Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 4

Οι τελώνες

Τελωνία ήταν η είσπραξη των φόρων, και τελώνες ήταν οι εισπράκτορες. Η


τελωνία στην αρχαιότητα γίνονταν με την δημοπρασία των φόρων ανά πόλη ή
περιοχή – κάθε χρόνο συνήθως – και ήταν πλειοδοσία, που κατακυρώνονταν στους
τελώνες που έδιναν την μεγαλύτερη προσφορά. Κατόπιν ο πλειοδότης τελώνης ή
εταιρεία τελωνών, πλήρωνε το ποσό στον βασιλιά ή ρωμαίο επίτροπο, ή παρείχε
εγγυήσεις για την πληρωμή, και ξεκινούσε το έργο του. Στην ουσία δηλαδή, το
κράτος για να μην επιβαρύνεται με την είσπραξη και συλλογή των φόρων, ανέθετε
αυτήν την δουλειά σε ιδιώτες εργολάβους όπως θα λέγαμε σήμερα, που ήταν οι
τελώνες.
Παρόλο που το κράτος είχε την δυνατότητα να ελέγξει το ποσό του φόρου
που αναλογεί σε κάθε πολίτη, είναι ευνόητο ότι το επάγγελμα των τελωνών ήταν
γεμάτο από διαφθορά και εκμετάλλευση εις βάρος του λαού, αφού καταχρώμενοι την
εξουσία εισέπρατταν συχνά επιπλέον φόρο απ’ τον νόμιμο. Ο υπολογισμός του
φόρου γινόταν όπως και σήμερα, δηλ. βάσει της περιουσίας και των εισοδημάτων
των πολιτών, και λέγονταν απογραφές. Οι απογραφές όμως δεν γίνονταν κάθε χρόνο
όπως θα έπρεπε, λόγω της επίπονης και μακράς διαδικασίας που απαιτούνταν χωρίς
τα σημερινά μέσα της μηχανοργάνωσης.
Είδαμε στην σελίδα Συκοφαντώ και διασείω ότι στα χρόνια του Χριστού, οι
απογραφές γίνονταν κάθε 15 χρόνια, αυτό που γράφει κι ο Σιαμάκης. Αυτό όμως
είναι ένα μεγάλο διάστημα και ήταν πολύ πιθανό, τα εισοδήματα των πολιτών ν’
άλλαζαν μέσα σ’ αυτό. Κάποιες χρονιές τα έσοδα πολλών πολιτών ήταν χαμηλότερα
από τα προβλεπόμενα όπως συμβαίνει και σήμερα στα ελεύθερα επαγγέλματα και
μάλιστα σε περιόδους κρίσης που επαναλαμβάνονται. Έτσι στην ουσία, ο
φορολογικός νόμος ήταν πολλές φορές άδικος για τον απλό λαό.
Συχνά οι τελώνες ήταν εκμεταλλευτές και άπληστοι, αλλ’ ακόμα κι αν
βρισκόταν ένας τίμιος τελώνης που θεωρούνταν σπάνιος, μπορούσε ν’ αδικήσει έναν
πολίτη και να εισπράξει το προβλεπόμενο ποσό που ήταν δίκαιο μεν γι αυτόν και
σύμφωνο με τον νόμο, άδικο όμως για τον πολίτη που δεν είχε βγάλει αρκετό
εισόδημα εκείνη την χρονιά. Για τους πολίτες δηλαδή, ήταν δυνατόν να
αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και φτώχεια, για τους τελώνες όμως όχι, διότι
πάντα κέρδιζαν. Και για να περιορίσουν το τίμιο κέρδος τους, έπρεπε σε κάποιες
περιπτώσεις να μην εισπράττουν ή να εισπράττουν λιγότερο απ’ τον προβλεπόμενο
φόρο, κάτι που δεν το έκανε κανείς πριν το κήρυγμα του Χριστού. Έτσι, ακόμα και οι
τίμιοι τελώνες όταν εφάρμοζαν τον άδικο φορολογικό νόμο, αντιμετωπίζονταν σαν
άδικοι. Και το επάγγελμά τους θεωρούνταν απ’ όλους, εξ ορισμού άτιμο.
Το παραπάνω συμπέρασμα που είναι απλό για να το βγάλει κάποιος με το
δεδομένο της 15ετίας που έπρεπε να περάσει για την επόμενη απογραφή, ο Σιαμάκης
δεν το ‘πιασε. Παρόλο που ο ίδιος ανάμεσα σε πολλές παραπομπές φέρνει και 2
περικοπές του Χρυσοστόμου, του μεγάλου αυτού ερμηνευτή και πατέρα της
εκκλησίας, όπου φαίνεται καθαρά ότι το κέρδος των τελωνών και μόνο που γίνεται
εις βάρος των κόπων και της οικονομίας των πολιτών χωρίς να εξετάζουν αν πολίτης
βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια, είναι άδικο και άρα ληστρικό, παρόλο που είναι
νόμιμο. Παραθέτω αυτές τις περικοπές:

«Τι γαρ τελώνου χείρον, ειπέ μοι. Των αλλοτρίων συμφορών εστι
πραγματευτής, των αλλοτρίων πόνων συμμεριστής. Και τον μεν κάματον ουκ
επιβλέπει, το δε κέρδος συμμερίζεται. Ώστε εσχάτη αμαρτία τελώνου. Ουδέν γαρ
άλλον εστί τελώνης, ή πεπαρρησιασμένη βία, έννομος αμαρτία, ευπρόσωπος
πλεονεξία. Τι γαρ χείρον τελώνου του καθεζόμενου κατά την οδόν και αλλοτρίων
κόπων τους καρπούς τρυγώντος; Και ότε μεν οι κάματοι, ουδεμίαν αυτώ φροντίς,
ότε δε το κέρδος, εξ ών ουκ έκαμε την μερίδα λαμβάνει.». Ομιλία περί Μετανοίας.

«Τελώνης και βλάσφημος τα ακροθίνια της πονηρίας. τί γαρ εστι τελώνιον;


αρπαγή έννομος, βία πεπαρρησιασμένη, αδικία νόμον έχουσα συνήγορον. Ληστών
χαλεπώτερος ο τελώνης. τί δε έστι τελώνιον; βία νόμω εις συνηγορίαν
προβαλλόμενη, τον ιατρόν έχουσα δήμιον. συνήκατε ό είπον; Οι νόμοι ιατροί εισιν,
έπειτα και δήμιοι γίνονται. Ου γαρ λύουσι το έλκος, αλλά αύξουσι. τί εστι
τελώνης; αναίσχυντος αμαρτία, αρπαγή πρόφασιν ουκ έχουσα, ληστείας
χαλεπώτερον. Ο ληστής καν αισχύνεται κλέπτων. Ούτος δε παρρησιάζεται
αρπάζων.», Ομιλία εις την επίλυσιν της Χαναναίας.

Βλέπουμε τον Χρυσόστομο ότι δεν κάνει λόγο για παράνομους κι επιπλέον
φόρους, αλλά γι αυτήν καθαυτήν την ιδιότητα του επαγγέλματος, και χαρακτηρίζει
την τελωνία «έννομο αμαρτία» ή «έννομο αρπαγή». Και μάλιστα στην 2η περιγράφει
τον νόμο που συνηγορεί στον τελώνη, ως δήμιο, ενώ έπρεπε να είναι ιατρός. Κι έτσι,
αφού τον υποστηρίζει ο νόμος, ο τελώνης καταντάει αναίσχυντος και χειρότερος κι
απ’ τον ληστή, αφού ο ληστής ντρέπεται για την πράξη του. Να λοιπόν που έγκειται
η ατιμία και ανηθικότητα των τελωνών. Στο ότι εξασκώντας τίμια το επάγγελμά
τους, δεν τους ενδιαφέρει αν ο πολίτης έχει ή δεν έχει να πληρώσει, αλλά εκείνοι
πρέπει να πάρουν το μερίδιο που τους δίνει ο νόμος. Ο Σιαμάκης που φέρνει αυτές τις
περικοπές του Χρυσοστόμου, δεν το πρόσεξε αυτό που φαίνεται τόσο καθαρά;
Η παράνομη και άδικη είσπραξη επιπλέον του προβλεπόμενου φόρου που
συχνά έπεφταν οι τελώνες, δεν είναι κάτι που περιμέναμε τον Σιαμάκη να μας το πει
χρησιμοποιώντας τόσες πηγές. Είναι ευνόητο ότι τα επαγγέλματα που διαχειρίζονται
χρήματα έχουν και τον ανάλογο πειρασμό. Για δε τους κατεφθαρμένους στον νου και
άτοπους ανθρώπους όπως τους λέει ο Παύλος είναι ζηλευτά για να τα επαγγελθούν.
Εκείνο λοιπόν που ενδιέφερε τον χριστιανό μελετητή του ευαγγελίου να
καταλάβει, είναι γιατί όλοι ανεξαιρέτως και εξ ορισμού, οι τελώνες
χαρακτηρίζονταν άτιμοι και άδικοι και άρπαγες τόσο απ’ την θρησκευτική ηγεσία
των εβραίων (φαρισαίων, γραμματέων, αρχιερέων), όσο κι απ’ τον λαό, και μάλιστα
σε τέτοιο σημείο που και ο ίδιος ο Χριστός τους φέρνει σαν παράδειγμα
περιφρόνησης :
«ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ
τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι;», Μθ 5,46.
«ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ
τελώνης», Μθ 18,17.
Γιατί λοιπόν όλοι οι τελώνες να θεωρούνται έτσι;
Στην ερώτηση αυτή ο Σιαμάκης απαντάει έμμεσα και λανθασμένα
βαπτίζοντας όλους τους τελώνες παράνομους, δηλ. ήταν όλοι κακοί και καταχραστές,
που παρέβαιναν τον νόμο εισπράττοντας επιπλέον του νόμιμου φόρο. Γι αυτό και
γράφει :
«Συμπαθής λοιπόν ο τελώνης ως άνθρωπος, ακατάκριτον κατ’ αρχήν το
επάγγελμα αυτού, κατακριτέα δε μόνη η κατάχρησις και η κακία», Οι Τελώναι
(1968), σελ.148.
Αποδεικνύεται όμως, ότι ούτε ο Ζακχαίος ήταν κακός και καταχραστής κι
εκμεταλλευτής (βλέπε σελίδα του παρόντος ιστολογίου Συκοφαντώ και διασείω),
ούτε φυσικά ο Ματθαίος ήταν, αφού παράτησε αμέσως το τελώνιο και ακολούθησε
τον Χριστό στην κλήση που του έκανε, πράγμα που δείχνει άνθρωπο με
προπαρασκευασμένη ηθική. Ήταν απλώς και οι 2 τίμιοι τελώνες με την αδικία που
συνεπάγεται η εφαρμογή του άδικου φορολογικού νόμου, όπως είδαμε.

Ο μεγάλος φιλόλογος και ξεψαχνιστής των αρχαίων κειμένων Κωνσταντίνος


Σιαμάκης, που έγραψε ολόκληρη πραγματεία για τους τελώνες, δηλ. το ομώνυμο
βιβλίο του των 200 σελίδων, όπου καυχιέται στον πρόλογο για το πλούσιο πηγαίο
υλικό του (και πράγματι είναι πλούσιο και πιθανόν ανεπανάληπτο, άλλο θέμα ότι δεν
έπρεπε να καυχιέται), όπου φέρνει πολλές μαρτυρίες αρχαίων για την εκμετάλλευση
των τελωνών, δεν μπόρεσε να πιάσει το νόημα που χρειάζεται ο πιστός για να
καταλάβει πού βρίσκεται η αδικία στην νόμιμη τελωνία. Του ξέφυγε σαν πουλί
μέσα απ’ τα χέρια του. Με την καύχηση και μανία του για πρωτοτυπία, τυφλώνεται
και δεν βλέπει μπροστά του – δεν πρόσεξε ούτε και τις παραπομπές του
Χρυσοστόμου που φέρνει ο ίδιος. Με συνέπεια κάθε φορά που πλησιάζει την
Γραφή, να σπάει τα μούτρα του. Έτσι ούτε το χωρίο με τους βιαστές της βασιλείας
των ουρανών, ούτε τα χωρία με τις λέξεις συκοφαντώ και διασείω ερμήνευσε σωστά,
που συνδέονται έμμεσα όλα με τους τελώνες.

[Ο χαρακτηρισμός του Χρυσοστόμου βλάσφημος σαν ισότιμος με τον τελώνη,


γίνεται συνειρμικά με τον πρότερο βίο του αποστόλου Παύλου για τον οποίο ο ίδιος ο
απόστολος λέει για τον εαυτό του ότι ήταν βλάσφημος και διώκτης και υβριστής».
Αλλού ο Χρυσόστομος παραλληλίζει τον Ματθαίο με τον Παύλο λέγοντας :
«Οι διδάσκαλοι υμών από αμαρτίας έλαμπον προ τούτου, αλλ’ ύστερον
έλαμψον από δικαιοσύνης, τελώνης και βλάσφημος, τα ακροθίνια της πονηρίας»,
Ομιλία εις την επίλυσιν της Χαναναίας.
Όπως σωστά τους παραλληλίζει ο Χρυσόστομος, οι Ματθαίος και Παύλος
είχαν ένα κοινό σημείο στον πρότερο βίο τους: κάνανε αυτό που κάνανε και πίστευαν
ότι ήταν σωστό. Ο Ματθαίος σαν τελώνης εφάρμοζε τον νόμο του κράτους
αδιαφορώντας για τον νόμο του Θεού που μιλούσε για το δίκιο του φτωχού, και ο
Παύλος εφάρμοζε τον μωσαϊκό νόμο που μιλούσε για τιμωρία και θάνατο των
απίστων, παραβλέποντας τις προφητείες για τον Χριστό και τον χριστιανισμό.]

Σχόλιο για τους τελώνες και στρατιώτες

Από την μία μεριά βλέπουμε τον αρχιτελώνη Ζακχαίο μπροστά στην
διδασκαλία του Χριστού να δηλώνει μετάνοια, και να υπόσχεται 2 πράγματα. Την
δωρεά της μισής του περιουσίας στους φτωχούς, και την έμμεση δήλωση ότι δεν θα
ξαναεισπράξει φόρους από κάποιον που δεν έχει να τους πληρώσει (για το έμμεσο
αυτό νόημα βλέπε σελίδα Συκοφαντώ και διασείω). Κι ευθύς αμέσως κερδίζει την
επιδοκιμασία του Χριστού γι αυτά του τα λόγια, που του λέει : «σήμερον σωτηρία τῷ
οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο», Λκ 19,8.
Απ’ την άλλη μεριά, βλέπουμε τον Ιωάννη Βαπτιστή να λέει στους τελώνες :
«Μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε», Λκ 3,13, που σημαίνει όπως
είδαμε «δεν θα εισπράξετε φόρους πέρα από τους προβλεπόμενους στη νομοθεσία.».
Δηλαδή ο Βαπτιστής δεν προτρέπει ούτε για δωρεά χρημάτων, ούτε για
μερική ή καθόλου είσπραξη φόρων ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των
πολιτών, πράγμα που για τον Χριστό αποτελεί προϋπόθεση σωτηρίας. Γιατί η
απάντηση του Ιωάννη φαίνεται να είναι διαφορετική απ’ τα λόγια του Χριστού;
Δεν υπάρχει καμία διαφορά, αν σκεφτούμε ότι ο Ιωάννης απαντάει στους
τελώνες που ήρθαν σ’ αυτόν, σαν εκπροσώπους ενός επαγγέλματος που έχει την τάση
και την ροπή προς την εκμετάλλευση των πολιτών. Και η εκμετάλλευση αυτή όπως
είδαμε γινόταν με την είσπραξη επιπλέον φόρου απ’ τον κανονικό. Την ίδια
αντιμετώπιση δείχνει και προς τους στρατιώτες. Διότι και το επάγγελμα των
στρατιωτών είχε την τάση και την ροπή προς την εκμετάλλευση των πολιτών, αφού
έφεραν οπλισμό και εξουσία. Τα εγκλήματα λοιπόν που απορρέουν από τα 2 αυτά
επαγγέλματα, πατάσσει αρχικά ο Βαπτιστής (βλέπε και σελίδα Συκοφαντώ και
διασείω). Κατόπιν όμως θα κάνει λόγο σε όλο τον όχλο, και θα μιλήσει για τα
επιπλέον που πρέπει να κάνει κάποιος σε όποιο επάγγελμα κι αν ανήκει :

«Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι λέγοντες· Τί οὖν ποιήσωμεν; 11 ἀποκριθεὶς δὲ


λέγει αὐτοῖς· Ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα
ὁμοίως ποιείτω.», Λκ 3,10-11.

Με τα παραπάνω λόγια που απευθύνονται σε όλους, και στους τελώνες και


στους στρατιώτες, ο Ιωάννης Βαπτιστής προχωράει πιο πέρα απ’ την εφαρμογή της
τιμιότητας και την κατάργηση της διαφθοράς και κατάχρησης – αυτό άλλωστε
αποτελεί και διδασκαλία της Π. Διαθήκης –, και δείχνει τον ακόμα καλύτερο δρόμο
της αγάπης και φιλανθρωπίας, ευθυγραμμίζοντας την διδασκαλία του με την
διδασκαλία του Κυρίου του Ιησού Χριστού. Και υπήρξαν πολλοί τελώνες που
τήρησαν την διδασκαλία του Βαπτιστή, ακολουθώντας ύστερα τον Χριστό, όπως και
ο ίδιος ο Κύριος παραδέχεται:

« καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες
τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·», Λκ 7,29.
«ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε
αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ·», Μθ 21,32. 

You might also like