είδος διαλόγου, όπως είπαμε και
παραπάνω, του σπουδαίου αυτού λογίου και εκκλησιαστικού άνδρα με την κοινωνία
της εποχής του.
χρήσης ενός γλωσσικού ιδιώματος, το οποίο επίσης (όπως και η αρχαΐζουσα γλώσσα,
την οποία προωθούσαν οι αντίπαλοι του Φαρμακίδη) μπορούσε εξίσου να θεωρηθεί
ως εξαίρετο δείγμα και σαφής έκφραση ελληνικότητας. Μια τέτοια πρόθεση εξάλλου
είναι συναφής με την προσπάθεια του Φαρμακίδη, μαζί με άλλους να προωθήσει σε
ιδεολογικό και πρακτικό επίπεδο, την ιδέα περί μιας καθαρά ελληνικής και
ανεξάρτητης κοινωνίας των αρχών του 19ου αιώνα. Μιας κοινωνίας, που δεν θα είχε
εξαρτήσεις από φορείς και θεσμούς, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που στη
σκέψη του θεωρούνταν πλέον κάτι το ξένο και εξαρτημένο (από δυνάμεις, όπως οι
Ρώσοι), αλλά που θα διέθετε τη δική της δυναμική σε μια σειρά από τομείς,
συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών θεσμών.
Μάλιστα, όπως ήδη έχει αναφερθεί στο 1ο Κεφάλαιο της εργασίας, δηλώνει
χαρακτηριστικά στα Προλεγόμενα του πρώτου τόμου της σειράς ο Φαρμακίδης ότι:
«Πρώτος ο Χ. Φ. Ματθαίης εξέδωκε το πρωτότυπον ελληνικόν κείμενον δια του
τύπου και εξέδωκεν τούτον εκ δύο χειρογράφων, επι περγαμηνής γεγραμμένων
αμφοτέρων κατ' αυτούς του συγγραφέως τους χρόνους και αρχαιοτέρου του
χειρογράφου του Εντενίου. Των χειρογράφων τούτων το μεν ευρίσκεται εις την
βιβλιοθήκην του τυπογραφείου της ιεράς Ρωσικής Συνόδου εν Μόσχα υπ' αριθμόν
φύλλου 1, εις φύλλον γεγραμμένον και περιέχον φύλλα 274. Το δε, εις την ιδίαν
αυτής βιβλιοθήκην αυτόθι υπ' αριθμόν XLIX, εις φύλλον και αυτό γεγραμμένον και
περιέχον φύλλα 410. Το πρώτον σημιούται υπό του εκδότου δια του στοιχείου Α, και
το δεύτερον δια του Β, και υπό τα στοιχεία ταύτα φέρονται και εις την παρ' ημών
109
γινομένη έκδοσιν της εις τα Τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείας του Ευθυμίου εν ταις υπό
του κειμένου γινομέναις σημειώσεσιν». 140
140
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της
τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ιζ΄ .
110
Εκφράζει δε μια τάση, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει κοινό τόπο για τους
Έλληνες ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, πολύ καιρό αργότερα και ιδιαίτερα κατά
τον 20ο αιώνα. Άλλωστε δεν ήταν τυχαία, κατά τη γνώμη μας, η αναφορά στο
τελευταίο κεφάλαιο της παρούσης μελέτης, των διαφόρων Ελλήνων θεολόγων, από
τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας, ως προς τον τομέα της ερμηνείας της Καινής
Διαθήκης. Το έργο του Φαρμακίδη, παρόλο που η επιρροή του δεν μπορεί να
θεωρηθεί πάνω σε όλους αυτούς τους νεότερους μελετητές, ως άμεση και καίρια,
ήταν πιστεύουμε ένα είδος οδηγού μέσα από τον οποίο αναδείχθηκε η ανατολική
ορθόδοξη κοσμοθεωρία και θεολογία επί του θέματος. Και μάλιστα αξίζει να
αναλογιστούμε το ότι το έργο του εκδόθηκε κάμποσα χρόνια πριν από την εμφάνιση
του τεράστιου εκδοτικού έργου του ρωμαιοκαθολικού αββά J.- P. Migne, που επίσης
άσκησε και στο εξωτερικό αλλά και στον ίδιο τον ελληνικό χώρο τεράστια επιρροή
και σημαντική ώθηση μεταξύ άλλων και ως προς τις ερμηνευτικές σπουδές και τις
σχετικές εκδόσεις τους.
141
Φαρμακίδης, Θ., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της
τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ι΄ .
111
Αυτή έγκειται στο ότι η Γραφή αποτελεί πάντα ένα αναπόσπαστο τμήμα και
κομμάτι της Εκκλησίας και της Παράδοσής της. Δεν έχει αξία αυτή καθαυτή, όπως
συμβαίνει με τους Διαμαρτυρόμενους, αλλά αντίθετα είναι οργανικό κομμάτι της
εκκλησιαστικής ζωής. Είναι πάντα εντός της εκκλησιολογικής συνάφειας. Γι' αυτό το
λόγο άλλωστε, η ερμηνεία δεν είναι ατομική υπόθεση του καθενός (κάτι που φαίνεται
ξεκάθαρα στην περίπτωση των τόμων του Φαρμακίδη), αλλά αποτελεί ουσιαστικά
έκφραση της συλλογικής συνειδήσεως και πίστεως της Εκκλησίας μας.
Βιβλιογραφία
Βούλγαρης, Σπ., Χ., Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη, Τόμος Β΄, Αθήνα, 2005.
Γούδας, Αν., Α., «Θεόκλητος Φαρμακίδης» στο Βίοι Παράλληλοι των επί της
Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Τόμος Α΄- Κλήρος, εκ του
Εθνικού Τυπογραφείου, εν Αθήναις, 1869.
Metzger, B.M. & Ehrman, B.D., The Text of the New Testament: its Transmission,
Corruption and Restoration, Oxford University Press, 2005 .
Miller, E., A Guide to the Textual Criticism of the New Testament, The Dean
Burgon Society Press, 2003 .
Moynahan, B., God's Bestseller: William Tyndale, Thomas More, and the Writing
of the English Bible - A Story of Martyrdom and Betrayal , St. Martin's Press,
2003 .
Παύλου, Ν., «Ότι η μελέτη των ιερών Γραφών είναι τόσον αναγκαία...» - Η Αγία
Γραφή στο έργο του Θεόκλητου Φαρμακίδη .
Rupp Gordon E. & Watson Philip S., Luther and Erasmus: Free Will and
Salvation (Library of Christian Classics), New ed., Westminster John Knox Press,
1978.
114
Τρεμπέλας, Π., Υπόμνημα εις τας Επιστολάς του Παύλου, εκδόσεις Ζωής, Αθήναι,
1937 .
Φαρμακίδης, Θ., Περί Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου, Ματθ. ΚΓ΄,35, και Λουκ. ΙΑ΄,51
(εις ο συνεξεδόθη και το Περί Βαττολογίας), εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας
Αγγέλου Αγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού εις Καμουκαρέαν, 1838 .
Weborg, C. John, «Bengel J. A.», στο McKim D. K., Dictionary of Major Biblical
Interpreters (2nd edition), Downers Grove .