Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 74

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - Τμήμα Νομικής

Διπλωματική Εργασία με θέμα:

Η έννοια του κινδύνου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο και τα κοινώς


επικίνδυνα εγκλήματα

Υπεύθυνοι καθηγητές: Συμεωνίδου Καστανίδου Ελισάβετ


Παρασκευόπουλος Νικόλαος

Της

Μάρθας Ιωακειμίδου του Χαραλάμπους


Μεταπτυχιακής φοιτήτριας του τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών
Επιστημών
Α.Ε.Μ 556

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συντομογραφίες……………………………………4

Α. Εισαγωγή – Αναζητώντας μία κατευθυντήρια γραμμή για την ανάλυση


της έννοιας του κινδύνου………………….5

Β. Έννοια του κινδύνου και οι διάφορες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί από
αντιπροσωπευτικούς εκφραστές της ποινικής επιστήμης…………..8

Γ. Κατάσταση ανάγκης……………………17

Δ. Υπαίτια κατάσταση ανάγκης…………….20

Ε Τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης…………21

Ζ Τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης………………28

ΣΤ. Τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης και μία προσπάθεια


ερμηνείας τους …………………………………35

Η. Ο κίνδυνος στην αποδεικτική διαδικασία………………50

Θ. Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα………….55

Ι. Η έννοια του κοινού κινδύνου……………..56

Κ. Η άποψη της ελληνικής θεωρίας…………………..67

Λ. Η άποψη της ελληνικής νομολογίας………………70

Μ. Επίλογος……………..71

Βιβλιογραφία…………….74
Συντομογραφίες

ΑγορΚ Αγορανομικός Κώδικας

ΑιτΕκθ Αιτιολογική Έκθεση

α.ν. αναφορικός νόμος

ΑΠ Άρειος Πάγος

Άρ. Άρθρο

β.δ. βασιλικό διάταγμα

ΓνωμΕισΑΠ Γνωμοδότηση εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Διατ.ΕισΕφΑθ Διάταξη Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης

εδ. εδάφιο

επ. επόμενα

ΕρμΠΚ Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα

ΕτΚ Εφημερίδα της Κυβέρνησης

ΕφΑθ Εφετείο Αθηνών

ΕφΠειρ Εφετείο Πειραιώς

ΕφΠατρ Εφετείο Πατρών


ΚΟΚ Κώδικας οδικής κυκλοφορίας

κ.ε.ε κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα

κλπ και τα λοιπά

λ.χ λόγου χάριν

ΝοΒ Νομικό Βήμα

Ν.Π.Δ.Δ Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου

ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου

ό.π. όπως παραπάνω

ΠλΑθ Πλημμελειοδικείο Αθηνών

ΠλΘες Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης

ΠλΧαλκ Πλημμελειοδικείο Χαλκιδικής

ΠλΚω Πλημμελειοδικείο Κω

ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη

ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος

ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά

Πρβλ. παράβαλε

σελ. σελίδα

ΣυμβΠλημ Συμβούλιο Πλημμελειοδικών

τευχ. Τεύχος

ΤιμΤομ Τιμητικός Τόμος


ΤρΝομΠλ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

Υπερ Υπεράσπιση

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η οριοθέτηση της έννοιας του κινδύνου έχει απασχολήσει σημαντικά


μέχρι και σήμερα την νομικά επιστήμη. Στον χώρο των διάφορων θεωριών
που έχουν υποστηριχθεί για τον κίνδυνο κατάλληλη κατά την γνώμη μου
είναι η εξής ότι ο κίνδυνος γενικά είναι ένα δημιούργημα της λογικής που
στηρίζεται σε μία πραγματική κατάσταση (οντολογική βάση κινδύνου) και
σε ορισμένους γενικής ισχύος κανόνες της πείρας (νομολογική βάση
κινδύνου). Κατά συνέπεια δεν είναι κάτι υποκειμενικό αλλά έχει βάσεις που
μπορούν να ελεγχθούν και αντικειμενικά. Στην προσπάθεια ορισμού της
έννοιας του κινδύνου έχει συμβάλει μία σειρά απόψεων που στρέφονται
γύρω από το δίπολο των αντικειμενικών και υποκειμενικών θεωριών. Ο
βασικός άξονας για τον ορισμό του κινδύνου είναι η αλληλεξάρτησή του με
την έννοια της βλάβης. Από την γερμανική κυρίως νομολογία έχουν
διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον κίνδυνο, οι οποίες στάθηκαν
αφορμή για την διατύπωση αντίστοιχων θέσεων από την ελληνική
νομολογία. Ουσιαστικός πυρήνας των διαφόρων ορισμών που θα
ακολουθήσουν είναι ο χαρακτήρας του κινδύνου ως μίας κατάστασης που
με την συνδρομή αιτιακών όρων μπορεί να οδηγήσει στην βλάβη. Από την
μία πλευρά οι υποκειμενικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος είναι μία
κρίση για την πιθανότητα ή την δυνατότητα επέλευσης της βλάβης. Γίνεται
λόγος για πιθανότητα καθώς η πραγματικότητα δεν μπορεί από μόνη της να
προβλέψει πάντα με βεβαιότητα την μελλοντική πορεία των πραγμάτων.
Ούτε είναι βέβαια δυνατό με την διατύπωση μίας υποκειμενικής κρίσης να
γίνει αντιληπτή η μέλλουσα κατάσταση. Ωστόσο η πιθανότητα ως αόριστη
έννοια έχει ανάγκη από προσδιορισμό ανάλογα και με τον βαθμό της και θα
πρέπει να αναζητηθούν ορισμένα κριτήρια όπως υποστηρίζουν Γερμανοί
συγγραφείς. Για την έννοια της δυνατότητας έχει τεθεί το ερώτημα αν αυτή
αρκεί να είναι οποιαδήποτε ή αν θα πρέπει να αυξημένη και εάν ναι έως
ποιον βαθμό. Η έννοια της δυνατότητας περικλείει πολλά νοήματα και η
διευκρίνησή της κρίνεται απαραίτητη και για τον καθορισμό του κινδύνου.
Έχει υποστηριχθεί από τους υποκειμενιστές ότι η δυνατότητα είναι
αποτέλεσμα της σκέψης και αποτελεί την αφετηρία περιγραφής μίας
μελλοντικής κατάστασης. Μάλιστα πολλοί θεωρητικοί προκειμένου να
δείξουν ότι δεν αρκεί οποιαδήποτε δυνατότητα κάνουν λόγο για ‘εγγύς
δυνατότητα’. Αυτό κατά την άποψή μου είναι λάθος καθώς η σκέψη από
μόνη της δεν μπορεί να έχει τόσο ενεργό ρόλο στην πορεία των πραγμάτων
αφού υπάρχουν και εξωτερικοί παράγοντες που είναι απρόβλεπτοι, πολλές
φορές μη αναστρέψιμοι που μπορούν να ανατρέψουν την δημιουργηθείσα
κρίση. Επίσης, είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να είναι σε θέση να
γνωρίζει και να κρίνει όλα τα πραγματικά περιστατικά σε μία δεδομένη
χρονική στιγμή. Όπως άλλωστε θα ήταν παρακινδυνευμένο να γίνεται η
αξιολόγηση του κινδύνου με βάση τις υποκειμενικές θεωρίες από τον
δικαστή γιατί αυτός θα έκρινε με βάση την προσωπική του άποψη και όχι
με βάση την κοινωνική πραγματικότητα. Χρήσιμο εργαλείο για τον δικαστή
αποτελούν επίσης και οι κανόνες της κοινής πείρας που αποτελούν υλικό
που έχει συναχθεί από πολύχρονη πείρα, αρκεί βέβαια να γίνεται η επίκλησή
τους σε περιπτώσεις απόλυτα όμοιες με αυτές από όπου οι κανόνες
προήλθαν. Τέλος, η άποψη που υποστηρίζεται για την ‘εγγύς δυνατότητα’
έχει το μειονέκτημα ότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς το κριτήριο για να
ξεχωρίζει κανείς την κατάσταση που αποτελεί κίνδυνο από εκείνη που δεν
αποτελεί κίνδυνο. Μία θεωρία για τον προσδιορισμό του κριτηρίου εκείνου
που χρειάζεται για τη κατάφαση του κινδύνου είναι αυτή που υποστήριξε ο
Binding. Συγκεκριμένα, θεώρησε ως προϋπόθεση της ύπαρξης κινδύνου οι
θετικοί όροι του βλαπτικού αποτελέσματος να αποκτούν την υπεροχή έναντι
των αρνητικών έτσι ώστε η αιτιώδης εξέλιξη να έχει φτάσει σε
αποφασιστικό σημείο και να τείνει να κλίνει προς την πλευρά του ίδιου του
βλαπτικού αποτελέσματος. Η άποψη αυτή έχει αδυναμίες καθώς απαιτεί για
τον κρίνοντα να γνωρίζει από πριν όλους τους όρους που είναι τυχόν
σχετικοί με το αποτέλεσμα της βλάβης και να είναι σε θέση να τους
εκτιμήσει. Παράλληλα προς αυτή την άποψη αναπτύχθηκε και μία άλλη που
υποστήριξε ότι στην κρίση δυνατότητας θα πρέπει να τίθενται ως βάση
ορισμένοι συγκεκριμένοι όροι που να είναι γνωστοί και εν μέρει να
προσδιορίζουν το αποτέλεσμα , αφήνοντας όμως χώρο ελεύθερο και για
γενικούς και αόριστους όρους. Από αυτούς τους όρους, ορισμένοι σε
συνάρτηση με τους ήδη συγκεκριμένους θα επέφεραν το αποτέλεσμα και
ορισμένοι θα το απέτρεπαν. Από τους όρους που βρίσκονται στον ελεύθερο
χώρο και την σχέση τους με τους ορισμένους γνωστούς θα συνάγεται ο
βαθμός της δυνατότητας. Η άποψη αυτή έχει το μειονέκτημα όπως και η
προηγούμενη να λαμβάνει υπόψη της όρους που ανήκουν στον ελεύθερο
χώρο και είναι ως εκ τούτου άγνωστοι και αστάθμητοι. Τέλος αξίζει να
αναφερθεί η θεωρία που ανέπτυξε ο Henckel για την πρόσφορη αιτία που
δέχεται ότι ο κίνδυνος είναι μία αφηρημένη κρίση αιτιότητας και ειδικότερα
η εφαρμογή της θεωρίας αυτής. Άρα με βάση τις επιταγές της εν λόγω
θεωρίας θα πρέπει να συντρέξουν όλοι εκείνοι οι αναγκαίοι όροι που αν
συμπληρωθούν και από άλλους, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη επέλθει ακόμη
αλλά η επέλευσή τους είναι συνηθισμένη κατά την πορεία των πραγμάτων,
μπορούν να επιφέρουν την βλάβη. Η εν λόγω θεωρία παρά τις επικρίσεις
που έχει δεχθεί θεωρείται από ορισμένους συγγραφείς ως καταλληλότερη
για την ερμηνεία του κινδύνου. Επειδή εμπερικλείει μία δυνατότητα
επέλευσης του βλαπτικού αποτελέσματος ακόμη και εκεί που το
αποτέλεσμα είναι δεδομένο βρίσκει εύκολα εφαρμογή στα εγκλήματα
διακινδύνευσης. Το μειονέκτημα αυτής της θεωρίας είναι ότι έχει ως βάση
της γενικούς και αφηρημένους κανόνες που στηρίζουν μία εκ των υστέρων
πρόγνωση.
Συνεπώς, ο κίνδυνος πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση ορισμένα
αντικειμενικά διαπιστωμένα περιστατικά και κάποιους γενικής ισχύος
εμπειρικούς κανόνες έτσι ώστε να γίνεται η εκτίμησή του με βάση τους
κανόνες αιτιότητας και τις επιταγές του νόμου. Εντούτοις, το μέγεθός του
είναι δύσκολο να διαπιστωθεί καθώς δεν περιλαμβάνει πάντα ένα ορατό
αποτέλεσμα όπως η βλάβη. Προκειμένου να οριοθετήσουμε τον κίνδυνο
είναι σημαντικό να προβούμε στην ακόλουθη διαπίστωση, ότι ο κίνδυνος
αποτελεί μία κατάσταση εμπειρικά διαπιστώσιμη, που συνίσταται στη
δημιουργία αιτιακών όρων με αυτοδύναμη και διαβαθμίσιμη εξέλιξη προς
την βλάβη. Αρωγός σε αυτή την προσπάθεια θα σταθεί η αντικειμενική
θεώρηση, η οποία αναγνωρίζει τον κίνδυνο ως μία κατάσταση του
εξωτερικού κόσμου αντιληπτή από τις αισθήσεις μας σε αντίθεση με την
υποκειμενική σύλληψη που θεωρεί τον κίνδυνο ως κρίση για την εξέλιξη
μίας αιτιακής διαδρομής που υπαγορεύεται από την αδυναμία του ανθρώπου
να προβλέψει την ακριβή και προκαθορισμένη της έκβαση. Λόγω της
ανυπαρξίας των αμιγών υποκειμενικών προσεγγίσεων κρίνεται προτιμότερη
η προσέγγιση του κινδύνου με βάση τις μικτές θεωρίες που προσπαθούν να
απαντήσουν σε αυτό το δίπολο κατάστασης και κρίσης.
Β. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Η συζήτηση γύρω από τον κίνδυνο μπορεί να έχει πολλές διαστάσεις


ανάλογα με τον τομέα που κάθε φορά αφορά, με αποτέλεσμα να
αναφέρεται στις επιστήμες, την τεχνολογία, την οικονομία ή την πολιτική.
Πάντως οι διάφορες θεωρήσεις ξεκινούν από ένα κοινό σημείο την
παγκοσμιοποίηση των κινδύνων. Αυτή η καθολικότητα του κινδύνου
πηγάζει από διάφορους παράγοντες όπως από τις κοινωνικές ανισότητες, τις
πολεμικές συγκρούσεις, την ένδεια και την κατασκευή οπλικών
συστημάτων. Οι κίνδυνοι που προκαλούνται είναι αδύνατο να περιοριστούν
ή να παραχθούν σε υποβαθμισμένες χώρες. Επίσης σε ορισμένες
περιπτώσεις κρίνεται ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες που έχουν
οι κίνδυνοι είναι ίσες ή και μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες βλάβες. Πέρα
από αυτήν την σύγχρονη εκτίμηση των κινδύνων που προηγήθηκε η
γενικευμένη παρουσία του κινδύνου οφείλεται και σε συλλογικές
δραστηριότητες κρατών, πολυεθνικών εταιρειών και ενώσεων προσώπων
που δραστηριοποιούνται μέσω του διαδικτύου. Σε αυτές τις περιπτώσεις
κρίνεται απαραίτητη η οργάνωση μίας γενικευμένης ανασχετικής πολιτικής
και η αντιμετώπιση των δραστών με οικονομικά και κοινωνικά αντικίνητρα.
Στην επιστήμη της κοινωνιολογίας η ύπαρξη αυτών των φαινομένων
άσκησε επίδραση με συνέπεια να οδηγήσει στην ανάπτυξη θεωριών και την
προσπάθεια ένταξης των κινδύνων σε κατηγορίες. Μετά την ανάπτυξη των
βασικών θέσεων στον χώρο αυτό σημαντική είναι η θέση του N. Luhman
που εισάγει την διάκριση διακινδύνευσης και κινδύνου, ή με άλλα λόγια
ρίσκου και κινδύνου. Στο ποινικό δίκαιο αυτή η διάκριση σημαίνει ότι ο
όρος ρίσκο αφορά τους δράστες των εγκλημάτων διακινδύνευσης ενώ ο
κίνδυνος την κατάσταση ανάγκης και τα θύματα διακινδύνευσης.
Σύγχρονος βασικός εκφραστής της κοινωνιολογικής σχολής που θεωρεί τη
διακινδύνευση ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας είναι ο
U. Beck που εισάγει τον όρο «κοινωνία της διακινδύνευσης». Στην μελέτη
του με τον ομώνυμο τίτλο εκφράζει ότι στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης
του ανθρώπινου και τεχνολογικού δυναμικού, η κοινωνική παραγωγή
πλούτου συμβαδίζει συστηματικά με την κοινωνική παραγωγή κινδύνων και
συνεχίζει επισημαίνοντας ότι οι σύγχρονοι κίνδυνοι, όπως εμφανίζονται
στην τωρινή προηγμένη βαθμίδα της επιστημονικοτεχνικής - βιομηχανικής
ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, εκφεύγουν της δυνατότητας
άμεσης αντίληψης από τον άνθρωπο και μένουν κατά βάση αθέατοι. Οι
βλάβες που προκαλούν είναι συχνά μη αναστρέψιμες και έχουν τέτοια
εμβέλεια και ένταση ώστε να θέτουν σε κίνδυνο σφαιρικά όλες τις
επιμέρους μορφές του πλανήτη. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η
παρατήρηση που κάνει σχετικά με την παρουσία του κινδύνου στην
σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, λέγοντας ότι οι διαγραφόμενες
διαστάσεις των κινδύνων ανατρέπουν την αποδεικτική ισχύ και το βάρος
του εξατομικευμένου στοιχείου. Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής,
κυκλοφορίας και χρήσης βλαπτικών ουσιών αποδυναμώνει την ουσία του
αποδεικτικού υλικού εις βάρος μίας επιχείρησης και ενός δράστη. Το
ατομικό ποινικό δίκαιο βρίσκεται σε αντίφαση με την συλλογική
διακινδύνευση. Οι αιτίες, με την πατροπαράδοτη έννοια της βιομηχανικής
εποχής, ανατρέπονται από τα οικουμενικά μεγέθη της διακινδύνευσης.
Ενόψει αυτών το δίκαιο, εμμένοντας στην αναπόδεικτη στην πράξη ατομική
ευθύνη, αρνείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα με αποτέλεσμα να
συμπράττει έτσι στην παραγωγή κινδύνων. Από την άλλη πλευρά η
δικαιοσύνη περιχαρακώνοντας τα πλαίσια της δράσης της στα
αναχρονιστικά όρια της αρχής της ατομικής ενοχής και εγκλωβισμένη στην
γραφειοκρατική διαδικασία των εννόμων αξιώσεων, καταλήγει στην
απαλλαγή της σωρείας των συναυτουργών. Η λύση που προτείνει ο Beck
είναι η ριζική αναμόρφωση των κανόνων του ποινικού δικαίου σε όλα τα
κρίσιμα σημεία, όπως στο πεδίο της αιτιώδους συνάφειας, της ενοχής, της
ευθύνης, του καταλογισμού και του βάρους απόδειξης.
Παρόλο που ο Beck στην ενδιαφέρουσα προσπάθειά του να καταγράψει
το ρόλο του δικαίου στη κοινωνία των κινδύνων χρησιμοποιεί την
καθημερινή γλώσσα για να υπάγει το πρόβλημα σε νομικούς κανόνες χωρίς
να εμβαθύνει στους επιμέρους κλάδους της νομικής επιστήμης, η κριτική
που κάνει βασίζεται σε μία ορθή παρατήρηση των γενικών κοινωνικών
εξελίξεων και ειδικότερα την ανάγκη προστασίας από τους κινδύνους της
τεχνολογικής εξέλιξης. Η επισήμανσή του ως προς τις ελλείψεις που
παρουσιάζει η έννομη τάξη με την αποδοχή της ατομικής ευθύνης είναι
ορθή, καθώς δεν νοείται στην σύγχρονη κοινωνία των πολυεθνικών και του
management να ευθύνεται μόνο ένας. Πέρα από αυτά είναι αυτός που με
παραστατικό τρόπο καταγράφει τους κινδύνους και που συνεπάγεται ο
σύγχρονος πολιτισμός και δίνει έναυσμα με τον όρο Risikogesellsaft για
γόνιμο διάλογο στην γερμανική ποινική επιστήμη.
Πέρα από την άποψη του Beck σχετικά με την έννοια το κινδύνου έχει
υπάρξει πληθώρα θεωριών. Σε μία σύγχρονη κοινωνία των κινδύνων που
χαρακτηρίζεται από τάσεις παγκοσμιοποίησης και πλέον καθίσταται φανερή
η καταλυτική παρουσία του ποινικού δικαίου, η καταλληλότερη ερμηνεία
της έννοιας αυτής θα αναζητηθεί μόνο στην παροχή μιας προωθημένης
προστασίας για τα έννομα αγαθά, αλλά και στη δοκιμασία των ίδιων των
ορίων του ποινικού δικαίου. Είναι σημαντικό το νόημα που θα δώσουμε
στον κίνδυνο γιατί έτσι αποφασίζουμε τελικά αν το ποινικό δίκαιο τιμωρεί
στη βάση μιας κρίσης για την προσβολή των εννόμων αγαθών, χωρίς
κανένα πραγματικό υπόβαθρο μιας τέτοιας προσβολής.
Γι’ αυτό τον λόγο κρίνεται σκόπιμο να δοθεί ένας ορισμός της έννοιας
του κινδύνου. Με αφετηρία την φυσιοκρατική σύλληψη του Μανωλεδάκη ο
κίνδυνος δεν μπορεί παρά να είναι μια κατάσταση με υλική υπόσταση,
αντιληπτή από τις αισθήσεις μας. Η κατάσταση αυτή γίνεται κατανοητή αν
συγκριθεί με την προηγούμενή της που δεν αποτελούσε κίνδυνο. Πρόκειται
δηλαδή για μια μεταβολή πραγμάτων και όρων στον εξωτερικό κόσμο. Από
τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί ο ακόλουθος ορισμός. Κίνδυνος είναι η
μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται τη δημιουργία αιτιακών
όρων ή συνθηκών (όρων κινδύνου) για την επέλευση μιας βλάβης που δεν
συνέβη ακόμη γιατί απαιτούνται και άλλοι αιτιακοί όροι. Όσον αφορά τον
τομέα της προσβολής των εννόμων αγαθών, κίνδυνο αποτελεί κάθε
μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται την δημιουργία αιτιακών
όρων ή συνθηκών για την προσβολή ενός εννόμου αγαθού. Η προσβολή των
εννόμων αγαθών συνιστά στοιχείο του «ποινικού φαινόμενου» και
τυποποιείται, με την τυποποίηση τούτου σε νομικό έγκλημα. Με τον όρο
«προσβολή» εκφράζουμε τόσο την βλάβη όσο και την διακινδύνευση των
εννόμων αγαθών. Στην στενή έννοια του όρου, η προσβολή ταυτίζεται με
την βλάβη. Ωστόσο για λόγους πληρέστερης προστασίας των εννόμων
αγαθών, ο νομοθέτης τυποποιεί σε έγκλημα και πράξεις που δεν φτάνουν
μέχρι την βλάβη αλλά συνιστούν κίνδυνο για τα έννομα αγαθά. Οι πράξεις
κινδύνου, οι επικίνδυνες δηλαδή για τα έννομα αγαθά πράξεις που
τυποποιούνται στους κυρωτικούς κανόνες, αποτελούν τα εγκλήματα
διακινδύνευσης. Με βάση την νομολογία του γερμανικού ακυρωτικού ο
κίνδυνος θεωρείται ως μία αντικανονική, ασυνήθιστη κατάσταση, που υπό
συγκεκριμένες περιστάσεις επιτρέπει να θεωρήσουμε την επέλευση της
βλάβης ως πιθανή.
Ο Μυλωνόπουλος υποστηρίζει ότι η προσβολή του εννόμου αγαθού σε
οποιοδήποτε έγκλημα μπορεί να επιτευχθεί με τρεις τρόπους, και
συγκεκριμένα με βλάβη, διακινδύνευση και προσβολή της ειρηνευμένης
κατάστασής του. Ξεκινώντας από την έννοια της βλάβης θα πρέπει να
ειπωθεί ότι είναι η άμεση, πραγματική και οριστική τρώση του εννόμου
αγαθού εν όλω ή εν μέρει. Η βλάβη δεν αποκλείεται να έχει και υλικό
χαρακτήρα όπως ένας τραυματισμός ή άυλο όπως η παραβίαση μυστικών
της πολιτείας.
Ο Χαραλαμπάκης υποστηρίζει ότι κίνδυνος είναι μια κατάσταση που
δρομολογεί μία αιτιώδη συνάφεια, στο τέλος της οποίας βρίσκεται η
απειλούμενη βλάβη ενός εννόμου αγαθού. Περαιτέρω, προβαίνει σε
διάκριση των εγκλημάτων διακινδύνευσης σε αυτά της συγκεκριμένης, στα
αφηρημένης και στα δυνητικής διακινδύνευσης.
Ενώ, με βάση τους γερμανούς συγγραφείς ο κίνδυνος υφίσταται όταν δεν
μπορεί να υπάρξει βλάβη του εννόμου αγαθού. Οι περισσότερες ξένες
θεωρίες στρέφονται γύρω από την φυσιοκρατική σύλληψη με κύριους
υποστηρικτές της τους Roxin, Horn, Demuth και Schunemann.
Συγκεκριμένα ο Roxin υποστηρίζει ότι η μέθοδος που μπορεί να
ερμηνεύσει όλες τις περιπτώσεις κινδύνου είναι η φυσιοκρατική, η οποία
δέχεται κίνδυνο σ’ εκείνες τις περιπτώσεις όπου η βλάβη δεν μπορεί να
δικαιολογηθεί. Παραπλήσια είναι και η άποψη του Horn που δέχεται την
ύπαρξη κινδύνου όταν ο δράστης θέτει όρους, οι οποίοι με βάση τους
γνωστούς κανόνες αιτιότητας θα έπρεπε να οδηγήσουν σε βλάβη του
εννόμου αγαθού, αυτή όμως αποτρέπεται για λόγους που δεν μπορούν να
ερμηνευθούν με βάση τους κανόνες των φυσικών επιστημών.
Ενώ ο Schunemann διαφοροποιείται από τους προηγούμενους δεχόμενος
κίνδυνο όταν το αποτέλεσμα της βλάβης μόνο από λόγους τύχης δεν
επέρχεται. Για το τυχαίο υποστηρίζει ότι δεν εξηγείται με την φυσιοκρατική
μέθοδο αλλά με κάτι που οφείλεται σε αστάθμητους παράγοντες.
Στην ίδια λογική κινείται και ο Demuth, που για τον κίνδυνο υποστηρίζει
ότι ο κίνδυνος είναι μία κατάσταση που εξωτερικά εμφανίζεται ως απειλή
ενός εννόμου αγαθού, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με
φυσιολογικά μέσα και η οποία προκαλεί αίσθημα αβεβαιότητας, καθώς η
αποτροπή της βλάβης δεν είναι δυνατό να αποτραπεί με φυσιολογικά μέσα.
Κατά συνέπεια θα πρέπει να υπάρχουν οι όροι εκείνοι που κατά την συνήθη
πορεία των πραγμάτων θα οδηγούσαν σε βλάβη του αγαθού η οποία μόνο
από τύχη θα μπορούσε να αποφευχθεί. Επιπλέον, παραθέτει και ένα
παράδειγμα θέλοντας επεξηγήσει την σκέψη του, όπου ο Μ ρίχνει τον Α σε
μία βαθειά λίμνη γνωρίζοντας ότι ο Α δεν έχει ιδέα από κολύμβηση. Σε
αυτή την περίπτωση έχει ήδη τεθεί ένας όρος που από μόνος του μπορεί να
οδηγήσει στην βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής. Στην περίπτωση όμως
που στην λίμνη υπάρχει κάποιος ναυαγοσώστης που την εποπτεύει, ο οποίος
σπεύδει εγκαίρως και σώζει τον Α, κίνδυνος για την ζωή του Α δεν έχει
δημιουργηθεί, καθώς η σωστική επέμβαση του ναυαγοσώστη δεν αποτελεί
τυχαίο περιστατικό.
Από τη άλλη πλευρά έχει υποστηριχθεί στην Γερμανία και η εντελώς
αντίθετη άποψη ότι σήμερα ο άνθρωπος είναι περισσότερο παρά ποτέ
προστατευμένος από τους κινδύνους παρόλα αυτά όμως κατά παράδοξο
τρόπο αισθάνεται ανασφαλής. Αυτό βρίσκει εξήγηση στο ότι τα στοιχεία
ασφάλειας δεν εξαντλούν το περιεχόμενό τους στην αντικειμενικά
παρεχόμενη προστασία. Την μεγαλύτερη σημασία έχει το υποκειμενικό
κριτήριο ως κατάσταση αισθημάτων και συνείδησης. Στην σύγχρονη
πραγματικότητα η ρευστότητα και αβεβαιότητα των συνθηκών που
πηγάζουν από τις πολύπλοκες κοινωνικές συνθήκες υποχρεώνουν τον
άνθρωπο στην αναζήτηση διαρκώς περισσότερης ασφάλειας και πρόνοιας.
Όσο μεγαλύτερες γίνονται οι προσπάθειες για την βελτίωση της προστασίας
τόσο διαφαίνεται η πολυπλοκότητα των συντελεστών στους οποίους
βασίζονται οι δυσχέρειες των επιλογών και προσανατολισμών, με απώτερη
συνέπεια την ανασφάλεια.
Οι απόψεις του Kaufmann είναι φανερό ότι αδιαφορούν για τα δεδομένα,
το χαρακτήρα και τις διαστάσεις των σύγχρονων τεχνολογικών κινδύνων
αφού θέτουν ως μέτρο σύγκρισης τις παραδοσιακές μορφές κινδύνου που
απηχούν σε παλαιότερες εποχές. Οι σημερινές μορφές του κινδύνου είναι
πολύ πιο πολύπλοκες και παίρνουν μαζικές διαστάσεις όταν απειλούν την
ύπαρξη τόσο του ανθρώπου όσο και άλλων βιοτικών παραγόντων.
Η παραδοχή του Kaufmann ότι ο άνθρωπος ζει σε μία εντελώς ακίνδυνη
κοινωνία δίνει την εντύπωση ότι ο άνθρωπος δεν έχει αξίωση προστασίας
από την πολιτεία και άρα οποιαδήποτε ανάγκη του για ασφάλεια είναι
προϊόν της φαντασίας του που το κράτος δεν απαιτείται να ικανοποιήσει.
Αντίθετα, θεωρώ πως ειδικά σήμερα ο άνθρωπος ζει περισσότερο από ποτέ
σε μία κοινωνία που μαστίζεται από κινδύνους σε όλα τα επίπεδα. Κατ’
αποτέλεσμα έχει ανάγκη από αυξημένη προστασία από το κράτος και από
την παρεμβατική λειτουργία του. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την θέσπιση
κανόνων που να αφορούν τους κινδύνους που παράγονται από την
τεχνολογία και την επιβολή κυρώσεων στους υπεύθυνους για την παραγωγή
τους.
Ξεκινώντας από τα εγκλήματα διακινδύνευσης παρατηρούμε ότι στην
ελληνική επιστήμη έχουν διατυπωθεί δύο βασικές θεωρίες για την έννοια
του κινδύνου, η αντικειμενική που είναι και η επικρατούσα και η
υποκειμενική. Άλλωστε η αντικειμενική θεωρία γίνεται δεκτή από τους
περισσότερους συγγραφείς όπως προκύπτει και από τον ορισμό που έχει
δοθεί στον κίνδυνο ως κατάστασης του εξωτερικού κόσμου.
Όσον αφορά τις κρατούσες αντικειμενικές θεωρίες ο κίνδυνος
εμφανίζεται ως μία κατάσταση, είναι διαβαθμίσιμος από πλευράς έντασης
και συνδέεται αιτιακά προς την βλάβη, αποτελώντας έτσι προστάδιό της.
Κατά συνέπεια ο κίνδυνος είναι ποσοτικά και αξιολογικά κάτι έλασσον σε
σχέση με την βλάβη. Επίσης, ο κίνδυνος είτε είναι μία ποιοτική –
αξιολογική αιτία της τυποποίησης και αναγωγής μιας συμπεριφοράς σε
έγκλημα και αυτό συμβαίνει στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης,
είτε είναι νομοτυπικό συγχρόνως στοιχείο τους, άρα αποτέλεσμα της
πράξης του δράστη και αυτό συμβαίνει στα εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης.
Σχετικά με τον κίνδυνο έχει υποστηριχθεί ότι χρειάζεται μία ex post
διάγνωση της ύπαρξής του και άρα θα εκτιμώνται για την ύπαρξή του ακόμη
και γεγονότα μεταγενέστερα της πράξης που αποδίδουν την ύπαρξή του ως
όρου βλάβης. Πέρα από αυτό όμως μπορεί να επέλθει και αδυναμία
πραγμάτωσης της βλάβης που σημαίνει ότι σε αυτή την περίπτωση η
αντικειμενική υπόσταση δεν πληρούται και άρα αξιόποινο δεν υπάρχει.
Οι υποκειμενικές θεωρίες, οι οποίες έχουν ολοένα και λιγότερους
υποστηρικτές, προωθούν την αντίληψη ότι ο κίνδυνος είναι μία κρίση ενός
ελλειπώς πληροφορημένου παρατηρητή που εξελισσόμενη οδηγεί αιτιακά
προς την βλάβη. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο άνθρωπος αδυνατεί να
προβλέψει την προκαθορισμένη της έκβαση καθώς σε αντίθετη περίπτωση
θα μπορούσε με σιγουριά να προβλέψει την επέλευση ή μη της βλάβης.
Προκειμένου να διατυπωθεί ένας ορισμός του κινδύνου οποιαδήποτε κρίση
περί αυτού επιχειρείται με εμπειρικά δεδομένα. Συνεπώς είναι δυνατή η
προσφυγή σε κάποια από τις θεωρίες που υποστηρίζονται μόνο σε
συνδυασμό με τα εμπειρικά δεδομένα. Ο Ανδρουλάκης, εκπρόσωπος των
υποκειμενικών θεωριών, θεωρεί τον κίνδυνο ως μία κατάσταση μη κανονική
– ασυνήθιστη, που δρομολογεί την επέλευση βλάβης ενός αγαθού,
προκαλώντας έτσι αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Ο κίνδυνος είναι έννοια
διαθετική (Dispositionbegriff), καθώς στηρίζεται μεν στα δεδομένα της
εμπειρίας αλλά ολοκληρώνεται με μία πιθανολογική κρίση στο επίπεδο της
θεωρητικής γλώσσας. Είναι επίσης έννοια διαβαθμίσιμη γιατί όσο
μεγαλύτερος είναι τόσο πιο πιθανή κρίνεται η πραγμάτωσή του. Κατ’ αυτό
τον τρόπο, κίνδυνος υπάρχει όχι μόνο όταν η επέλευση του αποτελέσματος
είναι «εξαιρετικά πιθανή» αλλά και όταν είναι «όχι απίθανη». Αντίθετα
κρίνεται ότι δεν συντρέχει κίνδυνος όταν η πιθανότητα επέλευσης της
βλάβης είναι τελείως απόμακρη ή απλώς θεωρητική. Η συνδρομή του
κινδύνου υπάρχει όταν από το σύνολο των όρων που πρέπει να συντρέξουν
για να επέλθει η βλάβη, έχουν ήδη πραγματωθεί κάποιοι ούτως ώστε να
απομένει μόνο η κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανή ή και
βέβαιη (χωρίς την επέμβαση τρίτου) επέλευση και των άλλων προκειμένου
να προκληθεί το αποτέλεσμα. Άρα όσο περισσότεροι από τους όρους έχουν
πραγματωθεί, τόσο ο κίνδυνος της επέλευσής του καθίσταται οξύτερος.
Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα που πρέπει να αναλυθεί είναι αυτό που αφορά
το πότε θα πρέπει να ερευνάται η πρόκληση του κινδύνου. Συγκεκριμένα, η
νομική επιστήμη έχει έρθει πολλές φορές αντιμέτωπη με το θέμα της ex
post ή της ex ante θεώρησης του κινδύνου. Στο παρελθόν γινόταν ευρέως
δεκτό ότι ο κίνδυνος θα πρέπει να ερευνάται ex ante. Με βάση αυτή την
άποψη θα έπρεπε η πρόκλησή του να εξετάζεται μόνο σύμφωνα με τα
πραγματικά περιστατικά που ήταν γνωστά κατά τον κρίσιμο χρόνο της
τέλεσης της πράξης. Στο παράδειγμα που ο οδηγός αυτοκινήτου Α βρήκε
αιμόφυρτο να κείτεται σε επαρχιακή οδό τον Β που είχε χτυπηθεί από άλλο
αυτοκίνητο η ύπαρξη ή όχι του κινδύνου ζωής και περαιτέρω της
υποχρέωσης λύτρωσης από αυτόν (άρ. 307 ΠΚ) θα πρέπει να κριθεί με βάση
τα δεδομένα που υπήρχαν τον χρόνο του συμβάντος και όχι με βάση αυτά
που έχει στην διάθεσή του τώρα ο δικαστής. Καθώς το γεγονός ότι ο Β
ανέρρωσε πλήρως λόγω της ισχυρής του κράσης και έτσι απέφυγε τον
θάνατο, δεν είναι σε θέση να ανατρέψει την κατά αντικειμενική τότε ύπαρξη
του κινδύνου ή την υποχρέωση του Α να παρέχει βοήθεια στον Β.
Οι οπαδοί αυτής της θεώρησης ήταν κυρίως εκπρόσωποι της
υποκειμενικής θεωρίας. Σχετικά με τις γνώσεις μάλιστα που θα έπρεπε να
ληφθούν υπόψη για την κατάφαση του κινδύνου οι απόψεις που
εκφράστηκαν ήταν πολλές και υποστήριζαν είτε ότι θα πρέπει να ληφθούν
υπόψη οι γνώσεις του δράστη, είτε οι γνώσεις ενός μέσου κοινωνικά
ανθρώπου ή τέλος ενός αντικειμενικού παρατηρητή κατά τον χρόνο τέλεσης
της πράξης. Εντούτοις, η ύπαρξη του κινδύνου με βάση τον αντικειμενικό
παρατηρητή μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και παρερμηνείες καθώς
η εκτίμηση της κατάστασης με βάση τα γεγονότα που ήταν γνωστά προτού
επέλθει η πράξη μπορεί να εμφανίζει ως συγκεκριμένο κίνδυνο μια
κατάσταση που δεν περιέκλειε κανένα τέτοιο εμπειρικό μέγεθος, είτε λόγω
κακής εκτίμησης του αντικειμενικού παρατηρητή, είτε γιατί τα στοιχεία που
προέκυψαν μετά από την πράξη και πριν από την δικαστική κρίση
αποδείκνυαν ότι κίνδυνος δεν υπήρχε. Επόμενο είναι ότι θα μπορούσε να
συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή ο κίνδυνος να υπάρχει αλλά ο
αντικειμενικός παρατηρητής να μην τον εκτιμά ως τέτοιον. Συνεπώς, ο
κίνδυνος υπάρχει ως εμπειρικό μέγεθος όσο ο αντικειμενικός παρατηρητής
ή οι άλλοι κοινωνοί τον αντιλαμβάνονται ως τέτοιον. Επίσης, υπάρχει
κίνδυνος να υποκατασταθεί η έννοια του συγκεκριμένου κινδύνου από μία
κρίση ενώ κάτι τέτοιο θα ενέπιπτε στην κατηγορία του αφηρημένου
κινδύνου.
Κοινό γνώρισμα και των δύο περιπτώσεων είναι ότι ο συνδυασμός
εμπειρικών δεδομένων και κρίσης αποβαίνει υπέρ τη τελευταίας, αφού
ακόμα και στην περίπτωση που η κρίση του αντικειμενικού παρατηρητή
διαψεύδεται από τα εμπειρικά δεδομένα, ο κίνδυνος μπορεί να υπάρχει. Με
αυτό τον τρόπο όμως τον ποινικό δίκαιο δεν προωθεί σωστά την προστασία
των εννόμων αγαθών όπως επίσης ούτε την εγγυητική του λειτουργία
σέβεται.
Συνεπής προς τις θέσεις των υποκειμενιστών η εν λόγω θεώρηση έκρινε
ότι ο κίνδυνος έχει υποκειμενικό χαρακτήρα και όπως υποστηρίζει και ο
Finger είναι τέκνο της άγνοιάς μας που ανάλογα με την έντασή του προξενεί
μεγαλύτερο ή μικρότερο φόβο. Αυτή η άποψη είναι κατά την γνώμη μου
προβληματική γιατί αν στηρίζονταν ο κίνδυνος σε ένα τόσο υποκειμενικό
στοιχείο όπως η άγνοια τότε θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις που το
υποκείμενο λόγω ανασφάλειας εκλαμβάνει ότι υπάρχει, να θεωρηθεί
υπάρχων ενώ αντικειμενικά δεν υφίσταται.
Σταδιακά λόγω της αμφισβήτησης που δέχτηκε η θεωρία αυτή έγινε
αποδεκτή ως επικρατέστερη η ex post θεώρηση του κινδύνου. Με βάση την
άποψη αυτή, για την ύπαρξη του κινδύνου θα πρέπει να εκτιμηθούν όχι
μόνο τα στοιχεία που ήταν γνωστά κατά τον χρόνο της πράξης, αλλά και
όσα έγιναν μετά το κρίσιμο αυτό χρονικό σημείο γνωστά. Στην παρούσα
φάση η άποψη αυτή γίνεται δεκτή από την πλειοψηφία των θεωρητικών αν
και υποστηρίζονται και αντίθετες απόψεις. Κατά την γνώμη μου είναι
ορθότερη αυτή η θεώρηση, καθώς από την στιγμή που για την δημιουργία
κινδύνου απαιτείται η πλήρωση ορισμένων αιτιακών όρων μίας αιτιώδους
διαδρομής που οδηγεί προς την βλάβη, άρα θα χρειάζεται να
συνεκτιμηθούν και οι όροι εκείνοι που έγιναν αργότερα γνωστοί και
αφορούν την πρόκληση ή μη του κινδύνου.
Όσον αφορά τον συγκεκριμένο κίνδυνο έχει υποστηριχθεί από ένα
μεγάλο μέρος των θεωρητικών ότι είναι μία ασυνήθης κατάσταση η οποία
δρομολογεί την αιτιακή διαδρομή επέλευσης της βλάβης ενός εννόμου
αγαθού. Το έννομο αυτό αγαθό θα πρέπει να έχει ήδη πλησιάσει στην πηγή
του κινδύνου καθώς επίσης θα πρέπει και ο δικαστής για την κατάφαση του
κινδύνου να διερευνήσει ex ante αυτήν την κατάσταση. Η κρίση για το πότε
το έννομο αγαθό βιώνει στην πηγή του κινδύνου, στοιχείο που θα πρέπει να
υπάρχει απαραίτητα για να καταφαθεί συγκεκριμένος κίνδυνος, θα κρίνεται
με βάση τον αντικειμενικό παρατηρητή. Όπως έχει υποστηριχθεί « η
είσοδος του εννόμου αγαθού στην πηγή του κινδύνου ως εμπειρικό γεγονός
υπάρχει όταν από την συμπεριφορά του δράστη διαταράσσεται η υπαρξιακή
ασφάλεια του απειλούμενου αγαθού με συνέπεια να προκαλούνται σ’ ένα
αντικειμενικό παρατηρητή αισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας
σχετικά με την ευτυχή κατάληξη της δημιουργηθείσας κατάστασης. Ο
φόβος των ανθρώπων επιβεβαιώνει την δημιουργία συγκεκριμένου
κινδύνου, προϋπόθεση του οποίου αποτελεί ακριβώς η πρόκληση τέτοιων
συναισθημάτων.
Όσον αφορά την έννοια του κινδύνου την συναντάμε στην κατηγορία
των εγκλημάτων διακινδύνευσης που δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί το
minimum καθώς η πρακτική σημασία του υπερβαίνει τα όρια αυτής της
κατηγορίας και ασκεί επιρροή σε διάφορα θέματα όπως η άμυνα, η
κατάσταση ανάγκης, τα διά παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα ενέργειας, η
απόπειρα και η συμμετοχή. Με αφετηρία μία νεότερη δογματική τάση το
σύνολο των εγκλημάτων αποτελέσματος συνιστούν από μία άποψη και
εγκλήματα διακινδύνευσης. Κυρίως στα εγκλήματα αποτελέσματος είναι
σημαντική μία διάκριση που γίνεται ανάμεσα σε εγκλήματα βλάβης και
εγκλήματα διακινδύνευσης. Το κριτήριο της διάκρισης έγκειται στο αν το
αποτέλεσμα έγκειται σε βλάβη ή σε διακινδύνευση ενός συγκεκριμένου
εννόμου αγαθού. O νομοθέτης δεν είναι λίγες οι φορές που μεταθέτει προς
τα εμπρός το όριο της ποινικής προστασίας και δεν περιμένει την επέλευση
της βλάβης αλλά αρκείται σε μία πρόκληση κινδύνου επέλευσής της.
Βέβαια από την θεωρία υποστηρίζεται ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες
υπάρχει ένα συνεχές καθώς αν υπάρχει η πιθανότητα παρά την πράξη να
μην επέλθει βλάβη, τότε θα βρισκόμαστε στην περιοχή του κινδύνου.
Ενώ η διακινδύνευση δείχνει να έχει ήσσονα βαρύτητα σε σχέση με την
βλάβη σε ορισμένες περιπτώσεις συναντάμε εγκλήματα όπου βλάβη και
διακινδύνευση μπορεί να συνυπάρχουν όπως στην μετατροπή μίας
σωματικής βλάβης από απλή σε βαριά. Στην δεδομένη περίπτωση ενδέχεται
να είναι ο κίνδυνος που βαραίνει περισσότερο. Σε γενικές γραμμές παρά την
παραδεγμένη διάκριση των εγκλημάτων που γίνεται από την θεωρία
υπάρχουν περιπτώσεις που από τον νόμο απαιτείται η βλάβη προκειμένου
να καταφαθεί το άδικο, όπως συμβαίνει στην απάτη, και οι περιπτώσεις
όπου αναφέρεται το αποτέλεσμα και κρίνεται από τον ερμηνευτή η ύπαρξη
βλάβης ή διακινδύνευσης όπως συμβαίνει στα εγκλήματα κατά της τιμής.

Γ. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ

Ο κίνδυνος στο ποινικό δίκαιο εκτός από τις περιπτώσεις των


εγκλημάτων διακινδύνευσης, μπορεί να καταφαθεί και σε άλλες
περιπτώσεις. Ειδικότερα, η παρουσία του μπορεί να είναι περιγραφική όπως
στα άρθρα 25 και 32 ΠΚ όπου περιγράφεται η κατάσταση ανάγκης όπως και
για την θεμελίωση παροχής βοήθειας στα άρθρα 288, 306 παρ. 1 στοιχ.
β΄και 307 ΠΚ και τέλος στο άρθρο 310 παρ. 2 ΠΚ ως επιβάρυνση της ήδη
επικίνδυνης κατάστασης. Σύμφωνα με τον Μανωλεδάκη στην κατάσταση
ανάγκης υπάρχει κίνδυνος όταν το έννομο αγαθό βρίσκεται στα πρόθυρα
επικείμενης βλάβης που καθιστά αναγκαία την σωστική επέμβαση του
ατόμου. Ειδικότερα, στα προαναφερθέντα άρθρα (288 παρ.2, 306 παρ. 1 εδ
β΄ και 307) στηρίζεται η υποχρέωση και όχι απλά η δυνατότητα παρέμβασης
για την σωτηρία του εννόμου αγαθού. Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνεται
λόγος για κίνδυνο για τα έννομα αγαθά της ζωής ενός ή περισσοτέρων
ατόμων που επιτάσσει την σωστική παρέμβαση ενός ατόμου όταν μιλάμε με
μία κρίση που ανάγεται στο μέλλον. Η σωστική παρέμβαση μπορεί να
δικαιολογηθεί μόνο αν η δυνατότητα βλάβης είναι αυξημένη ώστε να μην
χρειάζεται η προσθήκη κανενός άλλου όρου.
Όταν μιλάμε για κατάσταση ανάγκης αναφερόμαστε σε μία κατάσταση
σύγκρουσης των εννόμων αγαθών με τέτοιο τρόπο ώστε η σωτηρία του ενός
να μην είναι δυνατή παρά μόνο εάν θυσιαστεί το άλλο έννομο αγαθό. Σε
αυτήν την περίπτωση όπου υπάρχει ένα λογικό αδιέξοδο ισχύει η αρχή του
υπέρτερου συμφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι το έννομο αγαθό που έχει την
χαμηλότερη αξία θυσιάζεται υπέρ του άλλου, του οποίου η αξία είναι
σημαντικά υψηλότερη. Όταν συμβαίνει αυτό η θυσία του χαμηλότερης
αξίας εννόμου αγαθού όχι μόνο δεν αποδοκιμάζεται αλλά επιδοκιμάζεται
από την έννομη τάξη, η οποία όπως είναι λογικό μεριμνά για την διάσωση
των υπέρτερης αξίας εννόμων αγαθών. Εξ αυτού του λόγου αίρεται ο άδικος
χαρακτήρας της πράξης με συνέπεια να κρίνεται η πράξη ατιμώρητη. Η
κατάσταση ανάγκης περιγράφεται στο άρθρο 25 ΠΚ που ορίζει στην πρώτη
παράγραφο ότι δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος για να αποτρέψει
παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί την το
πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του
υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά
κατώτερη κατά το είδος και την σπουδαιότητα από την βλάβη που
απειλήθηκε. Προς την ίδια κατεύθυνση που κινείται το άρ. 25 στρέφεται και
το άρ. 285 Α.Κ που τιτλοφορείται ως κατάσταση ανάγκης και ορίζει ότι δεν
αποτελεί παράνομη πράξη η καταστροφή ξένου πράγματος, εφόσον είναι
αναγκαία για να αποτραπεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία αυτού που
επιχειρεί την καταστροφή ή άλλου.
Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην άμυνα στην κατάσταση ανάγκης δεν
υφίσταται άδικη επίθεση εναντίον του πράττοντος ούτε του τρίτου και κατά
συνέπεια δεν κρίνεται επιβεβλημένη η επιβεβαίωση της αυθεντίας τη
έννομης τάξης που θα πλήττονταν εάν υπήρχε επίθεση. Στην κατάσταση
ανάγκης λαμβάνει χώρα μία σύγκρουση δύο συμφερόντων από την μία του
πράττοντος, που θέλει να διασώσει το έννομο αγαθό που κινδυνεύει και από
την άλλη του τρίτου, το οποίο επιλέγει ο πράττων να πλήξει προκειμένου να
σώσει το δικό του έννομο αγαθό. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο
κίνδυνος δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από το πληττόμενο έννομο
αγαθό, αρκεί η θυσία το τελευταίου να είναι ο μόνος πρόσφορος τρόπος
προκειμένου να διασωθεί το τελικά σωζόμενο.
Προκειμένου να πει κανείς ότι υπάρχει κατάσταση ανάγκης θα πρέπει να
συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Η πρώτη και βασικότερη προϋπόθεση
είναι η συνδρομή του κινδύνου. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται μία
προβληματική ως προς την έννοια του κινδύνου. Σχετικά με αυτή την
προβληματική έχουν διατυπωθεί τρεις απόψεις. Η πρώτη άποψη διατείνεται
ότι ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι ο ίδιος με τα εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, γι’ αυτό άλλωστε θεωρείται ως στενή ερμηνεία. Μία
δεύτερη άποψη υποστηρίζει μία γενικότερη έννοια του κινδύνου που
συμπεριλαμβάνει και όλες τις περιπτώσεις όπου η βλάβη δεν εμφανίζεται
τελείως απίθανη. Τέλος μία τρίτη άποψη υιοθετεί μία μέση λύση με την
οποία προτείνεται ο συσχετισμός της έντασης του κινδύνου με την αξία του
θυσιαζόμενου και του σωζόμενου εννόμου αγαθού. Γενικά είναι κρίσιμο η
ύπαρξη του κινδύνου να διαπιστώνεται με αντικειμενική εκ των προτέρων
κρίση.
Αναφορικά με το αντικείμενο του κινδύνου λεκτέα είναι τα εξής. Ο
κίνδυνος πρέπει να απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του πράξαντος ή
τρίτου. Κατά συνέπεια η κατάσταση ανάγκης δεν εφαρμόζεται όταν
απειλούνται άλλα έννομα αγαθά πέραν από τα προσωπικά ή τα περιουσιακά.
Επίσης επιτρέπεται η σε κατάσταση ανάγκης καταστροφή ξένου πράγματος
όταν απειλείται αγαθό που ανήκει στο κοινωνικό σύνολο αλλά έχει
περιουσιακή υπόσταση όπως η κοινωφελής εγκατάσταση. Χαρακτηριστικό
γνώρισμα του κινδύνου είναι ότι πρέπει να είναι παρών, δηλαδή να υπάρχει
επίθεση την στιγμή κατά την οποία απειλείται το πρόσωπο ή η περιουσία
ενός προσώπου. Αυτό σημαίνει ότι όταν λαμβάνει χώρα μία άδικη πράξη
π.χ. μία γροθιά εκείνη ακριβώς την στιγμή που ακόμη το θύμα βρίσκεται
αντιμέτωπο με τον δράστη μπορεί να αμυνθεί και να προστατέψει τον εαυτό
του και όχι αφού απομακρυνθεί ο δράστης και πόσο μάλλον αν παρέλθει
ικανό χρονικό διάστημα.
Παράλληλα ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι άλλως αναπότρεπτος ούτως
ώστε στην κρινόμενη περίπτωση να μην υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας
του αγαθού που κινδυνεύει εκτός από την προσβολή του αγαθού που τελικά
θυσιάζεται. Το άδικο δεν αίρεται όταν η αποτροπή του κινδύνου ήταν
δυνατή και με λιγότερο επαχθή μέσα. Συνεπώς υπάρχει υποχρέωση
αναζήτησης του κατά το δυνατόν λιγότερο επαχθούς τρόπου. Εδώ έγκειται
και η διαφορά με την άμυνα, καθώς δεν παίζει ρόλο η ανάγκη προστασίας
της αυθεντίας της έννομης τάξης.
Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που πρέπει να συντρέχει είναι η
αντιστάθμιση αξιών. Κάτω από την έννοια αυτή εννοείται ότι η επελθούσα
βλάβη πρέπει να είναι τόσο κατά το είδος όσο και κατά την σπουδαιότητα
σημαντικά κατώτερη από την απειληθείσα. Μέσω αυτής της
ρύθμισης ο Π.Κ. έλυσε ένα σημαντικό ζήτημα. Εκτός αυτού θα μπορούσε
να υποστηριχθεί η άποψη ότι η κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο
υπάρχει κατά κανόνα όταν ο δράστης ενεργεί από ένστικτο
αυτοσυντήρησης χωρίς να παίζει ρόλο η τυχόν αντιστάθμιση της αξίας των
δύο συγκρουόμενων εννόμων αγαθών. Εντούτοις κατά πολλούς ορθά ο
Κώδικας ακολούθησε άλλη λύση, αποδεχόμενος άρσης του άδικου
χαρακτήρα μόνο στην περίπτωση εκείνη που σώζεται σημαντικά υπέρτερης
αξίας έννομο αγαθό, καθώς σε αυτή την περίπτωση πέραν του συμφέροντος
του φορέα υπάρχει και η επιδίωξη της έννομης τάξης να διατηρήσει τα
μεγαλύτερης αξίας έννομα αγαθά, ακόμη και σε βάρος ορισμένων
κατώτερης αξίας από την στιγμή που δεν γίνεται διαφορετικά. Ο νομοθέτης
τοποθετεί το ένστικτο αυτοσυντήρησης που οδηγεί ακόμη και σε θυσία
ανάλογης αξίας εννόμου αγαθού στο άρθρο 32 Π.Κ και ειδικότερα στους
λόγους άρσης του καταλογισμού. Όταν η σπουδαιότητα κρίνεται με βάση
το ποιοτικό κριτήριο ιδιαίτερη σημασία έχει η αξία της μεταχείρισης των
εννόμων αγαθών. Η έννομη τάξη δεν επιθυμεί να διασωθεί εδώ το
πολυτιμότερο έννομο αγαθό με τον τρόπο που γίνεται προσπάθεια να
διασωθεί. Κατά την απόλυτα κρατούσα ερμηνεία δεν υπάγεται στην
ρύθμιση του άρ. 25 ΠΚ αλλά σε αυτήν του 32ΠΚ η περίπτωση κατά την
οποία το σωζόμενο έννομο αγαθό έχει μεγαλύτερη αξία από το
θυσιαζόμενο. Όταν η σπουδαιότητα κρίνεται με βάση το ποσοτικό κριτήριο
τότε λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος της απειλούμενης ζημίας, το ύψος του
κινδύνου καθώς όσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος που πρόκειται να
αποτραπεί τόσο σημαντικότερη θα πρέπει να θεωρηθεί η βλάβη και τέλος η
προέλευση του κινδύνου καθώς όταν ο κίνδυνος προέρχεται από την
προσωπική σφαίρα του εννόμου αγαθού που θυσιάζεται , η ανάγκη
προστασίας του μειώνεται ανάλογα. Όπως συμβαίνει στο ακόλουθο
παράδειγμα: ο Α κλείνει την γυναίκα του που βρίσκεται σε κρίση πανικού
στην κουζίνα για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση της με σκοπό να αποτρέψει
την καταστροφή των επίπλων.
Κατά καιρούς έχει απασχολήσει την γερμανική επιστήμη η επίδραση της
συναίνεσης του ατόμου στην διακινδύνευση. Σε αυτό το σημείο οι γνώμες
διχάζονται. Από την μία πλευρά υπάρχουν οι υποστηρικτές της άποψης ότι η
συναίνεση του διακινδυνεύοντος αίρει τον άδικο χαρακτήρα της
διακινδύνευσης, ενώ από την άλλη αυτοί που υποστηρίζουν την αντίθετη
άποψη. Κατά την σύλληψη του Έλληνα νομοθέτη η θεμελίωση αυτών των
απόψεων είναι προβληματική, καθώς το άδικο της συμπεριφοράς που
στρέφεται κατά αγαθών του κοινωνικού συνόλου δεν είναι δυνατό να
αίρεται με μόνη την συναίνεση του φορέα του έμμεσα προστατευόμενου
ατομικού αγαθού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό διαφαίνεται η ακόλουθη λύση,
ότι δεν υπάρχει κοινός κίνδυνος από την στιγμή που δεν υπάρχει ούτε καν
δυνατότητα διακινδύνευσης περισσοτέρων εννόμων αγαθών. Άρα, εν
προκειμένω γίνεται λόγος για ατομικά αγαθά όπου βρίσκει εφαρμογή η
συναίνεση του φορέα του κινδυνεύοντος αγαθού.

Δ. ΥΠΑΙΤΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ

Ο νόμος για την αποδοχή κατάστασης ανάγκης απαιτεί αυτή να επήλθε


χωρίς την υπαιτιότητα του ενεργούντος. Σ’ αυτό το σημείο τίθεται το
ζήτημα ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται προκειμένου να μην
αναγνωρισθεί κατάσταση ανάγκης. Η άποψη που υποστηρίχθηκε από τον
Ανδρουλάκη είναι ότι μόνο η επιδίωξη μπορεί να αναιρέσει την κατάσταση
ανάγκης, όταν δηλαδή ο κίνδυνος προκλήθηκε για να χρησιμεύσει η
κατάσταση ανάγκης ως πρόσχημα για να προξενηθεί η βλάβη στο έννομο
αγαθό. Το εν λόγω επιχείρημα προτάθηκε κατ’ αναλογία με την ρύθμιση της
υπαίτιας πρόκλησης άμυνας που ρυθμίζεται στο άρθρο 24 ΠΚ. Μία άλλη
άποψη υποστηρίζει ότι στην υπαίτια κατάσταση ανάγκης περιλαμβάνονται
όλα τα είδη δόλου ενώ μία τρίτη υποστηρίζει ότι περιλαμβάνεται και η
ελαφρά αμέλεια με βάση την γνωστή ρήση του Binding όποιος εκθέτει τον
εαυτό του σε κίνδυνο ας χαθεί από αυτόν. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες
μία άλλη άποψη υποστηρίζει ότι στην υπαίτια κατάσταση ανάγκης
περιλαμβάνεται και ο δόλος και η βαρεία αμέλεια. Τέλος, ο Μανωλεδάκης
διατείνεται ότι υπαιτιότητα υπάρχει όταν υπήρξε παράβαση απαγορευτικής
διάταξης όπως στο παράδειγμα που ο καπετάνιος Κ αποφασίζει να ξεκινήσει
για το καθορισμένο δρομολόγιο παρά την σχετική απαγόρευση απόπλου.
Ορθότερη εμφανίζεται η άποψη που αποκλείει την επίκληση κατάστασης
ανάγκης στην περίπτωση που αυτή προκλήθηκε από τον υπαίτιο με
οποιαδήποτε μορφή δόλου. Η κατάσταση ανάγκης δεν υπάρχει για τα
πρόσωπα που είναι υποχρεωμένα να εκτεθούν σε κίνδυνο όπως για τους
αστυνομικούς, στρατιωτικούς, ιατρούς, πυροσβέστες κλπ. όπως άλλωστε
και το άρθρο 25 παρ. 2 ΠΚ ορίζει. Όμως η υποχρέωση αυτή αφορά τον
κίνδυνο που είναι συνυφασμένος με την εκτέλεση νόμιμου καθήκοντος ή
που δύναται να προκύψει λόγω της εκτέλεσης και κατά την εκτέλεση αυτού
και όχι άσχετους με την εκτέλεση κινδύνους. Εντούτοις τιμωρείται η
υπέρβαση των ορίων της κατάστασης ανάγκης όπου και βρίσκει εφαρμογή
το άρθρο 25 παρ. 3 ΠΚ. Κατά συνέπεια όποιος υπερβαίνει τα όρια της
κατάστασης ανάγκης τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με
ελαττωμένη ποινή (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις
διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Ο δράστης μένει ατιμώρητος και δεν του
καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε με αυτό τον τρόπο εξαιτίας του
φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η η κατάσταση κινδύνου. Μία
ακόμη σχετική ρύθμιση είναι του αυτή του άρθρου 137 Δ παρ. 1 ΠΚ όπου
ορίζεται ότι ειδικά σε πράξεις που χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως
βασανιστήρια ουδέποτε μπορεί να λάβει χώρα άρση του άδικου χαρακτήρα
λόγω συνδρομής της κατάστασης ανάγκης.

Ε. ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ

Μία πρώτη κατηγορία εγκλημάτων διακινδύνευσης που θα μας


απασχολήσει είναι η κατηγορία των εγκλημάτων συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, η οποία εμπεριέχει μεγαλύτερης έντασης κίνδυνο για το
έννομο αγαθό σε σχέση με τις άλλες μορφές διακινδύνευσης και πλησιάζει
περισσότερο προς την βλάβη. Αυτή η κατάσταση συνίσταται στην
διατάραξη του συγκεκριμένου και υλικά προσδιορισμένου status ασφαλούς
ύπαρξης του προσώπου ή του πράγματος-εννόμου αγαθού, ή ασφαλούς
ύπαρξης ή λειτουργίας της συγκεκριμένης ιδιότητας προσώπου ή
πράγματος, η οποία συνιστά έννομο αγαθό. Στα εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης η «πρόκληση κινδύνου» τυποποιείται ως αυτοτελές
μέγεθος», με άλλα λόγια ο κίνδυνος τυποποιείται ως αποτέλεσμα της
αξιόποινης συμπεριφοράς στον κυρωτικό κανόνα. Ο κίνδυνος, ως μεταβολή
που συμβαίνει στον εξωτερικό κόσμο είναι κατ’ ανάγκη μέγεθος
αντικειμενικό. Κατά συνέπεια στοιχεία υποκειμενικά όπως «η δημιουργία
αισθημάτων αβεβαιότητας και ανασφάλειας σε έναν αντικειμενικό
παρατηρητή» δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την περιγραφή του. Η
έννοια του κινδύνου είναι αναλλοίωτη, είτε επέλθει η βλάβη είτε όχι. Έχει
υποστηριχθεί και η άποψη από τον Χωραφά ότι ο κίνδυνος είναι έννοια
αμιγώς υποκειμενική και είναι αποτέλεσμα του περιορισμένου και ελλιπούς
της ανθρώπινης γνώσης. Τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης
αποτελούν ολοκληρωμένα εγκλήματα διακινδύνευσης, αφού για τη
τελείωσή τους απαιτείται η επέλευση του κινδύνου που περιλαμβάνεται
στην αντικειμενική τους υπόσταση.
Τα βασικότερα χαρακτηριστικά του κινδύνου έχουν ήδη επισημανθεί στο
κεφάλαιο του κινδύνου αν και η έννοια του κινδύνου είναι από τις πλέον
εριζόμενες και γι’ αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες οι
σημαντικότερες των οποίων κρίνεται απαραίτητο να αναφερθούν.
Όπως έχει υποστηρίξει ο Μανωλεδάκης κίνδυνος είναι η μεταβολή στον
εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται την δημιουργία αιτιακών όρων για την
επέλευση μίας βλάβης, που δεν συνέβη ακόμη γιατί απαιτούνται και άλλοι
αιτιακοί όροι. Αντίστοιχα έχει υποστηρίξει και ο Ανδρουλάκης, ότι κίνδυνος
υπάρχει όταν από το σύνολο των όρων που πρέπει να συντρέξουν για να
επέλθει η βλάβη έχουν ήδη πραγματωθεί κάποιοι, έτσι ώστε να υπολείπεται
μόνο η κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πιθανή ή και βέβαιη
πραγμάτωση και των άλλων προκειμένου να επέλθει το αποτέλεσμα.
Παράλληλα και ο Χαραλαμπάκης έχει δώσει έναν ανάλογο ορισμό, ότι
κίνδυνος είναι η κατάσταση που δρομολογεί μία αιτιώδη διαδρομή, στο
τέλος της οποίας βρίσκεται η απειλούμενη βλάβη ενός εννόμου αγαθού.
Η Μπενάκη υποστηρίζει ότι για την συγκεκριμένη διακινδύνευση δε
χρειάζεται να έχει εκτεθεί πραγματικά κάποιο έννομο αγαθό σε κίνδυνο,
καθώς αυτή αποτελεί, όπως ο κίνδυνος γενικότερα, μία λογική κρίση για την
προσφορότητα της πράξης να επιφέρει ένα επιβλαβές αποτέλεσμα και
απλώς την κρίση αυτή την ανέθεσε ο νομοθέτης στο δικαστή. Για την
συγγραφέα συγκεκριμένος κίνδυνος υπάρχει και με την επιχείρηση μίας
πράξης η οποία μετά από αντικειμενική εκτίμηση εμφανίζεται πρόσφορη να
επιφέρει ένα επιβλαβές αποτέλεσμα. Άρα, μέσα από αυτή την προοπτική
αρκεί και μία απλή δυνατότητα της πράξης να επιφέρει το επιβλαβές
αποτέλεσμα. Πιστεύω πως μία τέτοια άποψη θα οδηγούσε σε αδιέξοδο
καθώς θα έδινε έναν βαρύ χαρακτηρισμό σε πράξεις που ενέχουν απλά τον
κίνδυνο χωρίς όμως να φτάνουν σε απόπειρα προσβολής του εννόμου
αγαθού. Έτσι θα είχαμε την τυποποίηση περισσότερων εγκλημάτων
συγκεκριμένης διακινδύνευσης με την μετάθεση αυτών που ανήκουν στην
κατηγορία της δυνητικής σε αυτήν των συγκεκριμένης με αποτέλεσμα την
κατάργηση των δυνητικής διακινδύνευσης εγκλημάτων και τον αντίστοιχο
περιορισμό σε δύο μόνο κατηγορίες εγκλημάτων.
Η Συμεωνίδου Καστανίδου δέχεται ότι για να υπάρχει συγκεκριμένος
κίνδυνος θα πρέπει το έννομο αγαθό να βιώνει μέσα στην πηγή του
κινδύνου και για την κατάφασή του διακρίνει τρία επιμέρους
χαρακτηριστικά, τα οποία θεμελιώνουν την ειδοποιό διαφορά του
συγκεκριμένου κινδύνου από τις άλλες μορφές διακινδύνευσης.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με την συγγραφέα ο συγκεκριμένος κίνδυνος α)
είναι κατάσταση που εξελίσσεται προς την βλάβη, β) για την επέλευση της
οποίας δε χρειάζεται η προσθήκη κανενός επιπλέον όρου, και τέλος γ)
αποτελεί μία κατάσταση στα πλαίσια της οποίας η βλάβη είναι ορατή και
επικείμενη. Ενώ ο Ανδρουλάκης διατείνεται ότι στα εγκλήματα κινδύνου,
σε αντίθεση με τα εγκλήματα βλάβης, αρκεί η πρόκληση μια κατάστασης
κινδύνου βλάβης του οικείου εννόμου αγαθού. Ο κίνδυνος αυτός, ως
αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη, είναι στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που πρέπει να διαπιστώνεται ότι
συντρέχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Εάν δεν επήλθε in concreto
κίνδυνος, το έγκλημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελειωμένο. Στην
περίπτωση του άρ. 306 ΠΚ σε κατάσταση κινδύνου βρίσκεται και το
αβοήθητο πρόσωπο όπως επίσης και στο άρ. 286 ΠΚ «…και έτσι προξενεί
κίνδυνο για την ζωή ή τη υγεία ανθρώπου». Τέλος η Καϊάφα δέχεται ότι
κίνδυνος υπάρχει όταν το έννομο αγαθό εισέρχεται ή βιώνει σε μία
«λειτουργική πηγή κινδύνου», εννοώντας ως τέτοια μία λειτουργική
δυνατότητα βλάβης. Ενώ το αν θα απαιτήσει κανείς να συντρέχουν επιπλέον
και άλλοι όροι, ώστε η σωτηρία του εννόμου αγαθού να φαίνεται ότι
εναπόκειται στην τύχη ή ότι γι’ αυτήν χρειάζεται η λήψη εξαιρετικών
μέτρων, είναι ένα ζήτημα, που αφορά κυρίως έναν παραπέρα περιορισμό
της έννοιας του συγκεκριμένου κινδύνου, και τούτο μόνο από τη λογική
συγκεκριμένων διατάξεων θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Πάντως με την
είσοδο του εννόμου αγαθού στην πηγή διακινδύνευσης ο κίνδυνος
πραγματώνεται ήδη και η επέλευση παραπέρα αιτιακών όρων μόνο ως
ιδιαίτερη έντασή του μπορεί να ισχύσει. Οι θέσεις που εκτέθηκαν είναι
σημαντικές και διαφοροποιούν την ουσία του κινδύνου όπως θα φανεί και
στο ακόλουθο παράδειγμα. Ο Δ βάζει φωτιά σε ένα κτίριο που λόγω της
παλιάς κατασκευής του και της δυσλειτουργικότητας των χώρων του είναι
σχεδόν ερημωμένο. Κατά τον Ανδρουλάκη ακόμη και σε αυτή την
περίπτωση το γράμμα του 264 παρίπτ. β΄ πληρούται ακόμη και αν στην
συγκεκριμένη περίπτωση κανένας δεν βρέθηκε μέσα στο κτίριο για να
κινδυνεύσει. Το ίδιο δεν θα συνέβαινε αν ήταν διαπιστωμένο γεγονός ότι το
ερειπωμένο κτίριο, που κάηκε εσκεμμένα, ήταν μη προσιτό σε
οποιονδήποτε και μόνο τυχαία θα μπορούσε κάποιος να καταφύγει εκεί.
Ενώ κατά την Συμεωνίδου Καστανίδου βλάβη θα υπήρχε όταν στο κτίριο
υπήρχαν άνθρωποι που κινδύνευαν ή η εξάπλωση της φωτιάς ήταν τέτοια
ώστε να κινδυνεύσουν τα γειτονικά κτίρια που κατοικούνταν ή ήταν
προσβάσιμα σε αόριστο αριθμό ατόμων. Συνεπώς προτού η φωτιά
εξαπλωθεί στα γειτονικά κτίρια δεν μπορούμε να κάνουμε ακόμη λόγο για
συγκεκριμένο κίνδυνο ανθρώπου αλλά μπορούμε παρόλα αυτά να πούμε ότι
η πράξη εξελισσόμενη από μόνη της μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη όταν
αρκεί να συνεχιστεί απλά και μόνο η εξέλιξή της για να αγγίξει τα όρια των
γειτονικών κτιρίων και να επεκταθεί σε αυτά.
Από την άλλη πλευρά η Καϊάφα Γκμπάντι αποδέχεται τον κανόνα ότι
αποφασιστικό κριτήριο για να καταφαθεί ο συγκεκριμένος κίνδυνος είναι το
να βιώνει τα έννομο αγαθό μέσα στην πηγή του κινδύνου, το να εισέρχεται
δηλαδή σε μία υπαρξιακή κρίση η οποία δείχνει ότι σε κάθε στιγμή θα
μπορούσε να επέλθει βλάβη. Παρόλα αυτά όμως διαφωνεί με την θεώρηση
της Καστανίδου για τον συγκεκριμένο κίνδυνο και ειδικότερα ως προς το
δεύτερο χαρακτηριστικό της έννοιας του κινδύνου, ότι δηλαδή για την
επέλευση του κινδύνου δεν χρειάζεται η προσθήκη κανενός άλλου όρου.
Την θέση αυτή την στηρίζει στο ότι δεν μπορεί μία κατάσταση που μέσα
από μία αιτιώδη διαδρομή οδηγεί στην βλάβη να μην έχει ανάγκη από την
συνδρομή νέων όρων και επισημαίνει την ανάγκη να βρεθεί ένα πιο
ασφαλές κριτήριο για την για την κατάφαση του συγκεκριμένου κινδύνου σε
κάθε περίπτωση.
Κατά την γνώμη μου, για την στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου
κινδύνου θα πρέπει να υπάρχει μία σαφής οριοθέτηση ανάμεσα στην
χαρακτηριζόμενη ως συγκεκριμένη από τις άλλες μορφές διακινδύνευσης
ούτως ώστε να είναι κανείς σίγουρος για την υπαγωγή ή όχι μίας
περίπτωσης στην έννοια του συγκεκριμένου κινδύνου. Άρα, για να μιλάμε
για συγκεκριμένο κίνδυνο, το έννομο αγαθό θα πρέπει όχι μόνο να
πλησιάζει αλλά να βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στην πηγή του κινδύνου
ώστε να είναι αναπόφευκτη η επικείμενη βλάβη του. Αυτή η αιτιώδης
διαδρομή οδηγεί αναπόφευκτα προς την βλάβη ως αποτέλεσμα χωρίς να
στηρίζεται στην συνδρομή νέων όρων. Οποιοδήποτε κριτήριο και αν
χρησιμοποιηθεί για τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου κινδύνου είναι
ελλειπές και μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση καθώς δεν υπάρχει μία κοινά
ακολουθούμενη άποψη ως προς τον ειδικότερο χαρακτηρισμό του
συγκεκριμένου κινδύνου.
Στην γερμανική θεωρία έχει υποστηριχθεί ότι για να καταφαθεί
συγκεκριμένος κίνδυνος θα πρέπει καταρχήν από την συμπεριφορά του
δράστη να προκληθεί συγκεκριμένος κίνδυνος που να οδηγεί στην είσοδο
του εννόμου αγαθού στην πηγή του κινδύνου. Εδώ όμως ανακύπτει το
ερώτημα πότε θα πρέπει να γίνει δεκτή η είσοδος του εννόμου αγαθού στην
πηγή του κινδύνου. Κατά τον Demuth αυτό συμβαίνει όταν δημιουργηθούν
αισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας σχετικά με την σωτηρία του
εννόμου αγαθού. Συνεχίζει με την διαπίστωση ότι αυτά τα συναισθήματα
δημιουργούνται όταν η σωτηρία του εννόμου αγαθού εναπόκειται στην τύχη
ή όταν για αυτήν χρειάζεται να ληφθούν έκτακτα μέτρα. Σύμφωνα με την
θεωρία του η πραγμάτωση του κινδύνου γίνεται στις περιγραφόμενες
περιπτώσεις. Στις περιπτώσεις που η σωτηρία του εννόμου αγαθού
οφείλεται σε φυσιολογικούς παράγοντες τότε δεν μπορεί να υπάρξει
συγκεκριμένος κίνδυνος.
Για τον Demuth η πρόκληση αισθημάτων αβεβαιότητας εξαρτάται από
την «φυσιολογικότητα» των λόγων σωτηρίας του εννόμου αγαθού, γεγονός
που οδηγεί στο ερώτημα αν η ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου μπορεί να
στηρίζεται σε ανάλογους παράγοντες. Ο ίδιος παραθέτει και ένα παράδειγμα
όπου ο Λ ρίχνει τον Μ σε μία λίμνη χωρίς να γνωρίζει κολύμπι και τελικά
σώζεται με την έγκαιρη σωστική επέμβαση του ναυαγοσώστη. Αυτό όμως
που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για την πραγμάτωση του συγκεκριμένου
κινδύνου είναι η δημιουργία αισθημάτων ανασφάλειας παράλληλα με την
είσοδο και παραμονή του εννόμου αγαθού στην πηγή του κινδύνου. Η
εξάρτηση του κινδύνου από τυχαίους παράγοντες δεν μπορεί να αποτελέσει
ασφαλή επιλογή. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος παρουσιάζεται υπαρκτός
άσχετα αν η επέλευση του βλαπτικού αποτελέσματος παρουσιάζεται
περισσότερο ή λιγότερο τυχαία. Άρα οι λόγοι σωτηρίας του εννόμου αγαθού
που αποτρέπουν την επέλευση του βλαπτικού αποτελέσματος σχετίζονται
άμεσα με το βλαπτικό αποτέλεσμα και όχι με τον κίνδυνο καθώς η λογική
πορεία των πραγμάτων είναι πρώτα να εισέρχεται το έννομο αγαθό στην
περιοχή του κινδύνου και μετά να αποτρέπεται για οποιονδήποτε λόγο η
βλάβη. Αλλιώς θα πρέπει να εκτιμηθούν οι λόγοι αποτροπής κινδύνου, οι
οποίοι είναι σημαντικοί διότι όταν εκπληρωθούν παρεμποδίζουν την
πραγμάτωσή του. Μάλιστα και κατά την ex post θεώρηση του κινδύνου θα
πρέπει να αυτοί μόνο οι όροι που αναφέρονται στην πραγμάτωση του
κινδύνου να ληφθούν υπόψη από τον δικαστή χωρίς να αποκλείεται και η
εξέταση και άλλων όρων.
Η άποψη ότι ο κίνδυνος αποτελεί μία κατάσταση που δημιουργεί
αισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας έχει αποτελέσει έρεισμα για την
θεμελίωση απόψεων νεώτερων συγγραφέων. Έτσι ο Horn θεωρεί ως
κριτήριο για την ύπαρξη κινδύνου την αδυναμία διαπίστωσης του λόγου
αποτροπής της βλάβης ενώ ο Schunemann θέτει ως προϋπόθεση του
κινδύνου την τύχη. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν επέδρασαν τυχαίοι παράγοντες
που να είχαν ως αποτέλεσμα την μη επέλευση της βλάβης, να μην συνάγεται
η δημιουργία κινδύνου. Στην ίδια λογική κινείται και ο Cramer, οποίος
θεωρεί ότι υπάρχει πρόκληση κινδύνου όταν η ασφάλεια του αγαθού έχει
διαταραχθεί σε τέτοιο βαθμό από την πράξη του δράστη ώστε να εξαρτάται
από τύχη η τυχόν επέλευση του βλαπτικού αποτελέσματος. Τέλος
σύμφωνος με τους παραπάνω θεωρητικούς είναι και ο Kindhauser, ο οποίος
θεωρεί ότι υπάρχει συγκεκριμένος κίνδυνος όταν η αποτροπή της βλάβης
δεν μπορεί να αποτραπεί με μέσα ορθολογικής αποτροπής της βλάβης. Σε
παράδειγμα του αναφέρει ότι ακόμη και όταν έγινε πυροβολισμός με όπλο
το οποίο εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι ήταν άδειο έχει δημιουργηθεί
συγκεκριμένος κίνδυνος. Επιπλέον στο παράδειγμα που αναφέρθηκε πριν με
τον άνθρωπο που χωρίς να γνωρίζει κολύμπι έπεσε στη λίμνη, ισχυρίζεται
ότι ο κίνδυνος πραγματώθηκε από την στιγμή που το θύμα κάλεσε σε
βοήθεια και τελικά σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση ενός τρίτου
προσώπου. Στην περίπτωση που το θύμα απαίτησε βοήθεια και τελικά χάρη
σε αυτή σώθηκε κατά τον συγγραφέα θεωρούνται ότι μειώθηκαν τόσο η
βλαπτικότητα της συμπεριφοράς όσο και ο δημιουργημένος κίνδυνος. Όσον
αφορά την άποψη του Kindhauser θεωρώ πως συγκεκριμένος κίνδυνος
δημιουργήθηκε από την στιγμή που το θύμα βρίσκεται μέσα στην λίμνη και
ζητάει βοήθεια, καθώς από αυτή την στιγμή βρίσκεται το έννομο αγαθό σε
κίνδυνο αφού απειλείται άμεσα η ζωή του. Εάν τελικά με κάποιο τρόπο
(απαίτησε βοήθεια ή όχι) το θύμα σώθηκε αυτό δεν χρειάζεται να το
λάβουμε υπόψη για την κατάφαση συγκεκριμένου κινδύνου.
Σχετικά με το παράδειγμα με το όπλο δεν θεωρώ δυνατή την ύπαρξη
συγκεκριμένου κινδύνου καθώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι
τι το όπλο από την στιγμή που ήταν άδειο δεν προκάλεσε καμία διατάραξη
της υπαρξιακής ασφάλειας του εννόμου αγαθού. Επιπλέον το έννομο αγαθό
δεν εισήλθε καν στην πηγή του κινδύνου, άρα δεν μπορούμε να μιλάμε για
συγκεκριμένο κίνδυνο.
Κατά την άποψή μου η θεωρία των Demuth και Schunemann
παρουσιάζει μειονεκτήματα και δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθώς για την
πραγμάτωση του κινδύνου δεν ενδιαφέρει το αν η αποτροπή του βλαπτικού
αποτελέσματος οφείλεται σε τυχαίους ή σε φυσιολογικούς παράγοντες.
Εφόσον υπάρχει μία προσβολή του εννόμου αγαθού ο κίνδυνος θα υπάρχει
ανεξάρτητα από την ύπαρξη οποιωνδήποτε άλλων παραγόντων.
Οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοιους παράγοντες έχει σχέση με τον
προσδιορισμό της έντασης του κινδύνου και δεν είναι αποφασιστική για την
κατάφαση συγκεκριμένου κινδύνου.
Στην συγκεκριμένη διακινδύνευση το πιο σημαντικό μέγεθος για την
δημιουργία νέας μονάδας αγαθού συνιστά η ειρήνευσή του, όπως ακριβώς
συμβαίνει και στα εγκλήματα βλάβης των ελαστικών εννόμων αγαθών. Σε
περιπτώσεις που τυποποιούνται ως εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης στο νόμο, ο κίνδυνος που αποτελεί μεταβολή του status
ασφαλούς ύπαρξης των εννόμων αγαθών με την συνδρομή των όρων
βλάβης, διατηρείται έως ότου ανατραπεί η κατάσταση ανασφάλειας και
περιέλθει η μονάδα του αγαθού είτε στην προηγούμενη είτε σε πιο ασφαλή
θέση. Αυτό συνεπάγεται ότι όταν αφού έχουμε έκθεση ενός ατόμου στον
κίνδυνο ο δράστης μετανοήσει και φροντίσει για την περίθαλψη του
θύματος και στην συνέχεια το επαναεκθέσει τότε έχουμε αληθινή συρροή
των δύο εγκλημάτων έκθεσης, από την στιγμή που με την περίθαλψη του
θύματος επήλθε ειρήνευση του εννόμου αγαθού και μετά με την δεύτερη
έκθεση το έννομο αγαθό δέχτηκε μία νέα προσβολή.
Η πρακτική σημασία της διάκρισης των εγκλημάτων διακινδύνευσης στις
κατηγορίες που αναλύθηκαν ανωτέρω (βλάβης - διακινδύνευσης και οι τρεις
επιμέρους κατηγορίες) γίνεται φανερή στα εξής ζητήματα. Κατά πρώτο
λόγο στο ζήτημα προσδιορισμού της αιτιώδους συνάφειας, το οποίο έχει
άλλη λειτουργία στα εγκλήματα βλάβης ανάλογα με τον χαρακτήρα τους ως
εγκλημάτων αποτελέσματος ή απλής συμπεριφοράς και διαφορετικά
διαβαθμισμένη δυσκολία στα εγκλήματα διακινδύνευσης και περισσότερο
σε αυτά της συγκεκριμένης και της δυνητικής.
Κατά δεύτερο λόγο μεγάλη σημασία δίνεται στο ζήτημα της απόπειρας,
που είναι αμφισβητούμενο ή προς απόδειξη στις περιπτώσεις των
εγκλημάτων βλάβης ή διακινδύνευσης, οι οποίες έχουν ταυτόχρονα τον
χαρακτήρα ενός εγκλήματος απλής συμπεριφοράς. Τέλος, η πρακτική
σημασία φαίνεται και στο ζήτημα του καθορισμού του τόπου τέλεσης του
εγκλήματος, που μόνο στα εγκλήματα βλάβης, στην περίπτωση που αυτά
είναι παράλληλα και εγκλήματα αποτελέσματος, όπως επίσης και στα
εγκλήματα συγκεκριμένης και δυνητικής διακινδύνευσης, επηρεάζεται
επιπλέον και από τον τόπο επέλευσης του αποτελέσματος ή τον τόπο
επέλευσης του κινδύνου βλάβης του εννόμου αγαθού.

Ζ. ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΔΥΝΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ

Ο συγκριτικός προσδιορισμός της ύπαρξης και λειτουργίας του


εννόμου αγαθού μέσα σε ένα περίγυρο όπως και η σχέση του με άλλα
πρόσωπα ή πράγματα, ή με άλλα λόγια το status του εννόμου αγαθού πριν
και μετά την πράξη διακινδύνευσης ήταν έργο δύσκολο για τον νομοθέτη.
Για τον λόγο αυτό οδηγήθηκε στην θέσπιση μίας ακόμη κατηγορίας
εγκλημάτων, σε αυτήν των αφηρημένης- συγκεκριμένης. Όσον αφορά τα
εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης τα οποία έχουν κυρίαρχη παρουσία
στο κεφάλαιο των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, είναι φανερό ότι από
αυτά μπορεί να προκύψει κίνδυνος, όμως κίνδυνος συγκεκριμένος και όχι
αφηρημένος, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση με τα
εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης. Το συγκεκριμένο της
διακινδύνευσης θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να κρίνει ο δικαστής.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης
χρειάζεται «αρχή εκτέλεσης» στην επέλευση του κινδύνου, «απόπειρα»
πρόκλησης κινδύνου δηλαδή πράξη που το επόμενο στη συνηθισμένη
πορεία ων πραγμάτων βήμα, αλλά ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών
κάθε περίπτωσης, θα είναι η δημιουργία κινδύνου, δηλαδή μεταβολή στον
εξωτερικό κόσμο συνεπαγόμενη την πραγμάτωση αιτιακών όρων ή
συνθηκών για την πρόκληση μιας βλάβης. Στα εγκλήματα αυτή της
κατηγορίας έχουμε αναγωγή της απόπειρας πρόκλησης κινδύνου σε
τελειωμένο έγκλημα. Τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης βρίσκονται
ανάμεσα στα συγκεκριμένης και σε αυτά για τα οποία θα γίνει λόγος
περαιτέρω και έχουν επικρατήσει ως δυνητικής διακινδύνευσης
(αφηρημένης – συγκεκριμένης διακινδύνευσης). Τα εγκλήματα αυτά
πλησιάζουν προς τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, διότι ο
κίνδυνος έστω και ως δυνατότητα (και όχι ως εμπειρικό γεγονός)
περιλαμβάνεται στην αντικειμενική τους υπόσταση έτσι όπως έχουν
τυποποιηθεί στον ποινικό νόμο με την διαφορά ότι ο τυποποιημένος
κίνδυνος έχει σε αυτά άλλη λειτουργική διάσταση. Πλησιάζουν όμως και
προς τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης αφού για την τελείωση
τους δεν απαιτείται η επέλευση, δηλαδή το εμπειρικό γεγονός του κινδύνου
αλλά αρκεί και η δυνατότητα επέλευσης αυτού. Η διαφορά όμως των εν
λόγω εγκλημάτων με τα αφηρημένης διακινδύνευσης έγκειται στο ότι στην
αφηρημένη διακινδύνευση δεν ενδιαφέρει τόσο η πραγματική όσο και η
δυνητική επέλευση του κινδύνου, γι’ αυτό και τιμωρείται η συμπεριφορά
καθ’ αυτή, ανεξάρτητα από το αν προέκυψε ή όχι κίνδυνος για το έννομο
αγαθό, ενώ η δυνητική διακινδύνευση αποκλείει από τα ενδιαφέροντά της
μόνο την πραγματική επέλευση του κινδύνου, ζητεί όμως οπωσδήποτε
δυνατότητα επέλευσης του κινδύνου.
Από Γερμανούς θεωρητικούς έχει υποστηριχθεί ότι τα ως άνω
εγκλήματα αποτελούν απλά μία υποκατηγορία των εγκλημάτων
αφηρημένης διακινδύνευσης ενώ το ίδιο έχει υποστηριχθεί στο θέμα της
δυσφήμησης και από Έλληνες συγγραφείς. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί η
άποψη του Σπινέλλη, ο οποίος ταξινομεί σε τέσσερεις κατηγορίες
εγκλήματα τα οποία δεν εμπίπτουν στα συγκεκριμένης και δημιουργούν
προβλήματα ως προς το τι ήθελε ο νομοθέτης. Στην πρώτη κατηγορία
εντάσσει τα ά.264, 268,270, 273, 275, 277,290,,291 και 297 όπου
διαπιστώνει από την διατύπωση των εν λόγω άρθρων ότι θα πρέπει να
ερευνάται αν από την πράξη του εκάστοτε υποκειμένου κάθε φορά μπορεί
να προκύψει κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, χωρίς να
απαιτείται ο κίνδυνος αυτός να προέκυψε μετά απαραίτητα. Στην δεύτερη
κατηγορία τοποθετεί το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (ά.309
ΠΚ) όπου, συμμεριζόμενος την άποψη της νομολογίας, κάνει δεκτό ότι το
εν λόγω έγκλημα είναι συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Αυτό συνάγεται από
την διατύπωση του σχετικού άρθρου όπου αναφέρεται η ρητά η πρόκληση
κινδύνου για την ζωή του παθόντος. Συνεπώς το δικαστήριο ερευνά την
κάθε υπό κρίση περίπτωση με βάση τις συνθήκες που επικρατούν όπως είναι
ιδιαίτερα η κατάσταση του θύματος.
Ο ανωτέρω συγγραφέας κάνει αναφορά και σε μία τρίτη κατηγορία
όπου εντάσσει τα εγκλήματα κατά της τιμής και ειδικότερα τα ά. 362 και
364 ΠΚ . Κατά την κρατούσα στον ελληνικό χώρο άποψη τα εγκλήματα
αυτά είναι δυνητικής διακινδύνευσης καθώς αρκεί το γεγονός που
ισχυρίζεται ή διαδίδει κάποιος να είναι ικανό να βλάψει την τιμή ή την
υπόληψη άλλου, και δεν κρίνεται απαραίτητο να επήλθε βλάβη. Ενώ στην
Γερμανία έχει υποστηριχθεί από μερίδα θεωρητικών ότι τα σχετικά
εγκλήματα είναι αφηρημένης διακινδύνευσης καθώς αρκεί η αφηρημένη
ικανότητα του γεγονότος να προκαλέσει βλάβη και δεν ενδιαφέρει η σχέση
του προς ορισμένο πρόσωπο. Ενώ ο ίδιος θεωρεί ως ορθότερη την άποψη
που κατά καιρούς έχει υποστηριχθεί από διάφορους θεωρητικούς ότι τα
εγκλήματα αυτά είναι λόγω της διατύπωσής τους συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, διότι θα πρέπει να είναι το γεγονός ικανό να βλάψει την
τιμή του θύματος, όπως επίσης και ο δικαστής να κρίνει, με βάση τα
περιστατικά που υπάρχουν κατά τον χρόνο της πράξης, αν δημιουργήθηκε
δυνατότητα κινδύνου για την τιμή του παθόντος. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα
υπήρχε πρόβλημα καθώς όταν υπήρχε περιστατικό που θα απέκλειε την
βλάβη της φήμης δεν θα υπήρχε και βλάβη της υπόληψης με συνέπεια να μη
υπάρχει δυσφήμηση. Αυτό θα οδηγούσε σε ατιμωρησία του δράστη σε
κάποιες περιπτώσεις και σε δυσκολίες εφαρμογής των ά.362 και 363 ΠΚ.
Όπως επίσης με μόνη την ικανότητα του γεγονότος να επιφέρει βλάβη ο
δικαστής θα διαπίστωνε κίνδυνο χωρίς να χρειάζεται να συνυπολογίσει και
όλους τους υπόλοιπους όρους που οδήγησαν σε αυτόν. Στην διαμάχη αυτή
έχει κερδίσει έδαφος η άποψη ότι τα εγκλήματα αυτά είναι αφηρημένης –
συγκεκριμένης, καθώς από την περιγραφή του εγκλήματος συνάγεται ότι
δικαστής θα πρέπει να ερευνά σε κάθε περίπτωση αν το γεγονός που
ισχυρίζεται ή διαδίδει ο δράστης μπορεί ή όχι να επιφέρει βλάβη χωρίς να
κρίνεται απαραίτητο να διαπιστωθεί ότι επήλθε η ίδια η βλάβη.
Τέλος, η τελευταία κατηγορία που αναφέρει είναι τα εγκλήματα της
διατάραξης της ειρήνης των πολιτών, και ειδικότερα το ά, 191 ΠΚ. Εδώ τα
έννομα αγαθά εκτός του ότι είναι περισσότερα είναι αγαθά της ολότητας με
ασαφή έννοια (ανησυχίες ή φόβος, δημόσια πίστη) και αυτό δημιουργεί μία
δυσκολία στο νομοθέτη να εξατομικεύσει μία συμπεριφορά και να την
κρίνει ως επικίνδυνη. Παράλληλα και ο δικαστής έχει το δυσχερές έργο να
διαπιστώσει αν υπήρξε πραγματικός κίνδυνος για τα έννομα αγαθά. . Η
προσφορότητα των ψευδών ειδήσεων ή της φήμης να επιφέρει βλάβη στα
έννομα αγαθά είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης που θα πρέπει
να ερευνάται ανεξάρτητα αν επήλθε ή όχι κίνδυνος. Κατά συνέπεια και τα
εγκλήματα αυτά όπως και τα προηγούμενα συνιστούν εγκλήματα
αφηρημένης- συγκεκριμένης διακινδύνευσης.
Εν προκειμένω, το άδικο της πράξης στα εγκλήματα αυτά έχει
εξαρτημένο χαρακτήρα και υφίσταται μόνο αν από την πράξη στη
συγκεκριμένη περίπτωση είναι δυνατό να προκύψει κάποιος κίνδυνος. Ο
δικαστής εδώ, (σε αντίθεση με τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης
όπου η αιτιακή σχέση μεταξύ πράξης και κινδύνου είναι δεδομένη), οφείλει
να διερευνήσει αν η στο νόμο τυποποιημένη πράξη είναι δυνατό στην
συγκεκριμένη περίπτωση να οδηγήσει στη δημιουργία όρων κινδύνου για
κάποιο αγαθό Έτσι π.χ η πρόκληση πυρκαγιάς είναι αξιόποινη μόνο αν
υπάρχει δυνατότητα να απειληθούν ξένες ιδιοκτησίες ή ανθρώπινες ζωές.
Διαφορετικά αποτελεί επιτρεπόμενη συμπεριφορά.
Στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης, ο κίνδυνος ως αποτέλεσμα
της αξιόποινης συμπεριφοράς, δεν είναι στοιχείο αναγκαίο για την πλήρωση
της αντικειμενικής τους υπόστασης , ούτε αρκεί όμως να είναι μία
αφηρημένη δυνατότητα βλάβης (αφηρημένος κίνδυνος, όπως στα
αφηρημένης διακινδύνευσης). Όμως, σύμφωνα με την αντικειμενική τους
υπόσταση, αυτό το αποτέλεσμα πρέπει να αποτελεί συγκεκριμένη
δυνατότητα βλάβης. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ένα έγκλημα
δυνητικής διακινδύνευσης θα πρέπει να συντρέξουν τρεις αναγκαίοι όροι.
Καταρχήν χρειάζεται η πράξη που στρέφεται εναντίον του εννόμου αγαθού
να έχει τη δυναμική να οδηγήσει και σε βλάβη του. Η δυναμική αυτή θα
πρέπει να υπάρχει σε συγκεκριμένο επίπεδο και όχι γενικά και αφηρημένα.
Για να αρχίσει η διαδικασία προς την βλάβη του αγαθού θα πρέπει να
συντρέξουν υποχρεωτικά και επιπλέον όροι. Οι όροι αυτοί θα συνδέονται με
έναν αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την συμπεριφορά που τους
προκάλεσε. Πέρα από αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί και ο αιτιώδης
σύνδεσμος και μεταξύ της ήδη υφιστάμενης κατάστασης κινδύνου και της
επελθούσας βλάβης, ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτό κατά πόσο η βλάβη
αυτή είναι αιτιατό της κατάστασης κινδύνου που είναι ήδη ορατή ή είναι
αποτέλεσμα άλλης αυτοδύναμης και ανεξάρτητης αιτίας. Άρα δεν είναι
αρκετή η διερεύνηση του αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ
συμπεριφοράς και δυνατότητας κινδύνου και συμπεριφοράς και βλάβης,
αλλά και κινδύνου και βλάβης.
Μία πράξη έχει την δυναμική να οδηγήσει σε βλάβη του αγαθού, αρχικά
όταν στρέφεται αμέσως εναντίον του, οπότε βέβαια το έννομο αγαθό πρέπει
να βρίσκεται μέσα στην εμβέλεια δράσης της. Επίσης μία πράξη μπορεί να
οδηγήσει σε βλάβη του εννόμου αγαθού και όταν, χωρίς να κατευθύνεται
αμέσως εναντίον του, το παγιδεύει όμως με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι
κάθε στιγμή δυνατή η προσβολή του με αυτοκυβερνούμενη πράξη του
φορέα του. Όσον αφορά την τελευταία προϋπόθεση, δηλαδή τους ‘όρους’ σ’
ένα έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης η πρόκληση του κινδύνου εξαρτάται
από επιπλέον, πραγματοποιήσιμους ανά πάσα στιγμή όρους, τους οποίους
δεν ελέγχει ο δράστης και οι οποίοι δεν αποτελούν αυτοτελές άδικο βλάβης
του εννόμου αγαθού που διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια. Η αποδοχή της
κατάστασης δυνατότητας κινδύνου ως αποτελέσματος είναι κατά πολλούς
συγγραφείς αδύνατη. Ο λόγος αυτής της αρνητικής στάσης είναι ότι οι εν
λόγω θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι στην απλή δυνατότητα κινδύνου το
εξατομικευμένο έννομο αγαθό δεν έχει ακόμη εισέλθει στο χώρο
διακινδύνευσής του ή αλλιώς αυτό δεν έχει ακόμη αγγιχθεί από την πράξη.
Κατά της άποψης αυτής όμως υπήρξε πολλή μεγάλη αμφισβήτηση από την
στιγμή που στην κατάσταση που δημιουργεί δυνατότητα κινδύνου, η πράξη
μοιραία έχει αγγίξει κάποια έννομα αγαθά αφού με την ύπαρξη κάποιων
όρων τα έννομα αυτά αγαθά έχουν εισέλθει στην πηγή του κινδύνου. Αυτή η
κατάσταση συνιστά ένα είδος προσβολής, μία όχι εγγύς διακινδύνευση.
Επίσης, στη δυνατότητα κινδύνου διαπιστώνεται ότι υπήρξε κάποιο αίτιο
που αυξάνοντας τους όρους επέλευσης της βλάβης επέφερε μία μεταβολή
στον εξωτερικό κόσμο. Συνεπώς, ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος (αν
το υπό κρίση αίτιο προκάλεσε την κατάσταση δυνατότητας κινδύνου)
μεταξύ της υπό κρίση συμπεριφοράς και της κατάστασης δυνατότητας
κινδύνου θα πρέπει να διαπιστώνεται ανεξάρτητα αν το συγκεκριμένο υλικό
αντικείμενο έχει εισέλθει ή όχι στην πηγή του κινδύνου. Στην περίπτωση
που δεν υπάρχει η σχέση αιτίου αιτιατού δεν ολοκληρώνεται και το οικείο
έγκλημα. Ο Μανωλεδάκης απαιτεί για την θεμελίωση αυτών των
εγκλημάτων πράξη που να δημιουργεί συγκεκριμένη δυνατότητα βλάβης, να
οδηγεί με άλλα λόγια στην μέσα από μία διαδρομή στην δημιουργία
κινδύνου. Ενώ η Καστανίδου υποστηρίζει ότι η πράξη δεν θα πρέπει σε
κάθε περίπτωση να αποτελεί και δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου. Με την
δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου περιορίζεται και εξειδικεύεται η αξιόποινη
συμπεριφορά όπως και ο άδικος χαρακτήρας της. Όμως από την στιγμή που
σ’ αυτή την κατηγορία εγκλημάτων απαιτείται μία δυνατότητα και όχι η
ολοκλήρωση του βλαπτικού αποτελέσματος επόμενο είναι να απαιτείται
κάτι λιγότερο σε σχέση με τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Σ’
αυτό το σημείο η συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα πότε μία
πράξη εμπίπτει στο νόμο χωρίς ακόμη να έχει δημιουργήσει κίνδυνο για το
έννομο αγαθό και ποιο είναι το άδικο που περικλείει μία τέτοια πράξη. Για
τον σκοπό αυτό παραθέτει ένα παράδειγμα που αφορά την επικίνδυνη
σωματική βλάβη σε τέσσερεις παραλλαγές θέλοντας να δείξει το μέγεθος
του κινδύνου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και περαιτέρω να προβεί σε
χαρακτηρισμό της έννοιας της δυνητικής διακινδύνευσης, ως κατάστασης
κατά την κατά την οποία η πρόκληση του κινδύνου εξαρτάται από επιπλέον,
πραγματοποιήσιμους ανά πάσα στιγμή όρους, τους οποίους δεν ελέγχει ο
δράστης και οι οποίοι δεν περικλείουν αυτοτελές άδικο βλάβης του εννόμου
αγαθού, που διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια.
Τέλος, ο Ανδρουλάκης ονομάζει αυτήν την κατηγορία εγκλήματα
επικινδυνότητας. Σε αυτά όλα τα εγκλήματα αρκεί το επικίνδυνο της
συμπεριφοράς καθεαυτήν, χωρίς να αξιώνεται και διακινδύνευση ενός
συγκεκριμένου αγαθού. Εξαίρεση αυτής της κατηγορίας και ιδιόρρυθμη
περίπτωση που συνδυάζει τόσο έγκλημα βλάβης όσο και έγκλημα
εξιδιασμένης επικινδυνότητας αποτελεί το έγκλημα της επικίνδυνης
σωματικής βλάβης κατ’ άρ. 309 ΠΚ. Κατά τον συγγραφέα στα εγκλήματα
επικινδυνότητας, η επικινδυνότητα θα πρέπει να αποδεικνύεται σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση ότι χαρακτηρίζει την περί ης πρόκειται
συμπεριφορά, όντας συστατικό της οικείας αντικειμενικής υπόστασης. Σε
πολλές περιπτώσεις η επικινδυνότητα της συμπεριφοράς που είναι αναγκαία
αλλά και επαρκής για την πλήρωση των υπό συζήτηση αντικειμενικών
υποστάσεων, εξελίσσεται in concreto σε κίνδυνο για ένα ή και περισσότερα
συγκεκριμένα έννομα αγαθά. Η περίπτωση αυτή επέλευσης, σε μορφή
βαρύτερου αποτελέσματος, μίας κατάστασης κινδύνου, ορθό είναι να
προβλέπεται στο νόμο και να τιμωρείται με βαρύτερη ποινή. Η πρόβλεψη
αυτή έχει καθιερωθεί στον χώρο της τροχαίας κυκλοφορίας, όπου η διάταξη
315 c του γερμανικού ΠΚ δίνει ένα ορθό κατά τον Ανδρουλάκη υπόδειγμα
ρύθμισης.
Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν εγκλήματα όπως τα άρ.264 ΠΚ
(εμπρησμός), 268 (πλημμύρα), 270 (έκρηξη), 273 (κοινώς επικίνδυνη
βλάβη).

ΣΤ. ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗΣ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ

Η τελευταία κατηγορία εγκλημάτων είναι τα εγκλήματα αφηρημένης


διακινδύνευσης. Τα εγκλήματα αυτού του είδους της διακινδύνευσης, στην
τυποποίηση των οποίων δεν υπάρχει το αποτέλεσμα της εμπειρικής
πρόκλησης κινδύνου, τα οποία ωστόσο κρίνονται από το νομοθέτη ως
αφηρημένα επικίνδυνα για τα έννομα αγαθά, ονομάζονται και αλλιώς μη
γνήσια εγκλήματα διακινδύνευσης. Σ’ αυτά η αξιόποινη μεταβολή στον
εξωτερικό κόσμο που συνδέεται με την ενέργεια του δράστη δεν αποτελεί
κατά την αντικειμενική υπόσταση εμπειρικό όρο κινδύνου αλλά αρκεί ότι
αποτελεί αφηρημένη δυνατότητα βλάβης εννόμου αγαθού, κρινόμενη από
το νομοθέτη και ανεξάρτητα από εμπειρικές συνθήκες που θα επέτρεπαν την
εμπειρική εξέλιξή της σε βλάβη. Η αντικειμενική στήριξη του αδίκου σε
αυτά τα εγκλήματα σε αντίθεση με τα συγκεκριμένης, είναι εξαιρετικά
προβληματική γιατί σ’ αυτά τα εγκλήματα δεν υπάρχει αποτέλεσμα.
Η κατηγορία αυτή εγκλημάτων από άλλους συγγραφείς υποστηρίζεται ότι
υπάρχει ενώ από άλλους θεωρείται προβληματική η ύπαρξή της και γι’ αυτό
και δεν γίνεται αποδεκτή. Η διερεύνηση των εγκλημάτων αυτής της
κατηγορίας έχει μεγάλη πρακτική σημασία καθώς βρίσκει εφαρμογή σε
πολλούς τομείς της σύγχρονης εγκληματοπολιτικής και εφαρμογής του
δικαίου. Η παράθεση των δύο αντίθετων θεωρητικών κατευθύνσεων θα
επιχειρηθεί να γίνει με περιληπτικό τρόπο παρακάτω.
Ένας γενικόλογος ορισμός που δίνεται είναι ότι ως τέτοια εγκλήματα
περιγράφονται εκείνα στα οποία ο κίνδυνος προσβολής ενός εννόμου
αγαθού αποτελεί το νομοθετικό κίνητρο της ποινικής τους πρόβλεψης,
χωρίς να συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής τους υπόστασης. Με αυτό τον
τρόπο τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης δεν ορίζονται αρνητικά
ως προς το ότι δεν εμφανίζεται συγκεκριμένος κίνδυνος αλλά θετικά σε
σχέση με την τυπικά επικίνδυνη συμπεριφορά, που είναι πρόσφορη να
προκαλέσει συγκεκριμένο κίνδυνο ή βλάβη ενός εννόμου αγαθού. Πολύ
περισσότερο θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν πράξεις που είναι τόσο
επικίνδυνες, ώστε να μην χρειάζεται να διαπιστωθεί η ύπαρξη
συγκεκριμένου κινδύνου.
Η ερμηνεία της αφηρημένης διακινδύνευσης και της σημασίας της για
την προσβολή του εννόμου αγαθού έχει επιχειρηθεί καταρχήν με κεντρικό
πυρήνα το αποτέλεσμα της πράξης. Προκειμένου να υπάρξει συμφωνία με
την αρχή του εννόμου αγαθού από την στιγμή που το αποτέλεσμα δεν
υπάρχει τυποποιημένο η λύση που υπάρχει είναι είτε η πιθανολόγηση είτε η
υπόθεση της διακινδύνευσης των εννόμων αγαθών. Προς την κατεύθυνση
αυτή η σύγχρονη λοιπόν θεωρητική αντιπαράθεση ονόμασε αυτή την
κατηγορία εγκλήματα προπαρασκευής κινδύνου.
Κατά τον Σπυράκο στην προσπάθεια εξήγησης των ε.α.α διακρίθηκαν
τρεις θεωρίες, η θεωρία του γενικού κινδύνου, η θεωρία του αφηρημένου
κινδύνου και η θεώρηση της αφηρημένης διακινδύνευσης ως
προπαρασκευής κινδύνου. Με βάση την θεωρία του γενικού κινδύνου τα
εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης τιμωρούνται όχι γιατί είναι
καθαυτά επικίνδυνα αλλά γιατί η κατηγορία στην οποία ανήκουν είναι
επικίνδυνη. Με την ίδια λογική τιμωρούνται και οι ακίνδυνες πράξεις που
εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Ο σκοπός του νομοθέτη είναι με τις
αντίστοιχες διατάξεις να τιμωρήσει συμπεριφορές που είναι γενικά
επικίνδυνες και οδηγούν στην προσβολή ενός εννόμου αγαθού. Συνεπώς δεν
απασχολεί το γεγονός αν η δυνατότητα της πράξης μπορεί να προκαλέσει
στην συγκεκριμένη περίπτωση βλάβη. Ένα ζήτημα που απασχολεί είναι
ποια θα πρέπει να είναι συχνότητα της εμφάνισης της προσβολής ή της
συγκεκριμένης διακινδύνευσης ώστε να δικαιολογείται η υπαγωγή της στην
αφηρημένη διακινδύνευση. Έχει υποστηριχθεί ότι αρκεί η κρινόμενη
συμπεριφορά να είναι in concreto επικίνδυνη για το έννομο αγαθό χωρίς
όμως αυτό να αποτελεί και τον κανόνα. Αυτό που έχει θα πρέπει να ληφθεί
υπόψη είναι η αξία του προστατευόμενου εννόμου αγαθού.
Όσο για την θεώρηση της αφηρημένης διακινδύνευσης μέσα από το
πρίσμα της πιθανολόγησης εμφανίζεται στις περισσότερες περιπτώσεις
προβληματική. Η θεωρία αυτή έχει κατακριθεί για την
αναποτελεσματικότητά της να κρίνει την επικινδυνότητα της συμπεριφοράς.
Οι πρόσθετοι όροι που αυτή απαιτεί προκειμένου να επέλθει το
προσβλητικό αποτέλεσμα δεν περιγράφονται πάντα στην αντικειμενική
υπόσταση των εγκλημάτων αυτών με συνέπεια να είναι μην κρίνονται όμοια
οι περιπτώσεις που επέρχεται το προσβλητικό αποτέλεσμα με αυτές που δεν
επέρχεται. Όμως η εκτίμηση μίας προσβολής που γίνεται στην βάση
πιθανοτήτων δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει ορισμένη συμπεριφορά ενός
προσώπου, αλλά μπορεί μόνο να βασίσει σε πιθανότητες την σχετική
ομολογία.
Ένα ακόμη μειονέκτημα αυτής της θεωρίας είναι ότι δεν συμβάλλει στην
απονομή ποινικής ευθύνης. Αυτό συμβαίνει διότι από την στιγμή που δεν
υπάρχει προσβολή εννόμου αγαθού από το άτομο τότε δεν είναι
καταλογιστή αυτή στον δράστη. Από αυτό συνάγεται ότι η προσβλητική
σημασία γίνεται αντικείμενο έρευνας μέσα από την γενικότερη παρατήρηση
των πράξεων αυτής της κατηγορίας με άμεση συνέπεια την παραβίαση της
αρχής της ενοχής.
Μία δεύτερη θεωρία που αναφέρει ο Σπυράκος είναι αυτή του
αφηρημένου κινδύνου. Η διαφορά της από τη προηγούμενη θεωρία
εντοπίζεται στην συμπεριφορά που πρέπει να έχει πάντα προσβλητικό
χαρακτήρα. Η σημασία της προσβολής όμως θα πρέπει όπως και πριν να
αντλείται μέσα από την εξέταση μαζικών πράξεων της ίδιας κατηγορίας. Εν
προκειμένω η τυποποίηση των όρων που οδηγούν αιτιακά προς την βλάβη
γίνεται με βάση την υπόθεση ότι πληρούνται πάντα οι προϋποθέσεις για την
διακινδύνευση των εννόμων αγαθών. Το πλεονέκτημα αυτής της θεωρίας
είναι ότι ο ατομικός σχεδιασμός δράσης είναι περισσότερο απλοποιημένος
και δεν χρειάζεται το δικαστήριο να ασχοληθεί με το βάρος απόδειξης του
κινδύνου. Από την άλλη υπάρχει το θέμα της διεύρυνσης της ποινικής
ευθύνης και της ποινικοποίησης συμπεριφορών που δεν είναι πραγματικά
άδικες ή της απόδοσης ενοχής στον δράστη ακόμη και όταν δεν υπάρχουν
ενδείξεις ως προς αυτό. Είναι συνεπώς και σε αυτή την περίπτωση ορατή η
αντίθεση ως προς θεμελιώδεις αρχές του δικαίου.
Ο ίδιος συνεχίζει αναφέροντας ότι αν θεωρηθεί ορθή η προσβλητική
σημασία των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση τότε το άδικο που συνάγεται από αυτά θα είναι
όμοιο με αυτά των εγκλημάτων συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Με αυτό
τον τρόπο θα υπάρχει καταστρατήγηση της αρχής της ελεύθερης εκτίμησης
των αποδείξεων και της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας ή με άλλα
λόγια της αρχής της ενοχής. Η επιταγή της εν λόγω θεωρίας για την ύπαρξη
προσβλητικού χαρακτήρα σε κάθε συμπεριφορά δεν ήταν από τα πράγματα
εφικτή με συνέπεια να αναπτυχθούν διάφορες θεωρητικές προτάσεις για την
εξυγίανση των περιπτώσεων αυτών μέσω ενός περιορισμού τους. Έτσι το
κέντρο βάρους μετατέθηκε στην απόδειξη του αρχικά υποτιθέμενου
κινδύνου βλάβης για τα έννομα αγαθά.
Τέλος η τρίτη θεωρία που αναφέρει ο εν λόγω συγγραφέας αφορά την
αφηρημένη διακινδύνευση ως προπαρασκευή κινδύνου και βρίσκει έρεισμα
την θεωρητική σύλληψη των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης ως
εγκλημάτων προπαρασκευής κινδύνου που έγινε από τον Μανωλεδάκη. Την
θεωρία αυτή ανέπτυξε εκτενώς αργότερα στην μελέτη της για τα κοινώς
επικίνδυνα εγκλήματα η Καϊάφα Γκμπάντι.
Σύμφωνα με την συγγραφέα για να μιλάμε για αφηρημένη διακινδύνευση
θα πρέπει με την πράξη που τυποποιείται στο νόμο να δημιουργείται
τουλάχιστον μία πηγή κινδύνου, να δρομολογείται δηλαδή μία αυτοδύναμη
αιτιώδης διαδρομή προς την βλάβη με την μορφή θεμελίωσης μίας
λειτουργικής πηγής κινδύνου που εκπέμπει πραγματικά κίνδυνο και είναι
ανοικτή δηλαδή προσβάσιμη στα έννομα αγαθά και μπορεί να οδηγήσει
αυτοδύναμα στην βλάβη τους, καθώς τούτο εξαρτάται κατά βάση από το
πλησίασμα και από την είσοδο των εννόμων αγαθών σε αυτήν ή αντίστροφα
από την επέκτασή της προς αυτά. Ο Παρασκευόπουλος προσθέτει ότι
εμποδίζει το αξιόποινο αυτών των περιπτώσεων, σε σχέση με τις γνωστές
ανεκτής – το κατώφλι της επιτρεπόμενης επικίνδυνης δράσης με το
επιχείρημα ότι αν αποκλείεται από το άδικο η επιτρεπόμενη επικίνδυνη
δράση, πολύ περισσότερο αποκλείεται η τελείως ακίνδυνη.
Την θεωρία της Καϊάφα Γκμπάντι ενώ αναγνωρίζει ως καταλυτική ως
προς την εφαρμογή των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης,
αντικρούει ο Σπυράκος με το επιχείρημα ότι δεν επεκτείνεται έως την
απόδειξη διαπραγμένου αδίκου και παραλείπει να αναφερθεί σε ένα
προσβλητικό αποτέλεσμα για τον κόσμο των εννόμων αγαθών. Περαιτέρω,
διατείνεται ότι οι όροι που χρησιμοποιεί η Γκμπάντι είναι κατάλληλοι για
μία τελολογική και ως εκ τούτου στενή ερμηνεία της συμπεριφοράς ως
τμήματος ενός όλου. Ως προς την σύλληψη της ίδιας για τον αφηρημένο
κίνδυνο ως μίας δρομολόγησης μίας αιτιώδους διαδρομής προς την βλάβη
με την μορφή μίας λειτουργικής πηγής κινδύνου διαφωνεί καθώς παρατηρεί
ότι δεν βρίσκονται θεματοποιημένοι οι κατάλληλοι πρόσθετοι όροι που
προσδίδουν τον απαραίτητο προσβλητικό χαρακτήρα στην συμπεριφορά.
Γι’ αυτόν το ερώτημα για την διερεύνηση της προσβλητικής σημασίας είναι
αν θα μπορούσε να παραχθεί κίνδυνος για το έννομο αγαθό. Στην
περίπτωση που θα μπορούσε τότε θεωρείται η συγκεκριμένη συμπεριφορά
ως αφηρημένη- συγκεκριμένη ή ως δυνητική διακινδύνευση.
Επιπλέον η ίδια διατυπώνει ως προϋπόθεση της αφηρημένης
διακινδύνευσης εκτός από την προσφορότητα των μέσων να επιφέρουν τον
κίνδυνο, να μην είναι ήδη στο χρόνο της ενέργειας αποκλεισμένη από τα
πράγματα κάθε δυνατότητα εισόδου στην πηγή του κινδύνου. Ενώ ο
Σπυράκος θεωρεί αυτή τον αρνητικό ορισμό ως αδόκιμο για μία τόσο
σημαντική κατηγορία εγκλημάτων. Κατά την άποψη του δεν μπορεί να
γίνεται λόγος για πηγή κινδύνου χωρίς να προϋποτίθεται η σχέση με το
έννομο αγαθό. Στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι ο κίνδυνος ήταν
δυνατός σε οποιαδήποτε περίπτωση τότε θα αφορούσε τα ποιοτικά
χαρακτηριστικά μίας άλλης κατηγορία εγκλημάτων, αυτών της αφηρημένης
συγκεκριμένης με αποτέλεσμα η διαφορά να καταλήγει να είναι ποσοτική.
Η συγγραφέας παραδέχεται ότι στην κατηγορία των εγκλημάτων
αφηρημένης διακινδύνευσης υπάρχει ανυπαρξία αποτελέσματος. Ενώ για
τον Σπυράκο παραμένει προβληματικό το γεγονός ότι η ίδια δεν εξετάζει το
νομιμοποιητικό πρόβλημα του υποκειμενικού ανοίγματος που επιχειρεί ο
νομοθέτης με τα εγκλήματα αυτά. Η διαφοροποίηση και αυτονόμηση τους
από τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης θεωρεί ο ίδιος ότι γίνεται
με θετικιστικά επιχειρήματα και ότι η δικαιοπολιτική τους σημασία
θεωρείται ως δεδομένη.
Από την άλλη πλευρά ο Σπυράκος ισχυρίζεται ότι η προσφυγή σε άγραφα
στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης δε συμβάλλει στην περιστολή του
αξιοποίνου και αντίκειται στην εγγυητική αρχή, γιατί αφενός η προσφυγή σε
άγραφα στοιχεία οδηγεί μία ισχυρότερη μομφή για τον καταδικασθέντα, και
αφετέρου ενώ η διάταξη θα ήταν ενδεχομένως συνταγματικά ανίσχυρη
ενόψει μη προσδιορισμού με σαφήνεια του συγκεκριμένου αδίκου, η
συμπλήρωση της περιγραφής της με άγραφα στοιχεία οδηγεί σε ανεπίτρεπτη
θεμελίωση του αξιοποίνου. Τα επιχειρήματα αυτά όμως αντικρούονται από
τη Καϊάφα Γμπάντι, η οποία διατείνεται ότι απόδοση ισχυρότερης μομφής
χωρίς αντίκρισμα στην ποινή δεν νοείται. Η προβλεπόμενη ποινή παραμένει
αυτή που ορίζει ο νόμος και δικαιολογείται μόλις μπορεί να γίνει λόγος για
πραγματική δυνατότητα κινδύνου για τα έννομα αγαθά. Ακολούθως,
σημαντική είναι η παρατήρηση στην οποία προβαίνει περί
συνταγματικότητας των υπό κρίση εγκλημάτων όπου ισχυρίζεται ότι τα εν
λόγω εγκλήματα δεν μπορούν να προσβληθούν με βάση το ά. 7 παρ.1 Συντ.
και αυτά αφορά μόνο η προβληματική των άγραφων στοιχείων της
αντικειμενικής υπόστασης. Ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα μπορεί να
προκύψει κατά την ανωτέρω συγγραφέα μόνο σε περίπτωση που
αποκλείεται από τα πράγματα οποιαδήποτε πρόκληση κινδύνου και κατ’
αυτό τον τρόπο συνιστούν τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης την
ευρύτερη ρωγμή υποκειμενικού αδίκου που έχει κάνει ο ποινικός μας
νομοθέτης σήμερα.
Τέλος, ο Σπυράκος εκφράζει τον προβληματισμό του ως προς τον
χαρακτηρισμό των εγκλημάτων αυτών ως προπαρασκευής κινδύνου. Η
προπαρασκευή κινδύνου θεωρείται ως προστάδιο της βλάβης και έτσι δεν
μπορεί να δικαιολογήσει την ποινική καταστολή με βάση τα όσα ορίζονται
στον ποινικό κώδικα, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ένα αβέβαιο και
μελλοντικό αποτέλεσμα. Με βάση τις αρχές του ποινικού δικαίου αυτό που
θα πρέπει να τιμωρείται είναι η βλάβη των εννόμων αγαθών. Κάτω από το
πρίσμα αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις διευρύνεται η ποινική παρέμβαση
έως την απόπειρα όπως και στην πρόκληση κινδύνου βλάβης. Αυτό όμως
δεν μπορεί να φτάνει μέχρι και την τιμώρηση της προπαρασκευής κινδύνου
βλάβης γιατί τότε κύριο έργο για το ποινικό δίκαιο θα αποτελούσε αντί για
την αποτροπή της βλάβης η αποτροπή κινδύνων για τα έννομα αγαθά. Η
Καστανίδου βέβαια αργότερα έχει διατυπώσει την αμφισβήτησή της πάνω
στο θέμα αυτό και αναφερόμενη σε ένα παράδειγμα όπου κάποιος ρίχνει
ποσότητα δηλητηρίου σε ένα χώρο ποτίσματος ζώων ότι θα πρέπει να
εξεταστεί και η συνδρομή άλλων όρων και επίσης δέχεται ότι για να υπάρχει
κίνδυνος θα πρέπει η δηλητηρίαση να καλύπτει και το αποτέλεσμα. Γι’
αυτήν σημασία έχει όχι η εκπομπή αλλά η λήψη από το έννομο αγαθό.
Αντίθετα για την Καϊάφα Γκμπάντι για τα εγκλήματα προπαρασκευής
κινδύνου σημασία έχει η εξαπόλυση μίας φυσικής δύναμης κατά του
εννόμου αγαθού η οποία έχει ουσιαστικά τα στοιχεία της απόπειρας ενός
εγκλήματος βλάβης υποστηρίζοντας ότι το ίδιο άδικο εμπεριέχει η σύνδεση
ενός εκρηκτικού μηχανισμού στην πόρτα κατοικίας κάποιου που επιδιώκει
να σκοτώσει κάποιος όταν γυρίσει από ταξίδι με το άδικο που υπάρχει στην
δηλητηρίαση νομής ζώων. Στο σημείο αυτό διαφωνεί η Καστανίδου
ισχυριζόμενη ότι υπάρχει πραγματικό άδικο χωρίς όμως να τίθεται κάποιο
ζήτημα για προπαρασκευή κινδύνου και αναφέροντας ότι το ίδιο
περιεχόμενο έχει η δυνατότητα κινδύνου και στα εγκλήματα δυνητικής
διακινδύνευσης. Το δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η Καστανίδου
είναι ότι ο χαρακτηρισμός των ε.α.δ. ως προπαρασκευής κινδύνου
καταλήγει σε πολλές περιπτώσεις σε άτοπα αποτελέσματα και ως εκ τούτου
και σε αναντιστοιχία προς τον σκοπό του νομοθέτη όπως συμβαίνει με το
έγκλημα της κατοχής εκρηκτικών υλών του ά. 272 ΠΚ, το οποίο αν και
αντιμετωπίζεται ως προπαρασκευή ενός εγκλήματος έκρηξης η ποινή που
απειλείται γι’ αυτί είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή του εγκλήματος της
έκρηξης.
Επιπλέον, ο Σπυράκος διαφωνεί με την θέση της Καϊάφα Γκμπάντι ότι τα
εγκλήματα αυτά να θεωρηθούν ως υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης,
προκειμένου να περισταλεί το αξιόποινο, και άρα να τιμωρούνται ακόμη και
από αμέλεια τελούμενα. Αυτό το στηρίζει στο ότι από την στιγμή που η
απόπειρα βλάβης παραμένει ατιμώρητη πόσο μάλλον η πραπαρασκευή
κινδύνου βλάβης θα έπρεπε να μείνει και αυτή ατιμώρητη. Η ίδια απαντά
λέγοντας ότι και στην περίπτωση ακόμη που θεωρηθεί ότι ο κίνδυνος
αποτέλεσε το νομοθετικό κίνητρο της τυποποίησης των σχετικών
συμπεριφορών αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του να δικαιολογήσει την
εφαρμογή τους σε περιπτώσεις που εκ των πραγμάτων είναι αδύνατη η
επέλευση του κινδύνου καθώς αυτές δεν αποτέλεσαν τον λόγο για την
ποινικοποίηση αυτών των συμπεριφορών από το νομοθέτη.
Η τελική εντύπωση που αφήνει από την έρευνά του ο Σπυράκος είναι ότι η
τιμώρηση των συμπεριφορών που περιγράφονται στα εγκλήματα
αφηρημένης διακινδύνευσης είναι ακόμη αμφισβητήσιμη. Αυτό συμβαίνει
διότι δεν υπάρχουν κάποια διακριτά όρια στην αναγωγή κάποιων
συμπεριφορών ως αξιόποινων όταν αυτές στερούνται αποτελέσματος. Οι
διάφορες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί σχετικά κρίνονται από αυτόν ως
ανεπαρκείς να δικαιολογήσουν αυτήν την κατηγορία εγκλημάτων. Αν έχει ο
νομοθέτης ως μέτρο για τον ποινικό έλεγχο τις φιλελεύθερες αρχές του
ποινικού δικαίου δεν είναι δεσμευτική για την ποινική θεωρία η ύπαρξη της
αφηρημένης διακινδύνευσης. Σε όσες περιπτώσεις δεν μπορεί να ερμηνευτεί
τότε αποτελεί κατάχρηση του νομοθέτη. Ο ίδιος επισημαίνει την
σοβαρότητα του προβλήματος όταν η θεωρία επαφίεται στις επιλογές του
νομοθέτη και περιορίζεται στην αναζήτηση των ενδοσυστηματικών τους
κριτηρίων. Εδώ χρειάζεται η αφηρημένη διακινδύνευση να ερμηνευτεί έτσι
ώστε να θεραπεύσει τις άστοχες επιλογές του νομοθέτη και αυτό
επιτυγχάνεται με την άμβλυνση των δικαιοκρατικών κριτηρίων. Είναι
ανησυχητική γι’ αυτόν η παρέμβαση του ποινικού δικαίου πέρα από την
καταστολή και στην αποτροπή μεταγενέστερων δυσμενών επιπτώσεων
καθώς έτσι στερείται την αυτονομία του και την αξία του. Γι’ αυτό προτείνει
την ένταξη των ε.α.δ σε αυτήν των δυνητικής όπου είναι δεδομένο το
έννομο αγαθό και επιτυγχάνεται η αναφορά σε ένα αποτέλεσμα κινδύνου
για αυτό.
Πάνω στο -θέμα της ύπαρξης κινδύνου στην περίπτωση που η
αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων δεν πληρούται υπάρχει μία ακόμη
αντίθετη άποψη προς αυτή της Καϊάφα που έχει διατυπωθεί από τον Λίβο. Ο
ίδιος αναφέρει ότι οι επιλογές του νομοθέτη από νομική άποψη ελέγχονται
μόνο ως προς την συνταγματικότητά τους. Η νομοθετική εκδήλωση της
λαϊκής κυριαρχίας δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς την αντίληψη της
πραγματικότητας που υιοθετεί. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι
υπάρχουν από αντικειμενική άποψη απόλυτα ακίνδυνες συμπεριφορές τις
οποίες ο ίδιος δικαιούται να ποινικοποιεί.
Η Καϊάφα αντιτείνει ότι η δυνατότητα του νομοθέτη να ποινικοποιεί
απόλυτα ακίνδυνες συμπεριφορές από την στιγμή που δεν μπορεί να
θεμελιώσει βλάβη θα οδηγούσε σε μία τιμώρηση του ίδιου του φρονήματος.
Ενώ δέχεται την αντίληψη του Λίβου ότι υπάρχει ένα έσχατο όριο στην
θεμελίωση του αδίκου που δίνεται από το ίδιο το σύνταγμα και επικυρώνει
ως ορθή την άποψη που διατυπώνει ο Παρασκευόπουλος ότι δεν αρκεί το
τυπικό άδικο αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αυθαιρεσία τον νομοθέτη.
Το ουσιαστικό άδικο προϋποθέτει πράξη και η πράξη ορίζεται με βάση το
αποτέλεσμά της.
Ο Λίβος εκφράζει την άποψη ότι η νομοθετική εκδήλωση της λαϊκής
κυριαρχίας δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς την αντίληψη περί
πραγματικότητας που υιοθετεί, πράγμα που βρίσκει αντίθετη την Γκμπάντι,
η οποία διαπιστώνει ότι κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στον νομοθέτη να κρίνει ως
καταλογιστές πράξεις με βάση τα δικά του κριτήρια και όχι με ό, τι ισχύει
στην πραγματικότητα. Έτσι θα υπήρχε κίνδυνος παραβίασης βασικών
συνταγματικών αρχών.
Η άποψη της Γκμπάντι με βρίσκει σύμφωνη καθώς θεωρώ ότι ο
νομοθέτης θα πρέπει να προσαρμόζεται στην κοινωνική πραγματικότητα και
να μην λειτουργεί με βάση τις δικές του αρχές. Οποιαδήποτε κρίση του περί
τιμώρησης ή μίας συμπεριφοράς θα πρέπει να βασίζεται σε ένα πραγματικό
υπόβαθρο γιατί διαφορετικά θα υπάρχει κίνδυνος παραβίασης βασικών
αρχών του συντάγματος και υποκατάστασης αυτών από την δική του περί
δικαίου κρίση.
Γενικά όσον αφορά την μορφολογία των εγκλημάτων αυτών έχουν
διακριθεί μέσα από την θεωρητική έρευνα κάποια χαρακτηριστικά.
Συγκεκριμένα, στα εγκλήματα αυτά ο νόμος αρκείται στο επικίνδυνο της
πράξης in abstracto, δηλαδή ότι σύμφωνα με κανόνες που έχουν συναχθεί
από πολύχρονη πείρα, τα διδάγματα της κοινής πείρας η πράξη αυτή ενέχει
την δυνατότητα προσβολής των εννόμων αγαθών. Βέβαια, ο νόμος
καθορίζει ορισμένα πραγματικά δεδομένα, τα οποία συνιστούν μία
πραγματική περίπτωση κινδύνου και η αντικειμενική υπόσταση των
εγκλημάτων αυτών εξαντλείται στην περιγραφή τους. Γι’ αυτό τον λόγο
δόθηκε η δυνατότητα στους ερμηνευτές του ποινικού δικαίου να θεωρούν
περιττή την αναζήτηση οποιουδήποτε όρου κινδύνου στα εγκλήματα αυτά
είτε να δέχονται τη στοιχειοθέτησή τους με άδικο λιγότερο των εγκλημάτων
δυνητικής ή συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Όσον αφορά την άποψη ότι ο
κίνδυνος δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται στην αντικειμενική τους
υπόσταση από την στιγμή που δεν υπάρχει κάτι ρητά διατυπωμένο στο
νόμο, δεν θα χρειάζεται και να αποδεικνύεται αλλά θα είναι επαρκής και
μόνο η κατάφαση του βασικού εγκλήματος. Συνεπώς, αδίκημα αφηρημένης
διακινδύνευσης μπορεί να καταφαθεί ακόμη και όταν είναι από πριν βέβαιο
ότι μία πράξη δεν μπορεί να προκαλέσει ένα αξιόποινο αποτέλεσμα. Με
αυτήν την οπτική, υπάρχει κατάφορη παραβίαση του συντάγματος και
ιδιαίτερα της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ενοχής, αφού για
να απειληθεί ποινή θα πρέπει να υπάρξει βλαπτική συμπεριφορά και
ιδιαίτερα να υπάρχει πράξη που να δημιουργείται από υπαιτιότητα, κάτι που
εν προκειμένω δεν υπάρχει. Συνεπώς, όταν είναι δύσκολη η διάγνωση
κάποιας πραγματικής προσβολής εννόμου αγαθού και είναι ελάχιστες οι
προϋποθέσεις αξιοποίνου τότε μπορεί εύκολα να εφαρμόζει ο νομοθέτης το
νόμο κατά το δοκούν. Γι’ αυτό τον λόγο έχει θεωρηθεί ότι θα πρέπει να μην
αποτελούν πλέον κεφάλαιο στον ποινικό κώδικα αλλά να ενταχθούν στα
διοικητικά αδικήματα.
Έχει σωστά παρατηρηθεί από την Καστανίδου ότι ένα έγκλημα που δεν
δημιουργεί ούτε καν πιθανότητα πρόκλησης βλάβης, δεν εμφανίζει άλλο
ουσιαστικό άδικο περιεχόμενο, εκτός από την απλή ανυπακοή στις διατάξεις
του νόμου. Εδώ η τιμωρία του δράστη δύσκολα συμβιβάζεται με την
λογική του ποινικού δικαίου που δεν είναι άλλη από την προστασία των
εννόμων αγαθών.
Περαιτέρω θα υπήρχε αντίθεση και με το άρ. 7 παρ. 1 Συντ. που ορίζει ότι
έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν
από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της . Το άρθρο 7 του
Συντάγματος κατοχυρώνει την θεμελιώδη αρχή nullum crimen nulla poena
sine legge certa, η οποία απαιτεί για την τιμώρηση μίας συμπεριφοράς την
αναγωγή της σε αξιόποινη από τον ίδιο τον νομοθέτη. Με άλλα λόγια
απαγορεύεται από το Σύνταγμα η τυποποίηση εγκλημάτων τόσο βλάβης όσο
και διακινδύνευσης που να μην περιέχουν έναν σαφή ορισμό των στοιχείων
της πράξης. Έτσι όμως κατά την επιβολή των μέτρων ποινικής καταστολής
δεν διασφαλίζεται ούτε ο περιορισμός του περιεχομένου της τυποποίησης
ούτε ο περιορισμός της ποινικής καταστολής στο αποτέλεσμα των πράξεων,
που συνιστά βλάβη ή διακινδύνευση του εννόμου αγαθού όπως δεν υπάρχει
και αναλογία της ποινής με την προσβολή ή προστασία της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας. Παρόλα αυτά με την συνταγματική αυτή αρχή δεν
μπορεί πάντα να διασφαλίσει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα στο ποινικό
σύστημα. Οποιαδήποτε πράξη μπορεί να τυποποιηθεί ως αξιόποινη από τον
νομοθέτη αν αυτό γίνεται με ορισμένο ποινικό νόμο χωρίς αναδρομική
δύναμη. Κατά συνέπεια μπορεί να τυποποιηθεί ως προσβολή οποιαδήποτε
ιδεολογική κατασκευή που έχει προσλάβει την μορφή ‘ψευτοαγαθού’ όπως
και οποιαδήποτε παράβαση της διοικητικής νομοθεσίας. Πέρα από την αρχή
που αναλύθηκε στο άρθρο 7 του Συντάγματος κατοχυρώνεται επίσης και η
απαγόρευση τιμώρησης του φρονήματος. Η αρχή αυτή απαιτεί η ποινική
προστασία να επιβάλλεται μόνο στις πράξεις των ανθρώπων που να έχουν
τον χαρακτήρα που επιτάσσει και το ά. 14 ΠΚ, με άλλα λόγια άδικο και
καταλογιστό. Άρα θα πρέπει να αποκλείονται οι πράξεις εκείνες που
εξωτερικεύουν το φρόνημα του ανθρώπου. Πάνω σε αυτό το θέμα έχει
εκφραστεί εύστοχα ο Ανδρουλάκης λέγοντας ότι για το ποινικό δίκαιο
μεγαλύτερη σημασία από το να τιμωρεί προσβολές εννόμων αγαθών
φερόμενες από την εγκληματική επιδοκιμασία του δράστη έχει το να θέσει
φραγμό σε συνειδητές επιλογές που φέρνουν τέτοιες προσβολές και άσχετα
από την φρονηματική – συναισθηματική διάθεση του πράττοντος απέναντί
τους. Ορθά υποστηρίζει προς την ίδια κατεύθυνση και ο Μανωλεδάκης
θεωρώντας ότι η τυποποίηση πράξεων που καθ’ υπόθεση κρίνονται ως
επικίνδυνες για τα έννομα αγαθά αποτελεί σε ένα φιλελεύθερου
προσανατολισμού ποινικό σύστημα τιμωρητική εκτροπή και δη στα
εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης όπου υπό το πρόσχημα μίας
αυξημένης προστασίας των εννόμων αγαθών επιχειρείται κατά κανόνα ο
έλεγχος της συμπεριφορά των πολιτών.
Κατά την κρίση μου θα έπρεπε να υπάρχει μία εγκληματική βούληση η
οποία να μετουσιώνεται σε πράξη, έτσι ώστε να βρίσκει τυποποίηση στο
νόμο και να κρίνεται τιμωρητέα και όχι να γίνεται μία αφηρημένη υπαγωγή
των πράξεων που ενέχουν στοιχεία επικινδυνότητας σε εγκληματικές. Είναι
σημαντικό για την κατάφαση της διακινδύνευσης να εμφανίζεται ο κίνδυνος
του εγχειρήματος από την σκοπιά του δράστη υψηλός διότι διαφορετικά
είναι δύσκολο να ισχυρισθεί ότι ‘πίστευε’ (κατ’ ά. 28 ΠΚ) ότι θα μπορούσε
να αποφύγει έναν κατά την δική του αντίληψη τόσο σοβαρό κίνδυνο.
Βέβαια, από την άλλη πλευρά είναι αναπόφευκτη η ποινικοποίηση
κάποιων καινούργιων έως τώρα συμπεριφορών λόγω της τεχνολογικής
προόδου και του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Σωστά κατά την
γνώμη μου παρατηρεί ο Παρασκευόπουλος ότι μέσα στο περιβάλλον της
παγκοσμιοποίησης και της κοινωνίας των κινδύνων το φιλελεύθερο
σύστημα καταστολής δεν μπορεί να ελπίζει σε μία συρρίκνωση των
εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης στο ορατό μέλλον. Είναι
επομένως σε μία κοινωνία ολοένα εξελισσόμενη θεμιτή εντός κάποιων
ορίων η τυποποίηση ορισμένων συμπεριφορών ως αξιόποινων που ενέχουν
εν σπέρματι τον κίνδυνο.
Όσον αφορά την δικαστική κρίση στην περίπτωση των εγκλημάτων
αυτών δεν είναι κρίση για τον κίνδυνο, με την έννοια που αυτός
προσλαμβάνει στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Με άλλα
λόγια δεν είναι μία κρίση που βασίζεται σε κάποια εμπειρικά διδάγματα ή
πραγματικά δεδομένα καθώς τα εμπειρικά δεδομένα έχουν ήδη εκτιμηθεί
από το νομοθέτη και έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την
δικαστική κρίση. Ενώ από τα πραγματικά δεδομένα ο νομοθέτης έχει
απομακρύνει κάποιους όρους και ειδικά την ανθρώπινη συμπεριφορά την
έκρινε πάντα επικίνδυνη (κατά πλάσμα) και ανέθεσε στον δικαστή μόνο την
εξακρίβωση της συνδρομής της.
Κατά τον Rabl στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης ισχύει ότι και σε
όλα τα εγκλήματα διακινδύνευσης άρα προϋποτίθεται κάποιο αποτέλεσμα
και κινδύνου σε κάποια περίπτωση. Όσον αφορά αυτό το αποτέλεσμα
τεκμαίρεται από το νομοθέτη, αλλά το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Άρα η
ύπαρξη κινδύνου στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης συνιστά
άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης και θα πρέπει να
αποδεικνύεται. Όταν αυτή δεν αποδεικνύεται η αμφιβολία του δικαστηρίου
θα αποβαίνει σε βάρος του κατηγορουμένου. Ενώ κατά τον Cramer τα
αφηρημένης διακινδύνευσης είναι μία πρώτη βαθμίδα πριν από τα
συγκεκριμένης και η σχέση τους είναι όμοια με αυτή μεταξύ συγκεκριμένης
διακινδύνευσης και βλάβης. Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι τα αφηρημένης
διακινδύνευσης δεν αποτελούν μία κατάσταση που είναι χρονικά
προηγούμενη από τα συγκεκριμένης που να στηρίζει μία κρίση πιθανότητας
επέλευσής της αλλά έναν από τους όρους αυτής της κατάστασης, η οποία
είναι δυνατό να συνιστά συγκεκριμένη διακινδύνευση.
Σε κοινή κατεύθυνση κινείται και ο Schroeder αποδεχόμενος και αυτός το
μαχητό τεκμήριο όπως και την δυνατότητα ανταπόδειξης σε περιορισμένη
ωστόσο έκταση σε σχέση με τον Cramer. Αυτός εισάγει και την εξής
διάκριση των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης σε εκείνα που
στηρίζονται σε αμάχητο τεκμήριο και σε εκείνα που στη συγκεκριμένη
περίπτωση επιτρέπεται η ανταπόδειξη της ανυπαρξίας κινδύνου. Μόνο στις
περιπτώσεις όπου είναι εφικτό μέσω της ερμηνείας της σχετικής διάταξης να
συναχθούν με ειδικό τρόπο τα προστατευόμενα συγκεκριμένα έννομα αγαθά
και ο κίνδυνος από τον οποίο αυτή αποσκοπεί να τα προστατεύσει είναι
επιτρεπτή η ανταπόδειξη. Αντίθετα, όσες φορές η διάταξη αποβλέπει στην
προστασία του κοινωνικού συνόλου ή αγαθά που δεν είναι συγκεκριμένα
αλλά αναφέρονται με γενικό τρόπο τότε ισχύει το αμάχητο τεκμήριο. Η
κρίση για τον συγκεκριμένο κίνδυνο αποτελεί εν όψει των ήδη γενικά
γνωστών κατά τον χρόνο της πράξης πραγματικών δεδομένων την κρίση για
το για το μελλοντικό αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς. Οι
προαναφερθείσες απόψεις αν και έχουν μία σωστή βάση, το ότι δεν
αντίκεινται στην αρχή της ενοχής έχουν δεχθεί επικρίσεις. Ειδικότερα
παλιότεροι θεωρητικοί τις έχουν αποδοκιμάσει με το σκεπτικό ότι αν
υποτεθεί ότι η ύπαρξη κινδύνου αποτελεί άγραφο στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, τότε σε περίπτωση απόδειξης
της μη ύπαρξής του θα έπρεπε να αποβαίνει υπέρ του κατηγορουμένου.
Αυτή η αρχή αξιώνει καμία ποινή να μην επιβάλλεται αν δεν είναι η σχετική
αξιόποινη πράξη καταλογιστή στον δράστη της. Αυτή η άποψη θα σήμαινε
καταδίκη με βάση την υπόνοια γιατί και ένα ακόμη στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης, που να αποτελεί άδικο καταλογιστό, να μην
αποδεικνύεται αν θεωρηθεί βάσει τεκμηρίου ότι συντρέχει υπάρχει
παραβίαση της ως άνω αρχής. Η ανταπόδειξη θα ήταν νοητή στην
περίπτωση που στα εγκλήματα διακινδύνευσης ή στα εγκλήματα όπου τα
προστατευόμενα έννομα αγαθά και η απειλούμενη βλάβη είναι
συγκεκριμένα, το στοιχείο του κινδύνου συνιστά εξωτερικό όρο του
αξιοποίνου. Ο όρος αυτός από την στιγμή που δεν θα αποτελούσε τμήμα της
αντικειμενικής υπόστασης, δεν θα έπρεπε απαραίτητα να καλύπτεται και
από τον δόλο ή από την αμέλεια του δράστη με συνέπεια η μη απόδειξη του
στοιχείου αυτού που γίνεται σε βάρος του κατηγορουμένου να μην
θεωρείται ως παραβίαση της δικονομικής πλευράς του καταλογισμού. Η
άποψη αυτή δέχθηκε αμφισβήτηση για το γεγονός ότι για τους εξωτερικούς
όρους του αξιοποίνου απαιτούνται περιστάσεις, οι οποίες είναι αδιάφορες
για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, ενώ ο κίνδυνος είναι περίσταση που
αφορά τον χαρακτήρα του. Ένα ακόμη μειονέκτημα αυτών των θεωριών
είναι ότι δεν βρίσκουν εφαρμογή στο νόμο και είναι προβληματική η
υπαγωγή τους σε σχετικές διατάξεις.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η άποψη της Καστανίδου ότι τα εγκλήματα
αφηρημένης διακινδύνευσης δεν είναι δυνατό λόγω της τυποποίησής τους
να αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία εγκλημάτων διακινδύνευσης ούτε θα
πρέπει πάντα να εντάσσονται στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης. Το
ορθότερο είναι να γίνεται η ερμηνεία τους με περιοριστικό τρόπο και να
αξιολογούνται με βάση τον σκοπό της κάθε διάταξης. Αντίθετα ο Μαγκάκης
στην διάκρισή που κάνει για τα εγκλήματα διακινδύνευσης δίνει στα
εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης μεγάλη σημασία, ανάγοντάς τα σε
αυτοτελή κατηγορία πέρα από αυτήν των συγκεκριμένης. Επιπλέον ο ίδιος
παραθέτει και ένα ενδεικτικό παράδειγμα αφηρημένης διακινδύνευσης που
είναι το έγκλημα της παραβίασης του απορρήτου των επιστολών άρ. 370
παρ. 1 εδ.α΄ ΠΚ. που ορίζει ότι όποιος αθέμιτα και με σκοπό να λάβει
γνώση του περιεχομένου τους ανοίγει κλειστή επιστολή ή άλλο κλειστό
έγγραφο ή παραβιάζει παραβιάζει τον κλειστό χώρο στον οποίο αυτά είναι
φυλαγμένα ή με οποιονδήποτε τρόπο εισχωρεί σε ξένα απόρρητα
διαβάζοντας ή αντιγράφοντας ή αποτυπώνοντας με άλλο τρόπο επιστολή ή
άλλο έγγραφο τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι ενός
έτους. Ο συγγραφέας δικαιολογεί την επιλογή του με το σκεπτικό ότι για να
πραγματωθεί το έγκλημα αρκεί να έχει επιδείξει ο δράστης την
τυποποιούμενη συμπεριφορά που ορίζει το εν λόγω άρθρο και δεν
χρειάζεται να υφίσταται κοινός κίνδυνος που να εκτείνεται και σε ξένα
απόρρητα. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης τιμωρεί την πράξη του ανοίγματος
της ξένης επιστολής ή του ανοίγματος του εγγράφου, ή της παραβίασης του
χώρου όπου φυλάσσονται, για τον κίνδυνο που δημιουργείται για τα ξένα
απόρρητα. Κατά συνέπεια ο κίνδυνος αυτός δεν αποτελεί συγκεκριμένη
επαπειλή για το έννομο αγαθό αλλά ένα αφηρημένο ενδεχόμενο που
δικαιολογεί την περιγραφόμενη πράξη.
Σύμφωνα με τον Μανωλεδάκη στα εγκλήματα αφηρημένης
διακινδύνευσης η αξιόποινη μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που
συνδέεται με την ενέργεια του δράστη δεν αποτελεί κατά την αντικειμενική
υπόσταση εμπειρικό όρο κινδύνου, αλλά αρκεί ότι αποτελεί αφηρημένη
δυνατότητα βλάβης του εννόμου αγαθού, κρινόμενη a priori από το
νομοθέτη και ανεξάρτητα από εμπειρικές συνθήκες που θα επέτρεπαν την
εμπειρική εξέλιξή της σε βλάβη. Επίσης το αποτέλεσμα της εμπειρικής
επέλευσης του κινδύνου από την ενέργεια του δράστη δεν αναφέρεται στην
περιγραφή της τυποποίησης (αντικειμενική υπόσταση) η οποία αρκείται στη
μνεία της μυϊκής κίνησης ή αδράνειας, έτσι ώστε να είναι έγκλημα
τελειωμένο πριν από την εμπειρική επέλευση του κινδύνου. Είναι φανερό
ότι με την τυποποίηση τέτοιων πράξεων το βάρος πέφτει ανεπίτρεπτα στο
υποκειμενικό στοιχείο. Ο δικαστής εδώ δεν έχει να κρίνει αν από την
συμπεριφορά του δράστη επήλθε κίνδυνος αλλά στο αν ο δράστης ήθελε την
παραγωγή του κινδύνου. Τουλάχιστον όπως συμβαίνει με την αναγωγή
προπαρασκευαστικών πράξεων σε τελειωμένο έγκλημα, θα πρέπει να
αποδειχθεί η πρόθεση του δράστη να προκληθεί κίνδυνος από την ενέργειά
του.
Κατά τον Χαραλαμπάκη στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης η
επέλευση του κινδύνου δεν αποτελεί στοιχείο της τυπικής υπόστασης, αλλά
απλά το κίνητρο της τυποποιήσεως της συμπεριφοράς. Στην πράξη αυτό το
στηρίζει χρησιμοποιώντας τα παραδείγματα της κατάρτισης ένοπλης ομάδας
(ά.195 ΠΚ) και τις τροχαίες παραβάσεις. Ο ίδιος συνεχίζει την ανάπτυξή
του περί των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης ισχυριζόμενος ότι
δεν απαιτείται για την τιμώρηση του δράστη η απόδειξη της πραγματικής
επέλευσης του κινδύνου στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά αρκεί να
πληρούνται μόνο τα στοιχεία της οικείας αντικειμενικής υπόστασης.
Συνεπώς, το έγκλημα είναι τετελεσμένο πριν από οποιαδήποτε πραγματική
επέλευση του κινδύνου. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι πως γίνεται
να μιλάμε για έγκλημα τελειωμένο χωρίς να έχει επέλθει το βλαπτικό
αποτέλεσμα και χωρίς να έχει απειληθεί η ειρηνευμένη κατάσταση του
έννομου αγαθού που προστατεύεται από την οικεία διάταξη. Επίσης, πως
είναι δυνατό να μιλάμε για τιμώρηση μίας εγκληματικής συμπεριφοράς μη
επικίνδυνης από την στιγμή που η κατηγορία αυτή εγκλημάτων αναφέρεται
στην έννοια του κινδύνου και αναπόσπαστο στοιχείο για την κατάφαση των
εγκλημάτων θα πρέπει λογικά να είναι η ύπαρξη κάποιας μορφής κινδύνου.
Τέλος, ο Ανδρουλάκης χαρακτηρίζει τα εν λόγω εγκλήματα ως
αφηρημένης επικινδυνότητας θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να περιγράψει
την επικινδυνότητα μίας συμπεριφοράς που δεν είναι απαιτείται να
συντρέχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνιστά στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης, μολονότι αποτελεί αναμφίβολα τον νομοθετικό
λόγο της τιμώρησης του οικείου εγκλήματος. Ως παράδειγμα προτείνεται ο
νομοθετικός λόγος της τιμώρησης του πλημμελήματος του άρ. 195
(κατάρτιση ένοπλης ομάδας) που έγκειται στο ότι οι ένοπλες ομάδες
συνήθως εγκυμονούν κινδύνους για την δημόσια τάξη. Το επικίνδυνο της
ομάδα όμως δεν κρίνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την τιμώρηση της
ομάδας, η οποία όπως προβλέπει ρητά ο νόμος πρέπει να μην αποβλέπει
στην διάπραξη εγκλημάτων.
Η ποινική Επιστήμη έχει πολλές φορές έρθει αντιμέτωπη με το θέμα των
εγκλημάτων αφηρημένης επικινδυνότητας λόγω του οιονεί τεκμηρίου
επικινδυνότας που εισάγουν, το οποίο μπορεί να οδηγήσει πολύ εύκολα
στην τιμώρηση ακίνδυνων συμπεριφορών. Κάτω από αυτό το πρίσμα
θεωρείται ότι οδηγούν σε προσβολή του συνταγματικού κύρους και
συγκεκριμένα της αρχής της αναλογικότητας αφού η ποινή επιβάλλεται
χωρίς αναλογία με κάποια βλαπτικότητα για τους άλλους και του αξιώματος
της ενοχής, εφόσον δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να φταίει ο υποτιθέμενος
δράστης. Συνεπώς αυτή η μετακίνηση προς τα εμπρός των ορίων της
ποινικής προστασίας εάν πρέπει να κατασταλεί ως και η απλή αφηρημένη
δυνατότητα διακινδύνευσης του οικείου αγαθού κρίνεται αναγκαίο να
καταργηθεί. Μία ακόμη πρόταση που γίνεται de lege lata είναι να θεωρηθεί
το τεκμήριο επικινδυνότητας ως μαχητό ώστε να επιτραπεί η ανταπόδειξη
του ακινδύνου. Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει για να καταστούν οι
εν λόγω συμπεριφορές ακίνδυνες, αυτές εμπεριέχουν μέσα τους
χαρακτηριστικά συγκεκριμένου κινδύνου με συνέπεια να οδηγούν προς την
κατεύθυνσή του, προκαλώντας έτσι ενδεχομένως ανασφάλεια μεγάλη όπως
στον τομέα της τροχαίας κυκλοφορίας. Οι συμπεριφορές αυτές εμπεριέχουν
μία επικινδυνότητα, η οποία σε συνδυασμό με την ανυπακοή στην οικεία
απαγόρευση πάνω σε κατά μείζονα λόγο βαρύνοντα θέματα δημόσιας
ασφάλεια, είναι ικανή να δικαιολογήσει την ιδιαίτερη αποδοκιμασία και την
επιβολή ποινής, και ιδίως όταν πρόκειται για μαζικά επαναλαμβανόμενες
συμπεριφορές, την αποφυγή των οποίων θέλει ο νομοθέτης να
αυτοματοποιήσει.
Στην ανωτέρω κατηγορία εμπίπτουν τα εγκλήματα των ά.284 παρ. 1 εδ.α΄
ΠΚ (παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών, 285ΠΚ (παραβίαση
μέτρων για την πρόληψη επιζωοτιών), 224 (ψευδορκία), η οδήγηση υπό την
επίδραση οινοπνεύματος (άρ. 42 παρ. 6 ν. 2696/1999 ΚΟΚ, η παράνομη
οπλοκατοχή (άρ. 7 ν. 2168/1993), τα εγκλήματα των άρθρων 145 παρ.1, 284
παρ. 1 εδάφ. α΄, 285 ΠΚ κ.ά..
Ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των περιπτώσεων είναι
κατά την γνώμη μου η κατάλληλη περιοριστική ερμηνεία και ή η διάπλαση
του δικαίου στη βάση ορισμένων διατάξεων με γνώμονα τον σκοπό που
αυτές εξυπηρετούν. Μόνο έτσι μπορεί να αποφευχθεί η αβεβαιότητα ή η
ανασφάλεια που δημιουργείται από τους κανόνες της πείρας στις
τυποποιούμενες μέσω των διατάξεων συμπεριφορές. Από την στιγμή που ο
κίνδυνος αποτελεί νομοθετικό κίνητρο θέσπισης των εν λόγω διατάξεων το
δικαστήριο δεν χρειάζεται να κρίνει την ύπαρξή του από τις πραγματικές
περιστάσεις ή από τα εμπειρικά δεδομένα. Οι συμπεριφορές αυτές
θεωρούνται ήδη κατά πλάσμα επικίνδυνες με αποτέλεσμα να μην περιέχουν
τον κίνδυνο ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης. Συνεπώς, στις
διατάξεις αυτές η ερμηνεία πρέπει να γίνεται έτσι ώστε μόνο οι περιπτώσεις
που κρίνονται από τον δικαστή ότι καλύπτουν τον σκοπό του νόμου και
ενέχουν κίνδυνο να τιμωρούνται ως εγκλήματα αφηρημένης
διακινδύνευσης. Τα πραγματικά δεδομένα που αποτελούν κίνδυνο
καθορίζονται από τον νόμο και η αντικειμενική υπόσταση εξαντλείται στην
περιγραφή τους. Στην συνέχει αφού ο δικαστής αφαιρέσει τα υπόλοιπα
πραγματικά δεδομένα διαπιστώνει την ύπαρξή τους. Προκειμένου να
θεωρηθεί ότι έχει πληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση αρκεί να κριθεί η
ύπαρξη των πραγματικών δεδομένων που προβλέπονται στην ποινική
διάταξη χωρίς να απαιτείται απαραίτητα να προκύψει μέσα από την
αποδεικτική διαδικασία η επέλευση της βλάβης.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο δικαστής μπορεί να
επιτύχει καλύτερα την υπαγωγή συμπεριφορών στα εν λόγω εγκλήματα
μόνο μέσω της συσταλτικής ερμηνείας, δηλαδή με τον περιορισμό της
έννοιας μίας έκφρασης στα πλαίσια της σχετικής παράστασης ή με την
αντίστροφη αναλογία ή τον περιορισμό και όσες περιπτώσεις εκφεύγουν
από τον σκοπό του νόμου να εξαιρούνται.

Η. Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Όπως έγινε αντιληπτό από την ανάλυση που προηγήθηκε ο κίνδυνος


μπορεί να έχει διάφορες μορφές, ανάλογα με το εύρος του και έτσι κατά την
απόδειξη στην ποινική δίκη προβλέπεται δύσκολη η επιλογή της
κατάλληλης μεθόδου για τον δικαστή. Παρόλα αυτά ο τρόπος απόδειξης θα
πρέπει να παραμένει ένας για όλες τις περιπτώσεις κινδύνου.
Στην πράξη αυτό συνεπάγεται ότι αρχικά ότι ο δικαστής θα πρέπει να
αντιληφθεί ποιοι παράγοντες είναι ικανοί να επιδράσουν στον σχηματισμό
δικανικής πεποίθησης και να τους απομακρύνει. Αυτό συμβαίνει ιδίως στις
περιπτώσεις που έχουμε κινδύνους που σχετίζονται με μεγάλης έκτασης
βλάβες στα έννομα αγαθά και υπάρχει η τάση να δέχεται κανείς την ύπαρξή
τους έστω και αν αυτοί εμφανίζονται ως μία απομακρυσμένη πιθανότητα.
Με βάση λοιπόν την αρχή της προαντίληψης, ο δικαστής για να προβεί στην
απόδειξη του κινδύνου θα πρέπει αφενός μεν να αποδείξει ως υφιστάμενη
μία κατάσταση πραγμάτων και αφετέρου να πιθανολογήσει την επέλευση
της δυσμενούς συνέπειας, με την κατάρτιση όποτε κρίνει απαραίτητο του
γενικής ισχύος εμπειρικού κανόνα, βάσει του οποίου θα χωρέσει η
πιθανολόγηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο δικαστής δεν χρειάζεται να
απομακρυνθεί από τα όσα ισχύουν για την απόδειξη των περιστατικών που
αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση του εκάστοτε εγκλήματος και
προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο θα επέλθει ή όχι η δυσμενής
συνέπεια θα πρέπει να παραμείνει στα πλαίσια του έλλογου πιθανολογικού
συλλογισμού.
Είναι σαφές ότι η απόδειξη της βλάβης είναι πολύ ευκολότερη από την
από την απόδειξη του κινδύνου. Σε αυτό βοηθάει το γεγονός ότι η βλάβη
έχει ένα αυτοτελές νόημα και μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτή από τον
δικαστή σε κάθε περίπτωση. Τα στοιχεία που συγκροτούν την βλάβη είναι
σε κάθε περίπτωση πιο εύκολα διαπιστώσιμα σε σχέση με αυτά που δεν
ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η υπαγωγή αυτών των στοιχείων στην
κατηγορία της βλάβης είναι εφικτή μέσω ενός δυαδικού κώδικα επιλογών,
που σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται αν ένα στοιχείο
συγκροτεί ή όχι το επίμαχο νόημα, και αν το νόημα αυτό παραμένει
αναλλοίωτο με ή χωρίς το συγκεκριμένο στοιχείο.
Ενώ για τη απόδειξη του κινδύνου η κατάσταση αλλάζει και η απόδειξή
του εμφανίζεται περισσότερο δυσχερής. Όπως από τα προηγούμενα
προέκυψε ο κίνδυνος είναι η διάγνωση μιας δυσμενούς συνέπειας, ενώ
συντρέχουν ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ως επικείμενης για ένα
έννομο αγαθό. Άρα για την απόδειξη του κινδύνου θα πρέπει από πριν σε
κάθε περίπτωση να προσδιορίζουμε με σαφήνεια στον κίνδυνο ποιου
αγαθού αναφερόμαστε. Επόμενο είναι ότι σε αντιδιαστολή προς την έννοια
της βλάβης, για την πραγμάτωση του κινδύνου εκτός από την χρήση του
δυαδικού κώδικα επιλογών παίζει χρησιμοποιείται και ένα σύνολο επιλογών
στην βάση της ασαφούς λογικής, κατά πόσο θα πρέπει ένα στοιχείο να
συντρέχει ώστε να προσδίδει κοινωνικά δεσμευτικό νόημα στην κατάσταση
πραγμάτων που μας ενδιαφέρει. Η διαδικασία αυτή επιλογών δεν περιγράφει
απλά ένα γεγονός, αλλά καταλογίζει σε μία κατάσταση πραγμάτων το νόημα
του γεγονότος. Γι’ αυτό εν προκειμένω δεν αναζητάμε την κατάλληλη
γλωσσική ερμηνεία για να αποτυπώσουμε την πραγματικότητα αλλά σκοπός
είναι να ανακαλύψουμε αν έχει νόημα να μιλάμε για κάτι και σε ποιες
περιπτώσεις συμβαίνει αυτό.
Άρα ο κίνδυνος έχει ένα κοινωνικά δεσμευτικό νόημα που δείχνει ότι
υπάρχει ένα σύνολο παραγόντων οι όποιοι, αν δεν ανατραπεί η εξέλιξη των
πραγμάτων, καθιστούν εύλογη την υπόθεση ότι αναμένεται η επέλευση
συγκεκριμένης δυσμενούς συνέπειας. Μέσω του νοήματος αυτού οι
κοινωνοί αντιλαμβάνονται πότε μπορούν να εκδηλώνουν συμπεριφορές
αποτρεπτικές του κινδύνου. Εδώ όμως υπάρχει το εξής πρόβλημα που
απασχολεί τα δικαστήρια, πότε μπορεί κανείς εύλογα να υποθέτει ότι θα
επέλθει ένα αρνητικό γεγονός όπως ο κίνδυνος. Διότι, αν θεωρηθεί ότι
κίνδυνος υπάρχει ακόμη και όταν υπάρχει μία απομακρυσμένη πιθανότητα
επέλευσης του αυτό μπορεί να οδηγήσει σε προβληματικές καταστάσεις.
Αυτό θα σήμαινε ότι ο κοινωνός θα λάμβανε μέτρα πρόληψης του κινδύνου
ακόμη και εκεί όπου αυτός φαινόταν ως εξαιρετικά απομακρυσμένος, με
συνέπεια την έλλειψη ισορροπίας στην κοινωνική ζωή για την ικανοποίηση
του αισθήματος ανασφάλειας.
Περαιτέρω, η δυνατότητα κατάφασης κινδύνου με την πιθανολόγηση
απλώς της δυσμενούς συνέπειας αφήνει έδαφος σε κάποιες περιπτώσεις για
αφόρητες επεμβάσεις για τα αγαθά των κοινωνών όπως συμβαίνει
ειδικότερα στην κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο ή τον
καταλογισμό. Τέλος, η δυνατότητα κατάφασης κινδύνου με την απλή
πιθανολόγηση συγκεκριμένης δυσμενούς συνέπειας οδηγεί σε διεύρυνση
των αντικειμενικών υποστάσεων των εγκλημάτων συγκεκριμένης
διακινδύνευσης καθιστώντας έτσι δυνατή την στοιχειοθέτηση των
εγκλημάτων αυτών, ειδικά όταν ο νομοθέτης δεν έχει από πριν απαιτήσει
αυξημένη πιθανολόγηση του κινδύνου.
Προκειμένου να αποφευχθούν τα προαναφερθέντα προβλήματα ο
νομοθέτης χρησιμοποίησε τις ακόλουθες μεθόδους. Καταρχάς πέρα από τον
προσδιορισμό του αγαθού που επιδέχεται κίνδυνο, προχώρησε στον
προσδιορισμό του βαθμού βλάβης τον οποίο πρέπει να αφορά κάθε φορά ο
κίνδυνος. Αυτό μπορεί να ο καταλάβει κανείς και από την διατύπωση του
άρ. 324 παρ.1 εδ. β΄ όπου αναφέρεται ότι ‘αν ο ανήλικος από την στέρηση
της επιμέλειας διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο ζωής ή βαριάς βλάβης της υγείας
του…’ ή το άρ. 304 παρ. 4 περ.γ΄ όπου αναφέρεται ότι ‘υπάρχει
αναπότρεπτος κίνδυνος για την ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και
διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής της υγείας. Σε κάθε μία από τις
αναφερθείσες περιπτώσεις ο κίνδυνος έχει διαφορετικό περιεχόμενο και
ανάλογα θα πρέπει να ερμηνεύεται.
Πέρα από τον βαθμό βλάβης που απαιτεί κάθε φορά ο νομοθέτης
προσδιορίζει αρκετές φορές και την ένταση την οποία θα πρέπει κάθε φορά
να έχει ο κίνδυνος για να θεωρηθεί ότι συντρέχει. Γι’ αυτό σε ορισμένες
περιπτώσεις χαρακτηρίζει τον κίνδυνο ως «σοβαρό», «παρόντα», «άλλως
αναπότρεπτο», «σπουδαίο», ή «άμεσο» ενώ σε άλλες περιπτώσεις τον
υπονοεί με λέξεις που να εξειδικεύουν και πάλι την έντασή του, όπως όταν
κάνει λόγο για «επίθεση», η το να εγκαταλείπει κανείς άλλο «αβοήθητο».
Αυτές οι περιπτώσεις δίνουν την δυνατότητα στο δικαστήριο να δια
μορφώνει την κρίση του ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. Βέβαια σε
κάποιες περιπτώσεις είναι δύσκολο το έργο του δικαστή να ξεχωρίσει τον
κίνδυνο όταν αυτός περιγράφεται ως σοβαρός, επικείμενος ή σπουδαίος. Γι’
αυτό κρίνεται απαραίτητο να γίνεται πιθανολόγηση του κινδύνου. Η
πιθανολόγηση αυτή θα πρέπει, προκειμένου να αποφευχθούν δυσάρεστες
καταστάσεις, να γίνεται με βάση το ότι έχει δοθεί στον κίνδυνο ένα
αξιολογικό περιεχόμενο. Έχει υποστηριχθεί ότι θα πρέπει να υπάρξει κάποιο
κριτήριο αξιολόγησης των πραγματικών δεδομένων που να στηρίζεται σε
έναν ορισμένο γενικής ισχύος, εμπειρικό κανόνα. Το σημείο το οποίο
δημιουργεί ερωτήματα είναι το κατά πόσο θα πρέπει να θεωρείται πιθανή η
επέλευση της δυσμενούς συνέπειας προκειμένου να γίνεται λόγος για
κίνδυνο καθώς στην θεωρία είναι δυνατό να μιλάμε για κίνδυνο εκεί όπου η
βλάβη σε πολύ μικρό βαθμό πιθανολογείται. Σε όσες περιπτώσεις ο
νομοθέτης αναφέρει ρητά ότι απαιτεί μία αυξημένη πιθανότητα επέλευσης
της δυσμενούς εξέλιξης των πραγμάτων είναι σαφές ότι δεν είναι αρκετή
μία απόμακρη πιθανότητα βλάβης. Σε άλλες περιπτώσεις όμως που δεν
διατυπώνει ο νομοθέτης κάποιο ειδικό προσδιορισμό του κινδύνου δεν
φαίνεται αρκετή η απομακρυσμένη πιθανότητα επέλευσης των
προβλεπόμενων συνεπειών. Εδώ είναι χρήσιμη η κατασκευή του μέσου
κοινωνού που λαμβάνει μέτρα αποφυγής της δυσμενούς εξέλιξης των
πραγμάτων όταν κρίνει ότι η ανασφάλεια που βιώνει είναι σημαντικότερη
από την ελευθερία δράσης του. Έτσι μέσα από αυτή την κατεύθυνση
μετατίθεται το κέντρο βάρους από το πρόβλημα απόδειξης του κινδύνου στο
πρόβλημα αιτιολόγησης της αναφερόμενης σε αυτόν απόφασης. Στο
περιεχόμενό της θα πρέπει να αναφέρονται η συγκεκριμένη χρονική στιγμή
από την οποία και μετά ο μέσος συνετός κοινωνός θα μπορούσε και θα
όφειλε να ενεργήσει για να αποτρέψει την σφοδρά πιθανολογούμενη βλάβη
έτσι ώστε να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Με βάση λοιπόν αυτό το
κριτήριο επιτρέπεται να αναπτύσσει κανείς κινδυνώδη δραστηριότητα με
βάση και το Σύνταγμα και αποφεύγοντας οποιαδήποτε ποινική κύρωση.
Όσον αφορά τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα
προβλήματα απόδειξης του κινδύνου και ειδικότερα με τις δύο συνιστώσες
της, με άλλα λόγια ως ύπαρξης μίας δεδομένης κατάστασης πραγμάτων ή
ως πιθανολόγησης επέλευσης μίας δυσμενούς συνέπειας στην βάση ενός
γενικής ισχύος εμπειρικού κανόνα. Μάλιστα στην πρακτική κάτι τέτοιο
ήταν περιττό καθώς ειδικά στα συγκεκριμένης και μετά και στα δυνητικής,
υπήρχε συρροή του εγκλήματος διακινδύνευσης με αυτό του εγκλήματος
βλάβης, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ο κίνδυνος αποτέλεσε το
προστάδιο της βλάβης. Άλλωστε όσες φορές υπήρχε εξ αμελείας τιμώρηση
ενός εγκλήματος συγκεκριμένης διακινδύνευσης όπως λ.χ το άρ. 286 ΠΚ
ήταν αδύνατη χωρίας την συνδρομή υποκειμενικών στοιχείων η διάκριση
της καθαυτό επικίνδυνης συμπεριφοράς από την παράβαση του καθήκοντος
επιμέλειας. Αναφορικά με τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης πρέπει
να εισφερθεί και η ακόλουθη άποψη που εκφράστηκε από τον Λίβο, ότι
όταν ο κίνδυνος έχει επέλθει δεν είναι πάντα απότοκο της επικίνδυνης
συμπεριφοράς. Το στοιχείο της επικινδυνότητας είναι μία ιδιότητα της
πράξης, η οποία θα πρέπει να εξετάζεται αυτοτελώς και να αποδεικνύεται
ότι ο κίνδυνος ήταν κατ’ αρχήν δυνατό να επέλθει από αυτήν. Δεν κρίνεται
αναγκαίο να αποδεικνύεται ότι αυτός ήταν και πιθανός να επέλθει. Η τυχόν
επέλευση του κινδύνου αποτελεί μαχητό τεκμήριο υπέρ της επικινδυνότητας
της συμπεριφοράς, από την στιγμή που αυτός είναι δυνατό να αναφυεί για
διαφορετικούς λόγους.
Η ελληνική νομολογία έχει κατά καιρούς ασχοληθεί με περιπτώσεις όπου
συναντά κανείς εγκλήματα συγκεκριμένης ή δυνητικής διακινδύνευσης
χωρίς να υπάρχει συρροή με εγκλήματα βλάβης. Σε κάποιες περιπτώσεις
φαίνονται με ακρίβεια οι αποκλίσεις που υπάρχουν μεταξύ της πλειοψηφίας
και της μειοψηφίας ως προς την ένταξη ή όχι μίας περίπτωσης στην
κατάσταση κοινού κινδύνου ενώ σε άλλες γίνεται η πιθανολόγηση της
δυσμενούς συνέπειας στα πλαίσια αναφοράς του γενικής ισχύος εμπειρικού
κανόνα. Τέλος, σημαντικές είναι και κάποιες αποφάσεις για τον γενικής
ισχύος εμπειρικό κανόνα που συνάγεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας
όπως και για τον τρόπο συγκρότησης των πραγματικών περιστατικών.
Από την ανωτέρω ανάλυση συνάγεται ότι ο ακριβής προσδιορισμός του
υποκειμενικού στοιχείου στον κίνδυνο συμβάλλει στο ζήτημα της διάκρισης
του δόλου διακινδύνευσης από τον ενδεχόμενο δόλο βλάβης. Αυτό
συμβαίνει γιατί και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης κατά την στιγμή που
πράττει πιθανολογεί την βλάβη του εννόμου αγαθού. Στην περίπτωση που ο
δράστης γνωρίζει ότι με την πράξη του προκαλεί κίνδυνο για την ζωή
ανθρώπου τότε ο κίνδυνος αυτός σε διανοητικό επίπεδο είναι όμοιος με τον
ενδεχόμενο δόλο ανθρωποκτονίας. Εδώ η μόνη διάκριση στις δύο
περιπτώσεις θα μπορούσε να γίνει με βάση το βουλητικό στοιχείο. Το
υποκείμενο που δρα με δόλο διακινδύνευσης θα έπρεπε να θέλει μόνο την
επέλευση του κινδύνου βλάβης και όχι την βλάβη. Αυτό όμως στα
εγκλήματα βλάβης θα παρέπεμπε σε ενσυνείδητη αμέλεια.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι όταν ο κίνδυνος είναι
αποτέλεσμα ανθρώπινης συμπεριφοράς συγγενεύει τόσο σε αντικειμενικό
όσο και σε υποκειμενικό επίπεδο με την αμέλεια, με την οποία έχει
εξωτερικά την εμφάνιση ενός καθήκοντος αποχής από επικίνδυνη για τα
έννομα αγαθά συμπεριφορά ενώ εσωτερικά ως γνώση και αποδοχή της
πιθανότητας επέλευσης βλάβης.

Θ. ΤΑ ΚΟΙΝΩΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

Αναφορικά με τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα έχουν δοθεί διάφοροι


ορισμοί ανάλογα με το εκάστοτε έννομο αγαθό που θεωρείται ότι θίγουν.
Παρακάτω θα γίνει μία αναφορά στις σχετικές θεωρίες που έχουν
αναπτυχθεί κατά καιρούς. Κατά την άποψη του Δέδε που ακολουθεί τον
Stratenwerth τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα εντάσσονται στις προσβολές
κατά της δημόσιας τάξης. Ενώ ο Sauer υποστηρίζει ότι τα εγκλήματα που
στρέφονται κατά της «κοινής ειρήνης» είναι όλα εγκλήματα βίας και
σκληρότητας όπως ακριβώς και τα κ.ε.ε. Τέλος ο Καρανίκας δέχεται ότι τα
περισσότερα των εγκλημάτων του κεφαλαίου για την επιβουλή της
δημόσιας τάξης μαζί με μερικές προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας
θα έπρεπε να υπαχθούν στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, γιατί υπάρχει
αναλογία μεταξύ της αποδέσμευσης των φυσικών δυνάμεων και των
παραπάνω πράξεων με τις οποίες αποδεσμεύονται τα ανθρώπινα πάθη. Είναι
γεγονός ότι τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα είναι ιδιαίτερα πρόσφορα να
διαταράξουν την κοινή ειρήνη στο μέτρο που συνεπάγονται μία
πολλαπλότητα προσβολών των εννόμων αγαθών. Πάντως αναγκαία
προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση κ.ε.ε είναι να απειλούν κατά κανόνα
ένα αόριστο αριθμό προσώπων. Παρότι κατά βάση ο νομοθέτης στα κατ’
ιδίαν κεφάλαια προσπάθησε να περιλάβει διατάξεις προστατευτικές του
ίδιου εννόμου αγαθού, στο παρόν κεφάλαιο οι κατ’ ιδίαν διατάξεις
προστατεύουν διάφορα έννομα αγαθά όπως της ζωής, της σωματικής
ακεραιότητας, ιδιοκτησίας, κλπ. Το κοινό γνώρισμα των εγκλημάτων του εν
λόγω κεφαλαίου είναι ότι ο δράστης θα πρέπει να κινητοποιεί δυνάμεις,
ιδίως φυσικές, των οποίων τα αποτελέσματα δεν μπορούν να περιορισθούν
επί ορισμένων μόνο προσώπων ή πραγμάτων και εντεύθεν εκλύεται μία
ιδιαίτερη επικινδυνότητα, σε ορισμένο τόπο και χρόνοκαι γι’ αυτό τον λόγο
το δέκατο τρίτο κεφάλαιο επιγράφεται ‘κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα’.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των προσβολών της δημόσιας τάξης είναι η
αναφορά τους σε μία σχέση μεταξύ της κρατικής εξουσίας και των πολιτών
και το περιεχόμενο της συνίσταται είτε την αναίρεση της υποταγής τους
στην έννομη τάξη είτε στη δημιουργία αμφιβολιών σ’ αυτούς για την
επιβολή της. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα
δεν μπορεί να συμβεί.
Κοινό χαρακτηριστικό των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων και της
διατάραξης κοινής ειρήνης είναι ότι συνεπάγονται ένα ευρύ φάσμα
αποτελεσμάτων. Όμως οι κοινώς επικίνδυνες πράξεις είναι εγκλήματα που
μπορούν να τελεστούν από ένα και μόνο πρόσωπο και έχουν μία ιδιαίτερη
δυναμική, γιατί εκφράζονται με την χρησιμοποίηση φυσικών δυνάμεων,
τεχνικών ή χημικών μέσων και συνεπάγονται ευρύ κύκλο αποτελεσμάτων.
Στην διατάραξη κοινής ειρήνης ως έγκλημα πλήθους παρατηρεί κανείς ότι
με την διάπραξη βιαιοπραγιών από μία ομάδα ανθρώπων με ενιαία
συλλογική συνείδηση εμφανίζεται μία μαζική αμφισβήτηση της κρατικής
εξουσίας, η οποία ενδιαφέρει ως τέτοια, ζήτημα που δεν τίθεται στα κοινώς
επικίνδυνα εγκλήματα.
Προκειμένου να καταφαθεί μία κοινώς επικίνδυνη πράξη θα πρέπει να
υπάρχει ως αποφασιστικό στοιχείο η άμεση αμφισβήτηση που θα
διοχετεύεται απ’ αυτή στην δυνατότητα της κρατικής εξουσίας να επιβάλει
την έννομη τάξη. Ειδικά στα κ.ε.ε η δυνατότητα κινδύνου θα πρέπει να
κρίνεται αποκλειστικά με βάση τη συγκεκριμένη περίπτωση. Άρα πρόκειται
για γνήσια εγκλήματα απόπειρας πρόκλησης κινδύνου.

Ι. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Ο κοινός κίνδυνος σε αντίθεση με τα άλλα είδη κινδύνων παρουσιάζεται


ως ιδιαίτερο είδος κινδύνου. Η ενασχόληση με την έννοια και το
περιεχόμενό του απασχόλησε για πολλά χρόνια την επιστήμη χωρίς ωστόσο
να αποφέρει αποτελέσματα στο ζήτημα της οριοθέτησής του. Ειδικότερα
όσον αφορά το προσβαλλόμενο αγαθό η πρόκληση κοινού κινδύνου
τιμωρείται εφόσον προκαλεί διακινδύνευση στην ζωή ή την υγεία του
άνθρωπου, σε ξένα πράγματα, ή τέλος σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις. Από
τη διάκριση αυτή φαίνεται ότι ο νομοθέτης φροντίζει να προστατεύσει πέρα
από τον πρωτεύον έννομο αγαθό που είναι η ζωή του ανθρώπου τους
παράγοντες εκείνους που είναι ζωτικοί για την σύνθεση της κοινωνίας.
Μέσα από μία επισκόπηση των ξένων νομοθεσιών βλέπουμε ότι στον
ιταλικό ποινικό κώδικα ο τίτλος του σχετικού με τον κοινό κίνδυνο
κεφαλαίου αναφέρεται στην κοινή ασφάλεια και στην ακεραιότητα. Η
προστασία από τον κοινό κίνδυνο μέχρι πρόσφατα αναφερόταν μόνο στα
άτομα και δεν έφτανε έως και την προστασία της ιδιοκτησίας. Ενώ ο
αυστριακό κώδικας υιοθέτησε τόσο την άποψη του γερμανικού, ελβετικού
και ελληνικού κώδικα αφιερώνοντας ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο
κοινώς επικίνδυνες πράξεις. Από την παραπάνω αναφορά σε ξένες
νομοθεσίες συμπεραίνει κανείς ότι επιδιώκεται η καταστολή πράξεων
βλαπτικών για το κοινωνικό σύνολο και την κοινωνική ειρήνη.
Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Μανωλεδάκη για τον κοινό κίνδυνο που
τον αξιολογεί ως λογική κατασκευή του νομοθέτη και άρα υπαρκτό εκεί
όπου από την ανάπτυξη φυσικών δυνάμεων εξαιτίας της συγκεκριμένης
πράξης δεν μπορεί εκ των προτέρων να προσδιοριστεί ποια από τον αόριστο
αριθμό μονάδων εννόμου αγαθού που λογικά εμπλέκονται σε αυτό τελικά
θα βλαφθεί. Τα στοιχεία όπου εντοπίζεται το βάρος είναι ο «αόριστος»
αριθμός μονάδων που εμπλέκεται «λογικά» στον κοινό κίνδυνο, η
«ανάπτυξη φυσικών δυνάμεων» και το λόγω αυτής «απροσδιόριστο» της
μονάδας η οποία τελικά θα βλαφθεί. Όταν ο κίνδυνος κατευθύνεται με μία
συγκεκριμένη πράξη προς ορισμένο στόχο τότε είναι ορατός ενώ όταν
αναπτύσσονται ανεξέλεγκτες φυσικές δυνάμεις τότε ο κίνδυνος συνάγεται
από τις περιστάσεις. Σε αντίθεση με αυτόν πολλοί συγγραφείς κάνουν λόγο
όχι για πραγματική κατάσταση κινδύνου που πρέπει να διαπιστωθεί
προκειμένου να υπάρξει διακινδύνευση του εννόμου αγαθού αλλά για κρίση
με καθαρά αξιολογικό χαρακτήρα περί ενδεχόμενης βλάβης του.
Η άποψη του Μανωλεδάκη με βρίσκει περισσότερο σύμφωνη καθώς ο
κοινός κίνδυνος είναι έννοια υπαρκτή που χρειάζεται να αποδειχθεί και αυτό
μπορεί να γίνει μόνο αν ληφθούν οι πραγματικές περιστάσεις υπόψη. Όταν
για την ύπαρξή του στηριζόμαστε σε μία κρίση τότε σημαίνει ότι μπορούμε
κάθε φορά να δίνουμε διαφορετικό περιεχόμενο σε αυτόν. Επιπλέον η
εμπειρικότητά του στηρίζεται και στο γεγονός ότι έχει κάποια έκταση στον
κοινωνικό χώρο γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξή του.
Οποιαδήποτε κρίση περί αυτού βασισμένη σε αξιολογικά στοιχεία οδηγεί σε
αβεβαιότητα και τον μετατρέπει σε ένα λογικό κατασκεύασμα. Έτσι μπορεί
με βάση τα πιστεύω του καθενός να συνάγεται ή όχι η ύπαρξή του.
Όσον αφορά τον χαρακτήρα του κοινού κινδύνου σαν πρώτο
χαρακτηριστικό του αναφέρθηκε ότι είναι αυτός ο οποίος απειλεί αόριστο
αριθμό εννόμων αγαθών. Έχοντας ως αφετηρία την άποψη που έχει βρει
μεγάλη απήχηση στο παρελθόν και υποστηρίζει ότι η ουσία του κοινού
κινδύνου έγκειται στην απειλή απλά και μόνο μίας πλειονότητας εννόμων
αγαθών θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι είναι ανεπαρκής από μόνη της για
να χαρακτηρίσει τον κοινό κίνδυνο. Όντως ο κίνδυνος κρίνεται κοινός όταν
απειλεί πολλούς. Το μειονέκτημα αυτής της θεωρίας είναι ότι ο κίνδυνος
έχει ένα μέγεθος μη προσδιορίσιμο και πολύ πιο δύσκολα διαπιστώσιμο σε
αντίθεση με την βλάβη. Η συγκεκριμένη άποψη θα μπορούσε πολύ εύκολα
να τύχει αμφισβήτησης όπως στο σχολικό παράδειγμα όπου ξεσπάει μία
φωτιά σε απομονωμένη κατοικία όπου κατοικεί μία τετραμελής οικογένεια.
Από τη στιγμή που διαφαίνονταν ένα κενό σε αυτή την θεωρία να
ερμηνεύσει τον κίνδυνο η μόνη άποψη που μπορούσε να αγγίξει την ουσία
του κινδύνου ήταν η αρχική. Η άποψη αυτή δύσκολα επιδέχεται
αμφισβητήσεις αφού η ρίψη μίας μολότοφ σε μία περιοχή από όπου
διέρχονται περαστικοί, σημαίνει κοινή διακινδύνευση, από την στιγμή που
δεν μπορεί να οριστεί με βεβαιότητα πόσοι θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν.
Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η έκταση του κινδύνου δεν ορίζεται αυτό
συνεπάγεται ότι και ο κίνδυνος δεν περιορίζεται και ότι κατ’ επέκταση είναι
αόριστα μεγάλος. Η διακινδύνευση ενός εννόμου αγαθού δεν είναι εύκολο
να μετρηθεί αν ειδικότερα ληφθεί υπόψη ότι όλα τα έννομα αγαθά είναι
ελαστικά και άρα μπορούν, όσο διαρκεί η ύπαρξή τους, να κινδυνεύσουν όχι
μόνο μία αλλά περισσότερες φορές.
Δυσκολία με τη αοριστία του κινδύνου ανέκυπτε όταν τελικά ένα και
μόνο άτομο μπορούσε να βλαφθεί ή όπου τα απειλούμενα αγαθά ήταν
περισσότερα αλλά και πάλι ο αριθμός τους παρουσιάζονταν με ακρίβεια
ορισμένος. Κατά συνέπεια το φύτεμα μίας νάρκης σε έναν αγροτικό δρόμο
ή η τοποθέτηση μίας βόμβας σ’ ένα αεροπλάνο ενώ κατά την κοινή γνώμη
θεωρούνταν ως δημιουργία κοινού κινδύνου, θεωρήθηκε ότι θα πρέπει να
αποκλειστούν από την έννοια του, αφού ο αριθμός των κινδυνευόντων
εννόμων αγαθών ήταν ορισμένος. Όσον αφορά την πρώτη από τις
αμφισβητούμενες περιπτώσεις η θεωρία επιδίωξε γρήγορα να βρει μία
διέξοδο προκειμένου να την υπαγάγει στην κοινή διακινδύνευση.
Ακολούθως αναπτύχθηκε η σκέψη, ότι ανεξαρτήτως του αν ένας κινδυνεύει
από συγκεκριμένες συμπεριφορές, επειδή σε αυτές η δυναμικότητα της
πηγής του κινδύνου εξαντλείται σε ένα μόνο πρόσωπο ακόμη και αν αυτό
είναι ο τυχαίος τρίτος και όχι κάποιος ατομικά συγκεκριμένος κοινωνός,
τότε επειδή ακριβώς στην θέση του θα μπορούσε να βρεθεί ο οποιοσδήποτε,
αυτός εκπροσωπεί στην ουσία το κοινωνικό σύνολο και συνεπώς και σ’
αυτήν την περίπτωση ο κίνδυνος είναι και εδώ κοινός. Η κατασκευή αυτή
μετατοπίζει το κριτήριο του κοινού κινδύνου από την αοριστία του αριθμού
των κινδυνευόντων εννόμων αγαθών στην ατομικότητά τους. Είναι βέβαιο
ότι αν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νομοτυπικές μορφές ο κοινός
κίνδυνος για να έχει επέλθει θα πρέπει το έννομο αγαθό να έχει εισέλθει
στην πηγή κινδύνου, τότε μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις όπως της ρίψης
μολότοφ σ’ έναν κεντρικό δρόμο στις οποίες ο κίνδυνος επέρχεται στο
πρόσωπο του πρώτου τυχαίου κοινωνού που θα περάσει τον δρόμο αλλά
παράλληλα εξαντλείται εκεί, γιατί με την έκρηξη κάτω από ορισμένες
περιστάσεις δεν μπορεί να κινδυνεύσει άλλος. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο
κίνδυνος υπάρχει ως ολοκληρωμένο μέγεθος για ένα και μόνο πρόσωπο και
αν τον αποδεχτεί κανείς σαν κοινό, τότε αυτό δεν θα οφείλεται στον αόριστο
αριθμό των κινδυνευόντων εννόμων αγαθών, αλλά την αοριστία της
ατομικότητάς τους. Όταν όμως η έννομη τάξη τυποποιεί την κοινή
διακινδύνευση σε μορφές πιο προωθημένες, δηλ. ως απόπειρα πρόκλησης
κινδύνου ή ως θεμελίωση πηγής κινδύνου, όπως συμβαίνει με την δική μας,
τότε στις ανωτέρω περιπτώσεις, που δεν αποτελούν τον κανόνα, ενδέχεται
να αποτελούν κοινό κίνδυνο με βάση την αοριστία του αριθμού των
απειλούμενων εννόμων αγαθών. Εν ολίγοις η δυνατότητα πρόκλησης
κινδύνου υπάρχει και για όσους πλησίασαν στο πεδίο της μολότοφ, αλλά
τελικά δεν εισήλθαν σε αυτό. Ο αριθμός είναι φυσικό να μην μπορεί εκ των
προτέρων να προσδιοριστεί. Ο Μανωλεδάκης θεωρεί ότι με τον όρο
κίνδυνος για άνθρωπο στοιχειοθετείται κίνδυνος για κάθε άνθρωπο έστω και
έναν που δεν μπορεί από προσδιορισθεί εκτός από τον ίδιο τον δράστη και
τους συμμετόχους στην πράξη του. Η άποψη αυτή βρίσκει αντίθετη την
Καϊάφα Γκμπάντι που θεωρεί ότι αντιβαίνει στην λογική των κοινώς
επικίνδυνων εγκλημάτων αφού τα μετατρέπει έτσι σε εγκλήματα ειδικής
διακινδύνευσης, στις μορφές που απαιτούν κίνδυνο για άνθρωπο και ότι δεν
μπορεί να βρει έρεισμα στις επιλογές του νομοθέτη. Αυτό το στηρίζει και
στην διαφορετική ποινική απαξία που έχει η κάθε περίπτωση καθώς η
δυνατότητα κινδύνου για την ζωή ή την σωματική ακεραιότητα ανθρώπου
τιμωρείται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, ενώ ο συγκεκριμένος κίνδυνος
για την ζωή αντιμετωπίζεται με ποινή φυλάκισης. Επιπλέον παρατηρεί ότι
μία θεώρηση των κ.ε.ε με την απειλή ενός μόνο προσδιορισμένου ατόμου
δεν θα ήταν ούτε αυτή ορθή, καθώς ο κίνδυνος για άνθρωπο περνάει πάντα
από τον κίνδυνο πραγμάτων. Στην περίπτωση που υπάρξει τέτοια
διακινδύνευση και έχουμε και κίνδυνο προσώπου δικαιολογείται η υψηλή
ποινή. Ακόμη και με αυτή όμως την λογική δεν θα δινόταν απάντηση στο
πρόβλημα καθώς η ποινή εμπρησμού με δυνατότητα κινδύνου για άνθρωπο
είναι πολύ μεγαλύτερη αυτής που απειλείται για την αληθινή κατ’ ιδέα
συρροή εμπρησμού με κοινό κίνδυνο για ξένα πράγματα.
Αν όμως δεχτούμε ότι έτσι έχουν τα πράγματα για τα εγκλήματα από
απόπειρας πρόκλησης κινδύνου τότε εύλογα πολύ ευκολότερα μπορεί να
συντρέχει το κριτήριο της διακινδύνευσης του αόριστο αριθμού εννόμων
αγαθών στα εγκλήματα κοινού κινδύνου, που τυποποιούνται με την μορφή
θεμελίωσης πηγής κινδύνου, καθώς αυτά καταφάσκονται ήδη με την θέση
μίας λειτουργικής εστίας εκπομπής κινδύνου προσβάσιμης στα έννομα
αγαθά, που κατά κανόνα από το είδος των τυποποιούμενων συμπεριφορών
αφορά μία πλειονότητα εννόμων αγαθών. Από την ανάλυση αυτή συνάγεται
ότι στην ελληνική θεωρία υποστηρίχθηκε ως κρατούσα άποψη, ότι κοινός
κίνδυνος δεν μπορεί να υπάρξει με την διακινδύνευση ατομικά ορισμένων
προσώπων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ούτε περιπτώσεις διακινδύνευσης
αορίστου αριθμού εννόμων αγαθών αλλά ούτε και περιπτώσεις
διακινδύνευσης ενός και μόνο προσώπου μπορούν να συνεκτιμηθούν,
καθώς και στις δύο κατηγορίες τα κινδυνεύοντα έννομα αγαθά δεν είναι
ορισμένα στην ατομικότητά τους. Ωστόσο ο Μανωλεδάκης στις
περιπτώσεις διακινδύνευσης ορισμένου αριθμού εννόμων αγαθών θεώρησε
ότι αποφασιστικό κριτήριο για την κατάφαση κ.κ δεν μπορεί να είναι η
αοριστία στη δυνατότητα του κινδύνου αλλά στο ενδεχόμενο επέλευσης της
βλάβης. Με την άποψη αυτή διαφώνησε η Καϊάφα Γκμπάντι λέγοντας ότι
με αυτό τον τρόπο αφήνεται να εννοηθεί ότι ο κίνδυνος δεν είναι κοινός
όταν δεν είναι από πριν ορισμένο ποιο τελικά θα βλαφθεί με συνέπεια να
γίνεται δεκτό ότι σε κάθε περίπτωση εμπρησμού που κινδυνεύουν
τουλάχιστον δύο πρόσωπα να γίνεται δεκτή η ύπαρξη κοινού κινδύνου.
Αυτό δεν είναι όπως θεωρεί εφικτό από την στιγμή που με την παρουσία
ενός δεύτερου προσώπου ποτέ δεν μπορεί από πριν να προσδιοριστεί ποιος
από πριν θα βλαφθεί.
Παρόλη την προσπάθεια ανάλυσης του ζητήματος που επιχειρήθηκε με
την προπαρατεθείσα θεωρητική αντιπαράθεση ανακύπτει ένα δίλημμα για
το κυρίαρχα προτεινόμενο έως σήμερα κριτήριο αοριστίας είτε αυτή
αποδίδεται στον αριθμό είτε στην ατομικότητα των κινδυνευόντων εννόμων
αγαθών. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις εκείνες, όπου ορισμένος μόνο
αριθμός προσώπων δύναται να κινδυνεύσει και τα κινδυνεύοντα πρόσωπα
μπορεί να είναι μόνο ορισμένα. Στο παράδειγμα όπου ένας αυθαίρετα
κτισμένος παραθεριστικός οικισμός σε δασική περιοχή διακινδυνεύει από
φωτιά, όπου και οι 200 κάτοικοι είναι γνωστοί, είναι πασιφανές ότι
καταργείται οποιοδήποτε κριτήριο αοριστίας και γεννάται σημαντικό
πρόβλημα στην κατάφαση διακινδύνευσης. Στη θεωρία όσες παρόμοιες
περιπτώσεις ανέκυψαν δεν έτυχαν ερμηνευτικής ανάλυσης και
αποσιωπήθηκαν με την διατύπωση γενικόλογων ορισμών. Όταν μιλάμε για
‘κίνδυνο για άνθρωπο’ είναι απαραίτητο ο κίνδυνος να αφορά κάποια
αορίστου αριθμού πρόσωπα ή ένα τυχαίο πρόσωπο μη ατομικά ορισμένο,
προερχόμενο από κάποια περισσότερα που μπορούν να έχουν πρόσβαση
στην πηγή του κινδύνου. Αντίθετα στην νομολογία δεν έχει ακόμη
αποσαφηνισθεί η έννοια του κινδύνου για άνθρωπο, ενώ υπάρχουν και
αποφάσεις που δέχονται την ύπαρξή του ακόμη και αν κινδυνεύει ένας
απόλυτα συγκεκριμένος άνθρωπος.
Εν συνεχεία, θα ήταν σημαντικό να αναφερθεί η άποψη της θεωρίας
σχετικά με τον κοινό κίνδυνο, όσον αφορά τον κοινό κίνδυνο σε ξένα
πράγματα θα πρέπει να μπαίνει σε κίνδυνο μία πλειονότητα ξένων
πραγμάτων, όσον δε αφορά τον κοινό κίνδυνο που αφορά άνθρωπο,
υποστηρίζεται πάγια ότι αυτός δεν στοιχειοθετείται πάντως με την
διακινδύνευση ατομικά συγκεκριμένων προσώπων και μόνο. Διάφορες
εκφράσεις όπως «κίνδυνος για την ζωή ή την υγεία του ανθρώπου» (άρ. 286
ΠΚ) και «παρεμπόδιση αποτροπής κοινής ανάγκης ή κοινού κινδύνου (άρ.
287, 288 ΠΚ) είναι εννοιολογικά απόλυτα ταυτόσημες με αυτές που
αναφέρονται στον «κίνδυνο για άνθρωπο» και στον «κ.κ. για ξένα
πράγματα» αντίστοιχα. Ακόμη και η ουσιαστικά διαφοροποιημένη έκφραση
της «δυνατότητας πρόκλησης βλάβης στην υγεία ανθρώπου « (άρ.281 ΠΚ)
ή «σε αόριστο αριθμό προσώπων (άρ. 279 ΠΚ), στο μέτρο που δέχεται
κανείς ότι ο κίνδυνος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία δυνατότητα βλάβης,
εμπίπτει στην ήδη γνωστή έκφραση, που αναφέρεται στον κίνδυνο
ανθρώπου. Σ’ αυτό το σημείο εγείρονται αμφιβολίες ως προς την
διαφοροποίηση που γίνεται σε σχέση με την δεύτερη εναλλακτική
διατύπωσή της, με άλλα λόγια ως προς την ταυτότητα ή μη του κινδύνου για
αόριστο αριθμό ανθρώπων με τον κίνδυνο για άνθρωπο. Σημαντικό
στοιχείο είναι ότι από άποψη ποινών τόσο η μία όσο και η άλλη περίπτωση
τυγχάνουν της ίδιας ποινικής μεταχείρισης από τον ποινικό νομοθέτη. Ο
περιορισμός σε αυτές τις τρεις νομοθετικές εκφράσεις που στοιχειοθετούν
τον κοινό κίνδυνο δεν σημαίνει ότι καθίσταται ευκολότερη η εννοιολογική
πρόσβαση σ’ αυτόν. Πολύ περισσότερο δεν γίνεται καμία αναφορά στην
αιτιολογική έκθεση ώστε να καταστεί εφικτή η οριοθέτηση των ανωτέρω
εκφράσεων. Συνεπώς εναπόκειται στον θεωρητικό και εφαρμοστή του
δικαίου να προσδιορίσει το κριτήριο που θα πρόσδενε σ’ έναν κοινό
παρονομαστή τις πολυάριθμες νομοθετικές δυνατότητες από την στιγμή που
δεν αποκομίζουμε κάποια ωφέλεια από το κείμενο του νόμου. Η ουσία του
κοινού κινδύνου βρίσκεται στο αντικείμενό του και ειδικότερα στην έκταση
του σε αντίθεση με παλαιότερα που βρίσκονταν στα μέσα που
χρησιμοποιούνταν για την πρόκλησή του. Η κρατούσα άποψη σήμερα είναι
φανερό ότι αξιοποιεί τον κίνδυνο κυρίως ως «αποτέλεσμα» μιας
εγκληματικής συμπεριφοράς, και αναζητά ακριβώς εκεί την ιδιότητά του ως
«κοινού». Ωστόσο στην δική μας δικαιϊκή τάξη είναι ορατή μία
αμφιταλάντευση γύρω από τις θέσεις της επιστήμης και της νομολογίας
οπότε κρίνεται απαραίτητο να καταστεί σαφής ένας καθορισμός της έννοιας
του κοινού κινδύνου. Η λογική αυτή λύση επιβάλλεται ως διέξοδος από την
δημιουργούμενη ανασφάλεια δικαίου που συνεπάγεται η εν γένει υιοθέτηση
αόριστων εννοιών, αλλά κυρίως λόγω της επιβολής ιδιαίτερα υψηλών
ποινών για την στοιχειοθέτηση και διάπραξη των κ.ε.ε. Η συνηθέστατη
ποινή που επιβάλλεται για τη δυνατότητα διακινδύνευσης ανθρώπων είναι η
πρόσκαιρη κάθειρξη (264 εδ. β, 268 εδ. γ, 279 εδ.α).
Όσον αφορά τις θέσεις της νομολογίας είναι αρκετά διαφοροποιημένες.
Με βάση την νομολογία κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα είναι ο
αναφερόμενος σε ευρύτερο κύκλο εννόμων αγαθών, περισσοτέρων
πραγμάτων τα οποία ανήκουν σε διαφόρους ιδιοκτήτες, εκτός από εκείνο
κατά του οποίου άμεσα στρέφεται η εγκληματική ενέργεια, σε έκταση που
δεν επιδέχεται εκ των προτέρων καθορισμό, άλλως αποτελεί ακαθόριστο
μέρος της ολότητας, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προηγούμενος
προσδιορισμός του.
Ενώ υφίσταται κίνδυνος ανθρώπου όταν ‘δημιουργείται πιθανότης
προσβολής της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, έστω και ενός μη κατά
πρόσωπο προσδιορισμένου ανθρώπου.’
Από την προσέγγιση της νομολογίας (η οποία όπως παρακάτω
σημειώνεται δεν υιοθετεί πάντα την ίδια θέση στο συγκεκριμένο θέμα)
προκύπτει με σαφήνεια ότι καταρχήν ο κίνδυνος πρέπει να αφορά στο
κοινωνικό σύνολο είτε ως ολότητα είτε ως μεμονωμένα άτομα( έστω και
ένα) τα οποία όμως δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένα.
Πρέπει να είναι τυχαίοι κοινωνοί, τα έννομα αγαθά των οποίων
όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα τίθενται σε διακινδύνευση. Έτσι δεν
μπορεί να καταφαθεί κοινός κίνδυνος, και κατά συνέπεια δεν πληρούται η
αντικειμενική υπόσταση των αντίστοιχων αδικημάτων όταν απειλείται ένα
εκ των προτέρων καθορισμένο έννομο αγαθό όπως π.χ στην περίπτωση που
η πυρκαγιά τέθηκε για να βλάψει μία συγκεκριμένη ιδιοκτησία, χωρίς να
δημιουργεί όρους κινδύνου για άλλες. Η στοχοποίηση συγκεκριμένου
εννόμου αγαθού, όταν απειλείται μόνο αυτό και κανένα άλλο, δε δημιουργεί
κοινό κίνδυνο και κατά συνέπεια αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων
264-289 ΠΚ.
Η φράση «μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο» έχει προκαλέσει
θύελλα αμφισβητήσεων, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία αν
ερμηνεύεται ως κίνδυνος για οποιοδήποτε άνθρωπο έστω και ενός από πριν
καθορισμένου ή ερμηνεύεται στα πλαίσια του κοινού κινδύνου, όπου ο
κίνδυνος πρέπει να απειλεί αόριστο αριθμό ατόμων, έστω και ενός αλλά όχι
από πριν καθορισμένου.
Με βάση το γράμμα του νόμου θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο
νομοθέτης με τη γενικόλογη διατύπωση «κίνδυνο για άνθρωπο» εννοεί τον
οποιοδήποτε άνθρωπο, έστω και έναν από πριν προσδιορίσιμο.Αυτό
ενισχύεται εξ αντιδιαστολής από το γεγονός ότι στην περίπτωση του
κινδύνου για πράγματα ο νομοθέτης απαιτεί ρητά αυτός να είναι κοινός.
Αντίστοιχα αν επιθυμούσε ο νομοθέτης η προστασία της ανθρώπινης ζωής
(στο στάδιο της διακινδύνευσης) να αντιμετωπίζεται ως προσβολή του
κοινωνικού συνόλου και η προστασία της να υφίσταται μόνο αν θίγεται
αόριστος αριθμός ατόμων (έστω και ενός μη εκ των προτέρων
καθορισμένου) θα μπορούσε απλά να διατυπώσει αντίστοιχα τις σχετικές
διατάξεις π.χ τη διάταξη του άρθρου 264 περ. β ΠΚ ως εξής : «…. Αν από
την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος σε αόριστο αριθμό
ανθρώπων(έννοια που χρησιμοποιεί στο άρθρο 279 ΠΚ).
Η επιλογή της γενικής έννοιας «κίνδυνος για άνθρωπο», η οποία
περιλαμβάνει περισσότερες περιπτώσεις και λειτουργεί προστατευτικά για
όλους (χωρίς να αναφέρεται απαραίτητα στον ένα) έγινε ενδεχομένως
σκόπιμα από το νομοθέτη με δεδομένο το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται καμία
διάκριση όταν κινδυνεύει η ανθρώπινη ζωή, η οποία είναι πρωτεύουσα
σημασίας έννομο αγαθό στα σύγχρονα δικαϊικά συστήματα.
Η αντίθετη άποψη (δέχεται ότι ο κίνδυνος ανθρώπου είναι ο κοινός
κίνδυνος) , η οποία ενισχύεται κυρίως και από την ίδια την απαρίθμηση των
αδικημάτων αυτών σε μία κατηγορία με συνδετικό κρίκο την έννοια ‘κοινώς
επικίνδυνα εγκλήματα’ βρίσκει έρεισμα επιπροσθέτως στο ότι στα κ.ε.ε η
δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο δηλ. για τη ζωή ή για τη
σωματική ακεραιότητα του αντιμετωπίζεται κατά κανόνα με ποινές
πρόσκαιρης κάθειρξης, ενώ ο συγκεκριμένος κίνδυνος για τη ζωή σε ένα
έγκλημα ειδικής διακινδύνευσης όπως η έκθεση αντιμετωπίζεται μόλις με
ποινή φυλάκισης. Όπως επισημαίνεται, αυτή η ψαλίδα της ποινικής απαξίας
δε μπορεί να δικαιολογηθεί αν τα κ.ε.ε θεμελιωνόταν και με τη
διακινδύνευση ενός και μόνο από πριν προσδιορίσιμου ανθρώπου.
Αυτή η διαπίστωση, η οποία είναι αναμφισβήτητα ορθή θα
μπορούσε να προσφέρει λύση αν ο νομοθέτης είχε ξεκάθαρη στάση ως προς
το τι ακριβώς και με ποια ποινή τιμωρεί τις τυποποιούμενες στα εγκλήματα
διακινδύνευσης συμπεριφορές.
Η ίδια αδικαιολόγητη ψαλίδα ποινικής απαξίας διαπιστώνεται αν
συγκρίνει κανείς τα αδικήματα του εμπρησμού (264 ΠΚ) και της έκρηξης
(270ΠΚ). Και στα δύο αυτά αδικήματα αν η πράξη δεν είναι δυνατό να
προκαλέσει κίνδυνο είτε σε πράγματα είτε σε ανθρώπους μένει ατιμώρητη.
Στο αδίκημα του εμπρησμού αν η πρόκληση πυρκαγιάς μπορεί να
προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο η πράξη τιμωρείται με κάθειρξη (5-20
ετών). Στο αδίκημα της έκρηξης όμως, (και λόγω της πίεσης που υφίστατο
ο νομοθέτης από τη συχνότητα των αντιεξουσιαστικών χτυπημάτων εκείνη
την εποχή) αν η πράξη μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο
τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή 290
ευρώ! Εξίσου μικρής απαξίας εξάλλου εμφανίζεται και ο κίνδυνος για
άνθρωπο στο αδίκημα της νοθείας τροφίμων (281ΠΚ). Η διαφορά στην
ποινική απαξία των δύο πράξεων, οι οποίες είναι ενταγμένες στην ίδια
κατηγορία εγκλημάτων είναι και εδώ αδικαιολόγητη. Κατά συνέπεια το
κριτήριο της ποινικής απαξίας που αποδίδεται στην πράξη δε μπορεί να
αποτελέσει ασφαλή οδηγό.
Συνέπεια των ανωτέρω θεωρώ ότι η ψαλίδα της ποινικής απαξίας
που δικαιολογεί την διαφορά στην απειλούμενη ποινή μεταξύ ενός κ.ε.ε
αδικήματος και της έκθεσης, όπως προαναφέρθηκε δε σχετίζεται με το
ζήτημα της ερμηνείας της έννοιας «κίνδυνος για άνθρωπο» και αν αυτή
αναφέρεται σε ένα από πριν προσδιορισμένο άνθρωπο ή όχι. Κατά τη γνώμη
μου ο νομοθέτης στα κ.ε.ε ποινικοποιεί κατά ένα μέρος τη συμπεριφορά
αυτή καθ’ εαυτή (π.χ την πρόκληση πυρκαγιάς, την έκρηξη κλπ και κατά
ένα άλλο μέρος τον κίνδυνο που αυτή προκαλεί.) Αυτό γίνεται κυρίως
αντιληπτό στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης, στα οποία αρκεί η
τέλεση της πράξης χωρίς να ενδιαφέρει αν αυτή έχει όντως κάποια
μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, αν δηλαδή προκαλεί κίνδυνο ή όχι.
Επίσης και το δεύτερο επιχείρημα ότι ο νομοθέτης απειλεί με ποινή
πρόσκαιρης κάθειρξης το έγκλημα του άρ. 279 ΠΚ(δηλητηρίαση πηγών και
τροφίμων), στο οποίο αναφέρεται η διακινδύνευση αόριστου αριθμού
ανθρώπων θεωρώ ότι δε μπορεί να αποτελέσει απόλυτα ασφαλές κριτήριο
για την ερμηνεία της παραπάνω έννοιας. Το συγκεκριμένο αδίκημα
περιγράφεται με τον συγκεκριμένο τρόπο καθώς η ενέργεια της
δηλητηρίασης των πηγαδιών, πηγών βρυσών κλπ. έχει εκ των πραγμάτων
βλαπτική επενέργεια σε αόριστο αριθμό ατόμων τα οποία δεν μπορούν να
προσδιοριστούν εκ των προτέρων και γι’ αυτό χρησιμοποιείται αυτή η
φραστική διατύπωση
Πέρα από όσα αναφέρθηκαν, στο συγκεκριμένο ζήτημα θα
μπορούσε να ειπωθεί ότι ούτε και η νομολογία δεν έχει σταθερή θέση (κατά
κύριο λόγο δέχεται βέβαια ότι το άτομο που τίθεται σε κίνδυνο δεν πρέπει
να είναι από πριν προσδιορισμένο), καθώς όπως διευκρινίζεται ο κίνδυνος
για άνθρωπο συνίσταται σε διακινδύνευση «όχι μόνο πλειόνων ορισμένου ή
αορίστου αριθμού προσώπων αλλά και ενός εκ των προτέρων ακαθορίστου
ως μέρους της ολότητας δηλ. μη ατομικά ορισμένου προσώπου», στοιχείο
όμως το οποίο δε φαίνεται να είναι απαραίτητο, όταν όμως η διακινδύνευση
αφορά μια ορισμένη πλειονότητα ατόμων που μπορεί να είναι και ατομικά
συγκεκριμένα πρόσωπα.

Κ) Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Σε αντίθεση με την νομολογία στην θεωρία το τοπίο είναι πιο ξεκάθαρο.


Ειδικότερα ενώ για τον κ.κ σε ξένα πράγματα έχει θεωρηθεί ότι θα πρέπει
να μπαίνει σε κίνδυνο μία πλειονότητα ξένων αντικειμένων, για τον κοινό
κίνδυνο που αφορά άνθρωπο, είναι πάγια αντίληψη, ότι αυτός δεν
στοιχειοθετείται με την διακινδύνευση ατομικά συγκεκριμένων προσώπων
και μόνο. Οι ανωτέρω όμως απόψεις είναι απόρροια της επιρροής που
άσκησαν στην ελληνική θεωρία ο διεθνής και κυρίως ο γερμανικός χώρος.
Γι’ αυτό τον λόγο κρίνεται σκόπιμο να εντοπίσουμε το στίγμα τους μέσα
στις γενικότερες κατευθύνσεις που διατυπώθηκαν.
Στην σύγχρονη θεωρία αποτελεί πλέον παρελθόν η αντίληψη για τον κ.κ.
που εντόπιζε την ουσία στα μέσα πρόκλησής του. Εξ αντιδιαστολής έχει
παραμείνει σε ισχύ ακόμη η άποψη που αναγνωρίζει την ουσία του κοινού
κινδύνου στο αντικείμενό του και ειδικότερα στην έκτασή του. Είναι σαφές
ότι η εν λόγω άποψη αξιοποιεί τον κίνδυνο κυρίως ως «αποτέλεσμα» μίας
εγκληματικής συμπεριφοράς και αναζητά ακριβώς εκεί την ιδιότητά του ως
«κοινού». Κατ’ αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκε ο κ.κ ως κίνδυνος αόριστης
έκτασης ή ως αόριστα μεγάλος κίνδυνος. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται
περισσότερα πράγματα, όπως διακινδύνευση αόριστου αριθμού και
συνακόλουθα ατομικότητας εννόμων αγαθών, είτε διακινδύνευση ενός και
μόνον εννόμου αγαθού, αλλά αόριστης ατομικότητας, είτε τέλος απλά και
μόνο διακινδύνευση μιας κάποιας πλειονότητας εννόμων αγαθών. Οι
απόψεις αυτές βρήκαν μεγάλη απήχηση στην θεωρία. Συγκεκριμένα ο Δέδες
αποκλείοντας την αοριστία της ατομικότητας του απειλούμενου προσώπου
ως αποφασιστικό κριτήριο του κ.κ εντοπίζει την ουσία του σε μία
δυνατότητα της ίδιας της πράξης να προκαλέσει την μία γενικότερη
προσβολή εννόμων αγαθών, η οποία ως τέτοια δεν αναιρείται από μία τυχόν
υπάρχουσα δυνατότητα σε συγκεκριμένη περίπτωση να προσδιοριστούν τα
έννομα αγαθά που μπαίνουν σε κίνδυνο.
Η άποψη που υποστηρίχθηκε κατά κόρο στο παρελθόν διέβλεπε την
ουσία του κοινού κινδύνου στην απειλή απλά και μόνο μίας πλειονότητας
εννόμων αγαθών. Ωστόσο η θεωρία αυτή έχει γίνει αντικείμενο επικρίσεων
λόγω της ανεπάρκειάς της ως προς την οριοθέτηση του κ.κ. Ο κίνδυνος είναι
πράγματι «κοινός» όταν αφορά πολλούς. Παρόλα αυτά δεν καθίσταται
ακριβές από πού ξεκινά η πλειονότητα των αντικειμένων αριθμητικά. Λόγω
της αμφισβήτησης που δέχτηκε η παραπάνω άποψη, βρήκε πρόσφορο
έδαφος μία άλλη που εντόπιζε την ουσία του κ.κ. στον αόριστο αριθμό των
κινδυνευόντων εννόμων αγαθών. Η θεωρία αυτή απέδιδε οπωσδήποτε
κοινή διακινδύνευση, άσχετα με το αν άφηνε κάποια κενά. Η θέση αυτή αν
και λιγότερο αμφισβητήσιμη δεν όριζε με σαφήνεια την έκταση του
κινδύνου, με αποτέλεσμα αυτός να θεωρείται αόριστα μεγάλος. Η σύλληψή
του κ.κ. ως απειλούντα αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών δημιούργησε κενά
σε περιπτώσεις που από τον κίνδυνο απειλείται με βλάβη απλά και μόνο
ένα άτομο ή όπου τα απειλούμενα άτομα είναι μεν περισσότερα αλλά ο
αριθμός τους παρουσιάζεται με ακρίβεια ορισμένος. Αναφορικά με την
πρώτη από τις αμφισβητούμενες περιπτώσεις η θεωρία προσπάθησε να
αναπτύξει μία εναλλακτική λύση προκειμένου να την υπαγάγει στην κοινή
διακινδύνευση. Ακολούθως διαπιστώθηκε ότι ανεξάρτητα από το αν ένας
τελικά κινδυνεύει από ορισμένες συμπεριφορές, επειδή σ’ αυτές η
δυναμικότητα της πηγής του κινδύνου εξαντλείται σ’ ένα πρόσωπο, αν αυτό
είναι ένας τυχαίος τρίτος και όχι κάποιος ατομικά συγκεκριμένος κοινωνός,
τότε ακριβώς επειδή στη θέση του θα μπορούσε να βρεθεί ο οποιοσδήποτε,
αυτός εκπροσωπεί στην ουσία το κοινωνικό σύνολο και έτσι ο κίνδυνος
είναι εδώ κοινός. Αυτή η θεωρητική διατύπωση μεταθέτει το κριτήριο του
κοινού κινδύνου από την αοριστία του αριθμού των κινδυνευόντων εννόμων
αγαθών σ’ αυτήν της ατομικότητάς τους. Εντούτοις παρατηρείται από
ορισμένους μία ουσιαστική διαφοροποίηση του κ.κ., αφού η έκτασή του
περιορίζεται στο μέγεθος που εμφανίζεται και στην ειδική διακινδύνευση,
με αποτέλεσμα να αμφισβητείται κατά πόσο μπορεί να γίνεται λόγος ακόμη
για κ.κ. Η λύση αυτή προτάθηκε με αφετηρία μία αποκλειστική θεώρηση
των κ.κ.ε ως εγκλημάτων συγκεκριμένης διακινδύνευσης.
Συμπερασματικά θα έλεγε κανείς ότι όταν στην ελληνική θεωρία έγινε
παγίως δεκτό, ότι κοινός κίνδυνος δεν μπορεί να υπάρξει με την
διακινδύνευση ατομικά ορισμένων προσώπων, ουσιαστικά αποδίδονταν με
αρνητική διατύπωση τόσο περιπτώσεις διακινδύνευσης αορίστου αριθμού
εννόμων αγαθών, όσο και περιπτώσεις διακινδύνευσης ενός και μόνο αλλά
τυχαίου προσώπου, καθώς και στις δύο κατηγορίες τα κινδυνεύοντα αγαθά
δεν είναι ορισμένα στην ατομικότητά τους.
Παρόλο που από την ανωτέρω θεωρητική αντιπαράθεση θα νόμιζε κανείς
ότι έχουν καλυφθεί όλες οι περιπτώσεις , που θα μπορούσαν να
απασχολήσουν την πράξη ως προβληματική κοινής διακινδύνευσης, το
μεγαλύτερο δίλημμα για το κυρίαρχα προτεινόμενο σήμερα κριτήριο της
αοριστίας, είτε αυτή αποδίδεται στον αριθμό είτε στην αοριστία των
κινδυνευόντων εννόμων αγαθών, υπάρχει σε όσες περιπτώσεις όπου
ορισμένος μόνο αριθμός προσώπων μπορεί να κινδυνεύσει και τα
κινδυνεύοντα πρόσωπα μπορεί επίσης να είναι επίσης ορισμένα. Πάντως
στην θεωρία δεν υπήρξε κάποια αντιμετώπιση αυτών των περιπτώσεων και
όσοι δεν τις αποσιώπησαν ή δεν τις θεώρησαν ξεπερασμένες, αναγκάστηκαν
εξαιτίας αυτών να αποδεχτούν την άποψη ότι κοινός κίνδυνος υπάρχει στις
περιπτώσεις εκείνες μόνο όπου υπάρχει πλειονότητα των απειλούμενων
εννόμων αγαθών ανεξάρτητα αν αυτή είναι ορισμένη ή όχι.

Λ. Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Η νομολογία λόγω της γενικότητας που χρησιμοποιεί στις στερεότυπες


εκφράσεις της δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα με σαφήνεια μία κατεύθυνση
για να προσδιορίσει τον κίνδυνο. Ενώ γίνεται λόγος σε πολλές αποφάσεις
για διακινδύνευση ευρύτερου κύκλου εννόμων αγαθών, δεν διευκρινίζεται
πότε είναι εξασφαλισμένη η απαραίτητη ευρύτητα που στοιχειοθετεί κ.κ. Η
ίδια γενικότητα χαρακτηρίζει τις θέσεις της θεωρίας και ως προς τον κοινό
κίνδυνο σε ξένα πράγματα, μόνο που απαιτείται σημαντικής έκτασης
κίνδυνος για τις ξένες ιδιοκτησίες ή πάντως από τα πραγματικά περιστατικά
προκύπτει μία πλειονότητα απλώς των κινδυνευόντων αντικειμένων. Τέλος,
σχετικά με τον κίνδυνο για άνθρωπο γίνεται σαφές ότι αυτός συνίσταται σε
μία διακινδύνευση «όχι μόνο πλειόνων ορισμένου ή αορίστου αριθμού
προσώπων αλλά και ενός εκ των προτέρων ακαθορίστου ως μέρους της
ολότητας, δηλ. μη ατομικά ορισμένου προσώπου», στοιχείο το οποίο δεν
φαίνεται απαραίτητο όμως, όταν η διακινδύνευση αφορά μία ορισμένη
πλειονότητα ατόμων, που μπορεί να είναι και ατομικά συγκεκριμένα
πρόσωπα.

Μ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ανακεφαλαιώνοντας θα έλεγε κανείς ότι η κριτική παρουσίαση των


διάφορων θεωρητικών απόψεων που προηγήθηκε καθιστά σαφές ότι η
διακινδύνευση αορίστου αριθμού εννόμων αγαθών από μία πράξη, στο
μέτρο που αποτελεί κίνδυνο ακαθόριστης έκτασης, ενέχει μέσα της
περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίπτωση τη γενικότητα στη
διακινδύνευση και στοιχειοθετεί στο μέτρο αυτό κοινό κίνδυνο. Καταρχήν ο
κοινός κίνδυνος είναι κοινωνικός κίνδυνος και αυτό δικαιολογείται από το
γεγονός ότι υπάρχει όχι μόνο όταν απειλείται αόριστος αριθμός προσώπων,
αλλά και όταν απειλείται μία περιορισμένου αριθμού κοινωνική ομάδα. Την
σύλληψη αυτή του κ.κ. που υποστηρίζεται και από τη καθηγήτρια Καϊάφα
Γκμπάντι θεωρώ ότι είναι η σωστότερη, καθώς όπως η διακινδύνευση
αορίστου αριθμού τυχαίων κοινωνών εμφανίζει μία διασπορά στο κοινωνικό
σύνολο, έτσι και αυτή μίας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας με ανοιχτό
χαρακτήρα και συλλογική δράση εμπεριέχει προσβολή της λειτουργικής
έκφανσης του κοινωνικού συνόλου. Οι ολοένα αναπτυσσόμενοι κίνδυνοι
από συλλογικές δραστηριότητες όπως και η αυξανόμενη ανάγκη για
προστασία από τους καθημερινούς κινδύνους, η επέκταση του αξιοποίνου
σε εντελώς διαφορετικούς από τους προϋπάρχοντες χώρους που
συντελέσθηκε με την εξέλιξη της τεχνολογίας, όπως στον χώρο προστασίας
των προσωπικών δεδομένων και οι διεθνείς τάσεις για την πρόληψη και
καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος με την εύρεση και χρήση νέων
εγκλημάτων διακινδύνευσης οδηγούν σε μία μεταβολή της ποιότητας της
έννοιας της διακινδύνευσης. Η αποτροπή και πρόνοια των κινδύνων,
ειδικότερες μορφές υλοποίησης των υποχρεώσεων που εμπεριέχονται στην
ευρύτερη έννοια του καθήκοντος πρόληψης, αναδεικνύονται σε κύριες
προϋποθέσεις της ανταπόκρισης του σύγχρονου κοινωνικού κράτους
δικαίου στην ευθύνη παροχής ασφάλειας του πολίτη απέναντι στην
τεχνολογική απειλή. Παράλληλα η λειτουργική τους σύνδεση αποτελεί το
περιεχόμενο της αρχής της πρόληψης των κινδύνων, η οποία θεωρείται ως
κατευθυντήρια ιδέα του όλου συστήματος των νομικών κανόνων που
διέπουν την ασφάλεια των αγαθών από τους κινδύνους της τεχνικής. Κατ’
αυτό τον τρόπο η συνταγματικά εδραιωμένη νομοθετική πολιτική της
κατοχύρωσης, υποστήριξης και προώθησης της τεχνικής δραστηριότητας
στα πλαίσια των αναγκών και των στόχων της οικονομικής ελευθερίας και
ανάπτυξης συγκρούεται με την εξίσου συνταγματικά επιβεβλημένη
υποχρέωση του νομοθέτη να διαμορφώνει το κατάλληλο καθεστώς
δικαιικών κανόνων προστασίας των εννόμων αγαθών από τους αντίστοιχους
κινδύνους που συνεπάγεται η υλοποίησή αυτής της πολιτικής. Αυτό γίνεται
ιδιαίτερα αισθητό στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης όπου
ανάλογα με την ερμηνεία που θα δώσει κάθε φορά ο ερμηνευτής του
δικαίου θα προσδιοριστεί το ουσιαστικό άδικο της σχετικής συμπεριφοράς
όπως και με την προσθήκη και δημιουργία νέων εγκλημάτων
διακινδύνευσης.
Η μεγάλη έκταση της τιμωρητικής παρουσίας του κράτους με την μορφή
της ποινικοποίησης της απλής ανυπακοής σε διοικητικές παραβάσεις χωρίς
να υπάρχει ουσιαστικά σε αυτές τις περιπτώσεις δυνατότητα κινδύνου
βλάβης αποδυναμώνει την γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής και
διευρύνει ανεπίτρεπτα την λειτουργία του ποινικού δικαίου με την
μετατροπή του σε μέσο εξαναγκασμού για την συμμόρφωση σε διοικητικές
επιταγές που γίνεται πολλές φορές προς όφελος της ασκούμενης πολιτικής.
Τέλος, θα ήταν ευκταίο στην σύγχρονη κοινωνία των κινδύνων όπου
ποινικοποιούνται ακίνδυνες έως τώρα συμπεριφορές να δοθεί από το
ποινικό δίκαιο ιδιαίτερη έμφαση στην αρχή της επιείκειας με την έννοια της
εξισσορόπησης και στάθμευσης των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν τον
κάθε κανόνα ώστε να αποφεύγονται οι αοριστολογίες που γίνονται μέσω
της απλούστευσης του κάθε κανόνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία για το


έγκλημα, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν Σάκκουλας, (2000).
BECK U., Was ist Globalisierung? Irrtumer des Globalismus –Antworten
auf Globaliesierung, 1997, ελλην. μεταφρ. Γ. Παυλόπουλου, (1998).
ΓΑΦΟΣ Η., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος.
ΔΕΔΕΣ Χ., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος (1979).
ΔΑΡΑΣ Ι., Ο Εμπρησμός από δογματικής και εγκληματολογικής απόψεως,
Θεσ/νίκη, (1967).
DEMUTH H., Der Normative Gefahrbegriff, Bochum, (1980).
HORN E., Konkrete Gefahrdungsdelikte, (1973).
ΚΑΪΑΦΑ ΓΚΜΠΑΝΤΙ Μ., Έννοια και προβληματική των κοινώς
επικίνδυνων εγκλημάτων, Θεσσαλονίκη, (1987)
ΚΑΪΑΦΑ ΓΚΜΠΑΝΤΙ Μ., Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, Γ΄ Έκδοση,
Σάκκουλας Α.Ν, (2005).
ΚΑΪΑΦΑ ΓΚΜΠΑΝΤΙ Μ. Ο κίνδυνος στο ποινικό δίκαιο: Μεταξύ της
προστασίας των εννόμων αγαθών και εγγυητικής λειτουργίας του ποινικού
δικαίου, Τιμ. Τομ. για τον Δ. Σπινέλλη, τομ. Α΄.
ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ Α. Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Τόμος πρώτος. Η
διδασκαλία περί εγκλήματος και αι μορφαί εμφανίσεως αυτού, Εκδ.
Παρισιάνου, Αθήνα (1972).
ΚΟΝΤΑΞΗΣ Α. Ποινικός Κώδικας, τομ. β΄,Ειδικό Μέρος, Αθήνα, (1987).
ΚΩΣΤΑΡΑΣ Α. Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου, Θεωρητική και
πρακτική προσέγγιση των διατάξεων του γενικού μέρους του ποινικού
κώδικα, Α.Ν Σάκκουλας, (2001).

ΜΑΓΚΑΚΗΣ Γ.Α, Ποινικό Δίκαιο , Διάγραμμα γενικού μέρους, Γ΄ έκδοση,


εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα (1984).
ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ Ι., Γενικό Μέρος Επιτομή, Στ΄ Έκδοση, Σάκκουλας
Π.Ν. (2001)
ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ Ι., Ερμηνεία των βασικών όρων του ειδικού μέρους του
Ποινικού Κώδικα, Σάκκουλας, (1996).
ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ Ι., Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού
δικαίου, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, (1998)
ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ Ι., Πρακτικά θέματα εμβάθυνσης στο ποινικό δίκαιο
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Μ., Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία- Εφαρμογή, Σάκκουλας
Π.Ν., Αθήνα, (2003).
ΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, τομ. δεύτερος, Ειδικό
Μέρος, Αθήνα, (1960).
ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Χ.Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Σάκκουλας
Π.Ν. , Αθήνα, (2007)
ΜYLONOPOULOS C., Komparative und Dispositionsbegriffe im
Strafrecht, Frankfurt am Main, (1998).
ΠΑΠΑΝΕΟΦΥΤΟΥ Α., Ποινικό δίκαιο, κράτος και τεχνολογικοί κίνδυνοι,
Τόμος Α΄, Η γενικότερη δικαιοπολιτική, η νομοθεσία και νομολογία στο
επίπεδο της ποινικής προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής
εξέλιξης, Σάκκουλας, (1997).
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ Ν.– ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Λ., Ποινολογία (Άρ. 50-133),
στ΄ έκδοση, Σάκκουλας Π.Ν., (2000).
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ Ν., Η διάκριση κινδύνου και βλάβης στο Ποινικό
Δίκαιο, Ποιν. Χρον. ΝΑ 2001 σελ. 481.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ Ν., Η συνταγματική διάσταση του αδίκου και της
ενοχής, Υπεράσπιση, (1993), σελ. 1255
ΠΑΥΛΟΥ Σ., Η μετεξέλιξη της διακινδύνευσης σε βλάβη και τα
ανακύπτοντα ζητήματα συρροής, Τιμ.Τομ. Α΄για τον καθηγητή Διονύσιο
Σπινέλλη Ν. Σάκκουλα, (2001).
ROXIN C., Strafrecht, A.T.B.I, (1992).
ΣΠΙΝΕΛΛΗΣ Δ., Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων
διακινδύνευσης, ΠοινΧρ ΚΓ (1973), σ.161 επ.
ΣΠΥΡΑΚΟΣ Δ., Αφηρημένη διακινδύνευση: Μία επικίνδυνη κατασκευή
για το ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ ΜΓ, (1993), σ. 367 επ.
ΣΤΑΪΚΟΣ, Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, Αθήνα (1961).
ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ Ε., Η διαβάθμιση του κινδύνου στα
εγκλήματα διακινδύνευσης, ΠοινΔικ 6/2001.
ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ Ε., Παρατηρήσεις στο ΒουλΣυμβΘες
241/1990, Υπεράσπιση, (1991), σ.233 επ.
SCHUNEMANN B., Moderne Tendenzen in der Dogmatik der
Ferlassigkeitsdelikte, JA, (1975), σ. 787.
ΤΟΥΣΗΣ Α.- ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α., Ποινικός Κώδικας (Ερμηνεία κατ’ άρθρο),
Ημίτομος Β΄, Έκδ. Γ΄, Αθήνα, (1967).
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Α., Η έννοια του κινδύνου στα εγκλήματα
συγκεκριμένης διακινδύνευσης Ποιν.Χρ. ΜΔ 94 σ. 12 επ.
ΦΕΛΟΥΤΖΗΣ Κ., Ο κίνδυνος ως βαρύτερο αποτέλεσμα στο ποινικό
δίκαιο, Ποιν Χρ. ΛΖ, σ.849 επ.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ Α., Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου Υπερ. 91,
σ.159 επ.

You might also like