Download as rtf, pdf, or txt
Download as rtf, pdf, or txt
You are on page 1of 7

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΟΥΣ

[1] Οὐκ ἄρξασθαί μοι δοκεῖ ἄπορον εἶναι, ὦ ἄνδρες δι-

κασταί, τῆς κατηγορίας, ἀλλὰ παύσασθαι λέγοντι· τοιαῦτα

αὐτοῖς τὸ μέγεθος καὶ τοσαῦτα τὸ πλῆθος εἴργασται, ὥστε

μήτ’ ἂν ψευδόμενον δεινότερα τῶν ὑπαρχόντων κατηγορῆ-

σαι, μήτε τἀληθῆ βουλόμενον εἰπεῖν ἅπαντα δύνασθαι,

ἀλλ’ ἀνάγκη ἢ τὸν κατήγορον ἀπειπεῖν ἢ τὸν χρόνον ἐπι-

λιπεῖν. [2] τοὐναντίον δέ μοι δοκοῦμεν πείσεσθαι ἢ ἐν τῷ πρὸ

τοῦ χρόνῳ. πρότερον μὲν γὰρ ἔδει τὴν ἔχθραν τοὺς κατη-

γοροῦντας ἐπιδεῖξαι, ἥτις εἴη πρὸς τοὺς φεύγοντας· νυνὶ

δὲ παρὰ τῶν φευγόντων χρὴ πυνθάνεσθαι ἥτις ἦν αὐτοῖς

πρὸς τὴν πόλιν ἔχθρα, ἀνθ’ ὅτου τοιαῦτα ἐτόλμησαν εἰς

αὐτὴν ἐξαμαρτάνειν. οὐ μέντοι ὡς οὐκ ἔχων οἰκείας ἔχθρας

καὶ συμφορὰς τοὺς λόγους ποιοῦμαι, ἀλλ’ ὡς ἅπασι πολ-

λῆς ἀφθονίας οὔσης ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἢ ὑπὲρ τῶν δημοσίων

ὀργίζεσθαι. [3] ἐγὼ μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες δικασταί, οὔτ’ ἐμαυτοῦ

πώποτε οὔτε ἀλλότρια πράγματα πράξας νῦν ἠνάγκασμαι

ὑπὸ τῶν γεγενημένων τούτου κατηγορεῖν, ὥστε πολλάκις

εἰς πολλὴν ἀθυμίαν κατέστην, μὴ διὰ τὴν ἀπειρίαν ἀνα-

ξίως καὶ ἀδυνάτως ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἐμαυτοῦ τὴν κα-

τηγορίαν ποιήσομαι. ὅμως δὲ πειράσομαι ὑμᾶς ἐξ ἀρχῆς

ὡς ἂν δύνωμαι δι’ ἐλαχίστων διδάξαι.

[4] Οὑμὸς πατὴρ Κέφαλος ἐπείσθη μὲν ὑπὸ Περικλέους


εἰς ταύτην τὴν γῆν ἀφικέσθαι, ἔτη δὲ τριάκοντα ᾤκησε,

καὶ οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε

ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν, ἀλλ’ οὕτως ᾠκοῦμεν δημο-

κρατούμενοι ὥστε μήτε εἰς τοὺς ἄλλους ἐξαμαρτάνειν μήτε

ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀδικεῖσθαι. [5] ἐπειδὴ δ’ οἱ τριάκοντα πονηροὶ

[μὲν] καὶ συκοφάνται ὄντες εἰς τὴν ἀρχὴν κατέστησαν,

φάσκοντες χρῆναι τῶν ἀδίκων καθαρὰν ποιῆσαι τὴν πόλιν

καὶ τοὺς λοιποὺς πολίτας ἐπ’ ἀρετὴν καὶ δικαιοσύνην τρα-

πέσθαι, [καὶ] τοιαῦτα λέγοντες οὐ τοιαῦτα ποιεῖν ἐτόλμων,

ὡς ἐγὼ περὶ τῶν ἐμαυτοῦ πρῶτον εἰπὼν καὶ περὶ τῶν

ὑμετέρων ἀναμνῆσαι πειράσομαι. [6] Θέογνις γὰρ καὶ Πείσων

ἔλεγον ἐν τοῖς τριάκοντα περὶ τῶν μετοίκων, ὡς εἶέν τινες

τῇ πολιτείᾳ ἀχθόμενοι· καλλίστην οὖν εἶναι πρόφασιν τι-

μωρεῖσθαι μὲν δοκεῖν, τῷ δ’ ἔργῳ χρηματίζεσθαι· πάντως

δὲ τὴν μὲν πόλιν πένεσθαι τὴν <δ’> ἀρχὴν δεῖσθαι χρη-

μάτων. [7] καὶ τοὺς ἀκούοντας οὐ χαλεπῶς ἔπειθον· ἀποκτιν-

νύναι μὲν γὰρ ἀνθρώπους περὶ οὐδενὸς ἡγοῦντο, λαμβάνειν

δὲ χρήματα περὶ πολλοῦ ἐποιοῦντο. ἔδοξεν οὖν αὐτοῖς δέκα

συλλαβεῖν, τούτων δὲ δύο πένητας, ἵνα αὐτοῖς ᾖ πρὸς τοὺς

ἄλλους ἀπολογία, ὡς οὐ χρημάτων ἕνεκα ταῦτα πέπρακ-

ται, ἀλλὰ συμφέροντα τῇ πολιτείᾳ γεγένηται, ὥσπερ τι

τῶν ἄλλων εὐλόγως πεποιηκότες. [8] διαλαβόντες δὲ τὰς οἰκίας

ἐβάδιζον· καὶ ἐμὲ μὲν ξένους ἑστιῶντα κατέλαβον, οὓς

ἐξελάσαντες Πείσωνί με παραδιδόασιν· οἱ δὲ ἄλλοι εἰς τὸ

ἐργαστήριον ἐλθόντες τὰ ἀνδράποδα ἀπεγράφοντο. ἐγὼ δὲ


Πείσωνα μὲν ἠρώτων εἰ βούλοιτό με σῶσαι χρήματα λαβών.

[9] ὁ δ’ ἔφασκεν, εἰ πολλὰ εἴη. εἶπον οὖν ὅτι τάλαντον ἀργυ-

ρίου ἕτοιμος εἴην δοῦναι· ὁ δ’ ὡμολόγησε ταῦτα ποιήσειν.

ἠπιστάμην μὲν οὖν ὅτι οὔτε θεοὺς οὔτ’ ἀνθρώπους νομίζει,

ὅμως δ’ ἐκ τῶν παρόντων ἐδόκει μοι ἀναγκαιότατον εἶναι

πίστιν παρ’ αὐτοῦ λαβεῖν. [10] ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν, ἐξώλειαν

ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶν ἐπαρώμενος, λαβὼν τὸ τάλαντόν

με σώσειν, εἰσελθὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὴν κιβωτὸν ἀνοίγνυμι.

Πείσων δ’ αἰσθόμενος εἰσέρχεται, καὶ ἰδὼν τὰ ἐνόντα καλεῖ

τῶν ὑπηρετῶν δύο, καὶ τὰ ἐν τῇ κιβωτῷ λαβεῖν ἐκέλευσεν.

[11] ἐπεὶ δὲ οὐχ ὅσον ὡμολόγητο εἶχεν, ὦ ἄνδρες δικασταί,

ἀλλὰ τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς

καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας ἀργυρᾶς τέτταρας, ἐδεό-

μην αὐτοῦ ἐφόδιά μοι δοῦναι, ὁ δ’ ἀγαπήσειν με ἔφασκεν,

εἰ τὸ σῶμα σώσω. [12] ἐξιοῦσι δ’ ἐμοὶ καὶ Πείσωνι ἐπιτυγχάνει

Μηλόβιός τε καὶ Μνησιθείδης ἐκ τοῦ ἐργαστηρίου ἀπιόν-

τες, καὶ καταλαμβάνουσι πρὸς αὐταῖς ταῖς θύραις, καὶ

ἐρωτῶσιν ὅποι βαδίζοιμεν· ὁ δ’ ἔφασκεν εἰς [τὰ] τοῦ ἀδελ-

φοῦ τοῦ ἐμοῦ, ἵνα καὶ τὰ ἐν ἐκείνῃ τῇ οἰκίᾳ σκέψηται.

ἐκεῖνον μὲν οὖν ἐκέλευον βαδίζειν, ἐμὲ δὲ μεθ’ αὑτῶν ἀκο-

λουθεῖν εἰς Δαμνίππου. [13] Πείσων δὲ προσελθὼν σιγᾶν μοι

παρεκελεύετο καὶ θαρρεῖν, ὡς ἥξων ἐκεῖσε. καταλαμβάνο-

μεν δὲ αὐτόθι Θέογνιν ἑτέρους φυλάττοντα· ᾧ παραδόντες

ἐμὲ πάλιν ᾤχοντο. ἐν τοιούτῳ δ’ ὄντι μοι κινδυνεύειν

ἐδόκει, ὡς τοῦ γε ἀποθανεῖν ὑπάρχοντος ἤδη.


-------------------------------------------

Μτφρ. Ν.Χ. Χουρμουζιάδης. χ.χ. Λυσία Λόγος εναντίον του Ερατοσθένη. Εισαγωγή, μετάφραση,
σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Δε μου φαίνεται, δικαστές, ότι είναι δύσκολο ν' αρχίσω την κατηγορία μου, αλλά να πάψω να μιλώ. Τα
έργα των ανθρώπων αυτών είναι τόσο φοβερά και τόσα πολλά, ώστε, και ψέματα να έλεγε κανείς, δε
θα μπορούσε να βρει κατηγορίες χειρότερες από την πραγματικότητα, και την αλήθεια να ήθελε να πει,
δε θα κατόρθωνε να την πει όλη· αναγκαστικά, ή ο κατήγορος από εξάντληση θα σταματούσε ή ο
καθορισμένος χρόνος δε θα επαρκούσε. Και έχω την εντύπωση ότι σ' αυτή τη δίκη θα μας συμβεί το
αντίθετο απ' ό,τι γινόταν στο παρελθόν. Ως τώρα δηλαδή έπρεπε οι κατήγοροι να εκθέτουν τους λόγους
της προσωπικής τους έχθρας για τους κατηγορούμενους· τώρα χρειάζεται από τους κατηγορούμενους
να μάθουμε τι είδους έχθρα έτρεφαν απέναντι στην πόλη και τόλμησαν να διαπράξουν τέτοια
εγκλήματα εναντίον της. Και μιλώ έτσι όχι επειδή δεν έχω λόγους προσωπικής έχθρας και οικογενειακές
συμφορές, αλλά, απλούστατα, επειδή όλοι μας έχουμε ένα σωρό λόγους να είμαστε οργισμένοι τόσο
για ιδιωτικά όσο και για δημόσια θέματα. Έτσι λοιπόν και εγώ, δικαστές, αναγκάζομαι τώρα με όσα
έχουν συμβεί να γίνω κατήγορός του, μολονότι ποτέ ως αυτή τη στιγμή δεν ασχολήθηκα με δικαστήρια
ούτε για δικές μου ούτε για ξένες υποθέσεις. Γι' αυτό πολλές φορές αισθάνθηκα να χάνω ολότελα το
θάρρος μου από φόβο μήπως, στην προσπάθειά μου να εκπροσωπήσω σ' αυτή τη δίκη και τον αδελφό
μου και μένα τον ίδιο, φανώ από έλλειψη πείρας ένας ανάξιος και αδύνατος κατήγορος. Όπως και να
είναι όμως, θα προσπαθήσω να σας κατατοπίσω για την υπόθεση από την αρχή όσο μπορώ
συντομότερα.

Ο πατέρας μου Κέφαλος ακολούθησε τη συμβουλή του Περικλή και ήρθε σ'αυτό τον τόπο, όπου έζησε
τριάντα χρόνια και με κανέναν ποτέ ούτε εμείς ούτε εκείνος δεν ήρθαμε σε δικαστικό αγώνα, ούτε ως
κατήγοροι ούτε ως κατηγορούμενοι, αλλά ζούσαμε τον καιρό της δημοκρατίας με τέτοιον τρόπο, που
ούτε εμείς βλάφταμε τους άλλους ούτε οι άλλοι μας ενοχλούσαν. Όταν πήραν την εξουσία οι Τριάντα,
αυτοί οι πανούργοι και συκοφάντες, διακήρυξαν ότι ήταν απαραίτητο να εκκαθαρίσουν την πόλη από
τα επικίνδυνα στοιχεία, και έτσι να οδηγηθούν οι πολίτες σε μια φρόνιμη και ενάρετη ζωή. Μολονότι
όμως υπόσχονταν κάτι τέτοια, τίποτε απ' αυτά δεν επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν, όπως θα
προσπαθήσω να σας θυμίσω και σχετικά μ' εσάς, αφού μιλήσω πρώτα για το προσωπικό μου θέμα.

Ο Θέογνης και ο Πείσωνας σε μια σύσκεψη των Τριάντα υποστήριξαν σχετικά με τους μετοίκους ότι
ήταν ανάμεσά τους μερικοί δυσαρεστημένοι με την πολιτική κατάσταση· είχαν λοιπόν οι Τριάντα μια
θαυμάσια πρόφαση να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι επιβάλλουν κυρώσεις, στην πράξη όμως να
εξοικονομήσουν χρήματα· άλλωστε η πόλη βρισκόταν σε οικονομικό αδιέξοδο, και η κυβέρνηση
χρειαζόταν πόρους. Δε δυσκολεύτηκαν να πείσουν το ακροατήριό τους· γι' αυτούς η εκτέλεση
ανθρώπων είχε ελάχιστη σημασία, ενώ η εξασφάλιση χρημάτων μεγάλη. Αποφάσισαν λοιπόν να
συλλάβουν δέκα μετοίκους, ανάμεσά τους και δύο φτωχούς, για να έχουν και για την περίπτωση των
υπολοίπων κάποιο πρόσχημα, ότι τάχα οι ενέργειές τους δεν είχαν οικονομικά κίνητρα, αλλά
αποσκοπούσαν στο συμφέρον της πολιτείας ― λες και οποιαδήποτε άλλη από τις πράξεις τους ήταν
δικαιολογημένη. Μοίρασαν λοιπόν ανάμεσά τους τα σπίτια και ξεκίνησαν. Εμένα με βρήκαν να έχω
τραπέζι σε κάτι φίλους· τους διώχνουν και με παραδίνουν στον Πείσωνα. Οι υπόλοιποι πήγαν στο
εργαστήριό μας και άρχισαν να καταγράφουν τους δούλους. Ρώτησα τότε τον Πείσωνα αν ήταν
διατεθειμένος να με σώσει παίρνοντας χρήματα· εκείνος είπε ναι, αρκεί να ήταν πολλά. Του είπα ότι
ήμουν έτοιμος να δώσω ένα τάλαντο ασημένια νομίσματα· συμφώνησε να το κάνει. Ήξερα, φυσικά, ότι
δε φοβάται ούτε θεούς ούτε ανθρώπους, αλλά, κάτω από τις συνθήκες εκείνες, νόμισα ότι ήταν
απόλυτη ανάγκη να του αποσπάσω κάποια ένορκη διαβεβαίωση. Όταν ορκίστηκε στη ζωή του και στη
ζωή των παιδιών του ότι, μόλις πάρει το ποσό, θα με σώσει, μπαίνω στο δωμάτιό μου και ανοίγω το
χρηματοκιβώτιο. Όταν με αντιλήφθηκε ο Πείσωνας, έρχεται μέσα και, βλέποντας το περιεχόμενο του
κιβωτίου, φωνάζει δύο από τους βοηθούς του και δίνει εντολή να πάρουν όσα είχε μέσα. Επειδή όμως,
δικαστές, το κιβώτιο δεν είχε μόνο όσα είχαμε συμφωνήσει, αλλά τρία τάλαντα ασημένια νομίσματα,
τετρακόσιους κυζικηνούς και εκατό δαρεικούς και ακόμα τέσσερις ασημένιες κούπες, τον παρακάλεσα
να μου αφήσει τουλάχιστο τα απαραίτητα για το ταξίδι, αλλά εκείνος μου είπε να είμαι
ευχαριστημένος, αν σώσω τη ζωή μου.

Καθώς βγαίναμε εγώ και ο Πείσωνας, μας συναντάει ο Μηλόβιος με το Μνησιθείδη φεύγοντας από το
εργαστήριο· μας βρίσκουν ακριβώς στην πόρτα και μας ρωτούν για πού πηγαίναμε· εκείνος είπε στου
αδελφού μου, για να κάνει ένα έλεγχο και σ' εκείνο το σπίτι. Εκείνου του είπαν να συνεχίσει και σ'
εμένα να τους ακολουθήσω στο σπίτι του Δάμνιππου. Ο Πείσωνας τότε με πλησίασε και με
συμβούλεψε να σωπάσω και να έχω θάρρος, γιατί θα ερχόταν προς τα εκεί. Βρίσκουμε στου Λάμνιππου
το Θέογνη να φρουρεί μερικούς άλλους·με παράδωσαν σ' αυτόν και ξανάφυγαν. Στην κατάσταση που
βρισκόμουν, αποφάσισα να το διακινδυνέψω, αφού ο θάνατός μου ήταν βέβαιος.

---

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2003. Λυσίας. ΙΙ, Καταγγελτικοί Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Χ.
Τσολάκης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Δεν μου φαίνεται ότι είναι δύσκολο, άνδρες δικαστές, να αρχίσω την κατηγορία αλλά (μου είναι)
δύσκολο να παύσω να κατηγορώ· έχουν διαπραχθεί από αυτούς τέτοια στο μέγεθος και τόσο
αποτρόπαια στον αριθμό ώστε, ούτε και αν ακόμη κανείς έλεγε ψέματα, θα μπορούσε να αποδώσει σ'
αυτούς φοβερότερες κατηγορίες από αυτές ούτε, αν ήθελε να πει την αλήθεια, θα μπορούσε να
αναπτύξει όλο το κατηγορητήριο, αλλά ή ο κατήγορος υποχρεωτικά θα κουρασθεί ή ο χρόνος δε θα του
επαρκέσει. Μου φαίνεται όμως ότι τώρα θα πάθουμε τα αντίθετα απ' ό,τι στο παρελθόν. Πρώτα,
λοιπόν, οι κατήγοροι έπρεπε να αποδείξουν ποια αιτία κατηγορίας υπήρχε εναντίον των
κατηγορουμένων, ενώ τώρα πρέπει από τους κατηγορουμένους να μάθουμε ποια ήταν η αιτία της
έχθρας προς την πόλη, αντί της οποίας τόλμησαν να διαπράξουν τόσο φοβερά εγκλήματα εναντίον της.
Μιλάω έτσι, όχι γιατί δεν έχω βιωματικές έχθρες και συμφορές αλλά γιατί υπάρχει σε όλους μεγάλη
αφετηρία συμφορών για να οργισθείτε εναντίον τους και για τα εγκλήματα που σας άγγιξαν προσωπικά
και για τις συμφορές που έπληξαν την πόλη. Εγώ λοιπόν, άνδρες δικαστές, χωρίς να έχω ποτέ ως τώρα
δοσοληψίες με σας ούτε για προσωπική μου υπόθεση ούτε για άλλη, είμαι υποχρεωμένος τώρα για
πρώτη φορά από τις περιστάσεις να κατηγορήσω αυτόν, ώστε πολλές φορές έπεσα σε στενοχώρια, από
φόβο μήπως εξαιτίας της απειρίας μου αναπτύξω το κατηγορητήριο για την υπεράσπιση του αδελφού
μου και του εαυτού μου ανάξια (προς τα πραγματικά γεγονότα) και αδύναμα. Όμως, θα προσπαθήσω
να σας διαφωτίσω λέγοντάς τα από την αρχή και όσο μπορέσω πιο σύντομα.

Ο πατέρας μου, λοιπόν, Κέφαλος πείστηκε από τον Περικλή να 'ρθει σ' αυτή την πόλη και έμεινε εδώ
επί τριάντα χρόνια, και με κανέναν ποτέ ως τώρα ούτε εμείς ούτε εκείνος πλεχτήκαμε σε δίκες ούτε ως
κατήγοροι ούτε ως κατηγορούμενοι, αλλά ζούσαμε τόσο φιλήσυχα στο δημοκρατικό μας καθεστώς,
ώστε ούτε να βλάπτουμε τους άλλους ούτε να αδικούμαστε από άλλους. Όταν όμως κατέλαβαν την
εξουσία οι τριάντα τύραννοι, μοχθηροί και συκοφάντες, που διακήρυτταν ότι πρέπει να καθαρίσουν
την πόλη από τους άδικους και να στρέψουν τους υπόλοιπους πολίτες προς την αρετή και τη
δικαιοσύνη, αν και υπόσχονταν τέτοια, όμως δεν τολμούσαν να κάνουν και τέτοια, όπως θα επιχειρήσω
να υπενθυμίσω και για δικές σας περιπτώσεις, αφού πρώτα καλύψω όσα αφορούν εμένα.

Ο Θέογνης, λοιπόν, και ο Πείσωνας υποστήριζαν για τους μέτοικους στις συνεδριάσεις των Τριάκοντα
ότι υπήρχαν μερικοί που υπόσκαπταν το καθεστώς· ήταν, επομένως ωραιότατη πρόφαση να φαίνονται
ότι τιμωρούν (υπονομευτές του καθεστώτος), στην ουσία όμως να χρηματίζονται· πάντως η πόλη
μαστιζόταν από οικονομική κρίση και η εξουσία είχε ανάγκη από χρήματα· και όσους τα άκουγαν τους
έπειθαν με ευκολία· γιατί δεν το είχαν για τίποτα να σκοτώνουν ανθρώπους, εκτιμούσαν όμως
περισσότερο να εισπράττουν χρήματα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να συλλάβουν δέκα (μέτοικους), ανάμεσά
τους και δυο φτωχούς, για να υπάρχει δικαιολογία προς τους άλλους ότι αυτά δεν έγιναν με σκοπό τα
χρήματα, αλλά έχουν γίνει προς το συμφέρον της πολιτείας, λες και είχαν κάνει κάτι από τα άλλα,
φυσικότατα. Αφού, λοιπόν, μοιράστηκαν τα σπίτια, προχώρησαν (για το έργο τους). Και, εμένα με
βρήκαν να φιλοξενώ γνωστούς μου που, αφού τους απομάκρυναν, με παραδίδουν στον Πείσωνα. Οι
άλλοι τους πήγαν στο εργαστήριό μου και κατέγραφαν τους δούλους μου. Εγώ ρωτούσα τον Πείσωνα
αν είχε τη διάθεση να με σώσει, αφού πρώτα θα του έδινα χρήματα. Αυτός συμφώνησε, αν όμως ήταν
πολλά. Του είπα, λοιπόν, ότι προτίθεμαι να του δώσω ένα ασημένιο τάλαντο και αυτός ανέλαβε να
κάνει αυτό (να με σώσει). Ήξερα, βέβαια, ότι αυτός δε λογάριαζε ούτε θεούς ούτε ανθρώπους, αλλά
όμως έκρινα κάτω από αυτές τις συνθήκες ότι ήταν τελείως απαραίτητο να ζητήσω από αυτόν ένορκες
διαβεβαιώσεις. Όταν, λοιπόν, ορκίστηκε ότι θα με σώσει αφού πάρει το τάλαντο ευχόμενος
καταστροφή για τον εαυτό του και για τα παιδιά, μπαίνω στο δωμάτιο και ανοίγω το χρηματοκιβώτιο. Ο
Πείσωνας με είδε και με ακολούθησε και, όταν είδε το περιεχόμενο, καλεί δύο από τους υπηρέτες και
τους διέταξε να πάρουν όλα τα χρήματα από το κιβώτιο. Και, επειδή δεν είχε μόνο όσα του
υποσχέθηκα, άνδρες δικαστές, αλλά τρία ασημένια τάλαντα και τετρακόσια κυζικηνά νομίσματα και
εκατό δαρεικούς και τέσσερις ασημένιες φιάλες, τον παρακαλούσα να μου αφήσει ένα μέρος για τα
έξοδα του ταξιδιού μου κι αυτός μου απαντούσε να είμαι ευχαριστημένος αν σώσω το τομάρι μου.
Καθώς βγαίναμε από το σπίτι εγώ και ο Πείσωνας, μας συναντούν ο Μηλόβιος και ο Μνησιθείδης, που
έφευγαν από το εργαστήριο, μπροστά στην εξώπορτα και μας ρωτούν πού πηγαίναμε. Κι αυτός έλεγε
(ότι πάμε) στο σπίτι του αδελφού μου για να κάνει έρευνα στο χρηματοκιβώτιο και εκείνου του σπιτιού.
Είπαν, λοιπόν, σ' αυτόν (τον Πείσωνα) να πάει στην αποστολή του και σ' εμένα να τους ακολουθήσω για
το σπίτι του Δαμνίππου. Αφού τότε με πλησίασε ο Πείσωνας, με συμβούλεψε άκρα μυστικότητα, καθώς
και να έχω θάρρος, γιατί θα έλθει και αυτός εκεί. Βρίσκουμε, λοιπόν, το Θέογνη να έχει συλλάβει
άλλους· με παρέδωσαν σ' αυτόν και έφυγαν. Μέσα σε τέτοιο κίνδυνο αποφάσισα να το διακινδυνεύσω,
γιατί ο θάνατος ήταν πια ορατός μπροστά μου.

You might also like