Οδυσσέας Γκιλής. ΕΥΑΛΩΤΟΣ. Αποσπάσματα Από Αρχαία Κείμενα. 2020

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 280

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

ΕΥΑΛΩΤΟΣ

Αποσπάσματα από αρχαία, Βυζαντινά και θεολογικά κείμενα

Θεσσαλονίκη 2020
2
3

Περιεχόμενα

ευάλωτος, ορισμός...................................................................................................................3
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής...............................................................................................4
Λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη...........................................................................................................4
Ετυμολογικόν λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη....................................................................................4
Λεξικόν Δημητράκου τόμος ΣΤ΄. Σελ. 3016...............................................................................4
Χρονολογική κατάταξη αποσπασμάτων...................................................................................5
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.......................................................................................27
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ.........................................................................................................................278

ευάλωτος, ορισμός

ευάλωτος, -η, -ο που κυριεύεται εύκολα που δεν μπορεί να


αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κίνδυνο ή επίθεση ≈ συνώνυμα:
ευαίσθητος, τρωτός ο οργανισμός του εξαιτίας της γρίπης είναι
ευάλωτος και πρέπει να προσέχει ιδιαίτερα για να μην αρρωστήσει από
πνευμονία...

ΠΥΛΗ. "Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη γλωσσική εκπαίδευση"

ευάλωτος -η -ο : 1.(για τόπο) που εύκολα μπορεί να κυριευτεί ή γενικά


να υποστεί στρατιωτική επίθεση: Ευάλωτη πόλη. Ευάλωτο φρούριο. Οι
πειρατές χτυπούσαν τα νησιά που ήταν πιο ευάλωτα. 2. (μτφ.) που εύκολα
μπορεί να υποστεί επίθεση, να πάθει ορισμένο κακό, να κινδυνέψει ή να
παρασυρθεί: Οι διαφωνίες μεταξύ των υπουργών κάνουν ευάλωτη την
κυβέρνηση. Ευάλωτο επιχείρημα, που εύκολα αντιμετωπίζεται. H νεολαία
είναι ευάλωτη στα ναρκωτικά. Έτσι που χτίστηκε η πόλη είναι ευάλωτη σε
έναν ισχυρό σεισμό. [λόγ. < αρχ. εὐάλωτος]
4

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής


ευάλωτος -η -ο : 1.(για τόπο) που εύκολα μπορεί να κυριευτεί ή γενικά
να υποστεί στρατιωτική επίθεση: Ευάλωτη πόλη. Ευάλωτο φρούριο. Οι
πειρατές χτυπούσαν τα νησιά που ήταν πιο ευάλωτα. 2. (μτφ.) που εύκολα
μπορεί να υποστεί επίθεση, να πάθει ορισμένο κακό, να κινδυνέψει ή να
παρασυρθεί: Οι διαφωνίες μεταξύ των υπουργών κάνουν ευάλωτη την
κυβέρνηση. Ευάλωτο επιχείρημα, που εύκολα αντιμετωπίζεται. H νεολαία
είναι ευάλωτη στα ναρκωτικά. Έτσι που χτίστηκε η πόλη είναι ευάλωτη σε
έναν ισχυρό σεισμό. [λόγ. < αρχ. εὐάλωτος]...

Λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη

ευάλωτος, -η. ό 1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα (από νόσο ή άλλη


παθολογική κατάσταση): - οργανισμός || είμαι ~ στο ψύχος / στις
αρρώστιες συν. ευπρόσβλητος λντ. απρόσβλητος 2. (μτφ.) (α) αυτός που
έχει αδύναμο χαρακτήρα, που εύκολα παρασύρεται, παραπλα- νάται ή
υποκύπτει σε πιέσεις συν. τρωτός (β) αυτός που μπορεί εύκολα να πάθει
κάτι: το εθνικό νόμισμα έπαψε πια να είναιευάλωτο στις χρηματιστηριακές
κρίσεις.

Ετυμολογικόν λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη

Ευάλωτος. < αρχ. εύάλωτος [ήδη τον 5ο αι. π.Χ. σε Πλάτωνα και
Ξενοφώντα], αρχική σημ. ≪αυτός που συλλαμβάνεται ή χειραγωγείται
εύκολα≫ < εύ- (< επίρρ. εύ, βλ.λ.) +όλωτός, ρπματ. επίθ. τού άλίσκομσι
≪συλλαμβάνω, κυριεύω≫ (βλ.λ. άλωση).

Ευάλωτος (αρχ. εὐάλωτος < εὖ «εύκολα» + ἁλωτός «κυριεύσιμος» <


ἁλίσκομαι «κυριεύω»∙ πβ. ἑάλω ἡ Πόλις «κυριεύθηκε η
Κωνσταντινούπολη»∙ ομόρριζα : άλωση, είλωτας, ουλή)= ευπρόσβλητος,
εύκολα υποκύπτων«Είναι πολύ ευάλωτος σε κάθε μορφής αδυναμία:
τσιγάρα, ποτά, γυναίκες κά.»
5

Λεξικόν Δημητράκου τόμος ΣΤ΄. Σελ. 3016

Χρονολογική κατάταξη αποσπασμάτων

 1. Ξενοφών. . Cynegeticus (5-4 B.C.) Chapter 9 section 9 line 3


 (9) δὲ πρόσθεν, ἐν δὲ τῷ ὄπισθεν ὀλιγάκις. αἱ δ’ ἔλαφοι τὰς
κύνας ὑπὲρ αὐτῶν ἀμυνόμεναι καταπατοῦσιν, ὥστ’ οὐκ
6

εὐάλωτοί εἰσιν, ἐὰν μὴ προσμείξας τις εὐθὺς διασκεδάσῃ


(10) αὐτὰς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥστε μονωθῆναί τινα αὐτῶν. βιασθεῖσαι
δὲ τοῦτο, τὸν μὲν πρῶτον δρόμον αἱ κύνες ἀπολείπονται·
 

 2. Πλάτων. Phaedrus (5-4 B.C.) Stephanus p. 240 section a line 3


 (a) διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς
αὐτὸν ὁμιλίας. ἀλλὰ μὴν οὐσίαν γ’ ἔχοντα χρυσοῦ ἤ τινος
ἄλλης κτήσεως οὔτε εὐάλωτον ὁμοίως οὔτε ἁλόντα εὐμετα-
χείριστον ἡγήσεται· ἐξ ὧν πᾶσα ἀνάγκη ἐραστὴν παιδικοῖς
φθονεῖν μὲν οὐσίαν κεκτημένοις, ἀπολλυμένης δὲ χαίρειν.   (5)
 

 3. Αριστοτέλης. Historia animalium (4 B.C.) Bekker p. 611a line


25
 ὁ ἄρρην ὅταν γένηται παχύς (γίνεται δὲ σφόδρα πίων ὀπώ-
ρας οὔσης), οὐδαμοῦ ποιεῖ αὑτὸν φανερὸν ἀλλ’ ἐκτοπίζει ὡς
διὰ τὴν παχύτητα εὐάλωτος ὤν. Ἀποβάλλουσι δὲ καὶ τὰ   (25)
κέρατα ἐν τόποις χαλεποῖς καὶ δυσεξευρέτοις· ὅθεν καὶ ἡ
παροιμία γέγονεν “οὗ αἱ ἔλαφοι τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν·”
 

 4. Πλούταρχος. De liberis educandis [Sp.] (1a-14c) (A.D. 1-2)


Stephanus p. 5 section D line 11
 ἀβέβαιον. κάλλος δὲ περιμάχητον μέν, ἀλλ’ ὀλιγο-
χρόνιον. ὑγίεια δὲ τίμιον μέν, ἀλλ’ εὐμετάστατον.   (10)
ἰσχὺς δὲ ζηλωτὸν μέν, ἀλλὰ νόσῳ εὐάλωτον καὶ
(E) γήρᾳ. τὸ δ’ ὅλον εἴ τις ἐπὶ τῇ τοῦ σώματος ῥώμῃ
φρονεῖ, μαθέτω γνώμης διαμαρτάνων. πόστον
 

 5. Pseudo-APOLLODORUS Myth. Bibliotheca (sub nomine


Apollodori) (A.D. 1/2) Chapter 2 section 31 line 4
 ταξεν αὐτῷ Χίμαιραν κτεῖναι, νομίζων αὐτὸν ὑπὸ τοῦ
θηρίου διαφθαρήσεσθαι· ἦν γὰρ οὐ μόνον ἑνὶ ἀλλὰ
πολλοῖς οὐκ εὐάλωτον, εἶχε δὲ προτομὴν μὲν λέοντος,
οὐρὰν δὲ δράκοντος, τρίτην δὲ κεφαλὴν μέσην αἰγός, @1    (5)
δι’ ἧς πῦρ ἀνίει. καὶ τὴν χώραν διέφθειρε, καὶ τὰ
 

 6. VETTIUS VALENS Astrol. Anthologiarum libri ix (A.D. 2) P.


46 line 10
7

 κονομιῶν καταξιουμένους συστάσεών τε μειζόνων καὶ προκοπῶν


ἢ ἀπὸ μικρᾶς τύχης ἀναβιβαζομένους καὶ συγκοσμουμένους, πρὸς
δὲ τὰς περικτήσεις ἀπαραμόνους καὶ εὐαλώτους ἢ ἐνδεεῖς
κατά   (10)
τινας χρόνους γινομένους καὶ μυστικῶς πολλὰ διαπρασσομένους·
οὐκ ἀβίους δὲ ἀλλ’ ἐξ ἀδοκήτων καὶ μειζόνων ὠφελουμένους.
 

 7. CHARITON Scr. Erot. De Chaerea et Callirhoe (A.D. 2?)


Book 1 chapter 4 section 2 line 3
 (2) καὶ τιμιωτάτην τῶν θεραπαινίδων πρὸ πάντων φίλην ἐποίει.
μόλις
οὖν ἐκεῖνος πλὴν ὑπηγάγετο τὴν μείρακα μεγάλαις δωρεαῖς τῷ τε
λέγειν ἀπάγξεσθαι μὴ τυχὼν τῆς ἐπιθυμίας. γυνὴ δὲ εὐάλωτόν
ἐστιν, ὅταν ἐρᾶσθαι δοκῇ. ταῦτ’ οὖν προκατασκευασάμενος ὁ
δημιουργὸς τοῦ δράματος ὑποκριτὴν ἕτερον ἐξηῦρεν, οὐκέτι
ὁμοίως   (5)
 

 8. ORIGENES Theol. Scholia in Canticum canticorum (A.D. 2-3)


Vol. 17 p. 265 line 27
 ἀλώπηξ γενόμενος, ἐκείνοις μὲν ἀνάλωτος, ὑπὸ μόνου    (25)
δὲ τοῦ νυμφίου θηρεύεται· ἀρχόμενοι γὰρ ἐνεργεῖν τὰ
χείρονα, καὶ τοῖς φίλοις εὐάλωτοι· λέγει δ’ ἂν καὶ
μικροὺς τοὺς ἀμπελῶνας· οὐ δύναται γὰρ κατὰ τῶν
μεγάλων ἀλώπηξ.
 

 9.Γρηγόριος Νύσσης. Oratio catechetica magna (A.D. 4)


Section 6 line 116
 ἦν· ὑπερίσχυε γὰρ ἡ τῆς εὐλογίας τοῦ θεοῦ δύναμις τῆς
τούτου βίας· διὰ τοῦτο ἀποστῆσαι τῆς ἐνισχυούσης αὐτὸν    (115)
δυνάμεως μηχανᾶται, ὡς ἂν εὐάλωτος αὐτῷ πρὸς τὴν
ἐπιβουλὴν κατασταίη. καὶ ὥσπερ ἐπὶ λύχνου τοῦ πυρὸς
τῆς θρυαλλίδος περιδεδραγμένου, εἴ τις ἀδυνατῶν τῷ
 

 10.Γρηγόριος Νύσσης. Orationes viii de beatitudinibus (A.D. 4)


Vol. 44 p. 1297 line 14
 καλύμματι ἐνδεδεμένη δυσπόρευτός ἐστι πρὸς τὰς
τοιαύτας κινήσεις, ὅλον συνεπισυρομένη τοῦ βίου τὸ
ἄχθος. Διὸ καὶ εὐάλωτος γίνεται ἡ οὕτως ἔχουσα τοῖς
διώκουσι πρὸς δημεύσεως ἀπειλὴν, ἢ ζημίαν, ἤ τινος   (15)
8

ἄλλου τῶν κατὰ τὴν ζωὴν ταύτην σπουδαζομένων,


 

 11.Γρηγόριος Νύσσης. Apologia in hexaemeron (A.D. 4) P. 101


line 23
 μεταβαλλούσης ποιότητα, καθὼς ἡ θεωρία κατὰ τὸ
ἀκόλουθον διὰ τῶν ἐξητασμένων ἀπέδειξεν; Εἰ οὖν
ἐξατμίζεται μὲν τὸ ὑγρὸν, εὐάλωτος δὲ γίνεται τῷ
θερμῷ ἡ ὑγρότης, εἰς τὰ λεπτά τε καὶ ἀμερῆ τμήματα
διὰ τῶν ἀτμῶν μερισθεῖσα· ἀνάγκη πᾶσα, πρὸς τὴν    (25)
 

 12.Γρηγόριος Νύσσης. De opificio hominis (A.D. 4) P. 141 line


17
 μόνος δὲ πάντων ὁ ἄνθρωπος τῶν μὲν ταχυδρομούν-   (15)
των ἀργότερος, τῶν δὲ πολυσαρκούντων βραχύτερος,
τῶν δὲ τοῖς συμφύτοις ὅπλοις ἠσφαλισμένων εὐαλω-
τότερος. Καὶ πῶς, ἐρεῖ τις, ὁ τοιοῦτος τὴν ἀρχὴν τὴν
κατὰ πάντων κεκλήρωται; Ἀλλ’ οὐδὲν οἶμαι χαλεπὸν
δεῖξαι, ὅτι τὸ δοκοῦν ἐπιδεὲς τῆς φύσεως ἡμῶν,    (20)
 

 13.Γρηγόριος Νύσσης. De opificio hominis (A.D. 4) P. 192 line


29
 ἐγένετο. Θυμῷ μὲν γὰρ συντηρεῖται τὰ ὠμοβόρα·
φιληδονία δὲ τὰ πολυγονοῦντα τῶν ζώων σώζει· τὸν
ἄναλκιν ἡ δειλία, καὶ τὸν εὐάλωτον τοῖς ἰσχυροτέροις
ὁ φόβος, τὸν δὲ πολύσαρκον ἡ λαιμαργία. Καὶ τὸ   (30)
διαμαρτεῖν οὑτινοσοῦν τῶν καθ’ ἡδονὴν, λύπης ὑπό-
 

 14. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 628 line 31
 συνετωτέροις τούτων κριταῖς, ὡς ταῦτα πράττων τε
καὶ τολμῶν, οἷς οὐδ’ ἂν αὐτὸς ὡς δικαίως πραττο-    (30)
μένοις ἔχῃ συνηγορεῖν· οὕτως εὐάλωτόν ἐστιν ἡ πονη-
ρία, καὶ πανταχόθεν ἑαυτῇ περιπίπτουσα.
  ϟΕʹ. Καὶ οὐχ ἃ μὲν ἔπραττεν ἤδη, τοιαῦτα καὶ οὕτω   (35)
 

 15. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sancta lumina (orat. 39)


{2022.047} (A.D. 4) Vol. 36 p. 357 line 6
9

 λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος, βαρηθεὶς τῇ


ἀμετρίᾳ τῆς ἐπιπλήξεως. Οὐδὲ τὰς νέας γαμίζεις   (5)
χήρας, διὰ τὸ τῆς ἡλικίας εὐάλωτον; Παῦλος δὲ τοῦτο
ἐτόλμησεν, οὗ σὺ δηλαδὴ διδάσκαλος, ὡς ἐπὶ τέταρ-
τον οὐρανὸν φθάσας, καὶ ἄλλον παράδεισον, καὶ
 

 16. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sanctum baptisma (orat. 40)


{2022.048} (A.D. 4) Vol. 36 p. 377 line 23
 τό σοι καὶ ζῶντι μέγιστον εἰς ἀσφάλειαν. Πρόβατον
γὰρ ἐσφραγισμένον οὐ ῥᾳδίως ἐπιβουλεύεται, τὸ δὲ
ἀσήμαντον κλέπταις εὐάλωτον· καὶ ἀπελθόντι δεξιὸν
ἐντάφιον, ἐσθῆτος λαμπρότερον, χρυσοῦ τιμιώτερον,
τάφου μεγαλοπρεπέστερον, ἀγόνων χοῶν εὐσεβέστε-   (25)
 

 17. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina dogmatica {2022.059}


(A.D. 4) Column 466 line 8
 Ἐπεὶ δ’ ἔπληγε τῷ ξύλῳ τῆς γνώσεως,
Καὶ πᾶσαν ἡμῶν τὴν φύσιν κατέτρεχεν,
Ὡς εὐάλωτον καὶ κατάκριτον, ὁ φθόνος·
Ὡς ἂν λύσειε τὴν ἔπαρσιν τοῦ φθόνου, @1
(467) Καὶ τὴν φθαρεῖσαν εἰκόνα κτίσῃ πάλιν,
 

 18. Αθανάσιος θεολόγος. Vita sanctae Syncleticae [Sp.]


{2035.104} (A.D. 4) Vol. 28 column 1544 line 36
 θοῦσαι, εὐπρεπέστερον κοσμηθῆναι. Γινέσθω ἡμῖν
οἰκοδομὴ ἡ θέα τοῦ κοσμικοῦ γάμου. Εἰ γὰρ ἐκεῖναι,   (35)
πρὸς τὸν εὐάλωτον συναπτόμεναι ἄνδρα, τοσαύτην
τίθενται σπουδὴν λουτρῶν τε καὶ μυραλοιφιῶν, καὶ
ποικίλης κοσμήσεως (ἐκ γὰρ τούτων δοκοῦσιν ἑαυτὰς
 

 19. Αθανάσιος θεολόγος. Vita sanctae Syncleticae [Sp.]


{2035.104} (A.D. 4) Vol. 28 column 1549 line 19
 τῷ ἐχθρῷ. Πανταχοῦ ἡ ἀμετρία φθοροποιὸς τυγχάνει.
Μὴ ὑφ’ ἕν σου τὰ ὅπλα ἀναλώσῃς, καὶ γυμνὸς εὑρε-
θεὶς ἐν τῷ πολέμῳ εὐάλωτος γενήσῃ. Τὰ ὅπλα ἡμῶν
ἐστι τὸ σῶμα· ἡ δὲ ψυχὴ ὁ στρατιώτης· καὶ τῶν ἀμ-   (20)
φοτέρων ἐπιμελοῦ πρὸς τὰς χρείας. Νέος ὢν καὶ
 
10

 20. Αθανάσιος θεολόγος. Vita sanctae Syncleticae [Sp.]


{2035.104} (A.D. 4) Vol. 28 column 1553 line 46
 χωρεῖ ἡμῖν ἀφ’ ἑαυτῶν κινεῖσθαι, καθάπερ ποσί·
τούτοις τὴν γνώμην δεικνὺς ἐλευθέραν. Ὁ γὰρ πρὸς   (45)
τὰ μικρὰ εὐάλωτος, πῶς ἂν τὰ μείζω φυλάξαι δυνη-
θείη;
  Πάλιν ὁρῶν αὐτὴν διισχυριζομένην καθ’ ἑαυ-
 

 21. Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (in catenis) {2102.014}


(A.D. 4) Vol. 39 p. 1140 line 54
 ἀράχνῃ ἔοικεν οὐχ ὑφισταμένῃ. Ῥᾷστα γὰρ ἡ τῶν
φαύλων ἐπίνοια, σκηνὴ ὀνομαζομένη, καταπίπτουσα,
εὐάλωτός ἐστιν οὕτως, ὡς μηδὲ δοκεῖν γεγονέναι
ποτέ. (55)(1141)   Ὥσπερ ἄνευ ὕδατος οὐ πληθυνθήσεται ἕλος·
οὕτως
 

 22. Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 2.8-27) [Sp.] {2102.042}


(A.D. 4) Vol. 39 p. 717 line 16
 σημάντρου, ἐν ᾧ κατασφραγιζόμενοι ἀναστοιχειού-
μεθα εἰς εἰκόνα τὴν πρώτην, μνημονεύουσα. Ἀσφρά-    (15)
γιστον γὰρ πρόβατον, εὐάλωτον τοῖς λύκοις, οὐκ
ἔχον τὴν ἀπὸ τῆς σφραγῖδος συμμαχίαν, οὐδὲ γιγνω-
σκόμενον ὁμοίως τῶν ἄλλων παρὰ τοῦ καλοῦ ἡμῶν
 

 23. Εφραίμ Σύρος. Sermo de virtutibus et vitiis {4138.001} (A.D.


4) Section 3 line 1
 πολλοῖς οὖν ἀγαθοῖς αἴτιος γίνεται ὁ φόβος τοῦ Κυρίου τοῖς
κεκτημένοις αὐτόν.   (15)(3) Γʹ Περὶ ἀφοβίας   
  Ὁ μὴ ἔχων τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτῷ, ὁ τοιοῦτος εὐάλωτός
ἐστι τοῖς   (1)Διαβόλου ἐπιχειρήμασιν. Ὁ μὴ ἔχων τὸν φόβον τοῦ
Θεοῦ παρ’ ἑαυτῷ μετεωρί-ζεται· ἀδιαφορεῖ· καθεύδει ἀμερίμνως·
ἀπορρᾳθυμεῖ ἐν τοῖς ἔργοις αὑτοῦ· δο-
 

 24. Εφραίμ Σύρος. Sermo de virtutibus et vitiis {4138.001} (A.D.


4) Section 5 line 6
 σκότει διάγοντα; Λέγω γὰρ ὑμῖν, ἀδελφοί, ὅτι ὁ μὴ ἔχων τὴν
ἀγάπην τοῦ Χρι-
στοῦ, ἐχθρὸς αὐτοῦ ὑπάρχει. Ἀψευδὴς πάρα ὁ εἰπών, ὅτι ὁ μισῶν
τὸν ἀδελφὸν   (5)
11

αὑτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ ἐν πάσῃ


ἁμαρτίᾳ εὐάλωτός ἐστιν. Ὁ γὰρ μὴ ἔχων ἀγάπην, ὀξέως θυμοῦται·
ὀξέως παροργίζεται· ὀξέ-
ως εἰς μῖσος συνάπτεται. Ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην, χαίρει ἐπὶ ἀδικίᾳ
ἑτέρων· οὐ συμ-
πάσχει τῷ πταίοντι· οὐ χεῖρα ὀρέγει τῷ κειμένῳ· οὐ παραινεῖ τῷ
ἐσφαλμένῳ· οὐ
 

 25. Εφραίμ Σύρος. Sermo de virtutibus et vitiis {4138.001} (A.D.


4) Section 6 line 7
 ὑπομένει. Ὁ μακρόθυμος ταχέως εἰς ὀργὴν οὐκ ἐξάπτεται· εἰς
ὕβριν οὐ τρέπεται·   (5)
λόγοις κενοῖς ῥᾳδίως οὐ κινεῖται· ἀδικούμενος οὐ λυπεῖται· τοῖς
ἀνθισταμένοις
οὐκ ἀνθίσταται· ἐν παντὶ πράγματι στερεὸς ὑπάρχει. Οὐκ ἔστιν
εὐάλωτος ἐν ἀπά- @1
ταις· οὐκ ἔστιν εὐχερὴς εἰς παροξυσμόν· ἐν θλίψεσι χαίρει· παντὶ
ἔργῳ ἀγαθῷ συν-
αυλίζεται· ἐν πᾶσι τοῖς βασκαίνουσιν ἀσμενίζει. Ἐπιτασσόμενος
οὐκ ἀντιλέγει·
 

 26. Εφραίμ Σύρος. Sermo de virtutibus et vitiis {4138.001} (A.D.


4) Section 9 line 5
 νήν. Ὄντως γὰρ ὄντως οὐαὶ τῷ μὴ ἔχοντι ὑπομονήν· ῥιπίζεται γὰρ
ὥσπερ φύλ-
λον ὑπὸ ἀνέμου ὁ τοιοῦτος. Ὕβριν οὐ φέρει· ἐν θλίψεσιν ὀλίγωρος
ὑπάρχει. Ὁ
τοιοῦτος εὐάλωτός ἐστιν ἐν μάχαις, ἐν ὑπομονῇ γόγγυσος, καὶ ἐν
ὑπακοῇ ἀντι- @1   (5)
λόγος. Ἐν ταῖς προσευχαῖς ῥᾴθυμος καὶ ἐν ἀγρυπνίαις
ἐκλελυμένος· ἐν νηστείαις
σκυθρωπὸς καὶ ἐν ἐγκρατείᾳ ἀμελής· ἐν ἀποκρίσεσιν ὀκνηρὸς καὶ
ἐν τοῖς ἔργοις
 

 27. Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Vidua eligatur {2062.079}


(A.D. 4-5) Vol. 51 p. 325 line 1
 γνώμην, οὐκ ἐπιταγὴν, διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν.
Ὥσπερ οὖν οὐ πᾶσιν ἐκεῖ ταῦτα διαλέγεται, ἀλλὰ @1
(325) τοῖς ἀκρατεστέροις τῶν ἀνθρώπων καὶ εὐαλώτοις·
οὕτω καὶ ἐνταῦθα ταῖς εὐχειρώτοις τῶν γυναικῶν,
12

καὶ μὴ δυναμέναις ἐνεγκεῖν τὸν μετὰ ἀκριβείας βίον


 

 28. Ιωάννης Χρυσόστομος. De Davide et Saule (homiliae 1-3)


{2062.115} (A.D. 4-5) Vol. 54 p. 696 line 23
 καὶ τὸ στεῤῥὸν τῆς διανοίας καταμαλάττουσα, καὶ
ταῖς τῶν πορνῶν ἐπιβουλαῖς προευτρεπίζουσα τὰς
τῶν καθημένων ψυχὰς, καὶ εὐαλώτους ποιοῦσα. Εἰ
γὰρ ἐνταῦθα, ὅπου ψαλμοὶ, καὶ εὐχαὶ, καὶ θείων λο-
γίων ἀκρόασις, καὶ Θεοῦ φόβος, καὶ εὐλάβεια πολλὴ,    (25)
 

 29. Ιωάννης Χρυσόστομος. De precatione (orat. 1-2) [Sp.]


{2062.130} (A.D. 4-5) Vol. 50 p. 780 line 9
 δοκᾷς ὀνείρασιν ὁμιλῆσαι, μὴ τειχίσας σαυτὸν προσ-
ευχαῖς, ἀλλ’ ἀφύλακτος ἐπὶ τὸν ὕπνον ἐλθών; Εὐ-
καταφρόνητος καὶ εὐάλωτος τοῖς πονηροτάτοις δαίμο-
σιν ἔσῃ, οἳ περιέρχονται συνεχῶς καιροφυλακτοῦντες   (10)
ἡμᾶς, τίνα λαβόντες γυμνὸν προσευχῆς ἀναρπάσαιεν
 

 30. Ιωάννης Χρυσόστομος. Expositiones in Psalmos {2062.143}


(A.D. 4-5) Vol. 55 p. 142 line 57
 ψυχήν. Πολέμιον γὰρ τῇ ψυχῇ πονηρία, ἐχθρὸν καὶ   (55)
ὀλέθριον, ὥστε καὶ πρὸ τῆς κολάσεως δίκην δίδωσιν
ὁ πονηρός. Εἶδες πῶς εὐαλώτους πάντοθεν δείκνυσι
τοὺς ἐναντιουμένους, ὅταν καὶ τοιοῦτον ἔχῃ σύμμα-
χον, καὶ ἐκεῖνοι ὑπὸ τῶν οἰκείων ὅπλων ἁλίσκωνται,
 

 31. Ιωάννης Χρυσόστομος. Expositiones in Psalmos {2062.143}


(A.D. 4-5) Vol. 55 p. 237 line 37
 Σοφὸς οἰκέτης κρατήσει δεσποτῶν ἀφρόνων,    (35)
Ὥσπερ γὰρ αἰχμάλωτος, κἂν μυρίον ἔχῃ πλοῦτον,
δι’ αὐτὸ τοῦτο μάλιστα πᾶσίν ἐστιν εὐάλωτος· οὕτω
καὶ ὁ ὑπὸ τῶν παθῶν ἁλισκόμενος, ἀράχνης ἐστὶν
εὐτελέστερος. Τί δὲ ἐν πολέμῳ; οὐχὶ τούτους ὁρῶμεν
 

 32. Ιωάννης Χρυσόστομος. Expositiones in Psalmos {2062.143}


(A.D. 4-5) Vol. 55 p. 418 line 32
 κείμενος, καὶ τὰς πρὸς τοὺς πονηροὺς ἀναστέλ-    (30)
λων συνουσίας· εὐεξαπάτητον γὰρ αὐτῶν τὸ ἦθος,
13

εὐάλωτον καὶ εὐπερίτρεπτον. Λήψονται εἰς μα-


ταιότητας τὰς πόλεις σου. Ἕτερος, Ἐπήρθη-
σαν ματαίως ἀντίζηλοί σου. Ἄλλος, Οἱ ἐχθροί
 

 33. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90)


{2062.152} (A.D. 4-5) Vol. 57 column 289 line 60
 κνὺς ὅτι οὐδὲ τούτου τυγχάνουσι· κἂν γὰρ ἄνθρωποι μὴ
ἀδικήσωσιν, εἰσὶν οἱ ἀδικοῦντες πάντως, ὁ σὴς καὶ ἡ
βρῶσις. Εἰ γὰρ καὶ σφόδρα εὐάλωτος εἶναι δοκεῖ αὕτη ἡ @1   (60)
(290) λύμη, ἀλλ’ ὅμως ἄμαχός ἐστι καὶ ἀκάθεκτος· κἂν ὁτιοῦν
ἐπινοήσῃς, οὐ δυνήσῃ ταύτην ἐπισχεῖν τὴν βλά-
 

 34. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90)


{2062.152} (A.D. 4-5) Vol. 57 column 325 line 28
 καὶ ἐμφαντικώτερον τὸν λόγον ἐποίησεν, ἐπὶ παραβο-
λῆς αὐτὸ γυμνάζων. Οὐδὲ γὰρ ἦν εἰπεῖν ἴσον, ὅτι
ἀχείρωτος ἔσται ὁ ἐνάρετος, καὶ εὐάλωτος ὁ πονηρὸς,
καὶ πέτραν θεῖναι, καὶ οἰκίαν, καὶ ποταμοὺς, καὶ βρο-
χὴν, καὶ ἄνεμον, καὶ ὅσα τοιαῦτα. Καὶ πᾶς ὁ ἀκούων   (30)
 

 35. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90)


{2062.152} (A.D. 4-5) Vol. 58 column 727 line 56
 ἀπηλλάγη τοῦ νοσήματος, εἰς τοσοῦτον κατηνέχθη βά-
ραθρον· πολλῷ μᾶλλον ὑμεῖς, οἱ μηδὲ Γραφῶν ἀκούον-    (55)
τες, οἱ διαπαντὸς τοῖς παροῦσι προσηλωμένοι, εὐάλω-
τοι τῷ πάθει τούτῳ γενήσεσθε, εἰ μὴ συνεχοῦς ἀπο-
λαύοιτε ἐπιμελείας. Καθ’ ἑκάστην ἡμέραν συνῆν ἐκεῖνο.
τῷ μὴ ἔχοντι ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι, καὶ καθ’ ἑκάστην
 

 36. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1-88)


{2062.153} (A.D. 4-5) Vol. 59 p. 148 line 13
 περ γὰρ ἐκεῖναι ἄκαρποι, οὕτω καὶ ταῦτα· καθάπερ
ἐκεῖναι τοὺς ἁπτομένους σπαράττουσιν, οὕτω καὶ
ταῦτα τὰ πάθη· καὶ ὥσπερ εὐάλωτοι τῷ πυρὶ, καὶ
μισηταὶ τῷ γεωργοῦντι αἱ ἄκανθαι, οὕτω καὶ τὰ τοῦ
κόσμου πράγματα· καὶ ὥσπερ ἐν ταῖς ἀκάνθαις θηρία    (15)
 
14

 37. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1-88)


{2062.153} (A.D. 4-5) Vol. 59 p. 295 line 61
 καὶ σὺ καθήλωσον καὶ σύναψον, ὡσανεὶ ἥλῳ προσπε-
περονημένῳ. Ὥσπερ γὰρ οὗτοι δυσάλωτοι, οὕτως οἱ    (60)
ἐναντίοι εὐάλωτοι γίνονται καὶ καταῤῥιπτοῦνται ῥᾳ-
δίως· ὅπερ καὶ τότε ἔπασχον οἱ Ἰουδαῖοι. Ἀκού-
σαντες γὰρ καὶ πιστεύσαντες, πάλιν ἐξετράπησαν. @1
 

 38. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae


1-32) {2062.155} (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 584 line 36
 πραγμάτων ἡ ἔκβασις προλαβοῦσα μαρτυρεῖ τοῖς
εἰρημένοις. Πότε γὰρ οὕτως εὐχείρωτοι γεγόνασι;    (35)
πότε εὐάλωτοι; πότε οὕτω τὸν νῶτον αὐτῶν συν-
έκαμψε; πότε τοιαύτην δουλείαν ὑπέστησαν; Καὶ
τὸ δὴ μεῖζον, ὅτι οὐδὲ λύσις ἔσται τῶν δεινῶν τούτων·
 

 39. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Ephesios (homiliae


1-24) {2062.159} (A.D. 4-5) Vol. 62 p. 96 line 18
 γενώμεθα πρὸς τὴν ἐνέργειαν τῶν ἀγαθῶν πράξεων.
Ὁ νέος ῥυτίδα οὐκ ἔχει· οὐκοῦν μηδὲ ἡμεῖς. Ὁ νέος
οὐ περιφέρεται, οὐδέ ἐστιν εὐάλωτος τοῖς νοσήμα-
σιν· οὐκοῦν μηδὲ ἡμεῖς. Τὸν κτισθέντα. Ὅρα
ἐνταῦθα πῶς κτίσιν καλεῖ τὴν οὐσίωσιν τῆς ἀρετῆς,   (20)
 

 40. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Ephesios (homiliae


1-24) {2062.159} (A.D. 4-5) Vol. 62 p. 154 line 30
 κία ἔξωθεν περιβάλλετε· τοῦτο γὰρ ὁ πλοῦτος, τοῦτο
ἡ δόξα. Ὅταν γὰρ ταῦτα καταπέσῃ, καταπίπτει δὲ,
γυμνὸν ἕστηκε καὶ εὐάλωτον τὸ φυτὸν, οὐ μόνον οὐ-   (30)
δὲν κερδᾶναν ἐν τῷ παρελθόντι χρόνῳ, ἀλλὰ καὶ βλα-
βέν. Ἐκεῖνα γὰρ τὰ θριγκία τὰ κωλύοντα αὐτὸ ἐγγυ-
 

 41. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Ephesios (homiliae


1-24) {2062.159} (A.D. 4-5) Vol. 62 p. 175 line 6
 καὶ αὐτὴν φθείρωμεν· τοῦτο ἡ ἁμαρτία εἰρ-
γάσατο ἡ προτέρα· ἡ δὲ μετὰ τὸ λουτρὸν καὶ    (5)
τὴν ψυχὴν φθεῖραι δύναται, καὶ εὐάλωτον ποιῆ-
σαι τῷ σκώληκι τῷ ἀθανάτῳ· οὐ γὰρ ἂν ἥψατο, εἰ
15

μὴ φθαρτὴν εὗρε ψυχήν. Ἀδάμαντος σκώληξ οὐχ


 

 42. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Thessalonicenses


(homiliae 1-11) {2062.162} (A.D. 4-5) Vol. 62 p. 411 line 32
 βείας; Τίς τοῦτο εἰργάσατο τῶν πνευματικῶν στρα-   (30)
τιωτῶν; Οὐδὲ εἷς. Διὰ τοῦτο ἐν τοῖς πολέμοις χαῦ-
νοι καὶ βάναυσοι, καὶ πᾶσιν εὐάλωτοι γινόμεθα. Πό-
σης δὲ νωθείας τὸ μὴ ἡγεῖσθαι πολέμου καιρὸν εἶναι
τὸν παρόντα, τοῦ Παύλου βοῶντος· Πάντες δὲ οἱ θέ-
 

 43. Ιωάννης Χρυσόστομος. Fragmenta in Proverbia (in catenis)


{2062.185} (A.D. 4-5) Vol. 64 p. 737 line 28
 ταξίαν. Καὶ ἀσκαλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος,
ὁμορόφιος τοῖς κρατοῦσίν ἐστι, φησί. Τὸ ζῶον
τοῦτο τὸ εὐάλωτον, καὶ οὐδεὶς λυμαίνεται τοῦτον.
  Καὶ ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν ἐν θηλείαις εὔψυ-   (31)
χος.
 

 44. Ιωάννης Χρυσόστομος. Fragmenta in Jeremiam (in catenis)


{2062.186} (A.D. 4-5) Vol. 64 p. 772 line 37
 ἀροτριᾷν εὑρήσουσιν αὐτήν· τουτέστιν, ἐν τῇ    (35)
διαφθορᾷ αὐτῆς. Οὕτω μὲν οὖν κεῖται κατὰ τὴν τῶν
Ἑβραίων ἔννοιαν· ὁ δὲ Ἑλληνικὸς τοιαύτην τινὰ ἔχει τῶν ῥημάτων
διάνοιαν· Εὐάλωτος ἔσται, τῆς
παρ’ ἐμοῦ προνοίας οὐκ ἀξιουμένη.
  Ἀπόστρεψον τὸν πόδα σου ἀπὸ ὁδοῦ τραχείας·
 

 45. Ιωάννης Χρυσόστομος. Fragmenta in Jeremiam (in catenis)


{2062.186} (A.D. 4-5) Vol. 64 p. 804 line 42
 πᾶσα ἡ γῆ· ἄφνω τεταλαιπώρηκεν ἡ σκηνή. Δι-   (40)
εσπάσθησαν αἱ δέῤῥεις μου.
  Τὸ εὐάλωτον δείκνυσι, σκηνὴν καλῶν· ἄλλως δὲ
οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι, πόλιν πᾶσαν, καὶ οἰκίαν πᾶσαν
τούτῳ τῷ τρόπῳ τῆς προσηγορίας προσονομάζων·
 

 46. Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Verumtamen frustra


conturbatur [Sp.] {2062.198} (A.D. 4-5) Vol. 55 p. 559 line 46
16

 ἀπληστίαν, τὸ εὐφυὲς εἰς ἀπιστίαν, τὸ ὑπέρογκον πνεῦ-


μα, τὸ μεγαλοῤῥῆμον θράσος, τὸ εὐδιάλυτον φρύαγμα,    (45)
τὸ εὐκαθαίρετον ὕψωμα, τὸ εὐάλωτον τόλμημα, ὁ πηλὸς
ὁ αὐθάδης, ἡ τέφρα ἡ στασιώδης, ἡ κόνις ἡ μεγαλόφρων,
ἡ σποδὸς ἡ πεφυσιωμένη, ὁ σπινθὴρ ὁ εὐκατάσβεστος,
 

 47. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Psalmum 118 (homiliae 1-3) [Sp.]


{2062.207} (A.D. 4-5) Vol. 55 p. 698 line 57
 κοῦσί με.   (55)
  ζʹ. Τοῖς σοῖς, φησὶν, ἀκολουθεῖν προελόμενος νόμοις, μὴ
γένωμαι τοῖς δυσμενέσιν εὐάλωτος. Τίς δὲ νῦν ἔχει τοσ-
αύτην ψυχῆς καθαρότητα, ὥστε σὺν παῤῥησίᾳ τοιούτοις
χρήσασθαι λόγοις; Τούτοις μέντοι καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος
 

 48. Ιωάννης Χρυσόστομος. Contra theatra [Sp.] {2062.217}


(A.D. 4-5) Vol. 56 p. 543 line 38
 ταγοητεύουσα, καὶ τὸ στεῤῥὸν τῆς διανοίας καταμαλάτ-
τουσα, καὶ ταῖς τῶν πορνῶν ἐπιβουλαῖς προευτρε-
πίζουσα τὰς τῶν καθημένων ψυχὰς, καὶ εὐαλώτους
ποιοῦσα, δι’ αὐτῶν διαστήσασα τοῦ Χριστοῦ; Εἰ γὰρ
ἐνταῦθα, ὅπου ψαλμοὶ, καὶ εὐχαὶ, καὶ θείων λογίων   (40)
 

 49. Ιωάννης Χρυσόστομος. De paenitentia (sermo 3) [Sp.]


{2062.271} (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 706 line 57
 κατὰ τὴν κυριακὴν φωνὴν, ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.   (55)
Μὴ γυμνώσῃς σαυτὸν, ἄνθρωπε, μὴ ῥίπτῃς τοῦ ἁγίου
Πνεύματος τὴν παντευχίαν, ἵνα μὴ εὐάλωτος γένῃ τοῖς
πολεμίοις· τῷ τῆς μετανοίας θυρεῷ δέχου καὶ τίνασσε
τῆς ἐπιθυμίας τὰ βέλη. Ἡδεῖα ἡ πορνεία, ἀλλ’ ἐπιβλα-
 

 50. Ιωάννης Χρυσόστομος. In annuntiationem sanctissimae


deiparae [Sp.] {2062.282} (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 756 line 63
 θμιζε, ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος, λέγουσα· Ὦ ξένε,
ξένῃ φωνῇ ξενίζεις φθεγγόμενος. Ἢ ἀγνοεῖς τὴν τῶν
προσαγορευόντων συνήθειαν, ἢ δοκιμάζεις με, εἰ εὐά-
λωτος τυγχάνω; Τὸ μὲν, Χαῖρε, πάντων τῶν προσαγο-
ρευόντων κοινόν· τὸ δὲ Κεχαριτωμένη, ξένον, μάλιστα   (65)
ταῖς ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν ἐν σεμνότητι βίου.
 
17

 51. Ιωάννης Χρυσόστομος. Eclogae i-xlviii ex diversis homiliis


[Sp.] {2062.338} (A.D. 4-5) Vol. 63 p. 762 line 49
 τὸν βασιλέα δεδοικὼς, ἢ ὁ παρὰ τοῦ ὑπηκόου κατα-
φρονούμενος; Ὥσπερ γὰρ ὁ αἰχμάλωτος, κἂν μυρίον
ἔχῃ πλοῦτον, διὰ τοῦτο αὐτὸ μάλιστα πᾶσιν εὐάλωτός
ἐστιν· οὕτω καὶ ὁ ὑπὸ τῶν παθῶν ἁλισκόμενος, κἂν    (50)
αὐτὸ περικέηται τὸ διάδημα, ἀράχνης πάσης ἐστὶν
 

 52. Ιωάννης Χρυσόστομος. In evangelii dictum et de virginitate


[Sp.] {2062.360} (A.D. 4-5) Vol. 64 p. 37 line 68
 ὀλισθηρὸν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς χαμαίζηλον,
πῶς ὀφθαλμοῤῥεπὲς, πῶς εὐολίσθητον, πῶς εὐκαταμά-
χητον, πῶς ἄνανδρον, πῶς εὐάλωτον, εἰ μὴ πίστει στη-
ρίζοιτο· ἤκουσε πλατεῖαν ὁδὸν, καὶ ἐπέδραμεν ὡς ἐπὶ
παγίδα ὄρνεον· ἤκουσε στενὴν, καὶ φεύγει τὴν σωτη-    (70)
 

 53. Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et


Paralipomenon {4089.023} (A.D. 4-5) Vol. 80 p. 553 line 8
 βαλλόμενος, συγκαλύπτει ταύτῃ τὸν εὐώνυμον ὀφθαλ-
μὸν, τῷ δεξιῷ δὲ τοὺς πολεμίους ὁρᾷ. Ὁ τοίνυν
τὸν δεξιὸν ἀφῃρημένος εὐάλωτος ἐγίνετο πολε-
μῶν. ΕΡΩΤ. ΚΔʹ.   (10)

 54. Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-5)


Vol. 80 p. 952 line 29
 λήθητε, φησὶν, οἱ κατεσθίοντες συνιδεῖν τόδε·
δι’ αὐτῆς οὖν μαθήσεσθε τῶν πραγμάτων τῆς
πείρας, ὡς οὐκ ἔσται ὑμῖν εὐάλωτος ὁ ἐμὸς λαὸς,
οὐδὲ καθάπερ ἄρτον τινὰ ἐσθιόμενον δαπανήσετε   (30)
αὐτὸν, τῆς ἐμῆς προμηθείας καταφρονοῦντες. Τοῦτο
 

 55. Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-5)


Vol. 80 p. 1461 line 10
 σκει ῥᾳδίως, οὕτως αὐτοὺς εὐπετῶς μάλα κατηγωνί-
ζοντο. Διό φησιν ὁ προφητικὸς λόγος· «Ἔδωκας
αὐτὸν βρῶμα λαοῖς τοῖς Αἰθίοψιν,» ἀντὶ τοῦ, εὐ-   (10)
αλώτους αὐτοὺς ἀπέφηνας, εὐμαρῶς ὑπὸ τῶν
Αἰθιόπων παρασκευάσας ἀναλίσκεσθαι.
18

  ιεʹ. «Σὺ διέῤῥηξας πηγὰς καὶ χειμάῤῥους.» Ὁ δὲ


 

 56. Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-5)


Vol. 80 p. 1860 line 6
 ραδῷς με τοῖς ἀδικοῦσί με.» Τοῖς σοῖς, φησὶν, ἀκο-
λουθεῖν προελόμενος νόμοις, μὴ γένωμαι τοῖς δυσ-   (5)
μενέσιν εὐάλωτος. Τίς δὲ νῦν ἔχει τοσαύτης ψυχῆς
καθαρότητα, ὥστε σὺν παῤῥησίᾳ τοιούτοις χρήσασθαι
λόγοις; Τούτοις μέν τοι καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος
 

 57. Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam {4089.026} (A.D. 4-


5) Vol. 81 column 736 line 17
 νοι καταλύουσιν. Ῥᾳδία σοι, φησὶν, ἡ νίκη· οὐ δεῖ   (15)
σοι πολιορκίας, οὐδὲ προσεδρείας, οὐδὲ χρόνου μακροῦ·
εὐάλωτοί εἰσι, καὶ εὐχείρωτοι. Δείκνυσι δὲ καὶ ὡς
αὐτὸς ἐπάγει τὴν τιμωρίαν. «Καὶ λικμήσω αὐτοὺς
παντὶ πνεύματι κεκαρμένους τὰ πρόσωπα αὑτῶν,
 

 58. Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam {4089.026} (A.D. 4-


5) Vol. 81 column 788 line 18
 καὶ λέγει ἐξ οὐρανῶν εἰς γῆν ῥιφῆναι τὴν πόλιν
Ἐπειδὴ τῆς ἐπανθούσης χάριτος ἐγυμνώθη, ἐγέ-
νετο τοῖς πολεμίοις εὐάλωτος.
  βʹ. Κατεπόντισε Κύριος οὐ φεισάμενος πάντα
τὰ ὡραῖα Ἰακώβ· καθεῖλεν ἐν θυμῷ αὑτοῦ   (20)
 

 59. Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Vol. 81 p. 1621 line 8
 ἐν μὲν τοῖς ὕδασι διαιτωμένη διαφεύγει πολλάκις τῶν
θηρευόντων τὰς χεῖρας· εἰς δὲ τὴν γῆν βαδίζουσα,
πρόχειρός ἐστι καὶ εὐάλωτος. Ταύτῃ τοίνυν, φησὶ,
παραπλησίως εὐάλωτοι ἔσονται οἱ παρ’ ὑμῶν τοῖς
δαίμοσι κατασκευασθέντες βωμοὶ, καὶ ὑπὸ τῶν πο-   (10)
 

 60. Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Vol. 81 p. 1621 line 9
 θηρευόντων τὰς χεῖρας· εἰς δὲ τὴν γῆν βαδίζουσα,
πρόχειρός ἐστι καὶ εὐάλωτος. Ταύτῃ τοίνυν, φησὶ,
19

παραπλησίως εὐάλωτοι ἔσονται οἱ παρ’ ὑμῶν τοῖς


δαίμοσι κατασκευασθέντες βωμοὶ, καὶ ὑπὸ τῶν πο-   (10)
λεμίων κατασκαφήσονται. Εἶτα πάλιν τῆς τοῦ προ-
 

 61. Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Vol. 81 p. 1712 line 29
 λαμβάνοντες, πολλὰς πολλάκις διέφυγον προσβολάς.
Ἐπειδὴ τοίνυν, φησὶ, ταύταις θαῤῥῶν ἀλαζονεύῃ καὶ
μέγα φρονεῖς ὡς ἀχείρωτος, εὐάλωτόν σε κατα-
στήσω καὶ εὐχείρωτον τοῖς ἐχθροῖς, καὶ τῶν πολε-    (30)
μίων οὐ διαφεύξῃ τὰς χεῖρας, οὐδὲ εἰ δίκην ἀετοῦ
 

 62. Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Vol. 81 p. 1749 line 46
 ἰσχύει, οὐδὲ φοβερός ἐστιν οἷς πρότερον ἦν φοβερός.
Τούτῳ παραπλησίως καὶ σὺ, τῆς ἐμῆς γυμνουμένη    (45)
προνοίας, εὐάλωτος ἔσῃ τοῖς πολεμίοις, ὡς τῶν οἰκη-
τόρων σου πάντων ἔρημος γιγνομένη.

ΚΕΦΑΛ. Βʹ.

 63. Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Vol. 81 p. 1781 line 45
 μενος πηλὸς, θύραζε ῥιπτούμενος, ὑπὸ τῶν παριόντων
ἁπάντων καταπατεῖται, ὥστε εἰς δέον τὰς βώλους
διαλυθῆναι· οὕτως ἔσῃ πρόχειρος ἅπασι καὶ εὐάλωτος, ὑπὸ πάντων
τῶν περιοίκων ἀναιρουμένη καὶ
πατουμένη. Τότε σου καὶ οἱ παράνομοι νόμοι λή-
ψονται πέρας, καὶ αἱ πόλεις ὑπομενοῦσι πολιορκίαν·
 

 64. Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Vol. 81 p. 1941 line 17
 πρόθυρα σαλευόμενα πᾶσι τοῖς λαοῖς κύκλῳ, καὶ    (15)
ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ· ἔσται περιοχὴ ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ.»
Εὐάλωτον, φησι. καὶ εὐκαταγώνιστον πᾶσι τοῖς ἔθνε-
σιν ἀποκαταστήσω τήνδε τὴν πόλιν, καὶ ἐοικυῖαν
20

δείξω προθύροις σαλευομένοις, καὶ καταφέρεσθαι


 

 65. Θεοδώρετος. Haereticarum fabularum compendium


{4089.031} (A.D. 4-5) Vol. 83 p. 360 line 4
   Ὁ δὲ Μάρκος καὶ γοητείαν ἠσκήθη, καί τινα
παράδοξα διὰ μαγγανείας ἐπιτελῶν, πολλοὺς τῶν
εὐαλώτων ἠπάτησεν. Οὗτος μακρόν τινα πλασάμενος
μῦθον, ἔφησεν αὐτῷ τοῦτο τὴν Σιγὴν εἰρηκέναι· καὶ   (5)
οὐκ αἰσχύνεται Σιγὴν φλύαρον ἀποφήνας. Οὗτος καὶ
 

 66. Θεοδώρετος. Haereticarum fabularum compendium


{4089.031} (A.D. 4-5) Vol. 83 p. 525 line 35
 πολλοὺς, ἑαυτὸν εἶναι λέγων Χριστὸν, ὃν οἱ θεῖοι
χρησμῳδοῦντες προφῆται ἐπιφανήσεσθαι προὔλεγον.
Δελεάσει δὲ καὶ τοὺς εὐαλώτους, θαυματουργίαις   (35)
τισὶν ἀπατηλαῖς κεχρημένος· καὶ τοῦτο πολλοὶ μὲν
τῶν προφητῶν αἰνιγματωδῶς προεῖπον ἐν τῇ Παλαιᾷ.
 

 67. Κύριλλος Αλεξανδρινός. De adoratione et cultu in spiritu et


veritate {4090.096} (A.D. 4-5) Vol. 68 p. 156 line 18
 ἄνωθεν ἀπαμφιεννύμενοι, καὶ τῆς εἰς ἄγαν ἐξιτηλίας,
καὶ τῶν εἰς τὸ φαῦλον ἀσχέτων ἀπονευμάτων πρατ-
τόμενοι δίκας, ἀσθενεῖς καὶ εὐάλωτοι, καὶ τί γὰρ
οὐχὶ τῶν τοιούτων ἠῤῥωστηκότες ἀποδεικνύμεθα;
Πάρα δὲ δή σοι ταυτὶ καταθεάσασθαι λαμπρῶς, τοῖς   (20)
 

 68. Κύριλλος Αλεξανδρινός. De adoratione et cultu in spiritu et


veritate {4090.096} (A.D. 4-5) Vol. 68 p. 360 line 22
 ἐναλόντες δὲ καὶ αὐτοὶ πάθεσι κοσμικοῖς, καὶ γεωδε-   (20)
στέραις ἐπιθυμίαις ἐνειλημμένοι, εὐκατάτροχοι μὲν
ὥσπερ καὶ εὐαλωτότατοι λίαν παρακείσονται τότε
τοῖς διώκειν αὐτοὺς ᾑρημένοις, γυμνοὶ δὲ τῆς ἄνωθεν
ἀσφαλείας ἐκδεδειγμένοι, θήρα τις ὥσπερ ἑτοιμο-
 

 69. Κύριλλος Αλεξανδρινός. De adoratione et cultu in spiritu et


veritate {4090.096} (A.D. 4-5) Vol. 68 p. 372 line 39
 γὰρ ἤθη χρηστὰ, ὁμιλίαι κακαί.» Καὶ καθέλκει πρὸς
ἀνανδρίαν ἔσθ’ ὅτε τὸν εὐσθενῆ τε εὔψυχον ὁ δειλίαις
21

εὐαλωτότατος. Τοιγάρτοι καὶ ὁ θεσπέσιος Παῦλος


ἐπετίμα τισὶν, οἳ διακωλύειν αὐτὸν ἤθελον ἀναβαίνειν     (40)
εἰς Ἱεροσόλυμα· φησὶ γάρ· «Τί ποιεῖτε κλαίοντες  
 

 70. Κύριλλος Αλεξανδρινός. De adoratione et cultu in spiritu et


veritate {4090.096} (A.D. 4-5) Vol. 68 p. 869 line 12
 καὶ πόλεων τῶν εὐπυργοτάτων, ἢ μᾶλλον οἱ ἐν    (10)
ἀγροῖς;
ΠΑΛΛ. Καὶ τίνι τοῦτο ἀσυμφανές; εὐαλωτότατοι
γὰρ οἱ ἐν ἀτειχίστοις ἀγροῖς.
ΚΥΡ. Ὀρθῶς ἔφης· οἴει δὲ δὴ τίνας ἄμεινόν τε
 

 71. Κύριλλος Αλεξανδρινός. De adoratione et cultu in spiritu et


veritate {4090.096} (A.D. 4-5) Vol. 68 p. 925 line 34
 φιεσμένα, ἥκιστα μὲν οἶδε τὸ ἄνω, εἰσδύεται δὲ τὴν
εἰς τὸ κάτω πόαν ἀεὶ, καὶ τοῖς ἰλυώδεσι τῶν τόπων
ἐμφιλοχωρεῖ. Ἀδρανῆ τέ ἐστι καὶ εὐάλωτα, καὶ τοῖς
ἅπαξ τεθεαμένοις, ἱδρῶτος δίχα ληπτά. Καὶ λόγος    (35)
μὲν ἐπ’ ἐκείνοις, οὑτοσὶ, σαφής τε καὶ ἀληθής·
 

 72. Κύριλλος Αλεξανδρινός. De adoratione et cultu in spiritu et


veritate {4090.096} (A.D. 4-5) Vol. 68 p. 928 line 33
 τὸ ἀληθὲς, ἤγουν, ἕτερόν τι παρὰ τοῦτό εἰσιν. Εἶεν
δ’ ἂν οἱ τοιοίδε πάντη τε καὶ πάντως ἀδρανεῖς τε καὶ
εὐάλωτοι, ταῖς εἰς πᾶν ὁτιοῦν τῶν ἐκτόπων ἡδοναῖς
τυραννούμενοι. Ἢ γὰρ οὐχὶ τοιουτοσί πώς ἐστι τῶν
ἀπεγνωσμένων ὁ βίος; Γύναιά τε γὰρ τὰ μαχλῶντα   (35)
 

 73. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Fragmenta in libros Regum


{4090.099} (A.D. 4-5) Vol. 69 p. 685 line 7
 ᾤοντο γὰρ αὐτὸν τῶν εἰς Οὐρίαν πλημμελημάτων   (5)
πράττεσθαι δίκας· καὶ ἐν προσκρούσει δὲ γεγονότα
τῇ παρὰ Θεῷ, τοῖς ἐθέλουσι κᾆτα δὴ οὖν εὐάλωτον
ἔσεσθαι, καὶ πανταχοῦ νοσοῦντα τὸ ἄναλκι.
Διασκέδασον δὴ τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ.
 

 74. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 177 line 18
22

 εφώνει λέγων· «Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, περιπατεῖτε ἐν


τῷ φωτὶ, ἵνα μὴ ἡ σκοτία ὑμᾷς καταλάβῃ.» Τί δέ
ἐστιν ἀσφαλὴς καὶ εὐάλωτος τῶν Ἰουδαίων ὁ νοῦς
πρὸς πᾶν ὁτιοῦν τῶν παθῶν ἐπικουρίας τῆς ἄνωθεν ἔρημος ὢν,
πῶς ἂν ἐνδοιάσειέ τις τῶν εὖ φρονεῖ
εἰωθότων;   (20)
 

 75. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 405 line 26
 πάθεσιν, ὡς κατὰ μηδένα τρόπον ἰσχῦσαι διαφυγεῖν.
Οὕτω παραδίδονται μὲν εἰς ἀδόκιμον νοῦν, καὶ γεγό-   (25)
νασιν εὐάλωτοι ταῖς ἐκτόποις ἐπιθυμίαις, σώζει δὲ
αὐτὰς οὐδὲν, ἀλλ’ εἰσὶν ὑπὸ πόδας ἐχθρῶν, ἀνάνδρως
διεῤῥιμμέναι. Ἐὰν μὲν γὰρ κλείσῃ κατὰ τοὺς ἀνθρώ-
 

 76. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 429 line 11
 αὐτοῖς τοῦ Θεοῦ πᾶν ὅσον ἦν ἄναντές τε καὶ δυσήνυ-
τον. Ἐπειδὴ δὲ τῆς ἐκείνων ἀνοσιότητος γεγόνασι   (10)
μιμηταὶ, δειλοὶ καὶ εὐάλωτοι κατ’ ἐκείνους γεγόνασιν.
Ἠρήμωνται γὰρ αἱ πόλεις αὐτῶν, καὶ κατελείφθη-
σαν ὑπὸ τῶν κατοικούντων ἐν αὐταῖς, κατὰ τὸν ἴσον
 

 77. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 596 line 22
 τηται τῶν Ἰουδαίων ὁ νοῦς· ἀλογίαν μὲν τὴν ἐσχάτην   (20)
τοῦ ὅνου σημαίνοντος· ἡδονήν γε μὴν τοῦ ὑός. Ὅτι
οὖν γέγονεν εὐάλωτος παντὶ τῷ καταδηοῦν ἐθέλοντι
τοῦτο διδάσκει, λέγων· Οὐκ ἔστιν ἢ οὐκ ἐπελάβετο
αὐτῆς, οὐ γάρ ἐστι χεὶρ ἤτοι δύναμις, ἢ ἀνθρώπων
 

 78. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 604 line 52
 ὁ Σατανᾶς, καὶ αἱ σὺν αὐτῷ καὶ ὑπ’ αὐτῷ δυνάμεις   (50)
πονηραί. Ἀποσοβοῦντος γὰρ οὐδενὸς τῆς ἀνθρώπου
καρδίας τὰς τῶν πονηρῶν δαιμόνων ἐφόδους εὐάλω-
τος ἔσται, καὶ πρὸς πᾶν ὁτιοῦν τῶν ἐκείνοις δοκούν-
των ἀμελητὶ κατοιχήσεται. Εἰ δὲ χρή τι καὶ τοῖς
23

ἱστορικῶς γεγονόσιν ἀκόλουθον εἰπεῖν, νομὴ γεγόνασι   (55)


 

 79. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 776 line 30
 δὲ νῦν καιροῦ καλοῦντος εἰς πέρας τὰ προηγγελμένα,
ὥστε ἐξερημῶσαι ἔθνη ἐν πόλεσιν ὀχυραῖς, τοῦτ’
ἔστιν, οὐκ ἀσθενῆ, καὶ εὐάλωτα. Ἐγὼ τὰς χεῖρας   (30)
ἀνῆκα, καὶ ἐξηράνθησαν. Ὁ γὰρ πάλαι ταῖς ἀνεξι-
κακίαις ἔτι συνέχων αὐτὰ πρὸς τὸ εἶναι, καὶ συν-
 

 80. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 1012 line 46
 Ἀποστᾶσα γὰρ Θεοῦ καὶ μεταφοιτήσασα πρὸς ἐξιτη-
λίαν, διὰ τοῦ προσνεῦσαι δαιμονίων ἀπάταις, καὶ   (45)
τοῦτο ἐκ νεότητος, ἀσθενὴς γέγονας καὶ εὐάλωτος.
Οὐ γὰρ ἐπλούτεις εἰς ἐπικουρίαν τὴν παρά γε μόνου
τοῦ σώζειν εἰδότος, ὃς δὴ καὶ ἔστι τῶν δυνάμεων
 

 81. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 1025 line 25
 ἀπαιδαγώγητον ἔχοντας νοῦν, καὶ πολὺ λίαν εὐπαρα-
κόμιστον πρὸς ἀπόστασιν, καὶ τοῖς τῆς ἀπάτης βρό-
χοις εὐάλωτον, οἴεσθαί τε καὶ λέγειν τὰ ἐκ τοῦ πο-   (25)
λέμου συμβῆναι παθεῖν αὐτοὺς ἐξ ὀργῆς τάχα που
τῶν ψευδωνύμων θεῶν, παρεωραμένης μὲν τῆς
 

 82. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 1404 line 5
 σφόδρα.
  Τὰς ἐν ψυχῇ ζημίας προαπαγγείλαντες, καὶ ὅτι
γεγόνασι ταῖς ἁμαρτίαις εὐάλωτοι προηγορευκότες,   (5)
εὐπαράφοροί τε καὶ φύλλων δίκην ὑπὸ παντὸς πνεύ-
ματος τῇδέ τε κἀκεῖσε διαῤῥυπτούμενοι, διαμνημο-
 

 83. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarii in Lucam (in catenis)


{4090.108} (A.D. 4-5) Vol. 72 p. 604 line 6
 τοὺς ἐνούσης αὐτοῖς ἐπιεικείας ἀναμάξαντας τρό-
πους· εἰ δὲ ῥᾴθυμοί τινες εἶεν, καὶ ταῖς εἰς τὸ φαῦ-    (5)
24

λον ἡδοναῖς εὐάλωτοι, πῶς ἂν ἑτέροις τὰ ἴσα νοσοῦ-


σιν ἐπιτιμήσειαν; Διὰ τοῦτο σοφῶς οἱ μακάριοι μα-
θηταὶ γεγράφασί τε καὶ λέγουσι· «Μὴ πολλοὶ διδά-
 

 84. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarii in Lucam (in catenis)


{4090.108} (A.D. 4-5) Vol. 72 p. 900 line 19
 πάντα μεταστήσει πρὸς τὸ ἄμεινον· ἀναβιώσονται
γὰρ οἱ νεκροὶ, καὶ ἀποδύσεται τὴν φθορὰν τὸ ἐκ
γῆς τοῦτο εὐάλωτον τοῖς πάθεσι σῶμα· ἐνδύσεται
δὲ τὴν ἀφθαρσίαν, Χριστοῦ νέμοντος αὐτὴν, καὶ    (20)
συμμόρφους τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ τοὺς εἰς
 

 85. Κύριλλος Αλεξανδρινός. Ad Optimum episcopum (epist. 80)


{4090.115} (A.D. 4-5) Vol. 77 p. 369 line 22
 ἀποκτενεῖ με.» Πρὸς δὴ τοῦτο ὁ Κύριός φησιν·   (20)
«Οὐχ οὕτως· πᾶς ὁ ἀποκτείνας Καῒν ἑπτὰ ἐκδι-
κούμενα παραλύσει.» Ἐπειδὴ γὰρ ἐνόμισεν εὐάλω-
τος εἶναι παντὶ Καῒν, διὰ τὸ ἐκ τῆς γῆς τὴν ἀσφά-
λειαν μὴ ἔχειν· ἐπικατάρατος γὰρ ἡ γῆ ἀπ’ αὐτοῦ,
καὶ τῆς ἀπὸ Θεοῦ βοηθείας ἠρημᾶσθαι, ὀργισθέντος   (25)
 

 86. Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum {2598.002}


(A.D. 5-6) P. 1740 line 26
   Φίλωνος. Τὸ δὲ, Οὐκ ἐξουδενώσουσί με, οἱ τὸ
τῆς πνευματικῆς φιλίας ἀκατάγνωστον εἰδότες· ἢ    (25)
ὅτι οὐκ ἔσομαι ἔτι ὡς τὸ πρὶν εὐάλωτος τοῖς ἐχθροῖς·
εἰσάξω δὲ αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου, τῆς γῆς καὶ
τῆς ἐκ ταύτης σαρκός· ταμιεῖον δὲ αὐτῆς ὁ ᾅδης,
 

 87. Προκόπιος. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


1988 line 44
 τῆς Ἱερουσαλὴμ ὁ Θεός· «Κἀγὼ ἔσομαι αὐτῇ τεῖχος
πυρὸς κύκλοθεν.» Τῇ δὲ εἰς Χριστὸν παροινίᾳ τοῖς
ἐχθροῖς γεγονότες εὐάλωτοι, εἰς τὰ ἔθνη μετελθού-
σης τῆς χάριτος. Ὁ δὲ Σύμμαχός φησιν· Εἰς λίθον   (45)
προσκόμματος, καὶ εἰς πέτραν πτώματος, τοῖς
 
25

 88. Προκόπιος. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2292 line 6
 τοῦ Θεοῦ τὸ πρόσωπον, ὥς τινές φασι· Νῦν δὲ συν-
αχθήσεται τὰ σκύλα ὑμῶν· τοῦτ’ ἔστιν, Οὐκ εἰς   (5)
μακρὰν ἁλώσεσθε· καὶ τὸ εὐάλωτον δηλῶν τοῦ τῶν
Ἰουδαίων λαοῦ, οἱονεὶ παίζοντες, φησὶν ἀκρίδων
ὑμᾶς λήψονται δίκην, οὕτω δὲ καὶ τὰς ψυχὰς τῷ Σα-
 

 89. Προκόπιος. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2448 line 18
 σασα. Τὸ δὲ ἐκοπίασας, ἀντὶ τοῦ ἠσθένησας. Με-
ταβαλοῦσα γὰρ εἰς δαίμονας ἀπὸ Θεοῦ τὴν λατρείαν
εὐάλωτος γέγονας. Ἀντὶ δὲ τοῦ· Ἐκοπίασας ἐν τῇ
μεταβολῇ σου, καὶ τὰ ἑξῆς· οἱ λοιποί φασιν, Οἱ
ἔμποροί σου ἀπὸ νεότητός σου. Ἕκαστος εἰς τὸ   (20)
 

 90. VITA S. AUXENTII Hagiogr. Vita Sancti Auxentii {5123.001}


(A.D. 6) Column 1413 line 45
 τησάμεθα· καὶ γὰρ εἰς ἄγγελον φωτὸς μεταβληθεὶς
ὁ πονηρὸς, ὥς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ἀπατᾷν αὐτὸν
ᾤετο, ἀλλ’ οὐκ ἦν εὐάλωτος ὁ μακάριος, σφόδρα δὲ   (45)
μᾶλλον ἔμπειρος ἐκ τῆς τῶν θείων Γραφῶν διδα-
σκαλίας.
 

 91. VITA S. AUXENTII Hagiogr. Vita Sancti Auxentii {5123.001}


(A.D. 6) Column 1425 line 30
 ὑπομονῆς, πρὸς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς ὑπενεγκεῖν. Ἄνευ
γὰρ τῆς αὐτοῦ βοηθείας ἀσθενεῖς ἡμεῖς καὶ ἀνίσχυ-
ροι, καὶ πάντων σχεδὸν πτηνῶν καὶ κτηνῶν εὐαλω-   (30)
τότεροι· ἀξιούμενοι δὲ τῆς αὐτοῦ ἐπικουρείας οἱ
ἀσθενεῖς ἰσχυροὶ, οἱ ἄτιμοι ἔνδοξοι οἱ γήϊνοι ἐπουράνιοι, οἱ θνητοὶ
ἀθάνατοι κατὰ τὸ πλῆθος τῶν αὐτοῦ
οἰκτιρμῶν ἀναδεικνύμεθα καὶ κληρονόμοι αἰωνίου βασιλείας
γινόμεθα.
 

 92. Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Vol. 95 p.
1132 line 32
26

 πλεονεξίαν, τὸ ἀκόρεστον εἰς ἀπληστίαν, τὸ ὑπέρ-   (30)


κομπον πνεῦμα, τὸ μεγαλοῤῥῆμον θράσος, τὸ εὐ-
διάλλακτον φρύαγμα, τὸ εὐάλωτον τόλμημα· ὁ πηλὸς
ὁ αὐθάδης, ἡ κόνις ἡ μεγαλόφρων, ἡ σποδὸς ἡ πε-
φυσιωμένη, ὁ σπινθὴρ εὐκατάσβεστος, ἡ φλὸξ ἡ
 

 93. Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Vol. 95 p.
1572 line 12
 τραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους. Ἀβασίλευτός ἐστιν ἡ   (10)
ἀκρὶς, ἐκστρατεύει ἀφ’ ἑνὸς κελεύσματος· καὶ καλα-
βώτης χερσὶν ἐρειδόμενος, καὶ εὐάλωτος ὢν, κατοι-
κεῖ ἐν ὀχυρώμασι βασιλέων. Τρία ἐστὶν ἃ εὐόδως
πορεύονται, καὶ τὸ τέταρτον ὃ καλῶς διαβαίνει·
 

 94. Θεόδωρος Στουδίτης. Homilia in nativitatem Mariae (olim


sub auctore Joanne Damasceno) {2714.001} (A.D. 8-9) Vol. 96 p.
688 line 7
 παραδείσῳ προσευξάμενοι, παράδεισον ἔτεκον, πολὺ    (5)
τοῦ προτέρου μακαριώτερον. Ἐκεῖ ὄφις ψιθυρίσας,
εὐάλωτα τὴν Εὔαν ἐξηπάτησεν. Ἐνταῦθα Γαβριὴλ
ὁ ἀρχάγγελος ὁμιλήσας τῇ Μαρίᾳ εὐφρόσυνα, δι-
ετάραξεν, ἀλλ’ οὐκ ἐξηπάτησεν. Ἐκεῖ ἡ τοῦ ὄφεως
 

 95. Φώτιος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D. 9) Alphabetic


letter phi P. 637 line 4
 Φαιόν: χρῶμα σύνθετον ἐκ μέλανος καὶ λευκοῦ·
  ἠγοῦν μύϊνον.
Φάκελον: φορτίον· ἢ εὐάλωτον.
Φαινόμενα: Πλάτων Πολιτείας δεκάτηι ἔφη· φαι-   (5)
  νόμενα· οὐ μέντοι ὄντα γε που τῆι ἀληθείαι· ἀντὶ
 

 96. Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) Book 13 chapter 5


section 7 line 10
 κατὰ κράτος. Ἀνὴρ γὰρ Κελτός, ἐπὰν ἐν στενωπῷ τοῖς
ἐχθροῖς ἐντύχοι, ἀκάθεκτος γίνεται, ὥσπερ ἐν πεδιάσι λίαν
εὐάλωτος.    (10)13.6.(1) Θαρσήσαντες οὖν ὡς πρὸς τὸν
Καντακουζηνὸν αὖθις ἐπανατρέχουσιν. Ἐπεὶ δὲ τὸν τόπον, οὗπερ
27

ἔφθασεν
 

 97. Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) Book 15 chapter 6


section 4 line 10
 ἄλλο τῷ αὐτοκράτορι ᾠκονόμητο, ἀλλ’ ἵνα μὴ συγχύσεως
γενομένης πολλάκις τό τε σχῆμα τῆς παρατάξεως διασπα-
σθῇ κἀντεῦθεν εὐάλωτοι ἅπαντες γένωνται. Ἐδεδίει γὰρ    (10)
τοὺς Τούρκους πλῆθος πολὺ τούτους ὁρῶν καὶ ἁπανταχό-
θεν τῷ ῥωμαϊκῷ προσβάλλοντας στρατεύματι. Ἐν ἐπικαίρῳ
 

 98. SCHOLIA IN AESCHYLUM Schol. Scholia in Persas


(scholia vetera) (e cod. Mediceo 32.9) {5010.011} (Varia)
Scholion 730 line 3
 (730) τῶν ναυτικῶν φθα- ρέντων οἱ ἐν Ψυτταλείᾳ
(ψυταλία m) εὐάλωτοι γεγένηνται. (733) τῆς ἀπολομένης.

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα

Πλούταρχος. Philopoemen Chapter 15, section 9, line 5

...καὶ ἑκατὸν ταλάντων ἐψηφίσαντο δωρεὰν αὐτῷ δοῦναι,


πρεσβείαν ὑπὲρ τούτων πέμψαντες. ἔνθα δὴ καὶ διε-
φάνη καθαρῶς ἐκεῖνος ὁ ἀνὴρ οὐ δοκῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ
ὢν ἄριστος. πρῶτον μὲν γὰρ οὐδεὶς ἐβούλετο τῶν Σπαρ-
τιατῶν ἀνδρὶ τοιούτῳ διαλέγεσθαι περὶ δωροδοκίας,
ἀλλὰ δεδοικότες καὶ ἀναδυόμενοι, προεβάλοντο τὸν ξέ-
νον αὐτοῦ Τιμόλαον. ἔπειτα δ' αὐτὸς ὁ Τιμόλαος ὡς
ἦλθεν εἰς Μεγάλην πόλιν, ἑστιαθεὶς παρὰ τῷ Φιλοποί-
μενι, καὶ τὴν σεμνότητα τῆς ὁμιλίας αὐτοῦ καὶ τὴν ἀφέ-
λειαν τῆς διαίτης καὶ τὸ ἦθος ἐγγύθεν οὐδαμῇ προσιτὸν
οὐδ' εὐάλωτον ὑπὸ χρημάτων κατανοήσας, ἀπεσιώπησε
περὶ τῆς δωρεᾶς, ἑτέραν δέ τινα πρόφασιν τῆς πρὸς αὐ-
τὸν ὁδοῦ ποιησάμενος, ᾤχετ' ἀπιών. καὶ πάλιν ἐκ δευ-
τέρου πεμφθείς, ταὐτὸν ἔπαθε· τρίτῃ δ' ὁδῷ μόλις ἐν-
τυχὼν ἐδήλωσε τὴν προθυμίαν τῆς πόλεως. ὁ δὲ Φιλο-
ποίμην ἡδέως ἀκούσας, ἧκεν αὐτὸς εἰς Λακεδαίμονα, καὶ  
συνεβούλευσεν αὐτοῖς μὴ τοὺς φίλους καὶ ἀγαθοὺς δε-
28

κάζειν, ὧν προῖκα τῆς ἀρετῆς ἔξεστιν ἀπολαύειν, ἀλλὰ


τοὺς πονηροὺς καὶ τὴν πόλιν ἐν τῷ συνεδρίῳ καταστα-
σιάζοντας ὠνεῖσθαι καὶ διαφθείρειν, ἵνα τῷ λαβεῖν ἐπι-
στομισθέντες ἧττον ἐνοχλοῖεν αὐτοῖς.

Πλούταρχος. Crassus Chapter 6, section 9, line 4

τὸ δεξιὸν κέρας ἔχων ἐνίκησε, καὶ μέχρι νυκτὸς διώξας


τοὺς πολεμίους, ἔπεμψε πρὸς Σύλλαν, δεῖπνον αἰτῶν τοῖς
στρατιώταις καὶ τὸ κατόρθωμα φράζων. ἐν δὲ ταῖς προ-
γραφαῖς καὶ δημεύσεσι πάλιν κακῶς ἤκουσεν, ὠνούμενός
τε τιμῆς βραχείας μεγάλα πράγματα καὶ δωρεὰς αἰτῶν.
ἐν δὲ Βρεττίοις λέγεται καὶ προγράψαι τινὰς οὐ Σύλλα
κελεύσαντος, ἀλλ' ἐπὶ χρηματισμῷ, δι' ὃ καὶ Σύλλαν
καταγνόντα πρὸς μηδὲν ἔτι χρῆσθαι δημόσιον αὐτῷ. καί-
τοι δεινότατος ἦν Κράσσος πάντας ἀνθρώπους κολακείᾳ
κατεργάσασθαι, πάλιν δ' αὐτὸς ὑπὸ πάντων διὰ κολακείας
εὐάλωτος. ἴδιον δὲ κἀκεῖνο περὶ αὐτοῦ λέγεται, φιλο-
κερδέστατον ὄντα μάλιστα μισεῖν καὶ λοιδορεῖν τοὺς
ὁμοίους.
 Ἠνία δὲ Πομπήιος αὐτόν, εὐημερῶν ἐν ἡγεμονίαις,
καὶ πρὶν ἢ βουλῆς μεταλαβεῖν θριαμβεύων, καὶ Μᾶγνος,
ὅπερ ἐστὶ μέγας, ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἀναγορευθείς. καί ποτε
καὶ φήσαντός τινος, ὡς Πομπήιος Μᾶγνος πρόσεισι, γελάσας
ἠρώτησεν ὡς “πηλίκος.” ἀπογνοὺς δὲ τοῖς πολεμικοῖς
ἐξισώσασθαι πρὸς ἐκεῖνον, ὑπεδύετο τὴν πολιτείαν, σπου-
δαῖς καὶ συνηγορίαις καὶ δανεισμοῖς καὶ τῷ συμπαραγγέλ-
λειν καὶ συνεξετάζεσθαι τοῖς δεομένοις τι τοῦ δήμου κτώ

Πλούταρχος. Sertorius Chapter 10, section 2, line 2

Ἰόβα (FGrH 275 T 10) χάριτι, τοῦ πάντων ἱστορικωτάτου βασιλέων·


ἐκείνου γὰρ ἱστοροῦσι τοὺς προγόνους Διοδώρου καὶ Σόφακος
ἀπογόνους
εἶναι. Σερτώριος δὲ πάντων ἐγκρατὴς γενόμενος, τοὺς δεηθέντας αὐτοῦ
καὶ πιστεύσαντας οὐκ ἠδίκησεν, ἀλλὰ καὶ χρήματα καὶ πόλεις καὶ τὴν
ἀρχὴν ἀπέδωκεν αὐτοῖς, ὅσα καλῶς εἶχε δεξάμενος διδόντων.
 Ἐντεῦθεν ὅποι χρὴ τραπέσθαι βουλευόμενον ἐκάλουν Λυσιτανοὶ
πρέσβεις πέμψαντες ἐφ' ἡγεμονίᾳ, πάντως μὲν ἄρχοντος ἀξίωμα μέγα καὶ
29

ἐμπειρίαν ἔχοντος δεόμενοι πρὸς τὸν ἀπὸ Ῥωμαίων φόβον, ἐκείνῳ δὲ


πιστεύοντες αὑτοὺς μόνῳ, καὶ πυνθανόμενοι παρὰ τῶν συγγεγονότων τὸ
ἦθος αὐτοῦ. λέγεται γὰρ ὁ Σερτώριος οὔθ' ὑφ' ἡδονῆς οὔθ' ὑπὸ δέους
εὐάλωτος γενέσθαι, φύσει τ' ἀνέκπληκτος [ὢν] παρὰ τὰ δεινά, καὶ
μέτριος
εὐτυχίαν ἐνεγκεῖν, καὶ πρὸς μὲν εὐθυμαχίαν οὐδενὸς ἀτολμότερος τῶν
καθ'
ἑαυτὸν ἡγεμόνων, ὅσα δὲ κλωπείας ἐν πολέμοις ἔργα καὶ πλεονεξίας
περὶ τόπους ἐχυροὺς καὶ διαβάσεις τάχους δεομένας ἀπάτης τε καὶ
ψευδῶν
ἐν δέοντι, σοφιστὴς δεινότατος. ἐν δὲ ταῖς τιμαῖς τῶν ἀνδραγαθημάτων
δαψιλὴς φαινόμενος, περὶ τὰς τιμωρίας ἐμετρίαζε τῶν ἁμαρτημάτων. καί-
τοι δοκεῖ περὶ τὸν ἔσχατον αὐτοῦ βίον ὠμότητος καὶ βαρυθυμίας τὸ περὶ
τοὺς ὁμήρους πραχθὲν ἔργον ἐπιδεῖξαι τὴν φύσιν οὐκ οὖσαν ἥμερον, ἀλλ'

ἐπαμπεχομένην λογισμῷ διὰ τὴν ἀνάγκην. ἐμοὶ δ' ἀρετὴν μὲν εἰλικρινῆ
καὶ κατὰ λόγον συνεστῶσαν οὐκ ἄν ποτε δοκεῖ τύχη τις ἐκστῆσαι πρὸς
τοὐναντίον· ἄλλως δὲ προαιρέσεις καὶ φύσεις χρηστὰς ὑπὸ συμφορῶν

Πλούταρχος. Sertorius Chapter 11, section 6, line 3

τῶν ἐπὶ χώρας βιούντων ἐλάφῳ νεοτόκῳ φευγούσῃ κυνηγέτας ἐπιτυχών,


αὐτῆς μὲν ἀπελείφθη, τὴν δὲ νεβρὸν ἐκπλαγεὶς τῇ καινότητι τῆς χρόας,
λευκὴ γὰρ ἦν πᾶσα, λαμβάνει διώξας. κατὰ τύχην δὲ Σερτωρίου τοῖς τό-
ποις ἐναυλισαμένου, καὶ πᾶν ὅ τις ἐξ ἄγρας ἢ γεωργίας ἥκοι κομίζων
δῶρον ἀσμένως δεχομένου, καὶ φιλοφρόνως ἀμειβομένου τοὺς
θεραπεύον-
τας, ἐγχειρίζει φέρων αὐτῷ τὴν νεβρόν. ὁ δὲ δεξάμενος, αὐτίκα μὲν ἥσθη
μετρίως, χρόνῳ δὲ ποιησάμενος τιθασὸν οὕτω καὶ φιλάνθρωπον, ὥστε
καὶ καλοῦντος ἀκούειν καὶ βαδίζοντί ποι παρακολουθεῖν, ὄχλου τε καὶ
θορύβου παντὸς ἀνέχεσθαι στρατιωτικοῦ, κατὰ μικρὸν ἐξεθείαζε φάσκων

Ἀρτέμιδος δῶρον τὴν ἔλαφον εἶναι, καὶ πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν
αὐτῷ δηλοῦν, γινώσκων εὐάλωτον εἰς δεισιδαιμονίαν εἶναι φύσει τὸ
βαρβαρικόν. ὁ δὲ καὶ προσετεχνᾶτο τοιάδε· γνοὺς γὰρ ἂν κρύφα τοὺς
πολεμίους ἐμβεβληκότας ποι τῆς ὑπ' αὐτὸν χώρας ἢ πόλιν ἀφιστάντας,
προσεποιεῖτο τὴν ἔλαφον αὐτῷ κατὰ τοὺς ὕπνους διειλέχθαι, κελεύουσαν

ἐν ἑτοίμῳ τὰς δυνάμεις ἔχειν. αὖθις δὲ νίκην τινὰ τῶν ἑαυτοῦ στρατηγῶν
ἀκούσας, τὸν μὲν ἄγγελον ἔκρυπτε, τὴν δ' ἔλαφον ἐστεφανωμένην ἐπ'
εὐαγγελίοις προῆγεν, εὐθυμεῖσθαι παρακαλῶν καὶ τοῖς θεοῖς θύειν, ὡς
30

ἀγαθόν τι πευσομένους.

Πλούταρχος. Sertorius Chapter 13, section 7, line 3

νικώμενοι πάσχουσιν ἄνθρωποι βλάπτεσθαι συνέβαινεν, ὁ δὲ τῷ φεύγειν


εἶχε τὰ τῶν διωκόντων. καὶ γὰρ ὑδρείας ἀπέκοπτε, καὶ σιτολογίας εἶργε,
καὶ προϊόντι μὲν ἐκποδὼν ἦν, ἐκίνει δ' ἱδρυνθέντα, πολιορκοῦντι δ'
ἄλλους
ἐπιφαινόμενος ἀντεπολιόρκει ταῖς τῶν ἀναγκαίων ἀπορίαις, ὥστε τοὺς
στρατιώτας ἀπαγορεύειν, καὶ τοῦ Σερτωρίου μονομαχῆσαι
προκαλουμένου
τὸν Μέτελλον, βοᾶν καὶ κελεύειν μάχεσθαι στρατηγὸν στρατηγῷ καὶ
Ῥωμαίῳ Ῥωμαῖον, ἀναδυόμενον δὲ χλευάζειν. ὁ δὲ τούτων μὲν εὖ ποιῶν
κατεγέλα· στρατηγοῦ γὰρ ὡς ἔφη Θεόφραστος (fg. 140 Wimmer) δεῖ
θάνα-
τον ἀποθνῄσκειν τὸν στρατηγόν, οὐ πελταστοῦ τοῦ τυχόντος. ὁρῶν δὲ
τοὺς
Λαγγοβρίγας οὐ μικρὰ τῷ Σερτωρίῳ συλλαμβανομένους, δίψῃ δ' ὄντας
εὐαλώτους (ἓν γὰρ ἦν αὐτοῖς φρέαρ ἐν τῇ πόλει, τῶν δ' ἐν τοῖς
προαστίοις
καὶ παρὰ τὰ τείχη ναμάτων ὁ πολιορκῶν ἐπικρατεῖν ἔμελλεν), ἧκεν ἐπὶ
τὴν
πόλιν ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν ὕδατος οὐκ ὄντος· διὸ

καὶ πένθ' ἡμερῶν ἐπιφέρεσθαι σιτία μόνον προείρητο τοῖς στρατιώταις.


ὁ Σερτώριος δ' ὀξέως βοηθήσας, ἐκέλευσε δισχιλίους ἀσκοὺς ὕδατος ἐμ-
πλῆσαι, καθ' ἕκαστον ἀσκὸν ἀργύριον συχνὸν τάξας, καὶ πολλῶν μὲν
Ἰβή-
ρων, πολλῶν δὲ Μαυρουσίων ὑφισταμένων τὸ ἔργον, ἐπιλεξάμενος
ἄνδρας
εὐρώστους ἅμα καὶ ποδώκεις ἔπεμψε διὰ τῆς ὀρεινῆς, κελεύσας, ὅταν
παραδῶσι τοὺς ἀσκοὺς τοῖς ἐν τῇ πόλει, τὸν ἄχρηστον ὑπεξαγαγεῖν
ὄχλον, ὅπως ἐξαρκῇ τοῖς ἀμυνομένοις τὸ ποτόν. ἐκπύστου δὲ τούτου
γενο-
μένου πρὸς τὸν Μέτελλον, ἤχθετο μὲν ἤδη τὰ ἐπιτήδεια τῶν στρατιω

Πλούταρχος. Dion Chapter 2, section 5, line 2

αὐταί, συνάγουσι τῶν ἀνδρῶν τοὺς βίους εἰς ὁμοιότητα. προανῃρέθησαν


γὰρ ἀμφότεροι τοῦ τέλους, εἰς ὃ προὔθεντο τὰς πράξεις ἐκ πολλῶν καὶ
31

μεγάλων ἀγώνων καταθέσθαι μὴ δυνηθέντες. ὃ δὲ πάντων θαυμασιώ-


τατον, ὅτι καὶ τὸ δαιμόνιον ἀμφοτέροις ὑπεδήλωσε τὴν τελευτήν, ὁμοίως
ἑκατέρῳ φάσματος εἰς ὄψιν οὐκ εὐμενοῦς παραγενομένου. καίτοι λόγος
τίς  
ἐστι τῶν ἀναιρούντων τὰ τοιαῦτα, μηδενὶ ἂν νοῦν ἔχοντι προσπεσεῖν
φάν-
τασμα δαίμονος μηδ' εἴδωλον, ἀλλὰ παιδάρια καὶ γύναια καὶ παραφόρους

δι' ἀσθένειαν ἀνθρώπους ἔν τινι πλάνῳ ψυχῆς ἢ δυσκρασίᾳ σώματος


γενο-
μένους, δόξας ἐφέλκεσθαι κενὰς καὶ ἀλλοκότους, δαίμονα πονηρὸν ἐν
αὑτοῖς [εἶναι] δεισιδαιμονίαν ἔχοντας. εἰ δὲ Δίων καὶ Βροῦτος, ἄνδρες
ἐμβριθεῖς καὶ φιλόσοφοι καὶ πρὸς οὐδὲν ἀκροσφαλεῖς οὐδ' εὐάλωτοι
πάθος,
οὕτως ὑπὸ φάσματος διετέθησαν, ὥστε καὶ φράσαι πρὸς ἑτέρους, οὐκ
οἶδα μὴ τῶν πάνυ παλαιῶν τὸν ἀτοπώτατον ἀναγκασθῶμεν προσδέχε-
σθαι λόγον, ὡς τὰ φαῦλα δαιμόνια καὶ βάσκανα, προσφθονοῦντα τοῖς
ἀγαθοῖς ἀνδράσι καὶ ταῖς πράξεσιν ἐνιστάμενα, ταραχὰς καὶ φόβους
ἐπάγει, σείοντα καὶ σφάλλοντα τὴν ἀρετήν, ὡς μὴ διαμείναντες ἀπτῶ-
τες ἐν τῷ καλῷ καὶ ἀκέραιοι βελτίονος ἐκείνων μοίρας μετὰ τὴν τελευ-
τὴν τύχωσιν.
 Ἀλλὰ ταῦτα μὲν εἰς ἄλλον ἀνακείσθω λόγον. ἐν τούτῳ δέ, δωδεκάτῳ
τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῦ πρεσβυτέρου προεισαγάγωμεν.
 Διονύσιος ὁ πρεσβύτερος εἰς τὴν ἀρχὴν καταστάς, εὐθὺς ἔγημε τὴν

Πλούταρχος. De liberis educandis [Sp.] (1a-14c) Stephanus p. 5, section


D, line 11

καθέστηκεν. εὐγένεια καλὸν μέν, ἀλλὰ προγόνων


ἀγαθόν. πλοῦτος δὲ τίμιον μέν, ἀλλὰ τύχης
κτῆμα, ἐπειδὴ τῶν μὲν ἐχόντων πολλάκις ἀφείλετο,
τοῖς δ' οὐκ ἐλπίσασι φέρουσα προσήνεγκε, καὶ ὁ
πολὺς πλοῦτος σκοπὸς ἔκκειται τοῖς βουλομένοις
βαλλάντια τοξεύειν, κακούργοις οἰκέταις καὶ συ-
κοφάνταις, καὶ τὸ μέγιστον, ὅτι καὶ τοῖς πονηρο-
τάτοις μέτεστι. δόξα γε μὴν σεμνὸν μέν, ἀλλ'
ἀβέβαιον. κάλλος δὲ περιμάχητον μέν, ἀλλ' ὀλιγο-
χρόνιον. ὑγίεια δὲ τίμιον μέν, ἀλλ' εὐμετάστατον.
ἰσχὺς δὲ ζηλωτὸν μέν, ἀλλὰ νόσῳ εὐάλωτον καὶ
γήρᾳ. τὸ δ' ὅλον εἴ τις ἐπὶ τῇ τοῦ σώματος ῥώμῃ
32

φρονεῖ, μαθέτω γνώμης διαμαρτάνων. πόστον


γάρ ἐστιν ἰσχὺς ἀνθρωπίνη τῆς τῶν ἄλλων ζῴων
δυνάμεως; λέγω δ' οἷον ἐλεφάντων καὶ ταύρων
καὶ λεόντων. παιδεία δὲ τῶν ἐν ἡμῖν μόνον ἐστὶν
ἀθάνατον καὶ θεῖον. καὶ δύο τὰ πάντων ἐστὶ
κυριώτατα ἐν ἀνθρωπίνῃ φύσει, νοῦς καὶ λόγος.
καὶ ὁ μὲν νοῦς ἀρχικός ἐστι τοῦ λόγου, ὁ δὲ λόγος
ὑπηρετικὸς τοῦ νοῦ, τύχῃ μὲν ἀνάλωτος,

Πλούταρχος. Regum et imperatorum apophthegmata [Sp.?] (172b-208a)


Stephanus p. 181, section C, line 8

τηκε καὶ ἐφοβήθη διαπεσεῖν, ἀκούσας ὁ Ἀλέξανδρος


ἐθαύμασε καὶ ἀπέλυσε μετὰ δώρων αὐτόν, ὅτι μᾶλλον
ἀποθανεῖν ὑπέμεινεν ἢ τῆς δόξης ἀνάξιος φανῆναι.
 Ἐπεὶ δὲ Ταξίλης, εἷς τῶν Ἰνδῶν βασιλεὺς ὤν,
ἀπαντήσας προυκαλεῖτο μὴ μάχεσθαι μηδὲ πολεμεῖν
Ἀλέξανδρον, ἀλλ' εἰ μέν ἐστιν ἥττων, εὖ πάσχειν, εἰ δὲ
βελτίων, εὖ ποιεῖν, ἀπεκρίνατο περὶ αὐτοῦ τούτου μαχη-
τέον εἶναι, πότερος εὖ ποιῶν περιγένηται.  
 Περὶ δὲ τῆς λεγομένης Ἀόρνου πέτρας ἐν Ἰνδοῖς
ἀκούσας, ὅτι τὸ μὲν χωρίον δυσάλωτόν ἐστιν ὁ δὲ ἔχων
αὐτὸ δειλός ἐστι, ‘νῦν’ ἔφη ‘τὸ χωρίον εὐάλωτόν ἐστιν.’
 Ἐπεὶ δ' ἄλλος ἔχων πέτραν ἄληπτον δοκοῦσαν
εἶναι ἐνεχείρισεν ἑαυτὸν μετὰ τῆς πέτρας τῷ Ἀλεξάνδρῳ,
ἀφῆκε τῆς ἰδίας χώρας ἄρχειν καὶ προσέθηκε χώραν,
εἰπὼν ὅτι ‘φρονεῖν μοι δοκεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀνδρὶ μᾶλλον
ἀγαθῷ πιστεύσας ἑαυτὸν ἢ ὀχυρῷ τόπῳ.’
 Μετὰ δὲ τὴν τῆς πέτρας ἅλωσιν τῶν φίλων λε-
γόντων ὑπερβεβληκέναι τὸν Ἡρακλέα ταῖς πράξεσιν, ‘ἀλλ'
ἐγώ’ εἶπε ‘τὰς ἐμὰς πράξεις μετὰ τῆς ἡγεμονίας ἑνὸς
οὐ νομίζω ῥήματος ἀνταξίας εἶναι τοῦ Ἡρακλέους.’

Πλούταρχος. Apophthegmata Laconica [Sp.?] (208b-242d)


Stephanus p. 218, section D, line 3

χρῶνται ‘ὅτι τῶν ἄλλων’ ἔφη ‘τοῖς πολεμίοις ἔγγιον


προσπελάζομεν.’]
[Πονηροῦ δέ τινος αὐτὸν ἐρωτήσαντος, τίς ἐστι
Σπαρτιατῶν ἐπιεικέστατος, ‘ὁ σοί’ ἔφη ‘μηδὲν παρ-
όμοιος.’]
33

 Ὑπισχνουμένου δέ τινος αὐτῷ τὸν οἶνον ἡδὺν ποι-


ήσειν, ‘πρὸς τί;’ ἔφη ‘καὶ γὰρ δαπανηθήσεται πλείων
καὶ ποιήσει τὰ ἀνδρεῖα ἀχρηστότερα.’
 Ἐπιὼν δὲ τὴν Κορινθίων πόλιν μετὰ στρατεύματος
εἶδεν ἔκ του περὶ τὸ τεῖχος τόπου λαγωοὺς ἀναστάντας·
εἶπεν οὖν πρὸς τοὺς συστρατιώτας· ‘εὐάλωτοι ἡμῖν οἱ
πολέμιοί εἰσι.’
 Δύο δέ τινων διαιτητὴν αὐτὸν λαβόντων, ἀγαγὼν
εἰς τὸ τῆς Χαλκιοίκου τέμενος ἐξώρκισεν ἐμμεῖναι τοῖς
κριθεῖσιν αὐτούς· ὀμοσάντων δ' ἐκείνων ‘κρίνω τοίνυν’
ἔφη ‘μὴ πρότερον ἀπελθεῖν ὑμᾶς ἐκ τοῦ τεμένους, πρὶν
ἂν τὰ πρὸς ἀλλήλους διαλύσησθε.’  
 Ταῖς δὲ θυγατράσιν αὐτοῦ ἱματισμὸν πολυτελῆ Διο-
νυσίου τοῦ Σικελίας τυράννου πέμψαντος, οὐκ ἐδέξατο
εἰπών ‘φοβοῦμαι μὴ περιθέμεναι αἱ κόραι φανῶσί μοι
αἰσχραί.’

Πλούταρχος. Mulierum virtutes (242e-263c)


Stephanus p. 256, section E, line 2

ἀπαραιτήτου, ταῖς βασάνοις ἀνέκρινε· καὶ διεφύλαττεν αὑτὴν


ἀήττητον ἐν ταῖς ἀνάγκαις ἄχρι καὶ τὴν Καλβίαν ἀποκαμεῖν
ἄκουσαν. ὁ δὲ Νικοκράτης ἀφῆκε πεισθεὶς καὶ μετενόει βα-
σανίσας· καὶ χρόνον οὐ πολὺν διαλιπὼν αὖθις ἧκεν ὑπὸ τοῦ
πάθους εἰς αὐτὴν φερόμενος, καὶ συνῆν αὖθις ἀναλαμβάνων
τιμαῖς καὶ φιλοφροσύναις τὴν εὔνοιαν. ἡ δ' οὐκ ἔμελλε
χάριτος ἡττᾶσθαι κρατήσασα βασάνων καὶ πόνων, ἀλλὰ τῷ  
φιλοκάλῳ φιλονεικίας προσγενομένης ἑτέρας ἥπτετο μηχα-
νῆς. ἦν γὰρ αὐτῇ θυγάτηρ ἀνδρὸς ὥραν ἔχουσα καὶ τὴν
ὄψιν ἱκανή· ταύτην ὑφῆκε τἀδελφῷ τοῦ τυράννου δέλεαρ,
ὄντι μειρακίῳ πρὸς ἡδονὰς εὐαλώτῳ. πολὺς δὲ λόγος
ἐστὶ χρησαμένην γοητείᾳ καὶ φαρμάκοις ἐπὶ τῇ κόρῃ τὴν
Ἀρεταφίλαν χειρώσασθαι καὶ διαφθεῖραι τοῦ νεανίσκου
τὸν λογισμόν· ἐκαλεῖτο δὲ Λάανδρος. ἐπεὶ δ' ἡλώκει καὶ
λιπαρήσας τὸν ἀδελφὸν ἔτυχε τοῦ γάμου, τὰ μὲν ἡ κόρη
παρῆγεν αὐτὸν ὑπὸ τῆς μητρὸς διδασκομένη καὶ ἀνέ-
πειθεν ἐλευθεροῦν τὴν πόλιν, ὡς μηδ' αὐτὸν ἐλεύθερον
ἐν τυραννίδι ζῶντα μηδὲ τοῦ λαβεῖν γάμον ἢ φυλάξαι
κύριον ὄντα, τὰ δ' οἱ φίλοι τῇ Ἀρεταφίλᾳ χαριζόμενοι
διαβολάς τινας ἀεὶ καὶ ὑπονοίας κατεσκεύαζον αὐτῷ
πρὸς τὸν ἀδελφόν. ὡς δ' ᾔσθετο καὶ τὴν Ἀρεταφίλαν
34

Πλούταρχος. De Alexandri magni fortuna aut virtute (326d-345b)


Stephanus p. 334, section D, line 12

Ἀλέξανδρος εἰδὼς τίνων δεῖ θεατὴν εἶναι καὶ ἀκροατὴν


καὶ τίνων ἀγωνιστὴν καὶ αὐτουργόν, ἤσκει μὲν ἀεὶ διὰ
τῶν ὅπλων δεινὸς εἶναι καὶ κατὰ τὸν Αἰσχύλον (Bgk. II
p. 242)
      
   ’βριθὺς ὁπλιτοπάλας, δάιος ἀντιπάλοις.’
      
ταύτην τέχνην ἔχων προγονικὴν ἀπ' Αἰακιδῶν, ἀφ'
Ἡρακλέους, ταῖς δ' ἄλλαις τέχναις τὸ τιμᾶν ἄνευ τοῦ
ζηλοῦν ἀπεδίδου κατὰ τὸ ἔνδοξον αὐτῶν καὶ χαρίεν, τῷ
τέρπειν δ' οὐκ ἦν εὐάλωτος εἰς τὸ μιμεῖσθαι. γεγόνασι  
δὲ κατ' αὐτὸν τραγῳδοὶ μὲν οἱ περὶ Θετταλὸν καὶ Ἀθηνό-
δωρον, ὧν ἀνταγωνιζομένων ἀλλήλοις, ἐχορήγουν μὲν
οἱ Κύπριοι βασιλεῖς ἔκρινον δ' οἱ δοκιμώτατοι τῶν στρα-
τηγῶν. ἐπεὶ δ' ἐνίκησεν Ἀθηνόδωρος, ‘ἐβουλόμην ἄν’ ἔφη
’μᾶλλον ἀπολωλεκέναι μέρος τῆς βασιλείας ἢ Θετταλὸν
ἐπιδεῖν ἡττημένον.’ ἀλλ' οὔτ' ἐνέτυχε τοῖς κριταῖς οὔτε
τὴν κρίσιν ἐμέμψατο, πάντων οἰόμενος δεῖν περιεῖναι,
τοῦ δικαίου δ' ἡττᾶσθαι. κωμῳδοὶ δ' ἦσαν οἱ περὶ Λύκωνα
τὸν Σκαρφέα· τούτῳ δ' εἴς τινα κωμῳδίαν ἐμβαλόντι
στίχον αἰτητικὸν γελάσας ἔδωκε δέκα τάλαντα. κιθαρῳδοὶ

Πλούταρχος. De gloria Atheniensium (345c-351b)


Stephanus p. 348, section C, line 8

μετέσχηκε. τῶν δὲ δραματοποιῶν τὴν μὲν κωμῳδιοποιίαν


οὕτως ἄσεμνον ἡγοῦντο καὶ φορτικόν, ὥστε νόμος ἦν
μηδένα ποιεῖν κωμῳδίας Ἀρεοπαγίτην. ἤνθησε δ' ἡ
τραγῳδία καὶ διεβοήθη, θαυμαστὸν ἀκρόαμα καὶ θέαμα
τῶν τότ' ἀνθρώπων γενομένη καὶ παρασχοῦσα τοῖς
μύθοις καὶ τοῖς πάθεσιν ἀπάτην, ὡς Γοργίας φησίν
(Vorsokr. 76 B 23), ἣν ὅ τ' ἀπατήσας δικαιότερος τοῦ
μὴ ἀπατήσαντος, καὶ ὁ ἀπατηθεὶς σοφώτερος τοῦ μὴ
ἀπατηθέντος. ὁ μὲν γὰρ ἀπατήσας δικαιότερος, ὅτι τοῦθ'
ὑποσχόμενος πεποίηκεν· ὁ δ' ἀπατηθεὶς σοφώτερος·
εὐάλωτον γὰρ ὑφ' ἡδονῆς λόγων τὸ μὴ ἀναίσθητον. τίν'
οὖν αἱ καλαὶ τραγῳδίαι ταῖς Ἀθήναις ὄνησιν ἤνεγκαν;
35

ὡς ἡ Θεμιστοκλέους δεινότης ἐτείχισε τὴν πόλιν, ὡς ἡ


Περικλέους ἐπιμέλεια τὴν ἄκραν ἐκόσμησεν, ὡς Μιλτιάδης
ἠλευθέρωσεν, ὡς Κίμων προῆγεν εἰς τὴν ἡγεμονίαν. εἰ
οὕτως ἡ Εὐριπίδου σοφία καὶ ἡ Σοφοκλέους λογιότης καὶ
τὸ Αἰσχύλου στόμα τι τῶν δυσχερῶν ἀπήλλαξεν ἤ τι
τῶν λαμπρῶν περιεποίησεν, ἄξιόν γε τὰ δράματα τοῖς
τροπαίοις ἀντιπαραθεῖναι καὶ τῷ στρατηγίῳ τὸ θέατρον  
ἀνταναστῆσαι καὶ ταῖς ἀριστείαις τὰς διδασκαλίας ἀντι-
παραβαλεῖν.

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c-748d)


Stephanus p. 620, section C, line 4

νομοθέτας τοῦ δόγματος, ἔν τινι τύπῳ βραχέως διελθεῖν,


ὁποῖον ὄντα δεῖ τὸν συμποσίαρχον αἱρεῖσθαι καὶ τί ποιού-
μενος τέλος ὁ αἱρεθεὶς ἄρξει καὶ πῶς χρήσεται τοῖς κατὰ  
τὸ συμπόσιον· διελέσθαι δὲ τὸν λόγον ἐ.... αὐτοῖς
ἐπιτρέπω.’
 Μικρὰ μὲν οὖν ἠκκίσαντο παραιτούμενοι· κελευόν-
των δὲ πάντων πείθεσθαι τῷ ἄρχοντι καὶ ποιεῖν τὸ προς-
ταττόμενον, ἔφη πρότερος ὁ Κράτων, ὅτι δεῖ τὸν μὲν
φυλάκων ἄρχοντα φυλακικώτατον, ὥς φησιν ὁ Πλάτων
(Rep. 412c), εἶναι, τὸν δὲ συμποτῶν συμποτικώτατον.
’ἔστι δὲ τοιοῦτος, ἂν μήτε τῷ μεθύειν εὐάλωτος ᾖ μήτε
πρὸς τὸ πίνειν ἀπρόθυμος, ἀλλ' ὡς ὁ Κῦρος ἔλεγεν πρὸς
Λακεδαιμονίους γράφων, ὅτι τά τ' ἄλλα τοῦ ἀδελφοῦ
βασιλικώτερος εἴη καὶ φέροι καλῶς πολὺν ἄκρατον· ὅ τε
γὰρ παροινῶν ὑβριστὴς καὶ ἀσχήμων, ὅ τ' αὖ παντάπασι
νήφων ἀηδὴς καὶ παιδαγωγεῖν μᾶλλον ἢ συμποσιαρχεῖν
ἐπιτήδειος. ὁ μὲν οὖν Περικλῆς, ὁσάκις ᾑρημένος
στρατηγὸς ἀναλαμβάνοι τὴν χλαμύδα, πρῶτον εἰώθει δια-
λέγεσθαι πρὸς αὑτὸν ὥσπερ ὑπομιμνήσκων ‘ὅρα, Περί-
κλεις· ἐλευθέρων ἄρχεις, Ἑλλήνων ἄρχεις, Ἀθηναίων
ἄρχεις’· ὁ δὲ συμποσίαρχος ἡμῶν ἐκεῖνος λεγέτω πρὸς

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci Book 3, chapter 2, section


8, line 5

ἐπὶ τὴν Βιθυνίαν ὅμορον οὖσαν ἠπείγετο.


 ὡς δὲ διέδραμεν ἡ φήμη τῆς Σεβήρου νίκης, εὐθὺς
36

ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ἐκείνοις στάσις καὶ διάφορος γνώ-


μη ἐνέπεσε ταῖς πόλεσιν, οὐχ οὕτως τῇ πρὸς τοὺς πολε-  
μοῦντας βασιλέας ἀπεχθεία τινὶ ἢ εὐνοίᾳ ὡς ζήλῳ καὶ
ἔριδι τῇ πρὸς ἀλλήλας φθόνῳ τε καὶ καθαιρέσει τῶν
ὁμοφύλων. ἀρχαῖον τοῦτο πάθος Ἑλλήνων, οἳ πρὸς ἀλ-
λήλους στασιάζοντες ἀεὶ καὶ τοὺς ὑπερέχειν δοκοῦντας
καθαιρεῖν θέλοντες ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα. ἀλλὰ τὰ
μὲν ἐκείνων γηράσαντα καὶ περὶ ἀλλήλοις συντριβέντα
Μακεδόσιν εὐάλωτα καὶ Ῥωμαίοις δοῦλα γεγένηται· τὸ
δὲ πάθος τοῦτο τοῦ ζήλου καὶ φθόνου μετῆλθεν ἐς τὰς
καθ' ἡμᾶς ἀκμαζούσας πόλεις. κατὰ μὲν οὖν τὴν Βιθυ-
νίαν εὐθὺς μετὰ τὰ ἐν Κυζίκῳ Νικομηδεῖς μὲν Σεβήρῳ
προσέθεντο καὶ πρέσβεις ἔπεμπον, τήν τε στρατιὰν ὑπο-
δεχόμενοι καὶ πάντα παρέξειν ὑπισχνούμενοι, Νικαεῖς
δὲ τῷ πρὸς Νικομηδέας μίσει τἀναντία ἐφρόνουν καὶ
τὸν στρατὸν τοῦ Νίγρου ὑπεδέχοντο, εἴ τέ τινες ἐκ τῶν
φυγόντων κατέφευγον πρὸς αὐτούς, καὶ τοὺς πεμφθέν-
τας ὑπὸ τοῦ Νίγρου φρουρεῖν Βιθυνίαν. ἑκατέρωθεν

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci


Book 4, chapter 10, section 3, line 3

δὲ γράμματα ἔλεγεν ὅτι δὴ βούλεται ἀγαγέσθαι αὐτοῦ


τὴν θυγατέρα πρὸς γάμον· ἁρμόζειν δὲ αὐτῷ, βασιλεῖ
τε καὶ βασιλέως υἱῷ, μὴ ἰδιώτου τινὸς καὶ εὐτελοῦς
γαμβρὸν γενέσθαι, ἀγαγέσθαι δὲ βασιλίδα τε καὶ μεγά-
λου βασιλέως θυγατέρα, δύο δὲ ταύτας ἀρχὰς εἶναι με-
γίστας, τήν τε Ῥωμαίων καὶ τὴν Παρθυαίων· ἃς συν-
αχθείσας κατ' ἐπιγαμίαν, μηκέτι ποταμῷ διωρισμένας, μίαν
ποιήσειν ἀρχὴν ἀνανταγώνιστον· τὰ γὰρ λοιπὰ ἔθνη βάρ-
βαρα, ὅσα νῦν ἐπικεῖσθαι ταῖς τούτων βασιλείαις, εὐ-
άλωτα ἔσεσθαι αὐτοῖς, κατὰ ἔθνη καὶ κατὰ συστήματα
ἀρχόμενα. εἶναι δὲ Ῥωμαίοις μὲν πεζὸν στρατὸν καὶ τὴν
διὰ δοράτων συστάδην μάχην ἀνανταγώνιστον, Παρθυ-
αίοις δὲ ἵππον τε πολλὴν καὶ τὴν διὰ τόξων εὔστοχον
ἐμπειρίαν. ταῦτα δὴ συνελθόντα, πάντων τε οἷς πόλεμος
κατορθοῦται συμπνεόντων, ῥᾳδίως αὐτοὺς ὑφ' ἑνὶ δια-
δήματι βασιλεύσειν πάσης οἰκουμένης. τά τε παρ' ἐκεί-
νοις φυόμενα ἀρώματα ἢ θαυμαζόμενα ὑφάσματα καὶ
τὰ παρὰ Ῥωμαίοις μεταλλευόμενα ἢ διὰ τέχνην ἐπαι-
νούμενα μηκέτι μόλις καὶ σπανίζοντα λανθάνοντά τε δι'
ἐμπόρων κομισθήσεσθαι, μιᾶς δὲ γῆς οὔσης καὶ μιᾶς
37

Φίλων Ιουδαίος. Legum allegoriarum libri i-iii Book 1, section 86, line 4

γὰρ οἱ ἐν ἀσκήσει διά τε τὸν τρύχοντα πόνον καὶ διὰ δέος τοῦ μὴ τυ-
χεῖν ἂν ἴσως τοῦ κατ' εὐχὴν τέλους.
 Ἄξιον δὲ διαπορῆσαι, διὰ τί οἱ μὲν δύο ποταμοὶ ὁ Φεισὼν
καὶ ὁ Γηὼν κυκλοῦσι χώρας, ὁ μὲν τὴν Εὐιλάτ, ὁ δὲ τὴν Αἰθιοπίαν,
τῶν δὲ λοιπῶν οὐδέτερος, ἀλλ' ὁ μὲν Τίγρις κατέναντι Ἀσσυρίων λέγε-
ται εἶναι, ὁ δὲ Εὐφράτης οὐδενός· καίτοι γε πρὸς τὸ ἀληθὲς ὁ Εὐφράτης
καὶ περιρρεῖ τινας χώρας καὶ ἀντικρὺς ἔχει πολλάς. ἀλλ' οὐκ ἔστι περὶ
τοῦ ποταμοῦ ὁ λόγος, ἀλλὰ περὶ ἤθους ἐπανορθώσεως. λεκτέον οὖν
ὅτι ἡ μὲν φρόνησις καὶ ἡ ἀνδρεία δύνανται κύκλον καὶ τεῖχος βαλέσθαι
κατὰ τῶν ἐναντίων κακιῶν, ἀφροσύνης τε καὶ δειλίας, καὶ ἑλεῖν αὐτάς·
ἀσθενεῖς γὰρ καὶ εὐάλωτοι ἀμφότεραι, καὶ γὰρ ὁ ἄφρων εὔληπτος τῷ
φρονίμῳ καὶ ὁ δειλὸς ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳ· ἡ δὲ σωφροσύνη ἀδυνατεῖ

κυκλώσασθαι | τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἡδονήν· χαλεπαὶ γὰρ ἀντίπαλοι καὶ


δυσκαθαίρετοι. οὐχ ὁρᾷς ὅτι καὶ οἱ ἐγκρατέστατοι ἀνάγκῃ τοῦ θνητοῦ
παραγίνονται ἐπὶ σιτία καὶ ποτά, ἐξ ὧν αἱ γαστρὸς ἡδοναὶ συνεστᾶσιν;
ἀγαπητὸν οὖν ἐστιν ἀντιβῆναι καὶ μαχέσασθαι τῷ γένει τῆς ἐπιθυμίας.
διὸ καὶ κατέναντι Ἀσσυρίων ἐστὶν ὁ Τίγρις ποταμός, ἡ σωφροσύνη τῆς  
ἡδονῆς. ἡ δέ γε δικαιοσύνη, καθ' ἣν ὁ Εὐφράτης ποταμὸς συνίσταται,
οὔτε πολιορκεῖ καὶ περιτειχίζει τινὰ οὔτε ἀντιστατεῖ· διὰ τί; ὅτι ἀπο-
νεμητικὴ τῶν κατ' ἀξίαν ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ τέτακται οὔτε κατὰ
τὸν κατήγορον οὔτε κατὰ τὸν ἀπολογούμενον, ἀλλὰ κατὰ τὸν δικαστήν.

Φίλων Ιουδαίος. Legum allegoriarum libri i-iii


Book 3, section 210, line 8

πάντα πράττειν εὐσεβές. παρὸ καὶ ἀφειδοῦμεν τοῦ ἀγαπητοῦ τέκνου


τῆς ἀρετῆς, τοῦ εὐδαιμονῆσαι, παραχωροῦντες αὐτὸ τῷ δημιουργῷ,
ἄξιον τὸ γέννημα κρίνοντες κτῆμα θεοῦ νομίζεσθαι, ἀλλὰ μὴ γενητοῦ  
τινος. εὖ δὲ τὸ φάναι “εὐλογῶν εὐλογήσω” (ib. 17)· πολλὰ γὰρ
εὐλόγιστα δρῶσί τινες, ἀλλ' οὐκ ἐπ' εὐλογίαις, ἐπεὶ καὶ ὁ φαῦλος
ἔνια δρᾷ τῶν καθηκόντων οὐκ ἀφ' ἕξεως καθηκούσης, καὶ ὁ μεθύων
μέντοι καὶ μεμηνὼς ἔστιν ὅτε νηφάλια φθέγγεταί τε καὶ ποιεῖ, ἀλλ'
οὐκ ἀπὸ νηφούσης διανοίας, καὶ οἱ ἔτι κομιδῇ νήπιοι παῖδες οὐκ ἀπὸ
λογικῆς ἕξεως – οὔπω γὰρ αὐτοὺς ἡ φύσις λογικοὺς πεπαίδευκε
– πολλὰ πράττουσι καὶ λέγουσιν ὧν οἱ λογικοί. βούλεται δὲ ὁ νο-
μοθέτης τὸν σοφὸν μὴ σχετικῶς καὶ εὐαλώτως καὶ ὡς ἂν ἐκ τύχης
εὐλόγιστον δοκεῖν εἶναι, ἀλλ' ἀπὸ ἕξεως καὶ διαθέσεως εὐλογίστου.
38

οὐκ ἐξήρκεσεν οὖν τῇ βαρυδαίμονι αἰσθήσει χρῆσθαι πλουσίως


ταῖς λύπαις, ἀλλὰ καὶ “τῷ στεναγμῷ”. ἔστι δὲ στεναγμὸς σφοδρὰ καὶ
ἐπιτεταμένη λύπη· πολλάκις γὰρ ἀλγοῦμεν οὐχὶ στένοντες· ὅταν δ' ἐπι-
στένωμεν, ἀνιαρῶς καὶ πάνυ ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῖς λύπαις. τὸ δὲ
στένειν ἐστὶ διττόν· ἓν μὲν ὃ γίνεται περὶ τοὺς ἐπιθυμοῦντας καὶ ὀρε-
γομένους τῶν ἀδικιῶν καὶ μὴ τυγχάνοντας, ὃ δὴ καὶ φαῦλόν ἐστιν·
ἕτερον δὲ ὃ γίνεται περὶ τοὺς μετανοοῦντας καὶ ἀχθομένους ἐπὶ τῇ
πάλαι τροπῇ καὶ λέγοντας Κακοδαίμονες ἡμεῖς, ὅσον ἄρα χρόνον
ἐλελήθειμεν νοσοῦντες ἀφροσύνης νόσον καὶ ἀνοίας καὶ ἀδικίας

Φίλων Ιουδαίος. De migratione Abrahami Section 144, line 6

δίδοται· “τὰ γὰρ δῶρά μου, δόματά μου, καρπώματά μου” φησί  
“διατηρήσατε προσφέρειν ἐμοί” (Num. 28, 2). τοῦτ' ἐστὶ τὸ
τέλος τῆς ὁδοῦ τῶν ἑπομένων λόγοις καὶ προστάξεσι νομίμοις καὶ ταύτῃ
βαδιζόντων, ᾗ ἂν ὁ θεὸς ἀφηγῆται· ὁ δὲ ὑπενδοὺς ὑπὸ τοῦ πεινῶντος
ἡδονῆς καὶ λίχνου παθῶν, ὄνομα Ἀμαλὴκ – ἑρμηνεύεται γὰρ λαὸς
ἐκλείχων – , ἐκτετμήσεται. μηνύουσι δὲ οἱ χρησμοὶ ὅτι λοχῶν ὁ
τρόπος οὗτος, ἐπειδὰν τὸ ἐρρωμενέστερον τῆς ψυχικῆς δυνάμεως κατίδῃ
περαιωθέν, ὑπανιστάμενος τῆς ἐνέδρας τὸ κεκμηκὸς μέρος ὡς “οὐραγίαν
κόπτει” (Deut. 25, 17. 18). κάματος δ' ὁ μέν ἐστιν εὐένδοτος ἀσθέ-
νεια λογισμοῦ μὴ δυναμένου τοὺς ὑπὲρ ἀρετῆς ἀχθοφορῆσαι πόνους,
ἐν ἐσχατιαῖς οὗτος εὑρισκόμενος εὐαλωτότατος, ὁ δέ ἐστιν ὑπομονὴ
τῶν καλῶν, τὰ μὲν καλὰ ἀθρόα ἐρρωμένως ἀναδεχομένος, μηδὲν δὲ
τῶν φαύλων, κἂν εἰ κουφότατον εἴη, βαστάσαι δικαιῶν, ἀλλ' ὡς βαρύ-
τατον ἄχθος ἀπορρίπτων. διὸ καὶ τὴν ἀρετὴν ὁ νόμος εὐθυβόλῳ
προσεῖπεν ὀνόματι Λείαν, ἥτις ἑρμηνευθεῖσα λέγεται κοπιῶσα· τὸν γὰρ
τῶν φαύλων βίον ἐπαχθῆ καὶ βαρὺν ὄντα φύσει κοπώδη προσηκόντως
αὕτη νενόμικε καὶ οὐδὲ προσιδεῖν ἀξιοῖ, τὰς ὄψεις πρὸς μόνον τὸ καλὸν
ἀποκλίνουσα. σπουδαζέτω δ' ὁ νοῦς μὴ μόνον ἀνενδότως καὶ εὐτό-
νως ἕπεσθαι θεῷ, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐθεῖαν ἀτραπὸν ἰέναι πρὸς μηδέτερα
νεύων, μήτε τὰ δεξιὰ μήτε τὰ εὐώνυμα, οἷς ὁ γήινος Ἐδὼμ ἐμπεφώ-
λευκε, τοτὲ μὲν ὑπερβολαῖς καὶ περιουσίαις, τοτὲ δὲ ἐλλείψεσι καὶ

Φίλων Ιουδαίος. De fuga et inventione Section 156, line 1

γέγηθεν οὐ μετρίως | καί φησι· μὴ γὰρ οὐ δι' εὐχῆς ἐστί μοι τὴν
διάνοιαν ἀστείαν τε καὶ ἀστὴν ὡς ἀληθῶς εἶναι, κοσμιότητι καὶ σωφρο-
39

σύνῃ καὶ ταῖς ἄλλαις διαπρέπουσαν ἀρεταῖς, ἑνὶ προσέχουσαν ἀνδρὶ καὶ
τὴν ἑνὸς οἰκουρίαν ἀγαπῶσαν καὶ μοναρχίᾳ χαίρουσαν. εἰ δὴ τοιαύτη
τίς ἐστιν, ἐχέτω τὰ δεδομένα, καὶ τὴν παιδείαν καὶ τὸν εἱρμὸν λόγου
πρὸς βίον καὶ βίου πρὸς λόγον καὶ τὸ ἀναγκαιότατον, βεβαιότητα καὶ
πίστιν. ἀλλὰ μή ποτε γελασθῶμεν ἀνάξια κεχαρίσθαι δόξαντες, καίτοι
γ' ὑπολαβόντες ἐπιτηδειότατα τῇ ψυχῇ δεδωρῆσθαι. ἀλλὰ γὰρ ἐγὼ
μέν, ὅπερ εἰκὸς ἦν ἐργάσασθαι τὸν βουλόμενον τρόπου βάσανον καὶ
δοκιμασίαν λαβεῖν, πεποίηκα, δέλεαρ καθεὶς καὶ διαπεμψάμενος, ὁ δὲ
ἐπεδείξατο τὴν ἑαυτοῦ φύσιν οὐκ εὐάλωτον. δῆλον δὲ ἐμοὶ τὸ διὰ
τί οὐκ εὐάλωτος· μυρίους γὰρ εἶδον τῶν ἄγαν φαύλων τὰ αὐτὰ δρῶντας
ἔσθ' ὅτε τοῖς λίαν ἀγαθοῖς, ἀλλ' οὐκ ἀπὸ διανοίας τῆς αὐτῆς, ἐπειδὴ
τοῖς μὲν ἀλήθεια, τοῖς δὲ ὑπόκρισις ἀσκεῖται· χαλεπὴ δ' ἡ διάγνωσις
ἀμφοῖν· πολλάκις γὰρ ὑπὸ τοῦ δοκεῖν παρευημερήθη τὸ εἶναι.  
καὶ τὸν χίμαρον τὸν περὶ τῆς ἁμαρτίας ὁ φιλάρετος ζητεῖ μέν,
οὐχ εὑρίσκει δέ· ἤδη γὰρ, ὡς δηλοῖ τὸ λόγιον, ἐνεπέπρηστο (Lev. 10,
16). τί δ' αἰνίττεται, σκεπτέον· τὸ μὲν μηδὲν ἁμαρτεῖν ἴδιον θεοῦ,
τὸ δὲ μετανοεῖν σοφοῦ· παγχάλεπον δὲ καὶ δυσεύρετον τοῦτό γε.
φησὶν οὖν ὁ χρησμός, ὅτι “ζητῶν ἐξεζήτησε Μωυσῆς” ἐν τῷ θνητῷ
βίῳ τὸν περὶ ἁμαρτημάτων μετανοίας λόγον. ἐσπούδαζε γὰρ ἀνευρεῖν

Φίλων Ιουδαίος. De fuga et inventione Section 156, line 2

διάνοιαν ἀστείαν τε καὶ ἀστὴν ὡς ἀληθῶς εἶναι, κοσμιότητι καὶ σωφρο-


σύνῃ καὶ ταῖς ἄλλαις διαπρέπουσαν ἀρεταῖς, ἑνὶ προσέχουσαν ἀνδρὶ καὶ
τὴν ἑνὸς οἰκουρίαν ἀγαπῶσαν καὶ μοναρχίᾳ χαίρουσαν. εἰ δὴ τοιαύτη
τίς ἐστιν, ἐχέτω τὰ δεδομένα, καὶ τὴν παιδείαν καὶ τὸν εἱρμὸν λόγου
πρὸς βίον καὶ βίου πρὸς λόγον καὶ τὸ ἀναγκαιότατον, βεβαιότητα καὶ
πίστιν. ἀλλὰ μή ποτε γελασθῶμεν ἀνάξια κεχαρίσθαι δόξαντες, καίτοι
γ' ὑπολαβόντες ἐπιτηδειότατα τῇ ψυχῇ δεδωρῆσθαι. ἀλλὰ γὰρ ἐγὼ
μέν, ὅπερ εἰκὸς ἦν ἐργάσασθαι τὸν βουλόμενον τρόπου βάσανον καὶ
δοκιμασίαν λαβεῖν, πεποίηκα, δέλεαρ καθεὶς καὶ διαπεμψάμενος, ὁ δὲ
ἐπεδείξατο τὴν ἑαυτοῦ φύσιν οὐκ εὐάλωτον. δῆλον δὲ ἐμοὶ τὸ διὰ
τί οὐκ εὐάλωτος· μυρίους γὰρ εἶδον τῶν ἄγαν φαύλων τὰ αὐτὰ δρῶντας
ἔσθ' ὅτε τοῖς λίαν ἀγαθοῖς, ἀλλ' οὐκ ἀπὸ διανοίας τῆς αὐτῆς, ἐπειδὴ
τοῖς μὲν ἀλήθεια, τοῖς δὲ ὑπόκρισις ἀσκεῖται· χαλεπὴ δ' ἡ διάγνωσις
ἀμφοῖν· πολλάκις γὰρ ὑπὸ τοῦ δοκεῖν παρευημερήθη τὸ εἶναι.  
καὶ τὸν χίμαρον τὸν περὶ τῆς ἁμαρτίας ὁ φιλάρετος ζητεῖ μέν,
οὐχ εὑρίσκει δέ· ἤδη γὰρ, ὡς δηλοῖ τὸ λόγιον, ἐνεπέπρηστο (Lev. 10,
16). τί δ' αἰνίττεται, σκεπτέον· τὸ μὲν μηδὲν ἁμαρτεῖν ἴδιον θεοῦ,
τὸ δὲ μετανοεῖν σοφοῦ· παγχάλεπον δὲ καὶ δυσεύρετον τοῦτό γε.
φησὶν οὖν ὁ χρησμός, ὅτι “ζητῶν ἐξεζήτησε Μωυσῆς” ἐν τῷ θνητῷ
40

βίῳ τὸν περὶ ἁμαρτημάτων μετανοίας λόγον. ἐσπούδαζε γὰρ ἀνευρεῖν


ἀπαμπισχομένην τὸ ἀδικεῖν ψυχὴν καὶ ἄνευ αἰσχύνης γυμνὴν προϊοῦσαν

Φίλων Ιουδαίος. De Josepho Section 130, line 4

πάντ' ἐκεῖνα; οὐκ ἐν μὲν παιδὶ τὸ βρέφος ὑπεξῆλθεν, ὁ δὲ παῖς ἐν


παρήβῳ, ὁ δ' ἔφηβος ἐν μειρακίῳ, τὸ δὲ μειράκιον ἐν νεανίᾳ, ἐν ἀνδρὶ
δ' ὁ νεανίας, ἀνὴρ δ' ἐν γέροντι, γήρᾳ δ' ἕπεται τελευτή; τάχα μέντοι
τάχα καὶ τῶν ἡλικιῶν ἑκάστη παραχωροῦσα τοῦ κράτους τῇ μεθ' ἑαυτὴν
προαποθνῄσκει, τῆς φύσεως ἡμᾶς ἀναδιδασκούσης ἡσυχῇ μὴ δεδιέναι
τὸν ἐπὶ πᾶσι θάνατον, ἐπειδὴ τοὺς προτέρους εὐμαρῶς ἠνέγκαμεν, τὸν
βρέφους, τὸν παιδός, τὸν ἐφήβου, τὸν μειρακίου, τὸν νεανίου, τὸν
ἀνδρός, ὧν οὐδεὶς ἔτ' ἐστὶ γήρως ἐπιστάντος. τὰ δ' ἄλλα ὅσα
περὶ τὸ σῶμα οὐκ ἐνύπνια; οὐ κάλλος μὲν ἐφήμερον, πρὶν ἀνθῆσαι
μαραινόμενον; ὑγεία δὲ | ἀβέβαιον διὰ τὰς ἐφέδρους ἀσθενείας; ἰσχὺς
δ' εὐάλωτον νόσοις ἐκ μυρίων προφάσεων; ἥ τ' ἀκρίβεια τῶν αἰσθή-
σεων οὐ παγία ῥεύματος ἐνστάσει βραχέος ἀνατρέπεται. τὴν δὲ τῶν
ἐκτὸς ἀσάφειαν τίς οὐκ οἶδε; μιᾷ ἡμέρᾳ πλοῦτοι μεγάλοι πολλάκις
ἀπερρύησαν· τὰ πρωτεῖα τῶν ἐν ταῖς ἀνωτάτω τιμαῖς ἐνεγκάμενοι
μυρίοι πρὸς ἠμελημένων καὶ ἀφανῶν ἀδοξίαν μετέβαλον· ἀρχαὶ βασι-
λέων αἱ μέγισται καθῃρέθησαν βραχείᾳ καιροῦ ῥοπῇ. ἐγγυᾶταί μου
τὸν λόγον Διονύσιος ὁ ἐν Κορίνθῳ, ὃς Σικελίας μὲν τύραννος ἦν, ἐκ-
πεσὼν δὲ τῆς ἡγεμονίας εἰς Κόρινθον καταφεύγει καὶ γραμματιστὴς ὁ
τοσοῦτος ἡγεμὼν γίνεται. συνεγγυᾶται καὶ Κροῖσος ὁ Λυδίας βασιλεύς,
πλουσιώτατος βασιλέων, ὃς ἐλπίσας τὴν Περσῶν καθελεῖν ἀρχὴν οὐ
μόνον τὴν οἰκείαν προσαπέβαλεν, ἀλλὰ καὶ ζωγρηθεὶς ἐμέλλησε

Φίλων Ιουδαίος. De vita Mosis (lib. i-ii) Book 1, section 296, line 3

τῆς ἐμῆς εἰκασίαι.” καὶ τῆς δεξιᾶς λαβόμενος μόνος μόνῳ συνεβούλευε,
δι' ὧν, ὡς ἂν οἷόν τε ᾖ, φυλάξεται τὸν ἀντίπαλον στρατόν, ἀσέβημα
κατηγορῶν αὑτοῦ μέγιστον· τί γάρ, εἴποι τις ἄν, ἰδιάζεις καὶ συμβου-
λεύεις τὰ ἐναντία τοῖς χρησμοῖς ὑποτιθέμενος, εἰ μὴ ἄρα τῶν λογίων
αἱ σαὶ βουλαὶ δυνατώτεραι; φέρε δ' οὖν καὶ τὰς καλὰς αὐτοῦ
παραινέσεις ἐξετάσωμεν, ὡς τετεχνιτευμέναι πρὸς ὁμολογουμένην ἧτταν
τῶν ἀεὶ νικᾶν δυναμένων. εἰδὼς γὰρ Ἑβραίοις μίαν ὁδὸν ἁλώσεως
παρανομίαν, διὰ λαγνείας καὶ ἀκολασίας, μεγάλου κακοῦ, πρὸς μεῖζον
κακόν, ἀσέβειαν, ἄγειν αὐτοὺς ἐσπούδασεν ἡδονὴν δέλεαρ προθείς.
“εἰσὶ”
γὰρ εἶπεν “αἱ ἐγχώριοι γυναῖκες, ὦ βασιλεῦ, διαφέρουσαι τὴν ὄψιν ἑτέ-
ρων· ἀνὴρ δ' οὐδενὶ μᾶλλον εὐάλωτος ἢ γυναικὸς εὐμορφίᾳ. ταῖς οὖν
41

περικαλλεστάταις ἐὰν ἐπιτρέψῃς μισθαρνεῖν καὶ δημοσιεύειν, ἀγκιστρεύ-


σονται τὴν νεότητα τῶν ἀντιπάλων. ὑφηγητέον δὲ αὐταῖς, μὴ εὐθὺς
ἐμπαρέχεσθαι τοῖς ἐθέλουσι τὴν ὥραν· ὁ γὰρ ἀκκισμὸς ὑποκνίζων τὰς
ὁρμὰς ἐπεγείρει μᾶλλον καὶ τοὺς ἔρωτας ἀναφλέγει· τραχηλιζόμενοι δὲ
ταῖς ἐπιθυμίαις πάνθ' ὑπομενοῦσι δρᾶν τε καὶ πάσχειν. πρὸς δὲ τὸν
οὕτω διακείμενον ἐραστὴν λεγέτω | φρυαττομένη τις τῶν ἐπὶ τὴν θήραν
ἀλειφομένων· “”οὐ θέμις ὁμιλίας σοι τῆς ἐμῆς ἀπολαῦσαι, πρὶν ἂν  
ἐκδιαιτηθῇς μὲν τὰ πάτρια, μεταβαλὼν δὲ τιμήσῃς ἅπερ ἐγώ. πίστις
δέ μοι τῆς βεβαίου μεταβολῆς γένοιτ' ἂν ἀρίδηλος, ἢν ἐθελήσῃς μετα-
σχεῖν τῶν αὐτῶν σπονδῶν τε καὶ θυσιῶν, ἃς ἀγάλμασι καὶ ξοάνοις καὶ

Φίλων Ιουδαίος. De vita Mosis (lib. i-ii) Book 1, section 325, line 7

νόμων, ἄλλα μυρία, ὧν ἕκαστον τὴν οἰκειότητα συνδεῖ καὶ πρὸς εὔνοιαν
ἁρμόζεται. διὰ τί δὴ τῶν ἴσων ἐν τοῖς μεγίστοις καὶ ἀναγκαιοτάτοις
ἀξιωθέντες ἐν ταῖς διανομαῖς πλεονεκτήσετε, ὡς ἢ ἄρχοντες ὑπηκόων ἢ
δεσπόται δούλων καταφρονήσαντες; ἔδει μὲν ὑμᾶς ταῖς ἑτέρων πληγαῖς
πεπαιδεῦσθαι· φρονίμων γὰρ ἀνδρῶν μὴ ἀναμένειν, ἄχρις ἂν ἐπ' αὐτοὺς
ἔλθῃ τὰ δεινά· νυνὶ δὲ παραδείγματ' ἔχοντες οἰκεῖα τοὺς πατέρας, οἳ
κατεσκέψαντο τήνδε τὴν χώραν, καὶ τὰς ἐκείνων συμφορὰς καὶ τῶν
συναπονοηθέντων – ἅπαντες γὰρ ἔξω δυοῖν ἀπώλοντο – , δέον μηδενὶ
τῶν ὁμοίων συνεπιγράφεσθαι, δειλίαν, ὦ κενοὶ φρενῶν, ζηλοῦτε ὡς οὐκ
εὐαλωτότεροι γενησόμενοι καὶ τὰς προθυμίας ὑποσκελίζετε τῶν
ἀνδραγα-
θίζεσθαι προαιρουμένων ἐκλύοντες καὶ παριέντες αὐτῶν τὰ φρονήματα.  

τοιγάρτοι σπεύδοντες ἁμαρτάνειν σπεύσετε καὶ πρὸς τιμωρίας· ἡ γὰρ


δίκη μόλις μὲν εἴωθε κινεῖσθαι, κινηθεῖσα δ' ἅπαξ φθάνει προ-
καταλαμβάνουσα τοὺς ἀποδιδράσκοντας. ὅταν οὖν ἅπαντες μὲν οἱ
ἐχθροὶ καθαιρεθῶσιν, ἔφεδρος δὲ μηδεὶς ἔτι προσδοκᾶται πόλεμος, ἐν
δὲ ταῖς εὐθύναις ἀνεπίληπτοι δοκιμασθῶσιν οἱ σύμμαχοι, μὴ λιποτάξιον,
μὴ λιποστράτιον, μηδὲν ἄλλο τῶν ἐφ' ἥττῃ διαπεπραγμένοι, παρα-
μεμενηκότες δ' ἐξ ἀρχῆς ἄχρι τέλους φαίνωνται καὶ τοῖς σώμασι καὶ
ταῖς προθυμίαις, ἐρημωθῇ δὲ πᾶσα ἡ χώρα τῶν προενῳκηκότων,
τηνικαῦτα δοθήσεται τὰ γέρα καὶ τὰ ἀριστεῖα ταῖς φυλαῖς ἐξ ἴσου.”

Φίλων Ιουδαίος. De praemiis et poenis + De exsecrationibus Section 21,


line 2
42

καλὸν ἦν, ἐνεργάσονται. πολλοὶ γοῦν ἀποδημίαις ἐσωφρονίσθησαν,


ἔρωτας
ἐκμανεῖς καὶ λελυττηκότας θεραπευθέντες, οὐκέτι τῆς ὄψεως χορηγεῖν
δυναμένης τῷ πάθει τῆς ἡδονῆς τὰ εἴδωλα· τῇ γὰρ διαζεύξει κατὰ
κενοῦ βαίνειν ἀνάγκη, μηκέτι παρόντος ὑφ' οὗ διερεθισθήσεται. κἂν
μεταναστῇ μέντοι, τοὺς τῶν πολλῶν θιάσους ἐκτρεπέσθω μόνωσιν
ἀσπαζόμενος· πέφυκε γὰρ καὶ ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς ὅμοια τοῖς οἴκοι
δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροοράτως ἔχοντας καὶ ταῖς
τῶν πολλῶν χαίροντας ὁμιλίαις· ὅ τι γὰρ ἄτακτον, ἄκοσμον, πλημμελές,
ὑπαίτιον, τοῦτο ὄχλος ἐστί, μεθ' οὗ φέρεσθαι τῷ νῦν πρῶτον μετοικισα-
μένῳ πρὸς ἀρετὴν ἀλυσιτελέστατον. ὡς γὰρ τοῖς ἐκ νόσου μακρᾶς
ἀρχομένοις ἀναλαμβάνειν εὐάλωτά πώς ἐστι τὰ σώματα μήπω πρὸς
ἰσχὺν παγέντα κραταιοτέραν, οὕτως καὶ οἷς ἡ ψυχὴ νῦν πρῶτον ὑγιά-
ζεται πλαδῶσιν οἱ νοεροὶ τόνοι καὶ κραδαίνονται, ὡς δέος εἶναι, μὴ
πάλιν ἐξορμήσῃ τὸ πάθος, ὃ πέφυκεν ἐκ τῆς τῶν εἰκαιοτέρων συνδιαι-
τήσεως ἀνερεθίζεσθαι.

Ξενοφών. ., Cynegeticus Chapter 9, section 9, line 3

ἡ δ' ἔλαφος τὰ μὲν ἰδοῦσα, τὰ δ' ἀκούσασα, ἐπιδραμεῖται


τῷ ἔχοντι αὐτὸν ζητοῦσα ἀφελέσθαι. ἐν δὲ τούτῳ τῷ
καιρῷ ἐγκελεύειν ταῖς κυσὶ καὶ χρῆσθαι τοῖς ἀκοντίοις.
κρατήσαντα δὲ τούτου πορεύεσθαι καὶ ἐπὶ τοὺς ἄλλους καὶ
τῷ αὐτῷ εἴδει πρὸς αὐτοὺς χρῆσθαι τῆς θήρας. καὶ οἱ μὲν
νέοι τῶν νεβρῶν οὕτως ἁλίσκονται· οἱ δὲ ἤδη μεγάλοι
χαλεπῶς· νέμονται γὰρ μετὰ τῶν μητέρων καὶ ἑτέρων
ἐλάφων· καὶ ἀποχωροῦσιν, ὅταν διώκωνται, ἐν μέσαις, ὁτὲ
δὲ πρόσθεν, ἐν δὲ τῷ ὄπισθεν ὀλιγάκις. αἱ δ' ἔλαφοι τὰς
κύνας ὑπὲρ αὐτῶν ἀμυνόμεναι καταπατοῦσιν, ὥστ' οὐκ
εὐάλωτοί εἰσιν, ἐὰν μὴ προσμείξας τις εὐθὺς διασκεδάσῃ
αὐτὰς ἀπ' ἀλλήλων, ὥστε μονωθῆναί τινα αὐτῶν. βιασθεῖσαι
δὲ τοῦτο, τὸν μὲν πρῶτον δρόμον αἱ κύνες ἀπολείπονται·
ἥ τε γὰρ ἀπουσία τῶν ἐλάφων ποιεῖ αὐτὸν περίφοβον,
τό τε τάχος οὐδενὶ ἐοικός ἐστι τῶν τηλικούτων νεβρῶν·
δευτέρῳ δὲ καὶ τρίτῳ δρόμῳ ταχὺ ἁλίσκονται· τὰ γὰρ
σώματα αὐτῶν διὰ τὸ ἔτι νεαρὰ εἶναι τῷ πόνῳ οὐ δύναται
ἀντέχειν.  

Γαληνός ιατρός. Ars medica Vol. 1, p. 329, line 6

συλλήβδην φάναι, ταχύγηροι τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἅπαντές


43

εἰσι· διὸ καὶ πολιοῦνται ταχέως. αἱ τρίχες δ' αὐτοῖς γεν-


νηθεῖσι μὲν ἀνέρχονται μόγις, ἄτροφοι καὶ πυῤῥαί· προή-
κοντι δὲ τῷ χρόνῳ, κρατούσης μὲν ἐπὶ πλέον τῆς ψυχρότη-
τος ἤπερ τῆς ξηρότητος, οὐ φαλακροῦνται. τοὔμπαλιν δὲ,  
εἰ συμβαίη τὴν ξηρότητα μὲν πλεῖστον κρατῆσαι τῆς ὑγρό-
τητος, τὴν ψυχρότητα δὲ τῆς θερμότητος ὀλίγον, οἱ τοιοῦ-
τοι φαλακροῦνται. αἱ δ' ὑγραὶ καὶ ψυχραὶ κράσεις ἐγκεφά-
λου κωματώδεις ἐργάζονται, καὶ ὑπνηλοὺς, καὶ φαύλους
ταῖς αἰσθήσεσι, καὶ περιττωματικοὺς, εὐψύκτους τε καὶ
εὐπληρώτους τὴν κεφαλὴν, εὐαλώτους τε κατάῤῥοις καὶ κο-
ρύζαις. οὐ μὴν οὐδὲ φαλακροῦνται οἱ τοιοῦτοι. ταυτὶ μὲν
οὖν ἐστι τὰ σημεῖα τῶν ἐγκεφάλου κράσεων. ἐξ αὐτῶν δ'
ὁρμώμενος ἐφ' ἕκαστον ὄργανον αἰσθήσεως ἴσθι τὰς δια-
γνώσεις μεταφέρων.

Γαληνός ιατρός. De optima corporis nostri constitutione


Kühn Vol. 4, p. 743, line 12

ἄριστ' ἂν εἴη παρεσκευασμένον εἰς δυσπάθειαν, ἥκιστα


καμάτοις ἁλισκόμενον. ὑπάρχει δ' εὐθὺς τῷ τοιούτῳ σώ-
ματι καὶ εὐχυμοτάτῳ τῶν ἄλλων ἁπάντων εἶναι, ὥστε καὶ
λύπης καὶ θυμοῦ καὶ ἀγρυπνίας καὶ φροντίδος ὄμβρων τε
καὶ αὐχμῶν καὶ λοιμῶν καὶ πάντων ἁπλῶς εἰπεῖν τῶν
νοσερῶν αἰτίων ῥᾷον τῶν ἄλλων ἀνέξεται σωμάτων. μάλιστα
γὰρ δὴ τὰ κακόχυμα πρὸς τῶν τοιούτων αἰτίων ἐξελέγχεται  
ῥᾳδίως, ὡς ἂν ἤδη καὶ καθ' ἑαυτὰ πλησίον ἥκοντα νόσων.
οὕτω μὲν ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ἡμῖν προσπιπτόντων καὶ λυπούν-
των τὸ σῶμα δυσάλωτός ἐστιν ἡ εἰρημένη διάθεσις. ὅτι
δ' οὐδ' ὑπὸ τῶν τῆς τροφῆς περιττωμάτων εὐάλωτος
ὑπάρχει νόσοις, ὧδ' ἂν καὶ τόδε μάλιστα μάθοις, εἰ λογίσαιο
μήτε πλῆθος ἐν τῇ τοιαύτῃ φύσει μήτε κακοχυμίαν [οὐδε-
μίαν] ἢ ἀθροίζεσθαι ῥᾳδίως ἢ ἀθροισθεῖσαν λυμαίνεσθαί
τι τοῖς ζῴοις. ἥ τε γὰρ συμμετρία τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν
πρὸς ἀλλήλας καὶ ἡ καθ' ἑκάστην αὐτῶν ἀρετὴ καὶ γί‖νεσθαι
κωλύει τὰ περιττώματα καὶ γενόμενα ῥᾳδίως ἐκκρίνει, κἂν
εἰ μείνειε δέ ποτε μέχρι πλείονος, ἥκιστα νικᾶται πρὸς
αὐτῶν. τὸ μὲν γὰρ ὑπὸ τῶν νοσερῶν αἰτίων ῥᾳδίως
νικᾶσθαι ταῖς ἀσθενέσι τε καὶ δυσκράτοις ὑπάρχει φύσεσι,
τὸ δ' ἀντέχειν ἐπὶ πλεῖστον ταῖς εὐκράτοις τε καὶ ἰσχυραῖς,

Γαληνός ιατρός. De optima corporis nostri constitutione


Kühn Vol. 4, p. 747, line 1
44

σώματος εἰς διαπνοήν, οἷς πλεῖον ἀφαιρέεται, ὑγιεινότερον,


οἷς δ' ἔλασσον, νοσερώτερον” περὶ τῶν ἐκ τῆς τροφῆς
περιττωμάτων εἰς ὑγίειαν καὶ νόσον συντελούντων εἴρηται.
οὐ γὰρ δὴ περί γε τῶν ὑγιεινῶν ἁπλῶς ἢ νοσερῶν σωμάτων
ἐν ἐκείνῳ τῷ βιβλίῳ προὔκειτο λέγειν αὐτῷ, ἀλλὰ περὶ
πάντων τῶν ἐκ τῆς τροφῆς γινομένων ἀγαθῶν τε καὶ
κακῶν τὸν λόγον ποιούμενος εὐλόγως ἐμνημόνευσε καὶ τῶν
ὅσον ἐπὶ τοῖς ἐξ αὐτῆς περιττώμασιν ὑγιεινῶν καὶ νοσερῶν
σωμάτων. τὸ μὲν γὰρ ἀραιότερον ὑγιεινότερον, ὅσον ἐπὶ
τοῖσδε, τὸ δὲ πυκνότερον νοσερώτερον. ἔμπαλιν δὲ τοῖς
ἔξωθεν αἰτίοις ἅπασι τὸ μὲν ἀραιότερον εὐαλωτότερον, ‖ τὸ
δὲ πυκνότερον δυσπαθέστερον. ὥστε τὸ σύμμετρον σῶμα
πρὸς τοῖς ἄλλοις ἀγαθοῖς οὐδ' ἀραιὸν ἢ πυκνὸν ἔχομεν
εἰπεῖν ἀλλ' ὥσπερ τῶν ἄλλων ὑπερβολῶν μέσον, οὕτω καὶ
τῶνδε· πλεονεκτεῖ δὲ κατά τι τῶν ὑπερβαλλόντων
ἑκάτερον. τὸ μὲν γὰρ πυκνότερον ἧττον τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις
εὐάλωτον, τὸ δ' ἀραιότερον τοῖς ἔνδοθεν. ἀμφοτέροις δὲ
δυσάλωτον ἀκριβῶς μὲν οὐκ ἂν εὕροις οὐδέν, μετρίως δέ  
πως τὸ μέσον τῶν ὑπερβολῶν ἁπασῶν, ὃ δὴ καὶ πάντων
ὑγιεινότατον τῶν σωμάτων εἶναί φαμεν. οὕτω δὲ καὶ τὸ
μὲν ξηρότερον τοῦ συμμέτρου σῶμα τοῖς ὑγραίνουσιν αἰτίοις

Γαληνός ιατρός. De placitis Hippocratis et Platonis


Book 5, chapter 2, section 19, line 2

τοῖς καλουμένοις διαλείμμασιν ὦσιν, ἔξω τῶν παθῶν εἰσι. τὴν


μέντοι νοσώδη κατάστασιν εἰκάζοι τις ἄν, οἶμαι, τοῖς ἤτοι πεν-
θοῦσιν ἢ ἐρῶσιν ἢ φθονοῦσιν ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον πάσχουσι.
καὶ γὰρ οὗτοι, καθ' ὃν μὲν ἂν χρόνον ἢ ὑπνώττωσιν ἢ πρὸς
ἄλλῳ τινὶ τὴν διάνοιαν ἔχωσιν, ἔξω τῶν παθῶν γίνονται, μετ'
ὀλίγον δὲ ἀναμνησθέντες αὐτῶν εἰς παραπλησίαν τινὰ κατά-
στασιν ἀφικνοῦνται ταῖς καταβολαῖς τῶν πυρετῶν.  
          ὅσοις μέντοι
μήτε πένθος ἐνέστηκε μήτ' ἐπιθυμία τις ὑπόγυος ἢ θυμός,
οὗτοι τοῖς ὑγιαίνουσι τὰ σώματα παραπλησίως ἔχουσιν. ἐπεὶ
δὲ καὶ τούτων αὐτῶν ἔνιοι μέν εἰσιν εὐάλωτοι νόσοις, ἔνιοι
δ' οὔ, καὶ τῶν τὰς ψυχὰς ὑγιαινόντων οἱ μὲν τούτοις οἱ
δ' ἐκείνοις ὁμοίως ἕξουσιν, οὐ μὴν λεχθήσονταί γε νοσεῖν
τὰς ψυχὰς εἴπερ μηδὲ ἐκεῖνοι τὰ σώματα. ἀλλὰ νὴ Δία,
φήσει τις ἴσως τῶν Στωϊκῶν, ὥσπερ οὖν καὶ λέγουσιν, οὐ
τὴν αὐτὴν ἀναλογίαν εἶναι τῇ ψυχῇ πρὸς τὸ σῶμα κατά τε
τὰ πάθη καὶ τὰ νοσήματα καὶ τὴν ὑγίειαν.  
45

Γαληνός ιατρός. De sanitate tuenda libri vi Kühn Vol. 6, p. 52, line 14

καῖον αὐτίκα τεθνάναι, καὶ τοῦτ' οὐδεὶς ἀγνοεῖ. τίς οὖν ἂν ἕλοιτο
νοῦν ἔχων καὶ μὴ παντάπασιν ἄγριος ὢν καὶ Σκύθης εἰς τὴν τοιαύ-  
την πεῖραν ἀγαγεῖν αὑτοῦ τὸ παιδίον, ἐν ᾗ θάνατός ἐστιν ἡ ἀποτυ-
χία, καὶ ταῦτα μηδὲν μέγα τι μέλλων ἐκ τῆς πείρας κερδανεῖν; ὄνῳ
μὲν γὰρ ἴσως ἤ τινι τῶν ἀλόγων ζῴων ἀγαθὸν ἂν εἴη μέγιστον, οὕτω
πυκνὸν καὶ σκληρὸν ἔχειν δέρμα, ὡς ἀλύπως φέρειν τὸ κρύος· ἀν-
θρώπῳ δέ, λογικῷ ζῴῳ, τί ἂν εἴη μέγα τὸ τοιοῦτον; οὐδὲ γὰρ εἰς
ὑγείαν ἁπλῶς οὑτωσὶ λέγων ἄν τις ἐπιτήδειον ὑπάρχειν τὸ πυκνότα-
τον καὶ σκληρότατον δέρμα δεόντως ἂν εἴποι. διττῆς γὰρ οὔσης βλά-
βης τοῖς τῶν ζῴων σώμασιν, ἑτέρας μὲν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν αἰτίων, ἑτέ-
ρας δὲ ἀπὸ τῶν ἔνδοθεν, εὐάλωτόν ἐστι τοῖς μὲν ἔξωθεν πᾶσιν, ὧν
μαλακόν ἐστι καὶ ἀραιὸν | τὸ δέρμα, τοῖς δὲ ἔνδοθεν, ὧν πυκνόν τε
καὶ σκληρόν. καὶ διὰ τοῦθ' Ἱπποκράτης περὶ τῶν ἀπὸ τροφῆς ἐν
ἡμῖν ἐπ' ὠφελείᾳ τε καὶ βλάβῃ γινομένων διδάσκων ἐπ' ἄλλοις πολ-
λοῖς καὶ τοῦτ' ἔγραψεν· «ἀραιότης σώματος ἐς διαπνοήν, οἷσι πλέον
ἀφαιρέεται, ὑγιεινότερον, οἷσι δ' ἔλασσον, νοσερώτερον.» βέλτιον οὖν
ἑκατέρας πεφυλάχθαι τὰς ὑπερβολὰς καὶ μήτ' εἰς τοσοῦτον πυκνὸν τὸ
δέρμα παρασκευάζειν, ὡς κωλύειν διαπνεῖσθαι καλῶς, μήθ' οὕτως
ἀραιόν,
ὡς ὑπὸ παντὸς αἰτίου τῶν ἔξωθεν αὐτῷ προσπιπτόντων ἑτοίμως βλά-
πτεσθαι. τοιοῦτον δὲ καὶ φύσει ἐστὶ τὸ σῶμα τοῦ νῦν ἡμῖν προκειμένου
τῷ λόγῳ παιδίου, μέσον ἁπασῶν τῶν ὑπερβολῶν. οὕτως οὖν αὐτὸ

Γαληνός ιατρός. De sanitate tuenda libri vi Kühn Vol. 6, p. 374, line 9

σας δριμύ· πολέμιον δ' αὐτοῖς καὶ τὸ ἡλιοῦσθαι καὶ τὸ θυμοῦσθαι καὶ
τὸ φροντίζειν πολλά. ταῖς δ' ἐναντίαις ἢ κατὰ τούσδε φύσεσι (εἰσὶ δ' |
οὗτοι ψυχροὶ καὶ ὑγροὶ τὴν κρᾶσιν) ἰσχυροτέρων τε κινήσεων χρεία
καὶ διαίτης πλέον ἐχούσης τὸ λεπτόν· εἴρηται δ', ἥτις ἐστὶν ἡ τοιαύτη,
δι' ἑνὸς ὑπομνήματος· οὐ μὴν οὐδ' ἐν ἡλίῳ γυμναζόμενοι βλάπτονται,
καθάπερ οὐδ' ἀλουτοῦντες. μεγίστη μὲν οὖν διαφορὰ ταῖς εἰρημέναις
ἐστὶ φύσεσι πρὸς ἀλλήλας· ἐναντιωτάτη γὰρ ἡ ὑγρὰ καὶ ψυχρὰ κρᾶσις
τῇ θερμῇ καὶ ξηρᾷ· μεγίστη δὲ τῇ θερμῇ καὶ ὑγρᾷ πρὸς τὴν ψυχρὰν
καὶ ξηράν. ἔστι δὲ ἡ μὲν ψυχρὰ καὶ ξηρὰ τῇ τῶν γερόντων ὁμοία·
διὸ καὶ ταχέως γηρᾷ τὰ τοιαῦτα σώματα, καὶ λέλεκται περὶ αὐτῶν
αὐτάρκως ἔμπροσθεν. ἡ δ' ὑγρὰ καὶ θερμὴ τοῖς ῥευματικοῖς εὐάλωτος
πάθεσι. τό γε μὴν κοινὸν ἐπὶ πασῶν τῶν δυσκράτων φύσεων ἄμεινόν
ἐστι κἀπὶ τῆσδε πράττειν. ἔστι δὲ τοῦτο κολάζειν μὲν αὐτὴν διὰ τῶν
46

ἐναντίων ἐπὶ πολλῇ σχολῇ, φυλάττειν δὲ διὰ τῶν ὁμοίων, ἐπειδὰν


ὑπὸ πλειόνων ἀσχολιῶν εἴργηταί τις ἑαυτῷ σχολάζειν. περί γε μὴν
τῶν ἐν τοῖς τοιούτοις σώμασιν γυμνασίων ὧδ' ἔχει· πλεῖον μὲν χρὴ
πονεῖν διὰ τὴν | ὑγρότητα τῶν σωμάτων, σύντονα δ' οὐ χρὴ διὰ τὴν
θερμότητα. προσέχειν δ' ἀκριβῶς, ὅταν ἐξ ἀργοτέρας διαίτης εἰς τὰ
γυμνάσια μεταβάλλωσι· παραχρῆμα γὰρ ἁλίσκονται ῥευματικοῖς νοσή-
μασιν, εἰ μὴ προκενωθέντες ἅπτονται τῶν γυμνασίων. ὅσον γὰρ ἂν
ἐν τῷ σώματι συνεστὸς ᾖ καὶ παχὺ κατὰ τοὺς χυμοὺς ἢ καὶ μετρίως

Γαληνός ιατρός. De sanitate tuenda libri vi Kühn Vol. 6, p. 390, line 7

ἅπασι τοῖς μέρεσι τοῦ σώματος ποιησάμενοι λέγωμεν ἤδη περὶ τῆς
θερμοτέρας κράσεως, οὐ μὴν ἐν τῇ καθ' ὑγρότητα καὶ ξηρότητα συμ-
μετρίᾳ μεμπτῆς. εὐθὺς μὲν οὖν ἀπ' ἀρχῆς ἡ τοιαύτη φύσις τοῦ σώ-
ματος ὑγιεινοτέρα φαίνεται τῆς κατ' ἀμφοτέρας τὰς ἀντιθέσεις δυς-
κράτου· λέγω δ' ἀμφοτέρας τῆς τε κατὰ θερμότητα | καὶ ψυχρότητα
καὶ τῆς καθ' ὑγρότητα καὶ ξηρότητα. καὶ τούς τε ὀδόντας φύσει θᾶτ-  
τον καὶ φθέγξεται διηρθρωμένην φωνὴν καὶ βαδιεῖται θᾶττον αὐξη-
θήσεταί τε κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἑκάστοτε τῶν ἐτῶν. ἐπειδὰν δὲ τὴν
τῶν μειρακίων ἡλικίαν διεξέλθῃ, τὸ μεταξὺ πᾶν ἄχρι τῆς παρακμῆς
σαφοῦς πλέον ἤδη φανεῖται θερμόν, ὡς τοῖς ἀπὸ ξανθῆς χολῆς νοσή-
μασί τε καὶ συμπτώμασιν εὐάλωτον ὑπάρχειν. ἡ γάρ τοι πολλὴ θερ-
μότης ἐκδαπανῶσα τὴν ὑγρότητα ξηροτέραν ἐργάζεται τὴν κρᾶσιν.
οὔσης δὲ τῆς τῶν ἀκμαζόντων ἡλικίας θερμῆς ἡ συζυγία τῶν κράσεων
αὐτῶν ἔσται θερμή τε ἅμα καὶ ξηρά· χολὴ δὲ ἐν ταῖς τοιαύταις κρά-
σεσιν ἡ ὠχρά τε καὶ ξανθὴ πλεονάζει. τοὺς οὖν οὕτω πεφυκότας ἄχρι
μὲν τῆς τῶν μειρακίων ἡλικίας ὁμοίως χρὴ τοῖς ἄριστα πεφυκόσι διαι-
τᾶν, ὑπὲρ ὧν εἴρηται κατὰ τὸν ἔμπροσθεν λόγον· ἐπειδὰν δὲ τέλειον
αὐτῶν ᾖ τὸ σῶμα, διασκέψασθαι προσήκει, πότερον ὑπέρχεται τὸ πε-
ριττὸν τῆς χολῆς αὐτοῖς ἅμα τοῖς διαχωρήμασιν ἢ πρὸς τὴν ἄνω κοι-
λίαν ὁρμᾷ. κάτω μὲν ὑπιόντος αὐτοῦ πρόδηλον, ὡς οὐδὲν χρὴ |

Γαληνός ιατρός. De tremore, palpitatione, convulsione et rigore liber


Vol. 7, p. 599, line 18

ὥσπερ καὶ ἄλλοι τῶν περὶ τοὺς σφυγμοὺς δεινῶν ὁμολογοῦ-


σιν. ἀλλὰ περὶ μὲν τούτου μακρότερός τε ὁ λόγος ἐστὶ κᾀν
τοῖς περὶ σφυγμῶν εἴρηται. κατὰ δὲ τὸ δέρμα μόνον ἐναργῶς
φαίνονται παλμοὶ γινόμενοι πολλοῖς τῶν ἀνθρώπων οὐκ ὀλι-
γάκις, ὅταν ἀτμῶδες πνεῦμα κατά τι μόριον αὐτοῦ γεννηθὲν
ἴσχηταί τε καὶ βραδύνῃ κατὰ τὴν διέξοδον. οὕτω δὲ κᾂν ἐν
47

μυσὶν ἢ ἄλλῳ τινὶ σώματι φυσῶδες πνεῦμα πλεονάσῃ, κατ'


ἐκεῖνο παλμὸν ἐργάζεται. ὅτι δὲ πνεῦμα παχὺ καὶ ὁμιχλῶδες
ἢ ἀχλυῶδες ἢ φυσῶδες, ἢ ὅπως ἂν ὀνομάζειν ἐθέλῃς, αἴτιον
γίνεται παλμοῦ, καὶ διὰ τοῦτο τῶν ἡλικιῶν αἱ ψυχρότεραι
παλμῷ εὐάλωτοι, καὶ φύσις σώματος ἡ ψυχροτέρα, καὶ χωρία  
ψυχρὰ, καὶ ὥρα τοῦ ἔτους ἡ χειμερινὴ, καὶ βίος ἀργὸς ἐν
πλησμοναῖς τε καὶ μέθαις, ἐδέσματά τε ψυχρὰ καὶ φυσώδη,
καὶ πάνθ' ἁπλῶς, ὅσα τὸ σῶμα καταψύχει· τὰ δ' ἐναντία
τῶνδε καθαιρετικά ἐστιν αὐτίκα τῶν παλμῶν. τὰ μὲν γὰρ
θερμαίνοντα λεπτύνει τε τὸ πνεῦμα καὶ τὰ σώματα τίθη-
σιν ἀραιὰ καὶ μαλακά· τὰ δὲ ψύχοντα πυκνοῖ μὲν καὶ
συνάγει καὶ μύειν ἀναγκάζει τῶν σωμάτων τοὺς πόρους, πα-
χύνει δὲ καὶ πήγνυσι καὶ θολερὸν ἀποδείκνυσι τὸ πνεῦμα.
ῥᾳδίως οὖν ἴσχεται, διαπνεῖσθαι μὴ δυνάμενον, τῷ θ' ἑαυτοῦ
πάχει καὶ τῇ τῶν περιεχόντων αὐτὸ σωμάτων πυκνότητι.

Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv


Vol. 10, p. 499, line 8
μαστίχινον ἱκανόν· ἀλλὰ καὶ ὀποβαλσάμῳ χρίσομεν αὐτὴν,
αὐτῷ τε καθ' ἑαυτὸ καὶ μιγνύντες τοῖς προειρημένοις. καὶ εἰ
μᾶλλον ἐθέλοιμεν ἔχεσθαι τοῦ χρωτὸς αὐτὰ, καὶ κηροῦ τι  
προσμίξομεν. εἰ δὲ καὶ τὸ περιέχον εἴη ψυχρὸν, ἔριον βρέξαν-
τες ἐπιθήσομεν. ἀλλὰ καὶ τὴν Χίαν μαστίχην ἐν ὀποβαλσάμῳ
λειώσαντες, ἢ μύρῳ ναρδίνῳ, κᾄπειτα ἔριον δεύσαντες ἐπι-
θήσομεν τῇ γαστρί. κάλλιον δὲ τὸ δευόμενον ἀρίστην εἶναι
πορφύραν οἵα πέρ ἐστιν ἡ Τυρία· στύφειν τε γὰρ χρὴ με-
τρίως αὐτὴν, ἐμπλάττειν τε τοῦ δέρματος τοὺς πόρους. τὰ
μὲν γὰρ ἀραιοῦντα καὶ χαλῶντα διαφορεῖ τε ἅμα καὶ τοῖς
ἔξωθεν προσπίπτουσι ψυχροῖς εὐάλωτα παρασκευάζει τὰ
μόρια· τὰ δ' ἐπὶ πλέον στύφοντα ξηραίνει. ὅθεν οὔτε δια-
φορητικῆς εἶναι προσήκει δυνάμεως τὸ θερμαῖνον φάρμακον
τὰ οὕτως διακείμενα σώματα καὶ μὴ πολλὴν ἔχειν ἐπιμεμιγμέ-
νην στύψιν. ἀναμνήσθητι γὰρ ὧν ἐπί τε τῶν ἀῤῥώστων
ἐθεάσω κᾀν ταῖς περὶ τῶν φαρμάκων πραγματείαις ἐδιδάχ-
θης, ὡς κατὰ μὲν τὴν ἑαυτῆς δύναμιν ἡ στρυφνὴ ποιότης
ψύχει τε καὶ ξηραίνει· ξυμμιγνυμένη δέ τινι τῶν ἰσχυρῶς θερ-
μαινόντων τὸ συγκείμενον ἐξ ἀμφοῖν ἧττον
Γαληνός ιατρός. Ad Glauconem de medendi methodo libri ii
Vol. 11, p. 23, line 18

ἐκκρίνεται ψυχρότερα καὶ ὑγρότερα καὶ ὠμότερα καὶ ὑδατω-


δέστερα καὶ φλεγματωδέστερα. καὶ τὸ σύμπαν ἀπέπτων χυ-
48

μῶν ἀνάπλεων ἐν τούτοις τοῖς πυρετοῖς εὑρήσεις τὸ σῶμα. καὶ


γὰρ οὖν καὶ ἡλικίαις καὶ φύσεσι καὶ χώραις καὶ ὥραις ἔτους
καὶ κράσεσιν ὑγροτέραις συμπίπτουσι. νεανίσκον μέν γε χο-
λώδη καὶ ξηρὸν τῇ κράσει οὐκ εἶδον οὐδέπω ποτε ἁλόντα
τούτῳ τῷ πυρετῷ. παῖδες δὲ καὶ μάλιστα οἱ μικρότεροι καὶ
ὅσοι τῶν τελείων φλεγματικώτεροί τέ εἰσι καὶ τὴν ἕξιν τοῦ
σώματος παχεῖς καὶ ἀργὸν τὸν βίον ἔχοντες ἐν πλησμοναῖς
καὶ μέθαις καὶ λουτροῖς συνεχέσι καὶ μάλιστα τοῖς ἐπὶ τροφῇ
ἀμφημερινοῖς εὐάλωτοι· ἀτὰρ οὖν καὶ χωρία τὰ ὑγρότερα καὶ
τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους ὁ χειμὼν καὶ τῶν καταστάσεων αἱ ὑγρό-  
τεραι, μάλιστα φέρουσι τὸν πυρετὸν τοῦτον· εἰ δὲ καὶ ἐπιδη-
μοίη τηνικαῦτα, καὶ τοῦτό σοι πρὸς τὴν διάγνωσιν ἐπὶ τοῖς
εἰρημένοις οὐ μικρὰ συντελέσει. οὐ μὴν οὐδὲ παύουσι τὰς πα-
ρακμὰς τούτων τῶν πυρετῶν οἱ ἱδρῶτες, ὥσπερ ἐν τριταίοις
καὶ τεταρταίοις, ὅθεν οὐδ' εἰς ἀπυρεξίαν ἔρχονται σαφῆ, πλὴν
ὀλίγων δή τινων. τὰ δ' οὖρα τὰ μὲν ἐπὶ προήκουσιν αὐτοῖς
γιγνόμενα τοὺς καιροὺς τῆς ὅλης νόσου διδάσκει· τὰ δ' ἐν
ἀρχαῖς ἐνδείξεταί σοι καὶ αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ πυρετοῦ. τοῖς
μὲν γὰρ ἀμφημερινοῖς ἢ λευκὰ ἢ λεπτὰ ἢ παχέα

Γαληνός ιατρός. De venae sectione adversus Erasistratum


Vol. 11, p. 180, line 7

προτέρῳ τῶν ὑγιεινῶν, ἔνθα γένεσιν τοῦ κατὰ τὰς φλέβας


πλήθους προειπὼν ἐφεξῆς γράφεις ἰάματα, σκοπὸν μὲν αὐτῶν
ἁπάντων κένωσιν θέμενος, ἄλλην δ' ἄλλῳ συμφέρειν φάσκων·  
πλὴν ἀλλά γε κενοῦντα τὴν πληθώραν, οὕτως γὰρ ἀξιοῖς
καλεῖν τὸ ἐν ταῖς φλεψὶ τροφῆς πλῆθος καὶ γυμνάσια καὶ λουτρὰ
πλείω καὶ λεπτὴν διαίταν εἶναι κελεύεις. οὐ ταυτὸν δὲ πᾶσι
συμφέρειν φῂς βοήθημα κενωτικὸν, ὅτι μήτε πάντες εἰθισμέ-
νοι χρῆσθαι πᾶσιν, ἀλλ' οἱ μὲν λουτροῖς μᾶλλον, οἱ δὲ γυμνα-
σίοις, οἱ δὲ τοῖς μετὰ δεῖπνον ἐμέτοις, καὶ ὅτι μὴ τοῖς αὐτοῖς
ἅπαντες εὐάλωτοι νοσήμασιν, ἀλλ' ὁ μέν τις ἐπιληψίαις, ὁ
δ' αἵματος πτύσεσι, ὁ δὲ τοῖς καθ' ἧπαρ ἢ σπλῆνα πάθεσιν.
οὐκ οὖν οὔτε τὸν ἐπίληπτον ἐπιχειρήσομεν βαλανείοις κενοῦν,
ὡς σὺ φῂς, ὀρθῶς τοῦτο κελεύων, οὔθ' ᾧ τι φόβος ἀγγεῖον
ἐν θώρακι ῥαγῆναι γυμνάσομεν. κίνδυνος γὰρ δηλαδὴ
ταῖς τῶν γυμνασίων συντονίαις, εἰ καὶ μὴ πλῆθος ἦν, ἀλλ' ὡς
διὰ ἀσθένειαν κατὰ θώρακα ῥαγῆναι γυμνασομένῳ. ὅπως
οὖν αὐτὸν ἰασόμεθα δίδαξον ἡμᾶς. ὅτι μὲν γὰρ κενωτέον
ἐστὶν ὁμολογεῖς καὶ σύ. κενωτικὰ δ' εἴχομεν βοηθήματα
49

γυμνάσια καὶ λουτρὰ πλείω καὶ λεπτὴν δίαιταν. ἀλλὰ γυμνα-


σίοις μὲν οὐδ' αὐτὸς ἀξιοῖς χρῆσθαι. περὶ δὲ λουτρῶν σὺ μὲν

Γαληνός ιατρός. De curandi ratione per venae sectionem


Vol. 11, p. 271, line 6

τὸ πάχος χυμῶν, ἐδεσμάτων τε καὶ πομάτων ἡ κατὰ τὸ θερ-


μαίνειν δύναμις ἔστω μετρία.
 Ὅσοι δὲ αἷμα πτύσαντες ἐθεραπεύθησαν
μὲν τῷ παραυτίκα, τοιαύτην δὲ ἔχουσι κατασκευὴν, ἐν τοῖς
κατὰ θωρακά τε καὶ πνεύμονα μορίοις, ὡς εἰ βραχὺ πλέον  
ἀθροισθῆ θέλοι τὸ αἷμα, πάλιν αὐτοῖς ἤτοι γ' ἀναστομωθῆ-
ναί τι τῶν ἀγγείων ἢ ῥαγῆναι, τούτους εἰ καὶ μηδὲν εἴη κατὰ
τὸ σῶμα μηδέπω σύμπτωμα, φλεβοτομεῖν χρὴ κατὰ τὴν ἀρχὴν
τοῦ ἦρος. ὡσαύτως δὲ καὶ τοὺς εἰς ἐπιληπτικὰ πάθη ῥᾳδίως
ἐμπίπτοντος ἢ ἀποπληκτικούς. κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον,
εἰ καί τισι τῶν ἄλλων νοσημάτων εὐάλωτον εἰδείημεν εἶναι
τὸν ἄνθρωπον, οἷον ἤτοι περιπνευμονικοῖς ἢ πλευριτικοῖς ἢ
συναγχικοῖς, ἄμεινον φθάνειν φλεβοτομοῦντας μὴ περιμένον-
τας φανῆναί τι σύμπτωμα πλήθους ἐναργές. ὡσαύτως δὲ καὶ
οἷς αἱμοῤῥοΐδες ἐπέσχηνται, καὶ μάλιστα εἰ μελαγχολικώτεροι
φαίνονται. καὶ ὅσοι δὲ καθ' ἕκαστον ἔτος ἐν θέρει νοσοῦσιν
νοσήματα πληθωρικὰ, καὶ τούτους χρὴ κενοῦν εἰσβάλλοντος
ἦρος. ὡσαύτως καὶ ὅσοι κατ' αὐτὸ τὸ ἔαρ ἁλίσκονται
τοῖς τοιούτοις, ἔνιοι ὀφθαλμοὺς ἔχοντες ἀσθενεῖς, ἢ τοῖς
ὀνομαζομένοις σκοτωματικοῖς πάθεσιν εὐάλωτοι καὶ αὐτοὶ
κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἦρος δέονται κενοῦσθαι, προσδιασκεψα

Γαληνός ιατρός. De curandi ratione per venae sectionem


Vol. 11, p. 271, line 15

ἐμπίπτοντος ἢ ἀποπληκτικούς. κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον,


εἰ καί τισι τῶν ἄλλων νοσημάτων εὐάλωτον εἰδείημεν εἶναι
τὸν ἄνθρωπον, οἷον ἤτοι περιπνευμονικοῖς ἢ πλευριτικοῖς ἢ
συναγχικοῖς, ἄμεινον φθάνειν φλεβοτομοῦντας μὴ περιμένον-
τας φανῆναί τι σύμπτωμα πλήθους ἐναργές. ὡσαύτως δὲ καὶ
οἷς αἱμοῤῥοΐδες ἐπέσχηνται, καὶ μάλιστα εἰ μελαγχολικώτεροι
φαίνονται. καὶ ὅσοι δὲ καθ' ἕκαστον ἔτος ἐν θέρει νοσοῦσιν
νοσήματα πληθωρικὰ, καὶ τούτους χρὴ κενοῦν εἰσβάλλοντος
ἦρος. ὡσαύτως καὶ ὅσοι κατ' αὐτὸ τὸ ἔαρ ἁλίσκονται
50

τοῖς τοιούτοις, ἔνιοι ὀφθαλμοὺς ἔχοντες ἀσθενεῖς, ἢ τοῖς


ὀνομαζομένοις σκοτωματικοῖς πάθεσιν εὐάλωτοι καὶ αὐτοὶ
κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἦρος δέονται κενοῦσθαι, προσδιασκεψα-
μένων ἡμῶν ὁποῖόν τι τὸ ἀθροιζόμενον αὐτοῖς εἴη. τινὲς
μὲν γὰρ τὸν πικρόχολον ἀθροίζουσι χυμὸν πλέονα τῶν ἄλλων,  
τινὲς τὸν μελαγχολικὸν ἢ φλεγματικὸν, ἔνιοι δὲ ὁμοτίμως
ἅπαντας ἐφ' ὧν αἷμα πλεονάζειν λέγεται. τούτους οὖν
ἅπαντας κενώσεις, ὥσπερ καὶ τοὺς ποδαγρικούς τε καὶ ἀρθρι-
τικοὺς ἐν ἀρχῇ τοῦ ἦρος, ἀλλ' ἤτοι φαρμακεύων ἢ φλεβοτο-
μῶν. ἐγὼ γοῦν πολλοὺς ἐτῶν ἤδη τριῶν καὶ τεττάρων ἐνο-
χλουμένους ἐκ διαλειμμάτων ἀλγήμασι ποδῶν ἰασάμην, ἤτοι

Γαληνός ιατρός. De compositione medicamentorum per genera libri vii


Vol. 13, p. 1048, line 1

 [Δαμοκράτους ἀκόπων σκευασίαι.]


 Ὄντος δὲ πολλοῦ τοῖς φιλιάτροις λόγου
 Ἀκόπων ἁπάντων χρήσεως καὶ μυρακόπων,
 Φράσω τίν' ἐστὶ ταῦτα καὶ πῶς ὠφελεῖ,
 Πῶς τε καθ' ἓν αὐτῶν σκευάσαι δεῖ φάρμακον.
 Ποιεῖ μὲν οὖν ἅπαντα πρὸς νεύρων πόνους,
 Σαρκός τε πάσης καὶ μυῶν, ὅσους κόπος
 Καθεῖξεν ἢ ψῦξις ἢ δίχ' αἰτίας
 Φανερᾶς ἐγένετο. τοῖς δ' ὅμοι' ἀλγήματα
 Καὶ δυσπαθείας δεῖ φέρειν ταῦτα πολλάκις,  
 Τοῖς εὐαλώτοις ψύξεσίν τε καὶ κόποις,
 Ἂν χρησάμενός τις πρότερον, οὕτως ἐξίῃ
 Ἐπὶ τὰς δι' ἀνάγκην τοῦ βίου λειτουργίας,
 Σαρκοῖ τ' ἀτροφοῦντά τινα μέρη τοῦ σώματος
 Ἄν τις ἀναχρίῃ μετὰ τροφὴν τὰ πεπονθότα,
 Καὶ δυσαναλήπτοις ἁρμόσει, γέρουσί τε
 Χειμῶνος αὐτοῖς χρωμένοις εἰς ἑσπέραν.
 Ὅσα δὲ ποιεῖ τῶν ἀκόπων, δι' ἑτέρων
 Ἐροῦμεν, ὑποτάξαντες αὐτῶν ταῖς γραφαῖς
 Ἢ καὶ προθέντες τῆς γραφῆς τὸ χρήσιμον.

Γαληνός ιατρός. De compositione medicamentorum per genera libri vii


Vol. 13, p. 1052, line 19
51

 Ὀπόν τε πάνακος, τἄλλα θ' ὑγρὰ μίγματα,


 Καὶ κατακενώσας θερμὰ καὶ ζέοντ' ἔτι
 Κατὰ τῆς θυείας. τῶν γ' ἐν αὐτῷ μιγμάτων
 Ἀνάτριβε τῷ δοίδυκι χειρί τ' εὐτόνως,
 Καὶ πάνθ' ἑνώσας ἀποτίθου τὸ φάρμακον
 Εἰς πυξίδ' οἵαν εἶπον ἔμπροσθεν βραχύ.
 Θαῤῥῶν δ' ἐπὶ πάντων κέχρησο τῶν κεχρονισμένων.
Ἄλλο.
 Καὶ τοῦτο δ' ἄκοπον εὐπόριστον καὶ καλὸν,
 Καὶ μάλιστα χειμῶνος, ἔν γε ταῖς ὁδοῖς
 Τοῖς εὐαλώτοιςιν βοηθεῖν δυνάμενον.  
 Ἔχει δὲ καθαροῦ χαλβάνου γʹ. γο.
 Ὀποπάνακος δὲ προσφάτου γο μίαν.
 Ἄνθους ἁλὸς γʹ. οἰσύπου δὲ δʹ.
 Ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος τοῦ καλοῦ
 Λίτρας ηʹ. κηροῦ λίτραν αʹ. πιτυΐνης πεφρυγμένης,
 Τῆς μὴ δυσώδους γο δὶς δʹ.
 Λίτραν τ' ἐλαίου τοῦ Σαβίνου δὶς δʹ.
 Πλεῖόν τε τοῦ χειμῶνος, ὡς λίτραν βάλ' εἰς
 Οἴνου Φαλερίνου μέλανος γο ιʹ.
 Σκεύαζε δ' οὕτως. ἐν θυείᾳ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum prium epidemiarum commentarii


iii Kühn Vol. 17a, p. 37, line 2

συντελέσει δέ τι πρὸς τὴν τῶν εἰρημένων σηπεδονωδῶν νοσημάτων


γένεσιν ἡ χώρα μάλιστα μέν, ἐὰν κατ' ἄμφω δύσκρατος ᾖ, θερμοτέρα
καὶ ὑγροτέρα καθεστῶσα, συντελέσει δὲ κἂν κατὰ τὸ ἕτερον τούτων
[εἰ] ἀμέτρως ᾖ κεκραμένη, καθάπερ ἡ Κρανὼν ἐν κοίλῳ καὶ μεσημ-
βρινῷ χωρίῳ κειμένη καὶ διὰ τοῦτο μάλιστα σηπεδονώδεσι νοσήμασι,
τοῖς ἄνθραξιν, ἁλοῦσα, πρὸς τοῖς ἄλλοις ἀτόποις ἔτι καὶ διὰ τὸ τὰ
βόρεια τῶν πνευμάτων ἀπεστράφθαι καύμασι καὶ ταῖς καλουμέναις
νηνεμίαις κατεχομένη. Κρανὼν μὲν οὖν τοιαύτη, Θάσος δὲ τοὔμ-
παλιν. ἔστραπται γὰρ πρὸς τὰ βόρεια καὶ ψυχρὰ πνεύματα καταντι-
κρὺς τῆς | Θρᾴκης κειμένη. γενομένης οὖν τῆς καταστάσεως ὅλης
ἐπὶ τὰ νότια καὶ μετ' αὐχμῶν, οὐκ ἦν εὐάλωτον τὸ χωρίον, ὅσον ἐφ'
ἑαυτῷ, τῇ καταστάσει. εἰ γὰρ μεσημβρινὸν ἦν ἔτι καὶ κοῖλον, ἐσχάτως
ἂν ἡ εἰρημένη κατάστασις ἐγεγόνει λοιμώδης αὐτῇ.  
 Ὕδατα πολλά, συνεχέα μαλθακῶς.
      
 Τρισσῶς ὕδατα γίνεται πολλά, ποτὲ μὲν διὰ τὸν ὑετὸν αὐτὸν
ἀθρόως ἐκρηγνύμενον, ἐνίοτε δὲ τῷ μήκει τοῦ χρόνου, κἂν ψεκάδες
52

ὦσι μόναι καθ' ἑκάστην ἡμέραν γινόμεναι, καί ποτ' ἀμφοῖν ἅμα συν-
ελθόντων. ἔχεις δὲ αὐτῶν πάντων παραδείγματα γεγραμμένα κατὰ
τὰ τῶν Ἐπιδημιῶν βιβλία, τοῦ μὲν πρώτου τρόπου τὴν κατάστασιν,
ἧς ἄρχεται τόνδε τὸν τρόπον· “ἐν Θάσῳ πρὸ ἀρκτούρου ὀλίγον

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum


commentarii iii Kühn Vol. 17a, p. 96, line 11

καὶ περίρροιαι μετὰ πόνου χολώδεες, ὑδατώδεες, [καὶ]


ξυσματώδεες, πυώδεες καὶ στραγγουριώδεες.
      
 Οὐ ταῦτα μόνον ἐγένετο τότε τὰ νοσήματά τε καὶ συμπτώματα
τοῖς Θασίοις, ἀλλὰ καὶ ἄλλα τινά, περὶ ὧν ἐφεξῆς ἐρεῖ. ποικιλώ-
τατα γὰρ ἐνόσησαν, ἑτερογενέσι περιπεσόντες νοσήμασιν. τὸν κοινὸν δ'
οὖν λόγον, ὃς καὶ πρὸς τὸ μὴ νοσῆσαι πάντας τοὺς ἐν τοιαύτῃ κατα-
στάσει γενομένους ἐστὶ χρήσιμος, ἐρῶ πρότερον, εἶθ' ἑξῆς ἐπὶ τὰ κατὰ
μέρος ἀφίξομαι νοσήματα, σκοπεῖσθαι δέον ἐν πάσαις ταῖς καταστάσεσι
τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν φύσιν ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἔχει σχέ-
σεως πρὸς τὴν κατάστασιν. ἤτοι γὰρ εὐάλωτον ἢ δυσάλωτον ἢ μετρίως
ἔχοντα πρὸς αὐτὴν εὑρήσεις αὐτόν. εἶθ' ἑξῆς ἁρμόσεις τά τ' ἐπιτηδεύ-
ματα καὶ σύμπασαν τὴν ὑγιεινὴν δίαιταν ὑπεναντίον τῇ καταστάσει.
τὸ μὲν οὖν εὐάλωτόν τε καὶ δυσάλωτον εἶναι τὸ σῶμα τοῖς ἔξωθεν
αἰτίοις εἴρηται πολλάκις ἡμῖν διά τε τὴν ὁμοιότη|τα καὶ τὴν ἀνομοιό-
τητα τῆς κράσεως γίνεσθαι. τῆς γὰρ ὑγείας ἐκ συμμετρίας γινομένης
τῶν τεττάρων στοιχείων, εἴτε ποιοτήτων εἴτε δυνάμεων θέλεις ὀνο-
μάζειν, ὑγρότητος καὶ ξηρότητος καὶ θερμότητος καὶ ψυχρότητος, ἔνια
τῶν σωμάτων καὶ φύσιν καὶ ἡλικίαν ἐστὶ δύσκρατα.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum


commentarii iii Kühn Vol. 17a, p. 96, line 14

 Οὐ ταῦτα μόνον ἐγένετο τότε τὰ νοσήματά τε καὶ συμπτώματα


τοῖς Θασίοις, ἀλλὰ καὶ ἄλλα τινά, περὶ ὧν ἐφεξῆς ἐρεῖ. ποικιλώ-
τατα γὰρ ἐνόσησαν, ἑτερογενέσι περιπεσόντες νοσήμασιν. τὸν κοινὸν δ'
οὖν λόγον, ὃς καὶ πρὸς τὸ μὴ νοσῆσαι πάντας τοὺς ἐν τοιαύτῃ κατα-
στάσει γενομένους ἐστὶ χρήσιμος, ἐρῶ πρότερον, εἶθ' ἑξῆς ἐπὶ τὰ κατὰ
μέρος ἀφίξομαι νοσήματα, σκοπεῖσθαι δέον ἐν πάσαις ταῖς καταστάσεσι
τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν φύσιν ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἔχει σχέ-
σεως πρὸς τὴν κατάστασιν. ἤτοι γὰρ εὐάλωτον ἢ δυσάλωτον ἢ μετρίως
ἔχοντα πρὸς αὐτὴν εὑρήσεις αὐτόν. εἶθ' ἑξῆς ἁρμόσεις τά τ' ἐπιτηδεύ-
ματα καὶ σύμπασαν τὴν ὑγιεινὴν δίαιταν ὑπεναντίον τῇ καταστάσει.
53

τὸ μὲν οὖν εὐάλωτόν τε καὶ δυσάλωτον εἶναι τὸ σῶμα τοῖς ἔξωθεν


αἰτίοις εἴρηται πολλάκις ἡμῖν διά τε τὴν ὁμοιότη|τα καὶ τὴν ἀνομοιό-
τητα τῆς κράσεως γίνεσθαι. τῆς γὰρ ὑγείας ἐκ συμμετρίας γινομένης
τῶν τεττάρων στοιχείων, εἴτε ποιοτήτων εἴτε δυνάμεων θέλεις ὀνο-
μάζειν, ὑγρότητος καὶ ξηρότητος καὶ θερμότητος καὶ ψυχρότητος, ἔνια
τῶν σωμάτων καὶ φύσιν καὶ ἡλικίαν ἐστὶ δύσκρατα. τούτοις
οὖν αἱ μὲν ὅμοιαι καταστάσεις νοσώδεις εἰσίν, αἱ δ' ἐναντίαι συμφέ-
ρουσιν αὐτοῖς. τοῖς δ' εὐκράτοις σώμασιν αἱ μὲν εὔκρατοι καταστάσεις
ὑγιειναί, βλαβεραὶ δ' αἱ δύσκρατοι. ἀλλ' ὥσπερ οὐδεμία τῶν δυσκράτων
καταστάσεων ἀγαθὴ τοῖς εὐκράτοις ἐστίν, οὕτως οὐδὲ μεγάλως

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum iii epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 662, line 8

      
 Τούτων ἕκαστον τῶν παθῶν γίγνεται μὲν καὶ συνήθως ἄνευ
κακοηθείας, ὡς ἐπὶ τῶν ἐρυσιπελάτων ὀλίγον ἔμπροσθεν εἴρηται, γίνε-
ται δὲ καὶ κακοήθως ὥσπερ νῦν, | ἐπεὶ σηπεδονώδης ἦν ὁ πλεονάζων
χυμός. ἐπὶ πάντων οὖν ὧν καταλέγει νοσημάτων ἀεὶ τούτου μοι μέ-
μνησο, καὶ μήτ' ἄφθας ἄκουε γεγονέναι τοῖς πάσχουσι μήτ' ἄλλο τι
πάθημα κατὰ τὸν συνήθη τρόπον, ἀλλὰ μετὰ τοῦ σήπεσθαι τὰ μόρια.
μέμνησο δὲ καὶ τοῦ κοινοῦ λόγου τοῦδε, τὸν σηπεδονώδη χυμὸν ὑπὸ
τῆς αὐτῆς καταστάσεως ἅπασι γεννηθέντα καταλαμβάνειν οὐ ταὐτὰ
μόρια διὰ τὸ μηδὲ φύσει πᾶσιν ὡσαύτως ἔχειν ἐν τῇ τοιαύτῃ διαθέσει
[τὸ] πᾶν, ἀλλ' ἄλλων ἄλλο καὶ πάντων εὐαλωτότατον εἶναι τῇ κα-
κώσει τὸ ἀσθενέστατον.
 αἱ μὲν οὖν ἄφθαι κατὰ τὸ στόμα γίγνονται συνεχῶς τοῖς παι-
δίοις, ἑλκώσεις ἐπιπολῆς οὖσαι, διότι τε μαλακώτατα τὰ μόρια πάντ'
ἐστὶν αὐτοῖς ἔτι καὶ οἷον βρυώδη καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τὸ στόμα
παντάπασιν ἄηθες ὁμιλίας ἐδεσμάτων τε καὶ πομάτων. ὅταν οὖν τὸ
γάλα τῆς τιτθῆς ἔχῃ τινὰ δριμύτητα, τὰς ἄφθας ἐργάζεται παυομένας
ῥᾳδίως, ἐὰν μετρίως στύφῃ τις τὸ στόμα τοῦ βρέφους. ὅταν δέ τις
ἐπιρρυῇ μοχθηρὸς χυμός, ἀεὶ κακοήθεις ἄφθαι συνίστανται.  
 τὸ δὲ τῶν ἀνθράκων πάθος ἀεὶ κινδυνῶδές ἐστιν, ὡς ἂν ὑπὸ
μοχθηρῶν γινόμενον χυ|μῶν, ὥστε καὶ νῦν εὔλογον ἦν ὀλεθριώτατον

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum iii epidemiarum commentarii iii


54

Kühn Vol. 17a, p. 670, line 2

τίοις τε καὶ θερμαῖς ἀπνοίαις. τὸ δὲ τοῖς ἑξηκοντούταις αὐτὸ


γενέσθαι μᾶλλον αἰτίαν ἔχει τήνδε· τὸ περιστὰν ἔξωθεν παρὰ φύσιν
θερμὸν αἴτιον ἐγένετο τοῦ σαπῆναι τοὺς ἐν τῷ σώματι χυμούς, ὡς
τό γ' ἐν ἡμῖν θερμόν, ὅταν ἀκριβῶς φυλάττῃ τὴν κατὰ φύσιν ἑαυτοῦ
κρᾶσιν, αἷμα τῶν ἄλλων χυμῶν ἐργάζεται πλέον, ὅταν δ' ἐπὶ τὸ πυ-
ρωδέστερον ἐκτραπῇ, τὴν ὠχράν τε καὶ ξανθὴν χολήν. τὸ δ' ἔξωθεν
θερμὸν αἴτιόν ἐστι σηπεδόνος χυμῶν. ὕλη μὲν γάρ ἐστιν ἡ ὑγρότης,
αἰτία δὲ δραστικὴ τὸ παρὰ φύσιν θερμόν. οἱ τοίνυν γέροντες ὑγρό-
τητας μὲν ἀθροίζοντες ἀεὶ περιττὰς διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως,
προσλαμβάνοντες δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ περιέχοντος | θερμότητα διὰ τὴν
γενομένην τότε κατάστασιν εὐαλωτότεροι τῶν νέων ἐγένοντο τῇ σηπε-
δονώδει φθορᾷ τῶν χυμῶν.       
 Τοῖσι μὲν οὖν πλείστοισιν αὐ-τέων ἀποστάσιες ἐς ἐμπυήματα
συνέπιπτον· σαρκῶν καὶ νεύρων καὶ ὀστέων ἐκπτώματα μεγάλα.       
 Τὴν κακοήθειαν τοῦ πλεονάσαντος χυμοῦ διὰ τοῦ μεγέθους τῆς
σήψεως συνεστάναι καὶ τοῖς εἰρημένοις ἐφεξῆς συνάπτων ἐρεῖ·  

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum iii epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 725, line 15

λιπαρότητας δὲ τὰς ἄνω ἐφισταμένας ἀραχνοειδέας μέμφεσθαι· συν-


τήξεως γὰρ σημεῖον.” οἱ μὲν οὖν πικρόχολοι συντηκτικοῖς πυρετοῖς
εἰκότως ἑάλωσαν ἠνωχλοῦντό τε τοῖς κατὰ τὴν γαστέρα διαχωρή-
μασιν. οἱ δ' ἐρυθροὶ καὶ πρὸς μελαγχολίαν ἐπιτήδειοι παχὺ
καὶ θερμὸν ἔχοντες αἷμα τοῖς φρενιτικοῖς τε καὶ καυσώδεσιν
εἰκότως ἑάλωσαν νοσήμασι καὶ δυσεντερίαις ταῖς αἱματηραῖς ὡς
εἰκὸς μάλιστα. μεμαθήκαμεν γάρ, ὅτι διτταί τινές εἰσιν, ἐξ ἑλκώσεως
μὲν ἀναβρωθέντων τῶν ἐντέρων ἡ ἑτέρα διαφορά, πολλοῦ δ' αἵμα-
τος ἐκκενουμένου διὰ τῶν εἰς ἔντερα καθηκουσῶν φλεβῶν ἡ λοιπή.
ὅσαι δὲ τῶν φύσεων ἤτοι θερμότεραι μόνον ἦσαν ἢ ψυχρότεραί τε
ἅμα καὶ ὑγρότεραι, ταύτας εἰκὸς ἦν, ὡς ἂν μήτε πυρετοῖς εὐαλώτους  
οὔσας μήτε χολώδεσι παθήμασι, μόνοις τοῖς ἀπὸ κεφαλῆς ἁλῶναι
ῥεύμασι καὶ διὰ τοῦτο φθινωδῶς νοσῆσαι. γεγραφότος δὲ τοῦ Ἱπ|-
ποκράτους· εἶδος δὲ τῶν φθινωδέων ἦν τὸ λεῖον, τὸ
ὑπόλευκον, τὸ φακῶδες, τὸ ὑπέρυθρον, ἀναμείξαντος δὲ τῷ
λόγῳ καὶ τοὺς χαροπούς, ἄξιον ἔδοξέ μοι ζητήσεως εἶναι τὸ λε-
λεγμένον. εὔλογον γὰρ ἦν οὐ χαροπούς, ἀλλὰ γλαυκοὺς μᾶλλον
εἰρῆσθαι, δοκοῦντας εἶναι τοὺς μὲν ψυχρᾶς, τοὺς δ' ὑγρᾶς, τοὺς
δ' ἅμα ψυχρᾶς τε καὶ ὑγρᾶς κράσεως, ὧν οὐδὲν ἐναντιοῦται τῷ
55

προκειμένῳ λόγῳ. παρατίθεσθε γοῦν τά τε βρέφη καὶ Σκύθας καὶ


Κελτοὺς καὶ Γερμανοὺς ὑγροτέρους μὲν ὄντας ὁμολογουμένως

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 17b, p. 571, line 18

γητῶν ἠξίωσαν. αἵ τε γὰρ φάρυγγες ἐν ταῖς βορείαις κα-


ταστάσεσι γίνονται σκληραὶ διὰ τὸ ξηραίνεσθαί τε καὶ ψύ-
χεσθαι καὶ ἡ γαστὴρ ἡ κάτω σκληρὰ διαχωρεῖ διά τε
τὴν κρᾶσιν τῆς καταστάσεως ἐπὶ ξηρότερον ῥέπουσαν, ὅλου
τοῦ σώματος ξηραινομένου καὶ μᾶλλον ἕλκοντος εἰς ἑαυτὸ
τὰς ἐκ τῶν σιτίων ὑγρότητας. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ διό τε
χρόνῳ πλείονι μένοντα καὶ μὴ διαχωρούμενα πάντα ἐξικμά-
ζεται. καὶ αἱ δυσουρίαι δὲ γίνονται τῆς κύστεως βλαπτο-
μένης ἐν τῷ βοῤῥᾷ διὰ τὴν ψύξιν· ἄναιμός τε γάρ ἐστι
ψυχρὰ καὶ διὰ ταῦτα πλέον ἢ τἄλλα μόρια τοῖς ψυχροῖς
αἰτίοις εὐάλωτα. ἡ αὐτὴ δὲ τοῦ βοῤῥᾶ ψυχρότης καὶ τὰς  
τοῦ θώρακος ὀδύνας ἐργάζεται τῇ κοινῇ πρὸς τἄλλα μόρια
βλάβῃ καὶ τὴν ἐκ τῆς ἀναπνοῆς αὐτοῦ προσειληφότος, ἥ-
τις οὐχ ὁμοίως ἅπτεται πνεύμονός τε καὶ καρδίας, διὰ τὸ
πλῆθος τῆς ἐν αὐτοῖς θερμασίας. τὸ δὲ φρικώδεις γίνε-
σθαι τοὺς ἀνθρώπους ἐν ταῖς βορείαις καταστάσεσι, πρό-
δηλον ὡς διὰ τὴν τοῦ περιέχοντος ἀκόλουθον κρᾶσιν.
      στʹ.
Ὁκόταν θέρος γένηται ἦρι ὅμοιον, ἐν τοῖσι πυρετοῖσιν ἱδρῶ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 17b, p. 631, line 5

ἕπονται διά τε ταῦτα καὶ διὰ τὴν τροφὴν ἀπεπτουμένην,


καὶ διότι μηδέπω τὰ κατὰ τῶν νεύρων φύσιν ἐστὶν ἰσχυρά.
τούτοις ἅπασιν ἀκολουθοῦσιν ἐξ ἀνάγκης καὶ διάῤῥοιαι, διὰ
τὸ μὴ πέττεσθαι καλῶς τὴν τροφὴν μήτε ἀναδίδοσθαι. τὸ
δὲ καὶ τοῖς παχυτάτοις τῶν παιδίων καὶ τοῖς τὰς κοιλίας  
σκληρὰς ἔχουσιν ἐπὶ τοὺς σπασμοὺς ἀναφέρεται. τούτοις
μάλιστα λέγοντος αὐτοῦ τῶν παιδίων γίγνεσθαι σπασμοὺς,
ἅπερ ἂν ᾖ παχύτατα καὶ κοιλίας ἔχοντα σκληράς. πληθω-
56

ρικὰ γάρ ἐστι τὰ τοιαῦτα καὶ περιττωματικὰ καὶ διὰ τοῦτο


σπασμοῖς εὐάλωτα, μάλιστα δὲ σπασμοὶ τὰς τοιαύτας κα-
ταλαμβάνουσι φύσεις.
      κστʹ. Πρεσβυτέροισι δὲ γενομένοισι παρίσθμια, σπον-
 δύλου τοῦ κατὰ τὸ ἰνίον εἴσω ὤσιες, ἄσθματα, λιθιά-
 σιες, ἕλμινθος στρογγύλαι, ἀσκαρίδες, ἀκροχορδόνες, σα-
 τυριασμοὶ, χοιράδες καὶ τἄλλα φύματα, μάλιστα δὲ τὰ
 προειρημένα.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 17b, p. 884, line 10

      –   –   –   
  Ῥίγος πᾶν ἄρχεται μὲν μετά τινος αἰσθητῆς ψύξεως.
ἑτοιμότερα δ' οὐ ψυγῆναι μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς ψύξεως αἰ-
σθάνεσθαι τὰ κατὰ νῶτον, ὥστ' εἰκότως ἐντεῦθεν ἄρχεται
τὰ ῥίγη καὶ θᾶττόν γε ταῖς γυναιξὶ γίνεται ταυτὶ, διότι
καὶ ψυχρότερόν ἐστι τὸ θῆλυ φύσει καὶ ἀσθενέστερον. ἀνα-
θεῖ δ' ἐντεῦθεν ἀρξάμενον τὸ ῥῖγος ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τῶν
νεύρων, τὴν κεφαλὴν, τάχιστα γιγνομένης διὰ τοῦ νωτιαίου
τῆς συμπαθείας. ἐπειδὴ καὶ οὗτος ὁμοίως ἐγκεφάλου ψυ-
χρός ἐστι φύσει καὶ διὰ τὴν μαλακότητα τῆς οὐσίας ὁμοίως
εὐάλωτος. ἐκ δὲ τῶν πρόσω μερῶν οὐκ ἄρχεται τὰ ῥίγη,
διότι θερμότερα τῶν ὀπίσω τὴν κρᾶσιν ἐστὶ καὶ τούτων
γνώρισμα τίθεται τὴν ἀραιότητα τοῦ δέρματος, αὐτῆς δὲ
πάλιν ταύτης τὸ πλῆθος τῶν τριχῶν. εἴρηται δέ μοι περὶ
τριχῶν γενέσεως αὐτάρκως ἐν τοῖς περὶ κράσεων ὑπομνή-
μασιν.
      –   –   –   
      οʹ.
Οἱ ὑπὸ τεταρταίων ἁλισκόμενοι οὐ πάνυ τοι ὑπὸ σπασμῶν
 ἁλίσκονται. ἢν δὲ ἁλίσκωνται πρότερον, εἶτα καὶ ἐπιγέ-
 νηται τεταρταῖος, παύονται.

Πλάτων. Phaedrus Stephanus p. 240, section a, line 3

 Τοῦτο μὲν οὖν ὡς δῆλον ἐατέον, τὸ δ' ἐφεξῆς ῥητέον,


τίνα ἡμῖν ὠφελίαν ἢ τίνα βλάβην περὶ τὴν κτῆσιν ἡ τοῦ
57

ἐρῶντος ὁμιλία τε καὶ ἐπιτροπεία παρέξεται. σαφὲς δὴ


τοῦτό γε παντὶ μέν, μάλιστα δὲ τῷ ἐραστῇ, ὅτι τῶν φιλτά-
των τε καὶ εὐνουστάτων καὶ θειοτάτων κτημάτων ὀρφανὸν
πρὸ παντὸς εὔξαιτ' ἂν εἶναι τὸν ἐρώμενον· πατρὸς γὰρ καὶ
μητρὸς καὶ συγγενῶν καὶ φίλων στέρεσθαι ἂν αὐτὸν δέξαιτο,
διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς
αὐτὸν ὁμιλίας. ἀλλὰ μὴν οὐσίαν γ' ἔχοντα χρυσοῦ ἤ τινος
ἄλλης κτήσεως οὔτε εὐάλωτον ὁμοίως οὔτε ἁλόντα εὐμετα-
χείριστον ἡγήσεται· ἐξ ὧν πᾶσα ἀνάγκη ἐραστὴν παιδικοῖς
φθονεῖν μὲν οὐσίαν κεκτημένοις, ἀπολλυμένης δὲ χαίρειν.
ἔτι τοίνυν ἄγαμον, ἄπαιδα, ἄοικον ὅτι πλεῖστον χρόνον
παιδικὰ ἐραστὴς εὔξαιτ' ἂν γενέσθαι, τὸ αὑτοῦ γλυκὺ ὡς
πλεῖστον χρόνον καρποῦσθαι ἐπιθυμῶν.
 Ἔστι μὲν δὴ καὶ ἄλλα κακά, ἀλλά τις δαίμων ἔμειξε τοῖς
πλείστοις ἐν τῷ παραυτίκα ἡδονήν, οἷον κόλακι, δεινῷ θηρίῳ
καὶ βλάβῃ μεγάλῃ, ὅμως ἐπέμειξεν ἡ φύσις ἡδονήν τινα οὐκ  
ἄμουσον, καί τις ἑταίραν ὡς βλαβερὸν ψέξειεν ἄν, καὶ ἄλλα
πολλὰ τῶν τοιουτοτρόπων θρεμμάτων τε καὶ ἐπιτηδευμάτων,

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 21-40)


Book 33, chapter 1, section 1, line 2

ἐπὶ πάντων τῶν ζῴων, γινομένων μὲν πρὸς


ἀλήθειαν πολλῶν καὶ παντοδαπῶν τεράτων, μὴ
τρεφομένων δὲ καὶ εἰς τελείαν αὔξησιν ἐλθεῖν οὐ
δυναμένων. ταῦτα μὲν εἰρήσθω πρὸς διόρθωσιν
δεισιδαιμονίας. (Photius, Bibl. pp. 377 – 379 B.)  
       
    

FRAGMENTA LIBRI XXXIII

 Ὅτι Λυσιτανοί, φησί, τὸ μὲν πρῶτον οὐκ


ἔχοντες ἀξιόχρεων ἡγεμόνα εὐάλωτοι καθίσταντο
Ῥωμαίοις πολεμοῦντες, ὕστερον δὲ Ὑριάτθου κυρή-
σαντες μεγάλα Ῥωμαίους ἔβλαψαν. ἦν μὲν οὖν
οὗτος τῶν παρὰ τὸν Ὠκεανὸν οἰκούντων Λυσιτα-
νῶν, ποιμαίνων δ' ἐκ παιδὸς ὀρείῳ βίῳ κατέστη
συνήθης, συνεργὸν ἔχων καὶ τὴν τοῦ σώματος
φύσιν· καὶ γὰρ ῥώμῃ καὶ τάχει καὶ τῇ τῶν λοιπῶν
μερῶν εὐκινησίᾳ πολὺ διήνεγκε τῶν Ἰβήρων.
συνείθισε δὲ αὑτὸν τροφῇ μὲν ὀλίγῃ γυμνασίοις δὲ
58

πολλοῖς χρῆσθαι καὶ ὕπνῳ μέχρι μόνου τοῦ ἀναγ-


καίου, καθόλου δὲ σιδηροφορῶν συνεχῶς καὶ θηρίοις

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 21-40)


Book 34/35, chapter 2, section 45, line 2

παντοδαποὺς φόνους ἐπιτελούμενος. ὃς πυθόμενος


τὴν κατὰ τὸν Εὔνουν προκοπὴν καὶ τὰς τῶν μετ'
αὐτοῦ δραπετῶν εὐημερίας ἀποστάτης ἐγένετο, καί
τινας τῶν πλησίον οἰκετῶν πείσας συναπονοήσα-
σθαι κατέτρεχε τὴν πόλιν τῶν Ἀκραγαντίνων καὶ
τὴν πλησιόχωρον πᾶσαν. (Const. Exc. 2(1), p. 305.)
 Ὅτι ἡ κατεπείγουσα χρεία καὶ σπάνις ἠνάγκαζε
πάντα δοκιμάζειν τοὺς ἀποστάτας δούλους, οὐ δι-
δοῦσα τὴν τῶν κρειττόνων ἐκλογήν.
 Ὅτι ὑπῆρχεν οὐ διοσημίας δεόμενον τὸ συλλο-
γίσασθαι τῆς πόλεως τὸ εὐάλωτον. φανερὸν γὰρ
ἦν καὶ τοῖς εὐηθεστάτοις ὅτι τῶν τειχῶν διὰ τὴν
πολυχρόνιον εἰρήνην κατερρυηκότων καὶ πολλῶν ἐξ
αὐτῆς στρατιωτῶν ἀπολωλότων, ἔσται τῆς πόλεως
εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία.  
 Ὅτι ὁ Εὔνους ἐκτὸς βέλους ἐπιστήσας τὴν δύνα-
μιν ἐβλασφήμει τοὺς Ῥωμαίους, ἀποφαινόμενος οὐχ
ἑαυτοὺς ἀλλ' ἐκείνους εἶναι δραπέτας τῶν κινδύνων.
μίμους δὲ ἐξ ἀποστάσεως τοῖς ἔνδον ἐπεδείκνυτο, δι'
ὧν οἱ δοῦλοι τὰς ἀπὸ τῶν ἰδίων κυρίων ἀποστασίας
ἐξεθεάτριζον, ὀνειδίζοντες αὐτῶν τὴν ὑπερηφανίαν

Lucianus Soph., Abdicatus Section 28, line 9

καταλιπὼν ἀξιοῖ πᾶσαν μανίαν τὴν ἐν ἅπαντι


σώματι ὁμοίαν εἶναι καὶ τὴν θεραπείαν ἴσην.
 Πρὸς δὲ τούτοις τοσούτοις οὖσιν, ὅτι τὰ γυναι-
κεῖα σώματα πάμπολυ τῶν ἀνδρείων διαφέρει πρός  
τε νόσου διαφορὰν καὶ πρὸς θεραπείας ἐλπίδα ἢ
ἀπόγνωσιν ῥᾴδιον καταμαθεῖν· τὰ μὲν γὰρ τῶν
ἀνδρῶν εὐπαγῆ καὶ εὔτονα, πόνοις καὶ κινήσεσιν
καὶ ὑπαιθρίῳ διαίτῃ γεγυμνασμένα, τὰ δὲ ἔκλυτα καὶ
ἀσυμπαγῆ, ἐνσκιᾳτροφημένα καὶ λευκὰ αἵματος
ἐνδείᾳ καὶ θερμοῦ ἀπορίᾳ καὶ ὑγροῦ περιττοῦ
ἐπιρροίᾳ. εὐαλωτότερα τοίνυν τῶν ἀνδρείων καὶ
59

ταῖς νόσοις ἐκκείμενα καὶ τὴν ἴασιν οὐ περιμέ-


νοντα καὶ μάλιστα πρὸς μανίας εὐχερέστερα· ἅτε
γὰρ πολὺ μὲν τὸ ὀργίλον καὶ κοῦφον καὶ ὀξυ-
κίνητον ἔχουσαι, ὀλίγην δὲ τὴν τοῦ σώματος αὐτοῦ
δύναμιν, ῥᾳδίως ἐς τὸ πάθος τοῦτο κατολις-
θάνουσιν.
 Οὐ δίκαιον τοίνυν παρὰ τῶν ἰατρῶν τὴν ὁμοίαν
ἐπ' ἀμφοῖν θεραπείαν ἀπαιτεῖν, εἰδότας ὡς πολὺ
τοὐν μέσῳ, βίῳ παντὶ καὶ πράξεσιν ὅλαις καὶ
πᾶσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς κεχωρισμένων.

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Antiquitates Romanae


Book 5, chapter 6, section 3, line 6

ἀποληψομένους τὰ χρήματα πέμπειν, αὐτοὶ δ' ἐπέμει-


ναν ἐν τῇ πόλει συναγωγήν τε τῶν ἐπίπλων καὶ διά-
θεσιν τῶν μὴ δυναμένων ἄγεσθαί τε καὶ φέρεσθαι
σκηπτόμενοι· ὡς δὲ τἀληθὲς εἶχε ταράττοντες καὶ  
σκευωρούμενοι τὰ κατὰ τὴν πόλιν, ὡς ὁ τύραννος
αὐτοῖς ἐπέστειλε. τάς τε γὰρ ἐπιστολὰς τὰς παρὰ τῶν
φυγάδων τοῖς ἐπιτηδείοις αὐτῶν ἀπεδίδοσαν καὶ παρ'
ἐκείνων ἑτέρας πρὸς τοὺς φυγάδας ἐλάμβανον· συν-
ιόντες δὲ πολλοῖς εἰς ὁμιλίαν καὶ διάπειραν αὐτῶν
τῆς προαιρέσεως λαμβάνοντες, οὓς εὑρίσκοιεν εὐαλώ-
τους δι' ἀσθένειαν γνώμης ἢ βίου σπάνιν ἢ πόθον
τῶν ἐν τῇ τυραννίδι πλεονεξιῶν, ἐλπίδας τε χρηστὰς
ὑποτείνοντες αὐτοῖς καὶ χρήματα διδόντες ἐπεχείρουν
διαφθείρειν. ἔμελλον δ' ὥσπερ εἰκὸς ἐν πόλει μεγάλῃ
καὶ πολυοχλούσῃ φανήσεσθαί τινες οἱ τὴν χείρω πολι-
τείαν αἱρησόμενοι πρὸ τῆς κρείττονος οὐ τῶν ἀσήμων
μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπιφανῶν, ἐν οἷς ἦσαν Ἰούνιοί
τε δύο Τίτος καὶ Τιβέριος Βρούτου παῖδες τοῦ ὑπα-
τεύοντος ἀρτίως ἀρχόμενοι γενειᾶν καὶ σὺν αὐτοῖς
Οὐιτέλλιοί τε δύο Μάρκος καὶ Μάνιος, ἀδελφοὶ τῆς
Βρούτου γυναικός, ἱκανοὶ τὰ κοινὰ πράττειν, καὶ Κολ

Αριστοτέλης. , Historia animalium Bekker p. 611a, line 25


60

δοκεῖ εἶναι φρόνιμον, τῷ τε τίκτειν παρὰ τὰς ὁδούς (τὰ


γὰρ θηρία διὰ τοὺς ἀνθρώπους οὐ προσέρχεται), καὶ ὅταν τέκῃ,
ἐσθίει τὸ χόριον πρῶτον. Καὶ ἐπὶ τὴν σέσελιν δὲ τρέχουσι,
καὶ φαγοῦσαι οὕτως ἔρχονται πρὸς τὰ τέκνα πάλιν. Ἔτι δὲ
τὰ τέκνα ἄγει ἐπὶ τοὺς σταθμούς, ἐθίζουσα οὗ δεῖ ποιεῖσθαι
τὰς ἀποφυγάς· ἔστι δὲ τοῦτο πέτρα ἀπορρώξ, μίαν ἔχουσα
εἴσοδον, οὗ δὴ καὶ ἀμύνεσθαι ἤδη φασὶν ὑπομένουσαν.
                        Ἔτι δὲ ὁ ἄρρην ὅταν γένηται παχύς (γίνεται δὲ σφόδρα
πίων ὀπώ-ρας οὔσης), οὐδαμοῦ ποιεῖ αὑτὸν φανερὸν ἀλλ' ἐκτοπίζει ὡς
διὰ τὴν παχύτητα εὐάλωτος ὤν. Ἀποβάλλουσι δὲ καὶ τὰ
κέρατα ἐν τόποις χαλεποῖς καὶ δυσεξευρέτοις· ὅθεν καὶ ἡ
παροιμία γέγονεν “οὗ αἱ ἔλαφοι τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν·”
ὥσπερ γὰρ τὰ ὅπλα ἀποβεβληκυῖαι φυλάττονται ὁρᾶσθαι.
Λέγεται δ' ὡς τὸ ἀριστερὸν κέρας οὐδείς πω ἑώρακεν· ἀπο-
κρύπτειν γὰρ αὐτὸ ὡς ἔχον τινὰ φαρμακείαν.

Αισώπου Μύθοι. 53, version 1, line 10

ΓΕΩΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΣ

 γεωργοῦ παῖδες ἐστασίαζον. ὁ δέ, ὡς πολλὰ παραινῶν


οὐκ ἠδύνατο πεῖσαι αὐτοὺς λόγοις μεταβαλέσθαι, ἔγνω δεῖν
διὰ πράγματος τοῦτο πρᾶξαι καὶ παρῄνεσεν αὐτοῖς ῥάβδων
δέσμην κομίσαι. τῶν δὲ τὸ προσταχθὲν ποιησάντων τὸ μὲν
πρῶτον δοὺς αὐτοῖς ἀθρόας τὰς ῥάβδους ἐκέλευσε κατεάσσειν.
ἐπειδὴ δὲ καίπερ βιαζόμενοι οὐκ ἠδύναντο, ἐκ δευτέρου  
λύσας τὴν δέσμην ἀνὰ μίαν αὐτοῖς ῥάβδον ἐδίδου. τῶν δὲ
ῥᾳδίως κατακλώντων ἔφη· “ἀτὰρ καὶ ὑμεῖς, ὦ παῖδες, ἐὰν
μὲν ὁμοφρονῆτε, ἀχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς ἔσεσθε, ἐὰν δὲ
στασιάζητε, εὐάλωτοι.”
 ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα ἐστὶν ἡ ὁμόνοια,
ὅσον εὐκαταγώνιστος ἡ στάσις.
 υἱούς τις ἔχων πολλοὺς καὶ μὴ ὁμονοοῦντας τούτους ἐν μιᾷ
καλέσας ὁ πατὴρ καὶ ῥάβδον αὐτοῖς ἐπιδώσας ἔφη· “θέλω κατεάξαι
ταύτην τὴν ῥάβδον” καὶ κατέαξαν αὐτήν. ὁ δὲ πάλιν ἐπέδωκεν αὐ-
τοῖς ῥάβδους πολλὰς κατεάξαι καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν κατεάξαι αὐτάς.
ὁ δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· “βλέπετε ὡς οὐκ ηὐπορήσατε κατεάξαντες
τὰς ῥάβδους· οὕτως καὶ ὑμεῖς, ἐὰν ὁμονοοῦντές ἐστε, οὐδεὶς ὑμᾶς
βλάψει.”
61

Αισώπου Μύθοι. 53, version 2, line 13

γοις. ἔγνω οὖν διὰ πράγματος αὐτοὺς πεῖσαι. καὶ δὴ


καθημένων αὐτῶν προσέταξεν δέσμην ῥάβδων αὐτῷ κομί-
σαι. ἐνεχθείσης δὲ λαβὼν τὰς ῥάβδους ἔδησεν αὐτὰς δέσμην
μίαν καὶ ἐκέλευσε τοὺς παῖδας ἑνὶ ἑκάστῳ λαβεῖν τὴν
δέσμην καὶ συνθλάσαι. οἱ δὲ δοκιμάσαντες οὐκ ἠδυνήθησαν.  
ὕστερον δὲ λύσας αὐτὰς δέδωκεν ἀνὰ μίαν κλάσαι. οἱ δὲ
διὰ τάχους τοῦτο ἐποίησαν. τότε λέγει αὐτοῖς ὁ πατὴρ
αὐτῶν· “οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὦ τεκνία μου, ἐάν μοι ἔσεσθε
ὁμοφρονοῦντες, ἀκαταγώνιστοι καὶ ἀχείρωτοι ἔσεσθε τοῖς
ἐχθροῖς. ἐὰν δὲ μένετε στασιάζοντες καὶ φιλονεικοῦντες,
εὐχερῶς ἔσεσθε εὐάλωτοι.”
 ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα ἐστὶν ἡ ὁμόνοια,
ὅσον καταφρόνητος ἡ διάστασις.

Αισώπου Μύθοι. 145, version 1, line 13

ἀρνήσασθαι διὰ τὸν φόβον δυνάμενος τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν.


ἐπειδὴ συνεχῶς αὐτῷ ὁ λέων ἐπέκειτο, ἔλεγεν, ὡς νυμφίον
μὲν αὐτὸν ἄξιον τῆς θυγατρὸς δοκιμάζει· μὴ ἄλλως δὲ
αὐτῷ δύνασθαι ἐκδοῦναι, ἐὰν μὴ τούς τε ὀδόντας ἐξέλῃ
καὶ τοὺς ὄνυχας ἐκτέμῃ· τούτους γὰρ δεδοικέναι τὴν κόρην.
τοῦ δὲ ῥᾳδίως διὰ τὸν ἔρωτα ἑκάτερα ὑπομείναντος ὁ
γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ, ὡς παρεγένετο πρὸς αὐτόν,
ῥοπάλοις αὐτὸν παίων ἐξήλασεν.
 ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ ῥᾳδίως τοῖς ἐχθροῖς πιστεύοντες,
ὅταν τῶν ἰδίων πλεονεκτημάτων ἑαυτοὺς ἀπογυμνώσωσιν,
εὐάλωτοι τούτοις γίνονται, οἷς πρότερον φοβεροὶ καθεστή-
κεσαν.  
 λέων ἐρασθεὶς θυγατρὸς γεωργοῦ ταύτην μνηστευθῆναι
ἐβούλετο. ἐπέκειτο οὖν ἐκβιάζων τὸν πατέρα αὐτῆς. ὁ δὲ
πατὴρ αὐτῆς ἔλεγε μὴ ἐκδοῦναι θηρίῳ τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα.
ὁ οὖν λέων ἠπείλει αὐτῷ. ὁ δὲ μὴ δυνάμενος διὰ τὸν
φόβον ἀναβάλλεσθαι ἐπενόησε ἐμφρόνως καί φησι πρὸς
τὸν λέοντα· “οὐ δύναμαί σοι ἐκδοῦναι τὴν ἐμὴν θυγατέρα,
ἐὰν μὴ τοὺς ὀδόντας καὶ τοὺς ὄνυχάς σου ἐκτίλῃς. ταῦτα
γὰρ ἡ κόρη δέδοικεν.” ὁ δὲ εὐθέως διὰ τὸν ἔρωτα ἑκάτερα
ῥᾳδίως ἐξέβαλε καὶ ἀπελθὼν κατὰ τὸ σύνηθες ἐζήτει τὴν
62

Αισώπου Μύθοι. Fable 145, version 2, line 13

πατὴρ αὐτῆς ἔλεγε μὴ ἐκδοῦναι θηρίῳ τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα.


ὁ οὖν λέων ἠπείλει αὐτῷ. ὁ δὲ μὴ δυνάμενος διὰ τὸν
φόβον ἀναβάλλεσθαι ἐπενόησε ἐμφρόνως καί φησι πρὸς
τὸν λέοντα· “οὐ δύναμαί σοι ἐκδοῦναι τὴν ἐμὴν θυγατέρα,
ἐὰν μὴ τοὺς ὀδόντας καὶ τοὺς ὄνυχάς σου ἐκτίλῃς. ταῦτα
γὰρ ἡ κόρη δέδοικεν.” ὁ δὲ εὐθέως διὰ τὸν ἔρωτα ἑκάτερα
ῥᾳδίως ἐξέβαλε καὶ ἀπελθὼν κατὰ τὸ σύνηθες ἐζήτει τὴν
κόρην. ὁ δὲ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ ῥοπάλοις αὐτὸν
ἐδίωξεν.
 ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς ἐχθροῖς ἑαυτοὺς καταπιστεύον-
τες εὐάλωτοι τούτοις γίνονται.

ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΣ

 λέων ἀκούσας βατράχου κεκραγότος ἐπεστράφη πρὸς τὴν


φωνὴν οἰόμενος μέγα τι ζῷον εἶναι. προσμείνας δὲ αὐτῷ  
μικρὸν χρόνον ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν ἀπὸ τῆς λίμνης ἐξελθόντα,
προσελθὼν κατεπάτησεν εἰπών· “μηδένα ἀκοὴ ταραττέτω
πρὸ τῆς θέας.”
 πρὸς ἄνδρα γλωσσαλγῆ οὐδὲν πλέον τοῦ λαλεῖν δυνά-
μενον.
 λέων ἀκούσας βατράχου μέγα κεκραγότος ἐστράφη πρὸς
τὴν φωνὴν οἰόμενος μέγα τι ζῷον εἶναι.

Στράβων Γεωγραφικά. Book 12, chapter 3, section 19, line 14

(πρώτιστα γὰρ ἁλίσκεται ἐνταῦθα τὸ ὄψον τοῦτο), ἐκ


δὲ τῆς γῆς τὰ μέταλλα νῦν μὲν σιδήρου πρότερον δὲ
καὶ ἀργύρου. ὅλως δὲ κατὰ τοὺς τόπους τούτους ἡ πα-
ραλία στενὴ τελέως ἐστίν· ὑπέρκειται γὰρ εὐθὺς τὰ
ὄρη μετάλλων πλήρη καὶ δρυμῶν, γεωργεῖται δ' οὐ
πολλά· λείπεται δὴ τοῖς μὲν μεταλλευταῖς ἐκ τῶν με-
τάλλων ὁ βίος, τοῖς δὲ θαλαττουργοῖς ἐκ τῆς ἁλιείας
καὶ μάλιστα τῶν πηλαμύδων καὶ τῶν δελφίνων· ἐπακο-
λουθοῦντες γὰρ ταῖς ἀγέλαις τῶν ἰχθύων, κορδύλης τε
καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος, πιαίνονταί τε καὶ
εὐάλωτοι γίνονται διὰ τὸ πλησιάζειν τῇ γῇ προαλέστε-
63

ρον δελεαζόμενοι οὓς μόνοι οὗτοι κατακόπτουσι τοὺς


δελφῖνας καὶ τῷ στέατι πολλῷ χρῶνται πρὸς ἅπαντα.
 Τούτους οὖν οἶμαι λέγειν τὸν ποιητὴν Ἁλιζώνους
ἐν τῷ μετὰ τοὺς Παφλαγόνας καταλόγῳ “αὐτὰρ Ἁλι-
“ζώνων Ὀδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον τηλόθεν ἐξ Ἀλύ-  
“βης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη.” ἤτοι τῆς γραφῆς
μετατεθείσης ἀπὸ τοῦ “τηλόθεν ἐκ Χαλύβης,” ἢ τῶν
ἀνθρώπων πρότερον Ἀλύβων λεγομένων ἀντὶ Χαλύ-
βων· οὐ γὰρ νῦν μὲν δυνατὸν γέγονεν ἐκ Χαλύβων
Χαλδαίους λεχθῆναι, πρότερον δ' οὐκ ἐνῆν ἀντὶ

Δίων Κάσσιος. Ρωμαϊκη ιστορία. Book 40, chapter 12, section 2, line 1

σαν ἐπὶ τὸν Λαβιῆνον τὸν Τίτον ἐν Ῥημοῖς ὄντα, καὶ ἐπεξελθόν-
των σφίσι παρὰ δόξαν τῶν Ῥωμαίων ἐφθάρησαν.
 ταῦτα μὲν ἐν τῇ Γαλατίᾳ ἐγένετο, καὶ ἐν αὐτῇ καὶ ὁ Καῖσαρ ἐχεί-
μασεν ὡς καὶ ἀκριβῶς σφας καταστήσασθαι δυνησόμενος. ὁ δὲ δὴ
Κράσσος ἐπιθυμήσας τι καὶ αὐτὸς δόξης τε ἅμα καὶ κέρδους ἐχό-
μενον πρᾶξαι, ἔπειτ' ἐπειδὴ μηδὲν ἐν τῇ Συρίᾳ τοιοῦτό τι εἶδεν ὄν
(αὐτοί τε γὰρ ἡσύχαζον, καὶ οἱ πρόσθε προσπολεμήσαντές σφισιν
οὐδὲν ὑπ' ἀδυνασίας παρεκίνουν), ἐπὶ τοὺς Πάρθους ἐπεστράτευσε,
μήτε ἔγκλημά τι αὐτοῖς ἐπιφέρων μήτε τοῦ πολέμου οἱ ἐψηφισμένου·
αὐτούς τε γὰρ παμπλουσίους ἤκουεν ὄντας, καὶ τὸν Ὀρώδην εὐάλω-  
τον ἅτε καὶ νεοκατάστατον εἶναι προσεδόκησε. τόν τε οὖν Εὐφράτην
ἐπεραιώθη, καὶ προῆλθεν ἐπὶ πολὺ τῆς Μεσοποταμίας, φέρων τε
αὐτὴν καὶ πορθῶν· τῆς γὰρ διαβάσεως αὐτοῦ ἀδοκήτου τοῖς βαρ-
βάροις γενομένης οὐδεμία ἀκριβὴς φυλακὴ αὐτῆς καθειστήκει, ὥστε
ταχὺ μὲν ὁ Σιλάκης ὁ τότε τῆς χώρας ἐκείνης σατραπεύων ἡττήθη
τε περὶ Ἰχνίας, τεῖχός τι οὕτω καλούμενον, ἱππεῦσιν ὀλίγοις μαχε-
σάμενος, καὶ τρωθεὶς ἀπεχώρησεν αὐτάγγελος τῷ βασιλεῖ τῆς ἐπι-
στρατείας αὐτοῦ γενησόμενος, ταχὺ δὲ καὶ ὁ Κράσσος τά τε φρού-
ρια καὶ τὰς πόλεις τὰς Ἑλληνίδας μάλιστα, τάς τε ἄλλας καὶ τὸ
Νικηφόριον ὠνομασμένον, προσεποιήσατο· τῶν γὰρ Μακεδόνων
καὶ τῶν ἄλλων τῶν συστρατευσάντων σφίσιν Ἑλλήνων ἄποικοι

Δίων Κάσσιος. Ρωμαϊκη ιστορία. Book 44, chapter 16, section 1, line 3

τῶν πεντεκαίδεκα καλουμένων διαθροούντων ὅτι ἡ Σίβυλλα εἰρηκυῖα


εἴη μήποτ' ἂν τοὺς Πάρθους ἄλλως πως πλὴν ὑπὸ βασιλέως ἁλῶ-
ναι, καὶ μελλόντων διὰ τοῦτο αὐτῶν τὴν ἐπίκλησιν ταύτην τῷ
Καίσαρι δοθῆναι ἐσηγήσεσθαι, τοῦτό τε πιστεύσαντες ἀληθὲς εἶναι,
καὶ ὅτι καὶ τοῖς ἄρχουσιν, ὧνπερ καὶ ὁ Βροῦτος καὶ ὁ Κάσσιος
64

ἦν, ἡ ψῆφος ἅτε καὶ ὑπὲρ τηλικούτου βουλεύματος ἐπαχθήσοιτο,


καὶ οὔτ' ἀντειπεῖν τολμῶντες οὔτε σιωπῆσαι ὑπομένοντες, ἐπέ-
σπευσαν τὴν ἐπιβουλὴν πρὶν καὶ ὁτιοῦν περὶ αὐτοῦ χρηματισθῆναι.
 ἐδέδοκτο δὲ αὐτοῖς ἐν τῷ συνεδρίῳ τὴν ἐπιχείρησιν ποιήσασθαι.
τόν τε γὰρ Καίσαρα ἥκιστα ἐνταῦθα ὑποτοποῦντά τι πείσεσθαι
εὐαλωτότερον ἔσεσθαι, καὶ σφίσιν εὐπορίαν ἀσφαλῆ ξιφῶν ἐν
κιβωτίοις ἀντὶ γραμματείων τινῶν ἐσκομισθέντων ὑπάρξειν, τούς
τε ἄλλους οὐ δυνήσεσθαι, οἷά που καὶ ἀόπλους ὄντας, ἀμῦναι
προσεδόκων· εἰ δ' οὖν τις καὶ τολμήσειέ που, ἀλλὰ τούς γε μονο-
μάχους, οὓς πολλοὺς ἐν τῷ Πομπηίῳ θεάτρῳ, πρόφασιν ὡς καὶ  
ὁπλομαχήσοντας, προπαρεσκευάσαντο, βοηθήσειν σφίσιν ἤλπιζον·
ἐκεῖ γάρ που ἐν οἰκήματί τινι τοῦ περιστῴου συνεδρεύειν ἔμελλον.
καὶ οἱ μὲν, ἐπειδὴ ἡ κυρία ἧκεν, ἔς τε τὸ βουλευτήριον ἅμα ἕῳ
συνελέγησαν καὶ τὸν Καίσαρα παρεκάλουν· ἐκείνῳ δὲ προέλεγον
μὲν καὶ μάντεις τὴν ἐπιβουλήν, προέλεγε δὲ καὶ ὀνείρατα. ἐν γὰρ
τῇ νυκτὶ ἐν ᾗ ἐσφάγη, ἥ τε γυνὴ αὐτοῦ τήν τε οἰκίαν σφῶν συμ

Δίων Κάσσιος. Ρωμαϊκη ιστορία. Book 56, chapter 19, section 4, line 1

εἰκὸς ἦν ἐν πολεμίᾳ, συνεῖχε, καὶ ἀπ' αὐτῶν συχνοὺς αἰτοῦσι τοῖς


ἀδυνάτοις ὡς καὶ ἐπὶ φυλακῇ χωρίων τινῶν ἢ καὶ λῃστῶν συλλήψεσι
παραπομπαῖς τέ τισι τῶν ἐπιτηδείων διέδωκεν. ἦσαν δὲ οἱ μάλιστα
συνομόσαντες καὶ ἀρχηγοὶ τῆς τε ἐπιβουλῆς καὶ τοῦ πολέμου γενό-
μενοι ἄλλοι τε καὶ Ἀρμήνιος καὶ Σηγίμερος, συνόντες τε αὐτῷ ἀεὶ
καὶ συνεστιώμενοι πολλάκις. θαρσοῦντος οὖν αὐτοῦ, καὶ μήτε τι
δεινὸν προσδεχομένου, καὶ πᾶσι τοῖς τό τε γιγνόμενον ὑποτοποῦσι
καὶ φυλάττεσθαί οἱ παραινοῦσιν οὐχ ὅπως ἀπιστοῦντος ἀλλὰ καὶ
ἐπιτιμῶντος ὡς μάτην αὐτοῖς τε ταραττομένοις καὶ ἐκείνους δια-
βάλλουσιν, ἐπανίστανταί τινες πρῶτοι τῶν ἄπωθεν αὐτοῦ οἰκούντων
ἐκ παρασκευῆς, ὅπως ἐπ' αὐτοὺς ὁ Οὐᾶρος ὁρμήσας εὐαλωτότερός
σφισιν ἐν τῇ πορείᾳ, ὡς καὶ διὰ φιλίας διιών, γένηται, μηδὲ ἐξαί-
φνης πάντων ἅμα πολεμωθέντων αὐτῷ φυλακήν τινα ἑαυτοῦ ποιή-
σηται. καὶ ἔσχεν οὕτως· προέπεμψάν τε γὰρ αὐτὸν ἐξορμῶντα, καὶ
παρέμενοι ὡς καὶ τὰ συμμαχικὰ παρασκευάσοντες καὶ διὰ ταχέων
οἱ προσβοηθήσοντες τάς τε δυνάμεις ἐν ἑτοίμῳ που οὔσας παρέ-
λαβον, καὶ ἀποκτείναντες τοὺς παρὰ σφίσιν ἕκαστοι στρατιώτας,
οὓς πρότερον ᾐτήκεσαν, ἐπῆλθον αὐτῷ ἐν ὕλαις ἤδη δυσεκβάτοις
ὄντι. κἀνταῦθα ἅμα τε ἀνεφάνησαν πολέμιοι ἀνθ' ὑπηκόων ὄντες,
καὶ πολλὰ καὶ δεινὰ εἰργάσαντο. τά τε γὰρ ὄρη καὶ φαραγγώδη
καὶ ἀνώμαλα καὶ τὰ δένδρα καὶ πυκνὰ καὶ ὑπερμήκη ἦν, ὥστε
65

Δίων Κάσσιος. Ρωμαϊκη ιστορία. Book 60, chapter 2, section 6, line 2

φανέστατα γὰρ τῶν ὁμοίων ἐδουλοκρατήθη τε ἅμα καὶ ἐγυναικο-


κρατήθη· ἅτε γὰρ ἐκ παίδων ἔν τε νοσηλείᾳ καὶ ἐν φόβῳ πολλῷ  
τραφείς, καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πλεῖον τῆς ἀληθείας εὐήθειαν προς-
ποιησάμενος, ὅπερ που καὶ αὐτὸς ἐν τῇ βουλῇ ὡμολόγησε, καὶ
πολὺν μὲν χρόνον τῇ τήθῃ τῇ Λιουίᾳ πολὺν δὲ καὶ τῇ μητρὶ Ἀν-
τωνίᾳ τοῖς τ' ἀπελευθέροις συνδιαιτηθείς, καὶ προσέτι καὶ ἐν
συνουσίαις γυναικῶν πλείοσι γενόμενος, οὐδὲν ἐλευθεροπρεπὲς
ἐκέκτητο, ἀλλὰ καίπερ καὶ τῶν Ῥωμαίων ἁπάντων καὶ τῶν ὑπη-
κόων αὐτῶν κρατῶν ἐδεδούλωτο. ἐπετίθεντο δ' αὐτῷ ἔν τε τοῖς
πότοις μάλιστα καὶ ἐν ταῖς μίξεσι· πάνυ γὰρ ἀπλήστως ἀμφο-
τέροις σφίσι προσέκειτο, καὶ ἦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ εὐαλωτότα-
τος. πρὸς δὲ καὶ δειλίαν εἶχεν, ὑφ' ἧς πολλάκις ἐκπληττόμενος
οὐδὲν τῶν προσηκόντων ἐξελογίζετο. καὶ αὐτοῦ καὶ τοῦτο προς-
λαμβάνοντες οὐκ ἐλάχιστα κατειργάζοντο· [καὶ] ἐκεῖνόν τε γὰρ ἐκ-
φοβοῦντες ἐξεκαρποῦντο, καὶ τοῖς ἄλλοις τοσοῦτον δέος ἐνέβαλλον
ὥσθ', ἵνα συλλαβὼν εἴπω, πολλοὶ ἐπὶ δεῖπνον ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ
ὑπό τε τοῦ Κλαυδίου καὶ ὑπ' αὐτῶν καλούμενοι τὸν μὲν ὡς καὶ
κατ' ἄλλο τι παρίεντο, πρὸς δὲ ἐκείνους ἐφοίτων.
 τοιοῦτος οὖν δή τις, ὥς γε συνελόντι εἰπεῖν, ὢν οὐκ ὀλίγα καὶ
δεόντως ἔπραττεν, ὁσάκις ἔξω τε τῶν προειρημένων παθῶν ἐγί

Δίων Κάσσιος. Ρωμαϊκη ιστορία. Book 78, chapter 6, section 2, line 5

ἐκεῖνον δὲ ... οἱ χιλίαρχοι ὡς καὶ βοηθοῦντες κατέσφαξαν. ὁ δὲ


δὴ Σκύθης οὗτος οὐχ ὡς καὶ συμμαχῶν αὐτῷ μόνον, ἀλλ' ὡς καὶ
φρουρὰν αὐτοῦ τρόπον τινὰ ἔχων συνῆν. καὶ γὰρ Σκύθας καὶ
Κελτούς, οὐ μόνον ἐλευθέρους ἀλλὰ καὶ δούλους, καὶ ἀνδρῶν καὶ
γυναικῶν ἀφελόμενος, ὡπλίκει καὶ περὶ αὑτὸν εἶχεν, ὡς καὶ μᾶλλον  
αὐτοῖς ἢ τοῖς στρατιώταις θαρσῶν· τά τε γὰρ ἄλλα καὶ ἑκατον-
ταρχίαις σφᾶς ἐτίμα, λέοντάς τε ἐκάλει. καὶ δὴ καὶ τοῖς πρέσβεσι
τοῖς οἱ ἐκ τῶν ἐθνῶν αὐτῶν πεμπομένοις καὶ διελέγετο πολλάκις
μηδενὸς ἄλλου πλὴν τῶν ἑρμηνέων παρόντος, καὶ ἐνετέλλετο ὅπως,
ἄν τι πάθῃ, ἔς τε τὴν Ἰταλίαν ἐσβάλωσι καὶ ἐπὶ τὴν Ῥώμην ἐλαύ-
νωσιν ὡς καὶ εὐαλωτοτάτην οὖσαν· καὶ ἵνα δὴ μηδὲν ἐξ αὐτῶν ἐς
ἡμᾶς ἐκφοιτήσῃ, τοὺς ἑρμηνέας εὐθὺς ἐφόνευεν. οὐ μὴν ἀλλὰ τοῦτό
τε ἀπ' αὐτῶν τῶν βαρβάρων ὕστερον ἐμάθομεν, καὶ τὸ τῶν φαρ-
μάκων παρὰ τοῦ Μακρίνου· πολλὰ γὰρ καὶ ποικίλα παρὰ τῶν ἐν
τῇ ἄνω Ἀσίᾳ ἀνθρώπων τὰ μὲν μετεπέμψατο τὰ δὲ καὶ ἐπρίατο,
ὥστε ἑπτακοσίας καὶ πεντήκοντα μυριάδας ἐς αὐτὰ ἀριθμηθῆναι,
ἵνα καὶ παμπόλλους, ὅσους ἂν ἐθελήσῃ, καὶ διαφόρως δολοφονήσῃ.
66

καὶ ἐκεῖνα μὲν ἐν τῷ βασιλικῷ μετὰ ταῦθ' εὑρεθέντα κατεκαύθη·


τότε δὲ οἱ στρατιῶται καὶ διὰ τοῦτο, καὶ πρὸς τοῖς ἄλλοις τῷ
τοὺς βαρβάρους σφῶν προτιμᾶσθαι δυσχεραίνοντες, οὔτ' ἄλλως
ἔτ' ὁμοίως ἔχαιρον αὐτῷ, καὶ ἐπιβουλευθέντι οὐκ ἐβοήθησαν.

Δίων Κάσσιος. Ρωμαϊκη ιστορία. (Xiphilini epitome)


Dindorf-Stephanus p. 174, line 25

οἱ ὑπατευκότες διφροφορούμεθα· πρότερον δὲ ἄρα ὅ τε Αὔγουστος


καὶ ὁ Τιβέριος ἐν σκιμποδίοις, ὁποίοις αἱ γυναῖκες ἔτι καὶ νῦν νομί-  
ζουσιν ἔστιν ὅτε, ἐφέροντο. Κλαύδιος δὲ τὰ μὲν ἄλλα οὐ κακὸς ἦν,
περιφανέστατα δὲ τῶν ὁμοίων ἐδουλοκρατήθη τε ἅμα καὶ ἐγυναικο-
κρατήθη· ἅτε γὰρ ἐκ παίδων ἐν τῇ νοσηλείᾳ καὶ ἐν φόβῳ τραφεὶς
καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πλεῖον τῆς ἀληθείας εὐήθειαν προσποιούμενος,
ὅπερ που καὶ αὐτὸς ἐν τῇ βουλῇ ὡμολόγησε, καὶ προσέτι καὶ
ἐν συνουσίαις γυναικῶν πλείοσι γενόμενος, οὐδὲν ἐλευθεροπρεπὲς
ἐκέκτητο. ἐπετίθεντο δ' αὐτῷ ἔν τε τοῖς πότοις μάλιστα καὶ ταῖς
μίξεσι· πάνυ γὰρ ἀπλήστως ἀμφοτέροις τούτοις προσέκειτο, καὶ ἦν
ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ εὐαλωτότατος. πρὸς δὲ καὶ δειλίαν εἶχεν, ὑφ'
ἧς πολλάκις ἐκπληττόμενος οὐδὲν τῶν προσηκόντων ἐξελογίζετο.
καὶ αὐτοῦ καὶ τοῦτο προσλαμβάνοντες οὐκ ἐλάχιστα κατειργάζοντο·
καὶ ἐκεῖνον τε γὰρ φοβοῦντες ἐξεκαρποῦντο, καὶ τοῖς ἄλλοις τοσοῦτο
δέος ἐνέβαλλον ὥσθ', ἵνα συλλαβὼν εἴπω, πολλοὶ ἐπὶ δεῖπνον ἐν τῇ
αὐτῇ ἡμέρᾳ ὑπό τε τοῦ Κλαυδίου καὶ ὑπ' αὐτῶν καλούμενοι τὸν
μὲν ὡς καὶ κατ' ἄλλο τι παρίεντο, πρὸς δὲ ἐκείνους ἐφοίτων. οὐ
μὴν ἀλλ' εἴ τις ὑπεξέλοι τοῦ Κλαυδίου τὰ δι' αὐτοὺς ἁμαρτήματα,
τἄλλα δεόντως ἦρξε. τὸν μέντοι Χαιρέαν καί τινας ἄλλους ἀπέκτεινε,
πόρρωθεν τὸ καθ' ἑαυτὸν ἀσφαλὲς προορώμενος. ἔπραξε δὲ τοῦτο
οὐχ ὡς τῷ Γαΐῳ τιμωρῶν, ἀλλ' ὡς ἑαυτῷ ἐπιβουλεύοντας τούτους

Δίων Κάσσιος. Ρωμαϊκη ιστορία. (Joannis Antiocheni excerpta e


Dione derivata) P. 753, line 36

τῷ φρονήματι ἐσφάλλετο. τοιοῦτός τε ὢν ὑπὸ τῶν δούλων καὶ


τῶν γυναικῶν, αἷς συνεκάθευδεν, ἐκακύνετο. περιφανέστατα γὰρ
ἐγυναικοκρατήθη καὶ ἐδουλοκρατήθη, ἅτε ἐκ παίδων ἐν ἀσφαλείᾳ καὶ
ἐν φόβῳ τραφείς· καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πλέον τῆς ἀληθείας εὐήθειαν
προσεποιεῖτο, ὅπερ που καὶ αὐτὸς ὡμολόγησεν. καὶ πολὺν μὲν χρό-
νον τῇ τηθῇ τῇ Λιουίᾳ, πολὺν δὲ καὶ τῇ μητρὶ τῇ Ἀντωνίᾳ τοῖς τε
ἀπελευθέροις συνδιαιτηθείς, καὶ προσέτι καὶ ἐν συνουσίαις γυναικῶν
67

πλείοσι γενόμενος, οὐδὲν ἐλευθεροπρεπὲς ἐκέκτητο. ἐπετίθεντο δὲ


αὐτῷ ἐν τε τοῖς συμποσίοις μάλιστα καὶ ἐν ταῖς συμμίξεσιν. πάνυ
γὰρ ἀπλήστως ἐν ἀμφοτέροις διέκειτο· καὶ ἦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ
εὐάλωτος. πρὸς δὲ καὶ δειλίαν εἶχεν, ὑφ' ἧς πολλάκις ἐκπληττόμε-
νος οὐδὲν τῶν προσηκόντων ἐξελογίζετο. ἐκεῖνόν τε γὰρ ἐκφοβοῦν-
τες ἐξεκαρποῦντο, καὶ τοῖς ἄλλοις δέος ἐνέβαλλον. τοιοῦτος οὖν  
δή τις ὢν οὐκ ὀλίγα καὶ δεόντως ἔπραττεν, ὁσάκις ἔξω τῶν εἰρη-
μένων παθῶν ἐγίνετο. Exc. Val. 24 p. 805 sq. (n. 85 M.) unde Suid.
s. v. φαῦλος (v. 1. 2).
 Ὅτι ὁ Κλαύδιος ὁ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων τόν τε Χεραίαν καὶ
τοὺς ἄλλους, καίπερ ἐπὶ τὸν τοῦ Γαΐου θάνατον ἡσθείς, πρῶτα μὲν
τῆς πόλεως ἐξέβαλεν, ἔπειτα καὶ ἐδολοφόνησεν. οὐ γὰρ ὅτι τὴν
ἀρχὴν διὰ τὴν ἐκείνων πρᾶξιν εἰλήφει χάριν αὐτοῖς εἶχεν, ἀλλ' ὅτι
ἐτόλμησαν αὐτοκράτορα ἀποσφάξαι ἐδυσχέραινεν. Exc. de ins. n. 86

Demetrius Comic., Fragmenta Fragment 4, line 1

ΣΙΚΕΛΙΑ

κἀκεῖθεν εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀνέμῳ νότῳ


διεβάλομεν τὸ πέλαγος εἰς Μεσσαπίους,
Ἄρτος δ' ἀναλαβὼν ἐξένισεν ἡμᾶς καλῶς.
{Β.} ξένος γε χαρίεις ἦν ἐκεῖ μέγας καὶ λαμπρός.  
Λακεδαιμόνιοί θ' ἡμῶν τὰ τείχη κατέβαλον,
καὶ τὰς τριήρεις ἔλαβον ἐμμήρους, ὅπως
μηκέτι θαλαττοκρατοῖντο Πελοποννήσιοι.

ΑΔΗΛΩΝ ΔΡΑΜΑΤΩΝ

σφόδρ' εὐάλωτόν ἐστιν ἡ πονηρία·


εἰς γὰρ τὸ κέρδος μόνον ἀποβλέπουσ' ἀεὶ
ἀφρόνως ἀπαντᾷ καὶ προπετῶς συμπείθεται.
ἢ σῦκον ἢ φάσηλον ἢ τοιοῦτό τι  

Φλάβιος Ιώσηπος. Antiquitates Judaicae Book 4, chapter 182, line 1

τε ταῦτα τοῖς ἀξίοις καὶ ἀφελέσθαι τῶν ἁμαρτανόντων εἰς


αὐτὸν ἱκανός, ᾧ παρέχοντες ἑαυτοὺς οἵους αὐτός τε βούλεται κἀγὼ
τὴν διάνοιαν αὐτοῦ σαφῶς ἐξεπιστάμενος παραινῶ, οὐκ ἂν ὄντες
μακαριστοὶ καὶ ζηλωτοὶ πᾶσιν ἀτυχήσαιτέ ποτ' ἢ παύσαισθε, ἀλλ'
68

ὧν τε νῦν ὑμῖν ἐστιν ἀγαθῶν ἡ κτῆσις βεβαία μενεῖ τῶν τε ἀπόν-


των ταχεῖαν ἕξετε τὴν παρουσίαν. μόνον οἷς ὁ θεὸς ὑμᾶς ἕπε-
σθαι βούλεται, τούτοις πειθαρχεῖτε, καὶ μήτε νομίμων τῶν παρόν-
των ἄλλην προτιμήσητε διάταξιν μήτ' εὐσεβείας ἧς νῦν περὶ τὸν
θεὸν ἔχοντες καταφρονήσαντες εἰς ἄλλον μεταστήσησθε τρόπον.
ταῦτα δὲ πράττοντες ἀλκιμώτατοι μάχας διενεγκεῖν ἁπάντων ἔσεσθε
καὶ μηδενὶ τῶν ἐχθρῶν εὐάλωτοι. θεοῦ γὰρ παρόντος ὑμῖν βοηθοῦ
πάντων περιφρονεῖν εὔλογον. τῆς δ' ἀρετῆς ἔπαθλα ὑμῖν μεγάλα
κεῖται πρὸς ἅπαντα τὸν βίον κτησαμένοις· αὐτή γε τὸ πρῶτον
ἀγαθῶν τὸ πρέσβιστόν ἐστιν, ἔπειτα καὶ τὴν τῶν ἄλλων χαρίζεται
περιουσίαν, ὡς καὶ πρὸς ἀλλήλους ὑμῖν χρωμένοις αὐτῇ μακαριστὸν
ποιῆσαι τὸν βίον καὶ τῶν ἀλλοφύλων πλέον δοξαζομένους ἀδήριτον  
καὶ παρὰ τοῖς αὖθις τὴν εὔκλειαν ὑμῖν ὑπάρξαι. τούτων δ' ἂν
ἐφικέσθαι δυνηθείητε, εἰ τῶν νόμων οὓς ὑπαγορεύσαντός μοι τοῦ
θεοῦ συνεταξάμην κατήκοοι καὶ φύλακες γένοισθε καὶ μελετῴητε
τὴν σύνεσιν αὐτῶν. ἄπειμι δ' αὐτὸς χαίρων ἐπὶ τοῖς ὑμετέροις
ἀγαθοῖς παρατιθέμενος ὑμᾶς νόμων τε σωφροσύνῃ καὶ κόσμῳ τῆς

Φλάβιος Ιώσηπος. Antiquitates Judaicae Book 5, chapter 71, line 2

Ἰησοῦς δ' ἐκ τῶν Γαλγάλων ἀναστρατοπεδεύσας εἰς τὴν ὄρειον ἱστᾷ


τὴν ἱερὰν σκηνὴν κατὰ Σιλοῦν πόλιν, ἐπιτήδειον γὰρ ἐδόκει τὸ
χωρίον διὰ κάλλος, ἕως οἰκοδομεῖν ναὸν αὐτοῖς τὰ πράγματα πα-
ράσχοι. καὶ χωρήσας ἐντεῦθεν ἐπὶ Σικίμων σὺν ἅπαντι τῷ λαῷ
βωμόν τε ἵστησιν ὅπου προεῖπε Μωυσῆς καὶ νείμας τὴν στρατιὰν
ἐπὶ μὲν τῷ Γαριζεῖ ὄρει τὴν ἡμίσειαν ἵστησιν, ἐπὶ δὲ τῷ Ἡβήλῳ
τὴν ἡμίσειαν ἐν ᾧ καὶ ὁ βωμός ἐστι καὶ τὸ Λευιτικὸν καὶ τοὺς
ἱερέας. θύσαντες δὲ καὶ ἀρὰς ποιησάμενοι καὶ ταύτας ἐπὶ τῷ
βωμῷ γεγραμμένας καταλιπόντες εἰς τὴν Σιλοῦν ἀνέζευξαν.
 Ἰησοῦς δ' ἤδη γηραιὸς ὢν καὶ τὰς τῶν Χαναναίων πόλεις
ὁρῶν οὐκ εὐαλώτους ὑπό τε τῶν χωρίων ἐν οἷς ἦσαν ὀχυρότητος
καὶ τῆς τῶν τειχῶν ἰσχύος, ἃ τῇ φυσικῇ τῶν πόλεων πλεονεξίᾳ
προσεπιβαλλόμενοι προσεδόκων τοὺς πολεμίους ἀφέξεσθαι πολιορ-  
κίας δι' ἀπόγνωσιν τοῦ λαβεῖν, καὶ γὰρ ἐπ' ὀλέθρῳ τῷ ἑαυτῶν οἱ
Χαναναῖοι μαθόντες τοὺς Ἰσραηλίτας ποιησαμένους τὴν ἔξοδον τὴν
ἀπ' Αἰγύπτου πρὸς τῷ τὰς πόλεις καρτερὰς ποιεῖν ἐκεῖνον ἅπαντ'
ἦσαν τὸν χρόνον, συναγαγὼν τὸν λαὸν εἰς τὴν Σιλοῦν ἐκκλησίαν
παρήγγειλε. καὶ σπουδῇ συνδραμόντων τά τε ἤδη κατωρθωμένα
καὶ τὰς γεγενημένας πράξεις, ὡς εἰσὶν ἄρισται καὶ τοῦ θείου τοῦ
παρασχόντος αὐτὰς ἄξιαι καὶ τῆς ἀρετῆς τῶν νόμων οἷς κατακολου-
θοῦσιν ἔλεγε, βασιλεῖς τε τριάκοντα καὶ ἕνα τολμήσαντας αὐτοῖς
69

Φλάβιος Ιώσηπος. Antiquitates Judaicae Book 16, chapter 399, line 5

ἐσχηκυῖαν, ὅθεν καὶ πειθόμεθα τὰς ἀνθρωπίνας πράξεις ὑπ' ἐκεί-


νης προκαθωσιῶσθαι τῇ τοῦ γενέσθαι πάντως ἀνάγκῃ καὶ καλοῦ-
μεν αὐτὴν εἱμαρμένην, ὡς οὐδενὸς ὄντος, ὃ μὴ δι' αὐτὴν γίνεται.
τοῦτον μὲν οὖν τὸν λόγον ὡς μείζω πρὸς ἐκεῖνον ἀρκέσει κινεῖν
ἡμῖν τε αὐτοῖς ἀποδιδόντας τι καὶ τὰς διαφορὰς τῶν ἐπιτηδευμά-
των οὐκ ἀνυπευθύνους ποιοῦντας, ἃ πρὸ ἡμῶν ἤδη πεφιλοσόφηται
καὶ τῷ νόμῳ. τῶν δὲ ἄλλων δύο τὸν μὲν ἀπὸ τῶν παίδων μέμ-
ψαιτ' ἄν τις αἰτίαν ὑπό τε αὐθαδείας νεωτερικῆς καὶ βασιλικῆς
οἰήσεως, ὅτι καὶ διαβολῶν ἠνείχοντο κατὰ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν  
πραττομένων αὐτῷ περὶ τὸν βίον οὐκ εὐμενεῖς ἦσαν ἐξετασταί, καὶ
κακοήθεις μὲν ὑπονοεῖν, ἀκρατεῖς δὲ λέγειν, εὐάλωται δὲ δι' ἀμ-
φότερα τοῖς ἐπιτηροῦσιν αὐτοὺς καὶ πρὸς χάριν καταμηνύουσιν. ὁ
μέντοι πατὴρ οὐδ' ἐντροπῆς ἄξιος ἔοικεν φαίνεσθαι τοῦ περὶ ἐκεί-
νους ἀσεβήματος, ὃς οὔτε πίστιν ἐπιβουλῆς ἐναργῆ λαβὼν οὔτε
παρασκευὴν ἐπιχειρήσεως ἐλέγχειν ἔχων ἐτόλμησεν ἀποκτεῖναι τοὺς
ἐξ αὐτοῦ φύντας, ἀρίστους μὲν τὰ σώματα καὶ περιποθήτους πᾶ-
σιν τοῖς ἀλλοτρίοις, οὐκ ἀποδέοντας δὲ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν, εἴ
που θηρᾶν ἢ γυμνάζεσθαι τὰ πολέμων ἢ λέγειν ὑπὲρ τῶν ἐμπε-
σόντων ἔδει. τούτων γὰρ ἁπάντων μετεῖχον, Ἀλέξανδρος δὲ καὶ
μᾶλλον ὁ πρεσβύτερος· ἤρκει γάρ, εἰ καὶ κατέγνω, καὶ ζῶντας ὅμως
ἐν δεσμοῖς ἢ ξενιτεύοντας ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἔχειν μεγάλην ἀσφάλειαν

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


Book 1, section 276, line 3

γὰρ αὐτὸς εἴρηκεν, ὡς ὁ παῖς τοῦ Ἀμενώφιος τριάκοντα μυριάδας


ἔχων εἰς τὸ Πηλούσιον ὑπηντίαζεν. καὶ τοῦτο μὲν ᾔδεισαν πάντως
οἱ παραγινόμενοι, τὴν δὲ μετάνοιαν αὐτοῦ καὶ τὴν φυγὴν πόθεν
εἰκάζειν ἔμελλον; εἶτα κρατήσαντάς φησι τῆς Αἰγύπτου πολλὰ καὶ
δεινὰ δρᾶν τοὺς ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιστρατεύσαντας καὶ περὶ
τούτων ὀνειδίζει καθάπερ οὐ πολεμίους αὐτοῖς ἐπαγαγὼν ἢ δέον
τοῖς ἔξωθεν ἐπικληθεῖσιν ἐγκαλεῖν, ὁπότε ταῦτα πρὸ τῆς ἐκείνων
ἀφίξεως ἔπραττον καὶ πράξειν ὠμωμόκεσαν οἱ τὸ γένος Αἰγύπτιοι.
ἀλλὰ καὶ χρόνοις ὕστερον Ἀμένωφις ἐπελθὼν ἐνίκησε μάχῃ καὶ
κτείνων τοὺς πολεμίους μέχρι τῆς Συρίας ἤλασεν. οὕτω γὰρ παν-
τάπασίν ἐστιν ἡ Αἴγυπτος τοῖς ὁποθενδηποτοῦν ἐπιοῦσιν εὐάλωτος,
καὶ οἱ τότε πολέμῳ κρατοῦντες αὐτὴν ζῆν πυνθανόμενοι τὸν Ἀμέ-
νωφιν οὔτε τὰς ἐκ τῆς Αἰθιοπίας ἐμβολὰς ὠχύρωσαν πολλὴν εἰς
70

τοῦτο παρασκευὴν ἔχοντες οὔτε τὴν ἄλλην ἡτοίμασαν δύναμιν,


ὁ δὲ καὶ μέχρι τῆς Συρίας ἀναιρῶν, φησίν, αὐτοὺς ἠκολούθησε διὰ
τῆς ψάμμου τῆς ἀνύδρου, δῆλον ὅτι οὐ ῥᾴδιον οὐδὲ ἀμαχεὶ στρα-
τοπέδῳ διελθεῖν.

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 2, section 439, line 2

δ' ἕτερον ἔνδοθεν ἀνῳκοδομημένον διεφάνη· τὴν γὰρ ἐπιβουλὴν


αὐτῶν προαισθόμενοι, τάχα καὶ τοῦ πύργου κινηθέντος ὡς ὑπω-
ρύττετο, δεύτερον ἑαυτοῖς ἔρυμα κατεσκεύασαν. πρὸς ὃ τῶν ἀδοκή-
τως ἰδόντων καὶ κρατεῖν ἤδη πεπεισμένων κατάπληξις ἦν. οἱ δὲ
ἔνδοθεν πρός τε τὸν Μανάημον καὶ τοὺς ἐξάρχοντας τῆς στάσεως
ἔπεμπον ἀξιοῦντες ἐξελθεῖν ὑπόσπονδοι, καὶ δοθὲν μόνοις τοῖς
βασιλικοῖς καὶ τοῖς ἐπιχωρίοις οἱ μὲν ἐξῄεσαν. ἀθυμία δὲ τοὺς
Ῥωμαίους καταλειφθέντας μόνους ὑπέλαβεν· οὔτε γὰρ βιάσασθαι
τοσοῦτον πλῆθος ἐδύναντο καὶ τὸ δεξιὰς αἰτεῖν ὄνειδος ὑπελάμ-
βανον, πρὸς τῷ μηδὲ πιστεύειν εἰ διδοῖτο. καταλιπόντες δὴ τὸ
στρατόπεδον ὡς εὐάλωτον ἐπὶ τοὺς βασιλικοὺς ἀνέφυγον πύργους,
τόν τε Ἱππικὸν καλούμενον καὶ Φασάηλον καὶ Μαριάμμην. οἱ δὲ
περὶ τὸν Μανάημον εἰσπεσόντες ὅθεν οἱ στρατιῶται διέφυγον
ὅσους τε αὐτῶν κατελάμβανον μὴ φθάσαντας ἐκδραμεῖν διέφθειραν,
καὶ τὰς ἀποσκευὰς διαρπάσαντες ἐνέπρησαν τὸ στρατόπεδον. ταῦτα
μὲν οὖν ἕκτῃ Γορπιαίου μηνὸς ἐπράχθη.
 Κατὰ δὲ τὴν ἐπιοῦσαν ὅ τε ἀρχιερεὺς Ἀνανίας περὶ τὸν
τῆς βασιλικῆς αὐλῆς εὔριπον διαλανθάνων ἁλίσκεται καὶ πρὸς τῶν
λῃστῶν ἀναιρεῖται σὺν Ἐζεκίᾳ τῷ ἀδελφῷ, καὶ τοὺς πύργους περι-
σχόντες οἱ στασιασταὶ παρεφύλαττον, μή τις τῶν στρατιωτῶν

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 2, section 588, line 1

λαίαν παρανίσταταί τις ἐπίβουλος ἀνὴρ ἀπὸ Γισχάλων, υἱὸς Ληΐου,


Ἰωάννης ὄνομα, πανουργότατος μὲν καὶ δολιώτατος τῶν ἐπισήμων
ἐν τοῖσδε τοῖς πονηρεύμασιν ἁπάντων, πένης δὲ τὰ πρῶτα καὶ
μέχρι πολλοῦ κώλυμα σχὼν τῆς κακίας τὴν ἀπορίαν, ἕτοιμος μὲν
ψεύσασθαι, δεινὸς δ' ἐπιθεῖναι πίστιν τοῖς ἐψευσμένοις, ἀρετὴν
ἡγούμενος τὴν ἀπάτην καὶ ταύτῃ κατὰ τῶν φιλτάτων χρώμενος,
ὑποκριτὴς φιλανθρωπίας καὶ δι' ἐλπίδα κέρδους φονικώτατος, ἀεὶ
μὲν ἐπιθυμήσας μεγάλων, τρέφων δὲ τὰς ἐλπίδας ἐκ τῶν ταπεινῶν
κακουργημάτων· λῃστὴς γὰρ ἦν μονότροπος, ἔπειτα καὶ συνοδίαν
εὗρεν τῆς τόλμης τὸ μὲν πρῶτον ὀλίγην, προκόπτων δ' ἀεὶ πλείονα.
φροντὶς δ' ἦν αὐτῷ μηδένα προσλαμβάνειν εὐάλωτον, ἀλλὰ τοὺς
71

εὐεξίᾳ σώματος καὶ ψυχῆς παραστήματι καὶ πολέμων ἐμπειρίᾳ


διαφέροντας ἐξελέγετο, μέχρι καὶ τετρακοσίων ἀνδρῶν στῖφος συνε-
κρότησεν, οἳ τὸ πλέον ἐκ τῆς Τυρίων χώρας καὶ τῶν ἐν αὐτῇ  
κωμῶν φυγάδες ἦσαν· δι' ὧν πᾶσαν ἐλῄζετο τὴν Γαλιλαίαν καὶ
μετεώρους ὄντας ἐπὶ τῷ μέλλοντι πολέμῳ τοὺς πολλοὺς ἐσπά-
ρασσεν.

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 3, section 76, line 1

μόνας τὰς χρείας τὼ χεῖρε κινοῦσιν ἐν εἰρήνῃ προηργηκότες, ἀλλ'


ὥσπερ συμπεφυκότες τοῖς ὅπλοις οὐδέποτε τῆς ἀσκήσεως λαμβά-
νουσιν ἐκεχειρίαν οὐδὲ ἀναμένουσιν τοὺς καιρούς. αἱ μελέται δ'
αὐτοῖς οὐδὲν τῆς κατὰ ἀλήθειαν εὐτονίας ἀποδέουσιν, ἀλλ' ἕκαστος  
ὁσημέραι στρατιώτης πάσῃ προθυμίᾳ καθάπερ ἐν πολέμῳ γυμνά-
ζεται. διὸ κουφότατα τὰς μάχας διαφέρουσιν· οὔτε γὰρ ἀταξία
διασκίδνησιν αὐτοὺς ἀπὸ τῆς ἐν ἔθει συντάξεως οὔτε δέος ἐξίστη-
σιν οὔτε δαπανᾷ πόνος, ἕπεται δὲ τὸ κρατεῖν ἀεὶ κατὰ τῶν οὐχ
ὁμοίων βέβαιον. καὶ οὐκ ἂν ἁμάρτοι τις εἰπὼν τὰς μὲν μελέτας
αὐτῶν χωρὶς αἵματος παρατάξεις, τὰς παρατάξεις δὲ μεθ' αἵμα-
τος μελέτας. οὐδὲ γὰρ ἐξ ἐπιδρομῆς εὐάλωτοι πολεμίοις· ὅπῃ δ'
ἂν ἐμβάλωσιν εἰς ἐχθρῶν γῆν, οὐ πρὶν ἅπτονται μάχης ἢ τειχίσαι
στρατόπεδον. τὸ δὲ οὐκ εἰκαῖον οὐδὲ ἀνώμαλον ἐγείρουσιν οὐδὲ
πάντες ἢ ἀτάκτως διαλαβόντες, ἀλλ' εἰ μὲν ἀνώμαλος ὢν τύχοι
χῶρος, ἐξομαλίζεται· διαμετρεῖται δὲ παρεμβολὴ τετράγωνος αὐ-
τοῖς. καὶ τεκτόνων πλῆθος ἕπεται τῶν τε πρὸς τὴν δόμησιν
ἐργαλείων.
 Καὶ τὸ μὲν ἔνδον εἰς σκηνὰς διαλαμβάνουσιν, ἔξωθεν δ' ὁ
κύκλος τείχους ὄψιν ἐπίχει πύργοις ἐξ ἴσου διαστήματος κεκοσμη-
μένος. ἐπὶ δὲ τῶν μεταπυργίων τούς τε ὀξυβελεῖς καὶ καταπέλτας
καὶ λιθοβόλα καὶ πᾶν ἀφετήριον ὄργανον τιθέασιν, πάντα πρὸς

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 3, section 151, line 4

δ' εὐθὺς μὲν ἀπώκνησαν προσβαλεῖν δι' ὅλης ὡδευκότες ἡμέρας,


διπλῇ δὲ τῇ φάλαγγι κυκλοῦνται τὴν πόλιν καὶ τρίτην ἔξω-
θεν περιιστᾶσιν τὴν ἵππον, πάσας ἀποφράσσοντες αὐτοῖς τὰς
ἐξόδους. τοῦτ' ἐν ἀπογνώσει σωτηρίας παρώξυνε τοὺς Ἰουδαίους
πρὸς τόλμαν· οὐδὲν γὰρ ἀνάγκης ἐν πολέμῳ μαχιμώτερον.  
72

 Γενομένης δὲ μεθ' ἡμέραν προσβολῆς τὸ μὲν πρῶτον Ἰου-


δαῖοι κατὰ χώραν μένοντες ἀντεῖχον ἀντικρὺ τῶν Ῥωμαίων ἐστρα-
τοπεδευκότες πρὸ τοῦ τείχους· ὡς δὲ Οὐεσπασιανὸς τούτοις μὲν
τοὺς τοξότας καὶ σφενδονήτας καὶ πᾶν τὸ τῶν ἑκηβόλων πλῆθος
ἐπιστήσας ἐπέτρεψεν βάλλειν, αὐτὸς δὲ μετὰ τῶν πεζῶν εἰς τὸ
πρόσαντες ἀνώθει καθ' ὃ τὸ τεῖχος ἦν εὐάλωτον, δείσας ὁ Ἰώση-
πος περὶ τῇ πόλει προπηδᾷ καὶ σὺν αὐτῷ πᾶν τὸ τῶν Ἰουδαίων
πλῆθος. συμπεσόντες δὲ τοῖς Ῥωμαίοις ἀθρόοι τοῦ μὲν τείχους
ἀνέστειλαν αὐτούς, πολλὰ δ' ἐπεδείκνυντο χειρῶν ἔργα καὶ τόλμης.
οὐκ ἔλασσόν γε μὴν ὧν ἔδρων ἀντέπασχον· ὅσον γὰρ αὐτοὺς ἡ
τῆς σωτηρίας ἀπόγνωσις, τοσοῦτο τοὺς Ῥωμαίους αἰδὼς παρε-
κρότει, καὶ τοὺς μὲν ἐμπειρία μετ' ἀλκῆς, τοὺς δὲ θράσος ὥπλιζε
τῷ θυμῷ στρατηγουμένους. παραταξάμενοι δὲ δι' ὅλης ἡμέρας
νυκτὶ διαλύονται, τρώσαντες μὲν πλείστους Ῥωμαίων, δεκατρεῖς δ'
ἀνελόντες· αὐτῶν δ' ἔπεσον μὲν δεκαεπτά, τραυματίαι δ' ἐγένοντο
ἑξακόσιοι.

Septuaginta, Proverbia Proverb 30, section 28, line 1

καὶ οἰκέτις ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν,


καὶ μισητὴ γυνὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ.
 τέσσαρα δέ ἐστιν ἐλάχιστα ἐπὶ τῆς γῆς,  
ταῦτα δέ ἐστιν σοφώτερα τῶν σοφῶν·
οἱ μύρμηκες, οἷς μὴ ἔστιν ἰσχὺς
καὶ ἑτοιμάζονται θέρους τὴν τροφήν·
καὶ οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν,
οἳ ἐποιήσαντο ἐν πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους·
ἀβασίλευτόν ἐστιν ἡ ἀκρὶς
καὶ ἐκστρατεύει ἀφ' ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως·
καὶ καλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὢν
κατοικεῖ ἐν ὀχυρώμασιν βασιλέως.
 τρία δέ ἐστιν, ἃ εὐόδως πορεύεται,
καὶ τὸ τέταρτον, ὃ καλῶς διαβαίνει·
σκύμνος λέοντος ἰσχυρότερος κτηνῶν,
ὃς οὐκ ἀποστρέφεται οὐδὲ καταπτήσσει κτῆνος,
καὶ ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν θηλείαις εὔψυχος
καὶ τράγος ἡγούμενος αἰπολίου
καὶ βασιλεὺς δημηγορῶν ἐν ἔθνει.
 ἐὰν πρόῃ σεαυτὸν εἰς εὐφροσύνην καὶ ἐκτείνῃς τὴν χεῖρά σου μετὰ
μάχης, ἀτιμασθήσῃ.
73

Menander Comic., Sententiae e papyris Sententia 3, line 5

Τὸν ἐλεύθερον δεῖ πανταχοῦ φρονεῖν μέγα.


Ὑπερηφαν{ε}ία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν.
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν.
Χάριν φίλοις εὔκαιρον ἀπόδος ἐμ μέρει.
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται.
Ὦ τῶν ἁπάντων χρημάτων πλείστη χάρις.
Ὡς μέγα τὸ μ{ε}ικρόν ἐς⌊τιν ἐν καιρῷ δοθέν.
Ὡς οὐδὲν οἶδ' ἄνθρωπος ὧν ⌊μέλλει ποιεῖν.
Ὡς ἡδὺ φιλ[ία], μὴ λόγ[οι]σ̣ ἐ̣[νοχλουμένη.  
Ὡς χαλεπόν ἐστιν οἶ[νος, ἂν τἀνδρὸς κρατῇ.
Ὡς εὐάλωτος πρὸς τὸ κέρδο[ς ἔσθ' ἅπας.
Ὡς πολλὰ θνητοῖ̣σ̣ ἡ̣ σχολὴ π⌊οιεῖ κακά.
Ὡς ἡδὺ γ[ον]έω̣[ν κ]α̣ὶ̣ [τ]έκνω[ν ὁμιλία.
Ὡ⌋ς μακάριον φρόνησις ἐν̣ ⌊χρηστῷ τρόπῳ.
Ὡς ἡδὺ γονέων καὶ τέκνων ὁ̣[μιλία.
Ὦ παῖ, Διόνυ̣[σο]ν̣ φεῦγ̣ε̣ [καὶ μ]ᾶλ[λον Κύπριν.
Ὦ Φαν̣ί̣α, μὴ πρόσεχε διαβολαῖς μά[την·
Ψευδὴς γὰρ ἀκοὴ τὸν βίον λυμ̣αίν[εται.
Χάριν διαβολῆς Ἱππόλυτος ὁ Θησέως
φονεύεθ' ὑπὸ τοῦ πατρὸς ἀκρισίᾳ φ̣[ρ]ε̣ν̣ῶ̣ν̣.
Ὑπερτίθου τὰ φαῦλα τῶν ἐν.θν..[

Ιούλιος Πολυδεύκης. Onomasticon Book 1, section 158, line 6

λέμητοι, θαρσαλέοι, δυσανταγώνιστοι. καὶ τὰ ἐπιρρήματα συγκεκρο-


τημένως, μεμελετηκότως, ἀκραιφνῶς, ἐπιστημόνως, ἠσκημένως, συντε-
ταγμένως, ἐγρηγορότως, πολεμικῶς, ἀηττήτως, ἀμάχως,
ἀνανταγωνίστως.
καὶ τὰ ῥήματα ἐπιρρωννύναι, ἀσκεῖν, συγκροτεῖν, γυμνάζεσθαι,
πονεῖσθαι,
μελετᾶν, συγκροτεῖσθαι. τὰ δὲ πράγματα πόνος, ἐπιστήμη, ἐγρήγορσις,
προθυμία, ἄσκησις, μελέτη, ῥώμη. τὰ δὲ ἐναντία ἀστράτευτοι, ἀπό-
λεμοι, ἄθυμοι, βλᾶκες, βλακεύοντες, ἀμβλεῖς, βραδεῖς, ἀσθενεῖς, ἀγεν-
νεῖς, ἄρρωστοι, ὀκνώδεις, ἀδύνατοι, ἀργοί, ἀναπεπτωκότες, μαλακοί,
ἄνανδροι, ἀνάσκητοι, ἀγύμναστοι, ἀσυγκρότητοι, ἀμελέτητοι, δειλοί,
καταδεεῖς, ἀμελεῖς, κατημελημένοι, ῥᾴθυμοι, ὕπτιοι, νωθεῖς, κατερ-
ρᾳθυμημένοι, ὀλίγωροι, κατωλιγωρημένοι, εὐάλωτοι, εὐεπιβούλευτοι,
εὔληπτοι, εὐπολέμητοι, εὐεπιχείρητοι. καὶ τὰ ἐπιρρήματα ἀμελῶς,
ῥᾳθύμως, δειλῶς, ἀνάνδρως, ἀθύμως, ἀστρατεύτως, ἀπολέμως, ἀγυ-
μνάστως, ἀσυγκροτήτως, ἀμελετήτως, καταδεῶς, ὀλιγώρως. τὰ
74

δὲ ῥήματα ἀποδειλιᾶν, ἀθυμεῖν, ῥᾳθυμεῖν, βλακεύειν, δεδιέναι,


ὀλιγωρεῖν. καὶ τὰ πράγματα ἀνασκησία, ἀμελετησία, ἀμέλεια,
βλακεία, νώθεια, ἀθυμία, ῥᾳθυμία, ὀλιγωρία, ἀνανδρία, δειλία, μαλακία.
 ἐστράτευσαν, ἐξεστράτευσαν, πανδημεὶ ἐξεστρατεύσαντο,
ἐπεστρατεύσαντο, ἐστρατοπεδεύσαντο καὶ κατεστρατοπεδεύσαντο
καὶ ἀντεστρατοπεδεύσαντο, στρατόπεδον ἐβάλοντο, ἐκάθισαν, ἱδρύ-
θησαν, ἐσκήνωσαν, κατεσκήνωσαν, σκηνὰς ἐστήσαντο,

Ιούλιος Πολυδεύκης. Onomasticon Book 1, section 171, line 5

δεκατηλόγοι, δεκατηλογία. ἐὰν δὲ ἔνσπονδοι γένωνται ἐπὶ συμ-


μαχίᾳ, ἐρεῖς ἐπὶ τῇ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ, ἐπὶ τῷ τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν
καὶ φίλον ἔχειν.
 τείχους δὲ μέρη κύκλος, περίβολος, προμαχεῶνες, ἐπάλξεις,
πύργοι, μεσοπύργια, μεταπύργια. ἐρεῖς δὲ τεῖχος ἐρυμνόν, ἰσχυ-
ρόν, καρτερόν, δύσμαχον, ἀπρόσιτον, δυσπρόσιτον, δύσληπτον,
δυσαίρετον, ὀχυρόν, ὠχυρωμένον, δυσκαθαίρετον, δυσάλωτον. καὶ
περὶ χωρίων δὲ ταῦτ' ἂν εἴποις, καὶ ἔτι ἀπότομον, ἀπόκρημνον,
κρημνῶδες, δυσπρόσιτον, ἀνεπιβούλευτον, δυσεπίβατον, δυσπρόσβα-  
τον, καὶ ἥκιστα ἐπίμαχον. ἐκ δὲ τοῦ ἐναντίου τεῖχος ἀσθενές,
ὠλιγωρημένον, αὐτοσχέδιον, ἐσχεδιασμένον, εὐάλωτον, εὐαίρετον,
εὐκαθαίρετον, ἐπίδρομον ὡς Ὅμηρος (Ζ 434), εὐπρόσοδον, εὐ-
επίβλεπτον, εὐεπιβούλευτον, εὐεπιχείρητον, ἁλώσιμον.
 ἔστι δὲ καὶ τάδε· τὰ ἄκρα προκαταλαβεῖν, τὰ ὑπερδέξια
κατασχεῖν, φθάσαι ἐπὶ τὰ ἄκρα, προκατασχεῖν, ἀποκόψαι τοὺς ἐπὶ
τῶν ἄκρων, ἀπαράξαι, ἀπελάσαι τοὺς ὑπὲρ κεφαλῆς, διῶξαι, ἀνασο-
βῆσαι. καὶ μὴν καὶ τάδε· κατὰ μέτωπον ἐπελθεῖν, κατὰ νώτου
ἐπελθεῖν ἢ γενέσθαι, ἐκ τοῦ κατόπιν ἐπιδραμεῖν, ἐκ προφανοῦς,
ἐξ ἐπιφανοῦς, ἐξ ἀφανοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς. ἐνεδρεῦσαι, ἐνέδραν
καθίσαι, ψευδενέδραν. λόχον ὑφεῖναι, λοχῆσαι, ἐλλοχῆσαι· τὸ γὰρ
καταλοχίσαι εἰς λόχους διανεῖμαι ἐστίν.

Ιούλιος Πολυδεύκης. Onomasticon Book 9, section 22, line 5

ἔκμετρον ὑπέρμετρον, ἀνάρμοστον, δυσφύλακτον, δυσπρόσιτον δυς-


πλήρωτον, δυσοίκητον, πεπλανημένην, διερριμμένην, διεσπασμένην,
ἐγγενοῦς δήμου ἐνδεᾶ, πλήθους ἐπιδεᾶ, πολυγενῆ πολύδημον,
ἄκοσμον, ἄκριτον, θορύβου μεστήν, θορύβου πλέαν, ἀκολασίας,
ἀκοσμίας, πάμφυλον παγγενῆ, ἠρανισμένην, ξένου λεὼ μεστήν,
πολύξενον, ξενίζουσαν, ἀλλοφύλου δήμου πλέαν
στήν, πανδημίας ὑπόπλεων, ἐπεισάκτου τροφῆς δεομένην, οὐκ ἀρ-
75

κοῦσαν τρέφειν τοὺς οἰκήτορας, εἰσαγωγῆς χρῄζουσαν, εἰσαγωγίμων


σιτίων, ἐπεισάκτων τροφῶν· ἣν ἡ θάλαττα μᾶλλον τῆς γῆς τρέφει,
ἣν ἔμποροι μᾶλλον τῶν γεωργῶν τρέφουσιν. ὁμοίως δὲ καὶ τὴν πε-
διάδα ψέγων εἴποις ἂν κοίλην, ὑπτίαν, ἑλώδη, εὐέφοδον, εὐάλωτον, ἣν
ἐξ ἐπιδρομῆς ἄν τις ἕλοι· τὴν δ' ὄρειον ψέγων δύσμικτος ἐρεῖς, δύς-
οδος, ἀτριβής, ἀπρόσμικτος ἀπροσπέλαστος, δύσξενος, δύσβατος
δύσπορος, ἀνάντης, ἄγροικος, χαράδρα, φάραγξ, θηρίων μᾶλλον
ἢ ἀνθρώπων πόλις, αἰγίβοτος μᾶλλον ἢ ἀστική, δυσχείμερος δύσθερος,
δυσχερὴς χειμῶνος ὑπὸ τῶν νιφετῶν, θέρους ἄσκιος. καὶ ἄλλως
δ' ἐπαινῶν ἐρεῖς εὐανδρουμένην, ἀκμάζουσαν, εὐθηνοῦσαν· κἂν ψέγῃς,
φλεγμαίνουσαν, ὀχληράν ὀχλώδη, θλιβομένην, ἀχλυώδη, βαρεῖαν, πο-
λυπράγμονα, φορτικὴν διὰ πλήθους, θορύβου πλέα, ὠθισμοῦ, στε-
νοχωρίας, ταραχώδης. ἐν ᾗ δὲ ὀλίγον τὸ πλῆθος, ὀλιγάνθρωπος, ἐν
εὐρυχωρίᾳ, ἐν σχολῇ, ἐν ἡσυχίᾳ, ἀπράγμων, ἄλυπος·

Pseudo-Apollodorus Myth., Bibliotheca (sub nomine Apollodori)


Chapter 2, section 31, line 4

ἀκουσίως ἀδελφὸν Δηλιάδην, ὡς δέ τινές φασι Πειρῆνα,


ἄλλοι δὲ Ἀλκιμένην, πρὸς Προῖτον ἐλθὼν καθαίρεται.
καὶ αὐτοῦ Σθενέβοια ἔρωτα ἴσχει, καὶ προσπέμπει λό-
γους περὶ συνουσίας. τοῦ δὲ ἀπαρνουμένου, λέγει πρὸς
Προῖτον ὅτι Βελλεροφόντης αὐτῇ περὶ φθορᾶς προς-
επέμψατο λόγους. Προῖτος δὲ πιστεύσας ἔδωκεν ἐπι-
στολὰς αὐτῷ πρὸς Ἰοβάτην κομίσαι, ἐν αἷς ἐνεγέγραπτο
Βελλεροφόντην ἀποκτεῖναι. Ἰοβάτης δὲ ἀναγνοὺς ἐπέ-
ταξεν αὐτῷ Χίμαιραν κτεῖναι, νομίζων αὐτὸν ὑπὸ τοῦ
θηρίου διαφθαρήσεσθαι· ἦν γὰρ οὐ μόνον ἑνὶ ἀλλὰ
πολλοῖς οὐκ εὐάλωτον, εἶχε δὲ προτομὴν μὲν λέοντος,
οὐρὰν δὲ δράκοντος, τρίτην δὲ κεφαλὴν μέσην αἰγός,  
δι' ἧς πῦρ ἀνίει. καὶ τὴν χώραν διέφθειρε, καὶ τὰ
βοσκήματα ἐλυμαίνετο· μία γὰρ φύσις τριῶν θηρίων
εἶχε δύναμιν. λέγεται δὲ τραφῆναι μὲν ὑπὸ Ἀμισω-
δάρου, καθάπερ εἴρηκε καὶ Ὅμηρος, γεννηθῆναι δὲ ἐκ
Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης, καθὼς Ἡσίοδος ἱστορεῖ. ἀνα-
βιβάσας οὖν ἑαυτὸν ὁ Βελλεροφόντης ἐπὶ τὸν Πήγασον,
ὃν εἶχεν ἵππον ἐκ Μεδούσης πτηνὸν γεγεννημένον
Chariton Scr. Erot., De Chaerea et Callirhoe Book 1, chapter 4, section
2, line 3

οὖν ὁ Χαιρέας ἤρξατο κολακεύειν, καὶ ἡ γυνὴ ταχέως αὐτοῦ τὴν


μετάνοιαν ἠσπάζετο. ταῦτα μᾶλλον ἐξέκαυσε τὸν ἔρωτα, καὶ οἱ
76

ἀμφοτέρων αὐτῶν γονεῖς μακαρίους αὑτοὺς ὑπελάμβανον τὴν τῶν


τέκνων ὁρῶντες ὁμόνοιαν.
 Ὁ δὲ Ἀκραγαντῖνος διαπεπτωκυίας αὐτῷ τῆς πρώτης τέχνης
ἥπτετο λοιπὸν ἐνεργεστέρας καὶ κατεσκεύασέ τι τοιοῦτον. ἦν αὐτῷ  
παράσιτος στωμύλος καὶ πάσης χάριτος ὁμιλητικῆς ἔμπλεως. τοῦτον
ἐκέλευσεν ὑποκριτὴν ἔρωτος γενέσθαι. τὴν ἅβραν γὰρ τῆς Καλλιρόης
καὶ τιμιωτάτην τῶν θεραπαινίδων πρὸ πάντων φίλην ἐποίει. μόλις
οὖν ἐκεῖνος πλὴν ὑπηγάγετο τὴν μείρακα μεγάλαις δωρεαῖς τῷ τε
λέγειν ἀπάγξεσθαι μὴ τυχὼν τῆς ἐπιθυμίας. γυνὴ δὲ εὐάλωτόν
ἐστιν, ὅταν ἐρᾶσθαι δοκῇ. ταῦτ' οὖν προκατασκευασάμενος ὁ
δημιουργὸς τοῦ δράματος ὑποκριτὴν ἕτερον ἐξηῦρεν, οὐκέτι ὁμοίως
εὔχαριν, ἀλλὰ πανοῦργον καὶ ἀξιόπιστον λαλῆσαι. τοῦτον προδι-
δάξας ἃ χρὴ πράττειν καὶ λέγειν, ὑπέπεμψεν ἀγνῶτα τῷ Χαιρέᾳ.
προσελθὼν δὲ ἐκεῖνος αὐτῷ περὶ τὰς παλαίστρας ἀλύοντι “κἀμοὶ”
φησὶν “υἱὸς ἦν, ὦ Χαιρέα, σὸς ἡλικιώτης, πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν,
ὅτε ἔζη. τελευτήσαντος δὲ αὐτοῦ σὲ υἱὸν ἐμαυτοῦ νομίζω, καὶ γὰρ εἶ
κοινὸν ἀγαθὸν πάσης Σικελίας εὐτυχῶν. δὸς οὖν μοι σχολάζοντα
σεαυτὸν καὶ ἀκούσῃ μεγάλα πράγματα ὅλῳ τῷ βίῳ σου διαφέροντα.”
 Τοιούτοις ῥήμασιν ὁ μιαρὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος τοῦ μειρακίου τὴν

Κλήμης Αλεξανδρινός. Paedagogus Book 3, chapter 2, subchapter 6,


section 4, line 3

  Νῦν δ' ἕρπε ἀπ' οἴκων τῶνδε· τὴν γυναῖκα γὰρ


  τὴν σώφρονα οὐ δεῖ τὰς τρίχας ξανθὰς ποιεῖν,
ἀλλ' οὐδὲ τὰς παρειὰς φυκοῦν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς
ὑπογράφεσθαι. Λελήθασι δὲ σφᾶς αἱ κακοδαίμονες τὸ
οἰκεῖον ἀπολλύουσαι κάλλος τοῦ ὀθνείου τῇ ἐπεισαγωγῇ·
ἅμα γοῦν ἡμέρᾳ σπαρασσόμεναι καὶ ἀποτριβόμεναι
καὶ φυράμασί τισι καταπλαττόμεναι τρύχουσι μὲν τὸν
χρῶτα, θρύπτουσι δὲ τὴν σάρκα τοῖς φαρμάκοις καὶ τῇ
περιεργίᾳ τῶν ῥυμμάτων τὸ οἰκεῖον μαραίνουσιν ἄνθος. Διὰ
τοῦτό τοι ὠχραὶ μὲν ἐκ καταπλασμάτων καταφαίνονται,
εὐάλωτοι δὲ ὑπὸ νόσων γίνονται τακερὰν ἤδη τὴν σάρκα,
φαρμάκοις τὴν ἐσκιαγραφημένην, ἔχουσαι, τῶν ἀνθρώπων
τὸν δημιουργὸν ἀτιμάζουσαι, ὡς οὐ κατ' ἀξίαν δεδωρημένον
τὸ κάλλος. Εἰκότως ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας γίνονται,
καθάπερ ἐζωγραφημέναι, καθεζόμεναι εἰς θέαν, οὐκ εἰς
οἰκουρίαν γεγενημέναι. Διὰ τοῦτό τοι ἡ παρὰ τῷ κωμικῷ
ἐπιλογιστικὴ γυνὴ λέγει·  
77

Κλήμης Αλεξανδρινός. Stromata Book 6, chapter 15, section 124,


subsection 6, line 3

ὅσον ἐπ' αὐτοῖς, ἀποστεροῦντες δὲ τοῦ κυρίου τὴν ἀληθῆ διδασκα-


λίαν, οἱ μὴ κατ' ἀξίαν τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ κυρίου τὰς γραφὰς λα-
λοῦντές τε καὶ παραδιδόντες· παραθήκη γὰρ ἀποδιδομένη θεῷ ἡ
κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν διὰ τῶν ἀποστόλων αὐτοῦ τῆς
θεοσεβοῦς παραδόσεως σύνεσίς τε καὶ συνάσκησις· «ὃ δὲ ἀκούετε εἰς
τὸ οὖς» (ἐπικεκρυμμένως δηλονότι καὶ ἐν μυστηρίῳ, τὰ τοιαῦτα γὰρ
εἰς τὸ οὖς λέγεσθαι ἀλληγορεῖται), «ἐπὶ τῶν δωμάτων», φησί, «κη-
ρύξατε», μεγαλοφρόνως τε ἐκδεξάμενοι καὶ ὑψηγόρως παραδιδόντες
καὶ κατὰ τὸν τῆς ἀληθείας κανόνα διασαφοῦντες τὰς γραφάς· οὔτε
γὰρ ἡ προφητεία οὔτε ὁ σωτὴρ αὐτὸς ἁπλῶς οὕτως, ὡς τοῖς ἐπι-
τυχοῦσιν εὐάλωτα εἶναι, τὰ θεῖα μυστήρια ἀπεφθέγξατο, ἀλλ' ἐν
παραβολαῖς διελέξατο. λέγουσιν γοῦν οἱ ἀπόστολοι περὶ τοῦ κυρίου,
ὅτι «πάντα ἐν παραβολαῖς ἐλάλησεν καὶ οὐδὲν ἄνευ παραβολῆς ἐλάλει
αὐτοῖς». εἰ δὲ «πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο  
οὐδὲ ἕν», καὶ ἡ προφητεία ἄρα καὶ ὁ νόμος δι' αὐτοῦ τε ἐγένετο
καὶ ἐν παραβολαῖς ἐλαλήθησαν δι' αὐτοῦ· πλὴν «ἅπαντα ὀρθὰ
ἐνώπιον τῶν συνιέντων», φησὶν ἡ γραφή, τουτέστι τῶν ὅσοι ὑπ' αὐτοῦ
σαφηνισθεῖσαν τὴν τῶν γραφῶν ἐξήγησιν κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸν
κανόνα ἐκδεχόμενοι διασῴζουσι· κανὼν δὲ ἐκκλησιαστικὸς ἡ συνῳδία
καὶ ἡ συμφωνία νόμου τε καὶ προφητῶν τῇ κατὰ τὴν τοῦ κυρίου
παρουσίαν παραδιδομένῃ διαθήκῃ. γνώσει μὲν οὖν ἕπεται φρόνησις,

Epictetus Phil., Dissertationes ab Arriano digestae Book 4, chapter 5,


section 27, line 2

τὸ κακόν· οὐ πρόσοδος αὐτοῖς πρὸς τὰ ἐμά.’


 Οὕτως καὶ ἐχυρὰν πόλιν οἱ οἰκοῦντες καταγελῶσι
τῶν πολιορκούντων· ‘νῦν οὗτοι τί πρᾶγμα ἔχουσιν ἐπὶ
τῷ μηδενί; ἀσφαλές ἐστιν ἡμῶν τὸ τεῖχος, τροφὰς ἔχο-
μεν ἐπὶ πάμπολυν χρόνον, τὴν ἄλλην ἅπασαν παρα-
σκευήν.’ ταῦτά ἐστι τὰ πόλιν ἐχυρὰν καὶ ἀνάλωτον
ποιοῦντα, ἀνθρώπου δὲ ψυχὴν οὐδὲν ἄλλο ἢ δόγματα.
ποῖον γὰρ τεῖχος οὕτως ἰσχυρὸν ἢ ποῖον σῶμα οὕτως
ἀδαμάντινον ἢ ποία κτῆσις ἀναφαίρετος ἢ ποῖον ἀξίω-
μα οὕτως ἀνεπιβούλευτον; πάντα πανταχοῦ θνητά, εὐά-
λωτα, οἷς τισιν τὸν ὁπωσοῦν προσέχοντα πᾶσα ἀνάγκη
ταράσσεσθαι, κακελπιστεῖν, φοβεῖσθαι, πενθεῖν, ἀτελεῖς
ἔχειν τὰς ὀρέξεις, περιπτωτικὰς ἔχειν τὰς ἐκκλίσεις.
εἶτα οὐ θέλομεν τὴν μόνην δεδομένην ἡμῖν ἀσφάλειαν
ἐχυρὰν ποιεῖν; οὐδ' ἀποστάντες τῶν θνητῶν καὶ δού-
78

λων τὰ ἀθάνατα καὶ φύσει ἐλεύθερα ἐκπονεῖν; οὐδὲ


μεμνήμεθα, ὅτι οὔτε βλάπτει ἄλλος ἄλλον οὔτε ὠφελεῖ,  
ἀλλὰ τὸ περὶ ἑκάστου τούτων δόγμα, τοῦτό ἐστι τὸ
βλάπτον, τοῦτο τὸ ἀνατρέπον, τοῦτο μάχη, τοῦτο στά-
σις, τοῦτο πόλεμος; Ἐτεοκλέα καὶ Πολυνείκη τὸ πεποι-
ηκὸς οὐκ ἄλλο ἢ τοῦτο, τὸ δόγμα τὸ περὶ τυραννίδος,

Σωράνος ιατρός. Gynaeciorum libri iv Book 1, chapter 47, section 1,


line 5

καὶ πολλῆς ἐξιδρώσεως, εἰς τὸ μὴ θρυπτόμενον ἐξατονίζεσθαι τὸ σῶμα·


χρῆσθαι δὲ καὶ ψυχρῷ συμμέτρως, ὡς μὴ φρικώδη γενέσθαι συναίσθη-
σιν. μετὰ δὲ τὴν ἀποθεραπείαν δεῖ νηστεύειν, ἕως ἂν ἠρεμήσῃ τὸ
σῶμα καὶ ἡ ταραχὴ τοῦ πνεύματος καὶ ὁ σάλος τῶν ὑγρῶν ἀπογαλη-
νωθῇ. προπίνειν δὲ μέχρι πλείονος ὕδωρ ὕστερον, ἀλλ' εἰ σύνηθες,
καὶ οἰνάριον ὀλίγον.
 μηδεὶς δὲ ὑπολαμβανέτω, διότι, κἂν παραβαινούσης τινὸς ἔνια
τῶν εἰρημένων ἢ πάντα μὴ γίνηται τοῦ συλληφθέντος ἔκτρωσις, οὐχὶ
πάντως ἠδίκηται τὸ συλληφθέν. βέβλαπται γὰρ ὥστε καὶ ἀτονώτερον
γίνεσθαι καὶ ἀναυξητότερον καὶ δυστροφώτερον καὶ τὸ κοινὸν εὐαδί-
κητον εὐάλωτόν τε τοῖς βλάπτουσιν καὶ κακόμορφον καὶ κατὰ ψυχὴν
ἀγενές. χωρὶς εἰ μὴ τῶν μὲν οἰκοδομουμένων ὅστις ἂν πεπηγόσιν
ἐποικοδομῆται τοῖς θεμελίοις οἶκος, δυσπερίτρεπτος μένει πλείοσιν
χρόνοις, ὅσα δὲ σαθροῖς καὶ ἀπήκτοις, ῥᾳδίως καὶ πρὸς ὀλίγην ἀφορ-
μὴν ἀπορρίπτεται, τῶν δὲ ζῴων ἡ γέννησις οὐκ ἂν εἴη διάφορος
παρὰ τὸ τοῖς πρώτοις ὡσανεὶ στοιχείοις καὶ θεμελίοις διαφόροις ἐξ-
ερεισθῆναι. τοῦ σπέρματος δὲ ἀποπτυσθέντος καταληφθήσεται μὲν τὸ
γεγονὸς ἐκ τοῦ κάθυγρον τὸν γυναικεῖον κόλπον ὑπάρχειν, διορθώ-
σεως δὲ τεύξεται πρὸς τὸ μὴ καὶ δεύτερον τὴν αὐτὴν τῆς συλλήψεως
ἀποτυχίαν γενέσθαι. καὶ διὰ τοῦτο περιαιρεῖν μέν, εἴ τις σωματικὴ
κίνησις, παραμυθεῖσθαι δὲ | τὴν ψυχήν, εἰ βιωτικαὶ φροντίδες

Σωράνος ιατρός. Gynaeciorum libri iv Book 2, chapter 30, section 2,


line 2

εἰς δὲ τὴν εὔχυλον καὶ ὑγιεινὴν ἐπιστρεπτέον δίαιταν. καὶ τὰ μὲν


περὶ τῶν γαλούχων ταῦτα, ἀνακαμπτέον δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ τῶν εἰς
τὴν τοῦ βρέφους ἐπιμέλειαν.  
    

Περὶ λουτροῦ καὶ τρίψεως τῶν βρεφῶν.


79

 Προσεκτέον τοίνυν ἀκριβέστερον τοῖς λουτροῖς, ἵνα μήτε


συνεχῶς λούηται τὸ βρέφος μήτε ἐπὶ πολὺ καθέψηται διὰ τῆς ἐξαντλή-
σεως, ὅπερ αἱ πλεῖσται πράττουσιν γυναῖκες· τρὶς γὰρ αὐτὸ λούουσι
δι' ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ μέχρι τῆς ἐκλύσεως καταντλοῦσιν ἡδόμεναι
τῷ μετὰ τὸ λουτρὸν αὐτὸ κεκοπωμένον ἡσυχάζειν τε καὶ κοιμᾶσθαι.
τοῦτο δ' ἐστὶ βλαβερώτερον· ἄτονον γὰρ γίνεται τὸ σῶμα καὶ εὐπαθὲς
καὶ εὐπερίψυκτον καὶ πρὸς πᾶσαν βλάβην εὐάλωτον, ἐξοχώτερον δὲ
κεφαλὴν πέφυκεν ἀδικεῖσθαι καὶ τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις. ὅθεν καὶ καθ'
ἡμέραν μὲν αὐτὸ δεῖ λούειν, οὐδέποτε δὲ νυκτός, ἀλλ' οὐδὲ δὶς οὐδὲ
τρίς, μόνον δὲ ὅταν ἐπείγῃ τι, μολυνόμενον ἐπὶ πλεῖον ἢ ἐξανθήμασιν
τραχυνόμενον. |
 ὁ δὲ τρόπος ὁ τοῦ λουτροῦ καὶ τῆς τρίψεως τοιοῦτός
ἐστιν. δεῖ πρῶτον οἰκημάτιον ἐκλέγειν συμμέτρως θερμὸν καὶ τὴν
αὐγὴν ἀποκλίνειν. καθίσασαν δὲ τὴν μαῖαν καὶ ἐπὶ τῶν μηρῶν καὶ
ἐπὶ τῶν γονάτων ἁπλώσασαν ὠμόλινον ἢ ῥάκος, ἔπειτα κατακλίνειν
τὸ βρέφος καὶ ἀποσπαργανώσασαν ἀλείφειν ἐλαίῳ χλιαρῷ· εἶτα κατέ-
χουσαν τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ τὸν δεξιὸν βραχίονα ὑπὸ τὴν μασχάλην,

Gorgias Rhet., Soph., Fragmenta Fragment 23, line 6

φαίνετο Γ. αὑτῶι μὲν ἀξιώσει τὰ δίκαια τὸν φίλον ὑπουργεῖν, ἐκείνωι


δ' αὐτὸς ὑπηρετήσει πολλὰ καὶ τῶν μὴ δικαίων.
  – de mul. virt. p. 242E ἡμῖν δὲ κομψότερος μὲν ὁ Γ. φαίνεται,
κελεύων μὴ τὸ εἶδος ἀλλὰ τὴν δόξαν εἶναι πολλοῖς γνώριμον τῆς
γυναικός.
  – de glor. Ath. 5 p. 348c ἤνθησε δ' ἡ τραγωιδία καὶ διε-
βοήθη, θαυμαστὸν ἀκρόαμα καὶ θέαμα τῶν τότ' ἀνθρώπων γενομένη καὶ
παρασχοῦ-
σα τοῖς μύθοις καὶ τοῖς πάθεσιν ἀπάτην, ὡς Γ. φησίν, ἣν ὅ τ' ἀπατήσας δι-
καιότερος τοῦ μὴ ἀπατήσαντος καὶ ὁ ἀπατηθεὶς σοφώτερος τοῦ μὴ  
ἀπατηθέντος. ὁ μὲν γὰρ ἀπατήσας δικαιότερος ὅτι τοῦθ' ὑποσχόμενος
πεποίη-
κεν, ὁ δ' ἀπατηθεὶς σοφώτερος· εὐάλωτον γὰρ ὑφ' ἡδονῆς λόγων τὸ μὴ
ἀναίσθητον.
 PLUT. Quaest. conv. VII 10, 2 p. 715E Γ. εἶπεν ἓν τῶν δρα-
μάτων αὐτοῦ [Aischylos] μεστὸν Ἄρεως εἶναι, τοὺς Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας.
 PROCL. Vit. Hom. p. 26, 14 Wil. Ἑλλάνικος [F GrHist. 4 F 5
I 109, 10] δὲ καὶ Δαμάστης [ebd. 5 F 11] καὶ Φερεκύδης [ebd. 3 F 167]
εἰς
Ὀρφέα τὸ γένος ἀνάγουσιν αὐτοῦ [Homers] ... Γ. δὲ ὁ Λεοντῖνος εἰς
80

Μουσαῖον αὐτὸν ἀνάγει.

Δίων Χρυσόστομος. Orationes Oration 11, section 96, line 2

ὄντα καιρὸν μάχης ξυνεῖναι, καὶ μέχρι μὲν ἤκμαζεν ὁ Ἀχιλλεὺς


καὶ νεαλὴς ὢν ἐμάχετο, μὴ ξυμφέρεσθαι αὐτῷ, μόνον δὲ τοὺς
ἄλλους παρακαλεῖν· ἐπεὶ δ' ᾐσθάνετο κάμνοντα ἤδη καὶ πολὺ τῆς
πρότερον ὑφεικότα ὁρμῆς, ἅτε οὐ ταμιευσάμενον ἐν τῷ ἀγῶνι, καὶ
ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ κοπωθέντα μείζονος ἐρρυηκότος ἀπείρως δια-
βαίνοντα, καὶ ὑπό τε Ἀστεροπαίου τοῦ Παίονος [ἑώρα] τετρωμένον,
Αἰνείαν τε συστάντα αὐτῷ καὶ μαχεσάμενον ἐπὶ πλέον, ὁπότε δὲ
ἐβουλήθη ἀσφαλῶς ἀποχωρήσαντα, Ἀγήνορα δὲ οὐ καταλαβόντα
ὁρμήσαντα διώκειν· καίτοι τούτῳ μάλιστα προεῖχεν ὁ Ἀχιλλεὺς
ὅτι ἐδόκει τάχιστος εἶναι· καταφανὴς οὖν ἐγεγόνει αὐτῷ διὰ τού-
των ἁπάντων εὐάλωτος ὤν, ἅτε δεινῷ τὴν πολεμικὴν τέχνην· ὥστε
θαρρῶν ἀπήντησεν αὐτῷ κατὰ μέσον τὸ πεδίον. καὶ τὸ μὲν πρῶ-
τον ἐνέκλινεν ὡς φεύγων, ἀποπειρώμενος αὐτοῦ, ἅμα δὲ κοπῶσαι
βουλόμενος, ὁτὲ μὲν περιμένων, ὁτὲ δὲ ἀποφεύγων· ἐπεὶ δὲ ἑώρα
βραδύνοντα καὶ ἀπολειπόμενον, οὕτως ὑποστρέψας αὐτὸς ἧκεν ἐπ'  
αὐτὸν οὐδὲ τὰ ὅπλα φέρειν ἔτι δυνάμενον, καὶ συμβαλὼν ἀπέκτεινε
καὶ τῶν ὅπλων ἐκράτησεν, ὡς καὶ τοῦτο Ὅμηρος εἴρηκε. τοὺς δὲ
ἵππους διῶξαι μέν φησι τὸν Ἕκτορα, οὐ λαβεῖν δέ, κἀκείνων ἁλόν-
των. τὸ μὲν οὖν σῶμα μόλις διέσωσαν ἐπὶ τὰς ναῦς οἱ Αἴαντες.
οἱ γὰρ Τρῶες ἤδη θαρροῦντες καὶ νικᾶν νομίζοντες, μαλακώτερον
ἐφείποντο· ὁ δὲ Ἕκτωρ ἐνδυσάμενος τὰ τοῦ Ἀχιλλέως ὅπλα ἐπί

Aspasius Phil., In ethica Nichomachea commentaria P. 119, line 18

μεγαλοθύμου· ὁ δ' Ἀριστοτέλης τὸν μέσως ἔχοντα ἐν ταῖς ὀργαῖς πρᾷον


ὀνο-μάζει, μᾶλλον δὲ ἀποκλίνειν τὴν πραότητά φησι πρὸς τὴν ἔλλειψιν.
χρῆται μὲν γὰρ τῇ ὀργῇ ὁ πρᾷος, ἀλλ' ἥκιστα καὶ ὀλιγάκις· ἀνώνυμα δὲ
λέγει σχε-δὸν καὶ τὰ ἄκρα, διὰ τὸ μᾶλλον μὲν τὴν πραότητα τῆς
ὀργιλότητος ὠνομά-σθαι κατὰ τῶν μὴ δεόντως χρωμένων τῇ ὀργῇ· οὐ
μὴν ἀλλὰ τὴν φυσικὴν
διάθεσιν μᾶλλον ἐμφαίνειν τὴν ἕξιν, ἥτις ἤδη κακία ἐστίν· ἡ δὲ ἔλλειψις
καὶ
παντελῶς ἀνώνυμος. ζητεῖ γοῦν καὶ αὐτὸς ἔτι πότερον ἀοργησίαν ἢ ἄλλο
τι
81

ὀνομαστέον. ὅτι δέ ἐστιν ἐπαινετὴ ἡ πραότης ὑπομιμνήσκει· τὸ μὲν γὰρ


πά-
θος, περὶ ὃ ἡ πραότης τυγχάνει οὖσα, ὀργή ἐστι, τὰ δ' ἐμποιοῦντα τὴν
ὀργὴν πολλά· ἐκ πολλῶν γὰρ οἱ ἄνθρωποι κινοῦνται πρὸς τοὺς θυμούς.
 Τὸ δὲ μὴ ἄγεσθαι ὑπὸ τοῦ πάθους τούτου μηδ' εὐάλωτον εἶναι
ἄλλως τῷ θυμῷ ἐπαινετόν. τοῦτο δέ ἐστιν ὃ λέγει, ὅτι χρὴ τὸ θυμοειδὲς
μέρος τῆς ψυχῆς πεπαιδεῦσθαι ὡς μηδὲν παρὰ τὸν λόγον πράττειν ἀλλὰ
συν-
εξορμᾶν τῷ λόγῳ, σύμφωνον αὐτῷ ὄντα. ἀτάραχος δὴ ὢν ὁ πρᾷος
μᾶλλον
δοκεῖ ἁμαρτάνειν ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν τοῖς μὴ ὀρθῶς σκοποῦσιν, οἷς
ἁμαρτάνειν
δοκεῖ· ἁμαρτάνει μὲν γὰρ οὐδαμῶς, συγγνωμονικὸς δ' ὢν τὰ πολλὰ καὶ
οὐ
τιμωρητικός, ἂν μὴ ὁ λόγος ὑπαγορεύῃ, αἰτίαν ἔχει τῆς παρὰ καιρὸν ἀορ-
γησίας. καὶ ὅτι μὲν ἀνδραποδῶδες ἡ ἔλλειψις, φανερὸν πεποίηκεν. ἡ δ'
ὑπερβολὴ οὐ μονοειδής· ἔστι μὲν γὰρ πᾶσα κακία πολυειδὴς καὶ τοῦ
ἀπείρου,

Polyaenus Rhet., Excerpta Polyaeni Excerpt 13, section 9, line 6

 Ὅτι ὁ αὐτὸς βουλόμενος τὰς Ἀθήνας λαβεῖν τῷ τοῦ


φθινοπώρου καιρῷ ἐσπείσατο πρὸς Ἀθηναίους. οἱ δὲ εἰρήνην
προσδοκῶντες καὶ σπείραντες τὸν σῖτον ὀλίγον ἐφύλαξαν προς-
δοκῶντες θερίσαι. ἐπεὶ δὲ ἤκμαζον οἱ καρποὶ, Ἀντίγονος
δῃώσας τὰς χώρας ἄνευ μάχης ἔλαβεν τὰς Ἀθήνας.
 Ὅτι Μάριος, ἡνίκα τοῖς ἀπὸ τῶν χειμερίων τόπων ὡρμη-
μένοις ἔμελλεν συνάπτειν πόλεμον, ἐν μεσούσῃ ἡμέρᾳ καύ-
ματος ἡλιακοῦ ὑπόντος συνῆπτε τὸν πόλεμον, ὡς ἂν τῷ
ἀήθει τῆς ἡλιακῆς θέρμης καταθαλπόμενοι, οἳ πολλάκις καὶ
τὰς ἀσπίδας ὑπὲρ κεφαλῆς ἐν τούτῳ προετίθουν, εὐαλωτότεροι γένοιντο.

Προτροπὴ εἰς ἀνδρείαν καὶ πειθανάγκην.

 Ὅτι Λεωτυχίδης περὶ Μυκάλην τῶν Ἑλλήνων ναυμα-


χούντων καὶ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων φοβουμένων γνώμῃ
μᾶλλον ἢ φόβῳ μετέβαλεν ἁπάντων τὸ φρόνημα πλασάμενος
ἀγγελίαν ἥκειν, ὡς τῶν ἐν Πλαταιαῖς Ἑλλήνων τοὺς Πέρσας
νενικηκότων. οἱ δὲ Ἴωνες τῇ ἀγγελίᾳ θαρρήσαντες θαρσα-
λεώτερον ἐπέθεντο τοῖς Ἕλλησι καὶ τῆς μάχης ἐκράτησαν.  
 Ὅτι Μυρωνίδης Ἀθηναίους ἦγεν ἐπὶ Θήβας καὶ προ-
82

ελθὼν εἴς τι πεδίον ἐκέλευσεν αὐτοὺς θεῖναι τὰ ὅπλα καὶ


περισκοπεῖν ἐν κύκλῳ. τῶν δὲ περισκοπούντων ‘ὁρᾶτε, ἔφη,

Φλάβιος Φιλόστρατος. Vita Apollonii Chapter 8, section 13, line 6

δ' ἠκροαμένος, οἶμαι, τούτου, μὰ Δία, οὐχ ἅπαξ,


ἀλλὰ καὶ πάλιν, εἰ μὴ ἐκλέλησμαι Δημητρίου, ἃ δ'
οὔπω ἴστε, δίειμι, διείρων ἀπὸ τῆς προρρήσεως καὶ
τοῦ γυμνὸς ἐσελθεῖν.” διῄει δὲ καὶ τοὺς ἑαυτοῦ
λόγους καὶ ἐπὶ πᾶσι τὸ “οὐ γάρ με κτενέεις” καὶ τὸ
ἀπελθεῖν τῆς κρίσεως, ὡς ἀπῆλθε. τότε ἀναβοήσας
Δημήτριος “ἐγὼ μὲν ᾤμην σεσωσμένον ἀφῖχθαί σε,
σοὶ δ' ἀρχὴ κινδύνων ταῦτα, ξυλλήψεται γάρ σε
καταγγελλόμενον καὶ πάσης ἀποστροφῆς εἰργόμενον.”  
ὁ δ' ἐρρῶσθαι τῷ Δημητρίου δέει φράζων “εἰ γὰρ
καὶ ὑμεῖς” εἶπεν “ὧδε αὐτῷ εὐάλωτοι ἦτε· ἀλλ'
ὅπως μὲν τἀκείνου νῦν ἔχει, ἐγὼ οἶδα· κολακευόν-
των γὰρ ἀεὶ λόγων ἀκροατὴς γιγνόμενος νῦν ἐπι-
πληττόντων ἠκρόαται, ῥήγνυνται δ' ὑπὸ τῶν τοι-
ούτων αἱ τύραννοι φύσεις καὶ περὶ ταῦτα χολῶσιν.
ἐμοὶ δὲ ἀναπαύλης δεῖ γόνυ οὔπω κάμψαντι ἐκ τοῦ
ἄθλου.” καὶ ὁ Δάμις “ἐγώ, Δημήτριε, διεκείμην μὲν
οὕτως” ἔφη “πρὸς τὰ τοῦδε τοῦ ἀνδρὸς πράγματα,
ὡς καὶ τῆς ὁδοῦ ταύτης ἀπάγειν αὐτόν, ἐφ' ἧς ἥκει,
ξυνεβούλευες δέ που καὶ σὺ ταῦτα

Φλάβιος Φιλόστρατος. De gymnastica Section 29, line 15

τοῖς πεπονηκόσι, καὶ ἰσχίον τούτοις ἄναιμον καὶ τὰ


μυώδη ἀσθενῆ. γυμναζομένων δὲ πλείους ἔλεγχοι·
καὶ γὰρ νωθροὶ καὶ ὠμοὶ τὸ αἷμα ὑπὸ ψυχρότητος
καὶ οἱ ἱδρῶτες ἐπιπολάζοντες μᾶλλον ἢ τῶν κυρτῶν
τε καὶ κοίλων ἀνίσχοντες, καὶ οὐδὲ ἐπανθοῦσιν
οὗτοι τοῖς πόνοις, εἰ μὴ ἀπαντλοῖμεν τοὺς ἱδρῶτας.
τινὲς οὐδὲ ἐπιτήδειοι ἐς ῥᾳστώνην, ἀλλὰ ἀνοχῶν
δέονται, ἀναλίσκονται δὲ καὶ πόνοις ὑπὲρ τὰ πονη-
θέντα. ἐγὼ δὲ τούτους πάντων ἀπαξιῶ τῶν ἐν
ἀγωνίᾳ – τοῦτο γὰρ ἐς ἄνδρα οὐ βεβαιοῖ – παγ-
κρατίου δὲ καὶ πυγμῆς μάλιστα, εὐάλωτοι γὰρ πλη-
γαῖς τε καὶ τραύμασιν οἱ μηδὲ τὸ δέρμα ἐῤῥωμένοι.
γυμναστέοι δὲ ὅμως, μᾶλλον δὲ κολακευτέοι τῷ
83

γυμνάζοντι, ἐπειδὴ δέονται τούτου καὶ πονοῦντες καὶ


γυμναζόμενοι. εἰ δὲ κατὰ τὸν ἕτερον τῶν τοιούτων
ἡ σπορὰ παρηβηκυῖα φαίνεται, τὰ μὲν ἐλαττώματα
ἔσται ὅμοια, ἧττον δὲ ἐπίδηλα. τὰς δὲ νοσώδεις τῶν
ἕξεων ἐξελέγξει τὸ αἷμα, θολερὸν γάρ που ἀνάγκη
αὐτὸ φαίνεσθαι καὶ βεβυθισμένον ὑπὸ τῆς χολῆς.

Φλάβιος Φιλόστρατος. De gymnastica Section 34, line 11

 Ὁ δὲ πυκτεύων μακρόχειρ ἔστω καὶ εὔπηχυς


καὶ τὸν βραχίονα μὴ ἄνω σφριγῶν καὶ τοὺς ὤμους
[καὶ] εὔλοφος καὶ ὑψαύχην. καρποὶ δὲ πήχεων οἱ μὲν
παχεῖς βαρύτεροι ἐς τὸ πλήττειν, οἱ δὲ ἧττον παχεῖς  
ὑγροί τέ εἰσι καὶ σὺν ῥᾳστώνῃ παίοντες. ἐρειδέτω
δὲ αὐτὸν καὶ ἰσχίον εὐπαγές, ἡ γὰρ προβολὴ τῶν
χειρῶν ἀποκρεμάννυσι τὸ σῶμα, εἰ μὴ ἐπὶ βεβαίου
ὀχοῖτο τοῦ ἰσχίου. παχυκνήμους δὲ οὔτ' ἄλλου [μὲν]
οὐδενὸς τῶν ἐν ἀγωνίᾳ ἀξιῶ, πυγμῆς δὲ ἥκιστα·
καὶ γὰρ δὴ καὶ προσβῆναι ταῖς τῶν ἀντιπάλων κνή-
μαις ἀργοὶ καὶ εὐάλωτοι τῷ προσιόντι. ἐχέτω δὴ
κνήμην μὲν ὀρθὴν [καὶ] ξυμμέτρως (τῶν) μηρῶν
ἀπηλλαγμένων (τε) καὶ ἀφεστηκότων, ὁρμητικώτερον
γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ πυκτεύοντος, ἢν μὴ ξυμβαίνωσιν
οἱ μηροί, γαστὴρ δὲ ἀρίστη μὲν ἡ ὑπεσταλμένη,
κοῦφοι γὰρ δὴ οἱ τοιοίδε καὶ τὸ πνεῦμα ἀγαθοί.
ἔστι δὲ ὅμως τι καὶ παρὰ τῆς γαστρὸς ὄφελος τῷ
πυκτεύοντι, τὰς γὰρ τοῦ προσώπου πληγὰς ἡ τοιάδε
γαστὴρ ἐρύκει προεμβάλλουσα τῇ φορᾷ τοῦ πλήτ-
τοντος.
 Ἴωμεν ἐπὶ τοὺς παλαίσοντας. ὁ παλαιστὴς ὁ

Onasander Tact., Strategicus Chapter 42, section 15T, line 2

εʹ. [Πῶς χρὴ τὸν στρατηγὸν ἀναπαύεσθαι]

 Αὐτὸς οὖν ὁ στρατηγός, ἴσως φήσει τις, ἐξ


ἀδάμαντος ἢ σιδήρου κεχάλκευται μόνος ἄγρυπ-
νος ἑστὼς ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς ἔργοις; οὐ δῆτα·
84

ἀλλὰ παρ' ὃν ἀναπαύεται χρόνον – οὗτος δ'


ὀλίγος ἔστω καὶ σύντομος – , ἕνα τῶν ἐν δόξῃ
πιστοτάτων καὶ ἀνδρειοτάτων ἡγεμόνα τῶν καὶ
τὰ δεύτερα τῆς στρατηγικῆς ἀρχῆς ἐχόντων
ἐπιστησάτω τοῖς ἔργοις.

ϛʹ. [Πῶς τὰ δοκοῦντα τῆς πόλεως μέρη ἀνάλωτα


εἶναι πολλάκις εὐάλωτα γίγνεται

 
Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 1, chapter 63,
section 1, line 48

φαντασιώδεις τοῖς ὀνείρασίν εἰσι, καὶ ἡ ὄψις ἀχλυώδης, καὶ αἱ αἰσθήσεις


οὐκ ἀκριβεῖς. αἱ ψυχραὶ δὲ ἅμα καὶ ξηραὶ κράσεις ἐγκεφάλου ψυχρὰν
καὶ ἄχρουν ἀποτελοῦσι τὴν κεφαλήν, εἰσὶ δὲ καὶ ἄφλεβοι τοὺς ὀφθαλ-
μοὺς καὶ ὑπὸ τῶν ψυχρῶν αἰτιῶν ἑτοίμως βλάπτονται· διὸ καὶ ἀνω-
μάλως ὑγιαίνουσιν. αἱ δὲ αἰσθήσεις αὐτοῖς ἐν νεότητι μὲν ἀκριβεῖς εἰσι
καὶ ἄμεμπτοι, προιοῦσι δὲ ἀπομαραίνονται ταχέως, καὶ συλλήβδην εἰ-
πεῖν ταχύγηροι τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἅπαντά εἰσιν. αἱ τρίχες δὲ αὐ-
τοῖς γεννηθεῖσι μὲν ἀνέρχονται μόγις, ἄτροφοι δὲ καὶ πυρραί. αἱ δὲ
ὑγραὶ καὶ ψυχραὶ κράσεις ἐγκεφάλου κωματώδεις ἐργάζονται καὶ ὑπνη-
λοὺς καὶ φαύλους ταῖς αἰσθήσεσι καὶ περιττωματικοὺς εὐψύκτους τε
καὶ εὐπληρώτους τὴν κεφαλὴν καὶ εὐαλώτους κατάρροις καὶ κορύζαις·
οὐ μὴν φαλακροῦνταί γε οἱ τοιοῦτοι.
      
    

Γαστρὸς κράσεως γνωρίσματα.

 Γαστρὸς δὲ γνωρίσματα τῆς μὲν φύσει ξηροτέρας, εἰ ταχέως διψώ-


δεις γίγνοιντο, καὶ ὀλίγον αὐτοῖς ἀρκοίη ποτόν, καὶ βαρύνοιντο τῷ
πλείονι καὶ κλύδωνας ἴσχοιεν, εἰ ἐπιπολάζοι τὸ περιττεῦον αὐτοῖς,
ἐδέσμασί τε χαίροιεν ξηροτέροις· ὑγροτέρας δέ, εἰ μήτε διψώδεις
γίγνοιντο
καὶ τὸ πλέον ὑγρὸν ἀλύπως φέροιεν ἐδέσμασί τε χαίροιεν ὑγροτέροις.
ἡ δὲ θερμοτέρα φύσει γαστὴρ πέττει μὲν ἄμεινον ἢ ὀρέγεται, καὶ μᾶλ-  
λον ὅσα σκληρὰ καὶ δυσαλλοίωτα, χαίρει δὲ τοῖς πολλοῖς ἐδέσμασί τε

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 2, chapter 15,


85

section 2, line 1

  

Ἐφημέρων πυρετῶν διάγνωσις καὶ θεραπεία.

 Τῶν δὲ ἐφημέρων πυρετῶν ἴδιον καὶ ἀχώριστον σημεῖόν ἐστιν ἡ


τῶν οὔρων πέψις ἐν τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερῶν· καὶ τὸ τῆς θερμασίας δὲ
ἡδὺ τῶν τοιούτων πυρετῶν ἴδιον καὶ ἀχώριστόν ἐστιν. μετὰ δὲ τὴν
πρώτην λύσιν τοῦ πυρετοῦ πιστοτέραν ἕξεις τὴν διάγνωσιν· ἥ τε γὰρ
τῶν ἀρτηριῶν κίνησις ἐν τῷδε καθ' ἅπαν ἐξομοιοῦται τῇ τῶν ὑγιαινόν-
των οὐδενὸς τῶν ἄλλων πυρετῶν εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐπανιόντος· καὶ
ἡ τοῦ κάμνοντος δὲ εὐφορία μέγιστον καὶ αὐτὴ σημεῖον.
 εὐάλωτοι τοῖς τοιούτοις πυρετοῖς εἰσιν, ἐφ' ὧν αἱ ἀπόρροιαι τοῦ
σώματός εἰσιν οὐκ ἀτμώδεις, ἀλλὰ δριμύ τι καὶ οἷον καπνῶδες ἔχουσιν·
οὗτοι δέ εἰσιν οἱ θερμοὶ καὶ ξηροὶ τὴν κρᾶσιν καὶ ὅλως πικρόχολοι.
τοὺς μὲν οὖν ἐπὶ κόπῳ πυρέξαντας λιπαρῶς τε ἅμα καὶ μαλακῶς
ἀνατρίβειν καὶ λούειν, τοὺς δὲ ἐπὶ ξηρότητι τρίβειν μὲν ἔλαττον τού-
των, λούειν δὲ πλέον, τοὺς δὲ ἐπὶ φροντίσι καὶ λύπαις καὶ ἀγρυπνίαις
καὶ θυμοῖς λούειν μὲν μὴ πολλάκις, ἐλαίῳ δὲ πολλῷ χλιαρῷ ἥκιστα
μετέχοντι στύψεως ἀνατρίβειν βραχέα, καὶ λούειν, ὡς ἔθος· τοὺς δὲ
ἐπ' ἐγκαύσεσιν εὐθέως μὲν ἐξ ἀρχῆς χρὴ τοῖς ψύχουσιν ἰᾶσθαι καὶ
λουτροῖς πλείοσιν, ἥκιστα δὲ ἐλαίῳ δαψιλεῖ καὶ τρίψει, τὰ δὲ ψύχοντα
ῥόδινον ἔστω καὶ ἔλαιον ὀμφάκινον χωρὶς ἁλῶν ἐσκευασμένον ψυχρόν·

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber iv Chapter 54, line 8

τάς τε ψυχικὰς ἐνεργείας καὶ τὰς φυσικὰς ἀμέμπτους ἔχει, μέσως δὲ


ἔχει καὶ λείου τριχῶν καὶ δασέος, καὶ μέλανος καὶ λευκοῦ τὴν χρόαν,
τρίχας δὲ ἔχει παῖς μὲν ὢν πυρροτέρας, ἀκμάζων δὲ ξανθοτέρας.
 Κράσεως θερμῆς γνωρίσματα. Θερμοτέραν δὲ τοῦ προσήκοντος
κρᾶσιν τοῦ παντὸς σώματος νῦν λέγω τὴν ἐν τῇ καθ' ὑγρότητα καὶ
ξηρότητα συμμέτρῳ λίαν ἄμεμπτον. εὐθὺς μὲν οὖν οἱ ἀπ' ἀρχῆς τοι-
αύτην φύσιν σώματος λαχόντες ὑγιεινότεροι τῶν ἄλλων φαίνονται καὶ
φθέγγονται διηρθρωμένῃ φωνῇ καὶ ᾄδουσι καὶ βαδίζουσι θᾶττον. αὐξη-
θήσεταί τε αὐτοῖς ἡ θερμασία κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῶν ἐτῶν· κατὰ
δὲ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας σαφῶς θερμότερος φαίνεται, ὥστε τοῖς ἀπὸ
τῆς ξανθῆς χολῆς νοσήμασί τε καὶ συμπτώμασιν εὐάλωτον ὑπάρχειν.
ἡ γάρ τοι πολλὴ θερμότης ἐκδαπανῶσα κατὰ βραχὺ τὴν ὑγρότητα
ξηροτέραν ἐργάζεται τὴν κρᾶσιν· οὗτοι τῇ χρόᾳ ἐξέρυθροί εἰσι καὶ
μελανότριχες γίγνονται προβαίνοντες καὶ μετρίως δασεῖς, εὐρείας δὲ
86

τὰς φλέβας ἔχουσιν. οἱ γὰρ καταπίμελοι καὶ φλέβας εὐρείας ἔχοντες


οὐ φύσει εἰσὶ καταπίμελοι ἀλλ' ἐπίκτητον ἔσχον τὴν κρᾶσιν.  
 Ψυχροτέρας κράσεως σημεῖα. Ψυχρὸν ἁπτομένοις ἐστὶ τούτοις τὸ
σῶμα, ἄτριχον πιμελῶδες· ἡ χρόα δὲ τούτοις ἅμα ταῖς θριξὶ πυρρο-
τέρα· πολλῆς δὲ τῆς ψύξεως οὔσης, πελιδνή τε ἐστὶ καὶ μολυβδόχρους.
καὶ στενὰς ἔχουσι τὰς φλέβας. εἰ δὲ στενάς τις ἔχοι τὰς φλέβας,
ἰσχνὸς δὲ ὑπάρχει, καὶ οὗτος ἐξ ἀνάγκης ἐπίκτητον ἔχει τὴν κρᾶσιν

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber iv Chapter 72, line 4

ἄμεμπτοι τὰ πάντα, προιοῦσι δὲ τῷ χρόνῳ ἀπομαραίνονται ταχέως,


καὶ συλλήβδην εἰπεῖν ταχύγηροι τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἅπαντά εἰσι.
διὸ καὶ πολιοῦνται ταχέως, αἱ τρίχες δὲ αὐτοῖς γεννηθεῖσι μὲν ἀνέρ-
χονται μόγις, ἄτροφοί τε καὶ πυρραί· προήκοντι δὲ τῷ χρόνῳ, κρα-  
τούσης μὲν ἐπὶ πλέον τῆς ψυχρότητος ἤπερ τῆς ξηρότητος οὗτοι οὐ
φαλακροῦνται. εἰ δὲ ἡ ξηρότης ἐπικρατεῖ ὀλίγον, οὗτοι φαλακροῦνται.
 Ψυχροῦ καὶ ὑγροῦ ἐγκεφάλου σημεῖα. Αἱ δὲ ὑγραὶ καὶ ψυχραὶ
κράσεις τοῦ ἐγκεφάλου κωματώδεις ἐργάζονται καὶ ὑπνηλοὺς καὶ φαύ-
λους ταῖς αἰσθήσεσι καὶ περιττωματικοὺς εὐψύκτους τε καὶ εὐπληρώ-
τους τὴν κεφαλὴν εὐαλώτους τε κατάρροις καὶ κορύζαις· οὐ μὴν φα-
λακροῦνταί γε οἱ τοιοῦτοι.
 Γαστρὸς γνωρίσματα τῆς φύσει ξηροτέρας. Εἰ ταχέως δὲ διψώδεις
γίγνοιντο καὶ ὀλίγον αὐτοῖς ἀρκοίη τὸ ποτὸν καὶ βαρύνοιντο τῷ
πλείονι καὶ κλύδωνας ἴσχοιεν, εἰ ἐπιπολάζοι τὸ περιττεῦον αὐτοῖς,
ἐδέσμασί τε καὶ χαίροιεν ξηροτέροις.
 Θερμοτέρας γαστρὸς σημεῖα. Ἡ δὲ θερμοτέρα φύσει γαστὴρ πέττει
μὲν ἄμεινον ἢ ὀρέγεται, καὶ μᾶλλον ὅσα σκληρὰ καὶ δυσαλλοίωτα· δια-
φθείρεται γὰρ ἐν αὐτῇ τὰ εὐαλλοίωτα χαίρουσα δὲ τοῖς θερμοῖς ἐδέ-
σμασί τε καὶ πόμασιν, οὐδ' ὑπὸ τῶν ψυχρῶν οὐδὲν βλάπτεται κατά
γε τὴν ἔμμετρον χρῆσιν. οὐ φέρει δὲ τῶν ἔξωθεν αὐτῇ προσπιπτόν

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber v Chapter 58, line 31

ρον πυρέττουσιν. ἴδιον δὲ καὶ ἀχώριστον σημεῖον τῶν ἐφημέρων πυρετῶν

ἐστιν ἡ τῶν οὔρων πέψις ἐν τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερῶν καὶ τὸ τῆς θερ-
μασίας ἡδύ. μετὰ δὲ τὴν παῦλαν τοῦ παροξυσμοῦ πιστοτέραν ἕξεις τὴν
διάγνωσιν. ἥ τε γὰρ τῶν ἀρτηριῶν κίνησις κατὰ πάντα ἐξομοιοῦται τῇ
τῶν ὑγιαινόντων, ὅπερ οὐδενὶ τῶν ἄλλων πυρετῶν πρόσεστι, καὶ ἡ τοῦ
κάμνοντος δὲ εὐφορία μέγιστον καὶ αὐτὴ σημεῖον ἀπαλλαγῆς ἐστι καὶ
τὰ οὖρα πολὺ βελτίω μετὰ τὸν παροξυσμὸν τὸν κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ
87

πυρετοῦ φανεῖταί σοι. καὶ εἰ λουομένοις δὲ αὐτοῖς μήτε φρίκη τις ἀή-
θης γένοιτο μήτε ἄλλη τις ἀηδία καὶ εἰ μετὰ τὸ λουτρὸν ἐφεξῆς ἡ
εὐφορία μένοι, θαρρῶν τρέφοις τε ἂν αὐτοὺς καὶ οἴνου παρέχοις  
ἀδεῶς πίνειν ὅσον τοῖς παροῦσι μέτριον. εὐάλωτοι δὲ τοῖς τοιούτοις
πυρετοῖς εἰσιν ἐφ' ὧν αἱ ἀπόρροιαι τοῦ σώματος οὐκ ἀτμῶδες ἀλλὰ
δριμύ τε καὶ καπνῶδες ἔχουσιν, ὥστε, εἴ ποτε ἐπισχεθῶσι τὸ ἀθροιζό-
μενον ἐξ αὐτῶν θερμόν, πυρετῶδες γενέσθαι· προκατάρχουσι δὲ αὐτῶν
αἰτίαι· κόποι ψῦξις ἀγρυπνία φροντίδες λύπαι θυμοὶ ῥῖγος ἔγκαυσις
ἀπεψία καὶ πύκνωσις τοῦ δέρματος, ὥστε δυσδιάπνευστον αὐτοῖς
γίγνεσθαι.
 Περὶ τῶν ἐπὶ κόποις ἐφημέρων πυρετῶν. τῶν μὲν οὖν ἐπὶ κόποις
πυρεξάντων τό τε δέρμα ξηρότερον ἤπερ ἄλλῳ τινὶ τῶν ἐφημέρων
πυρετῶν ἐστι (μάλιστα δὲ τοῦτο συμβαίνει τοῖς ψυγεῖσιν ἅμα πλείονι
κόπῳ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἀκμὴν τοῦ πυρετοῦ παραμένειν αὐτοῖς τὴν
ξηρότητα) καὶ οἱ σφυγμοὶ τούτοις μικροὶ γίγνονται.

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vi Chapter 7, line 17

σκοτώματα, ὡς δοκεῖν πάντα ὁρᾶν περιστρεφόμενα. καὶ τοῦτο δὲ συμ-


βαίνει ἐπειδὰν ἀθρόως ἐξαναστῶσιν ἐκ τῶν καθεδρῶν, ἀπεψίας προη-
γησαμένης τινός. χρονίζοντος δὲ τοῦ πάθους καὶ ἐπὶ μικραῖς προφάσεσι
σκοτοῦνται, ὥστε καὶ καταπίπτειν ἐνίοτε, μάλιστα μὲν ὅταν αὐτοί ποτε
ἐν κύκλῳ περιστραφῶσιν· ὅπερ γὰρ ἄλλοις ἐπὶ πολλαῖς περιστροφαῖς
γίγνεται, τοῦτ' ἐκείνοις ἐπὶ μιᾶς, κἂν ἕτερον δέ τινα περιστρεφόμενον
ἴδωσι σκοτοῦνται, κἂν τροχὸν ἤ τι τοιοῦτον περιδινούμενον θεάσωνται,
ταὐτὸ ὑπομένουσι· τὸ γὰρ ὀπτικὸν πνεῦμα προσπῖπτον τῷ περιδινου-
μένῳ τροχῷ κινεῖται καὶ αὐτὸ συμπεριφερόμενον ἐκείνῳ καὶ οὕτως
ἀνώμαλον καὶ ταραχώδη καὶ ἄτακτον τόν τε χυμὸν καὶ τοῦ πνεύματος
τὴν κίνησιν ἐργάζεται. εὐάλωτοι δὲ τῷ πάθει οἱ ἐπεσχημένοι τὰς συνή-
θεις ἐκκρίσεις καὶ ἀπεψίαι δὲ καὶ ἐγκαύσεις συνεχεῖς καὶ μέθαι ἀποτε-
λεστικαὶ τοῦ πάθους εἰσί. παρακολουθεῖ δ' αὐτοῖς καὶ ἐποχὴ τῆς κοιλίας
καὶ διὰ τοῦτο ἐμπνευμάτωσις ἱκανὴ καὶ οὔρων λεπτῶν καὶ ὀλίγων  
ἔκκρισις τῆς ὕλης ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν ὁρμὴν ἐχούσης. ἰσχνοὶ δὲ ὡς
ἐπίπαν γίγνονται καὶ νωθροὶ πρὸς πᾶσαν ἐπιβολήν. οἱ μὲν οὖν ἐναι-
μότερα τὰ προφαινόμενα τῶν ὀφθαλμῶν δοκοῦντες ὁρᾶν πρὸς μανίαν
μᾶλλον ἐπιτηδείως ἔχουσιν, οἱ δὲ πορφυρίζοντα ὁρῶντες πρὸς ἐπιλη-
ψίαν. τῆς μὲν οὖν δυνάμεως ἰσχυρᾶς ὑπαρχούσης καὶ μηδενὸς ἑτέρου
ἐναντιουμένου φλεβοτομητέον, ἄν τε ἀρχὴ τοῦ πάθους εἴη ἄν τε καὶ

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 7, chapter 2, section 10, line 2
88

διὰ φλεβοτομίας κενοῦν, ἀλλὰ τρίψεσί τε καὶ χρίσμασι μετρίως θερ-


μαίνουσι καὶ πόμασι τέμνουσί τε τὸ πάχος τῶν χυμῶν καὶ θερμαίνουσι
μετρίως· ὅσα γὰρ θερμαίνει σφοδρῶς, καταλύει τὴν δύναμιν καὶ τὸν
πυρετὸν συναύξει. ὅσοι δ' αἵματος πτύσαντες ἐθεραπεύθησαν μὲν τὸ
παραυτίκα, τοιαύτην δ' ἔχουσι κατασκευὴν ἐν τοῖς κατὰ θώρακά τε
καὶ πνεύμονα μορίοις, ὡς, εἰ βραχεῖ πλεῖον ἀθροισθείη τὸ αἷμα, πάλιν
αὐτοῖς ἤτοι γε ἀναστομωθῆναί τι τῶν ἀγγείων ἢ ῥαγῆναι, τούτους,
εἰ καὶ μηδὲν εἴη κατὰ τὸ σῶμα μηδέπω σύμπτωμα, φλεβοτομεῖν χρὴ
κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἦρος· ὡσαύτως δὲ καὶ τοὺς εἰς ἐπιληπτικὰ πάθη
ῥᾳδίως ἐμπίπτοντας ἢ ἀποπληκτικά. κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον εἰ
καί τισι τῶν ἄλλων νοσημάτων εὐάλωτον εἰδείημεν εἶναι τὸν ἄνθρω-
πον, οἷον ἤτοι περιπνευμονικοῖς, ἢ συναγχικοῖς, ἄμεινον φθάνειν φλε-  
βοτομοῦντας αὐτούς, μὴ περιμένοντας φανῆναί τι σύμπτωμα πλήθους
ἐναργές· ὡσαύτως δὲ καὶ οἷς αἱμορροΐδες ἐπέσχηνται, καὶ μάλιστα εἰ
μελαγχολικώτεροι φαίνοιντο. καὶ ὅσοι δὲ καθ' ἕκαστον ἔτος ἐν θέρει
νοσοῦσι νοσήματα πληθωρικά, καὶ τούτους χρὴ κενοῦν εἰσβάλλοντος
ἦρος· ὡσαύτως δὲ καὶ ὅσοι κατ' αὐτὸ τὸ ἔαρ ἁλίσκονται τοῖς τοιού-
τοις· ἐξ αὐτῆς γὰρ τῆς πείρας ἔγνωσται τοῖς ἀνθρώποις, οὐκ ἐφ'
ἑαυτῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑποζυγίων, ὅτι συμφέρει, πρὶν ἄρξασθαι
τὸ θέρος, ἐν τοῖς τελευταίοις τοῦ ἦρος αἵματος ἀφαιρεῖν,

Ορειβάσιος ιατρός. Synopsis ad Eustathium filium Book 1, chapter 7,


section 5, line 2

φλεβοτομίαν ἐπὶ πάντων τῶν μεγάλων νοσημάτων ἀναγκαίαν εἶναι


παραχρῆμα προσαγομένην. τοῖς δὲ μηδὲν τοιοῦτον πεπονθόσιν ἁπάν-
των τε τῶν μορίων τοῦ σώματος ἄμεμπτον ἔχουσι κατασκευὴν δύο
εἰσὶν ὁδοὶ τῆς κενώσεως, διὰ φλεβοτομίας μὲν εἰ ἀκρατεῖς εἶεν τῇ
διαίτῃ, χωρὶς δὲ ταύτης εἰ ἐγκρατεῖς· ἔνεστι γὰρ καὶ τρίψει πολλῇ καὶ
λουτροῖς καὶ περιπάτοις καὶ ταῖς ἄλλαις κινήσεσιν, ἔτι δὲ χρίσμασι δια-
φορητικοῖς ταχέως ἐκκενῶσαι τοῦ πλήθους, εἰ μὴ ἄρα σοι δόξειέ ποτε
παχέος αἵματος εἶναι καὶ μελαγχολικοῦ πλεονεξία· τηνικαῦτα γὰρ χρὴ
φλεβοτομεῖν· τῶν δ' ὠμῶν χυμῶν ἐπικρατούντων, πρὶν μὲν ἄρξασθαι
νοσεῖν, εὐλαβῶς ἀποκενώσεις· ἤδη δὲ πυρεττόντων, οὐδ' ὅλως. εἰ δέ
τινες εὐάλωτοι μὲν εἶεν νοσήμασι, μηδέπω δὲ μηδὲν παρείη σύμπτωμα,
φλεβοτομεῖν χρὴ τούτους κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἦρος. καὶ ὅσοι δὲ καθ'
ἕκαστον ἔτος ἐν θέρει νοσοῦσι νοσήματα πληθωρικά, καὶ τούτους χρὴ
φλεβοτομεῖν εἰσβάλλοντος ἦρος· ὡσαύτως δὲ καὶ ὅσοι κατὰ τὸ ἔαρ  
ἁλίσκονται τοῖς τοιούτοις νοσήμασιν· συμφέρει γὰρ τοῦτο ποιεῖν πρὶν
ἄρξασθαι τὸ θέρος ἐν τοῖς τελευταίοις τοῦ ἦρος.
89

Περὶ ἐπαφαιρέσεως.

 Ἐφ' ὧν μὲν κενώσεως χρεία πολλῆς, οὐκ ἰσχυρὰ δ' ἡ δύναμις,


ἐπὶ τούτων προσήκει ταμιεύεσθαι τὴν κένωσιν καὶ τὴν πρώτην ἀφαί-
ρεσιν ἐλλιπεστέραν ποιησάμενον ἐπαφαιρεῖν αὖθις· εἰ δὲ βούλει, καὶ
τρίτον, ὥσπερ ἀμέλει καὶ ἐπὶ τῶν πλῆθος ἐχόντων ὠμοτέρων χυμῶν.

Ορειβάσιος ιατρός. Synopsis ad Eustathium filium


Book 5, chapter 46, section 15, line 4

εἰσιν. αἱ ψυχραὶ δ' ἅμα καὶ ξηραὶ κράσεις ἐγκεφάλου ψυχρὰν καὶ
ἄχρουν ἀποτελοῦσι τὴν κεφαλήν· εἰσὶ δ' αἱ τοιαῦται κράσεις καὶ
ἄφλεβοι τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὑπὸ τῶν ψυχρῶν αἰτίων ἑτοίμως βλά-
πτονται· διὸ καὶ ἀνωμάλως ὑγιαίνουσιν. αἱ δ' αἰσθήσεις αὐτοῖς ἐν
νεότητι μὲν ἀκριβεῖς εἰσι καὶ ἄμεμπτοι τὰ πάντα, προϊοῦσι δ' ἀπο-
μαραίνονταί τε ταχέως καὶ συλλήβδην εἰπεῖν ταχύγηροι τὰ περὶ τὴν
κεφαλὴν ἅπαντά εἰσιν· αἱ τρίχες δ' αὐτοῖς γενηθεῖσι μὲν ἀνέρχονται
μόγις, ἄτροφοι δὲ καὶ πυρραί. αἱ δ' ὑγραὶ καὶ ψυχραὶ κράσεις ἐγκε-
φάλου κωματώδεις ἐργάζονται καὶ ὑπνηλοὺς καὶ φαύλους ταῖς αἰσθή-
σεσι καὶ περιττωματικοὺς εὐψύκτους τε καὶ εὐπληρώτους τὴν κεφαλὴν
εὐαλώτους τε κατάρροις καὶ κορύζαις· οὐ μὴν φαλακροῦνταί γε οἱ
τοιοῦτοι.

Γαστρὸς κράσεως γνωρίσματα.

 Γαστρὸς γνωρίσματα τῆς μὲν φύσει ξηροτέρας, εἰ ταχέως διψώδεις


γίνοιντο, καὶ ὀλίγον αὐτοῖς ἀρκοίη τὸ ποτόν, καὶ βαρύνοιντο τῷ
πλείονι καὶ κλύδωνας ἔχοιεν, εἰ ἐπιπολάζοι τὸ περιττεῦον αὐτοῖς,
ἐδέσμασί τε χαίροιεν ξηροτέροις· ὑγροτέρας δέ, εἰ μήτε διψώδεις
γίνοιντο καὶ τὸ πλέον ὑγρὸν ἀλύπως φέροιεν ἐδέσμασί τε χαίροιεν
ὑγροτέροις. ἡ θερμοτέρα δὲ φύσει γαστὴρ πέττειν μὲν ἀμείνων ἢ
ὀρέγεσθαι, καὶ μᾶλλον ὅσα σκληρὰ καὶ δυσαλλοίωτα, χαίρουσα δὲ τοῖς
θερμοῖς ἐδέσμασί τε καὶ πόμασιν

Ορειβάσιος ιατρός. Synopsis ad Eustathium filium Book 6, chapter 6,


section 5, line 2
90

Περὶ ἐφημέρων πυρετῶν.

 Τῶν ἐφημέρων πυρετῶν ἴδιον καὶ ἀχώριστον σημεῖόν ἐστιν ἡ τῶν


οὔρων πέψις ἐν τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερῶν. καὶ τὸ τῆς θερμασίας
δ' ἡδὺ τῶν τοιούτων πυρετῶν ἴδιον καὶ ἀχώριστόν ἐστιν. μετὰ δὲ τὴν
πρώτην λύσιν τοῦ πυρετοῦ πιστοτέραν ἕξεις τὴν διάγνωσιν· ἥ τε γὰρ
τῶν ἀρτηριῶν κίνησις ἐν τῷδε καθάπαξ ὁμοιοῦται τῇ τῶν ὑγιαινόν-
των, οὐδενὸς τῶν ἄλλων πυρετῶν εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐπανιόντος. καὶ
ἡ τοῦ κάμνοντος δ' εὐφορία μέγιστον καὶ αὐτὴ σημεῖόν ἐστιν. εὐάλω-
τοι τοῖς τοιούτοις πυρετοῖς εἰσιν ἐφ' ὧν αἱ ἀπόρροιαι τοῦ σώματός
εἰσιν οὐκ ἀτμώδεις, ἀλλὰ καὶ δριμύ τι καὶ οἷον καπνῶδες ἔχουσιν·
οὗτοι δ' εἰσὶ θερμοὶ καὶ ξηροὶ τὴν κρᾶσιν καὶ ὅλως πικρόχολοι. τοὺς
μὲν οὖν ἐπὶ κόπῳ πυρέξαντας λιπαρῶς τε ἅμα καὶ μαλακῶς ἀνατρί-
βειν καὶ λούειν, τοὺς δ' ἐπὶ ξηρότητι τρίβειν μὲν ἔλαττον τούτων,  
λούειν δὲ πλέον· τοὺς δ' ἐπὶ φροντίσι καὶ λύπαις καὶ ἀγρυπνίαις καὶ
θυμοῖς λούειν μὲν μὴ πολλάκις, ἐλαίῳ δὲ πολλῷ χλιαρῷ ἥκιστα μετέ-
χοντι στύψεως ἀνατρίβειν βραχέα καὶ λούειν ὡς ἔθος· τοὺς δ' ἐπ'
ἐγκαύσεσιν εὐθέως μὲν ἐξ ἀρχῆς χρὴ τοῖς ψύχουσιν ἐξιᾶσθαι καὶ λου-
τροῖς πλείοσιν, ἥκιστα δ' ἐλαίῳ δαψιλεῖ καὶ τρίψει· τὰ δὲ ψύχοντα
ῥόδινον ἔστω καὶ ἔλαιον ὀμφάκινον χωρὶς ἁλῶν ἐσκευασμένον·

Stephanus Med., Phil., Commentarii in priorem Galeni librum


therapeuticum ad Glauconem Vol. 1, p. 342, line 34

τὴν ἀρχὴν ἄπεπτός ἐστιν ἡ ὕλη πάντως, κατὰ δὲ τὴν


ἀνάβασιν ἤρξατο μὲν πέττεσθαι, οὐ μὴν τελείως πέττε-
ται· ἐν δὲ τῇ ἀκμῇ τέλειά ἐστι πέψεως σημεῖα. τούτων
τοιούτως ἡμῖν εἰρημένων, χρὴ γινώσκειν ὅτι καθάπερ τις
ἀθλητὴς οὐ σπουδάζει εὐθὺς ἀπ' ἀρχῆς καταβάλλειν τὸν
ἀνταγωνιστὴν, ἔτι τῆς ἐκείνου δυνάμεως ἐῤῥωμένης· κίν-
δυνος γὰρ οὕτως οὐ καταβαλεῖν, ἀλλὰ καταβληθῆναι τὴν
δύναμιν, ἀλλὰ πρότερον αὐτὸν μαλάττει τε καὶ διαλύει,
καὶ ἀτονώτερον ποιήσας, οὕτως ὕστερον ἐπιτίθεται, προ-
παρασκευάσας αὐτὸν εὐάλωτον εἰς τὸ πάθος, οὕτω καὶ  
ἡ φύσις οὐκ ἀνέχεται ποιήσασθαι τὸν τοῦ νοσήματος
ἀγῶνα, τῆς ὕλης ἀπέπτου τυγχανούσης ἔτι, μηδὲ εἰκού-
σης αὐτῇ, βουλομένη τὰς ἐκκρίσεις ποιήσασθαι, ἀλλὰ
πρότερόν ἐστι καλὸν αὐτὴν ἐκπέμπειν τε καὶ λεπτύνειν,
καὶ εὐροωτέραν ἐργασαμένην, οὕτως ὕστερον ἐπανίστα-
σθαι, καὶ ἀθρόας ἀπωθεῖσθαι ἢ διὰ γαστρὸς ἢ δι' ἐμέ-
των ἢ δι' ἱδρώτων. ταῦτα δὲ δηλονότι γίνονται κατὰ τὸν
91

τῆς ἀκμῆς καιρὸν, ἐν ᾧ καὶ ἡ τελεία πέψις ἐστὶ τοῦ νο-


σήματος, ἐνίοτε δὲ καὶ κατὰ τὴν ἀνάβασιν σύμπτωμά τι
γεγονὸς βίαιον, προαρπάζει τὴν φύσιν.

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol. 2, p. 331, line 17

χάνοντες ἧττον νοσοῦσι. οἱ δὲ νέοι διὰ τὸ τοῦ λογι-


σμοῦ ἄστατον πλῆθος σιτίων προσφέρονται κἀντεῦθεν
ἀπεψίαις ἑτοιμότατα τῷ πλήθει περιπίπτοντες εὐχερῶς
καὶ ὡς ἐπίπαν νοσοῦσιν. εἶτά φησιν, ὁκόσα δ' ἂν αὐτοῖς
τοῖς γέρουσι χρόνια νοσήματα γένηται, τὰ πολλὰ ξυνα-
ποθνήσκει διὰ τὴν τῆς δυνάμεως ἀσθένειαν, μὴ δυναμέ-
νης ῥᾳδίως πέττειν τὰς νόσους.
 {ΔΑΜ.} Ἡ γὰρ δύναμις αὐτῶν ἀσθενής ἐστι τοῦ πέτ-
τειν τὰ χρόνια νοσήματα διὰ τὸ εἶναι ψυχρά· διὸ καὶ γέ-
ρουσι μᾶλλον ἢ νεωτέροις γίνεται. τοῖς γὰρ οἰκείοις νο-
σήμασιν εὐαλωτότεροι πάντες.
      
μʹ. Βράγχοι καὶ κόρυζαι τοῖσι σφόδρα πρεσβύτῃσιν οὐ
 πεπαίνονται.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Παράδειγμά τι τέθεικε τοῦ πρὸ αὐτοῦ
ἀφορισμοῦ τόδε· ἐκεῖ γὰρ ἔλεγεν, ὁκόσα δ' ἂν αὐτοῖς
χρόνια νοσήματα γένηται, τὰ πολλὰ ξυναποθνήσκει. ὥς
τινος οὖν ἐρωτῶντος διὰ τί; ἐπάγει λέγων, βράγχοι
καὶ κόρυζαι τοῖσι σφόδρα πρεσβύτῃσιν οὐ πεπαίνονται.
καὶ ἡ αἰτία; διὰ τὴν ἔνδειαν τοῦ θερμοῦ καὶ τὴν

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol. 2, p. 503, line 5

νης εὐτονωτέρας οὔσης, ἄλλοτε δὲ ἀνακλωμένης ὡς ἐπὶ


τὰ ἄνω· τῇ γὰρ διαφόρῳ κινήσει τὴν ἐκφώνησιν ποιοῦσα
τὴν διάλεκτον ἀποτελεῖ. ὁ τραυλισμὸς δὲ γίνεται, ἐνί-
οτε βραχυτέρας τοῦ προσήκοντος γεγονυίας τῆς γλώσσης,
ὡς μὴ φθάζειν καλῶς στηρίζεσθαι πρὸς τοὺς τομεῖς,
ὅπερ σπάνιον, ἐνίοτε δὲ μαλακωτέρας καὶ ὑγροτέρας τὴν  
κράσιν οὔσης ἢ καθ' αὑτὴν ἢ διὰ τὸν ἐγκέφαλον· τῷ πλή-
θει γὰρ βαρυνομένη οὐ δύναται ἀνακλασθῆναι κἀντεῦθεν
ὁ τραυλισμὸς γίνεται, περὶ οὗ καὶ ὁ λόγος τῷ Ἱπποκρά-
92

τει. ὅσοι οὖν τραυλοὶ τρόπῳ τοιούτῳ γίνονται, οὗτοι διαῤ-


ῥοίαις εὐάλωτοι· τοῦ γὰρ ἐγκεφάλου τοῦ τὴν γλῶτταν
ὑγραίνοντος, ἐξ ἧς ὁ τραυλισμὸς γίγνεται, ῥευματίζοντος
τὴν γαστέρα, ἡ χρονία διάῤῥοια ἕπεται· καὶ τῆς γλώσσης
δὲ ὑγροτέρας οὔσης φύσει, καὶ τὴν κοιλίαν εἰκὸς εἶναι
τοιαύτην, ὡς ἂν θατέρου τῶν χιτώνων αὐτῆς κοινοῦ πρὸς
τὴν γλῶτταν ὑπάρχοντος, ἧς καὶ οἰκεῖον πάθος ἡ πολυ-
χρόνιος διάῤῥοια.
 {ΔΑΜ.} Ἡ τοῦ ἐγκεφάλου ἄμετρος ὑγρότης ποιεῖ τὸ
τραυλίζειν, ἀφ' ἧς ὑγρότητος καὶ αἱ διάῤῥοιαι γίνονται.
τοῦ γὰρ ἐγκεφάλου τοιαύτην ἔχοντος κράσιν, ἀποῤῥεῖν μὲν
εἰκός ἐστι περιττωμάτων ὑγρῶν πλῆθος, ὑποδέχεσθαι δὲ

Ιππιατρικά. Berolinensia Chapter 1, section 8, line 8

νῆσαι τῆς ἀσιτίας μενούσης. ὁ δὲ πυρέσσων ἀπὸ τῆς ἀρχῆς


μέχρι τριῶν ἡμερῶν ὑπομένει, τὰς δὲ τούτων πλείονας οὐ
περιγίνεται.
 ὅσοι δὲ τοῦ ὠτὸς ἁπτόμενοι καὶ πρὸς τῇ πλευρᾷ προστι-
θέντες τὴν χεῖρα παρὰ τὸν ἀγκῶνα τοῦ ὤμου λέγουσι πυρές-
σειν, οὐκ ἀληθεύουσιν οὗτοι. οὐδεμία γὰρ ἀπόδειξίς ἐστι διὰ
τούτων πυρετοῦ. οὐ δεῖ δὲ τοῦ ἀπὸ κόπου σημεῖα φέροντος
αἷμα ἀφαιρεῖν. προσκαθαιροῦντες γὰρ τὴν δύναμιν εὐχερῶς
ἀδικήσομεν. τὸν δὲ πυρέσσοντα ἀναγκαῖον φλεβοτομεῖν ἐκ τῶν
εἰρημένων τόπων διὰ τὸ κατακρατεῖσθαι τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τοῦ
ἀρρωστήματος καὶ εὐάλωτον εἶναι.

Ἱεροκλέους εἰς αὐτὸ προοίμιον.

 Ἀλλ' εἰ καὶ κατακούειν ἡμᾶς ἑτέρων τὰ νῦν ἐχρῆν ἔν τε


δικαστηρίοις παρέχειν χρείαν τοῖς δεομέ|νοις καὶ σπουδὴν περὶ
ταύτας ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς, οὐκ ἀτιμαστέον γε ὅμως τὴν
σὴν ἀξίωσιν, ἄριστε Βάσσε. ἡδὺ γὰρ ἀτεχνῶς φορτίον καὶ
κάματος εὐκάματος, φησὶν Εὐριπίδης, ὑπό τινι φίλῳ προς-
τάττοντι καὶ μάλιστα σοί, δι' ὃν αἱροίμην ἄν, ἵνα παιδιᾶς  
τολμήσωμεν εἰπεῖν τρόπον, καὶ λειποτάκτης ἐπὶ καιροῦ τινος
τῆς περὶ τοὺς δικάζοντας γενέσθαι φάλαγγος. φέρε οὖν ἐπειδή
σοι τοῦτο δοκεῖ καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον, ἔφη που Πίνδαρος,

Ιππιατρικά. Berolinensia Chapter 1, section 19, line 5


93

κατηφὴς ὢν καὶ μόνον ἐπιζητῶν τὸν ποτόν, καὶ κατακλιθεὶς


εἰς τὴν γῆν διεγείρεσθαι | οὐ δύναται οὐδὲ καθεύδειν.
 φασὶ δὲ τὸν πυρεταίνοντα ἀπὸ τῆς ἀρχῆς μέχρι τριῶν ἡμε-
ρῶν ὑπομένειν, περαιτέρω δέ, εἰ μὴ τύχοι βοηθείας, οὐ διαρκεῖν.
 (φησὶ δὲ Στρατόνικος, ὅτι, κἂν διαφύγῃ, τῷ αὐτῷ πάθει
ποτὲ τελευτήσει.)  
 τῶν γε μὴν ἀπὸ κόπου σημεῖα φερόντων μὴ δεῖν αἷμα
ἀφαιρεῖν ἀρέσκει, ἵνα μὴ ἡ δύναμις αὐτῶν προσκαθαιρῆται.
τὸν δὲ πυρεταίνοντα φλεβοτομεῖν ἀναγκαῖον, ἀφ' ὧν εἴρηκα
μερῶν, διὰ τὸ [μὴ] τὴν κεφαλὴν βαρύνεσθαι αὐτοῦ μάλιστα
καὶ εὐάλωτον εἶναι. οἱ μέντοι ἀπὸ τῆς τοῦ ὠτὸς ἁφῆς καὶ τῆς
πλευρᾶς τῆς πρὸς τὴν ἀκρωμίαν νομίζοντες δύνασθαι σημει-
οῦσθαι τὸν πυρεταίνοντα δοκοῦσί μοι τῆς ἀληθοῦς μὴ τυγ-
χάνειν καταλήψεως.
 δυνήσῃ δὲ τῷ πυρεταίνοντι καὶ δι' ἐγχυσματισμῶν βοη-
θῆσαι. δάφνης κόκκους δέκα τρίψας ἐπιμελῶς, ἐπίχεε μέλι-
τος ὀξύβαφον καὶ οἴνου κύαθον καὶ ὕδατος τὸ ἴσον, εἶτα ἀνα-
δεύσας ἔγχει διὰ στόματος. ἢ σελίνου σπέρμα τρίψας καὶ ἐπι-
χέας οἴνου κυάθους δύο καὶ αὖθις | τρίψας, εἶτα ἐπιβαλὼν
ὕδατος κυάθους τρεῖς, ἔγχει διὰ στόματος.
 ἐὰν δὲ ἴδῃς αὐτὸν ἀρχόμενον κοιμᾶσθαι, πρόαγε εἰς περί

Ιππιατρικά. Berolinensia Chapter 99, section 2, line 11

         καὶ τοῦτο ποιήσεις, ἕως οὗ ἀπουλωθῇ, καθ'


ἡμέραν χριόμενος. ἐν ᾗ δὲ χειρουργήσεις, ἄφελε τὴν τροφὴν
πᾶσαν. τῇ δὲ ἐπαύριον δώσεις τὸν ποτὸν ἐκ προσαγωγῆς καὶ
τὴν τροφήν. περιπατείτω δὲ ἐν ταῖς ἀναψυχούσαις ὥραις,
καύματος δὲ στηκέτω. καὶ τοῦτον μὲν οὕτω θεραπεύσεις ὄντα
ἐν τῇ φάτνῃ. ἐὰν δὲ ἐν ἀγέλῃ τέμῃς, ἔκτεμνε τῷ καυτηρίῳ,
καθὼς προγέγραπται, καὶ ὑπόχριε τῷ πισσελαίῳ, καὶ ἀπόλυε
αὐτὸν εἰς τὴν νομήν. ἔστω δὲ ὁ καιρὸς τούτου μόνου ἐαρι-  
νός. | φλεγμονῆς δὲ γενομένης τῷ ἐπὶ τῆς φάτνης ἑστηκότι,
χρήσῃ κιμωλίᾳ μετὰ ὄξους καταχρίων. τοὺς δὲ μονόρχεις περι-
κόπτειν οὐ δεῖ. ἐν τῇ ἐκτομῇ γὰρ εὐάλωτοί εἰσιν καὶ ἐπι-
σφαλεῖς.
         ὅταν δὲ ἀναστὰς μετὰ τὴν ἐκτομὴν χρεμετίσῃ, ῥᾳ-
δίως οὐ περιγίνεται. λέγεται δὲ τὸν δευτεροβόλον ὀρχοτομη-
θέντα τοὺς λοιποὺς ὀδόντας μὴ ἀλλάσσειν μηδὲ τοὺς κυνόδον-
τας ἐκφύειν μεγάλους. ἐν δὲ τῇ πωλικῇ ἡλικίᾳ ὄντων, οὐκ
ἔστιν ἰδεῖν τοὺς ὄρχεις. δεῖ δὲ εἰδέναι, ὅτι οἱ ὀρχοτομούμενοι
94

εἰς μᾶλιν οὐκ ἐμπίπτουσιν οὔτε ὑπὸ ῥεύματος ἐνοχλοῦνται


κατὰ τῶν σκελῶν οὔτε χοιράδας ποιοῦσιν.

Αλέξανδρος ιατρός. Therapeutica Vol. 1, p. 487, line 7

περικρανίου ὑμένος ἢ τῶν μηνίγγων, καὶ δι' ἔμφραξιν δὲ καὶ διὰ πλῆθος
ὠμοτέρων καὶ παχυτέρων χυμῶν, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ διὰ πολλὴν δριμύτητα
χυμῶν ἐγκειμένων ἐν τῷ βάθει· πολλάκις δὲ καὶ διὰ δυσκρασίαν θερμὴν
ἐπιγίνεται τὸ πάθος ἀσθενεστέρας γενομένης τῆς κεφαλῆς ὑπὸ τοῦ
χρόνου  
καὶ διὰ τοῦτο ἑτοίμως δεχομένης, ἔσθ' ὅτε δὲ ἑλκούσης ἐκ τῶν κάτω
δίκην σικύας τὰ εὑρισκόμενα περιττά. προσέχειν οὖν ἀκριβῶς δεῖ ταῖς
διαγνώσεσιν, ὡς καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων παθῶν, ὑπὸ τίνος αἰτίας γίνεται καὶ
τὴν ἀρχὴν λαμβάνει τῆς γενέσεως, οἷον πότερον διὰ πλῆθος ἢ διὰ
φλεγμονήν τινα τῶν ἐν ἐγκεφάλῳ μορίων ἢ ἔμφραξιν ἢ χρόνιον
δριμύτητα. οὕτω γὰρ ἔσται τὸ νόσημα, ἂν ἴδῃς τρόπον ἢ χρόνον
ὑπὸ τῆς τέχνης εὐάλωτον.
    

Σημεῖα αὐτῆς ἔστωσαν ταῦτα.

 Εἰ μὲν οὖν βάρους αἴσθησις γένοιτο πολλὴ κατά τι μόριον,


δῆλον ὡς οὐ κατὰ ποιότητα μόνον ἀτμοί τινες, ἀλλὰ πλῆθος ὕλης
τὸ τὴν ἔμφραξιν ἐργαζόμενον. γνωρισθήσεται δέ σοι σαφέστερον πρὸς
τοῖς εἰρημένοις ἅπασιν ἐπισκεπτομένῳ τὸ τοῦ πάσχοντος ὅλον σῶμα, εἰ
φύσει πληθωρικόν ἐστιν ἢ οὒ, καὶ τὰ προηγησάμενα πάντα. οὕτω γὰρ
ἅπαντα περισκοποῦντί σοι βεβαιοτέρα γενήσεται ἡ διάγνωσις.
 

Ποσειδώνιος. Fragmenta Fragment 96a, line 2

τῷ ἱερῷ τῆς Ἀθηνᾶς. ἐκεῖ δὲ αὐτοῦ τῷ ἀνδριάντι τοῦτ' ἦν ἐπιγεγραμ-


μένον, ὡς Ποσειδώνιός φησι, τὸ ἐπίγραμμα·
  Οὗτός τοι Ῥώμης ὁ μέγας, ξένε, πατρίδος ἀστήρ,
   Μάρκελλος κλεινῶν Κλαύδιος ἐκ πατέρων,
  ἑπτάκι τὰν ὑπάταν ἀρχὰν ἐν Ἄρηϊ φυλάξας,
   πάμπολυν ἀντιπάλοις ἐγκατέχευε φόνον.
τὴν γὰρ ἀνθύπατον ἀρχήν, ἣν δὶς ἦρξε, ταῖς πέντε προσκατηρίθμησεν
ὑπατείαις ὁ τὸ ἐπίγραμμα ποιήσας.
Diodor 33,1,1 – 4
1. Ὅτι Λυσιτανοί, φησί, τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἔχοντες ἀξιόχρεων ἡγεμόνα
95

εὐάλωτοι καθίσταντο Ῥωμαίοις πολεμοῦντες, ὕστερον δὲ Ὑριάτθου


κυρήσαντες μεγάλα Ῥωμαίους ἔβλαψαν. ἦν μὲν οὖν οὗτος τῶν παρὰ τὸν
ὠκεανὸν οἰκούντων Λυσιτανῶν, ποιμαίνων δ' ἐκ παιδὸς ὀρείῳ βίῳ
κατέστη συνήθης, συνεργὸν ἔχων καὶ τὴν τοῦ σώματος φύσιν· καὶ γὰρ
ῥώμῃ καὶ τάχει καὶ τῇ τῶν [λοιπῶν] μελῶν εὐκινησίᾳ πολὺ διήνεγκε τῶν  

λοιπῶν Ἰβήρων. συνείθισε δὲ αὑτὸν τροφῇ μὴν ὀλίγῃ, γυμνασίοις δὲ


πολλοῖς χρῆσθαι, καὶ ὕπνῳ μέχρι μόνου τοῦ ἀναγκαίου, καθόλου δὲ
σιδηροφορῶν συνεχῶς καὶ θηρίοις καὶ λῃσταῖς εἰς ἀγῶνας καθιστάμενος,

περιβόητος ἐγένετο παρὰ τοῖς πλήθεσι, καὶ ἡγεμὼν αὐτοῖς ᾑρέθη, καὶ
ταχὺ σύστημα περὶ ἑαυτὸν λῃστῶν ἤθροισε. καὶ προκόπτων ἐν τοῖς
πολέμοις οὐ μόνον ἐθαυμαστώθη δι' ἀλκήν, ἀλλὰ καὶ στρατηγεῖν ἔδοξε

Ποσειδώνιος. Fragmenta Fragment 137, line 4

παίδων τῷ λῃστρικῷ βίῳ, καὶ κατὰ τὴν Σικελίαν νομεὺς γεγονὼς ἱππο-
φορβίων, οὐ διέλιπεν ὁδοιδοκῶν καὶ παντοδαποὺς φόνους ἐπιτελούμενος.

ὃς πυθόμενος τὴν κατὰ τὸν Εὔνουν προκοπὴν καὶ τὰς τῶν μετ' αὐτοῦ
δραπετῶν εὐημερίας ἀποστάτης ἐγένετο, καί τινας τῶν πλησίον οἰκετῶν
πείσας συναπονοήσασθαι κατέτρεχε τὴν πόλιν τῶν Ἀκραγαντίνων καὶ
τὴν
πλησιόχωρον πᾶσαν. (Const. Exc. 2(1),305)  
Diodor 34/35,2,44 – 48
Ὅτι ἡ κατεπείγουσα χρεία καὶ σπάνις ἠνάγκαζε πάντα δοκιμάζειν τοὺς
ἀποστάτας δούλους, οὐ διδοῦσα τὴν τῶν κρειττόνων ἐκλογήν.
 Ὅτι ὑπῆρχεν οὐ διοσημίας δεόμενον τὸ συλλογίσασθαι τῆς πόλεως τὸ
εὐάλωτον· φανερὸν γὰρ ἦν καὶ τοῖς εὐηθεστάτοις ὅτι τῶν τειχῶν διὰ τὴν
πολυχρόνιον εἰρήνην κατερρυηκότων, καὶ πολλῶν ἐξ αὐτῆς στρατιωτῶν
ἀπολωλότων, ἔσται τῆς πόλεως εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία.
 Ὅτι ὁ Εὔνους ἐκτὸς βέλους ἐπιστήσας τὴν δύναμιν ἐβλασφήμει τοὺς
Ῥωμαίους, ἀποφαινόμενος οὐχ ἑαυτούς, ἀλλ' ἐκείνους εἶναι δραπέτας
τῶν κινδύνων. μίμους δὲ ἐξ ἀποστάσεως τοῖς ἔνδον ἐπεδείκνυτο, δι' ὧν
οἱ δοῦλοι τὰς ἀπὸ τῶν ἰδίων κυρίων ἀποστασίας ἐξεθεάτριζον, ὀνειδί-
ζοντες αὐτῶν τὴν ὑπερηφανίαν καὶ τὴν ὑπερβολὴν τῆς εἰς τὸν ὄλεθρον
προαγούσης ὕβρεως.

Ποσειδώνιος. Fragmenta Vol.-Jacobyʹ-F 2a,87,F, fragment 108s, line 3

ἰδίαν σωτηρίαν τῆς τοῦ πατρὸς προέκρινεν, οὔθ'


96

ὁ πατὴρ προσεδέχετο τῶι τοῦ τέκνου θανάτωι


διαφυγεῖν τὸν κίνδυνον. δεομένων δὲ ἀλλήλων  
μετὰ δακρύων καὶ διαφιλοτιμουμένων ὑπὲρ εὐσε-
βείας τε καὶ φιλοστοργίας, σύγκρισίν τε λαμβά-
νοντος ἤθους φιλοτέκνου πρὸς τρόπον φιλοπά-
τορα, συνέβη τοὺς ληιστὰς ἐπιφανέντας ἀμφοτέρους
ἀνελεῖν.
 EXC. DE SENT. 385, 1 – 5: ὅτι ὑπῆρχεν οὐ
διοσημείας δεόμενον τὸ συλλογίσασθαι τῆς πόλεως
τὸ εὐάλωτον. φανερὸν γὰρ ἦν καὶ τοῖς εὐηθεστά-
τοις, ὅτι τῶν τειχῶν διὰ τὴν πολυχρόνιον εἰρήνην
κατερρυηκότων καὶ πολλῶν ἐξ αὐτῆς στρατιωτῶν
ἀπολωλότων ἔσται τῆς πόλεως εὐκατόρθωτος ἡ
πολιορκία.
  –  – 385, 6 – 11: ὅτι ὁ Εὔνους ἐκτὸς
βέλους ἐπιστατήσας τὴν δύναμιν ἐβλασφήμει τοὺς
Ῥωμαίους, ἀποφαινόμενος οὐχ ἑαυτοὺς ἀλλ' ἐκεί-
νους εἶναι δραπέτας τῶν κινδύνων. μίμους δὲ
ἐξ ἀποστάσεως τοῖς ἔνδον ἐπεδείκνυτο,

Chrysippus Phil., Fragmenta moralia Fragment 512, line 7

κἂν ἔνστασιν σῴζῃ. ἐπεὶ μὴ ἐκ λογισμοῦ ἀνδρίζεται μηδὲ ἐπί τι χρήσιμον


τῶν ἐπὶ ἀρετὴν καὶ ἀπὸ ἀρετῆς καταστρεφόντων τὴν πρᾶξιν κατευθύνει.

δὲ αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν.
 Philo Leg. Alleg. III § 210 Vol. I p. 160, 2 Wendl. ἐπεὶ καὶ
ὁ φαῦλος ἔνια δρᾷ τῶν καθηκόντων οὐκ ἀφ' ἕξεως καθηκούσης·
καὶ ὁ μεθύων μέντοι καὶ μεμηνὼς ἔστιν ὅτε νηφάλια φθέγγεταί τε καὶ
ποιεῖ,
ἀλλ' οὐκ ἀπὸ νηφούσης διανοίας· καὶ οἱ ἔτι κομιδῇ νήπιοι παῖδες οὐκ ἀπὸ

λογικῆς ἕξεως (οὔπω γὰρ αὐτοὺς ἡ φύσις λογικοὺς πεπαίδευκε) πολλὰ


πράτ-
τουσι καὶ λέγουσι ὧν οἱ λογικοί. Βούλεται δὲ ὁ νομοθέτης τὸν σοφὸν μὴ
σχετικῶς καὶ εὐαλώτως καὶ ὡς ἂν ἐκ τύχης εὐλόγιστον δοκεῖν εἶναι, ἀλλ'
ἀπὸ ἕξεως καὶ διαθέσεως εὐλογίστου.
 Philo de Cherubim § 14 Vol. I p. 173, 12 Wendl. τὸ δέον
πολλάκις δεόντως οὐκ ἐνεργεῖται καὶ τὸ μὴ καθῆκον ἔστιν ὅτε δρᾶται
καθη-
κόντως. Οἷον ἡ μὲν τῆς παρακαταθήκης ἀπόδοσις, ὅταν μὴ ἀπὸ γνώμης
ὑγιοῦς γίγνηται, ἀλλ' ἢ ἐπὶ βλάβῃ τοῦ λαμβάνοντος ἢ ἐπ' ἐνέδρᾳ τῆς περὶ
97

μείζονα πίστιν ἀρνήσεως, καθῆκον ἔργον οὐ δεόντως ἐπιτελεῖται. Τὸ δὲ


τῷ
κάμνοντι μὴ ἀληθεῦσαι τὸν ἰατρόν, κενοῦν ἢ τέμνειν ἢ καίειν διεγνωκότα

ἐπ' ὠφελείᾳ τοῦ νοσοῦντος, ἵνα μὴ προλαβὼν τὰ δεινὰ φύγῃ τὴν


θεραπείαν,
ἢ ἐξασθενήσας ἀπείπῃ πρὸς αὐτήν· ἢ πρὸς τοὺς πολεμίους τὸν σοφὸν
ψεύ-
σασθαι ἐπὶ τῇ τῆς πατρίδος σωτηρίᾳ, δείσαντα μὴ ἐκ τοῦ ἀληθεῦσαι

Clemens Romanus et Clementina Theol., Homiliae [Sp.]


Homily 5, chapter 26, section 4, line 1

πρὸ τοῦ τὴν ἐπιθυμίαν ἐπακμάσαι γάμῳ τὸ φυσικὸν τῆς ἡλικίας πληρο-  
φορεῖν πάθος, πρότερον πείσαντας εἰς εἶδος ἑτέρας γυναικὸς μὴ ἀτενί-
ζειν. ὁ γὰρ νοῦς ἡμῶν, ὁπόταν τὰ πρῶτα τῇ τέρψει τὸ εἶδος τῆς ἐρωμέ-
νης ἀπομάξηται, ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ ἐνορῶν ἀεὶ τὴν μορφὴν διὰ τῆς
μνήμης
βασανίζεται· καὶ μὴ τυγχάνων μὲν τῆς ἐπιθυμίας, τῆς ἐπιτυχίας μελετᾷ
τὰς ὁδούς, ἐπιτυχὼν δὲ μᾶλλον αὔξεται, ὥσπερ τὸ πῦρ τῆς ὕλης εὐπο-
ροῦν, καὶ μάλισθ' ὅταν τῇ ψυχῇ τοῦ ἐρῶντος πρὸ τοῦ πάθους προεν-
τετυπωμένος μὴ προϋπάρξῃ φόβος. ὡς γὰρ ὕδωρ πῦρ κατασβέννυσιν,
οὕτως καὶ φόβος τῆς ἀλόγου ἐπιθυμίας ἐστὶ σβεστήριος. ὅθεν ἐγὼ ἔκ
τινος Ἰουδαίου τὰ θεῷ πρέποντα καὶ νοεῖν καὶ ποιεῖν ἐκμαθοῦσα, εὐ-
άλωτος πρὸς μοιχείαν ὑπὸ ψευδῶν μύθων οὐ γίνομαι. θέλοντι δέ σοι
καὶ σπουδάζοντι σωφρονεῖν, φλεγμαινούσῃ ψυχῇ πρὸς ἔρωτα βοηθοίη
θεὸς καὶ τὴν ἴασιν παράσχοι.
 Ἐπακούσας δὲ ὁ Ἀππίων τῆς ὑποκρίτου ἀντιγραφῆς ἔφη· Μήτι
ἀλόγως Ἰουδαίους μισῶ; νῦν γοῦν ταύτην τίς ποτε συντυχὼν Ἰουδαῖος
καὶ εἰς τὴν θρησκείαν μεταγαγὼν ἀνέπεισε σωφρονεῖν, καὶ ἀδύνατόν
ἐστιν
τοῦ λοιποῦ αὐτὴν εἰς κοινωνίαν ἑτέρου τινὸς συνελθεῖν, ὅτι οἱ τοιοῦτοι
τὸν θεὸν ὡς παντεπόπτην τῶν πράξεων προθέμενοι σφόδρα σωφρονεῖν
ἐνκαρτεροῦσιν ὡς λαθεῖν μὴ δυνάμενοι. ταῦτα ἀκούσας ἔφην τῷ
Ἀππίωνι·

Historia Alexandri Magni, Recensio α sive Recensio vetusta


Book 3, chapter 23, section 7, line 1

Κανδαύλης· ‘ἀλλ' ἐμοῦ οὗτος σωτὴρ ἐγένετο καὶ τῆς γυναικὸς καὶ δεῖ με
98

τοῦτον σῶον ἐκπέμψαι πρὸς Ἀλέξανδρον’. ὁ δὲ εἶπεν· ‘οὐκοῦν καὶ ἡμεῖς


ἕνεκα τούτου ὧδε συνάψωμεν πρὸς ἀλλήλους μάχην’. ὁ δὲ Κανδαύλης
εἶπεν· ‘ἐγὼ μὲν οὐ θέλω· εἰ δὲ σὺ βούλει, ἑτοιμότερόν με εὑρήσεις’. ἡ
δὲ Κανδάκη ἀγωνιάσασα περὶ τῶν τέκνων, μὴ ἔλθωσιν εἰς μάχην, καὶ
λαβοῦσα τὸν Ἀλέξανδρον κατὰ μόνας εἶπεν· ‘πανταχοῦ φρενήρης
γενάμενος
οὐδεμίαν δύνασαι ἀφορμὴν εὑρεῖν φρενῶν, ὅπως μὴ διὰ σὲ πολεμήσωσί
μου τὰ τέκνα;’ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος· ‘Κάραγε καὶ σὺ Κανδαύλη, ἐάν με
ὧδε ἀναιρήσητε, οὐδὲν μέλει Ἀλεξάνδρῳ· οὐδὲ γὰρ οἱ ἄγγελοι τιμῆς τυγ-
χάνουσι πρὸς μάχην. ὥστε εἰ καὶ ἐμὲ ὧδε ἀναιρήσητε, ἔχει ἄλλους
ἀγγέλους
πλείους ὁ Ἀλέξανδρος. εἰ δὲ βούλεσθε παρ' ἐμοῦ τὸν ἐχθρὸν εὐάλωτον
λαβεῖν Ἀλέξανδρον, ὑπόσχεσθέ μοι δωρεῶν τι μέρος δοῦναι ἐνταῦθα, ἵνα

πρὸς ὑμᾶς καταμείνω καὶ ποιήσω ὧδε τὸν Ἀλέξανδρον παραγενέσθαι, ὡς

ὑμῶν βουλομένων ἃς ἡτοιμάσατε αὐτῷ δωρεὰς κατ' ὄψιν ἀποδοῦναι, καὶ


τότε τὸν ἐχθρὸν ὑποχείριον λαβόντες ἑαυτοὺς ἐκδικήσαντες ἀναπαῆτε’.
Ἐπείσθησαν οἱ ἀδελφοί· ἡ δὲ Κανδάκη θαυμάσασα τῶν φρενῶν τοῦ Ἀλε-
ξάνδρου εἶπεν αὐτῷ κατ' ἰδίαν· ‘Ἀλέξανδρε, εἴθε ἦς μου καὶ σὺ υἱὸς καὶ
διὰ σοῦ πάντων τῶν ἐθνῶν κατεκράτουν· οὐ γὰρ πολέμῳ ἐχειρώσω τὰς
πόλεις, ἀλλ' ἀγχινοίᾳ πολλῇ.’ ἥσθη μὲν οὖν παρ' αὐτοῖς δορυφορούμενος,

ἐγκρατῶς τῆς Κανδάκης φυλαττούσης αὐτῷ τὸ μυστήριον.  

Historia Alexandri Magni, Recensio γ (lib. 1) Section 24, line 11

καὶ δὴ τὴν πόλιν καταλαβόντες, θόρυβος καὶ βοὴ ἐγένετον,


καὶ προϋπαντῶσιν Ἀλέξανδρον καὶ τὰ συμβάντα διηγοῦνται.  
τὰ δὲ συμβάντα εἰσὶ τοιάδε· ὥς τις Ἀνάξαρχος ὁ Θεσσαλονι-
κέων τύραννός ποτε παριὼν ἐξεγένετο παρὰ Φιλίππου, καὶ ξε-
νισθεὶς θεωρεῖ Ὀλυμπιάδα καὶ ἔκτοτε φιλικῶς εἶχεν πρὸς
αὐτήν. μαθὼν δὲ τὴν Σκυθῶν κατὰ Μακεδόνων ἔφοδον, ὡς δώδε-
κα χιλιάδων ἀνδρῶν λαβὼν μεθ' ἑαυτοῦ φθάνει Μακεδονίαν,
τοιόνδε τρόπον ἔχων ἐν ἑαυτῷ, χάριν συμμαχίας ἐλθεῖν καὶ
εἰ μὲν δυνηθῇ, ἁρπάξαι Ὀλυμπιάδα, εἰ δὲ μὴ δυνηθῇ, ὡς
σύμμαχος πάλιν λογισθῇ καὶ ἀντιστραφήσεται. ἡ δὲ τύχη εὐ-
άλωτον δίδωσι τὴν Ὀλυμπιάδα· μαθὼν γὰρ ὁ Φίλιππος τὴν Ἀ-
λεξάνδρου πρὸς Σκύθας νίκην, λαβὼν τὴν Ὀλυμπιάδα ἐξέρχε-
ται πρὸς ἀπάντησιν Ἀλεξάνδρου· καταλιπὼν δὲ αὐτὴν ἔν τινι
προαστείῳ ἐκεῖνος μεθ' οὗ ἐπεφέρετο στρατοῦ ἐξῆλθεν τοῦ
μετεωρισθῆναι. Ἀνάξαρχος δὲ ταῦτα μαθὼν ἐπεισέρχεται καὶ
99

καὶ ἁρπάζει Ὀλυμπιάδα καὶ ἀνθυποστρέφει. Φίλιππος δὲ μα-


θὼν καταδιώκει αὐτὸν μεθ' οὗ ἐπιφέρετο ὀλιγοστοῦ⌋ στρατοῦ.
ταῦτα μαθὼν Ἀλέξανδρος μετὰ σπουδῆς ἐκτείνει τὴν φάλαγγα

Historia Alexandri Magni, Recensio ε Chapter 8, section 1, line 10

      
 Καὶ δὴ τὴν πόλιν καταλαβόντες θόρυβος καὶ βοὴ ἐγένετο
καὶ προϋπαντῶσιν Ἀλέξανδρον καὶ τὰ συμβάντα διηγοῦνται.  
τὰ δὲ συμβάντα τάδε ἦν· ὡς Ἀνάξαρχος ὁ Θεσσαλονικέων τύ-
ραννός ποτε παριὼν ἐξενίζετο παρὰ Φιλίππου, καὶ ξενισθεὶς
θεωρεῖ Ὀλυμπιάδα, καὶ ἔκτοτε φιλικῶς εἶχε πρὸς αὐτήν. μα-
θὼν δὲ τὴν τῶν Σκυθῶν κατὰ Μακεδόνων ἔφοδον ὡσεὶ δώ-
δεκα χιλιάδας ἀνδρῶν μεθ' ἑαυτοῦ λαβὼν φθάνει Μακεδονίαν,
τοιόνδε τρόπον ἔχων ἐν ἑαυτῷ· χάριν συμμαχίας ἐλθεῖν καὶ εἰ
μὲν δυνηθῇ ἁρπάξαι Ὀλυμπιάδα, εἰ δὲ μὴ δυνηθῇ ὡς σύμμα-
χος πάλιν ἀντιστραφήσεται λογισθείς. ἡ δὲ τύχη εὐάλωτον
δίδωσιν Ὀλυμπιάδα. μαθὼν γὰρ ὁ Φίλιππος τὴν Ἀλεξάνδρου
πρὸς Σκύθας νίκην καὶ ὅτι ἐγκρατὴς αὐτῶν γίνεται, λαβὼν
Ὀλυμπιάδα ἐξέρχεται εἰς ἀπάντησιν Ἀλεξάνδρου. καταλιπὼν
δὲ αὐτὴν ἔν τινι προαστείῳ, ἐκεῖνος μεθ' οὗ ἐπεφέρετο στρατοῦ
ἐξῆλθε τοῦ μετεωρισθῆναι. Ἀνάξαρχος δὲ ταῦτα μαθὼν ἐπεις-
έρχεται καὶ ἁρπάζει Ὀλυμπιάδα καὶ ἀνθυποστρέφει. Φίλιπ-
πος δὲ μαθὼν καταδιώκει αὐτὸν μεθ' οὗ ἐπεφέρετο ὀλιγοστοῦ
στρατοῦ.

Heraclitus Phil., Allegoriae (= Quaestiones Homericae)


Chapter 14, section 4, line 2

ἡμιόνοις ἐνήκμαζε καὶ κυσίν, ὡς τὸ Θρᾳκικὸν ἀνδράποδον


Ὁμήρου κατεξανίσταται, λέγω δὲ τὸν Ἀμφιπολίτην
Ζώιλον ἄνω καὶ κάτω τοιούτους τινὰς λήρους φληνα-
φοῦντα.
 Ὅμηρος δὲ καὶ σφόδρα φυσικῶς τὴν περὶ τὰ λοιμικὰ
τῶν παθημάτων συντυχίαν διὰ τούτου παρίστησιν· αἱ γὰρ
ἐμπειρίαι ἰατρικῆς τε καὶ φιλοσοφίας ἔχουσαι δι' ἀκριβοῦς
παρατηρήσεως ἔγνωσαν ἐν ταῖς λοιμικαῖς νόσοις τὸ
δεινὸν τῶν τετραπόδων ζῴων ἀρχόμενον.
         Κατ' ἄμφω δ'
ἡ πρόφασίς ἐστιν εὔλογος, ὥστ' εὐάλωτα πρὸς τὸ δεινὸν
100

εἶναι· τῆς τε γὰρ διαίτης τὸ ἀκριβὲς θηρᾶται, δι' ἣν


ἀταμιεύτως σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα διαφθείρεται
μηδενὸς λογισμοῦ τὴν ἐπὶ τὸ πλεῖον ὁρμὴν χαλινοῦντος·
ἔπειθ', ὃ καὶ μᾶλλον ἀληθές ἐστιν, οἱ μὲν ἄνθρωποι
μεταρσίοις ταῖς ἀναπνοαῖς τὸν καθαρώτατον ἕλκοντες  
ἀέρα βραδύτερον ἁλίσκονται τῷ πάθει, τὰ δ' ἐπὶ γῆς
ἐρριμμένα ζῷα τοὺς νοσώδεις ἐκεῖθεν ἀτμοὺς εὐμαρέστερον
ἕλκει.

Hierocles Phil., Ἠθικὴ στοιχείωσις Column 2, line 25

δήγματος, οἷον βέλος ἀφιεῖσα τὸν ἰὸν ἐφ' ὅ, τι ἂν θέληι τῶν


ζώιων, οὐκ ἔλαττον τῶν ἑτέρων ἀναιρεῖν ἀσπίδων· ἧι δὴ καὶ
πόρρωθεν, ἐπειδὰν κατά τινος παροξυνθῆι, προσπτύουσα
⸏τὸν ἰὸν οὐδὲν δεῖται δήγματος ἐμβολῆς. Καὶ μὴν τί-
να τε ἀσθενῆ τῶν ἐν αὑτοῖς καὶ τίνα ῥωμαλέα καὶ δυς-
⸏παθῆ συναισθάνεται τὰ ζῶια. Ταύτηι καὶ ταῦρος μέν, ὁπότε
φράττοιτο πρὸς τὴν ἐπιβουλήν, τάττει πρὸ παντὸς τοῦ λοι-
ποῦ σώματος τὰ κέρατα· χελώνη δὲ συναισθανομένη τινὸς ἐπι-
θέσεως τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς πόδας τῶι ὀστρακώδει μέρει
ἑαυτῆς ὑποστέλλει, τῶι σκληρῶι καὶ δυσμεταχει-
ρίστωι τὰ εὐάλωτα· τὸ δὲ παραπλήσιον ποιεῖ καὶ ὁ κοχλίας
κατειλούμενος εἰς τὸ κερατῶδες, ὁπότε κινδύ-
⸏νου συναίσθοιτο. Ἥ γε μὴν ἄρκτος οὐκ ἀμαθὴς
ἔοικεν εἶναι τῆς περὶ τὴν κεφαλὴν εὐπαθίας, ὅθεν παιομένη
ξύλοις ἤ τισιν ἑτέροις, θραῦσαι τοῦτο δυναμένοις
τὸ μέρος, ταύτηι ἐπιτίθησι τὰς χεῖρας ἀποδεξομένας τὴν

Vettius Valens Astrol., Anthologiarum libri ix P. 46, line 10

μὲν οὖν ἀρχιερατικούς, στεφηφόρους, ἀθλητικοὺς ἢ ἱερῶν προεστῶ-  


τας, ὄχλων ἡδοναῖς ἐξυπηρετουμένους καὶ κατὰ καιρὸν ἀστάτως
καὶ ἀνωμάλως διάγοντας, ἐπιψόγους δὲ καὶ ἀδιαφόρους περὶ τὰς
συνελεύσεις, δειγματισμοὺς προδοσίας ὑπομένοντας, εἴς τε τὸν
περὶ τέκνων καὶ σωμάτων τόπον λυπουμένους, καινοτέραις ἐπι-
πλοκαῖς ἡδομένους, χωρισμούς τε γυναικῶν ὑπομένοντας.
 Ζεὺς Ἑρμῆς Ἥλιος πρὸς μὲν τὰς ἐπιβολὰς τῶν πράξεων
εὐκατορθώτους καὶ πολυφίλους ἀποτελοῦσι, πίστεων, τιμῶν, οἱ-
κονομιῶν καταξιουμένους συστάσεών τε μειζόνων καὶ προκοπῶν
ἢ ἀπὸ μικρᾶς τύχης ἀναβιβαζομένους καὶ συγκοσμουμένους, πρὸς
δὲ τὰς περικτήσεις ἀπαραμόνους καὶ εὐαλώτους ἢ ἐνδεεῖς κατά
101

τινας χρόνους γινομένους καὶ μυστικῶς πολλὰ διαπρασσομένους·


οὐκ ἀβίους δὲ ἀλλ' ἐξ ἀδοκήτων καὶ μειζόνων ὠφελουμένους.
 Ζεὺς Ἑρμῆς Σελήνη ἀγαθοὺς περικτητικοὺς καὶ εἰς τὰς
πράξεις εὐεπιβόλους, συλλεκτικοὺς δωρεῶν καὶ πίστεων μεταλαμ-
βάνοντας, μυστικούς, συνετούς, λογικούς, κτημάτων παραθηκῶν
φύλακας, ἀπὸ λόγων καὶ ψήφων ἀναγομένους, δανειστικούς, φορο-
λόγους, μισθωτάς, πολυφίλους, πολυγνώστους, ἐπιτροπικούς, διοι-
κητὰς πραγμάτων, εὐμεταδότους· τινὰς μὲν οὖν ἀθλητικούς, στε-
φηφόρους, τιμῶν εἰκόνων ἀνδριάντων καταξιουμένους. ἐὰν δέ πως
καὶ ἐν χρηματιστικοῖς τόποις τύχωσι, θησαυρῶν εὑρετὰς καὶ ναῶν,

Themistius Phil., Rhet., Χαριστήριος τῷ αὐτοκράτορι ὑπὲρ τῆς εἰρήνης


καὶ τῆς ὑπατείας τοῦ στρατηγοῦ Σατορνίνου Harduin p. 210, section b,
line 4

τερον κατεπολέμησε τοὺς ἀνθρώπους ἢ καθωμίλησε.


 Κερβούλων μὲν οὖν ὁ στρατηγὸς ἀναπείσας τὸν Ἀρ-
μένιον Τηριδάτην Νέρωνι τὰ καθ' ἑαυτὸν ἐπιτρέψειν, ἀν-
θρώπῳ θεομισεῖ καὶ παλαμναίῳ καὶ ἀναξίῳ τοσαύτης
εὐνοίας, ᾔσθετο οὐκ ἐν καιρῷ τὴν ἀρετὴν ἐπιδεδειγμένος
οὐδὲ ἀληθινῷ βασιλεῖ πρὸς εὔκλειαν συναράμενος.
μακαριστὸς μὲν τῆς εἰς τοιοῦτον φιλοτιμίας, μακαριστὸς
δὲ τῶν παρὰ τοιούτου χαριστηρίων, καὶ μηδὲ ἀπεικότως.
οὐ γὰρ Τηριδάτην ἡμῖν ἐκήλησεν οὐδὲ Ἀρμένιον ἄνθρω-
πον εὐκαταγώνιστον καὶ εὐάλωτον καὶ προσέτι γε ἐκ τῶν
ἐκείνῃ βαρβάρων, οἷς ἐν ἔθει μὲν τὸ ἐξογκοῦσθαι, ἐν
ἔθει δὲ τὸ ὑποπτεύειν, δουλεία δὲ ἐλευθερίας οὐ πολὺ διεν-
ήνοχεν, ἀλλ' οἷς ἐκ παίδων συντρέφεται φρόνημα ἀκλινές,  
καὶ οἷς τὸ μικρὸν ὑποκύψαι χαλεπώτερον τοῦ τεθνάναι.
τούτων ἑωρῶμεν τοὺς ἐξάρχους καὶ κορυφαίους οὐ ῥακίου
παραχωροῦντας σὺν εἰρωνείᾳ, ἀλλὰ τοῦ σιδήρου καὶ τῶν
ξιφῶν ἐξισταμένους, οἷς μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐκρά-
τουν, καὶ τοῖς γόνασιν ἐμφυομένους τοῦ βασιλέως μᾶλλον,
ἢ πρὶν τὴν Θέτιν φησὶν Ὅμηρος τοῖς γόνασιν ἐμφῦναι
τοῖς τοῦ Διός, ἡνίκα ὑπὲρ τοῦ παιδὸς αὐτὸν ἐλιπάρει·

Themistius Phil., Rhet., Ὑπὲρ τοῦ λέγειν ἢ πῶς τῷ φιλοσόφῳ λεκτέον


Harduin p. 326, section c, line 6
102

ὁπλοφορεῖν μηδὲ βουλεύειν, ἀλλὰ καὶ ὃ μόνον σοι ἐν ῥᾳ-


στώνῃ, καὶ τούτου βασκαίνεις καὶ οὐκ ἐπιτρέπεις μετέχειν
ἡμῖν τοῖς πολλοῖς, ἀλλὰ ζητεῖς ἀεὶ τειχία τε καὶ περιβό-
λους ἐν οἷς αὐτὴ τὴν ζάλην ὑποστήσῃ καὶ τὸν κονιορτόν,
ἡμῶν δὲ οὐ προβάλλῃ οὐδὲ ἐπαμύνεις κατὰ δύναμιν, καθ-
άπερ ἀεὶ διατρίβουσα Ἀθήνησι καὶ παρ' ἐκείνῳ τῷ δήμῳ,
καὶ τηνικαῦτα ἡνίκα αὐτὸς κύριος ἦν καὶ ἀτάσθαλος διὰ
τὴν ἐξουσίαν καὶ ὑβριστής, καὶ ἤγετο ὑπὸ Ἀνύτου μᾶλλον
ἢ ὑπὸ Σωκράτους. ἐμοὶ δὲ εὐήνιος μὲν ὁ δῆμος καὶ
εὐπειθής, εὐαγωγότατός τε ἁπάντων καὶ ὑπὸ λόγου εὐ-
αλωτότατος.
 Ἡ δ' οὖν γερουσία, ᾗ μάλιστα γέγηθα καὶ ἀγάλλομαι,
τί δή ποτε παροπτέα σοι ἐνομίσθη καὶ αἰσχρὸν τὸ διαλέ-
γεσθαι αὐτῇ δημοσίᾳ; ἢ αὕτη μέν σε οὐκ ἄλλου του χάριν
ὁμότιμον ἐποιήσατο καὶ παρακαλεῖ ἐξ ἁπάσης γῆς καὶ
θαλάσσης καὶ λιπαροῦσα εἰσάγεται εἰς τὸ συνέδριον, οὐχ  
ἵνα αὐτῇ χορηγοίης ἱπποδρομίας καὶ θέατρα – μυρίοι
γὰρ οἱ πρὸς ταῦτα ἁμιλλώμενοι καὶ φιλονεικοῦντες – ἀλλ'
ἵνα κόσμος τε ᾖς σφίσι καὶ ὠφέλεια καὶ μεταδιδῷς τῶν
ἀγαθῶν ὅσα οἴεταί σε ἐπιτηδεύειν· σὺ δὲ οὐ φῂς συνελθού-
σῃ αὐτῇ ὁμιλήσειν οὐδὲ ἑστιάσειν ἀθρόως, εἰ μὴ χωρὶς

Themistius Phil., Rhet., Ἡ ἐπὶ τῷ λόγῳ διάλεξις


Harduin p. 343, section a, line 6

τέχνης, ἀλλ' ἐκ τοῦ ἐπιγράμματος. ἡ δὲ ἀληθὴς εὐφημία


οὕτως ἄρα ἔμπνους ἐστὶ καὶ τῶν Δαιδάλου ἔργων ἐμψυ-
χοτέρα, ὥστε κἂν εἰς τὸ μέσον οὕτω ῥιπτῆται, αὐτὴ προ-
πηδᾷ καὶ προσφύεται ᾧ προσήκει. καὶ οὖν εἰ λέγοι αὐτὴν
ὁ λέγων ἀλλαχοῦ ἀποτρέπων τὼ ὀφθαλμώ, ἀλλ' οἵ γε
ἀκροώμενοι ἐκεῖνον ἀπέβλεψαν παραχρῆμα, ᾧ ὁ τοῦ στόμα-
τος ἐκπεσὼν λόγος προσέφυ τε καὶ προσηρμόσθη.
 Ἰδοὺ οὖν καὶ ἐγὼ τὸν μὲν ἔπαινον ἀφίημι εἰς τὴν ἐκ-
κλησίαν, ὅτι μοι δοκεῖ ὁ ἄρχων ἐκεῖνος ἐπαληθεύειν τοὔ-
νομα τῆς ἀρχῆς, ὅστις δυσάλωτος μὲν ὑπὸ χρυσίου, εὐάλω-
τος δὲ ὑπὸ λόγου, ἐλευθερίας δὲ ἐραστής, μεγαλοφρο-
σύνην δὲ ἐπαινῶν φυλάττεται ἐγγὺς οὖσαν τὴν αὐθάδειαν.
καὶ ἐγὼ μὲν οὐ λέγω ὅντινα λέγω, ἀλλ' οὔτε προσορῶ
οὔτε προσμειδιῶ, οὐδὲ δείκνυμι τῷ δακτύλῳ, οὐδὲ ἀνα-
στὰς ἅπτομαι ταῖν χεροῖν· ὑμεῖς δὲ ἐπέγνωτε παραχρῆμα
καὶ ἐκεῖσε ὑμῶν ἀπηνέχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ οὕτως
ἄρα ἰσχυρὸν ἡ ἀλήθεια ὥστ' οὐ παύεσθε κεκραγότες καὶ
103

ἐκβοῶντες καὶ ἐξαλλόμενοι ἀπὸ τῶν πετρῶν. καίτοι λιτὰ


ῥήματα προηκάμην, καὶ ταῦτα εἰκῆ οὑτωσὶ καὶ λίαν ἀρ-
χαίως, οὔτε περιστείλας οὔτε κομμώσας. ἀλλ' ἐοίκατε μὴ
τὰ ῥήματα θαυμάζειν, ἀλλὰ τὸν ἄνδρα ἐν ᾧ τὰ ῥήματα

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8)


Vol. 5, p. 430, line 17

ἕκαστον ἑρμηνεύειν δεόμεθα, πῶς ὁ ἐχθρὸς τῆς ἑκάστου


ἡμῶν πόλεως τῆς ἐν τῇ ψυχῇ παρὰ τοῦ θεοῦ συνῳκισμένης
διὰ κατασκόπων ἀποπειρᾶται ἡμῶν τῆς δυνάμεως καί τίνας
ἔχει τοὺς ἐξ ἡμῶν αὐτῶν προδότας γινομένους τῆς ἡμετέρας
δυνάμεως. ὡς δ' ἂν φανερώτερον τὸ νόημα ἐκκαλυφθείη,
τοιοῦτόν ἐστιν ἡ πρώτη τοῦ πειρασμοῦ προσβολὴ, ὅθεν τὰ
πάθη τὴν ἀρχὴν λαμβάνει, τοῦτο τῆς ἡμετέρας δυνάμεως
κατάσκοπος γίνεται, οἷον ἐνέπεσε τῷ ὀφθαλμῷ θέαμα τὴν
ἐπιθυμίαν ἀνακινῆσαι δυνάμενον. διὰ οὖν τούτου κατασκοπεῖ
τὴν ἔν σοι δύναμιν ὁ πολέμιος, εἴτε ἰσχυρός τις καὶ ἐμπαρά-
σκευος εἶ εἴτε ἄτονος καὶ εὐάλωτος. εἰ γὰρ οὐκ ὤκλασας τῷ
θεάματι οὐδέ σοι πρὸς τὸ φανὲν διελύθη τῆς διανοίας ὁ
τόνος, ἀλλ' ἀπαθῶς παρεπέμψω τὴν συντυχίαν, εὐθὺς
ἐπτόησας τὸν κατάσκοπον οἷον ὁπλιτῶν τινα φάλαγγα
τοῖς δόρασι φρίσσουσαν, τὴν τῶν λογισμῶν λέγω παρασκευήν,  
τῷ κατασκόπῳ δείξας. εἰ δὲ μαλαχθείη δι' ἡδονῆς πρὸς
τὴν θέαν ἡ αἴσθησις καὶ τὸ τοῦ χαρακτῆρος εἴδωλον ἐντὸς
τῆς διανοίας διὰ τῶν ὀφθαλμῶν εἰσδύη, τότε καταπολεμεῖται
μὲν ὁ στρατηγὸς τῶν ἔνδον ὁ νοῦς, ὡς οὐδὲν ἀνδρῶδες ἢ νεανι-
κὸν ἔχων, ἀλλὰ βλακώδης τις καὶ ἔκλυτος ὤν, καὶ πλῆθος
προδοτῶν ἐκ τοῦ δήμου τῶν λογισμῶν περὶ τὸν κατάσκοπον

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium


Book 1, chapter 1, section 53, line 2

 Μετὰ δὲ ταῦτα περὶ χλανίδα καὶ ζώνην ἀσχοληθείς,


ὥς φασιν, ἐπειδὴ πάντα μικρὰ καὶ οὐδὲν τῆς ἐπιθυμίας  
ἄξιον ἐκ τῆς περὶ ταῦτα σπουδῆς ἑώρα συναγειρόμενον,
καταλιπὼν τὰ λοιπὰ τοῦ βίου ἐπιτηδεύματα μόνον ἐξ ἁπάν-
των ἐθαύμασε τὸν Ἀέτιον, οὐκ ἀσυνέτως οἶμαι, πρός γε
τὸν ἑαυτοῦ σκοπόν, εἰς ἐπίνοιαν βίου τοῦτο ἐπιλεξάμενος. ἀφ'
οὗ γὰρ μετέσχε τῆς ἀπορρήτου ταύτης σοφίας, ἐξ ἐκείνου
“πάντα ἄσπαρτα αὐτῷ καὶ ἀνήροτα φύεται.” σοφὸς γάρ τίς
104

ἐστι περὶ ἃ τὴν σπουδὴν ἔχει, καὶ ἔγνω πῶς ἄν τις μάλιστα
τοὺς ἐμπαθεστέρους τῶν ἀνθρώπων προσοικειώσαιτο. ἐπειδὴ
γὰρ εὐάλωτόν ἐστιν ὡς τὰ πολλὰ δι' ἡδονῆς τὸ ἀνθρώπινον,
καὶ πολλὴ πρὸς τὸ πάθος τοῦτο τῆς φύσεώς ἐστιν ἡ εὐκολία,
ἐκ τῶν τραχυτέρων ἐπιτηδευμάτων πρὸς τὸ τῆς ἡδονῆς λεῖον
ἑτοίμως καταπιπτούσης, ὡς ἂν μάλιστα κοινωνοὺς ἑαυτῷ
πολλοὺς τῆς νόσου τῶν δογμάτων προσεταιρίσαιτο. τούτου
χάριν ἡδὺς γίνεται τοῖς ὑπ' αὐτοῦ τελουμένοις, τὸ πρόσαντες
καὶ ἐπίπονον τῆς ἀρετῆς ὡς ἀπίθανον εἰς τὴν τοῦ μυστη-
ρίου παραδοχὴν ἀποβάλλων. καὶ οἷα μὲν διδάσκουσιν ἐν
ἀπορρήτοις καὶ ὅσα ἐκλαλοῦσιν καὶ εἰς τὸ ἐμφανὲς ἄγουσιν
οἱ δι' ἀπάτης παραδεδεγμένοι τὸ μίασμα, τήν τε ἀπόρρητον
ἐκείνην μυσταγωγίαν καὶ οἷα παρὰ τοῦ σεμνοῦ

Γρηγόριος Νύσσης. De creatione hominis sermo primus [Sp.]


P. 12, line 7

τὰ ῥευστά, πρὶν θεαθῆναι ὑπέδρα, ἄλλο ἐξ ἄλλου φαίνεται


τὸ ἀνθρώπινον σῶμα. Κατ' εἰκόνα ἡμετέραν. τῆς ἀκινήτου
φύσεως ἡ ῥευστὴ εἰκών; τῆς ἀμόρφου ἡ μεμορφωμένη;
 Πῶς οὖν ζητήσωμεν τὸ Κατ' εἰκόνα; ἐν οἷς αὐτὸς εἶπεν  
ὁ κύριος. ἐὰν ἐμόν τι εἴπω, μὴ προσδέξησθε, ἐὰν δεσποτικόν,
καταδέξασθε. Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν
καὶ καθ' ὁμοίωσιν καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων. σώματι ἢ
λογισμῷ; ἐν ψυχῇ τὸ ἄρχον ἢ ἐν σαρκί; ἡ σὰρξ πολλῶν
ζῴων ἀσθενεστέρα. ποία σύγκρισις σαρκὸς ἀνθρώπου καὶ
καμήλου, ἀνθρώπου καὶ βοός, ἀνθρώπου καὶ ἑκάστου ὧν
ἐὰν θέλῃς θηρίου; εὐάλωτος ἡ σὰρξ ἀνθρώπου σαρκὶ θηρίου
προσβαλλομένη. ἀλλ' ἐν τίνι τὸ ἀρχικόν; ἐν τῇ τοῦ λογισμοῦ
περιουσίᾳ. ὅσον λείπει τῇ δυνάμει τοῦ σώματος, τοσοῦτον
περίεστι τῇ τοῦ λογισμοῦ κατασκευῇ. πόθεν τὰ μεγάλα
βάρη μετατίθησιν ἄνθρωπος, ἐπινοίᾳ ἢ τόνοις σωματικοῖς;
Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν. τὸν ἔσω
ἄνθρωπον λέγει Ποιήσωμεν ἄνθρωπον. ἀλλ' ἐρεῖς σύ· διὰ
τί οὐ λέγει ἡμῖν περὶ λογισμοῦ; τὸν ἄνθρωπον εἶπε κατ'  
εἰκόνα θεοῦ· ὁ δὲ λογισμὸς ἄνθρωπος; ἄκουε τοῦ ἀποστόλου
λέγοντος· Εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος φθείρεται, ἀλλ' ὁ ἔσω
ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ. πῶς;

Γρηγόριος Νύσσης. De vita Mosis Chapter 2, section 264, line 3


105

τοξότην ἐποίησεν.
         Οὔτε γὰρ ἐνέπεσεν αὐτῷ ἡ ἀμυντικὴ
κατὰ τῶν λελυπηκότων ὁρμή, οὔτε καταδικασθέντων αὐτῶν
παρὰ τῆς ἀδεκάστου κρίσεως τὸ πρὸς τὴν φύσιν ἠγνόησε
δίκαιον, ἀλλ' ἱκέτης ἐγένετο τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν.
Ὅπερ οὐκ ἂν ἐποίησεν, εἰ μὴ κατόπιν τοῦ Θεοῦ ἦν, τοῦ τὰ
ὄπισθεν αὐτῷ πρὸς τὴν ἀσφαλῆ τῆς ἀρετῆς ὁδηγίαν προδεί-
ξαντος.
 Καὶ τὰ ἄλλα δὲ ἐφεξῆς τοιαῦτα. Ἐπειδὴ γὰρ οὐκ
ἔσχε κατ' αὐτοῦ χώραν εἰς βλάβην, ὁ τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων
πολέμιος τρέπει κατὰ τῶν εὐαλωτοτέρων τὸν πόλεμον. Καὶ
καθάπερ τι βέλος τὸ τῆς γαστριμαργίας πάθος ἐπαφεὶς τῷ
λαῷ, αἰγυπτιάζειν κατὰ τὴν ὄρεξιν αὐτοὺς παρεσκεύασε,
προτιθέντας τῆς οὐρανίας ἐκείνης τροφῆς τὴν παρ' Αἰγυπτίοις
σαρκοβορίαν.
         Ὁ δὲ ὑψηλὸς τὴν ψυχὴν ἄνω τοῦ τοιούτου
πάθους ὑπερπετόμενος ὅλος ἦν τῆς μελλούσης κληρονομίας
τῆς ἐπηγγελμένης παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῖς μεθισταμένοις ἐκ
τῆς νοηθείσης Αἰγύπτου καὶ ἐπὶ τὴν γῆν ἐκείνην ὁδοι-
ποροῦσιν, ἐν ᾗ βρύει τὸ γάλα συναναμεμιγμένον τῷ μέλιτι.

Γρηγόριος Νύσσης. Oratio catechetica magna Section 6, line 116

μὲν ἦν τῷ ἀξιώματι· βασιλεύειν γὰρ ἐτάχθη τῆς γῆς τε


καὶ τῶν ἐπ' αὐτῆς πάντων· καλὸς δὲ τὸ εἶδος· ἀπεικό-
νισμα γὰρ τοῦ ἀρχετύπου ἐγεγόνει κάλλους· ἀπαθὴς δὲ
τὴν φύσιν· τοῦ γὰρ ἀπαθοῦς μίμημα ἦν· ἀνάπλεως δὲ
παρρησίας, αὐτῆς κατὰ πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας
κατατρυφῶν· ταῦτα δὲ τῷ ἀντικειμένῳ τοῦ κατὰ τὸν
φθόνον πάθους ὑπεκκαύματα ἦν· ἰσχύι δέ τινι καὶ βίᾳ
δυνάμεως κατεργάσασθαι τὸ κατὰ γνώμην οὐχ οἷός τε
ἦν· ὑπερίσχυε γὰρ ἡ τῆς εὐλογίας τοῦ θεοῦ δύναμις τῆς
τούτου βίας· διὰ τοῦτο ἀποστῆσαι τῆς ἐνισχυούσης αὐτὸν
δυνάμεως μηχανᾶται, ὡς ἂν εὐάλωτος αὐτῷ πρὸς τὴν
ἐπιβουλὴν κατασταίη. καὶ ὥσπερ ἐπὶ λύχνου τοῦ πυρὸς
τῆς θρυαλλίδος περιδεδραγμένου, εἴ τις ἀδυνατῶν τῷ
φυσήματι σβέσαι τὴν φλόγα ὕδωρ ἐμμίξειε τῷ ἐλαίῳ  
διὰ τῆς ἐπινοίας ταύτης ἀμαυρώσει τὴν φλόγα, οὕτως
δι' ἀπάτης τῇ προαιρέσει τοῦ ἀνθρώπου τὴν κακίαν ἐμ-
μίξας ὁ ἀντικείμενος σβέσιν τινὰ καὶ ἀμαύρωσιν τῆς
εὐλογίας ἐποίησεν, ἧς ἐπιλειπούσης ἐξ ἀνάγκης τὸ ἀντι-
κείμενον ἀντεισέρχεται. ἀντίκειται δὲ τῇ ζωῇ μὲν ὁ
106

θάνατος, ἡ ἀσθένεια δὲ τῇ δυνάμει, τῇ εὐλογίᾳ δὲ ἡ


κατάρα, τῇ παρρησίᾳ δὲ ἡ αἰσχύνη, καὶ πᾶσι τοῖς ἀγαθοῖς

Γρηγόριος Νύσσης. Orationes viii de beatitudinibus


Vol. 44, p. 1297, line 14

εὐχροίᾳ τῆς ὕλης διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἐπιτέρπεται, καὶ


τῇ ἀκοῇ πρὸς τὰ ἡδέα τῶν ἀκροαμάτων τὴν ῥοπὴν
ἔχει, τῇ τε ὀσφρήσει καὶ τῇ γεύσει καὶ τῇ ἁφῇ,
καθὸ πέφυκεν οἰκείως ἔχειν ἑκάστῃ συνδιατίθεται.
Διὰ τοῦτο οἷόν τινι ἥλῳ πρὸς τὰ ἡδέα τοῦ βίου τῇ
αἰσθητικῇ δυνάμει προσκολλωμένη, δυσαποσπάστως
ἔχει τούτων, οἷς συνεφύη προσκολληθεῖσα, καὶ κατὰ
τὰς χελώνας καὶ τοὺς κοχλίας οἷόν τινι ὀστρακίνῳ
καλύμματι ἐνδεδεμένη δυσπόρευτός ἐστι πρὸς τὰς
τοιαύτας κινήσεις, ὅλον συνεπισυρομένη τοῦ βίου τὸ
ἄχθος. Διὸ καὶ εὐάλωτος γίνεται ἡ οὕτως ἔχουσα τοῖς
διώκουσι πρὸς δημεύσεως ἀπειλὴν, ἢ ζημίαν, ἤ τινος
ἄλλου τῶν κατὰ τὴν ζωὴν ταύτην σπουδαζομένων,
εὐχερῶς ἐνδιδοῦσα καὶ ὑπόχειρος γινομένη τῷ διώ-
κοντι· ἀλλ' ἐπειδὰν ὁ ζῶν λόγος, καθώς φησιν ὁ
Ἀπόστολος, ὁ ἐνεργὸς καὶ τμητικὸς ὑπὲρ πᾶσαν μά-
χαιραν δίστομον, ἐντὸς γένηται τοῦ ἀληθῶς παρα-
δεξαμένου τὴν πίστιν, καὶ διατέμῃ τὰ κακῶς συμ-
πεφυκότα, καὶ τὰ τῆς συνηθείας δεσμὰ διακόψῃ·
τότε, καθάπερ τι ἄχθος τῇ ψυχῇ συνδεδεμένον τὰς
κοσμικὰς ἡδονὰς, οἷόν τις δρομεὺς τῶν ὤμων

Γρηγόριος Νύσσης. Apologia in hexaemeron


P. 101, line 23

εξητασμένοις ἑπόμενος, ὅτι Κατὰ τὸ ἐπὶ τοῦ ἐλαίου


ὑπόδειγμα μεμαθήκαμεν, τὸ μὲν ὑλικὸν τοῦ ὑποκει-
μένου καὶ μετὰ τὴν ἐξόπτησιν μὴ ἀπόλλυσθαι, ἀλλ'
εἰς τὸν ἀέρα μεταχωρεῖν διὰ τῆς τοῦ πυρὸς ἐνεργείας
ἀπογεούμενον. Τοῦ δὲ ὑγροῦ ἐναφανισθέντος τῇ ἐναν-
τία ποιότητι, πῶς ἔστιν ἀμείωτον τὴν ὑγρὰν φύσιν
εἰσαεὶ διαμένειν, πάντοτε τῆς θερμῆς οὐσίας τὸ ἐν
τοῖς ἀτμοῖς ὑγρὸν καταφρυττούσης, καὶ εἰς ξηρὰν
μεταβαλλούσης ποιότητα, καθὼς ἡ θεωρία κατὰ τὸ
ἀκόλουθον διὰ τῶν ἐξητασμένων ἀπέδειξεν; Εἰ οὖν
107

ἐξατμίζεται μὲν τὸ ὑγρὸν, εὐάλωτος δὲ γίνεται τῷ


θερμῷ ἡ ὑγρότης, εἰς τὰ λεπτά τε καὶ ἀμερῆ τμήματα
διὰ τῶν ἀτμῶν μερισθεῖσα· ἀνάγκη πᾶσα, πρὸς τὴν
ξηρὰν ποιότητα τοῦ ὑγροῦ μεταβαίνοντος, ἀληθέστε-
ρον ἐκεῖνον τὸν λόγον οἴεσθαι, ὅτι ἐστί τις ὑδάτων
περιουσία, ἡ ἀεὶ ἀναπληροῦσα τὸ ἐκ τοῦ πυρὸς δα-
πανώμενον. Ἴσως δ' ἄν τινα καὶ μαρτυρίαν πρὸς
τὴν τοιαύτην ὑπόληψιν ἀπὸ τῆς Γραφῆς παραλά-
βοι· τὸ ἀνοιγῆναι τοὺς καταῤῥάκτας τοῦ οὐρα-
νοῦ, ὅτε ὑποβρύχιον ἔδει γενέσθαι τὴν γῆν, πάσης ὀρῶν κορυφῆς ἐπὶ
πλεῖστον βάθους ὑπερέχοντος
τοῦ ὕδατος, Ἀλλ' ἐγὼ τὴν μὲν γραφικὴν ἀντίθεσίν φημι δυνατὸν εἶναι διὰ
Γραφῆς ἑτέρας παραμυθήσασθαι·

Γρηγόριος Νύσσης. De opificio hominis


P. 141, line 18

τοιοῦτον ἕτερον, ἀρκοῦσαν ἔχει πρὸς σωτηρίαν τὴν


ἐκ φύσεως δύναμιν. Καὶ τῷ ταύρῳ μὲν τὸ κέρας,
καὶ τῷ λαγωῷ τὸ τάχος, καὶ τῇ δορκάδι τὸ πήδημα
καὶ τὸ κατ' ὀφθαλμὸν ἀσφαλὲς, καὶ ἄλλῳ τινὶ ζώῳ τὸ
μέγεθος, καὶ ἑτέροις ἡ προνομαία, καὶ τοῖς πετεινοῖς
τὸ πτερὸν, καὶ τῇ μελίσσῃ τὸ κέντρον, καὶ πᾶσι πάν-
τως ἕν τι εἰς σωτηρίαν παρὰ τῆς φύσεως ἐμπέφυκε·
μόνος δὲ πάντων ὁ ἄνθρωπος τῶν μὲν ταχυδρομούν-
των ἀργότερος, τῶν δὲ πολυσαρκούντων βραχύτερος,
τῶν δὲ τοῖς συμφύτοις ὅπλοις ἠσφαλισμένων εὐαλω-
τότερος. Καὶ πῶς, ἐρεῖ τις, ὁ τοιοῦτος τὴν ἀρχὴν τὴν
κατὰ πάντων κεκλήρωται; Ἀλλ' οὐδὲν οἶμαι χαλεπὸν
δεῖξαι, ὅτι τὸ δοκοῦν ἐπιδεὲς τῆς φύσεως ἡμῶν,
ἀφορμὴ πρὸς τὸ κρατεῖν τῶν ὑποχειρίων ἐστίν. Εἰ
γὰρ οὕτω δυνάμεως εἶχεν ὁ ἄνθρωπος, ὡς τῇ μὲν
ὠκύτητι παρατρέχειν τὸν ἵππον, ἄτριπτον δὲ ὑπὸ
στεῤῥότητος ἔχειν τὸν πόδα, ὁπλαῖς τισιν ἢ χηλαῖς
ἐρειδόμενον, κέρατα δὲ καὶ κέντρα καὶ ὄνυχας ἐν
ἑαυτῷ φέρειν· πρῶτον μὲν θηριώδης τις ἂν ἦν,
καὶ δυσάντητος, τοιούτων αὐτοῦ τῷ σώματι συμ-
πεφυκότων.

Γρηγόριος Νύσσης. De opificio hominis P. 192, line 29


108

τὸ Θεῖον ὁμοίωσις, οὔτε διὰ τῆς ἡδονῆς ἡ ὑπερέχουσα


χαρακτηρίζεται φύσις, δειλία τε καὶ θράσος, καὶ ἡ
τοῦ πλείονος ἔφεσις, καὶ τὸ πρὸς τὸ ἐλαττοῦσθαι μῖ-
σος, καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα πόῤῥω τοῦ θεοπρεποῦς
χαρακτῆρός ἐστι. Ταῦτα τοίνυν ἐκ τοῦ ἀλόγου μέρους
ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρὸς ἑαυτὴν ἐφειλκύσατο. Οἷς
γὰρ ἡ ἄλογος ζωὴ πρὸς συντήρησιν ἑαυτῆς ἠσφαλίσθη,
ταῦτα πρὸς τὸν ἀνθρώπινον μετενεχθέντα βίον, πάθη
ἐγένετο. Θυμῷ μὲν γὰρ συντηρεῖται τὰ ὠμοβόρα·
φιληδονία δὲ τὰ πολυγονοῦντα τῶν ζώων σώζει· τὸν
ἄναλκιν ἡ δειλία, καὶ τὸν εὐάλωτον τοῖς ἰσχυροτέροις
ὁ φόβος, τὸν δὲ πολύσαρκον ἡ λαιμαργία. Καὶ τὸ
διαμαρτεῖν οὑτινοσοῦν τῶν καθ' ἡδονὴν, λύπης ὑπό-
θεσις ἐν τοῖς ἀλόγοις ἐστί. Ταῦτα πάντα καὶ τὰ
τοιαῦτα διὰ τῆς κτηνώδους γενέσεως συνεισῆλθε τῇ
τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῇ. Καί μοι συγκεχωρήσθω
κατά τινα πλαστικὴν θαυματοποιΐαν διαγράψαι τῷ
λόγῳ τὴν ἀνθρωπίνην εἰκόνα. Καθάπερ γὰρ ἔστιν
ἰδεῖν ἐν τοῖς πλάσμασι τὰς διγλύφους μορφὰς,
ἃς μηχανῶνται πρὸς ἔκπληξιν τῶν ἐντυγχανόντων οἱ
τὰ τοιαῦτα φιλοτεχνοῦντες, μιᾷ κεφαλῇ δύο μορφὰς

Ευσέβιος. Εκκλησιαστική ιστορία.


Book 7, chapter 11, section 14, line 10

αὐτοῖς τότε πρῶτον δι' ἡμῶν ὁ λόγος ἐπεσπάρη,


         καὶ ὥσπερ τούτου ἕνεκεν ἀπαγαγὼν ἡμᾶς πρὸς αὐτοὺς ὁ θεός,
ἐπεὶ τὴν διακονίαν ταύτην ἐπληρώσαμεν, πάλιν ἀπαγήοχεν.
ὁ γὰρ Αἰμιλιανὸς εἰς τραχυτέρους μέν, ὡς ἐδόκει, καὶ
λιβυκωτέρους ἡμᾶς μεταστῆσαι τόπους ἐβουλήθη, καὶ
τοὺς πανταχόσε εἰς τὸν Μαρεώτην ἐκέλευσεν συρρεῖν,
κώμας ἑκάστοις τῶν κατὰ χώραν ἀφορίσας, ἡμᾶς δὲ μᾶλλον
ἐν ὁδῷ καὶ πρώτους καταληφθησομένους ἔταξεν. ᾠκονόμει
γὰρ δῆλον ὅτι καὶ παρεσκεύαζεν ἵνα ὁπόταν βουληθείη
συλλαβεῖν, πάντας εὐαλώτους ἔχοι.
 »ἐγὼ δὲ ὅτε μὲν εἰς Κεφρὼ κεκελεύσμην ἀπελθεῖν,  
καὶ τὸν τόπον ἠγνόουν ὅποι ποτὲ οὗτός ἐστιν, οὐδὲ τὸ
ὄνομα σχεδὸν πρότερον ἀκηκοώς, καὶ ὅμως εὐθύμως καὶ
ἀταράχως ἀπῄειν· ἐπεὶ δὲ μετασκηνώσειν εἰς τὰ Κολλουθίω-
νος ἀπηγγέλη μοι, ἴσασιν οἱ παρόντες ὅπως διετέθην (ἐνταῦθα
γὰρ ἐμαυτοῦ κατηγορήσω),
         τὸ μὲν πρῶτον ἠχθέσθην
109

καὶ λίαν ἐχαλέπηνα· καὶ γὰρ εἰ γνωριμώτεροι καὶ συνη-


θέστεροι ἐτύγχανον ἡμῖν οἱ τόποι, ἀλλ' ἔρημον μὲν ἀδελφῶν
καὶ σπουδαίων ἀνθρώπων ἔφασκον εἶναι τὸ χωρίον,

Ευσέβιος. Εκκλησιαστική ιστορία.


Book 10, chapter 4, section 57, line 4

σάμενος, νύμφην ἁγίαν καὶ νεὼν πανίερον ἑαυτῷ τε καὶ τῷ


πατρὶ κατειργάσατο· ὃ καὶ σαφῶς αὐτὸς ὁμολογῶν
ἐκφαίνει, λέγων ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπα-
τήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονταί
μοι λαός. καὶ τοιαύτη μὲν ἡ τελεία καὶ κεκαθαρμένη
ψυχή, ἀρχῆθεν οὕτω γεγενημένη, οἵα τὸν οὐράνιον λόγον
ἀγαλματοφορεῖν·
         ἀλλὰ γὰρ φθόνῳ καὶ ζήλῳ τοῦ
φιλοπονήρου δαίμονος φιλοπαθὴς καὶ φιλοπόνηρος ἐξ
αὐτεξουσίου αἱρέσεως γενομένη, ὑπαναχωρήσαντος αὐτῆς
τοῦ θείου ὡς ἂν ἔρημος προστάτου, εὐάλωτος καὶ εἰς ἐπιβου-
λὴν εὐχερὴς τοῖς ἐκ μακροῦ διαφθονουμένοις ἀπελήλεγκται,
ταῖς τε τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καὶ νοητῶν πολεμίων ἑλεπόλεσι
καὶ μηχαναῖς καταβληθεῖσα, πτῶμα ἐξαίσιον καταπέπτωκεν,
ὡς ὅσον οὐδ' ἐπὶ λίθῳ λίθον τῆς ἀρετῆς ἑστῶτα ἐν αὐτῇ
διαμεῖναι, ὅλην δὲ δι' ὅλου χαμαὶ κεῖσθαι νεκράν, τῶν περὶ
θεοῦ φυσικῶν ἐννοιῶν πάμπαν ἀπεστερημένην.

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam Book 1, section 66, line 19

τὸν εὑρεθησόμενον ἐν αὐτοῖς, ἄξιον τῆς τοῦ ἀνδρὸς προσηγορίας.


 Ἀλλ' οὐδὲ ὁ σῴζων τὸν κατὰ φύσιν λογικὸν ἄνθρωπον παρ' αὐτοῖς
εὑρεθήσεται· θηριώδεις γάρ τινες ἦσαν οὗτοι καὶ ἀπηγριωμένοι τοὺς
τρόπους, ὡς
καὶ τὸν οὐρανὸν κατ' αὐτῶν κινεῖσθαι, ⌈λέγω δὲ τὰς οὐρανίους δυνάμεις
ἢ καὶ
αὐτὴν τὴν κτίσιν τοῦ θεοῦ ὥσπερ συναγανακτοῦσαν τῷ θεῷ ἐπὶ τῇ
ἀπονοίᾳ καὶ
ἀλαζονείᾳ καὶ ἀθεότητι⌉ τῶν δηλουμένων. διὸ γέγραπται· ὁ γὰρ οὐρανὸς  

θυμωθήσεται καὶ ἡ γῆ σεισθήσεται ἐκ τῶν θεμελίων αὐτῆς διὰ


θυμὸν ὀργῆς κυρίου. τὴν συντέλειαν δὲ οἶμαι σημαίνειν διὰ τοῦ λέγειν
σεισθή-
110

σεσθαι τὴν γῆν ἐκ τῶν θεμελίων αὐτῆς.


 ⌈Εἰ δέ τινες ἐν αὐτοῖς πειραθεῖέν φησι φυγῇ τὴν σωτηρίαν
πορίσασθαι, καὶ οὗτοι εὐάλωτοι γενήσονται, οὐ δορκάσι τελείαις
ἀποπηδῶσι
κοῦφόν τε καὶ ταχὺ ποιουμέναις τὸν δρόμον ἐοικότες, ἀλλὰ δορκαδίῳ·⌉
διὸ κατὰ
τοὺς 8λοιποὺς ἑρμηνευτὰς δορκάδιον ὠνόμασται. καὶ προβάτῳ δὲ
πλανωμένῳ
καὶ μηδὲ ζητουμένῳ μηδὲ συναγομένῳ πρός τινος ἔσονται ὅμοιοι·
⌈εὔξονται
μὲν γὰρ οἱ φεύγοντες δεξιοῦ τινος τυχεῖν καὶ καταφυγὴν εὕρασθαι παρά
τινι τῶν
γνωρίμων οὐ μὴν εὑρήσουσιν· οὐκ ἔσται γὰρ ὁ συνάγων αὐτούς.⌉ διὸ οἱ
μὲν
αὐτῶν ἡττηθήσονται, ἢ κατὰ τοὺς 8λοιποὺς ἑρμηνευτάς·
ἐκκεντηθήσονται.
ἁλόντες οἱ δὲ ὁμοῦ συναχθέντες καὶ ὡσανεὶ σύστρεμμα ἑαυτοὺς

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam Book 1, section 90, line 33

καὶ γὰρ ἦν ὡς ἀληθῶς ὀχυρά ποτε πόλις, ὅτε «φραγμὸν» περιεβέβλητο


καὶ
»κεχαράκωτο» ὡς πανταχόθεν αὐτὴν ἠσφαλίσθαι, οὕτω τε ἦν ὀχυρά, ὡς
μηδὲν
καταβλάπτεσθαι πολιορκουμένην, ἀλλὰ ποτὲ μὲν ἦν τοιαύτη, νυνὶ δὲ
ἄκαρπος
γενομένη καταλέλειπται, ὥστ' εἰρῆσθαι περὶ αὐτῆς· «καθελῶ τὸν
φραγμὸν αὐτοῦ
καὶ ἔσται εἰς διαρπαγήν, καὶ καθελῶ τὸν τοῖχον αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς
καταπάτημα,
καὶ ἀνήσω τὸν ἀμπελῶνά μου καὶ οὐ μὴ σκαφῇ οὐδὲ μὴ τμηθῇ». τὸ δ'
αἴτιον διδάξει
λέγων· «ὅτι ἔμεινα, ἵνα ποιήσῃ σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας». καὶ ἐν
τοῖς μετὰ
χεῖρας δὲ τῆς αὐτῆς ἕνεκεν αἰτίας λέγεται· μάτην ποτιῶ αὐτήν· εἰς
μάταιον
γὰρ ἡ τοσαύτη ὑπῆρξε χορηγία τῇ προειρημένῃ πόλει, διὸ ἁλώσεται
νυκτὸς
ὑπὸ τῶν πολιορκούντων αὐτήν· καταληφθεῖσα γὰρ ἐν σκότῳ διὰ τὸ
ἑαυτὴν
μακρύναι τοῦ φωτὸς εὐάλωτος γεγένηται τοῖς πολεμίοις, ὡς καὶ εἰς
ἐσχάτην
ἐλθεῖν πτῶσιν τῷ μηδὲ τεῖχος ἔχειν τὸ περιφράττον καὶ φυλάττον αὐτήν.
111

καθ-
ῄρητο γὰρ ὑπὸ τοῦ φήσαντος· «καθελῶ τὸν φραγμὸν αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς
διαρ-
παγήν, καὶ καθελῶ τὸν τοῖχον αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς καταπάτημα».
 Ὅμως δ' οὖν, εἰ καὶ ταῦτα πέπονθε, διαθέσει τῇ πρὸς αὐτοὺς ὁ
προφήτης ἑξῆς ἐπάγει λέγων· τίς με θήσει φυλάσσειν καλάμην ἐν ἀγρῷ;
εἰ
γὰρ καὶ «ἀντὶ σταφυλῆς ἀκάνθας ἤνεγκε» καὶ γέγονε «χέρσος«, ὡς μηδὲν
πλέον
ἔχειν καλάμης, ὅμως δ' οὖν ἠγάπα καὶ οὕτως ἔχουσαν αὐτὴν φυλάττειν.
κατὰ
δὲ τὸν 8Σύμμαχον εἴρηται· τίς δώσει με χέρσον καὶ ἀφειμένον ἐν
πολέμῳ;

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam Book 2, section 4, line 18

 ⌈Εἶτα περὶ τῶν ἀπιστησάντων τῷ ἀποστολικῷ κηρύγματι ἐπιλέγει·


διὰ φωνὴν τοῦ φόβου σου ἐξέστησαν λαοὶ καὶ διεσκορπίσθησαν ἔθνη,
κατὰ δὲ τὸν 8Ἀκύλαν· ἀπὸ φωνῆς ὄχλου, καὶ κατὰ τὸν 8Θεοδοτίωνα· ἀπὸ

φωνῆς πλήθους ἀνεχώρησαν λαοί. σημαίνει δὲ τὴν πολιορκίαν τοῦ


Ἰουδαίων
ἔθνους καὶ ὡς πολυπληθείας πολεμίων ἐπελθούσης αὐτοῖς ἐξέστησαν τῆς

ἑαυτῶν γῆς καὶ διεσκορπίσθησαν εἰς τὰ ἔθνη.⌉ ἀντὶ δὲ τοῦ· ἀπὸ τοῦ
φόβου
σου, ὁ 8Σύμμαχος ἀπὸ τοῦ ὑψωθῆναί σε διεσπάρησαν εἴρηκεν, ὁ δὲ
8Ἀκύλας  
καὶ ὁ 8Θεοδοτίων· ἀπὸ ὑψώσεώς σου διεσκορπίσθησαν. εἶτα ὡς πρὸς
αὐτοὺς διασκορπισθέντας εἰς τὰ ἔθνη ἐπιλέγει· νῦν δὲ συναχθήσεται τὰ
σκῦλα ὑμῶν μικροῦ καὶ μεγάλου· ὃν τρόπον ἐάν τις συναγάγῃ ἀκρίδας,
οὕτως ἐμπαίξουσιν ὑμῖν, ⌈τὸ εὐχείρωτον καὶ εὐάλωτον τοῦ Ἰουδαίων
ἔθνους
παριστάς, τό τε πλῆθος αὐτῶν ἀκρίσι παραβάλλων.⌉ ἀλλὰ καὶ
ἐμπαίξουσιν
ὑμῖν πρὸς αὐτοὺς λεγόμενον ⌈σημαίνει ὡς οἱ πολέμιοι ἀντὶ παιγνίας
αὐτοὺς
ἕξουσιν οὐ μόνον τὰ σκῦλα αὐτῶν διαρπάσαντες μικροῦ καὶ μεγάλου,
ἀλλὰ καὶ
αὐτοῖς ἐμπαίξοντες.⌉
 ⌈Ταῦτα περὶ τούτων εἰπὼν μεταβαίνει ἐπὶ τὸ τάγμα τῆς τοῦ θεοῦ
ἐκκλησίας, ἐφ' ᾧ καὶ δοξάζει τὸν θεὸν λέγων· ἅγιος ὁ θεὸς ὁ κατοικῶν ἐν
112

ὑψηλοῖς,⌉ ἐνεπλήσθη Σιὼν κρίσεως καὶ δικαιοσύνης. ⌈νοήσεις δὲ τὴν


Σιὼν ἀπὸ τοῦ λέγεσθαι κρίσεως καὶ δικαιοσύνης πεπληρῶσθαι αὐτήν. ἐν
δὲ
τοῖς ἀνωτέρω ἐλέγετο· «καὶ ἀναπαύσεται ἐν τῇ ἐρήμῳ κρίμα καὶ
δικαιοσύνη«.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 208, line 23

τελευτήσαντος καὶ ἄγεσθαι αὐτὴν τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ πρὸς τὸ ἐξανα-


στῆσαι σπέρμα εἰς ὄνομα τοῦ κατοιχομένου. ἔλαβε γοῦν, φησί, ταύτην
ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος καὶ ἐτελεύτησαν, ὁμοίως καὶ οἱ ἑπτά. ἐν
δὲ τῇ ἀναστάσει τῶν νεκρῶν τίνος ἔσται αὕτη γυνή, ἐπειδὴ καὶ οἱ
ἑπτὰ αὐτὴν ἐγνώκασιν; ὁ δὲ κύριος ἔφη «πλανᾶσθε, μὴ εἰδότες τὰς
γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ θεοῦ. ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει τῶν
νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίσκονται, ἀλλὰ ἰσάγγελοί εἰσιν. ὅτι
δὲ ἀναστήσονται οἱ νεκροὶ Μωυσῆς ὑμᾶς διδάξει, ὡς ὁ θεὸς αὐτῷ
ἐχρημάτισε λέγων, ἐγώ εἰμι ὁ θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ
θεὸς Ἰακώβ· θεὸς δέ ἐστι ζώντων καὶ οὐχὶ νεκρῶν». καί «ἐφίμω-
σεν αὐτῶν τὸ στόμα». εὐάλωτοι γὰρ οὗτοι καὶ μὴ δυνάμενοι ἀντι-
στῆναι μὴ μίαν ὥραν πρὸς τὴν ἀλήθειαν.
 

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 331, line 25

καὶ τῶν ἄλλων σχέσει πολλάκις ἐπειργασάμεθα, πῶς ὁ κύριος ἡμῖν


τὰ ἐντελέστερα κεχάρισται. πῶς δὲ οἱ τοιοῦτοι δυνήσονται ἀπο-
λογίαν ἔχειν, μὴ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ὑπακούσαντες τῷ διὰ τῶν
ἀποστόλων εἰρηκότι τοῖς ἐξ ἐθνῶν πεπιστευκόσι «μὴ βάρος ἐπιτίθε-
σθαι πλὴν τῶν ἐπάναγκες, ἀπέχεσθαι αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορ-
νείας καὶ εἰδωλοθύτου;» πῶς δὲ οὐκ ἐκπεσοῦνται τῆς τοῦ θεοῦ χάρι-
τος, λέγοντος Παύλου τοῦ ἁγίου ἀποστόλου ὅτι «ἐὰν περιτέμνησθε,
Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει», «οἵτινες ἐν νόμῳ καυχᾶσθε, τῆς
χάριτος ἐξεπέσατε»;
 9. Ἀρκέσει γοῦν καὶ ἐν ταύτῃ τῇ αἱρέσει ἡ διὰ τῆς συντομίας
παρ' ἡμῶν διάλεξις. εὐθυέλεγκτοι γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ εὐάλωτοι, καὶ
Ἰουδαῖοι μᾶλλον καὶ οὐδὲν ἕτερον. πάνυ δὲ οὗτοι ἐχθροὶ τοῖς
Ἰουδαίοις ὑπάρχουσιν. οὐ μόνον γὰρ οἱ τῶν Ἰουδαίων παῖδες πρὸς  
τούτους κέκτηνται μῖσος, ἀλλὰ καὶ ἀνιστάμενοι ἕωθεν καὶ μέσης
ἡμέρας καὶ περὶ τὴν ἑσπέραν, τρὶς τῆς ἡμέρας ὅτε εὐχὰς ἐπιτελοῦσιν
ἑαυτοῖς ἐν ταῖς συναγωγαῖς ἐπαρῶνται αὐτοῖς καὶ ἀναθεματίζουσι,
τρὶς τῆς ἡμέρας φάσκοντες ὅτι «ἐπικαταράσαι ὁ θεὸς τοὺς Ναζω-
ραίους». δῆθεν γὰρ τούτοις περισσότερον ἐνέχουσι, διὰ τὸ ἀπὸ Ἰου-
113

δαίων αὐτοὺς ὄντας Ἰησοῦν κηρύσσειν εἶναι τὸν Χριστόν, ὅπερ ἐστὶν
ἐναντίον πρὸς τοὺς ἔτι Ἰουδαίους, τοὺς τὸν Ἰησοῦν μὴ δεξαμένους.
ἔχουσι δὲ τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον πληρέστατον Ἑβραϊστί. παρ'
Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 202, line 16

πελὼν ἡ καθολικὴ ἐκκλησία»· ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ κύριος πάλιν ἐν τῷ


εὐαγγελίῳ ποιούμενος τὴν τοῦ ἀμπελῶνος παραβολήν, ὅτι «ἀνήρ τις
οἰκοδεσπότης εἶχεν ἀμπελῶνα καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἔπεμψε
ζητῶν καρπὸν καὶ οὐκ ἔδωκαν», ἀλλὰ καὶ πάλιν «ἀνήρ τις οἰκοδε-
σπότης ἔχων ἀμπελῶνα ἐξῆλθε ζητῶν ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα καὶ
περὶ τρίτην ὥραν καὶ ἕκτην καὶ ἐνάτην καὶ ἑνδεκάτην»· ὡς ἐξ ἅπαν-
τος τὸ τῆς ἐπιτηδεύσεως σκευώρημα καὶ τούτου τοῦ ἀπατεῶνος
πανταχόθεν ἔχειν τὸ τιτρώσκεσθαι λόγῳ τῆς ἀληθείας. κἄν τε γὰρ
ἐπιφαίνεται τὸ σκότος φωτὸς μὴ παρόντος, δι' ὀλίγου σπινθῆρος ἡ
αὐτοῦ ἀφάντωσις τῆς ἀνατροπῆς γενήσεται. συντόμως δὲ κέχρη-
μαι τῇ αἱρέσει διὰ τὸ ἤδη ἐξειπεῖν ὅτι εὐάλωτος ὑπάρχουσα οὐ πολ-
λῆς δεῖται ἐργασίας πρὸς σύστασιν τῆς κατ' αὐτῆς ἀληθείας· μάλιστα
δὲ ὅτι τάχα οἶμαι καὶ μηκέτι ἐκ ταύτης ὑπάρχειν τινάς, ἀλλ' ἢ ἄρα
σπανίους ἐν τοῖς ἀνωτάτω μέρεσιν.
 Ἀπὸ ταύτης δὲ παρελθόντες, ὥσπερ σκορπίον δεινὸν καταπατή-
σαντες ἀθρόως, τὰς ἑξῆς διασκοπήσωμεν, θεοῦ τὴν δύναμιν ἐπικαλού-
μενοι εἰς βοήθειαν τοῦ τε τὸ ἀληθὲς εἰπεῖν καὶ τοῦ αὐτὸν ἐμὲ μὴ
βλάπτεσθαι, μάλιστα περὶ τῆς τοιαύτης δεινῆς καὶ ὀλετηρίου τῶν
δογμάτων μέλλοντα ὑποφαίνειν κακοτροπίας.
   

Κατὰ Τατιανῶν κϛ, τῆς δὲ ἀκολουθίας μϛ.

 1. Τατιανός τις ἀνέστη τούτους διαδεξάμενος ἤτοι κατὰ τοὺς

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 444, line 5

πάλιν καὶ ὀρθόδοξον καὶ τοῦτο διαλάβωμεν λογισμόν. τοῖς μὲν γὰρ
ἀπὸ τῆς εἰσπνοῆς τοῦ κατὰ τὸν ἀέρα πνεύματος τὸ ἐμψυχῶσθαι ἐδόθη
καὶ ζῆν, τῷ δὲ ἐξ αὐτῆς τῆς ἀθανάτου καὶ διαφερούσης οὐσίας. «ἐνεφύ-
σησε γὰρ ὁ θεὸς εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς καὶ ἐγένετο ὁ ἄν-
θρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». καὶ τοῖς μὲν δουλεύειν καὶ ἄρχεσθαι προσε-
τάγη, τῷ δὲ ἄρχειν καὶ δεσπόζειν. καὶ τοῖς μὲν διάφορα σχήματα φύσεως

δίδονται καὶ μορφαί, ὁπόσας ἡ στερέμνιος καὶ ὁρατὴ φύσις κελεύοντος


θεοῦ
114

ἐγέννησε· τῷ δὲ τὸ θεοειδὲς καὶ θεοείκελον καὶ πάντα πρὸς ἐκείνην ἀπη-


κριβωμένον τὴν πρωτότυπον τοῦ πατρὸς καὶ μονογενοῦς εἰκόνα.
«ἐποίησε
γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ' εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν»· διὸ καὶ
ἐμέλησεν αὐτῷ τῆς τοῦ σφετέρου ἀγάλματος διαμονῆς, ἵνα μὴ εὐάλωτον

πρὸς διαφθοράν, καθάπερ καὶ τῶν ἀνδριάντων τοῖς δημιουργοῖς. οὐ γὰρ
μόνον τοῦ κάλλους τῶν ἀγαλμάτων αὐτοῖς καὶ τῆς εὐπρεπείας αὐτῶν
πεφρόντισται, ὅπως ὦσι περικαλλῆ μεγαλοπρεπῶς, ἀλλὰ καὶ τῆς εἰς τὸ
δυνατὸν σφίσιν αὐτοῖς ἀθανασίας τῶν δημιουργημάτων πρόνοιαν
ποιοῦνται,
εἰς τὸ εἰς μακραίωνα χρόνον διασῴζεσθαι μὴ λυόμενα, καθάπερ καὶ
Φειδίας. οὗτος γὰρ μετὰ τὸ κατασκευάσαι τὸ Πισαῖον εἴδωλον (ἐξ ἐλέ-
φαντος δὲ τοῦτο ἦν) ἔλαιον ἐκχεῖσθαι προσέταξεν ἀμφὶ τοὺς πόδας ἔμ-
προσθεν τοῦ ἀγάλματος, ἀθάνατον εἰς δύναμιν φυλάσσων αὐτό. καὶ
τοίνυν εἰ τῶν χειροκμήτων οὕτως οἱ δημιουργοί, θεὸς ὁ ἀριστοτέχνας,

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 477, line 6

νον μακρῷ πλανώμενοι καταφαίνονται, ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς ἄκρας


ἀναβαί-
νοντες βλασφημίας· δόντες γὰρ ἀσωμάτως τὰς ψυχὰς πρὸ τῆς ἐντολῆς
βεβιωκέναι ἀλήπτους τε εἶναι καθ' ἑαυτὰς ἐκ παντὸς τῇ ἁμαρτίᾳ διανοη-
θέντες πάλιν ἀνέτρεψαν τὸν λόγον, ἑαυτοὺς δὲ πολὺ μᾶλλον· τὰ γὰρ δὴ
σώματα κατασκευάζουσιν αὐταῖς ὕστερον ἐπὶ τιμωρίᾳ δοθῆναι, διὰ τὸ  
πρὸ σώματος αὐτὰς ἡμαρτηκέναι. καὶ δὴ καὶ λοιδορήσεις τε ἐπῆλθον
αὐτοῖς, δεσμοῖς ἀπεικάζουσι καὶ πέδαις τὸ σῶμα, ἄλλα τε ἀνόητα εἰπεῖν .
 νῦν δὲ ὅπερ εἴρηται, πᾶν τοὐναντίον ἔχει. χρὴ γὰρ πρὸ τῆς ἁμαρτίας
τὴν ψυχὴν ὑπάρχειν μετὰ σώματος· ἐπεὶ εἰ ἄληπτος ἡ ψυχὴ καθ' ἑαυτὴν
τῇ ἁμαρτίᾳ, οὐκ ἂν ἥμαρτεν ὅλως πρὸ τοῦ σώματος. εἰ δὲ ἥμαρτεν,
οὐκέτι ἄληπτος καθ' ἑαυτὴν τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ καὶ εὐάλωτος μᾶλλον καὶ
εὔληπτος. διὸ καὶ πάλιν, κἂν μὴ λάβῃ τὸ σῶμα τοῦτο, ἁμαρτήσεται,
ὥσπερ δὴ καὶ πρὸ τοῦ λαβεῖν αὐτὸ ἥμαρτεν. διὰ τί δὲ ὅλως καὶ σῶμα
ἐλάμβανεν ὕστερον μετὰ τὸ ἡμαρτηκέναι; ἢ τίς αὐτῇ χρεία σώματος ἦν;
εἰ μὲν οὖν ἵνα βασανίζηται καὶ ἀλγῇ, πῶς μᾶλλον ἐντρυφᾷ καὶ ἀκολα-
σταίνει μετὰ τοῦ σώματος; πῶς δὲ καὶ τὸ αὐτεξούσιον εἶναι ἐν τούτῳ
φαίνεται ἔχειν τῷ κόσμῳ; ἐφ' ἡμῖν γὰρ τὸ πιστεῦσαι κεῖται καὶ τὸ μὴ
πιστεῦσαι ἐνθάδε, ἐφ' ἡμῖν τὸ κατορθώσασθαι καὶ ἁμαρτῆσαι, ἐφ' ἡμῖν
τὸ ἀγαθοποιῆσαι καὶ κακοποιῆσαι. ἀλλὰ καὶ ἡ κρίσις πῶς δὴ ἐπιφέρε-
σθαι ὡς μέλλουσα προσδοκᾶσθαι ἔτι δύναται, καθ' ἣν ὁ θεὸς ἑκάστῳ
115

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 36, line 11

φυλακτήρια, φημὶ δὲ τὰ περίαπτα, καὶ ἄλλαι τινὲς ἐπῳδαὶ καὶ μαγγανεῖαι·

 ἄρχεται γοῦν ἐν τῇ αὐτοῦ βίβλῳ λέγειν ὁ αὐτὸς Μάνης·


 14. «Ἦν θεὸς καὶ ὕλη, φῶς καὶ σκότος, ἀγαθὸν καὶ κακόν, τοῖς
πᾶσιν ἄκρως ἐναντία, ὡς κατὰ μηδὲν ἐπικοινωνεῖν θάτερον θατέρῳ.»
καὶ οὗτος μέν ἐστιν ὁ πρόλογος τοῦ ἀγύρτου. ἐντεῦθεν ἄρχεται τῆς αὐτοῦ

κακομηχανίας. καὶ ἡ μὲν βίβλος ἐν πλάτει κεῖται, τοιαῦτά τινα φαῦλα


ἄττα περιέχουσα, ὧν τὴν δυσκολίαν καὶ τὴν ἐναντιότητα τῶν λόγων καὶ
ἀπ' αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ σκοποῦ ἐστι περιληπτέον. εἰ γὰρ καὶ πολλὴ ἡ
λοιπὴ φλυαρία καὶ μυθώδης ὑπόθεσις, ἐκ τῆς εἰσαγωγῆς τὸ πᾶν δειχ-
θήσεται τῆς αὐτοῦ πονηρίας. τὸ γὰρ «ἦν θεὸς καὶ ὕλη» οὐδὲν ἀποδέον
τῆς τῶν Ἑλλήνων ματαίας ὑπονοίας ὑφηγήσατο. εὐάλωτον δὲ καὶ
ῥᾴδιον καὶ εὐκατάλυτον τῆς συκοφαντίας τοῦτο τὸ κενοφρόνημα. δύο
γὰρ ἐπὶ τὸ αὐτὸ εἶναι σύγχρονά τε καὶ ἀίδια ἐξ εὐλόγων λογισμῶν καὶ
συνετῆς εὐνοίας ἀδύνατον εἶναι παρὰ τῷ κρίνειν εὐλόγως γινώσκοντι.
καὶ γνωστέον τοῦτο ἔσται παντὶ τῷ σύνεσιν κεκτημένῳ. εἰ γὰρ τὰ
δύο σύγχρονα, οὐδὲ κἂν τῷ ὀνόματι διήλλακται. πᾶν γὰρ τὸ σύγχρονον
καὶ συναΐδιον, τὸ δὲ συναΐδιον καὶ ἀεὶ ὑπάρχον τοῦτο θεός, μάλιστα ἀπό
τινος αἰτίου ἀρχὴν μὴ εἰληφός. οὐδὲν γὰρ ἀίδιον ἢ μόνον θεός. δια-
φόροις δὲ ὀνόμασι ταύτας τὰς ἀρχὰς ἐξέθου, ὦ βάρβαρε τὴν φρένα καὶ
πολέμιε τῆς ἀνθρωπείας φύσεως. τὸ μὲν γὰρ ἐξέθου φῶς, τὸ δὲ σκότος,
τὸ δ' αὖ ἀγαθὸν καὶ τὸ ἕτερον κακόν. φάσκεις δὲ ὅτι τοῖς πᾶσιν ἄκρως

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 254, line 27

ὦ περιττολόγε καὶ ἐν ἀργοῖς καὶ περιέργοις ταττόμενε, οὐδεὶς δέξεταί


σου τὸν λόγον. οὔτε γὰρ μειζότερον τὸ πνεῦμα οὔτε μικρότερον· «τίς
γὰρ ταῦτα ἐξεζήτησε» φησίν «ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν»; ἐλέγχει σε δὲ ὁ
αὐτὸς ἅγιος λόγος, ὡς φάσκει κύριος περὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου·
ὁμολογῶν γὰρ τὸ γνήσιον τῆς αὐτοῦ θεότητός φησι «τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς
ἐκπορευόμενον καὶ τοῦ ἐμοῦ λαμβάνον».
 6. Καὶ πόσαι ἄλλαι τυγχάνουσι μαρτυρίαι; ἐπειδὴ δὲ πᾶσιν ἡ σὴ
ἐρεσχελία δῆλός ἐστι, πλάνης οὖσα καὶ οὐκ ἀληθείας, φωραθήσεται
τε οὐ μόνον ὑπὸ συνετῶν, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν ὀλίγον τι τῆς θείας γραφῆς
τὴν ἀκολουθίαν ἐπιγινωσκόντων, δι' ἣν οὐκ ἐπιδεηθήσομαι πολλῶν μαρ-
τυριῶν ἢ πολλῆς ἀνατροπῆς (εὐάλωτον γάρ σου τὸ διήγημα καὶ ἡ
κακοπιστία), διὸ ἀρκετῶς ἔχειν ἡγούμενος τὰ πρὸς σὲ εἰρημένα,  
ὡς ἀπὸ γῆς ἀναφύσαντος κνωδάλου ἀτόνου τε καὶ ἀδυνάμου εἶδος
τῷ ποδὶ τοῦ λόγου συντρίψας καὶ τῇ τοῦ θεοῦ λόγου ἀληθείᾳ, ἢ ὡς
116

ἕλμιγγα
ἤτοι γῆς ἐντεριώνην, καταλείψω. ἤδη γὰρ καὶ διεσκεδάσθη εἰς ὀλίγον
χρόνον ἡ τούτου τοῦ ἠπατημένου αἵρεσις. ἐπὶ δὲ τὰς ἑξῆς συνήθως
θεὸν ἐπικαλούμενος προελεύσομαι.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 301, line 25

      ἔκθεσις.

 27. Οἱ νουνεχεῖς ταύτην καὶ τὰς ἄλλας διελθόντες, γνῶτε πῶς ῥᾳ-
διουργόν ἐστι τὸ ἐπιχείρημα θατέρου αὐτῶν τοῦ συστήματος καὶ οὐδὲν
ὀρθόν, οὐδὲ βραχὺ μετέχον τῆς κατὰ θεὸν ὁμολογίας. φάσκει γὰρ ὁ
κύριος
λέγων, «ὃ εἰς τὸ οὖς ἠκούσατε, ἐπὶ τῶν δωμάτων κηρύξατε»· καὶ καθὼς
ὁ ἅγιος ἀπόστολός φησιν, «ἀλήθειαν λαλείτω ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον
αὐτοῦ», ὁ δὲ προφήτης τὴν τούτων κακόνοιαν διελέγχων ἐκφωνεῖ λέγων
»μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ λαλεῖ εἰρηνικά, ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἔχει
τὴν ἔχθραν», [εἴτ' οὖν κακίαν], οὕτω καὶ οὗτοι οἱ περὶ Ἀκάκιον, ἐκ
τῶν περὶ Βασίλειον [δὲ] διῃρημένοι, βουλόμενοι λῦσαι τὸν σύνδεσμον
τῆς ἀληθινῆς ὁμολογίας, νόθον τινὰ καὶ εὐάλωτον ἐκ πανταχόθεν
ἀπατηλὴν
ἔθεντο ἔκθεσιν, εἰς τὸ δύνασθαι αὐτοὺς ἀπὸ τούτων τῶν εἰρημένων, εἰ
μὲν
θέλοιέν τινας ἀπατᾶν, [δύνασθαι] ὁμολογεῖν τὸ δίκαιον· εἰ δὲ θελήσαιεν
τῆς ἑαυτῶν κακοδοξίας ἐκφᾶναι τὸ δηλητήριον, ἔσται αὐτοῖς αὕτη ἡ
ἔκθεσις ἐπαμφοτερίζουσα πρὸς τὰς δύο σχέσεις καὶ δυναμένη ποιεῖν
ἑκάστης αὐτῶν ποιήσεως τὴν ὁμολογίαν. ἀλλ' ἐπειδήπερ ἐν τῇ κατὰ  
τὸν Ἀκάκιον ταύτῃ τῇ ἀπὸ τῶν ἄλλων δύο συνόδων διαιρεθείσῃ συνόδῳ
– ἔφημεν γὰρ πῶς εἰς τρία τάγματα ἡ τῶν Ἀρειανῶν διῃρέθη τάξις, ὡς
ὁ μὲν Εὐδόξιος καὶ Γερμανός, Γεώργιός τε ὁ Ἀλεξανδρεύς, Εὐζώϊός
τε Ἀντιοχείας εἰς ἓν τάγμα ἀπεσχίσθησαν, Βασίλειός τε καὶ Ἐλεύσιος,
Εὐστάθιος καὶ Γεώργιος ὁ Λαοδικείας, Σιλουανός τε ὁ Ταρσοῦ,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. , Contra Julianum imperatorem 1 (orat. 4)


Vol. 35, p. 628, line 31

ὅπως ἑαυτὸν ἀποκρύψει, οὐδ' ἂν πολλὰ στραφῇ


καὶ παντοῖος γένηται ταῖς ἐπινοίαις, οὐδ' εἰ τὴν
Ἄϊδος κυνέην, ὃ δὴ λέγεται, περιθέμενος, ἢ τῷ
δακτυλίῳ Γύγου, καὶ τῇ στροφῇ τῆς σφενδόνης
χρησάμενος, ἑαυτὸν ἀποκλέψειε· τοὐναντίον μὲν
οὖν, ὅσῳ φεύγειν ἐπιχειρεῖ καὶ διαδιδράσκειν, τοσού-
117

τῳ πλέον ἁλίσκεται παρὰ ἀληθείᾳ δικαζούσῃ, καὶ τοῖς


συνετωτέροις τούτων κριταῖς, ὡς ταῦτα πράττων τε
καὶ τολμῶν, οἷς οὐδ' ἂν αὐτὸς ὡς δικαίως πραττο-
μένοις ἔχῃ συνηγορεῖν· οὕτως εὐάλωτόν ἐστιν ἡ πονη-
ρία, καὶ πανταχόθεν ἑαυτῇ περιπίπτουσα.
 ϟΕʹ. Καὶ οὐχ ἃ μὲν ἔπραττεν ἤδη, τοιαῦτα καὶ οὕτω
πόῤῥω βασιλικῆς εὐγενείας καὶ μεγαλοπρεπείας· ἃ
δὲ διενοεῖτο πράξειν, ἡμερώτερά τε καὶ βασιλικώτερα.
Πολλοῦ μέντ' ἂν ἄξιον ἦν, εἰ μὴ πολὺ τῶν εἰρημένων
ἀπανθρωπότερα. Ὥσπερ γὰρ δράκοντος κινουμένου  
φολίδες, αἱ μὲν ἤδη φρίσσουσιν, αἱ δὲ ἐπιφρίσσουσιν,
αἱ δὲ μέλλουσι, τὰς δὲ οὐκ ἔστι μὴ κινηθῆναι, κἂν
ἠρεμοῦσαι τέως τυγχάνωσιν· εἰ βούλει δὲ, ὥσπερ
κεραυνῷ, τὰ μὲν ἤδη κατέχεται,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. , In sancta lumina (orat. 39) Vol. 36, p. 357,


line 6

Πέτρον τὸν μέγαν παθόντα τι ἀνθρώπινον περὶ τὸ


σωτήριον πάθος; Ἰησοῦς δὲ ἐδέξατο, καὶ τῷ τρισσῷ
τῆς ἐρωτήσεως καὶ τῆς ὁμολογίας, τὸ τρισσὸν τῆς
ἀρνήσεως ἐθεράπευσεν. Ἢ οὐδὲ τελειωθέντα δέχῃ
δι' αἵματος; Ἔστι γὰρ καὶ τοῦτο τῆς σῆς ἀπο-  
νοίας. Οὐδὲ τὸν ἐν Κορίνθῳ παρανομήσαντα;
Παῦλος δὲ καὶ ἀγάπην ἐκύρωσεν, ἐπειδὴ τὴν διόρ-
θωσιν εἶδε· καὶ τὸ αἴτιον· Ἵνα μὴ τῇ περισσοτέρᾳ
λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος, βαρηθεὶς τῇ
ἀμετρίᾳ τῆς ἐπιπλήξεως. Οὐδὲ τὰς νέας γαμίζεις
χήρας, διὰ τὸ τῆς ἡλικίας εὐάλωτον; Παῦλος δὲ τοῦτο
ἐτόλμησεν, οὗ σὺ δηλαδὴ διδάσκαλος, ὡς ἐπὶ τέταρ-
τον οὐρανὸν φθάσας, καὶ ἄλλον παράδεισον, καὶ
ἀποῤῥητοτέρων ἀκούσας ῥημάτων, καὶ μείζονα
κύκλον τῷ Εὐαγγελίῳ περιλαβών.
 ΙΘʹ. Ἀλλ' οὐ μετὰ τὸ βάπτισμα ταῦτα.
Τίς ἡ ἀπόδειξις; ἢ δεῖξον, ἢ μὴ κατάκρινε. Εἰ δὲ
ἀμφίβολον, νικάτω τὸ φιλάνθρωπον. Ἀλλὰ Ναυάτος,
φησὶν, οὐκ ἐδέξατο τοὺς ἐν τῷ διωγμῷ παραπεσόν-
τας. Τί τοῦτο; Εἰ μὲν οὐ μεταγνόντας, δικαίως·
οὐδὲ ἐγὼ δέχομαι τοὺς, ἢ μὴ καμπτομένους,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. , In sanctum baptisma (orat. 40)


118

Vol. 36, p. 377, line 23

τῷ χρίσματι καὶ τῷ Πνεύματι, ὡς ὁ Ἰσραὴλ


πάλαι τῷ νυκτερινῷ καὶ φυλακτικῷ τῶν πρωτοτό-
κων αἵματι· τί σοι συμβήσεται, καὶ τί σοι πε-
πραγμάτευται; Τῶν Παροιμιῶν ἄκουσον· Ἐὰν γὰρ
κάθῃ, φησὶν, ἄφοβος ἔσῃ· Ἐὰν δὲ καθεύδῃς,
ἡδέως ὑπνώσεις. Καὶ παρὰ τοῦ Δαβὶδ εὐαγγελίσθη-
τι· Οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ
συμπτώματος, καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ. Τοῦ-
τό σοι καὶ ζῶντι μέγιστον εἰς ἀσφάλειαν. Πρόβατον
γὰρ ἐσφραγισμένον οὐ ῥᾳδίως ἐπιβουλεύεται, τὸ δὲ
ἀσήμαντον κλέπταις εὐάλωτον· καὶ ἀπελθόντι δεξιὸν
ἐντάφιον, ἐσθῆτος λαμπρότερον, χρυσοῦ τιμιώτερον,
τάφου μεγαλοπρεπέστερον, ἀγόνων χοῶν εὐσεβέστε-
ρον, ἀπαργμάτων ὡρίων καιριώτερον, ὧν τοῖς
νεκροῖς οἱ νεκροὶ χαρίζονται, νόμον ποιησάμενοι τὴν
συνήθειαν. Πάντα οἰχέσθω σοι, πάντα διαρπαζέσθω,
χρήματα, κτήματα, θρόνοι, λαμπρότητες, ὅσα τῆς
κάτω περιφορᾶς· σὺ δὲ κατάλυσον ἐν ἀσφαλείᾳ
τὸν βίον, μηδὲν ζημιωθεὶς τῶν ἐκ Θεοῦ σοι δοθέν-
των εἰς σωτηρίαν βοηθημάτων.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. , Carmina dogmatica P. 466, line 8

Λύσῃ τὸ κρῖμα τῆς ὅλης ἁμαρτίας,


Κτείνῃ τε τὸν κτείναντα τῷ τεθνηκότι.
Ἁπλοῦς ἄνωθεν, εἶτα συμπαγεὶς, Θεός·
Παγεὶς ἔπειτα χερσὶ ταῖς θεοκτόνοις.
Οὗτος Θεοῦ σοι τοῦ μεμιγμένου λόγος.
 Θεὸς μὲν ἦν ἄνωθεν, ἐξ οὗ καὶ Πατὴρ,
Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος τε καὶ κτίστης ὅλων,
Κρείσσων χρόνου τε καὶ παθῶν καὶ σώματος.
Ἐπεὶ δ' ἔπληγε τῷ ξύλῳ τῆς γνώσεως,
Καὶ πᾶσαν ἡμῶν τὴν φύσιν κατέτρεχεν,
Ὡς εὐάλωτον καὶ κατάκριτον, ὁ φθόνος·
Ὡς ἂν λύσειε τὴν ἔπαρσιν τοῦ φθόνου,  
Καὶ τὴν φθαρεῖσαν εἰκόνα κτίσῃ πάλιν,
Ἐγγίνεθ' ἡμῖν. Ἐν γὰρ ἁγνῇ παρθένῳ
Κυΐσκεταί τε καὶ προέρχεται Θεός.
Ὅλος Θεός τε καὶ βροτὸς, σώζων μ' ὅλον,
Υἱὸς νοούμενός τε καὶ ὁρώμενος.
119

Ἀνθρωπολάτρης εἰμί σοι, σέβων ὅλον


Τὸν συντεθέντα μυστικῶς ἐμοὶ Λόγον
Αὐτὸν Θεόν τε καὶ βροτὸν σωτήριον.

Sopater Rhet., Διαίρεσις ζητημάτων Vol. 8, p. 164, line 14

ἐν τῇ δημοκρατίᾳ οὐδὲ συγκεχώρηται· κατασκευάσεις τοῦ-


το λέγων, ὅτι πάντες εὐθύνας τῶν πράξεων διδόασι· καὶ
ὅτι ἔξεστι ποιεῖν, λέγειν, δημηγορεῖν, πλεῖν· ἀλλ' ἐάν
τις λέγῃ τι τῶν τῆς πόλεως ἀποῤῥήτων, ὑπεύθυνος· καὶ
ἐάν τις συμβουλεύῃ τὰ μὴ συμφέροντα, καταδίκης ἄξιος·
ἀλλὰ μὴν ἄν τις πλέῃ πρὸς τοὺς πολεμίους, καὶ αὐτομο-
λῇ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς, τοῖς νόμοις ὑπεύθυνος γίγνεται.
πῶς οὖν σοι λέγειν ἐξῆν τὸ ἔξεστιν τὴν οὐσίαν διαφθεί-
ρειν· οὐκοῦν εἰ σοὶ, καὶ πᾶσιν, εἰ δὲ πᾶσι τοῦτο συγ-
χωρηθήσεται, τί πέρας; τὸ πένεσθαι τὴν πόλιν, τὸ
τοῖς πολεμίοις γενέσθαι εὐάλωτον, τὸ μηδὲ πόλιν εἶναι,
μηδὲ ἔχουσαν μὴ περιουσίαν, μὴ πλοῦτον, ἀφ' ὧν τοῖς
πολεμίοις μαχόμεθα· καὶ πάλιν ἔξεστιν, ὡς βούλεταί τις,
κεχρῆσθαι τοῖς χρήμασιν· οὐκοῦν καὶ τοῖς πολεμίοις χα-
ρίζεσθαι, καὶ τοῖς τυράννοις ἐπιδιδόναι, καὶ τοῖς τῆς πό-
λεως ἐχθροῖς· εἰ δὲ ταῦτα ποιεῖς, οὐκ ἔξεστιν οὐδὲ χα-
ρίζεσθαι οἷς οὐ χρὴ, πόσῳ μᾶλλον κατὰ θαλάττης πέμ-
πειν τὰ χρήματα. Μετὰ τὴν ἀντίληψιν θήσεις τὸ χρῶ-
μα, τίνος ἕνεκεν κατεπόντωσε τὸν πλοῦτον; δίδοται δὲ
τὸ χρῶμα, ὡς ἀπὸ τῆς ἐξουσίας· ἐπειδὴ αὐστηρὸν δοκῇ
τῆς ἐξουσίας τὸ χρῶμα, προςτίθησι τὴν αἰτίαν διδοὺς

Αθανάσιος θεολόγος. , Doctrina ad Antiochum ducem [Sp.]


Chapter 2, section 21, line 35

τῷ θεῷ, ὁ δὲ θεὸς ἰδὼν αὐτοῦ τὴν προθυμίαν καὶ


τὴν ἀπὸ καρδίας πίστιν καὶ ἐλπίδα λοιπὸν αὐτὸς εἰρ-
γάσατο τὴν νίκην καὶ δι' ἑνὸς ...... κατέβαλεν τὸν
ὑπεναντίον. καὶ μάθῃς ὅτι οὐχὶ Δαυὶδ, ἀλλ' ὁ θεὸς
τὸ ἔργον εἰργάσατο. κατανόησον Στέφανον τὸν πρω-
τομάρτυρα πόσους λίθους ὑπὸ τοσούτων ἀνθρώπων
ἐδέξατο, καὶ εἰ μὴ αὐτὸς παρεκάλεσε τὸν δεσπότην
Χριστὸν, οὐκ ἂν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. τί δὲ λέγωμεν
περὶ ἀνδρῶν; κατανόει μοι τὴν Ἰουδὶθ πρὸς τὸν Ὁλο-
120

φέρνην πορευομένην καὶ μὴ κατανοήσασαν τὴν ἑαυτῆς


ἀσθένειαν, τὸ εὐπρεπὲς, τὸ εὐάλωτον, πῶς οὐκ εἶπεν
ἐν ἑαυτῇ “Τοσοῦτοι ἄνθρωποι ἐν τῇ πόλει ἰσχυροὶ  
καὶ δυνατοὶ καὶ φρόνιμοι καὶ εὐμήχανοι, καὶ οὐδεὶς
ἐπιχειρεῖ τοῦτο ποιῆσαι, κἀγὼ τὸ ἀσθενέστερον μέρος
τοῦτο ποιῆσαι τολμήσω”; οὐδὲν τοιοῦτον ἐλογίσατο,
ἀλλὰ πάσῃ προθυμίᾳ καὶ πίστει προσῆλθεν τῷ παντο-
κράτορι θεῷ θαρροῦσα, καὶ ὁ θεὸς ὁ παντοδύναμος,
δεξάμενος παρ' αὐτῆς ταύτην τὴν πεποίθησιν, τὸ πᾶν
λοιπὸν αὐτὸς ἐπετέλεσεν. ὁ γὰρ ἐλεήμων θεὸς οὐ ζητεῖ
σώματος δύναμιν, ἀλλὰ προαίρεσιν καὶ σπουδὴν καὶ
ὑπομονήν. πᾶσα οὖν ἀφορμὴ ἀνθρώπου ἐκ ποδῶν γε

Αθανάσιος θεολόγος. , Vita sanctae Syncleticae [Sp.] Vol. 28, p. 1544,


line 36

κόλπων πρόοδος, ὁπηνίκα εἰς γῆν ἀπαγώμεθα ἐκ


γῆς· αἱ δὲ λοιπαὶ δύο ἐκ γῆς ἡμᾶς εἰς οὐρανοὺς ἀν-
άγουσιν· ὧν ἡ μὲν μία ἐστὶν ἐκ χάριτος, ἡ διὰ τοῦ
θείου λουτροῦ ἡμῖν προσερχομένη· καὶ γὰρ ταύτην
ἀληθῶς παλιγγενεσίαν καλοῦμεν· ἡ δὲ τρίτη ἐκ τῆς
μετανοίας ἡμῖν καὶ τῶν ἀγαθῶν πόνων προσγίνεται.
Ἐν ταύτῃ νῦν ἡμεῖς ἑστήκαμεν.
 Ὀφείλομεν νῦν, τῷ ἀληθινῷ νυμφίῳ προσελ-
θοῦσαι, εὐπρεπέστερον κοσμηθῆναι. Γινέσθω ἡμῖν
οἰκοδομὴ ἡ θέα τοῦ κοσμικοῦ γάμου. Εἰ γὰρ ἐκεῖναι,
πρὸς τὸν εὐάλωτον συναπτόμεναι ἄνδρα, τοσαύτην
τίθενται σπουδὴν λουτρῶν τε καὶ μυραλοιφιῶν, καὶ
ποικίλης κοσμήσεως (ἐκ γὰρ τούτων δοκοῦσιν ἑαυτὰς
ἐρασμίους μᾶλλον παρασκευάζειν), καὶ εἰ τοσαύτη
τοῖς κατὰ τὸ σῶμα πολιτευομένοις φαντασία ἐντέ-
τεκται· πόσῳ μᾶλλον δέον ἡμᾶς ἐπαναβῆναι ἐκείνας
τῇ γνώμῃ, τῷ οὐρανίῳ νυμφίῳ μνηστευθείσας, καὶ
ἀπολούσασθαι μὲν τῶν ἁμαρτιῶν τὸν ῥύπον τῇ ἐπι-
πόνῳ ἀσκήσει, ἀντικαταλλάξαι δὲ τῶν σωματικῶν
ἐνδυμάτων τὰ πνευματικά. Ἐκεῖναι τὸ σῶμα τοῖς
κοσμικοῖς καὶ γηΐνοις ἄνθεσι κοσμοῦσιν·

Αθανάσιος θεολόγος. , Vita sanctae Syncleticae [Sp.]


Vol. 28, p. 1549, line 19
121

δάσκει, ἡ δὲ ταπεινοφροσύνην ἐπαγγέλλεται. Ἔστι


δὲ καὶ ἐκ τοῦ ἐχθροῦ ἐπιτεταμένη ἄσκησις. Καὶ γὰρ
οἱ αὐτοῦ μαθηταὶ τοῦτο ποιοῦσι. Πῶς οὖν διακρίνω-
μεν τὴν θείαν καὶ βασιλικὴν ἄσκησιν τῆς τυραννικῆς
καὶ δαιμονιώδους; δῆλον, ὡς ἀπὸ τῆς συμμετρίας.
Ἅπας σοι ὁ χρόνος εἷς κανὼν νηστείας ὑπαρχέτω.
Μὴ τέσσαρας ἢ πέντε νηστεύσῃς, καὶ τὴν ἄλλην
πλήθει τροφῶν καταλύσῃς τὴν δύναμιν. Τοῦτο ἡδὺ
τῷ ἐχθρῷ. Πανταχοῦ ἡ ἀμετρία φθοροποιὸς τυγχάνει.
Μὴ ὑφ' ἕν σου τὰ ὅπλα ἀναλώσῃς, καὶ γυμνὸς εὑρε-
θεὶς ἐν τῷ πολέμῳ εὐάλωτος γενήσῃ. Τὰ ὅπλα ἡμῶν
ἐστι τὸ σῶμα· ἡ δὲ ψυχὴ ὁ στρατιώτης· καὶ τῶν ἀμ-
φοτέρων ἐπιμελοῦ πρὸς τὰς χρείας. Νέος ὢν καὶ
ὑγιὴς, νήστευσον. Ἥξει γὰρ τὸ γῆρας μετὰ ἀσθε-
νείας. Ὡς δύνῃ, θησαύρισον τροφὰς, ἵνα, μὴ δυνά-
μενος, εὕρῃς. Νήστευε μετὰ λόγου καὶ ἀκριβείας.
Ὅρα μὴ ὁ ἐχθρὸς ἐπεισέλθῃ τῇ ἐμπορίᾳ τῆς νη-
στείας· καὶ τάχα οἶμαι περὶ τούτου τὸν Σωτῆρα
εἰρηκέναι τό· Γίνεσθε δόκιμοι τραπεζῖται· τουτέστι,
τὸ βασιλικὸν χάραγμα ἀκριβῶς γινώσκετε· εἰσὶ γὰρ
καὶ παραχαράγματα· καὶ ἡ μὲν τοῦ χρυσοῦ φύσις

Αθανάσιος θεολόγος. , Vita sanctae Syncleticae [Sp.]


Vol. 28, p. 1553, line 46

λῶν ἐκ θείας χάριτος αὐτοῖς προσγίνεται· τὰ δὲ δο-


κοῦντα σμικρὰ τυγχάνειν δι' ἑαυτῶν ἀποσοβεῖν δεδι-
δάγμεθα. Ὁ οὖν τῷ μεγάλῳ διὰ τῆς χάριτος ἀπομα-
χησάμενος, τοῦ δὲ σμικροῦ καταφρονήσας, μεγάλως
βλαβήσεται. Ὁ γὰρ Κύριος ἡμῶν, ὥσπερ γνήσιος
Πατὴρ, ἀρτίως τῶν παιδίων αὐτοῦ ὁρμώντων πρὸς
βάδισιν, ὀρέγει τὴν χεῖρα· καὶ κατὰ πᾶν ὁτιοῦν τῶν
μεγάλων ἡμᾶς κινδύνων ῥυόμενος, εἰς τὰ μικρὰ συγ-
χωρεῖ ἡμῖν ἀφ' ἑαυτῶν κινεῖσθαι, καθάπερ ποσί·
τούτοις τὴν γνώμην δεικνὺς ἐλευθέραν. Ὁ γὰρ πρὸς
τὰ μικρὰ εὐάλωτος, πῶς ἂν τὰ μείζω φυλάξαι δυνη-
θείη;
 Πάλιν ὁρῶν αὐτὴν διισχυριζομένην καθ' ἑαυ-
τοῦ ὁ μισόκαλος, ἤχθετο. Καὶ ὁρῶν ἑαυτοῦ τὴν τυ-
ραννίδα καθαιρουμένην, ἕτερόν τινα μηχανᾶται κα-
122

κίας τρόπον· καὶ πλήττει τὰ φωνητικὰ ὄργανα, πρὸς


τὸ τὸν προφορικὸν ἐκκόψαι λόγον, δοκῶν διὰ τούτου
λιμαγχονῆσαι τῶν θείων λόγων τὰς συνερχομένας.
Ἀλλ' εἰ καὶ τὴν ἀκοὴν τῆς ὠφελείας ἐστέρησεν, ἐν
τῷ μείζονι τὸ κέρδος δεδώρηται· τῇ γὰρ ὄψει τοῖς
πάθεσιν ἐνατενίζουσαι, μᾶλλον ἐκραταιοῦντο τὴν

Ιωάννης Στοβαίος. , Anthologium Book 3, chapter 2, section 1, line 2

ἐπιθυμίην τοῦ τι πρήσσειν ἀνήκεστον ὧν νόμοι κωλύ-


ουσιν. διόπερ τὰ μὲν μὴ δίζησθαι χρεών, ἐπὶ δὲ τοῖς
εὐθυμέεσθαι χρεὼν παραβάλλοντα τὸν ἑωυτοῦ βίον πρὸς
τὸν τῶν φαυλότερον πρησσόντων καὶ μακαρίζειν ἑωυτὸν
ἐνθυμεύμενον ἃ πάσχουσιν, ὁκόσῳ αὐτῶν βέλτιον πρήσσει
τε καὶ διάγει. ταύτης γὰρ ἐχόμενος τῆς γνώμης εὐθυ-
μότερόν τε διάξεις καὶ οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώ-
σεαι, φθόνον καὶ ζῆλον καὶ δυσμενίην.  

ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑΣ.

 Δημητρίου (fab. inc. fr. 2 com. II 2 p. 878).


 Σφόδρ' εὐάλωτόν ἐστιν ἡ πονηρία·
εἰς γὰρ τὸ κέρδος μόνον ἀποβλέπουσ' ἀεὶ
ἀφρόνως ἅπαντα καὶ προπετῶς συμπείθεται.
 Ἀξιονίκου (fab. inc. fr. 1 com. III p. 536).
 Ὅταν δανείζῃ τὶς πονηρῷ χρήματα
ἀνήρ, δικαίως ἂν τόκον λύπας ἔχοι.
 Ἀντιφάνους (fab. inc. fr. 60 com. III p. 153).  
 Ὅταν εὐπορῶν τις αἰσχρὰ πράττῃ πράγματα.
τί τοῦτον ἀπορήσαντα πράξειν προσδοκᾷς;
 Μενάνδρου Παλλακή (fr. 1 com. IV p. 182).
 Πολλοὺς λογισμοὺς ἡ πονηρία κυκλοῖ.

Ιωάννης Στοβαίος. , Anthologium Book 4, chapter 5, section 27, line 4

 Ἰσαίου (ed. Schoem. p. 168 fr. IV).


 Ὅσοι τοὺς ἀδικοῦντας κολάζουσιν, οὗτοι τοὺς ἄλλους
ἀδικεῖσθαι κωλύουσιν.
 Πλουτάρχου ἐκ τοῦ Περὶ Ἴσιδος (p. 355 A).
123

 Ἐν δὲ Θήβαις εἰκόνες εἰσὶν ἀνακείμεναι δικαστῶν


ἄχειρες, ἡ δὲ τοῦ ἀρχιδικαστοῦ καταμύουσα τοῖς ὄμμασιν,
ὡς ἄδωρον ἅμα τὴν δικαιοσύνην καὶ ἀνέντευκτον οὖσαν.
 Θεμιστίου ἐκ τοῦ Μετριοπαθοῦς ἢ Φιλοτέκνου
(p. 414, 11 Dind.).
 Ὅτι μοι δοκεῖ ὁ ἄρχων ἐκεῖνος ἐπαληθεύειν τοὔνομα
τῆς ἀρχῆς, ὅστις δυσάλωτος μὲν ὑπὸ χρυσίου, εὐάλωτος
δὲ ὑπὸ λόγου, ἐλευθερίας δὲ ἐραστής, μεγαλοφροσύνην δὲ
ἐπαινῶν φυλάττεται ἐγγὺς οὖσαν τὴν αὐθάδειαν.
 Εὐσεβίου (fr. 41 Mullach).
 Τὸν τοῖς ἄλλοις ἐπιστατέοντα καὶ ἐπιτάσσοντα χρὴ  
οὐ τῇ ἐξουσίῃ μούνῃ τοῦ ἐπιστατέειν τε καὶ ἐπιτάσσειν,
ἀλλὰ ἀξίῃ καὶ γνώμῃ προέχειν τῶν ἐπιτασσομένων.
 Τοῦ αὐτοῦ (fr. 42 Mull.).
 Πρὸς τοὺς παρὰ δίκην ζώοντας ἔπειτα ἀξιεῦντας
ἄλλων ἡγέεσθαι ἀπειθέες ἄνθρωποι. εὐπειθείην δὲ
εὐπετέα ἐπὶ τὰ παραγγελλόμενα ἑωυτῷ καὶ ἄλλῳ

Ιωάννης Στοβαίος. , Anthologium Book 4, chapter 20b, section 78, line


49

ται. Τοῦτο μὲν οὖν, ὡς δῆλον, ἐατέον, τὸ δ' ἐφεξῆς


ῥητέον, τίνα ἡμῖν ὠφέλειαν ἢ τίνα βλάβην περὶ τὴν κτῆ-
σιν ἡ τοῦ ἐρῶντος ὁμιλία τε καὶ ἐπιτροπία παρέξεται.
σαφὲς δὴ τοῦτό γε παντὶ μέν, μάλιστα δὲ τῷ ἐραστῇ,
ὅτι τῶν φιλτάτων καὶ εὐνουστάτων καὶ θειοτάτων κτη-
μάτων ὀρφανὸν πρὸ παντὸς εὔξαιτ' ἂν εἶναι τὸν ἐρώ-
μενον. πατρὸς γὰρ καὶ μητρὸς καὶ ξυγγενῶν καὶ φίλων
στέρεσθαι ἂν αὐτὸν δέξαιτο, διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς
ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας. ἀλλὰ μὴν
οὐσίαν γ' ἔχοντα χρυσοῦ ἤ τινος ἄλλης κτήσεως οὔτε εὐά-
λωτον ὁμοίως οὔτε ἁλόντα εὐμεταχείριστον ἡγήσεται. ἐξ
ὧν πᾶσα ἀνάγκη ἐραστὴν παιδικοῖς φθονεῖν μὲν οὐσίαν
κεκτημένοις, ἀπολλυμένης δὲ χαίρειν. ἔτι τοίνυν ἄγαμον,
ἄπαιδα, ἄοικον ὅ τι πλεῖστον χρόνον παιδικὰ ἐραστὴς εὔ-
ξαιτ' ἂν γενέσθαι, τὸ αὑτοῦ γλυκὺ ὡς πλεῖστον χρόνον
καρποῦσθαι ἐπιθυμῶν. ἔστι μὲν δὴ καὶ ἄλλα κακά, ἀλλά
τις δαίμων ἔμιξε τοῖς πλείστοις ἐν τῷ παραυτίκα ἡδονήν,
οἷον κόλακι, δεινῷ θηρίῳ καὶ βλάβῃ μεγάλῃ, ὅμως ἐπέ-
μιξεν ἡ φύσις ἡδονήν τινα οὐκ ἄμουσον, καί τις ἑταίραν
ὡς βλαβερὸν ψέξειεν ἄν, καὶ ἄλλα πολλὰ τῶν τοιουτο-
τρόπων θρεμμάτων τε καὶ ἐπιτηδευμάτων,
124

Βασίλειος θεολόγος. Homiliae in hexaemeron Homily 9, section 5, line 2

φονευθεῖσι δεσπόταις κατ' ἐρημίαν, πολλοὶ τῶν κυνῶν


ἐπαποθανόντες μνημονεύονται. Ἤδη δέ τινες ἐπὶ θερμῷ
τῷ πάθει καὶ ὁδηγοὶ τοῖς ἐκζητοῦσι τοὺς φονέας ἐγένοντο,
καὶ ὑπὸ τὴν δίκην ἀχθῆναι τοὺς κακούργους ἐποίησαν.
Τί εἴπωσιν οἱ τὸν ποιήσαντα αὐτοὺς καὶ τρέφοντα Κύριον
οὐ μόνον οὐκ ἀγαπῶντες, ἀλλὰ καὶ φίλοις κεχρημένοι
τοῖς λαλοῦσι κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν, καὶ τῆς αὐτῆς αὐτοῖς
τραπέζης μετέχοντες, καὶ παρ' αὐτὴν τὴν τροφὴν τῶν κατὰ
τοῦ τρέφοντος βλασφημιῶν ἀνεχόμενοι;
 Ἀλλ' ἐπὶ τὴν θεωρίαν τῆς κτίσεως ἐπανίωμεν. Τὰ
εὐαλωτότερα τῶν ζῴων, πολυγονώτερα. Διὰ τοῦτο πολυτόκοι
λαγωοὶ, καὶ αἶγες ἄγριαι, καὶ πρόβατα ἄγρια διδυμοτόκα,
ἵνα μὴ ἐπιλείπῃ τὸ γένος ὑπὸ τῶν ὠμοβόρων ἐκδαπανώμε-
νον. Τὰ δὲ φθαρτικὰ τῶν ἄλλων, ὀλιγοτόκα. Ὅθεν λέοντος  
ἑνὸς μόλις ἡ λέαινα μήτηρ γίνεται. Ταῖς γὰρ ἀκμαῖς τῶν
ὀνύχων διασπαράξας τὴν μήτραν, οὕτω πρόεισιν, ὥς φασι·
καὶ ἔχιδναι τὰς μήτρας ἐκφαγοῦσαι προέρχονται, πρέποντας
τῇ γεννησαμένῃ τοὺς μισθοὺς ἐκτιννύουσαι. Οὕτως οὐδὲν
ἀπρονόητον ἐν τοῖς οὖσιν, οὐδὲ τῆς ἐπιβαλούσης αὐτοῖς
ἐπιμελείας ἄμοιρα. Κἂν αὐτὰ τὰ μέλη τῶν ζῴων καταμάθῃς,
εὑρήσεις ὅτι οὔτε περιττόν τι ὁ κτίσας προσέθηκεν,

Βασίλειος θεολόγος. Homiliae in hexaemeron Homily 9, section 6, line 8

ἐπεισήγαγεν· ἢ οὕτω δ' ἄν τις καὶ παιδαγωγῷ ἐγκαλοίη


εἰς τάξιν ἄγοντι τὴν εὐκολίαν τῆς νεότητος, καὶ πληγαῖς καὶ
μάστιξι τὸ ἀκόλαστον σωφρονίζοντι.
 Πίστεώς ἐστιν ἀπόδειξις τὰ θηρία. Πέποιθας ἐπὶ
Κύριον; Ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ, καὶ κατα-
πατήσεις λέοντα καὶ δράκοντα. Καὶ ἔχεις τὴν διὰ πίστεως
ἐξουσίαν πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων. Ἢ οὐχ
ὁρᾷς ὅτι φρυγανιζομένῳ τῷ Παύλῳ ἐνάψας ὁ ἔχις οὐδεμίαν
προσετρίψατο βλάβην, διὰ τὸ πλήρη πίστεως εὑρεθῆναι
τὸν ἅγιον; Εἰ δὲ ἄπιστος εἶ, φοβοῦ μὴ μᾶλλον τὸ θηρίον  
ἢ τὴν σεαυτοῦ ἀπιστίαν, δι' ἧς πάσῃ φθορᾷ σεαυτὸν εὐάλωτον
κατεσκεύασας. Ἀλλὰ γὰρ αἰσθάνομαι πάλαι τὰ περὶ τῆς
τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως ἀπαιτούμενος, καὶ μονονουχὶ
ἀκούειν δοκῶ μοι τῶν ἀκροατῶν ἐν ταῖς καρδίαις κατα-
125

βοώντων, ὅτι τὰ μὲν ἡμέτερα ὁποῖά τινά ἐστι τὴν φύσιν


διδασκόμεθα, ἡμᾶς δὲ αὐτοὺς ἀγνοοῦμεν. Ἀνάγκη οὖν
εἰπεῖν, τὸν κατέχοντα ἡμᾶς ὄκνον παρωσαμένους. Τῷ ὄντι γὰρ
ἔοικε πάντων εἶναι χαλεπώτατον ἑαυτὸν ἐπιγνῶναι. Οὐ γὰρ
μόνον ὀφθαλμὸς τὰ ἔξω βλέπων ἐφ' ἑαυτὸν οὐ κέχρηται τῷ
ὁρᾶν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἡμῶν ὁ νοῦς, ὀξέως τὸ ἀλλότριον
ἁμάρτημα καταβλέπων, βραδύς ἐστι πρὸς τὴν τῶν οἰκείων

Βασίλειος θεολόγος. Epistulae Epistle 212, section 2, line 8

λαβὼν ὥστε διακομίσαι ἡδέως ἂν μάθοιμι, ὥστε εἰδέναι τὸν


ἀδικήσαντα. Οὐ γὰρ ἐνέτυχόν πω γράμμασι σοῖς πρὸς ἡμᾶς
περὶ τούτων.
 Πόσου πότ' ἂν οὖν οἴει πρίασθαί με τὴν ὁμιλίαν σου,
ὑπὲρ τοῦ γνωρίσαι με σοὶ τὰ λυποῦντά με (φέρει γάρ, ὡς
οἶδας, καὶ τὸ ἐξειπεῖν ῥᾳστώνην τινὰ τοῖς ὀδυνωμένοις),
ἀποκρίνασθαί τε περὶ τῶν ἐπιζητουμένων, οὐ γράμμασιν
ἀψύχοις καταπιστεύσαντα, ἀλλ' αὐτὸν δι' ἐμαυτοῦ ἐναργῶς
λέγοντα ἕκαστα καὶ ἐπεξιόντα; Οἱ γὰρ ἔμψυχοι λόγοι δρα-
στικωτέραν τε ἔχουσι τὴν πειθώ, πρός τε τὸ εὐεπιχεί-
ρητον καὶ πρὸς συκοφαντίαν εὐάλωτον οὐκέτι ὅμοιοι τοῖς
γεγραμμένοις εἰσί. Καὶ γὰρ οὐδὲν ἀτόλμητον λοιπὸν οὐδενί,
ὅπου γε καὶ οἱ τὰ μέγιστα παρ' ἡμῶν πιστευθέντες, οὓς
ᾐσθανόμεθα μετὰ τῶν ἀνθρώπων ὁρῶντες ὡς μεῖζόν τι
ὄντας ἢ κατὰ ἄνθρωπον, οὗτοι κατεδέξαντο συγγράμματά
τινος τὰ ὁποῖα δήποτε ὡς ἡμέτερα παραπέμπειν καὶ
ἐπ' αὐτοῖς διαβάλλειν ταῖς ἀδελφότησιν, ὡς μηδὲν λοιπὸν
τοῦ ἡμετέρου ὀνόματος φευκτότερον εἶναι τοῖς εὐλαβέσι.
Τὸ γὰρ ἀγνοηθῆναι γενόμενος ἐξ ἀρχῆς ἐπιτηδεύσας, ὡς
οὐκ οἶδα εἴ τις ἄλλος τῶν ἐπεσκεμμένων τὴν ἀνθρωπίνην
ἀσθένειαν, νῦν, καθάπερ τὸ ἐναντίον προελόμενος πᾶσιν

Βασίλειος θεολόγος. Epistulae Epistle 260, section 3, line 45

ἐρωτηθεὶς γὰρ «Ποῦ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;» εἶπεν· «Οὐκ


οἶδα». Ἑπτὰ οὖν τὰ ἐκδικούμενα παρελύετο ἐν τῷ ἀναιρε-
θῆναι τὸν Κάϊν. Ἐπειδὴ γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι «Ἐπικα-
τάρατος ἡ γῆ, ἣ ἔχανε δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου»,
καὶ «Στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς», ὁ Κάϊν φησίν·
»Εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἀπὸ τοῦ προσώ-
που σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς
γῆς, καὶ πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με». Πρὸς δὴ τοῦτο
126

ὁ Κύριός φησιν· «Οὐχ οὕτω· πᾶς ὁ ἀποκτείνας Κάϊν ἑπτὰ


ἐκδικούμενα παραλύσει». Ἐπειδὴ γὰρ ἐνόμισεν εὐάλωτος
εἶναι παντὶ ὁ Κάϊν, διὰ τὸ τὴν ἐκ τῆς γῆς ἀσφάλειαν μὴ
ἔχειν (ἐπικατάρατος γὰρ ἡ γῆ ἀπ' αὐτοῦ) καὶ τῆς ἀπὸ Θεοῦ
βοηθείας ἠρημῶσθαι, ὀργισθέντος αὐτῷ ἐπὶ τῷ φόνῳ, ὡς
οὔτε ἀπὸ γῆς οὔτε ἀπ' οὐρανοῦ ἀντιλήψεως αὐτῷ λειπο-
μένης· «Ἔσται, φησί, πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με».
Ἐλέγχει αὐτοῦ τὸ σφάλμα ὁ λόγος λέγων· «Οὐχ οὕτω»,
τουτέστιν οὐκ ἀναιρεθήσῃ. Κέρδος γὰρ τοῖς κολαζομένοις ὁ
θάνατος ἀπαλλαγὴν φέρων τῶν λυπηρῶν. Ἀλλὰ παραταθήσῃ
τῷ βίῳ, ἵνα κατ' ἀξίαν τῶν ἡμαρτημένων ἀντιμετρηθῇ τὰ
κολαστήρια. Ἐπειδὴ δὲ τὸ ἐκδικούμενον διχῶς νοεῖται,

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.]


Chapter 2, section 92, line 30

ἐξευτελίζοντα καὶ ἑαυτὸν μακαρίζοντα, φοβεῖσθαι ὁ λόγος


τὴν ἡμέραν Κυρίου βούλεται.  
 Καὶ ἐπὶ πᾶν τεῖχος ὑψηλόν. Πάλιν τεῖχος ἔρυμά ἐστι
πρὸς φυλακὴν πόλεων πεποιημένον, καὶ τὰς προσβολὰς
τῶν πολεμίων ἀποκρουόμενον. Οὕτως εἰσί τινες καὶ λό-
γοι, οἱ μὲν ἐκ τῆς ἀληθείας αὐτῆς περικείμενοι ἡμῖν,
τὸ ἀκαθαίρετον τῶν σωτηρίων δογμάτων διατηροῦντες·
οἱ δὲ ἐκ τῆς ἔξωθεν ἐποινοίας πρὸς ὀχύρωσιν ψεύδους
καὶ φυλακὴν ματαιότητος ἐπιτετηδευμένοι. Ἡ γὰρ τῆς
διαλεκτικῆς δύναμις τεῖχός ἐστι τοῖς δόγμασιν, οὐκ ἐῶσα
αὐτὰ εὐδιάρπαστα εἶναι καὶ εὐάλωτα τοῖς βουλομένοις.
Διὰ τοῦτο τὰ μὲν τῆς Ἱερουσαλὴμ τείχη ἀνάγραπτά ἐστιν
ἐπὶ τῶν χειρῶν τοῦ Κυρίου· τὰ δὲ Ἱεριχοῦντος ὑπὸ Ἰησοῦ
καθαιρεῖται, φωνῇ μόνῃ διαλυόμενα. Ἄνω μὲν οὖν μόνα τὰ
ὑψηλὰ κατηγορεῖται· ἐνταῦθα δὲ καὶ τὰ ἰσχύν τινα μετὰ
τοῦ ὕψους ἔχοντα, τὴν ἐν ταῖς ἀποδεικτικαῖς μεθόδοις
πιθανότητα ἐπὶ πολὺ κραταιωθεῖσαν καὶ ὑψωθεῖσαν, τεῖχος
ὑψηλὸν τροπικῶς λέγοντος τοῦ Προφήτου, καὶ καθαιρε-
θήσεσθαι αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου διαβεβαιουμένου.
 Καὶ ἐπὶ πᾶν πλοῖον θαλάσσης.
 Αἰνίγματά ἐστι πρὸς τὴν γυμνασίαν τοῦ νοῦ ἡμῶν προ

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.]


Chapter 10, section 241, line 8
127

τὴν ἑαυτοῦ ὑπεραίρων δύναμιν, οὐδὲ ὡς νοσσιὰν (φησὶ) τὴν


οἰκουμένην, ἀλλ' ὡς ὠὰ (φησὶν) ἐγκαταλελειμμένα, οὕτω
λήψομαι.  – Καὶ οὐκ ἔστιν ὃς διαφεύξεταί με, ἢ ἀντείπῃ μοι.
 Ὡς μὲν οὖν πρὸς τὴν λέξιν, ὁ τῶν Ἀσσυρίων ἄρχων
ταῦτα ἐρεῖ διὰ τὴν κατὰ τῆς Ἰουδαίας καὶ Σαμαρείας εὐ-
ημερίαν ὑπερφυσηθεὶς τὴν διάνοιαν, καὶ ἡγούμενος πάντα
ἐξ ἐπιδρομῆς αἱρήσειν τὰ ἔθνη, καὶ μηδένα ἕξειν τὸν χεῖρας
ἀνταίροντα, ἀλλὰ πάντα μὲν ὅρια ἐθνῶν τῇ δυνάμει αὐτοῦ
συγχυθήσεσθαι, δονεῖσθαι δὲ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τῷ φόβῳ
τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ· τὸν δὲ εἰς χεῖρας ἐρχόμενον, εὐαλω-
τότερον εἶναι νεοττῶν ὄρνιθος, ῥᾷον δὲ ἀρθήσεσθαι τῇ δυ-
νάμει αὐτοῦ ἐφοδενούσῃ τὴν ὑφ' ἡλίῳ πᾶσαν οἰκουμένην,
ἢ ὡς ἄν τις λάβοι ὠὰ, ἔρημα τῆς θαλπούσης αὐτὰ καὶ ζωο-
γονούσης ὄρνιθος.
 Ἐπειδὴ δὲ ἡ ὑπερηφανία ὥσπερ μείζων ἐστὶν ἢ κατὰ
ἄνθρωπον, πρέπειν τινὲς ἐνόμισαν τὰ ῥήματα ταῦτα τῷ ἀλη-
θῶς ὑπερηφάνῳ, τῷ τραχηλιάσαντι κατὰ τοῦ Παντοκράτορος,  
τῷ ἀνυποτάκτῳ καὶ ἀποστάτῃ, καὶ εἰς τὴν ἑαυτοῦ κακίαν
συναποστήσαντι αὐτῷ τὰ συνεπακολουθήσαντα αὐτῷ πονηρὰ
πνεύματα. Ἐκεῖνος γὰρ ἑαυτὸν καὶ νοῦν οἴεται μέγαν καὶ
φαντάζεται τὰ ὑψηλὰ περισκοπεῖν καὶ ἀπειλεῖ πᾶσαν τὴν

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.]


Chapter 16, section 302, line 23

ἐστι τὸ ὄρος θυγατρὸς Σιών; Ἐλέγχει αὐτῆς τὴν κατα-


φρόνησιν, ἣν κατεφρόνει τῆς Σιὼν, πέτραν ὑπολαμβάνουσα
εἶναι ἔρημον τὸ ὄρος, ὡς οὔτε μέγεθος ἔχον ἀξιόλογον,
οὔτε τὰ ἐκ γεωργίας καλὰ δυνάμενον ὑποδέξασθαι, ὡς μήτε
τοὺς οἰκοῦντας τρέφειν, μήτε τοὺς νεμομένους αὐτό.
 Ἡ γὰρ ταῦτα περὶ τοῦ ὄρους ὑπολαβοῦσα καὶ ἐξευτελίσασα
αὐτὸ, ὑπερφυσηθεῖσα δὲ τῇ ἀλαζονείᾳ, καὶ ἑαυτὴν μετεω-  
ρίσασα τῷ φρυάγματι καὶ τῷ τύφῳ, ἔσῃ ὁμοία νεοσσῷ ἐγ-
καταλελειμμένῳ ὑπὸ τοῦ θάλποντος αὐτὸν πετεινοῦ, ἐπει-
δὰν ἀναπτῇ τῆς καλιᾶς πτοηθὲν, καὶ ἔρημον καταλεῖπον τὸ
ἐκτρεφόμενον. Τὸ μὲν γὰρ οἴχεται φεῦγον, τὸ δὲ εὐάλωτόν
ἐστι τῷ βουλομένῳ. Ἀετὸς μὲν γὰρ, ἢ εἴ τι ἄλλο τῶν με-
γάλων πτηνῶν, τῶν ἐπὶ πολὺ ὑψοῦσθαι ἀπὸ γῆς πεφυκότων,
ἔξω ἐστὶ τῆς παρὰ τῶν ἐπιχειρούντων βλάβης· σὺ δὲ ἔσῃ
ὡς νεοσσὸς, ἀλλοτρίας βοηθείας εἰς τροφὴν ἐπιδεόμενος,
ἄρτι μὲν τοῦ ὠοῦ προκύψας, οὐδὲ βαθεῖ τῷ πτερῷ κατημ-
φιεσμένος τὸ σῶμα, ἀλλ' ἔτι τῆς ἑτέρωθεν δεόμενος σκέπης
128

πρὸς τὸ ἐν νυκτὶ συνθάλπεσθαι καὶ μεθ' ἡμέραν μὴ κατα-


φρύγεσθαι.  – Τῆς οὖν μητρὸς φυγαδευθείσης, ἀναιρεθήσῃ
ἀπὸ τῆς καλιᾶς, ἀδρανὴς μὲν ὢν πρὸς ἄμυναν, ἀδύνατος
δὲ πρὸς φυγήν. Ὁ αὐτὸς δὲ ἔσται ὁ καὶ σὲ τῆς καλιᾶς
Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.]
Chapter 16, section 309, line 9

νων ἀφιεμένη, δείκνυσι καὶ τῆς πληγῆς τὸ ἀλγεινὸν καὶ τῶν


πασχόντων τὸ ἀσθενὲς, ἐκ τοῦ λέγειν ὅτι Ὀλολύξει Μωάβ.
 Τοῖς κατοικοῦσι Σεδὲκ, μελέτησις.
 Ταύτην τὴν φωνὴν, ἀσαφῶς ἔχουσαν, οἱ λοιποὶ σαφηνί-
ζουσιν· ὁ γὰρ Σύμμαχός φησι· Τοῖς εὐφραινομένοις ἐν τῷ
τείχει ὀστρακίνῳ φθέγξασθε. Εἰσί τινες οἱ μέγα φρονοῦντες
ἐπὶ διαλεκτικῇ, καὶ οἱονεὶ τεῖχος ἀκαθαίρετον τὴν ἀπ' αὐτῆς
βοήθειαν τοῖς δόγμασι περιβάλλοντες. Οὗτοι τοίνυν εὐφραινό-
μενοι, εὑρίσκονται ἐν τῷ τείχει τῷ ὀστρακίνῳ. Καὶ ἵνα
δειχθῇ, τί τὸ ὀστράκινον τεῖχος, προσέθηκε τὸ Φθέγξασθε.
Τί δ' ἂν ὀστράκου γένοιτο εὐαλωτότερον; Οἱ ἐν εὐτελέσι καὶ
οὐδενὸς λόγου ἀξίοις μύθοις ἐναβρυνόμενοι, οὗτοι εὐφραί-
νονται ἐν τῷ τείχει τῷ ὀστρακίνῳ φθεγγόμενοι. Τοῦτό
ἐστι τὸ Τοῖς κατοικοῦσι Σεδὲκ, μελέτησις.
 Ἀγαθὴ μὲν οὖν μελέτησις, τὸ μελετᾷν τὸν νόμον Κυρίου
ἡμέρας καὶ νυκτός· πονηρὰ δὲ ἡ τῶν Μωαβιτῶν, ὅτι ἔσται
τοῖς κατοικοῦσι Σεδὲκ μελέτησις. Οἱ τοίνυν μελετῶντες  
ἐπ' αἰσχύνης ἀξίοις λόγοις οὐκ ἐντραπήσονται. Διὰ τοῦτο
Τὰ πεδία Ἐσεβὼν πενθήσει. Τιμωρία τοῦ μὴ ἐντρέπεσθαι,
ἡ ἀφορία τῶν πεδίων Ἐσεβών. Ἔστι δὲ πόλεως ὄνομα
Μωαβιτικῆς, εὐρυχωρίαν ἐχούσης ἐν τοῖς περικειμένοις αὐτῇ

Βασίλειος θεολόγος. Homilia in principium proverbiorum


Vol. 31, p. 412, line 22

τοὺς Ἰσραηλίτας οἱ Γαβαωνῖται. Πονηρὰ πανουργία


τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ἐν σχήματι ἐπιεικείας ὑπαγομέ-
νου τοὺς ὑπηκόους, καὶ πλῆθος ἀποστατῶν συν-
αθροίσαντος εἰς ἐπιβουλὴν τοῦ πατρός. Ἐγκαλοῦνται
δέ τινες, ὡς καὶ ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καταπανουρ-
γευσάμενοι γνώμην. Ἐνταῦθα μέντοι τὴν ἐπ' ὠφε-
λείᾳ παραλαμβανομένην πανουργίαν ὁ λόγος ἐγκρίνει,
οἱονεὶ ὅπλον οὖσαν πρὸς τὰ τοῦ βίου πράγματα, καὶ
ὀχυροῦσαν δι' ἑαυτῆς τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλουστέρων.
Εἰ γὰρ εἶχε τὴν πανουργίαν ταύτην ἡ Εὔα, οὐκ ἂν
129

εὐάλωτος ἐγεγόνει ταῖς ἀπάταις τοῦ ὄφεως. Τὸν οὖν


ἄκακον, τὸν διὰ τὸ πιστεύειν παντὶ λόγῳ εὔκολον εἰς
τὸ φθαρῆναι τὰ νοήματα, ὀχυροῖ ἡ προκειμένη δι-
δασκαλία, οἷον συμμαχίαν αὐτῷ πρὸς τὰ τοῦ βίου
πράγματα τὴν ἐκ τῆς πανουργίας ὠφέλειαν παρεχο-
μένη.

Βασίλειος θεολόγος. Homilia exhortatoria ad sanctum baptisma


Vol. 31, p. 437, line 45

ὅτι κατὰ τὸ παρὸν ζῶμεν οἱ ἄνθρωποι, καὶ πᾶσα


πρᾶξις κατὰ τὸ ἐνεστὼς ἐνεργεῖται. Τὴν οὖν σήμερον
κλέπτων ἡμῶν διὰ τῆς μεθοδείας, τῆς αὔριον
ἡμῖν τὰς ἐλπίδας περιαφίησιν. Εἶτα, ἐπειδὰν ἡ αὔριον
ἔλθῃ, πάλιν ἔρχεται ὁ κακὸς συμμεριστὴς ἡμῶν,
ἀξιῶν τὴν σήμερον ἑαυτῷ, τὴν δὲ αὔριον τῷ Κυρίῳ·
καὶ οὕτως ἀεὶ τὸ μὲν παρὸν δι' ἡδονῆς ὑφαιρούμενος,
τὸ δὲ μέλλον ταῖς ἐλπίσιν ἡμῶν προσαφιεὶς, λανθάνει
ἡμᾶς ἀποβουκολῶν τῆς ζωῆς.
 Τοιαύτην εἶδον ἐγώ ποτε πανουργίαν ὄρνιθος
εὐμηχάνου. Εὐαλώτων γὰρ αὐτῇ τῶν νεοττῶν ὑπαρ-
χόντων δι' ἁπαλότητα, ἑαυτὴν προβαλλομένη ὡς
ἕτοιμον θήραμα, καὶ ταῖς χερσὶ τῶν ἀγρευόντων
ἐνστρεφομένη, οὔτε ἁλώσιμος ἦν ἐκ τοῦ προχείρου
τοῖς θηρευταῖς, οὔτε ἀπόγνωσιν αὐτοῖς ἐνεποίει  
τῆς ἄγρας· ἀλλὰ ταῖς ἐλπίσιν αὐτοὺς ποικίλως πα-
ρακατέχουσα, τῇ περὶ ἑαυτὴν ἀσχολίᾳ, τοῖς νεοσσοῖς
τὴν ἄδειαν τῆς φυγῆς προεξένησεν, εἶτα τὸ τελευ-
ταῖον καὶ αὐτὴ συναπέπτη. Φοβήθητι μὴ καὶ σὺ τὰ
παραπλήσια πάθῃς, ἐν ταῖς περὶ τῶν ἀδήλων ἐλπίσι
τὰ φανερὰ προϊέμενος. Δεῦρο δὴ οὖν μοι,

Βασίλειος θεολόγος. In Barlaam martyrem [Sp.]


Vol. 31, p. 485, line 2

συνήγαγεν. Ὁ τοῦ Χριστοῦ κείμενος ἀθλητὴς ἐκη-


ρύχθη, καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀνεπτέρωσε θέατρον.
Καὶ ὡς ἔλεγε τῶν πιστῶν ὁ Δεσπότης· Ὁ
πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· τέθνη-
κεν ὁ γενναῖος Βαρλαὰμ, καὶ συγκροτεῖ πανηγύρεις·
κατανάλωται τάφῳ, καὶ συγκαλεῖ πρὸς ἑστίασιν.
130

Νῦν ἡμῖν ἀναβοῆσαι καιρός· Ποῦ σοφός; ποῦ


γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου;
Ἄγροικος ἡμῖν σήμερον ὁ ἀήττητος τῆς εὐσεβείας  
διδάσκαλος, ὂν εἷλκε μὲν τύραννος ὡς εὐάλω-
τον θήραμα, ἔγνω δὲ μετὰ τὴν πεῖραν ὁπλίτην
ἀχείρωτον· ὃν ἐγέλα μὲν παρακεκομμένα φθεγγό-
μενον, ἔφριξε δὲ ἀγγελικὰ νεανιευόμενον. Οὐ γὰρ
συνεβαρβάριζεν ὁ τρόπος τῷ τῆς γλώττης ὀργάνῳ,
οὐδὲ ταῖς συλλαβαῖς συγχωλεύων ὁ λογισμὸς ἑω-
ρᾶτο· ἀλλ' ἦν δεύτερος Παῦλος, μετὰ τοῦ Παύ-
λου φθεγγόμενος· Εἰ καὶ ἰδιώτης τῷ λόγῳ,
ἀλλ' οὐ τῇ γνώσει. Ἐνάρκησαν μαστίζοντες δή-
μιοι, ἀλλ' ἀκμαιότερος ὁ μάρτυς εὑρίσκετο· αἱ τῶν
ξεόντων ἐξενευρίζοντο χεῖρες, ἀλλ' ὁ τοῦ ξεομένου
λογισμὸς οὐκ ἐκάμπτετο.

Βασίλειος θεολόγος. Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae


brevius tractatae) Vol. 31, p. 1261, line 21
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ.

 Σκοπὸς τῷ Κυρίῳ ἐν τοῖς ὑποδείγμασι τούτοις


ἐστὶν, οὐκ ἐξουσίαν δοῦναι γενέσθαι μαθητὴν τοῦ
Κυρίου, ἢ μή· ἀλλὰ δεῖξαι τὸ ἀδύνατον τῆς πρὸς
Θεὸν εὐαρεστήσεως ἐν τοῖς περισπῶσι τὴν ψυχήν·
ἐν οἷς καὶ κινδυνεύει εὐάλωτος γινομένη ταῖς μεθ-
οδείαις τοῦ διαβόλου, καὶ χλεύης καὶ γέλωτος ἀξία,
διὰ τὸ ἀτελὲς τῶν ἐσπουδάσθαι δοκούντων, ἐλέγ-
χεται. Ὅπερ ἀπευχόμενος ὁ Προφήτης παθεῖν, ἔλε-
γεν· Μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου· καὶ
ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου, ἐπ' ἐμὲ ἐμεγαλοῤ-
ῥημόνησαν.

ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΣΞΔʹ.

Βασίλειος θεολόγος. Homilia dicta in Lacisis Vol. 31, p. 1457, line 9

ήγαγεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχὼ τὸν ἄνθρωπον,


ἀπὸ τῶν ὑψηλῶν ἐπὶ τὰ κοῖλα. Ἐπὶ μὲν τῆς ὀρεινῆς ἡ  
Ἱερουσαλήμ· ἡ δὲ Ἱεριχὼ κάτω ἐν τῇ ἁλμυρᾷ θαλάσσῃ.
131

Εἴ τις ὑμῶν οἶδε τὸν τόπον, οἶδε τῶν λεγομένων τὴν


ἀλήθειαν, ὅτι Ἱεριχὼ μὲν ἔχει τὰ κοῖλα τῆς Παλαιστί-
νης, Ἱερουσαλὴμ δὲ ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἐρήρεισται, τὴν
ἄκραν κατέχουσα τοῦ ὄρους τοῦ διὰ πάσης ἐκείνης
τῆς χώρας ἀνεστηκότος. Ἀπὸ τοίνυν τῶν ὑψηλῶν ἐπὶ
τὰ κάτω ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος, ἵνα τοῖς λῃσταῖς περι-
πέσῃ· τῆς ἀσφαλείας ἐξελθὼν τῆς κατὰ Ἱερου-
σαλὴμ, ἵνα εὐάλωτος γένηται τοῖς κατὰ τὴν ἐρημίαν
λῃσταῖς, οἳ πληγὰς ἐπέθηκαν, καὶ ἐξέδυσαν. Πρότε-
ρον πληγαὶ, καὶ τότε γύμνωσις. Πληγὴ ψυχῆς ἁμαρ-
τία· γύμνωσις ψυχῆς ἀπόθεσις τοῦ ἐνδύματος τῆς
ἀφθαρσίας. Ἡ δὲ ἁμαρτία ἀφανιστικὴ τῆς χάριτος
τῆς δεδομένης ἡμῖν διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας.
Πορνεία, πληγὴ, μοιχεία, ἄλλη πληγὴ, πληγὴ ὁ φθό-
νος, πληγὴ ἕκαστον τούτων, πληγὴ αὐτὰ τὰ καίρια
τύπτουσα, πληγὴ παρὰ λῃστῶν ἐμβαλλομένη, παρὰ
δαιμόνων τῶν συνεργούντων ἡμῖν πρὸς τὰς ἁμαρτίας.
Μετὰ τὰς πληγὰς ἐξεδύθη ὁ τετυμμένος.

Βασίλειος θεολόγος. Adversus eos qui per calumniam dicunt dici a nobis
tres deos Vol. 31, p. 1492, line 21

Πατέρα, εἰ ὁμολογῶ τὸν Υἱὸν, εἰ μὴ ἀθετῶ τὸ Πνεῦ-


μα. Εἰ ὁ Τριάδα ὁμολογῶν τρεῖς ὀνομάζει θεοὺς, ἀθε-
τεῖ τὸ βάπτισμα, καὶ πολεμεῖ τῇ πίστει. Τί, τὸ ἐμὸν
πρόσωπον ὑποθέμενος, πολεμεῖς τῷ Κυρίῳ; Τίς κατ-
έλειπε βαπτίζειν εἰς ὄνομα Πατρὸς, καὶ Υἱοῦ, καὶ
ἁγίου Πνεύματος; ἐγὼ, ἢ Δεσπότης; Τίνος τὰ ῥήμα-
τα; κήρυκος, ἢ τοῦ ἀποστείλαντος; Τί, τὸ ἐμὸν πρός-
ωπον εὐεπίβατον ταῖς συκοφαντίαις εὑρὼν, δι' ἐμοῦ
πολεμεῖς τῇ ἀληθείᾳ; δι' ἐμοῦ κατασείεις τὸ ὀχύρωμα
τῆς πίστεως; Ἐγὼ μέν σοι εὐάλωτος· ἡ δὲ πίστις
ἄσειστος. «Εἷς Κύριος,» μάνθανε τοῦ Παύλου
λέγοντος, μὴ δύο, ἢ τρεῖς. Κἂν ὀνομάσω Κύριον τὸν
Υἱὸν, οὐκ εἰς δύο κυρίους, οὐκ εἰς πολλοὺς θεοὺς
διεῖλον τὴν κυριότητα. Κύριος ὁ Πατὴρ, Κύριος ὁ
Υἱός· «Μία πίστις,» ἐπειδὴ εἷς Κύριος. Ἓν ἑνὶ ἀκο-
λουθεῖ· ἑνὶ Κυρίῳ μία πίστις, μιᾷ πίστει «ἓν βά-
πτισμα.» Οὕτως ἓν ἐξ ἑνὸς δι' ἑνὸς βεβαιοῦται. Εἰ
δὲ οὐκ ἀθετῶ τὸ Πνεῦμα, οὐδὲ ἐν τῇ δουλικῇ αὐτὸ
132

τίθημι τάξει, διὰ τοῦτο τὴν συκοφαντίαν ἐκείνην ἐκ-


δέχομαι. Μὴ λέγε ἃ μὴ λέγω, καὶ ἴδωμέν

Βασίλειος θεολόγος. Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta


collecti Vol. 32, p. 1228, line 25

οὖν σήμερον κλέπτων ἡμῶν διὰ τῆς μεθοδείας, τῆς


αὔριον ἡμῖν τὰς ἐλπίδας περιαφίησιν. Ἢ γὰρ οὐχὶ
τὴν μὲν ἁμαρτίαν σήμερον ποιεῖν ὑποβάλλει, τὴν
δὲ δικαιοσύνην εἰς τὴν αὔριον πείθει ἡμᾶς ταμιεύ-
σεσθαι; Εἶτα ἐπειδὰν ἡ αὔριον ἔλθῃ, πάλιν ἔρχεται ὁ
κακὸς συμμεριστὴς ἡμῶν, ἀξιῶν τὴν σήμερον ἑαυτῷ,
τὴν δὲ αὔριον τῷ Κυρίῳ· καὶ οὕτως ἀεὶ, τὸ μὲν
παρὸν δι' ἡδονῆς ὑφαιρούμενος, τὸ δὲ μέλλον ταῖς
ἐλπίσιν ἡμῖν προσαφιεὶς, λανθάνει ἡμᾶς ἀποβουκο-
λῶν τῆς ζωῆς. Τοιαύτην εἶδον ἐγώ ποτε πανουργίαν
ὄρνιθος εὐμηχάνου. Εὐαλώτων γὰρ αὐτῆς τῶν νεοτ-
τῶν ὑπαρχόντων δι' ἁπαλότητα, ἑαυτὴν προβαλλο-
μένη ὡς ἕτοιμον θήραμα, καὶ ταῖς χερσὶ τῶν ἀγρευ-
όντων ἐνστρεφομένη, οὔτε ἁλώσιμος ἦν ἐκ τοῦ προ-
χείρου τοῖς θηρευταῖς, οὔτε ἀπόγνωσιν αὐτοῖς ἐν-
εποίει τῆς ἄγρας· ἀλλὰ ταῖς ἐλπίσιν αὐτοὺς ποικίλως
παρακατέχουσα, τῇ περὶ αὐτὴν ἀσχολίᾳ, τοῖς νεοσσοῖς
τὴν ἄδειαν τῆς φυγῆς προεξένησεν, εἶτα τὸ τελευ-
ταῖον καὶ αὐτὴ συναπέπτη. Φοβήθητι, μὴ καὶ σὺ τὰ
παραπλήσια πάθῃς, ἐν ταῖς τῶν ἀδήλων ἐλπίσι τὰ
φανερὰ προϊέμενος.

Βασίλειος θεολόγος. Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta


collecti Vol. 32, p. 1372, line 45

βόλα ζῶα φθαρτικὰ καὶ πολέμια τῇ ζωῇ ἡμῶν


ἐπεισήγαγεν. Ἢ οὕτω δ' ἄν τις καὶ παιδαγωγῷ
ἐγκαλοίη, εἰς τάξιν ἄγοντι τὴν εὐκολίαν τῆς νεότη-
τος, καὶ πληγαῖς καὶ μάστιξι τὸ ἀκόλαστον σωφρονί-
ζοντι. Πέποιθας ἐπὶ Κύριον; ἔχεις τὴν διὰ πίστεως
ἐξουσίαν πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων. Οὐχ
ὁρᾷς, ὅτι φρυγανιζομένῳ τῷ Παύλῳ ἐναψαμένη ἡ
ἔχις οὐδεμίαν προσετρίψατο βλάβην, διὰ τὸ πλήρη
πίστεως εὑρεθῆναι τὸν ἅγιον; Εἰ δὲ ἄπιστος εἶ,
φοβοῦ μὴ μᾶλλον τὸ θηρίον, ἢ τὴν σεαυτοῦ ἀπιστίαν,
133

δι' ἧς πάσῃ φθορᾷ σεαυτὸν εὐάλωτον κατεσκεύασας


Καὶ γὰρ πάντα ὅσα πάσχομεν σκυθρωπὰ, ἐκ τῆς
θείας διαταγῆς ὑπομένομεν. Οὐκ ἐᾷ γὰρ ἡμᾶς ἐκδό-
τους ταῖς πονηραῖς κολαστικαῖς δυνάμεσιν, ἀλλ' αὐτὸς
τὰ μέτρα ὁρίζει τῶν κολάσεων, στοχαζόμενος τῆς
δυνάμεως τῶν θεραπευομένων. Καὶ πᾶν ὅπερ εἰς
ἡμᾶς ἐκ θείας δυνάμεως ἀγαθὸν φθάσει, τῆς πάντα
ἐνεργούσης χάριτος ἐνέργειαν εἶναί φαμεν. Οὐδὲν
γὰρ ἀπρονόητον, οὐδὲ ἠμελημένον παρὰ τῷ Θεῷ·
πάντα σκοπεύει ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· πᾶσι πάρ-  
εστι, σκορπίζων ἑκάστῳ τὴν σωτηρίαν. Πολλάκις γοῦν

Ωριγένης. Contra Celsum Book 4, section 87, line 20

πρὸς τὰ τοιάδε σωτηρίας ἕνεκεν τῶν ζῴων κατασκευή, ὑπὸ


τοῦ λόγου γεγενημένη.
 Καίτοι γε εἰ ἐβουλόμην ὁμόσε χωρεῖν τῷ Κέλσῳ κατὰ
ταῦτα, ἐχρησάμην ἂν Σολομῶντος λέξει ἀπὸ τῶν Παροιμιῶν
οὕτως ἐχούσῃ· «Τέσσαρα δ' ἐστὶν ἐλάχιστα ἐπὶ τῆς γῆς,
ταῦτα δέ ἐστι σοφώτερα τῶν σοφῶν· οἱ μύρμηκες, οἷς μὴ
ἔστιν ἰσχύς, οἳ ἑτοιμάζονται ἐν θέρει τὴν τροφήν· καὶ
οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν, οἳ ἐποιήσαντο ἐν
πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους· ἀβασίλευτός ἐστιν ἡ ἀκρίς,
καὶ στρατεύει ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως· καὶ ἀσκα-
λαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὢν οἰκεῖ ἐν
ὀχυρώμασι βασιλέως.» Ἀλλ' οὐ συγχρῶμαι ὡς σαφέσι
τοῖς ῥητοῖς, ἀκολούθως δὲ τῇ ἐπιγραφῇ – ἐπιγέγραπται
γὰρ τὸ βιβλίον Παροιμίαι – ζητῶ ταῦτα ὡς αἰνίγματα.
Ἔθος γὰρ τοῖς ἀνδράσι τούτοις τὰ ἕτερον μέν τι αὐτόθεν
δηλοῦντα ἕτερον δὲ ἐν ὑπονοίᾳ ἀπαγγέλλοντα διαιρεῖν εἰς
εἴδη πολλά, ὧν ἓν εἶναι τὰς παροιμίας. Διὸ καὶ ἐν τοῖς
εὐαγγελίοις ἡμῶν γέγραπται ὁ σωτὴρ ἡμῶν εἰρηκέναι·
»Ταῦτ' ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν· ἔρχεται ὥρα ὅτε
οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν.»

Ωριγένης. Fragmenta in Lamentationes (in catenis) Fragment 45, line 7

λισον. τοῦτο γάρ μοι λυσιτελές, εἴγε μετ' αὐτοὺς τελείως σωθέντας
κἀγὼ κατὰ τὴν σήν, ὦ κύριε, κρίσιν τεύξομαι σωτηρίας· οὓς ὁρῶσα
λελύπημαί τε σφόδρα καὶ κατέγνων ἐμαυτῆς, τῆς ἐπισκοπῆς τῆς
παρὰ σοῦ δεομένη.
134

 Ὅμοιον παρὰ Δαβὶδ τὸ «πάντα τὰ κέρατα τῶν ἁμαρτωλῶν


συνθλάσει». λέγει δὲ νῦν τοὺς ἄρχοντας, ἐν οἷς ἡ τοῦ ἔθνους ἰσχὺς
καθάπερ ἐν τοῖς κερασφόροις τῶν ζώων, καὶ διότι τοῦ σώματος
ἐξέχει καθὰ τῶν ὑπηκόων οἱ ἄρχοντες. καὶ Δανιὴλ δὲ τὰς βασιλείας
ἀπείκασε κέρασιν. δηλοῖ δὲ καὶ τὴν ὑπεροψίαν τοῦ ἡγεμονικοῦ τὸ
κέρας, ὡς ἐν τῷ «μὴ ἐπαίρετε εἰς ὕψος τὸ κέρας ὑμῶν». ἀπο-
στρέψας οὖν αὐτοῦ τὴν σῴζουσαν χεῖρα τοῖς πολεμίοις εὐαλώτους
ἐποίησεν, οὓς δὴ καὶ φλόγα πάντα δαπανῶσαν ἐκάλεσεν. εἴποις
δ' ἂν καὶ πᾶν ἐξέχον νόημα κέρας, καὶ πῦρ τὰ «πάθη τῆς ἀτιμίας»,
οἷς ὁ πλημμελῶν παραδίδοται, πᾶσαν τὴν κυκλοῦσαν ἀπολέσας
βοήθειαν κατὰ τὸ «παρεμβαλεῖ ἄγγελος κυρίου κύκλῳ τῶν φοβου-
μένων αὐτόν».
 Καὶ γὰρ ἐν τῷ ναῷ τὰς σφαγὰς ἐτόλμησαν οἱ πολέμιοι, συγ-
χωροῦντος τοῦ θεοῦ. καλῶς δὲ τὸ ὡς ἐχθρός· οὐ γὰρ ἐχθραίνων
κολάζει ὁ θεός, ἀλλ' ὠφελῆσαι βουλόμενος ἢ τοὺς πάσχοντας ἢ τοὺς
ὁρῶντας. σκηνὴν δὲ καλεῖ τὸν ναὸν κατὰ τὸ ἐξ ἀρχῆς ἁγίασμα, καὶ
τόξον τὴν τιμωρητικὴν δύναμιν ὡς ἐν Ἀμβακούμ· «ἐντείνων ἐντε

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et


Gregorio Nazianzeno facta (cap. 1-27) Chapter 20, section 14, line 9

τὰ τοιάδε σωτηρίας ἕνεκεν τῶν ζώων κατασκευὴ, ὑπὸ τοῦ


λόγου γεγενημένη.
 Καί τοί γε εἰ ἐβουλόμην ὁμόσε χωρεῖν τῷ Κέλσῳ
κατὰ ταῦτα, ἐχρησάμην ἂν Σολομῶντος λέξει ἀπὸ τῶν
Παροιμιῶν οὕτως ἐχούσῃ· Τέσσαρα δ' ἐστὶν ἐλάχιστα ἐπὶ
τῆς γῆς, ταῦτα δέ ἐστι σοφώτερα τῶν σοφῶν· οἱ μύρμηκες  
οἷς μὴ ἔστιν ἰσχὺς, οἳ ἑτοιμάζονται ἐν θέρει τὴν τροφήν·
καὶ οἱ χοιρογρύλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρὸν, οἳ ἐποιήσαντο ἐν
πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους· ἀβασίλευτός ἐστιν ἡ ἀκρὶς, καὶ
στρατεύει ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως· καὶ ἀσκαλα-
βώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὢν, οἰκεῖ ἐν
ὀχυρώμασι βασιλέως. ἀλλ' οὐ συγχρῶμαι ὡς σαφέσι τοῖς
ῥητοῖς, ἀκολούθως δὲ τῇ ἐπιγραφῇ (ἐπιγέγραπται γὰρ τὸ
βιβλίον Παροιμίαι) ζητῶ ταῦτα, ὡς αἰνίγματα. ἔθος γὰρ
τοῖς ἀνδράσι τούτοις τὰ ἕτερον μέν τι αὐτόθεν δηλοῦντα,
ἕτερον δὲ ἐν ὑπονοίᾳ ἀπαγγέλλοντα, διαιρεῖν εἰς εἴδη πολλὰ,
ὧν ἓν εἶναι τὰς παροιμίας. διὸ καὶ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις
ἡμῶν γέγραπται ὁ σωτὴρ ἡμῶν εἰρηκέναι· Ταῦτ' ἐν παροι-
μίαις λελάληκα ὑμῖν· ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις
135

λαλήσω ὑμῖν. οὐχ οἱ αἰσθητοὶ τοίνυν μύρμηκες σοφώτεροι


καὶ τῶν σοφῶν εἰσὶν, ἀλλ' οἱ δηλούμενοι ὡς ἐν εἴδει παροι

Ωριγένης. Libri x in Canticum canticorum (fragmenta)


P. 241, line 19

σκαλοι. Ὑπὲρ σωτηρίας δὲ «τῶν ἀμπελώνων» ἡ προτροπή, ἵνα


τῶν πανούργων συλλαμβανομένων δυνάμεων, αἳ διαφθείρουσι τὴν
ἀρχὴν τῆς ἐκφύσεως τοῦ καρποῦ, δυνηθῶσιν «αἱ ἄμπελοι» προκόψαι
ἀπὸ τοῦ «κυπρίζειν» μέχρι τῆς τοῦ καρποῦ τελειώσεως, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ  
γεωργουμέναι, διὰ δὲ τὸ αὐτεξούσιον δυνάμεναι ἐνέγκαι καρπόν τε  
καὶ μή. Ἢ τάχα καὶ ἄνθρωποι «ἀλώπεκές» τινες, δι' ἑτεροδόξου δρι-
μύτητος ἐμποδίζοντες τοῖς ἀρξαμένοις τρέχειν καλῶς·  
οὓς ἔτι «μικροὺς» ὄντας βούλεται «συλληφθῆναι», πρὶν ἐπὶ πλέον
ἀσεβείας
προκόψωσιν. Μέγας γὰρ «ἀλώπηξ» γενόμενος ἐκείνοις μὲν ἀνάλωτος,
ὑπὸ μόνου δὲ τοῦ νυμφίου θηρεύεται· ἀρχόμενοι γὰρ ἐνεργεῖν τὰ χεί-  
ρονα καὶ τοῖς φίλοις εὐάλωτοι. Λέγοι δ' ἂν καὶ «μικροὺς ἀμπελῶνας»·
οὐ δύνανται γὰρ κατὰ τῶν μεγάλων «ἀλώπεκες».  
 Οὐ πάντες οἱ ἐν
αἰχμαλωσίᾳ «ἀπαχθέντες εἰς Βαβυλῶνα» διὰ τοῦ Ναβουχοδονόσορ, δι'
ἁμαρτίας εἰς «Βαβυλῶνα» ἦλθον. Τὸ μὲν πλῆθος τοῦ λαοῦ δι' ἁμαρ-
τίας, οἱ δὲ ἐν αὐτοῖς δίκαιοι οὔ, οἷον Δανιήλ, Ἀνανίας, Ἀζαρίας, Μισαήλ,
Ἰεζεκιὴλ οὗτος, Ζαχαρίας, Ἀγγαῖος καὶ οἱ ὅμοιοι. Ἀγαθὸς ὢν ὁ Θεὸς
καὶ κολάζων τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ εἰς αἰχμαλωσίαν παραδιδοὺς τοὺς
μὴ δυναμένους εἶναι ἐν τῇ ἁγίᾳ γῇ διὰ τὰς ἁμαρτίας – ἀσυνύπαρκτα
γὰρ τἀναντία – , προφήτας ὁμοῦ πέμπει, μὴ τελέως ἀβοήθητοι γέ-  
νωνται οἱ ἁμαρτωλοὶ αἰχμάλωτοι γενόμενοι.

Ωριγένης. Fragmenta in Psalmos 1-150 [Dub.] Psalm 118, verse 122, line
5

κοῦντες οὐ παύονται.  – Τίς ὁ ποιήσας


κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἀδόκητον; τίς ὁ μὴ
παντελῶς ἐπαφιεὶς τὴν ῥάβδον τῶν ἁμαρτω-
λῶν; Ἄρα θαῤῥῆσαι χρὴ τῷ κλήρῳ τῶν δι-
καίων εἰπεῖν, ἢ ὃ τούτου μετριώτερον, τῷ
κλήρῳ τῶν αὐτὸν γινωσκόντων.
136

 Ἔνδεξαι τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγα-


θὸν, μὴ συκοφαντησάτωσάν με ὑπερήφανοι.
 Τοῖς σοῖς, φησὶν, ἀκολουθεῖν προελόμενος
νόμοις, μὴ γένωμαι τοῖς δυσμενέσιν εὐάλωτος. Τίς δὲ νῦν ἔχει τοσαύτην
ψυχῆς καθα-
ρότητα, ὥστε σὺν παῤῥησίᾳ τοιούτοις χρή-
σασθαι λόγοις; τούτοις μέντοι καὶ ὁ θεῖος
ἀπόστολος προσόμοια εἴρηκεν· Ἡ γὰρ καύ-
χησις ἡμῶν, αὕτη ἐστὶν, τὸ μαρτύριον τῆς
συνειδήσεως ἡμῶν. Ὁ Σύμμαχος· Ἀνάδει-
ξαί με τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγαθόν· ὁ δὲ Ἀ-
κύλας καὶ Θεοδωτίων· Ἐγγυῆσαι, ἀντὶ τοῦ·
ἀληθεύω, οὐ ψεύδομαι, πίστευσον ὑποσχο-
μένῳ τῷ δούλῳ σου· αὐτὸς ἐγγυητὴς ἐγένου
τῆς ἐμῆς ὑποσχήσεως, ὅτι σου πληρῶσαι

Ωριγένης. Scholia in Canticum canticorum Vol. 17, p. 265, line 27

ρουσαι τὴν ἀρχὴν τῆς ἐκφύσεως τοῦ καρποῦ, δυνηθῶ-


σιν αἱ ἄμπελοι προκόψαι ἀπὸ τοῦ κυπρίζειν μέχρι τῆς
τοῦ καρποῦ τελειώσεως, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ γεωργούμε-
ναι· διὰ δὲ τὸ αὐτεξούσιον δυνάμεναι ἐνέγκαι καρπόν
τε καὶ μή· ἢ τάχα καὶ ἄνθρωποι, ἀλώπεκές τινες δι'
ἑτεροδόξου δριμύτητος ἐμποδίζοντες τοῖς ἀρξαμένοις
τρέχειν καλῶς· οὓς ἔτι μικροὺς ὄντας βούλεται συλλη-
φθῆναι πρὶν ἐπιπλέον ἀσεβείας προκόψωσι· μέγας γὰρ
ἀλώπηξ γενόμενος, ἐκείνοις μὲν ἀνάλωτος, ὑπὸ μόνου
δὲ τοῦ νυμφίου θηρεύεται· ἀρχόμενοι γὰρ ἐνεργεῖν τὰ
χείρονα, καὶ τοῖς φίλοις εὐάλωτοι· λέγει δ' ἂν καὶ
μικροὺς τοὺς ἀμπελῶνας· οὐ δύναται γὰρ κατὰ τῶν
μεγάλων ἀλώπηξ.
Ἀδελφιδός μου ἐμοὶ, κἀγὼ αὐτῷ· ὁ ποιμαίνων
 ἐν τοῖς κρίνοις, ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡ ἡμέρα, καὶ
 κινηθῶσιν αἱ σκιαί.
 Ἢ νύμφη πρὸς τοὺς ἑταίρους τοῦ νυμφίου φησὶν
ὡς οὐδεμίαν ἔχουσα πρὸς τοὺς ἀλώπεκας μετουσίαν·
ἐκοινώνησαν γὰρ ἡμῖν, φησὶν, αἵματος καὶ σαρκὸς,
καὶ ἡμεῖς αὐτῷ τῆς ἀφθαρσίας. Ἢ ὅτι ὁ Θεὸς ἐν ψυ-
χῇ γίνεται, καὶ ἡ ψυχὴ εἰς Θεὸν μετοικίζεται· οὕτω
137

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων Vol. 4, p. 679, line 28

πτες δὲ τὴν πόλιν οὐδέν· ὡς ἔχει τὸ Ἰσοκρατικόν· περὶ


τῶν ῥητῶν ὡς ἀποῤῥήτων ἀνακοινοῦ.
Τὸ πρός τι ἀμφοῖν ἐστι, πότερον μεῖζόν ἐστιν ἀνταποδεικνύντων τὸ
εὐεργέτημα ἢ τὸ ἀδίκημα.
 Σωπάτρου. Ὁ μὲν κατήγορος ἐρεῖ, μεῖζόν ἐστι
κακὸν ἡ κατασκαφὴ τοῦ τείχους ἢ τὸ νικῆσαι τοὺς πολε-
μίους, πεπόνθαμεν γὰρ νικήσαντες τὰ τῶν ἡττωμένων,
οὐδέποτε τρόπαιον εἶδον τοιοῦτον ἐπὶ λύμῃ τῶν νικη-
σάντων, οἶμαι τοὺς ἐχθροὺς μᾶλλον ἡμῶν ἥδεσθαι νι-
κηθέντας· τί γὰρ πλέον ἐζήτουν ἢ τὸ σῶζον τὴν πόλιν
περικοπῆναι καὶ εὐαλώτους ἡμᾶς γεγονέναι, ἃ τοίνυν
ηὔχοντο, ταῦτα συμβέβηκεν αὐτοῖς· ὥστε τὴν τοιαύτην  
ἧτταν εἰκότως ἂν, εἴπερ εὖ φρονοῦσιν, ὁρίζοιντο νίκην·
προσάπαξ μὲν γὰρ ἔδοξαν ἀτυχῆσαι τῇ συμβολῇ, εὐ-
αλώτους δὲ ἡμᾶς ἔχουσι τὸν λοιπὸν ἅπαντα χρόνον,
ὁπότε βούλοιντο· ἐν αὐτοῖς γάρ ἐστιν ἐπελθεῖν ὅτε θέ-
λοιεν, καὶ λαβεῖν τὴν πόλιν οὐ καθεστηκότος ἐμποδὼν
τοῦ φυλάττοντος, ὁπότε τὸ φυλακτήριον τεῖχος πρὸς
τοῦ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν κοινῶν ἔχοντος διεκόπη· ὁ δὲ
φεύγων ἐρεῖ· μικρὸν μὲν τοῦ τείχους ἔβλαψα μέρος, ὃ
πάλιν εὐτελέσιν ἀναλώμασι ῥᾷον ἀνοικοδομηθήσεται·

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων Vol. 4, p. 680, line 3

 Σωπάτρου. Ὁ μὲν κατήγορος ἐρεῖ, μεῖζόν ἐστι


κακὸν ἡ κατασκαφὴ τοῦ τείχους ἢ τὸ νικῆσαι τοὺς πολε-
μίους, πεπόνθαμεν γὰρ νικήσαντες τὰ τῶν ἡττωμένων,
οὐδέποτε τρόπαιον εἶδον τοιοῦτον ἐπὶ λύμῃ τῶν νικη-
σάντων, οἶμαι τοὺς ἐχθροὺς μᾶλλον ἡμῶν ἥδεσθαι νι-
κηθέντας· τί γὰρ πλέον ἐζήτουν ἢ τὸ σῶζον τὴν πόλιν
περικοπῆναι καὶ εὐαλώτους ἡμᾶς γεγονέναι, ἃ τοίνυν
ηὔχοντο, ταῦτα συμβέβηκεν αὐτοῖς· ὥστε τὴν τοιαύτην  
ἧτταν εἰκότως ἂν, εἴπερ εὖ φρονοῦσιν, ὁρίζοιντο νίκην·
προσάπαξ μὲν γὰρ ἔδοξαν ἀτυχῆσαι τῇ συμβολῇ, εὐ-
αλώτους δὲ ἡμᾶς ἔχουσι τὸν λοιπὸν ἅπαντα χρόνον,
ὁπότε βούλοιντο· ἐν αὐτοῖς γάρ ἐστιν ἐπελθεῖν ὅτε θέ-
λοιεν, καὶ λαβεῖν τὴν πόλιν οὐ καθεστηκότος ἐμποδὼν
τοῦ φυλάττοντος, ὁπότε τὸ φυλακτήριον τεῖχος πρὸς
138

τοῦ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν κοινῶν ἔχοντος διεκόπη· ὁ δὲ


φεύγων ἐρεῖ· μικρὸν μὲν τοῦ τείχους ἔβλαψα μέρος, ὃ
πάλιν εὐτελέσιν ἀναλώμασι ῥᾷον ἀνοικοδομηθήσεται·
ἄλλως τε σχολάζουσι λοιπὸν ἀπὸ τοῦ πολέμου καὶ ταῖς
διὰ τὴν εἰρήνην εὐποροῦσι προσόδοις· τοὺς δὲ πολεμίους
ἐπικρατοῦντας καὶ λιμῷ καὶ πολέμῳ φθείροντας ἀπ-
εσωσάμην· σωτηρίαν δὲ ὁμοῦ καὶ δόξαν τῇ πόλει πε

Asterius Sophista Scr. Eccl., Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 19, section 3, line 10

κἂν ἡ περιβολὴ σιδηρᾶ, ἀλλ' ὁ περιβεβλημένος σαθρὸς καὶ ἐν


αὐτῇ τῇ δυναστείᾳ πολλὰ κινδυνεύων καὶ ναυαγῶν. Καὶ
ὥσπερ αἱ χελῶναι καὶ τὰ ὄστρεα, πεπετρωμένα τὰ τείχη τῆς
φύσεως περικείμενα, νομίζουσι τῶν ἄλλων ζῴων ἀσφαλέστερον
φυλάττεσθαι, καὶ ὡς ἐν πόλεσι τοῖς ἐνδύμασι βοηθεῖσθαι ἐλπί-
σαντα, ἀθρόον τὰ βοηθούμενα μετὰ τῶν βοηθούντων ἐλήφθησαν
καὶ διεφθάρησαν, οὕτως οἱ τὰ ἀξιώματα ὡς σιδηρᾶ τείχη περι-
κείμενοι ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀσφαλίσμασι πολλάκις εἰς ἀπώλειαν
ἔφθασαν. Καὶ οἱ ἄλλους ὑπὲρ τὰς νεφέλας ἀνάγειν ἐπαγγελλόμε-
νοι, αὐτοὶ εὑρέθησαν ὡς χῶμα πατούμενοι. Ἐπεὶ οὖν οὕτω
σαθρὰ καὶ εὐάλωτα τὰ ἀνθρώπινα, καταλιπὼν πᾶσαν τὴν ἐπ'
ἄνθρωπον πεποίθησιν λέγε· Ἐπὶ τῷ κυρίῳ πέποιθα. Εἰ
μὲν οὖν ἐβοήθει τῷ ὀστρέῳ τὸ ὄστρακον, καὶ μή, ἔνδοθεν τῆς
καλύβης ὄν, μαχαίρᾳ ἐσφάζετο, βοηθεῖν ἠδύνατο ἐν ὥρᾳ θανάτου
τὸ ἀξίωμα. Καὶ εἰ τὴν χελώνην ὠφέλησε τὸ σπήλαιον πρὸς τὸ
μεῖναι ἀπολιόρκητον, ὠφελεῖν καὶ ἡ δυναστεία ἠδύνατο. Ἐπειδὴ
δέ, ὥσπερ ἐκεῖνα οὐκ ὠφέλησε τὰ καλύμματα, οὕτως οὐδὲ τούτους
τὰ ἀξιώματα, ἐπὶ τῷ κυρίῳ πέποιθα, οὗ εἰς προστασίαν
καὶ πρόνοιαν οὐδὲν ἰσχυρότερον. Εἰ ἐκεῖ πέτρινα οἰκήματα τοὺς
οἰκήτορας οὐκ ὠφέλησαν, οὐδὲ τὰ προτειχίσματα τοὺς πολίτας  
ἐφύλαξεν, ἀλλὰ σὺν τοῖς φυλαττομένοις τὰ φυλάττοντα

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In illud: Vidua eligatur


Vol 51, pg 325, ln 1

Ὥστε πρὸς ἐκείνας ὁ λόγος αὐτῷ. Οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς


συνουσίας τῆς κατὰ τὸν γάμον ποιεῖ. Εἰπὼν γὰρ,
Μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἂν ἐκ συμ-
139

φώνου πρὸς καιρὸν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ


καὶ τῇ προσευχῇ, καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συν-
έρχησθε· ἵνα μὴ νομίζῃς τὸ πρᾶγμα νόμον εἶναι,
προστίθησι τὴν αἰτίαν ὕστερον λέγων· Ἵνα μὴ πει-
ράζῃ ὑμᾶς ὁ Σατανᾶς. Τοῦτο δὲ λέγω κατὰ συγ-
γνώμην, οὐκ ἐπιταγὴν, διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν.
Ὥσπερ οὖν οὐ πᾶσιν ἐκεῖ ταῦτα διαλέγεται, ἀλλὰ  
τοῖς ἀκρατεστέροις τῶν ἀνθρώπων καὶ εὐαλώτοις·
οὕτω καὶ ἐνταῦθα ταῖς εὐχειρώτοις τῶν γυναικῶν,
καὶ μὴ δυναμέναις ἐνεγκεῖν τὸν μετὰ ἀκριβείας βίον
τῆς χηρείας, ταύταις παραινεῖ καὶ συμβουλεύει δεύ-
τερον ἐπεισάγειν νυμφίον. Ἡ γὰρ χηρεία διπλοῦν τι
πρᾶγμά ἐστι. Τί ποτέ ἐστι διπλοῦν; Ἔργων ἐπίδει-
ξις ἀγαθῶν, καὶ τιμῆς ὑπεροχὴ μεγίστης. Καθάπερ
οὖν καὶ ἡ ἀρχὴ διπλοῦν τι πρᾶγμά ἐστιν· ἔχει γὰρ
καὶ ἔργα καὶ ἀξίωμα· ἀξίωμα μὲν ἀρχῆς ἡ ἐξουσία,
καὶ ἡ παρὰ τῶν πολλῶν θεραπεία, καὶ αὐτὸ τὸ εἶναι
ἄρχοντα· ἔργα δὲ ἀρχῆς, τὸ βοηθεῖν τοῖς ἀδικουμένοις,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Epistulae ad Olympiadem (epist. 1-17)


Epistle 10, section 3, line 44

κατεσκεύαζε καὶ τὴν γυναῖκα παρεκάλει τὴν χαλεπὴν ταύτην  


συνυποκρίνασθαι τραγῳδίαν αὐτῷ; Καὶ οὐδὲ τὴν αἰτίαν
αἰσχύνεται τιθεὶς τῆς τοιαύτης σκηνῆς· «Ἔσται γάρ, φησίν,
ὡς ἐὰν ἴδωσί σε οὕτω τῇ ὥρᾳ λάμπουσαν καὶ τῷ κάλλει τῆς
ὄψεως κρατοῦσαν, ἀποκτενοῦσί με, σὲ δὲ περιποιήσονται. Εἰπὲ
οὖν ὅτι ἀδελφή μου εἶ, ἵνα εὖ μοι γένηται διὰ σὲ καὶ ζήσεται
ἡ ψυχή μου ἕνεκεν σοῦ.»
 Εἶδες φόβον, εἶδες τρόμον κατασείοντα τὴν ὑψηλὴν
ἐκείνην καὶ φιλόσοφον ψυχήν; Εἶδες τὸν ἀδάμαντα διαλυθέντα
τῇ ἀγωνίᾳ; Ψεύδεται τὸ γένος καὶ ἕτερον ἀνθ' ἑτέρου παρα-
τίθησι τῇ γυναικὶ τὸ προσωπεῖον καὶ τοῖς λύκοις εὐάλωτον
ποιεῖ τὴν ἀμνάδα· καὶ ὃ πάντων ἐστὶν ἀνδράσιν ἀφορητότερον
γυναῖκα ἰδεῖν ὑβριζομένην μᾶλλον δὲ καὶ ὑποπτεῦσαι μόνον,
τοῦτο – καὶ τὸ τούτου χαλεπώτερον· οὐδὲ γὰρ ὑποψία ἦν,
ἀλλ' ὕβρις ἔργῳ τολμωμένη – οὐ μόνον ὁρᾷ, ἀλλὰ καὶ ὅπως
τολμηθείη κατασκευάζει καὶ κοῦφον αὐτῷ φαίνεται τοῦτο καὶ
φορητόν. Καὶ γὰρ πάθος ἐκράτει πάθους, τοῦ χαλεποῦ τὸ
χαλεπώτερον καὶ ζηλοτυπίας περιεγένετο δειλία θανάτου.
 Καὶ ὁ μέγας δὲ Ἠλίας ἐκεῖνος διὰ τὸν τούτου φόβον
140

δραπέτης καὶ φυγὰς καὶ μετανάστης ἐγένετο, ἀπειλὴν μόνον


δείσας πορνευομένης καὶ ἐναγοῦς γυναικός·

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De Davide et Saule (homiliae 1-3)


Vol 54, pg 696, ln 23

τερον συγκειμένη, καὶ σχῆμα γοητείας γέμον πολλῆς,


καὶ ἕτεραι πολλαὶ μαγγανεῖαι πρὸς ἀπάτην καὶ δέ-
λεαρ τῶν ὁρώντων κατεσκευασμέναι, καὶ ῥᾳθυμία
ψυχῆς τῶν θεωμένων, καὶ πολλὴ ἡ διάχυσις, καὶ ἡ
παρὰ τοῦ τόπου πρὸς ἀσέλγειαν παράκλησις,
καὶ ἡ τῶν φθασάντων, καὶ ἡ τῶν μετὰ ταῦτα ἀκου-
σμάτων· ἡ διὰ τῶν συρίγγων, ἡ διὰ τῶν αὐλῶν καὶ
τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων μελῳδία καταγοητεύουσα,
καὶ τὸ στεῤῥὸν τῆς διανοίας καταμαλάττουσα, καὶ
ταῖς τῶν πορνῶν ἐπιβουλαῖς προευτρεπίζουσα τὰς
τῶν καθημένων ψυχὰς, καὶ εὐαλώτους ποιοῦσα. Εἰ
γὰρ ἐνταῦθα, ὅπου ψαλμοὶ, καὶ εὐχαὶ, καὶ θείων λο-
γίων ἀκρόασις, καὶ Θεοῦ φόβος, καὶ εὐλάβεια πολλὴ,
πολλάκις, ὥσπερ τις λῃστὴς κακοῦργος, λαθοῦσα
ἐπεισῆλθεν ἡ ἐπιθυμία· πῶς οἱ ἐν θεάτρῳ καθήμενοι,
καὶ μηδὲν μήτε ὁρῶντες, μήτ' ἀκούοντες ὑγιὲς, ἀλλὰ
πολλῆς γέμοντες αἰσχρότητος, πολλῆς τῆς βλακείας,
καὶ διὰ πάντων πολιορκούμενοι, καὶ δι' ὤτων, καὶ δι'
ὀφθαλμῶν, δύναιντ' ἂν ἀνώτεροι γενέσθαι τῆς πονη-
ρᾶς ἐκείνης ἐπιθυμίας; Μὴ δυνάμενοι δὲ, πῶς δυνή-
σονται τῶν τῆς μοιχείας ἐγκλημάτων ἀπηλλάχθαι

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De precatione (orat. 1-2) [Sp.]


Vol 50, pg 780, ln 9

μέρος εἰς προσευχὰς ἀναλίσκοντας, καὶ τὰ γόνατα


κάμπτοντας σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ τῇ δεήσει προς-   
έχοντας, μακαρίζοντας ἑαυτοὺς ἐπὶ τῇ τοῦ Θεοῦ λα-
τρείᾳ. Εἰπέ μοι πῶς ὄψει τὸν ἥλιον, μὴ προσκυνήσας
τὸν πέμποντα τοῖς σοῖς ὀφθαλμοῖς γλυκύτατον φῶς;
πῶς ἀπολαύσεις τραπέζης, μὴ προσκυνήσας τὸν το-
σούτων ἀγαθῶν δοτῆρα καὶ χορηγόν; μετὰ ποίας ἐλ-
πίδος ἐπὶ τὸν τῆς νυκτὸς ἥξεις καιρόν; ποίοις προς-
δοκᾷς ὀνείρασιν ὁμιλῆσαι, μὴ τειχίσας σαυτὸν προς-
ευχαῖς, ἀλλ' ἀφύλακτος ἐπὶ τὸν ὕπνον ἐλθών; Εὐ-
141

καταφρόνητος καὶ εὐάλωτος τοῖς πονηροτάτοις δαίμο-


σιν ἔσῃ, οἳ περιέρχονται συνεχῶς καιροφυλακτοῦντες
ἡμᾶς, τίνα λαβόντες γυμνὸν προσευχῆς ἀναρπάσαιεν
ὀξέως. Ἂν μὲν οὖν ἴδωσιν ἡμᾶς πεφραγμένους ταῖς
προσευχαῖς, ἀποπηδῶσιν εὐθέως, ὥσπερ λῃσταὶ καὶ
κακοῦργοι, πρὸς τῇ κεφαλῇ τοῦ στρατιώτου ξίφος
ὁρῶντες κρεμάμενον. Ἂν δ' ἄρα συμβῇ τινα γυμνὸν
εἶναι προσευχῆς, οὗτος ἀνάρπαστος ὑπὸ τῶν δαιμό-
νων φέρεται, εἰς ἁμαρτίας ὠθούμενος καὶ συμφορὰς
καὶ κακά. Ταῦτα δεῖ πάντα φοβουμένους ἡμᾶς,
προσευχαῖς καὶ ὕμνοις ἀεὶ τειχίζειν ἑαυτοὺς, ἵνα πάντας

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Expositiones in Psalmos Vol 55, pg 142, ln 57

μένην. Οὐκ ἐπίσταται δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ βούλεται


αὐτὰ διορθοῦν. Διὸ καὶ ἕτερος τοῦτο αὐτὸ δηλῶν εἶπε,
Δίκαιος. Εἰ γὰρ δίκαιος, οὐκ ἀνέξεται ταῦτα ἁπλῶς
περιορᾷν γινόμενα. Ἀποστρέφεται τοὺς πονηροὺς,
ἐπαινεῖ τοὺς δικαίους. Εἶτα ὅπερ ἐν τῷ προτέρῳ
ψαλμῷ ἔλεγε, δεικνὺς ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κακία ἱκανὴ
αὐτοὺς ἀναλῶσαι, τοῦτο καὶ ἐνταῦθα δηλῶν ἐπήγαγεν·
Ὁ δὲ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ
ψυχήν. Πολέμιον γὰρ τῇ ψυχῇ πονηρία, ἐχθρὸν καὶ
ὀλέθριον, ὥστε καὶ πρὸ τῆς κολάσεως δίκην δίδωσιν
ὁ πονηρός. Εἶδες πῶς εὐαλώτους πάντοθεν δείκνυσι
τοὺς ἐναντιουμένους, ὅταν καὶ τοιοῦτον ἔχῃ σύμμα-
χον, καὶ ἐκεῖνοι ὑπὸ τῶν οἰκείων ὅπλων ἁλίσκωνται,
δι' ὧν φράττονται, διὰ τούτων δαπανώμενοι, καὶ ἑαυ-  
τοὺς βλάπτοντες; εἶδες τῆς συμμαχίας τὴν εὐκολίαν;
Οὐ γὰρ δεῖ βαδίσαι που, καὶ δραμεῖν, οὐδὲ χρήματα
ἀναλῶσαι, τοῦ Θεοῦ πανταχοῦ παρόντος, καὶ πάντα
ὁρῶντος. Ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας,
πῦρ, καὶ θεῖον, καὶ πνεῦμα καταιγίδος, ἡ μερὶς τοῦ
ποτηρίου αὐτῶν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Expositiones in Psalmos Vol 55, pg 237, ln 37

ἁπάσης, καὶ ἀνακόπτων αὐτῆς τὰ μηχανήματα; Οὐχ


ἡ μὲν ἀπῆλθε παρακρουσθεῖσα, καὶ ἑτέρῳ πάλιν
πάθει γενομένη δούλη, τῷ θυμῷ τῷ ἀλόγῳ, τῇ μιαι-
142

φονίᾳ· ὁ δὲ ἐξῆλθε μυρίους στεφάνους ἐπὶ τῆς κε-


φαλῆς ἔχων, καὶ ἐν αὐτῇ τῇ δουλείᾳ τὴν ἐλευθερίαν
μειζόνως διαλάμπουσαν δεικνύς;
 ιʹ. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἐλεύθερον ὡς ἀρετὴ, οὐδὲν οὕτω
δοῦλον ὡς κακία. Διὰ τοῦτο καὶ ἀλλαχοῦ φησί τις·
Σοφὸς οἰκέτης κρατήσει δεσποτῶν ἀφρόνων,
Ὥσπερ γὰρ αἰχμάλωτος, κἂν μυρίον ἔχῃ πλοῦτον,
δι' αὐτὸ τοῦτο μάλιστα πᾶσίν ἐστιν εὐάλωτος· οὕτω
καὶ ὁ ὑπὸ τῶν παθῶν ἁλισκόμενος, ἀράχνης ἐστὶν
εὐτελέστερος. Τί δὲ ἐν πολέμῳ; οὐχὶ τούτους ὁρῶμεν
κρατοῦντας; Τί δὲ ἐν πράγμασι καὶ βουλαῖς; οὐ τὰ
τούτων ἕστηκε, κἂν μηδεὶς ὁ πειθόμενος ᾖ; Τί δὲ ἐν
τοῖς μετὰ ταῦτα; οὐχ ὁ μὲν πλούσιος, καθάπερ προς-
αίτης, σταγόνα ᾔτει, καὶ οὐκ ἐπετύγχανεν; ὁ δὲ πέ-
νης, ἐπειδὴ σπουδαῖος καὶ ἐνάρετος ἦν, οὐκ ἐν μεγί-
στῃ εὐπραγίᾳ ἦν, τὴν αὐτὴν τῷ Ἀβραὰμ λῆξιν ἔχων;
Τί δὲ ἐπὶ τῶν ἀποστόλων; οὐχὶ δεσμούμενοι,
μαστιγούμενοι, μυρία πάσχοντες δεινὰ,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Expositiones in Psalmos Vol 55, pg 418, ln 32

τιον γέγονε, τὸ τοῖς πονηροῖς ἀναμίγνυσθαι. Διὰ


τοῦτο καὶ νόμον ἐλάμβανον, καὶ νόμῳ διετειχί-
ζοντο ἀπ' αὐτῶν, καὶ τὰς πρὸς αὐτοὺς ἐπιγαμίας
φεύγειν ἐκελεύοντο, καὶ ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου τότε
ἐξελθόντες, ἐπὶ τῆς ἐρήμου τεσσαράκοντα ἔτη
καθ' ἑαυτοὺς ἐπλάττοντο. Διὰ τοῦτο καὶ φραγμὸς
ὁ νόμος ἐλέγετο, ἅτε πανταχόθεν αὐτοῖς περι-
κείμενος, καὶ τὰς πρὸς τοὺς πονηροὺς ἀναστέλ-
λων συνουσίας· εὐεξαπάτητον γὰρ αὐτῶν τὸ ἦθος,
εὐάλωτον καὶ εὐπερίτρεπτον. Λήψονται εἰς μα-
ταιότητας τὰς πόλεις σου. Ἕτερος, Ἐπήρθη-
σαν ματαίως ἀντίζηλοί σου. Ἄλλος, Οἱ ἐχθροί
σου. Διὰ τοῦτο φεύγει καὶ ἀποπηδᾷ, ὅτι ἐπήρθησαν
κατὰ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης, ὅτι παρηνόμουν, ὅτι βλά-
σφημα ἐφθέγγοντο ῥήματα. Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς
σε, Κύριε, ἐμίσησα, καὶ ἐπὶ τοῖς ἐχθροῖς σου
ἐξετηκόμην; Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς· εἰς
ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι. Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἐπηγγεί-
λατο, ἐχθραίνειν τοῖς ἐχθροῖς, καὶ ἀντικεῖσθαι τοῖς
ἀντικειμένοις αὐτοῖς. Ταῦτα γὰρ μάλιστα φιλίας
143

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90) Vol 57, pg 289,


ln 60

 γʹ. Τέως δὲ ὃ μάλιστα αὐτοὺς προτρέψαι ἡδύνατο,


τοῦτο εἰς μέσον ἄγει, τὸ μένειν ἀνάλωτον αὐτοῖς τὸν
θησαυρὸν, καὶ ἑκατέρωθεν αὐτοὺς ἐφέλκεται. Οὐδὲ γὰρ
εἶπεν, ὅτι Ἐὰν δῷς ἐλεημοσύνην, τηρεῖται μόνον, ἀλλὰ
καὶ τὸ ἐναντίον ἠπείλησεν, ὅτι καὶ Ἐὰν μὴ δῷς, ἀπόλλυ-
ται. Καὶ ὅρα τὴν ἄφατον σύνεσιν. Οὐδὲ γὰρ εἶπεν, ὅτι
Καὶ ἑτέροις αὐτὰ καταλιμπάνεις· ἐπεὶ καὶ τοῦτο ἡδὺ
τοῖς ἀνθρώποις· ἀλλ' ὅμως ἑτέρωθεν αὐτοὺς φοβεῖ, δει-
κνὺς ὅτι οὐδὲ τούτου τυγχάνουσι· κἂν γὰρ ἄνθρωποι μὴ
ἀδικήσωσιν, εἰσὶν οἱ ἀδικοῦντες πάντως, ὁ σὴς καὶ ἡ
βρῶσις. Εἰ γὰρ καὶ σφόδρα εὐάλωτος εἶναι δοκεῖ αὕτη ἡ   
λύμη, ἀλλ' ὅμως ἄμαχός ἐστι καὶ ἀκάθεκτος· κἂν ὁτιοῦν
ἐπινοήσῃς, οὐ δυνήσῃ ταύτην ἐπισχεῖν τὴν βλά-
βην. Τί οὖν; τὸ χρυσίον σὴς ἀφανίζει; Εἰ καὶ μὴ σὴς,
ἀλλὰ κλέπται. Τί οὖν; ἅπαντες ἐσυλήθησαν; Εἰ καὶ μὴ
πάντες, ἀλλ' οἱ πλείους. Διὰ δὴ τοῦτο καὶ ἕτερον, ὅπερ
ἔφθην εἰπὼν, ἐπάγει λογισμὸν, λέγων· Ὅπου ὁ θησαυ-
ρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ. Κἂν γὰρ
μηδὲν τούτων γένηται, φησὶν, οὐ μικρὰν ὑποστήσῃ βλά-
βην, τοῖς κάτω προσηλωμένος, καὶ δοῦλος ἀντ' ἐλευθέ-
ρου γινόμενος, καὶ τῶν οὐρανίων ἐκπίπτων,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 57, pg 325, ln 28

σιν, καὶ τὰ μυρία ἀγαθὰ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν παρόντων,


τὸ στεῤῥὸν καὶ ἀκίνητον ἐνδειξάμενος τῆς πέτρας· οὕτω
καὶ ἐπὶ τῆς κακίας οὐκ ἀπὸ τῶν προσδοκωμένων φοβεῖ
μόνον, οἷον τοῦ κοπτομένου δένδρου, καὶ τοῦ πυρὸς
τοῦ ἀσβέστου, καὶ τοῦ μὴ εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν,
καὶ τοῦ λέγειν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς· ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν
παρόντων, τῆς πτώσεως λέγω τῆς κατὰ τὴν οἰκίαν. Διὸ
καὶ ἐμφαντικώτερον τὸν λόγον ἐποίησεν, ἐπὶ παραβο-
λῆς αὐτὸ γυμνάζων. Οὐδὲ γὰρ ἦν εἰπεῖν ἴσον, ὅτι
ἀχείρωτος ἔσται ὁ ἐνάρετος, καὶ εὐάλωτος ὁ πονηρὸς,
καὶ πέτραν θεῖναι, καὶ οἰκίαν, καὶ ποταμοὺς, καὶ βρο-
χὴν, καὶ ἄνεμον, καὶ ὅσα τοιαῦτα. Καὶ πᾶς ὁ ἀκούων
μου τοὺς λόγους τούτους, φησὶ, καὶ μὴ ποιῶν αὐ-
τοὺς, ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησε
144

τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ψάμμον. Καλῶς δὲ μωρὸν


ἐκάλεσε τοῦτον. Τί γὰρ ἂν γένοιτο ἀνοητότερον τοῦ
οἰκίαν οἰκοδομοῦντος ἐπὶ τῆς ψάμμου, καὶ τὸν μὲν
πόνον ὑπομένοντος, τοῦ δὲ καρποῦ καὶ τῆς ἀναπαύσεως
ἀποστερουμένου, καὶ ἀντὶ τούτου κόλασιν ὑπομένοντος;
Ὅτι γὰρ καὶ οἱ κακίαν μετιόντες κάμνουσι,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 58, pg 727, ln 57

τῷ καιρῷ τῆς προδοσίας καὶ φιλῆσαι αὐτὸν κατεδέξατο·


ἀλλ' οὐδὲν ἐκεῖνον ὤνησε τοῦτο. Τοσοῦτον ἡ φιλαργυ-
ρία κακόν· αὕτη γὰρ αὐτὸν καὶ προδότην καὶ ἱερόσυλον
ἐποίησεν. Ἀκούσατε, πάντες οἱ φιλάργυροι, οἱ τὸ τοῦ
Ἰούδα νόσημα ἔχοντες· ἀκούσατε καὶ φυλάξασθε τὸ
πάθος. Εἰ γὰρ ὁ συνὼν τῷ Χριστῷ, καὶ σημεῖα ἐργασά-
μενος, καὶ τοσαύτης ἀπολαύσας διδασκαλίας, ἐπειδὴ μὴ
ἀπηλλάγη τοῦ νοσήματος, εἰς τοσοῦτον κατηνέχθη βά-
ραθρον· πολλῷ μᾶλλον ὑμεῖς, οἱ μηδὲ Γραφῶν ἀκούον-
τες, οἱ διαπαντὸς τοῖς παροῦσι προσηλωμένοι, εὐάλω-
τοι τῷ πάθει τούτῳ γενήσεσθε, εἰ μὴ συνεχοῦς ἀπο-
λαύοιτε ἐπιμελείας. Καθ' ἑκάστην ἡμέραν συνῆν ἐκεῖνο.
τῷ μὴ ἔχοντι ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι, καὶ καθ' ἑκάστην
ἐπαιδεύετο τὴν ἡμέραν, δι' ἔργων, διὰ ῥημάτων, μὴ
χρυσίον, μὴ ἀργύριον, μὴ δύο χιτῶνας ἔχειν, καὶ   
ὅμως οὐκ ἐσωφρονίσθη· καὶ πῶς σὺ προσδοκᾷς διαφεύ-
ξεσθαι τὸ νόσημα, μὴ σφοδρᾶς ἀπολαύων θεραπείας, καὶ
πολλῇ τῇ σπουδῇ κεχρημένος; Δεινὸν γὰρ, δεινὸν
τουτὶ τὸ θηρίον· ἀλλ' ὅμως ἂν ἐθέλῃς, ῥᾳδίως περιέσῃ.
Οὐ γάρ ἐστιν ἡ ἐπιθυμία φυσική· καὶ δῆλον τοῦτο ἐκ
τῶν ἀπηλλαγμένων αὐτῆς.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Joannem (homiliae 1-88)


Vol 59, pg 148, ln 13

μέγα τι γενναῖον ἰδεῖν, ἀλλ' ὥσπερ ὑπό τινος λήμης


θολουμένην, ἀμβλυωπίαν ὑπομένειν τὴν χαλεπωτάτην.
Ἐκκαθάρωμεν οὖν ἑαυτοὺς, φωτίσωμεν φῶς γνώ-
σεως, μὴ σπείρωμεν ἐπ' ἀκάνθαις. Τί δὲ τὸ τῶν
ἀκανθῶν πλῆθος, ἴστε, κἂν ἡμεῖς μὴ λέγωμεν. Καὶ
γὰρ πολλάκις ἠκούσατε τοῦ Χριστοῦ, τὴν μέριμναν
145

τοῦ παρόντος βίου καὶ τὴν ἀπάτην τοῦ πλούτου τῷ


τῶν ἀκανθῶν καλοῦντος ὀνόματι· καὶ εἰκότως. Καθά-
περ γὰρ ἐκεῖναι ἄκαρποι, οὕτω καὶ ταῦτα· καθάπερ
ἐκεῖναι τοὺς ἁπτομένους σπαράττουσιν, οὕτω καὶ
ταῦτα τὰ πάθη· καὶ ὥσπερ εὐάλωτοι τῷ πυρὶ, καὶ
μισηταὶ τῷ γεωργοῦντι αἱ ἄκανθαι, οὕτω καὶ τὰ τοῦ
κόσμου πράγματα· καὶ ὥσπερ ἐν ταῖς ἀκάνθαις θηρία
κρύπτονται, καὶ ἔχεις καὶ σκορπίοι, οὕτω καὶ ἐν τῇ
ἀπάτῃ τοῦ πλούτου. Ἀλλ' ἐπαφῶμεν τὸ πῦρ τοῦ
Πνεύματος, ἵνα καὶ τὰς ἀκάνθας δαπανήσωμεν, καὶ
τὰ θηρία φυγαδεύσωμεν, ἵνα καθαρὰν παράσχωμεν
τῷ γεωργῷ τὴν ἄρουραν, καὶ μετὰ τὸ καθᾶραι τοῖς
πνευματικοῖς αὐτὴν ἀρδεύσωμεν νάμασι. Φυτεύσωμεν
τὴν κατάκαρπον ἐλαίαν, τὸ ἡμερώτατον φυτὸν, τὸ
ἀειθαλὲς, τὸ φωτιστικὸν, τὸ θρεπτικὸν,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Joannem (homiliae 1-88)


Vol 59, pg 295, ln 61

μένα τὰ δόγματα ᾖ. Καθάπερ γὰρ τὴν δρῦν τὴν εἰς


τοὺς κάτω κόλπους ἀφιεῖσαν τὰς ῥίζας καὶ περισφιγ-
γομένην μετὰ ἀκριβείας, οὐδεὶς ἄνεμος προσπεσὼν
ἀνασπάσαι δυνήσεται· οὕτω δὴ καὶ τὴν ψυχὴν τὴν
καθηλωμένην τῷ τοῦ Θεοῦ φόβῳ, οὐδεὶς περιτρέψαι
δυνήσεται· τοῦ γὰρ ἐῤῥιζῶσθαι, τὸ καθηλῶσθαι πλέον
ἐστί. Τοῦτο γοῦν ὁ Προφήτης εὔχεται, λέγων· Καθή-
λωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου. Οὕτω
καὶ σὺ καθήλωσον καὶ σύναψον, ὡσανεὶ ἥλῳ προσπε-
περονημένῳ. Ὥσπερ γὰρ οὗτοι δυσάλωτοι, οὕτως οἱ
ἐναντίοι εὐάλωτοι γίνονται καὶ καταῤῥιπτοῦνται ῥᾳ-
δίως· ὅπερ καὶ τότε ἔπασχον οἱ Ἰουδαῖοι. Ἀκού-
σαντες γὰρ καὶ πιστεύσαντες, πάλιν ἐξετράπησαν.   
Βουλόμενος οὖν ἐμβαθῦναι τὴν πίστιν αὐτῶν ὁ Χρι-
στὸς, ὥστε μὴ ἐπιπολαίαν εἶναι, διασκάπτει τὴν ψυ-
χὴν πληκτικωτέροις λόγοις. Τῶν γὰρ πιστευόντων ἦν
καὶ ἐλέγχων ἀνέχεσθαι· οἱ δὲ εὐθέως ἠγρίαινον. Πῶς
δὲ τοῦτο ποιεῖ; Πρῶτον παραγγέλλει· Ἐὰν ὑμεῖς
μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ὄντως μαθηταί μού
ἐστε, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς· μονονουχὶ
λέγων,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam ad Romanos (homiliae 1-32)


146

Vol 60, pg 584, ln 36

Ἡ τρυφὴ, τὰ ἀγαθὰ πάντα μεταβαλλέσθω καὶ ἀπολ-


λύσθω, καὶ γενέσθωσαν εὐχείρωτοι πᾶσι. Καὶ δηλῶν,
ὅτι ἁμαρτημάτων τίνουσι δίκην ταῦτα πάσχοντες,
ἐπήγαγε· Καὶ εἰς ἀνταπόδομα αὐτοῖς. Σκοτισθή-
τωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν
νῶτον αὐτῶν διαπαντὸς σύγκαμψον. Ταῦτ' οὖν ἔτι
ἑρμηνείας δεῖταί τινος; οὐχὶ καὶ τοῖς σφόδρα ἀνοήτοις
δῆλα ἦν; Καὶ πρὸ τῶν ἡμετέρων ῥημάτων αὐτὴ τῶν
πραγμάτων ἡ ἔκβασις προλαβοῦσα μαρτυρεῖ τοῖς
εἰρημένοις. Πότε γὰρ οὕτως εὐχείρωτοι γεγόνασι;
πότε εὐάλωτοι; πότε οὕτω τὸν νῶτον αὐτῶν συν-
έκαμψε; πότε τοιαύτην δουλείαν ὑπέστησαν; Καὶ
τὸ δὴ μεῖζον, ὅτι οὐδὲ λύσις ἔσται τῶν δεινῶν τούτων·
ὃ καὶ αὐτὸ ὁ προφήτης ᾐνίξατο. Οὐδὲ γὰρ ἁπλῶς
εἶπε, Τὸν νῶτον αὐτῶν σύγκαμψον, ἀλλὰ καὶ, Δια-
παντός. Εἰ δὲ φιλονεικεῖς, ὦ Ἰουδαῖε, περὶ τοῦ τέ-
λους, ἀπὸ τῶν φθασάντων μάνθανε καὶ τὰ παρόντα.
Κατέβης εἰς Αἴγυπτον· ἀλλ' ἐγένετο διακόσια ἔτη,
καὶ ταχέως τῆς δουλείας ἐκείνης σε ἀπήλλαξεν ὁ Θεὸς,
καὶ ταῦτα ἀσεβοῦντα καὶ πορνεύοντα τὴν χαλεπωτά-
την πορνείαν· ἀπηλλάγης Αἰγύπτου,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam ad Ephesios (homiliae 1-24)


Vol 62, pg 96, ln 18

τὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι


τῆς ἀληθείας. Διὰ τί δὲ ἄνθρωπον καλεῖ τὴν ἀρε-
τὴν, καὶ διὰ τί ἄνθρωπον τὴν κακίαν; Ὅτι χωρὶς
ἐνεργείας οὐκ ἂν δειχθείη ἄνθρωπος. Ὥστε οὐχ
ἧττον τῆς φύσεως ταῦτα ἄνθρωπον δείκνυσιν, εἴτε
καλὸν, εἴτε πονηρόν. Ὥσπερ δὲ τὸ ἀποδύσασθαι, εὔ-
κολον, οὕτω καὶ ἐπὶ ἀρετῆς καὶ κακίας ἔστιν ἰδεῖν.
Ὁ νέος ἰσχυρός ἐστιν· οὐκοῦν καὶ ἡμεῖς ἰσχυροὶ
γενώμεθα πρὸς τὴν ἐνέργειαν τῶν ἀγαθῶν πράξεων.
Ὁ νέος ῥυτίδα οὐκ ἔχει· οὐκοῦν μηδὲ ἡμεῖς. Ὁ νέος
οὐ περιφέρεται, οὐδέ ἐστιν εὐάλωτος τοῖς νοσήμα-
σιν· οὐκοῦν μηδὲ ἡμεῖς. Τὸν κτισθέντα. Ὅρα
ἐνταῦθα πῶς κτίσιν καλεῖ τὴν οὐσίωσιν τῆς ἀρετῆς,
τὴν ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παραχθεῖσαν. Τί δέ;
ἐκείνη οὐ κατὰ Θεὸν ἡ κτίσις; Οὐδαμῶς, ἀλλὰ κατὰ
147

τὸν διάβολον· αὐτὸς δημιουργὸς τῆς ἁμαρτίας.


Πῶς; Ὁ γὰρ ἄνθρωπος οὐκ ἀπὸ ὕδατος, οὐδὲ ἀπὸ
γῆς ἐκτίσθη λοιπὸν, ἀλλ' ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιό-
τητι τῆς ἀληθείας. Τί ἐστι τοῦτο; Υἱὸν εὐ-
θέως, φησὶν, αὐτὸν ἔκτισε· τοῦτο γὰρ ἀπὸ τοῦ βα-
πτίσματος γίνεται· αὕτη ἐστὶν ἡ οὐσία.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam ad Ephesios (homiliae 1-24)


Vol 62, pg 154, ln 30

ἰσχυρόν ἐστιν; οὐχ ὅπερ ἂν ὑγιαῖνον ᾖ, καὶ μήτε λι-


μῷ, μήτε πλησμονῇ, μήτε ψύχει, μήτε καύματι
ἁλίσκηται· ἢ τὸ πρὸς πάντα ταῦτα ὑποκείμενον, καὶ
τραπεζοποιῶν καὶ ὑφαντῶν καὶ θηρευτῶν καὶ
ἰατρῶν δεόμενον, ἵνα ὑγιαίνῃ; Ἐκεῖνός ἐστι πλού-
σιος, ὁ ὄντως φιλόσοφος, ὁ μηδενὸς τούτων δεόμενος.
Διὰ τοῦτο ὁ μακάριος οὗτος ἔλεγεν· Ἐκτρέφετε αὐτὰ
ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Μὴ τοίνυν θριγ-
κία ἔξωθεν περιβάλλετε· τοῦτο γὰρ ὁ πλοῦτος, τοῦτο
ἡ δόξα. Ὅταν γὰρ ταῦτα καταπέσῃ, καταπίπτει δὲ,
γυμνὸν ἕστηκε καὶ εὐάλωτον τὸ φυτὸν, οὐ μόνον οὐ-
δὲν κερδᾶναν ἐν τῷ παρελθόντι χρόνῳ, ἀλλὰ καὶ βλα-
βέν. Ἐκεῖνα γὰρ τὰ θριγκία τὰ κωλύοντα αὐτὸ ἐγγυ-
μνάζεσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀνέμων προσβολὰς, νῦν
ἀθρόον καταπεσεῖν παρεσκεύασεν.
 Ὥστε βλάπτει μᾶλλον ὁ πλοῦτος, ἀμελετήτους
παρασκευάζων πρὸς τὰς ἀνωμαλίας τοῦ βίου. Τοιού-
τους τοίνυν παρασκευάζωμεν τοὺς παῖδας, ὥστε
δύνασθαι πρὸς πάντα ἀντέχειν, καὶ μὴ ξενίζεσθαι τοῖς
ἐπιοῦσιν· ἐκτρέφωμεν αὐτοὺς ἐν παιδείᾳ καὶ νου-
θεσίᾳ Κυρίου, καὶ πολὺς ἡμῖν ὁ μισθὸς ἀποκείσεται.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam ad Ephesios (homiliae 1-24)


Vol 62, pg 175, ln 6

ἄλλως· φθορὰ οἰκίας τί γένοιτο ἂν, ἢ διάλυσις; Καὶ


πανταχοῦ ἡ φθορὰ μεταβολή τίς ἐστιν ἐπὶ τὸ χεῖρον,
ἐφ' ἑτέραν ἕξιν καὶ ἀφανισμὸν τοῦ προτέρου γινο-
μένη. Ἄκουε γὰρ τῆς Γραφῆς λεγούσης· Κατ-
έφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτῆς· καὶ πάλιν,  
Ἐν καταφθορᾷ ἀνυπομονήτῳ· καὶ πάλιν, Ἄν-
148

θρωποι κατεφθαρμένοι τὸν νοῦν. Φθαρτὸν ἡμῖν


τὸ σῶμά ἐστιν, ἀλλ' ἄφθαρτος ἡ ψυχή. Μὴ δὴ οὖν
καὶ αὐτὴν φθείρωμεν· τοῦτο ἡ ἁμαρτία εἰρ-
γάσατο ἡ προτέρα· ἡ δὲ μετὰ τὸ λουτρὸν καὶ
τὴν ψυχὴν φθεῖραι δύναται, καὶ εὐάλωτον ποιῆ-
σαι τῷ σκώληκι τῷ ἀθανάτῳ· οὐ γὰρ ἂν ἥψατο, εἰ
μὴ φθαρτὴν εὗρε ψυχήν. Ἀδάμαντος σκώληξ οὐχ
ἅπτεται· κἂν ἅψηται, οὐδὲν εἰργάσατο. Μὴ δὴ
φθείρῃς τὴν ψυχήν· τὸ γὰρ φθειρόμενον δυσωδίας
ἐστὶ μεστόν. Ἄκουε γὰρ τοῦ Προφήτου λέγοντος·
Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ
προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου. Ἀλλ' αὕτη ἡ
φθορὰ ἐνδύσεται ἀφθαρσίαν, ἐκείνη δὲ οὐκέτι· ἔνθα
γὰρ ἀφθαρσία, φθορὰ οὐκ ἔστιν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam i ad Thessalonicenses (homiliae


1-11) Vol 62, pg 411, ln 32

πολὺ τὸ τῆς ὀδύνης καὶ τῆς ἀλγηδόνος; Οὐκ ἴστε


ὅτι ἐν εἰρήνῃ τὰ τοῦ πολέμου γυμνάζεσθαι χρή; οὐχ
ὁρᾶτε τοὺς στρατιώτας τούτους, οἳ, καὶ μηδενὸς ἐνο-
χλοῦντος πολέμου, ἀλλ' εἰρήνης οὔσης βαθείας, τὰ ὅπλα
ἀποσμηξάμενοι, καὶ μετὰ τῶν διδασκάλων τῶν τὰ
τακτικὰ διδασκόντων αὐτοὺς, εἰς ὕπτια πεδία καὶ
εὐρύχωρα καθ' ἑκάστην, ὡς εἰπεῖν, ἡμέραν ἐξιόντες,
τὰ τοῦ πολέμου γυμνάζονται μετὰ πολλῆς τῆς ἀκρι-
βείας; Τίς τοῦτο εἰργάσατο τῶν πνευματικῶν στρα-
τιωτῶν; Οὐδὲ εἷς. Διὰ τοῦτο ἐν τοῖς πολέμοις χαῦ-
νοι καὶ βάναυσοι, καὶ πᾶσιν εὐάλωτοι γινόμεθα. Πό-
σης δὲ νωθείας τὸ μὴ ἡγεῖσθαι πολέμου καιρὸν εἶναι
τὸν παρόντα, τοῦ Παύλου βοῶντος· Πάντες δὲ οἱ θέ-
λοντες εὐσεβῶς ζῇν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθή-
σονται; καὶ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ἐν τῷ κόσμῳ
θλῖψιν ἕξετε; Καὶ πάλιν τοῦ μακαρίου Παύλου λαμ-
πρᾷ τῇ φωνῇ βοῶντος καὶ λέγοντος· Οὐκ ἔστιν ἡμῖν
ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα; καὶ πάλιν· Στῆτε
οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ;
Καὶ οὐδεὶς ἐκείνων εἶπε τότε,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Fragmenta in Proverbia (in catenis)


Vol 64, pg 737, ln 28
149

τὰ καταγώγια λέγει. Ἀβασίλευτον ἡ ἀκρίς. Ἐνταῦθα


τὰ πολιτικὰ, τὸ πειθήνιον, τὸ ὁμονοητικὸν, τὸ κινη-
τικὸν, τὸ τῆς συμφωνίας τῆς ἀφάτου. Ταῦτα γὰρ
ἡμῶν συνέχει τὴν ζωὴν, τροφὴ, οἴκησις, στρατεία.
Ὁρᾷς ὥσπερ ἀσθενῆ ἐκεῖνα, οὕτως καὶ ταῦτα ἄναρχα,
καὶ οὐδὲν παρεβλάβη, ἀλλ' ἐν τῇ φύσει τὴν εὐταξίαν
ἔχει; Οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι καὶ τῶν ἀνθρώπων ταῦτα
σοφώτερα εἰπών. Κατὰ τοῦτο πῶς διατηρεῖ τὴν εὐ-
ταξίαν. Καὶ ἀσκαλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος,
ὁμορόφιος τοῖς κρατοῦσίν ἐστι, φησί. Τὸ ζῶον
τοῦτο τὸ εὐάλωτον, καὶ οὐδεὶς λυμαίνεται τοῦτον.
 Καὶ ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν ἐν θηλείαις εὔψυ-
χος.
 [Cod. f. 115 a.] Ἐν τοῖς οἰκείοις καλὸς ἀλέκτωρ,
φησίν. Ἀλλ' ὥσπερ οὗτος ἐν τοῖς οἰκείοις, οὕτως καὶ
σὺ ἐν ἀνθρώποις μὴ μέγα φρόνει, φησί. Τί δὲ εὐτε-
λέστερον ἀλέκτορος; ἀλλ' ἐπὶ τῆς οἰκείας ἀρχῆς μέγα
φρονεῖ. Ὁ μὲν σώματι κρατεῖ, ὁ δὲ φύσει, ὁ συνέσει.
Οὐ γὰρ δεῖ κατὰ τὰ ἄλογα σωματικῶς καὶ φυσικῶς
διακρατεῖν, ἀλλὰ καὶ λόγῳ καὶ πειθοῖ· ὅπερ γὰρ
ἐκείνῳ μὲν ἰσχὺς, τούτῳ δὲ ἡ φύσις,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Fragmenta in Jeremiam (in catenis)


Vol 64, pg 772, ln 37

Ἑβραῖον οὕτω κεῖται· Ὡς δάμαλις δεδιδαγμένη


ἐν πανερήμῳ ἅλλεσθαι. Ἐν ἐπιθυμίαις ψυχῆς
αὐτῆς. Ἀκολούθως ὁ Ἑβραῖος ἔχει· Καὶ ἐν τῷ θε-
λήματι τῆς ψυχῆς αὑτοῦ βαδίζειν πρὸς ἕκαστον
κλίμα. Τίς ἐπιστρέψει αὐτόν; Ἀκολούθως κατὰ
τὴν τῶν Ἑβραίων κεῖται, τουτέστιν, Ἐμοῦ ἀποφηνα-
μένου κατ' αὐτῆς αἰχμαλωσίαν, τίς δύναται αὐτῇ
βοηθῆσαι; Πάντες αὐτήν. Ὁ Ἑβραῖος· Ἐν τῷ
ἀροτριᾷν εὑρήσουσιν αὐτήν· τουτέστιν, ἐν τῇ
διαφθορᾷ αὐτῆς. Οὕτω μὲν οὖν κεῖται κατὰ τὴν τῶν
Ἑβραίων ἔννοιαν· ὁ δὲ Ἑλληνικὸς τοιαύτην τινὰ ἔχει τῶν ῥημάτων
διάνοιαν· Εὐάλωτος ἔσται, τῆς
παρ' ἐμοῦ προνοίας οὐκ ἀξιουμένη.
 Ἀπόστρεψον τὸν πόδα σου ἀπὸ ὁδοῦ τραχείας·
 Πῶς πάλιν παραινεῖς; πῶς πάλιν συμβουλεύεις, εἰ
κεκηλίδωται; Ὁδοὺς τραχείας τὰ εἴδωλα λέγει, καὶ
150

δίψος δεικνὺς, ὅτι οὔτε ἡδονὴν τὸ πρᾶγμα ἔχει.


Ποία γὰρ ἡδονὴ τὸ θύειν υἱοὺς καὶ θυγατέρας; Τί δὲ
τούτων τραχύτερον τῶν ἐπιταγμάτων; ποία δὲ ἡδονὴ
τὸ πορνεύεσθαι τὰς γυναῖκας αὐτῶν, καὶ μοιχᾶσθαι;
Ποία δὲ ἡδονὴ τὰ μέλλοντα προακούειν, εἰκῆ, καὶ
μάτην οὐδὲν ὠφελουμένους ἀπὸ τῆς προῤῥήσεως;

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Fragmenta in Jeremiam (in catenis)


Vol 64, pg 804, ln 42

νοντα προφητικοῖς ὀφθαλμοῖς, πολέμους, καὶ παρα-


τάξεις, καὶ μάχας, σαλπίγγων ἠχὴν, θόρυβον ἵππων,
ἔφοδον πολεμίων ἀνδρῶν, πάσας τὰς Ἰουδαίων συμ-
φοράς. Ὅρα δέ μοι τοῦ Θεοῦ τὴν μακροθυμίαν·
ἠπείλησε διὰ ῥημάτων, οὐκ ἔδακεν αὐτοὺς ὁ λόγος·
ἀξιοπιστοτέραν ποιεῖ τὴν πρόῤῥησιν, αὐτὸν τὸν
ἀξιοῦντα θεατὴν τῶν λεγομένων ποιῶν.
 Συντριμμὸν ἐπικαλεῖται, ὅτι τεταλαιπώρηκε
πᾶσα ἡ γῆ· ἄφνω τεταλαιπώρηκεν ἡ σκηνή. Δι-
εσπάσθησαν αἱ δέῤῥεις μου.
 Τὸ εὐάλωτον δείκνυσι, σκηνὴν καλῶν· ἄλλως δὲ
οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι, πόλιν πᾶσαν, καὶ οἰκίαν πᾶσαν
τούτῳ τῷ τρόπῳ τῆς προσηγορίας προσονομάζων·
σκηνὴ γὰρ ὁ παρὼν βίος ἐστίν.
 Οὐδὲ πόνου δεήσει τοῖς πολεμίοις, οὐδὲ χρόνου τι-
νὸς, ἀλλ' ὥσπερ σκηνὴν διασπῶντες, οὕτω κρατοῦσι
τῶν τειχῶν. Ὅρα δὲ καὶ τὸ τοῦ προφήτου φιλόστορ-
γον, πᾶσαν οἰκειοῦται τὴν πόλιν, οἰκίαν αὐτοῦ φησιν
εἶναι τὴν Ἱερουσαλήμ.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In illud: Verumtamen frustra conturbatur [Sp.]


Vol 55, pg 559, ln 46

παρ' ἑτέροις τὰ χρήματα· αὐτὸς ἐν ᾅδῃ κολάζεται, καὶ


ἄλλοι πάλιν ἐν τοῖς αὐτοῦ ἐντρυφῶσι ψάλλοντες. Πλὴν
μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν. Ἄνθρωπος,
τὸ τῆς ζωῆς πρόσκαιρον δάνεισμα, τὸ τοῦ θανάτου
ἀνυπέρθετον ὄφλημα, τὸ ἐκ προαιρέσεως ἀδάμαστον
ζῶον, τὸ αὐτοδίδακτον πονήρευμα, τὸ αὐτομαθὲς ἐπι-
βούλευμα, τὸ εὔτεχνον εἰς κακουργίαν, τὸ εὐμήχανον
151

εἰς ἀδικίαν, τὸ ἕτοιμον εἰς πλεονεξίαν, τὸ ἀκόρεστον εἰς


ἀπληστίαν, τὸ εὐφυὲς εἰς ἀπιστίαν, τὸ ὑπέρογκον πνεῦ-
μα, τὸ μεγαλοῤῥῆμον θράσος, τὸ εὐδιάλυτον φρύαγμα,
τὸ εὐκαθαίρετον ὕψωμα, τὸ εὐάλωτον τόλμημα, ὁ πηλὸς
ὁ αὐθάδης, ἡ τέφρα ἡ στασιώδης, ἡ κόνις ἡ μεγαλόφρων,
ἡ σποδὸς ἡ πεφυσιωμένη, ὁ σπινθὴρ ὁ εὐκατάσβεστος,
ἡ φλὸξ ἡ εὐμάραντος, ὁ εὐρίπιστος λύχνος, τὸ ἑτοιμοφθό-
ρον ξύλον, ὁ εὐξήραντος χόρτος, ἡ εὐνέκρωτος χλόη, ἡ
εὐδαπάνητος φύσις· ὁ σήμερον ἀπειλῶν, καὶ αὔριον τε-
λευτῶν· ὁ σήμερον ἐν πλούτῳ, καὶ αὔριον ἐν τάφῳ· ὁ
σήμερον ἐν διαδήματι, καὶ αὔριον ἐν μνήματι· ὁ σήμερον
ἐν πορφύρᾳ, καὶ αὔριον ἐν ἐκφορᾷ· ὁ σήμερον ἐν θησαυ-
ροῖς, καὶ αὔριον ἐν σοροῖς· ὁ σήμερον ἐν κόλαξι, καὶ

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Psalmum 118 (homiliae 1-3) [Sp.]


Vol 55, pg 698, ln 57

ἐστὶν εἰδωλολατρεία. Καὶ πάλιν· Χριστῷ συνεσταύ-


ρωμαι. Ζῶ δὲ οὐκ ἔτι ἐγὼ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός.
Ὥσπερ γὰρ ὁ καθηλωμένος ἐν λίθῳ οὐ δύναται κινεῖσθαι,
οὕτως οὐδὲ ὁ ἐν τῷ φόβῳ τοῦ Θεοῦ καθηλωμένος, τοῦ φό-
βου τοῦ Θεοῦ χωρίζεσθαι. Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς ἀπόστολος
ἔφη· Ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως
ἄλλοις κηρύξας, αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι. Ἐποίησα
κρῖμα καὶ δικαιοσύνην· μὴ παραδῷς με τοῖς ἀδι-
κοῦσί με.
 ζʹ. Τοῖς σοῖς, φησὶν, ἀκολουθεῖν προελόμενος νόμοις, μὴ
γένωμαι τοῖς δυσμενέσιν εὐάλωτος. Τίς δὲ νῦν ἔχει τος-
αύτην ψυχῆς καθαρότητα, ὥστε σὺν παῤῥησίᾳ τοιούτοις
χρήσασθαι λόγοις; Τούτοις μέντοι καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος
προσόμοια εἴρηκεν· Ἡ γὰρ καύχησις ἡμῶν αὕτη ἐστὶ,
τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν. Μέγας ὁ ταῦτα
θαῤῥῶν προσομιλῆσαι Θεῷ. Διὰ γὰρ τοῦ εἰπεῖν, Ἐποίησα
κρίμα καὶ δικαιοσύνην, πασῶν τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν
ἐντολῶν τὴν κατόρθωσιν ἐπεσπάσατο. Ἔνθεν καὶ ἱκε-
τεύει μὴ παραδοθῆναι τοῖς ἀδικοῦσι, πονηροῖς δαίμοσι
καὶ ἀλογίστοις ὁρμαῖς καὶ λογισμοῖς ἀτάκτοις. Ἔκδεξαι
τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγαθόν. Ὁ δὲ Σύμμαχος,
152

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Contra theatra [Sp.] Vol 56, pg 543, ln 38

φαὶ, καὶ ἐπιτρίμματα παρειᾶς, καὶ στολὴ περιέργως


συγκειμένη, καὶ σχῆμα γοητείας γέμον, καὶ ἕτεραι
πολλαὶ μαγγανεῖαι πρὸς ἀπάτην καὶ δέλεαρ τῶν ὁρών-
των κατεσκευασμέναι, καὶ ῥᾳθυμία ψυχῆς τῶν θεωμέ-
νων, καὶ πολλὴ ἡ διάχυσις, καὶ ἡ παρὰ τοῦ τόπου πρὸς
ἀσέλγειαν παράκλησις, καὶ ἡ τῶν φθασάντων καὶ ἡ τῶν
μετὰ ταῦτα ἀκουσμάτων, ἡ διὰ τῶν συρίγγων, ἡ διὰ
τῶν αὐλῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων μελῳδία κα-
ταγοητεύουσα, καὶ τὸ στεῤῥὸν τῆς διανοίας καταμαλάτ-
τουσα, καὶ ταῖς τῶν πορνῶν ἐπιβουλαῖς προευτρε-
πίζουσα τὰς τῶν καθημένων ψυχὰς, καὶ εὐαλώτους
ποιοῦσα, δι' αὐτῶν διαστήσασα τοῦ Χριστοῦ; Εἰ γὰρ
ἐνταῦθα, ὅπου ψαλμοὶ, καὶ εὐχαὶ, καὶ θείων λογίων
ἀκρόασις, καὶ Θεοῦ φόβος, καὶ εὐλάβεια πολλὴ, πολλάκις,
ὥσπερ τις λῃστὴς κακοῦργος, λαθοῦσα ἐπεισῆλθεν ἐπι-
θυμία· πῶς οἱ ἐν θεάτρῳ καθήμενοι, καὶ μηδὲν μήτε
ὁρῶντες, μήτε ἀκούοντες ὑγιὲς, ἀλλὰ πολλῆς γέμοντες
αἰσχρότητος, πολλῆς τῆς βλακείας, καὶ διὰ πάντων
πολιορκούμενοι, καὶ δι' ὤτων, καὶ δι' ὀφθαλμῶν, δύναιντ'
ἂν ἀνώτεροι γενέσθαι τῆς πονηρᾶς ἐκείνης ἐπιθυμίας;
μὴ δυνάμενοι δὲ, πῶς δυνήσονται τῶν τῆς μοιχείας

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De paenitentia (sermo 3) [Sp.]


Vol 60, pg 706, ln 57

ῥᾳθυμίας ἀνίατον σεαυτῷ τὸ πάθος ποιήσῃς. Σκότος ἀλ-


λοιοῦται, φωτὸς φανέντος· καὶ ἁμαρτία ἀφανίζεται, με-
τανοίας ὀφθείσης. Γεωργὸς ἑαυτοῦ γένου· ὡς ζιζάνιον
ἔκτιλον τὴν ἁμαρτίαν, ὡς ἄκανθαν θέρισον τὴν παρα-
νομίαν, ὡς ἀγριελαίου κλάδον, ὡς ἀνήμερον καὶ ἄκαρ-
πον φυτὸν ἔκκοψον τὴν ἁμαρτίαν. Χαίρουσι δαίμονες
ἁμαρτίαν ὁρῶντες, ἀγάλλονται ἄγγελοι μετάνοιαν καθ-
ορῶντες. Εὐφραίνονται γὰρ, φησὶν, οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ,
κατὰ τὴν κυριακὴν φωνὴν, ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.
Μὴ γυμνώσῃς σαυτὸν, ἄνθρωπε, μὴ ῥίπτῃς τοῦ ἁγίου
Πνεύματος τὴν παντευχίαν, ἵνα μὴ εὐάλωτος γένῃ τοῖς
πολεμίοις· τῷ τῆς μετανοίας θυρεῷ δέχου καὶ τίνασσε
τῆς ἐπιθυμίας τὰ βέλη. Ἡδεῖα ἡ πορνεία, ἀλλ' ἐπιβλα-
βής· τραχεῖα ἡ σωφροσύνη, ἀλλ' ἐπωφελής. Ἡ πορ-
νεία συμπράττουσαν ἔχει τοῦ σώματος τὴν φύσιν· ἡ
153

σωφροσύνη συνεργοῦσαν ἔχει τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν.


Ὅπου τοίνυν πορνεία, ἐκεῖ ὁ διάβολος κατοικεῖ ὅπου δὲ
σωφροσύνη, ἐκεῖ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπαναπαύε-
ται. Διὰ τοῦτο ὁ μακάριος Παῦλος λέγει· Εἴ τις τὸν
ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθείρει τοῦτον ὁ Θεός· καὶ
πάλιν φησίν· Ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In annuntiationem sanctissimae deiparae [Sp.]


Vol 60, pg 756, ln 64

Θεῷ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη. Ὢ τοῦ ξένου καὶ παραδόξου


θαύματος· πᾶσαν γλῶτταν νικᾷ τῆς ἑορτῆς ἡ ὑπόθεσις
τοῦ εἰπεῖν τὰ τῆς Μαρίας ἐγκώμια, πρὸς ἣν ἀποστα-
λεὶς ὁ ἄγγελος ἐβόα· Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος
μετὰ σοῦ. Ἡ δὲ διαναστᾶσα, πλαγίῳ τῷ ὀφθαλμῷ τὸν
λέγοντα ἐπεσκόπευσε· καὶ ἐπὶ μὲν τῇ θέᾳ τῆς ὄψεως
ἐξενίζετο, τοὺς δὲ λόγους ἐν τῇ ἑαυτῆς διανοίᾳ ἐστά-
θμιζε, ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος, λέγουσα· Ὦ ξένε,
ξένῃ φωνῇ ξενίζεις φθεγγόμενος. Ἢ ἀγνοεῖς τὴν τῶν
προσαγορευόντων συνήθειαν, ἢ δοκιμάζεις με, εἰ εὐά-
λωτος τυγχάνω; Τὸ μὲν, Χαῖρε, πάντων τῶν προσαγο-
ρευόντων κοινόν· τὸ δὲ Κεχαριτωμένη, ξένον, μάλιστα
ταῖς ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν ἐν σεμνότητι βίου.
Ὅθεν αὐστηρῷ τῷ προσώπῳ καὶ ὀργίλῳ τῷ βλέμματι
ἐπαπειλησαμένη, ἐδίωξε τὸν εἰπόντα· Ἄπιθι, ἄπιθι, ἄν-
θρωπε, ἐκ προθύρων ἐμῶν· ἐκ προοιμίων ἐλήλυθας·
οὐκ ἀρέσκεις μοι νομίζων. Συλαγωγῆσαί με θέλεις, ὡς
Εὔαν τὴν ἐκ γένους μητέρα· οὐ νικήσεις κάλλος ἐμῆς
ὄψεως, οὐ συνείδησιν, ἣν ἔχω πρὸς πένητα μνηστῆρα  
ἐμόν. Πρὸ τοῦ ἐλθεῖν ὁ γέρων, τοῦ οἴκου μου ἀπόδρα-
θι· κατάλιπε τὰ ἐνταῦθα,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Eclogae i-xlviii ex diversis homiliis [Sp.]


Vol 63, pg 762, ln 49

ριός ἐστι, καὶ ποῦ τὰ τῆς δεσποτείας διαλάμπει· καὶ


τίς ὁ κρατῶν, καὶ τίς ὁ κρατούμενος. Πῶς οὖν εἰσό-
μεθα τοῦτο; Ἐπιτάττει τῷ ἰδιώτῃ ὁ βασιλεὺς πονη-
ρόν τι πρᾶγμα, καὶ πλημμελείας γέμον· τί οὖν ὁ
χρηστὸς ἰδιώτης καὶ ὑπήκοος; Οὐ μόνον οὐκ εἴξει
οὐδὲ ὑπακούσεται, ἀλλὰ πειράσεται καὶ τὸν ἐπιτάτ-
154

τοντα ἀπαγαγεῖν τοῦ προκειμένου, κἂν ἀποθανεῖν


δέῃ. Τίς οὖν ἐλεύθερος; ὁ ποιῶν ὃ βούλεται, καὶ μηδὲ
τὸν βασιλέα δεδοικὼς, ἢ ὁ παρὰ τοῦ ὑπηκόου κατα-
φρονούμενος; Ὥσπερ γὰρ ὁ αἰχμάλωτος, κἂν μυρίον
ἔχῃ πλοῦτον, διὰ τοῦτο αὐτὸ μάλιστα πᾶσιν εὐάλωτός
ἐστιν· οὕτω καὶ ὁ ὑπὸ τῶν παθῶν ἁλισκόμενος, κἂν
αὐτὸ περικέηται τὸ διάδημα, ἀράχνης πάσης ἐστὶν
εὐτελέστερος. Τί τοίνυν ἐλεεινότερον γένοιτο τῶν τὴν
κακίαν μετιόντων, ὅταν καὶ αὐτῆς τῆς προσηγορίας
τοῦ καλεῖσθαι ἄνθρωποι ἀποστερῶνται, καὶ τιμωρίαν
ὑπέχωσιν, ὅτι πολλὰς ἀπὸ τῆς φύσεως ἀφορμὰς δε-
ξάμενοι, ταύτας προδεδώκασιν, ἑκόντες ὑποσυρέντες,
καὶ πρὸς τὴν κακίαν αὐτομολήσαντες; Εἰ γὰρ ὁ τὸ
δοθὲν ἀποδιδοὺς πονηρὸς, ἐπεὶ μὴ ἐδιπλασίασεν, ὁ καὶ
τοῦτο διαφθείρας, τί ἀκούσεται;

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In evangelii dictum et de virginitate [Sp.]


Vol 64, pg 37, ln 68

πολλοὶ εἰσέρχονται δι' αὐτῆς· Ἐκπλήξεως ὁ λόγος,


ἀγνωσίας ὁ τρόπος, τί, Πλατεῖα, φησὶν, ἡ ὁδὸς τῆς
ἀπωλείας. Οὐ γνωρίζει τὴν ὁδὸν ταύτην ὁ Χριστός· οὐ
γὰρ δι' αὐτοῦ ἐγένετο· συμπαθείας οὖν ῥῆμα, ἰατρείας
τὸ αἴνιγμα.
 Ὢ τῆς φιλανθρώπου εὐνοίας! ὢ τῆς Δεσποτικῆς κη-
δεμονίας! ὁμοῦ καὶ τὴν νίκην καὶ τὴν ἧτταν προτίθησιν,
ὁμοῦ καὶ τὸν οἶκτον καὶ τὴν ἀπόφασιν· Οἶδα, φησὶ, πῶς
ὀλισθηρὸν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς χαμαίζηλον,
πῶς ὀφθαλμοῤῥεπὲς, πῶς εὐολίσθητον, πῶς εὐκαταμά-
χητον, πῶς ἄνανδρον, πῶς εὐάλωτον, εἰ μὴ πίστει στη-
ρίζοιτο· ἤκουσε πλατεῖαν ὁδὸν, καὶ ἐπέδραμεν ὡς ἐπὶ
παγίδα ὄρνεον· ἤκουσε στενὴν, καὶ φεύγει τὴν σωτη-
ρίαν, οὐκ ἐρευνήσας ἀμφοτέρων τὸ χρήσιμον· καὶ γὰρ   
αἰτεῖται τὴν πάλην, καὶ φεύγει τὸ σκάμμα· καὶ μάλι-
στα ἀκούσας, ὅτι Πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ
ἐκ πασῶν αὐτῶν ῥύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος, καὶ τῷ
βοηθῷ οὐ προσέδραμεν, ἀλλὰ φεύγει φυγῇ, μὴ γινώ-
σκων ὅτι τὸ ἀγαθὸν ἐκφεύγει καὶ εἰς τὸ ἧττον προσκολ-
λᾶται. Ὢ τῆς ἀνοίας! Πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων,
ἀκούσας, ὤκλασας, ἄνθρωπε; καὶ Πολλαὶ αἱ μάστιγες
155

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Epistula ad Cyriacum (epist. 125 +


recensiones) Version or recension 2, line 126

θείαις ἐκδοῦναι βαρβαρικαῖς καὶ Αἰγυπτιακῇ τυραννίδι; Καὶ τὸ


δρᾶμα τῆς ὕβρεως αὐτός τε κατεσκεύαζε καὶ τὴν γυναῖκα παρε-
κάλει τὴν χαλεπὴν ταύτην συνυποκρίνασθαι τραγῳδίαν αὐτῷ καὶ
οὐδὲ τὴν αἰτίαν αἰσχύνεται τιθεὶς τῆς τοιαύτης σκηνῆς. Ἔσται
γάρ, φησίν, ὡς ἂν ἴδωσί σε οὕτω τῇ ὥρᾳ λάμπουσαν καὶ τῷ κάλλει
τῆς ὄψεως κρατοῦσαν, ἀποκτενοῦσί με, σὲ δὲ περιποιήσονται.
Εἰπὲ οὖν, ὅτι ἀδελφή μου εἶ, ἵνα εὖ μοι γένηται διὰ σὲ καὶ ζήσεται
ἡ ψυχή μου ἕνεκέν σου. Εἶδες φόβον, εἶδες τρόμον κατασείοντα
τὴν ὑψηλὴν ἐκείνην καὶ φιλόσοφον ψυχήν; Εἶδες τὸν ἀδάμαντα
διαλυθέντα τῇ ἀγωνίᾳ; Ψεύδεται τὸ γένος καὶ ἕτερον ἀνθ' ἑτέρου
περιτίθησι τῇ γυναικὶ τὸ πρόσωπον καὶ τοῖς λύκοις εὐάλωτον
ποιεῖ τὴν ἀμνάδα καί, ὃ πάντων ἐστὶν ἀνδράσιν ἀφορητότερον, γυ-
ναῖκα ἰδεῖν ὑβριζομένην μᾶλλον δὲ καὶ ὑποπτεύειν μόνον, τοῦτο
καὶ τὸ τούτου χαλεπώτερον – οὐδὲ γὰρ ὑποψία, ἀλλ' ὕβρις ἔργῳ
τολμωμένη – οὐ μόνον ὁρᾷ, ἀλλὰ καί, ὅπως τολμηθείη, κατασκευά-  
ζει καὶ κοῦφον αὐτῷ φαίνεται τοῦτο καὶ φορητὸν καὶ πάθος ἐκρά-
τει πάθους τοῦ χαλεποῦ τὸ χαλεπώτερον καὶ ζηλοτυπίας περιε-
γένετο δειλίᾳ θανάτου.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In illud: Vidi dominum (homiliae 1-6)


Homily 3, section 4, line 22

πολλῷ μᾶλλον τοῦτον τοῦ παραδείσου τὸ αὐτὸ τοῦτο


ἐκβαλεῖ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Σολομῶν ἔλεγεν· «Ὁ Θεὸς
ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται.» Οὐκ εἶπεν ὅτι ὁ Θεὸς
ὑπερηφάνους ἀφίησιν καὶ ἐγκαταλιμπάνει καὶ τῆς οἰκείας
βοηθείας γυμνοῖ, ἀλλ' «Ἀντιτάσσεται», φησίν, οὐχ ὅτι
παρατάξεως αὐτῷ καὶ μάχης ἔδει πρὸς τὸν ὑπερήφανον·
τί γὰρ ὑπερηφάνου γένοιτ' ἂν ἀσθενέστερον; Ὥσπερ γὰρ
ὁ τὰς ὄψεις ἀπολέσας ἅπασι πρόκειται πρὸς τὸ κακῶς
παθεῖν, οὕτως ὁ ὑπερήφανος, ὁ μὴ εἰδὼς τὸν Κύριον –  
»ἀρχὴ γάρ, φησίν, ὑπερηφανίας, τὸ μὴ εἰδέναι τὸν Κύ-
ριον» – , καὶ ἀνθρώποις εὐάλωτός ἐστιν, τοῦ φωτὸς
ἐκπεσὼν ἐκείνου. Εἰ δὲ ἰσχυρὸς ἦν, οὐκ ἂν παρατάξεως
ἐδέησε τῷ Θεῷ πρὸς αὐτόν· ᾧ γὰρ ἡ βούλησις ἤρκεσε
πρὸς τὸ πάντα παραγαγεῖν, πολλῷ μᾶλλον καὶ πρὸς τὴν
ἀναίρεσιν αὐτῶν ἤρκεσεν ἄν. Τίνος οὖν ἕνεκεν, φησίν,
ἀντιτάσσεται; Ἵνα τὸ σφοδρὸν τῆς ἀπεχθείας ἐνδείξηται
156

τῆς πρὸς τὸν ὑπερήφανον.  


 Ὅτι μὲν οὖν χαλεπὸν τὸ τραῦμα τὸ ὑπερηφανίας καὶ ἐκ
τούτων, καὶ ἀλλαχόθεν πολλαχόθεν δῆλον. Εἰ δὲ
βούλεσθε, καὶ τὴν αἰτίαν αὐτὴν μάθωμεν, ἀφ' ἧς τὸ ἕλκος
ἐγένετο. Καὶ γὰρ ἔθος τῇ Γραφῇ,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Commentarius in Job Pg 68, ln 19

 4,20b καὶ παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι αὐτοὺς ἑαυτοῖς βοη-


θῆσαι ἀπώλοντο.
 τουτέστιν· ὅτι οὐδεὶς ἀντιστῆναι δύναται τῷ θεῷ. οὐ δυνάμεθα
δὲ βοηθῆσαι ἑαυτοῖς καὶ διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς φύσεως τοῦ θεοῦ καὶ
διὰ τὸ τῶν κακῶν πλῆθος. ἃ γὰρ ἡ χεὶρ ἡ ἁγία βεβούλευται, τίς
διασκεδάσει;
 4,21a ἐνεφύσησε γὰρ αὐτοῖς καὶ ἐτελεύτησαν, 21b καὶ
παρὰ τὸ μὴ ἔχειν αὐτοὺς σοφίαν ἀπώλοντο.
 οὐδὲν γὰρ ἰσχυρότερον τοῦ σοφοῦ. τοῦτο αὐτοὺς εὐχειρώτους
ἐποίησε καὶ τῷ θεῷ· μάλιστα μὲν οὖν καὶ ἀπὸ τῆς φύσεως αὐτῆς
εἰσιν εὐάλωτοι, ἔπειτα δὲ καὶ ἀπὸ τῆς κακίας καὶ τῆς ἀσεβείας.
 5,1a ἐπικάλεσαι δέ, εἴ τίς σου ὑπακούσεται, 1b εἴ τινα
ἁγίων ἀγγέλων ὄψει.
 καὶ ἀπὸ τούτου τὴν ὑπεροχὴν δείκνυσιν. ἐπειδὴ γὰρ εἰκὸς ἦν
ἀπὸ οἰκείων λογισμῶν ἐξετάζειν τὰ καθ' ἑαυτὸν τὸν Ἰώβ, ὅρα, τί
φησιν· «μή μοι τοῦτο εἴπῃς. μέγας ἐστὶν ὁ θεός, πολλὰ ποιεῖ, ὧν
οὐκ ἴσμεν· πολὺ τὸ ταπεινὸν τὸ ἡμέτερον, ἀπῳκίσμεθά που πόρ-
ρω. καὶ τί λέγω περὶ αὐτοῦ, ὅπου γε καὶ περὶ τῶν παίδων αὐτοῦ τὸ
αὐτό ἐστιν εἰπεῖν; ὥστε, ὅπερ ἂν ποιήσῃ, καλῶς ποιεῖ.»
 5,2a καὶ γὰρ ἄφρονα, φησίν, ἀναιρεῖ ὀργή, 2b πεπλανη-
μένον δὲ θανατοῖ ζῆλος.

Apollinaris Theol., Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 179, line


3

Ps 103,13

 Ὑπερῷα θεοῦ τὸν ἀέρα καλεῖ καθάπερ ἐπὶ μιᾶς οἰκίας τοῦ παντὸς
κόσμου.
ἔργον δὲ τοῦ υἱοῦ λέγει τὸν ὑετὸν ἀφ' οὗ καρποῦται πλησμονὴν ἡ γῆ.
157

ἔργον
δὲ τὴν ἐκ θαλάσσης ἀναγωγὴν τῶν ὑδάτων ἂν λέγοι.

Ps 103,17b

 Καὶ περὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ δὲ λέγεται διὰ Ἱερεμίου Καί γε ὁ ἀρῳδιὸς ἐν τῷ


οὐρανῷ ἔγνω τοὺς καιροὺς αὐτοῦ.

Ps 103,26b

 Καταπαίζειν δὲ αὐτοῦ λέγεται ὁ θεὸς τουτέστιν ἐν μηδενὶ τίθεσθαι τὴν


πανουργίαν αὐτοῦ. πάντα γὰρ τὸν ἐναντιούμενον αὐτῷ γελᾷ θεὸς διὰ τὸ  
μάταιον καὶ παιδιὰν τίθεται διὰ τὸ εὐάλωτον, ὡς περὶ Αἰγυπτίων φησὶν
Ὅσα ἐμπέπαιχα τοῖς Αἰγυπτίοις.

Ps 103,27.28

 [Ἄλλοι δὲ περὶ τῆς χορηγουμένης τοῖς ζῴοις τροφῆς ἐξειλήφασι τὰ


προκείμενα. ταύτης γὰρ παρούσης εὐθαλεῖ καὶ χαίρει, ἀπούσης δὲ ἐνδείᾳ
πιέζεται καὶ συγχεῖται τῇ τῶν ἀναγκαίων ἐλλείψει.]

Ps 103,29.30

 Τοῦτο ἔργον Χριστοῦ ὃς καί φησιν ἀνάστασιν εἶναι καὶ ζωὴν καὶ
ἀναστήσειν πάντας ἐπήγγελται καί, ὅτε παρῆν, ἐζωοποίησεν οὓς
ἐβούλετο,
ὥστε τὰ λεγόμενα πατρὸς μέν ἐστιν ἀρχικῶς, υἱοῦ δὲ ἐξεργαστικῶς καὶ
πνεύματος δὲ μετοχικῶς αὐτοῦ μετεχομένου καὶ οἷον ἐμβιβαζομένου δι'
υἱοῦ

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Job (7.20c-11) Codex p. 223, line 14

ἐὰν ἐπερ[είσῃ τ]ὴν οἰκίαν αὐτοῦ, οὐ μὴ στῇ.


ὁ̣ [ἀς]εβὴσ̣ [γοῦν· ὃ]ς δ' ἂν κομψείᾳ καὶ
πιθα-
ν[ό]τητ[ι μὴ ἀγ]αθῇ συνιστᾷ τὰ οἰκία ἀ-
[πάτης, οὗτος ὑπ]ὸ τῆς ἀληθείας ἐλεγχό-
μεν[ος οὐ μὴ στ]ῇ̣, ὡς μηδὲ στάσιν δύνα-
σθαι [ἔχειν αὐ]τοῦ τὴν ἀπάτην.
158

ἐπι̣λα[μβανομ]ένου δὲ αὐτοῦ οὐ μὴ ὑ-
πομεί[νῃ. ⌊ῥ]ᾷστα γὰρ ἡ τῶν φαύλω(ν)
ἐπίνοια [σκη]νὴ ὀνομαζομένη κα-
ταπίπτ[ους]α εὐάλωτός ἐστιν οὕτως,
ὡς μηδ[ὲ δ]οκεῖν γεγονέναι ποτέ.⌋
ὑγρὸς γάρ ἐστιν ὑπὸ ἡλίου, καὶ ἐκ σαπρί-
ας αὐτοῦ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ ἐξελεύ-
σεται. ὑπ[οτ]ίθεται χαῦνόν τινα
εἶναι τὸν βίον τοῦ ἀσεβοῦς ὡς ὑπὸ  
θέρμης βραχείας διαλυόμενον. οὐ
ξενιστέον δέ, εἰ “ὑγρὸς ὑπὸ ἡλίου”
λέγεται εἶναι· ἔστιν γάρ, ἃ διαλύε-
ται ὑπὸ ἡλίου ὡς κηρός, ἐπεὶ καὶ ὑ-
πὸ πυρός. οὕτως οὖν ἔσται ὁ ἀσεβής.

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Job (in catenis) Vol. 39, p. 1140, line
54

ὁ μὲν δίκαιος ἐν τῇ αὑτοῦ ἀρετῇ, ὡς ἐν οἰκίᾳ, μένων,


οὐδέποτε ἕξει τὴν τοιαύτην οἰκίαν ἀοίκητον· Ἡ δι-
καιοσύνη γὰρ αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ δὲ
φαῦλος, ταύτης μὴ ἀντεχόμενος, οὐκ οἰκοδομεῖ αὐ-
τὴν, οὐδὲ μένει ἐν αὐτῇ. Πάλιν ἡ ἀράχνη ποικιλίαν
ἐπιδείκνυται, ἐξ ὑφάσματος φυσικοῦ κατεσκευασμέ-
νη, ῥᾷστα δὲ διαλύεται, ἐπιψαύσαντός τινος. Τὰ τῶν
φαύλων οὖν ἔργα, καὶ ἡ κατασκευὴ τῆς πολιτείας,
ἀράχνῃ ἔοικεν οὐχ ὑφισταμένῃ. Ῥᾷστα γὰρ ἡ τῶν
φαύλων ἐπίνοια, σκηνὴ ὀνομαζομένη, καταπίπτουσα,
εὐάλωτός ἐστιν οὕτως, ὡς μηδὲ δοκεῖν γεγονέναι
ποτέ.  
 Ὥσπερ ἄνευ ὕδατος οὐ πληθυνθήσεται ἕλος· οὕτως
ἀδύνατον μὴ δεχόμενον ἐν διανοίᾳ ὠφέλειαν τῶν
κρειττόνων, καρπὸν προενεγκεῖν ὠφέλιμον. Ἁρμόσει
δὲ τὸ ῥητὸν καὶ ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων,
ὅτι καθάπερ ἀπὸ ὕδατος ὑπὸ τῆς προνοίας ταῦτα
ἀρδεύεται, ἧς μὴ ἐπιούσης, ῥᾳδίαν ταῦτα καὶ εὐμά-
ραντον ἕξει τὴν διάλυσιν. Πᾶν γὰρ, κἂν μικρὸν, κἂν
μέγα ᾖ, τὸ ἐν τῷ βίῳ, ὑπὸ πρόνοιάν ἐστι· ξηραίνεται
δὲ, εἰ μὴ αὕτη ἐποπτεύοι.
159

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Psalmos 29-34 Codex p. 228, line 9

ἔλεγεν· “ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψώ”. ἴδε, ἐπλάτυνεν ἐπ' αὐτὸν


τὸ στόμα. πάλαι μὲν | παρεκάλει, ἐστωμυλεύετο. ὅτε δὲ ἔδοξεν
εἰληφέναι αὐτὸν ἐντὸς ἀρκύων, ἐπικερτομοῦσα ἔλεγεν· “ἀλλό-
φυλοι ἐπὶ σέ, | Σανψώ”. καὶ ὅρα, ὅτι ἡ πάλαι εἰρηνικὰ λαλοῦ-
σα καὶ ἐπὶ ὀργῇ δόλους λογιζομένη ὅτε ἔδοξεν ἐνκρατὴς γενέσθαι, |
ἐπλάτυνεν τὸ στόμα μεγαλορημονοῦσα λοιπόν.
 21 εἶπαν Εὖγε εὖγε, εἶδαν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν. |
 εἰώθασιν οἱ δοκο̣[ῦντε]ς ἐσχηκέναι ὑποχείριον ὃν ἐβούλον-
το, οὕτω λαλεῖν· ‘εὖγε εὖγε, ὃ ἐβουλόμεθα, {ου} εἶδον οἱ ὀφθαλ|-
μοὶ ἡμῶν· οὐκέτι σ̣[ε τ]οιοῦτον ὁρῶμεν, οἷος ὑπελάμβανες εἶναι,
ἀλλ' ὡς ἡμεῖς ἠθέλαμεν. εὑρήκαμέν σε εὐ|άλωτον’.
 22 εἶδες, κύριε, μὴ παρασιωπήσῃς.
 τὸ ‘μὴ παρασιωπήςῃς’ τὸ ‘μηκέτι μακροθυμήσῃς’· ἐκ πολ-
λῶν γὰρ | λέξεων τοῦτο ἐδείξαμεν· “ἐσιώπησα ἀπ' αἰῶνος, μὴ
καὶ ἀεὶ σιωπήσομαι”; ἐμακροθύμησα, οὐκ ἐπεξῆλθον | τοῖς κα-
κοῖς πραττομένοις. μὴ καὶ ἀεὶ τοῦτ' ἔσται. ἀγαθότης πάλιν
γνωρίζεται τοῦ ἀπειλοῦντος τῷ ἤδη | κολαστέῳ, ἵνα διὰ τῆς
ἀπειλῆς διεγείρῃ καὶ εἰς μετάνοιαν αὐτὸν ἀγάγῃ.
 καὶ ἐν ἄλλῳ ψαλμῷ λέγει· “τῷ δὲ ἁμαρ|τωλῷ εἶπεν ὁ θεός·
Ἵνα τί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τοὺς
λόγους μου διὰ χειλέων σου; | σὺ δὲ ἐμίσησας παιδείαν”.

Δίδυμος Καίκος. , De trinitate (lib. 2.8-27) [Sp.] Vol. 39, p. 717, line 16

τοῦ ἁγίου Πνεύματος φωτιζόμεθα καὶ ἀπολαύομεν,


σώματος Χριστοῦ μεταλαμβάνοντες καὶ πηγῆς ἀθα-
νάτου γευόμενοι.

ΚΕΦ. ΙΕʹ.

 Ἐν πολλοῖς οὖν φαίνεται ἡ Γραφὴ, οὐχ ἥκιστα δὲ


ἐπὶ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, διὰ τὴν πρὸς τὸν Πατέρα
καὶ τὸν Υἱὸν τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας ταυτότητα,
μόνου τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ σωτηρίου αὐτοῦ
σημάντρου, ἐν ᾧ κατασφραγιζόμενοι ἀναστοιχειού-
μεθα εἰς εἰκόνα τὴν πρώτην, μνημονεύουσα. Ἀσφρά-
γιστον γὰρ πρόβατον, εὐάλωτον τοῖς λύκοις, οὐκ
ἔχον τὴν ἀπὸ τῆς σφραγῖδος συμμαχίαν, οὐδὲ γιγνω-
σκόμενον ὁμοίως τῶν ἄλλων παρὰ τοῦ καλοῦ ἡμῶν
160

Ποιμένος, ἐπειδὴ μηδὲ αὐτὸ γινώσκει τὸν πάντων Νο-


μέα. Ἀποδείξεις δὲ τούτων εἰσὶν, ὡς ἡνίκα ὁ Σωτὴρ
λέγῃ· «Ὅταν ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγή-
σει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν·» καὶ πά-
λιν· «Ὑμεῖς βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.»
Καὶ ὡς ὅταν Παῦλος ἐπιστέλλῃ, πρὸς μὲν Κοριν-
θίους· «Πάντες ἐν ἑνὶ σώματι εἰς ἓν Πνεῦμα ἐβαπτί-
σθημεν, εἴτε Ἰουδαῖοι, εἴτε Ἕλληνες, εἴτε δοῦλοι, εἴ

Amphilochius Scr. Eccl., Epistula synodalis Line 78

ἐφ' ἕκαστον μαρτυρίας προσάγοντες.


 Ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ μέτρον ἐπιστολῆς ἐκφεύγει τὸ περὶ τούτων
λεπτολογεῖν καὶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην ἐπιστεύσαμεν ἀρκεσθή-
σεσθαι τῷ κεφαλαίῳ τῆς ἡμετέρας ἐκθέσεως καὶ τὰ λοιπὰ
προσθήσειν οἴκοθεν – Δίδου γάρ, φησί, σοφῷ ἀφορμὴν καὶ σοφώτε-
ρος ἔσται – , καὶ ταῦτα ἀποχρώντως γεγραφέναι νομίζομεν. Οἷς
ἀρκεῖ βραχεῖαν προσθεῖναι παράκλησιν. Παρακαλοῦμεν γὰρ  
μένειν ὑμᾶς υἱοὺς εἰρήνης, ἵνα πληρώσητε τὴν ἀποστολικὴν
ἐντολήν, σύμψυχοι τὸ ἓν φρονοῦντες καὶ τῶν παθημάτων τῶν ὑπὲρ
Χριστοῦ κεκοινωνηκότες. Μὴ δῶτε τῷ πονηρῷ διαζεῦξαι τὰ
καλῶς συνημμένα μήτε τοῖς λύκοις ἑαυτοὺς εὐαλωτοτέρους
ποιήσητε τῇ διχοστασίᾳ τὰς ἐκείνων βεβαιοῦντες εὐχάς. Ἐμάθο-
μεν γὰρ ὅσους ἄθλους ὑπὲρ τῆς ὀρθοδοξίας ὑπέστητε. Τὰς οὖν
ἀπειλὰς καὶ τὰς ἀνάγκας τὰς παρὰ τῶν ὑπεναντίων νικήσαντες
μηδένα δῶτε διαστάσει καιρόν, μήποτε κατὰ βραχὺ παρεισρυό-
μενον μῖσος, ἐὰν σχῇ τόπον, μεγάλους ὑμῖν κρημνοὺς ὑποθήσῃ.
Ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς δοξολογίαις τὸ πνεῦμα πατρὶ καὶ υἱῷ χρὴ
συνδοξάζειν καὶ εἰδέναι τοῦτο, ὅτι οἱ τὴν ἀσυγχώρητον ἁμαρτίαν
διὰ τῆς εἰς τὸ πνεῦμα βλασφημίας ἐξαμαρτάνοντες εἰκῆ παραι-
τοῦνται τὴν πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς κοινωνίαν. Μετὰ γὰρ ἐκείνων
κατακριθήσονται.

Ιππόλυτος. Fragmenta in Proverbia Fragment 12, line 4

τοῦ Χρυσοστόμου.

γὰρ οὐκ εἶπε “γυναικός”, ἀλλὰ


“πόρνης”, οὐκ ἀπὸ τῆς φύσεως,
ἀλλ' ἀπὸ τῆς κακίας αὐτὴν ἐκάλε-
σεν· κακία δὲ οὐδενὸς ἀξία λόγου.   
161

Ἱππολύτου.

 Ἵνα μὴ λέγῃς “τί γὰρ βλάβος τοῖς ὀφθαλμοῖς μὴ πάντως οὔσης


ἀνάγκης τὸν ἐνορῶντα τραπῆναι”, δείκνυσί σοι, ὡς ἡ μὲν ἐπιθυμία
πῦρ ἐστιν, ἡ δὲ σὰρξ ἱμάτιον· τὸ μὲν εὐάλωτον, ἡ δὲ τυραννική.
ὅταν δὲ οὐχ ἁπλῶς ἐγκείμενον ᾖ, ἀλλὰ καὶ ἀποδεδεμένον, οὐ πρότερον
ἐξελεύσεται, ἕως ἑαυτῷ ποιήσει διέξοδον. ὁ γὰρ ἰδὼν γυναῖκα, εἰ καὶ
διέφυγεν, ἀλλ' οὐκ ἐπιθυμίας καθαρὸς ἀνεχώρησεν. τί δὲ δεῖ πραγ-
μάτων, παρὸν ἀπραγμόνως σωφρονεῖν; ὅρα τί φησιν ὁ Ἰὼβ “διαθήκην
διεθέμην τοῖς ὀφθαλμοῖς μου, τοῦ μὴ κατανοῆσαι γυναῖκα ἀλλοτρίαν”,
οὕτως οἶδε τὴν τῆς ἐπηρείας ἰσχύν. καὶ ὁ Παῦλος δὲ τούτου ἕνεκεν
“ὑπεπίεζε τὸ σῶμα καὶ ἐδουλαγώγει”.
 [Κατὰ δὲ θεωρίαν. “ἀποδεσμεύει πῦρ ἐν κόλπῳ” ὁ συγχωρῶν

Ιππόλυτος. Fragmenta in Proverbia Fragment 54, line 40

φαγὼν καὶ ἐμπλησθεὶς ἀπελάκτισεν. “Καὶ παιδίσκη ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν


ἑαυτῆς κυρίαν” ἡ κυριοκτόνος συναγωγὴ σταυρώσασα τὴν σάρκα
τοῦ Χριστοῦ ἔξω τῆς πύλης. “Καὶ γυνὴ μισητὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς
ἀγαθοῦ”, ἡ ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. “Τέσσαρά ἐστιν ἐλά-
χιστα ἐπὶ τῆς γῆς, ταῦτα δέ ἐστι σοφώτερα τῶν σοφῶν· οἱ μύρ-
μηκες, οἷς οὐκ ἔστιν ἰσχύς, ἑτοιμάζονται θέρους τὴν τροφὴν” τὰ ἔθνη
διὰ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως ἑτοιμάζουσιν ἑαυτοῖς τὴν αἰώνιον ζωὴν
δι' ἔργων ἀγαθῶν. “Καὶ οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν, ἐποί-
ησαν ἐν πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους” τὰ ἔθνη ἐπὶ τῇ “πνευματικῇ  
πέτρᾳ Χριστῷ” ᾠκοδόμηνται, “ἥτις ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας”.
“Ἀσκαλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὤν, οὗτος οἰκεῖ ἐν
ὀχυρώμασι βασιλέων” ὁ λῃστὴς ἐν τῇ ἐκτάσει τῶν χειρῶν τῷ σταυρῷ
τοῦ Χριστοῦ ἐπερειδόμενος, οἰκεῖ ἐν τῷ παραδείσῳ, τῷ ὀχυρώματι
τῶν τριῶν βασιλέων, πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος. “Ἀβασί-
λευτον ἡ ἀκρίς, καὶ ἐκστρατεύει ἀφ' ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως”·
ἀβασίλευτα ἦσαν τὰ ἔθνη· ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας γὰρ ἐβασιλεύοντο, νῦν
δὲ πιστεύσαντα τῷ θεῷ στρατεύονται τὴν ἐπουράνιον στρατείαν.
“Τρία ἐστὶν ἃ εὐόδως πορεύεται, καὶ τὸ τέταρτον ὃ καλῶς διαβαίνει”
ἄγγελοι ἐν οὐρανοῖς, ἅγιοι ἐπὶ τῆς γῆς, ψυχαὶ δικαίων ὑπὸ γῆν, καὶ
τὸ τέταρτον ὁ θεὸς λόγος σαρκωθεὶς διέβη καλῶς μήτραν παρθένου,
ἀνάπλασιν τοῦ Ἀδὰμ ποιούμενος· διέβη ἐν κόσμῳ κῆρυξ τῆς ἀληθείας

Ιππόλυτος. Commentarium in Danielem Book 4, chapter 2, section 8,


line 2
162

Ἔπειτα λέγει· «ἐξετίλη τὰ πτερὰ αὐτῆς, καὶ ἐξήρθη


ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ ποδῶν ἀνθρώπου ἐστάθη καὶ καρδία
ἀνθρώπου ἐδόθη αὐτῇ.»
         Τοῦτο γὰρ ὄντως ἐπὶ τοῦ
Ναβουχοδονόσορ συνέβη, καθὼς ἐν τῇ πρὸ ταύτης βίβλῳ
σεσήμανται, καὶ αὐτὸς δὲ τοῦτο οὕτως ἐπ' αὐτῷ γεγενῆσθαι
μαρτυρεῖ, ὡς ἐξεδιώχθη ἀπὸ τῆς βασιλείας καὶ ἀφῃρέθη ἀπ'
αὐτοῦ ἡ δόξα καὶ ἡ μεγαλωσύνη ἣν ἐκέκτητο τὸ πρότερον.
Ὥσπερ οὖν παντὸς ὀρνέου ἐπὰν ἐκτιλῇ τὰ πτερὰ
ἀδυνατεῖ καὶ εὐάλωτον γίνεται, οὕτως καὶ τότε τοῦ
βασιλέως ἀπέστησαν αἱ δυνάμεις, δι' ὧν ἐδόκει καυχᾶσθαι
καὶ ὑψηλοφρονεῖν, οὓς φοβηθεὶς τότε ἔφυγεν εἰς τὴν ἔρημον
ἵνα μὴ ὑπ' αὐτῶν ἀναιρεθῇ.
         Τὸ οὖν εἰπεῖν «ἐπὶ ποδῶν
ἀνθρώπου ἐστάθη καὶ καρδία ἀνθρώπου ἐδόθη αὐτῇ», τοῦτο
δηλοῖ, ὅτι ταπεινοφρονήσας Ναβουχοδονόσορ καὶ ἐπιγνοὺς
ἑαυτὸν ὅτι ἄνθρωπός ἐστιν ὑπὸ τὴν τοῦ θεοῦ ἐξουσίαν
κείμενος, δεηθεὶς τοῦ κυρίου ἔτυχεν τῆς παρ' αὐτοῦ
εὐσπλαγχνίας, πάλιν εἰς τὴν αὐτοῦ βασιλείαν καὶ δόξαν
ἀποκατασταθείς.

Ιππόλυτος. Fragmenta in Proverbia (e cod. Coislin. 193)


Fragment 70, line 1

πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους». Τίνες οἱ χοιρογρύλλιοι, ἀλλ' ἢ ἡμεῖς,


οἳ ἐοίκαμέν ποτε χοίροις, ἐν πάσῃ ῥυπαρίᾳ τοῦ κόσμου ἀναστρε-
φόμενοι; Νυνὶ δὲ πιστεύσαντες Χριστῷ ἐποικοδομοῦμεν τοὺς ἑαυτῶν
οἴκους ἐπὶ τὴν ἁγίαν σάρκα Χριστοῦ ὡς ἐπὶ πέτραν.
 »Ἀβασίλευτόν ἐστιν ἡ ἀκρὶς καὶ ἐκστρατεύει ἀφ' ἑνὸς κελεύς-
ματος εὐτάκτως». Ἀκρίδι ἀπεικάζει τὰ πρώην ἄπιστα ἔθνη·
οἵ ποτε μὲν ἀφίπταντο καὶ ἀπεπήδων ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, νυνὶ δὲ
διὰ τῆς αὐτοῦ κελεύσεως καὶ κλήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς εἰς αὐτὸν
ὁμολογίας, ὁσίως καὶ καλῶς στρατευόμεθα τῷ ἐπουρανίῳ βασιλεῖ,
ἐπίγειον βασιλέα μὴ κεκτημένοι.
 »Καὶ ἀσκαλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος τοίχῳ καὶ εὐάλωτος  
ὤν, κατοικεῖ ἐν ὀχυρώμασι βασιλέων». Οἱ ποτὲ μὲν ἡμεῖς
ὡς ἀσκαλαβῶται καὶ ἰοβόλα θηρία διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑπάρχοντες,
νῦν εὐάλωτοι ἐν κόσμῳ ὄντες, ἐπερειδόμεθα διὰ τῆς ἐκτάσεως τῶν
χειρῶν, ἐπὶ τὴν ἁγίαν σάρκα τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐπὶ τοῖχον ἐνοικοῦντες,
ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ.
 »Τρία δέ ἐστιν ἃ εὐόδως πορεύεται καὶ τὸ τέταρτον ὃ καλῶς
163

διαβαίνει». Καὶ τίνα ταῦτα, ἀλλ' ἢ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, προφῆται


ἐπὶ γῆς, ψυχαὶ δικαίων ἐν ὅροις ὑπὸ θεοῦ τεταγμένοις; Ταῦτα οὖν
ἐστι τὰ εὐόδως πορευόμενα καὶ ὑπὸ Χριστοῦ πεμπόμενα.
 »Καὶ τὸ τέταρτον ὃ καλῶς διαβαίνει» τὸν ἐπουράνιον θεὸν

Ιππόλυτος. Fragmenta in Proverbia (e cod. Coislin. 193)


Fragment 70, line 4

οἴκους ἐπὶ τὴν ἁγίαν σάρκα Χριστοῦ ὡς ἐπὶ πέτραν.


 »Ἀβασίλευτόν ἐστιν ἡ ἀκρὶς καὶ ἐκστρατεύει ἀφ' ἑνὸς κελεύς-
ματος εὐτάκτως». Ἀκρίδι ἀπεικάζει τὰ πρώην ἄπιστα ἔθνη·
οἵ ποτε μὲν ἀφίπταντο καὶ ἀπεπήδων ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, νυνὶ δὲ
διὰ τῆς αὐτοῦ κελεύσεως καὶ κλήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς εἰς αὐτὸν
ὁμολογίας, ὁσίως καὶ καλῶς στρατευόμεθα τῷ ἐπουρανίῳ βασιλεῖ,
ἐπίγειον βασιλέα μὴ κεκτημένοι.
 »Καὶ ἀσκαλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος τοίχῳ καὶ εὐάλωτος  
ὤν, κατοικεῖ ἐν ὀχυρώμασι βασιλέων». Οἱ ποτὲ μὲν ἡμεῖς
ὡς ἀσκαλαβῶται καὶ ἰοβόλα θηρία διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑπάρχοντες,
νῦν εὐάλωτοι ἐν κόσμῳ ὄντες, ἐπερειδόμεθα διὰ τῆς ἐκτάσεως τῶν
χειρῶν, ἐπὶ τὴν ἁγίαν σάρκα τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐπὶ τοῖχον ἐνοικοῦντες,
ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ.
 »Τρία δέ ἐστιν ἃ εὐόδως πορεύεται καὶ τὸ τέταρτον ὃ καλῶς
διαβαίνει». Καὶ τίνα ταῦτα, ἀλλ' ἢ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, προφῆται
ἐπὶ γῆς, ψυχαὶ δικαίων ἐν ὅροις ὑπὸ θεοῦ τεταγμένοις; Ταῦτα οὖν
ἐστι τὰ εὐόδως πορευόμενα καὶ ὑπὸ Χριστοῦ πεμπόμενα.
 »Καὶ τὸ τέταρτον ὃ καλῶς διαβαίνει» τὸν ἐπουράνιον θεὸν
λόγον ἐσήμανε, τὸν τέταρτον ἐν καμίνῳ πυρὸς εὑρισκόμενον καὶ
ὑπὸ Ναβουχοδονόσορ προσκυνούμενον καὶ ἐν Χερουβὶμ τετρα-  
μόρφων ζώων προστυπούμενον. «Καλῶς», φησί, «διαβαίνει».

Ιππόλυτος. Fragmenta in Proverbia (e Pseudo-Anastasio Sinaïta)


Fragment 70, line 1

τῶν σοφῶν· οἱ μύρμηκες, οἷς οὐκ ἔστιν ἰσχύς, ἑτοιμάζονται θέρους


τὴν τροφήν». Τὰ ἔθνη διὰ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως ἑτοιμάζουσιν
ἑαυτοῖς τὴν αἰώνιον ζωὴν δι' ἔργων ἀγαθῶν.  
 »Καὶ οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν, ἐποίησαν ἐν πέτραις
τοὺς ἑαυτῶν οἴκους». Τὰ ἔθνη ἐπὶ τῇ πνευματικῇ πέτρᾳ Χριστῷ
ᾠκοδόμηνται, ἥτις «ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας».
 »Ἀβασίλευτον ἡ ἀκρὶς καὶ ἐκστρατεύει ἀφ' ἑνὸς κελεύσματος
εὐτάκτως». Ἀβασίλευτα ἦσαν τὰ ἔθνη· ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας γὰρ
ἐβασιλεύοντο· νῦν δὲ πιστεύσαντα τῷ θεῷ στρατεύονται τὴν ἐπου-
164

ράνιον στρατείαν.
 »Ἀσκαλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὤν, οὗτος  
οἰκεῖ ἐν ὀχυρώμασι βασιλέων». Ὁ λῃστὴς ἐν τῇ ἐκτάσει τῶν
χειρῶν τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ ἐπερειδόμενος οἰκεῖ ἐν τῷ παρα-
δείσῳ, τῷ ὀχυρώματι τῶν δύο βασιλέων [πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ
ἁγίου πνεύματος].
 »Τρία ἐστὶν ἃ εὐόδως πορεύεται καὶ τὸ τέταρτον ὃ καλῶς
διαβαίνει». Ἄγγελοι ἐν οὐρανοῖς, ἅγιοι ἐπὶ τῆς γῆς, ψυχαὶ δικαίων
ὑπὸ γῆν.  »Καὶ τὸ τέταρτον», ὁ θεὸς λόγος σαρκωθείς· διέβη καλῶς
μήτραν παρθένου, ἀνάπλασιν τοῦ Ἀδὰμ ποιούμενος·

Ιππόλυτος. Fragmenta in Proverbia


Fragment 12, section 1, line 4

Ἱππολύτου. Ἵνα μὴ λέγῃς· «Τί γὰρ βλάβος τοῖς


ὀφθαλμοῖς μὴ πάντως οὔσης ἀνάγκης τὸν ἐνορῶντα τραπῆναι;»
δείκνυσί σοι ὡς ἡ μὲν ἐπιθυμία πῦρ ἐστιν, ἡ δὲ σὰρξ ἱμάτιον·
τὸ μὲν εὐάλωτον, ἡ δὲ τυραννική. Ὅταν δὲ οὐχ ἁπλῶς
ἐγκείμενον ᾖ, ἀλλὰ καὶ ἀποδεδεμένον, οὐ πρότερον ἐξελεύσεται,  
ἕως ἑαυτῷ ποιήσει διέξοδον. Ὁ γὰρ ἰδὼν γυναῖκα, εἰ καὶ
διέφυγεν, ἀλλ' οὐκ ἐπιθυμίας καθαρὸς ἀνεχώρησεν. Τί δὲ δεῖ
πραγμάτων, παρὸν ἀπραγμόνως σωφρονεῖν; Ὅρα τί φησιν ὁ
Ἰώβ· Διαθήκην διεθέμην τοῖς ὀφθαλμοῖς μου,
τοῦ μὴ κατανοῆσαι γυναῖκα ἀλλοτρίαν,
οὕτως οἶδε τὴν τῆς ἐπηρείας ἰσχύν. Καὶ ὁ Παῦλος δὲ τούτου
ἕνεκεν Ὑπεπίεζε τὸ σῶμα καὶ ἐδουλαγώγει.  
Ἱππολύτου. Κέμφος ἐστὶν εἶδος λάρου, ὃς οὕτως
ἀκρατῶς ἔχει πρὸς ἡδονὴν ὡς αἵματος πληροῦσθαι δοκεῖν τοὺς

Chronicon Paschale, Chronicon paschale P. 454, line 7

θεὸν ἐψεύσατο. ἐρωτηθεὶς γὰρ ὅτι Ποῦ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;


εἶπεν Οὐκ οἶδα. ἑπτὰ οὖν ἐκδικούμενα παρέλυσεν ἐν τῷ ἀναιρε-
θῆναι τὸν Καΐν.
Ἐπειδὴ γὰρ εἶπεν ὁ κύριος ὅτι Ἐπικατάρατος ἡ γῆ, ἣ ἔχα-  
νεν δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ στένων καὶ τρέ-
μων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς, ὁ Καΐν φησιν, Εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ
τῆς γῆς, καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι, καὶ ἔσομαι
στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτε-
νεῖ. πρὸς δὴ τοῦτο ὁ κύριός φησιν, Οὐχ οὕτως· πᾶς ὁ ἀποκτεί-
165

νας Καῒν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει. ἐπειδὴ γὰρ ἐνόμισεν εὐά-


λωτος εἶναι παντὶ ὁ Καῒν διὰ τὸ ἐκ τῆς γῆς τὴν ἀσφάλειαν μὴ
ἔχειν, ἐπικατάρατος γὰρ ἡ γῆ ἀπ' αὐτοῦ, καὶ τῆς ἀπὸ θεοῦ βοη-
θείας ἠρημῶσθαι, ὀργισθέντος αὐτοῦ ἐπὶ τῷ φόνῳ, ὡς οὔτε
ἀπὸ γῆς οὔτε ἀπὸ οὐρανοῦ ἀντιλήψεως αὐτῷ λειπομένης, Ἔσται,
φησί, πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με, ἐλέγχει αὐτοῦ τὸ σφάλ-
μα ὁ λόγος λέγων, Οὐχ οὕτως, τουτέστιν οὐκ ἀναιρεθήσῃ. ὁ
δὲ οὐ μόνον κρύπτει τὸ ἕλκος, ἀλλὰ καὶ ἕτερον προσεργάζεται, τῷ
φόνῳ τὸ ψεῦδος ἐπισυνάπτων, Οὐκ οἶδα· μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελ-
φοῦ μού εἰμι ἐγώ; ἐντεῦθεν λοιπὸν ἀπαριθμεῖται τὰς τιμωρίας.
ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἀπὸ σοῦ· μία κόλασις· ἐργᾷ τὴν γῆν· δευ-
τέρα αὕτη· ἀνάγκη γάρ τις ἄῤῥητος αὐτῷ συνέζευκται πρὸς τὸ

Joannes Laurentius Lydus Hist., De mensibus


Book 4, section 127, line 6

ὅθεν δὴ καὶ κατὰ τὸν ἔννατον μῆνα τοῦτον περὶ ὑγείας


ηὔχοντο οἱ Ῥωμαῖοι.  
 Τῇ πρὸ ὀκτὼ Εἰδῶν Σεπτεμβρίων Εὔδοξος
τὸν ἵππον δύεσθαι καὶ ζέφυρον ἢ ἀργέστην πνεῖν
σημειοῦται.
 Ἴσμεν τῇ κράμβῃ ἐμφυόμενον σκώληκα κάμ-
πην ὀνομαζόμενον. οὗτος, ἀποξηραινομένης τῷ ἔαρι
τῆς κράμβης, εἰς σκώληκα πτερωτὸν ὡσὰν μύρμηκα,
καὶ μείζονά πως, πέφυκε μεταβάλλεσθαι, πτερύγων
λευκῶν τριγώνων ἀνεχουσῶν αὐτόν, καὶ περιΐπταται
τοῖς κήποις χαμαιζήλῳ καὶ εὐαλώτῳ τῇ πτήσει· ψυχὴν
δέ που τὸν τοιοῦτον σκώληκα καλεῖσθαι συμβαίνει.
 Πρὸ δέκα ὀκτὼ Καλενδῶν Ὀκτωβρίων ὁ Δο-
σίθεος τὸν ἀρκτοῦρον ἀνίσχειν σημειοῦται. τῇ πρὸ
δεκαδύο Καλενδῶν Ὀκτωβρίων ὁ Καῖσαρ τὰς χελιδόνας
ἐκδημεῖν λέγει.
 .... Νικομήδους τοῦ Βιθυνίας τυράννου.
 Ὅτι πλεονάσαντος μὲν πυρὸς πυρετὸς γίνεται,
ἀφημερινὸς δὲ ἀέρος, τριταῖος δὲ ὕδατος, τεταρταῖος
δὲ γῆς. φιλεῖ δὲ τούτων προκατάρχειν τὸ ῥῖγος. ὁπότ-
αν γὰρ ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ –

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum


P. 1740, line 26
166

δενώσουσί με· παραλήψομαί σε· εἰσάξω σε εἰς


οἶκον μητρός μου· καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλα-
βούσης με· ποτιῶ σε ἀπὸ τοῦ οἴνου τοῦ μυρεψι-
κοῦ, ἀπὸ νάματος ῥοῶν μου.
 {Ὠριγένους.} Εὑρίσκουσα γὰρ αὐτὸν τῆς ἄνω
περιωπῆς ἐκβάντα περιεπτύξατο αὐτόν.
 {Κυρίλλου.} Ἤγουν ἔξω Ἱερουσαλὴμ ὅπου
ἐσταυρώθη.
 {Φίλωνος.} Τὸ δὲ, Οὐκ ἐξουδενώσουσί με, οἱ τὸ
τῆς πνευματικῆς φιλίας ἀκατάγνωστον εἰδότες· ἢ
ὅτι οὐκ ἔσομαι ἔτι ὡς τὸ πρὶν εὐάλωτος τοῖς ἐχθροῖς·
εἰσάξω δὲ αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου, τῆς γῆς καὶ
τῆς ἐκ ταύτης σαρκός· ταμιεῖον δὲ αὐτῆς ὁ ᾅδης,
ἔνθα ἦσαν αἱ ψυχαὶ ἀποτιθέμεναι τῶν ἁγίων. Οἶνος
δὲ μυρεψικὸς τὸ ποτήριον τὸ κεκραμένον πνεύματι,
ὃ πίνει διὰ τῶν πιστευόντων.
 γʹ. Εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου, καὶ
ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με.
 {Κυρίλλου.} Ἢ τὸν ἐνταφιασμὸν λέγει, ὃν ἤνεγ-
κεν Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος· ῥοῶν δὲ λέγει τῶν ἁγίων.
 Ἢ οἶνος μυρεψικὸς, λόγος εὐφροσύνης

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam


P. 1988, line 44

τεθηρευμένοις εἰς ὄλεθρον, καὶ τοῖς ἐν κοιλώμασι,


τοῦτ' ἔστιν τοῖς εἰς βάθρον ὠλισθηκόσιν. Ἐγγιοῦσι
δὲ, φησὶν, παντὶ κατασείειν εἰδότι, μηδεμίαν ἰσχὺν
κεκτημένοι, κατὰ τοὺς πιστοὺς εἰπεῖν μὴ δυνάμενοι·
»Ἡ ἰσχύς μου καὶ ἡ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος.» Ἁλώ-
σονται γὰρ οἱ ἐξ Ἰσραὴλ ὅσον μὲν ἦκεν εἰς ἐπι-
κουρίαν τὴν ἄνωθεν, ὄντες ἐν ἀσφαλείᾳ πρὸς τοὺς
αἰσθητοὺς καὶ νοητοὺς πολεμίους. Φησὶ γὰρ περὶ
τῆς Ἱερουσαλὴμ ὁ Θεός· «Κἀγὼ ἔσομαι αὐτῇ τεῖχος
πυρὸς κύκλοθεν.» Τῇ δὲ εἰς Χριστὸν παροινίᾳ τοῖς
ἐχθροῖς γεγονότες εὐάλωτοι, εἰς τὰ ἔθνη μετελθού-
σης τῆς χάριτος. Ὁ δὲ Σύμμαχός φησιν· Εἰς λίθον
προσκόμματος, καὶ εἰς πέτραν πτώματος, τοῖς
δύο οἴκοις Ἰσραὴλ, εἰς παγίδα, καὶ εἰς σκάνδα-
λον τῶν οἰκούντων Ἱερουσαλήμ. Δύο δὲ οἴκους
φησὶ, τόν τε τῶν ἀρχόντων καὶ τὸν τῶν ἀρχομένων, τὸ
πᾶν ἔθνος δηλῶν. Καὶ οἱ λοιποὶ δὲ, τοὺς δύο οἴκους
167

ἐξέδωκαν. Διὰ τοῦτο δὲ, φησὶν, ἀδυνατήσουσιν ἐν


αὐτοῖς πολλοὶ, δῆλον δι' ὅτι γέγονεν αὐτοῖς εἰς
λίθον προσκόμματος. Ἀντὶ δὲ τοῦ ἐγγιοῦσιν,
Σύμμαχος ἐξέδωκεν,

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2292, line 6

ἂν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι.» Καὶ τό· «Ἀρκεῖ σοι


ἡ χάρις μου. Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦ-
ται.» Τὰ δὲ τοῖς ἀπειθέσιν ἐσόμενα καὶ Μωσῆς καὶ
προφῆται κηρύττουσιν. Καὶ ὁ Σωτὴρ δέ φησιν· «Ὅταν
εἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων τὴν Ἱερου-  
σαλὴμ, τότε ἐρεῖτε τοῖς ὄρεσι· Καλύψατε ἡμᾶς· καὶ
τοῖς βουνοῖς· Πέσετε ἐφ' ἡμᾶς.» Εἶτα ὡς πρὸς τοὺς
διασκορπισθέντας εἰς τὰ ἔθνη λέγει παρεισαχθὲν
τοῦ Θεοῦ τὸ πρόσωπον, ὥς τινές φασι· Νῦν δὲ συν-
αχθήσεται τὰ σκύλα ὑμῶν· τοῦτ' ἔστιν, Οὐκ εἰς
μακρὰν ἁλώσεσθε· καὶ τὸ εὐάλωτον δηλῶν τοῦ τῶν
Ἰουδαίων λαοῦ, οἱονεὶ παίζοντες, φησὶν ἀκρίδων
ὑμᾶς λήψονται δίκην, οὕτω δὲ καὶ τὰς ψυχὰς τῷ Σα-
τανᾷ γεγόνασι παίγνιον· ἐφ' ᾧ πάλιν ἀναφωνοῦσιν οἱ
δίκαιοι. Ἤγουν ὁ προφήτης ἐπὶ τὸ τάγμα τῆς Ἐκ-
κλησίας μεταβαίνων δοξάζει τὸν Θεὸν ἐπ' αὐτοῖς τὸν
ἐν ὑψηλοῖς κατοικοῦντα, ἢ τοῖς οὐρανοῖς, ἢ τοῖς
ὑψώσασι τὴν διάνοιαν, οἳ καὶ Σιὼν χρηματίζουσιν,
ὄντες Ἐκκλησία Θεοῦ. Καὶ δῆλον, ἐκ τοῦ πλήρης
εἶναι λέγεσθαι κρίσεως καὶ δικαιοσύνης, συμφώ-
νως οἷς ἔλεγε, «Καὶ ἀναπαύσεται ἐν τῇ ἐρήμῳ κρῖμα

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2448, line 18

ὅ ἐστιν ἐπαναπαύσῃ. Αὐτοὶ γὰρ ἔσονταί σοι βοήθεια.


Ἤγουν ἄνθρακας, τὰς ἐπιστρεπτικὰς καὶ ὠφελίμους
τιμωρίας καλεῖ. Ἐπιστραφείσῃ γάρ σοι, φησὶν, ἔσται
τὰ τῆς τιμωρίας πρὸς ἀγαθοῦ τῆς παρ' ἐμοῦ τυγχα-
νούσης Βοηθείας, εἰ καὶ τὸν πρὸ τοῦ χρόνον εἰς μα-
ταιοπονίαν ἀνάλωσας. Ταῦτα δὲ φησὶν, ἔσται καὶ
καθ' ἕκαστον τῶν ἀνθρώπων. Δι' ἑαυτοὺς τὰρ πλα-
νηθέντες ἕξουσι τιμωρίαν, ἣν οὐ φεύξῃ μὴ μετανοή-
σασα. Τὸ δὲ ἐκοπίασας, ἀντὶ τοῦ ἠσθένησας. Με-
168

ταβαλοῦσα γὰρ εἰς δαίμονας ἀπὸ Θεοῦ τὴν λατρείαν


εὐάλωτος γέγονας. Ἀντὶ δὲ τοῦ· Ἐκοπίασας ἐν τῇ
μεταβολῇ σου, καὶ τὰ ἑξῆς· οἱ λοιποί φασιν, Οἱ
ἔμποροί σου ἀπὸ νεότητός σου. Ἕκαστος εἰς τὸ
πέραν ἑαυτοῦ ἐπλανήθησαν, ἐξ ὧν οὐδεὶς εὕ-
ρηταί σοι σωτήρ.  – Διὸ οὐκ ἔστιν ὁ σώζων σε, κατὰ
Σύμμαχον. Τινὲς δὲ τὸ, Ἄνθρωπος καθ' ἑαυτὸν
ἐπλανήθη, σοὶ δὲ οὐκ ἔσται σωτηρία, οὕτως ἑρ-
μήνευσαν, ὡσεὶ ἔλεγεν· Πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀν-
θρωπίνως ἐπλανήθησαν, συμμέτρως ἀποστάντες Θεοῦ
πάθεσιν ὑπενεχθέντες σαρκός· σὺ δὲ εἰς τοῦτο προ-
έβης ἀνοσιότητος, ὡς μηδένα σοι σωτηρίας τόπον

Μιχαήλ Ψελλός. Chronographia Chapter 5, section 4, line 2

λοντες παρεσκευασμένως τούτῳ προσῄεσαν, καὶ περιστάντες


ἄλλος ἄλλο τι κατεφίλουν τῶν ἐκείνου μελῶν· ὁ δέ γε ἀδελ-
φιδοῦς καὶ τὴν δεξιὰν ὑποσχὼν ἐπερείσασθαι ταύτῃ ἐδίδου,
ἵνα τινὸς ἁγιάσματος ὥσπερ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τύχοι· καὶ
ἐπεὶ ἅλις τὰ τῆς κολακείας ἔδοξε, κατάρχει οὗτος συνετω-
τάτου βουλεύματος εὐθὺς, καὶ μηδὲν τῆς βασιλίδος ἄτερ
ποιεῖν προτρέπεται, ἀλλ' ἐπ' αὐτῇ τιθέναι τοὺς θεμελίους
καὶ τοῦ κράτους καὶ τῆς ζωῆς, καὶ πάντα ποιεῖν οἶς ἂν
ἐκείνην ὁρῶσιν εὐάγωγον.
Καὶ αὐτίκα κοινῇ συμπαραταξάμενοι ταῖς μηχα-
ναῖς τῶν ἐνθυμημάτων τὴν εὐάλωτον ἐκείνης πολιορκοῦσι
ψυχὴν, καὶ ἀναμνήσαντες τῆς υἱοθεσίας ὑπὸ τῇ μητρὶ καὶ δες-
πότιδι τὸν παῖδα τιθέασι καὶ ἐπιρρίπτουσιν αὐτῇ τοῖς ποσὶ,
πᾶσαν ὀνομάτων λατρείαν πρὸς τὸν καιρὸν συναριθμήσαντες,
καὶ πείσαντες ὡς ὁ μὲν ἀδελφιδοῦς τοῦ τῆς βασιλείας καὶ
μόνον ὀνόματος τεύξεται, ἡ δὲ πρὸς τούτῳ καὶ τὴν πατρῴαν
ἕξει κατάσχεσιν· καὶ εἰ μὲν βούλεται αὐτὴ τῶν ὅλων ἀνθ-
έξεται, εἰ δ' οὖν, ἐγκελεύσει τε τούτῳ καὶ ἐπιτάξει καὶ ὡς
ἀργυρωνήτῳ βασιλεῖ χρήσεται, ἀρρήτους τε ταύτῃ ὅρκους
ὀμνύουσι καὶ τὴν καθ' ἱερῶν δόντες πίστιν θηρῶσιν ὅλην  
εὐθύς· καὶ τί γὰρ ἦν πράττειν ἄλλο, ἐν ἐρημίᾳ τε οὖσαν τοῦ

Μιχαήλ Ψελλός. Chronographia Chapter 6, section 120, line 16

ὅπως ἂν λάθοιεν ἐκεῖθεν ὑποχωρήσαντες, ἢ τοῦ πλουσίως


καὶ ἐμπαρασκεύως ποιήσασθαι τὴν φυγήν· ἐπεὶ δὲ ἀνακε-
169

χωρήκεσαν, δι' ὀργῆς εὐθὺς εἶχον τὸν ἄγοντα, καὶ ἕκαστος


τῷ καθ' ἑαυτὸν δέει φεύγειν ἐκεῖνον ὡρμημένος, τῷ πρὸς
ἀλλήλους φόβῳ καὶ τῷ δυσεπιτεύκτῳ τοῦ πράγματος αὖθις
συνείχετο. Τέως γοῦν ὅσους ὁ καιρὸς ἐδίδου λαθεῖν, ἀπνευστὶ
πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὴν Πόλιν κατέθεον, οὐ τῶν ἐν
πλήθει μόνον στρατιωτῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν τέλει καὶ τῶν
στρατηγούντων. Τῷ δὲ τυράννῳ καὶ δεύτερόν τι, καὶ τρίτον,
καὶ ἄλλο ἐπ' ἄλλῳ προκεχωρήκει κακόν· τοῖς γὰρ πρὸς
ἑσπέραν προσβαλὼν φρουρίοις, εὐαλώτοις ἄλλως τῇ τε τοῦ  
τόπου ἐπιτηδειότητι καὶ τῇ τῶν τειχῶν διαιρέσει, τῷ μὴ
προσδοκᾶν πολλοῦ χρόνου πολέμιον, οὐδὲν τούτων ὤφθη ἐκ
πολιορκίας παραστησάμενος, τῶν προστεταγμένων τειχομα-
χεῖν οὐ τοῦ πολιορκεῖν λόγον ἐχόντων, ἢ τοῦ παλινδρομεῖν,
καὶ τοῦτο αὐτὸ δεικνύειν τοῖς πολιορκουμένοις, ὅτι μὴ βού-
λοιντο ἐκείνοις ἐναντιοῦσθαι, εἰ μὴ ὅσον ταῖς προσελάσεσι
καὶ τοῖς σχήμασιν.
Ὁ μὲν οὖν τυραννήσας οὕτως αἰσχρῶς τῆς
μεγάλης Πόλεως ἀπαλλάττεται, καὶ ἔτι αἴσχιον τοῖς ἐφεξῆς
φρουρίοις προσβαλὼν ἀνεκρούετο·

Μιχαήλ Ψελλός. Oratoria minora Oration 29, line 28

ὤσαντες τὴν παράταξιν ἀνάλωτοι τοῖς βάλλειν ἐθέλουσι καθεστήκασιν,


οὕτω δὴ καὶ τοῦτο τὸ ζῷον τῷ παρὰ τῆς φύσεως ὅπλῳ θαρροῦν τὰς τῶν
πολεμίων χεῖρας οὐ δέδιε. λέοντες μὲν γὰρ ταῖς φυσικαῖς ἐπιθαρροῦσιν
ὁρμαῖς καὶ ἐλέφαντες τῷ μεγέθει τοῦ σώματος καὶ τοῖς ὀδοῦσιν οἱ σύες,
καὶ εἴ τι ἄλλο ζῷον τῷ ἐκ τῶν ῥινῶν πεμπομένῳ πυρί· οἱ δέ γε κόρεις
οὐκ ἐκ μέρους τινὸς τοῦ σώματος τὴν ἰσχὺν ἐκληρώσαντο, ἀλλ' ὥσπερ οἱ
ἀκριβέστεροι τῶν φιλοσοφησάντων περὶ τοῦ φανταστικοῦ
φυσιολογοῦντες
πνεύματος δι' ὅλου φασὶν ἑαυτοῦ καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν καὶ τὰ ἄλλα
αἰσθά-
νεσθαι, οὕτω δὴ καὶ τουτὶ τὸ ζῷον πᾶσι τοῖς τοῦ σώματος μέρεσι τὴν
φυσικὴν εἴληχε δύναμιν. τἆλλα μὲν οὖν τῶν θηρίων κατόπιν
ἐνεδρευόμενα
εὐάλωτα πέφυκεν, ὅτι ἐν τοῖς ἐμπροσθίοις ἡ δύναμις μέρεσι· τουτὶ δὲ
τὸ ζῷον διόλου δυσάντητον πέφυκε· δι' ὅλων γὰρ τῶν μερῶν τὸ τῆς
ὀδμῆς
πνεῦμα πεμπόμενον ἀπείργει τὸν ἐνεδρεύοντα.
 Ἀλλ' οὐδὲ δεῖ πρὸς ἡμᾶς συγκρίνειν τὰ αἰσθητά· οὐ γὰρ ὅπερ ἡμῖν
τοιοῦτον ἐστίν, οὕτω καὶ τῇ φύσει κατεσκευάσθη. πολλὰ γοῦν τῶν
ἡμῖν οὕτως ἐχόντων ἄλλως τοῖς ἄλλοις ζῴοις καθέστηκεν. αὐτίκα τοῖς
170

ἡμετέροις σώμασιν ἡ τοῦ κωνείου φύσις ὀλέθριόν τι προσφερομένη,


ἀλλ' οὐ δὴ καὶ τοῖς ὄρτυξιν. ὁ δέ γε φιλόσοφος Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ καὶ
Ἀττικήν τινα γυναῖκα πρεσβῦτιν ἀβλαβῶς ἐσθίουσαν ὑοσκύαμον· τὸ δὲ
οὕτω ψυχρότατον πέφυκεν ὡς αὐτίκα πηγνύειν τὸν βεβρωκότα. ὥσπερ
οὖν τὰ χρώματα πρὸς μὲν ἡμῖν ἄλλως κρίνεται, ἑτέρως δὲ πρὸς τῇ

Μιχαήλ Ψελλός. Theologica Opusculum 71, line 95

τοῦτο δὲ φείδομαι τῆς τοῦ μείζονος φωνῆς μόνον, ἀλλ' ὅτι καὶ σὺ ὁ
ἀκροα-
τὴς ἀμαθὴς εἶ περὶ τὴν τῶν ὀνομάτων προχείρισιν καὶ μίαν φωνὴν λαβὼν
πᾶσιν ὁμοίως ἐφαρμόττεις πράγμασι. δέδοικα γοῦν μὴ τὸ μεῖζον ἀκούσας

τὴν μίαν εὐθὺς φύσιν καταδιέλῃς, ἢ τὸ ἐν χρόνῳ μεῖζον ἢ τὸ ἐν τόπῳ ἢ


τὸ ἐν ἀξιώματι διδοὺς τῷ πατρί, τὰ δ' ἄλλα τοῖς κοιλοτέροις ἐγκαθιδρύοις

καὶ ὑπὸ χρόνον ποιήσῃς καὶ ἧττον ἀξιωματικά. φοβοῦμαι μὴ καὶ ἀμαθίᾳ
τὸν μὲν πατέρα μείζονα ποιήσῃς κατὰ τὴν φύσιν, ἐκεῖνα δὲ κατὰ ταύτην
ἐλάττονα.
 Διὰ ταῦτα πάντα ὀκνῶ τοῦ μείζονος τὴν φωνήν, σὲ μᾶλλον ἢ τὸν λόγον
οἰκονομῶν. ὁ μὲν γὰρ λόγος ἀσφαλής, πάντῃ τῷ ὑπερέχοντι τοῦ αἰτίου
περιφρουρούμενος· σὺ δὲ εὐπολιόρκητος καὶ εὐάλωτος, Σπαρτιάτης
ἀτεχ-
νῶς τὴν ἀμαθίαν τυγχάνων καὶ οὐδ' ἀσπίδι τὸ σῶμα φρουρῶν, ἀλλὰ σο-
βαρὸν τὸ ἦθος τοῖς ἐναντίοις ἐπιδεικνύς. πῶς γὰρ οὐκ ἀμαθής, διχοτομῶν

ἢ τέμνων τὰ ὁμοούσια, τὴν μίαν διαιρῶν φύσιν τῷ μᾶλλον καὶ τῷ ἧττον;


εἰπὲ γάρ, πρὸς τῆς τριάδος αὐτῆς, ἣν πρεσβεύειν δοκεῖς· τίνος τῶν
πάντων φιλοσόφων ἀκήκοας ὅτι ἔστιν οὐσία μείζων οὐσίας κατ' αὐτὸ
τὸ εἶναι; μὴ γάρ μοι ἐνταῦθα τὰς τῶν χρωμάτων προσαρμόσῃς διαφορὰς
ἢ τὰς ἄλλας ποιότητας, ἀλλὰ γυμνὴν αὐτὴν τὴν οὐσίαν τῶν οὐσιωδῶν
καὶ ἐπουσιωδῶν ἀποκαλύψας παράστησον. ἆρ' οὖν ἔχεις εἰπεῖν ὅτι
τοιαύτης οὐσίας τὸ μὲν ἔστι μᾶλλον κατὰ τὸ εἶναι, τὸ δὲ ἔλαττον, καὶ
διαφέρει τοῦτο ἐκείνου κατὰ τὴν ὕπαρξιν; ὡς φορτικῶς ἄγαν σὺ ταῖς

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 13, chapter 5, section 7, line 10

         Ὁ δὲ τοῦ Βαϊμούντου ἀδελφὸς Γίδος, τὰ ξυμβάντα πυθόμενος παρ'


αὐτῶν, ἄλλην ἐτράπετο
171

καὶ στρατιώτας γενναίους τῶν ὑπ' αὐτὸν διελόμενος πρὸς


Ἱεριχὼ καὶ τὰ Κάνινα ἐξέπεμψε. Καταλαβόντες οὖν τὰ
ὑπὸ τοῦ Κεκαυμένου Μιχαὴλ τηρούμενα τέμπη (ἐκεῖνον
γὰρ φύλακα τούτων ἐπέστησεν ὁ αὐτοκράτωρ) καὶ συμμάχῳ
τῷ τόπῳ χρησάμενοι καὶ θαρρήσαντες τρέπουσι ξυμβαλόντες
κατὰ κράτος. Ἀνὴρ γὰρ Κελτός, ἐπὰν ἐν στενωπῷ τοῖς
ἐχθροῖς ἐντύχοι, ἀκάθεκτος γίνεται, ὥσπερ ἐν πεδιάσι λίαν
εὐάλωτος.
Θαρσήσαντες οὖν ὡς πρὸς τὸν Καντακουζηνὸν
αὖθις ἐπανατρέχουσιν. Ἐπεὶ δὲ τὸν τόπον, οὗπερ ἔφθασεν
ὁ Καντακουζηνός, ὡς εἴπομεν, τὸν χάρακα πήξασθαι, μὴ
προσβοηθοῦντα τούτοις ἐγνώκεσαν, δειλιάσαντες ἀνεβά-
λοντο τὴν μάχην. Ὁ δέ, αὐτῶν αἰσθόμενος τῆς ἐφόδου, δι' ὅ-  
λης νυκτὸς ξυμπάσῃ στρατιᾷ τὴν τοῦ ποταμοῦ περαίαν
κατέλαβεν. Ἡλίου δὲ τοῦ ὁρίζοντος μήπω ὑπερκύψαντος,
αὐτός τε θωρακισάμενος καὶ ἅπαν ὁπλίσας τὸ στράτευμα,
τὴν μέσην τῆς παρατάξεως εἶχε χώραν προμετώπιος, οἱ
δὲ Τοῦρκοι ἐξ εὐωνύμου· ὁ δέ γε Ἀλανὸς Ῥωσμίκης τὸ

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 15, chapter 6, section 4, line 10

         Οὐκ ἀποπέμπεται δέ, ἀλλὰ δέχεται τούτου


τὴν ἱκεσίαν ὁ αὐτοκράτωρ καὶ παραχρῆμα τὸ ἀνακλητικὸν
ἠχῆσαι ἐπέταξε. Καὶ οὕτως ἀτρεμεῖν ἅπαντας παρεκελεύ-
σατο καὶ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἵστασθαι σχήματος μήτε τῶν ἵππων
ἀποβάντας μήτε τὰς σκευὰς τῶν ὑποζυγίων ἀποσάξαντας,
περιφραττομένους ἀσπίδι καὶ κυνέῃ καὶ δόρατι, καθά γε
καὶ πρότερον δι' ὅλης τῆς ὁδοιπορίας. Ταῦτα δὲ δι' οὐδὲν
ἄλλο τῷ αὐτοκράτορι ᾠκονόμητο, ἀλλ' ἵνα μὴ συγχύσεως
γενομένης πολλάκις τό τε σχῆμα τῆς παρατάξεως διασπα-
σθῇ κἀντεῦθεν εὐάλωτοι ἅπαντες γένωνται. Ἐδεδίει γὰρ
τοὺς Τούρκους πλῆθος πολὺ τούτους ὁρῶν καὶ ἁπανταχό-
θεν τῷ ῥωμαϊκῷ προσβάλλοντας στρατεύματι. Ἐν ἐπικαίρῳ
δὲ τόπῳ στὰς ὁ αὐτοκράτωρ τούς τε συγγενεῖς αὐτοῦ ἅπαν-
τας καὶ ἱκανοὺς τῶν στρατιωτῶν ἀπολεξάμενος ἐφ' ἑκάτερα
ἐπὶ κεφαλῆς μὲν αὐτὸς εἱστήκει, δεξιόθεν καὶ ἐξ εὐωνύμων
οἱ καθ' αἷμα καὶ ἐξ ἀγχιστείας αὐτῷ προσήκοντες καὶ τού-
τοις ἐχομένως μιγὰς τῶν στρατιωτῶν ἔκκριτος, κατάφρακ-
τοι ἅπαντες. Ὁ δὲ τῶν ὅπλων ἀποστίλβων πυρσὸς τὸν
ἀέρα πλέον καὶ τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος κατηύγαζε.
172

Theodorus Studites Scr. Eccl., Theol., Homilia in nativitatem Mariae


(olim sub auctore Joanne Damasceno) Vol. 96, p. 688, line 7

φαιδροτέρας νῦν τὰς ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς περιχαρείας


πως αἰσθόμενος; Ἆρα οὐχὶ καὶ πᾶσα ἡ κτίσις οἷον
ἐναβρύνεται ἐπ' ἐλπίδι τῆς ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίας,
ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ἀφθόρως κυούσης τὸν ἐλευ-  
θερωτὴν τοῦ κόσμου; Σκόπει καὶ τὰ ἑξῆς· φιλακροά-
μων ἔσο, ἀγαπητὲ, καὶ μὴ ἀποκνῇς πρὸς τὴν ἔρευ-
ναν. Ἄμελγε, φησὶ, γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον.
Κατάλληλος ὁ τόπος τῆς δικαίων προσευχῆς. Ἐν
παραδείσῳ προσευξάμενοι, παράδεισον ἔτεκον, πολὺ
τοῦ προτέρου μακαριώτερον. Ἐκεῖ ὄφις ψιθυρίσας,
εὐάλωτα τὴν Εὔαν ἐξηπάτησεν. Ἐνταῦθα Γαβριὴλ
ὁ ἀρχάγγελος ὁμιλήσας τῇ Μαρίᾳ εὐφρόσυνα, δι-
ετάραξεν, ἀλλ' οὐκ ἐξηπάτησεν. Ἐκεῖ ἡ τοῦ ὄφεως
ὑπακοὴ θάνατον τὸν ἀμειδῆ προεξένησεν. Ἐνταῦθα
ἡ πειθὼ τοῦ ἀγγέλου, ζωὴν τὴν ἀειχαρῆ τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἀντεισήγαγεν. Ἐκεῖ ἡ ἀπόφασις ὀδυνηρὰ τῇ ἐκ
παρακοῆς τικτούσῃ· ἐνταῦθα ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος
ἐπιφοίτησις, χαρμόσυνα τῇ ἐκπεφευγυίᾳ προφητικῶς
τὰς λυπικὰς ὠδῖνας. Ὢ τῆς ἐξαλλαγῆς τῶν πραττο-
μένων! ὢ τῆς καινότητος τῶν τελουμένων! Τὰ ἀρ-
χαῖα παρῆλθε (λελέχθω κἀνταῦθα), ἰδοὺ γέγονε τὰ

Theodorus Studites Scr. Eccl., Theol., Epistulae Epistle 199, line 8

Βασσιανῷ τέκνῳ

 Ἔμαθον οἷα συνέβη ἐπὶ τῶν ἀδελφῶν, ὦ τέκνον, καὶ ὡς αὐτὸς


ἐναπέμεινας, μὴ ἐπιζητηθείς, ὅπερ οὐκ εἰς ἧττάν σου, ἀλλ' εἰς οἰ-
κονομίαν παρὰ θεοῦ γεγενημένον. πλὴν ἐμπαράσκευος ἔσο· οὐκ
οἶδας γὰρ ποίᾳ ὥρᾳ κελεύει σε ὁ θεὸς παραστῆναι τοῖς κολασταῖς.
μὴ οὖν δειλιάσῃς τῇ περὶ τὸν Λουκιανὸν πτώσει καὶ τῇ τῶν ἄλλων
δειλοκοπίᾳ· ἀμφότεροι γὰρ κατὰ τὰς ἁμαρτίας μου ἐλεεινοί, ἀπα-
ρασκεύαστοι, εὐάλωτοι τῷ διαβόλῳ, φειδοῖ τῆς σαρκὸς ἀπολέσαντες
τὰ αἰώνια· οὓς ἐγειρεῖ Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς ἀξιολόγου μετα-
173

νοίας. σὺ οὖν ὡς καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ συγκακοπάθησον τοῖς


συνάθλοις σου, μεθ' ὧν καὶ ἠσφαλίσθης, μεθ' ὧν καὶ κατελογίσθης·
τίνων τούτων; Θαδδαίου τοῦ ἁγίου μάρτυρος, Δωροθέου καὶ Βησσα-
ρίωνος καὶ Ἰακώβου, τοῦ νεολέκτου στρατοῦ τοῦ Χριστοῦ. ἐξῆλθεν
(ὃ καὶ ἐλεεινὸν εἰπεῖν καὶ ἀληθὲς λέξαι) Ἰούδας καὶ ἀντεισῆλθεν
Ματθίας.
 Μὴ οὖν φοβηθῇς τὰς βασάνους τῶν ἀνόμων, ὅτι θεὸς ὁ συγκου-
φίζων τοὺς πόνους, ὁ συντυπτόμενος. βέλος νηπίων ἐγενήθησαν αἱ
πληγαὶ αὐτῶν, ὡς γέγραπται, τοῖς ἀδελφοῖς σου· μὴ οὐκ ἰσόσαρκοί

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina Chapter 2, poem 198,
line 212

Φρικτὸς σοβαρὸς δυσμενὴς ὑποστρέφων,


Λύπης καταιγὶς, τῇ ψυχῇ μέγας κλύδων.
Οὐκοῦν φυλακῆς ἀσφαλοῦς δεῖ τῷ βίῳ·
Σατὰν πονηρὸς καὶ κρατὴρ ζέων μέθης
Τὴν σαρκικὴν πύρωσιν ἐξάπτει τάχος·
Ἡ τῶν μαχητῶν πρὸς τὰ φαῦλα γυμνότης
Ποιεῖ τὸν ἐχθρὸν ἀκρατῆ πρὸς τὴν μάχην·
Μάχης ὁ καιρὸς οὐ κατά τινα χρόνον,
Ἀλλ' οὖν ἐσαεὶ προσδοκᾶν ταύτην δέον·
Ὁ γὰρ μεριμνῶν καὶ παρεσκευασμένος
Οὐκ ἔστιν εὐάλωτος ἐχθροῖς ἐν μάχαις.
Σατὰν ἐπαρθεὶς τοῦ προσήκοντος πλέον  
Ὑπῆλθε τῆς γῆς τοὺς μυχοὺς τοὺς ἐσχάτους,
Καὶ νοῦς ὁ τοπρὶν προσλαβεῖν σέλας θέλων
Ζόφος πεσὼν ἄνωθεν εὑρέθη μέγας·
Ἂν ἐνθυμηθῇς τῆς γεέννης τὴν φλόγα
Τὴν σαρκικὴν πύρωσιν εὐθέως σβέσεις.
Ὢ τῶν πονηρῶν τοῦ Σατὰν βουλευμάτων!
Γέλωτα κινεῖ ταῖς προσευχαῖς πολλάκις,
Καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν τὸν θεὸν φύρει σχέσιν.
Νήφειν σε λοιπὸν οὐκ ἀναπίπτειν δέον·

Basilius Scr. Eccl., Sermones xli P. 117, line 25

εὐγένειαν, οὐδὲ περιστάσεσι βιαίοις τὴν ἐλευθερίαν


ἐνόθευεν. Οὐ γὰρ συμμετέβαλε τὴν γνώμην τοῖς
174

πράγμασιν, οὐδὲ δουλείας συνηθείᾳ κατὰ μικρὸν


τὴν ἐλευθερίαν ἐσύλησε· ἀλλ' ἦν καὶ δουλεύων τῆς
Ἀβραὰμ εὐγενείας ἀπόγονος· διεδέχετο δὲ τῶν
ἀδελφῶν τὸ μῖσος, δεσποίνης ἐχούσης ἀκόλαστον
φίλτρον τοῦ μίσους τραχύτερον. Καὶ πάλιν ἀγῶ-
νες, καὶ σκάμματα, καὶ Ἰωσὴφ στεφανούμενος.
Ὁ μὲν οὖν ἀγὼν τοσοῦτος. Ὁ δὲ παλαίων, μει-
ράκιον· ἡλικία, σωφροσύνης προδότις, πρὸς ἡδο-
νῆς βίαν εὐάλωτος· δουλείας ταπείνωσις, γενναίου
καταστέλλουσα φρόνημα· δεσποίνης συνεχεῖς κο-
λακίαι ταῖς ἐλπίσι τὸν τόνον ἐκλύουσαι. Καὶ
σιωπῶ τὰς ἔξωθεν, ὡς γυναικὸς, μηχανὰς χρωμά-
των, ῥημάτων, σχημάτων, τὰς δι' ὀμμάτων ἀπάτας,
τὰς δι' ὀσφρήσεως λίθους, τὰς δι' ἀκοῶν τῆς ψυ-  
χῆς· πολιορκίας, τὰς διὰ φύσεως κλάσεις τοῦ σώμα-
τος. Δι' ὅλων γὰρ ὥδευε τῶν αἰσθητηρίων τὰ θέλγειν
ἰσχύοντα· πάντα δὲ πρὸς ἕνα σκοπὸν τὸν νέον ἐφέ-
ροντο. Ἀλλ' ὁ τοσούτοις οὕτως πανταχόθεν
βαλλόμενος,

Romanus Melodus Hymnographus, Cantica Hymn 45, section 12, line 9

  κα[ὶ νική]σω σε    καὶ ἐκβάλω σε    τῆς ἀρχῆς ἧς κέκτησαι,


  ἡ [ζωὴ καὶ ἀνάστασις].
Ὅλην τὴν χάριν τῆς ζωῆς    εἶχεν Ἀδὰμ τῆς ἀφθάρτου    [ὅσπερ] παρήχθη
ἐν πρώτοις·
  ζωὴ δὲ ἐνυπόστατος    ἐγὼ πέ[λω    ὁ] ποιήσας τὰ σύμπαντα,
 ἀλλὰ σύ, Ἅιδη ⏑–    τὸ πρὶν οὐκ ἦς,    [οὐ]δὲ Θανάτου ὑπόστασις·
  ἁμαρτίας δὲ δεινῆς    πάθος ἐκεῖ[νον] καὶ σὲ ἀπεγέννησε·
διόπερ οὖν ὁ Ἀδὰμ    ἀπάτῃ [τοῦ πλά]νου
  δουλωθεὶς τῇ ἁμαρτίᾳ
καὶ ὑποχείριος    γέγονε καὶ αἰχμάλωτος
  σοί τε αὐτῷ    καὶ Θανάτῳ τῷ πικρῷ·    ὅθεν ὑπάρχετε
  ἀνυπόστατοι    καὶ εὐάλωτοι·    πῶς οὖν ἐκρατήσατε
  τὴν ζωὴν καὶ ἀνάστασιν;  
Ὑπὸ ἀνοίας ἐπαρθείς,    τοὺς ἐξ Ἀδὰμ γεννηθέντας    ὡς ἁμαρτίας
μετόχους
  ἐκράτεις καὶ συνέκλειες    ὡς πατρῷον    ἐποφείλοντας ὄφλημα·
 ἀλλὰ ἦν ἔνοχός σοι    πᾶς ἐξ Ἀδὰμ    ἐν ἁμαρτίαις τικτόμενος,
  ἐκ φθορᾶς ὁ γεννηθεὶς    καὶ συνουσίας ἀνδρὸς καὶ ἐκ μίξεως·
ἐγὼ δὲ τούτων εἰμὶ    ἐλεύθερος πάντων,
175

  ἁμαρτίας, συνουσίας·
κἂν γὰρ γεγένημαι    ἄνθρωπος, ὡς ἠθέλησα,
  παρθενικὴ    ἀπεκύησε γαστὴρ    τὸν ἀναμάρτητον,
  καὶ τὸ αἷμά μου    τῷ γεννήσαντι    ὑπὲρ πάντων δέδωκα,

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 95, p.
1132, line 32

καὶ παρ' ἑτέροις τὰ χρήματα. Αὐτὸς ἐν ᾅδῃ κολάζε-


ται, καὶ ἄλλοι πολλάκις ἐν τοῖς αὐτοῦ τρυφῶντες
ψάλλουσι· πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος
ζῶν. Ἄνθρωπος, τὸ τῆς ζωῆς πρόσκαιρον δάνεισμα,
τὸ τοῦ θανάτου ἀνυπέρθετον ὄφλημα, τὸ ἐκ προαιρέ-
σεως ἀδάμαστον ζῶον, τὸ αὐτοδίδακτον πονήρευμα,
τὸ αὐτοματὲς ἐπιβούλευμα, τὸ εὔτεχνον εἰς κακουρ-
γίαν, τὸ εὐμήχανον εἰς ἀδικίαν, τὸ ἕτοιμον εἰς
πλεονεξίαν, τὸ ἀκόρεστον εἰς ἀπληστίαν, τὸ ὑπέρ-
κομπον πνεῦμα, τὸ μεγαλοῤῥῆμον θράσος, τὸ εὐ-
διάλλακτον φρύαγμα, τὸ εὐάλωτον τόλμημα· ὁ πηλὸς
ὁ αὐθάδης, ἡ κόνις ἡ μεγαλόφρων, ἡ σποδὸς ἡ πε-
φυσιωμένη, ὁ σπινθὴρ εὐκατάσβεστος, ἡ φλὸξ ἡ
εὐμάραντος, ὁ εὐρίπιστος λάχνος, τὸ ἑτοιμόφθορον
φύλλον, ὁ εὐξήραντος χόρτος, ἡ εὐνέκρωτος χλόη, ἡ
ἀεὶ δαπάνητος φύσις. Ὁ σήμερον ἀπειλῶν, καὶ αὔ-
ριον τελευτῶν· ὁ σήμερον ἐν πλούτῳ, καὶ αὔριον ἐν
τάφῳ· ὁ σήμερον ἐν διαδήματι, καὶ αὔριον ἐν
μνήματι· ὁ σήμερον ἐν κόλαξι, καὶ αὔριον ἐν σκώ-
ληξιν· ὁ σήμερον ἐν θησαυροῖς, καὶ αὔριον ἐν σοροῖς·

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 95, p.
1572, line 12

λισσαν, καὶ μάθε ὅτι ἐργάτις ἐστί· τὴν δὲ ἐργασίαν


ὡς σεμνὴν ποιεῖ. Ἧς τοὺς πόνους βασιλεῖς καὶ ἰδιῶ-
ται πρὸς ὑγείαν προσφέρονται. Ποθεινὴ δέ ἐστι πᾶσι,
καὶ ἐπίδοξος, καίπερ οὖσα ἐν ῥώμῃ ἀσθενής.»
 »Τέσσαρά ἐστιν ἐλάχιστα ἐπὶ τῆς γῆς· ταῦτα δέ
ἐστι σοφώτερα τῶν σοφῶν· οἱ μύρμηκες, οἷς μή ἐστιν
ἰσχὺς, καὶ ἑτοιμάζεται θέρους τὴν τροφήν· καὶ οἱ
176

χοιρόγρυλλοι ἔθνος οὐκ ἰσχυρὸν, οἳ ἐποιήσαντο ἐν πέ-


τραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους. Ἀβασίλευτός ἐστιν ἡ
ἀκρὶς, ἐκστρατεύει ἀφ' ἑνὸς κελεύσματος· καὶ καλα-
βώτης χερσὶν ἐρειδόμενος, καὶ εὐάλωτος ὢν, κατοι-
κεῖ ἐν ὀχυρώμασι βασιλέων. Τρία ἐστὶν ἃ εὐόδως
πορεύονται, καὶ τὸ τέταρτον ὃ καλῶς διαβαίνει·
σκύμνος λέοντος ἰσχυρότερος κτηνῶν, ὃς οὐκ ἀπο-
στρέψεται, οὐδὲ καταπτήσσει κτῆνος, καὶ ἀλεκτρυὼν
ἐμπεριπατῶν ἐν θηλείαις εὔψυχος, καὶ τράγος ἡγού-
μενος αἰπολίου.»

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum Vol. 2, p. 79,


line 5

ἀκηκοὼς καὶ αὐτὸς πρὸς ἀντιπαράταξιν ηὐτρεπίσθη. καὶ στρα-


τιὰν καὶ στρατηγὸν οὐκ ἀξιόμαχον πρὸς αὐτὸν ἀποστέλλει, ᾗ τινὶ
συρραγεὶς ὁ Θωμᾶς ἄρδην ἠφάνισε, μέρος μὲν τῆς δυνάμεως
ἀνελών, τὸ δ' ἄλλο τρεψάμενος εἰς φυγήν. καὶ λοιπὸν ἀδείας
τυχὼν διετίθετο τὰ καθ' ἑαυτὸν κραταιότερον, ναῦς ἐξαρτύων
πολεμικὰς καὶ ἑτέρας σιταγωγοὺς καὶ ἱππαγωγούς. γίνεται δὲ καὶ  
τοῦ βασιλικοῦ στόλου κύριος, καὶ πρὸς τὴν Λέσβον ἅπαν ἀθροίζει
τὸ ναυτικόν. αὐτὸς δὲ ὀκτὼ μυριάδων ἄρχων στρατοῦ ἐπὶ Ἄβυ-
δον ἥκει ὡς ἐκεῖθεν εἰς τὴν περαίαν διαβησόμενος, πάντα τὰ ἐν
παρόδῳ καταδραμών, καὶ σποδὸν ποιήσας οὐ τὰ ταπεινὰ καὶ εὐ-
χείρωτα καὶ εὐάλωτα ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπικαιρότατα καὶ δυσάλωτα.
ἦν δέ τι χωρίον ἐρυμνὸν τὴν εἰς τὸν βασιλέα πίστιν τηροῦν, καὶ
ἐπ' αὐτῷ τὸν εἰσποίητον ἐκπέμπει υἱόν· ὁ δὲ θρασέως ἱππαζόμε-
νος καὶ ἀτάκτως τῷ οἴεσθαι γυμνὸν ἀντιπάλων εἶναι τὸ χωρίον
λόχῳ δή τινι περιπίπτει τοῦ Ὀλβιανοῦ, καὶ τὴν κεφαλὴν ἀποτμη-
θεὶς ἔμαθε μὴ θρασύνεσθαι. τὴν μὲν κεφαλὴν τοῦ δειλαίου ἐκεί-
νου ἔπεμψε τῷ βασιλεῖ ὁ Ὀλβιανός, οὗτος δὲ πάλιν Θωμᾷ τῷ
ἐκείνου πατρὶ μετὰ βρυάγματος βαίνοντι καὶ μεγαλαυχουμένῳ.
ἥνπερ οὗτος δεξάμενος, καὶ κατὰ μηδὲν τοῦ φρονήματος ὑπενδούς,
πρὸς τὴν Θρᾴκην ἀπὸ τοῦ χωρίου ὃ καλοῦσιν Ὁρκώσιον περαιοῦ-
ται, νύκτα κατατηρήσας συνοδικήν.

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum


Vol. 2, p. 370, line 9

χαλεπωτάτων, ἡ τοῦ τείχους κτίσις τῶν παλατίων. πολλὰ γὰρ


177

ἔργα κύκλῳ ὄντα τοῦ παλατίου, εἰς κάλλος καὶ μέγεθος ἐξειρ-  
γασμένα, καταστρεψάμενος ἀκρόπολιν καὶ τυραννεῖον κατὰ τῶν
ἀθλίων πολιτῶν ἀπειργάσατο, ἀποθήκας καὶ σιτοβολῶνας ἔνδο-
θεν καὶ ἰπνοὺς καὶ κλιβάνους ἐργασάμενος καὶ πληρώσας εἰδῶν.
προτεθέσπιστο γὰρ αὐτῷ ἔνδοθεν τοῦ παλατίου ἀποθανεῖν, ἠγνόει
δ', ὡς ἔοικεν, ὡς εἰ μὴ κύριος φυλάξει πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύ-
πνησεν ὁ φυλάσσων. ὅτε γὰρ τὸ τεῖχος τοῦ παλατίου κατεσκευά-
ζετο, μιᾷ τῶν νυκτῶν ἀνὰ τὴν θάλασσαν ὑποπλέων τις ἐξεβόησεν
“ὦ βασιλεῦ, ὑψοῖς τὰ τείχη, κἂν μέχρι πόλου φθάσῃς, ἔνδον τὸ
κακόν, εὐάλωτος ἡ πόλις.” πολλὰ δὲ ἀναζητηθεὶς ὁ τοῦτο εἰπὼν
οὐχ εὑρέθη. τοῦ τείχους γὰρ τελειωθέντος, τότε συνέβη καὶ αὐ-
τὸν κατ' αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἀποθανεῖν, ὁπηνίκα τὰς κλεῖς ὁ τὴν
ἐπιμέλειαν ἐπιτετραμμένος φέρων αὐτῷ ἐνεχείρισε.
 Προσεγένετο δὲ τοῖς εἰρημένοις καὶ ἕτερον, ὅπερ ἐπὶ πλέον
ἐξῆρε τὸ κατ' αὐτοῦ μῖσος. συμβολῆς γενομένης κατ' αὐτὴν τὴν
ἑορτὴν τοῦ ἁγίου πάσχα μέσον πλωΐμων καὶ Ἀρμενίων πολὺς ἀν-
θρώπων ἐγένετο φθόρος, μικροῦ δ' ἂν ἀπεβίω καὶ ὁ μάγιστρος
Σισίνιος καὶ ἔπαρχος. διεδέδοτο δὲ φήμη ἐκ τούτου ὡς χαλεπαί-
νων τοῖς πολίταις ὁ Νικηφόρος, ὡς αἰτίοις τάχα τῆς ἀταξίας, ἐν
ἡμέρᾳ ἱπποδρομίας μέλλει σαγηνεύσας τὸν δῆμον τιμωρήσασθαι.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis Vol. 1, p.


166, line 10

τῶν νόμων ἀκριβὴς φύλαξ καὶ πάντας τοὺς πολεμίους ἐχειρώσατο.  


ὀλίγοις τέ τισι πταίσμασι τοῦ σώματος πιεσθεὶς θείαις ἐπαι-
δεύετο μάστιξι. πρὸς γὰρ τῶν ἑαυτοῦ παίδων μικροῦ δεῖν τῆς
βασιλείας ἐξέπεσεν γέλως τε τοῖς πολεμίοις ἀπεδείχθη. καὶ ταῦτα
μὲν μετανοίᾳ καὶ δάκρυσιν ἐθεράπευσεν.
6. (18, 3). Ὅτι Σολομῶν ὁ υἱὸς Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς Ἰουδαίων
φρονήσει τε καὶ δυνάμει καὶ πλούτῳ δυνατὸς καὶ περιφανὴς ἦν.
δικάζων τε τῷ λαῷ ἐν φρονήσει καὶ σοφίᾳ τοῦ κρείττονος οὐ διέ-
λειπεν ἤσκει τε πᾶσαν σοφίαν θείας χάριτος γέμουσαν καὶ τῆς
διδασκαλίας ἀκροατὰς πλείστους τῆς ἰδίας ἐποιεῖτο. ταῦτά τε
καὶ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενος τῷ τῆς φύσεως εὐαλώτῳ περὶ τὰς
τοῦ σώματος ἡδονὰς ὑπαγόμενος ἄγεται μὲν γυναῖκας χιλίας τὸν
ἀριθμόν, πείθεται δὲ ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γενέσθαι. διὸ
προσέταξεν ὁ θεὸς μερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν, οὐκ ἐπὶ τῶν
χρόνων αὐτοῦ διὰ μνήμην Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀλλὰ μετὰ
τὴν αὐτοῦ τελευτήν.
7. (21). Ὅτι Σθενέβοια ἡ Προίτου γυνὴ φιλήσασα τὸν Βελλε-
178

ροφόντην καὶ μὴ ἐπιτυχοῦσα διὰ τὴν τούτου σωφροσύνην τοὐναν-


τίον διέβαλεν αὐτὸν τῷ Προίτῳ, ὡς βουλόμενον αὐτὴν μοιχεῦσαι.
καὶ ἀγανακτήσας ὁ Προῖτος ἔπεμψεν αὐτὸν τῷ Ἰοβάτῃ τῷ πατρὶ
τῆς Σθενεβοίας, ἵνα ἐκεῖνος αὐτὸν φονεύσῃ. ὁ γὰρ Προῖτος

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis Vol. 1, p.


180, line 8

ὑπὸ τῶν δούλων καὶ τῶν γυναικῶν, αἷς συνεκάθευδεν, ἐκακύνετο.


περιφανέστατα γὰρ ἐγυναικοκρατήθη καὶ ἐδουλοκρατήθη, ἅτε ἐκ
παίδων ἐν ἀσφαλείᾳ καὶ ἐν φόβῳ τραφείς. καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ  
πλέον τῆς ἀληθείας εὐήθειαν προσεποιεῖτο, ὅπερ τοῦτο καὶ αὐ-
τὸς ὡμολόγησεν. καὶ πολὺν μὲν χρόνον τῇ τηθῇ τῇ Λιουίᾳ,
πολὺν δὲ καὶ τῇ μητρὶ τῇ Ἀντωνίᾳ τοῖς τε ἀπελευθέροις συν-
διαιτηθεὶς καὶ προσέτι καὶ ἐν συνουσίαις γυναικῶν πλείοσι γενό-
μενος οὐδὲν ἐλευθεροπρεπὲς ἐκέκτητο. ἐπετίθεντο δὲ αὐτῷ ἔν τε
τοῖς συμποσίοις μάλιστα καὶ ἐν ταῖς συμμίξεσιν. πάνυ γὰρ
ἀπλήστως ἐν ἀμφοτέροις διέκειτο καὶ ἦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ εὐά-
λωτος. πρὸς δὲ καὶ δειλίαν εἶχεν, ὑφ' ἧς πολλάκις ἐκπληττόμενος
οὐδὲν τῶν προσηκόντων ἐξελογίζετο. ἐκεῖνόν τε γὰρ ἐκφοβοῦντες
ἐξεκαρποῦντο καὶ τοῖς ἄλλοις δέος ἐνέβαλλον. τοιοῦτος οὖν δή τις
ὢν οὐκ ὀλίγα καὶ δεόντως ἔπραττεν, ὁσάκις ἔξω τῶν εἰρημένων
παθῶν ἐγίνετο.
25. (88). Ὅτι ὁ αὐτὸς ταῖς ὁπλομαχίαις ἀκορέστως προσκεί-
μενος οὐ μόνον τὰ τῶν δοριαλώτων καὶ κατακρίτων κατανήλισκε
σώματα, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀπελευθέρων. ταῖς τε τῆς γαμετῆς Βα-
λερίας Μεσσαλίνης γυναίου ἀκολάστου καὶ τυραννικοῦ διαβολαῖς
ὑπαγόμενος συχνοὺς τῶν ἐπισήμων τῆς βουλῆς διέφθειρεν. ἀπεί-
χετο δὲ οὐδὲ τῶν ἀφ' αἵματος. καὶ γὰρ τούτων

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis Vol. 2, p.


335, line 21

ὁμοίων ἐδουλοκρατήθη τε καὶ ἐγυναικοκρατήθη· ἅτε γὰρ ἐκ παίδων


ἔν τε νοσηλείᾳ καὶ ἐν φόβῳ πολλῷ τραφείς, καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πλεῖον
τῆς ἀληθείας εὐήθειαν προσποιησάμενος, ὅπερ που καὶ αὐτὸς
ὡμολόγησε, καὶ πολὺν μὲν χρόνον τῇ τήθῃ Λιβίᾳ πολὺν δὲ καὶ
τῇ μητρὶ Ἀντωνίᾳ τοῖς τε ἀπελευθέροις συνδιαιτηθείς, καὶ προς-
έτι καὶ ἐν συνουσίαις γυναικῶν πλείοσι γενόμενος, οὐδὲν ἐλευθερο-
πρεπὲς ἐκέκτητο, ἀλλὰ καίπερ καὶ τῶν Ῥωμαίων ἁπάντων καὶ
179

τῶν ὑπηκόων αὐτῶν κρατῶν ἐδεδούλωτο. ἐπετίθεντο δ' οὖν αὐτῷ


ἔν τε τοῖς πότοις μάλιστα καὶ ἐν ταῖς μίξεσι· πάνυ γὰρ ἀπλήστως
ἀμφοτέροις σφίσι προσέκειτο, καὶ μὴν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ εὐαλω-
τότατος. πρὸς δὲ καὶ δειλίαν εἶχεν, ὑφ' ἧς πολλάκις ἐκπληττό-
μενος οὐδὲν τῶν προσηκόντων ἐξελογίζετο. καὶ αὐτοῦ καὶ τοῦτο
προσλαμβάνοντες οὐκ ἐλάχιστα κατειργάζοντο. καὶ ἐκεῖνον γὰρ
ἐκφοβοῦντες ἐξεκαρποῦντο, καὶ τοῖς ἄλλοις τοσοῦτον δέος ἐνέβαλλον
ὥσθ', ἵνα συλλαβὼν εἴπω, πολλοὶ ἐπὶ δεῖπνον ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ
ὑπό τε Κλαυδίου καὶ ὑπ' αὐτῶν καλούμενοι τὸν μὲν ὡς καὶ κατ'
ἄλλο τι παρίεντο, πρὸς δὲ ἐκείνους ἐφοίτων.  
Τοιοῦτος οὖν δή τις, ὥς γε συνελόντι εἰπεῖν, ὢν οὐκ ὀλίγα
καὶ δεόντως ἔπραττεν, ὁσάκις ἔξω τε τῶν προειρημένων παθῶν
ἐγίγνετο καὶ ἑαυτοῦ ἐκράτει.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis P. 385, line 2

400. Ὅτι Ἀχαιὸς ὁ τοῦ βασιλέως Ἀντιόχου σύμβουλος τοῖς


πραττομένοις ὑπὸ τῶν δραπετῶν οὐκ εὐαρεστούμενος ἐπετίμα τε
τοῖς τολμωμένοις ὑπ' αὐτῶν καὶ μάλα θρασέως προέλεγεν ὅτι
συντόμου τεύξονται τιμωρίας. ὃν ὁ Εὔνους παρρησιαζόμενον το-
σοῦτον ἀπέσχε τοῦ θανάτῳ περιβαλεῖν ὥστε οὐ μόνον ἐδωρήσατο
τὴν τῶν δεσποτῶν οἰκίαν, ἀλλὰ καὶ σύμβουλον ἐποιήσατο.
401. Ὅτι ἡ κατεπείγουσα χρεία καὶ σπάνις ἠνάγκαζε πάντα
δοκιμάζειν τοὺς ἀποστάτας δούλους, οὐ διδοῦσα τὴν τῶν κρειττό-
νων ἐκλογήν.  
402. Ὅτι ὑπῆρχεν οὐ διοσημείας δεόμενον τὸ συλλογίσασθαι
τῆς πόλεως τὸ εὐάλωτον. φανερὸν γὰρ ἦν καὶ τοῖς εὐηθεστάτοις
ὅτι τῶν τειχῶν διὰ τὴν πολυχρόνιον εἰρήνην κατερρυηκότων, καὶ
πολλῶν ἐξ αὐτῆς στρατιωτῶν ἀπολωλότων, ἔσται τῆς πόλεως εὐ-
κατόρθωτος ἡ πολιορκία.
403. Ὅτι ὁ Εὔνους ἐκτὸς βέλους ἐπιστατήσας τὴν δύναμιν
ἐβλασφήμει τοὺς Ῥωμαίους, ἀποφαινόμενος οὐχ ἑαυτοὺς ἀλλ' ἐκεί-
νους εἶναι δραπέτας τῶν κινδύνων. μίμους δὲ ἐξ ἀποστάσεως
τοῖς ἔνδον ἐπεδείκνυτο, δι' ὧν οἱ δοῦλοι τὰς τῶν ἰδίων κυρίων
ἀποστασίας ἐξεθεάτριζον, ὀνειδίζοντες αὐτῶν τὴν ὑπερηφανίαν καὶ
τὴν ὑπερβολὴν τῆς εἰς τὸν ὄλεθρον προαγούσης ὕβρεως.
404. Ὅτι τὰ ἐξηλλαγμένα δυστυχήματα, εἰ καί τινες πεπεις
180

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De strategematibus (olim sub


auctore Herone Byzantio) Wescher p. 212, line 14

ὀδοντωτοῖς οὖσιν, τούτους ἀνακαθαίρειν. καὶ πρὸς τὰς ἐπὶ βοθρεύ-


μασι τιθεμένας θύρας πρόπειραν ποιουμένους ταῖς δικέλλαις
ἀνασκάπτειν. Χρὴ δὲ καὶ τὰς ὑπὸ γῆν πρὸς τῷ τείχει γινομένας
ὑπορύξεις κρυφίας βαθείας πρὸς τοῖς θεμελίοις ποιεῖσθαι, καὶ
μὴ εἰς ὄψιν τῆς γῆς, ἵνα μὴ διαγνόντες οἱ πολέμιοι ἔνδον ἀντο-
ρύξωσι καὶ τῷ τείχει ἀντιτρυπήσαντες κάπνῳ ἢ ὕδατι τοὺς τὴν
ὀρυγὴν κατεργαζομένους ἀπολέσωσι.
 Τὸν δὲ βουλόμενον εὐκόπως πορθεῖν τὰς πόλεις, κατὰ Φίλωνα  
τὸν Ἀθηναῖον, δεῖ μάλιστα τρυγητοῦ ὄντος ἢ ἑορτῆς ἔξω τῆς πό-
λεως ἀγομένης ἀθρόαν τὴν ἐπίθεσιν ποιεῖσθαι· πλείστους γὰρ ἔξω
τότε χειρούμενον εὐάλωτον ἢ ὑπόφορον καὶ τὴν πόλιν ἐκ τῶν
λοιπῶν οἰκητόρων διὰ τὴν πρὸς αὐτοὺς στοργὴν ἢ συγγένειαν ἀνταλ-
λαττόμενον ἕξειν. Εἰ δὲ κατὰ κλοπὴν νυκτὸς τὴν πόλιν βουλό-
μεθα λαβεῖν τῶν πολιτῶν τὴν ἔλευσιν ἡμῶν ἀγνοούντων καὶ
ἀνελπίστων ὄντων, χειμῶνος καταλαβόντος ὅτε τῷ κρύει τούτων οἱ
πλείους ἐν ταῖς οἰκίαις συστέλλονται καὶ ἀπαράσκευοι πρὸς μά-
χην τυγχάνουσιν, ἢ πανδήμου ἑορτῆς ἐν τῇ πόλει τελουμένης καὶ τοῦ
πλήθους ἐπὶ τῇ τελετῇ παιγνίοις σχολάζοντος ἢ καταφόρου ὑπὸ
τῆς μέθης ὄντος, κλίμακας ποιήσαντες δερματίνας τῷ τείχει προς-
άξομεν, αἵτινες ῥάπτονται καθάπερ οἱ ἀσκοὶ καὶ τῇ ἀλοιφῇ
ἐμφραττόμεναι περὶ τὰς ῥαφὰς ἀναγεμίζονται

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De administrando imperio


Chapter 45, line 27

τῆς καρδίας, ἣν καὶ διά τινος σκεπάσματος ἐν τοῖς πολέμοις περιεφρού-


ρει. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπτοοῦντο τοῦτον καὶ ἐδεδίεισαν οἱ Πέρσαι, ὁ δὲ
νενίκηκέ τε αὐτοὺς καὶ αὐτῶν κατεκράτησεν, καὶ τοὺς συγγενεῖς ἐνῴκι-
σεν Ἴβηρας εἰς τὰς δυσκολίας, τὰς νῦν παρ' αὐτῶν κρατουμένας, ἐξ
ὧν καὶ κατ' ὀλίγον ἐπλατύνθησαν καὶ ηὐξήθησαν καὶ εἰς μέγα ἔθνος
ἐγένοντο. Εἶθ' οὕτως τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου κατὰ Περσίδος ἐκστρα-
τεύσαντος, ἡνώθησαν καὶ συνεταξίδευσαν αὐτῷ, καὶ ἔκτοτε ὑπέταξαν
τῷ φόβῳ Ἡρακλείου, τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων μᾶλλον, ἤπερ τῇ ἑαυτῶν
ἰσχύϊ καὶ δυνάμει πόλεις καὶ χώρας ἱκανὰς τῶν Περσῶν. Ἅπαξ γὰρ
τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου τοὺς Πέρσας τροπωσαμένου καὶ εἰς τὸ μηκέτι
εἶναι τὴν τούτων ἀρχὴν παραστήσαντος, εὐάλωτοι καὶ εὐχείρωτοι οὐ
μόνον τοῖς Ἴβηρσιν, ἀλλὰ καὶ τοῖς Σαρακηνοῖς οἱ Πέρσαι γεγόνασιν.
Διὰ δὲ τὸ κατάγεσθαι αὐτούς, ὡς αὐτοὶ λέγουσιν, ἐξ Ἱερουσαλὴμ διὰ
181

τὸ μεγάλην πίστιν ἔχουσιν ἐν αὐτοῖς καὶ ἐν τῷ τάφῳ τοῦ Κυρίου


ἡμῶν {ἡ} Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ κατά τινας καιροὺς ἀφθόνως ἀποστέλ-
λουσι χρήματα τῷ πατριάρχῃ τῆς ἁγίας πόλεως καὶ τοῖς ἐκεῖσε Χριστια-
νοῖς. Ὁ δὲ προρρηθεὶς Δαυίδ, ὁ τοῦ Σπανδιάτου ἀδελφός, ἐγέννησεν
υἱὸν τὸν Παγκράτιον, καὶ ὁ Παγκράτιος ἐγέννησεν υἱὸν τὸν Ἀσώτιον,
καὶ ὁ Ἀσώτιος ἐγέννησεν υἱὸν τὸν Ἀδρανασή, τὸν καὶ κουροπαλάτην
τιμηθέντα παρὰ Λέοντος, τοῦ φιλοχρίστου βασιλέως Ῥωμαίων. Ὁ δὲ
Σπανδιάτης, ὁ ἀδελφὸς τοῦ προρρηθέντος Δαυίδ, ἐτελεύτησεν ἄτεκνος.

Pseudo-Mauricius Tact., Strategicon (sub nomine Mauricii Imperatoris


vel Urbicii) Book 8, chapter 2, section 74, line 4

βουλόμεθα· πλείονος δέ, εἰ καὶ τὴν κτηθεῖσαν παρὰ τῶν πολεμίων γῆν
φυλάτ-
τειν ἐθέλοιμεν.  
 Πλείονας ἱππεῖς τῶν πεζῶν ἐχέτω μᾶλλον ὁ στρατηγός· οἱ μὲν γὰρ
πρὸς σταταίαν μάχην εἰσὶν ἐπιτήδειοι, οἱ δὲ καὶ πρὸς τὸ διώκειν εὐκόλως
καὶ
ὑποχωρεῖν εἰσι χρήσιμοι, καὶ κατίοντες τῶν ἵππων εὐκόλως
πεζομαχήσουσιν.
 Ἀγαθὸς στρατηγὸς πόλεμον δημόσιον, εἰ μὴ καιρῶν ἢ πραγμάτων κα-
ταλάβῃ περίστασις μεγίστη, πρὸς τοὺς ἐναντίους οὐ τίθεται.
 Ἄλλοις μὲν ἐπὶ τῆς παρατάξεως, ἄλλοις δὲ πρὸ τῆς συμπλοκῆς, ἄλλοις
παρὰ τὰς τῶν πολεμίων ἐντάξεις καὶ ἄλλοις σιτούμενος μὲν, ἄλλοις δὲ
καθεύδων
κεχρήσθω σχήμασιν, ὡς ἂν μήτε τοῖς ἐναντίοις, μήτε τοῖς ἄλλως
ἐπιβουλεύουσιν
εὐάλωτος. ἧς ὁ δὲ Καρχηδόνιος Ἀνίβας καὶ κόμῃ προσθετῇ καὶ πώγωνι
δια-
φόρῳ χρώμενος θειοτέρας εἶναι τοῖς βαρβάροις φύσεως ἐνομίζετο.
 Οὐ πρὸς τὴν ὅπλισιν μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ ἔθνη τὸν τόπον ἐπι-
λεγόμεθα. Πάρθοι μὲν γὰρ καὶ Γάλλοι πεδιάσιν εἰσὶν ἐπιτήδειοι, Σπάνοι
δὲ
καὶ Λίγουροι ἐν ὄρεσί τε καὶ λόφοις μάχονται κάλλιον, καὶ Βρετανοὶ ἐν
ὕλαις.
Γερμανοὶ δὲ τοῖς ἐλώδεσι χαίρουσι τόποις. Ὁποῖον ἂν τόπον ἐπιλέξηται ὁ
στρα-
τηγός, γνώριμον τοῦτον ποιείτω τοῖς στρατεύμασιν· οὕτως γὰρ ἂν
ἐκφεύξωνται
τῶν τόπων τοὺς δυσχερεῖς καὶ μετὰ θάρσους τοῖς πολεμίοις διὰ τὸ
182

γνωρίζειν τοὺς τόπους μαχήσονται.

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Chapter 34, line 16

εἰς αὐτὸ τὸ καίριον δόγμα τῆς ἐκκλησίας προς-


κόψασα καὶ τὴν λατρευτικὴν ἡμῶν προσκύ-
νησιν ἐπιθολώσασα, τὰ τῷ θεῷ πρέποντα τῇ
ἀψύχῳ ὕλῃ τῶν εἰκόνων προσάγεσθαι κατὰ τὸ
δοκοῦν ἐβεβαίωσεν.
 ἐν οἷς οὐκ ἔστιν αὐτοῖς λόγος τῇ ἑαυτῶν ματαιότητι συ-
στήσασθαι· πάλιν ἐπὶ τὰς βδελυρὰς τῶν καινῶν διδασκάλων
αἰσχρῶς καὶ ἀκόσμως φωνὰς τρέπονται (Ἐπιφανίδου γὰρ  
ἐκείνου καὶ ταῦτα τὰ ἀμβλώματα), ταυτόν, τι, ὥς γέ μοι
δοκεῖ, ποιοῦντες ὁποῖόν τινες γυμνοὶ καὶ ἄοπλοι πολεμισταὶ
ἐπί τι σαθρὸν καὶ εὐάλωτον καὶ τοῖς ἐναντίοις εὐχείρωτον
καταφεύγοντες φρούριον. πόθεν γὰρ αὐτοῖς ὁ λόγος ἐπικου-
ρούμενος τὸ ἀσφαλὲς ἕξει; ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου
σαρκώσεως καὶ κατὰ τὴν σάρκα τὸ ἀπερίγραπτον διὰ τὴν πρὸς
αὐτὸν ἕνωσιν καὶ ἀκατάληπτον προτείνουσιν, προφάσεις ἐν
ἁμαρτίαις προφασιζόμενοι. ἐπὶ δὲ τῆς παναγίας θεοτόκου καὶ
τῶν ἁγίων, τίνα αἰτίαν πρὸς ὕβριν παραστήσουσιν; τὸ ἀκατά-
ληπτον καὶ ἀπερίγραπτον οὐδαμῶς αὐτῶν ἐνταῦθα προστήσε-
ται, εἰ μὴ κἀκείνοις ὑπ' ἀναιδείας καὶ ἀλογίας οἱ ἐμβρόντητοι
ταῦτα προσνείμοιεν. ἡ λατρευτικὴ προσκύνησις τὴν
ἀνούστατον καὶ μανιώδη ἐξελέγχει φλυαρίαν·

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Chapter 172, line 23

ται λέγεσθαι τὰ μηδέποτε ζήσαντα) προσκυνητὰ παρεισά-


γουσιν, διαμοιχευσάσης διανοίας ἀπὸ τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου
θεοῦ, ὡς ἡ πολύκοινος πόρνη ἐπὶ πολλὴν ἀτοπίαν πολυμι-
ξίας ἐρεθισθεῖσα καὶ τὸ σωφρονεῖν ἀποτριψαμένη τῆς τοῦ
ἑνὸς ἀνδρὸς εὐνομίας. ναὶ μὴν ἅγιον ἦν τὸ σῶμα τῆς
Μαρίας, οὐ μὴν θεός· ναὶ δὴ θεοτόκος ἦν ἡ παρθένος καὶ
τετιμημένη, ἀλλ' οὐκ εἰς προσκύνησιν ἡμῖν δοθεῖσα, ἀλλὰ
προσκυνοῦσα τὸν ἐξ αὐτῆς σαρκὶ γεγεννημένον, ἀπ' οὐρανῶν
δὲ ἐκ κόλπων πατρῴων παραγενόμενον. καὶ τὰ μὲν Ἐπιφα-
183

νίου τοιαῦτα· ἐν οἷς τῆς μὲν γυναικείας καταγορεύει ἁπλό-


τητος, εὐάλωτον πρὸς ἐξαπάτην ἀρχῆθεν ἐχούσης τὴν φύσιν·
οὐ μὴν Χριστιανοὺς ἐκκεκλικότας καταιτιᾶται πρὸς εἴδωλα,
ὥσπερ οὐδὲ ἐν ἄλλοις γνησίοις αὐτοῦ βιβλίοις τὸ τοιοῦτον
καταληφθήσεται. ἀλλὰ πῶς τοῖς πανταχοῦ τὰ νεκρὰ προσφε-
ρομένοις συμφθέγγοιτο, ἐπεὶ μὴ ἀξιοῖ νεκρὰ τὰ εἴδωλα λέγε-
σθαι τῷ μὴ δὲ ζῆσαι ἤδη ποτέ; εἰ γοῦν κἀκεῖνα Ἐπιφανίου δοίη
τις, εἰς ἀντίφασιν τὸν ἄνδρα περιαγαγεῖν ἀναγκασθήσεται καὶ
τἀναντία ἑαυτῷ ἀποφαινόμενον, ὅπερ καὶ λέγειν ἄτοπον. καὶ ὃ
τούτων ἀτοπώτερον· εἰ γὰρ τεθνήκασιν οἱ προσκυνούμενοι,
ἐκβιασθήσεται ὅσον ἐπὶ τῷ λόγῳ τούτῳ ἐν τοῖς τεθνεῶσιν καὶ
νεκροῖς ἔτι οὖσιν συγκαταριθμεῖν τὸν Χριστόν,

Nicetas Choniates Hist., Scr. Eccl., Rhet., Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Halosis,pt1, p. 627, line of p. 13

καὶ πολλοὺς τῶν ἔνδον ὑποδικάζει τοῖς ξίφεσι, καὶ πάλαι μὲν ἐνσκολιευ-
όμενος τῇ πόλει καὶ τῇ ταύτης ἐφεδρεύων ἁλώσει καὶ βαρυμηνιῶν τοῖς
οἰκήτορσιν ὡς μηδ' ὅλως αὐτῷ ὑποκύπτουσιν μηδ' ὡς βασιλεῖ προς-
έχουσιν, ἀλλ' ὡς αἱμάτων ἄνδρα ἐκτρεπομένοις, καὶ τότε δὲ πρὸς πλείονα

θυμὸν ἐκκαυθεὶς ὑπὸ βαρβάρου φρονήματος οἷς τὸν Ἀσπιέτην Ἀλέξιον


εἰσῳκίσαντο, κἀκείνῳ μὲν ὡς ἀρχηγῷ ὑπέκειντο σφῶν, αὐτὸν δ' ἐπιόντα
μεθ' ὅπλων πολλαχῇ ἀπεκρούσαντο.
 Ἦν δ' ἂν ἡ πόλις ἥδε κακῶν ἀθιγής, εἰ καθ' ἑαυτὴν διεξήγετο, τοῦτο
μὲν ἠπίως προσφερομένη Λατίνοις, τοῦτο δὲ τὸν Μυσὸν Ἰωάννην
οὐκ ἐκτρεπομένη παντάπασι. νῦν δ' ἑπομένη τῇ μητρὶ παῖς, ἐξ ὧν
ἀκροσφαλὴς ἐκείνη γέγονε καὶ εὐάλωτος βασιλὶς οὖσα καὶ πασῶν ὑπερ-
κειμένη πόλεων, ἐκ τούτων δὴ καὶ αὕτη χείροσι κακοῖς προσωμίλησε,
καθ' ὅσον προνομαῖς ἐκδοθεῖσα καὶ μαχαίρας στόματι ἔτι καὶ προς-
καθῄρηται καὶ εἰς περιφανὲς ἐρείπιον κατηδάφισται, καθ' ἓν μόνον τοὺς
ὀφθαλμοὺς διαχέον τῶν θεωμένων, τὸ ἐκ ποδῶν ἀνηρτῆσθαι τὸν Ἀσπιέ-
την ἐπ' ἰθυτενοῦς σκόλοπος διατετορημένον τοὺς ἐπισφυρίους τένοντας
καὶ κάλως ἐπὶ τούτων δεξάμενον.
 Τὰ δ' ἐπὶ τούτοις, οὐκ ἔλαθον τὸν Ἰωάννην οἱ τῷ Ἀσπιέτῃ σύμ-
φρονες καὶ πρὸς ὕψος βασιλείας ἐκεῖνον κουφίσαντες· ὅθεν ὑφορώμενοι
μὴ δίκας δοῖεν ὡς ἀλλοπρόσαλλοι, ἀφίστανται λαμπρῶς. ἀμέλει καὶ
ἐκποδὼν χωρισθέντες οἱ μὲν προσίασι Θεοδώρῳ τῷ Λάσκαρι, τῶν

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Epistulae Epistle 14, line 7


184

Μυρωνίδης Δαμάλῳ

Τὸ ποίμνιον ἅπαν ὁ σὸς ἐλυμήνατο παῖς. τὸ κισσύβιον ἀεὶ πληρώσας τοῦ


γάλακτος ἐπὶ τὰς πλατάνους ὁ λωποδύτης χωρεῖ καὶ στιβάδα ποιήσας
ἀπεριμερίμνως ἀναπέπτωκε καὶ τὸν ἁβροδίαιτον βίον ἀσπάζεται. εἶτα τὴν

σύριγγα κομισάμενος ὥσπερ ἐπιδείπνιον ᾠδὴν τὴν εὐθυμίαν


προβάλλεται,
καὶ τοὺς ἀγροικικοὺς παραχαράττει θεσμούς. τὰ δὲ θρέμματα τῇδε
κἀκεῖσε διέσπαρται καὶ πρὸς ἔφοδόν ἐστιν εὐάλωτα. ναὶ δὴ καὶ τοὺς
ὄνθους εὐώνους διαπιπράσκει ὁ δείλαιος, καὶ Μυρωνίδην ἀδικῶν οὐκ  
αἰσχύνεται. εἱστίων χθὲς τὸν Τρυγίαν λαμπρῶς· ἰσχάδες γὰρ ἦν μοι καὶ
ἀκρίδες τὰ ὄψα. ὁ δὲ θεσπέσιος οὑτοσὶ νεανίας τῶν ἰσχάδων τὰς πλείστας

ἐκβέβρωκε καὶ τὰς ἀκρίδας οὐκ οἶδ' ὅπως ἐξερρόφησεν – ὁ δὲ Τρυγίας


ἐκεχήνει – καὶ μοῖράν τινα μετὰ κόρον κομίζεται οἴκαδε. ἀπίτω μοι
λοιπὸν τῶν ἀγρῶν ὁ Κλεινίας· τῶν γὰρ πόρρω κακῶν αἱρετώτερόν ἐστιν
ἀνέχεσθαι ἢ πολέμιον οἴκαδε τρέφειν κρυπτόμενον.

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Historiae Book-dialogue-index


4, chapter 4, section 14, line 1

τὰ προϋπηργμένα καλῶς κακῶς διατίθησιν, καὶ τῷ ἀνωμάλῳ


τοῦ κράτους τῷ τε ἀσυμφώνῳ τῆς στάσεως τὸ ἑνιαῖον καὶ
σύντονον τῆς ἀρχῆς διαλύσασα πάντα πάσχειν ἢ δρᾶν τοὺς
φιλοτυράννους ἠνάγκασεν. βασιλείας γὰρ σκάφος πολλοῖς
τοῖς πηδαλίοις οἰακιζόμενον μικρά τις σπιλάδος ἐπιδρομὴ  
κατεβάπτισεν, περισχιζομένης τῆς κυβερνήσεως πρὸς τὰς τῶν
πολλῶν ἀντιθέτους ἐπιβολάς, ἄλλοτε ἄλλου πρὸς τὸν οἰκεῖον
σκοπὸν ἐπειγομένου κυβερνᾶν τὸ ἀκάτιον. οὐκοῦν εἰ μὴ τοὺς
τυράννους ἀπολικμήσητε, τὴν βασιλείαν δουλαγωγήσητε, καὶ
παίγνιον τοῖς ἔθνεσιν ἔσεσθε τῷ ἀσυμφώνῳ τῆς τοῦ βίου
διαγωγῆς κατακληρωσάμενοι τὸ εὐάλωτον. ἔτι Βαρὰμ ἐν ποσίν,
ἔτι τοῖς ὅπλοις ἀκκίζεται, ἔτι τῆς ὕβρεως ἔχεται στρατεύσας κατὰ
τῆς Περσίδος τὴν μάχαιραν. τεθνάτω παρανάλωμα θηρίων
γινόμενος, μὴ τιμάσθω ὁ τούτου νεκρὸς τῇ ταφῇ, ἵνα μὴ
ταῖς λαγόσι τῆς γῆς σηπεδόνα ψυχῆς βδελυρᾶς κατασπείρητε.
ἀπογυμνούσθω τὴν κεφαλὴν καὶ Χοσρόης τοῦ διαδήματος.
οὐκ ἔστι βασιλικὸς τὴν ψυχήν, οὐκ ἀρχικῇ διανοίᾳ κεκόσμηται,
οὐκ ἐξουσιαστικὸν τούτου τὸ φρόνημα. ἀκάθεκτός ἐστι ταῖς
ὁρμαῖς, λυσσώδης πέφυκε τὸν θυμόν, ἀφιλάνθρωπον αὐτῷ
185

περικέχυται βλέμμα, οὐκ οἶδε νόμοις προνοίας σεμνύνεσθαι,


τὸν τρόπον ἐστὶν ἀγέρωχος, τὴν ὄρεξιν φιλήδονος πέφυκεν,

Joannes Zonaras Gramm., Hist., Epitome historiarum (lib. 13-18)


P. 637, line 4

εκτήσατο, τὸν δὲ ἀδελφόπαιδα Κουτλουμοὺς σὺν στρατιᾷ κατὰ


τῶν Ἀράβων ἐξέπεμψεν· ὁ δὲ ἡττηθεὶς ὑπέστρεφε καὶ διαπρε-
σβεύεται πρὸς τὸν τῆς Μηδίας ἄρχοντα (οὕτω δ' ἐκαλεῖτο πάλαι
τὸ Βαασπαρκᾶν), αἰτῶν παραχωρηθῆναι διὰ τῆς χώρας αὐτοῦ
διελθεῖν. ὁ δὲ τῆς χώρας ταύτης ἐκ βασιλέως ἄρχειν προχει-
ρισθεὶς οὐ μόνον οὐκ ἀνῆκε τούτῳ τὴν δίοδον, ἀλλὰ καὶ ἀντ-
ετάξατο κατ' αὐτοῦ καὶ συμβαλὼν ἡττᾶται καὶ πολλοὺς μὲν  
τῶν οἰκείων ἀπέβαλεν, ἥλω δ' αὐτός. ὁ γοῦν Κουτλουμοὺς
πρὸς τὸν Ταγγρολίπικα ἐπανελθὼν τὰ περὶ τοῦ κατὰ τὴν Μη-
δίαν διηγεῖτο πολέμου καὶ τῆς χώρας ἐξύμνει τὸ πάμφορον
καὶ προσετίθει εὐάλωτον εἶναι ταύτην, παρὰ γυναικῶν καρπου-
μένην, οὕτω καλῶν τοὺς μαχεσαμένους αὐτῷ. ὁ δὲ Ταγγρο-
λίπιξ αὐτῷ μὲν διὰ τὴν ἧτταν ἐμηνία, ἐκεῖνος δὲ κατὰ τῶν
Ἀράβων ἐχώρει. καὶ ὁ Κουτλουμοὺς δείσας ἀπέδρα μετὰ τῶν
σὺν αὐτῷ καὶ τὸ Πασάρ (πόλις δ' ἐστὶ τῶν Χορασμίων τουτί)
κατασχὼν ἀφίσταται τοῦ σουλτάν (οὕτω γὰρ ὁ Ταγγρολίπιξ
ὠνόμαστο) καὶ ἐπὶ πολὺ πρὸς τὸν θεῖον ἀντικαθίστατο πολιορ-
κοῦντα αὐτόν, διὰ δὲ τὴν τῆς πόλεως ὀχυρότητα μηδὲν ἀνύσαι
δυνάμενον. καὶ ὁ μὲν σουλτὰν τῇ πολιορκίᾳ τοῦ Πασὰρ προς-
ησχόλητο· στέλλει δὲ κατὰ Μηδίας Ἀσὰν σὺν ἀξιομάχῳ δυνάμει.
ὁ δὲ προσβαλὼν τῇ χώρᾳ καὶ συμμίξας Ῥωμαίοις,

Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter epsilon, p. 914,


line 31

 ρατον ἢ εὔληπτον.
Εὐαγές. ἁγνόν. εὐσεβές· ὅσιον· θειότατον. γέ-
 νους δὲ ἦν εὐαγοῦς.
Εὐαγγέλιον. τὸ τὰ κάλλιστα ἀπαγγέλλον. τὸ
 ἀγαθὰς ἀγγελίας [φέρον.] παρὰ τὸ εὖ μόριον
 καὶ τὸ ἀγγελία.
Εὐαφές. εὐμάλακτον. εὐψηλάφητον.
Εὐάφορα. εὐθεώρητα. εὔσκοπα. [κολωνὸν ἐπιλε-
 ξάμενος, ὑφ' οὗ τά τε ἔμπροσθεν καὶ τὰ κα-
 τόπιν εὐάφορα ἦν, λόχον ἐπ' αὐτοῦ ἔστησεν.]
186

Εὐάλωτον. εὐκόλως χειρούμενον.


Εὐάντυγα. εὐάξονα.  
Εὔβοτα. εὐτραφῆ. καλὰ βοσκήματα ἔχοντα. βο-
 τὰ γὰρ τὰ πρόβατα.

Joannes Anagnostes Hist., Poeta, De extremo Thessalonicensi excidio


narratio Section 11, line 30

ἀνακωχὴν ἔχουσαν ἱκανήν, ἡμῖν δὲ πόνον διηνεκῆ καὶ πό-


λεμον ἀδιάπαυστον. Πρῶτον μὲν γὰρ δεῖν ᾠήθησαν πρὸς
τὸν τῆς πόλεως ἅπαντα κύκλον διαγωνίζεσθαι, εἰ καὶ
πολὺς ἦν αὐτοῖς ὁ πόνος τοσαύτην διέρχεσθαι πόλιν καὶ
τοὺς σφῶν πρὸς τὸ πολεμεῖν γενναίως διανιστᾶν, εἴ ποτ'
ὀκλάσειαν· ἔπειτα δὲ διέκριναν εἰς μοίρας ἅπαν τὸ πλῆ-
θος, ὥστ' ἔχειν ἀλλήλους διαναπαύειν τοῦ κόπου τῇ δι'
ἀλλήλων διαδοχῇ. Καὶ τότε δὴ προσέταξαν τὸ κατ' ἀνα-
τολὰς ἅπαν μέρος καὶ τὸ πρὸς δύσιν περιλαβεῖν ἀπὸ τῆς
ἀκροπόλεως ἄνωθεν ἄχρις αὐτῆς τῆς θαλάττης. Εὐαλω-
τότερον δὲ τὸ κατ' ἀνατολὰς ἐθεάσαντο μέρος, οἷα δὴ
σαθρότερον ἐν πολλοῖς τυγχάνον τοῖς μέρεσιν· ὅθεν τὸ
πλέον καὶ μαχιμώτερον αὐτόθι διατετάχασι πολεμεῖν. Ὁ
Μουράτης δὲ τοῖς ἀμφ' αὐτὸν ἅμα πεζοῖς, διακριθεῖσι
καὶ αὐτοῖς παραπλησίως τοῖς ἄλλοις, ἀπὸ τοῦ καλουμέ-
νου Τριγωνίου μέχρις οὗ ἡ μονὴ τυγχάνει τοῦ Χορταΐτου,
τοῦ πολεμεῖν οὔκουν οὐκ ἔληγεν οὐδ' αὐτός· ἔγνω γὰρ
εὐχερέστερον ἐκεῖθεν ληφθῆναι τὴν πόλιν, τήν τε σαθρό-
τητα τοῦ τείχους ἰδών, καὶ ὡς ἑνὶ τείχει τὴν ἀσφάλειαν
ἡ πόλις ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους αὐχεῖ.]  

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 139, line 2

των χρημάτων ὡς οὐδενῶν καταφρονήσει. καὶ χωρὶς δὲ τουτω-


νὶ, ἂν φειδόμενοι τῶν χρημάτων κινδυνεύσητε περὶ τὸ ζῇν, οὐκ
εὔδηλον, ὅτι, θανόντων ὑμῶν ἀτίμως, παρ' ἄλλοις ἔσται τὰ
χρήματα, ἴσως δὲ καὶ πολεμιωτάτοις; φείδεσθε τοιγαροῦν
μήτε σωμάτων μήτε χρημάτων, ἄχρις ἂν τὸν κινηθέντα πό-
λεμον ᾗ λυσιτελεῖ διάθησθε ὑμῖν.
 κθʹ. Ἐπὶ τούτοις αὐτῇ χάριτας ὁμολογήσας ὁ βασιλεὺς,
ἐξελθὼν ἐβουλεύετο μετὰ τῶν ἐν τέλει, εἰ χρὴ πρότερον ἐπὶ
Ἄπρω καὶ Γαρέλλαν, ἢ ἐπὶ τὰς ἀφεστηκυίας ποῤῥωτέρω τῶν  
187

πόλεων ἐλθεῖν· ὡς τῶν μὲν ἀπωτέρω τὴν μὲν βλάβην ἥσσονα πα-
ρεχομένων, εὐαλωτοτέρων δέ· τῶν δὲ μετὰ τοῦ μᾶλλον βλάπτειν
καὶ καρτερωτάτων ἀπό τε τῆς τῶν τειχῶν κατασκευῆς καὶ τῆς
ἐγκαθιδρυμένης δυνάμεως οὐσῶν. ἐδόκει δὴ ἐπὶ Ἄπρω ἐλθεῖν
πρῶτον. καὶ ἄραντες ἐκ Διδυμοτείχου, ἐπεὶ πάντα παρεσκεύ-
αστο, καὶ πρὸς τὸ μισθοφορικὸν τὸ χρυσίον διενεμήθη, ἦλθον
ἐπὶ Ἄπρω. στρατοπεδευσαμένων δὲ ἐκεῖ, πέμψας ὁ βασιλεὺς
ἠσπάζετο τοὺς ἐπὶ τῶν τειχῶν, καὶ πρὸς τὸ μάχης χωρὶς αὐ-
τῷ ἐπεχείρει παραδιδόναι τὸ πόλισμα πείθειν, οὔτε ἡμαρτη-
κέναι φάσκων αὐτοὺς οὐδὲν, οὔτε αὐτὸν ὀργίζεσθαι πρὸς αὐ-
τοὺς, ἀλλὰ τὴν αἰτίαν τῆς ἀποστασίας ἐπὶ τὸν βίᾳ κατασχόν-
τα, οὐκ ἐπ' αὐτοὺς εἶναι τοὺς ἠναγκασμένους.
Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 144, line 23

πορεῖν ὕδατος ἀποκριναμένων, “οὐκοῦν” ἔφη “τῶν μελαγχο-


λᾷν ποιουσῶν ἐνεπλήσθησαν βοτανῶν.” κελεύσας δὲ αὐτοῖς τινα
παραινέσαι καὶ σωφρονεῖν καὶ σιγᾷν, αὐτὸς ἅμα τοῖς ἄρχουσι
πρὸς ἐπίσκεψιν ἐξῄεσαν τῶν σκοπῶν. οἱ δὲ δυστυχεῖς ἐκεῖνοι
Σάκκιοι οὐδὲν μᾶλλον ὑφίεσαν τῶν ὕβρεων καὶ τῶν φωνῶν,
ἀλλ' ἐχρῶντο πάσῃ δυνάμει. τὸ δὲ τῶν στρατιωτῶν οἰκετικὸν
πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῶν ὕβρεων ἀχθεσθέντες, αὑτοῖς ἠξίουν
τοὺς δεσπότας ἐπιτρέψαι τὸ ἔργον. ἐπιτρεψάντων δὲ αὐτῶν,
ἐπιδραμόντες εἷλον αὐτοβοεὶ, πανταχόθεν ὑπερβάντες τὸ τεῖ-
χος, (ἦν γὰρ εὐάλωτον,) τοῖς προστυχοῦσι χρησάμενοι ξύλοις  
ἀντὶ κλιμάκων, καὶ πρὸς διαρπαγὴν ἐτράποντο τῶν ἔνδον.
εἴσω δὲ μιᾶς οἰκίας ἀνημμένου πυρὸς, ἀνελθόντων ἐπ' αὐτὴν
πολλῶν, κατέπεσε τὸ τέγος ἐπὶ τοῦ πυρός· ἐκ χόρτων δὲ ξηρῶν
οὔσης ἐστεγασμένης, φλὸξ ἀνήφθη παραχρῆμα λαμπρὰ, εὐ-
θὺς δὲ προσεπελάβετο καὶ τῶν ἄλλων· ἦσαν γὰρ ὁμοίως αὐτῇ
κατεσκευασμέναι. πύλης δὲ οὔσης τῷ φρουρίῳ μιᾶς, ἐπεὶ καὶ
αὐτὴ διὰ τὸν φόβον παρὰ τῶν ἐνοικούντων ἀπῳκοδομήθη, ἄλ-
λως θ' ὅτι καὶ ἡ πρώτως ἀναφθεῖσα οἰκία παρ' αὐτῇ ἦν, οἱ
μὲν τῶν εἰσελθόντων, ἅμα δὲ καὶ τῶν ἐποίκων τοῦ χωρίου ὡς
εἶχον ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀνελθόντες, ἐξέπιπτον ῥίπτοντες ἑαυτοὺς

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 211, line 5

στα τὴν Ἡράκλειαν ὅπλοις κατασχεῖν καὶ τά τε Ῥωμαίων


διαφθείρειν καὶ αὐτοὺς τὰ μέγιστα ὠφελεῖσθαι, διὰ τὴν
πρὸς βασιλέα εὔνοιαν κωλύεσθαι ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ· ἐκέλευέ
τε τὸν γραμματέα τὰ εἰρημένα γράφειν, ὡς ἐπὶ τοῦ δήμου
σφῶν καὶ τοῦ δουκὸς γραψόμενος τὸν στρατηγὸν ἠδικηκότα
188

δημοσίᾳ. τοιαῦτα μὲν ἠπείλησε Μαρτῖνος· δείσας δὲ ὁ  


στρατηγὸς, μὴ ἐπὶ τοῦ δήμου κατηγορηθεὶς ἁλίσκηται καὶ δί-
κας τὰς ἐσχάτας δῷ, ἐφῆκε τὴν τειχομαχίαν. καὶ αὐτίκα
πᾶν τὸ στράτευμα τῶν τριηρέων ἐξεχεῖτο ὡπλισμένον, καὶ
περισχόντες τὴν πόλιν ἐτειχομάχουν· πολλαχῇ δὲ τῶν πρὸς
τὴν ἤπειρον τειχῶν ὄντων εὐαλώτων, (οὐ γὰρ ἤλπισαν ἐπιθή-
σεσθαί τινα ἐκ τῆς ἠπείρου,) καὶ τῶν πολιτῶν ἀόπλων καὶ
ἀπαρασκεύων καὶ πρὸς τοσαύτην δύναμιν ἀντισχεῖν οὐ δυ-
νηθέντων, ἡλίσκετο ἡ πόλις τοῖς Λατίνοις κατακράτος, καί-
τοι παρ' αὐτὴν τὴν πρὸς τὰ τείχη προσβολὴν ἔκ τε Βυζαν-
τίου στρατιὰ ἱππέων ἧκεν, ἣν ἔπεμψεν ὁ βασιλεὺς ὑπὲρ τῆς
πόλεως ἀμυνουμένην, (ὑπώπτευσε γὰρ τὸ μέλλον, ὡς ἐπύ-
θετο τὸν στόλον πρὸς Ἡράκλειαν κατάραντα,) καὶ Νικηφό-
ρος δεσπότης ὁ τοῦ βασιλέως γαμβρὸς, τῶν κατὰ τὸν Ἑλλής-
ποντον Θρᾳκικῶν πόλεων ἄρχων, ἧκε μετὰ στρατιᾶς Ἡρα-
κλεώταις βοηθήσων, καὶ ἐκ Βιζύης ὁ τῆς βασιλίδος

Nicephorus II Phocas Imperator Tact., De velitatione bellica (sub


nomine Nicephori II Phocae) Chapter 1, section 6, line 5

ἐν οἷς ὕδωρ ἐστὶ διαρκὲς καὶ τόπος ἐφόμαλος. Ἑτέρους δὲ βλέπειν ἐν οἷς
ἡ ὁδὸς
ἀποτελεῖ στένωμα, ἄλλους δὲ ὅπου ποταμὸς ὑπάρχει δυσπέρατος. Καὶ
τούτων οὕτως
ἀσφαλῶς φυλαττόντων οὐ δυνήσονται οἱ πολέμιοι λάθρα ποιήσασθαι τὴν
ἐξέλευσιν.
         Ἀποστέλλειν τε πιστοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐμπειροτάτους τοῦ ἐφορᾶν
αὐτούς, εἴγε
καλῶς καὶ ἀγρύπνως τὰ κατατόπια αὐτῶν διαφυλάττουσι.
         Καὶ οἱ τυπωθέντες
βιγλάτορες σῷοι τῷ ἀριθμῷ καὶ μὴ ἐλλιπεῖς ἀπέρχωνται, καὶ μὴ
καταλιμπάνωσι
τὰς στάσεις αὐτῶν, ἐν αἷς βλέπειν καὶ φυλάττειν τὰς ὁδοὺς ἐτάχθησαν,
μήτε χρονί-
ζειν ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς στασιδίοις, ἀλλ' ἐναλλάσσειν τοὺς τόπους καὶ
ἀλλαχοῦ μετα-
βαίνειν, ἵνα μὴ ἐπὶ πολὺ χρονίζοντες τοῖς αὐτοῖς τόποις, διαγινωσκόμενοι
εὐάλωτοι
γίνωνται τοῖς ἐχθροῖς.

Περὶ τῶν καμινοβιγλίων καὶ κατασκόπων


189

 Ἀναγκαία δὲ ἡ τῶν καμινοβιγλατόρων ὑπάρχει ὠφέλεια· καὶ χρὴ τὸν


στρατη-
γὸν καὶ τούτων πολλὴν ποιεῖσθαι τὴν ἐπιμέλειαν καὶ ἐν ἐπιτηδείοις
τόποις ἐφιστᾶν
τὰ καμινοβίγλια, ὅπως, ἡνίκα κίνησις τῶν ἐχθρῶν γένηται, καὶ
βιγλάτορες ταύτης
αἴσθωνται διὰ τῶν καμινοβίγλων, καὶ ὁ στρατηγὸς τὴν ἐξέλευσιν τῶν
ἐχθρῶν

Προκόπιος. De bellis Book 1, chapter 25, section 13, line 6

πῶς εἶχε καὶ πολλῇ ἐπιβουλῇ ἐς αὐτὸν εἴχετο, κατ'


ἄλλο μὲν οὐδὲν, ὅτι δὲ αὐτὸς μὲν τὸ ἐκ πάντων ἔχθος
ἐφ' ἑαυτὸν εἷλκε, Βελισάριος δὲ πάντων εὐδοκιμῶν
μάλιστα ἔτυχεν· ἐπ' αὐτῷ τε γενομένης τῆς Ῥωμαίων
ἐλπίδος αὖθις ἐπὶ Πέρσας ἐστράτευσε, τὴν γυναῖκα
ἐν Βυζαντίῳ ἀπολιπών. Ἀντωνίνα δὲ ἡ Βελισαρίου
γυνὴ (ἦν γὰρ ἱκανωτάτη ἀνθρώπων ἁπάντων μηχα-
νᾶσθαι τὰ ἀμήχανα) χαριεῖσθαι τῇ βασιλίδι βουλευ-
σαμένη ἐπενόει τοιάδε. ἦν τῷ Ἰωάννῃ θυγάτηρ Εὐφημία,
δόξαν μὲν ἐπὶ σωφροσύνῃ πολλὴν ἔχουσα, νέα δὲ κο-
μιδῆ, καὶ ἀπ' αὐτοῦ λίαν εὐάλωτος, ἣν δὴ ὁ πατὴρ ὑπερη-
γάπα, ἐπειδὴ καὶ μόνης αὐτῆς ἐγεγόνει πατήρ. ταύτην ἡ
Ἀντωνίνα τιθασσεύουσα ἐς ἡμέρας συχνὰς προσποιήσα-
σθαί τε ἅτε φίλην ἐνδελεχέστατα ἴσχυσε καὶ τῶν αὐτῇ
ἀπορρήτων μεταδιδόναι οὐκ ἀπηξίου. καί ποτε αὐτῆς
οἱ μόνης ἐν τῷ δωματίῳ παρούσης ὀδύρεσθαι τύχας
τὰς παρούσας ἐπλάσσετο, ὅτι δὴ Βελισάριος εὐρυτέραν
ποιησάμενος τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν πλείονι μέτρῳ ἢ  
πρότερον οὖσα ἐτύγχανε, βασιλεῖς τε δορυαλώτους δύο
καὶ πλούτου τοσοῦτόν τι χρῆμα ἐς Βυζάντιον ἀγαγὼν,
ἀχαρίστου Ἰουστινιανοῦ ἔτυχε· τά τε ἄλλα ὡς οὐ

Προκόπιος. De bellis Book 2, chapter 18, section 15, line 6

“ἔσται καὶ τῇ πόλει ἐνθένδε οὐδὲν γενήσεται βλάβος,


“ἣν τοῖς τειχομαχοῦσιν ἀνάλωτον οὖσαν στρατιωτῶν
“αὐτῆς ἀμυνομένων ὁρᾶτε δήπου. ἢν δέ γε τῶν πο-
“λεμίων ἐνταῦθα ἡμῖν ἐς χεῖρας ἰόντων κρατήσωμεν,
“τὴν πόλιν ἐξελεῖν πολλήν τινα, ὦ ξυνάρχοντες, ἐλπίδα
190

“ἔχω. φεύγουσι γὰρ τοῖς ἐναντίοις πολύν τινα δρόμον


“ἢ ἀναμιχθέντες εἴσω πυλῶν, ὡς τὸ εἰκὸς, ξυνεισπε-
“σούμεθα, ἢ προτερήσαντες αὐτοὺς μὲν ἐφ' ἑτέρας
“τινὸς ἀναγκάσομεν τεθράφθαι τε καὶ διαφυγεῖν χώρας,
“ἡμῖν δὲ αὐτοῖς Νίσιβιν τῶν ἀμυνομένων χωρὶς εὐάλωτον
καταστήσομεν.”
 Ταῦτα Βελισαρίου εἰπόντος οἱ μὲν ἄλλοι πάντες
ἐπείθοντό τε καὶ ξὺν αὐτῷ στρατοπεδευσάμενοι ἔμενον.
Πέτρος δὲ Ἰωάννην ἑταιρισάμενος, ὃς τῶν ἐν Μεσο-  
ποταμίᾳ καταλόγων ἄρχων μοῖραν οὐ φαύλην τινὰ
τοῦ στρατοῦ εἶχεν, οὐκ ἄποθεν τοῦ περιβόλου, ἀλλ'
ὅσον ἀπὸ σταδίων δέκα ἐλθὼν ἡσυχῆ ἔμενε. Βελι-
σάριος δὲ τούς τε ξὺν αὑτῷ ὡς εἰς παράταξιν ἔστησε
καὶ τοῖς ἀμφὶ τὸν Πέτρον ἐπέστελλεν ὡς ἐπὶ ξυμβολῇ
παρατάσσεσθαι μέχρι αὐτὸς σημήνῃ, εὖ τε εἰδέναι ὡς
οἱ βάρβαροι περὶ μεσημβρίαν ἐπιθήσονται σφίσιν,

Προκόπιος. De bellis Book 2, chapter 21, section 30, line 4

νότος Ῥωμαίων ἀρχῇ, ἄνδρα στρατηγὸν ξὺν ὀλίγοις


τισὶ δρόμῳ ὀξεῖ ἐκ Βυζαντίου μεταξὺ ἥκοντα ἀπ'
ἐναντίας τοῦ Περσῶν βασιλέως στρατοπεδεύσασθαι,
Χοσρόην δὲ ἐκ τοῦ ἀπροσδοκήτου, ἢ τὴν τύχην ἢ τὴν
ἀρετὴν τοῦ ἀνδρὸς δείσαντα ἢ καί τισιν ἐξαπατηθέντα
σοφίσμασιν, ἐπίπροσθεν μηκέτι χωρῆσαι, ἀλλὰ τῷ μὲν
ἔργῳ φυγεῖν, λόγῳ δὲ τῆς εἰρήνης ἐφίεσθαι.
 Ἐν τούτῳ δὲ Χοσρόης ἀλογήσας τὰ ὡμολογημένα
Καλλίνικον πόλιν οὐδενὸς τὸ παράπαν ἀμυνομένου
εἷλε. ταύτης γὰρ τὸν περίβολον ὁρῶντες Ῥωμαῖοι
σαθρόν τε καὶ εὐάλωτον παντάπασιν ὄντα, μοῖραν
αὐτοῦ ἀεὶ καθαιροῦντές τινα, νέᾳ τινὶ ἀνενεοῦντο
οἰκοδομίᾳ. τότε γοῦν μέρος τι αὐτοῦ καθελόντες,
οὔπω δὲ τὸ λειπόμενον τοῦτο δειμάμενοι, ἐπειδὴ τοὺς
πολεμίους ἄγχιστά πη ἐπύθοντο εἶναι, τῶν χρημάτων
ὑπεξαγαγόντες τὰ τιμιώτατα, οἱ μὲν εὐδαίμονες αὐτῆς
τῶν οἰκητόρων ἐς ἕτερα ἄττα ὀχυρώματα ἀπεχώρησαν,
οἱ δὲ λοιποὶ στρατιωτῶν χωρὶς αὐτοῦ ἔμειναν. καὶ
γεωργῶν πάμπολύ τι χρῆμα ἐνταῦθα ξυνειλέχθαι
συνέβη. οὓς δὴ ὁ Χοσρόης ἀνδραποδίσας ἅπαν ἐς
ἔδαφος καθεῖλεν. ὀλίγῳ τε ὕστερον τὸν ὅμηρον
191

Προκόπιος. De bellis Book 7, chapter 4, section 17, line 2

“στος παντὶ σθένει τοῖς πολεμίοις ὁμόσε χωρεῖν τὴν


“μάχην ἐξεπιστάμενος τὴν νῦν οὐκ εὐδοκιμηκόσιν ἡμῖν
“ἀναμάχεσθαι πρὸς τοὺς ἐναντίους ἀμήχανον. ἄξιον
“δὲ ἡμᾶς μετὰ τῆς ἀγαθῆς ἐλπίδος τοῖς πολεμίοις ἐς
“χεῖρας ἰέναι, τῇ τῶν ἀνδρῶν ἀδικίᾳ θαρροῦντας.
“οὕτω γὰρ αὐτοῖς τὰ ἐς τοὺς κατηκόους βεβίωται ὥστε
“Ἰταλιώταις τανῦν τῆς τετολμημένης οὐ δέον αὐτοῖς
“ἐς Γότθους προδοσίας κολάσεως οὐδεμιᾶς ἑτέρας
“προσδεῖ· οὕτω ξυλλήβδην εἰπεῖν ξύμπαντα αὐτοῖς τὰ
“κακὰ πρὸς τῶν ὑποδεχθέντων γενέσθαι ξυνέβη. τί
“δ' ἂν πολεμίων εὐαλωτότερον γένοιτο οἷς γε τὰ ἐκ
“θεοῦ δῆτα πεπραγμένα οὐχ ὑγιῶς ἔχει; καὶ μὴν καὶ
“τῷ ἐξ ἡμῶν ἐς αὐτοὺς δέει εὐέλπιδας ἂν ἡμᾶς ἐς
“τὸν ἀγῶνα γίνεσθαι πρέποι. οὐ γὰρ ἐπ' ἄλλους
“τινὰς ἀνθρώπων χωροῦμεν ἢ ὅσοι ἔναγχος ἐν μέσῃ
“Βερώνῃ γενόμενοι μεθέντες τε οὐδενὶ λόγῳ, καίπερ
“διώκοντος τῶν πάντων αὐτοὺς οὐδενὸς, οὕτω δὴ
“αἰσχρῶς ἐς φυγὴν ὥρμηντο.”  
 Τοσαῦτα ὁ Τουτίλας παρακελευσάμενος τῶν οἱ ἑπο-
μένων τριακοσίους ἐκέλευεν, ὅσον ἀπὸ σταδίων εἴκοσι
τὸν ποταμὸν διαβαίνοντας, κατόπισθεν τοῦ τῶν

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 2, chapter 4, section 13, line 8

μεταπεφυκέναι διεσκευάσατο. τειχίσματι γὰρ τὸ Ῥάβδιος


περιβαλὼν κατὰ τῶν πετρῶν τὴν ὑπερβολήν, αἵπερ ἐκείνῃ
ἀνέχουσιν, ἀπρόσοδον αὐτὸ τοῖς πολεμίοις πεποίηται τὸ
χωρίον, δηλονότι ξυλλαμβανούσης τῆς φύσεως. ἐπεὶ δὲ
ὕδατος οἱ τῇδε ᾠκημένοι ἐσπάνιζον, ἐν τῇ τῶν σκοπέ-
λων ἀκρωρείᾳ πηγῆς ὡς ἥκιστα οὔσης, ταμιεῖά τε ὑδά-
των εἰργάσατο δύο καὶ τὰς ἐκείνῃ πέτρας πολλαχῇ διο-
ρύξας παμπληθεῖς ὑδάτων θησαυροὺς διεπράξατο εἶναι,
ὅπως δὴ ξυρρεόντων ὑετίων ἐνταῦθα ὑδάτων ἀδεέστερον
αὐτοῖς οἱ τῇδε ἄνθρωποι δύνωνται χρῆσθαι, ὡς μὴ τοῦ
ὕδατος πιεζόμενοι τῇ ἀπορίᾳ εὐάλωτοι εἶεν.
 Καὶ τὰ ἄλλα δὲ φρούρια πάντα ἐν ὄρει κείμενα, ἅπερ
ἐνθένδε τε καὶ ἐκ Δάρας πόλεως ἄχρι ἐς Ἄμιδαν διήκειν
ξυμβαίνει, τό τε Κιφὰς καὶ Σαυρὰς καὶ Μάργδις τε καὶ
Λούρνης τό τε Ἰδριφθὸν καὶ Ἀταχὰς καὶ Σίφριός τε καὶ
Ῥιπαλθὰς καὶ Βανασυμέων, ἔτι μέντοι καὶ Σινὰς καὶ Ῥά-
192

σιος, καὶ Δαβανάς, καὶ ὅσα ἄλλα ἐνταῦθα ἐκ παλαιοῦ ἐστι,  


γελοιότατα δῆθεν τῷ σχήματι ἀποτεθριγκωμένα τὸ πρό-
τερον ἀνοικοδομησάμενος σὺν τῷ ἀσφαλεῖ ἔς τε τὸ νῦν
φαινόμενον κάλλος τε καὶ ὀχύρωμα μεταθέμενος ἀνάλωτα
εἶναι καὶ προβεβλῆσθαι Ῥωμαίων τῆς γῆς βεβαιότατα

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 2, chapter 4, section 18, line 1

τερον ἀνοικοδομησάμενος σὺν τῷ ἀσφαλεῖ ἔς τε τὸ νῦν


φαινόμενον κάλλος τε καὶ ὀχύρωμα μεταθέμενος ἀνάλωτα
εἶναι καὶ προβεβλῆσθαι Ῥωμαίων τῆς γῆς βεβαιότατα
κατεστήσατο. ἐνταῦθα ὄρος οὐρανόμηκες ἀποκρέμαται,
ἀπόκρημνόν τε καὶ προσελθεῖν ἀμήχανον ὅλως. ἐν πε-
δίῳ δὲ ὑπόκειται χώρα γεώδης τε καὶ μαλθακὴ λίαν,
ἀγαθὴ μὲν ἀρόσαι, θρέμμασι δὲ ἀτεχνῶς εὔνομος. ἐπι-
εικῶς γὰρ τῇ πόᾳ χλοάζει. παμπληθεῖς δὲ κῶμαι παρὰ
τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους εἰσίν. οἰκοῦσί τε αὐτὰς ἄν-
θρωποι τὰ μὲν ἐς κτῆσιν τῶν ἐπιτηδείων εὐδαίμονες,
εὐάλωτοι δέ, εἴ τις προσίοι. ὅπερ αὐτοῖς ἐπηνώρθωσεν
Ἰουστινιανὸς βασιλεύς, φρούριον ἐπὶ τοῦ ὄρους τῇ ἀκρω-
νυχίᾳ δειμάμενος, ἵνα δὴ τὰ σφίσιν ἐναποθέμενοι τιμιώ-
τατα, ἐπειδὰν προσίοιεν οἱ πολέμιοι, ἀνατρέχοντες δια-
σώζωνται· Βασιλέων δὲ τὸ φρούριον ἐπωνόμασται. καὶ
μὴν καὶ τὰ ἀμφὶ πόλιν Ἄμιδαν φρούρια, πηλῷ τε περι-
βεβλημένα καὶ τοῖς πολεμίοις βάσιμα παντάπασιν ὄντα,
ἐς τὸ ἀκριβὲς ἀνοικοδομησάμενος ἅπαντα ἐς τῆς ἀσφα-
λείας τὸ ἀκριβέστατον μετεστήσατο. ἐν οἷς τό τε Ἀπάδ-
νας καὶ τὸ Βιρθὸν πολίχνιόν ἐστιν.

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 2, chapter 4, section 23, line 4

μενα τανῦν ἀνανταγώνιστα πεποίηκεν εἶναι. καὶ ἀπ'


αὐτοῦ ἡ Μεσοποταμία τῷ Περσῶν γένει ἄβατος διαφα-
νῶς ἐστιν.
 Οὐ σιωπητέον δὲ οὐδὲ ὅπερ ἐν τῷ Βάρας φρουρίῳ  
ἐξεῦρεν, οὗπερ ἐπεμνήσθην ἀρτίως. τὰ μὲν γὰρ τοῦ
φρουρίου ἐντὸς ἄνυδρα τὸ παράπαν ὄντα ἐτύγχανεν, ἐν
ὄρει δὲ ὑψηλῷ μάλιστα κατὰ τὸ κρημνῶδες τὸ Βάρας
τοῦτο πεποίηται. ἔκτοσθεν δὲ αὐτοῦ ὡς ἀπωτάτω ἐν τῇ
ὑπωρεία μετὰ τὸ πρανὲς κρήνη ἦν, ἥνπερ ἐδόκει ἀξύμ-
193

φορον εἶναι τῷ τειχίσματι τοῦ φρουρίου περιβαλεῖν, ὡς


μή τις αὐτοῦ μοῖρα ἐν ὑπτίῳ κειμένη εὐάλωτος εἴη.
ἐπενόει δὲ τάδε. τὰ ἐντὸς τοῦ περιβόλου διορύσσειν
ἐκέλευεν ἕως ἐς τὸ ὁμαλὲς μάλιστα ἵκωνται. ὅπερ ἐπεὶ
ὑπετελέσθη κατὰ τὴν τοῦ βασιλέως ἐπίταξιν, ἐπιρρέον
ἐνταῦθα τὸ ὕδωρ ἐκ τῆς πηγῆς παρὰ δόξαν ἐφάνη. οὕτω
τε καὶ τὸ φρούριον δεδημιούργηται ξὺν τῷ ἀσφαλεῖ καὶ
ὕδατος πέρι ἐν ἐπιτηδείῳ φαίνεται κείμενον.
 Οὕτω δὲ καὶ Θεοδοσιουπόλεως, τῆς παρὰ ποταμὸν
Ἀβόρραν γῆς τῆς Ῥωμαίων προβεβλημένης, τὸν περί-
βολον, ὅνπερ ὁ χρόνος κατεργάσασθαι μάλιστα ἴσχυσε,
καὶ ἀπ' αὐτοῦ τοῖς τῇδε ἀνθρώποις οὐχ

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 2, chapter 5, section 5, line 1

προσίοιεν, οὐκ εἶχον οἱ κατὰ τοὺς πύργους ἑστῶτες καθ'


ὅτι ἂν αὐτοὺς ἀμυνόμενοι ἀποκρούοιντο. ἀλλὰ μὴν καὶ
χρόνου μήκει πεπονηκὼς ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον τοῦ κατα-
πεπτωκέναι οὐ μακράν που ἐγένετο. πρὸς δὲ καὶ τοι-
οῦτο τῇ πόλει προτείχισμα ἦν οἷον ἐπιτείχισμα κατ'
αὐτῆς γεγονέναι δοκεῖν. οὐ πλέον γὰρ αὐτοῦ ἢ ἐς πόδας
τρεῖς ἐγεγόνει τὸ πάχος, καὶ αὐτὸ μέντοι πηλῷ σύνθε-
τον, τὰ μὲν κάτω ἐς ὀλίγον ἐκ λίθου μυλίτου ἀνεστηκός,
τὰ δὲ ὕπερθεν ἐκ τοῦ λευκολίθου καλουμένου, σφαλεροῦ
τε ὄντος καὶ μαλακοῦ λίαν. ὥστε δὴ ὅλον ἦν τοῖς ἐπι-
οῦσιν εὐάλωτον. βασιλεὺς δὲ Ἰουστινιανὸς τὰ μὲν πε-
πονηκότα τοῦ περιβόλου νέᾳ τινὶ ἀνεσώσατο οἰκοδομίᾳ,
καὶ διαφερόντως τὰ πρὸς ἥλιον δύοντα τετραμμένα καὶ
βορρᾶν ἄνεμον. τοῦ δὲ δὴ ἐρύματος πανταχῆ μεταξὺ
πύργοιν δυοῖν ἄλλον ἐντέθεικε, καὶ ἀπ' αὐτοῦ πύργοι
ἅπαντες ὡς ἀγχοτάτω ἀλλήλοις ὄντες τοῦ περιβόλου προ-
βέβληνται. ὅλῳ δὲ τῷ τείχει καὶ πᾶσι πύργοις μέγα τι
χρῆμα ὕψους ἐνθέμενος ἄμαχον τοῖς πολεμίοις τὸ τῆς
πόλεως ὀχύρωμα κατεστήσατο. ἀλλὰ καὶ ἀνόδους τοῖς
πύργοις κεκαλυμμένας πεποιημένος, τριωρόφους τε αὐ-
τοὺς λίθων ἐπιβολαῖς τεκτηνάμενος κυρτώμασι

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 2, chapter 10, section 12, line 3

τοῦ τείχους ἐκτὸς ὡς ἀγχοτάτω ἐτύγχανεν οὖσα, ἐξ ἀν-


τιπάλου τε τοῦ περιβόλου ἐνταῦθα κειμένη καὶ λίαν ἐπι-
μαχώτατον αὐτὸν τιθεμένη. Χοσρόῃ ἀμέλει ἐνθένδε ἡ
194

πόλις ἑάλω, ᾗπέρ μοι ἐν λόγοις τοῖς ἐπιτηδείοις ἐρρήθη.


τὰ δὲ τοῦ περιβόλου ἐντὸς ἔρημός τε χώρα ἐπὶ πλεῖστον
καὶ δύσοδος ἦν. πέτραι γὰρ ὑψηλαὶ καὶ χαράδραι ἀνέκ-
βατοι διακεκλήρωνται τὸν χῶρον ἐκεῖνον, ἀδιεξόδους τὰς
ἐνθένδε ποιούμεναι τρίβους, ὥσπερ ἀλλοτρίου ἐνταῦθά
τινος, ἀλλ' οὐ τῶν Ἀντιοχέων τοῦ τείχους ὄντος. χαίρειν
τοίνυν πολλὰ τῇ πέτρᾳ φράσας, ἥπερ ἐν γειτόνων τῷ
τείχει οὖσα εὐάλωτον αὐτὸ διαφανῶς ἐσκαιώρητο, ὡς πορ-
ρωτάτω αὐτῆς περιβάλλειν τὴν πόλιν ἔγνω, ἀβουλίας πέρι
τῶν πρότερον αὐτὴν δειμαμένων ἀπὸ τῶν πραγμάτων
τῆς πείρας πεποιημένος τὴν μάθησιν. χώραν τε ὁμαλὴν
μάλιστα τοῦ τείχους ἐντὸς τὴν τὰ πρότερα κρημνώδη  
οὖσαν ἀπεργασάμενος, ἀνόδους ταύτῃ πεποίηται οὐχ ὅσον
ἀνδράσι πεζοῖς, ἀλλὰ δὴ καὶ ἱππεῦσι βασίμους, ἔτι μέν-
τοι καὶ ἁμαξηλάτους τὸ λοιπὸν οὔσας. ἀλλὰ καὶ βαλανεῖα
καὶ ὑδάτων ταμιεῖα ἐν τοῖς ὄρεσι πεποίηται τούτοις τοῦ
τείχους ἐντός. φρέαρ τε ὤρυξεν ἐν πύργῳ ἑκάστῳ, τὴν
πρότερον ἀνυδρίαν ἐνταῦθα οὖσαν ὕδασιν ὑετίοις

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 3, chapter 1, section 16, line 5

γράνου μοῖραν, Ῥωμαίους δὲ τὴν Ἀρσάκου ἔχειν. ἐπὶ τού-


τοις τε σπονδαὶ ἀμφοτέροις ξυνετελέσθησαν, καὶ τὸ λοι-
πὸν ὁ Ῥωμαίων βασιλεὺς ἄρχοντα τοῖς Ἀρμενίοις ἀεὶ
καθίστη ὅντινά ποτε καὶ ὁπηνίκα ἂν αὐτῷ βουλομένῳ
εἴη. κόμητά τε Ἀρμενίας ἐκάλουν καὶ εἰς ἐμὲ τὸν ἄρ-
χοντα τοῦτον.
 Ἀλλ' ἐπεὶ οὐχ οἵα τε ἦν ἡ τοιαύτη ἀρχὴ ἀποκρούεσθαι
τὰς τῶν πολεμίων ἐφόδους, οὐ παρόντων αὐτῇ στρατιω-
τικῶν καταλόγων, κατανενοηκὼς Ἰουστινιανὸς βασιλεὺς
οὕτως ἀτάκτως τὴν Ἀρμενίαν ἀεὶ φερομένην, ταύτῃ τε
τοῖς βαρβάροις εὐάλωτον οὖσαν, ταύτην μὲν τὴν ἀρχὴν
ἐνθένδε καθεῖλε, στρατηγὸν δὲ τοῖς Ἀρμενίοις ἐπέστησε,
στρατιωτικῶν τε καταλόγων αὐτῷ κατεστήσατο πλῆθος
ἀξιόχρεων ταῖς τῶν πολεμίων ἐπιδρομαῖς ἀντιτάξασθαι.
τὰ μὲν οὖν ἀμφὶ τῇ μεγάλῃ καλουμένῃ Ἀρμενίᾳ διῳκή-  
σατο ὧδε, τῇ δὲ ἄλλῃ Ἀρμενίᾳ, ἥπερ ἐντὸς Εὐφράτου
ποταμοῦ οὖσα διήκει ἐς Ἄμιδαν πόλιν, σατράπαι ἐφει-
στήκεισαν Ἀρμένιοι πέντε, καὶ κατὰ γένος μὲν ἐς ἀεὶ
ἐς τὰς ἀρχὰς ἐκαλοῦντο ταύτας, ἐχόμενοι αὐτῶν ἄχρι
ἐς θάνατον. σύμβολα μέντοι αὐτῶν πρὸς τοῦ Ῥωμαίων
βασιλέως ἐδέχοντο μόνον. ἄξιον δὲ τὰ σύμβολα ταῦτα
195

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 3, chapter 5, section 2, line 4

λεὺς αὐτὴν ξύμπασαν τείχει περιβαλεῖν ἐγκεχείρηκεν.


οὔπω μέντοι τὸ βούλευμα ἀποτελέσας τὸν βίον συνεμε-
τρήσατο. βασιλεὺς δὲ Ἰουστινιανὸς πανταχόθεν αὐτὴν
βεβαιότατα κατατειχισάμενος μέγα τοῖς Ἀρμενίοις ὀχύ-
ρωμά τε καὶ ἐγκαλλώπισμα Μελιτηνὴν ἀπειργάσατο.
 Ταῦτα μὲν οὖν ἐν Ἀρμενίᾳ, ἣ ἔστιν ἐν δεξιᾷ Εὐ-
φράτου ποταμοῦ, εἰργάσατο· ὅσα δέ οἱ ἐν Ἀρμενίᾳ τῇ
μεγάλῃ πεποίηται, ἐρῶν ἔρχομαι. ἡνίκα Θεοδόσιος ὁ
Ῥωμαίων βασιλεὺς τὴν Ἀρσάκου ἐπικράτειαν ἔσχεν, ᾗπέρ
μοι ἔναγχος δεδιήγηται, φρούριον ἐπί τινος τῶν λόφων
ᾠκοδομήσατο τοῖς προσιοῦσιν εὐάλωτον, ὃ δὴ Θεοδο-  
σιούπολιν ἐπωνόμασε. τοῦτο Καβάδης τότε ὁ Περσῶν
βασιλεύς, ἡνίκα δὴ Ἀμίδης εὐθὺ ἵετο, παριὼν εἷλεν.
Ἀναστάσιος δὲ ὁ Ῥωμαίων αὐτοκράτωρ οὐ πολλῷ ὕστε-
ρον πόλιν ἐνταῦθα ἐδείματο τὸν λόφον ἐντὸς τοῦ περι-
βόλου πεποιημένος, ἐφ' οὗ δὴ φρούριον τὸ Θεοδοσίου
εἱστήκει. καὶ τὸ μὲν αὑτοῦ ὄνομα τῇ πόλει ἀφῆκεν, ἐξί-
τηλον δὲ τὸ Θεοδοσίου ποιεῖσθαι τοῦ πρότερον οἰκιστοῦ
ἥκιστα ἴσχυσεν, ἐπεὶ νεοχμοῦσθαι μὲν τὰ καθωμιλημένα
τοῖς ἀνθρώποις ἐς ἀεὶ πέφυκεν,

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 3, chapter 5, section 8, line 1

βόλου πεποιημένος, ἐφ' οὗ δὴ φρούριον τὸ Θεοδοσίου


εἱστήκει. καὶ τὸ μὲν αὑτοῦ ὄνομα τῇ πόλει ἀφῆκεν, ἐξί-
τηλον δὲ τὸ Θεοδοσίου ποιεῖσθαι τοῦ πρότερον οἰκιστοῦ
ἥκιστα ἴσχυσεν, ἐπεὶ νεοχμοῦσθαι μὲν τὰ καθωμιλημένα
τοῖς ἀνθρώποις ἐς ἀεὶ πέφυκεν, ὀνομάτων δὲ τῶν πρό-
σθεν μεθίεσθαι οὐκ εὐπετῶς ἔχει. τοῦτο δὲ τὸ Θεοδο-
σιουπόλεως τεῖχος εὐρύνετο μὲν ἱκανώτατα, οὐ κατὰ
λόγον δὲ τοῦ εὔρους ἀνεῖχε. τὸ γὰρ ὕψος αὐτῷ ἐς τριά-
κοντα ἐξικνεῖτο μάλιστα πόδας· ταύτῃ τε πολεμίοις τει-
χομαχοῦσιν, ἄλλως τε καὶ Πέρσαις ἐγεγόνει λίαν εὐάλω-
τον. ἦν δὲ καὶ ἄλλως ἐπίμαχον. οὔτε γὰρ προτείχισμα
οὔτε τάφρος αὐτῷ ἤμυνεν. ἀλλὰ καὶ χῶρός τις ὡς ἀγχο-
τάτω ἐπεμβαίνων τῇ πόλει τῷ περιβόλῳ ἐπανειστήκει.
διὸ δὴ βασιλεὺς Ἰουστινιανὸς ἀντεμηχανήσατο τάδε.
196

πρῶτα μὲν τάφρον ὡς βαθυτάτην ἐν κύκλῳ ὀρύξας,


χαράδραις αὐτὴν ὀρῶν ἀποτόμων ἐμφερεστάτην εἰργά-
σατο. ἔπειτα δὲ χῶρον τὸν ὑπερπεφυκότα κατατεμὼν ἔς
τε ἀνεκβάτους κρημνοὺς καὶ σήραγγας ἀδιεξόδους μετε-
στήσατο τὴν αὐτοῦ φύσιν· ὅπως δὲ τὸ τεῖχος ὑψηλόν τε
εἴη διαφερόντως καὶ ὅλως ἀνανταγώνιστον, εἴ τις προς-
ίοι, προσεπετεχνήσατο ἅπαντα ὅσα ἐν πόλει Δάρας

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 4, chapter 10, section 8, line 1

ἰσθμὸν παρέργως τε καὶ λίαν ἀπημελημένως ἐδείμαντο


διατείχισμα κλίμακι ἁλωτόν. κῆπον γάρ πού τινα εἰκῆ
κείμενον αἱμασιᾷ περιβάλλειν οἰόμενοι, ἰσχνόν τε αὐτὸ
καὶ ὀλίγον τῆς γῆς ὑπερανεστηκὸς ἐξειργάσαντο. πρὸς
δὲ καὶ τὴν ἑκατέρωθι τοῦ ἰσθμοῦ θάλασσαν προβόλους
τεκτηνάμενοι βραχεῖς τε καὶ φαύλους, οὕσπερ καλεῖν
νενομίκασι μώλους, τὴν μεταξὺ χώραν τοῦ τε ῥοθίου  
καὶ τοῦ περιβόλου ἐφράξαντο, οὐ ταύτῃ τοὺς ἐπιβουλεύ-
σοντας ἀπωσόμενοι, ἀλλ' ἐπὶ τὰς εἰσόδους παρακαλέ-
σοντες· οὕτω δὴ αὐτὸ εὐκαταφρόνητον ἐξειργάσαντο, καὶ
τοῖς ἀποπειρασομένοις εὐάλωτον. ἡγούμενοι δέ τι τοῖς
πολεμίοις ἄμαχον πεποιῆσθαι ὀχύρωμα, τούτου δὴ τοῦ
περιβόλου τὰ ἐντὸς ἅπαντα φυλακῆς οὐδεμιᾶς ἀξιοῦν
ἔγνωσαν, ἐπεὶ οὔτε φρούριον οὔτε ἄλλο τι ἔρυμα ἐπὶ
Χερρονήσου ξυνέβαινεν εἶναι, καίπερ ὀλίγου δέοντος ἐς
τριῶν κατατεινούσης ὁδὸν ἡμερῶν. ἔναγχος ἀμέλει γοῦν
οἱ πολέμιοι καταθέοντες τὰ ἐπὶ τῆς Θρᾴκης χωρία ἐγ-
κεχειρήκασι μὲν ὡς ἀποπειρασόμενοι τῆς κατὰ τὴν ἠϊόνα
εἰσόδου, δεδιξάμενοι δὲ τοὺς ταύτῃ φρουροὺς ἐσπεπηδή-
κασιν ὥσπερ τι ἄθυρμα παίζοντες, ἐντός τε τοῦ περι-
βόλου γεγένηνται οὐδενὶ πόνῳ.

Προκόπιος. De aedificiis (lib. 1-6) Book 4, chapter 11, section 2, line 2

οὐρανομήκη ἐξαίρουσα τειχήρη φύσιν. φρούριον οὖν


καὶ τῇδε ὁ βασιλεὺς οὗτος ἐδείματο, δυσπάριτόν τε καὶ
τοῖς προσιοῦσι παντελῶς ἄμαχον. ἀλλὰ καὶ τὸ ἐν Θεσκῷ
φρούριον ἐπὶ θάτερα τοῦ μακροῦ τείχους ἱδρύσατο, περι-
βόλῳ κρατυνάμενος ἐχυρῷ μάλιστα· ταύτῃ τε τοῖς Χερ-
ρονησιώταις τὴν ἀσφάλειαν πανταχόθεν αὐτὸς προσε-
ποίησε.
197

 Μετὰ δὲ Χερρόνησον Αἶνος οἰκεῖται πόλις, ἐπὶ


τοῦ οἰκιστοῦ τῆς προσηγορίας ὠνομασμένη. Αἰνείας γὰρ
ἦν, ὥσπερ λέγουσιν, ὁ τοῦ Ἀγχίσου. ταύτης ὁ περίβολος
εὐάλωτός τε ἦν τῷ χθαμαλὸς εἶναι· οὐδὲ ὅσον γὰρ ἐς τὸ
ἀναγκαῖον ἀνεῖχεν ὕψος· καὶ ἀναπεπταμένην τινὰ εἴσο-
δον κατὰ τῆς θαλάσσης τὸ γειτόνημα εἶχεν, ἀμηγέπη ἐπι-
ψαύοντος αὐτοῦ τοῦ ῥοθίου. ἀλλὰ βασιλεὺς Ἰουστινια-
νὸς ἀνέστησε μὲν αὐτὸν ἐς ὕψος, μὴ ὅτι ἁλῶναι, ἀλλὰ
καὶ ἀποπειρᾶσθαι ἀμήχανον. ἐπεξαγαγὼν δὲ καὶ παν-
ταχόσε φραξάμενος ἀνάλωτον Αἶνον παντάπασι κατεστή-
σατο. καὶ ταύτῃ μὲν ἡ πόλις ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ἐγεγόνει·
ἔμεινε δὲ τοῖς βαρβάροις ἡ χώρα καταθεῖν εὐπετής· ἐπεὶ
Ῥοδόπη ὀχυρωμάτων ἐκ παλαιοῦ ὑπεσπάνιζεν. ἦν δέ τις
κώμη ἐν τῇ μεσογείᾳ, Βέλλουρος ὄνομα, πλούτου μὲν

Φώτιος. Bibliotheca Codex 244, Bekker p. 383b, line 39

ἔτη υἱὸν εἶχε τετραετῆ, διαφέροντα τῇ τοῦ σώματος


ῥώμῃ. Ἐν δὲ ταῖς τῶν ἀγρῶν ἐπιμελείαις τοσοῦτον
διήνεγκεν, ὡς ἑκάστῳ τῶν υἱῶν ἀπολιπεῖν ἀγρὸν μυριό-
πλεθρον κεκοσμημένον πάσαις ταῖς κατασκευαῖς. Ἐβα-
σίλευσε δ' ἐπιφανῶς ἔτη ἑξήκοντα.
 Ὅτι Νικομήδης Προυσίαν τὸν ἑαυτοῦ πατέρα κατα-
πολεμήσας, καὶ καταφυγόντα εἰς τὸ τοῦ Διὸς ἱερὸν
ἀνελών, παρέλαβε τὴν βασιλείαν τῆς Βιθυνίας, ἀσε-
βεστάτῳ φόνῳ κτησάμενος τὴν ἀρχήν.
 Ὅτι Λυσιτανοί, φησί, τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἔχοντες
ἀξιόχρεων ἡγεμόνα εὐάλωτοι καθίσταντο Ῥωμαίοις πο-
λεμοῦντες, ὕστερον δὲ Ὑριάτθου κυρήσαντες μεγάλα
Ῥωμαίους ἔβλαψαν. Ἦν μὲν οὖν οὗτος τῶν παρὰ τὸν
Ὠκεανὸν οἰκούντων Λυσιτανῶν, ποιμαίνων δ' ἐκ
παιδὸς ὀρείῳ βίῳ κατέστη συνήθης σύνεργον ἔχων καὶ τὴν
τοῦ σώματος φύσιν· καὶ γὰρ ῥώμῃ καὶ τάχει καὶ τῇ τῶν
λοιπῶν μερῶν εὐκινησίᾳ πολὺ διήνεγκε τῶν Ἰβήρων.
Συνεθίσας δὲ αὑτὸν τροφῇ μὲν ὀλίγῃ γυμνασίοις δὲ
πολλοῖς χρῆσθαι, καὶ ὕπνῳ μέχρι μόνου τοῦ ἀναγκαίου,
καθόλου δὲ σιδηροφορῶν συνεχῶς καὶ θηρίοις καὶ λῃσταῖς
εἰς ἀγῶνας καθιστάμενος, περιβόητος ἐγένετο παρὰ τοῖς

Φώτιος. Bibliotheca Codex 245, Bekker p. 397a, line 12


198

ἡσυχῇ τρέφουσιν. Ὥστε μέχρι τῶν βαρβάρων διῆχθαι


πίστιν ἰσχυρὰν αὐτόθι τὸ Ἠλύσιον εἶναι πεδίον καὶ τὴν
τῶν εὐδαιμόνων οἴκησιν, ἣν Ὅμηρος ὕμνησε.
                           Ταῦτα
ὁ Σερτώριος ἀκούσας ἔρωτα θαυμαστὸν ἔσχεν οἰκῆσαι τὰς
νήσους καὶ ζῆν ἐν ἡσυχίᾳ, τυραννίδος ἀπαλλαγεὶς καὶ
πολέμων ἀπαύστων. Ἀλλὰ διεμάραναν αὐτοῦ καὶ περιέ-
σπασαν τὸν ἔρωτα ἥ τε κίνησις τῶν μετ' αὐτοῦ Κι-
λίκων ἐκταραχθεῖσα καὶ νεωτέρων φροντὶς πολεμίων.
 Ὅτι λέγεται (φησίν) ὁ Σερτώριος οὔτε ὑφ' ἡδονῆς οὔτε
ὑπὸ δέους εὐάλωτος γενέσθαι, φύσει δὲ ἀνέκπληκτος παρὰ
τὰ δεινὰ καὶ μέτριος ἐνεγκεῖν εὐτυχίαν· οὐδενὸς μέντοι
οὐδὲ πρὸς εὐθυμαχίαν ἀτολμότερος τῶν καθ' ἑαυτὸν
ἡγεμόνων, ὅσα δὲ κλοπείας ἐν πολέμοις ἔργα καὶ πλεο-
νεξίας περὶ τόπους ὀχυροὺς καὶ διαβάσεις τάχους δεομέ-
νας, ἀπάτης τε καὶ ψευδῶν ἐν δέοντι, σοφιστὴς δεινό-
τατος. Ἐν δὲ ταῖς τιμαῖς τῶν ἀνδραγαθημάτων δα-  
ψιλὴς φαινόμενος, περὶ τὰς τιμωρίας ἐμετρίαζε τῶν
ἁμαρτημάτων· καίτοι δοκεῖ περὶ τὸν ἔσχατον αὐτοῦ βίον
ὠμότητός τε καὶ βαρύτητος τὸ περὶ τοὺς ὁμήρους προα-
χθὲν ἔργον ἐπιδεῖξαι τὴν φύσιν οὐκ οὖσαν ἥμερον,

Φώτιος. Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter phi, P. 637, line 4

Φαινόλης: χιτών· οἱ δὲ παλαιοὶ ἐφεστρίδα.


Φαίνων: δεικνύων.
Φαιδρυντής: ὁ φαιδρύνων τὰ ἀγάλματα.  
Φαικω: ἀκμάζοντι καὶ λαμπρῶ· οὕτως Σοφοκλῆς.
Φαιόν: χρῶμα σύνθετον ἐκ μέλανος καὶ λευκοῦ·
 ἠγοῦν μύϊνον.
Φάκελον: φορτίον· ἢ εὐάλωτον.
Φαινόμενα: Πλάτων Πολιτείας δεκάτηι ἔφη· φαι-
 νόμενα· οὐ μέντοι ὄντα γε που τηῖ ἀληθείαι· ἀντὶ
 τοῦ φαντασίαν ἀποτελοῦντα· οὐ μέντοι γε ὄντα.
Φάκελος: τὸ τῆς κεφαλῆς φόρημα.
Φακῆ: τὸ ἕψεμα τοῦ φακοῦ.

Cosmas Indicopleustes Geogr., Topographia Christiana


Book 7, section 29, line 5
199

τὸ σῶμα τὸ γεννησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ


τύχοι σίτου, ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δὲ Θεὸς δίδωσιν αὐτῷ
σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων ἴδιον
σῶμα», τοῦτο λέγων· Ἀναλογίσασθε, ὦ ἄνθρωποι, ὅτι
γυμνὸς κόκκος σπειρόμενος ἐν τῇ γῇ πρῶτον μὲν διαλύεται·
τοῦτο γὰρ λέγει «ἐὰν μὴ πρῶτον ἀποθάνῃ».
         Ἔπειτα
ἀναδιδόμενος τῇ τοῦ Θεοῦ δυνάμει τε καὶ προνοίᾳ μετὰ
πολλῆς δωρεᾶς τε καὶ τέχνης καὶ ὡραιότητος ἀναφαίνεται,
ἀντὶ ἑνὸς κόκκου πολλοστός, ἀντὶ γυμνοῦ ἐνδεδυμένος καὶ
θήκας ἔχων, ἀντὶ εὐαλώτου καὶ εὐεπηρεάστου ἐστηριγμένος
καὶ βεβοηθημένος, ἔχων ἀνθέρικας, ἵν' ἀβλαβὴς διαμείνῃ ἀπὸ
τῶν ἀδικῆσαι δυναμένων. Αὐτὸ οὖν τοῦτο τὸ φθαρὲν καὶ
μεταβληθὲν εἰς γῆν σῶμα, καὶ πάλιν ἐν ἀριθμῷ πλείονι καὶ
θαυμαστῷ κάλλει φυόμενον ἐκ τῆς γῆς, ἔργον σοφὸν καὶ
κάλλιστον καὶ ἔντεχνον τῆς προνοίας τοῦ τὰ πάντα δημιουρ-
γήσαντος Θεοῦ.

Geoponica, Geoponica Book 13, chapter 10, section 10, line 4

ἢ ἑψημένῃ.
         Μύρμηκες οὐχ ἅπτονται μελιτηροῦ ἀγ-
γείου, κἂν ἀπώμαστον τύχῃ εἶναι τὸ ἀγγεῖον, ἐὰν
λευκῷ ἐρίῳ αὐτὸ περιστέψῃς, ἢ λευκῇ γῇ ἢ μίλτῳ
περιγράψῃς.
         τινὲς ὀπὸν ὄξει διέντες τὰ στελέχη
ἐπαλείφουσι, καὶ εἰς τὰς ὀπὰς αὐτῶν ἐγχέουσιν.
         ἐὰν
τὰ στελέχη τῶν ἀμπέλων κισσῷ δασεῖ περιδήσωμεν,  
εὑρεθήσονται μετ' ὀλίγον οὐ μόνον οἱ μύρμηκες, ἀλλὰ
καὶ οἱ κάνθαροι ὑπὸ τὴν τοῦ κισσοῦ σκιάν, εὐάλωτοι
πρὸς ἀναίρεσιν.
         ἀπόλλυνται δὲ παντελῶς οἱ μύρ-
μηκες, τῆς ῥίζης τοῦ ἀγρίου σικύου καπνιζομένης, ἢ
σιλούρου, μάλιστα Ἀλεξανδρίνου, θυμιωμένου μαλακῇ
πυρᾷ. ἑνὸς δὲ ἀναιρεθέντος μύρμηκος, οἱ ἄλλοι
φεύξονται τὸν φωλεόν.

Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem


Vol. 2, p. 356, line 18
200

αὐτὸς Γεωγράφος καὶ ὅτι τῆς ἀρχαίας Ἰλίου οὐδὲ ἴχνος σῴζεται, καθὰ ἐν
τῇ
δʹ ῥαψῳδίᾳ εἴρηται πλατύτερον, καὶ ὅτι οἱ ὕστερον οἰκίσαι αὐτὴν
ἐννοησά-
μενοι οἰωνίσαντο ἢ διὰ τὰς ἐκεῖ συμφορὰς ἢ καὶ ὡς τοῦ Ἀγαμέμνονος
ἀρὰς
θεμένου κατὰ τῶν τειχιούντων αὐτήν. διὸ ἀποστάντες ἑτέραν ἐτείχισαν.
Ἐρινεὸς
δὲ κατὰ μέν τινας καὶ ἡ ἀγρία συκῆ καὶ ὁ καρπὸς αὐτῆς, ὥσπερ καὶ ἐλαία
τό τε φυτὸν καὶ ὁ καρπός. Ἀριστοτέλης δὲ ἐρινεοὺς μὲν τὸ φυτὸν ἐν τοῖς
Περὶ
ζῴων, ἐρινοὺς δὲ τὸν καρπόν. ἀφ' οὗ κατὰ Παυσανίαν ἐρινάζειν τὸ
περιάπτειν
ταῖς ἡμέροις συκαῖς ὀλύνθους ἤτοι ἐρινέους φησίν. ἐξ ὧν οἱ λεγόμενοι
ψῆνες
μετεισέρχονται εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπὸν καὶ κρατύνουσιν
αὐτὸν
ὥστε μὴ ἀπορρυῆναι τοῦ δένδρου. (v. 434) Ἐπίδρομον δὲ κατὰ τοὺς
παλαιοὺς
τὸ εὐάλωτον, ὅθεν ἔστιν ἐπιδραμεῖν καὶ ἐπιβῆναι, [ἵνα καὶ τὸ ἐπίδρομον
εἴη
πως ἀμβατόν], περίδρομον δέ γε τεῖχος τὸ στρογγύλον, φασίν, ὥσπερ
ἀμφίδρο-
μον τὸ ἑκατέρωθεν δρόμον ἔχον. (v. 436) Τὸ δὲ «ἀμφ' Αἴαντε δύο καὶ
Ἰδο-  
μενέα ἠδ' ἀμφ' Ἀτρείδας καὶ Τυδέος υἱόν» σχῆμά ἐστιν ἐπαναφορᾶς
καλλωπίζον
τὸν λόγον. ἀπὸ γὰρ τῆς ἀμφι προθέσεως οἱ δύο στίχοι ἄρχονται. Κεκό-
λασται δέ πως τὸ σχῆμα καὶ οὐ λίαν καθαρῶς ἐπαναφέρει προηγουμένου
συνδέσμου ἐν τῷ δευτέρῳ στίχῳ, ἐπεὶ οὐδὲ ἔδει τὴν Ἀνδρομάχην
παθαινο-
μένην καλλωπίζειν ἐμφανῶς τὸν λόγον. Ὅρα δὲ καὶ ὅτι τὸν μὲν Ἰδομενέα

ἐξ ὀνόματος εἶπεν ἡ Ἀνδρομάχη, τὸν δὲ Διομήδην ἐκ τοῦ πατρὸς


ἐδήλωσε, μισοῦσα ἴσως τὸν ἐν Ἀχαιοῖς μέγαν ἀριστέα καὶ αὐτὴ καὶ μηδὲ
ὀνομάζειν

Ησύχιος. (Α – Ο) Alphabetic letter epsilon, entry 6692, line 1

εὐαίων· ἀγήρως. εὔμοιρος


201

εὐαλῶς· εὐχερῶς θηρώμενος


εὐαλδῆ· εὐαυξῆ
Εὐαλωσία· Δημήτηρ, ὅτι μεγάλας τὰς ἅλως ποιεῖ καὶ πληροῖ
εὐάλωτον· εὐθήρατον (Prov. 24,63) r. g
εὐαμερία· θεοσημία
εὐάν· ὁ κισσός, ὑπὸ Ἰνδῶν
Εὐάνασσα· ἡ Δημήτηρ
εὐανδρείας· καλῆς ἰσχύος (2. Macc. 8,7 ..) ASvg
εὐανδρία· πλῆθος νέων
a) εὐανδρίας ἀγών· ... b) ... βάραθρον οὕτως ἐκαλεῖτο ἐν
 τῇ Θεσπρωτίᾳ
εὐάνθεμον· ἠράνθεμον
εὖ ἂν ἔχοι· καλῶς ἂν ἔχοι Avg
εὐάνιος· ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος. πειθήνιος

Ησύχιος. (Α – Ο) Alphabetic letter lambda, entry 893, line 1

ληνοί· σοροί, πύελοι. καὶ τῶν ἁρματείων δίφρων αἱ κοιλότητες


ληνός· ὅπου σταφυλὴ πατεῖται (Ioël 3,13) (r)
λῆξαν· ἐπαύσαντο (Ζ 107) n
λήξεως· κληρονομίας ASvg. τελειώσεως. ⌊μερισμοῦ (AS)
ληξιαρχικὸν γραμματεῖον· εἰς ὃ τοὺς νέους ἐνέγραφον
λῆξις· τελείωσις r. vgn (A). ἀποκλήρωσις. ἢ ἐπὶ μερίδι δια-
 κληροῦσθαι
ληόν· ἔθνη. καὶ ὄχλον (Hdt. 5,42,2 v. l.)
ληπτέος· ἐπὶ τῶν μὴ εὐαλώτων ἐλέγετο
ληραίνειν· παραφρονεῖν, φλυαρεῖν q
ληροί· τὰ περὶ τοῖς γυναικείοις χιτῶσι κεχρυσωμένα (Com.
 ad.)

Ησύχιος. (Π – Ω) Alphabetic letter phi, entry 70, line 1

φαινόλα· τὸ ὕφασμα οὕτως “ἔχουσα καινὰν φαινόλαν”


φαινόλις· λαμπρά, φωσφόρος
[φαινόν· φωτεινόν]
Φαινύλιος· ὄνομα ἥρωος
φαίνων· δεικνύων, δηλῶν
φαιόν· μέλαν
φαιούς· ἄρτους ῥυπαρούς
φαιρίδδειν· σφαιρίζειν
202

φαιρωτήρ· (ς)κύτος
Φαιστός· πόλις Κρήτης
φάκελον· φορτίον εὐάλωτον
φακέλους· φόρτους
φάκελοι· ὁμοίως
φακός· βρύον τὸ ἐν τῇ λίμνῃ. καὶ μέλασμά τι ἐν τῇ ὄψει. καὶ μέρος
 τοῦ χαλινοῦ. καὶ ἡ λεπτὴ τῆς μεταλλικῆς λίθου. καὶ ἰατρικὸν σκεῦος
φάκται· ληνοί, σιπύαι, πύελοι
Φακεέ· διάνοιξις
φρακτεῖν· φράττειν. Φρακτός γὰρ ὁ φραγμός. καὶ τὸ μέτρον

Ησύχιος. (Π – Ω) Alphabetic letter chi, entry 317, line 1

χειροτέρη· ἐλάττων
χειρότερον· χείρονα
χειροτονεῖν· καθιστᾶν. ψηφίζειν
χειροτονία· ἐκλογή .....
χειρουργεῖ· χερσὶν ἐργάζεται
Χείρων· Κρόνου καὶ Φιλύρας υἱός
χειρωνάκτας· χειροτέχνας
χειρῶναξ λεώς· ὁ χειροτέχνης
χειρωσάμενοι· καταγωνισάμενοι  
χειρώσασθαι· ὑποτάξαι. φονεῦσαι
χειρωτόν· εὐάλωτον. καταγωνίσασθαι
[χειτών· ἔνδυμα, περιβόλαιον]
χείσεται· χωρήσει
χελεῦ χελώνη
χελεύς· κιθάρα
χελεάρ· χελιδών. χελιδονίας. καὶ ἰχθῦς ποιός
χελιδών· τὸ κοῖλον τῆς ὁπλῆς τῶν ἵππων. καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὸ
 ἄνωθεν τοῦ ἀγκῶνος τὸ κατὰ τὰς καμπάς
χελιδονισταί· οἱ τῇ χελιδόνι ἀγείροντες
χελιδόνος δίκην· τοὺς βαρβάρους χελιδόσιν ἀπεικάζουσι διὰ τὴν
 ἀσύνθετον λαλιάν

Θεοδώρετος. Graecarum affectionum curatio


Book 10, section 2, line 8

ὑπ' αὐτῶν παρανομουμένους οἰκτείροντες, πολλάκις δὲ καὶ στρα-


τιῶται καὶ δῆμοι γυμνοῦσι τῆς δυναστείας, τὸ θράσος οὐ φέρον-
τες. Τοῦτο καὶ δεδράκασι καὶ πεπόνθασιν οἱ παμπόνηροι δαίμο-
203

νες. Τὴν γὰρ δὴ τάξιν καταλιπόντες, ἣν ἔλαχον, καὶ τὴν


ἡμερωτάτην τοῦ πεποιηκότος ἀποδράσαντες δεσποτείαν, ἥρπασαν
μὲν τὴν τυραννίδα, τὸ δὲ θεῖον ὄνομα σεσυληκότες, θεοὺς σφᾶς
αὐτοὺς προσηγόρευσαν καὶ τὸ θεῖον σέβας σφίσι προσφέρειν τῶν
ἀνθρώπων τοὺς ἀνοήτους ἀνέπεισαν· εἶτα κρατῦναι τὴν δυναστείαν
σπουδάζοντες, καὶ προγινώσκειν τὰ μέλλοντα καὶ προλέγειν
ἐνεανιεύσαντο, ταύτῃ μάλιστα τοὺς εὐαλώτους ἀνθρώπους παρακ-
ρουόμενοι. Διά τοι τοῦτο πανταχοῦ γῆς τὰ τῆς ἀπάτης κατε-
σκεύασαν ἐργαστήρια καὶ τὰς μαντικὰς ἐπενόησαν μαγγανείας,
τοὺς ἀλευρομάντεις καὶ στερνομάντεις καὶ νεκυομάντεις καὶ τὴν  
Κασταλίας πηγὴν καὶ τὸ Κολοφώνιον ῥεῖθρον καὶ τὴν ἱερὰν
δρῦν καὶ τὸ Δωδωναῖον χαλκεῖον καὶ τὸν Κιρραῖον τρίποδα καὶ
τὸν Θεσπρώτιον λέβητα, καὶ ἐν Λιβύῃ μὲν τὸ μαντεῖον τὸ Ἄμ-
μωνος, ἐν δέ γε Δωδώνῃ τὸ τοῦ Διός, ἐν δὲ Βραγχίδαις καὶ
Δήλῳ καὶ Δελφοῖς καὶ Κολοφῶνι τοῦ Κλαρίου καὶ Πυθίου καὶ
Δηλίου καὶ Διδυμαίου, καὶ ἐν Λεβαδίᾳ μὲν Τροφωνίου, ἐν
Ὠρωπῷ δὲ Ἀμφιάρεω, ἐν δὲ τῇ Τυρρηνῶν καὶ Χαλδαίων

Θεοδώρετος. Εκκλησιαστική ιστορία. P. 137, line 4

δοῦναι τὸν νομέα τῇ ποίμνῃ, φάσκουσαι εἰ μὴ πείσαιεν, αὐτοὺς μὲν


καταλείψειν, πρὸς δὲ τὸν μέγαν ἐκεῖνον δραμεῖσθαι ποιμένα. οἱ δὲ
ἔφασαν δεδιέναι τὸν βασιλέως θυμόν· «ἄνδρας γὰρ ὄντας οὐδεμιᾶς
ἴσως ἀξιώσει συγγνώμης, ὑμῖν δὲ ἀντιβολούσαις φειδοῦς δήπουθεν
μεταδώσει καὶ δυοῖν θάτερον, ἢ τὴν ἱκετηρίαν δέξεται, ἢ μὴ πειθό-
μενος ἀπαθεῖς ἀποπέμψει». ταύτην δεξάμεναι τὴν εἰσήγησιν αἱ ἀξιέ-
παινοι γυναῖκες μετὰ τῆς συνήθους πολυτελείας προσῆλθον τῷ βα-  
σιλεῖ, ὅπως περιφανεῖς ἐκ τῆς ἐσθῆτος ὑπολαβὼν αἰδοῦς αὐτὰς καὶ
φειδοῦς ἀξιώσῃ. οὕτω δὲ προσελθοῦσαι ἱκέτευον οἰκτεῖραι πόλιν
τοσαύτην ποιμένος ἐστερημένην καὶ ταῖς τῶν λύκων ἐπιβουλαῖς
εὐάλωτον γενομένην. ὁ δὲ ἔφη μὴ δεῖσθαι νομέως ἑτέρου τὴν πόλιν,
ποιμένα δὲ ἔχειν προμηθεῖσθαι δυνάμενον. καὶ γὰρ ἐκεχειροτόνητο
μετὰ τὸν μέγαν Λιβέριον τῶν διακόνων τις τῶν ἐκείνου (Φίλιξ ὄνομα
τούτῳ ἦν), ὃς τὴν μὲν ἐκτεθεῖσαν ἐν Νικαίᾳ πίστιν ἄσυλον διε-
φύλαττε, τοῖς δέ γε διαφθείρουσι ταύτην ἀδεῶς ἐκοινώνει. οὐδεὶς
μέντοι τῶν οἰκούντων τὴν Ῥώμην εἰς εὐκτήριον εἰσελήλυθεν οἶκον
ἔνδον ὄντος ἐκείνου· τοῦτο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες ἔφασαν ἐκεῖναι τῷ
βασιλεῖ. οὗ δὴ χάριν ἐπικαμφθεὶς προσέταξε μὲν τὸν πάντα ἄριστον
ἐκεῖνον ἐπανελθεῖν, κοινῇ δὲ ἀμφοτέρους τὴν ἐκκλησίαν ἰθύνειν.
τούτων ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ τῶν γραμμάτων ἀναγνωσθέντων, ἐξεβόησε
τὸ πλῆθος, δικαίαν εἶναι λέγον τοῦ βασιλέως τὴν ψῆφον·
204

Θεοδώρετος. Εκκλησιαστική ιστορία. P. 211, line 6

προθυμίαν τοῖς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν μάρτυσι συνετέτακτο. τότε δὴ


οἱ στρατηγοί, τῆς στρατιᾶς τὴν συμφωνίαν θείαν ψῆφον ὑπολαβόντες,
ἤγαγον εἰς μέσον τὸν πάντα ἄριστον ἄνδρα ἐκεῖνον, καὶ βῆμα σχεδιά-
σαντες ὑψηλὸν ἔστησαν ἐπὶ τούτου. εἶτα πάντων αὐτῷ τὰ βασιλικὰ
προσενηνοχότων προσρήματα καὶ Αὔγουστον προσαγορευσάντων καὶ  
Καίσαρα, τῇ συνήθει παρρησίᾳ χρησάμενος ὁ ἀξιάγαστος ἐκεῖνος ἀνήρ,
καὶ μήτε τοὺς ἄρχοντας δείσας μήτε τῶν στρατιωτῶν τὴν ἐπὶ τὰ
χείρω μεταβολήν· «οὐ δύναμαι», ἔφη, «Χριστιανὸς ὢν τῶν τοιούτων
ἄρχειν οὐδὲ τῆς Ἰουλιανοῦ στρατιᾶς βασιλεύειν πονηρὰ παιδευθείσης
μαθήματα· οἱ γὰρ τοιοῦτοι, τῆς θείας προμηθείας γεγυμνωμένοι,
εὐάλωτοί τέ εἰσιν καὶ λίαν εὐεπιχείρητοι, καὶ ἐπίχαρτοι τοῖς πολε-
μίοις γενήσονται». τούτων ἀκούσαντες τῶν λόγων οἱ στρατιῶται
κοινὴν ἀφῆκαν φωνήν· «μὴ ἐνδοιάσῃς, ὦ βασιλεῦ, μηδὲ τὴν ἡμετέραν
ὡς πονηρὰν φύγῃς ἡγεμονίαν· Χριστιανῶν γὰρ βασιλεύσεις καὶ μαθή-
μασιν εὐσεβέσι συντεθραμμένων. οἱ μὲν γὰρ ἐν ἡμῖν γεραίτεροι καὶ
τῆς Κωνσταντίνου διδασκαλίας ἀπήλαυσαν, οἱ δὲ μετ' ἐκείνους τῶν
Κωνσταντίου μετέλαχον παιδευμάτων· τούτου δὲ τοῦ τεθνεῶτος
ὀλίγος τῆς ἡγεμονίας ὁ χρόνος καὶ οὐχ ἱκανὸς οὐδὲ τοῖς ἐξηπατη-
μένοις ἐνιδρῦσαι τὴν λώβην».
 Ἐπὶ τούτοις ἡσθεὶς τοῖς λόγοις ὁ βασιλεὺς ἐβουλεύετο λοιπὸν
περὶ τῆς τῶν κοινῶν σωτηρίας καὶ ὅπως ἐκ τῆς πολεμίας ἀπήμαντον

Θεοδώρετος. Historia religiosa (= Philotheus) Vita 1, section 11, line 24

ἀφιέναι κατὰ τῶν ἐπὶ τοῦ τείχους ἑστηκότων τὰ βέλη


κελεύων, ἄλλους κάτωθεν ὑπορύττειν τὸ τεῖχος ἐκέλευεν.
Ὡς δὲ ἄπρακτα ἅπαντα ἐγίνετο τῇ τοῦ θεσπεσίου ἀνδρὸς
διαλυόμενα προσευχῇ, τέλος τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ τὸ
ῥεῦμα τῇ πολυχειρίᾳ κωλύσας καὶ τῇ ἀποτειχίσει κεκω-
λυμένον τοῦ ποταμοῦ ὅτι πλεῖστον συναθροίσας, ἐπαφῆκεν
ἀθρόον κατὰ τοῦ τείχους, οἷόν τινι μηχανήματι τούτῳ
σφοδροτάτῳ χρησάμενος. Τὸ δὲ οὐκ ἤνεγκε τὴν τοῦ ὕδατος
ἐμβολήν, ἀλλὰ τῇ ῥύμῃ κατασεισθὲν ἄρδην ἅπαν τὸ  
κατ' ἐκεῖνο τὸ μέρος κατέπεσεν. Οἱ δὲ μέγα ἐβόησαν,
ὡς εὐαλώτου γενομένου τοῦ ἄστεως· τὸ γὰρ μέγα τεῖχος
205

τῶν ἐνοικούντων ἠγνόουν. Ἀνεβάλλοντο δὲ ὅμως τὴν


προσβολήν, ἄβατον ὁρῶντες ὑπὸ τῶν ὑδάτων γενομένην
τὴν πόλιν. Πόρρω τοίνυν ὑποχωρήσαντες, ὡς τοῦ πόνου
σφίσι λωφήσαντος, αὐτοί τε διανεπαύοντο, καὶ τοὺς ἵππους
ἐθεράπευον. Οἱ δὲ τὴν πόλιν οἰκοῦντες εἰς ἱκετείας σπουδαιο-
τέρας ἐτρέποντο, πρεσβευτὴν ἔχοντες τὸν μέγαν Ἰάκωβον·
οἱ δὲ ἐν ἡλικίᾳ πάντες ἀνῳκοδόμουν σπουδῇ, οὔτε κάλλους,
οὔτε ἁρμονίας ἐπιμελούμενοι, ἀλλὰ πρὸς τὸ τυχὸν ἅπαντα
συντιθέντες, καὶ λίθους, καὶ πλίνθους, καὶ ὅ τι ἄν τις
ἐκόμιζεν· καὶ ἐν μιᾷ νυκτὶ προὔβη τὸ ἔργον, καὶ τοσοῦτον

Θεοδώρετος. Epistulae: Collectio Sirmondiana (epistulae 96-147)


Epistle 130, line 9

ΜΑΓΝῼ ΑΝΤΩΝΙΝῼ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡῼ ΚΑΙ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤῌ.

 Τοὺς μὲν νύκτωρ πλέοντας οἱ τῶν λιμένων ψυχαγωγοῦσι


πυρσοί· τοὺς δὲ τῆς ἀποστολικῆς προκινδυνεύοντας πίστεως,
τῶν ὁμοπίστων ὁ ζῆλος. Ἱκανὴν τοίνυν ἔχομεν παραψυχὴν
τῆς ὑμετέρας φιλοθεΐας τοὺς ὑπὲρ τῶν θείων δογμάτων ἀγῶ-
νας ἀκούοντες. Καὶ γὰρ ταύτην ὑμῖν τὴν γνώμην ὁ Μεγαλό-
δωρος ἐδωρήσατο, καὶ τῆς τούτων ἕνεκα φυλακῆς πάντα πόνον
εἰσφέρετε. Ἐγὼ δὲ διὰ τῆς ὑμετέρας ψυχαγωγούμενος προθυ-  
μίας μικρὰν ἀντίδοσιν εἰσφέρω, τῶν ἀγώνων ὑμᾶς τῶν θείων
ἔχεσθαι παρακαλῶν, καὶ τῶν ἀντιπάλων ὡς εὐαλώτων κατα-
φρονεῖν – τί γὰρ ἀσθενέστερον τῶν τῆς ἀληθείας ἐστερημέ-
νων – πεποιθέναι δὲ τῷ εἰπόντι· Οὐ μή σε ἀνῶ, οὐδὲ
μή σε ἐγκαταλίπω, καί· Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι
πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἐπαμύνατε δὲ κἀμοὶ ταῖς προσευχαῖς, ἵνα θαρρῶν ἐπιλέγω·
Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι, τί ποιή-
σει μοι ἄνθρωπος.

Θεοδώρετος. Commentaria in Isaiam Section 5, line 492

ἦν ὁμώνυμος τῇ πάλαι μετὰ τῶν Σοδομιτῶν δεξαμένῃ τὸν


ὄλεθρον. Τοὺς ἐκ τούτων αἰχμαλώτους εἰς γῆν κύπτειν
(ἠναγκασμένους) τοῖς ἐπὶ γῆς ἕρπουσιν εἰκότως ἀπείκασεν.
206

Μὴ πέτρα ἔρημός ἐστι (τὸ ὄρος) τῆς θυγατρὸς Σιών;


Οὐκ ἐπετώθαζές (φη)σι τῇ Ἱερουσαλήμ, ὄ(ρος) αὐτὴν
ἀποκαλοῦσα ξηρόν; Μάθε τοίνυν διὰ τῶν πραγμάτων ὡς
ἐκείνη μὲν τοῦ Ἀσσυρίου τὰς χεῖρας διέφυγε, μᾶλλ(ον δὲ
τὴν ἐκείνου) κατηνάλωσε στρατιάν, σὺ δὲ 2ἔσῃ ὡς πετεινοῦ
ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος.
Ὥσπερ γὰρ οἱ τῶν
γεγεννηκότων ἔρ(ημοι νεοττοὶ) εὐχείρωτοι λίαν εἰσίν, οὕτω  
καὶ σὺ εὐάλωτος ἔσῃ, τῆς ἐμῆς προνοίας οὐκ ἀπολαύουσα.
Ἔπειτα δὲ Ἀρνὼν π(λείονα 3βουλεύου· μείζοσι γὰρ) καὶ
σὺ περιβληθήσῃ κακοῖς. Καὶ ποιεῖτε σκέπην αὐτοῖς πέν-
θους διὰ παντός· ἐν μεσημβρινῇ σκοτίᾳ (φεύγουσιν,
ἐξέστησαν)· Μὴ ἀχθῇς. Ἐν μεσημβρινῇ σκοτίᾳ φεύγουσι
κυρίως μὲν οἱ τὸ ἀληθινὸν φῶς ἰδεῖν οὐκ ἐθέ(λοντες) (ἀλλὰ
τὸ σκότος) τῆς ἀγνοίας τοῦ φωτὸς προτιμῶντες· εἴποι δ'
ἄν τις καὶ τοὺς ἐν συμφοραῖς ὄντας σκότος ὁρᾶν ἐν μεση-
μ(βρίᾳ). (Ὁ δὲ Θεοδοτίων) τό· ἐξέστησαν μὴ ἀχθῇς,
σαφέστερον ἡρμήνευσεν·

Θεοδώρετος. Commentaria in Isaiam Section 5, line 534

Ὑπερηφανείαν μὲν τὴν κατὰ τοῦ θεοῦ λέγει, ὕβριν δὲ καὶ


μῆνιν τὴν κατὰ τοῦ λαοῦ· τούτους γὰρ ἐξύβριζον καὶ
τούτοις ἐμνησικάκουν. Εἶτα ἐπιφέρει· Οὐχ οὕτως ἡ μαντεία
σου, 7οὐχ οὕτως. Ἕτερά φησι προὔλεγόν σοι οἱ τῶν δαιμόνων
χρησμοί, τἀναντία δὲ ἐκείνων ἑώρακας. Ἡγοῦμαι δὲ τὸν
προφήτην καὶ τῆς τοῦ Βαλαὰμ αὐτοὺς ὑπομιμνῄσκειν
προρρήσεως, ὡς ὁ ἐξ Ἰσραὴλ ἀνίσχων «θραύσει ἀρχηγοὺς
Μωάβ».
Εἶτα πάλιν τούς τε θρήνους αὐτοῦ διέξεισι, καὶ τὸ ἀσθενὲς
αὐτοῦ καὶ τὸ σφαλερὸν κωμῳδεῖ· τοῖχον γὰρ ὀστράκινον
τὸ εὐάλωτον αὐτοῦ καλεῖ. Προλέγει δὲ καὶ τῆς γῆς τὴν
δῄωσιν καὶ τῆς σπειρομένης τὴν ἀκαρπίαν καὶ τῆς πεφυτευ-
μένης τὴν ἐρημίαν, καὶ παρακελεύεται τοῖς τὰ ἔθνη κατα-
πίνουσιν Ἀσσυρίοις καταπατῆσαι τὰς ἀμπέλους, καὶ οἷόν
τινας ὅρους αὐτοῖς τιθεὶς παρεγγυᾷ ἕως Ἰαζὴρ συνάψαι τὸν
πόλεμον. Εἶτα τῶν φυγάδων διηγεῖται τὸν πλάνον· οἱ
μὲν γάρ φησιν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀλῶνται, οἱ δὲ καὶ τὴν Ἐρυθρὰν
διέβησαν Θάλασσαν. Ἀναμιμνήσκει δὲ καὶ δὶς καὶ τρὶς
τῶν αὐτῶν, τῆς ἀμπέλου Σαβαμὰ καὶ τῶν δένδρων Ἐσεβὼν
καὶ Ἐλεηλά, δεικνὺς τὴν τῆς προφητείας ἀλήθειαν. 9Ὅτι  
ἐπὶ τῷ θερισμῷ καὶ τῷ τρυγητῷ σου κατάλεγμα καταπατούν
207

Θεοδώρετος. Commentaria in Isaiam Section 6, line 131

Ὅ]μηρα δὲ τοὺς πρέσβεις ἐκάλεσε τοὺς ἀποσταλέντας πρὸς


Αἰγυπτ[ίους καὶ Αἰθίο]πας· οὕτω γὰρ ὁ Ἀκύλας· «ὁ
ἀποστέλλων ἐν θαλάσσῃ πρεσβευτάς».
Πορεύσον(ται γὰρ ἄγγελοι) κοῦφοι πρὸς ἔθνος μετέωρον
καὶ ξένον, λαὸν χαλεπόν, οὗ ἐπέκεινα ἔθνος ἀνέλπι(στον
καὶ κατα)πεπατημένον. Τὸ ἀσθενὲς τῶν Αἰγυπτίων διὰ
τούτων ᾐνίξατο. Χαλεπὸν μὲν [καὶ μετέωρον τοῦτο] τὸ
ἔθνος ἐκάλεσε τὴν κατὰ τῶν ὑπηκόων σημαίνων βαρύτητα,
ἀνέλπιστον δὲ ὡ[ς μηδεμίαν] ἐλπίδα σωτηρίας τοῖς κατα-
φεύγουσι παρέχειν δυνάμενον· τὸ δὲ καταπεπατημένον
[σημαίνει τὸ εὐχεί]ρωτον καὶ εὐάλωτον. Τοῦτο γὰρ διὰ τῶν
ἐπαγομένων δεδήλωκεν· Οὗ δι(ήρπασαν οἱ ποταμοὶ) |124 b|
τῆς γῆς 3πάντες. Ποταμοὺς τῆς γῆς τοὺς βασιλέας καλεῖ
τοὺς διαφόρως ἐκείνων περιγενομένους. Καὶ γὰρ Ναβουχο-
δονόσορ αὐτοὺς κατέλυσε, καὶ μετὰ ταῦτα Καμβύσης καὶ
ἕτεροι Περσῶν βασιλεῖς καὶ μέντοι καὶ Μακεδόνες αὐτοὺς  
δουλεύειν ἠνάγκασαν. Ὡς χώρα κατοικουμένη κατοικη-
θήσεται ἡ χώρα αὐτῶν, ὡσεὶ σημεῖον ἀπὸ ὄρους ἀρθῇ, ὡς
σάλπιγγος φωνὴ ἀκουστὸν ἔσται. Οὐκέτι φησὶ βασιλευθή-
σονται ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ἔθνεσι παραπλησίως δουλεύσουσιν.
Καὶ ἔσται αὐτῶν ἐπίσημος ἡ δουλεία ὡς σημεῖον ἐφ' ὑψηλοῦ

Θεοδώρετος. Commentaria in Isaiam Section 6, line 628

ἁλόντες ἐδέθησαν.
Ταῦτα προθεσπίσας ὁ προφήτης [ἐπάγει]· 4(Διὰ) τοῦτο
εἶπον· Ἄφετέ με, πικρῶς κλαύσομαι· μὴ κατισχύσητε
παρακαλεῖν με ἐπὶ τὸ (σύν)τρι(μμα τῆ)ς θυγατρὸς τοῦ
γένους μου.
Ἀπαραμύθητά φησι τὰ συμβάντα τῇ πόλει
κακά. Θυγα(τέρα) δὲ γέ(νους) αὐτὴν καλεῖ ὡς ἐξ αὐτῆς καὶ
αὐτὸς κατάγων τὸ γένος. 5Ὅτι ἡμέρα ταραχῆς καὶ ἀπω-
(λείας καὶ κατα)πατήματος καὶ πλανήσεως παρὰ κυρίου
Σαβαώθ· ἐν φάραγγι Σιὼν πλανῶνται, ἀπὸ μικροῦ (ἕως
μεγάλου πλ)ανῶνται ἐπὶ τὰ ὄρη.
Συμφορῶν αὐτοῖς φησιν
ἐπέστη καιρός, διὸ δὴ εὐάλωτοι πᾶσιν [ἐγένοντο οἱ λί]αν
ἀκαταφρόνητ[οι]. Διὰ τοῦτο καὶ τὴν πόλιν καταλιπόντες  
εἰς τὰ ὄρη πλανῶνται δρ[ασμῷ περιποιήσεσθ]αι τὴν σωτηρίαν
ἐλπίζοντες.
208

6Οἱ δὲ Ἐλαμῖται ἔλαβον φαρέτρας.


Ἐλαμίτας (τοὺς
Σαμαρίτ)ας καλεῖ· ἐκ (γὰρ τῆς) Περσικῆς μετῳκίσθησαν
χώρας. Ἀπε(χθ)ῶς δὲ διακείμεν(οι) |128 a| πρὸς Ἰουδαίους
συνεμάχουν κατ' αὐτῶν ἀναγκαίως Ῥωμαίοις. Εἶτα πάσῃ
ὁμοῦ τῇ στρατιᾷ παρακελεύεται· Ἀνάβητε ἄνθρωποι
ἐφ' ἵππους, καὶ συναγωγὴ παρατάξεως.

Θεοδώρετος. Quaestiones in Octateuchum P. 222, line 3

ἔρημον. αἱ μέντοι προρρήσεις αὗται οὐ τῆς ψευδοῦς ἦσαν μαντείας, ἀλλὰ

τῆς τοῦ παναγίου πνεύματος ἐνεργείας. ὁ γὰρ τὴν ὄνον ἀνθρωπείᾳ χρή-
σασθαι φωνῇ παρὰ φύσιν κελεύσας, οὗτος καὶ διὰ τῆς γλώττης τοῦ μάν-
τεως τὰ ἐσόμενα προηγόρευσεν. «ἐγένετο, γάρ φησι, πνεῦμα
Θεοῦ ἐν αὐτῷ«. τοῦτο γέγονε καὶ ἐν τῷ παρανόμῳ Σαούλ· ὅθεν
διὰ τὸ παράδοξον καὶ ἡ παροιμία ἐγένετο, «εἰ καὶ Σαοὺλ ἐν
προφήταις«; τοσαύτην μέντοι πεῖραν τοῦ Θεοῦ λαβὼν ὁ ψευδό-
μαντις, ἑτέρας ἐτεκτήνατο κατὰ τοῦ Θεοῦ μηχανάς. συννοήσας γὰρ ὡς  
ἄμαχον ἔχουσι δύναμιν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τειχιζόμενοι, τὴν διὰ τῆς
ἀκολασίας
αὐτοῖς ἀσέβειαν ἐπενόησεν· ἵνα διὰ τὴν ἀσέβειαν τῆς θείας γυμνωθέντες
ἐπικουρίας εὐάλωτοι γένωνται. καὶ τοῖς μαδιανίταις ὑπέθετο, μὴ τοὺς
ἄνδρας κατ' αὐτῶν, ἀλλὰ τὰς γυναῖκας ὁπλίσαι, γενέσθαι δὲ αὐτοῖς ὅπλον

τὴν τοῦ σώματος ὥραν καὶ τῶν λόγων τὸ δέλεαρ, ἵνα δελεασθέντες ὑπὸ
τοῦ
κάλλους, καὶ τοῖς λόγοις καταθελχθέντες, τοῖς ἐκείνων εἰδώλοις
λατρεύσωσι.
καὶ τοῦτο ἡμᾶς ὁ μακάριος ἐδίδαξε Μωϋσῆς, μετὰ τὴν κατὰ τῶν μαδια-
νιτῶν νίκην ἐπιμεμψάμενος τοῖς τὰς γυναῖκας ζωγρήσασιν. ἔφη γὰρ οὕ-
τως· «ἵνα τί ἐζωγρήσατε πᾶν θῆλυ; αὗται γὰρ
ἦσαν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, κατὰ τὸ ῥῆμα Βαλαάμ,
τοῦ ἀποστῆναι καὶ ὑπεριδεῖν τὸ ῥῆμα Κυρίου
ἕνεκεν Φογώρ, καὶ ἐγένετο πληγὴ ἐν τῇ συνα-
γωγῇ Κυρίου«.

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 553, line 8

νουσαν αὐτοῦ τὴν ἀξίαν), ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τῷ προφήτῃ


209

κατεμηνύθη, καὶ τὴν ἐπὶ παντὸς τοῦ λαοῦ χειροτο-


νίαν ἐδέξατο.  

ΕΡΩΤ. ΚΓʹ.
Τίνος χάριν Ναὰς ὁ Ἀμμανίτης τῶν Ἰσραηλιτῶν
τοὺς δεξιοὺς ἐξέκοπτεν ὀφθαλμούς;

 Ἀχρήστους αὐτοὺς εἰς πόλεμον ἀποφῆναι βουλό-


μενος. Ὁ γὰρ τὴν ἀσπίδα τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ προ-
βαλλόμενος, συγκαλύπτει ταύτῃ τὸν εὐώνυμον ὀφθαλ-
μὸν, τῷ δεξιῷ δὲ τοὺς πολεμίους ὁρᾷ. Ὁ τοίνυν
τὸν δεξιὸν ἀφῃρημένος εὐάλωτος ἐγίνετο πολε-
μῶν.

ΕΡΩΤ. ΚΔʹ. Διατί τὸν Σαοὺλ πρῶτον αὐτοῖς ἔδωκε βασιλέα;

 Ἐπειδὴ τῆς ἐν πολέμοις ἀνδραγαθίας ἕνεκα χειρο-


τονηθῆναι αὐτοῖς ᾔτησαν βασιλέα, καὶ οὐκ εὐσεβείας
χάριν, ὥστε καὶ παρ' αὐτοῦ τὰ θεῖα παιδεύεσθαι·
τὸν πάντων μέγιστον ἐξελέξατο, ἐπειδήπερ οὐ ψυχῆς
ἀρετὴν, ἀλλὰ σώματος ἐθαύμαζον μέγεθος.

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 952, line 29

εἰρημένοις· «Κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας πεπλή-


θυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι
σφόδρα· καταβὰς οὖν ὄψομαι εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν
αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται.»
 δʹ, εʹ. «Οὐχὶ γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι
τὴν ἀνομίαν, οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου ἐν βρώ-
σει ἄρτου; Τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο. Ἐκεῖ
ἐδειλίασαν φόβῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος.» Οὐκ ἠβου-
λήθητε, φησὶν, οἱ κατεσθίοντες συνιδεῖν τόδε·
δι' αὐτῆς οὖν μαθήσεσθε τῶν πραγμάτων τῆς
πείρας, ὡς οὐκ ἔσται ὑμῖν εὐάλωτος ὁ ἐμὸς λαὸς,
οὐδὲ καθάπερ ἄρτον τινὰ ἐσθιόμενον δαπανήσετε
αὐτὸν, τῆς ἐμῆς προμηθείας καταφρονοῦντες. Τοῦτο
γὰρ λέγει· «Τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο.» Οὗ
χάριν, οἱ ἀδεῶς φθεγγόμενοι, καὶ μηδένα δειμαίνον-
τες, φόβῳ καὶ δειλίᾳ περιπεσεῖσθε, καὶ εἰς φυγὴν
210

τραπήσεσθε, μηδενὸς τῶν ἀνθρώπων δεδιττομένου


τε καὶ διώκοντος. Τοῦτο γὰρ δηλοῖ τό· «Ἐκεῖ
ἐδειλίασαν φόβῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος.» Τὸ δέ· «Οὐχὶ
γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν,»
καθ' ὑπόκρισιν ἀναγνωστέον.

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1461, line 11

ἐπ' ἐκείνων διέλυσας, καὶ τοῖς ἐκείνης αὐτοὺς


ἔχωσας κύμασιν. «Ἔδωκας αὐτὸν βρῶμα λαοῖς τοῖς
Αἰθίοψιν.» Ὅμοροι τῶν Αἰγυπτίων οἱ Αἰθίοπες
ὄντες, πόλεμον εἶχον πρὸς ἐκείνους συχνόν· ἀλλὰ
τοῦ Φαραὼ σὺν τῇ στρατιᾷ τῇ θαλάσσῃ παραδοθέν-
τος, εὐχείρωτοι λοιπὸν οἱ Αἰγύπτιοι ἐγένοντο τοῖς
Αἰθίοψι· καὶ καθάπερ τὴν τροφὴν ὁ πεινῶν ἀναλί-
σκει ῥᾳδίως, οὕτως αὐτοὺς εὐπετῶς μάλα κατηγωνί-
ζοντο. Διό φησιν ὁ προφητικὸς λόγος· «Ἔδωκας
αὐτὸν βρῶμα λαοῖς τοῖς Αἰθίοψιν,» ἀντὶ τοῦ, εὐαλώτους αὐτοὺς
ἀπέφηνας, εὐμαρῶς ὑπὸ τῶν
Αἰθιόπων παρασκευάσας ἀναλίσκεσθαι.
 ιεʹ. «Σὺ διέῤῥηξας πηγὰς καὶ χειμάῤῥους.» Ὁ δὲ
Ἑβραῖος, καὶ οἱ ἄλλοι ἑρμηνευταὶ, πηγὴν εἰρήκασι.
Κἄν τε πηγὴν εἴπωμεν, κἄν τε πηγὰς, οὐχ ἁμαρτη-
σόμεθα τῆς ἀληθείας. Πηγὴν γὰρ τὸ ἀπὸ τῆς πέτρας
ῥυὲν ὕδωρ ὁ προφητικὸς λόγος καλεῖ· ἀλλὰ τοῦτο διαι-
ρεθὲν πολλὰς ἐποίησεν αὔλακας, ὥστε ῥᾳδίως τὰς πολ-
λὰς ἐκείνας μυριάδας ἀπολαῦσαι τοῦ νάματος. Εὑρί-
σκομεν δὲ τοῦτο, οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ δὶς γεγενημένον.
Καὶ τὸ μὲν ἡ Ἔξοδος διδάσκει, τὸ δὲ ἡ βίβλος τῶν

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1860, line 6

ὥστε αὐτὰ νεκρὰ τῇ ἁμαρτίᾳ γενόμενα, τῇ τῆς


ψυχῆς ἀκολουθεῖν ποδηγίᾳ. Τοῦτο ἔοικε τῷ ἀποστο-
λικῷ ἐκείνῳ ῥητῷ, «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ
τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν
κακὴν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολα-  
τρεία.» Καὶ πάλιν, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζῶ
δὲ οὐκ ἔτι ἐγὼ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός.»
 ρκαʹ. «Ἐποίησα κρῖμα καὶ δικαιοσύνην, μὴ πα-
211

ραδῷς με τοῖς ἀδικοῦσί με.» Τοῖς σοῖς, φησὶν, ἀκο-


λουθεῖν προελόμενος νόμοις, μὴ γένωμαι τοῖς δυς-
μενέσιν εὐάλωτος. Τίς δὲ νῦν ἔχει τοσαύτης ψυχῆς
καθαρότητα, ὥστε σὺν παῤῥησίᾳ τοιούτοις χρήσασθαι
λόγοις; Τούτοις μέν τοι καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος
προσόμοια εἴρηκεν, «Ἡ γὰρ καύχησις ἡμῶν αὕτη
ἐστὶ, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν.
 ρκβʹ. «Ἔκδεξαι τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγαθόν.»
Ὁ δὲ Σύμμαχος, Ἀνάδεξαί με εἰς ἀγαθὸν τὸν
δοῦλόν σου. Ὁ δὲ Ἀκύλας, καὶ ὁ Θεοδοτίων, ἐγ-
γύησαι· ἀντὶ τοῦ, Ἀληθεύων, οὐ ψεύδομαι, πί-
στευσον ὑποσχομένῳ τῷ δούλῳ σου αὐτὸς ἐγγυητὴς
γενοῦ τῆς ἐμῆς ὑποσχέσεως, ὅτι σου πληρῶσαι

Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam Vol. 81, p. 736, line 17

πορθῆσαι δὲ καὶ τὰς σκηνάς· καὶ ὁ Κεδὲμ δὲ υἱὸς


ὑπῆρχε τοῦ Ἰσμαήλ· παρακελεύεται δὲ καὶ τούτοις
ὑπὸ γῆν λαθεῖν· τοῦτο γὰρ λέγει.
 λʹ. Βαθύνατε εἰς κάθισιν. Ὥστε φυγεῖν τῶν
πολεμίων τὴν προσβολήν.
 λαʹ. Ἀνάστηθι, ἀνάβηθι ἐπὶ ἔθνος εὐστα-
θοῦν, καθήμενον εἰς ἀναψυχὴν, φησὶ Κύριος.
Οἷς οὐκ εἰσὶ θύραι, οὐδὲ μοχλοί· αὐτοὶ μό-
νοι καταλύουσιν. Ῥᾳδία σοι, φησὶν, ἡ νίκη· οὐ δεῖ
σοι πολιορκίας, οὐδὲ προσεδρείας, οὐδὲ χρόνου μακροῦ·
εὐάλωτοί εἰσι, καὶ εὐχείρωτοι. Δείκνυσι δὲ καὶ ὡς
αὐτὸς ἐπάγει τὴν τιμωρίαν. «Καὶ λικμήσω αὐτοὺς
παντὶ πνεύματι κεκαρμένους τὰ πρόσωπα αὑτῶν,
καὶ ἐκ παντὸς πέρατος αὐτῶν οἴσω τὴν τροπὴν
αὐτῶν.» Τουτέστιν, εἰς ἕκαστον κλῖμα τραπήσονται
εἰς φυγήν. Καὶ οἱ πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον ἱδρυμένοι,
καὶ οἱ πρὸς ἑσπέραν ἐσκηνωμένοι.
 λγʹ. Καὶ ἔσται ἡ αὐλὴ διατριβὴ στρουθῶν,
καὶ ἄβατος ἕως αἰῶνος. Οὐ μὴ καθίσει ἐκεῖ
ἄνθρωπος, καὶ οὐ μὴ κατοικήσει υἱὸς γηγε-
νοῦς. Καὶ μαρτυρεῖ τοῖς λόγοις τὰ πράγματα·

Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam Vol. 81, p. 788, line 18

 αʹ. Πῶς ἐγνόφωσεν ὀργῇ αὑτοῦ Κύριος τὴν


θυγατέρα Σιών; Κατέῤῥιψεν ἐξ οὐρανοῦ εἰς γῆν
212

δόξαν Ἰσραήλ; Καὶ οὐκ ἐμνήσθη ὑποποδίου


ποδῶν αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς αὐτοῦ; Καὶ ἐν-
τεῦθεν δῆλον, ὡς «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ» ὁ
θεῖος Δαβὶδ τὸν θεῖον ὀνομάζει ναόν· «Προσκυ-
νεῖτε γὰρ, φησὶ, τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ.»
Ὁ μέντοι προφήτης ἀπείκασε γνόφῳ τὴν συμφοράν·
καὶ λέγει ἐξ οὐρανῶν εἰς γῆν ῥιφῆναι τὴν πόλιν
Ἐπειδὴ τῆς ἐπανθούσης χάριτος ἐγυμνώθη, ἐγέ-
νετο τοῖς πολεμίοις εὐάλωτος.
 βʹ. Κατεπόντισε Κύριος οὐ φεισάμενος πάντα
τὰ ὡραῖα Ἰακώβ· καθεῖλεν ἐν θυμῷ αὑτοῦ
τὰ ὀχυρώματα τῆς θυγατρὸς Ἰούδα, ἐκόλλησεν
αὐτὰ εἰς τὴν γῆν. Τουτέστι, μέχρις ἐδάφους κατ-
ήνεγκεν. «Ἐβεβήλωσε βασιλεῖς αὐτῆς, καὶ ἄρ-
χοντας αὐτῆς.» Ταῦτα καὶ ὁ μακάριος προεῖπε
Δαβίδ· «Ἔθου, γὰρ, φησὶ, τὰ ὀχυρώματα αὐτοῦ
δειλίαν, διήρπασαν αὐτὸν πάντες παραπορευόμενοι
τὴν ὁδόν.»

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores Vol. 81, p. 1621, line


8

ταῦτα, οὐ παρ' αὐτῶν, ἀλλὰ παρ' ἐμοῦ τὰς εὐεργεσίας


δρεπόμενοι. Εἰ μὲν γὰρ ἐκ Γαλαὰδ, τουτέστι, παρὰ
τῶν εἰδώλων, ἀγαθοῦ τινος ἀπελαύετε, εἶχεν ἄρα  
τινὰ χώραν ἡ ἐξαπάτη· ἐπειδὴ δὲ ταῖς ἐμαῖς δωρεαῖς
ἐντρυφῶντες, ἐν Γαλαὰδ καὶ Γαλγάλοις θύετε τοῖς
εἰδώλοις, κήρυκες ὑμεῖς γίνεσθε τῆς οἰκείας ἀχαρι-
στίας. «Καὶ τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν, ὡς χελῶναι ἐπὶ
χέρσον ἀγροῦ.» Τῶν ἀμφιβίων ἐστὶν ἡ χελώνη, ἀλλ'
ἐν μὲν τοῖς ὕδασι διαιτωμένη διαφεύγει πολλάκις τῶν
θηρευόντων τὰς χεῖρας· εἰς δὲ τὴν γῆν βαδίζουσα,
πρόχειρός ἐστι καὶ εὐάλωτος. Ταύτῃ τοίνυν, φησὶ,
παραπλησίως εὐάλωτοι ἔσονται οἱ παρ' ὑμῶν τοῖς
δαίμοσι κατασκευασθέντες βωμοὶ, καὶ ὑπὸ τῶν πο-
λεμίων κατασκαφήσονται. Εἶτα πάλιν τῆς τοῦ προ-
πάτορος ἀρετῆς ἀναμιμνήσκει.
 ιβʹ, ιγʹ. «Καὶ ἀνεχώρησεν Ἰακὼβ εἰς πεδίον Συ-
ρίας, καὶ ἐδούλευσεν Ἰσραὴλ ἐν γυναικὶ, καὶ ἐν γυ-
ναικὶ ἐφυλάξατο. Καὶ ἐν προφήτῃ ἀνήγαγε Κύριος
τὸν Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ἐν προφήτῃ διεφυ-
213

λάχθη.» Ὁ γὰρ ὑμέτερος πρόγονος, τῆς μητρὸς τὰς


ὑποθήκας δεξάμενος, τὴν πατρῴαν ἠνέσχετο καταλι

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


Vol. 81, p. 1621, line 9

δρεπόμενοι. Εἰ μὲν γὰρ ἐκ Γαλαὰδ, τουτέστι, παρὰ


τῶν εἰδώλων, ἀγαθοῦ τινος ἀπελαύετε, εἶχεν ἄρα  
τινὰ χώραν ἡ ἐξαπάτη· ἐπειδὴ δὲ ταῖς ἐμαῖς δωρεαῖς
ἐντρυφῶντες, ἐν Γαλαὰδ καὶ Γαλγάλοις θύετε τοῖς
εἰδώλοις, κήρυκες ὑμεῖς γίνεσθε τῆς οἰκείας ἀχαρι-
στίας. «Καὶ τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν, ὡς χελῶναι ἐπὶ
χέρσον ἀγροῦ.» Τῶν ἀμφιβίων ἐστὶν ἡ χελώνη, ἀλλ'
ἐν μὲν τοῖς ὕδασι διαιτωμένη διαφεύγει πολλάκις τῶν
θηρευόντων τὰς χεῖρας· εἰς δὲ τὴν γῆν βαδίζουσα,
πρόχειρός ἐστι καὶ εὐάλωτος. Ταύτῃ τοίνυν, φησὶ,
παραπλησίως εὐάλωτοι ἔσονται οἱ παρ' ὑμῶν τοῖς
δαίμοσι κατασκευασθέντες βωμοὶ, καὶ ὑπὸ τῶν πο-
λεμίων κατασκαφήσονται. Εἶτα πάλιν τῆς τοῦ προ-
πάτορος ἀρετῆς ἀναμιμνήσκει.
 ιβʹ, ιγʹ. «Καὶ ἀνεχώρησεν Ἰακὼβ εἰς πεδίον Συ-
ρίας, καὶ ἐδούλευσεν Ἰσραὴλ ἐν γυναικὶ, καὶ ἐν γυ-
ναικὶ ἐφυλάξατο. Καὶ ἐν προφήτῃ ἀνήγαγε Κύριος
τὸν Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ἐν προφήτῃ διεφυ-
λάχθη.» Ὁ γὰρ ὑμέτερος πρόγονος, τῆς μητρὸς τὰς
ὑποθήκας δεξάμενος, τὴν πατρῴαν ἠνέσχετο καταλι-
πεῖν οἰκίαν, καὶ τὴν ἀλλοδαπῆ τῆς οἰκείας προείλετο,

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


Vol. 81, p. 1712, line 29

 γ. «Ἡ ὑπερηφανία, φησὶ, τῆς καρδίας σου ἐπῆρέ


σε.» Εἶτα διδάσκει τῆς ὑπερηφανίας τὰς ἀφορμάς.
»Κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν.» Ἔπει-
τα καὶ τοὺς λογισμοὺς αὐτοῦ δήλους ποιεῖ. «Ὁ
ὑψῶν γὰρ, φησὶ, τὴν κατοικίαν αὑτοῦ, λέγων ἐν τῇ
καρδίᾳ αὑτοῦ· Τίς με κατάξει ἐπὶ τὴν γῆν;» Σφό-
δρα ὑψηλαῖς ὀρῶν κορυφαῖς ἡ Ἰδουμαία περιεστοί-
χιστο· ταύτας ἐν ταῖς τῶν πολεμίων ἐφόδοις κατα-
λαμβάνοντες, πολλὰς πολλάκις διέφυγον προσβολάς.
Ἐπειδὴ τοίνυν, φησὶ, ταύταις θαῤῥῶν ἀλαζονεύῃ καὶ
214

μέγα φρονεῖς ὡς ἀχείρωτος, εὐάλωτόν σε κατα-


στήσω καὶ εὐχείρωτον τοῖς ἐχθροῖς, καὶ τῶν πολε-
μίων οὐ διαφεύξῃ τὰς χεῖρας, οὐδὲ εἰ δίκην ἀετοῦ
μετέωρος ἀρθείης, καὶ ὑπὲρ αὐτὰ τὰ νέφη τὴν πτῆ-
σιν ποιήσαιο, καὶ παρ' αὐτὰ σχοίης τὰ ἄστρα τὴν
οἴκησιν. Καὶ σημαίνων οἵᾳ πανωλεθρίᾳ παραδοθή-
σεται, ἐπήγαγεν·
 εʹ, ϛʹ. «Εἰ κλέπται εἰσῆλθον πρὸς σὲ, ἢ λῃσταὶ
νυκτὸς, ποῦ ἂν ἀπεῤῥίφης; οὐκ ἂν ἔκλεψαν τὰ ἱκανὰ
αὐτοῖς; Καὶ εἰ τρυγηταὶ εἰσῆλθον πρὸς σὲ, οὐκ ἂν
ὑπελείποντο ἐπιφυλλίδα; Πῶς ἐξηρευνήθη Ἡσαῦ,

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores Vol. 81, p. 1749, line


46

τὸν λόγον τρέψας φησίν·


 »Ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς Σιὼν, (ιϛʹ.) ξύρησαι, καὶ
κεῖραι ἐπὶ τὰ τέκνα σου τὰ τρυφερὰ, ἐμπλάτυνον
τὴν ξύρησίν σου, ὡς ἀετὸς, ὅτι ᾐχμαλωτεύθησαν ἀπὸ
σοῦ.» Πένθιμον ἀνάλαβε σχῆμα, καὶ τὸν ἀπὸ τῶν
τριχῶν ἄφελε κόσμον, ἀετὸν μιμουμένη, πάντων εἰς
καιρὸν κατὰ τὸν τῆς φύσεως νόμον γυμνούμενον τῶν
πτερῶν· ὃς κατὰ τουτονὶ τὸν καιρὸν οὐδὲ θηρεύειν
ἰσχύει, οὐδὲ φοβερός ἐστιν οἷς πρότερον ἦν φοβερός.
Τούτῳ παραπλησίως καὶ σὺ, τῆς ἐμῆς γυμνουμένη
προνοίας, εὐάλωτος ἔσῃ τοῖς πολεμίοις, ὡς τῶν οἰκη-
τόρων σου πάντων ἔρημος γιγνομένη.

ΚΕΦΑΛ. Βʹ.

 αʹ. «Ἐγένοντο γὰρ λογιζόμενοι κόπους, καὶ


ἐργαζόμενοι κακὰ ἐν ταῖς κοίταις αὑτῶν, καὶ ἅμα
τῇ ἡμέρᾳ συνετέλουν αὐτά.» Οὐδὲ γὰρ τὰς νύκτας
δίχα παρανομίας διῆγον, ἀλλὰ νύκτωρ τὴν πονηρίαν
προμελετῶντες, καὶ τοῖς λογισμοῖς ταύτην διαγρά-  
φοντες, μεθ' ἡμέραν ταῖς βουλαῖς ἐπετίθουν τὰ ἔργα.
Τίνα δὲ ταῦτα καὶ ὅσα, ἀπαριθμεῖται.
 »Διότι οὐκ ἦραν χεῖρας πρὸς τὸν Θεὸν αὑτῶν.

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


215

Vol. 81, p. 1781, line 46

 »Οἱ ὀφθαλμοί μου γὰρ ἐπόψονται αὐτήν· νῦν


ἔσται εἰς καταπάτημα, ὡς πηλὸς ἐν ταῖς ὁδοῖς.
(ιαʹ.) Ἡμέρα ἀλοιφῆς πλίνθου, ἐξάλειψίς σου ἡ ἡμέρα
ἐκείνη· καὶ ἀπώσεται νόμιμά σου. Ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ καὶ αἱ πόλεις σου ἥξουσιν εἰς συγκλεισμὸν,
καὶ εἰς διαμερισμὸν Ἀσσυρίων.» Καθάπερ γὰρ ὁ
εἰς ἀλοιφὴν καὶ χρίσμα τῶν πλίνθων κατασκευαζό-
μενος πηλὸς, θύραζε ῥιπτούμενος, ὑπὸ τῶν παριόντων
ἁπάντων καταπατεῖται, ὥστε εἰς δέον τὰς βώλους
διαλυθῆναι· οὕτως ἔσῃ πρόχειρος ἅπασι καὶ εὐ-
άλωτος, ὑπὸ πάντων τῶν περιοίκων ἀναιρουμένη καὶ
πατουμένη. Τότε σου καὶ οἱ παράνομοι νόμοι λή-
ψονται πέρας, καὶ αἱ πόλεις ὑπομενοῦσι πολιορκίαν·
τοῦτο γὰρ ἐκάλεσε συγκλεισμόν· καὶ τῶν ἐνοι-
κούντων τὸ πλῆθος ὑπὸ τῶν πολεμίων διαιρούμενον
δουλεύειν ἀναγκασθήσεται. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αἱ ἄλλαι
περίοικοι πόλεις ταῖς Ἰουδαίων ἐφήδοντο συμφοραῖς,
ἀναγκαίως καὶ Τύρου, καὶ Συρίας, καὶ τῶν ἄλλων  
μέμνηται πόλεων, τῶν ὑπὸ Ἀσσυρίων καὶ Βαβυλω-
νίων ἐκπορθηθεισῶν· λέγει δὲ καὶ τίνες αὗται, ἀπὸ
τῶν ὅρων δήλας αὐτὰς ποιῶν. «Ἀπὸ θαλάσσης γὰρ,

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores


Vol. 81, p. 1941, line 17

Κύριος, ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν, καὶ θεμελιῶν τὴν


γῆν, καὶ πλάσσων πνεῦμα ἀνθρώπου ἐν αὐτῷ.» Οὐκ
ἐγὼ, φησὶν ὁ Προφήτης, ταῦτα πρὸς ὑμᾶς διεξέρχο-
μαι, ἀλλ' ὁ τοῦδε τοῦ παντὸς ποιητὴς καὶ δημιουρ-
γός· ὁ ἔτι νῦν ἐν ταῖς νηδύσι τὰ σώματα διαπλάτ-
των, καὶ ψυχὰς σὺν αὐτοῖς δημιουργεῖσθαι κελεύων,
οὗτος δι' ἐμοῦ φθέγγεται.
 βʹ. «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ τίθημι τὴν Ἱερουσαλὴμ, ὡς
πρόθυρα σαλευόμενα πᾶσι τοῖς λαοῖς κύκλῳ, καὶ
ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ· ἔσται περιοχὴ ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ.»
Εὐάλωτον, φησι. καὶ εὐκαταγώνιστον πᾶσι τοῖς ἔθνε-
σιν ἀποκαταστήσω τήνδε τὴν πόλιν, καὶ ἐοικυῖαν
δείξω προθύροις σαλευομένοις, καὶ καταφέρεσθαι
μέλλουσιν, ὥστε τοὺς πολεμίους τῆς ἐμῆς προνοίας
γεγυμνωμένην ὁρῶντας ἐπελθεῖν καὶ πολιορκῆσαι,
216

καὶ τὰ φυόμενα ἐντεῦθεν ἐπαγαγεῖν κακά.


 γʹ. «Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, θήσομαι τὴν
Ἱερουσαλὴμ λίθον καταπατούμενον πᾶσι τοῖς ἔθνε-
σι· πᾶς ὁ καταπατῶν αὐτὴν ἐμπαίζων ἐμπαίξε-
ται, καὶ ἐπισυναχθήσεται ἐπ' αὐτὴν πάντα τὰ ἔθνη
τῆς γῆς.» Ἐπειδὴ γὰρ τὸν λίθον ἐκεῖνον,

Θεοδώρετος. Haereticarum fabularum compendium


Vol. 83, p. 360, line 4

Ηʹ.  – Περὶ Σεκούνδου καὶ ἄλλων.

 Ὁ δὲ Σεκοῦνδος, τὸν Βαλεντῖνον διαδεξάμενος, διχῆ


τὴν Ὀγδοάδα διεῖλε, καὶ τὸ μὲν αὐτῆς ἐκάλεσε Δεξιὸν,
τὸ δὲ Εὐώνυμον· καὶ προστέθεικε Φῶς καὶ Σκό-
τος. Καὶ ἄλλοι δὲ μυρίοι ἐντεῦθεν ἀνεφύησαν αἱρέσεως
ἀρχηγοὶ, Κοσσιανὸς, Θεόδοτος, Ἡρακλέων, Πτολε-
μαῖος, Μάρκος, διάφορα προσεπινοήσαντες δόγματα.  

Θʹ.  – Περὶ Μάρκου τοῦ γόητος.

 Ὁ δὲ Μάρκος καὶ γοητείαν ἠσκήθη, καί τινα


παράδοξα διὰ μαγγανείας ἐπιτελῶν, πολλοὺς τῶν
εὐαλώτων ἠπάτησεν. Οὗτος μακρόν τινα πλασάμενος
μῦθον, ἔφησεν αὐτῷ τοῦτο τὴν Σιγὴν εἰρηκέναι· καὶ
οὐκ αἰσχύνεται Σιγὴν φλύαρον ἀποφήνας. Οὗτος καὶ
τοῖς τέτταρσι καὶ εἴκοσι στοιχείοις τοὺς Αἰῶνας
ἀπείκασε, καὶ τοὺς μὲν ἀφώνους, τοὺς δὲ ἡμι-
φώνους, τοὺς δὲ φωνήεντας προσηγόρευσεν. Οὗ-
τοι πλῆθος ψευδωνύμων καὶ νόθων βιβλίων
συγγράψαντες, διὰ τούτων καταπλήττειν τοὺς ἀνοή-
τους ἐπιχειροῦσι. Βαπτίζοντες δὲ τοὺς ἐξαπατωμέ-
νους ἐπιλέγειν εἰώθασιν· Εἰς ὄνομα ἀγνώστου
Πατρὸς τῶν ὅλων, εἰς Ἀλήθειαν μητέρα πάντων,

Θεοδώρετος. Haereticarum fabularum compendium Vol. 83, p. 525, line


35

ὁ ἀντίθεος δαίμων, ὁ τῆς θείας προσηγορίας λῃστής.


217

Καὶ καθάπερ πάλαι τὸ Θεός ὄνομα κεκλοφὼς ἐπιτέ-


θεικεν ἑαυτῷ, καὶ τοῖς τῆς πονηρίας αὑτοῦ συνερ-
γοῖς, καὶ πέπεικε τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν χειροτμή-
των ξοάνων τὸ θεῖον αὐτῷ σέβας προσενεγκεῖν, οὕτω
τὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ προσηγορίαν σφετερισά-
μενος, πάντας μὲν, ὡς ἔπος εἰπεῖν, ἐξαπατήσει,
φενακίσει δὲ καὶ τῶν σεπτὸν ὄνομα περικειμένων
πολλοὺς, ἑαυτὸν εἶναι λέγων Χριστὸν, ὃν οἱ θεῖοι
χρησμῳδοῦντες προφῆται ἐπιφανήσεσθαι προὔλεγον.
Δελεάσει δὲ καὶ τοὺς εὐαλώτους, θαυματουργίαις
τισὶν ἀπατηλαῖς κεχρημένος· καὶ τοῦτο πολλοὶ μὲν
τῶν προφητῶν αἰνιγματωδῶς προεῖπον ἐν τῇ Παλαιᾷ.
Εὐρύτερον δὲ καὶ σαφέστερον τὰ περὶ τούτου τεθέ-
σπικεν ὁ θεῖος Δανιήλ. Εἰ δέ τινα τούτων καὶ σαφη-
νίσαι δεῖ, προανεπτύξαμεν ταῦτα, πᾶσαν κατὰ λέξιν
ἡρμηνευκότες τὴν προφητείαν. Καὶ τὰ Θεσσαλονι-
κεῦσι δὲ ὑπὸ τοῦ θείου Παύλου γραφέντα μετὰ τῶν
ἄλλων ἐπιστολῶν ἑρμηνεύσαντες, μακροτέροις ἢ
κατὰ τὸ εἰωθὸς ἐχρησάμεθα λόγοις τὸ περὶ τοῦ Ἀν-
τιχρίστου χωρίον διερευνώμενοι.

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 49, line 8

“ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα


“κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου
“χείρονα τῶν πρώτων· οὕτως ἔσται τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ  
“πονηρᾷ.” ἔτι μὲν γὰρ ἐν Αἰγύπτῳ διατρίβουσι τοῖς ἐξ
Ἰσραὴλ, ἐνῴκησεν ὡς εἰδωλολάτραις τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸν,
ἀλλ' ἐκβέβληται μεταξύ· κέκληνται γὰρ εἰς θεογνωσίαν διὰ
Μωυσέως. ἐπειδὴ δὲ γεγόνασι κυριοκτόνοι, καὶ μυρίοις
ὅσοις ἐγκλήμασιν ἔνοχοι, γέγονεν αὐτοῖς τὰ ἔσχατα χείρονα
τῶν πρώτων, δαιμονίων ἀγέλης, οὐχ ἑνὸς ἔτι μόνου κατοι-
κούσης ἐν αὐτοῖς. τῆς γὰρ οὐρανίου χάριτος τὴν περιστολὴν
ἀποβαλοῦσα ψυχὴ, πάντητε καὶ πάντως εὐάλωτος ἔσται τῷ
σατανᾷ.
Καὶ θήσομαι αὐτὴν ὡς ἔρημον, καὶ τάξω αὐτὴν ὡς γῆν ἄνυδρον,
 καὶ ἀποκτενῶ αὐτὴν ἐν δίψει, καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς οὐ μὴ ἐλεήσω,
 ὅτι τέκνα πορνείας ἐστίν. ὅτι ἐξεπόρνευσεν ἡ μήτηρ αὐτῶν,
 κατῄσχυνεν ἡ τεκοῦσα αὐτά.
 Ἄκαρπον ἔσεσθαί φησι τὴν πεπορνευμένην, ξηρὰν καὶ
ἀκανθοτόκον, διψάδα καὶ ἄνυδρον, οὐχ ὑδάτων τάχα που τῶν
218

γηΐνων ἐστερημένην, ἀλλὰ τῆς ἄνωθεν καὶ ἐξ οὐρανοῦ πιότη-


τος, τουτέστι τῆς διὰ τοῦ Πνεύματος χορηγίας, ἣν ἑκάστῃ
σοφῇ τε καὶ ἀγαθῇ διανέμει ψυχῇ. ψάλλει γάρ που πρὸς

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 170, line 24

κατὰ γνώμην ἰδίαν ἀποφέρων τὰ πράγματα, σιωπῶν δὲ ὥς-


περ, καὶ ἐπὶ τοῖς ἀβουλήτοις, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγανάκτησιν.
οὐκοῦν εἰ καὶ βεβασίλευκεν Ἱεροβοὰμ, καὶ οἱ καθεξῆς, ἀλλ'
οὐχὶ δὴ πάντως Θεοῦ συννεύοντος. τὰ γὰρ ἐξ ὀργῆς τῆς
πρός τινας ὡς ἐν κολάσει συμβαίνοντα, τρόπον ἕτερον ἔχει,
καὶ οὐκ ἂν νοοῖτο τοιαῦτα τυχὸν, ὁποῖά περ ἂν εἴη τὰ κατὰ
βούλησιν ἀληθῶς. ἑαυτοῖς τοιγαροῦν βεβασιλεύκασι, καὶ οὐ
δι' ἐμοῦ. ἐπειδὴ δὲ ἦρξαν, μονονουχὶ μηδὲ ἐγνωκότος Θεοῦ·
τὸ γὰρ παρὰ γνώμην οὐδὲ εἰδέναι δοκεῖ· γέγονεν ἀσθενὴς καὶ
εὐάλωτος ἡ ἀρχὴ, καὶ ἀνικάνως ἔχουσα πρὸς ἀντίστασιν, καὶ
διασώζειν οὐχ οἷά τε τοὺς ὑπεζευγμένους. “Δι' αὐτοῦ γὰρ
“βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ τύραννοι δι' αὐτοῦ κρατοῦσι γῆς.”
ὅτι δὲ πολλὴν ἐπὶ τούτῳ νοσοῦσιν ἀναισθησίαν, καὶ τοῖς
δοθεῖσι παρὰ Θεοῦ πρὸς τὴν κατ' αὐτοῦ λύπην ἐχρήσαντο,
μᾶλλον δὲ καὶ εἰς ὄλεθρον τῶν ἰδίων ψυχῶν, ἐδίδαξεν εἰ-
πών· τὸ ἀργύριον αὐτῶν καὶ τὸ χρυσίον ἐποίησαν ἑαυτοῖς
εἴδωλα, ὅπως ἐξολοθρευθῶσιν. ὅθεν γὰρ ἦν αὐτοὺς εὐδοκιμεῖν  
δύνασθαι κατοικτείροντας ἀδελφοὺς, ἐντεῦθεν Θεῷ προς-
κρούουσι, καὶ τῆς σωτηρίας τὸν τρόπον μετανιστᾶσιν ἀβού-
λως ἐπί γε τὸ ἐξ αὐτοῦ διόλλυσθαι δεῖν.

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 359, line 5

καὶ ἐξ οὐρανοῦ, τὸ μεγάλῃ τὸν Σωτῆρα χρήσασθαι φωνῇ,


διανιστάντα τὸν Λάζαρον.
Ὁ δὲ Κύριος φείσεται τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνισχύσει Κύριος τοὺς
 υἱοὺς Ἰσραήλ. καὶ ἐπιγνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν
 ὁ κατασκηνῶν ἐν Σιὼν ἐν ὄρει ἁγίῳ μου· καὶ ἔσται Ἱερου-
 σαλὴμ ἁγία, καὶ ἀλλογενεῖς οὐ διελεύσονται δι' αὐτῆς οὐκέτι.  
 Ὅτε τὰ ἐγκλήματα τῆς ἀποστασίας τοῖς ἐξ Ἰσραὴλ
ἐπεγράφοντο, καὶ δαμάλεσι μὲν προσεκύνουν ταῖς χρυσαῖς,
ἔφασκον δὲ ἀνοσίως “Οὗτοι οἱ θεοί σου Ἰσραὴλ, οἵ τινες
“ἀνήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου,” τότε καὶ ἀσθενεῖς καὶ
εὐάλωτοι, καὶ τοῖς πολεμίοις ἑτοιμοτάτη προὔκειντο θήρα·
219

ταύτῃτοι καὶ εἰς αἰχμαλωσίαν ἐπέμποντο. ἐπειδὴ δὲ ἐλέην-


ται, καὶ τὴν ἑαυτῶν κατῳκήκασι, χαλῶντος Θεοῦ τὰς ὀργὰς,
ἄμαχοι λοιπὸν καὶ ἀνανταγώνιστοι γεγόνασι τοῖς ἐχθροῖς,
ἀμογητί τε κεκρατήκασι, καίτοι πάντων τῶν ἐθνῶν συνει-
λεγμένων εἰς μάχην. γνώσεσθαι δὴ οὖν φησὶν αὐτοὺς ἀπό
γε τοῦ κατισχύσαι τῶν δι' ἐναντίας, ὅτι καὶ ἐν αὐτοῖς ἐστι,
καὶ ἐπαναπαύεται λοιπὸν τῇ Σιὼν ὡς ἁγίᾳ πόλει. ταύτῃτοί
φησιν ὅτι φείσεται μὲν τῶν ἰδίων λαῶν, καὶ ἀλκιμωτάτους
ἀποφανεῖ, μαθήσεσθαι δὲ αὐτοὺς ὅτι, καθάπερ ἔφην ἀρτίως,
μετ' αὐτῶν ἐστίν. ἔσεσθαι δέ φησι τὴν Ἱερουσαλὴμ ἁγίαν,

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 635, line 2

τῆρες καὶ φθορεῖς, πρὸς πᾶν τοὐναντίον τὰς τῶν ὑπὸ χεῖρα
μετατρέποντες γνώμας, καὶ Θεοῦ μὲν ἀποφοιτᾶν ἀναπεί-
θοντες, ἐπαγάλλεσθαι δὲ μᾶλλον τοῖς τῆς πλανήσεως τρό-
ποις. ταύτῃτοι Θεῷ προσκρούοντες, καὶ τῆς εἰς αὐτὸν
ἐλπίδος ἀπώλισθον, ἣν εἴπερ ἔχοντες διετέλουν, οὐδὲν τὸ
ἀπεῖργον ἦν καταθλεῖν δύνασθαι τῶν ἐχθρῶν. οὐκοῦν ὡς
ἐπὶ προβάτου φησὶν, ὅτι τὴν δορὰν αὐτοῦ ἐξέδειραν, τοῦ
ἀφελέσθαι ἐλπίδα συντριμμὸν πολέμου. ὅμοιον ὡς εἰ λέγοι
Γυμνὸν ἀποφήναντες τῶν ἐξ ἐλπίδος περιβλημάτων, ἀπαμ-  
φιάσαντες δὲ ὥσπερ τῆς παρ' ἐμοῦ φροντίδος καὶ ἐπικουρίας,
εὐπαθῆ καὶ εὐάλωτον ἀποτετελέκασι. παρῄρηται γὰρ αὐτῶν
ἡ εἰς Θεὸν ἐλπὶς, τοῦτο δὲ ἦν αὐτοῖς τοῦ πολέμου τὸ σύν-
τριμμα. ὥσπερ γὰρ τοῖς ἀλόγοις τῶν ζῴων ἀσφαλὲς
ἀμφίον ἡ δορὰ· κομιδῇ γὰρ εὐπαθὲς τὸ γυμνὸν σαρκίον·
οὕτω καὶ ἡμῖν αὐτοῖς ἀσφαλὲς περίβλημα καὶ δορά τις
ὥσπερ, τῆς εἰς Θεὸν ἐλπίδος ἡ δύναμις, ἣν εἴπερ ἔχοιμεν
κατ' οὐδένα τρόπον λυποῦντες Θεὸν, κατευμεγεθήσομεν τῶν
ἐχθρῶν, καὶ περιεσόμεθα μὲν πολέμου παντὸς σαρκικοῦ τε
καὶ νοητοῦ· ἐπιβησόμεθα δὲ καὶ “Ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασι-
“λίσκον, καὶ καταπατήσομεν λέοντα καὶ δράκοντα,” κατὰ
τὸ γεγραμμένον· ἀναμέλψομεν δὲ πεποιθότες “Κύριε ὁ

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 22, line 13

σθήσεσθαι, καὶ ὡς καλάμην ξηρασίας μεστήν. ἑτοιμότατον


δὲ τῆς καλάμης τὸ χρῆμα πρὸς τὸ δαπανᾶσθαι πυρί. κα-
τεμπιπραμένῃ δὲ ὥσπερ τῇ Νινευῒ καὶ πασχούσῃ τὰ ἐξ
ὀργῆς καταδῃουμένῃ τε λοιπὸν ὁ Προφήτης ἐπιφθέγγεται
220

καὶ τοῦ τὰ τοιάδε παθεῖν τὴν πρόφασιν καταλευκαίνει λέγων


Ἐκ σοῦ ἐξελεύσεται λογισμὸς κατὰ τοῦ Κυρίου πονηρὰ βου-
λευόμενος ἐναντία. προκείσῃ φησὶν εἰς ἐρήμωσιν, ἔσῃ δὲ
καὶ ὡς χέρσος, καὶ μὴν καὶ καταφλεχθήσῃ πυρὶ, λογιῇ
γὰρ κατὰ τοῦ Θεοῦ δεινὰ καὶ ὑπέροπτα καὶ τὰ ἐναντία.
ὁ μὲν γὰρ τῶν ὅλων Θεὸς πλημμελοῦντα τὸν Ἰσραὴλ
κολάζων, εὐάλωτον ἀπετέλει καὶ τοῖς σοῖς αὐτὸν ὑπεκόμιζε
ποσί. διακείσῃ γεμὴν οὐχ οὕτως αὐτὴ, νομιεῖς δὲ μᾶλλον
ᾑρηκέναι τὴν Ἰουδαίαν καὶ οὐχ ἑκόντος αὐτοῦ. ἔχουσαν γὰρ
οὕτως εὑρήσομεν τὴν Ῥαψάκου περιττοέπειαν, ὅτε τὴν τοῦ
Θεοῦ κατεκερτόμει δόξαν, λέγων τοῖς καθημένοις ἐν τῷ
τείχει “Μὴ ἀπατάτω ὑμᾶς Ἐζεκίας λόγοις, οἳ οὐ δυνή-
“σονται ῥύσασθαι ὑμᾶς· καὶ μὴ λεγέτω ὑμῖν Ἐζεκίας ὅτι
“ῥύσεται ὁ Θεὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐκ χειρός μου.” πρὸς
δὴ τὴν οὕτως ἀβουλοτάτην καὶ ἀνόσιον ἀληθῶς ἀθυροστο-
μίαν ἀπελογεῖτο ὁ Θεὸς καὶ διὰ φωνῆς Ἡσαΐου λέγων “Μὴ
“δοξασθήσεται ἀξίνη ἄνευ τοῦ κόπτοντος ἐν αὐτῇ, ἢ ὑψω

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 60, line 15

καὶ πολιορκοῦντος ἤδη τὴν Νινευῒ, τοῖς τείχεσί τε αὐτῆς


ἐφιστάντος τὰς ἑλεπόλεις ἤτοι τοὺς κρίους, τὰς ἐπάλξεις
ἐτήρουν οἱ ἐπαμύνοντες· εἶτα τοξεύοντες οἱ μαχόμενοι, κατε-
κόμιζον εἰς γῆν εὐκόλως αὐτούς. δέχεται τὴν ὁμοίωσιν ἀπὸ
τοῦ πεφυκότος γίνεσθαι περὶ τὰ πέπειρα τῶν συκῶν. ταύ-
τῃτοί φησιν ὅτι πάντα τὰ ὀχυρώματά σου, τουτέστι τὰ τείχη,
συκαὶ σκοποὺς ἔχουσαι, οἳ πρὸς τὴν τοῦ φαγεῖν ἐθέλοντος
ἵενται χεῖρα, καὶ μάλα εὐκόλως, εἰ δή τις μόνον καταδονήσειε
τὸ φυτόν.
 Ἔσται δὲ οὕτω καὶ πᾶσα ψυχὴ, τῆς ἄνωθεν ἐπικουρίας
ἐκπίπτουσα καὶ ἐστερημένη, εὐχερὴς καὶ εὐάλωτος καὶ οὐ
σὺν ἱδρῶτι ληπτὴ τῷ κατεσθίοντι σατανᾷ. γέγραπται γὰρ
ὅτι “Τὰ βρώματα αὐτοῦ ἐκλεκτά.”
Ἰδοὺ ὁ λαός σου ὡς γυναῖκες ἐν σοὶ, τοῖς ἐχθροῖς σου ἀνοιγό-
 μεναι ἀνοιχθήσονται πύλαι τῆς γῆς σου, καταφάγεται πῦρ τοὺς
 μοχλούς σου.
 Ματαίαν αὐτῶν ἀποφαίνει τὴν ἐλπίδα. ᾤοντο μὲν γὰρ,
ὡς οὐκ ἂν ἁλοῖέν ποτε, πληθὺν ἀμέτρητον τῶν αὐτοῖς συνα-
σπιζόντων συναγηγερκότες, καὶ ἀῤῥήκτοις τείχεσι πεπυρ-
γωμένην οἰκοῦντες πόλιν. ἀλλ' ὅτι καὶ ταῦτα παντελῶς
ἀνόνητα αὐτοῖς προαναπεφώνηκεν ἐναργῶς, κακανδρίας εἰς
221

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 62, line 16

 Οὐ προτρέποι δ' ἂν τὰ τοιάδε Θεός· ἐπειδὴ δὲ πάντως τὰ


ἐσόμενα προηπίστατο, διαγελᾶ τὴν σκέψιν, καὶ ὅτι, καθάπερ
ἔφην ἀρτίως, μάταιον αὐτῶν ἔσται σπούδασμα πᾶν, δείκνυσι
διὰ τούτων. ἐπειδὴ γὰρ συμβέβηκεν ἢ ἐπάλξεων, ἤγουν
ἑτέρας τινὸς ἐπιμελείας δεῖσθαι τὰ τείχη, πλίνθους εἰργά-
ζοντο τὰς ἐκ πηλοῦ δηλονότι, πλὴν ὀχυρωτάτας· ὀπτωμένη
γὰρ ἡ πλίνθος ἀναγκαιοτάτη πρὸς ἔργα, καὶ οὐκ ἂν ἔχοι τὸ
εὐδιάθρυπτον. συμπάτει δὴ οὖν φησιν ἐν ἀχύροις, ἐργάζου
καὶ πλίνθους. γενοῦ δὴ οὕτως ἰταμὸς καὶ ἀτεράμων εἰς μάχην,
καθάπερ ἀμέλει καὶ ἡ πλίνθος αὐτή· ἔσῃ γὰρ καὶ οὕτως εὐάλωτος, καὶ
ἄθραυστος μὲν οὐδαμῶς, εὔκολος δὲ λίαν τοῖς
κατασείειν εἰδόσι, καὶ τῆς σῆς σκληρότητος ἀλκιμωτέραν
ἔχουσι τὴν ὁρμήν.
Ἐκεῖ καταφάγεταί σε πῦρ, ἐξολοθρεύσει σε ῥομφαία, καταφάγεταί
 σε ὡς ἀκρὶς, καὶ βαρυνθήσῃ ὡς βροῦχος.
 Τὸ ἐκεῖ νοήσεις ἀντὶ τοῦ τηνικάδε, κατὰ χρόνον γὰρ καὶ
οὐ τοπικῶς τὴν λέξιν ἀποδεξόμεθα. εἰ γὰρ δὴ καὶ ταῦτα
γένοιτό φησι, καὶ πλίνθους ἐργάσῃ, δαπανηθήσῃ καὶ οὕτως  
ὡς ἀπὸ πυρὸς, κατανεμηθήσεται δέ σε τε καὶ τὴν σὴν χώραν,
καὶ ἐν ἀκρίδος τάξει ὁ πολέμιος. ἔσῃ δὲ καὶ ὄκνῳ πεπεδη-
μένος καὶ βραδὺς εἰς φυγὴν ὡς βροῦχος βαρυνθείς.

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 80, line 13

τολμοι δὲ καὶ θρασεῖς, καὶ θηρῶν ἀγρίων διενεγκόντες οὐδὲν,


καὶ τῶν ἁλίσκεσθαι δυναμένων οἱονεὶ καθιπτάμενοι, παρεγγυᾷ
πάλιν, παρδάλεσι μὲν παρεικάζων τοὺς ἵππους· πηδητικὴ δὲ
λίαν ἡ πάρδαλις, καὶ πολὺ δὴ λίαν εὐπετὴς εἰς τὸ κατα-
θρώσκειν δύνασθαι τῶν διωκομένων· λύκοις γεμὴν τοῖς ἐξ
Ἀραβίας αὐτοὺς, οὓς δή φασι μάλιστα τῶν ἄλλων ἀγριω-
τέρους, καὶ ὀξεῖ δρόμῳ διάττειν τὴν καθ' ὧν ἂν ἕλοιντο
ποιουμένους ὁρμήν· καὶ οὐχὶ μόνοις τοῖς λύκοις φησὶ προς-
εοικέναι, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἀετοῖς τοῖς νεκροῖς τῶν σωμάτων
καταθέουσιν ἀμελλητὶ καὶ καθιπταμένοις, ὡς ἔφην.
 Εὐάλωτος δὲ καὶ ὁ τῶν Ἰουδαίων γέγονε νοῦς καὶ οἷον
ἱππόκροτος ἤγουν εὐκατάτροχος ἡ καρδία, καὶ τοῖς πάθεσι
τῆς σαρκὸς, καὶ αὐτοῖς δὲ τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι, καὶ
πρός γε δὴ τούτοις ταῖς ἀλκιμωτάταις τῶν Ῥωμαίων προς-
βολαῖς. προσκεκρούκασι γὰρ τῷ λέγοντι “Καὶ ἐγὼ ἔσομαι
“αὐτοῖς, λέγει Κύριος, τεῖχος πυρὸς κυκλόθεν, καὶ εἰς δόξαν
222

“ἔσομαι ἐν μέσῳ αὐτῆς.” εὐάλωτος δὲ οἶμαι πᾶς νοῦς καὶ


εὐανάτρεπτος κομιδῇ τῆς ἄνωθεν εὐσθενείας τητώμενος· πᾶσα
γὰρ ἡμῶν ἰσχὺς καὶ ἀσφάλεια παρὰ Θεοῦ· ποιήσομεν γὰρ
ἐν αὐτῷ καὶ “δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας
“ἡμᾶς,” κατὰ τὸ γεγραμμένον.

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 80, line 19

τέρους, καὶ ὀξεῖ δρόμῳ διάττειν τὴν καθ' ὧν ἂν ἕλοιντο


ποιουμένους ὁρμήν· καὶ οὐχὶ μόνοις τοῖς λύκοις φησὶ προς-
εοικέναι, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἀετοῖς τοῖς νεκροῖς τῶν σωμάτων
καταθέουσιν ἀμελλητὶ καὶ καθιπταμένοις, ὡς ἔφην.
 Εὐάλωτος δὲ καὶ ὁ τῶν Ἰουδαίων γέγονε νοῦς καὶ οἷον
ἱππόκροτος ἤγουν εὐκατάτροχος ἡ καρδία, καὶ τοῖς πάθεσι
τῆς σαρκὸς, καὶ αὐτοῖς δὲ τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι, καὶ
πρός γε δὴ τούτοις ταῖς ἀλκιμωτάταις τῶν Ῥωμαίων προς-
βολαῖς. προσκεκρούκασι γὰρ τῷ λέγοντι “Καὶ ἐγὼ ἔσομαι
“αὐτοῖς, λέγει Κύριος, τεῖχος πυρὸς κυκλόθεν, καὶ εἰς δόξαν
“ἔσομαι ἐν μέσῳ αὐτῆς.” εὐάλωτος δὲ οἶμαι πᾶς νοῦς καὶ
εὐανάτρεπτος κομιδῇ τῆς ἄνωθεν εὐσθενείας τητώμενος· πᾶσα
γὰρ ἡμῶν ἰσχὺς καὶ ἀσφάλεια παρὰ Θεοῦ· ποιήσομεν γὰρ
ἐν αὐτῷ καὶ “δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας
“ἡμᾶς,” κατὰ τὸ γεγραμμένον.
Συντέλεια εἰς ἀσεβεῖς ἥξει, ἀνθεστηκότας προσώποις αὐτῶν
 ἐξεναντίας.  
 Τοῦτο δὴ τῶν προηγγελμένων πέρας καὶ κορωνὶς τῶν
κακῶν. ἥξουσι γάρ φησιν οἱ Χαλδαῖοι, ἔσονται δὲ καὶ
τοιοίδε, καὶ τόδε τι δράσουσι, προσθήσουσι δὲ κἀκεῖνο, καὶ
τὸ συναγόμενον ἐκ τούτων, τὸ ἄρδην τε καὶ πανοικὶ καὶ

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 221, line 12

μένους. καὶ γοῦν ὁ προφήτης Ἱερεμίας μοῖραν ἐποιεῖτο τῶν


θρήνων τὸ χρῆμα λέγων “Ὁδοὶ Σιὼν πενθοῦσι παρὰ τὸ
“μὴ εἶναι ἐρχομένους ἐν ἑορτῇ.” ὅτι δὲ ἀτρεκὴς ὁ λόγος
αὐτὸ πάλιν ἡμῖν σαφηνιεῖ τὸ προκείμενον· ἐπιφέρει γὰρ εὐθύς
Ἐξέλιπον αἱ πόλεις διὰ τὸ μηδένα ὑπάρχειν μηδὲ κατοικεῖν.
 “Φοβερὸν οὖν ἄρα τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶν-
“τος.” παροτρύνοντες γὰρ αὐτὸν διά γε τοῦ πλημμελεῖν
ἑλέσθαι, καὶ τοῦτο ἀσχέτως, τότε δὴ τότε, καὶ μάλα δι-
καίως, τοῖς τῆς ὑπεροψίας ἐγκλήμασιν οἱονείπως ἐνειλημ-
223

μένοι κατασπώμεθα πρὸς διαφθορὰν, καὶ γυμνοὶ μὲν τῆς


ἄνωθεν ἐσόμεθα περιβολῆς, εὐάλωτον δὲ ὥσπερ καὶ ἀτεί-
χιστον ἐν ἑαυτοῖς τὴν καρδίαν εὑρήσομεν, καὶ πρός γε δὴ
τούτοις τὰς τῆς δικαιοσύνης οὐχ εὑρήσομεν ὁδούς· ἀπονεύσειε
δ' ἂν εὐκόλως τῶν τοιῶνδε κακῶν ὁ δεσποτικοῖς θελήμασιν
ἀκολουθεῖν ᾑρημένος, καὶ τρυφερὸν ὑπέχων αὐτῷ τῆς ψυχῆς
τὸν αὐχένα.
Εἶπα Πλὴν φοβεῖσθέ με καὶ δέξασθε παιδείαν, καὶ οὐ μὴ ἐξολο-
 θρευθῆτε ἐξ ὀφθαλμῶν αὐτῆς, πάντα ὅσα ἐξεδίκησα ἐπ' αὐτήν.
 Ὅτι πάλιν αὐτοὶ ταῖς σφῶν κεφαλαῖς τὰ ἐξ ὀργῆς κατα-
χέοντες ἁλοῖεν ἂν, πειρᾶται διδάσκειν. νενουθέτηκε μὲν γὰρ
τὸ χρῆναι διαβιοῦν ἐν φόβῳ Θεοῦ πλειστάκις προστεταχὼς,

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 231, line 3

σχύνης τε καὶ ἐντροπῆς τοὺς πεπιστευκότας. εἴρηται δὲ


παρ' αὐτοῦ καὶ τῷ πάλαι καταδυναστεύσαντι σατανᾷ Ὅτι
περιελῶ ἀπὸ σοῦ τὰ φαυλίσματα τῆς ὕβρεώς σου καὶ οὐκ ἔτι
μὴ προσθῇς τοῦ μεγαλαυχῆσαι ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου. ἐκ-
φαυλιεῖ γὰρ οὐκέτι τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς πολὺ νοσοῦντας
τὸ ἄναλκι, ἀλλ' οὐδὲ ὑβριεῖ τοὺς ἡγιασμένους, κατασείων
εὐκόλως εἴς γε τὸ αὐτῷ δοκοῦν. παρῴχηκε γὰρ τὰ ἀρχαῖα,
καὶ μετακεχώρηκεν εἰς καινότητα τῶν πραγμάτων ἡ φύσις,  
ἀναστοιχειοῦντος εἰς τοῦτο αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ εὐσθενὲς
μὲν ἀποτελοῦντος εὖ μάλα τὸ ἄῤῥωστον, κρατύνοντος δὲ
πρὸς εὐσέβειαν τὸ ταῖς ἁμαρτίαις εὐάλωτον, καὶ ἑδραῖον
ἀποτελοῦντος τὸ σεσαλευμένον. οὐκοῦν περιῄρηται τὰ φαυ-
λίσματα τῆς ὕβρεως, δηλονότι τῆς διαβολικῆς, καὶ οὐκ ἂν ἔτι
φρονήσειε μέγα κατὰ τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου, τουτέστι τῆς νοη-
τῆς Σιὼν, “ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος.” τεθεμε-
λίωται γὰρ ἐπὶ τὴν “πέτραν· καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύ-
“σουσιν αὐτῆς.” ὄρος δὲ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ὁ προφήτης
ἡμῖν Ἡσαΐας ὠνόμαζε, λέγων “Ὅτι ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις
“ἡμέραις ἐμφανὲς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ
“ἐπ' ἄκρων τῶν ὀρέων, καὶ ὑψωθήσεται ὑπεράνω τῶν
“βουνῶν, καὶ ἥξουσιν ἐπ' αὐτὸ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ πορεύ

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 413, line 18

νων οὐκ ἀφιεὶς ὑπεστρῶσθαι ποσί. τοιγάρτοι καὶ ὁ προφή-


της πρὸς αὐτόν “Καὶ κληθήσῃ, φησὶν, οἰκοδόμος φραγμῶν
224

“καὶ τὰς τρίβους τὰς ἀνὰ μέσον παύσεις.” ὥσπερ γὰρ οἱ


περιφράττειν εἰωθότες ἀμπελῶνας κεχερσωμένους τὰς διὰ μέ-
σου παύουσι τρίβους, οὐκ ἐῶντες ἔτι τοῖς τῶν ἄνω τε καὶ κάτω
ποιούντων πατεῖσθαι ποσίν· οὕτω καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
ὁ Χριστὸς ἑαυτὸν ἡμῖν τεῖχος οἷάπερ ἄῤῥηκτον περιθεὶς, καὶ
ἀγγελικαῖς δυνάμεσι περιφράττων ἔξω τοῦ πατεῖσθαι γε-
νέσθαι παρεσκεύασεν. ἔφη δὲ πρὸς τούτοις, ὅτι οὐκέτι οὐ
μὴ ἐπέλθῃ ἐπ' αὐτοὺς ἐξελαύνων. πάλαι μὲν γὰρ ἦμεν εὐ-
άλωτοι καὶ εὐπαρακόμιστοι κομιδῆ καὶ πρὸς πᾶν ὁτιοῦν τῶν
ἐκτόπων ἰόντες εὐκόλως, ἄγοντός τε ἡμᾶς καὶ φέροντος τοῦ
σατανᾶ, καὶ ἐκ τούτων εἰς ἐκεῖνα μονονουχὶ καὶ ἐλαύνοντος.
ἀλλ' ἔπαυσε καὶ τοῦτο Χριστός. οὐ γὰρ ἥξει καθ' ἡμῶν ὁ
λεηλατῶν· οὐκ ἐκβαλεῖ καθὰ καὶ πρώην εἴς γε τὸ αὐτῷ
δοκοῦν. πεπήγμεθα γὰρ ἐν Χριστῷ, ἀσφαλῆ τε καὶ ἱδρυ-
μένην ἐσχήκαμεν τὴν καρδίαν, οὐκέτι κατασειόμενοι πρὸς ἃ
μὴ προσῆκεν· οὐκ ἐκβαίνοντες εἰς πολυθεΐαν· οὐκ ἐξελαυ-
νόμενοι πρὸς πλάνησιν,
Κύριλλος. Commentarii in Joannem Vol. 1, p. 288, line 9

ναικὸς ἐλάλει, αἰδοῖ δὲ μᾶλλον καὶ φόβῳ τὴν μὲν γλῶτταν


εἴργειν ὀδόντων ἐντὸς, περιμένειν δὲ μᾶλλον αὐτομολοῦντα  
πρὸς λόγους τὸν Κύριον, καὶ ἐθελούσιον αὐτοῖς προστιθέντα
τὴν ἐξήγησιν. θαυμαστέον τοιγαροῦν διὰ τούτων ἐφ' ἡμερό-
τητι μὲν τὸν Χριστὸν, ἐπὶ δὲ σοφίᾳ καὶ συνέσει τοὺς μα-
θητὰς καὶ τῇ τοῦ πρέποντος γνώσει.
Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς
 τὴν πόλιν.
 Κρείττων ἤδη καὶ ὑψηλοτέρα φαίνεται τῶν εἰς τὸ σῶμα
φροντίδων, ἡ κατὰ τὴν ἐχθὲς καὶ τρίτην πολύανδρος οὖσα
γυνὴ, καὶ ἡ ψυχραῖς πολλάκις εὐάλωτος ἡδοναῖς, πλεονεκτεῖ
τῆς σαρκὸς τὴν ὡς ἐξ ἀνάγκης χρείαν, δίψης τε ὁμοῦ καὶ
ποτῶν ἀλογήσασα, πρὸς ἑτέραν ἕξιν διὰ τῆς πίστεως ἀνε-
χαλκεύετο. ἀγάπην δὲ παραχρῆμα τὴν καλλίστην πασῶν
ἀρετὴν καὶ τὸν φιλάλληλον μελετῶσα τρόπον, ὅπερ αὐτῇ
πέφηνεν ἀγαθὸν, τοῦτο καὶ ἑτέροις ἐξαγγέλλουσα γοργῶς
δρόμῳ τῷ πρὸς τὴν πόλιν συντείνεται. ὑπεφώνει γὰρ ἐν
αὐτῇ, κατά γε τὸ εἰκὸς, ὁ Σωτὴρ, καὶ λεληθότως κατὰ τὸν
νοῦν ἐψιθύριζε λέγων “Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.”
μανθάνωμεν διὰ τούτου μὴ ζηλοῦν μὲν ἐκεῖνον τὸν ὀκνόφιλον
οἰκέτην, διά τε τοῦτο εἰς γῆν καταχωννῦντα τὸ τάλαντον,

Κύριλλος. Commentarii in Joannem Vol. 2, p. 472, line 16


225

“δατε γὰρ, φησὶν, ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ
“Θεοῦ ἐν ὑμῖν οἰκεῖ;” εἰ δὲ ἐπείπερ ἐν ἡμῖν οἰκεῖ τὸ Πνεῦμα,
ναοὶ γεγόναμεν τοῦ Θεοῦ, πῶς οὐκ ἐκ Θεοῦ τὸ Πνεῦμα, τουτ-
έστιν, ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ, Θεὸν ἐν ἡμῖν οἰκίζον δι' ἑαυτοῦ;
οὐκοῦν οὐκ ἀλλότριον τῆς ἰδίας φύσεως δεικνὺς τὸ Πνεῦμα ὁ
Μονογενὴς, παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπέμπεσθαι τοῖς ἁγίοις εἰπὼν
τὸν Παράκλητον, αὐτὸς ἥξειν ἐπαγγέλλεται καὶ τὴν Πατρὸς
τάξιν αὐτοῖς ἀποπληροῦν, ἵνα μὴ καθάπερ τινὲς ὀρφανοὶ τῆς
τοῦ προεστηκότος ἐπικουρίας ἔρημοι, διά τε τοῦτο λοιπὸν
ταῖς τοῦ διαβόλου παγίσιν εὐάλωτοι καὶ τοῖς ἐν κόσμῳ
σκανδάλοις εὐεπιχείρητοι λίαν εὑρίσκωνται, καίτοι πολλοῖς
οὖσι καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης ἐρχομένοις διὰ τὴν ἀκάθεκτον τῶν
ἐπαγόντων μανίαν. ὅπλον οὖν ἄρα καὶ ἀσφάλειαν ἀῤῥαγῆ
ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς δέδωκεν ὁ Πατὴρ τὸ Πνεῦμα Χριστοῦ,
τὴν αὐτοῦ χάριν τε καὶ παρουσίαν καὶ δύναμιν ἐν ἡμῖν ἀπο-
πληροῦν. ἀμήχανον γὰρ ἀνθρώπου ψυχὴν κατορθῶσαί τι
τῶν ἀγαθῶν ἤγουν τῶν οἰκείων κρατῆσαι παθῶν, ἢ τῆς τοῦ
διαβόλου παγίδος ὀξείας διαδρᾶναι τὸ μέγεθος, μὴ τῇ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος τετειχισμένην χάριτι, καὶ αὐτὸν ἔχουσαν
ἐν ἑαυτῇ διὰ τοῦτο Χριστόν. καὶ γοῦν ὁ θεσπέσιος ἡμῖν

Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate Vol. 68, p. 156,


line 18

{ΚΥΡ.} Ἐπαιτιασόμεθα μὲν οὐχὶ, μανία γὰρ τοῦτό


γε· φάσκοντες δὲ, ὅτι «Σὺ ὠργίσθης, καὶ ἡμεῖς ἡμάρ-
τομεν,» τοιοῦτόν τι νοοῦμεν· Ὡς εἰ μὴ τὸ σὸν ἔχοι-
μεν εὐμενὲς, ὦ Δέσποτα, τὸ ἀπεῖργον οὐδὲν, τυραν-
νεῖσθαι μὲν ὑπὸ ἁμαρτίας, διὰ τὸ τῆς ἡμετέρας φύ-
σεως ἀσθενὲς, παντὶ δὲ λοιπὸν ἐνέχεσθαι κακῷ.
{ΠΑΛΛ.} Συνίημι ὃ φῄς.
{ΚΥΡ.} Φροντίδος οὖν ἅμα καὶ μὴν καὶ φειδοῦς τῆς
ἄνωθεν ἀπαμφιεννύμενοι, καὶ τῆς εἰς ἄγαν ἐξιτηλίας,
καὶ τῶν εἰς τὸ φαῦλον ἀσχέτων ἀπονευμάτων πρατ-
τόμενοι δίκας, ἀσθενεῖς καὶ εὐάλωτοι, καὶ τί γὰρ
οὐχὶ τῶν τοιούτων ἠῤῥωστηκότες ἀποδεικνύμεθα;
Πάρα δὲ δή σοι ταυτὶ καταθεάσασθαι λαμπρῶς, τοῖς
Ἱερεμίου περιτυχόντι λόγοις. Ἰουδαίων μὲν γὰρ ἡ
ἀγρία πληθὺς, καί τοι σφόδρα πλουσίως ἐνσπατα-
λῶσά τε καὶ ἐνευρυνομένη ταῖς παρὰ Θεοῦ φιλοτι-
μίαις, καὶ ἁπάντων κρατήσασά τε λοιπὸν τῶν
226

ἐχθρῶν, διελάσασά τε λοιπὸν εἰς αὐτό που τάχα τῆς


ἐν ἀνθρώποις εὐκλείας τὸ ἀνωτάτω, σκληράν τε καὶ
ἄθραυστον ἐμελέτα τὴν ἀπείθειαν.

Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate Vol. 68, p. 360,


line 22

καὶ δυνατοὶ, καὶ ἀγαθῆς ἐλπίδος ἔμπλεῳ, καὶ εὐμε-


νείαις ταῖς ἄνωθεν εὖ μάλα τετειχισμένοι, καὶ, ὡς
εὖ ἴσθι τοι, μὴ ἑτέρως ἔχειν τὸ χρῆμα, ὦ τᾶν. Ἀνω-
τέραν μὲν γὰρ τῶν ἐν κόσμῳ περισπασμῶν καὶ
προσκαίρων ἐπιθυμιῶν τὴν διάνοιαν ἔχοντες, εὐκατ-
αγωνίστοις κομιδῆ περιτεύξονται τοῖς ἐχθροῖς,
περιέσονταί τε καὶ μάλα ῥᾳδίως τῶν ἀνθεστηκότων,
προκατασείοντος τοῦ Θεοῦ τὴν ἐκείνων δύναμιν·
ἐναλόντες δὲ καὶ αὐτοὶ πάθεσι κοσμικοῖς, καὶ γεωδε-
στέραις ἐπιθυμίαις ἐνειλημμένοι, εὐκατάτροχοι μὲν
ὥσπερ καὶ εὐαλωτότατοι λίαν παρακείσονται τότε
τοῖς διώκειν αὐτοὺς ᾑρημένοις, γυμνοὶ δὲ τῆς ἄνωθεν
ἀσφαλείας ἐκδεδειγμένοι, θήρα τις ὥσπερ ἑτοιμο-
τάτη παρακείσονται τοῖς ἐχθροῖς.
{ΠΑΛΛ.} Καὶ τίς ἂν γένοιτο τῶν εἰρημένων ἡ πί-
στις, ἐθέλοιμ' ἂν εἰδέναι σαφῶς.
{ΚΥΡ.} Τὸ Γράμμα τὸ ἱερὸν, τὰ τοῖς ἀρχαίοις συμ-
βεβηκότα χρησίμως παραφωνοῦν. Ἦ γὰρ, οὐχὶ
πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν ἐκεῖνα γεγράφθαι καὶ ὁ θεσπέ-
σιος ἔφη Παῦλος;
{ΠΑΛΛ.} Φημί· ἐμποιήσει γὰρ οὐ μετρίαν ἡμῖν

Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate Vol. 68, p. 372,


line 39

μενος καὶ δειλὸς τῇ καρδίᾳ, πορευέσθω εἰς τὸν οἶκον


αὐτοῦ, ἵνα μὴ δειλιάνῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ, ὥσπερ τὴν αὐτοῦ.» Μονονουχὶ γὰρ σαφῶς
ἐκεῖνό φησιν· Ὁ τοῖς γηΐνοις ἐγκείμενος, καὶ οἰκίας
οἰκοδομῶν, καὶ φυτεύων ἀμπελῶνα, καὶ ταῖς εἰς φι-
λοσαρκίαν ἡδοναῖς ἡττώμενος, ἔσται που πάντως
δειλός τε καὶ ἄναλκις· ἀδόκιμος δὲ παντελῶς ὁ τοιοῦ-
τος, καὶ πρὸς ζημίας ἔσται τοῖς ἄλλοις· Φθείρουσι
γὰρ ἤθη χρηστὰ, ὁμιλίαι κακαί.» Καὶ καθέλκει πρὸς
227

ἀνανδρίαν ἔσθ' ὅτε τὸν εὐσθενῆ τε εὔψυχον ὁ δειλίαις


εὐαλωτότατος. Τοιγάρτοι καὶ ὁ θεσπέσιος Παῦλος
ἐπετίμα τισὶν, οἳ διακωλύειν αὐτὸν ἤθελον ἀναβαίνειν
εἰς Ἱεροσόλυμα· φησὶ γάρ· «Τί ποιεῖτε κλαίοντες
καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; Ἐγὼ γὰρ οὐ
μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ
τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.»
Σημειωτέον δὲ ὅτι καὶ τῶν κεκλημένων εἰς τοὺς γά-
μους ἡ παραίτησις ἦν τὸ, «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ
γυναῖκα ἔγημα, καὶ οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.» Γέγραπται δὲ
οὕτως ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ καὶ ἐν παραβολαῖς.

Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate Vol. 68, p. 869,


line 12

{ΚΥΡ.} Ἀμυδρὸν, ὦ Παλλάδιε, τῆς ἐμπωλῆς τὸ


χρῆμα, καὶ λίαν ἀνάντη τὴν προσβολὴν ἔχον, κἂν εἰ
ἐν ψιλαῖς ἐννοίαις αὐτὴν περινοεῖν ἕλοιτό τις· φράσω
γε μὴν, ὡς ἔνι, καὶ ὡς ἂν εἰς νοῦν ἴοι τὸν ἐμόν.
Ἐρήσομαι δὲ, καί μοι λέγε· Τοῖς καταδῃοῦν εἰωθόσι
πόλεις τε καὶ χώρας, τίνες ἂν εἶεν ἁλώσιμοι, καὶ οὐ
σὺν ἱδρῶτι μακρῷ; πότερα δὴ φὴς, οἱ τειχῶν ἔσω
καὶ πόλεων τῶν εὐπυργοτάτων, ἢ μᾶλλον οἱ ἐν
ἀγροῖς;
{ΠΑΛΛ.} Καὶ τίνι τοῦτο ἀσυμφανές; εὐαλωτότατοι
γὰρ οἱ ἐν ἀτειχίστοις ἀγροῖς.
{ΚΥΡ.} Ὀρθῶς ἔφης· οἴει δὲ δὴ τίνας ἄμεινόν τε
καὶ ἐπιεικέστατα διαζῇν, ἀστικοὺς ἄρα καὶ τοὺς ἐν
εἰδήσει νόμων, ἤγουν τοὺς ἐν κώμαις ἀγροικότερον
ἀνατεθραμμένους; Οὐκοῦν ἀσθενέστερον μὲν οἱ ἐν
ἀγροῖς προστήσονται τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας, οἱ δὲ
πόλεων εἴσω πεπυργωμένων, βουλεύσονται δὴ τὰ
ἀμείνω, καὶ λογιοῦνται συννόμως τὰ σφίσιν αὐτοῖς
ἀναγκαῖα πρὸς ὄνησιν, καὶ ᾖ βουλῆς καὶ σκεμμάτων
καιρός.

Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 925, line 34

ἕλοιντο τυχὸν ὡς εὐσθενῆ καὶ εὐδρομωτάτην ποιοῦν-


228

ται κίνησιν. Καὶ ἡλίου μὲν θερμὴν ἄνωθεν ἐνιέντος


τοῖς ὕδασι τῆς ἀκτῖνος τὴν προσβολὴν, ἀνανήχεται,
καὶ μονονουχὶ καὶ αὐτῶν τῶν ὑδάτων ἀναθρώσκειν
ἀποτολμᾷ, τὸ κάτω μένειν ἀεὶ παραιτούμενα, διεξοί-
χεται δὲ ῥᾳδίως καὶ τῶν θηρώντων τὰ λῖνα. Τά γε
μὴν οὐκ ἐν λεπίσι καὶ πτερυγίοις, ἤγουν ἐν ἐλύτροις
ὄντα σκληροῖς, καὶ ὀστράκῳ τῷ συμφυεῖ κατημ-
φιεσμένα, ἥκιστα μὲν οἶδε τὸ ἄνω, εἰσδύεται δὲ τὴν
εἰς τὸ κάτω πόαν ἀεὶ, καὶ τοῖς ἰλυώδεσι τῶν τόπων
ἐμφιλοχωρεῖ. Ἀδρανῆ τέ ἐστι καὶ εὐάλωτα, καὶ τοῖς
ἅπαξ τεθεαμένοις, ἱδρῶτος δίχα ληπτά. Καὶ λόγος
μὲν ἐπ' ἐκείνοις, οὑτοσὶ, σαφής τε καὶ ἀληθής·
ἴωμεν δ' αὖ ὡς ἐξ εἰκόνων καὶ τύπων ἐπὶ τὰ ἐμφα-
νέστερα.
{ΠΑΛΛ.} Φράσειας ἂν ἄριστα, καὶ πρός γε δὴ τούτῳ
προθύμως ἰών.
{ΚΥΡ.} Τὸν τοῦδε τοῦ βίου περισπασμὸν, καὶ τὴν ἐν
αὐτῷ τῶν πραγμάτων πικρὰν ἀνάχυσιν καὶ ἀναφυρ-
μὸν κατασημαίνων ἡμῖν ἀστείως ὁ Μελῳδὸς ψάλλει·
»Αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος.

Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 928, line 33

{ΠΑΛΛ.} Εἰκότα ἔφης· ἀποφέρει γάρ πως τὸ αἴνι-


γμα πρὸς τὸ τῇδε ἔχειν οἴεσθαι τὸν λόγον.
{ΚΥΡ.} Πλημμελοῦσι δέ τινες, οὐχ ὑπεσταλμένως,
γυμνὴν δὲ ὥσπερ καὶ ἀκατακάλυπτον παντελῶς ἐπι-
τηδεύοντες τὴν φαυλότητα· καὶ περὶ αὐτῶν ἂν λέ-
γοιτο καλῶς· «Ὧν ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν.»
Νενεύκασι γὰρ ἀεὶ πρὸς ἀκαθαρσίαν, καὶ τοῖς κατω-
τάτω βορβόροις ἐγκαλινδούμενοι, κνώδαλα κατὰ
τὸ ἀληθὲς, ἤγουν, ἕτερόν τι παρὰ τοῦτό εἰσιν. Εἶεν
δ' ἂν οἱ τοιοίδε πάντη τε καὶ πάντως ἀδρανεῖς τε καὶ
εὐάλωτοι, ταῖς εἰς πᾶν ὁτιοῦν τῶν ἐκτόπων ἡδοναῖς
τυραννούμενοι. Ἢ γὰρ οὐχὶ τοιουτοσί πώς ἐστι τῶν
ἀπεγνωσμένων ὁ βίος; Γύναιά τε γὰρ τὰ μαχλῶντα
καὶ ἑταιριζόμενα, καὶ τὸ πάναισχρόν τε καὶ κιβδη-
λότατον τῶν θηλυδρίων γένος, καὶ μὴν καὶ ὅσοι δια-
πρέπουσιν ἐν σκηναῖς, καὶ οἷς ἀκόρεστος ἡ φιλο-
σαρκία, καὶ τὸ πλανᾶσθαι φίλον εἰς βέβηλον εἰδωλο-
λατρίαν, ἐπάρατον ἀληθῶς διαζῶσι βίον, καὶ τὸν εἰς
229

αἰσχροτάτους ἥκοντα μολυσμούς. Οὐκοῦν καθαρίζει


μὲν ὁ νόμος τοὺς ἠῤῥωστηκότας μὲν τὰ ἀνθρώπινα,
μὴ μὴν ἔτι καὶ εἰσάπαν ἐκτετραμμένους,

Κύριλλος. Fragmenta in libros Regum Vol. 69, p. 685, line 7

καὶ πολύτιμον εὑρὼν, ἐνέδησε τῷ ἰδίῳ στεφάνῳ.


Καὶ Δαβὶδ ἀνέβαινε κλαίων καὶ τὴν κεφαλὴν
ἐπικεκαλυμμένος.
 {Κυρίλλου.} Ἐπειδὴ συνέβη πρὸ τοῦ πολέμου τοῦ  
πρὸς Ἀβεσσαλὼμ, τὴν ἁμαρτίαν γενέσθαι παρὰ τοῦ
μακαρίου Δαβὶδ, τὴν εἰς Οὐρίαν φημὶ, θρῦλος ἦν
ἀνὰ πᾶσαν, ὡς ἔπος εἰπεῖν, τὴν Ἰουδαίων χώραν,
καὶ ὑποψίαν τινὲς οὐκ ἀπιθάνως ἔχοντες περὶ αὐτοῦ·
ᾤοντο γὰρ αὐτὸν τῶν εἰς Οὐρίαν πλημμελημάτων
πράττεσθαι δίκας· καὶ ἐν προσκρούσει δὲ γεγονότα
τῇ παρὰ Θεῷ, τοῖς ἐθέλουσι κᾆτα δὴ οὖν εὐάλωτον
ἔσεσθαι, καὶ πανταχοῦ νοσοῦντα τὸ ἄναλκι.
Διασκέδασον δὴ τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ.
 {Κυρίλλου.} Διασκέδασον, φησὶ, τὴν βουλὴν Ἀχι-
τόφελ, Κύριε ὁ Θεός μου. Ἦν γὰρ ὁ Ἀχιτόφελ βα-
θὺς καὶ πικρὸς καὶ πολυγνώμων, καὶ ὁδοὺς ἀνευρεῖν
ἱκανὸς ἐφ' ἑκάστῳ πράγματι, καὶ πρός γε τοῦτο
στρατηγικώτατος. Ἐδεδίει τοίνυν μάλιστα τῶν ἄλ-
λων τὸν Ἀχιτόφελ, διὰ τὸ πικρὰς εἰσφέρειν ἀεὶ γνώ-
μας, καὶ τὸ εἰδέναι στρατηγεῖν.

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam Vol. 70, p. 177, line 18

κατὰ παντὸς τοῦ τῶν Ἰουδαίων ἔθνους πεπράχθαι λέ-


γειν αὐτὰ νοητῶς, οὐκ ἂν ἁμάρτοι τοῦ πρέποντος λο-
γισμοῦ. Ὅτε γὰρ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν δόξης ἐπλή-
σθη πᾶσα ἡ γῆ κεκλημένων διὰ τῆς πίστεως τῶν
ἐθνῶν, τότε τῆς Ἰουδαίων διανοίας πᾶσα μὲν ἀσφάλεια
λέλυται πνευματική. Καπνοῦ δὲ δίκην οἱ τάλανες, τὴν
ἐκ τῆς ἀμαθίας ἀχλὺν λαβόντες εἰς νοῦν τυφλοὶ γε-
γόνασι νοητῶς. Ταύτῃτοι καὶ ὁ Σωτὴρ αὐτοῖς ἐπ-
εφώνει λέγων· «Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, περιπατεῖτε ἐν
τῷ φωτὶ, ἵνα μὴ ἡ σκοτία ὑμᾷς καταλάβῃ.» Τί δέ
ἐστιν ἀσφαλὴς καὶ εὐάλωτος τῶν Ἰουδαίων ὁ νοῦς
πρὸς πᾶν ὁτιοῦν τῶν παθῶν ἐπικουρίας τῆς ἄνωθεν ἔρημος ὢν, πῶς ἂν
230

ἐνδοιάσειέ τις τῶν εὖ φρονεῖ


εἰωθότων;
 Καὶ εἶπα, Ὦ τάλας ἐγὼ, ὅτι κατανένυγμαι,
ὅτι ἄνθρωπος ὢν, καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων,
ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ·
καὶ τὸν βασιλέα Κύριον Σαβαὼθ εἶδον τοῖς
ὀφθαλμοῖς.

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam Vol. 70, p. 405, line 26

δὲ δὴ παρατρέποιτο πρὸς ἃ μὴ προσῆκεν, ἔξω τε τῆς


εὐθείας φέροιτο τρίβου, καὶ τὸ Θεῷ δοκοῦν παρατρέ-
χουσα, πρὸς τὰ ἐν τῷδε τῷ κόσμῳ καταφέροιτο πάθη,
καὶ τὸν τῆς εὐπειθείας ἀποσείσαιτο ζυγὸν, ἀγυμνοῖ
πάσης αὐτὴν ἐπικουρίας, καὶ οἷον ἀτείχιστον αὐτὴν
ἀποφαίνει, καὶ ἀνασφαλεῖ τοῖς πολεμοῦσιν ἐργάζε-
ται, καταλειαίνει τε τὰς ἐφόδους τὰς ἐπ' αὐτῇ τοῖς
πάθεσιν, ὡς κατὰ μηδένα τρόπον ἰσχῦσαι διαφυγεῖν.
Οὕτω παραδίδονται μὲν εἰς ἀδόκιμον νοῦν, καὶ γεγό-
νασιν εὐάλωτοι ταῖς ἐκτόποις ἐπιθυμίαις, σώζει δὲ
αὐτὰς οὐδὲν, ἀλλ' εἰσὶν ὑπὸ πόδας ἐχθρῶν, ἀνάνδρως
διεῤῥιμμέναι. Ἐὰν μὲν γὰρ κλείσῃ κατὰ τοὺς ἀνθρώ-
πους, φησὶν, ὁ τῶν ὅλων Θεὸς, τίς ἀνοίξει, καὶ τὴν
παναλκῆ τοῦ παραδεδωκότος πλεονεκτήσει δεξιάν;
Μένωμεν τοίνυν ἐν τῷ θείῳ φόβῳ. Κερδανοῦμεν γὰρ
οὕτω τῆς ἄνωθεν εὐμενείας τὴν χάριν· καὶ κατανεα-
νιευσόμεθα πνευματικῶς, καὶ ἁμαρτίας, καὶ παθῶν,
καὶ τῆς τοῦ διαβόλου πλεονεξίας ὀλίγα κομιδῆ φροντί-
ζοντες, πρὸς τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως καταντή-
σομεν, τὴν εὐκλεᾶ καὶ δοκιμωτάτην κατορθοῦντες

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam Vol. 70, p. 429, line 11

υἱῶν Ἰσραήλ· καὶ ἔσονται ἔρημοι, διότι ἐγκατέλι-


πες τὸν Θεὸν τὸν Σωτῆρά σου, καὶ Κυρίου τοῦ
βοηθοῦ σου οὐκ ἐμνήσθης.
 Ἐξ αὐτῶν ἀναπείθει τῶν συμβεβηκότων ἐννοεῖν
ὅτι γέγονεν αὐτοῖς ἐξ ἀντιστρόφου τὰ πράγματα.
Πάλιν μὲν γὰρ ἐνίκουν ἐπικουροῦντος Θεοῦ, καὶ φο-
βεροί τινες ἦσαν ταῖς τῶν ἐθνῶν πόλεσί τε καὶ χώ-
ραις. Εἷλον γὰρ αὐτὰς ἀνιδρωτὶ, κατευμαρίζοντος
231

αὐτοῖς τοῦ Θεοῦ πᾶν ὅσον ἦν ἄναντές τε καὶ δυσήνυ-


τον. Ἐπειδὴ δὲ τῆς ἐκείνων ἀνοσιότητος γεγόνασι
μιμηταὶ, δειλοὶ καὶ εὐάλωτοι κατ' ἐκείνους γεγόνασιν.
Ἠρήμωνται γὰρ αἱ πόλεις αὐτῶν, καὶ κατελείφθη-
σαν ὑπὸ τῶν κατοικούντων ἐν αὐταῖς, κατὰ τὸν ἴσον
τρόπον, καθ' ὃν οἱ Εὐαῖοι καὶ Ἀμοῤῥαῖοί ποτε τοῖς
αὐτῶν ξίφεσιν ἔπιπτον δαπανώμενοι· ἐναργῆ δὲ καθ-
ίστησι τὴν αἰτίαν εὐθὺς τοῦ πρὸς τοῦτο κατολισθεῖν
ἀσθενείας αὐτοὺς, καὶ τὴν οὕτως ἀπηνῆ καὶ δύσοι-
στον ὑπομεῖναι συμφοράν· Ἐγκατέλιπες γὰρ τὸν Θεὸν
τὸν Σωτῆρά σου, φησὶ, καὶ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου οὐκ
ἐμνήσθης. Δέον γὰρ εὐχαριστεῖν ἐφ' οἷς εὐηργέτηνται,
τοῦτο μὲν δουλείας τῆς ἐν Αἰγύπτῳ λελυτρωμένοι,

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam Vol. 70, p. 596, line 22

τεῖχος, πῶς ἂν ἐνδοιάσειέ τις ὅτι γέγονε νομὴ τῶν


νοητῶν θηρίων; Καὶ τοῦτο ἦν ἄρα τὸ διὰ φωνῆς τοῦ
Δαβὶδ περὶ αὐτῆς εἰρημένον πρὸς τὸν τῶν ὅλων Σω-
τῆρα Χριστόν· «Ἵνα τί καθεῖλες τὸν φραγμὸν αὐ-
τῆς, καὶ τρυγῶντες αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευό-
μενοι τὴν ὁδόν;» Ἐλυμήνατο αὐτὴν ὗς ἐκ δρυμοῦ·
καὶ ὄνος ἄγριος κατενεμήσατο αὐτήν. Ἦ γὰρ τὰ
πολύτροπα διὰ τούτων σημαίνει πάθη ὑφ' ὧν κεκρά-
τηται τῶν Ἰουδαίων ὁ νοῦς· ἀλογίαν μὲν τὴν ἐσχάτην
τοῦ ὅνου σημαίνοντος· ἡδονήν γε μὴν τοῦ ὑός. Ὅτι
οὖν γέγονεν εὐάλωτος παντὶ τῷ καταδηοῦν ἐθέλοντι
τοῦτο διδάσκει, λέγων· Οὐκ ἔστιν ἢ οὐκ ἐπελάβετο
αὐτῆς, οὐ γάρ ἐστι χεὶρ ἤτοι δύναμις, ἢ ἀνθρώπων
ἢ πονηρῶν πνευματῶν ἥτις οὐκ ἐπελάβετο αὐτῆς.
Ἀλλ', ὦ Δέσποτα, φαίη τις ἂν ἴσως· οὐ γὰρ ἔσωζες
ὡς σὸν ὄντα λαὸν, οὐκ ἐφρούρεις αὐτὴν, καὶ τεῖχος
ἦσθα τὸ παναλκές. Ναὶ, φησὶ, πεφρούρηκά τε καὶ
περιβέβληκα τῇ παρ' ἐμαυτοῦ χάριτί τε καὶ εὐσθε-
νείᾳ· ἀλλ' ἦν ἀναγκαῖον φρουρεῖσθαι τότε καρπὸν
ἔχοντα τὸν ἐκ νόμου. Ἐπειδὴ δὲ λοιπὸν κατεκομίσθη
εἰς τοῦτο, φησὶν, ἀθλιότητος, καὶ ἀφιλεργίας

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam Vol. 70, p. 604, line 53


232

Οὐκοῦν ἐπεπλήθει ποιμέσιν ἀγαθοῖς, ἀλλ' ἔσται, φησὶν,


ἀνειμένον· καὶ τί τὸ ἀνειμένον ἐστὶν, αὐτὸς παρα-
χρῆμα διεσάφησε, λέγων· Ὡς ποίμνιον καταλελειμ-
μένον, τοῦτ' ἔστι, παντὸς ἐπιστάτου, καὶ κηδεμόνος
ἠρημωμένον. Οὗ δὴ γεγονότος, εἰς χρόνους προκεί-
σεται μακροὺς εἰς βόσκημα. Κατανεμηθήσονται γὰρ
αὐτοὺς νοητοί τε καὶ ἀλκιμώτατοι θῆρες, τοῦτ' ἔστιν,
ὁ Σατανᾶς, καὶ αἱ σὺν αὐτῷ καὶ ὑπ' αὐτῷ δυνάμεις
πονηραί. Ἀποσοβοῦντος γὰρ οὐδενὸς τῆς ἀνθρώπου
καρδίας τὰς τῶν πονηρῶν δαιμόνων ἐφόδους εὐάλω-
τος ἔσται, καὶ πρὸς πᾶν ὁτιοῦν τῶν ἐκείνοις δοκούν-
των ἀμελητὶ κατοιχήσεται. Εἰ δὲ χρή τι καὶ τοῖς
ἱστορικῶς γεγονόσιν ἀκόλουθον εἰπεῖν, νομὴ γεγόνασι
μετὰ τὸν τοῦ Σωτῆρος σταυρὸν, καὶ τῆς Ῥωμαίων
στρατειᾶς. Κατέλυσε γὰρ καὶ ἀνεπαύσατο παρ' αὐ-  
τοῖς οἷάπερ τις μόσχος εὐσθενής· ἀλλ' ὀλίγου δια-
γεγονότος καιροῦ, φησὶν, οὐκ ἔσται ἐν αὐτῇ πᾶν
χλωρὸν διὰ τὸ ξηρανθῆναι, τοῦτ' ἔστι, μέχρι τοσούτου
κατανεμηθήσονται τὴν χώραν ὡς ἀποφανθῆναι ξη-
ρὰν, καὶ οὐκ ἔχουσαν ἔτι νομήν. Τοῦτο δέ ἐστιν ἀπό-
δειξις ἐναργὴς τοῦ μὴ πρότερον ἀποφοιτήσειν αὐτῶν

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam Vol. 70, p. 776, line 30

 Ταυτὶ μὲν οὖν ἅπαντα, φησὶν, ἅπερ αὐτὸς οἴει


κατωρθωκέναι, ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν ἀνατιθεὶς, οὐκ
ἐρυθριᾷς; Ἀλλ', ὦ ματαίαν ἔχων ἐπ' οὐδενὶ τὴν
ὀφρὺν, οὐ ταῦτα ἤκουσας πάλαι, ἃ ἐγὼ ἐποίησα; Εἰ
γὰρ δὴ βούλοιο, φησὶ, τοὺς τῶν ἐμῶν προφητῶν
πολυπραγμονῆσαι λόγους, ἔφην ἤδη φθάσας ὅτι
ταῦτα γενήσεται. Ἐγὼ γὰρ ἐξ ἀρχαίων ἡμερῶν συν-
έταξα, τοῦτ' ἔστιν, ὥρισα καὶ κατένευσα· ἀπέδειξα
δὲ νῦν καιροῦ καλοῦντος εἰς πέρας τὰ προηγγελμένα,
ὥστε ἐξερημῶσαι ἔθνη ἐν πόλεσιν ὀχυραῖς, τοῦτ'
ἔστιν, οὐκ ἀσθενῆ, καὶ εὐάλωτα. Ἐγὼ τὰς χεῖρας
ἀνῆκα, καὶ ἐξηράνθησαν. Ὁ γὰρ πάλαι ταῖς ἀνεξι-
κακίαις ἔτι συνέχων αὐτὰ πρὸς τὸ εἶναι, καὶ συν-
εστάναι τὴν ἐπαμύνουσαν ἀπέστησα χεῖρα, καὶ ἐν
ἴσῳ πόας κατεξηράνθησαν, καὶ χόρτου δίκην κατ-
εμαράνθησαν, καὶ οἷά τις ἄγρωστις ξηρὰ πυρὶ δέ-
δοται τροφή. Τοῦτό τοι καὶ ἑτέρωθί φησι πρὸς αὐ-
233

τόν· ἐπειδὴ γὰρ τὰ ὁρισθέντα γενέσθαι παρὰ Θεοῦ


διαπεράνας ὁ δυσσεβὴς, ἐφ' ἑαυτῷ πεφρόνηκε μέγα,
πάλιν ἤκουε Θεοῦ λέγοντος· «Μὴ δοξασθήσεται
ἀξίνη, ἄνευ τοῦ κόπτοντος ἐν αὐτῇ;

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam Vol. 70, p. 1012, line 46

θερμοὺς καὶ ζέοντας ἄνδρας τοὺς περὶ ὧν ὁ λόγος,


ὅταν ἐπ' αὐτοῖς καθίσεις. Ἡ δὲ κάθισις καταση-
μαίνειεν ἂν τὴν ἀνάπαυσιν. Οὗτοι ἔσονταί σοι βοή-
θεια· εἰ γὰρ ἕλοιο, φησὶν, ἐπαναπαύεσθαι ταῖς μάγων
ψευδοεπείαις, καὶ ταῖς τῶν ἑτέρων βωμολοχίαις,
πολλὴν ἐντεῦθεν εὑρήσεις τὴν ἐπικουρίαν. Εἶτα πάλιν
πρὸς αὐτήν· Ἐκοπίασας ἐν τῇ μεταβολῇ ἐκ νεότητος.
Πάλιν τὸ, ἐκοπίασας, ἀντὶ τοῦ, ἠσθένησας, ἐκληπτέον.
Ἀποστᾶσα γὰρ Θεοῦ καὶ μεταφοιτήσασα πρὸς ἐξιτη-
λίαν, διὰ τοῦ προσνεῦσαι δαιμονίων ἀπάταις, καὶ
τοῦτο ἐκ νεότητος, ἀσθενὴς γέγονας καὶ εὐάλωτος.
Οὐ γὰρ ἐπλούτεις εἰς ἐπικουρίαν τὴν παρά γε μόνου
τοῦ σώζειν εἰδότος, ὃς δὴ καὶ ἔστι τῶν δυνάμεων
Κύριος. Προσεπάγει δὲ τούτοις, ὅτι Ἄνθρωπος καθ'
ἑαυτὸν ἐπλανήθη, σοὶ δὲ οὐκ ἔσται σωτηρία· ὅμοιον
ὡς εἰ λέγοι· Πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀνθρωπίνως
ἐπλανήθησαν, συμμέτροις ἀποστάσεσι Θεῷ προς-
κρούοντες, ἢ διὰ τοῦ καθικέσθαι πρὸς τὰ σαρκὸς, ἢ καὶ
ἕτερόν τι τυχὸν ἀῤῥωστῆσαι τῶν παθῶν. Σὺ δὲ εἰς τοῦτο προὔβης
ἀνοσιότητος, ὥστε μηδένα σοι σωτη-
ρίας περιλειφθῆναι τρόπον· ταῖς γὰρ ἀσχέτοις ἐκκλίσεσιν ἕψεται
ἡ δίκη.

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam Vol. 70, p. 1025, line 25

ἐλάλησα, ἐγὼ ἐκάλεσα, ἤγαγον αὐτὸν, καὶ


εὐώδωσα τὴν ὁδὸν αὐτοῦ. Προσαγάγετε πρὸς
μὲ, καὶ ἀκούσατε ταῦτα· οὐκ ἀπ' ἀρχῆς ἐν
κρυφῇ ἐλάλησα· ἡνίκα ἐγένετο, ἐκεῖ ἤμην,
καὶ νῦν Κύριος ἀπέσταλκέ με, καὶ τὸ Πνεῦμα
αὐτοῦ.
 Οὐκ ἐᾷ πάλιν ἀποκομίζεσθαι πρὸς ὑπονοίας οὐκ
ἀληθεῖς. Ἦν μὲν γὰρ καὶ σφόδρα εἰκὸς, ἅτε δὴ καὶ
ἀπαιδαγώγητον ἔχοντας νοῦν, καὶ πολὺ λίαν εὐπαρα-
234

κόμιστον πρὸς ἀπόστασιν, καὶ τοῖς τῆς ἀπάτης βρό-


χοις εὐάλωτον, οἴεσθαί τε καὶ λέγειν τὰ ἐκ τοῦ πο-
λέμου συμβῆναι παθεῖν αὐτοὺς ἐξ ὀργῆς τάχα που
τῶν ψευδωνύμων θεῶν, παρεωραμένης μὲν τῆς
αὐτοῖς πρεπούσης καὶ ὀφειλομένης θεραπείας, προς-
κεκομισμένων δὲ οὐκέτι τῶν θυσιῶν αὐτῶν, κατ-
οικτεῖραι δὲ πάλιν καὶ τοῖς ἐκεῖνα παθοῦσιν ἐπιμε-
τρῆσαι τὰ ἐξ ὀργῆς, καὶ τὸ ἀπεικὸς οὐδὲν ὁ λόγος
ἔχει. Προαπεδείξαμεν γὰρ ὅτι, πεπορθημένης τῆς
Ἱερουσαλὴμ, καὶ κατεμπρησθείσης ὁμοῦ τῷ ναῷ τῆς
Ἰουδαίας ἁπάσης, αἱ περιλειφθεῖσαι γυναῖκες ἔφα-
σκον συμβῆναι ταῦτα αὐταῖς, ὅτι διαλελοίπασι

Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam


Vol. 70, p. 1404, line 5

τοῦ Ἁγίου σου,» τουτέστιν, ἐν ᾗ τὸ σὸν ἁγίασμα.


Σημαίνουσι δὲ διὰ τούτων τὸν νεών.
 Ἐγενήθη ἔρημος Σιὼν, ὡς ἔρημος ἐγενήθη
Ἱερουσαλὴμ, εἰς κατάραν ὁ οἶκος τὸ ἅγιον
ἡμῶν, ἡ δόξα ἣν εὐλόγησαν οἱ πατέρες ἡμῶν,
ἐγενήθη πυρίκαυστος, καὶ πάντα τὰ ἔνδοξα  
συνέπεσε. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις ἠνέσχου, Κύ-
ριε, καὶ ἐσιώπησας, καὶ ἐταπείνωσας ἡμᾶς ἕως
σφόδρα.
 Τὰς ἐν ψυχῇ ζημίας προαπαγγείλαντες, καὶ ὅτι
γεγόνασι ταῖς ἁμαρτίαις εὐάλωτοι προηγορευκότες,
εὐπαράφοροί τε καὶ φύλλων δίκην ὑπὸ παντὸς πνεύ-
ματος τῇδέ τε κἀκεῖσε διαῤῥυπτούμενοι, διαμνημο-
νεύουσι λοιπὸν καὶ τῶν ἔξωθεν αὐτοῖς ἐπενηνεγμέ-
νων συμφορῶν· ἐοίκασι δὲ τὴν τῶν Ἱεροσολύμων
πόρθησιν ὀλοφύρεσθαι, καὶ τὸν ἐμπρησμὸν τοῦ ναοῦ·
μετὰ γάρ τοι τὸν τοῦ Σωτῆρος σταυρὸν, ταυτὶ δὴ
πάντα τετέλεσται· «Ἔρημος δὲ οὖν ἐγενήθη ἡ Σιὼν,»
φησὶν, ἡ διαπρεπὴς οὕτω, καὶ διαβόητος, καὶ
πολυανδροῦσα ποτέ. «Γέγονε δὲ καὶ εἰς κατάραν τὸ
ἅγιον ἡμῶν·» τὸ δὲ, κατάραν φασὶν, ἀντὶ τοῦ,

Κύριλλος. Commentarii in Lucam (in catenis)


Vol. 72, p. 604, line 6
235

Τί γὰρ εἰ νοσῶν αὐτὸς τὰ ἔτι μείζω καὶ χαλεπώτερα


τῶν ὄντων ἐν ἑτέροις, ἀφεὶς τὰ κατὰ σαυτὸν, ἐκείνοις
ἐπιτιμᾷς; Οὐκοῦν ἅπασι μὲν τοῖς ἐθέλουσιν εὐσε-
βεῖν, ἀναγκαία εἰς ὄνησιν ἡ ἐντολὴ, μάλιστα δὲ τοῖς
τὸ διδάσκειν ἑτέρους ἐγκεχειρισμένοις. Εἰ μὲν εἶεν  
ἀγαθοὶ καὶ νηφάλιοι, καθάπερ εἰκόνα ζωῆς εὐαγγε-
λικῆς τὰ καθ' ἑαυτοὺς ἐνστήσαντες, τοῖς μὴ τὰ ἴσα
δρᾷν ἑλομένοις εὐπροσώπως ἐπιτιμήσουσι, ὡς μὴ
τοὺς ἐνούσης αὐτοῖς ἐπιεικείας ἀναμάξαντας τρό-
πους· εἰ δὲ ῥᾴθυμοί τινες εἶεν, καὶ ταῖς εἰς τὸ φαῦ-
λον ἡδοναῖς εὐάλωτοι, πῶς ἂν ἑτέροις τὰ ἴσα νοσοῦ-
σιν ἐπιτιμήσειαν; Διὰ τοῦτο σοφῶς οἱ μακάριοι μα-
θηταὶ γεγράφασί τε καὶ λέγουσι· «Μὴ πολλοὶ διδά-
σκαλοι γίνεσθε, ἀδελφοί μου, εἰδότες ὡς μεῖζον κρῖμα
ληψόμεθα,» ὡς ἔφη Χριστὸς, ὁ τῶν στεφάνων διανο-
μεὺς καὶ τοῖς πλημμελοῦσι τὰς δίκας ἐπάγων· «Ὃς
ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν
τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν·» ὁ δὲ μὴ ποιήσας καὶ δι-
δάξας, ἐλάχιστος· ἐπεὶ πῶς ὁ πολλαῖς καὶ μεγάλαις
ἔσθ' ὅτε καταπνιγόμενος ἁμαρτίαις κατακρίνεις τὸν
ὀλίγοις ἔνοχον πταίσμασι; Πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ

Κύριλλος. Commentarii in Lucam (in catenis)


Vol. 72, p. 900, line 19

κύκλῳ αὐτοῦ.» Καί· «Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης


κούφης.» Καὶ πάλιν· «Ὁ τιθεὶς νέφος τὴν ἐπίβασιν
αὐτοῦ.» Καὶ, «Νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν
ὀφθαλμῶν αὐτῶν.» Καὶ, «Ὡς Υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχό-
μενος ἐπὶ τῶν νεφελῶν.» Οὕτω γοῦν αὐτὸν καὶ Δα-
νιὴλ θεωρεῖ· οὕτω καὶ τότε ἐλεύσεται οὐ λεληθότως,
ἀλλ' ὡς Θεὸς καὶ Κύριος ἐν δόξῃ θεοπρεπεῖ, καὶ
πάντα μεταστήσει πρὸς τὸ ἄμεινον· ἀναβιώσονται
γὰρ οἱ νεκροὶ, καὶ ἀποδύσεται τὴν φθορὰν τὸ ἐκ
γῆς τοῦτο εὐάλωτον τοῖς πάθεσι σῶμα· ἐνδύσεται
δὲ τὴν ἀφθαρσίαν, Χριστοῦ νέμοντος αὐτὴν, καὶ
συμμόρφους τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ τοὺς εἰς
αὐτὸν πιστεύοντας ἀποφαίνοντος. Διὸ καὶ ἀπολύτρω-
σιν ἡμῶν αὐτὸς τὸ πρᾶγμα καλεῖ, λέγων· «Ἀρχο-
μένων δὲ τούτων γίνεσθαι, ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε
τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις
236

ὑμῶν.» Ὥσπερ γὰρ εἰ λέγοι τις περὶ ἀνθρώπου, ὅτι


παρὰ τοῦ Πατρὸς ἔλαβε τὸ λογικὸς εἶναι, ἐκ λογι-
κοῦ σημαίνει καὶ αὐτὸν λογικὸν γεννηθῆναι· οὕτω
καὶ ὁ μονογενὴς ἐκ Θεοῦ Θεὸς, καὶ ἐκ τοῦ κρίνοντος

Κύριλλος. Ad Optimum episcopum (epist. 80)


Vol. 77, p. 369, line 23

παρέλυσεν ἐν τῷ ἀναιρεθῆναι τὸν Καΐν.


 Ἐπειδὴ γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος, ὅτι «Ἐπικατάρατος
ἡ γῆ, ἣ ἔχανεν δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου,
καὶ στένων, καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς,» ὁ Καΐν
φησι· «Εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ
ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι, καὶ ἔσομαι στέ-
νων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ πᾶς ὁ εὑρίσκων
ἀποκτενεῖ με.» Πρὸς δὴ τοῦτο ὁ Κύριός φησιν·
»Οὐχ οὕτως· πᾶς ὁ ἀποκτείνας Καῒν ἑπτὰ ἐκδι-
κούμενα παραλύσει.» Ἐπειδὴ γὰρ ἐνόμισεν εὐάλω-
τος εἶναι παντὶ Καῒν, διὰ τὸ ἐκ τῆς γῆς τὴν ἀσφά-
λειαν μὴ ἔχειν· ἐπικατάρατος γὰρ ἡ γῆ ἀπ' αὐτοῦ,
καὶ τῆς ἀπὸ Θεοῦ βοηθείας ἠρημᾶσθαι, ὀργισθέντος
αὐτοῦ ἐπὶ τῷ φόνῳ, ὡς οὔτε ἀπὸ γῆς, οὔτε ἀπὸ τοῦ
οὐρανοῦ ἀντιλήψεως αὐτῷ λειπομένης, «Ἔσται, φησὶ,
πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με·» ἐλέγχει αὐτοῦ
τὸ σφάλμα ὁ Λόγος, λέγων· «Οὐχ οὕτως,» του-
τέστιν, οὐκ ἀναιρεθήση. Ὁ δὲ οὐ μόνον κρύπτει τὸ
ἕλκος, ἀλλὰ καὶ ἕτερον προσεργάζεται τῷ φόνῳ τὸ
ψεῦδος, ἐπισυνάπτων·

Choricius Rhet., Soph., Opera Oration-declamation-dialexis 12, section


2, paragraph 31, line 3

         οἱ γὰρ εἰς ἐλπίδα τοῦ κατορθῶσαι μόλις


ἐλθόντες μικροῦ τινος ἀντικρούσαντος εὐθὺς ἀναπίπτουσιν
ἀνόνητα πονεῖν ἡγησάμενοι. ἔπειτα ῥᾳδίως αὐτῶν ἄνδρες
ἀκέραιοι περιέσονται ταῖς ἄνω καὶ κάτω συμπλοκαῖς κεκομ-
μένων.
 Εἰ δὲ μὴ κακῶς ἐγὼ τὸ μέλλον τεκμαίρομαι, τὸν
Φθιώτην εἰκάζω ταχέως πάλιν προσκρούσειν τοῖς Ἕλλησι
λογιζομένοις, ὡς τό γε ἐπ' αὐτῷ πρὸς ἡμᾶς ηὐτομόλησεν.
εἰ γὰρ πρὸς τὸ παρὸν ἔλαθεν ἐρασθεὶς καὶ περὶ γάμου  
237

πρέσβεις ἐκπέμψας, οὐ πάντα λήσει τὸν χρόνον· οἱ γὰρ


ἐκτόπως ποθοῦντες εὐάλωτοι γίνονται, ἄλλως τε ὅταν τις
κόρης ἁλῷ πολεμίας.
         ὁ γὰρ ἄτοπον ἔρωτα συνειδὼς
ἑαυτῷ πυκνὰ τῷ συνειδότι περιφέρεται τὴν ψυχὴν καὶ
δέδοικε μή τις ἕτερος αἴσθηται. τὴν ὑποψίαν οὖν πολλάκις
πειρώμενος ἀποκρούσασθαι τὴν ὑπὲρ τὸ δέον ἀπολογίαν
ἔλεγχον ποιεῖται τοῦ κεκρυμμένου.
         εἰκὸς δὲ καὶ μὴ
δυνάμενον καρτερεῖν ἐξειπεῖν τινι τῶν ἐπιτηδείων, τὸν δὲ
ἑτέρῳ τινὶ τῶν γνωρίμων καὶ λοιπὸν οὕτω γενέσθαι
φήμην τὸ πάθος. μῖσος οὖν ἐντεῦθε καὶ διαβολαί·

Choricius Rhet., Soph., Opera Oration-declamation-dialexis 17, section


2, paragraph 60, line 4

τὰ πολέμια γεγονώς, ὡς μαρτυρήσει Δαρεῖος, τῶν ἔμπρο-


σθεν ἀριστέων ζηλωτὴς εἶναι πειρῶμαι καὶ τὰς ἐκείνων
ἐπιτηδεύσεις εἰκόνας ἀεὶ ποιοῦμαι τοῦ βίου.
         τί οὖν ὁ
σοφὸς ἐκ Πύλου πρεσβύτης ὑφηγεῖται τῷ Μυκηναίῳ
τετρωμένῳ ποιεῖν; ἡσυχίαν ἄγειν ἐν ἀκμῇ τῶν κινδύνων·
οὐ γάρ πως βεβλημένον ἔστι μάχεσθαι.
         τὸν
Τυδέως δὲ στρατιώτην οὐδὲν ἄμεινον πράξαντα τοῦ Μυκη-
ναίου κελεύσας ἀναχωρεῖν, ἐπειδὴ τὴν Ἕκτορος λοιδορίαν
εὐλαβούμενον εἶδεν, εὐάλωτον συκοφάντην ἔφη πτοεῖ-
σθαι· μὴ γὰρ ἕξειν ἀκροατὰς τὸν Πριάμου τῆς Διομήδους
ἀριστείας ἀπείρους.
         ταῦτα ὁ γέρων ὁ τὰς γνώμας
παρέχων, ὁ τοσοῦτον τῇ στρατιᾷ συντελῶν, ὅσον εἰπεῖν τι
χρηστὸν καὶ κρῖναι λέγοντος ἄλλου, ὀρθῶς, οἶμαι, καὶ
μάλα τῆς ἡλικίας ἀξίως. ἔνθα μὲν γὰρ ἔστι τὴν οἰκείαν
προέμενον σωτηρίαν κατορθῶσαί τι τῷ κοινῷ, μήποτε φα-
νείην οὕτω φιλοψύχως ἔχων, ὡς ἀποδειλιᾶσαι τὴν τελευτήν
– οὔκουν ὤφθην ἑτέρου δειλότερος ἐν τῷ περὶ τῆς ἐλευθε-
ρίας ἀγῶνι – ·

Choricius Rhet., Soph., Opera Oration-declamation-dialexis 23, section


2, paragraph 58, line 2
238

σοι νίκης τοσοῦτοι κοινωνοῦσιν ὅσοι τῆς μάχης.


 Ἀλλὰ ψιλοῦμεν, φησίν, ἀνδρῶν μαχίμων τὴν
πόλιν· φύσει γὰρ οὖσα φιλότιμος ἡ νεότης ἐλπίδι
τινὸς ἀμοιβῆς γυμνάζεται τὰ πολέμια, ἑκάστῳ
δὲ μισθός ἐστι τὸ ποθούμενον. τίς οὖν οὐ δεινῶς
ἀθυμήσει διαμαρτάνοντός μου τῆς κόρης ὡς ἂν
οὐ πιστεύων κεχαρισμένην αὑτῷ δωρεὰν ἀπολή-
ψεσθαι; τίς δὲ μὴ τοῦτο πιστεύσας τέχνην ἀσκή-
σει πολεμικήν;
         πολὺ μὲν τῶν ῥημάτων τὸ μῆκος,
εὐάλωτον δὲ ὅμως καὶ ῥᾴδιον λῦσαι. τῶν γὰρ ἐν ἡλικίᾳ
τοὺς μὲν βιῶναι κοσμίως συμβαίνει, τοὺς δὲ πρὸς ἡδονὰς
ἐπτοῆσθαι, καὶ τῶν εἰς τὴν δευτέραν μερίδα τελούντων
τοὺς μὲν εὐπορωτέρων ἐρᾶν γυναικῶν, τοὺς δὲ παραπλη-

Choricius Rhet., Soph., Opera Oration-declamation-dialexis 29, section


1, paragraph 4, line 2

μὲν πρόφασις αὕτη τῷ λόγῳ τῆς ἐπὶ Σπάρτην ὁδοῦ·


ἑτέρα δὲ ταύτης οὐδὲν ἐλάττων ἐκείνη. τῆς Ἑλλάδος
ἁπάσης γυναιξὶν ὡραίαις ἁβρυνομένης – Ἀχαιίδα γοῦν
καλλιγύναικα τὸ ἔπος φησίν – τὰ πρῶτα φέρουσι τῆς
εὐπρεπείας αἱ Λάκαιναι, εἴ τῳ ἱκανὸς Ἀπόλλων τεκμη-
ριῶσαι ἵππον μὲν Θεσσαλικὴν ἐπαινῶν, Λακεδαιμο-
νίην δὲ γυναῖκα· ὥστε γίνεται ταύταις ἀνιαρότερον ἡ
τῶν θυγατέρων ἀπρέπεια λογιζομέναις, ἐξ οἵων μητέρων
οἷα προῆλθε παιδία.
         ταῦτα καὶ παραπλήσια τούτοις ὁ
λόγος ἀγωνιεῖται οὐδὲ Πραξιτέλους εὐαλώτοις χρωμένου
τοῖς ἐγχειρήμασιν, ἓν δὲ καὶ σφόδρα δυσπολέμητον ἔχοντος
τὸ προσκεῖσθαι καὶ χαίρειν ἑταίραις τὴν Ἀφροδίτην συλ-
λαμβανούσης ἐνταῦθα τῆς τε τῶν πολλῶν δόξης αὐτῷ καί
τινος ἱστορίας οὐ ῥᾳδίας καταπαλαῖσαι. οὔκουν εἰκὸς
ἄκομψον εἶναι τὴν ἔριν παραπλησίως συγκροτουμένην·
μείζων γὰρ ἡ τῶν ἀγώνων εὐφροσύνη τοῖς θεαταῖς, ὅταν
ὦσιν ἐφάμιλλοι.

Καινή Διαθήκη. Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris.


Coislin. gr. 23) P. 26, line 6
239

στάσεως, ὅπερ ἤρξατο ἐν Χριστῷ, ὅτι καὶ δίχα τροφῆς μέλλουσι


ζῇν οἱ ἄνθρωποι.
 Τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν
πόλιν, καὶ ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ.
 {Σευήρου.} Τὸ δὲ “παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος,” ὡς Θεὸς  
ἑκουσίως ἐδίδου τῷ διαβόλῳ ἄγειν αὐτὸν εἰς τοὺς πειρασμοὺς,
οὓς ἐπειρᾶτο αὐτὸν ἑλκῦσαι ὁ διάβολος. διὸ καὶ εἰς τὴν ἔρημον
ἀπῄει, καὶ εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ εἰς τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ,
ἐκ τῶν τόπων ἐρεθίζων αὐτὸν τοὺς ἁρμοδίους πειρασμοὺς ἐπάγειν,
ἵνα τὴν μανίαν αὐτοῦ ἐκχύσας, καὶ ἀποτυχὼν, ἀσθενὴς γένηται,
καὶ εὐάλωτος τοῖς ἀνθρώποις.
 {Τοῦ Χρυσοστόμου.} Τότε, πότε; μετὰ τὴν τοῦ Πνεύματος
κάθοδον, μετὰ τὴν φωνὴν τὴν ἄνωθεν ἐνεχθεῖσαν. ὑπὸ ποίου δὲ
Πνεύματος ἀνήχθη; ὑπὸ τοῦ Ἁγίου. διατί δὲ ὑπὸ τοῦ διαβόλου
πειρασθῆναι; ἐπειδὴ πάντα πρὸς διδασκαλίαν ἡμῶν ἔπραττεν·
ἵνα ἐάν τις τῶν βαπτιζομένων μετὰ τὸ βάπτισμα μείζονας
ὑπομείνῃ πειρασμοὺς, μὴ ταράττηται, ὡς παρὰ προσδοκίαν τοῦ
πράγματος γινομένου· ἀλλὰ μείνῃ γενναίως πάντα φέρων· καὶ
γὰρ διὰ τοῦτο ἐλάβομεν ὅπλα νοητὰ, οὐχ ἵνα ἀργῶμεν, ἀλλ'
ἵνα πολεμῶμεν.

Καινή Διαθήκη. Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris.


Coislin. gr. 23) P. 217, line 25

οὐδὲν ἐκεῖνος ἐκέρδανεν, οὐ μὴν ὁ δεσπότης ἐπαύσατο τὰ αὐτοῦ


ποιῶν. εἰ οὖν ὁ Χριστὸς καίπερ προειδὼς τὸ ἀδιόρθωτον τοῦ
προδότου, οὐκ ἐπαύσατο τὰ αὐτοῦ εἰσφέρων καὶ νουθετῶν καὶ
ἀπειλῶν καὶ ταλανίζων, πολλῷ μᾶλλον ὀφείλομεν ἡμεῖς, ἁμαρ-
τάνοντας καὶ ῥαθυμοῦντας νουθετεῖν καὶ διδάσκειν καὶ παρακαλεῖν,
κἂν μηδὲν ὠφελῶμεν. ἀκούσατε πάντες οἱ φιλάργυροι, οἱ τὸ τοῦ
Ἰούδα νόσημα ἔχοντες· ἀκούσατε, καὶ φύγετε τὸ πάθος τοῦτο.
εἰ γὰρ ὁ συνὼν τῷ Χριστῷ, καὶ σημεῖα ἐργασάμενος, καὶ τοσαύ-
της ἀπολαύσας διδασκαλίας, ἐπειδὴ οὐκ ἀπηλλάγη τοῦ νοσήματος
τούτου, εἰς τοσοῦτον κατηνέχθη βάραθρον, πολλῷ μᾶλλον ὑμεῖς,
οἱ τοῖς παροῦσι προσηλωμένοι, εὐάλωτοι πρὸς ὄλεθρον ἐκ τοῦ
πάθους τούτου γενήσεσθε, εἰ μὴ καθ' ἑκάστην ἡμέραν συνεχοῦς
ἀπολαύητε ἐπιμελείας, ἑαυτοὺς διορθούμενοι διὰ τῆς τῶν γραφῶν
παραινέσεως. καθ' ἑκάστην ἡμέραν συνῆν ἐκεῖνος τῷ μὴ ἔχοντι
ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι, καὶ καθ' ἑκάστην ἐπαιδεύετο τὴν ἡμέραν
δι' ἔργων, διὰ ῥημάτων, μὴ χρυσίον, μὴ ἀργύριον, μὴ δύο χιτῶνας
240

ἔχειν, καὶ ὅμως οὐκ ἐσωφρονίσθη· καὶ πῶς οὖν προσδοκᾷς δια-
φεύξασθαι τὸ νόσημα, μὴ πολλῇ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ ἀναγνώσει,
καὶ τῇ σπουδῇ κεχρημένος; δεινὸν γὰρ, δεινὸν, τὸ τῆς φιλαργυρίας
θηρίον· ἀλλ' ὅμως ἐὰν θέλῃς ῥαδίως νικήσῃς. οὐ γάρ ἐστιν ἡ  
ἐπιθυμία αὕτη φυσικὴ,

Καινή Διαθήκη. Catena in Lucam (typus B) (e codd. Paris. Coislin. 23 +


Oxon. Bodl. Misc. 182) P. 54, line 16

τεσθαι ζητεῖν, αἱροῦντας τοῦτο παρὰ Θεοῦ. Αὐτὸς γάρ ἐστιν


ὁ ἰώμενος τοὺς συντετριμμένους τῇ καρδίᾳ, καὶ ψυχικῶν ἡμᾶς
νοσημάτων ἐλευθερῶν. Τί γὰρ, εἰ νοσῶν αὐτὸς τὰ ἔτι μείζω
καὶ χαλεπώτερα τῶν ὄντων ἐν ἑτέροις ἀφεὶς τὰ κατὰ σεαυτὸν,
ἐκείνοις ἐπιτιμᾷς; οὐκοῦν ἅπασι μὲν τοῖς ἐθέλουσιν εὐσεβῶς ἀναγ-
καία εἰς ὄνησιν ἡ ἐντολὴ, μάλιστα δὲ τοῖς τὸ διδάσκειν ἑτέρους
ἐγκεχειρισμένοις· εἰ μὲν γὰρ εἶεν ἀγαθοὶ καὶ νηφάλιοι, καθάπερ
εἰκὸς, ζωῆς εὐαγοῦς τὰ καθ' ἑαυτοὺς ἀναστήσοντες τοῖς μὴ τὰ ἴσα
δρᾷν ἑλομένοις, εὐπροσώπως ἐπιτιμήσωσιν, ὅτι μὴ τοὺς τῆς ἐνούσης
αὐτοῖς ἐπιεικείας ἀνεμάξαντο τρόπους. Εἰ δὲ ῥάθυμοι τινες εἶεν
καὶ ταῖς εἰς τὸ φαῦλον ἡδοναῖς εὐάλωτοι, πῶς ἂν ἑτέροις τὰ ἴσα
νοσοῦσιν ἐπιτιμήσειαν;
 {Ὠριγένους.} Δένδρον ἀγαθὸν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, δένδρον
πονηρὸν ὁ διάβολος καὶ οἱ τούτου ὑπηρέται. ὁ ἔχων τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον, τοὺς τούτου καρποὺς ἐπιδείκνυται, οὓς ἀπαριθμεῖται ὁ
ἀπόστολος Παῦλος. ὁ δὲ δύναμιν ἀντικειμένην ἔχων, τῆς ἀτιμίας
τὰ πάθη ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατέλλεται.
 {Τίτου Βοστρῶν.} Διαφύγωμεν τὴν φθορὰν τῆς ἁμαρτίας, καὶ
ὅταν λέγῃ ὁ Σωτὴρ καὶ Κύριος ἡμῶν, “οὐκ ἔστι δένδρον ἀγαθὸν
“ποιοῦν καρπὸν σαπρὸν,” μὴ λάβῃς συγγνώμην ἑαυτῷ τῆς ῥᾳθυ-
μίας· τὸ μὲν γὰρ δένδρον φύσει κινεῖται,

Καινή Διαθήκη. Catena in Lucam (typus B) (e codd. Paris. Coislin. 23 +


Oxon. Bodl. Misc. 182) P. 152, line 5

τύριον, ὅτι τὴν εὐσέβειαν ἀπηγγείλατε.


 Τὰ δὲ ἕτερα τούτων περί τε τοῦ ἱεροῦ καὶ περὶ τῆς συντελείας,
ἕως “οἱ δὲ λόγοι οὐ μὴ παρέλθωσι,” προεγράφη εἰς τὸ κατὰ
Ματθαῖον, καὶ ἐκεῖ ζήτει.
 {Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.} Ἀρχομένης γὰρ ὥσπερ τῆς κρί-
σεως ἐναλάττεσθαι, συνοχή τις ἔσται δεινὴ, καὶ ἀπόψυξις εἰς  
θάνατον. Τὸ γὰρ τῶν ἐπερχομένων ἀφόρητον δεῖγμα πολλοῖς ἀρ-
241

κέσει πρὸς ὄλεθρον· οὐ λεληθότως, ἀλλ' ὡς Θεὸς καὶ Κύριος ἐν


δόξῃ θεοπρεπεῖ, καὶ πάντα μεταστήσει πρὸς τὸ ἄμεινον.
 Ἀναβιώσονται γὰρ οἱ νεκροὶ καὶ ἀποδύσονται τὴν φθορὰν, τὸ
ἐκ γῆς τοῦτο καὶ εὐάλωτον σῶμα, ἐνδύσονται δὲ τὴν ἀφθαρσίαν,
Χριστοῦ νέμοντος αὐτὴν, καὶ συμμόρφους τοῦ σώματος τῆς δόξης
αὐτοῦ τοὺς εἰς αὐτὸν πιστεύσαντας ἀποφαίνοντος.
 Εἰπὼν δὲ τῆς συκῆς τὴν παραβολὴν, ἐπήγαγεν ὅτι ἐγγύς ἐστιν
ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ὁ Ματθαῖός φησι, “γινώσκετε ὅτι
“ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις.” Τὸ δὲ τοιοῦτο διδάσκει, ὅτι οὔπω πρὸς
τὸ ἔσχατον τέλος ἥκει τὰ πράγματα τούτων γινομένων, ἀλλ'
ὁδεύει πρὸς τὸ τέλος ἤδη, καθάπερ ἐπὶ τῶν καρπῶν, ὁδεύει ἡ συκῆ
τοὺς κλάδους, ἁπαλυνομένη καὶ ἐκφύουσα τὰ φύλλα. Οὕτω γὰρ
δὴ καὶ ἡ τοῦ Κυρίου παρουσία, καταργοῦσα πᾶσαν ἀρχὴν καὶ ἐξου-
σίαν, παρασκευάζει τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.

Καινή Διαθήκη. Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll.


nov. 58) P. 408, line 5

 {Τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.} Μηδεὶς δὲ ἐγκαλείτω


ἰοβόλα καὶ φθαρτικὰ καὶ πολέμια τῇ ζωῇ ἡμῶν· ἧ οὕτω γ' ἄν τις
καὶ παιδαγωγῷ ἐγκαλοίη εἰς τάξιν ἄγοντι τὴν δυσκολίαν τῆς νεό-
τητος, καὶ πληγαῖς καὶ μάστιξι τὸ ἀκόλαστον σωφρονίζοντι.
πίστεώς ἐστιν ἀπόδειξις τὰ θηρία· πέποιθας ἐπὶ Κύριον; ἐπὶ
ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ, καὶ καταπατήσῃ λέοντα καὶ  
δράκοντα· καὶ ἔχεις διὰ τῆς πίστεως ἐξουσίαν πατεῖν ἐπάνω ὄφεων
καὶ σκορπίων· οὐχ ὁρᾷς ὅτι φρυγανιζομένῳ τῷ Παύλῳ ἐνάψασα
ἔχις, οὐδεμίαν προσετρίψατο βλαβὴν, διὰ τὸ πληρωτὴν πίστεως
εὑρεθῆναι τὸν ἅγιον· εἰ δὲ ἀπιστεῖς, φοβοῦ μὴ μᾶλλον τὸ θηρίον
ἢ τὴν σεαυτοῦ ἀπιστίαν, δι' ἧς πάσῃ φθορᾷ ἑαυτὸν εὐάλωτον
κατασκεύασας.
 {Θεοδωρήτου.} Ὁ ἔχις τῇ τοῦ Ἀποστόλου χειρὶ τοὺς ὀδόντας
ἐμβαλὼν, καὶ τῆς ἁμαρτίας τὸ χαῦνον οὐχ εὑρὼν, ἀπεπήδησε παρ-
αύτικα, καὶ κατὰ τῆς πυρᾶς ἥλατο, ὥσπερ δίκας ἑαυτὸν εἰσπρατ-
τόμενος, ὅτι τῷ μηδαμόθεν προσήκοντι προσέβαλε σώματι· ἡμεῖς
δὲ τὰ θήρια δεδοίκαμεν, ἐπειδὴ τῆς ἀρετῆς τὴν πανοπλίαν οὐκ
ἔχομεν.
 Ὡς δὲ εἶδον οἱ βάρβαροι κρεμάμενον τὸ θηρίον ἐκ

Ιουλιανός εκκλησιαστικός. Commentarius in Job P. 48, line 7

 5,6 οὐ γὰρ μὴ ἐξέλθῃ ἐκ γῆς κόπος οὐδὲ ἐξ ὀρέων ἀναβλαστήσῃ πόνος.


242

 οὐ γὰρ ταῦτα φύσιν ἔχει τοῦ παθεῖν μετ' αἰσθήσεως ἄψυχα ὄντα· οὐδὲ
γὰρ αἱ
νοηταὶ φύσεις τούτοις ὑπάγονται τοῖς πάθεσιν, ἀλλ' εἴπερ ἔχουσιν ἐξ
ἀμφοτέρων
τὸ εἶναι ἔκ τε νοητοῦ καὶ αἰσθητοῦ, ὅπερ ἐστὶν ὁ ἄνθρωπος.  
 5,7 ἀλλὰ ἄνθρωπος ἐν κόπῳ γεννᾶται, νεοσσοὶ δὲ γυπῶν τὰ ὑψηλὰ
πέτανται.
 ὥσπερ, φησίν, ἄνθρωπος γεννώμενος γεννᾶται κόπῳ, οὕτω καὶ τὰ πρὸς
τὸ ζῆν
μετὰ κόπου πορίζεται ἔργοις προσταλαιπωρούμενος καὶ ποικίλαις
φροντίσιν κατα-
τρυχόμενος. οἱ δὲ τῶν γυπῶν νεοττοὶ ὡς ἂν ἀεροπόροι μετάρσιοι
φερόμενοι ἐκ
τῆς ἄνωθεν περιωπῆς τὰ πόρρωθεν σκοπούμενοι ῥᾴστην ἔχουσι τῆς
ἐνδείας τὴν ἀ-
ναπλήρωσιν καὶ εὐμαρῆ τὴν μετάληψιν τοῦ θεοῦ οὕτω βουληθέντος
κατασκευάσαι τὸ
τῇ φύσει εὐάλωτα εὐκίνητα τοῖς πτεροῖς καὶ τὰ πρὸς ἐργασίαν ἀσθενῆ
πρὸς εὐπο-
ρίαν ζωῆς εὐπετῆ, τὰ δὲ ἐνεργὰ τῶν ζῴων πρὸς ἀποπλήρωσιν τῆς
γαστρὸς νωθέστε-
ρα, ἀλλ' ἱκανώτερα πρὸς τὸ κοποῦσθαι καὶ κάμνειν προθυμεῖσθαι, τὸ μὲν
εἰς
ἄροτρον καὶ ζεύγλην, τὸ δὲ ὑφ' ἡνίας διὰ τάχος δραμεῖν, τὰ δὲ
ἀχθοφορεῖν.
σὺ δὲ ἄνθρωπος ὢν καὶ ταύτην λαχὼν τὴν φύσιν ὥσπερ οὐ ζητεῖς πτῆναι,
ἐπεὶ μὴ
πέφυκέ σοι πτερά, οὕτω μάθε φέρειν γενναίως, ἃ ἔλαχες γνώμῃ τοῦ εἰς
φῶς σε
παραγαγόντος.
 5,8 – 10 οὐ μὴν δὲ ἀλλ' ἐγὼ δεηθήσομαι κυρίου, κύριον δὲ τὸν
παντοκράτορα
ἐπικαλέσομαι τὸν ποιοῦντα μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ
ἐξαίσια, ὧν
οὐκ ἔστιν ἀριθμός, τὸν διδόντα ὑετὸν ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς, τὸν
ἀποστέλλοντα

Ιουλιανός εκκλησιαστικός. Commentarius in Job P. 56, line 5

 6,10α εἴη δέ μοι ἡ πόλις μου τάφος, ἐφ' ἧς ἐπὶ τειχέων ἡλλόμην ἐπ'
αὐτῆς.
 ἐὰν δέ μοι τὰ μέλλοντα ὑπάρξῃ εἰς ἀμεριμνίαν, κἂν ἡ πόλις μου τάφος
243

μοι
γενήσεται, οὐδὲν ἔσται μοι πονηρόν.
 6,10β οὐ μὴ φείσομαι· οὐ γὰρ ἐψευσάμην ἐν ῥήματι τοῦ ἁγίου θεοῦ μου.
 ἀντὶ τοῦ· ποτὲ ἔμπροσθεν γὰρ αὐτοῦ φθέγγομαι καὶ οὐχ οἷόν τε παρ'
αὐτῷ ῥη-
θῆναι ψεῦδος· θεὸς γάρ ἐστιν ἅγιος.  
 6,11 – 12 τίς γάρ μού ἐστιν ἡ ἰσχὺς ὅτι ὑπομένω; ἢ τίς μου ὁ χρόνος, ὅτι
ἀν-
έχεταί μου ἡ ψυχή; μὴ ἰσχὺς λίθων ἡ ἰσχύς μου ἢ αἱ σάρκες μού εἰσι
χαλκαῖ;
 οὔτε γὰρ ἄψυχός εἰμι καὶ αἰσθήσεων ἄμοιρος ὡς χαλκὸς ἢ λίθος,
ὀλιγοχρόνιος
δὲ ἄνθρωπος καὶ μετ' αἰσθήσεως δεχόμενος τὰς ὀδύνας καὶ ἰσχὺν
βραχεῖάν τινα
κεκτημένος ὡς ἂν ἐφήμερός τις καὶ τῇ φθορᾷ εὐάλωτος.
 6,13 ἢ οὐκ ἐπ' αὐτῷ ἐπεποίθειν; βοήθεια δὲ ἄπεστιν ἀπ' ἐμοῦ.
 ἕως γάρ μοι ἡ παρ' αὐτοῦ ὑπῆρχεν ἐπικουρία, ἕως τότε καὶ ἔνδοξος ἤμην
καὶ
περίβλεπτος τοῖς ὅλοις ὑπῆρχον καὶ ὑμῖν αὐτοῖς αἰδέσιμος, ἵνα μηδὲ εἴπω
φορ-
τικόν.
 6,14 – 16α ἀπείπατο δέ με ἔλεος καὶ ἐπισκοπὴ κυρίου ὑπερεῖδέν με· οὐ
προς-
εῖδόν με οἱ ἐγγύτατοί μου. ὥσπερ χειμάρρους ἐκλείπων ἢ ὥσπερ κῦμα
παρῆλθόν με
καὶ μηκέτι ὑπάρχον ἐν τῷ ἐκλελοιπέναι, οἵτινές με ηὐλαβοῦντο, νυνὶ
ἐπιπεπ-
τώκασί μοι.
 οἱ γὰρ ἐν τῇ εὐπραγίᾳ εὐλαβούμενοί με νῦν ἐν ταῖς συμφοραῖς
ὑποπιέζουσί με
οὔτε τῆς κοινῆς φύσεως αἰδῶ λαμβάνοντες οὔτε φιλανθρωπίᾳ κοινὸν τὸ

Ιουλιανός εκκλησιαστικός. Commentarius in Job P. 130, line 5

ἐν γὰρ τῇ ἀκμῇ τοῦ πλούτου αὐτοῦ παραβληθήσεται καὶ ἀντὶ βοηθείας


ἀπορία αὐ-
τὸν καθέξει, ὥσπερ ὁ φυγὼν ἐκ τῆς ἄρκτου καὶ δηχθεὶς ὑπὸ τοῦ ὄ-
φεως, τότε αὐτῷ σκότος ἔσται καὶ οὐ φῶς· καὶ ὧν ἡ παρουσία αὐτοῦ
τὸν κόρον οὐκ εἰργάσατο, τούτων ἡ στέρησις τὴν πλησμονὴν ἐνέθηκεν
τοῦ θεοῦ
κρίναντος τὰ κατ' αὐτόν. μισοπόνηρος γάρ ἐστιν.  
 20,23β – 25α ἐπαποστείλαι ἐπ' αὐτὸν θυμὸν ὀργῆς, ῥίψαι δὲ ἐπ' αὐτὸν
ὀδύ-
244

νας· καὶ οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χειρὸς σιδήρου, τρώσαι δὲ αὐτὸν τόξον χάλκεον


καὶ
διεξέλθοι διὰ σώματος αὐτοῦ βέλος.
 πᾶσα, φησίν, ἡ κτίσις ἐχθρανεῖ τῷ θεοστυγεῖ περιαγγέλλουσα τούτου τὴν

μοχθηρίαν· τῷ γὰρ μὴ ἔχειν τὴν παρὰ τοῦ θεοῦ ἐπιστασίαν εὐάλωτος


ἔσται τοῖς
πᾶσιν.
 20,25β – 26β ἄστρα δὲ ἐν διαίταις αὐτοῦ περιπατήσαιεν, ἐπ' αὐτὸν
φόβοι,
καὶ πᾶν σκότος αὐτὸν ὑπομένοι, κατέδεται δὲ αὐτὸν πῦρ ἄσβεστον.
 ἤτοι σκηπτοὺς τοὺς ἀπὸ τῶν ἀποσπινθηρισμῶν ἐκριπτομένους εἰς τὰς
οἰκίας λέ-
γει ἢ τὸ ἠρημῶσθαι τὰς οἰκίας καὶ καταστράπτειν ἐν αὐταῖς τοὺς ἀστέρας
τῶν ὀ-
ρόφων ὄντων μὴ κεκαλυμμένων. δείματα δὲ αὐτῷ καὶ σκότος
ἐπιχυθήσεται διὰ τὸ
πᾶσαν αὐτῷ τὴν φύσιν ἐκπεπολεμῶσθαι καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν τὸ συνειδὸς
καθαρόν,

Ιουλιανός εκκλησιαστικός. Commentarius in Job P. 153, line 12

τὸν δὲ θεὸν οὐκ ἐλάνθανεν· ὡς οὖν πρὸς αὐτὸν ὡς κλέπτης, ὡς δὲ πρὸς


ἡμᾶς κλέπ-
της. ὁ δὲ διορύττων ἀλλότριον γάμον καὶ διαλύων τὰ καλῶς εἰρμένα τῇ
συναφείᾳ
σκότος μὲν ἐφοβήθη, τὸν δὲ θεὸν οὐκ ἔδεισεν. ὡσαύτως καὶ ὁ λωποδύτης
ἀλλοτρί-
ους καμάτους ὑφαιρούμενος ἀνθρώπους μὲν ὑφορᾶται, τὸν δὲ θεὸν
ἐφορῶντα οὐ φρίτ-
τει, ἀλλὰ ἀποκρυβὴν προσώπου ἔθετο.
 καὶ τότε ἦν αὐτῷ φόβος· ὁ γὰρ τοῦ θεοῦ ἀποστὰς καὶ τὴν ἑαυτοῦ σκιὰν
φοβηθή-
σεται καὶ πᾶσα ἡ κτίσις τῷ τοιούτῳ ἐχθρανεῖ καὶ φοβερὰ ἔσται ἡ
πρότερον τι-
θήνη διὰ τὸ μὴ ἐκ θεοῦ ὑπάρχειν αὐτῷ ἐπιστασίαν. διὸ καὶ τὸ συνειδὸς
τυπτόμε-
νοι τὴν ἡμέραν ἀποκρύπτονται, ἐπειδὴ πᾶς ὁ τὰ φαῦλα πράττων μισεῖ τὸ
φῶς καὶ
οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα. διὸ καὶ κοῦφός
ἐστι
τοῖς τρόποις καὶ ψοφοδεὴς καὶ εὐάλωτος ὡς ἂν ὑπὸ θεοῦ γεγυμνωμένος.
245

 24,18β – 20 καταραθείη αὐτῶν ἡ μερὶς ἐπὶ γῆς, ἀναφανείη δὲ αὐτῶν ἐπὶ


γῆς
τὰ φυτὰ ξηρά· ἀγκαλίδας γὰρ ὀρφανῶν ἥρπασαν. εἶτα ἐμνήσθη αὐτοῦ ἡ
ἁμαρτία καὶ
ὥσπερ ὁμίχλη δρόσου ἀφανὴς ἐγένετο. ἀποδοθείη αὐτῷ καθὰ ἔπραξεν,
συντριβείη
δὲ πᾶς ἄδικος ἴσα ξύλῳ ἀνιάτῳ.
 ταῦτα πάντα δεικνύει τὴν τοῦ θεοῦ δικαιοσύνην καὶ τὰς κατὰ τῶν
ἀσεβῶν τι-
μωρίας καὶ ὅτι οὐκ ἀδιαφορεῖ ὁ θεὸς περὶ τὰς τῶν ἀνθρώπων πράξεις,
κἂν χρόνῳ μετίῃ τοὺς πονηρούς.  
 24,21 στεῖραν γὰρ οὐκ ἐπῴκτειραν οὐδὲ ἀγύναιον {οὐκ} ἠλέησαν.
 καὶ γὰρ ἡ στεῖρα φειδοῦς ἀξία διὰ τὴν ἀτεκνίαν καὶ ὁ ἀγύναιος ἐλεεινὸς
ὡς οὐκ ἔχων κατ' οἶκον τὸν ὑπηρετησόμενον· οὗ, γάρ φησιν, οὐκ ἔστιν
γυνή,

Ιουλιανός εκκλησιαστικός. Commentarius in Job P. 209, line 10


ται ἀπηλπισμένους, ἀσθενεῖς περιποιεῖται, νενεκρωμένους ζωοποιεῖ.  
 33,23 ἐὰν ὦσιν χίλιοι ἄγγελοι θανατηφόροι, οὐκ ἀποκρίνεται, καὶ εἷς ἐξ
αὐ-
τῶν οὐ μὴ τρώσῃ αὐτόν. ἐὰν ἐννοήσῃ τῇ καρδίᾳ ἐπιστραφῆναι πρὸς
κύριον, ἀναγγεί-
λῃ δὲ ἀνθρώπῳ τὴν ἑαυτοῦ μέμψιν καὶ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ δείξῃ.
 ἰστέον δέ, ὡς καθ' ὑπερβατὸν εἴρηται, ἡ γὰρ ἀκολουθία οὕτως ἀπαιτεῖ·
ἐὰν
ἐννοήσῃ τῇ καρδίᾳ ἐπιστραφῆναι πρὸς κύριον καὶ τὰ ἑξῆς, ἐὰν ὦ-
σιν χίλιοι ἄγγελοι θανατηφόροι, οὐκ ἀποκρίνεται καὶ τὰ ἀκόλου-
θα. ὅταν γὰρ ἐγγὺς θανάτου γένηται ἄνθρωπος κατ' ὀργὴν θεοῦ
ἐπαχθέντος, ἐὰν ὑ-
πομνησθῇ καὶ ἱκέτης μετ' εὐνοίας γένηται τοῦ ἀγανακτήσαντος,
παραυτίκα ἀντιλή-
ψεως τεύξεται· δι' ὧν γὰρ ὁμολογεῖ τὸ ἁμάρτημα, τὸ πειθήνιον αὐτοῦ
πρὸς τὸν
θεὸν ἀποδείκνυσιν. οὐκοῦν οὐκέτι εὐάλωτος ἔσται οὐκ ἀνθρώποις
πολεμίοις, οὐ
δαίμοσιν ἐπιβούλοις, οὐκ ἀγγέλοις θανατηφόροις· ὥσπερ γὰρ
ὀργιζομένου θεοῦ πᾶσιν ἦν τούτοις εὐάλωτος, οὕτως εὐμενοῦς ὄντος
αὐτοῦ ἀκαταμάχητος πᾶσιν ὑπάρχει
καὶ ἀκαταγώνιστος. θεοῦ γὰρ ὑπερασπίζοντος τίς ἂν πρὸς αὐτὸν μάχην
ἄρασθαι κα-
ταδέξηται; ἀσθενὴς γὰρ πᾶσα κακία ἐνεργεῖν τι ἀντιστατούσης αὐτῇ τῆς
ἐκ θεοῦ
246

προνοίας.
 ἀγγέλους δὲ θανατηφόρους ἢ πονηροὺς ἡ γραφὴ οὐκ ἀπὸ τῆς φύσεως
λέγει, ἀλλ'
ἀπὸ τοῦ προστάγματος ὡς τό· ἀπέστειλεν ἀποστολὴν δι' ἀγγέλων πονη-
ρῶν. ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ ἀγαθὰ εὐαγγελιζόμενοι ἢ καὶ φρουροὶ ἀνθρώπων

Ιουλιανός εκκλησιαστικός. Commentarius in Job P. 209, line 12

τῶν οὐ μὴ τρώσῃ αὐτόν. ἐὰν ἐννοήσῃ τῇ καρδίᾳ ἐπιστραφῆναι πρὸς


κύριον, ἀναγγεί-
λῃ δὲ ἀνθρώπῳ τὴν ἑαυτοῦ μέμψιν καὶ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ δείξῃ.
 ἰστέον δέ, ὡς καθ' ὑπερβατὸν εἴρηται, ἡ γὰρ ἀκολουθία οὕτως ἀπαιτεῖ·
ἐὰν
ἐννοήσῃ τῇ καρδίᾳ ἐπιστραφῆναι πρὸς κύριον καὶ τὰ ἑξῆς, ἐὰν ὦ-
σιν χίλιοι ἄγγελοι θανατηφόροι, οὐκ ἀποκρίνεται καὶ τὰ ἀκόλου-
θα. ὅταν γὰρ ἐγγὺς θανάτου γένηται ἄνθρωπος κατ' ὀργὴν θεοῦ
ἐπαχθέντος, ἐὰν ὑ-
πομνησθῇ καὶ ἱκέτης μετ' εὐνοίας γένηται τοῦ ἀγανακτήσαντος,
παραυτίκα ἀντιλή-
ψεως τεύξεται· δι' ὧν γὰρ ὁμολογεῖ τὸ ἁμάρτημα, τὸ πειθήνιον αὐτοῦ
πρὸς τὸν
θεὸν ἀποδείκνυσιν. οὐκοῦν οὐκέτι εὐάλωτος ἔσται οὐκ ἀνθρώποις
πολεμίοις, οὐ
δαίμοσιν ἐπιβούλοις, οὐκ ἀγγέλοις θανατηφόροις· ὥσπερ γὰρ
ὀργιζομένου θεοῦ πᾶ-
σιν ἦν τούτοις εὐάλωτος, οὕτως εὐμενοῦς ὄντος αὐτοῦ ἀκαταμάχητος
πᾶσιν ὑπάρχει
καὶ ἀκαταγώνιστος. θεοῦ γὰρ ὑπερασπίζοντος τίς ἂν πρὸς αὐτὸν μάχην
ἄρασθαι κα-
ταδέξηται; ἀσθενὴς γὰρ πᾶσα κακία ἐνεργεῖν τι ἀντιστατούσης αὐτῇ τῆς
ἐκ θεοῦ
προνοίας.
 ἀγγέλους δὲ θανατηφόρους ἢ πονηροὺς ἡ γραφὴ οὐκ ἀπὸ τῆς φύσεως
λέγει, ἀλλ'
ἀπὸ τοῦ προστάγματος ὡς τό· ἀπέστειλεν ἀποστολὴν δι' ἀγγέλων πονη-
ρῶν. ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ ἀγαθὰ εὐαγγελιζόμενοι ἢ καὶ φρουροὶ ἀνθρώπων
γινόμενοι

Εφραίμ Σύρος. , Sermo de virtutibus et vitiis Section 3, line 1

φοβούμενος οὐ μετεωρίζεται ὧδε κἀκεῖσε· περιμένει γὰρ τὸν ἑαυτοῦ


247

δεσπότην,
μή πως ἐξαίφνης ἥξῃ καὶ εὕρῃ αὐτὸν ῥᾳθυμοῦντα, καὶ διχοτομήσῃ αὐτόν.

ἔχων φόβον Θεοῦ οὐκ ἀμεριμνᾷ· νήφει γὰρ πάντοτε. Ὁ φοβούμενος ὕπνῳ
ἀμέ-
τρῳ ἑαυτὸν οὐ παραδίδωσι· γρηγορεῖ γὰρ καὶ περιμένει τὴν παρουσίαν
τοῦ Κυ-
ρίου αὑτοῦ. Ὁ φοβούμενος οὐκ ἀδιαφορεῖ, ἵνα μὴ παροξύνῃ τὸν ἑαυτοῦ
Δεσπό-
την. Ὁ φοβούμενος οὐ ῥᾳθυμεῖ· πάντοτε γὰρ ἐπιμελεῖται τοῦ κτήματος,
ἵνα μὴ
καταγνωσθῇ. Ὁ φοβούμενος πάντοτε δοκιμάζει τὰ ἀρέσκοντα τῷ Κυρίῳ
αὑτοῦ·  
καὶ ταῦτα ἑτοιμάζει, ἵνα ἐλθὼν ὁ Κύριος αὑτοῦ ἐν πολλοῖς ἐπαινέσῃ
αὐτόν. Ἐν
πολλοῖς οὖν ἀγαθοῖς αἴτιος γίνεται ὁ φόβος τοῦ Κυρίου τοῖς κεκτημένοις
αὐτόν.

Γʹ Περὶ ἀφοβίας

 Ὁ μὴ ἔχων τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτῷ, ὁ τοιοῦτος εὐάλωτός ἐστι τοῖς

Διαβόλου ἐπιχειρήμασιν. Ὁ μὴ ἔχων τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ παρ' ἑαυτῷ


μετεωρί-
ζεται· ἀδιαφορεῖ· καθεύδει ἀμερίμνως· ἀπορρᾳθυμεῖ ἐν τοῖς ἔργοις
αὑτοῦ· δο-
χεῖον γίνεται τῶν ἡδονῶν· πᾶν ὅ, τι τερπνὸν ἥδεται ἐν ἑαυτῷ· οὐ φοβεῖται
γὰρ
παρουσίαν Δεσπότου. Κομᾷ τοῖς πάθεσι· ταῖς ἀναπαύσεσι χαίρει· τὴν
κακουχίαν
φεύγει· τὴν ταπείνωσιν βδελύσσεται· ὑπερηφανίαν ἀσπάζεται. Λοιπὸν
ἔρχεται ὁ
Κύριος αὑτοῦ, καὶ εὑρίσκει αὐτὸν οἷς οὐκ ἀρέσκεται, καὶ διχοτομήσει
αὐτὸν καὶ
παραπέμψει τῷ αἰωνίῳ σκότει. Τίς οὐ μὴ ταλανίσῃ τὸν τοιοῦτον;  

Εφραίμ Σύρος. , Sermo de virtutibus et vitiis Section 5, line 7

Ἐχθροὶ ὑπάρχοντες τῷ Θεῷ, δι' αὐτῆς κατηλλάγημεν. Εἰκότως οὖν


εἴπομεν ὅτι
ἡ ἀγάπη ὁ Θεός ἐστι· καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει.
248

Εʹ Περὶ τῶν μὴ ἐχόντων ἀγάπην

 Ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος ὁ τῆς ἀγάπης μακρὰν ὑπάρχων· οὗτος γὰρ ὀνει-
ροπολῶν τὰς ἡμέρας αὑτοῦ παρέρχεται. Καὶ τίς οὐ μὴ πενθήσει τὸν
ἄνθρωπον
ἐκεῖνον, τὸν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μακρὰν ὑπάρχοντα καὶ τοῦ φωτὸς
ἐστερημένον καὶ ἐν
σκότει διάγοντα; Λέγω γὰρ ὑμῖν, ἀδελφοί, ὅτι ὁ μὴ ἔχων τὴν ἀγάπην τοῦ
Χρι-
στοῦ, ἐχθρὸς αὐτοῦ ὑπάρχει. Ἀψευδὴς πάρα ὁ εἰπών, ὅτι ὁ μισῶν τὸν
ἀδελφὸν
αὑτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ ἐν πάσῃ
ἁμαρτίᾳ εὐά-
λωτός ἐστιν. Ὁ γὰρ μὴ ἔχων ἀγάπην, ὀξέως θυμοῦται· ὀξέως
παροργίζεται· ὀξέ-
ως εἰς μῖσος συνάπτεται. Ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην, χαίρει ἐπὶ ἀδικίᾳ ἑτέρων· οὐ
συμ-
πάσχει τῷ πταίοντι· οὐ χεῖρα ὀρέγει τῷ κειμένῳ· οὐ παραινεῖ τῷ
ἐσφαλμένῳ· οὐ
στηρίζει τὸν σαλευόμενον. Ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην, πηρός ἐστι τῇ διανοίᾳ·
φίλος ἐστὶ  
τοῦ Διαβόλου· εὑρετής ἐστι πάσης πονηρίας· ποιητικός ἐστι μαχῶν·
λοιδόρων
ἐστὶ φίλος· τῶν καταλαλούντων ἐστὶ συνόμιλος· τῶν ὑβριζόντων
σύμβουλος· τῶν
φθονούντων διορθωτής· τῆς ὑπερηφανίας ἐργάτης· τῆς ἀλαζονείας
σκεῦος. Καὶ
ἁπαξαπλῶς, ὁ μὴ κτησάμενος τὴν ἀγάπην, ὄργανόν ἐστι τοῦ ὑπεναντίου,
καὶ
πλανᾶται ἐν πάσῃ ἀτραπῷ, καὶ οὐκ οἶδεν ὅτι ἐν σκότει διαπορεύεται.

Εφραίμ Σύρος. , Sermo de virtutibus et vitiis Section 6, line 7

φθονούντων διορθωτής· τῆς ὑπερηφανίας ἐργάτης· τῆς ἀλαζονείας


σκεῦος. Καὶ ἁπαξαπλῶς, ὁ μὴ κτησάμενος τὴν ἀγάπην, ὄργανόν ἐστι τοῦ
ὑπεναντίου, καὶ πλανᾶται ἐν πάσῃ ἀτραπῷ, καὶ οὐκ οἶδεν ὅτι ἐν σκότει
διαπορεύεται.

ϛʹ Περὶ μακροθυμίας

 Μακάριος ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις μακροθυμίαν ἐκτήσατο, ὅτι τὸν


249

τοιοῦ-
τον καὶ ἡ ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖ, λέγουσα· μακρόθυμος ἀνὴρ πολὺς ἐν
φρονήσει. Καὶ
τί πλέον τούτου; Ὁ γὰρ μακρόθυμος πάντοτε ἐν χαρᾷ ἐστιν, ἐν
εὐφροσύνῃ, ἐν
ἀγαλλιάσει· ἐλπίζει γὰρ ἐπὶ Κύριον. Ὁ μακρόθυμος ἐκτὸς ὀργῆς ἐστι·
πάντα γὰρ
ὑπομένει. Ὁ μακρόθυμος ταχέως εἰς ὀργὴν οὐκ ἐξάπτεται· εἰς ὕβριν οὐ
τρέπεται·
λόγοις κενοῖς ῥᾳδίως οὐ κινεῖται· ἀδικούμενος οὐ λυπεῖται· τοῖς
ἀνθισταμένοις
οὐκ ἀνθίσταται· ἐν παντὶ πράγματι στερεὸς ὑπάρχει. Οὐκ ἔστιν εὐάλωτος
ἐν ἀπά-  
ταις· οὐκ ἔστιν εὐχερὴς εἰς παροξυσμόν· ἐν θλίψεσι χαίρει· παντὶ ἔργῳ
ἀγαθῷ συν-
αυλίζεται· ἐν πᾶσι τοῖς βασκαίνουσιν ἀσμενίζει. Ἐπιτασσόμενος οὐκ
ἀντιλέγει·
ἐπιπληττόμενος οὐ σκυθρωπάζει· τῇ μακροθυμίᾳ πάντοτε ἑαυτὸν
θεραπεύει.

Ζʹ Περὶ τοῦ μὴ ἔχοντος μακροθυμίαν

Εφραίμ Σύρος. , Sermo de virtutibus et vitiis Section 9, line 5

ἀσθενῶν προνοητὴς καὶ τῶν ἐν περισπασμῷ πρῶτος σύνδρομος· ἐν τῷ


διανοεῖ-
σθαι νηφάλιος, καὶ ἐν παντὶ πράγματι διεγηγερμένος. Ὁ ὑπομονὴν
κτησάμενος
ἐκτήσατο ἐλπίδα· παντὶ γὰρ ἔργῳ ἀγαθῷ κεκόσμηται ὁ τοιοῦτος· διὸ
εὐπαρρη-
σιάστως βοήσεται ὁ τοιοῦτος πρὸς τὸν Κύριον, λέγων· ὑπομένων
ὑπέμεινα τὸν
κύριον, καὶ προσέσχε μοι.

Θʹ Περὶ τοῦ μὴ ἔχοντος ὑπομονήν

 Ἄθλιος δὲ καὶ ταλαίπωρος ὁ μὴ κτησάμενος ὑπομονήν· τοῖς γὰρ


τοιούτοις
τὸ οὐαὶ ἠπείλησεν ἡ θεία Γραφή. Οὐαὶ γάρ, φησί, τοῖς ἀπολωλεκόσι τὴν
ὑπομο-
250

νήν. Ὄντως γὰρ ὄντως οὐαὶ τῷ μὴ ἔχοντι ὑπομονήν· ῥιπίζεται γὰρ ὥσπερ
φύλ-
λον ὑπὸ ἀνέμου ὁ τοιοῦτος. Ὕβριν οὐ φέρει· ἐν θλίψεσιν ὀλίγωρος
ὑπάρχει. Ὁ
τοιοῦτος εὐάλωτός ἐστιν ἐν μάχαις, ἐν ὑπομονῇ γόγγυσος, καὶ ἐν ὑπακοῇ
ἀντι-  
λόγος. Ἐν ταῖς προσευχαῖς ῥᾴθυμος καὶ ἐν ἀγρυπνίαις ἐκλελυμένος· ἐν
νηστείαις
σκυθρωπὸς καὶ ἐν ἐγκρατείᾳ ἀμελής· ἐν ἀποκρίσεσιν ὀκνηρὸς καὶ ἐν τοῖς
ἔργοις
κακεργής· ἐν πονηρίᾳ ἀήττητος καὶ ἐν ἐπιτηδεύμασι δυνάστης· ἐν
λογομαχίαις
ἀνδρεῖος καὶ ἐν ἡσυχίᾳ ἀδύναμος. Ὁ τοιοῦτος τοῖς εὐδοκιμοῦσιν
ἀντίκειται καὶ
τοῖς προκόπτουσι ζηλοτυπεῖ. Ὁ μὴ ἔχων ὑπομονὴν πολλὰς ζημίας
ὑφίσταται,
καὶ ἀρετῆς ἐφάψασθαι ὁ τοιοῦτος ἀδυνατεῖ. Δι' ὑπομονῆς γὰρ τρέχομεν
τὸν προ-
κείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, φησὶν ὁ Ἀπόστολος. Ὁ μὴ ἔχων ὑπομονὴν τῆς
ἐλπίδος
ταύτης ἀλλότριός ἐστι. Διὸ παρακαλῶ, ὅσοι κατ' ἐμὲ ἀνυπομόνητοι
ὑπάρχετε, κτήσασθε ὑπομονήν, ἵνα σωθῆτε.

Εφραίμ Σύρος. , Ad imitationem proverbiorum P. 227, line 14

οὕτω καὶ ἡμεῖς ἀποκόψαι τοὺς λογισμοὺς οὐ δυνάμεθα, ἀντιδέρειν δὲ


τοῖς λογι-
σμοῖς δυνάμεθα. Ἀλλ' ἴσως ἐρεῖ τις· καὶ πῶς ποτε μὲν ἡττᾶται ἡ ψυχὴ διὰ
τῶν
λογισμῶν; Ὅτι οὐκ ἀντιδέρει ἡ ψυχὴ τοῖς λογισμοῖς, ἀλλὰ ἀφίησιν
αὐτοὺς ἔνδον
εἰσιέναι, καὶ νομὴν λοιπὸν εὑρόντες, κατὰ βραχὺ καταλύουσι τὴν ψυχήν.
 Τέσσαρα πάθη εἰσίν, ἃ δυσκόλως δέχεται θεραπείαν· ἅτινά ἐστι,
φιλαυτία,
φιλαργυρία, κενοδοξία καὶ ἡ φιλαρχία· οὐ λέγει γὰρ ἀρκεῖ· ἀλλ' οὐδὲν
τούτων
ἀδυνατεῖ τῷ Θεῷ ἰάσασθαι. Πρὸ τοῦ ῥιζῶσαι τὸ πάθος ἐν σοί, ἔκτιλον
αὐτό· καὶ
πρὸ τοῦ βάλλειν τὰς παραφυάδας αὐτοῦ, ἐκ τῶν κατωτάτων βόθρων τὴν
ῥίζαν
αὐτοῦ ἀνάσπα· ἐὰν γὰρ ἐάσῃς αὐτὸ ῥιζῶσαι ἐν σοί, κατάρξει σου. Ὁ
προσευχό-
251

μενος νηφόντως καίει τοὺς δαίμονας, ὁ δὲ μετεωριζόμενος ἐμπαιχθήσεται


ὑπ'
αὐτῶν. Ὁ συναπαγόμενος ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ καὶ ἡδοναῖς λογισμῶν
εὐάλωτος  
ἔσται, ὁ δὲ ἐγκρατευόμενος σωθήσεται. Ἡ ἀπιστία τίκτει διψυχίαν, ἡ δὲ
διψυχία
τὴν ἀμέλειαν· ἡ δὲ ἀμέλεια τὴν λήθην· λήθη δὲ τὴν ἀπόγνωσιν·
ἀπόγνωσις δὲ τὸν
θάνατον. Πόθεν κατάρχουσιν ἐν ἡμῖν τὰ πάθη; Οὐχὶ διὰ τῆς ἀμελείας
ἡμῶν; Μὴ
δουλοῦ ὑπὸ τῶν μελῶν σου, μηδὲ τυραννησάτωσάν σου τὰ σὰ μέλη.
Ἐργάζου ἐν
αὐτοῖς τὸ ἀγαθὸν καὶ μὴ τὸ πονηρόν, καὶ ἔσῃ κτῆμα τίμιον τῷ Δεσπότῃ
σου.
 Σημεῖον ψυχῆς ῥᾳθυμούσης τὸ μὴ ἡδέως ἀκούειν τῶν Γραφῶν· ψυχὴ δὲ
νήφουσα δέχεται θείους λόγους, ὥσπερ γῆ διψῶσα ὑετόν. Στρωμνὴ καλὴ
τρέφει
ὕπνον, καὶ ἀφοβία Θεοῦ αὔξει αὐτόν. Πρόβατόν σοι ὑπάρχει, μὴ
συναπόκλειε αὐ-
τῷ λύκον· καὶ ἐν πράγματι ᾧ πολεμεῖ σε ὁ ἐχθρός, μὴ εἰσάγαγε εἰς τὸν
οἶκόν σου·
ἐὰν δὲ καὶ εἰσάξῃς, μὴ χαυνώσῃς τῷ λογισμῷ, ἀλλὰ θοῦ τὸν φόβον τοῦ
Θεοῦ

Εφραίμ Σύρος. , Ad imitationem proverbiorum P. 260, line 3

δίδωσι, πίστις δὲ θεμελιοῖ τὸν κεκτημένον αὐτήν. Πλάνη ἀνδρὶ τὸ μὴ


εἰδέναι τὰς
Γραφάς, δισσῶς δὲ πλανᾶται ὁ ἐπιστάμενος καὶ καταφρονῶν.
 Ἀγαπητέ, σεαυτὸν παρακάλει, ὑπόμεινον ἐν πάσῃ θλίψει, μήποτε
συνεχῶς
ὑφ' ἑτέρων παρακαλούμενος ὑψηλόφρων γένῃ. Λέγει γὰρ ὁ Ἀπόστολος·
παρα-
καλεῖτε ἑαυτοὺς καθ' ἑκάστην ἡμέραν, ἄχρις οὗ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα
μὴ
σκληρυνθῇ τις ἐξ ὑμῶν ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας. Μέτοχοι γὰρ τοῦ Χριστοῦ
γεγόνα-
μεν, ἐάνπερ τὴν ἀρχὴν κατάσχωμεν. Ἀρχὴ πάσης ἀρετῆς πίστις. Βίον
ἐνάρετον  
κτᾶται μοναχὸς ἐπακούων νουθεσίαν πατρός. Γυμνὸς ἀποκαθίσταται
μοναχὸς
ἀγαπῶν τὴν ἀνυποταγὴν καὶ τὴν ὁδὸν πλατεῖαν. Διαβολικὸν ἐνθύμημά
252

ἐστι μο-
ναχῷ ὀρέγεσθαι ἀλλότριον βαθμόν. Εὐάλωτος γίνεται μοναχὸς
ἐμπλεκόμενος
ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις. Ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει πραῢς μοναχὸς
καὶ
ἡσύχιος. Ἥλιος καὶ σελήνη καὶ πάντα τὰ ἄστρα χαίρει ἐπὶ τοῖς ὀρθῶς
δουλεύουσι
τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ. Θησαυρὸν θησαυρίζει ἑαυτῷ ἐν οὐρανοῖς πᾶς ὁ
ἀγαπῶν τὴν
ἡσυχίαν ἐν ἀγάπῃ. Ἰατρὸς γίνεται τῶν παθῶν ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον
ἐν ἀλη-
θείᾳ. Κατάσκοπός ἐστι κατὰ τῶν παθῶν πραῢς μοναχός. Λαοὶ αἰνέσουσι
Κύριον
ἐν ἀνθρώπῳ μὴ ἀμελοῦντι τῆς ἑαυτοῦ σωτηρίας, ἀλλὰ φροντίζοντι τῆς
ἐξόδου
αὐτοῦ καὶ τῆς παραστάσεως τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ. Μονὴ
γίνεται τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος πᾶς ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν. Ναὸς Θεοῦ
γίνεται πᾶς
ὁ ἀγαπῶν τὴν σωφροσύνην καὶ ἁγνείαν. Ξίφος ἐστὶ κατὰ τοῦ δαίμονος
τῆς ἀκη-
δίας ἡ τοῦ θανάτου μνεία καὶ τῶν κολάσεων. Οὐ κατακρίνει τὸν πλησίον
φρόνιμος

Εφραίμ Σύρος. , Sermones paraenetici ad monachos Aegypti Oration 45,


line 17

τες; Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί, ἐάνπερ μίαν ἡμέραν οἰκοδομῶμεν, δύο δὲ


κατα-
στρέφωμεν; Οὕτως οὖν ἐργαζομένων ἡμῶν, πῶς τελεσθῇ τὸ ἔργον; Τί
ἡμῖν
καὶ τῷ κόσμῳ; Τί ἡμῖν καὶ αἱ πραγματεῖαι τοῦ βίου τούτου τοῖς
ἀποθανοῦ-
σι τῷ κόσμῳ; Περὶ τροφῆς ὁ λόγος; Ἀρκοῦσιν αἱ χεῖρες εἰς διακονίαν τῆς
σαρκός, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος ἡμῖν. Οὐδεὶς γὰρ στρατευόμενος,
φησίν,
ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ.
Καὶ
πάλιν· νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα. Τί
ἡμῖν
καὶ ἡ ὁδὸς τῶν κωμῶν, μοναχέ; Εἰ γὰρ καθεζομένων ἡμῶν καὶ ἡσυχαζόν-
253

των ἐν τῷ κελλίῳ τοῖς λογισμοῖς τῶν παθῶν καὶ τῇ σκιᾷ τῶν πραγμάτων
ἀντιστῆναι γενναίως μὴ δυνάμενοι, πῶς οὐχὶ μᾶλλον εὐάλωτοι ἐσόμεθα,
ἐάνπερ ἑαυτοὺς εἰς τὰ σκῦλα τῶν ἀλλοφύλων ἐπιρρίψωμεν; Ἀλλὰ
πολλάκις
βούλει λέγειν, ὅτι κατ' ἐπιτροπὴν τῶν ἡγουμένων, ἐξ ἀνάγκης, τῇ κώμῃ
προσεγγίζομεν. Ἐάνπερ κατ' ἐπιτροπὴν καὶ ὑπακοὴν τοῦτο ποιῇς,
ἀνέγκλη-τος εἶ· ἐὰν τὸ προσταχθέν σοι ποιῇς μετὰ φόβου Θεοῦ. Ἀλλ' εἰσί
τινες, οἳ   προφάσει ὑπακοῆς καὶ τὴν ἰδίαν ἐπιθυμίαν βούλονται ἐπιτελεῖν
κατὰ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον.
 

Εφραίμ Σύρος. , Sermones paraenetici ad monachos Aegypti Oration 48,


line 175

στόμα ἀχαλιναγώγητον. Οἴμοι, πῶς ἐγένετο ἡ καρποφόρος γῆ εἰς ἅλμην


ὑπὸ κακίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ; Οὗτοι εἰσὶν οἱ λόγοι, οὓς συνέθου

δουλεύειν Θεῷ καὶ ὑπομένειν εἰς τὸ σωτήριον αὐτοῦ; Αὗταί εἰσιν αἱ


προσευ-
χαί, ἃς προσηύξω τῷ Θεῷ ἐν τῇ θλίψει σου;
 Ὅρα, ἀγαπητέ, μήπως ὁ παρενοχλῶν σοι καὶ σπεύδων σε ἀπορρῆξαι
τῆς ἀδελφότητος, αὐτὸς πρόξενός σοι γένηται θανάτου πικροῦ καὶ
ἀσχήμο-
νος. Ἀλήθειαν λέγω· ὅτι ἐγὼ ἔγνων καὶ ἕνα καὶ δεύτερον καὶ τρίτον ἀδελ-
φὸν ἀπὸ μονῆς ἀποστάντας καὶ τὸν κοσμικὸν βίον ἀναλαβόντας, καὶ οὐκ
ἐχρόνισαν ἐν τῷ βίῳ, ἀλλ' ἐν θανάτῳ πικρῷ καὶ ἀσχήμονι τὸν βίον
κατέλυ-
σαν. Ὅθεν παρακαλῶ σε, ἀδελφέ, ἀντίστα αὐτοῖς καὶ ἐγκρατὴς γενοῦ τῆς

ἐπιθυμίας καὶ μὴ συγκαταθῇς τοῖς θέλουσί σε εὐάλωτον ποιῆσαι, ἀλλ'


ἄνω
σχῶμεν τὸν νοῦν, ἀγαπητὲ ἀδελφέ. Ἄνω τὰς χεῖρας ὡς Μωυσῆς, καὶ ὁ
Κύ-  
ριος πολεμήσει αὐτοὺς ἀορασίᾳ ὑπὲρ ἡμῶν. Μὴ οὖν φοβηθῇς ἀπὸ
προσώπου
αὐτῶν. Πολλάκις γὰρ ὑποβάλλουσί σοι ἀσθένειαν σαρκὸς καὶ ἀνορεξίαν
στομάχου, ὑποψίαν μειζοτέρου, φόβον ἡγουμένου, καὶ τὸ μῆκος τοῦ
χρόνου,
καὶ τὴν προτέραν διαγωγήν, καὶ μνήμην τῶν κατὰ σάρκα γονέων. Καὶ

Εφραίμ Σύρος. , Paraenesis ad ascetas (ordine alphabetico) P. 353, line 9


254

Ὕμνος πνευματικὸς ἔστω ἐν στόματί σου, μοναχέ, ἐπικουφίζων σοι τὸ


βά-
ρος τῶν ἐπερχομένων πειρασμῶν. Ὑπόμεινον, μοναχέ· βραχὺς γὰρ τῆς
ὑπο-  
μονῆς ὁ καιρός, ἀπέραντοι δὲ οἱ τῆς ἀπολαύσεως αἰῶνες. Ὑπήκοος
μοναχὸς
εὐπαρρησιάστως τῷ σταυρῷ παραστήσεται· ὁ γὰρ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ
Κύριος,
ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
 Φωνὴ μοναχοῦ μὴ ἀνυψούσθω πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν πικρίᾳ ψυ-
χῆς αὐτοῦ. Φωνὴ μοναχοῦ ἐν πρᾳότητι προσευχῆς εἰλικρινῶς
ἀναπεμπέσθω
πρὸς τὸν Θεὸν ἀκινήτοις χείλεσι. Φωστὴρ ἀληθινὸς ἐπὶ τῆς γῆς μοναχός,
ὃς
οὐκ ὠλίσθησεν γλώσσῃ αὐτοῦ. Φίλος Χριστοῦ ὁ τοιοῦτος, καὶ ὃς οὐκ
ἐσπί-
λωσεν ἁμαρτίαις σῶμα αὐτοῦ. Φόβος Θεοῦ συνέχων μοναχόν, ὡς πύργος

ἀκαταμάχητος. Φόβον Θεοῦ μὴ κεκτημένος μοναχός, εὐάλωτος ἔσται


τοῖς
ὑπεναντίοις. Φῶς καθαρὸν ἐπὶ γῆς μοναχός, παρ' ᾧ οὐχ εὑρέθη
φιλαργυρία·
φιλαργυρία γὰρ οὖσα ῥίζα πάντων τῶν κακῶν, οὐ τίκτει καρποὺς
ἀγαθούς.
Φαγεῖν κρέα καὶ πιεῖν οἶνον, ἄμεινον μοναχῷ, ἢ φαγεῖν ἐν καταλαλιαῖς
σάρκας ἀδελφοῦ αὐτοῦ. Φάγε, μοναχέ, ἄρτον σου μετὰ μέλιτος, πικρίας
ἀπεχόμενος, καὶ πίε οἶνόν σου μετὰ γάλακτος, νηπιάζων τῷ πνεύματι·
μέλι
γὰρ πικρίαν οὐκ ἔχει καὶ γάλα κακίαν οὐκ οἶδε.  
 Χρυσὸς δοκιμάζεται ἐν καμίνῳ πυρὸς καὶ μοναχὸς ἐν πλήθει μοναζόν-
των γνωρισθήσεται. Χεῖρες μοναχοῦ ἔστωσαν ὁσίως ἀναπεπετασμέναι
πρὸς
τὸν Θεόν· χερσὶ γὰρ προτυπώσας τὸν σταυρὸν Μωυσῆς, κατηγωνίσατο
τὸν
Ἀμαλήκ. Χάρις ἀγαθὴ ἐπὶ μοναχῷ ἐσταυρωμένῳ καὶ καθ' ἡμέραν ἀποθνῄ

Εφραίμ Σύρος. , De perfectione monachi P. 395, line 9

ἀλλ' ὡς φρόνιμοι μανθάνειν ἐπιθυμῶμεν· μὴ ὦμεν περίεργοι


συντυγχάνον-
τες, ἀλλὰ μηδὲ μωρῶς ἀποκρινώμεθα· μὴ φιλοπόνως μέν, πλεῖον δὲ τῶν  

θείων εἰς τὰ ὅμοια· μήτε μὴ ἔχοντες σχολὴν τρέψωμεν τοῦ Θεοῦ τὴν λει-
255

τουργίαν. Ἐὰν δυνάμεθα ποιῆσαι καλὸν ἑκάτερον, μὴ τὸ ἓν ἀντὶ δύο


τάξω-
μεν. Ἐὰν ἐμποδίζῃ τὸ καλὸν τὸ κάλλιον, μὴ προσκυνήσωμεν τὸ ἔλασσον.

Ὅτε χρή, λαλήσωμεν, ἵνα οἴδαμεν τοὺς λαλοῦντας ὅτε μὴ χρή. Ὅτε δεῖ,
σιωπήσωμεν, ὅπως γνῶμεν τῆς ἡσυχίας τὴν ὠφέλειαν. Τὸ ἔργον ἐν τοῖς
πό-
νοις μετρήσωμεν, καὶ γνωσόμεθα τίς αὐτοῦ λυσιτέλεια· τὸ κέρδος πρὸς
τὴν
αὐτάρκειαν φιλοκαλήσωμεν, καὶ εἰσόμεθα τὶς ἡ ὠφέλεια τῆς ἀσκήσεως.
Ἐὰν πονῶμεν ἐπὶ πλείοσι, τῇ ἀπληστίᾳ αἰτίας παρέχομεν· ἐὰν ἐπὶ εὐπορίᾳ

τερπώμεθα, ἐπὶ ἀπορίαις εὐάλωτοι τυγχάνομεν· ἐὰν ποθῶμεν λαμβάνειν,


τὸ
διδόναι παραιτούμεθα· ἐὰν ἡδέως πρὸς τὰ δῶρα, οὐχ ἡδέως πρὸς τὸ δί-
καιον. Ὅτε τις δῷ σοι διὰ Θεόν, λάμβανε, ὡς κομίζων Θεῷ· ὅτε τις παρέ-
χει διὰ κοινωνίαν εὐσεβείας, τὰ ὅμοια ποιῶν οὐχ ὑφέξεις λογοθέσιον.
Ἐὰν
δέξῃ, φανερῶς λάμβανε, καὶ ἐκφεύξῃ φιλαργυρίαν· ἐὰν παρέχῃς,
κρυπτῶς
δίδου, καὶ διαδράσεις κενοδοξίαν· ἐὰν μὴ πείθῃ κολακευόμενος, οὐ λυπῇ

λοιδορούμενος· ἐὰν μὴ παρέχῃς ἐμπαθῶς, οὐδὲ λήψῃ ἐμπαθῶς· ἐὰν μὴ


εὐερ-
γετῇς προσκλινῶς, οὐκ ἐπαίρῃ ἐγκωμιαζόμενος. Οὓς τιμᾷς, μὴ δι'
ἀμοιβὴν
τιμήσῃς, καὶ οὐκ ἀπαιτήσεις τιμήν. Οὓς αἰδῇ, μὴ διὰ πλοῦτον
κολακεύσῃς.
Οὓς ἀγαπᾷς, μὴ διά τινα χρείαν, καὶ οὐ μὴ γένηται ἐπίπλαστον.

Εφραίμ Σύρος. , In aduentum domini (sermo ii) P. 185, line 2

σφραγίζηται τὴν σφραγῖδα τὴν ἐκείνου, οὐ γίνεται αἰχμάλωτος τῶν


ἐκείνου
φαντασμάτων· οὐδ' αὖ πάλιν ὁ Κύριος ἀφίσταται ἐκ τοῦ τοιούτου, ἀλλὰ
φωτίζει  
καρδίαν καὶ ἑλκύει πρὸς ἑαυτόν. Δεῖ δὲ ἡμᾶς νοεῖν, ἀδελφοί, μετὰ πάσης
ἀκρι-
βείας τὰ τοῦ Ἐχθροῦ φαντάσματα, ἀλάστορος ὑπάρχοντος. Ἐν γαλήνῃ ὁ
Κύρι-
ος ἔρχεται πᾶσιν ἡμῖν, ἀποκρούσασθαι δι' ἡμᾶς τοῦ θηρὸς τὰ
τεχνάσματα. Τὴν
256

ἀκλινῆ πίστιν Χριστοῦ εἰλικρινῶς βαστάζοντες, εὐρίπιστον ποιήσομεν


τὴν δύνα-
μιν τοῦ Ἐχθροῦ. Λογισμὸν ἀμετάθετον καὶ εὐσεβῆ κτησώμεθα, καὶ
ἀφίσταται ὁ
ἀσθενὴς ἀφ' ἡμῶν, μὴ ἰσχύων τί ποιῆσαι.  

Εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου (II)

 Σύστημα ἁγίων, φιλόχριστοι καὶ πιστοί, ἐγὼ ἐλεεινός, ἐν δάκρυσι παρα-


καλῶ καὶ παραινῶ, μὴ ἐσόμεθα ὅλως εὐάλωτοι τῷ Ἐχθρῷ, μᾶλλον δὲ
δυσά-
λωτοι τῇ δυνάμει τοῦ σταυροῦ. Ἀπαραίτητος ἀγὼν ἐπὶ θύραις ἔφθασεν·
θυρεὸν
τῆς πίστεως ἀναλάβωμεν πάντες. Ἀντλήσωμεν πόθῳ ἀπὸ τῆς θείας πηγῆς
ἐλ-
πίδας σωτηρίας ψυχῇ τῇ ἡμετέρᾳ· τὴν ἄκτιστόν φημι, ἀδελφοὶ ἀγαπητοί,
Τρι-
άδα ὁμοούσιον, οὖσαν πηγὴν βλύζουσαν ζωήν. Ἐὰν τετείχισται τοιούτοις
ὅπλοις
ἡ ἡμετέρα ψυχή, πεπάτηται ὁ Δράκων. Μεταξὺ πάντων τούτων δεῖ ἡμᾶς
προς-
εύξασθαι μὴ ἐλθεῖν εἰς πειρασμόν, μηδὲ φυγεῖν χειμῶνος.
 Ἕτοιμοι οὖν γίνεσθε, ὥσπερ οἰκέται πιστοί, ὄντες φιλοδέσποτοι, ἄλλον
μὴ δεχόμενοι. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ κλέπτης καὶ ἀλάστωρ καὶ ἀπηνὴς πρῶτος
μέλλει  
ἔρχεσθαι ἐν καιροῖς τοῖς ἰδίοις, βουλόμενος κλέψαι, θῦσαι καὶ ἀπολέσαι
τὴν
ποίμνην τὴν ἐκλεκτὴν τοῦ ἀληθοῦς Ποιμένος, σχῆμα ἀναλαμβάνει τοῦ
ἀληθοῦς

Εφραίμ Σύρος. , Adhortatio ad fratres P. 270, line 12

ὁ Ἠλίας θεὸν Ἀκκαρὼν μυῖαν Βάαλ προσηγόρευεν· ἐφιζάνει γὰρ ἐπὶ τὰς
ψυχὰς
τῶν ἀσεβῶν, ὡς ἐπὶ πυορροούσαις νομαῖς, ἐκμυζᾷ τὴν πρᾶξιν αὐτῶν τὴν
ἀκά-
θαρτον, καὶ ἐκ τῶν βρασμῶν τῆς παροινίας αὐτῶν τρέφεται. Ἀνέχεται
Δράκων
γενέσθαι μυῖα, ἵνα τερφθῇ τῷ ἰχῶρι τῆς ἀσεβείας. Ἐν τοῖς πονηροῖς ὡς
δράκων
συνέρχεται, καὶ ἐν τοῖς ἀσώτοις ὡς μυῖα συγγίνεται.
 Δῆλον οὖν ἐστιν ὅτι καὶ ἐν τοῖς ἀσφαλέσι κώνωψ γίνεται ἀδικῶν τὰ
257

ἀγγεῖα περιφράττειν διὰ τὸ ἀνέμπαικτον, τὴν δὲ ψυχὴν ἐᾶν


ἀπερίφρακτον.
Ἄλογον περὶ τῶν αἰσθητῶν ἀσφαλίζεσθαι, τὴν δὲ διάνοιαν περιφέρειν
ἀπαραφύ-
λακτον. Εἶπεν ἡ Σοφία ἐν ταῖς Παροιμίας πορευθῆναι πρὸς μύρμηκα καὶ
μα-
θεῖν φρόνησιν. Εἶπε καὶ τὸ Εὐαγγέλιον γενέσθαι φρονίμους ἡμᾶς, ὡς
τοὺς
ὄφεις· οὐ γὰρ εὐάλωτοί εἰσι, ὄντες ἀθλιώτατοι. Ἀντὶ τῆς περιστερᾶς τοῦ
Εὐαγ-
γελίου ἡ Παροιμία τὴν μέλισσαν παρέθετο, καὶ ἀντὶ τοῦ ὄφεως τὸν
μύρμηκα.  
Ἴδωμεν οὖν τὴν ὁμοιότητα πρὸς ὠφέλειαν. Ὁ ὄφις ἕρπει, καὶ ἐπιβουλεύει
πολ-
λοῖς· ἀλλ' ἡ Παροιμία, ὅτι καὶ λεπτὸς ὁ Δράκων γίνεται εἰς ἀναίρεσιν,
μύρμηκα
αὐτὸν προσηγόρευσεν. Ὅτε ὀφθῇ μύρμηξ, κἂν νικήσῃ, ὡς δράκων
θρασύνεται.
Ὅτε φανῇ ὄφις, κἂν νικηθῇ, ὡς μύρμηξ ταπεινοῦται, ἵνα μὴ ἀδικηθῇ.
Οὕτω
καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν μετασχηματίζεσθαι ταῖς μεθοδείαις αὐτοῦ, ἵνα μὴ
ζημιού-
μεθα. Ἕρπει ὁ μύρμηξ κατὰ τὸν ὄφιν, οἱ δὲ πόδες αὐτοῦ οὐ τὸ σῶμα
βαστάζου-
σιν, ἀλλὰ τὴν γῆν ἐπιλαμβάνονται εἰς πορείαν· τὰ σιτία ὑπὸ γῆν κρύπτει,
ἵνα
μὴ ὑπὸ χειμῶνος ἀδικηθῶσι· τοὺς πόρους ἀποφράττει, ὧν καθιστᾷ, ἵνα
μὴ ἐν
καιρῷ ἀνάγκης ἀπολέσῃ τὴν τροφήν. Ταῦτα πάντα καὶ ὁ ὄφις ποιεῖ. Εἶπε
καὶ

Εφραίμ Σύρος. , Adhortatio ad fratres P. 273, line 9

δύο περιέχει πειρασμούς; Ἕνα τὸν ἐκ τῆς ἐξετάσεως, θάτερον δὲ τὸν ἐκ


τῆς τοῦ
διωγμοῦ προαιρέσεως; Ὅμοιόν ἐστι καὶ τὸ τοῦ σαββάτου, ὅτι περιέχει
τέλος  
πικρὸν τῆς διώξεως τῶν πόνων, ὧν ἢ παρὰ δύναμιν ὑπομένοντες
σφοδρῶς κο-
λαζόμεθα, ἢ μὴ φέροντες σφαλλόμενοι τὴν ψυχὴν ἀδικοῦμεν. Θάτερον
δὲ τέλος
ἄκαρπον, ὅτι ἐν διωγμῷ θνῄσκοντες ἄκαρποι αἰώνιον μισθὸν
258

ζημιούμεθα.
 Ἴδωμεν καθεξῆς περὶ τῆς μελίττης καὶ περὶ τῆς περιστερᾶς, εἰ καὶ ἐν
τού-
τοις εὕροιμεν ὁμοιότητα, ὡς παρὰ τῷ ὄφει καὶ τῷ μύρμηκι, ἢ πολλὴ παρ'
ἐκεί-
νοις ἡ ἀκρίβεια. Διὰ τὸν χειμῶνα τῆς μελίττης οἱ πόνοι ἐν εὐθηνίας
γίνονται.
Ἡ περιστερὰ κοινότητα ἀσπάζεται, ὡσαύτως καὶ ἡ μέλιττα. Τῆς μελίττης

πόνος ἅπασι χρήσιμος, καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος πᾶσι
προσφιλέστατον. Ὡς ἡ
μέλιττα, οὔτε περιστερὰ δολιεύεται. Εὐάλωτον περιστερᾶς τὸ εἶδος τοῖς
ὄφεσιν·
ὡσαύτως καὶ τὸ τῆς μελίττης τοῖς ἑρπετοῖς. Ἐκείνοις ἐοίκασιν οἱ μετὰ
διακρί-
σεως βιοῦντες, καὶ τούτοις οἱ μετὰ ἁπλότητος. Διὸ καὶ λέγει ὁ
Ἐκκλησιαστής·
ἐν ἡμέρᾳ ἀγαθῇ, ἴδε ἐν ἀγαθῷ, καί, φύλασσε ἀκακίαν, ἵνα ἴδῃς εὐθύτητα.
Ἀλλὰ πρῶτον εἶπεν ὁ Κύριος, γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις· εἶθ' οὕτως,
καὶ  
ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί· ἕπεται γὰρ μετὰ τὸν πειρασμὸν ἡ ἀνάπαυσις.
Διὸ λέγει ὁ Δαυΐδ· διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς
εἰς ἀναψυ-χήν.

Νικηφόρος Γρηγοράς. Historia Romana Vol. 2, p. 1084, line 9

ἀκούσαντες πόσα σημαινόμενα ἡ λέξις ἔχει μάθωσιν ὅτι οὐδὲ


περὶ ὧν λέγουσιν ἐπίστανται καλῶς ἐρωτᾷν.” καὶ πολὺν ἑξῆς ὁ  
θεῖος ἐκεῖνος ἀνὴρ ποιεῖται λόγον, ᾧ τοῖς ἐθέλουσιν ἐντυχεῖν ἐξέ-
σται μαθεῖν τελεώτερον. ἡμῖν γὰρ ἥκιστ' ἐν τῷ παρόντι σχολὴν
ἄγουσι, διὰ τὴν ἐς τὰ πρόσω σπουδὴν, βραχέα τῶν θείων ἐκεί-
νων ἀνδρῶν ἐνταυθοῖ προτιθέναι δέδοκται, καὶ ὅσα πρὸς τὸν
σκοπὸν ἀφοσιοῦσθαι χρεών· τὰ δ' ἑξῆς τοῖς βουλομένοις παρή-
καμεν, ἐξουσίας ἀφθόνου διηνεκῶς ἠνεῳγμένης ἅπασι. συνῳδὰ
τοιγαροῦν καὶ ὁ μέγας ἐκείνοις Βασίλειος φάσκει, ὡς “ἡ τῆς δια-
λεκτικῆς δύναμις τεῖχός ἐστι τοῖς δόγμασιν, οὐκ ἐῶσα αὐτὰ εὐ-
διάρπαστα εἶναι καὶ εὐάλωτα τοῖς βουλομένοις.” τὰ παραπλήσια
δὲ καὶ ὁ θεῖος διέξεισι τούτοις Χρυσόστομος, “πρὸς μὲν βίου,”
λέγων, “κατάστασιν ἀρίστην βίος ἕτερος εἰς τὸν ἴσον ἂν ἐναγάγοι
ζῆλον. ὅταν δὲ περὶ δόγματα νοσῇ ἡ ψυχὴ τὰ νόθα, πολλὴ τοῦ
λόγου ἐνταῦθα ἡ χρεία, οὐ πρὸς τὴν τῶν οἰκείων ἀσφάλειαν μό-
νον, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἔξωθεν πολέμους. εἰ μὲν γάρ τις ἔχει
259

τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος καὶ θυρεὸν πίστεως τοιοῦτον, ὡς


δύνασθαι θαυματουργεῖν κἀκ τῶν τεραστίων τὸ τῶν ἀναισχύν-
των ἐμφράττειν στόμα, οὐδὲν ἂν δέοιτο τῆς ἀπὸ τοῦ λόγου βοη-
θείας· μᾶλλον δὲ οὐδὲ τότε ἄχρηστος ἡ τούτου φύσις.” ἀλλὰ καὶ
ὁ θαυμάσιος τάδε διέξεισι Μάξιμος.

Νικηφόρος Γρηγοράς. Historia Romana Vol. 3, p. 285, line 12

οὐδὲ φύσις, ἀλλὰ κατὰ συνθήκην καὶ συμφωνίαν ἀνδρῶν συ-


νετῶν ἐπιγίγνονται τοῖς πράγμασιν αἱ σημαντικαὶ τῶν πραγμά-
των προσηγορίαι κατὰ τὸν Νυσσαέα Γρηγόριον.
 Δεῖ γὰρ ἔκ τε τῶν ἡμετέρων καὶ ἅμα τῶν θύραθεν
σοφῶν, σύμφωνα φθεγγομένων ἐν ταῖς τῶν λόγων ἐπιστημο-
νικαῖς ἀκριβείαις, τῷ ἀμαθεῖ τὴν προπαίδειάν σοι τῆς τοι-
αύτης προσάγειν διδασκαλίας, ὡς ἂν οὕτω δυνηθείημεν ὀψὲ
γοῦν καθικέσθαι τῆς σαθρᾶς καὶ ἀμαθεστάτης σου διανοίας.
τεῖχος γὰρ ὁ μέγας εἶναί φησι Βασίλειος τοῖς δόγμασι τῆς
τῶν θύραθεν ἐπιστήμης τὴν δύναμιν, οὐκ ἐῶσαν αὐτὰ τοῖς
βουλομένοις εὐάλωτά τε καὶ εὐδιάρπαστα γίνεσθαι. καὶ αὖ-
θις ὁ θεῖος Χρυσόστομος “ὅταν περὶ δόγματα” φησὶ “νοσῇ ἡ
ψυχὴ τὰ νόθα, πολλὴ τοῦ λόγου ἐνταῦθα ἡ χρεία, οὐ πρὸς
τὴν τῶν οἰκείων ἀσφάλειαν μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἔξω-
θεν πολέμους.” καὶ αὖθις ὁ θεῖος Μάξιμος “δίχα λογικῆς
δυνάμεως ἐπιστημονικὴ” φησὶ “γνῶσις οὐκ ἔστι, καὶ γνώσεως
χωρὶς οὐ συνίσταται πίστις.” ὁρᾷς τὸ τῶν σῶν βλασφημιῶν
αἴτιον, ἄνθρωπε· οὐδὲν γὰρ ἕτερον ἢ πάντως ἡ τούτων
ἄγνοια, λέγω δὴ τὴν τῶν θύραθεν καὶ τῶν ἡμετέρων ἅμα
σοφῶν καὶ θεολόγων ἀνδρῶν ἐπιστήμην. ἣν ἀγνοοῦντά σε
νῦν γοῦν διδαχθῆναι χρεὼν ἐνταυθοῖ παρ' ἡμῶν.  

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν


6, P. 392, line 10

καὶ φρικτὸν θέαμα προσπίπτει ταῖς ὄψεσιν· ἐνταῦθα  


γὰρ καὶ τὴν τῶν γλυκέων φύσιν ᾐνίξατο μιμησάμενος ἀπο-
πληρούμενά πως καὶ πρὸς τέλος ὄντα ἡδύτερα τῇ αἰσθή-
σει· γίνονται δὲ αἱ γλυκύτητες. καλὸν γὰρ ἐνταῦθα θεῖ-
ναι τὰς αἰτίας, ὅταν ἐπὶ τῶν ἄδηλον τὴν ὠφέλειαν ἐ-
χόντων ἢ τὸ βλάβος πλάττωμεν μῦθον, ἢ τοιοῦτον διη-
γώμεθα· ἵνα τὸ μὲν προκρίνωμεν, ὡς ὁ θεολόγος τὸν
περὶ τοῦ φυτοῦ μῦθον, περὶ καρτερίας φιλοσόφων καὶ
260

ὑπομονῆς ἐν τοῖς πειρασμοῖς· καὶ τὸ τῆς θαλάσσης διή-


γημα· καὶ ὁ μέγας Βασίλειος ἐν τῷ τῆς ὄρνιθος, περὶ
ἧς λέγει· εὐαλώτων γὰρ αὐτῆς τῶν νεοττῶν ὄντων καὶ τὰ
ἑξῆς· γίνεται δὲ γλυκύτης ἐπὶ τῶν ἀλληγορικῶν διηγημά-
των, ὅταν διὰ τοὺς ἀσθενεῖς τὸ τῆς διανοίας ὕψος περι-
καλύπτωμεν· ὡς ἡ γραφὴ, καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί·
καὶ, ἐπικατάρατος σὺ εἶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων· καὶ
ἐπὶ τῷ στήθει καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσει· καὶ αὐτός σου τη-
ρήσει κεφαλήν· καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν· ταῦτα
γὰρ καὶ τὰ τοιαῦτα ἑτέραν ἔχουσι τὴν θεωρίαν· γίνεται
γλυκύτης καὶ ἐπὶ τῶν μὴ πειθομένων δέξασθαι τὰ λεγό-
μενα, εἶτα διὰ τῆς ἡδονῆς ἀπατωμένων καὶ δεχομένων·
ὡς ἡ ἀλώπηξ ἐπὶ τῆς ἐλάφου εἰς βασιλείαν καλουμένης

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus


et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co Alphabetic entry
epsilon, p. 229, line 11

ἐπιγράψας: ἐπιξέσας.
ἐπιδαψιλευόμενος: [πολυτελῶς διαπραττόμενος.]
ἐπιδεᾶ: ἐνδεᾶ. ἐλλιπῆ.
ἐπιδικάζεται: ἀντιποιεῖται.
ἐπιδήμιος: ἐμφύλιος. κοινός. δημόσιος.
ἐπιδίφρια: τὰ τῷ ἁρματείῳ δίφρῳ ἐπιτιθέμενα.
ἐπίδοξος: ἔνδοξος. ἢ προσδόκιμος· ὡς τό, ἐπίδοξος
 γὰρ ἦν αὐταρκῆσαι.
ἐπιδορατίς: ὁ σίδηρος τοῦ ἀκοντίου τὸ ἄνω.
ἐπίδοσις: αὔξησις. προκοπή. προσθήκη.
ἐπίδρομον: ἐπιδρομὴν παρέχοντα. εὐάλωτον.
ἐπιέναι: ἐπελθεῖν.
ἐπιεικές: πρέπον.
ἐπιεικῶς: τὸ ἐπίῤῥημα τοῦτο σημαίνει τὸ πάνυ. ση-
 μαίνει καὶ παραδόξως καὶ παρελπίστως, καὶ τὸ μετὰ
 ἐπιεικείας καὶ χρηστότητος· σημαίνει καὶ τὸ μετρίως,
 ἤτοι συμμέτρως.

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus


et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co
Alphabetic entry phi, p. 402, line 21
261

φαιδίμων: λαμπρός.
φαιδρός: καθαρός.
φαῖεν: εἴποιεν.
φαιδρωπόν: τὸ τερπνὸν καὶ χαρίεν πρόσωπον.
φαίημεν: εἴποιμεν.
φαινώλης: εἰλητὸν τομάριον μεμβραϊνόν. ἢ γλως-
 σόκομον. ἢ χιτώνιον. οἱ δὲ παλαιοί, ἐφεστρίδα.
φαίνων: δεικνύων.
φαιόν: χρῶμα σύνθετον ἐκ μέλανος καὶ λευκοῦ,
 ἤγουν μύϊνον.
φάκελον: φορτίον. ἢ εὐάλωτον.
φάκελος: τὸ τῆς κεφαλῆς φόρεμα.
φακῆ: τὸ ἕψημα τοῦ φακοῦ.
φακός: τὸ ὄσπριον ὠμόν.
φαλάγγιον: εἶδος ὄφεως, ὥς φησι Νίκανδρος.
φάλα: κόσμος τῆς περικεφαλαίας.
φάλαγγες: αἱ τάξεις τῶν πολεμιστῶν. ἀριθμοί. ἢ
 νούμερα. ἢ ἑκατονταρχίαι.
φάλανθοι: φαλακροί· ἄνθος γὰρ ἡ λευκὴ θρίξ.
φάλαρα: τὰς προμετωπίδας. τοὺς ἀσπιδίσκους. τὴν
 κόσμησιν τὴν κατὰ τὸ μέτωπον τῶν ἵππων. ἢ τὰ

Lexicon Vindobonense, Lexicon Vindobonense (auctore Andrea


Lopadiota) (e cod. phil. gr. Vindob. 169)
Alphabetic letter pi, entry 147, line 2

σιος· εἰς τοὐναντίον μοι περιίσταται. καὶ ἀντὶ τοῦ καθίσταται.


Ἰώσηπος· ὡς τῆς ἡγεμονίας περιστησομένης εἰς τὸν αὐτῆς τεχ-
θησόμενον.
παννυχίζει ἀντὶ τοῦ διανυκτερεύει. Λιβάνιος· ἐν
ᾄσμασιν ἐπαννύχιζον καὶ αὐλοῖς.
πέτομαι καὶ πέταμαι γράφεται καὶ πετῶμαι.
ποιοῦμαι καὶ ἀντὶ τοῦ ἡγοῦμαι. Εὐριπίδης· μηδὲ τῷ
θυμουμένῳ τὸν εὖ λέγοντα δυσμενῆ ποιοῦ φρενί. καὶ θεολόγος·
καὶ ἀντὶ βαπτίσματος ποιεῖται τὴν ὁρμὴν τοῦ βαπτίσματος.
πάντοθεν ἀντὶ τοῦ ἀπὸ παντὸς μέρους, καὶ ἀντὶ τοῦ
εἰς πᾶν μέρος. θεολόγος· εὐάλωτον ἡ τιμωρία καὶ πάντοθεν
περιπίπτουσα.
προῦπτον τὸ προφανές. ὁ μέγας Βασίλειος· εἰς
προῦπτον κακὸν ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσι. κεῖται δὲ ἐπὶ κακοῦ.
πυθὼν λέγεται ὁ τόπος, καὶ κλίνεται Πυθῶνος. λέγεται
δὲ καὶ Πυθὼ Πυθοῦς, ὡς δῆλον ἀπὸ τοῦ ποιητοῦ· Πυθοῖ ἐν ἠγαθέῃ.
262

προβατεία ἡ τῶν προβάτων νομή, καὶ ἡ τούτων κτῆ-


σις, καὶ ἡ τέχνη. Ἰώσηπος· σκηνὰς ἐπήξατο καὶ προβατείαν
ἠγάπησε.

Joannes Antiochenus Hist., Fragmenta Fragment 18, line 18

πιεσθεὶς θείαις ἐπαιδεύετο μάστιξι. Πρὸς γὰρ τῶν ἑαυ-


τοῦ παίδων μικροῦ δεῖν τῆς βασιλείας ἐξέπεσεν, γέλως
τε τοῖς πολεμίοις ἀπεδείχθη. Καὶ ταῦτα μὲν μετανοίαις
καὶ δάκρυσιν ἐθεράπευσεν.
 3. Ὅτι Σολομῶν ὁ υἱὸς Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς Ἰουδαίων
φρονήσει τε καὶ δυνάμει καὶ πλούτῳ περιφανὴς ἦν. Δι-
κάζων τε τῷ λαῷ ἐν σοφίᾳ τοῦ κρείττονος οὐ διέλει-
πεν. Ἤσκει τε πᾶσαν σοφίαν θείας χάριτος γέμουσαν,
καὶ τῆς διδασκαλίας ἀκροατὰς πλείστους τῆς ἰδίας
ἐποιεῖτο. Ταῦτά τε καὶ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενος
τῷ τῆς φύσεως εὐαλώτῳ περὶ τὰς τοῦ σώματος ἡδο-
νὰς ὑπαγόμενος, ἄγεται μὲν γυναῖκας χιλίας τὸν ἀρι-
θμόν· πείθεται δ' ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γίνεσθαι. Διὸ
προσέταξεν ὁ Θεὸς μερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν,
οὐκ ἐπὶ τῶν χρόνων αὐτοῦ, διὰ μνήμην Δαβὶδ τοῦ πα-
τρὸς αὐτοῦ, ἀλλὰ μετὰ τὴν αὐτοῦ τελευτήν.
 Exc. De ins.: Ὅτι Σεναχειρὶμ
ὁ τῶν Ἀσσυρίων βασιλεὺς ὑπὸ τοῦ ἰδίου παιδὸς ἀνῃ-
ρέθη, πρὸς Αἰθίοπας ἀγωνιζόμενος.
 Exc. cod. 1630: Ἐν δὲ τῇ τῶν Ἑλλήνων χώρᾳ
Λάπαθος ὁ βασιλεὺς ἔσχεν υἱοὺς δύο, τὸν Ἀχαιὸν καὶ

Joannes Antiochenus Hist., Fragmenta Fragment 85, line 22

κύνετο. Περιφανέστατα γὰρ ἐγυναικοκρατήθη καὶ ἐδου-


λοκρατήθη, ἅτε ἐκ παίδων ἐν νοσηλείᾳ καὶ ἐν φόβῳ
τραφείς· καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πλέον τῆς ἀληθείας εὐήθειαν
προσεποιεῖτο, ὅπερ που καὶ αὐτὸς ὡμολόγησε. Καὶ
πολὺν μὲν χρόνον τῇ τηθῇ Λιουίᾳ, πολὺν δὲ καὶ τῇ
μητρὶ Ἀντωνίᾳ τοῖς τε ἀπελευθέροις συνδιαιτηθεὶς, καὶ
προσέτι καὶ ἐν συνουσίαις γυναικῶν πλείοσι γενόμενος,
οὐδὲν ἐλευθεροπρεπὲς ἐκέκτητο. Ἐπετίθεντο δὲ αὐτῷ
ἔν τε τοῖς συμποσίοις μάλιστα καὶ ἐν ταῖς συμμίξεσι.
Πάνυ γὰρ ἀπλήστως ἐν ἀμφοτέροις διέκειτο· καὶ ἦν ἐν
263

τῷ καιρῷ τούτῳ εὐάλωτος. Πρὸς δὲ καὶ δειλίαν εἶχεν,


ὑφ' ἧς πολλάκις ἐκπληττόμενος οὐδὲν τῶν προσηκόντων
ἐξελογίζετο. Ἐκεῖνόν τε γὰρ ἐκφοβοῦντες ἐξεκαρποῦντο,
καὶ τοῖς ἄλλοις δέος ἐνέβαλλον. Τοιοῦτος οὖν δή τις ὢν
οὐκ ὀλίγα καὶ δεόντως ἔπραττεν, ὁσάκις ἔξω τῶν εἰρη-
μένων παθῶν ἐγίνετο.
 Exc. De ins.: Ὅτι ὁ Κλαύδιος ὁ βασιλεὺς
τῶν Ῥωμαίων τόν τε Χαιρέαν καί τινας ἄλλους, καί-
περ ἐπὶ τὸν τοῦ Γαΐου θάνατον ἡσθεὶς, πρῶτα μὲν τῆς
πόλεως ἐξέβαλεν, ἔπειτα καὶ ἐδολοφόνησεν. Οὐ γὰρ ὅτι
τὴν ἀρχὴν διὰ τὴν ἐκείνων πρᾶξιν εἰλήφει χάριν αὐτοῖς

Scholia In Aeschylum, Scholia in Persas (scholia vetera)


Hypothesis-verse of play 728, line 2

σημείωσαι τὸ ὡς ἔπος εἰπεῖν.


τίς δ' ἐμῶν ἐκεῖσε παίδων] Ἡρόδοτος ζʹ φησὶ Δαρείου
παῖδας εἶναι, Ἑλλάνικος δὲ ιαʹ.
ἠπείρου πλάκα] τὸ ἅπλωμα περιφραστικῶς τὴν ἤπειρον.
ἀμφότερα] καὶ ναυτικὸν καὶ πεζόν.
ὥστ' ἔχειν πόρον] ὥστ' ἐπέχειν τὸ ὕδωρ καὶ συνέχειν τὸν
πόρον.  
Βόσπορον] τὸν Ἑλλήσποντον.
ξυνήψατο] ἴσως καὶ συνήργησεν αὐτῷ δαίμων τις.
ναυτικὸς στρατὸς κακωθείς] τῶν ναυτικῶν φθαρέντων οἱ ἐν
Ψυτταλείᾳ εὐάλωτοι γεγένηνται.
ἀρωγῆς] τῆς ἀπολομένης.
οὐδέ τις γέρων] ὅ ἐστι πάντες νέοι.
τελευτᾶν] διαπράττεσθαι.
ἔστι τις σωτηρία] ἐν ἐρωτήσει.
ζευκτηρίαν] τὸν Ἑλλήσποντον, ὃς ζεύγνυσιν Ἀσίαν καὶ Εὐ-
ρώπην. μολεῖν] γρ. φυγεῖν.

Scholia In Aeschylum, Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)


Play Pers, hypothesis-verse of play 728, line 7

ὡς ἰδεῖν] ὁποῖον καὶ εἰς τέλος παρήγαγε, δεινόν τινα τῷ ὄντι


ὄλεθρον. A.
264

ὡς ἰδεῖν] ναὶ μέγας. ἤνυσε] ἔπραξεν περὶ αὐτόν. B.


πράξασιν] παθοῦσι. B.
ναυτικὸς στρατὸς] τοῦτό φησιν, ὅτι ὁ τῶν Περσῶν ναυτικὸς
στρατὸς ἀφανισθεὶς ἐν τῇ θαλάσσῃ παρὰ τῶν Ἑλλήνων γέγονεν
ἀπωλείας καὶ φθορᾶς αἴτιος καὶ τῷ πεζῷ στρατεύματι. οἱ γὰρ
Ἀθηναῖοι πρῶτον μὲν τοὺς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀνεῖλον Πέρσας, εἶθ' οὕτως
πρὸς τοὺς πεζοὺς ἐφορμήσαντες τούτους ἀπέκτειναν. τῶν ναυτικῶν
γὰρ φθαρέντων οἱ ἐν τῇ Ψυτταλείᾳ Πέρσαι, (ἥτις ἐστὶ νῆσος τῆς
Σαλαμῖνος παρακειμένη) εὐάλωτοι γεγόνασιν. A.
τουτέστιν ἀπολωλεκότες Ἕλληνες πρῶτον τὸ ναυτικὸν Ξέρξου,
ὕστερον ἐπὶ τὸ πεζὸν ὥρμησαν, δειλίᾳ κατασχεθὲν ὑπὸ τῆς τοῦ ναυ-
τικοῦ συμφορᾶς. ὥστε ἐπειδὴ πρῶτον αὐτοὶ ἀπώλλυντο καὶ τοὺς ἐν
γῇ ἀπώλεσαν, φόβον εἰς αὐτοὺς ἐμβαλόντες ἐν ταῖς αὐτῶν συμφο-
ραῖς, ὡς μετ' ὀλίγον αὐτοὶ ἀπολεσθήσονται. κακωθεὶς] ἡττηθεὶς,
δυστυχήσας. B.
παμπήδην] π

Scholia In Aeschylum, Scholia in Persas (scholia vetera) (e cod.


Mediceo 32.9) Scholion 730, line 3

καὶ συνέχειν τὸν πόρον.  


τὸν Ἑλλήσποντον (gl.).
– Βόσπορον: τὸν Ἑλλής-
ποντον (in marg. super.
ante v. 708).
         ἴσως
καὶ συνήργησεν αὐτῷ δαί-
μων τις.
τῶν ναυτικῶν φθα-
ρέντων οἱ ἐν Ψυτταλείᾳ
(ψυταλία m) εὐάλωτοι γε-
γένηνται.
         τῆς ἀπολο-
μένης.
ὅ ἐστι πάντες νέοι.  
διαπράττεσθαι.  – ἐν
ἐρωτήσει.
τὸν Ἑλλήσποντον, ὃς
ζεύγνυσιν Ἀσίαν καὶ Εὐ-
ρώπην.  – γρ. φυγεῖν (gl.).
ἀμφιβολία (ἀμφιβο
265

Scholia In Aeschylum, Scholia in Persas (scholia recentiora)


Hypothesis-scholion 730, line 9

τέλος, ὁποῖον ἐποίει καὶ εἰς τέλος παρήγαγε, δεινόν


τι τῷ ὄντι καὶ ὀλέθριον.
ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς: τοῦτό φησιν, ὅτι
ὁ τῶν Περσῶν ναυτικὸς στρατὸς ἀφανισθεὶς ἐν τῇ
θαλάσσῃ παρὰ τῶν Ἑλλήνων γέγονεν ἀπωλείας καὶ
φθορᾶς αἴτιος καὶ τῷ πεζῷ στρατεύματι. οἱ γὰρ
Ἀθηναῖοι πρῶτον μὲν τοὺς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀνεῖλον
Πέρσας, εἶθ' οὕτως πρὸς τοὺς πεζοὺς ἐφορμήσαντες
τούτους ἀπέκτειναν. τῶν ναυτικῶν γὰρ φθαρέντων
οἱ ἐν τῇ Ψυτταλείᾳ Πέρσαι (ἥτις ἐστὶ νῆσος τῇ Σαλα-
μῖνι παρακειμένη) εὐάλωτοι γεγόνασιν.
τῶν Βακτρίων δὲ ἔρρει καὶ ἐφθάρη πᾶς δῆ-
μος πανώλης καὶ ἀνδρεῖος καὶ πολεμικός, οὐδέ τις  
γέρων ἀπώλετο, τουτέστι πάντες οἱ νέοι ἐφθάρησαν,
γέρων δὲ οὐδείς. τοὺς γὰρ νέους μόνους ὁ Ξέρξης
ἐστρατολόγησεν.
μονάδα δὲ Ξέρξην: μεμονωμένον δέ φασι τὸν
Ξέρξην ἀπομεῖναι καὶ ἔρημον οὐ μετὰ πολλῶν ἀνδρῶν
διαπερᾶσαι τὸν Ἑλλήσποντον.  – τὴν ζευκτηρίαν: δη-
λαδὴ τὴν ἐν δυοῖν μέρεσι κειμένην καὶ συζευγνῦσαν
αὐτά. λέγει δὲ τὴν Ἀσίαν καὶ τὴν Εὐρώπην.

Scholia In Demosthenem, Scholia in Demosthenem (scholia vetera)


(fort. auctore Ulpiano) Oration 20, section 416, line 3

ὀνείδη προσέσται τῇ πόλει καὶ φθόνου καὶ ἀπιστίας καὶ φαυλότητος. gT


οὐκοῦν ἄξιον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι] εἰς ὄψιν αὐτοῖς ἄγων ἀμφότερα
λέγει ‘τίς οὖν εὖ φρονῶν τάδε μὲν ἀφίησιν, αἱρεῖται δὲ τὰ χείρω;’. gT
ὧν τοῖς βελτίοσι πειθόμενοι] δόντες, φησί, τοῖς βελτίοσι τὰ νικητήρια
καὶ μεθ' ἡμῶν γενόμενοι πάντα κομιεῖσθε τὰ συμφέροντα καὶ νῦν καὶ
εἰς ὕστερον. gT
ὅπως μὴ βιασθῆτε ἁμαρτεῖν] φιλονείκους αὐτοὺς πρὸς τὸ μὴ εἴκειν
καθίστησιν· οὐ γὰρ ἀνέξονται βιασθῆναι. gT  
πολλὰ γὰρ ὑμεῖς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι] θεραπεύει πρὸς τῷ τέλει τὸ
δικαστήριον, μετάγων τὴν αἰτίαν τῶν ἁμαρτημάτων ἐπὶ τοὺς ῥήτορας·
καὶ ἵνα μὴ εὐάλωτοι δόξωσιν εἶναι, πολλὰς τὰς ἀνάγκας τῆς ἀπάτης
266

εἰργάσατο, ‘κραυγῆς καὶ βίας καὶ ἀναισχυντίας’ εἰπών. gT


ὃ μὴ πάθητε νῦν] κρατήσατε οὖν τούτων νῦν· οὐ γὰρ ἄξιον Ἀθη-
ναίους ὄντας ἐν τοῖς οὕτω φανεροῖς ἀπατᾶσθαι. gT
ἀλλ' ἃ δίκαια ἐγνώκατε] ὑφαρπάζει τὴν ψῆφον ὡς ἤδη ἔχων αὐτὴν
ἀπὸ τῆς διανοίας τῶν δικαστῶν· προσποιεῖται δὲ καὶ ὑπὲρ αὐτῶν φρον-
τίζειν προσπαρεμβαλὼν τὸ ‘εὔορκον’.

Scholia In Euripidem, Scholia in Euripidem (scholia vetera)


Vita-argumentum-scholion sch Hipp, section 379, line 6

τὰ χρήστ' ἐπιστάμεσθα: δεῖξαι βούλεται τοῦτο ὅτι οὐκ


ἀγνοίᾳ τοῦ καλοῦ τὸ κακὸν πράττομεν. ἅτινα μὲν οὖν χρηστὰ καὶ
χρήσιμα τῷ βίῳ καθέστηκεν ἴσμεν, ἐκπονεῖν δὲ αὐτὰ οὐ θέλομεν δια-
φόροις ἡδοναῖς ἡττώμενοι. οἱ μὲν ἀπό τινος ἀργίας καὶ ὄκνου τοῦ ἐκ-  
πονεῖν τὰ καλὰ, τὰ κακὰ μετέρχονται. ὅσῳ γὰρ δυσάλωτός ἐστιν ἡ
ἀρετὴ, τοσούτῳ ἡ κακία εὐάλωτος. καὶ Ἡσίοδος [opp. 287. 289]· ‘τὴν
μέντοι κακότητα καὶ ἰλαδὸν ἐστὶν ἑλέσθαι, τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ
προπάροιθεν ἔθηκαν’:  – NAB
οὐ τελειοῦμεν:  – Mg
ὑπὸ τοῦ ἔρωτος:  – Mg
οἱ δ' ἡδονὴν προθέντες: καλῶς τὰς αἰσχρὰς ἡδονὰς ἀπε-
σιώπησεν, ὡς ἤδη διὰ τούτων κἀκείνας σημάνασα. αὗται γὰρ ἐκείνων
εἰσὶ τικτικαί. σχολὴ γὰρ καὶ ὁμιλία περισσὴ πεφύκασιν εἰς ἀπορρήτους
ἡδονὰς προκαλεῖσθαι τὴν φύσιν. οὐ γὰρ δὴ μία, ἀλλὰ διάφοροι
ἡδοναί εἰσιν. εἶτα μεταξὺ διηγεῖται τὰς ἀρχὰς τῶν κακῶν ἡδονῶν:  –  
NAB

Anonymi In Hermogenem Rhet., Commentarium in librum περὶ


στάσεων Vol. 7, p. 572, line 32

ποιῆσαι τῇ πόλει· καὶ ἐπὶ ἀντεγκλήματος, ἐχρῆν οὐ φο-


νεύειν τὸν υἱὸν ἀλλ' ἐπιτιμᾷν, τύπτειν, συμβουλεύειν,
διδάσκειν, προτρέπειν· καὶ ἐπὶ μεταστάσεως οὐκ ἀναβάλ-
λεσθαι τὸν καιρὸν τῆς πρεσβείας ἐχρῆν, ἀλλ' ἑτέρωθεν
ἐπινοήσαντα καὶ παρασκευασάμενον ἐφόδιον ἐξελθεῖν·
καὶ ἐπὶ συγγνώμης, ὅτι ἐχρῆν σε τὰ μὴ ὄντα πλάσασθαι
καὶ εἰπεῖν ὡς ἀπόῤῥητα.
 λϛʹ. Μετὰ τὴν μετάληψιν τὸ πρός τι παραλαμβά-
νεται ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους· ὁ μὲν γὰρ κατήγορος ἐρεῖ,
ὅτι μεῖζόν ἐστι κακὸν ἡ κατασκαφὴ τοῦ τείχους ἢ τὸ νι-
267

κῆσαι τοὺς πολεμίους, εὐαλώτους γὰρ ἡμᾶς ἔχουσι τὸ  


λοιπὸν ἅπαντα χρόνον, ὅν ποτε βούλοιντο· ὁ δὲ φεύγων
ἐρεῖ, μικρὸν μὲν τοῦ τείχους ἔβλαψα μέρος, ὃ πάλιν ἀνα-
λώμασι ῥᾷον οἰκοδομηθήσεται, τοὺς δὲ πολεμίους ἐπι-
κρατοῦντας καὶ πολέμῳ φθείροντας ἀπεωσάμην· οὐκ ἐν
πάσῃ δὲ ἀντιθετικῇ ἐμπίπτει τὸ πρός τι, ἀλλ' ὅπου ἂν
εὑρεθείη ἀντιστατικόν· ἐπὶ γὰρ τοῦ πρεσβευτοῦ τοῦ μὴ
ἐξελθόντος διαλαβεῖν τὰ ἐφόδια, ποῖον ἔχομεν εἰπεῖν ἀν-
τιστατικόν· οὐκοῦν συνεκλείπει καὶ τὸ πρός τι· ἐπὶ δὲ
τῆς ἐπὶ καιρὸν μεταστάσεως, ὅπου Ἀρχίδαμος κρίνεται,
ἀναζεύξας ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς, διὰ τὸ λιμώττοντας εὑρεῖν

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 1, verse 50b, line of scholion 3

ἐκάλεσεν. b (BCE4)
 ex. κλαγγή: λέγεται καὶ ἐπὶ ἐμψύχων, ὡς καὶ ἐπὶ Τρώων
(sc. Γ 2). ἐπὶ δὲ ἀνθρωπίνου τόξου ψιλῶς, ὡς τὸ “λίγξε βιός” (Δ 125).
b(BC)T
 Hrd. | Or. βιοῖο: Ἀριστάρχειος ὁ τόνος. | παρὰ τὴν βίαν. Aint
 Ariston. οὐρῆας: ὅτι οὐκ ὀρθῶς τινες οὐρῆας τοὺς φύλακας·
ἀντιδιαστέλλει γὰρ διὰ τοῦ “αὐτοῖσι” (Α 51). Aim
 ex. | ex. | ex. οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς:
οὐρῆες λέγονται διὰ τὸ ἄγονον, ὡς οὔρια ᾠὰ καλοῦμεν. εὐπαθῆ δὲ τὰ  
ζῷα ταῦτα καὶ εὐάλωτα ὑπὸ νόσων· σύμμικτος γὰρ οὖσα ἡ φύσις
αὐτῶν καὶ ἐκ διαφερόντων τοῖς εἴδεσιν, οὐ μεγάλης εἰς τὸ φθείρεσθαι
δεῖται ἀνάγκης, οὐδὲ ἀντέχει μέχρι πολλοῦ βλαπτομένη. οἱ δὲ κύνες
καθαροῦ δέονται τοῦ ἀέρος ὀξυτέρᾳ τῇ ὀσφρήσει χρώμενοι. | ἀργούς
δὲ ἀκουστέον τοὺς λευκούς, ὅτι ἀσθενέστερά ἐστι ταῦτα τὰ σώματα
τῶν ἐναντίως ἐχόντων, ἀραιότερα ὄντα καὶ εὐπαθέστερα. A b (BCE4)
T εἰσὶ δὲ οἱ μὲν πρὸς γεωργίαν, οἱ δὲ πρὸς θήραν χρειώδεις· ὅθεν
μάλιστα τὰς τροφὰς ἐπορίζοντο. | εἰ δὲ καὶ θεὸς ὢν καὶ πολέμιος ἠτι-
μασμένος καιρὸν δίδωσι μετανοίας, τί δεῖ τοὺς ἀνθρώπους ποιεῖν; b

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 5, verse 582, line of scholion 2

“τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον” (Ι 5). T | πῶς οὖν τῷ υἱῷ ἕπεται δάκρυα


λείβων ἐν τῇ ἐπὶ ταῖς ναυσὶ μάχῃ, “ἔνθα οἱ υἱὸς ἐπᾶλτο Πυλαιμένεος
268

βασιλῆος” (Ν 643, cf. 658); ἔστιν οὖν ὁμωνυμία. καὶ ὁ μὲν ἀρχηγὸς
ὡς “Ἴασος αὖτ' ἀρχὸς μέν” (Ο 337), ὁ δὲ βασιλεύς· διὸ πολλὴ γίνε-
ται περὶ αὐτὸν σπουδὴ τῶν Παφλαγόνων καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου· b
(BCE3E4)T πῶς δὲ ὁ Ἁρπαλίων (cf. Ν 644) ἐνταῦθα οὐκ ἐπή-
μυνε τῷ πατρί, εἰ τούτου ἦν υἱὸς τοῦ Πυλαιμένεος; | Πυλαιμένεα
δὲ ὡς “Διομήδεα” (Δ 365 al.). T  
 Nic.(?) ὁ δ' ὑπέστρεφε μώνυχας ἵππους: τοῦτο διὰ μέσου. T
 ex. χερμαδίῳ ἀγκῶνα: ἐπώδυνος ἡ πληγή· διὸ καὶ τὰς ἡνίας
ἀπέβαλε (cf. Ε 583) καὶ φεύγειν οὐκ ἔχων εὐάλωτος γέγονεν. b(BC
E3E4)T
 ex. ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι: λείπει τὸ ὥς, ἵν' ᾖ λευκὰ ὡς ἐλέφας.
οἱ δὲ ἐξ ἐλεφαντίνων λελευκασμένα ὀστῶν· ἔχουσι γὰρ αἱ ἡνίαι ἐλε-
φαντίνους ἀστραγάλους ἑκατέρωθεν, δι' ὧν ἕλκουσιν οἱ ἡνίοχοι. b
(BCE3E4)T
 ex. ξίφει ἤλασε κόρσην: πῶς ἐπὶ τοῦ ἅρματος ἑστηκὼς τὴν
κεφαλὴν ξίφει πλήττεται; τάχα οὖν τὰς ἡνίας ἀναλαβεῖν ἐθέλων ἢ
ναρκήσας ὑπὸ τῆς πληγῆς κατέκυψεν. b(BCE3E4)T
 ex. κύμβαχος: τῆς κυνῆς ὁ λόφος. ἔνιοι τὸ ἐπὶ κεφαλῇ. Til
 ex. βρεχμόν: βρεχμὸς λέγεται ἡ τοῦ αὐχένος σπονδυλώδης

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) Book of Iliad 6, verse


472b, line of scholion 2

 ex. ταρβήσας χαλκόν τε: τὰ γὰρ ἀνόμοια φόβον κινεῖ. T  


 ex. ἐκ δ' ἐγέλαςςε: ἀπὸ τῆς πολλῆς λύπης ἐκ μικρᾶς αἰ-
τίας γέλωτα κινεῖ. T
 ἀπὸ τῆς πολλῆς αὐτῶν λύπης ἡ μικρὰ τοῦ παιδὸς αἰτία
φυσικόν τινα κινεῖ καὶ μέτριον γέλωτα. b(BCE3E4)
 Ariston. αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ' εἵλετο φαίδιμος Ἕ-
κτωρ: σημειοῦνταί τινες τοῦτον διὰ τὸ τὸν τραγικὸν Ἀστυδάμαντα
παράγειν τὸν Ἕκτορα λέγοντα (fr. 2, p. 778 N2.)· “δέξαι κοινήν μοι
πρὸς πόλεμον δὲ καὶ φοβηθῇ παῖς”. A
 ex. αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ' εἵλετο: μιμητικῶς· εὐάλω-
τος γὰρ καὶ ὁ τραχὺς τέκνου φιλοστοργίᾳ. b(BCE3E4)T
 ex. ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν: τοῦτο γὰρ ποιοῦμεν πρὸς
διάχυσιν αὐτῶν. ἄκρως δὲ περιεγένετο τῇ μιμήσει οὐδέν τι λυπήσας
τὴν ἡρωϊκὴν σεμνότητα. ταῖς δὲ χερσὶ τὴν ἐπιθυμίαν πληροῖ, ἐπειδὴ
μὴ δύναται περιπλέξασθαι αὐτόν. b(BCE3E4)T τὸ δὲ πῆλε ἀν-
τὶ τοῦ ἐκλήρωσεν. T
 Did. εἶπεν ἐπευξάμενος: Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ δ, “εἶπε δ'
ἐπευξάμενος”. Aim
269

 εἶπεν ἐπευξάμενος: “εἶπε δ' ἐπευξάμενος”· Ἀρίσταρ-


χος γὰρ σὺν τῷ “δέ” γράφει. T
 ex. δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι: φιλότιμος ἡ εὐχή.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera et recentiora e cod.


Genevensi gr. 44) Book of Iliad 6, verse 472, line of scholion 1

[μάθον ἔμμεναι ἐσθλός] σημείωσαι ὅτι διδακταὶ –  


εἴωθα.
ἐλπίζει τὰ δεινὰ διὰ τὴν παράβασιν.
[ὅσσον σεῖο] δεινὸν γὰρ ἡ τῶν γυναικῶν ὕβρις.
πρὸς ἄλλης] ὑπὸ ἄλλης κελευομένη – σύνηθες ὂν
ταῖς ἀρχαίαις.
[Μεσσηΐδος ἢ Ὑπερείης] Μεσσηῒς καὶ Ὑπέρεια κρῆναι Ἄργους.
Gen. ajoute: οἱ δὲ τῆς Λακωνίας.
ἀεκαζομένη] ἄκουσα καὶ μὴ βουλομένη.
[ἀεκαζομένη] οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλ' ἀναγκαζομένη.
[αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ' εἵλετο] εὐάλωτος γὰρ καὶ ὁ τραχὺς
τέκνου φιλοστοργίᾳ.
[εἴποι] γράφεται καὶ «εἴπῃσι».
[ἔναρα βροτόεντα] «ἔναρα» τὰ ἀπὸ τοῦ πολέμου – φο-
νεύειν, «βροτόεντα» δὲ τὰ ᾑμαγμένα· βρότος γὰρ τὸ ἀπὸ φόνου αἷμα. ἢ
ᾑματωμένα. Gen II:
διὰ τοῦτο οἱ νεκροὶ ἔναροι.
[ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται] φαίνεται τὴν μαθηματικὴν πρῶτος
εἰδέναι ἐν οἷς λέγει.
[πόλεμος δὲ] ὅρα τὴν διαφορὰν τῶν προσώπων· ὁ μὲν γὰρ  
Ἕκτωρ· «πόλεμος – μελήσει» φησὶν, ὁ δὲ Ἀλέξανδρος

Scholia In Pindarum, Scholia in Pindarum (scholia vetera)


Ode O 8, scholion 55b, line 3

Νεοπτόλεμος, ὃς καὶ ἐντὸς τῆς πόλεως ἐγένετο, οὗτος κρα-


τήσει τῆς πόλεως· ὥστε τὸ ἀνάλογον σώζεσθαι καὶ δράκοντι
τῷ εἰσελθόντι καὶ σωθέντι. 61B
BCEQ ὁρμαίνων: διαλογιζόμενος. διανοούμενος.
εἶπε δὲ ὁ Ἀπόλλων, ἐναντίον καὶ ἀδέξιον θεασάμενος τὸ
γεγονὸς τέρας.  
B(C)DQ Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς: Πέργαμος, ἡ ἀκρόπολις.
270

Ὅμηρος (Ε 446)· Περγάμῳ εἰν ἱερῇ.


         ἀποστρέφει δὲ
τὸν λόγον πρὸς Αἰακόν· ἡ πόλις δὲ, ὦ ἥρως Αἰακὲ, τῶν
Τρώων εὐάλωτος γενήσεται κατὰ τὴν ἐργασίαν τῶν σῶν
χειρῶν, ὡς ἐμοὶ τὸ σημεῖον τὸ γεγενημένον ἐκ τοῦ Διὸς
δηλοῖ.
         BEQ ἄλλως· κατὰ τὰς σὰς ἐργασίας ἡ Πέργαμος ἁλίσκε-
ται· οἷον ἁλώσιμος ἔσται· BCEQ ὅμοιον τῷ (λ 115)· οἵ τοι βίο-
τον κατέδουσιν, ἀντὶ τοῦ καταβρώσονται. οὐδέπω γὰρ παρ-
ῆσαν οἱ μνηστῆρες ὅτ' ἐσφαγίαζεν ὁ Ὀδυσσεὺς, ἀλλὰ ἀντὶ
τοῦ κατεδοῦνται κατέδουσιν εἶπε.
CEQ φάσμα τὸ φάντασμα καὶ σημεῖον. εἴρηται δὲ παρὰ
τὸ φαίνειν καὶ δηλοῦν.

Scholia In Pindarum, Scholia in Pindarum (scholia vetera)


Ode O 10, scholion 32, line 8

ἐφόνευσε Κτέατον καὶ Εὔρυτον.          τῷ γὰρ δοκεῖν ἦσαν


Ἄκτορος καὶ Μολιόνης. BCDEQ [ἐκτίσσατ' ἐπεὶ Ποσειδάνιον:] Κτέατος
καὶ Εὔ-ρυτος ἀδελφοὶ, τῷ μὲν λόγῳ Ἄκτορος καὶ Μολιόνης, τῇ δὲ
ἀληθείᾳ Ποσειδῶνος καὶ Μολιόνης. οὗτοι συνεστρατεύσαντο
Αὐγείᾳ, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὸν μισθὸν τῆς ἐκχύσεως τῆς ὄνθου
ἠδικεῖτο Ἡρακλῆς, ἀποκαθάρας μὲν τὴν κόπρον, ἀποστερού-
μενος δὲ τοῦ συμφωνηθέντος μισθοῦ, τούτους λοχήσας ἐν
Κλεωναῖς τοῦ Ἄργους ὁ Ἡρακλῆς προανεῖλεν, ἵν' εὐαλώ-
τερος αὐτῷ μονωθεὶς ὁ Αὐγείας γένηται. ἦν δὲ ὁ μισθὸς
ἡ δεκάτη τῶν βοῶν. 34eCE
A Κτέατον: καὶ γὰρ Κτέατον καὶ Εὔρυτον τοὺς Ποσει-
δῶνος παῖδας καὶ Μολιόνης περὶ Κλεωνὰς ἐνεδρεύσας πο-
ρευομένους περὶ τὸν Ἰσθμὸν ἀνεῖλεν. ἀπέκτεινε δὲ τοὺς
Μολιονίδας καὶ Ἡρακλῆς ὅπως εἰσπράξαιτο τοῦ Αὐγέου
μισθόν.
A λάτριον: τὸν ἐν τῇ λατρείᾳ γενόμενον. ἐλάτρευσε
γὰρ τῷ Αὐγέᾳ ἐκβαλὼν τὴν ἐν τῇ αὐλῇ κόπρον.
CDEQ ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν
ὑπέρβιον πράσσοιτο: τὸ ὥς ἀντὶ τοῦ ἵνα.
271

Scholia In Platonem, Scholia in Platonem (scholia vetera)


Dialogue R, Stephanus p. 500a, line 7

κατήκοοι (sic A F M: κατηκόῳ ci. Schleiermacher).


ἀντὶ τοῦ κατακουόμενοι.
εὐχαῖς ὅμοια λέγοντες.
τοῦτο καὶ κενήν φασι μακαρίαν.
ἀλλοίαν τοι φήσεις κτλ.
ὅτι εὐμετάβολον τὸ τῶν πολλῶν πλῆθος δηλοῖ καὶ Ὅμηρος ἀπεικάζων
τὴν ὁρμὴν αὐτῶν κύμασι “παντοίων ἀνέμων” (B 397) καὶ τοῖς
τοιούτοις. ἀλλὰ καὶ νῦν τοῦτο λέγει, ὅτι κἂν λόγῳ τίς αὐτοῖς ἐνδείξηται
τὸν ἀληθῆ φιλόσοφον, κἂν αὐτῷ ἔργῳ τοιοῦτος ᾖ φαινόμενος, ῥᾳδίως
ἂν πείσει αὐτούς, καὶ τοσούτῳ ῥᾷον ὅσῳ ἂν εἶεν πλείους. καὶ γὰρ οἱ
πλείους μᾶλλον τῇ τῆς ὕλης ἀταξίᾳ ἀναλογοῦσι, καὶ μᾶλλον εὐάλωτοι
πρὸς ἑκάτερα ἤπερ οἱ ὀλιγώτεροι.
ἀμέλει.
ἀντὶ τοῦ τοιγαροῦν.
οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας.
οὐ προσηκόντως εἰσεληλυθότας.  
τί μήν;
κατάφασιν δηλοῖ ἀντὶ τοῦ πῶς γὰρ οὔ; διὰ τί γὰρ οὔ;
ἀποβλέποιεν.
οἱ ἀληθῶς φιλόσοφοι.
ἐκεῖν'.

Scholia In Sophoclem, Scholia in Sophoclem (scholia vetera)


Play OC, verse 1723, line 1

μοι ἄφιλος.
 ἇς ἔχρῃζε κ. ἑ. ἐφ' ἧς ἤθελε ξένης γῆς
ἀπέθανεν.
 τὸ σὸν τουτέστι τὸ παρὰ σὲ ἄχος τηλικοῦ-
τόν ἐστιν.
 τὸ ἑξῆς, μὴ ἔχρῃζες ἀντὶ τοῦ μὴ ὤφελες.
 ἀλλ' ἔρημος ἔρημος δέ.
 μεμονωμένος τῶν συγγενῶν.
272

 ἀλλ' ἐπεὶ ὀλβίως γ' ἔλυσεν ἐπεὶ ὁ Οἰδί-


πους εὐδαιμόνως ἀπέθανεν μὴ λίαν θρηνεῖτε.
 δυσάλωτος οὐδεὶς δύσληπτος ἀλλ' εὐάλωτος.
 ὡς τί ῥέξωμεν; κατὰ κῶλον ἀλλήλαις δια-
λέγονται πάνυ παθητικῶς· καὶ μή τινι ἀπίθανον δόξῃ
καὶ ἀνοικονόμητον καὶ τὸ ἐπιθυμεῖν τὴν Ἀντιγόνην
ὀπίσω ἀπιέναι ἐπὶ τὸν τοῦ πατρὸς τάφον μὴ ἐπιστα-
μένην τὰ κατ' αὐτὸν ὅπως ἀπέθανεν ἀλλὰ τὸ ἦθός
ἐστι τὸ παθητικὸν καὶ μάλιστα πράττουσιν αἱ γυναῖκες
ἐν τοῖς τοιούτοις συμπτώμασιν ἀεὶ ἐπιφοιτᾶν θέλουσαι
τοῖς τῶν θανόντων τάφοις.  
 τὸ ἑξῆς, οὐχ ὁρᾷς καὶ τόδε ὡς ἄταφος
ἔπιτνε δίχα τε παντός; τὰ δὲ ἄλλα διὰ μέσου κατ'

Scholia In Sophoclem, Scholia in Sophoclis Oedipum Coloneum


(scholia vetera)
Hypothesis-scholion 1723, line 1

πεύειν καὶ νῦν μὴ παρόντα ποθοῦμεν. LRM


ἀφίλητος] λείπει τὸ ἦς. L
καὶ τάδε μὴ κυρήσῃς] καὶ τανῦν μὴ γένοιό μοι ἄφιλος. LRM
ἇς ἔχρῃζε] ἐφ' ἧς ἤθελε ξένης γῆς ἀπέθανεν. LR
τὸ σὸν] τουτέστι, τὸ περὶ σὲ ἄχος τηλικοῦτόν ἐστιν. LRM
τὸ ἑξῆς, μὴ ἔχρῃζες, ἀντὶ τοῦ μὴ ὤφελες. LRM  
ἀλλ' ἔρημος] ἔρημος δέ. L
μεμονωμένος τῶν συγγενῶν. LR
ἀλλ' ἐπεὶ ὀλβίως γ' ἔλυσεν: ἐπεὶ ὁ Οἰδίπους εὐδαιμόνως ἀπέθανεν, μὴ
λίαν θρηνεῖτε. LRM
δυσάλωτος] δύσληπτος, ἀλλ' εὐάλωτος. L
ὡς τί ῥέξωμεν;: κατὰ κῶλον ἀλλήλαις διαλέγονται πάνυ παθητικῶς·
καὶ μή τινι ἀπίθανον δόξῃ καὶ ἀνοικονόμητον [καὶ] τὸ ἐπιθυμεῖν τὴν
Ἀντιγόνην ὀπίσω ἀπιέναι ἐπὶ τὸν τοῦ πατρὸς τάφον, μὴ ἐπισταμένην
τὰ κατ' αὐτὸν ὅπως ἀπέθανεν· ἀλλὰ τὸ ἦθός ἐστι τὸ παθητικὸν καὶ μά-
λιστα πράττουσιν αἱ γυναῖκες ἐν τοῖς τοιούτοις συμπτώμασιν, ἀεὶ ἐπι-
φοιτᾶν θέλουσαι τοῖς τῶν θανόντων τάφοις. LRM
τὸ ἑξῆς, οὐχ ὁρᾷς καὶ τόδε, ὡς ἄταφος ἔπιτνε, δίχα τε παντός· τὰ δὲ
ἄλλα διὰ μέσου κατ' ἀκόλουθον τῆς Ἀντιγόνης. LRM
273

σφῷν] κακῶς ἡ ἀντωνυμία. διὸ τὸ χ. L


τῇ μὲν ἑρμηνείᾳ ἐπιστῆσαι ἄξιον, τὸ δὲ τῆς διανοίας σαφές· φησὶ γὰρ

Scholia In Thucydidem, Scholia in Thucydidem (scholia vetera et


recentiora)
Book 1, chapter 37, section 5, line 2

τας ABF) δέχεσθαι: ὑποδέχεσθαι φιλικῶς, δέχεσθαι λῃστρι-


κῶς ABFGM
         κἀν τούτῳ (b) τὸ εὐπρεπὲς κτἑ.: τὸ ἑξῆς·
κἀν τούτῳ τὸ ἄσπονδον εὐπρεπὲς προβέβληνται καὶ τὰ ἑξῆς ABFG
κατὰ μόνας?: μὴ κωλυόμενοι ὑπὸ τῶν συμμάχων δι' οἶκτον
FG κρατῶσι: φανερῶς ABF λάθωσι: λάθρα ABF ἢν δέ
πού τι: ἐπὶ παρακαταθήκης BF ἀναισχυντῶσιν: ἀρνού-
μενοι δηλονότι, μὴ κοινωνοῦντος αὐτοῖς τινος εἰς τὴν τῶν
λαφύρων διανομήν ABFGM
         ἀληπτότεροι: οἱ γὰρ εὐάλω-
τοι φόβῳ τῶν πέλας κολακεύειν ἀναγκάζονται τοὺς ἀδικοῦντας
ABFGMʃ ἀκατηγορητότεροι. ἐξῆν αὐτοῖς κτἑ.: τὸ ἑξῆς· φα-
νερωτέραν ἐξῆν αὐτοῖς τὴν ἀρετὴν δεικνύναι διδοῦσι καὶ δε-
χομένοις τὰ δίκαια ABF τὴν ἀρετήν: φιλίαν, δύναμιν, συμ-
μαχίαν ABFGʃ τὴν μίαν τῶν γενικῶν φησι, τὴν δικαιοσύνην c2
διὰ παντός: τὸ διὰ παντός, ἵνα μή τις εἴπῃ
ὅτι νῦν ἀδικηθέντες AFG ἐκπεμφθεῖεν: ὑφ' ἡμῶν δηλον-
ότι.

Scholia In Thucydidem, Scholia in Thucydidem (scholia vetera et


recentiora) Book 1, chapter 56, section 2, line 5

ἐπώλησαν BFGc2 ʃ διὰ τὰ ἐν τῷ πολέμῳ ἀναλώματα, καὶ οὐκ


ἀπέκτειναν. διὰ δὲ τούτου καὶ τὸ ἥμερον τοῦ Ἑλληνικοῦ
τρόπου δηλοῖ, καὶ ὡς ἀπηνὲς μετὰ μάχην τοὺς ἑαλωκότας
θανατοῦν, ἄλλως τε καὶ δούλους τοὺς μὴ κατὰ γνώμην
οἰκείαν πολεμοῦντας. προσποιήσειαν: προσαγάγωσιν c1  
καὶ τάδε: βʹ αἰτία ABF
         αὐτοὺς: τοὺς Ἀθη-
274

ναίους BFMc2 τὸ ἐς Παλλήνην τεῖχος: ἀντὶ τοῦ τὸ μέρος


τοῦ τείχους τὸ ἀφορῶν εἰς τὴν Παλλήνην ABFGMc2 ὁμή-
ρους: τοὺς ἕνεκα εἰρήνης δεδομένους εἰς ἐνέχυρα. ὁμή-
ρους δοῦναι: ἵνα, ἐὰν ἀποστῶσιν, εὐάλωτοι γένωνται ABFMc2
ἐπιδημιουργοὺς: ἐπιδημιουργοὺς ὄνομα ἀρχῆς παρὰ Κοριν-
θίοις· ἄλλοι γὰρ ἄλλως τοὺς ἄρχοντας καλοῦσιν. ἰστέον δὲ ὅτι
τούτους ἀπέστελλον οἱ Κορίνθιοι κατὰ ἔτος ἄρχοντας Ποτι-
δαιάταις ὡς ἀποίκοις ABFGMc2 ʃ ὁ Ἀσκληπιάδης τὴν ἐπί
πρόθεσιν περιττὴν εἶναι λέγει ABFGMc2 ʃ σημείωσαι ἐπιδη-
μιουργοὶ ἄρχοντες πεμπόμενοι, φυλάρχων τάξιν ἔχοντες c1 ʃ
ἐπιδημιουργοὺς τοὺς ἐπιμελητὰς τῆς ἀνακτίσεως τῶν τειχῶν.
δείσαντες: οἱ Ἀθηναῖοι

Σούδα. letter alpha, entry 783, line 9

Ἀκάκητος: ὁ Ἑρμῆς.
Ἀκακία: ἡ ἀγαθωσύνη.
Ἀκάκιος· ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αἰδέσιμος ἦν ὡς
οὐκ ἄλλος τις. ὀρφανοτρόφος γὰρ γεγονὼς καὶ καλῶς τὰ τῶν ὀρφα-
νῶν διοικῶν πᾶσιν ἐφαίνετο καθ' ἡδονήν. καὶ δὴ καὶ τῷ βασιλεῖ
Λέοντι συνήθης γεγονὼς ὑπερφυῶς ἤρεσκε καὶ τούτῳ πρώτῳ ἀεὶ πάντα
ἀνεκοινοῦτο τά τε κοινὰ καὶ τὰ ἴδια. καὶ ὅτε τὴν βουλὴν ἤθροιζε,
συνεκάλει καὶ τοῦτον καὶ τῆς σκέψεως ἀρχὴν ἐξ αὐτοῦ πάσης ἐτίθετο.
ὃς Ἀκάκιος τὴν τοῦ Λέοντος τοῦ Μακέλλη ὠμότητα συνιδὼν πρὸς
τούς τι λυπήσαντας καὶ τὸ ἦθος ἀκριβῶς τὸ ἐκείνου φωράσας, ὅτι
τοῖς ἐπαινοῦσι μόνον ὑπάρχει εὐάλωτον, ἐπετήδευε πάντα τὰ ἐκείνου
θαυμάζειν. τοιγαροῦν πειθήνιον αὐτὸν εἶχεν ἑτοίμως τόν τε θυμὸν
αὐτοῦ ῥᾳδίως κατέστελλε καὶ πολλοῖς προσκεκρουκόσι τὴν σωτηρίαν
ἐπραγματεύετο καὶ τοὺς ἐξορίαν ἀΐδιον ἔχοντας ἀνεκαλεῖτο πρὸς τὴν
πατρίδα. οὗτος μετὰ θάνατον Γενναδίου, πατριάρχου Κωνσταντινου-
πόλεως, σπουδῇ Ζήνωνος ἱερᾶσθαι προεβλήθη. ὃς ὢν ἀρχικὸς καὶ
πάσας τὰς ἐκκλησίας ὑφ' ἑαυτὸν ποιήσας πεφροντισμένως τῶν ἐν
αὐταῖς κεκληρωμένων ἐποιεῖτο τὴν κηδεμονίαν, οἳ εὐχαριστοῦντες ἐν
γραφαῖς ἀνέθηκαν αὐτὸν κατὰ τοὺς εὐκτηρίους οἴκους. ἐπείπερ οὖν
ἀθρόον ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις ἐδείχθησαν αὐτοῦ εἰκόνες, ᾠήθησάν
τινες κενοδοξοῦντα τὴν ἀνάθεσιν προστεταχέναι οὐ μικρὰν ἔχοντες τῆς

Σούδα. letter alpha, entry 4708, line 3

Ἄχναι: λεπτὰ ἄχυρα ἢ ἀκαθαρσίαι. καὶ Ἄχνη ἁλός, τὸ


λεπτότατον τοῦ ὕδατος, ὁ ἀφρὸς τῆς θαλάσσης. ἐν Ἐπιγράμμασι·  
μῆλον θ' ἡδύπνουν λεπτῇ πεποκωμένον ἄχνῃ. καὶ Ἄχνη πυρός,
275

ὁ καπνός. καὶ ἄχνη ὕπνου, ὁ Ἱπποκράτης φησὶ, καὶ ἄχνη λιμοῦ.


δηλοῖ δὲ καὶ λεπτὸν ξύσμα.
Ἄχνους: ἀγένειος. τίς τὸν ἄχνουν Ἑρμῆν σε παρ' ὑσπλή-
γεσσιν ἔθηκεν;
Ἀχνύμενος: λυπούμενος.
Ἄχος: λύπη σιωπὴν ἐπιφέρουσα. παρὰ τοῦτο καὶ ἀχνύμενος.
τουτέστι λυπούμενος. λήγετε τοῦδ' ἄχους· κακῶν γὰρ δυσάλωτος
οὐδείς. ἀντὶ τοῦ δύσληπτος, ἀλλ' εὐάλωτος. ἡ δὲ σύγκλητος, ὥσπερ
ἄχει τινὶ πεπληγμένη, ἐξηπορεῖτο.
Ἅχω: ἀντὶ τοῦ ἃ ἔχω. Σοφοκλῆς· κἀμοῦ ταλαίνης σμικρὰ μὲν τάδ', ἀλλ'
ὅμως ἅχω.
Ἀχών: ἄμπελος.
Ἀχώρ: τὸ πιτυρῶδες τῆς κεφαλῆς. παρὰ τὸ ἄχνη, ἀχνώρ·
καὶ ἀποβολῇ τοῦ ν ἀχώρ. κλίνεται δὲ ἀχῶρος διὰ τοῦ ω μεγάλου·
ὡς ἰχῶρος, τοῦ σεσηπότος αἵματος.

Σούδα. letter epsilon, entry 2309, line 1

λίτρας τὸν υἱωνὸν ὠνεῖσθαι ἐπίδοξος ἦν. καὶ αὖθις· ὁ δὲ ἀπήγ-


γειλεν, ὡς Πέρσαι ἐπίδοξοί εἰσιν ἐς τὴν Ῥωμαίων γῆν εἰσβάλλειν.
ἀντὶ τοῦ προσδόκιμοι. καὶ αὖθις· ἐᾶσαι τὴν ὁδόν, ᾗ ἔνδοξοι ἦσαν
ἐπιθήσεσθαι οἱ Πέρσαι.
Ἐπίδοσιν: ἐπὶ ἀρετῆς αὔξησιν, προκοπήν, προσθήκην. ὁ δὲ
φιλοσοφῶν ἀνεμπόδιστος εἰς ἐπίδοσιν διετέλει καὶ ἐπεδίδου κατὰ πῆχυν,

ὡς φάναι, ἀτεχνῶς. Ἐπίδοσιν μὲν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν, ἡ δὲ


προκοπὴ παρ' οὐδενὶ τῶν Ἑλλήνων.
Ἐπίδοσις: αὔξησις, προσθήκη. Πισίδης· πρὸς τὰς ἐπιδόσεις
τῶν ξιφῶν καὶ τῶν λίθων.
Ἐπίδρομον: ἐπιδρομὴν παρέχον, εὐάλωτον.
Ἐπιδουπῆσαι: ἐπικτυπῆσαι. καὶ Ἐρίγδουπος, ὁ μεγα-
λόηχος. Μένανδρος· οἱ δὲ Ἄβαροι κατὰ τὴν τοῦ πολέμου κίνησιν
ἐβούλοντο ἦχον ἐγεῖραι ξυμμιγῆ τε καὶ ἄγριον, ἔτι τε οὖν ξὺν τῷ
ἀλαλάγματι ἐπιδουπῆσαι τοῖς τυμπάνοις, ὅπως ἂν ἐς τοσοῦτον αὐτοῖς
ὁ κτύπος ἐξαρθείη, ὡς καταπλῆξαί τε καὶ δεδίξεσθαι τὸ Ῥωμαϊκόν.
ταῦτα ἐπεὶ προέγνω ὁ Βῶνος, προαφηγήσατο τοῖς στρατιώταις, ὥστε
αὐτοὺς τῷ ἀθρόῳ μὴ καταπλαγῆναι, ἀλλὰ προανατυποῦντας ὅπερ
ἔμελλεν ἔσεσθαι, ἐθίζεσθαι τῇ δοκήσει καὶ τῷ μήπω παρόντι πρὸς τὸ
ἐσόμενον· καὶ ὅταν αἴσθοιντο τὸν πάταγον τῶν τυμπάνων,
276

Σούδα. letter epsilon, entry 3106, line 2

Ἔρυμα: φύλαγμα, καὶ τεῖχος. ἀσφάλισμα. τὰς μὲν  


ἁμάξας ὥσπερ ἔρυμα περιεβάλοντο, τὴν δὲ διάθεσιν τῆς στρατοπεδείας
ἐποιοῦντο ᾗ ἐνεχώρει.
Ἐρύμανθος: ὄνομα ὄρους. καὶ Ἐρυμάνθιος κάπρος· Δρύοπες
ἔθνος περὶ τὴν Πυθῶνα ἄδικον, ὃ Ἡρακλῆς μετῴκισεν, ὅτε γὰρ τὸν
Ἐρυμάνθιον
κάπρον ἔφερεν, ἐζήτει αὐτοὺς τροφήν, οἱ δὲ οὐκ ἔδωκαν.
Ἐρυμβόνα τὰ τιμιώτατα εἰς ἀσωτίαν ἀφειδεστάτην:
ἀπὸ τοῦ ῥυμβονῶ ῥήματος. Αἰλιανός.
Ἐρυμνά: τὰ ἠσφαλισμένα χωρία. καὶ Ἐρυμνᾶσθαι,
κατησφαλίσθαι. οἱ δὲ ᾤοντο πολεμίων πλήθει οὔ τι εὐάλωτοι, τῷ
ἐρυμνᾶσθαι κατὰ νώτου τῇ ἀκέσσῃ· τὰ δὲ λοιπὰ αὐτοὶ διενοοῦντο
ἐπαμύνειν.
Ἐρυμνήν: ἠσφαλισμένην.
Ἐρύπειος: τόπος.
Ἐρύσαντας: ἀντὶ τοῦ ἐκδείραντας. ἐρύσαντας τὸ δέρμα σὺν
τῷ χάσματι φυλάττειν.
Ἐρύσαι: ἑλκύσαι. τὸν δὲ ἐρύσαι τὸν ἄτρακτον ἐκ τοῦ
μυκτῆρος.

Σούδα. letter epsilon, entry 3368, line 1

ἱστορίαν τε περιέχουσαν τὰς Αἰγυπτίων βασιλείας.


Εὐάγωγον: εὐχερές. καλῶς ἀναγόμενον. ἢ Εὐάγω-
γον, εὐθήρατον, εὔληπτον.
Εὐάγριος· οὗτος ἔγραψε διάφορα καὶ ὑπόμνημα εἰς τὰς
παροιμίας Σολομῶντος.
Εὔαδεν: ἤρεσεν.
Εὐάθλους δέκα: Εὔαθλος ῥήτωρ ἦν πονηρός. Ἀριστοφάνης
Ὁλκάσιν· ἔστι τις πονηρὸς ἡμῖν τοξότης συνήγορος, ὥσπερ Εὔαθλος
παρ' ἡμῖν τοῖς νέοις. ἦν δὲ καὶ εὐρύπρωκτος καὶ λάλος καὶ ἀγεννής.
διὸ καὶ τοξότην αὐτὸν καλεῖ, οἷον ὑπηρέτην.
Εὐάλωτον: εὐκόλως χειρούμενον.
Εὐανακλήτως: συμπαθῶς. καὶ πρὸς τοὺς χαλεπήναντας
καὶ πλημμελήσαντας εὐανακλήτως ἔχειν, εὐαναδιδάκτως, ἐπειδὰν αὐτοὶ
ἐπανελθεῖν θέλωσιν.
Εὐανδρία· Δείναρχος· εὐανδρίας ἀγὼν ἤγετο.
Εὐανθὴς γλῶσσα. ἡ ἄκρως ἠττικισμένη ὁμιλία καὶ πολλῶν
γέμουσα χαρίτων καὶ μουσικῶν ἀπηχημάτων ἀπόζουσα.
277

Σούδα. letter kappa, entry 1708, line 16

ἀναλέγεσθαι ἐδίδου: ὅσα δ' αὐτὸς ἀνεγίνωσκε, καθήμενος ὡς τὸ πολὺ


ἐπελέγετο. καὶ μέντοι καὶ δίφρῳ καταστέγῳ πρῶτος Ῥωμαίων ἐχρή-
σατο. οὐ μέντοι καὶ διὰ ταῦτα οὕτως, ὅσον ὑπό τε τῶν ἐξελευθέρων
καὶ ὑπὸ τῶν γυναικῶν, αἷς συνῆν, ἐκακύνετο. περιφανέστατα γὰρ
ἐγυναικοκρατήθη, ἅτε ἐκ παίδων ἐν ἀσφαλείᾳ καὶ ἐν φόβῳ τραφείς·
καὶ διὰ τοῦτο ἐπιπλέον τῆς ἀληθείας εὐήθειαν προσεποιεῖτο, ὅπερ
τοῦτο καὶ αὐτὸς ὡμολόγησε, καὶ πολὺν μὲν χρόνον τῇ τιτθῇ καὶ τῇ
μητρὶ συνδιαιτηθεὶς καὶ συνουσίαις γυναικῶν πλείοσι γενόμενος οὐδὲν
ἐλευθεροπρεπὲς ἐκέκτητο. ἐπετίθεντο δὲ αὐτῷ ἔν τε τοῖς συμποσίοις
καὶ ἐν ταῖς συμμίξεσι· πάνυ γὰρ ἀπλήστως ἐν ἀμφοτέροις διέκειτο,
καὶ ἦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ εὐάλωτος. πρὸς δὲ καὶ δειλίαν εἶχεν, ὑφ'
ἧς πολλάκις ἐκπληττόμενος οὐδὲν τῶν προσηκόντων ἐξελογίζετο.
ἐκεῖνόν τε γὰρ ἐκφοβοῦντες ἐξεκαρποῦντο, καὶ τοῖς ἄλλοις δέος
ἐνέβαλλον. οὗτος οὖν τοιοῦτος ὤν, οὐκ ὀλίγα δεόντως ἔπραττεν,
ὁσάκις ἔξω τῶν εἰρημένων παθῶν ἐγίνετο. ὅτι Κλαύδιος, ὁ βασιλεὺς  
Ῥωμαίων, νόμον προὔθηκε, μὴ δύνασθαι βουλευτὴν ὑπὲρ ἑπτὰ ση-
μείων τῆς πόλεως ὁδεύειν χωρὶς τῆς τοῦ βασιλέως κελεύσεως. ἐπειδὴ
δὲ καί τινες τοὺς δούλους ἀρρωστοῦντας οὐδεμιᾶς ἠξίουν θεραπείας,
ἀλλὰ γὰρ καὶ τῶν οἰκιῶν ἐδίωκον, ἐνομοθέτησε πάντας τοὺς ἐκ τοῦ
τοιούτου περιγενομένους ἐλευθέρους εἶναι. ἀπηγόρευσε δὲ καὶ τὸ
καθήμενόν τινα ἐπὶ ἅρματος διὰ τῆς πόλεως ἐλαύνειν.

Σούδα. letter sigma, entry 773, line 5

Ἰσραηλίτισι ψʹ, παλλακαὶ δὲ τʹ. ἤδη δὲ προβεβηκὼς τὴν ἡλικίαν ὑπὸ


τῶν ἐθνικῶν γυναικῶν διεστρέφετο τὸν νοῦν πρὸς εἰδωλολατρίαν·
ἐλάτρευσε γὰρ τῇ Ἀστάρτῃ, θεῷ Σιδωνίων, καὶ τῷ Χαμώς, θεῷ Ἀμμα-
νιτῶν. κἀκ τῶν χιλίων αὐτῷ γυναικῶν μόνος ἄρσεν ἐγένετο Ῥοβοὰμ
υἱός, καὶ αὐτὸς ἐξ ἀλλοφύλου Νααμμὰς τῆς Ἀμμανίτιδος, ἀνάξιος τῆς
ἀρχῆς. οὐ γὰρ ἡ πολυγαμία τὴν εὐτεκνίαν ποιεῖ.
Σολομῶν, υἱὸς Δαβίδ, βασιλεὺς Ἰουδαίων, φρονήσει καὶ δυνάμει
καὶ πλούτῳ δυνατὸς καὶ περιφανής, δικάζων τε τὸν λαὸν ἐν φρονήσει
καὶ σοφίᾳ τοῦ κρείττονος οὐ διέλειπεν ἤσκει τε πᾶσαν σοφίαν θείας
χάριτος γέμουσαν καὶ τῆς διδασκαλίας ἀκροατὰς πλείστους ἐποιεῖτο.
ταῦτά τε καὶ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενος, τῷ τῆς φύσεως εὐαλώτῳ
περὶ τὰς τοῦ σώματος ἡδονὰς ὑπαγόμενος ἄγεται μὲν γυναῖκας χιλίας
τὸν ἀριθμόν, πείθεται δὲ ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γενέσθαι. διὸ προς-
έταξεν ὁ θεὸς μερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν, οὐκ ἐπὶ τῶν χρόνων
αὐτοῦ, διὰ μνήμην Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀλλὰ μετὰ τὴν αὐτοῦ
τελευτήν. ὅτι τοῖς κραταιοῖς, ὥς φησι Σολομῶν, ἰσχυρὰ ἐφίσταται
278

ἔρευνα. τουτέστι τοὺς ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ· καὶ


τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι μακροθυμεῖ· τοῖς δὲ ἁγίοις
ταύτης οὐ μεταδίδωσι τῆς συγγνώμης. καὶ αὖθις ὁ Σολομῶν· ὁ μὲν
γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους· δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθή-
σονται. Σολομῶν οὖν Σολομῶντος κλίνεται, Σολομῶν δὲ Σολο

Σούδα. letter phi, entry 25, line 1

προτοῦ δ' ὑπὸ τῆς πενίας ἅπαντά γ' ἤσθιεν. ἐπὶ τῶν πλουσίων γε-
γονότων ἀπὸ πενήτων. καὶ Φακός, τὸ ὠμὸν ὄσπριον. Φακὸς
ὕδατος, εἶδος ὑδατοδόχου ἀγγείου ἐνοδίου, ὃ ἀγροικικῶς παρ' ἡμῖν
ἀσκοδαῦλα
λέγεται. καὶ ἐπεφέρετο παρὰ τοῦ Σαούλ, ὅτε ἐδίωκε τὸν Δαβίδ. ὅτι Φακᾶς

Διοσκουρίδης ὁ ἰατρὸς ἐπεκλήθη, διὰ τοὺς ἐπὶ τῆς ὄψεως φακούς.


παροιμία·
Φακοῦ γωνίαν κρατεῖς· ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων. παροιμία· Φακὸν κόπτεις·
ἐπὶ τῶν ἀνηνύτων καὶ μὴ ὄντων λέγεται.
Φακεέ, βασιλεὺς Ἰσραήλ· ὃς ἐπολέμησε τῷ Ἄχαζ καὶ ἀνεῖλεν
ἡμέρᾳ μιᾷ ἄνδρας δυνατοὺς ͵αφʹ καὶ ᾐχμαλώτευσε γυναῖκας καὶ
παῖδας ͵ατʹ.
Φάκελλον: φορτίον, ἢ εὐάλωτον. Θουκυδίδης· φοροῦντες
ὕλης φακέλλους παρέβαλλον ἀπὸ τοῦ χώματος. καὶ Ἰώσηπος· φα-
κέλλους ὕλης ξηρᾶς περιβαλὼν τῷ χωρίῳ πῦρ ἐνῆκε.
Φάκελλον: φορτίον. ὁ δὲ Ἀπόλλων κελεύει ἀποδόσθαι τῷ Νι-  
κάνορι φάκελλον βύβλου τετρακοσίων χρυσῶν καὶ τέφραν ἐργάσασθαι
καὶ βρέξαντα τῷ τῆς Μαρείας λίμνης ὕδατι ἐπιπλάσαι τοὺς ὀφθαλμούς.
Φάκελλος: τὸ τῆς κεφαλῆς φόρεμα. ὃ καὶ φακιόλιον
λέγεται. λέγεται δὲ καὶ ὁ δεσμὸς τῶν καλάμων.

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori P. 169, line 4

μὲν οὖν καὶ διανίστασθαι, ὅσον μετὰ συμμαχίας ὁ πόλεμος·


ἐοίκασι γὰρ οἱ τῆς ἀληθείας ἐχθροὶ τοῖς φιλοπονοῦσι τῶν
ποταμῶν τοὺς ῥαγδαίους ἐναντίως τῷ ῥεύματι διανήξασθαι.
ἐκεῖνοι γὰρ ἐπὶ τὰ πρόσω χωρεῖν ἁμιλλώμενοι τῷ ποταμῷ
καὶ μὴ θέλοντες συναπέρχονται· οὗτοί τε μυρία κατ' αὐτῆς
φλυαρήσαντες ἐκείνῃ καὶ ἄκοντές εἰσιν ὁμογνώμονες. ἀκατ-
αγώνιστον γὰρ πρᾶγμα καὶ πάντα δυνάμενον ἡ ἀλήθεια καὶ  
μεγάλην τὴν ῥοπὴν ἐφ' ἑκάτερα χαριζόμενον. οἶδε στεφα-
279

νοῦν ἐν ἑκάστῳ τιμώμενον, οἶδε χειροῦσθαι πανταχοῦ πολε-


μούμενον. μετὰ ταύτης καὶ ὁ ἄνοπλος ἄτρωτος, ἄνευ δὲ
ταύτης καὶ ὁ ὁπλίτης εὐάλωτος. μάρτυρες δὲ τῶν εἰρημέ-
νων οἱ πρὸς οὓς ἡμῖν ὁ λόγος· οὐδὲν γὰρ τῆς ἀληθείας
φροντίσαι σπουδάζοντες καὶ αὐτοῖς τοῖς τὰ στοιχεῖα παιδευ-
ομένοις γεγόνασι παίγνια, αὐτοὶ ἑαυτοῖς πρὸς ἀντιλογίαν
ἀρκοῦντες καὶ τῶν οἰκείων κατὰ τοὺς μαινομένους σαρκῶν
ἐμφορούμενοι.”

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ
Αθανάσιος θεολόγος., 9, 118, 119, 120 74, 75, 78, 79, 80, 85, 87, 90, 92, 93, 95,
Αισώπου Μύθοι, 59, 60, 61 97, 98, 100, 107, 111, 113, 114, 115,
Αίτιος ιατρός, 85, 86 116, 117, 119, 124, 132, 139, 141, 146,
Αλέξανδρος ιατρός, 93 147, 148, 149, 150, 154, 156, 159, 160,
Άννα Κομνηνή Αλεξιάς, 26, 170 161, 163, 166, 167, 174, 178, 179, 181,
Αριστοτέλης, 6, 59 182, 184, 186, 189, 192, 193, 194, 195,
Βασίλειος θεολόγος, 123, 124, 125, 126, 198, 199, 200, 201, 202, 205, 206, 218,
127, 129, 130, 131 219, 222, 228, 233, 235, 236, 237, 240,
Γαληνός ιατρός, 42, 43, 45, 46, 47, 48, 252, 259, 260, 273, 274, 277
49, 50, 51, 52, 53, 54, 55 εὐάλωτόν, 7, 8, 18, 32, 44, 51, 52, 67, 75,
Γρηγόριος Ναζιανζηνός, 8, 9, 116, 117 77, 103, 116, 121, 127, 213
Γρηγόριος Νύσσης, 7, 8, 102, 103, 104, Εὐάλωτον. εὐκόλως χειρούμενον, 185
105, 106, 107 ευάλωτος, 3, 4
Δίδυμος Καίκος, 10, 157, 158 εὐάλωτος, 4, 6, 7, 8, 9, 11, 12, 13, 14, 16,
Διόδωρος Σικελός, 56, 57 17, 18, 19, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 28, 33,
Δίων Κάσσιος, 62, 63, 64, 65, 66 35, 38, 39, 40, 43, 45, 56, 59, 66, 69, 72,
Δίων Χρυσόστομος, 79 79, 102, 104, 105, 106, 108, 110, 112,
Επιφάνιος, 111, 112, 113, 114 114, 120, 121, 122, 125, 128, 129, 130,
Ετυμολογικόν λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη, 4 131, 132, 134, 140, 141, 142, 143, 146,
εὐάλωτα, 21, 22, 26, 35, 47, 54, 55, 76, 150, 152, 161, 162, 163, 165, 167, 169,
83, 99, 125, 137, 169, 171, 175, 183, 170, 172, 173, 175, 176, 180, 182, 188,
227, 232, 241, 257, 266 192, 197, 205, 208, 209, 210, 211, 212,
εὐάλωτά, 41, 258 213, 217, 219, 221, 223, 229, 230, 232,
εὐάλωται, 68 238, 242, 243, 244, 245, 248, 250, 253,
εὐάλωτοι, 7, 13, 14, 18, 20, 21, 22, 23, 24, 262, 265, 267, 268, 269, 271, 274, 276,
26, 27, 30, 32, 36, 44, 46, 47, 48, 49, 57, 278
60, 61, 62, 67, 70, 73, 76, 81, 82, 84, 86, Εὐάλωτος, 15, 149, 221, 251
87, 88, 91, 94, 109, 112, 134, 135, 144, εὐάλωτός, 10, 11, 16, 153, 155, 157, 158,
145, 147, 155, 162, 166, 171, 172, 174, 196, 246, 249
180, 188, 191, 196, 198, 207, 211, 212, εὐαλωτοτάτην, 65
218, 224, 225, 228, 229, 230, 233, 234, εὐαλωτότατοι, 20, 225, 226
236, 239, 252, 254, 255, 262, 263, 264, εὐαλωτότατον, 53
265, 270, 273, 275 εὐαλωτότατος, 20, 38, 65, 226
εὐάλωτοί, 5, 18, 42, 93, 203, 210, 256 εὐαλωτότερα, 58, 123
εὐαλώτοις, 11, 50, 138, 168, 237 εὐαλωτότεροι, 41, 53, 81, 90
εὐαλώτοιςιν, 50 εὐαλωτότερον, 43, 63, 127, 190
εὐάλωτον, 6, 8, 9, 10, 12, 14, 15, 17, 21, εὐαλωτότερός, 64
23, 24, 25, 26, 27, 29, 31, 34, 38, 39, 43, εὐαλωτοτέρων, 104, 186
45, 48, 49, 51, 52, 56, 57, 69, 70, 71, 73, εὐαλώτου καὶ εὐεπηρεάστου, 198
280

εὐαλώτους, 6, 12, 16, 20, 30, 42, 54, 68, Κύριλλος., 216, 217, 218, 219, 220, 221,
84, 85, 89, 100, 108, 133, 136, 137, 139, 222, 223, 224, 225, 226, 227, 228, 229,
140, 151, 202, 216, 266 230, 231, 232, 233, 234, 235
εὐαλώτῳ, 33, 165, 177, 261, 276 Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος,
εὐαλώτων, 19, 187, 200, 204, 215, 259 176, 177, 178, 179
Εὐαλώτων, 128, 131 Λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη, 4
εὐαλώτως, 37, 96 Λεξικόν Δημητράκου, 4
Εφραίμ Σύρος, 10, 11, 246, 247, 248, Μιχαήλ Ψελλός, 167, 168, 169
249, 250, 251, 252, 253, 254, 255, 256 νόσοις, 39, 43, 44, 58, 99
Ησύχιος, 200, 201 Ξενοφών, 5, 41
Θεοδώρετος, 17, 18, 19, 20, 202, 203, Ορειβάσιος ιατρός, 87, 88, 89
204, 205, 206, 207, 208, 209, 211, 212, Παύλος ιατρός, 83, 84
213, 214, 215, 216 Πλάτων, 6, 26, 35, 56, 198
Ιουλιανός εκκλησιαστικός, 241, 242, Πλούταρχος, 6, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33,
244, 245 34
Ιούλιος Πολυδεύκης, 73, 74 Ποσειδώνιος, 94
Ιππιατρικά, 91, 92, 93 Προκόπιος, 24, 165, 166, 167, 188, 189,
Ιππόλυτος, 160, 161, 162, 163 190, 191, 192, 193, 194, 195, 196
Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός, 185, 186, Σούδα, 273, 274, 275, 276, 277
187 συμπτώμασιν, 45, 85, 271
Ιωάννης Δαμασκηνός, 25, 174, 175 Σωράνος ιατρός, 77, 78
Ιωάννης Χρυσόστομος, 11, 12, 13, 14, Φίλων Ιουδαίος, 36, 37, 38, 39, 40, 41
15, 16, 17, 138, 139, 140, 141, 142, 143, Φλάβιος Ιώσηπος, 67, 68, 69, 70, 71
144, 145, 146, 147, 148, 149, 150, 151, Φλάβιος Φιλόστρατος, 81, 82
152, 153, 154, 155 Φώτιος, 26, 196, 197
Καινή Διαθήκη, 238, 239, 240 Ωριγένης., 132, 133, 134, 135
Κλήμης Αλεξανδρινός, 75
Κύριλλος Αλεξανδρινός, 20, 21, 22, 23,
24

TLG Texts doing_search ευαλωτ tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like