Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 48

Επιστημολογία

Κουν
Η επιστήμη είναι πλέγμα κοινωνικών θεσμών, η
συστηματική οργάνωση μιας συγκεκριμένης
πολιτιστικής δραστηριότητας με τα δικά της αξιολογικά
κριτήρια, παιδευτικές προδιαγραφές και δεοντολογία
διαπροσωπικών σχέσεων. Το ζήτημα της αλλαγής των
επιστημονικών θεωριών ή της προόδου των φυσικών
μας γνώσεων δεν μπορεί να εξετασθεί σε αφαίρεση από
τον συνολικό του περίγυρο και με αναφορά σε
ορθολογικές διαδικασίες ελέγχου της πιθανότητας ή της
αληθοφάνειας τους.
Η επιστημονική πρόοδος σημαδεύεται από την εναλλαγή
γενικών ερμηνευτικών σχημάτων της φυσικής
πραγματικότητας, το καθένα με μια ιδιαίτερη προβληματική
και μεθοδολογία που καθορίζει την ερευνητική συμπεριφορά
αυτών που εργάζονται υπό τη σκέπη του, παραδείγματα γύρω
από τα οποία συγκροτείται η επιστημονική κοινότητα.
Κάθε παράδειγμα είναι ένα σύμπλεγμα ερμηνευτικών
προσεγγίσεων και μεθοδολογικών συμβάσεων, αποφάσεων.
Οι αποφάσεις δεν είναι εσωτερική υπόθεση της
επιστημονικής κοινότητας σε αποκοπή από την
περιβάλλουσα κοινωνική κατάσταση, αλλά ενσωματώνει
τα ιδεολογικά και μεταφυσικά κεκτημένα που
διαποτίζουν το πνεύμα της εποχής. Κάθε επιστημονικό
παράδειγμα είναι εξ ορισμού συντηρητικό.
Το παράδειγμα λειτουργεί κανονιστικά διατυπώνει τα
αιτήματα για το πώς οφείλει να λειτουργεί η φύση σύμφωνα
με τις θεωρητικές του παραδοχές. Το παράδειγμα είναι ένας
τρόπος να βλέπει κανείς τον κόσμο, καθορίζει την
παρατήρηση. Ο επιστήμονας ο οποίος στεγάζεται από το
κυρίαρχο παράδειγμα στοχεύει στη λύση αποριών ή
αινιγμάτων που προκύπτουν από τη φυσιολογική αδυναμία
της τρέχουσας θεωρίας να εξηγήσει ολόκληρο το εύρος των
εμπειρικών φαινομένων.
Τέτοιου είδους έρευνα είναι μια μορφή συμπληρωματικών
εργασιών με στόχο να ενταχθούν στο θεωρητικό υπόδειγμα
εκείνες οι πτυχές της φυσικής πραγματικότητας που
εξακολουθούν να αντιστέκονται, μια δουλειά πρωτότυπη και
διεισδυτική αφού διευρύνει το εμπειρικό περιεχόμενο και
άρα την ελεγξιμότητα της θεωρίας.
Μια μακρά περίοδος θεωρητικής σταθερότητας η οποία δίνει
την ψευδαίσθηση ότι είναι θέμα χρόνου η πλήρωση των
θεωρητικών κενών και η επίλυση των εμπειρικών
προβλημάτων που απομένουν αποτελεί την κατάσταση της
κανονικής επιστήμης με πίστη στις κεντρικές παραδοχές του
συστήματος. Όσο πιο συστηματικά οργανωμένη είναι η
ομαλή έρευνα, τόσο περισσότερο αυξάνεται η πιθανότητα να
σκοντάψει κανείς σε ανωμαλίες, σε φαινόμενα που
αντιβαίνουν στις προβλέψεις του παραδείγματος.
Η αντίφαση αυτή αποτελεί την ουσιώδη ένταση που διαπερνά
την επιστημονική δραστηριότητα και εξασφαλίζει την
προοδευτική της δυναμική, σε ένα σύστημα το οποίο αναζητεί
νέους τρόπους για τη σύλληψη της φύσης.
Η συσσώρευση ανωμαλιών οδηγεί την κανονική επιστήμη σε
κρίση, που είναι κρίση εξουσίας, τα δομικά χαρακτηριστικά
της είναι εντελώς ανάλογα με εκείνα των πολιτικών κρίσεων
που προηγούνται της αλλαγής πολιτικών και κοινωνικών
καθεστώτων. Οι προϋποθέσεις για την ανατροπή του παλαιού
παραδείγματος είναι μια κρίσιμη μάζα αρνητικών
πειραματικών δεδομένων που καθιστά αδύνατη την
επιστροφή στη θεωρητική ορθοδοξία του παρελθόντος.
Στόχος η διατύπωση ενός εναλλακτικού παραδείγματος και η
δημιουργία μιας ομάδας ερευνητών αφοσιωμένων σε νέες
παραδοχές για τη δομή του κόσμου, που διεκδικούν την
εξουσία στην επιστημονική κοινότητα. Μεσολαβεί ένας
πόλεμος παραδειγμάτων. Η μεταβατική περίοδος
χαρακτηρίζεται από επιστημονική έρευνα εκτάκτου ανάγκης.
Οι πρώην ανωμαλίες αρχίζουν να συγκροτούν τη νέα
θεωρητική κανονικότητα.
Η εξέλιξη των φυσικών μας γνώσεων διέρχεται από κομβικά
σημεία ανατροπής και συνολικής αναδιοργάνωσης των ιδεών
μας και ονομάζονται επαναστάσεις που οδηγούν σε Νέο
παράδειγμα. Κάθε νέο παράδειγμα κατασκευάζει τη δική του
γλώσσα, εννοιολογία και αξιωματική χωρίς σημεία επαφής
με την παλαιότερη, δηλ. την θεωρητική ασυμμετρία των
παραδειγμάτων
Lakatos

Η βασική ιδέα είναι ότι το πραγματικό πλαίσιο εντός του


οποίου λαμβάνει χώρα η πειραματική έρευνα δεν είναι το
καθολικό παράδειγμα, αλλά ένα συγκεκριμένο ερευνητικό
πρόγραμμα, με σαφείς και προσδιορισμένους στόχους και
προσωπικό για τη διεκπεραίωσή τους. Η επιστημονική
διαδικασία είναι χωρισμένη σε μια πλειάδα τέτοιων
ερευνητικών προγραμμάτων.
Κάθε ερευνητικό πρόγραμμα υιοθετεί ένα δικό
του φυσικό μοντέλο και το δικό του ρεπερτόριο
προβλημάτων χωρίς να υφίσταται κατ’ανάγκη ένα
γενικό θεωρητικό πλαίσιο που να τα χωράει όλα.
Οι επιστήμονες που συμμετέχουν στην
πειραματική δουλειά η οποία απορρέει από ένα
συγκεκριμένο πρόγραμμα είναι από την αρχή
δεσμευμένοι στις θεωρητικές υποθέσεις που το
διαποτίζουν.
Τα τυχόν αρνητικά πειραματικά ευρήματα που προκύπτουν δεν
εκλαμβάνονται ως διαψεύσεις αλλά ως αποκλίσεις από τις
προβλέψεις που μας αναγκάζουν να τροποποιήσουμε τις
αρχικές παραδοχές μας, χωρίς όμως να εγκαταλείπουμε τον
βασικό θεωρητικό πυρήνα. Κάθε ερευνητικό πρόγραμμα
διαμορφώνεται και λειτουργεί μέσα σε έναν ωκεανό
ανωμαλιών.
Κάθε επιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα θα πρέπει να
θεωρηθεί ότι αποτελείται από δύο βασικά συστατικά. Από
ένα θεωρητικό πυρήνα Π, τον οποίο οι επιστήμονες
συμφωνούν εκ των προτέρων να θεωρήσουν δεδομένο και
άθικτο, όπου και να είναι τα αποτελέσματα της εμπειρικής
έρευνας που θα ακολουθήσει.
Ο πυρήνας περιβάλλεται από μια προστατευτική ζώνη
βοηθητικών υποθέσεων, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η
διασύνδεση του Π με τον τομέα της φύσης στον οποίο
αναφέρεται. Αυτό που ελέγχεται κάθε φορά από το πείραμα
είναι τα φυσικά μοντέλα που προκύπτουν από την σύζευξη
των βοηθητικών υποθέσεων με τις θεμελιακές παραδοχές του
Π.
Η προστατευτική ζώνη αποτελείται από τους διάφορους
τρόπους με τους οποίους ο αρχικός θεωρητικός πυρήνας
ενδέχεται να εφαρμοσθεί στη μελέτη του φυσικού πεδίου.
Κάθε ερευνητικό πρόγραμμα αποτελείται από μια δέσμη
τέτοιων μοντέλων. Η κρίσιμη συνθήκη είναι ότι οι
βοηθητικές υποθέσεις και τα μοντέλα που προκύπτουν από
αυτές πρέπει να παράγονται από μια θετική ευρετική μέθοδο.
Αυτή είναι η καρδιά κάθε ερευνητικού προγράμματος.
Ένα ερευνητικό πρόγραμμα στοχεύει σε ένα πλέγμα απτών
προβλημάτων, σε μια συγκεκριμένη ιδιομορφία του φυσικού
πεδίου την οποία οφείλει να εξηγήσει. Η αξιοπιστία του
κρίνεται από τον τρόπο που χειρίζεται τα προβλήματα στα
οποία επικεντρώνεται και αν από τη διαδικασία αυτή
ανακαλύπτονται και άλλα, πιο ενδιαφέροντα προβλήματα,
που απαιτούν την περαιτέρω εξέλιξη της θεωρίας

Η διαδικασία της επεξεργασίας της προστατευτικής ζώνης


δια της εισαγωγής ad hoc παραδοχών μπορεί θεωρητικά να
διαρκέσει επ’άπειρον
Η ορθολογικότητα του προγράμματος αναπτύσσεται
οργανικά και βαθμιαία μέσα στην ερευνητική πρακτική. Οι
διάφορες εναλλακτικές θεωρίες συνυπάρχουν σε ένα
πολυσύνθετο τοπίο προωθώντας η καθεμία τη δική της
πειραματική προσέγγιση μέχρις ότου κάποιες από αυτές να
στερέψουν και να εγκαταλειφθούν.
Η ίδια η ιστορική πρακτική της επιστημονικής κοινότητας
διαχωρίζει τα ερευνητικά προγράμματα σε ανερχόμενα και
κατερχόμενα, σε προοδευτικά και εκφυλιζόμενα.
Η αποτίμηση αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ένα
ερευνητικό πρόγραμμα διαπλέκεται με τη φυσική
πραγματικότητα, στις δυνατότητες που παρέχει η ευρετική
του να κατασκευασθούν φυσικά μοντέλα που διευρύνουν τις
πειραματικές προοπτικές και συνεισφέρουν στην ανακάλυψη
καινοφανών και απρόβλεπτων εμπειρικών δεδομένων, ακόμη
και κάποιων που δεν είναι δυνατόν να στεγασθούν στις
θεωρητικές του παραδοχές.
Το ζητούμενο είναι εάν η ευρετική του παραμένει θετική ή
έχει στερέψει. Το στερέψει σημαίνει να εφευρίσκει συνεχώς
και πιο περίπλοκους τρόπους να σώζει τα φαινόμενα (να
ενσωματώνει εκ των υστέρων τα πειραματικά ευρήματα) και
να μην μπορεί να διατυπώνει πρωτόπυπες και ρηξικέλευθες
προβλέψεις που ανοίγουν νέους πειραματικούς δρόμους.
Η προοδευτικότητα κρίνεται αντικειμενικά από τη θεωρητική
του παραγωγικότητα και το εμπειρικό του περιεχόμενο, από
τη δυνατότητά του να προβάλλει καινούργια φυσικά μοντέλα
με αφορμή τα προβλήματα που προσπαθεί να εξηγήσει και
στη συνέχεια με βάση τα θεωρητικά αυτά πρότυπα να
οργανώνει με νέους τρόπους την πειραματική διαδικασία.
¨Όταν ένα πρόγραμμα έχει εγκαταλειφθεί τότε μόνον είναι
δυνατόν να κρίνουμε εκ των υστέρων το πείραμα εκείνο με
το οποίο έκλινε αποφασιστικά η πλάστιγγα εναντίον του και
να το ονομάσουμε κρίσιμο.
Ερμήνευσε την επιστημονική θεωρία ως σύστημα πρακτικής
συμπεριφοράς μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό της πλαίσιο.
Feyerabend

Η γνωσιολογία του χαρακτηρίζεται από την ιδέα ότι το νόημα


και τελικά η αλήθεια, διαμορφώνεται μέσα στο πλαίσιο των
παραδοχών που συγκροτούν την κοινή συνείδηση μιας
δεδομένης ανθρώπινης ομάδας, μέσα σε ένα συγκεκριμένο
πρότυπο ζωής. Η τελική κατάληξη αυτής της προβληματικής
ήταν η κατανόηση της επιστήμης ως μιας ανθρώπινης
δραστηριότητας δίπλα σε μια πληθώρα άλλων, μιας
δραστηριότητας που διαθέτει υπέρτερο κύρος σε σχέση με τις
υπόλοιπες.
Διαθέτει τους δικούς της τεχνικούς κώδικες επικοινωνίας και
συμπεριφοράς, οι οποίοι της επιτρέπουν να προβάλει τους
ισχυρισμούς της ότι έχει αποκλειστική δικαιοδοσία στην
αλήθεια με τρόπο φορτικά επιτακτικό, πτοώντας όλους
εκείνους που θα ήθελαν να ξεφύγουν από τα πρότυπα
συμπεριφοράς που εκείνη καταξιώνει.
Τις αξιόλογες τεχνολογικές της επιτυχίες της εξαργυρώνει με
τη συμμετοχή της στο σύστημα εξουσίας και έτσι
μετατρέπεται σε κεντρικό στυλοβάτη ενός ολοκληρωτικού
και καταπιεστικού κοινωνικού σχηματισμού. Η επιστήμη δεν
έχει καμία εγγενή αξία, καμία προνομιακή σχέση με την
ουσία των πραγμάτων, ούτε είναι φορέας διανοητικών και
αξιολογικών προτύπων υποχρεωτικών για όλους. Υπηρετεί
ένα συγκεκριμένο τύπο γνώσης.
Ο χωρισμός της επιστήμης από το κράτος είναι η προϋπόθεση
για την ελευθερία. Το δυτικό πολιτισμικό πρότυπο που
στηρίζεται στην τεχνοκρατική ορθολογικότητα συνιστά μιαν
οπισθοδρόμηση του πολιτισμού.
Η ελεύθερη κοινωνία είναι εκείνη που συνίσταται από μια
πλειάδα ξεχωριστών παραδόσεων, από τις πιο νεωτερικές,
ριζοσπαστικές, ανατρεπτικές έως τις πιο οπισθοδρομικές,
ανορθόλογες, συμβατικές κ.λπ. Το κάθε υποκείμενο έχει το
απόλυτο δικαίωμα να επιλέξει τον τρόπο ζωής που του
ταιριάζει, δεν υφίσταται ανεξάρτητος κριτής.
Η πολλαπλότητα των θεάσεων απαιτεί και μια πολλαπλότητα
μεθοδολογικών επιλογών, από την πιο διαισθητική έως την
πιο λογική, υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια αδέσμευτα άτομα
θα την επιλέξουν και δεν θα τους επιβληθεί μέσα από κάποιο
φρούδο επιχείρημα κοινής ωφέλειας ή τάξης ή οικονομικής
αποδοτικότητας.
Καμία μέθοδος δεν ήταν υποχρεωτική και καμία δεν ήταν
απαγορευμένη στην προσπάθεια για πιο λειτουργική εμπλοκή
με τον κόσμο που χαρακτήρισε τη νεωτερική επιστήμη.
Η μόνη μέθοδος που αντανακλά με ακρίβεια αυτή την
ανθρώπινη περιπέτεια είναι η αρχή ότι τα πάντα
επιτρέπονται. Η μόνη επιστημολογία που συμβαδίζει με την
ακατάλυτη ορμή της ανθρώπινης συνείδησης να παραγάγει
όλο και καινούργια διανοητικά σχήματα είναι ο
γνωσιολογικός αναρχισμός, ο οποίος δεν αποκλείει καμία
υπόθεση όσο αντισυμβατική ή παρωχημένη ή
αντιορθολογική κι αν είναι. Κατάργηση κάθε έννοιας
κριτηρίου. Το πρόγραμμα του είναι μια αντι-μέθοδος.
Η απελευθέρωση μέσα από την επιστήμη δια του
επιστημολογικού αναρχισμού αλλά και ταυτόχρονα η
απελευθέρωση της κοινωνίας από την επιστήμη μέσα από την
προνομιακή διασύνδεση πολιτικής εξουσίας και επιστήμης
είναι το διπλό μήνυμα του.

Λαϊκές κινητοποιήσεις αντί για ορθολογικές συζητήσεις.

Από την προβληματική του εξαλείφεται τελείως το ζήτημα


της αλήθειας και επικρατεί ένας άκρατος σχετικισμός.
Popper
Ο πρώτος που διακήρυξε την ανάγκη να εκβληθούν οι
ορθοδοξίες του θετικισμού και να τεθεί η κατανόηση της
επιστημονικής μεθόδου πάνω σε νέα θεμέλια. Κύκλος της
Βιέννης. Η αφετηριακή διαπίστωση του είναι το πρόβλημα
της επαγωγής όπως το όρισε ο Χιούμ είναι άλυτο. Η λύση
που πρότεινε είναι ψυχολογική και η τελική συμβουλή του
είναι να μάθουμε να ζούμε με την αβεβαιότητα και την
αμφιβολία. Αυτή η κατάληξη υπονομεύει δραστικά το κύρος
της επιστήμης.
Το τι θα επιλέξει κανείς να εκλάβει ως αιτιακή διασύνδεση
δύο γεγονότων Α και Β εξαρτάται αποκλειστικά από τις
διαθέσεις που έχει αποκτήσει από την εμπειρία και την
παιδεία του. Είναι μια αυθαίρετη επιλογή, η οποία αδυνατεί
να κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα στη γνήσια εξάρτηση του Α
από το Β, την οφειλόμενη στην ίδια τη φύση των πραγμάτων
και στην τυχαία χρονική και τοπική γειτνίαση του Α και του
Β που δεν συνιστά ουσιώδη συνάφεια αιτιακού τύπου
Εάν κανείς ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την εμπειρική
επαλήθευση μιας θεωρίας, τότε δεν υπάρχει θεωρία που να
μην επαληθεύεται.

Επιστημονική είναι μια διαδικασία οργανωμένη κατά τρόπο


που να διευκολύνει τη διάψευση των θεωριών μας. Με αυτό
τον τρόπο επιλύει το πρόβλημα της οριοθέτησης της
επιστήμης απέναντι στη μη επιστήμη. Η ορθολογικότητα μιας
θεωρίας δεν εξαρτάται με κανένα τρόπο από την αλήθεια της,
την οποία δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη στιγμή κατά
την οποία προτείνεται.
Εξαρτάται από το εάν υποδεικνύει καινούργιους τρόπους για
να εμπλακούμε με τη φυσική πραγματικότητα και να
επεξεργασθούμε τα πειραματικά δεδομένα, έστω και αν
τελικά μέσα από τη διαδικασία αυτή αποδειχθεί ότι οι
εξηγητικές της υποθέσεις είναι αβάσιμες.
Η ποππεριανή μεθοδολογία (η θεωρία της διαψευσιμότητας)
διαποτίζεται από μια σειρά παράδοξα, με πρώτο εκείνο του
δημιουργικού ρόλου τον οποίο αποδίδει στο ψεύδος ως
καταλύτη στη διαδικασία προαγωγής της επιστημονικής
γνώσης.
Ο θεμελιακός στόχος της επιστημονικής έρευνας δεν είναι με
κανένα τρόπο η επιβεβαίωση της αλήθειας όπως την
κατανοούμε σήμερα, αλλά η ανακάλυψη ριζικά νέας και πιο
ενδιαφέρουσας αλήθειας, και μάλιστα τέτοιας που ακυρώνει
αυτό που ισχύει ως αλήθεια κατά το παρόν.
Η επιστημονική θεωρία είναι μια σειρά πεπαιδευμένων
εικασιών. Δεν πρόκειται για αυθαίρετες διαισθήσεις και
οραματισμούς αλλά πηγάζουν από τη συστηματική τριβή με
το εμπειρικό υλικό και με τις άλλες θεωρίες.
Οι επιστημονικές αυτές εικασίες υποβάλλονται στη συνέχεια
στον απαραίτητο εμπειρικό έλεγχο με στόχο την ενδεχόμενη
διάψευσή τους.
Η παραγωγή επιστημονικής γνώσης αρχίζει πάντοτε με τη
διαπίστωση ενός προβλήματος μέσα στη φυσική ή στην
κοινωνική τάξη, μιας κατάστασης δηλ. πραγμάτων την οποία
αδυνατεί προς το παρόν να εξηγήσει ο ανθρώπινος νους.
Δεύτερο λογικό παράδοξο είναι η ιδέα ότι η πρόοδος των
φυσικών μας γνώσεων εξαρτάται από την επιλογή κάθε φορά
των θεωριών με τη λιγότερη εκ πρώτης όψης εμπειρική
πιθανότητα. Βασικό κριτήριο για την ορθολογικότητα μιας
θεωρίας είναι το εύρος του εμπειρικού της περιεχομένου, ο
αριθμός δηλ. και το είδος των εμπειρικών προβλέψεων που
λογικά πηγάζουν από αυτήν
. Όσο πιο πολλές και καινοφανείς είναι οι προβλέψεις, τόσο
περισσότερες είναι και οι δυνατότητες για τον πειραματικό
της έλεγχο. Από αυτό έπεται ότι η θεωρία με τον υψηλότερο
βαθμό διαψευσιμότητας είναι εκείνη και με τον χαμηλότερο
βαθμό πιθανότητας επειδή ο αριθμός και το είδος των
προβλέψεών της μας δίνουν πολύ μεγαλύτερο περιθώριο για
να τη διαψεύσουμε.
Αν όμως η πρόοδος της επιστήμης δεν είναι μια πορεία από
αλήθεια σε περισσότερη αλήθεια, αλλά από ψεύδος σε
λιγότερο ψεύδος, πως είναι δυνατόν αυτή η αντίληψη να
ανταποκριθεί σε ένα πρωταρχικό και πάγιο αίτημα της
επιστημονικής έρευνας, οι θεωρίες μας να αντιστοιχούν στην
ίδια τη δομή των πραγμάτων, να αντανακλούν δηλ. τη μορφή
του κόσμου και να μην εκφράζουν απλά υποκειμενικές
αντιλήψεις, έστω και τέτοιες που να τις συμμερίζεται
ολόκληρη η επιστημονική κοινότητα ?
Μια θεωρία που διαδέχεται μια παλαιότερη που έχει
διαψευσθεί δεν είναι αληθής, είναι όμως περισσότερο
αληθοφανής δηλ. η λογική της δομή, επειδή έχει
αντισταθεί σε όλες τις απόπειρες διάψευσης είναι τέτοια
που πρέπει να υποθέσουμε ότι αντιστοιχεί σε μεγαλύτερο
βαθμό προς την αντικειμενική δομή των πραγμάτων σε
σύγκριση προς τις διαψευσμένες θεωρίες.
Η αληθοφάνεια της θεωρίας εκφράζει αυτή την υποτιθέμενη
αρμογή της θεωρίας προς τα πράγματα χωρίς την οποία δεν
θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε την επιστημονική της
επιμονή. Από αυτή την σκοπιά η ανθρώπινη γνώση βρίσκεται
σε μια τροχιά βαθμιαίας και συνεχούς προσέγγισης προς την
πραγματική διάρθρωση και κατασκευή των υλικών
πραγμάτων.
Η σχέση αυτή είναι ασυμπτωτική, έτσι που να μην μπορούμε
να πούμε ότι σε οποιαδήποτε στιγμή η δομή της
επιστημονικής θεωρίας ταυτίζεται με τη δομή του κόσμου. Η
αλήθεια με την απόλυτη έννοια είναι συνεπώς ένα
κανονιστικό ιδεώδες στην πειραματική έρευνα.
Αυτή η ανάλυση του επιτρέπει να επιχειρηματολογήσει υπέρ
της αντικειμενικότητας της επιστημονικής γνώσης, υπέρ δηλ.
ενός υποθετικού ρεαλισμού. Ο κόσμος από αυτή τη σκοπιά
αποτελείται από τάξεις πραγμάτων καθεμία από τις οποίες
έχει τη δική της αυθύπαρκτη οντότητα και δεν ανάγεται
αυτόματα στις άλλες.
Κόσμος 1, περιλαμβάνει όλα τα φυσικά όντα και
αντικείμενα.
Κόσμος 2, κατατάσσονται τα περιεχόμενα της ανθρώπινης
ψυχολογικής εμπειρίας, οι εντυπώσεις, τα αισθήματα, οι
προσδοκίες, οι πίστεις κ.λπ. που ορίζουν την
υποκειμενικότητα, την πρόσληψη και την ερμηνεία των
πραγμάτων από την ατομική ή συλλογική συνείδηση.
Κόσμος 3, περιέχει όλα τα παράγωγα της λειτουργίας του
ανθρώπινου νου, τα οποία αυτονομούνται από αυτόν και
υπάρχουν πλέον ως αυτόνομα πλέγματα ιδεών, τα οποία
δύναται κανείς να μελετήσει χωρίς αναφορά στο υποκείμενο
που αρχικά τα παρήγαγε. Τέτοια είναι τα καλλιτεχνικά
δημιουργήματα, οι ιδεολογικές στάσεις, οι θρησκευτικές
δοξασίες, τα μεταφυσικά κοσμοείδωλα καθώς και οι
επιστημονικές θεωρίες.
Αυτά τα σώματα ιδεών έχουν αυτοτελή υπόσταση,
ανεξάρτητη τόσο από το υλικό υπόβαθρο της ζωής όσο και
από τις υποκειμενικές συνειδήσεις που εξύφαναν. Τα
περιεχόμενα του κόσμου 3 είναι αντικειμενικές
πραγματικότητες.
Ένα μικρό υποσύνολο από τα προϊόντα της συνείδησης είναι
αντικειμενικά, δηλ. οι επιστημονικές περιγραφές και
εξηγήσεις που ζητούν να αναπαραστήσουν την ίδια την
κατασκευή και δυναμική της φύσης, να επιτύχουν δηλ.
εκείνη την αρμογή με τα θεμελιακά συστατικά του υλικού
είναι. Η γνωσιολογία της διαψευσιμότητας εξηγεί πως
επιτυγχάνεται αυτή η αντιστοίχιση που είναι ίδιον του
επιστημονικού στοχασμού. Πρόκειται για μια επιστημολογία
χωρίς το υποκείμενο της γνώσης.
Το αίτημα της κριτικότητας και η άρνηση της πιο μακρόβιας
ή πιο διαδεδομένης θεωρίας υπέρ της πιο καινούργιας και της
πιο ανατρεπτικής προϋποθέτουν την ύπαρξη κοινωνικών
δομών που θεσμοθετούν και θωρακίζουν το δικαίωμα του
εφευρετικού και ανήσυχου ατόμου να προσβάλλει τις
κατεστημένες ορθοδοξίες σε όλες τις σφαίρες του βίου
Η ύπαρξη θεσμών που καλλιεργούν και υποστηρίζουν την
ηθική και διανοητική αυτονομία των κοινωνικών
υποκειμένων και αποκλείουν κάθε καταναγκαστική επιβολή
των αξιολογικών και κοσμοθεωρητικών επιλογών της
κοινωνικής πλειοψηφίας ορίζει την ανοικτή κοινωνία, ιδέα
που διαποτίζει την πολιτική προβληματική του.

You might also like