Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 115

1

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

Η συμβολή του Θεόκλητου Φαρμακίδη


στην έκδοση πατερικών ερμηνευτικών
υπομνημάτων της Καινής Διαθήκης στην
εποχή του

ΑΘΗΝΑ 2014
2

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

Η συμβολή του Θεόκλητου Φαρμακίδη


στην έκδοση πατερικών ερμηνευτικών
υπομνημάτων της Καινής Διαθήκης στην
εποχή του

ΑΘΗΝΑ 2014
3
4

Η συμβολή του Θεόκλητου Φαρμακίδη


στην έκδοση πατερικών ερμηνευτικών
υπομνημάτων της Καινής Διαθήκης στην
εποχή του

ΑΘΗΝΑ 2014

Διπλωματική Εργασία Ειδικεύσεως


5

Επιβλέπων: Επίκουρος Καθηγητής κ.

Εικόνα εξωφύλλου : Διονύσιος Τσόκος (1820 - 1862), Προσωπογραφία του


Θεόκλητου Φαρμακίδη (1858). Λάδι σε μουσαμά, 74 εκ. x 58 εκ. . Συλλογή της
Βουλής των Ελλήνων. «Στην Προσωπογραφία του Θεόκλητου Φαρμακίδη διακρίνεται
η επίδραση του συμπατριώτη δασκάλου του Νικόλαου Καντούνη, και, σε κάποιο βαθμό,
της μαθητείας του σε βενετσιάνικα εργαστήρια. Το σκοτεινό βάθος, τα θερμά φωτεινά
χρώματα στην απόδοση του προσώπου, η ρεαλιστική αποτύπωση των λεπτομερειών και
η τάση ψυχολογικής διείσδυσης δίνουν τον τόνο στο έργο. Στη φυσιογνωμία του
εικονιζομένου συνδυάζεται η αυστηρότητα, όπως φαίνεται στα μάτια, και η
πνευματικότητα, όπως μαρτυρεί η όλη έκφραση του προσώπου με το μεγάλο μέτωπο, τα
κάπως σφιγμένα χείλια, τα χρυσοκίτρινα γένια » (από το Λεύκωμα « Έργα τέχνης από
τη συλλογή της Βουλής των Ελλήνων», Συλλογικό έργο, Ίδρυμα της Βουλής των
Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, B΄ αναθεωρημένη έκδοση,
Αθήνα, 2010, σελ. 19) .
6

Περιεχόμενα

Σελίδες

Πρόλογος....................................................................................................................6-7

Εισαγωγή..................................................................................................................8- 13

1ο Κεφάλαιο

Τεχνικές, κριτήρια επιλογής, πηγές που χρησιμοποιεί ο Φαρμακίδης και η εκδοτική


του «φιλοσοφία».....................................................................................................14-33

1. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Φαρμακίδης.....................................................15-21

2. Οι πηγές που χρησιμοποιεί ο Φαρμακίδης και η εκδοτική του «φιλοσοφία»…22-33

2ο Κεφάλαιο

Η έκδοση των υπομνημάτων στην Καινή Διαθήκη ανά φιλολογικό είδος............34-58

1. Ευαγγέλια............................................................................................................34-42

2. Πράξεις...............................................................................................................42-47

3. Επιστολές Παύλου.............................................................................................47-54

4. Καθολικές Επιστολές..........................................................................................54-55

5. Αποκάλυψη Ιωάννου.........................................................................................55-58

3ο Κεφάλαιο

Η σημασία του εκδοτικού έργου του Θεόκλητου Φαρμακίδη................................59-89

1. Η σημασία που αποδίδει ο Θεόκλητος Φαρμακίδης στο εκδοτικό του έργο….60-68

2. Η σημασία του εκδοτικού έργου του Φαρμακίδη με βάση τα δεδομένα στο χώρο
των εκδόσεων ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης έως την εποχή του.....68-85

3. Η επιρροή του Φαρμακίδη στους μεταγενέστερους ερμηνευτές και εκδότες


ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης (και ευρύτερα της Αγίας Γραφής).....86-92

Συμπεράσματα........................................................................................................93-98

Βιβλιογραφία........................................................................................................99-102
7

Πρόλογος

Η παρούσα εργασία ασχολείται με την περίπτωση μιας από τις σπουδαιότερες


φυσιογνωμίες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της πνευματικής ζωής του
τόπου κατά τον 19ο αιώνα, μια φυσιογνωμία της οποίας το έργο αποτέλεσε σημαντική
παρακαταθήκη σε ποικίλες πτυχές του πολιτισμού και του βίου των Ελλήνων και
μετέπειτα. Μια από αυτές τις πτυχές υπήρξε και η συμβολή και το έργο του
Θεόκλητου Φαρμακίδη στον τομέα της έκδοσης πατερικών ερμηνευτικών
υπομνημάτων της Καινής Διαθήκης .
Συγκεκριμένα, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης στην προσπάθειά του να αναβιώσει
την αρχαία παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας και να αναζωογονήσει το
ενδιαφέρον για τη Βιβλική Θεολογία, προέβη στην επανέκδοση (κατά την περίοδο
1842-1845) των ερμηνευτικών υπομνημάτων διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας
(όπως οι επίσκοποι Καισαρείας Ανδρέας και Αρέθας, ο Οικουμένιος κ.ά.) πάνω σε
βιβλία της Αγίας Γραφής και πιο συγκεκριμένα της Καινής Διαθήκης. Η επανέκδοση
αυτή περιελάμβανε 7 τόμους.
Η ενασχόληση με ένα τέτοιο θέμα κατά την προσωπική μας άποψη
καθίσταται σημαντική υπό το εξής πρίσμα: σε μια εποχή, όπως η σημερινή, κατά την
οποία η τεράστια εξέλιξη και πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας
συνδυάζονται με μια άνευ προηγουμένου ίσως αμφισβήτηση παλαιών αξιών και
σταθερών, όπως η θρησκεία (πόσο δε μάλλον ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός ), ο
σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όσον
αφορά τον κίνδυνο απώλειας της πραγματικής του ταυτότητας και του αληθινού του
προορισμού, που είναι η θέωση και η πλήρης ένωσή του προσώπου του με το θείον.
Έναντι ενός τέτοιου κινδύνου, η μελέτη της θεοπνεύστου Αγίας Γραφής είναι μια
ευκαιρία για το σύγχρονο άτομο να βγει από τα αδιέξοδα στα οποία τον έχουν
οδηγήσει τα αλλοτριωτικά φαινόμενα του σήμερα. Σε αυτή τη μελέτη, πονήματα,
όπως η εκδοτική προσπάθεια του Θεόκλητου Φαρμακίδη, μπορούν να λειτουργήσουν
επικουρικά σε μια τέτοια διαδικασία.
Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Θεόκλητος Φαρμακίδης συνιστά ένα από τα κορυφαία
κεφάλαια όσον αφορά την εκκλησιαστική, εκπαιδευτική και εν γένει πνευματική
(αλλά και την ιστορική και πολιτική) ζωή του τόπου και η αναφορά στο εκδοτικό του
έργο, όσον αφορά την αγιοπατερική ερμηνεία της Αγίας Γραφής, συνιστά σημαντικό
8

κομμάτι της σύνολης παρουσίας και προσφοράς του. Αυτό το έργο δε είναι
σημαντικό να καταδειχθεί και το πώς επηρέασε ειδικότερα τον τομέα των εκδόσεων
πατερικών ερμηνευτικών κειμένων της Αγίας Γραφής στην Ελλάδα μεταγενέστερα
αλλά και πώς γενικότερα μπορεί να συνδεθεί με το ευρύτερο πολιτικο-κοινωνικό και
ιστορικό πλαίσιο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά ορισμένα πρόσωπα, τα οποία μου


έδωσαν την ευκαιρία να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα και που παράλληλα με
βοήθησαν και ως προς τις κατευθύνσεις, που χρειάστηκε να ακολουθήσω για την
εκπόνηση της παρούσης εργασίας αλλά και ως προς την υλική και ηθική
συμπαράστασή τους, όπως την οικογένειά μου καθώς και τον επιβλέποντα της
εργασίας μου, Επίκουρο Καθηγητή κ. Κωνσταντίνο Μπελέζο .
9

Εισαγωγή

Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κατά κόσμον Θεοχάρης Φαρμακίδης (Νίκαια της


Θεσσαλίας, 15 Ιανουαρίου του 1784 - Αθήνα, 26 Απριλίου 1860) υπήρξε διδάσκαλος
του Γένους, κορυφαίος Νεοέλληνας Διαφωτιστής, αγωνιστής της Ελληνικής
Επανάστασης, λόγιος κληρικός και πρωτοπόρος δημοσιογράφος.
Ο Φαρμακίδης έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και στη συνέχεια
πήγε στη Λάρισα, όπου χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία μόλις 18 ετών (τότε
άλλαξε το κοσμικό του όνομα Θεοχάρης σε Θεόφιλος). Το 1804 εγκαταστάθηκε στην
Κωνσταντινούπολη και γράφτηκε στην Πατριαρχική Σχολή, εκτελώντας παράλληλα
καθήκοντα διακόνου δίπλα στον «τιτουλάριο» επίσκοπο Περιστεράς.
Στη συνέχεια, βρέθηκε διαδοχικά στις Κυδωνιές, το Ιάσιο και τη Βιέννη. Στην
τελευταία, παράλληλα με τις μελέτες του, επιδόθηκε στη συγγραφή και μετέφρασε
από τα λατινικά την τετράτομη εγκυκλοπαίδεια του Φ. Γιάκομπς (αυτή η μετάφραση
του Φαρμακίδη εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Κέρκυρα το 1829). Το ίδιο έργο
εξέδωσε αργότερα με δαπάνη της ελληνικής κυβέρνησης, τροποποιημένο και με τον
τίτλο Χρηστομάθεια ελληνική υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου.
Το 1816 ανέλαβε μαζί με τον Κ. Κοκκινάκη την έκδοση του πολύ σημαντικού
περιοδικού Λόγιος Ερμής και άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός καθώς υπήρξε
ένθερμος υποστηρικτής των ιδεών του Αδαμαντίου Κοραή. Οι ακραίες και
προτεσταντίζουσες θέσεις του Φαρμακίδη, σύντομα συνέβαλαν στο να απομακρυνθεί
ο τελευταίος από τη θέση του στην έκδοση του περιοδικού. Παράλληλα, κατά την
διάρκεια της θητείας του στο περιοδικό, όπως επισημαίνει ο Αναστάσιος Γούδας :
«Τί δε δεν έπραξεν και πόσον δεν ηγωνίσθη δια του Λογίου Ερμού προς εμπεδωσιν
του γλαφυρού της νεωτέρας Ελληνικής γλώσσης ύφους, όπερ πρώτος παρεδέχθη και
μετέδωκεν εις το έθνος ο αείμνηστος Κοραής;».1 Αυτή η θέση του Φαρμακίδη, που
έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στο να διακοπεί η συνεργασία του με το περιοδικό,
είχε επισύρει την μήνι άλλων σημαντικών πνευματικών προσωπικοτήτων της εποχής,
όπως ο Νεόφυτος Δούκας και ο Αναστάσιος Γεωργιάδης ή Λευκίας.

1
Γούδα, Αν., Α., «Θεόκλητος Φαρμακίδης» στο Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της
Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Τόμος Α΄- Κλήρος, εν Αθήναις, 1869, σελ. 214 .
10

Αργότερα, δέχτηκε πρόσκληση από τον ιδρυτή της Ιονίου Ακαδημίας, λόρδο
Γκίλφορντ να έρθει και να διδάξει θεολογία, και ο Φαρμακίδης αποδέχτηκε την
πρόταση υπό τον όρο όμως να ολοκληρώσει πρώτα τις σπουδές του στην Ευρώπη.
Έτσι, με έξοδα του ίδιου του Γκίλφορντ ο Φαρμακίδης βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο
του Γκαίτινγκεν, όπου παρέμεινε έως την έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού
Αγώνα.
Το Μάιο του 1821 κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα και
ακολουθώντας το Δημήτριο Υψηλάντη, βρέθηκε κάποια στιγμή στην Καλαμάτα,
όπου εξέδωσε την πρώτη ελληνική εφημερίδα με τον τίτλο «Ελληνική Σάλπιγξ».
Επίσης, το 1823 διορίστηκε καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία, αλλά δίδαξε μόνο για
την περίοδο 1824-1825. Εν συνεχεία διορίστηκε στο Ναύπλιο εφημεριδογράφος της
ελληνικής διοίκησης έως το 1827 (ήταν συγκεκριμένα αρχισυντάκτης της Γενικής
Εφημερίδος της Ελλάδος).
Όντας φορέας προτεσταντικού τύπου ιδεών, βάσει των οποίων η ελλαδική
Εκκλησία όφειλε να είναι ανεξάρτητη, ήρθε σε ρήξη με άτομα, όπως ο Καποδίστριας,
που είχε επιχειρήσει να επανασυνδέσει την ελληνική Εκκλησία με το Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Οι ιδέες του Φαρμακίδη ευοδώθηκαν αργότερα κατά την περίοδο της
Βαυαροκρατίας, όταν στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών και γεωστρατηγικών
σχεδιασμών για την αντιμετώπιση του ρωσικού παράγοντα, που εθεωρείτο πως
βρισκόταν πίσω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (δεν πρέπει να παραβλέπεται εδώ
το γεγονός ότι ο ίδιος ο Φαρμακίδης ήταν οπαδός του «αγγλικού κόμματος»),
προωθήθηκε με επιτυχία η ίδρυση του αυτοκεφάλου της ελληνικής Εκκλησίας (23
Ιουλίου του 1833).
Ο Φαρμακίδης θεωρούσε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος απέκτησε ουσιαστικά
την ανεξαρτησία της από τη στιγμή που διακηρύχτηκε επίσημα η πολιτική
ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους και δεν υπήρχε συνεπώς ανάγκη προειδοποίησης,
συγκατάθεσης ή αναγνώρισης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 2 Αυτές οι θέσεις του
Φαρμακίδη βασικά αποτελούσαν έμμεση πλην ξεκάθαρη απόρριψη της Μεγάλης
Ιδέας και αυτό τον έφερε σε αντιπαράθεση με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο και την
παράταξη των συντηρητικών. Μάλιστα, η αντιπαράθεση με τον Οικονόμο κατέληξε
σε προσωπική ρήξη και σύγκρουση.

2
Μανίκα, Κων., «Φαρμακίδης Θεόκλητος», λήμμα στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 9Β,
εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991, σελ. 255 .
11

Το 1837 ο Φαρμακίδης διορίστηκε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του


Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στη Φιλοσοφική
Σχολή, καθώς την ίδια περίοδο είχε παυθεί από τη θέση του Γραμματέα της Διαρκούς
Ιεράς Συνόδου. Το 1843 επανήλθε στη Θεολογική Σχολή, η οξεία όμως κριτική για
τις θέσεις και τις ενέργειές του συνεχίστηκε, αν και το 1840 με την περίφημη
«Απολογία» του είχε προσπαθήσει να αποδείξει την ορθότητά τους.3 Ο Φαρμακίδης
διατήρησε τη θέση του στη Θεολογική Σχολή έως το θάνατό του, αλλά είναι
αμφίβολο αν και κατά πόσο συνέχισε να διδάσκει, δεδομένων και των προβλημάτων
υγείας που είχε προς τα τελευταία έτη της ζωής του.
Το 1850 όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το Συνοδικό Τόμο αναγνώρισε
το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας, ο Φαρμακίδης δημοσίευσε το βιβλίο «Ο
Συνοδικός Τόμος ή περί αληθείας» (1850). Σε αυτή την πραγματεία, ο Φαρμακίδης
επιχειρούσε να πείσει το κράτος να μην αποδεχθεί το συγκεκριμένο Συνοδικό Τόμο
του Πατριαρχείου. Στο έργο αυτό πραγματικά είναι αξιοθαύμαστη η οξύνοια και
πολυμάθειά του, όπως και ο ζήλος με τον οποίο αγωνιζόταν για την υποστήριξη των
θέσεών του. Εντούτοις όμως, η αξία του έργου μειώνεται από την υπερβολική
δριμύτητα με την οποία εκφραζόταν εναντίον των αντιπάλων του και κατά
προσώπων, τα οποία θεωρούνταν σεβαστά από την κοινή γνώμη της εποχής εκείνης.4
Το προαναφερόμενο έργο του Φαρμακίδη είχε μείνει γνωστό και με το όνομα
«Αντίτομος» (λόγω της δριμείας αντίθεσης προς τον πατριαρχικό Συνοδικό Τόμο).
Γενικότερα στην πολιτική, πνευματική και εκκλησιαστική ιστορία του
ελληνισμού του 19ου αιώνα, ο Φαρμακίδης έχει θεωρηθεί ως πρόσωπο «μοιραίο» και
«σημείον αντιλεγόμενον», δεδομένου ότι ακόμα και μέχρι τις μέρες μας έχει από τη
μεριά θαυμαστές και ακολούθους (ως προς τις ιδέες του) και από την άλλη σφοδρούς
πολέμιους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως λόγο των φιλο-προτεσταντικών
τάσεών του, είχε κατηγορηθεί για κακοδοξία.
Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ο Φαρμακίδης τα αφιέρωσε στη συγγραφή,
χωρίς όμως να μπορέσει να ολοκληρώσει πολλά από τα έργα του, λόγω του
κλονισμού της υγείας του.5 Η συγγραφική του παραγωγή ήταν αξιόλογη και

3
Σφυρόερα, Β., «Φαρμακίδης Θεόκλητος», λήμμα στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Τόμος 59ος,
εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 1994, σελ. .
4
Μπαλάνου, Δημ., «Φαρμακίδης Θεόκλητος» λήμμα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος
εικοστός τρίτος, εκδοτικό οίκος Φοίνιξ, Αθήναι, σελ. 833 .
5
Μανίκα, Κων., «Φαρμακίδης Θεόκλητος», λήμμα στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 9Β,
εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991, σελ. 255 .
12

παράλληλα πολλά από τα έργα του, όπως και επιστολές και σημειώσεις του, έως
σήμερα παραμένουν ανέκδοτα, ενώ άρθρα του είναι δημοσιευμένα σε περιοδικά.
Από τα αυτοτελή του έργα, εκτός από εκείνα που ήδη αναφέρονται πιο πάνω,
σημαντικότερα είναι τα: α) Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, εις ο συνεξεδόθη και το
περί βαττολογίας (1838), β) Ο ψευδώνυμος Γερμανός (1838), γ) Οικονόμος ο εξ
Οικονόμων ή περί όρκου (1849) και δ) Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων
(7 τόμοι 1842-1845), έργο το οποίο μας απασχολεί στην παρούσα εργασία.
Στη συγκεκριμένη μελέτη μας εξετάζονται μια σειρά από παραμέτρους, μέσω
των οποίων επιχειρούμε να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα όσον αφορά το
ρόλο και την προσφορά του Θεόκλητου Φαρμακίδη σε ζητήματα εκδόσεων
πατερικών υπομνημάτων στην Αγία Γραφή αλλά και όσον αφορά τη γενικότερη
συνεισφορά του σε ζητήματα θεολογικής εκπαίδευσης και διαφώτισης στο
νεοελληνικό χώρο.
Αυτές οι συγκεκριμένοι παράμετροι οι οποίες εξετάζονται εδώ ανά κεφάλαιο,
είναι οι εξής: α) οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Φαρμακίδης κατά τη διαδικασία
παρουσίασης των διαφόρων ερμηνευτικών υπομνημάτων των Πατέρων της
Εκκλησίας, β) η αναφορά στις πηγές και εκδόσεις που χρησιμοποιήθηκαν, γ) η
ανίχνευση των λόγων για τους οποίους ο Θεόκλητος Φαρμακίδης επιχείρησε να
ασχοληθεί με την έκδοση των πατερικών ερμηνευτικών υπομνημάτων, δ) η σημασία
που είχαν οι εισαγωγές του Φαρμακίδη στα υπομνήματα των εκκλησιαστικών
Πατέρων (τα προλεγόμενά του, η περιγραφή της υπόθεσης των κειμένων που
ακολουθούν). Σε αυτή την τελευταία ενότητα ας σημειωθεί παράλληλα, ότι
τονίζονται και οι όποιες επιρροές δέχτηκε ο Φαρμακίδης ως προς τον τρόπο
απόδοσης και το «πνεύμα» που χαρακτηρίζει τις εισαγωγές του στα πατερικά
υπομνήματα αλλά και οι θέσεις του αναφορικά με την αξία της Αγίας Γραφής για
τους πιστούς και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, και τη σημασία ειδικότερα που έχει
η ερμηνεία της. Για όλα τα παραπάνω μάλιστα, η μελέτη των εισαγωγικών
σημειωμάτων κάθε τόμου ( Προλεγόμενα ) είναι ιδιαίτερης σημασίας για την
εξαγωγή πληροφοριών, στοιχείων και συμπερασμάτων, τα οποία θα παρατεθούν στο
τέλος της παρούσης εργασίας.
Το υπό εξέταση έργο, Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων , Τόμοι
1-7 , Εν Αθήναις, 1842-1845) περιέχει αρχικά την ερμηνεία του Ζυγαδηνού, ο οποίος
13

είχε στηριχτεί σε αρχαίους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στον Ιωάννη το
Χρυσόστομο. Όπως μας επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Αναστάσιος Διομήδης
Κυριακός, «το κείμενο του Ζυγαδηνού είχε πρώτος εκδόσει ο Γερμανός Ματθαίης τω
1792. Ταύτη τη εκδόσει ηκολούθησεν ο Φαρμακίδης».6 Και θα σημειώσει ο
Κυριακός λίγο παρακάτω για το έργο αυτό ότι: «Ο Φαρμακίδης προτάσσει των τόμων
σοφά Προλεγόμενα, διορθοί δε πολλαχού το κείμενον, όπερ οι προ αυτού κακώς
είχον εκδώσει, βοηθούμενος εκ των λατινικών μεταφράσεων των κειμένων και εξ
άλλων βοηθημάτων».7
Ακόμα, παρατηρούμε πως ως προς το ζήτημα των πηγών, για τη μεν
περίπτωση των τεσσάρων Ευαγγελίων, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης προτιμούσε την
ερμηνεία που είχε κάνει ο Ζιγαβηνός. Αντιστοίχως ως προς την περίπτωση των
Πράξεων των Αποστόλων και των Επιστολών του Παύλου, ο Φαρμακίδης
προτιμούσε την ερμηνεία του Οικουμενίου (του προαναφερόμενου επισκόπου
Τρίκκης). Όπως σημειώνει δε ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στο έργο του Ιστορία
της Εκκλησίας της Ελλάδος (εν Αθήναις, 1920), «Η ερμηνεία αυτή κατέλαβε τους
τέσσαρας εφεξής τόμους, εν δε τω έκτω τόμω παρετέθη η ερμηνεία του αυτού
Οικουμενίου εις την προς Εβραίους και εις τας Καθολικάς Επιστολάς».8
Όσον αφορά τον έβδομο τόμο αντίστοιχα, ο Φαρμακίδης είχε ακολουθήσει
την ερμηνεία του Αρέθα, επισκόπου Καισαρείας και είχε λάβει εδώ υπόψη του και
την ερμηνεία του επίσης επισκόπου Καισαρείας Ανδρέα (και για τον Αρέθα και τον
Ανδρέα, ο Φαρμακίδης εδώ θα δώσει ορισμένες πολύ σύντομες και συνοπτικές
βιογραφικές πληροφορίες). Βάσει των περιπτώσεων των ερμηνειών των επισκόπων
Αρέθα και Ανδρέα, ο Φαρμακίδης ακολουθεί ορισμένες εκδόσεις του 17ου και του
18ου αιώνα.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο αυτό του Θεόκλητου Φαρμακίδη
εκδόθηκε σε μια περίοδο, κατά την οποία δεν υφίσταντο ακόμα άλλα σημαντικά
εκδοτικά έργα στον ελλαδικό χώρο, που αφορούσαν την Ερμηνεία της Αγίας Γραφής,
βάσει των ερμηνευτικών έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, στοιχείο σχετιζόμενο
με τη σημασία που έχει η έκδοση ενός τέτοιου έργου από τον Φαρμακίδη κατά τη
συγκεκριμένη εποχή, λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα.

6
Α. Διομήδους Κυριακού, «Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου» στο Μελέται, εν Αθήναις, 1887, σελ. 177 .
7
Ο.π. , σ. 178 .
8
Παπαδόπουλου, Α., Χρυσόστομου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος Πρώτος - ίδρυσις και
Οργώνωσις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις, 1920, σελ. 291 .
14

Ένα τέτοιο έργο, που επρόκειτο να κάνει την εμφάνισή του λίγο καιρό
αργότερα στο εξωτερικό είναι η περίφημη Patrologia Graeca του Jacques Paul Migne
( Patrologiae cursus completus, series graeca, Paris 1857-1866).Μάλιστα στην
παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί και μια σύγκριση και αντιπαραβολή μεταξύ των δύο
εκδόσεων, αυτής δηλαδή του Φαρμακίδη και εκείνης του Migne, της P.G.(ως προς
διάφορα στοιχεία, όπως επί παραδείγματι αν και στα δύο εκδοτικά έργα
παρουσιάζονται τα ίδια κείμενα μέσα από την Αγία Γραφή, αν και κατά πόσο
υπάρχουν ομοιότητες ως προς την αναφορά στις πηγές και εκδόσεις που
χρησιμοποιήθηκαν και ως προς τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται σε καθεμιά
περίπτωση, αναφορικά με τη διαδικασία παρουσίασης των διαφόρων ερμηνευτικών
υπομνημάτων των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. .
Ως προς την χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία για την εκπόνηση της έρευνας
και τη συγγραφή της εργασίας, αυτή βασίστηκε στην βιβλιογραφική ανασκόπηση και
τεκμηρίωση. Με άλλα λόγια, μέσα από την ενδελεχή μελέτη διαφόρων βιβλίων, αλλά
και των διαφόρων πρωτογενών και δευτερογενών πηγών (όπως τα ίδια τα κείμενα της
Αγίας Γραφής αλλά και τα ερμηνευτικά κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας), έλαβε
χώρα η συγκέντρωση στοιχείων μέσω των οποίων στοιχειοθετήθηκε το περιεχόμενο
των κεφαλαίων, το καθένα εκ των οποίων ασχολείται με τις προαναφερόμενες
παραμέτρους. Φυσικά, η μελέτη των πρωτογενών και δευτερογενών πηγών, έγινε
πρωτίστως και κυρίως μέσα από τη μελέτη και χρήση για τους σκοπούς της εργασίας,
του επτάτομου συγγράμματος Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, Εν
Αθήναις, 1842-1845.
15

Κυρίως Μέρος: Η συμβολή του Θεόκλητου Φαρμακίδη στην έκδοση Πατερικών


Ερμηνευτικών Υπομνημάτων στην εποχή του

1ο Κεφάλαιο Τεχνικές, κριτήρια επιλογής που χρησιμοποιεί ο Φαρμακίδης και η


εκδοτική του «φιλοσοφία»

1.1 Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Φαρμακίδης

Ως προς τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Θεόκλητος Φαρμακίδης κατά τη


διαδικασία των εκδόσεων των πατερικών υπομνημάτων, παρατηρούμε καταρχήν ότι
παραθέτει τα κείμενα αυτά καθαυτά με τα υπομνήματα των εκκλησιαστικών
Πατέρων. Σε αυτά τα κείμενα εν προκειμένω, παρατηρεί κάποιος ότι με μεγάλα
γράμματα προηγούνται τα κείμενα της Αγίας Γραφής, στα οποία σημειώνονται
κανονικά πρώτα οι στίχοι τους και στη συνέχεια ακολουθεί η ερμηνεία από τους
Πατέρες.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση του πρώτου τόμου του εκδοτικού έργου του
Φαρμακίδη πάνω στην Αγία Γραφή, παρατηρούμε ότι στην ερμηνεία του Κατά
Ματθαίον Ευαγγελίου, από τη μια μεριά, έχουμε τη μικρή και σύντομη εισαγωγή από
τον Ιωάννη το Χρυσόστομο για το συγκεκριμένο θεόπνευστο κείμενο και από την
άλλη, έχουμε μετά από κάθε στίχο (που μέσα στην έκδοση είναι γραμμένος με
μεγαλύτερη γραμματοσειρά) τις ερμηνείες του εκκλησιαστικού Πατέρα, όπως
επισημάνθηκε και πιο πάνω. Την ίδια στιγμή όμως, σε αρκετές περιπτώσεις,
παρατηρούμε αντίστοιχα ότι και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης προβαίνει σε δικούς του
σχολιασμούς, οι οποίοι λειτουργούν ως επεξηγήσεις σε αυτά που σχολιάζει ο
εκκλησιαστικός Πατέρας. Οι σχολιασμοί του Φαρμακίδη μέσα στο κείμενο, έχουν τη
μορφή παραπομπών.

Για να καταστούν κατανοητά τα παραπάνω, μπορούμε να φέρουμε ορισμένα


παραδειγματα τα οποία προέρχονται από καθέναν εκ των 7 τόμων της Ερμηνείας της
Καινής Διαθήκης. Για παράδειγμα, στον πρώτο Τόμο, και στο Κατά Ματθαίον
Ευαγγέλιο, παρατηρούμε σε σχέση με το 1.2 στίχο, όπου λέγεται: «Αβραὰμ ἐγέννησε

τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν καὶ

τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ», την εξής ερμηνεία κατά τον ιερό Χρυσόστομο: «Έθος ην, δι'
αρρένων ποιείσθαι τας γενεαλογίας. Ο ανήρ γαρ σπείρει και ούτος εστί αρχή μεν και
ρίζα του τέκνου, κεφαλή δε της γυναικός. Η δε γυνή φέρουσα και εκτρέφουσα και
16

θάλπουσα και συναύξουσα το σπέρμα, βοηθός δέδοται τω ανδρί. Τον Ιούδαν δε


παρέλαβεν από των άλλων υιών του Ιακώβ, καίτοι μη πρωτότοκο όντα, ότι εκ της
φυλής αυτού κατήγετο ο Ιησούς».9 Αλλού για παράδειγμα, πάντα στον πρώτο τόμο
του ίδιου έργου, διαβάζουμε αναφορικά με το 2,2 του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου,
όπου λέγονται τα εξής: «λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων;

εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ», τα
εξής από την ερμηνεία του Ιωάννου Χρυσοστόμου: «Και πόθεν έγνωσαν ότι ο αστήρ
εκείνος βασιλέως Ιουδαίων εδήλου γέννησιν; Εκ του γένους του αστρολόγου Βαλαάμ
καταγόμενοι και την εκείνου μετιόντες επιστήμην, εύρισκον αυτόν προειρηκότα ότι
"Ανατέλει άστρον εξ Ιακώβ και αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ».10

Σε αυτό το σημείο είναι ενδεικτικό πως ο Φαρμακίδης παραπέμπει και στα


σημεία και τα κείμενα εκείνα από τα οποία και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αλλά και
άλλοι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής διαχρονικά χρησιμοποιούν φράσεις και
αποσπάσματα, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στην τελευταία φράση για
παράδειγμα «Ανατέλει άστρον εξ Ιακώβ και αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ», είναι
ενδεικτικό πως ο Φαρμακίδης χρησιμοποιεί παραπομπή, με την οποία ο αναγνώστης
πληροφορείται ότι το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο των Αριθμών (από την
Παλαιά Διαθήκη) και συγκεκριμένα από το στίχο 17 του ΚΔ' Κεφαλαίου.

Πραγματικά, όλο το έργο της Καινής Διαθήκης μετά υπομνημάτων αρχαίων


είναι γεμάτο από παραπομπές του Φαρμακίδη στα διάφορα κείμενα και έργα της
Αγίας Γραφής, είτε της Παλαιάς είτε της Καινής Διαθήκης. Με αυτόν τον τρόπο
αναμφισβήτητα ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει μια πιο λεπτομερή
και ολοκληρωμένη εικόνα πάνω στα όσα αναλύει ο κάθε Πατέρας της Εκκλησίας. Θα
παρατηρήσουμε φερ' ειπείν στη σελίδα 600 του παρόντος τόμου (όπου έχουμε την
ερμηνεία πάνω στο εδάφιο 28,8), ότι υπάρχουν τέσσερις παραπομπές. Συγκεκριμένα
υπάρχει μια παραπομπή στο Κατά Ματθαίον, όπου μάλιστα ο Φαρμακίδης
συμπληρωματικά προσθέτει τί λέει ο Ευαγγελιστής στο συγκεκριμένο σημείο, που
ερμηνεύεται από τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό.

9
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1842, σελ. 7 .
10
Ο.π. , σελ. 22 .
17

Υπάρχει μια δεύτερη παραπομπή στον ευαγγελιστή Μάρκο, όπου επίσης ο


Φαρμακίδης προσθέτει ένα δικό του επεξηγηματικό σχόλιο και μια τρίτη στην οποία
ο αναγνώστης πληροφορείται πού αναφέρεται ο ερμηνευτής του ευαγγελίου του
Ματθαίου στο συγκεκριμένο σημείο (συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στο Γεν. Γ΄ 16).
Μια άλλη παραπομπή στην ίδια σελίδα αποτελεί επεξήγηση του Φαρμακίδη σε ένα
άλλο σχόλιο του Ευθύμιου Ζιγαβηνού, όπου ο πατέρας της Εκκλησίας, αναφερόμενος
στο Ματθ. 38,9 (ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ

᾿Ιησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ

τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ) λέει ότι: «Προ πάντων ορθρίσασθαι, προ
πάντων ορώσι τον Κύριον, και τούτον, μισθόν της τοιαύτης σπουδής κομίζονται».11
Εδώ ο Φαρμακίδης συγκεκριμένα θα τονίσει ότι με την φράση «και τούτο» ο ιερός
Πατέρας εννοεί το ιδείν, το ότι δηλαδή βλέπουν τον Κύριο οι μαθητές.

Είναι όμως χαρακτηριστικό πως οι διάφορες παραπομπές του Φαρμακίδη δεν


αφορούν μονάχα τις πληροφοριακές και συμπληρωματικές αναφορές στα έργα της
Αγίας Γραφής, αλλά παράλληλα, αναφέρονται και σε έργα της θύραθεν γραμματείας,
έργα τα οποία φυσικά σχετίζονται με γεγονότα τα οποία αφορούν για παράδειγμα στη
ζωή του Ιησού, στην πρώτη κοινότητα των Ιεροσολύμων, στις κοινωνικές
πραγματικότητες της εποχής που γράφτηκαν οι Επιστολές του Παύλου κ.λ.π.

Ένα τέτοιο παράδειγμα γίνεται πιο αντιληπτό στην περίπτωση που ο μεν
Ζιγαβηνός στην ερμηνεία του 2,16 στο Κατά Ματθαίον «Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι

ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς

παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω,

κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων», σημειώνει σε κάποιο σημείο ότι:
«Ει γαρ τους αμαρτάνοντας ουκ εκκόπτει πολλάκις από της ζωής ο Θεός, αναμένων
την επιστροφήν αυτών, πολλώ μάλλον αν ερριζοτόμησε τους μέλλοντας έσεσθαι
μεγάλους εν αρετή. Ουκ εις μακράν δε και ο παιδοκτόνος Ηρώδης δίκην έδωσε της
τοιαύτης μιαιφονίας, πικρώ θανάτω καταλύσας τον βίον, ως Ιώσηπος ιστορεί».12 Σε
αυτό το σημείο θα παρατηρήσουμε λοιπόν, ότι ο Φαρμακίδης αμέσως θα τοποθετήσει
παραπομπή, με την οποία ο αναγνώστης άμεσα πληροφορείται το έργο του Ιωσήπου

11
Ο.π. ,σελ. 600 .
12
Ο.π. ,σελ. 37 .
18

και το κεφάλαιο από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες αυτές (εν προκειμένου


πρόκειται για το έργο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Πρώτο Βιβλίο και το κεφάλαιο 21).

Από κει και πέρα, ο ίδιος ο Φαρμακίδης θα επισημάνει στα Προλεγόμενα του
πρώτου αυτού τόμου του έργου, ότι «Εκ τούτων δήλον γίγνεται ότι η παρ' ημών
εκδιδομένη έκδοσις της εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείας του Ευθυμίου είναι
κυρίως απλή μετατύπωσις του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου, εκδεδομένου εκ των
περί ων ο λόγος ανωτέρω χειρογράφων».13 Εδώ ας σημειωθεί πως τα συγκεκριμένα
χειρόγραφα, για τα οποία κάνει λόγο ο Φαρμακίδης, είναι καταρχήν ένα (αντίγραφο
του αρχικού κειμένου του Ζιγαβηνού) το οποίο είχε ανακαλύψει στην Ισπανία ο
Εντένιος τον 16ο αιώνα και το οποίο είχε εκδώσει στα λατινικά το 1544. Δύο άλλα
χειρόγραφα, όπως τονίζει ο Φαρμακίδης, βρίσκονται στη Μόσχα και συγκεκριμένα
στο τυπογραφείο της βιβλιοθήκης της ρωσικής Ιεράς Συνόδου.

Σε αυτά τα χειρόγραφα μάλιστα είχε στηριχτεί ο Γερμανός Ματέους το 1792.


Μάλιστα από αυτήν την έκδοση είναι που χρησιμοποιεί ορισμένα σχόλια ο
Φαρμακίδης, σχόλια που δεν ανήκουν στους ίδιους τους Πατέρες της Εκκλησίας, των
οποίων παρουσιάζεται εδώ η ερμηνεία.

Στα ίδια πλαίσια, ως προς τις τακτικές που ακολουθεί ο Φαρμακίδης στο
ζήτημα γενικότερα του τρόπου παρουσίασης και έκδοσης των κειμένων ερμηνείας
της Αγίας Γραφής, κινούνται και οι έξι υπόλοιποι τόμοι. Στην περίπτωση του 7ου
τόμου που μας απασχολεί εδώ περισσότερο, παρατηρούμε, όπως και παραπάνω, ότι ο
Φαρμακίδης καταρχήν καταφεύγει στη χρήση πολλών παραπομπών ανά σελίδα. Σε
αυτές τις παραπομπές, έχουμε και πάλι αναφορές σε έργα της Καινής Διαθήκης ή
αντίστοιχα και της Παλαιάς Διαθήκης (ανάλογα με το αν δηλαδή ο Αρέθας
Καισαρείας ή ο Επισκοπος Καισαρείας Ανδρέας χρησιμοποιούν στην ερμηνεία τους
της Αποκάλυψης του Ιωάννη, φράσεις προερχόμενες από την Αγία Γραφή). Για
παράδειγμα, παρατηρούμε στη σελίδα 5 και 6 του έβδομου τόμου, στην ερμηνεία του
Αρέθα, η οποία αφορά τους στίχους 4 και 5 στο Κεφάλαιο Α της Αποκάλυψης του
Ιωάννη (όπου διαβάζουμε «ἰωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ ἀσίᾳ: χάρις

ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων

Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό
13

Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της τυπογραφίας
Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ιη΄ .
19

ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ. καὶ ἀπὸ ἰησοῦ χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ πιστός, ὁ

πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ

λύσαντι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ») ότι ο ερμηνευτής


παραπέμπει τόσο σε έργα της Καινής Διαθήκης, όπως η Α' Επιστολή Ιωάννου, και η
Προς Φιλιππησίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (σελ. 5) όσο και σε έργα της
Παλαιάς Διαθήκης, όπως για παράδειγμα το βιβλίο των Ψαλμών (κεφάλαιο ΡΒ΄, 20).

Σε άλλη σελίδα για παράδειγμα, στη σελίδα 23 συγκεκριμένα, θα


παρατηρήσει ο αναγνώστης, πως καθώς ο Αρέθας χρησιμοποιεί κατά την ερμηνεία
του τρεις φράσεις από την Καινή Διαθήκη (και δύο από την Παλαιά Διαθήκη),
υπάρχουν αντίστοιχα πέντε παραπομπές από τον Φαρμακίδη, ώστε να πληροφορηθεί
ο αναγνώστης την προέλευση αυτών των φράσεων. Έτσι, είναι ενδεκτικό πως εδώ
έχουμε τη χρήση φράσεων και των αντίστοιχων παραπομπών σε αυτές, που αφορούν
το 6,15 στη Β΄ Προς Κορινθίους Επιστολή, το 1,1 από την Α΄ Επιστολή Ιωάννου και
το 6,2 από την Προς Γαλάτας Επιστολή. Την ίδια στιγμή, από την Π.Δ. έχουμε τη
χρήση φράσεων προερχομένων, όπως μας πληροφορεί ο Φαρμακίδης με τις
παραπομπές του, από το Βιβλίο των Ψαλμών ΛΒ΄, 15 και Η΄, 2 αντίστοιχα.

Επίσης είναι χαρακτηριστικό πως μέσα στο ερμηνευτικό κείμενο των


Πατέρων της Εκκλησίας, οι προερχόμενες από την Αγία Γραφή φράσεις, είναι
τυπωμένες εντός του τόμου με πλάγια γράμματα, για να ξεχωρίζουν από το καθαυτό
κείμενο του ερμηνευτή. Εδώ ας σημειωθεί επιπρόσθετα ότι η ερμηνεία του επισκόπου
Αρέθα φτάνει έως τη σελίδα 241 του παρόντος τόμου και αντίστοιχα η ερμηνεία του
επισκόπου Ανδρέου ξεκινάει από τη σελίδα 247. Στην ουσία δηλαδή ο τόμος
περιλαμβάνει την ερμηνεία και των δύο πατέρων πάνω σε όλο το έργο (συνολικά 72
κεφάλαια, όσο είναι το μέγεθος της Αποκάλυψης του Ιωάννου).

Παράλληλα όμως οι παραπομπές, όπως θα παρατηρηθεί και στους


προηγούμενους τόμους, δεν αφορούν μονάχα τις φράσεις από την Αγία Γραφή ή σε
ορισμένες περιπτώσεις και από τη θύραθεν γραμματεία (όπως φάνηκε με την
περίπτωση του έργου του Ιωσήπου στον Α΄ Τόμο), αλλά αφορούν και σε
επεξηγηματικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις του ίδιου του Φαρμακίδη. Αυτές οι
παρατηρήσεις μπορούν να αφορούν θέματα, από την επισήμανση της ορθογραφίας ή
της σημαντικής θέσεως διαφόρων λέξεων μέσα στο αρχαίο κείμενο μέχρι την
επεξήγηση διαφόρων λέξεων και φράσεων σε συνάφεια με το ιστορικό περιβάλλον
20

της εποχής του ευαγγελιστή Ιωάννου και σε συνάφεια με περιστατικά των


Ευαγγελίων και της Καινής Διαθήκης.

Ως προς τη δομή του συγκεκριμένου τόμου, παρατηρούμε ότι μετά από το


εξώφυλλο το οποίο αναφέρει τον τίτλο του έργου που εκδίδεται από τον Θεόκλητο
Φαρμακίδη, τον τόπο και τη χρονιά έκδοσης (εν Αθήναις, 1845), τον τόπο όπου
τυπώθηκε το βιβλίο κ.λ.π. (όπως στους υπόλοιπους τόμους), ακολουθεί μια σελίδα
στην οποία αναφέρονται τα ονόματα των δύο εκκλησιαστικών πατέρων των οποίων
χρησιμοποιούνται εν προκειμένω τα ερμηνευτικά κείμενα πάνω στην Αποκάλυψη του
Ιωάννη. Στη συνέχεια ακολουθούν Προλεγόμενα εκ μέρους του Φαρμακίδη. Εδώ ο
συγγραφέας επεξηγεί για άλλη μια φορά τους λόγους της ενασχόλησής του με το
συγκεκριμένο εγχείρημα, και παραθέτει ένα πολύ σύντομο ιστορικό σχετικά με το
πότε έγιναν οι πρώτες εκδόσεις αυτών των ερμηνευτικών κειμένων.

Μετά από τα Προλεγόμενα, ακολουθεί ένας πίνακας περιεχομένων με τα


κεφάλαια της Αποκάλυψης του Ιωάννη και με τον τίτλο σε καθένα από αυτά τα
κεφάλαια. Στη συνέχεια, τόσο του κειμένου του Αρέθα όσο και αυτού του Ανδρέου
ακολουθεί ένα μικρό προλογικό κείμενο, που ανήκε σε καθέναν εκ των δύο
επισκόπων.

Τόσο ο Αρέθας όσο και ο επίσκοπος Ανδρέας τονίζουν πως η ερμηνεία τους
είναι συνυφασμένη με την προσπάθεια να διαφανεί γενικότερα, όσο είναι δυνατό
αυτό, η σοφία και αλήθεια που ενυπάρχουν στους στίχους και τα κεφάλαια της
Αποκάλυψης του Ιωάννη. Θα αναφέρει ενδεικτικά στο δικό του προλογικό κείμενο ο
επίσκοπος Ανδρέας ότι: «ειδώς μεγάλης τούτο είναι διανοίας και τω θείω πνεύματι
πεφωτισμένης, των μυστικώς τοις αγίοις εωραμένων εν τω μέλλοντι χρόνω
συμβήσθεσθαι, ποιείσθαι την ανάπτυξιν».14 Μάλιστα προσθέτουν και οι δύο
εκκλησιαστικοί Πατέρες το ότι από καιρό είχαν δεχθεί πιέσεις από το περιβάλλον
τους προκειμένου να ασχοληθούν με την ερμηνεία αυτού του βιβλίου της Καινής
Διαθήκης.

14
Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας Πρόλογος (κυρίω μου αδελφώ μου και
συλλειτουργώ) στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου
Φαρμακίδου, Τόμος έβδομος περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1845, σελ. 243 .
21

Ακόμα, και οι δύο κάνουν στα προλογικά τους σημειώματα, αναφορές


σχετικά με το έργο προγενέστερων Πατέρων της Εκκλησίας, εκ των οποίων άντλησαν
στοιχείο και υλικό για την εκπόνηση των ερμηνευτικών τους κειμένων. Για
παράδειγμα στο δικό του προλογικό σημείωμα, ο επίσκοπος Ανδρέας σημειώνει
χαρακτηριστικά (επισημαίνοντας παράλληλα και τη θεοπνευστία της Αποκάλυψης),
ότι : «Περί μέντοι του θεοπνεύστου της βίβλου, περιττόν μηκύνειν τον λόγον
ηγούμεθα, των μακαρίων Γρηγορίου (φημί) του θεολόγου, και Κυρίλλου, προσέτι δε
και των αρχαιοτέρων, Παπίου, Ειρηναίου, Μεθοδίου και Ιππολύτου ταύτη
προσμαρτυρούντων των αξιόπιστον. Παρ' ων και ημείς πολλάς λαβόντας αφορμάς εις
τούτον ελυλήθαμεν, καθώς εν τισίν τόποις χρήσεις τουτων παρεθέμεθα».15

15
Ο.π. , σελ. 245 .
22

1.2 Οι πηγές που χρησιμοποιεί ο Φαρμακίδης και η εκδοτική του «φιλοσοφία»

Καταρχήν στο θέμα των πηγών, γίνεται εμφανές ότι ο Θεόκλητος Φαρμακίδης
είναι αρκετά σαφής, στα εισαγωγικά του σημειώματα, τα γνωστά ως «Προλεγόμενα»
στους διάφορους τόμους του έργου του, παρόλο που παράλληλα δεν είναι ιδιαίτερα
αναλυτικός. Στην περίπτωση του πρώτου τόμου, όπου έχουμε την ερμηνεία του
Ευθύμιου Ζιγαβηνού στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ο Φαρμακίδης θα επισημάνει
στα Προλεγόμενα του πρώτου αυτού τόμου του έργου, ότι «Εκ τούτων δήλον γίγνεται
ότι η παρ’ ημών γινομένη έκδοσις της εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείας του
Ευθυμίου είναι κυρίως απλή μετατύπωσις του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου,
εκδεδομένου εκ των περί ων ο λόγος ανωτέρω χειρογράφων ».16

Εδώ ας σημειωθεί ως προς το πρώτο από τα συγκεκριμένα χειρόγραφα, για τα


οποία κάνει λόγο ο Φαρμακίδης, ότι πρόκειται για ένα αντίγραφο του αρχικού
κειμένου του Ζιγαβηνού, το οποίο είχε εντοπίσει στην Ισπανία ο Hentenius
(Johannes Henten, 1499-1566 ) τον 16ο αιώνα και το οποίο είχε εκδώσει στα
λατινικά το 1544. Το αντίγραφο αυτό είχε ανακαλυφθεί συγκεκριμένα σε κοινόβιο
μοναστήρι της Θεοτόκου στο βασίλειο της Καστίλης στην Ισπανία. Όμως δεν ήταν
σύγχρονο ή παλαιότερο δύο άλλων χειρογράφων, στα οποία είχε στηριχτεί ο
Christian Friedrich von Matthäi (1744-1811) το 1792 όταν για πρώτη φορά είχε
εκδόσει το κείμενο του Ζιγαβηνού .

Τα δύο άλλα χειρόγραφα, όπως τονίζει ο Φαρμακίδης, βρίσκονται στη Μόσχα


και συγκεκριμένα στο τυπογραφείο της βιβλιοθήκης της ρωσικής Ιεράς Συνόδου. Σε
αυτά τα χειρόγραφα μάλιστα είχε στηριχτεί ο Γερμανός Ματτέι το 1792. Μάλιστα
από αυτήν την έκδοση χρησιμοποιεί ορισμένα σχόλια ο Φαρμακίδης, τα οποία δεν
ανήκουν στους ίδιους τους Πατέρες της Εκκλησίας, των οποίων παρουσιάζεται εδώ η
ερμηνεία. Στην έκδοση του Ματτέι (το έργο είχε εκδοθεί συγκεκριμένα στη Λειψία),
στην αρχή του πρώτου τόμου, το εξώφυλλο φέρει γραμμένη στα λατινικά την εξής
επιγραφή: ‘Euthymii Zigabeni Commentarius in quatuor Evangelia graece et latine,
textum graecum nunquam antea editum, ad fidem duorm codicum membranaceorum
bibliothecarum SS. Synodi Mosquensis, auctoris aetate scriptorum, diligenter

16
Φαρμακίδης, Θ., Προλεγόμενα στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εν Αθήναις 1842,
σελ. ιη΄ .
23

recensuit, et repetita versione Latina Ioannis Hentenii suisque adjectis


animadversionibus edidit Christianus Frider. Matthaei, collegiorum imperialium
Rossicorum assessor, et academiae Vitemberg. graece. litt. professor. Lipsiae, 1792’.

Τονίζει δε ο Φαρμακίδης ότι: « Πρώτος λοιπόν ο Χ. Φ. Ματθαίης εξέδωκε το


πρωτότυπον ελληνικόν κείμενον διά του τύπου, και εξέδωκεν αυτό εκ δύο χειρογράφων,
επί περγαμηνής γεγραμμένων αμφοτέρων κατ' αυτούς του συγγραφέως τους χρόνους
και αρχαιοτέρων του χειρογράφου του Εντενίου. Των χειρογράφων τούτων το μέν
ευρίσκεται είς την βιβλιοθήκην του τυπογραφείου της ιεράς Ρωσικής Συνόδου εν
Μόσχα υπ' αριθ. 1, εις φύλλον γεγραμμένον και περιέχον φύλλα 274. Το δέ, εις την
ιδίαν αυτής βιβλιοθήκην αυτόθι υπ’ αριθμόν XLIX, εις φύλλον και αυτό γεγραμμένον
και περιέχον φύλλα 410. Το πρώτον σημειούται παρά του εκδότου διά του στοιχείου Α,
και το δεύτερον διά του Β, και υπό τα στοιχεία ταύτα φέρονται και εις την παρ’ ημών
γινομένη έκδοσιν της εις τα Τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείας του Ευθυμίου εν ταις υπό το
κείμενον γινομέναις σημειώσεσιν».17

Στο ίδιο αυτό εισαγωγικό κείμενο του πρώτου τόμου του έργου του θα
σημειώσει ο Φαρμακίδης πως από τα δύο χειρόγραφα στα οποία είχε στηριχτεί τον
18ο αιώνα ο Ματτέι, το χειρόγραφο Β υπερείχε σε σύγκριση με το χειρόγραφο Α,
επειδή είχε γίνει από συγγραφέα, ο οποίος ήταν πιο πιστός στο αρχικό κείμενο του
Ζιγαβηνού και πιο προσεκτικός στη συγγραφή της πηγής αυτής. Εδώ σημειώνεται
εξάλλου ότι: « Ο Γερμανός εκδότης αναφέρει υπό το κείμενον τας διαφόρους
αναγνώσεις των δύο χειρογράφων. Εκ τούτων παρεδέχθημεν ολίγας τινάς, εκείνας
δηλαδή, τας οποίας κρίναμεν γνώσεως αξίας ».18

Σημαντική είναι λίγο παρακάτω, πάντα στον πρώτο Τόμο, η σημείωση του
Φαρμακίδη ότι οι συγγραφείς αυτών των δύο σημαντικών χειρογράφων, στα οποία
βασίστηκε η γερμανική έκδοση του 1792, είχαν γράψει ορισμένες δικές τους
σημειώσεις, οι οποίες έχουν διασωθεί και που ήταν σημειωμένες « περισελιδίω »,
δηλαδή γύρω από το καθαυτό ερμηνευτικό κείμενο της Αγίας Γραφής, στο περιθώριο
των σελίδων. Επίσης και ο ίδιος ο εκδότης είχε προσθέσει ορισμένα άλλα σχόλια, τα
οποία υπήρχαν, όπως μας λέει ο Φαρμακίδης και στο χειρόγραφο του Henden.

17
Ο.π., σελ. ιζ΄.
18
Ο.π., σελ. ιζ΄.
24

Στο δεύτερο τόμο της σειράς των ερμηνειών των έργων της Καινής Διαθήκης,
ως προς τις πηγές που χρησιμοποίησε ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ισχύουν ούτως ή
άλλως όλα όσα αναφέραμε παραπάνω σχετικά με τον πρώτο τόμο. Ο δεύτερος τόμος
περιέχει την ερμηνεία των υπόλοιπων τριών Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης,
δηλαδή του Κατά Λουκάν, του Κατά Ιωάννην και του Κατά Μάρκον. Και αυτή η
ερμηνεία είναι του Ευθυμίου Ζιγαβηνού και το συγκεκριμένο κείμενο βασίζεται και
εδώ στα προαναφερθέντα χειρόγραφα.

Στον τρίτο τόμο του έργου αντίστοιχα και ο οποίος αφορά την ερμηνεία των
Πράξεων Αποστόλων και της Προς Ρωμαίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου,
αναφορικά με τις πηγές του ο Θεόκλητος Φαρμακίδης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι:
« Η εις τα τέσσαρα ιερά Ευαγγέλια ερμηνεία του Ευθυμίου εξεδόθη ήδη εις δύο τόμους,
και αναγινώσκεται παρά πολλών των τέκνων της ορθοδόξου ημών ανατολικής
εκκλησίας μετά μεγάλης ψυχικής ωφελείας· η δε εις τας Πράξεις των αποστόλων και εις
τας επιστολάς εξήγησις του Οικουμενίου εκδίδεται ».19

Εδώ βασική πηγή λοιπόν είναι ο Οικουμένιος, για τον οποίο λίγο παρακάτω,
στα Προλεγόμενα του συγκεκριμένου τόμου, ο Φαρμακίδης θα δώσει ορισμένες πολύ
λιτές πληροφορίες: «Τίς δε και οποίος ο Οικουμένιος; Περί αυτού τόσον μόνον
ηξεύρομεν έως τώρα, ότι δηλαδή ήτο επίσκοπος Τρίκκης της Θετταλίας· και ότι ήκμαζε
περί το τέλος του Ι΄ αιώνος. Πρώτος δε εποίησε και τούτο γνωστόν ο Μοντφωκόνιος
(εδώ ο Φαρμακίδης αναφέρεται στον Bernard de Montfaucon ,1655-1741, ο οποίος
ήταν Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός και ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρεται στον
Οικουμένιο στο έργο το οποίο εξέδωσε το 1715 με τίτλο Bibliotheca Coisliniana
olim Segueriana: Paris, Ludovicus Guerin & Carolus Robustel 1715, τόμος VIII, σ.
692-695) ».20 Πρέπει να σημειωθεί ότι γενικότερα, ο Φαρμακίδης δίνει λανθασμένες
πληροφορίες για το πρόσωπο του Οικουμενίου στα Προλεγόμενα του τρίτου τόμου,
συγχέοντάς τον με τον Οικουμένιο Τρίκκης (επικαλείται έλλειψη στοιχείων, ενώ
αυτό μπορεί ενδεχομένως να συνδέεται και με τη θεσσαλική του καταγωγή ή ακόμη
και επειδή εκείνη την εποχή δεν είχε προχωρήσει σημαντικά η έρευνα σχετικά με το
πρόσωπό του Οικουμένιου).

19
Φαρμακίδης, Θ., Προλεγόμενα, στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους
Επιστολή, εν Αθήναις 1842, σελ. ζ΄.
20
Ο.π., σελ. ζ΄- η΄ .
25

Eδώ, κάνοντας μια μικρή παρέκβαση, σημειώνουμε πως ο Bernard de


Montfaucon θεωρείται ο πατέρας της Παλαιογραφίας, όντας ο εισηγητής των
βασικών μεθόδων χρήσης της.21

Παράλληλα, αναφορικά με το πρόσωπο του Οικουμενίου φαίνεται να


προκύπτει ένα αίνιγμα, το λεγόμενο « αίνιγμα των Οικουμενίων ». Εδώ με άλλα
λόγια, έχουμε την αναφορά σε κάποιο πρόσωπο με αυτό το όνομα και στο οποίο
αποδίδονται οι ερμηνείες και τα σχόλια (όπως επισημάνθηκε και παραπάνω) στις
Επιστολές του Παύλου, στις Πράξεις και στις Καθολικές Επιστολές. Στην
πραγματικότητα όμως, για το συντάκτη ή τους συντάκτες των σχολίων σε αυτά τα
καινοδιαθηκικά έργα, δεν έχουμε κάποια επιβεβαιωμένη ιστορική πληροφορία.

Επιπλέον μεταγενέστερη πληροφορία καθώς και μεταγενέστεροι εκδότες


αυτών των σχολίων, μεταξύ των οποίων και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, συσχετίζουν
αυτά τα σχόλια με τον Επίσκοπο Τρίκκης ( σημερινών Τρικάλων) της Θεσσαλίας
Οικουμένιο, ο οποίος έζησε κατά τον 10ο αιώνα.22 Αναφορικά με τον Οικουμένιο
λοιπόν, θα μπορούσε να σημειωθεί ότι το δυσκολότερο ζήτημα διαχρονικά υπήρξε η
εξακρίβωση της ταυτότητάς του. Συνάρτηση του προβλήματος αυτού άλλωστε είναι
η ακριβής χρονολόγηση του έργου του καθώς και το γεωγραφικό και χρονολογικό
περιβάλλον στο οποίο αυτό ανήκει.

Οι ιστορικές πληροφορίες που διαθέτουμε για τον Οικουμένιο, που συνδέεται


με την ερμηνεία και τον υπομνηματισμό της Αποκάλυψης του Ιωάννου,
προϋποθέτουν ένα γνωστό και δημόσιο πρόσωπο στο Βυζάντιο, που συμμετέχει μέσα
από τις σχέσεις του με διάφορα άλλα δημόσια πρόσωπα και ιδιαίτερα τον Σεβήρο
Αντιοχείας στις έντονες χριστολογικές συζητήσεις της εποχής του.23

Εδώ είναι σημαντικό να τονιστεί πως το συγκεκριμένο ερμηνευτικό έργο


συνιστά μάλιστα το πρώτο έργο υπομνηματισμού στο βιβλίο της Αποκάλυψης στη
βυζαντινή ανατολή. Με το έργο αυτό επιπρόσθετα, ο Οικουμένιος, ο οποίος θα πρέπει
να αναζητηθεί στο πλαίσιο του εκκλησιαστικού κλίματος της Αντιοχείας των αρχών
του 6ου αιώνα μ.Χ., έθεσε τα θεμέλια εκείνα πάνω στα οποία επρόκειτο εν συνεχεία

21
Metzger, Bruce, Manuscripts of the Greek Bible: An Introduction to Greek Paleography, Oxford
University Press, London 1991, σελ. 1.
22
Μπελέζος, Κωνσταντίνος, Το Υπόμνημα του Οικουμενίου στην Αποκάλυψη του Ιωάννου (Ιστορική
και Ερμηνευτική προσέγγιση), δ.δ. Αθήνα, 1996, σελ. 25 .
23
Ο.π., σελ. 24 .
26

να στηριχθεί όλη η βυζαντινή ερμηνευτική παράδοση αναφορικά με το έργο της


Αποκάλυψης του Ιωάννου.

Πέραν τούτων, η Σύνοψις έργο του 10ου ή του 11ου αιώνα, είναι το πρώτο
κείμενο το οποίο ταυτίζει τον Οικουμένιο επίσκοπο Τρίκκης με το πρόσωπο που
ασχολήθηκε και με την ερμηνεία της Αποκάλυψης του Ιωάννου. Έκτοτε μάλιστα, η
σύγχυση μεταδόθηκε και σε μεταγενέστερους συγγραφείς και διατηρήθηκε σσχεδόν
έως τις μέρες μας.24 Εντούτοις όμως στις μέρες μας έχουμε κατορθώσει να κάνουμε
μια σαφή διάκριση ανάμεσα στον Οικουμένιο του 6ου αιώνα μ.Χ. (που συνδέεται
όπως είπαμε με τον υπομνηματισμό στην Αποκάλυψη του Ιωάννου) και τον
Οικουμένιο, επίσκοπο Τρίκκης (του 10ου αιώνα).

Επίσης, σύμφωνα με το Φαρμακίδη, ο Οικουμένιος ήταν ερανιστής και


συλλογεύς ερμηνευτικών κειμένων Πατέρων της Εκκλησίας πάνω στα βιβλία της
Κ.Δ.. Αυτοί οι οποίοι αποτέλεσαν πρωταρχικές πηγές για τον Οικουμένιο
συγκεκριμένα ήταν οι: Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο αδερφός του Μ.
Βασιλείου Γρηγόριος ο Νύσσης, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων,
ο Μεθόδιος, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Σεβηριανός. Δύο άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας
που αναφέρονται εδώ και που εξαίρονται ιδιαιτέρως αναφορικά με την επιρροή τους
στο έργο του Οικουμενίου, είναι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο ιερός Φώτιος. Εδω
μπορεί να γίνει επιπρόσθετα και μια αναφορά στο έργο Συλλογή των Σχολίων στον
Παύλο, η οποία προσγράφεται στον Οικουμένιο.

Η μεγαλύτερη δυσκολία σχετικά με το έργο αυτό εντοπίζεται στη μορφή της.


Αυτή δηλαδή, εμφανίζεται ως ένα σύνθετο εκλογογραφικό υλικό, με άλλα λόγια ως
συγκέντρωση επιμέρους υπομνηματισμων και συλλογών σχολιασμών στα έργα της
Καινής Διαθήκης. Ο βασικός κορμός της δε φαίνεται ότι συγκροτήθηκε (όπως
επισημαίνει ο Beck) κατά τον 8ο αιώνα και έκτοτε γνώρισε πολλές τροποποιήσεις
και επανεκδόσεις.25 Εδώ επιπλέον μπορεί να καταστεί εμφανής η επιρροή των
Ομιλιών του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αλλά την ίδια στιγμή, σε αντίθεση με τον
άγιο Πατέρα του 4ου αιώνα μ.Χ. Είναι σαφές πως εδώ υπάρχει μια μεγαλύτερη
ελευθερία ως προς τις δοθείσες ερμηνείες. Παράλληλα στο έργο παρατηρείται, ως

24
Cramer, 1840, vol. VIII 497-582 και 173-175 (όπου εκδίδεται η Επιτομή του Υπομνήματος του
Ανδρέα στην Αποκάλυψη με τη συνοδεία της Συνόψεως από τον cod. Coisi. 224) .
25
Beck, H.G., Kirche und Theologische Literature im Byzantinischen Reich, Munchen, 1959, σελ. 98 .
27

προς την οργάνωση του υλικού του, η απουσία Κεφαλαίων (σε αντίθεση με ότι
παρατηρούμε επί παραδείγματι στην περίπτωση της Αποκάλυψης του Ιωάννου από
τον προγενέστερο Οικουμένιο του 6ου αιώνα μ.Χ.).

Επίσης μια σημαντική επισήμανση, που φρονούμε πως θα έπρεπε να


παρουσιαστεί εδώ, είναι αυτή που έκανε ο αείμνηστος Παναγιώτης Τρεμπέλας το
1937 αναφορικά με τη χρήση του ιερού Φωτίου εντός των υπομνημάτων της
Συλλογής και όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι περισσότεροι κώδικες της
Συλλογής: « ουδέν περιέχουσιν εκ του Φωτίου απόσπασμα, εις τρόπον ώστε οι μετά των
αποσπασμάτων του Φωτίου ολιγάριθμοι κώδικες να δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ως
συλλογαί μεταγενέστεραι».26 Επομένως δεν είναι διόλου απίθανο ως τις μέρες μας είχε
φτάσει συλλογή η οποία στην ουσία ήταν το αποτέλεσμα συρραφής προγενέστερης ή
προγενεστέρων σχετικών Συλλογών, οι οποίες είχαν ως βάση τους την αντίστοιχη
ερμηνευτική εργασία του Οικουμενίου και όπου κάποια στιγμή μετέπειτα
προστέθηκαν και τα ερμηνευτικά σχόλια του Φωτίου.

Την ίδια στιγμή, εκ των διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, που αναφέρονται
ως προς τις πηγές από τις οποίες ο Οικουμένιος άντλησε υλικό για το δικό του
ερμηνευτικό έργο, σε ένα δεύτερο μικρότερο πρόλογο, που έχει τον τίτλο « Τοις
Φιλέλλησι » («Στους Φιλέλληνες») στον ίδιο πάντα τόμο, ο Φαρμακίδης θα τονίσει
το ότι ο Ιωάννης ο Χρυστόστομος και η δική του ερμηνεία, είναι αυτά στα οποία
στηρίχτηκε περισσότερο ο Οικουμένιος. Τονίζεται κάπου χαρακτηριστικά ότι: « ίσθι
μεν ουν, ένθα αν μη εύροις όνομα επιγεγραμμένον μηδέν, την τοιαύτην ερμηνείαν είναι
του Χρυσοστόμου, εις ολίγα συνεσταλμένην υπό τούτου ως είρηται· ένθα δε και του
Χρυσοστόμου αυτού, όπερ σπανιάκις έστιν ιδείν, το όνομα εύροις προτιθέμενον, μηδέν
εκεί τον άνδρα συστείλασθαι ή μεταβαλέσθαι εκ της εξηγήσεως, αλλ’ ή αυτά τα του
Χρυσοστόμου ρήματα κατά λέξιν μόνον μεταγράψαι».27

Σχετικά με το ερμηνευτικό του έργο, που παραδίδεται σε αυτόν τον τόμο της
σειράς, επισημαίνει ο Φαρμακίδης τα εξής: « Τούτων τα ονόματα ποτέ μεν
αναφέρονται εν αυτώ τω κειμένω· ποτέ δε, σημειούνται εν τω περισελιδίω· άλλ’ έστιν
όπου και παραλείπονται και όλως, εξ αμελείας ίσως των αντιγραφέων. Τα εν τω

26
Τρεμπέλας, Π., Υπόμνημα εις τας Επιστολάς του Παύλου, εκδόσεις Ζωή, Αθήναι 1937, σελ. 105 .
27
Φαρμακίδης, Θ., «Τοις Φιλέλλησι» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς
Ρωμαίους Επιστολή, εν Αθήναις 1842, σελ. ιστ΄ .
28

κειμένω τιθέμενα ονόματα διετηρήσαμεν και ημείς· εκ δε των εν τω περισελιδίω


σημειουμένων σπανίως κατεχωρίσαμεν τινα εν τω κειμένω εμπερικεκλεισμένα. Τα δε
πολλά παρελίπομεν δια τούτον τον λόγον· Μη έχοντες δηλαδή ανά χείρας τα πρωτότυπα
συγγράματα, εξ ων ερανίσατο ο Οικουμένιος, δια να παραβάλωμεν και ημείς αυτοί τα
ερανίσματα προς τα πρωτότυπα ».28

Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης επισημαίνει ότι πολλές από τις σημειώσεις και


παρατηρήσεις των διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, μέσα στο κείμενο έχουν
παραλειφθεί επειδή δεν υπήρχαν στη διάθεσή του τα ίδια τα χειρόγραφα και δεν
γνώριζαν αυτός και οι συνεργάτες του, πού άρχιζαν και πού τέλειωναν τα ερανίσματα
του κάθε εκκλησιαστικού συγγραφέα. Ο ίδιος ο Φαρμακίδης ως υπεύθυνος της
έκδοσης είχε τονίσει πως επιφυλασσόταν να συμπεριλάβει αυτές τις σημειώσεις
μελλοντικά σε καινούργια έκδοση.

Επιπλέον τονίζεται εδώ ότι το κείμενο του Οικουμενίου σε πολλά σημεία


βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση και αυτό δεν ήταν ευθύνη του ίδιου του
Οικουμενίου, αλλά των διαφόρων αντιγραφέων που είχαν αντιγράψει το κείμενό του
κατά τους επόμενους αιώνες. Εδώ επίσης επισημαίνεται και η ευθύνη των διαφόρων
εκδοτών, ενώ ο Φαρμακίδης αναφέρει πως σε κάποιο βαθμό για την έκδοση του
κειμένου αυτού, στηρίχτηκε σε μια έκδοση που είχε γίνει αρχές του 17ου αιώνα και
συγκεκριμένα το 1639 από τον Fédéric Morel τον νεότερο ( 1552-1630 ) στο Παρίσι.
Παράλληλα, επισημαίνεται πως διάφορα υπομνήματα μέσα στο κείμενο αυτού του
τόμου είχαν αμφισβητηθεί ως προς το εάν και κατά πόσον μπορούσαν να θεωρηθούν
ότι προέρχονταν από τον Οικουμένιο.

Εντούτοις όμως, παρατίθεται η άποψη του Johann Georg Rosenmüller (1736-


1815), Γερμανού εκδότη και σχολιαστή πατερικών κειμένων, Καθηγητή της
Θεολογίας στα Πανεπιστήμια Erlangen, Giessen και Leipzig) σχετικά με τα
υπομνήματα του Οικουμενίου, όπου λέγεται ότι: «Εξ ων ήδη έφερον παραδειγμάτων,
εις α δύνανται να προστεθώσι και άλλα πολλά, ικανώς δήλον γίνεται νομίζω, ότι ο
Οικουμένιος δεν πρέπει να νομίζηται απλούς απανθιστής. Αλλά εις την κατασκευήν και
διάταξιν αυτών έδωκεν διαφερόντως πείραν επιμελείας και επιστήμης, ήθελον δε ταύτα

28
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς
Ρωμαίους Επιστολή, εν Αθήναις 1842, σελ. θ΄ .
29

είναι ευχρηστότερα εάν οι αντιγράψαντες αυτά προς έκδοσιν δια του τύπου ήσαν
προσεκτικώτεροι, ή αν αυτά ταύτα παρεβάλοντο προς περισσότερα και ακριβέστερα
χειρόγραφα ».29

Αντιστοίχως, στην περίπτωση του τέταρτου τόμου, του ίδιου πάντα έργου,
παρατηρούμε ότι έχουμε την ερμηνεία του Οικουμενίου όσον αφορά την πρώτη και
δεύτερη Προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Κι εδώ φυσικά ισχύουν
τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ως προς τους Πατέρες της Εκκλησίας στους οποίους
στηρίχτηκε ο Οικουμένιος και ως προς την προαναφερόμενη έκδοση του 1639 στο
Παρίσι από τον Μορρέλ.

Εν συνεχεία, στον πέμπτο τόμο του έργου, παρατίθενται οι υπόλοιπες


επιστολές του Αποστόλου Παύλου, πάντα σε ερμηνεία του Οικουμενίου. Αυτές είναι
η Προς Γαλάτας Επιστολή, η Προς Φιλήμονα Επιστολή, η Προς Εφεσίους, η Προς
Φιλιππησίους, η Προς Κολοσσαείς, η Προς Α' Προς Θεσσαλονικείς, η Β΄ Προς
Θεσσαλονικείς, η Α΄ Προς Τιμόθεον, η Β΄ Προς Τιμόθεον και η Προς Τίτον
Επιστολή.

Στον έκτο τόμο της σειράς, έχουμε αντίστοιχα την Προς Εβραίους Επιστολή
και τις Επτά Καθολικές Επιστολές της Καινής Διαθήκης, δηλαδή την Επιστολή
Ιακώβου, την Α΄ Πέτρου, τη Β΄ Πέτρου, την Α΄ Ιωάννου, τη Β΄ Ιωάννου, τη Γ΄
Ιωάννου και την Επιστολή Ιούδα. Η έννοια του τίτλου « Καθολικές » (αρχ. καθόλου <
καθ' ὅλου), τον οποίο συναντάμε αρκετά νωρίς (Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ., 5,18,5), θεωρείται
πως αναφέρεται στο γεγονός ότι οι επιστολές αυτές δεν απευθύνονται σε κάποια
συγκεκριμένη εκκλησία, αλλά στην συνολική, στην «καθολική» εκκλησία.30
Σύμφωνα με μια άλλη θεώρηση, ο τίτλος «Καθολικές» αναφέρεται στην έννοια
«Κανονικές», εννοώντας πως οι συγκεκριμένες Επιστολές είναι αποδεκτές από όλη
την Εκκλησία.31

Στον έβδομο τόμο του παρόντος έργου, περιέχεται το τελευταίο κατά σειρά
έργο της Καινής Διαθήκης, δηλαδή η Αποκάλυψη του Ιωάννου. Στο συγκεκριμένο
τόμο ο Φαρμακίδης βασικά προβάλλει τα ερμηνευτικά κείμενα των επισκόπων

29
Ο.π., σελ. ιγ΄ .
30
Βούλγαρης, Σπ., Χ., Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη, Τόμος Β΄, Αθήνα, 2005, σελ. 757 .
31
Παναγιωτάκος, Παν., Ι., «Καθολικαί Επιστολαί», λήμμα στη Θρησκευτική και Ηθική
Εγκυκλοπαιδεία (ΘΗΕ), Τόμος 7ος, Αθήναι 1965, στήλη 168 .
30

Καισαρείας, Αρέθα και Ανδρέα. Ο Μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας θεωρείται


ένας από τους διαπρεπέστερους λογίους της Μεσοβυζαντινής περιόδου και από τους
πρωτεργάτες της αναβίωσης των κλασικών σπουδών στο Βυζάντιο.32 Ο Αρέθας
γεννήθηκε στην Πάτρα γύρω στο 850 μ.Χ. Αφού σπούδασε αρχικά στη γενέτειρά του
πρέπει να βρέθηκε σχετικά νωρίς στην Κωνσταντινούπολη όπου και πέρασε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Πιθανότατα έγινε κληρικός μετά του 888. Το 902
χειροτονήθηκε μητροπολίτης Καισαρείας, αλλά λόγω της θέσης της Μητροπόλεως ως
πρωτόθρονης του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη
κατά το μεγαλύτερο διάστημα. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία γύρω στα 944 μ. Χ. .

Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκδότες κλασικών και


εκκλησιαστικών κειμένων και θεωρείται κάτοχος μιας από τις μεγαλύτερες
βιβλιοθήκες του καιρού του, αποτελούμενη από χιλιάδες έργα της κλασσικής
αρχαιότητας και της πρωτοχριστιανικής περιόδου. Επιμελήθηκε και χρηματοδότησε
τη μεταγραφή πολλών χειρογράφων από τη Μεγαλογράμματη στη Μικρογράμματη
γραφή, σε πολλά από τα οποία σώζονται ιδιόχειροι σχολιασμοί.

Αν και το έργο του στερείται πρωτοτυπίας όμως θεωρείται πολύ σημαντικό


γιατί διασώζει πολλά έργα που αλλιώς θα είχαν χαθεί. Ενδεικτικά μπορεί να
αναφερθεί πως τα έργα των απολογητών του 2ου και του 3ου αιώνα σώζονται μόνο
σε χειρόγραφα προερχόμενα από τη βιβλιοθήκη του. Προϊόντα του εργαστηρίου του
βρίσκονται στις κυριότερες βιβλιοθήκες του κόσμου, όπως στο Βατικανό, το Παρίσι
το Λονδίνο, τη Μόσχα και αλλού.

Από την άλλη μεριά, αναφορικά με την περίπτωση του Ανδρέου επισκόπου
επίσης Καισαρείας, δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Το μόνο σίγουρο, όπως
τονίζει ο Θεόκλητος Φαρμακίδης στα Προλεγόμενα του έβδομου τόμου, είναι το ότι
ο Ανδρέας ήταν προγενέστερος του Αρέθα και πως πρέπει να είχε ακμάσει γύρω στα
τέλη του πέμπτου αιώνα μ.Χ. . Επίσης, αναφέρεται ότι ο Αρέθας ως προς το
ερμηνευτικό του έργο είχε στηριχτεί εν πολλοίς στο έργο του Ανδρέου και το οποίο
μάλιστα είχε επεκτείνει.

32
Lemerle, P., Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός: σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και
την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές έως τον 10ο αιώνα, μτφ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μ.,
εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985, σελ. 215.
31

Αναφορικά με το ζήτημα της έκδοσης στην οποία είχε στηριχτεί ο


Φαρμακίδης όσον αφορά το ερμηνευτικό κείμενο του Ανδρέου σχετικά με την
Αποκάλυψη του Ιωάννη, μας πληροφορεί ενδεικτικά ότι: «Εξεδόθη δε παρ’ εμού κατά
την εν έτει 1697 εν τω παρά τον Μοίνον Φραγκοφορτίω ( σ.σ. Φραγκφούρτη επί του
Μάιν) μετά των συγγραμμάτων του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου
γενομένην έκδοσιν αυτής».33 Εδώ επισημαίνεται την ίδια στιγμή, ότι η ερμηνεία του
Ανδρέου για πρώτη φορά είχε εκδοθεί μέσα στον 16ο αιώνα και συγκεκριμένα το
1574 στο Ίνγκολστατ ( Ingolstadt) από τον Theodor Anton Peltanus (1511-1584).

Αντιστοίχως, ως προς την περίπτωση της ερμηνείας του Αρχιεπισκόπου


Αρέθα, πάντα στο ίδιο έργο της Καινής Διαθήκης, παρατηρούμε πως σύμφωνα με τα
λεγόμενα του Φαρμακίδη: « Η δε του Αρέθα ερμηνεία εξεδόθη το πρώτον εν έτει 1532
εν Ουερώνη (σ.σ. Βερόνα) εις το τέλος του Οικουμενίου· μετεφράσθη δε λατινιστί
πρώτον μεν υπό του Ι. Εντενίου· έπειτα δε παρά του μοναχού Μαξίμου του
Φλωρεντινού. Και ως το πρώτον εξεδόθη και αυτής το κείμενον, ούτως επανελήφθη και
άλλοτε. Εσχάτη δε έκδοσις αυτής είναι η εν Παρισίοις εν έτει 1631 παρά του Φ.
Μορρέλου γενομένη εις το τέλος του Οικουμενίου μετά της μεταφράσεως του
Εντενίου».34 Και ως προς το ποια χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Φαρμακίδης εδώ εν
προκειμένω, τονίζει ξεκάθαρα ότι: «Και κατ' αυτήν εξεδοθη παρ' εμού ».35 Δηλαδή, ο
Φαρμακίδης στηρίχθηκε εδώ στην περίπτωση της έκδοσης του 1631 του Μορρέλ.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί, για να καταστεί εμφανής η αξία και η ποιότητα του
εκδοτικού έργου του Φαρμακίδη, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη
της εποχής εκείνης ότι, όπως τονίζει και ο Αναστάσιος Γούδας στο έργο του «Βίοι
Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών (εν
Αθήναις, 1869)» , το αναφερόμενο περιστατικό με τον περίφημο Γερμανό θεολόγο
Franz Delitzsch (1813-1890) : « Τον περί Αποκαλύψεως τόμον κατά την έκδοσιν του
Φαρμακίδου ηθέλησε να συμβουλευθή και ο διάσημος εν Ερλάγγη (σ.σ. Erlangen )
θεολόγος Delich [sic] (Δέλιτσ)[sic]· παρεκάλεσε λοιπόν τινά εκ των εν Γερμανία
σπουδαζόντων τότε κληρικών να προμηθεύση αυτώ τον τόμον τούτον· και μετά την
ανάγνωσιν των σχολείων και κρίσεων του Φαρμακίδου, ηρώτησεν ο ευσηνείδητος [sic]

33
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα», στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη
υπό Θεόκλητου Φαρμακίδου, Τόμος Έβδομος, περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εν Αθήναις
1845, σελ. θ΄ .
34
Ο.π., σελ. θ΄ .
35
Ο.π., σελ. θ΄ .
32

Γερμανός, αν η Ελλάς έχη [sic] και άλλους ομοίους του Φαρμακίδου και συγγραφείς ή
σχολιαστάς . Επί δέ τη απαντήσει δε ότι και ούτος (σ.σ. ενν. το Φαρμακίδη)
ετελεύτησεν, ο Γερμανός προσέθηκεν: ‘κρίμα, η Ελλάς απώλεσεν ένα κληρικόν, του
οποίου ομοίους ολίγους έχομεν και εν Γερμανία’ ».36

Ως προς τις εκδόσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα σημειώσει στα


«Πρόλεγόμενά» του ο Φαρμακίδης ότι δεν θεωρούνταν τόσο καλές, δεδομένου ότι τα
κείμενά τους σε αρκετά σημεία φαίνονταν να είναι ελλιπή και παρεφθαρμένα. Αυτό
το στοιχείο, θεωρεί πως οφείλεται ή στο ότι τα χειρόγραφα στα οποία είχαν στηριχτεί
οι δύο εκδότες, δηλαδή ο Henden και ο Morrel, ήταν πολύ παρεφθαρμένα και σε
άσχημη κατάσταση, με αποτέλεσμα και εκείνοι στην εποχή τους να μην
κατορθώσουν να πραγματοποιήσουν κάποιο εξαιρετικό εκδοτικό έργο ή από την
άλλη μεριά οι ίδιοι δεν είχαν ασχοληθεί με τον αρμόζοντα τρόπο ως προς την
παρουσίαση και οργάνωση των κειμένων στα εκδοτικά έργα τους. Παρατηρείται
μάλιστα, ότι τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονταν κατά κύριο λόγο στο κείμενο
του Αρέθα.

Τονίζεται παράλληλα στα Προλεγόμενα ότι σύμφωνα με τον Richard Simon37


(1638-1712), σημαντικό Γάλλο βιβλιοκριτικό του 17ου και των αρχών του 18ου
αιώνα, στη Βιβλιοθήκη των Παρισίων από παλαιότερα ήδη βρίσκονταν χειρόγραφα,
τα οποία απέδιδαν ιδιαίτερα το κείμενο του Αρέθα πολύ καλύτερα εν συγκρίσει με τα
χειρόγραφα στα οποία είχαν στηριχτεί πιο παλιά οι Morrel και Henden. Σύμφωνα
όμως με τον Simon: «Αλλ’ ο Μορρέλος δεν ηθέλησε να κοπιάση, μεταγράφων εξ αυτών
ορθότερον κείμενον ή παραβαλλών προς αυτά το ήδη εκδεδομένον, και επιδιορθών
αυτό κατ' αυτά».38

36
Γούδας, Αν., Α., «Θεόκλητος Φαρμακίδης », στο Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της
Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Τόμος Α΄- Κλήρος, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, εν Αθήναις 1869,
σελ. 233 .
37
Ο Richard Simon, σημαντικός Γάλλος βιβλιοκριτικός του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα, είχε
εκδόσει το 1702 μια γαλλική μετάφραση της Καινής Διαθήκης (η μετάφραση ήταν δική του). Το
κείμενο αυτό είχε στηριχτεί στην Λατινική Βουλγάτα, αλλά είχαν δημιουργηθεί αντιδράσεις, καθώς
έτσι όπως είχε μεταφράσει τα έργα της Καινής Διαθήκης ο Simon, δινόταν η αίσθηση πως
αμφισβητούνταν ορισμένες παραδοσιακές διδασκαλίες της Εκκλησίας, που προκύπτουν μέσα από τα
κείμενα της Κ.Δ. . Βλ. Fabrice Preyat, Le Petit Concile de Bossuet et la christianisation des moeurs et
des pratiques littéraires sous Louis XIV, LIT Verlag Münster, 2007, σελ. 252 .
38
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη
υπό Θεόκλητου Φαρμακίδου, Τόμος Έβδομος, περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εν Αθήναις
1845, σελ. ι' .
33

Και θα τονίσει παράλληλα στη συνέχεια ο Φαρμακίδης αναφορικά με τα


υπάρχοντα κείμενα εκείνη την εποχή στον ελληνικό χώρο (ως προς την ύπαρξη
ανάλογων χειρογράφων κ.λ.π.) ότι: «Μη ούσης δυνατής εν Ελλάδι της τελείας του
κακού θεραπείας εκ χειρογράφων, εδύνατο τίς να επιφέρη τοιαύτη τινά εις τα κακώς
έχοντα χωρία του πρωτοτύπου Ελληνικού κειμένου εκ της Λατινικής μεταφράσεως·
αλλά και αυτή είναι κακή, και εν πολλοίς χειρίστη. Επιμελέστερον οπωσούν είναι
εκδεδόμενον το κείμενον της ερμηνείας του Ανδρέου· και εξ αυτού εδιωρθώθησαν κατά
τι όσα εκ της ερμηνείας του Ανδρέου παρέλαβεν ο Αρέθας ».39

Γενικότερα ως προς τις πηγές με τις οποίες ασχολήθηκε ο Φαρμακίδης σε


αυτή τη σειρά των 7 τόμων στην Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης με αρχαία
υπομνήματα, σημειώνεται από τον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό ότι: «Η εκλογή των
ερμηνευτών ήτο λίαν επιτυχής· διότι και ο Ζιγαδυνός ( σ.σ. αλλού αναφέρεται όπως
βλέπουμε ως Ζιγαβηνός το όνομα) ήτο άριστος ερμηνευτής, ως τοιούτος και παρά των
νεωτέρων κριτικών αναγνωριζόμενος, και ο Οικουμένιος δεν υπολείπεται πολύ
εκείνου, ο δε Αρέθας και ο Ανδρέας Καισαρείας είναι οι κυριότεροι ερμηνευταί της
Αποκαλύψεως εκ των αρχαίων χρόνων. Το έργον τούτο του Φαρμακίδου τιμά αυτόν,
υπήρξε δε ωφελιμώτατον τω κλήρω και είναι μέχρι της σήμερον το κυριώτερον και
προχειρότερον βοήθημα τοις παρ’ ημίν ασχολουμένοις είς την μελέτην της Καινής
Διαθήκης».40

Ως προς την εκδοτική φιλοσοφία του ο Θεοκλητος Φαρμακίδης θα


μπορούσαμε να πούμε πως κινείται στο πλαίσιο ενός συνδυασμού μεταξύ της
κριτικής από τη μια μεριά και της εκλαϊκευτικής έκδοσης από την άλλη. Αυτό επί
παραδείγματι, φαίνεται από το ότι επιχειρεί και ο ίδιος σε ορισμένα σημεία να
καταδείξει ότι προσφέρει και από τη δική του μεριά στοιχεία πρωτότυπα ως προς την
ερμηνεία των κειμένων που περιλαμβάνονται στο επτάτομο αυτό έργο.

Παράλληλα όμως, είναι σαφές πως ο τρόπος με τον οποίο ο Φαρμακίδης


επιχειρεί να προχωρήσει στην παρουσίαση των υπομνημάτων των Πατέρων της
Εκκλησίας και στην παρουσίαση των διαφόρων σχολιασμών (είτε δικών του σε
μερικές περιπτώσεις, πράγμα που καταδεικνύει και την δική του τάση για προσωπική

39
Ο.π., σελ. ι΄ .
40
Α. Διομήδους Κυριακός, «Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου» στο Μελέται, εκ του τυπογραφείου των
καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις 1887, σελ. 178 .
34

κριτική ανάλυση, είτε των εκδοτών στους οποίους βασίστηκε και η δική του έκδοση,
είτε των ίδιων των Πατέρων της Εκκλησίας), σχολιασμών που παρατίθενται με τη
μορφή παραπομπών κάτω από το κείμενο, αποβλέπει στο να καταστούν όλα αυτά
αντιληπτά από ένα ευρύτερο κοινό. Θεωρούμε πως στόχος δεν είναι τα συγκεκριμένα
βιβλία της σειράς να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης, μόνο εκ μέρους ειδημόνων
του συγκεκριμένου κλάδου, όπως θεολόγων, ερμηνευτών της Κ.Δ. κ.λ.π., αλλά να
αποτελέσουν σημείο ενδιαφέροντος και για πολύ περισσότερα άτομα.

Εδώ άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τυχαία την παρατήρηση


του Φαρμακίδη στα «Πρόλεγόμενά» του στον πρώτο Τόμο, όπου τονίζεται πως:
«έγνωμεν να συνδράμωμεν, το κατά δύναμιν, εις την ευκωλοτέραν κτήσιν και
κατάληψιν της καινής Διαθήκης. Ελλόγιμοι κληρικοί, συνιστώντες την ανάγνωσιν και
μελέτην των ιερών Γραφών εις πάντα χριστιανόν, εξέφρασαν κατά τους τελευταίους
τούτους χρόνους γνώμην, ότι αυτή πρέπει να γίνηται εις το πρωτότυπον ελληνικόν
κείμενον, οδηγουμένου του αναγνώστου εις την ορθήν αυτών κατάληψιν απο των
ερμηνειών και εξηγήσεων των θεοφόρων της Εκκλησίας πατέρων».41

41
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων,εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εν Αθήναις 1842,
σελ. ι΄ .
35

2ο Κεφάλαιο: Εκδοτικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Θεόκλητος Φαρμακίδης

2.1 α) Ευαγγέλια

Αναφορικά ως προς τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Θεόκλητος Φαρμακίδης


κατά τη διαδικασία εμφανίσεως των πατερικών υπομνημάτων, παρατηρούμε
καταρχήν ότι παραθέτει τα κείμενα αυτά καθαυτά με τα υπομνήματα των
εκκλησιαστικών Πατέρων. Σε αυτά τα κείμενα εν προκειμένω, παρατηρεί κάποιος ότι
με μεγάλα γράμματα προηγούνται τα κείμενα της Αγίας Γραφής, στα οποία
σημειώνονται κανονικά πρώτα οι στίχοι τους και στη συνέχεια ακολουθεί η ερμηνεία
από τους Πατέρες .

Για παράδειγμα, στην περίπτωση του πρώτου τόμου του εκδοτικού έργου του
Φαρμακίδη πάνω στην Αγία Γραφή, παρατηρούμε ότι στην ερμηνεία του κατά
Ματθαίον Ευαγγελίου, από τη μια μεριά, έχουμε τη μικρή και σύντομη εισαγωγή από
τον Ιωάννη το Χρυσόστομο για το συγκεκριμένο θεόπνευστο κείμενο και από την
άλλη, έχουμε μετά από κάθε στίχο (που μέσα στην έκδοση είναι γραμμένος με
μεγαλύτερη γραμματοσειρά) τις ερμηνείες του εκκλησιαστικού Πατέρα, όπως
επισημάνθηκε και πιο πάνω. Την ίδια στιγμή όμως, σε αρκετές περιπτώσεις,
παρατηρούμε αντίστοιχα ότι και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης προβαίνει σε δικούς του
σχολιασμούς, οι οποίοι λειτουργούν ως επεξηγήσεις σε αυτά που σχολιάζει ο
εκκλησιαστικός Πατέρας. Οι σχολιασμοί του Φαρμακίδη μέσα στο κείμενο, έχουν τη
μορφή παραπομπών.

Για να καταστούν κατανοητά τα παραπάνω, μπορούμε να φέρουμε ορισμένα


παραδείγματα τα οποία προέρχονται από καθέναν εκ των 7 τόμων της Ερμηνείας της
Καινής Διαθήκης. Για παράδειγμα, στον πρώτο Τόμο και στο Κατά Ματθαίον
Ευαγγέλιο, παρατηρούμε σε σχέση με το 1,2 στίχο, όπου λέγεται: «Αβραὰμ ἐγέννησε

τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν καὶ

τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ», την εξής ερμηνεία κατά τον ιερό Χρυσόστομο: «Έθος ην, δι'
αρρένων ποιείσθαι τας γενεαλογίας. Ο ανήρ γαρ σπείρει και ούτος εστί αρχή μεν και
ρίζα του τέκνου, κεφαλή δε της γυναικός. Η δε γυνή φέρουσα και εκτρέφουσα και
θάλπουσα και συναύξουσα το σπέρμα, βοηθός δέδοται τω ανδρί. Τον Ιούδαν δε
36

παρέλαβεν από των άλλων υιών του Ιακώβ, καίτοι μη πρωτότοκον όντα, ότι εκ της
φυλής αυτού κατήγετο ο Ιησούς».42

Αλλού επί παραδείγματι, πάντα στον πρώτο τόμο του ίδιου έργου, διαβάζουμε
αναφορικά με το 2,2 του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, όπου λέγονται τα εξής:
«λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν

ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ», τα εξής από την ερμηνεία
του Ιωάννου Χρυσοστόμου: «Και πόθεν έγνωσαν, ότι ο αστήρ εκείνος βασιλέως
Ιουδαίων εδήλου γέννησιν; Εκ του γένους του αστρολόγου Βαλαάμ καταγόμενοι και
την εκείνου μετιόντες επιστήμην, εύρισκον αυτόν προειρηκότα ότι ‘Ανατελεῖ ἄστρον

ἐξ ᾿Ιακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ ᾿Ισραὴλ’».43

Σε αυτό το σημείο είναι ενδεικτικό πως ο Φαρμακίδης παραπέμπει και στα


σημεία και τα κείμενα εκείνα από τα οποία και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αλλά και
άλλοι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής διαχρονικά χρησιμοποιούν φράσεις και
αποσπάσματα, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στην τελευταία φράση για
παράδειγμα «‘΄Ανατελεῖ ἄστρον ἐξ ᾿Ιακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ ᾿Ισραὴλ»,
είναι ενδεικτικό πως ο Φαρμακίδης χρησιμοποιεί παραπομπή, με την οποία ο
αναγνώστης πληροφορείται ότι το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο των
Αριθμών (από την Παλαιά Διαθήκη) και συγκεκριμένα από τον στίχο 17 του ΚΔ'
Κεφαλαίου.

Πραγματικά, όλο το έργο η Καινής Διαθήκης μετά υπομνημάτων αρχαίων


είναι γεμάτο από παραπομπές του Φαρμακίδη στα διάφορα κείμενα και έργα της
Αγίας Γραφής, είτε της Παλαιάς είτε της Καινής Διαθήκης. Με αυτόν τον τρόπο
αναμφισβήτητα ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει μια πιο λεπτομερή
και ολοκληρωμένη εικόνα πάνω στα όσα αναλύει ο κάθε Πατέρας της Εκκλησίας. Θα
παρατηρήσουμε φερ' ειπείν στη σελίδα 600 του παρόντος τόμου (όπου έχουμε την
ερμηνεία πάνω στο εδάφιο 28,8), ότι υπάρχουν τέσσερις παραπομπές. Συγκεκριμένα
υπάρχει μια παραπομπή στο Κατά Ματθαίον, όπου μάλιστα ο Φαρμακίδης

42
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1842, σελ. 7 .
43
Ο.π. , σελ. 22 .
37

συμπληρωματικά προσθέτει τί λέει ο Ευαγγελιστής στο συγκεκριμένο σημείο, που


ερμηνεύεται από τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό.

Είναι όμως χαρακτηριστικό πως οι διάφορες παραπομπές του Φαρμακίδη δεν


αφορούν μονάχα τις πληροφοριακές και συμπληρωματικές αναφορές στα έργα της
Αγίας Γραφής, αλλά παράλληλα, αναφέρονται και σε έργα της θύραθεν γραμματείας,
έργα τα οποία φυσικά σχετίζονται με γεγονότα τα οποία αφορούν για παράδειγμα στη
ζωή του Ιησού, στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, στην
κοινωνική πραγματικότητα της εποχής που γράφτηκαν οι Επιστολές του Παύλου κλπ.
.

Ένα τέτοιο παράδειγμα γίνεται πιο αντιληπτό στην περίπτωση όπου αναφέρει
ο Ζιγαβηνός στην ερμηνεία του 2,16 στο Κατά Ματθαίον «Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι

ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς

παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω,

κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων", σημειώνει σε κάποιο σημείο ότι:
"Ει γαρ τους αμαρτάνοντας ουκ εκκόπτει πολλάκις από της ζωής ο θεός, αναμένων
την επιστροφήν αυτών, πολλώ μάλλον ουκ αν ερριζοτόμησε τους μέλλοντας έσεσθαι
μεγάλους εν αρετή. Ουκ εις μακράν δε και ο παιδοκτόνος Ηρώδης δίκην έδωκε της
τοιαύτης μιαιφονίας, πικρώ θανάτω καταλύσας τον βίον, ως Ιώσηπος ιστορεί».44 Σε
αυτό το σημείο θα παρατηρήσουμε λοιπόν, ότι ο Φαρμακίδης αμέσως θα τοποθετήσει
παραπομπή, με την οποία ο αναγνώστης άμεσα πληροφορείται το έργο του Ιωσήπου
και το κεφάλαιο από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες αυτές (εν προκειμένου
πρόκειται για το έργο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Πρώτο Βιβλίο και για το κεφάλαιο 21).

Στα ίδια πλαίσια, ως προς τις τακτικές που ακολουθεί ο Φαρμακίδης στο
ζήτημα γενικότερα του τρόπου παρουσίασης και έκδοσης των κειμένων ερμηνείας
της Αγίας Γραφής, κινούνται και οι έξι υπόλοιποι τόμοι.

44
Ο.π., σελ. 37 .
38

Αντίστοιχα, ως προς την περίπτωση του Β΄ Τόμου, στον οποίο, όπως


προαναφέρθηκε έχουμε την ερμηνεία (πάλι εκ μέρους του Ευθυμίου Ζιγαβηνού) στα
υπόλοιπα τρία Ευαγγέλια, δηλαδή το κατά Μάρκον, το κατά Λουκάν και το κατά
Ιωάννην, παρατηρούμε ένα παρόμοιο, αν όχι το ίδιο μοτίβο ως προς τις διαδικασίες
που ακολουθούνται από το Φαρμακίδη για την παρουσίαση του ερμηνευτικού έργου.

Καταρχήν, μπορούμε να σημειώσουμε ότι στον τρόπο παρουσίασης του


υλικού, (ερμηνευτικού κειμένου, σχολίων στους διάφορους στίχους, προλεγομένων
κ.λ.π.) η διαδικασία είναι παρόμοια. Μετά δηλαδή από τα δύο εξώφυλλα στην
έκδοση του 1842, από το τυπογραφείο του Άγγελου Αγγελίδη στην Αθήνα και όπου
παράλληλα έχουμε τον πλήρη τίτλο του συγκεκριμένου Τόμου, καθώς και το όνομα
του ερμηνευτή, το όνομα των Ευαγγελίων, το όνομα του εκδότη και ούτω καθεξής,
ακολουθεί μια πολύ σύντομη Εισαγωγή («Προλεγόμενα»). Εδώ ο Φαρμακίδης τονίζει
πως: «΄Εξ οικείας, ως νομίζομεν, προαιρέσεως, δια την εκ του ιερού συγγράμματος
ψυχοσωτήριον ωφέλειαν, κατεγράφησαν συνδρομηταί». 45

Επακολουθεί μια σχετικά σύντομη Εισαγωγή με ορισμένα πληροφοριακά


στοιχεία, που σχετίζονται με τον Ευαγγελιστή Μάρκο, του οποίου το κείμενο
ερμηνεύεται πρώτα στον παρόντα τόμο. Αυτά τα σχόλια ανήκουν στο πρωτότυπο
κείμενο, δηλαδή αυτό του Ζιγαβηνού. Εδώ, σε μια σελίδα συγκεκριμένα γίνεται
λόγος για το ότι το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο συμφωνεί με το Κατά Ματθαίον στο
μεγαλύτερο ποσοστό του και παράλληλα δίνονται οι γνωστές πληροφορίες για τον
συγγραφέα του συγκεκριμένου βιβλίου της Καινής Διαθήκης (τον Ευαγγελιστή
Μάρκο ή αλλιώς Ιωάννη, που επίσης είχε διατελέσει και συνοδοιπόρος του
Αποστόλου Παύλου και του Βαρνάβα για ένα διάστημα,κατά την πρώτη αποστολική
περιοδεία των τελευταίων στην περιοχή της Αντιόχειας).

Εδώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Ζιγαβηνός παραθέτει τις απόψεις των Κλήμη
του Στρωματέως (Αλεξανδρέως) και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αναφορικά με
το πού είχε γραφτεί το Ευαγγέλιο του Μάρκου. Αν δηλαδή είχε γραφτεί στην Ρώμη,
όπως υποστηρίζει ο Κλήμης Στρωματεύς ή στην Αλεξάνδρεια, όπως υποστήριζε ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Φαρμακίδης δίνοντας τις όσο το δυνατόν πιο

45
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Δεύτερος περιέχων τα Κατά Μάρκον, Λουκάν και Ιωάννην Ευαγγέλια, εκ της Τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. α΄ .
39

λεπτομερείς πληροφορίες στον αναγνώστη σημειώνει στη σχετική σελίδα, με


παραπομπή τόσο το έργο του Κλήμεντος (πρόκειται για τον έκτο Λόγο στο έργο του
Υποτυπώσεις) όσο και αυτό του Χρυσοστόμου (Ζ΄ Τόμος από τα Άπαντά του).

Από κει και πέρα, μέσα στο κείμενο, γίνεται αμέσως εμφανές, όπως άλλωστε
και στον πρώτο Τόμο, ότι έχουμε μια παράθεση της αναλυτικής ερμηνείας του
πρωτότυπου κειμένου ανά στίχο. Εδώ από τη μια μεριά θα παρατηρήσει ο
αναγνώστης και μελετητής, πως για κάθε στίχο υφίσταται κανονικά η ερμηνεία του
Ζιγαβηνού, αλλά παράλληλα εντός αγκυλών, έχουν προστεθεί και σχόλια, τα οποία
όπως θα δηλώσει σε παραπομπή ο Φαρμακίδης κάτω από το κυρίως κείμενο, είχαν
βρεθεί στο περισελίδιο, δηλαδή στο περιθώριο των χειρογράφων, που είχαν
εντοπιστεί αιώνες πριν (όπως προαναφέρθηκε στην πρώτη ενότητα της παρούσης
εργασίας).

Στην περίπτωση αυτών των σχολίων, τα οποία ο Φαρμακίδης, προκειμένου να


τα ξεχωρίσει από τα σχόλια του Ζιγαβηνού, τα τοποθετεί σε αγκύλες, (και τα οποία
βρίσκονταν «εν τω περισελιδίω παρ' αμφοτέροις τοις χειρογράφοις», όπως θα πει ο
Φαρμακίδης στην σελίδα 2 του παρόντος Τόμου, αναφερόμενος στα χειρόγραφα της
Βιβλιοθήκης της Ιεράς Συνόδου της Μόσχας, για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω), θα
διαβάσουμε ενδεικτικά ότι: «[Ετοιμάζει μεν την οδόν Κυρίου, ο την αρετήν
εργαζόμενος. Ουκ ευθείας δε ποιεί τας τρίβους αυτού, ο μη προς ευαρέστησιν Θεού,
αλλά δια ανθρωπαρέσκειαν, ή τινα σκοπόν ουκ αγαθόν, ταύτην εργαζόμενος. Ούτος
τον μεν πόνον της εροιμασίας υφίσταται· τον δε θεόν ουκ έχει ταις τοιαύταις τρίβοις
εμπεριπατούντα]».46 Αυτός ο παράπλευρος σχολιασμός αφορά το στίχο 1,3 στην
αρχή δηλαδή του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, όπου δηλώνεται: «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ

ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Είναι ο
στίχος ο σχετικός με το έργο του Ιωάννη του Βαπτιστή, με το οποίο προετοιμάζεται
το έδαφος για την έλευση του έργου και του κηρύγματος του Ιησού Χριστού.

Άλλη μια τέτοια περίπτωση σχολίων που παρατίθενται κατά τον ίδιο ακριβώς
τρόπο, θα συναντήσουμε και λίγο παρακάτω στη σελίδα 5, όπου σε αναφορά προς το
στίχο 1,7 «Καί ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ

ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ», υπάρχει εντός αγκύλης

46
Ο.π. , σελ. 3 .
40

και πάλι το εξής σχόλιο: «Τον ιμάντα (1). Γρηγορίου του Θεολόγου. (2) Τί δε ο
σφαιρωτήρ του υποδήματος, ον ου λύεις, ω βαπτιστά; (3) Τυχόν (4) ο της επιδημίας
λόγος και της σαρκός, ου μηδέ το ακρότατον ευδιάλυτον]».47 Εδώ παρατηρούμε μια
σειρά παραπομπών (αριθμητικών και όχι με γράμματα του αλφαβήτου, όπως αλλού),
όπου ο Φαρμακίδης θα επισημάνει την πηγή προέλευσης αυτών των σχολίων.
Πρόκειται βασικά για στοιχεία προερχόμενα από το ερμηνευτικό έργο του Γρηγορίου
του Θεολόγου πάνω στο εν λόγω Ευαγγέλιο. Στο ίδιο σημείο (παραπομπή 4) ο
Φαρμακίδης θα μας πληροφορήσει πως πριν από τη λέξη «Τυχόν», υπήρχαν
πρόσθετα λόγια στο κείμενο του Γρηγορίου Θεολόγου, που πλέον δεν διασώζονται
σήμερα.

Από κει και πέρα το μοτίβο είναι γνωστό. Έχουμε δηλαδή την ανάλυση και
ερμηνεία ανά κάθε στίχο ξεχωριστά, μια ερμηνεία που πάντα εμπλουτίζεται με
προσθήκες από στίχους και φράσεις άλλων έργων είτε της Καινής Διαθήκης είτε της
Παλαιάς Διαθήκης. Επί παραδείγματι, στην περίπτωση του 1,23-24 , όπου γράφει ο
Μάρκος: « Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ

ἀνέκραξε λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά

σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ», το πρωτότυπο ερμηνευτικό κείμενο κάνει αναφορά και
στον Ευαγγελιστή Λουκά και φυσικά ο Φαρμακίδης, θα προβεί στην τοποθέτηση δύο
ανάλογων παραπομπών στο αντίστοιχο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου.

Εδώ συγκεκριμένα αναφέρεται από τον Ζιγαβηνό ότι: «Ταύτα και Λουκάς
είρηκεν (α). Ακάθαρτον δε καλούσιν το δαιμόνιον ως εφηδυνόμενον ταις
ακαθαρσίαις και μιαρίαις. Ανέκραξε δε ο άνθρωπος, μη φέροντος του εν αυτώ
δαιμονίου την προσβολήν της θεότητος. Έα δε, αντί του, Άφες ημάς, τί κοινόν ημίν
και σοι; Ναζαρηνόν δε τον Χριστόν ονόμασεν, ως ανατραφέντα εν τη πόλει
Ναζαρέτ, καθώς ο Λουκάς ιστόρησεν (β)». 48 Η παραπομπή (α) αναφέρεται στο Λουκ.
4,2249 και η παραπομπή (2) αντιστοίχως στο Λουκ. 4,16.50

47
Ο.π., σελ. 5 .
48
Ο.π. , σελ. 10 .
49
καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ
τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ᾿Ιωσήφ;
50
Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι .
41

Επίσης, σε αρκετά σημεία, του κειμένου, όταν έχουμε στίχους του κατά
Μάρκον, που συμπίπτουν απόλυτα με στίχους άλλων ευαγγελίων και ιδιαίτερα με
εκείνους του κατά Ματθαίον, παρατίθεται επί παραδείγματι η φράση «Είρηται περί
τούτων εν τω τρισκαιδεκάτω κεφαλαίω του κατά Ματθαίον». 51 Η τελευταία αυτή
φράση αφορά το στίχο «ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ·

τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», στο Κατά Μάρκον 2,5.

Εδώ μια σημαντική υπενθύμιση και παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναι το
ότι ο Φαρμακίδης κατά την έκδοση και παρουσίαση των στίχων των Ευαγγελίων
γενικότερα και της ερμηνείας τους από εκκλησιαστικούς Πατέρες, όπως ο Ζιγαβηνός,
δεν ακολουθεί κατά την διάταξη και το διαχωρισμό της όλης ύλης, τον αντίστοιχα
αρχαίο και παραδοσιακό χωρισμό των αγιογραφικών κειμένων σε κεφάλαια. Στην
περίπτωση του Μαρκ. 2,5 που είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο, θα
παρατηρήσουμε φερ' ειπείν ότι ο Φαρμακίδης έχει έτσι δομημένη και διαχωρισμένη
την ύλη του κειμένου, ώστε θα ξεκινήσει το Ε΄ Κεφάλαιο του Β΄ Τόμου από τον 5
στίχο του 2ου Κεφαλαίου του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου. Αντίστοιχα, θα δούμε ότι η
διήγηση σχετικά με τον Λευί Τελώνη, που ξεκινάει στο 2,14 του ίδιου Ευαγγελίου,
αποτελεί την αρχή του Στ Κεφαλαίου στην έκδοση του Φαρμακίδη. Με άλλα λόγια, ο
Φαρμακίδης χωρίζει το κείμενο σε πολύ περισσότερα κεφάλαια, με αποτέλεσμα τα
καθαυτό κεφάλαια του αρχαίου κειμένου να χωρίζονται στη μέση.

Αναφερόμενοι σε αυτό το θέμα, θα παρατηρήσουμε όσον αφορά το Β΄ Τόμο


της σειράς, ενδεικτικά ως προς ορισμένα σημεία του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, ότι
έχει την εξής δομή στον τρόπο παρουσίασης του: Το Κεφάλαιο Α΄ που επιγράφεται
«Περί του δαιμονιζομένου», περιέχει τους στίχους 1,23 έως 1,28. Το Κεφάλαιο Β΄
που επιγράφεται «Περί της Πενθεράς του Πέτρου» έχει τους στίχους 1,29 έως 1,31 ,
ενώ την ίδια στιγμή το Κεφάλαιο Γ΄ που έχει τον τίτλο «Περί των ιαθέντων από
ποικίλων νόσων» ότι εμπεριέχει τους στίχους 1,35 έως 1,39.

Αλλού επί παραδείγματι, συγκεκριμένα στο σημείο του Ευαγγελίου που


αφορά τη διανομή των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων («Περί των πέντε άρτων και
των δύο ιχθύων») στο συγκεντρωμένο πλήθος, θα δει ο αναγνώστης ότι το κεφάλαιο

51
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Δεύτερος περιέχων τα Κατά Μάρκον, Λουκάν και Ιωάννην Ευαγγέλια, εκ της Τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. 17 .
42

αυτό, που σύμφωνα με το διαχωρισμό του Φαρμακίδη είναι το ΙΣΤ΄, αρχίζει με το


στίχο 6,34 και τελειώνει στο στίχο 6,46. Θα μπορούσε να λεχθεί πως ο Φαρμακίδης
κάνει στη συγκεκριμένη έκδοση αυτόν τον διαχωρισμό με βάση τις θεματικές
ενότητες. Δηλαδή ένα θαύμα, ένα συγκεκριμένο περιστατικό, μια συγκεκριμένη
παραβολή, μια ομιλία του Ιησού, μια συγκεκριμένη ενέργειά Του κ.λ.π., αμέσως
συνιστούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο.

Γενικότερα ο διαχωρισμός του Φαρμακίδη μπορεί να παρατηρηθεί πιο


συνοπτικά μέσα από τα Περιεχόμενα που παραθέτει στο τέλος του Τόμου ο εκδότης,
Περιεχόμενα που αφορούν καθένα από τα τρία ερμηνευόμενα στον Τόμο αυτό
Ευαγγέλια. Παρατηρούμε εδώ συγκεκριμένα ότι το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο έχει
χωριστεί σε 48 ενότητες και περιλαμβάνει 100 σελίδες από τις συνολικά 748 σελίδες
του βιβλίου, που περιλαμβάνουν το κείμενο των Ευαγγελίων και την ερμηνεία των
στίχων τους. Αντίστοιχα, το Κατά Λουκάν είναι χωρισμένο σε 73 ενότητες. Η
ερμηνεία του Κατά Λουκάν ξεκινάει από τη σελίδα 146 και λήγει στη σελίδα 403.
Τέλος το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ξεκινάει από τη σελίδα 411 και τελειώνει στη
σελίδα 758. Η ερμηνεία του Κατά Ιωάννην είναι χωρισμένη από το Φαρμακίδη σε 18
κεφάλαια.

Ακόμα, κι εδώ θα δούμε πως ο Φαρμακίδης προβαίνει μερικές φορές και σε


δικές του διασαφηνιστικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις. Συγκεκριμένα, κι εδώ
παρατηρούμε επί παραδείγματι ότι υπάρχει μια δεύτερη παραπομπή στον
ευαγγελιστή Μάρκο, όπου επίσης ο Φαρμακίδης προσθέτει ένα δικό του
επεξηγηματικό σχόλιο και μια τρίτη στην οποία ο αναγνώστης πληροφορείται σε τι
αναφέρεται ο ερμηνευτής του ευαγγελίου του Ματθαίου στο συγκεκριμένο σημείο
(συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στο Γεν. Γ΄ 16).

Μια άλλη παραπομπή στην ίδια σελίδα αποτελεί επεξήγηση του Φαρμακίδη
σε ένα άλλο σχόλιο του Ευθύμιου Ζιγαβηνού, όπου ο πατέρας της Εκκλησίας,
αναφερόμενος στο Ματθ. 38,9 (ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ,

καὶ ἰδοὺ ᾿Ιησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν

αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ) λέει ότι: «Προ πάντων ορθρίσασθαι,
προ πάντων ορώσι τον Κύριον, και τούτο, μισθόν της τοιαύτης σπουδής
43

κομίζονται».52 Εδώ ο Φαρμακίδης συγκεκριμένα θα τονίσει ότι με τη φράση «και


τούτο» ο ιερός Πατέρας εννοεί το «ιδείν», το ότι δηλαδή βλέπουν τον Κύριο οι
μαθητές.

Εδώ επιπρόσθετα κρίνεται σκοπίμη η εξής επισήμανση: ότι ο Φαρμακίδης


λίγο μετά την ερμηνεία του κατά Λουκάν Ευαγγελίου και πριν από την ερμηνεία του
κατά Ιωάννην (δεύτερος τόμος, σελ. 404-408), ο Φαρμακίδης παραθέτει ερμηνεία «
Ανωνύμου » συγγραφέα στις δυο ωδές που απαντώνται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.
Πρόκειται για την ωδή της Θεοτόκου (Λουκ. Α΄, 48-55) και την προφητεία Ζαχαρίου
του πατρός του Προδρόμου (Λουκ. Α΄, 68-79). Η ερμηνεία αυτή προέρχεται από
χειρόγραφο ευρισκόμενο στη βιβλιοθήκη της Ρωσικής Ιεράς Συνόδου στην Μόσχα
και φερόμενο υπ’ αριθμόν CCCXLIV (= 344). Των ερμηνειών των δυο ωδών, εκ των
οποίων η πρώτη είναι συντομότερη και απλούστερη, ενώ η δεύτερη εκτενέστερη και
αναλυτικότερη, προηγούνται τετράστιχα επιγράμματα. Κατά πάσα πιθανότητα η
ερμηνεία αυτή συμπεριλαμβανόταν στην έκδοση του Friendrich von Matthaei του
1792 και από εκεί την παρέλαβε και την χρησιμοποίησε ο Φαρμακίδης και στην δική
του έκδοση.

Ας σημειωθεί επιπλέον, ότι ο λόγιος κληρικός Νικηφόρος Καλογεράς (1835 -


1896), καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετέπειτα
αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας αναφορικά με την ερμηνεία του Ζιγαβηνού στα
τέσσερα ευαγγέλια που περιέχεται στη σειρά του Φαρμακίδη παρατηρεί τα εξής : «
Το εις τα τέσσαρα ιερά Ευαγγέλια υπόμνημα του Ευθυμίου εξεδόθη άπαξ και παρ’ ημίν
(εν Αθήναις 1842 εις τόμους 2) και έστι το μόνον εις το είδος τούτον πρακτικόν
βιβλίον, ό και η ημετέρα Εκκλησιαστική φιλολογία κέκτηται· διό και εις χείρας πάντων
περιφέρεται και μετ’ ωφελείας αναγιγνώσκεται . Ο την έκδοσιν επιχειρήσας ήν
Θεόκλητος ο Φαρμακίδης».53

Αντίστοιχα στην ερμηνεία του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ο Φαρμακίδης


ακολουθεί τον Οικουμένιο, αναφορικά με την ερμηνεία του χωρίου Α΄ Ιωάνν. 5,7-8
(6ος τόμος, σελίδα 384) παραθέτοντας το στίχο δίχως την προσθήκη του λεγόμενου
Ιωάννειου Κόμματος (Comma Johanneum). Εδώ πιο συγκεκριμένα ο ευαγγελιστής

52
Ο.π., σελ. 600 .
53
Νικηφόρου Καλογερά, Περί των έτι ανεκδότων υπομνημάτων του Ευθυμίου, περιοδικό ΑΘΗΝΑΙΟΝ,
τ. 10 (1881), σελ. 331
44

Ιωάννης πραγματεύεται την έννοια της αγάπης προς το Θεό ως έκφραση της πίστης.
Αυτή σημαίνει πιστή τήρηση των εντολών του Θεού και κάτι τέτοιο ταυτόχρονα
εξασφαλίζει και τη νίκη επί των δαιμονικών δυνάμεων του κόσμου. Δύναται δηλαδή
να νικήσει τον κόσμο, όποιος ασκεί πίστη στον σαρκωθέντα Χριστό.54 Σε αυτό το
σημείο μάλιστα, ο Ιωάννης επικεντρώνεται στον Χριστό ως αντικείμενο της πίστης.
Αυτός που πραγματικά αγαπάει το Θεό, οφείλει να πιστέψει, ότι ο Ιησούς, α) είναι ο
Χριστός, β) είναι γεννημένος από το Χριστό και γ) είναι ο Υιός του Θεού.

Για να δηλωθεί λοιπόν στο συγκεκριμένο χωρίο η Υιότητα του Ιησού, ο


Ιωάννης κάνει λόγο στο νερό και το αίμα (αναφερόμενος έτσι στα μυστήρια του
βαπτίσματος και της θείας ευχαριστίας). Η ύπαρξη του κόμματος λοιπόν σε αυτό το
σημείο του Ευαγγελίου, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας επιχειρηματολογίας, η οποία
κανονικά δεν θα έπρεπε να υφίσταται στο ιωάννειο έργο. Είναι σαφές δε, πως το
κόμμα αυτό είχε προστεθεί σε ελληνικά χειρόγραφα πολλούς αιώνες αργότερα (και
μετά την εποχή του Οικουμένιου), από γραφείς, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί από την
παρουσία του σε λατινικά χειρόγραφα.55

Εδώ, εν είδει ξεχωριστής περίπτωσης θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εν τάχει


και τις θέσεις του Φαρμακίδη ως προς το λεγόμενο ζήτημα Περί του υιού Βαραχίου,
Ζαχαρίου. Συγκεκριμένα μέσα στα Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκάν Ευαγγέλια,
γίνεται λόγος για κάποιον ιερέα Βαραχία, γιο του Ζαχαρία που είχε φονευθεί μέσα
στο Ναό των Ιεροσολύμων από τους Εβραίους. Το θέμα της ταυτότητας του εν λόγω
Βαραχία, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης για τον Φαρμακίδη, αλλά και σύγκρουσής
του με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων. Οι κυρίοτερες θέσεις ήταν ότι
ο Ζαχαρίας ήταν: α) ο πατέρας του Ιωάννου του Προδρόμου, β) ο ενδέκατος από τη
σειρά των Ελασσόνων Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης (ο προφήτης Ζαχαρίας), γ)
ο γιος του Βαρούχου, ο οποίος είχε φονευτεί από Ζηλωτές, λίγο πριν την καταστροφή
της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους ή δ) ο γιος του αχριερέα Ιωδάου.56

Βασικά ο Φαρμακίδης εδώ είχε υιοθετήσει την τέταρτη άποψη, θεωρώντας


πως το πρόσωπο του αρχιερέα Ιωδάου στην πραγματικότητα ταυτιζόταν με εκείνου

54
Παύλος Βασιλειάδης, Κόμμα Ιωάννου. Μια προσέγγιση στη γνησιότητά του βάσει της κριτικής του
κειμένου και της ερμηνευτικής του, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 12
55
Ό.π. σελ. 20
56
Χρήστος, Π. Μαραζόπουλος, "Η επιχειρηματολογία του Θεόκλητου Φαρμακίδη για το Περί
Ζαχαρίου υιού Βαραχίου ζήτημα" στο Πρακτικά Συνεδρίου για το Θεόκλητο Φαρμακίδη, Λάρισα, 2010,
σελ. 93
45

του Βαραχία που ήταν πατέρας του φονευθέντος Ζαχαρία. Την άποψη αυτή που την
είχε υποστηρίξει ο Ιερώνυμος, την είχε αποδεχτεί με βάση δύο παραμέτρους: α) το
ότι ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων την είχε απορρίψει, αντιμετωπίζοντας
μάλιστα με ειρωνικό τρόπο τον Ιερώνυμο και β) το ότι οι αναφορές σχετικά με το
σημείο, όπου είχε γίνει η δολοφονία είναι πολύ σημαντικές, σχετικά με το ποιο ήταν
αυτό το συγκεκριμένο άτομο εν τέλει.

Τονίζει επιπρόσθετα, ότι ο Βαραχίας και ο Ιωδαός είναι ένα και το αυτό
πρόσωπο και πως αυτό δεν ήταν γνωστό μονάχα στους ίδιους τους Ιουδαίους της
εποχής του Ιησού, αλλά και σε μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Και ο
Φαρμακίδης μάλιστα, τονίζει ότι κακώς ο Κωνσταντίνος Οικονόμος είχε απορρίψει ή
αγνοήσει τις αναφορές των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Εδώ είναι σημαντικό, ότι ο
Φαρμακίδης κωδικοποιεί στη συνάφεια αυτή, την επιχειρηματολογία του με
αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ο Ιησούς αναφέρεται σε δύο φόνους, του
Άβελ και του Ζαχαρία, επισημαίνοντας πρώτον, ότι μόνο για τους δύο αυτούς φόνους
"μνημονεύεται" ρητώς ζήτηση εκδικήσεως για χυθέν αθώο αίμα.57 Ας σημειωθεί πως
με αυτή τη θέση που είχε πάρει επί του ζητήματος ο Φαρμακίδης απέρριπτε την
άποψη του Οικονόμου, ότι ο Ζαχαρίας που είχε δολοφονηθεί, ήταν ο πατέρας του
Βαπτιστή Ιωάννη.

Όπως διαφαίνεται από τα όσα αναφέρει στο σχετικό του πόνημα ο


Φαρμακίδης, το ενδιαφέρον του για το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν ήταν στενά
ερευνητικό, αλλά περιστρεφόταν και γύρω από την προσωπικότητα του Ζαχαρίου,
υιού του Βαραχίου, καθώς παράλληλα ενδιαφερόταν να καταδείξει και τις ελλείψεις
της άποψης του Κωνσταντίνου Οικονόμου, του μεγάλου του αντιπάλου.
Χρησιμοποιώντας άλλωστε στο λόγο του μια χαρακτηριστική "φαρμακίδεια"
ειρωνεία, έρχεται σε σύγκρουση μαζί του, για ένα θέμα που με μία πρώτη ματιά,
παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο για πολύ λίγους ειδικούς, στην πραγματικότητα όμως
αποτελεί μέσο επίθεσης εναντίον αντιλήψεων τις οποίες αντιμάχονταν.58

Δεν ήταν τυχαία η έκδοση λίγο καιρό αργότερα άλλωστε του έργου του Ο
ψευδώνυμος Γερμανός, όπου ο Φαρμακίδης ήλεγχε τον Γερμανό εκδότη που είχε

57
Ό.π. σελ. 95
58
Νίκος Παύλου, "Ότι η μελέτη των Αγίων Γραφών είναι τόσον αναγκαία..." Η Αγία Γραφή στο έργο
του Θεόκλητου Φαρμακίδη, στο Πρακτικά Συνεδρίου για το Θεόκλητο Φαρμακίδη, Λάρισα, 2010, σελ.
256
46

καταστεί φερέφωνο του Κωνσταντίνου Οικονόμου, αναφορικά με το ζήτημα της


ταυτότητας του Ζαχαρία και του Βαραχία. Εδώ ο Φαρμακίδης τονίζει πως ενώ ο
Οικονόμου είχε επικαλεστεί μια ανέκδοτη επιστολή του Ευγένιου Βούλγαρη
(μεγάλου διδάσκαλου του Γένους κατά τον 18ο αιώνα), όπου υποτίθεται πως ο
Βούλγαρης θεωρούσε τον Ζαχαρία πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστή, στην
πραγματικότητα ο ίδιος ο Βούλγαρης είχε υποστηρίξει τον Ιερώνυμο και την άποψη
πως ο Ζαχαρίας ήταν όντως γιος του αρχιερέα Ιωδαέ ή αλλιώς Βαραχία. 59

2.2 β) Πράξεις των Αποστόλων

Ο τρίτος τόμος καταρχήν ασχολείται με την ερμηνεία του Οικουμενίου πάνω


στις Πράξεις Αποστόλων (και την Προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου
Παύλου). Οι Πράξεις των Αποστόλων είναι το πέμπτο κατα σειρά από τα 27 βιβλία
της Καινής Διαθήκης. Περιγράφει τη ζωή και τη δράση της αρχαίας εκκλησίας,
αμέσως μετά την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Συγγραφέας του βιβλίου είναι
ο Λουκάς, συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου. Είναι το δεύτερο βιβλίο που έγραψε
ο Λουκάς (μετά το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον), και η συγγραφή του χρονολογείται
στις αρχές του 62 μ.Χ στη Ρώμη. Όπως και το Ευαγγέλιό του, ο Λουκάς έγραψε και
αυτό το βιβλίο για ένα πρόσωπο που φέρει το όνομα Θεόφιλος (Πράξεις των
Αποστόλων, Κεφ. Α, 1).

Αντίστοιχα και η Επιστολή προς Ρωμαίους είναι ένα από τα 27 βιβλία


της Καινής Διαθήκης, γραμμένη από τον απόστολο Παύλο. Χρόνος συγγραφής
θεωρείται το 57 μ.Χ. και τόπος συγγραφής η Κόρινθος.60 Η επιστολή απευθύνεται
στην εκκλησία της Ρώμης. Οι μελετητές της Αγίας Γραφής συμφωνούν πως ο
σημαντικότερος σκοπός για τον οποίο ο Παύλος την έγραψε, ήταν για να εξηγήσει ότι
η σωτηρία προσφέρεται μέσω του Ευαγγελίου και της χάρης του Ιησού Χριστού.
Είναι μακράν η μεγαλύτερη από τις επιστολές του Παύλου, και θεωρείται η πιο
σημαντική θεολογική του κληρονομιά

Όπως θα επισημάνει στα Προλεγόμενα του Τρίτου Τόμου ο Φαρμακίδης, η


ερμηνεία του Οικουμενίου, βασικά είναι συνυφασμένη με την εξής τακτική του
συγκεκριμένου εκκλησιαστικού άνδρα του 10ου αιώνα μ.Χ. (τακτική που για αυτόν
τον Τόμο, αναφέραμε και στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσης μελέτης): «Ερανίσατο

59
Ό.π. σελ. 258
60
Βούλγαρης, Σπ., Χ., Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη, Τόμος Α ΄, εν Αθήναις, 2003, σελ. 408 .
47

δε, ή μάλλον συνετάξατο ο Οικουμένιος τα οποία εκδίδομεν υπομνήματα αυτού εκ


των εξής αγίων της Εκκλησίας πατέρων· οίον του Αθανασίου, του Βασιλείου,
Γρηγορίου του θεολόγου και Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης, του Κυρίλλου, του
Θεοδωρήτου, του Μεθοδίου, του Σευηριανού, του Ισιδώρου, και άλλων· εξαιρέτως δε
εκ του Χρυσοστόμου και του Φωτίου».61

Αυτή η παρατήρηση του Φαρμακίδη από την αρχή κιόλας, θα αποτελέσει ένα
προανάκρουσμα των όσων θα παρατηρήσει ο αναγνώστης στην πορεία του Τόμου
αυτού. Με άλλα λόγια, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του
ερμηνευτικού κειμένου του Οικουμενίου, δεν θα γίνεται ανοιχτά λόγος περί χρήσης
διαφόρων ερμηνειών από τα αντίστοιχα ερμηνευτικά έργα, όλων αυτών των αρχαίων
εκκλησιαστικών Πατέρων, εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, το όνομά τους θα
αναφέρεται ρητώς.

Κάποιες φορές τα ονόματά τους αναφέρονται ρητώς εντός του κειμένου και
άλλοτε βρίσκονται στο περισελίδιο (δηλαδή στο περιθώριο των χειρογράφων που
περιείχαν το κείμενο, όπως είδαμε φερ' ειπείν με τα διάφορα σχόλια στο δεύτερο
Τόμο). Ο Φαρμακίδης αναφέρει ήδη από τα Προλεγόμενα ότι όταν τα ονόμα των
Πατέρων είναι στο περισελίδιο, αναφέρονται, όντας μέσα σε αγκύλες. Άλλες φορές
δεν αναφέρονται καθόλου. Αυτό συμβαίνει με γνώμονα την απουσία βεβαιότητος
αναφορικά με το αν όντως το τάδε ή δείνα σχόλιον προερχόταν από τον κάλαμό του
τάδε ή δείνα Πατρός.

Για να δούμε αυτή την διαδικασία στην πράξη, θα μπορούσαμε να


παρουσιάσουμε εδώ μια σειρά παραδειγμάτων, μέσω των οποίων τα
προαναφερόμενα μπορούν να καταστούν πιο κατανοητά. Βλέπουμε στη σελίδα 96,
όπου έχουμε τον 37ο στίχο του Η΄ Κεφαλαίου 62 - και το οποίο αφορά την ομολογία
της πίστης του Αιθίοπος ευνούχου προς τον Ιησού Χριστό, κατά τη συνάντησή του με
τον Φίλιππο - ότι ο Φαρμακίδης σε παραπομπή, που έχει τοποθετήσει δίπλα στο
στίχο, θα επισημάνει τα εξής: «Ο στίχος 37, ήτοι από του ‘Είπε δε ο Φίλιππος’ έως
του ‘τον Ιησούν Χριστόν’, δεν ευρίσκεται εν τοις περισσοτέροις χειρογράφοις· διο

61
«Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου
Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους Επιστολήν, εκ της
τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. θ΄ .
62
Πράξ. 8,37 « εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε·
πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν» .
48

και παραλείπεται και εν ταις κριτικωτέραις της Καινής Διαθήκης εκδόσεσι». 63 Και
σημειώνει ταυτόχρονα ενδεικτικά ότι: «Παραλείπει δε αυτόν και ο Χρυσόστομος,
Τόμος Θ΄, σελ. 255».64

Αλλού πάλι θα δούμε ότι παρατίθενται ακριβώς μέσα από το ερμηνευτικό


έργο του Χρυσοστόμου τα λόγια του, που αφορούν σε συγκεκριμένα τμήματα και
στίχους των Πράξεων Αποστόλων. Η παράθεσή τους δε, εν είδει παραπομπής στο
κάτω μέρος της σελίδας, λειτουργεί ως ένα είδος περαιτέρω πληροφόρησης του
αναγνώστη αλλά και ως μέσο για την καλύτερη ερμηνευτική απόδοση του
αγιογραφικού χωρίου. Αναφέρεται επί παραδείγματι στη σελίδα 168 επί τη ευκαιρία
του σχολιασμού του Οικουμενίου στο στίχο 19,4 όπου γίνεται λόγος για την ατέλεια
του βαπτίσματος του Ιωάννου του Βαπτιστού έναντι αυτού στο όνομα του Χριστού,65
το εξής σχόλιο από τον Οικουμένιο: "Από του βαπτίσματος Ιωάννου προφητεύει, και
ενάγει αυτούς ότι τούτο βεύλεται το βάπτισμα Ιωάννου (1)".66

Εδώ όμως, όπως προεπισημάνθηκε ο Φαρμακίδης, όντας λεπτομερής, θα


αντιπαραβάλει την γνώμη του Χρυσοστόμου. Ο τελευταίος επισημαίνει ότι: «Απ'
αυτού του βαπτίσματος προφητεύουσι. Τούτο δε του Ιωάννου το βάπτισμα ουκ είχε.
Διο και ατελές ην. Ίνα δε των τοιούτων αξιωθώσι, παρεσκέυαζεν μάλλον αυτούς.
Ώστε τούτο εβούλετο Ιωάννης βαπτίζων, πιστεύσαι εις τον ερχόμενον μετ' αυτόν».
Εδώ ο Φαρμακίδης είναι ξεκάθαρο και σαφέστατο πως επειδή είναι απόλυτα
σίγουρος σχετικά και με την προέλευση του ερμηνευτικού σχολίου (από τον Ιωάννη
το Χρυσόστομο) αλλά και σχετικά με την αξία του έναντι αυτού του Οικουμενίου, το
παρουσιάζει.

Ας σημειωθεί πως, όπως παρατηρήθηκε και στον πρώτο τόμο της σειράς, έτσι
και εδώ έχουμε μέσω παραπομπών αναφορές σε έργα εκτός αυτών της Καινής
Διαθήκης, έργα δηλαδή της θύραθεν γραμματείας. Θα παρατηρήσουμε ενδεικτικά για
άλλη μια φορά ότι γίνεται αναφορά σε έργο του Ιωσήπου, με αφορμή την περίπτωση

63
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος
περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Της Ρωμαίους Επιστολήν, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. 96 .
64
Ο.π., σελ. 96 .
65
Πραξ. 19,4 « εἶπε δὲ Παῦλος· ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν
ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν».
66
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος
περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους Επιστολήν, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. 168 .
49

του στίχου 21,38 , όπου ενώ ο Απόστολος Παύλος έχει συλληφθεί και προσαχθεί ενώ
βρίσκεται πίσω στην Ιερουσαλήμ ενώπιον ενός Ρωμαίου χιλίαρχου, κατηγορούμενος
από τους Ιουδαίους, ως ένας μάγος και απατεώνας, αιγυπτιακής καταγωγής, που είχε
δημιουργήσει έντονη αναστάτωση εκείνο το διάστημα στην πόλη. 67 Εδώ, ο
Φαρμακίδης θα επισημάνει ότι αναφορικά με το συγκεκριμένο περιστατικό (σχετικά
με τον Αιγύπτιο μάγο και υποκινητή επανάστασης στα Ιεροσόλυμα), ο Ιώσηπος κάνει
λόγο στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία.68 Ας σημειωθεί ότι αυτή η πληροφορία, με
βάση το Φαρμακίδη είναι δυνατόν να αναβρεθεί και σε ένα άλλο έργο του Ιωσήπου,
το Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου. Πρόκειται συγκεκριμένα για το Κεφ. ΙΓ΄,
παράγραφο ε΄ του δεύτερου βιβλίου.69

Αναφερόμενοι πάντα σε έργα εκτός της Αγίας Γραφής, μπορούμε να


σημειώσουμε άλλη μία περίπτωση ύπαρξης παραπομπής σε μη καινοδιαθηκικό ή
παλαιοδιαθηκικό έργο. Πρόκειται για την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου.70
Εδώ, ο ίδιος ο Οικουμένιος μέσα στην ερμηνεία του κάνει λόγο, προς το τέλος
περίπου της ερμηνείας των Πράξεων Αποστόλων, σχετικά με το ότι ο ευαγγελιστής
Λουκάς φτάνει μέχρι την ιστορία και την διήγηση για τον Απόστολο Παύλο μέχρι την
άφιξη του Αποστόλου των Εθνών στη Ρώμη και χωρίς να κάνει περιγραφή του
μαρτυρίου του. Θα τονίσει στη συνέχεια ενδεικτικά ο Οικουμένιος ότι: «Ουδέ το

67
Πράξ. 21,38 « οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ Αἰγύπτιος ὁ πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀναστατώσας καὶ ἐξαγαγὼν
εἰς τὴν ἔρημον τοὺς τετρακισχιλίους ἄνδρας τῶν σικαρίων;» .
68
Αυτή η αναφορά συγκεκριμένα γίνεται στο 8ο κεφάλαιο του 20ου βιβλίου του έργου του Ιωσήπου
Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, στην παράγραφο 6, όπου όντως επισημαίνεται πως την περίοδο που ο Φήλικας
και ο Φήστος που αναφέρονται στις Πράξεις Αποστόλων, ήταν Προκουράτορες στην Ιουδαία, είχε
εμφανιστεί ένας Αιγύπτιος, ο οποίος είχε συγκεντρώσει αρκετά άτομα, υποσχόμενος με μαγικές
δυνάμεις να ρίξει τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ώστε οι ακόλουθοί του να εισβάλλουν στην πόλη και να
διώξουν τους Ρωμαίους δια παντός. Τελικά, οι Ρωμαίοι κατέσφαξαν πολλούς από τους επαναστάτες,
ενώ ο συγκεκριμένος Αιγύπτιος εξαφανίστηκε, χωρίς ποτέ να γίνει γνωστό τι απέγινε .
69
Κι εδώ, ο Ιώσηπος τονίζει ότι ένας Αιγύπτιος ψευδοπροφήτης και απατεώνας είχε ξεγελάσει
πολλούς Ιουδαίους, οδηγώντας τους σε εξέγερση κατά των Ρωμαίων. Εδώ, ο Ιώσηπος θα κάνει λόγο
για 30.000 στασιαστές, που εξαπατήθηκαν από το συγκεκριμένο άτομο, που εν τέλει δεν κατόρθωσε
να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους Ρωμαίους, ενώ η πλειοψηφία των οπαδών του είτε εξολοθρεύτηκαν
είτε διασκορπίστηκαν στην ύπαιθρο χώρα .
70
Ο Ευσέβιος Καισαρείας (275-339 μ.Χ.), γνωστός επίσης και ως Ευσέβιος Παμφίλου, ήταν
επίσκοπος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, εξηγητής και ιστορικός. Συνήθως αναφέρεται ως ο
πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας και αυτό λόγω του έργου του, της καταγραφής της ιστορίας στις
απαρχές της χριστιανικής Εκκλησίας. Ο χαρακτήρας των ιστορικών έργων του Ευσεβίου είναι
χρονογραφικός και αρχειακός και αυτό καθώς από αυτά λείπει η θεωρία και η έννοια της ιστορίας, ενώ
ως προς τα εξηγητικά του έργα είναι κυρίως συλλεκτικός και πολύ λίγο ερμηνευτικός. Η ερμηνευτική
του συχνά εξαντλείται συχνά στην επισήμανση και παράθεση παράλληλων χωρίων, ενώ χρησιμοποιεί
και αποκαλυπτικό υλικό, όπως δείχνουν αποσπάσματα ερμηνείας χωρίων του Ευαγγελίου του Λουκά.
Βλ. Παπαδόπουλος, Στ., Πατρολογία, Τόμος Β, β΄ έκδοση, Αθήνα, 1999, σελ. 121-137 .
50

μαρτύριον τούτου εγκατέθετω τω βίβλω. Καταλιπόντες γαρ αυτόν εκεί Λουκάς τε και
Αρίσταρχος,71 εξήλθον. Ευσέβιος δε τους μετέπειτα χρόνους ιστόρησεν ακριβώς».72

Η συγκεκριμένη εξιστόρηση του Ευσεβίου με βάση την παραπομπή πυ θέτει


εδώ εν προκειμένω ο Φαρμακίδης είναι στο Β΄ βιβλίο της Εκκλησιαστικής του
Ιστορίας, στο ΚΒ΄ Κεφάλαιο. Εδώ βλέπουμε να αναφέρει μεταξύ άλλων ο Ευσέβιος
ότι: « τούτου δὲ Φῆστος ὑπὸ Νέρωνος διάδοχος πέμπεται, καθ' ὃν

δικαιολογησάμενος ὁ Παῦλος δέσμιος ἐπὶ ῾Ρώμης ἄγεται. ᾿Αρίσταρχος αὐτῷ

συνῆν, ὃν καὶ εἰκότως συναιχμάλωτόν που τῶν επιστολῶν ἀποκαλεῖ. καὶ Λουκᾶς, ὁ

καὶ τὰς πράξεις τῶν ἀποστόλων γραφῇ παραδούς, ἐν τούτοις κατέλυσε τὴν

ἱστορίαν, διετίαν ὅλην ἐπὶ τῆς ῾Ρώμης τὸν Παῦλον ἄνετον διατρῖψαι καὶ τὸν τοῦ

θεοῦ λόγον ἀκωλύτως κηρῦξαι ἐπισημηνάμενος. τότε μὲν οὖν

ἀπολογησάμενον, αὖθις ἐπὶ τὴν τοῦ κηρύγματος διακονίαν λόγος ἔχει στείλασθαι

τὸν ἀπόστολον, δεύτερον δ' ἐπιβάντα τῇ αὐτῇ πόλει τῷ κατ' αὐτὸν τελειωθῆναι

μαρτυρίῳ· ἐν ᾧ δεσμοῖς ἐχόμενος, τὴν πρὸς Τιμόθεον δευτέραν ἐπιστολὴν

συντάττει, ὁμοῦ σημαίνων τήν τε προτέραν αὐτῷ γενομένην ἀπολογίαν καὶ τὴν

παρὰ πόδας τελείωσιν. δέχου δὴ καὶ τούτων τὰς αὐτοῦ μαρτυρίας· ‘ἐν τῇ πρώτῃ

μου’, φησίν, ‘ἀπολογίᾳ οὐδείς μοι παρεγένετο, ἀλλὰ πάντες με ἐγκατέλιπον (μὴ

αὐτοῖς λογισθείη), ὁ δὲ κύριός μοι παρέστη καὶ ἐνεδυνάμωσέν με, ἵνα δι' ἐμοῦ τὸ

κήρυγμα πληροφορηθῇ καὶ ἀκούσωσι πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἐρρύσθην ἐκ στόματος

λέοντος’. σαφῶς δὴ παρίστησιν διὰ τούτων ὅτι δὴ τὸ πρότερον, ὡς ἂν τὸ κήρυγμα

τὸ δι' αὐτοῦ πληρωθείη,ἐρρύσθη ἐκ στόματος λέοντος, τὸν Νέρωνα ταύτῃ, ὡς

ἔοικεν, διὰ τὸ ὠμόθυμον προσειπών. οὔκουν ἑξῆς προστέθεικεν παραπλήσιόν τι

τῷ· «ῥύσεταί με ἐκ στόματος λέοντος’· ἑώρα γὰρ τῷ πνεύματι τὴν ὅσον οὔπω

μέλλουσαν αὐτοῦ τελευτήν, δι’ ὅ φησιν ἐπιλέγων τῷ· ‘καὶ ἐρρύσθην ἐκ στόματος

λέοντος’ τὸ· ‘ῥύσεταί με ὁ κύριος ἀπὸ παντὸς ἔργου πονηροῦ καὶ σώσει εἰς τὴν

71
Αναφέρεται στον σύνοδο του Απ. Παύλου, τον Αρίσταρχο το Θεσσαλονικέα, ο οποίος είχε
γνωριστεί με τον Παύλο κατά την άφιξή του για πρώτη φορά στην πόλη της Μακεδονίας και που εν
συνεχεία είχε καταστεί ακόλουθός του και βοηθός του .
72
Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος
περιέχων τας Πράξεις Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους Επιστολήν, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. 217 .
51

βασιλείαν αὐτοῦ τὴν ἐπουράνιον’, σημαίνων τὸ παραυτίκα μαρτύριον· ὃ καὶ

σαφέστερον ἐν τῇ αὐτῇ προλέγει γραφῇ, φάσκων· ‘ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ

καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκεν’. νῦν μὲν οὖν ἐπὶ τῆς δευτέρας ἐπιστολῆς

τῶν πρὸς Τιμόθεον τὸν Λουκᾶν μόνον γράφοντι αὐτῷ συνεῖναι δηλοῖ, κατὰ δὲ τὴν

προτέραν ἀπολογίαν οὐδὲ τοῦτον· ὅθεν εἰκότως τὰς τῶν ἀποστόλων Πράξεις

ἐπ' ἐκεῖνον ὁ Λουκᾶς περιέγραψε τὸν χρόνον, τὴν μέχρις ὅτε τῷ Παύλῳ συνῆν

ἱστορίαν ὑφηγησάμενος. ταῦτα δ' ἡμῖν εἴρηται παρισταμένοις ὅτι μὴ καθ' ἣν ὁ

Λουκᾶς ἀνέγραψεν ἐπὶ τῆς ῾Ρώμης ἐπιδημίαν τοῦ Παύλου τὸ μαρτύριον αὐτῷ

συνεπεράνθη» .

Πέραν όλων αυτών των πληροφοριών, σταθερά και στο συγκεκριμένο τόμο
θα παρατηρήσουμε τη χρήση εντός του ερμηνευτικού κειμένου, πολλών στίχων και
εδαφίων προερχομένων από άλλα έργα της Αγίας Γραφής, με τα Ευαγγέλια να
κατέχουν την πρωτοκαθεδρία και πάλι σε αυτό το ζήτημα. Μάλιστα είναι ενδεικτικό
πως όσες φράσεις αποτελούν δάνεια από τα άλλα τρία Ευαγγέλια ή από άλλα κείμενα
της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, βρίσκονται σε πλάγια γραφή.

Ένα άλλο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί εδώ είναι πως πριν από το ίδιο το
ερμηνευτικό κείμενο, δηλαδή προς την αρχή του Τόμου αυτού, ο αναγνώστης θα δει
ότι ο Φαρμακίδης έχει παραθέσει άλλον ένα προλογικό σημείωμα μετά από τα
Προλεγόμενα, που τιτλοφορείται «Τοις Φιλέλλησι». Πρόκειται δηλαδή για ένα
σύντομο κείμενο, όπου ο Φαρμακίδης τονίζει ξανά ορισμένους κεντρικούς άξονες
τους οποίους συναντούμε και στα Προλεγόμενα του τόμου (όπως τη σημασία ενός
τέτοιου έργου, κάποια γενικά στοιχεία αναφορικά με τον Οικουμένιο, με το ότι ήταν
ερανιστής πατερικών ερμηνευτικών κειμένων κ.λ.π.).

2.3 γ) Επιστολές Παύλου

Ο τρίτος τόμος , όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, περιλαμβάνει παράλληλα


και την Προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Αυτό το κομμάτι του
τόμου, βλέπουμε πως ξεκινάει με έναν σχετικά σύντομο Πρόλογο κάποιου ονόματι
Ευθαλίου που είχε το αξίωμα του διακόνου. Δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια η
εποχή από την οποία έχουμε αυτό το μικρό προλογικό κείμενο, το οποίο εδώ
προηγείται της Υποθέσεως, η οποία αφορά την Προς Ρωμαίους Επιστολή και του
52

ερμηνευτικού κειμένου του Οικουμενίου. Προφανώς πάντως, αυτός ο Πρόλογος θα


υπήρχε σε κάποιο από τα χειρόγραφα που είχαν ήδη εκδοθεί κάποιους αιώνες πριν
από την εποχή του Φαρμακίδη και στα οποία, όπως άλλωστε δηλώνει στην αρχή του
Τόμου, στηρίχτηκε ο ίδιος ο Φαρμακίδης κατά την έκδοση των συγκεκριμένων
ερμηνειών της Κ.Δ.

Ας σημειωθεί πως το συγκεκριμένο προλογικό κείμενο εξιστορεί εν τάχει τα


σχετικά με τις περιπέτειες του Αποστόλου Παύλου και την γενικότερη πορεία του στα
πλαίσια του ιεραποστολικού του έργου. Εδώ γίνονται αναφορές στην καταγωγή και
τη μόρφωσή του, στην θαυματουργή μεταστροφή στο Χριστιανισμό, την αποδοχή
του από την πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, κάποια στοιχεία
σχετικά με τις περιοδείες και το έργο του και το μαρτύριό του τελικά στη Ρώμη επί
αυτοκράτορος Νέρωνος.

Όπως επίσης ήδη τονίστηκε στην προηγούμενη παράγραφο, ακολουθεί στη


συνέχεια ένα κείμενο 2,5 περίπου σελίδων, όπου γίνεται αναφορά στην υπόθεση της
Προς Ρωμαίους Επιστολής. Εδώ δεν έχουμε αναφορά στον συγγραφέα του κειμένου
αυτού. Το τελευταίο εμπεριέχει εν τάχει και συνοπτικά τη διδασκαλία του Παύλου, η
οποία εκφραζόταν μέσω της επιστολής αυτής. Αναφέρεται για παράδειγμα κάπου ότι:
«και ούτως αμφότερα τα μέγιστα Ιουδαίους και Έλλησι συγκλείει τε και ελέγχει επί
παρανομία, ίνα δείξη ότι, ίσοι γενόμενοι οι πάντες, επίσης ως υπεύθυνοι του
λυτρουμένου δέονται· της δε χάριτος και λυτρώσεως επίσης τοις Ιουδαίοις και επί τα
έθνη, εικότως και η κλήσις γέγονε των εθνών ».73

Στη συνέχεια, όταν θα ξεκινήσει η παρουσίαση του ερμηνευτικού κειμένου


του Οικουμενίου πάνω στην Επιστολή αυτή του Αποστόλου Παύλου, το μοτίβο θα
είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που συναντήσαμε και στους δύο προηγούμενους
Τόμους: με άλλα λόγια το καινοδιαθηκικό κείμενο θα είναι σε μεγαλύτερη και
εντονότερη γραμματοσειρά, θα ακολουθήσει η ερμηνεία του Οικουμενίου με πιο
ψιλά και μικρότερα γράμματα και από κει και πέρα θα έχουμε διάφορες παραπομπές
είτε σε έργα της Καινής Διαθήκης είτε μη (για τμήματα του κειμένου, που δεν
προέρχονται από την ίδια την Προς Ρωμαίους Επιστολή, και τα οποία θα είναι σε
πλάγια γραμματοσειρά). Επίσης, είναι ενδεικτικό πως και εδώ έχουμε ορισμένα

73
Ο.π., σελ. 225 .
53

αποσπάσματα του κειμένου μέσα σε αγκύλες, και με βάση όσα είχαν προσημειωθεί
παραπάνω, γίνεται σαφές πως πρόκειται για σχόλια που είχαν βρεθεί στο περισελίδιο,
δηλαδή στο περιθώριο των χειρογράφων (προερχόμενα, όπως έχει τονιστεί πιο πριν,
μάλλον από τους αντιγραφείς του αρχικού κειμένου). Επιπλέον, το κείμενο της
ερμηνεία του Οικουμενίου παρατίθεται είτε ανά ένα στίχο ή ανά δύο στίχους ή σε
ορισμένες περιπτώσεις ανά 4 με 5 στίχους.

Στην περίπτωση του Τέταρτου Τόμου έχουμε πάλι κείμενο με την ερμηνεία
του Οικουμενίου, αλλά σε ό, τι αφορά τις δύο Προς Κορινθίους Επιστολές. Η μεν
πρώτη Προς Κορινθίους Επιστολή πρέπει να γράφτηκε μεταξύ του 56 και 57 μ.Χ. και
συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της τρίτης ιεραποστολικής περιοδείας του
Αποστόλου, κατά την παραμονή του τελευταίου στην Έφεσο. Μαζί του βρίσκονταν
και οι στενοί του συνεργάτες Στεφανάς, Φορτουνάτος και Αχαϊκός, οι οποίοι ήταν
Κορίνθιοι στην καταγωγή και οι οποίοι προφανώς είχαν κομίσει την Επιστολή στην
Κόρινθο.74

Η Β΄ Προς Κορινθίους Επιστολή, της οποίας η ερμηνεία επίσης


παρουσιάζεται στον παρόντα τόμο, συνεγράφη από τον Απόστολο των Εθνών, κατά
τη διάρκεια επίσης της τρίτης του ιεραποστολικής περιοδείας και ενώ αυτός
βρισκόταν στη Μακεδονία (κατά πάσα πιθανότητα στην πόλη των Φιλίππων). Όταν ο
Παύλος ήταν στην Έφεσο (όπου είχε διαμείνει για συνολικά τρία χρόνια) είχε είχε
στείλει το στενό του συνεργάτη Τίτο στην Κόρινθο. Ο τελευταίος θα τον συναντούσε
κατόπιν στην Τρωάδα της Μικράς Ασίας. Ο Τίτος όμως καθυστερούσε και ο Παύλος
που ανησυχούσε για την εξέλιξη της κατάστασης στην Κόρινθο αποφάσισε να
ξεκινήσει για την Μακεδονία. Εκεί εν τέλει τον συνάντησε ο Τίτος, ο οποίος του
μετέφερε τις ευχάριστες πληροφορίες για την κοινότητα της Κορίνθου. Με αφορμή
αυτές τις ευχάριστες ειδήσεις συνέγραψε την Β΄ Προς Κορινθίους Επιστολή ο
Παύλος, μάλλον γύρω στο 57 μ.Χ.75

Μετά από τα δύο εξώφυλλα, όπου δίνονται οι συνηθισμένες πληροφορίες


προς τον αναγνώστη, αναφορικά με το περιεχόμενο του Τόμου, τον ερμηνευτή, τον
εκδότη, τον χρόνο έκδοσης του Τόμου (1843) και τον τόπο έκδοσης, υπάρχει ένας
ιδιαίτερα κατατοπιστικός κατάλογος περιεχομένων, όπου ο αναγνώστης μπορεί να δει

74
Παναγόπουλος, Ιωα., Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Αθήνα, 1994, σελ. 209 .
75
Ο.π., σελ. 225 .
54

αφενός μεν σε ποια σελίδα του βιβλίου μπορεί να βρει το κάθε κεφάλαιο της κάθε
επιστολής και αφετέρου να διαπιστώσει πώς ο ίδιος ο Φαρμακίδης χώρισε σε
επιμέρους τμήματα την ύλη των δύο κειμένων.

Στη συνέχεια, έχουμε μια αναφορά και περιγραφή της Α΄ Προς Κορινθίους
Επιστολής, από τον ίδιο τον Οικουμένιο, όπου μεταξύ άλλων τονίζεται πως: «Και
πρώτον μεν, μαρτυρεί αυτοίς εν φρονήσει και γνώσει· ουκ αποδέχεται δε αυτούς
ποιούντας σχίσματα, αλλά και συμβουλεύει, μη εν λόγω την αρετήν, αλλ’ εν έργω και
δυνάμει ηγείσθαι....Την δε ανάστασιν, από του εγηγέρθαι Χριστόν συνίστησι. Και
τέλει παραινετικούς λόγους εις τα ήθη γράφει, και περί λογίας της εις τους αγίους
παραγγέλει και ούτως τελειοί την Επιστολήν». 76 Παράλληλα, μετά από το κείμενο
του Οικουμενίου ακολουθεί ένα μικρό και αρκετα σύντομο κείμενο που ανήκει στον
Θεοδώρητο.77 Κι εδώ παρατηρούμε κάποια γενικά στοιχεία όσον αφορά την υπόθεση
της επιστολής και τους λόγους συγγραφής της.

Κατόπιν έχουμε το κείμενο του ίδιου του Οικουμενίου, όπου ήδη από την
πρώτη σελίδα θα παρατηρήσουμε ότι ο Φαρμακίδης με το σύστημα των παραπομπών
του για άλλη μια φορά δίνει τις πιο αναλυτικές ει δυνατόν πληροφορίες στον
αναγνώστη, σχετικά με το ερμηνευτικό κείμενο. Εδώ συγκεκριμένα θα
παρατηρήσουμε ότι στους τρεις πρώτους στίχους του Προοιμίου της Α΄ Προς
Κορινθίους Επιστολής του Παύλου,78 ο Φαρμακίδης έχει τοποθετήσει μια παραπομπή
στην ερμηνεία του Οικουμενίου (εδώ ο Οικουμένιος λέει χαρακτηριστικά ότι): «Ου
διότι ημείς ήμεν άξιοι· αλλά διότι ηθέλησεν, έσωσε και εκάλεσεν. Ώστε και νυν εμέ

76
Οικουμενίου, «Υπόθεσις της Προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής» στο Η Καινή Διαθήκη μετά
υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τέταρτος περιέχων τας δύο
Προς Κορινθίους Επιστολάς, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1843, σελ. 3 .
77
Ο Θεοδώρητος (393– περ. 475) υπήρξε εκκλησιαστικός συγγραφέας και χριστιανός επίσκοπος της
πόλης Κύρου (ή Κύρρου), πρωτεύουσας της συριακής επαρχίας της Κυρρηστικής. Θεωρείται ως «ο
μεγαλύτερος ερμηνευτής της Ανατολής», Βλ. Τατάκης Βασ., Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδόσεις
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977, σελ. 29 .
78
Πρόκειται συγκεκριμένα για τον πρώτο στίχο στην αρχή της Επιστολής (ουσιαστικά τον πρώτο
στίχο του Προοιμίου της Επιστολής), όπου ο Απόστολος λέει: «Παύλος κλητός Απόστολος Ιησού
Χριστού, δια θελήματος Θεού και Σωσθένης ο αδελφός». Ο αναφερόμενος εδώ Σωσθένης ήταν
συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου και χαρακτηριστικό της αγάπης του Παύλου που έτρεφε προς τον
Σωσθένη είναι, ότι στην Α’ προς Κορινθίους επιστολήν του, ονομάζει αυτόν συστρατιώτη του. Ο
Απόστολος Σωσθένης αναδείχτηκε επίσκοπος της πόλεως Κολοφώνος στην Ιωνία, και διακρίθηκε για
την διδακτικότητα και την αυταπάρνηση του .
55

θέλει απόστολον υμών είναι· Και πώς υμείς άλλους θέλετε διδασκάλους; Άρα
αντίθετοι έστε» Θεόφυλακτος .79

Σχετικά με τον Θεοφύλακτο, παρατηρούμε ότι στο συγκεκριμένο τόμο, ο


Φαρμακίδης παραθέτει εν είδει παραπομπών, πληθώρα στοιχείων προερχομένων από
τις ερμηνευτικές αναλύσεις που είχε κάνει ο συγκεκριμένος εκκλησιαστικός Πατέρας.
Έτσι, επί παραδείγματι, θα παρατηρήσει ο αναγνώστης μερικές σελίδες πιο μετά από
το ερμηνευτικό σχόλιο του Θεοφυλάκτου στον πρώτο στίχο της Α΄ Προς Κορινθίους
Επιστολής, ότι ο Φαρμακίδης σε υποσημείωση θα παρουσιάσει το ερμηνευτικό
σχόλιο του Θεοφυλάκτου όσον αφορά την περίπτωση του στίχου 1,13, όπου ο
Παύλος αναφερόμενος στις έριδες μεταξύ των Κορινθίων, τους κάνει την ρητορική
ερώτηση: «Μεμέρισται ο Χριστός;». ενώ λοιπόν, ο Οικουμένιος από τη μεριά του
αναφέρει χαρακτηριστικά: «Κατετέμετε τον Χριστόν; Διείλετε αυτού το σώμα;
Φόβου δε γέμει το ρήμα».80 Εδώ ο Φαρμακίδης θα υποδηλώσει σε υποσημείωση:
«Θυμού δε γέμει ο λόγος, παρά τω Θεοφυλάκτω».81

Την ίδια στιγμή, είναι και εδώ εμφανής η χρήση των σχολίων των
περισελιδίων, όπως και σε όλους τους άλλους τόμους. Το κείμενο ιδιαίτερα του
τέταρτου τόμου είναι γεμάτο από κείμενα που βρίσκονται εντός αγκυλών.
Παράλληλα, βλέπουμε και εδώ την πάγια τακτική της χρήσης υποσημειώσεων, με τις
οποίες δηλώνεται η προέλευση φράσεων, που χρησιμοποιεί ο Οικουμένιος στο
ερμηνευτικό του κείμενο, από άλλα κείμενα είτε της Καινής είτε της Παλαιάς
Διαθήκης.

Είναι δηλαδή σαφές και εδώ πως ο Φαρμακίδης δεν παραλείπει να


παρουσιάσει με λεπτομέρειες, όλες τις υπάρχουσες ερμηνείες αναφορικά με τους
διάφορους στίχους και χωρία των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, που είχε στα χέρια
του. Αυτό το στοιχείο άλλωστε, όπως θα τονιστεί σε άλλο κεφάλαιο παρακάτω (αυτό
που αφορά τη γενικότερη συνεισφορά του Φαρμακίδη στον τομέα της έκδοσης
ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης) είναι ενδεικτικό της σημαντικής του
συνεισφοράς στον συγκεκριμένο χώρο επιστημονικών εκδόσεων.

79
Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Τέταρτος περιέχων τας δύο Προς Κορινθίους Επιστολάς, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1843, σελ. 5 .
80
Ο.π., σελ. 11 .
81
Ο.π., σελ. 11 .
56

Στην περίπτωση του πέμπτου Τόμου της σειράς , παρατηρούμε αντίστοιχα, ότι
εμπεριέχεται η ερμηνεία του Οικουμενίου στις υπόλοιπες επιστολές του Αποστόλου
Παύλου. Εδώ έχουμε τον τίτλο "Τόμος Πέμπτος, περιέχων την Προς Γαλάτας μέχρι
της Προς Φιλήμονα". Εδώ, όπως άλλωστε σημειώθηκε πρωτύτερα, ο τόμος
περιλαμβάνει την Προς Γαλάτας Επιστολή, την Προς Εφεσίους, τις δύο Προς
Θεσσαλονικείς, την Προς Φιλιππησίους, την Προς Κολοσσαείς, τις δύο επιστολές
Προς Τιμόθεον, την Προς Τίτον και την Προς Φιλήμονα. Στην αρχή του τόμου, κατά
τη γνωστή του τακτική ο Φαρμακίδης θα παραθέσει πίνακα με τα περιεχόμενα των
σελίδων στις οποίες έχουμε το κείμενο της κάθε επιστολής καθώς και το ερμηνευτικό
κείμενο που το συνοδεύει. Εδώ βλέπουμε, ως συνήθως και το πώς έχει διαχωρίσει
ανά ενότητες το πρωτογενές υλικό ο Φαρμακίδης.

Ακολουθεί επίσης, όπως και στους προηγούμενους τόμους, η εισαγωγή του


Οικουμενίου, όπου παρατίθενται εν συντομία οι πληροφορίες για την κάθε επιστολή
(λόγοι και αφορμές συγγραφής, περιεχόμενο κ.λ.π.). Εδώ είναι χαρακτηριστικό πως
για κάθεμια από τις παρουσιαζόμενες επιστολές, μετά από την εισαγωγή του
Οικουμενίου, ακολουθεί και μια άλλη εισαγωγή, η οποία επιγράφεται από τον
Φαρμακίδη με τον τίτλο «΄Αλλη» ή «Άλλως». Ακολουθεί δηλαδή για κάθε επιστολή
και ένα δεύτερο εισαγωγικό σημείωμα, που αναφέρεται στις ίδιες παραμέτρους,
δηλαδή τους λόγους και αφορμές συγγραφής των επιστολών, το περιεχόμενο και τις
κεντρικές τους ιδέες κ.λ.π. και που δεν προέρχεται όμως από τη γραφίδα του
Οικουμενίου. Εδώ μάλιστα, δεν γίνεται αναφορά στον συγγραφέα (ή αντίστοιχα
συγγραφείς) αυτών των εισαγωγικών σημειωμάτων, που είναι το ίδιο σύντομα, όπως
αυτά του Οικουμενίου.

Πέραν αυτών των στοιχείων, ο Φαρμακίδης δεν μας επιφυλάσσει κάποιες


ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις ως προς τις μεθόδους και τις τεχνικές που χρησιμοποιεί
κατά τη διαδικασία του τρόπου παράθεσης και παρουσίασης τόσο του καθαυτό
κειμένου των επιστολών του Παύλου όσο και των ερμηνευτικών σχολίων του
Οικουμενίου και άλλων πατέρων της Εκκλησίας. Από τους σχολιασμούς, που δεν
προέρχονται από τον Οικουμένιο, πρωτεύων ρόλος δίνεται και πάλι σε αυτούς, που
προήλθαν από τον Θεοφύλακτο. Είναι ενδεικτικό πως σε σύγκριση με άλλους Τόμους
της σειράς, όπου έχουμε παραπομπές και αναφορές στην ερμηνεία και του
Θεοφύλακτου, ο Πέμπτος Τόμος ίσως εμπεριέχει τις πιο εκτενείς αναφορές σε
αποσπάσματα από το ερμηνευτικό έργο αυτού του εκκλησιαστικού Πατέρα.
57

Θα παρατηρήσουμε φερ' ειπείν στη σελίδα 77 του Τόμου και στο σχολιασμό
του στίχου 6,13,82 ότι στο σχολιασμό του Οικουμενίου, όπου διαβάζουμε «Πάντα
ποιούσι και ανθρώποις αρέσαι θέλουσι, μόνον ίνα μη δια της πίστεως άρχωνται και
διοικώνται»,83 ο Φαρμακίδης θα τοποθετήσει παραπομπή στην οποία έχει και το
αντίστοιχο ερμηνευτικό σχόλιο του Θεοφύλακτου για τον ίδιο στίχο. Εδώ
συγκεκριμένα θα διαβάσουμε σε αυτήν την παραπομπή τα εξής: «Μη μοι λέγε, φησί,
περιτομήν την μηδέ δυναμένην και άχρηστον ούσαν, ώσπερ και η ακροβυστία. Ο γαρ
Χριστός πάντα εκαίνεσε και άλλην πολιτείαν απαιτεί ημάς. Καινή γας κτίσις η κατά
Χριστόν ζωή. Διότι νυν αι ψυχαί ημών παλαιωθείσαι τη αμαρτία, ανενεώθησαν τω
βαπτίσματι. Και ότι εν τω μέλλοντι τη αφθαρσία και τη δόξη τιμηθησόμεθα, τα
σώματα καινισθέντες και αφθαρθησθέντες» (Θεοφύλακτος).84

Επιπλέον ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι ενίοτε υφίσταται και η χρήση


των ερμηνευτικών σχολίων (πάντα υπό τη μορφή παραπομπών στο κάτω περιθώριο
της σελίδας) άλλων πατέρων της Εκκλησίας, από τους οποίους εδώ ξεχωρίζει η
περίπτωση του Θεοδώρητου. Στην ίδια σελίδα μάλιστα, όπου παρατηρήσαμε την
παραπομπή με το κείμενο του Θεοφύλακτου, παρατηρούμε και μια παραπομπή με
ένα ερμηνευτικό σχόλιο του Θεοδώρητου, το οποίο αφορά το στίχο 6,16 της
συγκεκριμένης πάντα επιστολής.85 Διαβάζουμε συγκεκριμένα, ότι: «Κανόνα εκάλεσε
την προκειμένην διδασκαλία, ως ευθύτητι κοσμουμένην, και μήτε ελλείπόν τί, μήτε
περιττόν έχουσαν· τοις δε ταύτην ασπαζομένοις επηύξατο τον έλεον και την ειρήνην.
Ισραήλ δε του Θεού, τους πιστούς ωνόμασεν, άτε δη τον θεόν ορώντας δια της
πίστεως· τούτο γαρ το ερμηνεύει το όνομα» (Θεοδώρητος).86

Εδώ ας σημειωθεί παράλληλα πως ο Φαρμακίδης, στην ίδια πάντα


παραπομπή, έχει παραθέσει τα ερμηνευτικά σχόλια τόσο του Θεοδώρητου όσο και
του Θεοφύλακτου. Η αναφορά και πάλι στο Θεοφύλακτο έχει μεγαλύτερη έκταση,

82
Προς Γαλ. 6,13: «οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς
περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται» .
83
Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πέμπτος
περιέχων την προς Γαλάτας έως της προς Φιλήμονα, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1843, σελ. 77 .
84
Ο.π., σελ. 78 .
85
Γαλ., 6,16: « καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ' αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν
᾿Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ».
86
Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος
Πέμπτος περιέχων την προς Γαλάτας έως της προς Φιλήμονα, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου,
εν Αθήναις, 1843, σελ. 78 .
58

σημάδι της σημασίας που αποδίδεται και στο δικό του ερμηνευτικό έργο σε αυτόν τον
Τόμο της σειράς, μετά από το ερμηνευτικό έργο του Οικουμένιου. Με άλλα λόγια,
κατά σειρά προτεραιότητας και σημασίας στα ερμηνευτικά σχόλια και κείμενα των
τριών αυτών εκκλησιαστικών Πατέρων, η κατάταξη έχει ως εξής: α) Οικουμένιος, β)
Θεοφύλακτος και γ) Θεοδώρητος. Και αυτό δεν αφορά μονάχα την Προς Γαλάτας
επιστολή αλλά και όλες τις άλλες.

Από κει και πέρα, θα δούμε και εδώ το γνωστό μοτίβο: τη χρήση δηλαδή
παραπομπών (που δεν αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς, όπως 1,2,3 κ.λ.π.) αλλά
με ελληνικούς (α, β, γ, δ κ.λ.π.) για να δηλωθεί η παράθεση μέσα στα ερμηνευτικά
κείμενα και σχόλια, στίχων προερχομένων από τα έργα της Αγίας Γραφής. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στο παράδειγμα, που επισημάνθηκε παραπάνω, σχετικά με το
σχόλιο του Θεοδώρητου στο στίχο 6,16 της Προς Γαλάτας επιστολής, παρατηρούμε
ένα είδος «εσωτερικής παραπομπής», μιας παραπομπής στην παραπομπή.
Συγκεκριμένα, βλέπουμε ότι ο Φαρμακίδης παραθέτει με μεγαλύτερη γραμματοσειρά
ένα μικρό απόσπασμα από το προαναφερόμενο κείμενο του Θεοδώρητου, το οποίο
έχει προέλευση από τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης. Πρόκειται εν προκειμένω για
τους στίχους του ΛΒ΄ 28-30.87

2.4 δ) Καθολικές Επιστολές

Στην περίπτωση του έκτου Τόμου αυτής της μνημειώδους πράγματι σειράς, ο
αναγνώστης θα δει εκτός την ερμηνεία της Προς Εβραίους Επιστολής, αυτή και των
επτά Καθολικών (περί των οποίων έγινε σύντομος λόγος στο πρώτο κεφάλαιο της
παρούσης εργασίας). Εδώ και πάλι θα δούμε τη χρήση σύντομων εισαγωγικών
σημειωμάτων, τόσο για την Προς Εβραίους Επιστολή, όσο και για τις Καθολικές
Επιστολές. Αυτά τα σημειώματα είναι γραμμένα από τον Οικουμένιο . Παράλληλα,
έχουμε αμέσως μετά εξίσου πολύ σύντομα εισαγωγικά σημειώματα από αγνώστου
προελεύσεως συγγραφέα, που δεν κατονομάζεται. Κι εδώ αυτά τα συγκεκριμένα
εισαγωγικά σημειώματα, έχουν τον τίτλο «Άλλως» ή «Άλλη» (Υπόθεσις).

87
Γεν. ΛΒ΄ 28-30: « Καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ᾿Ιακώβ, ἀλλ᾿ ᾿Ισραὴλ ἔσται
τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ. 29 ἠρώτησε δὲ ᾿Ιακὼβ
καὶ εἶπεν· ἀνάγγειλόν μοι τὸ ὄνομά σου. καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο ἐρωτᾶς σὺ τὸ ὄνομά μου; καὶ
εὐλόγησεν αὐτὸν ἐκεῖ. 30 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος Θεοῦ· εἶδον γὰρ
Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή».
59

Την ίδια στιγμή, μετά από τη σύντομη δύο περίπου σελίδων Εισαγωγή του σε
αυτόν τον τόμο, ο Φαρμακίδης θα παρουσιάσει τους πίνακες με τα περιεχόμενα για
καθένα από τα καινοδιαθηκικά έργα που εμφανίζονται εδώ. Για άλλη μια φορά
γίνεται αντιληπτό, με βάση τον καταμερισμό των διαφόρων κεφαλαίων των
επιστολών ανά σελίδες, πως ο Φαρμακίδης ακολουθεί μια δική του ελεύθερη τακτική.
Δηλαδή δεν δεσμεύεται από την παραδοσιακή δομή των έργων αυτών ανά κεφάλαια.

Ας σημειωθεί εδώ πως αυτή η τακτική δεν είναι συνυφασμένη την ίδια στιγμή
με φαινόμενα άναρχης δόμησης του κειμένου. Απεναντίας υπάρχει μια πολύ
συγκεκριμένη λογική και συνοχή ως προς τον τρόπο παρουσίασης των κειμένων,
αφού ο διαχωρισμός τους σε ενότητες υφίσταται με βάση τα διάφορα θέματα, τα
οποία πραγματεύεται το κάθε κείμενο. Φερ' ειπείν παρατηρούμε στην Καθολική
Ιούδα Επιστολή (στα περιεχόμενα) ότι ο Φαρμακίδης έχει χωρίσει το κείμενο σε τρεις
ενότητες. Από αυτές, η πρώτη ενότητα περιέχει τα σχετικά «Περί προσοχής της εις
Χριστόν πίστεως δια την επανάστασιν των ασεβών και ασελγών ανδρών· εν ω περί
μελλούσης αυτών κολάσεως καθ' ομοίωσιν των πάλαι αμαρτησάντων και
πονηρών».88

2.5 ε) Αποκάλυψη

Καταρχήν ως προς το θέμα της δομής με την οποία παρουσιάζεται το όλο


υλικό στο Ζ΄ Τόμο, που αφορά την ερμηνεία της Αποκάλυψης του Ιωάννη, θα
παρατηρήσουμε ότι καταρχήν το βιβλίο στην αρχή και συγκεκριμένα στα
Προλεγόμενα αναφέρεται στους λόγους επιλογής των υπομνημάτων των επισκόπων
Καισαρείας Αρέθα και Ανδρέα .

Στην περίπτωση του 7ου τόμου που μας απασχολεί εδώ, παρατηρούμε, όπως
και παραπάνω, ότι ο Φαρμακίδης καταρχήν καταφεύγει στη χρήση πολλών
παραπομπών ανά σελίδα. Σε αυτές τις παραπομπές, έχουμε και πάλι αναφορές σε
έργα της Καινής Διαθήκης ή αντίστοιχα και της Παλαιάς Διαθήκης (ανάλογα με το αν

88
Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Έκτος
περιέχων την Προς Εβραίους Επιστολήν και τας Επτά Καθολικάς, εκδόσεις Νικολάου Αγγελίδου, εν
Αθήναις, 1844, σελ. ιε΄ .
60

δηλαδή οι Ανδρέας και Αρέθας χρησιμοποιούν στην ερμηνεία τους της Αποκάλυψης
του Ιωάννη, φράσεις προερχόμενες από την Αγία Γραφή).

Φερ’ ειπείν, παρατηρούμε στη σελίδα 5 και 6 του έβδομου τόμου, στην
ερμηνεία του Αρέθα, η οποία αφορά τους στίχους 4 και 5 στο Κεφάλαιο Α της
Αποκάλυψης του Ιωάννη (όπου διαβάζουμε «ἰωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν

τῇ ἀσίᾳ: χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν

ἑπτὰ πνευμάτων ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ. καὶ ἀπὸ ἰησοῦ χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ

πιστός, ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. τῷ ἀγαπῶντι

ἡμᾶς καὶ λύσαντι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ») ότι ο
ερμηνευτής παραπέμπει τόσο σε έργα της Καινής Διαθήκης, όπως η Α' Επιστολή
Ιωάννου, και η Προς Φιλιππησίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (σελ. 5) όσο
και σε έργα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως για παράδειγμα το βιβλίο των Ψαλμών
(κεφάλαιο ΡΒ΄, 20).

Σε άλλη σελίδα για παράδειγμα, στη σελίδα 23 συγκεκριμένα, θα


παρατηρήσει ο αναγνώστης, πως καθώς ο Αρέθας χρησιμοποιεί κατά την ερμηνεία
του τρεις φράσεις από την Καινή Διαθήκη (και δύο από την Παλαιά Διαθήκη),
υπάρχουν αντίστοιχα πέντε παραπομπές από τον Φαρμακίδη, ώστε να πληροφορηθεί
ο αναγνώστης την προέλευση αυτών των φράσεων. Έτσι, είναι ενδεικτικό πως εδώ
έχουμε τη χρήση φράσεων και των αντίστοιχων παραπομπών σε αυτές, που αφορούν
το 6,15 στη Β΄ Προς Κορινθίους Επιστολή, το 1,1 από την Α΄ Επιστολή Ιωάννου και
το 6,2 από την Προς Γαλάτας Επιστολή. Την ίδια στιγμή, από την Π.Δ. έχουμε τη
χρήση φράσεων προερχομένων, όπως μας πληροφορεί ο Φαρμακίδης με τις
παραπομπές του, από το Βιβλίο των Ψαλμών ΛΒ΄, 15 και Η΄, 2 αντίστοιχα.

Επίσης είναι χαρακτηριστικό πως μέσα στο ερμηνευτικό κείμενο των


Πατέρων της Εκκλησίας, οι προερχόμενες από την Αγία Γραφή φράσεις, είναι
τυπωμένες εντός του τόμου με πλάγια γράμματα, για να ξεχωρίζουν από το καθαυτό
κείμενο του ερμηνευτή. Εδώ ας σημειωθεί επιπρόσθετα ότι η ερμηνεία του επισκόπου
Αρέθα φτάνει έως τη σελίδα 241 του παρόντος τόμου και αντίστοιχα η ερμηνεία του
επισκόπου Ανδρέου ξεκινάει από τη σελίδα 247. Στην ουσία δηλαδή ο τόμος
περιλαμβάνει την ερμηνεία και των δύο πατέρων πάνω σε όλο το έργο (συνολικά 72
61

κεφάλαια, όσο είναι το μέγεθος της Αποκάλυψης του Ιωάννου, κατά τη διαίρεση του
Ανδρέα).

Παράλληλα όμως οι παραπομπές, όπως θα παρατηρηθεί και στους


προηγούμενους τόμους, δεν αφορούν μονάχα τις φράσεις από την Αγία Γραφή ή σε
ορισμένες περιπτώσεις και από τη θύραθεν γραμματεία (όπως φάνηκε με την
περίπτωση του έργου του Ιωσήπου στον Α΄ Τόμο), αλλά αφορούν και σε
επεξηγηματικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις του ίδιου του Φαρμακίδη. Αυτές οι
παρατηρήσεις μπορούν να αφορούν θέματα, από την επισήμανση της ορθογραφίας ή
της σημαντικής θέσεως διαφόρων λέξεων μέσα στο αρχαίο κείμενο μέχρι την
επεξήγηση διαφόρων λέξεων και φράσεων σε συνάφεια με το ιστορικό περιβάλλον
της εποχής του ευαγγελιστή Ιωάννου και σε συνάφεια με περιστατικά των
Ευαγγελίων και της Καινής Διαθήκης γενικότερα.

Ως προς τη δομή του συγκεκριμένου τόμου, παρατηρούμε ότι μετά από το


εξώφυλλο το οποίο αναφέρει τον τίτλο του έργου που εκδίδεται από τον Θεόκλητο
Φαρμακίδη, τον τόπο και τη χρονιά έκδοσης (εν Αθήναις, 1845), τον τόπο όπου
τυπώθηκε το βιβλίο κλπ., ακολουθεί μια σελίδα στην οποία αναφέρονται τα ονόματα
των δύο εκκλησιαστικών πατέρων των οποίων χρησιμοποιούνται εν προκειμένω τα
ερμηνευτικά κείμενα πάνω στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Στη συνέχεια ακολουθούν
Προλεγόμενα εκ μέρους του Φαρμακίδη. Εδώ ο συγγραφέας επεξηγεί για άλλη μια
φορά τους λόγους της ενασχόλησής του με το συγκεκριμένο εγχείρημα και παραθέτει
ένα πολύ σύντομο ιστορικό σχετικά με το πότε έγιναν οι πρώτες εκδόσεις αυτών των
ερμηνευτικών κειμένων.

Μετά από τα Προλεγόμενα, ακολουθεί ένας πίνακας περιεχομένων με τα


κεφάλαια της Αποκάλυψης του Ιωάννη και με τον τίτλο σε καθένα από αυτά τα
κεφάλαια. Στη συνέχεια, τόσο του κειμένου του Αρέθα όσο και αυτού του Ανδρέα
ακολουθεί ένα μικρό προλογικό κείμενο, που ανήκε σε καθέναν εκ των δύο
επισκόπων.

Τόσο ο Αρέθας όσο και ο Ανδρέας τονίζουν πως η ερμηνεία τους είναι
συνυφασμένη με την προσπάθεια να διαφανεί γενικότερα, όσο βέβαια είναι δυνατό
αυτό, η σοφία και αλήθεια που ενυπάρχουν στους στίχους και τα κεφάλαια της
Αποκάλυψης του Ιωάννη. Θα αναφέρει ενδεικτικά στο δικό του προλογικό κείμενο ο
επίσκοπος Ανδρέας ότι: «ειδώς μεγάλης τούτο είναι διανοίας και [τω] θείω πνεύματι
62

πεφωτισμένης, των μυστικώς τοις αγίοις εωραμένων εν τω μέλλοντι χρόνω


συμβήσθεσθαι, ποιείσθαι την ανάπτυξιν».89 Μάλιστα προσθέτουν και οι δύο
εκκλησιαστικοί Πατέρες το ότι από καιρό είχαν δεχθεί πιέσεις από το περιβάλλον
τους προκειμένου να ασχοληθούν με την ερμηνεία αυτού του βιβλίου της Καινής
Διαθήκης.

Βλέπουμε ακόμα, ότι και οι δύο κάνουν στα προλογικά τους σημειώματα,
αναφορές σχετικά με το έργο προγενέστερων Πατέρων της Εκκλησίας, εκ των οποίων
άντλησαν στοιχείο και υλικό για την εκπόνηση των ερμηνευτικών τους κειμένων. Για
παράδειγμα στο δικό του προλογικό σημείωμα, ο επίσκοπος Ανδρέας σημειώνει
χαρακτηριστικά (επισημαίνοντας παράλληλα και τη θεοπνευστία της Αποκάλυψης),
ότι : «Περί μέντοι του θεοπνεύστου της βίβλου, περιττόν μηκύνειν τον λόγον
ηγούμεθα, των μακαρίων Γρηγορίου [φημί] του θεολόγου, και Κυρίλλου, προσέτι δε
και των αρχαιοτέρων Παππίου, Ειρηναίου, Μεθοδίου και Ιππολύτου ταύτη
προσμαρτυρούντων των αξιόπιστον· παρ' ων και ημείς πολλάς λαβόντας αφορμάς εις
τούτον ελυλήθαμεν, καθώς εν τισι τόποις χρήσεις τούτων παρεθέμεθα».90

Αξιόλογη και ενδιαφέρουσα είναι η διαίρεση της Αποκάλυψης την οποία


επιχειρεί ο Ανδρέας Καισαρείας στο υπόμνημά του σε αυτήν, χωρίζοντας την σε 24
λόγους σύμφωνα πρός το χωρίο Απ. 4,4. Εκεί γίνεται λόγος για 24 πρεσβυτέρους
καθήμενους κύκλωθεν του θρόνου του Θεού. Ο κάθε λόγος διαιρείται σε 3 κεφάλαια
ακολουθώντας τον πλατωνικής εμπνεύσεως τριμερή συμβολισμό και διαίρεση σε
σώμα - ψυχή - πνεύμα, ούτως ώστε το σύνολο του βιβλίου της Αποκάλυψης να
αποτελείται από 72 κεφάλαια . Γενικότερα η κοινής αποδοχής διαίρεση του κειμένου
της Καινής Διαθήκης σε κεφάλαια οφείλεται στον λόγιο Άγγλο καρδινάλιο και
καθηγητή του περίφημου Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Παρίσι) Stephen Langton
(1150 - 1228), μετέπειτα αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ (1207-1228), ενώ η
διαίρεση του κειμένου σε στίχους στον Γάλλο τυπογράφο Robert Estienne (1503 -

89
Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας Πρόλογος (κυρίω μου αδελφώ μου και
συλλειτουργώ) στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου
Φαρμακίδου, Τόμος έβδομος περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1845, σελ. 243 .
90
Ο.π., σελ. 245 .
63

1559, γνωστότερο με την εκλατινισμένη ονομασία Robertus Stephanus) και μάλιστα


στην έκδοσή που έκανε το 1551 στη Γενεύη της Ελβετίας.91

3ο Κεφάλαιο : Η σημασία του εκδοτικού έργου του Θεόκλητου Φαρμακίδη

3. 1 Η σημασία που αποδίδει ο Θεόκλητος Φαρμακίδης στο εκδοτικό του έργο

Μέσα από τα «Προλεγόμενα» των τόμων της εκδοτικής σειράς του


Φαρμακίδη, ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να αντλήσει όλα εκείνα τα στοιχεία,
βάσει των οποίων γίνεται κατανοητό και ξεκάθαρο για ποιο λόγο ο ίδιος ο
Φαρμακίδης απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στο συγκεκριμένο έργο. Εδώ καταρχήν
μπορεί να τονιστεί συνοπτικά πως ο ίδιος τονίζει επανειλημμένως στα κείμενα των
«Προλεγόμενων» (όπως παρατηρούμε φερ' ειπείν στον Α΄ Τόμο της σειράς) την
ηθική σημασία του έργου και την ηθικοπνευματική ωφέλεια που μπορεί να έχει ο
αναγνώστης από την εντρύφηση σε ένα τέτοιο έργο.

Παρακολουθώντας τον ίδιο του το λόγο, μέσα από το εκδοτικό του έργο, θα
δούμε να αναφέρει καταρχήν επί παραδείγματι : « ότι η μελέτη των ιερών Γραφών
είναι τόσον αναγκαία εις τον χριστιανόν, όσο αυτή η υλική τροφή εις τον άνθρωπο, εν
γένει, δεν υπάρχει, νομίζομεν, χριστιανός όστις αμφιβάλλει περί τούτου. Και τί λέγομεν,
αναγκαία; είναι τόσω αναγκαιοτέρα εκείνης, όσο τιμιωτέρα του σώματος είναι η ψυχή,
εις σωτηρίαν της οποίας αποβλέπει αύτη ».92 Εδώ με άλλα λόγια, ευθύς εξαρχής ο
Θεόκλητος Φαρμακίδης θα θέσει το ζήτημα της ψυχοπνευματικής ωφέλειας, την
οποία μπορεί να έχει ένας πιστός μέσα από την ανάγνωση των Γραφών. Αυτό
μάλιστα, είναι ένα μοτίβο, το οποίο θα επαναληφθεί αρκετές φορές στα
«Προλεγόμενα», δηλαδή στα εισαγωγικά σημειώματα των τόμων της σειράς.

Επέχει ιδιαίτερης σημασίας το ότι ο Φαρμακίδης θα στηρίξει ακόμη


περισσότερο την ιδέα περί ψυχοπνευματικής ωφέλειας, που μπορεί να προκύψει μέσα
από την ανάγνωση των ερμηνευτικών υπομνημάτων της Αγίας Γραφής,
αναφερόμενος στα όσα δηλώνουν επί του θέματος οι ίδιοι οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Δηλαδή, η επίκληση των τελευταίων λειτουργεί εν είδει αυθεντίας μέσω της οποίας

91
Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη , Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2004, σελ. 46-47
92
Φαρμακίδης, Θ., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Α΄, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της τυπογραφίας
Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ζ΄ .
64

αυτή η σημαντική εκκλησιαστική και πνευματική φυσιογνωμία του ελληνισμού του


19ου αιώνα, στηρίζει ακόμα περισσότερο το κύρος της σπουδαίας εκδοτικής
προσπάθειάς της.

Επισημαίνει επί παραδείγματι στη συνέχεια ενδεικτικά ο Φαρμακίδης ότι:


« Άπειρον εθεώρουν οι θείοι Πατέρες τον καρπόν της αναγνώσεως και μελέτης των
ιερών Γραφών, και άπειρος είναι τωόντι. Μεγίστην εθεώρουν βλάβην την έλλειψιν
αυτής, και μεγίστη είναι τωόντι. ‘Μεγάλη’ λέγει ο θείος Χρυσόστομος (Ομ. Γ΄ εις τον
Λάζαρον) ‘μεγάλη ασφάλεια προς το μη αμαρτάνειν των Γραφών η ανάγνωσις· μέγας
κρημνός και βάραθρον βαθύ, των Γραφών η άγνοια· μεγάλη προδοσία σωτηρίας, το
μηδέν από των θείων ειδέναι νόμων. Τούτο και αιρέσεις έτεκε· Τούτο και βίον
διεφθαρμένον εισήγαγε. Τούτο τα άνω κάτω πεποίηκε. Αμήχανον γάρ, αμήχανον,
άκαρπον αναχωρήσαι τινά συνεχώς αναγνώσεως απολαύοντα μετ' επιστασίας’ ».93

Γενικότερα στα «Προλεγόμενα» του Α΄ Τόμου του ο Φαρμακίδης θα


στηριχτεί κυρίως και κατά βάση στον ερμηνευτικό λόγο του αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, αναφορικά με την εξήγηση των λόγων για τους οποίους τόσο η
ανάγνωση των Γραφών όσο και η παράθεση και ανάγνωση υπομνημάτων σχετικών
με αυτά τα θεόπνευστα κείμενα έχει τόσο μεγάλη σημασία.

Εδώ, είναι επίσης ενδεικτικό πως ο Φαρμακίδης θα σημειώσει ότι ήδη στην
εποχή του, μεταξύ των διαφόρων αναγνωσμάτων, τα κείμενα της Αγίας Γραφής και
δη της Καινής Διαθήκης, ήταν εκείνα, τα οποία αναγιγνώσκονταν λιγότερο, εν
συγκρίσει με άλλα, εκ μέρους του πληρώματος της Ανατολικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Αυτή η πραγματικότητα, όπως θα επισημάνει ο Φαρμακίδης, δεν
χαρακτηρίζει μόνο τον απλό λαό (εδώ ίσως υπονοείται εκ μέρους του άλλωστε η
πραγματικότητα της εποχής, που αφορούσε το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και την
αδυναμία ανάγνωσης από μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού), αλλά αφορά εν
πολλοίς και τους ίδιους τους ανθρώπους της Εκκλησίας. Η συγκεκριμένη αναφορά
προφανώς σχετίζεται με ένα σημαντικό κομμάτι του κλήρου, ιδίως του κατωτέρου.

Σημειώνεται εδώ ενδεικτικά ότι: « Και μόνος ο λαϊκός άνθρωπος δεικνύει


τοιαύτην και τοσαύτην αμέλειαν και αδιαφορίαν προς την ψυχοσωτήριον των ιερών
Γραφών ανάγνωσιν; Δεν δεικνύει τοιαύτην και τοσαύτην και ο αυτός εκείνος, όστις και

93
Ο.π., σελ. ζ΄- η΄.
65

εξ ου φέρει εν τη εκκλησία του Χριστού χαρακτήρος έργον κύριον ώφειλε να έχη την
ανάγνωσιν και μελέτην ταύτην; Και αυτός εκείνος, εις τον οποίον οι ιεροί Κανόνες
επιβάλλουσιν ως ιερόν καθήκον την αδιάλειπτον των ιερών Γραφών ανάγνωσιν και
μελέτην· διότι οφείλει ‘εν πάση μέν ημέρα, εξαιρέτως δε εν ταις κυριακαίς, πάντα τον
κλήρον και τον λαόν εκδιδάσκειν τους της ευσεβείας λόγους, εκ της θείας Γραφής,
αναλεγόμενον τα της αληθείας νοήματά τε και κρίματα ;’ (Καν. ΙΘ' Στ΄ Οικουμενικής
Συνόδου) ».94

Στο πλαίσιο της προβληματικής που αναπτύσσει ο Φαρμακίδης, μπορεί να


παρατηρήσει κάποιος ότι η αδιαφορία για τις Γραφές και την κατανόησή τους στην
πραγματικότητα, δεν μπορεί να συνδεθεί τόσο με παράγοντες, όπως η έλλειψη
στοιχειώδους μορφώσεως, ή η δήθεν έλλειψη βιβλίων που περιέχουν τα κείμενα της
Καινής Διαθήκης, όπως είναι τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων, οι Επιστολές
του αποστόλου Παύλου, οι Καθολικές Επιστολές και η Αποκάλυψη του Ιωάννου .
Τα ίδια τα κείμενα άλλωστε σύμφωνα με τον ίδιο μπορούν να θεωρηθούν ως αρκετά
εύκολα ως προς την ανάγνωσή τους (τουλάχιστον όμως για κάποιον ο οποίος γνώριζε
ανάγνωση). Αυτή η επισήμανση άλλωστε δεν είναι τυχαία, αν ληφθεί υπόψη ότι η
γλώσσα της Καινής Διαθήκης, όπως έχει παραδοθεί μέσα από το κείμενο της
μετάφρασης των Εβδομήκοντα είναι η Κοινή, η οποία διαμορφώθηκε κατά τους
ελληνιστικούς χρόνους και που αποτέλεσε κυρίως μια αρκετά απλοποιημένη μορφή
της αττικής διαλέκτου των κλασσικών χρόνων.

Επιπλέον, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι κατά τον Φαρμακίδη στην εποχή του
φαίνεται να υφίσταται ένα γενικότερο πνεύμα αδιαφορίας για τη μελέτη των Γραφών.
Μια τέτοια παρατήρηση εκ μέρους του μοιάζει να προξενεί εύλογες απορίες, αν
αναλογιστεί κάποιος πως ακόμα η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα και των πρώτων
μετεπαναστατικών χρόνων, στα οποία τοποθετείται χρονολογικά ο εκδοτικός άθλος
του, χαρακτηρίζεται από μια σχετικά έντονη θρησκευτικότητα.

Κατά τη συγκεκριμένη ιστορική εποχή, δεν θα μπορούσε κάποιος ακόμα να


επισημάνει έντονα σημάδια εκκοσμίκευσης. Και αυτό, παρόλο που ήδη λόγω και της
ξενόφερτης πολιτικής εξουσίας (Βαυαροκρατία κ.λ.π.) σαφώς υπήρχαν ορισμένες
εξωτερικές επιρροές από τη Δύση, που ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι συναντούσαν

94
Ο.π., σελ. θ΄.
66

έντονες αντιδράσεις και αντιστάσεις από μια κοινωνία, που ακόμα σε μεγάλο βαθμό
υπήρξε πιστά προσανατολισμένη σε στέρεες παραδόσεις, μεταξύ των οποίων η
Ανατολική Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία αναμφίβολα είχε πρωτεύουσα θέση.

Καθώς λοιπόν, ο Φαρμακίδης από τη μεριά του δεν εντοπίζει κάποιον


σημαντικό και ιδιαίτερο λόγο βάσει του οποίου θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η
άγνοια ή η ύπαρξη αδιαφορίας έναντι της μελέτης και κατανόησης των Γραφών,
επισημαίνει ότι η «εξήγησις», δηλαδή ο υπομνηματισμός των αγιογραφικών κειμένων
και εν προκειμένω της Καινής Διαθήκης, μπορεί να αποτελέσει μέσο με το οποίο εκ
των προτέρων, μπορεί να αντιμετωπιστεί οποιοσδήποτε από τους προαναφερόμενους
λόγους. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη μιας σειράς Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης με
υπομνήματα Πατέρων της Εκκλησίας συνιστά έναν τρόπο με τον οποίο είναι εφικτό
να εκλείψουν οι όποιες δικαιολογίες με τις οποίες κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί
ότι δεν είναι εξοικειωμένος με τη μελέτη και βαθύτερη κατανόηση του Ευαγγελίου
και των κειμένων αυτών και εν γένει.

Δηλώνει ενδεικτικά ο Φαρμακίδης : «Ελλόγιμοι κληρικοί, συνιστώντες την


ανάγνωσην και μελέτην των ιερών Γραφών εις πάντα χριστιανόν, εξέφρασαν τους
τελευταίους τούτους χρόνους γνώμην, ότι αύτη πρέπει να γίνηται εις το πρωτότυπον
ελληνικόν κείμενον, οδηγουμένου του αναγνώστου εις την ορθήν αυτών κατάληψιν υπό
των ερμηνειών και εξηγήσεων των θεοφόρων της Εκκλησίας πατέρων».95 Γίνεται
φανερό κατά τον Φαρμακίδη, ότι η καλύτερη δυνατή κατανόηση αυτών των κειμένων
στην πραγματικότητα μπορεί να επέλθει μέσα από την παράθεσή τους (τόσο των
ίδιων των κειμένων της Αγίας Γραφής και των ερμηνευτικών σχολίων πάνω σε αυτά
τα κείμενα, που υπάρχουν από τους πρωτοχριστιανικούς ακόμα αιώνες) στο
πρωτότυπο αφενός και αφετέρου ότι η σχέση του πρωτότυπου και θεόπνευστου
κειμένου και του πατερικού υπομνηματισμού είναι άρρηκτη. Τρόπον τινά το ένα δεν
μπορεί να υπάρξει δίχως το άλλο, κατά βάση δηλαδή ο πατερικός υπομνηματισμός
είναι αυτός που δεν μπορεί να « σταθεί » και να εννοηθεί δίχως το πρωτότυπο και
που παράλληλα όμως συνιστά ένα επιπλέον χρήσιμο εργαλείο για την βαθύτερη
κατανόηση του πρωτοτύπου.

95
Ο.π., σελ. ι΄.
67

Και είναι επισης χαρακτηριστικό όπως σημειώνει: «Αναγνωρίζοντες δε και


ημείς την εκ των τοιούτων ερμηνειών και εξηγήσεων προερχομένην εις τον αναγνώστην
των ιερών Γραφών μεγάλην ωφέλειαν, και σύμφωνοι κατά πάντα πρός την γνώμην
ταύτην, έγνωμεν ν’ αναδεχθώμεν την εκδοσιν της καινής Διαθήκης μετά τοιούτων
υπομνημάτων, και αυτών εις το πρωτότυπον εκδεδομένων. Και σκεφθέντες πολύ εις το
προκείμενον, εύλογον προεκρίναμεν να πράξωμεν ό,τι , ως δεν αμφιβάλλομεν ήθελεν
εγκριθή παρά πάντων ως χρήσιμον και ωφέλιμον».96 Και η χρήση των υπομνημάτων
ως πολύτιμου εξηγητικού βοηθήματος αναφορικά με το κείμενο των έργων της
καινής Διαθήκης είναι πολύ σημαντική δεδομένου ότι: « Το έργον αυτών απεδείχθη εκ
της πείρας χρησιμώτατον και ωφελιμώτατον. Διότι αντί πολυτόμων συγγραμάτων έχει
τις πρόχειρον επιτομήν αυτών, περιέχουσαν αληθώς όσα συντείνουσιν εις ακριβεστέραν
της καινής Διαθήκης κατάληψιν. Εν τοις συγγράμμασι άρα τούτων λαλούσι κυρίως
αυτοί οι ενδοξότεροι και εγκριτότεροι των θείων της εκκλησίας Πατέρων ».97

Και αυτά τα συγγράμματα επέχουν πολύ μεγάλη σημασία δεδομένου ότι « εκ


των συγγραμμάτων αυτών είναι ταύτα συνερραμμένα. Ότι δε τοιαύτα όντα είναι
χρησιμώτατα και ωφελιμώτατα, κρίνομεν περιττόν να το είπωμεν ημείς· αλλά καίτοι
τοιαύτα, είναι εις ημάς, υπέρ ων κυρίως εγράφησαν, τόσον σπάνια, ώστε καταντώσιν
όλως άγνωστα, και εκ τούτου ανωφελή».98 Παράλληλα εδώ είναι χαρακτηριστικό πως
ο Φαρμακίδης θα δικαιολογήσει και το γιατί στην περίπτωση του υπομνηματισμού
των κειμένων, που αφορούν τα τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Αποστόλων με
τις Επιστολές Παύλου μαζί με τις Καθολικές Επιστολές και τέλος την Αποκάλυψη
του Ιωάννου αντίστοιχα, χρησιμοποιήθηκαν οι υπομνηματισμοί των Ευθυμίου
Ζιγαβηνού, Οικουμενίου και Αρέθα Καισαρείας ( στον τελευταίο προστέθηκε και του
Ανδρέα Καισαρείας) αντίστοιχα. Εν προκειμένω, η χρήση των σημειώσεων των
τριών προαναφερομένων εκκλησιαστικών ανδρών της βυζαντινής εποχής είναι
συνυφασμένη με μια προσπάθεια να επιτευχθεί ένα είδος συγκέντρωσης και
συλλογής - ερανισμού των ερμηνευτικών υπομνηματισμών που είχαν κάνει από
αιώνες πριν, μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Εδώ για παράδειγμα, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι για την περίπτωση του
ερμηνευτικού έργου του Οικουμενίου (που αφορά την περίπτωση των Πράξεων

96
Ο.π., σελ. ι΄.
97
Ο.π., σελ. ια΄.
98
Ο.π., σελ. ια΄.
68

Αποστόλων, των Καθολικών Επιστολών και των Επιστολών του Αποστόλου


Παύλου) θα τονίσει πολύ χαρακτηριστικά ο Φαρμακίδης ότι: « Αλλ’ οποιαδήποτε και
αν ήναι τα υπομνήματα του Οικουμενίου, είναι πολύτιμα εις ημάς, όχι μόνον διότι
είναι πατρική κληρονομία, αλλά και διότι είναι χρησιμώτατα εις κατάληψιν των εις α
εγράφησαν ταύτα ιερών βιβλίων. Επαινούνται δε ταύτα και παρά των νεωτέρων
αλλογενών και ετεροδόξων, παρ’ ων και ο Οικουμένιος θεωρείται όχι ως απλούς
ερανιστής εξ άλλων συγγραμμάτων, αλλ’ ως άνθρωπος, όστις και εις όσα εξ άλλων
έλαβε, και εις όσα αφ' εαυτού συνεισήνεγκε, δεικνύει φρόνησιν και κρίσιν ορθήν ».99

Είναι επιπλέον και λίαν σημαντικό αυτό που αναφέρει ο Φαρμακίδης στο
εισαγωγικό κείμενο των «Προλεγομένων» του έβδομου τόμου του εκδοτικού έργου,
όπου περιλαμβάνεται ο υπομνηματισμός της Αποκάλυψης του Ιωάννου. Λέει εδώ ότι:
« Αλλ΄ ό,τι δεν έπραξαν αλλογενείς και ετερόδοξοι εκδόται, είθε να πράξωσιν μετ' εμέ
ομογενείς και ορθόδοξοι, εκδιδόντες τας περί ων ο λόγος ερμηνείας εκ χειρογράφων
ορθοτέρων. Είς ημάς διαφέρουσιν ασυγκρίτω λόγω αι τοιαύται ερμηνείαι· διότι προς
τη εξ αυτών μεγάλη ωφελεία είναι αύται και πατρική κληρονομία ».100 Είναι σαφές εδώ
δηλαδή, ότι ένα τέτοιο εκδοτικό έργο είχε σημασία ιδιαίτερη όχι απλά για το
ελληνόφωνο ορθόδοξο ποίμνιο, αλλά για τον ίδιο τον ελληνικό κόσμο, δεδομένου ότι
στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε εξηγητικά κείμενα, που αποτελούν
αναπόσπαστα τμήματα της ίδιας της πνευματικής ελληνικής δημιουργίας και
κληρονομιάς σε διαχρονικό επίπεδο (τα εξηγητικά κείμενα και έργα των Ελλήνων
Πατέρων της Ορθοδοξίας).

Μια τέτοια επισήμανση εκ μέρους του Φαρμακίδη θα μπορούσε εμμέσως


πλην σαφώς να θεωρηθεί στενά συνδεδεμένη παράλληλα με τη δράση του κατά το
πρώτο μισό του 19ου αιώνα, για την προώθηση και δημιουργία μιας εθνικά
ανεξάρτητης ελλαδικής Εκκλησίας, η οποία θα ήταν αποδεσμευμένη από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και συνακόλουθα από την
ομόδοξη Ρωσική Αυτοκρατορία, που τότε είχε θεωρηθεί ότι εν πολλοίς ήταν πίσω
από το Πατριαρχείο. Άλλωστε, ο ίδιος ο Φαρμακίδης για αρκετά χρόνια, είχε

99
Φαρμακίδης, Θ., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό
Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις των Αποστόλων και την Προς Ρωμαίους
Επιστολή, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ια΄.
100
Φαρμακίδης, Θ., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά αρχαίων υπομνημάτων εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Έβδομος, περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εκ της
τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1845, σελ. ι΄.
69

αποδυθεί σε έναν επίμονο αγώνα, ο οποίος ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την


προσπάθεια καταπολέμησης του πανσλαβισμού.

Το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας, είχε πρώτος οραματιστεί, ιδεασθεί


και προτείνει ο κορυφαίος Έλληνας διαφωτιστής Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833),
ως αναγκαίο βήμα για την ουσιαστική ανεξαρτησία του ελληνικού Έθνους. Σύμφωνα
με τους υποστηρικτές των αντιλήψεων αυτών, έχοντας ως δεδομένο, πλέον, ότι το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ζούσε αιχμάλωτο έξω από τα σύνορα του
νεοϊδρυθέντος ελεύθερου ελληνικού κράτους, η χειραφέτηση και η απεξάρτηση της
ελληνικής Εκκλησίας από αυτό παρουσιαζόταν ως επιτακτική ανάγκη. Όντας
υποστηρικτής των ιδεών του Κοραή ο ευρωπαϊστής και φιλοδυτικός Θεόκλητος
Φαρμακίδης, σε συνεργασία με τον προτεστάντη καθηγητή Georg Ludwig von
Maurer (Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ, 1790- 1872), ένα από τα τρία μέλη της
αντιβασιλείας, έπαιξαν τον σπουδαιότερο ρόλο στην ανακήρυξη του αυτοκεφάλου
της ελλαδικής Εκκλησίας .

Εντέλει η ρύθμιση του πολύκροτου εκκλησιαστικού ζητήματος αποτέλεσε


έργο του Maurer κυρίως, ο οποίος βασίστηκε σε σχετικές προτάσεις του Φαρμακίδη.
Στις 23 Ιουλίου του 1833 εξεδόθη Βασιλικό Διάταγμα για την κήρυξη του
αυτοκεφάλου της ελλαδικής εκκλησίας και την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως. Βασικό επιχείρημα του ήταν ότι δεν μπορούσε το ελεύθερο
ελληνικό κράτος να εξαρτά την εκκλησιαστική του διοίκηση από έναν Πατριάρχη
«δέσμιο» των ορέξεων του Οθωμανού Σουλτάνου. Οι θεωρούμενοι ως
«συντηρητικοί» εκκλησιαστικοί κύκλοι, ως υπέρμαχοι της παράδοσης, αντέδρασαν
σφοδρότατα εναντίον του ασκώντας του εντονότατη πολεμική για πάνω από δύο
δεκαετίες. Επικεφαλής αυτών των κύκλων υπήρξε ο λόγιος κληρικός Κωνσταντίνος
Οικονόμος ο εξ Οικονόμων (1780-1857), με κύρια όργανά του έντυπα όπως η
εφημερίδα «Αιών» καθώς και το περιοδικό «Ευαγγελική Σάλπιγξ » (αντίπαλον δέος
εκ μέρους της παράταξης του Φαρμακίδη υπήρξε η εφημερίδα « Αθηνά ») .

Υπό το πρίσμα, όλων αυτών των παρατηρήσεων λοιπόν, δεν είναι τυχαίο το
γεγονός επί παραδείγματι το οποίο θα επισημάνει σε ένα τμήμα των
«Προλεγομένων» του στον έκτο τόμο της εκδοτικής σειράς, όπου εκφράζει τα
παράπονά του για το ότι από κάποιο σημείο και έπειτα, και ενώ ήδη είχαν εκδοθεί οι
πρώτοι του τόμοι, το έργο του συναντούσε ξαφνικά μια ολοένα αυξανόμενη
70

αδιαφορία. Επισημαίνει στον συγκεκριμένο τόμο, που μόλις αναφέραμε ότι: «Εκ των
ιδία χειρί και αυτοπροαιρέτω διαθέσει υπογεγραμμένων συνδρομητών, άλλοι μεν δεν
ηθέλησαν να λάβωσιν ουδόλως το σύγγραμμα, ο μέν προφασιζόμενος τούτο, ο δε
εκείνο· (και ο εις παρελογίζετο χειρότερον του ετέρου!) μη ενθυμούμενοι, ότι επί τω
δοθέντι παρ’ αυτών λόγω στηριζόμενος επεχείρησα έργον πολύμοχθον και
πολυδάπανον· άλλοι δε, μόλις εννοήσαντες το άτιμον της παραβάσεως του δοθέντος
λόγου, και το άδικον, εδέχθησαν, οι μεν τους δύο πρώτους τόμους, οι δε, και τον τρίτον,
και ούτω, νομίζοντες, ότι απολύονται της περαιτέρω υποχρεώσεως, δεν ηθέλησαν να
δεχθώσιν τους άλλους ».101

Και είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό, που θα προσθέσει ευθύς παρακάτω,


καθώς τονίζει ότι: «Γίνεται δε το κακόν τούτο - το ομολογώ μετά μεγάλης της ψυχής
μου λύπης - εντός της ελευθέρας Ελλάδος, ουχί δε εκτός αυτής».102 Επίσης μέσα από
αυτό το συγκεκριμένο κείμενο, βλέπουμε ότι ένα σημαντικό ποσοστό των διαφόρων
συνδρομητών του εκδοτικού έργου του ήταν, πέραν των κληρικών και γενικότερα
ανθρώπων της Εκκλησίας, και άτομα προερχόμενα από τον κρατικό γραφειοκρατικό
μηχανισμό της εποχής εκείνης, όπως δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτικοί και δικαστικοί
λειτουργοί . Είναι εμφανές με άλλα λόγια, πως ο Φαρμακίδης συνέδεε την πορεία και
κυκλοφορία του συγκεκριμένου ερμηνευτικού έργου με την κατοχή του από εκείνο
του τμήμα του πληθυσμού, που λόγω θέσης στην κρατική μηχανή αποτελούσε κατά
τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, το βασικό στήριγμα του νέου εθνικού κράτους,
που επιχειρούσε να βρει τα βήματά του και τη θέση του προκειμένου να επιβιώσει
εντός των λεπτών ισορροπιών της ευρύτερης ευαίσθητης περιοχής .

Κλείνοντας το συγκεκριμένο υποκεφάλαιο, θα μπορούσαμε να κάνουμε εδώ


λόγο και για το γεγονός ότι ήδη κάποιο διάστημα πριν από το εκδοτικό έργο του
Φαρμακίδη, καθώς είχε αναφανεί η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτόν, που υποστήριζε
ακόμα και τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στην απλή γλώσσα του λαού, ώστε να
είναι κατανοητό το περιεχόμενό της και τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ’
Οικονόμων, ο οποίος είχε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση, βλέπουμε
παράλληλα την παρέμβαση του Νεόφυτου Βάμβα (1776-1855), μιας ακόμη

101
Φαρμακίδης, Θεο., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Έκτος, περιέχων την Προς Εβραίους Επιστολήν και τας Επτάς
Καθολικάς, εκ της τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1844, σελ. ζ΄ .
102
Ο.π., σελ. ζ΄ .
71

κορυφαίας εκκλησιαστικής προσωπικότητας της εποχής. Διαβάζουμε στο έργο του


Κυριακού-Αναστάσιου Διομήδους, «Μελέται», τα εξής: «Υπέρ του Φαρμακίδου
αντεπεξήλθε τότε κατά του Οικονόμου ο Βάμβας, κληρικός σεβαστός, φιλοσοφικώς
μεμορφωμένος, συμφωνών πληρέστατα μετά του Φαρμακίδου, και ων του αυτού
φιλελευθέρου και προοδευτικού πνεύματος, ως εκείνος, λαβών δε μέρος σπουδαιότατον
εν ταίς τότε δαπάνη της εν Λονδίνω βιβλικής εταιρείας γενομέναις νεοελληνικαίς
μεταφράσεσι των αγίων Γραφών, πεποιθώς λίαν ορθώς, ότι η διάδοσις της Γραφής εις
τον λαόν εν γλώσση απλή δεν ηδύνατο ή να αποβή ωφελιμωτάτη τω λαώ ».103

Εδώ πάντως είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο Φαρμακίδης είχε


αντιμετωπίσει στην πορεία σημαντικές δυσκολίες ως προς τη διαδικασία της
προώθησης του έργου του στο αναγνωστικό κοινό της εποχής. Οι δυσκολίες αυτές
ήταν συνυφασμένες με την αδιαφορία που φαίνεται ότι έδειξαν στην πορεία ακετοί
από τους αναγνώστες και συνδρομητές της σειράς. Τα προβλήματα που
αντιμετώπισε, λόγω του σταδιακά ολοένα και πιο μειωμένου ενδιαφέροντος για την
έκδοσή του, συνετέλεσσαν στο να αντιμετωπίσει εκ των πραγμάτων και οικονομικά
προβλήματα. Όλα αυτά άλλωστε, τα επισημαίνει και ο ίδιος στα προλεγόμενα,
ορισμένων εκ των τόμων της σειράς. αυτά αναδεικνύονται π.χ. στο σύντομο
προλογικό σημείωμα του δεύτερου Τόμου - χωρίς αριθμό σελίδας - , ιδιαίτερα στα
Προλεγόμενα του έκτου τόμου σελ. ζ΄- η΄, καθώς επίσης και στα Προλεγόμενα του
έβδομου τόμου στην σελ. ζ΄, στην πρώτη παράγραφο. Εξάλλου στο τέλος του
έβδομου τόμου (σελ. 437-461) παραθέτει πίνακα των συνδρομητών του έργου του
από την Ελλάδα και το εξωτερικό (όπως είχε υποσχεθεί στα Προλεγόμενα του έκτου
τόμου, σελ. η΄). Η πλειοψηφία των συνδρομητών αποτελείται κυρίως από κληρικούς
και δευτερευόντως από κρατικούς και δημόσιους λειτουργούς, εύπορους Έλληνες του
ελλαδικού χώρου και της διασποράς κ.ά. .
Ήδη από τον πρόλογο του δευτέρου τόμου ο Φαρμακίδης παρακαλεί τους
συνδρομητές του έργου του έπειτα από την παραλαβή του κάθε τόμου να
καταβάλλουν και το αντίτιμο της τιμής του, που αναλογούσε σε έξι δραχμές για κάθε
συνδρομητή, τιμή « μέτρια » κατά τον Φαρμακίδη για ένα τόσο σπουδαίο έργο « …
πρός απάντησιν της πολλής δαπάνης. Εξ οικείας, ως νομίζομεν, προαιρέσεως, διά την

103
Διομήδους, Κ., « Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου » στο Μελέται, εκ του τυπογραφείου των
καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις, 1887, σελ. 170 .
72

εκ του ιερού συγγράμματος ψυχοσωτήριον ωφέλειαν, κατεγράφησαν συνδρομηταί· εξ


οικείας προαιρέσεως οφείλουσι να καταβάλλωσι και την τόσον μετρίαν τιμήν ».

Ταυτόχρονα, ο Φαρμακίδης παραδίδει το έργο στην κρίση των αναγνωστών


του αναφέροντας πως « … Εάν δε έπραξα τωόντι έργον χρήσιμον και ωφέλιμον, ας
κρίνωσιν οι εν χερσί νυν φέροντες το σύγγραμμα και αναγινώσκοντες ».104 Εν
κατακλείδι ο Φαρμακίδης ευχαριστεί το Θεό για την περάτωση του έργου που
ανέλαβε, θεωρώντας πως έθεσε το θεμέλιο για περαιτέρω ανάπτυξη των
ερμηνευτικών σπουδών και ελπίζει η προσπάθειά του να βρει μελλοντικούς μιμητές
και συνεχιστές, οι οποίοι θα παραμείνουν πάντοτε σταθερά προσηλωμένοι στην
πλούσια ερμηνευτική παράδοση των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας : « Τοιαύτη
είναι η έκδοσις της καινής Διαθήκης, την οποίαν πρό τεσσάρων ετών ανήγγειλα· και
δοξάζω τον άγιον Θεόν, ότι μοί εχαρίσατο και υγείαν και ζωήν εις το να φέρω είς
πέρας το έργον. Παρ’ εμού τέθειται το θεμέλιον εις το οικοδόμημα τούτο· άλλοι
ικανώτεροι εμού εποικοδομήτωσαν. Πρώτοι Έλληνες Πατέρες της εκκλησίας
ανεφάνησαν και των ιερών Γραφών ερμηνευταί και εξηγηταί, και εγένοντο και κατά
τούτο τύπος και παράδειγμα εις τ΄ άλλα χριστιανικά έθνη. Άλλ’ αν από πολλών ήδη
αιώνων δεν ανεφάνησαν πλέον τοιούτοι εις την ορθόδοξον ημών ανατολικήν
εκκλησίαν, τούτου αίτιον αί, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, ευρούσαι αυτήν δειναί
περιστάσεις. Τούτων αρθεισών ήδη εν μέρει και τελέως τή εξ ύψους κραταιά βοηθεία
αιρουμένων εκ του μέσου, θέλουσιν αναφανή πάλιν είς αυτήν άξιοι των Αθανασίων,
των Βασιλείων, των Γρηγορίων, των Χρυσοστόμων, των Κυρίλλων, των Θεοδωρήτων,
των Θεοφυλάκτων, και λοιπών, μαθηταί και μιμηταί, τας ερμηνείας και εξηγήσεις
αυτών έχοντες παραδείγματα και οδηγίας. Η επιτήδεια ύλη υπάρχει· μόναι αι εις
μόρφωσιν αυτής ευνοϊκαί περιστάσεις λείπουσιν. Αλλά και αυταί θέλουσιν ελθεί· και
είθε ταχύτερον ! ».105 Ο ίδιος ο Φαρμακίδης γενικότερα παρουσιάζεται βέβαιος για
την επιτυχία καθώς και για την ηθική και πνευματική ωφέλεια που θα προκύψουν
από το εκδοτικό του επιχείρημα, καθιστώντας ευρύτερα γνωστή την πατερική
ερμηνεία

104
Θεόκλητος Φαρμακίδης, Προλεγόμενα στο Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων
εκδιδομένη υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Α΄, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της
τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1844, σελ. ζ.
105
Ό.π. σελ. ζ΄
73

3.2 Η σημασία του εκδοτικού έργου του Φαρμακίδη με βάση τα δεδομένα στο
χώρο των εκδόσεων ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης έως την εποχή
του

Ας σημειωθεί πως ο Θεόκλητος Φαρμακίδης ανήγγειλε την έκδοση του


συνόλου των βιβλίων της Καινής Διαθήκης μετά σύντομων αρχαίων υπομνημάτων
στις 17 Σεπτεμβρίου 1841 (Προλεγόμενα 7ου τόμου, σελ. ζ΄). Ο αρχιμανδρίτης
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και μετέπειτα πρώτος
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (Χρυσόστομος Α΄, 1923 - 1938) δίνει την
πληροφορία ότι η ανακοίνωση αυτή έγινε στην πολιτική και φιλολογική εφημερίδα «
Αθηνά », της 4ης Οκτωβρίου 1841, αριθμός φύλλου 855, σελ. 3578 (Χρυσόστομου
Α. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος Πρώτος - Ίδρυσις και
Οργάνωσις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις, 1920, σελ. 290). Το
πλήρες κείμενο της τρίστηλης αναγγελίας (που σε μεγάλο βαθμό είναι πανομοιότυπο
σχεδόν με εκτενές τμήμα των Προλεγομένων του 1ου Τόμου) έχει ως εξής
(διατηρείται η ορθογραφία του Φαρμακίδη):

« ΑΓΓΕΛΙΑ

Οτι η μελέτη των ιερών Γραφών είναι τόσον αναγκαία εις τον χριστιανόν, όσον αυτή η
υλική τροφή εις τον άνθρωπον εν γένει, δεν υπάρχει, νομίζομεν, χριστιανός, όστις
αμφιβάλλει περί τούτου . Και τι λέγομεν, αναγκαία ; είναι τόσω αναγκαιοτέρα εκείνης,
όσω τιμιωτέρα του σώματος είναι η ψυχή, εις σωτηρίαν της οποίας αποβλέπει αύτη. Οι
θείοι της εκκλησίας Πατέρες τόσον ακριβώς εγνώρισαν την ανάγκην της αδιαλείπτου
αναγνώσεως και μελέτης των ιερών Γραφών, ώστε δεν έπαυον ζώντες από του να
συνιστώσιν αυτήν μετά πολλής σπουδής εις τους συγχρόνους των χριστιανούς, και δεν
παύουσιν έως σήμερον από του να προτρέπωσιν ημάς τους νύν ζώντας εις αυτήν διά
των αθανάτων αυτών συγγραμμάτων. Βιβλίον όλον εδυνάμεθα να συντάξωμεν εκ των
προτροπών τούτων, εάν ενομίζομεν τούτο αναγκαίον. Άπειρον εθεώρουν οι θείοι
Πατέρες τον καρπόν της αναγνώσεως και μελέτης των ιερών Γραφών, και άπειρος
είναι τωόντι. Μεγίστην εθεώρουν βλάβην την έλλειψιν αυτής, και μεγίστη είναι τωόντι.
‘‘ Μεγάλη, λέγει ο θείος Χρυσόστομος [ Ομ. Γ. εις τον Λάζαρον ], ‘‘ μεγάλη ασφάλεια
πρός το μη αμαρτάνειν, των Γραφών η ανάγνωσις· μέγας κρημνός και βάραθρον βαθύ,
των Γραφών η άγνοια· μεγάλη προδοσία σωτηρίας το μηδέν από των θείων ειδέναι
74

νόμων. Τούτο και αιρέσεις έτεκε· τούτο και βίον διεφθαρμένον εισήγαγε· τούτο τα άνω
κάτω πεποίηκεν. Αμήχανον γάρ, αμήχανον, άκαρπον αναχωρήσαι τινα συνεχώς
αναγνώσεως απολαύοντα μετ επιστασίας ’ . Και δεν είναι υπερβολή ό,τι λέγει αυτόθι ο
ούτος θείος Πατήρ περί της αναγνώσεως και μελέτης των ιερών Γραφών . ‘ Ου γάρ
έστιν, ούκ έστι τινά σωθήναι μη συνεχώς αναγνώσεως απολαύοντα πνευματικής ’. Και
όμως κανέν άλλο σύγγραμμα δεν αναγινώσκεται παρά των τέκνων της ορθοδόξου ημών
ανατολικής εκκλησίας τόσω σπανιώτερον, όσον τα βιβλία εκείνα, τα οποία έπρεπε να
ήναι καθ’ εκάστην ημέραν εις τας χείρας αυτών. Και μόνος ο λαϊκός άνθρωπος
δεικνύει τοιαύτην και τοσαύτην αμέλειαν και αδιαφορίαν προς την ψυχοσωτήριον των
ιερών Γραφών ανάγνωσιν ; Δεν δεικνύει τοιαύτην και τοσαύτην και αυτός εκείνος,
όστις και εξ ου φέρει εν τη εκκλησία του Χριστού χαρακτήρος έργον κύριον ώφειλε να
έχη την ανάγνωσιν και μελέτην ταύτην ; Και αυτός εκείνος, εις τον οποίον οι ιεροί
Κανόνες επιβάλλουσιν ως ιερόν καθήκον την αδιάλειπτον των ιερών Γραφών
ανάγνωσιν και μελέτην· διότι οφείλει ‘ εν πάση μέν ημέρα, εξαιρέτως δε εν ταίς
Κυριακαίς πάντα τον κλήρον και τον λαόν εκδιδάσκειν τους της ευσεβίεας λόγους, εκ
της θείας Γραφής αναλεγόμενον τα της αληθείας νοήματά τε και κρίματα ’ . [ Κανών
ΙΘ της οικουμ. Συνόδου ]. Και τις άρα γε ο λόγος της ασυγχωρήτου ταύτης αμελείας
και αδιαφορίας ; Η έλλειψις των αντιτύπων των ιερών Γραφών ; Αλλ’ απ’ αυτών
γέμει από τινος χρόνου ο κόσμος όλος. Η βαρεία τιμή της ωνής ; Αλλ’ αύτη την
σήμερον είναι ελαφροτάτη. Η δυσκαταληψία των αναγινωσκομένων ; Αλλά δεν είναι
τόσον δύσκολος η κατάληψις των ιερών Γραφών, και μάλιστα η της Καινής Διαθήκης,
εις τον συνεχώς και ευλαβώς αυτάς αναγινώσκοντα και μελετώντα . ‘ Διά τούτο λέγει ο
θείος Χρυσόστομος [ Ομ. Γ εις τον Λάζαρον ], διά τούτο η του Πνεύματος ωκονόμησε
χάρις τελώνας, και αλιέας, και σκηνοποιούς, και ποιμένας, και αιπόλους, και ιδιώτας,
και αγραμμάτους ταύτα συνθείναι τα βιβλία, ίνα μηδείς των ιδιωτών εις ταύτην έχη
καταφεύγειν την πρόφασιν, ίνα πάσιν ευσύνοπτα η τα λεγόμενα· ίνα και ο χειροτέχνης,
και ο ικέτης, και η χήρα γυνή, και ο πάντων ανθρώπων αμαθέστατος, κερδάνη τι και
ωφεληθή παρά της αναγνώσεως – Σαφή γάρ και δήλα τα παρ’ αυτών κατέστησαν
άπασιν, άτε κοινοί της οικουμένης όντες διδάσκαλοι, ίνα έκαστος και δι εαυτού
μανθάνειν δύνηται εκ της αναγνώσεως μόνης των λεγομένων. – Τίνι γάρ ούκ έστι δήλα
τα των ευαγγελίων άπαντα ; τις δε ακούων, ότι μακάριοι οι πραείς, μακάριοι οι
ελεήμονες, μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, και όσα τοιαύτα, διδασκάλου δεήσεται, ως
τι μαθείν των λεγομένων ; ’ . Και ότι λέγει ο Χρυσόστομος, του’ αυτό λέγει και άπας
75

των Αγίων Πατέρων ο χορός . Αν λοιπόν ούτος ήναι ο λόγος της αμελείας και
αδιαφορίας ταύτης, ο λόγος αυτός είναι τωόντι άλογος.

Αλλά διά να αφαιρεθή εκ μέσου πάσα πρόφασις παράλογος, έγνωμεν να


συνδράμωμεν και ημείς το κατά δύναμιν είς την ευκολωτέραν κτήσιν και κατάληψιν της
καινής Διαθήκης. Αναγνωρίζοντες δε και ημείς την εκ των ερμηνειών και εξηγήσεων
των θείων της εκκλησίας Πατέρων εις τον αναγνώστην της καινής Διαθήκης
προερχομένην μεγάλην ωφέλειαν, εύλογον εκρίνομεν ν αναδεχθώμεν την έκδοσιν αυτής
μετά τοιούτων υπομνημάτων. Αλλά σκεφθέντες πολύ εις το προκείμενον, έγνωμεν να
πράξωμεν επί του παρόντος ότι αι ενεστώσαι περιστάσεις συγχωρούσι και απαιτούσι,
και ιδού είς τι συνίσταται τούτο .

Από του έκτου αιώνος, αντί πρωτοτύπων ερμηνευτών και εξηγητών των ιερών
Γραφών, ανεφάνησαν εις την εκκλησίαν, ως γνωστόν εις τους ειδήμονας της
χριστιανικής φιλολογίας, συλλογείς ή ερανισταί εκ των ερμηνειών και εξηγήσεων των
πρό αυτών ακμασάντων ενδόξων ερμηνευτών και εξηγητών· και τοιαύται συλλογαί ή
επιτομαί ή σειραί συνετάχθησαν παρά διαφόρων εκκλησιαστικών ανδρών και εις την
παλαιάν και εις την νέαν Διαθήκην, και πολλαί τούτων σώζονται έως σήμερον, αι μέν
εκδεδομέναι, αι δ’ ανέκδοτοι έτι κείμεναι εις τας πλουσίας της Ευρώπης βιβλιοθήκας.
Αν όχι όλως τοιούτοι σειρογράφοι κατά την κυριωτέραντου ονόματος σημασίαν,
συλλογείς όμως ή ερανισταί είναι, ως οι ίδιοι ομολογούσι, και ο κατά τον Ι΄ αιώνα
ακμάσας επίσκοπος Τρίκκης της Θεσσαλίας Οικουμένιος, ο κατά τον ΙΑ΄ αιώνα
ακμάσας αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, και κατά τον ΙΒ΄ ο μοναχός
Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός. Και οι τρείς ούτοι συνέγραψαν υπομνήματα εις την καινήν
Διαθήκην· αλλά τα υπομνήματα ταύτα είναι κυρίως ερανισμένα εκ των συγγραμμάτων
των πρό αυτών ακμασάντων θείων της εκκλησίας Πατέρων, και κατ’ εξοχήν του τωόντι
και αληθώς χρυσού την γλώσσαν Ιωάννου. Πλήν καίτοι κυριωτέρως συλλογείς ή
ερανισταί οι ειρημένοι, εξέφρασαν όμως εν πολλοίς και ιδίας αυτών γνώμας, και
γνώμας επιτυχείς κατά την κρίσιν των αρμοδίων κριτών. Το έργον αυτών απεδείχθη εκ
της πείρας χρησιμώτατον και ωφελιμώτατον· διότι αντί πολυτόμων συγγραμμάτων έχει
τις πρόχειρον επιτομήν αυτών, περιέχουσαν αληθώς όσα συντείνουσιν εις ακριβεστέραν
της καινής Διαθήκης κατάλειψιν. Εν τοίς συγγράμμασιν άρα τούτων λαλούσι κυρίως
αυτοί οι ενδοξότεροι και εγκριτότεροι των θείων της εκκλησίας Πατέρων· διότι έκ των
συγγραμμάτων αυτών είναι ταύτα συνερραμμένα. Ότι δε τοιαύτα όντα είναι
χρησιμώτατα και ωφελιμώτατα, κρίνομεν περιττόν να το είπωμεν ημείς· αλλά καίτοι
76

τοιαύτα, είναι εις ημάς, υπέρ ών κυρίως εγράφησαν, τόσον σπάνια, ώστε καταντώσιν
όλως άγνωστα, και εκ τούτων ανωφελή .

Του Οικουμενίου τα υπομνήματα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εις τας επιστολάς
του αποστόλου Παύλου και εις τας καθολικάς εξεδόθησαν το τελευταίον εν Παρισίοις
εν έτει 1631 εις δύο τόμους εις φύλλον μετά της Λατινικής μεταφράσεως υπό Φ.
Μορέλλου μετά του εις την αποκάλυψιν του Ιωάννου υπομνήματος του επισκόπου
Καισαρείας της Καππαδοκίας Αρέθα· του Θεοφυλάκτου αι εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια
ερμηνείαι και αι εξηγήσεις των επιστολών του Παύλου εξεδόθησαν το τελευταίον μετά
των λοιπών αυτού συγγραμμάτων εν Ενετία κατά το 1754 - 66 έτος εις τέσσαρας
τόμους εις φύλλον· και του Ευθυμίου αι εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείαι
εξεδόθησαν άπαξ και μόνον ελληνιστί υπό του Γερμανού Χ. Φ. Ματθαίου ( Matthaei )
εν Λιψία κατά το 1792 έτος εκ δύο χειρογράφων, σωζομένων εις τας βιβλιοθήκας της
ιεράς Ρωσσικής Συνόδου. Εκ τούτων γίνεται δήλον, πόσον σπάνια είναι τα εις ημάς
χρησιμώτατα και ωφελιμώτατα συγγράμματα ταύτα .

Την έλλειψιν λοιπόν των υπομνημάτων εις την καινήν Διαθήκην θέλοντες να
θεραπεύσωμεν εκ του προχείρου, εύλογον εκρίναμεν να εκδώσωμεν τα εις αυτήν
υπομνήματα των τριών ειρημένων υπομνηματιστών μετά του θείου κειμένου της καινής
Διαθήκης πρός χρήσιν παντός μέν χριστιανού, εξαιρέτως δε των εκ του ιερού κλήρου
της ορθοδόξου ημών ανατολικής εκκλησίας γίνεται δε η έκδοσις αυτών κατά τας
ανωτέρω εκδόσεις, τας τελευταίας και ακριβεστέρας· άλλα βοηθήματα εις την έκδοσιν
ταύτην ούτε έχομεν ούτε εδυνάμεθα να εύρωμεν εις την Ελλάδα . Ο κριτικός λοιπόν δεν
θέλει ευρεί εις την έκδοσιν ταύτην νέον τι· θέλει ευρεί όμως εις αυτήν θησαυρόν
πολύτιμον ο ορθόδοξος χριστιανός, και υπέρ αυτού γίνεται κυρίως η έκδοσις. Αν ούτος
δεν θέλη ν’αποκτήση και ν’ αναγνώση το σύγγραμμα, αυτού είναι το ελάττωμα, και
αυτός ας δώση λόγον περί τούτου .

Εκδίδομεν δε προς το παρόν εις τα τέσσερα Ευαγγέλια ερμηνείας του Ευθυμίου, και
τα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εις τάς επιστολάς του αποστόλου Παύλου, και εις
τας καθολικάς, τα υπομνήματα του Οικουμενίου, και εις την αποκάλυψιν του Ιωάννου
το του Αρέθα υπόμνημα, διά να συμπληρωθή ούτως εν όλον υπόμνημα εις την καινήν
Διαθήκην· του δε Θεοφυλάκτου αι εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια και εις τας Πράξεις των
Αποστόλων ερμηνείαι, και αι εξηγήσεις των επιστολών του Παύλου, θέλουσιν εκδοθή
κατόπιν ιδιαιτέρως. Αλλ’ ίσως είπη τις, πρός τι η έκδοσις και του Θεοφυλάκτου μετά
77

την έκδοσιν των ανωτέρω υπομνημάτων ; πρός το αυτό, αποκρινόμεθα, τέλος, προς ο
εκδίδονται και ο Ευθύμιος, ο Οικουμένιος και ο Αρέθας. Και του Θεοφυλάκτου τα
υπομνήματα έχουσι τα ίδια αυτών προτερήματα· έπειτα είναι και αυτά πατρική
κληρονομία· και αν αλλογενείς και ετερόδοξοι έδειξαν τόσην φροντίδα και επιμέλειαν
εις την διάσωσιν και διατήρησιν αυτής, δεν ηθέλομεν είσθαι ημείς εις έσχατον
αξιοκατάκριτοι, εάν εδεικνυόμεν προς τούτον αφροντιστίαν και αμέλειαν ;

Το νύν εκδιδόμενον σύγγραμμα, περιλαβάνον το θείον κείμενον της καινής


Διαθήκης, και τα εις αυτό υπομνήματα των ανωτέρω υπομνηματιστών, θέλει
συνίστασθαι εξ 180, αν όχι και περισσοτέρων, τυπογραφικών φύλλων, διαιρούμενων
εις επτά τόμους εις όγδοον. Αλλ ότι σύγγραμμα τοιούτον είναι πολυδάπανον, πας
ειδήμων του πράγματος καταλαμβάνει αφ’ εαυτού, και δεν εντρεπόμεθα να
ομολογήσωμεν, ότι τοσαύτην δαπάνην δεν δυνάμεθα ν αναδεχθώμεν χωρίς
προηγουμένης συνδρομής. Καταφεύγομεν λοιπόν εξ ανάγκης εις την συνδρομήν των
ομογενών, και εξαιρέτως εις την συνδρομήν των εντός και εκτός της Ελλάδος
κληρικών, όσοι δύνανται ν αποκτήσωσι τ’ σύγγραμμα· και προς περισσοτέραν τούτου
επιτυχίαν επικαλούμεθα την γενναίαν σύμπραξιν όλων των σεβασμιωτάτων επισκόπων
της ορθοδόξου ημών ανατολικής Εκκλησίας· και δεν αμφιβάλλομεν ότι θέλομεν ευρεί
αυτούς προθυμοτάτους εις την επιτυχίαν του ιερωτάτου σκοπού τούτου πρός τιμήν της
εκκλησίας .

Εκαστος τόμος τιμάται δραχμών έξ, διδομένων μετά την παραλαβήν του τόμου πρός
τους αναδεδειγμένους εντίμους επιστάτας της συνδρομής παρ’ ών θέλουσι λαμβάνει οι
συνδρομηταί και το βιβλίον. Το χαρτίον θέλει είναι καλόν, και ο τύπος κατά την
αγγελίαν ταύτην· άλλ η έναρξις της εκδόσεως θέλη γενή, όταν αποδειχθή, ότι εκ της
συνδρομής απαντάται η δαπάνη. Δια τούτο παρακαλούμεν όλους εκείνους, οι οποίοι
είτε κατά ρητήν παράκλησιν ημών ή κατά χάριν, είτε αφ εαυτών διά την εκ τοιούτου
συγγράμματος βεβαίαν ψυχοσωτήριον ωφέλειαν, θέλουσιν αναδεχθή εις έκαστον τόπον
την συλλογήν της συνδρομής, να πέμψωσιν όσον τάχιον είτε αμέσως, είτε εμμέσως πρός
ημάς κατ ευθείαν τα ονόματα των καταγεγραμμένων, πρός οδηγίαν ημών εις το
πρακτέον· τα δε ονόματα πρέπει να ήναι ορθώς και ευκρινώς γεγραμμένα, διά να μη
συμβώσι λάθη εις την εν τω τέλει του συγγράμματος γενομένην δημοσίευσιν αυτών.
Γενομένης δε άπαξ αρχής της εκδόσεως, θέλει δοθή και πέρας εις το έργον, όσον
ενδέχεται ταχύτερον.
78

Υπομνήματα Πατέρων της Εκκλησίας εις την ανάγνωσιν της καινής Διαθήκης
εσυστάθησαν παρά πολλών ελλογίμων κληρικών, και υπομνήματα τοιαύτα εκδίδονται
χωρίς τινος μεταβολής ή προσθήκης ή αφαιρέσεως. Καμμία λοιπόν πρόφασις δεν μένει
του λοιπού κατά τούτο.

Εν Αθήναις , 1841 Σεπτεμβρίου 17.

Θεόκλητος Φαρμακίδης. »

Ενδεικτικό της αξίας του έργου του Φαρμακίδη είναι το περιστατικό το οποίο
αναφέρει και σημειώνει ο Αναστάσιος Γούδας στο έργο του « Βίοι Παράλληλοι των
επί της αναγγενήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών » ( Τόμος Α΄ - Κλήρος, εν
Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1869, σελ. 232 - 233 ) : « [σελ. 232]
Αρίστην έχων συνήθειαν ο Φαρμακίδης να εργάζηται, και επιθυμών να καταστά
αείποτε χρήσιμον την εργασίαν του είτε υπέρ του γενικού της πατρίδος, είτε υπέρ του
ειδικού της εκκλησίας συμφέροντος, επεχείρησε τότε την έκδοσιν της Καινής Διαθήκης
μετά των υπομνημάτων του Ζιγαβινού εις επτά τόμους. Τοσούτον δε φίλεργος ήτο, ώστε
ο μεν πρώτος τόμος του μεγάλου τω όντι έργου εδημοσιεύθη κατά τον Ιούνιον του 1842
και ο έβδομος κατά τον Σεπτέμβριον του 1845. Όσοι δε επεχείρησαν να γράψωσιν ή να
δημοσιεύσωσί τι σπουδαίον εν Ελλάδι, και μάλιστα κατά την εποχήν εκείνην, εκείνοι
μόνον γινώσκουσι τας δυσχερείας, ας οφείλει να υπερνικήση παρ’ ημίν ο συγγραφεύς ή
ο εκδότης, όστις πλήν των άλλων δυσχερειών, οφείλει και να διδάσκη κατά τινα τους
στοιχει- [σελ. 233] οθέτας και να επεξεργασθή αυτός και άπαντα τα τυπογραφικά
δοκίμια .

Το έργον τούτο του Φαρμακίδου ηξιώθη, ως και άπαντα του ευσυνειδήτου και
πολυμαθούς τούτου κληρικού, αρίστης υποδοχής· απόδειξις δε τούτου είναι, ότι εν
βραχεί διαστήματι χρόνου εδαπανήθησαν άπαντα τα τότε τυπωθέντα αντίτυπα, και
σήμερον είναι όσον περιζήτητα, τοσούτον και δυσεύρετα .

Τον περί αποκαλύψεως τόμον κατά την έκδοσιν του Φαρμακίδου ηθέλησεν να
συμβουλευθή και ο διάσημος εν Ερλάγγη θεολόγος Delich (Δέλιτσ)· παρεκάλεσε λοιπόν
τινά των εν Γερμανία τότε σπουδαζόντων κληρικών να προμηθεύσει αυτώ τον τόμον
τούτον· και μετά την ανάγνωσιν των σχολείων και κρίσεων του Φαρμακίδου, ηρώτησεν
ο ευσηνείδητος Γερμανός, αν η Ελλάς έχη και άλλους ομοίους του Φαρμακίδου
συγγραφείς ή σχολιαστάς. Επί δε τη απαντήσει ότι και ούτος ετελεύτησεν, ο Γερμανός
79

προσέθηκεν ‘ κρίμα, η Ελλάς απώλεσεν ένα κληρικόν, του οποίου ομοίους ολίγους
έχομεν και εν Γερμανία’.106

Την ίδια στιγμή, μπορεί να σημειωθεί πως το εκδοτικό έργο του Θεόκλητου
Φαρμακίδη όσον αφορά την περίπτωση της Ερμηνείας σε έργα της Καινής Διαθήκης,
αποτελεί μια σημαντική και ενδιαφέρουσα προσπάθεια στο πλαίσιο των δεδομένων
που αφορούν τις εκδοτικές απόπειρες ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης
κατά την εξεταζόμενη εποχή (αρχές δηλαδή με μέσα του 19ου αιώνα). Επιπρόσθετα,
θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και τα δεδομένα παλαιοτέρων εποχών (όπως φέρ'
ειπείν του 18ου αιώνα) και σχετικών – συναφών εκδόσεων, που αφορούν το
συγκεκριμένο τομέα.

Mια μακρά σειρά από έντυπες κριτικές εκδόσεις του ελληνικού κειμένου της
Καινής Διαθήκης ξεκινάει από τον 15ο αιώνα σχεδόν. Η αρχή επρόκειτο να
σημειωθεί με τον περίφημο Έρασμο ( Desiderius Erasmus Roterodamus, 1466 -
1536). Το Κείμενο του Εράσμου (του οποίου ο τίτλος στα λατινικά είναι Novum
Instrumentum omne, diligenter ab Erasmo Rot. Recognitum et Emendatum) είχε κάνει
την εμφάνισή του το 1516. Όταν κατά τον 15ο αιώνα επινοήθηκε στην Ευρώπη η
τυπογραφία που βασιζόταν ως προς την τεχνολογία της στη χρήση κινητών στοιχείων
και καθώς στην πορεία με την Αναγέννηση αλλά και μέσω της Μεταρρύθμισης στη
συνέχεια κατά τον 16ο αιώνα, άρχισε να υφίσταται ένα έντονο ενδιαφέρον για την
έκδοση των αρχαίων κείμενων γραμμένων στα ελληνικά , σε αυτό το ενδιαφέρον
συμπεριλήφθησαν και τα αρχαία χειρόγραφα που αφορούσαν το κείμενο της Καινής
Διαθήκης.

Στη διάρκεια αυτής της αναζωογόνησης ως προς τη μελέτη και έκδοση των
αρχαίων κειμένων (μεταξύ αυτών και των ελληνικών καινοδιαθηκικών κειμένων και
χειρογράφων των πρώτων χριστιανικών αιώνων), ο διάσημος Ολλανδός λόγιος και
ανθρωπιστής Έρασμος Ντεζιντέριους επρόκειτο να τυπώσει σε συνεργασία με τον
Γερμανό τυπογράφο και εκδότη Johann Froben (λατ. Johannes Frobenius, π. 1460 -
1527), την πρώτη έκδοση ενός ελληνικού κριτικού κειμένου της Καινής Διαθήκης. Η
πρώτη έκδοση αυτού του έργου είχε τυπωθεί στην Βασιλεία (Basel) της Ελβετίας το
1516 και παράλληλα περιείχε πολλά λάθη. Εντούτοις όμως, η έκδοση παρουσιάστηκε

106
Αναστάσιος Γούδας, « Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγγενήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων
ανδρών » ( Τόμος Α΄ - Κλήρος, εν Αθήναις), εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1869, σελ. 232
80

βελτιωμένη σε επανεκδόσεις της κατά τα επόμενα χρόνια (το 1519, το 1522, το 1527
και το 1535).

Είναι ενδεικτικό πως όταν είχε προχωρήσει στη διαδικασία έκδοσης του
συγκεκριμένου εκείνου κειμένου ο Έρασμος, είχε στη διάθεσή του ορισμένα
μικρογράμματα χειρόγραφα κείμενα, τα οποία μάλιστα δεν ήταν ιδιαίτερα παλιά.
Μάλιστα δίπλα στη στήλη με το ελληνικό κείμενο, υπήρχε άλλη στήλη με λατινικό
κείμενο, το οποίο προερχόταν από την επίσημη λατινική μετάφραση, γνωστή ως
Βουλγάτα. Εντούτοις όμως, κειμενικές αποδόσεις, οι οποίες δεν φαίνονταν να
βρίσκονται σε συμφωνία με την μετάφραση της Βουλγάτα, συνετέλεσαν στο να
δεχθεί σκληρές επικρίσεις από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.107

Η αρχή πάντως είχε γίνει. Κι αυτό καθώς το κείμενο του Εράσμου επρόκειτο
να αποτελέσει τη βάση για μεταγενέστερες μορφές κριτικών εκδόσεων του ελληνικού
κειμένου της Καινής Διαθήκης. Ταυτόχρονα, αυτή η πρώτη έκδοση του Εράσμου
ήταν βάση και για βελτιωμένες εκδόσεις της Καινής Διαθήκης και σε πολλές άλλες
γλώσσες. Γίνεται φανερό δηλαδή πως αποτελεί έναν πραγματικό σταθμό στο χώρο
της έκδοσης γενικότερα κειμένων της Καινής Διαθήκης σε διαχρονικό επίπεδο.
Μια προσωπικότητα που είχε κάνει χρήση του κειμένου εκδόσεων του Εράσμου (και
μάλιστα της δεύτερης ) ήταν η κορυφαία μορφή του προτεσταντισμού, Μαρτίνος
Λούθηρος (Martin Luther, 1483 - 1546), όταν είχε ολοκληρώσει τη μετάφραση της
Καινής Διαθήκης στα γερμανικά το 1522 .

Από την άλλη, παρά τον έντονο διωγμό που είχε αντιμετωπίσει στην εποχή
του ο Γουίλιαμ Τιντέϊλ,108 την ίδια περίπου εποχή είχε κάνει μια αγγλική μετάφραση
όλης της Βίβλου, η οποία είχε βασιστεί στο κείμενο του Εράσμου κατά κύριο λόγο.

107
E. Gordon Rupp & Philip S. Watson, Luther and Erasmus: Free Will and Salvation (Library of
Christian Classics), New ed., Westminster John Knox Press, 1978, σελ. 6 .

108
Ο Γουίλλιαμ Τιντέϊλ (William Tyndale, 1494-1536), ήταν Άγγλος λόγιος που κατέστη σημαντική
και κορυφαία μορφή της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης στην Αγγλία κατά τις αρχές του 16ου
αιώνα. Το μεταφραστικό του έργο στα αγγλικά είναι άμεσα επηρεασμένο από τις μεταφράσεις των
Εράσμου Ντεσιντέριους και του Μαρτίνου Λουθήρου. Ο Τιντέϊλ εκτελέστηκε το 1536 στην πυρά, ενώ
βρισκόταν στην Αμβέρσα . Βλ. Brian Moynahan, God's Bestseller: William Tyndale, Thomas More,
and the Writing of the English Bible - A Story of Martyrdom and Betrayal, St. Martin's Press, 2003,
σελ. 56 .
81

Επίσης και ο Αντόνιο Μπρουτσιόλι109 είχε μεταφράσει το 1530 στα ιταλικά την Αγία
Γραφή βασιζόμενος με την σειρά του στο κείμενο του Εράσμου.

Γενικότερα, παρατηρεί κάποιος ότι με την εμφάνιση του κειμένου του


Εράσμου, εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή αναφορικά με το θέμα των εκδόσεων του
κειμένου της Αγίας Γραφής. Το έργο αυτό μάλιστα επρόκειτο να αποτελέσει στην
πορεία την βάση για την εμφάνιση και έκδοση αργότερα του λεγόμενου Textus
Receptus ( Τέξτους Ρεσέπτους, λατινική φράση που σημαίνει « Παραδεδεγμένο
Κείμενο » της Καινής Διαθήκης). Είναι ενδεικτικό πως ο Robert Estien (λατ.
Robertus Stephanus, 1503 - 1559), ένας επιφανής Γάλλος τυπογράφος και εκδότης
της εποχής, είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι διάφορες εκδόσεις του ελληνικού
κειμένου της Καινής Διαθήκης. Και πάλι το κείμενο του Εράσμου αποτέλεσε τη βάση
αυτών των εκδόσεων, με διορθώσεις, που βασίζονταν στο Κομπλούτεια Πολύγλωττη
έκδοση110 του 1522 και 15 μικρογράμματα χειρόγραφα ορισμένων προηγούμενων
αιώνων. Η τρίτη έκδοση του Ελληνικού κειμένου από τον Estien, το 1550, αποτέλεσε
στην ουσία το Textus Receptus, στο οποίο βασίστηκαν άλλες αγγλικές μεταφράσεις
του 16ου αιώνα όπως και η περίφημη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου του 1611.

Άλλες πηγές θεωρούν ότι μια έκδοση της Καινής Διαθήκης του Γάλλου
λόγιου Τεοντόρ ντε Μπεζ (Theodore de Beze ή de Bèsze, γνωστός και ως Βέζας,
1519 - 1605 ) που τυπώθηκε στο Λέιντεν (Leiden) της Ολλανδίας το 1633 αποτέλεσε
το Textus Receptus, το « κείμενο (της Καινής Διαθήκης) που είναι αποδεκτό από
όλους » όπως ανέφερε στον πρόλογό της. Το Κείμενο του Εράσμου και το παράγωγο
Textus Receptus μονοπώλησαν ως προς τη χρήση τους για τους επόμενους λίγους
αιώνες. Στα μέσα, όμως, του 18ου αιώνα ο Γερμανός λόγιος Γκρίσμπαχ (Johann

109
Ο Αντόνιο Μπρουτσιόλι (Antonio Brucioli, 1498-1566), ήταν Ιταλός ουμανιστής, θεολόγος,
εκδότης και συγγραφέας. Είναι ευρύτερα γνωστός για την μετάφραση της Βίβλου στα ιταλικά με βάση
το προτεσταντικό κείμενο του Εράσμου. Η μετάφραση του Μπρουτσιόλι συγκαταλέχθηκε το 1555
στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum), μετά από απόφαση του
Πάπα Παύλου του 4ου . Ο ίδιος ο Μπρουτσιόλι δικάστηκε στη Βενετία και καταδικάστηκε ως
αιρετικός και κλήθηκε να ανακαλέσει διάφορες θεολογικές απόψεις του. Πέθανε το 1566 σε κατ' οίκον
περιορισμό και όντας σε βαθιά πενία. Βλ. Spini, Giorgio. Tra Rinascimento e Riforma, Florence 1940,
σελ. 152 .
110
Την ιδέα έκδοσης εκτύπωσης μιας πολύγλωσσης Βίβλου συνέλαβε πρώτος ο Ισπανός Καρδινάλιος
και ανώτατος κρατικός αξιωματούχος Francisco Jiménez de Cisneros, (γνωστός ως Ximénes de
Cisneros, 1436 - 1517), αναλαμβάνοντας την επιμέλεια και την χορηγία της έκδοσης σε συνεργασία με
επιφανείς μελετητές όπως ο Diego López de Zúñiga (λατ. Jacobus Stunica, π. 1470 - 1531) και ο
κρητικής καταγωγής Έλληνας Δημήτριος Δούκας ( λατ. Demetrius Ducas Cretense, π. 1480 – 1527) .
Η έκδοση δημοσιεύτηκε ολοκληρωμένη σε έξι τόμους το 1520 στην πόλη Αλκαλά (Alcalá de
Henares, λατ. Complutum) της Ισπανίας, βλ. Βούλγαρη Σπ. Χρήστου, Εισαγωγή εις την Καινήν
Διαθήκην, Τόμος Β΄, εν Αθήναις 2003, σελ. 1377 .
82

Jakob Griesbach) εξέδωσε το ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης στηριζόμενος


όχι στις διαθέσιμες έντυπες εκδόσεις της εποχής του αλλά σε αρχαιότερα χειρόγραφα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός νέου κύματος επιφανών ερευνητών του
ελληνικού κειμένου, όπως ο Γερμανός Λάχμαν (Karl Lachmann, 1793 - 1851), ο
Άγγλος Τρετζέλις (Samuel Prideaux Tregelles, 1813 - 1875) και ο Γερμανός
Τίσεντορφ (Constantin von Tischendorf, 1815 - 1874 ).

Η αναφορά σε όλα τα παραπάνω, δηλαδή την μετάφραση του Εράσμου και


την δημιουργία εν συνεχεία του Textus Receptus, δεν είναι τυχαία όπως θα δούμε
παρακάτω. Όπως ήδη έχει σημειωθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ο Θεόκλητος
Φαρμακίδης από τη μεριά του, για την μεν περίπτωση των δύο πρώτων τόμων, είχε
λάβει υπόψη του, την έκδοση του Christian Friedrich Matthaei, που είχε γίνει στη
Λειψία το 1792. Αντιστοίχως όπως είδαμε, για την περίπτωση της ερμηνείας των
Πράξεων των Αποστόλων και των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου, είχε λάβει
υπόψη την έκδοση του Μορέλλου, που είχε γίνει το 1631 στη Γαλλία. Από τους δύο,
αυτός που μας απασχολεί εδώ περισσότερο, θα λέγαμε ότι είναι ο πρώτος, δηλαδή ο
Christian Friedrich Matthaei.
Ο Matthaei (1744-1811) υπήρξε σημαντικός παλαιογράφος, κλασσικός
φιλόλογος και καθηγητής αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Βυρτεμβέργης και αργότερα
της Μόσχας. Στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας συγκεκριμένα είχε διοριστεί καθηγητής
στην έδρα της Κλασσικής Φιλολογίας το 1803. Αναφορικά με το ζήτημα των
εκδόσεων της Αγίας Γραφής, στη σημερινή ρωσική πρωτεύουσα ήταν που
ανακάλυψε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ελληνικών χειρογράφων, τόσο βιβλικών, όσο
και πατερικών, ως προς το περιεχόμενό τους. Αυτό το στοιχείο μάλιστα, το
σημειώνει, όπως είδαμε, και ο ίδιος ο Θεόκλητος Φαρμακίδης στα Προλεγόμενα του
πρώτου τόμου της σειράς « Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων ». Αυτά τα
χειρόγραφα προέρχονταν κυρίως από το Άγιο Όρος και σε μεγάλο βαθμό βασικά
ήταν άγνωστα στη Δύση.
Ο Matthaei από τη μεριά του είχε συγκεντρώσει γύρω στα 70 από αυτά τα
ελληνικά χειρόγραφα, ενώ παράλληλα είχε κατορθώσει να αποκτήσει και να εκδώσει
ένα μεγάλο αριθμό από χειρόγραφα, τα οποία περιείχαν κυρίως υπομνηματισμούς του
83

Ιωάννου του Χρυσοστόμου πάνω στην Καινή Διαθήκη.111 Μάλιστα, μεταξύ του 1782
και του 1788 στη Ρίγα της Λετονίας (τότε τμήμα της τσαρικής Ρωσίας) ο Matthaei
εξέδωσε 12 τόμους του ελληνικού κειμένου. Στην ίδια έκδοση υπήρχε και το κείμενο
της λατινικής μετάφρασης Βουλγάτας.
Το κείμενο αυτό σε γενικές γραμμές, δεν θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικής
αξίας, δεδομένου ότι βασίζεται σε χειρόγραφα κείμενα, τα οποία δεν θεωρούνταν
ιδιαίτερα παλαιά. Εντούτοις όμως, θεωρείται πολύ σημαντικό ως προς τα πατερικά
υπομνήματα, που υπάρχουν σε αυτό (όπως αυτά του ιερού Χρυσοστόμου).112 Εδώ θα
μπορούσαμε να σημειώσουμε το ότι ο Matthaei είχε φτάσει στο σημείο να
σφετεριστεί και να υφαρπάξει μια σειρά χειρογράφων. Κάποια από αυτά τα είχε
κρατήσει στη βιβλιοθήκη του και άλλα τα είχε πουλήσει σε βιβλιοθήκες στη
Γερμανία, κυρίως στην Δρέσδη αλλά και στην Ολλανδία.113
Ο Mathaei είναι χαρακτηριστικό πως είχε έρθει στην εποχή σε σύγκρουση με
έναν άλλο σημαντικό εκδότη ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης, τον Johann
Jacob Griesbach.114 O Griesbach, ο οποίος είχε σπουδάσει στα Πανεπιστήμια της
Τυβίγγης, της Χάλλης, της Λειψίας και της Φραγκφούρτης, είχε υπάρχει μεταξύ
άλλων, μαθητής και του Johann Salomo Semler (1725 - 1791), ήταν μάλιστα για την
ακρίβεια ο κυριότερος μαθητής του.115 Ο Semler ήταν εκείνος βασικά που είχε
μυήσει τον Griesbach στα μυστικά της κριτικής ερμηνείας των Γραφών και
παράλληλα ήταν από εκείνους, που είχαν από καιρό επηρεαστεί από το
προαναφερόμενο Textus Receptus.
Υπό την επιρροή του τελευταίου αλλά και του διδασκάλου του Semler,
παρατηρούμε πως ο Griesbach ακολουθεί γενικότερα μια σειρά από αρχές όσον
αφορά την έκδοση κειμένων της Γραφής και μάλιστα της Καινής Διαθήκης με τα

111
Miller, E., A Guide to the Textual Criticism of the New Testament, The Dean Burgon Society Press,
2003, σελ. 17 .
112
Metzger, B.M. & Ehrman, B.D., The Text of the New Testament: its Transmission, Corruption and
Restoration, Oxford University Press, 2005, σελ. 167 .
113
Ο.π. , σελ. 168 .
114
Ο Johahn Jacob Griesbach (1745-1812) υπήρξε Γερμανός κριτικός και υπομνηματιστής βιβλικών
κειμένων. Ο πατέρας του ήταν πάστορας, ενώ ο ίδιος είχε ανοίξει νέους δρόμους, μέσα από το έργο
του στον τομέα της Ερμηνείας των Γραφών και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης. Θεωρείται αυτός που
έδωσε αποφασιστική λύση στο ζήτημα των Συνοπτικών Ευαγγελίων (το λεγόμενο Συνοπτικό
Πρόβλημα) που αφορά το πρόβλημα των σχέσεων και της αλληλεξάρτησης μεταξύ των συνοπτικών
ευαγγελίων. Το φαινόμενο αυτό έθεσε το πρόβλημα της πιθανής ύπαρξης κοινών πηγών από τις οποίες
άντλησαν και οι τρεις Ευαγγελιστές, όπως και το δύσκολο πρόβλημα της εξάρτησης του ενός από τον
άλλο. Το ζήτημα αυτό είχε εξεταστεί ήδη από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων,
σε βάθος όμως μελετήθηκε από τον 18ο αιώνα και μετά .
115
« Johahn Jacob Griesbach », Encyclopedia Britannica, 11th edition, Cambridge University Press,
1911, τ. 12, σελ. 1107 .
84

διάφορα ερμηνευτικά τους υπομνήματα. Μια τέτοια βασική αρχή ήταν η ανάδειξη
της σημασίας και η ολοένα και πιο συχνή χρήση των πατερικών υπομνημάτων και
κριτικών ερμηνευτικών σημειώσεων. Αυτό το τελευταίο στοιχείο μπορούμε να το
παρατηρήσουμε έντονο και στην περίπτωση των κειμένων που εξέδωσε κατά τη
δεκαετία του 1840 ο Θεόκλητος Φαρμακίδης στην Αθήνα.
Κι εδώ με άλλα λόγια, παρατηρούμε σε καθέναν εκ των επτά τόμων, που
συνιστούν τη σειρά, ότι υπάρχει σχεδόν σε κάθε σελίδα μια πληθώρα
υποσημειώσεων, με τις οποίες ο Φαρμακίδης παραπέμπει σε διάφορους Πατέρες της
πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αλλά και σε κάπως
μεταγενέστερους, όπως ο Θεοφύλακτος, ή επίσης ο Οικουμένιος και ο επίσκοπος
Καισαρείας Αρέθας (δεδομένου άλλωστε ότι, όπως ήδη έχουμε δει, σε ορισμένους
από τους τόμους της σειράς, χρησιμοποιείται ως βάση η ερμηνεία των συγκεκριμένων
Πατέρων).
Κάποιες ομοιότητες παράλληλα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι φαίνεται να
υφίστανται μεταξύ του εκδοτικού έργου του Johann Jacob Griesbach και εκείνου του
Φαρμακίδη από την άποψη πως έχουμε περίπου την ίδια τοποθέτηση κειμένων ανά
τόμο. Στην περίπτωση επί παραδείγματι του Griesbach, βλέπουμε ότι στον πρώτο
τόμο περιλαμβάνονταν τα Συνοπτικά Ευαγγέλια (κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον και
κατά Λουκάν), τη στιγμή αντίστοιχα που στο δεύτερο τόμο, βλέπουμε ότι βρίσκονταν
όλες οι Επιστολές της Καινής Διαθήκης (δηλαδή οι Επιστολές του Παύλου και οι
Καθολικές Επιστολές), καθώς και η Αποκάλυψη του Ιωάννου. Αντιστοίχως στο έργο
του Φαρμακίδη θα δούμε ότι η δομή έχει ως εξής: στον πρώτο τόμο έχουμε το κατά
Ματθαίον Ευαγγέλιο και αντίστοιχα, θα δούμε ότι ο δεύτερος τόμος έχει τα άλλα τρία
Συνοπτικά Ευαγγέλια. Από κει και πέρα, θα παρατηρήσει κάποιος ότι από τον τρίτο
τόμο και έως τον έκτο πως είναι μοιρασμένες οι Επιστολές του Παύλου (στον τρίτο
τόμο, όπως είδαμε έχουμε και τις Πράξεις Αποστόλων). Η Αποκάλυψη του Ιωάννη
αντίστοιχα, είναι στον τελευταίο, τον έβδομο τόμο (τη στιγμή, που το έργο αυτό ο
Griesbach το παραθέτει στο δεύτερο τόμο του δικού του έργου).
Υπάρχει δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις μια τάση για μια ομαδοποίηση των
διαφόρων κειμένων της Κ.Δ. ανά τόμους, ανάλογα με στοιχεία, όπως ανάλογα με το
ποιος είναι ο συγγραφέας του κάθε κειμένου. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις θα
παρατηρήσουμε ενδεικτικά ότι πολλές ή και όλες οι Επιστολές του Παύλου (στην
περίπτωση του Griesbach) συγκαταλέγονται στον ίδιο τόμο.
85

Εδώ κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε αναφορά και στους Johann Albrecht


Bengel116 και Johann Jacob Wettstein.117 Και αυτοί από τη μεριά τους (λίγο
παλαιότεροι σε σύγκριση με τον Johann Jacob Griesbach και τον Christian Frederick
Matthaei) είχαν ασχοληθεί με το θέμα της έκδοσης κριτικής ερμηνείας της Καινής
Διαθήκης. Εδώ καταρχήν κρίνουμε σκόπιμο να σταθούμε λίγο στον πρώτο, δηλαδή
τον Johann Albrecht Bengel, κι αυτό για τον εξής λόγο: ο Bengel από τη μεριά του
κατά τη δόμηση του έργου του που αφορά τον υπομνηματισμό των έργων της Καινής
Διαθήκης, ασχολήθηκε πάρα πολύ με την επεξήγηση σε διάφορα σημεία του
κειμένου, μέσω υποσημειώσεων. Παράλληλα είναι ενδεικτικό πως ο Bengel δεν
διστάζει συχνά να προβεί σε επεξηγηματικές επισημάνσεις, όπως παρατηρούμε και
στον Θεόκλητο Φαρμακίδη, όταν θεωρεί ότι οι υπομνηματισμοί και οι ερμηνείες
διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, δεν είναι απόλυτα βέβαιες και όταν επιπρόσθετα
υφίστανται και άλλες πιθανές ερμηνείες όσον αφορά κάποιο χωρίο.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο συγκεκριμένος ερμηνευτής παρουσίαζε
αλφαβητικά στο έργο τις διάφορες επεξηγηματικές σημειώσεις και επισημάνσεις,
ξεκινώντας πάντα από τις πλέον πιθανές και αληθοφανείς και καταλήγοντας στις
λιγότερο πιθανές, μα βάση τις έρευνές του και τις προσωπικές του απόψεις.
Αντίστοιχα και στο έργο του Φαρμακίδη, θα δούμε ότι υφίσταται εν μέρει το στοιχείο
της παράθεσης διαφορετικών ερμηνειών και της εμφάνισής τους κατά σειρά, ανάλογα
με την εγκυρότητά τους. Διαβάζουμε άλλωστε ενδεικτικά στο έργο Μελέται του
Διομήδους Κυριακού ότι: « Το κείμενον του Ζυγαδηνού είχε πρώτος εκδώσει ο
Γερμανός Ματθαίης τω 1792. Ταύτη τη εκδόσει ηκολούθησεν ο Φαρμακίδης. Ο
Γερμανός εκδότης είχε σημειώσει υπό το κείμενον τας διαφόρους αναγνώσεις των

116
Ο Johann Albrecht Bengel (1687-1752), ήταν Λουθηρανός κληρικός και ελληνιστής λόγιος, ο
οποίος ασχολήθηκε με την έκδοση της Καινής Διαθήκης και με τον υπομνηματισμό της. Βλ. Weborg,
C. John, « Bengel J. A. » στο McKim D. K. , Dictionary of Major Biblical Interpreters (2nd edition),
Downers Grove, σελ. 184 .
117
Ο Johann Jacob Wettstein (1693-1754), ήταν Ελβετός θεολόγος, γνωστός για την κριτικός του
κειμένου της Καινής Διαθήκης. Και αυτός εν πολλοίς βασίστηκε στην μελέτη του πρωτότυπου
ελληνικού κειμένου, αλλά και του προαναφερόμενου Textus Receptus, με γνώμονα την δημιουργία
μιας συγκεκριμένης « γραμμής » όσον αφορά τον τρόπο της κριτικής ερμηνείας γενικότερα των
βιβλικών κειμένων. Ο ίδιος έφτασε να οδηγηθεί μέσα από τη μελέτη χειρογράφων, που προέρχονται
από τον λεγόμενο « Αλεξανδρινό Κώδικα », στην έκφραση απόψεων, όπως για παράδειγμα η
αμφισβήτηση ακόμα και της θείας φύσης του Ιησού Χριστού. Βλ. « Johann Jacob Wettstein »,
Encyclopedia Britannica, 11th Edition, Cambridge University Press, 1911, τ . 28 , σελ. 564 - 565 .
86

χειρογράφων, άπερ είχεν υπόψιν. Εκ τούτων παρεδέχθη ο Φαρμακίδης εκείνας μόνον,


ας έκρινεν αξίας γνώσεως ».118
Μια τέτοια τεχνική, την οποία γενικότερα φαίνεται ο Φαρμακίδης, να
δανείζεται από τους Προτεστάντες θεολόγους, αναφορικά με το ζήτημα της
παρουσίασης της κριτικής ερμηνείας του βιβλικού κειμένου, καταδεικνύει το εξής:
πως ο Φαρμακίδης ήθελε κατά τη διαδικασία του εγχειρήματός του να καταστεί όσο
το δυνατόν πιο αναλυτικός, ώστε να προσφέρει έτσι στον αναγνώστη μια όσο το
δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη εικόνα.
Οι αναφορές σε όλα τα παραπάνω γίνονται υπό το πρίσμα της προσπάθειας να
καταδείξουμε πως γενικότερα ως προς τον τρόπο παρουσίασης του κειμένου ο
Φαρμακίδης χρησιμοποιεί αφενός μεν προτεσταντικές τεχνικές, από την άλλη όμως
υφίσταται μια πολύ σημαντική ποιοτική διαφοροποίηση: παραμένει ο ίδιος απόλυτα
πιστός στην ίδια την ανατολική ορθόδοξη οπτική ως προς τον τομέα της ερμηνείας
του κειμένου και δεν παρεκκλίνει στο ελάχιστο. Και αυτό το έργο του (όπως και
άλλα, όπως π.χ. το « Ο Συνοδικός Τόμος ή περί αληθείας » του 1850 ή τα έργα: α)
Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, εις ο συνεξεθόθη και το περί βαττολογίας του - 1838, β) Ο
ψευδώνυμος Γερμανός - 1838, γ) Οικονόμος ο εξ Οικονόμων ή περί όρκου - 1849
κ.λ.π.), ήταν προσπάθειες με τις οποίες ο Φαρμακίδης είχε επιχειρήσει να
συνδιαλλαγεί ουσιαστικά με την κοινωνία της εποχής του.
Εδώ συγκεκριμένα, βλέπουμε ότι ο Φαρμακίδης προσπαθεί και αγωνιά να
διαφωτίσει την κοινωνία της εποχής του και να την καθοδηγήσει πάνω σε ζητήματα
που θεωρεί σημαντικά όπως η ορθή ερμηνεία της Καινής Διαθήκης. Ένα ενδεικτικό
παράδειγμα αυτής της προσπάθειάς του ήταν βασικά το έργο του « Περί Ζαχαρίου
υιού Βαραχίου, εις ο συνεξεδόθη και το περί βαττολογίας ». Εδώ εν προκειμένω, ο
μεγάλος αυτός εκκλησιαστικός άνδρας και λόγιος συγγραφέας, είχε θεωρήσει
σκόπιμο το να απαντήσει σε μια υπομνηματικού χαρακτήρα επιστολή, που είχε
γράψει στις 18 Νοεμβρίου του 1837 ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων και
όπου υποστήριζε ενδεικτικά ότι ο Ζαχαρίας, γιος του Βαραχία και ο οποίος

118
Κυριακού, Δ.Α., « Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου », στο Μελέται, εκ του τυπογραφείου των
καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις, 1887, σελ. 177 .
87

αναφέρεται στο καινοδιαθηκικό χωρίο στ. Μτ. 23,35119 και στο αντίστοιχο χωρίο Λκ.
11,51.120
Ο Φαρμακίδης, που είχε θεωρήσει λανθασμένη αυτήν την υπόθεση του
Οικονόμου, είχε κρίνει ότι έπρεπε να ενδιαφερθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα. Το
θέμα είναι μάλιστα πως αυτό εκ των πραγμάτων δεν αφορούσε τους πολλούς αφού
« η σπουδαιότης αυτού αποβλέπει εις ολίγους, εις εκείνους δηλαδή, όσοι καταγίνονται
κυρίως εις τα εκκλησιαστικά ».121 Η σπουδαιότητα μιας τέτοιας ενασχόλησης ήταν
συνυφασμένη με το ότι « Αν άλλος ήτο ο συγγραφεύς της περί ης ο λόγος
υπομνηματικής επιστολής, όχι δηλαδή τόσον γνώριμος, όσον ο αιδεσιμώτατος
Οικονόμος, ομολογούμεν ότι ηθέλομεν αδιαφορήσει εις ό,τι κι αν ήθελε γράφει· αλλ’ ο
συγγραφεύς θεωρείται κοινώς ως των πρώτων πεπαιδευμένων Ελλήνων· και τοιούτος
άνθρωπος γράφων πιστεύεται ευκόλως, ό,τι και αν λέγη ».122
Οι συγκεκριμένες θέσεις του Φαρμακίδη, θέσεις, που σαφέστατα αφορούν και
τη σειρά των τόμων « Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων », είναι επίσης
συνυφασμένες με το ότι ο ίδιος συχνά έκανε έναν σαφέστατο διαχωρισμό μεταξύ των
ίδιων των κειμένων της Αγίας Γραφής από τη μια μεριά και των κειμένων των
Πατέρων από την άλλη. Επισημαίνει πολύ χαρακτηριστικά ο Φαρμακίδης στο έργο
του « Ο ψευδώνυμος Γερμανός », τονίζει ότι « σεβόμεθα πάραπολύ τους θείους της
εκκλησίας πατέρας· τιμώμεν και τα συγγράμματα αυτών μεγάλως· αλλ’ ούτε τους
Πατέρας της εκκλησίας δυνάμεθα να σεβόμεθα ως αυτόν τον Χριστόν, ούτε τα
συγγράμματα αυτών να τιμώμεν ως τας θείας Γραφάς· διότι φρονούμεν και δοξάζωμεν,
και αδιστάκτως πιστεύομεν, ότι μόναι αι ιεραί Γραφαί είναι λόγος Θεού, και προς τον
λόγον του Θεού, τίποτε δεν είναι ικανόν ν’ αντιπαραβάλλεται ».123
Και θα τονίσει παράλληλα λίγο παρακάτω ενδεικτικά ότι: « Αι μαρτυρίαι των
Πατέρων δεν δύνανται να έχωσιν ίσην των λόγων του Θεού ισχύν· αλλ’ απογεννώσι
μόνον ανθρώπινην πίστην· 1) επειδή μόνη η Γραφή είναι αρχή της Θεολογίας, και είναι

119
« ὅπως ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ τοῦ
δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ
θυσιαστηρίου » .
120
« ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου τοῦ ἀπολομένου μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου
καὶ τοῦ οἴκου· ναί, λέγω ὑμῖν, ἐκζητηθήσεται ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης » .
121
Θεόκλητος, Φ., « Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου εις ο συνεξεδόθη και το περί βατολογίας », εκ της
τυπογραφίας Α. Αγγελίδου, Αθήναι, κατά την οδόν Ερμού εις Καμουκαρέαν, 1838, σελ. 7 .
122
Ό.π., σελ. 8 .
123
Φαρμακίδης, Θ., Ο Ψευδώνυμος Γερμανός, εκ της τυπογραφίας του Α. Αγγελίδου, κατά την οδόν
Ερμού παρά τη Καπνικαρέα, εν Αθήναις, 1838, σελ. 24 .
88

ικανή και αναγκαία προς σωτηρίαν· 2) επειδή των Πατέρων τα συγγράμματα δεν είναι
κανονικά βιβλία· 3) επειδή οι Πατέρες εις βεβαίωσιν των γνωμών αυτών
προστρέχουσιν εις τας Γραφάς· 4) επειδή τινές των Πατέρων έσφαλον… 5) επειδή
αυτοί οι ίδιοι οι Πατέρες μαρτυρούσιν ότι δύνανται να φρονώσιν άλλως ή ως απαιτεί η
αλήθεια 6) επειδή πολλοί Πατέρες εν και το αυτό χωρίον της Γραφής διαφόρως
ερμήνευσαν. Όθεν δεν εδυνήθησαν όλοι να επιτύχωσι εντελώς του νοήματος της
Γραφής ».124
Όλες αυτές οι επισημάνσεις του Φαρμακίδη σχετικά με τη θέση των
ερμηνευτικών κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας έναντι του θεόπνευστου
κειμένου της Αγίας Γραφής (στην εξεταζόμενη περίπτωση στην παρούσα εργασία,
της Καινής Διαθήκης) είναι εξαιρετικά σημαντικές. Και αυτό καθώς μπορούμε
επιπρόσθετα να αναλογιστούμε πως το έργο του Φαρμακίδη (αλλά και η όλη
« φιλοσοφία » του σχετικά με αυτό το θέμα) μακροπρόθεσμα ήταν ένας από τους
οδηγούς εκείνους, με βάση τους οποίους (περισσότερο ή λιγότερο) επρόκειτο να
εργαστούν και να ασχοληθούν μεταγενέστεροι θεολόγοι και λόγιοι με την κριτική
ερμηνεία του βιβλικού κειμένου και δη της Καινής Διαθήκης .
Μέσα από όλα τα παραπάνω γενικότερα και μέσω των αναφορών σε
περιπτώσεις, όπως οι Johahn Jacob Griesbach, Johann Albrecht Bengel, Johann
Jacob Wettstein και φυσικά ο Christian Frederick Matthaei, καθίσταται σαφές ότι
τοποθετήσεις σαν αυτές που κάνει ο Φαρμακίδης σχετικά με τη σημασία της
ερμηνείας των Γραφών και της σχέσης του πρωτότυπου κειμένου με τα πατερικά
κείμενα, είναι ενταγμένες στο πλαίσιο των πνευματικών ζυμώσεων του 19ου αιώνα
για τις οποίες άλλωστε ήταν ενήμερος και ο ίδιος. Φαίνεται μέσω των
υποσημειώσεων των έργων του, ότι ήταν ενήμερος για τις θεολογικές τάσεις του
καιρού του και για τις αντιλήψεις ιδιαίτερα των Γερμανών θεολόγων (όπως όλοι οι
προαναφερόμενοι) που βρίσκονταν εκείνους τους αιώνες στην πρωτοπορία της
ευρωπαϊκής βιβλικής σκέψης.125 Και σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν γινόταν παρά να
προβάλλει την αυθεντία της Βίβλου, στοιχείο άλλωστε, που αποτελούσε και το
επίκεντρο της έρευνας των μεγαλύτερων Ευρωπαίων θεολόγων, ιστορικών και
μελετητών του πρώϊμου Χριστιανισμού.

124
Ό.π., σελ. 34 .
125
Παύλου, Ν., « Ότι η μελέτη των ιερών Γραφών είναι τόσον αναγκαία... » - Η Αγία Γραφή στο έργο
του Θεόκλητου Φαρμακίδη , σελ. 5 .
89

Εδώ παράλληλα όμως πρέπει να σημειωθεί πως το έργο του Φαρμακίδη


αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη πως είναι ίσως η μοναδική περίπτωση
έκδοσης κριτικής ερμηνείας της Καινής Διαθήκης, που έχουμε κατά τη δεκαετία
αυτή, μες στον 19ο αιώνα. Και υπό αυτό το πρίσμα, γενικότερα ένα τέτοιο έργο
αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία στην ιστορία της έκδοσης κριτικών ερμηνειών
της Καινής Διαθήκης στον ελληνικό χώρο.
Εδώ παρεμπιπτόντως, αναφερόμενοι στην ιστορία της έκδοσης κριτικών
ερμηνειών πάνω στην Αγία Γραφή και ειδικότερα στο χώρο της Καινής Διαθήκης
στον ελληνικό κόσμο, μπορούμε να σημειώσουμε ενδεικτικά αυτά τα οποία
επισημαίνει πλέον για την εποχή του Θεόκλητου Φαρμακίδη, ο καθηγητής της
Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Εμμανουήλ Ζολώτας (1858 - 1919), στο
έργο του « Δοκίμιον Ιστορίας των εν τη Ημετέρα Εκκλησία μέχρι της δουλώσεως του
Έθνους υπό των Τούρκων Ερμηνευτικών Σπουδών » (εκ του τυπογραφείου ο
Παλαμήδης, εν Αθήναις, 1892): « Νύν δε ήδη, ότε δια του θαυμαστού αγώνος των
Πατέρων ημών απηλλάγη της δουλείας μοίρα τις του Ελληνισμού, και αι άλλαι
επιστήμαι ήρξαντο τυγχάνουσαι θεραπείας και η της Π.Δ. και μάλιστα της Κ.Δ.
ερμηνεία, εις ην οι Έλληνες έχουσι και το της γνώσεως της γλώσσης πρώτιστον και
σπουδαιότατον εφόδιον ».126
Εδώ επιπρόσθετα, μπορεί να σημειωθεί το ότι το έργο του Φαρμακίδη κάνει
την εμφάνισή του στον ευρωπαϊκό χώρο και στο στερέωμα της ερμηνείας των
Γραφών, μόλις λίγα χρόνια πριν από την εμφάνιση του πλουσιώτατου σε πατερικές
ερμηνείες, μνημειώδους και πολύ γνωστού έργου του Γάλλου ιερωμένου Jacques
Paul Migne (1800-1875)127 Patrologiae Graecae Cursus Completus, που είναι
ευρύτερα γνωστό ως Patrologia Graeca (και που εκδόθηκε για πρώτη φορά σε
λατινική μετάφραση σε 81 τόμους, μεταξύ των ετών 1856-1861 και εν συνεχεία στα

126
Ζολώτας. Εμμ., Δοκίμιον Ιστορίας των εν τη Ημετέρα Εκκλησία μέχρι της δουλώσεως του Έθνους
υπό των Τούρκων Ερμηνευτικών Σπουδών, εκ του τυπογραφείου « Ο Παλαμήδης », εν Αθήναις, 1892,
σελ. 28 .

127
Ο αββάς Jacques Paul Migne ήταν Γάλλος Ρωμαιοκαθολικός ιερέας και ευρέως γνωστός ως
εκδότης θεολογικών, πατερικών και εκκλησιαστικών κειμένων. Κατανοώντας τη σπουδαία δύναμη του
Τύπου, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Imprimerie Catholique. Εξέδωσε σε ταχείς ρυθμούς πολυάριθμα
θρησκευτικά βιβλία και έντυπα, απευθυνόμενος κυρίως στις ανάγκες του κατώτερου κλήρου. Η
πρωτοτυπία του ήταν ότι χρησιμοποιούσε φθηνά υλικά, κρατώντας έτσι το κόστος χαμηλά και
εξασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ευρεία κυκλοφορία .
90

ελληνικά σε 166 τόμους κατά την περίοδο 1857-1866). Αν και οι εκδόσεις αυτές
έχουν επικριθεί πολλές φορές για την προχειρότητά τους, και τα πολλά λάθη τους, και
έχουν κατά μέρος ξεπεραστεί από νεώτερες, δεν μπορεί να αγνοηθεί και να
παραθεωρηθεί το γεγονός πως μέχρι σήμερα παραμένουν οι μόνες που
συγκεντρώνουν τα έργα τόσων πολλών συγγραφέων.
Η συλλογή εκδόθηκε σε δύο σειρές. Η πρώτη σειρά περιείχε μόνο τη μετάφραση
των ελληνικών κειμένων στα Λατινικά σε 81 τόμους (1856-61), ενώ η δεύτερη σειρά,
η οποία εκδόθηκε στη συνέχεια, το ελληνικό κείμενο με λατινική μετάφραση σε 166
τόμους (1857-66). Αυτή η δεύτερη σειρά είναι και η γνωστότερη. Περιλαμβάνει τα
έργα που γράφτηκαν στα Ελληνικά, είτε προέρχονται από εκκλησιαστικούς
συγγραφείς της Ανατολής και της Δύσης, από τον 1ο έως και τον 15ο αιώνα. Το
κείμενο είναι τυπωμένο και αριθμημένο σε στήλες, μία από τις οποίες είναι γραμμένη
στα Ελληνικά, ενώ στην άλλη υπάρχει η λατινική της μετάφραση. Η αρίθμηση των
τόμων σταματά στο 161, όμως το σύνολό τους είναι 166, καθώς οι τόμοι 16 και 87
έχουν τρία μέρη και ο τόμος 86 δύο. Ένας ακόμη τόμος που ήταν υπό έκδοση, δεν
εκδόθηκε ποτέ, αφού οι τυπογραφικές μήτρες του καταστράφηκαν από φωτιά στο
τυπογραφείο το 1868. Το έργο γνώρισε πολλές ανατυπώσεις στην Ευρώπη, με
πρώτες αυτές του εκδοτικού οίκου των Αδελφών Garnier στο Παρίσι (ήδη από το
1880), ενώ στην Ελλάδα ξεκίνησε ν' ανατυπώνεται τη δεκαετία του 1980, από τις
« Εκδόσεις Ωφελίμου Βιβλίου ».
Η συλλογή στηρίζεται σε ανατυπώσεις προγενέστερων εκδόσεων, οι οποίες συχνά
περιέχουν λάθη και παροράματα, ενώ και η ποιότητα της εκτύπωσης δεν είναι και η
καλύτερη δυνατή. Πάρ' όλα αυτά, είναι η μοναδική έκδοση η οποία εμπεριέχει τόσο
μεγάλο αριθμό έργων, μερικά από τα οποία δεν βρίσκονται διαθέσιμα αλλού, και γι'
αυτό αποτελεί σημείο και έργο αναφοράς, κυρίως για όσους μελετούν την
μεσαιωνική γραμματεία και φιλολογία.
Στην ελληνική έκδοση δεν υπάρχει, σε αντίθεση με την Patrologia Latina,
παράρτημα με συνολικό πίνακα περιεχομένων, έλλειψη που αναπλήρωσε ο πρώην
μητροπολίτης Λαρίσσης Δωρόθεος Σχολάριος, ο Θεσσαλός, με τα έργα του « Κλείς
Πατρολογίας και Βυζαντινών Συγγραφέων » που περιλαμβάνει τα περιεχόμενα κατά
τόμο, με αναλυτική αναγραφή όλων των βιβλίων και των περιεχομένων τους ( α΄
έκδοση 1879, β΄ έκδοση - ανατύπωση 1980) και « Ταμείον Πατρολογίας » που
περιέχει λήμματα, κατ' αλφαβητική σειρά, τα οποία αναπτύσσονται από τους Πατέρες
και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, με αντίστοιχες παραπομπές στα έργα τους
91

(εκδόθηκαν μόνον οι τόμοι με τα γράμματα Α-Γ· , ενώ ολόκληρο το έργο σε


χειρόγραφα υπάρχει στα αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας .
Εδώ μπορεί να γίνει λόγος και για το έργο Catenae Graecorum Patrum in
Novum Testamentum (8 τόμοι, Οξφόρδη 1838-1844) του Άγγλου κληρικού και
καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης John Antony Cramer (1793-1848).
Ιδιαίτερα ενδιαφ'ερουσα πολύ να θεωρηθεί και η περίπτωση των ερμηνευτικών έργων
του λογιότατου αγίου Νικόδημου του Αγορείτη (1749-1809).128 Πρόκειται για τα
εξής: α) Ερμηνεία εις τας επτά Καθολικάς Επιστολάς των Αγίων και πανευφήμων
Αποστόλων Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα (Ενετίησιν 1806) και β) Παύλου του
θείου και ενδόξου Αποστόλου, αι ιδ΄ επιστολαί ερμηνευθείσαι μεν ελληνιστί υπό του

128
Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Ο πατέρας του λεγόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία. Το
βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Από μικρός γαλουχήθηκε με χριστιανική ανατροφή από τους
γονείς του. Ακολούθησε σπουδές και αποφοίτησε αρχικά από τη σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Νάξο
όπου είχε διδάσκαλο τον αδελφό του Κοσμά του Αιτωλού, τον αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Εν συνεχεία
ανεχώρησε για ανώτερες σπουδές στη Σμύρνη. Εκεί σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης,
για πέντε έτη. Διέπρεψε μάλιστα τόσο στη σχολή αυτή ώστε ο Ιερόθεος Σμύρνης τον ήθελε για
μελλοντικό διευθυντή της σχολής του. Η μόρφωσή που έλαβε στη Σμύρνη εκτός από τη θεολογική
επιστήμη περιελάμβανε και άλλες γνώσεις όπως φιλοσοφικές, οικονομικές, ιατρικές, αστρονομικές και
στρατιωτικές. Στα ιδιαίτερα χαρίσματά του ήταν ο εξαιρετικός χειρισμός της γλώσσας, η γνώση
γαλλικών, ιταλικών και λατινικών καθώς και η ισχυρή μνήμη. Ο Νικόδημος ήταν λάτρης της
μοναστικής πολιτείας. Αυτή η επιθυμία του, γιγάντωσε με τη γνωριμία με μοναχούς του Αγίου Όρους
και με άλλες προσωπικότητες, όπως είναι ο Άγιος Διονύσιος Νοταράς,επίσκοπος Κορίνθου. Το 1775
ήρθε στην Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους. Εκεί εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημο. Σε αυτή
την απόφαση ίσως να συνέβαλε και η μητέρα του, η οποία είχε και αυτή καρεί μοναχή στη Νάξο
ονομαζόμενη Αγαθή. Ο Νικόδημος, υπήρξε πολύ δραστήριος: είχε αναλάβει παράλληλα το
διακόνημα-οφφίκιο του Αναγνώστη στις Ακολουθίες και του Γραμματέα της μονής. Έτσι ως εργόχειρο
του είχε την αντιγραφή κωδίκων. Διατηρούσε αλληλογραφία με πολλούς λογίους της εποχής του και
ιδιαιτέρως με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και εθνομάρτυρα Γρηγόριο τον Ε΄και τον όσιο Αθανάσιο
τον Πάριο. Ως μοναχός συνέταξε μεγάλο αριθμό συγγραμμάτων και βιβλίων που γίνεται εμφανής η
ορθόδοξος θεολογία. Στόχος του ήταν μια δυναμική απόκρουση των αιρέσεων και των κακοδοξιών
των ημερών του.

Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης υπήρξε η προεξάρχουσα μορφή των Κολλυβάδων, μιας μερίδας μοναχών
το Αγίου Όρους που αρχικά ήθελαν τα μνημόσυνα των νεκρών να γίνονται όπως η παράδοση επέβαλε
Σάββατο ή οποιαδήποτε άλλη μέρα εκτός από Κυριακή ή δεσποτική εορτή, κάτι που εκείνη την
περίοδο είχε επιτραπεί για διαφόρους λόγους. Η στάση τους αυτή βρήκε την αντίρρηση μιας άλλης
μερίδας μοναχών που έγινε γνωστή ως Αντικολλυβάδες, που υποστήριζε πως μπορούσαν να γίνονται
μνημόσυνα την Κυριακή, αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου ( υπό του Πατριάρχη Σωφρονίου)
που τους καταδίκασε τελικά το 1776. Ένεκα της εμμονής του στις παραδόσεις και στο Πνεύμα των
Ιερών κανόνων της Εκκλησίας, υπέστη ταπεινώσεις και διωγμούς, διότι απέρριπτε τις λατινογενείς
προσμίξεις στην ορθόδοξη θεολογία και λειτουργική ζωή. Επίσης ήταν σφοδρός πολέμιος της
εκκοσμίκευσης της εκκλησίας και της αλλοίωσης της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης, που κέντρα
στην εποχή του προωθούσαν στα πρότυπα της λατινικής μοναχικής παράδοσης. Έτσι οι Κολλυβάδες
μετατράπηκαν στο αντίπαλο δέος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.Απεβίωσε την Τετάρτη 14 Ιουλίου
του 1809, σε ηλικία 60 ετών στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους, Βλ. Πάσχος
Π.Β. Εν ασκήσει και μαρτυρίω, εκδόσεις Αρμός, [χ.χ.], σελ. 14
92

μακαρίου Θεοφυλάκτου Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, μεταφρασθείσαι δε εις την καθ'


ημάς κοινοτέραν διάλεκτον και σημειώμασι διαφόροις καταγλαϊσθείσαι παρά του εν
μακαρία τη λήξει γενομένου Νικοδήμου του Αγιορείτου (Ενετίησιν 1809). Λόγος
μπορεί να γίνει και για το έργο του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Κων/πόλεως και αγίου
της Ορθόδοξης Εκκλησίας Γρηγορίου του Ε΄ (1746-1821). Ο τίτλος αυτού του
ερμηνευτικού έργου είναι: "Εξήγησις των κατά πάσαν Κυριακήν αναγνωσμάτων εκ
των ιερών Πράξεων των αγίων και θεοπνεύστων επιστολών του Αποστόλου Παύλου,
μεταφρασθέντων εκ των θείων πονημάτων του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, ην εν τω τέλει προσετέθησαν και δύο λόγοι του αυτού περί τε του γάμου
και χηρείας, ήδη πρώτον τύποις εκδοθείσα δαπάνη και αναλώμασι του Παναγιωτάτου
και Οικουμενικού Πατριάρχου, Κυρίου Γρηγορίου" (Κωνσταντινούπολις, 1807).

Επίσης, κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, μπορεί να θεωρήσει κάποιος


ότι το έργο του Θεόκλητου Φαρμακίδη, καθώς είναι συνδεδεμένο με το ζήτημα της
χρήσης, μιας γλώσσας, η οποία θα ήταν προσιτή στον απλό λαό, ώστε τα
συγκεκριμένα ερμηνευτικά έργα να είναι και αυτά προσιτά και προπαντός κατανοητά
σε μια ευρύτερη μάζα ατόμων. Η αναφορά στην γλώσσα εδώ δεν είναι τυχαία.
Γίνεται υπό το πρίσμα μιας ευρύτερης ανάλυσης (κατά την προσωπική μας άποψη)
περί σύνδεσης του έργου και της δράσης εκείνη την εποχή ατόμων, όπως ο
Θεόκλητος Φαρμακίδης, με ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο αφορούσε τομείς όπως οι
πολιτικές και διπλωματικές ισορροπίες της εποχής και η παρουσία του νεότευκτου
ελληνικού βασιλείου σε αυτές τις παρουσίες.

Αυτή η διάσταση είναι κατά τη γνώμη μας άρρηκτα συνυφασμένη με το ότι ο


Φαρμακίδης επιχειρώντας με άλλους μεγάλους πατριώτες της εποχής του, να
στηρίξουν ιδεολογικά αλλά και σε πρακτικό επίπεδο το νέο βασίλειο, έρχεται σε
αντιπαράθεση με φαινόμενα, όπως ο πανσλαβισμός μέσα από τον οποίο άλλωστε είχε
εκφραστεί και μια διαδικασία εθνικιστικών δραστηριοτήτων εκ μέρους λαών της
περιοχής, όπως οι Βούλγαροι. Αυτές οι εθνικιστικές δραστηριότητες δε, είναι άμεσα
συνδεδεμένες και με το χώρο της Εκκλησίας, της διοίκησής της, αλλά και της
γλώσσας, που είχε αρχίσει να προωθείται στο χώρο της λατρείας σε διάφορες
περιοχές των Βαλκανίων περίπου εκείνη την περίοδο (προώθηση των τοπικών
γλωσσών στη θεία λατρεία και παράλληλος υποβιβασμός της χρήσης της ελληνικής
γλώσσας).
93

Το θέμα της γλώσσας επιπρόσθετα, πέρα από το ζήτημα της στάσης του
Φαρμακίδη έναντι του πανσλαβισμού και του ευρύτερου ρόλου, που φαίνεται πως
είχαν επιχειρήσει να ασκήσουν στην περιοχή δυνάμεις, όπως οι Ρώσοι κατά το 19ο
αιώνα, φαίνεται ότι επίσης μπορεί να συνδεθεί και με το ζήτημα της παγίωσης της
ιδέας ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, δεν ήταν ένα παροδικό μόρφωμα. Με άλλα
λόγια, η προώθηση του σκεπτικού περί χρήσης, μιας γλώσσας σχετικά απλής και
εύκολα κατανοητής τουλάχιστον εκ μέρους όσων είχαν τη δυνατότητα της
ανάγνωσης τότε, θεωρούμε πως συνδεόταν με μια προσπάθεια ενδυνάμωσης της
αντίληψης περί ενότητας και ύπαρξης του νέου κράτους. Άλλωστε μια τέτοια θέση,
είναι συνυφασμένη περισσότερο ή λιγότερο, με το ρόλο που έπαιξε η γλώσσα, ως
μέσο ενδυνάμωσης της εθνικής συνείδησης και συσσωμάτωσης στην περίπτωση των
Γερμανών ήδη από το 18ο αιώνα (από τους οποίους παράλληλα βλέπουμε ότι
επηρεάζεται ο Φαρμακίδης αναφορικά με τον τρόπο έκδοσης και παρουσίασης των
ερμηνειών της Αγίας Γραφής).

Και δεν είναι τυχαία άλλωστε σε αυτό το πλαίσιο, η σύγκρουση του


Φαρμακίδη με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, τον εξ Οικονόμων, αναφορικά με
διάφορα ζητήματα. Κι αυτό καθώς ο μεν Οικονόμος από τη μεριά του είχε
εκπροσωπήσει κατά κύριο λόγο το παρελθόν της Εκκλησίας, τη στιγμή, που ο
Φαρμακίδης επεδίωκε την δημιουργία ενός μοντέρνου status quo, με βάση το οποίο η
Εκκλησία του νεοσύστατου βασιλείου, θα μπορούσε να καταστεί στην ουσία εθνική
Εκκλησία. Κι εδώ υπάρχουν στοιχεία, τα οποία παραπέμπουν στο προτεσταντικό
κοσμοθεωριακό πλέγμα, μέσα από το οποίο αναφύεται η άμεση σύνδεση του
Κράτους με την ίδια Εκκλησία, η οποία σε αντίθεση με το υπερεθνικό πρότυπο της
Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη, καθίσταται κομμάτι και
εργαλείο του κρατικού μηχανισμού εντός ενός συγκεκριμένου εθνικού σχηματισμού.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι ο Φαρμακίδης από τη
μεριά του, δεν διστάζει να κρίνει το ότι υπό τις παρούσες συνθήκες εκείνης της
εποχής, η Ελλάδα όφειλε ακόμα και να συνεργαστεί με την Οθωμανική
Αυτοκρατορία, με γνώμονα την απόκρουση του πανσλαβισμού και της
επιθετικότητας και γενικότερα των στρατιωτικών, πολιτικών και γεωστρατηγικών
βλέψεων, ειδικά των Ρώσων στην ευρύτερη περιοχή.
94

Με αυτόν τον τρόπο ταυτόχρονα φαίνεται να υφίσταται μια έμμεση απόρριψη


της ίδιας της Μεγάλης Ιδέας. Και στο πλαίσιο αυτής της απόρριψης, ο Φαρμακίδης
θεωρούσε ότι το ελληνικό έθνος κατά βάση περιελάμβανε όλους εκείνους τους
Έλληνες, που είχαν επαναστατήσει και όχι όσους γενικά συμμετείχαν στην ελληνική
φυλή. Με αυτόν τον τρόπο ο Φαρμακίδης δείχνει να περιορίζεται στα στενά και
υπαρκτά εκείνην την εποχή όρια του πρώτου ελληνικού κράτους, μετά την
Απελευθέρωση, προσαρμοζόμενος, φαινομενικά τουλάχιστον, στο πνεύμα της τότε
βρετανικής πολιτικής, με βάση την οποία, μόνο η Αγγλία θα μπορούσε να
πραγματώσει τα ελληνικά σχέδια και όνειρα.129

Ο Φαρμακίδης κάνει λόγο για πανσλαβιστική ή απλά για σλαβική ιδέα, και
καθορίζει χρονολογικά το όριό της στα τέλη της Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1829
(όπου έχουμε τη Συνθήκη της Αδριανούπολης και την ίδρυση του ελληνικού κράτους
ένα χρόνο νωρίτερα, το 1828). Ο πανσλαβισμός έχει έναν σαφή ανθελληνικό
χαρακτήρα, με την έννοια ότι μέσω αυτού προορίζονται τα διάφορα σλαβικά έθνη
των Βαλκανίων να καταστούν συνεχιστές της παρακμάζουσας Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, μετά την κατάρρευσή της, αντί για την Ελλάδα, που είναι ο φυσικός
διάδοχος των Οθωμανών στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτού του αντισλαβισμού του
δεν είναι τυχαίο το ότι ο ίδιος είχε μια ιδιαίτερα αρνητική στάση έναντι του Αγίου
Όρους, το οποίο θεωρούνταν εκείνη την εποχή κέντρο μέσω του οποίου
οργανώνονταν πτυχές της ρωσικής πολιτικής στα οθωμανικά εδάφη και τα Βαλκάνια.
Μάλιστα, ο Φαρμακίδης θεωρούσε ότι αυτά σε αυτά τα σχέδια σε μεγάλο βαθμό
συμμετείχαν όχι μόνο Σλάβοι μοναχοί, κληρικοί κ.λ.π., αλλά και ιερωμένοι και
μοναχοί που ήταν Έλληνες στο γένος.

Το έργο και οι ενέργειες, που επιχειρούσαν να προωθήσουν το πολιτικό


πρόγραμμα του πανσλαβισμού, ήταν συνυφασμένες και με το ζήτημα της
καταπολέμησης των προσπαθειών για καλλιέργεια και ανάπτυξη της ελληνικής
γλώσσας στο χώρο των Βαλκανίων. Δηλώνει άλλωστε σε κείμενά του
χαρακτηριστικά πως οι Έλληνες διαβάλλονταν μέσω βιβλίων που εξέδιδαν μέλη των
διαφόρων οργανώσεων, που συνδέονταν με το κίνημα του πανσλαβισμού, ενώ
παράλληλα σε αρκετές περιπτώσεις παρακωλυόταν σε περιοχές, όπως η Δακία ( η

129
Κοριζής, Χ., Η πολιτική ζωή εις την Ελλάδα (1821-1910), Αθήναι, 1974, σελ. 55 .
95

σημερινή Ρουμανία), η Ιλλυρία (Αλβανία), η Μακεδονία, η Θράκη κ.λ.π. η


λειτουργία ή η ίδρυση ελληνικών σχολείων.

Πέραν των παραπάνω, γίνεται η εξής αναφορά στο έργο του Αναστασίου
Διομήδους Κυριακού « Μελέται » : « Αι συζητήσεις πολιτικαί, φιλολογικαί και
εκκλησιαστικαί εποχής τινός ου μόνον δεν είναι αξιοδάκρυτον φαινόμενον, αλλά και
τουναντίον μαρτυρούσι ζωήν και δράσιν πνευματικήν....Ο Οικονόμος υπεστήριζε το
παρελθόν και το καθεστώς εν τη Εκκλησία, ο Φαρμακίδης την πρόοδον και το μέλλον.
Και ο εις και ο άλλος ήτο αναγκαίος τη ημετέρα εκκλησία, ήτις δικαίως επ' αμφοτέροις
σεμνύνεται. Ο Οικονόμος εζήτησε να κρατήση την εκκλησία εν τη πορεία της, να
οπισθοδρομήση η εκκλησία· o Φαρμακίδης έσυρεν αυτήν ενίοτε εις τα πρόσω
ταχύτερον του δέοντος ».130

Αυτή η προσπάθεια για εκσυγχρονισμό με βάση στοιχεία που αφορούν


θέματα της εκκλησιαστικής και θρησκευτικής ζωής και δραστηριότητας (ως προς το
διοικητικό καθεστώς και τις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ή αντίστοιχα ως προς την
ερμηνεία των Γραφών) είναι σαφής στην περίπτωση του τρόπου με τον οποίο ο
Θεόκλητος Φαρμακίδης προσπάθησε να συνδυάσει το ερμηνευτικό έργο πάνω στις
Γραφές με το ζήτημα της γλώσσας.

Αναφορικά με τη σπουδαιότητα που έχει το εκδοτικό έργο του Φαρμακίδη,


αναφορικά και με το ζήτημα της γλώσσας, παραθέτουμε ορισμένες από τις θέσεις
του, όπως εκφράζονται στο έργο του « Περί του ονόματος νεοελληνική γλώσσα »
(ανέκδοτη εργασία του, η οποία αποτελούσε τμήμα μιας σειράς κειμένων με τα οποία
ασκούσε πολεμική εναντίον του Κωνσταντίνου Οικονόμου, καθώς ο τελευταίος
αντιτασσόταν σφοδρά στη μετάφραση του κειμένου της Αγίας Γραφής και εν
προκειμένω της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική γλώσσα της εποχής εκείνης.

Αναφέρει λοιπόν στην εν λόγω έκθεση ο Φαρμακίδης ότι: « Είμεθα Έλληνες


και η γλώσσα μας είναι η ελληνική...Ότι η γλώσσα του ελληνικού έθνους υπάρχει μία,
αφότου αυτό υπάρχει, έως σήμερον, περί τούτου ούτε αμφιβάλλει τις ούτε αντιλέγει.
Αλλά αν και υπάρχη μία, έλαβεν όμως διαφόρους μεταβολάς κατά διαφόρους εποχάς,
έως ου καταντήση εις ην ευρίσκεται την σήμερον κατάστασιν...Αν και μία η ελληνική

130
Κυριακού, Δ.Α., « Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου », στο « Μελέται », εκ του τυπογραφείου των
καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις, 1887, σελ. 179 .
96

γλώσσα, άλλη η παλαιά ελληνική γλώσσα και άλλη η εις την οποίαν λαλούμεν την
σήμερον. Εκείνη είναι νεκρά και αυτή ζη εις το έθνος. Και όστις φαντάζεται ότι η νεκρά
δύναται να αναστηθή και να γενή πάλι γλώσσα ολοκλήρου του έθνους φαντάζεται
αδύνατα.

Τις ο σκοπός του γράφοντος; Η ωφέλεια εκείνου δια τον οποίον γράφει τις.
Αλλά όταν εκείνος δεν καταλαμβάνει τα γεγραμμένα, δεν λαμβάνει εξ' αυτών καμιά
ωφέλεια.

Αλλά ήτον καιρός καθ' ον οι λόγιοι εδόξαζον ότι ημάρτανε μεγάλως όστις
συγκατέβαινεν εις το να γράφη εις την οποίαν ελάλει γλώσσαν. Αλλά ότι η εσφαλμένη
αύτη δόξα έβλαψε καιρίως το έθνος, περί τούτου δεν είναι καμιά αμφιβολία...Πρέπει να
γράφουμεν εις ην λαλούμεν γλώσσαν, εάν θέλωμεν να γενώμεν καταληπτοί και
επομένως ωφέλιμοι. Έκαστος αιών έχει την επιδημικήν του ασθένειαν. Η επιδημία εις
τους Έλληνας κατά τον παρελθόντα αιώνα ήτο το να γράφωμεν εις την παλαιάν
ελληνικκήν γλώσσαν....Η γλώσσα την οποίαν και σήμερον λαλούμεν, είναι ελληνική,
αλλ' ελληνική τοιαύτη την οποίαν κατέστησεν ο χρόνος και αι περιστάσεις του έθνους.
Τον ελληνικόν έθνος δεν εξηλείφθη, άρα και η γλώσσα του μετεβλήθη όμως...Αλλά εάν
δεν είναι αυτή η αρχαία, είναι άρα νέα, είναι η θυγάτηρ αυτής...Διατί λοιπόν, έπρεπε ο
ελληνικός λαός, αφού έπαυσεν να ομιλή την γλώσσαν των προγόνων του, να μένη
στερημένος της αναγνώσεως των ιερών Γραφών δια την έλλειψιν μεταφράσεως εις την
μητρικήν του γλώσσαν ; » 131

Η μητρική γλώσσα λοιπόν, είναι βασική για την κατανόηση των ιερών
Γραφών, των οποίων η αξία, όπως διαφαίνεται και από το ζήλο με τον οποίο ο
Φαρμακίδης συνέταξε τη σειρά των επτά τόμων, που αφορούν την Καινή Διαθήκη με
υπομνήματα αρχαίων Πατέρων, σαφώς έχει μια ηθικοπλαστική χροιά. Και
παράλληλα, εδώ γίνεται σαφές πως η μητρική γλώσσα μαζί με τις υπηρεσίες, που
προσφέρει ως προς την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, είναι και εκείνος ο πνευματικός
και ακατάλυτος οδηγός, μέσω του οποίου μια κοινότητα ανθρώπων, εν τόπω και
χρόνω, επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη θέση και ταυτότητά της εντός του κόσμου και της

131
Μπαλάνος, Δημ. « Ανέκδοτα έργα Θεοκλήτου Φαρμακίδου », Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών,
έτος 1943, τόμος 18ος , επιμελεία του Γραμματέως των Δημοσιευμάτων, Γραφείον Δημοσιευμάτων της
Ακαδημίας Αθηνών, Αθήναι, 1950, σελ. 230 .
97

ιστορίας. Η συγκεκριμένη κοινότητα ανθρώπων εν προκειμένω, είναι το ελληνικό


έθνος.

Επιπρόσθετα, με βάση όλα τα παραπάνω, μπορούμε να σημειώσουμε


ενδεικτικά - και αυτό κατά τη γνώμη μας εκφράζεται έμμεσα μέσα από την
περίπτωση της έκδοσης της ερμηνείας της Καινής Διαθήκης εκ μέρους του,
προκειμένου να φανεί η προσήλωσή του στην Ορθοδοξία και την παράδοσή της - ότι
ο Φαρμακίδης υπήρξε ένα είδος πολιτικού θεολόγου του 19ου αιώνα με τη σημερινή
νοηματοδότηση και ερμηνεία του όρου.132 Υπό αυτό το πρίσμα, ίσως βέβαια
οδηγήθηκε σε μια υποβάθμιση της ίδιας της ιερατικής του ιδιότητας, συμβάλλοντας
στην ενδυνάμωση ενός αδηφάγου κρατικού μηχανισμού, ο οποίος καταβροχθίζει
μανιωδώς τον εκκλησιαστικό οργανισμό, στα όρια σχεδόν μιας σταδιακής
μονοφυσιτικής απορροφήσεως και ενσωματώσεως της Εκκλησίας, ως της μίας
φύσεως του εθνικού μας σώματος, από την άλλη του φύση, την Πολιτεία δηλαδή. 133

Αυτό από την άλλη ωστόσο, δεν σημαίνει ότι, έργα του Φαρμακίδη, όπως η
σειρά των επτά τόμων με την εκλογή πατερικών ερμηνειών της Καινής Διαθήκης, δεν
είναι καίριας σημασίας και αξίας. Σε πολλαπλά μάλιστα επίπεδα, εθνικά, εκδοτικά,
ηθικά, θεολογικά, επιστημονικά, γλωσσολογικά κ.λ.π. Μια τέτοια αναγνώριση της
αξίας αυτού του έργου, εκ των πραγμάτων επίσης, μας οδηγεί στο να μελετήσουμε
και να τις πιθανές επιρροές και επιδράσεις, που άσκησε το εκδοτικό έργο του
Φαρμακίδη σε μεταγενέστερους θεολόγους και επιστήμονες, που ασχολήθηκαν με τα
ζητήματα και τα προβλήματα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής.

132
π. Μεταλληνός Γ.Δ., Ελληνισμός Μετέωρος, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, β΄ έκδοση, Αθήνα
1999, σελ. 168 .
133
Ό.π., σελ. 169 .
98

3.3 Η επιρροή του Φαρμακίδη στους μεταγενέστερους ερμηνευτές και εκδότες


ερμηνευτικών έργων της Καινής Διαθήκης (και ευρύτερα της Αγίας Γραφής)

Αξίζει καταρχήν να σημειωθεί το ότι ο ίδιος ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, δεν


μπορεί γενικότερα να θεωρηθεί ως καθαυτό ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης και
κατά προέκταση της Αγίας Γραφής κατά βάση εξάλλου ούτε ο ίδιος θεωρούσε τον
εαυτό του ως τέτοιο). Άλλωστε, το ενδιαφέρον του είναι συνδεδεμένο με τους
γενικότερους προβληματισμούς, κοινωνικούς, ιστορικούς και πνευματικούς της
εποχής του. Μέσα λοιπόν, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των ιδεολογικών του
αντιπάλων αλλά και της προσπάθειάς του για την διαφώτιση των συγχρόνων
συμπατριωτών του, θεωρεί ότι πρέπει να αγωνιστεί προκειμένου να γίνει η ορθή
βιβλική κατανόηση.134

Υπό αυτό το πρίσμα, ο ίδιος ο Φαρμακίδης προκειμένου να κατορθώσει να


ανταποκριθεί με επιτυχία στο όλο εγχείρημά του με την έκδοση της Ερμηνείας της
Καινής Διαθήκης, φροντίζει να διαθέτει μια στερεή επιστημονική βάση. Γι' αυτό το
λόγο, ο ίδιος είναι άμεσα ενημερωμένος για τη σχετική επιστημονική και θεολογική
κίνηση της εποχής του, στοιχείο που διαφαίνεται άλλωστε μέσα από τις αναφορές
που κάνει φερ' ειπείν στο έργο της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης σε εκδότες και
ερμηνευτές και φυσικά σε Πατέρες της Εκκλησίας του παρελθόντος, που
ασχολήθηκαν με τον ερμηνευτικό υπομνηματισμό της Γραφής.

Ταυτόχρονα, δεν διστάζει να αναιρέσει διάφορες απόψεις επί θεολογικών και


θρησκευτικών ζητημάτων, οι οποίες μπορεί μεν να φαίνονται ότι στηρίζονται σε
κριτήρια αντικειμενικότητας, αλλά που εντούτοις όμως δεν συμβαδίζουν με τα
πορίσματα της σύγχρονης ερευνητικής προσπάθειας. Πρόκειται για μια πράξη όμως,
η οποία δεν γίνεται εκ μέρους του άκριτα και απροσχημάτιστα, αλλά αντιθέτως, ο

134
Παύλου, Ν., « Ότι η μελέτη των Ιερών Γραφών, είναι τόσον αναγκαία...» - Η Αγία Γραφή στο έργο
του Θεόκλητου Φαρμακίδη, σελ. 7 .
99

Φαρμακίδης ενεργεί ως πραγματικός μελετητής και ερμηνευτής των κειμένων. Με


μελετημένη στρατηγική, σαφήνεια και συνεχή παράθεση επιχειρημάτων, αναδεικνύει
αυτό που θεωρεί ορθό χωρίς να προσμετρά και να υπολογίζει το κόστος.135

Μια τέτοια τακτική εκ μέρους του, θα λέγαμε ότι αποτέλεσε σταθερό οδηγό
και για μεταγενέστερους θεολόγους και ερμηνευτές των κειμένων της Αγίας Γραφής
και δη της Καινής Διαθήκης. Κι είναι σημαντικό εδώ να τονιστεί μάλιστα, ότι ο
Φαρμακίδης αποτέλεσε ένα από τα πρότυπα εκείνα, με βάση τα οποία μεταγενέστεροι
ερμηνευτές και εκδότες καινοδιαθηκικών υπομνημάτων βασίστηκαν στους δυτικής
έμπνευσης και προέλευσης τρόπους επιστημονικής ερμηνείας. Αυτοί οι τρόποι
ερμηνείας είναι συνυφασμένοι με μια μακρά εξελικτική πορεία ως προς την
πνευματική δραστηριότητα και τον τρόπο πρόσκτησης και ανάλυσης της δεδομένης
γνώσης. Εδώ από αιώνες πριν, κυριαρχούν διαδικασία συνυφασμένες με την
αναλυτικότατη κριτική και φιλολογική ανάλυση των παραδιδόμενων κειμένων
(στοιχεία επί παραδείγματι, τα οποία συναντούμε έντονα στην προτεσταντική
ερμηνευτική παράδοση).

Και σε αυτό το πεδίο η μορφή και το έργο του Φαρμακίδη έρχεται σε


αντιπαράθεση με την περίπτωση της εφαρμογής των παραδοσιακών μεθόδων
ερμηνείας του κειμένου της Αγίας Γραφής, μεθόδων που είχαν κυοφορηθεί μέσα από
την πνευματική ζωή και δραστηριότητα του βυζαντινού κόσμου. Εκπρόσωπος
μάλιστα αυτής της δεύτερης τάσης ήταν ο μεγάλος αντίπαλος του Θεόκλητου
Φαρμακίδη και εξαίρετος λόγιος Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο εξ Οικονόμων (1780 -
1857).

Εδώ θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει ότι η σύγκρουση αυτών των δύο


τάσεων, συνδέεται, πέραν των σαφών θεολογικών, και με ιστορικούς λόγους.
Συγκεκριμένα, από τη μια μεριά έχουμε την εύλογη δυσπιστία, από αιώνες πριν ήδη,
έναντι της δυτικής ρωμαιοκαθολικής θεολογίας, λόγω της προπαγάνδας που είχε
ασκηθεί εις βάρος της ανατολικής ορθόδοξης θεολογίας καθώς και της
προπαγανδιστικής προτεσταντικής δράσης.

Εδώ ταυτόχρονα είναι ενδεικτικό πως υφίστατο αποστροφή εκ μέρους της


μερίδας των θιασωτών της παραδοσιακής ορθόδοξης ερμηνείας, έναντι της

135
Ο.π., σελ. 7 .
100

προτεσταντικής ερμηνευτικής παράδοσης και επιστημολογίας, η οποία εν πολλοίς


είχε σταθεί αρνητική και επικριτική έναντι των πατερικών ερμηνευτικών
παραδόσεων. Από την άλλη αντίστοιχα, έχουμε την εποχή εκείνη, ένα λαό
ταλαιπωρημένο και απαίδευτο σε πολύ μεγάλο ποσοστό, για τον οποίο δεν
θεωρούνταν από αρκετούς θεολόγους και λογίους φρόνιμο το να εισέλθει στη
διαδικασία ανάλυσης θεολογημάτων, που ούτε καν μπορούσε να αντιληφθεί. Με
βάση αυτά τα κριτήρια λοιπόν, καθίσταται κατανοητή η δυσπιστία ή ακόμα και η
εχθρική στάση πολλών θεολόγων της εποχής έναντι της θεολογίας της Δύσεως
γενικότερα.136

Κάτι τέτοιο ωστόσο, δεν σήμαινε πως θα μπορούσαν οι θεολογικοί κύκλοι


εδώ στον ελληνικό χώρο, να παραμείνουν για πολύ καιρό εντελώς ανεπηρέαστοι και
ασυγκίνητοι έναντι στοιχείων της ξένης και ιδιαίτερα της προτεσταντικής
μεθοδολογίας, αναφορικά με τον τρόπο έρευνας και παρουσίασης των
υπομνηματισμών της Καινής Διαθήκης. Εδώ, έχουμε περισσότερο να κάνουμε με την
εξωτερική μορφή και όχι με την ουσία καθαυτή των ερμηνειών και υπομνημάτων,
που αφορούν τα θεόπνευστα κείμενα της Αγίας Γραφής. Και την ίδια στιγμή, είναι
χαρακτηριστικό και το ότι στο πλαίσιο της σταδιακής υιοθέτησης των όποιων
στοιχείων, που συνδέονταν με την δυτικότροπης προέλευσης μεθοδολογία έρευνας
και παρουσίασης των ερμηνειών αυτών, και πάλι η ίδια η βάση της ανατολικής
ορθόδοξης ερμηνευτικής θεολογίας, συνεχίζουν να είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Οι τελευταίοι ουσιαστικά ποτέ δεν έπαψαν να αποτελούν τον κύριο γνώμονα, τη
βασική αφετηρία, απ' όπου κινούνταν και συνεχίζουν να κινούνται οι Έλληνες
ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης ως τις μέρες μας.

Οι θεολογικές σπουδές στη Δυτική Ευρώπη, όσο και αν κατά καιρούς


προξένησαν την αντίδραση και την αμφισβήτηση αρκετών κύκλων στον ελληνικό
χώρο, εντούτοις ποτέ δεν παραμελήθηκαν αλλά στην πραγματικότητα και
αποτέλεσαν σημαντικό εργαλείο κατάρτισης για πολλούς Έλληνες θεολόγους
διαχρονικά. Ουσιαστικά οι δύο αυτές αντιμαχόμενες τάσεις, που αναφέρθηκαν πιο
πάνω, δηλαδή η δυτικότροπη και η συντηρητική, δεν έλειψαν ποτέ. Αυτό που
επιδιώχθηκε κατά καιρούς, ήταν ο συνδυασμός τους κατά τρόπο ευέλικτο,

136
Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή η στάση είχε φθάσει ακόμα και σε ακραία σημεία και περιπτώσεις, όπως
ήταν αυτή της απαγόρευσης της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική γλώσσα ή ακόμα
και αυτής ακόμα της αναγνώσεώς της από τον απλό λαό (από τον Πατριάρχη Ιερεμία τον Γ΄ το 1723).
101

δημιουργικό και πρακτικό, προκειμένου να συνεισφέρουν στην γόνιμη και


καρποφόρα ακαδημαϊκή καλλιέργεια της Ορθόδοξης θεολογίας.

Στην πορεία, μετά από την εποχή του Θεόκλητου Φαρμακίδη, η πρώτη και
συνάμα σπουδαία ακαδημαική προσωπικότητα που ασχολήθηκε επισταμένα με την
ερμηνεία και έκδοση της Καινής Διαθήκης και που θεωρούμε σκόπιμο να
αναφέρουμε το Νικόλαο Δαμαλά (1842-1892). Γεννήθηκε στην Αθήνα, από γονείς,
που ήταν από τη Χίο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και στην Γερμανία
και τη Μεγάλη Βρετανία. Ήταν ο πρώτος Έλληνας ερμηνευτής, ο οποίος είχε
προχωρήσει στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής με βάση τη μέθοδο της εποχής του, που
ήταν κυρίως η ιστορικοκριτική – ιστορικοφιλολογική , χωρίς παράλληλα να αγνοεί
και να αμελεί για την εφαρμογή και της πατερικής ερμηνευτικής παράδοσης της
Εκκλησίας. Το έργο του είναι κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντικό υπό την άποψη ότι
εφάρμοσε για πρώτη φορά έναν συνδυασμό της εκκλησιολογικής και της ιστορικής
ερμηνείας.

Ακολούθως, ο επίσης Χίος και διάδοχός του Εμμανουήλ Ζολώτας (1858 -


1919) υπήρξε ένας ακόμη σπουδαίος Έλληνας θεολόγος καθηγητής Πανεπιστημίου
του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Θολοποτάμι Χίου το 1858. Φοίτησε στην Ριζάρειο
Σχολή και στην Θεολογική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου, όπου και αποφοίτησε
με πτυχίο διδακτορικό το 1884. Συνέχισε τις σπουδές του στην Γερμανία και
επέστρεψε στην Ελλάδα. Διορίστηκε υφηγητής καθηγητής του Πανεπιστημίου και
της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Ήταν ο πρώτος καθηγητής Θεολογίας που
διορίστηκε κατά το βασιλικό διάταγμα του 1882/1883. Ο Ζολώτας είχε διοριστεί
τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο το 1893137 ενώ επίσης δύο φορές είχε
προταθεί, όπως επίσης τονίστηκε πιο πάνω, για την θέση του καθηγητή στην έδρα
Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης.138 Απεβίωσε στις 19 Νοεμβρίου 1919.

137
Μέχρι το έτος 1907 είναι ενδεικτικό πως οι πτυχιούχοι της Θεολογικής Σχολής δεν λάμβαναν τον
τίτλο του διδάκτορος, όπως συνέβαινε με τους πτυχιούχους άλλων σχολών, αλλά αυτόν του προλύτη.
Αυτοί δε που έπαιρναν πτυχίον με βαθμό λίαν καλώς, έπαιρναν τον τίτλο του τελειοδιδάκτου. Για
πρώτη φορά όμως το 1907, με απόφαση της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, αποφασίστηκε και η
απονομή του τίτλου του διδάκτορος και τους αποφοίτους της Θεολογίας. Ο πρώτος δε που έλαβε τον
τίτλο ήταν ο μετέπειτα καθηγητής της Σχολής Αμίλκας Αλιβιζάτος. Από τότε, ακόμα και εκείνοι που
έως το 1907 είχαν πάρει τον τίτλο του προλύτου, θεωρήθηκαν διδάκτορες, δεδομένου ότι ο παλιός
τίτλος ισοδυναμούσε με το δεύτερο.
138
Και κατά τις δύο ψηφοφορίες (από αυτές η πρώτη έγινε στις 20/4/1892 και η δεύτερη στις
22/3/1893) ο Εμμανουήλ Ζολώτας είχε λάβει 3 ψήφους, συγκεκριμένα από τους Ρώση, Παυλίδη και
Οικονομίδη. Ο καθηγητής Αναστάσιος Διομήδης - Κυριακός αντίστοιχα, κατά την μεν πρώτη
102

Ο Εμμανουήλ Ζολώτας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα από τα


σημαντικότερα πλην όχι και τόσο προβεβλημένα κεφάλαια στο χώρο της Ερμηνείας
της Αγίας Γραφής στο νεότερο ελληνικό χώρο. Ως εκ τούτου κρίθηκε σημαντικό να
τονιστεί και η δική του προσφορά στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο. Είναι
άλλωστε χαρακτηριστικό πως η δράση του Εμμανουήλ Ζολώτα τοποθετείται
χρονολογικά σε μια περίοδο, κατά την οποία έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία
ενασχόλησης διαφόρων Ελλήνων θεολόγων με τον τομέα της Ερμηνείας της Αγίας
Γραφής (χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση του έργου του Θεόκλητου
Φαρμακίδη).

Άλλη σημαντική φυσιογνωμία στο χώρο των ερμηνευτικών καινοδιαθηκικών


σπουδών, μπορεί παράλληλα να θεωρηθεί ο Νικόλαος Λούβαρις (1887-1961).
Γεννήθηκε στην Τήνο και σπούδασε στη Ριζάρειο σχολή και τη Θεολογική Σχολή
Αθηνών, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία. Σημαντικό στο πεδίο των
ερμηνευτικών σπουδών μπορεί παράλληλα να θεωρηθεί και το έργο του
αρχιμανδρίτη Ευάγγελου Αντωνιάδη (1882 - 1963). Ο Αντωνιάδης που επίσης είχε
συμπληρώσει τις θεολογικές του σπουδές στη Γερμανία και συγκεκριμένα στο
Πανεπιστήμιο της Γοττίγης, έγραψε μεταξύ άλλων, μια Εισαγωγή εις την Καινήν
Διαθήκην (τεύχος α΄, 1923) και Ερμηνεία των Πράξεων των Αποστόλων (τεύχος α΄,
κεφάλαια 1-6, 1923). Ο συγκεκριμένος θεολόγος μπορεί παράλληλα να θεωρηθεί
σημαντικός και για το σύγγραμμά του Αι της Καινής Διαθήκης ορθόδοξοι
ερμηνευτικαί αρχαί και μέθοδοι και αι θεολογικαί των προϋποθέσεις (ΕΕΣΘΑ, 1936-
37).

Μια άλλη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία μέσα από το χώρο των


ερμηνευτικών σπουδών, μπορεί να θεωρηθεί αναμφισβήτητα ότι είναι ο Βασίλειος
Αντωνιάδης (1851 - 1932), ο οποίος υπήρξε καθηγητής θεολογίας και φιλοσοφίας.
Καταγόταν από την Καππαδοκία και σπούδασε Θεολογία και Φιλοσοφία σε διάφορα
μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης, όπως στη Λειψία, το Παρίσι, τη Μόσχα, το
Λονδίνο κ.λ.π. Επίσης ήταν απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, αλλά και της
Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Σε αυτόν βασικά χρωστάμε την πρώτη έκδοση του
αρχαιότερου κειμένου της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Επίσης συνέγραψε

ψηφοφορία είχε ψηφίσει υπέρ του Παπαγιαννόπουλου ενώ κατά τη δεύτερη υπέρ του Γεωργίου
Δέρβου.
103

Εγχειρίδιο Ιεράς Ερμηνευτικής (1921) καθώς και μια Εισαγωγή εις την Καινήν
Διαθήκην (1937).

Κορυφαία φυσιογνωμία επίσης των ερμηνευτικών σπουδών στην Ελλάδα,


υπήρξε φυσικά και ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης (1889 - 1982), που ήταν καθηγητής
της Εισαγωγής στην Παλαιά Διαθήκη και της Ερμηνείας των Ο΄. Παράλληλα υπήρξε
και υφηγητής της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης (κατά το έτος 1924). Διαβάζουμε
ενδεικτικά για τον Μπρατσιώτη, ότι: «Αποφάσει της σχολής (ενν. τη Θεολογική) τω
ανετέθη (9/12/1927) η διδασκαλία της Εισαγωγής της Π.Δ. και της Ερμηνείας των
Ο΄. Κατά την συνεδρίαν της 21ης Δεκεμβρίου 1928, εξελέγη παμψηφεί τακτικός
καθηγητής της έδρας της Εισαγωγής της Π.Δ. και της Ερμηνείας των Ο΄ και διωρίσθη
τοιούτος τη 14η Ιανουαρίου 1929».139 Καθαρώς ερμηνευτικά του έργα ήταν τα:
Υπόμνημα εις την Προς Φιλήμονα Επιστολή του Παύλου μετά παραρτήματος περί του
της δουλείας θεσμού εν τε τη αρχαιοτήτι και τη Καινή Διαθήκη (1923), «Ερμηνευτικόν
Σημείωμα εις τα χωρία του Παύλου Ρωμ. 9,3 και 10,1» (άρθρο στο περιοδικό
Θεολογία, τεύχος 12 του 1934) και το Η Αποκάλυψις του Ιωάννου. Εισαγωγή,
κείμενον, σχόλια (εκδόθηκε το 1950).

Αξιοσημείωτο και αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι όλοι οι παραπάνω


αναφερόμενοι θεολόγοι καθηγητές, είχαν σπουδάσει στην Εσπερία και συγκεκριμένα
στην Γερμανία. Από κει είχαν μεταφέρει τον τρόπο διδασκαλίας και έρευνας
αναφορικά με τις ερμηνευτικές σπουδές. Η έρευνα ακολουθούσε, όπως παρατηρούμε
εν πολλοίς συχνά και στον Φαρμακίδη, το δρόμο της βαθιάς και ενδελεχούς
φιλολογικής και ιστορικής μελέτης. Οι αναλύσεις σε μια τέτοια διαδικασία ήταν
έντονες και ακολουθούνταν από εξαντλητικές πολλές φορές παραπομπές (κάτι που
παρατηρούμε και στην περίπτωση του έργου του Θεόκλητου Φαρμακίδη άλλωστε).
Και μάλιστα είναι χαρακτηριστικό πως αυτή η μέθοδος, παρόλο που σήμερα φαίνεται
ιδιαίτερα σχολαστική και κουραστική, τελικά απεδείχθη πολύ σημαντική, αν όχι
απαραίτητη για την πρόοδο των ερμηνευτικών καινοδιαθηκικών σπουδών στον
ελληνικό χώρο.

Όλα αυτά, όπως ήδη έχει αναφερθεί παραπάνω, σε καμιά περίπτωση δεν είχαν
αποτελέσει αιτία για αμφισβήτηση των ορθόδοξων αληθειών στον τομέα της

Μπαλάνος, Δημ. Ιστορία της Θεολογικής Σχολής, Α΄ Τόμος, Εκατονταετηρίς 1837-1937, τύποις
139

Πυρσού, Αθήναι, 1937, σελ. 18 .


104

ερμηνείας των κειμένων της Καινής Διαθήκης (και κατ' επέκταση όλης της Αγίας
Γραφής). Έτσι άλλωστε από νωρίς είχε επιτευχθεί στο συγκεκριμένο επιστημονικό
πεδίο της θεολογίας μια θαυμαστή ισορροπία εκκλησιολογικής στάσεως και
επιστημονικής ευσυνειδησίας. Εντούτοις όμως, γρήγορα έγινε αντιληπτό πως αυτό
που έλειπε από τον τομέα των ερμηνευτικών σπουδών στην Ελλάδα, ήταν η
θεολογική αύρα που ανέδυε το έργο των αρχαίων Πατέρων ερμηνευτών της
Ορθόδοξης Ανατολής. Η ίδια η προσήλωση στην αυστηρή ορθολογική έρευνα, που
είχε έλθει κατά κύριο λόγο από τη Γερμανία, περιόριζε τους ορίζοντες έρευνας του
συγκεκριμένου θεολογικού αντικειμένου και δεν κάλυπτε επαρκώς όλες τις
διαστάσεις της ορθόδοξης θεολογίας.

Και σε αυτόν τον τομέα, μπορεί κάποιος άμεσα να ανιχνεύσει μια


συμπόρευση με τα πρότυπα που είχε θέσει πολλά χρόνια πριν (σχεδόν μισό αιώνα πιο
πίσω) ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, που εξαρχής στο κείμενο της Ερμηνείας της Καινής
Διαθήκης, φαίνεται ξεκάθαρα ότι είχε δώσει τεράστια βαρύτητα στα υπομνήματα
διαφόρων βυζαντινών Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολής.

Στα χνάρια του ερμηνευτικού έργου ανθρώπων, όπως ο Θεόκλητος


Φαρμακίδης, μπορούμε να θεωρήσουμε πως κινήθηκε ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, ο
οποίος υπήρξε καθηγητής της Πρακτικής Θεολογίας (δηλαδή της Κατηχητικής,
Λειτουργικής και Εκκλησιαστικής Ομιλητικής) και ο οποίος υπηρέτησε τις
ερμηνευτικές σπουδές στο χώρο της Καινής Διαθήκης, έχοντας, όπως ο Φαρμακίδης,
έναν σαφή πατερικό προσανατολισμό. Μεταξύ άλλων, έγραψε Υπόμνημα εις το Κατά
Ματθαίον Ευαγγέλιον (Αθήναι, 1951), Υπόμνημα εις το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον
(Αθήναι, 1951), Υπόμνημα εις το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον (Αθήναι, 1952),
Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (Αθήναι, 1955) και Υπόμνημα εις τας
Πράξεις Αποστόλων (Αθήναι, 1955).

Είναι ενδεικτικό πως τα υπομνήματα του Τρεμπέλα, μέχρι τις μέρες μας,
αποτελούν τη μοναδική ολοκληρωμένη σειρά ελληνικών υπομνημάτων στην Καινή
Διαθήκη. Παρατηρούμε στο έργο του, ότι παράλληλα με το κείμενο, δίνεται
παράφραση και σε υποσημειώσεις υπομνηματίζονται οι στίχοι με παράθεση
πατερικών αλλά και νεώτερων ερμηνευτικών σχολίων. Ο υπομνηματισμός του
ακολουθεί τη μορφή των βυζαντινών ερμηνευτικών σειρών (Catenae). Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα, να περιορίζεται ο σχολιασμός σε ιστορική εξήγηση. Αντίστοιχα για την
105

ερμηνευτική αναφορά στη σύγχρονη εποχή, ο Τρεμπέλας επιλέγει κυρίως να


προσδώσει ηθικής χροιάς κήρυγμα.

Η αναφορά σε όλους τους παραπάνω εκδότες και ερμηνευτές της Καινής


Διαθήκης, δεν σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα άτομα είχαν άμεσες επιρροές εκ μέρους
του έργου του Θεόκλητου Φαρμακίδη. Κρίνουμε όμως σκόπιμη την αναφορά τους
στα πλαίσια της παρούσης μελέτης, υπό το εξής πρίσμα: όπως ο Θεόκλητος
Φαρμακίδης, έτσι και αυτοί από τη δική τους μεριά, κατανόησαν καταρχήν τη
σημασία των ποικίλων στοιχείων, που είχαν προσθέσει στο χώρο της ερμηνευτικής
της Καινής Διαθήκης, οι έρευνες και επιστημονικές μελέτες της δυτικής θεολογίας
και ιδιαίτερα της γερμανικής και προτεσταντικής. Από την άλλη όμως, κατανόησαν
παράλληλα και τη σημασία που είχε και έχει διαχρονικά για το έργο της
ερμηνευτικής, η εμβάθυνση και στο χώρο της ορθόδοξης πατερικής ερμηνευτικής.

Στο πλαίσιο μιας περιόδου λοιπόν, μετά από την απελευθέρωση της Ελλάδας
από τον οθωμανικό ζυγό, το έργο του Φαρμακίδη μπορεί να κριθεί ως πρωτοποριακό,
υπό το πρίσμα του ότι έλαβε σοβαρά υπόψη του τα επιστημονικά δεδομένα, που
είχαν ήδη προκύψει από καιρό (κυρίως από τον 18ο αιώνα και έπειτα) σε χώρες, όπως
η Γερμανία αναφορικά με την ερμηνευτική καινοδιαθηκικών κειμένων και τις
εκδόσεις τους. Αυτό όμως, όπως ήδη έχει τονιστεί πιο πάνω, δεν αποτέλεσε
παράγοντα απομάκρυνσης από τις βασικές δογματικές αλήθειες και γραμμές της
ανατολικής ορθόδοξης ερμηνευτικής.
106

Συμπεράσματα

Εξ όσων επισημάνθηκαν παραπάνω, καθίσταται σαφές το ότι ο Θεόκλητος


Φαρμακίδης συνιστά μια πραγματικά πολυσχιδή προσωπικότητα σε πολλούς τομείς
και πτυχές του ελληνικού δημόσιου βίου κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα.
Υπήρξε ένθερμος αγωνιστής του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και παράλληλα
ήταν από εκείνους, που συνέβαλαν στην δόμηση και οργάνωση του θεωρητικού
πλαισίου με βάση το οποίο προωθήθηκε η ιδέα περί ανεξάρτητου ελληνικού κράτους
Και είναι ιδιαίτερο το γεγονός ότι στα πλαίσια της προσπάθειάς του για τη
συγκρότηση μιας τέτοιας εθνικής ιδέας, προωθεί ένα συγκεκριμένο ρόλο για την
Ελλαδική Εκκλησία.

Αυτός ο ρόλος είναι συνυφασμένος με μια πορεία ανεξάρτητη από εκείνην


θεσμών, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αντιπαράθεση άλλωστε με το
τελευταίο υπέκρυπτε την αντίθεση του Θεόκλητου Φαρμακίδη έναντι δυνάμεων της
εποχής, όπως η Ρωσία, που κατά τη γνώμη του (και όχι άδικα) ήταν συνδεδεμένη με
ένα ευρύτερο πανσλαβιστικό κίνημα. Αυτό το κίνημα, ιδίως σε περιοχές, όπως τα
Βαλκάνια, ήταν γνωστό πως έθετε το ελληνικό στοιχείο στο περιθώριο, σε κοινωνικό,
πολιτικό αλλά και πολιτιστικό επίπεδο (εξ’ ου και οι αναφορές του ίδιου του
Φαρμακίδη, περί κατάργησης ελληνικών σχολείων και απαγόρευσης χρήσης της
ελληνικής γλώσσας σε διάφορες περιοχές της βαλκανικής χερσονήσου, στα πύρινα
κείμενά του).

Στο πλαίσιο αυτής της αγάπης του προ την πατρίδα και της έγνοιάς του να
συντηρηθεί και επιβιώσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος της εποχής εκείνης, ο
Φαρμακίδης δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί με άλλες σημαντικές προσωπικότητες του
καιρού του, που φαίνεται ότι κινούνταν σε διαφορετικούς ιδεολογικούς και
πολιτικούς προσανατολισμούς. Από τους αντιπάλους του, ο κυριότερος σαφώς εκ
107

των οποίων υπήρξε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, που εκπροσωπούσε


μια σαφώς συντηρητικότερη και παραδοσιακότερη κατεύθυνση σε πολλαπλά
επίπεδα.

Αυτό άλλωστε φάνηκε και όσον αφορά την μεταξύ τους αντιπαράθεση
σχετικά με το ζήτημα της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική
γλώσσα, με τον Φαρμακίδη να υποστηρίζει το συγκεκριμένο εγχείρημα και τον
Κωνσταντίνο Οικονόμο αντιστοίχως, να υιοθετεί εντελώς διαφορετική άποψη. Με
αφορμή μάλιστα αυτό το τελευταίο στοιχείο, καθίσταται σαφές ότι το έργο και τα
γραπτά του Φαρμακίδη γενικότερα συνιστούν ένα είδος διαλόγου, όπως είπαμε και
παραπάνω, του σπουδαίου αυτού λογίου και εκκλησιαστικού άνδρα με την κοινωνία
της εποχής του.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορεί να θεωρηθεί πως εντάσσεται άλλωστε και η


εκδοτική του προσπάθεια, η οποία αφορούσε το έργο « Η Καινή Διαθήκη μετά
υπομνημάτων αρχαίων ». Μέσα από αυτόν τον πραγματικά εκδοτικό άθλο, ο οποίος
συμπεριλαμβάνει 7 τόμους με το ίδιο το κείμενο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης,
αλλά και αναλυτικούς υπομνηματισμούς, οι οποίοι προέρχονταν από τη γραφίδα
ορισμένων σπουδαίων πατέρων της Εκκλησίας, όπως οι Ζιγαβηνός, Οικουμένιος,
Αρέθας και Ανδρέας Καισαρείας. Η ενασχόλησή του με την Ερμηνεία της Καινής
Διαθήκης, φαίνεται να εξυπηρετεί διάφορους και πολλαπλούς στόχους.

Ένας τέτοιος στόχος επί παραδείγματι φαίνεται να είναι η προώθηση της


προαναφερόμενης ιδέας, το ότι δηλαδή η Καινή Διαθήκη και τα ερμηνευτικά σχόλια
σε αυτήν, πρέπει να παρατίθενται σε απλή νεοελληνική γλώσσα, ώστε να είναι
κατανοητά από την πλειοψηφία του λαού, από τη μεγάλη μάζα των απλών ανθρώπων.
Άλλωστε, κι εδώ εισερχόμαστε σε έναν άλλο πολύ βασικό σκοπό του έργου του
Φαρμακίδη, δηλαδή την ηθική διάσταση ενός τέτοιου έργου για τους πολλούς. Με
άλλα λόγια, εφόσον η ερμηνεία της Αγίας Γραφής και των θεόπνευστων κειμένων της
είναι σε γλώσσα κατανοητή για τους πολλούς εκ των πραγμάτων αυτοί από τη μεριά
τους, θα έχουν τη δυνατότητα να ωφεληθούν ηθικοπνευματικά.

Παράλληλα, η πρόθεση προώθησης μιας γλώσσας απλής και κατανοητής από


τη μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού της εποχής εκείνης, πέραν του ότι
ανταποκρινόταν στις ανάγκες μιας κοινωνίας, που ακόμα χαρακτηριζόταν από
γενικευμένη απαιδευσία και αναλφαβητισμό, συνδέεται και με το σκεπτικό της
108

χρήσης ενός γλωσσικού ιδιώματος, το οποίο επίσης (όπως και η αρχαΐζουσα γλώσσα,
την οποία προωθούσαν οι αντίπαλοι του Φαρμακίδη) μπορούσε εξίσου να θεωρηθεί
ως εξαίρετο δείγμα και σαφής έκφραση ελληνικότητας. Μια τέτοια πρόθεση εξάλλου
είναι συναφής με την προσπάθεια του Φαρμακίδη, μαζί με άλλους να προωθήσει σε
ιδεολογικό και πρακτικό επίπεδο, την ιδέα περί μιας καθαρά ελληνικής και
ανεξάρτητης κοινωνίας των αρχών του 19ου αιώνα. Μιας κοινωνίας, που δεν θα είχε
εξαρτήσεις από φορείς και θεσμούς, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που στη
σκέψη του θεωρούνταν πλέον κάτι το ξένο και εξαρτημένο (από δυνάμεις, όπως οι
Ρώσοι), αλλά που θα διέθετε τη δική της δυναμική σε μια σειρά από τομείς,
συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών θεσμών.

Θα μπορούσε κάποιος επιπρόσθετα να θεωρήσει ότι το ιδεολογικό στοιχείο


αναφύεται έντονα και όσον αφορά τις πηγές στις οποίες ανατρέχει σε μεγάλο βαθμό ο
Θεόκλητος Φαρμακίδης, προκειμένου να προχωρήσει στη σύνθεση και έκδοση
έργων, όπως η ερμηνεία της Καινής Διαθήκης. Στις πρώτες ενότητες της παρούσης
εργασίας παρακολουθήσαμε άλλωστε το ότι ο συγκεκριμένος εκκλησιαστικός λόγιος,
βασίζεται σε παλαιότερες γερμανικές εκδόσεις της ερμηνείας της Καινής Διαθήκης.
Εν προκειμένω, έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ένα είδος επανέκδοσης της
έκδοσης του Matthaei του 1792. Ο Matthaei από τη μεριά του είχε στηριχτεί βασικά
σε μια σειρά χειρογράφων που είχε ανακαλύψει κατά τη διάρκειά μιας επίσκεψής του
στη Βιβλιοθήκη της Ρωσικής Ιεράς Συνόδου στη Μόσχα.

Μάλιστα, όπως ήδη έχει αναφερθεί στο 1ο Κεφάλαιο της εργασίας, δηλώνει
χαρακτηριστικά στα Προλεγόμενα του πρώτου τόμου της σειράς ο Φαρμακίδης ότι:
«Πρώτος ο Χ. Φ. Ματθαίης εξέδωκε το πρωτότυπον ελληνικόν κείμενον δια του
τύπου και εξέδωκεν τούτον εκ δύο χειρογράφων, επι περγαμηνής γεγραμμένων
αμφοτέρων κατ' αυτούς του συγγραφέως τους χρόνους και αρχαιοτέρου του
χειρογράφου του Εντενίου. Των χειρογράφων τούτων το μεν ευρίσκεται εις την
βιβλιοθήκην του τυπογραφείου της ιεράς Ρωσικής Συνόδου εν Μόσχα υπ' αριθμόν
φύλλου 1, εις φύλλον γεγραμμένον και περιέχον φύλλα 274. Το δε, εις την ιδίαν
αυτής βιβλιοθήκην αυτόθι υπ' αριθμόν XLIX, εις φύλλον και αυτό γεγραμμένον και
περιέχον φύλλα 410. Το πρώτον σημιούται υπό του εκδότου δια του στοιχείου Α, και
το δεύτερον δια του Β, και υπό τα στοιχεία ταύτα φέρονται και εις την παρ' ημών
109

γινομένη έκδοσιν της εις τα Τέσσαρα Ευαγγέλια ερμηνείας του Ευθυμίου εν ταις υπό
του κειμένου γινομέναις σημειώσεσιν». 140

Την ίδια στιγμή, μπορούμε να θεωρήσουμε πως ο Θεόκλητος Φαρμακίδης


γενικότερα καταφεύγει στη χρήση και υιοθέτηση μιας σειράς επιστημονικών
τεχνικών, στο ζήτημα της παρουσίασης των ερμηνευτικών υπομνημάτων της Καινής
Διαθήκης, τεχνικών που αποτελούν καρπό των διαφόρων διεργασιών που από καιρό
πριν είχαν λάβει χώρα στη δυτική θεολογική επιστήμη και δη στον ερμηνευτικό
κλάδο. Οι εν λόγω τεχνικές κατά κύριο λόγο προέρχονταν από την Γερμανία, που
εκείνην την εποχή είχε πραγματικά πρωτοτυπήσει και πρωτοστατήσει στο
συγκεκριμένο κλάδο.

Αντίστοιχα, ως προς τις εκδοτικές τεχνικές, είδαμε ότι ο Φαρμακίδης κινείται


στο πλαίσιο ενός συνδυασμού μεταξύ της κριτικής μεθόδου από τη μια μεριά και της
εκλαϊκευτικής έκδοσης από την άλλη. Αυτό για παραδείγμα, φαίνεται από το ότι
επιχειρεί και ο ίδιος σε ορισμένα σημεία να καταδείξει ότι προσφέρει και από τη δική
του μεριά στοιχεία πρωτότυπα ως προς την ερμηνεία των κειμένων που
περιλαμβάνονται στο επτάτομο αυτό έργο. Παράλληλα όμως, είναι σαφές πως ο
τρόπος με τον οποίο ο Φαρμακίδης επιχειρεί να προχωρήσει στην παρουσίαση των
υπομνημάτων των Πατέρων της Εκκλησίας και στην παρουσίαση των διαφόρων
σχολιασμών (είτε δικών του σε μερικές περιπτώσεις, πράγμα που καταδεικνύει και
την δική του τάση για προσωπική κριτική ανάλυση, είτε των εκδοτών στους οποίους
βασίστηκε και η δική του έκδοση, είτε των ίδιων των Πατέρων της Εκκλησίας),
σχολιασμών που παρατίθενται με τη μορφή παραπομπών κάτω από το κείμενο,
αποβλέπει στο να καταστούν όλα αυτά αντιληπτά από ένα ευρύτερο κοινό. Θεωρούμε
πως στόχος δεν είναι τα συγκεκριμένα βιβλία της σειράς να αποτελέσουν αντικείμενο
μελέτης, μόνο εκ μέρους ειδημόνων του συγκεκριμένου κλάδου, όπως θεολόγων,
ερμηνευτών της Κ.Δ. κ.λ.π., αλλά να αποτελέσουν σημείο ενδιαφέροντος και για
πολύ περισσότερα άτομα, για ένα ευρύτερο κοινό.

Εδώ άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τυχαία την παρατήρηση


του Φαρμακίδη στα «Πρόλεγόμενά» του στον Πρώτο Τόμο, όπου τονίζεται πως:

140
Φαρμακίδης, Θ., «Προλεγόμενα» στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της
τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ιζ΄ .
110

« έγνωμεν να συνδράμωμεν, το κατά δύναμιν, εις την ευκωλοτέραν κτήσιν και


κατάληψιν της Αγίας Γραφής. Ελλόγιμοι κληρικοί, συνιστώντες την ανάγνωσιν και
μελέτην των ιερών Γραφών εις πάντα χριστιανόν, εξέφρασαν κατά τους τελευταίους
τούτους χρόνους γνώμην, ότι αυτή πρέπει να γίνηται εις το πρωτότυπον ελληνικόν
κείμενον, οδηγουμένου του αναγνώστου εις την ορθήν αυτών κατάληψιν απο των
ερμηνειών και εξηγήσεων των θεοφόρων της Εκκλησίας πατέρων ». 141

Η παραπάνω επισήμανση του Φαρμακίδη είναι πολύ σημαντική καθώς


καταδεικνύει το ότι ο εν λόγω λόγιος, σε μια εποχή κατά την οποία ακόμα είναι πολύ
ισχυρές, αν όχι απόλυτα επικρατούσες, οι τάσεις, που ευνοούσαν ένα συντηρητικό
πλαίσιο στον τομέα των ερμηνευτικών σπουδών της Καινής Διαθήκης και των
συναφών εκδόσεων τέτοιων έργων, προχωρεί σε έναν πρωτοποριακό και αρμονικό
συνδυασμό δύο συνιστωσών όσον αφορά το συγκεκριμένο τομέα: από τη μια μεριά
των δεδομένων, που προέκυψαν μέσα από τη δυτική ερμηνευτική θεολογία και από
την άλλη της πλούσιας και τόσο σημαντικής πατερικής ερμηνευτικής θεολογίας, που
ήδη προϋπήρχε από αιώνες πριν.

Εκφράζει δε μια τάση, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει κοινό τόπο για τους
Έλληνες ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, πολύ καιρό αργότερα και ιδιαίτερα κατά
τον 20ο αιώνα. Άλλωστε δεν ήταν τυχαία, κατά τη γνώμη μας, η αναφορά στο
τελευταίο κεφάλαιο της παρούσης μελέτης, των διαφόρων Ελλήνων θεολόγων, από
τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας, ως προς τον τομέα της ερμηνείας της Καινής
Διαθήκης. Το έργο του Φαρμακίδη, παρόλο που η επιρροή του δεν μπορεί να
θεωρηθεί πάνω σε όλους αυτούς τους νεότερους μελετητές, ως άμεση και καίρια,
ήταν πιστεύουμε ένα είδος οδηγού μέσα από τον οποίο αναδείχθηκε η ανατολική
ορθόδοξη κοσμοθεωρία και θεολογία επί του θέματος. Και μάλιστα αξίζει να
αναλογιστούμε το ότι το έργο του εκδόθηκε κάμποσα χρόνια πριν από την εμφάνιση
του τεράστιου εκδοτικού έργου του ρωμαιοκαθολικού αββά J.- P. Migne, που επίσης
άσκησε και στο εξωτερικό αλλά και στον ίδιο τον ελληνικό χώρο τεράστια επιρροή
και σημαντική ώθηση μεταξύ άλλων και ως προς τις ερμηνευτικές σπουδές και τις
σχετικές εκδόσεις τους.

141
Φαρμακίδης, Θ., « Προλεγόμενα » στο Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη
υπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκ της
τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, εν Αθήναις, 1842, σελ. ι΄ .
111

Αυτή έγκειται στο ότι η Γραφή αποτελεί πάντα ένα αναπόσπαστο τμήμα και
κομμάτι της Εκκλησίας και της Παράδοσής της. Δεν έχει αξία αυτή καθαυτή, όπως
συμβαίνει με τους Διαμαρτυρόμενους, αλλά αντίθετα είναι οργανικό κομμάτι της
εκκλησιαστικής ζωής. Είναι πάντα εντός της εκκλησιολογικής συνάφειας. Γι' αυτό το
λόγο άλλωστε, η ερμηνεία δεν είναι ατομική υπόθεση του καθενός (κάτι που φαίνεται
ξεκάθαρα στην περίπτωση των τόμων του Φαρμακίδη), αλλά αποτελεί ουσιαστικά
έκφραση της συλλογικής συνειδήσεως και πίστεως της Εκκλησίας μας.

Έτσι, η επιστημονική έρευνα, που είχε καλλιεργηθεί στο δυτικό κόσμο εν


πολλοίς τους τελευταίους αιώνας, είναι χρήσιμη μεν ως προς το ότι αποφαίνεται για
ζητήματα, τα οποία αφορούν την ιστορική και φιλολογική αλήθεια. Αυτήν την
επιστημονική έρευνα σαφώς την λαμβάνει σοβαρά υπόψη του ο Φαρμακίδης και
αυτό είναι εμφανές μέσα από το πλήθος των υποσημειώσεών του. Την ίδια στιγμή
ωστόσο, η ίδια η επιστημονική έρευνα δεν μπορεί να αποφανθεί για την πνευματική
αλήθεια, παρά μόνο σε συνδυασμό με την ορθόδοξη πατερική θεολογία, την
δημιουργική πατερική σύνθεση. Ο Φαρμακίδης είναι και παραμένει απόλυτα σαφώς
προσανατολισμένος στην τελευταία. Η έκδοση της ερμηνευτικής του σειράς έχει ως
σκοπό να απαντήσει στις κατηγορίες των αντιπάλων και να δηλώσει σε όλους τους
τόνους την προσήλωσή του στα ορθόδοξα δόγματα και παραδόσεις .
112

Βιβλιογραφία

Beck, H.G., Kirche und Theologische Literature im Byzantinischen Reich,


Munchen, 1959.

Βούλγαρης, Σπ., Χ., Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη, Τόμος Β΄, Αθήνα, 2005.

Γούδας, Αν., Α., «Θεόκλητος Φαρμακίδης» στο Βίοι Παράλληλοι των επί της
Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Τόμος Α΄- Κλήρος, εκ του
Εθνικού Τυπογραφείου, εν Αθήναις, 1869.

Chisholm, H., « Johahn Jacob Griesbach », Encyclopedia Britannica, Τόμος 12,


11th edition, Cambridge University Press, 1911.

Cramer, John Anthony, Catenae Graecorum Patrum in Novum Testamentum,


Oxford 1838-1844.

Διομήδης-Κυριακός, Αναστάσιος, «Περί Θεοκλήτου Φαρμακίδου» στο Μελέται,


εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, εν Αθήναις,
1887.

Ζολώτας. Εμμ., Δοκίμιον Ιστορίας των εν τη Ημετέρα Εκκλησία μέχρι της


δουλώσεως του Έθνους υπό των Τούρκων Ερμηνευτικών Σπουδών, εν Αθήναις,
εκ του τυπογραφείου « Ο Παλαμήδης », 1892 .

Lemerle, P., Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός: σημειώσεις και παρατηρήσεις για


την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές έως τον 10ο αιώνα,
μτφ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μ., εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1985 .

Μανίκας, Κων., «Φαρμακίδης Θεόκλητος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος


9Β, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991 .

Metzger, B., Manuscripts of the Greek Bible: An Introduction to Greek


Paleography, Oxford University Press, London, 1991 .
113

Metzger, B.M. & Ehrman, B.D., The Text of the New Testament: its Transmission,
Corruption and Restoration, Oxford University Press, 2005 .

Miller, E., A Guide to the Textual Criticism of the New Testament, The Dean
Burgon Society Press, 2003 .

Moynahan, B., God's Bestseller: William Tyndale, Thomas More, and the Writing
of the English Bible - A Story of Martyrdom and Betrayal , St. Martin's Press,
2003 .

Μπαλάνος, Δημ., «Φαρμακίδης Θεόκλητος» λήμμα στη Μεγάλη Ελληνική


Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος εικοστός τρίτος, εκδοτικό οίκος Φοίνιξ, Αθήναι χ. χ. .

Μπαλάνος, Δημ. Ιστορία της Θεολογικής Σχολής, Α΄ Τόμος, Εκατονταετηρίς


1837-1937, τύποις Πυρσού, Αθήναι, 1937 .

Μπελέζος, Κωνσταντίνος, Το Υπόμνημα του Οικουμενίου στην Αποκάλυψη του


Ιωάννου (Ιστορική και Ερμηνευτική προσέγγιση), δ.δ. Αθήνα, 1996 .

Παναγιωτάκος, Παν., Ι., «Καθολικαί Επιστολαί», Θρησκευτική και Ηθική


Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 7ος, Αθήναι, 1965 .

Παναγόπουλος, Ιωα., Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Αθήνα, 1994 .

Παπαδόπουλος, Α., Χρυσόστομος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος


Πρώτος - ίδρυσις και Οργάνωσις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος,
τυπογραφείον Π. Α. Πετράκου, εν Αθήναις, 1920 .

Παύλου, Ν., «Ότι η μελέτη των ιερών Γραφών είναι τόσον αναγκαία...» - Η Αγία
Γραφή στο έργο του Θεόκλητου Φαρμακίδη .

Preyat Fabrice, Le Petit Concile de Bossuet et la christianisation des moeurs et


des pratiques littéraires sous Louis XIV, LIT Verlag Münster, 2007 .

Rupp Gordon E. & Watson Philip S., Luther and Erasmus: Free Will and
Salvation (Library of Christian Classics), New ed., Westminster John Knox Press,
1978.
114

Spini, Giorgio. Tra Rinascimento e Riforma, Florence, 1940 .

Σφυρόερας, Β., «Φαρμακίδης Θεόκλητος», Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Τόμος


59ος, Πάπυρος, Αθήνα, 1994 .

Τατάκης Βασ., Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδόσεις Εταιρείας Σπουδών


Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977 .

Τρεμπέλας, Π., Υπόμνημα εις τας Επιστολάς του Παύλου, εκδόσεις Ζωής, Αθήναι,
1937 .

Φαρμακίδης, Θ., Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό


Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πρώτος, περιέχων το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,
εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού παρά
τη Καπνικαρέα, 1842 .

Φαρμακίδης, Θ., Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό


Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Δεύτερος, περιέχων τα Κατά Μάρκον, Λουκάν και
Ιωάννην Ευαγγέλια, , εν Αθήναις, Αγγέλου Αγγελίδου, 1842 .

Φαρμακίδης, Θ., Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων εκδιδομένη υπό


Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τρίτος, περιέχων τας Πράξεις των Αποστόλων και
την Προς Ρωμαίους Επιστολή, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου
Αγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα, 1842 .

Φαρμακίδης, Θ., Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό


Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Τέταρτος, περιέχων τας δύο Προς Κορινθίους
Επιστολάς, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου, κατά την οδόν
Ερμού παρά τη Καπνικαρέα, 1843 .

Φαρμακίδης Θ., Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό


Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Πέμπτος περιέχων την προς Γαλάτας Επιστολήν
μέχρι της προς Φιλήμονα, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου,
κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα, 1843 .
115

Φαρμακίδης Θ., Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό


Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Έκτος, περιέχων την Προς Εβραίους Επιστολήν
και τας Επτά Καθολικάς, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου,
κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα, 1844 .

Φαρμακίδης Θ., Η Καινή Διαθήκη μετά Υπομνημάτων αρχαίων, εκδιδομένη υπό


Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Τόμος Έβδομος, περιέχων την Αποκάλυψιν του Ιωάννου,
εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου, 1845 .

Φαρμακίδης, Θ., Περί Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου, Ματθ. ΚΓ΄,35, και Λουκ. ΙΑ΄,51
(εις ο συνεξεδόθη και το Περί Βαττολογίας), εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας
Αγγέλου Αγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού εις Καμουκαρέαν, 1838 .

Φαρμακίδης, Θ., Ο Ψευδώνυμος Γερμανός, Αθήναι, εκ της τυπογραφίας Αγγέλου


Αγγελίδου, κατά την οδόν Ερμού παρά τη Καπνικαρέα, 1838 .

Weborg, C. John, «Bengel J. A.», στο McKim D. K., Dictionary of Major Biblical
Interpreters (2nd edition), Downers Grove .

You might also like