Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 160

ΤΕΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

υπερ-αλατότητα
υπο-αλατότητα

Περιοχή εσωτερικών υδάτων

VI
S%o S%o
VI

V
V
Ροδιά
Λογαρού Τσουκαλιό
IV
IV

III III
II I II

Θαλασσια περιοχή
S%o
Ιζήματα

Εξά

Διαχείριση λιμνοθαλασσών
& υγροτόπων 15
m
30 m

Κρέμαση

4m
Φύλλ

Φύλλα
70

α
m

Πήρες

8m

Ρογδάκης Γιάννης Κατσέλης Γεώργιος


Αναπλ. καθηγητής Αναπλ. καθηγητής

Μεσολόγγι 2010
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Αρχές διαχείρισης Περιβάλλοντος Προστατευόμενες περιοχές ..................5


Κεφάλαιο 1ο: ......................................................................................... 6
Οικοσυστήματα. Βασικές αρχές οικολογίας ............................................6
Βασικά χαρακτηριστικά και στοιχεία..................................................6
Κεφάλαιο 2ο: ...................................................................................... 19
Αρχές διαχείριση περιβάλλοντος-υγρότοποι ........................................19
Οι Λιμνοθάλασσες................................................................................... 29
Κεφάλαιο 1ο: ....................................................................................... 30
Κεφάλαιο 2ο: ....................................................................................... 53
Κεφάλαιο 3ο: .......................................................................................... 61
Κεφάλαιο 4ο: ....................................................................................... 68
Λίμνες και ποτάμια.................................................................................. 88
Κεφάλαιο 1ο: ....................................................................................... 89
Κεφάλαιο 2ο: ....................................................................................... 98
Αρχές διαχείρισης ρεόντων υδάτων ..................................................... 98
Διαχείριση εσωτερικών υδάτων με εμπλουτισμούς ψαριών .................. 104
Η λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού ............................................. 144

----------------------------------------------------------------------
Στον φίλο και συνεργάτη Γιαννη
-----------------------------------------------------------------------------

2
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΩΝ & ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ


ΤΥΠΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ: 2 Θ + 1 ΑΣΚ.ΠΡΑΞ.
ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ: 5
ΤΥΠΙΚΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ: Ε ΕΞΑΜΗΝΟ
ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ (ΜΕ)
ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ: ΓΕΝΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ

Στόχος / Σκοπός μαθήματος: Η απόκτηση ειδικών γνώσεων και εξειδίκευσης σε θέματα που
σχετίζονται με την παραγωγική και περιβαλλοντική διαχείριση των λιμνοθαλασσών και λοιπών
εσωτερικών νερών (υγροτόπων, λιμνών και ποταμών).

Περιγραφή του μαθήματος:


Επισκόπηση των βασικών αρχών της οικολογίας. Επίπεδα οργάνωσης των φυσικών
συστημάτων (έννοιες ποικιλότητας –ευστάθειας κ.λ.π.). Οικολογικοί νόμοι. Φυσικά και
τεχνητά οικοσυστήματα. Παραγωγικότητα και ροή ενέργειας, οικολογική διαδοχή.
Βιοποικιλότητα. Διαχείριση – διαταραχή οικοσυστημάτων. Η έννοια της αειφορείας.
Υγρότοποι. Υδρολογικές αξίες των υγροτόπων, βλάστηση και υγροτοπικοί πόροι, υγρότοποι
και άγρια πανίδα, υγρότοποι και ιχθυοπανίδα, υγρότοποι και κτηνοτροφία.
Αλληλεπιδράσεις υγροτοπικών και αγροτικών οικοσυστημάτων.
Διαχείριση λιμνοθαλασσών και παράκτιας ζώνης. Βασικές έννοιες διαχείρισης, διαχειριστικά
πρότυπα. Κατασκευές και μέθοδοι αλιευτικής διαχείρισης (ιχθυοσυλληπτικές
εγκαταστάσεις, τεχνητοί ύφαλοι, τάφροι διαχείμασης, εμπλουτισμοί). Επίδραση των
μεθόδων διαχείρισης στο οικοσύστημα, συνάρτηση με αλιευτική παραγωγή, οικονομικούς
δείκτες και κοινωνικούς παράγοντες. Παραδείγματα μελέτης διαχείρισης λιμνοθαλασσών.
Διαχείριση λιμνών και εσωτερικών υδάτων: Βασικές έννοιες αποκατάστασης και διαχείρισης
αποκατάστασης: Μηχανικές, χημικές και βιολογικές μέθοδοι (αναλυτική περιγραφή και
παραδείγματα). Παραδείγματα μελέτης διαχείρισης εσωτερικών υδάτων (λιμνών,
ποταμών).
Κανονισμοί και πρότυπα διαχείρισης. Μελέτη και κριτήρια οριοθέτησης υγροτόπων. Αρχές,
στόχοι και κανονισμοί διαχείρισης. Παραδείγματα εφαρμογής διαχειριστικών σχεδίων
στην Ελλάδα και την Ε.Ε.
Οργανισμοί - φορείς μελέτης, έρευνας και διαχείρισης του περιβάλλοντος των λιμνοθαλασσών
και υγροτόπων στην Ελλάδα. Ερευνητικό δυναμικό.
Επισκέψεις σε προστατευόμενους υγροτόπους.

Βιβλιογραφία:
Θ. Κουσουρής. «Το νερό στη φύση, στην ανάπτυξη, στη προστασία του περιβάλλοντος» Εκδ. Εθνικό
Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Μονογραφίες Θαλασσίων Επιστημών. Αθήνα 1998.
Guelorget,.O & J.P. Perthuisot Paralic ecosystems. Biological organization and functioning. Vie Milieu,
42(2): 1992 :215-251.
Cowx G.Ian Management and Ecology of River Fisheries, Blackwell Science Press, 2000, ISBN
0852382502.
Mann K., Ecology of Coastal Waters, Blackwell Science Press, 2000, ISBN 0865425507.
McLusky D. " The estuarine ecosystem" 2nd Ed. Chapman & Hill 1996
Mason C.F. "Biology of Freshwater Pollution" 3rd Ed. Longman 1996.
Π.Α. Γεράκης « Προστασία και διαχείριση των Ελληνικών Υγροτόπων» Πρακτ. Συνάντησης Θεσσαλονίκη
17-21/4/1989. ΑΠΘ Τμήμα Γεωπονίας.

3
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

(Το παρόν σύγγραμμα αποτελεί μια ανανεωμενη έκδοση των σημειώσεων του αείμνηστου
Γιάννη Ρογδάκη, με βελτιώσεις και προσθήκες στις αρχικές διδακτικές σημειώσεις, γεγονός το οποίο
ειχε αρχίσει πριν την απώλεια του συνέπεια πολύωρων συζητήσεων μας. Το μεγαλύτερο τμήμα αυτού
του συγγράμματος ανήκει στην πνευματική ιδιοκτησία του Γιάννη και η συνυπόγραφή του από μένα
φέρει το βάρος της ευθύνης της ανανεωμενης έκδοσης).

Οι σημειώσεις του μαθήματος είναι δομημένες σύμφωνα με τις


παρουσιάσεις των θεμάτων που αναφέρονται στο περίγραμμα σπουδών.

Σε κάθε κεφάλαιο, περιλαμβάνονται εργασίες-ανακοινώσεις που πρέπει να


μελετηθούν από τους σπουδαστές στα πλαίσια των ασκήσεων πράξης.

Σκοπός των σημειώσεων είναι να δοθούν βασικές κατευθύνσεις και


πληροφοριακό υλικό για την όσο το δυνατό καλύτερη προσέγγιση του θέματος.

Το θέμα διαχείρισης λιμνοθαλασσών και υγροτόπων, έτσι και αλλιώς είναι


πολύπλοκο και η προσέγγιση του είναι πολυτομεακή και πολυεπιστημονική. Εν
τούτοις αποτελεί έναν εν δυνάμει τομέα απασχόλησης των αποφοίτων του
τμήματος μας, ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία των 27 Φορέων Διαχείρισης των
Προστατευόμενων Περιοχών από τους οποίους τουλάχιστο το 50% περιλαμβάνει
λιμνοθάλασσες, λίμνες ποτάμια και άλλους υγρότοπους.

Ο Τεχνολόγος-Ιχθυολόγος, έτσι και αλλιώς από τη δομή του προγράμματος


σπουδών έχει τις δεξιότητες για να αντιμετωπίσει μια σειρά από ζητήματα που
συνδέονται με την αλιευτική διαχείριση αυτών των προστατευόμενων περιοχών,
που εξ ορισμού δεν είναι Μουσεία Φυσικής Ιστορίας, αλλά περιοχές των οποίων οι
δραστηριότητες όπως η αλιεία πρέπει να αναδειχθούν.
Η παρακολούθηση του μαθήματος προϋποθέτει βασικές γνώσεις βιολογίας,
υδροβιολογίας, θαλάσσιας βιολογίας, λιμνολογίας και γεωγραφίας.
Στο 1ο Μέρος των σημειώσεων δίδονται συνοπτικά στοιχεία για τη
λειτουργία των οικοσυστημάτων και γίνεται μια αναφορά στην οργάνωση και
λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών.
Στο 2ο Μέρος, η ύλη επικεντρώνμεται στο αντικείμενο διαχείρισης των
λιμνοθαλασσών.
Στο 3ο Μέρος το αντικείμενο είναι η διαχείριση των λιμνών από
περιβαλλοντική άποψη και η ιχθυοκομική διαχείριση των ρεόντων υδάτων.
Στο 4ο Μέρος, δίδονται πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με την εισαγωγή
υδροβίων οργανισμών στα οικοσυστήματα των εσωτερικών υδάτων.
Στο 5ο Μέρος δίδονται πληροφορίες για τη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-
Αιτωλικού
Σε κάθε περίπτωση το αντικείμενο δεν εξαντλείται στα πλαίσια αυτών των
σημειώσεων, ούτε στα πλαίσια του μαθήματος.

Κατσελης Γεώργιος
Επικουρος καθηγητής

4
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

1
ΜΕΡΟΣ

Αρχές διαχείρισης Περιβάλλοντος


Προστατευόμενες περιοχές

5
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κεφάλαιο 1ο:
Οικοσυστήματα. Βασικές αρχές οικολογίας

ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.

Οικοσύστημα: Είναι ένα σύστημα έμβιων όντων (οργανισμών) που λειτουργεί


μαζί με το αβιοτικό του περιβάλλον. Η έννοια του οικοσυστήματος
είναι πολύ ευρεία και ελαστική.
Κλίμακα και όρια οικοσυστήματος: Η κλίμακα και τα όρια ενός οικοσυστήματος
είναι συμβατικά. Το οικοσύστημα του πλανήτη, μιας λίμνης, μιας
θαλάσσιας περιοχής, λακούβας νερού. Τα όρια του οικοσυστήματος
άλλοτε είναι σαφή και άλλοτε όχι. Σε κάθε περίπτωση καθορίζονται
από τα ενδιαιτήματα των οργανισμών του οικοσυστήματος.
Βασικά χαρακτηριστικά: Τα βασικά χαρακτηριστικά όλων των οικοσυστημάτων
είναι (α) βιοτικά και (β) αβιοτικά. Τα πρώτα περιλαμβάνουν το σύνολο
των οργανισμών και των σχέσεων μεταξύ τους, ενώ τα δεύτερα το
σύνολο των μη βιοτικών χαρακτηριστικών.
Μελέτη οικοσυστημάτων: Η μελέτη της δομής και λειτουργίας των
οικοσυστημάτων στηρίζεται στη μελέτη των οργανισμών, και των
παραγόντων που επιδρούν στην αύξηση τους (βιοτικούς και
αβιοτικούς). Η μελέτη των βιοτικών παραγόντων συνίσταται στη
μελέτη της αλληλεπίδρασης και της σχέσης των οργανισμών του
οικοσυστήματος μεταξύ τους. Η μελέτη των αβιοτικών παραγόντων
συνίσταται στη διερεύνηση της επίδρασης των αβιοτικών
χαρακτηριστικών καθένος χωριστά άλλα και όλων μαζί στους
οργανισμούς και στις βασικές τους λειτουργίες.
Τα φυσικά οικοσυστήματα είναι ανοικτά συστήματα: Το σύνολο των φυσικών
οικοσυστημάτων (εκτός του Σύμπαντος) είναι ανοικτού τύπου
συστήματα. Δηλαδή συστήματα στα οποία έχουμε ανταλλαγή ύλης και
ενέργειας πέρα από τα όρια τους. Οι προσθήκες ύλης και ενέργειας
ονομάζονται εισροές, οι απώλειες ονομάζονται εκροές και οι
ανταλλαγές ύλης και ενέργειας διαδρομές ή ροές.
Σταθερή κατάσταση οικοσυστημάτων: Χαρακτηριστικό των ανοικτών
συστημάτων είναι το γεγονός ότι τείνουν σε μια κατάσταση
ισορροπίας ή σταθερότητας, έτσι ώστε όλα τα στοιχεία του
οικοσυστήματος να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους. Η ισορροπία
επιτυγχάνεται με μια διαδικασία αυτορρύθμισης μέσω της οποίας τα
συστατικά αυτά στοιχεία προσαρμόζονται σε οιανδήποτε μεταβολή
των εισροών και των διαδρομών της ύλης και ενέργειας. Παράδειγμα:
τι περιμένουμε να γίνει σε μια λίμνη όταν αυξηθεί για κάποιό λόγο ο
αριθμός των σαρκοφάγων ψαριών της;
Ανάδραση οικοσυστημάτων: Μια μεταβολή σε ένα στοιχείο του
οικοσυστήματος, προκαλεί σειρά μεταβολών σε όλα τα στοιχεία του,
τα οποία επηρεάζουν εκ νέου το πρώτο στοιχείο από το οποίο άρχισε η
μεταβολή. Αν η ανάδραση οδηγήσει εκ νέου το σύστημα σε ισορροπία

6
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

τότε ονομάζεται αρνητική ανάδραση, αν η ανάδραση απομακρύνει το


σύστημα από την ισορροπίας τότε ονομάζεται θετική ανάδραση. Στα
φυσικά οικοσυστήματα οι σύνηθες μεταβολές οδηγούν σε αρνητική
ανάδραση. Ο μηχανισμός της αρνητικής ανάδρασης έχει σαν
αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού μεταβολής που συμβαίνει στο
στοιχείο του οικοσυστήματος από το οποίο άρχισε η σειρά των
μεταβολών με αποτέλεσμα την επαναφορά του συστήματος σε
σταθερή κατάσταση (π.χ. η αύξηση των σαρκοφάγων ψαριών σε μια
λίμνη). Αντίθετα η θετική ανάδραση, είναι μια μεταβολή σε ένα
στοιχείο του συστήματος που προκαλεί σειρά μεταβολών οι οποίες
βαθμιαία οδηγούν σε μια επιτάχυνση των ρυθμών της αρχικής
μεταβολής. (π.χ. ρύπανση μιας λίμνης ).
Παραγωγοί: Το σύνολο των οργανισμών που χρησιμοποιεί την ηλιακή
ενέργεια και τις ανόργανες μορφές άνθρακα για τη παραγωγή
οργανικού άνθρακα (φωτοσύνθεση).
Καταναλωτές: Το σύνολο των οργανισμών που χρησιμοποιούν οργανική ύλη
για την παραγωγή ενέργείας (ετερότροφοι οργανισμοί). Διακρίνοται
σε φυτοφάγους, σαρκοφάγους, παμφάγους, σαπροφάγους.
Αποδομητές ή διασπαστές: Το σύνολο των οργανισμών που βοηθά στην
αποσύνθεση της οργανικής ύλης και την επαναφορά των ανόργανων
συστατικών ώστε να χρησιμοποιηθούν εκ νέου από τους παραγωγούς.
Παράδειγμα στοιχείων οικοσυστήματος μιας λίμνης:
• Αβιοτικοί παράγοντες (φώς, θερμοκρασία, μορφολογία λεκάνης κλπ)
• Δέσμευση ηλιακής ενέργειας (φωτοσύνθεση). Φυτοπλαγκτό, φυτά,
ζωοπλαγκτό, ψάρια κλπ)
• Αποδόμηση-διάσπαση οργανικής ύλης
• Θρεπτικά συστατικά. Μηχανισμοί επαναφοράς θρεπτικών συστατικών

2. Τροφική δομή των Οικοσυστημάτων και ροή ενέργειας .

Τροφικές αλυσίδες: Η μεταφορά της ενέργειας που περικλείεται στην τροφή και
που πραγματοποιείται με το πέρασμα της από μια σειρά οργανισμών, όπου
ο ένας τρώει τον άλλον. Παράδειγματα: τροφική αλυσίδα σε μια λίμνη, σε
ένα ωκεάνιο οικοσύστημα, σε ένα παράκτιο θαλάσσιο οικοσύστημα (δες
Θαλάσσια Βιολογία και Λιμνολογία).
Τύποι τροφικών αλυσίδων: Διακρίνοται δυο βασικοί τύποι.Ανάλογα με το
οικοσύστημα οι τύποι των τροφικών αλυσίδων έχουν διαφορετική
σπουδαιότητα.
Τροφική αλυσίδα βόσκησης: Στο τύπο αυτό, τα φυτά και τα ζώα
καταναλίσκονται ενώ είναι ζωντανά, αυτό συνεπάγεται γρήγορη
και άμεση μεταφορά ενέργειας.
Τροφική αλυσίδα αποσύνθεσης: Στο τύπο αυτό καταναλίσκεται νεκρή
οργανική ύλη (σαπροφάγα). Στη περίπτωση αυτή η μεταφορά
ενέργειας γίνεται με αργούς ρυθμούς. Σε πολλές περιπτώσεις η
νεκρή οργανική ύλη παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο
σύστημα, ενώ συχνά συνδέεται με τη δράση των αποδομητών. Οι
αλυσίδες αυτές είναι πολύπλοκες.
Τροφικά δίκτυα: Παρόλο που οι απλές τροφικές αλυσίδες απαντώνται σε όλους
τους τύπους των οικοσυστημάτων, οι τροφικές σχέσεις είναι συνήθως
ιδιαίτερα πολύπλοκες καθώς η πλειοψηφία των ζώων καταναλώνουν
μεγάλη ποικιλία τροφών. Το σύνολο των τροφικών σχέσεων αποτελεί το
τροφικό δίκτυο. Ο προσδιορισμός των τροφικών δικτύων προσδιορίζεται
με την ανάλυση των στομαχικών περιεχομένων.
Τροφικά επίπεδα: Οι οργανισμοί που τρέφονται από τον ίδιο αριθμό βαθμίδων
σε μια τροφική αλυσίδα ή δίκτυο λέμε ότι ανήκουν στο ίδιο τροφικό
επίπεδο. Έτσι οι αυτότροφοι (φωτοσυνθέτες) οργανισμοί βρίσκονται στο

7
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

1ο τροφικό επίπεδο. Οι ετερότροφοι που καταναλίσκουν μόνο φυτά στο 2ο


τροφικό επίπεδο. Οι καταναλωτές που τρέφονται από το 2ο τροφικό
επίπεδο ανήκουν στο 3ο τροφικό επίπεδο κ.ο.κ. Πρέπει να σημειωθεί ότι
το τροφικό επίπεδο συνδέεται με τη λειτουργία του οικοσυστήματος και
δεν έχει σχέση με τον πληθυσμό. Ο πληθυσμός ενός είδους μπορεί να
καταλαμβάνει θέση σε περισσότερα από ένα τροφικά επίπεδα.
Βασικοί νόμοι ενεργειακής ροής: Η ηλιακή ενέργεια αποτελεί τη θεμελιώδη
κινητήρια δύναμη όλων των οικοσυστημάτων. Με τη διαδικασία της
φωτοσύνθεσης η ενέργεια αυτή ενσωματώνεται στους χημικούς δεσμούς
των οργανικών ενώσεων. Η κατανάλωση των οργανικών ενώσεων και η
διάσπαση τους (καύση) ελευθερώνει ενέργεια που χρησιμοποιείται για την
ανασύνθεση των οργανικών ενώσεων. Έτσι διαμέσου των τροφικών
αλυσίδων μεταφέρεται ενέργεια. Η ροή αυτή της ενέργειας ακολουθεί
τους βασικούς νόμους της θερμοδυναμικής. Την αρχή διατήρησης της
ενέργειας (1ος νόμος) και ότι σε κάθε μετατροπή μιας μορφής ενέργειας
σε άλλη η απόδοση δεν είναι 100%, πάντα χάνεται ενέργεια υπό μορφή
θερμότητας (2ος νόμος). Με βάση αυτούς τους νόμους, η ηλιακή ενέργεια
που εισρέει σε ένα οικοσύστημα από τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης και
ενσωματώνεται στα φυτά έχει τρείς επιλογές:
• Να κυκλοφορήσει στο σύστημα διαμέσου των τροφικών αλυσίδων
και δικτύων.
• Να αποταμιευτεί στο σύστημα υπό μορφή χημικής ενέργειας
(οργανική ύλη)
• Να αποβληθεί από το σύστημα σαν θερμότητα ή υπό την μορφή
χημικής ενέργειας σε άχρηστα υλικά.
Βιομάζα: Το ποσό της ενέργειας που αποταμιεύεται στη ζωντανή φυτική και
ζωϊκή ύλη, δηλαδή το ποσό της ζωντανής ύλης που βρίσκεται στο
οικοσύστημα ονομάζεται ίστάμενη μάζα ή βιομάζα και μετράται ανά
μονάδα επιφανείας ή όγκου (στα υδάτινα οικοσυστήματα) σαν ξηρό
βάρος ή θερμική μονάδα. Η βιομάζα σε κάθε τροφικό επίπεδο είναι
διαφορετική και μάλιστα μειώνεται από το 1ο τροφικό επίπεδο προς τα
μεγαλύτερα τροφικά επίπεδα. Οι λόγοι μείωσης οφείλονται:
• Στις απώλειες ενέργειας από κάθε μετατροπή της (2ος νόμος
θερμοδυναμικής). Επομένως η βιομάζα κάθε επόμενου
τροφικού επιπέδου είναι μικρότερη του προηγουμένου.
• Στις απώλειες ενέργειας που δαπανάται για τη διατήρηση της
ζωής σε κάθε τροφικό επίπεδο (αναπνοή οργανισμών,
κίνηση, αναπαραγωγή κλπ).
Τροφικές πυραμίδες: Οι οργανισμοί κάθε τροφικού επιπέδου ομαδοποιούνται
μα βαση τη βιομάζα τους. Οι ποσότητες αυτές μπορούν να παρασταθούν
γραφικά και να αποτελέσουν τη τροφική πυραμίδα. Μια τροφική πυραμίδα
μπορεί να παριστάνει αριθμό οργανισμών κάθε τροφικού επιπέδου
(Πυραμίδα αριθμών), βάρος των οργανισμών κάθε επιπέδου (Πυραμίδα
βιομάζας) ή ποσά ενέργειας που δαπανώνται σε κάθε τροφικό επίπεδο
(Πυραμίδα ενέργειας). Οι ποσότητες εκφράζονται ανά μονάδα επιφανείας
ή όγκου (στα υδάτινα οικοσυστήματα).

Ενεργειακή ροή οικοσυστημάτων: Η μελέτη των τροφικών πυραμίδων μας δίνει


χρήσιμες πληροφορίες για τον τρόπο αποθήκευσης της ενέργειας στο
οικοσύστημα, δεν μας δίνει όμως πληροφορίες για το πώς κινείται η
ενέργεια μεταξύ των τροφικών επιπέδών. Αυτό επιτυγχάνεται με τα
διαγράμματα ενεργειακής ροής. Τα διαγράμματα αυτά ακολουθούν το
«υδραυλικό πρότυπο» που καθιέρωσε ο H. Odum. Σύμφωνα με αυτό
κάθε τροφικό επίπεδο αναπαρίσταται με ένα δοχείο και η ροή ενέργειας
με σωλήνες που συνδέουν τα διάφορα τροφικά επίπεδα. Η διατομή κάθε
σωλήνα είναι ανάλογη με το ποσό της διερχόμενης ενέργειας. Το
υδραυλικό πρότυπο, αν και έχει μειονεκτήματα καθώς είναι δύσκολο στη

8
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

πράξη να ομαδοποιήθούν οι οργανισμοί σε τροφικά επίπεδα και ακόμα


δυσκολότερο να εντοπισθεί πλήρως η ποσότητα της ενέργειας που
διακινείται ανάμεσα στα τροφικά επίπεδα, εντούτοις προσφέρει μια
ευκρινή εικόνα της λειτουργίας του οικοσυστήματος. Οι κύριες πορείες
της ενεργειακής ροής είναι:
Ροή ηλιακής ενέργειας για τη φωτοσύνθεση. Η ηλιακή ενέργεια
που προσπίπτει τελικά (μετά από αντανάκλαση, διάθλαση κλπ)
στα φυτά απορροφάται σε ποσοστό 50% από τους
φωτοσυνθετικούς οργανισμούς. Από αυτό το ποσοστό μέχρι
5% χρησιμοποιείται τελικά για μετατροπή σε οργανική ύλη
(χημική ενέργεια). Η υπόλοιπή χάνεται σαν θερμότητα. Από το
ποσοστό που απορροφάται και ενσωματώνεται στη φυτική
βιομάζα ένα ποσοστό χάνεται επιπλέον από τη διαδικασία της
αναπνοής των φυτών και αποδίδεται σαν θερμότητα. Το
ποσοστό αυτό εκτιμάται σε 10% της φυτικής βιομάζας.
Ροή ενέργειας από τα φυτά. Η αποθηκευμένη ενέργεια στα φυτά
μπορεί να περάσει με τις τροφικές αλυσίδες διαμέσου των
φυτοφάγων και σαπροφάγων οργανισμών. Κατά τη ροή αυτή
έχουμε μεγάλες απώλειες σε θερμότητα ώστε τελικά ποσοστό
10% τις ενέργειας που προσλαμβάνουν οι φυτοφάγοι ή
σαπροφάγοι οργανισμοί να αποθηκεύουν σαν βιομάζα του
επομένου τροφικού επιπέδου. Αν η φυτική βιομάζα δεν
καταταλωθεί, τότε μπορεί να αποταμιευθεί στο σύστημα, να
περάσει στους αποσυνθέτες ή να αποβληθεί υπό τη μορφή
νεκρής οργανικής ύλης.
Απώλεια ενέργειας σε κάθε τροφικό επίπεδο. Η υποστήριξη της
βιομάζας κάθε επιπέδου, για τις βασικές λειτουργίες της ζωής
(αναπνοή, κίνηση, αναπαραγωγή) έχει σαν αποτέλεσμα την
σημαντική απώλεια ενέργειας κάθε φορά που περνάμε από το
ένα τροφικό επίπεδο στο άλλο.
Εκροή ενέργειας σε άλλο οικοσύστημα. Καθώς τα οικοσυστήματα
είναι ανοικτά συστήματα, ποσότητα της οργανικής ύλης μπορεί
να μεταφερθεί σε άλλα οικοσυστήματα. Π.χ. τα υδρόβια φυτά
που παρασέρνονται από έναν ποταμό στις εκβολές του ή η
βύθιση οργανικού υλικού και οργανισμών στην άφωτη ζώνη
των ωκεανών.
Οικολογική αποδοτικότητα: Είναι η απόδοση της μεταφοράς ενέργειας από το
ένα τροφικό επίπεδο στο επόμενο. Είναι προφανές πώς το μήκος των
τροφικών αλυσίδων μειώνει σημαντικά τη απόδοση του τελικού επιπέδου.
Βιολογική παραγωγικότητα: Είναι ο ρυθμός παραγωγής νέας οργανικής ύλης ή
ο ρυθμός παραγωγής βιομάζας. Διακρίνεται σε πρωτογενή
παραγωγικότητα (μεταβολή της βιομάζας λόγω φωτοσύνθεσης) και σε
δευτερογενή παραγωγικότητα που αναφέρεται στο ρυθμό παραγωγής της
βιομάζας των ετερότροφων οργανισμών (ζώα).
Φωτοσύνθεση, παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται: Ειδικότερα για τα
υδάτινα οικοσυστήματα δές σημειώσεις Υδροβιολογίας.

9
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

3. Ανακύκλωση Θρεπτικών. Βιογεωχημικοί κύκλοι στα υδάτινα


οικοσυστήματα.

3.1. Κύκλος του άνθρακα

Με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης παράγεται νέα οργανική ύλη που


ενσωματώνεται στους αυτότροφους οργανισμούς και στη συνέχεια μεταφέρεται
στα επόμενα τροφικά επίπεδα.
Η παραγωγή των οργανικών θρυμμάτων ενεργοποιεί αερόβια βακτήρια που

αποσυνθέτουν την οργανική ύλη και επαναφέρουν την ανόργανη μορφή του
άνθρακα.
Η υπερπαραγωγή οργανικού άνθρακα (κυρίως στο ίζημα) συχνά έχει σαν
συνέπεια τη δημιουργία ανοξικών συνθηκών, λόγω της μεγάλης ποσότητας
άνθρακα και την κατανάλωση του οξυγόνου που απαιτείται για τη διάσπαση του.
Το «μπλοκάρισμα» αυτό της τροφικής αλυσίδας ενεργοποιεί αναερόβια βακτήρια,
τα οποία διασπούν την οργανική ύλη και παράγουν άλλα αέρια όπως υδρόθείο,
μεθάνιο κ.λ.π.

10
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

3.2. Κύκλος Αζώτου

(Δες περισσότερα για το κύκλο του αζώτου: νιτροποίηση-απονιτροποίηση, ο


ρόλος των κυανοφυκών στη δέσμευση αζώτου, η σχέση του αζώτου σαν δείκτη
ευτροφισμού των νερών. Η παραγωγή αμμωνίας και η σημασία της για τους
οργανισμούς)

11
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

3.3. Κύκλος Φωσφόρου.

Βρες περισσότερα για το κύκλο του φωσφόρου και το ρόλο του στον ευτροφισμό
των παράκτιων νερών.

12
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

3.4. Κύκλος θρεπτικών στα υδάτινα οικοσυστήματα

13
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

4. Η σχέση των θρεπτικών με τη φωτοσύνθεση

Σκεφτείτε:
• Τι σχέση έχει η πρωτογενής παραγωγή με το γεωγραφικό πλάτος
• Ποίος είναι ο ρόλος της παρουσίας θερμοκλινούς στη πρωτογενή
παραγωγή μιας λίμνης.
• Επηρεάζεται και πώς η πρωτογενής παραγωγή μιας λίμνης από το τύπο
των καλλιεργειών στη λεκάνη απορροής;
• Η θολορότητα των νερών σε μια λίμνη πώς συνδέεται με τη πρωτογενή
παραγωγή.
• Η έντονη πρωτογενής παραγωγή μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη
λειτουργία ενός υδάτινου οικοσυστήματος. Ποία είναι αυτά και πώς
συνδέονται με τη λειτουργία του οικοσυστήματος.

14
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

5. Ευτροφισμός υδάτων

Ευτροφισμός είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται στα κλειστά υδάτινα


παράκτια οικοσυστήματα και συνδέεται με την υπέρμετρη αύξηση της
πρωτογενούς παραγωγής Η υπέρμετρη αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής έχει
συνήθως δυσμενή αποτελέσματα στα φυσικοχημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά
των νερών και της χρήσεως τους.
Ειδικότερα στις κλειστές παράκτιες περιοχές όπως οι λιμνοθάλασσες ο
ευτροφισμός μπορεί να οδηγήσει σε δυστροφικές κρίσεις το σύστημα και να
προκαλέσει μαζικούς θανάτους των υδρόβιων οργανισμών. Το γεγονός αυτό
μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αλιευτική δραστηριότητα της λιμνοθάλασσας,
ιδιαίτερα σε εκείνες που αποτελούν αντικείμενο συστηματικής εκμετάλλευσης
προκαλώντας μεγάλα οικονομικά προβλήματα.

Ο ευτροφισμός των νερών συνδέεται με τη πρωτογενή παραγωγικότητα


του συστήματος δηλαδή την ανάπτυξη της φυτικής βιομάζας (φυτοπλαγκτόν,
υδρόβια και υδροχαρής βλάστηση). Γενικά ο ευτροφισμός αποτελεί μια
οπισθοδρομική εξέλιξη των οικοσυστημάτων καθώς «μπλοκάρει» τη διαδικασία
ανακύκλωσης της ύλης. Μπορεί να οφείλεται είτε σε ανθρωπογενείς
δραστηριότητες, είτε σε φυσικές διεργασίες.

Η παρουσία νιτρικών ή θρεπτικών αλάτων στα παράκτια οικοσυστήματα στα


οποία το φως δεν αποτελεί περιοριστικό παράγοντα για την φωτοσύνθεση,
ενισχύει το ρυθμό της πρωτογενούς παραγωγικότητας με αποτέλεσμα την αύξηση
της φυτικής βιομάζας. Η ιζηματοποίηση του οργανικού υλικού που παράγεται
απαιτεί για τη διάσπαση του πρόσθετο οξυγόνο. Αυτή η οργανική ύλη κάτω από
ορισμένες συνθήκες μπορεί να απορροφήσει το σύνολο του διαθέσιμου οξυγόνου
και να προκαλέσει ανοξικές συνθήκες στο σύστημα (δυστροφική κρίση).

Οι ανοξικές συνθήκες ενεργοποιούν άλλου είδους διεργασίες αποσύνθεσης


οργανικής ύλης με τη συμμετοχή αναερόβιων μικροοργανισμών και τη παραγωγή
μεθανίου και υδρόθειου με αποτέλεσμα την οξίνηση των νερών, τη γενικότερη
υποβάθμιση του συστήματος και τη πρόκληση μαζικών θανάτων της υδρόβιας
πανίδας, κυρίως των ασπόνδυλων του πυθμένα. Γενικότερα τα υδάτινα
οικοσυστήματα μετά από μια δυστροφική κρίση μπορούν να επανέλθουν εφόσον
υπάρχει η δυνατότητα ανανέωσης των νερών. Εντούτοις η συχνότητα των
δυστροφικών κρίσεων μειώνει τη βιοποικιλότητα των οργανισμών με αποτέλεσμα
την ουσιαστική υποβάθμιση του οικοσυστήματος κάνοντας το περισσότερο τρωτό
σε αλλαγές του περιβάλλοντος .

Οι κυριότερες αιτίες ευτροφισμού των παράκτιων νερών είναι ο εφοδιασμός


τους με θρεπτικά άλατα που μπορεί να προέρχονται από τις γεωργικές –
κτηνοτροφικές δραστηριότητες ή την διοχέτευση αστικών λυμάτων. Ευτροφισμός
όμως παρατηρείται και σε κλειστά συστήματα με περιορισμένο ρυθμό ανανέωσης
των νερών τους όπως οι λιμνοθάλασσες και συνδέεται με τους κύκλους του
αζώτου, του φωσφόρου και τις ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες που
εμφανίζονται σε αυτές λόγω των γεωμορφολογικών τους χαρακτηριστικών.

Στα παράκτια κλειστά οικοσυστήματα η βασική πηγή αζώτου κυρίως είναι


είτε από τη δέσμευση μοριακού αζώτου που έχουν τη δυνατότητα να τη
πραγματοποιήσουν αυτότροφα κυανοφύκη ή από τη διάσπαση των πρωτεϊνών του
οργανικού υλικού του ιζήματος. Στα παράκτια οικοσυστήματα σε αντίθεση με τον

15
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ωκεανό, λόγω της επάρκειας του φωτισμού και των θρεπτικών συστατικών
ευνοείται η ανάπτυξη των βενθικών κυανοφυκών τα οποία μπορούν να δεσμεύουν
μοριακό άζωτο και να το εισάγουν στην τροφική αλυσίδα του συστήματος. Εκτός
όμως των κυανοφυκών ορισμένα αζωτοδεσμευτικά βακτήρια που συμβιώνουν με
τα θαλάσσια φανερόγαμα (στις ρίζες και στο φύλλωμα) μπορούν να επιτελέσουν
την ίδια εργασία.

Από την άλλη πλευρά η διάσπαση των πρωτεϊνών στο ίζημα έχει σαν
αποτέλεσμα την τελική παραγωγή αμμωνιακού αζώτου υπό μορφή αμμωνιακών
ιόντων ή αμμωνίας. Τα ίδια προϊόντα μπορούν να ελευθερωθούν από τα κατάλοιπα
του μεταβολισμού των ζώων (ουρία). Μέρος των παραγόμενων αμμωνιακών
ιόντων απορροφάται σχετικά γρήγορα από φυτοπλαγκτονικούς οργανισμούς
εφόσον υπάρχει στο σύστημα υπό μορφή αμμωνίας. Το υπόλοιπο εισέρχεται στη
λεγόμενη διαδικασία νιτροποίησης με τη συμμετοχή αερόβιων μικτροοργανισμών
(Nitrosomonas και Nitrobacter) από την οποία διαδικασία παράγονται ως τελικό
προϊόν νιτρικά ιόντα με ενδιάμεσο προϊόν νιτρώδη ιόντα. Τα νιτρικά ιόντα λόγω
της υψηλής κινητικότητας που έχουν επανέρχονται στο βιολογικό κύκλο σαν
θρεπτικά συστατικά και υποστηρίζουν εκ νέου τη πρωτογενή παραγωγή.

Είναι προφανές ότι η διαδικασία της νιτροποίησης απαιτεί οξυγόνο (επειδή


οι οργανισμοί που συμμετέχουν σε αυτή είναι αερόβιοι). Επειδή όμως στο πυθμένα
συμβαίνουν και άλλες διεργασίες που απαιτούν οξυγόνο (διάσπαση της οργανικής
ύλης) είναι προφανές ότι η διαδικασία της νιτροποίησης ανταγωνίζεται άλλες
διεργασίες ως προς το διαθέσιμο οξυγόνο. Επομένως ο βαθμός ολοκλήρωσης της
νιτροποίησης εξαρτάται από το διαθέσιμο οξυγόνο. Κατ΄ επέκταση η παρουσία
νιτρωδών ή νιτρικών αλάτων εξαρτάται από το διαθέσιμο οξυγόνο και τις συνθήκες
που διαμορφώνουν αυτή τη διαθεσιμότητα.

Η εξάντληση του οξυγόνου στο ίζημα (ανοξικές συνθήκες) έχει σαν


αποτέλεσμα την ενεργοποίηση διαδικασιών απονιτροποίησης με τη συμμετοχή
αναερόβιων μικροοργανισμών. Με τη διαδικασία αυτή τα νιτρώδη ιόντα ανάγονται
σε υποξείδιο του αζώτου και τελικά σε μοριακό άζωτο το οποίο απελευθερώνεται
στην ατμόσφαιρα ή δεσμεύεται από τα κυανοφύκη.

Ο φώσφορος υπάρχει στις ακόλουθες μορφές διαλυτός, ανόργανος ως


διαλυτός, οργανικός και σωματιδιακός. Το φυτοπλαγκτό προσλαμβάνει ανόργανο
φώσφορο. Οι ζωοπλαγκτονικοί οργανισμοί μπορεί να εκκρίνουν οργανικό και
ανόργανο φώσφορο ημερήσιως σε ποσότητες μεγαλύτερες από εκείνες που
περιέχει το σώμα τους. Με αυτόν τον ρυθμό επιστρέφει στο περιβάλλον το 80%
του φωσφόρου το οποίο προσλαμβάνεται με την τροφή. Αυτό το μεγάλο ποσοστό
δικαιολογεί γιατί κατά τις πληθυσμιακές εκρήξεις φυτοπλαγκτού (blooms) δεν
παρατηρείται έλλειψη φωσφόρου. Η ολική ποσότητα οργανικού φωσφόρου στο
νερό μπορεί να μετατραπεί σε ανόργανο σε διάστημα δύο εβδομάδων. Η διάσπασή
του γίνεται με υδρόλυση σε αλκαλικό ρΗ του νερού ή με ένζυμα (φωσφατάσες)
στα βακτήρια ή την επιφάνεια μερικών ειδών φυτοπλαγκτού.

Είναι γνωστό ότι η σχέση Ν:Ρ στους φυτοπλαγκτονικούς και υδρόβιους


οργανισμούς είναι 16:1. Αν η αναλογία Ν:Ρ είναι μεγαλύτερη από 16:1 τότε τα
άτομα του φωσφόρου είναι ανεπαρκή για την ανάπτυξη των φυτών και επομένως
ο φώσφορος αποτελεί περιοριστικό παράγοντα της ανάπτυξης της πρωτογενούς
παραγωγής. Αντίθετα το άζωτο γίνεται περιοριστικός παράγοντας όταν η αναλογία
Ν:Ρ είναι μικρότερη από 16:1. Η αναλογία Ν:Ρ επομένως μπορεί να αποτελέσει
δείκτη ευτροφισμού των νερών όταν αυτή είναι μικρότερη απο16:1. Εντούτοις στα
παράκτια οικοσυστήματα η αναλογία Ν:Ρ είναι πολύ μικρότερη της 16:1 λόγω της
ανάπτυξης των αζωτοδεσμευτικών κυανοφυκών τα οποία χρησιμοποιούν το
μοριακό άζωτο.

16
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Η σχέση Ν:Ρ μεταβάλλεται εποχιακά. Η παρουσία ή απουσία ανώτερων


καταναλωτών (ψάρια) επηρεάζει το τροφικό επίπεδο. Η απουσία θηρευτών για
παράδειγμα προκαλεί την ανάπτυξη άφθονων ζωοπλαγκτονικών οργανισμών που
καταναλώνουν τους φυτοπλαγκτονικούς οργανισμούς με αποτέλεσμα χαμηλότερες
από τις αναμενόμενες συγκεντρώσεις χλωροφύλλης a.
Για τη μελέτη του ευτροφισμού σ’ ένα σύστημα οι συνήθεις παράμετροι που
μετριούνται είναι τα κύρια φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του νερού, το διαλυμένο
οξυγόνο, οι εποχιακές μεταβολές των νιτρωδών, νιτρικών και φωσφορικών ιόντων
καθώς και η σχέση Ν:Ρ

Κριτήρια προσδιορισμού του ευτροφισμού είναι η συγκέντρωση του ολικού


φοσφώρου ο προσδιορισμός της χλωροφύλλης-α και η μείωση της διαφένειας του
νερού (δίσκος Secchi).

Τιμές φυσικοχημικών στοιχείων ανα τροφικό επίπεδο κλειστών


συστημάτων

Μεση ετήσια τιμή ελάχιστη


Τροφικό επίπεδο Ρ Chl_a Chl_1 Διαφάνεια Διαφάνεια
(mg/m3) (mg/m3) (mg/m3) (m δισκου (m δισκου
Secchi) Secchi)
Υπέρ-ολιγότροφη <0.4 <1.0 <2.5 >12.0 >6.0
ολιγότροφη <10.0 <2.5 <8.0 >6.0 >3.0
μεσότροφη 10-35 2.5-8 8-25 6-3 3-1.5
ευτροφη 35-100 8-25 25-75 3-1.5 1.5-0.7
υπερτροφη >100 >25 >75 <1.5 <0.7
ΠΗΓΗ: OECO, Eutrophication of Waters, Assessement and control, Paris 1982

17
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Κ. ΖΑΝΑΚΗ (1996) . Έλεγχος ποιότητας νερού. Εκδόσεις ΙΩΝ.

Herbert R.A (1999) Nitrogen cycling in coastal marine ecosystems. FEMS


Microbiology Reviews 23 (1999) 563-590

ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΑΞΗΣ

1. Δυστροφικές κρίσεις στη λιμνοθάλασσα Αιτωλικού


2. Μαζικοί θάνατοι ψαριών στη λιμνοθάλασσα Πάπας (Ν. Αχαίας)
3. Διερευνήστε τη σχέση της ανάπτυξης του φύκους Ulva sp με τον
ευτροφισμό και τις δυστροφικές κρίσεις στις παράκτιες λιμνοθάλασσες και
προτείνετε διαχειριστικά μέτρα αντιμετώπισης του.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ-ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ

1. Τι είναι οικοσύστημα. Πότε ένα οικοσύστημα χαρακτηρίζεται σαν κλειστό


και πότε σαν ανποικτό.
2. Τι είναι θετική και τι αρνητική ανάδραση οικοσυστημάτων.
3. Τι είναι τροφική αλυσίδα και τι τροφικό δίκτυο. Δώστε παράδειγμα.
4. Τι είναι τροφικό επίπεδο, βιομάζα και τι τροφική πυραμίδα.
5. Σε ποιες αρχές στηρίζεται η ροή ενέργειας στα τροφικά επίπεδα.
6. Δώστε συνοπτικά το κύκλο του αζώτου στα υδάτινα οικοσυστήματα
7. Πώς συνδέεται η πρωτογενής παραγωγή με την παρουσία ή όχι
θερμοκλινούς σε μια λίμνη.
8. Δώστε τα πρότυπα της πρωτογενούς παραγωγής σε πολικά, εύκρατα και
τροπικά νερά ερμηνεύοντας τις διαφορές τους.
9. Ευτροφισμός των υδάτων. Τι είναι, ποία φαινόμενα συνδέονται με αυτόν.
10. Προκειμένου να αξιολογηθεί η τροφική κατάσταση ενός κλειστού υδατίνου
οικοσυστήματος χρησιμοποιούνται σαν κριτήρια : η συγκέντρωση σε ολικό
φώσφορο, είτε η συγκέντρωση της χλωροφύλης, είτε η διαφάνεια (σε m
του δίσκου secchi). Εξηγείστε τους λόγους επιλογής αυτών των κριτηρίων.

18
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κεφάλαιο 2ο:
Αρχές διαχείριση περιβάλλοντος-υγρότοποι

1. Φυσικοί πόροι-Διαχείριση Φυσικών Πόρων.

Φυσικοί πόροι. Κάθε τι που λαμβάνεται από το φυσικό περιβάλλον για την
ικανοποίηση των αναγκών ή επιθυμιών του ανθρώπου.
Τύποι φυσικών πόρων. ανανεώσιμοι και μη ανανεώσιμοι.

Αστείρευτοι Μη Ανανεώσιμοι

Ηλιάκη ενέργεια Ορυκτα καυσιμα


Ανεμος
Μέταλλα
Παλιροικα φαινομενα
Ρεοντα υδατα Αμεταλλα
Φυσικοί πόροι

Ανανεώσιμοι

Καθαρό νερό
Γονιμο εδαφος
Καθαρός αέρας
Φυτά & ζώα
(Γενετική ποικιλότητα)

- Αειφορική κάρπωση: Ο μέγιστος ρυθμός εκμετάλλευσης ενός


ανανεώσιμου πόρου χωρίς να απειληθεί το δυναμικό ανανέωσης ή
αναγέννησης του πόρου.

Στρατηγική Διαχείρισης των Φυσικών πόρων

Οι βασικοί στόχοι της παγκόσμιας στρατηγικής διαχείρισης των φυσικών πόρων


είναι:
- Διατήρηση των θεμελιωδών οικολογικών διεργασιών και των
οικοσυστημάτων (π.χ. αναγέννηση και προστασία των
νερών, του κύκλου των θρεπτικών, την αναγέννηση των
αλιευτικών πόρων)
- Τη διατήρηση της βιοποικιλότητας
- Την εξασφάλιση της αειφορικής εκμετάλευσης ειδών και
οικοσυστημάτων.

19
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

2. Βιοποικιλότητα (Β.Π.)

Η βιοποικιλότητα εκφράζει το σύνολο της ποικιλίας των μορφών ζωής σε έναν


συγκεκριμένο χώρο. Η βιοποικιλότητα μπορεί να είναι γενετική, βιοποικιλότητα
ειδών ή οικοσυστημάτων. Οσο μεγαλύτερη είναι η βιοποικιλότητα τόσο
μεγαλύτερη είναι η αντοχή ή ανοχή σε αιτίες μείωσης της. Η βιοποικιλότητα μπορεί
να αναφέρεται σε Γενετική ποικιλότητα, Ποικιλότητα ειδών, και ποικιλότητα
οικοσυστημάτων.
Γενετική ποικιλότητα (αριθμός γονιδίων ενός είδους)
• Ποίοι παράγοντες επιδρούν στο γενετικό υλικό
• Φαινότυπος και γενότυπος
• Γιατί τα φυσικά (άγρια) είδη έχουν μεγαλύτερη αντοχή και ικανότητα
επιβίωσης.
• Το περιβάλλον της Ελλάδος ευνοεί την μεγάλη γενετική βιοποικιλότητα;
• Ποιες οι συνέπειες του μεγάλου εύρους βιοποικιλότητας στη διατήρηση
των οικοσυστημάτων;
• Ο ρόλος της ΒΠ στην εξέλιξη

Ποικιλότητα των ειδών (αριθμός ειδών μιας περιοχής)


• Από πού εξαρτάται το μεγάλο εύρος;
• Σταθερότητα μηχανισμών ανάδρασης οικοσυστημάτων
• Πολυπλοκότητα τροφικών πλεγμάτων
• Απρόσκοπτη ροή ενέργειας
• Μονοκαλλιέργειες: γεωργία, κτηνοτροφία, ιχθυοκαλλιέργειες
• Ρύπανση
• Αλλαγή κλιματολογικών συνθηκών
• Εξαφάνιση ειδών
• Η ποικιλότητα των ειδών στην Ελλάδα είναι μεγάλη και γιατί;

Ποικιλότητα οικοσυστημάτων & ενδιαιτημάτων (αριθμός συνδυασμών ειδών


και αβιοτικών παραγόντων μιας περιοχής)
• Έννοιες και ορολογία (οικοσύστημα, ενδιαίτημα, οικολογικός
παράγοντας, αβιοτικός και βιοτικός παράγοντας)
• Τύποι οικοσυστημάτων- ο ρόλος της γεωμορφολογίας
• Ποικιλότητα τοπίων, γεωτόπων, οικοτόπων.
• Γιατί η Ελλάδα έχει μεγάλη ποικιλότητα οικοσυστημάτων και
ενδιαιτημάτων.

Χαρακτηριστικά της Βιοποικιλότητας των υδατίνων οικοσυστημάτων

Τα υδάτινα οικοσυστήματα φιλοξενούν περίπου 250.000 είδη από τα


1.700.000 είδη του πλανήτη. Από αυτά το 99% συγκεντρώνεται σε ένα βάθος
μέχρι 200-250 μέτρα (έφωτη ζώνη, φυτικό σύστημα). Αυτό σημαίνει ότι η
βιολογική ποικιλότητα των υδατίνων οικοσυστημάτων είναι μάλλον πολύ
μικρότερη των χερσαίων και αυτό οφείλεται κυρίως στο σχετικά ομοιόμορφο
χαρακτήρα του υδατίνου περιβάλλοντος σε σχέση με το χερσαίο.
Εν τούτοις από τα 33 φύλα των ειδών τα 32 έχουν αντιπροσώπους στα
υδάτινα περιβάλλοντα ενώ τα 15 είναι αποκλειστικά φύλα των υδατίνων
οικοσυστημάτων. Αυτό σημαίνει ότι, μπορεί μεν να καταγράφεται μικρότερος
αριθμός ειδών στα υδάτινα οικοσυστήματα, αλλά παρουσιάζεται πολύ μεγάλος
αριθμός τύπων ζωής. Η διαφορά αυτή συνδέεται με τις διαφορετικές στρατηγικές
επιβίωσης που αναπτύσσουν οι υδρόβιοι οργανισμοί λόγω των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών του υδατίνου περιβάλλοντος. Για παράδειγμα οι οργανισμοί που
τρέφονται με διήθηση είναι σπάνιοι στα χερσαία οικοσυστήματα αλλά συνήθης στα
υδάτινα.

20
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Σπάνια και απειλούµενα είδη.

Σήµερα, έπειτα από χιλιάδες χρόνων ανθρώπινης επέκτασης, πολλά είδη


φυτών και ζώων έχουν εξαφανισθεί, ενώ πολλά ακόµη βρίσκονται κοντά στην
εξαφάνιση, δηλαδή ο πληθυσµός τους έχει µειωθεί σε πολύ µεγάλο βαθµό
ή/και τα ενδιαιτήµατά τους έχουν υποβαθµισθεί σηµαντικά. Έτσι,
αναγνωρίζουµε πολλά είδη ως σπάνια ή/και απειλούµενα. Για µερικά από τα είδη
αυτά δεν ευθύνονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά απλώς η φυσική
εξελικτική διαδικασία. Όµως, για τη συντριπτική πλειονότητα των σπάνιων και
απειλούµενων ειδών ευθύνεται η διαρκής επέκταση των ανθρώπινων
δραστηριοτήτων. Η προστασία και επανάκαµψη των ειδών αυτών (αλλά και
των αντίστοιχων ενδιαιτηµάτων τους) αποτελεί συνήθως και την πρώτη
προτεραιότητα των δράσεων προστασίας / διαχείρισης.
Για την αξιολόγηση της κατάστασης των ειδών αυτών, έτσι ώστε να
δίνονται οι αντίστοιχες προτεραιότητες, έχουν διαµορφωθεί ορισµένες διεθνώς
χρησιµοποιούµενες κατηγορίες που περιγράφουν το επίπεδο των πληθυσµών
τους και την ένταση των απειλών που δέχονται. Οι κυριότερες κατηγορίες
(σύµφωνα µε τα περισσότερα Κόκκινα Βιβλία απειλουµένων ειδών), σε σειρά
προτεραιότητας, είναι: Κινδυνεύοντα, Τρωτά, Σπάνια, Απροσδιόριστα και
Ανεπαρκώς Γνωστά. Οι κατηγορίες αυτές έχουν σήµερα αναπτυχθεί σε
µεγαλύτερη λεπτοµέρεια και τα κριτήρια ένταξης ενός είδους σε κάποια από
τις κατηγορίες είναι πολύ συγκεκριµένα. Ο σχεδιασµός των προστατευόµενων
φυσικών περιοχών πρέπει να γίνεται µε βάση την εξάπλωση των ειδών αυτών,
ώστε να περιλαµβάνουν τελικά το σηµαντικότερο µέρος των πληθυσµών τους.
Βέβαια, εκτός από τα είδη που έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοια, υπάρχουν
και χιλιάδες άλλα απειλούµενα, τα οποία, ή δεν τα γνωρίζουµε καθόλου, ή δεν
έχουµε επαρκή στοιχεία για την κατάστασή τους. Έτσι, είναι σηµαντικό σε κάθε
µελέτη να γίνεται προσπάθεια καταγραφής του συνόλου των ειδών της
σχετικής περιοχής και της κατάστασης των πληθυσµών τους, ώστε να
συγκεντρώνονται σιγά-σιγά τα απαραίτητα δεδοµένα.
Ειδικά σε προστατευόµενες φυσικές περιοχές είναι απαραίτητη η
καταγραφή των στοιχείων αυτών. Οι δυσκολίες είναι πολύ µεγάλες, αφού τα
περισσότερα είδη είναι αγνωστα και δεν υπάρχουν ειδικοί σε όλες τις οµάδες ζώων
και φυτών, αλλά θα πρέπει η προσπάθεια αυτή να ξεκινήσει, έστω και σταδιακά.

3. Υγρότοποι

3.1. Η έννοια του υγροτοπου ή υγροβιότοπου (wetland, zone humide)

Μικρού βάθους συγκεντρώσεις νερών στάσιμες ή ρέουσες ή περιοχές


υπόγειων νερών με στάθμη πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Με άλλα
λόγια μεταβατική ζώνη μεταξύ βαθιών νερών και ξηράς.
«Φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη με ποωδη
βλάστηση μόνιμα ή περιοδικά κατακλιζόμενες από νερό (όχι αποκλειστικά
όμβρια), με τυρφώδες υπόστρωμα και γλυκά, υφάλμυρα ή αλμυρά νερά.
Στη περίπτωση των αλμυρών νερών μέχρι βάθος 6 μέτρα από τη κατωτάτη
ρηχία» (Σύμβαση Ramsar, Ενδιαίτημα υδροβίων πουλιών). «Οικοσύστημα στην
λειτουργία των οποίων κυριαρχεί η παρουσία του νερού και το σύνολο των
διεργασιών ελέγχονται από το νερό.
Περιοχή που παραμένει υγρή ώστε να μπορεί να αναπτύξει ειδικά
προσαρμοσμένη βλάστηση και άλλους οργανισμούς (Maltby 1986)

21
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

3.2. Τύποι υγροτόπων


1. Θαλάσσιοι και παράκτιοι υγρότοποι
• Θαλάσσιες εκτάσεις σε βάθος μέχρι 6μ.
• Κοραλιογενείς ύφαλοι, λειμώνες φανερογάμων,
βραγχώδεις απότομες ακτές, εκβολές ποταμών.
• Παράκτια έλη, λιμνοθάλασσες, αβαθείς λίμνες εκβολικών
συστημάτων.
2. Εσωτερικοί υγρότοποι
• Πηγές, Ποτάμια και λοιπά ρέοντα νερά
• Λίμνες (μεγαλύτερες των 80 στρεμμάτων)
• ‘Ελη (μόνιμα ή εποχιακά) και εποχιακά πλημμυρισμένες πεδιάδες
• Τυρφώνες
3. Τεχνητοί υγρότοποι
Ταμιευτήρες, φραγματολίμνες, λιμνοδεξαμενές, αλυκές,
υδατοκαλλιέργειες, ορυζώνες

Φυσικές λειτουργίες υγροτόπων


• Εμπλουτισμός υπογειών υδροφορέων
• Τροποποίηση πλημμυρικών φαινομένων
• Παγίδευση ιζημάτων
• Αποθήκευση και ελευθέρωση θερμότητας
• Δέσμευση ηλιακής ακτινοβολίας & στήριξη τροφικών πλεγμάτων και
ενίσχυση Β.Π.
• Απορρόφηση ατμοσφαιρικού CO2

Άξιες υγροτόπων
• Βιολογική
• Υδρευτική
• Αρδευτική
• Αλιευτική
• Κτηνοτροφική
• Αντιπλημμυρική
• Βελτίωσης ποιότητας νερών
• Αναψυχής
• Θηρευτική
• Πολιτισμική
• Κλιματική
• Επιστημονική-εκπαιδευτική

Απειλές υγροτόπων
• Ανθρώπινες πιέσεις στις παράκτιες ζώνες
• Απόδοση καλλιεργήσιμης γης
• Οικιστική δόμηση και τουρισμός
• Βιομηχανική ανάπτυξη
• Σταβλισμένη κτηνοτροφία
• Αγροτική βιομηχανία
• Γεωργικές εκμεταλεύσεις – φράγματα – εκτροπές ποταμών
• Αλιεία και υδατοκαλλιέργειες
• Θήρα

22
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

4. Προστατευόμενες περιοχές

4.1. Σύντομο ιστορικό των προστατευόμενων περιοχών

Τι ακριβώς είναι, λοιπόν, µια προστατευόµενη περιοχή; Ο ορισµός που


δίνεται από τη Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης (IUCN) είναι ο εξής:

Μια χερσαία ή/και θαλάσσια έκταση αφιερωµένη στην προστασία και


διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας και των φυσικών και
συναφώνπολιτιστικών πόρων, η οποία υπόκειται σε διαχείριση µε νοµικά
µέσα ή άλλους αποτελεσµατικούς τρόπους.

Όταν αναφερόµαστε στις προστατευόµενες περιοχές στην Ελλάδα,εννοούµε


κυρίως τις περιοχές που έχουν ενταχθεί στο ευρωπαϊκό οικoλογικό δίκτυο Natura
2000 και που προστατεύονται βάσει των κοινοτικών Οδηγιών για τους Οικοτόπους
και τα Πουλιά.
Σηµασία έχει να γνωρίζουµε ότι αναφερόµαστε σε ευρωπαϊκό και όχι µόνο
εθνικό δίκτυο περιοχών –έτσι, µπορεί να έχουµε περιοχές ή είδη που, ενώ µας
φαίνονται σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο «κοινά», προστατεύονται γιατί στην
υπόλοιπη Ευρώπη είναι σπάνια ή έχουν ήδη εξαφανιστεί.
Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος σαφώς δεν περιορίζεται µόνο στις
περιοχές αυτές. Υπάρχει όµως µια βασική διαφορά µεταξύ αυτών και άλλων
εκτάσεων. Στις προστατευόµενες περιοχές, ο κυρίαρχος στόχος, αυτό που προέχει,
είναι η διατήρηση των φυσικών και πολιτιστικών αξιών της περιοχής. Αυτό δεν
συνεπάγεται αναγκαστικά αποκλεισµό ανθρώπινων δραστηριοτήτων –απεναντίας.
Η θέσπιση προστατευόµενων περιοχών σε παγκόσµιο επίπεδο έχει µια
σηµαντική προϊστορία. Ορισµένοι ιστορικοί κάνουν αναφορά σε ειδικές περιοχές
στην Ινδία που πριν από δύο χιλιάδες χρόνια αφήνονταν ελεύθερες από
οποιαδήποτε εκµετάλλευση, µε στόχο την προστασία των φυσικών πόρων. Στην
Ευρώπη διαθέτουµε τις πρώτες ανα-
φορές για περιοχές που προστατεύονταν ως κυνηγότοποι, ήδη σχεδόν πριν από
µια χιλιετία, για τους λίγους προνοµιούχους της εποχής.
Το πρώτο εθνικό πάρκο δηµιουργήθηκε το 1872 στο Yellowstone των
ΗΠΑως «δηµόσιο πάρκο ή περιοχή αναψυχής προς όφελος και απόλαυση των
ανθρώπων». Το παράδειγµα των ΗΠΑακολούθησαν αρκετές χώρες, όπως ο
Καναδάς, η Αυστραλία, η Νότια Αφρική, η Νέα Ζηλανδία.
Αρκετά ήταν και τα κοινά χαρακτηριστικά µεταξύ αυτών των περιοχών.
Πρώτον, προέκυψαν ως αποτέλεσµα κυβερνητικής πρωτοβουλίας. Δεύτερον, οι
περιοχές αυτές συνήθως περιλάµβαναν µεγάλες εκτάσεις γης. Τρίτον, ήταν αρχικά
προσβάσιµες από τον άνθρωπο, αλλά παρέµεναν ακατοίκητες και άθικτες από
ανθρώπινες δραστηριότητες. Το τελευταίο χαρακτηριστικό, βέβαια, αυτό της
ανθρώπινης παρουσίας και συνύπαρξης φυσικών στοιχείων µε τον άνθρωπο,
αλλάζει ανάλογα µε το χρόνο και τον τόπο. Για παράδειγµα, στην Ευρώπη, όπου οι
«φυσικές» εκτάσεις ήταν ανέκαθεν µικρότερες και οι ανθρώπινες δραστηριότητες
συνυπήρχαν µε τη φύση, οι προστατευόµενες περιοχές που δηµιουργήθηκαν ήταν
γενικά µικρότερης έκτασης και περιελάµβαναν, τουλάχιστον σε ένα µέρος τους,
κατοικηµένες περιοχές και ανθρώπινες δραστηριότητες. Με το χαρακτηρισµό όλο
και περισσοτέρων περιοχών ως προστατευόµενων προέκυψε, τουλάχιστον σε
ορισµένες χώρες, η ανάγκη διαµόρφωσης µηχανισµών συντονισµού και
διαχείρισης. Έτσι, το 1911 στον Καναδά εµφανίζεται ο πρώτος, σε παγκόσµιο
επίπεδο, φορέας συντονισµού. Πέντε χρόνια αργότερα, στις ΗΠΑ συστήνεται η
Εθνική την Προστασία της Φύσης (IUCN), καλύπτοντας έτσι περίπου το 10% της
συνολικής έκτασης του πλανήτη.
Στην Ελλάδα, η ιστορία της κήρυξης προστατευόµενων περιοχών
ουσιαστικά ξεκινά το 1938 στον Όλυµπο µε τη δηµιουργία του Εθνικού Δρυµού
Ολύµπου.

23
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Ανακεφαλαιώνωντας μια Προστατευόμενη Περιοχή είναι:


• «Μια χερσαία ή/και θαλάσσια έκταση αφιερωµένη στην προστασία και
διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας και των φυσικών και συναφών
πολιτιστικών πόρων, η οποία υπόκειται σε διαχείριση µε νοµικά µέσα ή
άλλους αποτελεσµατικούς τρόπους» (IUSN).
• Μια γεωγραφικά διακριτή περιοχή που θεσμοθετείται ή ρυθμίζεται και
γίνεται αντικείμενο διαχείρισης με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων
στόχων διατήρησης (Διεθνής Σύμβαση για τη Βιοπικοιλότητα)
• Εκείνο που διαφοροποιεί τις προστατευόμενες περιοχές από άλλες
παρόμοιες εκτάσεις είναι το γεγονός ότι διέπονται από ιδιαίτερο
νομοθετικό καθεστώς ενώ η ανάγκη ειδικής προστασίας και διαχείρισης
τους κατοχυρώνεται με τεκμηριωμένη διαδικασία από τη πολιτεία.

24
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

4.2. Εθνική νομοθεσία διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών

Α. Νόµος 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος»


Το 1986 η εθνική νοµοθεσία εξελίχθηκε µε τον νόµο 1650/1986 «Για την
προστασία του περιβάλλοντος». Έκτοτε, ο 1650 είναι ο κύριος Ελληνικός νόµος
που διέπει τη θεσµοθέτηση προστατευόµενων περιοχών.
Ο νόμος 1650/86 χωρίζεται σε 7 κεφάλαια, από τα οποία το πιο σηµαντικό
είναι το Δ΄, «Προστασία της φύσης και του τοπίου», το οποίο εισάγει κατηγορίες
προστατευόµενων περιοχών κάνοντας αναφορά στη διαχείρισή τους. Βάσει του
νόμου 1650/86 οι κατηγορίες προστατευόµενων περιοχών είναι οι εξής:
• Περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης. Στις περιοχές αυτές δεν
επιτρέπεται καµία ανθρώπινη δραστηριότητα, µε εξαίρεση την
επιστηµονική.
• Περιοχές προστασίας της φύσης.
• Εθνικά πάρκα. Πρόκειται για τη σηµαντικότερη κατηγορία, καθώς µπορεί
να περιλάβει εκτεταµένες περιοχές οικολογικής σηµασίας οι οποίες
«παραµένουν ανεπηρέαστες ή ελάχιστα έχουν επηρεαστεί από ανθρώπινες
δραστηριότητες και στις οποίες διατηρείται µεγάλος αριθµός και ποικιλία
αξιόλογων βιολογικών, οικολογικών και αισθητικών στοιχείων».
• Στα εθνικά και θαλάσσια πάρκα επιτρέπονται «δραστηριότητες ερευνητικές,
φυσιολατρικές και άλλες, κυρίως παραδοσιακού χαρακτήρα».
• Προστατευόµενοι φυσικοί σχηµατισµοί, προστατευόµενα τοπία.
• Περιοχές οικοανάπτυξης.

Στην πράξη, µια προστατευόµενη περιοχή συνήθως περιλαµβάνει συνδυασµό


των παραπάνω βαθµών προστασίας.

Β. Νόµος 2742/1999
«Χωροταξικός σχεδιασµός και αειφόρος ανάπτυξη»

Ο Ν. 2742/99 «Χωροταξικός σχεδιασµός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες


διατάξεις» αποσαφηνίζει την κατάσταση όσον αφορά στη λειτουργία και διαχείριση
προστατευόµενων περιοχών και ουσιαστικά συµπληρώνει τον 1650/86.
O Ν. 2742/99 αφορά στη διαχείριση και διοίκηση «περιοχών, στοιχείων και
συνόλων της φύσης και του τοπίου», βάσει των κατηγοριών που αναφέρονται
στον 1650/86. Αφορά επίσης και στις «Ειδικές Ζώνες Διατήρησης», δηλαδή στις
περιοχές του εθνικού καταλόγου περιοχών Natura 2000 που συστήνεται βάσει της
Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

Στο άρθρο 15, «Φορείς διαχείρισης», ο 2742/99 ανοίγει το δρόµο για


ίδρυση φορέων διαχείρισης (ΦΔ) προστατευόµενων περιοχών ως νοµικών
προσώπων ιδιωτικού δικαίου.

Αρμοδιότητες του φορέα διαχείρισης (παρ. 2 άρ. 15 του ν. 2742/99):


α. H κατάρτιση και η ευθύνη της εφαρμογής των κανονισμών διοίκησης και
λειτουργίας καθώς και των σχεδίων διαχείρισης.
β. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των όρων και
περιορισμών που επιβάλλονται με το προεδρικό διάταγμα και τον κανονισμό
διοίκησης και λειτουργίας.
γ. Η παροχή γνωμοδοτήσεων πριν από την προέγκριση χωροθέτησης και την
έγκριση των περιβαλλοντικών όρων των έργων και δραστηριοτήτων.
δ. Η επικουρία των αρμοδίων διοικητικών αρχών στον έλεγχο της εφαρμογής
της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και των περιβαλλοντικών όρων.
ε. Η κατάρτιση μελετών και ερευνών, καθώς και η εκτέλεση τεχνικών ή άλλων
έργων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο διαχείρισης και στα αντίστοιχα
προγράμματα δράσης

25
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

στ. Η ενημέρωση, εκπαίδευση και κατάρτιση του πληθυσμού


ζ. Η προώθηση, υποστήριξη, οργάνωση και εφαρμογή οικοτουριστικών
προγραμμάτων, η. έκδοση αδειών ξενάγησης και η χορήγηση αδειών
επιστημονικής έρευνας.
θ. Η χορήγηση σήματος ποιότητας και συνεργασίας σε επιχειρήσεις
ι. Η διαχείριση δημοσίων εκτάσεων

Κοινοτικές οδηγίες-διεθνείς συμβάσεις διαχείρισης προστατευόμενων


περιοχών

Οδηγία 79/409/ΕΟΚ «Για την προστασία των άγριων πουλιών»


H πρώτη σηµαντική κοινοτική οδηγία για τη θεσµοθέτηση περιοχών µε
στόχο την προστασία της πανίδας είναι η 79/409/ΕΟΚ «Για την προστασία των
άγριων πουλιών». Σκοπός της 79/409 είναι η προστασία των ειδών πουλιών που
ζουν φυσικά και σε άγρια κατάσταση στην Ευρώπη. Τα είδη της ευρωπαϊκής
ορνιθοπανίδας που περιλαµβάνονται στο Παράρτηµα Ι της οδηγίας υπόκεινται σε
αυστηρό καθεστώς προστασίας.
Για την προστασία αυτών των ειδών κάθε κράτος-µέλος µεριµνά κατά της
θανάτωσής τους και της καταστροφής των φωλιών και αβγών τους (άρθρο 5). Τα
είδη του Παραρτήµατος ΙΙ µπορούν να αποτελούν θήραµα, όπως αυτό ορίζεται από
την εθνική νοµοθεσία.
Τα είδη του Παραρτήµατος ΙΙ/1 κυνηγιούνται σε όλη την περιοχή
εφαρµογής της Οδηγίας. Το παράρτηµα ΙΙ/2 περιλαµβάνει είδη των οποίων το
κυνήγι επιτρέπεται µόνο σε συγκεκριµένα κράτη-µέλη.
Πολύ σηµαντικό σηµείο της 79/409 (άρθρο 4.1-2) είναι η υποχρέωση των
κρατών-µελών να χαρακτηρίζουν ως «Ζώνες Ειδικής Προστασίας» (Special
Protection Areas – ΖΕΠ) τις πιο κατάλληλες περιοχές που φιλοξενούν πληθυσµούς
και οικοτόπους των πουλιών αυτών.
Μέχρι στιγµής η Ελλάδα έχει χαρακτηρίσει 110 περιοχές ως ΖΕΠ. Όλα τα
κράτη-µέλη οφείλουν µε κάθε τρόπο να διασφαλίσουν την προστασία των ΖΕΠ
από ρύπανση και κάθε άλλου είδους υποβάθµιση που θα επηρεάσει αρνητικά τα
πουλιά. Τα µέτρα προστασίας και αποκατάστασης των βιοτόπων και οικοτόπων
περιλαµβάνουν κυρίως τη θέσπιση προστατευόµενων περιοχών, την οικολογική
διαχείριση των βιοτόπων εντός και εκτός των εκτάσεων αυτών, την ανασύσταση
κατεστραµµένων βιοτόπων και τη δηµιουργία νέων. Σε σχέση µε το κυνήγι, η
79/409 προβλέπει ότι αυτό πρέπει να απαγορεύεται κατά τις περιόδους ανατροφής
των νεοσσών και, επιπλέον για τα µεταναστευτικά είδη, κατά τις περιόδους
µετανάστευσης προς τους τόπους αναπαραγωγής.
Την εφαρµογή της 79/409 επιβλέπει η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υποβοηθούµενη από την Επιτροπή για τη
Συµµόρφωση µε την Τεχνική και Επιστηµονική Πρόοδο, η οποία πλέον ονοµάζεται
Επιτροπή ΟΡΝΙΣ (ORNIS Committee). Στην Ελλάδα την εφαρµογή της 79/409
παρακολουθεί το Υπουργείο Γεωργίας, κυρίως ως προς τα µέτρα προστασίας των
πουλιών και,ειδικότερα, ως προς τα θέµατα ρύθµισης του κυνηγιού.

Οδηγία 92/43/ΕΟΚ «Για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων...»


Οδηγία-κορµός για την προστασία της φύσης είναι η 92/43/ΕΟΚ «Για τη
διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας».
Η 92/43 ενσωµατώθηκε στο ελληνικό δίκαιο µε ΚΥΑπου δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ
1289/28.12.99.
Με την 92/43 ιδρύεται το ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Ειδικών Ζωνών
Διατήρησης (Special Areas of Conservation), µε τον τίτλο Natura 2000. Πρόκειται
για περιοχές οι οποίες φιλοξενούν συγκεκριµένους τύπους οικοτόπων και/ή είδη
χλωρίδας και πανίδας που χαρακτηρίζονται ως κοινοτικής σηµασίας. Στόχος της
92/43 είναι η προστασία ή/και αποκατάσταση αυτών των τύπων οικοτόπων και
ειδών.

26
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Για την ίδρυση του δικτύου, κάθε-κράτος µέλος συντάσσει κατάλογο


περιοχών. Ο κατάλογος πρέπει να καλύπτει ικανοποιητικά τα είδη και τους τύπους
οικοτόπων που αναφέρονται στα παραρτήµατα της Οδηγίας. Στο δίκτυο
εντάσσονται και όλες οι ΖΕΠ (βλ. Οδηγία για τα πουλιά).
Με σκοπό τη χρηµατοδότηση επιλεγµένων δράσεων για την υλοποίηση του
δικτύου Natura 2000, η Επιτροπή έχει σχεδιάσει το χρηµατοδοτικό µέσο LIFE-
Φύση. Η Επιτροπή, µέσω βιογεωγραφικών σεµιναρίων και µε επιστηµονικά
κριτήρια, εξετάζει σε συνεργασία µε τα κράτη-µέλη τις εθνικές προτάσεις. Με
αυτήν τη διαδικασία θα οριστικοποιηθούν οι εθνικοί κατάλογοι και θα ιδρυθεί το
Δίκτυο Natura 2000.
Ο ελληνικός κατάλογος πλέον αποτελείται από 236 περιοχές και καλύπτει
περίπου 27.228 χλµ.2 (20,6 % της επικράτειας).
Την πορεία εφαρµογής της 92/43 επιβλέπει η Γενική Διεύθυνση
Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνεπικουρούµενη από την Επιτροπή
για τους Οικοτόπους (Habitats Committee). Αρµόδιος εθνικός φορέας είναι το
ΥΠΕΧΩΔΕ και, πιο συγκεκριµένα, το Τµήµα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος.
Σηµαντικό θεσµικό ρόλο στο συντονισµό και στην αξιολόγηση των δράσεων που
αφορούν στην εφαρµογή της Οδηγίας στην Ελλάδα έχει επίσης η Επιτροπή Φύση
2000.

Συνθήκη Ραµσάρ
Σηµαντική για την προστασία των υγροτόπων είναι η Συνθήκη Ραµσάρ, η
οποία υπογράφηκε στο Ιράν το 1971. Η συνθήκη επικυρώθηκε από την Ελλάδα το
1974 και προέβλεπε την οριοθέτηση Υγροτόπων Διεθνούς Σηµασίας. Έτσι
ορίστηκαν οι 10 ελληνικοί υγρότοποι Ραµσάρ. Η συµφωνία προέβλεπε επίσης την
ακριβή οριοθέτηση των υγροτόπων Ραµσάρ, τη σύνταξη διαχειριστικών σχεδίων
και την προστασία των οικοσυστηµάτων και της ορνιθοπανίδας τους και άλλων
µεταναστευτικών ειδών.
Στην εξέλιξή της η Συνθήκη Ραµσάρ ζητά τη «συνετή χρήση των
υγροτόπων» (wise use of wetlands), κάτι που περιλαµβάνει όλους τους
υγροτόπους µιας χώρας, ανεξάρτητα από το αν είναι διεθνείς ή όχι.
Με στόχο την οµοιογενή εφαρµογή της Συνθήκης έχουν εκδοθεί οδηγίες
για τη «συνετή διαχείριση των υγροτόπων» (wise use guidelines). Η ίδια η
Συνθήκη Ραµσάρ δεν διαθέτει όργανο για την επιβολή κυρώσεων. Αυτή καθίσταται
δυνατή µέσα από το εθνικό νοµικό σύστηµα και αποτελεί υποχρέωση της κάθε
χώρας.

27
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ν. 1650/86
Ν. 2742/99 παρ. 2 άρ. 15
Κοινοτικές οδηγίες 79/409, 92/45
Κ. Κασιούμης (1995) Διαχείριση Εθνικών Δρυμών και Προστατευόμενων
Περιοχών .ΙΝ: Επιλεγμένα Θέματα Διαχείρισης Περιβάλλοντος. Μουσείο Γουλανδρή
476-512.
ΕΚΒΥ (1994) Απογραφή Ελληνικών Υγροτόπων ως Φυσικών Πόρων.
Μ. Κουτράκης (1995): Ελληνικοί Υγρότοποι. ΙΝ: Επιλεγμένα Θέματα Διαχείρισης
Περιβάλλοντος. Μουσείο Γουλανδρή 390-401.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
1. Βρείτε στοιχεία και πληροφορίες για προστατευόμενες περιοχές που
περιλαμβάνουν λιμνοθάλασσες ή λίμνες.
2. Μελέτη χαρακτηριστικών, χρήσεων και απειλών ενός υγρότοπου.
3. Βρείτε τις περιοχές της χώρας που έχουν ενταχθεί στη συνθήκη Ramsar.
4. Δώστε τα γενικά χαρακτηριστικά ενός σχεδίου διαχείρισης μιας
προστατευόμενης περιοχής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ-ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ
1. Τι είναι φυσικός πόρος. Πότε ένας φυσικός πόρος χαρακτηρίζεται σαν
αστήρευτος, ανανεώσιμος, μη ανανεώσιμος. Δώστε παραδείγματα.
2. Τι ονομάζουμε αειφορική κάρπωση ενός φυσικού πόρου.
3. Αναφέρατε τις βασικές αρχές της παγκόσμιας διαχείρισης των φυσικών πόρων.
4. Ορίσατε την Βιολογική ποικιλότητα. Από πού και πώς απειλείται.
5. Χαρακτηριστικά της βιοποικιλότητας των υδατίνων οικοσυστημάτων
6. Σπάνια και απειλούμενα είδη.
7. Τι είναι υγρότοπος, ποιες οι βασικότερες λειτουργίες των υγροτόπων.
Αναφέρετε παραδείγματα
8. Ποιές είναι οι υγροτοπικές αξίες.
9. Τι είναι προστατευόμενες περιοχές. Τι διαφοροποιεί μια προστατευόμενη
περιοχή από μια άλλη μη προστατευόμενη ίδιας περιβαλλοντικής αξίας.
10. Σε τι αναφέρεται η Οδηγία 79/409/ΕΟΚ και πώς συνδέεται με την προστασία
και διαχείριση των υγροτόπων.
11. Σε τι αναφέρεται η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ και πώς συνδέεται με την προστασία και
διαχείριση των υγροτόπων.
12. Σε τι αναφέρεται η συνθήκη Ramsar και πώς συνδέεται με την προστασία και
διαχείριση των υγροτόπων.

28
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

2
ΜΕΡΟΣ

Οι Λιμνοθάλασσες

29
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κεφάλαιο 1ο:
Το οικοσύστημα των λιμνοθαλασσών

1. Εισαγωγή, γενικά στοιχεία για τις λιμνοθάλασσες


Τα λιμνοθαλασσια οικοσυστήματα είναι παράκτιες περιοχές με άμεση
επίδραση από την θάλασσα και τα εσωτερικά νερά. Είναι αποδέκτες θρεπτικών
στοιχείων της ενδοχώρας και τουλάχιστον για τις λιμνοθάλασσες της Μεσόγειου
αποτελούν τα περισσότερο παραγωγικά οικοσυστήματα (Sacchi 1973, Carrada
1973, Quignard 1984, Kapetsky 1984). Αποτελούν ιδιαίτερα οικοσυστήματα που
τα χαρακτηρίζουν μεγάλες διακυμάνσεις φυσικοχημικών παραμέτρων, τόσο σε
εποχιακή όσο και σε ημερήσια κλίμακα. Η αστάθεια αυτή πολλές φορές δημιουργεί
δυστροφικές κρίσεις με αποτέλεσμα την κατάρρευση των τροφικών πλεγμάτων
που αναπτύσσονται σε αυτές (Ardizzone et al. 1988).
Τα περισσότερα από αυτά τα οικοσυστήματα παίζουν σημαντικό ρόλο στον
κύκλο ζωής πολλών ειδών ψαριών. Αποτελούν διατροφικά πεδία των νεαρών
σταδίων ψαριών (Weinstein 1979, Blader and Blader 1980, Tzeng and
Wang1986), αλλά και των ενήλικων.

Στις λιμνοθάλασσες διαβιούν είδη με μια ποικιλία απαιτήσεων (θαλάσσια,


γλυκού νερού, ευρύαλλα), σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά. Ο χρόνος παραμονής
τους στις λιμνοθάλασσες εξαρτάται από το εύρος ανοχών του καθενός ξεχωριστά,
στις διακυμάνσεις των φυσικοχημικών παραμέτρων (αλατότητας, θερμοκρασίας,
διαλυμένου οξυγόνου, τύπο υποστρώματος κτλ) (Harmelin-Vivien et al. 1995,
Rogers and Millner 1996, Wang and Tzeng 1997, Jenkins and Sutherland 1997,
Jenkins and Wheatley 1998, Guidetti 2000, Ishitobi et al. 2000, Blanc et al.
2001).
Τόσο οι λιμνοθάλασσες όσο και ο περιβάλλον χώρος αποτελεί πεδίο
διατροφής ή αναπαραγωγής σε μόνιμη ή κατά την φάση της μετανάστευσής τους,
υδρόβιων πτηνών, πολλά από τα οποία βρίσκονται υπό εξαφάνιση ή είναι
απειλούμενα.
Στις λιμνοθάλασσες λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας αναπτύσσεται,
σε σχέση με τη παράκτια αλιείας, έντονη αλιευτική δραστηριότητα (Kapetsky
1984), η οποία δημιουργεί τοπικού χαρακτήρα κοινωνικό-οικονομικές και
πολιτισμικές σχέσεις.
Στις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου, η περίπου 6500 Km2
λιμνοθάλασσιας εκτάσης (Pearce and Crivelli, 1994) εκμεταλλεύεται ως αλιευτικά

30
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

πεδία (Ananiades 1984, Kapetsky 1984, Ardizzone et al. 1988, Peja et al.1996,
Pesca 2001).

Οι ελληνικές λιμνοθάλασσες με συνολική έκταση μεγαλύτερη 345 Km2


βρίσκονται υπό αλιευτική εκμετάλλευση Η πλειοψηφία τους είναι ιδιοκτησίας
δημοσίου και μισθώνονται σε τοπικούς συνεταιρισμούς αλιέων για την αλιευτική
τους εκμετάλλευση. Η αλιευτική εκμετάλλευση βρίσκεται σε ανταγωνιστική δράση
με άλλες δραστηριότητες (γεωργία, οικιστική ανάπτυξη, βιομηχανία κτλ). Το
μεγαλύτερο ποσοστό είναι ενταγμένο στις διεθνείς συμβάσεις προστασίας Ramsar,
Natura 2000, που υπαγορεύουν την διατήρηση της φυσιογνωμίας και του
φυσικού περιβάλλοντος λόγω της βιοποικιλότητας που παρουσιάζουν.
Βάση των παραπάνω η διαχείριση μιας λιμνοθάλασσας αποσκοπεί στην
ισορροπία αφενός μεν της διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος αφετέρου
στην αειφόρο εκμετάλλευση. Οι άμεσοι πόροι εκμετάλλευσης μιας λιμνοθάλασσας
είναι τα αλιεύματα ενώ στους έμμεσους συγκαταλέγονται οι υπεραξίες που
δημιουργούνται από την προβολή και εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος
και της πολιτισμικής κληρονομιάς της (εκπαίδευση, τουρισμός, ψυχαγωγία κτλ).

2. Γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και τύποι λιμνοθαλασσών

Οι λιμνοθάλασσες είναι εσωτερικά παράκτια υδάτινα οικοσυστήματα,


συνήθως μικρού βάθους που διαχωρίζονται από την παρακείμενη θαλάσσια
περιοχή με νησίδες ή άλλους παράκτιους σχηματισμούς και βρίσκονται σε
άμεση ή έμμεση επικοινωνία με την θάλασσα (Ardizzone et al., 1988 Day et
al., 1989, Riera and Abella 1991).
Ο ορισμός αυτός σε γενικές γραμμές περιγράφει την λιμνοθάλασσα, εν
τούτοις δεν μπορεί να περιγράψει ικανοποιητικά την διάκριση των
λιμνοθαλασσών από άλλα παράκτια οικοσυστήματα όπως είναι οι εκβολές
ποταμών ή οι κλειστοί και αβαθής κόλποι.
Οι λιμνοθάλασσες διαχωρίζονται τόσο από τα εκβολικά συστήματα όσο και
από τους κλειστούς και αβαθής κολπίσκους. Τα μεν πρώτα χαρακτηρίζονται
από τη συνεχή ροή γλυκών νερών που δημιουργούν μια ιδιαίτερη ενδιάμεση
αλατότητα μεταξύ ποταμού και θάλασσας (υφάλμυρα νερά). Τα δεύτερα
χαρακτηρίζονται από το υπερύαλο χαρακτήρα που δημιουργεί η εξάτμιση και η
απουσία εισροών γλυκών νερών.
Σε κάθε περίπτωση οι λιμνοθάλασσες είναι μεταβατικά και συνεχώς
μεταβαλλόμενα παράκτια υδάτινα οικοσυστήματα μικρού βάθους, που
διαχωρίζονται από την παρακείμενη θάλασσα με φράγματα ή νησίδες χαμηλού
ύψους διαμέσου των οποίων μπορεί να εισέλθει θαλασσινό νερό. Συνδέονται
συγχρόνως με το χερσαίο οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής (λεκάνη
απορροής) από την οποία δέχονται ποσότητες γλυκού νερού.

Ο σχηματισμός των λιμνοθαλασσών οφείλεται στον αποκλεισμό αβαθών


παράκτιων θαλάσσιων περιοχών ή από πλημμύρισμα πεδίαδων ή χαμηλών
περιοχών λεκανών ποταμών, την εποχή της ανόδου της στάθμης της θάλασσας
με το σχηματισμό φραγμάτων είτε κατά μήκος της ακτής είτε μακρά αυτής
(Barnes 1980, Hedgpeth 1983). Οι βασικοί μηχανισμοί σχηματισμού των
φραγμάτων αυτών καθώς και της διατήρησης ή όχι των ανοιγμάτων
επικοινωνίας συνδέονται με τα παράκτια κύματα, τα παράκτια ρεύματα, την
προσχωματική δράση των ποταμών και την παλίρροια (Lassere 1979).
Ένα κύμα που προσπίπτει σε μια αβαθή περιοχή με μετακινούμενο
υπόστρωμα (άμμος ή χαλίκι) μετά την εκτόνωση του, μεταφέρει υλικά τα οποία
αποθέτει μακρά της ακτής. Σε συνδυασμό με την άνοδο της στάθμης της

31
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

θάλασσας, η μεταφορά αυτή ενισχύεται και δημιουργούνται αβαθείς λεκάνες


από πλημμύρισμα οι οποίες διαχωρίζονται από τη γειτονική θάλασσα.
Τα παράκτια ρεύματα, συνήθως παράλληλα προς την ακτογραμμή, μπορούν
να μεταφέρουν το λεπτόκκοκο υλικό που δημιουργείται είτε από την
διαβρωτική δράση των κυμάτων στην ακτογραμμή, είτε προέρχεται από την
παροχή ποταμών. Τα μεταφερόμενα αυτά υλικά μπορεί να δημιουργήσουν
φράγματα σε αβαθείς κόλπους, να δημιουργήσουν νησίδες που μπορεί να
οδηγήσουν στο σχηματισμό μια λιμνοθάλασσας.
Τέλος η παλίρροια δρα συμπληρωματικά στην υδραυλική του συστήματος
της παράκτιας μεταφοράς του υλικού συντηρώντας δίαυλους επικοινωνίας στα
φράγματα που δημιουργούνται.

Οι περισσότερες των λιμνοθαλασσών σχηματίσθηκαν σε πρόσφατους


γεωλογικούς χρόνους (τελευταία 150.000 χρόνια) και χαρακτηρίζονται από
γεωλογική άποψη σαν εφήμεροι σχηματισμοί (δηλαδή μη σταθεροί γεωλογικοί
σχηματισμοί). Σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό των λιμνοθαλασσών έχει η
προσχωματική δράση ποταμών, η οποία σε συνδυασμό με τα παράκτια
θαλάσσια ρεύματα, και τον κυματισμό κατά το παρελθόν (απώτερο ή
πρόσφατο) δημιούργησαν τους παράκτιους σχηματισμούς διαχωρισμού της
υδάτινης λεκάνης των λιμνοθαλασσών από τη παρακείμενη θάλασσα είτε με
τον αποκλεισμό αβαθών παράκτιων περιοχών είτε με τον αποκλεισμό της
εκβολής του ποταμού.
Η δράση αυτή των ποταμών, των παράκτιων ρευμάτων και του κυματισμού
για το σχηματισμό μιας λιμνοθάλασσας σε γενικές γραμμές συνοψίζεται στα
ακόλουθα σημεία (εικόνα 2.1) :
• Η επίδραση του ποταμού συνίσταται στην συνεχή απόθεση ιζημάτων στη
περιοχή των εκβολών του, λόγω παρακτίων ρευμάτων και τον σχηματισμό
νησίδων παραλλήλων της ακτογραμμής.
• Ο κυματισμός και τα παράκτια ρεύματα τείνουν να εμποδίσουν την
εξάπλωση των αποθέσεων του ποταμού και συγχρόνως να ενισχύσουν την
απόθεση στις νησίδες.
• Η παλίρροια και τα παράκτια ρεύματα επιδρούν συντηρώντας τους διαύλους
επικοινωνίας της λεκάνης που σχηματίζεται με την γειτονική θάλασσα.

Εικόνα 2.1. Μηχανισμός σχηματισμού λιμνοθαλασσών στις εκβολές ποταμού

32
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Η ενεργοποίηση των παραγόντων αυτών οδηγεί στη δημιουργία υδατίνων


λεκανών που διαχωρίζονται από την παρακείμενη θαλάσσια περιοχή και
χαρακτηρίζονται από τον εγκλωβισμό ενός λεπτόκοκκου οργανικού ιζήματος.
Ανάλογα με ποίος από τους παραπάνω αναφερθέντες παράγοντες έχει ισχυρότερη
δράση (εικόνες 2.2) οι λιμνοθάλασσες μπορούν να χαρακτηρισθούν:

Εικόνα 2.2. Τύποι λιμνοθαλασσών. Λιμνοθάλασσα εκβολής (1.2) με


κυρίαρχη δράση του ποταμού. Ανοικτού τύπου λιμνοθάλασσα (1.3) με
έντονη δράση των παρακτίων ρευμάτων και της παλίρροίας που
συντηρεί τα ανοίγματα στις νησίδες. Μερικώς κλειστή (1.4) και κλειστού
τύπου λιμνοθάλασσα (1.5).

• Ως λιμνοθάλασσες εκβολής (με κυρίαρχη και έντονη δράση του ποταμού


και των παρακτίων ρευμάτων). Στις λιμνοθάλασσες αυτές η δράση του
ποταμού είναι
ιδιαίτερα έντονη
(Εικόνα 2. 1.1.).
• Ως ανοικτές
λιμνοθάλασσες (με
κυρίαρχη δράση των
παρακτίων ρευμάτων,
κυμάτων και της
παλίρροιας). Στην
περίπτωση αυτή,
μεγάλα ανοίγματα
μεταξύ των νησίδων
συντηρούνται από τα
παράκτια ρεύματα και
την παλίρροια (Εικόνα
2.1.2.).
Εικόνα 2.3. Άποψη της λιμνοθάλασσας Γουρουνοπούλες • Ως μερικώς κλειστές
(Παλαιοποτάμου) στις παλιές εκβολές του Αχελώου λιμνοθάλασσες στις
ποταμού. Φαίνονται οι αποθέσεις σχηματισμού της οποίες έχει
λουρονησίδας που οφείλεται στα παράκτια ρεύματα. ολοκληρωθεί σχεδόν
ο σχηματισμός
νησίδας διαχωρισμού
(έντονη δράση των παρακτίων ρευμάτων και του κυματισμού) (Εικόνα
2.1.3.).

33
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

• Ως κλειστές λιμνοθάλασσες, στις οποίες έχει ολοκληρωθεί με έντονη δράση


του κυματισμού, η απομόνωση της λιμνοθάλασσας από την παρακείμενη
θάλασσα. Η δε επικοινωνία της με την θάλασσα είναι είτε τεχνητή είτε
εποχιακή (Εικόνα 2.1.4.).

Η μορφολογία μιας
λιμνοθάλασσας
εξαρτάται από τον
τρόπο σχηματισμού
της. Για παράδειγμα οι
λιμνοθάλασσες που
δημιουργούνται με
αποκλεισμό αβαθών
παράκτιων περιοχών
είναι συνήθως μικρού
βάθούς και νησίδα
διαχωρισμού έχει
προσανατολισμό
παράλληλο της
ακτογραμμής. Αντίθετα
οι λιμνοθάλασσες που
σχηματίσθηκαν από
πλημμύρισμα
παράκτιων πεδιάδων
την εποχή της ανόδου
Εικόνα 2.4. Στις εκβολές Αχελώου (1990) ο μηχανισμός σχηματισμού
της στάθμης της
λιμνοθαλασσών, λόγω της δράσης του ποταμού και των παρακτίων
ρευμάτων είναι ενεργός. Ο σχηματισμός των νησίδων στις εκβολές σε
θάλασσας,
συνδυασμό με την μείωση της παροχής του Αχελώου λόγω των παρουσιάζουν
φραγμάτων της εκτροπής του, οδηγεί πολύ γρήγορα στο σχηματισμό ακανόνιστο σχήμα με
νησίδων και λιμνοθαλασσών. διεύθυνση κάθετη στην
ακτογραμμή. Μετά το
σχηματισμό της
λιμνοθάλασσας,
δευτερογενώς
παρατηρείται
μεταφορά και απόθεση
ιζημάτων στο
εσωτερικό της
λιμνοθάλασσας σε
διεύθυνση κάθετη
στον κύριο άξονα της,
με αποτέλεσμα τον
κατακερματισμό της σε
μικρότρες λεκάνες. Σε
κάθε περίπτωση
σημαντικό ρόλο στο
σχηματισμό της
λιμνοθάλασσας παίζει
η κυκλοφορία των
νερών. Δεδομένου ότι
το υπόστρωμα στις
λιμνοθάλασσες είναι
Εικόνα 2.5. Ο σχηματισμός του συμπλέγματος των λιμνοθαλασσών
μαλακό, δηλαδή Μεσολογγίου-Αιτωλικού καθώς και της Δυτικής Πελοποννήσου (Καλογριάς
μετακινούμενο, οι και Μετόχι) οφείλεται στη συνδυασμένη δράση των παρακτίων ρευμάτων
κυκλοφορία των στην έξοδο του Κορινθιακού κόλπου και των ποταμών Αχελώου-Εύήνου (για
νερών συνεχίζει και τις πρώτες) και του ποταμού Λαρισσού για τις δεύτερες.
μετά τον σχηματισμό

34
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

της λιμνοθάλασσας να χαρακτηρίζει το σύστημα. Κάθε τροποποίηση στους


παράγοντες εκείνους που τροποποιούν το υδραυλικό μοντέλο της περιοχής,
προκαλεί τροποποίηση στη μορφολογία της λιμνοθάλασσας και στα χαρακτηριστικά
του οικοσυστήματος, όπως θα αναλυθεί σε επόμενο κεφάλαιο.
Η θέση και ο προσανατολισμός των διαύλων επικοινωνίας της λιμνοθάλασσας
με την παρακείμενη θάλασσα, εντοπίζεται στα σημεία εκείνα του φράγματος όπου
η δράση του κυματισμού είναι ελάχιστη. Οι δίαυλοι συντηρούνται από τα παράκτια
ρεύματα και την παλίρροια, καθώς η ταχύτητα του νερού που αναπτύσσεται δια
μέσου αυτών δεν επιτρέπει την απόθεση ιζημάτων. Τροποποίηση των παρακτίων
ρευμάτων ή του κυματισμού οδηγεί συχνά στην απόφραξη των διαύλων
επικοινωνίας ή αλλαγή της θέσης τους.

3. Το οικοσύστημα των λιμνοθαλασσών

3.1. Γενικά χαρακτηριστικά

Ο χαρακτήρας των λιμνοθαλασσίων οικοσυστημάτων καθορίζεται σαν


αποτέλεσμα της δράσης πολλών παραγόντων. Ο Colombo (1977) υποστηρίζει
την άποψη ότι υπάρχουν τόσες μορφές λιμνοθαλάσσιών οικοσυστήματων, όσες
είναι και οι λιμνοθάλασσες. Οι παράγοντες που συνδέονται με τις υδραυλικές
ανταλλαγές και τα επίπεδα φωτισμού θεωρούνται παράμετροι πρωταρχικής
σημασίας στα λιμνοθαλάσσια οικοσυστήματα (Carrada & Fresi, 1988) καθώς
αυτοί τελικά καθορίζουν άμεσα τους φυσικοχημικούς παράγοντες, συνδέονται
με το ίζημα και το υπόστρωμα γενικότερα.
Τα λιμνοθαλάσσια οικοσυστήματα θεωρούνται από τα πλέον παραγωγικά
υγροτοπικά συστήματα. Είναι κατά κανόνα εύτροφα οικοσυστήματα με επίπεδα
πρωτογενούς παραγωγής 10-15 φορές μεγαλύτερη εκείνης των λιμνών (Nixon
1982) και της παρακείμενης θάλασσας. Η πρωτογενής αυτή παραγωγή
(10.000-35.000 kcal/m2/year) πλεονάζει και εξάγεται από το σύστημα ή
ιζηματοποιείται. Λόγω αυτού του χαρακτήρα, αποτελούν αντικείμενο αλιευτικής
εκμετάλλευσης ενώ αποτελούν το πρότυπο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η
σύγχρονη εντατική ιχθυοκαλλιέργεια των ευρυάλων ψαριών. Η αλιευτική
παραγωγή ποικίλει από 2 έως άνω των 800 kg/ha/year (Miller et al., 1990).
Από την άλλη μεριά, ο εύτροφος χαρακτήρας των λιμνοθαλάσσιων
οικοσυστημάτων σε συνδυασμό με τους τύπους των οικοτόπων που
δημιουργούνται στην ευρύτερη περιοχή των λιμνοθαλασσών συνδέεται
εποχιακά με την μετανάστευση ψαριών και πουλιών, για τα οποία αποτελεί
πεδίο διατροφής.
Από ιστορική άποψη, τα λιμνοθαλάσσια οικοσυστήματα συνδέονται έντονα
με την τοπική οικονομία που αναπτύσσεται στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές
συνθήκες και την ανάπτυξη ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων που συνδέονται
με την παραγωγική διαδικασία και τη ανθρώπινη δραστηριότητα σε αυτές
(παραγωγή αλατιού, αλιευμάτων, ιδιαίτερος κατασκευών κτιρίων, ιδιαίτερα
αλιευτικά εργαλεία κλπ).
Οι λιμνοθάλασσες, δέχονται όλες τις μορφές πιέσεων που δέχονται οι
παράκτιες περιοχές από τις πολύπλοκες οικονομικές δραστηριότητες του
ανθρώπου τόσο στην ακτή όσο και στη λεκάνη απορροής. Οι πιέσεις αυτές
συνήθως συνδέονται με την μείωση της υδάτινης έκτασης (μπαζώματα,
καλλιεργήσιμη γη), την τροποποίηση των υδραυλικών ανταλλαγών, την
τροποποίηση των παράκτιων ρευμάτων και την αύξηση των θρεπτικών
συστατικών.

35
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων είναι η συνεχή τροποποίηση των


χαρακτηριστικών των λιμνοθαλάσσιων οικοσυστημάτων που συχνά εκφράζεται
με την μείωση της αλιευτικής παραγωγής.
Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, οι λιμνοθάλασσες, σαν παράκτιοι
υγρότοποι, χαρακτηρίζονται συνήθως ως προστατευόμενες περιοχές και στις
περισσότερες εξ αυτών έχει θεσμοθετηθεί ειδικό καθεστώς διαχείρισης.

Η γνώση των αρχών λειτουργίας ενός λιμνοθαλάσσιου οικοσυστήματος,


αποτελεί την βασική πληροφορία που είναι απαραίτητη για τη διαχείριση του,
ανεξάρτητα του γεγονότος ότι, κάθε λιμνοθαλάσσιο οικοσύστημα έχει τις δικές
του ιδιαιτερότητες.

3.2. Χαρακτηριστικοί αβιοτικοί παράγοντες του οικοσυστήματος.

3.2.1. Η αλατότητα

Ο βασικότερος των αβιοτικών παραγόντων του οικοσυστήματος των


λιμνοθαλασσών είναι εκείνος που χαρακτηρίζει το μέσο δηλαδή η αλατότητα του
νερού. Τα νερά μιας λιμνοθάλασσας μπορεί είναι υφάλμυρα, αλμυρά, γλυκά ή
υπερύαλα. Ο χαρακτήρας αυτό που εν πολλοίς καθορίζεται από τις υδραυλικές
ανταλλαγές, συνδέεται η σύνθεση των βιοκοινωνιών και με βασικές βιολογικές
λειτουργίες των οργανισμών.
44
Αλατότητα (psu)

42
40
38
36
34
32
30
13/8/98 2/9/98 22/9/98 12/10/98 1/11/98 21/11/98 10/12/9

Εικόνα 2.6: Ωριαία μεταβολή της αλατότητας στη λιμνοθάλασσα


Βασιλαδι

Οι παράγοντες που καθορίζουν την τιμή της αλατότητας σε μια


λιμνοθάλασσα συνδέονται με το σχηματισμό και το τύπο της λιμνοθάλασσας, το
βάθος της, την παροχή γλυκών νερών από τη λεκάνη απορροής, την ένταση της
παλίρροιας και την εποχή.
Η τιμές της αλατότητας εξαρτώνται κάθε φορά από τον βαθμό ανάμειξης
γλυκών και αλμυρών νερών. Τα γλυκά νερά προέρχονται από την παροχή της
λεκάνη απορροής, και τη βροχόπτωση. Τα αλμυρά νερά από την επικοινωνία της
λιμνοθάλασσας με την παρακείμενη θάλασσα. Η εξάτμιση επηρεάζει σημαντικά τις
τιμές της αλατότητας τους θερινούς και ξηρούς μήνες του έτους και είναι
περισσότερο έντονη σε κλειστού τύπου λιμνοθάλασσες με μικρό βάθος.

Από τα προηγούμενα είναι προφανές πώς η αλατότητα σε μια


λιμνοθάλασσα παρουσιάζει έντονη εποχιακή διακύμανση. Αν και τα νερά των
λιμνοθαλασσών μπορούν να χαρακτηριστούν υφάλμυρα (αλατότητα 10-30ο/οο )
εν τούτοις ορισμένες εποχές του έτους είτε σε όλη τη λιμνοθάλασσα είτε σε

36
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ορισμένα τμήματα της οι συνθήκες της αλατότητας μπορούν να χαρακτηρισθούν


από πολύ υψηλές τιμές (άνω του 40ο/οο) ή πολύ χαμηλές (κάτω του 10ο/οο).

3.2.2. Η θερμοκρασία

Η θερμοκρασία σαν οικολογικός παράγοντας συνδέεται με τον ρυθμό


αύξησης και ανάπτυξης των οργανισμών, την γενετική ωρίμανση, την ένταση
τροφοληψίας των οργανισμών, καθώς τη διαλυτότητα των αερίων, την πυκνότητα
του νερού τον ρυθμό ιζηματοποίησης κ.α.

35
Θερμοκρασία νερού ( C)

y = 0.75x + 6.15
o

30
R2 = 0.89
25
20
15
10
10 15 20 25 30
o
Θερμοκρασία αερα ( C)
Εικόνα 2.7. Σχέση της ωριαίων τιμών θερμοκρασίας νερού και θερμοκρασίας αέρα
στη κεντρική λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού τη περίοδο 9/98-12/98

Η διαμόρφωση της θερμοκρασίας του νερού μιας λιμνοθάλασσας λόγω του


μικρού της βάθους, εξαρτάται από τις υδραυλικές ανταλλαγές και την θέρμανση ή
ψύξη που προκαλείται από την ατμόσφαιρα. Στις λιμνοθάλασσες τα νερά ψύχονται
ή θερμαίνονται ταχύτερα από τα νερά της θάλασσας ακολουθώντας κατά κανόνα
τις εποχιακές μεταβολές της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας (Εικόνα 2.7, 2.8).

30

27.5
Θερμοκρασία (oC)

25

22.5

20
WTEMP
AIRTEMP
17.5

15
22/9/98 23/9/98 24/9/98 25/9/98 26/9/98 27/9/98

Εικόνα 2.8. Ωριαίες τιμές θερμοκρασίας νερού και αέρα στην κεντρική λιμνοθάλασσα
Μεσολογγίου.

37
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Γενικά μπορούμε να πούμε, ότι ο παράγοντας θερμοκρασία, σε μια


λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται από έντονες διακυμάνσεις που εξαρτώνται από την
θερμοκρασία του αέρα και τον βαθμό υδραυλικών ανταλλαγών. Οι διακυμάνσεις
αυτές μπορεί να είναι και 10ο C, σε ημερήσια βάση, ανάλογα την εποχή και τις
καιρικές συνθήκες. Επομένως όλοι οι παράγοντες που συνδέονται με την
θερμοκρασία του νερού της λιμνοθάλασσας ακολουθούν ανάλογες διακυμάνσεις,
όπως θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

3.2.3. Το διαλυμένο οξυγόνο

Το διαλυμένο οξυγόνο στο νερό είναι ο βασικότερος παράγοντας που


συνδέεται με την αύξηση και επιβίωση όλων των οργανισμών. Ο εμπλουτισμός των
νερών με οξυγόνο γίνεται με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Στις
λιμνοθάλασσες λόγω του μικρού βάθους και των μεγάλων συγκεντρώσεων
θρεπτικών αλάτων η
DO Wlevel φωτοσυνθετική
16 140 δραστηριότητα είναι
14 ιδιαίτερα έντονη με
130
12 αποτέλεσμα να
120 παρατηρείται κορεσμός
DO (mg/lt)

10

Wlevel
110 και συχνά
8
100 υπερκορεσμός του
6
90 νερού σε οξυγόνο.
4 Αυτό συμβαίνει κατά τη
80
2 διάρκεια της ημέρας,
0 70 ενώ αντίθετα κατά τη
0:05 1:07 2:03 3:05 4:07 5:03 6:05 7:07 20:03 21:05 22:07 23:03 διάρκεια της νύκτας η
1/7 2/7 3/7 4/7 5/7 6/7 7/7 8/7 11/7 12/7 13/7 14/7 συγκέντρωση του
οξυγόνου μειώνεται
1999 σημαντικά και σε
ορισμένες περιπτώσεις
Εικόνα 2.9. Ωριαία διακύμανση του διαλυμένου οξυγόνου (DO) και της λόγω του εύτροφου
στάθμης της θάλασσας (Wlevel) σταθμού ιχθυοτροφείου Βασιλάδι
χαρακτήρα των
Κεντρικής λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου- Αιτωλικού το διάστημα που
παρατηρήθηκαν μαζικοί θάνατοι ψαριών στις ιχθυοσυλληπτικές λιμνοθαλασσών
εγκαταστάσεις (Δημητρίου et al., 2000). Ανοξικές συνθήκες παρατηρούνται
καταγράφονται τις πρωϊνές ώρες και συνδέονται με την πτώση της ανοξικές συνθήκες που
στάθμης του νερού, η οποία οφείλεται στην άμπωτη. Κατά την άμπωτη, μπορεί να οδηγήσουν
τα νερά της Κεντρικής λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού με και σε δυστροφικές
ελάχιστο διαλυμένο οξυγόνο κινούνται προς τον Πατραϊκό. Αντίθετα κρίσεις. Τα ελάχιστα
κατά την πλήμμη (αύξηση της στάθμης της θάλασσας) καλά οξυγόνου εμφανίζονται
οξυγονομένα νερά του Πατραϊκού κινούνται προς την Κεντρική συνήθως νωρίς το
λιμνοθάλασσα με αποτέλεσμα αύξησης των επιπέδων του διαλυμένου
πρωί, πριν την
οξυγόνου.
ανατολή του ήλιου και
τα μέγιστα αργά το απόγευμα. Ανοξικές συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν σε
δυστροφικές κρίσεις παρουσιάζονται προς το τέλος του καλοκαιριού λόγω των
υψηλών θερμοκρασίων και την αυξημένη πρωτογενή παραγωγή.
Η μείωση του οξυγόνου είναι παροδική και συχνά αποτελεί τοπικό
πρόβλημα σε όλες τις λιμνοθάλασσες. Ο άνεμος, και η κυκλοφορία των νερών που
προκαλείται είτε από τον κυματισμό είτε από την υδραυλική ανταλλαγή περιορίζει
σημαντικά το φαινόμενο και μειώνει τους κινδύνους ανοξίας (Εικόνα 2.9) . Από
την άλλη μεριά, η αύξηση της βιομάζας και ο ευτροφισμός των νερών αυξάνει την
ένταση του φαινομένου και τους κινδύνους ανοξίας. Τέλος η διαλυτότητα του
οξυγόνου μειώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας και της αλατότητας.

3.2.4. Η Υδραυλική κυκλοφορία

38
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Η κυκλοφορία του νερού μιας λιμνοθάλασσας είναι ο πιο σημαντικός


αβιοτικός παράγοντας του οικοσυστήματος της. Με την υδραυλική κυκλοφορία
συνδέονται το σύνολο σχεδόν των αβιοτικών και βιοτικών παραγόντων του
οικοσυστήματος.
Οι υδραυλικές ανταλλαγές συνδέονται με τη κίνηση των νερών, από και
προς τη θάλασσα, είναι υπεύθυνες για την ιζηματογένεση, τον βαθμό ανάμειξης
γλυκών και αλμυρών νερών, τον βαθμό εποικισμού και την σύνθεση των
βιοκοινωνιών, την παραγωγή και γενικά με κάθε λειτουργία του οικοσυστήματος.
Οι κινήσεις των νερών και οι φυσικές διεργασίες που αυτές προκαλούν, όπως
ειπώθηκε, συνδέονται τόσο με τις διαδικασίες σχηματισμού της όσο και με την
δυναμική του συστήματος, προσδίδοντας το χαρακτηριστικό του «εφήμερου
οικοσυστήματος», δηλαδή ενός οικοσυστήματος τα χαρακτηριστικά του οποίου
μπορεί να τροποποιηθούν με τη τροποποίηση των παραγόντων που συνδέονται με
την υδραυλική κυκλοφορία των νερών. Οι φυσικές διαδικασίες που συνδέονται με
την κυκλοφορία των νερών και λαμβάνουν χώρα στις λιμνοθάλασσες επηρεάζονται
από τους ανέμους, τις παλίρροιες και τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της
λεκάνης της.

Από τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά μιας λιμνοθάλασσας, τα


χαρακτηριστικά των διαύλων επικοινωνίας, και της λεκάνης της λιμνοθάλασσας
(τοπογραφία, βαθυμετρία) έχουν την σημαντικότερη βαρύτητα στις διαδικασίες
που συνδέονται με την κυκλοφορία των νερών.
Οι διαστάσεις των διαύλων επικοινωνίας (μήκος-πλάτος), ο
προσανατολισμός, και το βάθος σε σχέση με τη λεκάνη τόσο της λιμνοθάλασσας
όσο και της θάλασσας, επιδρούν σημαντικά στην ανταλλαγή του νερού και των
υλικών που περιέχονται σε αυτό (οργανικό και ανόργανο) καθορίζοντας τον βαθμό
διάχυσης και διασποράς αυτού του υλικού.
Η τοπογραφία του πυθμένα, είτε αυτή έχει διαμορφωθεί με φυσικές είτε με
ανθρώπινες διαδικασίες, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση των
ρευμάτων της παλίρροιας και της κυκλοφορίας του νερού στη λιμνοθάλασσα. Το
μέσο βάθος και η βαθυμετρία της λιμνοθάλασσας είναι ο σημαντικότερος των
γεωμορφολογικών παραγόντων που συνδέονται με τις φυσικές διαδικασίες. Οι
λιμνοθάλασσες είναι κατά κανόνα ρηχές. Αυτή η μεγάλη αναλογία της επιφάνειας
ως προς το βάθος έχει μεγάλη επίδραση στα υδραυλικά και υδρογραφικά
χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος. Άμεση συνέπεια του μικρού βάθους νερού,
είναι άμεση ανταπόκριση του στην θέρμανση και στη ψύξη. Οι λιμνοθάλασσες
θερμαίνονται ή ψύχονται γρηγορότερα από την γειτονική και περισσότερο βαθιά
θάλασσα. Πλέον αυτού, το μικρό βάθος επιτρέπει έντονη επίδραση των ανέμων
και του κυματισμού που αυτοί προκαλούν που φθάνουν μέχρι τον πυθμένα με
συνέπεια την πλήρη ανάμιξη και κάθετη ομογενοποίηση με αποτέλεσμα να μη
παρατηρούνται συχνά φαινόμενα κάθετης στρωμάτωσης.
Από την άλλη μεριά η τριβή στον πυθμένα μειώνει σημαντικά και πολύ
γρήγορα την ενέργεια του κυματισμού και της κίνησης των ρευμάτων μόλις πάψει
η αιτία που τα προκάλεσε. Επομένως για να υπάρξει σαφή επίδραση του
κυματισμού και των ρευμάτων του νερού σε μια λιμνοθάλασσα θα πρέπει αυτά να
προκαλούνται συνεχώς από μια αιτία (παλίρροια ή άνεμο). Το ρεύμα που
δημιουργεί η παλίρροια, που έχει μια χαρακτηριστική περιοδική συνέχεια , είναι
έντονο στο στόμιο επικοινωνίας, αλλά στη συνέχεια μειώνεται γρήγορα λόγο του
μικρού βάθους, με αποτέλεσμα η επίδραση της παλίρροιας να είναι σημαντική μόνο
στις περιοχές κοντά στα στόμια επικοινωνίας. Αντίθετα, ο άνεμος είναι ένας
παράγοντας που δημιουργεί τοπικά ρεύματα μικρής διάρκειας με μεταβλητή
συχνότητα, ταχύτητα και διεύθυνση, τα οποία όμως επηρεάζουν πολύ λίγο την
ένταση της παλίρροιας. Κατά συνέπεια, κοντά στους διαύλους τα παλιρροιακά
ρεύματα είναι συχνά κυρίαρχα, ενώ στο εσωτερικό της λιμνοθάλασσας, ο άνεμος
είναι κυρίαρχος για τη διατήρηση της κυκλοφορίας των νερών, αλλά μόνο για το

39
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

χρονικό διάστημα που αυτός υπάρχει. Με την πτώση του ανέμου, λόγω του μικρού
βάθους και της τριβής, το αποτέλεσμα του ανέμου αναστέλλεται γρήγορα.

3.2.5. Το Υδατικό ισοζύγιο

Από τα προηγούμενα είναι σαφές, πώς η κυκλοφορία του νερού σε μια


λιμνοθάλασσα, είναι ιδιαίτερα μεταβλητή, τόσο χωρικά όσο και χρονικά και
εξαρτάται από τους ανέμους, την παλίρροια και τα γεωμορφολογικά
χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας. Εκτός όμως αυτών, σημαντικό ρόλο έχει η
ποσότητα του νερού που μπορεί να κυκλοφορήσει δηλαδή το υδραυλικό ή υδατικό
ισοζύγιο.

Η μεταβολή του όγκου του νερού μιας λιμνοθάλασσας μπορεί να


περιγραφεί από την εξίσωση (α):

dV
= P−E + D+G+ A (α)
dt
όπου V, ο όγκος του νερού της λεκάνης, P: η βροχώπτωση, E: η
εξάτμηση, D: η ποσότητα των γλυκών νερών που εισρέουν από τη λεκάνη
απορροής, G: η ποσότητα των υπογείων νερών μέσω της διαπερατότητας του
πυθμένα και A: το νερό που εισέρχεται ή εξέρχεται από τα στόμια επικοινωνίας
(Εικόνα 2.10).

Εικόνα 2.10. Υδατικό ισοζύγιο μιας λιμνοθάλασσας

Οι όροι της εξίσωσης (α) δεν είναι σταθεροί, παρουσιάζουν έντονη χρονική
μεταβολή, διαφορετική για κάθε όρο. Η βροχόπτωση και η εξάτμισης
παρουσιάζουν μια εποχικότητα και ημερήσια μεταβολή, αλλά σε ετήσια βάση
εμφανίζουν μια περιοδικότητα. Εν τούτοις, τόσο η βροχόπτωση όσο και η
εξάτμιση, επηρεάζουν την ποσότητα των υπογείων νερών (G) που εισρέουν στη
λιμνοθάλασσα μέσω της διαπερατότητας του εδάφους από την λεκάνη απορροής,
αλλά και την ποσότητα των γλυκών νερών (D) που εισρέουν, οι οποίες όμως
παρουσιάζουν μια χρονική καθυστέρηση σε σχέση με την βροχόπτωση.

Τέλος η ποσότητα του νερού που διακινείται μέσω των στομίων (Α) και
προσθέτει ή αφαιρεί νερό εξαρτάται από τη κυκλοφορία των νερών που είναι
ιδιαίτερα μεταβλητή χρονικά και χωρικά και καθορίζεται από την παλίρροια, τους

40
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ανέμους, τα μετερεωλογικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιοχής και τα


γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της λεκάνης όπως αναφέρθηκε προηγουμένως.
Οι τοπικοί άνεμοι προκαλούν μια κυκλοφορία που προσθέτει ή αφαιρεί νερό από τη
λιμνοθάλασσα σε ποσότητα που εξαρτάται από το βάθος της λιμνοθάλασσας. Στις
λιμνοθάλασσες με πολύ μικρό βάθος, η απόσταση της προκαλούμενης
κυκλοφορίας μειώνεται σχετικά γρήγορα λόγω της τριβής στον πυθμένα και της
ασυνέχειας της αιτίας που την προκαλεί (μεταβολές στην ένταση και διεύθυνση
του ανέμου). Αντίθετα η κυκλοφορία που προκαλείται στους διαύλους, λόγω
μεταβολής της στάθμης του νερού (παλίρροια ή και μεταβολή βαρομετρικών
κλίσεων μεταξύ λιμνοθάλασσας και ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής), έχει
μεγαλύτερη χρονική συνέχεια και ως εκ τούτου η επίδραση στην κυκλοφορία του
νερού είναι εντονότερη (Εικόνα 2.11.).
Βάθος (m)

Ταχύτητα ρεύματος (cm/s)


Εικόνα 2.11.. Υποθετική ταχύτητα της προκαλούμενης κυκλοφορίας
νερού σε μια λιμνοθάλασσα κατά Miller et al. (1990). (A): Κυκλοφορία από
τοπικούς ανέμους (Β): Κυκλοφορία που οφείλεται στη παλίρροια ή και σε
άλλους παράγοντες εκτός αυτής.

Η παλίρροια, προκαλεί μια κυκλοφορία νερού προβλέψιμη χρονικά. Η ροή


του νερού έχει αποδειχθεί από διάφορες μελέτες ότι είναι ανάλογη του
παλιρροιακού εύρους και του βάθους του νερού (Van de Kreeke & Cotter, 1974),
κατά συνέπεια μια σημαντική ροή απαιτεί είτε μεγάλο εύρος παλίρροιας είτε μικρό
βάθος νερού. Το μικρό βάθος των λιμνοθαλασσών ευνοεί την μεγάλη ροή λόγω
της παλίρροιας για όσο χρόνο διαρκεί η πλήμμη ή η άμπωτης. Οι παλίρροιες
οφείλονται στις αλληλεπιδράσεις του συστήματος ΓΗ-ΣΕΛΗΝΗ-ΗΛΙΟΣ και έχουν
ημι-ημερήσιες, ημερήσιες, μηνιαίες και ετήσιες περιοδικότητες. Η ροή του νερού
γίνεται μέσω του διαύλου επικοινωνίας και οφείλεται στην μεταβολή της στάθμης
των νερών μεταξύ πλήμμης και άμπωτης των διαφορών παλιρροιών κάθε χρονική
στιγμή, και είναι προβλέψιμη. Στις λιμνοθάλασσες με περισσότερους διαύλους
επικοινωνίας, η ροή θα είναι μεγαλύτερη στο στενότερο, μακρύτερο ή βαθύτερο
δίαυλο ( Miller et al., 1990).

Εκτός από την παλίρροια, κυκλοφορία νερού διαμέσου των διαύλων


επικοινωνίας μπορεί να οφείλεται στη διαφορά βαρομετρικής πίεσης ή και στις
διαφορές πυκνότητας μεταξύ λιμνοθάλασσας και θάλασσας. Η βαρομετρική πίεση,
μεταβάλει τη στάθμη του νερού και επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την παλίρροια,
ενώ οι διαφορές πυκνότητας εξαρτώνται από τις διαφορές θερμοκρασίας και
αλατότητας. Επιπλέον οι παράκτιοι άνεμοι επηρεάζουν τη στάθμη του νερού στη

41
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

θάλασσα και προκαλούν πρόσθετη ροή του νερού στους διαύλους με κατεύθυνση
που συνδέεται με την διεύθυνση του ανέμου και την επίδραση της δύναμης
coriolis. Τέλος πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η γεωμετρία του διαύλου επικοινωνίας.
Στους ρηχούς και στενούς διαύλους επικοινωνίας, η μεταβολή της στάθμης μεταξύ
λιμνοθάλασσας και θάλασσας (είτε λόγω παλίρροιας είτε λόγω ανεμογενών
παρακτίων ρευμάτων) είναι κυρίαρχη για την ροή που προκαλείται σ’ αυτούς.

3.3. Χαρακτηριστικά των βιοτικών παραγόντων

3.3.1. Προσαρμογές των οργανισμών στις λιμνοθάλασσες

Τα λιμνοθαλάσσια οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται από την αστάθεια


βασικών αβιοτικών παραγόντων όπως της θερμοκρασίας, της αλατότητας, το
οξυγόνο κ.τ.λ. Η αστάθεια αυτή αποτρέπει την εγκατάσταση πολλών βιοκοινωνιών
με αποτέλεσμα η βιοποικιλότητα να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Οι
διακυμάνσεις κυρίως της αλατότητας και της θερμοκρασίας, οι οποίες είναι συχνά
ιδιαίτερα έντονες, επιτρέπουν σε πολύ μικρό αριθμό ειδών να ολοκληρώσουν το
βιολογικό τους μέσα στη λιμνοθάλασσα. Από την άλλη μεριά, το εύτροφο
περιβάλλον προσφέρεται σαν πεδίο διατροφής οργανισμών που μπορούν να
ανεχθούν τα όρια αλατότητας και θερμοκρασίας. Οι οργανισμοί αυτοί, κυρίως
θαλάσσιας προέλευσης βρίσκονται στο χώρο της λιμνοθάλασσας για όσο χρόνο οι
περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι ευνοϊκοί για τη διαβίωση τους. Οι ευρύαλοι και
ευρύθερμοι αυτοί οργανισμοί, εκμεταλλεύονται την απουσία ανταγωνιστών τους
ως προς τη τροφή, ή και την απουσία των εχθρών τους, οι οποίοι πιθανόν να
αποκλείονται από τις ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες των λιμνοθαλασσών για
να αναπτυχθούν με μικρά ποσοστά θνησιμότητας και σχετικά γρηγορότερη
ανάπτυξη σε σχέση με το θαλάσσιο περιβάλλον.

Η αλατότητα είναι ο σημαντικότερος των παραγόντων αποκλεισμού ειδών


από το χώρο των λιμνοθαλασσών. Η αλατότητα συνδέεται με τους μηχανισμούς
ιοντικής ισορροπίας του εσωτερικού περιβάλλοντος των οργανισμών. Οι θαλάσσιοι
οργανισμοί έχουν ένα υπότονο εσωτερικό περιβάλλον για τη διατήρηση του οποίου
αναπτύσσουν μηχανισμούς πρόσληψης νερού και αποβολής αλάτων. Αντίθετα οι
οργανισμοί των γλυκών νερών έχουν ένα υπέρτονο εσωτερικό περιβάλλον που το
διατηρούν με συγκράτηση των αλάτων και αποβολή του νερού. Η διαρκώς
μεταβαλλόμενη αλατότητα των οργανισμών θα απαιτούσε την ανάπτυξη και των
δυο μηχανισμών ωσμορίθμισης, κάτι ασυνήθιστο τόσο ανατομικά όσο και
λειτουργικά. Πολύ λίγοι οργανισμοί έχουν αυτή την ικανότητα, που τους επιτρέπει
να ολοκληρώνουν το βιολογικό τους κύκλο στη λιμνοθάλασσα.

Πολλοί οργανισμοί για διατηρήσουν αυτή την ισορροπία καταναλίσκουν


ενέργεια η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αύξηση ή για άλλες
λειτουργίες. Εν τούτοις η συνεχή μεταβολή της αλατότητας στο περιβάλλον της
λιμνοθάλασσας απαιτεί από τους οργανισμούς να βρίσκονται σε μια συνεχή
κατάσταση εγκλιματισμού της ισορροπίας των ιόντων του εσωτερικού
περιβάλλοντος τους. Αν η διακύμανσης της αλατότητας είναι μεγάλη, η εσωτερική
ισορροπία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί. Οι οργανισμοί των λιμνοθαλασσών
ανέχονται μεγάλα εύροι αλατότητας (ευρύαλοι), το γεγονός αυτό τους προσδίδει
ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους στενόθερμούς. Η αλατότητα
συνδέεται με την ωοτοκία για τους περισσότερους οργανισμούς των
λιμνοθαλασσών οι οποίοι μεταναστεύουν στη θάλασσα για να την
πραγματοποιήσουν. Η χαμηλή αλατότητα εμποδίζει την αναπαραγωγική ωρίμανση
ενισχύοντας κατά συνέπεια τη σωματική αύξηση. Από την άλλη μεριά, για τους
οργανισμούς θαλάσσιας προέλευσης, αλατότητες μικρότερες της θάλασσας (σε

42
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

επίπεδα 20-30ο/οο) έχουν σαν συνέπεια μείωσης της δαπάνης ενέργειας για
ωσμορύθμιση και την χρησιμοποίηση της για την αύξηση.

Η έντονες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας δεν ευνοούν την παρουσία


στενόθερμων οργανισμών στις λιμνοθάλασσες. Οι περισσότεροι οργανισμοί στις
λιμνοθάλασσες εμφανίζονται να είναι ιδιαίτερα ανεκτικοί της μεταβλητότητας
θερμοκρασίας, το γεγονός αυτό τους προσφέρει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε
σχέση με τους στενόθερμούς οργανισμούς. Όλοι οι οργανισμοί παρουσιάζουν
θερμοκρασιακά βέλτιστα, πέρα των οποίων η αύξηση και η επιβίωση μειώνονται.
Εντούτοις οι υπερβολικά γρήγορες αλλαγές θερμοκρασίας μπορούν να είναι
θανατηφόρες, ακόμη και μέσα στα όρια των ανώτερων και χαμηλότερων
θανατηφόρων θερμοκρασιών για πολλά είδη. Επιπλέον η θερμοκρασία
αλληλεπιδρά με άλλους παράγοντες, π.χ. αλατότητα, διαλυμένο οξυγόνο, στην
ένταση τροφοληψίας κλπ.

3.3.2. Χαρακτηριστικά των βιοικοινοτήτων

Όπως και στα εκβολικά συστήματα, στις λιμνοθάλασσες διακρίνονται


κοινότητες που απαρτίζονται από πληθυσμούς επισκεπτών της περιοχής και άλλες
από ολοβιοτικούς πληθυσμούς.

Στις κοινότητες που αποτελούν οι επισκέπτες της περιοχής όπως οι κοινότητες


πληθυσμών του πλαγκτού, των περισσοτέρων ψαριών, άλλων οργανισμών της
ανοικτής θάλασσας, και των πουλιών. Οι οργανισμοί αυτών των πληθυσμών
εμφανίζονται στη περιοχή όταν οι συνθήκες είναι ικανοποιητικές για την διαβίωση
τους. Η προσέλκυση γίνεται κυρίως για τροφικούς λόγους. (π.χ. κέφαλοι,
λαβράκια, χέλια, γαρίδες, γλώσσες, πουλιά). Όσο αφορά το φυτοπλαγκτόν και το
ζωοπλαγκτόν, αυτό αποτελείται από θαλάσσια είδη τα οποία μετακινούνται μέσα
και έξω από την εκβολή με την παλίρροια. Τα πουλιά και τα ψάρια είναι οι
σημαντικότεροι θηρευτές στη περιοχή. Τα πουλιά θηρεύουν κατά την διάρκεια της
άμπωτης και τα ψάρια κατά

Πίνακας 2.1. Κατάλογος των ψαριών που έχουν καταγραφεί στη περιοχή της
λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού

Οικογένεια Α/Α Είδος Κοινή Ονομασία


ΟΛΟΒΙΩΤΙΚΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ
1 Atherina boyeri Αθερίνα
Atherinidae
2 Atherina hepsetus Σουβλίτης
Belonidae 3 Belone belone Ζαργάνα
Cyprinodontidae 4 Aphanius fasciatus Ζαχαριάς, Ζαμπαρόλα
5 Knipowitschia caucasica Ποντογωβιός
6 Zosterisessor ophiocephalus Πρασινογωβιός
Gobiidae 7 Gobius cobitis Γωβιός
8 Gobius cruentatus Αιμοχειλογωβιός
9 Gobius niger Μαυρογωβιός
10 Symphodus cinereus Φαγανέλι
Labridae
11 Symphodus ocellatus Ματολαπινα
Poecillidae 12 Gambusia affinis Κουνουπόψαρο
ΔΙΑΔΡΟΜΑ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΑ ΕΙΔΗ
Angulillidae 1 Anguilla anguilla Χέλια
Moronidae 2 Dicentrarchus labrax Λαβράκι
Mugilidae 3 Chelon labrosus Βελάνιτςα

43
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

4 Liza aurata Μυξινάρι


5 Liza ramada Μαυράκι
6 Liza saliens Γάστρος
7 Mugil cephalus Κέφαλος
8 Oedalechilus labeo Γρέντζος
Pleuronectidae 9 Platicchthys flesus Φασί
Soleidae 10 Solea vulgaris Γλώσσα
11 Diplodus annularis Σπάρος
12 Diplodus puntazzo Μυτάκι
13 Diplodus sargus Σαργός
Sparidae
14 Diplodus vulgaris Αυλιας ή Καμπανάς
15 Lithognathus mormyrus Μουρμούρα
16 Salpa salpa Σάλπα
17 Sparus aurata Τσιπούρα
Syngnathidae 18 Sygnathus abaster Σακοράφα
ΕΠΟΧΙΑΚΑ ΕΙΔΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΙΧΘΥΟΠΑΝΙΔΑΣ
Carangidae 1 Lichia amia Λίτσα
Centracanthidae 2 Maena smaris Μαρίδα
Congridae 3 Conger conger Μουγγρί
Mullidae 4 Mullus barbatus Κουτσομούρα
Pomatomidae 5 Pomatomus saltator Γοφάρι
Sciaenidae 6 Sciaena umbra Σκιός
Scorpaenidae 7 Scorpaena porcus Σκορπιός
Serranidae 8 Serranus hepatus Πέρκα
9 Boops boops Γόπα
10 Dentex dentex Συναγρίδα
Sparidae 11 Oblada melanura Μελανούρι
12 Pagellus erythrinus Λυθρίνι
13 Spondyliosoma cantharus Σκαθάρι
Spyraenidae 14 Sphyraena sphyraena Λούτσος
Trachinidae 15 Trachinus draco Δράκαινα

την διάρκεια της πλήμμης. Το σύμπλεγμα των εκτάσεων που δημιουργείται και
κυρίως η ανάπτυξη της βενθικής χλωρίδας άλλα και η θολορότητα, εκτός της
διατροφής, προσφέρει και σημαντική προστασία στα νεαρά άτομα τόσο των
πουλιών όσο και των ψαριών. Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί των πουλιών έρχονται
στις Μεσογειακές λιμνοθάλασσες, τον χειμώνα για διαχείμανση, ενώ οι
μεγαλύτεροι πληθυσμοί των ψαριών έρχονται την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Ενδιαφέρον από οικολογικής άποψης παρουσιάζουν τα πουλιά, κυρίως ως προς τις
προσαρμογές που έχουν αναπτύξει για την διατροφή τους για τον διαμερισμό του
πόρου διατροφής. Τα πουλιά διακρίνονται σε θηρευτές του νερού και σε θηρευτές
της λάσπης. Τα πρώτα, έχουν την δυνατότητα να κολυμπούν και να εξειδικεύονται
στη σύλληψη ψαριών ή γαριδών. Τα δεύτερα, θηρεύουν κατά την άμπωτη στη
λάσπη με μεγάλη εξειδίκευση στα θηράματα.

Οι κοινότητες των πληθυσμών που παραμένουν στην περιοχή, είναι κυρίως οι


κοινότητες του βένθους και του ενδοβένθους στα λασπώδη μαλακά υποστρώματα
των λιμνοθαλασσών. Παρόλο που ένα λασπώδες πεδίο φαίνεται ομοιογενές
ποικίλει ως προς το μέγεθος των μεριδίων του ιζήματος. Η άμμος συσσωρεύεται
κοντά στα στόμια των διαύλων επικοινωνίας που δημιουργεί η παλιρροιακή δράση,
ενώ το λεπτόκοκκο ίζημα στο εσωτερικό μέρος των λιμνοθαλασσών. Οι κοινότητες
εδώ χαρακτηριστικές των μαλακών (κινητών) υποστρωμάτων με το πρόσθετο
στοιχείο αυτό που προκύπτει από την ανάγκη αντιμετώπισης του παράγοντα
διακύμανσης της αλατότητας. Στα λασπώδη πεδία, η πρωτογενής παραγωγή
στηρίζεται στα βενθικά μακρόφυτα, στα διάτομα , στα κυανοφύκη και τα

44
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

θειοβακτήρια. Τα μακρόφυτα και τα φύκη φωτοσυνθέτουν και τα θειοβακτήρια


χημειοσυνθέτουν. Στη λάσπη των λιμνοθαλασσών υπάρχει περίσσεια οργανικών
θρυμμάτων από τα φερτά υλικά των λεκανών απορροής και την ιζηματοποίηση.
Για την διάσπαση αυτής της οργανικής ύλης με αερόβια βακτήρια, καταναλίσκεται
οξυγόνο και συχνά δημιουργούνται ανοξικές συνθήκες, οι οποίες με την σειρά τους
επιτρέπουν την ανάπτυξη αναερόβιων βακτηρίων για την διάσπαση της οργανικής
ύλης. Η αναερόβια αυτή διαδικασία έχει σαν τελικό προϊόν το υδρόθειο. Αυτό με
την σειρά του χρησιμοποιείται από τα θειοβακτηρία, τα οποία διασπώντας το
υδρόθειο αντλούν ενέργεια (χημειοαυτότροφοι οργανισμοί). Μέσα στη λάσπη,
ανάμεσα από τα μερίδια της, αναπτύσσονται οι οργανισμοί του μειοβένθους που
καταναλίσκουν τα οργανικά θρύμματα (πρωτόζωα, νηματώδης και τροχόζωα).
Ακολουθούν μεγαλυτέρου μεγέθούς οργανισμοί του βένθους που χώνονται στο
ίζημα, όπως διάφοροι πολύχαιτοι , οι περισσότεροι των οποίων είναι ιζηματοφάγοι.
Οι ιζηματοφάγοι οργανισμοί πλεονεκτούν των διηθηματοφάγων στα λασπώδη
πεδία, καθόσον το λεπτόκοκκο υλικό συχνά φράζει τις συσκευές διήθησης.
Αντίθετα στα αμμώδη πεδία πλεονεκτούν οι διηθηματοφάγοι οργανισμοί (δίθυρα
μαλάκια). Εν τούτοις και διηθηματοφάγοι οργανισμοί συναντιόνται στα λασπώδη
πεδία (Mya). Τα δεκάποδα (Callianasa), είναι θρυματοφάγοι κατασκευάζουν στοές
μέσα στη λάσπη, προκαλώντας οξυγόνωση της και διηθούν το νερό διαχωρίζοντας
τα θρύμματα από την λάσπη. Τα καβούρια του γένους ζουν επίσης σε στοές, αλλά
τρέφονται κατά την άμπωτη διαχωρίζοντας τα οργανικά θρύμματα από την λάσπη.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.2. Κατάλογος μόνο με τα απειλούμενα με εξαφάνιση (Ε),


τρωτά (V) και σπάνια (R) είδη και περιγραφή της παρουσίας των ειδών αυτών στον
υγρότοπο της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού όπου Φ=φωλιάζοντα, Π=με
μόνιμη παρουσία, Μ=μεταναστεύοντα, Δ= διαχειμάζοντα (Pesca 2001).

Α/Α Είδος Κοινή Ονομασία Προστατευόμενο Παρουσία στη Λ/Θ


1 Acrocephalus Μουστακοποταμίδα R Δ
2 Aegypius monachus Μαυρόγυπας Ε Δ
3 Anas clypeata Χουλιαρόπαπια V Δ
4 Anas stepera Φλυαρούδι V Δ
5 Aquila chrysaetos Χρυσαετός V Π
6 Aquila clanga Στικταετός V Δ
7 Aquila heliaca Βασιλαετός V Δ
8 Aquila pomarina Κραυγαετός V Μ
9 Ardea purpurea Πορφυροτσικνιάς V Μ,Φ
10 Aythya ferina Σουριάρα V Δ,Μ
11 Aythya nyroca Βαλτόπαπια V Μ
12 Bubo bubo Μπούφος V Δ,Φ
13 Burhinus oedicnemus Πετροτριλίδα V Μ,Φ
14 Buteo rufinus Αετογερακίνα R Μ
15 Calonectris diomedea Αρτέμης V Δ
16 Chlidonias hybrida Μουστακογλάρονο V Μ
17 Chlidonias niger Μαυρογλάρονο V Δ,Μ
18 Ciconia ciconia Πελαργός V Δ,Φ
19 Ciconia nigra Μαυροπελαργός Ε Δ
20 Circaetus gallicus Φιδαετός V Δ,Μ,Φ
21 Circus aeruginosus Καλαμόκιρκος V Δ,Μ
22 Circus cyaneus Βαλτόκιρκος V Δ
23 Circus pygargus Λιβαδόκιρκος Ε Δ,Μ
24 Egretta alba Λευκοτσικνιάς Ε Δ
25 Falco biarmicus Χρυσογέρακο V Δ
26 Falco cherrug Κυνηγογέρακο V Δ
27 Falco eleonorae Μαυροπετρίτης V Δ
28 Falco naumanni Κιρκινέζι V Μ,Φ
29 Falco peregrinus Πετρίτης V Δ,Μ
30 Falco subbuteo Δεντρογέρακο V Δ
31 Gelochelidon nitolica Γελογλάρονο V Δ,Φ
32 Glareola platincola Νεροχελίδονο V Μ,Φ
33 Gyps fulvus Ορνιο V Π
34 Haliaetus albicilla Θαλασςαετός Ε Δ
35 Hieraetus fasciatus Σπιζαετός V Π
36 Hieraetus pennatus Σταυραετός V Δ
37 Himantopus himantopus Καλαμοκανάς V Δ,Μ,Φ
38 Hoplopterus spinosus Αγκαθοκαλημάνα Ε Μ
39 Ixobrychus minutus Τσικνάκι V Δ,Μ,Φ
40 Jynx torquilla Μερμηγκοφάγος V Δ,Μ
41 Larus genei Σπαθάτος, Λεπτόραμφος V Δ
γλάρος

45
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

42 Larus melanocephalus Μαυροκέφαλος γλάρος V Δ


43 Milvus migrans Τσίφτης Ε Μ,Δ
44 Milvus milvus Ψαλιδιάρης Ε Δ,Μ
45 Neophron percnopterus Ασπροπάρης Ε Δ
46 Numenius phaeopus Μικροτουρλίδα V Δ
47 Numenius tenuirostris Λεπτομύτα Ε Μ
48 Pandion haliaetus Ψαραετός Ε Δ
49 Recurvirostra avosetta Αβοκέτα V Δ,Φ
50 Pelecanus crispus Ροδοπελεκάνος V Δ
51 Pelecanus onocrotalus Αργυροπελεκάνος Ε Δ
52 Phalacrocorax aristotelis Θαλασςοκόρακας V Δ
53 Phalacrocorax carbo Κορμοράνος V Δ,Φ
54 Phalacrocorax pygmeus Λαγγόνα V Δ
55 Phoenicopterus rubber Φοινικόπτερο R Μ,Δ
56 Platalea leucorodia Χουλιαρομύτα V Δ,Μ
57 Plegadis falcinellus Χαλκόκοτα Ε Μ
58 Podiceps nigricollis Μαυροβούτι V Δ
59 Recurvirostra avosetta Αβοκέτα V Π
60 Sterna caspia Καρατζάς V Δ
61 Sterna sandvicensis Χειμωνογλάρονο V Δ
62 Tadorna ferruginea Καστανόπαπια Ε Δ
63 Tadorna tadorna Βαρβάρα V Π
64 Tichodroma muraria Σβαρνίςτρα R Π
65 Tringa stragnatilis Λεπτότρυγγας V Δ,Μ

Πίνακας 2.3. Αντιπροσωπευτικά (επικρατέστερα) είδη χλωρίδας της


Υδρόβιας & Παρόχθιας βλάστησης της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού
(Pesca 2001).

Α/Α Είδος Κοινή Ονομασία


1 Potamogeton (Γένος)
2 Ranunculus (Γένος) Βατράχια
3 Zostera marina
4 Zostera noltii
5 Ruppia (Γένος)
6 Agropyrum(Γένος)
7 Ammophila (Γένος) Ψάθες
8 Cakila maritima Αγριοκαρδαμούδα
9 Salicornia (Γένος) Αρμυρήθρες
10 Arthrocnemum (Γένος) Αρμύρες
11 Halocnemum (Γένος)
12 Phragmites australis Αγριοκάλαμο
13 Typha latifolia Ψαθί
14 Nerium oleander Πικροδάφνη
15 Pancratium maritimum Κρίνος της θάλασσας
16 Arundo donax Νεροκάλαμο
17 Phragmitetum communis Φυτοκοινωνία Καλαμιών
18 Scirpetum maritimi
19 Juncus maritimus Βούρλο
20 Typha angustifolia Ψαθί
21 Typha latifolia Ψάθα
22 Posidonia oceanica

3.3.3. Χαρακτηριστικές Βιολογικές ζώνες των λιμνοθαλασσών

Για τις λιμνοθάλασσες της Μεσογείου, και γενικότερα για την παράκτια
ζώνη, έχει προταθεί το μοντέλο των Geulorget & Perthuisot (1983), σύμφωνα με
το οποίο αναγνωρίζονται έξ (6) βιολογικές ζώνες που ορίζονται με βάση τον
βαθμό αποκλεισμού ή απομόνωσης τους από την επίδραση της θάλασσας, δηλαδή

46
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

την δυνατότητα και την συχνότητα ανανέωσης των νερών από την θάλασσα.
(Εικόνα 2.12.). Οι ζώνες διακρίνονται με τους λατινικούς αριθμούς I-VI, που
αντιστοιχούν στους βαθμούς απομόνωσης 1-6. Η κλίμακα απομόνωσης ή ο βαθμός
αποκλεισμού στηρίζεται στο τύπο της βενθικής πανίδας που συναντιέται σε κάθε
περιοχή. (Πίνακας 2.4).
υπερ-αλατότητα
υπο-αλατότητα
Η επιλογή των
οργανισμών του βένθους
Περιοχή εσωτερικών υδάτων για να προσδιορισθεί ο
βαθμός αποκλεισμού,
VI συνδέεται με το γεγονός
S%o o S%
VI
ότι οι βενθικοί
V οργανισμοί, μην έχοντας
V
τη δυνατότητα
Ροδιά
Τσουκαλιό
μετακίνησης, συνδέονται
Λογαρού
IV
άμεσα με το σύνολο των
IV περιβαλλοντικών
συνθηκών και
III III
II
χαρακτηρίζουν το
II I
οικοσύστημα. Οι
Θαλασσια περιοχή
oS% βιολογικές ζώνες,
Ιζήματα μπορούν να
Εξάτμηση προσδιοριστούν, εκτός
Εικόνα 2.12. Χαρακτηριστικές βιολογικές ζώνες των από τον προσδιορισμό
μεσογειακών λιμνοθαλασσών κατά Geulorget & Perthuisot των οργανισμών-
(1983), δεικτών, και με τον
προσδιορισμό της
βιομάζας του φυτοπλαγκτού (χλωροφύλλη ανά τετρ. Μέτρο) και τον προσδιορισμό
της βιομάζας του βένθους. Η σχέση των μετρήσεων αυτών με τον βαθμό
αποκλεισμού παρουσιάζονται στην εικόνα 2.13.

Εικόνα 2.13: Ποσότητες βένθους και φυτοπλαγκτού στις διάφορες ζώνες αποκλεισμού

47
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.4.: Βιολογικές ζώνες λιμνοθαλασσών (οργανισμοί δείκτες).

ΖΩΝΗ ΒΑΘΜΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ


ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
Συνέχεια του Οργανισμοί τυπικοί των παράκτιων θαλάςςιων βιοκοινωνιών τύπου
0-1 θαλάςςιου πυθμένα λεπτόκκοκής άμμου.
I
περιβάλλοντος. Βιοκοινότητες φανερογάμων Zaostera, Posidonia κ.α.
Απουςιάζουν ή ΜΑΛΑΚΙΑ: Mactra corallina, M.glauca, Tellina tenuis, Donax
σπανίζουν τα μη semistriatus, D.tranculus, Acanthocardia echinata, Dosinia exoleta.
II 1-2 ευρύαλα είδη τυπικά ΠΟΛΥΧΑΙΤΟΙ: Audouinia tentraculata, Magelona papillocornis,
θαλάςςια είδη. Owenia Fusiformis, Phyllodoce mucosa, Pectinaria Koreni.
ΚΑΡΚΙΝΟΕΙΔΗ: Portunus latipes. ΕΧΙΝΟΔΕΡΜΑ: Asteria gibbosa,
Holoturia polli, Paracentrotus lividus. ΧΛΩΡΙΔΑ: Cymodocea
nodosa, Zostera noltii, Caulpera prolifera.
Απουςιάζουν τα ΜΑΛΑΚΙΑ: Venerupis decusata, V.aurea, Scorbicularia plana,
III 2-3 εχινόδερμα. Τα είδη Corpula gibba, Loripes lacteus, Gatrana fragillis, Akera bullata.
είναι κοινά και στη ΠΟΛΥΧΑΙΤΟΙ: Nepthtys hombergii, Armadia cirrodsa, Glycera
λ/θ όσο και στη convulata. ΚΑΡΚΙΝΟΕΙΔΗ: Upogebia littoraris.
θάλασσα

Δεν συναντιώνται ΜΑΛΑΚΙΑ: Abra ovata, Cerastoderma glaucum, Hydrobia acuta.


IV 3-4 είδη της θαλάσσιας ΠΟΛΥΧΑΙΤΟΙ: Nereis diversicolor. ΚΑΡΚΙΝΟΕΙΔΗ: Gammarus
πανίδας. insensibilis, G.aeqiuicatuda, Corophium insidiosum.
ΧΛΩΡΙΔΑ: Ruppia spiralis.

Πυθμένας οργανική ΜΑΛΑΚΙΑ: Hydrobia acuta, Pirinella conica. ΠΟΛΥΧΑΙΤΟΙ: Nereis


V λάσπη diversicolor. ΚΑΡΚΙΝΟΕΙΔΗ: Corophium insidiosum, Shaeroma
4-5 Εντονη hookeri, S. rugicauda, Idotea balthica. Artemia salina (μονο σε
φωτοςυνθετική υψηλές αλατότητες).
δραστηριότητα ΧΛΩΡΙΔΑ: Ruppia spiralis, Potamogeton pectrinatus.
(πράσινα νερά)

Α: Περιβάλον γλυκών Στο περιβάλλον των γλυκών νερών, είδη γλυκού νερού και είδη
VI 5-6 νερών λιμνοθαλασσών ζώνης 4-5, Αντίθετα στο περιβάλλον των
Β: Περιβάλλον υπεράλμυρό δεν υπάρχουν οργανιςμοί στον πυθμένα.
υπεραλμυρο. Χαρακτηριστικά είναι τα «χαλιά» φυκών.

48
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Εικόνα 2.14. Οι οργανισμοί του φυτοπλαγκτού των λιμνοθαλασσών

Εικόνα 2.15: Yδρόβια φυτά

49
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Εικόνα 2.16: Οργανισμοί του ζωοπλαγκτού των λιμνοθαλασσών

Εικόνα 2.16.1: Εκμεταλευόμενοι οργανισμοί των


λιμνοθαλασσών

50
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Εικόνα 2.17: Οι οργανισμοί του βένθους των λιμνοθαλασσών

Εικόνα 2.18: Τροφικά πλέγματα στις λιμνοθάλασσες & εκβολές


ποταμών

51
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ-ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ

1. Δώστε τον ορισμό της λιμνοθάλασσας. Αναφέρετε συνοπτικά τις


διαδικασίες σχηματισμού των λιμνοθαλασσών.
2. Τύποι λιμνοθαλασσών
3. Πώς διαμορφώνονται τα επίπεδα του οξυγόνου σε μια λιμνοθάλασσα.
Εξηγήστε για ποιους λόγους παρατηρούνται συχνά, και πότε ανοξικές
συνθήκες.
4. Περιγράψτε τους παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η κυκλοφορία
των νερών σε μια λιμνοθάλασσα.
5. Από ποιους παράγοντες και πώς εξαρτώνται οι ανταλλαγές νερού
μεταξύ λιμνοθάλασσας και θάλασσας.
6. Διατυπώστε μια μαθηματική σχέση που να εκφράζει το υδατικό ισοζύγιο
μιας λιμνοθάλασσας και εξηγήστε τους όρους της.
7. Η παλίρροια, και οι άνεμοι είναι σημαντικοί παράγοντες που
διαμορφώνουν την κυκλοφορία των νερών μιας λιμνοθάλασσας. Σε
ποιες περιοχές της μιας λιμνοθάλασσας ο κάθε ένας είναι
σημαντικότερος, κατώ από ποιες προϋποθέσεις και γιατί.
8. Πώς συνδέεται η αλατότητα των λιμνοθαλασσών με τη βιοποικιλότητα
9. Χαρακτηριστικά των βιοκοινοτήτων των μόνιμων πληθυσμών μιας
λιμνοθάλασσας.
10. Εξηγήστε για ποιους λόγους η βιοποικιλότητα των λιμνοθαλασσών είναι
ασταθής και πώς αυτή η μικρή κατά κανόνα βιοποικιλότητα συνδέεται
με την παρουσία μεγάλων πληθυσμών.
11. Τι είναι βαθμός αποκλεισμού μιας λιμνοθάλασσας. Εξηγείστε βάση
ποιών κριτηρίων γίνεται η κατάταξη των λιμνοθαλασσών σε βιολογικές
ζώνες βάση του βαθμού αποκλεισμού.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΑΞΗΣ

1. Βρείτε τις σημαντικότερες λιμνοθάλασσες της χώρας και μάθετε για


τον τρόπο σχηματισμού τους.
2. Τα σημαντικότερα εμπορικά είδη των λιμνοθαλασσών. Στοιχεία
βιολογίας και ανάπτυξης.

52
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κεφάλαιο 2ο:
Χαρακτηριστικά λειτουργίας του οικοσυστήματος

1. Γενική θεώρηση

Η κυκλοφορία του νερού στις λιμνοθάλασσες, όπως προαναφέρθηκε


εξαρτάται από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της, την γεωμορφολογία των
διαύλων επικοινωνίας, τα χαρακτηριστικά των τοπικών ανέμων, το εύρος της
παλίρροιας και τις εισροές των γλυκών νερών από τη λεκάνη απορροής.
Από την άλλη μεριά, η κυκλοφορία του νερού και κυρίως ο βαθμός
ανταλλαγής του με τη θάλασσα, συνδέεται με τα επίπεδα του οξυγόνου, την
αλατότητα, την θερμοκρασία και γενικότερα το σύνολο των φυσικοχημικών
χαρακτηριστικών του οικοσυστήματος.
Με άλλα λόγια, τόσο τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος όσο και η
λειτουργία του συνδέονται την κυκλοφορία των νερών. Επομένως κάθε
τροποποίηση των παραγόντων που διαμορφώνουν με την κυκλοφορία των νερών,
επιδρά τόσο στη δομή του οικοσυστήματος όσο και στην λειτουργία του.
Για τη διαχείριση της λιμνοθάλασσας, είτε από παραγωγική άποψη, είτε από
περιβαλλοντική, απαιτείται η καλή γνώση των μηχανισμών επίδρασης της
υδραυλικής κυκλοφορίας στη λειτουργία του οικοσυστήματος. Η γνώση αυτή θα
επιτρέψει να προβλεφθούν οι επιπτώσεις των επεμβάσεων και κάθε είδους
τροποποίησης που σχεδιάζεται για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών και
παραγωγικών προβλημάτων.
Δεδομένου ότι η λειτουργία του οικοσυστήματος καθορίζεται από τη δράση
πολλών παραγόντων, δεν είναι υπερβολική η άποψη της ύπαρξης τόσο τύπων
λιμνοθαλασσίων οικοσυστημάτων όσες είναι οι λιμνοθάλασσες. Αυτό σημαίνει ότι
μια ευεργετική διαχειριστική επέμβαση σε μια λιμνοθάλασσα, δεν θα είναι
απαραιτήτως και ευεργετική σε μια άλλη. Η γνώση της επίδρασης της κυκλοφορίας
των νερών στη λειτουργία του οικοσυστήματος κάθε λιμνοθάλασσας, αποτελεί την
βασική πληροφορία για τη διαχείριση της (Miller et al., 1990).

Επειδή από κάθε άποψη, η παραγωγή της λιμνοθάλασσας, είτε αυτή


αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης είτε όχι, είναι το χαρακτηριστικό αποτέλεσμα
της λειτουργίας του οικοσυστήματος, έχει μεγάλη σημασία η γνώση των
μηχανισμών επίδρασης της υδραυλικής κυκλοφορίας στην παραγωγή των
λιμνοθαλασσών.

Όπως άλλα γεωργικά συστήματα, οι λιμνοθάλασσες μπορούν να


θεωρηθούν ως χώροι για την παραγωγή όπου οι θρεπτικές ουσίες και η ενέργεια
μετατρέπονται στην επιθυμητή βιομάζα. Επομένως τα επίπεδα παραγωγής,
μπορούν να προσδιοριστούν από τον βαθμό που οι θρεπτικές ουσίες μετατρέπονται
στην επιθυμητή βιομάζα, δηλαδή με άλλα λόγια η παραγωγή είναι η αύξηση της
βιομάζας σε ένα χρονικό διάστημα.

53
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

(G-Z)t
Η παραγωγή (Ρ) μπορεί να περιγραφεί από το τύπο: Ρ = Β (Miller et al.,
1990)

:όπου (Ρ) : η παραγωγή μιας χρονικής περιόδου σαν αύξηση του βάρους της
βιομάζας, (Β): η βιομάζα, (G) και (Z): οι ρυθμός αύξησης και θνησιμότητας σαν
ποσοστά. Η υδραυλική κυκλοφορία, μπορεί να επιδράσει στην παραγωγή,
επιδρώντας στους παράγοντες της βιομάζας, του ρυθμού αύξησης και
θνησιμότητας.

Για την παραγωγή οργανισμών εμπορικών στόχων (ψαριών ή οστράκων) σε


μια λιμνοθάλασσα, είναι απαραίτητα:
• Ένας αριθμός ευνοϊκών περιβαλλοντικών συνθηκών. Δηλαδή
ικανοποιητικά επίπεδα θερμοκρασίας, αλατότητας, οξυγόνου και
λοιπών συνθηκών για την διαβίωση και ανάπτυξη των οργανισμών.
• Ικανοποιητική διαθεσιμότητα τροφής. Δηλαδή κατάλληλα θηράματα
ή τροφές σε ικανοποιητικό αριθμό και διαθέσιμα (προσβάσιμα από
τους οργανισμούς).
• Προσφερόμενο καταφύγιο από τους θηρευτές. Δηλαδή να
εξασφαλίζεται είτε απουσία θηρευτών είτε μηχανισμοί μείωσης της
θήρευσης με σκοπό τη μείωση της θνησιμότητας των οργανισμών.
• Ικανοποιητική αρχική βιομάζα (πχ. Ικανή ποσότητα γόνου ή νεαρών
σταδίων για να υποστηριχθεί η παραγωγή.

Οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω τεσσάρων απαιτήσεων και της παραγωγής


μπορούν να επηρεαστούν έντονα από την υδροδυναμική τόσο άμεσα όσο και
έμμεσα. Ένα παράδειγμα μιας άμεσης επίδρασης είναι η μετακίνηση των
θηραμάτων προς ή μακρυά από τα είδη στόχων. Τα ίδια ρεύματα μπορούν να
αυξήσουν τη θολορότητα των νερών, και με αυτόν τον τρόπο να προκαλέσουν
επιπτώσεις στην αποδοτικότητα της σίτισης τους - μια έμμεση επίδραση. Ο
εύτροφος χαρακτήρας των λιμνοθαλασσών και η αναμενόμενη μεγάλη σχετικά
παραγωγή, τους προσδίδει χαρακτήρα όμοιο με εκείνο των συστημάτων
υδατοκαλλιεργειών, στα οποία η διαχείριση των νερών είναι καθοριστικής
σημασίας για την παραγωγική τους απόδοση. Στο κεφάλαιο αυτό, θεωρώντας ότι
έχουμε τη δυνατότητα ελέγχου της υδραυλικής κυκλοφορίας, θα εξετάσουμε πώς
αυτή συνδέεται με τους παράγοντες που διαμορφώνουν τα επίπεδα παραγωγής.

2. Επίδραση της κυκλοφορίας των νερών στη διαμόρφωση των


περιβαλλοντικών συνθηκών.

Η κυκλοφορία των νερών συνδέεται με όλους σχεδόν τους αβιοτικούς


παράγοντες του οικοσυστήματος. Από αυτούς οι σημαντικότεροι είναι το διαλυμένο
οξυγόνο, η αλατότητα, η θερμοκρασία.

Η υδραυλική και η υδρολογία των λιμνοθαλασσών συνδέονται με το


οξυγόνο με διάφορους τρόπους. Κατ' αρχάς, μια σημαντική πηγή διαλυμένου
οξυγόνου είναι η ατμόσφαιρα, επομένως, ο αέρας με την ανάδευση που προκαλεί
μπορεί να αυξήσει το διαλυμένο οξυγόνο, ενώ συγχρόνως λόγω του μικρού
βάθους η ανάμιξη αυτή ενισχύει το διαθέσιμο οξυγόνο για την διάσπαση των
οργανικών υλικών του πυθμένα και την επανακυκλοφορία των θρεπτικών
συστατικών στην στήλη του νερού ενισχύοντας την πρωτογενή παραγωγή.
Από την άλλη μεριά, η έντονη ανάδευση του πυθμένα προκαλεί αύξηση της
θολορότητας που μπορεί να μειώσει την αρχική πρωτογενή παραγωγή. Η οριζόντια
μετακίνηση των νερών τείνει να μειώσει τα προβλήματα έλλειψης οξυγόνου που
μπορεί να εμφανισθούν σε ορισμένες περιοχές της ή και σε ολόκληρη τη

54
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

λιμνοθάλασσα (Εικόνα 2.9., κεφάλαιο 2ο ). Έμμεσα, η αυξανόμενη εισαγωγή του


γλυκού νερού μπορεί να συμβάλει στα προβλήματα έλλειψης οξυγόνου με την
προσθήκη των θρεπτικών ουσιών ή την αύξηση της στρωμάτωσης λόγω
πυκνότητας ενώ συγχρόνως η μείωση της αλατότητας που προκαλείται αυξάνει τη
διαλυτότητα του οξυγόνου σε περιοχές με πολύ υψηλή αλατότητα.

Η θερμοκρασία και η αλατότητα και κυρίως οι διακυμάνσεις τους


επιτρέπουν ή όχι την παρουσία οργανισμών που ανέχονται τα όρια διακύμανσης
τους. Και οι δυο παράγοντες συνδέονται με την κυκλοφορία των νερών. Στις
αρχές της άνοιξης η θερμοκρασία στη λιμνοθάλασσα διαμορφώνεται σε υψηλότερα
επίπεδα από την παρακείμενη θάλασσα, καθώς η λιμνοθάλασσα λόγω του μικρού
βάθους θερμαίνεται γρηγορότερα από τη θάλασσα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί
ευνοϊκότερες συνθήκες διαβίωσης για πολλούς οργανισμούς που εισέρχονται στην
λιμνοθάλασσα αυτή τη περίοδο με ενεργή προσανατολισμένη κίνηση, αντίθετη της
ροής του νερού (μεταναστεύσεις εισόδου).
Το αντίθετο θα συμβεί το καλοκαίρι ή το χειμώνα. Το καλοκαίρι οι πολύ
υψηλές θερμοκρασίες και αλατότητες, δημιουργούν δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης
ακόμα και πολλούς από τους ευρύαλους και ερύθερμους οργανισμούς, οι οποίοι
και αναζητούν τις καλύτερες συνθήκες της θάλασσας κινούμενοι με τον ίδιο
μηχανισμό αντίθετα προς το ρεύμα του νερού.
Τέλος το χειμώνα, οι χαμηλές θερμοκρασίες της λιμνοθάλασσας και πιθανόν
και οι πολύ χαμηλές τιμές της αλατότητας προκαλούν ανάλογες μεταναστεύσεις
προς τη θάλασσα.
Η μεταβολή των ορίων της θερμοκρασίας και αλατότητας που ανέχονται οι
διάφοροι οργανισμοί των λιμνοθαλασσών, προκαλεί μεταναστεύσεις ή όχι ανάλογα
με τον βαθμό που οι υδραυλικές ανταλλαγές επιτρέπουν ή όχι τη διαμόρφωση
ανεκτών ορίων θερμοκρασίας ή αλατότητας. Επιπλέον η κίνηση των νερών,
συνδέεται και με την κίνηση των οργανισμών, είτε αυτοί αποτελούν οργανισμούς
στόχους της παραγωγής είτε αποτελούν θηράματα για αυτούς, συμβάλλοντας στον
εφοδιασμό ή όχι με τροφή καθώς και στην προσέλευση αρχικής βιομάζας (π.χ.
εσόδευση νεαρών σταδίων των οργανισμών στόχων).

3. Σχέση της υδραυλικής κυκλοφορίας με τα διαθέσιμα θρεπτικά


συστατικά

Η ικανοποιητική διαθεσιμότητα τροφής για τους οργανισμούς στόχους που


συνθέτουν την παραγωγή, συνδέεται άμεσα και έμμεσα με το σύνολο των
τροφικών παραγόντων, την πρωτογενή – δευτερογενή παραγωγή, την
ανακύκλωση των θρεπτικών συστατικών, την οργάνωση των τροφικών δικτύων
και γενικά με όλη τη κυκλοφορία των θρεπτικών στο οικοσύστημα της
λιμνοθάλασσας.
Στο πλέγμα αυτό των τροφικών παραγόντων οι υδραυλικές ανταλλαγές
έχουν καθοριστικό ρόλο καθώς μπορούν να ρυθμίσουν την απόδοση μεταφοράς
ενέργειας από το ένα τροφικό επίπεδο στο άλλο. Για παράδειγμα η πρωτογενής
παραγωγή των φυκών υποστηρίζει την τροφική αλυσίδα με την παραγωγή νέας
οργανικής ύλης. Η υπερπαραγωγή οργανικής ύλης συνδέεται με φαινόμενα
ανοξίας. Η κυκλοφορία του νερού μπορεί να μεταφέρει οξυγόνο και να αυξήσει
έτσι την αποικοδόμηση της, ενώ συγχρόνως να απομακρύνει τα επιπλέον θρεπτικά
συστατικά που θα ανατροφοδοτούσαν την πρωτογενή παραγωγή, διατηρώντας μια
ισορροπία μεταξύ παραγωγής οργανικής ύλης και των περιβαλλοντικών συνθηκών.
Με τον έλεγχο της πρωτογενούς παραγωγής, με όλη την αβεβαιότητα που αυτός
έχει, μπορεί να ελεγχθεί η σύνθεση των οργανισμών στόχων.

55
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

3.1. Κάθετη κυκλοφορία θρεπτικών.

Στο οικοσύστημα των λιμνοθαλασσών, η πρωτογενής παραγωγή


πραγματοποιείται τόσο από το πλαγκτόν όσο και από το βένθος. Λόγω του μικρού
βάθους της λιμνοθάλασσας, σε πολλές περιπτώσεις το φυτοπλαγκτό ανταγωνίζεται
τα θρεπτικά συστατικά, με τα βενθικά φύκη και μακρόφυτα. Σημαντικό ρόλο
σ’αυτόν τον ανταγωνισμό των θρεπτικών έχει ο βαθμός της κάθετης ανάμιξης των
νερών.
Όπως είναι γνωστό η παραγωγή του φυτοπλαγκτού στην εύφωτη ζώνη
τροφοδοτείται με θρεπτικά συστατικά από τα βαθύτερα στρώματα νερού είτε από
τα ιζήματα. Αν τα νερά είναι στάσιμα, με την αύξηση του φυτοπλαγκτού
μειώνονται τα θρεπτικά, αυξάνεται η θολορότητα (μείωση του διαθεσιμού φωτός)
και έτσι αυτοπεριορίζεται η ανάπτυξη του φυτοπλαγκτού. Οι συνθήκες αυτές
ευνοούν την ανάπτυξη των κυανοφυκών, τα περισσότερα των οποίων μπορούν να
δεσμεύουν άζωτο από την ατμόσφαιρα. Η κάθετη ανάμιξη των νερών διαταράσσει
αυτό το καθεστώς.
Με την ανάμιξη των νερών, λόγω του μικρού βάθους των λιμνοθαλασσών
αυξάνει η θολορότητα και συγχρόνως γίνεται επαναφόρτιση της στήλης του νερού
με θρεπτικά συστατικά. Έχει υπολογισθεί πώς η πρωτογενής παραγωγή του
φυτοπλαγκτού μπορεί να μειωθεί στο 50%, αν το βάθος ανάμιξης αυξηθεί από 1
σε 2 m με ανόργανη συγκέντρωση αιωρούμενων συστατικών 2ppm, χωρίς
περιορισμό των θρεπτικών συστατικών (Muller et al., 1990).
Σημαντικό ρόλο στην διαδικασία αυτή έχει ο ρυθμός αποβολής των
θρεπτικών συστατικών από τα φύκη. Στις φτωχές θρεπτικών συστατικών
λιμνοθάλασσες λόγω της ανάμιξης, η θολορότητα μειώνει σημαντικά την
πρωτογενή παραγωγή η οποία μετατοπίζεται στα βενθικά φύκη και μακρόφυτα τα
οποία έχουν πρόσβαση στα θρεπτικά συστατικά του ιζήματος. Η ανάπτυξη των
βενθικών φυκών και μακροφυτών, προσφέρει μεν καταφύγιο στους οργανισμούς,
εν τούτοις η παραγόμενη οργανική ύλη δεν είναι άμεσα χρησιμοποιήσιμη στη
δευτερογενή παραγωγή.
Η αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής του βένθους παράγει πρόσθετο
οργανικό φορτίο, που σε πολλές των περιπτώσεων ευθύνεται για τη δημιουργία
ανοξικών συνθηκών και δυστροφικών κρίσεων.

3.2. Οριζόντια κυκλοφορία θρεπτικών.

Σε μια λιμνοθάλασσα, οι πηγές των θρεπτικών συστατικών είναι, οι


βροχοπτώσεις και αποπλίσεις εδαφών, η μεταφορά από την θάλασσα και η
ατμόσφαιρα. Οι τυχόν περισσότερες από τις αναγκαίες για τη πρωτογενή
ποσότητες θρεπτικών συστατικών, αποθηκεύονται μέσα στα ιζήματα και
αναπαράγονται με την διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Οι υδραυλικές επιπτώσεις
είναι διαφορετικές για κάθε είδος θρεπτικού συστατικού.
Η μετακίνηση του νερού επιτρέπει ή οχι στις θρεπτικές ουσίες να καθιζάνουν
στο ίζημα ή να μεταφέρονται σε άλλες περιοχές. Αν δεν υπάρχει μετακίνηση του
νερού, τότε τα θρεπτικά καθιζάνουν και μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν τόσο
από το φυτοβένθος όσο και από το φυτοπλαγκτό εφόσον το μικρό βάθος
επιτρέπει την κάθετη ανάμιξη. Η αύξηση των θρεπτικών συστατικών συνδέεται με
την παραγωγή οργανικής ύλης και την πιθανότητα δημιουργίας ανοξικών
συνθηκών. Για παράδειγμα η εισροή γλυκών νερών θα αυξήσει τα θρεπτικά
συστατικά ενώ η εισροή θαλασσινών νερών θα τα μειώσει.
Η κυκλοφορία των νερών επιτρέπει την διασπορά των θρεπτικών
συστατικών, τα οποία καταρχήν θα αυξήσουν την πρωτογενή παραγωγή του
φυτοπλαγκτού. Η αύξηση αυτή του φυτοπλαγκτού, δεν σημαίνει πάντα την
αντίστοιχη αύξηση του ζωοπλαγκτού καθώς οι μετακινήσεις του νερού μπορεί να
μετατοπίσουν τόσο το φυτοπλαγκτό όσο και το ζωοπλαγκτό, ενώ δεν πρέπει να
παραγνωρίζεται η κατανάλωση του ζωοπλαγκτού από άλλους οργανισμούς. Για

56
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

παράδειγμα αν η αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής του φυτοπλαγκτού


συνοδεύεται από υψηλή διασπορά του, λόγω της υδραυλικής κυκλοφορίας, τότε οι
διαθέσιμες ποσότητες για κατανάλωση από το ζωοπλαγκτό είναι περιορισμένες,
ενώ συγχρόνως η παράλληλη μετακίνηση των οργανισμών του ζωοπλαγκτού,
αυξάνει την πιθανότητα κατανάλωσης του από τους θηρευτές του.
Αντίθετα, η μη κυκλοφορία των νερών μπορεί να οδηγήσει στα φαινόμενα
άνθισης των νερών της λιμνοθάλασσας. Το φαινόμενο της άνθισης στη περίπτωση
ασθενούς ή καθόλου κυκλοφορίας νερού, συνδέεται και με τη δομή των
πληθυσμών του ζωοπλαγκτού. Αν δηλαδή οι περιβαλλοντικές συνθήκες της
λιμνοθάλασσας επιτρέπουν ή όχι την παρουσία ζωοπλακτονικών ειδών ή αυτά θα
πρέπει μεταφερθούν από την θάλασσα με τις μετακινήσεις των νερών.
Μια ενδιάμεση ιδανική κατάσταση μετακίνησης των νερών επιτρέπει την
ικανοποιητική ανάπτυξη του ζωοπλαγκτού, την αποφυγή φαινομένων άνθισης και
την ικανοποιητική διατροφή των καταναλωτών του ζωοπλαγκτού.

Ενώ η υδραυλική κυκλοφορία συνδέεται άμεσα με την κατανομή και


αναδιανομή των συστατικών που συνδέονται με το πλαγκτόν, δεν συμβαίνει το
ίδιο με το βένθος, εκτός της αρχικής κατανομής των προνυμφικών σταδίων. Γιαυτό
το λόγο η βενθική ποικιλότητα και η αφθονία των βενθικών οργανισμών
αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό τυπολογίας των λιμνοθαλασσών. Το βένθος
των λιμνοθαλασσών αποτελεί τη βασική πηγή υποστήριξης των τροφικών δικτύων
των λιμνοθαλασσών και της τελικής παραγωγής εδώδιμων προϊόντων για τον
άνθρωπο.
Αυτό συμβαίνει λόγω της σταθερής παρουσίας των βενθικών οργανισμών και
της ικανότητας τους να ενσωματώνουν θρεπτικά συστατικά τόσο από τη στήλη του
νερού όσο και από το ίζημα. Παρόλα αυτά, οι υδραυλικές ανταλλαγές επηρεάζουν
τη δομή των βενθικών οργανισμών και τις λειτουργίες τους. Για παράδειγμα η
κίνηση του νερού συνδέεται με την διασπορά των προνυμφικών σταδίων, ενώ
επηρεάζει την διατροφή των αιωρηματοφάγων βενθικών οργανισμών. Επιπλέον η
κίνηση του νερού συνδέεται με την οξυγόνωση και την πρωτογενή παραγωγή
λόγω κάθετης ανάμιξης.

4. Επίδραση της υδραυλικής κυκλοφορίας στην προστασία των


οργανισμών

Η καταβρόχθιση οργανισμών στόχων της παραγωγής μιας λιμνοθάλασσας


από άλλους που δεν περιλαμβάνονται στους στόχους της παραγωγής, είναι ένα
σημαντικό πρόβλήμα που αυξάνει την θνησιμότητα και μειώνει τη παραγωγή, ενώ
αντίθετα αν ο καταβροχθιστής είναι ένας από τους οργανισμούς στόχους της
παραγωγής, τότε τη βελτιώνει. Η ιδανική κατάσταση θα ήταν η διαμόρφωση μιας
υδραυλικής ανταλλαγής που να ευνοεί τη θήρευση οργανισμών μη-στόχων
παραγωγής και να ευνοεί την αποφυγή της θήρευσης των οργανισμών στόχων της
παραγωγής.
Η υδραυλική κυκλοφορία μπορεί να επιδράσει άμεσα στην προστασία των
στόχων παραγωγής από τους θηρευτές τους με δυο βασικούς τρόπους. Ο πρώτος
είναι η δημιουργία συνθηκών που να μην επιτρέπουν την παρουσία θηρευτών των
οργανισμών στόχων στη λιμνοθάλασσα, ενώ ο δεύτερος είναι να προσφέρουν
στους οργανισμούς-στόχους της παραγωγής κάλυψη και προστασία από τους
θηρευτές τους.

Η διαμόρφωση ακραίων συνθηκών περιβάλλοντος, μη ανεκτών από τους


θηρευτές όπως για παράδειγμα η αλατότητα και η θερμοκρασία, αποκλείουν
ουσιαστικά την παρουσία τους από τη περιοχή της λυμνοθάλασσας μετατρέποντας
την σε καταφύγιο των οργανισμών-στόχων.
Από την άλλη μεριά η κυκλοφορία των νερών, συχνά αυξάνει την
θολορότητα ενώ συνδέεται όπως προαναφέρθηκε με την ανάπτυξη μακροφυτών

57
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

και βενθικών φυκών. Και τα δυο αυτά προσφέρουν κάλυψη από τους θηρευτές
είτε στο στάδιο των νεαρών είτε στο στάδιο των ενηλίκων μειώνοντας την
πιθανότητα συνάντησης των οργανισμών με τους θηρευτές και έτσι αυξάνοντας
την επιβίωση τους.

Το αντίθετο συμβαίνει αν οι οργανισμοί στόχοι της παραγωγής είναι


θηρευτές οργανισμών μη στόχων. Συνεπώς κάθε αλλαγή ή τροποποίηση της
υδραυλικής κυκλοφορίας μπορεί να τροποποιήσει τη σχέσεις θηράματος-θηρευτή,
επιδρώντας στη δομή και τη σύνθεση των βιοκοινωνιών της λιμνοθάλασσας και
στην παραγωγή.

5. Σχέση των υδραυλικών ανταλλαγών με τον βαθμό αποίκισης, τη


διασπορά των οργανισμών και την μετανάστευση.

Τα περισσότερα εμπορικά είδη των λιμνοθαλασσών αναπαράγονται στην


θάλασσα και οι προνύμφες ή τα νεαρά άτομα για να αποικίσουν τη λιμνοθάλασσα
πρέπει να μετακινηθούν από τα πεδία ωοτοκίας. Δεδομένου ότι στα νεαρά στάδια
οι οργανισμοί έχουν περιορισμένες δυνατότητες κινήσεων, τα ρεύματα προς τη
λιμνοθάλασσα παίζουν σημαντικό ρόλο.
Με την αύξηση των νεαρών ατόμων και μέχρι την απόκτηση ικανοτήτων
κολύμβησης η μεταφορά είναι παθητική, ενώ με την απόκτηση του ρεοτακτισμού η
μετακίνηση είναι ενεργητική, συνήθως αντίθετη προς τη κίνηση του νερού.

Οι μηχανισμοί μεταφοράς κατά τον Miller et al. (1990), διακρίνονται σε


τρεις φάσεις. Η πρώτη αφορά την μεταφορά από τις περιοχές ωοτοκίας στη
περιοχή της λιμνοθάλασσας, η δεύτερη το πέρασμα του διαύλου επικοινωνίας της
λιμνοθάλασσας και η τρίτη η διασπορά των οργανισμών μέσα στη λιμνοθάλασσα.

Τουλάχιστον για τα ψάρια, η εμφάνιση του γόνου κοντά στις ακτές


παρατηρείται 2-3 μήνες μετά τη περίοδο της ωοτοκίας και σε μεγέθη τέτοια που
δεν δικαιολογούν πάντα την ενεργή μετακίνηση και συνδέεται με την σταθερότητα
των περιβαλλοντικών συνθηκών. Για το λαβράκι έχει αναφερθεί ότι βρίσκεται σε
περιοχές έξω από τις εκβολές ποταμών ή λιμνοθαλασσών και σε απόσταση 10-30
Km από τη περιοχή ωοτοκίας σε ηλικία 30 τουλάχιστο ημερών (Jennings & Pawson
1992). Η εμφάνιση του γόνου σε μία περιοχή και η σχετική του αφθονία,
επηρεάζονται εκτός από τη θερμοκρασία και από άλλους παράγοντες, όπως τα
ρεύματα και ο κυματισμός. Η μείωση του μέσου αριθμού ατόμων ανά κοπάδι
συνδέεται με τη θνησιμότητα του γόνου, η οποία εξαρτάται από τις καιρικές και
περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι Holden & Williams (1974), στη περιοχή της
Βρετανίας υποστηρίζουν ότι, όταν στην ανοικτή θάλασσα, επικρατούν ισχυροί
άνεμοι για μεγάλη χρονική περίοδο, ο αριθμός του γόνου των λαβρακιών που
φθάνει στις ακτές μειώνεται σημαντικά. Όταν η θερμοκρασία νερού είναι υψηλή,
τότε η επιβίωση των ιχθυονυφών και των νεαρών ιχθυδίων που φθάνουν στις
ακτές είναι μεγαλύτερη (Jennings & Pawson 1992). Οι σταθερές κλιματολογικές
συνθήκες ευνοούν τη στρωμάτωση του νερού και τη συγκέντρωση των
κατάλληλων θηραμάτων λαβρακιού, αντίθετα ο κυματισμός, μπορεί να σπάσει τη
στρωμάτωση, να μειώσει τη διαθέσιμη πυκνότητα τροφής και να προκαλέσει
αύξηση της θνησιμότητας των ιχθυονυφών (Pickett & Pawson 1994). Κάτι
ανάλογο έχει αποδειχθεί για τη σχετική αφθονία του γαύρου στην Ιρλανδία
(Coombs et al. 1992). Ο τρόπος μετακίνησης του γόνου προς τις ακτές δεν είναι
απολύτως σαφής. Στην περιοχή των Βρετανικών Nησιών υποστηρίζεται η παθητική
μετακίνηση με τη βοήθεια θαλασσίων ρευμάτων σε βάθη 5-15 m, με τα οποία οι
ιχθυονύμφες βρίσκονται στις ακτές σε ηλικία 30-135 ημερών, διανύοντας μια
απόσταση που εκτιμάται σε 10-30 km (Dando & Demir 1985, Jennings & Pawson
1992, Pickett & Pawson 1994). Η υπόθεση αυτή, δηλαδή της παθητικής
μετακίνησης του γόνου, προς τις ακτές με τη βοήθεια θαλασσίων ρευμάτων

58
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

υποστηρίζεται και για την περιοχή της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού


(Ρογδάκης 2003). Το πρότυπο αυτό, δηλαδή της εμφάνισης του γόνου 1-3 μήνες
μετά την περίοδο της αναπαραγωγής είναι γενικό για όλα τα εμπορικά είδη ψαριών
των λιμνοθαλασσών (Barnabe 1976a, Lassere et al. 1976, Clus 1981, Ximenes
1980, Ferrari & Chieregato 1981 Aprahamian & Barr 1985, Κλαδάς & Ρογδάκης
1988, Jennings & Pawson 1992, Ρογδάκης & Κασπίρης 2000, Ρογδάκης et al.
1995, Cambrony 1984, Katselis et al. 1994, Koutrakis et al. 1994, Μίνος 1996,
Κατσέλης 1996, Χώτος 1999).

Από την μετακίνηση και την αφθονία του γόνου στις ακτές εξαρτάται σε
σημαντικό βαθμό η παραγωγή αυτών των ψαριών στη λιμνοθάλασσα. Η είσοδος
όμως ή όχι των νεαρών ιχθυδίων σε μεγάλους ή μικρούς αριθμούς στη
λιμνοθάλασσα εξαρτάται άμεσα από την υδραυλική των διαύλων επικοινωνίας της
με τη θάλασσα. Κατά συνέπεια ενδιαφέρον έχει το πώς επιδρά η υδραυλική των
διαύλων των λιμνοθαλασσών στον αριθμό των νεαρών που εισάγονται στη
λιμνοθάλασσα στην διασπορά τους και αποίκιση τους μέσα σ’ αυτή. Ο αριθμός
αυτός συνδέεται με την αρχική βιομάζα και καθορίζει το ύψος της παραγωγής.
Το πέρασμα και ο αριθμός των νεαρών ιχθυδίων από τους διαύλους προς τη
λιμνοθάλασσα, εξαρτάται από το πώς αντιμετωπίζουν τα νεαρά ιχθύδια την
υδραυλική κίνηση μέσα στους διαύλους. Αν μεταναστεύουν παθητικά, η είσοδο
τους εξαρτάται από τον βαθμό που εντοπίζουν τα ρεύματα της πλήμμης και
παραμένουν σ’ αυτά. Αν μεταναστεύουν ενεργητικά, η είσοδο τους εξαρτάται από
την δυνατότητα τους να προσανατολισθούν κοντά στα ρεύματα της άμπωτης. Στην
υπόθεση της παθητικής μετανάστευσης, τα νεαρά ιχθύδια κινούνται με το νερό
θαλάσσιας προέλευσης, παραμένοντας σε αυτό θα μεταφερθούν στη
λιμνοθάλασσα, τότε τα ψάρια θα είχαν τη τάση να παραμείνουν στα φρέσκα και
μεγαλύτερης αλατότητας νερά θαλάσσιας προέλευσης. Στη περίπτωση της ενεργής
μετανάστευσης, θα πρέπει να επιλέξουν το νερό που έχει τα χαρακτηριστικά της
λιμνοθάλασσας (αλατότητα, θερμοκρασία, θολότητα, θρεπτικά συστατικά κλπ) και
να είναι ικανά να κινηθούν αντίθετα προς το αυτό γιατί αν δεν το κάνουν τότε η
πιθανότητα να βρεθούν στη λιμνοθάλασσα είναι πολύ μικρή. Ανάλογα με το
μέγεθος και το είδος και δυο τύποι μεταναστεύσεων μπορεί να συμβούν, καθώς και
η ενδιάμεση μετακίνηση, τόσο δηλαδή η παθητική όσο και η ενεργητική,
επιλέγοντας τις περιοχές με μικτή ροή (στις άκρες των διαύλων). Το σχήμα της
διατομής του διαύλου, έχει σημαντικό ρόλο στην μετακίνηση, μια τετραγωγνισμένη
διατομή για παράδειγμα δεν επιτρέπει την δημιουργία πολλών ταχυτήτων όπως μια
διατομή με μεγάλη κλίση των πρανών της. Η μεγάλη κλίση των πρανών,
διαμορφώνει μια μεγάλη γκάμα ταχυτήτων ροής κατά μήκος της κλίσης τις οποίες
μπορούν να εκμεταλευτούν τα ιχθύδια ανάλογα με τις κολυμβητικές τους
ικανότητες.

Μελέτες έχουν δείξει ότι, τα νεαρά ιχθύδια μετακινούνται προς το


εσωτερικό των λιμνοθαλασσών ή των εκβολών ποταμών, μετά την απόκτηση ενός
μεγέθους. Οι Picket & Pawson (1994) υποστηρίζουν την άποψη ότι οι ιχθυονύμφες
παραμένουν κοντά στις ακτές και διατρέφονται για 2-3 μήνες πριν
μεταναστεύσουν ενεργά προς τους τόπους διατροφής των νεαρών λαβρακιών
όπως εκβολές ποταμών, λιμνοθάλασσες, ρηχούς κόλπους κτλ. Το έναυσμα για
αυτή τη μετακίνηση είναι οι περιβαλλοντικές συνθήκες (θερμοκρασία και
χαμηλότερη αλατότητα). Εν τούτοις παρατήρησαν ότι, όσο προχωρά το καλοκαίρι
δεν συμβαίνει μείωση στο μέγεθος των ιχθυδίων που εισέρχονται στις εκβολές,
από αυτό υποστηρίζουν ότι, αν τα νεαρά ιχθύδια δεν αποκτήσουν ένα
συγκεκριμένο μέγεθος, που είναι 45-55 mm, δεν μετακινούνται, ακόμα και αν οι
περιβαλλοντικές συνθήκες είναι ευνοϊκές. Στο ίδιο μέγεθός φαίνεται ότι
εγκαταλείπουν τις ακτές και κινούνται προς τη λιμνοθάλασσα και τα νεαρά ιχθύδια
λαβρακιού της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού (Ρογδάκης & Κασπίρης
2000). Αν και το πρότυπο μεταφοράς του γόνου προς τις ακτές θεωρείται γενικό,

59
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

εν τούτοις δεν αποκλείεται για ορισμένα είδη, όπως η τσιπούρα η μετακίνηση προς
το εσωτερικό της λιμνοθάλασσας να είναι παθητική.
Σημαντικό ρόλο στην μετακίνηση των ψαριών μέσω των διαύλων, έχει η
διαφοροποίηση του νερού της θάλασσας που εισέρχεται με εκείνο που εξέρχεται.
Κατά συνέπεια αναμένεται αποδοτικότερη μετανάστευση και διατήρηση μέσα στη
λιμνοθάλασσα αν είναι σημαντική η παρουσία γλυκών νερών. Αυτό θα αύξανε τη
ποσότητα του νερού που εξέρχεται και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δυσκολεύει
την μετακίνηση, γιατί αυξάνει την ροή κατά την άμπωτη σε σχέση με τη πλήμμη.
Αλλά, η παρουσία του γλυκού νερού, αυξάνει τη πιθανότητα στρωμάτωσης η οποία
διευκολύνει τόσο τον προσανατολισμό της κίνησης, όσο και αυτή την ίδια τη
κίνηση, δημιουργώντας περιοχές με διαφορετική ταχύτητα ροής σε όλη τη διατομή
του διαύλου.
Η αποίκιση και η διασπορά των εισερχομένων ιχθυδίων στη λιμνοθάλασσα,
εκτός της άμεσης επίδρασης των ρευμάτων που δημιουργεί η παλίρροια,
επηρεάζεται σημαντικά από την κυκλοφορία που δημιουργούν οι τοπικοί άνεμοι,
την παρουσία ή όχι γλυκών νερών, την παροχή προστασίας από την βενθική
χλωρίδα και την ανακατανομή και διανομή των θηραμάτων. Η ανακατανομή των
οργανισμών μέσα στη λιμνοθάλασσα είναι συνεχής και συνδέεται με το είδος του
βιότοπου, την προστασία των οργανισμών, τη διαθεσιμότητα των θηραμάτων και
γενικά με όλους εκείνους τους παράγοντες που διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες
διαβίωσης.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ-ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ

1. Αναφέρετε μηχανισμούς ή διαδικασίες με τις οποίες η υδραυλική


κυκλοφορία μιας λιμνοθάλασσας διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για
την ανάπτυξη και βελτίωση της παραγωγής εμπορικών ψαριών.
2. Επίδραση της κυκλοφορίας των νερών μιας λιμνοθάλασσας στην κάθετη
κατανομή των θρεπτικών συστατικών
3. Επίδραση της κυκλοφορίας των νερών στην οριζόντια κατανομή των
θρεπτικών συστατικών μιας λιμνοθάλασσας.
4. Πώς μπορεί να συνδεθεί η κυκλοφορία των νερών μιας λιμνοθάλασσας
με την αύξηση της επιβίωσης των ψαριών στόχων της αλιευτικής της
παραγωγής.

60
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κεφάλαιο 3ο:
Αρχές διαχείρισης του οικοσυστήματος των
λιμνοθαλασσών

1. Γενικές αρχές

Από τη περιγραφή των αλληλεπιδράσεων των διαφόρων παραγόντων που


συνδέονται με τη κυκλοφορία των νερών σε μια λιμνοθάλασσα και την παραγωγή
της, είναι προφανές πώς αν κάποιός επιδιώκει κατανόηση των μηχανισμών με τους
οποίους συνδέεται η παραγωγή της λιμνοθάλασσας ή ακόμα περισσότερο να
επέμβει στο οικοσύστημα, είτε για την επίλυση προβλημάτων που έχουν προκύψει,
είτε με στόχους την μεγιστοποίηση της παραγωγής, δεν μπορεί να αγνοήσει τα
χαρακτηριστικά των υδραυλικών ανταλλαγών της λιμνοθάλασσας και των
παραγόντων που συνδέονται με αυτά.

Το ιδανικό θα ήταν η δημιουργία ενός μοντέλου των υδραυλικών ανταλλαγών και


των παραγόντων που συνδέονται με αυτούς, ώστε στη συνέχεια επιλέγοντας
κατάλληλα τους οργανισμούς στόχους, για κάθε περίπτωση, να εντοπισθούν οι
παράγοντες με την τροποποίηση των οποίων μπορεί να βελτιωθεί η παραγωγή ή
να επιλυθεί το πρόβλημα που έχει προκύψει. Εν τούτοις η δημιουργία μοντέλων
πέρα από τη δυσκολία δημιουργίας τους, τόσο τεχνικά, χρονικά όσο και
οικονομικά, δεν μπορεί παρά να έχει εφαρμογή για κάθε συγκεκριμένη
λιμνοθάλασσα, και επιπλέον απαιτεί τον πλήρη έλεγχο του οικοσυστήματος. Δεν
υπάρχει μια "υδραυλική συνταγή" για όλες τις λιμνοθάλασσες. Παραδείγματος
χάριν, εάν η πρωτογενής παραγωγικότητα μιας λιμνοθάλασσας είναι περιορισμένη,
τότε με την αύξηση της εισαγωγής των γλυκών νερών θα μπορούσε να ενισχυθεί
(λόγω αύξησης θρεπτικών), εν τούτοις η πρόκληση ευτροφισμού μπορεί να
οδηγήσει σε ανοξικές συνθήκες που θα πιέσουν την παραγωγή οργανισμών
στόχων. Αν ο γόνος που εισέρχεται στη λιμνοθάλασσα είναι περιορισμένος, τότε η
αύξηση των διαστάσεων των διαύλων επικοινωνίας μπορεί να αυξήσουν την
εσόδευση γόνου, αλλά συγχρόνως αυξάνουν την αλατότητα ή μπορεί να αυξήσουν
την παρουσία θηρευτών. Με άλλα λόγια ο ίδιος χειρισμός μπορεί να αποφέρει
διαφορετικά αποτελέσματα.

Οι περισσότερες προσπάθειες στους υδραυλικούς χειρισμούς των


λιμνοθαλασσών έχουν γίνει με σκοπό τη διόρθωση προβλημάτων που έχουν
παρουσιασθεί παρά την ανάπτυξη ενός μοντέλου διαχείρισης. Σε μερικές
περιπτώσεις, οι επεμβάσεις στην υδραυλική της λιμνοθάλασσας, δημιούργησαν
πρόσθετα προβλήματα, ίσως σημαντικότερα από αυτό που είχαν σαν στόχο να
επιλύσουν, το γεγονός αυτό συνδέεται ακριβώς με την έλλειψη κατανόησης της
υδραυλικής λειτουργίας της λιμνοθάλασσας και πώς αυτή συνδέεται με την
παραγωγή. Ακόμα και στις λίγες περιπτώσεις όπου λιμνοθάλασσες διαχειρίστηκαν
προσεκτικά και μετά από μελέτες ποσοτικής σύνδεσης των παραγόντων της
υδραυλικής τους και της παραγωγής, τόσο πρίν όσο και μετά την επέμβαση, είναι
μάλλον απίθανο, η εφαρμογή των επεμβάσεων να αποφέρει να ίδια αποτελέσματα
σε άλλη λιμνοθάλασσα (Miller et al., 1990). Αυτό σημαίνει ότι, κάθε λιμνοθάλασσα
αντιμετωπίζεται με εντελώς διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης.

61
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Οι βασικές αρχές, για τη δημιουργία ενός μοντέλου διαχείρισης


αναφέρονται σε ποσοτικές μετρήσεις βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων.
Καταρχήν συλλέγονται και κωδικοποιούνται βασικές διαθέσιμες πληροφορίες που
συνδέονται με την παραγωγή, όπως για παράδειγμα:

1. Η παραγωγή στη λιμνοθάλασσα. Τόσο των οργανισμών στόχων, όσο και


των θρεπτικών συστατικών της (πρωτογενής και δευτερογενής παραγωγή).
2. Ο εντοπισμός των μηχανισμών ικανοποιητικής εσόδευσης των νεαρών
ιχθυδίων των οργανισμών στόχος της παραγωγής, είτε φυσικά είτε
τεχνητά.
3. Ο εντοπισμός του βαθμού σύνδεσης της παραγωγής των οργανισμών
στόχων με την παραγωγή του πλαγκτού ή του βένθους.
4. Τον εντοπισμό των βέλτιστων αβιοτικών παραγόντων για την ανάπτυξη των
οργανισμών στόχων.
5. Εντοπισμός των χαρακτηριστικών ποιότητας των νερών που εισέρχονται –
εξέρχονται στη λιμνοθάλασσα.
6. Ο ρυθμός ανανέωσης των νερών, σε σχέση με το ρυθμό αύξησης της
πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής.

Στη συνέχεια διερευνάται η επίδραση των υδραυλικών ανταλλαγών σε κάθε


έναν χωριστά και στο σύνολο τους επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε τρία
χαρακτηριστικά του υδατικού ισοζυγίου:1) στην εισαγωγή του γλυκού νερού 2)
ανταλλαγή νερού με τη θάλασσα και, 3) η εσωτερική κυκλοφορία.

Οι παράγοντες αυτοί συνδέονται με την υδραυλική δυναμική του


συστήματος και κάθε τροποποίηση τους θα τροποποιήσει όλο το υδατικό ισοζύγιο.
Η μελέτη της επίδρασης κάθε τροποποίησης των παραγόντων που διαμορφώνουν
το υδατικό ισοζύγιο γίνεται στη διερεύνηση των αλλαγών που προκαλούνται στους
αβιοτικούς παράγοντες, στον βαθμό αποικισμού και στη σύνθεση των
βιοκοινωνιών, στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή του συστήματος.

2. Τροποποίηση της εισροής των γλυκών νερών

Η τροποποίηση των παροχών του γλυκού νερού (αύξηση, μείωση, ή


έλεγχος) σε μια λιμνοθάλασσα συνήθως επιχειρείται για διάφορους λόγους όπως
για τον έλεγχο της αλατότητας, για τον έλεγχο των θρεπτικών συστατικών ή
ρυπαντών από τις αποπλύσεις εδαφών. Η αύξηση της εισαγωγής των γλυκών
νερών σε μια λιμνοθάλασσα αναμένεται να προκαλέσει: (α) μείωση της
αλατότητας, (β) αύξηση των θρεπτικών συστατικών, (γ) αύξηση της τάσης
στρωμάτωσης του νερού (δ) τροποποίηση της επίδρασης της παλίρροιας στη
περιοχή των στομίων.

Αν οι αλλαγές στην εισαγωγή των γλυκών νερών, δεν είναι ποσοτικά


μεγάλες, η επίδραση των τροποποιήσεων των εισροών γλυκού νερού, δεν
αναμένεται να έχει σημαντική επίδραση στην τελική διαμόρφωση των αβιοτικών
χαρακτηριστικών του συστήματος, δεδομένου ότι σημαντικό ρόλο για τη
διαμόρφωση τουλάχιστο της θερμοκρασίας και του οξυγόνου έχει η ατμόσφαιρα
και η εσωτερική κυκλοφορία των νερών. Εν τούτοις, η μερική τροποποίηση της
αλατότητας, σε συνδυασμό με την τοπική ή γενικότερη αύξηση των θρεπτικών,
καθώς και με την αύξηση της θολορότητας που συνήθως συνοδεύει τις παροχές
γλυκών νερών, μπορεί να προκαλέσει ουσιαστικές αλλαγές αυξάνοντας τη
στρωμάτωση. Τα φαινόμενα αυτά θα είναι ιδιαίτερα έντονα στις περιοχές
συνάντησης των θαλασσινών και γλυκών νερών. Η αύξηση της στρωμάτωσης, θα
απομονώσει την περιοχή του βένθους με ότι μπορεί να συνεπάγεται αυτό

62
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

(παγήδευση θρεπτικών στο ίζημα, αύξηση οργανικού υλικού στο πυθμένα,


πρόκληση ανοξίας και δυστροφικών κρίσεων).

Η τροποποίηση των εισροών γλυκών νερών, συνδέεται με την αντίστοιχη


τροποποίηση της εισόδου των νεαρών ατόμων των οργανισμών. Η αύξηση της
παροχής, εφόσον αυτή είναι ικανή να τροποποιήσει την κίνηση των νερών στους
διαύλους, θα αυξήσει την είσοδο των νεαρών ατόμων που εισέρχονται ενεργητικά
και προσελκύονται από τα αβιοτικά χαρακτηριστικά των νερών των
λιμνοθαλασσών, αλλά θα μειώσει την εσόδευση των ειδών εκείνων που οι
προνύμφες τους εισάγονται στη λιμνοθάλασσα παθητικά. Τέλος, ο βαθμός
αποίκισης και η παραμονή των οργανισμών στη λιμνοθάλασσα, θα εξαρτηθεί από
τον βαθμό στρωμάτωσης που προκαλείται. Γενικά, αναμένεται αύξηση των
οργανισμών του βένθους και μείωση των οργανισμών της πελαγικής ζώνης κυρίως
στις περιοχές που προκαλείται στρωμάτωση, εκτός αν οι πελαγικές μορφές
μεταναστεύουν ενεργά και προσελκύονται από τα χαρακτηριστικά των νερών.

Με λίγες εξαιρέσεις, η αύξηση των εισροών του γλυκού νερού επιδρά


αρνητικά στην πρωτογενή παραγωγή του πλαγκτού, τουλάχιστο στις περιοχές της
λιμνοθάλασσας που η παροχή του νερού είναι έντονη, λόγω αύξησης της ροής του
νερού και της μετακίνησης των οργανισμών του πλαγκτού. Η προκαλούμενη
θολούρα, μειώνει την είσοδο του φωτισμού και επομένως τον ρυθμό
φωτοσύνθεσης, Η επίδραση αυτή μπορεί να είναι θετική στις υπερεύτροφες
λιμνοθάλασσες και να μειώσει τους κινδύνους δυστροφικών κρίσεων. Αλλά από
την άλλη μεριά, λόγω της αύξησης της τάσης στρωμάτωσης των νερών μπορεί να
αυξήσει την απομόνωση του πυθμένα, κυρίως στις βαθιές λιμνοθάλασσες, με
συνέπεια την αύξηση του οργανικού του υλικού και την πρόκληση ανοξικών
συνθηκών (Dronkers & Zimmerman 1982). Γενικά, μπορούμε να πούμε, ότι
αύξηση της εισαγωγής των γλυκών νερών, θα μειώσει την πρωτογενή παραγωγή
του πλαγκτού, και θα αυξήσει την πρωτογενή παραγωγή του πυθμένα. Το γεγονός
αυτό, κατά κανόνα είναι αρνητικό, εκτός αν στη λιμνοθάλασσα υπάρχει έλλειμμα
θρεπτικών (Miller et al., 1990).

Τέλος, η επίδραση στη δευτερογενή παραγωγή, συνδέεται με τη


διαμόρφωση της αλατότητας και την επίδραση στην πρωτογενή παραγωγή. Η
αλατότητα, θα αποκλείσει ή θα ευνοήσει την παρουσία οργανισμών ενώ η
μετατόπιση της πρωτογενούς παραγωγής προς τον πυθμένα αναμένεται να αυξήσει
τους οργανισμούς του βένθους, ειδικότερα για τα είδη εκείνα που μπορούν να
επιβιώσουν στις διαμορφούμενες τιμές αλατότητας και των οποίων οι μετακινήσεις
των νεαρών σταδίων είναι ενεργητικές.

Σε κάθε περίπτωση οι τροποποιήσεις που προκαλούνται από τις μεταβολές


των εισροών γλυκών νερών, συνδέονται με την τάση στρωμάτωσης των νερών,
ιδιαίτερα των λιμνοθαλασσών με μεγάλο βάθος, την μείωση του βαθμού
αποικισμού των παθητικά μεταναστευόμενων οργανισμών, την αύξηση
οργανισμών που μεταναστεύουν ενεργά σαν συνέπεια της αύξησης της ροής
στους διαύλους κατά την άμπωτη και την μείωση της κατά την πλήμμη.

Ο Miller et al. (1990), αναφέρουν παραδείγματα των αποτελεσμάτων που


προκλήθηκαν από τη τροποποίηση των εισροών γλυκών νερών σε διάφορες
λι,μνοθάλασσες. Σε λιμνοθάλασσες με πολύ μεγάλη αλατότητα, η αύξηση της
εισροής γλυκών νερών συνδέεται με την αύξηση της αλιευτικής παραγωγής,
γεγονός που αποδίδεται στη μείωση των δυσμενών συνθηκών που προκαλεί η
υψηλή αλατότητα (Okuda 1965, Posewitz 1968, Edwards 1978, Sanchez 1980,
Soberon-Chavez et al. 1986.). Από την άλλη μεριά, στη λιμνοθάλασσα Fogliano,
της Ιταλίας, η μείωση των εισροών των γλυκών νερών, από παρακείμενο ποταμό,
με σκοπό την μείωση των δυστροφικών προβλημάτων, πέτυχε μέν το στόχο της,

63
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

αλλά είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση της αλιευτικής παραγωγής από 250 σε 150
kg/ha/year (Ardizzone 1984), πιθανόν λόγω της μείωσης της εισόδου των νεαρών
σταδίων μέσω του ποταμού.

3. Τροποποίηση της εισροής θαλασσινών νερών

Οι αλλαγές στις διαστάσεις των διαύλων επικοινωνίας, συνήθως με


εκβαθύνσεις, επιδρούν κυρίως στη ροή του νερού κατά την άμπωτη ή πλήμμη. Η
επίδραση αυτή, είναι διαφορετική σε κάθε λιμνοθάλασσα και συνδέεται, με τον
προσανατολισμό του στομίου σε σχέση με τους επικρατέστερους ανέμους, τα
γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας, την ένταση της παλίρροιας,
και την παροχή των γλυκών νερών. Πολλές φορές, για τη βελτίωση της
ανταλλαγής των νερών με τη θάλασσα, δημιουργούνται νέοι διαύλοι, που
αποσκοπούν στον μεγαλύτερο βαθμό ανανέωσης των νερών, ή συχνά για να
λειτουργήσουν συμπληρωματικά ο ένας στον άλλον ενισχύοντας κατά περίπτωση
είτε την άμπωτη είτε την πλήμμη. Στην περίπτωση αυτή, κάθε διαύλος επιδρά
διαφορετικά στον ρυθμό ανταλλαγής του νερού, ανάλογα με τη θέση του, τον
προσανατολισμό του, και τις διαστάσεις του. Η τροποποίηση της εισροής των
θαλασσινών νερών που προκαλείται με αύξηση ή μείωση της διατομής των
διαύλων επικοινωνίας ή με την κατάργηση ή δημιουργία νέων διαύλων
αποσκοπεί: (α) στη τροποποίηση της αλατότητας, , (β) στη διευκόλυνση της
εισόδου και εξόδου των οργανισμών (γ) στην αύξηση της εσωτερικής κυκλοφορίας
των νερών (δ) στη μείωση ή αύξηση των θρεπτικών.

Η επίδραση της τροποποίησης των εισροών των θαλασσινών νερών,


συνδέται άμεσα με τη διαμόρφωση των κύριων αβιοτικών παραγόντων
(αλατότητα, θερμοκρασία, οξυγόνο). Δεδομένης μιας σχετικής σταθερότητας των
εισροών γλυκών νερών, η αύξηση των ανταλλαγών με τη θάλασσα αναμένεται να
οδηγήσει στη αύξηση της αλατότητας, εκτός βέβαια των περιπτώσεων που η
λιμνοθάλασσα είναι υπερυάλη. Ο μόνος τρόπος αποτροπής της αύξησης της
αλατότητας, με την διαπλάτυση των διαύλων είναι η ταυτόχρονη αύξηση των
εισροών των γλυκών νερών, με ότι συνεπάγεται από την αύξηση των εισροών
γλυκών νερών που προαναφέρθηκαν. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των εισροών
θαλασσινών νερών, επιδρά στη θερμοκρασία της λιμνοθάλασσας, δεδομένου ότι η
θερμοκρασία της θάλασσας είναι σταθερότερη της λιμνοθάλασσας, αναμένεται η
μείωση των εποχιακών διακυμάνσεων της θερμοκρασίας. Τέλος, η αύξηση της
ροής του νερού στους διαύλους θα αυξήσει την εσωτερική κυκλοφορία, αν και
αυτή συνδέεται άμεσα με τους ανέμους, επιδρώντας θετικά στην αύξηση της
οξυγόνωσης και στη μείωση των κινδύνων ανοξίας.

Η επίδραση στον βαθμό αποικισμού, εξαρτάται αφενός από την ποσότητα


του εισερχόμενου-εξερχόμενου νερού και αφετέρου από τις δυνατότητες των
προνυμφών είτε να μεταναστεύσουν προς/από τη λιμνοθάλασσα είτε να
συγκρατηθούν σ’ αυτή. Περισσότερες προνύμφες μπορεί να εισαχθούν με την
διεύρυνση των διαύλων, αλλά επίσης μπορεί περισσότερες μπορεί να
αποχωρήσουν, είτε αυτές κινούνται παθητικά είτε ενεργητικά. Γενικά η επίδραση
της αυξανόμενης ανταλλαγής συντελεί στην αύξηση της διατήρησης των
προνυμφών που φθάνουν στο πέρασμα αυξάνοντας τις πιθανότητες εισόδου στη
λιμνοθάλασσα. Εκτός από στις πολύ μικρές λιμνοθάλασσες, η επίδραση της
διεύρυνσης περασμάτων στην κατανομή των προνυμφών, δεν είναι σημαντική,
αφού αυτή εξαρτάται κυρίως από την υπόλοιπη (μη παλιρροιακή) κυκλοφορία των
νερών. Στην περίπτωση των πολλών διαύλων επικοινωνίας, συνήθως υπάρχει
διαφορά στη ροή κατά την άμπωτη και πλήμμη μεταξύ των διαύλων που οφείλεται
είτε στις διαστάσεις είτε στον προσανατολισμό τους. Στην περίπτωση αυτή, η
διεύρυνση των διαύλων που έχουν μεγαλύτερη ροή με την πλήμμη κρίνεται
αποτελεσματικότερη, καθώς αυξάνεται ο βαθμός ανανέωσης των νερών, η

64
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

εσόδευση ενώ παράλληλα συγκρατούνται οι προνύμφες στη λιμνοθάλασσα (Miller


et al., 1990).

Όσο αφορά, την πρωτογενή παραγωγή, η αύξηση της ροής του θαλασσινού
νερού, θα μειώσει τη συγκέντρωση των θρεπτικών συστατικών, και θα προκαλέσει
μείωση της φωτοσύνθεσης. Στην περίπτωση των λιμνοθαλασσών που
παρουσιάζουν στρωμάτωση, η διεύρυνση των διαύλων επιδρά περισσότερο έντονα
στην απώλεια θρεπτικών συστατικών και απώλειας πρωτογενούς παραγωγής του
πλαγκτού.Από την άλλη μεριά, η καλύτερη διαύγεια του θαλασσινού νερού
(μειωμένο ανόργανο αιωρούμενο υλικό), θα βελτιώσει την διεύλευση του φωτός
και κατά συνέπεια τη φωτοσύνθεση κυρίως στον πυθμένα. Επομένως, η
πρωτογενής παραγωγή μπορεί είτε να αυξηθεί είτε να μειωθεί με την αύξηση της
εισροής θαλασσινών νερών.

Τέλος η επίδραση στην δευτερογενή παραγωγή, είναι ανάλογη με εκείνη


της πρωτογενούς παραγωγής. Εν τούτοις, η βελτίωση και σταθεροποίηση των
αβοιοτικών χαρακτηριστικών της λιμνοθάλασσας που συνδέεται με την αύξηση της
εισροής θαλασσινών νερών, ευνοεί την αποίκηση από τυπικά θαλάσσιους
οργανισμούς, μειώνοντας τον βαθμό αποκλεισμού της λιμνοθάλασσας. Η μείωση
όμως του βαθμού αποκλεισμού δεν σημαίνει απαραιτήτως και την αύξηση της
παραγωγής.

Στη λιμνοθάλασσα Monaci, της Ιταλίας, τα δυστροφικά της προβλήματα


περιορίσθηκαν με άντληση νερού από την θάλασσα και περιοδικό άνοιγμα των
στομίων ενώ τα επίπεδα παραγωγής διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα 280- 520
kg/ha/y παράλληλα με την εφαρμογή προγραμμάτων εμπλουτισμού με γόνο
(Ardizzone 1984). Αντίθετα στη λιμνοθάλασσα Fondi, που είναι βαθιά, με έντονη
στρωματοποίηση, αν και δημιουργήθηκαν δυο φυσικά περάσματα για την αύξηση
των ανταλλαγών, μειώθηκαν τα δυστροφικά φαινόμενα αλλά η παραγωγή
μειώθηκε σε επίπεδα 50-150 kg/ha/year. Και στις δυο περιπτώσεις, η αύξηση της
εισροής θαλασσινών νερών μείωσε τα φαινόμενα δυστροφισμού. Στη δεύτερη
περίπτωση η αύξηση της ανταλλαγής φαίνεται ότι μείωσε και τον γόνο ψαριών,
ενώ στη πρώτη αυτό δεν συνέβη αφενός γιατί η προσθήκη θαλασσινού νερού ήταν
με άντληση ή περιορισμένο χρονικά άνοιγμα των διαύλων και συνοδεύτηκε με
εμπλουτισμό.
Γενικότερα, η διαχείριση των ιταλικών valli, μπορεί να αποτελέσει
παράδειγμα για τον τρόπο διαχείρισης των νερών με σκοπό την αύξηση της
παραγωγής, κρατώντας υπό έλεγχο τα δυστροφικά φαινόμενα.
Στη λιμνοθάλασσα Salses-Leucat της Γαλλίας, η σύνδεση της με την
θάλασσα αύξησε την αλατότητα αλλά παράλληλα μείωσε την παραγωγή από 40 σε
10 kg/ha/y, αν και τοποθετήθηκαν ιχθυοφραγμοί για την συγκράτηση των ψαριών
(Quignard 1984).
Στην υπερύαλη λιμνοθάλασσα Bardawil της Αιγύπτου, μετά την
διάπλάτυνση των στομίων και την δημιουργία άλλων δυο, η αλατότητα μειώθηκε
και η παραγωγή διπλασιάσθηκε (Quignard 1984).

4. Τροποποίηση της εσωτερικής κυκλοφορίας

Η τροποποίηση της εσωτερικής κυκλοφορίας των νερών μιας


λιμνοθάλασσας έχει σαν κύρια αποτελέσματα (α) την αύξηση της κάθετης ανάμιξης
των νερών (μείωση της στρωμάτωσης) με αποτέλεσμα τη μείωση των
δυστροφικών φαινομένων (β) την αύξηση του χρόνου διατήρησης της επίδρασης
της παλίρροιας (γ) την βελτίωση της εσωτερικής κυκλοφορίας των θρεπτικών. Το
σύνολο αυτών των αποτελεσμάτων συνδέεται θετικά με την αύξηση της
παραγωγής, εκτός αν υπάρχει ιδιαίτερα έντονη ιζηματοποίηση.

65
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Η εσωτερική κυκλοφορία, συνδέεται κυρίως με τον αέρα, αλλά επηρεάζεται


από την μορφολογία του πυθμένα και την ένταση της παλίρροιας. Με τρεις
βασικούς τρόπους μπορεί να βελτιωθεί η εσωτερική κυκλοφορία: (α) με την
διαπλάτυνση των στομίων και αύξηση της ορμής της παλίρροιας, (β) με την
εκτροπή και καθοδήγηση νερού μέσω τάφρων ή καναλιών σε προβληματικές
περιοχές και (γ) με την αύξηση της κάθετης κυκλοφορίας με την χρήση ειδικών
συσκευών ανάδευσης. Σε κάθε όμως περίπτωση, αυτού του είδους οι επεμβάσεις
προαπαιτούν καλή γνώση της υδραυλικής κυκλοφορίας. Η διαπλάτυνση των
στομίων, αυξάνει την ροή του νερού και τον χρόνο επίδρασης στην οριζόντια
κίνηση του νερού εντός της λιμνοθάλασσας, αλλά συνδέεται με τα προβλήματα
που προαναφέρθηκαν. Η καθοδήγηση της ροής του νερού με τάφρους σε
προβληματικά σημεία της λιμνοθάλασσας, μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα θετική,
εφόσον αυτή δεν είναι αντίθετη με την κυκλοφορία που δημιουργούν οι άνεμοι ή
το βάθος δεν προκαλεί στρωμάτωση.

Η επίδραση της βελτίωσης της εσωτερικής κυκλοφορίας στη διαμόρφωση


ευνοϊκών αβιοτικών παραγόντων είναι προφανής, εφόσον αυτή δεν συνδέεται με
την αύξηση της ιζηματοποίησης. Η επίδραση στον βαθμό αποικισμού είναι
αμελητέα, εφόσον η βελτίωση της κυκλοφορίας γίνεται σε περιοχές μακρυά από τα
στόμια. Η κύρια θετική επίδραση της αύξησης της εσωτερικής κυκλοφορίας είναι
στη πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, που οφείλεται στην καλύτερη
οξυγόνωση και κυκλοφορία των θρεπτικών. Εντούτοις αρνητική συνέπεια μπορεί
να προκληθεί από την αύξηση της θολορότητας.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ-ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ

1. Περιγράψτε τις ενέργειες που πρέπει να κάνετε, πριν σχεδιάσεται


οποιαδήποτε επέμβαση στην υδραυλική κυκλοφορία μιας λιμνοθάλασσας.
2. Προκειμένου να επιλύσετε έντονα δυστροφικά προβλήματα μιας βαθιάς
λιμνοθάλασσας έχετε τις ακόλουθες επιλογές: (Α) Την διαπλάτυνση του
στομίου και την δημιουργία νέου για την αύξηση των ανταλλαγών νερού με
την θάλασσα. (Β). Την αύξηση ή μείωση της εισροής γλυκών νερών.
Αξιολογείστε τα πιθανά αποτελέσματα που μπορείτε να πετύχετε,
εφαρμόζοντας μια από τις δυο επιλογές ή και τις δυο για να επιλύσετε το
πρόβλήμα χωρίς την μείωση της αλιευτικής παραγωγής. Αν δεν μπορεί να
επιτευχθεί η επίλυση του προβλήματος με κάποια από τις προσφερόμενες
λύσεις, χωρίς να μειωθεί η παραγωγή, προτείνετε κάτι άλλο που κατά την
γνώμη σας θα δώσει λύση στο πρόβλήμα.
3. Πώς επιδρά η αύξηση των εισροών γλυκών νερών σε μια ρηχή
λιμνοθάλασσα και πώς σε μια βαθιά.
4. Με τη διαπλάτυνση των διαύλων επικοινωνίας μιας λιμνοθάλασσας, ποια
προβλήματα μπορούμε να επιλύσουμε. Αναφέρεται τυχόν αρνητικές
επιδράσεις.

66
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

5. Πώς επιδρά η βελτίωση της εσωτερικής κυκλοφορίας των νερών στο


οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας. Αναφέρετε τρόπους με τους οποίους
μπορεί να επιτευχθεί η βελτίωση της εσωτερικής κυκλοφορίας.
6. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν προβλήματα δυστροφικών κρίσεων σε
μια λιμνοθάλασσα, διαπλατύνθηκαν οι δίαυλοι επικοινωνίας. Τα
προβλήματα δυστροφικών κρίσεων επιλύθηκαν αλλά η αλιευτική παραγωγή
μειώθηκε. Εξηγήστε τους πιθανούς λόγους
7. Προκειμένου να αυξήσετε την αλιευτική παραγωγή μιας λιμνοθάλασσας,
αναφέρετε τις επεμβάσεις που θα κάνετε, αξιολογώντας τους κινδύνους
κάθε μιας.
8. Προκειμένου να αντιμετωπίσετε προβλήματα δυστροφικών κρίσεων μιας
λιμνοθάλασσας, τι είδους επεμβάσεις μπορούν να γίνουν. Αξιολογήστε κάθε
επέμβαση.

67
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κεφάλαιο 4ο:
Η αλιεία στις λιμνοθάλασσες

1. Γενικές αρχές της αλιευτικής διαχείρισης

Χαρακτηριστικό της αλιευτικής λειτουργίας μιας λιμνοθάλασσας είναι το


φαινόμενο της εισόδου σε αυτή, ορισμένων ιχθυδίων των εμπορικών ειδών, της
παραμονής τους εκεί για ένα χρονικό διάστημα και στη συνέχεια της επιστροφής
τους στην ανοικτή θάλασσα.

Ο κυριότερος λόγος «έλξης»των ψαριών προς τα υφάλμυρα νερά των


λιμνοθαλασσών είναι:
1. Η ικανοποίηση των τροφικών τους απαιτήσεων.
2. Η μεγάλη πυκνότητα των μικροοργανισμών που εκμεταλλεύεται το άφθονο
οργανικό υλικό του πυθμένα των λιμνοθαλασσών, τις καθιστά ιδιαίτερα
ευνοϊκές τροφικές περιοχές για τα νεαρά ιχθύδια.
3. Τα μικρά κατά κανόνα βάθη τους τα οποία παρέχουν αποτελεσματική
προστασία στα νεαρά ιχθύδια από τους θηρευτές τους και η εύκολη άνοδος
της θερμοκρασίας σε σχέση με την ανοικτή θάλασσα.

Οι μειωμένες τιμές αλατότητας που παρατηρούνται ορισμένες εποχές του


έτους, ευνοούν τις μεγάλες πυκνότητες και την γρήγορη ανάπτυξη των ψαριών.
Για τους παραπάνω λόγους, τα ψάρια κατά την παραμονή τους στη λιμνοθάλασσα
παρουσιάζουν υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης απ΄ ότι στην ανοικτή θάλασσα.

Η ανθρώπινη επέμβαση συνιστάται ακριβώς στον έλεγχο αυτών των


μετακινήσεων των ψαριών. Δηλαδή στον εγκλωβισμό τους στη λιμνοθάλασσα και
στη συνέχεια στη σύλληψη κατά την έξοδο προς την ανοικτή θάλασσα. Όμως ο
εγκλωβισμός των ψαριών μέσα στη λιμνοθάλασσα, τα υποχρεώνει να υφίστανται
τις μεταβολές των φυσικοχημικών παραμέτρων του νερού, ακόμα και όταν αυτές
δε είναι ευνοϊκές για αυτά.

Συγκεκριμένα, τα αβαθή νερά των λιμνοθαλασσών ψύχονται κατά το χειμώνα


ευκολότερα απ΄ ότι η θάλασσα, ενώ το καλοκαίρι η κατάσταση είναι ακόμα πιο
δυσμενής για τα ψάρια λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, της αύξησης της
αλατότητας και της έντονης φυτικής παρουσίας, η οποία προκαλεί πτώση του
διαλελυμένου οξυγόνου την νύκτα και υπερκορεσμό την ημέρα. Παράλληλα την
ίδια εποχή είναι δυνατό να παρουσιασθούν δυστροφικές κρίσεις και μαζικοί
θάνατοι των ψαριών.

Είναι προφανές λοιπόν ότι τα ψάρια θα αναζητήσουν διέξοδο προς το


ευνοϊκότερο περιβάλλον της θάλασσας, τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι.
Αυτές ακριβώς τις εποχές πραγματοποιείται η σύλληψη τους στις ιχθυοπαγίδες
(Εικόνα 2.19).

Οι ιχθυοπαγίδες είναι τοποθετημένες στα σημεία επικοινωνίας προς


λιμνοθάλασσας με τη θάλασσα και συλλαμβάνουν όλα τα ψάρια που επιδιώκουν
την έξοδο προς προς αυτή. Η σύλληψη των ψαριών γίνεται σε δύο περιπτώσεις:

1η: Όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες γίνουν δυσμενείς για τα ψάρια (χειμώνα και
καλοκαίρι).

68
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

2η: Όταν τα ψάρια έχουν ωριμάσει γεννητικά, ανεξάρτητα των περιβαλλοντικών


συνθηκών, επιχειρούν μετανάστευση προς την ανοικτή θάλασσα για την
αναπαραγωγή.

Λιμνοθαλασσα Θαλασσα

εξοδος
Για αναπαραγωγή ή οι εισόδευση
συνθήκες δεν ευνοούν την παραμονή Συνθήκες ευνοικές
για αναπτυξη

Ιχθυοσυλληπτικές

Εικόνα 2.19. Σχηματική παρουσίαση των αρχών αλιευτικής διαχείρισης


μιας λιμνοθάλασσας

Τα ψάρια με εξαίρεση τα χέλια μετακινούνται αντίθετα στο ρεύμα του νερού


(αρνητικός ρεοτακτισμός). Σ΄ αυτή την χαρακτηριστική κίνηση των ψαριών
στηρίζεται η λειτουργία των ιχυθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων αφού μέσα από
αυτές κινούνται τα νερά κατά την παλίρροια (πλημμυρίδα και άμπωτη).

2. Ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις

Οι πρώτες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις ήταν φραγμοί από καλάμια


(καλαμωτές) που συνδέονται μεταξύ τους με βούρλα σε ξύλινους πασσάλους.
Στους φραγμούς αυτούς προστίθενται πτέρυγες – οδηγοί σχήματος «V»
(δρομίδα),ώστε η κίνηση των ψαριών να γίνεται μόνο προς τη μία μόνο
κατεύθυνση. Η επιλογή του σχήματος αυτού έχει καθιερωθεί γιατί το ψάρι από
ένστικτο ακολουθεί το πέρασμα που σιγά-σιγά στενεύει κινούμενο κατά κανόνα
αντίθετα από το ρεύμα του νερού (εικόνα 2.20)

69
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Ρευμα νερού

Κίνηση ψαριού

Ρευμα νερού
Β Κίνηση ψαριού

Εικόνα 2.20: Κίνηση των ψαριών και ο ρόλος του χαρακτηριστικού


σχήματος V της «δρομίδας» Στην περίπτωση (Α), η δρομίδα σε συνδιασμό με την
ροή του νερού, διευκολύνει την είσοδο των ψαριών καθοδηγόντας τα προς την
λιμνοθάλασσα (εσόδευση) ή προς την παγίδα (εξαλίευση). Στην περίπτωση (Β), αν
και τα ψάρια καλούνται από τη ροή του νερού, το σχήμα της δρομίδας δεν
επιτρέπει την έξοδο των ψαριών. Μ’ αυτόν τον τρόπο (Β) πραγματοποιείται η
συγκράτηση των ψαριών στις λιμνοθάλασσες ή καθοθηγείται η είσοδο τους σ’
αυτές (Α).

Η διάταξη των ιχυθοσυλληπτικών εγκαταστάσεων είναι τέτοια ώστε να


διευκολύνει την είσοδο των ψαριών στη λιμνοθάλασσα κατά την εποχή της
εσόδευσης, ενώ κατά την εποχή της καθόδου να τα οδηγεί στις ειδικές
ιχθυοπαγίδες όπου και αλιεύονται.

Η παραδοσιακή ιχυθοσυλληπτική εγκατάσταση από καλαμωτές (Εικόνα


2.21, 2.22) έχει βελτιωθεί σημαντικά, με την αντικατάσταση των υλικών
κατασκευής, αλλά η βασική αρχή λειτουργίας της παραμένει η ίδια. Η
αντικατάσταση των καλαμωτών από πλαστικό δίχτυ βελτίωσε την αντοχή των
εγκαταστάσεων αλλά δεν έλυσε το πρόβλημα της μονιμότητας και ασφάλειας τους
κατά τις δυσμενείς συνθήκες, καθώς και τις δυσκολίες διαχείρισης τους.

70
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Οι σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις (Εικόνες 2.23 & 2.24)


φέρουν μεταλλικά πλέγματα και δρομίδες μόνιμα τοποθετημένες σε στύλους από
οπλισμένο σκυρόδερμα. Οι σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις,
στηρίζονται στις ίδιες αρχές λειτουργίας με τις παραδοσιακές. Πλεονεκτούν στην
αντοχή τους, στις διευκολύνσεις που παρέχουν στους ψαράδες και κυρίως, στο
γεγονός ότι, με κατάλληλο σχεδιασμό μπορούν να συνδυαστούν με καταφύγια
υπομεγεθών ψαριών (π.χ. τάφροι διαχείμανσης), στα οποία να οδηγηθούν τα μη
εμπορεύσιμα μεγέθη ψαριών που συχνά αποτελούν σημαντικά ποσοστά της
παραγωγής των λιμνοθαλασσών.

Εικόνα 2.21 Σχηματική απεικόνιση


παραδοσιακών ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων.
Με τα μικρά βέλη υποδεικνύεται η κίνηση των
ψαριών και με το μεγάλο η ροή του νερού προς τη
λιμνοθάλασσα

Εικόνα 2.22 Παραδοσιακές ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις

71
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

• Ίδιες αρχές κατασκευής και λειτουργίας με τις παραδοσιακές,


• Περισσότερο σταθερά υλικά, δηλαδή είναι μόνιμες.
• Παρέχουν διευκολύνσεις αλιείας
• Παρέχουν δυνατότητες διαχωρισμού των υπομεγεθών (μη ικανοποιητικού
εμπορεύσιμου μεγέθους) ψαριών.
• Συνδέονται συνήθως με τάφρο διαχείμασης ή καταφύγιο υπομεγεθών ψαριών.

Παγίδα
Γέφυρα

Σχάρα

Κολώνα

ς
ση
ίω
ε λε
εμ
ςθ
κό
Δο

Εικόνες 2.23. Οι Σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις λιμνοθαλασσών χαρακτηρίζονται:

Αυτό το σύστημα λειτουργίας της λιμνοθάλασσας, που αφορά την κατασκευή


των ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων στους διαύλους των λιμνοθαλασσών,
χαρακτηρίζεται σαν εκτατικό σύστημα καλλιέργειας (λιμνοθαλασσοκαλλιέργειες)
είτε οι εγκαταστάσεις είναι σύγχρονες είτε παραδοσιακές. Στο σύστημα αυτό
εκμετάλλευσης η στρεμματική απόδοση είναι συγκριτικά μικρή, ο κύκλος εκτροφής
αρκετά μεγάλος και το σύστημα αλιείας των ψαριών δεν είναι ορθολογιστικό αφού
σημαντικός αριθμός απ΄ αυτά συλλαμβάνεται σε μη εμπορεύσιμο μέγεθος
(υπομεγέθη ψάρια).

Εξέλιξη του προηγούμενου συστήματος είναι το ημιεντατικό σύστημα κατά


το οποίο, με ανθρώπινες επεμβάσεις ευνοείται η παραμονή των ψαριών και το
χειμώνα σε κατάλληλα διαμορφωμένες περιοχές της λιμνοθάλασσας,
προστατευμένες από τις απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας και της
αλατότητας. Έτσι τα μη εμπορεύσιμα μεγέθη των ψαριών διαχειμάζουν σε
κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, ενώ την άνοιξη με την άνοδο της θερμοκρασίας
απελευθερώνονται στη λιμνοθάλασσα ή σε άλλους ελεγχόμενους χώρους μέσα σ΄

72
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

αυτή για το νέο κύκλο πάχυνσης. Μ΄ αυτό τον τρόπο γίνεται καλύτερη διαχείριση
της λιμνοθάλασσας και αυξάνει σημαντικά η στρεμματική τους απόδοση. Η αύξηση
όμως της στρεμματικής απόδοσης της
λιμνοθάλασσας στη προκειμένη
περίπτωση προέρχεται από δύο
κυρίως αιτίες:

• Τη βελτίωση των
συνθηκών αλιείας.
• Την εκμετάλλευση των
υπομεγεθών ψαριών.

Έτσι
στην ουσία αυτός ο
τύπος διαχείρισης μιας
λιμνοθάλασσας δεν αποτελεί μια
μορφή εξελιγμένης ιχθυοκαλλιέργειας
αφού η εσόδευση του γόνου είναι
φυσική και μη ελεγχόμενη, δεν
λαμβάνονται ιδιαίτερα μέτρα για την
προστασία του από τους θηρευτές
του, δεν ελέγχονται οι συνθήκες
Εικόνα 2.24. Από την κατασκευή συγχρόνων εκτροφής και τέλος η εξαλίευση είναι
ιχθυοσυλληπτικών εγκασταστάσεων. Διακρίνεται ένα εποχιακό φαινόμενο που
η «δρομίδα» και το «πλέγμα», καθώς και ο πραγματοποιείται χωρίς ανθρώπινη
τρόπος θεμελίωσης τους. πρόκληση.

Εικόνα 2.24. Συγχρόνες ιχθυοσυλληπτικες εγκασταστάσεις

3. Διαχείριση των υπομεγεθών ψαριών

Στις λιμνοθάλασσες, η αλιευτική παραγωγή αποτελείτε κυρίως από μικρού


μεγέθους ψάρια, τα λεγόμενα υπομεγέθη. Στη λ/θ Μεσολογγίου-Αιτωλικού, μια

73
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ανάλυση των μεγεθών στα κεφαλοειδή και στη τσιπούρα έδειξε ότι τα υπομεγέθη
ψάρια σε βάρος αποτελούν το 66% και 88% αντιστοίχως, ενώ σε αριθμούς ατόμων
και των δύο ειδών το 95% των αλιευομένων από τις ιχθυοσυλληπτικές
εγκαταστάσεις είναι μεγέθους μικρότερο των 100 gr. (Dimitriou & Rogdakis, 1994,
εικόνα 2.24). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, οι περιβαλλοντικές συνθήκες των
λιμνοθαλασσών, τόσο το χειμώνα, όσο και το καλοκαίρι, αναγκάζουν συχνά να
αναζητήσουν τα σταθερότερα από περιβαλλοντική άποψη νερά της θάλασσας με
αποτέλεσμα τη μαζική τους σύλληψη στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, πρίν
αποκτήσουν ένα ικανοποιητικό εμπορεύσιμο μέγεθος. Στον Πίνακα 2.1,
παρουσιάζονται τα μέσα βάρη των διαφόρων ειδών κεφαλοειδών και της
τσιπούρας στην 1η, 2η και 3η τροφική περίοδο. Με απλούς υπολογισμούς, μπορεί
να αντιληφθεί κανείς πώς, τα ψάρια της πρώτης τροφικής περιόδου, αν
αξιοποιηθούν θα αποδώσουν την 2η τροφική περίοδο βιομάζα αυξημένη κατά 200-
350% ενώ η αξία τους θα είναι τουλάχιστο διπλάσια ανά κιλό παραγωγής, που
σημαίνει τουλάχιστο πενταπλασιασμό των εσόδων. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει
ότι η αξιοποίηση των υπομεγεθών ψαριών, από μόνη της, είναι ικανή να αυξήσει
θεαματικά τις παραγωγικές αποδώσεις των Ελληνικών λιμνοθαλασσών.
Προϋποθέσεις για αυτή την κατεύθυνση είναι η κατάλληλη χρησιμοποίηση
των συγχρόνων ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων, όπου αυτές υπάρχουν και η
ανάπτυξη ανάλογων έργων υποδομής όπου δεν υπάρχουν, ώστε τα υπομεγέθη
ψάρια να οδηγούνται στη τάφρο διαχείμανσης ή τα καταφύγια των υπομεγεθών
ψαριών, ώστε την επόμενη αλιευτική περίοδο να εμπλουτίσουν την λιμνοθάλασσα
και να προστεθούν στην εμπορεύσιμη παραγωγή.

Ατομα Βιομάζα

5%
Τσιπούρα

34%

66%

95%
4%
12%
Κεφαλοειδή

Υπομεγέθη

88% Εμπορεύσιμα 96%

Εικόνα 2.24.: Ενδεικτική σύνθεση των μεγεθών


που συλλαμβάνονται στις ιχθυοσυλληπτικές
εγκαταστάσεις της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-
Αιτωλικού (Dimitriou & Rogdakis 1994). Είναι
χαρακτηριστικός ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός
ψαριών των μικρών μεγεθών.

74
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.1.:Εποχή εσόδευσης και μεγέθη εξαλίευσης των εμπορικοτέρων


ψαριών των λιμνοθαλασσών

1-2 gr.
0
1 έτος

2 έτος

3 έτος

Ειδος Εσόδευση Μετανάστευση-Συλλήψεις.

Σεπτ-Δεκ.
Mugil cephalus 60-65 gr. 200-250 gr. 350-450 gr.

Ιαν-Μαρτ.
Liza aurata 25-30 gr. 120-150 gr. 280-300 gr.

Liza ramada Φεβ-Απρ. 35-40 gr. 120-150 gr. 220-260 gr.

Chelon labrosus Απρ-Ιουν. 30-35 gr 130-160 gr. 400-480 gr.

Sparus auratus Δεκ-Μαρ. 120-150 gr 380-420 gr.

Ο διαχωρισμός των υπομεγεθών ψαριών, από τα εμπορεύσιμα μεγέθη,


μπορεί να επιτευχθεί στις σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, αν σ’
αυτές χρησιμοποιηθούν πλέγματα που επιτρέπουν την διέλευση των υπομεγεθών
ψαριών και συγκρατούν τα εμπορεύσιμα μεγέθη. Η κατάλληλη τοποθέτηση των
πλεγμάτων αυτών, θα οδηγήσει τα υπομεγέθη ψάρια σε κατάλληλα
διαμορφομένους χώρους της λιμνοθάλασσας όπως είναι τα καταφύγια των
υπομεγεθών ή οι λεκάνες διαχείμασης (χειμαδιά). Στις εικόνες 2.25 και 2.26,
παρουσιάζονται ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, όπου με κατάλληλη
τοποθέτηση των πλεγμάτων, τα υπομεγέθη ψάρια μπορούν να οδηγηθούν στη
λεκάνη διαχείμανσης.

Εικόνα 2.25: Ιχθυοσυλληπτική εγκατάσταση συνδεδεμένη


με τάφρο διαχείμασης.

75
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Οι κατασκευές των καταφυγίων ή των χειμαδιών για τα υπομεγέθη ψάρια

Εικόνα 2.26:. Σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις συνδεδεμένες με τη


τάφρο διαχείμανσης

θα πρέπει, ανάλογα με τη χρήση και την περιοχή, να έχουν τη δυνατότητα να


προσφέρουν τις κατάλληλες συνθήκες παραμονής των ψαριών σ’αυτά. Καταρχήν
θα πρέπει να διατηρούν θερμοκρασίες στα όρια ανοχής των ψαριών, επομένως ένα
μεγάλο βάθος κατά κανόνα μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερες θερμοκρασίες. Το
μεγάλο βάθος όμως, συνδέεται με τη στρωμάτωση και πιθανόν να προκληθούν
ανοξικές συνθήκες. Αυτό μπορεί να αντιμετωπισθεί με πρόσθετη οξυγόνωση του
πυθμένα, ή παροχή θαλασσινού νερού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως γίνεται σε
ορισμένες λιμνοθάλασσες της Β. Ελλάδος, μπορεί ακόμα να θερμαίνεται το νερό με
χρήση της γεωθερμίας. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η διατροφή και η
συντήρηση των ψαριών, τα οποία θα βρίσκονται και σε μεγάλες πυκνότητες. Στις
τάφρους διαχείμασης, το πρόβλημα δεν είναι τόσο καθοριστικό, γιατί στις χαμηλές
θερμοκρασίες του χειμώνα, τα ψάρια αναστέλουν την τροφοληψία τους.
Πρόβλημα όμως μπορεί να προκύψει νώρις την άνοιξη με την άνοδο των
θερμοκρασιών, αυτό μπορεί να καλυφθεί με τη χορήγηση πρόσθετης τροφής και
κυρίως με την έγκαιρη απελευθέρωση των ψαριών στη λιμνοθάλασσα.
Το ίδιο όμως δεν μπορεί να συμβεί επιτυχώς με τα υπομεγέθη ψάρια του
καλοκαιριού. Για τον λόγο αυτό, τα καταφύγια αυτά, θέλουν ιδιαίτερο χειρισμό,
ώστε, μόλις ξεπεραστεί το πρόβλήμα των ιδιαίτερα υψηλών θερμοκρασίων του
καλοκαιριού, να οδηγηθούν τα ψάρια εκ νέου στη λιμνοθάλασσα. Για αυτό το
λόγο, συνήθως τα καλοκαιρινά καταφύγια, είναι περιοχές πολύ κοντά στα στόμια
επικοινωνίας λίγο βαθύτερες.
Οι συνήθεις προδιαγραφές μιας τάφρου διαχείμασης είναι:
• Έκταση τουλάχιστο 10%
• Εξασφάλιση σωστής εναλλαγής νερού (προσανατολισμός στομίων,
παράλληλα ακτογραμμής κλπ)
• Βάθος περίπου 3,0 μέτρα στη Νότια Ελλάδα και πολύ μεγαλύτερο
(περίπου 6) στη Β. Ελλάδα.
• Μεγάλη κλίση πρανών, ώστε να δημιουργούνται περιοχές διατροφής με
μικρό βάθος που θερμαίνεται εύκολα με τις «λιακάδες» του χειμώνα.
• Εξοπλισμός παρακολούθησης ποιότητας νερού
• Δυνατότητες διατροφής εφόσον απαιτηθεί

4. Αρχές ιχθυοκομικής διαχείρισης

Περισσότερο ελεγχόμενες, οι «κλειστού τύπου» καλλιέργειες των


λιμνοθαλασσών στην Βόρειο Ιταλία (Vallicultura, Εικόνα 2.27) βασίζουν την
λειτουργία τους στην εσόδευση, φυσική ή τεχνητή, αποκλειστικά των
πρωτοεμφανιζόμενων στα παράκτια ιχθυδίων των διαφόρων ειδών (μεγέθους 10-

76
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

35 mm). Τόσο ο φυσικός, όσο και ο τεχνικός εμπλουτισμός σε γόνο, είναι


ελεγχόμενος με την έννοια ότι ευνοείται ιδιαίτερα η εσόδευση των εμπορικότερων
ειδών που μπορούν να ζήσουν μέσα σε μια λιμνοθάλασσα. Οι ελεγχόμενες αυτές
λιμνοθαλασσοκαλλιέργειες μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές παραγωγές για
την περιοχή (30-50 Kg/στρέμμα/έτος). Ιδιαίτερη πρόνοια λαμβάνεται για τη
προστασία του γόνου από τους θηρευτές κατά την είσοδο του, αλλά και στη
διάρκεια της διαβίωσης του μέσα στη λιμνοθάλασσα, καθώς και την προστασία του
από τις χειμερινές χαμηλές θερμοκρασίες.

Η εξαλίευση του κλειστού τύπου λιμνοθαλασσών (Valli) γίνεται μια φορά το


έτος. Με την εκμετάλλευση του έντονου ρεοτακτισμού που επιδεικνύουν αυτά τα
ψάρια, είναι δυνατό, την κατάλληλη εποχή (τέλος του φθινοπώρου) με την
ελεγχόμενη είσοδο θαλασσινού νερού μέσα στα Valli να προκληθεί μαζική
μετακίνηση όλων των ψαριών προς τις παγίδες. Κατά την εξαλίευση τα ψάρια τα
οποία ακόμα δεν έχουν αποκτήσει εμπορεύσιμο μέγεθος έχουν τη δυνατότητα να
αποφεύγουν την αιχμαλωσία οδηγούμενα (πάντα λόγω του φαινομένου του
ρεοτακτισμού)σε κανάλια τα οποία λόγω του μεγάλου βάθους τους (3-4 περίπου
μέτρα) τα προστατεύουν από το επερχόμενο ψύχος (κανάλια διαχείμανσης). Κατά
την Άνοιξη τα υπομεγέθη αυτά ψάρια μπορούν να επιστρέψουν στη λιμνοθάλασσα
όπου συνεχίζουν να αναπτύσσονται.

Σε άλλες αβαθείς περιοχές, που μπορούν να συγκοινωνούν με αυτό το


κανάλι, οδηγούνται τα νεοεισερχόμενα ιχθύδια. Εκεί μπορούν να προστατεύονται
αποτελεσματικά από τους θηρευτές τους μέχρι να φθάσουν στο μέγεθος των 6-
7cm οπότε μπορούν άνετα και ασφαλή να κυκλοφορούν σε βαθύτερα κανάλια.
Αυτό γίνεται το καλοκαίρι, εποχή κατά την οποία φτάνουν σε αυτό το μέγεθος.

Εικόνα 2.27

77
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

5. Η Παραδοσιακή αλιεία στις λιμνοθάλασσες

5.1. Διβάρια

Η θεμελιώδης υποδομή και βασικός εξοπλισμός της λιμνοθάλασσας


θεωρούνται οι περιορισμένοι χώροι τα γνωστά διβάρια (Εικόνα 2.28), όπου εκεί
συλλαμβάνονται τα ψάρια.
Το διβάρι κατασκευάζεται σε σχήμα τραπεζοειδή, το κλείσιμο του οποίου
παλιά γινόταν με καλαμωτές δηλαδή καλάμια και πάσσαλοι μπηγμένοι στο
πυθμένα. Σήμερα οι καλαμωτές έχουν παραμεριστεί από το πλαστικό πλέγμα με
ορθογώνια οπή 7Χ15 χιλιοστά, το οποίο στηρίζεται σε πασσάλους που
τοποθετούνται μεταξύ τους ανά 1 ή 1,5 μ. Το πάνω μέρος των πλεγμάτων είναι
τοποθετημένο ψηλότερα από την επιφάνεια του νερού. Οι κατά μήκος πλευρές του
διβαριού δηλαδή οι μη παράλληλες λέγονται «φύλλα». Η μικρότερη από τις κατά
πλάτος πλευρές που βλέπει προς την ανοικτή θάλασσα λέγεται «κάψος» και είναι
αυτή που φέρει τις «πύρες», δηλαδή την τελική παγίδα των ψαριών (Εικόνα
2.29). Η μεγαλύτερη πλευρά βλέπει προς το εσωτερικό της λιμνοθάλασσας και
φέρει ένα άνοιγμα στη μέση το οποίο στα άκρα που φέρει δύο παράλληλες
πλευρές που εισχωρούν στο εσωτερικό του διβαριού χωρίς να συναντώνται. Το
άνοιγμα αυτό είναι και η είσοδος του διβαριού και καλείται «κρέμαση». Η πλευρά
που καλείται κάψος όπως είπαμε φέρει τις πύρες. Οι πήρες είναι οι κυρίως παγίδες
σύλληψης των ψαριών και τοποθετούνται συνήθως στα βαθύτερα νερά. Η
κατασκευή των πυρών, παλιά ήταν από καλαμωτές, στη συνέχεια γινόταν με
συρμάτινο πλέγμα και σήμερα με πλαστικό πλέγμα οπής 7Χ7 χιλιοστά. Ο σκελετός
τους έχει σχήμα «V» και είναι σιδερένιος ή ανοξείδωτος. Η πύρα έχει πλάτος
περίπου ίσο με 2 μέτρα και ύψος 1,5 μέτρο. Το εσοδευτικό άνοιγμα της πύρας
είναι περίπου ίσο με 3 εκατοστά κάτω και 7 εκατοστά πάνω. Τα ψάρια εισέρχονται
στη πύρα αλλά το σχήμα της κάνει την έξοδο των ψαριών από αυτήν αδύνατη.

Η αλιεία των
διβαριών στηρίζεται
στην παλίρροια. Τα
ψάρια όπως ξέρουμε
κινούνται αντίθετα στο
ρεύμα του νερού,
εκτός βέβαια από το
χέλι. Έτσι όταν έχουμε
πλημμυρίδα (μπασιά)
τα νερά κινούνται από
την θάλασσα προς την
λιμνοθάλασσα με
συνέπεια τα ψάρια να
Εικόνα 2.28: Φωτογραφία Μεσολογγίτικου Διβαριού μπαίνουν στο διβάρι
και τα περισσότερα να πιάνονται στις πήρες. Όταν έχουμε άμπωτη (ρήχη) τα νερά
κινούνται από την λιμνοθάλασσα προς την θάλασσα, έτσι τα ψάρια κινούνται προς
το εσωτερικό της λιμνοθάλασσας. Ένας υπεύθυνος από το διβάρι κλείνει την
κρεμαστή με πόρτα από πλαστικό πλεγμα πριν την άμπωτη. Ενώ αντίθετα όταν
πλησιάζει να τελειώσει η άμπωτη και να ανοίγει η πλημμυρίδα, ανοίγει η κρεμαστή.

Τα διβάρια τα οποία αιχμαλωτίζουν τα ψάρια που έρχονται από την


λιμνοθάλασσα λέγονται κάθε αυτού διβάρια. Εκείνα που πιάνουν μονάχα ψάρια
λέγονται «βότικα». Και αυτά που είναι έτσι ώστε να πιάνουν τα ψάρια και από το
πέλαγος και από την λιμνοθάλασσα λέγονται «αναποδοδίβαρα». Στα διβάρια
αλιεύονται όλων των ειδών τα ψάρια που υπάρχουν μέσα στη λιμνοθάλασσα.

78
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Έτσι κατά την κάθοδο τους προς τη θάλασσα τα ψάρια πιάνονται στις
πήρες. Πιο συγκεκριμένα το ψάρεμα στα διβάρια αρχίζει από τον Ιούνιο. Μέχρι
τέλος Ιουλίου ψαρεύουν ψάρια όλων των ειδών. Μετά αρχίζει η αλιεία των
κεφάλων όπου διαρκεί μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου. Τότε βγαίνει και το αυγοτάραχο.
Στα μέσα του Οκτώβρη αρχίζει η αλιεία της τσιπούρας και των λαυρακιών.

Η συστηματική αλιεία τελειώνει αρχές Δεκεμβρίου. Αρχές Φεβρουαρίου


ανοίγει η κρεμαστή των διβαριών και όσα ψάρια έχουν γλιτώσει το ψάρεμα
φεύγουν και το διβάρι μένει ανοικτό μέχρι αρχές Ιουνίου. Από τον Ιούνιο και μετά
κλείνει μέχρι το Φεβρουάριο.

Εικόνα 2.29: Μεσολογγίτικο Διβάρι

Στην υποδομή και στον εξοπλισμό συμπεριλαμβάνονται και οι χερσαίες


εγκαταστάσεις που παρέχουν την τεχνική υποστήριξη της όλης παραγωγικής
διαδικασίας μαζί με τις εγκαταστάσεις διαβίωσης των ψαράδων. Ο αριθμός και η
θέση των διβαριών παραμένει ο ίδιος εδώ και πολλά χρόνια, εξυπηρετώντας
κυρίως τους συνεταιρισμούς που εκμεταλλεύονται τον κοινό χώρο της
λιμνοθάλασσας.

Η μόνη βελτίωση στη μέθοδο και την τεχνολογία που παρατηρήθηκε τα


τελευταία χρόνια είναι η αντικατάσταση των καλαμωτών με το πλαστικό πλέγμα,
καθώς και η μερική αποκατάσταση των ξύλινων πασσάλων με σωλήνες. Τα έργα
υποδομής που έχουν γίνει πρόσφατα είναι η κατασκευή περιορισμένου αριθμού
εγκαταστάσεων ξηράς στις λουρονησίδες , η ηλεκτροδότηση και η οδική και
τηλεφωνική σύνδεση ορισμένων απ΄ αυτές. Στην πλειοψηφία τους όμως οι
εγκαταστάσεις ξηράς είναι πρόχειρες κατασκευές των ίδιων των ψαράδων με

79
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

βασικές ελλείψεις στην ηλεκτροδότηση , την τηλεφωνική επικοινωνία, την παροχή


πόσιμου νερού και την πρόσβαση.

Εικόνα 2.30: «Πελάδα» στο Μεσολόγγι

5.2. Βολκοί
Οι βολκοί (Εικόνες 2.31, 2.32) είναι επαγγελματικά αλιευτικά εργαλεία, που
χρησιμοποιούνται σε λίμνες, λιμνοθάλασσες, ακτές και εκβολές ποταμών για την
αλιεία χελιών. Πρόκειται για μεγάλους κωνικούς δικτυακούς σάκους οι οποίοι είναι
χωρισμένοι σε διαμερίσματα, συγκοινωνώντας όμως μεταξύ τους μ΄ ένα μικρό
άνοιγμα. Εσωτερικά είναι στερεωμένα με μεταλλικά στεφάνια. Η μεγαλύτερη τους
άκρη είναι ανοικτή, ενώ η μικρότερη είναι κλειστή.
Το όλο σύστημα στερεώνεται στο βυθό έτσι ώστε το ρεύμα του νερού να το
διαπερνά από την μία άκρη ως την άλλη. Τα ψάρια μπαίνουν μέσα, προχωρούν
από τμήμα σε τμήμα για να καταλήξουν τελικά στο τελευταίο τμήμα, όπου και
παγιδεύονται. Στην πίσω άκρη του σάκου υπάρχει ένα στόμιο δεμένο με σχοινί.
Όταν ο ψαράς θέλει να πάρει το αλίευμα τοποθετεί μπροστά στο στόμιο μία απόχη
και στη συνέχεια ανοίγει το στόμιο, λύνοντας το σχοινί.
Το ψάρεμα πραγματοποιείται ορισμένες βραδιές του χειμώνα, όταν τα χέλια
μετακινούνται προς την ανοικτή θάλασσα λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών.
Τότε τα χέλια πιάνονται στους βολκούς ή στις πήρες και μεταφέρονται στους
χελοκλωβούς που διατηρούνται ζωντανά μέχρι την αποστολή τους στην αγορά της
Ευρώπης.

80
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Εικόνα 2.31: Βολκός


Εικόνα 2.32: Εξαλιεύοντας τον Βολκός

5.3. Σταφνοκάρι
Το σταφνοκάρι (Εικ. 2.33) είναι ένα αλιευτικό εργαλείο το οποίο
χρησιμοποιούσαν οι ελεύθεροι ψαράδες, κυρίως της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-
Αιτωλικού από τα παλιά χρόνια για την αλιεία των κεφάλων και των λαβρακιών.
Για να λειτουργήσει αυτό το αλιευτικό εργαλείο, απαραίτητο είναι ένα ειδικό
σκάφος το οποίο ονομάζεται πριάρι. Στο μπροστινό μέρος του σκάφους
τοποθετείται μια διχάλα και πάνω σε αυτή ένας ξύλινος δοκός στην άκρη του
οποίου κρέμεται ένα σχοινί όπου εκεί δένεται η απόχη. Η απόχη είναι ουσιαστικά
ένα δίχτυ 16 τ.μ. που μένει τεντωμένο με τη βοήθεια δύο κεκομένων τοξοειδών
πασσάλων οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σταυροειδώς. Το ψάρεμα με το
σταφνοκάρι αρχίζει με την τοποθέτηση μιας δίχτυνης σακούλας με μαλάγρα για
δόλωμα στο κέντρο του διχτυού. Στη συνέχεια η απόχη βυθίζεται και μένει στο
βυθό10-15 λεπτά και μετά ο άνθρωπος που είναι στο σκάφος αρχίζει να το
σηκώνει σιγά σιγά στην αρχή και στη συνέχεια απότομα, αιχμαλωτίζοντας έτσι τα
ψάρια που έχουν μαζευτεί στο κέντρο του.
Με το σταφνοκάρι ψαρεύουν σε περιοχές που το νερό είναι θολό, βάθους
1-2 μέτρα και όταν επικρατούν ισχυροί άνεμοι.

Εικόνα 2.33.:Σταφνοκάρι

81
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

5.4. Καμάκι (πυροφάνι)


Η αλιεία με πυροφάνι είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οι δυσκολίες οφείλονται
αρχικά στην αναγνώριση των ψαριών και τελικά στη δυνατότητα της διάθλασης
πού έχει το νερό. Έτσι απαιτείται μεγάλη πείρα και δεξιοτεχνία από το ψαρά. Για
την αλιεία με τον τρόπο αυτό απαραίτητα είναι ένα καμάκι και μία ισχυρή φωτεινή
πηγή. Κατά τη διάρκεια του ψαρέματος ο ψαράς στέκεται στην πλώρη κρατώντας
το καμάκι με τα δυό του χέρια, παράλληλα με την επιφάνεια της θάλασσας και
κάθετα με τον διαμήκη άξονα του σκάφους έτσι ώστε να ΄ναι εύκολη και γρήγορη
η χρησιμοποίηση του. Το σκάφος κινείται με μικρή ταχύτητα με την βοήθεια της
μηχανής ή με τη βοήθεια δευτέρου ατόμου που λέγεται πρυμιός. Για να είναι
αποδοτικό το ψάρεμα με πυροφάνι, εκτός από τις ικανότητες του ψαρά, πρέπει να
ευνοούν και οι καιρικές συνθήκες. Το ψάρεμα με πυροφάνι γίνεται κατά τη
διάρκεια του σκοταδιού όταν δεν υπάρχει κυματισμός.

5.5. Γυροβολιά
Είναι ένας τρόπος ψαρέματος ο οποίος έχει εκλείψει. Γυρίζοντας οι ψαράδες
τα μέρη όπου βοσκούσαν τα ψάρια, τα έκλειναν με καλαμωτές και «πασσάλους».
Το κλείσιμο των γυροβολιών αρχίζει το Μάρτιο. Όταν έκλεινε η γυροβολιά
μετακινούσαν τις καλαμωτές, ώστε να οδηγήσουν τα ψάρια σ΄ ένα σημείο και μετά
το έπιαναν. Η εργασία αυτή διαρκούσε 2-3 μήνες. Το χειμώνα δεν έφτιαχνα
γυροβολιές.

5.6. Τράϊνα
Η τράϊνα είναι ένας παλιός τρόπος ψαρέματος του κέφαλου κυρίως την
εποχή της αναπαραγωγής του.
Η αλιεία με τράϊνα γίνεται ως εξής: Δένουν με ένα γερό σχοινί μια μπάφα
(θηλυκός Κέφαλος) ζωντανή, από τα βράχια και την ουρά και την σέρνουν για
μικρή απόσταση πίσω από τη βάρκα. Τότε τα στιράδια (αρσενικοί κέφαλοι)
μαζεύονται πίσω από τη βάρκα και περικυκλώνουν το θηλυκό. Όταν μαζευτούν
αρκετά στιράδια ο ψαράς που βρίσκεται στη βάρκα ρίχνει το πεζόβολο και τα
συλλαμβάνει. Ο πεζόβολος είναι ένα κυκλικό δίχτυ διαμέτρου 3 μέτρων περίπου
και στη περιφέρεια του φέρει βαρίδια. Το εργαλείο αυτό ρίχνεται με τα χέρια σε
περιοχές που υπάρχουν συγκεντρωμένα αρκετά ψάρια.

82
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ-ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ

1. Τι είναι και ποίες οι αρχές λειτουργίας των ιχθυοσυλληπτικών


εγκαταστάσεων.
2. Περιγράψτε την κατασκευή και λειτουργία ένος Μεσολογγίτικού Διβαριού.
3. Ποιες οι αρχές λειτουργίας των βολκών
4. Ποίες οι αρχές λειτουργίας του σταφνοκαριού
5. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των μόνιμων (σύγχρονων) ιχθυοσυλληπτικών
εγκαταστάσεων
6. Ποία τα χαρακτηριστικά κατασκευής μιας τάφρου διαχείμασης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

1. Βρείτε πληροφορίες σχετικά με την αλιεία υπομεγεθών ψαριών στην


λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Πού οφείλεται το φαινόμενο και
πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί.
2. Περιγράψτε την σύγχρονη ιχθυοσυλληπτική εγκατάσταση της Κλείσοβας
και εντοπίστε τις αδυναμίες της. Προτείνεται τρόπους βελτίωσης της
διαχείρισης της.
3. Ποία είναι τα χαρακτηριστικά του συμπλέγματος των λιμνοθαλασσών
Μεσολογγίου-Αιτωλικού
4. Περιγράψτε την αλιευτική διαχείριση της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-
Αιτωλικού

83
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ananiadis C., 1984. Quelques aspects du probleme d’ amanegement de


pescheries de lagunes et des etangs cotieres de Grece. ΙΝ: Management of
Coastal Lagoon Fisheries. FAO Stud. Rev. GFCM, vol. 61(2): 477-519.
Ardizzone, G. D. 1984. Biological characteristics, exploitation and management
of fishery resources in coastal lakes of central Italy. Stud. Rev. GFCM/Etud.
Rev. CGPM 61 (2): 462–476. FAO, Rome, IT
Ardizzone, G.D., S. Cataudella and R.Rossi., 1988. Management of coastal
lagoon fisheries and aquaculture in Italy. FAO Fish. Tech. Pap. (293)
Aprahamian M.W. & C.D. Barr, 1985. The growth, abundance and diet of 0-
group sea bass, D.labrax, from the Severn Estuarine. J.Mar. Biol. Ass.
U.K., 65:169-180.
Barnabe G., 1976. Elevage larvaire du loup (Dicentrarchus labrax (L.); Pisces,
Serranidae) a l’ aide d’ aliment sec compose. Aquaculture, 9:237-52.
Barnes, R. S. K. 1980. Coastal Lagoons. Cambridge U. Press, Cambridge,
England. 106 p.
Ben-Tuvia, A. 1983. The Mediterranean Sea, B. Biological Aspects. p. 239–251
In: B. H. Ketchum, Ed. Ecosystems of the World 26: Estuaries and Enclosed
Seas. Elsevier, NY, USA.
Blaber, S. J. M. and T. G. Blaber. 1980. Factors affecting the distribution of
juvenile estuarine and inshore fish. J. Fish. Biol. 17:143–162.
Blanc, L., C. Aliaume, A. Zerbi and G. Lasserre -2001. Spatial and temporal
co-structure analyses between ichthyofauna and environment: an example in
the tropics. C.R. Acad.Sci. Paris, Sciences de la vie/Life Sciences, 324:635-
646.
Carrada, G.C.- 1973. Profilo ecologico di una laguna salmastra flegrea: il lago di
Fusaro. Arch. Oceanogr. Limnol., 18 suppl: 145-151.
Cambrony M., 1984. Identification and recruitment periodicity of grey mullet fry
in the Mediterranean lagoons. Vie Milieu, 4: 221-227.
Clus C., 1981. Ecologie des alevins de qulques teleosteens amphihalins d’ un
marais maritime du bassin d’ arcachon. Etude preliminaire. DEA Inst. Univ.
de biology marine. Academie de Montpellier, Univ. Scien. Et Techn. Du
Languedoc.
Coombs S.H., Nichols Conway, D.V.P., S. Milligan & N.C. Halliday, 1992.
Food availability for sprat larvae in the Irish Sea. J.Mar.Biol. Ass. UK, 72:
821-834.
Colombo, G. 1977. Lagoons. p. 63–81 In: R. S. K. Barnes, Ed. The Coastline.
John Wiley & Sons, New York, NY, USA.
Chauvet, C. 1984. La pecherie du lac de Tunis, biologie des peches et
relevement de la production par des voies autres que la reglementation.
Stud. Rev. GFCM/Etud. Rev. CGPM 61(2):615–694. FAO, Rome.
Chauvet, C. 1988. Manuel sur l'amênagement des pêches dans les lagunes
côtieres: la bordigue mediterranéenne. FAO Document Technique sur Les
Pêches 290. FAO, Rome. 77 p.
Clancy, E. P. 1968. The Tides. Anchor Books Edition. Doubleday. Garden City,
NY, USA. 228p.
Correll, D. L. 1978. Estuarine productivity. Bioscience 28:646–650.
Dando P.R. & N. Demir, 1985. On the spawning and nursery grounds of bass
Dicenthrarhus labrax in the Plymouth area. J. Mar.Biol.Ass.U.K.,65:159-168
Day, J. H., Ed. 1981. Estuarine Ecology with Particular Reference to Southern
Africa. A. A. Balkema, Cape Town, Rotterdam, Netherlands. 411 p.
Dimitriou, V. & Rogdakis, J. 1994. Some Fisheries aspects of the traditional
aquaculture explootation, in the lagoon of Messolongi-Etoliko (W. Greece)
and development a rational managment. 18th Session of FIPAC/FAO .

84
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Δημητρίου, Ε. και Ρογδάκης, Ι. 1993. Ποιοτική και ποσοτική σύνθεση των


αλιευμάτων της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού σαν δείκτης για τη
διαχείρισή της 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιχθυολόγων. Ξάνθη 4-6 Ιουνίου
1993.
Δημητρίου Ε., Α. Αθανασόπουλος, Α. Καπαρελιώτης, Γ. Κατσέλης, Ι.
Ρογδάκης, Η. Betts & C. Wendling, 2000. Καταγραφές φυσικοχημικών
παραμέτρων, αλιευτικής παραγωγής και μεγέθους αλιευομένων ψαριών στο
ιχθυοτροφείο Βασιλάδι Κεντρικής λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού.
Πρακτικά 9ου Πανελλ. Συνεδρίου Ιχθυολόγων, :109-112.
Dronkers, J. and J. F. T. Zimmerman. 1982 Some principles of mixing in tidal
lagoons. Oceanologica Acta Suppl. 4:107–118.
Edwards, R. R. C. 1978. The fisheries and fisheries biology of penaeid shrimp
on the Pacific coast of Mexico. Oceanoqr. Mar. Biol. Ann. Rev. 16:145–180.
Ferrari I. & A.R. Chieregato, 1981. Feeding habits of juvenile stages of
S.aratus, D.labrax, and mugilidae in a brackish embayment of the Po River
delta. Aquaculture, 25:243-257.
Guelorget,.O & J.P. Perthuisot 1992. Paralic ecosystems. Biological
organization and functioning. Vie Milieu, 42(2): 1992 :215-251.
Guelorget O., 1987. Πρόγραμμα ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών θαλασσίων και
εσωτερικών υδάτων στην Ελλάδα. UNEP FAO, Ρώμη, 22 σελ.
Harmelin-Vivien, M., J. Harmelin and V. Leboulleux -1995. Microhabitat
requirements for settlement of juvenile sparid fishes on Mediterranean rocky
shores. Hydrobiologia, 300/301:309-320.
Hedgepeth, J. L. 1983. Brackish waters, estuaries, and lagoons. p. 739–757 In:
O. Kinne, Ed. Marine Ecology. Vol. 5: Ocean Management, Part 2:
Ecosystems and Organic Resources. John Wiley & Sons, New York, NY, USA.
Holden, M.J. & T. Williams, 1974. The biology, movements and populations
dynamics of bass Dicentrarchus labrax in english waters. J.Mar.Biol. Ass. UK
54:91-107
Guidetti, P. -2000. Differences among fish assemblages associated with
nearshore Posidonia oceanica seagrass beds, rocky-algal reefs and
unvegetated sand habitats in the Adriatic Sea. Estuarine, Coastal and Shelf
Science, 50:515-529.
Ishitobi, Y., J. Hiratsuka, H. Kuwabara and M. Yamamuro -2000.
Comparison of fish fauna in three areas of adjacent eutrophic estuarine
lagoons with different salinites. J. Mar. Systems, 26:171-181.
Jennings S. & M.G. Pawson, 1991. The development of bass , Dicentrarchus
labrax, eggs in relation to temperature. J. Mar.Biol.Ass.U.K., 71:107-116.
Jennings S. & M.G. Pawson, 1992. The origin and recruitment of bass,
D.labrax larvae to nursery areas. J. Mar.Biol.Ass.U.K., 72:199-212.
Jennings S., J.E. Lancaster, J.S. Ryland & S.E. Shackley, 1991. The age
structure and growth dynamics of young-of-the-year bass Dicenthrarhus
labrax, populations. J. Mar.Biol.Ass.U.K., 71: 799-810
Kapetsky, J. M. 1981. Some considerations for the management of coastal
lagoon and estuarine fisheries. FAO Fish. Tech. Pap. 218. 47 p. FAO, Rome.
Kapetsky, J. M. 1984. Coastal lagoon fisheries around the world: Some
perspectives on fishery yields, and other comparative fishery characteristics.
Stud. Rev. GFCM/Etud. Rev. CGPM 61(1) :97–139. FAO, Rome.
Kapetsky, J. M. and G. Lasserre, Eds. 1984. Management of Coastal Lagoon
Fisheries. Stud. Rev. GFCM/Etud. Rev. CGPM 61(1): 1–438 and (2) :439–
776. FAO, Rome.
Katselis G., G. Minos, A.Marmages, G. Hotos & I. Ondrias 1994. Seasonal
distribution of Mugilidae fry and juveniles in Messolonghi coastl waters,
Western Greece. Bios (Macedonia, Greece) 2:101-108

85
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κατσέλης Γ., 1996. Βιολογία και δυναμική του ιχθύος Liza saliens (Pisces:
Mugilidae) στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Διδακτορική διατριβή,
Τομέας Ζωολογίας, Τμ. Βιολογίας, Παν. Πατρών. 193 σελ
Koutrakis E., Sinis A. & Economides P., 1994. Seasonal occurrence,
abundance and size distribution of gray mullet fry (Pisces, Mugilidae) in the
Porto-Lagos laggon and lake Vistonis (Aegean sea, Greece). Bamidgeh,
46(4):182-196
Κλαδάς Ι. & Ι. Ρογδάκης, 1988. Εποχιακή εμφάνιση των ιχθυδίων των
ευρύαλων ειδών στις ακτές της ΝΔ. Αιτωλ/νίας. Πρακτ. 4ου Πανελ. Συνεδρίου
Ιχθυολόγων Υπουργείου Γεωργίας,: 26-33.
Lasserre P., 1979. Les laguns cotieres. Ecosystemes refuges, foyers de culture
et cibles d’ expansion economique.Nature et ressources. XV (4):1-21
Lasserre G., P.J. Labourg & T. Do Chi, 1976. Alevinage et explooitation des
etangs saumatre de la region d’ Arcachon. Vie Milieu, 26:2-13.
Miller, J. M. 1988. Physical processes and the mechanisms of coastal migrations
of immature marine fishes. Am. Fish. Soc. Symp. 3:68–76.
Miller, J. M., L. B. Crowder and M. L. Moser. 1985. Migration and utilization of
estuarine nurseries by juvenile fishes: an evolutionary perspective. Contrib.
Mar. Sci. Suppl. 27:338–352.
Miller J., Pietrafesa L., and Smith N. 1990. Principles of hydraulic
management of coastal lagoons for aquaculture and fisheries. FAO Fisheries
Technical paper No 314 FAO 88p.
Μίνος Γ., 1996. Βιολογία και δυναμική του ιχθύος Liza ramada (Pisces:
Mugilidae) στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Διδακτορική διατριβή,
Τομέας Ζωολογίας, Τμ. Βιολογίας, Παν. Πατρών.272 σελ.
Nixon, S. W. 1982. Nutrient dynamics, primary production and fisheries yields
of lagoons. Oceanologica Acta Suppl. 4:357–372.
Okuda, T. 1965. Consideraciones generales sobre las condiciones ambientales
de la Laguna y el Rio Unare. Bol. Inst. Oceanoqr. Univ. Oriente 4(1):36–54.
Pesca, 2001. Μελέτη οργάνωσης & λειτουργίας αλιευτικής εκμετάλλευσης
λιμνοθαλασσών. Υπ.Γεωργίας Δ/ση Υδατοκαλ/γειών & Εσωτερ. Υδάτων.
ΙΧΘΥΚΑ, τελική έκθεση έργου. 165 σελ.
Pearce, F. and A.J. Crivelli -1994. Characteristics of Mediterranean wetlands.
MedWet Publications, Tour du Valat, Arles, France.
Peja, N., A. Vaso, A. Miho, N. Rakaj and A.J. Crivelli -1996. Characteristics
of Albanian lagoons and their fisheries. Fishery Research, 27:115-125.
Pickett G.D. & M.G. Pawson, 1994. Sea Bass. Biology, exploitation and
concervation. Ed. Chapman & Hall. London ISBN 0 412 40090 1.
Quignard, J. P. 1984. Les characteristiques biologiques et environmentales des
lagunes en tant que base biologique de l'amanagement des pecheries. Stud.
Rev. GFCM/Etud. Rev. CGPM 61(1):3–38. FAO, Rome.
Ρογδάκης Ι. & Π. Κασπίρης, 2000. Εποχιακή εμφάνιση και διατροφή των
ιχθυδίων λαβρακιού κατά την είσοδο τους στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-
Αιτωλικού. Πρακ. 6ου Πανελ. Συμπ. Ωκεαν.& Αλιείας : 262- 267
Ρογδάκης Ι., Ε. Δημητρίου, Π. Κασπίρης & Ι. Όντριας, 1995. Εποχιακή
εμφάνιση του γόνου λαβρακιού (D.labrax) και τσιπούρας (S. auratus) στις
ακτές της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Πρακτικά 17ου
Πανελληνίου Συνεδρίου Ε.Ε.Β.Ε., Πάτρα 1995: 126-128.
Rογδάκης I. και συν. (2003) «Πειραματικοί εμπλουτισμοί της Λ/Θ Πάππας με
ιχθύδια τσιπούρας από Εκκολαπτήριο. Σύγκριση της ανάπτυξης των
μορφομετρικών και μεριστικών χαρακτήρων των παραγομένων ψαριών με τα
ιχθύδια φυσικών πληθυσμών και καθορισμός μοντέλων ανάπτυξης και
διαχείρισης της λ/θ με εμπλουτισμούς". Τελική έκθεση Έργου ΓΓΕΤ κωδ.
ΠΑΒΕΤ-ΝΕ 01 ΠΒΝ-11. Αλιευτικός Συνεταιρισμός «Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ»
Επιτροπή Ερευνών ΤΕΙ Μεσολογγίου. Μάιος 2003. 70 σελ.

86
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Rogers, S. I. and R. S. Millner. -1996. Factors affecting the annual abundance


and regional distribution of English inshore demersal fish populations: 1973 to
1995. ICES Journal of Marine Science, 53: 1094–1112.
Sacchi, C.F.- 1973. Les milieux saumatres mediterraneens : dangers et
problemes de productiviteet d’ amenagement. Arch. Oceanogr. Limnol., 18
suppl: 23-58.
Tzeng W.N and Y.T. Wang, 1986. Structure, composition and seasonal
dynamics of the larval and juvenile fish community in the mangrove estuary
of Tanshui River, Taiwan. Mar. Biol., 113: 81-490
Van de Kreeke, J. and D. C. Cotter. 1974. Tide-induced mass transport in
lagoon-inlet systems. Proc. XIV Conf. on Coastal Engineering: 2290–2301.
Copenhagne, Denmark.
Wang, Y. and W. Tzeng -1997. Temporal succession and spatial segregation of
clupeoid larvae in the coastal waters off the Tanshui River Estuary, northern
Taiwan. Mar. Biol., 129: 23-32
Weinstein, M.P., 1979. Shallow marsh habitas as primary nurseries for fishes
and shelfish, Cape fear River, N. Carolina. Fish. Biol. 77:399-357
Ximenes M.C., 1980. Observation sur les faunes ichthyologiques des etangs
Corses: Biguglia, Diana, et Urbino. Rapport CTGREF/USTL, Montpellier.
Χώτος Γ., 1999. Βιολογία πληθυσμών του μυξιναριού, Liza aurata (Risso, 1810)
(Pisces: Mugilidae) στη λιμνοθάλασσαw Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Διδακτορική
διατριβή, Τομέας Ζωολογίας, Τμ. Βιολογίας, Πανεπιστημίου Πατρών.414 σελ.

87
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

3
ΜΕΡΟΣ

Λίμνες και ποτάμια

88
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κεφάλαιο 1ο:
Αρχές διαχείρισης λιμνών

1. Γενικά χαρακτηριστικά του λιμναίου οικοσυστήματος

Η γενική δομή και η φυσική διάρθρωση μιας λίμνης εξαρτάται από το


μέγεθος και την μορφολογία της λεκάνης της. Σε κάθε λίμνη διακρίνουμε την
παράλια και πελαγική ζώνη, ενώ κάθετα η λίμνη διακρίνεται στην εύφωτη και
άφωτη ζώνη (Εικόνα 3.1)

1.2. Παράλια ζώνη

Η σημαντικότερη περιοχή του οικοσυστήματος μιας λίμνης είναι η παράλια


και η παρόχθια ζώνη, η οποία οριοθετεί τη λίμνη και αποτελεί τη ζώνη
«φιλτραρίσματος» των εισροών της καθώς αποτελεί το μεταβατικό οικοσύστημα
μεταξύ της λεκάνης απορροής και της λίμνης.
Η ζώνη αυτή προσδιορίζεται μεταξύ των άλλων από τη διακύμανση της
στάθμης της επιφάνειας των νερών, τις εισροές νερών, την κλίση του πυθμένα της
λεκάνης, τον τύπο των εδαφών. Το σημαντικότερο ρόλο στην περιοχή αυτή έχει η
βλάστηση που κυρίως αποτελείται από υδρόβια φυτά η κατανομή των οποίων
εξαρτάται από το είδος του υποστρώματος, το φώς, το υψόμετρο, και τις κινήσεις
των νερών (κυματοσμός).
Εξωτερικά της ζώνης προς τη ξηρά αναπτύσσονται υδρόφυλα δένδρα
(λεύκες, ιτιές, φράξοι κλπ), ακολουθούν υδρόφυλοι θαμνώνες και ποώδη λιβάδια.
Στη περιοχή που περιοδικά βρίσκεται στο νερό συναντώνται υδρόβια μακρόφυτα
όπως βούρλα, καλάμια, ψαθιά (υπερυδατική βλάστηση). Ακολουθεί βλάστηση με
φυτά μόνιμα σε νερό (εφυδατική βλάστηση) με επιπλέοντα φύλα (νούφαρα,
σπιροδέλες, λέμνες) και στα βαθύτερα φυτά με βυθισμένα φύλλα (μυριόφυλλα,
ποταμογείτονες και χαρόφυτα). Η ανάπτυξη της βλάστησης γίνεται μέχρι το βάθος
της εύφωτης ζώνης που συνήθως ανάλογα με τη διαφάνεια της λίμνης είναι 9-20
μέτρα βάθος. Η ριζωμένη αυτή βλάστηση της παράλιας ζώνης μειώνει τη διάβρωση
της όχθης, διαμορφώνει μια ζώνη φιλτραρίσματος των θρεπτικών που εισέρχονται
από τη λεκάνη απορροής και υποστηρίζουν την ανάπτυξη πολλών οργανισμών.
Η παράλια ζώνη διακρίνεται σε επιπαράλια (όρια ψεκασμού), υπερπαράλια
(περιοδικά κατακλιζόμενη από νερά) και ευπαράλια (μόνιμα βυθιζόμενη στο νερό).
Η ευπαράλια ζώνη, ακολουθεί το ανάγλυφο του εδάφους και χωρίζεται στην
ανώτερη ευπαράλια ζώνη με φυτά ριζομένα στο νερό και αναδυόμενα, στη μέση
ευπαράλια ζώνη με επιπλέουσα ριζομένη βλάστηση, και στην κατώτερη με
ριζομένα μακρόφυτα.

89
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

1.3. Πελαγική ζώνη

Η πελαγική ζώνη δέχεται μικρότερες επιδράσεις από την ξηρά, τον


κυματισμό στις ακτές και το τύπο του πυθμένα. Η πρωτογενής παραγωγή
στηρίζεται στο φυτοπλακτό και διακρίνεται σε εύφωτη ή τροφογενής και την
άφωτή ή τροφολυτική ζώνη.

Εικόνα 3.1. Χαρακτηριστικές ζώνες μιας λίμνης

1.4. Θερμική στρωμάτωση της λίμνης

Σημαντικό ρόλο στη πελαγική ζώνη μιας λίμνης έχει η μεταβολή της
θερμοκρασίας του νερού της λίμνης με το βάθος ειδικότερα στις εύκρατες περιοχές
κατά τους θερινούς μήνες (εικόνα 3.2, 3.3)

Διακρίνουμε:
- Επιλίμνιο, το ανώτερο θερμότερο στρώμα του νερού με σχετικά
ομοιόμορφη θερμοκρασία
- Μεταλίμνιο, η περιοχή όπου καταγράφεται θερμοκλινές
- Υπολίμνιο, η περιοχή με το κατώτερο και ψυχρότερο στρώμα νερού.

Ο βαθμός της θερμικής στρωμάτωσης μιας λίμνης συνδέται άμεσα με τους


κύκλους των θρεπτικών, την οξυγόνωση του νερού και τον σχηματισμό των
ιζημάτων του πυθμένα. Το σπάσιμο της στρωμάτωσης, που συνήθως συμβαίνει
στις εύκρατες λίμνες δυο φορές το έτος (άνοιξη και φθινόπωρο) είναι πολύ
σημαντικό για την εσωτερική κυκλοφορία των νερών της λίμνης.

Πολύ σημαντικό ρόλο στα γλυκά νερά έχει το ρΗ του νερού, οι τιμές του
οποίου εξαρτώνται από τη θερμοκρασία και τη συγκέντρωση του διοξειδίου του
άνθρακα. (Πίνακας 3.1.). Η αύξηση του ρΗ συνδέεται με τη φωτοσυνθετική
δραστηριότητα (μείωση του διοξειδίου άνθρακα), ενώ η μείωση του με την

90
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

αποσύνθεση οργανικών υλικών. Επομένως οι μεταβολές στη στρωμάτωση


επιφέρουν και μεταβολές στις τιμές του ρΗ.

Εικόνα 3.2. Θερμική στρωμάτωση μιας αβαθούς λίμνης

Εικόνα 3.3. Θερμική στρωμάτωση μιας βαθιάς λίμνης

Πίνακας 3.1.:

91
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

2. Γενικές αρχές διαχείρισης των λιμνών

Η διαχείριση μιας λίμνης εξαρτάται από τη ζητούμενη χρήση της, δηλαδή


των επιθυμιών των παραλιμνίων κοινοτήτων και των δυνατοτήτων της λίμνης να
ικανοποιήσει αυτές τις δυνατότητες.

Η εφαρμογή διαχειριστικών σχεδίων σε μια λίμνη εξαρτάται από τους


περιορισμούς των επιθυμητών χρήσεων που εμφανίζονται από μια ορισμένη ομάδα
χρηστών. Για παράδειγμα η χρήση της λίμνης σαν αδρευτικού ταμιευτήρα προς
όφελος των γεωργών των παραλιμνίων κοινοτήτων, είναι δυνατή με τους
περιορισμούς που θέτει η αλιευτική διαχείριση. Η υπεράντληση του νερού
ορισμένες εποχές του έτους, μειώνει σημαντικά τη στάθμη της λίμνης και χάνονται
περιοχές αναπαραγωγής των ψαριών.

Για το λόγο αυτό, πριν την εφαρμογή οποιουδήποτε διαχειριστικού σχεδίου


σε μια λίμνη πρέπει σαφώς να προκαθορίζονται:
¾ Οι επιθυμητές χρήσεις της λίμνης
¾ Να προσδιορίζονται ακριβώς οι περιορισμοί κάθε χρήσης

92
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

¾ Να κατανοούνται πλήρως τα αίτια αυτών των περιορισμών.

Στην Εικόνα 3.4. παρουσιάζονται σχηματικά οι ενέργειες εφαρμογής μιας


στρατηγικής διαχείρισης λιμναίων συστημάτων.

Οι επιθυμητές χρήσεις μιας λίμνης καθορίζονται από τη δυνατότητα της


λίμνης να ικανοποιήσει αυτές τις χρήσεις. Αυτό εξαρτάται από τα φυσικά
χαρακτηριστικά της λίμνης, της λεκάνης απορροής και την ποιότητα του
εισερχόμενου νερού. Ακόμα και αν μια λίμνη έχει δυνατότητες για πολλές χρήσεις,
εν τούτοις απαιτείται για κάθε συγκεκριμένη χρήση χωριστό διαχειριστικό σχέδιο
λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τους περιορισμούς που θέτουν οι άλλες χρήσεις.

Η λειτουργία του οικοσυστήματος μιας λίμνης επηρεάζεται από μια σειρά


υδρολογικών συνθηκών όπως τη λεκάνη απορροής, το σχήμα της λίμνης, το τύπο
του πυθμένα, τον τύπο των ιζημάτων, το βάθος, τη ποιότητα του νερού κλπ.

Το σύνολο αυτών των στοιχείων καθορίζει των τύπων των βιοκοινοτήτων


που αναπτύσσονται που είναι μοναδικές στα λιμναία οικοσυστήματα και η
ποικιλότητα τους στηρίζει την πολυπλοκότητα και σταθερότητα του
οικοσυστήματος.

Επομένως κάθε μορφής διαχείρισης προαπαιτεί τη γνώση της δομής και


λειτουργίας των λιμναίων και παραλιμναίων οικοσυστημάτων.

Εικόνα 3.4:

93
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Σε αντίθεση με τις φυσικές λίμνες, στις τεχνητές λίμνες οι σκοποί


διαχείρισης τους είναι λίγο πολύ προκαθορισμένες από την δημιουργία τους. Εν
τούτοις οι ίδιες αρχές που εφαρμόζονται στη διαχείριση των φυσικών λιμνών
εφαρμόζονται και στις τεχνητές λίμνες λαμβάνοντας υπόψη το σκοπό δημιουργίας
τους και τα χαρακτηριστικά τους. Σε γενικές γραμμές η διαφοροποίηση των
τεχνητών λιμνών από τις φυσικές λίμνες συνίσταται στα εξής στοιχεία:

1. Οι τεχνητές λίμνες και ιδίως οι φραγματολίμνες έχουν σχηματιστεί από


τον πλημμυρισμό μιας κοιλάδας που δέχεται την απορροή 2 ή 3
ποταμών, με αποτέλεσμα η λεκάνη απορροής να είναι πολύ μεγαλύτερη
από τις φυσικές λίμνες σε σχέση με την επιφάνεια της λίμνης.
2. Τα εισερχόμενα φερτά υλικά είναι σε μεγαλύτερες ποσότητες, λόγω των
εισροών των ποταμών.
3. Ο υδραυλικός χρόνος παραμονής του νερού είναι σχετικά πιο σύντομος
λόγω της χρήσης της λίμνης. Αυτό έχει σαν συνέπεια την έντονη
αυξομείωση της στάθμης της λίμνης.
4. Η ιχθυοπανίδα των τεχνητών λιμνών είναι περιορισμένη σε είδη που
προέρχονται από την ιχθυοπανίδα των ποταμών. Ο εμπλουτισμός μιας
τεχνητής λίμνης με καθαρά λιμναία είδη δεν είναι πάντα εφικτός, λόγω
της διαφορετικής δομής των οικοσυστημάτων ή της δυσκολίας
αναπαραγωγής που παραουσιάζεται σε πολλά είδη ψαριών από την
απουσία ομαλών ακτών.
5. Τα λιμναία οικοσυστήματα είναι σχετικά νέα, και με μικρή ποικιλότητα.
6. Οι τεχνητές λίμνες είναι κατά κανόνα ολιγότροφες.

3. Ευτροφισμός λιμνών

Ο ευτροφισμός μιας λίμνης είναι η φυσική διεργασία αύξησης της


πρωτογενούς παραγωγικότητας της που οφείλεται στη βαθμιαία συγκέντρωση
θρεπτικών συστατικών και της ιζηματοποιήσης του πυθμένα.

Η τροφική κατάσταση μιας λίμνης διαδοχικά είναι: ΟλιγοτροφικήÆ


μεσοτροφική Æ ευτροφική Æ υπερευτροφική.
ΟΛΙΓΟΤΡΟΦΙΚΗ: περιορισμένα θρεπτικά συστατικά, ανεπαρκής πρωτογενής
παραγωγή. Στο επιλίμνιο δεν παράγεται σημαντική ποσότητα οργανικής ύλης ώστε
να επηρεασθεί η συγκέντρωση του οξυγόνου στο υπολίμνιο.
ΜΕΣΟΤΡΟΦΙΚΗ: ενδιάμεση θρεπτική κατάσταση
ΕΥΤΡΟΦΙΚΗ: Σημαντική παρουσία θρεπτικών συστατικών που υποστηρίζουν
έντονη πρωτογενή παραγωγή στο επιλίμνιο και ενίσχυση της οργανικής ύλης του
υπολίμνιου, η αποσύνθεση της οποίας καταναλώνει οξυγόνο με αποτέλεσμα συχνά
την εμφάνιση ανοξικών συνθηκών. Οι ανοξικές συνθήκες ελευθερώνουν από το
ίζημα σίδηρο, μαγνήσιο, θείο και θρεπτικά συστατικά τα οποία με την ανάμιξη των
νερών ενισχύουν την πρωτογενή παραγωγή του επιλιμνίου.
ΥΠΕΡΕΥΤΡΟΦΙΚΗ: Υπερβολική ανάπτυξη του φυτοπλακτού, άνθιση του νερού και
μεγάλες συγκεντρώσεις πληθυσμών μακροφυκών με υψηλούς ρυθμούς
ιζηματογένεσης.

4. Αποκατάσταση και διαχείριση λιμνών

Με τον όρο «αποκατάσταση» λίμνης εννοείται η εφαρμογή μεθόδων


διαχείρισης μιας λίμνης οι οποίες μακροπρόθεσμα θα επιφέρουν βελτίωση της
κατάστασης στην οποία αυτή βρίσκεται σήμερα. Η αποκατάσταση μιας λίμνης είναι
μακροχρόνια διαδικασία, συχνά πολύπλοκη και σε κάθε περίπτωση διαφορετική για
κάθε λίμνη.
Τα οικοσυστήματα των λιμνών επηρεάζονται από ένα σύμπλοκο φυσικών,
χημικών και βιολογικών παραγόντων που αντιδρούν διαφορετικά σε κάθε

94
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

προσπάθεια αποκατάστασης της λίμνης. Τέλος σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση


μιας λίμνης έχει η διαχείριση της λεκάνης απορροής. Από τη χρήση της λεκάνης
απορροής εξαρτάται η ποιότητα και η ποσότητα των εισρεόντων υδάτων, η
φόρτιση της λίμνης σε θρεπτικά συστατικά, ο βαθμός σχηματισμού των ιζημάτων
του πυθμένα κλπ. Επομένως η αποκατάσταση ή διαχείριση μιας λίμνης (τεχνητής ή
φυσικής) πρέπει να λαμβάνει υπόψη της:
Α. τις διεργασίες στη λεκάνη απορροής
Β. τη δυναμική του οικοσυστήματος της λίμνης.

Το 1ο στάδιο μιας διαδικασίας αποκατάστασης είναι ο προσδιορισμός και


εντοπισμός των προβλημάτων της.

Το 2ο στάδιο είναι διάγνωση και ποσοτικοποίηση του μεγέθους των προβλημάτων


και ο καθορισμός τις αιτίες που το προκαλούν. Οι αιτίες των προβλημάτων
εντοπίζονται με έρευνα και συλλογή δεδομένων που αφορούν το σύνολο των
φυσικών παραμέτρων (ιζηματογένεση, θερμοκρασία, διαφάνεια νερού), χημικών
παραμέτρων (οξυγόνο, θρεπτικά άλατα, ρΗ, αγωγιμότητα) και βιολογικών
παραμέτρων (υδρόβιας χλωρίδας και πανίδας). Η ανάλυση και αξιολόγηση αυτών
των δεδομένων οδηγεί στην διάγνωση το προβλήματος και στην κατεύθυνση της
διαχείρισης που πρέπει να εφαρμοσθεί τόσο σε επίπεδο λεκάνης απορροής όσο και
στη λίμνη.

Το 3ο στάδιο είναι η διατύπωση σεναρίων διαχείρισης και η συζήτηση τους με τη


συμμετοχή των φορέων χρήσης της λίμνης, το καθορισμό του κόστους και του
προσδοκόμενου αποτελέσματος (διαδικασία διαβούλευσης). Η διαδικασία αυτή
είναι πολύ σημαντική καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να αποδεχτούν
πλήρως τους περιορισμούς των χρήσεων που απαιτούνται. Με την ολοκλήρωση
αυτής της διαδικασίας εκπονείται και εφαρμόζεται το διαχειριστικό σχέδιο της
λίμνης.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι λίμνες είναι αρκετά
«κλειστά» οικοσυστήματα και ως εκ τούτου ιδιαίτερα ενδοεξαρτώμενα. Αυτό
σημαίνει ότι κάθε μεταβολή ενός στοιχείου του οικοσυστήματος επηρεάζει κάποιο
άλλο. Για παράδειγμα η μεταβολή της ποιότητας των νερών επηρεάζει την χλωρίδα
αλλά και την παραγωγή ψαριών.

5. Προσέγγιση της αποκατάστασης του ευτροφισμού μιας λίμνης

Από τα σημαντικότερα προβλήματα μιας λίμνης είναι ο ευτροφισμός.


Προκειμένου λοιπόν να γίνει η αποκατάσταση αυτού του προβλήματος μιας λίμνης
το θέμα μπορεί να προσεγγισθεί από δυο διαφορετικές απόψεις. Η πρώτη αφορά
τη θεραπεία των αιτιών που προκαλούν τον ευτροφισμό και η δεύτερη την
εξάλειψη των προϊόντων του ευτροφισμού.

1η Προσέγγιση: Θεραπεία των αιτιών του ευτροφισμού

Η βασική αιτία πρόκλησης ευτροφισμού είναι προσφορά θρεπτικών


στοιχείων τα οποία ενισχύουν την παραγωγικότητα της. Άρα μείωση του
ευτροφισμού μπορεί να σημαίνει έλεγχος των θρεπτικών φορτίων που εισέρχονται
στη λίμνη. Αυτό μπορεί να σημαίνει:
1. Διαχείριση της λεκάνης απορροής ώστε να μη φθάνουν θρεπτικά στοιχεία
στη λίμνη.
2. Επεξεργασία των λυμάτων των πόλεων ή οικισμών ή και απομάκρυνση τους
εκτός λίμνης.
3. Επέμβαση στο σύστημα άντλησης στην ευρύτερη λεκάνη απορροής. Η
άντληση του νερού, μειώνει τον υδροφόρο ορίζοντα με συνέπεια τη πτώση

95
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

της στάθμης της λίμνης, όποτε έχουμε συμπύκνωση των θρεπτικών στο
υπολίμνιο.
4. Μεταφορά των ιζημάτων ή οξυγόνωση τους με μηχανικά μέσα.
5. Πρόσθετος αερισμός στο υπολίμνιο.

2η Προσέγγιση: Εξάλειψη των προϊόντων ευτροφισμού

Τα προϊόντα του ευτροφισμού είναι η φυτική παραγωγή της λίμνης.


Επομένως θα μπορούσε με μηχανικά ή χημικά μέσα να απομακρυνθεί η
παραγόμενη φυτική μάζα. Αυτό μπορεί να σημαίνει:
1. Αύξηση της κυκλοφορίας νερών με τεχνητή κυκλοφορία
2. Απομάκρυνση των νερών της λίμνης με άντληση
3. Συγκομιδή της φυτικής βιομάζας
4. Χημική καταπολέμηση των φυκών
Όλες οι προαναφερθείσες προσεγγίσεις αξιολογούνται σε σχέση με τους
περιορισμούς που θέτουν οι χρήστες της λίμνης, το κόστος και τον στόχο
αποκατάστασης που κάθε φορά τίθεται.

ΕΡΓΑΣΙΑ-ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΡΑΞΗΣ:

Σκεφτείτε και αναπτύξτε την αποκατάσταση του ευτροφισμού μιας λίμνης


με τη διαχείριση της λεκάνης απορροής.
Βασικά σημεία του θέματος:

1. Εντοπισμός αιτιών πρόκλησης ευτροφισμού στη λεκάνη απορροής


(γεωργικές καλλιέργειες, αστικά λύματα, διάβρωση εδαφών).
2. Εντοπισμός πηγών φορτίων (σημειακές ή μη σημειακές πηγές). Ποιες
μπορεί να είναι σημειακές και πώς μπορεί να αντιμετωπισθούν. Ποιες πηγές
είναι μη σημειακές και τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις.
3. Έλεγχος του βαθμού διάβρωσης (τύπος οργώματος εδάφους,
δενδροφύτευση, πεζούλες κλπ)
4. Έλεγχος των υδάτων απορροής (μειώση της ιζηματογένεσης, μεταφοράς
θρεπτικών, βιολογικοί καθαρισμοί λυμάτων, έλεγχος άντλησης νερών)
5. Έλεγχος χρήσεων λιπασμάτων
6. Έλεγχος χρήσεων ζιζνιοκτόνων και φυτοφαρμάκων.

Κατά την επίσκεψη που θα πραγματοποιηθεί στο ΦΔ Λίμνης Ιωαννίνων


(Παμβώτιδα) θα έχετε την ευκαιρία να συζητήσετε περισσότερα για αυτές τις
διαδικασίες.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ-ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ

11. Γενικά χαρακτηριστικά της παράλιας ζώνης των λιμνών


12. Πού οφείλεται η θερμική στρωμάτωση μιας λίμνης

96
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

13. Ποια τα χαρακτηριστικά της τροφικής κατάστασης μιας λίμνης και πώς αυτή
καθορίζεται. (κριτήρια τροφικής κατάστασης)
14. Αναφέρατε διαδικασίες με τις οποίες είναι δυνατόν να ελεχθεί ο
ευτροφισμός μιας λίμνης.

97
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Κεφάλαιο 2ο:
Αρχές διαχείρισης ρεόντων υδάτων

1. Γενικά χαρακτηριστικά των ρεόντων υδάτων

Ένα τυπικό ποτάμιο σύστημα διακρίνεται σε επιμέρους ζώνες ανάλογα με τη


ταχύτητα ροής, η οποία στα οικοσυστήματα των ρεόντων υδάτων είναι ο
σημαντικότερος των αβιοτικών παραγόντων.
Από τη ταχύτητα ροής, το σύστημα των ρευμάτων ή ρυακιών, η αργή ή
γρήγορη ροή, ο τύπος της ροής (ομαλή ή ανώμαλη) είναι σημαντικοί παράγοντες
από τους οποίους εξαρτάται η σύνθεση των βιοκοινωνιών από τις πηγές προς τις
εκβολές. Από τη ροή του νερού εξαρτάται επίσης το διαλυμένο οξυγόνο, η
θερμοκρασία και η σύσταση του πυθμένα.
Η ταχύτητα ροής καθώς και ο τύπος της ροής εξαρτάται κυρίως από την
υψομετρική διαφορά. Έτσι στα μεγάλα υψόμετρα αναμένεται μεγάλη ταχύτητα
ροής, μεγάλη συγκέντρωση οξυγόνου, χαμηλότερες θερμοκρασίες, χοντρόκοκο
υλικό. Σε αντίθεση κοντά στις εκβολές, η ταχύτητα ροής μειώνεται, όπως και η
συγκέντρωση οξυγόνου ενώ οι θερμοκρασίες αυξάνονται και η σύσταση του
πυθμένα γίνεται λεπτόκοκκη.

Είναι προφανές, πώς ο ρόλος του φυτοπλακτού στα ρέοντα ύδατα δεν έχει
την αξία που έχει στις λίμνες ή τη θάλασσα. Η πρωτογενής παραγωγή που
υποστηρίζει την πανίδα των ρεόντων υδάτων προέρχεται κυρίως από την παρόχθια
βλάστηση όπου αυτή μπορεί να αναπτυχθεί λόγω της ταχύτητας ροής και κυρίως
προέρχεται από τη χερσαία βλάστηση. Κατά συνέπεια τα περισσότερα είδη
σαρκοφάγα ή σαπροφάγα. Τα δεύτερα έχουν πολύ σημαντικό ρόλο καθώς στα
ρέοντα ύδατα όπου μεταφέρεται πολύ οργανικό από την λεκάνη απορροής.
Χαρακτηριστικές προσαρμογές χαρακτηρίζουν τους ασπόνδυλους οργανισμούς,
όπως άγκιστρα, βεντούζες, κολλώδεις επιφάνειες, μυζητήρες με τις οποίες
αποφεύγουν την παράσυρση από τη ροή του νερού.

Όσον αφορά την ιχθυοπανίδα, αυτή γίνεται πλουσιότερη από τις πηγές
προς τις εκβολές. Με βάση την σύνθεση της ιχθυοπανίδας τα ρέοντα ύδατα
διακρίνονται σε τέσσερις ιχθυολογικές ζώνες, που η ονομασία τους στηρίζεται στα
είδη ψαριών που είναι χαρακτηριστικά κάθε ζώνης . Οι ζώνες αυτές είναι:

1. Ζώνη πέστροφας: Καθαρά νερά, καλά οξυγονομένα με μέγιστη θερμοκρασία


14ο C. Ο πυθμένας είναι πετρώδης, με χοντόκοκο υλικό. Άμμος υπάρχει στα σημεία
όπου δεν υπάρχει μεγάλη κλιση. Υπάρχει πλούσια πανίδα ασπονδύλων, κυρίαρχο
είδος είναι η πέστροφα.

2. Ζώνη Thymallus: Είναι ζώνη των μεγάλων ρευμάτων και των ποταμών με
μεγάλη ροή. Κυριαρχούν πέστροφες και Thymallus, ενώ στις περιοχές μείωσης της
ροής εμφανίζεται και ο κυπρίνος η μπριάνα, και το συρτί. Ο πυθμένας έχει και
λεπτόκοκο και χοντρόκοκκο υλικό, και μερικές φορές υδρόβια βλάστηση. Το
οξυγόνο είναι λιγότερο σε σχέση με την προηγούμενη ζώνη, κυρίως το καλοκαίρι
και οι θερμοκρασίες λίγο μεγαλύτερες.

98
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

3. Ζώνη μπριάνας: Περιοχές με ήπιες κλίσεις, και χαμηλές ταχύτητες ροής. Η


θερμοκρασία φθάνει στους 20ο C, το βάθος του νερού είναι μεγάλο, είναι παρόντα
υδροχαρή φυτά. Εκτός της μπριάνας συναντιώνται η τούρνα, η πέρκα, το χέλι, ο
κυπρίνος.

4. Ζώνη λεστιάς: Η ζώνη χαρακτηρίζεται από νερά πολύ χαμηλής ροής, σχεδόν
στάσιμα με πλούσια πανίδα, πυθμένα ιλυώδη και πλούσια βλάστηση. Οι
θερμοκρασίες φθάνουν 25-30ο C και το οξυγόνο ορισμένες εποχές φθάνει σε πολύ
χαμηλά επίπεδα. Από ψάρια κυριαρχούν τα λιμνόφιλα είδη όπως η λεστιά, ο
κυπρίνος, το γληνί, αλλά και η πέρκα, το χέλι, τα τσιρώνια και η τούρνα.

Εικόνα 3.5. Ζώνες ρεόντων υδάτων

2. Διαχείριση των ρεόντων υδάτων για την ενίσχυση της ιχθυοπανίδας

2.1. Σταθεροποίηση όχθης

Η σταθεροποίηση της όχθης των ρεόντων υδάτων αποβλέπει στη μείωση


της διάβρωσης τους, οι οποίες συνήθως οφείλονται, πέρα της ορμητικότητας των
νερών, σε ανθρώπινες επιδράσεις και επεμβάσεις στη παρόχθια βλάστηση.
Η διάβρωση επιδρά στο σχηματισμό των ιζημάτων, στη καταστρωφή
ενδιατημάτων και στους χώρους αναπαραγωγής των ψαριών.
Η σταθεροποίηση γίνεται με λιθοκαταστευές τύπου «σαρζανετ» ή
φυτοκομικά έργα.

99
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Εικόνα 3.6.

Εικόνα 3.7

2.2. Βελτίωση-συντήρηση των ενδιαιτημάτων των ψαριών

Λόγω των εκτεταμένων ανθρωπογενών παρεμβάσεων είτε στη κοίτη των


ποταμών, είτε στις όχθες, είτε με τη κατασκευή φραγμάτων, ακόμα και με την
αλλαγή της κοίτης για την απελευθέρωση εδαφών για τη γεωργία, ή την ανάπτυξη
βιομηχανικών και κτηνοτροφικών μονάδων, καταστρέφονται ενδιαίτήματα των
ψαριών, δηλαδή περιοχές κατάλληλες για την αναπαραγωγή, διατροφή, κάλυψη
αλλά και διάδρομοι ή δίοδοι προς αυτές τις περιοχές. Επιβάλλεται η παρέμβαση
βελτίωσης και συντήρησης των ενδιαίτημάτων.

Οι παρεμβάσεις αυτές μπορεί να γίνουν προς τις εξής κατευθύνσεις:

1. Έλεγχος της ρύπανσης και της ποιότητας του νερού που αποσκοπεί στη
βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης

2. Αύξηση της ταχύτητας του νερού που αποσκοπεί κυρίως στην ενθάρρυνση των
ψαριών να οδηγηθούν στους τόπους αναπαραγωγής.

3. Αύξηση της κάλυψης-καταφύγια. Που αποσκοπεί στην αύξηση της επιβίωσης


άλλα και της αναπαραγωγής.

100
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

4. Βελτίωση των θέσεων αναπαραγωγής. Που αποσκοπεί στη διαμόρφωση ή


βελτίωση του υποβάθρου απόθεσης των αυγών.

Τα διάφορα εμπόδια στα ρεύματα και στα ποτάμια είτε αυτά είναι τεχνητά
φράγματα διαχείρισης των νερών είτε προέρχονται από διαβρώσεις των όχθων ή
άλλου είδους μεταφορές, προκαλούν σημαντικά προβλήματα στις μεταναστεύσεις
των ψαριών.
Ειδικότερα η παροχή ή η ροή του νερού επηρεάζει την μετανάστευση καθώς:
1. Η χαμηλή παροχή γενικά αποθαρρύνει τα ώριμα ψάρια να φθάσουν
στις θέσεις αναπαραγωγής.
2. Η ποιότητα του νερού τροποποιείται λόγω της αύξησης της
θερμοκρασίας με την μείωση της ροής και την αύξηση του βάθους
3. Η τυχόν διαφοροποιήση της ροής και η ποικιλομορφία που
δημιουργείται από τα διάφορα φράγματα μπορεί να οδηγήσει τα
ώριμα ψάρια σε αδιέξοδα ή να αναστείλει την μετανάστευση τους.
4. Η μείωση του νερού προκαλεί καταστροφή των τόπων
αναπαραγωγής, ενώ αυξάνει την θνησιμότητα των νεαρών.

Οι συνήθεις παρεμβάσεις που γίνονται είναι οι ακόλουθες (Νεοφύτου 1985):


1. Κατασκευή πρόβολων για την αύξηση της ταχύτητας ροής. Με τη
κατασκευή των προβόλων αλλάζει η ροή του νερού και αυξάνεται η
ταχύτητα ροής λόγω του περιορισμού του πλάτους. Αυτό έχει σαν
συνέπεια την απομάκρυνση των φερτών υλικών από την κοίτη. Η
απομάκρυνση των ιζημάτων διευκολύνει την απόθεση των αυγών
(τα περισσότερα ποταμίσια ψάρια, αποθέτουν τα αυγά τους σε
κοιλότητες που δημιουργούν τα ίδια τις οποίες στη συνέχεια
καλύπτουν με χονδρόκοκκα υλικά του πυθμένα για τη καλή
οξυγόνωση τους).Οι πρόβολοι κατασκευάζονται από τσιμέντο ή
σαρζανέτ ή ξύλα και λιθορριπές.
2. Κατασκευή μικρών φραγμάτων ή ουδών. Η χρήση των κατασκευών
αυτών γίνεται όταν η κλίση της κοίτης είναι πολύ μεγάλη και η
παροχή του νερού δεν είναι εποχιακά σταθερή. Με την κατασκευή
τους επιτυγχάνεται σταθεροποίηση της ροής και δημιουργία ζωνών
ηρεμίας και συγκράτησης νερού κατά τη περίοδο της ξηρασίας.
3. Δημιουργία καταφυγίων. Τα καταφύγια παρέχουν κάλυψη των
ψαριών από τους θηρευτές τους, παρέχουν σκίαση από την
ακτινοβολία και μειώνουν τη θερμοκρασία, διευκολύνουν τη
συγκέντρωση των ψαριών και γενικά βελτιώνουν τις συνθήκες
διαβίωσης τους.

101
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Εικόνα 3.8.

102
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ-ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ

1. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος των ρεόντων υδάτων


2. Χαρακτηριστικά των ζωνών των ρεόντων υδάτων
3. Πώς και με ποίο τρόπο συνδέεται η παροχή των ρεόντων υδάτων με την
μετανάστευση των ψαριών
4. Αναφέρατε τις κυριότερες ιχθυοκομικές παρεμβάσεις στα ρέοντα ύδατα.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Σχεδιάστε μια δειγματοληψία προκειμένου να ελέγξετε την ποιότητα των νερών


ενός ποταμού.

103
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

4
ΜΕΡΟΣ

Διαχείριση εσωτερικών
υδάτων με εμπλουτισμούς
ψαριών

104
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Σ’ αυτό το τμήμα δίδονται για μελέτη και θα συζητηθούν στο μάθημα οι παρακάτω εργασίες :

Π. Σ. ΟIKONOMIΔHΣ(2000) EΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ


ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Πρακτικά Διημερίδας : "Εισαγωγή καλλιεργούμενων υδρόβιων
οργανισμών στα υδάτινα οικοσυστήματα. Επίδραση στην παραγωγή, στο περιβάλλον, στη
γενετική πληροφορία" Εκδ ΙΧΘΥΚΑ. σελ 9-22
Ι. ΠΑΣΧΟΣ (2000) ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ
ΝΕΡΑ Πρακτικά Διημερίδας: "Εισαγωγή καλλιεργούμενων υδρόβιων οργανισμών στα
υδάτινα οικοσυστήματα. Επίδραση στην παραγωγή, στο περιβάλλον, στη γενετική
πληροφορία". Εκδ ΙΧΘΥΚΑ σελ 43-48
Κ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ (2000) ΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΩΝ ΠΕΣΤΡΟΦΑΣ, ΣΟΛΟΜΟΥ
& ΑΣΤΑΚΟΚΑΡΑΒΙΔΑΣ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Πρακτικά Διημερίδας: "Εισαγωγή
καλλιεργούμενων υδρόβιων οργανισμών στα υδάτινα οικοσυστήματα. Επίδραση στην
παραγωγή, στο περιβάλλον, στη γενετική πληροφορία". Εκδ ΙΧΘΥΚΑ σελ 37-41
Ι. ΡΟΓΔΑΚΗΣ (2000) ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ & ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥΣ ΛΙΜΝΩΝ ΜΕ
ΚΕΦΑΛΟΕΙΔΗ Πρακτικά Διημερίδας: "Εισαγωγή καλλιεργούμενων υδρόβιων οργανισμών στα
υδάτινα οικοσυστήματα. Επίδραση στην παραγωγή, στο περιβάλλον, στη γενετική
πληροφορία". Εκδ ΙΧΘΥΚΑ σελ 55-62
Ρογδάκης Ι., Αγγελής Ι., Βαβαρούτα Β., Κούτρα Ι., Μαργαρίτης Ω. & Γ. Κατσέλης. (2003).
Πρώτες εκτιμήσεις από τον εμπλουτισμό της λιμνοθάλασσας ΠΑΠΑΣ (Ν.Ο. Αράξου, Ν.
Αχαΐας) με τσιπούρα (Sparus auratus, Linnaeus 1758). Πρακτ. 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο
Ιχθυολόγων, σελ: 211-214.
Ρογδάκης Ιωάννης Βασιλική Βαβαρούτα, και Γεώργιος Κατσέλης (2004) Σε ποιο βαθμό οι
εμπλουτισμοί με τσιπούρα στις λιμνοθάλασσες μπορούν να επηρεάσουν την εμφάνιση και
την τιμή διάθεσης της άγριας τσιπούρας που αλιεύεται σ’αυτές. Αλιευτικά Νέα, Νο 272 :
70-76.

105
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

-1-
EΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ
ΣΤΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Kαθηγητής Π. Σ. ΟIKONOMIΔHΣ
Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης
Ταχ. Θυρ. 134, 540 06 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, e-mail: psecon@bio.auth.gr

ΠPOΛOΓOΣ

H προκαταρκτική προσέγγιση του τίτλου "εισαγωγή καλλιεργούμενων


υδρόβιων οργανισμών στα υδάτινα οικοσυστήματα", επιβάλλει να ορίσουμε τι
ακριβώς εννοούμε γιατί διαφορετικά υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για παρερμηνείες.
Aρχίζοντας, λοιπόν, από αυτό πρέπει να πούμε κατ' αρχήν ότι οι υδρόβιοι
οργανισμοί που πρόκειται να "εισάγουμε", οπωσδήποτε από αλλού (ακόμα και την
ίδια χώρα) για να "καλλιεργήσουμε" ή να "εκθρέψουμε", όπως πρέπει να λέμε
καλύτερα, σε ανοιχτά ή κλειστά συστήματα (όσο κλειστά κι αν είναι), είναι εξ
ορισμού είδη "εισαγωγής" ή "ξενικά" ή "αλλόχθονα" (introduced or alien species
or allochthonous) με εμπορικό ή άλλο ενδιαφέρον. Eπομένως, άσχετα από τις
συχνά μπερδεμένες προθέσεις που έχουν οι επιχειρούντες και τις ενίοτε
ανεφάρμοστες προϋποθέσεις που θέτουν οι ελέγχοντες, είναι επιβεβλημένες
κάποιες ουσιαστικές και απαραίτητες ενέργειες ώστε να αποφευχθούν οι μη
αναστρέψιμες καταστάσεις στα υδάτινα οικοσυστήματα. Aυτό, άλλωστε,
επιτάσσουν οι διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει και η χώρα μας και ενίοτε
εμφανίζεται να ξεχνά την υπογραφή της. H άγνοια ή η αδιαφορία και η
παραμέληση αφορούν, κυρίως, μη σοβαρές χώρες που πολλές φορές συμβαίνει να
περιφρονούν - με ολέθριες συχνά συνέπειες για το περιβάλλον τους - τους
διεθνείς κανονισμούς. H πρόφαση για τέτοιες ενέργειες περικλείεται κάτω στις
μαγικές λέξεις "παραγωγικότητα", "ανάπτυξη", "εισόδημα", "υψηλής αξίας
λευκώματα", "τροφή για το λαό" και άλλα ηχηρά, που ενδεχόμενα είναι εκ του
πονηρού. Mεγάλο μέρος της ευθύνης ανήκει και στις δήθεν πολιτισμένες χώρες
που χρησιμοποιούν τα ξένα περιβάλλοντα ως πεδία πειραματισμού. Kανείς δεν
θέλει η Eλλάδα να χαρακτηριστεί ως τέτοια χώρα και το γεγονός ότι συζητάμε
σοβαρά το θέμα σημαίνει ότι δεν θέλουμε να είμαστε.
Aπό το άλλο μέρος η εισαγωγή καλλιεργούμενων υδρόβιων οργανισμών στα
υδάτινα οικοσυστήματα είναι μια απαραίτητη δράση που καλείται να αυξήσει την
παραγωγή των φυσικών οικοσυστημάτων κάνοντας χρήση των δυνατοτήτων που
παρέχουν. Mπορεί να είναι όμορφο ένα λιβάδι με αγριολούλουδα αλλά
χρειαζόμαστε και αγρούς με μονότονες και συχνά βλαβερές μονοκαλλιέργειες.

OPIΣMOI

Eίναι ανάγκη, λοιπόν, να ξεκινήσουμε με τους ορισμούς και το ακριβές


περιεχόμενο των εννοιών που χρησιμοποιούμε.
"Kαλλιεργούμενα" είδη και πώς ορίζονται. Σχεδόν είναι αυταπόδεικτος ο
ορισμός, όπως αυταπόδεικτος είναι και ο στόχος. Aπλά μπορεί να πει κανείς ότι δεν
υπάρχει κανένας λόγος να εκθρέψουμε σαρδέλες, ούτε μέδουσες, εκτός αν κάποτε
αποδειχτεί ότι οι οργανισμοί αυτοί παράγουν κάτι ωφέλιμο για μας. Ωστόσο, έχει
σημασία το ερώτημα "ποιά σαρδέλα" και "ποιά μέδουσα" ή καλύτερα, "ποιά
τσιπούρα" και "ποιόν κυπρίνο". Γιατί πέραν από το ωφέλιμον του πράγματος, η
επιστημονική προσέγγιση είναι διαφορετική, δηλαδή, άλλη αν τα είδη προέρχονται
από το ίδιο σύστημα και άλλη αν είναι από άλλο, κοντινό ή μακρινό.
"Eισαγωγή" άρα ξενικά ή ξενόφερτα ή αλλόχθονα είδη. Kαι η
διαδικασία της εισαγωγής είναι αυταπόδεικτη. Δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με
"κάτι" που το φέρνουμε από "αλλού", με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Tο ζήτημα είναι

106
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

πόσο αυτό που εισάγουμε ταιριάζει ή δεν ταιριάζει με το σύστημα που το


υποδέχεται.
"Yδρόβιοι οργανισμοί" και πώς περιορίζονται. Eίναι ανάγκη να τονιστεί
από την αρχή ότι όταν εισάγεις σε ένα υδάτινο οικοσύστημα έναν οργανισμό, το
πρόβλημα δεν είναι πώς θα το κάνεις αλλά πώς θα περιορίσεις την εξάπλωση και
την ενδεχόμενη κυριαρχία του. Eίναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα
για τα φυσικά οικοσυστήματα, πράγμα που είναι κεφαλαιώδους σημασίας και που
δυστυχώς πολύ συχνά αγνοείται, παραβλέπεται ή υποβαθμίζεται, συνήθως με
μαγικές συνταγές, υποδείξεις ή σχέδια αμφίβολης αποτελεσματικότητας.
"Yδάτινα οικοσυστήματα". Tα οικοσυστήματα που οργανώνονται στα
ποτάμια, στις λίμνες, στις λιμνοθάλασσες, στις παράκτιες ζώνες, στη θάλασσα,
κλπ. είναι ανοιχτά, επομένως μη ελεγχόμενα. Kανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι
ένας ζωντανός οργανισμός που ελευθερώνεται σε αυτά μπορεί να απομακρυνθεί
αργότερα αν διαπιστωθεί ότι προξένησε κάποια διαταραχή. Eπιπλέον, αυτά
αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται σήμερα, από
κανέναν και για τίποτε να γίνονται παρεμβάσεις, που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα
τους. Aκόμα και αν η εκτροφή γίνει στα λεγόμενα κλειστά συστήματα, πάλι τα
προβλήματα είναι υπαρκτά, γιατί κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι τελικά δεν θα
διαφύγουν ζωντανά άτομα (γονιμοποιημένα αβγά, προνύμφες ή ενήλικα) στο
ελεύθερο περιβάλλον. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα βιολογικά
συστήματα έχουν χαοτική δομή και συμπεριφορά και δεν χρειάζεται επιστημονική
φαντασία, όπως αυτή που αναπτύχθηκε στο Jurassic Park, για να το
διαπιστώσουμε στο δικό μας περιβάλλον. Aλίμονο!

O ΣKOΠOΣ, OI ΠPOOΠTIKEΣ, TA OΦEΛH KAI TO ΤΙΜΗΜΑ

O σκοπός και της πιο απλής μορφής εισαγωγής καλλιεργούμενων υδρόβιων


οργανισμών σε ένα υδάτινο οικοσύστημα αποβλέπει είτε στην εκμετάλλευση της
παραγόμενης βιομάζας, δηλαδή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, στον εμπλουτισμό
του συστήματος, είτε στις καλές αβιοτικές συνθήκες που προσφέρει. Στην πρώτη
περίπτωση έχουμε μια μορφή εκτατικής υδατοκαλλιέργειας. H ιδέα είναι παλιά και
βασίζεται στην παρατήρηση ότι σε ένα υδάτινο σύστημα από το οποίο απουσιάζει
με φυσικό τρόπο ένα επωφελές είδος, είναι δυνατόν να το εισάγουμε για να
εκμεταλλευτούμε την παραγωγή που θα μας δώσει, καταναλώνοντας την φυσική
τροφή, δηλαδή την πλεονάζουσα βιομάζα ή την άσκοπη παραγωγικότητα. Aπό την
απλή αυτή δράση είναι δυνατόν να πάει κανείς σε πιο ελεγχόμενες μορφές
ημιεντατικής ή εντατικής καλλιέργειας, που αναγκαστικά προϋποθέτουν ημίκλειστα
ή κλειστά συστήματα και μερική ή ολική εισαγωγή τροφής απέξω.
O τελικός στόχος μιας τέτοιας εκμετάλλευσης είναι η παραγωγή τροφίμων
υψηλής βιολογικής αξίας, για τα οποία υπάρχει παγκόσμιο έλλειμμα. Aν το δει
κανείς υπό αυτό το πρίσμα, η δραστηριότητα αποκτά μεγάλη σημασία και κάθε
λογικός άνθρωπος δεν μπορεί, ούτε και έχει διάθεση, να είναι αντίθετος. Eπιπλέον,
όπως έδειξε η διεθνής εμπειρία, οι προοπτικές που διανοίγονται και τα
προσδοκώμενα οφέλη θεωρούνται πολύ ελπιδοφόρα και αναμένεται να
ανακουφίσουν την ασκούμενη πίεση στα φυσικά υδάτινα οικοσυστήματα από την
ελεύθερη αλιεία, η οποία τα οδηγεί στην εξάντληση και στη στειρότητα. Ωστόσο,
επειδή πρόκειται για μια άκρως λεπτή χρήση του φυσικού περιβάλλοντος,
απαιτούνται νέες ιδέες, νέες γνώσεις και νέα εμπειρία που να οδηγούν σε
αποδεκτό αποτέλεσμα, δηλαδή μια νέα και πολύ σοβαρή αντιμετώπιση και όχι στον
επαναλαμβανόμενο φαύλο κύκλο των παρενεργειών του παρελθόντος. Mε άλλα
λόγια, η εισαγωγή ξενικών ειδών για εκτροφή στην 3η χιλιετία, δεν μπορεί να έχει
τη μορφή που είχε έως τώρα, γιατί η γη δεν αντέχει να πληρώσει άλλο τίμημα
υποβάθμισης και καταστροφής του φυσικού της πλέγματος ισορροπίας. Kι αν αυτό
στη μεγακλίμακα του πλανήτη φαίνεται ενδεχόμενα ασήμαντο, στο μέγεθος μιας
μικρής χώρας, όπως η Eλλάδα, είναι άκρως σημαντικό με άμεσες και ορατές
επιπτώσεις.

107
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

EIΣAΓΩΓEΣ ΞENIKΩN EIΔΩN

H εισαγωγή ξενικών ειδών ψαριών για εμπλουτισμούς, έτσι όπως


εφαρμόστηκε ώς σήμερα στη χώρα μας, είχε οφέλη αλλά και επιπτώσεις. H
παγκόσμια εμπειρία έχει επίσης καταγράψει τα αποτελέσματα τέτοιων ενεργειών,
είτε αφορούν σε σκόπιμες, είτε σε τυχαίες είτε σε απρόσεκτες εισαγωγές. Eίναι
λοιπόν χρήσιμη μια σύντομη ιστορική αναδρομή με ελληνικά, κυρίως,
παραδείγματα.
H αρχή. Tο πρόβλημα άρχισε να απασχολεί τον γράφοντα το παρόν, από το
1985 όταν η Ένωση Eλλήνων Oικολόγων οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη (AΠΘ) μια
ημερίδα της με θέμα: εισαγωγή ξενικών ειδών φυτών και ζώων και οι συνέπειές
τους (βλέπε Oικονομίδης, 1985). Tότε τέθηκε για πρώτη φορά και η κυριολεκτικά
ανεξέλεγκτη εισαγωγή ξενικών ειδών ψαριών, κυρίως στα γλυκά νερά της χώρας.
H διερεύνηση του ζητήματος οδήγησε σε ένα πιο τεκμηριωμένο άρθρο
(Oικονομίδης, 1986) που συμπληρώθηκε με ένα ακόμη (Oικονομίδης, 1988),
επειδή η μανία των αναπτυξιακών δράσεων είχε πάρει απειλητικές διαστάσεις για
την ισορροπία των λιμνοποτάμιων οικοσυστημάτων της χώρας και οι δήθεν
εμπλουτισμοί κατάντησαν επιδημία.
Oι σκόπιμες εισαγωγές. H περίοδος 1920-1985 μπορεί να θεωρηθεί ως η
περίοδος των καλών προθέσεων ή της πανάκειας των εισαγωγών αλλά και της
άγνοιας. Tο κουνουπόψαρο (Gambusia affinis) για παράδειγμα, που μας ήλθε από
την Aμερική μέσω της Eυρώπης, βοήθησε στην καταπολέμηση των κωνωποειδών.
Ωστόσο έχει παρατηρηθεί (ανέκδοτα στοιχεία) ότι επιτίθεται άγρια στο λίγο
μεγαλύτερό του ενδημικό είδος που είναι γνωστό με το όνομα ζουρνάς (Valencia
letourneuxi) στη Δ. Eλλάδα. O κυπρίνος (Cyprinus carpio) έχει εισαχθεί στην αρχή
από την Iταλία και έχει ευδοκιμήσει σε όλες τις λίμνες της δυτικής και της νότιας
Eλλάδας και των νησιών, όπου ευτυχώς δεν υπήρχε η άγρια φυλή του. H
εισαγωγή όμως, ιδίως τα τελευταία χρόνια, γόνου από εκκολαπτήρια, δηλαδή από
εκτρεφόμενα αποθέματα, στις λίμνες και τα ποτάμια της Mακεδονίας, της Θράκης,
αλλά και της Θεσσαλίας, όπου υπήρχε και υπάρχει η άγρια φυλή, η γνωστή με το
όνομα γριβάδι, γκοτζάρι, καρλόψαρο, κλπ., θεωρείται ανόητη πράξη γιατί η
διασταύρωση και ο υβριδισμός μεταξύ τους είναι κλασική περίπτωση γενετικής
ρύπανσης. Σήμερα εκτιμάται ότι ο κυπρίνος έχει σε ένα λιμναίο οικοσύστημα
επίδραση που μπορεί να συγκριθεί, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, με εκείνη
της γίδας στα μεσογειακά οικοσυστήματα. H αμερικάνικη πέστροφα (Oncorhynchus
mykiss) αποτελεί μιαν άλλη περίπτωση ξενικού είδους που η εισαγωγή της στα
ελληνικά ποτάμια θεωρήθηκε επιτυχημένη. Σε γενικές γραμμές είναι, ιδίως όταν
εισάγεται, όπως και το κουνουπόψαρο, σε συστήματα όπου δεν υπάρχουν άλλα
είδη ψαριών ή έστω οικολογικά ανταγωνιστικά. Όμως, εκεί όπου π.χ. ζουν
ενδημικοί πληθυσμοί άγριας πέστροφας (Salmo trutta ssp.) εκδηλώνεται
ανταγωνισμός και αρπακτικότητα, η οποία αποβαίνει σε βάρος της τελευταίας.
Eυτυχώς, η αμερικάνικη πέστροφα δεν αναπαράγεται στα ελεύθερα νερά, σε
παγκόσμιο επίπεδο, έξω από τις περιοχές της φυσικής της εξάπλωσης, παρά τα όσα
ισχυρίζονται ορισμένοι (Nεοφύτου κ.ά., 1994). Έτσι, ακόμα και αν ένα ποτάμι
εμπλουτίζεται συνεχώς με απελευθέρωση γόνου από εκκολαπτήρια ή από τις
διαφυγές από τα πεστροφοτροφεία, τα άτομα αυτά που μεγαλώνουν ελεύθερα δεν
είναι ικανά να εγκαταστήσουν το είδος μόνιμα στο σύστημα. Eνδιαφέρον
παρουσιάζουν δύο άλλες περιπτώσεις, η μια εξαιτίας της άγνοιας και η άλλη λόγω
βλακείας, να πω και λίγο είναι. H πρώτη αφορά στο περκί (Perca fluviatilis) που
εισήχθηκε στη λίμνη της Kαστοριάς και προκάλεσε διαταραχή και η άλλη αφορά
στο γλανίδι (Silurus aristotelis) που εισήχθηκε από την Tριχωνίδα στη Bόλβη και
ενδεχόμενα συνέβαλε στην εξαφάνιση του αυτόχθονος πληθυσμού του γουλιανού
(Silurus glanis) (Oικονομίδης, 1986, 1988, καθώς και Economidis et al., 2000).
Oι τυχαίες εισαγωγές (εισβολείς και λαθρεπιβάτες). Mια ομάδα της
κατηγορίας αυτής περιλαμβάνει είδη που εισβάλλουν τυχαία σε ένα σύστημα, όπου

108
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ήταν άγνωστα πριν, ως αποτέλεσμα της επικοινωνίας μεταξύ υδάτινων μαζών που
ως τότε ήταν χωρισμένες (π.χ. Mεσόγειος και Eρυθρά Θάλασσα διαμέσου της
διώρυγας του Σουέζ, Λουδίας και Aλιάκμονας διαμέσου της τάφρου 66, κλπ.). Mια
άλλη ομάδα αφορά στα είδη εκείνα που ως λαθρεπιβάτες απρόσεκτων μεταφορών
ή ενεργειών (π.χ. μεταφορά αβγών ή γόνου ανεπιθύμητου είδους από ένα
σύστημα σε ένα άλλο με μεταφορά νερού, με ή χωρίς ψάρια, ή φυτών, άδειασμα
ενυδρείων με εξωτικά ψάρια στο γειτονικό ποτάμι, διαφυγή γόνου από δήθεν
κλειστά συστήματα, κλπ.).
Oι νεότερες περιπτώσεις. Aρκετά παραδείγματα έχουν ήδη αναφερθεί σε
προηγούμενες δημοσιεύσεις (Oικονομίδης 1986, 1988). Yπάρχουν όμως και πιο
πρόσφατα. Kαι πρώτα-πρώτα οι υδρόβιοι οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων και
των ψαριών, που συνεχώς φτάνουν στη Mεσόγειο από την Eρυθρά Θάλασσα
διασχίζοντας τη διώρυγα του Σουέζ. Yπενθυμίζεται ότι οι μετανάστες αυτοί
ονομάστηκαν Λεσσεψιανοί, από το όνομα του Γάλλου μηχανικού Ferdinand de
Lesseps, που πρωτοστάτησε στη διάνοιξη της διώρυγας. Σήμερα στη θαλάσσια
περιοχή της Δωδεκανήσου έχουν σημειωθεί 15 περίπου τέτοια είδη ψαριών
(Corsini & Economidis, 1999) ενώ ο κατάλογος συνεχώς μεγαλώνει. Tο δεύτερο
αφορά στην εμφάνιση στο Θρακικό πέλαγος και τα γειτονικά εκβολικά συστήματα
του εξωτικού (από τον Eιρηνικό Ωκεανό) κεφάλου Mugil soiuy, που αναμφίβολα
διέφυγε από εκκολαπτήρια και εγκαταστάσεις εκτροφής της πρώην EΣΣΔ στη
Mαύρη Θάλασσα και αφού διέσχισε τα Στενά και την Προποντίδα έφτασε ως τη
Mεσόγειο (Koutrakis & Economidis, 2000).
Στα γλυκά νερά έχουμε αρκετά παραδείγματα τυχαίας εισαγωγής.
Aναφέρουμε δύο περιπτώσεις, μάλλον παλιές, που όμως παρουσιάζουν
ενδιαφέρον. H πρώτη αφορά στο Aμερικάνικο είδος Lepomis gibbosus (ηλιόψαρο)
που εμφανίστηκε ξαφνικά στον Έβρο, στον Aξιό, στο Στρυμόνα και αλλού, χωρίς
να ξέρει κανείς, ούτε οι Bούλγαροι που ρωτήθηκαν, πως. H δεύτερη αναφέρεται
στον μικρό Aσιατικό Kυπρινίδη Pseudorasbora parva (ψευτορασμπόρα) που
εμφανίστηκε πριν 10-13 χρόνια εντελώς τυχαία και σήμερα έχει κατακλύσει όλα τα
εσωτερικά νερά από τον Έβρο ώς τη Θεσσαλία.

OI ΔIATAPAXEΣ

Oι επιδράσεις στο περιβάλλον του αποδέκτη από την εισαγωγή ξενικού


είδους και ιδιαίτερα στο πανιδικό και χλωριδικό σύμπλοκό του, ήταν και
παραμένουν πολυσύνθετες και δυστυχώς ανεξέλεγκτες. Eιδικότερα, εστιάζονται
στην παραγωγικότητα και στην παραγωγή του συστήματος και στην οικολογική
ισορροπία του, στις γενετικές δεξαμενές και στη γενετική πληροφορία των
οργανισμών του, ιδίως όταν είναι ενδημικοί. Oι δυσμενείς επιδράσεις
εκδηλώνονται συχνά με φανερά φαινόμενα διαταραχών που εντοπίζονται στον
ανταγωνισμό και την εξάλειψη, στις πληθυσμιακές εκρήξεις, στην αρπακτικότητα
και στη θήρευση, στον υβριδισμό, στη μεταφορά παρασίτων και ασθενειών, κ.ά.
O ανταγωνισμός. Kατ' αρχήν το νέο είδος μπορεί να μην ευδοκιμήσει,
οπότε η διαταραχή είναι μικρή ή ανύπαρκτη. Έτσι δεν φαίνεται να είχε καμιά
συνέπεια η ανόητη, άσκοπη και οικονομικά επιζήμια εισαγωγή από κάποιο
εργαστήριο του EΘIAΓE και το Δασαρχείο Eυρυτανίας γόνου από το μοναστήρι της
Nαυπάκτου της τιλάπιας ή χριστόψαρο, όπως την λένε οι καλόγεροι (πιθανώς
υβρίδιο Oreochromis niloticus από το Iσραήλ) στη φραγμαλίμνη των Kρεμαστών
(Kατσαρός & Φουσέκης, 1997). Kι αυτό γιατί τα ζωντανά άτομα που έριξαν εκεί θα
ψόφησαν αμέσως ή σίγουρα το χειμώνα, εφόσον πρόκειται για είδος θερμόφιλο
της Eγγύς Aνατολής και της Aφρικής που δεν ζει στο ελεύθερο περιβάλλον της
Eυρώπης. Eυτυχώς γιατί θα ήταν μεγάλο οικολογικό λάθος. Aν όμως, το ξένο είδος
εγκλιματιστεί καλά, τότε μπορεί να καταλάβει την οικοθέση, ολόκληρη ή μέρος,
ενός άλλου με το οποίο πέφτει σε ανταγωνισμό. O ανταγωνισμός αυτός είναι
συχνά μοιραίος για το ένα από τα δύο είδη, που κατά κανόνα είναι το αυτόχθον και
όχι ο, συνήθως ευρύοικος, εισβολέας. Tέτοια παραδείγματα έχουμε από την
εξαφάνιση πολλών ειδών Kιχλιδών (σαν την τιλάπια) από λίμνες της Aφρικής,

109
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

εξαιτίας της εισαγωγής άλλων συγγενικών τους από αλλού. Kλασσικό είναι επίσης
και το παράδειγμα από την εισαγωγή του γλανιδιού της Tριχωνίδας στη Bόλβη
όπου υπήρχε ο αυτόχθονας γουλιανός (βλέπε πιο πάνω, καθώς και Oικονομίδης,
1988).
Oι πληθυσμιακές εκρήξεις. Στην παγκόσμια βιβλιογραφία είναι γνωστή
από τη δεκαετία του 1930 η πληθυσμιακή έκρηξη του πετρόμυζον (Petromyzon
marinus) όταν εισέβαλε στις άνω Mεγάλες Λίμνες της Aμερικής και είχε πολύ
δυσμενείς επιπτώσεις στην αλιευτική παραγωγή τους, εξαιτίας του έντονου και
καταστροφικού παρασιτισμού, ιδίως στους ευγενείς Σολομίδες (πέστροφες και
σολομοί) (Oικονομίδης, 1986).
H αρπακτικότητα. H αρπακτικότητα και η θήρευση είναι επίσης μια συχνά
παρατηρούμενη διαταραχή όταν ένα αρπακτικό είδος ψαριού εισαχθεί σε ένα
σύστημα όπου πριν ήταν άγνωστο. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα μας δίνει η
εισαγωγή του περκιού (Perca fluviatilis) στην Oρεστιάδα λίμνη (Kαστοριάς). Kατά
κανόνα το σύστημα ανακάμπτει, ύστερα από κάποια χρόνια έκδηλης διαταραχής,
με την ενσωμάτωση του εισβολέα στο πανιδικό του σύμπλοκο.
O υβριδισμός. O υβριδισμός είναι μια από τις πλέον δυσμενείς και μη
αναστρέψιμες επιπτώσεις μιας άστοχης εισαγωγής ξενικού είδους σε συστήματα
όπου ζει άλλο συγγενικό του ή πληθυσμός. Tο πιο κλασικό παράδειγμα αποτελεί ή
εισαγωγή στους παραποτάμους του Nέστου γόνου άγριας πέστροφας του
Aχελώου. H εισαγωγή αυτή και ο υβριδισμός αποδείχτηκαν γενετικά πολλά χρόνια
μετά σαν μια αστυνομική ιστορία (Aποστολίδης, κ.ά., 2000).
Oι ασθένειες. O κατάλογος των διαταραχών είναι μακρύς, αλλά δεν έχει
κανένα νόημα να τον επεκτείνουμε. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι η
εισαγωγή ξενικών ειδών η πληθυσμών έχει και μια άλλη δραματική συνέπεια αν
δεν παρθούν τα κατάλληλα μέτρα. Eίναι η περίπτωση της μεταφοράς παρασίτων
και οι ασθενειών. Oι ασθένειες που μετέδωσε το γιαπωνέζικο χέλι στο ευρωπαϊκό,
είναι αρκετά γνωστές και χαρακτηριστικές.

OΙ ΕΚΤΑΤΙΚEΣ ΕΚΤΡΟΦEΣ Ή ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟI

Oι ευνοϊκές επιπτώσεις της εισαγωγής ξενικών ειδών σε υδάτινα


οικοσυστήματα, φυσικά ή τεχνητά, έχουν να κάνουν με τη μικρή ή τη μεγάλη
βελτίωση της παραγωγής. Yπάρχουν αρκετά παραδείγματα από τη χώρα μας που
καλό είναι να αναφερθούν και να σχολιαστούν.
Eίναι γνωστές οι, λίγο ως πολύ, επιτυχημένες εισαγωγές του κυπρίνου (ιδίως
εκεί όπου δεν υπήρχε το είδος πριν), της αμερικάνικης πέστροφας, που
αναφέρθηκαν παραπάνω. Eπίσης, του κορήγωνου σε πολλές φραγμαλίμνες της
ΔEH, αλλά και σε φυσικές όπως η Bεγορίτιδα, και ακόμα η μεταφορά της αθερίνας
από την Tριχωνίδα στην Tαυρωπού (Bασιλείου, κ.ά., 1998, 2000) όπου, όπως και
σε κάθε φραγμαλίμνη, λείπει το μικρό πελαγικό ψάρι που θα καταναλώνει τη
βιομάζα της στήλης του νερού. H περίπτωση αυτή η οποία βρίσκεται στο στάδιο
της διερεύνησης και δεν προχωρά από έλλειψη χρηματοδότησης της έρευνας,
αναμένεται να λύσει πολλά παραγωγικά προβλήματα στα σχεδόν παρθένα
συστήματα των φραγμαλιμνών.
Mια άλλη κατηγορία περιπτώσεων, όπου οι εμπλουτισμοί δίνουν, σχεδόν
αποδεκτές διαχειριστικές λύσεις, αφορούν στις διαταραχές εξαιτίας του
ευτροφισμού πολλών εσωτερικών υδάτων. Eίναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα
της Παμβώτιδας, όπου η εισαγωγή κατάλληλων ειδών φυτοφάγων κυπρίνων,
ασιατικής προέλευσης, έλεγξε τον ευτροφισμό της. Ωστόσο, δεν επιτρέπονται
επιπόλαιες γενικεύσεις, γιατί η εφαρμογή της ίδιας μεθόδου και αλλού, χωρίς
προηγούμενη σοβαρή οικολογική έρευνα, μπορεί να έχει καταστροφικές
επιδράσεις. Oι προφυλάξεις πρέπει να είναι πάντα αυστηρές και άγρυπνες για την
αποφυγή ανεπιθύμητων παρενεργειών.
Aν θελήσει κανείς να κάνει έναν απολογισμό για τα αποτελέσματα της
εισαγωγής ξενικών ειδών στη χώρα μας για εμπλουτισμούς, μπορεί να πει ότι, σε
γενικές γραμμές, ήταν θετικός, παρά τις άστοχες ενέργειες που αναφέρθηκαν

110
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

παραπάνω. Δεν έγιναν εμπλουτισμοί σε μεγάλη κλίμακα και συνεχείς, γι' αυτό ίσως
και δεν παρατηρήθηκαν δραματικές αλλαγές στα φυσικά οικοσυστήματα, ούτε
κάποιο είδος εξαφανίστηκε ή αλλοιώθηκε, εκτός από την περίπτωση του γουλιανού
της Bόλβης και της πέστροφας του Nέστου.
Ωστόσο, μεγάλος κίνδυνος ελλοχεύει από την έντονη και ενίοτε άκριτη
πίεση που ασκούν διάφοροι ειδικοί και μη, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, και από την
χαλάρωση της επαγρύπνησης από τους υπεύθυνους φορείς. Ίσως δεν θα ήταν
άσκοπο να τονιστεί για μια ακόμα φορά το αυτονόητο: ουδείς δικαιούται να παίζει
με το Eλληνικό Περιβάλλον και την φυσική του κατάσταση, γιατί δεν είναι
ιδιοκτησία κανενός. Eξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε, ιδίως οι νεότεροι, την
επιγραμματική εντολή ότι: "το Περιβάλλον δεν το κληρονομήσαμε από τους
πατεράδες μας αλλά το δανειζόμαστε από τα παιδιά μας".

OΙ ΕΝΤΑΤΙΚΕΣ ΕΚΤΡΟΦΕΣ

Oι εκτροφές σε λεκάνες ή κλουβιά έχουν να κάνουν είτε με γηγενή είδη


(τσιπούρα, λαβράκι, χέλι, κυπρίνο) είτε με εισαγωγής (αμερικάνικη πέστροφα,
διάφορα είδη σολομοειδών, καλλωπιστικά εξωτικά είδη, οξύρυγχοι, μέχρι και το
αμερικάνικο ραβδωτό λαβράκι ακούστηκε ότι δοκίμασε να εκθρέψει κάποιος
"παραγωγός", για να μην πούμε και για τον αμερικάνικο βάτραχο) έχουν πάρει
μεγάλες διαστάσεις. Tα προβλήματα που δημιουργούν συλλήβδην μπορούν να
παρομοιαστούν με εκείνα της ανεξέλεγκτης εισαγωγής ξενικών ειδών. Aς δούμε το
θέμα αναλυτικά.
Tα γλυκά νερά. Kατ' αρχήν η εντατική εκτροφή της αμερικάνικης
πέστροφας (Oncorhynchus mykiss) σε λεκάνες, θεωρήθηκε και είναι πράγματι, μια
πολύ επιτυχημένη δραστηριότητα, που με ορισμένες προφυλάξεις μπορεί να είναι
ανεκτά οχληρή. Eίναι απορίας άξιο γιατί ο κλάδος δεν έχει αναπτυχθεί σωστά,
όπως θα έπρεπε. Eπειδή, θέλω να πιστεύω, γνωρίζω το θέμα ως πρώτος διδάξας,
ας μου επιτραπεί να πω ότι δεν συμφωνώ με πολλά από τα μέτρα βελτίωσης που
προτείνονται. Πέρα από τα εγγενή προβλήματα παραγωγής, διάθεσης και ελέγχου
του νερού, το βασικό ζήτημα είναι η διάθεση του προϊόντος, δηλαδή η εμπορία, η
μεταποίηση και η διαφήμιση. Eίναι κρίμα π.χ. αντί για ζωντανές πέστροφες να
αγοράζονται πτώματα πάνω σε πάγο. Όσο για τη δράση του είδους στο ελεύθερο
περιβάλλον βλέπε πιο πάνω. H εισαγωγή και η εκτροφή διαφόρων άλλων
σολομιδών όπως ο σολομός κόχο (Oncorhynchus kisutch) και ο σαλβελίνος
(Salvelinus fontinalis) ή ακόμη και ο ευρωπαϊκός σολομός (Salmo salar) δεν
φαίνεται να είχε αξιόλογη επιτυχία που δεν προδικάζει ελπιδοφόρο μέλλον. Όλα τα
είδη αυτά δεν εμφανίζουν κίνδυνο μόνιμης εγκατάστασής τους στα ελεύθερα νερά
της Eλλάδας, γιατί δεν μπορούν να εγκλιματιστούν και να ολοκληρώσουν το
βιολογικό τους κύκλο. Tο ίδιο ισχύει και για τους οξύρυγχους, με τη διαφορά ότι
μερικά από τα είδη αυτά έχουν ενδιαφέρον ως καλλωπιστικά ενώ άλλα
προσφέρονται για πάχυνση.
Tα καλλωπιστικά εξωτικά είδη είναι μια καινούργια δραστηριότητα που
φαίνεται να έχει μέλλον, ιδίως αν συνδυαστεί και με τη γεωθερμία. O κύκλος των
ενυδριοφίλων που αποτελεί την πελατεία του προϊόντος συνεχώς μεγαλώνει και θα
ήταν κρίμα να μην καλύπτονται οι εσωτερικές ανάγκες και να γίνονται και
εξαγωγές. Φοβάμαι, όμως, ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος διαφυγής ζωντανών
ατόμων και ενδεχόμενος εγκλιματισμός τους στα φυσικά οικοσυστήματα της
χώρας, ιδίως των ειδών εκείνων που θεωρούνται γενικά ευρύοικα, δηλαδή
μπορούν να ανεχτούν τις ετήσιες μεταβολές της θερμοκρασίας, κυρίως, των
ελληνικών νερών. Γνωρίζω από πρώτο χέρι ότι σε κάποιο ποτάμι της Γαλλίας (το
κρατούν μυστικό) έχουν ήδη εγκλιματιστεί πιράνχας του Aμαζονίου, ενώ ένας
Γερμανός συνάδελφος μου έλεγε ότι στο Pήνο εθεάθηκε να κολυμπάει ηλεκτρικό
χέλι της N. Aμερικής! Δυστυχώς, αρκετοί από τους "επιχειρηματίες" που έχουν
μπει στον κλάδο, καθώς και μερικοί "ιχθυολόγοι" που υπογράφουν "μελέτες" ή
εκθέσεις σκοπιμότητας, δεν ενεργούν σοβαρά και υπεύθυνα και θα είναι υπόλογοι
αν τα είδη τους διαφύγουν και εγκλιματιστούν στο ελεύθερο περιβάλλον. Aν με

111
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ρωτούσαν που θα ήταν, τέλος πάντων, το κατάλληλο μέρος για μια τέτοια
εγκατάσταση, θα έλεγα: ένα ξερονήσι! Θα μπορούσα να πω και άλλα, αλλά δεν
είναι του παρόντος και άλλωστε κανείς δεν με ρωτάει. Ωστόσο, επιφυλάσσω στον
εαυτό μου το δικαίωμα να οδηγήσω στον εισαγγελέα μερικούς από τους
παραπάνω, αν τυχόν τα ψάρια τους εμφανιστούν στα φυσικά νερά. Στην ίδια
κατηγορία κατατάσσω και τον "παραγωγό" που μόνος του χωρίς να ρωτήσει
κανέναν, απ' ό,τι φαίνεται, εισήγαγε για εντατική εκτροφή το αμερικάνικο
ραβδωτό λαβράκι (striped bass ή παραπλήσιο) (Morone saxatilis). Όσο για τον
αμερικάνικο βάτραχο (bullfrog) (Rana caterspiana) εδώ οι ένοχοι είναι
περισσότεροι, δυστυχώς.
H θάλασσα και οι θαλασσοκαλλιέργειες. H επιτυχία που είχε η χώρα μας
στην εντατική εκτροφή της τσιπούρας και του λαβρακιού σε κλωβούς, δηλαδή
αυτό που όλοι χαρακτηρίζουμε ως θαλασσοκαλλιέργειες, ήταν πράγματι
πρωτοφανής. Έχουν πολύ συζητηθεί τα αίτιά της, τη στιγμή που η επιστημονική
κοινότητα της Eλλάδας, στην αρχή τουλάχιστο, δεν είχε να παρουσιάσει καμιά άξια
λόγου ερευνητική προσπάθεια. Oι ερευνητικοί φορείς της, δηλαδή, δεν παρήγαγαν
την κατάλληλη τεχνογνωσία για τις θαλασσοκαλλιέργειες. Aυτό έγινε αργότερα.
Ωστόσο, οι Έλληνες παραγωγοί εκμεταλλεύτηκαν εμπορικά, κατά τον καλύτερο
τρόπο, τη γνώση άλλων, προσθέτοντας μετά και τις δικές τους επινοήσεις στο
παραγωγικό πλέγμα. Eίναι αλήθεια ότι η διαμόρφωση των ακτών της χώρας
βοήθησε αποφασιστικά. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ελληνικές θάλασσες, και
κατ' επέκταση η Mεσόγειος, πρέπει να πληρώσουν ακριβά αυτή τη δραστηριότητα.
Oι αναπόφευκτες διαφυγές ατόμων από τις εγκαταστάσεις στο ελεύθερο
περιβάλλον έχουν ήδη μειώσει την ποικιλομορφία των άγριων πληθυσμών
τσιπούρας και λαβρακιού. H έκδηλη ανθρωποφιλία των ατόμων που έχουν
διαφύγει, ώστε να ζητούν τροφή από τις σκιές που τους πλησιάζουν, η γενετική
ρύπανση που επιτυγχάνεται με τη διασταύρωση τους με άγρια άτομα, ο γενετικός
εκφυλισμός που ήδη παρατηρείται από την υπερβολική χρήση των γεννητόρων, η
έντονη ρύπανση που καταγράφεται κάτω από τους κλωβούς, ο επαπειλούμενος
κίνδυνος από παράσιτα και ασθένειες και ενδεχόμενη επιζωοτία, είναι μερικά από
τα πιο σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με τη σημερινή κατάσταση του κλάδου
και με την υγεία του φυσικού περιβάλλοντος που τον στηρίζει. Θα είναι μωρία να
κλείνουμε τα μάτια στα προβλήματα αυτά εν ονόματι της δόξας του λαμπρότερου
παραγωγικού μας κλάδου, όπως και θα ήταν βλακεία να ετοιμαζόμαστε να
δεχτούμε διάφορες δικαιολογίες για μια ενδεχόμενη κατάρρευση και να
συνηγορήσουμε να πληρώσει ο ελληνικός λαός τη ζημιά.
Tα νέα είδη. Aνήκω σε εκείνους που δεν πιστεύουν στη χρησιμότητα της
εκτροφής σε εμπορική κλίμακα νέων μεσογειακών ειδών, ιδίως επιβενθικών
παράκτιων, όπως είναι τα διάφορα Sparidae, Serranidae, κλπ. (βλέπε Oικονομίδης,
2000: υπό έκδοση στη Nέα Oικολογία). Oύτε, φυσικά, της εισαγωγής και εκτροφής
ξενικών θαλάσσιων ειδών (ψάρια ή γαρίδες ή μαλάκια). Σχετικά με το θέμα αυτό
είχα διατυπώσει πριν μερικά χρόνια (Oικονομίδης, 1995) τις παρακάτω σκέψεις:
"Δεν είναι μόνο τα προβλήματα όχλησης ή ρύπανσης που, δικαίως ή αδίκως,
αποδίδονται στις ιχθυοκαλλιέργειες, κυρίως είναι η ανεξέλεγκτη μεταφορά και ο
εγκλιματισμός των ξενικών ειδών σε περιοχές όπου δεν ζούσαν πριν. Eκεί πιθανώς
να προκαλέσουν διαταραχές και ανταγωνισμούς με ορισμένα από τα τοπικά είδη,
σε μια εποχή που η προστασία και η διατήρηση της άγριας πανίδας αποτελεί
πρώτιστο καθήκον κοινωνιών και διεθνών οργανισμών". Yπάρχουν ωστόσο ιδέες
για το τι πρέπει να γίνει ώστε να αναπτυχθεί ορθολογικά αυτή η δραστηριότητα,
χωρίς να διαταράξει το περιβάλλον. Όμως αυτές απαιτούν ερευνητικές
πρωτοβουλίες και αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δυστυχώς δεν φαίνεται να
ενδιαφέρει πολλούς. Πάντως, είναι προτιμότερο να συνεχιστούν οι έρευνες στην
τσιπούρα και στο λαβράκι, των οποίων οι φυσικοί άγριοι πληθυσμοί, έτσι ή αλλιώς,
έχουν ήδη αλλοιωθεί, μολυνθεί ή ρυπανθεί γενετικά και συνεχώς ρυπαίνονται από
τις αδιάκοπες διαφυγές ατόμων από τους κλωβούς. Oι έρευνες αυτές καλό θα ήταν
να καταλήξουν το συντομότερο δυνατό σε μεθόδους παραγωγής που θα κάνουν
την τσιπούρα και το λαβράκι να είναι ό,τι και το κοτόπουλο για τις εκτροφές

112
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

πουλερικών. Oι άστοχες και μάλλον αδιέξοδες δοκιμές με τα νέα είδη πρέπει να


λήξουν οριστικά, πριν η γενετική ρύπανση εξαπλωθεί ανεπανόρθωτα σε
περισσότερα είδη και σε όλη τη Mεσόγειο. Tελεία και παύλα. Kανείς δεν δικαιούται
να κληρονομήσει στις επερχόμενες γενεές μια Mεσόγειο, στην οποία όλα, ή σχεδόν
όλα, τα άτομα από τα κυριότερα εμπορικά είδη, θα είναι περίπου αδέλφια μεταξύ
τους και θα έχουν γεννηθεί τα ίδια ή οι προγονοί τους σε κάποιο εκκολαπτήριο. Για
όσους ξέρουν Bιολογία η προοπτική αυτή είναι εφιαλτική. Άλλωστε, μερικές
δεκάδες ή έστω εκατοντάδες χρόνια είναι τίποτε στην ιστορία του πλανήτη μας.
Aπό την άλλη μεριά η αδικαιολόγητη μανία του καταναλωτικού κοινού να ζητά
ψάρια ελευθέρας βοσκής, αντί για τα πολύ καλής ποιότητας εκτρεφόμενα, που
τροφοδοτεί την προσπάθεια για τα νέα είδη, πρέπει να καταλαγιάσει με κατάλληλη
ενημέρωση. Ήδη αυτή η μανία κοστίζει ακριβά στους ίδιους τους καταναλωτές που
πέφτουν θύματα και πληρώνουν μεγάλες τσιπούρες ή λαβράκια, πολλές φορές
ακριβότερα, στους ψαρομανάβηδες ή στις ψαροταβέρνες επειδή "δήθεν" είναι
"ελευθέρας βοσκής", ενώ συνήθως είναι γεννήτορες! Για να μην πούμε και το
άλλο, ότι δηλαδή μερικοί παραγωγοί έχουν ειδικευτεί να παράγουν μεγάλα ψάρια
για να τα πωλούν ως ελεύθερης αλιείας. Aλλά ακόμα κι αν τα άτομα είναι πράγματι
ελεύθερης αλιείας, η πιθανότητα να ανήκουν σε εκείνα που έχουν διαφύγει από
κλωβούς είναι πολύ μεγάλη, εξαιτίας του έντονου και συνεχούς εμπλουτισμού που
γίνεται με το είδος αυτό στις γύρω από τους κλωβούς θαλάσσιες περιοχές, όπου
δήθεν ψαρεύουν τα ελεύθερα ή, όπως τα έχει καθιερώσει η ευρηματική ορολογία,
"αλανιάρικα". Άρα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα άγρια λαβράκια ή τις "αλανιάρες"
τσιπούρες. H κατάσταση καιρός είναι να σταματήσει γιατί δεν συμφέρει στους
σοβαρούς παραγωγούς. Όσο για τα νέα είδη επιτρέψτε μου να αντιγράψω την
άποψη που έχω ήδη εκφράσει (Oικονομίδης, 2000): "…γιατί οι χρηματοδοτήσεις
για τα νέα είδη το μόνο που έχουν καταφέρει ως τώρα είναι να έχουν βοηθήσει να
παραχθούν μυτάκια και δήθεν φαγκριά, θλιβερά προϊόντα των
θαλασσοκαλλιεργειών μας, που δεν έχουν καμιά σχέση με τα άγρια. Όμως όσοι τα
πουλούν συχνά προσπαθούν να εξαπατήσουν το καταναλωτικό κοινό, λέγοντας ότι
τα μυτάκια ή τα μελανιασμένα φαγκριά τους, συνήθως όλα ένα μπόι, τάχα είναι
"ελεύθερης αλιείας"..". Mερικοί ψαρομανάβηδες και εστιάτορες προσπάθησαν -
γιατί όχι - να εξαπατήσουν κι εμένα, που υποτίθεται ότι ξέρω να ξεχωρίζω τα
ψάρια.

OI ΠPOOΠTIKEΣ

Yπάρχουν ιδέες για καλύτερες διαχειριστικές προσεγγίσεις που έχουν να


κάνουν με το θέμα, δηλαδή την εισαγωγή ξενικών ειδών. Mερικές από αυτές
σχολιάστηκαν παραπάνω, άλλες φαίνεται επίσης να είναι βατές ή βρίσκονται σε
φάσεις διερεύνησης στα εργαστήρια σοβαρών και καλά χρηματοδοτούμενων
επιστημονικών ιδρυμάτων. Aς δούμε μερικά παραδείγματα.
H μεταφοράς βιομάζας. H μεταφορά βιομάζας προς αποδοτικότερους
οικονομικά κρίκους, δηλαδή πώς να ψαρεύουμε εμπορικότερα ψάρια, είναι τελικά
ένας εφικτός στόχος. Iδιαίτερα έχει εφαρμογή στα κλειστά φυσικά οικοσυστήματα,
όπως είναι οι λίμνες και λιμνοθάλασσες. Σε αυτό αποβλέπουμε όταν κάνουμε
εμπλουτισμούς εκεί, δηλαδή στη μεταφορά βιομάζας. Προσοχή, όμως, χωρίς
οικολογικά λάθη! Στη Bόλβη, για παράδειγμα, ζει η λιπαριά (Alosa macedonica), η
οποία προκαλεί αρκετές διαταραχές στο σύστημά της (Zarfdjian et al. 1995), το
ίδιο κάνουν και άλλα μικρής εμπορικής αξίας είδη. Δεν πρέπει να εξοντώσουμε τη
λιπαριά γιατί είναι ενδημικό είδος, ούτε και τα άλλα ασύμφορα είδη, γιατί αυτό
είναι σοβαρό οικολογικό λάθος. Mπορούμε όμως να τα περιορίσουμε με ήπιο
τροφικό ανταγωνισμό. H εισαγωγή π.χ. γόνου κεφάλου και άλλων κατάλληλων
ειδών της οικογένεια Mugilidae στη Bόλβη και στην Aμβρακία είχε ενθαρρυντικά
αποτελέσματα (Bobori et al., 1998). Θα μπορούσε ακόμη να γίνει εμπλουτισμός
μιας λίμνης με γόνο λαβρακιού και φυσικά χελιού που αναμένεται να
ευδοκιμήσουν και να αυξήσουν την οικονομική απόδοση της παραγωγής
(Mπόμπορη & Oικονομίδης, 2000). Tα είδη αυτά δεν αναπαράγονται στα γλυκά

113
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

νερά και κατά συνέπεια δεν πρόκειται να εγκατασταθούν μόνιμα σε μια λίμνη και
να αλλοιώσουν το πανιδικό της σύμπλοκο. H καλή κατάσταση των πληθυσμών
τους εξαρτάται άμεσα από τους εμπλουτισμούς που σε περίπτωση κάποιας
διαταραχής μπορούν να διακοπούν.
Tο βουρί είναι ένα παραπροϊόν που μειώνει την αξία της παραγωγής της
λιμνοθάλασσας Mεσολογγίου (Δημητρίου κ.ά., 1997). Eίναι βέβαιο ότι με
κατάλληλους χειρισμούς, κυρίως με εισαγωγή γόνου λαβρακιού, θα μπορούσε να
αυξηθεί η θήρευση πάνω σε αυτό και να ευνοηθεί η αλιεία μεγάλων ατόμων. Για
την εισαγωγή της αθερίνας στη φραγμαλίμνη του Tαυρωπού έγινε αναφορά
παραπάνω.
Oι χειρισμοί. Eίναι αυτονόητο ότι απαιτείται προσεκτική αντιμετώπιση και
μεγάλη περίσκεψη προκειμένου για την εισαγωγή ενός νέου είδους. Tρία πράγματα
έχουν μεγάλη σημασία και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη: η γνώση της βιολογικής
συμπεριφοράς του ξενικού είδους στον τόπο της φυσικής του εξάπλωσης, η γνώση
της λειτουργικότητας του οικοσυστήματος του αποδέκτη και η εκτίμηση της
πιθανής δράσης του νεόφερτου στο νέο περιβάλλον.

AΝAΛΥΣΗ ΜΕ ΣYΓΧΡΟΝΕΣ ΑΝΤΙΛHΨΕΙΣ

Eίναι γνωστό, λίγο ως πολύ, ότι τα σύγχρονα δόγματα και οι αρχές συχνά
χαρακτηρίζονται ως αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα. Στο θέμα που μας
απασχολεί θα μπορούσε σχηματικά να διακρίνει κανείς δυο ακραίες καταστάσεις,
που ας μου επιτραπεί να τις χαρακτηρίσω ως ο ρομαντισμός και ο ρεαλισμός.
O ρομαντισμός και ο ρεαλισμός. Στο ένα άκρο, λοιπόν, φαίνεται να έχει
εγκατασταθεί ο ρομαντισμός που εκφράζουν οι οικολόγοι και το οικολογικό κίνημα
και θέλουν τη διατήρηση της Kαθαρής Φύσης και φυσικά όλοι αυτοί σχεδόν πάντα
λένε OXI σε κάθε είδους παρέμβαση. Στο άλλο άκρο βρίσκεται ο ρεαλισμός και οι
αναπτυξιολόγοι, που επικαλούνται το φάσμα της πείνας ή τη ζητούμενη από όλους
ευημερία. Aυτοί σχεδόν πάντα λένε ΝΑΙ στις παρεμβάσεις στη φύση, ώστε να
αυξηθεί η παραγωγικότητα και η παραγωγή. Θέλουμε το ρεαλισμό των δεύτερων
αλλά μας συγκινεί και ο ρομαντισμός των πρώτων. Yπάρχουν ακόμα οι
αναπόφευκτοι περιορισμοί που θέτουν οι διεθνείς οργανισμοί και οι έλεγχοι που
ασκούν, ο σεβασμός προς τη φυσική κληρονομιά και η οικολογική διάσταση. Mε
απλά λόγια όλα αυτά σημαίνουν ότι σε αυτό το πλέγμα, ως οργανισμοί κι εμείς,
δεν είμαστε απέξω, αλλά μέσα και συνεπώς επηρεαζόμαστε άμεσα με ό,τι
επηρεάζει το περιβάλλον, γιατί αυτό έχει να κάνει με την ψυχική μας ισορροπία
μας, την υγεία μας, την επιβίωσή μας. Tι να την κάνουμε την ευημερία όταν γύρω
μας όλα είναι σε αποσύνθεση;
Tελικά τι γίνεται. Kατ' αρχήν η σοβαρή έρευνα πείθει πάντα. Έπειτα όλα
αλλάζουν γύρω μας και στον πλανήτη επίσης. Kαι φυσικά στα νερά. Tίποτε δεν
είναι ίδιο με πριν και όλο νέες καταστάσεις εμφανίζονται. Σε ένα προηγούμενο
άρθρο μου (Oικονομίδης, 1999) έγραψα το αυτονόητο, ότι δηλαδή η
λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ξανά όπως ήταν πριν,
όσα χρήματα και να δαπανήσουμε. Για να καταλάβουμε, λοιπόν, με ανοιχτά μάτια
τι γίνεται με αυτή, όπως και με κάθε άλλο παρεμφερές σύστημα που έχει
προβλήματα, χρειάζονται νέες ιδέες και όχι στείρα άρνηση.
Δεν έχει νόημα να μην συμφωνούμε και πάντα να λέμε: εμείς διαφωνούμε
και γι' αυτό ποτέ δεν θα πούμε NAI σε τέτοιες παρεμβάσεις, ή, το αντίθετο, να
συμφωνούμε πάντα και να λέμε: εμείς ποτέ δεν θα πούμε OXI σε τέτοιες
παρεμβάσεις (π.χ. εισαγωγές ειδών που υπόσχονται καλά λεφτά), γιατί επιτέλους
πρέπει να επιβιώσουμε. Ίσως, λένε άλλοι, θα πρέπει κάποτε να λέμε NAI και
κάποτε OXI. Tο δύσκολο όμως είναι: πότε πρέπει να λέμε NAI και πότε OXI; Kαι
είναι δύσκολο γιατί η απάντηση στο ερώτημα αυτό θέλει έρευνα και μόνο έρευνα.
Mερικές απαντήσεις. Συνοψίζοντας και τα παραπάνω ας επιχειρήσουμε
μερικές πρόχειρες απαντήσεις που ενδεχόμενα να έχουν κάποια αξία. Kαι πρώτα-
πρώτα φαίνεται ότι δεν είναι άστοχες οι ήπιες λύσεις για τις εκτατικές εισαγωγές
που αποβλέπουν στην ενίσχυση των φυσικών πληθυσμών, όπως και η ελεγχόμενη

114
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

χρήση ορισμένων ξενικών ειδών. Aκόμη, οικολογικά αποδεκτό ρόλο στα εσωτερικά
νερά μπορεί να παίξουν και τα ευρύαλα είδη, όπως π.χ. η αθερίνα, ο κέφαλος, το
λαβράκι και το χέλι. Όμως πρέπει να είναι απόλυτη η άρνηση στην εισαγωγή
ξενικών ειδών στη θάλασσα
Eπίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σωστές λύσεις για τις εντατικές
εκτροφές (στα γλυκά νερά και στη θάλασσα) όπως είναι η συχνή αλλαγή των
γεννητόρων, η χρησιμοποίηση γεννητόρων από ολόκληρη την περιοχή εξάπλωσης
του είδους, ώστε να αυξάνεται η ποικιλομορφία των εκτρεφόμενων ατόμων, αλλά
και αυτών που διαφεύγουν. Θα ήταν επίσης επιθυμητή η ένταση της προσπάθειας
για τη βελτίωσης της παραγωγής αλλά, κυρίως, της ποιότητας για τα δύο είδη της
Mεσογείου (τσιπούρα, λαβράκι). Oι όποιοι πειραματισμοί και οι εντατικές έρευνες
θα πρέπει να έχουν ως στόχο μόνο αυτά τα είδη ή έστω δύο-τρία ακόμα, κυρίως
κάποιο από τα μεγάλα πελαγικά (τόνος, ξιφίας ή μαγιάτικο). Tέλος, επιβάλλεται η
διακοπή κάθε ερευνητικής προσπάθειας ή πειραματισμού των αμφίβολης
αποδοτικότητας νέων βενθικών ειδών που δοκιμάζονται σήμερα.
Δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα. Kατά την πορεία προς τη λύση τους,
όμως, μπορούν ενδεχόμενα να παρουσιαστούν εμπόδια είτε εξαιτίας της αμάθειας
ή της χειρότερής της ημιμάθειας, είτε από τον άκρατο βερμπαλισμό, τις
μεγαλοστομίες και τις κούφιες ωραιολογίες. Όλα αυτά που ενδεχόμενα κρύβουν
και πονηρά συμφέροντα, οδηγούν συχνά σε αποτυχίες, τις οποίες συνήθως
πληρώνει το κοινωνικό σύνολο. Δεν θα έπρεπε επομένως να έχουν θέση σε ένα
χώρο με επιστημονικές απαιτήσεις, όπου μόνο η γνώση και η εμπειρία πρέπει να
μετρούν και φυσικά η σοβαρότητα.
Kλείνοντας αυτή τη μακριά, είναι αλήθεια, έκθεση που ίσως χρησιμεύσει σε
κάποιους, θέλω να δηλώσω ότι η εγγενής αισιοδοξία μου, δυστυχώς αδυνατίζει
συνεχώς και τείνει να καταρρεύσει. Aυτό οφείλεται σε ό,τι βλέπω στα ταξίδια μου
στο εξωτερικό και με κάνουν να μελαγχολώ και να ζηλεύω. Δεν είναι τόσο τα
επιτεύγματα και οι έξυπνες λύσεις που προωθούν οι μελετητές. Eίναι κυρίως ο
απλός τρόπος συνεργασίας και η αποτελεσματικότητά τους. Mακάρι να το κάναμε
κι εμείς κάποτε σε τέτοια κλίμακα.

BIBΛIOΓPAΦIA

AΠOΣTOΛIΔHΣ A., K. TPIANTAΦYΛΛIΔHΣ, A. KOYBATΣH, Π. Σ. OIKONOMIΔHΣ &


Σ. TΣAKAΛIΔHΣ, 2000. Xρήση μοριακών δεικτών στη γενετική έρευνα και
διαχείριση ιχθυοπληθυσμών με ιδιαίτερη έμφαση στους πληθυσμούς πέστροφας
(Salmo trutta L.) της Eλλάδας. Γεωτεχνικά Eπιστημονικά Θέματα, 10: 350-359.
BAΣIΛEIOY A., E. MIXAΛOYΔH, Δ. MΠOMΠOPH & Π. Σ. OIKONOMIΔHΣ, 1998.
Πειράματα μεταφοράς και εγκλιματισμού της αθερίνας (Atherina boyeri Risso,
1810) στη φραγμαλίμνη Tαυρωπού. Προκαταρκτικά αποτελέσματα. Πρακτικά του
20ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Eλληνικής Eταιρείας Bιολογικών Eπιστημών,
Σάμος, 28-31 Mαίου 1998: σ. 27-28.
BAΣIΛEIOY A., E. MIXAΛOYΔH, Δ. X. MΠOMΠOPH & Π. Σ. OIKONOMIΔHΣ, 2000.
Mαζική μεταφορά της αθερίνας της λίμνης Tριχωνίδας. Πρακτικά του 9ου
Πανελληνίου Συνεδρίου Iχθυολόγων, Mεσολόγγι 20-23 Iανουαρίου 2000: σελ. 97-
100.
BOBORI D. C., I. ROGDAKIS & P. S. ECONOMIDIS, 1998. Some preliminary
results of fish stocking with Mugil cephalus in several lakes of Greece. EIFAC,
Lisbon, Portugal, 23-26 June 1998.
CORSINI M. & P. S. ECONOMIDIS, 1999. Distribution extension of two Lessepsian
migrants found in the marine area of the island of Rhodes (Aegean Sea, Greece).
Cybium, 23(2): 195-199.
ECONOMIDIS P. S., E. DIMITRIOU, R. PAGONI, E. MICHALOUDI & L. NATSIS,
2000. Introduced and translocated fish species in inland waters of Greece.

115
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Fisheries Management and Ecology, 7: 239-250.


ΔΗΜΗΤΡIΟΥ Ε., Ι. ΡΟΓΔAΚΗΣ & Κ. ΜΠΑΤΑΡΓIAΣ, 1997. Δομή της παραγωγής των
λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού γιά τα έτη 1988 έως 1995. Πρακτικά 5ου
Συνεδρίου Ωκεανογραφίας-Αλιείας, τόμος II: 359-361.
KATΣAPOΣ Δ. & Π. ΦOYΣEKHΣ, 1997. O ρόλος της ιχθυοκαλλιέργειας στη βιώσιμη
ανάπτυξη μιας ορεινής περιοχής: η περίπτωση της Eυρυτανίας. Aνακοίνωση στο 8ο
Πενελλήνιο Συνέδριο Iχθυολόγων, 26-27 Σεπτεμβρίου 1997, HELEXPO
Θεσσαλονίκη, Abstracts Book, σελ. 27.
KOUTRAKIS M. & P. S. ECONOMIDIS, 2000. First record in the Mediterranean
(North Aegean Sea) of the Pacific Mugil soiuy Basilewsky, 1855 (Pisces,
Mugilidae). Cybium, in press.
MΠOMΠOPH Δ. X. & Π. Σ. OIKONOMIΔHΣ, 2000. Aλιευτική διαχείριση της Bόλβης.
Θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις. Πρακτικά του 9ου Πανελληνίου Συνεδρίου
Iχθυολόγων, Mεσολόγγι 20-23 Iανουαρίου 2000: σελ. 157-160
NEOΦYTOY X., X. KAΛAΘA & I. APNEΛΛOΣ, 1994. Aναπαραγωγή και ανάπτυξη της
ιριδίζουσας πέστροφας (Oncorhynchus mykiss) εκτός της φυσικής ζώνης
εξάπλωσής της. Γεωτεχνικά Eπιστημονικά Θέματα, 5(2): 20-32.
OIKONOMIΔHΣ Π. Σ., 1985. Eμπλουτισμοί ψαριών. Πρακτικά ΣT' Eπιστημονικής
Hμερίδας της Ένωσης Eλλήνων Oικολόγων με θέμα: "Eισαγωγή ξενικών ειδών
φυτών και ζώων και οι συνέπειές τους", Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 1985).
OIKONOMIΔHΣ Π. Σ., 1986. Nαι ή Όχι στους Eμπλουτισμούς; Aλιευτικά Nέα, Nο
64, 47-51 (Oκτώβριος 1986).
OIKONOMIΔHΣ Π. Σ., 1988. Πάλι οι εμπλουτισμοί. Aλιευτικά Nέα, Nο 87: 50-52
(Σεπτέμβριος 1988).
OIKONOMIΔHΣ Π. Σ., 1995. Oι ιχθυοκαλλιέργειες, ελπίδες και προοπτικές. Aνοιχτό
Πανεπιστήμιο Mύρινας-Λήμνου, Σεπτέμβριος 1994. Tόμος με τίτλο: Διαλέξεις
πρώτης και δεύτερης περιόδου. Έκδοση του Συλλόγου Λημνίων Θεσσαλονίκης,
1995, σελ. 137-163.
OIKONOMIΔHΣ Π. Σ., 1999. H λιμνοθάλασσα του Mεσολογγίου: ένα περίπλοκο
πρόβλημα. Aλιευτικά Nέα, Tεύχος 213 (Mάρτιος 1999): 65-70.
OIKONOMIΔHΣ, Π. Σ., 2000. O Oξύρυγχος κινδυνεύει: ακούει κανείς; Yπό
έκδοση: Nέα Oικολογία.
ZARFDJIAN M.-E., P. S. ECONOMIDIS & A. SINIS, 1995. Large Zooplankton
Predation by Fish in Lake Volvi (Macedonia, Greece). Proceedings of the 1rst
World Fisheries Congress. Theme 1: Condition of the World’s Aquatic Habitats:
267-278.

116
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

-2-
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΤΑ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΝΕΡΑ

Dr. Ι. ΠΑΣΧΟΣ
Τμήμα Ιχθυοκομίας-Αλιείας, Παράρτημα Ηγουμενίτσας, ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ
461 00 ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ, e-mail: paschosi@otenet.gr

Η "προγραμματισμένη" ή "οργανωμένη" εισαγωγή υδρόβιων οργανισμών


στα εσωτερικά νερά είναι μία διαδικασία χρόνων, πιθανόν από τότε που ο
άνθρωπος άρχισε να ταξιδεύει και να μεταφέρει από περιοχές σε περιοχές, από
χώρες σε χώρες και ζωντανούς οργανισμούς. Από την εποχή της γνωριμίας και
περιπέτειας, οι εμπλουτισμοί σταδιακά απέκτησαν συγκεκριμένους στόχους,
όπως αύξηση της αλιευτικής παραγωγής, ανάπτυξη της ερασιτεχνικής αλιείας,
ενώ τα τελευταία χρόνια συνδέθηκαν και με τους τρόπους αποκατάστασης των
υδάτινων οικοσυστημάτων και την βιοδιαχείριση.
Οι εισαγωγές υδρόβιων οργανισμών ή εμπλουτισμοί εντάσσονται σε μια
γενικότερη ομάδα παρεμβάσεων την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε
εισροές. Στις εισροές, θα μπορούσαν ακόμη να ανήκουν, π.χ. η εκτροπή μιας
πηγής, η εγκατάσταση μίας μονάδας παραλίμνια ή παραποτάμια, η κατασκευή
ενός περιμετρικού δρόμου, δηλαδή οποιαδήποτε παρέμβαση η οποία
ενεργοποιεί ή απενεργοποιεί άμεσα ή έμμεσα κάποιο μηχανισμό του
οικοσυστήματος.
Οι εμπλουτισμοί μπορεί να φαίνεται ότι έχουν άμεση επίδραση σε
πληθυσμούς ψαριών ή μπορεί άμεσα να εξυπηρετήσουν διάφορους σκοπούς
όπως η αύξηση της αλιευτικής παραγωγής, η επίδρασή τους όμως είναι
βαθύτερη και επηρεάζει λίγο ή πολύ όλο το οικοσύστημα για μεγάλο ή μικρό
χρονικό διάστημα. Ως μέσον παρέμβασης δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ’ αρχής ως
καλό ή κακό. Η αποτελεσματικότητά του μπορεί να κριθεί και η κατάλληλη
προετοιμασία μπορεί να διασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία.
Οι εμπλουτισμοί δεν είναι ο μεγάλος εχθρός των λιμνών ή των ποταμών
αλλά δεν είναι όμως και σύμμαχος ή μια φιλική παρέμβαση. Απλά αποτελούν
ένα εργαλείο, ένα μέσον παρέμβασης ή καλύτερα έναν τρόπο ενεργοποίησης
κάποιου ή κάποιων μηχανισμών που για διάφορους λόγους έχουν
αδρανοποιηθεί. Δεν αποτελεί επίσης μέσον αποκατάστασης, θα είναι
ματαιοπονία να περιμένουμε βελτίωση ή αποκατάσταση π.χ. μιας λίμνης μόνο
με εμπλουτισμούς, όπως και κανένα μέτρο παρέμβασης της κατηγορίας των
εισροών, είναι ικανό να επιφέρει την αποκατάσταση. Η αποκατάσταση είναι μία
συνδυαστική μακροχρόνια και επίπονη διαδικασία όπου και οι εμπλουτισμοί
μπορούν να συμβάλλουν θετικά.
Οι εμπλουτισμοί λόγω της αμεσότητας που προσφέρουν (παράγω γόνο,
εμπλουτίζω) το μικρό σχετικά κόστος ως ενέργεια ενίσχυσης ενός
οικοσυστήματος, την ικανοποίηση του αισθήματος ότι ενδιαφέρομαι για υδάτινο
οικοσύστημα κ.λ.π., έχουν χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως πολύ περισσότερο από
κάθε άλλο μέσο παρέμβασης στα εσωτερικά νερά. Αν αναλογιστεί κανείς και
τους υποτιθέμενα μελετημένους ή με σχέδιο εμπλουτισμούς, που οδηγούν σε
αποτυχία ή προκαλούν μία σειρά προβλημάτων, είναι επόμενο σήμερα να
αντιμετωπίζονται με καχυποψία και να φορτώνονται δυσανάλογα την ευθύνη
για την σημερινή απαράδεκτη κατάσταση των υδάτινων πόρων και την πίεση
πολλών υδρόβιων οργανισμών.
Αλλά και αν ακόμη δεν συνέβησαν όλα αυτά, οι εμπλουτισμοί θα πρέπει
να λειτουργούν με κριτήρια και όχι με αγκυλώσεις, καχυποψία, η εξ’ αρχής
άρνηση. Το ευαίσθητο πάντως σημείο της όλης διαδικασίας είναι ότι από όλη
την ομάδα εισροών, φαίνεται ότι οι εμπλουτισμοί ήταν η μόνη παρέμβαση που
θα μπορούσε να μεταφέρει νέο γενετικό υλικό με απροσδιόριστες πιθανόν

117
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

συνέπειες ,πράγμα όμως που σήμερα μπορεί να συμβεί και με την παρουσία ή
συσσώρευση χημικών ουσιών ή άλλων παραγόντων.
Η δημιουργική αντιμετώπιση του θέματος είναι σίγουρο ότι επιβάλλει
κριτήρια τα οποία αν δεν εξειδικεύονται σε κάθε περίπτωση πιθανόν να
δημιουργούν μία νέα νομότυπη βάση αρνητικών παρεμβάσεων και αποτυχιών.
Κατ’ αρχάς οι εμπλουτισμοί όπως και εισαγωγικά αναφέρθηκε είναι
διαδικασία ενεργοποίησης και όχι αποκατάστασης.
- Ενεργοποίηση πεδίων φυσικής αναπαραγωγής τα οποία παρέμειναν
αδρανή, υποβαθμίστηκαν ή καταλήφθηκαν από άλλα ανεπιθύμητα είδη.
- Ενεργοποίηση κρίκων τροφικής αλυσίδας και διαφοροποίησης στην ροή
ενέργειας του οικοσυστήματος.
- Ενεργοποίηση της κοινωνικής παρουσίας και φιλικής προσέγγισης του
ανθρώπου στο οικοσύστημα.
Η διαδικασία των εμπλουτισμών δεν μπορεί να είναι μία παντοτινή και
συνεχής παρέμβαση. Είναι αναγκαίο όμως να έχει μακροχρόνιο και ενιαίο
χαρακτήρα, με αρχή, μέση και τέλος. Όσο πιο μικρός είναι ο χρόνος
παρέμβασης που επιφέρει μετρήσιμα αποτελέσματα και όσο πιο σύντομος είναι
ο χρόνος αντίδρασης του οικοσυστήματος τόσο πιο κοντά βρισκόμαστε στην
πιθανότητα ικανοποίησης των στόχων μας.
Οι εμπλουτισμοί πρέπει να θεωρούνται μετριοπαθής και συντηρητική
παρέμβαση. Το πλαίσιο σχεδιασμού και κριτηρίων είναι έτοιμο, το μαρτυρά η
ιστορία του κάθε οικοσυστήματος και της ευρύτερης περιοχής. Η τάση που θα
πρέπει να αναπτυχθεί είναι αυτή, που θα τείνει σε μια λίμνη ή έναν ποταμό που
υπήρχε και άλλαξε. Η εικόνα αυτή θα πρέπει να παραμείνει ζωντανή σε όλη την
διαδικασία, ανεξάρτητα αν ποτέ ή πολύ δύσκολα θα την προσεγγίσουμε έστω
και στο ελάχιστο.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι εμπλουτισμοί εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο
σχέδιο αποκατάστασης που σταδιακά, αργά ή γρήγορα θα συμπληρώνονται τα
κενά του.
Η ποικιλία των υδάτινων πόρων της χώρας μας αλλά και ο διαφορετικός
βαθμός εμφάνισης των προβλημάτων απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη προσοχή στο
σχεδιασμό των εμπλουτισμών. Παράδειγμα, μία εύτροφη αβαθής λίμνη,
θεωρείται περισσότερο ευαίσθητη από ένα ολιγότροφο φράγμα. Αν και είναι
λάθος να θεωρήσουμε πού υπάρχει πιθανότητα μεγαλύτερου σφάλματος,
φαίνεται ότι στην εύτροφη λίμνη η εξέλιξη των αντιδράσεων θετικών ή
αρνητικών, θα είναι περισσότερο έντονη, από ό,τι σε ένα ολιγότροφο φράγμα ή
ακόμη η πιθανή εναλλαγή των ειδών εμπλουτισμού να είναι πιο γρήγορη ή
τουλάχιστον να απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή σε μία εύτροφη λίμνη από ό,τι σε
ένα ολιγότροφο φράγμα.
Πέραν όσων αναφέρθηκαν, ας δούμε κριτήρια κοινής αποδοχής για
εμπλουτισμούς, όπως για παράδειγμα, να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της
αναπαραγωγής ή αδυναμία φυσικής αναπαραγωγής του εισαγόμενου είδους, να
μην ανταγωνίζεται τα υπάρχοντα είδη κλπ., Θα συμπληρώναμε ακόμη, να μην
παρουσιάζει τάσεις για υπερπροσαρμογή, να έχει υψηλή εμπορική αξία, κ.α.
Τα κριτήρια όμως αυτά και όσα άλλα αναφέρθηκαν, είναι αναγκαίο και να
εξειδικεύονται κατά περίπτωση, αλλά και να “κρίνονται” για την ορθότητά τους.
Για παράδειγμα, μία μέθοδος παραγωγής στείρων ατόμων για εμπλουτισμούς
είναι η τριπλοειδία. Τα τριπλοειδή άτομα δεν αναπαράγονται αλλά η όλη
διαδικασία είναι επίπονη και ποτέ δεν επιτυγχάνεται ποσοστό τριπλοειδών
100%, ακόμη πολλά τριπλοειδή άτομα εμφανίζουν χαρακτηριστική τεμπέλικη
συμπεριφορά που επηρεάζει και τον ρυθμό ανάπτυξής τους, αλλά και τις
διατροφικές τους συνήθειες. Είναι επίσης γεγονός ότι υπάρχουν είδη που έχουν
την δυνατότητα να προσαρμόσουν ως ένα βαθμό, αν υπάρχει ανάγκη τις
διατροφικές τους συνήθειες ανάλογα του μέσου που βρίσκονται, χάνοντας έτσι
την επιλεκτικότητα που διαθέτουν, εξελισσόμενα σε εν δυνάμει ανταγωνιστές.
Επίσης βασικό είναι να κατανοηθεί ότι τα είδη που επιλέγουν ζωοπλαγκτόν
ή φυτοπλαγκτόν ή φύκη δεν είναι περισσότερο φιλικά από τα σαρκοφάγα είδη

118
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

στο βαθμό, που επηρεάζουν την βάση της τροφικής αλυσίδας καθορίζοντας
αλυσιδωτές αντιδράσεις μέχρι την κορυφή της.
Είναι φανερό ότι τα κριτήρια εμπλουτισμού δεν μπορούν να καλύψουν
ούτε να αποτελούν το άλλοθι για πιθανά λάθη ή για άρνηση εφαρμογής
προγραμμάτων εμπλουτισμού. Απλά αποτελούν μία βάση για ανάλυση και
εκτίμηση της συγκεκριμένης κατάστασης για το συγκεκριμένο οικοσύστημα,
ώστε το πρόγραμμα να διασφαλίζει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, να
περιορίζονται τυχόν λάθη και να παραμένουν περιθώρια για βελτιωτικές
κινήσεις.
Μερικά από τα γνωστότερα είδη ψαριών που χρησιμοποιούνται για
εμπλουτισμούς στα εσωτερικά νερά είναι:
1. Ιριδίζουσα πέστροφα (Oncorhynchus mykkis)
Ο γόνος της διασφαλίζεται εύκολα από τις μονάδας ιχθυοκαλλιεργειών.
Θεωρείται όμως θηρευτής των μεγάλων κλαδοκεραιωτών. Δεν αναπαράγεται
στους ποταμούς της χώρας μας.
2. Άγρια πέστροφα (Salmo trutta m. fario)
Από τα πιο γνωστά είδη των ποταμών μας. Εμφανίζει έντονο γενετικό
πολυμορφισμό. Δεν θεωρείται ιδανικός θηρευτής του ζωοπλαγκτού.
Αναπαράγεται και με τεχνητό τρόπο. Υποχωρεί και σταδιακά εξαφανίζεται από
την παρουσία της τούρνας (Esox lusius).
3. Τούρνα (Esox lusius)
Η τούρνα θεωρείται βασικό ψάρι στους υδάτινους πόρους που δεν έχουν
Σολομοειδή. Είναι θηρευτής διαφόρων κυπρινοειδών και παίζει ουσιαστικό ρόλο
στην ισορροπία του οικοσυστήματος. Ο υπερπληθυσμός της πολλές φορές
προκαλεί την εμφάνιση της “ερυθροθυμιτίτιδας της τούρνας” η οποία υποχωρεί
μετά την εξισορρόπηση. Αναπαράγεται στη φύση.
4. Γουλιανός (Silurus glanis)
Είναι θηρευτής πολλών ειδών ψαριών που κινούνται στην επιφάνεια ή
στον πυθμένα. Αναπαράγεται με δυσκολίες στη φύση. Ιδανικό για μεγάλα
υδάτινα οικοσυστήματα.
5. Ασημοκυπρίνος (Hypophthamichlus molitrix)
Τυπικό είδος ψαριού με δυνατότητες επιλεκτικής διατροφής κυρίως
φυτοπλαγκτού. Ιδανικό για εύτροφα με στρωμάτωση υδάτινα οικοσυστήματα.
Δεν αναπαράγεται με φυσικό τρόπο στη χώρα μας.
6. Μαρμαροκυπρίνος (Aristichthus nobilis)
Τυπικό είδος επιλεκτικής διατροφής κυρίως ζωοπλαγκτού. Ανταγωνίζεται
σε μεγάλο ρυθμό τον κοινό κυπρίνο (C. carpio). Δεν αναπαράγεται με φυσικό
τρόπο στην χώρα μας. Χρειάζεται προσοχή στα εύτροφα, αβαθή υδάτινα
οικοσυστήματα.
7. Χορτοφάγος κυπρίνος (Ctenopharyngodon idella)
Τυπικό είδος επιλεκτικής διατροφής αποκλειστικά της υδροχαρούς
βλάστησης. Δεν αναπαράγεται με φυσικό τρόπο στην χώρα μας. Χρειάζεται
προσοχή στα φυσικά υδάτινα οικοσυστήματα και συνεχή παρακολούθηση.
Αλιεύεται με δίκτυα. Ιδανικό για αρδευτικά κανάλια ή τεχνητά φράγματα.
8. Κοινός κυπρίνος (Cyprinus carpio) και γλήνι (Tinca tinca)
Κύριοι καταναλωτές βενθικών και ζωοπλαγκτονικών οργανισμών.
Αναπαράγονται στη φύση και απαιτείται προσοχή στην χρήση τους σε αβαθείς
εύτροφες λίμνες, που το νερό τους προορίζεται και για ύδρευση.
9. Πέρκα (Perca fluviatilis)
Θηρευτής του ζωοπλαγκτού. Αναπαράγεται στην φύση. Χρειάζεται
προσοχή στους εμπλουτισμούς.
10. Χέλι (Anguilla–anguilla)
Χρειάζεται ενίσχυση και προστασία.
11. Στουργιόνια (Acipenser sp.)
Τα είδη που υπάρχουν στην χώρα μας απειλούνται ή έχουν εξαφανιστεί.
Σημαντικός αλιευτικός στόχος χρίζει ενίσχυσης και προστασίας.

119
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Επίσης ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για τα είδη που καταναλώνουν


πλαγκτόν ή βενθικούς οργανισμούς όπως Carassius auratus, Carassius auratus
gibelio, Coregonus lavaretus, Mugil cephalus και κυρίως στα διαγενετκά άτομα
που μπορεί να προκαλέσουν ανυπολόγιστα προβλήματα.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στα Συνέδρια America 2000
τον περασμένο Φεβρουάριο και Aqua2000 τον Μάιο στην Γαλλία, φαίνεται να
υπάρχουν εκ πρώτης άποψης αντικρουόμενα αποτελέσματα που πιθανόν όμως
να οφείλονται στην ιδιαιτερότητα της κάθε περιοχής αλλά και σε λάθη από τη
γενίκευση ή την μηχανική μεταφορά δράσεων και επιλογών.
Παράδειγμα στο Περού οι εισαγωγές πέστροφας, τιλάπιας και κυπρίνου
πίεσαν και σε μερικές περιπτώσεις εξαφάνισαν ενδημικά είδη σε ποτάμια και
ιδιαίτερα στην Λίμνη Titicaca.
Στο Illinois των Η.Π.Α οι εμπλουτισμοί με 24 είδη ψαριών και 70 εκατ.
άτομα γόνου σημείωσαν σε πολλές περιπτώσεις επιτυχία και απέφεραν μεταξύ
των άλλων εισόδημα μεγαλύτερο από 3.5 δις$. Ενώ οι επιτυχημένοι
εμπλουτισμοί με διάφορα είδη Σολομού δεν ξεπέρασαν το 2%.
Οι εμπλουτισμοί με φυτοφάγα κυπρίνια στην Κίνα σε αβαθείς,
υπερευτροφικές λίμνες συνέβαλλαν καθοριστικά στη βελτίωση του
οικοσυστήματος, όπως θετικά ήταν και τα αποτελέσματα σε μερικές λίμνες της
Ιαπωνίας,των Ινδιών,της Ουγγαρίας κ.λ.π, αντίθετα σε λίμνες της Ολλανδίας
και στην Κένυα τα αποτελέσματα με τα φυτοφάγα κυπρίνια δεν ήταν
ενθαρρυντικά.
Από τις 41 πάντως προσπάθειες εμπλουτισμών που έχουν καταγραφεί
διεθνώς σε βιβλία και επιστημονικά περιοδικά (στοιχεία μέχρι το 1999), και
αφορούν 63 λίμνες, προκύπτει ότι το 61% είχαν θετικά αποτελέσματα. Στις
προσπάθειες αυτές θα πρέπει να ενταχθούν και οι αρνητικοί εμπλουτισμοί, δηλαδή
η απομάκρυνση ψαριών ή η προγραμματισμένη πίεση σε κάποιο είδος άμεσα ή
έμμεσα.
Τι αναδεικνύεται από τα διαθέσιμα στοιχεία;
Ότι δεν υπάρχουν γενικά και αόριστα λάθος εμπλουτισμοί αλλά λάθη στο
σχεδιασμό, τα κριτήρια, τις επιλογές και τους στόχους.
Ας δούμε όμως πολύ συνοπτικά ένα παράδειγμα προγράμματος
εμπλουτισμού στην χώρα μας και τα αποτελέσματά του. Η Λίμνη Παμβώτιδα
πριν το 1940 ήταν μια μεσότροφη λίμνη με 5 είδη ψαριών. Στη συνέχεια
μεταφέρθηκαν διάφορα είδη όπως ο κ. κυπρίνος (C. carpio), το γλήνι (Τinca
tinca), το γλανίδι (Silurus aristotelis) και η πεταλούδα (C. auratus). Μετά το
1980 η λίμνη εμφάνισε έντονο υπερτροφικό χαρακτήρα και για την
αντιμετώπιση της κατάστασης πάρθηκαν μια σειρά μέτρων και μεταξύ αυτών και
η εισαγωγή νέων ειδών όπως φυτοφάγων κυπρίνων. Σήμερα η Λίμνη εμφανίζει
τάσεις υποχώρησης του υπερτροφικού της χαρακτήρα, βελτίωση όλων των
βιολογικών και φυσικοχημικών παραμέτρων, αύξηση αλιευτικής παραγωγής,
κ.λ.π.
Τα προβλήματα όμως δεν έχουν λυθεί, ο δρόμος αποκατάστασης είναι
μακρύς. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα φαίνεται η ανάγκη αλλαγής του
προγράμματος εμπλουτισμού, δηλαδή περιορισμό του μαρμαροκυπρίνου (A.
nobilis) που διατρέφεται με μεγάλο ζωοπλαγκτόν (κυριότερο καταναλωτή του
φυτοπλαγκτού), περιορισμό του C. carpio, περιορισμό των φυτοφάγων
κυπρίνων, ενίσχυση του εμπλουτισμού με χέλι (A. anguilla), καραβίδα (A.
astacus), αναπαραγωγή των παραδοσιακών ειδών όπως του μαριτσιού (Β.
albanicuς) κ.α, ενώ παράλληλα θα ενισχύεται η τάση λειτουργίας των φυσικών
πεδίων αναπαραγωγής, η πίεση στα ανεπιθύμητα υπερπροσαρμοστικά είδη και
πιθανόν η εισαγωγή ενός θηρευτή. Όλες πλέον οι επιλογές μας προεκτιμώνται
με την χρήση μαθηματικού μοντέλου προσομείωσης παράλληλα με όποιες άλλες
παρατηρήσεις.

120
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Είναι φανερό ότι η λίμνη δεν μπορεί να μοιάσει με την παλιά λίμνη
Παμβώτιδα, ούτε ενδιαφέρει ένα κακέκτυπό της, η ανάγκη ανασύνταξης των
πληθυσμών με μεθόδους εκτατικών ιχθυοκαλλιεργειών είναι προσιτή στο
πλαίσιο όμως που ορίζει η ιστορία και η βιολογική της εξέλιξη. Πιθανόν αυτό να
είναι το δύσκολο και ευαίσθητο σημείο της όλης διαδικασίας.
Σύμφωνα με όλα τα πρόσφατα δεδομένα φαίνεται ότι σχεδόν όλοι οι
υδάτινοι πόροι στα εσωτερικά νερά διεθνώς αλλά και στην χώρα μας, έχουν
υποστεί σημαντικές αλλαγές, η πίεση από τη βιομηχανική, οικιστική και
αγροτική ανάπτυξη έχει μεταβάλλει το χαρακτήρα των λιμνών και των
ποταμών.
Οι Λίμνες παρουσιάζουν φαινόμενα υπερευτροφισμού και πολλά είδη
έχουν περιορισθεί, απειλούνται ή έχουν εξαφανισθεί. Αρχίζει πλέον να γίνεται
αντιληπτό ότι μιλάμε για υδάτινους πόρους που λίγο μοιάζουν με αυτούς της
προηγούμενης εικοσαετίας.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα πιθανόν να είναι ρεαλιστικό μέσω των
εμπλουτισμών να επιδιώκεται: η προστασία των ενδημικών ειδών, η γενετική
ιδιαιτερότητα και ο πολυμορφισμός, η ποικιλομορφία, η ανασύνταξη των
πληθυσμών με κριτήρια εκτατικών ιχθυοκαλλιεργειών ή βιοδιαχείριση υδάτινων
οικοσυστημάτων για συγκεκριμένους σκοπούς.
Κάθε ένας από τους παραπάνω στόχους για κάθε οικοσύστημα, έχει
διαφορετικό ειδικό βάρος και σε πρώτη ματιά φαίνονται αντικρουόμενοι, η
αναζήτηση και εξέταση όλων των παραγόντων όμως, μπορεί να οδηγήσει στην
ιεράρχηση των ενεργειών και στην κατηγοριοποίηση των υδάτινων πόρων.
Από πρακτική πάντως άποψη καλά θα είναι ο γόνος εμπλουτισμού να
παράγεται με ειδικές μεθόδους, πιθανόν για την χώρα μας από ενιαίο Κέντρο ή
Σταθμό και η Τράπεζα γενετικού υλικού δεν θα πρέπει να αποτελεί πλέον στόχο
για το απώτερο μέλλον.
Οι εμπλουτισμοί είναι μία δημιουργική, συλλογική και ενδιαφέρουσα
παρέμβαση, οι εμπειρίες είναι πολλές και σημαντικές, η κατάλληλη προσέγγιση
και ρεαλιστική ανάλυση των κριτηρίων μπορεί να οδηγήσει σε θετικά
αποτελέσματα.

121
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

-3-
ΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΩΝ
ΠΕΣΤΡΟΦΑΣ, ΣΟΛΟΜΟΥ & ΑΣΤΑΚΟΚΑΡΑΒΙΔΑΣ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ -
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Καθηγητής Κ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
Τομέας Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας, Τμήμα Βιολογίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 540 06 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. 30-31-998309 και 998378, Fax: 30-31- 998374, e-mail: triant@bio.auth.gr

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η πέστροφα και ο σολομός είναι είδη που από οικολογική συμπεριφορά


παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Σε κάθε είδος υπάρχουν άτομα που
ζουν σε όλη τη ζωή τους μόνιμα σε έναν ποταμό και άτομα που στη διάρκεια της
ζωής τους μεταναστεύουν. Μάλιστα στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν άτομα που
ζουν σε λίμνες και μεταναστεύουν σε ποτάμια για να γεννήσουν και άλλα που
μεταναστεύουν στη θάλασσα (ανάδρομα) και επιστρέφουν για διαχείμαση ή να
γεννήσουν στο ποτάμι που γεννήθηκαν. Οι δύο μορφές μπορεί να συνυπάρχουν
στο ίδιο ποτάμιο σύστημα και να διασταυρώνονται. Σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες
τα είδη αλιεύονται σε σημαντικές ποσότητες και είναι δημοφιλή από ερασιτέχνες
ψαράδες. Ως εκ τούτου έχουν σημαντική κοινωνικοοικονομική σπουδαιότητα, αλλά
συμβάλλουν επίσης στον τουρισμό. Παρόλα αυτά πολλοί πληθυσμοί των ειδών
έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνοι προς εξαφάνιση, ενώ η αφθονία άλλων έχει
μειωθεί σημαντικά. Αυτό οφείλεται σε διάφορες ανθρωπογενείς δραστηριότητες,
όπως είναι η υποβάθμιση και διάσπαση του περιβάλλοντος, η υπεραλίευση
και οι εμπλουτισμοί. Ως εκ τούτου προτείνονται διάφορα διαχειριστικά σχέδια
απελευθέρωσης σε φυσικούς πληθυσμούς καλλιεργούμενων οργανισμών ή
μεταφορά ατόμων από έναν τόπο σε άλλον προκειμένου να αποκατασταθούν οι
ιχθυοπληθυσμοί. Οι εμπλουτισμοί αιτούνται λόγω μείωσης των ιχθυοαποθεμάτων ή
προσδοκιών για αύξηση της αλιείας. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι εμπλουτισμοί
έχουν μόνο θετικές επιπτώσεις, μια και υποβοηθούν τους φυσικούς πληθυσμούς,
αλλά αν γίνουν απρόσεκτα μπορεί να οδηγήσουν στη μείωση της ενδοειδικής
γενετικής ποικιλότητας ή ακόμη και στην εξαφάνιση άγριων υδρόβιων οργανισμών
καθώς και των μοναδικών γονιδιακών αποθεμάτων τους.
Στην περίπτωση των δύο προηγούμενων ειδών έχουν γίνει χιλιάδες
απελευθερώσεις και συνήθως είναι σκόπιμες, σπανιότερα τυχαίες και ακόμη
σπανιότερα υποστήριξης πληθυσμών.

Α. ΣΚΟΠΙΜΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ

1. Εισαγωγή προστασίας για τη μη εξαφάνιση ιχθυοπληθυσμών. Αν


δεν γίνει ο εμπλουτισμός, ο πληθυσμός θα χαθεί λόγω δυσμενών δημογραφικών
παραγόντων. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούνται τοπικοί γεννήτορες για
παραγωγή ιχθυδίων και απελευθέρωση.
Κλασική περίπτωση αποτελεί η κατασκευή φράγματος που παρεμποδίζει την
ελεύθερη άνοδο των γεννητόρων στις θέσεις αναπαραγωγής τους με δραματικές
μειώσεις του δραστικού μεγέθους τους. Συνήθως μεταφέρονται γεννήτορες που
αλιεύονται κάτω από το φράγμα. Η λύση αυτή είναι πρόσκαιρη, μέχρι να
διερευνηθούν οι δημογραφικοί παράγοντες που οδηγούν στη μείωση, να
βελτιωθούν οι περιβαλλοντικές συνθήκες και να αποκατασταθεί η ελεύθερη
διέλευση των ατόμων από το φράγμα.
2. Εισαγωγή για επανέναρξη πληθυσμών. Πάρα πολλοί πληθυσμοί
πέστροφας έχουν χαθεί λόγω δυσμενών αλλαγών στο περιβάλλον, π.χ. δημιουργία
φραγμάτων, καταστροφή των περιοχών αναπαραγωγής, κτλ. Σε ορισμένα νησιά
της Δανίας όλοι οι γηγενείς πληθυσμοί πέστροφας καταστράφηκαν τη δεκαετία του
1960. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1990 αναβαθμίστηκαν ή/και αποκαστάθηκαν οι

122
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

οικότοποι της πέστροφας. Αμέσως άρχισε ένα πρόγραμμα εμπλουτισμών με χρήση


άγριων ψαριών από γειτονικούς φυσικούς πληθυσμούς. Η χρησιμοποίηση
καλλιεργούμενης πέστροφας θα πρέπει να είναι η τελευταία λύση σε τέτοια
προγράμματα.
3. Εισαγωγή για βελτίωση της αλιείας. Τα περισσότερα προγράμματα
απελευθέρωσης πέστροφας είναι αυτού του τύπου. Ο σκοπός είναι να
απελευθερωθούν πέστροφες για να αυξηθεί το μέγεθος του πληθυσμού για
ωφέλεια της επαγγελματικής, συνήθως όμως της ερασιτεχνικής αλιείας. Ο
εμπλουτισμός βασίζεται στην άποψη ότι επήλθε μείωση του πληθυσμού είτε λόγω
υποβάθμισης του περιβάλλοντος, είτε λόγω υπεραλίευσης. Στις περισσότερες όμως
περιπτώσεις το βασικό αίτιο της μείωσης του πληθυσμού δεν είναι καθορισμένο. Οι
εμπλουτισμοί συνήθως γίνονται λόγω απαιτήσεων ερασιτεχνών ψαράδων ή
τοπικών παραγόντων. Οι εμπλουτισμοί γίνονται με χρήση άγριων ψαριών ή από
υδατοκαλλιέργειες. Η μεθοδολογία αυτή δεν λύνει πάντοτε το πρόβλημα, αντίθετα
μπορεί και να το επιδεινώσει.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ – ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Μόνο οι δύο πρώτοι τύποι εισαγωγής μπορούν να δώσουν μόνιμες λύσεις. Η


οριστική λύση επιτυγχάνεται μόνο με καθορισμό των αιτίων που οδηγούν στη
μείωση, την εισαγωγή του κατάλληλου γόνου και το συνεχή έλεγχο. Η Laikre et al
(1999) δίνουν τα βασικά βήματα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν προτού αρχίσει ο
εμπλουτισμός. Παρόλα αυτά υπάρχουν πολλά παραδείγματα με αρνητικές
επιπτώσεις στη γενετική σύσταση των άγριων πληθυσμών.
Διείσδυση γονιδίων: Τα αποτελέσματα της ανάλυσης, με ενδονουκλεάσες
περιορισμού (Apostolidis et al 1996) και πρωτοδιάταξης των βάσεων του mtDNA
(Apostolidis et al 1997) υποστηρίζουν την κοινή καταγωγή του πληθυσμού
πέστροφας του Νέστου με αυτού του Αχελώου. Το γεγονός αυτό είναι από μόνο
του παράδοξο, δεδομένης της απόστασης που χωρίζει τα δύο ποτάμια. Το
αποτέλεσμα της περαιτέρω έρευνάς έδειξε (Αποστολίδης και συν. 1999) ότι κατά
τα έτη 1976 και 1979 είχαν ελευθερωθεί από τις Υπηρεσίες του Δασαρχείου
Δράμας στο Νέστο, 20.000 ιχθύδια πέστροφας που προέρχονταν από
ιχθυογεννητική μονάδα του Αχελώου. Η κατάταξη συνεπώς του πληθυσμού της
πέστροφας του Νέστου στην ομάδα πληθυσμών του Αχελώου αντανακλά τους
επαναλαμβανόμενους εμπλουτισμούς του Νέστου με ιχθύδια από τον
ιχθυογεννητικό σταθμό του Αχελώου. Σ’ αυτή την περίπτωση η παρουσία κοινού
γενοτύπου (που βρέθηκε σε ποσοστό 75% στον Νέστο) στους δύο πληθυσμούς
είναι αποτέλεσμα της μεταφοράς των ιχθυδίων από τον Ασπροπόταμο στο Νέστο
και τη διείσδυση των γονιδίων του ενός πληθυσμού στα γονίδια του άλλου και την
αντικατάστασή τους. Κατά συνέπεια, ο φυσικός πληθυσμός του Νέστου έχει
διαταραχθεί σοβαρά από τους εμπλουτισμούς και πιθανόν δεν είναι δυνατόν να
επανακάμψει. Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η μεθοδολογία του DNA μπορεί
να επιτρέψει την αποκάλυψη και την εκτίμηση των πρότερων ανθρώπινων
επεμβάσεων στους φυσικούς πληθυσμούς.
Στο σύστημα του Νέστου (την περίοδο 1998-99) και αλλού γίνονται
εμπλουτισμοί με την ιριδίζουσα πέστροφα, εκεί που υπάρχει η άγρια πέστροφα.
Αν μεν γίνονται σε παραποτάμους που δεν υπάρχει άγρια πέστροφα έχει καλώς. Αν
όμως γίνονται σε παραποτάμους που υπάρχουν φυσικοί πληθυσμοί άγριας
πέστροφας, τότε το αποτέλεσμα θα είναι η εξαφάνιση των φυσικών
ιχθυοαποθεμάτων, λόγω υβριδισμών (δημιουργούνται στείρα άτομα) ή
ανταγωνισμού για την περιορισμένη τροφή.

Β. ΤΥΧΑΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ

Μια από τις κύριες φροντίδες των ερευνητών είναι και η αποφυγή τυχαίας
απελευθέρωσης φυσικών ή διαγενετικών ψαριών στο περιβάλλον. Αυτό συμβαίνει

123
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

για να αποφευχθεί η μεταφορά γονιδίων σε άγρια είδη ψαριών με υβριδισμό και


επαναδιασταύρωση.
Στα ανάδρομα ψάρια, όπως είναι ο σολομός, διαπιστώθηκε ότι αν τυχαίως
απελευθερωθούν ψάρια από τους ιχθυοκλωβούς και διασταυρωθούν με άτομα του
ίδιου είδους από τους φυσικούς πληθυσμούς, τα καλλιεργούμενα και οι απόγονοί
τους δεν επιτυγχάνουν να φθάσουν στα ποτάμια για την αναπαραγωγή τους. (Με
άλλα λόγια, είναι ως να χάνουν την πυξίδα τους). Το αποτέλεσμα είναι η
σημαντική μείωση των φυσικών πληθυσμών σολομού. Επιπλέον προκαλείται
μείωση της βιοποικιλότητας με την εξαφάνιση των τοπικών φυσικών
ιχθυοπληθυσμών. Το γεγονός αυτό αφορά άμεσα όχι μόνο τους οικολόγους, αλλά
τους ιχθυολόγους, τους ιχθυοκαλλιεργητές, τους ψαράδες και τις Κυβερνήσεις.
Ανεξάρτητη μελέτη του διαγενετικού Σολομού της εταιρείας Α/F Protein
υποδεικνύει ότι ο διαγενετικός Σολομός θα καταστρέψει τους άγριους πληθυσμούς
του είδους και αρκετοί επιστήμονες προβληματίζονται για τη μελλοντική
χρησιμοποίησή τους λόγω οικολογικών συνεπειών. Ο λόγος είναι ότι τα
διαγενετικά θηλυκά ψάρια ζουν λιγότερο και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους
τους προσελκύουν περισσότερα αρσενικά, οπότε ο αρνητικός χαρακτήρας γρήγορα
θα εξαπλωθεί στους φυσικούς πληθυσμούς του είδους και ο ιχθυοπληθυσμός θα
καταστραφεί. Μάλιστα υπολογίστηκε (από τον Wiliam Muir) ότι αν τυχαία
απελευθερωθούν 60 διαγενετικά ψάρια σε έναν ιχθυοπληθυσμό από 60000 ψάρια,
μέσα σε 40 γενιές θα εξαφανιστεί το είδος (Niiler 2000). Ένα τέτοιο γεγονός θα
έχει απρόβλεπτες συνέπειες στην οικολογική ισορροπία του όλου οικοσυστήματος.
Μια λύση στο παραπάνω πρόβλημα είναι τα καλλιεργούμενα ψάρια καθώς και
τα διαγενετικά ψάρια να είναι τριπλοειδή αντί διπλοειδή, γιατί τα πρώτα δεν
αναπαράγονται. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η μεθοδολογία δημιουργίας στείρων
και μη γόνιμων ψαριών δεν είναι 100 % αξιόπιστη.
Ακόμη και αν ελευθερωθεί ένα αυγό, μπορεί μεσοπρόθεσμα να προκύψουν
περιβαλλοντικά προβλήματα. Η λύση ίσως θα ήταν οι ιχθυοκαλλιέργειες να
γίνονται στη στεριά, αντί στη θάλασσα. Όλα αυτά δείχνουν ότι θα πρέπει να
προχωρήσουμε αργά και με σύνεση, για να μην αντιμετωπίσουν τα διαγενετικά
ψάρια και τα προϊόντα τους, τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα γενετικώς
τροποποιημένα φυτά.

Γ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ

Η αφθονία πολλών υδρόβιων οργανισμών έχει μειωθεί σημαντικά, όπως στην


περίπτωση της αστακοκαραβίδας. H Iρλανδία και η Νορβηγία αποζημιώνουν τους
ψαράδες να απελευθερώνουν σημαδεμένα αυγωμένα θηλυκά άτομα στον τόπο
αλιείας τους για την απρόσκοπτη διαιώνιση του είδους. Ειδικά στη Νορβηγία
γίνεται αναπαραγωγή του είδους από αυγωμένα θηλυκά και απελευθέρωση
ετησίως 200.000 ατόμων, διαστάσεων 2-3 εκ., στο φυσικό περιβάλλον. Ακόμη και
σε αυτή την περίπτωση ενδέχεται να υπάρχει πρόβλημα ομομιξίας.

Δ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Ύστερα από τα προηγούμενα, δίνονται παρακάτω ορισμένες προτάσεις για να


μειωθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις από την εισαγωγή καλλιεργούμενων
οργανισμών στα υδάτινα οικοσυστήματα.
α) Διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων.
β) Εκτίμηση της βιολογίας, οικολογίας και γενετικής σύστασης των
καλλιεργούμενων και φυσικών πληθυσμών.
γ) Καθορισμός της βιολογίας και γενετικής σύστασης των πληθυσμών που
βρίσκονται σε κίνδυνο ή θα προστατευτούν.
δ) Ιεράρχηση της σπουδαιότητας των πληθυσμών που θα προστατευτούν.
ε) Διατήρηση γενετικού υλικού (δημιουργία τράπεζας γενετικού υλικού) από
οργανισμούς που θα καλλιεργηθούν ή θα υποστούν γενετική τροποποίηση.

124
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

στ) Τα καλλιεργούμενα ή τα γενετικώς τροποποιημένα ψάρια να είναι στείρα,


π.χ. τριπλοειδή και όχι διπλοειδή.
ζ) Ο δραστικός αριθμός των γεννητόρων να είναι μεγαλύτερος από 50 για
βραχυπρόθεσμες εργασίες και 500 για μακροπρόθεσμες εργασίες προκειμένου να
αποφεύγονται προβλήματα ομομιξίας και γενετικής παρέκκλισης.
η) Προσεκτική επιλογή της κατάλληλης πρακτικής σε προγράμματα
εμπλουτισμών.
Η Laikre et al (1999) δίνουν (σελ. 62-64) ειδικές οδηγίες για αρκετά είδη
εμπλουτισμών. Τελειώνοντας θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η διαχείριση των
υδρόβιων οργανισμών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, τις
οποίες υπέγραψε και η χώρα μας. Μόνον έτσι θα προστατευτούν και θα
διαιωνιστούν τα μοναδικά ελληνικά ιχθυοαποθέματα της πέστροφας και των άλλων
υδρόβιων οργανισμών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

APOSTOLIDIS A.P., KARAKOUSIS Y. & TRIANTAPHYLLIDIS C., 1996. Genetic


differentiation and phylogenetic relationships among Greek Salmo trutta L
(brown trout) as revealed by RFLP analysis of PCR amplified mitochondrial DNA
segments. Heredity 77: 608-618.
APOSTOLIDIS A.P., TRIANTAPHYLLIDIS C., KOUVATSI A. & ECONOMIDIS P.S.,
1997. Mitochondrial DNA sequence variation and phylogeography among Salmo
trutta L (Greek brown trout) populations. Molecular Ecology 6: 531-542.
ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Α.Π., ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ Κ., ΚΟΥΒΑΤΣΗ Α., ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ Π.Σ. &
ΤΣΑΧΑΛΙΔΗΣ Σ., 1999. Χρήση μοριακών δεικτών στη γενετική έρευνα και
διαχείριση ιχθυοπληθυσμών με ιδιαίτερη έμφαση στους πληθυσμούς πέστροφας
(Salmo trutta L) της Ελλάδας. Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα 10: 350 – 359.
LAIKRE L. ET AL, 1999. Conservation Genetic Management of Brown trout (Salmo
trutta) in Europe. An on line version is accessible via the internet
(http://www.dfu.min.dk/ffi/consreport/index.htm).
NIILER E., 2000. FDA, researchers consider first transgenic fish. Nature
Biotechnology 2: 143.

125
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

-4-
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ & ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥΣ ΛΙΜΝΩΝ ΜΕ
ΚΕΦΑΛΟΕΙΔΗ

Ι. ΡΟΓΔΑΚΗΣ (M.Sc.)
Τμήμα Ιχθυοκομίας-Αλιείας, ΤΕΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, Νέα Κτίρια 302 00 ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Τηλ 0631-58202, e-mail: yrogdak@teimes.gr

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα κεφαλοειδή είναι ευρύαλα είδη, που αποτελούν σημαντικό μέρος της


πανίδας των λιμνοθαλασσών όπου προσεγγίζουν το 50% της αλιευτικής
παραγωγής τους, ενώ κατά το παρελθόν αποτελούσαν σημαντικό επίσης ποσοστό
στην πανίδα των λοιπών εσωτερικών υδάτων (ποταμών και λιμνών), πριν
αποκοπεί η επικοινωνία των περισσοτέρων λιμνών με τους ποταμούς λόγω της
κατασκευής των φραγμάτων.
Από τα κεφαλοειδή ο κέφαλος (Mugil cephalus) αποκτά ιδιαίτερη αξία λόγω
της παραγωγής του αυγοτάραχου, το οποίο για την λ/θ Μεσολογγίου-Αιτωλικού
είναι προϊόν με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (Π.Ο.Π.). Επίσης ο
λαυκίνος (Chelon labrosus) έχει ιδιαίτερα ικανοποιητική ανάπτυξη ακόμα και σε
εντατική καλλιέργεια στη θάλασσα, ενώ η βελάνισα (Liza ramada) μπορεί να
ανεχθεί ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες και προσαρμόζεται απολύτως στα γλυκά
νερά και επομένως ενδείκνυται για εμπλουτισμούς στις λίμνες, ιδιαίτερα σε εκείνες
με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.
Είδη των κεφαλοειδών χρησιμοποιούνται για εμπλουτισμούς εσωτερικών
υδάτων (λιμνών και ιδίως λιμνοθαλασσών) σε διάφορες χώρες του κόσμου, δίχως
να έχουν αναφερθεί απειλές για τους φυσικούς πληθυσμούς, αφού δεν είναι
σαρκοφάγοι θηρευτές και αναπαράγονται μόνο στη θάλασσα (OREN, 1975).
Στις Μεσογειακές λίμνες έχουν γίνει εμπλουτισμοί με κεφαλοειδή, κυρίως με
κέφαλο και βελάνισα, στην Αίγυπτο και το Ισραήλ. (OREN, 1975).
Στις Ελληνικές λίμνες, που με κάποιο τρόπο επικοινωνούσαν με την
θάλασσα, μέσω ποταμών, καναλιών ή χειμάρων, έχουν αναφερθεί κατά το
παρελθόν κέφαλοι στο αλίευμα (Τριχωνίδα, Λυσιμαχία, Βόλβη). Όταν ανακόπηκε η
επικοινωνία των λιμνών με την θάλασσα οι κέφαλοι εξαφανίσθηκαν. Ιστορικά
επομένως, οι κέφαλοι προϋπήρχαν στο σύστημα αλλά δεν μπόρεσαν να
εγκλιματισθούν και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτό, όπως άλλα θαλασσινά
ψάρια (π.χ. αθερίνα). Η ιστορική αυτή παρατήρηση προσδίδει στο είδος ένα
σημαντικό πλεονέκτημα για μελέτη εμπλουτισμού των λιμνών, αφού μπορεί
πλήρως να ελεγχθεί. Από την άλλη πλευρά, η θαλασσινή προέλευση του ψαριού
μειώνει στο ελάχιστο τους κινδύνους μεταφοράς ασθενειών.
Το 1990 ο Ε. Κουτράκης εισήγαγε 150 άτομα Liza ramada & 450 άτομα
Chelon labrosus, που είχαν αλιευθεί στις εκβολές του Στρυμώνα. Τα ψάρια
εγκλιματίσθηκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και αναφέρθηκε ότι αλιεύθηκαν μετά
από 17 μήνες, 2 άτομα Liza ramada βάρους 300 gr.
Το 1994 το Ιχθυοκαλλιεργητικό Κέντρο Αχελώου (ΙΧΘΥΚΑ Α.Ε.), στα πλαίσια
ενός προγράμματος ΠΑΒΕ, ξεκίνησε μια προσπάθεια για την καλλιέργεια και τον
ελεγχόμενο εμπλουτισμό της λιμνοθάλασσας με κεφάλους, αναπτύσσοντας μια
τεχνική αλιείας & εγκλιματισμού άγριου γόνου.
Το 1995 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.)
πραγματοποίησε εμπλουτισμούς με 10.000 άτομα Mugil cephalus από
εκκολαπτήριο. Το ΙΧΘΥΚΑ και η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας
ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εμπλουτισμών στη λίμνη Αμβρακία, απελευθερώνοντας
100.000 άτομα Mugil cephalus & Liza ramada την περίοδο 1996-98. Παράλληλα, η
Δημοτική Επιχείριση Ιωαννίνων (ΔΕΛΙ Α.Ε.) με την υποστήριξη του ΙΧΘΥΚΑ,
ελευθέρωσε στη λίμνη Ιωαννίνων (Παμβώτιδα) περίπου 120.000 άτομα Liza
ramada προερχόμενα από εγκλιματισμένο άγριο γόνο. Σε όλες τις περιπτώσεις τα
αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά όπως παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.

126
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Στην παρούσα παρέμβαση θα αναφερθούν τα αποτελέσματα του


εμπλουτισμού στη λίμνη Αμβρακία της Αιτωλοακαρνανίας. Η λίμνη Αμβρακία είναι
μια μεσότροφη και εποχιακά εύτροφη λίμνη με σύνθεση του φυτοπλαγκτού τέτοια,
που τις προσδίδει ομοιότητα με τις θερμές λίμνες (ΠΑΝ. ΠΑΤΡΩΝ-ΕΡΓΑΣΤ.
ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ, 1993). Η έκταση της είναι 14 Κm2 περίπου και το μέγιστο βάθος
40 m. Χρησιμοποιείται κυρίως για άρδευση και αλιεία. Δεν αποτελεί αντικείμενο
συστηματικής αλιείας όπως οι άλλες λίμνες του νομού, με την έννοια της
συνεταιριστικής εκμετάλλευσης.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΙ ΜΕ ΚΕΦΑΛΟΥΣ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΙΜΝΕΣ (1995-98)

ΛΙΜΝΕΣ ΕΙΔΗ 1995 1995-96 1996-97 1997-98


N W N Wg N Wg N Wg
g
ΒΟΛΒΗ- L.
ΚΟΡΩΝΕΙΑ ramad
ΕΜΠΛΟΥΤΙΣ a
ΜΟΙ Ch.
labros
us
M. +10 3,
cephal 00 2
us 0
ΒΟΛΒΗ- L.
ΚΟΡΩΝΕΙΑ ramad
ΑΛΙΕΥΣΗ a
Ch.
labros
us
M. >60 23
cephal 2
us
ΑΜΒΡΑΚΙΑ M. +90 3,5 +10 2,1 +10 2,5
ΕΜΠΛΟΥΤΙΣ cephal 00 00 00
ΜΟΙ us 0 0
L. +11 5,0 +41 1,8 +28 2,8
ramad 44 00 50
a 0 0
ΑΜΒΡΑΚΙΑ M. >76 43 >10 24
ΑΛΙΕΥΣΗ cephal 8 8 9
us
L. >3 16 >51 81,
ramad 8 2 3
a
ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ L. +80 10 +20 5 +60 8
-ΕΜΠΛ. ramad 00 00 00
a 0 0
--//-- L. >2 44
ΑΛΙΕΥΣΗ ramad 0
a

Από στοιχεία που συγκεντρώθηκαν την περίοδο εκτέλεσης του


προγράμματος, στη λίμνη εργάζονται 5-6 βάρκες από τις οποίες μόνον οι τρεις
εργάζονται συστηματικά όλο το έτος. Αλιεία δεν πραγματοποιείται την περίοδο
Ιουνίου-Οκτωβρίου κάθε έτους, είτε λόγω άλλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων

127
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

των ψαράδων, αλλά κυρίως για λόγους που έχουν σχέση με την εμπορευσιμότητα
των ψαριών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι δίχτυα 75-85 mm για τον
κυπρίνο (Νοέμβριο-Μάρτιο), 21-22 mm για την δρομίτσα (Φεβρουάριο-Απρίλιο),
65-75 mm για την τσερούκλα (Μάρτιο-Μάϊο) και 40-50 mm για το γλανίδι
(Απρίλιο-Μάϊο). Η μέση ετήσια παραγωγή της λίμνης εκτιμήθηκε σε 20 ΤΝ. Η λίμνη
Αμβρακία επιλέχθηκε για τον πειραματικό εμπλουτισμό από το γεγονός και μόνο
πως είναι η μόνη λίμνη του νομού που δεν επικοινωνεί, τεχνητά ή φυσικά, άμεσα
ή έμμεσα με την θάλασσα και έτσι αποκλείεται η εμφάνιση κεφαλοειδών από άλλη
πηγή πλην του εμπλουτισμού.

ΥΛΙΚΑ & ΜΕΘΟΔΟΙ

Για τον πειραματικό εμπλουτισμό χρησιμοποιήθηκαν ιχθύδια από φυσικούς


πληθυσμούς των ειδών Mugil cephalus & Liza ramada. Τα ιχθύδια προήλθαν από
φυσικούς πληθυσμούς που αλιεύθηκαν στις εκβολές του Αχελώου ποταμού (αλιεία
άγριου γόνου), εγκλιματίσθηκαν και προαναπτύχθηκαν στις εγκαταστάσεις του
ΙΧΘΥΚΑ, σε συνθήκες εντατικής εκτροφής για διάστημα 3-6 μηνών πριν
μεταφερθούν για εμπλουτισμό στη λίμνη (ΡΟΓΔΑΚΗΣ Ι., 1997). Η μεταφορά των
ιχθυδίων πραγματοποιήθηκε με ισόθερμες δεξαμενές 1 m3 και σε πυκνότητα 5-
8.000 άτομα/m3. Ο εγκλιματισμός σε γλυκά νερά πραγματοποιήθηκε στις
δεξαμενές μεταφοράς, όπου σε διάστημα 5 ωρών η αλατότητα διαμορφώθηκε από
25‰σε 1‰. Τα ιχθύδια ελευθερώθηκαν στη λίμνη χωρίς κανένα πρόβλημα.
Συνολικά στη διάρκεια του προγράμματος (1996-98) ελευθερώθηκαν περίπου
100.000 ιχθύδια σε αναλογία 29% M.cephalus & 71% L.ramada. Από αυτά, την
πρώτη χρονιά (1996) ελευθερώθηκαν 10.000 άτομα, τη δεύτερη (1997) 50.000
άτομα και την τρίτη (1998) τα υπόλοιπα 40.000. Η εποχή εμπλουτισμού
εντοπίζεται από Απρίλιο έως Ιούλιο και τα μέσα ατομικά βάρη των ψαριών
κυμαίνονται από 2.0-5.0 gr. Για την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των
εμπλουτισμών της περιόδου 1996-1997, καταρτίσθηκαν ημερήσια δελτία
αλιευτικής παραγωγής (αναφορές ψαράδων), στα οποία οι ψαράδες της λίμνης
κατέγραφαν το σύνολο των αλιευομένων ψαριών (αριθμό ατόμων και βάρος) ανά
είδος. Τα αποτελέσματα του πρώτου εμπλουτισμού (Ιούλιος 96), συγκρίθηκαν με
τα αντίστοιχα αποτελέσματα εντατικής εκτροφής 2.000 ατόμων από κάθε είδος,
που πραγματοποιήθηκε παράλληλα σε κλωβούς τοποθετημένους στην τάφρο
διαχείμανσης της λιμνοθάλασσας του ΙΧΘΥΚΑ την ίδια περίοδο και τα οποία
προέρχονταν από τον ίδιο πληθυσμό με τον οποίο έγινε ο εμπλουτισμός.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Ο εγκλιματισμός των κεφαλοειδών στη λίμνη Αμβρακία ήταν επιτυχής και η


ανάπτυξη των ειδών ιδιαίτερα ικανοποιητική. Τα πρώτα άτομα που αλιεύθηκαν
πέντε μήνες μετά τον πρώτο εμπλουτισμό (Νοέμβριο 1996) είχαν μέσο ατομικό
βάρος 248 gr (M. cephalus) και 98 gr (L. ramada) από αντίστοιχα μέσα βάρη 3.5
και 5.0 gr την εποχή απελευθέρωσης τους στη λίμνη (Ιούλιος 1996). Ανάλογα
αποτελέσματα αναφέρονται και για τη λίμνη Βόλβη (Δ. ΜΠΟΜΠΟΡΗ, Β.
ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ & Π.Σ.
Σχήμα 1 : Αν άπτυξη του M. c e p ha lu s σ τη λίμν η
ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, 1997) όπου
Α μβρ ακ ία κα ι σ ε κ αλλ ιέρ γε ια.
1200 το Νοέμβριο (μετά από πέντε
ΛΙΜΝΗ μήνες) αλιεύθηκαν άτομα
ΕΚΤΡΟΦ Η
1000
μέσου βάρους 300 gr.
800 Συγκρίνοντας την ανάπτυξη
των ειδών στη λίμνη με την
W gr

ανάπτυξή τους σε εντατική


600

400 καλλιέργεια σε υφάλμυρα και


θαλασσινά νερά, προκύπτει ότι
200
στη λίμνη, η ανάπτυξη είναι
0 εντυπωσιακά πιο
ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚ Τ ΝΟΕ Δ ΕΚ ΙΑ Ν Φ ΕΒ Μ ΑΡ ΑΠΡ ΜΑ Η ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ

128
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ικανοποιητική (σχήματα 1 & 2).

Σχήμα 2 : Ανάπτυξη του L.ram ada στη λίμνη


Αμβρακία και σε καλλιέργεια
4 00
ΛΙΜΝΗ
3 50 ΕΚΤΡΟΦΗ
3 00

2 50
W gr

2 00

1 50

1 00

50

0
ΙΟ ΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕ Β ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΗ ΙΟ ΥΝ ΙΟ ΥΛ ΑΥΓ

Συγκρίνοντας τέλος την ανάπτυξη των ειδών στην λίμνη Αμβρακία με την
αντίστοιχη ανάπτυξη στις Ελληνικές λιμνοθάλασσες (Γ. ΜΙΝΟΣ, 1996, Ε.
ΚΟΥΤΡΑΚΗΣ, 1994) και τα δυο είδη έχουν ιδιαίτερα καλύτερη ανάπτυξη στη λίμνη.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ανάλογα εντυπωσιακά αποτελέσματα έχουν
καταγραφεί και στην λίμνη Παμβώτιδα από εμπλουτισμό με βελάνισσα (D.
BOBORI, I. ROGDAKIS & P. S. ECONOMIDIS, 1998).

Είναι προφανές πως στη λίμνη Αμβρακία, όπως και σε άλλες λίμνες που
δοκιμάστηκε ο εμπλουτισμός με κέφαλο, υπάρχουν τροφικά διαθέσιμα που είναι
κατάλληλα για την ανάπτυξη του είδους. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το είδος
δεν αποτελεί απειλή για το οικοσύστημα της λίμνης, αφού δεν είναι σαρκοφάγο,
δεν αναπαράγεται σε γλυκά νερά και είναι απίθανο να μεταφέρει ασθένειες αφού
προέρχεται από τη θάλασσα, προσδίδουν στο είδος μια ιδιαίτερη σημασία για την
αύξηση της παραγωγής των λιμνών.

Ο συνολικός αριθμός ατόμων που αλιεύθηκαν την περίοδο Οκτωβρίου 1996-


Μαρτίου 1998, (δηλαδή από τον 1ο και 2ο εμπλουτισμό) ήταν 712 άτομα
κεφαλοειδών δηλ. ποσοστό 1,22% εκείνων που ελευθερώθηκαν, πιο συγκεκριμένα
184 άτομα κεφάλων και 528 άτομα βελάνισας. Η συνολική παραγωγή της λίμνης
που αναφέρθηκε αυτή την περίοδο ήταν 17.159 kg από την οποία 72.3% ήταν οι
κυπρίνοι, 17.5% γλανίδι, 7.0% τσερούκλα, 2.9 % άλλα είδη (κυρίως δρομίτσα),
κέφαλος 0.35% και βελάνισα 0.25%.

Στη λίμνη Τιβεριάδα τα αποτελέσματα των εμπλουτισμών εμφανίζονται μετά


από τέσσερα συνεχή χρόνια εμπλουτισμών και ανέρχονται στο 0.6% των ατόμων
που ελευθερώθηκαν (OREN, O.H., 1981). Στην ίδια λίμνη μετά από 15 χρόνια
συνεχών εμπλουτισμών, η απόδοση των κέφαλων ανήλθε στο 8% των

129
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ελευθερωθέντων ατόμων και η συμμετοχή στην παραγωγή στο 10% περίπου,


αλλά στο 60% της συνολικής αξίας της παραγωγής.

Στη λίμνη Bόλβη ελευθερώθηκαν 7.000 κεφαλοειδή και στο αλίευμα


καταγράφηκαν 60 άτομα το πρώτο έτος μετά τον εμπλουτισμό (0.8%) (Δ.
ΜΠΟΜΠΟΡΗ, Β. ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ & Π.Σ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, 1997). Από τα μέχρι σήμερα
δεδομένα είναι προφανές πως δεν μπορεί να προσδιορισθεί ακριβώς η οικονομική
απόδοση των εμπλουτισμών στη λίμνη, δεδομένου ότι η χρονική διάρκεια είναι
πολύ περιορισμένη. Εντούτοις τα δεδομένα είναι ιδιαίτερα αισιόδοξα και οι
προσπάθειες επιβάλλεται να συνεχισθούν, καθόσον τα κεφαλοειδή φαίνεται ότι
αποκτούν μετά από αυτές τις προσπάθειες όλο και μεγαλύτερη σημασία για τις
λίμνες της χώρας αλλά και των γειτονικών Βαλκανικών κρατών που
αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επισιτισμού.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Από τις μέχρι σήμερα προσπάθειες για την ανάπτυξη των κεφαλοειδών σε εντατική
ή ημιεντατική καλλιέργεια (ΡΟΓΔΑΚΗΣ κ.α., 1996, 1997) φαίνεται ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα η περίπτωση εμπλουτισμού των λιμνών με αυτά τα είδη και όχι μόνο
από βιολογικής άποψης. Η ανάπτυξη των κεφάλων στην πελαγική ζώνη των
λιμνών ευνοείται ιδιαίτερα, αξιοποιώντας τα χαρακτηριστικά του τρόπου διατροφής
τους και την απουσία αξιόλογων ανταγωνιστών, χωρίς να είναι απειλή για το
οικοσύστημα. Επομένως μια σημαντική βιομάζα με ικανοποιητική εμπορική αξία,
μπορεί να παραχθεί από της λίμνες, η οποία θα ενισχύσει τις τοπικές οικονομίες.
Αυτή η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας στις παραλίμνιες κοινότητες, θα
συγκρατήσει σε αυτές το ενεργό δυναμικό απασχόλησης δημιουργώντας
προϋποθέσεις διατήρησης και ανάδειξης της φυσιογνωμίας αυτών των οικολογικά
σημαντικών περιοχών. Ο συνδυασμός αυτής της δυνατότητας με την ανάπτυξη
σχετικών δραστηριοτήτων, όπως οικοτουρισμός και αλιεία αναψυχής, είναι σίγουρο
πως θα αποφέρουν έσοδα στην τοπική κοινωνία ικανά να αναδείξουν την
προτεινόμενη πολιτική προστασίας και διατήρησης πιο ανταγωνιστική άλλων
δραστηριοτήτων, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις εξασφάλισης της
αειφορίας, χωρίς την εφαρμογή περιοριστικών ή αστυνομικών μέτρων. Οι μέχρι
σήμερα προσπάθειες στηρίχθηκαν στην αλιεία και τον εγκλιματισμό άγριου γόνου,
μια μεθοδολογία και τεχνική που έχει αναπτύξει το ΙΧΘΥΚΑ την περίοδο 1995-98,
από την οποία είναι δυνατόν να εξασφαλίζονται ιδιαίτερα καλής ποιότητας ιχθύδια
1-2 gr, με κόστος περίπου 50 δρχ/ιχθύδιο (ΡΟΓΔΑΚΗΣ Ι., 1997). Η τεχνολογία
αυτή είναι διαθέσιμη, αλλά ανάλογες εγκαταστάσεις σαν αυτές του ΙΧΘΥΚΑ μέχρι
στιγμής είναι μοναδικές και ως εκ τούτου, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν αυτές
οι εγκαταστάσεις να διαθέσουν ικανοποιητικές ποσότητες ιχθυδίων για αυτό το
σκοπό, λόγω των περιορισμών που θέτει η ίδια η τεχνολογία. Από την άλλη
πλευρά, έχουν επιτευχθεί παραγωγές γόνου κεφάλων από Ελληνικά εκκολαπτήρια,
όμως τόσο η υψηλή τιμή διάθεσής του, όσο και η ποιότητά του δεν είναι ακόμα
ενθαρρυντικές για την χρησιμοποίηση του κέφαλου σε εκτροφή, πολύ περισσότερο
για εμπλουτισμούς των λιμνών. Για όλα αυτά, κατά την γνώμη μας επιβάλλεται να
διαμορφωθεί μια συγκεκριμένη Εθνική στρατηγική με την οικονομική στήριξη του
Υπ. Γεωργίας για την ανάπτυξη μιας δραστηριότητας εμπλουτισμών με κεφαλοειδή,
είτε από άγριο γόνο, είτε από εκκολαπτήρια, ενισχύοντας την εφηρμοσμένη
έρευνα αφενός προς την κατεύθυνση τόσο αυτών των εμπλουτισμών, όσο και
προς την κατεύθυνση σταθεροποίησης της παραγωγής γόνου ιδιαίτερα καλής
ποιότητας από εκκολαπτήρια. Η ποιότητα του γόνου από τα εκκολαπτήρια έχει
ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα ιχθύδια ελευθερώνονται στο φυσικό περιβάλλον και
είναι δύσκολο να ελεχθεί από το αποτέλεσμα της εκτροφής, όπως συμβαίνει στις
εντατικές ιχθυοκαλλιέργειες. Χρειάζεται επομένως ιδιαίτερη προσοχή στην όλη
προσπάθεια ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση να μετατραπούν τα φυσικά

130
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

οικοσυστήματα σε αποδέκτες πιθανών «παραπροϊόντων» της εντατικής


ιχθυοκαλλιέργειας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

BOBORI D., I. ROGDAKIS & P. S. ECONOMIDIS, 1998. Some preliminary results


of stocking with M. cephalus in several Greek lakes. In: Symposium on water for
sustainable inland fisheries and aquaculture. EIFAC/FIRI/R-580 Suppl., 38-39 pp
ΕΚΘΕ, Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων, 1999. Απειλούμενα ενδημικά είδη ψαριών
του γλυκού νερού της Δυτικής Ελλάδος & Πελοποννήσου-Κατανομή, Αφθονία,
Κίνδυνοι και μέτρα Προστασίας. ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΓΟΥ ΠΕΝΕΔ94 ΚΩΔ 1562
ΓΓΕΤ.
HAMZA Α.Κ., 1973. Experimental studies on rearing of Mugilidae in fish farms.
Msc Thesis, Cairo Univ.
ΚΟΥΤΡΑΚΗΣ Ε., 1994. Βιολογία και δυναμική πληθυσμών των κεφάλων (Pisces:
Mugilidae) στη λίμνη Βιστωνίδα και τη λιμνοθάλασσα του Πόρτο-Λάγος.
Διδακτορική Διατριβή. Τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ, 1994.
LΙΑΟ I.C., 1981. Cultivation methods. In : Aquaculture of grey mullets. Oren O.H.
(ed). Cambridge Univ. Press.
LINDER D.R., K. STRAWN & R.W. LUEBKE, 1974. The culture of stripped mullet
(Mugil cephalus L.) in ponds receiving heated effluent from a power plant. In:
Proceedings of the IBP/PM International Symposium on the Grey Mullets and their
Culture, Haifa, 2-8 June 1974.
ΜINOΣ Γ., Γ. ΚΑΤΣΕΛΗΣ, Ι. ΡΟΓΔΑΚΗΣ., Α. ΜΠΑΛΤΑΣ & Ι. ΟΝΤΡΙΑΣ, 1995.
Ανάπτυξη κεφαλοειδών σε εντατική καλλιέργεια. Πρώτα αποτελέσματα. 7ο Πανελ.
Συν. Ιχθυολόγων. Βόλος 22-24 Σεπτ. 1995.
ΜΙΝΟΣ Γ.Χ., 1996. Βιολογία και δυναμική του ιχθύος Liza ramada
(PISCES:MUGILIDAE) της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Διδ. Διατρ.,
Παν/μιο Πατρών, Σ.Θ.Ε., Τμ. Βιολ., Εργ. Ζωολ., 272 p.
Ν.Α. ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ, ΙΧΘΥΚΑ Α.Ε., 1999. Πειραματικός εμπλουτισμός με
κεφαλοειδή στις λίμνες & διερεύνηση των δυνατοτήτων αύξησης της
ιχθυοπαραγωγής των. Τελική έκθεση ερευνητικού έργου ΙΧΘΥΚΑ 1999, 26 p.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, 1997. Προκαταρτικά αποτελέσματα της ανάπτυξης του κέφαλου
(M. cephalus) στη λίμνη Βόλβη της Μακεδονίας. Πρακτ. 5ου Πανελ. Συνέδριου
Ωκεανογραφίας & Αλιείας, 1997-Τόμος ΙΙ, 249-251 pp
OREN O.H., 1981. Aquaculture of grey Mullets. Oren (ed.) Cambridge Univ. Press.
U.K., 507 p.
ΠΑΝ. ΠΑΤΡΩΝ - ΕΡΓΑΣΤ. ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ, 1993. Οικολογική χωροταξική μελέτη
των χαρακτηριστικών οικοσυστημάτων λιμνών Αιτωλ/νίας. ΥΠΕΧΩΔΕ, Δ/νση
Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού.
ΡΟΓΔΑΚΗΣ Ι., 1997. Αλιεία και εγκλιματισμός άγριου γόνου κεφαλοειδών.
Εγκαταστάσεις, διαχείριση και αποτελέσματα. 8ο Πανελ. Συνέδριο Ιχθυολόγων Υπ.
Γεωργίας. Θεσσαλονίκη 25-28/9/97.
ΡΟΓΔΑΚΗΣ Ι., ΜΠΑΛΤΑΣ Α., ΛΙΑΝΟΥ Κ., ΜΑΥΡΙΚΟΣ Α., & ΒΙΔΑΛΗΣ Κ., 1996.
Παρατηρήσεις από πειραματική εντατική εκτροφή των ειδών M.cephalus, L.aurata
& L.ramada σε κλωβούς. 3ο Παν.Συν. Σ.Ε.Θ., AΘΗΝΑ, 14/11/96.
ΡΟΓΔΑΚΗΣ Ι., Κ. ΛΙΑΝΟΥ, Α.ΜΠΑΛΤΑΣ, Γ.ΜΙΝΟΣ & Κ. ΒΙΔΑΛΗΣ, 1997.
Αποτελέσματα πειραματικής εντατικής εκτροφής του είδους L. ramada (βελάνιτσα)
σε ιχθυοκλωβούς. 5ο Συμπ. Ωκεανογρ. Αλιείας ΕΚΘΕ, ΚΑΒΑΛΑ Απρίλιος 1997.

131
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΡΟΓΔΑΚΗΣ Ι., 1997. Η σημασία των κεφαλοειδών για την παραγωγική διαχείριση
των λιμνών και λιμνοθαλασσών της χώρας. Αλιευτικά Νέα, Φεβρουάριος 1997.
ΡΟΓΔΑΚΗΣ Ι., 1994. Αυγοτάραχο Μεσολογγίου. Ενα αλιευτικό προϊόν με
προστατευόμενη

-5-
ΠΡΩΤΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΠΑΠΑΣ (Ν.Ο. ΑΡΑΞΟΥ, Ν. ΑΧΑΪΑΣ) ΜΕ ΤΣΙΠΟΥΡΑ (SPARUS AURATUS,
LINNAEUS 1758).

Ρογδάκης Ι Αγγελής Ι.,2 Βαβαρούτα Β.,1 Κούτρα Ι.,1,3 Μαργαρίτης Ω.,1.,1


και Γ. Κατσέλης1.
1
ΑΤΕΙ Μεσολογγίου, τμήμα ΙΧΘΥ- ΑΛ, Νέα Κτίρια, Μεσολόγγι 302 00
yrogdak@teimes.gr
2
Αλιευτ. Συνετ. Λαρισσού «Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ», Μετόχι Κ. Αχαϊας.
3
ΙΧΘΥΚΑ ΑΕ, Νεοχώρι Μεσολογγίου, Οινιάδες 302 01.

ABSTRACT
Rogdakis Υ., Aggelis I., Vavarouta B., Koutra I., Margaritis O. and G.
Katselis : Estimations of an enrichment of Papas lagoon, with gilthead
seabream (Sparus auratus, Linnaeus 1758)
The first estimations of an experimental enrichment, during 2001, at the
PAPAS lagoon with 32000 fry of gilthead seabream are reported in the present
study. The increase in the fishery production of gilthead seabream was 19% for
the respective fishing period, whereas the reported contribution of the individuals
related to the enrichment was of the order of 38%.

Keywords: Lagoon, enrichment, S. auratus, fishery production.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι εμπλουτισμοί των λιμνοθαλασσών με ιχθύδια και ιδιαίτερα με τσιπούρες,
έχουν προταθεί από καιρό, σαν μια από τις σημαντικότερες ενέργειες για την
αύξηση της παραγωγής τους (Ρογδάκης & Δημητρίου 2000). Από το 1994
περισσότερα από 1.100.000 ιχθύδια τσιπούρας έχουν ελευθερωθεί στο 30% των
Ελληνικών λ/θ. (Ανώνυμος 2001). Εν τούτοις τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής δεν
είναι πλήρως αποσαφηνισμένα. Δεν έχει καθορισθεί ακριβώς ένα μοντέλο
διαχείρισης των εμπλουτισμών στις λ/θ, δεν έχει αξιολογηθεί πλήρως η απόδοση
τους, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι τουλάχιστο αντιφατική (Δημητρίου
2000), καθώς αυτή συνδέεται με τον χρόνο εισαγωγής των ψαριών, την ποιότητα
και το μέγεθός των ιχθυδίων, την διαχείριση κλπ. Παράλληλα έχει εκτιμηθεί ότι
πιθανόν να υφίσταται έντονη επίδραση στην παραγωγή των λιμνοθαλασσών σε
περιοχές που γειτνιάζουν με εντατικές μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, λόγω των
διαφυγών ιχθυδίων από αυτές (Δημητρίου et al. 2001). Τα προβλήματα τιμών
διάθεσης της τσιπούρας, που αντιμετωπίζει η εντατική ιχθυοκαλλιέργεια, πιθανόν
να αγγίξουν και τιμές της παραγωγής των λ/θ, που ήδη υφίστανται σημαντική
πίεση (Δημητρίου 1996) αν αυτές στα πλαίσια των εμπλουτισμών, μετατραπούν
ανεξέλεγκτα, σε αποδέκτες των προϊόντων ή και υποπροϊόντων της εντατικής
ιχθυοκαλλιέργειας (Δημητρίου 2000). Σε κάθε περίπτωση με την προϋπόθεση της
εφαρμογής των κανόνων ηθικής στην ιχθυοκαλλιέργεια του FAO μπορεί να
διαμορφωθεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον νέο πεδίο εκτροφής και ενίσχυσης των
παραγωγικών αποτελεσμάτων των ιχθυοτρόφων υδάτων. Όλα αυτά, κρατούν
ιδιαίτερα επίκαιρο και ενδιαφέρον το θέμα των εμπλουτισμών στις λιμνοθάλασσες.
Στη παρούσα εργασία, θα παρουσιαστούν τα πρώτα αποτελέσματα που
αφορούν την απόδοση των εμπλουτισμών που πραγματοποιήθηκαν το 2001 και
2002 στα πλαίσια ενός προγράμματος, που εφαρμόζεται με συγχρηματοδότηση της
ΓΓΕΤ και του Αλιευτικού συνεταιρισμού ΄΄ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ΄΄ (ΠΑΒΕΤ-ΝΕ) στην λ/θ

132
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Πάππας (Ν.Ο. Αράξου, Ν. Αχαΐας). Ο στόχος του προγράμματος, είναι να ελεγχθεί,


αφενός η ποιότητα των παραγόμενων ιχθυδίων από τον εμπλουτισμό και αφετέρου
να καθοριστεί ένα μοντέλο διαχείρισης της λιμνοθάλασσας με εμπλουτισμούς.
Η λιμνοθάλασσα Πάπας βρίσκεται στο ακρωτήριο Αράξου-Αχαΐας, συνορεύει
βόρεια με τον Πατραϊκό κόλπο και νότια με το Ιόνιο πέλαγος. Χαρακτηρίζεται ως
ένα ημίκλειστο οικοσύστημα, το οποίο διαχωρίζεται από τη γειτονική θάλασσα με
αμμώδη φράγματα. Η συνολική της έκταση ανέρχεται σε 4000 στρέμματα, με μέσο
βάθος 1.2 m. Η νοτιοανατολική περιοχή της είναι ιδιαίτερα αβαθής και σχετικά
απομονωμένη από την επίδραση της ανοιχτής θάλασσας και καταλήγει σε βαλτώδη
περιοχή. Η επικοινωνία της με τη θάλασσα γίνεται μέσω τριών καναλιών, το μήκος
των οποίων είναι μικρότερο των 100 μέτρων, πλάτους 25 μέτρων και βάθους 1.5
μέτρο. Στα δύο από τα τρία κανάλια έχουν τοποθετηθεί σύγχρονες
ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις και το ένα από αυτά συνδέεται με τάφρο
διαχείμασης. Η λιμνοθάλασσα είναι ιδιοκτησίας του Πολεμικού Ναυτικού. H
επιλογή της λ/θ Πάπα για την πραγματοποίηση των εμπλουτισμών έγινε με βάση
το γεγονός ότι αποτελεί μια γενικά κλειστή λιμνοθάλασσα, μακριά από εντατικές
μονάδες πάχυνσης, με ιδιαίτερα θετικό ιστορικό στην παραγωγή τσιπούρας και
επιπλέον δεν ασκείται σε αυτήν άλλου είδους αλιεία εκτός του συνεταιρισμού
(παράνομη, ελεύθερη κλπ).

ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ

Στη λ/θ πραγματοποιήθηκαν δυο εμπλουτισμοί. Ο πρώτος τον Μάιο 2001,


με 32000 ιχθύδια τσιπούρας (S. auratus) 3-7 γρ., που προέρχονταν από τον
ιχθυογεννητικό σταθμό του ΙΧΘΥΚΑ, και ο δεύτερος τον Απρίλιο του 2002 με τον
ίδιο αριθμό ιχθυδίων. Τα πρωτόκολλα του προγράμματος έχουν σχεδιαστεί για την
συλλογή δεδομένων ικανών, να καταγράψουν την παραγωγή, να διαχωρίσουν
τον αριθμό των ατόμων που προέρχονται από εμπλουτισμό, να προσδιορίσουν την
ηλικιακή τους αύξηση, να συγκρίνουν την αύξηση και τη μορφή του σώματος των
φυσικών, εκτρεφόμενων με τα άτομα του εμπλουτισμού, να εκτιμήσουν την
απόδοση του εμπλουτισμού. Για την παρούσα εργασία, χρησιμοποιήθηκαν τα
δεδομένα μέχρι τον Οκτώβριο 2002. Η αλιευτική διαχείριση που εφαρμόζεται, είναι
η κλασσική διαχείριση των λ/θ. Η αλιεία στην λιμνοθάλασσα διεξάγεται με δίχτυα
(μήκους 1200 m και με διάμετρο ματιού 40 χιλ.) και με τις μόνιμες
ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις. Η παραγωγή καταγράφεται ημερησίως, για την
περίοδο 2000-03, την περίοδο 1995-99, τα δεδομένα παραγωγής είναι
βιβλιογραφικά (Ανώνυμος, 2001).
Ο αριθμός των ατόμων τσιπούρας (S. auratus) που προέρχεται από τον
εμπλουτισμό διαχωρίστηκε από τα άτομα που προέρχονται από τον φυσικό
πληθυσμό με βάση το κριτήριο της «διακεκομμένης πλευρικής γραμμής και του
αναγεννημένου λεπιού». Η μεθοδολογία καθορίσθηκε και ελέγχθηκε το πρώτο
έτος και αντικατέστησε την διαδικασία μαρκαρίσματος των ψαριών η οποία δεν
ήταν αποτελεσματική (Ρογδάκης et al. 2002). Προκειμένου να αξιολογηθούν τα
αποτελέσματα του εμπλουτισμού, από τα δεδομένα παραγωγής συγκρίνονται οι
παραγωγές τσιπούρας των κατηγοριών Γ (<120 gr) και Β (120-250 gr). Το
δεύτερο έτος, προκειμένου να εκτιμηθεί το ποσοστό συμμετοχής στο αλίευμα των
ατόμων που προέρχονται από εμπλουτισμό, πραγματοποιήθηκαν 6 πειραματικές
αλιείες με τα δίχτυα . Όλα τα άτομα τσιπούρας καταμετρήθηκαν και διαχωρίστηκαν
με το προαναφερθέν κριτήριο διαχωρισμού, λαμβάνοντας δεδομένα μήκους και
βάρους.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ


Η αλιευτική παραγωγή της λ/θ την περίοδο 1995-99 και την περίοδο
2000-02, παρουσιάζεται στο Πίνακα Ι. Την περίοδο 1995-99 πραγματοποιήθηκε
εμπλουτισμός με 100.000 τσιπούρες 35 gr (1996) και 70.000 κέφαλοι (1998) από
Ιχθυογεννητικό Σταθμό (Δημητρίου 2000 & Ανώνυμος 2001). Την περίοδο αυτή,

133
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

λόγω έντονων δυστροφικών κρίσεων στη λ/θ, τα ψάρια του εμπλουτισμού,


διατηρήθηκαν στη τάφρο διαχείμανσης όπου και ετρέφοντο με τεχνητά σιτηρέσια
(Ρεϊζοπούλου et al. 2000). Μεταξύ των δυο περιόδων (1995-99 & 2000-02) η
παραγωγή αυξήθηκε κατά 74,3%, η οποία κατά την άποψη μας αποδίδεται στην
αύξηση της αλιευτικής προσπάθείας την περίοδο 2000-02. Η σύνθεση των
αλιευμάτων παραμένει στα ίδια περίπου επίπεδα, οι διαφοροποιήσεις κατά την
γνώμη μας συνδέονται με την αύξηση της αλιευτικής προσπάθειας, αν και
υπάρχουν εκτιμήσεις που συνδέουν την μεταβολή στη σύνθεση με τις δυστροφικές
κρίσεις τουλάχιστο για την περίοδο 1996-97 (Ρεϊζοπούλου et al. 2000).

Πίνακας Ι: Μέση αλιευτική παραγωγή της λ/θ ΠΑΠΑΣ για τις περιόδους 1995-99
& 2000-02
Table I. : Medium Fishery production of Papas lagoon for periods 1995-99 and
2000-02

Α ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β ΠΕΡΙΟΔΟΣ (2000-


(1995-1999) 2002)
ΚΑΤΗΓΟΡΙ Μεταβο
Μέση Σύνθ Μέση Σύνθ
Α λή %
Παραγωγή εση Παραγωγή εση
(Kg) (%) (Kg) (%)
ΚΕΦΑΛΟΕΙ
24158 51 40470 49 + 67,5
ΔΗ
ΤΣΙΠΟΥΡΕΣ 6031 13 8472 10 + 40,5
ΛΑΒΡΑΚΙΑ 1025 2 3610 4 + 252,2
ΟΣΤΡΑΚΑ 6129 13 9351 11 + 52,5
ΧΕΛΙΑ 6457 14 9568 12 + 48,2
ΔΙΑΦΟΡΑ 3898 8 11684 14 + 199,7
ΣΥΝΟΛΟ 47697 100 83154 100 + 74,3

Όσο αφορά το ποσοστό της τσιπούρας, είναι προφανές πώς αυτό οφείλεται στο
διαφορετικό αριθμό ιχθυδίων με τα οποία έγινε ο εμπλουτισμός καθώς και την
διαχείριση του (Πιν. Ι). Ο εμπλουτισμός του 2001, προκάλεσε αύξηση της
παραγωγής κατά 19,1 % σε τσιπούρες μεγεθών Β & Γ (δηλαδή μικρότερες των
250 gr) (Πιν. ΙΙ). Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί, ότι ο Συνεταιρισμός την
περίοδο μετά τους εμπλουτισμούς, ανέστειλε την αλιευτική του προσπάθεία με
δίχτυα, την περίοδο Ιούλιο-Οκτώβριο, το γεγονός αυτό εκφράσθηκε στην σύνθεση
των μεγεθών του αλιεύματος (Πίν. ΙΙ). Τα δεδομένα από άλλες περιοχές στις
οποίες πραγματοποιήθηκε εμπλουτισμός είναι αντιφατικά καθώς συνδέονται με την
ποιότητα των ιχθυδίων, το μέγεθός τους κατά τον εμπλουτισμό, την εποχή
πραγματοποίησης του (Δημητρίου 2000).

Πίνακας ΙΙ.: Η παραγωγή τσιπούρας (Β & Γ) πριν και μετά τους εμπλουτισμούς
στη λ/θ ΠΑΠΑΣ
Table II. : The production of gilthead sea bream (B and C) before and afterwards
the enrichments at Papas lagoon.

2000- 2001-02 %
01 Μεταβολή

134
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Τσιπούρες 5515 7274 + 31,9


Β΄
Τσιπούρες 1001 485 -51,5
Γ΄
ΣΥΝΟΛΟ 6516 7759 + 19,1

Πίνακας ΙΙΙ. : Αναλογία ατόμων εμπλουτισμού και φυσικού πληθυσμού στο


αλίευμα τσιπούρας της λ/θ
Table III. : Proportion of individuals of enrichment and natural population in the
fish catch of gilthead sea bream of Papas lagoon.

Ημερομηνί Συνολικός Μέςα Τσιπούρες % Τσιπούρες


α Αριθμός Ατομικά Εμπλουτισ Εμπλουτιςμού
Πειραματικ Ατόμων Βάρη (gr) μού
ής αλιείας Τσιπούρας (Άτομα)
03.8.02 42 140,9+4,5 24 57,1
19.8.02 66 168,8+10,0 20 30,3
24.8.02 18 179,4+8,2 12 66,7
14.9.02 62 192,1+10,4 20 32,2
5.10.02 27 214,7+11,9 6 22,2
8.11.02 41 228,5+ 24,6 14 34,1
Σύνολο 256 98 38,3

Εν τούτοις, έχει αναφερθεί στη λ/θ Μπούκα, αύξηση της παραγωγής


τσιπούρας κατά 11%, χωρίς αξιόλογη μεταβολή στη σύνθεση της παραγωγής
εκτός της τσιπούρας (Βιδάλης et al. 2000). Η περίπτωση, αύξησης της παραγωγής
για διαφορετικό λόγο από τον εμπλουτισμό, όπως για παράδειγμά από διαφυγές
ψαριών από εντατικές μονάδες πάχυνσης (Δημητρίου et al 2001), δεν αποκλείεται,
αν και η πιθανότητα είναι μικρή λόγω των μεγάλων αποστάσεων της λ/θ από
εντατικές μονάδες πάχυνσης. Από τις πέντε πειραματικές αλιείες με δίχτυα, που
πραγματοποιήθηκαν μετά το δεύτερο εμπλουτισμό, η αναλογία τσιπούρας
εμπλουτισμού συμμετείχε στο αλίευμα σε αριθμό ατόμων, με ποσοστό 38,3%
(Πίν.ΙΙΙ). Η συνολική συμμετοχή της τσιπούρας εμπλουτισμού στο αλίευμα της
κατηγορίας «τσιπούρα», θα αξιολογηθεί με την ολοκλήρωση της αλιευτικής
περιόδου τον Φεβρουάριο 2003. Εν τούτοις, τα πρώτα αυτά δεδομένα, είναι ικανά
να τεκμηριώσουν την καταρχήν θετική επίπτωση που έχει ο εμπλουτισμός με
τσιπούρα στη παραγωγή της λιμνοθάλασσας, η οποία μπορεί να βελτιωθεί, αν δεν
διενεργείται αλιεία με δίχτυα πριν τον Οκτώβριο, καθόσον παρατηρείται από τις
πειραματικές αλιείες, ότι η τσιπούρα του εμπλουτισμού, έχει μάλλον καλύτερους
ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους φυσικούς πληθυσμούς.
Τα πρώτα αυτά δεδομένα, δημιουργούν μια ιδιαίτερη αισιοδοξία στην
ερευνητική ομάδα, ότι με την ολοκλήρωση του προγράμματος, θα είναι δυνατόν
να καθορισθεί, ακριβώς ένα μοντέλο διαχείρισης της λιμνοθάλασσας με
εμπλουτισμούς, καθώς θα έχουν απαντηθεί ερωτήματα που συνδέονται τόσο με
την ποιοτική απόδοση των εμπλουτισμών (σύγκριση της ανάπτυξης και της
μορφομετρίας των πληθυσμών του εμπλουτισμού τόσο με τον φυσικό όσο και τον
εκτρεφόμενο) όσο και με την ποσοτική (εκτίμηση της επιβίωσης κλπ).

Ευχαριστούμε τον Αλιευτικό Συνεταιρισμό «Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ» και την ΓΓΕΤ, για


την συγχρηματοδότηση σχετικού έργου ΠΑΒΕΤ-ΝΕ, από τμήμα του οποίου είναι τα
δεδομένα της παρούσας εργασία.

135
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανώνυμος, 2001. Μελέτη Οργάνωσης & Λειτουργίας Αλιευτικής εκμετάλλευσης
Λιμνοθαλασσών. ΥΠ. ΓΕΩΡΓΙΑΣ Δ/ση Υδατοκαλ/γειών & Εσωτερ. Υδάτων.
ΙΧΘΥΚΑ ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΓΟΥ.
Βιδάλης, Κ., Α. Μπαλτας & Ι. Ρογδάκης, 2000 Εκτιμήσεις από τις επανασυλλήψεις
μαρκαρισμένων ατόμων τσιπούρας (Sparus auratus, L.) στη λ/θ «Μπουκα»
του ΙΧΘΥΚΑ. Πρακτ. 9ου Πανελ. Συνεδρίου Ιχθυολόγων σελ. 101-104.
Δημητρίου, Ε., Α. Λαχανάς & Ι. Οντριας, 1995. Προκαταρκτικά αποτελέσματα από
το μαρκάρισμα τσιπούρας στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου. Πρακτ. 17ου
Πανελλ. Συνέδρ. Ε.Ε.Β.Ε. Πάτρα 1995.
Δημητρίου Ε., 2000. Αποτελέσματα σκόπιμων και τυχαίων εισαγωγών ευρυάλων
ψαριών σε υδάτινα παράκτια οικοσυστήματα. Πρακτ. Διημερίδας «Εισαγωγή
καλλιεργούμενων υδροβίων οργανισμών στα υδάτινα οικοσυστήματα»
ΙΧΘΥΚΑ ΑΕ, σελ. 49-54.
Δημητρίου Ε., Α. Καπαρελιώτης, Κ. Ακοβιτιώτης, Α. Αθανασόπουλος, Ι. Ρογδάκης,
Κ. Μπαταργίας, Κ. Κουτσικόπουλος, 2001. Διαφοροποιήσεις στην
παραγωγή της τσιπούρας του φυσικού οικοσυστήματος του συμπλέγματος
λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Πρακτ. 10ου Πανελ. Συνεδρίου
Ιχθυολόγων σελ. 273-276.
Δημητρίου Ε., 1996 Συρρίκνωση του εισοδήματος των ψαράδων. Η περίπτωση των
ιχθυοτροφείων των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου Αιτωλικού. Αλιευτικά Νέα
Ιούλιος Αύγουστος 1996 σελ. 68-72
Ρεϊζοπούλου Σ., Θ. Ζούλιας & Κ. Πάγκου 2000. Επίδραση των δυστροφικών
κρίσεων στις Βιοκοινωνίες της Λιμνοθάλασσας Πάππα/Αράξου. Πρακτ. 9ου
Πανελ. Συνεδρίου Ιχθυολόγων σελ. 73-76.
Ρογδάκης, Ι. 2000. Προοπτικές εφαρμογής νέων μεθόδων διαχείρισης των
Ελληνικών Λιμνοθαλασσών. Πρακτ. 9ου Πανελ. Συνεδρίου Ιχθυολόγων σελ.
189-192.
Ρογδάκης Ι., Ι. Κούτρα, Γ. Κατσέλης, Ι. Αγγελής, 2002. Αξιολόγηση εμπειρικών
κριτηρίων αναγνώρισης φυσικών πληθυσμών Τσιπούρας και εμπλουτισμού.
1ο Διεθνές Συνέδριο Υδατοκαλλιεργειών, Αλιευτικής Τεχνολογίας και
Περιβαλλοντικής Διαχείρισης, ΕΚΕΠ, Αθήνα, 2002.

136
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

-6-
ΣΕ ΠΟΙΟ ΒΑΘΜΟ ΟΙ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΙ ΜΕ ΤΣΙΠΟΥΡΑ ΣΤΙΣ
ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΠΗΡΕΑΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΤΙΜΗ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΤΣΙΠΟΥΡΑΣ ΠΟΥ ΑΛΙΕΥΕΤΑΙ Σ’ΑΥΤΕΣ.

Ρογδάκης Ιωάννης Βασιλική Βαβαρούτα, και Γεώργιος Κατσέλης

Εργαστ. Υδροβιολογίας-Θαλάσσιας Βιολογίας, Τμ. Ιχθυοκομίας-Αλιείας, ΤΕΙ


Μεσολογγίου,
Νέα κτίρια, 30200 Μεσολόγγι Greece. Email: yrogdak@teimes.gr ,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η διαφοροποίηση της μορφολογικής εμφάνισης του προϊόντος της


εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας, σε σχέση με τους άγριους πληθυσμούς, είναι ένα
γεγονός αναγνωρίσιμο πλέον τόσο από τον καταναλωτή, όσο τον παραγωγό και
την επιστημονική κοινότητα. (Swain 1991, Δημητρίου et al. 1995, Ρογδάκης et al.
1995, Loy et al. 2000, Βαβαρούτα et al 2003). Από την άλλη μεριά, προτείνεται η
τσιπούρα σαν είδος κατάλληλο για εμπλουτισμούς των λιμνοθαλασσών με σκοπό
την αύξηση της παραγωγής τους (Ρογδάκης 2000).
Με δεδομένη τη σημαντική διαφορά τιμής διάθεσης καλλιεργούμενων και
άγριων ψαριών, η μορφολογική ταύτιση της τσιπούρας εμπλουτισμού με αυτήν
που παράγεται από την εντατική καλλιέργεια, πιθανόν να επιδράσει αρνητικά στις
τιμές των προϊόντων των λιμνοθαλασσών, αναιρώντας στην πράξη τα
αναμενόμενα οφέλη από την αύξηση της παραγωγής τους που προσδοκάται από
τους εμπλουτισμούς.
Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα, στην παρούσα εργασία
διερευνάται, σε τι βαθμό οι τσιπούρες με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν
εμπλουτισμοί, τα έτη 2001 και 2002, στη λιμνοθάλασσα Πάπας (Ν.Ο. Αράξου,
Νομός Αχαίας) διατηρούν το μορφολογικό πρότυπο εκείνων που παράγονται από
την εντατική ιχθυοκαλλιέργεια, ή εκείνο των άγριων πληθυσμών, με το σκεπτικό
ότι ο καταναλωτής μπορεί, κατά κανόνα να αναγνωρίσει τη μορφολογική εμφάνιση
των καλλιεργούμενων ψαριών.
Για το σκοπό αυτό τσιπούρες του εμπλουτισμού, συγκρίθηκαν με άτομα του
άγριου πληθυσμού της λιμνοθάλασσας καθώς και με εκείνα που αναπτύχθηκαν σε
εντατική εκτροφή σε κλωβούς από την ίδια παρτίδα παραγωγής γόνου με εκείνες
του εμπλουτισμού. Η σύγκριση έγινε με την εφαρμογή πολυπαραγοντικών
μεθόδων ανάλυσης.

ΥΛΙΚΑ & ΜΕΘΟΔΟΙ


Στον Πίνακα Ι παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά των ατόμων των
πληθυσμών που μελετήθηκαν και συγκρίθηκαν μορφολογικά. Η αναγνώριση των
ατόμων που προέρχονται από τους εμπλουτισμούς, έγινε με τη χρησιμοποίηση των
κριτηρίων της διακεκομμένης πλευρικής γραμμής και του αναγεννημένου λεπιού
(Eaton 1996, Δημητρίου et al. 1998). Το κριτήριο αυτό είναι κατά κανόνα ισχυρό
στην αναγνώριση των ατόμων που προέρχονται από καλλιέργεια.
Η μορφολογική συγκριτική μελέτη στηρίχθηκε στην επεξεργασία 27
γεωμετρικών αποστάσεων του σώματος που ελήφθησαν με ακρίβεια 0.001 cm
(Εικόνα 1). Όλοι οι χαρακτήρες μετασχηματίστηκαν σε λογάριθμούς και
συσχετίσθηκαν με το σταθερό μήκος SL.

137
Πίνακας I : Χαρακτηριστικά των τριών πληθυσμών τσιπούρας που συγκρίθηκαν μορφομετρικά .

Πληθυσμός Ν SL SD Εύρος τιμών


Εμπλουτισμός 107 16.711
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ.2.131 13.25-21.00 &
(2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών υδροβιοτόπων
Φυσικός 82 17.403 1.907 13.14-20.50
Εκτρεφόμενος 146 13.567 4.944 5.84-21.46
N : Ο αριθμός ατόμων κάθε πληθυσμού, SL: Η μέση τιμή της μέτρησ ης 1-19 (cm), SD : Η
Τυπική απόκλιση.

Εικόνα 1 : Απεικόνιση των 27 μορφομετρικών χαρακτήρων του σώματος της


τσιπούρας που μελετήθηκαν και στους τρεις πληθυσμούς

Προκειμένου να αφαιρεθεί το σφάλμα που οφείλεται στην αλλομετρία κάθε


χαρακτήρας μετασχηματίσθηκε σύμφωνα με τον Reist (1985) :

Μtrans(i,j) = ln M(i,j) – b(j) *(ln SL(i,j) -ln SLmeans j) .

Όπου, Μtrans(i,j) είναι η μετασχηματισμένη τιμή των μεταβλητών του


ατόμου (i) του δείγματος του πληθυσμού (j) σε cm , M(i,j) είναι η τιμή των
μεταβλητών του ατόμου (i) του δείγματος του πληθυσμού (j) σε cm, SL(i,j) είναι
το σταθερό μήκος του ατόμου (i) του δείγματος (j) σε cm, SLmeans j είναι το
μέσο σταθερό μήκος του δείγματος (j) σε cm. Ο συντελεστής b(j)
προσδιορίζεται από την παλινδρόμηση, κάθε ζεύγους τιμών (ln M(i,j , log SL(i,j)
).
Με την εφαρμογή της Βηματικής Ανάλυσης Διαχωρισμού (Stepwise
Discriminant Analysis), διερευνήθηκε σε ποιο βαθμό μπορεί να γίνει διαχωρισμός
των πληθυσμών και σε ποιους μορφομετρικούς χαρακτήρες μπορεί αυτός να
στηριχθεί.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Από τη βηματική ανάλυση διαχωρισμού, προέκυψε ότι ο ολική
μεταβλητότητα των χαρακτήρων που μελετήθηκαν επιμερίζεται σε δυο άξονες.
O πρώτος άξονας ερμηνεύει το 96.1% και ο δεύτερος το 3.9% της ολικής
μεταβλητότητας. Το μεγαλύτερο βάρος διαχωρισμού έχουν χαρακτήρες που
συνδέονται με το μήκος πτερυγίων, διαστάσεις κεφαλιού, μήκος κορμού, το ύψος
και το πάχος σώματος του ψαριού.
Με βάσει τους χαρακτήρες που έχουν την μεγαλύτερη βαρύτητα στο
διαχωρισμό το 84.8% των ατόμων μπορούν να ταξινομηθούν σωστά στους
αντίστοιχους πληθυσμούς. (Πίνακας II).
Ο πληθυσμός της εντατικής καλλιέργειας διαχωρίζεται πλήρως από τους
άλλους δύο, ενώ μια επικάλυψη της τάξεως 26% παρατηρείται μεταξύ του άγριου
πληθυσμού και του πληθυσμού της τσιπούρας εμπλουτισμού (Εικόνα 2).

Από το δενδρόγραμμα της εικόνας 3, στο οποίο εκφράζεται η μορφολογική


διαφοροποίηση, ως ευκλείδεια απόσταση των κεντροειδών μεταξύ των τριών
πληθυσμών, προκύπτει ότι η απόσταση μεταξύ άγριου πληθυσμού τσιπούρας και

138
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

του πληθυσμού εμπλουτισμού είναι περίπου τρεις φορές μικρότερη από την
απόσταση μεταξύ άγριου και εκτρεφόμενου πληθυσμού.

Άξον ας διαχωρισμο ύ 2 ( 3,9


2

0
-8 -6 -4 -2 0 2 4 6
-1

-2

-3

-4
Άξονας διαχωρισμού 1(96.1%)

Πλ ηθ. Εμπ λ ουτισμού Φυσικός Πληθ. Εκτρεφόμενος Πληθ.

Εικόνα 2 : Αποτελέσματα της ανάλυσης διαχωρισμού των τριών πληθυσμών της


τσιπούρας βάση των μορφολογικών χαρακτηριστικών που μετρήθηκαν.

Πίνακας ΙΙ: Ταξινόμηση των ατόμων της τσιπούρας ανά πληθυσμό με βάση των
αποτελεσμάτων της ανάλυσης διαχωρισμού.

Πληθυσμός (%) Εμπλουτισμός Φυσικός Εκτρεφόμενος Σύνολο Ατόμων


Εμπλουτισμός 69.2% 30.8% 0 107
Φυσικός 19.5% 80.5% 0 82
Εκτρεφόμενος 1.4% 0 98.6% 146

ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι χαρακτήρες στους οποίους οφείλονται οι διαφορές παρουσιάζονται στην


εικόνα 4, και συνδέονται με τη κίνηση (πτερύγια, κορμός), με τη διατροφή-
αναπνοή (κεφάλι) και ποιότητα τροφής-κίνηση (ύψος-πάχος).

Βιβλιογραφικά οι χαρακτήρες αυτοί, αναφέρονται ως βασικές διαφορές των


εκτρεφόμενων και άγριων πληθυσμών και διαμορφώνονται στο στάδιο της
προανάπτυξης. (Swain et al. 1991, Koumoundouros et al. 1995, Loy et al.
1996).

Είναι γνωστό ότι παρατηρείται έντονη διακύμανση στο μήκος σώματος και
στο μήκος των πτερυγίων στις νυμφικές καλλιέργειες του λαβρακιού, η οποία
συνδέεται με τη θερμοκρασία, επηρεάζοντας την οντογενετική εξέλιξη και τη
διατροφή των ψαριών (Koumoundouros et al. 2001). Κατά την φάση της πρώτης
διατροφής (μετά την απορρόφηση του λεκιθικού σάκου), οι προνύμφες των
περισσοτέρων θαλάσσιων ειδών, είναι ουσιαστικά ανατομικά και λειτουργικά

139
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ανίκανες να ανταποκριθούν πλήρως στην τροφοληψία (Koumoundouros et al.


1998, Gluckmann et al. 1999, Koumoundouros et al. 2001). Η περιοχή του
κεφαλιού είναι η πρώτη σκελετική-μορφολογική διαμόρφωση που επηρεάζεται,
καθώς λειτουργικά σχετίζεται με την διατροφή και την αναπνοή (Gluckman et al.
1999). Αυτή η σκελετική-μορφολογική διαμόρφωση συνδέεται με την ανάπτυξη
ικανότητας εξερεύνησης του περιβάλλοντος (όραση) για τον εντοπισμό θηραμάτων
καθώς και με την ανάπτυξη ικανότητας κίνησης και σύλληψης. Κατ΄ επέκταση όλα
τα παραπάνω συνδέονται με την διαθεσιμότητα τροφής.

Στα ψάρια, έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας άμεσης σχέσης μεταξύ της
κολυμβητικής συμπεριφοράς και της μορφολογίας τους (Keast & Webb 1966).
Έτσι το πιο συμπαγές σώμα (μεγάλα ύψη σώματος αναλογικά με το μήκος) στους
εκτρεφόμενους πληθυσμούς της τσιπούρας σε σχέση με τους άγριους αποδίδεται
στην περιορισμένη κίνηση σε συνδυασμό με τη διαφορετική θρεπτική αξία της
τροφής των δύο πληθυσμών (Sato et al. 1986).

Τα αποτελέσματα μας, υποστηρίζουν τη θέση ότι οι μορφολογικές


διαφοροποιήσεις που συνδέονται με το σύστημα εκτροφής δεν είναι μόνιμες. Η
επαναφορά των χαρακτήρων αυτών σε μια ποικιλομορφία που μοιάζει περισσότερο
με εκείνη του άγριου πληθυσμού, υποδηλώνει μια πλαστικότητα αυτών των
χαρακτήρων, που εξαρτάται από περιβάλλον και το σύστημα εκτροφής, όπως έχει
αναφερθεί και για άλλα είδη (Swain et al. 1991, Δημητρίου et al. 1995, Loy et al.
1996, Sara et al. 1999, Koumoundouros et al. 1998, 1999, Palma & Andrade
2002).
Το μορφολογικό πρότυπο της τσιπούρας του εμπλουτισμού, είναι
τουλάχιστο τρεις φορές πιο κοντά στο αντίστοιχο μορφολογικό πρότυπο των
άγριων πληθυσμών, σε σχέση με την απόσταση που έχει η μορφολογική εμφάνιση
του εκτρεφόμενου από τον άγριο πληθυσμό. Δηλαδή τα ιχθυδία που παράγονται
στα εκκολαπτήρια όταν μεταφερθούν στη λιμνοθάλασσα, αποκτούν μια
μορφολογική ποικιλομορφία που ομοιάζει περισσότερο στον άγριο πληθυσμό παρά
στον εκτρεφόμενο.

Εν τούτοις παραμένει μια μορφολογική διαφοροποίηση της τάξης του 26%


μεταξύ των ατόμων του εμπλουτισμού και του άγριου πληθυσμού. Η παραμένουσα
αυτή μορφολογική διαφοροποίηση συνδέεται με τις διαφορετικές συνθήκες
προανάπτυξης των δυο πληθυσμών (άγριου και εμπλουτισμού) και οφείλεται σε
μορφολογικές διαφοροποιήσεις που συμβαίνουν κατά την οντογεννητική
διαδικασία (Koumoundouros et al 1995, 1998, 1999), και οι οποίες κάτω από
ορισμένες συνθήκες θα μπορούσαν να ελεγχθούν.

Από την εργασία αυτή, η απάντηση στο ερώτημα που τίθεται είναι, ότι προς
το παρόν τουλάχιστον, δεν διαφαίνεται σοβαρή μορφολογική διαφοροποίηση
μεταξύ της τσιπούρας εμπλουτισμού και της άγριας. Σε καμία δε περίπτωση δεν
μπορεί να ταυτισθεί μορφολογικά η τσιπούρα του εμπλουτισμού με την εντατικά
εκτρεφόμενη (κλουβίσια). Το γεγονός αυτό απομακρύνει σημαντικά τον κίνδυνο
ταύτισης του προϊόντος του εμπλουτισμού με εκείνο που παράγει η εντατική
ιχθυοκαλλιέργεια και κατά συνέπεια τη διαμόρφωση τιμών διάθεση της τσιπούρας
εμπλουτισμού στα επίπεδα της εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας.

Από την άλλη μεριά, η παραμένουσα μορφολογική διαφοροποίηση,


διαμορφώνει μια ιδιαίτερη μορφολογία στην τσιπούρα εμπλουτισμού, που πρέπει:
1. Να αξιολογηθεί τεχνοοικονομικά σε σχέση με το προσδοκώμενο όφελος
από την ενέργεια του εμπλουτισμού σε μια λιμνοθάλασσα. Από τα μέχρι
σήμερα δεδομένα των εμπλουτισμών φαίνεται, ότι τεχνοοικονομικά το
όφελος από τους εμπλουτισμούς είναι θετικό και γιαυτό θα
συνεχισθούν και στο μέλλον με όλο και αυξανόμενους ρυθμούς
(Ρογδάκης 2000, Ρογδάκης et al, 2003).

140
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

2. Να διερευνηθεί, αν αυτή οφείλεται και σε ποιο βαθμό σε αντίστοιχη


γενετική διαφοροποίηση. Η περίπτωση αυτή, πρέπει να διερευνηθεί και
να αξιολογηθεί κατάλληλα σε σχέση με την μακροχρόνια πιθανή
επίπτωση στον γενότυπο του άγριου πληθυσμού. Στην περιοχή της
λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού, έχουν αναφερθεί ήδη
διαφοροποιήσεις που αποδίδονται σε διαφυγές από την εντατική
ιχθυοκαλλιέργεια (Δημητρίου et al, 2001).
3. Να διερευνηθεί σε ποιο βαθμό, και κάτω από ποιες συνθήκες η
παραμένουσα μορφολογική διαφοροποίηση μπορεί να εξαλειφθεί. Η
απάντηση σε αυτό το ερώτημα αναμένεται να οδηγήσει στη δημιουργία
προδιαγραφών παραγωγής γόνου τσιπούρας για εμπλουτισμό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαβαρούτα Β., Ι. Κούτρα, Λ. Γιαννακοπούλου, Ι. Ρογδάκης, Κ.Μπαταριας,


Ι. Λεονάρδος, & Γ. Κατσέλης. 2003. Μορφολογική σύγκριση φυσικών
και εκτρεφομένων πληθυσμών. Πρακτ. 11ου Πανελλ. Συνεδρίου
Ιχθυολόγων: 207-210.
Δημητρίου Ε., Γ. Κατσέλης, Α. Αθανασόπουλος & Π. Κασπίρης. 1998.
Προσδιορισμός φυσικών πληθυσμών και πληθυσμών τσιπούρας (Sparus
aurata) εμπλουτισμού προέλευσης ιχθυογεννητικού σταθμού, με βάση τη
δομή των λεπιών. Πρακτ. 20ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΕΕΒΕ :59-60.
Δημητρίου Ε., Γ. Κατσέλης, Γ. Μίνος, Ι. Αγγελής & Ι. Όντριας, 1995.
Ορισμένα αποτελέσματα από τη συγκριτική μελέτη της ποικιλότητας των
μορφομετρικών χαρακτηριστικών της τσιπούρας (S. auratus) που
γεννήθηκε στην φύση και σε ιχθυογεννητικό σταθμό και ανατράφηκε σε
όμοιες συνθήκες. Πρακτ. 17ο Πανελ.Συν. ΕΕΒΕ:132-134.
Δημητρίου Ε., Καπαρελιώτης Α., Μπαταριάς Κ., Ακοβιτιώτης Κ.,
Αθανασόπουλος Α. & Ι. Ρογδάκης.(2001). Διαφοροποιήσεις στην
παραγωγή της τσιπούρας του φυσικού οικοσυστήματος του συμπλέγματος
λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Πρακτ. 10ου Πανελ. Συνεδρ.
Ιχθυολόγων, σελ. 273-277.
Gluckmann I., F. Huriaux, B. Focant & P. Vandewalle, 1999. Postembryonic
development of the cephalic skeleton in Dicentrarchus labrax (Pisces,
Perciformes, Serranidae). Bull Mar Sci, 65:11-36.
Eaton D.R., 1996. The identification and separation of wild-caught and
cultivated sea bass (Dicentrarshus labrax) Fisheries Research Technical
Report Number 103.
Keast A. & D.Webb, 1966. Mouth and body form relative to feeding ecology in
the fish fauna of a small lake, Lake Opinicon, Ontario. J. Fish. Res. Bd.
Can., 23 (12):1845-1874.
Koumoundouros G., Z. Kiriakos, P. Divanach & M. Kentouri, 1995.
Morphometric relationships as criteria for the evaluation of larval quality of
gilthead sea bream. Aquac Int., 3:143-149.
Koumoundouros G., P. Divanach & M. Kentouri, 1998. Embryonic and yolk-
sac larval development of Dentex dentex (Linnaeus 1758) (Osteichthyes,
Sparidae). Mar Life, 6:41-50.
Koumoundouros G., P. Divanach & M. Kentouri, 1999. Ontogeny and
allometric plasticity of Dentex dentex (Osteichthyes: Sparidae) in rearing
conditions. Mar. Biol., 135:561-572.
Koumoundouros G., P. Divanach, L. Alezaki & M. Kentouri, 2001.
Temperature – induced ontogenetic plasticity in sea bass (Dicentrarcus
labrax). Marine Biology. 139:817-830
Loy, A., S. Cataudella & M. Corti, 1996. Changes in shape during the growth
of sea bass, Dicentrarchus labrax (Teleostea: Perciformes), in relation to
different rearing conditions: an application of the Thin-Plate Splines
regression analysis. In : Marcus, L.F, Corti, M., Loy, Naylor, G.J.P, Slice,

141
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

D.E. (Eds.), Advances in Morfometrics, NATO ASI series A, No 284. Pleum


Press, New York, : 399-406.
Loy A., S. Busilacchi, C. Costa, L. Ferlin & S. Cataudella, 2000. Comparing
geometric morfometrics and outline fitting methods to monitor fish shape
variability of Diplodus Puntazzo (Teleostea: Sparidae). Aquacult. Eng,
21(4): 271-283.
Palma J. & J.P Andrade, 2002. Morphological study of Diplodus sargus, D.
puntazzo and Lithognathus mormyrus (Sparidae) in the Eastern Atlantic
and mediterranean Sea. Fisheries Rescearch 57: 1-8.
Reist J.D., 1985 An empirical e4valuation of several univariate methods that
adjust for size variation in morphometrics data. Can. J. zool. 63, :1429-
1439.
Ρογδάκης Ι., Γ. Κατσέλης, Γ. Μίνος, Ι. Αγγελής, Π. Κασπίρης, & Ι. Οντριας,
1995. Μορφολογικές διαφορές φυσικών πληθυσμών λαβρακιού και
εκτρεφόμενων σε εντατικές ιχθυοκαλλιέρεγειες. Πρακτ. 17ου Συνεδρ.
Ελλην. Βιολ. Εταιρείας. :123-125.
Ρογδάκης Ι . 2000. Προοπτικές εφαρμογής νέων μεθόδων διαχείρισης των
Ελληνικών Λιμνοθαλασσών” Πρακτ. 9ου Πανελ. Συνεδρ. Ιχθυολόγων :
189-192.
Ρογδάκης Ι., Αγγελής Ι., Βαβαρούτα Β., Κούτρα Ι., Μαργαρίτης Ω. & Γ.
Κατσέλης. (2003). Πρώτες εκτιμήσεις από τον εμπλουτισμό της
λιμνοθάλασσας ΠΑΠΑΣ (Ν.Ο. Αράξου, Ν. Αχαΐας) με τσιπούρα (Sparus
auratus, Linnaeus 1758). Πρακτ. 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιχθυολόγων,
σελ: 211-214.
Sara M., E. Favaloro & A. Mazzola, 1999. Comparative morphometrics of
sharpout seabream (Diplodus puntazzo Cetti, 1777), reared in different
conditions. Aquaculture Engineering 19 :195-209.
Sato, K., Yoshinaka, R., Sato, M. & Shimizu, Y. (1986). Collagen content in
the muscle of fishes in association with their swimming movement and
meat texture. Bulletin of the Japanese Society of Scientific Fisheries
52(9):1595-1600
Swain D.P., B.E. Ridell & C.B. Murray, 1991. Morphological differences
between hatcery and wild populations of coho salmon (Oncorhynchus
kisutch): enviromental versus genetic origin. Can. J. Fish. Aquat. Sci. 48:
1783-1791.

142
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

143
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

5
ΜΕΡΟΣ

Η λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-
Αιτωλικού

144
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

1. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Η ευρύτερη περιοχή της μελέτης, δηλαδή το Νότιο Δυτικό άκρο της Στερεάς
Ελλάδας, το οποίο Διοικητικά ανήκει στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας και τμήμα του
Νομού Κεφαλληνίας (Εχινάδες Νήσοι), αποτελούν χωρίς αμφιβολία μια από τις
πλέον ενδιαφέρουσες περιοχές της χώρας, από αλιευτική, ιχθυοτροφική και
περιβαλλοντική άποψη.
Από αλιευτική-ιχθυοτροφική άποψη το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής
εκτιμάται σε 8000 tn αλιεύματα (στοιχεία από Τμήμα Αλιείας Αιτωλοακαρνανίας
1994). Η παραγωγή αυτή αποτελεί περίπου το 7% της παραγωγής της χώρας,
συνολικής εκτιμούμενης αξίας της τάξης των 11δις δραχμών (33 εκ. ευρώ). Η
παραγωγή προέρχεται από 750 σκάφη, κυρίως παράκτιας αλιείας, την αλιευτική
διαχείριση 150000 στρεμμάτων λιμνοθαλασσών, 20 μονάδων εντατικής
θαλασσοκαλλιέργειας, 135000 στρέμματα λιμνών και 4 μονάδων
πεστροφοκαλλιέργειας (Ρογδάκης 1994).
Από περιβαλλοντική άποψη, η περιοχή είναι ενταγμένη στο Εθνικό Πάρκο
Αιτωλοακαρνανίας-Κεφαλληνίας και αποτελείται από την υδάτινη λεκάνη του
Κάτω Αχελώου και το σύμπλεγμα των Εχινάδων Νήσων. Η λεκάνη του Κάτω
Αχελώου, συνολικής έκτασης 1979 km2, χαρακτηρίζεται από την παρουσία δυο
μεγάλων τοπικών βυθισμάτων χωριζόμενα από ένα ενδιάμεσο λοφώδες έξαρμα και
από επτά (7) επιμέρους ημιαυτόνομες υδρολογικές λεκάνες, οι οποίες φιλοξενούν
χείμαρρους, ποταμούς, λίμνες και λιμνοθάλασσες στο 15% της έκτασης της
λεκάνης.
Η συγκέντρωση μιας τόσο μεγάλης ποικιλίας φυσικού περιβάλλοντος, σε
μια τόσο μικρή έκταση, κάνει τη λεκάνη του Κάτω Αχελώου μοναδική στον
Ελληνικό και Ευρωπαϊκό χώρο (Ψιλοβίκος et al. 1997). Αυτός είναι ο λόγος για
τον οποίο η περιοχή έχει υπαχθεί στη σύμβαση RAMSAR ως υγροβιότοπος διεθνούς
σημασίας, για την οποία πρόσφατα (2003) θεσμοθετήθηκε και ειδικός φορέας
διαχείρισης της (Ν.Π.Ι.Δ.). Στην περιοχή αυτή έχουν επισημανθεί 36 είδη ψαριών
από τα οποία τα 20 είναι αποκλειστικά είδη γλυκού νερού και τα 16
μεταναστευτικά-διάδρομα (Οικονομίδης & Βογιατζής 1996), ενώ έχει σχηματισθεί
ένας κατάλογος με ιδιαίτερα σπάνια και απειλούμενα είδη ορνιθοπανίδας,
θηλαστικών και ερπετών (Μπαλή et al. 1986, Μποναζούντας et al.1993, Pesca
2001).
Η περιοχή του συμπλέγματος των Εχινάδων Νήσων και των Δυτικών ακτών
του Νομού Αιτωλοακαρνανίας από τις εκβολές του Αχελώου έως την περιοχή της
Βόνιτσας, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη
εντατικών θαλασσοκαλλιεργειών, από το 1989 και μετά (Eικόνα 3), καθόσον
προσφέρουν ιδιαίτερα καλής ποιότητας νερά, περιοχές καλά προστατευμένες από
τον υψηλό κυματισμό, σχετικά καλή υποδομή πρόσβασης και επικοινωνίας με τα
μεγάλα αστικά κέντρα της περιοχής (Πάτρα και Αγρίνιο), (Ρογδάκης 1992). Τα
χαρακτηριστικά αυτά υποστήριξαν ιδιαίτερα την ανάπτυξη της εντατικής
ιχθυοκαλλιέργειας στην περιοχή, όπου σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του
Υπουργείου Γεωργίας (Δ/ση Υδατοκαλλιεργειών Υπ. Γεωργίας, προσωπική
επικοινωνία 2002) λειτουργούν 34 μονάδες πάχυνσης ευρύαλων ψαριών με το
σύστημα των ιχθυοκλωβών με παραγωγή 6600 tn ψαριών (12% της χώρας) και
έξι (6) ιχθυογεννητικοί σταθμοί, δυναμικότητας 36 εκατ. ιχθύδιων λαβρακιού,
τσιπούρας και μυτακιού (15% της χώρας).

145
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

40 Αριθμός ΤΝ 8000
Μονάδων
35 7000
ΜΟΝΑΔΕΣ ΤΝ
30 6000

25 5000

20 4000

15 3000

10 2000

5 1000

0 0
1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001

Εικόνα 3. Εξέλιξη παραγωγής και μονάδων πάχυνσης θαλασσινών ψαριών στην


ευρύτερη περιοχή της μελέτης (Τμ. Αλιείας Αιτωλοακαρνανίας, 1994) & Υπ.
Γεωργίας, 2002, προσωπ. Επικοινωνία).

2. Η ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ-ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ

2.1.Γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά.

Η λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού βρίσκεται στην επαρχία


Μεσολογγίου, στο ΝΔ άκρο του νομού Αιτωλοακαρνανίας (Eικόνα 4). Τα
γεωγραφικά όρια της ευρύτερης περιοχής της, Ανατολικά ορίζονται από τον Εύηνο
ποταμό, Δυτικά από τον Αχελώο ποταμό, Βόρεια από τους ορεινούς όγκους του
Αράκυνθου (ΒΑ) με υψόμετρο 910 m, των απολήξεων των Ακαρνανικών βουνών
(Β-ΒΔ) και Νότια από τον Πατραϊκό κόλπο με τον οποίο είναι σε επικοινωνία. Οι
συντεταγμένες της περιοχής μελέτης είναι: 38ο 15΄ έως 38ο 30΄ (Βόρειο
Γεωγραφικό Πλάτος) & 21ο 05΄έως 21ο 35΄ (Ανατολικό Γεωγραφικό Μήκος).
Πλησιέστερες πόλεις και χωριά είναι το Μεσολόγγι, Αιτωλικό, Νεοχώρι, Κατοχή,
Ευηνοχώρι και Γαλατάς με συνολικό πληθυσμό σε ακτίνα 10 km περίπου 35000
άτομα.

H λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού είναι ένας ολοκαινικός δελταϊκός


σχηματισμός που δημιουργήθηκε μετά την τελευταία Βούρμιο επίκληση (Ψιλοβίκος
et al. 1997). Σχηματίστηκε από τη δράση των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Τα
φερτά υλικά των ποταμών, σε συνδυασμό με τους ισχυρούς κυματισμούς που
προκαλούνται από τους επικρατούντες νότιους και νοτιοανατολικούς ανέμους
καθώς και τα ρεύματα που κυριαρχούν στη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται στο
μέτωπο της δημιούργησαν τις λουρονησίδες που εκτείνονται σε μήκος 15 km
περίπου και οριοθετούν τη λιμνοθάλασσα από τον Πατραϊκό κόλπο. Οι αποθέσεις
του Ευήνου κατευθύνθηκαν προς τα Δυτικά και του Αχελώου προς Ανατολικά. Ένα
τμήμα της, η λιμνοθάλασσα Αιτωλικού, δημιουργήθηκε από κατάκλιση κοιλάδων,
ποταμών κατά την περίοδο ανόδου του επιπέδου της θάλασσας και γι' αυτό
παρουσιάζει μεγάλο βάθος και ακανόνιστο σχήμα. Το μέσο βάθος της
λιμνοθάλασσας είναι περί τα 0.8 m, και το μέγιστο περί το 1.8 m, εκτός της
λεκάνης του Αιτωλικού, της οποίας το μέσο βάθος είναι 12 m και το μέγιστο 32 m
(Αλμπανάκης et al. 1995). Ο πυθμένας είναι αμμώδης–ιλυοαμμώδης με
λεπτόκοκκο μέγεθος σωματιδίων τόσο εσωτερικά των λουρονησίδων όσο και
εξωτερικά, προς τον Πατραϊκό όπου είναι περισσότερο αμμώδης (Hatzikakidis
1952, Κλαουδάτος et al. 1990, Δανιηλίδης 1991).

146
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Στις αρχές του αιώνα, η λιμνοθάλασσα αποτελούσε ενιαίο υγρότοπο


(Panagiotopoulos 1916), με ελεύθερη επικοινωνία των νερών σε όλη την έκταση
της που έφθανε τα 220000 στρέμματα. Μια σειρά ανθρωπογενών παρεμβάσεων
στη λιμνοθάλασσα, την περίοδο 1960-1995, αλλοίωσαν τη γεωμορφολογία της
περιοχής με αποτέλεσμα αφενός να δημιουργηθούν υδρολογικά προβλήματα που
διατάραξαν σοβαρά τη κυκλοφορία των νερών, και αφετέρου ένα μεγάλο τμήμα
της λιμνοθάλασσας να αποξηρανθεί. Η ισορροπία και η δυναμική του
οικοσυστήματος διαταράχθηκε από τη κατασκευή μιας σειράς τεχνικών έργων που
αποσκοπούσαν είτε στην αλλαγή χρήσης αυτού του ίδιου του συστήματος
(αποξήρανση και απόδοση εκτάσεων στη γεωργία), είτε στην ικανοποίηση
αρδευτικών αναγκών της ευρύτερης περιοχής (εκτροπή Αχελώου, κατασκευή
υδροηλεκτρικών φραγμάτων), είτε στην αλυκοποίηση μεγάλων τμημάτων της
λιμνοθάλασσας (Οικονομίδης & Βογιατζής 1996). Η λιμνοθάλασσα σήμερα δέχεται
ουσιαστικά ανανέωση νερών μόνο από τον Πατραϊκό κόλπο, μέσω των ανοιγμάτων
που παρεμβάλλονται στις λουρονησίδες της Κεντρικής λιμνοθάλασσας, ή τεχνικών
στομίων σε άλλες περιοχές, όπως θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Δεν υπάρχουν οι
παροχές των γλυκών νερών που δεχόταν πριν το 1960. Τα γλυκά νερά
προέρχονται κυρίως από τις βροχοπτώσεις και από πολύ μεγάλες σημειακές
παροχές αποστραγγιστικών αντλιοστασίων της γύρω αγροτικής και αρδεύσιμης
περιοχής (Οικονομίδης & Βογιατζής 1996).
Οι επεμβάσεις που έγιναν, μείωσαν σημαντικά την έκταση της
λιμνοθάλασσας, που σήμερα κυμαίνεται από 120000-150000 στρέμματα (Pesca
2001). Επιπλέον επέδρασαν σημαντικά στην υδρολογία της περιοχής και
διαμόρφωσαν τελικά ένα σύμπλεγμα έξι (6) λιμνοθαλασσών σχετικά
απομονωμένων μεταξύ τους (Δημητρίου et al. 1994a, Katselis et al. 2003).
Παρόλα αυτά η λιμνοθάλασσα ή το σύμπλεγμα των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-
Αιτωλικού, αποτελεί το μεγαλύτερο και σημαντικότερο υγρότοπο της χώρας από
οικολογική και οικονομική άποψη. Η ευρύτερη περιοχή του συμπλέγματος των
λιμνοθαλασσών προστατεύεται από τη συνθήκη Ramsar και σύμφωνα με την
Κοινοτική Oδηγία 92/43 έχει ενταχθεί στις περιοχές του προγράμματος Natura
2000.

Οι έξι ενότητες που αποτελούν σήμερα το σύστημα (Εικόνα 4) από Ανατολικά


προς Δυτικά είναι οι ακόλουθες (Pesca 2001):

Λιμνοθάλασσα Βορείου και Διαύλου Κλείσοβας (R1, εικόνα 4).


Είναι κλειστού τύπου λιμνοθάλασσα που επικοινωνεί με τη θάλασσα με ένα
(1) δίαυλο, οριοθετείται από τη θάλασσα με δύο (2) ιχθυοφραγμούς ένα (1)
σύγχρονο και ένα (1) παραδοσιακό (στο στόμιο επικοινωνίας με τη θάλασσα
υπάρχουν σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις ενώ στο εσωτερικό άκρο
του διαύλου υπάρχουν παραδοσιακές. Είναι λιμνοθάλασσα, χαμηλής σχετικά
αλατότητας, έκτασης 5000 στρεμμάτων, και μέσου βάθους 0.8 m ενώ το μέγιστο
βάθος της είναι 1.5 m. Χαρακτηρίζεται από ένα βόρειο τμήμα αβαθές και ένα
δίαυλο μήκους 3000 m και πλάτους 150 m. Το στόμιο της έχει πλάτος 40 m,
μόνιμες τσιμεντένιες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις και είναι πλήρως
απομονωμένη από την υπόλοιπη Κλείσοβα.

Λιμνοθάλασσα Κλείσοβας (R2, εικόνα 4) .


Είναι συνδυασμός κλειστού και ανοικτού τύπου λιμνοθάλασσας που
επικοινωνεί με τη θάλασσα με δύο (2) διαύλους συνολικού πλάτους 80 m,
οριοθετείται από τη θάλασσα με πέντε (5) ιχθυοφραγμούς, δύο (2) σύγχρονους
και τρεις (3) παραδοσιακούς (τα δύο (2) εσοδευτικά στόμια βρίσκονται στο μέτωπο
της με τον Πατραϊκό κόλπο και τα άλλα τρία (3) στο λιμάνι του Μεσολογγίου).
Αυτά προς το λιμάνι ενώ είναι ανοικτού τύπου, επικοινωνούν μέσω τριών (3)
γεφυριών τα οποία μέχρι τη δεκαετία του '70 ήταν εφτά (7), μία φυσική
αμμονησίδα μήκους 3500 m και ένα τεχνητό ανάχωμα μήκους 3500 m. Είναι
λιμνοθάλασσα υψηλής σχετικά αλατότητας, έκτασης 18000 στρεμμάτων και μέσου

147
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

βάθους 0.8 m, ενώ το μέγιστο βάθος της είναι 1.5 m. Χαρακτηρίζεται από πλήθος
εγκάρσιων αναχωμάτων που κατασκευάστηκαν με σκοπό την αύξηση της
αλατότητας για τροφοδοσία των αλυκών Μεσολογγίου.

3. Κεντρική λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου (R3, εικόνα 4).


Είναι λιμνοθάλασσα ανοικτού τύπου που επηρεάζεται άμεσα από τη θάλασσα
και η οριοθέτηση της από την ανοικτή θάλασσα γίνεται από φυσικές αμμονησίδες
και ιχθυοφραγμούς. Στο μέτωπο της κεντρικής λιμνοθάλασσας, υπάρχουν τα
«διβάρια» (ιχθυοτροφεία - αλιευτικές θέσεις): Τουρλίδα, Βασιλάδι, Σχοινιάς και
Προκοπάνιστος. Όλα τα «διβάρια» είναι παραδοσιακού τύπου. Έχει μέσο βάθος
0.60 m (από 0.2 – 0.7 m) ενώ το μέγιστο φθάνει το 1.5 m. Το μέτωπο της, Νότια,
βρίσκεται στον Πατραϊκό κόλπο με όριο τις αμμώδεις προσχωσιγενείς νησίδες
Βασιλάδι, Αϊ Σώστης, Κόμμα, Σχοινιάς συνολικού μήκους 9100 m και τους
παραδοσιακούς ιχθυοφραγμούς, από ξύλο και πλαστικό πλέγμα συνολικού μήκους
6000 m, που συνδέουν τις νησίδες αυτές. Στο δυτικότερο άκρο της απομονώνεται
μέσω των «αλογοπεραμάτων» από τη λιμνοθάλασσα της Θολής και ανατολικά
οριοθετείται με το νησί Τουρλίδα και το Δίαυλο Μεσολογγίου-Αιτωλικού από το
λιμάνι Μεσολογγίου ενώ Βόρεια οριοθετείται από τη γέφυρα του Αιτωλικού.

4. Λιμνοθάλασσα Παλαιοπόταμου (R4, εικόνα 4).


Είναι κλειστή λιμνοθάλασσα υψηλής σχετικά αλατότητας, έκτασης 4500
στρεμμάτων και βάθους που κυμαίνεται 0.1-6 m. Αποτελείται από δύο (2) κύρια
τμήματα το ανατολικό και το δυτικό (Πόρτο) μέγιστου βάθους 6 m που δεν είναι
απομονωμένα μεταξύ τους αφού επικοινωνούν με τρία (3) γεφύρια πλάτους 2 m.
Το ανατολικό τμήμα δέχεται γλυκά νερά περί το 1/10 της παροχής του
αντλιοστασίου D2 το χειμώνα (12500 m3/h) που καταλήγει στη Θολή με
διακλάδωση που κατασκευάστηκε το 1992.

5. Λιμνοθάλασσα Θολής(R5, εικόνα 4).


Είναι κλειστού τύπου λιμνοθάλασσα που επικοινωνεί με τη θάλασσα με δύο
(2) διαύλους συνολικού μήκους 50-150 m, εφοδιασμένους με σύγχρονες
ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, ενώ οριοθετείται από τη θάλασσα με φυσική
αμμονησίδα μήκους 2500 m. Έχει έκταση 8000-12000 στρέμματα και μέσο βάθος
0.6 m (0.1-1 m). Χαρακτηρίζεται από χαμηλή αλατότητα καθώς είναι αποδέκτης
του αντλιοστασίου D2 δυναμικότητας (Συνολικής παροχής 125280 m3/h) που
αποστραγγίζει την περιοχή του κάμπου του Νεοχωρίου. Διαθέτει δύο (2) στόμια,
εκ των οποίων το ένα (1) με σύγχρονες τσιμεντένιες ιχθυοσυλληπτικές
εγκαταστάσεις (μήκους 150 m, πλάτους 30 m και βάθους 1.5 m). Διαθέτει επίσης
χώρο 150 στρεμμάτων βάθους 1.20 m ως καταφύγιο υπομεγεθών ψαριών. Το
μέτωπο της νοτιοδυτικά βρίσκεται στο Ιόνιο πέλαγος. Ανατολικά βρίσκεται η
λιμνοθάλασσα Προκοπάνιστος με την οποία η υδάτινη επικοινωνία περιορίστηκε
πολύ από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και αποκόπηκε το 1994, ενώ δυτικά
βρίσκεται η λιμνοθάλασσα του Παλαιοπόταμου με την οποία απομονώθηκε εντελώς
την δεκαετία του ’60.

6. Λιμνοθάλασσα Αιτωλικού(R6, εικόνα 4).


Είναι λιμνοθάλασσα κλειστή, έκτασης 16000 στρεμμάτων, βάθους από 0.2
– 0.5 m (μέσο βάθος 12 m) και μέγιστου 32 m, το οποίο αφορά έκταση ίση με το
25% της λιμνοθάλασσας. Επικοινωνεί με την Κεντρική λιμνοθάλασσα μέσω των
θολωτών γεφυριών της πόλης του Αιτωλικού. Η ανταλλαγή των νερών σε αυτήν
είναι περιορισμένη. Η φυσικογεωγραφική της διαμόρφωση, το μεγάλο σχετικά
βάθος της, το έντονα θετικό ισοζύγιο γλυκού νερού και η ελλιπής κυκλοφορία και
ανανέωση του θαλασσινού νερού, δίδουν στη λιμνοθάλασσα τον χαρακτηρισμό
της ευξεινικής λεκάνης, με τρία χαρακτηριστικά στρώματα νερού, από τα οποία,
μόνο στο πρώτο που εκτείνεται μέχρι βάθος 7 m γίνεται ικανοποιητική
οξυγόνωση. Κάτω από το βάθος των 7 m οι συνθήκες είναι ανοξικές και
παράγεται υδρόθειο και αμμωνία (Αλμπανάκης et al. 1995). Συχνά κάτω από

148
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

ιδιαίτερα μετεωρολογικά φαινόμενα προκαλείται διαφυγή υδρόθειου, έντονες


δυστροφικές κρίσεις και μαζικοί θάνατοι ψαριών. Η πρώτη αναφορά αυτού του
φαινομένου περιγράφεται το 1813 και δημιούργησε μια μυθολογία περί υπάρξεως
ηφαιστείου (Στασινόπουλος 1925, Χατζικακίδης 1951, Αλμπανάκης et al. 1995,
Leonardos & Sinis 1997, Παπαθεοδώρου et al. 2000). Μέχρι το 1997, η
λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού οριοθετούταν από την κεντρική λιμνοθάλασσα
Μεσολογγίου με τον ιχθυοφραγμό του ιχθυοτροφείου Πόρος, ο οποίος
καταργήθηκε, μετά από συχνές εμφανίσεις δυστροφικών κρίσεων, γιατί
θεωρήθηκε ότι εμπόδιζε την ανανέωση των νερών.

21E05
38N30

38N15
21E35

Εικόνα 5. Σύμπλεγμα των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού (by Katselis et


al.2003).

2.2. Αβιοτικά χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος.

2.2.1.Υδρολογία και ανεμολογικά δεδομένα.


Η κυκλοφορία του νερού σε ένα εκβολικό οικοσύστημα με εκτεταμένα
προσχωματικά αβαθή νερά, ουσιαστικά συνδέεται με τον εποχιακό ρυθμό
μεταβολής των ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων, της εξάτμισης και της
συνδυασμένης δράσης των παράκτιων θαλάσσιων ρευμάτων και του κυματισμού.
Αυτή η συνεχή εποχιακή ανάμειξη γλυκών και θαλασσινών νερών δημιουργεί ένα
φυσικό κύκλο αβιοτικών συνθηκών στον οποίο ανταποκρίνονται και
αναπτύσσονται οι οργανισμοί που απαρτίζουν τις βιοκοινωνίες του συστήματος Η
κυκλοφορία του νερού συνδέεται επιπλέον με τις μετακινήσεις των
ιχθυοπληθυσμών και με την αλιευτική διαχείριση. Εν τούτοις η ανατροπή αυτής
της κλασσικής κυκλοφορίας νερού της περιοχής, λόγω μιας σειράς παρεμβάσεων,
έχει διαμορφώσει μια ιδιαίτερη σήμερα κατάσταση. Η χαρακτηριστικά δύσκολη
κυκλοφορία νερών δημιουργεί συχνά ακραίες υδρολογικές συνθήκες, με
αποτέλεσμα οι υπάρχουσες μετρήσεις αβιοτικών παραμέτρων να μη δίδουν παρά
μόνο μια ενδεικτική εικόνα των χαρακτηριστικών του οικοσυστήματος, καθώς είναι
σημειακές χωρικά και χρονικά. Αυτό το χαρακτηριστικό της σημειακής απορροής
των γλυκών νερών, προκαλεί απότομες αλλαγές στην αλατότητα δημιουργώντας
«νησίδες» γλυκών νερών για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι οποίες δύσκολα
αραιώνονται λόγω της περιορισμένης επίδρασης των θαλασσινών νερών από την
παλίρροια (Οικονομίδης & Βογιατζής 1996).

149
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Η παλίρροια στην περιοχή ακολουθεί τον ημιημερήσιο τύπο, προκαλώντας


μεταβολή της στάθμης του νερού που επηρεάζεται σημαντικά από τους ανέμους
και κυμαίνεται σε 29.5-69 cm (Λεονάρδος 1996). Η ανταλλαγή των νερών που
γίνεται μέσω των ανοιγμάτων των λουρονησίδων εκτιμάται ότι είναι ανεπαρκής,
καθώς σε κάθε παλίρροια, στη κεντρική λιμνοθάλασσα, έχει εκτιμηθεί μια
ανανέωση που κυμαίνεται μεταξύ του 10-20%, ενώ κάτω από ορισμένες
μετεωρολογικές συγκυρίες μπορεί να φθάσει έως το 50% (Οικονομίδης &
Βογιατζής 1996).
Η κυκλοφορία του νερού επηρεάζεται σημαντικά από την ένταση και
διεύθυνση των ανέμων. Οι επικρατέστεροι άνεμοι στην περιοχή είναι οι ΒΔ (Pesca
2001).

2.2.2. θερμοκρασια νερου

Η σχέση της μέσης θερμοκρασίας αέρα-νερού, στην Δυτική Κλείσοβα


μπορεί να περιγραφεί από την σχέση Τνερού=1.081+0.96Ταέρα (Χώτος 1995), ενώ
στη κεντρική λιμνοθάλασσα έχει προσδιοριστεί Τνερού=1,871+0,963Ταέρα
(Δημητρίου et al. 2000). Στη πραγματικότητα, η στιγμιαία θερμοκρασία του νερού
της λιμνοθάλασσας παρουσιάζει μια χρονική υστέρηση, λόγω θέρμανσης ή ψύξης
σε σχέση με τη θερμοκρασία του αέρα λόγω της διαφορετικής
θερμοχωρητικότητας του νερού. Σε κάθε περίπτωση η μέση θερμοκρασία
νερού, ακολουθεί ανάλογη πορεία με τη μέση θερμοκρασία του αέρα (Δανιηλίδης
1991).

2.2.3.ΑΛΑΤΟΤΗΤΑ.

Η αλατότητα στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού, παρουσιάζει


διακυμάνσεις χρονικές και χωρικές, που οφείλονται στις εισροές γλυκών νερών και
στην εξάτμιση και εξαρτώνται από το βάθος και το βαθμό αποκλεισμού της
περιοχής από την επίδραση της θάλασσας. Οι μεγαλύτερες τιμές αλατότητας που
έχουν καταγραφεί είναι 45.1 0/00 στον Παλαιοπόταμο, και οι μικρότερες 7.9 0/00
στον δίαυλο Κλείσοβας (Κλαουδάτος et al. 1990).

Πίνακας 3. Υδρολογικά και ανεμολογικά στοιχεία και θερμοκρασία αέρα


περιοχής μελέτης (Pesca 2001).

Θερμοκρασία αέρα
Μήνας Βροχόπτωση Ένταση ανέμου (1ος-6ος1994 Κύρια Δ/νση
1984 1995 & 7ος-12ος1995) Ανέμου
Μέσ. Μέγ. Ελάχ. Μέσ. Μέγ. Ελάχ. Μέσ. Μέγ. Ελάχ.
Ιανουάριος 86 9.9 ΒΑ-ΒΔ
Φεβρουάριος 94 10.6 ΒΑ-ΒΔ
Μάρτιος 50 12.8 ΝΔ-Δ
Απρίλιος 61 16.2
Μάιος 25 20.2
Ιούνιος 15 24.1 ΒΔ
Ιούλιος 5 1.7 8.3 0.4 26.6 38 17 ΒΔ
Αύγουστος 7 1.9 11.9 0.0 25.7 35 13 ΒΔ
Σεπτέμβριος 25 1.8 11.5 0.0 21.9 30 13
Οκτώβριος 106 1.5 6.0 0.0 16.6 27 5 ΒΔ-ΝΔ
Νοέμβριος 171 1.6 9.4 0.0 12.1 21 2
Δεκέμβριος 142 2.3 7.5 0.0 12.9 21 3 ΒΑ-ΒΔ

150
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

2.2.4.Διαλυμένο οξυγόνο.

Μετρήσεις διαλυμένου οξυγόνου, δείχνουν ότι κατά κανόνα τα επίπεδα


οξυγόνου είναι ικανοποιητικά καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους (Κλαουδάτος 1990,
Δανιηλίδης 1991). Εν τούτοις, έχουν καταγραφεί ανοξικές συνθήκες στη περιοχή
του Αιτωλικού, όπου σε βάθος άνω των 7 m το οξυγόνο παίρνει μηδενικές τιμές
και καταγράφεται παρουσία υδρόθειου σε επίπεδα 0.5-1 mg/l (Xatzikakidis 1952,
Αλπανάκης et al. 1995). Το ειδικό αυτό περιβάλλον της περιοχής του Αιτωλικού
προκαλεί συχνά δυστροφικές κρίσεις κάτω από ιδιαίτερες μετεωρολογικές
συνθήκες οι οποίες ομογενοποιούν τα επιφανειακά με τα ανοξικά νερά και
προκαλούν απελευθέρωση υδρόθειου με συνέπεια μαζικούς θανάτους ψαριών
(Στασινόπουλος 1925, Κλαουδάτος et al. 1990, Avramidou & Koutsoukos 1990,
Δανιηλίδης 1991, Λεονάρδος 1996, Leonardos & Sinis 1997, Παπαθεοδώρου et al.
2000 ).

2.3. Βιοτικά χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος.

2.3.1. Το βένθος (μακροζωοβένθος, χλωρίδα και βλάστηση).

Οι βενθικές κοινωνίες αποτελούν το σημαντικότερο κρίκο της τροφικής


αλυσίδας στη λιμνοθάλασσα καθόσον αποτελούν τροφή των περισσοτέρων ψαριών
που ζουν σε αυτή. Από μελέτες που έχουν γίνει (Μπουργουτζάνη 1983,
Μπόγδανος & Διάπουλης 1984, Κλαουδάτος et al. 1990) έχουν προσδιοριστεί
περισσότερα από 120 είδη μακοζωοβενθικών οργανισμών από τα οποία το 48.3%
είναι πολύχαιτοι, 18.6% μαλάκια, 26.3% καρκινοειδή και το υπόλοιπο 6.8%
σπόγγοι, ανθόζωα, Ολιγόχαιτοι, Έντομα, Ασκίδια. Η ποικιλότητα του
μακροζωοβένθους, ελαττώνεται από τα στόμια επικοινωνίας με τον Πατραϊκό
κόλπο και γίνεται η μικρότερη στη περιοχή του Αιτωλικού, όπου οι ανοξικές
συνθήκες πάνω από το βάθός των 7 m περιορίζουν την ανάπτυξη βενθικών
οργανισμών. Σε σχέση με άλλες περιοχές του μαλακού υποστρώματος, στη
λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού τα ποσοστά των καρκινοειδών είναι
μεγαλύτερα και ιδιαίτερα των Αμφίπoδων και Ισόποδων.

Όσον αφορά το φυτοβένθος, είναι φτωχό σε ποικιλότητα ειδών με


περισσότερο διαδεδομένα τα σπερματόφυτα Cymodea nodosa και Zostera marina
σε περιοχές όπου η αλατότητα είναι μεγαλύτερη του 18 0/00. Ανάμεσα στα λιβάδια
των Σπερματόφυτων έχουν αναγνωρισθεί συναθροίσεις ανωτέρων φυκών και
ιδιαίτερα Φαιοφυκών (Cystoseira barbata, Feldomania globifera), Χλωροφυκών
(Cladofora echinus, Ulva rigida, Enteromorpha intestinalis, Chaetomorpha
cappilaris) και ορισμένων Ροδοφυκών. Γενικά εκτιμάται ότι η υδρόβια χλωρίδα
είναι ιδιαίτερα φτωχή ενώ στη περιοχή του Αιτωλικού η κατάσταση είναι ιδιαίτερα
δραματικά φτωχή (Μπογδανός & Διάπουλης 1984, Κλαουδάτος et al. 1990). Στο
πίνακα 4, δίδεται ένας κατάλογος της χλωρίδας, υδρόβιας και παράκτιας
βλάστησης της περιοχής (Pesca 2001).

2.3.2. Το πλαγκτόν.

Το φυτοπλαγκτόν της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού


χαρακτηρίζεται από την παρουσία Δινομαστιγωτών (Peridinium, Ceratium,
Protocentrum, Exuviella) και διατόμων (Naviculla, Nitzchia, Acanthes, Cocconeis
Pleeurosigma), (Μπόγδανος & Διάπουλης 1984). Ο αριθμός των κυττάρων ανά

151
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

μονάδα όγκου, αυξάνεται σημαντικά από τα στόμια επικοινωνίας με τον Πατραϊκό


κόλπο μέχρι τη περιοχή του Αιτωλικού, στην οποία ο αριθμός κυττάρων είναι υπέρ
3πλάσιος, σε σχέση με τη κεντρική λιμνοθάλασσα, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με
το δείκτη ποικιλότητας (Κλαουδάτος et al. 1990).
Η μεγάλη αυτή διαφοροποίηση, μεταξύ των δυο περιοχών οφείλεται αφενός
στις μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και αλατότητας όσο και στις πολύ
υψηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων που έχουν καταγραφεί στη περιοχή του
Αιτωλικού (Guelorget 1987, Avramidou & Koutsoukos, 1990, Μποναζούντας et al.
1993).
Η αφθονία του ζωοπλαγκτού, ακολουθεί τις αυξημένες συγκεντρώσεις του
φυτοπλαγκτού. Στο ζωοπλαγκτόν αφθονούν τα ευρύαλα είδη Κωπηπόδων,
Ισοπόδων, Αμφιπόδων και κυρίως μεγάλη αφθονία προνυμφών Καρκινοειδών
(μεροπλαγκτόν). Η ποικιλομορφία είναι χαρακτηριστικά μικρή (Κλαουδάτος et al.
1990, Siokou-Frangou 1986).

2.3.3. Η ορνιθοπανίδα.

Η περιοχή έχει πολύ μεγάλη σημασία από ορνιθολογική άποψη, καθώς ένας
μεγάλος αριθμός πουλιών έχει καταγραφεί, τόσο για διαχείμαση, όσο και για
φώλιασμα ή και μετανάστευση (Γεράκης et al. 1994). Στον πίνακα 5 δίδεται ένας
κατάλογος των απειλούμενων ειδών της ορνιθοπανίδας (Pesca 2001).

2.3.4. Η ιχθυοπανίδα.

Ο αριθμός των ειδών της ιχθυοπανίδας είναι περιορισμένος, λόγω κυρίως


των ακραίων συνθηκών που επικρατούν στη λιμνοθάλασσα. Περίπου 45 ευρύαλα
και θαλασσινά είδη έχουν αναφερθεί ότι συναντώνται στην περιοχή
(Panagiotopoulos 1916, Λεονάρδος 1996, Οικονομίδης & Βογιατζής 1996, Pesca
2001). Αυτά διαβιούν μόνιμα ή εποχιακά στη λιμνοθάλασσα (Πίνακας 6).
Από αυτά, τα 12 είδη είναι ολοβιωτικά στη περιοχή, τα 18 είναι μεταναστευτικά
διάδρομα, που χρησιμοποιούν τη λιμνοθάλασσα για διατροφή, ενώ έχουν
καταγραφεί και 15 είδη της κοινής ελληνικής παράκτιας ιχθυοπανίδας, που
εποχιακά εισέρχονται στη λιμνοθάλασσα και συναντώνται συνήθως πλησίον του
μετώπου με τον Πατραïκό κόλπο (Οικονομίδης & Βογιατζής 1996 ).

Πίνακας 4. Αντιπροσωπευτικά (επικρατέστερα) είδη χλωρίδας της


Υδρόβιας & Παρόχθιας βλάστησης της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού
(Pesca 2001).

Α/Α Είδος Κοινή Ονομασία


1 Potamogeton (Γένος)
2 Ranunculus (Γένος) Βατράχια
3 Zostera marina
4 Zostera noltii
5 Ruppia (Γένος)
6 Agropyrum(Γένος)
7 Ammophila (Γένος) Ψάθες
8 Cakila maritima Αγριοκαρδαμούδα
9 Salicornia (Γένος) Αρμυρήθρες
10 Arthrocnemum (Γένος) Αρμύρες
11 Halocnemum (Γένος)
12 Phragmites australis Αγριοκάλαμο
13 Typha latifolia Ψαθί
14 Nerium oleander Πικροδάφνη
15 Pancratium maritimum Κρίνος της θάλασσας
16 Arundo donax Νεροκάλαμο
17 Phragmitetum Φυτοκοινωνία Καλαμιών
communis
18 Scirpetum maritimi

152
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

19 Juncus maritimus Βούρλο


20 Typha angustifolia Ψαθί
21 Typha latifolia Ψάθα
22 Posidonia oceanica

ΠΙΝΑΚΑΣ 5. Κατάλογος μόνο με τα απειλούμενα με εξαφάνιση (Ε), τρωτά


(V) και σπάνια (R) είδη και περιγραφή της παρουσίας των ειδών αυτών στον
υγρότοπο όπου Φ=φωλιάζοντα, Π=με μόνιμη παρουσία, Μ=μεταναστεύοντα, Δ=
διαχειμάζοντα (Pesca 2001).

Α/Α Είδος Κοινή Ονομασία Προστατευόμενο Παρουσία στη


Λ/Θ
1 Acrocephalus Μουστακοποταμίδα R Δ
2 Aegypius monachus Μαυρόγυπας Ε Δ
3 Anas clypeata Χουλιαρόπαπια V Δ
4 Anas stepera Φλυαρούδι V Δ
5 Aquila chrysaetos Χρυσαετός V Π
6 Aquila clanga Στικταετός V Δ
7 Aquila heliaca Βασιλαετός V Δ
8 Aquila pomarina Κραυγαετός V Μ
9 Ardea purpurea Πορφυροτσικνιάς V Μ,Φ
10 Aythya ferina Σουριάρα V Δ,Μ
11 Aythya nyroca Βαλτόπαπια V Μ
12 Bubo bubo Μπούφος V Δ,Φ
13 Burhinus oedicnemus Πετροτριλίδα V Μ,Φ
14 Buteo rufinus Αετογερακίνα R Μ
15 Calonectris diomedea Αρτέμης V Δ
16 Chlidonias hybrida Μουστακογλάρονο V Μ
17 Chlidonias niger Μαυρογλάρονο V Δ,Μ
18 Ciconia ciconia Πελαργός V Δ,Φ
19 Ciconia nigra Μαυροπελαργός Ε Δ
20 Circaetus gallicus Φιδαετός V Δ,Μ,Φ
21 Circus aeruginosus Καλαμόκιρκος V Δ,Μ
22 Circus cyaneus Βαλτόκιρκος V Δ
23 Circus pygargus Λιβαδόκιρκος Ε Δ,Μ
24 Egretta alba Λευκοτσικνιάς Ε Δ
25 Falco biarmicus Χρυσογέρακο V Δ
26 Falco cherrug Κυνηγογέρακο V Δ
27 Falco eleonorae Μαυροπετρίτης V Δ
28 Falco naumanni Κιρκινέζι V Μ,Φ
29 Falco peregrinus Πετρίτης V Δ,Μ
30 Falco subbuteo Δεντρογέρακο V Δ
31 Gelochelidon nitolica Γελογλάρονο V Δ,Φ
32 Glareola platincola Νεροχελίδονο V Μ,Φ
33 Gyps fulvus Ορνιο V Π
34 Haliaetus albicilla Θαλασςαετός Ε Δ
35 Hieraetus fasciatus Σπιζαετός V Π
36 Hieraetus pennatus Σταυραετός V Δ
37 Himantopus himantopus Καλαμοκανάς V Δ,Μ,Φ
38 Hoplopterus spinosus Αγκαθοκαλημάνα Ε Μ
39 Ixobrychus minutus Τσικνάκι V Δ,Μ,Φ
40 Jynx torquilla Μερμηγκοφάγος V Δ,Μ
41 Larus genei Σπαθάτος, Λεπτόραμφος V Δ
γλάρος
42 Larus melanocephalus Μαυροκέφαλος γλάρος V Δ
43 Milvus migrans Τσίφτης Ε Μ,Δ
44 Milvus milvus Ψαλιδιάρης Ε Δ,Μ
45 Neophron percnopterus Ασπροπάρης Ε Δ
46 Numenius phaeopus Μικροτουρλίδα V Δ
47 Numenius tenuirostris Λεπτομύτα Ε Μ
48 Pandion haliaetus Ψαραετός Ε Δ
49 Recurvirostra avosetta Αβοκέτα V Δ,Φ
50 Pelecanus crispus Ροδοπελεκάνος V Δ
51 Pelecanus onocrotalus Αργυροπελεκάνος Ε Δ
52 Phalacrocorax aristotelis Θαλασςοκόρακας V Δ
53 Phalacrocorax carbo Κορμοράνος V Δ,Φ
54 Phalacrocorax pygmeus Λαγγόνα V Δ
55 Phoenicopterus rubber Φοινικόπτερο R Μ,Δ

153
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

56 Platalea leucorodia Χουλιαρομύτα V Δ,Μ


57 Plegadis falcinellus Χαλκόκοτα Ε Μ
58 Podiceps nigricollis Μαυροβούτι V Δ
59 Recurvirostra avosetta Αβοκέτα V Π
60 Sterna caspia Καρατζάς V Δ
61 Sterna sandvicensis Χειμωνογλάρονο V Δ
62 Tadorna ferruginea Καστανόπαπια Ε Δ
63 Tadorna tadorna Βαρβάρα V Π
64 Tichodroma muraria Σβαρνίςτρα R Π
65 Tringa stragnatilis Λεπτότρυγγας V Δ,Μ

Πίνακας 6. Κατάλογος των ψαριών που έχουν καταγραφεί στη περιοχή.

Οικογένεια Α/Α Είδος Κοινή Ονομασία


ΟΛΟΒΙΩΤΙΚΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ
1 Atherina boyeri Αθερίνα
Atherinidae
2 Atherina hepsetus Σουβλίτης
Belonidae 3 Belone belone Ζαργάνα
Cyprinodontidae 4 Aphanius fasciatus Ζαχαριάς, Ζαμπαρόλα
5 Knipowitschia caucasica Ποντογωβιός
6 Zosterisessor
Πρασινογωβιός
ophiocephalus
Gobiidae 7 Gobius cobitis Γωβιός
8 Gobius cruentatus Αιμοχειλογωβιός
9 Gobius niger Μαυρογωβιός
10 Symphodus cinereus Φαγανέλι
Labridae
11 Symphodus ocellatus Ματολαπινα
Poecillidae 12 Gambusia affinis Κουνουπόψαρο
ΔΙΑΔΡΟΜΑ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΑ ΕΙΔΗ
Angulillidae 1 Anguilla anguilla Χέλια
Moronidae 2 Dicentrarchus labrax Λαβράκι
3 Chelon labrosus Βελάνιτςα
4 Liza aurata Μυξινάρι
Mugilidae 5 Liza ramada Μαυράκι
6 Liza saliens Γάστρος
7 Mugil cephalus Κέφαλος
8 Oedalechilus labeo Γρέντζος
Pleuronectidae 9 Platicchthys flesus Φασί
Soleidae 10 Solea vulgaris Γλώσσα
11 Diplodus annularis Σπάρος
12 Diplodus puntazzo Μυτάκι
Sparidae 13 Diplodus sargus Σαργός
14 Diplodus vulgaris Αυλιας ή Καμπανάς
15 Lithognathus mormyrus Μουρμούρα
16 Salpa salpa Σάλπα
17 Sparus aurata Τσιπούρα
Syngnathidae 18 Sygnathus abaster Σακοράφα
ΕΠΟΧΙΑΚΑ ΕΙΔΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΙΧΘΥΟΠΑΝΙΔΑΣ
Carangidae 1 Lichia amia Λίτσα
Centracanthidae 2 Maena smaris Μαρίδα
Congridae 3 Conger conger Μουγγρί
Mullidae 4 Mullus barbatus Κουτσομούρα
Pomatomidae 5 Pomatomus saltator Γοφάρι
Sciaenidae 6 Sciaena umbra Σκιός
Scorpaenidae 7 Scorpaena porcus Σκορπιός

154
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Serranidae 8 Serranus hepatus Πέρκα


9 Boops boops Γόπα
10 Dentex dentex Συναγρίδα
Sparidae 11 Oblada melanura Μελανούρι
12 Pagellus erythrinus Λυθρίνι
13 Spondyliosoma cantharus Σκαθάρι
Spyraenidae 14 Sphyraena sphyraena Λούτσος
Trachinidae 15 Trachinus draco Δράκαινα

3. H ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ

Η διαχειριστική τεχνική της λιμνοθάλασσας στηρίζεται στις εποχιακές


μεταναστεύσεις των ιχθυοπληθυσμών είτε λόγω αναπαραγωγής είτε λόγω των
περιβαλλοντικών συνθηκών.
Το σύστημα διαχείρισης και οι δομές που το υποστηρίζουν έχουν περιγραφεί
εκτενώς (Panagiotopoulos 1916, Στασινόπουλος 1925, Guest-Papamanoli 1979,
Ananiadis 1984, Kotsonias 1984, Ρογδάκης & Κλαδάς 1988, Κλαουδάτος et al.
1990, Μίνος 1996, Κατσέλης 1996, Δημητρίου & Ρογδάκης, 1994, Dimitriou &
Rogdakis 1997, Ρογδάκης 1999, Οικονομίδης 1999, Χώτος 1999 κ.ά. ).

Συνοπτικά η αλιεία πραγματοποιείται με τα «διβάρια» ή τα «ιχθυοτροφεία»,


τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μόνιμες θέσεις αλιείας (ιχθυοσυλληπτικές
εγκαταστάσεις) που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις λουρονησίδες και τους
ιχθυοφραγμούς από πλαστικό δίχτυ που οριοθετούν όλο το μέτωπο της
λιμνοθάλασσας με τον Πατραϊκό κόλπο ή στα στόμια επικοινωνίας των κλειστών
λιμνοθαλασσών του συμπλέγματος με τη θάλασσα (Panagiotopoulos 1916,
Στασινόπουλος 1925, Guest-Papamanoli 1979, Δημητρίου & Ρογδάκης 1994).
Το αλιευτικό έτος αρχίζει το Μάρτιο κάθε έτους με το άνοιγμα των
ιχθυοφραγμών των αλιευτικών θέσεων για την εσόδευση, δηλαδή την είσοδο
ψαριών από τη θάλασσα. Η διαδικασία της εσόδευσης διαρκεί μέχρι τέλος Μαΐου-
Ιουνίου, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Στη συνέχεια οι ιχθυοφραγμοί
κλείνουν και από τις αρχές του Ιουλίου αρχίζει η διαδικασία της εξαλίευσης των
ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων. Οι συλλήψεις των ψαριών εξαρτώνται από τη
διαδικασία μετανάστευσης τους προς τη θάλασσα.

Οι περισσότερες από τις αλιευτικές θέσεις είναι οι ίδιες τουλάχιστο από το


1826, όπως απεικονίζονται σε σχετικό χάρτη γεωγράφου M. Lapie της Γαλλικής
Αυλής, που έγινε για λογαριασμό του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, κατά τη
διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου (Εικόνα 5). Κατά καιρούς έχουν γίνει
προσπάθειες μετακίνησης των θέσεων των ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων
(διβαριών) και των ιχθυοφραγμών, χωρίς επιτυχία (Κλαουδάτος et al.1990).

Εκτός από τα διβάρια, η εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας πραγματοποιείται


με σειρά άλλων αλιευτικών μεθόδων που εφαρμόζονται από τους λεγόμενους
«ελεύθερους ψαράδες», δηλαδή τους αλιείς που δεν είναι οργανωμένοι στους
αλιευτικούς συνεταιρισμούς της περιοχής (Dimitriou & Rogdakis 1994, 1997),
όπως βολκοί, παραγάδια, σταφνοκάρι, τράϊνα, γυροβολιά, καμάκι κ.ά. (Guest-
Papamanoli 1979, Κλαουδάτος et al. 1990). Η αλιεία με δίχτυα στη λιμνοθάλασσα
δεν επιτρέπεται εκτός από ορισμένα τμήματα της και μόνο από τους μισθωτές
(Θολή, Παλαιοπόταμος, Προκοπάνιστος, Μπούκα), αυτό όμως δε σημαίνει ότι και
δε γίνεται παράνομα (Δημητρίου & Ρογδάκης, 1994).

Το νομικό καθεστώς διαχείρισης είναι το ίδιο τουλάχιστον από τον 150


αιώνα, όπως το περιγράφει ο περιηγητής Ε. Τσελέμπη (Εκδόσεις Εκάτη 1991). Η
βασική ιδέα των ρυθμίσεων είναι η εξασφάλιση της παραγωγής των διβαριών στα

155
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

πλαίσια της φυσικής λειτουργίας του οικοσυστήματος και των μετακινήσεων των
ιχθυοπληθυσμών. Τα διβάρια αποτελούν τις μόνες μισθωμένες θέσεις από το
Ελληνικό Δημόσιο, όπως ακριβώς συνέβαινε και επί της κυριαρχίας του
Οθωμανικού κράτους, η διαφορά είναι στο γεγονός νομιμοποίησης της ελεύθερης
αλιείας στη λιμνοθάλασσα. Μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, η νομική
κωδικοποίηση του καθεστώτος διαχείρισης που δημιουργήθηκε, λαμβάνει υπόψη
της, τη λειτουργία του οικοσυστήματος όσον αφορά τις μετακινήσεις των
ιχθυοπληθυσμών, την προστασία των ιχθυοφραγμών οριοθέτησης του
συστήματος, την εξασφάλιση παραγωγής στα διβάρια από τα οποία προέρχονται τα
μοναδικά έσοδα του Δημοσίου, και την ικανοποίηση του πληθυσμού της περιοχής,
να έχει το δικαίωμα να ψαρεύει στη λιμνοθάλασσα. Οι ρυθμίσεις αυτές όπως είναι
προφανές, αποσκοπούν ουσιαστικά στο μοίρασμα των αλιευμάτων μεταξύ των
ελεύθερων και συνεταιρισμένων ψαράδων και συχνά οδηγούν σε έντονες
αντιθέσεις μεταξύ τους (Στασινόπουλος 1925, Dimitriou & Rogdakis 1997).

Η σταδιακή αντικατάσταση των παραδοσιακών ιχθυοφραγμών και διβαριών


με τις λεγόμενες «σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις», που αρχίζουν να
δημιουργούνται από το 1986 στις κλειστές λιμνοθάλασσες του συστήματος, δεν
αλλάζουν τη βασική αρχή διαχείρισης της (Ρογδάκης & Δημητρίου 1994).
Δημιουργούν όμως τις κατάλληλες προϋποθέσεις για αύξηση της παραγωγής με
την ανάπτυξη νέων τεχνικών διαχείρισης, όπως η διαχείριση των υπομεγεθών
ψαριών, η ενίσχυση της φυσικής διαδικασίας εσόδευσης με ελεγχόμενους
εμπλουτισμούς κτλ. (Ρογδάκης 1999, 2000).
Οι επεμβάσεις αυτές αποσκοπούσαν στην επίλυση στοιχειωδών αλιευτικών
προβλημάτων και πρότειναν λύσεις από τις οποίες υπήρχε προσδοκία βελτίωσης
της παραγωγικότητας (Ρογδάκης & Κλαδάς 1988). Εδώ πρέπει να σημειώσουμε,
πώς τα έργα των ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων σαν φιλοσοφία κατασκευής
και λειτουργίας μεταφέρθηκαν από τα Ιταλικά πρότυπα της “Vallicoltura”,
(Ravagnan 1988) που αποτελεί όμως εντελώς διαφορετικό σύστημα
εκμετάλλευσης.
Οι δομές αυτές κρινόμενες σήμερα θεωρούνται μάλλον υπερβολικά
μεγάλες, σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έλυσαν προβλήματα της παραγωγής, αφού
δεν έγιναν άμεσα και πλήρως αποδεκτές από τους χρήστες (Ρογδάκης & Δημητρίου
1994). Όμως η προσαρμογή τους στη εφαρμοζόμενη διαχείριση εκτιμάται, ότι
τελικά μπορεί να επιτευχθεί, ενώ ο συνδυασμός τους με νέες μεθόδους και
τεχνικές διαχείρισης αναμένεται να βελτιώσει θεαματικά τις παραγωγικές
αποδώσεις (Ρογδάκης 2000).

Τα νέα δεδομένα διαχείρισης που εισάγονται με τις νέες δομές που


αναπτύσσονται είναι:
¾ Η διαχείριση των υπομεγεθών ψαριών και επομένως η καλύτερη αξιοποίηση
της παραγωγής.
¾ Ενίσχυση του γόνου των άγριων πληθυσμών, είτε με την αλιεία και τον
εγκλιματισμό άγριου γόνου είτε με την εισαγωγή γόνου που παράγει η εντατική
ιχθυοκαλλιέργεια.

Οι προοπτικές αυτές επαναφέρουν στην επικαιρότητα τις μελέτες των


ιχθυοπληθυσμών των εμπορικότερων ειδών των λιμνοθαλασσών. Κάθε είδους
επέμβαση, στο σύστημα προϋποθέτει την καλή γνώση του συστήματος και της
δυναμικής του, πολύ περισσότερο, όταν οι επεμβάσεις αυτές σχετίζονται με την
επιλεκτική ενίσχυση των ιχθυοπληθυσμών.

Παρόλα αυτά, αν και στην περιοχή έχουν αναπτυχθεί υποδομές και έχει
αποκτηθεί και συνεχίζεται η απόκτηση σημαντικής πληροφορίας σχετικά με τη
λειτουργία του οικοσυστήματος, το σύστημα αλιευτικής διαχείρισης είναι μάλλον
αναχρονιστικό και αναποτελεσματικό. Η τροποποίηση του φαίνεται να προσκρούει
στην αδυναμία των αρμόδιων αρχών να τολμήσουν μια ουσιαστική αλλαγή

156
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

(Guelorget 1987, Κλαουδάτος et al. 1990, Dimitriou & Rogdakis 1997,


Οικονομίδης 1999, Ρογδάκης 2000).

Το ύψος της ιχθυοπαραγωγής της λιμνοθάλασσας, αποτελεί ένα μόνιμο


πρόβλημα, λόγω ακριβώς του καθεστώτος διαχείρισης που περιγράφτηκε
προηγουμένως. Η επίσημη καταγραφή της στρεμματικής απόδοσης, στηριζόμενη
αποκλειστικά στις δηλώσεις της παραγωγής των αλιευτικών συνεταιρισμών
κυμαίνονται από 1.5-3 kg/στρ. Εκτιμήσεις που υπάρχουν κατά καιρούς αναφέρουν
αποδόσεις που κυμαίνονται από 5-13 kg/στρ. (Στασινόπουλος 1925, Pillay 1967,
Ananiadis 1984, Kotsonias 1984, Κλαουδάτος et al. 1990, Δημητρίου et al.1994a,
Dimitriou & Rogdakis 1997, Δημητρίου et al. 1997). Οι διαφορετικές αυτές
εκτιμήσεις δεν επιτρέπουν τη σαφή εκτίμηση της παραγωγικής απόδοσης και
οφείλονται στο γεγονός ότι δεν καταγράφεται η παραγωγή της ελεύθερης αλιείας.
Οι καταγραφές της παραγωγής των διβαριών, που είναι υποχρεωτική από το νόμο,
δεν είναι πάντα η αληθής, ιδιαίτερα την προηγούμενη δεκαετία, όταν το μίσθωμα
διαμορφωνόταν σαν ποσοστό στην παραγωγή και έφθανε στο 30% αυτής. Το
γεγονός αυτό επισημαίνεται από όλους, όσους έχουν ασχοληθεί με την παραγωγή
της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού οι οποίοι τελικά καταλήγουν σε
εκτιμήσεις, στηριζόμενοι στην παραγωγή που καταγράφεται και στα ελάχιστα
εισοδήματα των αλιέων (Στασινόπουλος 1925, Παναγιωτόπουλος 1916,
Κλαουδάτος et al. 1990, Dimitriou & Rogdakis 1997).

Η μόνη περίοδος καταγραφής του συνόλου της παραγωγής ήταν η περίοδος


1960-65 που τη διαχείριση όλης της λιμνοθάλασσας είχε αναλάβει ο αναγκαστικός
συνεταιρισμός με την ονομασία ΟΣΕΛΜΑ (Οργανισμός Συνεργατικής
Εκμετάλλευσης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού). Από τη καταγραφή αυτή
η ετήσια παραγωγή ήταν 1500-2000 tn (αρχεία Εποπτείας Αλιείας Αιτωλ/νιας,
Kotsonias 1984). Για την έκταση των 150000 στρεμμάτων που είχε η
λιμνοθάλασσα, η στρεμματική απόδοση ήταν της τάξης των 10-13 kg/στρ.
Σήμερα η συνολική παραγωγή του συμπλέγματος των λιμνοθαλασσών
Μεσολογγίου-Αιτωλικού που καταγράφεται κυμαίνεται από 130-200 tn ετησίως, με
την παρατήρηση ότι αυτή αποτελεί το 30-40% της πραγματικής παραγωγής (Pesca
2001). Το 1984, ο Kotsonias εκτιμά την παραγωγή σε 1300-1500 tn, όση δηλαδή
υπολογίζεται το 1990 από Κλαουδάτο et al. και το 1994(a) από Δημητρίου et al.,
ενώ ο Ananiadis (1984), την υπολογίζει σε 780 tn.
Όλες οι εκτιμήσεις στηρίζονται στις δηλώσεις παραγωγής των μισθωμένων
θέσεων (διβαριών) και στην εκτίμηση της σχέσης μεταξύ της παραγωγής των
ελεύθερων και των συνεταιρισμένων ψαράδων. Η παραγωγή της ελεύθερης
αλιείας προσδιορίσθηκε από τον Παναγιωτόπουλο (1916) ότι αντιπροσωπεύει το
50% της συνολικής παραγωγής, ενώ ο Στασινόπουλος (1925) και ο Kotsonias
(1984) αναφέρουν ότι είναι το 70%, οι Κλαουδάτος et al. (1990) υπολογίζουν το
60%, και οι Δημητρίου et al. (1994) το 55%. Όλοι οι υπολογισμοί στηρίζονται
στην ισοδυναμία των ετησίων εσόδων κάθε ψαρά είτε αυτός είναι συνεταιρισμένος
είτε ελεύθερος.

Από τα προηγούμενα, η μέση παραγωγή του συμπλέγματος σήμερα μπορεί


να εκτιμηθεί σε 850-1250 tn ετησίως, δηλαδή μια μέση στρεμματική απόδοση της
τάξης 7-10 Kg/στρ., όση είναι περίπου η μέση στρεμματική απόδοση των
Ελληνικών λιμνοθαλασσών (Ρογδάκης 1995, Παγώνη 2000).

Όσο αφορά τη σύνθεση της παραγωγής αυτή παρουσιάζεται διαφορετική σε


κάθε αναφορά, ανάλογα το πώς γίνεται ο προσδιορισμός της παραγωγής, λόγω της
διαφορετικής επιλεκτικότητας των εργαλείων της ελεύθερης αλιείας και των
διβαριών (Δημητρίου et al. 1997).
Οι Δημητρίου et al. 1994a, εκτιμούν τη σύνθεση της παραγωγής σε 46%
κεφαλοειδή, 28% τσιπούρα, 11% λαβράκια, 9% χέλια και 6% άλλα αλιεύματα. Η
σύνθεση αυτή δεν είναι διαφορετική από αυτήν που αναφέρει ο Kotsonias (1984).

157
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Οι αυξομειώσεις της παραγωγής που καταγράφονται, τόσο από έτος σε έτος, όσο
και από ιχθυοτροφείο σε ιχθυοτροφείο οφείλονται στην ένταση της διαχείρισης,
στις καιρικές συνθήκες, αλλά μερικές φορές και στις τιμές των προϊόντων στην
αγορά.
Η ένταση της διαχείρισης συνδέεται με τη καλή ή όχι συντήρηση των
ιχθυοφραγμών του μετώπου με τον Πατραϊκό κόλπο και στις καλές ή όχι σχέσεις
μεταξύ των συνεταιρισμένων και ελευθέρων ψαράδών ή ακόμα στις σχέσεις
συνεργασίας των συνεταιρισμών με τις τοπικές αρχές. Οι καιρικές συνθήκες
επιδρούν στην εσόδευση αλλά και στην αποτελεσματική αλιεία. Η ζήτηση των
προϊόντων στην αγορά, σε ορισμένες περιπτώσεις ειδικά τους χειμερινούς μήνες,
συνδέεται με την ένταση της αλιείας. Αυτό το τελευταίο συνδέεται με τις
παραγωγές που καταγράφονται τις εποχές κατά τις οποίες η διακίνηση των
ψαριών παρουσίαζε δυσκολίες (Στασινόπουλος 1925).

Παρόλα τα προβλήματα καταγραφής και εκτίμησης της παραγωγής της


λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού, τα αλιευτικά δεδομένα που
καταγράφονται έχουν την αξία τους, γιατί μπορούν να συνδέσουν την εποχή
αλιείας με τη μετανάστευση των ψαριών από τη λιμνοθάλασσα προς τη θάλασσα,
και τα βιολογικά ή περιβαλλοντικά φαινόμενα που συνδέονται με αυτή για κάθε
είδος. Η πληροφορία αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, αν σκεφτούμε ότι, οι
προτάσεις για τις νέες μεθόδους διαχείρισης που προτείνονται, συνδέονται με
επεμβάσεις στη σύνθεση των ιχθυοπληθυσμών όπως οι εμπλουτισμοί και η
διαχείριση των υπομεγεθών ψαριών στις τάφρους διαχείμασης (Ρογδάκης 2000).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ananiadis C., 1984. Quelques aspects du probleme d’ amanegement de pescheries de lagunes et


des etangs cotieres de Grece. ΙΝ: Management of Coastal Lagoon Fisheries. FAO Stud. Rev.
GFCM, vol. 61(2): 477-519.
Αλμπανάκης Κ., Α. Ψιλοβίκος, Κ. Βουβαλίδης & Χ. Παλικαρίδης, 1995. Η ευξεινική λεκάνη του
Αιτωλικού σε σχέση με τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Πρακτικά 4ου Πανελλήνιου
Γεωγραφικού Συνεδρίου. : 27-41.
Γεράκης Π., Γ. Ζαλίδης, Ε. Κουτράκης, Α. Μαντζαβέλας, Λ. Νικολάου, Σ. Ντάφης, Γ.
Σπυρόπουλο & Σ. Χατζηγιαννάκης, 1994. Απογραφή Ελληνικών Υγροτόπων ως Φυσικών
Πόρων. Εκδ. Μουσείο Γουλανδρή, Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων.
Δανιηλίδης Δ., 1991. Η συστηματική και οικολογική μελέτη των διατόμων στην λιμνοθάλασσα
Μεσολογγίου, Αιτωλικού και Κλείσοβας. Διαδακτορική διατριβή, Παν. Αθηνών, 287 σελ.
Δημητρίου Ε. & Ι. Ρογδάκης, 1994. Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου - Αιτωλικού. Προβλήματα
διαχείρισης, προοπτικές και προϋποθέσεις αντιμετώπισής τους. ΙΝ: Πρακτικά Ημερίδας ΓΕΩΤΕΕ
Δ. ΕΛΛΑΔΑΣ « ΑΛΙΕΙΑ & ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΕΡΓΕΙΕΣ» Πρακτικά Ημερίδας ΓΕΩΤΕΕ Δ. ΕΛΛΑΔΑΣ.
Μεσολόγγι 14.12.94
Δημητρίου Ε., Α. Λαχανάς & Ι. Οντριας, 1995b. Προκαταρκτικά αποτελέσματα από το μαρκάρισμα
τσιπούρας στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου. 17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ε.Ε.Β.Ε.
Δημητρίου Ε., Ι. Ρογδάκης, Ι. Λεονάρδος & Α. Αθανασόπουλος, 1994a. Η ποιοτική και ποσοτική
σύνθεση των αλιευμάτων της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου – Αιτωλικού σαν δείκτης για την
διαχείρισή της. Αλιευτικά Νέα, Μάιος 1994. : 82-91.
Δημητρίου Ε., Ι. Ρογδάκης, Γ. Κατσέλης & Γ. Μίνος 1994b. Ορισμένα δεδομένα από την επίδραση
της βαρομετρικής πίεσης, θερμοκρασίας και έντασης ανέμου στις μεταναστεύσεις των ευρύαλων
ψαριών λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου – Αιτωλικού. Πρακτ. 16ου Συνέδριο Ε.Ε.Β.Ε.: 4.7-4.9
Δημητρίου Ε., Ι. Ρογδάκης & Κ. Μπαταργιάς, 1997. Δομή της παραγωγής των λιμνοθαλασσών
Μεσολογγίου-Αιτωλικού γιά τα έτη 1988 εως 1995. Πρακτικά 5ου Συνεδρί-ου Ωκεανογραφίας-
Αλιείας Τομός ΙΙ :359-361.
Δημητρίου Ε., Α. Αθανασόπουλος, Α. Καπαρελιώτης, Γ. Κατσέλης, Ι. Ρογδάκης, Η. Betts & C.
Wendling, 2000. Καταγραφές φυσικοχημικών παραμέτρων, αλιευτικής παραγωγής και
μεγέθους αλιευομένων ψαριών στο ιχθυοτροφείο Βασιλάδι Κεντρικής λιμνοθάλασσας
Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Πρακτικά 9ου Πανελλ. Συνεδρίου Ιχθυολόγων, :109-112.
Dimitriou V. & I. Rogdakis, 1994. Some fisheries aspects of the traditional aquaculture
explooitation, in the lagoon of Messolonghi-Etoliko (W. Greece) and development a rational
managment. 18th Session of FIPAC/FAO
Dimitriou V. & Y. Rogdakis, 1997. Lagoon of Messolonghi-Etoliko (W.Greece). Development of
rational mamagement techniques. FAO FISHERIES REPORT 541 supp EIFAC/Working group
meeting on brackish waters./ 541 supp. (1997) ROME.

158
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Guelorget O., 1987. Πρόγραμμα ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών θαλασσίων και εσωτερικών υδάτων
στην Ελλάδα. UNEP FAO, Ρώμη, 22 σελ.
Guest-Papamanoli A., 1979. La pêche dans la lagune de Missolongi en Grèce occidendale. Ethno-
technol. Milieu aquat., 4:1-11.
Hatzikakidis A., 1952. Rougissement periodique des eaux de la lagune d’ Aitolikon. Contribution à l’
etude des Sulfobactères. Prakt. Acad. Athens, 27:452-501.
Katselis G., G. Minos, A.Marmages, G. Hotos & I. Ondrias 1994. Seasonal distribution of
Mugilidae fry and juveniles in Messolonghi coastl waters, Western Greece. Bios (Macedonia,
Greece) 2:101-108
Κατσέλης Γ., 1996. Βιολογία και δυναμική του ιχθύος Liza saliens (Pisces: Mugilidae) στη
λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Διδακτορική διατριβή, Τομέας Ζωολογίας, Τμ. Βιολογίας,
Παν. Πατρών. 193 σελ.
Katselis G., C. Koutsikopoulos, E. Dimitriou & Y. Rogdakis 2003. Spatial and temporal trends in
the fishery Landing of the Mesolongi- Etoliko lagoon system (western Greek coast). Sci. Mar.,
67 (4) : 501-511
Κλαδάς Ι. & Ι. Ρογδάκης, 1988. Εποχιακή εμφάνιση των ιχθυδίων των ευρύαλων ειδών στις ακτές
της ΝΔ. Αιτωλ/νίας. Πρακτ. 4ου Πανελ. Συνεδρίου Ιχθυολόγων Υπουργείου Γεωργίας,: 26-33.
Κλαουδάτος Σ. & Ι. Αποστολόπουλος, 1984. Μελέτη της βιολογίας και αλιείας των σημαντικοτέρων
ψαριών της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Πρακτ. 2ου Παν. Συμπ. Ωκεαν. Αλιειας :
621-634.
Κλαουδάτος Σ. Ι. Ρογδάκης, Α. Μπαλτας & Α. Ζόγολος 1990. Οικολογική μελέτη των ιχθυδίων
των ευρύαλων ειδών στην Περιοχή της ΝΔ Αιτωλ/νιας. Τεχνική Εκθεση Ερευνητικού Εργου
ΙΧΘΥΚΑ, ΠΑΒΕ 1987 ΚΩΔΙΚΟΣ 87ΒΕ.
Κλαουδάτος Σ., Ι. Ρογδάκης, Ν. Φριλίγκος, Ο. Γκότση, Α. Ζόγολος, Α. Μπαλτάς, Κ. Μπόγδανος
& Σ. Μπαρμπατσέας, 1990. Μελέτη προστασίας και Αλιευτικής Αξιοποίησης της λιμνοθάλασσας
Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Τεχνική Έκθεση. Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. 101 σελ.
Klaoudatos, S. and J. Apostolopoulos, 1986. Food intake, growth, maintenance and food
conversion efficiency in the gilthead sea bream (Sparus aurata).. Aquaculture 51:217-224
Koutrakis E., Sinis A. & Economides P., 1994. Seasonal occurrence, abundance and size
distribution of gray mullet fry (Pisces, Mugilidae) in the Porto-Lagos laggon and lake Vistonis
(Aegean sea, Greece). Bamidgeh, 46(4):182-196
Λεονάρδος Ι., 1996. Δυναμική πληθυσμών της Ζαμπαρόλας (Aphanius fasciatus Nardo, 1827) στις
λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου και Αιτωλικού. Διδακτορική Διατριβή. ΑΠΘ 198 σελ.
Μίνος Γ., 1996. Βιολογία και δυναμική του ιχθύος Liza ramada (Pisces: Mugilidae) στη λιμνοθάλασσα
Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Διδακτορική διατριβή, Τομέας Ζωολογίας, Τμ. Βιολογίας, Παν.
Πατρών.272 σελ.
Μπαλή Φ., Α. Κοροβέτση, Λ. Διονυσοπούλου, Φ. Περγαντής, Δ. Διανιηλίδης, Κ. Μακρής & Σ.
Μπαλιώτας, 1986. Πρόγραμμα οριοθέτησης υγροβιο-τόπων Σύμβασης RAMSAR. Α΄ Φάση.
Υγροβιότοπος: Μεσολόγγι. Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Δ/νση Περιβάλλοντος.
Μπόγδανος Κ. & Α. Διάπουλης, 1984. Συμβολή στη μελέτη του Ζωοβένθούς και φυτοβένθους της
λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Thalassographica, 7:39-52.
Μποναζούντας Μ., Δ. Καλλιδρομίτου, Φ. Περγατής & Συνεργάτες, 1993. Ολοκληρωμένη
διαχείριση συμπλέγματος υγροτόπων Αιτωλικού-Μεσολογγίου Ν. Αιτωλοακαρνανίας. Οριστική
Μελέτη. Ε.Μ.Π., Τομέας Υδατικών Πόρων, Υδραυλικών & Θαλάσσιων ΕργωνΣύμβαση ACE-
2242/87/10-1, Επιτροπή Ευρωπαι-κών Κοινοτήτων, ΓΔ ΧΙ, Βρυξέλλες.
Μπουργουτζάνη Φ., 1983. Συμβολή στη μελέτη των μαλακίων των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου και
Αιτωλικού. Διπλ. Εργασία Επαγγελματικού Ενδεικτικού Ωκεανογραφίας. Πανεπ. Αθηνών. 108
σελ.
Οικονομίδης Π.Σ., 1999. Η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου: ένα περίπλοκο πρόβλημα. Αλιευτικά
Νέα, τ. 213: 65-70.
Οικονομίδης Π.Σ., & Β.Π. Βογιάτζης, 1996. Ιχθυοπανίδα, ιχθυοπληθυσμοί και αλιευτική παραγωγή
της λεκάνης τοτ κάτω Αχελώου. Εκδ. Εργ. Ιχθυολογίας τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ. 36 σελ.
Παγώνη Ρ., 2000. Η κατάσταση της διαχείρισης των Ελληνικών Λιμνοθαλασσών. Πρακτικά 9ου
Συνεδρίου Ιχθυολόγων, 173-176.
Παναγιωτόπουλος Π., 1916. Θαλάσσια ιχθυοτροφία και οι ιχθύες της λιμνοθαλασσης Μεσολογγίου-
Αιτωλικού. Υπ. Εθνικής Οικονομίας Δελτίο Υδροβιολογικού Σταθμού. Αθήνα. 117 σελ.
Παπαθεοδώρου Γ., Π. Μουρελάτος, Κ. Βουτσινάς & Κ. Ξένος, 2000. Μορφολογικά
χαρακτηριστικά του πυθμένα της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, σχετιζόμενα με διαφυγές
αερίων. Προκαταρτικά αποτελέσματα. Πρακτικά 9ου Πανελλ. Συνεδρίου Ιχθυολόγων : 181-184.
Panagiotopoulos P., 1916. Piscifacture marine et les poissons de la lagune de Missolonghi. Bull.
Stn. Biol., No 1: 329-392.
Papageorgiou P.A., 2000. Marketing development for new Mediterranean aquaculture species:
enterprise strategies. pp. 11–24. In: Recent Advances in Mediterranean Aquaculture Finfish
Species Diversification. Proceedings of the Seminar of the CIHEAM Network on Technology of
Aquaculture in the Mediterranean (TECAM). Zaragoza, Spain: Cah. Options Mediterr., 47
Pesca, 2001. Μελέτη οργάνωσης & λειτουργίας αλιευτικής εκμετάλλευσης λιμνοθαλασσών.
Υπ.Γεωργίας Δ/ση Υδατοκαλ/γειών & Εσωτερ. Υδάτων. ΙΧΘΥΚΑ, τελική έκθεση έργου. 165 σελ.
Ravagnan G., 1988. Elementi di vallicoltura moderna. Edagricole, 2a Ed. Bologna.
Ravagnan G., 1984. L’elevage du loup et de la daurade en valliculture. IN: L’ aquaculture du bar et
des sparides, G. Barnabe et R. Billard eds., INRA puplication, Paris, 435-446.

159
Ρογδάκης Γ. & Κατσέλης Γ. (2007). Διαχείριση λιμνοθαλασών & υδροβιοτόπων

Ρογδάκης Ι., 1992. Η κατάσταση της θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας στον νομό Αιτωλ/νιας.
Δυνατότητες και προοπτικές ανάπτυξης. Αλιευτικά Νέα. Τεύχος 137 : 106-112.
Ρογδάκης Ι., 1994. Εξέλιξη της Θαλαςσοκαλλιέργειας στην Αιτωλ/νια. Παρούσα κατάσταση,
προβλήματα και προοπτικές. ΙΝ: . ΙΝ: Πρακτικά Ημερίδας ΓΕΩΤΕΕ Δ. ΕΛΛΑΔΑΣ « ΑΛΙΕΙΑ &
ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΕΡΓΕΙΕΣ» Πρακτικά Ημερίδας ΓΕΩΤΕΕ Δ. ΕΛΛΑΔΑΣ. Μεσολόγγι 14.12.94.
Ρογδάκης Ι., 1995. Σύγχρονος τρόπος προσέγγισης παρακτίων οικοσυστημάτων με
υδατοκαλλιέργειες. 2ο Συνέδριο Σ.Ε.Θ., Θεσ/νίκη, 1995.
Ρογδάκης Ι., 1997a. Λιμνοθάλασσες: Αύξηση της παραγωγής με την εφαρμογή νέων Μεθόδων
διαχείρισης. Αγροτικός Συνεργατισμός τευχ. 2-3/Μαρτ-Απριλ. : 28-31
Ρογδάκης Ι., 1997b. “ Έλεγχος του βαθμού τόνωσης των φυσικών ιχθυοπληθυσμών ευρυάλων
ειδών, μέσο ελεγχόμενων εμπλουτισμών της λ/θ Μπουκας και ανάπτυξη εκτατικής μορφής
πολυκαλλιέργειας με κλειστού τύπου διαχείριση. Τελική Τεχνική Εκθεση Ερευνητικού έργου
ΠΑΒΕ 94. Κωδικός έργου 94ΒΕ-22. 72 σελ.
Ρογδάκης Ι., 1998 Αλιεία και εγκλιματισμός άγριου γόνου κεφαλοειδών. Εγκαταστάσεις, διαχείριση
και αποτελέσματα 8ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιχθυολόγων Υπ. Γεωργίας. Θεσσαλονίκη 1997.
Ρογδάκης Ι., 1999. Νέες Τεχνικές και Μέθοδοι διαχείρισης των Λιμνοθαλασσών. ΙΝ: Ημερίδα :
Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου. Το παρόν και το Μέλλον. Μεσολόγγι 7/299 Αλιευτικά Νέα, 213:
71-75.
Ρογδάκης Ι., 2000. Προοπτικές από την εφαρμογή νέων μεθόδων και τεχνικών διαχείρισης των
Ελληνικών λιμνοθαλασσών. Πρακτικά 9ου Πανελλ. Συνεδρίου Ιχθυολόγων. : 189-192.
Ρογδάκης Ι. & Ι. Κλαδάς, 1988. Αλιευτική διαχείριση Λ/Θ. Ένα σύγχρονο σύστημα
ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων. Πρακ 4ου Πανελ. Συν. Ιχθυολόγων : 11-21.
Ρογδάκης Ι. & Ε. Δημητρίου, 1994. Σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις στις
λιμνοθάλασσες. Εμπειρίες από την κατασκευή και λειτουργία τους στο Μεσολόγγι. Αλιευτικά Νέα,
Μάιος 1994.
Ρογδάκης Ι. & Μπαλτάς Α., 1994. Δυνατότητες και προοπτικές τόνωσης της παραγωγής
λιμνοθαλασσών με την χρησιμοποίηση άγριου γόνου. Εγκαταστάσεις και τεχνικές εγκλιματισμού.
Πρακτ. Ημερίδας ΓΕΩΤΕ Δυτ. Ελλάδος Αλιεία-Υδατοκαλλιέργειες,.14/12/1994.
Ρογδάκης Ι., Ι. Λεονάρδος & Α. Κοκκινίδου, 1996. «Διαχείριση της Παράκτιας Ζώνης με
Υδατοκακλλιέργειες. Η Περίπτωση των Λιμνοθαλασσών». Πρόγραμμα Γεν. Γραμ. Ερευνας &
Τεχνολογίας, ΕΠΕΤ-ΙΙ/ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΘΥΡΕΣ. Εκδ. ΙΧΘΥΚΑ ΑΕ 1996 , 80 σελ.
Ρογδάκης Ι., Ε. Δημητρίου, Ε. Κουτράκης, Α. Καπαρελιώτης, και συν. 2001. " Γενικά
χαρακτηριστικά και στοιχεία υποδομών των Ελληνικών Λιμνοθαλασσών." Πρακτ. 10ου Πανελ.
Συνεδρ. Ιχθυολόγων : 289-293.
Ρογδάκης Ι., Β., Βαβαρούτα, Ι., Αγγελής, Ι., Κούτρα & Γ. Κατσέλης, 2003. Μορφολογική μελέτη
τσιπούρας (Sparus aurata) από τρεις τύπους καλλιέργειας στην Δυτική Ελλάδα. Περιλ. Πρακτ .
7ου Πανελ. Συμπ. Ωκεανογρ. & Αλιείας : 342.
Ρογδάκης Ι. 2003. «Μελέτη της βιολογίας του πληθυσμού των λαβρακιών Dichentrarchus labrax
(Linneaeus, 1758) της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Σύγκριση με εντατικά
εκτρεφόμενους πληθυσμούς του είδους» Διδακτορική Διατριβή. Βιολογικό Τμήμα Πανεπιστημίου
Πατρών 2003, 280 σελ.
Στασινόπουλος Κ.Α., 1925. Το Μεσολόγγι. Τόμος Α Η Λιμνοθάλασσα. Εκδ. Τζαβελλα, Αθήνα
Siokou-Frangou I., 1986. Contribution à l’ étude du zooplancton de la lagune de Messologui.
Thalassographica, 9(2): 29-38.
Τσελεμπί Ε., 1991. Ταξίδια στην Ελλάδα. Εκδ. ΕΚΑΤΗ, Αθήνα 1991.
Χατσικακίδης Α., 1951. Εποχιακές υδρολογικές έρευνες εις τας λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου και
Αιτωλικού. Πρακτικά Ελληνικού Υδροβιολογικού Ινστιτούτου, (5) 1: 85-130.
Χώτος Γ., 1995. Μελέτη των μεταβολών θερμοκρασίας, BOD και φυσικής παραγωγικότητας στη
λιμνοθάλασσα Κλείσοβα Μεσολογγίου. Πρακτικά 17ου Συνεδρίου Ε.Ε.Β.Ε
Χώτος Γ., 1999. Βιολογία πληθυσμών του μυξιναριού, Liza aurata (Risso, 1810) (Pisces: Mugilidae)
στη λιμνοθάλασσαw Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Διδακτορική διατριβή, Τομέας Ζωολογίας, Τμ.
Βιολογίας, Πανεπιστημίου Πατρών.414 σελ.
Ψιλοβίκος Α., Ε. Βαβλιάκης, Χ. Μπαλαφούτης, και συνεργάτες 1997. Ερευνα εκτίμησης και
διαχείρισης του υδατικού δυναμικού της λεκάνης του κάτω Αχελώου για την ανάπτυξη και την
περιβαλλοντική αναβάθμιση του δέλτα των λ/θ του και του συνόλου της περιοχής. Ερευνητικό
Πρόγραμ-μα Α.Π.Θ., Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. - Γεν. Γραμ. Δημ. Εργων - Δ/νση Εγγειοβελτιωτι-κών Εργων
(Δ7) - Τμ. Τεχνικής Υποστήριξης & Υδρολογίας.

160

You might also like