Professional Documents
Culture Documents
Μια συζήτηση με τη συγγραφέα που η Guardian θεωρεί πως έγραψε ένα από τα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας PDF
Μια συζήτηση με τη συγγραφέα που η Guardian θεωρεί πως έγραψε ένα από τα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας PDF
«Η κοινωνία θρέφεται από τη φρίκη και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που είδαμε να
παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια. Η φρίκη, η βία, ο ρατσισμός, τράβηξαν το ενδιαφέρον.
Όσο μεγαλύτερα ήταν αυτά τα στοιχεία, τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον προσέλκυαν. Νομίζω
ότι μας κατέπληξε αυτό που δεν περιμέναμε ότι ήμασταν». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
Τι είναι, όμως, αυτός ο περιβόητος δράκος; «Ο δράκος είναι ένα στοιχείο του συλλογικού
φαντασιακού –ας το πούμε έτσι–, το οποίο ενσαρκώνει, σαν κέλυφος κάθε φορά, είτε έναν
ενδόμυχο είτε έναν συλλογικό και πολύ ορατό φόβο, που όμως δεν μπορούμε να ορίσουμε με
λέξεις και τον αποκαλούμε "δράκο". Σ' αυτό το βιβλίο –γιατί σε κάθε βιβλίο παίρνει
διαφορετική μορφή– είναι ένας πολύ ισχυρός συλλογικός φόβος, ο οποίος έχει γεννηθεί από
το αίσθημα του μετέωρου, της υποχώρησης του εδάφους που δημιούργησε η συνεχής
βροχόπτωση. Η υποχώρηση αυτή δεν ήρθε μόνη της. Ήρθε με ένα αίσθημα οικονομικής
υποτέλειας, κατάρρευσης θεσμών και αδυναμίας γενικότερης» λέει η κ. Μπουραζοπούλου και
πίνει μια γουλιά από το πράσινο τσάι της.
Σκηνικό του βιβλίου είναι οι όχθες της Πρέσπας, που στην πραγματικότητα δεν είναι μια
κοιλάδα βουτηγμένη στη λάσπη αλλά ένας πανέμορφος, καταπράσινος βιότοπος. Διαθέτει,
όμως, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είναι χωρισμένος στα τρία και αυτή η γεωγραφική
συνθήκη ήταν που έκανε τη συγγραφέα να επιλέξει την Πρέσπα για να μιλήσει αλληγορικά για
το θέμα των συνόρων και των ορίων που υπάρχουν μέσα μας και ενώ μοιάζουν να
αποτελούν το ασφαλέστερο καταφύγιο που έχουμε, ταυτόχρονα τείνουν να μας περιορίζουν:
«Η Πρέσπα έχει μια βαριά και τραγική ιστορία. Υπάρχει αυτός ο πόνος, αυτό το αίσθημα
παράλογου χωρισμού. Εκεί έχουν χωριστεί οικογένειες. Είναι μια λίμνη που ενώνει,
χωρίζοντας, ή χωρίζει, ενώνοντας, τρεις χώρες. Και είναι ένα σύνολο ρευστό, γιατί είναι ένα
σύνολο του νερού. Δεν υπάρχει τοίχος, δεν υπάρχει συρματόπλεγμα, δεν υπάρχουν διόδια,
υπάρχει νερό που στην επιφάνειά του μοιάζει ομοιόμορφο, από ένα σημείο και μετά όμως
ανήκει σε άλλον. Αν πας μια βόλτα με βάρκα στη λίμνη, βλέπεις κάποια στιγμή τον βαρκάρη
να σταματάει. Ξέρει ότι σ' εκείνο το σημείο πρέπει να σταματήσει. Το νοητό σύνορο βρίσκεται
μέσα του. Έτσι συμβαίνει και με όλους μας. Τα σύνορα είναι μέσα μας».
«Στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο σας, στην "Ενοχή της Αθωότητας", περιγράφετε μια
κοινωνία έτοιμη να σκοτώσει αυτό που ήταν αναπόφευκτο να κατασκευαστεί για να
την καταστρέψει. Μήπως στην "Κοιλάδα της Λάσπης" γίνεται το ανάποδο; Μήπως η
κοινωνία προσπαθεί να προστατεύσει αυτό που την καταστρέφει;» ρωτάω την κ.
Μπουραζοπούλου. «Με έναν άλλο τρόπο, εδώ έχουμε να κάνουμε με τη γοητεία της φρίκης»
μου απαντάει σχεδόν αμέσως και συνεχίζει: «Η κοινωνία θρέφεται από τη φρίκη και αυτό είναι
ένα χαρακτηριστικό που είδαμε να παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια. Η φρίκη, η βία, ο
ρατσισμός, τράβηξαν το ενδιαφέρον. Όσο μεγαλύτερα ήταν αυτά τα στοιχεία, τόσο
μεγαλύτερο ενδιαφέρον προσέλκυαν. Νομίζω ότι μας κατέπληξε αυτό που δεν περιμέναμε ότι
ήμασταν. Η ταχύτητα με την οποία καταλύθηκαν μέσα μας όλα όσα πιστεύαμε. Είδαμε να
βγαίνει ο δράκος μέσα από έναν λαό –εδώ, πια, με την έννοια του τέρατος– που θεωρούσε
ότι έχει τελειώσει με αυτά. Που θεωρούσε ότι ήταν ανθρωπιστής. Που θεωρούσε ότι η χώρα
του είναι η κοιτίδα της δημοκρατίας. Υποχώρησε όλη αυτή η σκευή, η καλλιέργειά μας.
Υποχώρησε όπως ακριβώς τα σύνορα μέσα μας, κατέρρευσε και είδαμε ότι είμαστε έτοιμοι να
δαγκώσουμε και να επιτεθούμε, εάν αισθανθούμε απειλή. Να βγούμε, να δείρουμε, να
μιλήσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο. Να χωρίσουμε ανθρώπους σε κατηγορίες. Να
[3]
υποτιμήσουμε. Γενικά, να συμπεριφερθούμε σαν τέρατα, ενώ ήμασταν σίγουροι ότι δεν
είμαστε. Βέβαια, όλο αυτό δείχνει και την ανικανότητά μας να διαχειριστούμε μια τέτοια
κατάσταση. Φαινόμενα όπως η έκρηξη της βίας, τα ρατσιστικά φαινόμενα, η άνοδος της
Χρυσής Αυγής και, στον αντίποδα, η παθητικότητα έδειξαν την ανικανότητά μας να
αντιδράσουμε, να αφομοιώσουμε μια τόσο βίαιη μεταβολή. Αυτό ακριβώς ζουν και οι
άνθρωποι του βιβλίου. Οι βεβαιότητές τους καταλύθηκαν πολύ γρήγορα, υποχώρησε το
έδαφος κάτω από τα πόδια τους κι έτσι τους ήταν πάρα πολύ εύκολο να πιστέψουν σε αυτόν
το δράκο. Να αγκιστρωθούν είτε στον φόβο του –γιατί και ο φόβος σε θρέφει, σε στηρίζει όταν
είσαι κενός απ' όλα τα άλλα– είτε στην ελπίδα που μπορεί να κρύβει».
«H λογοτεχνία που γράφω είναι η λογοτεχνία που βοηθάει τον αναγνώστη να βρει μόνος
του τις απαντήσεις. Δεν είναι του τύπου "Θες να μάθεις ποιος φταίει για την οικονομική
καταστροφή της χώρας; Πήγαινε στη σελίδα 344". Σίγουρα δεν υπάρχει εκεί...»
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
έχει μείνει με μια απέραντη σύγχυση και έναν φόβο ακόμα μεγαλύτερο από πριν. Και όμως,
αυτή ήταν μια συζήτηση με απαντήσεις. Γιατί ο φόβος είναι μεγαλύτερος; O μόνος τρόπος να
ξεπεράσεις τον φόβο σου είναι να πιστέψεις στην απάντηση, άμα τη βρεις μόνος σου».
Σκεπτόμενος αυτήν τη ροπή της προς τη φανταστική λογοτεχνία, ζητάω από την κ.
Μπουραζοπούλου να μου εξηγήσει αν αισθάνεται καλύτερα πιο άνετα όταν χρησιμοποιεί τη
μυθοπλασία αντί για τον ρεαλισμό: «Δεν έχω γράψει ποτέ μια τέτοια ιστορία. Δεν με ενδιέφερε
ποτέ. Το να αναπαράγω αυτό που με τρώει, που με βασανίζει όλη μέρα στη δουλειά μου,
στην καθημερινότητά μου, να το δω για μια ακόμη φορά με τον ίδιο τρόπο, είναι για μένα
σπατάλη χρόνου. Μόνο αν μπορέσω να το παρουσιάσω κάπως λοξά, θα καταφέρω να το δω
λίγο πιο καθαρά». Η επαγγελματική ιδιότητα της κ. Μπουραζοπούλου συνδέεται με τον
τομέα της Δημόσιας Υγείας. Μια ιδιότητα που έρχεται, όπως ομολογεί, σε ξεκάθαρη
αντίθεση με αυτήν του συγγραφέα: «Δεν συνδέονται καθόλου. Είναι δύο εντελώς διαφορετικές
δραστηριότητες της ζωής μου και καλύπτουν δύο τελείως διαφορετικές ανάγκες, που δεν είναι
πάντα συμβατές. Χωρίς την πρώτη, δεν θα υπήρχε η δεύτερη. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς
θα ήταν να γράφω μόνο. Νομίζω ότι χρειάζομαι και αυτό το πεδίο της ζωής μου για να με
αγκιστρώνει. Πρέπει το ένα πόδι μου να πατάει στον ρεαλισμό. Αλλιώς, είναι τόσο γοητευτική
η μυθοπλασία, που θα με καταβρόχθιζε ολόκληρη».Τα βιβλία της περιγράφουν περιοχές
μακριά από τη βάση της στην Αθήνα. Τη ρωτάω αν η ίδια ταξιδεύει, αν αντλεί έμπνευση
από τα ταξίδια της: «Ταξιδεύω γράφοντας. Αυτό είναι η λογοτεχνία για μένα. Έχω συνδέσει τη
συγγραφή με το ταξίδι. Συνήθως φεύγω από την Αθήνα για να γράψω. Έχω ανάγκη να
ξεκολλάω από τη δική μου πραγματικότητα. Στην αρχή έπρεπε να φεύγω, και μάλιστα με
μηχανή. Να οδηγώ 5-6 ώρες. Να με "δείρουν" η βροχή και το χιόνι. Να αισθανθώ ότι
ξεπλύθηκε από πάνω μου η πόλη. Κάθε κομμάτι που έχω γράψει συνδέεται με μια
αποχώρηση. Γιατί, τι είμαι; Ένας δραπέτης».
«Πρέπει το ένα πόδι μου να πατάει στον ρεαλισμό. Αλλιώς, είναι τόσο γοητευτική
η μυθοπλασία, που θα με καταβρόχθιζε ολόκληρη...» Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
[5]
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Γράφει στη LiFO από το 2011.