Professional Documents
Culture Documents
ΔΙΚΑΙΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ PDF
ΔΙΚΑΙΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ PDF
Α’ ΜΕΡΟΣ
ΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ειδικός και σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί την εξαίρεσή
τους, έχουν δικαίωμα στην ίδια παροχή. Συνεπώς, ο εργοδότης οφείλει να προαγάγει και τους
υπόλοιπους μισθωτούς που έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις.
Η τοποθέτηση του μισθωτού σε συγκεκριμένη θέση εργασίας ως προϊσταμένου ως τμήματος ή
καταστήματος αποτελεί απόφαση που αφορά την οργάνωση και διεύθυνση της επιχείρησης. Η
καταφανής υπεροχή του μισθωτού ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα σε σχέση με τον
τοποθετηθέντα ως προϊστάμενο δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί η τοποθέτηση ως καταχρηστική,
αλλά απαιτείται η συνδρομή και άλλων περιστάσεων, οι οποίες –σε συνδυασμό με την καταφανή
υπεροχή του παραλειφθέντος- θα θεμελιώσουν προφανή υπέρβαση εκ μέρους του εργοδότη των
ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του
δικαιώματος.
Η κατάληψη θέσεως διευθυντή –η οποία, σύμφωνα με τον Κανονισμό, αποτελεί διορισμό και όχι
καταληκτικό βαθμό της ιεραρχίας- δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Το δικαίωμα του μισθωτού για προαγωγή απορρέει από την ατομική σύμβαση εργασίας του με τον
εργοδότη, ο οποίος και μόνο βαρύνεται με την υποχρέωση προαγωγής του. Έτσι, το Δικαστήριο δεν
απαιτείται να διατάξει την προσεπίκληση του μισθωτού που προήχθη, του οποίου τη θέση επιδιώκει
να καταλάβει ο ενάγων, ούτε το δικόγραφο της αγωγής είναι απαράδεκτο, όταν δεν απευθύνεται και
εναντίον του μισθωτού αυτού, τον οποίο –όμως- μπορεί να προσεπικαλέσει ο εναγόμενος εργοδότης.
ΙΙ. Τα κριτήρια ελέγχου προαγωγικών κρίσεων: Είναι τόσο τα τυπικά, όσο και τα ουσιαστικά
προσόντα του μισθωτού, η γενική και η ειδική αρχαιότητα (δηλ. η υπάρχουσα στον κατεχόμενο
βαθμό), οι τίτλοι σπουδών, η βαθμολογία (όπως προκύπτει από τα φύλλα ποιότητας), η επιμόρφωση,
οι θέσεις ευθύνης και οι ηθικές αμοιβές, η επιστημονική δραστηριότητα, η γνώση ξένων γλωσσών∙ η
ύπαρξη πειθαρχικών ποινών σε κρίσιμο χρόνο κατά την προαγωγή λαμβάνεται, επίσης, υπ’ όψιν. Η
ιδιότητα του πολεμιστή και του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης θεωρείται μεν ως συνεκτιμώμενο
ιδιαίτερο προσόν για τις προαγωγές, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η παράλειψη για
μόνο το λόγο ότι ο παραλειφθείς έχει την παραπάνω ιδιότητα. Η υπηρεσία σε θέσεις εκτός του τόπου
των συμφερόντων του μισθωτού (και ιδιαίτερα σε παραμεθόρια περιοχή) αποτελεί στοιχείο που
πρέπει κι αυτό να λαμβάνεται υπ’ όψιν.
Η κρίση για της νομιμότητας της προαγωγής προκύπτει από τη γενική αξιολόγηση με βάση τη
συνολική σύγκριση των προσόντων των μισθωτών. Γενικότερα, όσο υψηλότερη βαθμολογικά είναι η
θέση, τόσο θα πρέπει να περιορίζονται τα περιθώρια δικαστικού ελέγχου και θα πρέπει να απαιτείται
εντονότατη και καταφανέστατη υπεροχή.
ΙΙΙ. Η διακωλυτική ένσταση για υπεροχή άλλων μη προαχθέντων μισθωτών: Ο εργοδότης, κατά
του οποίου ασκείται η αγωγή λόγω της παράλειψης να προαγάγει μισθωτό, μπορεί να αμυνθεί,
υποβάλλοντας διακωλυική ένσταση, σύμφωνα με την οποία αν δεν προήγετο ο μισθωτός ο οποίος
φέρεται ότι καταφανώς υστερεί του ενάγοντα, θα προάγονταν άλλοι συνάδελφοί του, οι οποίοι
υπερτερούν ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα τόσο των προαχθέντων μισθωτών, όσο και
του ενάγοντα. Η υπεροχή αυτών των επίσης παραλειφθέντων μισθωτών έναντι του ενάγοντα αρκεί να
είναι απλή (όχι κατάδηλη). Η διακωλυτική ένσταση δεν καθίσταται αλυσιτελής από το γεγονός και
μόνο ότι ο εργοδότης δεν κάλυψε όλες τις υπάρχουσες κενές θέσεις, ακόμη κι αν προσμετρηθούν οι
προτεινόμενοι με τη διακωλυτική ένσταση μισθωτοί. Ο εναγόμενος εργοδότης, σε περίπτωση που ο
εργαζόμενος επικουρικώς προσβάλλει αλλεπάλληλες προαγωγικές κρίσεις, δεν μπορεί προς
θεμελίωση της ένστασης αυτής να επικαλεστεί το ίδιο πρόσωπο που είχε επικαλεσθεί για να
αποκρούσει την παράλειψη του ενάγοντος στις προγενέστερες κρίσεις, αν με την επίκληση αυτή το
δικαίωμά του έχει αναλωθεί. Επίσης, πρέπει ο αριθμός των προτεινόμενων με την ένσταση μισθωτών
να είναι μεγαλύτερος από εκείνον των προαχθέντων μισθωτών ως προς τους οποίους κρίθηκε ότι
καταφανώς υπερείχε ο ενάγων. Δεν μπορεί, επίσης, να προταθεί προς σύγκριση συνάδελφος του
ενάγοντα, ο οποίος είχε παραλειφθεί αρχικά, αλλά το δικαίωμά του προς προαγωγή στον επόμενο
βαθμό αναγνωρίστηκε αργότερα με δικαστική απόφαση, αφού με την αναγνώριση αυτή η προαγωγή
του θεωρείται ότι δεν είχε παραλειφθεί.
ΙV. Οι συνέπειες της αναγνώρισης του παρανόμου της προαγωγής: Η αναγνώριση με τελεσίδικη
δικαστική απόφαση του δικαιώματος προαγωγής υπαλλήλου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε
βαθμό στον οποίο εδικαιούο να προαχθεί με βάση τον κανονισμό ή οργανισμό βαθμολογικής και
μισθολογικής εξέλιξης, λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε από το χρόνο που έγινε η προαγωγή. Έτσι, ο
ενάγων με βάση την κατά πλάσμα προαγωγή του δικαιούται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη
μέχρι να ενταχθεί σε οργανική θέση, ενώ ο προαχθείς που κρίθηκε ότι υστερούσε δεν βλάπτεται∙
περαιτέρω, η καταδίκη του εργοδότη σε δήλωση βουλήσεως είναι χωρίς αντικείμενο. Ο μισθωτός, ο
οποίος παραλείφθηκε να προαχθεί κατά παράβαση των κανόνων της καλής πίστης, μπορεί να ζητήσει
την αποκατάσταση της ζημιάς του που προήλθε από υπαιτιότητα των οργάνων του εργοδότη, δηλ. τη
διαφορά των αποδοχών που έλαβε στο βαθμό (ή τη θέση) που κατείχε και εκείνων των βαθμών (ή της
θέσης), στους οποίους θα έπρεπε να προαχθεί∙ για την ύπαρξη, όμως, υποχρέωσης τοκοδοσίας στο
παραπάνω ποσό αποζημίωσης απαιτείται όχληση ή συμβατικός καθορισμός δήλης ημέρας. Επίσης,
μπορεί να θεωρηθεί ότι η αντίθεση με την καλή πίστη παράλειψη προαγωγής αποτελεί μονομερή
βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Ο εργοδότης οφείλει, επιπλέον, και χρηματική ικανοποίηση
για ηθική βλάβη από την προσβολή της προσωπικότητας του υπαλλήλου, ο οποίος παρανόμως δεν
προήχθη∙ απαιτείται, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας να είναι και υπαίτια.
VΙ. Η αποδυνάμωση του δικαιώματος προαγωγής: Στοιχεία που θεμελιώνουν την αποδυνάμωση
είναι η μακρόχρονη αδράνεια (επί 4-5 έτη από τη μη προαγωγή), σε συνδυασμό με την έλλειψη
διαμαρτυρίας, αλλά και το ότι ασκήθηκε η αγωγή μετά τη συνταξιοδότηση, ενώ ο μισθωτός
εισέπραξε χωρίς επιφύλαξη τη νόμιμη αποζημίωση. Επιπλέον, αφενός απαιτείται να δημιουργήθηκε
λόγω των γεγονότων αυτών στον εργοδότη η πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα και
αφετέρου η μεταβολή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί λόγω της αδράνειας να έχει επαχθείς
συνέπειες για τον εργοδότη. Ως τέτοια επαχθής συνέπεια μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι με την
ένδικη αγωγή, αν ευδοκιμήσει, θα υποχρεωθεί ο εργοδότης να καταβάλει αποδοχές για την ίδια θέση
σε δύο υπαλλήλους.
Ι. Έννοια: Διευθυντικό δικαίωμα είναι η εξουσία του εργοδότη να προσδιορίζει και να εξειδικεύει
την υποχρέωση προς παροχή εργασίας του μισθωτού, καθορίζοντας το είδος (καθήκοντα), τον τόπο,
τον τρόπο και το χρόνο εργασίας, με σκοπό την προσφορότερη οργάνωση και λειτουργία της
εκμετάλλευσης και την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας. Το διευθυντικό
δικαίωμα έχει ως περιεχόμενο το μονομερή προσδιορισμό των όρων παροχής εργασίας και την
έκδοση (γενικών ή ειδικών) οδηγιών που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του μισθωτού κατά την
εκτέλεση της εργασίας. Θεμέλιό του είναι η ατομική σύμβαση εργασίας, ενώ γενεσιουργός λόγος του
αποτελεί το γεγονός ότι ο μισθωτός προσλαμβάνεται κατόπιν συμφωνίας με σχέση εξαρτημένης
εργασίας και θέτει την εργασία του στη διάθεση του εργοδότη. Το διευθυντικό δικαίωμα είναι
διαπλαστικό και μεταβιβαστό (συνήθως στους διευθύνοντες υπαλλήλους).
ΙΙ. Όρια του διευθυντικού δικαιώματος: Πρέπει να ασκείται μέσα στα πλαίσια της σύμβασης
εργασίας και κατά δίκαιη κρίση. Με το διευθυντικό δικαίωμα δεν είναι δυνατόν να μεταβάλλονται οι
ουσιώδεις όροι εργασίας. Η ατομική σύμβαση εργασίας θέτει όρια στην άσκηση του διευθυντικού
δικαιώματος, δηλ. μπορεί να το διευρύνει ή να το περιορίζει. Είναι δυνατό η επί μακρό άσκηση του
διευθυντικού δικαιώματος κατά σταθερό τρόπο να οδηγήσει, αν συντρέξουν και άλλες συνθήκες, σε
σιωπηρή μεταβολή του περιεχομένου της σύμβασης και σε αντίστοιχο περιορισμό του διευθυντικού
δικαιώματος. Πάντως, το διευθυντικό δικαίωμα δεν παρέχει εξουσία στον εργοδότη να μεταβάλλει
τους όρους εργασίας επί το δυσμενέστερον, ώστε να προκαλεί ριζική μεταβολή στον ιδιωτικό βίο του
μισθωτού. Γι’ αυτό δεν παρέχει καταρχήν στον εργοδότη την εξουσία να μεταθέτει το μισθωτό σε
άλλη πόλη ή περιφέρεια, εφόσον με τη μετάθεση αυτή μεταβάλλονται σημαντικά και επί το
δυσμενέστερον οι συνθήκες διαβίωσης του μισθωτού, εκτός –βέβαια- αν από την ατομική σύμβαση
εργασίας, τον Κανονισμό ή τη ΣΣΕ προκύπτει το αντίθετο. Στη νομολογία, όμως, γίνεται δεκτό ότι
εφόσον ο εργοδότης διατηρεί εκμεταλλεύσεις σε διαφορετικούς τόπους, τότε έχει καταρχήν δικαίωμα
να μεταθέτει το μισθωτό σε έναν από τους τόπους αυτούς, αλλά η άσκηση του δικαιώματος ελέγχεται
από πλευράς κατάχρησης δικαιώματος. Ορθότερη θεωρείται η γνώμη που δέχεται το δικαίωμα
μετάθεσης μόνον εφόσον κατά την πρόσληψη του μισθωτού ο εργοδότης είχε ήδη δίκτυο
εκμεταλλεύσεων σε διαφορετικές πόλεις και ο μισθωτός γνώριζε το γεγονός αυτό κατά την κατάρτιση
της σύμβασης, έστω κι αν δεν γνώριζε ακριβώς την έκταση του δικτύου. Τέλος, με το διευθυντικό
δικαίωμα ο εργοδότης δικαιούται να προσδιορίζει τα συγκεκριμένα καθήκοντα και τον τομέα
απασχόλησης του μισθωτού, αλλά και να ρυθμίζει κάθε ζήτημα που ανάγεται στην οργάνωση και
λειτουργία της εκμετάλλευσης· μπορεί να αναθέτει στο μισθωτό καθήκοντα παρεμφερή προς το είδος
της εργασίας του, ακόμη και διαφορετικά, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάθεση έχει προσωρινό
χαρακτήρα και υπαγορεύεται από έκτακτες ανάγκες που αντιμετωπίζει η εκμετάλλευση. Ωστόσο, ο
εργοδότης δεν μπορεί να υποβιβάζει τον εργαζόμενο.
ΙΙΙ. Καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος: Το διευθυντικό δικαίωμα έχει έντονα
λειτουργικό χαρακτήρα και η άσκησή του αποβλέπει σε συγκεκριμένους σκοπούς, δηλ. στην
καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του μισθωτού και στην προσφορότερη οργάνωση και λειτουργία
της εκμετάλλευσης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής δεν αποβλέπει στην
πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά σε αντίδραση κατά του μισθωτού ή στην επιθυμία
ικανοποίησης του αισθήματος εκδίκησης, υπάρχει κατάχρηση δικαιώματος. Εξάλλου, κατά την
άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος ο εργοδότης πρέπει να συνεκτιμά μαζί με το συμφέρον της
επιχείρησης και άλλα υποκειμενικά στοιχεία του μισθωτού, προ παντός τις ατομικές και
οικογενειακές του ανάγκες, το μακροχρόνιο της παραμονής του σε ορισμένο τόπο, τη δυνατότητα
μετακίνησης νεότερων μισθωτών κλπ. Οι αποφάσεις του εργοδότη πρέπει να λαμβάνονται κατά
δίκαιη κρίση, ενώ ο ίδιος πρέπει να σέβεται και την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αλλά και την
προσωπικότητα των εργαζομένων στην επιχείρηση.
Είναι σαφές ότι η ανάθεση σε τρίτο δραστηριότητας ή λειτουργίας δεν συνιστά μεταβίβαση
επιχείρησης, εν όσω δεν μεταβιβάζεται στον τρίτο μια οργανωμένη ενότητα, δηλ. ένα οργανωμένο
σύνολο υλικών και άυλων αγαθών. Για να διαπιστωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή πρέπει να
συνεκτιμηθούν όλα τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, μεταξύ των
οποίων συγκαταλέγονται ιδίως: το είδος της επιχείρησης ή εγκατάστασης για την οποία πρόκειται, η
μεταβίβαση ή μη των στοιχείων (π.χ. κτίρια, κινητά), η αξία των άυλων στοιχείων κατά το χρόνο της
μεταβίβασης, η ανάληψη ή μη του κυρίου μέρους του εργατικού δυναμικού από το νέο επιχειρηματία,
η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που
ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των
δραστηριοτήτων αυτών. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν, ωστόσο, μόνο επιμέρους πλευρές ης
γενικής αξιολόγησης που επιβάλλεται να γίνει και δεν μπορούν –ως εκ τούτου- να εκτιμηθούν
μεμονωμένα.
Η ανάθεση μιας δραστηριότητας ή μιας λειτουργίας σε τρίτο δεν συνιστά κατ’ αρχήν μεταβίβαση
εκμετάλλευσης, έστω κι αν του μεταβιβασθεί ένα μέρος του τεχνικού εξοπλισμού της εκμετάλλευσης
που πρόκειται να διαλυθεί. Για μεταβίβαση επιχείρησης μπορεί να γίνει λόγος μόνο όταν ο διάδοχος
αναλαμβάνει τη δραστηριότητα αυτή ως οργανωμένο σύνολο υλικών και άυλων αγαθών και
ανθρώπινου δυναμικού, δηλ. αναλαμβάνει τη δραστηριότητα αυτή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε με βάση
τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, να μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι ο
διάδοχος εργοδότης συνεχίζει να ασκεί την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με εκείνη του
προκατόχου του. Η ανάθεση ορισμένης δραστηριότητας σε τρίτους δεν συνιστά ούτε υποκρύπτει
μεταβίβαση επιχείρησης, όταν συντρέχουν –κατά περίπτωση-, οι περισσότερες, εξής ενδείξεις >
Ο νέος φορέας προϋπάρχει της ανάθεσης σ’ αυτόν της δραστηριότητας του τμήματος που
διέκοψε τη λειτουργία του και είναι επιχείρηση άρτια οργανωμένη και στελεχωμένη με δικό της
προσωπικό, μη προερχόμενο από το τμήμα που διαλύθηκε.
Διαθέτει δικό του τεχνικό εξοπλισμό (π.χ. εγκαταστάσεις, αποθηκευτικούς χώρους).
Διαθέτει ικανοποιητικό δικό του κύκλο εργασιών, εκτός από τον κύκλο εργασιών που θα
προέρχεται από την εκτέλεση της δραστηριότητας του διαλυθέντος τμήματος ή της διαλυθείσας
εκμετάλλευσης. Πρόσθετη και αποφασιστική ένδειξη είναι ότι ο νέος φορέας έχει δική του φήμη,
διακριτικά γνωρίσματα, σήματα, τα οποία προσδιορίζουν την ταυτότητά του στην αγορά.
Δεν συμμετέχει στο εταιρικό κεφάλαιο του νέου φορέα η εταιρία της οποίας η
εκμετάλλευση διαλύεται.
Όταν προπαντός ο νέος φορέας δεν αναλαμβάνει τη συγκεκριμένη δραστηριότητας ως
οργανωμένο σύνολο: τεχνικών μέσων, εξοπλισμού, ανθρώπινου δυναμικού που κατέχει την
τεχνογνωσία, άυλων αγαθών, πελατείας, εκτέλεσης εκκρεμών συμβάσεων, αλλά ο νέος φορέας
εκτελεί την αναληφθείσα δραστηριότητα χρησιμοποιώντας τη δική του οργανωμένη επιχείρηση.
Κατ’ εξοχήν κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο πρέπει να συντρέχουν όλες ή οι περισσότερες από τις
παραπάνω προϋποθέσεις, είναι ο ενδιάμεσος χρόνος μεταξύ της διακοπής της λειτουργίας της
εκμετάλλευσης και της ανάθεσης της δραστηριότητας στον τρίτο.
Μεμονωμένα περιστατικά, όπως το ενδεχόμενο να μεταβιβαστούν στον τρίτο ορισμένα από τα
κεφαλαιουχικά αγαθά της διαλυθείσης εκμετάλλευσης (μηχανήματα, γραφεία κλπ) ή το ενδεχόμενο
να προσληφθούν από τον τρίτο κάποιοι από τους μισθωτούς που εργάζοντο στη διαλυθείσα
εκμετάλλευση, δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν ως μεταβίβαση εκμετάλλευσης, εφόσον τα
περιστατικά αυτά δεν συνιστούν μεταβίβαση ενός οργανωμένου συνόλου προσώπων και τεχνικών
μέσων.
ΙΙΙ. Συνέπειες της μεταβίβασης επιχείρησης: Εκείνος που διαδέχεται ή υποκαθιστά ορισμένο
εργοδότη ή συνεχίζει να λειτουργεί την επιχείρηση αναλαμβάνει αυτοδικαίως και εκ του νόμου τις
εργασιακές σχέσεις (=δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από τη σύμβαση
εργασίας) – όπως ακριβώς είχαν κατά τη στιγμή της διαδοχής, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των
εργαζομένων ή του μεταβιβάζοντος ή του διαδόχου εργοδότη. Κατ’ εξαίρεση, δεν συντρέχει λόγος να
διατηρούνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από την εργασιακή σχέση, όταν ο μεταβιβάζων
βρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας·
επίσης, ο διάδοχος δεν αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις από τυχόν υφιστάμενα συστήματα
επαγγελματικής ασφάλισης, αν πριν από τη μεταβίβαση αρνηθεί τη συνέχισή τους (εναλλακτικά,
μπορεί να αποδεχτεί τη συνέχισή τους με διαφορετικούς όρους). Πάντως, ο διάδοχος εργοδότης
ευθύνεται απεριορίστως και όχι μόνο μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων της
επιχείρησης· επιπλέον, οφείλει και μετά τη μεταβίβαση να τηρεί τους όρους εργασίας που
προβλέπονται από ΣΣΕ, ΔΑ, Κανονισμό κλπ. Σημειώνεται ότι η μεταβίβαση καθ’ εαυτή δε συνιστά
λόγο απόλυσης των εργαζομένων· απολύσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνον εφόσον
συντρέχουν οικονομικο-τεχνικοί ή οργανωτικοί λόγοι. Τέλος, υφίσταται υποχρέωση προς
πληροφόρηση των εκπροσώπων των εργαζομένων από τον μεταβιβάζοντα και τον διάδοχο, όταν
προτίθενται να λάβουν μέτρα αλλαγής του καθεστώτος των εργαζομένων, καθώς και υποχρέωση να
προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία.
Ι. Η έννοια της προσωρινής απασχόλησης: Ο ορισμός της προσωρινής απασχόλησης δίνεται στο
άρθρο 20 §2 του Ν. 2956/2001· στην ουσία πρόκειται για μια σχέση δανεισμού μισθωτού, κατά την
οποία δεν διακόπτεται ο ενοχικός δεσμός του με τον παραχωρούντα. Στην προσωρινή απασχόληση
εμφανίζονται τρεις παράγοντες > α) η εταιρία προσωρινής απασχόλησης, της οποίας η
δραστηριότητα περιορίζεται –κατά βάση- στην πρόσληψη και στην παραχώρηση των εργαζομένων·
επίσης, επιτρέπεται να μεσολαβεί για την εξεύρεση θέσεων εργασίας {απαιτείται ειδική άδεια} και να
αξιολογεί το ανθρώπινο δυναμικό. Οι εταιρίες προσωρινής απασχόλησης έχουν τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις του εργοδότη, δηλ. κυρίως την καταβολή των αποδοχών στον εργαζόμενο. ΟΜΩΣ,
δημιουργείται από το νόμο παθητική εις ολόκληρον ενοχή, έτσι ώστε τόσο ο έμμεσος όσο και ο
άμεσος εργοδότης να οφείλουν στον προσωρινώς απασχολούμενο ολόκληρη τη μισθολογική παροχή·
πάντως, ο εργαζόμενος μπορεί να τη ζητήσει μόνο μία φορά. // β) ο προσωρινώς απασχολούμενος, ο
οποίος συνάπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την εταιρία προσωρινής απασχόλησης, με σκοπό
την παραχώρησή του σε άλλο εργοδότη, στον οποίο θα παρέχει αποκλειστικά τις υπηρεσίες του. Οι
αποδοχές του προσωρινώς απασχολούμενου εξισώνονται με αυτές των τακτικών εργαζομένων του
έμμεσου εργοδότη. // γ) ο έμμεσος εργοδότης, ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση με την εταιρία
προσωρινής απασχόλησης, με αντικείμενο την παραχώρηση από αυτήν έναντι αμοιβής μισθωτών της,
ώστε να παρέχουν στη δική του επιχείρηση την εργασία τους.
ΙV. Η διάρκεια της παραχώρησης: Προβλέπεται ρητά ότι η διάρκεια της προσωρινής απασχόλησης,
στην οποία περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται
να είναι μεγαλύτερη από 36 μήνες. Μάλιστα, προκύπτει ότι η ανανέωση της παραχώρησης μπορεί να
γίνει περισσότερες φορές, μέχρι –πάντως- το χρονικό όριο των 36 μηνών· ο εργαζόμενος, όμως, είναι
δυνατόν στη συνέχεια να απασχοληθεί σε διαφορετικούς έμμεσους εργοδότες, έστω κι αν συνεχίσει
να συνδέεται με την ίδια εταιρία προσωρινής απασχόλησης.
Σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων που τίθενται από το νόμο ως προς τη διάρκεια της
παραχώρησης, επέρχεται μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης εργασίας με την Εταιρία Προσωρινής
Απασχόλησης (ΕΠΑ) σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη. Περαιτέρω ορίζεται ότι
αν συνεχίζεται η απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της διάρκειας
της αρχικής σύμβασης παραχώρησης και των τυχόν νόμιμων ανανεώσεών της ακόμη και με νέα
παραχώρηση, χωρίς να μεσολαβεί χρονικό διάστημα 45 ημερών, θεωρείται ότι πρόκειται για
σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του μισθωτού και του έμμεσου εργοδότη∙ δεν υπάγονται,
πάντως, στη διάταξη αυτή εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις όταν
απασχολούνται σε ολιγοήμερες κοινωνικές εκδηλώσεις.
6. Ομαδικές απολύσεις
ΙΙ. Το εθνικό δίκαιο (Ν. 1387/1983): Η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων περιλαμβάνει δύο
επιμέρους φάσεις (άρθρο 3) > α) τη φάση των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των
εργαζομένων (άρθρο 4), µε σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή µμείωσης των απολύσεων
και των δυσμενών συνεπειών τους. // β) τη φάση της παρέμβασης της διοίκησης.
Ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε οµαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις µε τους
εκπροσώπους των εργαζομένων µε σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή µμείωσης των
απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Οφείλει: α) να παρέχει στους εκπροσώπους των
εργαζομένων όλες τις χρήσιµες πληροφορίες και β) να τους ανακοινώνει εγγράφως: αα) τους λόγους
του σχεδίου απολύσεων, ββ) τον αριθµό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζοµένων, γγ) τον
αριθµό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούµενων εργαζοµένων, δδ) το χρονικό διάστηµα
στο οποίο πρόκειται να γίνουν απολύσεις, εε) τα κριτήρια για την επιλογή των εργαζοµένων που θα
απολυθούν. Οι παραπάνω υποχρεώσεις εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν η απόφαση για τις οµαδικές
απολύσεις λαµβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη. Για παραβάσεις
των υποχρεώσεων της ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης δεν λαµβάνεται υπόψη, ως
δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για οµαδικές
απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες. Η έλλειψη ενηµέρωσης του εργοδότη από
την επιχείρηση, που έλαβε την παραπάνω απόφαση, δεν αίρει την υποχρέωσή του. Αντίγραφα των
εγγράφων αυτών υποβάλλονται από τον εργοδότη στο Νοµάρχη και τον Επιθεωρητή Εργασίας. Εάν η
επιχείρηση ή εκµετάλλευση έχει υποκαταστήµατα σε περισσότερους Νοµούς, τα παραπάνω
αντίγραφα υποβάλλονται στον Υπουργό Εργασίας και στην Επιθεώρηση Εργασίας του τόπου της
εκµετάλλευσης ή του υποκαταστήµατος, όπου σχεδιάζεται να γίνουν ο απολύσεις ή οι περισσότερες
από αυτές.
Αριθμός εργαζομένων
Απολύσεις
20-150 άτομα 6
Αν οι απολύσεις εντοπίζονται σε μία εκμετάλλευση από τις περισσότερες που διαθέτει η επιχείρηση,
τότε το ποσοστό των απολυόμενων υπολογίζεται επί του αριθμού των απασχολούμενων στη
συγκεκριμένη αυτή εκμετάλλευση· αν, όμως, οι απολύσεις επεκτείνονται σε όλες ή σε περισσότερες
εκμεταλλεύσεις της επιχείρησης, τότε το ποσοστό των απολυόμενων υπολογίζεται επί του συνόλου
των εργαζομένων στην επιχείρηση.
Στην περίπτωση που το ποσοστό (π.χ. 5%) επί των απασχολουμένων αποδίδει κλάσμα και όχι
ακέραιο αριθμό (π.χ. 7,2 εργαζόμενους), τότε το κλάσμα παραλείπεται και δεν στρογγυλοποιείται
στην επόμενη ακέραιη μονάδα, έστω κι αν υπερβαίνει το 0.5, γιατί ο νόμος –‘θεσπισθείς διά την
προστασίαν των εργαζομένων- τυγχάνει εν αμφιβολία ερμηνευτέος πάντοτε υπέρ αυτών’.
ΙV. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων: Για τη διεξαγωγή των διαβουλεύσεων, ως εκπρόσωποι των
εργαζοµένων θεωρούνται οι νόµιµοι εκπρόσωποι του σωµατείου των εργαζοµένων στην επιχείρηση
ή εκµετάλλευση που έχει µέλη τουλάχιστον το 70% των εργαζοµένων, καθώς και την πλειοψηφία
αυτών που απολύονται. Εάν υπάρχουν περισσότερα από ένα σωµατεία στην επιχείρηση ή
εκµετάλλευση χωρίς κανένα να καλύπτει το 70% των εργαζοµένων και την πλειοψηφία αυτών που
απολύονται, ως εκπρόσωποι των εργαζοµένων θεωρούνται οι υποδεικνυόµενοι από τις διοικήσεις
των σωµατείων µε κοινή δήλωσή τους προς τον εργοδότη. Οι εκπρόσωποι αυτοί υποδεικνύονται
αναλογικά µε τη δύναµη των σωµατείων, εφόσον σε αυτή συνολικά ανήκε το 70% των εργαζοµένων
και η πλειοψηφία εκείνων τους οποίους αφορούν οι απολύσεις. Η υπόδειξη των εκπροσώπων αυτών
πρέπει να γίνει µέσα σε τρεις ηµέρες από τη γνωστοποίηση του εργοδότη που προβλέπει το άρθρο 3
§2. Εάν δεν υπάρχει σωµατείο ή σωµατεία, που να καλύπτουν τις προϋποθέσεις των προηγούµενων
παραγράφων, οι εργαζόµενοι εκπροσωπούνται από επιτροπή τριµελή για επιχειρήσεις ή
εκµεταλλεύσεις που απασχολούν από είκοσι έως πενήντα εργαζόµενους και πενταµελή για
επιχειρήσεις ή εκµεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από πενήντα εργαζόµενους. Τα µέλη
της παραπάνω επιτροπής εκλέγονται µε µυστική ψηφοφορία από τη συνέλευση των εργαζοµένων
στην επιχείρηση ή εκµετάλλευση. Εάν δεν αναδειχθούν οι εκπρόσωποι των εργαζοµένων κατά την
παραπάνω διαδικασία, οι εργαζόµενοι εκπροσωπούνται από τριµελή ή πενταµελή επιτροπή
αποτελούµενη από τους εργαζόµενους που έχουν τον περισσότερο χρόνο υπηρεσίας στην επιχείρηση
ή εκµετάλλευση. Τέλος, ας σημειωθεί ότι τα συµβούλια εργαζοµένων διαβουλεύονται µε τον
εργοδότη -αν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση- στις περιπτώσεις οµαδικών
απολύσεων, σύµφωνα µε όσα προβλέπονται από τη νοµοθεσία που ισχύει κάθε φορά για τον έλεγχο
των οµαδικών απολύσεων.
V. Διαδικασία των διαβουλεύσεων: Η προθεσµία των διαβουλεύσεων µεταξύ των εργαζοµένων και
του εργοδότη είναι είκοσι ηµερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις
στους κατά το προηγούµενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζοµένων. Η πρόσκληση για τις
διαβουλεύσεις πρέπει να απευθύνεται μετά ή τουλάχιστον ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση στους
εκπροσώπους των εργαζομένων των γραπτών ανακοινώσεων του άρθρου 3 §2. Η προθεσμία των
διαβουλεύσεων μπορεί να παραταθεί με συμφωνία των μερών∙ εφόσον πετύχουν οι διαβουλεύσεις
μπορεί να συμφωνηθεί σύντμηση της προθεσμίας. Το αποτέλεσµα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται
σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δύο µέρη (αν το ένα μέρος αρνήθηκε την υπογραφή, τότε το
πρακτικό υπογράφεται από το ένα μέρος και γίνεται σχετική μνεία για την άρνηση υπογραφής) και
υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νοµάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις
του άρθρου 3 §3.
VΙ. Επίτευξη συμφωνίας: Οι διαβουλεύσεις είναι μια διαδικασία ουσίας∙ κατά τη διάρκειά τους, οι
εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να ζητήσουν πρόσθετη πληροφόρηση, δηλ. επιπλέον
πληροφορίες που τεκμηριώνουν ή αποδυναμώνουν τις συζητούμενες εναλλακτικές λύσεις.
Εναλλακτικές λύσεις για την αποφυγή ή μείωση των απολύσεων αποτελούν μεταξύ άλλων >
τοποθετήσεις σε άλλες θέσεις εργασίας στην ίδια εκμετάλλευση, κατάργηση υπερεργασίας ή
υπερωριών, εισαγωγή μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας∙ από την άλλη, μέτρα για την
άμβλυνση των δυσμενών συνεπειών των απολύσεων είναι μεταξύ άλλων > καταβολή πρόσθετης
αποζημίωσης πέραν της νόμιμης, καθιέρωση κινήτρων προς οικειοθελή αποχώρηση, μέτρα πρόωρης
συνταξιοδότησης, προγράμματα επανακατάρτισης των απολυομένων και σύνδεση με προγράμματα
απασχόλησης.
VΙΙ. Νομική φύση της συμφωνίας: Ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των
διατάξεων του Ν. 1387/1983 είναι άκυρες. Εάν υπάρξει συµφωνία των µερών, οι οµαδικές απολύσεις
πραγµατοποιούνται σύµφωνα µε το περιεχόµενο της συµφωνίας και ισχύουν αφού περάσουν δέκα
ηµέρες από την ηµεροµηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νοµάρχη ή τον Υπουργό
Εργασίας κατά περίπτωση (άρθρο 5 §2).
Η συμφωνία που καταρτίζεται στα πλαίσια των διαβουλεύσεων είναι δεσμευτική για τα μέρη και η
τυχόν παράβασή της κατά την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων έχει ως έννομη συνέπεια
την ακυρότητα των απολύσεων. Μάλιστα, είναι μια ειδική συλλογική συμφωνία, η οποία
καταρτίζεται με βάση ειδικές διατάξεις∙ οι τελευταίες καθορίζουν αφενός τα μέρη μεταξύ των οποίων
συνάπτεται (εργοδότης και εκπρόσωποι των εργαζομένων) και αφετέρου το σκοπό και το
περιεχόμενο των διαβουλεύσεων. Πρόκειται για οιονεί κανονιστική συμφωνία, διότι παράγει ευθέως
εκ του νόμου δικαιώματα και υποχρεώσεις υπέρ και εις βάρος των εργαζομένων που αφορά. Τέλος,
αυτή δεσμεύεται από τα ελάχιστα όρια προστασίας υπέρ των εργαζομένων που περιέχουν οι κανόνες
της εργατικής νομοθεσίας.
VΙΙΙ. Η παρέμβαση της διοίκησης: Αντίγραφα των εγγράφων του άρθρου 3 §2 υποβάλλονται από
τον εργοδότη στο Νοµάρχη και τον Επιθεωρητή Εργασίας. Εάν η επιχείρηση ή εκµετάλλευση έχει
υποκαταστήµατα σε περισσότερους Νοµούς, τα παραπάνω αντίγραφα υποβάλλονται στον Υπουργό
Εργασίας και στην Επιθεώρηση Εργασίας του τόπου της εκµετάλλευσης ή του υποκαταστήµατος,
όπου σχεδιάζεται να γίνουν ο απολύσεις ή οι περισσότερες από αυτές. Η κοινοποίηση των παραπάνω
εγγράφων στη δημόσια Αρχή σκοπό έχει την ενημέρωσή της, προκειμένου να εξεύρει λύσεις στα
προβλήματα που δημιουργούνται από τις ομαδικές απολύσεις, λαμβάνοντας διάφορα μέτρα (π.χ.
προγράμματα ειδικής επιδότησης ή επανεκπαίδευσης και απασχόλησης των απολυομένων,
μετατάξεις σε άλλες θέσεις εργασίας κλπ). Ωστόσο, η παρέμβαση της δημόσιας Αρχής αρχίζει μετά
την αποτυχία των διαβουλεύσεων. Ειδικότερα, εάν δεν υπάρξει συµφωνία των µερών, ο Νοµάρχης ή
ο Υπουργός Εργασίας, µε αιτιολογηµένη απόφαση που εκδίδεται µέσα σε δέκα ηµέρες από την
ηµεροµηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και
συνεκτιµήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης καθώς και το
συµφέρον της εθνικής οικονοµίας, µπορεί είτε να παρατείνει για είκοσι ακόµη ηµέρες τις
διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφεροµένων µερών, είτε να µην εγκρίνει την
πραγµατοποίηση του συνόλου ή µέρους των σχεδιαζόµενων απολύσεων. Πριν από την έκδοση της
παραπάνω απόφασης ο Νοµάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, µπορούν να ζητούν τη γνώµη της
Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας, που εδρεύει σε κάθε νοµό, ή του Ανώτατου Συµβουλίου Εργασίας,
αντίστοιχα. Τα γνωµοδοτικά αυτά όργανα, ο Νοµάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, µπορούν να καλούν
και να ακούσουν τόσο τους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζοµένων και τον ενδιαφερόµενο
εργοδότη, όσο και πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις πάνω σε επί µέρους τεχνικά θέµατα. Ο
εργοδότης µπορεί να πραγµατοποιήσει οµαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση
του Νοµάρχη ή του Υπουργού Εργασίας. Εάν δεν εκδοθεί τέτοια απόφαση µέσα στις προβλεπόµενες
προθεσµίες (=σιωπηρή έγκριση), οι οµαδικές απολύσεις πραγµατοποιούνται στην έκταση που
δέχτηκε ο εργοδότης κατά τις διαβουλεύσεις. Απλές προτάσεις του εργοδότη προς τους εκπροσώπους
των εργαζομένων δεν αποτελούν δέσμευση, όταν ο εργοδότης εξήρτησε τη δέσμευσή του από όρους
που συνόδευσαν τις προτάσεις και οι όροι δεν έγιναν αποδεκτοί∙ αν, τέλος, από το πρακτικό των
διαβουλεύσεων δεν προκύπτει δέσμευση του εργοδότη, τότε οι ομαδικές απολύσεις θα γίνουν
σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο του εργοδότη.
Συμπερασματικά, η πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων που σχεδιάζει ο εργοδότης εξαρτάται
τελικώς από απόφαση της Διοίκησης. Η απόφαση αυτή είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και
υπόκειται στην ακυρωτική διαδικασία του ΣτΕ για έλλειψη νομιμότητας ή μη επαρκούς αιτιολογίας∙
η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ελέγχεται παρεμπιπτόντως και από τα πολιτικά δικαστήρια,
ενόσω δεν έχει εκδοθεί απόφαση από το ΣτΕ.
ΙΧ. Ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 1387/1983: Η
παράβαση (που οδηγεί σε ακυρότητα των ομαδικών απολύσεων) μπορεί να αφορά διατάξεις που
αναφέρονται α) στην πληροφόρηση των εκπροσώπων των εργαζομένων, την ενημέρωση της
δημόσιας Αρχής και τις διαβουλεύσεις. Είναι ενδεχόμενο η παράβαση των διαδικαστικών διατάξεων
να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τις έννομες συνέπειες. Για παράδειγμα, έχει κριθεί ότι είναι
άκυρες οι ομαδικές απολύσεις, καίτοι έλαβαν χώρα διαβουλεύσεις μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων
εργαζομένων, επειδή δεν κοινοποιήθηκε το πρακτικό των διαβουλεύσεων στη δημόσια Αρχή, παρά
το γεγονός ότι οι διαβουλεύσεις είχαν λάβει χώρα ενώπιον και με τη συμμετοχή της τελευταίας. // β)
στη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων // γ) στην παρέμβαση της
δημόσιας Αρχής.
Η υπέρβαση του αριθμού των απολύσεων που προβλέπει η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και
εκπροσώπων των εργαζομένων ή η απόφαση του Νομάρχη ή η υπέρβαση του επιτρεπόμενου
ποσοστού απολύσεων καθιστά όλες τις απολύσεις άκυρες που πραγματοποιήθηκαν κατά το
συγκεκριμένο ημερολογιακό μήνα ή χρόνο αναφοράς (και όχι μόνο τις καθ’ υπέρβαση
πραγματοποιηθείσες απολύσεις). Εξάλλου, στις ομαδικές απολύσεις εφαρμόζονται οι κείμενες
διατάξεις, οι σχετικές με την έγκυρη λύση της εργασιακής σχέσης και την καταβλητέα αποζημίωση.
Αυτό σημαίνει ότι η καταγγελία πρέπει να είναι έγγραφη και να καταβάλλεται η νόμιμη (ή η πέραν
της νόμιμης) οφειλόμενη αποζημίωση∙ επιπλέον, πρέπει να τηρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις
νομιμότητας- π.χ. αν ο υπό απόλυση εργαζόμενος είναι προστατευόμενο συνδικαλιστικό στέλεχος,
τότε πρέπει να τηρείται και η ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών.
ΧΙ. Η ερμηνεία του άρθρου 5 §5 του Ν. 1387/1983: Σε οµαδικές απολύσεις, που προκαλούνται από
τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής απόφασης
(π.χ. λόγω πτώχευσης), δεν εφαρμόζεται το άρθρο 5 §2-4. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο εργοδότης
οφείλει –πριν προχωρήσει στις ομαδικές απολύσεις- α) να ανακοινώσει εγγράφως στους
εκπροσώπους των εργαζομένων και στη δημόσια Αρχή ους λόγους του σχεδίου απολύσεων, τον
αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων κλπ. // β) να προσέλθει σε διαβουλεύσεις με τους
εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες πρέπει να ολοκληρωθούν εντός προθεσμίας 20 ημερών.
Πάντως, οι διαβουλεύσεις, όταν πλέον η επιχείρηση έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή έχει τεθεί σε
εκκαθάριση και έχει διακόψει οριστικά τη λειτουργία της, ελάχιστα μπορούν να συμβάλουν στην
αποφυγή ή μείωση των απολύσεων ή έστω στην άμβλυνση των δυσμενών συνεπειών της // γ) να
διατυπώσει το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων σε πρακτικό. Μετά την τήρηση των προηγούμενων
διατυπώσεων, ο σύνδικος ή ο εκκαθαριστής μπορεί να προχωρήσει στις ομαδικές απολύσεις χωρίς
πλέον την παρέμβαση της δημόσιας Αρχής, δηλ. χωρίς να υπάρχει ανάγκη έγκρισης των ομαδικών
απολύσεων από αυτή, χωρίς καν να έχει η δημόσια Αρχή το δικαίωμα να παρατείνει τις
διαβουλεύσεις.
Εξ αντιδιαστολής θα μπορούσε να συναχθεί ότι όταν η διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης
αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και δεν επέρχεται κατόπιν δικαστικής απόφασης, τότε οι
ομαδικές απολύσεις υπόκεινται στην έγκριση της δημόσιας Αρχής {εφαρμόζεται πλήρως το άρθρο 5
§3}. Η ορθότητα αυτής της ερμηνείας πρέπει να εξεταστεί σε δύο επίπεδα >
Από πλευράς κοινοτικού δικαίου Η δυνατότητα της δημόσιας Αρχής να απαγορεύει (να
μην εγκρίνει) τις ομαδικές απολύσεις, μετά την αποτυχία των διαβουλεύσεων, δεν συμβιβάζεται με
τις σχετικές κοινοτικές Οδηγίες, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως μία επιτρεπόμενη από την Οδηγία 98/59
(άρθρο 5) ευνοϊκότερη ρύθμιση. Στη φιλοσοφία των κοινοτικών Οδηγιών δεν εμπίπτει η
‘αστυνομικής υφής’ παρέμβαση της Διοίκησης∙ οι Οδηγίες χρησιμοποιούν ως μέσο για την αποτροπή
ή μείωση των απολύσεων και την άμβλυνση των δυσμενών συνεπειών τους, την πληροφόρηση των
εργαζομένων, την ενημέρωση της δημόσιας Αρχής και τα μέτρα που συμφωνούνται μεταξύ των
ενδιαφερομένων μετά από διαβουλεύσεις. Η διοικητική απαγόρευση των ομαδικών απολύσεων δεν
είναι ένα ευνοϊκότερο μέτρο, αλλά ένα μέτρο διαφορετικό, μη συμβατό με το σκοπό των κοινοτικών
Οδηγιών, γιατί αποκλείει ή περιορίζει σε σημαντικό βαθμό το δικαίωμα του εργοδότη να
πραγματοποιεί ομαδικές απολύσεις και, περαιτέρω, μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις στον
ανταγωνισμό.
Από πλευράς εθνικού δικαίου Η απαγόρευση (μη έγκριση) από τη Διοίκηση των
ομαδικών απολύσεων, όταν η επιχείρηση διακόπτει οριστικώς τη λειτουργία της, δεν συμβιβάζεται με
τη συνταγματική προστασία της επαγγελματικής και οικονομικής ελευθερίας. Αν, πράγματι, η έννοια
του άρθρου 5 §5 είναι ότι η πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων εξαρτάται τελικώς (δηλ. μετά
την αποτυχία των διαβουλεύσεων) όχι από το σχεδιασμό του εργοδότη, αλλά από την έγκριση της
Διοίκησης, τότε –σε περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης- ο εργοδότης θα
επιβαρύνεται με το κόστος των εργασιακών σχέσεων (καταβολή αποδοχών, ασφαλιστικών
εισφορών), επειδή η Διοίκηση δεν εγκρίνει τις απολύσεις προσωπικού.
Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει διορθωτική ερμηνεία του άρθρου 5 §5, σύμφωνα με την οποία
ομαδικές απολύσεις που προκαλούνται από την οριστική διακοπή της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης
(είτε η διακοπή αυτή γίνεται οικειοθελώς από τον εργοδότη είτε επέρχεται κατόπιν δικαστικής
απόφασης), πραγματοποιούνται μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων και την υποβολή
πρακτικού στο Νομάρχη ή στον Υπουργό Εργασίας χωρίς την παρέμβαση της δημόσιας Αρχής.
Πρέπει να γίνει δεκτό ότι –μετά την αποτυχία των διαβουλεύσεων- δεν είναι αναγκαία η έγκριση των
ομαδικών απολύσεων από τη δημόσια Αρχή, όταν η επιχείρηση ή εκμετάλλευση διακόπτει οριστικώς
τη λειτουργία της, δηλ. όταν διαλύεται ως οργανωμένο σύνολο τεχνικών μέσων, ανθρώπινου
δυναμικού, εγκαταστάσεων, άυλων αγαθών κλπ.
Για να επέλθουν τα παραπάνω αποτελέσματα πρέπει η διακοπή της λειτουργίας της εκμετάλλευσης
να είναι οριστική (=η οργανική ενότητα προσώπων και τεχνικών μέσων παύει πλέον να υπάρχει και
δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί αν η ενότητα αυτή θα αποκατασταθεί στο προσεχές μέλλον ≠
προσωρινή αναστολή για ορισμένο σύντομο και εκ των προτέρων προβλέψιμο χρονικό διάστημα),
πλήρης [=όταν διακόπτεται η λειτουργία όλων των τμημάτων της εκμετάλλευσης∙ μάλιστα, δεν
αναιρείται από το γεγονός ότι ο εργοδότης διατηρεί ελάχιστα άτομα από το προσωπικό του (π.χ.
φύλακες ή ειδικούς τεχνίτες) για τη συντήρηση ή την ασφάλεια των εγκαταστάσεων ή για την
εκτέλεση ανάλογων εργασιών (π.χ. καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων) και πραγματική (=όταν
η διάλυση της οργανικής ενότητας προσώπων και τεχνικών μέσων ανταποκρίνεται στην αληθή
βούληση του εργοδότη).
Β’ ΜΕΡΟΣ
ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ
ΙΙ. Η έννοια της τηλεργασίας: Μπορεί να εμφανιστεί με δύο μορφές > είτε ως κατ’ οίκον εργασία
είτε ως εργασία σε απομακρυσμένα από το κέντρο ‘δορυφορικά εργαστήρια’. Η τηλεργασία είναι μια
μορφή οργάνωσης ή/και εκτέλεσης εργασίας που χρησιμοποιεί τεχνολογίες πληροφορικής, βάσει μιας
σύμβασης ή σχέσης εργασίας, όπου μια εργασία που θα μπορούσε επίσης να εκτελεστεί στις
εγκαταστάσεις του εργοδότη, εκτελείται κανονικά εκτός αυτών. Ο μισθωτός δέχεται, μέσω
υπολογιστή (που συνήθως είναι εγκατεστημένος στην κατοικία του), τις πληροφορίες που του
αποστέλλονται, τις επεξεργάζεται και τις ξαναστέλνει, με τη νέα τους μορφή, πίσω στο κέντρο. Ένας
σημαντικός αριθμός εργασιών μπορεί να διεκπεραιωθεί με αυτή τη μορφή εργασιακής παροχής- π.χ.
τήρηση αρχείων, επεξεργασία κειμένων, λογιστική, κατάρτιση προγραμμάτων κλπ.
Η δυνατότητα οργάνωσης της εργασίας με το σύστημα της τηλεργασίας μπορεί να αξιολογηθεί τόσο
θετικά όσο και αρνητικά. Από τη μία μεριά, επιτρέπει στον εργαζόμενο να επιτύχει έναν ευνοϊκότερο
γι’ αυτόν συνδυασμό ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής∙ κάνει συχνά δυνατή την επιλογή των ωρών
εργασίας από τον ίδιο τον εργαζόμενο και επιτρέπει την εξοικονόμηση υπολογίσιμου χρόνου που θα
αφιερωνόταν αλλιώς στις μετακινήσεις από την κατοικία στον τόπο εργασίας και τανάπαλιν. Από την
άλλη μεριά, όμως, η κατ’ οίκον τηλεργασία συντελεί στην απομόνωση του εργαζομένου από τον
κοινωνικό του περίγυρο και από τους συναδέλφους του∙ παράλληλα, η κατοικία του εργαζομένου –
ύστατο καταφύγιο απόλυτης ελευθερίας- καταλαμβάνεται από τον εργοδοτικό έλεγχο. Επιπλέον,
όμως, αυτή η μορφή εργασίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παραβιάζεται συστηματικά και εκ του
πλαγίου, η προστατευτική υπέρ των μισθωτών νομοθεσία∙ εκφράζεται, άλλωστε και ο φόβος ότι η
τηλεργασία μπορεί να αποτελέσει πρόσχημα για να μεταφέρεται, από την εργοδοτική πλευρά προς
τους εργαζομένους, σειρά διοικητικών εξόδων (π.χ. ενοίκιο χώρου εργασίας, αγορά και δαπάνη
λειτουργίας τερματικού κλπ). Τέλος, η απομάκρυνση ενός εργαζομένου από την επιχείρηση ενδέχεται
να ανακόψει την επαγγελματική του εξέλιξη, μέχρι –μάλιστα- του σημείου οριστικής στασιμότητας.
Για να υπάρξει κάποιο αντιστάθμισμα, επιβάλλεται να θεσπιστούν νομοθετικά μέτρα που να
εξασφαλίζουν σε όσους απασχολούνται με βάση τα συστήματα της κατ’ τηλεργασίας, δικαιώματα
τέτοια που να εγγυώνται μεταχείριση ανάλογη με εκείνη των άλλων μισθωτών. Συγκεκριμένα, πρέπει
(τουλάχιστον) να > α) χαρακτηρίζεται η σχέση που τους συνδέει με τον εργοδότη ως σύμβαση
εργασίας // β) αποζημιώνονται για το χρόνο υπερωριακής απασχόλησης και για την εργασία τους
κατά τις ημέρες αργίας // γ) παρέχονται και σ’ αυτούς επιδόματα ανεργίας // δ) να τους
αναγνωρίζεται (με δέσμευση της εργοδοσίας) το δικαίωμα επιστροφής στην επιχείρηση, όταν δεν
επιθυμούν πια να εργάζονται στην κατοικία τους.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εφαρμόζεται και μια άλλη (ενδιάμεση) μορφή τηλεργασίας είναι
εκείνη που βασίζεται στη δημιουργία μικρών αποκεντρωμένων δορυφορικών μονάδων που
συνδέονται τηλεπικοινωνιακά με το κέντρο, από το οποίο καθοδηγείται η δραστηριότητά τους∙ με τη
δημιουργία αυτών των δορυφορικών μονάδων επιτυγχάνεται η αποκέντρωση της εκμετάλλευσης και
η εγγύτητα τόπου εργασίας και κατοικίας των εργαζομένων, ενώ αποφεύγεται το μειονέκτημα της
απομόνωσης του εργαζομένου.
Εντούτοις, υπάρχουν ανασταλτικοί παράγοντες που εμποδίζουν την εν γένει ανάπτυξη της
τηλεργασίας. Ειδικότερα, το κόστος των τηλεπικοινωνιών παραμένει ακόμη αρκετά υψηλό, η
εργοδοτική πλευρά φοβάται μήπως η απομάκρυνση από την επιχείρηση διασπάσει τους δεσμούς που
έχουν μαζί της οι εργαζόμενοι, τα στελέχη των επιχειρήσεων αντιδρούν στην ιδέα της απομάκρυνσης
των υφισταμένων τους από την άμεση επίβλεψή τους και οι εργαζόμενοι θεωρούν –ιδίως την κατ’
οίκον εργασία- ως κοινωνικό εξοστρακισμό.
ΙΙΙ. Η διαμόρφωση των συνθηκών εργασίας: Κατ’ αρχάς μπορεί να παρατηρηθεί ότι οι νέες
τεχνολογίες επέτρεψαν, σε πολλές περιπτώσεις, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας με την
αυτοματοποίηση ορισμένων επικίνδυνων, ανθυγιεινών ή επαναληπτικών εργασιών∙ όμως, οι
αρνητικές επιπτώσεις της πληροφορικής στον τομέα των συνθηκών εργασίας είναι υπολογίσιμες. Πιο
συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι τα άτομα που εργάζονται σε τερματικά με καθοδικές οθόνες
παρουσιάζουν εμφανή συμπτώματα ξηροφθαλμίας, η οποία συχνά προκαλεί μυωπία∙ τα ίδια άτομα
παραπονούνται, επίσης, για σωματικούς πόνους (αυχένας, πλάτη) που είναι απόρροια της καθιστικής
στάσης τους. Είναι, εξάλλου, γεγονός ότι τερματικά με καθοδικές οθόνες εκπέμπουν ακτινοβολίες.
Περαιτέρω, επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό η ‘κοινωνικότητα’ του περιβάλλοντος της εργασίας και
εντείνεται η αλληλεξάρτηση ανθρώπου-μηχανής προς βλάβη των διαπροσωπικών σχέσεων των
εργαζομένων∙ επιπλέον, παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη ψυχική ένταση (stress) όσων εργάζονται σε
συσκευές πληροφορικής (λόγω του επαναληπτικού, στερεότυπου χαρακτήρα πολλών εργασιών, της
έντονης διανοητικής προσπάθειας που απαιτείται, της επιβολής από τον υπολογιστή ενός
εξαντλητικού ρυθμού εργασίας και της δυνατότητας που υπάρχει να ασκείται αδιάπτωτος έλεγχος της
παροχής του εργαζομένου). Καταργούνται, έτσι, τα πλαίσια αυτονομίας που διέθεταν οι μισθωτοί και
γίνεται φανερό ότι –μολονότι η εφαρμογή της πληροφορικής στην επιχείρηση μειώνει τον κίνδυνο
εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών- επιτρέπει συγχρόνως την εμφάνιση νέων
νοσογόνων αιτίων (=‘τεχνοπάθειες του μέλλοντος’)∙ όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά, πρόκειται για
την καθολική σχέση του εργαζομένου με την οργάνωση της εργασίας.
Σε ορισμένα από αυτά τα προβλήματα η συλλογική διαπραγμάτευση και οι νομοθέτες των διαφόρων
κρατών έχουν προσπαθήσει να δώσουν απαντήσεις∙ γι’ αυτό επιβάλλεται συχνά μειωμένο ωράριο
εργασίας και διαλείμματα ανά τακτά χρονικά διαστήματα για τους χειριστές Η/Υ. Στη χώρα μας
προβλέπεται ότι στους χειριστές και στις διατρήτριες που απασχολούνται σε Η/Υ χορηγείται
διάλειμμα που δεν αφαιρείται από τα προβλεπόμενα χρονικά όρια εργασίας, αλλά συμψηφίζεται στις
διακοπές ή τα διαλείμματα που προβλέπονται από το νόμο ή χορηγούνται από ελευθεριότητα.
Ομοίως, θεσπίζεται η, με έξοδα της επιχείρησης, προληπτική οφθαλμολογική εξέταση των χειριστών
Η/Υ, τόσο πριν από την πρόσληψή τους όσο και –περιοδικά- κατά τη διάρκεια της εργασιακής
σχέσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, επίσης, απαγορεύεται η τοποθέτηση εγκύου ως χειρίστριας Η/Υ
με καθοδική οθόνη, προς προστασία του εμβρύου από τις βλαβερές συνέπειες της ακτινοβολίας∙
επιπρόσθετα, η εργαζόμενη γυναίκα μέλλουσα μητέρα που ασκεί καθήκοντα χειρίστριας Η/Υ και
διανύει τον 5ο μήνα της εγκυμοσύνης της μεταφέρεται -χωρίς να χάνει τα επιδόματά της μέχρι τη
λήξη της κυήσεως- σε ελαφρότερη εργασία, εφόσον υπάρχει δυνατότητα του εργοδότη προς τούτο.
Τέλος, συχνά γίνεται υποχρεωτική πριν από την εισαγωγή της πληροφορικής στην επιχείρηση η
εργονομική μελέτη του εργασιακού χώρου (ρύθμιση του φωτισμού, των καθισμάτων, της
τοποθέτησης των οθονών και του πληκτρολογίου των Η/Υ)∙ σε ένα τέτοιο σύστημα ιδιαίτερα
σημαντική είναι η άμεση παρέμβαση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, προκειμένου να
επιλεγούν οι καταλληλότερες λύσεις και να αποφευχθεί η απλή, εκ των υστέρων, διαπίστωση των
αρνητικών συνεπειών.
εργασίες μονότονες και επαναληπτικές∙ όμως, η δραστηριότητα της μεγάλης μάζας μισθωτών
συνήθως περιορίζεται σε εργασίες συντήρησης και ελέγχου. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται με νέα
μορφή το φαινόμενο του ταιηλορισμού που –και πάλι- οδηγεί στην απαλλοτρίωση της
προσωπικότητας του εργαζομένου. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το ότι παρατηρείται μια
ενοποίηση ενός μεγάλου αριθμού καθηκόντων μισθωτών με κατεύθυνση προς την ‘πολυ-
λειτουργικότητά’ τους και την έλλειψη εξειδίκευσης∙ περνάμε, έτσι, όλο και πιο συχνά από την
έννοια της ειδικότητας (που προϋποθέτει την ειδίκευση ως προς το αντικείμενο εργασίας) προς εκείνη
του (πολυλειτουργικού επαγγέλματος). Αυτό συμβαδίζει με την αναγκαιότητα της
ενδοεπιχειρησιακής κινητικότητας των μισθωτών που προκύπτει από το αίτημα να προσαρμοστεί η
οργάνωση της επιχείρησης στις όλο και πιο συχνές μεταβολές της τεχνικής. Σε αυτά τα προβλήματα
γίνεται προσπάθεια να δοθούν λύσεις- π.χ. εμπλουτισμός των αρμοδιοτήτων και των επαγγελματικών
γνώσεων των εργαζομένων, μέθοδοι κυκλικής εργασίας, ομαδική εργασίας κλπ. Τέλος, μπορεί να
διαπιστωθεί μια ομογενοποίηση των συνθηκών εργασίας και των καθηκόντων υπαλλήλων και
εργατών, έτσι ώστε η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ τους να χάνει όλο και πιο πολύ τη σημασία της.
VI. Η κατάρτιση συμφωνίας για την τηλεργασία: Ο εργοδότης –στην περίπτωση της τηλεργασίας-
παρέχει στον τηλεργαζόμενο τις γραπτές πληροφορίες ‘Γνωστοποίηση όρων’, συμπεριλαμβανομένων
των πληροφοριών σχετικά με τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις, την περιγραφή ης εργασίας προς
εκτέλεση κλπ. Ο εργοδότης όταν καταρτίζει σύμβαση εργασίας για τηλεργασία, υποχρεούται να
παραδίδει γραπτώς στον εργαζόμενο, μέσα σε οκτώ (8) ημέρες, το σύνολο των πληροφοριών που
αναφέρονται στην εκτέλεση της εργασίας και ειδικότερα ως προς την ιεραρχική σύνδεση με τους
προϊσταμένους του στην επιχείρηση, τα λεπτομερή καθήκοντά του, τον τρόπο υπολογισμού της
αμοιβής, τον τρόπο μέτρησης του χρόνου εργασίας, την αποκατάσταση του κόστους που προκαλείται
από την παροχή της (τηλεπικοινωνίες, εξοπλισμός, βλάβες συσκευών κ.λπ.). Αν στη σύμβαση
περιέχεται συμφωνία για τηλε-ετοιμότητα ορίζονται τα χρονικά της όρια και οι προθεσμίες
ανταπόκρισης του μισθωτού (άρθρο 5 §1 του Ν. 3846/2010).
VΙI. Ο οικειοθελής χαρακτήρας της τηλεργασίας για τον εργαζόμενο και τον εργοδότη: Αυτό
σημαίνει ότι μπορεί να αποτελεί μέρος της αρχικής περιγραφής της θέσης εργασίας του εργαζομένου
ή μπορεί να υπάρξει συμφωνία εκ των υστέρων∙ συνεπώς, αν ο εργοδότης επιβάλλει μονομερώς,
χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα από τη σύμβαση, την τηλεργασία, η ενέργεια αυτή θα αποτελεί
μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Εξάλλου, αν κανονική εργασία μετατρέπεται σε
τηλεργασία, καθορίζεται στη συμφωνία αυτή μια περίοδος προσαρμογής τριών (3) μηνών, κατά την
οποία οποιοδήποτε από τα μέρη, μετά από τήρηση προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, μπορεί να
θέσει τέλος στην τηλεργασία και ο μισθωτός να επιστρέψει στην εργασία του σε αντίστοιχη θέση με
αυτήν που κατείχε (άρθρο 5 §2 του Ν. 3846/2010).
Χ. Η προστασία δεδομένων – Ιδιωτική ζωή: Ορίζεται ότι η λήψη των κατάλληλων μέτρων για την
προστασία των προσωπικών δεδομένων του τηλεργαζόμενου εναπόκειται στον εργοδότη, ιδίως σε
σχέση με το λογισμικό. Ο εργοδότης οφείλει, επίσης, να ενημερώνει τον τηλεργαζόμενο για όλες τις
ισχύουσες διατάξεις και κανόνες της επιχείρησης που αφορούν την εν λόγω προστασία και
εναπόκειται στον τηλεργαζόμενο να συμμορφωθεί προς αυτούς τους κανόνες. Τέλος, ο εργοδότης
υποχρεούται, φυσικά, να σέβεται την ιδιωτική ζωή του τηλεργαζομένου∙ αν τεθεί σε λειτουργία
οποιοδήποτε σύστημα ελέγχου, αυτό επιβάλλεται να είναι ανάλογο προς τον εξυπηρετούμενο σκοπό.
ΧI. Η προστασία της υγείας και ασφάλειας: Η τηλεργασία εκτελείται σε χώρο που δεν βρίσκεται
υπό την εποπτεία του εργοδότη, δηλ. στην οικία των εργαζομένων. Ο εργοδότης, πάντως, είναι
υπεύθυνος για την προστασία της υγείας και της επαγγελματικής ασφάλειας του τηλεργαζομένου,
σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις∙ οφείλει, επίσης, να πληροφορεί τον τηλεργαζόμενο για την
πολιτική της επιχείρησης όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, και ιδιαίτερα τη
σχετική με τις οθόνες οπτικής απεικόνισης. Ο τηλεργαζόμενος, από τη δική του πλευρά, οφείλει να
εφαρμόζει τις ισχύουσες διατάξεις για την ασφάλεια στην εργασία. Μάλιστα, προβλέπεται –με σκοπό
να ελεγχθεί η σωστή εφαρμογή των διατάξεων περί υγείας και ασφάλειας- ότι ο εργοδότης, οι
εκπρόσωποι των εργαζομένων και/ή οι αρμόδιες Αρχές έχουν πρόσβαση στο χώρο τηλεργασίας, όπως
προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις∙ αν ο τηλεργαζόμενος εργάζεται στην οικία του, αυτή η
πρόσβαση προϋποθέτει προειδοποίηση και την εκ των προτέρων συμφωνία του πρώτου. Ο
τηλεργαζόμενος έχει, τέλος, δικαίωμα να ζητήσει να γίνει επιθεώρηση στον τόπο εργασίας.
● Η έννοια της εξαρτημένης εργασίας: Η οργάνωση της εργασίας με βάση τις νέες τεχνολογίες, που
συνεπάγεται τη διάσπαση της παραγωγικής διαδικασίας και την παροχή φαινομενικά μεγαλύτερης
αυτονομίας στους εργαζομένους, απομακρύνει ένα διαρκώς μεγαλύτερο αριθμό απασχολουμένων
από το παραδοσιακό μοντέλο εξαρτημένης εργασίας. Η έννοια της εξαρτημένης εργασίας και τα
κριτήρια, με βάση τα οποία ορίζεται, θα χρειαστεί να αναπροσαρμοστούν για να αποφευχθεί η τυχόν
άρνηση χαρακτηρισμού ως σχέσης εξαρτημένης εργασίας της τηλεργασίας (=> δεσμός του
τηλεργαζόμενου με το διοικητικό κέντρο της επιχείρησης). Αυτή η ενδεχόμενη άρνηση να
χαρακτηριστεί η τηλεργασία ως σχέση εξαρτημένης εργασίας θα μπορούσε να θεμελιωθεί στις
παρακάτω παρατηρήσεις > Μια μερίδα εργαζομένων (προγραμματιστές κυρίως) αποκτούν
περισσότερη ανεξαρτησία κατά την εκτέλεση της εργασίας τους και μεγάλη πρωτοβουλία ως προς το
περιεχόμενό της∙ η ανεξαρτησία και η δημιουργική πρωτοβουλία είναι τόσο μεγαλύτερες όσο
υψηλότερο είναι το μορφωτικό επίπεδο του απασχολούμενου και όσο πιο σύνθετη η αρμοδιότητά
του. Κατά συνέπεια, λόγω της υψηλής εξειδίκευσης ειδικά αυτών των εργαζομένων που απαιτεί η νέα
τεχνολογία, ο εργοδοτικός έλεγχος –γενικά- φθίνει. Ειδικότερα, τώρα, στην περίπτωση της
τηλεργασίας, η διάδοση που γνωρίζει η νέα αυτή μορφή απασχόλησης συνοδεύεται από την
ελαστικότητα της απασχόλησης των εργαζομένων και από τη μεγαλύτερη αυτονομία που, κατ’
αρχήν, τους παρέχεται ως προς την εκτέλεση της εργασίας. Σε όλα αυτά τα αδιαμφισβήτητα νέα
στοιχεία προστίθεται και το γεγονός ότι ο προσωποποιημένος εργοδοτικός έλεγχος καταργείται∙ ο
έλεγχος του εργοδότη αντικαθίσταται από ένα συνεχή διάλογο μεταξύ εργαζομένου και υπολογιστή,
αλλά –στα πλαίσια αυτού του διαλόγου- η δραστηριότητα του εργαζομένου καθορίζεται και
ελέγχεται απευθείας από τον εργοδότη. Διαπιστώνεται, επίσης, και ότι ο τόπος παροχής εργασίας
διαχωρίζεται από την έδρα της επιχείρησης∙ ως εκ τούτου, εκτός από το ανελαστικό ωράριο, ο
τηλεργαζόμενος έχει απαλλαγεί από την υποχρεωτική προσέλευση σε ορισμένο χώρο. Τα
πλεονεκτήματα, όμως, αυτά εξουδετερώνονται από την –ανά πάσα στιγμή- υποχρέωση του
τηλεργαζόμενου να επεξεργάζεται αμέσως τα δεδομένα που του μεταβιβάζονται, μέσω του Η/Υ, από
την επιχείρηση. Ο σύνδεσμος του εργαζομένου με την επιχείρηση δεν συγκεκριμενοποιείται πλέον
στη χρονικά και τοπικά οριζόμενη προσέλευσή του, αλλά στη μόνιμη σύνδεση του τόπου εργασίας
του με το πληροφορικό κέντρο της επιχείρησης. Έτσι, η εργασιακή παροχή χάνει το στοιχείο της
χρονικής συνέχειας∙ γι’ αυτό η αμοιβή του τηλεργαζόμενου δεν προσδιορίζεται πάντοτε σε
συνάρτηση με το χρόνο παροχής εργασίας, αλλά με την ποσότητα εργασίας και –πιο συγκεκριμένα-
με το πλήθος των πληροφοριών που εναποθηκεύονται, υποβάλλονται σε επεξεργασία και
επαναμεταβιβάζονται στον κεντρικό υπολογιστή.
Ας σημειωθεί ότι βασικό στοιχείο της εξαρτημένης εργασίας είναι ο ετεροκαθορισμός της παροχής
του εργαζομένου από τον εργοδότη (=διατηρεί την εξουσία καθορισμού των γενικότερων συνθηκών
εργασίας του εργαζομένου)∙ η παροχή εντολών και οδηγιών, ο έλεγχος της εργασίας που
προσφέρεται, ο καθορισμός του τρόπου/τόπου/χρόνου της παροχής της εργασίας από τη μεριά του
εργοδότη και η ένταξη στην επιχειρηματική οργάνωσή του αποτελούν τα βασικά κριτήρια της
εξαρτημένης εργασίας.
● Ο τόπος παροχής της εργασίας: Η παροχή της εργασίας σε τόπο άμεσα επιτηρούμενο από τον
εργοδότη, δηλ. μέσα στο γραφείο ή στην επιχείρηση, δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για το
χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης∙ έτσι, έχει χαρακτηριστεί ως εξαρτημένη η εργασία των
περιοδευόντων πωλητών, ο οποίοι –όμως- διατηρούν σημαντική ελευθερία ως προς τον τόπο παροχής
εργασίας. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποκλείσει την εξάρτηση το γεγονός της παροχής
εργασίας στην κατοικία του εργαζομένου. Τέλος, η -έστω και πολύ χαλαρή- τοπική δέσμευση του
εργαζομένου ως προς την παροχή εργασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για το
χαρακτηρισμό της σύμβασης: η τοπικά, ελάχιστα (σε σχέση με το σύνολο του χρόνου απασχόλησης)
δεσμευτική, υποχρέωση του εργαζομένου να παραδίδει στο γραφείο της επιχείρησης το αποτέλεσμα
της ημερήσιας εργασίας του, δεν αρκεί για να του προσδώσει το χαρακτήρα ανεξάρτητου
επαγγελματία. Γίνεται, έτσι, αντιληπτό ότι το γεγονός και μόνο ότι η τηλεργασία παρέχεται έξω από
το χώρο της εκμετάλλευσης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για το μη χαρακτηρισμό της ως
εξαρτημένης.
● Η παροχή εντολών και οδηγιών: Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της τηλεργασίας είναι ο
οργανικός-τεχνικός σύνδεσμος του τερματικού που βρίσκεται εγκατεστημένος στην κατοικία του
εργαζομένου, με το ηλεκτρονικό κέντρο της επιχείρησης. Άμεση συνέπεια αυτού είναι ότι υπάρχει, σε
πολλές περιπτώσεις τηλεργασίας, η δυνατότητα άμεσης μεταβίβασης εντολών και οδηγιών του
εργοδότη προς τον εργαζόμενο όχι μόνο ως προς το τελικό αποτέλεσμα της εργασίας, αλλά και ως
προς τα ενδιάμεσα στάδιά της. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι η παροχή εντολών και οδηγιών είναι
μια φάση της παραγωγικής διαδικασίας που ολοκληρώνεται όχι μόνο με τη μεταβίβαση προσωπικών
εντολών μέσω του υπολογιστή, αλλά και με τις εντολές που προέρχονται από το ήδη ενσωματωμένο
στον υπολογιστή πρόγραμμα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η πρωτοβουλία του εργαζομένου και ο εκ
μέρους του καθορισμός της εργασίας, προκειμένου να τη φέρει εις πέρας, αποκλείονται. Κατά
συνέπεια, ο καθορισμός του αντικειμένου της εργασίας από τον εργοδότη σε συνδυασμό με τον –
έστω και απρόσωπο, αλλά ενσωματωμένο στο πρόγραμμα του υπολογιστή, καθορισμό της πορείας
της εργασίας, πληροί το κριτήριο της ‘παροχής εντολών και οδηγιών’ από τον εργοδότη, ώστε να
γίνεται δεκτός ο χαρακτηρισμός της εργασίας ως εξαρτημένης.
● Ο έλεγχος της παροχής: Η εφαρμογή της πληροφορικής στην επιχείρηση γεννά τη δυνατότητα
εντατικού ελέγχου της παροχής του εργαζομένου∙ καταγράφονται και γίνονται αντικείμενο
επεξεργασίας, μεταξύ άλλων στοιχείων, η ταχύτητα εργασίας, η συχνότητα και ο αριθμός των λαθών,
και οι παύσεις εργασίας∙ αυτή η δυνατότητα ελέγχου ενυπάρχει και στην κατ’ οίκον τηλεργασία, με
την εφαρμογή συγκεκριμένων προγραμμάτων στον Η/Υ. Σημειώνεται ότι είναι κοινά τα
χαρακτηριστικά του εργοδοτικού έλεγχο των εργαζομένων που απασχολούνται σε τερματικό, είτε
αυτοί βρίσκονται στην επιχείρηση είτε σε οικιακούς χώρους∙ επιπλέον, η σύγκριση του κλασικού
εργοδοτικού ελέγχου με τον ηλεκτρονικό έλεγχο της παροχής των τηλεργαζομένων φανερώνει ότι ο
δεύτερος είναι πολύ πιο έντονος, επειδή είναι διαρκής και λεπτομερέστερος. Κατά συνέπεια, ο
διαχωρισμός τόπου εργασίας και έδρας της επιχείρησης δεν σημαίνει ότι έχει εκλείψει η δυνατότητα
εργοδοτικού ελέγχου της παροχής του εργαζομένου. Περαιτέρω, όμως, επισημαίνεται ότι η
διαπίστωση της λειτουργίας προγραμμάτων ελέγχου της παροχής του εργαζομένου οδηγεί
αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι υφίσταται εξάρτηση. Κατ’ αρχήν, η συνεχής παρακολούθηση της
παροχής συνιστά επέμβαση στη σφαίρα της προσωπικότητας του εργαζομένου, κάτι που αποτελεί
χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξαρτημένης εργασίας∙ συχνά, άλλωστε, υποστηρίζεται ότι η
προσωπικότητα του εργαζομένου είναι ο βασικός πόλος προς τον οποίο συγκλίνουν οι ρυθμίσεις του
Εργατικού Δικαίου. Εν συνεχεία, σωστά παρατηρείται ότι ο έλεγχος εκείνου που παρέχει τις
υπηρεσίες του στα πλαίσια μιας σύμβασης και, πιο συγκεκριμένα, ο δυνητικός απόλυτος έλεγχος που
βασίζεται στη συνεχή καταγραφή των φάσεων της υπό εκτέλεση εργασίας, δύσκολα συμβιβάζεται με
την τυπική εικόνα του ανεξάρτητου επαγγελματία ή του εργολάβου. Άρα, το γεγονός ότι ο
αντισυμβαλλόμενος συλλέγει συστηματικά και μπορεί, ως εκ τούτου, ανά πάσα στιγμή να αξιολογεί
και το παραμικρό στοιχείο που αφορά την εκτέλεση της εργασίας, την οποία ανέλαβε ο εργαζόμενος,
τεκμαίρει τη δυνατότητα ελέγχου και άγει στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας σχέσης
εξαρτημένης εργασίας.
● Ο προσδιορισμός του χρόνου εργασίας: Η δυνατότητα παροχής κατ’ οίκον τηλεργασίας μπορεί
να συνδυαστεί με σημαντική χρονική αυτονομία του εργαζομένου∙ όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει
εκλείψει κάθε χρονική δέσμευση γι’ αυτόν. Οι χρονικοί περιορισμοί που επιβάλλονται στον
εργαζόμενο μπορούν να πάρουν πολλές μορφές >
α) Αν η τηλεργασία παρέχεται στα πλαίσια ενός συστήματος που επιβάλλει την άμεση επικοινωνία
και διάλογο μεταξύ του τηλεργαζόμενου και της επιχείρησης, αυτός ο εργαζόμενος υποχρεώνεται
κανονικά να ακολουθεί το ωράριο λειτουργίας της επιχείρησης. Άρα, για οργανωτικούς λόγους η
χρονική ανεξαρτησία του αποδεικνύεται περιορισμένη και η εργασιακή παροχή άμεσα
ετεροπροσδιοριζόμενη.
β) Άμεσος ετεροπροσδιορισμός του χρόνου εργασίας παρουσιάζεται και στην περίπτωση που ο
τηλεργαζόμενος υποχρεώνεται να εκτελέσει αμέσως ή πολύ σύντομα την εργασία που του
ανατίθεται. Η συστηματική επιβολή μικρών προθεσμιών για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας ή
η υποχρεώση καθημερινής εκτέλεσης και αποστολής στην επιχείρηση ορισμένων εργασιών
αποτελούν αδιαμφισβήτητα στοιχεία εξάρτησης του εργαζομένου ως προς την παροχή της εργασίας
του.
γ) Έμμεσος οργανωτικός προσδιορισμός προέρχεται από την τυχόν υποχρέωση του
τηλεργαζόμενου να συνδέεται με τον υπολογιστή της επιχείρησης κατά τις ώρες που δεν
χρησιμοποιείται από τους υπαλλήλους του κεντρικού γραφείου, ώστε να μην επέρχεται λειτουργική
υπερφόρτωσή του. Αυτή η σύνδεση μπορεί να γίνεται ή για να μπορέσει να εκτελεστεί η εργασία στο
σύνολό της (π.χ. χρησιμοποίηση του ενσωματωμένου προγράμματος στον υπολογιστή) ή απλώς και
μόνο για να αποσταλεί το συνολικό αποτέλεσμα της εργασίας, που ήδη έχει ολοκληρωθεί κατά τη
διάρκεια άλλου χρονικού τμήματος της ημέρας.
Ας επισημανθεί ότι δεν πρέπει να γίνει αντιδιαστολή της εξαρτημένης εργασίας προς την κατ’ οίκον
τηλεργασία∙ αντίθετα, αυτή η τελευταία μορφή εργασίας πρέπει να υπαχθεί, μέσω μιας ελαστικότερης
εφαρμογής των κριτηρίων της εξάρτησης, στην εν γένει προστατευτική υπέρ των εργαζομένων
νομοθεσία, δηλ. χωρίς να έχει σημασία αν η παροχή εργασίας γίνεται μέσα ή έξω από την
εκμετάλλευση.
Γ’ ΜΕΡΟΣ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
2. Κανονισμοί εργασίας: Είναι αυτοτελής πηγή του Εργατικού Δικαίου και περιέχει τους κανόνες
δικαίου που ρυθμίζουν το εσωτερικό δίκαιο της εκμετάλλευσης, δηλ. τις εργασιακές σχέσεις κατά το
στάδιο της εκτέλεσης/παροχής της εργασίας.
+ άρθρα1 §1-2, 2 του ΝΔ 3789/57. Η κατάρτιση των Κανονισμών γίνεται από τον εργοδότη, χωρίς
να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του προσωπικού που αφορά. Προκειμένου να αποκτήσει ο
Κανονισμός ισχύ, απαιτείται κύρωση από τη Διοίκηση∙ η τελευταία δεν δικαιούται να τροποποιεί
τους υποβαλλόμενους Κανονισμούς (μόνο να τους εγκρίνει ή όχι), αλλά μπορεί να κάνει υποδείξεις
για την αναμόρφωσή τους. Κατά τη διαδικασία της κύρωσης, η Διοίκηση ελέγχει τη νομιμότητα
(=εξετάζει αν οι διατάξεις του Κανονισμού είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα, τις ΔΣΕ, τους νόμους,
υπουργικές αποφάσεις κ.ά∙ παράνομες τυχόν διατάξεις –που δεν εντοπίζονται κατά τον έλεγχο
νομιμότητας- δεν θεραπεύονται, αλλά παραμένουν ανίσχυρες, γιατί προσκρούουν σε ιεραρχικά
ανώτερους κανόνες δικαίου) και τη σκοπιμότητα (=εξετάζει αν οι διατάξεις του Κανονισμού είναι
ουσιαστικά ορθές) των διατάξεων του Κανονισμού. Η ισχύς του Κανονισμού αρχίζει μετά την
κύρωση και εφόσον τηρηθεί ο όρος δημοσιότητας που ορίζει ο νόμος (=να είναι ανά πάσα στιγμή
αναρτημένος σε εμφανή και προσιτά για τους εργαζομένους σημεία του τόπου εργασίας).
Ο Ν. 1767/88 μετέβαλε τον τρόπο κατάρτισης και θέσης σε ισχύ των Κανονισμών. Κατά το νόμο
αυτό, το περιεχόμενο του Κανονισμού είναι αποτέλεσμα κοινής απόφασης του εργοδότη και του
Συμβουλίου των Εργαζομένων∙ σε περίπτωση διαφωνίας τους για τη ρύθμιση του περιεχομένου, η
διαφορά επιλύεται με τη διαδικασία της μεσολάβησης και με παραπομπή στη διαιτησία. Η εξουσία
του Συμβουλίου να συναποφασίζει για το περιεχόμενο του Κανονισμού προϋποθέτει ότι α) δεν
υπάρχει και δεν δρα στην επιχείρηση συνδικαλιστική οργάνωση. Εφόσον υπάρχει και λειτουργεί,
αλλά αδρανεί να ρυθμίσει το περιεχόμενο του Κανονισμού με ΣΣΕ και εφόσον δεν έχει εκλεγεί
Συμβούλιο Εργαζομένων, τότε ο εργοδότης δικαιούται να καταρτίσει μονομερώς Κανονισμό
εργασίας. // β) δεν ρυθμίζεται ήδη το περιεχόμενο του Κανονισμού με ΣΣΕ.
Ι. Νομική ενέργεια των Κανονισμών εργασίας: Οι Κανονισμοί του ΝΔ 3789/57 έχουν συμβατικό
χαρακτήρα, δηλ. περιλαμβάνουν πρόταση για σύναψη σύμβασης προς το προσωπικό της
εκμετάλλευσης∙ ο μισθωτός που αναλαμβάνει εργασία εν γνώσει του Κανονισμού θεωρείται ότι
αποδέχεται τους όρους του. Πάντως, αν ο Κανονισμός δεν εγκριθεί από η Διοίκηση και δεν
αναρτηθεί σε εμφανή σημεία του τόπου εργασίας δεν δεσμεύει τους μισθωτούς και τον εργοδότη.
Εφόσον –κατά τη νομολογία- οι Κανονισμοί του ΝΔ 3789/57 έχουν ισχύ συμβάσεως (και όχι
ουσιαστικού νόμου), η παραβίαση των διατάξεών τους δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το ΚΠολΔ
559 περ. 1.
Στη θεωρία, αντίθετα, οι Κανονισμοί εργασίας έχουν κανονιστική ισχύ, επειδή αποσκοπούν στην
επιβολή ενιαίας τάξης, ομοιομορφίας και ίσης μεταχείρισης στην εκμετάλλευση∙ ως εκ τούτου,
απαιτείται η άμεση και αναγκαστική ενέργειά τους στις ατομικές σχέσεις εργασίας (=ex lege και
ανεξάρτητα από την τυχόν αντίθετη βούληση του μισθωτού). Κατά τον ίδιο τρόπο, η κύρωση του
Κανονισμού από τη Διοίκηση και η τήρηση του όρου δημοσιότητας που επιβάλλει ο νόμος (βλ.
ανάρτηση σε εμφανή σημεία του τόπου εργασίας) δεν θα είχαν νόημα, αν η ισχύς των διατάξεών του
στηριζόταν τελικά στην αποδοχή των μισθωτών της εκμετάλλευσης. Ο Ν. 1767/88 προσέδωσε
κανονιστική ισχύ στις διατάξεις του Κανονισμού, ο οποίος καταρτίζεται με γραπτή συμφωνία και
ισχύει από την κατάθεσή του στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας (δημοσιότητα)∙ η
συμφωνία αυτή αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων του Συμβουλίου Εργαζομένων (δεν είναι
προϋπόθεση της ισχύος του Κανονισμού, αλλά τρόπος γνωστοποίησης του περιεχομένου του στο
προσωπικό της εκμετάλλευσης) και έχει ισχύ όμοια με αυτή των ΣΣΕ.
Η άποψη ότι μετά το Ν. 1767/88 υπάρχουν περισσότερα είδη Κανονισμών (δηλ. Κανονισμοί
συμβατικοί που καταρτίστηκαν ή καταρτίζονται κατά το ΝΔ 3789/57 και Κανονισμοί με κανονιστική
ισχύ που καταρτίζονται με κοινή απόφαση του εργοδότη και του Συμβουλίου ή με επιχειρησιακή
ΙΙ. Περιεχόμενο των Κανονισμών εργασίας: Αντικείμενο των Κανονισμών εργασίας είναι οι
εργασιακές σχέσεις στο στάδιο της εκτέλεσής τους, το οποίο αρχίζει με την ένταξη του μισθωτού
στην εκμετάλλευση και τελειώνει με τη λήξη της παροχής εργασίας. Ωστόσο, οι Κανονισμοί δεν
ρυθμίζουν όλους τους όρους εργασίας που εμπίπτουν χρονικά στο στάδιο της εκτέλεσης∙ από το
περιεχόμενο των Κανονισμών εργασίας εξαιρείται η ρύθμιση των βασικών όρων της εργασιακής
σχέσης, δηλ. των όρων που αναφέρονται στη βασική υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή μισθού
(μισθός, επιδόματα, άλλες προσαυξήσεις, bonus) και στη βασική υποχρέωση του μισθωτού για
παροχή εργασίας (είδος παρασχετέας εργασίας, χρόνος ετήσιας άδειας, εβδομαδιαίος χρόνος
εργασίας). Στο σύνηθες περιεχόμενο των Κανονισμών εργασίας ανήκουν μόνο οι όροι που
αναφέρονται στη ρύθμιση της πειθαρχίας, της τάξεως, της συμπεριφοράς, συνεργασίας και
συμβίωσης των μισθωτών μέσα στην εκμετάλλευση, καθώς και στην εσωτερική οργάνωση και
λειτουργία της τελευταίας (π.χ. ο καθορισμός της έναρξης, λήξης και των διαλειμμάτων της εργασίας,
η αναγγελία της προσέλευσης και της αποχώρησης από την εργασία, ο έλεγχος της παρουσίας, η
υποχρέωση στολής κλπ). Ειδικότερα, είναι σημαντικό να αναλυθούν τα παρακάτω >
Προαγωγές (=βαθμολογική εξέλιξη του προσωπικού) Επί των συμβατικής φύσεως Κανονισμών,
αν ο Κανονισμός εργασίας προβλέπει ότι η προαγωγή του μισθωτού ή η χορήγηση σε αυτόν άλλων
πλεονεκτημάτων εξαρτώνται από τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων ή προσόντων, την ύπαρξη
των οποίων διαπιστώνει ο εργοδότης ή άλλο όργανο του εργοδότη, τότε πρόκειται για δικαιοπραξία
υπό αναβλητική αίρεση. Αν η κρίση του εργοδότη για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της
προαγωγής είναι άδικη, τότε υπάρχει πλασματική πλήρωση της αίρεσης. Στις επιχειρήσεις ή
εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει Κανονισμός με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής από τα αρμόδια
όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση το ΑΚ 281 για κατάχρηση
δικαιώματος∙ κατάχρηση δικαιώματος υπάρχει όταν –κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης-
παρελείφθη η προαγωγή εργαζομένου, ο οποίος καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά
και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του.
Όριο ηλικίας (για την αποχώρηση μισθωτών από την εργασία) Η θέσπιση ορίου ηλικίας επηρεάζει
τη βαθμολογική εξέλιξη και τη σταδιοδρομία των μισθωτών της εκμετάλλευσης- π.χ. η μη
αποχώρηση του μισθωτού κατά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας παρεμποδίζει τη βαθμολογική
εξέλιξη των άλλων μισθωτών. Η θέσπιση ορίου ηλικίας ρυθμίζεται κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους
μισθωτούς της εκμετάλλευσης. Όταν ο Κανονισμός προβλέπει ότι ο μισθωτός αποχωρεί υποχρεωτικά
από την εργασία με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας, χωρίς να παρέχεται στον εργοδότη
δικαίωμα καταγγελίας πριν από τη συμπλήρωση αυτού του ορίου ηλικίας, τότε οι συμβάσεις
εργασίας των μισθωτών της εκμετάλλευσης είναι ορισμένου χρόνου.
Πειθαρχικό Δίκαιο (άρθρο 1 §3 του ΝΔ 3789/57) Η επιβολή πειθαρχικής ποινής προϋποθέτει ότι
το πειθαρχικό παράπτωμα προβλέπεται στον Κανονισμό εργασίας. Η πειθαρχική εξουσία ασκείται
από τον εργοδότη, ο οποίος μπορεί να αναθέσει και σε άλλα πρόσωπα ή σε πειθαρχικά συμβούλια
(που ιδρύονται με τον Κανονισμό εργασίας) την άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας. Τα πειθαρχικά
συμβούλια πρέπει να παρέχουν εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης∙ γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να
Ο Κανονισμός εργασίας δεν επιτρέπεται να προβλέπει πειθαρχικές ποινές βαρύτερες από τις ποινές
του ΝΔ 3789/57- π.χ. δεν είναι δυνατό να επιβληθεί ποινή οριστικής απόλυσης. Ωστόσο, είναι δυνατή
η απόλυση του μισθωτού, εφόσον διαπράξει σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο συνιστά
σπουδαίο λόγο καταγγελίας για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή ουσιώδη παράβαση των
όρων της σύμβασης εργασίας∙ σε αυτή την περίπτωση, ο εργοδότης έχει δικαίωμα καταγγελίας χωρίς
να απαιτείται προηγούμενη προσφυγή στην πειθαρχική διαδικασία.
Κατά το ΣΕ, είναι επιτρεπτός Κανονισμός εργασίας που προβλέπει τη θέση σε διαθεσιμότητα των
υπόπτων για πειθαρχικό παράπτωμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται μείωση των αποδοχών
τους κατά το διάστημα αυτό.
Για τα πειθαρχικά παραπτώματα απαριθμούνται περιοριστικά στο ΝΔ 3789/57 ορισμένες πειθαρχικές
ποινές. Ειδικότερα,
Η παρατήρηση είναι η ελαφρότερη πειθαρχική ποινή και επιβάλλεται στα μικρής σημασίας
πειθαρχικά παραπτώματα, αποσκοπώντας να επιστήσει την προσοχή του μισθωτού στις συνέπειες της
ανάρμοστης συμπεριφοράς του και στην πλημμελή εκτέλεση της εργασίας∙ φυσικά, με αυτή δεν
πρέπει να προσβάλλεται η προσωπικότητα του μισθωτού. Διαφορετικές είναι οι παρατηρήσεις,
συστάσεις και υποδείξεις που κάνει ο εργοδότης προς το μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας.
Η επίπληξη επιβάλλεται στα κάπως βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα.
Το πρόστιμο επιβάλλεται σε βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα, ενώ δεν επιτρέπεται να
υπερβαίνει το ¼ του ημερομισθίου ή του μισθού μια ημέρας∙ για περισσότερα, πάντως, πειθαρχικά
παραπτώματα επιτρέπεται η επιβολή περισσότερων προστίμων, έστω κι αν επιβάλλονται την ίδια
μέρα.
Η υποχρεωτική αποχή από την εργασία (χωρίς δικαίωμα αποδοχών) επιβάλλεται στα
σοβαρότερα πειθαρχικά παραπτώματα, εφόσον προβλέπεται από τον Κανονισμό εργασίας. Η επιβολή
της προϋποθέτει υποτροπή σε σοβαρή αντιπειθαρχική συμπεριφορά∙ υποτροπή δεν σημαίνει εδώ ότι ο
μισθωτός πρέπει να έχει διαπράξει το ίδιο ακριβώς πειθαρχικό παράπτωμα, αλλά αρκεί ότι έχει
διαπράξει οποιοδήποτε σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα. Πάντως, η εργασιακή σύμβαση δεν λύεται.
Κατά της ποινής της υποχρεωτικής αποχής επιτρέπεται η άσκηση έφεσης μέσα σε προθεσμία 5
ημερών από την κοινοποίηση της ποινής ενώπιον του Τμήματος Κανονισμών Εργασίας και του
νομάρχη∙ η άσκηση έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής και ο εργοδότης μη αποδεχόμενος
την εργασία του μισθωτού καθίσταται υπερήμερος. Η απόφαση του Τμήματος Κανονισμών ή των
νομαρχιακών Επιτροπών επί της εφέσεως δεν ελέγχεται με αίτηση ακυρώσεως από το ΣτΕ.
Ι. Γενικά: Τα Συμβούλια Εργαζομένων είναι ένας θεσμός συμμετοχής των εργαζομένων στις
αποφάσεις που τους αφορούν, αφού –κατά την εκτέλεση της εργασίας- λαμβάνονται στο χώρο της
εκμετάλλευσης αποφάσεις που ρυθμίζουν τους όρους, τις συνθήκες και –γενικότερα- την ανέλιξη της
εργασίας. Μορφές συμμετοχής των εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης ή εκμετάλλευσης είχαν
θεσπισθεί π.χ. με το Ν. 1568/85 (προέβλεψε την Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας Εργασίας ως
συμβουλευτικό όργανο για τη βελτίωση των συνθηκών και του περιβάλλοντος εργασίας, καθώς και της
ασφάλειας των εργαζομένων), το Ν. 1387/83 (προέβλεψε τη συμμετοχή των εργαζομένων σε
διαβουλεύσεις με τον εργοδότη για την έγκριση των ομαδικών απολύσεων∙ η συμμετοχή αυτή
πραγματοποιείται μέσω εκπροσώπων που ορίζονται από τα σωματεία των εργαζομένων της επιχείρησης
ή –αν δεν υπάρχουν επιχειρησιακά σωματεία- μέσω επιτροπών που εκλέγονται από τους μισθωτούς της
επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης) και το Ν. 1365/83 [προέβλεψε τη συμμετοχή περισσότερων
κοινωνικών φορέων (π.χ. του Κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των εργαζομένων, των
φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν μετοχές της επιχείρησης) στη διοίκηση, στον
προγραμματισμό και στον έλεγχο ορισμένων μεγάλων επιχειρήσεων. Με το νόμο αυτό
‘κοινωνικοποιήθηκαν’ οι Τράπεζες και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν στο δημόσιο τομέα,
καθώς και η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ και ο ΟΣΕ. Τα σπουδαιότερα όργανα συμμετοχής που προβλέπονται είναι η
Αντιπροσωπευτική Συνέλευση Κοινωνικού Ελέγχου (ΑΣΚΕ), οι Περιφερειακές Συνελεύσεις Κοινωνικού
Ελέγχου (ΠΕΣΚΕ) και τα Εργασιακά Συμβούλια]. Η συμμετοχή του Ν. 1365/83 δεν περιορίζεται σε
εργασιακά θέματα, αλλά επεκτείνεται και στην οικονομική διοίκηση της επιχείρησης- π.χ.
συναποφασίζει για τον οικονομικό προγραμματισμό (επενδύσεις, χρηματοδότηση, προμήθειες,
έγκριση ισολογισμού, έλεγχος της πορείας υλοποίησης του εγκεκριμένου προγράμματος) της
επιχείρησης. Από την άλλη, η συμμετοχή που προβλέπει ο Ν. 1767/88 αναφέρεται σε εργοδοτικές
αποφάσεις που λαμβάνονται κατά την εκτέλεση της εργασίας. Τα Συμβούλια Εργαζομένων, καίτοι
προβάλλουν τα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζομένων σε επίπεδο εκμετάλλευσης, δεν είναι
όργανα αγωνιστικής αντιπαράθεσης και διεκδίκησης των συμφερόντων των εργαζομένων απέναντι
στην εργοδοτική πλευρά∙ άρα, η δράση και η αποστολή τους είναι διαφορετικές από τις αντίστοιχες
που καλείται να επιτελέσει η συνδικαλιστική οργάνωση.
ΙΙ. Έκταση εφαρμογής του Ν. 1767/88: Οι εργαζόµενοι κάθε επιχείρησης, που απασχολεί
τουλάχιστον πενήντα (50) άτοµα, έχουν δικαίωµα να εκλέγουν και να συγκροτούν Συµβούλια
Εργαζοµένων, για την εκπροσώπηση τους στην επιχείρηση. Στις περιπτώσεις που στην επιχείρηση
δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση, αρκεί να απασχολούνται είκοσι (20) εργαζόµενοι (άρθρο 1
§1-2). Με συλλογικές συµβάσεις εργασίας που συνάπτονται µεταξύ του εργοδότη και της
συνδικαλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης ή της αντιπροσωπευτικότερης συνδικαλιστικής
οργάνωσης των εργαζοµένων του χώρου, όταν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην
επιχείρηση, µπορεί να µειώνεται το ως άνω όριο του αριθµού των εργαζοµένων (άρθρο 16 §2 περ.
α’). Παραρτήµατα, υποκαταστήµατα ή εγκαταστάσεις της ίδιας επιχείρησης, που βρίσκονται σε
διαφορετικό τόπο, από την κύρια εγκατάσταση, θεωρούνται αυτοτελείς επιχειρήσεις για την
εφαρµογή του νόµου αυτού, εφ’όσον απασχολούν τουλάχιστον πενήντα (50) εργαζόµενους. Αν οι
εργαζόµενοι είναι λιγότεροι από πενήντα (50), εκπροσωπούνται ενιαία µε τους εργαζόµενους της
πλησιέστερης µονάδας της επιχείρησης (άρθρο 1 §3). Εφόσον µεταξύ περισσότερων αυτοτελών
επιχειρήσεων µια από αυτές ασκεί ενιαία διοίκηση της οικονοµικής πολιτικής τους, τα επιµέρους
συµβούλια εργαζοµένων µπορούν να ορίσουν µεταξύ των µελών τους κοινούς εκπροσώπους για το
συντονισµό των κοινών ζητηµάτων∙ αν σε µια (1) από τις παραπάνω επιχειρήσεις υπάρχει συµβούλιο
εργαζοµένων, τούτο µπορεί να εκπροσωπεί και τους εργαζόµενους των άλλων επιχειρήσεων
απέναντι στην ενιαία διοίκηση (άρθρο 16 §1). Η προαναφερθείσα διάταξη παρέχει τη δυνατότητα να
συγκροτείται στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις από κοινούς εκπροσώπους ένα κοινό Συμβούλιο
Εργαζομένων (=συμβούλιο ομίλου).
Ο Ν. 1767/88 έχει εφαρμογή στις κάθε μορφής επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κλπ του ιδιωτικού ή του
δημόσιου τομέα∙ από την εφαρμογή του εξαιρούνται οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις ως προς το
ναυτεργατικό και μόνο προσωπικό τους.
ΙΙΙ. Οργάνωση και λειτουργία των Συμβουλίων: Όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων είναι τα
Συμβούλια των Εργαζομένων.Τα συµβούλια των εργαζοµένων αποτελούνται από: α) τρία (3) µέλη
σε επιχειρήσεις που απασχολούν µέχρι 300 εργαζοµένους, β) πέντε (5) µέλη σε επιχειρήσεις που
απασχολούν από 301 έως 1000 εργαζόµενους, γ) επτά (7) µέλη σε επιχειρήσεις που απασχολούν
από 1001 και άνω εργαζόµενους. Για τον υπολογισµό του αριθµού των µελών των συµβούλιων των
εργαζοµένων λαµβάνεται υπόψη ο αριθµός των εργαζοµένων στην επιχείρηση κατά το χρόνο
διεξαγωγής των εκλογών (άρθρο 2). Οι εκλογές για την ανάδειξη των µελών των συµβουλίων
εργαζοµένων γίνονται κάθε δυο (2) έτη µε άµεση και µυστική ψηφοφορία, µε το εκλογικό σύστηµα
που προβλέπεται στο άρθρο 12 του ν. 1264/1982. Εκλογές γίνονται και στην περίπτωση που ο
συνολικός αριθµός των µελών του συµβουλίου µειώθηκε για οποιοδήποτε λόγο και δεν υπάρχουν
αναπληρωτικά µέλη. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαµβάνεται µε πλειοψηφία των 2/3
των παρόντων µπορεί να καθορισθεί οποιοδήποτε άλλο εκλογικό σύστηµα. Κάθε εργαζόµενος που
έχει συµπληρώσει ένα δίµηνο στην επιχείρηση έως την προηγούµενη των εκλογών, έχει δικαίωµα να
ψηφίσει για µέλη των συµβουλίων εργαζοµένων και να εκλέγει στα αξιώµατα αυτά. ∆εν έχουν
δικαίωµα να εκλέγουν όσοι έχουν τοποθετηθεί για εκπαιδευτικούς σκοπούς (άρθρο 4). Κατά τη
συζήτηση του άρθρου 4 στην Ολομέλεια της Βουλής, προτάθηκε, χωρίς να γίνει αποδεκτή, η εκλογή
των μελών με ενιαίο ψηφοδέλτιο και μονοσταυρία, ρύθμιση που ανταποκρίνεται περισσότερο στη
φύση και αποστολή του Συμβουλίου Εργαζομένων (=όργανο ειρηνικής και όχι αγωνιστικής
προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων).
ΙV. Προστασία και διευκολύνσεις των εργαζομένων: Οι γενικές συνελεύσεις των εργαζοµένων
γίνονται στο χώρο εργασίας ή σε άλλο χώρο που θα συµφωνηθεί µε τον εργοδότη, εκτός χρόνου
απασχόλησης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 §6 του ν. 1264/1982. Ο εργοδότης υποχρεούται να
παραχωρήσει στο Συµβούλιο Εργαζοµένων κατάλληλο κατά το δυνατό χώρο για γραφείο στον τόπο
εργασίας, καθώς και κατάλληλο χώρο για ανακοινώσεις. Οι παράγραφοι 2 και 5 του άρθρου 16 του ν.
1264/1982 εφαρµόζονται αναλόγως. Οι δαπάνες της διαδικασίας εκλογής των µελών των
Συµβουλίων Εργαζοµένων βαρύνουν τους εργοδότες (άρθρο 8).
Ο πρόεδρος του Συµβουλίου Εργαζοµένων ή ο αναπληρωτής του απαλλάσσονται από την
υποχρέωση να παρέχουν εργασία για δυο (2) ώρες την εβδοµάδα εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για
την άσκηση των καθηκόντων τους, µετά από προειδοποίηση του εργοδότη για την απουσία από τη
θέση της εργασίας τους. Τα µέλη των Συµβουλίων Εργαζοµένων έχουν δικαίωµα να πάρουν κατά τη
διάρκεια της θητείας τους έως δώδεκα (12) συνολικά ηµέρες άδειας µε αποδοχές, προκειµένου να
λάβουν µέρος σε εκπαιδευτικά προγράµµατα που διοργανώνει για την επιµόρφωσή τους η πιο
αντιπροσωπευτική τριτοβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση ή οργανισµός που ασκεί αναγνωρισµένα
το έργο αυτό. Για να πάρουν την άδεια της προηγούµενης παραγράφου τα µέλη του Συµβουλίου των
Εργαζοµένων οφείλουν να προσκοµίσουν στον εργοδότη αποδεικτικά της συµµετοχής τους στα
προγράµµατα αυτά. Τα µέλη των Συµβουλίων των Εργαζοµένων µπορούν να εισέρχονται σε όλους
τους χώρους εργασίας, κάθε φορά που το Συµβούλιο κρίνει απαραίτητο, προκειµένου να ασκούν τα
καθήκοντα τους (άρθρο 10 §1-3, 6). Τα µέλη των Συµβουλίων Εργαζοµένων απολαµβάνουν την
προστασία που παρέχεται στις διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τις διατάξεις των
του άρθρου 14 §5, 9 του ν. 1264/1982, εξαιρουµένων των παραιτούµενων για οποιαδήποτε αιτία προ
της λήξεως της θητείας τους. Οι διατάξεις του άρθρου 14 §10 και του άρθρου 15 του ν. 1264/1982
εφαρμόζονται και για τα µέλη των Συµβουλίων Εργαζοµένων (άρθρο 9 §1).
επιλύεται από την αρµόδια νοµαρχιακή επιτροπή εργασίας µε αιτιολογηµένη απόφαση της (άρθρο 12
§4- περιοριστική απαρίθμηση). Επομένως, αν η συνδικαλιστική οργάνωση ρυθμίσει τα
προαναφερθέντα με επιχειρησιακή ΣΣΕ, τότε το Συμβούλιο των Εργαζομένων δεν δικαιούται να
επαναρρυθμίσει τα ίδια ζητήματα με τον εργοδότη ούτε καν ευνοϊκότερα για τους μισθωτούς∙
μάλιστα, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ επιχειρησιακής ΣΣΕ και χρονικά μεταγενέστερης
συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και Συμβουλίου, που ρυθμίζει τα ίδια ζητήματα, επικρατεί η ΣΣΕ. Από
την άλλη πλευρά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφόσον η επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση δεν
επιδιώκει να ρυθμίσει τα παραπάνω ζητήματα με επιχειρησιακή ΣΣΕ, τότε το Συμβούλιο
Εργαζομένων έχει δικαίωμα να τα ρυθμίσει με συμφωνία με τον εργοδότη. Ο μέχρι σήμερα
απολογισμός της εφαρμογής του Ν. 1767/88 είναι απογοητευτικός. Κύρια αιτία του φαινομένου είναι
ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αντιμετωπίζουν με δυσπιστία το θεσμό των Συμβουλίων και τον
θεωρούν ως πιθανό ανταγωνιστή τους στο μέλλον∙ μια ακόμη αιτία είναι το γεγονός ότι η εκλογή και
συγκρότηση Συμβουλίων δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων.
Ο εργοδότης οφείλει να πληροφορεί τα Συµβούλια Εργαζοµένων για τα παρακάτω θέµατα, πριν από
την εφαρµογή των σχετικών αποφάσεων του: α) αλλαγή νοµικού καθεστώτος της επιχείρησης // β)
ολική ή µερική µεταφορά, επέκταση ή περιορισµό των εγκαταστάσεων της // γ) εισαγωγή νέας
τεχνολογίας // δ) αλλαγή στη διάρθρωση προσωπικού, µείωση ή αύξηση του αριθµού των
εργαζοµένων και θέση σε διαθεσιµότητα ή εκ περιτροπής εργασία // ε) τον ετήσιο
προγραµµατισµό των επενδύσεων για τα µέτρα υγιεινής και ασφάλειας της επιχείρησης // στ)
παρέχει στα Συµβούλια Εργαζοµένων κάθε στοιχείο που θα ζητηθεί από αυτά και αναφέρεται στα
θέµατα του άρθρου 12 του νόµου αυτού // ζ) τον προγραµµατισµό τυχόν υπερωριακής
απασχόλησης. Τα Συµβούλια Εργαζοµένων έχουν, επίσης, δικαίωµα να πληροφορούνται για: τις
γενικές τάσεις της επιχείρησης στον οικονοµικό τοµέα και στον προγραµµατισµό της παραγωγής
// τον ισολογισµό και απολογισµό της επιχείρησης // το λογαριασµό εκµετάλευσης της επιχείρησης.
Η πληροφόρηση παρέχεται εγκαίρως και µε σαφήνεια τουλάχιστον µια φορά το χρόνο σε
ηµεροµηνία που ορίζει η διεύθυνση της επιχείρησης, καθώς και εκτάκτως όταν το ζητήσει το
Συµβούλιο Εργαζοµένων, µέσα σε προθεσµία 20 εργάσιµων ηµερών (άρθρο 13 §1-3). Παράλειψη
της υποχρέωσης πληροφόρησης ου Συμβουλίου εκ μέρους του εργοδότη δεν επηρεάζει το κύρος των
εργοδοτικών αποφάσεων, αλλά γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση των μισθωτών που βλάπτονται
από τις εργοδοτικές αυτές αποφάσεις. Ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να πληροφορεί τα Συµβούλια
των Εργαζοµένων για θέµατα που χαρακτηρίζονται απόρρητα από την ισχύουσα νοµοθεσία, όπως το
τραπεζικό, το δικηγορικό απόρρητο, θέµατα εθνικής σηµασίας, ευρεσιτεχνίες. Τα µέλη των
εργασιακών Συµβουλίων έχουν υποχρέωση να µην ανακοινώνουν σε τρίτους, χωρίς τη συγκατάβαση
του εργοδότη, πληροφορίες που αναφέρονται σε θέµατα της προηγούµενης παραγράφου ή έχουν
ιδιάζουσα σηµασία για την επιχείρηση και των οποίων η διαρροή θα είχε επιβλαβείς συνέπειες για
την ανταγωνιστικότητά της. Τα µέλη των Συµβουλίων των Εργαζοµένων και ο εργοδότης
αποφασίζουν από κοινού κάθε φορά για τα θέµατα των κοινών συσκέψεων και τα στοιχεία της
πληροφόρησης που µπορούν να ανακοινωθούν σε τρίτους (άρθρο 13 §4-6). Σε περίπτωση που τα
μέλη του Συμβουλίου δεν τηρούν το καθήκον εχεμύθειας κατά τη διάρκεια της εργασιακής τους
σχέσης αλλά και επί μία 5ετία μετά τη λήξη της, υπόκεινται στις ποινικές κυρώσεις του άρθρου 16
του Ν. 146/1914 (βλ. άρθρο 17 §3 του Ν. 1767/88).
οργανώσεις που ιδρύονται με νόμο ως ΝΠΔΔ, στις οποίες η συμμετοχή είναι υποχρεωτική και οι
οποίες υποβάλλονται σε κάποιου είδους κρατική εποπτεία- π.χ. τα διάφορα επιμελητήρια (εμπορικό,
βιομηχανικό, τεχνικό, οικονομικό, οι δικηγορικοί/ιατρικοί/φαρμακευτικοί σύλλογοι)∙ επίσης, δεν
αποτελούν συνδικαλιστικές οργανώσεις οι εφήμερες ομάδες ή συναθροίσεις που προκύπτουν και
δρουν ευκαιριακά χωρίς στοιχειώδη οργάνωση, μονιμότητα και διάρκεια.
Ιδρύεται κατά κανόνα με τη μορφή σωματείου και έχει
νομική προσωπικότητα. Όμως, είναι δυνατή –υπό προϋποθέσεις- η δημιουργία συνδικαλιστικής
οργάνωσης εργαζομένων με τη μορφή ενώσεως προσώπων∙ οι ενώσεις προσώπων είναι
συνδικαλιστικές οργανώσεις προσωρινού χαρακτήρα, δεν έχουν ικανότητα να συνάπτουν ΣΣΕ, αλλά
μπορούν να κηρύσσουν απεργία.
Επιδιώκει την πραγματοποίηση σκοπών της συνδικαλιστικής
ελευθερίας, δηλ. τη διαφύλαξη και προαγωγή, έναντι της εργοδοτικής πλευράς, ων εργασιακών και
οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων. Δεν είναι, λοιπόν, συνδικαλιστική η οργάνωση που
δεν επιδιώκει τους παραπάνω σκοπούς ή έχει θέσει ως βασική της επιδίωξη την πραγματοποίηση κι
άλλων μη συνδικαλιστικών σκοπών- π.χ. πολιτικών, κοινωνικών, αθλητικών.
Ανεξαρτησία από τον εργοδότη, κόμματα, πολιτικές οργανώσεις ή το κράτος. Η
ανεξαρτησία από τον εργοδότη είναι αυτονόητη, αφού η συνδικαλιστική οργάνωση προασπίζει τα
εργασιακά συμφέροντα κατά κύριο λόγο απέναντι στον εργοδότη. Αλλά και η ανεξαρτησία από τα
κόμματα, πολιτικές παρατάξεις, το κράτος ή οποιονδήποτε τρίτο είναι αναγκαία, γιατί η
συνδικαλιστική οργάνωση οφείλει να αποφασίζει και να διαμορφώνει τη δράση της αυτόνομα, με
αποκλειστικό σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των συμφερόντων των εργαζομένων. Εξάλλου, η
συνδικαλιστική οργάνωση καλείται συχνά να προαγάγει τα εργασιακά συμφέροντα και απέναντι στο
κράτος, το οποίο παρεμβαίνει κατά τη ρύθμιση των όρων εργασίας. Απαγορεύεται να δέχονται οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις εισφορές και ενισχύσεις, από εργοδότες ή οργανώσεις τους, καθώς και
από κομματικούς οργανισμούς ή άλλες πολιτικές οργανώσεις∙ εξαιρούνται παροχές του εργοδότη για
την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών της μοναδικής πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης,
στην οποία ανήκουν οι εργαζόμενοι σ' αυτόν, ή, εφόσον υπάρχουν περισσότερες, ισομερώς σε όλες.
Σε κάθε περίπτωση, οι δωρεές και οι επιχορηγήσεις προς συνδικαλιστικές οργανώσεις γίνονται
επώνυμα (άρθρο 5 §3-4).
Δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία για την πραγματοποίηση του σκοπού της
συνδικαλιστικής ελευθερίας και την αποτελεσματική εκπροσώπηση των μελών. Η ανάγκη
δημοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας προκύπτει και από το γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές
οργανώσεις διαθέτουν δύναμη και με τη δράση τους δεν επηρεάζουν μόνο τους όρους εργασίας των
μελών τους, αλλά και τα συμφέροντα τρίτων, καθώς και την εθνική οικονομία. Δημοκρατική
οργάνωση σημαίνει ότι οι κρίσιμες τουλάχιστον αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από το ανώτατο
όργανο της συνδικαλιστικής οργάνωσης (τη συνέλευση), ότι διασφαλίζονται τα δικαιώματα της
μειοψηφίας, ότι η διοίκηση της οργάνωσης πρέπει κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα να εκλέγεται
από τα μέλη, ότι η εκλογική διαδικασία πρέπει να διασφαλίζει στις μειοψηφίες εκπροσώπηση στη
διοίκηση ανάλογη με τη δύναμή τους. Το ελληνικό δίκαιο περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν κατά
τρόπο αναγκαστικό τα παραπάνω θέματα και περιορίζουν αντίστοιχα την εσωτερική αυτονομία των
συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Άλλες προϋποθέσεις δεν τίθενται. Ειδικότερα, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη και ικανότητα
προς σύναψη ΣΣΕ∙ το ελληνικό δίκαιο απονέμει την ικανότητα αυτή μόνο στις πλέον
αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τέλος, η δύναμη πιέσεως (η οποία συνδέεται με την
αριθμητική δύναμη των μελών της) και η αποδοχή της απεργίας ως μέσου πίεσης του κοινωνικού
αντιπάλου δεν είναι προϋποθέσεις για την ύπαρξη συνδικαλιστικής οργάνωσης.
και 8 του νόμου αυτού. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτουν τα εξής: ανώτατο όργανο της
ένωσης προσώπων είναι η συνέλευση των μελών που αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Η ένωση διαθέτει
διοίκηση που διαχειρίζεται τις υποθέσεις της∙ είναι δυνατόν η διοίκηση να είναι ανατεθειμένη στους
εκπροσώπους της ένωσης, που εκλέγονται από τη συνέλευση με την επιμέλεια τριμελούς επιτροπής.
Δυνατόν, όμως, η διοίκηση να μην ταυτίζεται με τους εκπροσώπους, αλλά να είναι ανατεθειμένη σε
άλλα μέλη της ένωσης. Η ιδρυτική πράξη της ένωσης, εκτός από τα υποχρεωτικά στοιχεία που ορίζει
ο νόμος, μπορεί να περιέχει διατάξεις αναφορικά με την οργάνωση, λειτουργία και δράση της. Μέλη
της ένωσης είναι κατ’ αρχήν οι εργαζόμενοι που την ίδρυσαν∙ πρέπει, όμως, -κατά το νόμο- να είναι
δυνατή η είσοδος και νέων μελών. Η ένωση προσώπων, καίτοι δεν έχει νομική προσωπικότητα,
μπορεί να ενάγει και ενάγεται, σύμφωνα με τα ΚΠολΔ 62 και 64 §3∙ πάντως, οι ενώσεις προσώπων
δεν έχουν το δικαίωμα να γίνουν μέλη δευτεροβάθμιων (δηλ. εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών) ή
τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (δηλ. συνομοσπονδιών). Οι ενώσεις προσώπων δεν
έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν ΣΣΕ∙ η ικανότητα αυτή ανήκει μόνο στην πλέον
αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση του επαγγέλματος, της επιχείρησης, του κλάδου κ.ο.κ.
Εξάλλου, ο προσωρινός χαρακτήρας των ενώσεων προσώπων δεν συμβιβάζεται με τη μονιμότητα και
διάρκεια που απαιτεί η συλλογική διαπραγμάτευση και η σύναψη ΣΣΕ∙ περαιτέρω, οι ενώσεις
προσώπων δεν μπορούν να συνάπτουν ΣΣΕ και για το λόγο ότι ο κοινωνικός τους αντίπαλος, δηλ. ο
μεμονωμένος εργοδότης, δεν έχει ικανότητα να συνάπτει ΣΣΕ (μόνο ο εργοδότης που απασχολεί
τουλάχιστον 50 μισθωτούς έχει το σχετικό δικαίωμα!).
Ορισμένοι διατύπωσαν την άποψη ότι η αναγνώριση των ενώσεων προσώπων ως συνδικαλιστικών
οργανώσεων αντίκειται στο Σύνταγμα, γιατί συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι μόνο τα σωματεία,
όπως προκύπτει από την ερμηνευτική δήλωση του Σ22. Το δικαίωμα να ιδρύει κανείς ενώσεις
προσώπων προστατεύεται στα πλαίσια του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Από την άλλη πλευρά,
το Σ23 §1 παρέχει την εξουσία στον κοινό νομοθέτη να δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για
την άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας∙ τέτοιες αναγκαίες προϋποθέσεις είναι οι όροι ίδρυσης
και λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Κατά τη νομολογία του ΣΕ, ο κοινός νομοθέτης
δεν επιτρέπεται να θέσει τέτοιους όρους ή προϋποθέσεις για την ίδρυση σωματείων, ώστε κατά
δίκαιη κρίση να αναιρείται το συνταγματικό δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ή να παρακωλύεται
ουσιωδώς η νόμιμη άσκησή του. Οι προϋποθέσεις που θέτει ο κοινός νομοθέτης για την ίδρυση
συνδικαλιστικών οργανώσεων πρέπει να διευκολύνουν την άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας
μέσα στα πλαίσια της συνταγματικής έννομης τάξης και να επιτρέπουν την ίδρυση επαγγελματικών
οργανώσεων ικανών να πραγματοποιήσουν το σκοπό της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Ο κοινός
νομοθέτης επέλεξε ως κύρια μορφή συνδικαλιστικής των εργαζομένων το εργατικό σωματείο∙
παράλληλα, διαμόρφωσε μια επικουρική μορφή συνδικαλιστικής οργάνωσης, την ένωση προσώπων.
Κατά την εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, η ένωση προσώπων είναι σε θέση να αντιμετωπίσει
συγκεκριμένα προβλήματα μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων στις μικρές ή μεσαίες
εκμεταλλεύσεις. Η εκτίμηση αυτή δεν προσκρούει στο Σύνταγμα, γιατί δεν προκύπτει κάποια
συγκεκριμένη επιταγή αναφορικά με τη νομική μορφή που πρέπει να έχουν οι συνδικαλιστικές
οργανώσεις∙ εξάλλου, και οι ενώσεις προσώπων έχουν ιδρυτική πράξη που περιέχει υποχρεωτικά
ορισμένες καταστατικές διατάξεις. Τέλος, δεν ευσταθούν και οι άλλες επιφυλάξεις για τη
συνταγματικότητα του νέου θεσμού, που θεωρούν ως προσβολή της συνδικαλιστικής ελευθερίας τις
περιοριστικές προϋποθέσεις του νόμου σχετικά με τη σύσταση ενώσεων προσώπων. Συνταγματικές
επιφυλάξεις θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς μόνο ως προς τη ρύθμιση του νόμου που επιτρέπει τη
σύσταση μιας μόνο ένωσης προσώπων ανά εκμετάλλευση/επιχείρηση/δημόσια υπηρεσία/ΝΠΔΔ∙
πράγματι, η ρύθμιση αυτή δεν συμβιβάζεται με την προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας και
την αρχή της πολλαπλότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Ι. Υποχρέωση προς παροχή διευκολύνσεων (άρθρο 17 §1): Ο όρος ‘διευκολύνει’ σημαίνει ότι ο
εργοδότης όχι μόνο πρέπει να παραλείπει πράξεις που παρακωλύουν τη συνδικαλιστική δράση των
συνδικαλιστικών στελεχών, αλλά οφείλει και να ενεργεί πράξεις που καθιστούν δυνατή τη
συνδικαλιστική δράση∙ ως εκ τούτου, προκύπτει η υποχρέωση του εργοδότη να ασκεί το διευθυντικό
δικαίωμα, αλλά και η αξίωση για παροχή εργασίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διευκολύνεται ο
μισθωτός στην εκτέλεση των συνδικαλιστικών καθηκόντων του. Η συνδικαλιστική δράση
προστατεύεται, εξάλλου, από το Σ23 §1∙ ως ατομικό δικαίωμα στρέφεται κατά του κράτους και του
εργοδότη, ενώ απαιτεί αποχή από πράξεις που περιορίζουν την άσκησή της. Το Σ23 υποχρεώνει,
επιπλέον, την πολιτεία να λάβει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση και ανεμπόδιστη άσκηση
της συνδικαλιστικής ελευθερίας∙ στα προσήκοντα μέτρα δεν ανήκουν μόνο νομοθετικές
απαγορεύσεις κατά των προσβολών της συνδικαλιστικής ελευθερίας, αλλά και νομοθετικές επιταγές
προς παροχή διευκολύνσεων για την ακώλυτη άσκησή της.
ΙΙ. Συνδικαλιστικές άδειες: Η εκπλήρωση των ειδικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν τα μέλη του
διοικητικού συμβουλίου των συνδικαλιστικών οργανώσεων απαιτεί χρόνο∙ γι’ αυτό η παραχώρηση
στα συνδικαλιστικά στελέχη χρόνου από το ωράριο εργασίας θεωρήθηκε ανέκαθεν μια από τις
σημαντικότερες διευκολύνσεις της συνδικαλιστικής δράσης.
Χορηγούνται συνδικαλιστικές άδειες: α) στα μέλη της Διοίκησης της πλέον αντιπροσωπευτικής
τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους / β) στον Πρόεδρο
των Εργατικών Κέντρων και των Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά πρωτοβάθμιες
συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν μέχρι 1500 ψηφίσαντα μέλη, δεκαπέντε (15) ημέρες το μήνα / γ)
στον Πρόεδρο των Εργατικών Κέντρων και των Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά
πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν από 1501-10000 ψηφίσαντα μέλη, για όσο χρόνο
διαρκεί η θητεία του / δ) στον Πρόεδρο και Γενικό Γραμματέα των Εργατικών Κέντρων και
Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτό οργανώσεις έχουν άνω των 10000 ψηφισάντων μελών
για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους (άρθρο 6 του Ν. 2224/94). Περαιτέρω, ο εργοδότης έχει την
υποχρέωση να παρέχει: i) Στα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της πιο αντιπροσωπευτικής
τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης άδεια απουσίας όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους. // ii) Στα
μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβαθμίων οργανώσεων άδεια
απουσίας έως 9 μέρες το μήνα και έως 15 για τον Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο, Γεν. Γραμματέα και Ταμία.
// iii) Στους Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο, Γενικό Γραμματέα των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών
οργανώσεων άδεια απουσίας έως 5 μέρες το μήνα αν τα μέλη τους είναι 500 και πάνω, και ως τρείς
μέρες αν είναι λιγότερα. // iv) Στους αντιπροσώπους στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες
οργανώσεις άδεια απουσίας για όλη τη διάρκεια συνεδρίων που συμμετέχουν (άρθρο 17 §2 του Ν.
1264/82). Οι αναφερόμενες στην §2 άδειες απουσίας περιορίζονται σε τριάντα (30) μέρες το χρόνο
για τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, αλλιώς του Προεδρείου των μη αντιπροσωπευτικών
τριτοβάθμιων οργανώσεων και στο 1/3 του αναφερόμενου στα εδ. β’ και γ’ χρόνου προκειμένου για
την αμέσως επόμενη, της πιο αντιπροσωπευτικής, οργάνωση. Για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις
των δημοσίων υπαλλήλων ισχύουν οι ρυθμίσεις του άρθρου 6 του Ν. 2224/94 και του άρθρου 14 του
Ν. 2085/92. Τέλος, για τα στελέχη των φορέων του δημοσίου τομέα ισχύει και η διάταξη του άρθρου
28 §2 του Ν. 2085/92.
Οι ημέρες άδειας νοούνται στο άρθρο 17 του Ν. 1264/82 ως πλήρεις εργάσιμες μέρες, χωρίς να
λαμβάνονται υπόψη οι μη εργάσιμες μέρες ή οι αργίες που τυχόν παρεμβάλλονται κατά τη διάρκεια
της συνδικαλιστικής άδειας. Η χορήγηση της άδειας δεν εξαρτάται από το μέγεθος ή τις δυνατότητες
της επιχείρησης ούτε από τη μορφή ή τον κερδοσκοπικό σκοπό της∙ ας σημειωθεί ότι για τον
καθορισμό των συνδικαλιστικών διευκολύνσεων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες και η
σπουδαιότητα της επιχείρησης. Τα συνδικαλιστικά στελέχη δικαιούνται να λάβουν συνδικαλιστική
άδεια, εφόσον κατέχουν νόμιμα τη θέση τους, δηλ. έχουν νόμιμα εκλεγεί ή διοριστεί με δικαστική
απόφαση ή αποτελούν μέλη της προσωρινής διοίκησης κατά τη σύσταση του σωματείου∙ τη
συνδικαλιστική άδεια δικαιούνται να λάβουν και όσοι αναπληρώνουν νόμιμα, δηλ. σύμφωνα με το
καταστατικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης, τα παραπάνω συνδικαλιστικά στελέχη που κωλύονται
ή αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους.
Η ημέρα της άδειας απουσίας επιλέγεται από το συνδικαλιστή που τη δικαιούται∙ από την καλή πίστη
προκύπτει ότι πρέπει να προειδοποιείται έγκαιρα ο εργοδότης, ώστε να φροντίζει για αντικατάσταση
της εργασίας. Εφόσον προκύψει ανάγκη άμεσης άδειας απουσίας χωρίς προειδοποίηση του εργοδότη,
τότε θα κριθεί από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης (π.χ. την επαγγελματική ειδικότητα
του συνδικαλιστή, τη δυνατότητα αντικατάστασής του, τις επιπτώσεις της απουσίας του στην
επιχείρηση κλπ) αν το δικαίωμα για λήψη συνδικαλιστικής άδειας ασκείται νόμιμα ή καταχρηστικά.
Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, η χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη είναι
υποχρεωτική. Το συνδικαλιστικό στέλεχος δεν έχει κατ’ αρχήν υποχρέωση να εξηγεί στον εργοδότη
τους λόγους για τους οποίους ζητεί τη συνδικαλιστική άδεια∙ δεν γίνεται, όμως, νόμιμη άσκηση του
δικαιώματος, όταν η άδεια χρησιμοποιείται για άλλους μη συνδικαλιστικούς σκοπούς (π.χ. προσφορά
εργασίας σε άλλο εργοδότη κλπ).
Εφόσον οι αποδοχές των ημερών άδειας δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη ή από άλλη πηγή, ο
συνδικαλιστής έχει αξίωση κατά της συνδικαλιστικής οργάνωσης για καταβολή των αποδοχών
αυτών∙ η απώλεια των αποδοχών κατά τις ημέρες της άδειας αποτελεί τη ζημία του συνδικαλιστικού
οργάνου, η οποία πρέπει να αποκατασταθεί από τον εντολέα, δηλ. τη συνδικαλιστική οργάνωση (αυτή
οφείλει να καταβάλλει τόσο την ασφαλιστική εισφορά του εργαζομένου όσο και την εισφορά του
εργοδότη!). Ας σημειωθεί ότι η εσωτερική σχέση μεταξύ συνδικαλιστικής οργάνωσης και μελών του
διοικητικού συμβουλίου (ή των άλλων οργάνων του σωματείου) διέπεται από τις διατάξεις του
καταστατικού και συμπληρώνεται από τις διατάξεις περί εντολής. Ο χρόνος απουσίας λόγω
συνδικαλιστικής άδειας θεωρείται χρόνος πραγματικής εργασίας∙ άρα, η συνδικαλιστική άδεια δεν
επιτρέπεται να έχει δυσμενείς συνέπειες για τα δικαιώματα του μισθωτού από την εργασιακή και
ασφαλιστική του σχέση. Επειδή, ωστόσο, το δικαίωμα λήψης ετήσιας άδειας με αποδοχές τελεί υπό
την προϋπόθεση της ουσιώδους ανάλωσης των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζομένου από την
προσφορά της εργασίας του στον εργοδότη και όχι από την εκτέλεση άλλης εργασίας, για το λόγο
αυτό ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταβάλει στο συνδικαλιστικό στέλεχος, που βρίσκεται σε
διαρκή συνδικαλιστική άδεια, αποδοχές αδείας.
ΙΙΙ. Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για την προστασία και τις διευκολύνσεις της συνδικαλιστικής
δράσης (άρθρο 18): Διεύρυνση/επέκταση των δικαιωμάτων που ρυθμίζουν τα άρθρα 14-17 είναι
δυνατή, ενώ ο περιορισμός τους απαγορεύεται. Τίθεται, όμως, το ερώτημα, αν ανταποκρίνεται στο
σκοπό και το πνεύμα του άρθρου 18 η πραγματοποίηση απεργίας με αίτημα την επέκταση των
συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των άρθρων 14-17. Η απεργία μπορεί, βέβαια, να διεκδικεί την
προαγωγή και των συνδικαλιστικών συμφερόντων∙ πολλές, όμως, από τις ρυθμίσεις των ως άνω
άρθρων είναι δημόσιας τάξης και επιδιώκουν, εκτός από την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης
των εργαζομένων και την προστασία των εύλογων συμφερόντων της επιχείρησης, καθώς και τη
διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Γι’ αυτό πρέπει να αμφιβάλλει κανείς, αν είναι δυνατόν να
διεκδικηθεί με απεργία ο περιορισμός ή η αναρρύθμιση των σπουδαίων λόγων καταγγελίας (άρθρο
14 §10), η τροποποίηση της σχετικής διαδικασίας φια τη διαπίστωσή τους ή η επέκταση των
δικαιωμάτων του άρθρου 16.