Professional Documents
Culture Documents
Copy of Η ΑΓΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ PDF
Copy of Η ΑΓΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ PDF
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Η επιστολή αύτη ευρέθη εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ, εις
το χωρίον Γεθσημανή, επί του τάφου της υπεραγίας Θεοτόκου και
Αειπαρθένου Μαρίας.
Εγώ σας έστειλα βάρβαρα έθνη και σας εμαστίγωσαν και σας
επήραν τον βίον σας και εσείς δεν μετανοήσατε δια να σας λυπηθώ και
να σας λυτρώσω.
Ίδετε και στοχασθήτε άνθρωποι μικροί και μεγάλοι, ότι εάν την
αγίαν μου Κυριακήν όπου εις αυτήν ανεστήθην, δεν φυλάξητε, θέλω
ανοίξη τους καταρράκτας του ουρανού και θα βρέξω αίμα με φωτιάν να
σας κατακαύσω. Αφρόντιστοι! Δεν στοχάζεσθε, ότι την αγίαν μου
Κυριακήν ανέστησα τον πρωτόπλαστον Αδάμ μαζί με την Εύαν και τους
έβαλα εις τον Παράδεισον από τον κατηραμένον τόπον της Κολάσεως,
όπου τόσους αιώνας ήσαν κλεισμένοι και εχάρισα τον παράδεισον εις
αυτούς και εις εσάς, δια να ευφραίνησθε αιωνίως μετ’ εμού εις την
βασιλείαν μου. Και σεις αφρονέστατοι και ανόητοι και φθονεροί με την
καρδίαν, αυτήν την ημέρα την καταπατείτε με τα παμμίαρα έργα σας.
Στοχασθήτε αφρονέστατοι, ότι θέλω κλείση τον ουρανόν να μη βρέξη
πλέον και την γην να μην βλαστήση χορτάρι, ούτε γεννήματα, ώστε να
σπείρετε και να μη θερίζετε, διότι διάγετε προς με κακώς και
διεστραμμένως. Και εγώ θέλω φερθή προς εσάς με οργήν, θυμόν και
αγανάκτησιν. Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη
παρέλθωσιν. Εγώ σας έστειλα σημεία χειμώνας κακούς και χιόνας,
ακρίδας, ανέμους και αστραπάς φοβεράς, θανατικά, λοιμούς, σεισμούς
φοβερούς, και σεις ως λίθοι αναίσθητοι δεν μετανοήσατε, ίνα εις πίστην
έλθη η φθονερά σας καρδία και να αφήσετε τα κακά σας θελήματα.
Την αγίαν μου Κυριακήν και τας μεγάλας μου εορτάς τας
καταπατείτε με τα πονηρά σας έργα, υιοί διαβόλου και κληρονόμοι της
αιωνίου κολάσεως και όχι της βασιλείας μου. Καταπατείτε τα θεία μου
προστάγματα, το θείον Ευαγγέλιον και την αγία μου Εκκλησίαν. Εγώ
ηυλόγησα την γην να δώση σίτον, οίνον, έλαιον και παν αγαθόν, και
εχορτάσατε, και επροκόψατε, και σεις εστάθητε σαν διάβολοι και
αχάριστοι ωσάν τον Ιούδαν σιμά εις εμέ, από τα κακά σας έργα και τας
ανομίας σας τας παρανόμους. Εβουλήθην όμως να σας αφανήσω, αλλά
δια των παρακλήσεων της αγίας και υπεραγίας Μητρός μου και πάντων
των αγίων μου σας ευσπλαχνίσθην, και δια πρεσβειών της
πανταχράντου Μητρός μου και των αγίων Αποστόλων και προφητών και
μαρτύρων και οσίων και δικαίων, δεν σας ετιμώρησα δια τας βδελυράς
πράξεις σας. Τι αγαθόν επράξατε δια να αρέσητε της βασιλείας μου;
Πτωχούς, ορφανούς, χήρας και παιδιά ανήλικα, όπου φωνάζουν πίσω
σας, δεν εχορτάσατε ούτε εκυβερνήσατε δια να σας λυπηθώ και εγώ και
σας συγχωρήσω τας αμαρτίας σας.
Δεν βλέπετε τα αλλόφυλα έθνη, όπου νόμον δεν έχουν και νόμον
πράττουν. Εγώ σας έδωκα αρχιερείς και ιερείς δίδων αυτοίς εξουσίαν
του δεσμείν και λύειν. Δεν βλέπετε αναίσθητοι, τι μέγα μυστήριον είναι
ο αφορισμός; Όποιος σταθή αφωρισμένος δεν δύναται το σώμα του η
γη να διαλύση, ούτε η ψυχή του έχει ανάπαυσιν εις το αιώνιον πυρ της
κολάσεως, έως ου να τον συγχωρήση ο ιερεύς, όστις τον αφώρισεν. Αν
δέ ευρίσκεται αποθαμμένος, πρέπει ο αρχιερεύς να του δώση την
συγχώρησιν και ούτω δύναται να λυθή το σώμα του και να ευρεθή
συγχωρημένος εις τον αιώνα τον μέλλοντα. Ενώ σας έδωκα Νόμον
άγιον δια μέσου του προφήτου Μωϋσέως επί του όρους Σινά, και εις
τους έσχατους καιρούς ήλθον και εσαρκώθην εις την γην εκ της αγίας
Μητρός μου και αειπαρθένου Μαρίας και τον παλαιόν νόμον πληρώσας,
άφηκα προς υμάς το ιερόν Ευαγγέλιόν μου, το οποίον είναι η Καινή
Διαθήκη μου. Τα όσα έκανα δι’ εσάς το ανθρώπινο γένος, σεις όλα τα
καταπατήσατε με τας κατηραμένας βλασφημίας σας, βλασφημούντες
και καταπατούντες τον Σταυρόν Μου και τα φρικτά πάθη, άτινα
υπέφερα επί τον του Κρανίου τόπον. Δια την ιδικήν σας αγάπην,
προσέτι υπέφερα εμπτυσμούς και κολαφισμούς. Δι’ εσάς ερραπίσθην, δι’
εσάς εφόρεσα την κόκκινην χλαμύδα, την οποίαν μου εφόρεσαν δι’
εμπαιγμόν και εβάσταξα τον κάλαμον ανά χείρας και με τόσους
εμπτυσμούς και ονειδισμούς ωνομάσθην ψευδής βασιλεύς των
Ιουδαίων, δια την ιδικήν σας σωτηρίαν.
Δι’ εσάς εβάσταξα τον σταυρόν εις τους ώμους μου και εσύρθην
εις τον του Κρανίου τόπον, δι’ εσάς ετελείωσα την ζωήν επάνω εις τον
σταυρόν με τόσας πληγάς, χύνων το πανάγιον αίμα μου, δια να
ξεπλύνω τας αμαρτίας σας και δια να σας χαρίσω την ουράνιον
βασιλείαν μου, όπου είσθε εξωρισμένοι δια την παράβασιν του
πρωτοπλάστου Αδάμ. Δι’ εσάς εφόρεσα τον ακάνθινον στέφανον,
κατατρυπών την αγίαν μου κορυφήν, δια να σας στεφανώσω και να σας
κάμω διαδόχους της βασιλείας μου. Δι’ εσάς ηνοίχθη η αγίαν μου
πλευρά υφ’ ενός των στρατιωτών και εξήλθεν αίμα και ύδωρ, δια να
δείξω ότι το ύδωρ είναι το βάπτισμα και το αίμα είναι η αγία κοινωνία
όπου χωρίς αυτά τα δύο μυστήρια δεν δύναται να ιδή τις την βασιλείαν
του Πατρός μου του επουράνιου. Αλλά σεις δι’ ανταμοιβήν των θείων
ευεργεσιών μου, υβρίζετε και καταπατείτε τον σταυρόν και τα πάθη
μου.
Και σεις εις αυτήν την αγίαν ημέραν πράττετε τα άνομα έργα σας.
Κατηραμένος και αφωρισμένος και ασυγχώρητος ο λάρυγγας όπου
καταλύει την Τετάρτην και την Παρασκευήν κρέας και οψάριον άνευ
σωματικών ασθενειών. Στοχασθήτε ότι θέλω ανοίξη τους καταρράκτας
του Ουρανού, να βρέξω ύδωρ κοχλάτο εις τας δέκα Φεβρουαρίου και
κανείς δεν θα ηξεύρη, και θέλω βρέξη εις την ογδόην Απριλίου αίμα και
πυρ να κατακαύσω τας αμπέλους σας, και τα χωράφια και τα χόρτα, και
θέλω ρίψη θηρία πτερωτά και ανήμερα να σας καταφάγουν, και να
φωνάζετε ο εις εις τον άλλον «εβγάτε εσείς οι αποθαμένοι να έμβωμεν
ημείς οι ζωντανοί, διότι δεν ημπορούμεν πλέον να υποφέρωμεν την
οργήν και τον θυμόν του παντοκράτορος Θεού». Και πάλιν, λέγω, θα
πέμψω σκότος αστραπάς και βροντάς, να σας κατακαύσω και να μη σας
λυπηθώ. Αλλοίμονο εις σας, τι απολογίαν έχετε να μοι δώσετε την
ημέραν της κρίσεως. Την ώρα εκείνην θέλει τρέμη ο ουρανός και η γη,
αλλοίμονον εις εκείνους που έπραξαν έργα του διαβόλου. Ίδετε
άνθρωποι, να απέχητε των αμαρτιών, από την υπερηφάνειαν, τον
φθόνον, την πονηρίαν, την μοιχείαν, την κλοπήν, που κλέπτετε ο ένας
τον άλλον. Εάν αυτά δεν αφήσετε, θέλετε ιδή τα φοβερά μου σημεία
και θα τρομάξετε από την οργήν μου, ότε ο ουρανός θέλει τρέμη και η
γη θα σείεται, ο ήλιος θα σβύση, η σελήνη και τα άστρα θα πέσουν, η
θάλασσα θα βρωμήσει τα πηγάδια θα ξηραθούν, και σεις θα τρέμητε ως
τα φύλλα του δένδρου, και ανάπαυσιν ποσώς δεν θα έχητε. Αλλοίμονον
εις εκείνους όπου βλασφημούν το όνομά μου με την βρωμεράν των
γλώσσαν, καταπατούντες τον Σταυρόν. Θέλουν ιδή τον Σταυρόν την
ημέραν της κρίσεως να έρχηται μετά των ουρανίων ταγμάτων επί των
νεφελών του ουρανού μετά δόξης και θα τρομάξουν από τον φόβον
των. Τότε θέλει τους σύρη ο ποταμός ο πύρινος, εκεί έσται ο κλαθμός
και ο βρυγμός των οδόντων. Αλλοίμονον εις εκείνον τον ιερέα όστις δεν
διδάσκει τον λόγον του Ευαγγελίου κάθε Κυριακήν. Θέλει δώση
φρικτήν απολογίαν δια το ποίμνιόν του την ημέραν της κρίσεως του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού. Και πάλιν λέγω
δια την αγίαν επιστολήν, ότι δεν εγράφη από χέρι ανθρώπου, αλλ’ από
τον πατέρα μου τον επουράνιον. Και όποιος άνθρωπος ευρεθή να
φλυαρήση δια την αγίαν μου επιστολήν και να ειπή ότι είναι από χέρι
ανθρώπου, να είναι επικατάρατος και η ψυχή του να είναι με την του
Ιούδα του προδότου και να κληρονομήση το ανάθεμα των Σοδόμων και
Γομόρων και να βασανίζεται εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω
διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Και πάλιν λέγω ότι όποιος δεν δεχθεί
την αγίαν μου επιστολήν με όλην του την καρδίαν, να κληρονομήση
την γέεναν του πυρός την άσβεστην, επειδή δεν επίστευσεν εις την
επιστολήν του ποιητού του ουρανού και της γης, αλλ’ είπεν ότι δεν είναι
από τον πατέρα μου γεγραμμένη. Και πάλιν λέγω, ότι όποιος υβρίζει τον
ιερέα του Θεού του Υψίστου, και δεν τον αγαπά και δεν τον ευλαβείται
ως πανάγιον του Θεού υπηρέτην, όπου το άγιον Πνεύμα κατέβη εις την
κεφαλήν του, θέλει δώση μεγάλην απολογίαν του Θεού εις την ώρα της
κρίσεως.
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Αμήν.