Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 9

OTAN HMOYN ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Ερωτήσεις:

1. Σε ποιο είδος της αφηγηματικής πεζογραφίας εντάσσεται το έργο του Κονδυλάκη, «Όταν
ήμουν δάσκαλος»; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους αυτού;
2. Σε τι μας προϊδεάζει ο τίτλος του έργου ως α) προς τη σχέση του χρόνου της αφήγησης με
αυτόν της ιστορίας; Πώς ονομάζεται η τεχνική αυτή της αφήγησης β) τον πρωταγωνιστή και
αφηγητή;
3. Να σκιαγραφήσετε τον Γιώργη και τον συνάδελφό του, με αναφορές σε συγκεκριμένα
αποσπάσματα. Να προσδιορίσετε με ποιους αφηγηματικούς τρόπους αποδίδονται ο
χαρακτήρας και ο ψυχικός τους κόσμος.
4. Στη νουβέλα περιγράφονται δύο διαφορετικές παιδαγωγικές αντιλήψεις. Ποιαν
αντιπροσωπεύει ο Γιωργής και ποιαν ο δεύτερος δάσκαλος;
5. Να προσδιορίσετε: α) ποιος αφηγείται την ιστορία και σε ποιο ρηματικό πρόσωπο και β) ποιος
«βλέπει» κυριολεκτικά ή μεταφορικά τα δρώμενα και από ποια αφηγηματική σκοπιά
(εστίαση). Δικαιολογήστε την απάντησή σας με στοιχεία από το κείμενο.
6. Να εντοπίσετε σε συγκεκριμένα χωρία ποιους αφηγηματικούς τρόπους χρησιμοποιεί κυρίως ο
συγγραφέας και πώς αυτοί λειτουργούν για τον αναγνώστη.
7. Ποιες τεχνικές χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ως προς τον χρόνο της αφήγησης;
8. Σε ποια γλώσσα επιλέγει να γράψει ο Κονδυλάκης;
9. Ποια φαίνεται να είναι η άποψή του Κονδυλάκη σχετικά με τη γλώσσα, έτσι όπως
παρουσιάζεται μέσα από το λόγια του ήρωά του, Γιωργή στις σελίδες 51-52;
10. Σε ποια σημεία διαβάζοντας την νουβέλα αυτή είχατε ευθυμήσει και γελάσει;
11. Να βρείτε κάποια ηθογραφικά στοιχεία.
12. Σε μια παράγραφο των 200 λέξεων να γράψετε τις εντυπώσεις σας από τη νουβέλα του
Κονδυλάκη.
13. Ποιες δυο παιδαγωγικές αντιλή ψεις συγκρού ονται στη νουβέλα; Να τις αντιπαραβά λλετε
με την παιδαγωγική αντίληψη στο πιο κά τω από σπασμα από το κείμενο «Η Νέα
Παιδαγωγική » του Νίκου Καζαντζά κη και το από σπασμα από το βιβλίο «Η κυρία Ντορεμί»
της Λιλίκας Νά κου.

«Η Νέα Παιδαγωγική » του Νίκου Καζαντζά κη


[…] Με τα μαγικά πά ντα μά τια, με το πολύ βουο, γεμά το μέλι και μέλισσες μυαλό , μ’ ένα κό κκινο μά λλινο
σκού φο στο κεφά λι και τσαρουχά κια με κό κκινες φού ντες στα πό δια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρού μενος,
μισό αλαφιασμένος, και με κρατού σε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μού είχε δώ σει ένα κλωνί
βασιλικό να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουρά γιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλά κι της
βά φτισή ς μου στο λαιμό .
— Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…, μουρμού ρισε και με κοίταξε με καμά ρι.
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγά ρι κι ένιωθα μέσα μου περφά νια και φό βο· μα το χέρι μου
ή ταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φού χτα του πατέρα μου κι αντρειευού μουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε,
περά σαμε τα στενά σοκά κια, φτά σαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά , στρίψαμε, μπή καμε σ’ ένα παλιό χτίρι,
με μια φαρδιά ν αυλή , με τέσσερις μεγά λες κά μαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατά νι στη μέση.
Κοντοστά θηκα, δείλιασα· το χέρι μου ά ρχισε να τρέμει μέσα στη μεγά λη ζεστή φού χτα.
O πατέρας μου έσκυψε, ά γγιξε τα μαλλιά μου, με χά δεψε· τινά χτηκα· ποτέ δε θυμό μουν να μ’ έχει χαδέψει·
σή κωσα τα μά τια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρό μαξα, τρά βηξε πίσω το χέρι του:
— Εδώ θα μά θεις γρά μματα, είπε, να γίνεις ά νθρωπος· κά με το σταυρό σου.
O δά σκαλος πρό βαλε στο κατώ φλι· κρατού σε μια μακριά βίτσα και μου φά νηκε ά γριος, με μεγά λα δό ντια,
και κά ρφωσα τα μά τια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί
φορού σε καπέλο.
— Ετού τος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φού χτα του και με παρέδωκε στο δά σκαλο.
— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κό καλα δικά μου· μην τον λυπά σαι, δέρνε τον, κά με τον ά νθρωπο.
— Έγνοια σου, καπετά ν Μιχά λη· έχω εδώ το εργαλείο που κά νει τους ανθρώ πους, είπε ο δά σκαλος κι
έδειξε τη βίτσα.
Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακό μα στη θύ μησή μου ένας σωρό ς παιδικά κεφά λια, κολλητά το ένα
πλά ι στο ά λλο, σαν κρανία· τα πιο πολλά θα ’χουν γίνει κρανία. Μα απά νω από τα κεφά λια αυτά
απομένουν μέσα μου αθά νατοι οι τέσσερις δασκά λοι.
Στην Τετά ρτη Τά ξη βασίλευε και κυβερνού σε ο Διευθυντή ς του Δημοτικού . Κοντοπίθαρος, μ' ένα γενά κι
σφηνωτό , με γκρίζα πά ντα θυμωμένα μά τια, στραβοπό δης. «Δε θωρά ς, μωρέ, τα πό δια του», λέγαμε ο ένας
στον ά λλο σιγά να μη μας ακού σει, «δε θωρά ς, μωρέ, πώ ς τυλιγαδίζουν τα πό δια του; και πώ ς βή χει; Δεν
είναι Κρητικό ς». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθή να κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα
Παιδαγωγική . Θαρρού σαμε πως θα 'ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική · μα ό ταν τον
αντικρίσαμε για πρώ τη φορά ή ταν ολομό ναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα 'ταν σπίτι. Κρατού σε ένα μικρό
στριφτό βού ρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι ά ρχισε να βγά ζει λό γο. Έπρεπε, λέει, ό ,τι μαθαίναμε να το
βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμά το κουκκίδες. Και τα μά τια μας
τέσσερα· αταξίες δε θέλει, μή τε γέλια, μή τε φωνές στο διά λειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρό μο,
ό ταν δού με παπά , να του φιλού με το χέρι. «Τα μά τια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώ ς, κοιτά χτε
εδώ !», είπε και μας έδειξε το βού ρδουλα. «Δε λέω λό για, θα δείτε έργα!» Κι αλή θεια είδαμε· ό ταν κά ναμε
καμιά αταξία ή ό ταν δεν ή ταν στα κέφια του, μας ξεκού μπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονά κια και μας
έδερνε κατά σαρκα με το βού ρδουλα· κι ό ταν βαριό ταν να ξεκουμπώ σει, μας έδινε βουρδουλιές στ' αυτιά ,
ωσό του έβγαινε αίμα.
Μια μέρα έδεσα κό μπο την καρδιά μου, σή κωσα το δά χτυλο:
— Πού είναι, κυρ δά σκαλε, ρώ τησα, η Νέα Παιδαγωγική ; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό ;
Τινά χτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βού ρδουλα.
— Έλα εδώ , αυθά δη, φώ ναξε, ξεκού μπωσε το πανταλό νι σου.
Βαριό ταν να το ξεκουμπώ σει μό νος του.
— Να, να, να, ά ρχισε να βαρά ει και να μουγκρίζει.
Είχε ιδρώ σει, σταμά τησε.
— Να η Νέα Παιδαγωγική , είπε, κι ά λλη φορά σκασμό ς!
Ήταν ό μως και πονηρού τσικος ο σύ ζυγος της Νέας Παιδαγωγική ς. Μια μέρα μας λέει: «Αύ ριο θα σας
μιλή σω για το Χριστό φορο Κολό μβο, πώ ς ανακά λυψε την Αμερική . Μα για να καταλά βετε καλύ τερα, να
κρατά ει καθένας σας κι από ένα αυγό · ό ποιος δεν έχει αυγό , ας φέρει βού τυρο!».
Ν. Καζαντζά κης, Αναφορά στον Γκρέκο,
Εκδό σεις Ελένης Ν. Καζαντζά κη
*αλαφιασμένος: ταραγμένος, τρομαγμένος *σφαγάρι: ζώο που προορίζεται για σφαγή, σφάγιο *αντρειευόμουν:
έκανα τον γενναίο *εκκλησιά του Αϊ-Μηνά: η εκκλησία του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο, όπου γεννήθηκε και
μεγάλωσε ο Ν. Καζαντζάκης *χτίρι: κτίριο *σφηνωτό: τριγωνικό, μυτερό *θωράς: βλέπεις *τυλιγαδίζουν:
τυλίγονται σαν νήμα, στραβώνουν

«Η κυρία Ντορεμί» της Λιλίκας Νά κου


[…]
ΕΝΑΣ ΜΗΝΑΣ κύ λησε χωρίς μεγά λες στεναχώ ριες. Αν εδίδασκα μό νο Γαλλικά στο Γυμνά σιο, θα τα
κατά φερνα, νομίζω, καλά . Ακό μα και οι μεγά λοι της Έκτης στην αρχή κά θονταν μαζί μου καλά . [...]
Καταλαβαίνει κανείς εύ κολα εά ν μπορού ν να ενδιαφερθού ν για το μά θημα της Ωδική ς παιδιά , σχεδό ν
ά ντρες πια, που το μεγαλύ τερο ενδιαφέρον τους στρέφεται στα ό πλα. Πώ ς να τους μά θεις τις νό τες, το
σολφέζ, χωρίς να σε πά ρουν στην κοροϊδία; [...] Α, δε θα ξεχά σω ποτέ εκείνη την περίοδο της ζωή ς μου.
Είχα χά σει τον ύ πνο μου. Τα παιδιά της έκτης δεν ή θελαν να μά θουν τις νό τες. Σχεδίαζα πά νω στον
μαυροπίνακα το πεντά γραμμο, τους έδειχνα τις νό τες, τις τραγουδού σα, τους μά θαινα το ντο-ρε-μι. Ήταν
αδύ νατο ό μως να τα πού νε σωστά . Τα 'λεγαν «κουλουρά κια».
— Ίντα μαθές είν' αυτό το στρό γγυλο στην τρίτη γραμμή ; μου φώ ναζαν περιγελαστικά .
— Κι αυτό κά τω από τις γραμμές, που μοιά ζει αβγό με ά χυρο στη μέση, ίντα 'ναι;
— Το «ντο»! απαντού σα εγώ αυστηρά , ενώ ίδρωνα από αγωνία.
[...]
Στις αρχές πή γαινα κοντά στα παιδιά , έπαιρνα το δεξί τους χέρι και τους μά θαινα πώ ς να κρατά νε το
χρό νο.
— Ένα! Δύ ο! Τρία! Τέσσερα! Ένα ολό κληρο, παιδιά , αξίζει τέσσερους χρό νους. Λοιπό ν ας αρχίσουμε ό λοι
μαζί: Ντό -ο-ο-ρέ-ε-ε-μί-ι-ι... τρεις χρό νοι... Καταλά βατε τώ ρα;
Δεκά δες μά τια με κοίταζαν περιγελαστικά . Κι ο μαθητή ς που του κρατού σα το χέρι για να βαστά το χρό νο
ή ταν ένα παλικά ρι ώ ς εκεί πά νω, ένα μέτρο κι ογδό ντα. Κι αυτό το μικροσκοπικό γυναικά ριο που ή μουν
εγώ , που ίδρωνε και ξίδρωνε για να τους μά θει τις νό τες, θα τους φαινό τανε σίγουρα πολύ γελοίο.
-Ίντα κοπελιά μά ς στείλανε για δασκά λα; Μια πιθαμή !... θα λέγανε και θα 'σκαζαν στα γέλια.
Και δώ σ' του εμένα να τρέχει ο ίδρωτας. Μό λις έβγαινα απ' την τά ξη, έπρεπε να πά ω τρεχά λα στο δωμά τιό
μου ν' αλλά ξω πουκά μισο, γιατ' ή μουν μουσκίδι. Κέρδιζα δηλαδή το ψωμί μου ό χι απλώ ς με τον ιδρώ τα
του προσώ που μου, ό πως λέει το ρητό , αλλά με ποτά μι από ιδρώ τα.
Οι πιο μεγά λοι της τά ξης, που θα ή ταν 24 ώ ς 25 χρονώ ν, αυτοί κά θονταν στα τελευταία θρανία.
Ξαπλώ νονταν εκεί και διά βαζαν μαθηματικά ή ό ,τι ά λλο δείχνοντας ολοφά νερα την αδιαφορία, την
προπέτειά τους σε μένα και στο μά θημα που δίδασκα. Αυτό με πλή γωνε περισσό τερο απ' ό λα. Τους έκαμα
πολλές φορές παρατή ρηση γι' αυτό και τους είπα να μην έρχονται στην τά ξη.
— Ερχό μαστε μονά χα για να μη μας βά λεις απουσία, απά ντησαν με αναίδεια. Αυτό μας έλειπε τώ ρα, να
ξελαρυγγιαζό μαστε με τα κουλουρά κια που γρά φεις αυτού στο μαυροπίνακα...
Μια μέρα που έμπαινα στην τά ξη, ένας απ' αυτού ς τους μεγά λους, σηκώ θηκε, μ' έδειξε στους ά λλους με το
δά χτυλο και φώ ναξε γελώ ντας:
— Να την! Έρχεται η κυρία Ντορεμί!...
Όλη η τά ξη ά ρχισε τό τε να κά νει καζού ρα και να φωνά ζει:
— Η κυρία Ντορεμί! Η κυρία Ντορεμί!...
[...]
— Ε, καλημέρα παιδιά , καλημέρα... Ωραίο ό νομα μου χαρίσατε, τρεις ό μορφους ή χους μουσική ς... Τί
καλύ τερο απ' αυτό ! Έτσι δε θα με ξεχά σετε εύ κολα, ό ταν φύ γω από την Κρή τη...
Τό τε ένας νέος σηκώ θηκε ά ξαφνα και με ρώ τησε:
— Γιατί το λέτε, αυτό , δεσποινίς Μακρή ; Δεν πρό κειται να μας φύ γετε, πιστεύ ω.
— Αν εξακολουθή σετε να μου φέρνεστε έτσι, θα ζητή σω εξά παντος από το Υπουργείο να με μεταθέσουν
κά που αλλού ...
Τό τε ο νέος γύ ρισε προς τους συμμαθητές του και τους φώ ναξε αγαναχτισμένος:
— Βλέπετε τί βλά κες που είστε; Θα την κά μετε τη γυναίκα να πά ρει τα μά τια της και να φύ γει από τον
τό πο μας! Ντροπή μας! Αυτή φταίει αν το μά θημα της μουσική ς θεωρίας δε σας ενδιαφέρει; Τέτοιο είναι το
πρό γραμμα του Υπουργείου!... Τί θέλετε να κά μει αυτή ; Ν' αλλά ξει το πρό γραμμα; Μια φορά που είχαμε κι
εμείς την τύ χη να μας φέρουν καλή δασκά λα, της φερνό μαστε σαν ά γριοι! Ναι, ντροπή μας!...
Είχε επιβολή αυτό ς ο νέος στους συμμαθητές του, καθώ ς φαίνεται, γιατί αμέσως σώ πασαν οι ά λλοι.
[πηγή : Λιλίκα Νά κου, Η κυρία Ντορεμί, Δωρικό ς, Αθή να 1997, σ. 67-70]
Απαντήσεις ερωτήσεων λογοτεχνικού βιβλίου ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
1. Είναι μια νουβέλα. Ως προς την έκταση η νουβέλα τοποθετείται ανάμεσα στο διήγημα και το
μυθιστόρημα (εκτενές διήγημα). Ως προς τα θέματα, αναφέρεται κυρίως σε γεγονότα της εποχής,
κατά την οποία γράφεται. Κύριο γνώρισμά της αποτελεί το ότι το κέντρο βάρους αφορά στο
ηθογραφικό και ψυχογραφικό μέρος και λιγότερο στην πλοκή και στα επεισόδια της αφήγησης.
2α) Ο αφηγητής διηγείται κάτι που του συνέβη στο παρελθόν. Προφανώς, σε μια προχωρημένη
κάπως ηλικία, αφηγείται τα γεγονότα που του συνέβησαν όταν, σε μικρότερη ηλικία, υπηρέτησε ως
δάσκαλος σε ένα απομονωμένο χωριό της Κρήτης. Η τεχνική αυτή ονομάζεται αναδρομή στο
παρελθόν (αναδρομική αφήγηση).
β)Επειδή το ρήμα στον τίτλο είναι στο πρώτο πρόσωπο ενικού, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι
ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
3. Ο Γιώργης
Ειλικρινής, αυθόρμητος αλλά και αδιάφορος. Συνεπαρμένος από το πάθος του για το κυνήγι και τον
έρωτα. Καλοδιάθετος, κερδίζει τη συμπάθεια των μαθητών και των προϊσταμένων του, παρόλο που
με αστεία ή και υποκριτικά τεχνάσματα προσπαθεί να καλύψει την άγνοια και την αδιαφορία που τον
χαρακτηρίζει. Παρουσιάζεται διαρκώς αφηρημένος, εκτός τόπου και χρόνου, παρορμητικός, με
ελαφρότητα στην αντιμετώπιση των καταστάσεων, που δεν θα την δικαιολογούσε κανείς πειστικά,
αποδίδοντάς την μόνο στο νεαρό της ηλικίας του.

Ο παλαιός συνάδελφος
Ο «πρώην δημοδιδάσκαλος» διαγράφεται ως ανασφαλής και αδύναμος τύπος ανθρώπου. Ο
αφηγητής τού δίνει το υποτιμητικό παρατσούκλι «μπάρκας», δηλαδή Αιθίοπας, εξαιτίας του
μελαμψού χρώματος της εξωτερικής του εμφάνισης. Σε άλλο σημείο τον αποκαλεί, για τον ίδιο λόγο,
Οθέλλο. Σε πολλά σημεία του κειμένου παρουσιάζεται ως δειλός και ραδιούργος, «χαιρέκακος»
σύμφωνα με τον Γιώργη. Η νουβέλα ολοκληρώνεται με τη σκηνή της αυτοκτονίας του «μπάρκα»,
αποτέλεσμα της ταραχώδους επαγγελματικής ζωής του, κυρίως όμως της έντονης ερωτικής του
απογοήτευσης. Η αδυναμία του να επικοινωνήσει ουσιαστικά με τον περίγυρό του τον οδηγεί σε
αναπάντεχη ψυχική φόρτιση και τελικά στην αυτοκτονία. Δεν πέτυχε να κερδίσει ούτε την εκτίμηση
του Γιώργη ούτε των μαθητών του ούτε και της Φωτεινής, που την αγαπούσε κρυφά. Ήταν συμπαθής
μόνο στον ιερέα, προφανώς επειδή του προσέφερε υπηρεσίες με την ψαλτική που κατείχε.

Ο Κονδυλάκης χρησιμοποιεί πληθώρα αφηγηματικών τρόπων για τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων


του. Η ψυχολογία των ηρώων παρουσιάζεται κυρίως μέσα από τη λεπτομερή περιγραφή
καταστάσεων, αισθημάτων και σκέψεων. Επίσης η αφήγηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για να
αντιληφθεί ο αναγνώστης το χαρακτήρα και τη ψυχολογία των ηρώων. Τέλος σημαντικά στοιχεία
αντλούνται από το διάλογο αλλά και από τον εσωτερικό μονόλογο (όταν καταγράφονται οι
προσωπικές σκέψεις του ήρωα εν είδει μονολόγου).

4.
Κύριος θεματικός άξονας της νουβέλας είναι οι σχέσεις δασκάλου-μαθητή, υπό την έννοια της
ουσιαστικής επικοινωνίας. Οι μέθοδοι διδασκαλίας, το αίτημα για αναμόρφωση της εκπαίδευσης
πάνω σε εδραίες παιδαγωγικές βάσεις συνιστούν ζητούμενο του πολιτισμένου κόσμου στα τέλη του
19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Η αποδοχή της συνύπαρξης των αντιθέτων αποτελεί βασικό όρο
της ανανέωσης αυτής.

Από την πρώτη κιόλας γνωριμία με τους μαθητές του ο Γιώργης φροντίζει να ξεκαθαρίσει σ’ αυτούς
πως δεν θέλει να λειτουργήσει ως «μισητός τύραννος», αλλά να καλλιεργήσει σχέσεις φιλίας και
σεβασμού. Τα παιδιά, όπως φαίνεται στο πιο κάτω παράθεμα, αποδέχονται την καλή πρόθεση του
δασκάλου με έκπληξη και χαρά, συνάπτοντας συμφωνία μαζί του:

«[...] Δεν είμαι από τους δασκάλους τους οποίους εγνωρίσατε μέχρι τούδε. Θέλω να γίνω φίλος σας
και όχι τύραννος, να σας φανώ ωφέλιμος και όχι να σας κάμω δειλούς και ταπεινούς· να με σέβεσθε
και να με αγαπάτε και όχι να με τρέμετε. […] Σας παρακαλώ, μη με αναγκάσετε να πιστεύσω ότι έχω
άδικον και ότι έχουν δίκαιον οι άλλοι δάσκαλοι».
Οι μαθηταί μου ήκουσαν τους λόγους μου με έκπληξιν, ήτις επί τέλους μετεβλήθη εις ακτινοβόλημα
χαράς.
— Λοιπόν είσθε σύμφωνοι; τους ηρώτησα.
— Σύμφωνοι, απήντησαν.
Και ετήρησαν την υπόσχεσίν των, όπως ετήρησα και εγώ την ιδικήν μου. [...] (37-38)1

Η νέα μέθοδος που εφαρμόζει ο δάσκαλος προωθεί την αυτενέργεια των μαθητών και παράλληλα
δικαιολογεί την άγνοια του δασκάλου. Ο Γιώργης με τη δήθεν νέα μέθοδο «Γιασνάγιαν Πολιάναν»
βρίσκει την ησυχία του και οι μαθητές αφήνονται να δράσουν αυτόβουλα, όπως διαφαίνεται από τα
πιο κάτω αποσπάσματα: [...]

Ήμουν εις τους ουρανούς. Και επειδή φυσικά δεν ηδυνάμην από τόσον μακρινήν απόστασιν να
συνεννοηθώ με τους μαθητάς μου, τους αφήκα εντελώς εις την τύχην των να κάμουν ό,τι ήθελαν. Η
νέα μέθοδος της ‘Γιάσναγιας Πολιάνας’ ηφηρμόσθη τότε καθ’ όλην αυτής την έκτασιν. Εγώ άλλως και
όταν ευρισκόμην εντός του σχολείου, ήμουν απών. [...] (71-72)

Ο δάσκαλος αφήνει έτσι να αποκαλυφθεί πλήρως η αδιαφορία του για το εκπαιδευτικό έργο, με το
πρόσχημα πάντα της νέας μεθόδου. Το αποτέλεσμα, βέβαια, δεν ήταν άλλο, από την πλήρη διάλυση
της τάξης:

[...] Με καταλάμβαναν αιφνίδιοι κυνηγετικοί παροξυσμοί, όταν ήκουα ψιθύρισμα τσίχλας λ.χ. ή
λάλημα μελισσουργών και αρπάζων το δίκανον έτρεχα έξω, αφήνων τους μαθητάς ν’
αλληλοδιδάσκονται ή ν’ αλληλοδέρνονται, κατά την νέαν μέθοδον πάντοτε. Το μάθημα διήρκει όσον
το δυνατόν ολιγώτερον. [...] (60)

Τόσο οι διαβολές του συναδέλφου, όσο και το σταθερό πάθος του νέου δασκάλου για το κυνήγι,
δημιούργησαν πολύ αρνητική εντύπωση με απογοητευτικά παιδαγωγικά αποτελέσματα. Η άποψη
των γονιών για τη μέθοδο του σχολάρχη διαφαίνεται απορριπτική, διότι κρίνεται πολύ
πρωτοποριακή:

[...] Είχα δε και συχνά παράπονα εκ μέρους των γονέων. «Δεν μαθαίνουν, βρε αδερφέ, πράμμα τα
κοπέλια. Άδικα χάνουνε τον καιρό τως. Καλύτερά ’τονε να βλέπουνε τα έχνη, να γενούνε βοσκοί. Μα
μπορούνε, τζάνε μου, να μαθαίνουνε μοναχά τους τα κοπέλια; Θέλουνε και δασκάλεμα, και
συδαύλισμα. Γιάντα τσ’ έχουνε τσοι δασκάλους παρά για να τώσε δείχνουνε; Χρειάζεται και λιγάκι
ξύλο. Δε λέω να γυρίσωμε στο φάλαγγα, μα μια βιτσιά και καμιά παλαμιά από καιρό σε καιρό κακό
δεν κάνει. Μα σαν τ’ αφήσης ορνικά και αδιαφέντευτα, είντα θες να κάνουνε; Παιγνίδια και
τραβαπάλαιμα. Κοπέλια τα λένε, κοπελίστικα θα κάνουνε». (52)

Στη νουβέλα παραβάλλονται αντιστικτικά δύο «τύποι» δασκάλων με διαφορετικές παιδαγωγικές


αντιλήψεις και με διαφορετικούς στόχους και προσδοκίες (Σταμάτης: 2006).

Ο Γιώργης αντιπροσωπεύει τον τύπο του ήρεμου, δημοκρατικού/προοδευτικού παιδαγωγού, που


συχνά, όμως με χιούμορ, σκιαγραφείται και ως αδιάφορος, ανεύθυνος και αδαής, λόγω
επιστημονικής ανεπάρκειας και έλλειψης ενδιαφέροντος για το λειτούργημά του. Η παιδαγωγική του
μέθοδος, η οποία στηρίζεται στην επικοινωνία και την αλληλοκατανόηση δασκάλου – μαθητή,
φαίνεται σε πολλά σημεία της νουβέλας να οδηγεί σε αναρχία και διάλυση της τάξης, λόγω της
ατιμωρησίας εκ μέρους του δασκάλου. Ωστόσο, παράλληλα φαίνεται να καλλιεργεί επιτυχώς τη
συνειδητή πειθαρχία, επιλογή η οποία, τελικά, τον «δικαιώνει».
Ο δεύτερος δάσκαλος αντιπροσωπεύει τον αυταρχικό/συντηρητικό τύπο δασκάλου, ο οποίος, παρόλο
που διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις, επιβάλλεται στους μαθητές που τους εξουσιάζει με ύβρεις και
σωματικές τιμωρίες. Όπως φαίνεται και στο επόμενο παράθεμα, η διάσταση των παιδαγωγικών
αντιλήψεων είναι και η αιτία της απόλυτης ρήξης μεταξύ τους, πριν από την ερωτική αντιζηλία για τη
διεκδίκηση της Φωτεινής:

[...] Οι μαθηταί μου με εσέβοντο και με ηγάπων, χωρίς να μεταχειρισθώ ποτέ βίαια μέσα, χωρίς να
υψώσω καν τον τόνον της φωνής μου, ήσαν επιμελείς και κόσμιοι. Ηύξανε δε η προς εμέ αγάπη και
ευγνωμοσύνη των, όταν από την πρώτην τάξιν, ήτις ήτο εις το ισόγειον, ήρχοντο ενίοτε πλαταγισμοί
ραπισμάτων ομού με τας αγρίας κραυγάς και τας ύβρεις του διδασκάλου, «κούτσουρα, παλιόπαιδα,
κτήνη!». Αλλ’ η αντίθεσις αύτη επήλθεν ως πρώτον ζιζάνιον εις την μεταξύ εμού και του συναδέλφου
αρμονίαν. [...] (39-40)

5. Ο αφηγητής
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ο αυτοδιηγητικός αφηγητής, που είναι το πρωταγωνιστικό
πρόσωπο της ιστορίας, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, τεχνική που ενισχύει την αίσθηση ότι όσα
διαβάζουμε αποτελούν προσωπικό βίωμα. Η επιλογή, εξάλλου, του πρώτου προσώπου, χάρη στη
δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας, εξασφαλίζει αμεσότητα, πειστικότητα και αληθοφάνεια στην
αφήγηση και της προσδίδει εμπιστευτικό και εξομολογητικό χαρακτήρα.
Ο αφηγητής σε κάποια σημεία απευθύνεται άμεσα στους αναγνώστες (π.χ. «θα εννοήσετε μετ’
ολίγον») ενδυναμώνοντας με αυτόν τον συμμετοχικό τρόπο την αμεσότητα του λόγου του. Θα
σημειώσουμε, επίσης, πως σε ορισμένα σημεία της αφήγησης παρατηρείται η χρήση του τρίτου
προσώπου, οπότε ο δάσκαλος γίνεται θεατής του εαυτού του:
[…] Τούτο όμως βαθμηδόν τους απεθράσυνεν, ώστε ήρχισαν περί τα τέλη του σχολικού έτους να
καταχρώνται ολίγον την αδυναμίαν μου. Διά να μείνουν μόνοι, ανεφώνουν αίφνης:
−Δάσκαλε, δάσκαλε, ένα πουλί, ένα μεγάλο πουλί!
−Πού;
−Επέρασε, πάει προς τα κάτω.
Ο διδάσκαλος δεν ήθελε περισσότερον διά να ορμήσει έξω. Και έστιν ότε, αντί να λείψη επί μίαν
στιγμήν, ως έλεγεν, απουσίαζεν επί ώραν όλη ή και ώρας. Την δε φροντίδα των μαθημάτων άφηνα εις
την «νέαν μέθοδον», ήτις ηδύνατο να ονομασθή και ελευθέρα αλληλοδιδακτική ή αυτοδιδακτική
μέθοδος. […] (61-62)
Η εστίαση
Η αφήγηση δίνεται με εσωτερική εστίαση, καθώς η ιστορία κοινοποιείται στους αναγνώστες μέσα
από όσα είδε και έζησε ο αφηγητής ως κεντρικός ήρωας. Όντας από τα πρόσωπα της ιστορίας, έχει
περιορισμένο γνωστικό πεδίο και αφηγείται τα γεγονότα, έχοντας αντίληψη μόνο όσων
προσλαμβάνει ο ίδιος, χωρίς να γνωρίζει πλήρως τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων ηρώων,
όπως θα συνέβαινε, αν ήταν παντογνώστης αφηγητής. Ενδεικτικό, από τα πολλά παραδείγματα, είναι
το πιο κάτω απόσπασμα:

[…] Έπειτα οι «προεστοί» του χωρίου και της επαρχίας, οίτινες ήλθαν διά να με γνωρίσουν, δεν
έμειναν ευχαριστημένοι. Την δυσπιστίαν, που εκίνησεν η νεαρωτάτη ηλικία μου, ενίσχυσεν η
ελαφρότης ην έδειξα ζητήσας πληροφορίες περί του κυνηγίου […] (29)

6. Αφηγηματικοί τρόποι
Στο μεγαλύτερο μέρος της νουβέλας επικρατεί ο διάλογος, πρακτική που ενισχύει τη ζωντάνια και την
παραστατικότητα του κειμένου. Σε μικρότερο βαθμό χρησιμοποιείται η αφήγηση και η περιγραφή,
καθώς και η καταγραφή προσωπικών σκέψεων, που παραπέμπει σε ένα είδος άτυπου εσωτερικού
μονόλογου.
Ο κεντρικός ήρωας σκιαγραφείται:
α) με την αφήγηση: την εξιστόρηση εμπειριών και περιπετειών του νεαρού δασκάλου. Ο αφηγητής
περιγράφει τι συνέβη με δικά του λόγια ή εκθέτει σκέψεις και συναισθήματα των προσώπων, χωρίς
άμεση παράθεση των λόγων τους.
β) Μέσα από τον διάλογο: Τα διαλογικά μέρη είναι σε ευθύ λόγο και σε πρώτο πρόσωπο. Ο λόγος των
προσώπων αποδίδεται πιστά (ύφος, ιδίωμα, λεξιλόγιο κ.τ.λ.) Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονιστεί ότι η
πολύ επιτυχημένη χρήση του διαλόγου προσδίδει στην αφήγηση δραματικότητα, φυσικότητα και
ζωντάνια, ενώ παράλληλα συντελεί στην πειστικότερη διαγραφή των χαρακτήρων:
−Το λοιπόν καλεστικοί να ’στε, είπεν ο γέρων Δετορογιώργης, εγειρόμενος.
Όταν δε εξηφανίσθη η φέσα μεταξύ των φρακτών, εστράφην προς τον οικτρόν μου συνάδελφον:
−Τ’ άνοιξες τα στραβά σου τώρα, ή νομίζεις ακόμη ότι σου κάνω αντιπολίτευσι στον έρωτά σου;
−Συγχώρησέ με, αδελφέ˙ πού να φαντασθώ ότι αυτό το κορίτσι είνε σατανάς; Είπε με συντριβήν ο
διδάσκαλος.
−Σου ομολογώ ότι τώρα στο τέλος με είχες πεισμώσει και απεφάσισα για καλά να σε στέψω
αυτοκράτορα… αλλά το αποτέλεσμα ήτο να την πάθω κι εγώ. Μ’ εκορόϊδεψε κ’ εμένα. Αλλά μπράβο
της, καλά μάς έκαμε. (78)

γ) Με την περιγραφή: Λεπτομερής απόδοση, αναπαράσταση κυρίως καταστάσεων και χαρακτήρων).

7. Ο χρόνος
Σχετικά με τον χρόνο της διήγησης, ο αφηγητής παρουσιάζει τα γεγονότα κυρίως σε γραμμική σειρά,
με λιγοστή χρήση των προλήψεων (flashforward). Ο δάσκαλος-αφηγητής εξιστορεί αναδρομικά τις
εμπειρίες του στο ορεινό χωριό της Κρήτης με τη χρήση παρελθοντικών χρόνων.

8. Ο Κονδυλάκης επιλέγει να γράψει σε γλώσσα μεικτή, συμμορφούμενος με την προσωπικότητα των


ηρώων του. Η απλουστευμένη καθαρεύουσα, όπως συνηθιζόταν στην εποχή του, εμπεριέχει
αρχαιοφανείς και δημοτικούς τύπους, ενώ είναι εμπλουτισμένη κατά διαστήματα με κρητικούς
ιδιωματισμούς και λαϊκές εκφράσεις που αποδίδουν την καθημερινή ομιλία των προσώπων της
νουβέλας.

9. Μέσα από τα λόγια του Γιώργη διακρίνεται στη συγκεκριμένη νουβέλα η άποψη και του ίδιου του
συγγραφέα για τη γλώσσα, αφού αποτυπώνεται η πεποίθησή του ότι η αρχαΐζουσα θα έπρεπε να
απλουστευθεί, ώστε με γλώσσα προσιτή να επιτυγχάνονται οι στόχοι της σχολικής μάθησης:

[...] Κάτι είπα προς τους μαθητάς μου εναντίον της Ιεράς ιστορίας. Και πράγματι είχα ειπεί ότι το
ογκώδες εκείνο βιβλίον με την αρχαΐζουσαν γλώσσαν και τας θεολογικάς αξιώσεις δεν ήτο διά την
ηλικίαν των, και υπηγόρευσα βραχείαν περίληψιν αυτού εις απλήν γλώσσαν. […] (51-52)

You might also like