Professional Documents
Culture Documents
ἐνιαυτός - Ancient Greek - English Dictionary (LSJ)
ἐνιαυτός - Ancient Greek - English Dictionary (LSJ)
ἐνιαυτός - Ancient Greek - English Dictionary (LSJ)
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν -> Oh! my soul
do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
Pindar (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=33650.0), Pythian, 3.61f.
Capitals:
Low diacritics: ενιαυτός (http://artflsrv02.uchicago.edu/
ΕΝΙΑΥΤΟΣ
Medium cgi-bin/perseus/search3torth?dbname=GreekFeb19&wor
Full diacritics: (http://www.gr
diacritics: d=ἐνιαυτός&OUTPUT=kwic&ORTHMODE=ORG&C
ἐνῐαυτός (htt eek-language.
ἐνιαυτός (htt ONJUNCT=PHRASE&DISTANCE=3&author=&title=
ps://www.goo gr/greekLang/
ps://www.goo &POLESPAN=5&THMPRTLIMIT=1&KWSS=1&KWS
gle.com/searc modern_greek
gle.com/searc SPRLIM=500&trsortorder=author%2C+title&editor=&p
h?q=ἐνιαυτός /tools/lexica/s
h?tbm=bks&q ubdate=&language=&shrtcite=&genre=&sortorder=auth
) earch.html?dq
=ἐνιαυτός) or%2C+title&dgdivhead=&dgdivtype=&dgsubdivwho=
=&sin=all&lq
&dgsubdivn=&dgsubdivtag=&dgsubdivtype=)
=ενιαυτός)
Transliteration Beta Code:
A: eniautós (h Transliteration e)niauto/s (htt
ttps://lsj.gr/in B: eniautos (h p://presocratic
dex.php?searc ttps://inscripti Transliteration C: eniaftos (https://inscriptions.packhum. s.daphnet.org/
h=ἐνιαυτός& ons.packhum. org/concordance?patt=ενιαυτός) agora_solr_se
title=Special: org/search?pat arch_box_sub
Search&go=G t=ενιαυτός) mit?query=ἐνι
o&fulltext=1) αυτός)
English (LSJ)
Contents
ὁ, (ἐνί, αὐτός) prop.
1 English (LSJ)
A anniversary, μηδὲ τᾷ ὑστεραίᾳ μηδ' ἐν ταῖς δεκάταις 2 German (Pape)
μηδ' ἐν τοῖς ἐνιαυτοῖς Michel995 C49 (pl., Delph.): hence πρὸ 3 Greek (Liddell-Scott)
τῶ ἐ. before the lapse of a year, Leg.Gort.9.29; ἐνιαυτῷ on the 4 French (Bailly abrégé)
expiry of a year, ib.1.35; and so, any long period of time, cycle, 5 English (Autenrieth)
period, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν as times rolled on 6 English (Slater)
the year came, Od.1.16; ἐπιπλομένων ἐ. Hes.Th.493, Sc.87; 7 Spanish (DGE)
χρονίους ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτούς Ar.Ra.347; πόλιν ἐνιαυτόν 8 English (Strong)
τινα ἔδοσαν ἐνοικεῖν Th.3.68; ὁ μέγας ἐ., of a Pythagorean 9 English (Thayer)
cycle, Eudem. ap. Theo Sm. p.198H.; also of the Metonic Cycle 10 Greek Monolingual
of nineteen years, D.S.12.36; of a period of 600 years, J.AJ1.3.9:— 11 Greek Monotonic
ἀΐδιος ἐ. Apollod.3.4.2. 12 Russian (Dvoretsky)
2 = ἔτος, a year, εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐ. Il.2.295; 13 Frisk Etymological English
δεκάτους περιτελλομένους ἐ. 8.404; Διὸς ἐνιαυτοί 2.134; 14 Middle Liddell
μῆνές τε καὶ ἐνιαυτῶν περίοδοι Pl.Ti.47a; ἐ. ἡμερῶν LXX 15 Frisk Etymology German
Le.25.29; ἐνιαυτόν during a year, Od.1.288; αἱ σπονδαὶ 16 Chinese
ἐνιαυτὸν ἔσονται Indut. ap. Th.4.118; ἐπεί κε ὠνίαυτος ἐξέλθῃ
IG12(2).1.12 (Mytil., iv B. C.); τὸν πρῶτον ἐ. Lys.32.8; ὁπηνίκα . . τοὐνιαυτοῦ at what time in the
year, Ar.Fr.569.7; δὶς τοῦ ἐ. twice a year, Pl.Criti.118e; τοῦ ἐ. every year, X.Vect.4.23; ἑκάστου ἐ.
Id.Ath.3.4; but ἕκαστον τὸν ἐ. IG2.1055.4: with Preps., δι' ἐνιαυτοῦ Antipho Fr.28; δι' ἐ. πέμπτου every
five years, Pl.Criti.119d; θητεύσαμεν εἰς ἐ. for a year, Il.21.444; τελεσφόρον εἰς ἐ. 19.32; κατ'
ἐνιαυτὸν ἄρξαι for a year, Th.1.93; or, every year, Isoc.3.17, Diph.38.5; καθ' ἕκαστον ἐ. Id.89; ἐπ' ἐ.
for a year, Pl.Lg.945b, etc.; μετὰ τὸν ἐ. at the end of the year, Th.1.138; παρ' ἐνιαυτὸν ἄρχειν in
alternate years, D.S.4.65; πρὸ ἐνιαυτοῦ a year before, Plu.2.147e; ἐς τὸν σᾶτες ἐ. for the current year,
IG14.256 (Phintias); ἐν τῷ καθ' ἕτος ἐ. in the current year, CIG3641b5 (Lampsacus).
3 Ἐνιαυτός, personified, Ael.Fr.19, Orph.Fr.127.3 (s. v.l.), Procl.in Ti.3.41 D.
II name for a Cornucopiae, Callix.2, cf. Ath.11.783c.
German (Pape)
[Seite 844 (https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png)] ὁ, (nach Plat. Crat. 410 d von ἐν
ἑαυτῷ, andere Alte wunderlich ἐνἰαύω, vgl. ἔνος, ἔτος), ein in sich abgeschlossener Zeitraum, Kreislauf
der Zeit, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, im Laufe der Zeit kam das Jahr, Od. 1, 16; χρονίους ἐτῶν
παλαιῶν ἐνιαυτούς Ar. Ran. 348, wo der Schol. zu vgl.; ἐν ὥραις ἐτῶν τε καὶ ἐνιαυτῶν Plat. Legg. X,
906 c. Dah. von größeren Zeitabschnitten, Κάδμος ἐνιαυτὸν ἐθήτευσεν Ἄρει· ἦν δὲ ὁ ἐνιαυτὸς τότε
ὀκτὼ ἔτη, Apolld. 3, 4, 1; ὁ μέγας ἐνιαυτός, bei D. Sic. 2, 47, = 19 ἔτη; das ist der Cyclus des Meton, 12,
36; vgl. Plut. defect. or. 21 u. Idelers Handbuch der Chronologie II p. 588 ff. – Gew. = das Jahr, wie Διὸς
ἐνιαυτοί, Jahre des Zeus, denn Zeus ist der Ordner des Zeitlaufs, Il. 2, 134; bei den Folgdn, ἐνιαυτὸς
ὁπόταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον Plat. Tim. 39 c; – κατ' ἐνιαυτόν, jährlich (s. κατά, wie die
anderen Vrbdgn mit Präpositionen unter diesen); τοῦ ἐνιαυτοῦ, des Jahres, alljährlich, Plat. u. A. – Bei
Ath. XI, 783 c eine Art Becher.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαυτός: ὁ, (ἔνος, ὃ ἴδε), κυρίως πᾶσα μακρὰ περίοδος χρόνου, κύκλος, περίοδος, «ἐνιαυτὸς δὲ ὁ
μακρὸς χρόνος καὶ διατριβὴν ἔχων πολλήν, παρὰ τὸ ἰαύω, τὸ διατρίβω» (Εὐστ.)· ἀλλ’ ὅτε δὴ ἔτος
ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, «συστρεφομένων, τελεουμένων τῶν χρόνων, εἰς ἑαυτοὺς
ἀνακυκλουμένων» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 16, ἔνθα ἴδε Nitsch· χρονίους τ’ ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτοὺς
Ἀριστοφ. Βάτρ. 347· ἐπιπλομένου δ’ ἐνιαυτοῦ Ἡσ. Θ. 493· τάχα δ’ ἄμμες ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν
γεινόμεθ’, «προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ἐγεννήθημεν καὶ ἡμεῖς» (Τζέτζ.), Ἀσπ. Ἡρ. 87· ἐνιαυτόν τινα
Θουκ. 3. 68: - ὁ μέγας ἐνιαυτός, ἐπὶ τοῦ Πυθαγορείου χρονικοῦ κύκλου, Εὔδημ. παρὰ Θέωνι
Σμυρν. 40· ὡσαύτως, ἐνιαυτὸς Μέτωνος, «ἡ ἐννεακαιδεκαετηρίς· Μέτων γὰρ ὁ μαθηματικὸς
περίοδον ἐκτιθεὶς χρόνου ἐνέταξε ιθ΄» Σουΐδ.· τὸν ἐννεακαιδεκαετῆ χρόνον ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων
μέγαν ἐνιαυτὸν ὀνομάζεσθαι Διόδ. 2. 47., 12. 36· ἐπὶ περιόδου 600 ἐτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 9·
ἀΐδιος ἐνιαυτὸς Ἀπολλόδ. 3. 4, 2. ΙΙ. = ἔτος, εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς Ἰλ. Β. 295, Θ. 404,
Μ. 15, πρβλ. Ω. 765, Ὀδ. Β. 89, ἔνθα ὑπάρχει ἡ λέξις ἔτος (ἴδε λυκάβας)· Διὸς μεγάλου ἐνιαυτοί,
ἐπειδὴ ὁ Ζεὺς διέτασσε τὰς χρονικὰς περιόδους, Ἰλ. Β. 134· ἐνιαυτόν, ἐπὶ ἓν ἔτος, ἦ τ’ ἂν
τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτὸν Ὀδ. Α. 288, πρβλ. Θουκ. 4. 188, κτλ.· ὁπηνίκ’ ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ,
ποία ὥρα τοῦ ἔτους εἶναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 7· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ Πλάτ. Κριτί. 118Ε· ἑξήκοντα
τάλαντα τοῦ ἐνιαυτοῦ, κατ’ ἔτος, Ξεν. Πόροι 4. 23· ἑκάστου ἐνιαυτοῦ ὁ αὐτ. Ἀθην. Πολ. 3, 4: - μετὰ
προθέσ., δι’ ἐνιαυτοῦ πέμπτου, «κάθε πέντε χρόνια», Πλάτ. Κριτί 119D· εἰς ἐνιαυτόν, δι’ ἓν ἔτος, Ἰλ.
Φ. 444· τελεσφόρον εἰς ἐν Τ. 32· κατ’ ἐνιαυτόν, δι’ ἓν ἔτος Θουκ. 1. 93· ἢ κατ’ ἔτος, Δίφιλ. ἐν τοῖς
«Ἐναγίζουσι» 2 (Ἀθήν. 165F)· καθ’ ἕκαστον ἐνιαυτὸν Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 4· - ἐπ’ ἐνιαυτὸν Πλάτ. Νόμ.
945Β, κτλ.: - μετὰ τὸν ἐνιαυτόν, εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔτους, Θουκ. 1. 138· - παρ’ ἐνιαυτόν, ἕκαστον
δεύτερον ἔτος, Διόδ. 4. 65· πρὸ ἐνιαυτοῦ, πρὸ ἑνὸς ἔτους, Πλούτ. 2. 147Ε: - Περὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ
ἔτους ἴδε Lewis Astr. of. Anc. σ. 12 κἑξ.
English (Autenrieth)
year. Perhaps originally a less specific term than ἔτος, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, ‘as time and
seasons rolled round,’ Od. 1.16 ; Διὸς ἐνιαυτοί, Il. 2.134 (cf. Od. 14.93).
English (Slater)
ἐνῐαυτός
1 year “εἴκοσι δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς” (P. 4.104) τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι (P.
10.63) ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ ὑπερτάταν[ (Pae. 15.9) pro pers., ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι
(Pae. 1.5)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Etimología: Dud. Según algunas interpr. de ἐν-ιαυ-τός ‘descanso solar’, ‘solsticio’, deriv. de ἐνιαύω.
Según otras interpr. comp. de *enos ‘año’, cf. ἔνος, δίενος, τετραένης, ἦνις, lituan. pér-nai, ruso lo-ni ‘del
año pasado’ y de un deriv. del simple ἰαύω. Tb. se ha propuesto partir del grado ø de la r. *u̯et-/*u̯t, cf. ai
par-ut, gr. πέρ-υσι, arm. heru ‘el año pasado’.
English (Strong)
prolongation from a primary enos (a year); a year: year.
English (Thayer)
ἐνιαυτοῦ, ὁ, a year: ποιεῖν ἐνιαυτόν, to spend a year, ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἑπτάκις τῆς ἡμέρας, Winer s
Grammar, § 30,8 N. 1; Krüger, § 47,10, 4); κατ' ἐνιαυτόν, yearly, Thucydides 1,93; Xenophon, oec. 4,6;
an. 3,2, 12); in a wider sense, for some fixed and definite period of time: δεκτός. (From Homer down.) [
SYNONYMS: ἐνιαυτός, ἔτος: originally ἐνιαυτός seems to have denoted (yet cf. Curtius, § 210) a year
viewed as a cycle or period of time, ἔτος as a division or sectional portion of time.]
Greek Monolingual
ο (AM ἐνιαυτός)
χρόνος, έτος, χρονιά
νεοελλ.
(νομ.) «πένθιμος ενιαυτός» — το πρώτο έτος από τον θάνατο του συζύγου, κατά το οποίο, αν η
χήρα συνάψει νέο γάμο, υπόκειται σε διάφορες περιουσιακές συνέπειες
αρχ.
1. μεγάλη χρονική περίοδος, χρονικός κύκλος («περιπλομένων ένιαυτών», Ομ. Οδ.)
2. περίοδος εξακοσίων ετών
3. (ως κύρ. όνομα) Ἐνιαυτός
προσωποποίηση του έτους
4. ονομασία του κέρατος της Αμάλθειας
5. φρ. α) «μέγας ἐνιαυτός» — ο πυθαγόρειος χρονικός κύκλος
β) «ἐνιαυτὸς Μέτωνος» — χρονική περίοδος 239 μηνών, που αποτελούν κύκλο δεκαεννέα ετών
γ) «ἐνιαυτῷ» — με τη λήξη του έτους
δ) «τοῡ ἐνιαυτοῡ» — κάθε χρόνο
ε) «δι' ἐνιαυτοῡ πέμπτου» — κάθε πέντε έτη
στ) «εἰς ἐνιαυτόν», «κατ' ἐνιαυτόν», «ἐπ' ἐνιαυτόν» — για ένα έτος
ζ) «παρ' ἐνιαυτόν» — κάθε δεύτερο έτος
η) «πρὸ ἐνιαυτοῡ» — πριν από ένα έτος
θ) «εἰς τὸν σᾱτες ἐνιαυτόν» — για το τρέχον έτος
ι) «πρὸ τῷ ἐνιαυτῷ» — πριν από την πάροδο του έτους
ια) «ἐνιαυτὸς ἀναπαύσεως ή ἀφέσεως» — κάθε έβδομο έτος, κατά το οποίο οι Ισραηλίτες ἡταν
υποχρεωμένοι να αφήνουν ακαλλιέργητα τα κτήματά τους στη διάθεση τών φτωχών και τών
ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν-ιαυ-τός
α' συνθετικό της λ. είναι το en- «έτος», το οποίο πιθ. απαντά στα ένος «έτος» (πρβλ. δίενος,
τετράενος κ.ά.), επίθ. ήνις «ηλικίας ενός έτους», καθώς και στα λιθ. per-nai «πέρυσι», γοτθ. fram
fair-n-in jera «από πέρυσι», ρωσ. lo-ni (< ol-ni) «πέρυσι». Το β' συνθετικό της λέξεως παρουσιάζει
ερμηνευτικές δυσχέρειες. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με το ιαύω «κοιμάμαι, παύω, σταματώ»
και ότι προήλθε ως ρηματικό επίθετο σε -τος είτε από το θ. του ενεστ. ιαυ- είτε από θ. αν-, οπότε το
-ι- είναι συνδετικό φωνήεν. Κατ' άλλους, ενιαυτός < εν-ιαύω
< προρρηματικό εν- + ρ. ιαύνω
πρόκειται δηλ. για τις ημέρες του ηλιοστασίου, επειδή τότε ο ήλιος φαίνεται στάσιμος ως προς την
απόκλιση. Άλλες ερμηνείες που έχουν προταθεί δεν έχουν ισχυρή βάση.
ΠΑΡ. ενιαύσιος
αρχ.
ενιαυτίζω
αρχ.-μσν.
ενιαυσιαίος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ενιαυτοφανής, ενιαυτοφορώ].
Greek Monotonic
ἐνιαυτός: ὁ (ἔνος = annus)·
I. οποιαδήποτε μεγάλη χρονική περίοδος, κύκλος, περιπλομένων ἐνιαυτῶν, όπως τα χρόνια
εξακολουθούσαν να κυλούν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐτῶν ἐνιαυτούς, σε Αριστοφ.
II. ἔτος, χρόνος, χρονιά, έτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐνιαυτόν, κατά τη διάρκεια ενός έτους, σε Ομήρ.
Οδ.· τοῦ ἐνιαυτοῦ, κάθε χρόνο, σε Ξεν.· εἰς ἐνιαυτόν, για έναν χρόνο, σε Ομήρ. Ιλ.· κατ' ἐνιαυτόν,
για ένα έτος, σε Θουκ.· ή κάθε χρόνο, σε Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνιαυτός: ὁ
1) цикл времени, век: ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, τῷ … Hom. в круговороте времен
пришел год, когда …; χρόνιοι ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτοί Arph. длинные вереницы долгих лет; Μέτωνος
или ὁ μέγας ἐ. Diod. Метонов цикл, т. е. период в 19 лет;
2) год: ἐνιαυτόν, εἰς ἐνιαυτόν Hom. и κατ᾽ ἐνιαυτόν Thuc., Arst. в течение года; τοῦ ἐνιαυτοῦ
Xen., Plat. и ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Xen. каждый год; μετὰ τὸν ἐνιαυτόν Thuc. по истечении года;
ἐνιαυτὸν κατ᾽ ἐνιαυτόν Diod. из года в год; πρὸ ἐνιαυτοῦ Plut. год тому назад, за год до этого; παρ᾽
ἐνιαυτόν Diod. чередуясь каждый год; δι᾽ ἐνιαυτοῦ πέμπτου Plat. каждые пять лет; αἱ κατ᾽ ἐνιαυτὸν
ὧραι Arst. времена года.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: anniversary, year (Il.; Risch Mus. Helv. 3, 254).
Derivatives: ἐνιαύσιος, Delph. Coan -τιος (one)year, a year long, every year (π 454), ἐνιαυσιαῖος a
year long (Arist.; s. Chantr. Form. 49); denomin. verb ἐνιαυτίζομαι, -ίζω pass a year (Pl. Com.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: A new expression for year, prop. year-day (cf. Bechtel Lex. s. v.). - For the formation cf. κονι-
ορ-τός, βου-λυ-τός etc. (Schwyzer 501), it seems to contain a word for year, ἔνος (H., Sch. Theoc. 7, 147),
seen in several compounds : δίενος διετής (Thphr.), ἑπτάενον ἑπταετῆ H., τετράενος (Call.); as σ-stem
τετράενες n. (Theocr. 7, 147), ὕπενες εἰς τετάρτην H., s. also ἦνις. The same word prob. also in Baltic
and Germanic, e. g. Lith. pér-nai πέρυσι (*per-h₁n-, with acute from the laryngeal), Russ. loni < *ol-ni of
the past year, Goth. fram fair-nin jera from for- (= past) year. - The 2. member in ἰαύω, either the
present-stem ἐν-ιαυτός (Meillet MSL 23, 274f.) or with the verbal root (cf. κονι-ορ-τός etc.s. above) with
-ι- as compound vowel [hardly possible]: ἐν-ι-αυ-τός (Schwyzer 424 n. 5, 448). But a meaning
*"Jahresruhe" (years rest) is not quite clear. - After Brugmann IF 15, 87ff., 17, 319f. and many others to
ἐνιαύω as *"Rast-, Ruhestation der Sonne, Jahreswende"; a το-formation from a present would be
remarkable. Hardly with Prellwitz a. o. from ἐνι αὑτῳ̃ "at the same point (as in spring)"; diff. Murray
JournofHellStud. 71, 120. Doubts in Szemerényi, Sprache 11 (1965) 7f.
Middle Liddell
ἐνιαυτός, ὁ, ἔνος = annus]
I. any long period of time, a cycle, period, περιπλομένων ἐνιαυτῶν as times rolled on, Od.; ἐτῶν
ἐνιαυτούς Ar.
II. = ἔτος, a year, Hom., etc.; ἐνιαυτόν during a year, Od.; τοῦ ἐνιαυτοῦ every year, Xen.; εἰς
ἐνιαυτόν for a year, Il.;— κατ' ἐνιαυτόν for a year, Thuc.; or every year, attic
Chinese
™niautÒj
14
'ָנָה
ἐνοικέω X*=
14 1 3 2 1 4 2 1