Professional Documents
Culture Documents
Οι τελώνες
Οι τελώνες
«Τι γαρ τελώνου χείρον, ειπέ μοι. Των αλλοτρίων συμφορών εστι
πραγματευτής, των αλλοτρίων πόνων συμμεριστής. Και τον μεν κάματον ουκ
επιβλέπει, το δε κέρδος συμμερίζεται. Ώστε εσχάτη αμαρτία τελώνου. Ουδέν γαρ
άλλον εστί τελώνης, ή πεπαρρησιασμένη βία, έννομος αμαρτία, ευπρόσωπος
πλεονεξία. Τι γαρ χείρον τελώνου του καθεζόμενου κατά την οδόν και αλλοτρίων
κόπων τους καρπούς τρυγώντος; Και ότε μεν οι κάματοι, ουδεμίαν αυτώ φροντίς,
ότε δε το κέρδος, εξ ών ουκ έκαμε την μερίδα λαμβάνει.». Ομιλία περί Μετανοίας.
Βλέπουμε τον Χρυσόστομο ότι δεν κάνει λόγο για παράνομους κι επιπλέον
φόρους, αλλά γι αυτήν καθαυτήν την ιδιότητα του επαγγέλματος, και χαρακτηρίζει
την τελωνία «έννομο αμαρτία» ή «έννομο αρπαγή». Και μάλιστα στην 2η περιγράφει
τον νόμο που συνηγορεί στον τελώνη, ως δήμιο, ενώ έπρεπε να είναι ιατρός. Κι έτσι,
αφού τον υποστηρίζει ο νόμος, ο τελώνης καταντάει αναίσχυντος και χειρότερος κι
απ’ τον ληστή, αφού ο ληστής ντρέπεται για την πράξη του. Να λοιπόν που έγκειται
η ατιμία και ανηθικότητα των τελωνών. Στο ότι εξασκώντας τίμια το επάγγελμά
τους, δεν τους ενδιαφέρει αν ο πολίτης έχει ή δεν έχει να πληρώσει, αλλά εκείνοι
πρέπει να πάρουν το μερίδιο που τους δίνει ο νόμος. Ο Σιαμάκης που φέρνει αυτές τις
περικοπές του Χρυσοστόμου, δεν το πρόσεξε αυτό που φαίνεται τόσο καθαρά;
Η παράνομη και άδικη είσπραξη επιπλέον του προβλεπόμενου φόρου που
συχνά έπεφταν οι τελώνες, δεν είναι κάτι που περιμέναμε τον Σιαμάκη να μας το πει
χρησιμοποιώντας τόσες πηγές. Είναι ευνόητο ότι τα επαγγέλματα που διαχειρίζονται
χρήματα έχουν και τον ανάλογο πειρασμό. Για δε τους κατεφθαρμένους στον νου και
άτοπους ανθρώπους όπως τους λέει ο Παύλος είναι ζηλευτά για να τα επαγγελθούν.
Εκείνο λοιπόν που ενδιέφερε τον χριστιανό μελετητή του ευαγγελίου να
καταλάβει, είναι γιατί όλοι ανεξαιρέτως και εξ ορισμού, οι τελώνες
χαρακτηρίζονταν άτιμοι και άδικοι και άρπαγες τόσο απ’ την θρησκευτική ηγεσία
των εβραίων (φαρισαίων, γραμματέων, αρχιερέων), όσο κι απ’ τον λαό, και μάλιστα
σε τέτοιο σημείο που και ο ίδιος ο Χριστός τους φέρνει σαν παράδειγμα
περιφρόνησης :
«ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ
τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι;», Μθ 5,46.
«ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ
τελώνης», Μθ 18,17.
Γιατί λοιπόν όλοι οι τελώνες να θεωρούνται έτσι;
Στην ερώτηση αυτή ο Σιαμάκης απαντάει έμμεσα και λανθασμένα
βαπτίζοντας όλους τους τελώνες παράνομους, δηλ. ήταν όλοι κακοί και καταχραστές,
που παρέβαιναν τον νόμο εισπράττοντας επιπλέον του νόμιμου φόρο. Γι αυτό και
γράφει :
«Συμπαθής λοιπόν ο τελώνης ως άνθρωπος, ακατάκριτον κατ’ αρχήν το
επάγγελμα αυτού, κατακριτέα δε μόνη η κατάχρησις και η κακία», Οι Τελώναι
(1968), σελ.148.
Αποδεικνύεται όμως, ότι ούτε ο Ζακχαίος ήταν κακός και καταχραστής κι
εκμεταλλευτής (βλέπε σελίδα του παρόντος ιστολογίου Συκοφαντώ και διασείω),
ούτε φυσικά ο Ματθαίος ήταν, αφού παράτησε αμέσως το τελώνιο και ακολούθησε
τον Χριστό στην κλήση που του έκανε, πράγμα που δείχνει άνθρωπο με
προπαρασκευασμένη ηθική. Ήταν απλώς και οι 2 τίμιοι τελώνες με την αδικία που
συνεπάγεται η εφαρμογή του άδικου φορολογικού νόμου, όπως είδαμε.
Από την μία μεριά βλέπουμε τον αρχιτελώνη Ζακχαίο μπροστά στην
διδασκαλία του Χριστού να δηλώνει μετάνοια, και να υπόσχεται 2 πράγματα. Την
δωρεά της μισής του περιουσίας στους φτωχούς, και την έμμεση δήλωση ότι δεν θα
ξαναεισπράξει φόρους από κάποιον που δεν έχει να τους πληρώσει (για το έμμεσο
αυτό νόημα βλέπε σελίδα Συκοφαντώ και διασείω). Κι ευθύς αμέσως κερδίζει την
επιδοκιμασία του Χριστού γι αυτά του τα λόγια, που του λέει : «σήμερον σωτηρία τῷ
οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο», Λκ 19,8.
Απ’ την άλλη μεριά, βλέπουμε τον Ιωάννη Βαπτιστή να λέει στους τελώνες :
«Μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε», Λκ 3,13, που σημαίνει όπως
είδαμε «δεν θα εισπράξετε φόρους πέρα από τους προβλεπόμενους στη νομοθεσία.».
Δηλαδή ο Βαπτιστής δεν προτρέπει ούτε για δωρεά χρημάτων, ούτε για
μερική ή καθόλου είσπραξη φόρων ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των
πολιτών, πράγμα που για τον Χριστό αποτελεί προϋπόθεση σωτηρίας. Γιατί η
απάντηση του Ιωάννη φαίνεται να είναι διαφορετική απ’ τα λόγια του Χριστού;
Δεν υπάρχει καμία διαφορά, αν σκεφτούμε ότι ο Ιωάννης απαντάει στους
τελώνες που ήρθαν σ’ αυτόν, σαν εκπροσώπους ενός επαγγέλματος που έχει την τάση
και την ροπή προς την εκμετάλλευση των πολιτών. Και η εκμετάλλευση αυτή όπως
είδαμε γινόταν με την είσπραξη επιπλέον φόρου απ’ τον κανονικό. Την ίδια
αντιμετώπιση δείχνει και προς τους στρατιώτες. Διότι και το επάγγελμα των
στρατιωτών είχε την τάση και την ροπή προς την εκμετάλλευση των πολιτών, αφού
έφεραν οπλισμό και εξουσία. Τα εγκλήματα λοιπόν που απορρέουν από τα 2 αυτά
επαγγέλματα, πατάσσει αρχικά ο Βαπτιστής (βλέπε και σελίδα Συκοφαντώ και
διασείω). Κατόπιν όμως θα κάνει λόγο σε όλο τον όχλο, και θα μιλήσει για τα
επιπλέον που πρέπει να κάνει κάποιος σε όποιο επάγγελμα κι αν ανήκει :
« καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες
τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·», Λκ 7,29.
«ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε
αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ·», Μθ 21,32.