Κοινωνιολογία

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 8

Κοινωνιολογία :

Κοινωνιολογία ονομάζεται η επιστήμη της κοινωνίας. Ο κοινωνιολόγος έχει ως αντικείμενο


μελέτης κοινωνικά φαινόμενα και το πως οι καθημερινές ατομικές σχέσεις και ιστορίες ,
συσχετίζονται με τις ευρύτερες συλλογικές ιστορίες κοινωνικών ομάδων , συστημάτων και
κοινωνιών . Η κοινωνιολογία διαφωτίζει τις κοινωνικές παραμέτρους ζητημάτων ή
φαινομένων και συμβάλει στην απελευθέρωση και χειραφέτηση των ατόμων . Γεννήθηκε
ως μια προσπάθεια να καταλάβουμε τι υπήρχε πίσω από τα προσωπικά και κοινωνικά
ζητήματα τα οποία συνόδευαν τις τεράστιες αλλαγές που συνδέονταν με την έλευση της
νεωτερικότητας .

Νεωτερικότητα :

Κοινωνιολογικός όρος που αναφέρεται στο σύνολο των ιστορικών διαδικασιών που
μετασχημάτισαν την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων . Οι πρώτοι κοινωνιολόγοι ( Βέμπερ ,
Μαρξ , Ντυρκαίμ ) προσπάθησαν να κατανοήσουν την κοινωνική ανατροπή και τις ρήξεις
που δημιούργησαν αυτές οι διαδικασίες , οι οποίες περιλαμβάνουν την εμφάνιση του
έθνους – κράτους , τον καπιταλισμό , την γραφειοκρατικοποίηση , την αστικοποίηση ,την
εκκοσμίκευση και την υποβάθμιση της θρησκευτικής πίστης κυρίως από την επιστήμη και
την τεχνολογία . Η νεωτερικότητα συνοδευόταν από πολλά προβλήματα στις πολιτικές του
έθνους , στις συγκρούσεις , στις ταξικές ανισότητες κ.α. . Συγκεκριμένα στην οικονομική
ζωή ο βιομηχανικός καπιταλισμός έφερε τα πάνω κάτω στις πιο παραδοσιακές κοινωνίες .
Αυξήθηκε η ανισότητα μεταξύ των οικονομικών τάξεων και η εργασία ήταν απαιτητική και
πολύ συχνά εξευτελιστική . Επιπλέον όσον αφορά την κοινωνική οργάνωση , ο πληθυσμός
μετακινούνταν από τους διάσπαρτους αγροτικούς οικισμούς στα αστικά κέντρα . Η
κοινωνία γινόταν ολοένα και πιο διαιρεμένη και ως εκ τούτου οι μεταρρυθμιστές και
ριζοσπάστες/ επαναστάτες είχαν ως όραμα μια κοινωνική ολοκλήρωση που θα επέτρεπε
την ενσωμάτωση και την ομοιομορφία των ανθρώπων από διαφορετικές ομάδες. Όσον
αφορά τη κουλτούρα , τις συμβολικές και επίκτητες δηλαδή διαστάσεις της ανθρώπινης
κοινωνίας, οι νεωτερικοί κοινωνιολόγοι έβλεπαν την αυξημένη ορθολογικότητα ως
σημαντικότερη τάση της κουλτούρας . Μια μορφή σκέψης που στηρίζεται σε τυπικούς
κανόνες ή σε υπολογισμούς και όχι στη παράδοση ή στο συναίσθημα . Έδωσαν έμφαση
στην κεντρική σημασία της επιστήμης και στη φθίνουσα σπουδαιότητα της θρησκείας .
Επιπροσθέτως , οι νεωτερικοί κοινωνιολόγοι έπαιρναν ως δεδομένες τις σχέσεις των φύλων
και οι γυναίκες είχαν εξαιρετικά περιορισμένες ευκαιρίες σε σχέση με τους άνδρες . (
περισσότεροι νεωτεριστές άνδρες ) . Επιπλέον τραβήχτηκε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα
στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο ενώ τέλος οι κοινωνιολόγοι αυτοί θεωρούσα τους
δυτικούς πολιτισμούς πιο ιδιαίτερους σε σχέση με αυτούς της ανατολής , που συχνά
θεωρούσαν οπισθοδρομικούς .

Μετανεωτερικότητα :

Η μετανεωτερικότητα , που ήλθε τον επόμενο αιώνα μετά την έλευση του βιομηχανικού
καπιταλισμού , χαρακτηρίζει την μεταβιομηχανική κοινωνία , της οποίας η οικονομία
βασίζεται στις υπηρεσίες και τη πληροφορία . Αντίθετα με παλαιότερα η οργάνωση είναι
αποκεντρωμένη στα προάστια και την ύπαιθρο . Η εργασία από το σπίτι έχει συμβάλλει
στην αλλαγή των ισορροπιών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου . Ο απορθολογισμός
είναι εμφανής και οι άνθρωποι ασκούν συχνά κριτική στην εξουσία και στην επιστήμη .
Επιπλέον αναδείχνονται νέα κοινωνικά κινήματα εξαθλιωμένων εργατών αλλά το πιο
ορατό και επιτυχές ήταν το γυναικείο κίνημα . Από τη δεκαετία του1960 και μετά στόχος
του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος είναι η θεμελιακή αλλαγή στις σχέσεις των φύλων .
Άλλες μορφές κινημάτων όπως ο περιβαλλοντισμός και τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων
αναδύθηκαν μόνο στη σύγχρονη εποχή . Τέλος αναπροσδιορίζεται η κοινωνικοποίηση και
οι ταυτότητες , καθώς και γίνεται αισθητή η παγκοσμιοποίηση όπως και οι ανισότητες .

Ως νεωτερική επιστήμη, η δυτική κοινωνιολογία ,από πολύ νωρίς χωρίστηκε σε δύο


στρατόπεδα . α) την ακαδημαϊκή και β) την μαρξιστική . Η πρώτη διέπεται από το πνεύμα
του θετικισμού και η δεύτερη από το πνεύμα του επαναστατικού ρομαντισμού.

Προκύπτουν τέσσερις διαφορετικοί ρόλοι του κοινωνιολόγου :

Ο ιδεολόγος = αυτός που κρατά αποστάσεις από τα πράγματα

Ο τεχνοκράτης = αυτός που από τα πάνω επιχειρεί να αλλάξει τα πράγματα χωρίς τη


θέληση των ανθρώπων

Ο κριτικός = αυτός που αποστασιοποιείται όπως ο ιδεολόγος ,από τα πρακτικά ζητήματα ,


αλλά παράλληλα έχει συνείδηση ότι καθήκον του είναι η υπεράσπιση της ελευθερίας και
της χειραφέτησης .

Ο ακτιβιστής = αυτός που όχι μόνο συμπάσχει με τους λιγότερο προνομιούχους αλλά θέτει
κι όλας την έρευνα του προς υπεράσπιση τους.

ΜΑΡΞ – ΒΕΜΠΕΡ – ΝΤΥΡΚΑΙΜ – ΧΑΜΠΕΡΜΑΣ –ΦΟΥΚΩ

, ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς της κοινωνιολογίας , θεωρούσε


πως η νεωτερική κοινωνία δεν ήταν απλώς βιομηχανική , αλλά καπιταλιστική . Ως εκ τούτου
η κριτική του στόχευε όχι μόνο στην αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και ισορροπίας
αλλά και στην ανατροπή των σχέσεων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας προς όφελος των
υποδεέστερων κοινωνικών τάξεων . Πίστευε ότι οι κοινωνικές επιστήμες θα πρέπει να
στοχεύουν στην αλλαγή του κόσμου και όχι μόνο στη μελέτη του. Ο Μαρξ ανέλυσε το
καπιταλιστικό σύστημα ως σύστημα μέσων παραγωγής και σύμφωνα με αυτό οι
καπιταλιστές αποτελούν τη κυρίαρχη τάξη στη βιομηχανική κοινωνία . Ανέλυσε επίσης την
ιστορία με όρους ταξικής πάλης, σύμφωνα με την οποία , τα συμφέροντα των
κεφαλαιοκρατών και των εργαζομένων είναι αντίθετα μεταξύ τους. Όσοι υιοθετούν την
ταξική ανάλυση του Μαρξ επιμένουν ότι κεντρικό γνώρισμα του καπιταλιστικού
συστήματος είναι η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Με τον όρο
εκμετάλλευση ο Μαρξ αναφέρεται στην κατάσταση εκείνη όπου οι μισθοί είναι
χαμηλότεροι από την αξία που προσθέτουν οι εργάτες στο παραγόμενο προιόν , ενώ ο
καπιταλιστής ωφελείται εις βάρος τους .

Ο Καρλ Μαρξ υποστήριξε με πάθος ότι δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει τη κοινωνία
αλλά η κοινωνία που καθορίζει τη συνείδηση .

Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό μπορεί να συνοψιστεί ως εξής :

1. Αποτελεί μια παροδική μορφή κοινωνίας ( αναδύθηκε από τη φεουδαρχία και


προοριζόταν να δώσει τη θέση του στο σοσιαλισμό, αφού θα είχε εξαντλήσει
πρώτα όλες τις εκδοχές του)
2. Ο τρόπος παραγωγής επικεντρώνεται στη παραγωγή εμπορευμάτων , στην
εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης εργασίας και το κέρδος επιτυγχάνεται μέσω
της εκμετάλλευσης της υπεραξίας . ( η υπεραξία που αντλεί ο ιδιοκτήτης αφού
πρώτα καλύψει όλο το εργασιακό κόστος και αποσβέσει την αξία των
μηχανημάτων)
3. Βασίζεται στο διαχωρισμό της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, έτσι ώστε οι
καπιταλιστές να διαφοροποιούνται από το προλεταριάτο ( εργατική τάξη)
4. Αποτελεί μια δυναμική διαδικασία που περιλαμβάνει τη τεχνολογική πρόοδο
καθώς και την αύξηση της κλίμακας της παραγωγής .
5. Τον καπιταλισμό χαρακτηρίζουν οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής ( σχέση εργατών
και κεφαλαιοκρατών )

Η προσέγγιση του Μαρξ για τον καπιταλισμό διαφέρει από αυτή του Βέμπερ, ο οποίος
τελευταίος εκλάμβανε την ανάδυση του καπιταλιστικού συστήματος στη Δύση ως το
στοιχείο ενός ευρύτερου κοινωνικοοικονομικού φαινομένου που αποκαλούσε
εξορθολογισμό ( διαδικασία κατά την οποία οι παραδοσιακοί θεσμοί και αξίες
αντικαθίστανται από άλλους οι οποίοι βασίζονται στη αρχή του ορθολογικού
υπολογισμού των καταλληλότερων μέσων για την υλοποίηση συγκεκριμένων σκοπών .)
Ο Μαξ Βέμπερ ασχολήθηκε κι αυτός με πολλά κοινωνικά ζητήματα . Αντιμετώπιζε την
νεωτερική βιομηχανική κοινωνία ως ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα όπου η
μεταποιητική επιχείρηση κατείχε κεντρική θέση και αποτελούσε κεντρικό παράδειγμα
του σύγχρονου τρόπου οργάνωσης , ο οποίος ήταν γραφειοκρατικός και ορθολογικός .
Κάποιοι κοινωνιολόγοι ακολούθησαν το παράδειγμα του Μαξ Βέμπερ για την
ερμηνευτική κοινωνιολογία ( κοινωνιολογική εξήγηση με βάση την υπόθεση ότι οι
κοινωνικές δράσεις μπορούν να γίνουν πλήρως κατανοητές μόνο αν ερμηνεύσουμε τα
κίνητρα και τα νοήματα που καθοδηγούν τη δράση των ατόμων ) . Ο Μαξ Βέμπερ έκανε
λόγο για «ένταση ανάμεσα στη θρησκεία και το σεξ» . Επιπλέον θεώρησε τον
εξορθολογισμό ως ένα κλειδί που μας επιτρέπει να δούμε τη μετάβαση από την
προβιομηχανική στην καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία. Ο ορθολογισμός είναι αυτός
που δίνει έμφαση στη λογική και τον προγραμματισμό. Το σύστημα εξορθολογισμού
είναι απρόσωπο, λειτουργεί στο πλαίσιο τυπικών κανόνων και απετέλεσε το κύριο
χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και του δυτικού πολιτισμού. Χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα εξορθολογισμού είναι η περίπτωση της οικονομικής δραστηριότητας . Ο
Βέμπερ διέκρινε την κοινωνική δράση του ατόμου:

1. σε ορθολογική, που είναι η δράση σε σχέση με ένα σκοπό


2. σε σχέση με μια αξία
3. σε συγκινησιακή δράση
4. σε παραδοσιακή δράση

0ι μορφές αυτές κοινωνικής πράξης είναι κατά τον Βέμπερ ιδεατοί τύποι, έννοιες δηλαδή
που καταγράφουν το νόημα της δράσης. Οι μορφές αυτές κοινωνικής πράξης είναι κατά τον
Βέμπερ ιδεατοί τύποι, έννοιες δηλαδή που καταγράφουν το νόημα της δράσης. Ο Βέμπερ
κατέγραψε τους ιδεατούς τύπους όχι μόνον των κοινωνικών πράξεων, αλλά και τον ιδεατό
τύπο της γραφειοκρατίας, της εξουσίας κτλ. H γραφειοκρατία, ως ορθολογικός τρόπος
δράσης, ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων με το κράτος στη βάση κάποιων κανόνων..
Σημειώνουμε ότι η έννοια της γραφειοκρατίας στη σκέψη του Βέμπερ δεν ήταν αρνητικά
φορτισμένη, όπως είναι στις μέρες μας.

Όσον αφορά τη κοινωνική διαστρωμάτωση ο Βέμπερ υποστηρίζει ότι υπάρχουν κι άλλα


κριτήρια διαστρωμάτωσης , εξίσου σημαντικά με τις τάξεις. Αυτά ήταν η αίγλη (status) και η
πολιτική δύναμη . Για τον Βέμπερ επίσης η ύπαρξη ή απουσία ιδοκτησίας αποτελεί βασικό
κριτήριο κάθε ταξικής συνθήκης .

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ντυρκέμ υποστήριζε ότι η κοινωνία είναι μια ηθική ενότητα
ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα και την ίδια προσήλωση σε αξίες
και κανόνες. Το σύνολο των αξιών και των κανόνων συγκροτεί τη «συλλογική συνείδηση», η
οποία καθορίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και διακρίνει μια κοινωνία. Η κοινωνική
συνοχή των μελών μιας κοινωνίας εκφράζεται ως «κοινωνική αλληλεγγύη».

Οι προβιομηχανικές κοινωνίες στηρίζονταν σε αυτό που ο Ντυρκέμ ονόμασε μηχανική


αλληλεγγύη, που σημαίνει μεγάλη κοινωνική ομοιομορφία, συνοχή και συναίνεση γύρω
από τις αξίες και τις πεποιθήσεις. Σ' αυτές τις κοινωνίες υπήρχε επίσης πίεση για υπακοή
στους κανόνες και μεγάλη εξάρτηση από τις παραδόσεις και την οικογένεια.

Αντίθετα, οι βιομηχανικές κοινωνίες στηρίζονται σε αυτό που ο Ντυρκέμ ονόμασε οργανική


αλληλεγγύη η οποία βασίζεται στον υψηλό καταμερισμό εργασίας ανάμεσα σε
εξειδικευμένους ρόλους.

Θεωρούσε ότι η κοινωνική ζωή έπρεπε να αναλυθεί με την ίδια επιστημονική αυστηρότητα
που χαρακτήριζε την ανάλυση των φυσικών φαινομένων.

Ο Ντυρκαίμ αναφέρθηκε ρητά στη σχέση υγείας και κοινωνίας. Υποστήριζε ότι ο τρόπος με
τον οποίο κάθε κοινωνία διαχειρίζεται την απόκλιση ενισχύει βασικές αξίες ,όπως την
αλληλεγγύη . Θεωρούσε ότι η υπερβολική εξατομίκευση και κοινωνική ενσωμάτωση
συνιστούν παθολογικά φαινόμενα . Στο έργο του Αυτοκτονία δείχνει ότι υψηλα ποσοστά
αυτοκτονιών σημειώνονται σε περιόδους υψηλής ή χαμηλής κοινωνικής ενσωμάτωσης
όπως και σε εποχές ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης.
Προσδιόρισε τρεις τύπους αυτοκτονιών:

1. Την εγωιστική αυτοκτονία, που παρατηρείται ότι αυξάνεται όταν τα άτομα δεν έχουν
αναπτύξει αρκετούς κοινωνικούς δεσμούς. Για παράδειγμα, οι ανύπαντροι ενήλικες
αυτοκτονούν συχνότερα από ό,τι οι παντρεμένοι.

2. Την αλτρουιστική αυτοκτονία, που παρατηρείται όταν οι κοινωνικοί δεσμοί είναι πολύ
δυνατοί. 0ι μαζικές αυτοκτονίες μελών διάφορων θρησκευτικών οργανώσεων ή ατόμων
που εκπαιδεύονται στο να δίνουν τη ζωή τους για την πατρίδα (π.χ. «καμικάζι») αποτελούν
παραδείγματα αυτού του τύπου αυτοκτονίας.

3. Την ανομική αυτοκτονία, που εμφανίζεται σε περιόδους κατά τις οποίες παρατηρείται
κοινωνική αποδιοργάνωση. Για παράδειγμα, οι ανομικές αυτοκτονίες αυξάνονται σε
περιόδους οικονομικής κρίσης, αλλά και σε περιόδους ευημερίας, γιατί οι άνθρωποι
χάνουν τους κοινωνικούς δεσμούς τους.

Θεωρούσε πως η εκπαίδευση αποτελεί μια ηθική δύναμη που στέκεται ως αντίβαρο στις
αρνητικές συνέπειες του καταμερισμού εργασίας στις κοινωνίες της νεωτερικότητας .

Ο Μισέλ Φουκώ ασχολήθηκε με τη φροντίδα του εαυτού ή αλλιώς «επιμέλεια του εαυτού»

Κοινωνικοποίηση – Ταυτότητες – Ετερότητα

Κοινωνικοποίηση είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο μαθαίνει και
εσωτερικεύει τα διάφορα στοιχεία του πολιτισμού, της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει,
πράγμα που του επιτρέπει να διαμορφώσει τη δική του προσωπικότητα και να ενταχθεί
στις διάφορες ομάδες. Η κοινωνικοποίηση του ατόμου, η οποία πραγματοποιείται από την
οικογένεια, το σχολείο και πολυάριθμους άλλους φορείς (π.χ. ομάδα συνομηλίκων, Μ.Μ.Ε.
κ.ά.), είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που επιτελείται μέσω ψυχοκοινωνικών μηχανισμών,
όπως είναι

1. Η μάθηση (απόκτηση συνηθειών, τρόπων συμπεριφοράς).


2. Η ταύτιση (υιοθέτηση συμπεριφορών και ρόλων που οδηγούν το παιδί στο να
αναγνωρίζει τον εαυτό του σε ένα δάσκαλο, σε έναν αθλητή ή σε έναν από τους
δύο γονείς).
3. Η εσωτερίκευση (ενσωμάτωση των πολιτισμικών στοιχείων στην προσωπικότητα
του ατόμου). Η εσωτερίκευση πραγματοποιείται σταδιακά
Τα βρέφη αν και ολοκληρωμένα από βιολογική άποψη , δεν είναι ολοκληρωμένα
ψυχικώς, δεν έχουν εαυτό . Για να μπορέσει να αναπτυχθεί ο εαυτός απαιτείται
κοινωνική αλληλεπίδραση στο πλαίσιο της κουλτούρας.
Ο εαυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με εμάς
τους ίδιους , τους άλλους , τη κοινωνία . Ο εαυτός είναι κοινωνική υπόθεση. Στη
κοινωνιολογία ο εαυτός θεωρείται συχνά δυαδικός , όντας σε αντιπαράθεση με τις
κοινωνικές δυνάμεις . Δηλαδή ενώ όλοι αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως
αυτόνομο με ικανότητες , συχνά περιοριζόμαστε στους κανόνες , τις ρυθμίσεις και
τις αξίες τις κοινωνίας .

Ετερότητα
Το παρελθόν και το παρόν των πολιτισμών είναι, μεταξύ άλλων, μια συνεχής σειρά
αμοιβαίων δανείων. Τα δάνεια αυτά αφορούν:
• Εφευρέσεις όπως το τηλέφωνο, που κατασκευάστηκε στην Αμερική το 1876 από
τον Α. Μπελ (Bell Alexander Graham) και διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο.
•Χρηστικά αντικείμενα όπως το πιάτο, που κατασκευάστηκε στην Κίνα και
χρησιμοποιείται σχεδόν παντού.
•Τροφές όπως η πατάτα, που καλλιεργήθηκε από τους Ινδιάνους και μεταφέρθηκε
σε όλο τον κόσμο.
•Λέξεις όπως οι ελληνικοί ιατρικοί, φιλοσοφικοί και πολιτικοί όροι, που
δανείστηκαν όλες οι λατινογενείς λώσσες (π.χ. καρδιολογία-cardiology, ηθική-
ethics, δημοκρατία-democracy, μαθηματικά-mathematics κτλ.) κ.ά. Η διάδοση των
τεχνολογικών επιτευγμάτων και των συνηθειών άλλων λαών σε μια κοινωνία έχει
ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κράματος πολιτισμικών στοιχείων των
οποίων την αρχική προέλευση είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε. Ωστόσο, κάθε
κοινωνία αφομοιώνει τα πολιτισμικά δάνεια με το δικό της τρόπο και σύμφωνα
με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της.
Αν και υπάρχουν κοινές διαδικασίες και λειτουργίες ανάμεσα στις κοινωνίες
(οικουμενική διάσταση του πολιτισμού) όπως η ανατροφή και η κοινωνικοποίηση
των παιδιών (π.χ. οικογένεια), η προστασία των μελών της (π.χ. κοινωνικός έλεγχος,
πολιτικό σύστημα), η προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον (π.χ. επιστήμη,
τεχνολογία), η σχέση με το άγνωστο και την αβεβαιότητα (π.χ. θρησκεία), εντούτοις
κάθε κοινωνία οργανώνει και εκφράζει τις προαναφερόμενες λειτουργίες με το
δικό της τρόπο.
Κάθε κοινωνία λοιπόν δημιουργεί το δικό της πολιτισμό με βάση τα γεωγραφικά,
τα κοινωνικά, τα κοινωνικά, τα πολιτικά, τα οικονομικά, τα λαογραφικά και τα
ιστορικά δεδομένα της αλλά και με βάση τις επιρροές (δάνεια) που έχει δεχτεί.
Πάντως, οι περισσότερες κοινωνίες δε χαρακτηρίζονται από πολιτισμική
ομοιογένεια. Οι κοινωνικές ομάδες ή οι κοινωνικές κατηγορίες (π.χ.
νέοι/ηλικιωμένοι, άνδρες/γυναίκες, ορθόδοξοι/μουσουλμάνοι,
ημεδαποί/αλλοδαποί κτλ.) που συγκροτούν μια κοινωνία έχουν τα ιδιαίτερα
πολιτισμικά στοιχεία τους (υπο-πολιτισμός) τα οποία συνθέτουν την πολιτισμική
ιδιαιτερότητα της κοινωνίας.
Υποπολιτισμός ή υποκουλτούρα είναι τμήμα του κυρίαρχου πολιτισμού μιας
κοινωνίας, το οποίο διαφοροποιείται ως προς ορισμένες αξίες, κανόνες, πρότυπα
συμπεριφοράς ή σύμβολα που χρησιμοποιεί. Για την κοινωνιολογία ο όρος
«υποπολιτισμός» προσδιορίζει διαφορετικά κοινωνικά φαινόμενα και δεν έχει
αξιολογική σημασία- το «υπο» του όρου δε σημαίνει υποτίμηση ή κατωτερότητα,
αλλά την ύπαρξη μιας υποομάδας εντός της κοινωνίας με διαφορετικές κοινωνικές
αξίες, διαφορετικό τρόπο ζωής και διαφορετική γλώσσα (π.χ. οι Τσιγγάνοι στην
Ελλάδα, ομάδες νέων με διαφορετική αμφίεση και διαφορετικό γλωσσικό κώδικα
κτλ.). Ωστόσο, οι υποομάδες σε μια κοινωνία είναι ευάλωτες στην άνιση
μεταχείριση και στην εκμετάλλευση, με αποτέλεσμα η ενσωμάτωσή τους στο
κοινωνικό σύνολο να συναντά εμπόδια, προερχόμενα είτε από τις ίδιες είτε από το
ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

Θρησκεία είναι το σύστημα ιδεών και πρακτικών με συγκεκριμένο περιεχόμενο που


αφορά συνήθως κάποιο θεό ή κάποια υπερφυσική δύναμη . Η θρησκεία επιχειρεί
να δώσει απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα ή ενώνει τους ανθρώπους μέσω
της κοινής τους αφοσίωσης σε αυτό που θεωρούν σωστό.

Θεωρίες για τη θρησκεία:


Ο Ντυρκαίμ υιοθετεί λειτουργιστική προσέγγιση για τη θρησκεία σε ένα από τα
έργα του , η οποία προσέγγιση του συμπεριλαμβάνει με ουσιοκρατική διάσταση
και αφορά την αντιδιαστολή του ιερού από το βέβηλο. Το ιερό αφορά πράγματα
που θεωρούνται άξια δέους και σεβασμού ενώ το βέβηλο αναφέρεταισε
νοηματοδωτήσεις που είναι συναισθηματικά φορτισμένες με την ιδιότητα του
κακού .

Ο Μαρξ ο Ντυρκεμ και ο Βεμπερ ασχολήθηκαν με το μέλλον της θρησκείας στη


νεωτερική κοινωνία .
Για τον Μαρξ η μορφή και η λειτουργία της θρησκείας εξαρτάται από τη δομή των
οικονομικών σχέσεων . Ο χριστιανισμός ισχυρίζεται ότι είναι ιδανικά
προσαρμοσμένος στις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος αφού συνιστά μια
ιδεολογία που αποκρύπτει τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της σχέσης
καπιταλιστή και εργάτη . Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού αφού του προσφέρει
ανακούφιση και παρηγοριά . Η ολοκληρωτική εξάλειψη της θρησκείας κατά τον
Μαρξ θα έλθει μόνο όταν θα πάψουν να υφίστανται οι κοινωνικές δομές που την
παρήγαν (καπιταλισμός , ταξική κοινωνία ) .

Ο Βέμπερ συγκριτικά με τον Μαρξ , βλέπει τη θρησκευτική κουλτούρα πιο


ανεξάρτητη από τις κοινωνικές δομές , ειδικά όταν κάποια νέα θρησκεία βρίσκεται
στη γέννηση της . Η εξέλλιξη της θρησκείας επηρρεάζεται από την ανάγκη που της
έχουν οι κοινωνικές ομάδες . Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του
καπιταλισμού σκιαγράφει τη διαδικασία που επέτρεψε στη καλβινιστική εκδοχή
του Προτεσταντισμού να δώσει έδαφος στην ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Ο ντυρκέμ δεν συμφωνούσε με την υπόθεση της εκκοσμίκευσης ( η μειωμένη


σημασία της θρησκείας για τους κοινωνικούς θεσμούς, τη κουλτούρα, το άτομο) .
Πίστευε βεβαίως ότι η επιστήμη θα διαδεχόταν την εκκλησία αλλά θεωρούσε ότι η
θρησκεία είναι διαχρονική επειδή επιτελεί μια απαραίτητη κοινωνική λειτουργία .

You might also like