Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 24

See discussions, stats, and author profiles for this publication at: https://www.researchgate.

net/publication/258149054

Οικονομική Γεωγραφία και Παγκοσμιοποίηση

Chapter · January 2004

CITATIONS READS

0 715

1 author:

Elias Kourliouros
University of Patras
86 PUBLICATIONS   149 CITATIONS   

SEE PROFILE

All content following this page was uploaded by Elias Kourliouros on 28 May 2014.

The user has requested enhancement of the downloaded file.


«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ»

Ηλίας Κουρλιούρος
Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αιγαίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

Ευθυµιόπουλος, Η., Μοδινός, Μ., επιµ. (2004) Η Φύση της Γεωγραφίας. Αθήνα, ∆ιεπι-
στηµονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών (∆ΙΠΕ), σελ. 247-283.

1
Εισαγωγή

«Είναι δυνατόν να εγγυηθούµε σε όλους ίση πρόσβαση στην


Coca-Cola, αλλά δεν είναι δυνατόν να έχουν όλοι την ίδια
πρόσβαση στη La Scala του Μιλάνου» (Hobsbawm 2000: 83).

H παγκοσµιοποίηση είναι µια αµφιλεγόµενη έννοια που γίνεται αντιληπτή και ερµηνεύ-
εται µε πολύ διαφορετικό τρόπο από διαφορετικά άτοµα και οργανώσεις και που έχει
βρεθεί κατά τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο µεγάλου θεωρητικού και πολιτικού ενδι-
αφέροντος.1 Όπως κάθε έννοια του συρµού, έτσι και η παγκοσµιοποίηση τείνει να αντι-
µετωπίζεται στα πλαίσια µανιχαϊστικών λογικών που υπεραπλουστεύοντας τις περίπλο-
κες πτυχές και διαστάσεις της αποκρύπτουν την πραγµατική της φύση. Στη µια άκρη του
φάσµατος βρίσκονται οι ένθερµοι θιασώτες της παγκοσµιοποίησης κατά τους οποίους η
οµοιογενοποιητική δυναµική της δηµιουργεί έναν νέο, ενιαίο «κόσµο χωρίς σύνορα»,
ένα «παγκόσµιο χωριό» που καταργεί την έννοια της γεωγραφικής διαφοροποίησης και
ανισότητας στην κατανοµή της ανάπτυξης – που καταργεί σε τελική ανάλυση τη γεω-
γραφία (Ohmae 1990, 1995, O’ Brien 1992). Στην οπτική αυτή, το «τοπικό» απορροφά-
ται και εξαφανίζεται µέσα στο «παγκόσµιο». Στην αντίθετη άκρη του φάσµατος βρίσκο-
νται οι σκεπτικιστές, αυτοί που υποστηρίζουν πως παρά τις όποιες αλλαγές τίποτε πραγ-
µατικά νέο δεν συµβαίνει στον τρόπο που λειτουργεί σήµερα ο ανεπτυγµένος καπιταλι-
σµός σε διεθνές επίπεδο (Hirst & Thomson 1996). Στην οπτική αυτή, το «τοπικό» διατη-
ρεί την αυτοτέλειά του έναντι του «παγκόσµιου».

Όπως θα φανεί στην ανάλυση που ακολουθεί, η κριτική Οικονοµική Γεωγραφία συνέ-
βαλλε στην οριοθέτηση των συζητήσεων µε τη δηµιουργία εµπεριστατωµένων εννοιολο-
γικών πλαισίων που βοηθούν στην ανασκευή ουσιαστικών πτυχών της παγκοσµιοποίη-
σης. Στο επίκεντρο της κριτικής προβληµατικής βρίσκεται η προσέγγιση των γεωγρα-
φιών της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης και αναδιάρθρωσης που συνδέουν τους επι-
µέρους τόπους σε παγκόσµια δίκτυα στρατηγικού ελέγχου της οικονοµικής εξουσίας και
της πολιτικής δύναµης (Peet & Thrift, eds. 1989, Lee & Wills eds. 1997, Massey 2000,
Κουρλιούρος 2001, Hardt & Negri 2002, Sassen 1996, 2001, Λεοντίδου 2002). Η ανάλυ-
ση που ακολουθεί, ανιχνεύει βασικές διαστάσεις της παγκοσµιοποίησης µέσω µιας δια-
νοητικής διαδροµής σε κοµβικές απόψεις Οικονοµικής Γεωγραφίας και συγγενών ρευ-
µάτων σκέψης που εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της κριτικής πολιτικής-
οικονοµικής προσέγγισης.

Κυρίαρχες αφηγήσεις της παγκοσµιοποίησης

Για πολλούς αναλυτές, ο όρος παγκοσµιοποίηση υποδηλώνει την αυξανόµενη αλληλε-


ξάρτηση των επιµέρους χωρών του πλανήτη τόσο στο οικονοµικό, όσο και στο πολιτικo-
ρυθµιστικό και πολιτιστικό επίπεδο. Στο οικονοµικό επίπεδο, η παγκοσµιοποίηση εκδη-
λώνεται ως η αυξανόµενη ελευθερία του κεφαλαίου και στις τρεις κύριες µορφές του
(χρηµατικό, εµπορικό, παραγωγικό) να διαπερνά τα εθνικά σύνορα και να επενδύεται
εκεί που παρουσιάζονται ευνοϊκότερες συνθήκες κερδοφορίας. Το χρηµατικό κεφάλαιο
αποτελεί την πλέον κινητική µορφή κεφαλαίου µέσω της λειτουργίας των διεθνών χρη-
µατιστηρίων και της ηλεκτρονικής δικτύωσης µεταξύ τους πράγµα που επιτρέπει τερά-
στιο όγκο συναλλαγών σε ελάχιστο χρόνο (Thrift 1996, Leyshon & Thrift 1997). Το εµπο-

1 Η ξενόγλωσση και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για την παγκοσµιοποίηση και τις διάφορες πτυχές της εί-

ναι τεράστια και διαρκώς διευρύνεται µε νέους τίτλους. Τελείως ενδεικτικά βλ. Amin & Thrift eds. 1994,
Hirst & Thompson 1996, Bennett & Estall eds. 1991, Daniels & Lever eds. 1997, Dicken 1998, Johnston et al.
eds. 1996, Μπέκ 1999, Βεργόπουλος 1999, Αλµπάνης 1998, Χαραλάµπης 1998, Μελάς 1999, Μασµανίδης
2000, Lafontaine & Müller 1999, Πελαγίδης, επιµ. 2000, Ρώµας επιµ. 2001, Γκίντενς 2002, Κόλλιας κ.α.
2003, Κοτζιάς 2003, Ευθυµιόπουλος & Μοδινός (επιµ.) 2002.

2
ρικό κεφάλαιο διακινείται µέσω του παγκόσµιου εµπορίου που κατά τον Krugman
(1991a) έχει σήµερα πολύ περισσότερο φιλελευθεροποιηθεί σε σχέση µε το παρελθόν. Το
παραγωγικό κεφάλαιο διακινείται µέσω των ξένων άµεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) των πο-
λυεθνικών εταιριών και της διαµόρφωσης διεθνών υπεργολαβικών δικτύων (Clark 1993,
Clegg 1997, Dicken 1998). Στο πολιτικό-ρυθµιστικό επίπεδο, η παγκοσµιοποίηση εκδη-
λώνεται µε την συρρίκνωση του ρυθµιστικού ρόλου των εθνικών κρατών και την αυξα-
νόµενη σηµασία διακρατικών θεσµών ρύθµισης και συντονισµού των οικονοµικών δρα-
στηριοτήτων (Scott 2000: 10) – θεσµών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η NAFTA,2 η
ASEAN,3 η APEC,4 η MERCOSUR.5 Όπως υποστηρίζει ο Gilprin (2000), καµιά οικονο-
µία σήµερα, οσοδήποτε ανεπτυγµένη και αν είναι, δεν είναι πραγµατικά ανεξάρτητη και
καµιά κυβέρνηση δεν µπορεί να χαράξει εθνική οικονοµική πολιτική χωρίς να λάβει σο-
βαρά υπόψη της το διεθνές περιβάλλον. Στο πολιτιστικό επίπεδο η παγκοσµιοποίηση
εκδηλώνεται µε τη διάχυση κοινών καταναλωτικών και πολιτιστικών προτύπων και συ-
µπεριφορών µέσω της δορυφορικής τηλεόρασης, των ιδιωτικών εταιριών παραγωγής
πολιτιστικών προϊόντων (DVDs, Videos, CDs, Films, κλπ –αµερικανικής κυρίως προέ-
λευσης) και φυσικά µέσω του διαδικτύου. Οι πιο πάνω πτυχές παγκοσµιοποίησης είναι
όντως υπαρκτές παρόλο που η σηµασία που τους αποδίδεται αγγίζει πολλές φορές την
υπερβολή που λίγο απέχει από την καταστροφολογία (βλ. πχ Ραµονέ 1998).

Η συζήτηση για την παγκόσµια οικονοµία, τη λειτουργία της και τις γεωγραφικές της
πτυχές, δεν είναι φυσικά νέα. Είχε ήδη ξεκινήσει στις αρχές του 20ου αιώνα µε έργα ό-
πως την εργασία του Λένιν (1976) για τον Ιµπεριαλισµό και της Luxemburg (1970) για τη
συσσώρευση κεφαλαίου σε παγκόσµια κλίµακα. Η πρόσφατη ωστόσο αναθέρµανση του
ενδιαφέροντος για την παγκοσµιοποίηση εξηγείται από τους ακόλουθους παράγοντες
(βλ. Οhmae 1990, 1995, Dicken et al. 1997: 160, Amin & Thrift 1997: 148-9):

• Τη ραγδαία εξέλιξη των νέων ηλεκτρονικών τεχνολογιών πληροφόρησης και επι-


κοινωνίας, καθώς και την τεχνολογική βελτίωση των µέσων µεταφοράς που έ-
χουν ως συνέπεια τη δραµατική µείωση του κόστους διακίνησης υλικών, ανθρώ-
πων και πληροφοριών (Dicken 1998: 151-4).
• Τον αυξανόµενο συγκεντρωτισµό των χρηµατοοικονοµικών θεσµών δια µέσου
των οποίων δηµιουργούνται, κατανέµονται και χρησιµοποιούνται τα κεφάλαια,
και τη συνακόλουθη επικυριαρχία µιας εικονικής «οικονοµίας συµβόλων», ή «οι-
κονοµίας χαρτιών», πάνω στην πραγµατική οικονοµία της παραγωγής. Οι διε-
θνείς ηλεκτρονικές ροές του χρηµατικού κεφαλαίου σχετίζονται πολύ λιγότερο µε
τις πραγµατικές ανάγκες χρηµατοδότησης της υλικής παραγωγής στις διάφορες
περιοχές της γης και πολύ περισσότερο µε τις κερδοσκοπικές κινήσεις ενός πα-
γκόσµιου «ηλεκτρονικού κοπαδιού» (Φρίντµαν 2001). Ο όρος «οικονοµία καζί-
νο» (Harrison & Bluestone 1988) αποδίδει ακριβώς την σχετική αυτονόµηση του
χρηµατικού από το παραγωγικό κεφάλαιο και την επικυριαρχία της βραχυπρό-
θεσµης οππορτουνιστικής λογικής του πρώτου έναντι της µακροπρόθεσµης
στρατηγικής λογικής του δεύτερου.
• Την αυξανόµενη σηµασία των άυλων εισροών (επιστηµονική γνώση και καινοτο-
µία) στις οικονοµικές δραστηριότητες των ανεπτυγµένων χωρών (Storper &
Walker 1989, Storper 1997). Οι εθνικές οικονοµίες µετασχηµατίζονται από «οι-
κονοµίες υλικών πόρων» (resources-based economies) σε «οικονοµίες της γνώ-
σης» (knowledge-based economies) ή «µαθησιακές οικονοµίες» (learning
economies –Lundvall & Johnson 1994, Lundvall & Borras 1997, Lundvall ed.
1992). Παρατηρείται διεθνοποίηση της Ε&Α και ταχύτατη διάχυση νέων τεχνο-

2 North American Free Trade Association.


3 Association of South Eastern Asian Nations (Dicken 1999: 104, 111).
4 Asia-Pacific Economic Cooperation (Dicken 1999: 111).
5 Οικονοµική ένωση χωρών της Λατινικής Αµερικής (Dicken 1999: 334).

3
λογικών εφαρµογών τόσο στις διαδικασίες παραγωγής όσο και στα προϊόντα
(Narula & Zanfei 2003).
• Την επέκταση της δράσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των πολυεθνικών
δικτύων επιχειρήσεων που είναι οι κύριοι φορείς της οικονοµικής παγκοσµιοποί-
ησης (Hymer 1976, 1979, Clegg 1997, Dicken 1998, Dunning 1979, 1980, 1989,
1995, Dunning, ed. 1971, Dunning & Pearce 1981). Παρατηρείται αυξανόµενος
έλεγχος των χρηµατοοικονοµικών ροών, των τεχνολογιών αιχµής και των αγορών
από πολυεθνικές επιχειρήσεις, η λειτουργία των οποίων διευκολύνεται από τις
τεχνολογικές επαναστάσεις στις µεταφορές και επικοινωνίες.
• Την ανάδυση µιας κοινής καταναλωτικής συµπεριφοράς και κουλτούρας που συ-
νενώνει κάτω από κοινές καταναλωτικές αξίες διαφορετικούς λαούς και περιοχές
του πλανήτη.
• Την ένταση του ανταγωνισµού ανάµεσα σε διαφορετικές περιοχές για την προώ-
θηση-προβολή της εικόνας τους µε στόχο την προσέλκυση επενδύσεων (place-
marketing, place-competition).
• Την αύξηση των βαθµών χωροθετικής ελευθερίας του κεφαλαίου στις επενδυτι-
κές του αποφάσεις (footloose investments), πράγµα που σηµαίνει κατάργηση
των γεωγραφικών εµποδίων και πραγµατοποίηση επενδύσεων στις περιοχές ε-
κείνες που παρουσιάζουν ευνοϊκότερες προοπτικές συσσώρευσης. «Αποεδαφι-
κοποίηση» (de-territorialization) της παραγωγής µε την έννοια της διάνοιξης ε-
νός πολύ µεγαλύτερου φάσµατος εναλλακτικών τόπων εγκατάστασης των παρα-
γωγικών επενδύσεων σε σχέση µε το παρελθόν.
• Την αύξουσα ασυµβατότητα ανάµεσα στις τάσεις απασχόλησης στη βιοµηχανία
των αναπτυγµένων χωρών από τη µια, και στις τάσεις της βιοµηχανικής παραγω-
γής από την άλλη (Healey & Ilbery 1990: 7). Συγκεκριµένα, στις αναπτυγµένες
χώρες η πραγµατική αξία των βιοµηχανικών εκροών διαρκώς αυξάνεται, ενώ πα-
ράλληλα µειώνονται οι θέσεις βιοµηχανικής απασχόλησης και ειδικότερα οι θέ-
σεις ανειδίκευτης εργασίας. Με άλλα λόγια, όλο και λιγότεροι αλλά περισσότερο
εξειδικευµένοι εργαζόµενοι παράγουν όλο και περισσότερη προστιθέµενη αξία
(jobless growth), πράγµα που γίνεται δυνατό µε την αύξηση της παραγωγικότη-
τας της εργασίας λόγω της αυξανόµενης ενσωµάτωσης τεχνολογικών καινοτο-
µιών και εισροών γνώσης και πληροφορίας στα βιοµηχανικά συστήµατα των α-
ναπτυγµένων χωρών.
• Τέλος, συνέπεια του παραπάνω χαρακτηριστικού είναι το ότι οι γεωγραφικές δι-
αφοροποιήσεις στο κόστος ανειδίκευτης ή µισοειδικευµένης εργασίας γίνονται
όλο και λιγότερο σηµαντικές στη χωροθέτηση των οικονοµικών δραστηριοτήτων
των αναπτυγµένων χωρών, σε αντίθεση µε τις γεωγραφικές διαφοροποιήσεις
στην τεχνολογική υποδοµή, στην υψηλής εξειδίκευσης εργασία και στις εξελιγµέ-
νες υπηρεσίες παραγωγού (Feldman 1994).

Για τον Giddens (1990), η παγκοσµιοποίηση είναι µια από τις πιο ορατές συνέπειες της
νεωτερικότητας και προϋποθέτει µια ριζική αναδιάταξη του χρόνου και του χώρου στην
κοινωνική ζωή – «αποστασιοποίηση του χρόνου και του χώρου» (time—space
distanciation). Οι τεχνολογικές εξελίξεις στα παγκόσµια δίκτυα παραγωγής και ανταλ-
λαγής πληροφοριών ελαχιστοποιούν τον έλεγχο των τοπικών συνθηκών στη ζωή των αν-
θρώπων καθώς γεγονότα και διαδικασίες που λαµβάνουν χώρα σε παγκόσµιο επίπεδο
µπορεί να έχουν σηµαντικές επιπτώσεις στις τοπικές συνθήκες. Η εµπειρία των καθηµε-
ρινών κοινωνικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων δεν συµπίπτει πλέον µε τον χώρο στον
οποίο συµβαίνουν: Η παγκοσµιοποίηση αφορά την τοµή της «παρουσίας» µε την «α-
πουσία» και τη σύµπλεξη ανάµεσα σε κοινωνικά γεγονότα και κοινωνικές σχέσεις που
βρίσκονται «σε απόσταση» από τοπικές χωρο-χρονικές αναφορές (Giddens 1991: 21).
Για έναν άλλο σηµαντικό µελετητή της παγκοσµιοποπίησης, τον Harvey, η παγκοσµιο-
ποίηση κατά την εποχή της µετανεωτερικότητας εκφράζει τη µεταβαλλόµενη εµπειρία

4
µας για το χώρο και το χρόνο – «συµπίεση του χωρο-χρόνου» (space-time compression
–βλ Harvey 1989: 284-307). H συµπίεση αυτή εκφράζεται µε τον καλύτερο τρόπο στη
δηµιουργία µιας ενιαίας ηλεκτρονικής παγκόσµιας κεφαλαιαγοράς η λειτουργία της ο-
ποίας καταργεί τόσο τη γεωγραφική απόσταση στην διακίνηση των κεφαλαίων όσο και
το χρονικό διάστηµα που απαιτείται καθώς η διακίνηση αυτή πραγµατοποιείται ακα-
ριαία µέσω των τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων και των δικτύων ΗΥ.

Αλλοι µελετητές, αντίθετα, κρατούν µια πιο µετριοπαθή και σκεπτικιστική στάση απένα-
ντι στην παγκοσµιοποίηση (βλ. πχ Hirst & Thompson 1996). Κατ’ αυτούς, παρά τις αλ-
λαγές, τίποτε πραγµατικά νέο δεν συµβαίνει στον τρόπο που λειτουργεί σήµερα ο καπι-
ταλισµός, πέρα από το ότι έχει ενισχυθεί η τάση διεθνοποίησής του, που έτσι κι αλλοιώς
πάντα ήταν υπαρκτή. Τα επιχειρήµατα που προβάλλονται είναι τα ακόλουθα:

• Το σηµερινό επίπεδο διεθνοποίησης της οικονοµίας δεν είναι πρωτοφανές αλλά


έχει παρατηρηθεί κατά το παρελθόν και ειδικά κατά την περίοδο 1870-1914.
• Οι πραγµατικά διεθνικές εταιρίες είναι ελάχιστες, ενώ οι πολύ περισσότερες πο-
λυθενικές έχουν στην ουσία εθνική βάση και κουλτούρα.
• Η κινητικότητα του κεφαλαίου που υλοποιείται µέσω των ροών ΞΑΕ είναι κοινω-
νικά και γεωγραφικά άνιση σε παγκόσµιο επίπεδο: περιορίζεται ανάµεσα στις
ανεπτυγµένες χώρες της «τριάδας» –των επονοµαζόµενων «G3» (ΗΠΑ-ΕΕ-
Ιαπωνία)– και σε έναν ακόµα µικρό αριθµό νέων βιοµηχανικών χωρών, σε ποσο-
στό πάνω από 70% των συνολικών ΞΑΕ, αποκλείοντας έτσι από την παγκοσµιο-
ποίηση ένα σηµαντικό τµήµα του πλανήτη και του πληθυσµού του.
• Ένα όχι αµελητέο ποσοστό του διεθνούς εµπορίου αφορά συναλλαγές που λαµ-
βάνουν χώρα στα εσωτερικά δίκτυα των πολυεθνικών εταιριών (Dunning &
Rearce 1981, Hood & Young 1983, Gray 1999) και όχι πραγµατικό εµπόριο µεταξύ
χωρών.
• Οι παγκόσµιες αγορές δεν είναι κατά κανένα τρόπο πραγµατικά απελευθερωµέ-
νες καθώς υπόκεινται στις πιέσεις των ισχυρών οικονοµικών δυνάµεων.
• Η αύξουσα διεθνοποίηση των ροών κεφαλαίου δεν αναιρεί το γεγονός ότι η
πραγµατική παραγωγή λαµβάνει χώρα σε συγκεκριµένα εθνικά/εδαφικά πλαίσι-
α, και συνεπώς ο ρόλος των εθνικών ρυθµιστικών πολιτικών εξακολουθεί να είναι
σηµαντικός για τον συντονισµό των «εδαφικοποιηµένων» παραγωγικών διαδι-
κασιών (πχ εθνικές/περιφερειακές πολιτικές για την Ε&Α και την καινοτοµία,
την αναβάθµιση του κοινωνικού κεφαλαίου, τη δηµιουργία υποδοµών, την αστι-
κή και περιφερειακή ανάπτυξη, κλπ).

Γεωγραφικές φαντασίες της οµοιογενοποιητικής παγκοσµιοποίησης

Η παρακαταθήκη του ∆ιαφωτισµού

Μια σηµαντική παρακαταθήκη που άφησε ο ∆ιαφωτισµός στον σύγχρονο δυτικό πολιτι-
σµό, είναι η πεποίθηση ότι η παγκόσµια κοινότητα αποτελεί ανώτατη αξία και σκοπό του
υψηλότερου ηθικού αγώνα (McGrew 2003: 99). H πίστη στην δύναµη του ορθού λόγου,
στην αντικειµενικότητα της επιστήµης και στα επιτεύγµατα της τεχνολογίας, απετέλε-
σαν τις βάσεις αυτού του οµοιογενοποιητικού νεωτερικού σχεδιάσµατος που προσέβλε-
πε σε µια παγκόσµια νοµοτελειακή-γραµµική πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών προς
την πρόοδο, την ευηµερία και την από κοινού απόλαυση των αγαθών του πολιτισµού.
Στη βάση του νεωτερικού αυτού σχεδιάσµατος βρίσκεται η παραδοχή ότι οι άνθρωποι σε
όλες τις χώρες της γης και σε όλες τις ιστορικές περιόδους έχουν τις ίδιες ανάγκες και
προσδοκίες, και οι δράσεις τους υποκινούνται από τις ίδιες οικουµενικές και αναλλοίω-
τες αξίες (ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη).

5
Τα δυο µεγάλα χειραφετητικά κινήµατα και ιδεολογίες της νεωτερικής εποχής, ο φιλε-
λευθερισµός και ο µαρξισµός, µοιράζονται από κοινού την κληρονοµιά αυτή, παρότι κα-
θένα την ερµηνεύει θεωρητικά και την οικειοποιείται ιδεολογικά και πολιτικά µε διαφο-
ρετικό τρόπο. Πρωταρχικός τους στόχος είναι να απελευθερώσουν τις κοινωνίες από τις
δοµές εκείνες που στέκονται εµπόδιο στην πορεία προς την επίτευξη των παραπάνω οι-
κουµενικών αξιών. Για τον µεν φιλελευθερισµό η δοµή αυτή είναι το κράτος που µέσω
των παρεµβατικών του πολιτικών φέρνει εµπόδια στην λειτουργία των αυτοµατισµών
των ελεύθερων αγορών που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν την παγκόσµια οικονοµική ι-
σότητα και κοινωνική δικαιοσύνη µέσω της ισόρροπης κοινωνικής και γεωγραφικής κα-
τανοµής του παραγόµενου πλούτου. Για τον δε µαρξισµό η δοµή αυτή είναι οι καπιταλι-
στικές κοινωνικές σχέσεις που µέσω της ιδιωτικής ιδιοποίησης του κοινωνικού προϊόντος
στέκονται εµπόδιο στην πραγµάτωση µιας παγκόσµιας αταξικής κοινωνίας ελεύθερων
και αυτοδιοικούµενων παραγωγών. Κάτω από τη θεµελιώδη αυτή διαφορά ανάµεσα στις
δύο νεωτερικές µεγάλες αφηγήσεις, βρίσκεται ο κοινός πυρήνας ενός παγκόσµιου οµοι-
ογενοποιητικού οράµατος, ενός παγκόσµιου οµοιογενοποιητικού κοινωνικού µεγα-
σχεδιασµού.

Ο φιλελευθερισµός

Η φιλελεύθερη µεγάλη αφήγηση βρίσκει τον καλύτερό της σύγχρονο εκφραστή στο
πρόσωπο του Fransis Fukuyama που µε το πολυσυζητηµένο έργο του «Το Τέλος της Ι-
στορίας», επιχειρεί να εδραιώσει φιλοσοφικά την ιδεολογική ηγεµονία του οικονοµικού
και πολιτικού φιλελευθερισµού µετά την πτώση του ιστορικού του αντίπαλου δέους, του
λεγόµενου «υπαρκτού σοσιαλισµού». Για τον Fukuyama, η παγκόσµια οικονοµική και
πολιτική ολοκλήρωση εµποδίζεται από τη σύγκρουση των δυο µεγάλων ιδεολογιών της
νεωτερικής εποχής – του φιλελευθερισµού και του µαρξισµού – σύγκρουση που αποτε-
λεί τον κινητήριο µοχλό της νεώτερης ιστορίας. Υιοθετώντας µια Χεγγελιανή διαλεκτική
προσέγγιση, υποστηρίζει ότι η Ιστορία αποτελεί µια αλληλουχία συστηµάτων πολιτικών
πεποιθήσεων (ιδεολογιών) «οι οποίες εκφράζουν διαφορετικές απόψεις για τις θεµελιώ-
δεις αρχές που στηρίζουν την κοινωνική τάξη» (Fukuyama, οπ. αναφ. Held 2003: 42). Η
εξέλιξη των ιδεολογιών ακολουθεί µια τελεολογική πορεία από το µερικό στο καθολικό,
που σήµερα, µετά την κατάρρευση του κοµµουνισµού και την επικράτηση του φιλελευ-
θερισµού, έχει φθάσει στο τελευταίο και οριστικό της στάδιο. Μη έχοντας πλέον υπόβα-
θρο ιδεολογικών συγκρούσεων, η Ιστορία, µε τη µορφή που τη γνωρίσαµε, οδηγείται στο
τέλος της. Κατά τον Fukuyama, oι ιδεολογίες που επιβιώνουν ακόµα – πχ εκείνες που
συνδέονται µε θρησκευτικά κινήµατα όπως το Ισλάµ ή µε εθνικιστικά κινήµατα – απο-
τελούν ατελείς ιδεολογίες χωρίς οικουµενική εµβέλεια και συνεπώς δεν είναι σε θέση να
αµφισβητήσουν την παγκόσµια ηγεµονία της φιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία εξασφα-
λίζει συνθήκες ολοκλήρωσης τόσο στην παγκόσµια οικονοµία όσο και στην πολιτική δια-
κυβέρνηση. Η πολιτική, µε τη συµβατική έννοια, θα µεταβληθεί σε µια επέκταση των
ρυθµιστικών µηχανισµών της αγοράς και ο ιδεαλισµός θα αντικατασταθεί από το οικο-
νοµικό µάνατζµεντ και τη λύση των τεχνικών προβληµάτων µε σκοπό την ικανοποίηση
του καταναλωτή (ibid.: 44).

Η βασική οικονοµική θεωρία της οµοιογενοποιητικής παγκοσµιοποίησης είναι η θεωρία


του διεθνούς εµπορίου στην παλιότερη (Ρικαρντιανή) και στη νεότερη εκδοχή της. Η
θεωρητική αυτή προσέγγιση υποστηρίζει ότι η παγκόσµια οικονοµική ολοκλήρωση
πραγµατοποιείται µέσω της ισότιµης αλληλεξάρτησης των επιµέρους εθνικών οικονο-
µιών στα πλαίσια του διεθνούς εµπορίου. Η προσέγγιση αναπτύχθηκε αρχικά από τους
Eli Heckscher και Bertil Ohlin (1933) ενώ στους πιο γνωστούς σύγχρονους υποστηρικτές
της περιλαµβάνεται ο νεορικαρντιανός Αµερικανός Οικονοµολόγος – και νεόκοπος Οι-
κονοµικός Γεωγράφος – Paul Krugman (1991, 1991a, 1995, 1996, 2000). Σύµφωνα µε τη
θεωρία, ο κινητήριος µοχλός του διεθνούς εµπορίου είναι η Ρικαρντιανή αρχή του «συ-

6
γκριτικού πλεονεκτήµατος» (comparative advantage): Κάθε χώρα εξειδικεύεται στην
παραγωγή εκείνων των προϊόντων που παράγει φθηνότερα από άλλες, τα οποία και τα
εξάγει σ’ αυτές, ενώ εισάγει τα προϊόντα εκείνα που άλλες χώρες παράγουν φθηνότερα
από αυτήν. Όλες οι χώρες, συνεπώς, εµπλέκονται σ’ ένα δίκτυο διεθνούς εµπορικής αλ-
ληλεξάρτησης στο οποίο όλοι είναι κερδισµένοι. Όπως γράφει ο Krugman (2000: 50), το
διεθνές εµπόριο δεν είναι ένα παιχνίδι «µηδενικού αθροίσµατος» (zero sum game), ένα
παιχνίδι δηλαδή που όταν κάποιος κερδίζει κάποιος άλλος κατ’ ανάγκη χάνει.

Η θεωρία διεθνούς εµπορίου έχει αµφισβητηθεί από πολλές πλευρές. Κατά τον Chomsky
(1997: 15) οι κανόνες του παιχνιδιού τίθενται κατ’ εξοχή από τις χώρες ή τους συνασπι-
σµούς χωρών που ελέγχουν τα κέντρα οικονοµικής δύναµης και εξουσίας και εκφράζουν
τα δικά τους γεωοικονοµικά και γεωπολιτικά συµφέροντα –εµπεριέχουν δηλαδή εγγε-
νώς σχέσεις ισχύος και ανισότητας. Ακόµα, το εξαγωγικό εµπόριο των λιγότερο ανα-
πτυγµένων χωρών ελέγχεται σε σηµαντικό βαθµό από πολυεθνικές επιχειρήσεις, ενώ
ένα όχι αµελητέο ποσοστό του παγκόσµιου εµπορίου αφορά εµπορικές συναλλαγές που
πραγµατοποιούνται στο εσωτερικό δίκτυο δραστηριοτήτων των πολυεθνικών επιχειρή-
σεων, όπως και πιο πάνω σηµειώθηκε. O Gray (1999: 129) εκτιµά το ποσοστό αυτό περί-
που στο 25% της αξίας των παγκόσµιων εµπορικών ροών, ένα ποσοστό δηλαδή διόλου
αµελητέο.

Πέρα ωστόσο από τις όποιες θεωρητικές αντιδικίες, τα γεγονότα έδωσαν τη δική τους
σκληρή εκδοχή: Η δραµατική επίθεση στα κατ’ εξοχήν ισχυρά σύµβολα της φιλελεύθε-
ρης παγκοσµιοποίησης, τους δίδυµους πύργους του World Trade Center στη Νέα Υόρκη
την 11η Σεπτέµβρη 2001, παρέσυρε στα συντρίµια τους όχι µόνο ανθρώπινες ζωές, αλλά
και τις ειδυλλιακές οµοιογενοποιητικές αφηγήσεις, υψώνοντας «νέα σύνορα» στον πα-
γκόσµιο γεωπολιτικό χάρτη και πυροδοτώντας νέους κύκλους εντάσεων, στρατιωτικής
βίας και γενικευµένης διακινδύνευσης, πριν καλά-καλά κοπάσουν οι πανηγυρισµοί για
την πτώση του «Τείχους του Βερολίνου» και την εδραίωση της «αυτοκρατορίας» (Hardt
& Negri 2002). Τυφλό χτύπηµα των φονταµενταλιστών του Μπιν Λάντεν; Εκδίκηση των
αδικηµένων του παγκόσµιου Νότου ενάντια στην υπεροπτική ηγεµόνευση της υπερδύ-
ναµης; Συµβολική έναρξη του 3ου παγκόσµιου πολέµου, αυτή τη φορά ως «σύγκρουση
πολιτισµών» σύµφωνα µε τις δυσοίωνες προβλέψεις του Huntington (1997); Αναγκαίο
επακόλουθο ενός µοντέλου φιλελεύθερης παγκοσµιοποίησης κατά το οποίο το 20% του
παγκόσµιου πληθυσµού απολαµβάνει το 86% του παγκόσµιου ακαθάριστου εγχώριου
προϊόντος, το 82% της αξίας των παγκόσµιων εξαγωγών, το 68% των άµεσων ξένων ε-
πενδύσεων και το 93% του συνολικού αριθµού χρηστών του διαδικτύου (UNDP 1999);
Όποια εκδοχή και αν επιλέξει κανείς ως ερµηνευτικό σχήµα, γεγονός αδιαµφισβήτητο
παραµένει ότι η 11η Σεπτέµβρη σηµατοδοτεί µια πραγµατικότητα κατά την οποία η αν-
θρωπότητα είναι ακόµα πολύ µακριά από το «τέλος της ιστορίας» (αλλά και από το «τέ-
λος της γεωγραφίας», όπως θα δούµε παρακάτω).

Το «Κοµµουνιστικό Μανιφέστο»

∆εν ήταν όµως ο φιλελευθερισµός η µόνη µεγάλη αφήγηση και γεωγραφική φαντασία
της οµοιογενοποιητικής παγκοσµιοποίησης. Καµιά περιγραφή της σηµερινής φάσης της
παγκοσµιοποίησης δεν θα ήταν πιο περιεκτική από αυτήν που περιέγραψαν οι Μαρξ και
Ένγκελς στο «Κοµµουνιστικό Μανιφέστο» ενάµισι αιώνα πριν:

«Η ανάγκη µιας διαρκώς διευρυνόµενης αγοράς για τα προϊόντα της καταδιώκει


την αστική τάξη πάνω σε όλη την επιφάνεια της γης. Πρέπει να εξαπλωθεί πα-
ντού, να εγκατασταθεί παντού, να εγκαθιδρύσει διασυνδέσεις παντού … Όλες οι
παλιότερα ιδρυµένες εθνικές βιοµηχανίες έχουν καταστραφεί ή καταστρέφονται
καθηµερινά. Αντικαθίστανται από νέες βιοµηχανίες των οποίων η δηµιουργία γί-
νεται ζήτηµα ζωής και θανάτου για όλα τα πολιτισµένα έθνη, από βιοµηχανίες

7
που δεν επεξεργάζονται πλέον ντόπιες πρώτες ύλες αλλά πρώτες ύλες που έρχο-
νται από τις πλέον αποµακρυσµένες ζώνες, από βιοµηχανίες των οποίων τα προ-
ϊόντα καταναλώνονται όχι µόνο τοπικά αλλά σε κάθε γωνιά της γης. Στη θέση
των παλιών αναγκών που ικανοποιούνταν από τα προϊόντα της υπαίθρου βρί-
σκουµε νέες ανάγκες που η ικανοποίησή τους απαιτεί προϊόντα που παράγονται
σε µακρινούς τόπους και κλιµατολογικά περιβάλλοντα. Στη θέση της παλιάς το-
πικής και εθνικής αποµόνωσης και αυτάρκειας βρίσκουµε αλληλεπιδράσεις προς
κάθε κατεύθυνση, παγκόσµια αλληλεξάρτηση των εθνών».

Ωστόσο, τόσο το ενοποιητικό σχεδίασµα του φιλελευθερισµού όσο και αυτό του Μαρξ,
αποκλίνουν ριζικά από την πραγµατικότητα της παγκοσµιοποίησης όπως τη βιώνει σή-
µερα ο πλανήτης µας και στην οποία, όπως σηµειώνει η Λεοντίδου (2002: 181) «σίγουρα
δεν προεξάρχει η επικοινωνία των λαών και η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών,
πολιτισµών και δραστηριοτήτων». Η παγκοσµιοποίηση βιώνεται σήµερα ως αντιφατική
συνύπαρξη δυο διαφορετικών κόσµων – ενός κόσµου άνεσης, αφθονίας, ισχύος και αλ-
λαζονείας από τη µια, και ενός κόσµου πάλης για επιβίωση, ανέχειας και κοινωνικού α-
ποκλεισµού από την άλλη — κόσµων που συνυφαίνονται µεταξύ τους σε σύνθετες αλλη-
λεπικαλυπτόµενες οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές γεωγραφίες καθώς ο ένας δι-
εισδύει στον άλλο µε όλο και περισσότερους τρόπους (Taylor et al. 1996: 1) παράγοντας
και αναπαράγοντας τα αντιφατικά και καλειδοσκοπικά χωροοικονοµικά και χωροκοινω-
νικά τοπία της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης τόσο στον παγκόσµιο χώρο όσο και σε
εθνικές/περιφερειακές κλίµακες.

Γεωγραφικές φαντασίες της διαφοροποιητικής παγκοσµιοποίησης και της


άνισης ανάπτυξης

Εξάρτηση και άνιση ανάπτυξη6

Κατά τη δεκαετία του 1970 αναδύεται ένα νεοµαρξιστικό-στρουκτουραλιστικό ρεύµα


αναλύσεων της άνισης ανάπτυξης του καπιταλισµού σε παγκόσµια κλίµακα, που άσκησε
µεγάλη επίδραση στο χώρο της ριζοσπαστικής γεωγραφικής διανόησης και που έγινε
ευρύτερα γνωστό µε τον όρο «σχολή της εξάρτησης» (Frank 1967, Amin 1976, Baran
1977, Εµµανουήλ 1978, Furtado 1971, κ.ά.). Για τη σχολή αυτή, ο εκσυγχρονισµός των
υπανάπτυκτων οικονοµιών δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην ανάπτυξη, όπως πρέσβευε η
κυρίαρχη αναπτυξιακή φιλολογία της εποχής (βλ. Rostow 1960), αλλά στην «ανάπτυξη
της υπανάπτυξης» (development of underdevelopment). Ο λόγος της υπανάπτυξης είναι
ότι οι λιγότερο ανεπτυγµένες οικονοµίες αποτελούν τµήµατα ενός παγκόσµιου ιεραρχη-
µένου καπιταλιστικού συστήµατος που αποτελείται από ένα κέντρο ή µητρόπολη (κύρια
τις ΗΠΑ) και µια παγκόσµια περιφέρεια στην οποία περιλαµβάνονται όλες οι λιγότερο
ανεπτυγµένες χώρες. Η ανάπτυξη του κέντρου έχει ως αναγκαία συνθήκη την υπανά-
πτυξη της περιφέρειας. Η εξάρτηση παίρνει τη µορφή µιας διαδικασίας γεωγραφικής
µεταφοράς οικονοµικού πλεονάσµατος από την περιφέρεια προς το κέντρο µέσω του
µηχανισµού της άνισης ανταλλαγής (Εµµανουήλ 1978). Η εν λόγω σχολή έφερε στο φως
της επιστηµονικής κριτικής το «κρυµµένο πρόσωπο του Ιανού», την «σκοτεινή πλευρά»
της ανάπτυξης που κάτω από τον ιδεολογικό µανδύα µιας εξελικτικής-εκσυγχρονιστικής
αντίληψης της «προόδου» απέκρυπτε τα πραγµατικά δεδοµένα, όπως η αύξηση των
παγκόσµιων ανισοτήτων, η «εκπτώχευση» και οικολογική υποβάθµιση του Τρίτου Κό-
σµου, κλπ (βλ. Μοδινός 1996 για εκτενέστερη ανάλυση).

Υιοθετώντας µια ανάλογη οπτική, ο Mandel (1975, 1976) υποστηρίζει ότι η άνιση ανά-
πτυξη µεταξύ χωρών, περιφερειών, οικονοµικών τοµέων και επιχειρήσεων έχει τόση ση-

6 Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται σε προηγούµενη εργασία µας (Κουρλιούρος 2001: κεφ. 9).

8
µασία για την επιβίωση του καπιταλισµού όση έχει και η εκµετάλλευση της εργασίας
από το κεφάλαιο στην άµεση διαδικασία της παραγωγής. Κατά τον παραπάνω θεωρητι-
κό, η αναπαραγωγή και επιβίωση του καπιταλισµού – παρά τις κρίσεις που κατά περιό-
δους τον συγκλονίζουν – διασφαλίζεται µέσα από την αξιοποίηση συνδυασµένων τάσε-
ων ανάπτυξης και υπανάπτυξης, δηλαδή µέσα από τη γεωγραφική διαφοροποίηση των
οικονοµικών δραστηριοτήτων και το συνδυασµό µεταξύ ανεπτυγµένων και υπανάπτυ-
κτων περιοχών, τοµέων της οικονοµίας και επιχειρήσεων. Η περιφερειακή υπανάπτυξη
αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της διευρυµένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών
σχέσεων µε την έννοια ότι δηµιουργεί εφεδρείες εργατικού δυναµικού και συµπληρωµα-
τικές αγορές που είναι αναγκαίες προϋποθέσεις κάλυψης των επεκτατικών αναγκών του
κεφαλαίου. Τα βαθύτερα αίτια της οικονοµικής εξάρτησης βρίσκονται στο γεγονός ότι οι
περιοχές της περιφέρειας προσφέρουν την δυνατότητα πραγµατοποίησης υπερκερδών
στις επιχειρήσεις του κέντρου. Η δυνατότητα αυτή εδράζεται στη διαφορά παραγωγικό-
τητας µεταξύ του γεωργικού τοµέα στον οποίο εξειδικεύεται η περιφέρεια και του βιο-
µηχανικού στον οποίον εξειδικεύεται το κέντρο (Mandel 1975: 73). Λόγω διαφοράς στο
επίπεδο µισθών και τεχνολογίας, η παραγωγικότητα της εργασίας στις βιοµηχανικές
δραστηριότητες του κέντρου είναι πολύ υψηλότερη από αυτήν στις αγροτικές δραστη-
ριότητες της περιφέρειας. Αποτέλεσµα είναι ότι η ίδια ποσότητα εργασίας προσθέτει
πολύ µεγαλύτερη αξία στα προϊόντα του κέντρου κατά τη διαδικασία παραγωγής τους
από αυτά της περιφέρειας. Η διαφορά αυτή καθιστά δυνατή την ανάπτυξη άνισων α-
νταλλαγών µεταξύ τους (Εµµανουήλ 1978). Το κέντρο εισάγει από την περιφέρεια πρώ-
τες ύλες, αγροτικά και ηµικατεργασµένα προϊόντα χαµηλής ενσωµατωµένης αξίας και
εξάγει σε αυτές βιοµηχανικά προϊόντα µεγαλύτερης ενσωµατωµένης αξίας. Έτσι, µέσω
µιας λογιστικά ισότιµης σχέσης πραγµατοποιείται στην πραγµατικότητα µια άνιση α-
νταλλαγή - η γεωγραφική µεταφορά αξίας από την περιφέρεια προς το κέντρο (Soja
1989: 112).

Μια ακόµα ουσιαστική συµβολή στη σχετική επιστηµονική συζήτηση αποτελεί η προ-
σέγγιση του Lipietz (1977). Βασική του θέση είναι ότι ο καπιταλιστικός κοινωνικός σχη-
µατισµός ως παγκόσµιο σύστηµα, αποτελείται από τη συνάρθρωση ενός κυρίαρχου τρό-
που παραγωγής µε άλλους µη καπιταλιστικούς. Κάθε τρόπος παραγωγής αντιπροσωπεύ-
ει ένα σύνολο τεχνολογικών, οικονοµικών και κοινωνικών σχέσεων που δηµιουργεί ένα
ορισµένο πρότυπο κοινωνικής διάρθρωσης, ένα πρότυπο το οποίο αντικατοπτρίζεται σε
ένα αντίστοιχο πρότυπο οργάνωσης του γεωγραφικού χώρου. Ο κυρίαρχος καπιταλιστι-
κός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από την παρουσία σύγχρονων οικονοµικών µο-
νάδων και από αγορές εργασίας στις οποίες κυριαρχεί η µισθωτή απασχόληση, οι τυπι-
κές συναλλαγές µεταξύ των οικονοµικών υποκειµένων και ο κρατικός έλεγχος στους ό-
ρους εργασίας, παραγωγής και ανταλλαγής. Αντιθέτως, οι µη καπιταλιστικοί (κυριαρ-
χούµενοι) τρόποι παραγωγής χαρακτηρίζονται από απηρχαιωµένες οικονοµικές µονά-
δες, άτυπες µορφές απασχόλησης και ανυπαρξία ουσιαστικού κρατικού ελέγχου στις οι-
κονοµικές διαδικασίες. Οι δύο αυτοί διαφορετικοί τρόποι παραγωγής δεν λειτουργούν
ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον αλλά σε διαρκή αλληλεπίδραση που προσδιορίζεται
από την τάση επιβολής και κυριαρχίας του πρώτου πάνω στο δεύτερο. Η επιβολή του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στους µη καπιταλιστικούς πραγµατοποιείται σε δύο
φάσεις: (α) τη φάση της εξωτερικής κυριαρχίας και (β) τη φάση της ολοκλήρωσης της
κυριαρχίας. Κατά την πρώτη φάση, πραγµατοποιείται άνιση ανταλλαγή και γεωγραφική
µεταφορά αξίας από τους µικρούς ανεξάρτητους τοπικούς παραγωγούς της κυριαρχού-
µενης περιφέρειας προς τις µεγάλες σύγχρονες επιχειρήσεις της ηγετικής (του κέντρου).
Η διαδικασία αυτή δηµιουργεί προϋποθέσεις «ενδογενούς συσσώρευσης» στις ηγετικές
περιφέρειες και «εξωγενούς συσσώρευσης» στις κυριαρχούµενες. Στη δεύτερη φάση, η
διαδικασία ενδογενούς συσσώρευσης στις ηγετικές περιφέρειες οδηγεί στη συγκέντρω-
ση της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου σε µεγάλες εταιρικές δοµές που µέσω στρατηγικών
οριζόντιας και κάθετης ολοκλήρωσης δηµιουργούν µεγαλύτερα εταιρικά συµπλέγµατα ή
«κλαδικά βιοµηχανικά κυκλώµατα».Τα κυκλώµατα αυτά ενσωµατώνουν στις παραγωγι-

9
κές τους αλυσίδες τις µικρές αυτόνοµες επιχειρήσεις των κυριαρχούµενων περιφερειών
µε σχέσεις υπεργολαβιών.

Τα κλαδικά βιοµηχανικά κυκλώµατα παρουσιάζουν περίπλοκες εσωτερικές λειτουργίες


που όµως οµαδοποιούνται σε τρεις γενικές κατηγορίες: (α) ανώτερες διευθυντικές λει-
τουργίες, (β) ενδιάµεσες λειτουργίες εξειδικευµένης παραγωγής και (γ) κατώτερες λει-
τουργίες τυποποιηµένης παραγωγής. Στη λειτουργική αυτή ιεράρχηση των κλαδικών
κυκλωµάτων αντιστοιχούν τρεις κατηγορίες χώρων:

• Χώροι υψηλού τεχνολογικού περιβάλλοντος: Ανταποκρίνονται στις διευθυντικές


ανάγκες καθώς και τις ανάγκες Ε&Α των κλαδικών κυκλωµάτων, ή και στις ανά-
γκες δραστηριοτήτων παραγωγής που βασίζονται σε εντατικές εισροές γνώσης
και τεχνολογίας. Τέτοιοι χώροι χαρακτηρίζονται από πυκνά δίκτυα καινοτόµων
επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και επιστηµονικών πάρκων, µεγάλες και δι-
αφοροποιηµένες αγορές εργασίας υψηλής ειδίκευσης, προηγµένες τεχνικές υπο-
δοµές και υψηλού επιπέδου υπηρεσίες παραγωγού. Οι χώροι αυτοί αποτελούν
τους στρατηγικούς τόπους ελέγχου της διεθνούς οικονοµίας και αντιστοιχούν σε
«παγκόσµιες πόλεις» (πχ Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Τόκιο –βλ. Sassen 1991) ή µητρο-
πόλεις πανευρωπαϊκής εµβέλειας (πχ Παρίσι, Μόναχο, Φρανκφούρτη, Μιλάνο
κ.ά.).
• Χώροι εξειδικευµένου εργατικού δυναµικού: Ανταποκρίνονται στις ανάγκες
διεύθυνσης των «υποκέντρων» των κλαδικών κυκλωµάτων. Περιλαµβάνουν
δραστηριότητες τεχνικής διεύθυνσης και συντονισµού ενδιάµεσων «κρίκων» των
παραγωγικών αλυσίδων, καθώς και λειτουργίες που απαιτούν εξειδικευµένες εισ-
ροές εργασίας κατώτερου όµως επιπέδου δεξιοτήτων από την προηγούµενη κα-
τηγορία. Στους χώρους αυτούς αντιστοιχούν ενδιάµεσες περιφέρειες του ανε-
πτυγµένου κόσµου µε µεγάλα ή µεσαίου µεγέθους αστικά κέντρα, ειδικευµένο
εργατικό δυναµικό και ικανοποιητικές οικονοµικές υποδοµές (όπως περιοχή
Rühr στη Γερµανία, Λυών στη Γαλλία, ανεπτυγµένες περιοχές της Ισπανίας, πε-
ριοχές Αθήνας και Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα κ.ά.).
• Χώροι αποθεµάτων φθηνής ανειδίκευτης εργασίας: Ανταποκρίνονται στις λει-
τουργικές ανάγκες των κατώτερων τυποποιηµένων φάσεων στις αλυσίδες παρα-
γωγής των κλαδικών κυκλωµάτων. Σε αυτές περιλαµβάνονται υπεργολαβικές
δραστηριότητες έντασης εργασίας, συναρµολόγηση µερών και συσκευασία προ-
ϊόντων που απαιτούν άφθονη ανειδίκευτη φθηνή εργασία.

Κέντρο ελέγχου του παραπάνω ιεραρχηµένου και άνισου παγκόσµιου χωροοικονοµικού


συστήµατος, το «κεντρικό νευρικό σύστηµά» του, είναι ο πρώτος τύπος χώρων (βλ. και
Sassen 1991, 1996, 2001, Λεοντίδου 2002). Λόγω χωροταξικής αλληλεξάρτησης, τα κλα-
δικά κυκλώµατα επιδιώκουν εκείνη τη χωρική αναδιάρθρωση που ανταποκρίνεται στις
λειτουργικές τους απαιτήσεις, πράγµα που επιτυγχάνουν µέσω των κρατικών ή και των
υπερεθνικών πολιτικών συντονισµού της χωρικής ανάπτυξης (πχ πολιτικές της ΕΕ για τα
διευρωπαϊκά δίκτυα, την περιφερειακή καινοτοµικότητα, την αστική διακυβέρνηση, την
κοινή χωροταξική πολιτική, κλπ).

Νέος και νεώτερος διεθνής καταµερισµός εργασίας: Οι παγκόσµιες γεωγραφίες της ανι-
σότητας, οι πολυεθνικές εταιρίες και τα πολυεθνικά δίκτυα

Η έννοια του «Νέου ∆ιεθνούς Καταµερισµού Εργασίας» (Ν∆ΚΕ) χρησιµοποιήθηκε αρ-


χικά από τους Ladreit de Lacharriere (1969) και Cristian Palloix (1978), για να υποδηλώ-
σει τις αλλαγές που η τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου επιφέρει στους προσανατολι-
σµούς και τις εξειδικεύσεις των επιµέρους εθνικών οικονοµιών. Η έννοια ωστόσο αυτή
έγινε προσφιλής µε το έργο του Hymer (1972, 1976, 1979) και τoυ Frobel και των συνερ-
γατών του (Frobel et al. 1981). Η έννοια του Ν∆ΚΕ προϋποθέτει µια ιστορική διάσταση

10
των αλλαγών –µια διάσταση κατά την οποία ένας παλιός ∆ΚΕ αντικαθίσταται από ένα
νέο. Ο Walton (1985) προσδιορίζει τρείς βασικές ιστορικές φάσεις εξέλιξης του ∆ΚΕ: Η
πρώτη φάση συµπίπτει µε την πρώτη περίοδο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας κατά την
οποία οι αποικιοκρατικές χώρες αποσπούν, πολλές φορές µε τη χρήση βίας και µε την
εργασία σκλάβων, ορυκτές πρώτες ύλες από τις αποικιοκρατούµενες χώρες του «Νέου
Κόσµου» για την τροφοδοσία της αναδυόµενης βιοµηχανίας της Ευρώπης καθώς και
αγροτικά προϊόντα για τη διατροφή του γοργά αυξανόµενου πληθυσµού της. Η δεύτερη
φάση του ∆ΚΕ, που χαρακτηρίζει το µεγαλύτερο µέρος του 19ου αιώνα και το πρώτο µι-
σό του 20ου, προσδιορίζεται από την εξάπλωση της βιοµηχανίας στις χώρες του κέντρου
(∆υτ. Ευρώπη και ΗΠΑ). Η εκµετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων των χωρών
της περιφέρειας δεν γίνεται πλέον µε τη χρήση βίας αλλά µέσω του διεθνούς εµπορίου,
που πραγµατοποιείται µε βάση την Ρικαρντιανή αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήµατος.
Ο ∆ΚΕ στη φάση αυτή προσδιορίζεται µε βάση το διπολικό σχήµα «κέντρο-περιφέρεια»
που ισοδυναµεί µε τη λειτουργική διάκριση ανάµεσα στη βιοµηχανία από τη µιά, στην
οποία εξειδικεύονται οι βιοµηχανικές χώρες του κέντρου, και την εξόρυξη/αγροτική πα-
ραγωγή από την άλλη, στην οποία εξειδικεύονται οι λιγότερο ανεπτυγµένες χώρες της
περιφέρειας, και την ανάπτυξη άνισων εµπορικών ανταλλαγών µεταξύ τους. Η τρίτη
φάση συνδέεται µε την κρίση του φορντισµού και την έναρξη µιας περιόδου αναδιάρ-
θρωσης που χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση νέων διευθετήσεων στην παγκόσµια
οικονοµική σκηνή.

Πιο συγκεκριµένα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και µετά, το διπολικό σχήµα
«κέντρου-περιφέρειας» αρχίζει να διαφοροποιείται καθώς ένας νέος ∆ΚΕ αρχίζει να α-
ναπτύσσεται και να επικάθεται πάνω στον προηγούµενο. Στοιχεία αυτού του νέου ∆ΚΕ
είναι τα ακόλουθα:

• Πρώτο, παρατηρείται µια µετάβαση από κλειστές και σχετικά αυτάρκεις εθνικές
οικονοµίες, σε ανοικτές οικονοµίες (Frobel et al. 1980, Henderson 1989, Hamil-
ton 1991, Barff 1996, Coffey 1997). Η θέση των επιµέρους εθνικών οικονοµιών και
περιφερειών δεν προσδιορίζεται πλέον αυτοτελώς, αλλά στα πλαίσια της συγκρι-
τικής θέσης που κάθε µια κατέχει µέσα σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και
περισσότερο ανταγωνιστικό για κάθε µια απ’ αυτές ξεχωριστά.
• ∆εύτερο, παρατηρείται µια ραγδαία αύξηση τόσο του αριθµού όσο και του ρόλου
των πολυεθνικών επιχειρήσεων (Clegg 1997).
• Τρίτο, η εκµετάλλευση της περιφέρειας από τις χώρες του κέντρου δεν πραγµα-
τοποιείται τόσο µέσω του διεθνούς εµπορίου και της Ρικαρντιανής αρχής του συ-
γκριτικού πλεονεκτήµατος, όπως στην προηγούµενη περίοδο, όσο κυρίως µέσω
των ΞΑΕ που πραγµατοποιούν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις των χωρών του κέ-
ντρου σε ορισµένες χώρες της περιφέρειας. Η ροή επενδύσεων στις χώρες της
περιφέρειας έχει µια διπλή συνέπεια: Αφ’ ενός µεν τη µείωση της βιοµηχανικής
απασχόλησης στις χώρες του κέντρου (αποβιοµηχάνιση), αφ’ ετέρου δε την ανά-
δυση µιας οµάδας νέων βιοµηχανικών χωρών της περιφέρειας που µε την βοή-
θεια των ΞΑΕ και εσωτερικών διαρθρωτικών αλλαγών κατάφεραν να αναπτύ-
ξουν µια αξιόλογη ενδογενή βιοµηχανική βάση, να ξεφύγουν από την κατηγορία
των υπανάπτυκτων χωρών και να συγκροτήσουν µια νέα κατηγορία, την λεγόµε-
νη ηµιπεριφέρεια του παγκόσµιου οικονοµικού συστήµατος (Wallerstein 1974).
Η µεταφορά επενδύσεων από τις χώρες του κέντρου σ’ αυτές της ηµιπεριφέρειας
παίρνει κατά κύριο λόγο τη µορφή ίδρυσης παραγωγικών µονάδων έντασης κε-
φαλαίου που στεγάζουν τις συµβατικές φάσεις των παραγωγικών αλυσίδων, δη-
λαδή φάσεις που ενσωµατώνουν τυποποιηµένες τεχνολογίες παραγωγής και συ-
νεπώς απαιτούν εισροές εργασίας µέσου ως χαµηλού επιπέδου εξειδίκευσης. Οι
υψηλότερες δραστηριότητες στις αλυσίδες παραγωγής, όπως οι διεθυντικές, ε-
ρευνητικές, τεχνολογικές και χρηµατιστικές δραστηριότητες (δηλ. το «κεντρικό
νευρικό σύστηµα» ελέγχου της παραγωγής), παραµένουν στις χώρες του κέ-

11
ντρου, ενώ τέλος οι κατώτατες φάσεις αποκεντρώνονται ακόµα περισσότερο µε
ιδρύσεις εργοστασίων-παραρτηµάτων συναρµολόγησης (branch-plants) στις χώ-
ρες της περιφέρειας που διαθέτουν άφθονο, χαµηλόµισθο και πειθαρχηµένο ερ-
γατικό δυναµικό –κύρια γυναικείο (Fuentes & Ehrenreich 1987).

Κάτω απ’ αυτές τις συνδυασµένες επιπτώσεις διαµορφώνεται ένας νέος ∆ΚΕ που αντι-
στοιχεί σε µια πιο σύνθετη ιεραρχική δοµή όπου οι χώρες κατατάσσονται όχι µε βάση
τον κυρίαρχο οικονοµικό τους τοµέα όπως παλιότερα, αλλά µε βάση την φάση της διαδι-
κασίας παραγωγής και εργασίας στην οποία εξειδικεύονται. Έτσι, στον Ν∆ΚΕ διακρίνο-
νται τρείς βασικές κατηγορίες χωρών: Μια πρώτη κατηγορία είναι οι χώρες του κέντρου
που εξειδικεύονται στις ανώτερες λειτουργίες της παραγωγής (Ε&Α, σχεδιασµός νέων
διαδικασιών και προϊόντων, παραγωγή και διακίνηση πληροφορίας, χρηµατο-
οικονοµικός έλεγχος και διαχείριση της παραγωγής). Οι δραστηριότητες αυτές, ως δρα-
στηριότητες έντασης εξειδικευµένης γνώσης απαιτούν εισροές µικρής ποσότητας εργα-
σίας υψηλού όµως βαθµού τεχνικών και οργανωτικών δεξιοτήτων και εκπαίδευ-
σης/κατάρτισης. Στις χώρες αυτές περιλαµβάνονται οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η
Αυστραλία και οι ηγετικές χώρες της ΕΕ (κύρια η τριάδα Γερµανία-Γαλλία-Μ.Βρετανία).
Μια δεύτερη κατηγορία αποτελούν οι χώρες της ηµιπεριφέρειας που εξειδικεύονται σε
συµβατικές φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας υψηλού βαθµού τυποποίησης και µέ-
σης ή χαµηλής ενσωµατωµένης τεχνολογίας. Οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν εισροές
εργασίας συµβατικών ειδικοτήτων που αφ’ ενός είναι χαµηλότερου κόστους από αυτήν
της προηγούµενης κατηγορίας, αφ’ ετέρου είναι σε θέση να διεκπεραιώσει (µε ταχύρ-
ρυθµη τεχνική κατάρτιση και εκµάθηση) τα συµβατικά τεχνικά καθήκοντα που αντι-
στοιχούν στις ενδιάµεσεις φάσεις των παραγωγικών αλυσίδων. Στην κατηγορία αυτή
περιλαµβάνονται οι νέες βιοµηχανικές χώρες της Ν.Α. Ασίας (Ταϊβάν, Μαλαισία, Χόνγκ-
Κόνγκ κλπ), της Κεντρικής και Νότιας Αµερικής (Μεξικό, Βραζιλία) και της Νότιας Ευ-
ρώπης (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία). Μια τρίτη, τέλος, κατηγορία αποτελούν οι χώ-
ρες της περιφέρειας που εξειδικεύονται κύρια στις κατώτατες φάσεις των παραγωγικών
αλυσίδων. Οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν µεγάλες εισροές εργασίας για την εξυπη-
ρέτηση της γραµµής συναρµολόγησης µε ελάχιστη ή καθόλου ειδίκευση/κατάρτιση και
µε πολύ χαµηλές αµοιβές. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι υπόλοιπες λιγότερο ανε-
πτυγµένες χώρες του Τρίτου Κόσµου (και πρόσφατα οι χώρες του πρώην «∆εύτερου Κό-
σµου»). Ας σηµειωθεί, ότι η παραπάνω ιεράρχηση δεν είναι στατική και άκαµπτη, καθώς
πολλά στοιχεία της συνδιαµορφώνονται και συνυπάρχουν σε αντιφατικές και περίπλο-
κες µορφοποιήσεις. Ετσι, θύλακους «τριτοκοσµικής» παραγωγής µπορούµε να συνα-
ντήσουµε δίπλα στα αστραφτερά τοπία της καινοτοµίας και των νέων τεχνολογιών που
φιλοξενούνται στις παγκόσµιες πόλεις του µεταφορντικού καπιταλισµού, όπως µπορού-
µε να συναντήσουµε «νησίδες» έρευνας και τεχνολογίας σε τριτοκοσµικές χώρες. Συνε-
πώς, η παραπάνω ιεραρχική ταξινόµηση δεν είναι απόλυτη αλλά ενδεικτική των δεσπο-
ζουσών τάσεων του νέου ∆ΚΕ που διαµορφώνονται µέσω της δυναµικής της παγκοσµιο-
ποίησης.

Σε ανάλογα συµπεράσµατα καταλήγουν έρευνες που έχουν ως αντικείµενο τις διαµορ-


φούµενες γεωγραφίες των µεγάλων επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των πολυεθνικών, στα
πλαίσια της παγκόσµιας καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Τα βασικά στοιχεία της ανα-
διάρθρωσης των εταιριών είναι τα ακόλουθα (Lovering 1989):

• Η αύξηση του µεγέθους των εταιριών ως αποτέλεσµα των τάσεων συγκέντρωσης


του κεφαλαίου ενόψει του εντεινόµενου διεθνούς ανταγωνισµού.
• Η διχοτόµηση-ιεράρχηση των εταιρικών δραστηριοτήτων ανάµεσα σε αυτές που
αφορούν τη σύλληψη και τον σχεδιασµό διαδικασιών και προϊόντων και εκείνες
που αφορούν τη συµβατική παραγωγή.
• Η κατάτµηση των παραγωγικών αλυσίδων σε επιµέρους φάσεις/κρίκους που
µπορούν να χωροθετούνται σε διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους ανάλογα µε

12
τις απαιτήσεις τους για εισροές και παράλληλα να συντονίζονται κεντρικά µέσω
των δυνατοτήτων που παρέχουν οι τεχνολογικά προηγµένες επικοινωνίες.
• Ο αυξανόµενος διεθνής ανταγωνισµός οδηγεί τις επιχειρήσεις σε προσπάθειες
περιορισµού του κόστους εργασίας και αύξησης της παραγωγικότητάς της.
Πράγµα που οδηγεί σε προσπάθειες αυτοµατοποίησης της παραγωγής µέσω της
εισαγωγής τεχνολογικά προηγµένου µηχανολογικού εξοπλισµού αλλά, παράλλη-
λα, και σε αύξηση των αναγκών για ειδικευµένο επιστηµονικό και τεχνικό προ-
σωπικό. Αλλάζουν, συνεπώς, οι απαιτήσεις των εταιριών για τεχνολογικές εισ-
ροές και εργασία, πράγµα που σηµαίνει αλλαγές στο «ισοζύγιο» σχετικής ελκυ-
στικότητας των διάφορων τόπων/περιφερειών ως περιοχών εγκατάστασης εται-
ρικών δραστηριοτήτων.

Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις διαµορφώνουν ένα νέο διεθνή χωρικό καταµερισµό της


εργασίας ανάλογο µε αυτόν που περιγράφτηκε παραπάνω. Οι επιχειρήσεις, στην προ-
σπάθειά τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους για εργασία ανάλογα µε τις τεχνολογί-
ες παραγωγής και την λειτουργική διαίρεση της παραγωγικής τους αλυσίδας, εκµεταλ-
λεύονται τη χωρική διαφοροποίηση και ανισότητα στην κατανοµή των αγορών εργασί-
ας. Η χωρική ανισότητα, συνεπώς, δεν αποτελεί µόνον αποτέλεσµα των εταιρικών ανα-
διαρθρωτικών στρατηγικών αλλά και προϋπόθεσή τους.

Ανάλογο µε το παραπάνω σκεπτικό υιοθετεί και ο Simon (βλ. Healey & Ilbery 1990: 132).
Σύµφωνα µε τον εν λόγω θεωρητικό, οι σύγχρονες πολυεθνικές επιχειρήσεις µπορούν να
παραλληλιστούν µε «κέικ» που αποτελείται από τρεις στρώσεις: Η κατώτερη στρώση
αντιστοιχεί στις βασικές διαδικασίες παραγωγής που οι χωροθετικές τους απαιτήσεις
διαφοροποιούνται ανάλογα µε τον χαρακτήρα των εισροών και εκροών τους. Η µεσαία
στρώση αντιστοιχεί στις καθηµερινές διοικητικές λειτουργίες της επιχείρησης που ανα-
ζητούν χωροθέτηση σε µεγάλες πόλεις και περιφερειακά κέντρα µε επάρκεια µεταφορι-
κών/τηλεπικοινωνιακών υποδοµών και υπαλληλικού προσωπικού (λευκών κολάρων),
ενώ η ανώτατη στρώση περιλαµβάνει τις στρατηγικές λειτουργίες της επιχείρησης που
αναζητούν χωροθέτηση σε µητροπολιτικές περιοχές εξειδικευµένης εργασίας, υψηλής
πυκνότητας πληροφοριών, τεχνολογικών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου και πυκνών διε-
πιχειρηµατικών δικτύων. Ένα ανάλογο µοντέλο ιεραρχηµένης επιχείρησης – ιεραχηµέ-
νων χώρων διαµορφώνει και ο Hymer (1976, 1979).

Μια άλλη προσέγγιση αναπτύσσει ο Vernon (1966, 1979). H προσέγγιση αυτή βασίζεται
στη θεωρία «κύκλου ζωής των προϊόντων» (product life-cycle) αναπροσαρµοσµένης σε
συνθήκες διεθνούς παραγωγής µε βάση την εµπειρία διάφορων βιοµηχανιών των ΗΠΑ.
∆ιακρίνονται πέντε τέτοιες φάσεις: Στην πρώτη φάση η παραγωγή νέων προϊόντων ξε-
κινά στις ΗΠΑ καθώς οι επιχειρήσεις γνωρίζουν καλά την εγχώρια αγορά, το εγχώριο
επιχειρηµατικό περιβάλλον, τις ευκαιρίες χρηµατοδότησης, την σχετική νοµοθεσία, τις
απαιτούµενες υποδοµές και υπηρεσίες, κοκ. Η διεθνής ζήτηση για τα προϊόντα τους κα-
λύπτεται µε εξαγωγές των ΗΠΑ προς τις διάφορες χώρες. Στη δεύτερη φάση, καθώς οι
τεχνολογίες παραγωγής ωριµάζουν και οι απαιτήσεις για ακριβή εξειδικευµένη εργασία
µειώνονται, οι επιχειρήσεις ιδρύουν θυγατρικές µονάδες παραγωγής σε άλλες ανεπτυγ-
µένες χώρες, στην Ευρώπη ή στον Καναδά. Η εγκαθίδρυση παραγωγής σε αγορές του
εξωτερικού υποκινείται είτε γιατί οι αµερικανικές επιχειρήσεις διείδαν ευκαιρίες µείω-
σης του κόστους παραγωγής και διανοµής, ή γιατί διαισθάνθηκαν ότι απειλείται η θέση
τους στην εγχώρια αγορά λόγω αυξανόµενου διεθνούς ανταγωνισµού. Η παραγωγή στην
Ευρώπη καλύπτει ανάγκες που πριν ικανοποιούντο από αµερικανικές εισαγωγές, µε α-
ποτέλεσµα η καµπύλη των αµερικανικών εξαγωγών να αρχίζει να πέφτει. Οι εξαγωγές
των αµερικανικών µητρικών εργοστασίων αρχίζουν πλέον να προσανατολίζονται προς
τις λιγότερο αναπτυγµένες χώρες. Στην τρίτη φάση, τα θυγατρικά εργοστάσια των αµε-
ρικανικών πολυεθνικών στην Ευρώπη αρχίζουν να εξάγουν στις λιγότερο ανεπτυγµένες
χώρες υποκαθιστώντας τις εισαγωγές προϊόντων των µητρικών εργοστασίων µε αποτέ-

13
λεσµα η καµπύλη των αµερικανικών εξαγωγών να πέφτει ακόµα περισσότερο. Στην τέ-
ταρτη φάση, τα ευρωπαϊκά εργοστάσια εξάγουν προϊόντα στις ΗΠΑ µετατρέποντάς τες
από καθαρούς εξαγωγείς σε καθαρούς εισαγωγείς των προϊόντων αυτών. Στην πέµπτη
τέλος φάση, η πλήρης τυποποίηση της παραγωγής επιτρέπει τη µετεγκατάστασή της
στις χώρες χαµηλού κόστους οι οποίες εξάγουν τα προϊόντα στις αγορές των ΗΠΑ και
της Ευρώπης. Φθάνουµε έτσι στο γνωστό σε όλους σήµερα φαινόµενο, ο Αµερικανός ή
Ευρωπαίος καταναλωτής να αγοράζει προϊόντα «δικών του» πολυεθνικών (πχ αθλητικά
παπούτσια της Αµερικανικής NIKE, ή συσκευές τηλεόρασης της Ολλανδικής Philips)
που όµως έχουν εισαχθεί στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη από εργοστάσια παραγωγής και
τοπικά δίκτυα υπεργολάβων των αντίστοιχων εταιριών στη Μαλαισία και στην Κίνα α-
ντίστοιχα.

Σύµφωνα µε τον Coffey (1997), o νέος ∆ΚΕ έχει από τα µέσα της δεκαετίας του 1980 και
µετά αρχίσει να διαφοροποιείται κάτω από την επίδραση ενός «νεότερου νέου ∆ΚΕ»
(newer New International Division of Labour). Ο νεότερος αυτός Ν∆ΚΕ δεν υποκαθιστά
τον Ν∆ΚΕ, αλλά συνυφαίνεται οργανικά µαζί του οδηγώντας τον όµως σε ορισµένες επι-
µέρους διαφοροποιήσεις όπως: Πρώτο, οι επιχειρήσεις των ανεπτυγµένων χωρών αρχί-
ζουν να εκµεταλλεύονται τα αποθέµατα φθηνότερης εργασίας της ηµιπεριφέρειας ή/και
της περιφέρειας όχι µόνο µέσω των άµεσων κεφαλαιακών επενδύσεων σε εργοστάσια-
παραρτήµατα (σε φυσική δηλαδή βιοµηχανική παραγωγή), αλλά και µέσω της εγκαθί-
δρυσης δικτύων υπεργολαβικών σχέσεων µε αυτόνοµες τοπικές επιχειρήσεις που ιδρύο-
νται για το σκοπό αυτό (βλ. παρακάτω). ∆εύτερο, εκτός απ’ την βιοµηχανική παραγωγή
αρχίζουν να αποκεντρώνονται στις λιγότερο ανεπτυγµένες χώρες και ορισµένες τριτογε-
νείς δραστηριότητες του κέντρου και κυρίως υπηρεσίες γραµµατειακής υποστήριξης
(back-office services). Oι δραστηριότητες αυτές είναι έντασης εργασίας και περιλαµβά-
νουν εισαγωγή δεδοµένων ή επεξεργασία κειµένων σε ΗΥ για λογαριασµό µεγάλων
γραφείων διεθνών συµβούλων, µεγάλων Τραπεζών κλπ, ενηµέρωση αρχείων πελατών
για λογαριασµό ασφαλιστικών εταιριών, κρατήσεις εισητηρίων αεροπορικών εταιριών
και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες για λογαριασµό των τριτογενών επιχειρήσεων του ανε-
πτυγµένου κόσµου. Η εργασία που απαιτείται στις δραστηριότητες αυτές είναι επανα-
λαµβανόµενη εργασία ρουτίνας, χαµηλής ειδίκευσης και χαµηλού κόστους και τεχνικά
µπορεί να πραγµατοποιηθεί από απόσταση (tele-working). Αρκεί ένας µικρός χώρος,
ένας ΗΥ και µια τηλεφωνική γραµµή µε modem. Όπως και στην περίπτωση της αποκέ-
ντρωσης της φυσικής βιοµηχανικής παραγωγής από τις χώρες του κέντρου στην ηµιπε-
ριφέρεια και περιφέρεια του παγκόσµιου οικονοµικο-γεωγραφικού χώρου, έτσι και η
αποκέντρωση των υπηρεσιών γραµµατειακής υποστήριξης υπακούει σε τρία βασικά κί-
νητρα: (α) Την επίτευξη αριθµητικής ευλυγισίας των επιχειρήσεων του κέντρου µέσω
της ρύθµισης της έντασης των δικτυακών συναλλαγών έτσι ώστε η παραγωγή έργου να
ανταποκρίνεται στις αυξοµειώσεις της ζήτησης για τις συγκεκριµένες αυτές υπηρεσίες,
(β) τη µείωση των αναγκών των επιχειρήσεων του κέντρου για επενδύσεις πάγιου κεφα-
λαίου σε εγκαταστάσεις και εξοπλισµούς και (γ) την εκµετάλλευση της φθηνής εργατι-
κής δύναµης των λιγότερο ανεπτυγµένων χωρών. Τρίτο, ορισµένες Νέες Βιοµηχανικές
Χώρες της ηµιπεριφέρειας αρχίζουν να πραγµατοποιούν ΞΑΕ σε γειτονικές τους χώρες
ακόµα πιο χαµηλού κόστους. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελούν η Ν. Κορέα και η
Ταϊβάν. Λόγω της αύξησης του κόστους εργασίας στις χώρες αυτές, πολλές βιοµηχανικές
τους επιχειρήσεις αποκεντρώνουν τις τυποποιηµένες φάσεις της παραγωγής τους (είτε
µέσω δηµιουργίας εργοστασίων-παραρτηµάτων, είτε µέσω σύναψης υπεργολαβικών
συµφωνιών) σε χώρες όπου το κόστος εργασίας διατηρείται ακόµα σε πολύ χαµηλά επί-
πεδα, όπως πχ στην Ταϋλάνδη και στην Ινδονησία.7 Τέταρτο, παρατηρείται µια όλο και

7Για παράδειγµα, ενώ ένας έµπειρος τυπικός βιοµηχανικός εργάτης στην Ν.Κορέα κοστίζει στην επιχείρηση
3,60 δολ. ΗΠΑ την ώρα, στην Ινδονησία στοιχίζει 2,90 δολ. ΗΠΑ την ηµέρα (8 ώρες), δηλαδή σχεδόν 10
φορές φθηνότερα (Coffey 1997: 56).

14
εντεινόµενη ροή ΞΑΕ µεταξύ των χωρών του κέντρου.8 Το πλέον χαρακτηριστικό παρά-
δειγµα αποτελεί η Ιαπωνία της οποίας ένα διαρκώς αυξανόµενο ποσοστό ΞΑΕ κατευθύ-
νεται σε χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ. Η τάση αυτή αναπροσανατολισµού της γεω-
γραφικής κατεύθυνσης των επενδύσεων είναι απόροια δύο γενικότερων εξελίξεων: (α)
της συγκριτικής αύξησης του κόστους παραγωγής σε αρκετές νέες βιοµηχανικές χώρες
της ηµιπεριφέρειας, όπως και πιο πάνω σηµειώθηκε, και (β) της ύπαρξης εργατικού δυ-
ναµικού σε ορισµένες περιοχές των ανεπτυγµένων χωρών που είναι φθηνότερο από αυ-
τό άλλων ανεπτυγµένων χωρών.9

Ας σηµειωθεί όµως ότι δεν είναι µόνο οι παράγοντες κόστους που έχουν οδηγήσει σε γε-
ωγραφικό αναπροσαντολισµό των ΞΑΕ ανάµεσα στις χώρες του κέντρου, αλλά και οι
στρατηγικές διείσδυσης των ξένων επιχειρήσεων στις εθνικές αγορές των χωρών υποδο-
χής και η αποφυγή των διάφορων δασµολογικών και άλλων εµπορικών εµποδίων. Σύµ-
φωνα µε τον Krugman (1995) η στρατηγική διείσδυσης Ιαπωνικών πολυεθνικών στην
Αµερικανική οικονοµία υπακούει σε αυτά τα κίνητρα. Σύµφωνα µε συντηρητικές από-
ψεις νέο-προστατευτισµού, η συνεχιζόµενη εισροή Ιαπωνικών επενδύσεων στις ΗΠΑ θα
οδηγήσει σταδιακά στη µετατροπή πολλών Αµερικανικών βιοµηχανιών σε «εργοστάσια-
κατσαβιδιού» (screwdriver plants) στα οποία χαµηλόµισθοι Αµερικανοί εργάτες θα συ-
ναρµολογούν γιαπωνέζικα προϊόντα.

Τα διεθνή υπεργολαβικά δίκτυα αποτελούν την πιο πρόσφατη µορφή γεωγραφικά διά-
χυτης δικτυακής εκβιοµηχάνισης στα πλαίσια των εντεινόµενων τάσεων οικονοµικής
παγκοσµιοποίησης. Ουσιαστικά πρόκειται για µια νέα δυναµική παγκόσµιας χωρο-
βιοµηχανικής οργάνωσης όπου παράλληλα µε τις πολυεθνικές επιχειρήσεις αναδύονται
πολυεθνικά δίκτυα επιχειρήσεων ή «επιχειρήσεις-χταπόδια» που τα «πλοκάµια» τους
αποτελούνται από δίκτυα προµηθευτών και υπεργολάβων εγκατεστηµένων στις λιγότε-
ρο ανεπτυγµένες χώρες.

Τα υπεργολαβικά αυτά δίκτυα οργανώνονται και συντονίζονται από επιχειρήσεις-


εντολείς του ανεπτυγµένου κόσµου, οι οποίες µοιάζουν µε τις πολυεθνικές επιχειρήσεις
κατά το ότι δραστηριοποιούνται και σε άλλες χώρες πέρα απ’ τη χώρα καταγωγής τους.
∆ιαφέρουν όµως παράλληλα απ’ αυτές στο ότι πρώτον είναι πολύ µικρότερου µεγέθους
(µερικές απασχολούν µερικές εκατοντάδες µόνο εργαζόµενους) και δεύτερον στο ότι δεν
είναι ιδιοκτήτες φυσικών παραγωγικών εγκαταστάσεων αλλά χρησιµοποιούν την φυσική
παραγωγή άλλων, αυτόνοµων τοπικών επιχειρήσεων-υπεργολάβων σε χώρες της ηµιπε-
ριφέρειας και της περιφέρειας. Στην προσπάθειά τους να αποδεσµεύουν όλο και περισ-
σότερο κεφάλαιο από την άµεση «φυσική παραγωγή» προκειµένου να χρηµατοδοτούν
τις διαρκώς αυξανόµενες ανάγκες τους σε Ε&Α, σχεδιασµό, προώθηση, διαφήµηση, α-
πόκτηση στρατηγικής πληροφορίας, κλπ, οι επιχειρήσεις του κέντρου συγκροτούν διε-
θνή υπεργολαβικά δίκτυα µε επιχειρήσεις των λιγότερο αναπτυγµένων χωρών στις ο-
ποίες µεταβιβάζουν τα κόστη και τα ρίσκα της φυσικής παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα δι-
ατηρούν τον στρατηγικό έλεγχο των παραγωγικών τους αλυσίδων. Τα δίκτυα αυτά µπο-
ρεί να διακλαδίζονται σε ιεραρχικά δοµηµένα υπεργολαβικά επίπεδα που µπορεί να κα-
ταλήγουν και σε σπίτια-εργαστήρια παραγωγής µε το κοµµάτι (φασόν).

8 Σύµφωνα µε υπάρχοντα στοιχεία, το 1991 πχ επιχειρήσεις ξένων συµφερόντων (βρετανικών, ολλανδικών


και ιαπωνικών) κατείχαν πάνω από το 13% των συνολικών µεταποιητικών κεφαλαίων των ΗΠΑ, το 50% της
παραγωγής καταναλωτικών ηλεκτρονικών ειδών, το 33% της παραγωγής της χηµικής βιοµηχανίας, το 20%
της αυτοκινητοβιοµηχανίας, το 70% της βιοµηχανίας ελαστικών και το 50% της βιοµηχανίας παραγωγής
φίλµ και εγγραφής µέσων αναπαραγωγής ήχου (Barnet & Cavanagh 1994).
9 Στις ΗΠΑ, µικρές πόλεις των Νότιων περιφερειών όπως πχ η Alabama και το Dothan διαθέτουν εργατικό

δυναµικό υψηλής παραγωγικότητας, χαµηλού επιπέδου συνδικαλιστικής οργάνωσης και κόστους πολύ µι-
κρότερου από το αντίστοιχο εργατικό δυναµικό µεγάλων πόλεων της Γερµανίας ή της Ιαπωνίας. Για παρά-
δειγµα, στο εργοστάσιο που έχει ιδρύσει η γνωστή γερµανική αυτοκινητοβιοµηχανία BMW στη Νότια Κα-
ρολίνα των ΗΠΑ, ο µέσος εργατικός µισθός είναι 12 δολ. την ώρα, αντί για 28 δολ. την ώρα που είναι ο µέ-
σος µισθός του Γερµανού εργάτη της επιχείρησης, δηλαδή σχεδόν 2,5 φορές φθηνότερα (Coffey 1997: 57).

15
Μέσω στρατηγικών διεθνούς υπεργολαβικής δικτύωσης, οι επιχειρήσεις-εντολείς του
κέντρου επιτυγχάνουν πολλαπλούς ταυτόχρονα στόχους: (α) Μειώνουν τις απαιτήσεις
τους σε πάγιο και µεταβλητό κεφάλαιο δηµιουργώντας κεφαλαιακά αποθέµατα για χρη-
µατοδότηση πιο κρίσιµων εταιρικών δραστηριοτήτων. (β) Μέσω του ελέγχου της έντα-
σης των υπεργολαβιών που συντονίζουν, επιτυγχάνουν αυξηµένο επίπεδο αριθµητικής
ευελιξίας σε ανταπόκριση µε τις αυξοµειώσεις της διεθνούς ζήτησης για τα προϊόντα
τους. (γ) Μεταβιβάζουν τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κόστη της φυσικής παραγωγής
σε χώρες όπου το δικαίωµα στην έστω και χαµηλά αµοιβόµενη υπεργολαβική εργασία
έχει πολύ µεγαλύτερη κοινωνική σηµασία πχ από την προστασία του περιβάλλοντος ή
την τήρηση της εργασιακής νοµοθεσίας. Μεταβιβάζουν, έτσι, τις εντάσεις και τις συ-
γκρούσεις που συνεπάγεται η βιοµηχανική ανάπτυξη στις λιγότερο ανεπτυγµένες χώρες
των υπεργολαβικών επιχειρήσεων. Η διεθνοποίηση των κεφαλαιαγορών και οι νέες τε-
χνολογίες έχουν κάνει πολύ πιο εύκολο το δρόµο της διεθνούς λειτουργίας και δικτύωσης
των κεντρικών επιχειρήσεων µε υπεργολάβους-παραγωγούς διάσπαρτους σε διάφορους
τόπους του πλανήτη. Η έκταση των διεθνών αυτών υπεργολαβικών δικτύων είναι τέτοια,
που ορισµένοι αναλυτές διερωτώνται για το εάν η µεγάλη πολυεθνική επιχείρηση, µε τον
τρόπο που την ξέραµε µέχρι σήµερα, έχει µέλλον στη διαµορφούµενη νέα οικονοµία των
δικτύων (Barff 1996: 61-2).

Η παγκόσµια εικονική γεωγραφία των ροών ενάντια στην πραγµατική γεω-


γραφία των τόπων;

Σηµαντική συµβολή στην επιστηµονική συζήτηση για την οικονοµική γεωγραφία των
παγκόσµιων αλλαγών που συνδέονται µε την αναδιάρθρωση του αναπτυγµένου καπιτα-
λισµού, αποτελεί η προσέγγιση του Castells (1996). Κεντρικό στοιχείο στην προβληµατι-
κή του είναι η τεχνολογική αλλαγή η οποία οδηγεί σε ένα νέο κοινωνικό µόρφωµα, τον
λεγόµενο «πληροφοριακό καπιταλισµό» (informational capitalism) που τείνει σταδιακά
να αντικαταστήσει παλαιότερους τρόπους ανάπτυξης όπως ο αγροτικός και ο βιοµηχα-
νικός. Στον πληροφοριακό τρόπο ανάπτυξης, η αύξηση του πλεονάσµατος βασίζεται στη
βελτίωση της ποιότητας της ανθρώπινης γνώσης ως πηγής δηµιουργίας νέας γνώσης και
καινοτοµικής ικανότητας (βλ. Feldman 1994, Edquist et al. 2001). O πληροφοριακός
τρόπος ανάπτυξης συνοδεύεται από σηµαντικές κοινωνικές αλλαγές τόσο στον τρόπο
οργάνωσης της παραγωγής, όσο και στις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις. Οι αλλαγές
αυτές µε τη σειρά τους δεν µπορούν να ικανοποιηθούν στα παλαιά γεωγραφικά πλαίσια
του βιοµηχανικού καπιταλισµού της φορντικής περιόδου και για το λόγο αυτό οδηγούν
σε γεωγραφικές αλλαγές που διαµορφώνουν νέα τοπία ανισότητας στην παγκόσµια οι-
κονοµική και κοινωνική γεωγραφία της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Ο επιστηµονικο-τεχνικός πυρήνας του νέου πληροφοριακού τρόπου ανάπτυξης βρίσκε-


ται στην µικροηλεκτρονική τεχνολογία και την τεχνολογία των υπολογιστών (Castells
1996: 12). Καρδιά αυτής της τεχνολογίας είναι η τεχνολογία του µικροεπεξεργαστή. Η
γεννετική αυτή τεχνολογία οδηγεί σε νέες βιοµηχανικές εφαρµογές όπως είναι οι εφαρ-
µογές CAD/CAM/CAE, τα ευέλικτα εργοστασιακά συστήµατα και οι βιοµηχανικοί αυτο-
µατισµοί που βασίζονται στη ροµποτική, καθώς και οι «προηγµένοι αυτοµατισµοί γρα-
φείου» (advanced office automations). Παράλληλη εξέλιξη παρατηρείται στις τεχνολογί-
ες νέων υλικών, στις τεχνολογίες υπερεπεξεργαστών, στις τεχνολογίες laser, τις τεχνολο-
γίες ανανεώσιµων πηγών ενέργειας καθώς και στις τεχνολογίες που σχετίζονται µε τη
γεννετική µηχανική, τη µοριακή βιολογία και τη βιοτεχνολογία. O «σκληρός πυρήνας»
της επεξεργασίας πληροφοριών συντίθεται από γνώση η οποία συγκροτεί και δίνει νόη-
µα στη µάζα της πληροφορίας που απαιτείται για τη διαχείριση των σύνθετων οργανώ-
σεων και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η πληροφορία, αποτελεί ακό-
µα τον συνδετικό ιστό µεταξύ παραγωγής (προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών) και κα-

16
τανάλωσης (ζήτησης) στο «έδαφος» των γιγαντιαίων παγκοσµιοποιηµένων αγορών. Το
κράτος πρόνοιας, έχοντας διαµορφώσει ένα γιγάντιο δίκτυο πληροφοριακών υποδοµών,
διευκόλυνε την εξέλιξη αυτή. Όµως, δεν µπορεί πλέον να ανταπεξέλθει στις νέες συνθή-
κες του πληροφοριακού τρόπου ανάπτυξης και προβαίνει σε αναδιαρθρώσεις επανα-
προσανατολίζοντας το ρόλο του µέσα από δηµόσιες επενδύσεις σε γνώση, δηλαδή επεν-
δύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο (Castells 1996: 20).

Η βασισµένη στις νέες τεχνολογίες παγκόσµια καπιταλιστική αναδιάρθρωση, παρουσιά-


ζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά (Castells 1996: 23 κ.ε.):

• Αποκόµιση από το κεφάλαιο µεγαλύτερου ποσοστού υπεραξίας και ποσοστού


κέρδους.
• Αύξουσα συγκέντρωση των διαδικασιών δηµιουργίας γνώσης και λήψης αποφά-
σεων.
• Αύξουσα ευελιξία του συστήµατος και των σχέσεων ανάµεσα στα τµήµατά του.
• Αλλαγή του χαρακτήρα και του ρόλου της κρατικής παρέµβασης. Παρατηρείται
µια γενικότερη στροφή από κοινωνικές αναδιανεµητικές πολιτικές (Κεϋνσιανι-
σµός) σε πολιτικές ενίσχυσης της αγοράς και της ιδιωτικής επιχειρηµατικής πρω-
τοβουλίας (µονεταρισµός, νεοφιλελευθερισµός).
• Επιταχυνόµενη οικονοµική παγκοσµιοποίηση µε στόχο το άνοιγµα νέων αγορών
και την αύξηση των καπιταλιστικών κερδών. Πρακτικά συτό σηµαίνει: (α) ∆ηµι-
ουργία ευνοϊκών όρων επένδυσης και παραγωγής οπουδήποτε στον κόσµο (οµοι-
ογενοποίηση των συνθηκών παραγωγής, ανταλλαγής και κυκλοφορίας του κεφα-
λαίου). (β) Μέσω της παγκοσµιοποίησης των επενδυτικών ευκαιριών, αύξηση του
ρυθµού κύκλισης του κεφαλαίου. (γ) ∆ηµιουργία νέων προϊόντων και άνοιγµα
νέων αγορών καθώς και ενοποίηση πρώην διάσπαρτων αγορών, πράγµα που ο-
δηγεί στην οριζόντια οµοιογενοποίηση των αγορών µε κάθετη διαφοροποίηση
των κοινωνιών. (δ) Ενταση του οικονοµικού ανταγωνισµού µεταξύ επιχειρήσεων,
περιφερειών και χωρών.
• Μετατόπιση του κέντρου βάρους από τις µεγάλες ιεραρχικά διαρθρωµένες επι-
χειρήσεις σε αποκεντρωµένα δίκτυα επιχειρήσεων. Τα δίκτυα αυτά: (α) Υλοποι-
ούν τυπικές ή/και άτυπες σχέσεις µεταξύ επιχειρήσεων που µειώνοντας τα ατο-
µικά κόστη παραγωγής µέσω επίτευξης εξωτερικών οικονοµιών, αυξάνουν την
κερδοφορία του κεφαλαίου συνολικά. (β) Παρέχουν τη βάση δηµιουργίας στρα-
τηγικών συµµαχιών µεταξύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων που αποτελούν τη
«σπονδυλικλή στήλη» της νέας παγκοσµιοποιούµενης οικονοµίας.

Το τελευταίο αυτό σηµείο, αποτελεί το βασικό εξηγητικό στοιχείο της νέας παγκόσµιας
γεωγραφίας της παραγωγής και της ανάπτυξης κατά τον Castells. Τα δίκτυα που συ-
γκροτούνται µε βάση τις νέες τεχνολογίες πληροφορικής, παρέχουν την οργανωτική
πλατφόρµα για την µετατροπή των υλικών γεωγραφικών χώρων της παραγωγής σε άϋ-
λους χώρους ροών πληροφορίας και εξουσίας που συνθέτουν το νέο ευέλικτο σύστηµα
παραγωγής και διαχείρισης (Castells 1996: 32). Βασικό στοιχείο αυτής της νέας πραγµα-
τικότητας είναι η µείωση της σηµασίας του «τόπου» στη χωροθέτηση των δραστηριοτή-
των. Οι ιδιαίτερες ταυτότητες των επιµέρους γεωγραφικών τόπων υποτάσσονται στην
«α-χωρική» (spaceless) λογική των εταιρικών δικτυακών ροών πληροφορίας µεταξύ
τους (Castells 1996: 71). Οι εταιρίες, όντας πολύ περισσότερο εξαρτηµένες από άϋλα δί-
κτυα πληροφοριακών ροών και λιγότερο από τοπικές γεωγραφικές συνθήκες, παρουσιά-
ζουν το φαινόµενο της «αποεδαφικοποίησης» (de-territorialization), της απεξάρτησης
από συγκεκριµένους τόπους. Η χωροθέτησή τους µπορεί δυνητικά να γίνεται σε οποια-
δήποτε περιοχή του πλανήτη, φθάνει αυτή να καλύπτεται επαρκώς από το πληροφορια-
κό δίκτυο. Οι περιοχές υψηλά ειδικευµένης εργασίας και καινοτοµικού τεχνολογικού πε-
ριβάλλοντος θα εξακολουθούν να αποτελούν προνοµοιακούς τόπους χωροθέτησης των

17
στρατηγικών λειτουργιών σχεδιασµού, έρευνας και ανάπτυξης των επιχειρήσεων
(Castells 1996: 72). Oµως οι διαδικασίες συµβατικής παραγωγής µπορούν πλέον να χω-
ροθετούνται πρακτικά οπουδήποτε φθάνει να εξασφαλίζουν πρόσβαση σε κατάλληλες
αγορές εργασίας και υπηρεσίες υποστήριξης, πράγµα που γίνεται σήµερα δυνατό µε τη
βοήθεια των νέων πληροφοριακών τεχνολογιών.

Ο Castells (1996: 73) διακρίνει τα εξής στοιχεία καταµερισµού εργασίας στο εσωτερικό
των επιχειρήσεων: (α) εργασίες έρευνας και σχεδιασµού έντασης γνώσης και πληροφο-
ρίας, (β) προηγµένες λειτουργίες παραγωγής, (γ) ανειδίκευτη εργασία συναρµολόγησης
µερών και εξαρτηµάτων, και (δ) διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου των τελικών προϊόντων.
Κάθε «κρίκος» της παραγωγικής αλυσίδας αντιστοιχεί σ’ ενα ξεχωριστό τεχνολογικό,
εργασιακό και οργανωτικό περιβάλλον, το οποίο µε τη σειρά του παραπέµπει σε µια α-
ντίστοιχη τυπολογία-ιεραρχία χώρων κατάλληλων για τη χωροθέτηση των ξεχωριστών
αυτών κρίκων. Οι χώροι αυτοί, ωστόσο, δεν είναι απόλυτα διακριτοί µεταξύ τους όπως
τις προηγούµενες περιόδους φορντικής βιοµηχανικής οργάνωσης. Αποτελώντας «κόµ-
βους» ενός πλανητικού πλέον πληροφοριακού δικτύου, χάνουν τα συγκεκριµένα υλικά
προσδιοριστικά τους στοιχεία που σχετίζονται µε τη γεωγραφική ταυτότητα του συγκε-
κριµένου τόπου. Ετσι, τα πραγµατικά χωροθετικά µορφώµατα της ανάπτυξης του πλη-
ροφοριακού καπιταλισµού, παραµένουν εξαιρετικά ευέλικτα και ευµετάβλητα, καθώς
προσδιορίζονται όχι τόσο από τις υλικές χωρικές εξαρτήσεις της παραγωγής, όσο από τη
σχετική σηµασία των διάφορων τόπων-κόµβων του πλανητικού πληροφοριακού δικτύου.
∆ιάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι η υπερβολική έµφαση του Castells στην παγκόσµια
οικονοµική γεωγραφία των ροών σε βάρος της «τοπικοποιηµένης» γεωγραφίας της πα-
ραγωγής είναι αβάσιµη. H σφαίρα του «τοπικού» εξακολουθεί να παίζει σηµαντικότατο
ρόλο στην χωρική οργάνωση της παραγωγής παρά την παγκοσµιοποιητική και οµοιογε-
νοποιητική δυναµική των πληροφοριακών δικτύων και ροών που «εκµηδενίζουν το χώρο
µέσω του χρόνου» κατά τη γνωστή ρήση του Marx (1973), ή που συµπιέζουν την εµπει-
ρία του χωρο-χρόνου (Harvey 1989). Η κλίµακα του τοπικού, της περιφέρειας, εξακο-
λουθεί να είναι αυτή στα πλαίσια της οποίας συγκροτούνται τόσο οι εργασιακές δεξιότη-
τες, όσο και οι πολιτικές, οι θεσµοί και τα δίκτυα υποστήριξης της βιοµηχανικής δραστη-
ριότητας (Amin & Thrift 1997, Storper 1997, Scott 2000, Soja 1989). Είναι αυτή στα
πλαίσια της οποίας συγκροτούνται τα καινοτοµικά δικτυακά περιβάλλοντα που είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και υψη-
λού βαθµού ενσωµατωµένης γνώσης. Κάτω από αυτή την οπτική, το τοπικό επίπεδο υ-
λοποιεί και εκφράζει την κατακερµατισµένη χωρικότητα (spatiality) της παγκοσµιοποί-
ησης. Σε αντίθεση µε τις προβλέψεις για το «τέλος της γεωγραφίας» (O’ Brien 1992), η
γεωγραφία εξακολουθεί να κάνει τη διαφορά. Η παγκοσµιοποιηµένη γεωγραφία των
ροών δεν υποκαθιστά την τοπικοποιηµένη γεωγραφία της παραγωγής, αλλά διαπλέκεται
διαλεκτικά µαζί της σε µια διαδικασία «παγκόσµιας τοπικοποίησης» (glocalization –βλ.
Swyngedouw 1992). Μια διαδικασία όπου οι παγκόσµιες διαδικασίες εκφράζονται τοπι-
κά, ενώ παράλληλα οι τοπικές διαδικασίες αποτελούν τµήµα µιας παγκόσµιας δυναµι-
κής.

Όπως έχουν δείξει σχετικές έρευνες, η παγκοσµιοποίηση των πληροφοριακών ροών δεν
είναι παρά ένας ιδεολογικός µύθος (Thrift 1996). Ένας µύθος που αποκρύπτει τις έντο-
νες οριζόντιες (γεωγραφικές) ανισότητες της κατανοµής τους και τις κάθετες (κοινωνι-
κές) διαφοροποιήσεις αυτών που έχουν πρόσβαση σε αυτές. Οι τηλεπικοινωνιακοί δο-
ρυφόροι και οι πληροφοριακές ροές διασυνδέουν ακαριαία το χρηµατιστήριο του Τόκυο
µε αυτό του Λονδίνου, της Φρανκφούρτης ή της Νέας Υόρκης, δεν φθάνουν όµως στις
ζώνες παραγκουπόλεων που περιβάλλουν τα πολυεθνικά κέντρα των Τριτοκοσµικών µη-
τροπόλεων, ούτε στις ζώνες ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισµού στο εσωτερικό των
δυτικών παγκόσµιων πόλεων (Λεοντίδου 2002). Όπως παρατηρεί ο Thrift (1996: 31),
στο παγκόσµιο ηλεκτρονικό χωριό των πληροφοριακών δικτύων και ροών υπάρχουν «η-
λεκτρονικά γκέτο», χώροι αποκλεισµού από τα οφέλη των νέων τεχνολογιών του πληρο-

18
φοριακού καπιταλισµού. Η παγκοσµιοποίηση των πληροφοριακών ροών, δεν είναι συ-
νεπώς τίποτε άλλο παρά µια επιλεκτική στρατηγική εγκλεισµού των διευθυντικών στε-
λεχών στα κέντρα ελέγχου και διαχείρισης της παγκόσµιας καπιταλιστικής οικονοµίας,
και αντίστοιχα αποκλεισµού εκείνων των µαζών που η ζωή τους δεν εµφανίζεται καν στις
επίσηµες στατιστικές – των αφανών και παρείσακτων του συστήµατος. Όπως υπογραµ-
µίζει η Massey (2000), η παγκοσµιοποίηση, πριν και πέρα απ’ όλα, είναι µια «γεωγρα-
φία της ισχύος». Αλλά ακόµα και στις ζώνες υπανάπτυξης που φθάνουν τα πληροφορια-
κά δίκτυα, οι ανισότητες ενισχύονται αντί να συγκλίνουν: Τα δίκτυα πληροφοριακών
ροών δεν επιτελούν απλά και µόνο τον προφανή τους ρόλο, την ακαριαία µεταφορά
πληροφοριών ανά τον κόσµο, αλλά και έναν ακόµα πιο σηµαντικό (αλλά αφανή) ρόλο:
Aυτόν της εκµετάλλευσης (µέσω της τηλε-εργασίας) της φθηνής ανειδίκευτης εργασίας
ενός παγκόσµιου εφεδρικού εργατικού στρατού στον τοµέα των υπηρεσιών χαµηλής
στάθµης.

Επίλογος

Η ανάλυση που προηγήθηκε έδειξε ότι για την κριτική Οικονοµική Γεωγραφία υφίστα-
ται µια ουσιαστική διαφορά ανάµεσα στον τρόπο µε τον οποίο γίνεται αντιληπτή σε α-
φηρηµένο επίπεδο µια µακροσκοπική διαδικασία – η οικονοµική παγκοσµιοποίηση –
και στον τρόπο µε τον οποίο η διαδικασία αυτή υλοποιείται σε συγκεκριµένα εδαφικά
πλαίσια. Υποστηρίζουµε ότι η οικονοµική παγκοσµιοποίηση προϋποθέτει την άρση των
εδαφικών περιορισµών στην χωρική κατανοµή της οικονοµικής δραστηριότητας – την
κατάργηση δηλαδή της συνθήκης του χώρου. Παράλληλα όµως η υλοποίηση της διαδι-
κασίας αυτής προϋποθέτει την επαναφορά της συνθήκης του χώρου στο κέντρο της
προβληµατικής – την επικέντρωση της ανάλυσης στο πλέγµα των γεωγραφικών τόπων
εγκατάστασης της παραγωγής και ελέγχου των παραγωγικών αλυσίδων που αποκαθε-
τοποιούνται και επανασυγκεντρώνονται κάτω απ’ τις ισχυρές ωθήσεις της µεταφορντι-
κής αναδιάρθρωσης και της ευέλικτης συσσώρευσης (Piore & Sabel 1984, Scott 1988,
1990). Οι τόποι αυτοί αντιπροσωπεύουν εδαφικοποιηµένους και διαφοροποιηµένους
υλικούς και άϋλους πόρους και υποδοµές πάνω στους οποίους εδράζεται κάθε οικονοµι-
κή δραστηριότητα και συνεπώς και οι παγκοσµιοποιούµενες οικονοµικές δραστηριότη-
τες. Η παγκοσµιοποίηση, συνεπώς, δεν αναιρεί την σηµασία του τοπικού, της συνθήκης
του χώρου, και σε τελική ανάλυση της γεωγραφίας, αλλά την εγγράφει ως οργανικό
στοιχείο στο «γονιδίωµά» της. Όσο και αν φαίνεται σχήµα οξύµωρο, η παγκοσµιοποίηση
ως διαδικασία υλοποιείται µόνο µέσω της «τοπικοποίησης» των παραγωγικών δραστη-
ριοτήτων και των µηχανισµών ελέγχου της παγκόσµιας οικονοµίας. Με άλλα λόγια, το
τοπικό/περιφερειακό επίπεδο, εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική γεωγραφική κλίµακα
συγκρότησης των όρων παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων
στην αρένα της οικονοµικής παγκοσµιοποίησης, καθώς και το βασικό επίπεδο άσκησης
ρυθµιστικής και συντονιστικής πολιτικής. Συνεπώς, το φαινόµενο που ονοµάσθηκε οικο-
νοµική παγκοσµιοποίηση και που µυθοποιήθηκε τόσο από τους υποστηρικτές όσο και
από τους αρνητές του, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα παγκόσµιο καλειδοσκοπικό
µόρφωµα διαφοροποιηµένων περιφερειακών δυνατοτήτων και πολλαπλών αλληλεπι-
δρώντων επιπέδων χωροοικονοµικής ανισότητας και αντιφατικότητας.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι για την κριτική Οικονοµική Γεωγραφία η παγκοσµιοποίηση
αποτελεί µια εγγενώς συγκρουσιακή διαδικασία που συνδέει διαφορετικές οικονοµίες,
κοινωνίες και γεωγραφικούς τόπους σε παγκόσµιες διαβαθµισµένες σχέσεις που εµπερι-
έχουν διαφοροποιήσεις, ανισότητες και αποκλεισµούς τόσο στην οριζόντια (γεωγραφι-
κή) όσο και στην κάθετη (κοινωνική) κατανοµή των όποιων ωφεληµάτων της. Οι σχέσεις
αυτές συγκροτούνται και οργανώνονται από εκείνες τις δυνάµεις που ελέγχουν την πα-
γκόσµια οικονοµία. Οι πάντες είναι µεν πάνω στην υδρόγειο αλλά δεν είναι οι πάντες
«παίκτες» στη νέα παγκόσµια οικονοµία (Thurow 2000: 35). Η παγκοσµιοποίηση, είναι

19
πρώτα και κύρια µια άνιση οικονοµική, κοινωνική και πολιτική γεωγραφία της ισχύος
(Massey 2000), ή, µε άλλα λόγια, η γεω-οικονοµική και γεωπολιτική εικόνα της «αυτο-
κρατορίας» --µε την έννοια των Hardt & Negri (2002). Αλλά όπως µας διδάσκει η Ιστο-
ρία, κάθε έκφραση ισχύος φέρνει εγγεγραµµένες στο «γονιδίωµά» της τις κοινωνικές
εκείνες δυναµικές που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες θα δροµολογήσουν µια πα-
γκοσµιοποίηση µε περισσότερο ανθρώπινο πρόσωπο, λιγότερες χωροκοινωνικές ανισό-
τητες και αποκλεισµούς και περισσότερη επικοινωνία µεταξύ των διαφορετικών πολιτι-
σµών, λαών και τόπων. Ισως, τότε, η παρακαταθήκη του ∆ιαφωτισµού που σήµερα βιώ-
νεται ως ουτοπία (αν όχι ως ανάθεµα από τους µετα-µοντερνιστές) να µετατραπεί σε
πραγµατικότητα. Σίγουρα, όµως, δεν θα είναι ο φονταµενταλισµός των αγορών η κινη-
τήρια δύναµη που θα βρίσκεται πίσω από έναν τέτοιο ιστορικό µετασχηµατισµό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλµπάνης Ε., Παγκοσµιοποίηση. Τροχαλία, Αθήνα 1998.


Amin S., Η Άνιση Ανάπτυξη. Καστανιώτης, Αθήνα 1976.
Amin A., Thrift N., «Globalization, Socio-Economics, Territoriality». Στο Lee & Wills,
(eds.): 147-155.
Amin A., Thrift N., (eds.), Globalization, Institutions and Regional Development in
Europe. Oxford University Press 1994.
Baran P., Η Πολιτική Οικονοµία της Ανάπτυξης. Κάλβος, Αθήνα 1977.
Barff R., «Multinational Corporations and the New International Division of Labour».
Στο Johnston, et al. (eds.): 50-62.
Barnet R.J., Cavanagh J., Global Dreams: Imperial Corporations and the New World
Order. Simon & Schuster, N.York 1994.
Bennett R., Estall R., (eds.), Global Change and Challenge: Geography for the 1990s.
Routledge, London 1991.
Βεργόπουλος Κ., Παγκοσµιοποίηση, η Μεγάλη Χίµαιρα. Ν. Σύνορα–Α.Α. Λιβάνης, Αθή-
να 1999.
Castells M., The Informational City: Information Technology, Economic Restructuring
and the Urban-Regional Process. Blackwell, Oxford 1996.
Chomsky N., Η Χειραγώγηση των Μαζών. Scripta, Αθήνα 1997.
Γκίντενς Α., Ο Κόσµος των Ραγδαίων Αλλαγών: Πώς Επιδρά η Παγκοσµιοποίηση στη
Ζωή µας. Μεταίχµιο, Αθήνα 2002.
Clark G.L., «Global Interdependence and Regional Development: Business Linkages and
Corporate Governance in World of Financial Risk». Transactions of the Institute of
British Geographers 18 (1993): 309-25.
Clegg J., «The Development of Multinational Enterprises». Στο Daniels & Lever, (eds.):
103-134.
Coffey W.J., «The Newer International Division of Labour». Στο Daniels & Lever, (eds.):
40-61.
Daniels P.W., Lever W.F., (eds.), The Global Economy in Transition. Longman, Essex
1997.
Dicken P., Global Shift: Transforming the World Economy. Paul Champan, London
1998.
Dicken P., Peck J., Tickel A., «Unpacking the Global». Στο Lee & Wills, (eds.): 158-166.
Dunford M., Kafkalas Gr., (eds.), Cities and Regions in the New Europe. Belhaven Press,
London 1992.
Dunning J.H., «Explaining Changing Patterns of International Production: In Defence of
the Eclectic Theory». Oxford Bulletin of Economics and Statistics, 41 (1979): 269-
96.
Dunning J.H., «Towards an Eclectic Theory of International Production: Some Empiri-
cal Tests». Journal of International Business Studies, 11 (1980): 9-31.

20
Dunning J.H., «The Study of International Business: A Plea for a more Interdisciplinary
Approach». Journal of International Business Studies, Fall 1989: 411-36.
Dunning J.H., «Reappraising the Eclectic Paradigm in an Age of Alliance Capitalism».
Journal of International Business Studies, third quarter 1995: 461-91.
Dunning J.H., Pearce R.D., The World’s Largest Industrial Enterprises. Gower Press,
Farnborough 1981.
Dunning J.H., (ed.), The Multinational Enterprise. Allen and Unwin. London 1971.
Edquist Ch., Rees G., Lorenzen M., Vincent-Lancrin St., Cities and Regions in the New
Learning Economy. OECD, Paris 2001.
Εµµανουήλ Α., Άνιση Ανταλλαγή. Παπαζήσης, Αθήνα 1978.
Ευθυµιόπουλος Η., Μοδινός Μ. (επιµ.), Παγκοσµιοποίηση και Περιβάλλον. Ελληνικά
Γράµµατα/ ∆ΙΠΕ, Αθήνα 2002.
Feldman M., The Geography of Innovation. Kluwer, Dortdrecht 1994.
Frank A.G., Capitalism and Underdevelopment in Latin America. Monthly Review
Press, N.York 1967.
Frobel F., Heinrichs J., Kreye O., The New International Division of Labour. Cambridge
University Press 1981.
Fuentes A., Ehrenreich B., «Women in the Global Factory». Στο Peet, (ed.): 201-15.
Furtado C., Development and Underdevelopment. University of California Press 1971.
Giddens A., The Consequences of Modernity. Polity Press, Cambridge 1990.
Giddens A., Modernity and Self-identity. Polity Press, Cambridge 1991.
Gilpin R., Η Πολιτική Οικονοµία των ∆ιεθνών Σχέσεων (Tοµ. A και Β). Gutenberg, Αθή-
να 2000.
Gray J., Απατηλή Αυγή: Οι Αυταπάτες του Παγκόσµιου Καπιταλισµού. Πόλις, Αθήνα
1999.
Hall S., Held D., McGrew D., (eds.), Η Νεωτερικότητα Σήµερα: Οικονοµία, Κοινωνία,
Πολιτική, Πολιτισµός. Σαββάλας, Αθήνα 2003.
Hamilton F.E.I., «Global Economic Change». Στο Bennett & Estall, (eds.): 80-102.
Hardt M., Negri A., Αυτοκρατορία. Scripta, Αθήνα 2002.
Harrison B., Bluestone B., The Great U-Turn: Corporate Restructuring and the Polari-
sation of America. Basic Books, N.York 1988.
Harvey D., The Condition of Postmodernity. Blackwell, Oxford 1989.
Healey M.J., Ilbery B.W., Location and Change: Perspectives on Economic Geography.
Oxford University Press 1990.
Held D., «Φιλελευθερισµός, Μαρξισµός και ∆ηµοκρατία», στο Στο Hall et.al. (eds.): 33-
98.
Henderson J., The Globalization of High-Technology Production: Society, Space and
Semiconductors in the Restructuring of the Modern World. Routledge, London
1989.
Hirst P., Thompson G., Globalization in Question. Polity Press, Oxford 1996.
Hobsbaum E., Στους Ορίζοντες του 21ου Αιώνα µετά την Εποχή των Άκρων. Θεµέλιο, Α-
θήνα 2000.
Hood N., Young S., Multinational Investment Strategies in the British Isles. A Study of
MNEs in the Assisted Areas and in the Republic of Ireland. HMSO, London 1983.
Huntington S.P., The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order, Simon &
Schuster, London 1997.
Hymer S., The International Operations of National Firms: A Study of Direct Foreign
Investment. MIT Press, Cambridge Mass. 1976.
Hymer S., The Multinational Corporation: A Radical Approach. Cambridge University
Press 1979.
Johnston R.J., Taylor P.J., Watts M.J. (eds.), Geographies of Global Change: Remap-
pring the World in the Late Twentieth Century. Blackwell, Oxford 1996.

21
Κόλλιας Χ., Ναξάκης Χ., Χλέτσος Μ. (επιµ.), Μύθοι και Πραγµατικότητα την Εποχή της
Παγκοσµιοποίησης: ∆ιεπιστηµονική Προσέγγιση. Πατάκης, Αθήνα 2003.
Κοτζιάς Ν., Παγκοσµιοποίηση: Η Ιστορική Θέση, το Μέλλον και η Πολιτική Σηµασία.
Καστανιώτης, Αθήνα 2003.
Κουρλιούρος Η., ∆ιαδροµές στις Θεωρίες του Χώρου: Οικονοµικές Γεωγραφίες της Πα-
ραγωγής και της Ανάπτυξης. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2001.
Krugman P., Geography and Trade. MIT Press, Cambridge Mass. 1991.
Krugman P., «Increasing Returns and Economic Geography». Journal of Political Econ-
omy 99 (1991a): 483-99.
Krugman P., Η Εποχή των Μειωµένων Προσδοκιών. Πόλις, Αθήνα 1995.
Krugman P., Development, Geography and Economic Theory. MIT Press, Cambridge
Mass. 1996.
Krugman P., ∆ιεθνισµός για Ευρεία Κατανάλωση. Πόλις, Αθήνα 2000.
Ladreit de Lacharriere G., La Nouvelle Division Internationale de Traveil. Droz, Geneva
1969.
Lafontaine O., Müller C., Μη Φοβάστε την Παγκοσµιοποίηση: Ευηµερία και ∆ουλειά για
Όλους. Πόλις, Αθήνα 1999.
Lee R., Wills J., (eds.), Geographies of Economies. Arnold, London 1997.
Λένιν Β.Ι., Ο Ιµπεριαλισµός, Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισµού. Θεµέλιο, Αθήνα 1976.
Λεοντίδου Λ., «Η Πόλη της Παγκοσµιοποίησης: Τοπία Εξουσίας και Εστίες Αντίστασης
στον Πλανητικό Πολιτισµό», στο Ευθυµιόπουλος & Μοδινός (επιµ.): 181-194.
Leyshon A., Thrift N., Money/Space: Geographies of Monetary Transformation. Rou-
tledge, London 1997.
Lipietz A., Le Capital et son Espace. Maspero, Paris 1977.
Lovering J., «The Restructuring Debate». Στο Peet & Thrift, (eds.): 198-223 (Vol. A).
Lundvall B-A., Johnson B., «Τhe Learning Economy». Journal of Industry Studies, Vol.
1, No 2 (1994): 23-42.
Lundvall B-A., Borras S., The Globalising Learning Economy: Implications for Innova-
tion Policy. DG XII, Commission of the European Union 1997.
Lundvall B-A., (ed.), National Systems of Innovation: Towards a Theory of Innovative
and Interactive Learning. Pinter, London 1992.
Luxemburg R., Die Akkumulation des Kapitals. Verlag Neue Kritik, Frankfurt 1970.
Mandel Ε., Υστερος Καπιταλισµός. Gutenberg, Αθήνα 1975.
Mandel E., «Capitalism and Regional Disparities». Southwest Economy and Society 1
(1976): 41-7.
Marx K., Grundrisse. Penguin books, Harmondsworth 1973.
Μασµανίδης Κ., Παγκοσµιοποίηση, Αποϋλοποίηση και Νε@ Οικονοµί@: Η Μεταµόρ-
φωση των Επιχειρήσεων και του Χώρου Εργασίας την Αυγή του 21ου Αιώνα. Εξά-
ντας, Αθήνα 2000.
Massey D., «The Geography of Power». Red Pepper, July 2000 (in redpepper archive,
http://www.redpepper.org.uk/intarch/xglobal1.html)
McGrew A., «Μια Παγκόσµια Κοινωνία;» Στο Hall et.al. (eds.): 99-176.
Μελάς Κ., Παγκοσµιοποίηση: Νέα Φάση ∆ιεθνοποίησης της Οικονοµίας, Μύθοι και
Πραγµατικότητα. Εξάντας, Αθήνα 1999.
Μπεκ Ουλ., Τι Είναι Παγκοσµιοποίηση; Καστανιώτης, Αθήνα 1999.
Μοδινός Μ., Η Αρχαιολογία της Ανάπτυξης. Πανεπ. Εκδόσεις Κρήτης 1996.
Narula R., Zanfei A., Globalization of Innovation: The Role of Multinational Enter-
prises. DRUID working paper No 03-15, 2003.
O’ Brien R., Global Financial Integration: The End of Geography. Pinter, London 1992.
Ohlin B., Interregional and International Trade. Harvard University Press, Cambridge
Mass. 1933.

22
Ohmae K., The Borderless World: Power and Strategy in the Interlinked Economy.
Harper Collins, London 1990.
Ohmae K., The End of the Nation State: The Rise of Regional Economies. Harper
Collins, London 1995.
Palloix Cr., Η ∆ιεθνοποίηση του Κεφαλαίου. Νέα Σύνορα-Α.Λιβάνης, Αθήνα 1978.
Peet R., (ed.), International Capitalism and Industrial Restructuring: A Critical Analy-
sis. Allen & Unwin, Boston 1987.
Peet R., Thrift N. (eds.), New Models in Geography: The Political-Economy Perspective.
Unwin Hyman, London 1989.
Πελαγίδης Θ., (επιµ.), Κατανοώντας την Παγκοσµιοποίηση. Παπαζήσης, Αθήνα 2000.
Piore M., Sabel C., Τhe Second Industrial Divide: Possibilities for Prosperity. Basic
Books, N.York 1984.
Ραµονέ Ι., Γεωπολιτική του Χάους. Πόλις, Αθήνα 1998.
Rostow W.W., The Stages of Economic Growth. Cambridge University Press 1960.
Ρώµας Χ.Γ., (επιµ.), Παγκοσµιοποίηση: Αισιόδοξη Προοπτική ή Απειλή; Σαββάλλας,
Αθήνα 2001.
Sassen S., The Global City: New York, London, Tokyo. Princeton University Press,
N.Jersey 1991.
Sassen S., Loosing Control? Sovereignty in an Age of Globalization. Columbia Univer-
sity Press, 1996.
Sassen S., Το Κράτος και η Παγκόσµια Πόλη. Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001.
Scott A.J., New Industrial Spaces: Flexible Production Organization and Regional De-
velopment in North America and Western Europe. Pion, London 1988.
Scott A.J., Metropolis: From the Division of Labor to Urban Form. University of Cali-
fornia Press, 1990.
Scott A.J., Regions and the World Economy: The Coming Shape of Global Production,
Competition and Political Order. Oxford University Press 2000.
Soja E., Postmodern Geographies: The Reassertion of Space in Critical Social Theory.
Verso, London 1989.
Storper M., The Regional World: Territorial Development in a Global Economy. Guil-
ford Press, N.York & London 1997.
Storper M., Walker D., The Capitalist Imperative: Territory, Technology and Industrial
Growth. Blackwell, Oxford 1989.
Swyngedouw E., «The Mammon Quest. Glocalization, Interspatial Competition and the
Monetary Order: The Construction of New Scales». Στο Dunford & Kafkalas, (eds.):
39-67.
Taylor P.J., Watts M.J., Johnston R.J., «Global Change at the End of the Twentieth Cen-
tury». Στο Johnston et al. (eds.): 1-10.
Thrift N., «A Hyperactive World». Στο Johnston et al. (eds.): 18-35.
Thurow L., Η Πυραµίδα του Πλούτου. Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνης, Αθήνα 2000.
UNDP (United Nations Development Program), Human Development Report 1997. Ox-
ford University Press 1999.
Vernon R., «International Investment and International Trade in the Product Cycle».
Quarterly Journal of Economics, 80 (1966): 190-207.
Vernon R., The Product Cycle Hypothesis in a New Intenational Environment. Oxford
Bulletin of Economics and Statistics, 41 (1979): 255-67.
Wallerstein I., The Modern World-System. Cambridge University Press 1974.
Walton J., «The Third ‘New’ International Division of Labour». Στο Walton, (ed.): 3-14.
Walton J. (ed.), Capital and Labour in the Urbanized World. Sage, London 1985.
Φρίντµαν Τ.Α., Το Lexus και η Ελιά. Ωκεανίδα, Αθήνα 2001.
Χαραλάµπης ∆., ∆ηµοκρατία και Παγκοσµιοποίηση. Ιδρυµα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα
1998.

23

View publication stats

You might also like