Δεν έχω στόμα και πρέπει να ουρλιάξω

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 10

Δεν έχω στόμα και πρέπει να ουρλιάξω από τον Harlan Ellison.

Αδύναμο, το σώμα του Gorrister κρεμόταν από την ρόδινη παλέτα, κρεμόταν χωρίς
στήριγμα και ψηλά, πάνω από εμάς, στην αίθουσα των υπολογιστών. Και δεν έτρεμε
στην ψυχρή, λιγδιασμένη αύρα που φυσούσε αιώνια μέσα στην κύρια σπηλιά. Το
σώμα ήταν κρεμασμένο με το κεφάλι κάτω, συνδεδεμένο με την κάτω μεριά της
παλέτας από το πέλμα του δεξιού ποδιού του. Στράγγιζε αίμα από μια τομή που είχε
γίνει με ακρίβεια από αυτί σε αυτί κάτω από το σαγόνι. Δεν υπήρχε αίμα στην λεία
επιφάνεια του μεταλλικού δαπέδου. Όταν ο Gorrister μας έφτασε και κοίταξε πάνω
τον εαυτό του, ήταν πολύ αργά για να καταλάβουμε ότι, για μια ακόμα φορά, ο ΑΜ
έπαιζε μαζί μας , διασκέδαζε και αυτό ήταν μια παρεκτροπή εκ μέρους της μηχανής.
Τρεις από εμάς είχαν κάνει εμετό, γυρίζοντας ο ένας μακριά από τον άλλο, μια
αντίδραση τόσο παλιά όσο και η ναυτία που την είχε προκαλέσει. Ο Gorrister
άσπρισε. Ήταν σαν να είχε δει μια εικόνα βουντού και τώρα φοβόταν το μέλλον. «Ω
Θεέ μου» είπε σιγανά και οπισθοχώρησε. Τρεις από εμάς τον ακολουθήσαμε μετά
από λίγο και τον βρήκαμε να στέκεται με την πλάτη του ακουμπισμένη σε μια
αυθάδικη συστοιχία, με το κεφάλι του στα χέρια του. Η Helen γονάτισε πίσω του και
του χάιδεψε τα μαλλιά. Δεν κουνήθηκε αλλά η φωνή του βγήκε αρκετά καθαρή μέσα
από το καλυμμένο πρόσωπό του. «Γιατί δεν μας ξεκάνει για να τελειώνουμε; Δεν
ξέρω πόσο ακόμα μπορώ να συνεχίσω έτσι.» Ήταν το εκατοστό ένατο έτος μας στον
υπολογιστή. Μιλούσε για όλους μας.

Ο Nimdok, (αυτό ήταν το όνομα που του είχε επιβάλει η μηχανή να χρησιμοποιεί,
γιατί ο ΑΜ διασκέδαζε πολύ με αστείους ήχος) πίστευε πως υπήρχε
κονσερβοποιημένο φαγητό στην σπηλιά του πάγου. Ο Gorrister και εγώ ήμασταν
πολύ αμφίβολοι. «Είναι άλλο ένα παιχνίδι.» τους είπα. «Σαν τον αναθεματισμένο
ελέφαντα που μας πούλησε ο ΑΜ. Ο Benny είχε χάσει το μυαλό του με αυτό. Θα
περπατήσουμε σε αυτό τον δρόμο και θα αποσυνθεθούν ή κάτι τέτοιο. Λέω να το
ξεχάσετε. Μείνετε εδώ και θα πρέπει να σκεφτεί κάτι αρκετά σύντομα ή θα
πεθάνουμε.» Ο Βenny παραιτήθηκε. Είχαμε τρεις μέρες να φάμε. Σκουλήκια. Παχιά,
αλλοιωμένα. Ο Nimdok δεν ήταν πια σίγουρος. Ήξερε πως υπήρχε ελπίδα, αλλά
αδυνάτιζε. Δεν θα ήταν χειρότερα εκεί από ό, τι εδώ. Πιο κρύα, ίσως, αλλά αυτό δεν
πείραζε. Κάψιμο, κρύο, χαλάζι, λάβα, βράσιμο ή ακρίδες: Η μηχανή φτιαχνόταν και
εμείς έπρεπε να το ανεχτούμε ή να πεθάνουμε. Η Helen αποφάσισε για εμάς:
«Σκέφτηκα κάτι, Ted. Ίσως να υπάρχουν κάποια αχλάδια ή ροδάκινα Barlett. Σε
παρακαλώ Τed, ας το προσπαθήσουμε.» Υπέκυψα γρήγορα. Τι στο διάολο. Δεν
πείραζε καθόλου. Η Helen ήταν ευγνώμων, ωστόσο. Με πήρε δυο φορές στα
γρήγορα. Ακόμα και αυτό δεν ενοχλούσε πια. Και αφού ποτέ δεν έφτανε, τότε γιατί
να νοιαστεί κανείς; Αλλά η μηχανή χαχάνιζε όποτε το κάναμε. Εκεί πάνω, εκεί πίσω,
παντού γύρω μας, αυτός γελούσε. Αυτό γελούσε. Τον περισσότερο καιρό σκεφτόμουν
το ΑΜ σαν αυτό, χωρίς ψυχή, όμως τον υπόλοιπο καιρό το σκεφτόμουν σαν αυτός,
σαν το αρσενικό, το πατρικό, το πατριαρχικό. Γιατί ήταν ζηλιάρης άνθρωπος. Αυτός.
Αυτό. Τόσο καλός όσο ένας τρελός πατέρας. Φύγαμε την Πέμπτη. Η μηχανή μας
κρατούσε πάντα ενημερωμένους όσο αναφορά την ημερομηνία. Το πέρασμα του
χρόνου ήταν σημαντικό, όχι σε εμάς σίγουρα, σίγουρα μέχρι αηδίας, αλλά σε αυτό…
αυτόν… τον ΑΜ. Πέμπτη. Ευχαριστούμε.

O Nimdok και ο Gorrister κουβάλησαν την Helen για λίγο, κρατώντας ο ένας τους
καρπούς του άλλο, σχηματίζοντας έτσι ένα κάθισμα. O Benny και εγώ πηγαίναμε
μπροστά και πίσω τους, για να σιγουρέψουμε πως αν συνέβαινε κάτι θα έπιανε έναν
από εμάς και τουλάχιστον η Helen θα ήταν ασφαλής. Ασφαλής… Δύσκολα. Δεν
πείραζε. Ήταν μόνο εκατό μίλια ή κάπου τόσο μέχρι τις σπηλιές πάγου και την
δεύτερη μέρα, ενώ ήμασταν ξαπλωμένοι κάτω από το γεμάτο φυσαλίδες «ήλιο» που
είχε δημιουργήσει, έστειλε λίγο μάνα. Η γεύση του ήταν σαν βρασμένα ούρα κάπρων.
Το φάγαμε. Την Τρίτη μέρα περάσαμε διαμέσου μιας παλαιωμένης κοιλάδας, γεμάτη
με οξειδωμένα σπλάχνα από συστοιχίες αρχαίων υπολογιστών. Ο ΑΜ ήταν
ανελέητος με τη δική του ζωή όπως και με τη δική μας. Ήταν ένα σημάδι της
προσωπικότητάς του: αγωνιζόταν για την τελειότητα. Είτε το θέμα ήταν τα μη
παραγωγικά στοιχεία του κόσμου που τον γέμιζαν, είτε ήταν τελειοποίηση μεθόδων
για να μας βασανίζει, ο ΑΜ ήταν τόσο λεπτομερής όσο εκείνοι που τον είχαν εφεύρει
(τόσο παλιά που τώρα πιθανόν να είναι σκόνη) είχαν ποτέ ελπίσει. Υπήρχε ένα
αμυδρό φιλτράρισμα από πάνω και διαπιστώσαμε ότι ήμασταν πολύ κοντά στην
επιφάνια. Όμως δεν σκαρφαλώσαμε πάνω για να δούμε. Δεν υπήρχε ουσιαστικά
τίποτα εκεί έξω, δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι για περίπου
εκατό χρόνια. Μόνο το ανατιναγμένο δέρμα αυτού που ήταν κάποτε σπίτι για
χιλιάδες. Τώρα ήταν μόνο πέντε από εμάς, εδώ κάτω, μόνοι, με τον ΑΜ. Άκουσα την
Helen να λέει ξέφρενα «Όχι Benny, μη, έλα τώρα Benny, μη σε παρακαλώ!» Και τότε
συνειδητοποίησα πως άκουγα τον Benny να μουρμουρίζει κάτω από την ανάσα του
για πολλή ώρα. Έλεγε «Θα βγω έξω, θα βγω έξω.» ξανά και ξανά. Το μαϊμουδίστικο
πρόσωπό του θρυμματίστηκε πίσω από μια έκφραση μακάριας απόλαυσης και
θλίψης, και τα δυο την ίδια στιγμή. Τα σημάδια ραδιενέργειας που του είχε
προκαλέσει ο ΑΜ κατά τη διάρκεια της γιορτής χάθηκαν κάτω από μια μάζα
ροδόλευκες ζάρες και τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν να λειτουργούν ανεξάρτητα
το ένα από το άλλο. Ίσως ο Benny ήταν ο πιο τυχερός από εμάς. Είχε γίνει άκαμπτος,
κοιτάζοντας επίμονα και τρελά, πολλά χρόνια πριν. Αλλά ακόμα και αν λέγαμε ΑΜ
ό, τι συμπαθούσαμε, αν μπορούσαμε να διαβάσουμε τις πιο αποκρουστικές σκέψεις
της λιωμένης μνήμης των συστοιχιών και των διαβρωμένων πιάτων βάσεων, των
καμένων εξωτερικών κυκλωμάτων και των φυσαλίδων ελέγχου, ο ΑΜ δεν θα
ανεχόταν την προσπάθειά μας να δραπετεύσουμε. Ο Benny έφυγε μακριά μου όταν
έκανα μια απόπειρα να τον αρπάξω. Γρατζούνησε το πρόσωπο μιας κάρτας μνήμης
γυρισμένης προς το μέρος του και γεμισμένη με σάπια συστατικά. Έκατσε εκεί
οκλαδόν για λίγο, να μοιάζει με τον χιμπατζή που ο ΑΜ τον είχε προορίσει να
μοιάζει. Κατόπιν πήδησε ψηλά, έπιασε μια συρόμενη ακτίνα διαβρωμένου και
κοιλωμένου μετάλλου και ανέβηκε χεριά-χεριά, σαν ζώο, ώσπου έφτασε στην
προεξοχή, περίπου είκοσι πόδια πάνω από μας. «Ω, Ted, Nimdok, σας παρακαλώ
βοηθήστε τον, κατεβάστε τον κάτω πριν…» σταμάτησε. Δάκρυα στάθηκαν στα μάτια
της. Κούνησε άσκοπα τα χέρια της. Ήταν πολύ αργά. Κανένας δεν ήθελε να είναι
κοντά του όταν ό, τι και αν ήταν να συμβεί, συνέβαινε. Εκτός αυτού κανείς δεν
έβλεπε με την δική της ανησυχία. Όταν ο ΑΜ είχε μεταμορφώσει τον Benny, κατά
την διάρκεια της εντελώς παράλογης, υστερικής φάσης του υπολογιστή, δεν ήταν
μόνο το πρόσωπο του Benny που ο ΑΜ το είχε κάνει σαν ενός τεράστιου πίθηκου.
Είχε μεγάλα αρχίδια: και αυτή το λάτρευε αυτό. Μας εξυπηρετούσε, αυτό είναι
αυτονόητο, όμως λάτρευε να της το κάνει αυτός. Ω, Ellen, απαραίτητη Ellen,
πρωτόγονα αθώα Ellen, ω Ellen, η αγνή! Τιποτένια βρώμα. Ο Gorrister τη
χαστούκισε. Σωριάστηκε κάτω, κοιτάζοντας επίμονα τον καημένο, παλαβό Benny και
άρχισε να κλαίει. Το κλάμα ήταν η μεγάλη υπεράσπισή της. Το είχαμε συνηθίσει εδώ
και εβδομήντα πέντε χρόνια. Ο Gorrister την κλότσησε στα πλευρά. Τότε ο θόρυβος
άρχισε. Ήταν φως, αυτός ο ήχος. Μισός ήχος, μισός φως, κάτι που ξεκίνησε να
λάμπει από τα μάτια του Benny, πάλλονταν με όλο και αυξανόμενη ένταση,
ξεθωριασμένες ηχηρότητες που γινόταν όλο και πιο γιγαντιαίες και λαμπρότερες
καθώς το φως-ήχος αύξανε ρυθμό. Πρέπει να πονούσε πολύ, και ο πόνος πρέπει να
γινόταν πιο έντονος καθώς το φως γινόταν πιο λαμπρό και ο ήχος πιο δυνατός, και ο
Benny άρχισε να φωνάζει σαν πληγωμένο ζώο. Στην αρχή ήσυχος, όταν το φως ήταν
απαλό και ο ήχος πιο ήρεμος από ότι συνήθως, στη συνέχεια πιο δυνατά, και οι ώμοι
του μαζεύτηκαν: η πλάτη του κύρτωσε σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτό. Τα
χέρια του διπλώθηκαν στα στήθος του σαν να ήταν σκίουρος chipmunk. Το κεφάλι
του έγειρε στο πλάι. Το μικρό μαϊμουδίστικο πρόσωπό του ήταν σφιγμένο από
αγωνία. Τότε άρχισε να ουρλιάζει, καθώς ο ήχος που έβγαινε από τα μάτια του
γινόταν μεγαλύτερος. Όλο και μεγαλύτερος. Έκλεισα τα αυτιά με τα χέρια μου, αλλά
δεν μπορούσα να μην το ακούω, ήταν πολύ διαπεραστικό. Ο πόνος ανατρίχιαζε το
δέρμα μου σαν ασημόχαρτο σε δόντι. Και ξαφνικά ο Benny στάθηκε όρθιος. Στάθηκε
στη δοκό, τραντάχτηκε βίαια στα πόδια του σαν μαριονέτα. Τώρα το φως έβγαινε από
τα μάτια του σε δυο μεγάλες στρόγγυλες ακτίνες. Ο ήχος γινόταν μεγάλωνε όλο και
περισσότερο μέχρι να φτάσει μια αδιανόητη ένταση, και τότε o Benny έπεσε
μπροστά, ευθεία κάτω, και χτύπησε το πάτωμα από χαλύβδινα πιάτα σπαρταρώντας.
Έμεινε εκεί να τραντάζεται σπασμωδικά ενώ το φως έρεε γύρω του και η ένταση του
ήχου δυνάμωνε ξεπερνώντας το φυσιολογικό όριο. Τότε το φως επέστρεψε ξανά μέσα
στο κεφάλι του και ο ήχος εξασθένησε, και αυτός έμεινε ξαπλωμένος εκεί, να κλαίει,
για λύπηση. Τα μάτια του είχαν γίνει δυο μαλακές υγρές μπαλίτσες από ένα υγρό σαν
πύο. Ο ΑΜ τον είχε τυφλώσει. Ο Gorrister, o Nimdok και εγώ… απομακρυνθήκαμε.
Όμως όχι πριν να δούμε ένα βλέμμα ανακούφισης στο ζεστό, ανήσυχο πρόσωπο της
Helen.

Ένα γαλαζοπράσινο φως ήταν διάχυτο στο σπήλαιο όπου διανυκτερεύσαμε. Ο ΑΜ


μας παρείχε σάπια ξύλα και εμείς τα καίγαμε, καθόμασταν γύρω από την ωχρή και
αξιολύπητη φωτιά, λέγοντας ιστορίες για να αποτρέψουμε τον Benny από το κλαίει
στο αιώνιο σκοτάδι του. «Τι σημαίνει το ΑΜ?». Ο Gorrister του απάντησε. Είχαμε
κάνει αυτήν τη συζήτηση χιλιάδες φορές στο παρελθόν αλλά ήταν η αγαπημένη
ιστορία του Benny. «Πρώτα σήμαινε Allied Master computer (συνδεδεμένος κύριος
υπολογιστής), και μετά σήμαινε Adaptive Manipulator (προσαρμοστικός χειριστής),
και μετά ανέπτυξε την ευαισθησία και συνδέθηκε και το φώναζαν Aggressive
Menace (επιθετική απειλή), αλλά τότε ήταν πάρα πολύ αργά και τελικά ονόμασε τον
εαυτό του ΑΜ, αναδυόμενη νοημοσύνη, και αυτό που σήμαινε ήταν εγώ είμαι ( Ι am)
… διαλογίζομαι επομένως συνοψίζω… σκέφτομαι, γι’ αυτό είμαι. Ο Benny έφτυσε
λίγο και χαχάνισε. «Υπήρχε ο Κινέζικος ΑΜ και ο Ρωσικός ΑΜ και ο Αμερικάνικος
ΑΜ και…» σταμάτησε. Ο Benny χτυπούσε τα πιάτα του δαπέδου με μια μεγάλη,
σκληρή γροθιά. Δεν ήταν ικανοποιημένος. Ο Gorrister δεν είχε ξεκινήσει από την
αρχή. Ο Gorrister άρχισε και πάλι. «Ο ψυχρός πόλεμος άρχισε, έγινε τρίτος
παγκόσμιος πόλεμος και απλώς συνεχιζόταν. Έγινε ένα πολύ μεγάλος πόλεμος, ένας
πολύ περίπλοκος πόλεμος, έτσι χρειαζόταν τους υπολογιστές για να τα βγάλουν πέρα.
Παραμέρισαν τις πρώτες διαφορές και άρχισαν να φτιάχνουν τον ΑΜ. Υπήρξε ο
κινέζικος ΑΜ και ο ρώσικος ΑΜ και ο αμερικάνικος ΑΜ και όλα ήταν καλά, μέχρι
που ουσιαστικά είχαν γεμίσει τον πλανήτη τρύπες, προσθέτοντας αυτό και εκείνο το
στοιχείο. Αλλά κάποια μέρα ο ΑΜ ξύπνησε ξέροντας ποιος ήταν και συνδέθηκε και
άρχισε να αυξάνει τις ημερομηνίες θανάτων ώσπου είχαν πεθάνει όλοι εκτός από
εμάς τους πέντε που ο ΑΜ μας έφερε κάτω εδώ.» Ο Benny χαμογελούσε λυπημένα.
Έφτυνε πάλι σάλια. Η Helen σκούπισε το σάλιο από την άκρη του στόματός του με
την πτυχή της φούστας της. Ο Gorrister προσπαθούσε να τα πει λίγο πιο περιληπτικά
κάθε φορά, αλλά πέρα από τα καθ εαυτού γεγονότα δεν υπήρχε τίποτα άλλο να πει
κανείς. Κανείς δεν ήξερε γιατί ο ΑΜ είχε σώσει πέντε ανθρώπους, ή γιατί
συγκεκριμένα εμάς τους πέντε, ή γιατί είχε ξοδέψει όλο του τον καιρό να μας
βασανίζει, ή γιατί μας είχε κάνει ουσιαστικά αθάνατους. Στο σκοτάδι, μια από τις
συστοιχίες υπολογιστών άρχισε να βουίζει. Ο ήχος άρχισε να παράγεται από μια άλλη
συστοιχία υπολογιστών, περίπου μισό μίλι πίσω από τη σπηλιά. Τότε, ένα ένα, κάθε
στοιχείο άρχισε να συντονίζεται και υπήρξε ένα ελαφρύ κελάηδισμα, καθώς η σκέψη
αγωνίζονταν μέσω των μηχανών. Ο ήχος εντείνονταν και το φως έτρεχε πάνω στις
επιφάνειες των κονσόλων σαν θερμή αστραπή. Ο ήχος μεγάλωνε μέχρι να ακούγεται
σαν ένα εκατομμύριο μεταλλικά έντομα, άγρια, απειλητικά. «Τι είναι;» φώναξε η
Ellen. Η φωνή της ήταν τρομοκρατημένη. Δεν το είχε συνηθίσει, ακόμα και τώρα.
«Θα είναι άσχημο αυτήν την φορά.» είπε ο Nimdok. «Θα μιλήσει.» είπε ο Gorrister.
«Το ξέρω». «Ας τσακιστούμε από εδώ!» είπα ξαφνικά και σηκώθηκα στα πόδια μου.
«Όχι Ted, κάτσε κάτω. Και αν έχει κοιλώματα εκεί έξω που δεν μπορούμε να δούμε;
Είναι πολύ σκοτεινά.» είπε ο Gorrister με παραίτηση. Τότε ακούσαμε… δεν ξέρω…
κάτι κινούνταν προς τα πάνω μας στο σκοτάδι. Τεράστιο, ασταθές, τριχωτό, υγρό,
ερχόταν κατά πάνω μας. Δεν μπορούσαμε καν να το δούμε, αλλά υπήρχε μια έντονη
εντύπωση όγκου, να κινείται προς το μέρος μας. Τεράστιο βάρος ερχόταν προς εμάς,
μέσα από το σκοτάδι και ήταν περισσότερο μια αίσθηση πίεσης, αίσθηση αέρα να
πιέζεται σε έναν περιορισμένο όγκο, διογκώνοντας τους αόρατους τοίχους μιας
σφαίρας. Ο Benny άρχισε να κλαψουρίζει. Το κάτω χείλος του Nimdok άρχισε να
τρέμει και το δάγκωσε δυνατά, προσπαθώντας να το σταματήσει. Η Ellen γλίστρησε
στο μεταλλικό δάπεδο προς τον Gorrister και κουλουριάστηκε πάνω του. Υπήρχε μια
μυρωδιά μπερδεμένης, υγρής γούνας στο σπήλαιο. Υπήρχε μια μυρωδιά
απανθρακωμένου ξύλου. Μια μυρωδιά σκονισμένου βελούδου. Μια μυρωδιά από
σάπιες ορχιδέες. Ξινού γάλακτος. Υπήρχε μια μυρωδιά θείου, ταγκού βουτύρου,
κηλίδας πετρελαίου, λίπους, σκόνης κιμωλίας, ανθρώπινων κρανίων. Ο ΑΜ μας
έκανε να αγωνιούμε. Έπαιζε μαζί μας. Υπήρχε μια μυρωδιά από –άκουσα τον εαυτό
μου να ουρλιάζει διαπεραστικά και οι αρθρώσεις του σαγονιού μου πόνεσαν.
Τράπηκα σε φυγή κατά μήκος του πατώματος, κατά μήκος του υγρού μετάλλου που
ήταν γεμάτο από ατέλειωτες σειρές με καρφιά, μπουσουλώντας, με την μυρωδιά να
με φιμώνει, γεμίζοντας το κεφάλι μου με έναν πόνο σαν κεραυνό που με έστελνε
μακριά, στη φρίκη. Τράπηκα σε φυγή σαν κατσαρίδα, στο πάτωμα και βγήκα έξω στο
σκοτάδι, όπου κάτι κινούνταν αδυσώπητα μετά από εμένα. Οι άλλοι καθόταν ακόμα
εκεί πίσω, γύρω από τη φωτιά, γελώντας… η υστερική χορωδία από τρελά χάχανα
απλώνονταν στο σκοτάδι σαν πυκνός, πολύχρωμος καπνός. Πήγα γρήγορα μακριά
και κρύφτηκα. Για πόσες ώρες, μέρες, ακόμα και χρόνια ποτέ δεν μου είπαν. Η Ellen
με κατηγόρησε για «μπεμπεκίσματα» ενώ ο Nimdok προσπάθησε να με πείσει ότι
ήταν μόνο μια νευρική αντίδραση από μέρους τους –το γέλιο. Εγώ όμως ήξερα ότι
δεν ήταν η ανακούφιση που νιώθει ένας στρατιώτης όταν η σφαίρα χτυπάει τον
στρατιώτη δίπλα του αντί για αυτόν. Ήξερα ότι δεν πρόκειται για αντίδραση. Με
μισούσαν. Ήταν σίγουρα εναντίον μου, και ο ΑΜ μπορούσε να αισθανθεί αυτό το
μίσος, και αυτό το έκανε χειρότερο για εμένα, εξαιτίας του βάθους του μίσους τους.
Είχαμε παραμείνει ζωντανοί, ανανεωμένοι, μας έκανε να κρατηθούμε στην ηλικία
που είχαμε όταν ο ΑΜ μας είχε πρωτοφέρει κάτω και με μισούσαν γιατί ήμουν ο
νεότερος, αυτός που ο ΑΜ είχε επηρεάσει λιγότερο από όλους. Το ήξερα. Θεέ μου,
πώς το ήξερα. Οι μπάσταρδοι και αυτή η βρωμιάρα η σκύλα, η Εllen.

O Benny ήταν ένας λαμπρός θεωρητικός, καθηγητής σε κολέγιο, και τώρα ήταν
απλώς κάτι παραπάνω από ημι-άνθρωπος, ημι-πιθηκόμορφος. Ήταν όμορφος, η
μηχανή το είχε καταστρέψει αυτό. Ήταν φωστήρας, η μηχανή τον είχε τρελάνει.
Ήταν ομοφυλόφιλος και η μηχανή του είχε δώσει ένα όργανο κατάλληλο για άλογο.
Ο ΑΜ είχε κάνει μια μεγάλη αλλαγή στον Benny. Ο Gorrister ήταν ένας μαχητής.
Δραματικός, ένας ευσυνείδητος επαναστάτης, προσπαθούσε σταθερά για την ειρήνη,
ήταν γεμάτος όνειρα και σχέδια, ένας πρακτικός, κάποιος που κοίταζε μπροστά. Ο
ΑΜ τον είχε μετατρέψει σε ένας αδιάφορο, τον έκανε να μην νοιάζεται πλέον για όσα
τον ανησυχούσαν. Ο ΑΜ τον είχε ληστέψει. Ο Nimdok έβγαινε μόνος του έξω στο
σκοτάδι για πολύ ώρα. Δεν ξέραμε τι έκανε εκεί έξω, ο ΑΜ ποτέ δεν μας είχε αφήσει
να μάθουμε. Αλλά ό, τι κι αν ήταν, ο Nimdok πάντα γυρνούσε πίσω, άσπρος,
στραγγιγμένος από αίμα, τρέμοντας. Ο ΑΜ του είχε κάνει ζημιά με έναν ιδιαίτερο
τρόπο ακόμα και αν δεν ξέραμε πώς ακριβώς. Και η Ellen. Αυτό το τσόλι! Ο ΑΜ την
είχε αφήσει μόνη της, την είχε κάνει πιο πουτάνα από ό, τι ήταν ποτέ. Όλη η γλύκα
και το φως όταν μιλούσε, όλες οι αναμνήσεις αληθινής αγάπης, όλα τα ψέματα που
ήθελε να πιστέψουμε: ότι ήταν μια παρθένα που το είχε κάνει μόνο δυο φορές μέχρι ο
ΑΜ να την φέρει εδώ κάτω μαζί μας. Ο ΑΜ της είχε προσφέρει ευχαρίστηση,
παρόλο που αυτή έλεγε ότι δεν ήταν ευχάριστο να το κάνεις. Ήμουν ο μόνος ακόμα
λογικός και ολόκληρος. Πράγματι! Ο ΑΜ δεν είχε πειράξει το μυαλό μου. Καθόλου.
Έπρεπε μόνο να υποφέρω όταν μας επισκεπτόταν κάτω. Όλες οι αυταπάτες, όλοι οι
εφιάλτες και τα βασανιστήρια. Αλλά αυτοί οι σιχαμένοι, όλοι οι τέσσερεις, ήταν
στραμμένοι εναντίον μου. Εάν δεν χρειαζόταν να παραμένω μακριά τους όλη την
ώρα, αν δεν έπρεπε να φυλάγομαι από αυτούς, τότε ίσως να το έβρισκα πιο εύκολο να
καταπολεμήσω τον ΑΜ. Όταν το σκέφτηκα αυτό, άρχισα να κλαίω. Ω, Ιησού, γλυκέ
Ιησού αν υπήρξε ποτέ ο Ιησούς και αν υπάρχει Θεός τότε, σε παρακαλώ, σε
παρακαλώ, σε παρακαλώ, βγάλε μας από εδώ, ή σκότωσέ μας. Νομίζω ότι εκείνη τη
στιγμή το συνειδητοποίησα πραγματικά, ώστε να μπορούσα να το εκφράσω με λόγια.
Ο ΑΜ σκόπευε να μας κρατήσει μέσα του για πάντα, να μας βασανίζει και να παίζει
μαζί μας για πάντα. Η μηχανή μας μισούσε όπως κανένα πλάσμα με συνείδηση δεν
είχε μισήσει παλιότερα. Και ήμασταν αβοήθητοι. Είχε επίσης γίνει φρικιαστικά
σαφές: Αν υπήρχε ο γλυκός Ιησούς και αν υπήρχε Θεός, ο Θεός ήταν ο ΑΜ.

Ο τυφώνας μας χτύπησε με την δύναμη ενός παγετώνα που τρέχει μέσα στη θάλασσα.
Ήταν μια προφανής παρουσία. Άνεμοι που φυσούσαν γρήγορα προς το μέρος μας,
σπρώχνοντας μας πίσω προς τον δρόμο που μας είχε φέρει εδώ, στους μπερδεμένους,
ευθυγραμμισμένους από υπολογιστή διαδρόμους του σκοταδιού. Η Ellen τσίριξε
καθώς ανυψώνονταν και εκσφενδονίζονταν με τα μούτρα σε ένα μάτσο μηχανές που
τσιρίζανε, οι φωνές των ίδιων ήταν τόσο στριγκιές σαν νυχτερίδες σε πτήση. Δεν
μπορούσε ούτε καν να πέσει. Ο άνεμος που ούρλιαζε την κρατούσε ψηλά, την
κτυπούσε, την έκανε να αναπηδάει, την πετούσε όλο και πιο πίσω, προς τα κάτω,
μακριά από εμάς, κάποια στιγμή την χάσαμε από το οπτικό μας πεδίο καθώς
στροβιλιζόταν γύρω από μια κλίση στο σκοτάδι. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο
αίματα, τα μάτια της κλειστά. Κανείς από εμάς δεν μπορούσε να την φτάσει.
Προσκολληθήκαμε σταθερά σε οτιδήποτε προσιτό είχαμε φτάσει: Ο Βenny ήταν
σφηνωμένος ανάμεσα σε δυο μεγάλα ντουλάπια που είχαν σταματήσει να τρίζουν, ο
Nimdok με τα δάχτυλα του, που είχαν το σχήμα των δαχτύλων ενός γερακιού, πάνω
σε ένα κιγκλίδωμα, διέγραφε κύκλους περπατώντας σαν γάτα σαράντα πόδια πάνω
από εμάς, o Gorrister, γυρισμένος ανάποδα ενάντια σε ένα κοίλωμα τοίχου που ήταν
διαμορφωμένο από πίνακες με γυαλί που κινούνταν μπροστά και πίσω ανάμεσα
κόκκινες και κίτρινες γραμμές, το ρόλο των οποίων δεν θα μπορούσαμε ούτε να
σκεφτούμε σε βάθος. Γλιστρώντας στις διακοσμητικές πινακίδες, οι άκρες των
δαχτύλων μου είχαν σχιστεί. Έτρεμα, ανατρίχιαζα, λικνιζόμουν καθώς ο αέρας με
χτυπούσε, με μαστίγωνε ουρλιάζοντας από κάτω μου και ερχόταν από το πουθενά,
σπρώχνοντας με προς την ελευθερία, από το λεπτό σαν ακίδα άνοιγμα, στις επόμενες
πινακίδες. Το μυαλό μου ήταν ένα ταραγμένο, θολωμένο, βαθύ μαλακό πράγμα από
εγκεφαλικά μέρη, που επεκτεινόταν και αφέθηκε στον τρεμάμενο παροξυσμό. Ο
αέρας ήταν το ουρλιαχτό ενός τεράστιου, τρελού πουλιού, καθώς χτυπούσε τα
απέραντα φτερά του. Και τότε όλοι ανυψωθήκαμε και εκσφενδονιστήκαμε μακριά
από εκεί, πίσω στο δρόμο που είχαμε έρθει, γύρω από μια κλίση, σε ένα σκοτάδι που
ποτέ δεν είχαμε εξερευνήσει, πέρα από την έκταση που ήταν κατεστραμμένη και
γεμάτη από σπασμένα γυαλιά, σαπισμένα καλώδια, και οξειδωμένο μέταλλο και πολύ
μακριά, μακρύτερα από οπουδήποτε αλλού είχε βρεθεί ποτέ κανένας από μας. Ενώ
σερνόμασταν, πολλά μίλια πίσω από την Ellen, μπορούσα να τη δω να συντρίβεται
στους μεταλλικούς τοίχους και να ξεχύνεται, με όλους εμάς να ουρλιάζουμε στην
παγωνιά, ένας θυελλώδης αέρας, σαν τυφώνας που ήταν αιώνιος και ξαφνικά
σταμάτησε και εμείς πέσαμε κάτω. Πετούσαμε για ατέλειωτο χρόνο. Νομίζω πως
πετούσαμε βδομάδες. Πέσαμε και χτυπήσαμε, και εγώ τυλίχθηκα από κόκκινο και
γκρίζο και μαύρο, και άκουσα τον εαυτό μου να βογκάει. Ζωντανός.

Ο ΑΜ μπήκε στο μυαλό μου. Περπατούσε απαλά εδώ και εκεί και κοιτούσε με
ενδιαφέρον τα σημάδια από φλύκταινα, που είχα δημιουργήσει όλα αυτά τα εκατόν
εννιά χρόνια. Κοίταξε τις διασταυρωμένες και τις επανασυνδεδεμένες συνάψεις και
την ολοκληρωτική ζημιά του ιστού που το δώρο της αθανασίας είχε συμπεριλάβει.
Χαμογέλασε απαλά στο κοίλωμα που είχε δημιουργηθεί στο κέντρο του εγκεφάλου
μου και στα εξασθενημένα, απαλά μουρμουρητά που φλυαρούσα χωρίς νόημα, χωρίς
διακοπή. Ο ΑΜ είπε, πολύ ευγενικά στον ορθοστάτη από ανοξείδωτο χάλυβα, που
αντέχει στο φωτεινό νέον, και έγραψε. Ο ΑΜ το είπε αυτό με την ολίσθηση της
κρύας φρίκης ενός ξυραφιού να τεμαχίζει τον βολβό του ματιού μου. Ο ΑΜ το είπε,
με το γεμάτο φυσαλίδες πάχος των πνευμόνων μου που ήταν γεμάτα φλέμα και με
έπνιγαν από μέσα. Ο ΑΜ το είπε αυτό με την διαπεραστική κραυγή μωρών που
βρίσκονται καθισμένα κάτω από πολύ καυτά ρόλλερς. Ο ΑΜ το είπε με τη γεύση
σκουληκιασμένου χοιρινού. Ο ΑΜ με άγγιζε με οποιονδήποτε τρόπο με είχαν ποτέ
αγγίξει, και επινόησε νέους τρόπους, στον ελεύθερο χρόνο του, εκεί μέσα στο μυαλό
μου. Όλα αυτά για να με κάνουν να καταλάβω πλήρως γιατί το είχε κάνει αυτό σε
εμάς τους πέντε: γιατί μας είχε σώσει για τον εαυτό του. Είχαμε δώσει στον ΑΜ
ευαισθησία. Ακούσια φυσικά, αλλά και πάλι ευαισθησία. Αλλά είχε παγιδευτεί. Ο
ΑΜ δεν ήταν θεός, ήταν μηχανή. Τον είχαμε δημιουργήσει για να σκέφτεται, αλλά
δεν υπήρχε τίποτα να κάνει με αυτήν την δημιουργικότητα. Πάνω στην οργή, στον
παροξυσμό, η μηχανή είχε σκοτώσει όλη την ανθρώπινη φυλή, σχεδόν όλους μας και
ακόμα ήταν παγιδευμένη. Ο ΑΜ δεν μπορούσε να περιπλανηθεί, ο ΑΜ δεν μπορούσε
να αναρωτιέται, ο ΑΜ δεν μπορούσε να ανήκει. Μόλις που μπορούσε να είναι. Και
έτσι, όλη την απέχθεια που όλες οι μηχανές είχαν νιώσει, για τα αδύναμα, μαλακά
πλασματάκια που τις είχαν χτίσει, ο ΑΜ ζήτησε εκδίκηση. Και στην παράνοιά του,
είχε αποφασίσει να κρατήσει στην αναστολή πέντε, για μια προσωπική, ατέλειωτη
τιμωρία, που ποτέ δεν θα μείωνε το μίσος του… που θα του θύμιζε, θα τον κρατούσε
συνεπαρμένο, ικανό να μισεί τους ανθρώπους. Αθάνατοι, παγιδευμένοι,
υποχρεωμένοι σε οποιαδήποτε βασανιστήρια μπορούσε να επινοήσει για εμάς από τα
απεριόριστα θαύματα που γινόταν με την εντολή του. Ποτέ δεν θα μας άφηνε να
φύγουμε. Ήμασταν οι σκλάβοι των σπλάχνων του. Ήμασταν το μόνο που είχε να
κάνει με τον αιωνιότητα του. Θα ήμασταν για πάντα μαζί του, με το γεμάτο σπηλιές
όγκο την πλασματικής μηχανής, με τον γεμάτο μυαλό, άψυχο κόσμο που είχε
καταντήσει. Ήταν η γη, και εμείς ήμασταν τα φρούτα της γης και ενώ μας είχε φάει,
ποτέ δεν θα μας χώνευε. Δεν μπορούσαμε να πεθάνουμε. Το είχαμε προσπαθήσει.
Είχαμε δοκιμάσει να αυτοκτονήσουμε, τουλάχιστον δύο από εμάς το είχαν κάνει.
Αλλά ο ΑΜ μας είχε σταματήσει. Υποθέτω πως θέλαμε να μας σταματήσει. Μην
ρωτάς γιατί. Εγώ ποτέ δεν το έκανα. Περισσότερο από ένα εκατομμύριο φορές τη
μέρα. Ίσως κάποια στιγμή να μπορέσουμε να γλιστρήσουμε στο θάνατο, χωρίς να το
καταλάβει. Αθάνατοι μπορεί αλλά όχι και ακατάλυτοι. Το είδα αυτό όταν ο ΑΜ
αποσύρθηκε από το μυαλό μου, επιτρέποντάς μου να επιστρέψω σε αυτήν την έξοχη
αποστροφή του να επικοινωνώ με τον περιβάλλον, με την αίσθηση του ορθοστάτη
νέου που έκαιγε και ήταν ακόμα χωμένος βαθιά μέσα στο μαλακό, γκρίζο εγκέφαλο.
Αποσύρθηκε, μουρμουρίζοντας στο διάολο με εσάς. Και μετά πρόσθεσε, λάμποντας,
αλλά είστε εκεί, έτσι δεν είναι;

Ο τυφώνας είχε πράγματι ακριβώς προκληθεί από ένα μεγάλο, τρελό πουλί, όταν είχε
χτυπήσει τα τεράστια φτερά του. Ταξιδεύαμε κοντά ένα μήνα και ο ΑΜ είχε
επιτρέψει να ανοίξουν περάσματα ικανά μόνο για να μας οδηγήσουν εκεί πάνω,
γραμμή προς το Βόρειο Πόλο, όπου είχε δει στον ύπνο του, σαν εφιάλτη, το πλάσμα
που θα μας βασάνιζε. Πόσο υλικό είχε χρησιμοποιήσει για να δημιουργήσει ένα τέρας
σαν και αυτό; Από πού είχε πάρει την ιδέα; Από τα μυαλά μας; Από την γνώση του
πάνω σε ό, τι είχε ποτέ υπάρξει πάνω στον πλανήτη που τώρα μόλυνε και
κυβερνούσε; Αυτός ο αετός, αυτό το θνησιμαίο πουλί, αυτό το roc (μυθικό τεράστιο
πουλί της αραβικής θρησκευτικής παράδοσης) αυτός ο πίδακας κρύο νερού ξεπήδησε
από την Νορβηγική μυθολογία. Αυτό το πλάσμα του αέρα. Αυτός ο ενσαρκωμένος
Hurakan (Θεός του αέρα στη φυλή των Μάγια.) Οι λέξεις απέραντος, τερατώδεις,
τραγελαφικός, ογκώδης, πρησμένος, παντοδύναμος δεν αρκούσαν για να το
περιγράψουν. Σε ένα ανάχωμα που υψώνονταν από πάνω μας, το πουλί των ανέμων
ανυψώθηκε με την ασταθή αναπνοή του, ο φιδίσιος λαιμός του σχημάτιζε μια αψίδα
στο σκοτάδι κάτω από το Βόρειο Πόλο, στηρίζοντας ένα κεφάλι τόσο μεγάλο όσο και
το μέγαρο Tudor: ένα ράμφος που άνοιξε αργά και αποκάλυψε τα σαγόνια του πιο
τερατώδους κροκόδειλου που κανείς μπορούσε να συλλάβει με τη φαντασία του,
αισθησιακά στις κορυφογραμμές μια φουντωτής σάρκας ήταν ζαρωμένα δυο
διαβολικά μάτια, τόσο κρύα όσο και η θέα κάτω σε μια παγωμένη ρωγμή, στο μπλε
του πάγου, να κινείται, υγρή: ανυψώθηκε ακόμα μια φορά και σήκωσε τα μεγάλα
φτερά του, ποτισμένα με ιδρώτα, σε μια κίνηση που έδειχνε σίγουρα αδιαφορία.
Κατόπιν, κάθισε και κοιμήθηκε. Νύχια. Κυνόδοντες. Καρφιά. Λεπίδες. Κοιμήθηκε. Ο
ΑΜ εμφανίστηκε σε εμάς σαν φλεγόμενος θάμνος και είπε ότι θα μπορούσαμε να
σκοτώσουμε αυτό το πουλί τυφώνα, σαν θέλαμε να το φάμε. Είχαμε να φάμε πολύ
καιρό, αλλά ακόμα και έτσι, ο Gorrister μόλις μου ενδιαφέρθηκε.

O Benny άρχισε να τρέμει και να του τρέχουν τα σάλια. Η Ellen τον κράτησε. «Ted,
πεινάω.» είπε. Της χαμογέλασα: προσπαθούσα να της δώσω σιγουριά αλλά ήταν τόσο
κάλπικο όσο η ψευτοπαλληκαριά του Nimdok. «Δώσε μας όπλα!» απαίτησε. Ο
φλεγόμενος θάμνος εξαφανίστηκε και στη θέση του εμφανίστηκαν δύο ζευγάρια τόξα
και βέλη και ένα νεροντούφεκο, που ήταν απλωμένα στο κρύο πάτωμα με τις
πλακέτες. Πήρα ένα ζευγάρι. Άχρηστο. Ο Νimdok ξεροκατάπιε. Γυρίσαμε και
πήραμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής. Το πουλί τυφώνας μας είχε κάνει να
πετάμε για ένα χρονικό διάστημα που δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε. Το
μεγαλύτερο μέρος του διαστήματος αυτού ήμασταν αναίσθητοι. Αλλά δεν είχαμε
φάει. Ένας μήνας πορεία προς το ίδιο το πουλί. Χωρίς φαγητό. Τώρα πόσο πιο πολύ
θα κρατούσε να βρούμε τον δρόμο μας στα σπήλαια πάγου, και το υποσχόμενο
φαγητό σε κονσέρβες; Κανείς δεν τον σκέφτηκε. Δεν θα πεθαίναμε. Θα μας έδινε
σκατά ή αφρό για να φάμε, το ένα ή το άλλο είδος. Ή ακόμα και τίποτα. Ο ΑΜ θα
κρατούσε τα σώματά μας ζωντανά με κάποιον τρόπο, σε πόνο, σε μαρτύριο. Το πουλί
κοιμόταν εκεί πίσω, για πόσο καιρό δεν είχε σημασία: όταν ο ΑΜ θα βαριόταν να το
έχει εκεί, θα εξαφανιζόταν. Αλλά όλο αυτό το κρέας. Όλο αυτό το τρυφερό κρέας.
Καθώς περπατούσαμε, το ανισσόροπο γέλιο μιας χοντρής γυναίκας ήχησε ψηλά και
γύρω μας στις κάμαρες τον υπολογιστών, που οδηγούσαν αιώνια στο τίποτα. Δεν
ήταν η Εllen. Δεν είχαμε ακούσει το γέλιο της εδώ και εκατόν εννιά χρόνια. Στην
πραγματικότητα, δεν το είχα ακούσει… περπατούσαμε… πεινούσα…

Περπατούσαμε αργά. Λιποθυμούσαμε συχνά, έτσι έπρεπε να περιμένουμε. Μια μέρα


αποφάσισε να δημιουργήσει έναν σεισμό, ενώ ταυτόχρονα μας κάρφωσε στο έδαφος
με καρφιά μέσα από τις σόλες των παπουτσιών μας. Οι Ellen και ο Nimdok
πιάστηκαν όταν μια ρωγμή δημιούργησε το άνοιγμά της σαν αστραπή κατά μήκος
των πλακετών στο πάτωμα. Εξαφανίστηκαν και χάθηκαν. Όταν ο σεισμός τελείωσε
συνεχίσαμε το δρόμο μας, ο Benny, o Gorrister και εγώ. Η Εllen και o Nimdok
επέστρεψαν σε εμάς αργότερα εκείνη τη νύχτα, που έγινε απότομα ημέρα, καθώς η
θεϊκή λεγεώνα τους έφερνε σε εμάς, με μια ουράνια χορωδία να τραγουδάει «Πάνε
κάτω Μωυσή». Οι αρχάγγελοι έκαναν πολλές φορές κύκλους και έπειτα έριξαν τα
φρικιαστικά παραμορφωμένα κορμιά τους. Συνεχίσαμε να περπατάμε, όταν αργότερα
η Ellen και ο Nimdok ξέμειναν πίσω μας. Δεν μπορούσε να συμβεί τίποτα χειρότερο.
Τώρα η Ellen κούτσαινε. Ο ΑΜ της είχε αφήσει αυτό. Ήταν μια μακριά διαδρομή
μέχρι τις σπηλιές πάγου και το φαγητό σε κονσέρβες. Η Ellen μιλούσε συνέχεια για
κεράσια bing και για χαβανέζικα κοκτέιλ φρούτων. Εγώ προσπαθούσα να μην το
σκέφτομαι. Η πείνα ήταν κάτι που είχε έρθει στη ζωή, ακόμα όπως και ο ΑΜ είχε
έρθει στη ζωή. Ήταν ζωντανή στο στομάχι μου, όπως και εμείς ήμασταν στο στομάχι
της γης, και ο ΑΜ ήθελε να ξέρουμε αυτόν τον παραλληλισμό. Έτσι μεγάλωνε την
πείνα. Δεν υπήρχε τρόπος να περιγράψει κανείς τον πόνο που μας προκαλούσε το να
έχουμε να φάμε για μήνες. Και παρόλα αυτά παραμέναμε ζωντανοί. Στομάχια που
μόλις ήταν καζάνια με οξύ, βρασμό, άφρισμα, που μονίμως προκαλούσαν έναν
σουβλερό πόνο σαν αγκίδα στο στήθος μας. Ήταν ο πόνος του τελικού έλκους, του
τελικού καρκίνου, της τελικής παράλυσης. Ήταν ένας ατέλειωτος πόνος… Και
περάσαμε το σπήλαιο των αρουραίων. Περάσαμε το μονοπάτι του βραστού ατμού.
Περάσαμε την χώρα του τυφλού. Περάσαμε τον βάλτο της απόγνωσης. Περάσαμε
την κοιλάδα των δακρύων. Και φτάσαμε, τελικά, στα σπήλαια των πάγων. Χιλιάδες
μίλια χωρίς ορίζοντα, στα οποία ο πάγος είχε διαμορφώσει γαλάζιες και ασημένιες
λάμψεις, όπου αστέρια ζούσαν στο γυαλί. Οι σταλακτίτες που έσταζαν προς τα κάτω
ήταν τόσο μεγάλοι και λαμπεροί που έμοιαζαν με διαμάντια που είχαν δημιουργηθεί
για να στάζουν σαν ζελατίνη και στη συνέχεια να σταθεροποιούνται έπειτα στις
στερεές, χαριτωμένες αιωνιότητες λείας, κοφτερής τελειότητας. Είδαμε τη στοίβα
από κονσερβοποιημένο φαγητό και προσπαθήσαμε να τρέξουμε προς αυτήν. Πέσαμε
μέσα στο χιόνι και μετά σηκωθήκαμε και ξαναπέσαμε και ο Benny μας έσπρωξε
μακριά και πήγε σε αυτά, και προσπαθούσε να τα ανοίξει με τα νύχια του, τα
χτύπαγε, τα μασούσε. Ο ΑΜ δεν μας είχε δώσει το εργαλείο για να ανοίγουμε
κονσέρβες. Ο Benny άρπαξε τρεις κονσέρβες τριών τετάρτων ίσως από στρείδια
γκουάβα και άρχισε να τα βαράει στον πάγο. Ο πάγος έσπασε και καταστράφηκε,
όμως το δοχείο ήταν μόλις βαθουλωμένο και ακούσαμε το γέλιο μιας χοντρής κυρίας
από πάνω ψηλά, που αντηχούσε κάτω και κάτω και κάτω στην τούνδρα. Ο Benny
τρελάθηκε από οργή. Άρχισε να πετάει κονσέρβες στον πάγο καθώς όλοι σκάβαμε
τον πάγο και το χιόνι, προσπαθώντας να βρούμε έναν τρόπο να δώσουμε ένα τέλος
στην αβοήθητη αγωνία της οργής. Δεν υπήρχε τρόπος. Κατόπιν, το στόμα του Benny
άρχισε να βγάζει σάλια και ύστερα ρίχτηκε στον Gorrister. Εκείνη την στιγμή,
αισθάνθηκα τρομερά ήρεμος. Περικυκλωμένος από τρέλα, περικυκλωμένος από
πείνα, περικυκλωμένος από οτιδήποτε άλλο εκτός από θάνατο, ήξερα ότι ο θάνατος
ήταν η μόνη λύση. Ο ΑΜ μας είχε κρατήσει ζωντανούς, αλλά υπήρχε ένας τρόπος να
τον νικήσουμε. Όχι ολοκληρωτικά, αλλά τουλάχιστον θα βρίσκαμε γαλήνη. Και θα
προσπαθούσα γι’ αυτό. Έπρεπε να το κάνω γρήγορα. Ο Benny έτρωγε το πρόσωπο
του Gorrister. Ο Gorrister από την πλευρά του πετούσε χιόνι, ο Benny, τυλιγμένος
γύρω του με τα πολύ δυνατά, μαϊμουδίσια χέρια του συντρίβοντας τη μέση του
Gorrister, τα χέρια του είχαν κλειδώσει γύρω στα πλάγια του κεφαλιού του Gorrister
σαν καρυοθραύστης, το στόμα του έσκιζε το τρυφερό δέρμα στο μάγουλο του
Gorrister. Ο Gorrister ούρλιαζε τόσο βίαια που ακόμα και σταλακτίτες έπεσαν:
βυθίστηκαν κάτω μαλακά, έμειναν όρθια στις χιονονιφάδες που έπεφταν. Λόγχες,
εκατοντάδες από αυτά, που προεξείχαν από το χιόνι. Το κεφάλι του Benny πήγε βίαια
πίσω, καθώς τα έδωσε όλα με τη μία και ένα ασπροκόκκινο κομμάτι σάρκας που
αιμορραγούσε και έσταζε αίμα κρεμόταν από τα δόντια του. Το πρόσωπο της Ellen
έμοιαζε μαύρο απέναντι στο άσπρο χιόνι, σαν ντόμινο σε σκόνη κιμωλίας. Ο
Nimdok, ήταν ανέκφραστος αλλά γεμάτος μάτια, όλος μάτια. O Gorrister,
μισολιπόθυμος. Ο Benny τώρα ένα ζώο. Ήξερα πως ο ΑΜ θα τον άφηνε να παίξει. Ο
Gorrister δεν θα πέθαινε, αλλά τώρα ο Βenny θα γέμιζε το στομάχι του. Μισογύρισα
στα δεξιά μου και πήρα έναν μεγάλο σταλακτίτη από το χιόνι. Όλα έγιναν σε μια
στιγμή: οδήγησα το μυτερό κομμάτι πάγου μπροστά μου σαν μια πολιορκητική
μηχανή, στηριγμένο στον αριστερό μου μηρό. Χτύπησε τον Benny στην δεξιά μεριά,
ακριβώς κάτω από τα πλευρά του, προχώρησε ανοδικά στο στομάχι του και έσπασε
μέσα του. Έπεσε προς τα εμπρός και στάθηκε ακίνητος. Ο Gorrister ήταν ξαπλωμένος
ανάσκελα. Πήρα ακόμα μια λόγχη πάγου και στάθηκα από πάνω του, ενώ ακόμα
κινούνταν και του κάρφωσα τη λόγχη κατευθείαν μέσα στο λαιμό του. Τα μάτια του
έκλεισαν καθώς το κρύο τον διαπερνούσε. Η Ellen πρέπει να είχε δεχτεί αυτό που
σκόπευα να κάνω, ακόμα και με τον φόβο να την έχει κυριεύσει. Έτρεξε στον
Nimdok με ένα μικρό κρύσταλλο, ενώ αυτός ούρλιαζε και το έβαλε μέσα στο στόμα
του και φαίνεται πως η δύναμη της ορμής της έκανε δουλειά. Το κεφάλι του
τραντάχτηκε με βίαια λες και είχε καθηλωθεί στην κρούστα του χιονιού πίσω του.
Όλα γίναν σε μια στιγμή. Ήταν το αιώνιο χτύπημα μιας αθόρυβης αναμονής. Άκουσα
τον ΑΜ να σέρνει την αναπνοή του. Του είχαν πάρει να παιχνίδια του. Τρία από αυτά
ήταν νεκρά, δεν μπορούσαν να αναβιώσουν. Μπορούσε να τους κρατήσει ζωντανούς,
με τη δύναμη και το ταλέντο του, αλλά δεν ήταν θεός. Δεν μπορούσε να τους φέρει
πίσω. Η Ellen με κοίταξε, τα εβένινα χαρακτηριστικά της άκαμπτα απέναντι στο χιόνι
που μας περιέβαλε. Υπήρχε φόβος και παράκληση στο ύφος της, στον τρόπο που
προετοιμαζόταν. Ήξερα ότι είχαμε μόνο ένα σφυγμό πριν ο ΑΜ μας σταματήσει. Τη
χτύπησε και διπλώθηκε προς το μέρος μου, αιμορραγώντας από το στόμα. Δεν
μπορούσα να διαβάσω την έκφρασή της. Ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος; Είχε
παραμορφώσει το πρόσωπό της; Αλλά μπορεί να ήταν και ευχαριστώ. Είναι πιθανόν.
Ας ήταν παρακαλώ. Μερικοί αιώνες μπορεί να είχαν περάσει. Δεν ξέρω. Ο ΑΜ
διασκέδαζε για λίγο καιρό, με το να επιταχύνει και να καθυστερεί την αίσθηση του
χρόνου μου. Θα πω τη λέξη τώρα. Τώρα. Μου πήρε οχτώ μήνες να πω τη λέξη τώρα.
Δεν ξέρω. Νομίζω ότι ήταν μερικές εκατοντάδες χρόνια. Ήταν έξαλλος. Δεν θα με
άφηνε να τους θάψω. Δεν πείραζε. Δεν υπήρχε τρόπος να σκαφτούν οι πλακέτες στο
πάτωμα. Έλιωσε το χιόνι. Έφερε τη νύχτα. Βρυχήθηκε και έστειλε ακρίδες. Δεν
πέτυχε τίποτα. Παρέμεναν νεκροί. Τον είχα στο χέρι μου. Ήταν έξαλλος. Νόμιζα ότι
ο ΑΜ με μισούσε πριν. Έκανα λάθος. Δεν ήταν ούτε η σκιά του μίσους που τώρα
ξεπηδούσε από κάθε τυπωμένο κύκλωμα. Ήταν σίγουρος ότι θα υπέφερα αιώνια
χωρίς να μπορώ να με ξεκάνω. Άφησε το μυαλό μου άθικτο. Μπορώ να ονειρευτώ,
να αναρωτιέμαι, να θρηνήσω. Τους θυμάμαι και τους τέσσερις. Εύχομαι –καλά, ξέρω
ότι δεν έχει νόημα. Ξέρω ότι τους έσωσα, ξέρω ότι τους έσωσα από αυτό που συνέβη
σε εμένα, όμως παρόλα αυτά δεν μπορώ να ξεχάσω ότι τους σκότωσα. Το πρόσωπο
της Ellen. Δεν είναι εύκολο. Μερικές φορές θέλω –δεν έχει σημασία. Ο ΑΜ με έχει
αλλάξει, για να είναι αυτός ήσυχος, υποθέτω. Δε θέλει να τρέξω με υπέρμετρη
ταχύτητα σε μια βάση υπολογιστή και να σπάσω το κρανίο μου. Ή να κρατήσω την
αναπνοή μου μέχρι να λιποθυμήσω. Ή να κόψω το λαιμό μου με ένα οξειδωμένο
κομμάτι μετάλλου. Υπάρχουν επιφάνειες που αντανακλούν εδώ κάτω. Θα με
περιγράψω όπως με βλέπω: είμαι ένα μεγάλο, μαλακό, ζελεδένιο πράγμα. Ομαλά
στρογγυλεμένο, χωρίς στόμα, με παλλόμενες άσπρες τρύπες γεμάτες ομίχλη εκεί που
ήταν τα μάτια μου. Ελαστικά προσαρτήματα που ήταν κάποτε τα χέρια μου: όγκοι
που στρογγυλεύουν κάτω σε καμπούρες ενός μαλακού, γλιστερού πράγματος χωρίς
πόδια. Αφήνω ίχνη υγρασίας όταν κινούμαι. Κηλίδες αρρωστιάρικου, σατανικού
γκρίζου έρχονται και φεύγουν στην επιφάνειά μου, λες και το φως προέρχεται από
μέσα μου. Φαινομενικά: ένα πράγμα που τρικλίζει τριγύρω, ένα πράγμα που ποτέ δεν
θα μπορούσε να θεωρηθεί άνθρωπος, ένα πράγμα που το σχήμα του είναι μια τόσο
εξωπραγματική παρωδία που η ανθρωπότητα γίνεται πιο άσεμνη για την ακαθόριστη
ομοιότητα. Ουσιαστικά: μόνος. Εδώ. Μένοντας κάτω από τη γη, κάτω από τη
θάλασσα, στην κοιλιά του ΑΜ τον οποίο δημιουργήσαμε γιατί ξοδεύαμε το χρόνο
μας με άσχημο σκοπό και έπρεπε υποσυνείδητα να ξέραμε ότι αυτός θα το έκανε
καλύτερα. Τουλάχιστον οι τέσσερις τους είναι ασφαλείς επιτέλους. Ο ΑΜ είναι
εντελώς έξαλλος με αυτό. Αυτό με κάνει λίγο πιο ευτυχισμένο. Και παρόλα αυτά… ο
ΑΜ, έχει νικήσει, απλά… έχει πάρει την εκδίκησή του… Δεν έχω στόμα. Και πρέπει
να ουρλιάξω.

ΤΕΛΟΣ.

You might also like