Αρχάκης Κονδύλη PDF

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 237

Η Μαριάννα Κονδύλη είναι επίκουρη

ματα κοινωνιογλωσσολογίας και εκ­


παιδευτικής γλωσσολογίας.

Ο Αργυρής Αρχάκης είναι λέκτορας του


Τμήματος Φιλολογίας (κατεύθυνση
Γλωσσολογίας) στο Πανεπιστήμιο της
Πάτρας. Τα επιστημονικά του ενδιαφέ-
,Γ ,% ,
ροντα εντοπίζονται στους χώρους της
ανάλυσης του λόγου, της κοινωνιο­
γλωσσολογίας και της πραγματολογίας.
ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ και ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΝΔΥΛΗ

Ε ισ α γ ω γ ή σε ζητημ ατα

ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

νήσος
ΑΘΗΝΑ 2002
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ .................................. .........................................1 1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ............................................................ . ....................................13

1. ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ................................23

1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις ......... .............................................. 23


-5> 1.2. Βασικές θέσεις της κυρίαρχης γλωσσολογίας:
Η ομοιογένεια και η αυτονομία
του γλωσσικού σ υ σ τ ή μ α τ ο ς................ .............................................26
Ι Α Η αμφισβήτηση της κυρίαρχης γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία ς .......................29
- ' ^ Σχέση γλώσσας και κοινω νίας .................................................... 35
Ο λειτουργισμός και η θεωρία
Γίίς γλωσσικής σχετικότητας.................. ...................... .............39
1.5. Π εριοχές και συναφείς κλάδοι
^_Ρ)ς κ ο ινω νιο γλ ω σ σ ο λο γ ία ς.............................................................43
_Γ) (ΐ^ )Ζ η τή μ α τα περιγραφής και εξήγησης
στην κ οινω νιογλω σσ ολογία ......... ...................................................48
Σ η μ ειώ σ εις...................... .......................................................................53

2. ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ............. ............................... 57

.^ 1 . Γεωγραφική γλωσσική διαφοροποίηση .................................. 57


2.2Ρ’Κοινωνικά χαρακτηριστικά και γ λ ώ σ σ α ............................... 64
2.2.1. Εισαγωγικές π αρατηρή σεις............................................... 64
2.2.2. Η έρευνα του ίειβον στη Νέα Υ ό ρ κ η ............................. 67
2.2.3. Η έρευνα του Τηκΐ£ί11 στο Νόριτζ........................... 72
2.2.4. Η έρευνα της Οιβδϊτε στο Ρέντινγκ......................... 74
2.2.5. Η έρευνα της ΜιΙγου στο Μπέλφαστ ...................... 76
2.2.6. Γλωσσική ποικιλία και γλωσσική αλλαγή ..............79
2.2.6.1. Η έρευνα του ία&ον στο ΜαπΗα’χ νϊηεγ£ΐπΙ.......79
— Η αξιακή διάσταση της γλώσσας...................... 86
~ '2·2·6.3^Η έρευνα σε φαινομενικό
και η έρευνα σε πραγματικό χρόνο...............................90
2.3. Περιστάσεις επικοινωνίας
και λειτουργικές ποικιλίες ..............................................91
2.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις............. ......................91
2.3.2. Η ανάλυση των περιστάσεων
επικοινωνίας από τον Ηγΐϊΐβδ.............................. 91
2.3.3. Λειτουργικές ποικιλίες............... ......................... 95
-^9 2.4. Συνύπαρξη και επαφή γλωσσών.......... .......................102
2.4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.................... ............. 102
^4^ΡΑιγλωσσία: η συνύπαρξη χαμηλής
“και υψηλής ποικιλίας .............................................. 103
2.4.2.1. Σύντομη ιστορική αναφορά στην ελληνική
διγλωσσία και το γλωσσικό ζήτημα........................105
2.4.2.2. Οι μειονοτικές γλώσσες ως χαμηλές ποικιλίες.
Σύντομη αναφορά στα δεδομένα
., -της ελληνικής επικράτειας ...................... ...... . . . . 112
~ψ ^.4·3/Διπλογλωσσία - πολυγλωσσία
και η κοινωνική τους αξιολόγηση...............................115
2.4.3.Ι. Ορισμοί διπλογλωσσίας
και κατηγοριοποίηση διπλόγλωσσων...................... 119
2.4.3.2. Διγλωσσία και διπλογλωσσία ..... ................122
4 2·4·4. Εναλλαγή κωδίκων και συνομιλιακή
μείξη κωδίκων ........................................................ 124
2.4.5. ίίη§υ& ίταηοα, γλώσσες ρίάξίη και κρεολές ............128
2.4.6. Γλωσσική διατήρηση και γλωσσική υποχώρηση . . . . 136
2.4.6.1. Γλωσσική πολιτική και γλωσσική πρακτική
στην Ευρωπαϊκή Ένωση......................................142
Σημειώσεις.................... ................................ ...............145
3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ.................................................... 153

3.1. Εισαγωγικές π αρ α τη ρ ή σ εις...................................................... 153


3.2. Η αντανάκλαση των κοινω νικώ ν προκαταλήψεων
στο γλωσσικό σύστημα: Η περίπτωση του φ ύ λ ο υ .................. 155
—- '> Γλωσσικές προκαταλήψεις: Η κοινωνική αξιολόγηση
τω ν γλωσσικών χ ρ ή σ ε ω ν............................................................... 160

§ Γλωσσικές προκαταλήψεις στο σ χ ο λ ε ίο ................................166

Η ανισότητα στο σχολείο με βάση την προσέγγιση


του Βεπίδίβϊη ..................................................-................................ 171
’ 3.6) Οι αναλύσεις της συστημικής λειτουργικής
γλωσσολογίας για την ανισότητΟα στο σχολείο .....................179
Σ η μ ειώ σ εις.............................................................................................187

4. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ......................... 191


\

I 4.1. Εισαγωγικές π αρ α τη ρ ή σ εις..................................................... 191


4.2. Βασικά στάδια
μιας κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας .................................... 193
\ 4.3. Βασικές τεχνικές συλλογής
| κοινω νιογλωσσικού υλικού ...................................................... .195
1
4.4. Κριτικές επισημάνσεις σε βασικές παραδοχές
ί συλλογής κοινωνιογλωσσικού υ λ ι κ ο ύ ...................................... 201
^Σημειώ σεις.................... ........................ ...............................................205

Α ντι επίλο γο υ ............................. ........................................................207

Β ιβλιογραφία ........................................................................................ 211

Ε υρετήριο ό ρ ω ν ....................................................................................235
Ε υ ρετή ριο ο νο μ ά τω ν 243
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ

Πίνακας 1: Κοινωνική και γεωγραφική


γλωσσική δίαφοροποίηση . ............................................... .. 65
Πίνακας 2 : Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού ( γ ) στα τρία
καταστήματα στη Νέα Υ ό ρ κ η .................. .......................................68
Π ίνακας 3: Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού ( γ ): Το ( γ )
στην πρώτη (I) και (II) πραγμάτωση του ίουιϊΐι (άσπρο) και ίΐοοτ
(μαύρο) στα τρία καταστήματα της ΝέαςΥόρκης ..................... 69
Πίνακας 4: Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού ( γ ) , κατανεμη­
μένα σε τρεις ηλικιακές ομάδες των υπαλλήλων των τριών κατα­
στημάτων της Νέας Υ ό ρ κ η ς............................................................ 70
Πίνακας 5 : Τα ποσοστά εμφάνισης του (ΐπ£) σε άντρες και γυναίκες με­
σαίας τάξης (ΜΤ) και κατώτερης εργατικής τάξης (ΚΕΤ) στο Νό-
ρ ι τ ζ ................................................................................................... 73
Πίνακας 6: Πυκνότητα δ ικ τύ ω ν.................. .............................................. 77
Πίνακας 7: Η φωνηεντική αλλαγή στο ΜαΠΜ’δ νΐηεγαπί,.................. 81
Πίνακας 8: Οι σχέσεις ανάμεσα σε περίσταση, σημασίες και λεξικο-
γραμματικά μέσα .............................................................................. 101
Πίνακας 9 : Παραδείγματα δίγλωσσων κοινωνιών................................103
Πίνακας 1 0 : Περιστάσεις στις οποίες συνήθως εμφανίζονται η υψηλή
και η χαμηλή π ο ικ ιλ ία .................................................................... 113
Πίνακας 1 1 : Κριτήρια βάσει των οποίων μια γλώσσα μπορεί να χαρα­
κτηριστεί μητρική και ένα άτομο διπλόγλωσσο. ..................... 120
Πίνακας 12 : Τρόποι συσχέτισης της διγλωσσίας
με τη διπλογλωσσία............................... .........................................122
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το βιβλίο αυτό βασίστηκε στην επεξεργασία των παραδόσεων


και του υλικού που χρησιμοποιούμε για τη διδασκαλία των
μαθημάτων Κοινωνιογλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας,
στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών και στο Τμήμα Φιλοσο­
φίας του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Όπως κάθε απόπειρα
εισαγωγικού χαρακτήρα, έτσι και το παρόν πόνημα επιχειρεί
να αναπλαισιώσει σε διδακτικό επίπεδο και να παρουσιάσει
με εύληπτο τρόπο βασικές κοινωνιογλωσσολογικές έννοιες
και προβλήματα, χωρίς να παραγνωρίζει την επιστημονική
έρευνα ούτε να επιχειρεί να υποκαταστήσει τη ζωντανή διδα­
σκαλία και τα πολλαπλά διδακτικά μέσα. Επομένως, οι επι­
λογές της οργάνωσης των περιεχομένων κάθε άλλο παρά
εύκολες ήταν, εφόσον υπόκεινται στους περιορισμούς που
επιβάλλονται από ένα καταρχήν διδακτικό εγχειρίδιο. Επι­
πλέον, είναι αναπόφευκτο οι εκάστοτε διδακτικές επιλογές να
αφήνουν στο περιθώριο, να αποσιωπούν, να σχηματοποιούν,
να υπεραπλουστεύουν πολλά σημαντικά ζητήματα της κοινω-
νιογλωσσολογικής προβληματικής και έρευνας.
Ο χώρος της κοινωνιογλωσσολογίας, της μελέτης της αμ-
φίδρομης σχέσης γλώσσας και κοινωνίας, καλύπτει πολλά
διαφορετικά φαινόμενα. Όπως συμβαίνει με κάθε κλάδο των
ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, δεν μπορούμε να
παραπέμπουμε -ακόμη τουλάχιστον- σε μια θεωρία η οποία
να πραγματεύεται τα φαινόμενα αυτά με ενιαίο και συστημα­
τικό τρόπο. Έτσι, από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετω­
πίσαμε ήταν ο τρόπος παρουσίασης των φαινομένων και των
14 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

αντίστοιχων θεματικών τόσο από την άποψη του θεωρητικού


προβληματισμού όσο και των εμπειρικών ερευνών. Ως εκ τού­
του, το βιβλίο αυτό μπορεί να θεωρηθεί προσωρινή απόφαση
για τα ανοιχτά περιεχόμενα ενός κοινωνιογλωσσολογικού μα­
θήματος.
Έχοντας πλήρη συνείδηση όλων αυτών των περιορισμών
αποτολμάμε να προτείνουμε αυτό το εισαγωγικό εγχειρίδιο
ως ένα από τα πιθανά κείμενα κοινωνιογλωσσολογικού προ­
βληματισμού όχι μόνο για το φοιτητικό αναγνωστικό κοινό
αλλά πιθανόν και για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό με εν­
διαφέρον για την κοινωνική διάσταση της γλώσσας. Ελπίζου­
με, οι πολλαπλές ελλείψεις και τα κενά του να μη συνιστούν
εμπόδιο για την ανάγνωσή του αλλά, αντίθετα, να αποτελέ-
σουν έναυσμα για την αναζήτηση διασταυρωμένων λύσεων
και απαντήσεων μέσω άλλων πιο έγκυρων προτάσεων, μέρος
των οποίων δηλώνεται με τις αναφορές σε ξενόγλωσση και
ελληνόγλωσση βιβλιογραφία.
Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Χαρτογράφηση της κοινω­
νιογλωσσολογίας» ξεκινάει με μια αδρομερή αναφορά στο
ιστορικό, πολιτικό και επιστημονικό περιβάλλον μ,έσα στο
οποίο αναπτύχθηκε η κοινωνιογλωσσολογία. Μια σύντομη
παρουσίαση των βασικών θέσεων της κυρίαρχης (δομικής και
γενετικής) γλωσσολογίας και της αφηρημένης και αφαιρετικής
από το επικοινωνιακό περιβάλλον σύλληψη της γλώσσας κρί-
θηκε απαραίτητη για να δειχτεί ότι η κοινωνιογλωσσολογία
αναπτύχθηκε καταρχήν σε αντιπαράθεση με βασικές θέσεις
της κυρίαρχης γλωσσολογίας. Με την ευκαιρία της κατηγο-
ριοποίησης των δυνατών συσχετίσεων γλώσσας και κοινω­
νίας (επίδραση της κοινωνίας στη γλώσσα, επίδραση της
γλώσσας στην κοινωνία, αλληλεπίδραση των δύο οντοτήτων),
υπογραμμίζουμε τον λειτουργικό χαρακτήρα που έχει (ή θα
έπρεπε να έχει) σε κάθε περίπτωση η κοινωνιογλωσσολογική
θεώρηση των γλωσσικών φαινομένων. Στο σημείο αυτό η επι­
λογή μας είναι να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στις σύγχρονες
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15

εκδοχές της υπόθεσης της γλωσσικής σχετικότητας των δβρϊτ


& ΨΙιοΓί, δηλαδή της επίδρασης που ασκεί η γλωσσική σημα­
σία στον τρόπο με τον οποίο τα μέλη μιας γλωσσικής κοινό­
τητας αντιλαμβάνονται τον κόσμο.
Καθώς η κοινωνιογλωσσολογία αποτελεί έναν τόπο συνά­
ντησης της γλωσσολογίας με την κοινωνιολογία, είναι αναπό­
φευκτο να υπάρχουν κάποιοι θεωρητικοί και ερευνητικοί
προσανατολισμοί που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις κοινω­
νικές πτυχές της γλώσσας, στο πώς δηλαδή η κοινωνική δομή
επηρεάζει τη γλώσσα και τη γλωσσική συμπεριφορά, και άλ­
λοι που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις γλωσσικές πτυχές
της κοινωνίας, στο πώς δηλαδή οι κοινωνίες διαχειρίζονται
και διαμορφώνουν τις γλώσσες τους. Στο κεφάλαιο αυτό
προσπαθούμε να ταξινομήσουμε το εύρος αυτό των επεξεργα­
σιών που εμπίπτουν τόσο στο χώρο της (στενής) κοινωνιο­
γλωσσολογίας όσο· και στον συγγενικό της χώρο της κοινω-
νιολογίας της γλώσσας. Τέλος, θέτουμε το ζήτημα των επι­
στημονικών προϋποθέσεων της κοινωνιογλωσσολογικής έρευ­
νας και της εξήγησης, στο οποίο προγραμματικά η κυρίαρχη
ποσοτική κοινωνιογλωσσολογία τείνει να απαντήσει υιοθετώ­
ντας το υπόδειγμα των θετικών επιστημών.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Διαστάσεις γλωσσικής
ποικιλότητας», αναπτύσσεται το κεντρικότερο ζήτημα της
κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας, το γεγονός δηλαδή ότι η
γλώσσα παρουσιάζει ποικιλία η οποία οφείλεται εν πολλοίς
σε «εξωγλωσσικούς» παράγοντες. Ως εκ τούτου το κεφάλαιο
αυτό καταλαμβάνει μεγάλη έκταση. Το νήμα που διατρέχει
όλο αυτό το κεφάλαιο είναι ότι, παρά τις θεωρίες περί γλωσ­
σικής ομοιογένειας (λόγω επιστημονικών σκοπιμοτήτων) και
παρά τις επιδιώξεις γλωσσικής ομοιογένειας (λόγω πολιτι­
κών σκοπιμοτήτων), οι γλώσσεε παρουσιάζουν γενικά τρία )/
είδη ποικιλότητας: γεωγραφική ποικιλότητα (οριζόντια δια-0
φοροποίηση), κοινωνική ποικιλότητα (κάθετη διαφοροποίηση)
και ποικιλότητα που ποοσδιοηιΐρται. από την περίσταση επι­
16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

κοινωνίας (λειτουργική διαφοροποίηση). Με αυτές τις δια-


στάσεις~ποϊκιλότητας σχετίζονται τρεις τύποι γλωσσικών
ποικιλιών: οι.διάλεκτοι. οι κοιναινιόλεκτοι και οι λευχαιρ^-
κές ποικιλίες. Υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι, ενώ οι διάλε-
κτοι και οι κοινωνιόλεκτοι είναι διαφορετικοί τρόποι για να
ειπωθεί το ίδιο πρ&γμα (διαφοροποιούνται ως προς τη γραμ7
ματική και το λεξιλόγιο), οι λειτουργικές ποικιλίεςΤτΟνΙστούν
διαφορετικούς τρόπους για να ειπωθούν διαφοδεΐΐΜ πράγ­
ματα (διαφοροποιούνται ως προς τη σημασιολογία). Ιδιαίτε­
ρη έμφαση δίνουμε στην παρουσίαση της κοινωνικής ποικιλό­
τητας συζητώντας κλασικές έρευνες των ίβ&ον, Τηιά§ϊ1Ι,
Οιβδίτε και ΜϊΙγου, επισημαίνοντας ότι η ποικιλότητα τροφο­
δοτεί τη γλωσσική αλλαγή, καθώς οι γλωσσικές αποκλίσεις
(οι οποίες εκλαμβάνονται συνήθως ως γλωσσικά λάθη) εμπε­
ριέχουν συχνά το σπέρμα των γλωσσικών μεταβολών. Με βά­
ση την παραδοχή αυτή και στο πλαίσιο της παρουσίασης της
κοινωνικής ποικιλότητας βρίσκουμε την ευκαιρία να συζητή­
σουμε εν συντομία ορισμένα κοινωνιογλωσσικά ζητήματα σε
σχέση με την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και ει­
δικότερα την τάση σε κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες επιστρο­
φής στο «ένδοξο γλωσσικό παρελθόν» και την παράλληλη τά­
ση στιγματισμού και εξοβελισμού των γλωσσικών νεωτερι­
σμών.
Ως τέταρτη κατά σειρά διάσταση ποικιλότητας εκλαμβά­
νουμε τη συνύπαρξη/επαφή γλωσσών με την οποία σχετίζο­
νται φαινόμενα μεγαλύτερων ή μικρότερων γλωσσικών αλλη­
λεπιδράσεων -τα οποίά σύμφωνα με ορισμένους μελετητές
εμπίπτουν στο πεδίο της κοινωνιολογίας της γλώσσας-, όπως
είναι η (κοινωνική) διγλωσσία, η διπλογλωσσία, η πολύγλωσ-
σία, η εναλλαγή κωδίκων, η συνομιλιακή μείξη, η δημιουργία
1ίη£ΐΐ3. ίτβηοα, αλλά και η διαμόρφωση σε ειδικές επικοινωνια-
κές συνθήκες νέων γλωσσικών μορφωμάτων, όπως οι γλώσ­
σες ρϊά§ϊη και οι κρεολές. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής
επισημαίνουμε τους παράγοντες (όπως, μεταξύ άλλων, αυτόν
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 17

της συμβολικής, οροθετικής λειτουργίας της γλώσσας) που


συντελούν στη διατήρηση/επικράτηση ή στη συρρίκνωση/υπο­
χώρηση κάποιων από τις γλώσσες που συνυπάρχουν, ενώ εν
συντομία θίγουμε και την ακολουθούμενη από την Ευρωπαϊ­
κή Ένωση γλωσσική πολιτική σε σχέση με τις ασθενείς και
μειονοτικές γλώσσες. Η αναφορά στο φαινόμενο της (κοινω­
νικής) διγλωσσίας, δηλαδή της συνύπαρξης μιας χαμηλής με
μια υψηλή ποικιλία, μας δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε
εν συντομία το γλωσσικό ζήτημα όπως αυτό έλαβε χώρα στην
Ελλάδα, αλλά και να παρουσιάσουμε το πώς έχει διαμορφω­
θεί στην ελληνική επικράτεια το τοπίο των μειονοτικών
γλωσσών, οι οποίες συνυπάρχουν ως χαμηλές ποικιλίες με
την υψηλή επίσημη ελληνική.
Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Κοινωνιογλωσσική ανισότη­
τα» διευρύνουμε κατά κάποιο τρόπο τη συζήτηση της γλωσσι­
κής ποικιλότητας που ξεκίνησε στο δεύτερο κεφάλαιο. Το νή­
μα που διατρέχει το κεφάλαιο αυτό είναι ότι η γλωσσική ποι­
κιλότητα δεν είναι απλώς ένα γλωσσικό φαινόμενο άξιο επι­
στημονικής παρατήρησης και μελέτης, αλλά η παρουσία της
έχει κοινωνικές (οξύτατες πολλές φορές) επιπτώσεις. Η γεω­
γραφική, κοινωνική και εθνοτική προέλευση των ομιλητών,
όπως επίσης το φύλο και η ηλικία τους είναι παράγοντες που
επηρεάζουν τη γλώσσα τους και τη γλωσσική τους συμπερι­
φορά, η οποία με τη σειρά της «αναπαράγει» συμβολικά και ^
πρακτικά την κοινωνική ιεράρχηση. Η οφειλόμενη στους πα-Ί ^\ι
ράγοντες αυτούς απόκλιση από την κυρίαρχη γλωσσική ποι-(ίΓ^(ν
κιλία, τη νόρμα, αποτελεί συνήθως, όπως δείχνουμε, πηγή αρ-Τ ^
■ννητικής αξιολόγησης νγια
η Τ ίν Λ /* ΓΤ&ΙΑίΛν'ΠΓΪΙΠΓ ί Π ' Ττα
Π νκοινωνικά χαρακτηριστικά
Λ Ι \ ί ί ι \ ν ΐ ν Λ ν« των Λ \ (
Λ Π ν Τ Μ Π ΙΓ Τ Τ ΐν /ΐ ΤΓ·Υ\/

ομιλητριών και ομιλητών και ο κοινωνικός στιγματισμός της IV


γλωσσικής τους απόκλισης συντελεί στη διαιώνιση της κοινω­
νικής ανισότητας. Η έμφασή μας δίνεται σε δύο αμοιβαία συ-
ναρτημένες όψεις της κοινωνιογλωσσικής ανισότητας στην- '
εκπαίδευση. Αφενός, στο θέμα των γλωσσικών προκαταλή­
ψεων και της επακόλουθης ανισότητας στο σχολείο, το οποίο
18 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

συνηθέστατα είναι ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τέτοια φαινό­


μενα: εφόσον στο σχολείο συνυπάρχουν μαθητές με διαφορε­
τικά κοινωνιογλωσσικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι
ανταγωνιστικά με αυτά που προκρίνονται από τους δασκά­
λους και το σχολείο γενικότερα, το αποτέλεσμα είναι η χαμη­
λή επίδοση των παιδιών αυτών και ο αναπόφευκτος αποκλει­
σμός τους από το πολιτισμικό κεφάλαιο του σχολείου. Αφε­
τέρου, υπογραμμίζουμε ότι η σχολική αποτυχία ορισμένων
παιδιών (κυρίως αυτών που προέρχονται από τα κατώτερα
κοινωνικά στρώματα) δεν οφείλεται μόνο στην απόκλιση που
παρουσιάζει ο λόγος τους από τη σχολική νόρμα, αλλά και
στο γεγονός ότι η γνωσιακή τους συγκρότηση, προϊόν και αυ­
τή του λόγου στον οποίο εκτίθενται και αναπτύσσονται, δεν
είναι συμβατή με την επιστημονική γνώση που προωθείται
στο σχολείο. Για τη συστηματικότερη διερεύνηση του ζητήμα­
τος αυτού κρίναμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε βασικά συ­
μπεράσματα της θεωρίας των κωδίκων του Βεπίδίβϊη, καθώς
και σε ερευνητικά πορίσματα της συστημικής λειτουργικής
γλωσσολογίας για την ανισότητα στο σχολείο, κύριος εκπρό­
σωπος της οποίας είναι ο Ηα11ϊάαγ. Οι δύο αυτές αμιγώς λει­
τουργικές προσεγγίσεις της γλώσσας εκκινούν άλλά και συ­
γκλίνουν στη θέση ότι η άνιση πρόσβαση στη σχολική γνώση
δεν οφείλεται μόνο στα μακρο-κοινωνικά χαρακτηριστικά
των ομιλητών/-τριών αλλά και στο γεγονόα ότι η γρήση της
γλώσσας προσανατολίζει το νόημα και τη γνώση για τον κό-
σαο αε διαφοροποιημένο τρόπο για τα μέλη διαφορετικών
κοινωνικών ομάδων. Επομένως, η απόκλιση από τον νοημα­
τικό και γνωσιακο προσανατολισμό του σχολείου οδηγεί σε
αποτυχία τα μέλη συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, Η θε-
ματοποίηση των παραπάνω ζητημάτων από τη συστημική λει­
τουργική γλωσσολογία αποδεικνύεται σημαντικό παράδειγμα
μελέτης της αλληλεπίδρασης γλώσσας-κοινωνίας. Από το κε­
φάλαιο αυτό δεν θα μπορούσε να απουσιάσει η αναφορά
στον γλωσσικό σεξισμό, δηλαδή στην άνιση και σε βάρος των
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19

γυναικών εκπροσώπηση των δύο φύλων στο γλωσσικό σύστη­


μα, γεγονός που με τη σειρά του επηρεάζει τις κοινωνικές
πρακτικές των δύο φύλων, διαιωνίζοντας έτσι τη μεταξύ τους
ανισότητα.
Στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Ζητήματα κοινωνιογλωσ-
σολογικής έρευνας» καταθέτουμε αρχικά τον προβληματισμό
μας για το πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι η διερεύνηση
της ανθρώπινης γλωσσικής συμπεριφοράς, πόσο αντιπροσω­
πευτικό μπορεί να είναι το δείγμα των πληροφορητών στο
οποίο βασίζεται μια κοινωνιογλωσσολογική έρευνα και πόσο
γενικεύσιμα μπορεί να είναι τα συμπεράσματα στα οποία
οδηγεί η επεξεργασία του δείγματος, υποδηλώνοντας ότι τα
ζητήματα αυτά δεν μπορεί παρά να παραμένουν βασανιστικά
ανοιχτά. Ιδιαίτερη έμφαση δίνουμε στη συζήτηση του «παρα­
δόξου του παρατηρητή», στην επίδραση δηλαδή που ασκεί η
παρουσία του ερευνητή στην παρατηρούμενη γλωσσική συ­
μπεριφορά, όπως και στους προτεινόμενους τρόπους αντιμε­
τώπισής του. Για τις φοιτήτριες και τους φοιτητές που θα
ήθελαν να συνεχίσουν την ενασχόλησή τους με την κοινωνιο­
γλωσσολογία εκπονώντας ποσοτικές κυρίως εμπειρικές έρευ­
νες, παρουσιάζουμε σχηματικά τα βασικά στάδια που συνή­
θως ακολουθεί μια ποσοτική κοινωνιογλωσσολογική έρευνα:
προσδιορισμός του στόχου της έρευνας, διατύπωση της υπό­
θεσης για τον τρόπο συσχέτισης των ανεξάρτητων με τις
εξαρτημένες μεταβλητές, επιλογή των πληροφορητών και των
επικοινωνιακών περιστάσεων, επιλογή της τεχνικής για τη
συλλογή του υλικού (όπως, λ.χ., είναι η παρατήρηση, η συνέ­
ντευξη, το ερωτηματολόγιο). Ολοκληρώνουμε το κεφάλαιο
αυτό καταθέτοντας ορισμένες κριτικές επισημάνσεις σχετικά
με βασικές παραδοχές που συνοδεύουν συχνά τη συλλογή κοι-
νωνιογλωσσικού υλικού. Μεταξύ άλλων αναφερόμαστε κριτι­
κά στην τακτική κατανομής των μελών της κοινότητας, η
οποία αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης, σε επιμέρους προ­
καθορισμένες κατηγορίες, τακτική η οποία στηρίζεται στη μη
20 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ορθή παραδοχή ότι οι πληροφορητές-ομιλητές έχουν παγιω-


μένα, αμετάβλητα και αδιαπραγμάτευτα χαρακτηριστικά τα
οποία μπορούν εκ των προτέρων να διαγνωστούν με ακρί­
βεια. Καταλήγουμε στην υπογράμμιση των πλεονεκτημάτων
μιας εθνογραφικής προσέγγισης όπου αξιοποιείται η εκ των
έσω παρατήρηση τόσο των κοινωνικών όσο και των γλωσσι­
κών γεγονότων από τον ερευνητή ή την ερευνήτρια.
Όπως σημειώσαμε και παραπάνω, το βιβλίο αυτό επιχειρεί
μια συστηματοποίηση του τρόπου εισαγωγής, παρουσίασης
και ταξινόμησης κλασικών κοινωνιογλωσσολογικών θεματι­
κών με κύριο στόχο την εξοικείωση με αυτές των φοιτητών/-
τριών (αλλά και των μη εξειδικευμένων αναγνωστών με σχε­
τικό ενδιαφέρον). Έτσι, η αναφορά τόσο σε θέματα θεωρητι­
κού προβληματισμού όσο και εμπειρικών ερευνών δεν μπορεί
να είναι εξαντλητική. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις είναι
ίσως σχηματική και απλουστευτική. Ασκήσεις και μικρές
έρευνες μπορούν να λειτουργούν συμπληρωματικά προς το
βιβλίο αυτό κατά τη διδακτική διαδικασία, στην κατεύθυνση
εμπέδωσης των κοινωνιογλωσσολογικών εννοιών.
Τα κεφάλαια 2, 3 και 4 δεν προϋποθέτουν παρά μια πολύ
βασική εξοικείωση του αναγνώστη με γλωσσολογικά θέματα.
Το πρώτο κεφάλαιο επιχειρεί να πλαισιώσει τα θέματα των
επόμενων κεφαλαίων (γλωσσική ποικιλότητα, κοινωνιογλωσ-
σική ανισότητα, εκπόνηση κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας)
με αναφορές στις ιστορικές και επιστημολογικές συνθήκες
που έδωσαν ώθηση στη διαμόρφωση και ανάπτυξη του κλά­
δου της κοινωνιογλωσσολογίας. Είναι, κατά συνέπεια, απαι­
τητικότερο καθώς απηχεί την πληθώρα των τάσεων και των
ρευμάτων που οδήγησαν στη διαμόρφωση της κοινωνιογλωσ­
σολογίας και, επιπλέον, καθώς αναδεικνύει το εύρος του
αντικειμένου της και τη σχέση της με όμορους κλάδους.
Στα κεφάλαια 2 και 3, όπου κυρίως παρουσιάζονται ερευ­
νητικά πορίσματα, τροφοδοτούμε τη συζήτηση με όσο το δυ-
νατόν περισσότερες έρευνες και με ελληνικά δεδομένα, οι
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 21

οποίες όμως στην πλειονότητά τους είναι περιορισμένης κλί­


μακας.
Τους ξενόγλωσσους όρους τους αποδίδουμε ως επί το
πλείστον με τον τρόπο που έχει καθιερωθεί στην ελληνό­
γλωσση βιβλιογραφία, παραθέτοντας τον ξένο όρο σε παρέν­
θεση. Στις περιπτώσεις που αποκλίνουμε από τις καθιερωμέ­
νες συμβάσεις αιτιολογούμε τη δική μας προτίμηση.
Στις βιβλιογραφικές παραπομπές μπορεί να ανατρέξει ο
αναγνώστης ή η αναγνώστρια που επιζητεί μια διεξοδικότερη
συζήτηση των θεμάτων που θίγονται στην κυρίως πραγμάτευ-
ση ή στις σημειώσεις. Ορισμένα κεφάλαια ή υποκεφάλαια
αντλούν από τις αντίστοιχες προσπάθειες προηγούμενων ελ­
ληνικών ή και ξένων παρουσιάσεων, οι οποίες και υποδει­
κνύονται με σχετική σημείωση στην αρχή των αντίστοιχων κε­
φαλαίων ή υποκεφαλαίων.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε ότι υπάρ­
χουν πολλές θεωρητικές περιοχές και τομείς έρευνας οι οποίες,
παρά το ότι σύμφωνα με ορισμένες θεωρήσεις θα είχαν θέση σε
ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο κοινωνιογλωσσολογίας, είτε δεν εκ­
προσωπούνται καθόλου (π.χ., -κριτική- ανάλυση του λόγου,
στατιστική ανάλυση ποσοτικών δεδομένων κτλ.) είτε η εκπρο­
σώπησή τους είναι πολύ περιορισμένη (π.χ., γλωσσικός προ­
γραμματισμός). Θεωρούμε όμως ότι ο εκλεκτικισμός είναι ανα­
πόφευκτος από τη στιγμή που επιχειρούμε να καλύψουμε για
διδακτικούς κυρίως λόγους ένα τόσο ευρύ και ετερόκλητο πε­
δίο όπως η κοινωνιογλωσσολογία.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί προϊόν πολλών και πολύωρων
συναντήσεων και συζητήσεών μας. Ωστόσο, οι απόψεις μας,
αν και συγκλίνουσες στα περισσότερα θέματα του βιβλίου,
δεν είναι ταυτόσημες, ενώ αναπόφευκτες και σε ορισμένα ση­
μεία απολύτως διακριτές είναι και οι διαφοροποιήσεις στο
ύφος μας και στις συμβάσεις του γραπτού λόγου που ακο­
λουθούμε. Η «πολυφωνικότητα» αυτή του κειμένου είναι εν
22 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

γνώσει μας και δεν θεωρούμε ότι μειώνει (αλλά αντίθετα ενι­
σχύει) το συνολικό αποτέλεσμα.
Συνειδητά επίσης επιλέξαμε να μην ομοιογενοποιήσουμε
με κάποιον από τους καθιερωμένους τρόπους τα δηλωτικά
του φύλου, αλλά να χρησιμοποιούμε εντελώς τυχαία και διά­
σπαρτα διαφορετικούς τύπους και συμβάσεις, δηλαδή είτε το
αρσενικό γένος είτε το θηλυκό ή και τα δύο.

__^^Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή αυτή θα θέλαμε να ευχαριστή­


σουμε τους φίλους και τις φίλες και συναδέλφους Δ. Παπα-
ζαχαρίου, Μ. Κακριδή, Β. Τσάκωνα και Α. Ρούσσου για τις
χρήσιμες υποδείξεις και τις κριτικές παρατηρήσεις τους.
Χρήσιμες επίσης ήταν οι παρατηρήσεις των φοιτητριών Σ.
Λαμπροπούλου, Σ. Βρακατσέλη, Ει. Μανιού, Γ. Μπλιάμπτη.
Ωστόσο είναι προφανές ότι η ευθύνη για το αποτέλεσμα μας
βαραίνει εξ ολοκλήρου.

Ειδικότερα, ο Αργύρης Αρχάκης θα ήθελε να ευχαριστήσει


θερμά την Αννυ, τον Δημήτρη και τον Αντώνη για την υπο­
μονή τους, τους δασκάλους του: την καθηγήτριά Θ. Παυλί­
δου, της οποίας οι παραδόσεις απηχούνται σε πολλά σημεία
του βιβλίου, τον καθηγητή Α.-Φ. Χριστίδη, καθώς και την κα-
θηγήτρια Α. Ράλλη που, ως επικεφαλής της κατεύθυνσης
γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας, του εμπιστεύθηκε
τη διδασκαλία του μαθήματος της Κοινωνιογλωσσολογίας.
1. ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Κατά την πορεία της γλωσσικής σκέψης, τουλάχιστον από τις


αρχές του 20ού αιώνα, είναι διαρκές το ενδιαφέρον για τη
σύνδεση γλώσσας-κοινωνίας και ιδιαίτερα για τη θεώρηση
των κοινωνικών γεγονότων ώστε να διερευνηθούν όψεις της
γλώσσας. Η ιστορική εξέλιξη του κλάδου δεν είναι αντικείμε­
νο αυτής της σύντομης χαρτογράφησης. Εδώ αρκεί να επιση-
μάνουμε ότι στις ίδιες τις ιδέες της ιστορικής γλωσσολογίας
είναι εμμενής η αντίληψη ότι η γλώσσα αποτελεί μια συστατι­
κή διάσταση της κοινωνίας. Η ίδια έμφαση για την ανάγκη
μελέτης της σχέσης γλώσσας, πολιτισμού και κοινωνίας κατα­
τίθεται από τον Β. Μβΐϊηονχΐά στο πλαίσιο της εθνογλωσσο­
λογίας. Η συζήτηση επεκτείνεται με τη συνεισφορά του Ε.
5βρΐτ και του Β.ί.. ΨΙιοιΐ, οι οποίοι επανατοποθετούν το θέμα
των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και κοσμοθεώρησης, ή καλύτε-
ρα νλώααατ και κοιν(ονικο-πολιτισιιική{ΐ.·θονάνωστιο. με πιο
σύγχρονους τρόπους και στο πλαίαιαΛχνί-βίνθοωπολογία€ τηα
-^λφσσας.
Στις δεκαετίες μεταξύ ’20 και ’40 στη Μεγάλη Βρετανία ο
γλωσσολόγος ί. ΡίιΐΗ (ιδρυτής της γλωσσολογικής σχολής του
Λονδίνου, με επιδράσεις στον I. ΟιιιηρεΓζ, τον ϋ. Ηγιηεδ και
τον Μ.Α.Κ. ΗαΙΙΜ&Υ) φαίνεται να είναι από τους πρώτους
που μίλησε για κοινωνιολογική γλωσσολογία (8οαο1ο§ΐο3ΐ Ιιη-
§ιιϊ8ίίθ8), ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’60 αρχίζει να
ασχολείται με την κοινωνιολογία της γλώσσας ο Β. Βετηχΐεΐπ.
Λιγότερο άμεση είναι η επιρροή του αγγλοσαξονικού ρεύ­
24 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ματος στη Γαλλία και στην Ιταλία, όπου κυριαρχούν τα ζητή­


ματα της ιδεολογίας και της γλωσσικής συνείδησης, με επιρ­
ροές από μαρξιστικές επαναναγνώσεις και από την κοινωνική
ψυχογλωσσολογία του Ε. νγ§οΐ&1ίγ, καθώς και από τη φιλο­
σοφία της γλώσσας του Μ. Β&Ιϋιΐίη.1 Στην ηπειρωτική Ευρώ­
πη κυριαρχεί η κληρονομιά της ιστορικής γλωσσολογίας του
Α. Μεΐΐΐεΐ (μαθητή του ιδρυτή της σύγχρονης γλωσσολογίας
Ρ. άε 5αιΐδδΐΐΓ6) που τονίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της
γλώσσας.2
Στην Ιταλία η γκραμσιανή σκέψη και το γλωσσικό ζήτημα
έδωσαν ώθηση στο ενδιαφέρον για την κοινωνιογλωσσολογία
κυρίως μέσα από την ιστορική γλωσσολογία και τη διαλεκτο-
λογία στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (ϋε Μβιιτο, 1963). Σε
αυτές τις χώρες βρίσκει πρόσφορο έδαφος η ανάπτυξη της
εμπειρικής κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας με την εισαγωγή
της αγγλοσαξονικής κοινωνιογλωσσολογίας.
Γενικά, η συστηματοποίηση της μελέτης της σχέσης ανάμε­
σα σε κοινωνικά και γλωσσικά δεδομένα χρειάστηκε μια πο­
ρεία αυτόνομης συνειδητοποίησης για να συγκροτηθεί ο κλά­
δος της κοινωνιογλωσσολογίας από τις αρχές της, δεκαετίας
του ’60.
Οι ωθήσεις για τη συγκρότηση ενός εμπειρικού πεδίου με­
λέτης είναι πολλαπλές: στην περίπτωση της κοινωνιογλωσσο­
λογίας -όπως άλλωστε και της σημειολογίας και της ψυχο­
γλωσσολογίας- η «εσωτερική» ώθηση προέρχεται από τη δυ­
ναμική επέκταση του δομισμού. Απ’ την άλλη, «εξωτερικά»
ενδιαφέροντα, όπως η πολιτική σημασία του γλωσσικού ζητή­
ματος στη μετα-αποικιοκρατική περίοδο, τα οικονομικά και
κοινωνικά προβλήματα των αναπτυσσόμενων χωρών, τα ζη­
τήματα γλωσσικής εκπαίδευσης στις προηγμένες χώρες όπου
εμφανίζονται έντονα τα φαινόμενα της πολυγλωσσίας, η πα­
ρουσία εθνοτικών μειονοτικών γλωσσών, η εσωτερική μετα­
νάστευση κτλ. απαιτούν λύσεις σε κοινωνικά, πολιτικά και
εκπαιδευτικά ζητούμενα. Έτσι, η κοινωνική θεώρηση της
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 25

γλώσσας, σε αντίθεση με αυτή της θεωρητικής γλωσσολογίας,


αποκτά -ή οφείλει να αποκτήσεΐτ- έντονα πολιτικό και κοινω­
νικό χαρακτήρα.3
Συνεπώς δεν είναι τυχαία ούτε η ευρύτητα και η ετερογέ-
νεια των περιεχομένων της κοινωνιογλωσσολογίας ούτε το
γεγονός ότι βρίσκει πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης σε χώρες
που έρχονται αντιμέτωπες με αυτά τα πρακτικά και πολιτικά
ζητήματα. Η άνθηση του νέου κλάδου ξεκινάει στις ΗΠΑ από
τα μέσα της δεκαετίας του ’50· από τον αγγλοσαξονικό χώρο
εξαπλώνεται στη Γερμανία (βλ. ΡΐΗπιβΓ, 1978). Τυπικότεροι
εκπρόσωποι των απαρχών της κοινωνιογλωσσολογίας στις
ΗΠΑ θεωρούνται ο I. ΡϊδΗιη&η, ο Ψ. Γάδον και ο ϋ. Ηγηιε8.
Η έρευνα πεδίου του ΡΐδΗηιβη (1969) για τη γλωσσική συμπε­
ριφορά και τις γλωσσικές στάσεις της κοινότητας των Πορ-
τορικανών της Νέας Υόρκης εστιάστηκε κυρίως στις κοινωνι­
κές όψεις της πολυγλωσσίας. Ο Γαβον (βλ. Γαβον κ.ά., 1968),
στον οποίο, μεταξύ άλλων, οφείλεται η μεθοδολογική εκλέ-
πτυνση των εργαλείων μελέτης της γλωσσικής ποικιλότητας
(νθτΐ&ΐΐοη) και μεταβολής, ερεύνησε την αφροαμερικανική
ποικιλία στη Νέα Υόρκη. Με τον Ηγΐϊΐ6δ συνδέεται μια ιδιαί­
τερη ερευνητική κατεύθυνση, η εθνογραφία της επικοινωνίας
(που βρίσκεται στο ενδιάμεσο της κοινωνιογλωσσολογίας και
της γλωσσικής ανθρωπολογίας). Πρόκειται για τη μελέτη των
γεγονότων επικοινωνίας (π.χ., των συνομιλιών, των θεαμά­
των, των προσευχών, των επιστολών κτλ.) σε οποιαδήποτε
περίσταση όπου τα άτομα αλληλεπιδρούν.
Ειδικότερα συνδεδεμένες με την ανάλυση της γλωσσικής
αλληλεπίδρασης στο πλαίσιο γεγονότων επικοινωνίας είναι
οι πρώιμες συνεισφορές του υ . ΟαιηρβΓζ (1973), οι οποίες
εστιάζουν στις γλωσσικές επιλογές και τους γλωσσικούς πε­
ριορισμούς που διέπουν τις κοινωνικές περιστάσεις και τους
οποίους μοιράζονται τα μέλη της ίδιας γλωσσικής κοινότητας
(βλ. παρακάτω). Επίσης, οι μελέτες της δ. ΕΓνϊη-Τπρρ (1964)
γύρω από τους κοινωνιογλωσσικούς κανόνες, καθώς και τα
26 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

πορίσματα της ανάλυσης των συνομιλιών που συνδέεται με


τα ονόματα των 5α(±δ (1972) και 5ο1ιε£ΐοίί (1972). Η έμφαση
στις γλωσσικές ανταλλαγές ανάμεσα στους ομιλητές στις
οποίες στηρίζεται αυτή η αλληλεπιδρασιακή (ΐηΙεΓβοΐίοηβΙ)
προσέγγιση της επικοινωνίας τη διαφοροποιεί από τη συσχε-
τιστική (οοιτεΐαΐΐοηβΐ) κοινωνιογλωσσολογία που έχει ως κύ­
ριο εκπρόσωπό της τον ία&ον (πρβ. Οικηρετζ & Ηγιηεδ, 1972:
17).4
Ο νέος κλάδος της κοινωνιογλωσσολογίας φαίνεται να συ­
γκροτείται με βάση τη μεθοδολογική -και όχι μόνο- αντιπα­
ράθεση με την κυρίαρχη γλωσσολογία. Η εκτενέστατη συζήτη­
ση γύρω από το θέμα5, δεν μπορεί εδώ παρά να συνοψιστεί
και να σχηματοποιηθεί με αφετηρία τις βασικές παραδοχές
τόσο του γλωσσολογικού δομισμού όσο και της γενετικής
γλωσσολογίας τις οποίες αμφισβήτησε η κοινωνιογλωσσολο­
γία.

1.2. ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ:


Η ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

/Η βασικότερη διάκριση που εισηγήθηκε ο |53.η880Γ6 (1979


[1916]) για την περιγραφή της γλώσσας είναι αυτή ανάμεσα
στην ορατή πλευοά τικ γλώσσας, δηλαδή στην ομιλία -ίιχβφη
της γλώσσας (ρδτοίε), και στην αφηρημένη πλευρά της γλώσ­
σας που ενυπάρχει ως σύστημα σημείων στη συνείδήστΓτών
ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας, δηλαδή στο σύστημα ή
δομή της γλώσσας (1αη§ιΐ€). Προτείνοντας-τη διχοτομία αυτή ο
^^^αιΐδδΐίΓε προβάλλει την αναγκαιότητα διάκρισης ανάμεσα στην
«εξωτερική γλωσσολογία», που θα επικεντρώνει το ενδιαφέ­
ρον της στη χρήση της γλώσσας, και την «εσωτερική γλωσ-
^ V σολογία», που θα επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στο γλωσ-
σικό σύστημα.
\ Δύο από τις πιο βασικές θέσεις της εσωτερικής δομικής
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ _________________________27
Α

γλωσσολογίας είναι αυτές της αυτονομίας και της ομοιογέ-:^ ^


-νειας,του γλωσσικού συστήματος (1αη§ιιε). "
Σύμφωνα με την αρχή της αυτονοίιίαα. το γλωσσικό σύ-Λ
στημα οργανώνεται κυρίως με]3δση το χαρακτηριστικό της
διπλής άρθρωσης: οι μονάδες της β' άρθρωσής, δηλαδή οι |
μονάδες ήχου χωρίς νόημα αλλά με διακριτική λειτουργία, /
συνδυάζονται μεταξύ τούς και δίνουν τις μονάδες με νόημα '
της α' άρθρωσης. Οι μονάδες και των δύο αρθρώσεων συ­
σχετίζονται μεταξύ τους με βάση δύο ειδών σχέσεις: τις συ­
νταγματικές σχέσεις συνεμφάνισης (ϊη ρτ&εδεηΐϊ&) και τις πα­
ραδειγματικές σχέσεις υποκατάστασης (ϊη αβχεηΐίβ). Κατά συ-
νέπεια7 κάθε στοιχείο~τοΐΓγλίοσσΓκού συστήματος (σε κάθε
επίπεδο της γλωσσικής ανάλυσης) ορΙζΕτάΤμέσω [ων παρα­
δειγματικών και συνταγματικών σχέσεων τις οποίες συνάπτει
με τα υπόλοιπ<Γγλωσσικά1ττόιχεία. Με άλλα λόγΐαΓ τα γλωσ- \ φ
σικά στοιχεία αλλήλοκαθόοίΕονται και η γλώσσα συλλαμβά- I
νεται ως αυτοδύναμη οντότητα, μη προσδιοριζόμενη ή επηρε- ^
αζόμενη από εξωγλωσσικούς παράγοντες.
Σύμφωνα με την αρχή της ομοιογένειας το γλωσσικό σύ­
στημα ενυπάρχει με τον ίδιο τρόπο στον εγκέφαλο τωνΊρ^δν
μ^ας~γΧω5σ»^ Δηλαδή, κάθε ομιλητής φέρει τα
ίδια ψυνολονικά αποτυπώματα του γλωσσικού συστήματδςΓ
Στο πλαίσιο της γενετικής γλωσσολογίας που εισήγήθηκε ο
Οιοπΐ5ΐίγ (βλ. ενδεικτικά ΟιοπίδΙίΥ, 1965), θα μπορούσαν να '
αναζητηθούν αναλογίες με τη διάκριση του δ&ιΐδδΐιτε ανάμεσα
σε ράτοίε και ΐ9η§ιιε. Ειδικότερα, η γλωσσική επιτέλεση (ΙίίΡ
§ΰϋϊι^ρ6ΐΐόπη3ηο6), έννοια σχεδόν ΐ^5δυναμή^ΙΓτην~ραΓ0ΐε
του δβίΐδδΐιτε, αναφέρεται στη γλωσσική συμπεριφορά
κρίμένων όμιλητών σε δεδομένες επικόΐνωνιακέ;: περιστάσεΐι
Αντίθετα, η έμφυτη γλίοσσική ικανότητα (Ίΐηβιιΐδΐίο οοπιρε-
ΐεηοε), έννοια ανάλογη με τη ΐ3η§ιιε του δώδδΐίΓε, αναφέρεται
στη^ γνώση του γλωσσικού συστήματος από τους φυσικούς
ομιλητές
Γ
του.
1 - Ξί— -— -------.
~~ Ί
~^Όι ίέσεις περί αυτονομίας και ομοιογένειας του γλωσσι-
28 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

κού συστήματος διατηρούνται και επιτείνονται στο πλαίσιο


της γενετικής γλωσσολογίας. Ειδικότερα, η αυτονομία του
γλωσσικού συστήματος κορυφώνεται με την τυποποίηση/μα-
θηματΐκοποίηση της γλωσσικής ικανότητας και της δημιουρ-
γικότητάς της: διακρίνονται φραστικές και λεξικές κατηγο-
ρΧες οΓ οποίες τροφοδοτούν ένα σύστημα περιορισμένων γε­
νετικών κανόνων επαναγραφής από τους οποίους παράγεται
απειρία προτάσεων. Επιπλέον, αντικεΐμενο'της γλωσσολογίας
θεωρείται η γλωσσική ικανότητα ιδανικών μεμονωμένων ομι-
λητών και ακρααΐίάν (των οποίων η επιτέλεση ουσιαστικά
αποτελεί απευθείας αντανάκλαση της γλωσσικής τους ικανό­
τητας), οι οποίοι ζουν σε μια ομοιογενή γλωσσική κοινότητα
με αδιαφοοοποίητο κώδικα, ανεπηρέαστοι άπό γ^μμΠτίκως
μη συναφείς παράγοντες (π.χ., ψυχολογικούς και κοινωνι­
κούς).
Ή βέση περί της ομοιογένειας του γλωσσικού συστήματος
και της ομοιογενούς, αδιαφοροποΤητης^λώσσίκής ικανότητας
συνδέεται άμεσα και με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης (ΙηίΓΟ-
«ρβοΐΐοη) που χρησιμοποιείται από τούς^ΕνεΙίκσύςγλωσσο-
λόγους για τη συλλογή γλωσσικού υλικού: η επιτέλεση για
τον ιδανικό ομιλητή6 αποτελεί απευθείας αντανάκλαση της
γλωσσικής του ικανότητας, δηλαδή του ομοιογενούς αφηγημέ­
νου συστήματος κανόνων που έχει στο νου του. Κατά συνέ­
πεια, η γλωσσική παραγωγή του θα μπορούσε να χρησιμοποι­
ηθεί ως γλωσσικό υλικό, η ανάλυση του οποίου θά μας οδη­
γούσε στην ανακάλυψη του αφηρημένου αυτού συστήματος
κανόνων. Η επιτέλεση όμως των μη ιδανικών, φυσικών ομι­
λητών υπόκειται σε ποικίλους (ψυχολογικούς) περιορισμούς
(κούραση, συναισθηματική φόρτιση, απροσεξία, περιορισμοί
της μνήμης κτλ.), αλλά και καθορισμούς (κοινωνικούς, γεω­
γραφικούς, της επικοινωνιακής περίστασης κτλ.). Έτσι, οι
γλωσσολόγοι συνήθως προτιμούν να αυτοαναλύονται, να εν-
δοσκοπούν τους εαυτούς τους -ή, το πολύ, να συμβουλεύο­
νται και τους συναδέλφους τους- θεωρώντας προφανώς τους
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 29

εαυτούς τους κοντά στον ιδανικό ομιλητή και σίγουρα ικα­


νούς να διακρίνουν το γλωσσικά σημαντικό (/καθολικό) από
το γλωσσικά ασήμαντο (/μη καθολικό) (πρβ. ΨατίΜα^Η, 1986:
2). Με τον τρόπο αυτό δεν τίθεται θέμα συσχέτισης κοινω­
νίας, πολιτισμού και γλΜππι.νής ι,^πνότητπς και η μελέτη του
λόγου στην κοινωνική πραγματικότητα καθίσταται περιττή.

1.3. Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Η κοινωνιογλωσσολογία και συναφείς κλάδοι, όπως η εθνο­


γραφία της επικοινωνίας, έρχονται σε άμεση ή έμμεση αντι­
παράθεση με τις παραπάνω θέσεις του κυρίαρχου γλωσσολο-
γικού ρεύματος. Χαρακτηρίζονται από τη θέση ότι η δομή
των γλωσσών δεν είναι αυτόνομη και ομοιογενής, αλλά καθο­
ρίζεται από τις λειτουργίες που οι γλώσσες επιτελούν στις
κοινωνίες όπου χρησιμοποιούνται (πρβ. ίγοηδ, 1995: 249). Ο
ία&ον (1971α) διατύπωνε τις επιφυλάξεις του για τον όρο
κοινωνιογλωσσολογία, τον οποίο θεωρούσε πλεοναστικό, πα­
ρατηρώντας εύλογα ότι ο όρος αυτός υπονοεί ότι θα μπορού­
σε να υπάρχει μια αποτελεσματική γλωσσολογική θεωρία ή
πρακτική χωρίς να είναι κοινωνική, ενώ' ο Η ϋ Γ ΐά (1973)
υποστηρίζει ότι η έννοια της κοινωνιογλωσσολογίας συνεπά­
γεται μια αυθεντική κοινωνιοσημειωτική γλωσσολογία.
Επιχειρώντας να κωδικοποιήσουμε με σχηματικό τρόπο την
^αντιπαράθεση ανάμεσα στην κοινωνιογλωσσολογία και την κυ­
ρίαρχη γλωσσολογία, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στην
αυτονομημένη και τυποποιημένη γλωσσική ικανότητα του κυ-
\ ρίαρχου γλωσσολογικού ρεύματος αντιτάσσεται η επικοινωνια-
χή ικανότητα (οοιηιηυηϊοαΐίνε οοπιρείεηοε, βΤ. Ηγτηε5, Γ974>,"
ενώ"ΐΤΓΓ^ ομοιογένεια του γλωσσικού συστήματος και της
γλωσσικής κοινότητας αντιτάσσεταΙΊι ;ΓθίΧί1(5τ??ΓαΤν^βΐ:ϊοη)
(βλ. ίβ&ον, 1972α). —
Η γλωσσική μας ικανότητα είναι εξοπλισμένη με τις δυνα-
30 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

τότητες που μας παρέχει το γλωσσικό σύστημα. Δεν επαρκεί


όμως μόνο το γλωσσικά δυνατό. Απαιτείται και η διάγνωση
"■της καταλληλότητας της κοινωνικοπολιτισμικής περίστασης.
Πολλά προϊόντα του λόγου είναι από τη σκοπιά του συστή­
ματος εφικτά και, επομένως, γραμματικώς ορθά, όχι όμως κα­
τάλληλα για μια συγκεκριμένη περίσταση. Η επικοινωνιακή
ικανότητα περιλαμβάνει ακριβώς και τη συνεκτίμηση μη γλωσ­
σικών δεδομένων για την αποτελεσματική χρήση της γλώσσας.
Έτσι, με τον όοο \επικοινωνιθ2ίίυ-κανοττιτα ΊΚ'νοούαε τιτν ι^α-
(,/νότητα που έχσσνδι ομιλητές όχι μονο να παράγουν και νο|
^ψ κατανοούν γραμματικά ορθό προϊόν, αλλά και να γνωρίζου^
| τις κοινωνικές συνθήκες χρήσης του οι οποίες προσδιορίζοΙ·
1 νται από παράγοντες όπως: ποιος μιλάει, σε ποιον, πού, με
^ ποιο σκοπό, για ποιο θέμα καΓμέϋω ποΐΟυ δΐαύλου. Η επι4
\κοινωνιάκή ικανότήτάΐτέρικλείει τη γλωσσική ικανότητα αντί\
να περιορίζεται σ’ αυτήν.
V Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο (μεταφρασμένο) συνομιλια-
κό απόσπασμα λόγου από δυτικούς Αρειοίιε των ΗΠΑ που πα­
ραθέτει ο Τσιτσιπής (1995: 65-6):
ί

Α: Τι κάνεις, φίλε μου, πώς πας;


Β: Έχω πονοκέφαλο.
Γ: Άα! Πρέπει να πας στο γιατρό, μου φαίνεσαι χλομός.

Όπως παρατηρεί ο Τσιτσιπής, ο διάλογος αυτός για τους


δυτικούς Αρ&άιε θα αποτελούσε βαθύτατη προσβολή, αν δεν
πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο αστείου. Το να επιχειρεί κά­
ποιος να διεισδύσει απροκάλυπτα στην ιδιωτική-προσωπική
σφαίρα του άλλου αποκαλώντας τον με ευκολία φίλε μου ή
σχολιάζοντας στοιχεία της υγείας του αποτελεί σοβαρή παρα­
βίαση πολιτισμικής νόρμας. Επιπλέον, κατευθυντικές γλωσσι­
κές πράξεις του τύπου Πρέπει να πας στο γιατρό, οι οποίες
είναι αυτονόητες για τη λευκή δυτική κοινωνία, δεν γίνονται
αποδεκτές από τους Αμερινδιάνους, διότι κανένας δεν θεωρεί-
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 31

ται φορέας της απόλυτης αλήθειας και κανένας δεν έχει το δι­
καίωμα να ασκεί εξουσιαστικό και ηγεμονικό λόγο στον άλλο.
Επίσης, είναι ενδιαφέρον να έχοΰμέ~υπόψη ότι υπάρχουν
περιστάσεις και κοινωνικοί ρόλοι οι οποίοι απαιτούν την πα­
ραγωγή σκοπίμως λανθασμένου γραμματικά προϊόντος, ώστε
να λειτουργήσει το λάθος αυτό ως κοινωνικός ενδείκτης του
συγκεκριμένου ρόλου και της συγκεκριμένης περίστασης: στην
κοινωνία Βιιηιηάΐ της Αφρικής, τα μέλη της άρχουσας τάξης
των ευγενών πρέπει σε κάποια δημόσια περιβάλλοντα νάπα­
ραγάγουν λόγο με μικρά γραμματικά λάθη, με μοναδικό σκο­
πό να δείξουν ότι η κοινωνική τους ταυτότητα βρίσκεται υπε-
ράνω της ανάγκης προσήλωσης στο ορθό λεκτικό προϊόν (βλ.
ΤσιτσιπήςΓΐ995ΪΊ>9).
Φαίνεται λοιπόν ότι το αντικείμενο της γλωσσολογίας
όπως προσδιορίζεται από τον Ο ιοιπι&υ, η μελέτη δηλαδή της
γλωσσικής ικανότητας ιδανικών μεμονωμένων ομιλητών και
ακοοάτών. είναι ϋαιτέλ^ καθώς δεν συνυπολογίζονται οι κοι­
νωνικές συντεταγμένες που συντελούν στην~τελική επιλογή
του γΐώσσϊκσύ'πόο'ίόντος (για τα παραπάνω, πρβ. Τσιτσιπή,
1995: 68-69, ΐί).
Η έννοια της επικοινωνιακής ικανότητας, συμπληρώνο­
ντας τη γλωσσική ικανότητα καΤ τη γλωσσολογική θεωρία με
τις παραμέτρους της κοινωνικής ποικιλότητας, όδήγέί αναπό-
φευκτα και στην αμφισβήτηση της θέσης περί ομοιογένειας
του γλωσσικού συστήματος (: η γλώσσα ως σύστημα είναι
ίδια και απαράλλαχτά κατανεμημένη στο νου των ομιλητών)
και, κατά συνέπεια, της ομοιογενούς αδιαφοροποιητης γλωσ­
σικής κοινόττιτας (: όλα τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας
διαθέτουν το ίδιο ακριβώς γλωσσικό σύστημα). Όπως παρα- , / '
τηρεί ο Λν3πΰιαιΐ£ΐι (1986: 5), η ευδιάκριτη σε όλους γλωσσική
ποικιλότητα7 δημιουργεί σημαντικά προβλήματα σε όσους γ
προσπαθούν να αποδείξουν ότι στον βαθύτερο πυρήνα της η ι
γλώσσα είναι οαοιογενήζ και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να
περιγράφει με κατηγορικούς κανόνες (ο&ΐε§οηα1 πι1ε$), κανό-
32 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

νες δηλαδή που προσδιορίζουν με απόλυτη ακρίβεια τι είναι


και τι δεν είναι γλωσσικά δυνατό. Πολύ συχνά παρατηρούμε
μικρότερες ή μεγαλύτερες αποκλίσεις και ασυνέπειες στους
κατηγορικούς κανόνες που ποοτείνονται. Οι ομιλητές μπορεί
να χρησιμοποιούνπότε τη μία και πότε την άλλη παραλλαγή.
Μ’ άλλα λόγια, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει δυνατότητα πολ­
λαπλών επιλογών λόγω της ποικιλότητας, εγγενούς χαρακτη­
ριστικού της γλώσσας σύμφαΚΓοτΡττον^Γιπϋιαιι§1ι (ό.π.: 372),
και ότι οι ομιλητές κάνουν συνεχή χρήση αυτής της δυνατό­
τητας. Κανένας δεν μιλάει διαρκώς με τον ίδιο τρόπο, αλλά
αντίθετα αξιοποιεί τις λεπτές αποχρώσεις που του προσφέρει
η γλώσσα για ποικίλους σκοπούς.
^ ΔημιουργεΙίάί έτσΐ το έξής παράδοξο: από τη μια, πολλοί
, γλωσσολόγοι προσεγγίζουν τη γλώσσα ως μία ομοιογενή οντό-
/ τητα και τους ομιλητές ως ικανούς να ελέγχουν μΙοΓμδνοΙτοι-
^ κιλία. ΟΓγλωσσολόγοι αυτοί επιχειρούν να ανάκαλύψουν τη
Υ^νλωσσική ικανότητα όχι πραγματικών αλλά ιδανικών ομιλη-
τών, όπως θα ήθελε ο Οιοηΐ5ΐςγ, δηλαδή ομιλητών που θεώ-
ί/γν νται αφαιρετικά νά'παράγουν έξω από τις κοινωνικές τριβές
σε μια πλήρως ομοιογενή γλωσσική κοινότητα το σωστό γραμ-
____ματίκό προϊόν, φτάνοντας έτσι σε ΐσ^ρε^Βεωρητΐΐ^ς^γενι-
^'^κεύσεις (βλ. και Τσιτσιπής, 1995: 62-63, 74). Απ’ την άλλη, αυ­
τό που παρατηρείται στην πραγματικότητα είναι η μεγάλη
ποικιλότητα και η ανυπαρξία ομιλητών που χρησιμοποιούν
{(κμία μόνο ποικιλία. Κατά συνέπεια, η ίδια γλωσσική κοινότη-
τα8 δεν διακρΤνεται από ομοιογένεια αλλά από ποικιλία
γλωσσικών συμπεριφορών και διαφορετικών στάσεων προς
αυτές τις συμπεριφορές. Η αφαιρετική γλωσσολογική θεωρία
δεν αγνοεί βέβαια την ύπαρξη γλωσσικής ποικιλότητας· τη θε­
ωρεί όμως προϊόν των ατομικών παρεκκλίσεων από το ιδα­
νικό πρότυπο στο επίπεδο της επιτέλεσης. Έτσι, εξορίζονται
οι κοινωνικοί παράγοντες από τη μελέτη της γλώσσας, συ-
μπαρασύροντας με αυτό τον τρόπο τα ζητήματα που αφορούν
όλες τις κοινωνικο-πολιτισμικές διαστάσεις της σχέσης γλώσ-
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 33

σας και γνώσης. Η διάκριση, επομένως, ανάμεσα σε ικανότη­


τα και επιτέλεαη-δεν έχει άλλο σκοπό από το να επιτρέψει
στους-γλωσσολόγους να αποκλείσουν δεδομένα που είναι δύ­
σκολο να τα χειριστούν ίποβ. ΤϋΗον 107ΐη·
Για την ταξινόμηση τηφΑχοσσικής ποικιλότητας\έχει προ-
ταθεί (πρβ. Η&1Ηά&γ & Ηβδθΐι, 1985) η διάκριση ανάμεσα σε
γλωσσικές ποικιλίες «ανάλογα με το χρήστη» και «ανάλογα
με τη χρήση», με τις οποίες θά ασχοληθούμε εκτενέστερα στο
επόμενο κεφάλαιο. Οι πρώτες προσδιορίζονται και ταυτοχρό-
νως δηλώνουν τα γεωγραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά
των ομιλητών. ΠρόκειταΓ, μ’ άλλα λόγια, για τις γεώγραφϋ&ς
διαλέκτους και τις κόΐνωνίολέκτϋυς. Οι δεύτερες προσδιορί­
ζονται ®Τ0 τις διαφορετικές^περιστάσεις επικοινωνίας στο
πλαίσιο των ίδιων διαλέκτων ή κοινωνιολέκτων και αποτε-
λούν τις λειτουργικές ποικιλίες (άίαΐγρίο-ίυηοΐίοηει1 νβπεΐϊεδ/
Γε§ΐ8ΐεΓ8).
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε, ακολου­
θώντας την ειρωνική διατύπωση του Ντάλτα (1989: 564), ότι
η γλωσσική ικανότητα είναι στοιχείο του ανθρώπου πριν από
τήνΤΐτώση του, ενώ η ^γλωσσική επιτέλεση και γενικότερα η
επικοινωνιακή ικανότητα εντάσσεται στο χώρο της Πτώσης.
Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι η ανάδειξη
της γλωσσικής ποικιλότητας, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδε-
μένη με την κοινωνικήποιοαλότητοι,'·αναιιόφευκτα φέρνει στο
προσκήνιο και την «5ινωνική ανισότητα:\σοι και όσες δεν
μιλούν ή δεν θέλουν νΰΤμιλυύν ιην-πς&ΐΰπ,ΐ] γλώσσα των με­
σαίων ή ανώτερων στρωμάτων ανήκουν στο κοινωνικό περι­
θώριο και δεν απολαμβάνουν τα οφέλη που καρπώνονται οι
ομιλητές της πρότυπης γλώσσας. Κατά συνέπεια, ο κοινωνιο-
γλωσσολογικός λόγος, ο οποίος δεν αναγνωρίζει περισσότερα
δικαιώματα στην πρότυπη γλώσσα απ’ ό,τι στις άλλες ποικι­
λίες, είναι λόγος πολιτικός. Πολλοί δε κοινωνιογλωσσολόγοι
ενδιαφέρθηκαν για τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του
’60, που διεκδικούσαν μεταξύ άλλων τα γλωσσικά δικαιώμα-
34 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

τα των γυναικών, των μαύρων, των προερχόμενων από τα


κατώτερα κοινωνικά στρώματα (πρβ. (ΤαηιεΓοη, 1985: 23 κ.α.).
Η «ρήξη» -όπως την αποκαλεί η Βουίεΐ- (1984)- της κοι­
νωνιογλωσσολογίας και των συναφών της κλάδων με το κυ­
ρίαρχο γλωσσολογικό ρεύμα εντοπίζεται και στον ενδοσκοπι-
κό τρόπο συλλογής γλωσσικού υλικού. Οι γενετικοί γλωσσο­
λόγοι καταφεύγουν στη γλωσσική τους διαίσθηση προκειμέ-
νου να κρίνουν τη γραμματική ορθότητα προτάσεων που οι
ίδιοι κατασκευάζουν για να στηρίξουν την επιχειρηματολογία
τους για τους υποκείμενους (καθολικούς) κανόνες. Η μέθοδος
αυτή εγκυμονεί κινδύνους: ο γλωσσολόγος που μελετάει τη
γλωσσική του διαίσθηση, παράγει ο ίδιος και τα δεδομένα και
τη θεωρία μιας γλώσσας. Έτσι, ορισμένες φορές ο πραγματι­
κός του στόχος δεν είναι η περιγραφή της γλώσσας, αλλά η
υποστήριξη, μέσω κατασκευασμένων παραδειγμάτων -παρα­
δειγμάτων προερχόμενων από τη διαίσθησή του-, της θεωρη­
τικής του πρότασης για τη γλώσσα. Και στο βαθμό που η διά­
σωση μιας θεωρητικής πρότασης εξαρτάται από τη γραμματι­
κή ορθότητα ορισμένων μόνο παραδειγμάτων και όχι κά­
ποιων άλλων, είναι δυνατόν, με την κατάχρηση της ενδοσκο-
πικής μεθόδου, να οδηγηθούμε ακόμη και σε ρυθμιστικές στά­
σεις, όπως αυτές που χαρακτήριζαν την παραδοσιακή γραμ­
ματική. Επιπλέον, η ενδοσκοπική μέθοδος περιορίζει το γλωσ­
σολόγο στο γραφείο του, όπου μαζί με λίγους πληροφορητές
επεξεργάζεται αυτό που ήδη ξέρει για τη γλώσσα, χωρίς να
επιχειρεί να καταγράψει και να αναλύσει το λόγο μέσα στην
κοινωνική πραγματικότητα, τη γλωσσική ποικιλότητα και πο­
λυμορφία, το πώς δηλαδή οι γλώσσες ζουν στο στόμα των
ομιλητών τους, κάτι που -δυστυχώς ή ευτυχώς- δημιουργεί
προβλήματα στην τυποποίηση.
Συνεπώς, οι αφαιρέσεις στις οποίες προβαίνει η «εσωτερι­
κή γλωσσολογία» προκειμένου να μελετήσει το γλωσσικό σύ­
στημα (αφαίρεση από τις περιστάσεις επικοινωνίας, από τα
κοινωνικά χαρακτηριστικά και την ταυτότητα των ομιλητών,
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 35

από τον τόνο και το περιεχόμενο της γλωσσικής αλληλεπί­


δρασης) καταλήγει σε μία ιδιότυπη κανονιστική αντίληψη για
την ίδια τη χρήση της γλώσσας (βλ. σχετικά και Κατή & Κον-
δύλη, 1999). Υπάρχει, μ’ άλλα λόγια, ο κίνδυνος η γλώσσα
των κλασικών συγγραφέων, που αποτελούσε το γλωσσικό
υλικό των παραδοσιακών γραμματικών, να αντικατάσταθεί
από την πρότυπη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι γλωσσολό­
γοι και μόνο από αυτή.
Για την κοινωνιογλωσσολογία, επομένως, η μελέτη της
γλώσσας ταυτίζεται με την ανάλυση της ομιλίας των ανθρώπων
σε πραγματικές περιστάσεις επικοινωνίας. Ο Ι^βον -αναμ­
φισβήτητος εκπρόσωπος του «σκληρού πυρήνα» της κοινωνιο­
γλωσσολογίας- στηριζόμενος σΓμίά δομΐκή'γλα»σσολογική προ­
οπτική μελετάει τη μεταβολή και την ποικιλία μέσα από τη διε-
ρεύνηση κυρίως των φωνολογικών και μορφολογικών δεδομέ­
νων του συστήματος. νΟ Ηβ11ίάαγ, ως εκπρόσωπος του σύγχρο­
νου γλωσσολογικού λειτουργισμού, μολονότι διατηρεί τη διά­
κριση ανάμεσα σε λεξικογραμματικό σύστημα και κοινωνικό
συμφραστικό πλαίσιο, θεωρεί άρρηκτα συνδεδεμένα τα δύο συ­
στήματα και αποσκοπεί σε μία διαλεκτική θεωρία για την ίδια
τη γλώσσα.
Τα παραδείγματα των δύο αυτών σημαντικών μελετητών
είναι ενδεικτικά του γεγονότος ότι ο ορισμός της σχέσης
γλώσσας και κοινωνικών παραγόντων εξαρτάται από τις δια­
φορετικές θεωρητικές προκείμενες που υιοθετεί κάθε φορά η
γλωσσολογική μελέτη.

1.4. Σ χέση γλωςςας και κοινωνίας

&ασημάναμε ήδη ότι ο βαθμός αμφισβήτησης της κοινωνιο-


γλωσσολογίας προς το κυρίαρχο γλωσσολογικό ρεύμα εξαρ-
τάται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικά ρεύ­
ματα αντιμετωπίζουν τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας, και πιο
36 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

συγκεκριμένα από την έμφαση που δίνουν στην επίδραση των


εξωγλωσσικών (στην περίπτωσή μας, των κοινωνικών-πολιτι-
σμικών) παραγόντων στη γλώσσα.
Οι .αχέοΕίς που μπορεί να αναπτυχθούν μεταξύ γλώσσας
^αχι^ο^^^ να διατυπωθούν σχηματικά ως εξής
(πρβ. ν3Γ(ίιαιΐ£ΐι, 1986: 10-11):
1. Η κοινωνική δομή επηρεάζει ή και καθορίζει τη
γλωσσική δομη και συμπεριφορά, όπως δείχνουν έρευνες
που επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο της γεωγραφικής,
κοινωνικής και εθνικής προέλευσης, του φύλου, της ηλι­
κίας αλλά και της κοινωνικής ισχύος στην επιλογή γλωσ­
σικών ποικιλιών.
2^Μ γλωσσική δομή και/ή συμπεριφορά μ&οβεί να
^επηρεάσει ή και να καθορίσει την κοινωνική δομή. Αυτή η
θέση υποστηρίζεται από τη θεωρία της γλωσσικής σχετι­
κότητας των δαρΐΓ & ΨΗοιί, σύμφωνα με την οποία οι
κατηγοριοποιήσεις που γίνονται στο πλαίσιο μιας γλώσ­
σας κατευθύνουν τη σκέψη των μελών μιας γλωσσικής
κοινότητας να αντιληφθεί τον κόσμο με έναν συγκεκριμέ­
νο τρόπο και όχι με κάποιον άλλο: η γλώσσα είναι φο­
ρέας κοσμοθεωρίας.
3. Γλώσσα και κοινωνία, γλωσσική και κοινωνική συ­
μπεριφορά βρίσκονται σε διαρκή σχέση αλληλεξάρτησης
και αλληλεπίδρασης, όπως μπορεί να υποστηριχθεί από
μια μαρξιστικού τύπου προσέγγιση (πρβ. Οίίϋηατ, 1976).
4. Μεταξύ γλώσσας και κοινωνίας δεν παρατηρείται
καμιά σχέση. Σε μια τέτοια μη κοινωνική κατεύθυνση κι­
νείται η γλωσσολογία που προτείνει ο Οιοπίδ&Υ.

Οι σχέσεις που καταγράφονται στις παραγράφους 1, 2 και


3 προκρίνουν διαφορετικές αντιλήψεις για την ίδια τη γλώσ­
σα και την επικοινωνιακή της διάσταση. Προκειμένου να γί­
νουν κατανοητές αυτές οι σχέσεις θα σχολιάσουμε πιο αναλυ­
τικά την παραπάνω σχηματική κατηγοριοποίηση.
Σύμφωνα με τη θέση που προβάλλεται στην 1η παράγρα­
φο, οι περισσότερες συσχετιστικές μελέτες θεωρούν ότι η βά­
ση της κοινωνικής δομής αντανακλάται στις γλίοσσικές πρα­
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 37

κτικές και κατά συνέπεια και στα ίδια τα γλωσσικά δεδομένα.


Απ’ αυτή την άποψη οι κοινωνικές κατηγορίες (οι κατηγορίες
φύλο, ηλικία, εθνότητα, κοινωνική τάξη ή στρώμα) θεωρού­
νται ανεξάρτητες μεταβλητές, ενώ οι γλωσσικές μονάδες (κυ­
ρίως από τα επίπεδα της φωνολογίας και της μορφολογίας)
θεωρούνται εξαρτημένες μεταβλητές. Έτσι, στην ουσία η
γλώσσα αντιμετωπίζεται ως εργαλείο για τη μετάδοση πληρο­
φοριών σχετικά με τους ομιλητές και το κοινωνικό τους πε­
ριβάλλον. Με τη συσχέτιση των δύο μεταβλητών μπορεί να
αποκαλυφθεί η συμμεταβολή της γλωσσικής και της κοινωνι­
κής δομής.
Αυτή είναι και η πιο συνηθισμένη εκδοχή, η οποία μπορεί
να γίνει δεκτή απ’ όλους χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ωστό­
σο, ο ίδιος ο ίειβον (1971β) τονίζει ότι δεν πρέπει να υπερε-
κτιμάται η σημασία των κοινωνικών παραγόντων, εφόσον η
κοινωνική δομή και η γλωσσική δομή δεν αλληλεπικαλύπτο-
νται, και ότι το μεγαλύτερο μέρος των γλωσσικών κανόνων
είναι ανεξάρτητο από τις κοινωνικές αξίες εφόσον οι κοινω­
νικοί παράγοντες επηρεάζουν συχνότερα τις γλωσσικές μετα­
βλητές που βρίσκονται πιο κοντά στη δομή επιφανείας.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η θεώρηση της
σχέσης γλώσσας-κοινωνίας, όπως διατυπώνεται στην 1η πα­
ράγραφο, μπορεί να συσχετιστεί με την αντίληψη της γλώσ­
σας ως εποικοδομήματος που αντανακλά την κοινωνική και
οικονομική δομή. Στην επισκόπηση του θέματος της γλώσσας
ως εποικοδομήματος μέσα από μία μαρξιστική προοπτική της
κοινωνικής γλωσσολογίας οι Ματοείΐεκΐ & Οατάίη (1974) δεν
υιοθετούν αυτή τη μηχανιστική αντίληψη. Καταλήγουν στη
διαπίστωση ότι η γλώσσα είναι «αντανάκλαση της αντανά­
κλασης»: η γλώσσα αντανακλά έμμεσα τον κόσμο και την
ιστορία, εφόσον είναι αντανάκλαση της γλωσσικής δραστη­
ριότητας, η οποία με τη σειρά της είναι αντανάκλαση του κό­
σμου. Η κοινωνία συνδέει τη γλωσσική δραστηριότητα με δια­
φορετικές γλώσσες, διαλέκτους, κοινωνικο-επαγγελματικά πε­
38 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ριβάλλοντα, περιστάσεις επικοινωνίας κτλ. Έτσι, οι κανόνες


της γραμματικής αποτελούν ιδεολογική αναπαράσταση της
γλωσσικής δραστηριότητας. Ο ΟΐίΐιπβΓ (1978), συνοψίζοντας
τη μαρξιστική προοπτική, προτείνει ως αντικείμενο της-χοι-
^νωϊΐργλωσσολογίας την ε£έταοΐυικ:_αλλΏλεπίδοασης γλωσσι­
κής και κοινωνικής συιιπεοιφοοάς^ Επομένως, η θεώρηση της
αλληλεπίδρασηςκοινωνικού και γλωσσικού εστιάζει στη θε-
ματοποίηση γενικότερα της γλωσσικής δραστηριότητας και
όχι απλώς στη σύνδεση στοιχείων του συστήματος με κοινω­
νικά δεδομένα, όπως προτείνει η θέση της 1ης παραγράφου.
Μπορούμε λοιπόν να διαπιστώσουμε ότι αυτό που κάνει
ορατές τις αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα σε κοινωνικό και
γλωσσικό είναι η μεσολάβηση της σημασίας και της γλωσσι­
κής δραστηριότητας, δηλαδή ενός επιπέδου ευρύτερου από τις
μονάδες του γλωσσικού συστήματος.
Η θεματοποίηση της γλωσσικής-κοινωνικής δραστηριότη­
τας συναντάται σε πολλές διαφορετικές παραδόσεις έρευνας
(φιλοσοφία της γλώσσας, ιστορική γλωσσολογία, εθνογραφία
της επικοινωνίας, εθνομεθοδολογία, ανθρωπολογία της γλώσ­
σας, κοινωνική σημασιολογία, κριτική ανάλυση, λόγου κ.ά.).
Αυτά τα ρεύματα συνεισέφεραν στη «ρήξη με την κυρίαρχη
γλωσσολογία», και αναπτύχθηκαν σε αντιπαράθεση με την τά­
ση πραγμοποίησης της θετικιστικής κοινωνιολογίας, θέτοντας
παράλληλλα σε σοβαρή αμφισβήτηση την απόσπαση των
γλωσσικών παραγωγών από το κοινωνικό τους πλαίσιο.
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, συχνά εγείρεται και μια διατύ­
πωση που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη θέση ότι η γλώσ­
σα αντανακλά την κοινωνία, η οποία υποστηρίζει ότι η γλώσ­
σα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική δομή (2η παρά­
γραφος).
Παίρνοντας αφορμή από τη διαπίστωση ότι ο σύγχρονος
γλωσσολογικός φορμαλισμός αρνείται ρητά τη δυνατότητα να
συγκροτηθεί θεωρία της γλώσσας στη βάση της επικοινωνια-
κής της διάστασης (4η παράγραφος), θα αναφερθούμε σύντο­
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 39

μα σε θεωρήσεις της γλώσσας που κινούνται στο πλαίσιο του


σύγχρονου λειτουργισμού. Βασική θέση του λειτουργισμού εί­
ναι η άμεση συσχέτιση των εσωτερικών χαρακτηριστικών του
συστήματος με το εξωγλωσσικό πλαίσιο. Απ’ αυτή τουλάχι­
στον την άποψη φαίνεται ότι όλη η κοινωνιογλωσσολογία θα
έπρεπε να είναι λειτουργιστική. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο
ία&ον (1987) επιδεικνύει σκεπτικισμό στα παραδείγματα του
λειτουργισμού, τα οποία κρίνει ότι έχουν μεγάλο βαθμό ασά­
φειας και απροσδιοριστίας.

1.4.1. Ο λειτουργισμός και η θεωρία


της γλωσσικής σχετικότητας
Ποικίλα γλωσσολογικά ρεύματα, παρ’ όλες τις διαφοροποιή­
σεις τους, υιοθετούν τις αρχές του «εξωτερικού» λειτουργι­
σμού. Παρά την πολυσημία του όρου, ως «εξωτερικό» λει­
τουργισμό -για να τον διακρίνουμε από τον «εσωτερικό» δο-
μολειτουργισμό του Ιαοοβδοη και του Μαιΐίηεΐ, ο οποίος ανα-
φέρεται στις λειτουργίες που επιτελούνται στο «εσωτερικό»
του γλωσσικού συστήματος (πρβ. Βειηιΐο, 1995: 56)-, θα θεω­
ρήσουμε τις προσεγγίσεις που ευνοούν τη μελέτη της χρήσης
της γλώσσας ως εργαλείου της επικοινωνιακής αλληλεπίδρα­
σης. Η κοινή θεωρητική προϋπόθεση είναι ότι ο σκοπός τον
οποίο εξυπηρετεί η γλώσσα καθορίζει και τον ιδιαίτερο τρό­
πο με τον οποίο είναι διαμορφωμένη. Επομένως, η έμφαση
της έρευνας γιά την ανάλυση των γλωσσικών φαινομένων και
τον τρόπο με τον όποίο είναι δομημένες οι γλώσσες δεν δίνε­
ται στη δομή αλλά στη χρήση και, κατ’ αναλογίαν, στους εξω-
γλωσσικούς παράγοντες. Είναι προφανές ότι συνέπειες αυτής
της θεωρίας δεν αφορούν απλώς τη μέθοδο για τη μελέτη των
φαινομένων της γλώσσας αλλά και τις υποθέσεις περί φυλο­
γένεσης και οντογένεσης της γλώσσας και του γλωσσικού
νοήματος.10
Συζητώντας τη φυλογένεση του νοήματος, ο Χριστίδης
(1999α: 29) παρατηρεί ότι τα νοήματα δεν γεννήθηκαν από
40 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

μια στοχαστική ακαδημαϊκή θεώρηση και ανάλυση της εμπει­


ρίας, αλλά μέσα από την ενεργητική, ιστορική βίωσή της. Με
άλλα λόγια, τα νοήματα χαρακτηρίζονται από την κοινωνική
σκοπιμότητα που διαπερνά όλο τον γλωσσικό ιστό. Έτσι,
από τις άπειρες δυνατότητες γνώσης επιλέγουμε να μετατρέ­
ψουμε σε πραγματικές γνώσεις, να συμπεριλάβουμε δηλαδή
στη σημασιολογική δομή της γλώσσας μας, μόνο ό,τι αφορά
τις ανάγκες μας και τη δράση μας πάνω στα πράγματα,11 ενώ
τα υπόλοιπα τα αγνοούμε. Και η δράση μας πάνω στα πράγ­
ματα έχει το χαρακτήρα της σύμπραξης, της συνεργασίας που
οδηγεί αναπόφευκτα στη συν-ομιλία. Ο Χριστίδης αναρωτιέ­
ται (ό.π.: 30) «Γιατί δεν υπάρχει π.χ. μια λέξη με την οποία
να αναφερόμαστε (...) στο μεγάλο δάκτυλο του αριστερού
μας ποδιού και στο δεξί μας αυτί;» Η απάντησή του αναδει-
κνύει ακριβώς την κοινωνική σκοπιμότητα, τον κοινωνικό
καθορισμό και όχι την αυτονομία των νοημάτων: «Η απουσία
μιας τέτοιας λέξης -και ενός τέτοιου νοήματος- οφείλεται,
προφανώς, στην απουσία της σκοπιμότητας την οποία θα
υπηρετούσε μια τέτοια γλωσσική σήμανση» (ό.π.).
Μετά από αυτές τις επισημάνσεις μπορούμε να εξετάσου­
με αναλυτικότερα τη διατύπωση της 2ης παραγράφου, σύμ­
φωνα με την οποία η γλώσσα μπορεί να επηρεάσει την κοι­
νωνική δομή. Αυτή η διατύπωση παραπέμπει στον γλωσσικό
ντετερμινισμό, απλουστεύοντας την υπόθεση δαρίτ & ΨΗοιί.
Να θυμίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι, παρόλο που η υπόθε­
ση έχει την επωνυμία υπόθεση δαρϊτ & ΜιοΓί, η εκδοχή του
γλωσσικού ντετερμινισμού ανήκει μάλλον στον ΜιοΓί, μια
και για τον δβρϊτ η γλώσσα παίρνει μορφή μέσα στο κοινωνι­
κό σύμπαν και στη συνέχεια παρεμβαίνει στον τρόπο με τον
οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η υπόθεση του
γλωσσικού ντετερμινισμού στον Μιοιί καθιστά το ζήτημα πιο
συγκεκριμένο: δεν αφορά τόσο τη χρήση της γλώσσας, τους
τρόπους ομιλίας κτλ., όσο τις ίδιες τις γραμματικές κατηγο­
ρίες που εμπλέκονται σε κάθε γλωσσική παραγωγή (Μιοιΐ,
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 41

1956: 221· πρβ. Τσιτσιπής, 1995, ειδ. κεφ. 2.1).12 Έτσι, εμμέ­
σως πλην σαφώς, αμφισβητείται και το αξίωμα ότι όλες οι
κατηγορίες γνώσης του κόσμου είναι αντικειμενικές και ανε­
ξάρτητες από την ανθρώπινη νόηση και ότι απλώς αντικατο­
πτρίζονται στη γλώσσα (βλ. ενδεικτικά Κονδύλη, 1997: 85-
95).13
Ο Μιοιΐ προσπάθησε να αποδείξει ότι η γλώσσα διαμορ­
φώνει τους τρόπους σκέψης και τα πολιτισμικά μοντέλα και,
κατά συνέπεια, κατορθώνει να επηρεάσει και τις ίδιες τις κοι­
νωνικές δομές. Χρειάζεται ωστόσο να διευκρινιστεί πως η
κοινωνική δομή πρέπει να θεωρηθεί ότι εκφράζει τα στοιχεία
της κοινωνικής κουλτούρας, το σύστημα αξιών και τα πολιτι­
σμικά μοντέλα μιας κοινωνίας. Είναι ο πολιτισμός με την έν­
νοια που του αποδίδει η εθνογλωσσολογία, ως το σύνολο των
παραστάσεων και των εννοιών που συγκροτούν τη σφαιρική
αντίληψη που έχει έ\ας λαός για τον κόσμο, και όχι η κουλ­
τούρα των κοινωνικών ομάδων στις ταξικά διαμορφωμένες
κοινωνίες (Οΐ§1ϊο1ϊ, 1973: 25-27). Απ’ αυτή την άποψη είναι
φυσικό η θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας του Μιοιί να
τείνει να ταυτίζεται με τον γλωσσικό ντετερμινισμό (πρβ. Τσι-
τσιπής, 1995).
Ωστόσο, όπως σχολιάζουν οι μελετητές (π.χ., Ηικίδοη,
1980: 102-104· ΡοδοΜ, 1990: 63), στην υπόθεση 5&ρΐτ & Μιοιΐ
μπορούμε να διακρίνουμε δύο εκδοχές: η «ισχυρή» εκδοχή εν
ολίγοις αποφαίνεται ότι ο πολιτισμός και η γνωσιακή συμπε­
ριφορά καθορίζονται από τη γλώσσα και οι πολιτισμοί δια­
φέρουν όσο διαφέρουν και οι γλώσσες· η «ασθενής» εκδοχή
διαπιστώνει ότι ορισμένες πλευρές της κοινωνικοπολιτισμι-
κής οργάνωσης και του τρόπου θεώρησης των πραγμάτων
μπορεί να εξαρτώνται από ορισμένες πλευρές της ιδιαίτερης
γλωσσικής οργάνωσης. Η ασθενής εκδοχή είναι εμπειρικά επι-
βεβαιώσιμη και δεν φαίνεται να εγείρει σοβαρές αμφισβητή­
σεις σε οποιαδήποτε πολιτισμική και κοινωνική θεώρηση της
γλώσσας: πολλές προσπάθειες στο πλαίσιο της κοινωνιο­
42 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

γλωσσολογίας ή της εθνογλωσσολογίας προσπαθούν να κατα­


στήσουν ορατούς τους τρόπους με τους οποίους κάποια
γλωσσική κοινότητα επηρεάζεται από τη γλώσσα της, εφόσον
η γλώσσα και οι σημασίες της αποτελούν συστατικό της (βλ.
ενδεικτικά Κονδύλη, 1997).
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η εκδοχή της
σχέσης γλώσσας και κοινωνικο-πολιτισμικού πλαισίου έχει
γίνει αντικείμενο τεράστιας συζήτησης. Πρέπει όμως να πα­
ρατηρήσουμε ότι καμία εύλογη εκδοχή της δεν δίνει προτε­
ραιότητα στο γλωσσικό έναντι του κοινωνικού (πρβ. Ι-ΐιογ,
1992). Αντίθετα, τονίζεται ο κυκλικός χαρακτήρας αυτής της
σχέσης ή, αλλιώς, η αμοιβαία αλληλεπίδραση των δύο συστη­
μάτων, μέσω του νοήματος και της γλωσσικής δραστηριότη­
τας. Εφόσον όμως γλώσσα και κοινωνία βρίσκονται σε σχέση
αλληλεπίδρασης, τότε και η γλώσσα μπορεί να έχει σε κάποιο
βαθμό συγκροτησιακό χαρακτήρα για τις κοινωνικές σχέσεις
και για τη γνώση: η γλώσσα κατευθύνει τη σκέψη των μελών
μιας κοινότητας να αντιληφθούν τον κόσμο με έναν συγκε­
κριμένο τρόπο κι όχι με κάποιον άλλο.
Όπως θα δούμε στο τρίτο κεφάλαιο, αυτή η προβληματική
αναπτύσσεται με κοινωνικά-γλωσσολογικά εργαλεία στις ερ­
γασίες του Βεπίδίεΐη και του Ηα11ίάειγ. Κατά τον Βεπίδΐείη, η
κοινωνική εκμάθηση της γλώσσας επηρεάζει την κοινωνική
συμπεριφορά και, συνεπώς, την αντίληψη για την κοινωνική
πραγματικότητα. Η κοινωνιολογική του θεωρία αποτελεί σύν­
θεση αντιθετικών εκ πρώτης όψεως οπτικών: της κοινωνιολο­
γικής παράδοσης του ϋιιτΙίΗείπι (σύμφωνα με τον οποίο η
κοινωνική δομή διαμορφώνει το σύστημα αξιών και τα εννοι-
ολογικά εργαλεία μιας κοινωνίας) και της γλωσσικής ανθρω­
πολογίας των δαρϊτ & Μιοιΐ. Από γλωσσολογική σκοπιά, χω­
ρίς να απουσιάζουν οι επιρροές της μαρξιστικής κοσμοθεώ­
ρησης και της κοινωνικής ψυχολογίας του νγ£ 0ΐδ1ίγ, η υπόθε­
ση της σημασιακής-λεξιλογικής ποικιλότητας ως γραμματικής
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 43

του κόσμου αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κοινωνιοσημειωτι-


κής θεωρίας για τη γλώσσα του Η3ΐ1κ1αγ.
Απ’ αυτή την άποψη, και ανάλογα με την περιοχή μελέτης,
δεν θα ήταν παράτολμο να πούμε ότι οι θέσεις των παραγρά­
φων 2 και 3 δεν έχουν τόσο μεγάλες διαφορές όσο προβλέπε-
ται στη σχηματική κατηγοριοποίηση που προτάξαμε στην αρ­
χή του υποκεφαλαίου.

1.5. ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΚΛΑΔΟΙ


ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Η παραπάνω σύντομη καταγραφή της συζήτησης γύρω από τη


σχέση ανάμεσα σε γλωσσική και κοινωνική δομή ελπίζουμε
ότι καθιστά σαφέστερο για ποιο λόγο αρκετά διαφορετικές
θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις φιλοξενούνται
κάτω από την ομπρέλα του όρου κοινωνιογλωσσολογία.
Όπως συμβαίνει και με άλλες σύγχρονες επιστήμες, είναι
δύσκολο να χαράξουμε επακριβώς τα όρια που διαχωρίζουν
την κοινωνιογλωσσολογία από άλλους όμορους κλάδους και
ειδικότερα από την κοινωνιολογία της γλώσσας. Ο ΡϊδΙιιηβη
(1975) δεν διαφοροποιεί τις δύο προσεγγίσεις, καθώς θεωρεί
ότι κοινό τους αντικείμενο είναι η μελέτη του «ποιος μιλάει,
ποια γλωσσική ποικιλία, πότε, με ποιο σκοπό και με ποιους
συνομιλητές», μολονότι αποδίδει στην κοινωνιολογία της
γλώσσας το σκοπό να προσδιορίσει τον συμβολικό χαρακτή­
ρα που έχει η χρήση των γλωσσικών ποικιλιών.
Για ορισμένους μελετητές οι διαφορές των δύο περιοχών
είναι αρκετά σημαντικές. Ο πρώτος παράγοντας διαφοροποί­
ησης είναι το γεγονός ότι τα δεδομένα με τα οποία δουλεύει
η «στενή» κοινωνιογλωσσολογία και η κοινωνιολογία της
γλώσσας είναι πολύ διαφορετικά. Η κοινωνιογλωσσολογία
δουλεύει έχοντας ως δεδομένα τις συγκεκριμένες γλωσσικές
παραγωγές, δηλαδή τις πραγματώσεις του γλωσσικού συστή­
44 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ματος από τους ομιλητές· η κοινωνιολογία της γλώσσας δου­


λεύει με αντικείμενα που δεν έχουν παραχθεί άμεσα ως πραγ­
ματώσεις του γλωσσικού συστήματος: τα δεδομένα της κατα­
σκευάζονται από τα αφηρημένα γλωσσικά συστήματα και την
ποικιλία τους, από τα γενικά σχήματα επικοινωνιακής συμπε­
ριφοράς και από ρυθμιστικές αρχές, στάσεις και αξίες που
υιοθετούνται από ομάδες ομιλητών.
Η «στενή» κοινωνιογλωσσολογία και η κοινωνιολογία της
γλώσσας διαφέρουν ως προς το ότι η πρώτη τείνει να δου­
λεύει σε επίπεδο μικρο-κοινωνιολογικό ενώ η δεύτερη σε επί­
πεδο μακρο-κοινωνιολογικό. Το μικρο-κοινωνιολογικό επίπε­
δο αφορά την ανάλυση των γεγονότων της επικοινωνιακής
αλληλεπίδρασης, τις γλωσσικές παραγωγές και τις πραγματώ­
σεις ομιλητών/-τριών και ομάδων ιδωμένων στις λεπτομέ-
ρειές τους. Το μακρο-κοινωνιολογικό επίπεδο αφορά μελέτες
σε ευρεία κλίμακα, την ανάλυση της κατανομής και της χρη­
σιμοποίησης των γλωσσικών συστημάτων σε μια γλωσσική
κοινότητα, και πραγματεύεται τις σχέσεις ανάμεσα σε γλωσ­
σικές δομές και ευρείες κοινωνικές δομές όπως αυτές διαπι­
στώνονται στη συμπεριφορά μεγάλων ομάδων και όχι μικρών
ομάδων ή μεμονώμένων ομιλητών. Σύμφωνα με έναν περιε­
κτικό ορισμό, η κοινωνιολογία της γλώσσας μελετάει την κα­
τανομή, τη θέση, της ζωή και το στάτους των διαφόρων γλωσ­
σικών συστημάτων μέσα στην κοινωνία (πρβ. και Κωστούλα-
Μακράκη, 2001).
Έτσι, η κοινωνιολογία της γλώσσας είναι πολύ πιο κοντά
στα ενδιαφέροντα των κοινωνιολόγων απ’ ό,τι η κοινωνιο­
γλωσσολογία, οι μέθοδοί της εμπνέονται πολύ περισσότερο
από τις μεθόδους της κοινωνιολογίας και τα αποτελέσμάτά
της είναι πιο σημαντικά από εκείνα της «στενής» κοινωνιο­
γλωσσολογίας για τα προβλήματα με τα οποία ασχολούνται
οι κοινωνιολόγοι.
Κάτω από την ταμπέλα της κοινωνιολογίας της γλώσσας
μπορούν να περιληφθούν οι μελέτες που έχουν αντικείμενο
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 45

τη γλωσσική σύσταση των εθνών, τη συγκρότηση και την τυ­


πολογία των γλωσσικών ρεπερτορίων των κοινοτήτων, τις
κοινωνικές εκδηλώσεις της πολυγλωσσίας, τον γλωσσικό σχε­
δίασμά και τη γλωσσική πολιτική, τη μετατόπιση και το θά­
νατο των γλωσσών (ΡΐδΗπιβη, 1975· ν/βπΜιίξΗ, 1986). Αυτό
όμως που έχει παρατηρηθεί είναι ότι συχνά η κοινωνιολογία
της γλώσσας διατηρεί ακόμη ένα χαρακτήρα ταξινομικό και
περιγραφικό, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ίδια τη θε­
ωρία της γλώσσας.
Πολύ απλουστευτικά, η διαφοροποίηση μεταξύ τους μπο­
ρεί να διατυπωθεί ως εξής: η κοινωνιογλωσσολογία είναι η
«μελέτη της γλώσσας σε σχέση με την κοινωνία», ενώ η κοι-
νωνιολογία της γλώσσας είναι «η μελέτη της κοινωνίας σε
σχέση με τη γλώσσα» (Ηικίχοη, 1980· ΓβδοΜ, 1984 και 1990).
Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε σε ένα είδος αφαίρε­
σης και να θεωρήσουμε ότι η κοινωνιογλωσσολογία με την
ευρεία έννοια περιλαμβάνει τόσο την κοινωνιογλωσσολογία
με τη στενή έννοια του όρου όσο και την κοινωνιολογία της
γλώσσας (βλ., π.χ., Ηικίδοη, 1984· Ρβ$ο1(1, 1984 και 1990· λ
Μϊ1τογ, 1992· ίερδ1ίγ, 1992). Σύμφωνα με ορισμένους συγγρα­
φείς στον «σκληρό πυρήνα» μπορεί να τοποθετηθεί η κοινω­
νιογλωσσολογία με τη στενή έννοια, που έχει ως πεδία εφαρ­
μογής τη μελέτη της φύσης και των εκδηλώσεων της γλωσσι­
κής αλλαγής, της σχέσης ανάμεσα σε γλώσσα και κοινωνική
διαστρωμάτωση, της συμμεταβολής των γλωσσικών γεγονό­
των με τα κοινωνικά γεγονότα, με κεντρική έννοια την ποικι­
λότητα, και η κοινωνιολογία της γλώσσας.
Αν περάσουμε στο επίπεδο ανάλυσης της χρήσης της
γλώσσας, βρισκόμαστε στο χώρο της πραγματογλωσσολογίας
(ρΓα§ιη&ΐχο5), δηλαδή της μελέτης της γλώσσας και της γλωσ­
σικής παραγωγής ως επιτέλεσης γλωσσικών πράξεων (Ι,ενϊη-
5οη, 1983). Ένα άλλο πεδίο, συγγενές με αυτό της πραγματο­
γλωσσολογίας, είναι η ανάλυση της γλωσσικής αλληλεπίδρα­
σης και ειδικότερα η ανάλυση της συνομιλίας 1972·
46 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

5οΗ6§1οίί, 1972), η οποία γνώρισε ευρεία διάδοση και έγινε


επιμέρους τομέας των κοινωνιογλωσσολογιών ρευμάτων.
Συγγενής με την ανάλυση συνομιλίας είναι η εθνομεθοδολο­
γία (ΟατίπΛεΙ, 1972), που αποσκοπεί στην ανάλυση του πώς
κατηγοριοποιούν, οικοδομούν και ερμηνεύουν το γεγονός αλ­
ληλεπίδρασης οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην αλληλεπίδραση.
Στα όρια μεταξύ κοινωνιογλωσσολογίας, πολιτισμικής αν­
θρωπολογίας και εθνογραφίας, είναι η κατεύθυνση της εθνο­
γραφίας της επικοινωνίας. Συνδέεται κυρίως με το έργο του
Ο. Ηγπΐ68 και μέλημά της είναι η μελέτη της γλωσσικής δρα­
στηριότητας ως μέρους των συμβολικών αξιών μιας κουλτού­
ρας και κοινωνίας και ως μέσου με το οποίο μια κοινωνία
κατασκευάζει, διατηρεί και τροποποιεί τις κοινωνικές σχέσεις
(ΗγιΠ68, 1974· δανΙΙΙε-ΤΓΟϊΙίε, 1989· ϋιιπιηΐϊ, 1992). Η εθνο­
γραφία της επικοινωνίας παρουσιάζεται ως σφαιρική προσέγ­
γιση των γεγονότων επικοινωνίας (κατά κύριο λόγο των
γλωσσικών γεγονότων) μιας κοινωνικοπολιτισμικής κοινότη­
τας. Απ’ αυτή την άποψη τείνει να συμπεριλάβει τα περισσό­
τερα ζητήματα που αφορούν την κοινωνιογλωσσολογία. Μια
σημαντικότατη διάκριση όμως ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις
μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι για την κοινωνιογλωσσο­
λογία η δομή και τα γεγονότα της γλώσσας από τη μια και η
δομή και τα γεγονότα της κοινωνίας από την άλλη είναι
οντότητες διακριτές, ενώ για την εθνογραφία της επικοινω­
νίας η γλωσσική δομή και τα γλωσσικά γεγονότα είναι άρρη­
κτα συνδεδεμένες οντότητες και επομένως πρέπει να γίνονται
αντικείμενα κοινής πραγμάτευσης. Επιπλέον, ως μέρος της
ευρύτερης γλωσσολογικής ανθρωπολογίας (που ασχολείται
γενικά με τις σχέσεις ανάμεσα σε γλώσσα/-ες και κουλτούρα/-
ες), η εθνογραφία της επικοινωνίας εστίασε ειδικότερα την
προσοχή της στη συγκριτική μελέτη του ρόλου της γλώσσας
και της γλωσσικής συμπεριφοράς σε διαφορετικές κουλτού­
ρες.14
Ένας τελευταίος τομέας, σε μερική γειτνίαση με την κοι­
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 47

νω νιογλ ω σ σ ο λ ο γία και την κ ο ινω νιο λ ο γ ία της γλώ σσας, είναι
η κοινωνική ψυχολογία της γλώσσας, η ο π ο ία ασ χολείται α π ό
ψ υχολογική άποψ η με τη μελέτη της χρήσης της γλώσσας στις
επ ικ οινω νια κ ές αλληλεπιδράσεις και τις σχέσεις ανάμεσα σε
γλωσσική συμ περιφ ορά, αντιδρά σεις και στάσεις τω ν ομιλη-
τώ ν/-τριώ ν (Οίΐβδ & 5ί. ΟΜτ, 1979).
Ε πιζητώ ντας μία λιγότερο κατηγορική κατάταξη της «στε­
νής» και της «ευρείας» κ οινω νιο γλ ω σ σ ο λο γία ς (κάτι π ο υ δεν
θα βρούμε εύκολα σ τις συνήθεις κ α τα τά ξεις του «σκληρού
πυρή να» της κ ο ινω νιογλω σ σ ολογία ς), μ π ορούμε να συμφ ω νή­
σουμε με την πρόταση του Ηβ11ί(1αγ (1975) σχετικά με τους το ­
μείς έρευνας π ο υ είνα ι κατά κ ά π ο ιο τρ ό π ο κ οινω νιογλω σ σο-
λογικοί:

1. Μακροκοινωνιολογία της γλώσσας, γλωσσική δημογρα­


φία - σχέσεις αγάμεσα σε κοινότητα, εθνοτική ομάδα,
έθνος και γλώσσα. 2. Διγλωσσία, διπλογλωσσία, πολυ­
γλωσσία και πολυδιαλεκτισμός. 3. Γλωσσικός σχεδιασμός:
εξέλιξη και τυποποίηση. 4. Ανάπτυξη ρίά^ίη και κρεολών
γλωσσών. 5. Κοινωνική διαλεκτολογία* περιγραφή των μη
πρότυπων ποικιλιών. 6. Κοινωνιογλωσσολογία της εκπαί­
δευσης. 7. Εθνογραφία της επικοινωνίας* περιστάσεις επι­
κοινωνίας. 8. Λειτουργική ποικιλία (Γ€§ίδΐ€Γ)· γλωσσικό
ρεπερτόριο και συμμεταβολή του γλωσσικού κώδικα. 9.
Κοινωνικοί παράγοντες στη φωνολογική και γραμματική
μεταβολή. 10. Γλώσσα και κοινωνικοποίηση* η γλώσσα
στη μετάδοση της κουλτούρας. 11. Κοινωνιογλωσσική
προσέγγιση στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού. 12. Λει­
τουργικές θεωρίες των γλωσσικών συστημάτων. 13. Γλωσ­
σική σχετικότητα (σχέσεις μεταξύ γλωσσών και πολιτι­
σμών). 14. Μικροκοινωνιολογία της γνώσης (εθνομεθοδο-
λογική γλωσσολογία και ανάλυση του λόγου). 15. Θεωρία
του κειμένου.

Στα δύο επ όμ ενα κεφ άλαια (Διαστάσεις της ποικιλότητας


και Κοινωνιογλωσσική ανισότητα) θα αναφ ερθούμε -λ ιγ ό τ ε-
ρο ή περισσότερο συστηματικά κατά π ερ ίσ τα σ η - στα π ερ ισ ­
48 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

σότερα από τα παραπάνω ζητήματα. Δεν θα αναφερθούμε κυ­


ρίως σε ζητήματα ανάλυσης του λόγου και θεωρίας του κει­
μένου, καθώς οι προσεγγίσεις σε αυτά τα πεδία προϋποθέ­
τουν την εισαγωγή εννοιών της πραγματογλωσσολογίας, κάτι
που υπερβαίνει τους στόχους αυτού του βιβλίου.

1.6. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΞΗΓΗΣΗΣ


ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ

Ολοκληρώνοντας αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο θεωρούμε


σκόπιμο να αναφερθούμε στο θεωρητικό καθεστώς της κοινω-
νιογλωσσολογικής έρευνας. Στη συνήθη συσκότιση του ζητή­
ματος αυτού υπάρχουν λίγες εξαιρέσεις, όπως, π.χ., αυτές
των ϋϊΐΙπίδΓ, 1989· Κοιηαίηε, 1982· Οαπετοη, 1990.
Παρά τα αρχικά φιλόδοξα προγράμματα, σήμερα μεγάλο
μέρος της κυρίαρχης τάσης της κοινωνιογλωσσολογίας μοιά­
ζει να ακολουθεί την πορεία πολλών ανθρωπιστικών και κοι­
νωνικών επιστημών οι οποίες, στο όνομα της «σκληρής επι­
στήμης», αναλώνονται σε επιμέρους περιγραφικές μελέτες
που είτε στερούνται μιας κοινωνικής θεωρίας είτε συσκοτί­
ζουν τη θεωρία για τη γλώσσα που τις στηρίζει.15 Σε αντίθεση
με την αναζήτηση μιας ενοποιητικής θεωρίας στη γλωσσολο­
γία γενικότερα, η κοινωνιογλωσσολογία -για την ακρίβεια, η
κυρίαρχη ποσοτική κοινωνιογλωσσολογία- φαίνεται να πα­
ρουσιάζει σοβαρό θεωρητικό έλλειμμα εφόσον αποδύεται σε
ένα «ασύνδετο συνονθύλευμα προσεγγίσεων» (Οίΐΐιηβτ, 1989).
Έτσι, για παράδειγμά, ο προσανατολισμός της κυρίαρχης πο­
σοτικής κοινωνιογλωσσολογίας της ποικιλότητας είνάι να
εκλεπτύνει τις μεθόδους συλλογής και ανάλυσης των δεδομέ­
νων και να επικεντρώνεται σε μικροσκοπικά δεδομένα των
γλωσσικών υποσυστημάτων (π.χ., στις πολυάριθμες υπο-ποι-
κιλίες της προφοράς). Σύμφωνα με τους όρους του Χριστίδη
(1999: 181-182), τέτοιου τύπου προσεγγίσεις μοιάζουν με «βά­
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 49

ναυσα συγκεκριμένες προσεγγίσεις του ειδικού», «εχθρικές


προς όποια βαθύτερη γενίκευση θα μπορούσε να νοηματοδο-
τήσει την πολλαπλότητα των περιστάσεων, υπερβαίνοντάς
την» (βλ. επίσης Τσιτσιπής, 2001). Απ’ την άλλη, οι εθνογρα­
φικές προσεγγίσεις συχνά παρουσιάζουν προβλήματα μεθοδο­
λογικής ακρίβειας με αποτέλεσμα να μην καθίστανται γενι-
κεύσιμα («επιστημονικά») τα αποτελέσματά τους. Έτσι, κυ­
ριάρχησε -έμμεσα ή άμεσα- η τάση «επιστημονικοποίησης»
των κοινωνιογλωσσολογικών ερευνών μέσα από την υιοθέτη­
ση του υποδείγματος των θετικών επιστημών.
Σύνηθες προϊόν της «επιστημονικοποίησης» στην κυρίαρ­
χη ποσοτική κοινωνιογλωσσολογία είναι ο περιγραφισμός,
δηλαδή η περιγραφή συχνοτήτων των δεδομένων της παρατή­
ρησης, που λειτουργούν ως επίφαση εξήγησης. Η σύγχρονη
όμως επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών έχει αναδεί-
ξει με ευκρίνεια όλα τα ζητήματα που συνδέονται με τις φυ-
σικο-επιστημονικές πλάνες. Για παράδειγμα, ασκώντας κριτι­
κή στο θετικισμό ο Αάοιτιο (1994 [1961]) μεταξύ άλλων υπο­
στηρίζει ότι η εμπειρική μέθοδος, η οποία θεωρεί ότι είναι
απαλλαγμένη από αξιολογικές κρίσεις και απλώς περιγράφει
τα πράγματα ως έχουν μέσα από πειράματα και περιγραφές,
συμβάλλει στην ενίσχυση της κυριαρχίας: η «αθώα» καταγρα­
φή του πραγματικού μετατρέπει τις κοινωνικές διακρίσεις σε
«φυσική τάξη πραγμάτων». Ακόμη όμως και σύμφωνα με το
θετικιστή ΡορρβΓ (1994 [1961]), εφόσον δεν υπάρχει καμία
επιστήμη αμιγούς παρατήρησης, επιστήμη γενικά σημαίνει την
επεξεργασία θεωριών - με λιγότερο ή περισσότερο κριτικό
και αυτοκριτικό τρόπο.
Το ζητούμενο, επομένως, κάθε επιστημονικής απόπειρας
είναι η κριτική ερμηνεία και εξήγηση των γεγονότων και της
δράσης των υποκειμένων. Αν μεταφέρουμε αυτές τις παρατη­
ρήσεις σε παραδείγματα επιστημών της γλώσσας, βλέπουμε
ότι, π.χ., η γενετική γλωσσολογία διεκδικεί για τον εαυτό της
το καθεστώς των φυσικών επιστημών,16 πράγμα που την οδη­
50 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

γεί στην αναγωγή της γλώσσας σε φυσικές οντότητες μέσω


της απάλειψης του κοινωνικού ως απροσδιόριστου. Όπως
όμως επισημαίνει ο ΙΐΚοηεη (1982), ούτε η αυτόνομη γλωσσο­
λογία λειτουργεί βάσει των επιστημολογικών κανόνων των
θετικών επιστημών, εφόσον χρησιμοποιεί συνθετικά μοντέ­
λα,Π τα οποία δεν στηρίζονται σε δεδομένα παρατηρήσιμα
στο χώρο και το χρόνο, αλλά πάνω σε γραμματικά ορθές
φράσεις μιας γλώσσας, δηλαδή σε οντότητες αφαιρετικές που
υπόκεινται σε κανονιστικότητα. Έτσι, η τυπική γλωσσολογία
προσομοιάζει περισσότερο με τη φιλοσοφία και κυρίως με
την τυπική λογική. Αντίθετα, οι γλωσσικές επιστήμες που χει­
ρίζονται γεγονότα και συμβάντα σε συγκεκριμένο τόπο και
χρόνο, όπως η κοινωνιογλωσσολογία της ποικιλότητας, κατ’
ανάγκην υιοθετούν αναλυτικά μοντέλα (βλ. σημ. 17). Ωστόσο,
η απροσδιοριστία που συνοδεύει κάθε τύπο κοινωνικής συ­
μπεριφοράς υπονομεύει τη φιλοδοξία «θετικοποίησης» της
ίδιας της κοινωνιογλωσσολογίας. Όπως ίσως θα διαφανεί
από την παράθεση παραδειγμάτων στα επόμενα κεφάλαια,
συχνά η κοινωνιογλωσσολογική έρευνα, προκειμένου να συ­
γκροτήσει ισχυρά ποσοτικά εργαλεία, παραιτείται από την
αναστοχαστική επιστημονική στάση. Παραιτείται όμως και
από την επεξεργασία μιας χειραφετητικής θεωρίας, καθώς
φαίνεται να υιοθετεί άμεσα ή έμμεσα την προοπτική της συ­
ναίνεσης στη νόρμα και την τάξη, με όρους δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων των ομιλητών (πρβ. Ψΐ11ϊ3Πΐ8, 1992).
Η συζήτηση γύρω από το επιστημολογικό καθεστώς της
κοινωνιογλωσσολογίας ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελέσει
αντικείμενο αυτής της σύντομης καταγραφής των κεντρικότε­
ρων σχετικών ζητημάτων. Γεγονός παραμένει ότι τα πολύ­
πλοκα ζητήματα της σχέσης γλώσσας-κοινωνίας απαιτούν πο­
λύ περισσότερο ικανοποιητικές εξηγήσεις παρά ακριβή εργα­
λεία μέτρησης. Η ίδια η ετερογένεια των αντικειμένων που
μελετούν τα ρεύματά της οδηγεί στη διαπίστωση ότι το ου­
σιώδες είναι η ικανοποιητική εξήγηση, ανεξάρτητα από τη μέ­
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 51

θοδο που υιοθετείται. Για να χρησιμοποιήσουμε μια διατύπω­


ση της Κοιηβϊηε (1984: 36) -που διακρίνεται από ένα είδος
«υγιούς σχετικισμού»- «Η εξήγηση (...) δεν μπορεί να αξιολο­
γηθεί σαν αυτόνομο αντικείμενο, ανεξάρτητο από τη διατύ­
πωσή του στο πλαίσιο ενός κοινωνικού πλαισίου ή από το
ρόλο που παίζει σε μια ειδική επιστημολογία. Καμία ειδική
επιστημολογία δεν έχει ένα προνομιακό παράθυρο στον κό­
σμο».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για την αξιοποίηση του νγ£θΐ3Κγ και του Βα&ιΐίη, βλ. ενδεικτικά
ν/εΠδοΙι, 1985* Ο Ιο γο π , ΒιιΐΙ & λνίΐΐίαιηδ, 1996. Οι ενδιαφέρουσες κοινωνιο-
γλωσσολογικές μελέτες στην πρώην Σοβιετική Ένωση παραμένουν σχεδόν
άγνωστες στην Ευρώπη. Για μια αρκετά εμπεριστατωμένη εικόνα της παρα­
γωγής της μαρξιστικής κοινωνιογλωσσολογίας, βλ. ϋίΐΐιηαΓ, 1978. Σχετικά
με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη γλώσσα ως εποικοδόμημα,
που αναπτύχθηκε επίσης στο πλαίσιο της μαρξιστικής γλωσσολογικής σκέ­
ψης, βλ. ΜθΓοβΙΙβδί & Οοπίίη, 1974. Η εκδοχή της γλώσσας ως εποικοδομή­
ματος, ειδικά μετά τη «γλωσσολογική παρέμβαση» του Στάλιν στο Μαρξι­
σμός και γλωσσολογία (1950), ελέγχεται κριτικά από τη μαρξιστική γλωσσο­
λογική προοπτική (βλ., π.χ., Μαπχΐ^δί & θ8Γ<ϋη, 1974* δάιαίί, χ.χ.)
2. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Α. ΜεΐΠεΐ («Οοπυηβπί Ιβδ πιοΐδ
οΙΐ3η£€ί Ιβδ δ€ηδ», 1905-1906, στο Ιίη&ιίείίςιιβ Μβίοήςυε 6ί ΙίηβιιίδΙίςιιε ξόηέ-
ΓΒίε, όπως αναφέρεται στο Βοιιίεί, 1984: 22-23) «Αν το περιβάλλον όπου η
γλώσσα εξελίσσεται είναι κοινωνικό, αν ο σκοπός της γλώσσας είναι να επι­
τρέψει τις κοινωνικές σχέσεις, αν η γλώσσα δεν συνεχίζει να υπάρχει παρά
μόνο μέσα απ’ αυτές τις σχέσεις, αν τέλος τα όρια των γλωσσών τείνουν να
συμπέσουν με τα όρια των κοινωνικών ομάδων, τότε είναι προφανές ότι και
οι αιτίες που καθορίζουν τα γλωσσικά φαινόμενα πρέπει να είναι κοινωνι­
κής φύσης και ότι η θεώρηση των κοινωνικών φαινομένων και μονάχα αυτή
θα επιτρέψει να αντικατασταθεί στη γλωσσολογία η απλή εξέταση των γεγο­
νότων από τον καθορισμό των διαδικασιών, δηλ. η εξέταση των πραγμάτων
από την εξέταση των πράξεων, η απλή διαπίστωση ότι πολύπλοκα φαινόμε­
να σχετίζονται μεταξύ τους από την ανάλυση φαινομένων σχετικά απλών
που εξετάζονται το καθένα στη δική του εξέλιξη».
3. Είναι λογικά αμφισβητήσιμο κατά πόσο μια οποιαδήποτε θεωρία μπο­
ρεί να διεκδικήσει την επιστημονική και ιδεολογική ουδετερότητά της, εφό-
σον το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ορίζει
και την αξιακή της φόρτιση.
4. Παράλληλα αναπτύσσεται η εθνομεθοδολογία ως κοινωνική θεωρία,
κυρίως από τους Ο&ιίίηΜ και Οοοιιτεΐ. Για τη γενικότερη επισκόπηση ιδι­
αίτερα των συνεισφορών της αλληλεπιδρασιακής κοινωνιογλωσσολογίας,
βλ. ΟαπιρβΓΖ & Ηγτπ€5, 1972.
54 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

5. Βλ., πχ., ί&βον, 1971β· Οί£ϋο1ί, 1973* Ο ίΐίιη & Γ , 1978* Βουΐεΐ, 1984.
6. Η έννοια του ιδανικού ομιλητή, εκτός από αφαίρεση σε σχέση με τους
πραγματικούς ομιλητές, αποτελεί επιπλέον αφαίρεση σε σχέση με τις πραγ­
ματικές ομιλήτριες. Δεν μπορούμε λοιπόν να συμμεριστούμε τη φυσικοποίη-
ση της έμφυλης διαφοράς μέσα από τη «γραμματική αφαίρεση» σύμφωνα με
την οποία το αρσενικό γένος εκπροσωπεί και το θηλυκό (βλ. σχετικά 3.2).
Για λόγους όμως οικονομίας στο βιβλίο αυτό θα χρησιμοποιούμε τυχαία
διασπορά στα δηλωτικά του φύλου.
7. Σύμφωνα με τον Ηιιάδοη (1980: 24), ο όρος ποικιλία (ναπ6ΐγ) ορίζεται
ως ένα σύνολο γλωσσικών στοιχείων με παρόμοια κοινωνική κατανομή.
8. Η έννοια της γλωσσικής κοινότητας (ϋη^υίδΐΐο οοιτΐΓηυηΐί;γ) είναι κε­
ντρική στην κοινωνιογλωσσολογία, εφόσον δηλώνει την έμφαση στην ανά­
λυση της γλώσσας όπως τη χρησιμοποιούν οι άνθρωποι -μέλη μιας κοινό­
τητας- και όχι οι μεμονωμένοι ιδανικοί ομιλητές. Ωστόσο υπάρχουν προ­
βλήματα με την τεχνική αποσαφήνιση του όρου, διότι οι ομιλητές μπορεί να
ανήκουν ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία κοινότητες. Από τις διαφορε­
τικές προσεγγίσεις στην έννοια, μπορούμε σχηματικά να πούμε ότι καθορι­
στικό ρόλο παίζει η στάση και η αυτοσυνείδηση των ατόμων, τα οποία μοι­
ράζονται ένα σύνολο κοινωνικών στάσεων αναφορικά με τη γλώσσα (ίαβον,
1972α) ή τα οποία μοιράζονται τη γνώση των κανόνων παραγωγής και ερ­
μηνείας της ομιλίας (Ηγπΐ6δ, 1974). Θεωρούμε επίσης χρήσιμη τη διάκριση
που επιχειρεί ο Οίΐΐιη&Γ (1987) ανάμεσα σε γλωσσική κοινότητα (η οποία
έχει και ιστορικό χαρακτήρα) και σε επικοινωνιακή κοινότητα (η οποία πε­
ριλαμβάνει τις πραγματολογικές και επικοινωνιακές όψεις που δεν περι­
λαμβάνονται κατ’ ανάγκην στη γλωσσική κοινότητα). Βλ. σχετικά επίσης
Ανδρουλάκης, 1999* >^3πΙ1ιαιΐ£ΐι, 1986: 117-131.
9. Ακόμα ισχυρότερη είναι η αμφισβήτηση της διάκρισης ανάμεσα σε
ομιλία και σύστημα από λειτουργικές προσεγγίσεις, όπως, για παράδειγμα,
εκείνη του ΗΜί(1αγ και της ΗΒδαη που απορρίπτουν παρόμοιες διακρίσεις
αναπτύσσοντας τη δι-οργανική (ίηΐ6Γ-θΓ§αηίο) προσέγγιση στην ανάπτυξη
της γλώσσας. Η δι-οργανική προσέγγιση για τη γλώσσα υποστηρίζει ότι,
εφόσον η γλώσσα αναπτύσσεται ως επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους
και εσωτερικεύεται στο λεξικογραμματικό σύστημα, δεν υπάρχει καμία απο-
λύτως θεωρητική σκοπιμότητα να υιοθετηθούν μοντέλα εσωτερικής γλωσσο­
λογίας (όπως εκείνα του δαιΐδδΐιτβ και του ΟιοΐϊΐδΚγ) τα οποία στηρίζονται
στη μελέτη του υποτιθέμενου εσωτερικού γλωσσικού συστήματος (ίηΐχ&-
θΓ£αηΐο) (βλ., π.χ., Ηαδβη, 1996).
10. Στη σύγχρονη γλωσσολογία μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά τον
γνωσιακό λειτουργισμό του Οίνόη (1984), του οποίου η λειτουργική-τυπολο-
γική γραμματική αντιμετωπίζει τη γλώσσα και την επικοινωνία ως μέρος
των γενικών γνωσιακών μηχανισμών και αντιπαρατίθεται προγραμματικά
στον γενετικό φορμαλισμό. Το πιο ισχυρό λειτουργικό μοντέλο βρίσκεται
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 55

στις εργασίες του (1989), στις οποίες το σύστημα Θεωρείται σύμπλεγμα


κανόνων, δομών και αρχών που υποκινούνται από τις συνθήκες χρήσης και
η περιγραφή του γίνεται σύμφωνα με τις ιδιαίτερες λειτουργίες που επιτελεί
η γλώσσα. Με αρκετά διαφορετικό τρόπο αντιπροσωπεύεται ο λειτουργι­
σμός στη συστημική λειτουργική γλωσσολογία του Ηα11ΐάβγ. Εδώ η κοινω-
νιοσημειωτική προοπτική στηρίζεται απ’ τη μια σε μία θεωρία για το κοι­
νωνικό συμφραστικό πλαίσιο και απ’ την άλλη σε ένα μοντέλο για τις λει­
τουργίες της γλώσσας, σύμφωνα με το οποίο η κοινωνική λειτουργία της
γλώσσας αντικατοπτρίζεται στη γλωσσική δομή - δηλαδή στην εσωτερική
οργάνωση της γλώσσας ως συστήματος (Ηβ11ϊ<1αγ, 1978).
11. Σύμφωνα με τον δαιΐδδυΐΐ (1979 [1916]), το γλωσσικό σημείο ενώνει
αυθαίρετα δύο ψυχολογικά στοιχεία: ένα σημαίνον, δηλαδή μια ακουστική
εικόνα, με ένα σημαινόμενο, δηλαδή μια έννοια. Στη σχέση αυτή δεν συμπε-
ριλαμβάνεται το «πράγμα». Όπως όμως παρατηρεί ο Χριστίδης (1996-1997:
2), στο βαθμό που το σημαινόμενο είναι μια αντανάκλαση του «πράγματος»,
μεσολαβημένη από τις διαδικασίες της γενίκευσης και της αφαίρεσης, είναι
σαφές ότι στη σχέση αυτή περιλαμβάνεται και το «πράγμα».
12. Το έργο του Ψ&οτί διακρίνεται από έντονη αξιακά φορτισμένη μα­
τιά. Η επιστημολογική του αιχμή στοχεύει στο να αμφισβητήσει την α ρποπ
υπεροχή του εννοιολογικού συστήματος της δυτικής επιστημονικής σκέψης
και τις υποτιθέμενες καθολικές της δυνατότητες. Έτσι, εφόσον η παρατήρη­
ση και η συγκρότηση θεωρίας δεν είναι ανεξάρτητη από τη γλώσσα, τότε οι
γενικεύσεις και οι καθολικοποιήσεις είναι ατελέσφορες. Στα παραδείγματα
που χρησιμοποιεί, προσπαθεί να δείξει ότι οι υποτιμημένες γλώσσες των
«πρωτόγονων» πολιτισμών, συνδεδεμένες με τις αντίστοιχες παραγωγικές
σχέσεις και τις κατηγορίες γνώσης του περιβάλλοντός τους, μεταφέρουν
αξίες όχι απλώς διαφορετικές αλλά και καλύτερες από εκείνες των δυτικών
προτύπων.
13. Για τα ζητήματα συσχέτισης των γλωσσικών κατηγοριοποιήσεων με
τα γεγονότα του κόσμου, βλ. ΙΛ οίί, 1987* Ραχοΐά, 1990.
14. Για το σχολιασμό των συνδέσεων ανάμεσα σε συγγενείς κατευθύν­
σεις που υπάγονται στο γενικότερο ρεύμα της εθνογραφίας της επικοινω­
νίας, βλ. ΟιιιηρεΓΖ & Ηγπΐ€δ, 1972.
15. Ο Ψίΐΐίοπίδ (1992) ασκεί καταλυτική κοινωνιολογική κριτική στις πα­
ραδοχές και τη μεθοδολογία των περισσότερων ρευμάτων της κοινωνιο­
γλωσσολογίας. Υποστηρίζει ότι υιοθετούν την οπτική του δομολειτουργι-
σμού, του κοινωνικού ντετερμινισμού και της κανονιστικής συναίνεσης (= η
γλώσσα είναι κοινωνική εφόσον απλώς αντανακλά την κοινωνία, η οποία
€ίναι αληθινή και πραγματική καθ’ εαυτήν) αγνοώντας εν ολίγοις τη σύγ­
χρονη κοινωνική θεωρία και τα κριτικά ρεύματα, όπως είναι ο μαρξισμός, η
κριτική κοινωνιογλωσσολογία και η γαλλική σχολή ανάλυσης λόγου.
16. Παρ’ όλα αυτά ο ιδρυτής της γενετικής γλωσσολογίας, ο Οιοπΐδ^γ,
56 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

εκκινεί από την παραδοσιακή νοησιαρχική γραμματική, την οποία θεωρεί


πολύ ισχυρό εργαλείο μελέτης της καθολικής δομής.
17. Μία από τις διακρίσεις των επιστημονικών μοντέλων υποστηρίζει τη
διάκριση ανάμεσα σε μοντέλα συνθετικά -τα οποία, ξεκινώντας από ένα πε­
περασμένο σύνολο αρχικών οντοτήτων και τις πράξεις πάνω σε αυτές, κα­
ταλήγουν σε τελικές οντότητες (= παραγωγή)- και μοντέλα αναλυτικά - τα
οποία, ξεκινώντας από ένα σύνολο δεδομένων που είναι αντικείμενα παρα­
τήρησης, προσπαθούν να εντοπίσουν τις αρχικές οντότητες και τις πράξεις
που τις συγκροτούν (= επαγωγή). Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, στις θεω­
ρητικές επιστήμες υιοθετούνται τα συνθετικά μοντέλα, ενώ στις φυσικές υιο­
θετούνται τα αναλυτικά μοντέλα (Κβνζίη, 1968). Παρόμοιες θέσεις υποστη­
ρίζονται από τον ϋο^νηεχ (1984), ο οποίος θεωρεί ότι ενώ η γλωσσική ποι­
κιλότητα μπορεί να εξηγηθεί με μοντέλα αιτιακής εξήγησης που χρησιμοποι­
ούνται στις θετικές επιστήμες (μολονότι έχουν ασθενή εξηγητική ισχύ), ειδι­
κά η συμπεριφορά των ομιλητών κατά την αλληλεπίδραση και η υιοθέτηση
της νόρμας δεν μπορούν να υπαχθούν σε αυτό το είδος αιτιακής εξήγησης,
αλλά απαιτούν ερμηνευτική προσέγγιση.
2. ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ

Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε τέσσερις παράγοντες στους


οποίους μπορεί να αποδοθεί η παρατηρούμενη γλωσσική δια­
φοροποίηση: τον γεωγραφικό-χώρο-, τα κοινωνικά χαρακτηρι-
στικά των ομιλητών, την επικοινωνιακή περίσταση και την
επά^η7σΰνύπαοξη γλωσσών.

2.1. Γ εω γ ρ α φ ικ ή γλ ω σ σ ικ ή δ ι α φ ο ρ ο π ο ί η σ η 1

Η διαφοροποίηση των γλωσσών στο χώρο, δηλαδή η γεωγρα­


φική γλωσσικήΑαφορ^τοίηαη, έχει παρατηρηθεί από την αρ­
χαιότητα. Στον αρχαιοελληνικό κόσμο δεν υπήρχε γλωσσική
ενότητα και κάθε περιοχή χρησιμοποιούσε τη δική της διάλε­
κτο. Ως βασικές αρχαιοελληνικές διάλεκτοι μπορούν να θεω­
ρηθούν η_«ΰ¥υί4 η αττική, η αιολική και η δωρική.
Δεδομένου ότι οι συστηματικές γλωσσογεωγραφικές και
διαλεκτολοΥΐκές μελέτες ξεκινούν ήδη από τον περασμένο
αιώνα, αυτό το είδος γλωσσικής διαφοροποίησης συνιστά το
διεξοδικότερα μελετημένο είδος γλωσσικής ποικιλίας γενικό­
τερα αλλά και στον ελληνικό χώρο. Πρέπει, βέβαια, να παρα­
τηρήσουμε ότι η μεθοδολογία συλλογής υλικού που ακολου-
θήθηκε από τους διαλεκτολόγους δεν ήταν πάντα άρτια: χρη­
σιμοποιούνταν συνήθως μετωπικές άμεσες ερωτήσεις και το
υλικό προερχόταν μόνο από την επίσημη περίσταση της συνέ­
ντευξης. Επίσης, οι πληροφορητές τους ήταν μόνο άτομα με­
γάλης ηλικίας, περιορισμένης μόρφωσης, χωρίς να έχουν στο
ενεργητικό τους σημαντικές μετακινήσεις από τον τόπο τους.
58 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Οι επιλογές των πληροφορητών οφείλονταν βέβαια στο ότι οι


διαλεκτολόγοι ενδιαφέρονταν για τις παλαιότερες και πιο συ­
ντηρητικές -χωρίς την επίδραση νεωτερισμών- μορφές διαλέ­
κτων. Αυτό όμως δεν μειώνει το γεγονός ότι η εικόνα που
έδωσανιιιαν-μερική.2
/ Οι νεωνοαορικές γλωσσικές ποικιλίες καλούνται διάλ&αοι
Αή τοπικά ιδιώματα.„0 όρος τοπικό ιδίωμα αφορά ποικιλίες
/ που παρουσιάζουν μικρό αριθμό αποκλίσεων, οι οποίες τις
« πεόισσότέοες~φοοές εντοπίζονται στο επίπεδο της φωνητικής
, και του λεξιλογίοιι_ίλ.χ., βόρειο ιδίωμα), εναΤό"όρος διάλε-
I κτδς, που ειδικά στον ελληνικό χώρο έχει σχεδόν πάντα γεω­
γραφική συνδήλωση, χρησιμοποιείται για την αναφορά σε μια
γεωγραφική ποικιλία με μεγαλύτερο βαθμό διαφοροποίησης
^^(λ.χ.Γτσακώνικη διάλεκτος) ή/και σε μια ομάδα τοπικών ϊδίω-
^μάτων (λ.χ., η καππάδοκική διάλεκτος περιελάμβανε μεταξύ
' άλλων τα ιδιώματα του Ουλαγάτς και των Φαράσων). Ένα
ισόγλωσσο αναπαριστά τα σύνορα της γεωγραφικής κατανο­
μής ενός γλωσσικού στοιχείου. Η σύμπτωση πολλών ισο-
γλώσσων συνιστά μία δέσιιη ισονλώσσων, η οποία μπορεί να
ταυτίζεται με τα όρια μιας διαλέκτου.
Από τα πιο γνωστά ισόγλωσσα στην ελληνική επικράτεια
είναι η γραμμή που ξεκινάει από τις ακτές της Ηπείρου και
της Ακαρνανίας, διασχίζει κατά μήκος τον Κορινθιακό κόλ­
πο, τέμνει την Αττική και εκτείνεται μέχρι τη Σάμο. Η ισό-
γλωσση αυτή γραμμή χωρίζει τα βόρεια από τα νότια ιδιώμα­
τα. Τα γλωσσικά χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στα βό­
ρεια ιδιώματα είναι τα εξής: τα άτονα /ο/ και /ε/ τρέπονται σε
/α/ και /ΐ/, ενώ τα άτονα /ιι/ και /I/ αποβάλλονται. Έτσι, η λέ­
ξη μεσημέρι [ιτιεςίπιε ’π] στα βόρεια ιδιώματα προφέρεται
[πιϊ8ΙΏ€’γ] (πρβ. Τριανταφυλλίδης, 1993 [1938]: 66· Βπ>\νηϊη§,
1991: 159).3
Ο βαθμός απόκλισης μιας διαλέκτου καθορίζεται από ποι­
κίλους παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η γεωγραφική
απόσταση ή/και η γεωφυσική απομόνωση ενός Τόπου. Ως
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 59

γνώμονας της γλωσσικής διαφοροποίησης (κέντρο^, σημείο


μηδέν μέσα στο σύνολο των γεωγραφικών ποικιλιών) εκλαμ­
βάνεται συνήθως η κοινή διάλεκτος. Η κοινή είναι μία διάλε­
κτος που, ενώ, όπως^ όλες οΓδίίϊΧδαοι, ήταν αρχικά οροθετη-
μένη γεωγραφικά, για διάφορους λόγους (πολιτιστικούς,
στρατιωτικούς, εμπορικούς, πολιτικούς) γνώρισε ευρύτερη
διάδοση και άρχισε να χρησιμοποιείται από πολύ μεγαλύτερο
π π ο τ ο ν αόχικό της πληΟυαμό και σε κοινότητες με διαφορε­
τικές τοπικές διαλέκτους, πολλές φορές παράλληλα μ’ αυτές.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αττικής διαλέκτου,
η οποία στα αλεξανδρινά χρόνια μετεξελίχθηκε στην ελληνι­
στική κοινή. Η αττική διάλεκτος έως τα τέλη του 5ου αιώνα
π.Χ. χρησιμοποιήθηκε συστηματικά ως γλώσσα του πεζού λό­
γου από ολοένα και περισσότερους συγγραφείς που δεν ήταν
Αθηναίοι. Ταυτοχρόνως, η πνευματική/πολιτιστική, πολιτική
και στρατιωτική δύναμη της Αθήνας καθιστούσαν την αττική
διάλεκτο κοινό όργανο επικοινωνίας, 1ϊη£ΐι&ίτ8ηο& (βλ. 2.4.5.),
που εκτόπιζε σταδιακά τις υπόλοιπες διαλέκτους του ελλαδι-
κού χώρου. Αποφασιστικής σημασίας γεγονός για την από­
κτηση πανελλήνιου γοήτρου από την αττική διάλεκτο ήταν η
υιοθέτησή της, στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., από το ισχυρό
μακεδονικό βασίλειο του Φίλιππου Β' ως γλώσσα της δι­
πλωματίας και της διοίκησης. Με τον Μέγα Αλέξανδρο έγινε
η γλώσσα των περισσότερων ελληνικών πόλεων που ιδρύθη­
καν στα κατακτημένα εδάφη: στην Αίγυπτο, στη Συρία, στη
Μικρά Ασία, στη Μεσοποταμία, στον ιρανικό κόσμο.
Η κοινή διάλεκτος συνήθως συμπίπτέΓ'μΐ~αυτό~που απο-
καλείται επίσπαπ γλώσσαΛ.χαι απλώς γλώσσα. Στις σύγχρο­
νες κοινωνίες, όπου έχει καθιερωθεί η^υπςιχρεωτιχή-βίπαίδευ-
ση, η κοινή τείνει να γίνει κτήμα όλων των πολιτών εξοβελί­
ζοντας πολλές φορές τις διαλέκτους...κοΟϊοΜ^ϊώμχ^Ι
Στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, η κοινή νέα ελληνική
βασίστηκε στην πελοποννησιακή διάλεκτο του 19ου αιώνα
εξαιτίας του ρόλου που έπαιξε η «Παλαιά Ελλάδα» στην επα­
60 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

νάσταση. Η ιστορική αυτή συγκυρία ήταν εκείνη που κυρίως


συνέτεινε στην αναβάθμιση της διαλέκτου αυτής σε γλώσσα. Η
αναβάθμιση αυτή και η πρόσφατη χρησιμοποίησή της στην εκ­
παίδευση και στις επίσημες επικοινωνιακές περιστάσεις είχε
ως επίπτωση την αξιολογική υποβάθμιση των άλλοον-διαλί-
κτων, κάτι που-οδήγησε καί οδηγεί στην εγκατάλειψη τους (βλ.
Χριστίδης, 1999α: 23-24).
Η διάκριση της διαλεκτολογίας μεταξύ διαλέκτων και
γλωσσών (= κοινών, επίσημων διαλέκτων) παρά την ευρύτατη
χρήση της στον επιστημονικό και καθημερινό λόγο, δεν είναι
καθόλου εύκολο να στοιχειοθετηθεί με γλωσσολογικά κριτή-
I ρια. Η γλώσσα θεωρείται υπερκείμενη ενότητα και οι διάλε-
κτοι υποκείμενες σ’ αυτήνυποενότητες. Πόσες όμως και ποι­
ες διάλεκτοι περικλείονται στην υπερκέίμενη γλώσσα; Το κρι­
τήριο που συνήθως χρησιμοποιείται για να δοθεί απάντηση
είναι αυτό της αμοιβαίας κατανόησης, εάν δύο ομιλητές δια­
φορετικών διαλέκτων αλληλοκατανοούνται, τότε οι διάλεκτοι
που μιλούν ανήκουν στην ιδια γλώσσα; Εάν δεν συμβαίνει
κάτι τέτοιο, τότε έχουμε δύο διαφορετικές γλώσσες (ή διαλέ­
κτους γλωσσών). Το κριτήριο αυτό όμως παρουσιάζει διάφο­
ρα προβλήματα: Εκτός του ότι είναι έως ένα βαθμό υποκειμε­
νικό, καθώς η εφαρμογή του εξαρτάται από την πρόθεση των
συνομιλητών να επικοινωνήσουν, και δεν συνιστά απόλυτο
μέτρο, δεδομένου ότι από την πλήρη συνεννόηση έως την
ασυνεννοησία παρουσιάζονται διαβαθμίσεις, επιπλέον υπάρ­
χουν περιπτώσεις όπου σαφώς δεν ισχύει. Στη σχετική βι­
βλιογραφία αναφέρονται ως παραδείγματα, μεταξύ άλλων, οι
αποκαλούμενες σκανδιναβικές «γλώσσες» και όχι διάλεκτοι -
παρά το ότι οι ομιλητές τους σε πολλές περιπτώσεις αλληλο-
κατανοούνται. Αναφέρονται επΧσης και οι αποκαλούμενες
«διάλεκτοι» (μανδαρίνικη και καντονέζικη) της κινεζικής και
όχι γλώσσες παρά το ότι δεν είναι αμοιβαίως κατανοητές από
τους ομιλητές τους. Ανάλογη περίπτωση στον ελληνικό χώρο
αποτελούν, λ.χ., τα κατωιταλιώτικα και τα ποντιακάτ^α
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 61

οποία θεωρούνται διάλεκτοι της νέας ελληνικής και όχι ξεχω­


ριστές γλώσσες, παρόλο που για τους ομιλητές τους δεν ισχύει
ο όρος της αμοιβαίας κατανόησης. Σχετική είναι και η ενδια­
φέρουσα παρατήρηση του Μπασλή (2000: 42), σύμφωνα με την
οποία ένας Ηπειρώτης με μεγαλύτερη δυσκολία κατανοεί τα
τσακώνικα ή τα ποντιακά απ’ ό,τι ένας Σκοπιανός τον Βούλ­
γαρο. Ενώ όμως ο Σκοπιανός θεωρεί τη γλωσσική του ποικι­
λία αυτόνομη γλώααα,, τόσο ο Ηπειρώτης όσο και ο Τσάκωνας
πιστεύουν ότι μιλούν την ίδια γλώσσα.
Αν σύμφωνα με τα παραπάνω παραμένει ασαφές πόσες
και ποιες διάλεκτοι περικλείονται σε μια υπερκείμενη γλώσ­
σα, ασαφής φαίνεται να είναι και ο τρόπος με τον οποίο κα­
θορίζονται τα όρια της υπερκείμενης γλώσσας. Χαρτογραφώ­
ντας τις γλωσσικές ποικιλίες μιας ευρύτερης περιοχής, ένας
διαλεκτολόγος ενδέχεται να διαπιστώσει ότι οι γλωσσικές
ποικιλίες μπορούν να τοποθετηθούν σ’ ένα διαλεκτικό συνε­
χές, μία αλυσίδα ποικιλιών όπου οι γειτονικοί της κρίκοι
αντιστοιχούν σε αμοιβαίως κατανοητές ποικιλίες με~~ελήχι-
στες διαφορές μεταξύ τους. Καθώς όμως απομακρυνόμαστε
από το σημείο εκκίνησης, οι διαφορές συσσωρεύονται με απο­
τέλεσμα ποικιλίες που μιλιούνται σε απομακρυσμένες μεταξύ
τους γλωσσικές κοινότητες, αν και συνδέονται από αμοιβαίως
κατανοητούς κρίκους, να μην είναι πλέον αμοιβαίως κατα­
νοητές. Στην Ευρώπη το φαινόμενο του διαλεκτικού συνε­
χούς εμφανίζεται σε γενετικά συγγενείς ποικιλίες που ανή­
κουν στη ρομανική, στη γερμανική, στη σκανδιναβική και τη
σλαβική οικογένεια. Παρόλο που τα άκρα τής κάθε αλυσίδας
με βάση το κριτήριο της αμοιβαίας κατανόησης μπορούμε να
θεωρήσουμε ότι ανήκουν σε δύο διαφορετικές γλώσσες (λ.χ.,
ισπανική και γαλλική), είναι αδύνατον να προσδιοριστούν τα
ακριβή όρια αυτών των δύο γλωσσών. Σε όποιο σημείο και
αν χαραχτεί η διαχωριστική γραμμή θα διασπάσει γλωσσικές
κοινότητες των οποίων οι ομιλητές αλληλοκατανοούνται. Με
62 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

άλλα λόγια, η γλώσσα δεν είναι μία οντότητα με σαφώς δια­


κεκριμένη γεωγραφική κατανομή.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο διαχωρισμός των
γλωσσών δεν μπορεί να είναι έργο του διαλεκτολόγου και γε­
νικότερα του γλωσσολόγου. Η οροθέτηση διαφορετικών
γλωσσών συνδέεται οτον σύγχρονο κόσμο με Ίήν°οροθΗηση
διαφορετικών κρατών. Έτσι, πολύ συχνά οι ομιλητές μιας
διαΧέκτου για λόγους όχι γλωσσολογικούς αλλά πολιτικής
ομοιογένειας πιστεύουν ή αναγκάζονται να πιστέψουν ότι η
διάλεκτός τους ανήκει, είναι ετερόνομη (ΙιεΙεΓοηοιηοϋδ) ως
προς μια συγκεκριμένη γλώσσά κάι όχΓως προς κάποια άλλη
γειτονική της. Η ετερονομία μιας διαλέκτου, καθώς καθορίζε­
ται κυρίως από πολιτικούς όρους, ενδέχεται να αλλάξει προ­
σανατολισμό και οι ομιλητές της να πιστέψουν (ή να αναγκα­
στούν να πιστέψουν) ότι υπάγεται σε κάποια άλλη γλώσσα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα'της'ΤΓημερινής^ΏΧιας
Σουηδίας. Μέχρι το 1658 η περιοχή αυτή αποτελούσε τμήμα
της'^ανίας και οι διάλεκτοι που μιλιούνταν εκεί θεωρούνταν
ετερόνομες ως προς τη δανική- γλώσσα. Οι Σουηδοί όμως κα-
τέκτησαν το τμήμα αυτό και σε σαράντα περίπου χρόνια οι
διάλεκτοι αυτές αναγνωρίστηκαν ως σουηδικέςρ'ώρίς να αλ-
λάξουν καθόλου από γλωσσολογική πλευρά. Μ’ άλλα λόγια,
ενώ αρχικά ήταν ετερόνομες ως προς τη δανική γλώσσα, κα­
τέληξαν ετερόνομες ως προς τη σουηδική.γλ<ίχτσα. ~ ~
Επιπλέον, εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες πολιτικές συν­
θήκες, μπορεί κάποια διάλεκτος να καταστεί αυτόνομη (3ΐιΙο-
ηοιηοϋδ), δηλαδή να «αναχθεί» σε «γλώσσα», κατι που Ττυνή-
θως συμβαδίζει με τη δημιουργία^ #ΙΗ) ^^ϋϋΤους. Έτσι, μέχρι
τις αρχές του ί9ου αιώνα γλώσσα της Νορβηγίας ήταν η δα­
νική. Με την αναγνώριση όμως της Νορβηγίας ως ανεξάρτη­
του κράτους κάποια από τις νορβηγικές διαλέκτους αναπτύ­
χθηκε σε νορβηγική αυτόνομη γλώσσα.
Όταν μία διάλεκτος καθίσταται αυτόνομη είναι πολύ πι­
θανόν να αποκτήσει ευρύτερη διάδοση και να αναχθεί σε κοι-
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 63

νή. Είναι, επίσης, πολύ πιθανόν άλλες διάλεκτοι να θεωρή­


σουν ετερόνομες ως προς αυτήν. Η νέα αυτόνομη διάλεκτος,
που χρησιμοποιείται κυρίως από την ανώτερη κοινωνική τάχ
ξη και η γνώση της αποτελεί 1<5χτρσ^~^ ινωνική^νόδου, \
πρότυποί διαδικασίες, γίνε-
ταί δηλαδή η [γλωσσική νόρμα) (βλ. σχετικά Καραντζόλα,
2001). Η πρότΰπόΙόΤι^ίΓαυτή συνδέεται στην ιστορία της 7
κοινωνικοοικονομικής συγκρότησης των ευρωπαϊκών κρατών
με το'αίτημα της γλωσσικής οιιοιογένειας ποίίΙτΰμβ^ΐξρΓ^ι^
τη γενικευμένη παιδείά.~Τ#εσόΓ^ γλωσσικής αυτής ομοιογέ­
νειας υπηρετείται μια κοινωνικο-οικονομική πραγμοαΐκότητα
που βασίζεται στη μαζική βιομηχανική παραγωγή και προϋ-
ποθέτει ένα οιιοιογενές (γλωσσικά και πολιτισμικά) εργατικό
και καταναλωτικό δυναιιικό (πρβ. ΧριστίδηςΤΪ999α: 24). Οι
διαδικασίες προτυποποίησης περιλαμβάνουν:

• την κωδικοποίησή της, τη συγγραφή δηλαδή λεξικών, γραμ­


ματικών, ορθογραφικών'όδηγών κ.λπ. πδΰ αποτεΧόύν γνώμο-\ ^
νες γλωσσικής ορθότητας, V
• τ^χβ^Μΐ^ίοΓπσή"της στογ^χχπιό^ίγο (λογοτεχνία, επι- (\ι
στήμες, δίκαιο, διοικητικά έγγραφα) και στις επίσημες επικοί- V
νωνιακές περιστάσεις (διοίκηση, ΜΜΕ, δικάστηρί^κοινοβού- I
λΕοΓεκπαίδευση), |
^την~αν^/ώοιστ\ της απ’ όλα τα μέλη της γλωσσικές κοινό- !
τητας ως την_καλύτεοη και οοθότεοη εκδοχή του λόνου τους. /
• τη δημιουργία θεσμών, όπως το σχολείο, που θα χρήσιμο- /
ποιηθούν γΐα τη διαόοσή της και θα αναλάβουν να διαφυλά-/
ξουν την καθαρότητα κω^τη^όμοιογενεια της!7

Από την παραπάνω συζήτηση προκύπτει ότι οι όροι γλώσ­


σα και διάλεκτος δεν μπορούν επαρκώς να προσδιοριστούν
γλωΟσδλογικά και μάλλον αντανακλούν εξωγλωσσικές, κυρίως
^λιτικέςΓαναγκαιότητες. Φαίνεται λοιπόν ότι είναι πολύ εύ­
στοχη η διατύπωση του Μαχ ν/είητείοΗ ότι «νλώσσα είναι αία
64 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

διάλεκτος που έχει στρατό και στόλο», όπως επίσης.και αυτή


του Οαΐνεί ότΤ«δΐδλΗτοςΊ^ είναΐπαρά μια ηττημένη γλωσ­
σά» (πρβ. Παυλίδου, 1996: 30).

2.2. Κ οινω νικ ά χα ρακ τη ριςτικ α κ α ι γλω σσ ά 5

2.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις


Ο χώρος που κατεξοχήν ασχολείται με το ζήτημα της σχέσης
των κοινωνικών χαρακτηριστικών με τη γλώσσα είναι αυτός
της κοινωνικής όιαλεκτολογίας. Με τον κλάδο αυτό είναι άρ­
ρηκτα συνδεδεμένο το όνομα του ^ϊΐΐϊβιη Εαβον, ο οποίος
ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη πρόταση για το πώς μεταβάλλε­
ται/ποικίλλει η γλώσσα σε σχέση με τα κοινωνικά χαρακτηρι­
στικά των ομιλητών της, πώς δηλαδή διαφοροποιείται η
γλώσσα ανάλογα με τις κοινωνικές ομάδες που τη χρησιμο­
ποιούν. Το έργο του ία&ον αποτέλεσε κίνητρο και πηγή
έμπνευσης πολλών ερευνητών.
Η κοινωνική διαλεκτολογία μπορεί να θεωρηθεί ότι απο­
τελεί συνέχεια της παραδοσιακής διαλεκτολογίας. Ενώ όμως
η τελευταία επικεντρώνει την προσοχή της στην οριζόντια
διαφοροποίηση (γεωγραφική ποικιλότητα), η κοινωνική δια-
λεκτολογία ασχολείται με την κάθετη διαφοροποίηση της
γλώσσας (κοινωνική ποικιλότητα) σε ένα συγκεκριμένο τόπο.
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο σχήμα, όπως παρατίθεται
στην ΑΐΐοΜχοη (1981: 50):
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ___________________________________65

Πίνακας 1: Κοινωνική και γεωγραφική γλωσσική διαφοροποίηση

Κοινωνική ποικιλότητα

Γεωγραφική ποικιλότητα

Έτσι, οι χώροι που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των κοι-


νωνιογλωσσολόγων ήταν τα αστικά κέντρα σε αντίθεση με τις
αγροτικές περιοχές στις οποίες εργάστηκαν οι παραδοσιακοί
διαλεκτολόγοι. Γι’ αυτό και η κοινωνική διαλεκτολογία έχει
χαρακτηριστεί και ως αστική διαλεκτολογία. Επίσης, κατ’
αναλογίαν προς τις διαλέκτους, η κοινωνική διαλεκτολογία
προσπαθεί να περιγράφει και να οροθετήσει τις κοινωνιολέ-
κτονς, δηλαδή τις γλωσσικές ποικιλίες που χρησιμοποιούνται
από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, και να μελετήσει τα εν­
δεχόμενα «εμπόδια/φραγμούς» που συμβάλλουν στη διαμόρ­
φωση διαφορετικών ποικιλιών ανά κοινωνική ομάδα και
αποτρέπουν (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) τη διάχυση
γλωσσικών χαρακτηριστικών μεταξύ των κοινωνικών ομά­
δων, όπως τα φυσικά εμπόδια (όρη, ποτάμια, λίμνες κ.λπ.). Ο
προσδιορισμός τους επιτυγχάνεται βάσει ορισμένων χαρακτη­
ριστικών, εκ των οποίων τα σημαντικότερα είναι η κοινωνική
τάξη, το φύλο, η ηλικία, η εθνική ή φυλετική καταγωγή.
Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε, ακολουθώντας
τη Μακρή-Τσιλιπάκου (1986: 261), ότι υπάρχει μια υπερκάλυ-
ψη των γεωγραφικών διαλέκτων από τις κοινωνιολέκτους,
αφού πολύ συχνά τα τοπικά διαλεκτικά στοιχεία απορροφώ-
νται από τις κατώτερες κοινωνικές διαλέκτους, ενώ γίνονται
66 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

δύσκολα ανεκτά από την πρότυπη και κυρίαρχη γλωσσική


ποικιλία. Πολύ εύστοχα ο Τζιτζιλής (2001: 173) επισημαίνει
για τον ελληνικό χώρο ότι ο στιγματισμένος διαλεκτικός λό­
γος του εσωτερικού μετανάστη, έξω από το φυσικό του περι­
βάλλον, αντιπαρατίθεται στην κοινή νεοελληνική. Η πορεία
της γλωσσικής αφομοίωσης θα μπορούσε να περιγράφει ως
μια προσπάθεια απαλλαγής από τον διαλεκτικό λόγο και υπε­
ρίσχυσης της κοινής νεοελληνικής.6 Η τελευταία είναι η γλωσ­
σική ποικιλία των ισχυρών (μορφωτικά και οικονομικά) ή
ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων ανεξάρτητα από την πόλη
στην οποία ζουν τα μέλη της (βλ. σχετικά Μπασλής, 2000: 45-
46).
Προχωρώντας στον τρόπο που σε γενικές γραμμές ακο­
λουθούμε για να εξετάσουμε το πώς εκφράζεται η σχέση κοι­
νωνικών χαρακτηριστικών και γλώσσας, πρέπει να επισημά-
νουμε τα εξής: επιλέγουμε ένα γλωσσικό στοιχείο (φωνητικό,
φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό κ.λπ.) το οποίο εμφα­
νίζει αυτό που η παραδοσιακή γλωσσολογία αποκαλεί ελεύθε­
ρη ποικιλία ή ακριβέστερα εναλλασσόμενους τύπους ανάλογα
με το χρήστη και την περίσταση. Κατόπιν συλλέγουμε (κυ­
ρίως μέσω μαγνητοφωνήσεων) γλωσσικό υλικό από πληροφο-
ρητές με ποικίλα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Εξετάζουμε στο
γλωσσικό υλικό μας την αντιστοιχία που παρατηρείται μετα­
ξύ των εναλλασσόμενων γλωσσικών τύπων με τα κοινωνικά
χαρακτηριστικά των ομιλητών. Τα κοινωνικά αυτά χαρακτη­
ριστικά θεωρούνται σταθερά και δεδομένα, γι’ αυτό και ονο­
μάζονται ανεξάρτητες μεταβλητές (ΐηάερεικίεηΐ νΒΠ&Μεδ), ενώ
οι γλωσσικοί τύποι ονομάζονται εξαρτημένες μεταβλητές (άε-
ρεηάεηί νβηαΜεδ), διότι η εμφάνισή τους συσχετίζεται με (κά-
ποια από) τα δομικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του ομιλητή,
δηλαδή με τις ανεξάρτητες μεταβλητές. Γι’ αυτό και τέτοιου
είδους μελέτες, οι οποίες επιδιώκουν τη διαπίστωση της σχέ­
σης μεταξύ ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών, απο-
καλούνται συσχετιστικές.7 Στη συνέχεια θα αναφερθούμε επι­
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 67

λεκτικά σε ορισμένες βασικές και με ιδιαίτερη επίδραση κοι-


νωνιογλωσσολογικές έρευνες.

2.2.2. Η έρευνα του Ιαύον στη Νέα Υόρκη


Στις κλασικές συσχετιστικές έρευνες συγκαταλέγεται αυτή του
ία&ον (βλ. ίέώον, 1972α) σχετικά με την κοινωνική ποικιλία
του φωνήματος Μ το οποίο είχε δύο πραγματώσεις, [γ] και
[0], στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’60. Διατύπωσε την
υπόθεση ότι η εμφάνιση ή όχι του μεταφωνηεντικού (γ) δεν εί­
ναι τυχαία, αλλά συνδέεται με την κοινωνική τάξη των ομι­
λητών, την ηλικία τους, το ύφος που επιλέγουν, αλλά και το
γλωσσικό περιβάλλον εμφάνισής του. Διερεύνησε την υπόθεση
αυτή εξετάζοντας την ομιλία των υπαλλήλων τριών μεγάλων
καταστημάτων: ενός λαϊκού (ΚΜη), ενός μεσαίων στρωμά­
των (Μαογ’8) και ενός που απευθυνόταν στα υψηλότερα κοι­
νωνικά στρώματα (5ί&δ). Η κατηγοριοποίηση των καταστημά­
των έγινε με κριτήρια όπως η πελατεία στην οποία απευθύνο­
νταν, η διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου, η περιοχή όπου
βρίσκονταν, οι εφημερίδες στις οποίες επέλεγαν να διαφημι­
στούν, οι τιμές τους κ.λπ.
Ο ία&ον συνέλεξε τα δεδομένα του με μεγαλοφυή τρόπο
χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της κατευθυνόμενης συνέντευξης.
Διάλεξε τις λέξεις ίουιΐΐι ίΐοοτ (τέταρτος όροφος) στις οποίες
η μεταβλητή (γ) είναι μεταφωνηεντική. Επιπλέον, στην πρώτη
λέξη το μεταφωνηεντικό (γ) ακολουθείται από σύμφωνο. Σε
κάθε κατάστημα διαπίστωσε ποια προϊόντα εκτίθενται στον
τέταρτο όροφο και άρχισε να θέτει στους υπαλλήλους ερωτή­
σεις του τύπου μου λέτε, σας παρακαλώ, πού είναι τα γυναι­
κεία παπούτσια;, προσποιούμενος τον πελάτη. Η απάντηση,
την οποία κατέγραφε κρυφά, ήταν πάντοτε οη ώο ίουτίΐι ίΐοοτ
(ιστον τέταρτο όροφο). Στη συνέχεια υποκρινόταν ότι δεν είχε
καταλάβει καλά και ξαναρωτούσε τον υπάλληλο, ο οποίος
απαντούσε προσεκτικότερα και με πιο καθαρή προφορά. Με
τον τρόπο αυτό ο ίαβον έλεγχε την υπόθεση ότι όσο περισ­
68 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

σότερη προσοχή δίνει κανείς στην ομιλία του, τόσο περισσό­


τερο τείνει να χρησιμοποιεί τον γλωσσικό τύπο που είναι πιο
κοντά στη νόρμα. Θεώρησε, μ’ άλλα λόγια, ότι υπάρχει ένα
υφολογικό συνεχές στο ένα άκρο του οποίου τοποθετείται η
αυθόρμητη ομιλία και στο άλλο άκρο η ευθυγραμμισμένη με
τη νόρμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η παρουσία [γ] (και
όχι η απουσία [0]) αποτελεί τη νόρμα για τους Νεοϋορκέζους.
Ο ίβϋον υπολόγιζε προσεγγιστικά την ηλικία του κάθε υπάλ­
ληλου και τον κατέτασσε σε μία κλίμακα κοινωνικής ιεραρ­
χίας με βάση κυρίως το κατάστημα στο οποίο εργαζόταν.
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταγράφονται στον ακό­
λουθο πίνακα (βλ. Κακριδή, 1997: 3).

Πίνακας 2 : Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού (γ) στα τρία


καταστήματα στη Νέα Υόρκη

1η απάντηση 2η απάντηση
ΓουΛ ΡΙ ο ο γ ΡοιίΓύι ΡΙ ο ογ
5α&> (Α. Τ.) 30% 63% 40% 64%
Μαογ’δ (Μ. Τ.) 27% 44% 22% 61%
Κΐ€ΐη (Κ. Τ.) 5% 8% 13% 18%

Τα ίδια αποτελέσματα καταγράφονται και στον ακόλουθο


πίνακα ιστογραμμάτων (βλ. ία&ον, 1972α: 52).
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 69

Πίνακας 3: Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού (γ ): Το (τ)


στην πρώτη (I) καί (II) πραγμάτωση του ΐοιιτώ (άσπρο) και (Ιοογ (μαύ­
ρο) στα τρία καταστήματα της Νέας Υόρκης

Από τα αριθμητικά δεδομένα του πίνακα προκύπτει ότι η


εμφάνιση του μεταφωνηεντικού (γ) εξαρτάται: α) από το
γλωσσικό περιβάλλον, δηλαδή από την ακολουθία ή όχι συμ­
φώνου ίοιιτώ [ίο:(Γ)θ] νδ Ποογ [Πο:(γ)], β) από την προσοχή,
την υφολογική δηλαδή επισημότητα, με την οποία ο ομιλητής
εκφέρει το λόγο του, γ) από την κοινωνική τάξη του ομιλητή.
Σε σχέση με την ανεξάρτητη μεταβλητή της ηλικίας ο ίαβον
διαπίστωσε ότι στο Μαογ’ 5 της μεσαίας τάξης, σε αντίθεση με
την αναμενόμενη συμπεριφορά (η οποία θα ήταν οι μεγαλύτε­
ροι να χρησιμοποιούν τον παλιότερο τύπο, δηλαδή τη μηδενι­
κή [0] πραγμάτωση της εξαρτημένης μεταβλητής, και οι νεότε­
ροι τον νεότερο τύπο, δηλαδή την πραγμάτωση [γ]), οι μεγα-
70 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

λύτεροι εμφανίστηκαν να χρησιμοποιούν περισσότερο τον νε­


ότερο τύπο απ’ ό,τι οι νεότεροι. Στο δαίίδ της ανώτερης τάξης
ο ίαβον διαπίστωσε την αναμενόμενη συμπεριφορά, ενώ στο
ΚΜη της κατώτερης τάξης η γλωσσική διαφοροποίηση μετα­
ξύ των ηλικιών ήταν πολύ μικρή. Χαρακτηριστικός είναι ο
ακόλουθος πίνακας (βλ. ία&ον, 1972α: 59):

Πίνακας 4: Τα ποσοστά εμφάνισης τον μεταφωνηεντικον (τ), κατανεμη­


μένα σε τρεις ηλικιακές ομάδες των υπαλλήλων των τριών καταστημά­
των της Νέας Υόρκης

80 -

50 -

20 -

15 + 35 + 55 + 15 + 35 + 55 + 15+ 35 + 55 +
Μ3ογ’δ ΚΜη
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 71

Τα αποτελέσματα αυτά οδήγησαν τον Ι,&βον στην υπόθεση


ότι, ενώ τα μέλη των ανώτερων και πιθανώς των κατώτερων
κοινωνικών στρωμάτων δεν αλλάζουν την προφορά τους με­
τά την εφηβεία αφού αυτή παγιωθεί, τα μέλη των μεσαίων
κοινωνικών στρωμάτων, που είναι κοινωνικά ευκίνητα, μπο­
ρεί να αλλάξουν την προφορά τους μετά την εφηβεία. Μπορεί
δηλαδή σε μεσαία ηλικία να υιοθετήσουν την προφορά που
έχει το μεγαλύτερο κύρος ώστε η ομιλία τους να μην αποτε-
λέσει εμπόδιο στην ικανοποίηση των κοινωνικών τους φιλο­
δοξιών και στην κοινωνική τους κινητικότητα, δεδομένου ότι
η κοινωνική επιτυχία προϋποθέτει την ευθυγράμμιση με τις
κυρίαρχες κοινωνικές και γλωσσικές αξίες.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα του ίεώον, πρέπει γε­
νικότερα να επισημάνουμε ότι η διαφορά μεταξύ των κοινω-
νιολέκτων δεν είναι τόσο ποιοτική και σαφώς διακεκριμένη,
όσο ποσοτική και διαβαθμίσιμη: ένα άτομο από τα υψηλότερα
κοινωνικά στρώματα θα χρησιμοποιήσει και τον μη ευθυ­
γραμμισμένο με τη νόρμα τύπο, πιθανώς όμως θα τον χρησι­
μοποιήσει σπανιότερα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι υποθέ­
σεις που κάνουμε για τη σχέση γλώσσας και κοινωνικής δια­
στρωμάτωσης μπορούν να εξεταστούν με βάσή σΰγκεκριμένα
και ακριβή στοιχεία και να γίνουν αντικείμενο στατιστικής
μέτρησης, χωρίς να εξαρτώνται από τις διαισθήσεις ή τις
εντυπώσεις του γλωσσολόγου.
Παρόμοιες εξαρτημένες (γλωσσικές) μεταβλητές έχουν με­
λετηθεί πολύ, κυρίως στην αγγλική, και τις περισσότερες φο­
ρές έχει επιβεβαιωθεί η βασική υπόθεση ότι υπάρχει άμεση
σχέση μεταξύ κοινωνικής διαστρωμάτωσης και γ^ΐδσσάς. Εδώ ;
πρέπει να σημειώσουμε ότι μία κεντρική έ^όΐα στις έρευνες \
αυτές, δηλαδή η κοινωνική τάξη, είναι δύσκολο να οροθετηθεί \
με ακρίβεια. Η συνήθης πρακτική είναι να προσδιορίζεται ως
συνισταμένη άλλων κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών όπως
το εισόδημα, το επάγγελμα, η μόρφωση, ο τόπος κατοικίας
κ.λπ.8 .
72 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

2.2.3. Η έρευνα του ΤηιάξΠΙ στο Νόριτζ


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πορίσματα του
Τηκίβΐΐΐ (1974, 1975) από τις έρευνές του στο Νόριτζ της Αγ­
γλίας. Θα αναφερθούμε ειδικότερα στη διερεύνηση της μετα­
βλητής (ϊη§), η οποία αφορά τη ρηματική κατάληξη της αγγλι­
κής που στον γραπτό λόγο αποδίδεται ως -ίηβ, όπως στο I βω
ψοτίϊηξ (εργάζομαι). Η μεταβλητή αυτή μπορεί να πραγματω-
θεί με δύο τρόπους, έχει, μ’ άλλα λόγια, δύο τιμές: α) τον
υπερωικό τύπο της νόρμας [ΐη] (όπου για την προφορά του
έρρινου συμφώνου το πίσω μέρος της γλώσσας αγγίζει την
υπερώα) και β) τον στιγματισμένο οδοντικό τύπο [ϊη] (όπου
για την προφορά του έρρινου συμφώνου η άκρη της γλώσσας
αγγίζει τη βάση των επάνω δοντιών).
Τα αποτελέσματα του Τηκ1§ΐ11 φαίνονται κατ’ αρχάς ανά­
λογα με αυτά της έρευνας του ίαβον στη Νέα Υόρκη. Διαπί­
στωσε ότι όσο πιο προσεκτική ήταν η εκφορά του λόγου, όσο
δηλαδή επισημότερο ήταν το ύφος των ομιλητών από κάθε
κοινωνική τάξη, τόσο περισσότερο χρησιμοποιούσαν τον τύ­
πο της νόρμας [ϊη]. Διαπίστωσε επίσης ότι ο αποκλίνων τύ­
πος [ΐη] εμφανιζόταν περισσότερο στις κατώτερες κοινωνικές
τάξεις. Πολύ σημαντικό όμως είναι το εύρημά του ότι ο απο­
κλίνων από τη νόρμα τύπος εμφανιζόταν πολύ περισσότερο
στο λόγο των ανδρών απ’ ό,τι στο λόγο των γυναικών σε
όλες τις κοινωνικές τάξεις. Χαρακτηριστικός είναι ο ακόλου­
θος πίνακας (βλ. Τπκίβΐΐΐ, 1974):
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 73

Πίνακας 5: Τα ποσοστά εμφάνισης του (ίη§) σε άντρες και γυναίκες με­


σαίας τάξης (ΜΤ) και κατώτερης εργατικής τάξης (ΚΕΤ) στο Νόριτζ

Όπως προκύπτει και από τον παραπάνω πίνακα, οι άν­


δρες είχαν την τάση να απομακρύνονται από τον τύπο της
νόρμας με το εμφανές γόητρο, ενώ οι γυναίκες να προσκολ-
λώνται περισσότερο σ’ αυτόν. Μάλιστα, ο Τηι4§ΐ11 επιβεβαίω­
σε περαιτέρω τα αποτελέσματά του, όταν, ρωτώντας τους
πληροφορητές του και από τα δύο φύλα σχετικά με το ποιον
τύπο πίστευαν ότι επέλεγαν, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες είχαν
την πεποίθηση ότι χρησιμοποιούσαν περισσότερο τον τύπο
της νόρμας απ’ ό,τι έκαναν στην πραγματικότητα και το αντί­
στροφο συνέβαινε με τους άνδρες. Η εικόνα δηλαδή που εί­
χαν οι γυναίκες για τον εαυτό τους είναι ότι μιλούν τη νόρ­
μα, ενώ οι άνδρες ότι μιλούν την τραχιά γλώσσα των εργα­
τών των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Ο Τηιά§ί11 απέ­
74 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

δωσε το φαινόμενο αυτό σε δύο κυρίως λόγους: 1) ότι οι γυ­


ναίκες στην κοινωνία μας νιώθουν μεγαλύτερη ανασφάλεια
και πιθανότατα με τη χρήση των τύπων της νόρμας προσπα­
θούν να ανορθώσουν το κοινωνικό τους γόητρο, 2) η αποκλί-
νουσα γλώσσα των ανδρών εργατών τείνει να έχει συνδηλώ­
σεις σκληρότητας και τραχύτητας, χαρακτηριστικά καλυμμέ­
νου γοήτρου τα οποία από πολλούς θεωρούνται επιθυμητά
για τους άνδρες και όχι για τις γυναίκες.

2.2.4. Η έρευνα της Οιβδΐτε στο Ρέντινγκ


Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η έρευνα της Οιεδΐτε (1978) στο
Ρέντινγκ της Αγγλίας όπου παράλληλα με τύπους της νόρμας
όπως I ϊποψ, γου Κηοπ, ώβγ οάΆ κ.λπ. χρησιμοποιούνται και
οι αποκλίνοντες τύποι I ϊποφβ, γου ΚηοΦ8, ώ€γ ο&11β. Η
Οιεδίτε εξέλαβε ως μεταβλητή την ενεστωτική τριτοπρόσωπη
ρηματική κατάληξη του ενικού αριθμού (8) με τιμές την επέ­
κταση ή όχι της κατάληξης αυτής σε όλα τα πρόσωπα. Οι
πληροφορητές της ήταν έφηβοι (αγόρια και κορίτσια ηλικίας
εννέα έως δεκαεπτά ετών) που συναθροίζονταν σε σημεία της
πόλης που θεωρούνταν προβληματικά από τους κατοίκους,
διότι εκεί μαζεύονταν όταν «έκαναν κοπάνα» από το σχολείο,
όπου και άναβαν φωτιές, πάλευαν, έβριζαν και γενικότερα
δημιουργούσαν φασαρίες.
Τα αποτελέσματα της έρευνας της Οιβδΐτε παρουσιάζουν
αναλογίες με αυτά του Τηιά§ΐ11 ως προς τη συμπεριφορά των
δύο φύλων: τα αγόρια προτιμούν τους αποκλίνοντες τύπους,
ενώ τα κορίτσια προτιμούν τους τύπους της νόρμας. Αναλυ­
τικότερα, στην ανεπίσημη καθημερινή ομιλία, χρησιμοποιού­
νταν σε μεγάλη συχνότητα οι αποκλίνοντες τύποι τόσό από
τα αγόρια όσο και από τα κορίτσια, ενώ στην πιο προσεγμέ­
νη και επισημότερη ομιλία οι αποκλίνοντες τύποι χρησιμο­
ποιούνταν πολύ λιγότερο. Σε αντίθεση όμως με το ανεπίσημο,
στο πιο επίσημο ύφος η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύ­
λων ήταν εντονότατη: τα κορίτσια χρησιμοποιούσαν πολύ λι-
ΛΙΑΣΤΑΣΡ.ΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 75

γότερο τους αποκλίνοντες τύπους (13%) σε σχέση με τη χρή­


ση που γίνονταν από τα αγόρια (περίπου 30%). Τα κορίτσια
δηλαδή ευθυγραμμίζονταν πολύ περισσότερο με τη νόρμα σε
επίσημες περιστάσεις.
Η ανάλυση της ΟΗεκΐτε όμως έδειξε καθαρά ότι συνδυα­
στικά με το φύλο και το ύφος εμπλέκεται και η μεταβλητή της
τοπικής (υπο)κουλτούρας των νέων, η οποία απαιτεί από αυ­
τούς να είναι σκληροί. Έτσι, οι αποκλίνοντες τύποι συσχετί­
ζονται στενά και με την επίδειξη σκληρότητας. Όπως παρατη­
ρεί ο Ανδρουτσόπουλος (βλ. 1997: 563· 1998: 47), η συμμετοχή
σε μια νεανική κουλτούρα προσφέρει πρότυπα και συνεπάγε­
ται νόρμες που αφορούν τις απόψεις και τις συμπεριφορές
σχετικά με τη γλώσσα, την κοσμοθεωρία των ενηλίκων, τις
καθημερινές συνήθειες, τις προτιμήσεις στην εμφάνιση, τις
προτιμήσεις στην πολιτιστική κατανάλωση γενικότερα και τη
μουσική ειδικότερα Λ.λπ. Η συμμόρφωση στις παραπάνω νόρ­
μες αποτελεί πολλές φορές απαραίτητη προϋπόθεση για την
ουσιαστική συμμετοχή στις νεανικές παρέες. Αξίζει δε να ση­
μειωθεί ότι γλωσσικοί τύποι της νεανικής νόρμας μπορεί να
μεταβιβάζονται από τη μια γενιά νέων στην άλλη, χωρίς ποτέ
να χρησιμοποιηθούν από ενηλίκους.9 Η Οιεδίτε εστίασε την
προσοχή της σε παραμέτρους σκληρότητας τις οποίες θεώρη­
σε συστατικά στοιχεία της παρέας που μελέτησε. Τέτοιες πα­
ράμετροι είναι οι φιλοδοξίες επαγγελματικής αποκατάστασης
των νέων, λ.χ., σε «σκληρό» (π.χ., σφαγέας) ή όχι επάγγελμα,-
ο βαθμός σκληρότητας που άμεσα προβάλλουν,Τ.χ., συμμετο-
χή σε κλοπές, εμπρησμούς κτιρίων, παλέματα κτλ., και η θέση
τους στην ιεραρχία της ομάδας, λ.χ. μέλη κεντρικά-πυρηνικά
ή περιφερειακά. Διαπίστωσε ότι οι αποκλίνοντες τύποι συ­
σχετίζονταν όχι μόνο με το αρσενικό φύλο, αλλά και με τον
υψηλό βαθμό συμμετοχής των αγοριών στην υποκουλτούρα
του δρόμου, κεντρικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η
«σκληρότητα». Τα κορίτσια, αντίθετα από τα αγόρια, είχαν
άλλα ενδιαφέροντα (π.χ., δημοφιλείς τραγουδιστές, σχέσεις με
76 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

το άλλο φύλο) και δεν παρουσίασαν υψηλό βαθμό συμμετο­


χής στην υποκουλτούρα του δρόμου.

2.2.5. Η έρευνα της Μϊΐτογ στο Μπέλφαστ


Η τελευταία ερευνητική προσέγγιση στην οποία θα αναφερ­
θούμε με. περισσότερες λεπτομέρειες είναι αυτή της Μί1ιχ>γ
(1980 κ.ά.) σε περιοχές εργατικών τάξεων του Μπέλφαστ της
Βόρειας Ιρλανδίας. Το έργο της ΜϊΙγου υπογραμμίζει τη
σπουδαιότητα των κοινωνικών δικτύων ($οοΐ3ΐ ηεΐλνοΓίίδ) ως
ανεξάρτητων μεταβλητών. Στο Μπέλφαστ, τα κοινωνικά δί­
κτυα, οι στενές σχέσεις κυρίως μεταξύ συγγενών και ομοθρή­
σκων, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση ενός ατό­
μου σε εργασιακή απασχόληση και σε άλλα κοινωνικά οφέλη.
Οι κάτοικοι του Μπέλφαστ διακρίνονται, σύμφωνα με τη
Μΐ1τογ, από κοινωνική ανασφάλεια και αισθάνονται την ανά­
γκη θέσπισης και διατήρησης ισχυρών κοινωνικών δικτύων.
Βασικό χαρακτηριστικό της έννοιας του δικτύου είναι η
εγωκεντρικότητά του, διότι ορίζεται σε σχέση με ένα συγκε­
κριμένο άτομο το οποίο λαμβάνουμε ως κέντρο του. Οι σχέ­
σεις που συνάπτει το συγκεκριμένο Εγώ με διάφορα άλλα
άτομα συνιστούν το κοινωνικό του δίκτυο. Προφανώς, ξεκι­
νώντας από τα άλλα άτομα με τα οποία σχετίζεται το Εγώ,
διαπιστώνουμε ότι τα δικά τους δίκτυα παρουσιάζουν μεγα­
λύτερη ή μικρότερη επικάλυψη με το αρχικό δίκτυο. Δύο πτυ­
χές ενός κοινωνικού δικτύου είναι ιδιαίτερα σημαντικές, η
πυκνότητα (άεη$ίΐγ) και η πολυνηματότητα (ιηιι11ΐρ1εχΐΐγ).
Ένα δίκτυο είναι περισσότερο ή λιγότερο πυκνό, ανάλογα με
τον αριθμό των γνωστών του Εγώ που σχετίζονται και μετα­
ξύ τους. Και στα δύο σχήματα του πίνακα 6, το Εγώ, που
συμβολίζεται με X, συσχετίζεται με άλλα τέσσερα άτομα. Στο
σχήμα (2) τα άτομα αυτά γνωρίζονται και μεταξύ τους. Στο
σχήμα (1) η μόνη σχέση που έχουν είναι μέσω του X. Μ’ άλ­
λα λόγια, αν ο X του σχήματος (2) βρισκόταν σ’ ένα πάρτι με
κάποιους από τους τέσσερις γνωστούς του δεν θα χρειαζόταν
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 77

να τους αλληλοσυστήσει, σε αντίθεση με τον X του σχήματος


( 1).

Πίνακας 6: Πυκνότητα δικτύων

Εάν ένα άτομο συνδέεται προς το Εγώ με μία μόνο ιδιό­


τητα, π.χ. του γείτονα, τότε ο δεσμός είναι μονο-νήματος
(ιιηΐρίεχ). Αν ο δεσμός αφορά περισσότερες ιδιότητες, π.χ.
του γείτονα, του συγγενούς, του φίλου, του συνεργάτη, τότε ο
δεσμός είναι πολυνήματος (ωυΐίίρίβχ).
Η ΜϊΙγου διαμόρφωσε ένα σύνθετο μαθηματικό τρόπο μέ­
τρησης της ισχύος ενός δικτύου (ηεΐχνοΛ χΐτεπ^ΐΗ), ο οποίος
απεικονίζει το βαθμό πυκνότητας και πολυνηματότητάς του.
Διερεύνησε την ύπαρξη ή όχι συσχέτισης μεταξύ της ισχύος
των δικτύων στα οποία συμμετείχαν οι 46 πληροφορητές της
και οκτώ εξαρτημένων φωνολογικών μεταβλητών και διαπί­
στωσε την ύπαρξη συσχέτισης σε πέντε από αυτές. Ενδεικτικά
αναφέρουμε τη μεταβλητή (δ) μεταξύ φωνηέντων σε λέξεις
όπως τποίΛ[=δ]6Γ, ί>ΓθίΛ[=δ]6Γ με δύο τιμές: παρουσία [δ] (τύ­
πος της νόρμας) / απουσία [δ] (αποκλίνων τύπος).
Η ΜΠγου συνέλεξε το υλικό της συμμετέχοντας η ίδια στην
καθημερινή ζωή των κοινοτήτων που θέλησε να μελετήσει.
Κατάφερε την εισαγωγή της στη ζωή των κοινοτήτων, συστη-
νόμενη ως φίλη φίλου (α ίπεηά οί ά ίπεπά) (βλ. σχετικά
4.3.1.).
Το ενδιαφέρον της Μ ιΙγου εστιάστηκε κυρίως στο πώς μία
γλωσσική νόρμα της καθομιλουμένης, η οποία αντιπαρατίθε-
ται με αυτήν της μεσαίας ή και της ανώτερης κοινωνικής τά­
ξης, αναδύεται και διατηρείται στο πλαίσιο κατώτερων κοι-
78 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

νωνικά και ειδικότερα εργατικών κοινοτήτων. Τα αποτελέ­


σματα της έρευνάς της έδειξαν ότι όσο ισχυρότερο είναι ένα
κοινωνικό δίκτυο (πυκνότερο και με περισσότερα νήματα) τό­
σο περισσότερο τα μέλη του χρησιμοποιούν στοιχεία που
ανήκουν στη νόρμα της καθομιλουμένης, παρά το κοινωνικό
της στίγμα. Η ΜίΐΓογ ερμήνευσε το γεγονός αυτό θεωρώντας
ότι τα ισχυρά δίκτυα στο πλαίσιο μιας κοινότητας έχουν ως
αποτέλεσμα την ενίσχυση όλων των κανονικοτήτων της κοι­
νότητας, συμπεριλαμβανομένης και της γλωσσικής νόρμας.
Όσο πυκνότερο και με περισσότερα νήματα είναι ένα δίκτυο
τόσο αποτελεσματικότερα λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής
στο άτομο του κοινωνικού συστήματος αξιών. Αν ολοι όσους
συναναστρέφεται κανείς μιλούν και φέρονται με τον ίδιο τρό-
πο, έίνάι φυσικό και αναμενόμενο να τον επηρεάσουν ώστε
και αυτός να μιλάει και να φέρεται ανάλογα Επιπλέον, είναι
πολύ σημαντικότερο για κάποιον να ευθυγραμμιστεί με ό,τι
αναμένουν από αυτόν στο γλωσσικό -αλλα και σε άλλα επί­
πεδα- τα άτομα που συμμετέχουν στο προσωπικό του δίκτυο,
παρά με ό,τι, λ.χ., μαθαίνει στο σχολείο. Έτσι, είναι αρκετά
συνηθισμένο το φαινόμενο μια ομάδα με χαμηλό κύρος, η
οποία όμως συντίθεται από ισχυρά κοινωνικά δίκτυα, να δια­
τηρεί τον δικό της γλωσσικό κώδικα, όσο κοινωνικά στιγμα­
τισμένος κι αν είναι αυτός και παρά τις πιέσεις να αποδεχθεί
μια πιο «αξιόλογη» γλωσσική ποικιλία.10
Τα ισχυρά δίκτυα, επισημαίνει η ΜΠγου, εντοπίζονται κυ­
ρίως στις κοινότητες της εργατικής τάξης και αυτό γιατί,
σύμφωνα με κοινωνιολογικά πορίσματα, η διατήρηση ισχυ­
ρών σχέσεων αλληλεγγύης είναι προϋπόθεση επιβίωσης για
τους φτωχότερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Αν λοιπόν τα
ισχυρά κοινωνικά δίκτυα είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος
ενίσχυσης της καθομιλούμενης νόρμας και αν τα ισχυρά κοι­
νωνικά δίκτυα εντοπίζονται κυρίως στις παραδοσιακές εργα­
τικές κοινότητες, όπως αυτές του Μπέλφαστ, τότε στις κοινό­
τητες αυτές είναι φυσικό να αναδυθεί και να διατηρηθεί μία
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 79

νόρμα ανταγωνιστική με την επίσημη και αποδεκτή από την


ευρύτερη κοινωνία. Η νόρμα της καθομιλουμένης συμβολίζει
τις αξίες της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας.
Από την άλλη, τα άτομα των μεσαίων και ανώτερων τά­
ξεων, ακριβώς επειδή στηρίζονται στις προσωπικές τους πη­
γές και στις υπηρεσίες των θεσμών, διατηρούν ανοιχτά και
όχι κλειστά δίκτυα και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να ενι-
σχύσουν γλωσσικές μορφές που αποκλίνουν από την επίσημη,
ευρέως διαδεδομένη, νόρμα.

2.2.6. Γλωσσική ποικιλία και γλωσσική αλλαγή


2.2.6.Ι. Η έρευνα του Ι^&ον στο ΜαιΊΙι&’β Υίιιβγ&πΙ
Η σημαντικότητα των εοευνών παυ_£££ΐάαααε στην ποοηγού-
μενη ενότητα δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός ότι ανέδειξαν
το φαινόμενο της ποικιλότητας στη γλώσσα σε συνάρτηση με
κοινωνικές παραμέτρους, αλλά και στο ότι υποδεικνύουν τη
γλωσσική ποικιλότητα "ΟΚ δείκτη τής εν εξελίξει νλιηππι,κής
αλλαγής. Το πώς η γλωσσική ποικιλία οδηγεί στη γλωσσική
αλλαγή θα το εξετάσουμε μέσοΓαπό το παρδδείγμα της έρευ­
νας του ί&&ον (1972α) στο νησί ΜαΛ|ΐ8ώ3ΰη£γΐϋ^...
Το νησί Μ&πΗα’χ νίηβΥ&τά είναι ένα ειδυλλιακό μέρος έξω
από τη Βοστώνη με μικρό γηγενή πληθυσμόΓο οποίος πολλα-
πλασιάζεται κατά τους θερινούς μήνες (από 15.000 σε
150.000). Κατά τη διερευνητική επίσκεψή του στο νησί ο
ΐΛ&ον παρατήρησε ότι η δίφθογγος σε λέξεις όπως ουί,
Ηοιΐ56, και η δίφθογγος [αΐ] σε λέξεις όπως ψΜίε, πΐξΐιί είχε
αρχίσει να παρουσιάζει ποικιλομορφία και να μεταβάλλεται
προς μια πιο κεντροποιημένη προφορά: τδ πρώτομέ'ρος των
διφθόγγων φαινόταν ότι άλλαζε από ένα φθόγγο [α] όπως στη
λέξη οβτ σ’ ένα φθόγγο |_] όπως στη λέξη 3§ο. Σχηματικά,

[ωι] 3 [_ιι]
[81] 3 [_ΐ]
80 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Ο ία&ον συνέλεξε το υλικό του παίρνοντας συνεντεύξεις


από νησιώτες διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων και ποι­
κίλης γεωγραφικής και εθνοτικής προέλευσης. Οι ερωτήσεις
που έθετε περιείχαν λέξεις με τις προς εξέταση διφθόγγους,
όπως, λ.χ., “Μιεη \νε δρεαΚ οί Ιΐιε πβΐιί ΐο Ιΐίε (...) \ν1ιαΐ άοεχ
ήξΐιί ιη63η?” και προέτρεπαν έτσι στην παραγωγή λόγου όπου
θα χρησιμοποιούνταν οι λέξεις αυτές. Ζήτησε επίσης την ανά­
γνωση αποσπασμάτων στα οποία εμφανίζονταν οι προς εξέ­
ταση δίφθογγοι, ενώ δεν απέφυγε και τη συμμετοχική παρα­
τήρηση σε μπαρ, εστιατόρια, καταστήματα κτλ.
Τα αποτελέσματά του έδειξαν ότι η αλλαγή ήταν περισσό­
τερο ορατή σε άτομα ηλικίας 30 έως 45 χρόνων, ενώ ήταν λι-
γότερο εμφανής σε άτομα ηλικίας άνω των 75 και κάτω των
30. Γεωγραφικά, η αλλαγή ήταν περισσότερο διαδεδομένη στο
αγροτικό δυτικό μέρος του νησιού, το οποίο είχε πλούσιες
ιχθυοδραστηρ05τητεζΓπαρά στο πολυσύχναστο ανατολικό,
όπου ο κόσμος ασχολούνταν κυρίως με τον~τουρισμόΓΐε σχέ­
ση με τα επαγγέλματα, οι ψαράδες ήταν αυτοί που περισσότε­
ρο χρησιμοποιούσαν τους νέους φθόγγους, ενώ σε σχέση με
την εθνοτική προέλευση (Αγγλοι, Πορτογάλοι, Ινδιάνοι) οι
αγγλικής καταγωγής παρουσίασαν μεγαλύτερη προτίμηση στη
νέα προφορά.
Με βάση τα αποτελέσματα αυτά, ο ίαβον οδηγήθηκε στην
υπόθεση ότι η αλλαγή πιθανότατα ξεκίνησε από μια μικρή
ομάδα ψαράδων από το δυτικό νησί και διαδόθηκε ευρύτερα,
κυρίως σε άτομα αγγλικής καταγωγής, 30 έως 45 χρόνων.
Επιπλέον όμως τον απασχόλησαν τα εξής ζητήματα: Πώς άρ­
χισαν οι ψαράδες να αλλάζουν την προφορά τους; Κάποιος
ξαφνικά άλλαξε την προφορά του και έπεισε και τους-υπό­
λοιπους να τον ακολουθήσουν; Και γιατί ένα σημαντικό μέ­
ρος του ενήλικου πληθυσμού του νησιού άρχισε, μάλλον ασυ­
νείδητα, να ακολουθεί τον γλωσσικό νεωτερισμό μιας πιθανό­
τατα μικρής ομάδας ψαράδων;
Ορισμένοι μάλλον ηλικιωμένοι γηγενείς ψαράδες, υποστή­
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 81

ριξε ο ί&βον, δεν επινόησαν ξαφνικά τις νέες διφθόγγους,


αλλά άρχισαν να μεγιστοποιούν μία ήδη προϋπάρχουσα τάση
προφοράς στην ομιλία τους. Έτσι, η φαινομενικά νεωτεριστι­
κή προφορά των διφθόγγων ουσιαστικά προσομοίαζε με αυ­
τήν που χρησιμοποιούσαν στην ηπειρωτική^ΑμέρΓκή τόνΤ9ο
αιώνα. Ενώ, δηλαδή, οι νησιώτες του ΜαπΗα’δ νΐηεγ8Γ<1 είχαν
σχεδόν χάσει τις παλιές τους διφθόγγους και είχαν ευθυγραμ­
μιστεί με τη σύγχρονη αμερικανική νόρμα, άρχισαν σταδιακά
να επανέρχονται στην παλιά προφορά. Η ιδιόμορφη αυτή πο-
ρείά~αλλαγής~απεικονίζεται στον ακόλουθο πίνακα (βλ.
Αϊΐοΐιϊδοη, 1981: 73):

Πίνακας 7: Η φωνηεντική αλλαγή στο ΜίΐΠίια’$ νίπαγθΓά

19ος αι. Οιβιΐδ] ίιοιι$6

\1 V

20ός αι. [Ιΐίαΐδ]

I I
Γιατί συντελέστηκε αυτή η επαναφορά στην αρχική προφο­
ρά και ειδικότερα μεταξύ των ψαράδων, αγγλικής κυρίως κα­
ταγωγής, 30 έως 45 ετών; Κατά τον ίβ&ον, η απάντηση βρί­
σκεται στην αύξηση του τουρισμού και στην αποδοκιμασία
των τουριστών καταρχήν από μια μικρή ομάδα γέρων γηγε­
νών νησιωτών. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ταυτιστεί με τις πα­
ραδοσιακές αρχές και αξίες του νησιού και απέρριπταν τον
καταναλωτισμό των τουριστών. Η δε επαναφορά στην αρχική
82 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

προφορά λειτούργησε ως σύμβολο της νησιωτικής τους ταυ­


τότητας, διακριτικό της ιδιαιτερότητάς τους σε αντίστιξη με
την προφορά των τουριστών. Η στάση αυτή, όπως έδειξε η
έρευνα, οδήγησε πολλούς της ηλικίας 30-45 που ήθελαν να
μείνουν και να δραστηριοποιηθούν στο νησί να ακολουθή­
σουν την ομιλία των γεροντότερων για να αποκτήσουν ταυ­
τότητα γνήσιων νησιωτών. Όσοι σχέδιαζαν να φύγουν ή δεν
είχαν αποφασίσει ακόμη για το μέλλον τους επέλεγαν περισ­
σότερο τις διφθόγγους της νόρμας. Οι μεγαλύτερες και μι­
κρότερες ηλικίες δεν κεντροποιούσαν πολύ τις διφθόγγους
επιδεικνύοντας ουδετερότητα, διότι προφανώς λόγω της ηλι­
κίας τους δεν συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική και επαγ­
γελματική ζωή.
Με βάση την έρευνα του ί&5ον στο νησί ΜβΠΗβ’δ νίπε-
γατ(1 μπορούμε να διακρίνουμε τα ακόλουθα στάδια στην πα­
ρατηρούμενη γλωσσική αλλαγή:
1. Μία όψη της ομιλίας-μιας συγκεκριμένης κοινωνικής
ομάδας διαφοροποιείται σε κάποιο βαθμό απο τη νόρμα της
ευρύτερης περιοχής. Στην περίπτωση του νησιού Μ&ηΗ&Υ
νϊη6γατά κάπόίόν-μάλλον ηλικιωμένοι ψαράδες, στην ομιλία
των οποίων είχαν επιβιώσει παλιές δίφθογγοι, αρχίζουν να
μεγιστοποιούν τη διαφορά στην προφορά τους σε σχέση με
την υπάρχουσα νόρμα,
2. Μία δεύτερη κοινωνική ομάδα θαυμάζει και ακολουθεί
την πρώτη και υποσυνείδητα υιοθετεί ορισμένα χαρακτηριστι­
κά της προηγούμενης ομάδας. Στην περίπτωση του νησιού
ΜαπΗα’8 νΐπεχαπί οι ηλικιωμένοι ψαράδες θεωρήθηκαν ως οι
αυθεντικοί φορείς των παραδοσιακών αρχών και αξιών. Οι
αγγλικής καταγωγής ηλικίας 30-45 που είχαν την πρόθεση να
μείνουν μόνιμα στο νησί και να διαφοροποιηθούν από τους
τουρίστες και όσους ταυτίζονται μ’ αυτούς, υιοθέτησαν τις
παλιές διφθόγγους που αποτέλεσαν το διακριτικό^τοι^ς..
3. Τα νέα γλωσσικά στοιχεία αρχίζουν να επικρατούν και
γίνονται η νόρμα. Έτσι, και στην περίπτωση του Μ&ηΜ’β
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 83

νϊηεγ&τά οι παλιές δίφθογγοι που έχουν επανέλθει επικρα­


τούν και γίνονται η νόρμα.
4. Η γλωσσική αλλαγή διευρύνεται καθώς και άλλες κοι­
νωνικές ομάδες προσαρμόζουν τη γλωσσική συμπεριφορά
τους στη δεύτερη κοινωνική ομάδα που έχει ήδη υιοθετήσει το
νεωτερισμό. Έτσι, και στο ΜβιΐΗα’δ νϊηεγ3Γ<1 οι αγγλικής κα­
ταγωγής ηλικίας 30-45 λειτούργησαν ως πρότυπο για άλλες
κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες.

Επανερχόμενοι, για λόγους σύγκρισης, στην περίπτωση της


Νέας Υόρκης αξίζει να αναφέρουμε ότι, κατά τον ία&ον, και
εκεί η γλωσσική ποικιλία ήταν ενδεικτική γλωσσικής αλλαγής:
η διαφοροποίηση ανάμεσα στο ύφος της πρώτης αυθόρμητης
απάντησης των υπαλλήλων, στην οποία περισσότερο απού­
σιαζε το [γ], και στο πιο προσεγμένο ύφος της δεύτερης απά­
ντησης, στην οποία πέρισσότερο εμφανιζόταν το [γ], οδήγησε
τον ίίώον στην υπόθεση ότι η εμφάνιση του [γ] ήταν ένα χα­
ρακτηριστικό κύρους και κοινωνικής αποδοχής μιας νέας
νόρμας που ήρθε να επικαθίσει σε μία προηγούμενη τοπική
νόρμα. Η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται από περιγραφές του
Γλωσσικού Άτλαντα της ομιλίας των Νεοϋορκέζων στις αρ­
χές του αιώνα (πρβ. και ταινίες του ’30) σύμφωνα με τις
οποίες δεν υπήρχε μεταφωνηεντικό [γ].
Η αλλαγή στη Νέα Υόρκη σε σύγκριση με αυτή στο Ματ-
Λα’δ νϊηβγ3πΙ φαίνεται εκ πρώτης όψεως διαφορετική. Μπο­
ρούμε όμως να παρατηρήσουμε δύο κοινά στοιχεία: 1) στη
Νέα Υόρκη, όπως και στο Μαιΐΐια’χ νΐηεγ3Τ<1, η αλλαγή δεν
ήρθε «από το πουθενά», αλλά το μεταφωνηεντικό [γ] που υιο-
θετήθηκε από τους Νεούορκέζους υπήρχε στην πλειονότητα
της ομιλίας των Αμερικανών, 2) και στις δύο περιπτώσεις οι
αλλαγές πραγματοποιήθηκαν όταν μία κοινωνική ομάδα απο-
τέλεσε για μία άλλη το ιδεολογικό και γλωσσικό πρότυπο. Με
άλλα λόγια, και στις δύο, περιπτώσεις οι γλωσσικές αλλαγές
είχαν γόητρο: καλυμμένο (οονεπ) στην περίπτωση του Ματ-
84 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ΐΗα’δ νΐηεγβΓά, καθώς η αλλαγή συμβόλιζε τις αξίες μιας κα­


τώτερης ανίσχυρης ομάδας, εμφανές (ονεπ) στην περίπτωση
της Νέας Υόρκης, καθώς η αλλαγή συμβόλιζε τις αξίες της
ισχυρής ομάδας που γίνονταν αποδεκτές από την ευρύτερη
κοινωνία. Ειδικότερα, στη Νέα Υόρκη η αλλαγή πραγματο-
ποιήθηκε όταν οι Νεοϋορκέζοι απομακρύνθηκαν από το βρε­
τανικό πρότυπο την περίοδο του Β ' Παγκοσμίου Πολέμου
και ταυτίστηκαν με τις αξίες του γνήσιου Αμερικανού, όπως
αυτός εκπροσωπείται στο ΜΐώνεχΙ. Εκεί η φωνητική εξέλιξη
είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Το μεταφωνηεντικό [γ] υιοθετή-
θηκε καταρχήν από τις ανώτερες και μεσαίες κοινωνικές τά­
ξεις και σταδιακά διαδόθηκε και στις υπόλοιπες. Εδώ πρέπει
να σημειωθεί ότι, κατά τη διάδοση μιας γλωσσικής αλλαγής
από μία κοινωνική ομάδα σε μια άλλη, λαμβάνουν χώρα φαι­
νόμενα υπερδιόρθωσης (ΗΥρετοοιτεοΐΐοη): το νέο γλωσσικό
στοιχείο χρησιμοποιείται περισσότερο και με εντονότερα χα­
ρακτηριστικά από αυτούς που όψιμα το υιοθετούν (στο Μβτ-
ΐΗ&’δ νΐηβγ3Γ(1 παρουσιάστηκε μεγαλύτερος από τον αρχικό
βαθμός κεντροποίησης στις διφθόγγους), ενδεχομένως και σε
επιπλέον γλωσσικά περιβάλλοντα.11
Η κύρια διαφορά μεταξύ της αλλαγής στη Νέα Υόρκη και
αυτής στο ΜαπΗα’χ νΐπεχαπί είναι ότι η πρώτη μπορεί να χα­
ρακτηριστεί αλλαγή άνωθεν (οΗαη§ε ίτοπι αβονε), διότι έχει
κατεύθυνση προς μια κοινωνικά αποδεκτή νόρμα, ενώ η δεύ­
τερη αλλαγή κάτωθεν (οΗ&η§ε ίτοπι βείον), διότι απομακρύνε­
ται από μια κοινωνικά αποδεκτή νόρμα.
Οι αλλαγές άνωθεν είναι συνειδητές και εισάγονται συνή­
θως από την κυρίαρχη κοινωνική τάξη στη γλωσσική κοινό­
τητα. Συχνά συνιστούν δανεισμό από άλλες γλωσσικές κοινό­
τητες που έχουν μεγαλύτερο και εμφανές γόητρο στα μάτια
των ανώτερων τάξεων. Σταδιακά οι δάνειοι τύποι θεωρού­
νται καλύτεροι και από τις άλλες κοινωνικές τάξεις που προ­
σπαθούν να μοιάσουν στην ανώτερη τάξη διαμορφώνοντας τη
γλωσσική συμπεριφορά τους σύμφωνα με το νέο πρότυπο. Οι
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 85

νέοι αυτοί γλωσσικοί τύποι δεν επηρεάζουν άμεσα τη μη προ­


σεγμένη, καθομιλούμενη γλώσσα τόσο της κυρίαρχης όσο και
των υπόλοιπων τάξεων, αλλά εμφανίζονται με διαβαθμίσεις
στον επίσημο κυρίως λόγο όλων των τάξεων. Έχει μάλιστα
παρατηρηθεί από τον ία5ον (1972α) ότι συχνά η δεύτερη ιε­
ραρχικά κοινωνική ομάδα παρουσιάζει έντονα υπερδιορθωτι-
κή γλωσσική συμπεριφορά: στο επισημότερο -όχι όμως στο
ανεπίσημο- ύφος ξεπερνά κατά πολύ τα ποσοστά της ανώτε­
ρης τάξης, της ομάδας προτύπου.12 Τα άτομα δε της δεύτερης
ιεραρχικά κοινωνικής ομάδας, όπως προκύπτει από ειδικά
ψυχοκοινωνιολογικά τεστ, πιστεύουν ότι χρησιμοποιούν σχε­
δόν αποκλειστικά τύπους υψηλού γοήτρου, χωρίς αυτό πραγ­
ματικά να συμβαίνει. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται ως προϊόν
της κοινωνικής ανασφάλειας της ομάδας αυτής (και ιδιαίτερα
του γυναικείου πληθυσμού της, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον
να προικίσει με κοινώνικά εφόδια τα παιδιά του) και της επι­
θυμίας της για άμεση κοινωνική άνοδο.
Οι αλλαγές κάτωθεν είναι μη συνειδητές και εμφανίζονται
στον καθημερινό, ανεπίσημο, μη προσεγμένο λογο.13 Συνήθως
-όχι πάντα- πρόκειται γβττόπΟυς που προυπηρχαν και οι
οποίοι δεν συνοδεύονταν από ευρύτερα αναγνωρισμένο κύ­
ρος. Εισάγονται από κατώτερες κοινωνικές τάξεις που βιώ-
νουν κρίσεις ταυτότητας. Τα νεωτεριστικά στοιχεία της αλλα­
γής κατά το στάδιο που έχουν μεν εισαχθεί (ή επανενεργοποι-
ηθεί) στη γλωσσική κοινότητοτ^χλίά δεν έχουν ακόμη έντονες
και συνειδητές κοινωνικές συνδηλώσεις, αποκαλούνται ενδεί-
κτες (ΐηώο&ΙοΓδ). Οταν τα στοιχεία αυτά γίνονται τα δΐακρΐτί-
κά μιας κοινωνικής ταυτότητας, όπως οι δίφθογγοι στο Ματ-
νϊηεγ3Γ(1, και η κατανομή τους συσχετίζεται με κοινωνι­
κές ομάδες και λειτουργικές ποικιλίες, τότε ονομάζονται χα­
ρακτηριστικές μεταβλητές (πιαΛεΓδ). Όταν μια γλωσσική
αλλαγή φτάσει στο στάδιο της χαρακτηριστικής μεταβλητής,
είναι δυνατόν να συνυπάρχει με έναν άλλον ήδη υπάρχοντα
τύπο με κοινωνικό κύρος. Δεδομένου ότι η αλλαγή αυτή εισά­
86 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

γεται συνήθως από κατώτερες κοινωνικές τάξεις με μειωμένο


κύρος, οι ανώτερες ομάδες με αυξημένο κύρος συνειδητοποι­
ώντας τη συνύπαρξη του νεωτεριστικού με έναν άλλο ήδη
υπάρχοντα τύπο είναι πιθανόν να στιγματίσουν τον νεωτερι­
στικό τύπο. Έτσι, η αρχική μεταβλητή μπορεί να εξελιχθεί σε
στερεότυπο (8ΐ 6Γ60 ΐγρε).14 Είναι δε δυνατόν, αν εξαπλωθούν
οι απόψεις της κυρίαρχης ομάδας, το στιγματισμένο στερεό­
τυπο να καταστεί τόσο εμφανές στη συνείδηση μεγάλης μερί­
δας ομιλητών, ώστε να εκδιωχθεί από την ομιλία τους.

2.2.6.2. Η αξιακή διάσταση της γλώσσας


Η έρευνα του ίαβον στο νησί ΜεατΗα’δ νϊπ6γβτ(1 είναι, νομί­
ζουμε, ένα πολύ καλό έναυσμα για να σχολιάσουμε περαιτέ­
ρω και να αναδείξουμε με παραδείγματα τον συμβολικό,
αξιακό χαρακτήρα της γλώσσας, το γεγονός ότι τόσο μεμονω­
μένοι γλωσσικοί τύποι (όπως είδαμε ήδη), όσο και ολόκληρες
γλωσσικές δομές είναι διαποτισμένες και ώς ένα βαθμό δια­
μορφωμένες από ιστορικές αξιολογήσεις. Ο Χριστίδης
(1999α: 25-26, 133· βλ. και Οβίνεί, 1999) παρατηρεί σχετικά
ότι η πρόσφατη αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η
οποία σήμανε τη δημιουργία τριών τουλάχιστον κρατικών
οντοτήτων, της Σερβίας, της Βοσνίας, της Κροατίας, σήμανε
παράλληλα και τη διάσπαση της ενιαίας σερβοκροατικής σε
τρεις τουλάχιστον ξεχωριστές γλώσσες σε αντιστοιχία με τις
νέες κρατικές οντότητες. Οι ανάγκες συμβολικής ταύτισης και
διαφοροποίησης, όπως τις είδαμε να λειτουργούν στους"νη­
σιώτες του ΜαΛΐιβ’5 νΐηεγ3Γ(1 που ήταν υπέρμαχοι των παρα­
δοσιακών αρχών και αξιών του νησιού, οδηγησαν τις τρεις
νέες κρατικές οντότητες οι οποίες προέκυψαν από τη διασπα-
ση της Γιουγκοσλαβίας σε στάσεις απέναντι στη γλωσσά εν­
δεικτικές των μεταξύ τους διαφορών. Ειδικότερα, οι ορθόδο­
ξοι Σέρβοι τονίζουν, μεταξύ άλλών και με τη διατήρηση του
κυριλλικού αλφαβήτου, τον σλαβικό χαρακτήρα της σερβο­
κροατικής. Οι μουσουλμάνοι Βόσνιοι τονίζουν τα αραβο-
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 87

τουρκικά δάνεια της σερβοκροατικής και επιχειρούν να ανα­


βιώσουν προφορές που είναι εγγύτερες σε αυτή την πηγή. Οι
καθολικοί Κροάτες δίνουν έμφαση, μεταξύ άλλων και με τη
χρήση του λατινικού αλφαβήτου, στα λατινογενή δάνεια της
σερβοκροατικής. Συνάγουμε, λοιπόν, ότι η επιθυμία της δια­
φοροποίησης δημιουργεί νέες γλωσσικές πραγματικότητες, οι
οποίες πιστοποιούν -στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας
δραματικά- την αξιακή διάσταση της γλώσσας.
Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας αποτελεί ένα άλλο εν­
διαφέρον παράδειγμα όπου επίσης μπορούμε να παρατηρή­
σουμε την αξιακή διάσταση της γλώσσας. Η ελληνική όμως
δεν διασπάστηκε σε επιμέρους γλώσσες σε αντίθεση με τη σερ­
βοκροατική, που είδαμε προηγουμένως, και κυρίως σε αντίθε­
ση με τη λατινική, το ιστορικό της αντίστοιχο, από την οποία
προέκυψαν οι νεολατινικές γλώσσες. Όπως παρατηρεί ο Χρι-
στίδης (1999α: 26), η ερμηνεία της διαφοράς στην ιστορική
πορεία της ελληνικής και της λατινικής θα πρέπει να αναζη-
τηθεί στη διαφορετική ιστορική τύχη της ανατολικής και της
δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: η δεύτερη διαλύθηκε τον
5ο μ.Χ. αιώνα υποκύπτοντας στους γερμανούς επιδρομείς,
ενώ η πρώτη επέζησε -ω ς ελληνόφωνη οντότητα- για χίλια
ακόμη χρόνια. Αυτή η ιστορική συνέχεια διατήρησε τα γλωσ­
σικά αισθήματα συνέχειας συνεπικουρούμενη από τον αττικι-
στικό γλωσσικό κλασικισμό και τις βυζαντινές εκδοχές του. Ο
κλασικισμός αυτός, με ερείσματα τη διοίκηση, την εκκλησία,
την εκπαίδευση του Βυζαντίου, παρήγαγε αξιακές στάσεις
απέναντι στη γλώσσα οι οποίες εγκατέστησαν το αίσθημα συ­
νέχειας, παρά τις δραστικές αλλαγές της μεσαιωνικής και της
νεότερης ελληνικής.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να δούμε, με αποσπάσματα από το
βιβλίο του Κ. Βπ>\νηϊη§ (1991) Η ελληνική γλώσσα: Μεσαιω­
νική και νέα, πώς σε κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες επιχειρσύ-
νταν η επιστροφή στο «ένδοξο παρελθόν» της ελληνικής ή γι­
νόταν δραματική επίκλησή του, με αποτέλεσμα τη διαμόρφω-
88 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

αη του αισθήματος συνέχειας και αυτούσιας διατήρησης της


ελληνικής:

Η αντίδραση στη ρωμαϊκή επικυριαρχία οδήγησε (...) σε


ένα νοσταλγικό πισωγύρισμα στην ένδοξη εποχή της ελ­
ληνικής ελευθερίας. Οι ρητοροδιδάσκαλοι χειρίζονταν
σχεδόν αποκλειστικά θέματα παρμένα από την περίοδο
ανάμεσα στους περσικούς πολέμους και τον Μ. Αλέξαν­
δρο και αδιαφορούσαν για την εποχή τους. Οι κλασικοί
συγγραφείς έγιναν το μόνο πρότυπο άξιο μίμησης: αν
μπορούσαν οι άνθρωποι να μιλήσουν και να γράψουν
όπως οι μεγάλοι πρόγονοί τους ίσως να ξαναζωντάνευαν
με κάποιο τρόπο τη χαμένη δόξα της Ελλάδας (σ. 65).

[Την περίοδο της Φραγκοκρατίας] το κύρος της λόγιας


γλώσσας μειώθηκε αφού ολόκληρος ο κρατικός μηχανι­
σμός, του οποίου ήταν και γλωσσικός φορέας, παραμερί­
στηκε. Το περίπλοκο εκπαιδευτικό σύστημα που διατη­
ρούσε και ενστάλαζε τη χρήση της κατέρρευσε. (...) Στην
αποκατεστημένη αυτοκρατορία των Παλαίολόγων είχαμε
ένα είδος λογοτεχνικής αναγέννησης τον παλιού τύπον.
Το γεγονός αντό μπορούμε να το κατανοήσονμε ως διεκ­
δίκηση πολιτιστικής ανωτερότητας σε μια εποχή πον δεν
μπορούσε να γίνει λόγος για πολιτική ανωτερότητα. Οι
μισητοί δντικοί μπορεί να είχαν δύναμη, δεν είχαν όμως
άμεση πρόσβαση στην αρχαιοελληνική σοφία και το χρι­
στιανικό δόγμα που μόνο η γνώση της ελληνικής γλώσ­
σας μπορούσε να δώσει (σ. 99-100).

[Στις αρχές τον 19ον αιώνα] τα Ελληνικά της Πελοπον-


νήσον ήταν πολύ κατάλληλα για να αποτελέσονν τη βάση
μιας εθνικής γλώσσας. Απαλλαγμένα από τις ριζικές φω­
νητικές αλλαγές τον βόρειον ιδιώματος ή από τα αρχαϊ­
κά χαρακτηριστικά της κρητικής ή της κνπριακής, γίνο- ~
νταν εύκολα αντιληπτά από όλονς τονς Έλληνες και
ήταν αρκετά κοντά στη γλώσσα της όψιμης βνζαντινής
και μεταβυζαντινής δημώδονς λογοτεχνίας για να γίνονν
αποδεκτά από όλονς ως κοινή γλώσσα. (...) Θα ανέμενε
κανείς ότι αυτή η κοινή ομιλούμενη γλώσσα, με την πελο-
ποννησιακή βάση (...) θα γινόταν η εθνική γλώσσα πον
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 89

θα χρησιμοποιούνταν για επίσημους σκοπούς στην εκπαί­


δευση και στη λογοτεχνία όλων των ειδών. Αλλά τα
πράγματα αποδείχτηκαν διαφορετικά. Τα χρόνια μετά
την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους ήταν μια περίο­
δος πολιτικής αντίδρασης κατά την οποία η αναδυόμενη
άρχουσα τάξη απέρριψε το ορθολογιστικό και δημοκρατι­
κό πνεύμα που ζωογόνησε τη γενιά της απελευθέρωσης.
Η άρχουσα αυτή τάξη αποτελούνταν σε συνεχώς αυξανό­
μενο βαθμό από πλούσιους Φαναριώτες από την Κων­
σταντινούπολη και τους υποτακτικούς τους, ανθρώπους
που ήταν προσηλωμένοι στη λόγια γλώσσα της παράδο­
σης και που φοβόντουσαν τις πολιτικές επιπτώσεις της
απόρριψής της για χάρη της γλώσσας της μάζας του λα­
ού. Με την επιρροή τους ο αρχαϊσμός έγινε η ημερήσια
διάταξη. Η σύλληψη του Κοραή για την «κάθαρση» της
γλώσσας του λαού έφτασε σε γελοίες ακρότητες κι εφαρ­
μόστηκε σ' ένα πνεύμα πολύ διαφορετικό από εκείνο του
Κοραή (σ. 137-138).15

Τα παραπάνω αποσπάσματα νομίζουμε ότι αποκαλύπτουν


με ενάργεια τις ιστορικές πράξεις και τις αξιακές στάσεις
που περιέβαλλαν την ελληνική στην ιστορική της πορεία και
καλλιέργησαν και εδραίωσαν τη θέση περί τον ενιαίου και
αδιαίρετου χαρακτήρα της. Ο Χριστίδης (1999α: 26) παρατη­
ρεί ότι γλωσσικές περιοχές που αποκόπηκαν από την επιρροή
των κέντρων όπου καλλιεργούνταν αυτές οι στάσεις παρου­
σιάζουν χαρακτηριστικές δραστικές αποκλίσεις, όπως, λ.χ.,
συνέβη με τα καππαδοκικά ή"τοΓ κατωιταλιώτικα.1**
Από τη συζΊ^ση~πάντως τόσο του παραδείγματος της
διάσπασης της σερβοκροατικής όσο και της ενότητας της ελ­
ληνικής αναδεικνύεται γενικότερα ο συμβολικός-αξιακός χα­
ρακτήρας της γλώσσας: Πολύ συχνά νέες γλωσσικές μορφές
δημιουργούνται ή παλαιότερες μορφές διατηρούνται -σε με­
γαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και νεωνοαφικτί έκταση- σε συ-
νάρτηση με την επιθυμία έκφρασης του συλλογικού, ιστορι­
κού αισθήματος διαφοροποίησης ή ενότητας-συνέχειας.
90 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

2.2.6.3. Η έρευνα σε φαινομενικό και η έρευνα σε πραγματικό χρόνο


Θα ολοκληρώσουμε την ενότητα της γλωσσικής αλλαγής
(2.2.6.) με ένα μεθοδολογικό σχόλιο. Όπως εξαρχής παρατη­
ρήσαμε, η γλωσσική ποικιλότητα είναι σύμφωνα με τον ίεώον
(1972α) "δείκτης τής εν εξελίξει γλωσσικής αλλαγής. Η συγ-
> χρονική δηλαδή ποικιλία, μπορεί να μετατραπεί σε διαχρονική
^,λαγή, αν η αντιπαράθεση μεταξύ του παλαιότερου τύπου
ν^^και του νεωτερισμού που εισηγείται μια κοινωνική ομάδα
οδηγήσει στην επικράτησή του τελευταίου και τη σταδιακή
( αποδοχή του από περισσότερες κοινωνικές ομάδες. Η άμεση
5 εξέταση της συγχρονικής ποικιλίας, με την παρατήρηση της
Λ * ομιλίας διαφορετικών γενεών που συνυπάρχουν και δείχνουν
^ την κατεύθυνση της γλωσσικής αντιπαράθεσης (πρβ. τη γλωσ-
μ σική συμπεριφορά των ατόμων 30-45 ετών στο ΜαΛΗα’ε
νΐη€γ8Γ(1 σε αντίθεση με τους παλαιότερους), ονομάζεται
έρευνα σε φαινομενικό χρόνο (βρρ3Γ6ηΐ Ιϊπιε) και αναδεικνύει
την τάση ΐηζ" αλλαγής 4ϊτίφδ&έγγιση αυτή μας βοηθάει να κα­
ταλάβουμε γιατί κατά την αλλαγή της γλώσσας δεν παρατη­
ρούνται φαινόμενα μειωμένης επικοινωνιακής αποτελεσματι-
κότητας», Η απάντηση μάλλον βρίσκεται στη δυνατότητα συ­
νύπαρξης στο νου του ομιλητή διαφορετικών τύπων,, του πα­
λαιότερου και του νεότερου. Η συνύπαρξη αυτή ακριβώς
συνιστά τη γλωσσική ποικιλότητα που οδηγεί στη γλωσσική
αλλαγή. Η έρευνα κατάτην
ΌΚοιοΤσυγκρίνονται γλωσσικίς"μορφές που ανήκουν σε δια­
φορετικές συγχρονίες έρχεται μετά την παρέλευση μεγάλου
χρονικού διαστήματος, να επιβεβαιώσει ή όχι τις υποθέσεις
που έγιναν βάσει του φαινομενικού χρόνου (σχετικά με τη με­
θοδολογική αυτή διάκριση, βλ. επίσης Τ3Π5ον7Τ994τ^3-Μ2).
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 91

2.3. ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ

2.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις


Όπως παρατηρήσαμε και στο υποκεφάλαιο 1.3., αντίθετα από
τις γεωγραφικές και κοινωνικές ποικιλίες που προσδιορίζο­
νται από τα δομικά (γεωγραφικά και κοινωνικά) χαρακτηρι­
στικά του χρήστη/ομιλητή, οι λειτουργικές ποικιλίες ((Ηαΐγρΐο-
ίιιηεΐίοηβΐ νατΐεΐίεδ/τεξΐδΐεΓδ)17 προσδιορίζονται από διαφορές
στη χρήση όπως προκύπτουν από τις διαφορετικές επικοινω-
νιακές περιστάσεις στις οποίες πραγματώνεται ο λόγος. Έτσι,
λ.χ., οι πανηγυρικές ομιλίες σε εθιμοτυπικές περιστάσεις
(λ.χ., τελετές έναρξης, λήξης) απαιτούν επίσημο λόγο, ενώ οι
συνομιλίες μεταξύ γνωστών αυθόρμητο και ανεπίσημο λόγο.
Σπανίως μπορούν να γεφυρωθούν οι διαφορές ανάμεσα, λ.χ.,
σε ένα επιστημονικό και ένα λογοτεχνικό κείμενο. Το ίδιο
ισχύει και για τις διαφορές ανάμεσα, π.χ., σε ένα σχολικό εγ­
χειρίδιο μαθηματικών και ένα κείμενο που απευθύνεται σε
επιστήμονες. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις στην ανάλυση δια­
φορετικών περιστάσεων επικοινωνίας και διαφορετικών χρή­
σεων της γλώσσας θα μας απασχολήσει στα αμέσως επόμενα
υποκεφάλαια.

2.3.2. Η ανάλυση των πρηι.πτήπΡΜν επικοινωνίας


από τον Ηγτηβ$Κ^ "
Σύμφωνα με τον Ηγιηε5 (1974), το έργο του οποίου εντάσσε­
ται στο χώρο της εθνογραφίας της επικοινωνίας (είΠηο^ταρΗν
οί οοιηιηιιηίοειίΐοη)19, οι επικοινωνιακές περιστάσεις μπορούν ^
να αναλυθούν λαμβάνονταέ υπόψη (κάποιες από) τις ακόλου= ;
θες παραμέτρους: ^

• Φυσικό περιβάλλον (5εΐΐίη§): αναφέρεται στο χρόνο και I *£·


τον τόπο διεξαγωγής της «πικοινωνίας. Π.χ., διαφορετικό εί- /
ναΤτδΓμη^^του π ρ ω θ υ π ο υ ρ ^ υ ^ και δια-/
92 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

φορετικό θα είναι σε περίπτωση κήρυξης επιστράτευσης. Επι­


πλέον, όλες οι μορφές επικοινωνίας δεν διεξάγονται στα ίδια
χωροχρονικά περιβάλλανια. Λ.χ., συγκεκριμένες ευχες μπορεί
να ειπωθούν σε σχέση με συγκεκριμένες γιορτές (Καλά Χρι­
στούγεννα, Καλό Πάσχα). Ένα σχολικό μάθημα μόνο στην
τάξη μπορεί να πραγματοποιηθεί, ενώ ένας επικήδειος μόνο
ενώπιον του νεκρού μπορεί να εκφωνηθεί.
• Σκηνή (806Π6 ): αναφέρεται στον προσδιορισμό ενός πεοι-
βάλλοντος από τους μετόχους στην επικοινωνία· ο προσδιο-
ρίσμόςΤού περιβάλλοντος χωροχρόνου μπορεί να είναι δια­
φορετικός από τον πραγμοίτικό/φυσικό, κατ’ α\αιστοιχία με
αυτό που συμβαίνει σ’ ένα θεατοικό έργο, όπου οι ηθοποιοί
υποδύονται πράξεις άλλου χωροχρόνου από αυτόν της παρά­
στασης. Έτσι, στο ίδιο φυσικό περιβάλλον οι μέτοχοι είναι
δυνατόν ν’ αλλάζουν τον ορισμό που δίνουν στην επικοΓνω-
ν ία το υ^ κα ι να περνούν, λ.χ., από το σοΒαοό ύφος~σΐο
ασ,τε40-κ±π. (πρβ^^Ττίδΰς αστεϊσμούς μεταξύ φίλων που
καταλήγουν σε παρεξηγήσεις ή τις παρεξηγήσεις που ξεπερνι-
ούνται με αστεϊσμούς) (πρβ. και Τσιτσιπής, ί995γ 90).
• Μέτοχοι (ρβτΐίάρίΐηΐδ): αναφέρεται στους ποικίλουςσυν­
δυασμούς στη σχέση μεταξύ πομπού/-ών κα^δέκτή/-ώ^_Χα-
ρακτηριστική είναι η αντίθεση ανάμεσοΓστη διαδοχική εναλ­
λαγή μεταξύ ομιλητή και ακροατή σε μία φιλική τηλεφωνική
συνδιάλεξη από τη μια και στην ομιλία ενός πολιτικού σε πο­
λυάριθμο ακροατήριο από την άλλη, όπου δεν παρατηρούνται
εναλλαγές. Οι έννοιες πομπού και δέκτη δεν θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται μηχανιστικά, εφόσον συχνά ο ομιλητής δεν
είναι και ο αρχικός πομπός του μηνύματος, ενώ κάθε αποδέ­
κτης δεν είναι και ο τελικός στόχος του μηνύματος.
• Σκοποί (εικίδ): αναφέρεται στα συμβατικά αναγνωρισμέ­
να και προσδοκώμενα αποτελέσματα μιας επικοίνώνίαςΓαλλά
και στους προσωπικούς στόχους που οι μέτόχστεπχδιώκουν
να πραγματοποιήσουν στο πλαίσιο της επικοινωνίας αυτής.
Μία δίκη, λ.χ., έχεΐ ένάν κοινωνικά αναγνωρισμένο σκοπό,
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 93

την έκδοση μιας (καταδικαοχικικ ή αθωωτικής) απόφασης.


Παράλληλα, καθένας από τους μετόχους (δικαστής, εισαγγε-
λέας, ένορκοι, μάρτυρες υπεράσπισης, μάρτυρες κατηγορίας
κ.λπ.) επιδιώκει την πραγματοποίηση προσωπικών στόχων
(λ.χ., προσωπική προβολή, εκδίκηση! ανεξάρτητα από το ρόλο
τους,
• Κλειδί Οίεγ): αναφέρεται στο «πνεύμα» και στον τόνο με
τον οποίοΤεπιτελείται μία^λωσσΐκύ εκφοοά. π.χ. το «κλειδί»
μπορεί να είναι διαμαρτυρίας ή αστείο, σοβαρό, ειρωνικό,
εχθρικό κ.λπ. Συχνότατα, συγκεκριμένα κλειδιά συνδέονται με
άλλες παραμέτρους, όπως είναι το φυσικό περιβάλλον ή η
ταυτότητα των μετόχων. Είναι, λ.χ., αναμενόμενο το «κλειδί»
με το οποίο διεξάγεται η επικοινωνία στην εκκλησία να είναι
σοβαρό και επίσημο, ενώ ένας κλόουν να επικοινωνεί με το
κοινό του στο τσίρκο με τρόπο αστείο. Συγκεκριμένες στρατη­
γικές μπορούν να λειτουργήσουν ως δείκτες μετάβασης από το
ένα «κλειδί» στο άλλο και, κατά συνέπεια, από τη μία σκηνή
στην άλλη. Λ.χ., από τον προκαταρκτικό φιλικό ανεπίσημο
διάλογο ανάμεσα στον ομιλητή μιας διάλεξης και τους διορ­
γανωτές γίνεται η μετάβαση στην έναρξη της επίσημης διάλε­
ξης με μία έντονη παύση (η οποία τερματίζεται συνήθως με τε­
χνητό ξερόβηχα) και με την προσφώνηση Κυρίες και Κύριοι.
• Κανάλια (ΐηδίηιπιβηΐβΐϊΐίεδ): στο επίκεντρο είναι κυρίως
διακρίσεις όπως προφορικός, γραπτός, τηλεγραφικός λόγος.
• Νόρμες αλληλεπίδρασης και ερμηνείας (ηοπη8 οί ϊη-
ΙεΓ&οΐϊοη αηά ίηΐειρίέί&ϊΐοη): άναφέρονται στις κανονικότητες
που διέπουν την επικοινωνία (λ.χ., με τι ένταση φωνής μιλά­
ει κάποιος/-α, ποια είναι η~αποδεκτή ποσότητα ομιλίας, αν
και πότε επιτρέπονται οι διακοπεςκαΐ οι διορθώσεις, πώς γί­
νεται η διαδοχή των συνεισφορών, πρβ. σχετικά τις διαφορε­
τικές στρατηγικές που χρησιμοποιούν τα δύο φύλα), αλλά
στον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οι κανονικότη-
τες αυτές. Σε κάθε κοινωνία ισχύουν διαφορετικές συμβάσεις
για την κατάλληλη χρήση του λόγου. Είναι δε πολύ πιθανόν
94 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ομοιότητες κανονικοτήτων να ερμηνεύονται με διαφορετικό


τρόπο ανάλογα με τις διαφορετικές πολιτισμικές προϋποθέ­
σεις: κάτι που φαίνεται ευγενικό και αποδεκτό στα μέλη μιας
κοινότητας, μπορεί να προσλαμβάνεται ως παράξενο ή και
απαράδεκτο από τα μέλη μιας άλλης. Χαρακτηριστικό παρά­
δειγμα αποτελεί ο ιαπωνικός γάμος, ο οποίος διακρίνεται
εντόνως από τον περιορισμένο λόγο, από τη στάση της σιω­
πηλής και χαμηλοβλεπούσας νύφης και την περιορισμένη κί­
νηση των μετόχων. Μεταξύ των δοξασιών που καθορίζουν τη
νόρμα ερμηνείας.-του^επικοινωνιακού αυτού επεισοδίου είναι
και η άπο'ψη ότι, μόλις μία εμπειρία εκφραστεί με Χόγό, χάνει
την ουσία της. Ευθυγραμμισμένη με αυτή τη νόρμα ερμηνείας;
η αποδεκτή νόρμα αλληλεπίδρασης στο γάμο, που αποτελεί
σημαντικό γεγονός της ζωής ενός ανθρώπου, είναι προσανα­
τολισμένη στη σιωπή. Αντίστροφη μάλλον είναι η κατάσταση
στον ελληνικό γάμο, όπου η χαρά εκφράζεται με ποικίλους
τρόπους, όπως με αστεϊσμούς, πειράγματα, ευχές, τραγούδια
κ.λπ.
• Είδη λόγου (§ειΐΓεδ): αναφερεται σε τύπους λόγου με κοι­
νή δομή και κοινά λεξικογραμματικά μέσα, όπως το ποίραμύ-
θι, η παροιμία, το ανέκδοτο, το αίνιγμα, η διάλεξη, η αφήγη­
ση, η επιχειρηματολογία κ.λπ.

Όλες ή κάποιες από τις παραπάνω παραμέτρους προσδιο­


ρίζουν, και συνδυάζονται με τη μορφή και το περιεχόμενο
αυτού που πραγματικά λέγεται σε μια επικοινωνιακή περί­
σταση. Αντιλαμβανόμαστε έτσι ότι η κατάλληλη σε μία περί­
σταση λειτουργική ποικιλία είναι εναρμονισμένη στις συγκε­
κριμένες πραγματώσεις όλων ή κάποιων από τις; παραπάνω
παραμέτρους στην περίσταση-αυτή.

2.3.3. Λειτουργικές ποικιλίες


Οι παράμετροι του Ηγπΐ6$ δεν αποδείχτηκαν πάντοτε αποτε­
λεσματικά ευοετικά εργαλεία για τη συστηΐίατική και ακοι&ή
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 95

ανάλυση των περιστάσεων επικοινωνίας. Μπορούμε ωστόσο


να τις θεωρήσουμε προδρομικές για τη συγκρότηση της έν­
νοιας της λειτουργικής ποικιλίας (ίυηοΐίοηει1-(1ί&ΐγρίο νβπαίΐοπ
ή Γ6£ϊ8ΐεΓ) και των παραμέτρων της (πεδίο, τόν&ς, τρόπος),
που έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας από τη συστημική λει­
τουργική γλωσσολογία (Ηα11ϊάαγ, 1978· ΗΕίΜβΥ & Ηαβαη,
1985) και εμπλούτισαν την έρευνα της γλωσσικής ποικιλότη­
τας. Παρ’ όλα αυτά, η λειτουργική ποικιλία δεν περιλαμβάνε­
ται στις συνήθεις ταξινομήσεις της κοινωνιογλωσσολογίας.20
Σύμφωνα με τους Ηα11ϊ(1αγ & Η&83Χ1 (1985: 42-44), η επε­
ξεργασία των διαστάσεων της γλωσσικής ποικιλίας προβλέπει
τη διάκριση των διαλέκτων από τις λειτουργικές ποικιλίες,
ενσωματώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις κατηγοριοποιήσεις
της εθνογραφίας της επικοινωνίας στη γλωσσολογική έρευνα
(Ογ6£ογυ & 03ΠΌ11, 1978· Ηα11Μαγ, 1978). Με βάση την παρα­
πάνω διάκριση οι διαφορές ανάμεσα σε διαλέκτους (στις
οποίες κατατάσσουν τόσο τις γεωγραφικές όσο και τις κοι­
νωνικές ποικιλίες) και λειτουργικές ποικιλίες μπορούν να συ­
νοψιστούν ως εξής:
Διάλεκτοι είναι ποικιλίες σύμφωνα με το χρήστη. Είναι ο
τρόπος ποΐΐ^ιλάει,κάποιο^-όΓΤσυ^θω ο οποί^"καϋοοί£ε-
ται από το ποιοςλα είναι ανάλογα με την κοινωνική καταγω-
γή ή και γεωγραφική προέλευσή τοΰ/της~κοα αντανακλά την
κοινωνική τάξη πραγμάτων με την έννοια" της κοίνωνϊκτκ δοί-
μής (τύποι κοινωνικής ιεράρχησης). Τυπικές περιπτώσεις δια
λεκτικής ποικιλότητας συηστούνοι ποικιλίες με βασικές με-
ταβλητές την κοινωνική τάξήΊ^~το~κοινων^
προέλευση (αγροτική/αστική), τη γενιά (νονεί^παιδιά), '^ φ υ -
λοΓ την ηλικία (νέοι/ηλικιωμένοι) Αυτές οι μεταβλητές επομέ­
νως συμπίπτουν με τα μακρο-κοινωνικά χαρακτηριστικά των
ομιλητών σύμφωνα με τις κατηγορίες της κοινωνικής μακρο­
δομής. Σύμφωνα με αυτή την κατάταξη, οι διάλεκτοι είναι
διαφορετικοί τρόποι για να ειπωθεί το ίδιο πράγμα και τεί­
νουν να διαφέρουν ως προς τη φωνητικη, τη φωνολογία, το
96 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

λεξιλόγιο χηα χη γραμματικά. όνι όιιοκ και ως προς τη σημα­


σιολογία.
Στο άλλο σκέλος της διάκρισης βρίσκουμε τις λειτουργικές
λ ποικιλίες, που ορίξσντσΓώς ποικιλίες σύμφωνά ϊ ί π ητκρήση.
? ΕίναίΌ Τροπος που "μιλάμε”σε μια δεδομένη στιγμή καΓκαθο-
0 ^ ρίζεται από το τι κάνουμε, δηλαδή από τη φύση της δραστη­
ριότητας στην οποία εμπλεκόμαστε γλωσσικά. Επομένως, η
λειτουργική ποικιλία αντανακλά την κοινωνική τάξη πραγμά­
των από την άποψη της κοινωνικής διαδικασίας, δηλαδή-ανά-
λογα με τους τύπούς της κοινωνικής δραστηριότητας. Στην
ουσία οι λειτουργικές ποικιλίες είναι τρόποι να ειπωθούν
διαφορετικά πράγματα· κατά συνέπεια, διαφοροποιούνται με­
ταξύ τους σημασιολογικά. Η σημασιολογική αυτή διαφορο­
ποίηση συνεπάγεται διαφοροποιήσεις και ως προς το λεξιλό­
γιο, τη γραμματική, ενίοτε και τη φωνολογία.
Τυπικές περιπτώσεις λειτουργικών διαλέκτων αποτελούν
οι επαγγελματικές και τεχνικές (επιστημονικές, τεχνολογικές)
ποικιλίες, καθώς και αυτές που αναπτύσσονται σε θεσμοποι-
ημένες περιστάσεις (πρβ. τις αλληλεπιδράσεις γιατρού-ασθε-
νή, δασκάλου-μαθήτριας) και διαθέτουν ειδικές δομές.
Όπως κάθε συστηματική κατηγοριοποίηση, έτσι και η πα­
ραπάνω δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτη. Οι Ηα11ϊ(1αγ &
Η&δ&η (1985) διευκρινίζουν ότι υπάρχει στενή διασύνδεση
ανάμεσα σε διαλέκτους και λειτουργικές ποικιλίες και, επομέ­
νως, η μεταξύ τους διάκριση “έη^ϊ Περισσότερό θέμα «κατα­
νομής εργασίας»: τα διαφορετικά μέλη της κοινότητας έχουν
διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους· έτσι, συγκεκριμένες λει­
τουργικές ποικιλίες συνδέονται άμεσα με κοινωνικές ποικι­
λίες. Για παράδειγμα, στις δυτικές κοινωνίες, όταν ο ομιλη­
τής χρησιμοποιεί τη γραφειοκρατική λειτουργική ποικιλία συ­
νεπάγεται ότι μεταβαίνει στην πρότυπη γλώσσα, ανεξάρτητα
από τη διάλεκτο που χρησιμοποιεί σε άλλες περιστάσεις (Ηβΐ-
Ιΐά&Υ & Ηβδαη, 1985: 42). Αυτό σημαίνει ότι οι δύο διαστάσεις
της ποικιλότητας (διάλεκτος και λειτουργική ποικιλία) αλλη-
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 97

λεπιδρούν και παρεμβάλλονται αμοιβαία. Παρ’ όλα αυτά, εί­


ναι πάντα σκόπιμο να μπορούμε να διακρίνουμε ποια από
τις διαστάσεις της ποικιλίας ενεργοποιείται περισσότερό απο
τις άλλες.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η λειτουργική ποικιλία
είναι αυτή που σχετίζεται με την επικοινωνιακή περίσταση.
Πρόκειται, επομένως, για σημασιακή έννοια και ορίζεται ως
σχηματισμός νοημάτων (οοηίί§υΓ&ΐΐοη οΤΐτ^&ηϊη^) που συν-
δέεται τυπικά με συγκεκριμένους σχηματισμούς της περίστα­
σης (οοηίί^αΓβΐϊοπ οί δϊΐυαίϊοη), δηλαδή τις παραμέτρους του
πεδίου (ίϊεΐφ, του τρόπου (πιοάε) και του τόνου (ϊεηοτ).21
~—ΤΰΊτεδίο είναι τΓπΐό προφανής διάσταση της λειτουργικής
ποικιλίας. Είναι ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιείται^
γλώσσοΓστους διάφορους τύπους κοινωνικών δράστηριοτή-
των, η φύση ή το θέμα αυτής της δραστηριότητας. Περιλαμ­
βάνει τόσο το είδος των κοινωνικών δραστηριοτήτων όσο και
το σκοπό τους. Έτσι, μπορούμε άμεσα να δείξουμε την επί­
δραση κάθε τύπου κοινωνικής δραστηριότητας στη χρησιμο­
ποιούμενη ποικιλία. Π.χ., είναι σαφέστατες διαισθητικά οι
διαφορετικές λεξιλογικές, επιλογές ανάμεσα σε ένα τεχνικό
και ένα'μη τεχνικό πεδίό (λ.χ., σε μία επιστημονική ανακοί­
νωση από τη μια και σε μία λογομαχία από την άλλη), αλλά
και ανάμεσα στο πεδίο διοίκησης ενός νοσοκομείου και το
πεδίο της θεραπευτικής δραστηριότητας.
Ο τόνος (ή και ύφος) δηλώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις
ανάρεσα στούζ δρώντες. Οι λιγότερο ή περίσσΰτέρο θέσμοποι-
ήμένεςΊπέρΤστασέις βασίζονται σε διαφορετικούς βαθμούς σχέ­
σεων και εξουσίας μεταξύ των συνομιλητών, στη συχνότητα
των επαφών τους καθώς και στη μεταξύ τους συναισθηματική
απόσταση. Ας φανταστούμε μόνο τους συνδυασμούς των περι­
στάσεων που μπορούν να υλοποιηθούν ανάμεσα σε πρόσωπα
με ασύμμετρη (ιεραρχημένη) σχέση, όπως, π.χ., δασκάλα και
μαθήτρια, αλλά και με διαφοροποίηση της κοινωνικής απόστα-
98 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

σης (π.χ., όταν η πρώτη απειλεί τη δεύτερη διότι δεν ακολου­


θεί τις απαιτήσεις της σχολικής περίστασης).
Ο όρος τόνοςδεν αναφέρεται μόνο στην περιγραφή των
διαπροσωπικών όψεων της αλληλεπίδρασης αλλά και στην
άμεση επίδρασή τους στη χρήση της γλώσσας. Διαισθητικά
μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε μη τυπικό
ύφος και τυπικό ύακχ. Στο επίπεδο των λε£ικονόάίΙιΙατί>^^.
ΐπιλογών μπορούμε να προβλέψουμε ότι το μη τυιακό-ύφος
θα περιέχει συνηθισμένο, καθημερινό λεξιλόγιο, συντετμημέ-
νους τύπους, ιδιωματισμούς, επαναλήψεις, διακοπές, μικρά
ονόματα, υποκοριστικά, τροπικότητα που εκφράζει πιθανότη­
τα και γνώμη. Το τυπικό ύφος θα περιέχει λεξιλόγιο με γόη-
τοο, πλήρεις τύπους, απουσία ιδιωματισμώνΓ τύπους έυγε-
νείας, τίτλους αντί για μικρά ονόματα, προσεκτική τήρηση
της εναλλαγής συνομιλητών, τροπικότητα για την έκφραση
σεβασμού (Ε§§ίΠ5, 1994: 67).
Ο τρόπος αφορά κυρίως το πώς μπορεί να πραγματοποι­
ηθιεί η αποστολή του μηνύματος, επομένως και την υλικότητα
των σχέσεων ανάμεσα σε συνομιλητές. Αυτή η παράμετρος
μπορεί με τη σειρά της να αναλυθεί σε τρεις επιμέρους όψεις:
το ρόλο της γλώσσας, το μέοο, (ιηβίΗυπι) και το δίαυλο (<±8η-
ηεΐ) (ΗβΙΙΐά&Υ & Ηβδβη,' 1985: 58). Ο ρόλος των σχέσεων ανά­
μεσα σε συνομιλητές/-τριες μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά
δύο παρά^ίηλαΊτσνβχή που καταγράφουν δύο διαφορετικούς
τύπους απόστασης ανάμεσα σε γλώσσα και περίσταση: α) την
τοπική/διαπροσωπική (δρααθΙ-ϊηΐειρεΓδοη&Ι) απόσταση: στο
ένα άκρο του συνεχούς βρίσκεται η περίσταση μιας αυθόρμη-
,/της, προφορικής, πρόσωπο με πρόσωπο συζήτησης με οικεία
πρόσωπά, όπου και η ανατροφοδότηση είναι άμεση, ενώ στο
IV
ι^άλλο άκρο είναι η περίσταση της συγγραφής ενός βιβλίου,
^ όπου δεν υπάρχει καμία επαφή μεταξύ συγγραφέα και ανα-
γνωστριών ούτε δυνατότητα ανατροφοδότησης· β) την εμπει­
ρική (εχραΐεηάβΐ) απόσταση: στο ένα άκρο μπορούν να το­
ποθετηθούν περιστάσειςΊΤΐΐςοποίες η γλώσσα διαδραματίζει
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 99

βοηθητικό ρόλο στηρίζοντας τη δραστηριότητα στην οποία


εμπλέκονται οι αλληλεπιδρώντες (όπως, π.χ., σ’ ένα τυχερό
παιχνίδι όπου η γλώσσα χρησιμοποιείται βοηθητικά, συνοδευ­
τικά της δράσης)· στο άλλο άκρο βρίσκονται περιστάσεις
όπως, π.χ., η διάλεξη ή η συγγραφή ενός βιβλίου, όπου η
γλώσσα δεν κινητοποιεί την εμπειρία αλλά τη συγκροτεί,
αντανακλώντας ή καί δημιουργώντας τη (= σνγκροτησιακός
ρόλος της γλώσσας) (Ε§§ίηδ, 1994: 53-54).
Η δεύτερη όψη του τρόπου -το μέσο- σχετίζεται με το αν
ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να συμμετέχει κατά τη
διάρκεια της δημιουργίας του ή αν θα το προσλάβει ως ολο­
κληρωμένο προϊόν. Από εδώ προκύπτει και η δυνατότητα
άμεσης ανατροφοδότησης που με τη σειρά της σχετίζεται με
το προφορικό ή γραπτό μέσο: στην περίπτωση του προφορι­
κού μέσου ο αποδέκτης μπορεί να έχει πρόσβαση στη διαδι­
κασία παραγωγής του κειμένου και να προσφέρει άμεση ανα­
τροφοδότηση, ενώ στην περίπτωση του γραπτού μέσου προ­
σλαμβάνει ένα τελικό προϊόν.
Η τρίτη όψη -ο δίαυλος- αφορά το υλικ&μέσαττου~©π©ίου
ερχόμαστε σε επαφή με το μήνυμα. Οι Ηα11ϊ<1αγ & Η353Π (1985:
5$) προτείνόυν τη-^ι^κρίΠτΓσε γράφηματικό και φωνητικό δί­
αυλο προκειμένου να αποφευχθεί η σύγχυση ανά]ΐεσοΓσε7<^σΌ
χαΓδίανλο.
Ο συνδυασμός των παραπάνω όψεων του τρόπου συνεπά­
γεται και τη διάκριση ανάμεσα στις περιστάσεις που χρησιμο­
ποιείται γραπτός λόγος από εκείνες που χρησιμοποιείται
προφορικός λόγος. Οι διαφορές της περίστασης παραγωγής
των δύο ειδών αντανακλώνται στις γλωσσικές διαφοροποιή­
σεις. Η Εξ^ίηχ (1994 57) συνοψίζει ως εξής τις συνέπειες του
τρόπου στον προφορικό και γραπτό.λάγο^,Ο προφορικός λό­
γος έχει οργάνωση- διαλογική, είναι^εξαοτημένος από το συμ-
φραστικό πλαίσιο, έχει δυναμική δομή, παρουσιάζει αυθόρμη­
τα φαινόμενα (διακοπές, επικαλύψεις, μισοτελειωμένες φρά­
σεις, δισταγμούς, επανεκκί^σεϊς κ.λπ.), χαρακτηρίζεται από
100 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

μη τυπικές γραμματικές επιλογές και από καθημερινό λεξιλό­


γιο. Ο γραπτός λόγος έχει οργάνωση μονολογική, είναι μη
εξαρτημένος από το συμφραστικό πλαίσιο, έχει συνοπτική
δομή, αποτελεί συνήθως ολοκληρωμένο και διορθωμένο κεί­
μενο (οι προηγούμενες απόπειρες έχουν διορθωθεί/απαλει-
φθεί), χαρακτηρίζεται από λεξιλόγιο με γόητρο, από τυποποι­
ημένες γραμματικές επιλογές και από λεξιλογική πυκνότητα.
Όπως είπαμε παραπάνω, οι λειτουργικές ποικιλίες ταυτί­
ζονται με σχηματισμούς νοημάτων. Ως σχηματισμοί νοήματος
υλοποιούνται στο επίπεδο των λεξικογραμματικών και φωνο­
λογικών επιλογών (Ηα11ϊ<1β.γ & Η&χειη, 1985 : 38-39). Ετσι, το
μοντέλο ανάλυσής οποιοσδήποτε επικοινωνιακης περίστασης
προβλέπει τρία-αμοιβαίος εξαρτημένα επίπεδα: το επίπεδο
του συμφραστικού πλαισίου της περίστασης, τϊΓ επίπεδο της
σημασίας και το λεξικογραμματικό επίπεδο. Το επίπεδο της
περίστασης ενεογοποιεί ^ ο^τιμασιολοΥΐκό επί3τεδό. το οποίο
υλοποιείται στο λεξικογραμματίκό επίπεδο. Συνεπώς, οποιο-
δήποτε γλωσσικό κείμενο συγκροτείται στη βάση της συσχέτι-
σης των σημειωτικών γνωρισμάτων του συμφραστικού πλαι­
σίου με επιλογές από το σημασιολογίκό σύστημα, οι οποίες
υλοποιούνται στο λεξικογραμματικό σύστημα '(π'ρβ. Ηα11ί(1αγ,
1978Γ120). ~ '
Θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τις σχέσεις που διέ-
πουν τα τρία επίπεδα οργάνωσης της λειτουργικής ποικιλίας
(περίσταση, σημασία, λεξικογραμματ;ικό) με τη βοήθεια του
παράκάτωπίνακα (πρβλ.Έ^ίηδ7“1994' 77, 79):
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 101

Πίνακας 8: Οι σχέσεις ανάμεσα σε περίσταση, σημασίες και λεξικο-


γραμματικών μέσων

Το σημασιολογικό επίπεδο οργανώνεται στη βάση των (^ υ£Η


τριών κατά Ηβΐΐϊάαγ,λειτουργιών (ηιεΐα-ίπηοΐΐοηχ) -ανοζαβα- ^
στατική, διαπροσωπική, κειμενική- που επιτελούνται σε κάθε ^
γλωσσική χρήση και υλοποιούνται αντίστοιχα στο λεξικό-, ,
γραμματικό στρώμα. Οι τρεις αλληλένδετες λειτουργίες είναι
όψεις νοήματος που σχετίζονται -συστηματικά και προβλέψι-
μα- «προς τα πάνω» με το συμφραστικό πλαίσιο της λει-
τουργικής ποικιλίας και «προς τα κάτω» μέ το λεξικογραμ- /, Γ; (
ματικό επίπεδο.22
'Ηαναπαραστατική (ΜβαΐϊοηβΙ) είναι η λειτουργία με την
οποία αναφερόμαστε στην εμπειοία-είτε-αυτή προέρχεται από
τον εξωτερικό_είτε από τον εσωτερικό ιιχκ: κόσμ,ο. έτσΓδπως
έχει εγγράφει σττΡσϊΓνείδησή μας. Στο λεξικογραμματικό επί­
πεδο η λειτουργία αυτή υλοποιείται με επιλογές από το σύ­
στημα μεταβιβαστικότητας (ΐΓαηχίΐίνίίγ), οι οποίες αφορούν
τις διαδικασίες (ρηματικά σύνολα), τους δράστες και τα αντι­
κείμενα (ονοματικά σύνολα), τα στοιχεία της εξωγλωσσικής
περίστασης (προθετικές φράσεις τόπου, χρόνου, τρόπου
κ.λπ.).
Η διαπροσωπική (ίηίειρβΓδοηθΙ) λειτουργία, Λφορά-τίξ-σχέ-
102 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

σεις των συμμετεχόντων και τους ρόλους που διαμορφώνο­


νται σε κάθε περίσταση επικοινωνίας. Στο λεξικογραμματικό
επίπεδο υλοποιείται μέσω του συστήματος του τρόπου
(ιποάε), που αφορά την τροπικότητα (ιηο<1&1ίΐγ) (π.χ., υποχρέ­
ωση, πιθανότητα), τις προσφωνήσεις, το σύστημα των χρό­
νων.
Τέλος, η κειμενική (ΐεχΐιιαΐ) λειτουργία είναι αυτή που ορ­
γανώνει σε κείμενο την πληροφορία. Υλοποιείται μέσω του
συστήματος θέμα/ρήμα (Λεπιε/Λεπιε), το οποίο οργανώνει τη
λεξιλογική συνοχή και τις λογικές συνδέσεις; (πρβ. και Λύκου,
2001). ■
Η παραπάνω συνοπτική παρουσίαση της λειτουργικής
ποικιλίας ασφαλώς αδικεί τις προοπτικές που άνοιξε για την
κειμενογλωσσολογία, κυρίως όμως για τη μελέτη της κοινω-
νιο-σημασιολογικής ποικιλότητας της γλώσσας. Ορισμένα πα­
ραδείγματα σχετικών εμπειρικών ερευνών θα αναφερθούν στο
υποκεφάλαιο 3.6. Αυτό που χρειάζεται να υπενθυμίσουμε εδώ
είναι ότι η κοινωνιο-σημασιολογική μελέτη της οργανωμένης
ποικιλότητας επεκτείνει δυναμικά τις κοινωνιογλωσσολογι-
κές μελέτες πέρα από τα όρια που χάραξαν οι έρευνες του
Ι-α&ον.

2.4. ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΕΠΑΦΗ ΓΛΩΣΣΩΝ23

2.4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις


Μια τέταρτη κατά σειρά διάσταση ποικιλότητας στη γλώσσα
συνδέεται με τη συνύπαρξη ή και την επαφή γλωσσών. Το
φαινόμενο αυτό προϋποθέτει τη χρήση από τα ίδίια άτομα δύο
ή περισσότερων γλωσσών ή γλωσσικών ποικιλιών στο πλαί­
σιο μιας γλωσσικά ετερογενούς γλωσσικής κοινότητας Σ’ ένα
τέτοιο πλαίσιο μια γλώσσα ή μια γλωσσική ποικιλία μπορεί
να δεχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη επίδραση από τις γλώσσες
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 103

ή γλωσσικές ποικιλίες με τις οποίες συνυπάρχει (βλ. σχετικά


Παυλίδου, 1997: 120-121).

2.4.@. Αιγλύοσσίαβη συνυπαρξη χαμηλής και νΦηλύα ποικιλίαα\


Ο Ρε^υ50η1Τ959) με τον ορο διγλωσσία (<ίΐ§1θ88Ϊ£ΐ) περιέγρα­
ψε εκείνο το φαινόμενο όπου σε μία γλωσσική κοινότητα δύο
ποικιλίες τν^ ίδιας γλώσσας, η υψηλή (Υ) και η χαμηλή (X),
χρησιμοποιούνται από τους ομιλητές σε διαφορετικές περι­
στάσεις επικοινωνίας. Ως παραδείγματα διγλωσσίας ο Έει·/
§ϋ8οη χρησιμοποιεί αυτά που περιλαμβάνονται στον ακόλου­
θο πίνακα:

Πίνακας 9: Παραδείγματα δίγλωσσων κοινωνιών

Αραβικές χώρες Κλασική αραβική (Υ) Αραβικές διάλεκτοι (X)


(π.χ., Αίγυπτος)
Ελλάδα Καθαρευουσα (Υ) Δημοτική (X)
Ελβετία Πρότυπη γερμανική (Υ) Ελβετογερμανική
Διάλεκτος (X)
Αϊτή Πρότυπη γαλλική (Υ) Γαλλογενής κρεολή
Αϊτής (X)

Σύμφωνα με τον ΡαςίΒοη (ό.π.), μία διγλωσσική κατάστα­


ση διακρίνεται σε γενικές γραμμές από τα ακόλουθα χαβα-
κτηριστικά: ~~~ ν,
ΐ. Πάρατηρείται λειτουργική διαφοροποίηση μεταξύ υψη- / ^Ύ 1
λής και χαμηλης'πόΐκϊΧίάς Ηυψηλή ποικιλία χρησιμοποιεί-
ται σε επίσημες περιστάσεις (πολιτικές ομιλίες, ^ιστηρόνΐκά
άρθρα, δελτίοΓειδήσεων), ενώ ί^ χαμήλη ϊτσΐκιλία θεωρείΐαι
κατάλληλη για ανεπίσημες περιστάσεις (φιλικές συνομιλίες,
πρδσωπίκά^γράμματα). Η χρησιμοποίηση της χαμηλής ποικι­
λίας" σε περιστάσεις που συστηματικά συνδέονται με την υψη­
λή ποικιλία μπορει να οδηγησέι σε γελοιοποίηση του ομιλητη.
2. Η υψηλή ποικιλία εχει μεγαλύτερο κύρος και θεωρείται
104 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ανώτερη (δηλαδή, πιο ορθή, πιο λογική, ικανή να εκφράσει


συνθετότερες σκέψεις) σε σχέση με τη χαμηλτΓποικιλία.
3. Υπάρχει μεγάλη λογοτεχνική κληρονομιά γραμμένη σε
γλωσσικές ^10οφέ^σνV,^^έστερες προ^ήνίτψηλή και όχι τη
χαμηλή ποικιλία (ποβ~? λ·7 ·, το σώμα των ελληνικών κειμένων
πΟυείναι γραμμένα σε αρχαία, λόγια ή καθαρεύουσα γλωσσι­
κή μορφή).
4. Υπάρχει διαφορά στον τρόπο απόκτηστκ ττκ: κάθε π ο ί-
κιλίας: τα παιδιά κατακτούν τη χαμηλή ποικιλία με φυσικό
τρόπο ως μητρική γλώσσα, ενώ μαβα^ΰν~την υψηλή ποικι-
λίοΓμέσω της ρτη',πη|ΐηςΙάΐ$ακτικής διαδικασίας στο σχολείο!
5. Άντίθετα από τη χαμηλή, η υψηλη~ποΙκιλία παρουσιάζει
μεγάλο βαθμό κωδικοποίησης. Έχουν, δηλαδή, γραφτεί γι’
αυτή λεξικά, γραμματικές, ορθογραφικοί οδηγοί κ.λπ.
ΙΓΠαρά το γεγονός* ότι μεγάλο μεροςτου λεξιλογίου των
δύο ποικιλιών είναι κοινό, η υψηλή ποικιλία διαθέτει τεχνι­
κούς, επιστημονικούς και φιλοσοφικούς όρους που δεν απα­
ντούν στη χαμηλή ποικιλία. Επιπλέον, η κάθε ποικιλία μπο­
ρεί να χρησιμοποιεί για τις ίδιες έννοιες διαφορετικά λεξήμα­
τα. Τα σημασιολογικά αυτά ζεύγη βρίσκονται σε συμπληρω­
ματική κατανομή, π.χ. οίνος/κρασί, οικια/σπίη, ύδωρ/νερό
κ.λπ; “""~
7. Η διγλωσσία μπορεί να διατηρηθεί για αιώνες και από
τη συνύπαρξη της υψηλής με τη χαμηλή ποικιλία μπορεί να
προκύψουν ενδιάμεσες γλωσσικές μορφές, εξαιτίας του δανει­
σμού στοιχείων από την υψηλή στη χαμηλή ποικιλίοΓή και
αντίστροφα (πρβ. το δανεισμό της δημοτικής από την .καθα­
ρεύουσα λεξιλογικών στοιχείων για τη φιλοσοφική και επι­
στημονική τής έκφραση).
8. Η υψηλή ποικιλία έχει συνήθως δομή συνθετικικ γλώσ-
σας με πλουσιότερη κλιτική μορφολογία, σε αντίθεση με τη
χαμηληποικΐλία που έχει συνήθως δομή αναλυτικής γλώσσας
(πρβ., λ.χ., την ανάλυση του έμμεσου αντικείμενου σε εμπρό­
θετο στηδημοιική). ~ '
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 105

9. Μεταξύ της χαμηλής και της υψηλής ποικιλίας δεν πα­


ρατηρούνται συνήθως σημαντικές φωνολογικές διαφορές. Για
την περίπτωση της ελληνικής διγλωσσίας ως φωνολογική διά­
φορά μπορει, λ.χ., να αναφερθεί το γεγόνός ότι σε τύπους της
καθαρεύουσας, όπως στο εχθές,. δεν εμφανίζεται το φαινόμε­
νό της ανομοίωσης, το οποίο όμως ισχύει για τους τύπους
της δημοτικής ( π ρ β . ' ή δ η από το τέλος του Μεσαίωνα. ■
X-
2:4.2.1. Σύντομη ιστορική αναφορά στην ελληνική διγλωσσία
και το γλωσπιμή ζήτημ/ϊ.
Στο" σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να δώσουμε ορισμένες
ιστορικές πληροφορίες για το φαινόμενο της διγλωσσίας
στον ελληνικό χώρο, ώστε να αναδειχθεί η κοινωνική και ιδε­
ολογική του διάσταση (βλ. και 2.2.62.). Κύριος οδηγός μας
στήν ιστορική αυτή διαδρομή θα είναι ο Βτο%τιΐη§ (1991: 133-
156).24
Ο νεότερος τουρκοκρατούμενος ελληνισμός κληρονόμησε
τη διγλωσσία των Βυζαντινών, δηλαδή την αντίθεση ανάμεσα
στην αρχαΐζουσα γραπτή και την ποοφο^ική γλώσσα, η οποία
συνέχιζε τη διγλωσσία που δημιούργησε το κίνημα του αττι­
κισμού στα ελληνιστικά/ρωμαϊκά χρόνια. Το κίνημα αυτό έθε­
σε 'ιις βάσεις της ελληνικής διγλωσσίας: υποτίμησε την ομι-
λούμενη γλώσσα ως προϊόν φθοράς και αναζήτησε τη\Γ αρ­
χαία ή αρχαιότροπη καθαρότητα στην κλασική αττική διάλε­
κτο.25
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι διανοούμενοι και μορ-~\
φωμένοι της Κωνσταντινούπολης αρχαΐζουν έχοντας κυρίως
ως πρότυπό τους τη γλώσσα των πατέρων της εκκλησίας.
Υπάρχουν όμως και διανοούμενοι, συνήθως εκτός των τουρ­
κοκρατούμενων περιοχών, όπως ο Νικόλαος Σοφιανός, που
έγραψε στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα τη Γραμματική της ,
Κοινής των Ελλήνων γλώσσης, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η |
αναγέννηση του υπόδουλου έθνους δεν μπορεί να γίνει με_1
106 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

γλώσσα αρχαΐζουσα και ακατάληπτη, αλλά με γλώσσα βασι­


σμένη στην προφορική ομιλουμένη.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, με την επίδρα­
ση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ωριμάζει η ιδέα για απελευ­
θέρωση, επιζητείται ο πνευματικός φωτισμός του έθνους και
δημίουργείται η ανάγκη για εθνική γλώσσα. Τίθεται λοιπόν το
ερώτημα ποια γλώσσα πρέπει να καλλιεργηθεί ως γραπτή και
προφορική και δημίουργείται έτσι για πρώτη φορά ρητά το
γλώσσικό ζήτημα στο οποίο τοποθετούνται διαφορετικά δύο
κατηγορίες διανοουμένων: οι αρχαϊστές (όπως ο Άνθιμος Γα-
ζής, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Παναγιώτης Κοδρικάς) και οι δη­
μοτικιστές (όπως ο Ρήγας, ο Χριστόπουλος, ο Βηλαράς και
αργότερα ο Σολωμός). Οι πρώτοι θεωρούν ότι το έθνος έχει
ξεπέσει πνευματικά και αποδίδουν τον ξεπεσμό αυτό στην
απώλεια της αρχαίας γλώσσας την οποία και προσπαθούν να
ξαναζωντανέψουν. Οι δημοτικιστές επιθυμούν να κάνουν
εθνική την προφορική ομιλούμενη γλώσσα.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ομάδες εμφανίζεται ως συνήγο­
ρος ενός ενδιάμεσου δρόμου ο Κοραής (1743-1833), ο οποίος
παίρνει ως βάση του την προφορική γλώσσα και προσπαθεί
να την «καθαρίσει», να την «καλλωπίσει» απορρίπτοντας_ια
τουρκικά δάνεια και τα έντονα Ιδιωματικά στοιχεία. Η πα­
ρέμβασή του όμως προχωράει και σε άλλους τομείς της γλωσ­
σικής ανάλυσης, όπως στη μορφολογία. Προτείνει, π.χ., τους
τύπους εκβήκαν, να επάρηι, ελάδίον, 'οαπώνιον, μεσημέριον,
της τρελλής τα χαλλίαΓΰπό&ηματάδαι κ,λπΓ
Στα χρόνια της επανάστασης συγκεντρώνονται στην Πελο­
πόννησο Έλληνες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και διαμορ­
φώνεται έτσι μια κοινή βασισμένη κυρίως στην πελοποννη-
σιακή διάλεκτο. Η κοινή αυτή όμως δεν προκρίνεται σε εθνι­
κή γλώσσα. Ως επίσημη γλώσσα του κράτους καθιερώνεται η
προεπαναστατική καθαρεύουσα, η οποία εξαρχαΐζεται έντονα
κατά το δεύτερο μΓσδ~τόυ Ί9όϋ αιώνα, καθώς’υποστηρίξεταΐ
από την αναδυόμενη άρχουσα τάξη των πλούσιων Φαναριω-
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 107

των της Κωνσταντινούπολης, ανθρώπων έντονα προσηλωμέ­


νων στη λόγια αρχαΐζουσα γλώσσα.
Η επιλογή της καθαρεύουσας έχει σαφές ιδεολογικό περιε­
χόμενο. Όπως επισημαίνει ο Χριστίδης (2001β: 166), επιλέ-
χθηκε για να αποδείξει στους Δυτικούς τη δικαιωματική, κα-
ταγωγική συμμετοχή του νεότευκτου νεοελληνικού κράτους
στο πολιτισμικό κεφάλαιο της αρχαίας ελληνικής κληρονο­
μιάς. Κλήθηκε, μ’ άλλα λόγια, να επιβεβαιώσει τοσο,το γεγο-
νός ότι οι νεοέλληνες αποτελούν συνέχεια των αοναίων.ποο-
γόνων τους όσο και ότι μπορούν να μετάσχουν της ευρωπαϊ­
κής ταυτότητας». Αξίζει χαρακτηριστικά να σημειωθεί ότι, ενώ
αποστολή’της καθαρεύουσας ήταν να «καθαρίσει» τη γλώσσα,
μεταξύ άλλων, από τα (λαϊκά αφομοιωμένα) ιταλικά και
τουρκικά δάνεια (κάτι που σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε, πρβ.
μπαξές ύ κήπος, μινίστρος ύ υπουργός), από την άλλη επέτρε-
ψε την εισαγωγή μεγάλου μέρους μεταφραστικών δανείων από
τα γαλλικά {αξίζει τον κόπο, λαμβάνειχώρα). Η διαφορετική
αυτή αντιμετώπιση απέναντι σε γλώσσες πρώην κατακτητών
από τη μια καί γλώσσες πολιτισμικού γοήτρου από την άλλη
δείχνει με ενάργεια τις ιδεολογικές σκοπιμότητες που υπηρέ­
τησε η καθαρεύουσα (βλ. σχετικά Κακριδή-Φερράρι, 2001).
Εστιάζοντας στο τυπολογικό επίπεδο, μπορούμε επιγραμ­
ματικά να αναφέρουμε τα εξής: η αρχαϊστική καθαρεύουσα
εμφανίζει τύπους απομακρυσμένους από το γλωσσικό αίσθη­
μα των ομιλητών. Επανεισάγονται η δοτική, οι αρχαιοελληνι-
κέςΤτροθέσεις, το αρνητικό μόριο οι/κ.ά. Αντικαθϊστα^αΓλΤ-
ξεις της κοινής προφορικής με το αρχαϊκό ισοδύναμό τους,
π.χ., μειδιώ αντί χαμογελώ, πίλος αντί καπέλο, χείμετλον
αντί χιονίστρα (= κρυοπάγημα), ημείς / υμείς (που είναι ομό­
φωνα!) αντί εμείς / εσείς. Δημιουργούνται νέες λέξεις με αρ­
χαϊκά στοιχεία, π.χ., καρυοθραύστης αντί τσακιστήρι, χρημα­
τοκιβώτιο αντί κάσα, γεώμηλο (μτφρ. δάνειο από το γαλλικό
ροπυπβ όβ ί€ΐτό) αντί πατάτα. Εξελληνίζονται επώνυμα, π.χ.,
Μυστακίδης αντί Μουστάκας, Βογιατζίδης αντί Μπογιατζό-
108 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

γλον, Αλεκτορίδης αντί Κοκόρογλου. Στη διαμόρφωση της


εθνικής καθαρεύουσας πρωτοστατούν προσωπικότητες όπως
ο Παναγιώτης Σούτσος και ο καθηγητής φιλολογίας Κ. Κό-
ντος, ο οποίος ρυθμίζει τη γλώσσα με βάση την αρχαία γραμ­
ματική, αναβιώνοντας στον 19ο αιώνα τον αττικισμό. Όπως
προκύπτει από τα παραπάνω παραδείγματα, ο χειρισμός της
αρχαΐζουσας καθαρεύουσας απαιτεί καλή γνώση της αρχαίας
με αποτέλεσμα η τεχνητή αυτή γλώσσα να μη μιληθεί ποτέ φυ­
σικά. Η περιορισμένη χρήση της από την κυρίαρχη μειονότη­
τα είχε ως συνέπεια να μη λειτουργήσει ως μέσο επικοινω­
νίας, αλλά κυρίως ως κοινωνικό διακριτικό ανωτερότητας.
Έτσι, δημιουργήθηκε για μια ακόμη φορά κατάσταση διγλωσ­
σίας ή καλύτερα τριγλωσσίας καθώς υπήρχε διάσταση ανάμε­
σα στην επίσημη καθαρεύουσα, την κοινή δημοτική και το το­
πικό ιδίωμα των ομιλητών.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα η κοινωνική κατάσταση
στην Ελλάδα αλλάζει με αντίκτυπο και στο γλωσσικό ζήτημα.
Η δύναμη και επιρροή των Φάναριωτών εξασθενεί και μια
νέα ντόπια αστική τάξη διαμορφώνεται. Πολλοί νέοι σπουδά­
ζουν στη Δύση και επιστρέφουν στην Ελλάδα χωρίς να έχουν
δεχτεί την επίδραση της λόγιας παράδοσης. Παράλληλα, με
την ένωση της Επτανήσου (1864) γίνεται γνωστή η λογοτεχνία
και η δημοτικίζουσα γλώσσα της, ενώ Ιο ενδιαφέρον που 4χει_
αρχίσει να αναπτύσσεται για τη λαογραφία της Ελλάδας οδη­
γεί στην ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών, των διαλέ­
κτων και στην επανεκτίμηση της κοινής δημοτικής.
Στο πλαίσιο αυτό ο Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), διακε­
κριμένος γλωσσολόγος, αναπτύσσει τις γλωσσικές του ιδέες.
Επιδιώκει να σταματήσει τη χρήση της καθαρεύουσας, να κω­
δικοποιήσει τη δημοτική και να την καταστήσει τίΓ μόνη εθνι­
κή γλώσσα. Με το μυθιστόρημά του Το ταξίδι μου (1888) εκ­
φράζει με λογοτεχνικό ένδυμα τις γλωσσικές του αντιλήψεις.
Δεν αποφεύγει όμως ακραίες γλωσσικές επιλογές όπως περ-
κεφαλιά αντί περικεφαλαία, σνγραφιάδες αντί συγγραφείς,
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 109

κλασικ-άδα (κατά το νοστιμ-άόα) αντί κλασικισμός. Χαρα­


κτηριστικό των γλωσσικών επιλογών του Ψυχάρη είναι το
ακόλουθο απόσπασμα επιστημονικού λόγου από το έργο του
Ρωμαίικη Γραμματική: «Ο ήχος Τ θα βγει μ’ ένα χτύπημα της
γλώσσας στο γλωσσόσπιτο, άμα δηλαδής έκοψε τον αέρα κι
έπειτα του έδωσε δρόμο» (πρβλ. Μπαμπινιώτης, 1998: 193).
Κατά τον 20ό αιώνα, ακολουθώντας την οπτική της Σταυ-
ρίδη-Πατρικίου (2001: 157), μπορούμε σχηματικά να θεωρή­
σουμε από τη μια τους δημοτικιστές -παρά τις ποικίλες εσω­
τερικές τους διαφοροποιήσεις- ως ένα σύνολο που ενεργούσε
εκτός κρατικών θεσμών και το οποίο σκόπευε ή να διεισδύσει
στους θεσμούς ή να τους ανατρέψει, και από την άλλη τους
οπαδούς της καθαρεύουσας ως ένα σύνολο που υποστηρίχτη­
κε από προσδιορισμένους φορείς εξουσίας (Εκκλησία, Κυβέρ­
νηση, Πανεπιστήμιο) και έτσι διέθετε τα όπλα της εξουσίας.
Αποτέλεσμα της διάκρισης αυτής ήταν η βαθμιαία πρόσληψη
της μεν δημοτικής ως συμβόλου ανατρεπτικού λόγου, της δε
καθαρεύουσας ως συμβόλου αυθεντίας και (κοινωνικής και
μορφωτικής) ανωτερότητας.
Η περίοδος από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 1917
είναι η εποχή του ορμητικού δημοτικισμού καθώς φουντώνει
το ενδιαφέρον για τη δημοτική και πληθαίνουν τα λογοτεχνι­
κά έργα που τη χρησιμοποιούν (πρβ. μεταφράσεις στη δημοτι­
κή της Ιλιάδας και του Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλ-
λη) και τα περιοδικά που την υποστηρίζουν (πρβ. την έκδοση
του Νουμά το 1903). Από τους πιο σημαντικούς σταθμούς την
εποχή αυτή είναι η ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου»
(1910) με αίτημα την καθιέρωση της'δημοτικής- στϊΓσχολείο.
Σημαντική νίκη του δημοτικισμού είναι ή έκπαϊ^ϋτΐκή με­
ταρρύθμιση του 1917, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου εισάγει τη
δημοτική στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Για δύο
χρόνια (1921-23) το λαϊκό κόμμα αποκαθιστά την καθαρεύου­
σα σ’ όλες τις τάξεις του δημοτικού με την υποστήριξή του
Πανεπιστημίου Αθηνών και της Εκκλησίας. Το 1923 επανέρ­
110 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

χεται η δημοτική με τον Βενιζέλο και έκτοτε έως και την πε­
ρίοδο της απριλιανής δικτατορίας η γλώσσα που διδάσκεται
στο σχολείο ακολουθεί τις πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις της
εκάστοτε κυβέρνησης. Συνήθως οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις
εισάγουν τη δημοτική (με εξαίρεση το δικτάτορα Μεταξά) και
οι συντηρητικές την καθαρεύουσα. Και επειδή οι αλλαγές στις
κυβερνήσεις είναι συχνές, αντίστοιχα συχνές είναι και οι αλ­
λαγές στη γλώσσα του δημοτικού σχολείου. Από το 1917 ανα-
πτύσσεται η επιστημονική μελέτη της δημοτικής, παράλληλα
με αυτήν του νεοελληνικού πολιτισμού. Το 1941 γράφεται η
Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) από τον μετριοπα­
θή δημοτικιστή Μ. Τριανταφυλλίδη.
Με την πτώση της χούντας το 1974 υπήρξε μια αυθόρμητη
κίνηση του λαού προς τη χρήση της δημοτικής σ’ όλες τις πε­
ριστάσεις επικοινωνίας, επίσημες και ανεπίσημες. Ανταπο-
κρινόμενη στο λαϊκό αίτημα, η συντηρητική κυβέρνηση του Κ.
Καραμανλή καθιερώνει το 1976 τη δημοτική όχι μόνο στο
σχολείο, αλλά και ευρύτερα σ’ όλες τις επίσημες περιστάσεις
επικοινωνίας.
Με την καθιέρωσή της η δημοτική αρχίζει να χάνει τον
συμβολικό της ρόλο ως έμβλημα κεντροαριστερής ιδεολογικο­
πολιτικής τοποθέτησης, ενώ σε αμηχανία βρέθηκαν και οι
οπαδοί του συντηρητικού κόμματος που αναγνώριζαν τον
εαυτό τους μέσα από την καθαρεύουσα. Πολύ γρήγορα όμως
η γλώσσα επανακτά τον διακριτικό, συμβολικό της ρόλο όταν
μέλη αριστερών κυρίως πολιτικών οργανώσεων αρχίζουν να
χρησιμοποιούν συγκεκριμένα στοιχεία της δημοτικής, όπως
τα ακόλουθα:
— την κατάληξη -ης στη γενική ενικού των αρχαιόκλιτων θη­
λυκών (π.χ., της τάξης, της πόλης), αντί της κατάληξης -εως
(π.χ., της τάξεως, της πόλεως),
— τα συμφωνικά συμπλέγματα της μορφής τριβόμενο + κλει­
στό στον μεσοπαθητικό αόριστο (π.χ. ονομάστηκε), αποφεύ-
γοντας την υπερδιορθωτική επέκταση του συμφωνικού συ­
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 111

μπλέγματος της μορφής τριβόμενο + τριβόμενο (π.χ., ονομά­


σθηκε),
— την επιρρηματική κατάληξη σε -α (π.χ., επόμενα, ακόλου­
θά), αντί της λόγιας σε -ως (π.χ., επομένως, ακολούθως),
— την αλυσιδωτή χρήση της γενικής (π.χ., Η διαμόρφωση
ενός κλειστού κυκλώματος αναπαραγωγής της αντίληψης...),
— όρους όπως κάλεσμα ή μάζωξη αντί του λογιότερου πρό­
σκληση,
— τους λαϊκούς σχηματισμούς των μηνών (π.χ., Μάης, Ιού­
λης) αντί των λογιότερων Μάιος, Ιούλιος,
— νεολογισμούς (π.χ., ετεροχρονισμός, αναδόμηση, πισωγύρι-
σμα),
— τονισμό στην προπαραλήγουσα των πολυσύλλαβων ουσια­
στικών (π.χ., του πανεπιστήμιου, του συμβούλιου).26

Τέτοιου τύπου γλωσσικές επιλογές, οι οποίες, όπως είπα­


με, αποδίδονται κυρίως στις κομματικές οργανώσεις και ειδι­
κότερα στις κομματικές νεολαίες της αριστεράς, στιγματίζο­
νται ως «ξύλινη, κομματική γλώσσα». Διαγιγνώσκεται εκ νέ­
ου γλωσσικό πρόβλημα: η γλώσσα νοσεί διότι «κακοποιεί­
ται». Η θεραπεία δεν είναι άλλη από τη διδασκαλία των
αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο -η οποία είχε πρόσκαιρα
καταργηθεί- προκειμένου να καταστεί επαρκής ο νεαρός χρή­
στης της νέας ελληνικής! Το επιχείρημα βεβαίως της γλωσσι­
κής ανεπάρκειας εξαιτίας της γλωσσικής ασυνέχειας είναι πα­
ντελώς άκυρο, διότι η μητρική γλώσσα δεν προϋποθέτει τη
γνώση προγενέστερων σταδίων της. Κανείς, λ.χ., δεν μπορεί
να εξαρτήσει την επάρκεια ενός Ισπανού στη μητρική του
γλώσσα από το πόσο καλά ξέρει τη νεκρή λατινική.
Την τελευταία περίοδο,^ α^άΡΜ' ΜάΈέματα π ^ συνήθως
τίθενται στη συζήτηση για τη νέα ελληνική είναι η ανάγκη
προστασίας της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο ενόψει της
οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Θέση μας
είναι ότι η ελληνική δεν θα προστατευτεί με τη διεκδίκηση της
112 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

μακρόχρονης ιστορίας της ή της «μοναδικότητάς» της που τη


διαχωρίζει από τις άλλες γλώσσες (οι οποίες και ιστορία δια­
θέτουν και τα κοινά καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρώπι­
νης νόησης). Όπως σημειώνει ο Χριστίδης (1999α: 41), η άμυ­
να απέναντι σε σύγχρονους γλωσσικούς και άλλους ηγεμονι­
σμούς με την επίκληση της δικής μας παλαιότερης γλωσσικής
ηγεμονίας δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει τελικά προς όφε­
λος του αντιπάλου. Η πρόκληση για τη νέα ελληνική, όπως
και για τις άλλες μικρές γλώσσες, παρατηρεί η Γιαννουλο-
πούλου (2001: 163), είναι να διεκδικήσουν την παρουσία τους
σε κρίσιμους τομείς χρήσης (επιστήμη, διανοητική παραγωγή)
και να μην εκτοπιστούν απο αυτους προς οφελος της γλωσ­
σικής και πολιτισμικής ομοιογενοποίησης που υπαγορεύουν
οι νόμοι της παγκοσμιοποιημένης αγοράς (βλ. και τη σημείω­
ση 15 του υποκεφαλαίου).

2Λ.2.2: Οι μειονοτικές γλώσσες ως χαμηλές ποικιλίες. Σύντο­


μη αναφορά στα δεδομένα της ελληνικής επικράτειας
Ο ΡΐδΗπίΜΐ (1972, 1980) συνεχίζοντας το νήμα της σκέψης του
Ρει·£ΐΐ8οη (βλ. 2.4.2.) επέκτεινε το περιγραφικό εύρος του όρου
όλγλωσσία^Ειδικότερα, δεν περιορίστηκε σε ποικιλίες με-
σοαας κλίμακας, δηλαδή σε ποικιλίες που παρουσιάζουν δια-
φσρά'μεγαλύτερη από αυτήν που παρατηρείταί ανάμεσα σε
λειτουργικές ποικιλίες και μικρότερη από αυτήν που παρατη-
ρείται σε ξεχωριστές γλώσσες, αλλά συμπεριέλαβε στην ανά­
λυσή του περιπτώσεις που αναφέρονται τόσο σε διαφορετικές
λειτουργικές ποικιλίες και σε διαλέκτους όσο και σε διαφορε­
τικές γλώσσες (βλ. και Ρδδοΐά, 1984: 40). Έτσι, λ.χ., στην Πα­
ραγουάη τα ισπανικά είναι η υψηλή ποικιλία και η §ιίαΓαηί,
μία αμερινδιανική γλώσσα χωρίς γενετική συγγενική σχέση με
τα ισπανικά, είναι η χαμηλή ποικιλία.
Σύμφωνα με τις παραπάνω επισημάνσεις του ΡίχΗπιαη, η
διάκριση υψηλής/χαμηλής ποικιλίας μπορεί να αναφέρεται
και στη σχέση ανάμεσα σε μία πλειονοτική γλώσσα, την επί­
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 113

σημη δηλαδή γλώσσα ενός κράτους που χρησιμοποιείται από


την πλειονότητα του πληθυσμού της, και μία μειονοτική
γλώσσα, τη γλώσσα δηλαδή που χρησιμοποιείται από μια μει­
ονότητα του πληθυσμού ενός κράτους27 (βλ. σχετικά Β&Κετ,
1993: 36). Σ& κάθετιερίπίτωση, και αυτό γίνεται ομόφωνα
αποδεκτό από τους ερευνητές, οι δύο ποικιλίες χρησιμοποι­
ούνται σε διαφορετικές περιστάσεις και για διαφορετικούς
σκοπούς, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα (πρβ. ΒαΚετ,
ό.π.)\ "..- ·

Πίνακας 10: Περιστάσεις στις οποίες συνήθως εμφανίζονται η υψηλή


και η χαμηλή ποικιλία

ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ ΥΨΗΛΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΧΑΜΗΛΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ

Σπίτι και οικογένεια •

Σχολείο •

Μέσα ενημέρωσης •

Δουλειές και εμπόριο •

Κοινωνική και •
Πολιτιστική
Δραστηριότητα στην
Κοινότητα

Επαφές με συγγενείς •
και φίλους

Επαφές με διοικητικές •
Υπηρεσίες

Στην ελληνική επικράτεια παρά το γεγονός ότι περίπου το


95% και πλέον του πληθυσμού έχει ως μητρική γλώσσα μόνο
114 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

τήν ελληνική, χρησιμοποιούνται επίσης οκτώ τουλάχιστον


μειονοτικές γλώσσες:28
Τρυρκική: πρόκειται για τη γλώσσα των τουρκόφωνων
μουσάυλμάνων της Δ. Θράκης.
Πομμκικα: πρόκειται για τη γλώσσα των μουσουλμάνων
πομάκών της Δ. Θράκης με χαρακτηριστικά βουλγαρικής δια­
λέκτου. V
Βλάχικα: πρόκειται για τη λατινογενή γλώσσα που χρησι­
μοποιούν αι· Θεσσαλοί, οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες πολ­
λών χωριών της Πίνδου.
Σλάβικα: πρόκειται για τη γλώσσα των κατοίκων των συ­
νοριακών νομών της Δ. Μακεδονίας. Εντάσσεται στο νοτιο­
δυτικό άκρο του νοτιοσλαβικού γλωσσικού συνεχούς.
Αρβανίτικα: πρόκειται για τη γλώσσα που μιλιέται κυρίως
από κατοίκους της Βοιωτίας, της Αττικής, της Αργολιδοκο-
ρινθίας, της Καρυστίας και μερικών νησιών. Έχει πολλές
γλωσσικές ομοιότητες με την τοσκική διάλεκτο της αλβανι­
κής.
Ρομανές: πρόκειται για τη γλώσσα των Κ,οπι, των τσιγγά-
νων (κατάγεται από διαλέκτους που μιλιούνται στη Β. Ινδία).
Αρμενική: πρόκειται για τη γλώσσα της μειονότητας των
Αρμενίων.
Ααντίνο: πρόκειται για τη λατινογενή γλώσσα που μιλού­
σαν, κυρίως πριν από τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμό, όι εβραίοι
της Θεσσαλονίκης.

Κοινός παρονομαστής για τις περισσότερες από τις παραπά­


νω γλώσσες είναι από τη μια ο στιγματισμός και η υποτίμησή
τους και από την άλλη ο αποκλεισμός τους από την εκπαί­
δευση. Ό λόγος προφανώς είναι ΤΓ διαφύλαξη της ελληνΐκης
γλωσσικής και πολιτισμικής καθαρότητας.
Η τουρκική είναι η μόνη μειονοτική γλώσσα που χρησιμο­
ποιείται στην εκπαίδευση. Η μειονοτική εκπαίδευση που προ-
βλέπεται από τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923) βασίζεται στην
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 115

ελληνική και την τουρκική σε ισόποσο χρόνο. Καλύπτει κυ­


ρίως την πρωτοβάθμια και σε ϋ|?ΐθρ^^ζ·τΓερι^ωσεις τη δευ­
τεροβάθμια εκπαίδευση. Τα παιδιά της μουσουλμανικής μειο­
νότητας πηγαίνουν στο μειονοτικό σχολείο χωρίς να ξέρουν
καθόλου ελληνικά, καθώς η γλώσσα αυτή δεν χρησιμοποιείται
στο άμεσο οικογενειακό ή ευρύτερο περιβάλλον τους Παρά
όμως την εύλογη προσδοκία χρησιμοποίησής ενος διδακτικού
υλικού που θα αντιστοιχούσε στην ιδιαιτερότητα της διδα­
σκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας29 και όχι
ως μητρικής, τα παιδιά της μειονότητας καλούνται να μάθουν
ελληνικά με τα ίδια διδακτικά βιβλία που χρησιμοποιούνται
για τα παιδιά που έχουν την ελληνική ως μητρική γλώσσα.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χριστίδης (1999α: 172),
το βιβλίο που έχει τον τίτλο Η γλώσσαμουχ^σιμοποίύται
και για τα μουσουλμανόπαιδα, παρόλο ποϋ αυτό το κτητικό
μου του τίτλου δεν τους αφορά καθόλου. Αυτή η αντιμετώπι­
ση της μειονοτικής εκπαίδευσης -στη μόνη περίπτωση ύπαρ­
ξής της στην Ελλάδα- μοιάζει να είναι ακριβώς απότοκο του
στιγματισμου και της υποτίμησης των αλλόγλωσσων οοωνών
.... ^

2.4.3. Διπλογλωσσία - πολυγλωσσία και η κοινωνική τους


αξιολόγηση
Όπως παρατηρεί ο ^&γ<1Η£ιιι§1ι (1986: 98), η μονογλωσσία
(πιοηοΐΐηβϋβΐϊδπι), η ικανότητα δηλαδή να χρησιμοποΓέΓκάνέίς
μόνο μία γλώσσα, θεωρείται σε πολλά σημεία του δυτικού κό­
σμου ως η φυσιολογική και αποδεκτή κατάσταση, παρά την
ορατή σε πολλά σημείτττσϋ~ κόσμου συνύπαρξη (μειονοτικών)
γλωσσών, όπως χαρακτηριστικά είδαμε να συμβαίνει και στην
ελληνική'επικράτειά. Για τους περισσότερους Δυτικούς η μο­
νογλωσσία φαίνεται να θεωρείται παγκόσμιο-καθολικό φαι­
νόμενο, ενώ η διπλογλωσσία φΐΐΐη^ιίβΐΐδίη)30 και η πολυγλωσ­
σία (πιυ1ΐί1ϊη2υ3ΐΐ1η)'1Γί^^δτητα δηλαδή να χρησιμοποιεί κα-
νείς δύο ή περισσότερες Γμη ισχΰρές) γλώσσες αντίστοιχα, θε­
116 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ωρείται κάτι ασυνήθιστο. Η δΚιιΐηαΙΛ-Καη^ (1988) καυστι­


κότατα παρατηρεί ότι στις ΗΠΑ το να είναι κάποιος διπλό-
γλωσσος σημαίνει ότι είναι φτωχός, ηλίθιος, ανεκπαίδευτος.
Ο μέσος Δυτικός άνθρωπος, και κυρίως ο ομιλητής ισχυρών
ευρωπά ίκών γλωσσών, συναντώντας κάποιον διπλόγλωσσο ή
πολύγλωσσο συνήθως νιώθει, μεταξύ άλλων, αισθήματα υπε­
ροχής απέναντι του, διότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι στα
μάτια του στιγματισμένος όντας πιθανότατα μετανάστης-μει-
ονοτικός, ξένος περιπλανώμενος, παιδί μεικτού γάμου ή κάτι
παρόμοιοί34— " " ~~~
~ Οι αρνητικά φορτισμένες στεοεοτυπικές αυτές αντιλήψεις
επηρεάζουν εκτός από το ευρύ κοινό και ορισμένους επιστη­
μονικούς κύκλους, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η διπλογλωσ-
σία έχει πιθανότατα αρνητική επίδραση στη νοητική ανάπτυ­
ξη του ατόμου. Υποτίθεται ότι η γλωσσική ικανότητα σε ένα
μόνόγλωσσο άτομο μοιάζει να καταλαμβάνει το χώρο ενός
φουσκωμένου μπαλονιού: Στο διπλόγλωσσο άτομο υπάρχουν
δύο μπαλόνια, τά οϊΙδΓά όμως μοιράζό^αάΓτόνΤδιο εγκεφαλι­
κό χώρο. Άρα, όσο περισσότερο χώρο καταλαμβάνει η ικανό­
τητα στη μία γλώσσα, τόσο θα περιορίζεται ο διαθέσιμος χώ­
ρος για την άλλη γλώσσα, ενώ υποτίθεται ότι γενικά η ικανό­
τητα του διπλόγλωσσου σε οποιαδήποτε από τις δύο γλώσσες
θα είναι σίγουρα κατώτερη από την ικανότητα του μονό-
γλωσσου, διότι ο τελευταίος διαθετει περισσότερό εγκεφαλικό
χώρο γι’ αυτήν. Όπως όμως δείχνουν έρευνες της εφαρμο­
σμένης γλωσσολογίας σχετικά με τις επιπτώσεις της εκμάθη­
σης μιας δεύτερης ή τρίτης γλώσσας στο γνωστικό σύστημα
του ομιλητή, υπάρχει αρκετός χώρος στον εγκέφαλο για, πε­
ρισσότερες από δύο γλώσσες. Αλλωστε δεν είναι πλέον απο­
δεκτή η άποψη ότι τα δύο -ή περισσότερα- γλωσσικά συστή­
ματα είναι εντελώς άνεξάρτητα και ενεργοποιούν διαφορετι­
κά τμήματα του εγκεφάλου. Σήμερα κυριαρχεί η άποψη του
Οιπιππηχ περί της κοινής υπόγειας γλωσσικής ικανότητας
(οοπΜΉσϊΓύηάει·1γΐη§ ρΓθίϊα6ηογ),η οποία και είναι υπεύθυνη
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 117

για τη λειτουργία και των δύο -ή περισσότερων- γλωσσικών


συστημάτων. Αν θέλαμε να αναπαραστήσουμε με μια εικόνα
αυτο το μοντέλο για τη διπλογλωσσία, θα μπορούσαμε να πα­
ρομοιάσουμε τις δύο γλώσσες με δύο ξεχωριστά πάνω από
την επιφάνεια της θάλασσας παγόβουνα, τα οποία όμως κάτω
από την επΐφάνεΐα ενώνονται σε ένα παγόβουνο. Κατά τον
ίδιο τρόπο τα δύο -ή περισσότερα- γλωσσικά συστήματα, τα
οποία είναι σαφώς διακριτά στην επικοινωνία, ελέγχονται σ’
ένα βαθύτερο επίπεδο από τον ίδιο κεντρικό γλωσσικό μηχα­
νισμό (για τα παραπάνω, βλ. σχετικάΈαΈ€Γ~Γ993: Τ32-137
κ.εΓ>·
Η σύγχρονη έρευνα επιπλέον έχει εντοπίσει πλεονεκτήμα­
τα στα παιδιά που έρχονται σε επαφή με ένα δεύτερο γλωσσι­
κό σύστημα. Ειδικότερα, τα παιδιά αυτά αποκτούν από νωρίς
τη συνείδηση της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου, της
αυθαίρετης δηλαδή σύνδεσής ήχου και έννοιας που χαρακτη­
ρίζει τις ανθρώπινες γλώσσεςΤΑπδκτούν, μ’ άλλα λόγια, μια
αυξημένη μεταγλωσσική συνείδηση έναντι των μονόγλωσσων
παιδιών, κάτι που πϊΒάνότάτα διευκολύνει την*εκμ^ίηση της
πρώτης γραφής και ανάγνωσης και οδηγεί σε υψηλότερα επί­
πεδα σχολικής επιτυχίας. Ένας άλλος τομέας στον οποίο εν­
δέχεται να υπερέχουν τα διπλόγλωσσα παιδιά είναι η επικοι-
νωνιακή ευαισθησία, καθώς από νωρίς αναγκάζονται να συ-
νείδητόποιούν ποια γλώσσα είναι κατάλληλη για την κάθε πε-
ο κ^ σ ιΡ Ε π ΰ ^ (ΒλΤσγετικόΓΒ&^6Γ· ό.π.\.32
' Σύμφωνα με τη 5^ιιΐηαΙ)1)-Καη§εΐ8 (1988), μονογλωσσία ση­
μαίνει μονοπολιτισμικότητα. Κατά συνέπεια, ϊνά μονόγλωσ-
σο άτομεΓβλδτεί τα πράγματα από μία μόνο οπτική γωνία και
δεν μπορεί να τα δει από την οπτική γωνία ενός άλλου. Στα
περισσότερα -αλλά υποβαθμισμένα- μέρη του κόσμου, άλλω­
στε, η διπλογλωσσία ή η πολυγλωσσία είναι εντελώς φυσιο-
λογική καιάαιαστ), καθόλου στιγματισμένη, απαίτηση μάλιστα
τής καθημερινής επικοινωνίας. Υπάρχουν γλωσσικές κοινότη­
τες όπου οι άνθρωποι μιλούν πολλές γλώσσες: μία ή περισ­
118 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

σότερες στο σπίτι, άλλη στο χωριό, άλλη για εμπορικούς σκο­
πούς και για την επαφή μετον >ιόσμοέ|ωοιπό την κοινότητα.
Αυτές οι γλώσσες μαθαίνονται με φυσικό τρόπο και οι μετα­
βάσεις από τη μια γλώσσα στην άλλη γίνονται από τους ομι­
λητές χωρίς δισταγμό. Ένα μονόγλωσσο άτομο σε μια τέτοια
κοινότήτα θα θεωρούνταν κοινωνικά απροσάρμοστο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολύγλωσσης κοινότη­
τας μας δίνουν οι ΤιιΚαηο του βορειοδυτικού Αμαζονίου, στα
σύνορα Κολομβίας και Βραζιλίας. Οι ΤιιΚ&ηο είναι πολύ­
γλωσσοι διότι η γυναίκα που ένας άνδρας θα παντρευτεί πρέ­
πει να μην είναι από την ίδια γλωσσική κοινότητα. Ο γάμος
απαγορεύεται ανάμεσα σε έναν άνδρα και σε μία από τις
«αδερφές» του, σε μία δηλαδή από τις γυναίκες που μιλούν
την ίδιά γλώσσα, καθώς κάτι τέτοιο θεωρείται ως ένα είδος
αιμομιξίας. Έτσι, οι άνδρες διαλέγουν τις γυναίκες που θα
παντρευτούν από γειτονικές αλλόγλωσσες φυλές. Μετά το γά­
μο οι γυναίκες πηγαίνουν στην οικογένεια του άνδρα με απο­
τέλεσμα στην κοινότητα να μιλιούνται πολλές γλώσσες αυτη
των ανδρών, οι ποικίλες γλώσσεςτων γυναικών απο τις διά­
φορες φυλές, και μια διαδεδομένη στην ευρύτερή περιοχή
γλώσσα εμπορίου. Τα παιδιά γεννιούνται σε πολύγλωσσο πε­
ριβάλλον, όπου άλλη είναι η γλώσσα του πατέρα, άλλη η
γλώσσα της μητέρας και άλλες οι γλώσσες των γυναικών με
τις οποίες έρχονται σε καθημερινή επαφή. Όλοι όμως στην
κοινότητα ενδιαφέρονται να μάθουν τις γλώσσες των άλλων
και στο πλαίσιο μιας συνομιλίας η μετάβαση από τη μία
γλώσσα στην άλλη είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Η πολυ­
γλωσσία είναι κάτι τόσο φυσικό και αυτονόητο στην κοινότη­
τα αυτή που οι ΤιιΚ&ηο δεν γνωρίζουν πόσες γλώσσες μιλούν.
Σε καμία περίπτωση πάντως δεν γίνεται προσπάθεια ελάττω­
σης των ομιλούμενων γλωσσών, όπως συμβαίνει σε πολλά δυ­
τικά κράτη κυρίως με τις γλώσσες των μεταναστών. Η πολυ­
γλωσσία θεωρείται πηγή δύναμης καθώς δίνει τη δυνατότητα
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 119

ποικίλων επαφών και κυρίως γάμου μεταξύ ανθρώπων δια­


φορετικών γλωσσικών κοινοτήτων.

2.4.3.1. Ορισμοί δυτλογλωσσίας και κατηγοριοποίηση


διπλόγλωσσων
Επιχειρώντας να προσεγγίσουμε συστηματικότερα και μεθο­
δικότερα το φαινόμενο της διπλογλωσσίας (στο εξής με τον
όρο αυτό θα αναφερόμαστε και στην πολυγλωσσία) μπορούμε
νά ξεκινήσουμε μέ δύο αντιθετικούς ορισμούς. Από τη μια ο
ΒΙοοιηίϊβΜ (1933: 56) θεωρούσε ως απαραίτητη προϋπόθεση
της'δϊπΚογλωσσίας την κατοχή των δύο γλωσσών σε βαθμό
ανάλογο με αυτόν του φυσικού ομιλητή, ενώ από την άλλη ο
δέχόταν ότι η διπλογλωσσία αο/ί£ει όταν το
άτομο είναι σε οεση να πάράγΏ^^έκφωνήματα με νόημα στη
δεύτερη γλώσσα. Ανάμεσα στα δύ<Γαυτά άκρα τοποθετούνται
πλήθος κατηγοριοποιήσεων των διπλόγλωσσων ατόμων.
Σύμφωνα με την προσέγγ'ι5ή’ της 5Κϋϋι&1)ΐ>-Κβη&β5 (1984,
1988) υπάρχουν τέσσερα κριτήρια με βάση τα οποία μπορού­
με να χαρακτηρίσουμε κάποια γλώσσα ι νός α^ι^ΐΓοκΓ μητρι-
κή (ή αλλιώς Γ1). Τα ίδια κριτήρια μπορούν επίσης να_αξιο-
ποιηθούν και για το χαρακτηρισμό ενός άτόμοϋ ώς διπλό-
γλωσσου. Σε γενικές γραμμές τα κριτήρια αυτά αφορούν την
προέλευση των δύο,γλωσσ^ν (το πότε και πώς τις έμαθε), την
ικανότητα τοχΓομιλητή στις δύο γλώσσες (το πόσο καλά τις
κατέχει), τις Α£αου0 ηεΓΤΐόΰ~επιτελούν στη ζωή του ατόμου
(ποια είναι η χρήσιι.ΐί9^Ω5β>^Γτέλος τη στάση του ομιλη­
τή στις γλώσσες αυτές (με ποια γλώσσα ταυτίζεται και ,με
ποια τον ταυτιξεί η υπόλοιπη κοινότητα). Στον παρακάτω πί-
νακα παρούσιάζονται σχηματικά οι κατηγοριοποιήσεις της
51αιΙηα1Λ>-Κ3 η£Β5 : /η
120 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Πίνακας 11: Κριτήρια βάσει των οποίων μια γλώσσα μπορεί να χαρα­
κτηριστεί μητρική και ένα άτομο διπλόγλωσσο

Κριτήριο Μητρική είναι η γλώσσα Ένα άτομο είναι διπλόγλωσσο εάν


1. Προέλευση Την οποία ο ομιλητής έχει Α) έχει μάθει δύο γλώσσες στο οικογενειακό
μάθει πρώτη του περιβάλλον από φυσικούς ομιλητές
β) χρησιμοποιούσε παράλληλα από την αρχή
δύο γλώσσες ως μέσο επικοινωνίας
2. Ικανότητα Την οποία ο ομιλητής κατέχει α) έχει απόλυτη γνώση και των δύο γλωσσών
καλύτερα β) έχει γνώση των δύο γλωσσών παρόμοια με
αυτήν ενος φυσικού ομιλητή
γ) παραγει ορθα εκφωνήματα στην άλλη γλώσσα
δ) έχει τουλάχιστον κάποια γνώση
της γραμματικο-συντακτικής δομής της άλλης γλώσσας
ε) έχει έρθει σε επαφή με μία άλλη γλώσσα
3. Λειτουργία Την οποία ο ομιλητής Χρησιμοποιεί η μπορεί να χρησιμοποιήσει
χρησιμοποιεί περισσότερο , δύο γλώσσες στις περισσότερες περιστάσεις
4. Στάσεις Α) με την οποία ο ομιλητής α) αποκτά ταυτότητα ως άτομο με
ταυτίζεται (εσωτερική ταύτιση) δύο γλώσσες και δύο κουλτούρες
Β) της οποίας φυσικό ομιλητή β) αναγνωρίζεται από τους άλλους
τον θεωρούν οι άλλοι ως διπλόγλωσσος
(εξωτερική ταύτιση)

Σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα είναι δυνατό με βάση


το Ιο κριτήριο της προέλευσης ένα άτομο να κατέχει αρχικά
με τρόπο ισοδύναμα 6ύσ~7Γβώτες_γλώσσ£ς £Γ1), αλλά είναι πο­
λύ σπάνιο με την πάροδο τού χρόνου να εξακολουθήσει να
τις κατέχει στον ίδιο βαθμό-^ο κριτήριο), διότι πιθανότατα
θα αποκτήσει μεγαλύτερη ευχέρεια σε μία από τις δύο για
ορισμένες λειτουργίες και μεγαλύτερη άνεση στην άλλη για
κάποιες άλλες λειτουργίες (3ό κριτήριο). Ειδικά για το 2ο
κριτήριο της γλωσσικής ικανότητας αξίζει να παρατηρήσουμε
ότι προβλέπεται μια διαβάθμιση στο πόσο καλά κατέχει τη
δεύτερη γλώσσα ο ομιλητής (πρβ. (δ) και (ε)).
Προκειμένου να καλυφθούν όλες οι δυνατές παραλλαγές
με τις οποίες εμφανίζεται η διπλογλωσσία, οι ερευνητές
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 121

έχουν προτείνει διάφορεε κατηγοριοποιήσεις σε ορισμένες


από τις οποίες αναφερομαστε αμέσως, παρακάτω:
• Μία πρώτη διάκριση είναι αυτή ανάμεσα σε πρώιμη και
όψιμη διπλογλωσσία (εβτΐΥ/ϊαΐβ Μ1ίη§ιι&1ίδΐη). Ένα άτομο θειον
ρειται πρώιμος διπλόγλωσσος, εάν απέκτησε και τις δύο\?Υ)£
γλώσσες του πριν από μια ορισμένη ηλικία, που για ορισμέ- ; ι
νους ερευνητές συμπίπτει με την έναρξή της εφηβείας, ενώ α
για άλλους το όριο κατεβαίνει στα τρία χρόνια. Εάν το παιδί,1 (Αο'.
εκτεθεί και στις δύο γλώσσες πριν από το χρονικό αυτό όριςί ../£
(εφηβεία ή τρία χρόνια), τότε κάνούμε λόγο για ταυτόχρονέ]
(δίηιιιΐΐ&ηβουχ) διπλογλωσσία. Εάν η εκμάθηση της δεύτερης
γλώσσας γίνει μετά από αυτό το χρονικό όριό, τότε κάνουμε
λόγο για όψιμη διαόο^κτ^χυοοεχχίνε) διπλογλωσσία.
• Η μέτρήση και αξιολόγηση της ι^ά^τητας ένός διπλό-
γλωσσου ατόμου και στις δύο γλώσσες είναι κάτι εξαιρετικά
πολύπλοκο. Και αυτό γιατί ένας διπλόγλωσσος μπορεί να
έχει καλύτερη προσληπτική απ’ ό,τι παραγωγική ικανότητα
στη Γ2, μπορεί δηλαδή να είναι σε θέση να διαβάσει ένα επι-
στημονικό βιβλίο, αλλά να μην είναι σε θέση να συμμετάσχει
σε μια προφορική συνομιλία για θέματα της καθημερινής ζω-
ής. Παρ’ όλα αυτά, μία γενικότερα αποδεκτή διάκριση είναι '
αυτή ανάμεσα σε κυρίαρχη (άοιηϊηαηΐ) και ισοοοοπηιχένη 6°~°/
φβΐ&ηοεά) διπλογλωσσίαΓ Χτην πρώτη περίπτωση το άτομο '-'”
γνωρίζει τη μία από τις δύο γλώσσες καλύτερα από την άλλη,
ενώ στη δεύτερη περίπτωση η ικανότητά του στις δύο γλώσ­
σες θεωρείται ισοδύναμη και μάλιστα εξίσου καλή με αυτήν
ενόςιιονόγλώσσδΰ"ομ^^. Κάτι τέτοιο "είναι βέβαια εξαιρε-
τικά σπάνΐό, γι’ αυτό ισορροπημένος θεωρείται ενας διπλό-
γλωσσος που μπορεί να ανταποκρίνεται με επιτυχία σε ποικι­
λία επικοινωνιακών περιστάσεων σχεδόν τόσο καλά όσο ένας
μονόγλωσσος.
» Μία τρίτη σημαντική διάκριση, η οποία αναφέρεται κυ­
ρίως στο αποτέλεσμα που έχει η εκμάθηση μιας δεύτερης
γλώσσας στη συνολική γλωσσική ικανότητα ενός ατόμου. είναι
122 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

αυτή ανάμεσα σε αφαιρετική (δΐι&ΐτ&ςΐΐνε) και προσθετική


'Μ&Μίΐνβ) διπλογλωσσία. Εάν η απόκτηση της Γ2 οδηγήσει
στον εμπλοΰτϊοΐϊό-της^οσσικής ικανότητας ενός ατομου χω-
^^^ ρίς να βλάψει τη γλώσσα που ήδη γνωρίζει, τότε κάνουμε λό­
γο για προσθετική διπλογλωσσία, ενώ αντίθετα αν οδηγήσει
στη μείωση ή και στην εξάλειψη της ικανότητάς του στη Γ1,
τότε κάνουμε λόγο για αφαιρετική διπλογλωσσία.

2.4.3.2. Διγλωσσία και διπλογλωσσία


Στην ενότητα αυτή είναι ενδιαφέρον να αναφερθούμε στον
τρόπο με τον οποίο ο Ρϊδίιιη&η (1980) συσχετίζει τη διπλο-
γλωσσία με την έννοια της διγλωσσίας (βλ. 2.4.2.). Όπως φαί­
νεται και στον ακόλουθο πίνακα, από το συσχετισμό αυτό
5Γ ^προκύπτουν τέσσερις γλωσσικές καταστάσεις (βλ. Ραδοΐά,
1984: 41):

ί·ί ^^ Πίνακας 12: Τρόποι συσχέτισες της διγλωσσίας με τη διπλογλωσσία

■VΛ·1 Δ ΙΓ Λ Ω Σ Σ ΙΑ
+
ΔΙΠΛΟ
ΓΛ Ω ΣΣΙΑ
+ 1. Διγλωσσία και διπλογλωσσία μαζί 3. Διπλογλωσσία
χωρίς διγλωσσία
2. Διγλωσσία χωρίς διπλογλωσσία 4. Ούτε διπλογλωσσία
ούτεδιγλωοαία

Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή μιας γλωσσΐΛΐης. χαινότη-


Λ τας στην οποία παρατηρείται τόσο διγλωσσία όσο και διπλο-
] γλωσσία, Σε μιαΤέτόϊα κοι^τήΤσΓκά^Ινας μπορεί να χρησι-
) μοποιεί την υψηλή ποικιλία ή, καλύτερα, γλώσσα, σε ορίσμέ-
/ νες περιστάσεις και για ορισμένους σκοπούς" και τη χαμηλή
γλώσσα σε άλλες περιστάσεις και για άλλους σκοπούς. Χαρα­
κτηριστικό παράδειγμα είναι η Παραγουάη, όπου η £ΐΐ3Γ3ΐιϊ
επιτελεί λειτουργίες χαμηλής ποικιλίας, ενώ η ισπανική λει­
τουργίες υψηλής ποικιλίας. Όπως αναφέρθηκε και στην ενό-
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 123

τητα 2Λ.2.2., το παράδειγμα της Παραγουάης, δείχνει ξεκάθα­


ρα ότι μπορεί να υπάρχει μεγάλη δομική απόσταση μεταξύ
δύο νλωσσών και αυιέο να βρίσκονται σε διγλωσσική σχέση.
ΐΓδεύτερη περίπτωση είναι αυτή μιας γλωσσικής κοινότη­
τας στην οποία παρατηρείταί διγλωσσία χωρίς διπλογλωσσία.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει στην κοινότητα να υπάρ­
χει μια ισχυρή ομάδα η οποία και μόνο να χρησιμοποιεί την
υψηλή γλώσσα και μία ασθενέστερη ομάδα η οποία και μόνο
να χρησιμοποιεί, τη χαμηλή γλώσσα. ^Παράδειγμα της περί­
πτωσης αυτής μοιάζει να αποτελέί η τσαρική Ρωσία, όπου η
αριστοκρατική ελίτ προτιμούσε να μιλάει μόνο γαλλικάρενώ
ο ρωσικός λαός μιλούσε μόνο ρωσικά. Όπως όμως εύστοχα
παρατηρεί ο Ροδοΐά (1984: 41), οί διγλωσσικές κοινότητες οι
οποίες δεν παρουσιάζουν διπλογλωσσία δεν είναι πραγματι­
κά γλωσσικές κοινότητες, αφού οι δύο ομάδες δεν επικοινω­
νούν παρά μόνο ελάχιστα μέσω διερμηνέων ή χρησιμοποιώ­
ντας μία ενδιάμεση, μεικτή γλώσσα, πιθανότατα ρΐάξϊη (βλ.
υποκεφάλαιο 2.4.5.).
Η τρίτη περίπτωση είναι αυτή μιας γλωσσικής κοινότητας
στην οποία παρατηρείταί διπλογλωσσία χωρίς διγλωσσία. Σε
μια τέτοια κοινότητα οι περισσότεροι""^ίνδρωποι είναΓΗπλό-
γλωσσοι, χωρίς όμως να διαφοροποιούν λειτουργικά τις
γλώσσες που μιλούν, χωρίς δηλαδή να περιορίζουν την κάθε
γλώσσα σε ορισμένες περιστάσεις και για ορισμένους, σκο­
πούς. Παράδειγμα της περίπτωσης αυτής αποτελεί υ,άλλον-το
Βέλγιο, όπου μοιάζει να χρησιμοποιούνται χωρίς λειτουργικές
διαφοροποιήσεις τόσο τα φλαμανδικά όσο και τα γαλλικά.
Μ τέταρτη και τελευταία περίπτωση είναι αυτή μιας γλωσ­
σικής κοινότητας στην οποία δεν παρατηρείταί ούτε διπλο-
γλωσσία ούτε διγλωσαία. Πρόκειται, μ’ άλλα λόγια, για μια
καθαρά μο^ογλωασική κοινότητα. Με βάση όμως τις παρατη­
ρήσεις του ΕϊδΗΓη&η που είδαμε παραπάνω και σύμφωνα με
τις οποίες ακόμη και διαφορές μεταξύ λειτουργικών ποικι-
124 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

λιών εμπίπτουν στο φαινόμενο της διγλωσσίας, είναι πολύ


δύσκολο να βρούμε παραδείγματα γι’ αυτή την περίπτωση.

2.4.4. Εναλλαγή κωδίκων και σννομιλιακή μείξη κωδίκων


Έχοντας εξετάσει φαινόμενα διγλωσσίας, διπλογλώσσίας και
πολυγλωσσίας, στη συνέχεια θα εστιάσουμε την προσοχή μας
σε μια συστηματικότερη περιγραφή ζητημάτων που έχουν
ανακύψει ήδη από την προηγούμενη συζήτηση, όπως η επιλο­
γή ενός «γλωσσικού κώδικα» (με τον ουδέτερο αυτό όρο ανα-
φερόμαστε αδιακρίτως σε μια γλωσσική ποικιλία ή σε μια
γλώσσα, πρβ. ^απϋι&ιΐξΐι, 1986: 89), η μετάβαση από τον έναν
κώδικα στον άλλον, η ανάμειξη ενός κώδικα με έναν άλλο.
/ Θα αναφερθούμε στα παραπάνω ζητήματα ξεκινώντας με
>°ΐΓ την περιγραφή δύο ειδών εναλλαγής κώδικα (οοάε 5\νϊΐοΗΐη§):
ίην καταστασιακή (βίΐιι&ΐίοπ&Ι) και τϊ\ μεταφορική (πιείαρίιο-
( ροα1) (πρβ. ^3πϋιαιι§Η, 1986: 106 κ.ε.). Η~τ«χτασΐόίθΐσκή εναλ-
λαγή κώδικα εμφανίζεται όταν οι ομιλητές αλλάζουν τους
χρηδΐμοπόιούμέ^ΰξκώδικες ανάλογα με χνζ'ΈΐΪΜοΐνω’ηωζές^
περιστάσεις στϊς~δποίες συμμετέχουν.- Για ορισμένους μελετη-
τες όπως ο ΟοιηρεΓΖ (1982), αυτο το 'είδος εναλλαγής κώδικα
περίπου αντιστοιχεί σε διγλωσσικές καταστάσεις όπου η'χα-
μηλη και η υψηλή ποικιλία είναι λειτουργικά διαφοροποιημέ-
νες και συναρτημένες με δΐάφορετικές'περιστάσεις.
Η συγγενής περίπτωση της μεταφορικής εναλλαγής κώδικα
(τα όρια της οποίας δεν είναι πάντοτε ευκρινώς διακεκριμένα
από αυτά της καταστασιακής εναλλαγής) εμφανίζεται όταν οι
ομιλητές στο πλαίσιο της ίδιας επικοινωνιακής περίστασης
αλλάζουν τους χρησιμοποιούμενους κώδικες ανάλογα με το
συζητούμενο θέμα και τους αποδέκτες. Το ενδιαφέρον έίναι
ότι ορισμένα θέματα μπορούν να συζητηθούν και στους δύο
κώδικες, αλλά η επιλογή κάποιου συγκεκριμένου κώδικα έχει
ιδιαίτερα επικοινωνιακά αποτελέσματα σε σχέση με συγκεκρι­
μένους αποδέκτες, μεταφέρει συναισθηματικές και κοινωνικές
συνδηλώσεις σ’ ό,τι λέγεται. Η αλλαγή κώδικα που κινητό-
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 125

ποιείται από το θέμα ή και τους αποδέκτες επιφέρει τον επα­


ναπροσδιορισμό της ίδιας περίστασης, λ.χ., από απρόσωπη
και επίσημη σε περισσότερο προσωπική και ανεπίσημη, από
σοβαρή σε αστεία κ.λπ. Στις περιπτώσεις μεταφορικής εναλ­
λαγής κώδικα παρατηρούνται συνήθως μετακινήσεις προς ή
από τον κώδικα που εκφράζει την εγγύτητα και την αλληλεγ­
γύη του εμείς και είναι κατάλληλος για ανεπίσημες δραστη­
ριότητες στο εσωτερικό μιας ομάδας στον η απο τον Κώδικα
που έχει προσανατολισμό στο αυτοί, εκφράζει απόστασή και
είναι κατάλληλος για επίσημες δραστηριότητες εκτός ομάδας.
Η δανΐΙΙε-ΤΓΟϊΚε (1989: 60) αναφέρει ένα πολύ χαρακτηρι­
στικό παράδειγμα μεταφορικής εναλλαγής κώδικα, μέρος του
οποίου παρατίθεται στη συνέχεια: στα σύνορα Ινδίας και Νε­
πάλ μία γυναίκα κατηγορήθηκε από το φύλακα ότι μεταφέρει
μεγάλη ποσότητα τσαγιού και απειλήθηκε με βαρύ πρόστιμο.
Αρχικά η γυναίκά χρησιμοποίησε την επίσημη γλώσσα, του
Νεπάλ (Νεραΐί) για να επιχειρηματολογήσει σε νομική βάση
ότι δεν είχε ξεπεράσει το νόμιμο όριο. Από την προφορά
όμως του φύλακα κατάλαβε ότι ήταν φυσικός ομιλητής της
τοπικής Νβ\ναπ. Χρησιμοποίησε τότε τη Νβχνβτϊ ποοχειμένου
να τον παρακαλέσει επί τη βάσει της κοινής εθνοτικής τους
ταυτότητας, επικαλούμενη ουσιαστικά τους δεσμούς αλληλεγ­
γύης που συνήθως ισχύουν ανάμεσα σε συντοπίτες. Μ ’ άλλα
λόγια, η γυναίκα συνειδητά χρησιμοποίησε τη μεταφορική
εναλλαγή κώδικα, η οποία κινητοποιηθηκε από το συγκεκρι­
μένο θέμα συνομιλίας σε συνάρτηση με τον συγκεκριμένο
αποδέκτη. Εδώ η μ£ταφορική έ^άλΧαγη κώδικα χρησιμοποιή-
θηκεως Επικοινωνιακή στρατηγική για να πετύχει το επιθυ­
μητό αποτέλεσμα, να αποφύγει δηλαδή το πρόστιμο.
Σννομιλιακή μείξη κωδίκων (οοηνεΓδβΐΐοη&Ι οοάε πιϊχΐη§)
παρατηρείταί όταν εναλλάσσονται δύο -ή και περισσότεροι-
κώδικες στο πλαίσιο της ίδιας συνομιλίας, χωρίς η μείξη αυ­
τή να κινητοποιείται αναγκαστικά από το θέμα ή και το συ­
νομιλητή. Οι λειτουργίες που επιτελούνται είναι ποικίλες,
126 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

όπως, λ.χ., η ακριβής παράθεση ενός αποσπάσματος στη


γλώσσα που αογικά διατυπώθηκε, η ειχφατικη επανάληψη, ΐη
διϋρΘωτική τροποποίηση, ο αστεϊσμός, η δήλωση κοινής ταυ­
τότητας και η επίκληση δεσμών αλληλεγγύης, ο αποκλεισμός
κάποιων πιθανών αποδεκτών που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα
στην οποία γίνεται η εναλλαγή και η επιλογή αυτών που τη
γνωρίζουν (κρυπτολαλική λειτουργία), η επίλυση προβλημά­
των λεξικής αναζήτησης κ.λπ. (βλ. σχετικά ΟιιπιροΓζ, 1982:
75-84* 5ανί1ΐ6-ΤΓ0ί^, 1989: 68-70). Η μείξη κωδίκων μπορεί να
εντοπιστεί, μ ε τ α ξ ύ ^ στα ακόλουθα περιβάλλοντα (πρβ.
Ανδρουλάκης, 1992: 646* α ΐ υ ί β ΐ ϊ 08* ΖατροΙβα,
1996: 577-581):

• στο δεύτερο σκέλος ενός γειτνιαστικού ζεύγους:

Α: Θα το βρεις το μέρος;
Β: ] ’βη 81118 Ρ08 811Γ.

• από τη μια πρόταση στην άλλη (διαπροτασιακή μείξη):

- (...) δεν είναι εύκολο να τον έχεις εμπιστοσύνη, 11 άίί


ί011)011Τ8 068 1>6ίί868.
- Όταν ήταν γράμματα που μου έγραφεν η μάμμα μου
εκαταλάβαινά τα τζιαι απαντούσα της. I οοιιΐά Γβαά ώθ8β
οηά I ιιηά&8ίοοά ϋιαη.

• στο εσωτερικό μιας πρότασης (ενδοπροτασιακή μείξη):

- έ ρτορο8 άε Ια ρα88ίνΐίέ άβ Ζαάάβιη δεν ξέρω τι να υπο­


θέσω.
- Πολλοί επηένναν ονβΓ ώετε τζιαι έκαμναν τους μάγκες.
Υοιι Μώ ο φ , επήαιννεν ένας που είσιεν κάμει λίον χρήμαν,
\νίώ α ξοΐά ούαίη, ανοιχτόν πουκάμισον με δακτυλίθκια
οη ενβιγ ήη^Γ, γόη Ισιο\ν, τζιαι εκκολλήσαν τους το όνο­
μα Οΐ3ΤΐΪ€8.
- Τθάθ8 108 Μ6Χ103Ώ08 Ψ6Γ6 ϊίίβά Ιΐρ·33
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 127

Οι μονόγλωσσοι διατυπώνουν συνήθως πολύ επικριτικές


απόψεις για τα φαινόμενα συνομιλιακής μείξης κωδίκων. Επι­
νοούν μάλιστα και υποτιμητικούς όρους με τους οποίους γί­
νεται αναφορά στα φαινόμενα αυτά, όπως ίκιηξί&ίδ (γαλλικά
και αγγλικά στο Κεμπέκ), ίΓ&§ηο1 (γαλλικά και ισπανικά στην
Αργεντινή), χρ&η^ΐίχΐι (κουβανικά ισπανικά και αγγλικά στις
Ηνωμένες Πολιτείες), Τεχ-Μεχ (αγγλικά και μεξικάνικα ισπα­
νικά στο Τέξας), £τεεη§1ϊ5ΐι (ελληνικά και αγγλικά στην Ελλά­
δα). Όμως, η συνομιλιακή μείξη δεν είναι ένα τυχαίο ανακά­
τεμα δύο κωδίκων λόγω άγνοιας ή και οκνηρίας των ομιλη­
τών. Αντίθετα, μπορεί να θεωρηθεί δραστηριότητα που απο­
καλύπτει την ικανότητα του διπλόγλωσσου ατόμου να
εκμεταλλεύεται στοιχεία και από τα δύο συστήματα, καθώς
προϋποθέτει γνώση της δομής και των δύο γλωσσών και, σύμ­
φωνα με έρευνες της τελευταίας εικοσαετίας (πρβ. ΡορΙ&οΚ,
1980, 1981· Χατζηδάκη, 1996, 1999), την τήρηση κάποιων
γραμματικών περιορισμών, κυρίως όταν η εναλλαγή γίνεται
στο εσωτερικό της πρότασης. Ένας από τους πιο αποδεκτούς
μεταξύ των ερευνητών περιορισμούς είναι αυτός της ισοδυνα­
μίας (εςιιΐνβίεηοε οοηχΐταϊηΐ), σύμφωνα με τον οποίο_ ΐ)_εναλ-
λαγή τείνει συνήθως (αλλά όχι πάντα, βλ. σχετικά Χατζηδάκη,
1999) να πραγματοποιείται στα σημεία όπου η σύνταξη είναι
κοινή και για τις δύο γλώσσες και δεν παράβίάζέται κάποιος
συντακτικός κανόνας σε καμιά από τις δύο γλώσσες. Έτσι,
λ.χ., στο εκφώνημα:

Ήρθε χθες το απόγευμα ιηγ ύογΐήβηά και πήγαμε μια


βόλτα ίο ώβ ίββίΐιοκ

η εναλλαγή είναι επιτρεπτή καθώς γίνονται σεβαστοί οι κανό­


νες που ρυθμίζουν τη δομή των φράσεων (ονοματική και
προθετική) και των δύο γλωσσών. Εναλλαγές του τύπου:

- *ο πιγ ύογίπ6πά
- *ί>ογίήαιά μου
128 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

δεν θα ήταν ανεκτές, διότι στην πρώτη παραβιάζεται κανόνας


της αγγλικής (δεν απαιτείται άρθρο σε αυτή τη θέση) και στη
δεύτερη της ελληνικής (απαιτείται άρθρο) (βλ. σχετικά το
λήμμα εναλλαγή κώδικα, στο Χριστίδης, 1999β: 8-9).

2.4.5. Ιϊηβΐια ίτοηοα, γλώσσες ρίάβίη και κρεολές


Οι γλώσσες δεν αναμειγνύονται μόνο μέσω της εναλλαγής
κωδίκων, όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, αλλά και
κατά τη διαμόρφωση ενός νέου κώδικα από τη σύνθεση δύο ή
περισσότερων που προϋπάρχουν. Τέτοιες περιπτώσεις αποτε-
λούν τόσο η ανάπτυξη μιας 1ϊη§ιΐ£ΐ ίτ&ηοα όσο και η ανάπτυξη
γλωσσών ρίάβίη, οι οποίες μπορεί να εξελιχθούν σε κρεολές.
Οι γλώσσες αυτές, που μόλις πρόσφατα αποτέλεσαν αντι­
κείμενο συστηματικής έρευνας, περιβάλλονταν με αρνητικές
στάσεις καθώς δεν θεωρούνταν δημιουργικές γλωσσικές προ­
σαρμογές σε ιδιάζουσες επικοινωνιακές περιστάσεις, όπως θα
δούμε στη συνέχεια, αλλά γλωσσικές αποκλίσεις από άλλα
συστήματα, προϊόντα άγνοιας, οκνηρίας και κατωτερότητας
των ομιλητών τους.
Σύμφωνα με τον ορισμό της ΙΙΝΕ500 (βλ. ,Ψαπ1Ηαιΐ£ΐι,
1986: 56), Μξυα ίταηοα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται
συνήθως από ανθρώπους με διαφορετικές μητρικές γλώσσες
προκειμένου να επιτευχθεί ή και να διευκολυνθεί η επικοινω­
νία μεταξύ τους. Συνήθως ρόλο 1ίη§ιΐ£ΐ ίταηοα αναλαμβάνουν
γλώσσες διαδεδομένες σε μεγάλο γεωγραφικό εύρος, γεγονός
που έχει ως συνέπεια την επαφή και πρόσμειξή τους με τοπι­
κές γλώσσες. Άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται για να περι­
γράφουν το ίδιο φαινόμενο είναι γλώσσα εμπορίου (ΐταάε Ιαη-
£ΐι&§ε), γλώσσα επαφής (οοηΐ&οί 1&η£ΐιει§ε), διεθνής γλώσσα
(ίηίεπιαΐίοη&Ι ΐ3η§υα§ε) κ.λπ. Εκτός τής ελληνιστικής κοινής,
η οποία, όπως είδαμε (βλ. 2.1.), έγινε η γλώσσα των περισσό­
τερων ελληνικών πόλεων που ιδρύθηκαν στα κατακτημένα
από τον Μέγα Αλέξανδρο εδάφη, η αραβική 1ίη§ιι& ίπιποα, η
οποία συνδέθηκε με την εξάπλωση του Ισλάμ, είναι από τις
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 129

πιο γνωστές. Επίσης, γνωστή είναι η σουαχίλι που χρησιμο­


ποιείται στην Ανατολική Αφρική και βέβαια η αγγλική που
χρησιμοποιείται σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου. Μία
1ΐη§αα ίταηοα μπορεί να μιληθεί με διαφορετικούς τρόπους,
για διαφορετικούς σκοπούς και από διαφορετικούς ανθρώ­
πους. Έτσι, για άλλους μπορεί να είναι μητρική γλώσσα, για
άλλους δεύτερη γλώσσα και για κάποιους άλλους μια ξένη
γλώσσα που τη χειρίζονται περισσότερο ή λιγότερο ικανοποι­
ητικά. Δεν διακρίνεται, κατά συνέπεια, από κανένα είδος
ομοιογένειας.34
Οι γλώσσες ρϊ(1§ΐη και οι κρεολές μιλιούνται σε μέρη του
ονομαζόμενου σήμερα Τρίτου Κόσμου, που γειτνιάζουν με
ωκεανούς (κυρίως με τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό ωκεα­
νό), όπως η Καραϊβική, τα παράλια της Νότιας Αμερικής και
τα παράλια της Αφρικής. Οι γλώσσες αυτές αναπτύχθηκαν
για να ικανοποιήσουν συγκεκριμένους επικοινωνιακούς σκο­
πούς σε σχέση κυρίως με το εμπόριο και ειδικότερα με το
εμπόριο σκλάβων, αλλά και σε σχέση με φυτειοκαλλιέργειες
όπου δούλευαν σκλάβοι.
Έχουν καταγραφεί περισσότερες από εκατό γλώσσες
ρΐά^ΐη και κρεολές. Οι περισσότερες από αυτές έχουν ως βά­
ση γλώσσες ευρωπαϊκών κρατών με αποικίες σε διάφορα μέ­
ρη του κόσμου και κυρίως στην αγγλική, αλλά και στη γαλλι­
κή, στην ισπανική, στην πορτογαλική, στην ολλανδική, στη
γερμανική, καθώς και σε λίγες μη ευρωπαϊκές γλώσσες της
Αφρικής, όπως η σουαχίλι (γλώσσα Βαηΐα), και το μεγαλύτε­
ρο μέρος του λεξιλογίου τους προέρχεται από τις ισχυρές αυ­
τές γλώσσες. Αντίθετα, η γραμματική δομή μπορεί σε ορισμέ­
νες περιπτώσεις να είναι επηρεασμένη από τοπικές γλώσσες
που λειτουργούν ως υπόστρωμα (πρβ. >λ^3Γ(Βιαιι§1ι, 1986: 62-
63· Κοιτιαίπε, 1994: 163-4).
Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την ΤοΚ (<ΐα11ί) Ρΐδΐη,
τη βασισμένη στην αγγλική ρίά§ίη της Νέας Γουινέας, για να
130 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΟΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

διαπιστώσουμε κάποιες από τις ομοιότητες και τις διαφορές


με την αγγλική (πρβ. ΑίΙοΗίχοη, 1981: 193):

- πά §ο εγώ πηγαίνω
-γιίβΟ εσύ πηγαίνεις
- πά ΙαΙάπι γυ εγώ βλέπω εσένα
- γυ ΙυΜτη πά εσύ βλέπεις εμένα
- πάρβία §ο εμείς πηγαίνουμε
- γυρεία βο εσείς πηγαίνετε
- ρ&ρ& ύίΙοηξ ιώϊ ο πατέρας μ ο υ .
- Ιιαυ$ ύίΐοπβ πάρβία ο σπίτι μας
- ραρα Μοηβ γυ ο πατέρας σου
- Ιιβα5 Μοπβ γυρβία ο σπίτι σας

Στα παραπάνω παραδείγματα παρατηρούμε καταρχήν λε­


ξιλογική συγγένεια με την αγγλική, π.χ., βο < αγγλ. §ο, Ιυΐώη
< αγγλ. ΙοοΜπβ, ραρα < αγγλ. ραρα, Ηάιιξ < αγγλ. ήοαεβ. Επι­
πλέον, παρατηρούμε ότι η αντωνυμία ηή χρησιμοποιείται ως
ονομαστική, αλλά και ως αιτιατική ενικού του α ' προσώπου
της προσωπικής αντωνυμίας, η γυ ως ονομαστική, αλλά και
ως αιτιατική ενικού του β ' προσώπου της προσωπικής αντω­
νυμίας. Ο πληθυντικός της προσωπικής αντωνυμίας σχηματί­
ζεται με βάση τον ενικό αριθμό σε συνδυασμό με το επίθημα
ρεία από το αγγλικό Μ ϊοψ (: σύντροφος), ενώ οι κτητικές
αντωνυμίες σχηματίζονται με τη λέξη ύϊΐοηβ < αγγλ. ΰβίοπβ
(ανήκω) σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες προσωπικές αντω­
νυμίες.
Εξειδικεύοντας τις παρατηρήσεις μας σχετικά με το σχημα­
τισμό των γλωσσικών αυτών κωδίκων, μπορούμε να σημειώ­
σουμε ότι η ρίάβΐπ (< ύυ$ΐη6$$, όπως πιθανώς προφέρονταν η
λέξη αυτή στην αγγλική ρίά§ίη της Κίνας) είναι μία γλώσσα
χωρίς φυσικούς ομιλητές, η οποία χρησιμοποιείται ως γλώσσα
επαφής, όπως και η Ιίπβαα ίτ&ηοα. Σχετικά με την προέλευση
των γλωσσών ρίά§ΐπ έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες εκ των
οποίων τέσσερις, κατά την ΑϊίοΗΐδοη (1981: 194-198), είναι οι
πιο διαδεδομένες. Η πρώτη είναι αυτή της ατελούς εκμάθησης
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 131

(ϊιηρειίεοί Ιεατηϊηξ) σύμφωνα με την οποία μία ρϊά§ΐη αναπα-


ριστά τις προσπάθειες κάποιων ατόμων να μάθουν μια γλώσ­
σα εντελώς διαφορετική από τη δική τους. Οδηγούνται έτσι
στη διαμόρφωση μιας γλώσσας απλοποιημένης. Η δεύτερη θε­
ωρία προτείνει ότι μία ρίάξΐη προκύπτει από τις μη συνειδη­
τές προσπάθειες των φυσικών ομιλητών μιας ισχυρής γλώσ­
σας να την απλοποιήσουν ώστε να μαθευτεί ευκολότερα από
μη φυσικούς ομιλητές. Πρόκειται, μ’ άλλα λόγια, για ένα εί­
δος ομιλίας για ξένους (ίοΓεϊ&ηβΓ Ιβίΐς).35
Οι δύο πρώτες θεωρίες, μεταξύ άλλων, αφήνουν ανεξήγη­
το το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι ρίά§ίη έχουν κοινά δομικά
χαρακτηριστικά (λ.χ., όλες οι ρίάξϊη ακολουθούν στην πρότα­
ση τη σειρά Υποκείμενο - Ρήμα - Αντικείμενο, πρβ. Κ.οπΐ£ΐΐηε,
1994: 174), ακόμη και όταν οι γλώσσες στις οποίες βασίζο­
νται είναι εντελώς διαφορετικές. Το γεγονός αυτό έδωσε
έναυσμα σε μία τρ'ίτη θεωρία, η οποία πρεσβεύει την κοινή
καταγωγή όλων των ρΜ§ΐη από τη δαΜτ, τη βασισμένη στην
πορτογαλική ρΜ§ΐη, η οποία ήταν ευρέως διαδεδομένη στις
εμπορικές συναλλαγές του 15ου και του 16ου αιώνα. Εικάζε­
ται ότι η ρϊά§ίη αυτή επαναλεξικοποιήθηκε (Γείεχΐίΐεά) αργό­
τερα, δέχτηκε δηλαδή την εισαγωγή του λεξιλογίου γλωσσών
όπως της αγγλικής, της γαλλικής, της ισπανικής κτλ., με τις
οποίες ήρθε σε επαφή, ενώ η γραμματική δομή της έμεινε κα­
τά βάση η ίδια. Επισημαίνεται μάλιστα το γεγονός ότι πορτο­
γαλικά λεξιλογικά υπολείμματα ανιχνεύονται σε πολλές
ρΐ(1§ϊη όπως, λ.χ., το εανβ < Πορτ. $αΙ>6Γ ( γνωρίζω) ή το
ρΜπΐπί (παιδί) < Πορτ. ροςυβπίπί (μικρός). Το κύριο πρόβλη­
μα που αντιμετωπίζει η θεωρία αυτή, η αποκαλούμενη και
μονογενετική (ιηοηο§εηεΰο), είναι ότι υπάρχουν ρϊάβίη με πο­
λύ γενικά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και με γνωρίσματα
που δεν προσιδιάζουν καθόλου σε ευρωπαϊκές (ρομανικές
και γερμανικές) γλώσσες και, κατά συνέπεια, φαίνεται απίθα­
νο να προέρχονται από μία ρίάβϊη που βασίστηκε μόνο σε ευ­
ρωπαϊκή γλώσσα (την πορτογαλική).
132 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Τα προβλήματα που παρουσιάζει η μονογενετική θεωρία


σε συνδυασμό με το δεδομένο των κοινών δομικών χαρακτη­
ριστικών σε όλες τις ρΜξΐη οδήγησε σε μια προσέγγιση βασι­
σμένη στην υπόθεση των καθολικών γλωσσικών χαρακτηρι­
στικών. Σύμφωνα με την τέταρτη αυτή υπόθεση του βιοπρο-
γράμματος φίορΓο^τατη), που υποστηρίχθηκε από τον Βϊ(±6γ-
ΐοη (βλ., λ.χ., 1983) και παρουσιάζει συγγένειες με τις
απόψεις του Οιοηΐ8&γ, οι εγγενείς και καθολικές δομές έρχο­
νται αυτόματα στην επιφάνεια όταν γίνονται προσπάθειες να
κατασκευαστεί μια απλή γλώσσα. Οι δομές αυτές καταπνίγο­
νται όταν το παιδί εκτίθεται σε αναπτυγμένα γλωσσικά συ­
στήματα. Μόνο στις κοινότητες που αναπτύσσονται γλώσσες
ρϊ(1§ίη, η ύπαρξη, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, κάποιου γραμ­
ματικού συστήματος που να ανταγωνίζεται και να καταστέλ­
λει την έμφυτη γραμματική του παιδιού είναι περιορισμένη.
Και υποστηρίζεται ότι είναι αυτή η έμφυτη καθολική γραμμα­
τική που οδηγεί στις δομικές ομοιότητες μεταξύ των ρϊ(ί§ΐη
(βλ. και ΨβπϋιαυβΗ, 1986: 76-77). Παρά το ενδιαφέρον που
παρουσιάζει η θεωρία αυτή δεν μπορεί να αποδειχθεί, καθώς
δεν είναι εύκολο να διαπιστωθούν σε κάθε περίπτωση οι επι­
δράσεις που ασκήθηκαν σε μία ρίά§ίη είτε από την κυρίαρχη
είτε από τις υποστρωματικές γλώσσες ώστε να διαγνωστεί αν
πράγματι και σε ποιο βαθμό αναδύονται οι εγγενείς, καθολι­
κές δομές.
Πέρα από τη (συν)επίδραση κάποιων (ή όλων των) παρα­
γόντων που επισημαίνονται από τις παραπάνω θεωρίες, από
καθαρά κοινωνιογλωσσολογική σκοπιά θεωρείται ότι οι
ρΐάξϊη αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας πολυγλωσσικής .περί­
στασης όπου αυτοί που επιθυμούν να επικοινωνήσουν πρέπει
να φτιάξουν άμεσα, πιθανώς αυτοσχεδιάζοντας, έναν απλό
κώδικα. Η διαδικασία της πιτζινοποίησης πιθανότατα συντε-
λείται σε μία περίσταση όπου αναμειγνύονται τουλάχιστον
δύο γλώσσες, εκ των οποίων μία είναι η ισχυρότερη και γι’
αυτό κυριαρχεί. Οι ομιλητές των ασθενέστερων γλωσσών παί­
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 133

ζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ρίά§ίη


καθώς συνομιλούν χρησιμοποιώντας την ισχυρή γλώσσα όχι
μόνο με τους φυσικούς ομιλητές της τελευταίας αλλά και με­
ταξύ τους με αποτέλεσμα να την απλοποιούν με διάφορους
τρόπους (παρατηρείταί, λ.χ., απουσία γραμματικού γένους
στα ονόματα, απουσία καταλήξεων συμφωνίας μεταξύ των
ονομάτων και των ρημάτων, ο χρόνος και το ποιόν ενέργειας
εκφράζονται με διαφορετικές λέξεις και όχι με καταλήξεις
κτλ.). Έτσι, μία ρΐά§ΐη αναδύεται από την απλοποίηση μιας
ισχυρής γλώσσας και καθίσταται το κύριο και κυρίαρχο μέσο
επικοινωνίας από αλλόγλωσσους οι οποίοι τη μαθαίνουν
«από στόμα σε στόμα». Η υπόθεση αυτή εξηγεί το γεγονός ότι
οι περισσότερες ρϊά§ϊη δημιουργήθηκαν σε κοινωνίες που
«υποδέχτηκαν» σκλάβους (όπου εμποδίζονταν οι ομόγλωσσες
συναθροίσεις για την αποφυγή ανταρσιών) καθώς και σε πα­
ραθαλάσσιες περιοχές (όπου μιλιούνταν πολλές διαφορετικές
γλώσσες, αλλά για το εμπόριο χρησιμοποιούνταν συνήθως
μία ρί(1§ΐη).
Ως κρεολή γλώσσα ορίζεται συνήθως η ρϊ<1§ϊη που έχει γί­
νει η μητρική γλώσσα μιας νέας γενιάς ομιλητών, οι οποίοι
και αποτελούν τους φυσικούς ομιλητές της. Αυτό μπορεί να
συμβεί όταν ένας άντρας και μια γυναίκα που μιλούν διαφο­
ρετικές γλώσσες, αλλά και οι δύο γνωρίζουν την ίδια ρϊά§ίη,
παντρεύονται. Η ρΐά^ίπ τότε γίνεται η κοινή γλώσσα του σπι­
τιού και η μητρική γλώσσα των παιδιών. Τέτοιες περίπου
συνθήκες είχαν διαμορφωθεί όταν Αφρικανοί σκλάβοι μετα­
φέρθηκαν στον Νέο Κόσμο, διαχωρισμένοι από τους ομό-
γλωσσούς τους για την αποφυγή ανταρσιών. Παρά το γεγο­
νός ότι μία κρεολή είναι απ’ όλες τις απόψεις «κανονική»
γλώσσα, οι ομιλητές της, όχι σπάνια, διατηρούν ένα αίσθημα
κατωτερότητας για τη γλώσσα τους, που πιθανότατα προέρ­
χεται από τη σχέση κυριαρχίας μεταξύ της ρΐάξϊη, από την
οποία προέρχεται η κρεολή, και της ισχυρής γλώσσας στην
οποία η ρϊ(1§ϊη βασίστηκε. Πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη ότι
134 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

κάθε ρϊίΐβϊη δεν εξελίσσεται αναγκαστικά σε κρεολή. Οι πε­


ρισσότερες ρίάβίη αναλαμβάνουν ρόλο 1ϊη§υα ίταηοα, χρησιμο­
ποιούνται δηλαδή ως διαμεσολαβητικές γλώσσες, για την εξυ­
πηρέτηση τοπικών, εξειδικευμένων, συχνά παροδικών ανα­
γκών (λ.χ., ειδικά για την αγοροπωλησία ζώων), οι οποίες,
όταν εκλείψουν, οι ρίά§ίη πεθαίνουν. Έτσι, πολύ λίγες είναι
τελικά αυτές που εξελίσσονται σε κρεολές.
Η διαδικασία της κρεολοποίησης είναι εκ διαμέτρου αντί­
θετη με αυτήν της πιτζινοποίησης. Αν η δεύτερη συνεπάγεται
την απλοποίηση μιας γλώσσας, δηλαδή τη συρρίκνωση της
μορφολογίας (της λεξικής δομής) και της σύνταξης (της προ­
τασιακής δομής), την ανοχή ιδιαίτερα μεγάλης φωνολογικής
ποικιλίας, τα εκτεταμένα λεξιλογικά δάνεια από την ισχυρή
γλώσσα και τη συρρίκνωση της δυνατότητας επιτέλεσης σημα­
ντικών λειτουργιών, η διαδικασία της κρεολοποίησης συνεπά­
γεται τη διεύρυνση της μορφολογίας και της σύνταξης (με
αποτέλεσμα πιο σύνθετες λεξικές και προτασιακές δομές), τη
συστηματοποίηση της φωνολογίας, την αύξηση των δυνατών
επιτελούμενων λειτουργιών και τη διαμόρφωση σταθερού και
εξειδικευμένου λεξιλογίου.
Η μετάβαση από μία ρίά§ίη σε μία κρεολή δεν γίνεται πά­
ντοτε απευθείας αλλά συχνά μέσω ενδιάμεσων σταδίων. Σύμ­
φωνα με τον ΜϋΗΜιΐδΙεΓ (1986), από μία πρώιμη ρίά§ίη, ή αλ­
λιώς )ΆΤ£οη, η οποία αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο γλωσ­
σικό σύστημα που επιτελείται με μεγάλη ατομική ποικιλότητα,
μεταβαίνουμε σε μια πιο σταθερή ρΐάξϋη, στη συνέχεια σε μια
διενρνμένη ρΐάξίπ κατάλληλη για αρκετές επικοινωνιακές ανά­
γκες και καταλήγουμε, τέλος, σε μια κρεολή η οποία είναι,
όπως είπαμε, φυσική γλώσσα.
Παρά το γεγονός ότι θεωρητικά οι διαδικασίες της κρεο­
λοποίησης και της πιτζινοποίησης μπορούν να διαφοροποιη­
θούν, δεν είναι πάντοτε απολύτως ευδιάκριτο πότε λαμβάνει
χώρα η μία ή η άλλη, και πολλές φορές ιστορικά κριτήρια
(καταγεγραμμένη προγενέστερη ύπαρξη ισχυρής γλώσσας, κα-
ΛΤΑΣΤΑΣΡ.ΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 135

ταγεγραμμένη προγενέστερη ύπαρξη ρΜ§ίη) και όχι αμιγώς


γλωσσολογικά, μας οδηγούν στο να διακρίνουμε μία ρίά£ϊπ
από μία κρεολή.'
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γλωσσικό συνεχές που συχνά
αναπτύσσεται στον ενδιάμεσο γλωσσικό χώρο μεταξύ μιας
κρεολής γλώσσας X και της συμβατής μ’ αυτήν πρότυπης
γλώσσας X. Η ανάπτυξη του συνεχούς αυτού παρατηρείται
παράλληλα με μια διαδικασία αποκρεολοποίησης (άεοΓεοΙϊ-
ζαΐΐοη). Κατά τη διαδικασία αυτή, η πρότυπη γλώσσα (καλύ­
τερα η τοπική εκδοχή της) επηρεάζει σημαντικά την κρεολή,
στερώντας της κάποια από τα διακριτικά χαρακτηριστικά
της. Έτσι, δημιουργείται μια μεγάλη έκταση ενδιάμεσων, όχι
αυστηρά οροθετημένων, ποικιλιών ή αλλιώς μεσο-λέκτων
(πιεχοΐοοίδ) μεταξύ της πρότυπης, ή αλλιώς ακρο-λέκτον
(αοτοΐεοΐ), που τοποθετείται στην κορυφή, και της βασι-λέ-
κτου φ&δΐΐεοΐ), δηλαδή της κρεολής που βρίσκεται στη βάση.
Έτσι, στα αγγλικά §ιιγαηε56 η ακρό-λεκτος παρουσιάζει, λ.χ.,
τον πρότυπο τύπο /αΐ ΐο:1ά Ιιΐιη/ ( τον είπα), μία, μεταξύ πολ­
λών, μεσό-λεκτος τον τύπο Ι& ΐβΐ ΐιηΙ και η βασί-λεκτος τον
τνπο /τηϊ ίεΐ ατη/ (πρβ. ΒίοΚεΠοη, 1975).
Ένα τέτοιο γλωσσικό συνεχές είναι αναμενόμενο (και πολ­
λές φορές πράγματι συμβαίνει) να συσχετίζεται με την παρα­
τηρούμενη κοινωνική διαστρωμάτωση, όπως, λ.χ., συμβαίνει
στην Τζαμάικα όπου έχει καταγραφεί ένα παράλληλο κοινω­
νικό συνεχές (βλ. ΟιβπΛβΓδ & Τηιά§ϊ11, 1980: 8-10). Συνήθως,
δηλαδή, τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα χρησι­
μοποιούν τις ακρο-λέκτους, τα κατώτερα μεσαία και τα εργα­
τικά στρώματα των πόλεων χρησιμοποιούν τις μεσο-λέκτους,
ενώ τα κατώτερα εργατικά και αγροτικά στρώματα με περιο­
ρισμένη μόρφωση χρησιμοποιούν τις βασι-λέκτους. Οι κοινω­
νικές συνδηλώσεις των ποικιλιών που τοποθετούνται σε διά­
φορα σημεία του συνεχούς επιτρέπουν στους ομιλητές τους
να τις χρησιμοποιούν ως ενδείκτες διαφορετικών λειτουργι­
136 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

κών ποικιλιών, λ.χ., τυπικότητας, κοινωνικής απόστασης, αλ­


ληλεγγύης κ.λπ.
Ένα συνεχές προκύπτει υπό τον όρο ότι η ακρό-λεκτος
και η βασί-λεκτος είναι ποικιλίες της ίδιας γλώσσας, όπως,
λ.χ., στην Τζαμάικα όπου έχει αναπτυχθεί συνεχές μεταξύ της
αγγλικής και της τζαμαϊκανής κρεολής που βασίζεται στην
αγγλική. Αν όμως δεν υπάρχει ιδιαίτερη επαφή μεταξύ των
κοινωνικών στρωμάτων που μιλούν την πρότυπη με τα στρώ­
ματα που μιλούν την κρεολή, και ειδικότερα αν δεν υπάρχει
δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας των κατώτερων πληθυ­
σμών και επιπλέον αν οι δύο πολικές γλωσσικές ποικιλίες
παρουσιάζουν έντονη λειτουργική διαφοροποίηση, τότε, ακό­
μη και αν οι πολικές ποικιλίες είναι συγγενείς, δεν αναπτύσ­
σεται γλωσσικό συνεχές αλλά, αντίθετα, διαμορφώνεται κατά­
σταση διγλωσσίας. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείταί στην Α ϊ­
τή μεταξύ της γαλλογενούς κρεολής της Αϊτής και της πρότυ­
πης γαλλικής, οι οποίες παρουσιάζουν κάθετη λειτουργική
διαφοροποίηση. (Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με
ζητήματα που συνδέονται με τη δημιουργία κρεολών γλωσ­
σών μέσα από μια γενετική οπτική, βλ. ϋε Οτβίί, 1999).

2.4.6. Γλωσσική διατήρηση και γλωσσική υποχώρηση


Σύμφωνα με τη δβνΐΙΙε-ΤΐΌϊΙίε (1989: 205), στις περιπτώσεις
που δύο ή περισσότεροι πολιτισμοί με διαφορετικές γλώσσες
ή γλωσσικές ποικιλίες έρχονται -με ποικίλους τρόπους- σε
επαφή, στον σύγχρονο κόσμο είναι τρεις οι πιθανές εκβάσεις
για τις αναμειγνυόμενες γλώσσες: α) η διατήρησή τους ως
διαφορετικών οντοτήτων, β) οι αλλαγές στο γλωσσικό τους
σύστημα λόγω των επιδράσεων που δέχονται από τα άλλα
γειτνιάζοντα συστήματα (πρβ. τις ρϊ(1§ϊη και τις κρεολές
γλώσσες) και γ) η εγκατάλειψη μιας γλώσσας από τους ομι­
λητές της (κάτι που ισοδυναμεί με γλωσσικό θάνατο) και η
υιοθέτηση μιας άλλης. Στην ενότητα αυτή, βασιζόμενοι κυ­
ρίως στις παρατηρήσεις της δανϊΙΙβ-ΤΐΌ&ε (ό.π.: 205-211), θα
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 137

αναφερθούμε κυρίως στη γλωσσική διατήρηση (ΐ3η§υα§6 πιειίη-


Ιβηβηοε) και τη γλωσσική μετατόπιση/υποχώρηση (1βη£ΐια§β
δΗΐίΐ), με ακραία κατάληξη τον γλωσσικό θάνατο.
Ένας πρώτος παράγοντας που σχετίζεται με τη διατήρηση
ή την υποχώρηση μιας γλώσσας είναι η δυνατότητά της να
συντηρήσει ή όχι τις εργαλειακές (ϊηδίηιιηεηΐβΐ) σε αντίστιξη
με τις συναισθηματικές (βίίεοΐϊνε) της λειτουργίες. Η λαντίνο
(ή αλλιώς εβραιοϊσπανική), λ.χ., ήταν η γλώσσα που χρησιμο­
ποιούσαν οι εβραίοι της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής
Αμερικής στις μεταξύ τους συνομιλίες, ανεξάρτητα από τις
εθνικές γλώσσες των κρατών στα οποία διέμεναν. Η κλασική
εβραϊκή χρησιμοποιούνταν μόνο για θρησκευτικούς λόγους.
Όταν όμως η κλασική εβραϊκή επιλέχθηκε ως επίσημη εθνική
γλώσσα του Ισραήλ, η λαντίνο -όπως και η ΥϊάάίχΗ στην Ευ­
ρώπη- δεν είχε λόγο ύπαρξης. Παρά τη συναισθηματική λει­
τουργία που είχε η -γλώσσα αυτή για τους ομιλητές της, άρχι­
σε σταδιακά να εγκαταλείπεται λόγω της επικράτησης της
κλασικής εβραϊκής και της χρησιμοποίησής της ως μέσο επι­
κοινωνίας και μεταξύ των εβραίων εκτός Ισραήλ. Μ ’ άλλα
λόγια, η λαντίνο άρχισε να χάνει τις εργαλειακές (/χρηστικές)
της λειτουργίες. Επιπλέον, δεν μεταδιδόταν στα παιδιά. Η μη
μετάδοση μιας γλώσσας στην επόμενη γενιά είναι, όπως θα
δούμε και στη συνέχεια, το σαφέστερο σύμπτωμα της επερχό-
μενης γλωσσικής απώλειας.
Η κοινωνική οργάνωση των γλωσσικών κοινοτήτων που
έρχονται σε επαφή είναι ένας άλλος παράγοντας που σχετίζε­
ται με τη διατήρηση ή την υποχώρηση μιας γλώσσας. Έτσι,
λ.χ., η κοινωνικοοικονομική οργάνωση των Ηνωμένων Πολι­
τειών (: η παροχή κινήτρων κοινωνικής κινητικότητας με τον
άρρητο όρο της αποδοχής των αμερικανικών αξιών και της
αμερικανικής γλώσσας) οδήγησε στην κοινωνική και γλωσσι­
κή αφομοίωση πολλούς μετανάστες διαφορετικής εθνοτικής
και γλωσσικής προέλευσης.
Επιπλέον, η ισχυρή οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών
138 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

(αλλά και της Αγγλίας) και ο συνακόλουθος έλεγχος που


ασκούν στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου έχουν ως αποτέλε­
σμα τη διατήρηση και την εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας,
αλλά και τη συρρίκνωση των ασθενέστερων γλωσσών (δηλαδή
των μη ευρέως χρησιμοποιούμενων κυρίως σε οικονομικές,
πολιτικές, εκπαιδευτικές δραστηριότητες). Ανάλογη διάδοση
με αυτήν της αγγλικής γνώρισαν στο παρελθόν και άλλες
γλώσσες, όπως η αραβική, η λατινική και βέβαια η ελληνιστι­
κή κοινή (η οποία στηρίχθηκε και διαδόθηκε από τη μακεδο­
νική ηγεμονία της εποχής). Είναι ενδιαφέρον όμως να σημει­
ώσουμε ότι, αν στην περιοχή που διαδίδεται μια γλώσσα
υπάρχει ισχυρή πολιτιστική και γλωσσική παράδοση, τότε η
γηγενής γλώσσα μπορεί να αντισταθεί και, εντέλει, να επι­
κρατήσει, όπως συνέβη με την ελληνική των ελληνιστικών
χρόνων την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής.
Εστιάζοντας στα μικροσυστατικά της κοινωνικής οργάνω­
σης και ειδικότερα στην οικογένεια, πρέπει να επισημάνουμε
ότι οι επιγαμίες με άτομα που μιλούν ισχυρή γλώσσα έχει συ­
νήθως ως συνέπεια την επικράτηση στο σπίτι της ισχυρής
γλώσσας και τη μη μετάδοση της ασθενούς/μειονοτικής γλώσ­
σας στα παιδιά, κάτι που επίσης συμβάλλει στην υποχώρηση
της τελευταίας.
Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με τη διατήρηση ή
την υποχώρηση μιας γλώσσας είναι οι αξίες και οι αξιολογή­
σεις που κάνει μια γλωσσική κοινότητα. Σε αντίθεση, λ.χ., με
τους ιταλούς μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες που γλωσ­
σικά αφομοιώνονται άμεσα, οι έλληνες μετανάστες διατηρούν
περισσότερο τη γλώσσα τους, ενώ είναι προσκολλημένοι στο
ελληνικό ύφος και όταν ακόμη μιλούν αγγλικά. Το γεγονός
αυτό οφείλεται προφανώς στον διαφορετικό τρόπο με τον
οποίο αξιολογούν οι δύο εθνότητες τη γλώσσα τους, στον
διαφορετικό συμβολικό ρόλο που η κάθε εθνότητα της αποδί­
δει (για τους Έλληνες φαίνεται ότι η γλώσσα τους λειτουργεί
ως κοινοτικό έμβλημα), αλλά ακόμη και στο ότι οι ελληνικές
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 139

κοινότητες συντίθενται από ισχυρά κοινωνικά δίκτυα, πυκνά


και πολυνήματα, με αποτέλεσμα οι έλληνες μετανάστες να
συμμορφώνονται περισσότερο στις γλωσσικές νόρμες των δι­
κτύων τους (βλ. 2.2.5). Ανάλογη είναι η γλωσσική συμπεριφο­
ρά των ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία.36 Αξίζει πά­
ντως να έχουμε υπόψη μας ότι η υποχώρηση που συχνά πα-
ρατηρείται στη γλώσσα του μετανάστη, ανεξάρτητα από το
πόσο γρήγορα θα συντελεστεί, έχει έναν αναπόφευκτα τραυ­
ματικό χαρακτήρα, καθώς για να επιβιώσει καλείται συχνότα­
τα να απεμπολήσει την ταυτότητά του, να «προδώσει» ένα
κομμάτι της ιστορίας του που περιλαμβάνει ως βασικό συ­
στατικό του τη σχέση με τη μητρική του γλώσσα (βλ. σχετικά
Αμπατζόγλου, 2001).
Ο προσανατολισμός προς το σύνολο, δηλαδή οι θετικές
στάσεις απέναντι στην οικογένεια, στην κοινότητα, στις πα­
ραδόσεις συμβάλλουν γενικότερα στη διατήρηση μιας ασθε­
νούς γλώσσας, η οποία τότε αναλαμβάνει το ρόλο του εθνοτι-
κού συμβόλου, σε αντίστιξη με τη θετική αξιολόγηση της προ­
σωπικής μόνο επιτυχίας, τον προσανατολισμό προς το άτο­
μο, που μάλλον ευνοεί τη γλωσσική υποχώρηση. Πρέπει όμως
να έχουμε υπόψη ότι οι θετικές αξιολογήσεις και η συμβολική
λειτουργία, παρά το ότι συμβάλλουν, δεν διασφαλίζουν την
επιβίωση μιας γλώσσας. Μπορεί, δηλαδή, μια γλώσσα, παρά
τη θετική της αξιολόγηση και τη συμβολική της λειτουργία, να
μην έχει εργαλειακή λειτουργία, δηλαδή να μη χρησιμοποιεί­
ται από τους ομιλητές της (βλ. στη συνέχεια την περίπτωση
των αρβανίτικων). Όπως παρατηρεί ο ΡίχΗπι&η (1991: 91), ο
δρόμος για τον γλωσσικό θάνατο είναι στρωμένος με καλές
προθέσεις που λέγονται θετικές στάσεις. Στην Ιρλανδία, λ.χ.,
η αναγκαιότητα χρήσης της αγγλικής έχει υπερισχύσει της
αντιπάθειας των Ιρλανδών για τους Άγγλους και τη γλώσσα
τους.
Η γλωσσική υποχώρηση διέρχεται συνήθως από ένα στά­
διο διπλογλωσσίας (πιθανώς σε συνδυασμό με διγλωσσία). Η
140 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

διπλογλωσσία όμως είναι αφαιρετικού τύπου και οδηγεί στα­


διακά στη μονογλωσσία της ισχυρής γλώσσας. Καταλυτικό
ρόλο για τη μετάβαση στη μονογλωσσία και την υποχώρηση
της ασθενούς/μειονοτικής γλώσσας παίζουν παράγοντες
όπως: η μη ένταξή της στο σχολικό πρόγραμμα, ο στιγματι-
σμός της από τον κρατικό μηχανισμό (ο οποίος συνήθως
εκλαμβάνει κάθε μορφή γλωσσικής ποικιλίας ως παράγοντα
υπονόμευσης της γλωσσικής ομοιογένειας και της πολιτικής
ενότητας), ο συνακόλουθος γλωσσικός αυτοϋποβιβασμός των
ομιλητών, ο εξοβελισμός της ασθενούς/μειονοτικής γλώσσας
από το σπίτι και η χρησιμοποίηση μόνο της ισχυρής γλώσσας
που θα δώσει στα παιδιά εφόδια κοινωνικής κινητικότητας.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της παρατηρούμενης
υποχώρησης των αρβανίτικων στην ελληνική επικράτεια.37
Τα αρβανίτικα είναι μια μειονοτική γλώσσα που εντοπίζε­
ται κυρίως στις κεντρικές και νότιες περιοχές της ελληνικής
επικράτειας. Η γλώσσα αυτή συρρικνώνεται βαθμηδόν από
γενιά σε γενιά. Η πλήρης αντικατάστασή της από τα ελληνικά
είναι πολύ πιθανή στο εγγύς μέλλον. Η όλη εξέλιξη στη Λιβα­
δειά φαίνεται ότι ακολούθησε την εξής πορεία: μογόγλωσσοι
αρβανιτόφωνοι, περίπου μετά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο,
αναγκάστηκαν για λόγους κοινωνικής προσαρμογής και κοι­
νωνικής κινητικότητας να γίνουν διπλόγλωσσοι και να μά­
θουν ελληνικά, τα οποία και εξοβελίζουν σταδιακά τα αρβα­
νίτικα. Έτσι, από την αρβανίτικη μονογλωσσία καταλήγουμε
στην ελληνική μονογλωσσία διαμέσου μιας αφαιρετικού τύ­
που διπλογλωσσίας. Στην εξέλιξη αυτή σημαντικό ρόλο έπαι­
ξε ο στιγματισμός των αρβανίτικων και των Αρβανιτών από
τους ελληνόφωνους.
Τα αρβανίτικα χρησιμοποιούνται σήμερα από τους ηλικιω­
μένους και από ορισμένους ανθρώπους ενδιάμεσης ηλικίας,
που πιθανώς δεν έχουν κατορθώσει να κινηθούν με επιτυχία
στην αστική κοινωνία. Αποτελούν γι’ αυτούς τον κώδικα της
οικειότητας και της αλληλεγγύης. Οι ενδιάμεσες ηλικίες δια­
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 141

τηρούν κυρίως την αντιληπτική ικανότητα, ενώ οι νεότεροι


δεν γνωρίζουν παρά λέξεις, τις οποίες χρησιμοποιούν συνή­
θως χάριν αστεϊσμού στους μεταξύ τους διαλόγους. Έτσι,
από την ικανότητα τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατα­
νόηση των αρβανίτικων που χαρακτηρίζει τους ηλικιωμένους,
περάσαμε στην ικανότητα της κατανόησης μόνο -που χαρα­
κτηρίζει τις ενδιάμεσες ηλικίες- και καταλήγουμε στην απώ­
λεια ακόμη και της ικανότητας αυτής στις νεότερες ηλικίες.
Οι ηλικιωμένοι περιβάλλουν με θετικές στάσεις τη μητρική
τους γλώσσα, όπως και όσοι από την ενδιάμεση γενιά, κυρίως
γυναίκες, τη χρησιμοποιούν. Οι νεότεροι, επίσης, αποφεύγουν
την απαξίωση των αρβανίτικων, επιδιώκοντας προφανώς τη
διατήρηση των δεσμών τους με την κοινότητα και τη συνακό­
λουθη υποστήριξή τους από αυτή. Ρητές απορριπτικές στάσεις
συναντάμε κυρίως απ’ όσους κατάφεραν να κινηθούν κοινω­
νικά με επιτυχία καί υιοθέτησαν την πρότυπη ελληνική και
την ιδεολογία τής μη απόκλισης που τη συνοδεύει. Από όλες
τις ηλικίες πάντως διατηρείται η συμβολική λειτουργία των
αρβανίτικων, η παραπομπή δηλαδή σε παρελθοντικές μνήμες,
στα έθιμα και στις παραδόσεις. Παρά τις θετικές στάσεις
όμως που τα συνοδεύουν και τη διατήρηση της συμβολικής
τους λειτουργίας, τα αρβανίτικα φαίνεται να απειλούνται
δραματικά, καθώς δεν χρησιμοποιούνται στο σπίτι και οι νέοι
ουσιαστικά τα αγνοούν.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η υποχώρηση της γαελικής
(κελτική γλώσσα) στα βορειοανατολικά υψίπεδα της Σκοτίας,
φαινόμενο το οποίο μελετήθηκε από την Οοπαη (1981). Στην
περιοχή αυτή η αγγλική και η γαελική συνυπήρχαν, με την
πρώτη να είναι η κυρίαρχη και «πολιτισμένη» γλώσσα και τη
δεύτερη να είναι η γλώσσα χαμηλού γοήτρου. Η ϋοπειη μελέ­
τησε μια μικρή κοινότητα ψαράδων η οποία περιβαλλόταν
από αγγλικές κοινότητες. Αρχικά οι ντόπιοι συντηρούνταν
μόνο με το ψάρεμα στην περιοχή τους, οι γάμοι γίνονταν μό­
νο στο πλαίσιο της κοινότητας και η γλώσσα που χρήσιμο-
142 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ποιούσαν ήταν μόνο η γαελική. Όταν όμως η τοπική ιχθυο­


παραγωγή άρχισε να φθίνει, οι ντόπιοι άρχισαν να αναζητούν
δουλειές στις παρακείμενες περιοχές. Τα «σύνορα» μεταξύ
της γαελικής και των άλλων κοινοτήτων άρχισαν να υποχω­
ρούν παράλληλα με την εμφάνιση επιγαμιών, ενώ οι ντόπιοι
έγιναν διπλόγλωσσοι. Σταδιακά, εγκαταλείφθηκε η ταυτότητα
του ντόπιου-ψαρά με συνακόλουθη τη ραγδαία υποχώρηση
της γλώσσας. Στο σπίτι μέχρι και σήμερα οι παππούδες και
οι γονείς μιλούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τη γαελική,
ενώ στα παιδιά τους οι γονείς μιλούν και αναμένουν από αυ­
τά να απαντούν χρησιμοποιώντας την αγγλική. Όπως και
στην περίπτωση των αρβανίτικων, η γλωσσική υποχώρηση
αντανακλά την επιθυμία κοινωνικής και επαγγελματικής κι­
νητικότητας. Η υποχώρηση μιας ασθενούς μειονοτικής γλώσ­
σας συχνά θυσιάζεται στο βωμό της οικονομικής προόδου.38
Από την παραπάνω συζήτηση συνάγεται ότι η διατήρηση
της γλωσσικής ποικιλότητας απαιτεί γλωσσικό σχεδιασμό,39
όπως και τη συνδρομή της εκπαίδευσης και της νομοθεσίας.
Αν δεν ληφθούν μέτρα, πολλές ασθενείς μειονοτικές γλώσσες
ή και γλωσσικές ποικιλίες είναι αναπόφευκτο να εξαφανι­
στούν, καθώς συχνά και για λόγους υλικής και κοινωνικής
επιβίωσης, δεν μεταδίδονται στις επόμενες γενιές, ακόμη και
αν περιβάλλονται με θετικές στάσεις και διατηρούν τη συμβο­
λική τους λειτουργία.

2.4.6.1. Γλωσσική πολιτική και γλωσσική πρακτική


στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Όπως επισημαίνει η Προφίλη (2001β), η προοπτική της Ευ­
ρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να αναζητηθεί στην πολυγλωσ­
σία, γι’ αυτό και λαμβάνονται ειδικά μέτρα. Μεταξύ άλλων
ιδιαίτερη προτεραιότητα δίνεται στις ασθενείς γλώσσες (δη­
λαδή στις λιγότερο διαδεδομένες και διδασκόμενες γλώσσες)
στο πλαίσιο της δράσης Ι,ϊηβαα του εκπαιδευτικού προγράμ­
ματος «Σωκράτης». Ωστόσο, υπογραμμίζει (βλ. Προφίλη,
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 143

2001α) ότι, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει επισήμως


τις έντεκα γλώσσες που αντιστοιχούν περίπου στις εθνικές
των δεκαπέντε κρατών-μελών της Ένωσης, οι γλώσσες εργα­
σίας των θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων είναι επισήμως
τρεις (αγγλική, γαλλική, γερμανική) και ουσιαστικά δύο (αγ­
γλική, γαλλική). Το Συμβούλιο της Ευρώπης, λ.χ., έχει ως επί­
σημες γλώσσες την αγγλική και τη γαλλική, στις οποίες και
δημοσιεύει τα κείμενά του, ενώ η εξυπηρέτηση σε άλλη γλώσ­
σα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του εκάστοτε ενδιαφερόμε-
νου κράτους.
Αντιφατική καταγράφεται και η κατάσταση των μειονοτι­
κών γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι πλέον κοινός
τόπος ότι σε κάθε χώρα της Ευρώπης, εκτός από την επίσημη
εθνική γλώσσα, μιλιούνται και άλλες γλώσσες είτε από μετα­
νάστες είτε από αυτόχθονες πληθυσμούς που αποτελούν τις
λεγόμενες γλωσσικές μειονοτικές ομάδες. Στην ελληνική επι­
κράτεια, παρά το γεγονός ότι περίπου το 95% του πληθυσμού
έχει ως μητρική γλώσσα μόνο την ελληνική, χρησιμοποιού­
νται, όπως είδαμε, και άλλες μειονοτικές γλώσσες (τουρκική,
πομακική, αρβανίτικα κτλ.). Την τελευταία δεκαετία μέσα από
πρωτοβουλίες που έχουν αναλάβει διεθνείς ευρωπαϊκοί οργα­
νισμοί, επιδιώκεται η προστασία και η προαγωγή των μειονο­
τικών γλωσσών στην Ευρώπη. Από ορισμένες χώρες μάλιστα
έχουν υπογραφεί δεσμευτικά κείμενα όπως Ο ευρωπαϊκός
χάρτης περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών και Η σνμβα-
ση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, που
αποβλέπουν στην προστασία των μειονοτικών ομιλητών και
των γλωσσών τους. Παρ’ όλα αυτά, το μέλλον των περισσό­
τερων μειονοτικών γλωσσών είναι μάλλον δυσοίωνο, καθώς η
ισοπεδωτική επίδραση των ισχυρών γλωσσών είναι σε πολλές
περιπτώσεις καταλυτική (βλ. σχετικά Προφίλη, 2001γ· Τσιτσε-
λίκης, 2001α, 2001β).
Με δεδομένη την αντίφαση μεταξύ της εκφρασμένης γλωσ­
σικής πολιτικής και της γλωσσικής πρακτικής στην Ευρωπαϊ­
144 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

κή Ένωση, καίρια και ερμηνευτική των δεδομένων είναι η


επισήμανση του Χριστίδη (2001γ:124) ότι η υπερεθνική πραγ­
ματικότητα μέσα στην οποία αναπτύσσεται ο λόγος υπέρ της
ευρωπαϊκής πολυγλωσσίας είναι αυτή της παγκοσμιοποιημέ-
νης ελεύθερης αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό του ελεύθερου αντα­
γωνισμού είναι προφανές ότι θα υπερισχύσουν οι ισχυρότε­
ρες και θα περιθωριοποιηθούν οι ασθενέστερες γλώσσες σε
ένα φαινομενικά αξιοπρεπές περιθώριο, το οποίο στα σχετικά
κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ονομάζεται «σεβασμός για
την πολιτισμική ποικιλία».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βι­


βλιογραφικές πηγές: Ο ι9ιπΙ)6Γ8 & ΤηιάβίΠ, 1980: 3-14· Δελβερούδη, 2001α και
2001β· Παυλίδου, 1999α: 9-10.
2. Για μια συστηματική συζήτηση των προβλημάτων συλλογής διαλεκτι­
κού υλικού με μεθόδους της παραδοσιακής διαλεκτολογίας και για τις σχε­
τικές μεθοδολογικές αντιπροτάσεις της κοινωνιογλωσσολογίας, βλ. Καρυο­
λαίμου, 1999.
3. Για μια συστηματική και συνοπτική επισκόπηση των νεοελληνικών
διαλέκτων, βλ. Τζιτζιλής, 2001. Για μια πιο εκτεταμένη, αλλά λιγότερο συ­
στηματική παρουσίασή τους, βλ. Κοντοσόπουλος, 1981.
4. Για τις διαδικασίες προτυποποίησης, βλ. Ηυϋδοη, 1980: 32-34* Χαρα­
λαμπόπουλος & Χατζησαββίδης, 1997: 30. Σχετικά με ζητήματα προτυπο­
ποίησης της κοινής νέας ελληνικής, βλ. Ιορδανίδου, 1996 και 1999.
5. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βι­
βλιογραφικές πηγές: Αίΐοΐιίδοη, 1981: 53-56, 69-76, 80-85* ΒοιΛεΙ, 1984: 31-
34* Οι&πΛοΓδ & Τηι<ΐ£ί11, 1980: 163-167* Ρ&δοΐά, 1990: 235-238* Ηυάδοη, 1980:
148-152* Κακριδή, 1997: 1-6* Ντάλτας, 1997: 53, 62-64, 265, 328-354* Παυλί­
δου, 1999α: 5, 7-8, 11* Παυλίδου, 1999β* >^3ΐ*(11ιαιΐ£ΐι, 1986: 180-182.
6. Ο Τζιτζιλής (2001: 173) επισημαίνει επίσης ότι στο πλαίσιο της μελέ­
της των κοινωνικά προσδιορισμένων ποικιλιών της ελληνικής θα πρέπει να
διερευνηθούν τα αναφομοίωτα διαλεκτικά στοιχεία, τα οποία θεωρεί ότι
αποτελούν και τη βασική αιτία εμφάνισης γλωσσικών ποικιλιών στα ελληνι­
κά αστικά κέντρα.
7. Για μια συστηματική καταγραφή και θεωρητική συζήτηση πολλών συ-
σχετιστικών ερευνών, βλ. Οιοιη&βΓδ, 1995. Ως ενδεικτική συσχετιστική έρευ­
να στη νέα ελληνική μπορούμε να αναφέρουμε αυτήν της Αρβανίτη (1995), η
οποία συσχετίζει την παρουσία ή απουσία προρινικοποίησης των ηχηρών
κλειστών (εξαρτημένη μεταβλητή), π.χ. [αηάτο8] ή [αάΓαζ] αντίστοιχα, με την
ανεξάρτητη μεταβλητή της ηλικίας. Διαπιστώνει ότι οι ομιλητές κάτω των
45 ετών χρησιμοποιούν προρινικοποιημένα σύμφωνα πολύ πιο σπάνια από
τους ομιλητές μεγαλύτερης ηλικίας. Το εύρημά της αυτό το ερμηνεύει στο
πλαίσιο των σημαντικών κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στην Ελλάδα, όπως
η κατάργηση της καθαρεύουσας. Σχετικά με την προρινικοποίηση και την
146 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ποικιλία της στη νέα ελληνική, βλ. επίσης Πετρούνιας, 1984; 308-309 και
Χαραλαμπόπουλος κ.ά., 1992.
8. Η έννοια της κοινωνικής τάξης δημιουργεί γενική αμηχανία στην
εμπειρική έρευνα και οφείλεται στη δυσκολία ορισμού της στο πλαίσιο μιας
γενικά αποδεκτής κοινωνικής θεωρίας. Κατά συνέπεια, οι δείκτες προσδιο­
ρισμού της κοινωνικής τάξης στην κοινωνιογλωσσολογική έρευνα προσπα­
θούν να υιοθετήσουν αντικειμενικά κριτήρια κατηγοριοποίησης όπως το
εισόδημα, ο βαθμός μόρφωσης και το επάγγελμα (ία&ον). Σε άλλες περι­
πτώσεις προστίθενται επιπλέον κριτήρια όπως ο τόπος κατοικίας και το
επάγγελμα του πατέρα (Τηκΐ£ΐ11). Για να ορίσει την κοινωνική διαστρωμά­
τωση η Μ ι Ιγο υ προτείνει περισσότερο ποιοτικά κριτήρια, όπως ο τρόπος ζω ­
ής και οι ιδιαίτερες σχέσεις των ατόμων με την εργασία. Προκειμένου να
συσχετιστούν οι κοινωνικές επαγγελματικές πρακτικές με τα διαφορετικά
σημασιολογικά συμφραζόμενα, η σχολή του Ηα11ίάαγ (βλ. 2.3.3. και 3.6.)
χρησιμοποιεί το εργαλείο των επαγγελμάτων υψηλής και χαμηλής εξάρτησης
από την υλική βάση της εργασίας. Θεωρώντας ότι το επάγγελμα, η εκπαί­
δευση και το εισόδημα είναι παράγοντες αλληλεξαρτώμενοι -επομένως κα­
νένας δεν μπορεί από μόνος του να αποτελέσει ευρετική κατηγορία για τη
συμμετοχή ενός ατόμου σε μια κοινωνική τάξη-, οι μελετητές της σχολής
αυτής υποστηρίζουν ότι η κοινωνική θέση των ατόμων δεν μπορεί να καθο­
ριστεί απλώς από το επάγγελμα που ασκούν. Έτσι, διερευνάται, μεταξύ άλ­
λων, η μεγαλύτερη ή μικρότερη εξάρτηση του νοήματος από τα συμφραζό­
μενα τόσο σε επαγγέλματα υψηλής εξάρτησης από την υλική βάση της εργα­
σίας όσο και σε επαγγέλματα χαμηλής εξάρτησης από την υλική βάση, ενώ
ταυτόχρονα λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που το άτομο διαμεσρλαβεί την ερ­
γασία του μέσω των αποκτημένων γνώσεων, καθώς και ο βαθμός που το κά­
θε συγκεκριμένο επάγγελμα επιτρέπει στο άτομο να αποφασίζει ή/και να
αναθέτει σε άλλους/άλλες (στο εργασιακό ή και το οικογενειακό περιβάλλον)
να εκτελούν τις αποφάσεις αυτές (Η&δ&η & αοΓβη, 1990· ^ΐΐΐΐ&τηδ, 1999).
9. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά της γλώσσας των νέων, ενδιαφέρον πα­
ρουσιάζουν οι μελέτες του Ανδρουτσόπουλου (λ.χ., 1997, 1998) με δεδομένα
τόσο από τη νέα ελληνική όσο και από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Για τη
σχέση γλωσσικής ποικιλότητας και ηλικίας, βλ. επίσης Ηοίπίθδ, 1992: 164-
189.
10. Η Χατζηδάκη (1992) σε έρευνά της στη δεύτερη γενιά ελλήνων μετα­
ναστών στις Βριξέλες χρησιμοποιεί τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων.
Διαπιστώνει ότι η ελληνική είναι η δεύτερη γλώσσα των νέων (με πρώτη τη
γαλλική) και ότι η χρήση της σε δίκτυα συνομηλίκων δεν υπαγορεύεται από
την ανάγκη να διευκολυνθεί η κατανόησή τους, αλλά από την ισχυρή πίεση
που δέχονται και η οποία προέρχεται από τη συνοχή των κοινωνικών δι­
κτύων στα οποία συμμετέχουν (βλ. ό.π.: 620).
11. Πρβλ. για τα ελληνικά ανεκδοτικές και μη εκφράσεις του τύπου
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 147

Εμείς είμαστε η Γαριφαλιά, Θα πάω στην οικία τον σπιτιού μου, Οι γκον-
φρέτες, Ένα διαμέρισμα με πολλά ροκφόρ (= κομφόρ), Σχέτος καφές κτλ.
12. Σύμφωνα με τη Μακρή-Τσιλιπάκου (1997: 539-540, 544), περιπτώ­
σεις άνωθεν υπερδιόρθωσης στη νέα ελληνική συναντάμε, μεταξύ άλλων,
στα αρχαιόκλιτα επίθετα, σε περιπτώσεις που μη επιτηδευμένοι ομιλητές
προσπαθούν να «πετύχουν» τους λόγιους αυτούς τύπους, χωρίς να τους
γνωρίζουν, αισθανόμενοι την ανάγκη να προβάλουν τον «καλύτερο» γλωσ­
σικό εαυτό τους σε επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας. Π.χ., Δεν ξέρω αν
γίνομαι σαφές, Ύστερα σου λέει επείγον περιστατικά, Έκανα επείγον εισα­
γωγή για αιματουρία.
13. Η Μακρή-Τσιλιπάκου (1997: 538, 540-543) θεωρεί ως ενδείξεις κά­
τωθεν αλλαγής στη νέα ελληνική τις σχεδόν συστηματικές μεταβολές που αρ­
χίζουν να παρατηρούνται στην κλίση των τριγενών και δικατάληκτων αρ­
χαιόκλιτων επιθέτων σε -ης και -ες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο πα­
ράδειγμα:
-Τ ι γνωρίζετε για τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους;
-Τ ι γνωρίζω! Ε ! αυτή είναι η συνήθη τακτική των Τούρκων.
Έτσι, η κλίση, λ.χ., του αρχαιόκλιτου θηλυκού αρχίζει να εναρμονίζεται
με το κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής (π.χ., η συνήθη, της συνήθης, τη συ­
νήθη κτλ.). Η Μακρή-Τσιλιπάκου (ό.π.) θεωρεί ότι τα άτομα που ξεκίνησαν
αυτή την αλλαγή, για την οποία ο χρόνος θα δείξει τελικά αν πρόκειται για
συγχρονική ποικιλότητα ή διαχρονική εξέλιξη, είναι οι νεότεροι ομιλητές,
πιθανώς λόγω της ελλιπούς έκθεσής τους σε παρόμοιους τύπους μέσα στην
κοινωνία της μεταπολίτευσης. Παρατηρεί όμως και μια τάση υιοθέτησης των
τύπων αυτών από μεγαλύτερους και πιο μορφωμένους ομιλητές. Η διαφαι-
νόμενη αλλαγή είναι κάτωθεν, καθώς δεν εκπορεύεται από τα ανώτερα
στρώματα και στερείται εμφανούς γοήτρου. Έχει όμως καλυμμένο γόητρο
αν σκεφτούμε ότι συνδέεται με μια ηλικιακή ομάδα η οποία κατέχει ένα αγα­
θό, τη νεότητα, το οποίο μερικές φορές θεοποιείται από την κοινωνία μας.
14. Χαρακτηριστικές είναι οι στερεοτυπικές στάσεις στις επιβιώσεις δια­
λεκτικών στοιχείων (βλ. και 2.2.6.1.). Λ.χ., ο λόγος των Θεσσαλονικιών πα­
ρωδείται με κλισαρισμένες εκφράσεις όπως θα σε καλέσω σπίτι να σε κάνω
κεφτεδάκια ή άνοιξέ με λίγο από πίσω (προς τον εισπράκτορα λεωφορείου
παλιότερα), βλ. σχετικά Μακρή-Τσιλιπάκου, 1991: 346-347.
15. Στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες και μετά την καθιέρωση της
δημοτικής το 1976 ακούγεται πάλι ένας αρχαιότροπος εθνικιστικός λόγος, ο
οποίος θεωρεί ότι η γλώσσα, το έθνος και η «καθαρότητα» και των δύο κιν­
δυνεύουν από τους ισχυρούς ξένους και χρειάζονται μέτρα γλωσσικής αστυ­
νόμευσης για να προστατευθεί η γλωσσική και πολιτισμική καθαρότητα του
έθνους. Όπως παρατηρεί ο Χριστίδης (1999α: 41), ο λόγος αυτός αντιπαρα-
τίθεται σ’ ένα ρηχό κοσμοπολιτισμό ο οποίος είναι ευθυγραμμισμένος με
έναν παγκοσμιοποιημένο πολιτισμικό και γλωσσικό ηγεμονισμό που αρνεί-
148 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ται την εθνική, πολιτισμική και γλωσσική ποικιλία. Η θέση του Χριστίδη
(ό.π.: 42) είναι ότι η ιδιαίτερη νεοελληνική ταυτότητα θα πρέπει να διαφυ-
λαχθεί όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας
της, αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο
των ιστορικών, και όχι μυθικών, ιδιαιτεροτήτων της όσο και της ενότητάς
της με τις άλλες γλώσσες, η οποία απώτερα προκύπτει από την ενότητα της
ανθρώπινης νόησης.
16. Ανάλογη είναι και η παρατήρηση του ΒΐΌ\νηΐη£ (1991: 178), σύμφω­
να με την οποία οι ελληνικές διάλεκτοι συχνά δείχνουν στη δομή τους το εί­
δος των αποκλίσεων οι οποίες, κατά την απουσία ενοποιητικών παραγό­
ντων όπως αυτοί που προαναφέρθηκαν, θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη
δημιουργία μιας ομάδας γλωσσών τόσο διαφορετικών μεταξύ τους όσο η
ρομανική ή η σλαβική οικογένεια.
17. Στα ελληνικά έχει καθιερωθεί η μετάφραση του όρου Γ€£ί5ί€τως επί­
πεδο ύφους. Θεωρούμε όμως ότι ο όρος επίπεδο ύφους συσκοτίζει τις κοι-
νωνιοσημειωτικές πλευρές του όρου Γ€βΐ5ί€Γ, εφόσον παραπέμπει σε υφολο-
γικές διαφοροποιήσεις. Η θεματοποίηση και η επεξεργασία της έννοιας, που
έγινε από το χαλιντεϊανό ρεύμα, θα οδηγούσε περισσότερο στην κυριολεκτι­
κή απόδοση του όρου ως λειτουργική (διατυπική) ποικιλία σύμφωνα με τη
χρήση (σε αντίστιξη με την ποικιλία σύμφωνα με το χρήστη, που σηματοδο­
τεί τις γεωγραφικές διαλέκτους και κοινωνιολέκτους) (βλ. Ηα11ίάαγ & Η&δοη,
1985: 41* Η3ΐΜιγ & Μ&τϋίη, 1993: 54, 86-87).
18. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βι­
βλιογραφικές πηγές: Γαδοΐά, 1990: 44-46* Τσιτσιπής, 1995: 89Γ97* Ψ8π11ΐ8ΐι§1ι,
1986: 245-248.
19. Στο αντικείμενο της εθνογραφίας της επικοινωνίας, όπως ήδη ανα­
φέρθηκε στο 1.5., μπορεί σε γενικές γραμμές να ενταχθεί η μελέτη της γλωσ­
σικής δραστηριότητας ως μέρος των συμβολικών αξιών ενός πολιτισμού και
μιας κοινωνίας και ως μέσο με το οποίο μια κοινωνία κατασκευάζει, διατη­
ρεί και τροποποιεί τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Για
την εθνογραφία της επικοινωνίας τα γλωσσικά γεγονότα συνδέονται άρρη­
κτα με τα κοινωνικά γεγονότα. Επιπλέον, η εθνογραφία της επικοινωνίας
μελετάει συγκριτικά το ρόλο της γλώσσας και της γλωσσικής συμπεριφοράς
σε διαφορετικές κουλτούρες (για τα παραπάνω, βλ. Ηγπΐ£5, 1974* δανΐΐΐε-
Ττο&β, 1989* ΟυΓ&ηίί, 1997).
20. Συνήθως θεωρείται ότι η λειτουργική ποικιλία δεν ανήκει στα εργα­
λεία που χρησιμοποιούνται στην κοινωνιογλωσσολογία αλλά στη συστημική
λειτουργική γλωσσολογία. Έτσι, δημιουργείται μια «κατανομή εργασίας»
σύμφωνα με την οποία η κοινωνιογλωσσολογία ασχολείται με τις κοινωνι­
κές ποικιλίες, ενώ η συστημική λειτουργική γλωσσολογία και η κειμενο­
γλωσσολογία με τη λειτουργική ποικιλία.
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 149

21. Για την απόδοση του όρου ίβηοΓ ακολουθούμε την πρόταση της Παυ­
λίδου (1999α).
22. Η δυσκολία να παραθέσουμε αναλυτικά λεξικο-γραμματικά δεδομέ­
να οφείλεται στο ότι η συστημική λειτουργική γραμματική, απ’ όσο είμαστε
σε θέση να γνωρίζουμε, δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί παρά μόνο σποραδικά σε
ελληνικά δεδομένα.
23. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βι­
βλιογραφικές πηγές: Αραποπούλου, 1995: 4-16* Βο&ετ, 1993: 7-8, 46-47, 51,
57, 67-69, 132-137· ΒΓονηίη§, 1991: 133-156* Γιαννουλοπούλου, 2001·
ΜιΙγου, 1980: 177-78· Κοίϊΐίώιε, 1994: 48-55* 5ανί11ε-ΤΓ0&6, 1989: 205-215*
Τσιτσιπής, 2001α και 2001β* Χατζηδάκη, 1998* ΨοπΗιαιι^Ιι, 1986: 55-87, 98-
115. Ειδικά για θέματα διπλογλωσσίας, χρήσιμο βοήθημα είναι το βιβλίο της
Κοπΐ3ίη€, 1995.
24. Βλ. επίσης, Γιαννουλοπούλου, 2001* Δελβερούδη & Μοσχονάς, 1997·
Μαργαρίτη-Ρόγκα, 1987: 27-36* Μπαμπινιώτης, 1998: 168-220* Μπασλής,
2000: 67-80* Σταυρίδη-Πατρικίου, 2001* Χριστίδης, 2001α, 2001β.
25. Για μια πρόσφατη και συστηματική παρουσίαση του κινήματος του
αττικισμού, βλ. Καζάζης, 2001.
26. Σε πρόσφατες νέρευνες στον γραπτό δημοσιογραφικό λόγο (Χατζη-
σαββίδης, 1999, 2000) διαπιστώθηκε μια σαφής πολιτικοϊδεολογική τοποθέ­
τηση απέναντι στη σύγχρονη μορφή της ελληνικής: συγκεκριμένοι γλωσσικοί
τύποι απαντούν συχνότερα σε εφημερίδες συγκεκριμένων πολιτικών-κομμα-
τικών χώρων.
27. Για ένα συστηματικό προσδιορισμό του όρου μειονοτική γλώσσα
από νομική σκοπιά, βλ. Τσιτσελίκης, 2001α: 136.
28. Βλ. σχετικά Μπαλτσιώτης, 1997* Τσιτσελίκης, 2001β* Μπασλής,
2000: 85-89.
29. Για μια ενδιαφέρουσα πρόταση διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης
με ιδιαίτερη έμφαση στη γλωσσική ποικιλία, βλ. Κακριδή-ΡβΓΤβπ & Χειλά-
Μαρκοπούλου, 1996.
30. Για την απόδοση του όρου Μ1ΐη£υο1ί8ΐΏ όπως και του όρου ώ£ΐθΜία
ακολουθούμε την πρόταση της Παυλίδου, 1997: 120.
31. Η Σκοπετέα (2001: 76) εύστοχα παρατηρεί ότι κανένα έθνος δεν απο­
βλέπει εκ των προτέρων στη μονοπώληση μιας γλώσσας και καμία γλώσσα
δεν τάχθηκε «από τη φύση της» να υπηρετήσει ένα και μόνο έθνος, καθώς
υπάρχουν έθνη που μοιράζονται με άλλα έθνη την ίδια γλώσσα. Παρά τη
διαπίστωση αυτή όμως, η μονογλωσσία, και μάλιστα ως εθνική μονογλωσ­
σία, έχει προβληθεί ως η «φυσική» κατάσταση των εύπορων, εξελιγμένων
δυτικών κοινωνιών, ενώ η πολυγλωσσία, η οποία χαρακτηρίζει πολλές κοι­
νωνίες στον κόσμο μας, έχει συστηματικά παρουσιαστεί ως πρόβλημα προς
αντιμετώπιση από το κράτος και ως ζήτημα προς μελέτη από τις κοινωνικές
επιστήμες. Διαπιστώνεται, δηλαδή, μια σαφής απροθυμία των δυτικών κυ­
150 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ρίως χωρών να αναγνωρίσουν επισήμως την πολυγλωσσική φύση ενός τό­


που και να υιοθετήσουν μια γλωσσική πολιτική βάσει της οποίας οι κοινω­
νικοί θεσμοί θα εξασφαλίζουν τα γλωσσικά δικαιώματα των διαφόρων κοι­
νωνικών ομάδων. Και αυτό διότι το αίτημα της γλωσσικής και πολιτισμικής
ομοιογένειας υπήρξε συστατική διάσταση της ανάδυσης των δυτικών εθνι­
κών κρατών τους τελευταίους τρεις αιώνες. Η εθνική γλώσσα, η γλώσσα δη­
λαδή που χρησιμοποιείται κυρίως από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά
στρώματα και αποτελεί όχημα κοινωνικής ανόδου, συνηθέστατα τυποποιεί­
ται, γίνεται δηλαδή η γλωσσική νόρμα, ο γλωσσικός κανόνας, ακριβώς για
να απαντήσει στο αίτημα της γλωσσικής και πολιτισμικής ομοιογένειας (βλ.
σχετικά Δενδρινού, 2001, και ενότητα 2.1.).
32. Σχετικά με τα μοντέλα εκπαίδευσης διπλόγλωσσων παιδιών, βλ.
Β8&6Γ, 1993* Χατζηδάκη, 1998.
33. Για περισσότερα παραδείγματα χρήσης ξενόγλωσσων μονάδων στη
νεοελληνική και για ένα θεωρητικό προβληματισμό σχετικά με τον τρόπο
κατηγοριοποίησής τους, βλ. Μακρή-Τσιλιπάκου, 1999α και 1999β.
34. Ο όρος 1ίη£ΐια ίτοηοα είναι παραφθορά του αραβικού Ιΐδδη αΜίϊ&ηηΐ
(= «γλώσσα των Ευρωπαίων»). Αρχικά αναφερόταν σε μια νεολατινική ποι­
κιλία με λεξιλογική βάση ιταλική, ισπανική, αραβική, τουρκική, ελληνική και
με στοιχειώδη γραμματική που μιλιόταν μέχρι τον 19ο αιώνα στα λιμάνια
της Μεσογείου και επιβιώνει ακόμη στη δαΜτ της Βόρειας Αφρικής. Υιοθε-
τήθηκε ως βοηθητική γλώσσα από τους Σταυροφόρους, που μιλούσαν δια­
φορετικές γλώσσες, και αναμείχθηκε με αραβικά, ελληνικά, ισπανικά και άλ­
λα στοιχεία. Η γλωσσική αυτή ποικιλία δεν επιβίωσε, αλλά ο όρος παρέμει-
νε και αναφέρεται σήμερα σε κάθε γλώσσα που χρησιμοποιείσαι από δύο ή
περισσότερες ομάδες με διαφορετικές γλώσσες προκειμένου να επικοινωνή­
σουν. Η 1ίη£ΐΐ3. ίταηοα δεν είναι αναγκαστικά μια γλώσσα χωρίς φυσικούς
ομιλητές ούτε αναγκαστικά μια γλώσσα απλοποιημένη.
35. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια συναντάμε παραδείγματα ομιλίας
για ξένους στις συνομιλίες φυσικών ομιλητών της ελληνικής με οικονομι­
κούς μετανάστες, π.χ., με Ρωσοπόντιους, οι οποίοι συχνά δεν γνωρίζουν την
ελληνική ή τη γνωρίζουν λίγο. Έτσι, ακούμε εκφωνήματα του τύπου αυτό
πόσο; αντί του αυτό πόσο κάνει; ή αυτό τι; αντί του αυτό τι είναι; (βλ. σχε­
τικά Ιακωβίδου, 1993: 440* Καραπαναγιώτου, 1986).
36. Δεν πρέπει όμως να διαφύγει της προσοχής μας ότι, όπως σημειώνει
η Χατζηδάκη (1995: 687), αν και οι έλληνες μετανάστες διατηρούν τη γλώσ­
σα τους στη δεύτερη και τρίτη γενιά σε αντίθεση με πολλές άλλες εθνότητες,
πολλές έρευνες αποδεικνύουν ότι ούτε αυτοί ξεφεύγουν εντέλει από τον κα­
νόνα που θέλει τις μειονότητες να περνούν από την αποκλειστική χρήση
μιας γλώσσας στην αποκλειστική χρήση μιας άλλης γλώσσας μετά από μία
περίοδο διπλογλωσσίας που διαρκεί όχι παραπάνω από τρεις γενιές. Σε
ανάλογα συμπεράσματα γλωσσικής υποχώρησης της ελληνικής καταλήγει
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 151

και η ΚοδίουΙ&δ-Μ&ΚπιΙαδ (1995) μελετώντας τη γλωσσική συμπεριφορά


Ελληνόπουλων δεύτερης γενιάς στη Σουηδία.
37. Για την υποχώρηση των αρβανίτικων στην ελληνική επικράτεια πολύ
σημαντικές είναι οι μελέτες του Τσιτσιπή. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στο
πρόσφατο βιβλίο του (Τδίίδίρίδ, 1998). Σχετικά με το ίδιο ζήτημα, βλ. επίσης
και Αρχάκης, 1998.
38. Πρέπει να σημειωθεί ότι ανάλογες διαδικασίες οδήγησαν και οδη­
γούν τους ελληνικούς διαλεκτικούς θυλάκους στη συρρίκνωση και την εξα­
φάνιση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της σταδιακής εγκατάλειψης της
£τα€03ΐιΐςο στην Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας (βλ. Προφίλη, 1999α* Κατσο-
γιάννου, 1999α και 1999β) και της £ποο στο Σαλέντο της Νότιας Ιταλίας -η
οποία, πρόσφατα, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα αναζωογόνηση- (βλ. Προ­
φίλη, 1999α και 1999β).
39. Σχετικά με ζητήματα γλωσσικού σχεδιασμού και γλωσσικής πολιτι­
κής, βλ. >Ναπ11ιαιΐ£ΐι, 1986: 346-350* Κωστούλα-Μακράκη, 2001: 149 κ.ε.
3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

3.1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Από την πραγμάτευση που έγινε στα προηγούμενα κεφάλαια


μπορούμε να συναγάγουμε ότι ακόμη και οι πιο ουδέτερες με­
λέτες της σύνδεσης γλωσσικού και κοινωνικού δύσκολα απο­
φεύγουν το ερώτημα πώς η γλώσσα, σε συνδυασμό με άλλους
παράγοντες, παράγει ανισότητα. Όπως όμως διαπιστώνει και
η Παυλίδου (1997: 194), λείπουν ακόμη τα θεωρητικά εργα­
λεία που θα μας επιτρέψουν να εξετάσουμε τη «(...) διαλεκτι­
κή σχέση μεταξύ μακροδομών και μικροδομών, κοινωνίας και
διεπίδρασης, γλώσσας και ομιλίας, θεσμικής και διεπιδραστι-
κής εξουσίας» προκειμένου να αναζητηθεί μια θεωρία της
γλωσσικής ανισότητας. Θα υιοθετήσουμε εδώ τη γενική θέση
^όΐι η γλ,ώσσα είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγο­
ντες μέσω του οποίου αναπαράγονται κοινωνικές ανισότητες.
Στα υποκεφάλαια που ακολουθούν θα αναφερθούμε πιο ανα­
λυτικά σε διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος.
Η κοινωνική τάξη πραγμάτων, δηλαδή η ιεράρχηση της
κοινωνικής δομής, αντανακλάται στη γλώσσα με πολλαπλούς
τρόπους: η γεωγραφική, κοινωνική και εθνοτική προέλευση,
το φύλο, η ηλικία των ομιλητών και των ομιλητριών επηρεά­
ζουν με πολλαπλούς τρόπους τις γλωσσικές τους συμπεριφο­
ρές. Στη βάση ακριβώς της ισχύουσας κοινωνικής ιεράρχησης,
αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά θεωρούνται ότι συνδέο­
νται με γλωσσικές συμπεριφορές οι οποίες λίγο-πολύ αποκλί­
νουν ή συγκλίνουν με τη νόρμα. Εδώ θα εστιάσουμε την προ­
σοχή μας περισσότερο στα ζητήματα που έχουν διερευνηθεί
154 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

σε μεγαλύτερη έκταση από την κοινωνιογλωσσολογία: τις


γλωσσικές προκαταλήψεις, τις στάσεις και την κοινωνική
αξιολόγηση της γλώσσας σε συνάρτηση με το φύλο (ιδιαίτερα
τον γλωσσικό σεξισμό) και την κοινωνική προέλευση.
Ειδικά η κοινωνική προέλευση έχει διερευνηθεί σε σχέση με
τη σχολική αποτυχία, όχι μόνο στο πλαίσιο της κοινωνιολο-
γίας της εκπαίδευσης αλλά και στο πλαίσιο της κοινωνιο-
γλωσσικής ανισότητας. Η κοινωνική προέλευση, δηλαδή, είναι
υπεύθυνη για την αποτυχία των παιδιών που χρησιμοποιούν
ποικιλίες μη συμβατές με τη γλωσσική νόρμα του σχολείου.
Υπάρχουν όμώς και άλλες πιο περιεκτικές όψεις της κοινω-
νιογλωσσικής ανισότητας στο σχολείο που αφορούν τον κοι­
νωνικό προσανατολισμό της γλωσσικής συγκρότησης της γνώ­
σης στις εκπαιδευτικές διαδικασίες των σύγχρονων κοινω­
νιών. Οι κοινωνιογλωσσικές ανισότητες σ’ αυτή την περίπτω­
ση δεν προκύπτουν μόνο από την απόκλιση από την πρότυπη
γλώσσα του σχολείου, αλλά και απ’ όλες εκείνες τις χρήσεις
και τις λειτουργικές ποικιλίες που βρίσκονται έξω από τις κυ­
ρίαρχες γλωσσικές πρακτικές.
Προς αυτή την κατεύθυνση κρίναμε σκόπιμο να επεκτα-
θούμε στις θεωρήσεις του Βειτίδΐεϊη και του Ηει11ΐ<1αγ. Και οι
δύο θεωρητικοί, ως σύγχρονοι εκπρόσωποι του γλωσσολογι-
κού λειτουργισμού, μελετούν τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας
αντιμετωπίζοντας την κοινωνική τάξη πραγμάτων όχι μόνο
στο επίπεδο της χοιγίονικής δομής αλλά και ωςθεσμικφχαι
διεπιδραστική δοαστηοίόττιτα. Έτσι, η μελέτη των σχετικών
φαινομένων στον κατεξοχήν χώρο εφαρμογής τους, την εκ­
παίδευση, γίνεται με την παρεμβολή του γνωσιακού και σημα-
σιολογικού επιπέδου ανάλυσης της ανθρώπινης δραστηριότη­
τας - κάτι που συνήθως αντιμετωπίζεται με αμηχανία από τη
συσχετιστική τάση της κοινωνιογλωσσολογίας. Υπό αυτό το
πρίσμα, η ίδια η θεωρία για τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας, με
τη μεσολάβηση της νόησης, αντιμετωπίζεται ως σχέση κυκλι­
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 155

κή, παραπέμποντας άμεσα στην υπόθεση της γλωσσικής σχε­


τικότητας (βλ. 1.4.1.).

3.2. Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ


ΣΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ1

Στο υποκεφάλαιο 2.2., αναφερόμενοι σε έρευνες που εξετά­


ζουν την ανεξάρτητη μεταβλητή του φύλου, διαπιστώσαμε ότι
οι άνδρες συχνότερα προτιμούν τους αποκλίνοντες από τη
νόρμα τύπους, ενώ οι γυναίκες*προτιμούν τους κοινωνικά
αναγνωρισμένους τύπους τής νόρμ<^7"κΰθΙωςσ^ περιστά­
σεις που απαιτούν επίσημο και προσεγμένο ύφος. Η συμπερι­
φορά αυτή συχνά ερμηνεύεται ως αντίδραση και διαμαρτυρία
των γυναικών προς τις παραδοσιακές αντιλήψεις που τις το­
ποθετούν σε υποδεέστε^^έσήΓ Δήλάδή, όι γυναίκες δείχνουν
να μην έχουν αποδεχτεί τη θεση αυτή και προσπαθούν να
αποκτήσουν την κοινωνική ισχύ που έχουν στερηθεί χρησιμο­
ποιώντας τούς κοινωνικά αναγνωρισμένους γλωσσικούς τύ­
πους. Επομένως, η γλωσσική διαφοροποίηση μετάξΰΊίων^υο
φύλών δεν ανάγεται στη φυσική, βιολογική τους διαφοροποί­
ηση, αλλά στην έμφυλτΓδΓά5οοά τω\ί~κοινωνικών οόλων που
τους έχουν_απονεμηθεί: της ισχύος και της δύναμης για τον
άνδρα και της, αδυναμίας και της υποβάθμισης για τη γυναί-
κα σε όλους τους τόμέί^Ί^ΐΐϋί/Ϋ^ίκής δραστηριότητας-(δια­
προσωπικές σχέσεις, εργασιακές θέσεις κ.λπ.). Η κριτική ανά­
λυση του λόγου έχει δείξει από μια φεμινιστική προοπτική
πως οι σχέσεις υποτέλεϊαΓστο πεδίο~των κοινωνικών και πο-
λιτικών δυνάμεων επηρεάζουν δραστικά το γλωσσικό νόημα
που εξυπηρετεί τη^ιατηρηση^ίωνσχέσεων κυριαρχίας. Η φε­
μινίστρια γλωσσολόγος ϋ. ΟβιηβΓοη (1988: 88) συνοψίζει
τους τρόπους με τους οποίους κυρίως διατηρείται η ανισότη­
τα των δύο φύλων μέσω του νοήματος ως εξής: νομιμοποιού­
νται ασύμμετρες σχέσεις με το να παρουσιάζεται η κυριαρχία
156 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ως δικαιολογημένη· αποκρύπτεται το γεγονός της κυριαρχίας


με το να συσκοτίζεται ο χαρακτήρας της· πραγματοποιείται η
κυριαρχία παρουσιάζοντας ως αιώνιο και φυσικό ό,τι στην
πραγματικότητα είναι ιστορικό και μεταβατικό. Και ασφαλώς
αυτές οι δυνατότητες έχουν ένα είδος κυκλικής εξάρτησης.
Για παράδειγμα, «(..) η πραγματοποίηση της ανδρικής κυ-_.
ριαρχίας και η αναγωγή της σε “απλώς φυσική” κατάσταση ι
έχει συνήθως ως αποτέλεσμα τη νομιμοποίησή της ή και τη !
μεταμόρφωσή της σε “απλή, αθώα” διαφορά».2
Η κατανομή και άσκηση της εξουσίας κατά την εξέλιξη
μεικτών συνομιλιών έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την έρευνα
της αλληλεπιδρασιακής κοινωνιογλωσσολογίας (ϊηίεπιοΐΐοηβΐ
δοάο1ΐη§ιιϊ$ΐΐο$) την τελευταία έικοσιπενταετία. Αν και δεν θα
επεκταθούμε στη συζήτηση των ερευνητικών πορισμάτων αυ­
τού του είδους, μπορούμε πολύ σύννομα να αναφέρουμε ότι
οι άνδρες μιλούν και διακόπτουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι
οι γυναίκες, ενώ αποφεύγουν να ενθαρρύνουν και να στηρί­
ζουν τις συνομιλήτριές τους. Φαίνεται, δηλαδή, ότι όχι μόνο
το νόημα αλλά και η γλωσσική επικοινωνία βρίσκεται υπό
την κυριαρχία και τον έλεγχο των ανδρών (βλ. σχετικά Παυ­
λίδου, 1984· ΡοδοΜ, 1990: 92-117- Γεωργακοπούλου και Γού-
τσος, 1999: 197-203).
Η πρακτική της διάκρισης ενός ατόμου με γνωμονα το φύ­
λο του ονομάζεται σεξισμός. Όπως προκύπτει και απ’ όσα
μόλις προαναφέραμε, στη σύγχρονη κοινωνία η διάκριση αυ­
τή γίνεται σε βάρος των γυναικών, γεγονός που αντανακλά­
ται συχνότατα και στα γλωσσικά συστήματα όπου τα δύο φύ­
λα εκπροσωπούνται με άνισο τρόπο. ΪΓ αντανάκλαση όμως
των κοινωνικών πρακτικών στο επίπεδο του συστήματος επη­
ρεάζει με τη σειρά της τις κοινωνικές πρακτικές. Έτσι, οι
γραμματικές και σημασιολογικές κατηγοριοποιήσεις του συ­
στήματος καθοδηγούν τους ομιλητές να αντιμετωπίζουν τις
έμφυλες διακρίσεις ως «φυσικές» και να τις διαιωνίζουν. Το
φαινόμενο λοιπόν του γλωσσικού σεξισμού είναι άρρηκτα
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 157

συνδεδεμένο με ιδεολογικές και κοινωνικές πρακτικές οι


οποίες επηρεάζουν και τις πιο «ουδέτερες» γλωσσολογικές
αναλύσεις. Ένα από τα προφανή παραδείγματα είναι η υπό­
δειξη της γραμματικής ότι στα ελληνικά το αρσενικό γένος εί­
ναι το κυρίαρχο καί περιλαμβάνει και τα δύο γένη.
Ας δούμε ενδεικτικά μερικά παραδείγματα γλωσσικής ανι­
σότητας με συνέπεια το σεξισμό σε βασικά επίπεδα ανάλυσης
του συστήματος της νέας ελληνικής.
ι

• Μορφολογία

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στη Νεοελληνική Γραμμα­


τική του Τριανταφυλλίδη ([1941] 1978: 216), «το αρσενικό γέ­
νος έίναι γενικά το δυνατότερο προσωπικό γένος». Μ ’ άλλα
λόγια, μπορούμε να χρησιμοποιούμε μόνο το αρσενικό γένος
για να αναφερθούμε συνολικά σε μια ομάδα ανδρών και γυ­
ναικών ή και μόνο γυναικών. Για παράδειγμα, η φράση όλοι
οι καθηγητές και οι μαθητές μπορεί να αναφέρεται μόνο σε
καθηγητές και μαθητές, αλλά και σε μαθήτριες και καθηγή-
τριες. Η ερώτηση ποιος θέλει καφέ; μπορεί να απευθύνεται
αποκλειστικά σε γυναικείο ακροατήριο, χωρίς να προκαλέσει
καμία ενόχληση. Αντίθετα, η παρουσία ενός και μοναδικού
άνδρα σε ένα κατά τ ’ άλλα γυναικείο ακροατήριο, δεν θα επέ­
τρεπε να εμφανιστεί η ερώτηση θέλει καμιά καφέ; χωρίς να
προκαλέσει α^ομάτως αντιδράσεις.
Για το σχηματισμό των γυναικείων-επαγγελματικών ονο-
μάτων υψηλού κύρους χρησιμοποΜταΐτ-κυρί^-^
του αρσενικού επαγγελματικού ονόματος. Π.χ.,

Ο αρχαιολόγος / η αρχαιολόγος, *η αρχαιολογίνα


Ο βουλευτής / η βουλευτής, ? η βουλευτίνα, *η βουλεύτρια
Ο υπουργός / η υπουργός, *η υπουργίνα
Ο δικηγόρος / η δικηγόρος, ? η δικηγορίνα
Ο γιατρός / η γιατρός, ? η γιατρίνα
Ο πρύτανης / η πρύτανης *η πρντάνισσα
158 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Το ίδιο φαινόμενο όμως δεν παρατηρείται στον ίδιο βαθ­


μό σε ουσιαστικά που δηλώνουν επαγγέλματα που δεν είναι
καταξιωμένα κοινωνικά. Π.χ.,

Ο περίπτερός / η περίπτερού
Ο μανάβης / η μανάβισσα
Ο καφετζής / η καφετζού

ενώ αποκλειστικά θηλυκά είναι τα επαγγελματικά η μαία, η


καθαρίστρια κ.ά.3

Το οικογενειακό όνομα για τις γυναίκες δεν είναι παρά η


γενική κτητική του επιθέτου του πάτέρα τους. Παρατηρούμε
δηλαδή όχι μόνο εξάρτηση, αλλά και την εξάρτηση από τον
πατέρα-άνδρα και όχι τη μητέρα. Μετά το γάμο η εξάρτηση
μεταφέρεται στο σύζυγο και απεικονίζεται με την αλλαγή του
επιθέτου.

• Σύνταξη

Σύμφωνα με το συντακτικό της δημοτικής του Τζάρτζανου Νε­


οελληνική Σύνταξις ([1946] 1991/1: 47-48), όταν σε μία πρό­
ταση τα υποκείμενα είναι περισσότερα και διαφορετικού γέ­
νους, το κατηγορούμενο εκφέρεται στο ουδέτερο γένος. Π.χ.,
το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είναι χαλασμένα, το καναρίνι,
η καρδερίνα και ο κότσυφας ήταν άρρωστα. Η επικράτηση
όμως του ουδέτερου γένους "ισχύει μόνο για τα άψυχα. Για τα
έμψυχα όντα η σύνταξη προβλέπει την υπερίσχυση του αρσε­
νικού γένους: ο -παππούς μου και η γιαγιά μου είναι πεθαμέ­
νοι, Ο Γιώργος και η Λένα ήταν εθελοντές (πρβ. Φραγκουδά-
κη, 1988). Σε αυτή τη φαινομενικά αθώα διασπορά της γραμ­
ματικής υπεροχής δεν συναντάμε ποτέ την υπερίσχυση του
θηλυκού γένους.
Στις περισσότερες καθιερωμένες φράσεις όπου εμφανίζο­
νται τα δύο φύλα, το αρσενικό προηγείται. Π.χ.,
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 159

Ο Αδάμ και η Ενα


Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα
Ο κύριος και η κυρία Παπαδοπούλον
Το αντρόγυνο

Εκφράσεις όπως Κυρίες και κύριοι ή Φίλες και φίλοι εκ­


φράζουν μάλλον αβρότητα προς το «αδύναμο» φύλο.

• Σημασιολογία

Οι λέξεις και οι εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια γυ­


ναίκα έχουν συχνά μειωτικές και υποτιμητικές συνδηλώσεις.
Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά από την αντιπαραβολή τους
με λέξεις και εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια άνδρας
ή με την απουσία τέτοιων εκφράσεων. Π.χ.,

Γνναικάκι / αντράκι
Ψάχνω γυναίκα (= Θέλω καθαρίστρια) / ψάχνω άνδρα
(= θέλω να παντρευτώ)
Γυναίκα τον δρόμον, τον πεζοδρομίον / *άνδρας
του δρόμου, του πεζοδρομίου
Γυναικοκουβέντες / *ανδροκουβέντες, αλλά αντρίκεια
λόγια
Γυναικεία μυαλά / *αντρικά μναλά
Γυναικοδονλειές / *αντροδονλειές
Η χήρα τον Παπαδόπονλον / *ο χήρος της Παπαδοπού­
λον
Άγαμη μητέρα / * άγαμος πατέρας
Επανδρώνω / *επιγυναικώνω
θηλυπρεπής / αλλά αρρενωπός

Παρά τις εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις στη γλώσσα επι­


βιώνει ακόμη, ως ένδειξη αβροφροσύνης, η προσφώνηση δε­
σποινίς. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι γυναίκες διαιρούνται σε κυ­
ρίες (= έγγαμες) και δεσποινίδες (= άγαμες), ενώ για τους άν-
δρες δεν υπάρχει αντίστοιχη υποδιαίρεση (όλοι οι άνδρες εί­
ναι κύριοι, ανεξαρτήτως της οικογενειακής κατάστασης).
160 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Τα παραπάνω παραδείγματα αρκούν, νομίζουμε, για να


δώσουν μια γεύση της άνισης και μεροληπτικής απεικόνισης
και μεταχείρισης των δύο φύλων από το γλωσσικό σύστημα
της νέας ελληνικής. Από τα παραδείγματα αυτά μπορεί να γί­
νει αντιληπτό ότι η «πρότυπη γλώσσα»4 -πέραν του ότι καλ­
λιεργεί τη συστηματική υποτίμηση των άλλων γεωγραφικών
και κοινωνικών ποικιλιών- αντανακλά και αναπαράγει τις
σεξιστικές αντιλήψεις της κυρίαρχης ιδεολογίας για τη δευτε-
ρεύουσα, εξαρτημένη θέση της γυναίκας. Ιδιαίτερα εύστοχο εί­
ναι το ακόλουθο απόσπασμα των Μϊΐΐετ και 5\νΐίΐ για την
πρότυπη αγγλική (όπως αναφέρεται στην ΟευτιεΓοη, 1985: 84)
το οποίο θεωρούμε ότι ισχύει αυτούσιο και για την πρότυπη
νέα ελληνική: «Μ ιαΐ δΐαηάβπΐ Εη§1ίδΗ ιι$8£ε 5βγ5 αβοιιΐ ηιαίεδ
18 Λαΐ ΐΗεγ βτε ΐΗε κρεοίεδ. ΨΗβΐ ϊΐ 8&γδ αβοιιί ίειηειίεχ ίχ ΙΗ&Ι
Ιΐιεγ βτε α δίΛδρεάεδ».
Ακολουθώντας τη φεμινιστική γλωσσολογία στην Ευρώπη
και την Αμερική, ο προβληματισμός για την απάλειψη αυτών
των γλωσσικών ανισοτήτων έχει ήδη και στην Ελλάδα ιστο­
ρία δύο δεκαετιών. Παρ’ όλα αυτά, η Μακρή-Τσιλιπάκου
(1996) σε μια διεξοδική μελέτη με παραδείγματα από ποικίλα
κείμενα αποδεικνύει ότι τελικά πολύ λίγα πράγματα έχουν
αλλάξει σε σχέση με τη μεροληπτική απεικόνιση των δύο φύ­
λων στη νέα ελληνική.

3.3. ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ: Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ


ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ5

Σύμφωνα με οποιαδήποτε γλωσσολογική προσπέλαση, όλες οι


γλώσσες και οι ποικιλίες τους είναι δυνάμει ισότιμες, με την
έννοια ότι δυνάμει μπορούν να επιτελέσουν όλες τις λειτουρ­
γίες και να αναπτυχθούν καλύπτοντας όλες τις πλευρές της
ζωής των ομιλητών τους, εφόσον αναδειχτούν οι ανάγκες και
υπάρξουν οι κατάλληλλες συνθήκες. Επίσης, όλοι οι φυσικοί
ΚΟΙΝΟΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 161

ομιλητές μιας γλώσσας κατέχουν το γλωσσικό σύστημα που


χρησιμοποιείται από τη γλωσσική κοινότητα στην οποία ανή­
κουν. Ατελώς γνωρίζουν το σύστημα ομιλητές όπως τα νήπια
και οι ξένοι που επιχειρούν να μάθουν τη συγκεκριμένη
γλώσσα!1Ωστόσο, είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να αποτι-
μώνται θετικά ορισμένες γλωσσικές ποικιλίες ή ακόμη και
ορισμένα γλωσσικά στοιχεία έναντι κάποιων άλλων. Στις δυ­
τικές κοινωνίες είναι διαδεδομένη η θετική αποτίμηση των
ποικιλιών των αστικών περιοχών εις βάρος των αγροτικών,
των ανώτερων στρωμάτων εις βάρος των κατώτερων κ.λπ.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, έχουμε μια μονόδρομη σχέση αξιολόγη­
σης των κοινωνικών γνωρισμάτων που εκβάλλει στην αξιολό­
γηση των γλωσσικών χαρακτηριστικών των ομιλητών.
Είναι αναμφίβολο ότι ανάλογα με τις εμπειρίες του καθε-
νός διαμορφώνεται, το λεξιλόγιο και οι γραμματικές-συντα-
κτικές δομές που διαθέτει. Έτσι, ορισμένοι διαθέτουν πλού­
σιο λεξιλόγιο, λ.χ., για το ψάρεμα ή εκτεταμένο αριθμό συ­
ντακτικών δομών κατάλληλων, λ.χ., για τηλεοπτικές περιγρα­
φές. Για κάθε περίσταση υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που
έχουν διαθέσιμα περισσότερα κατάλληλα γλωσσικά στοιχεία.
Ορισμένες όμως περιστάσεις, όπως οι εξετάσεις, η συνέντευ­
ξη για μια δουλειά ή η σύνταξη βιογραφικού σημειώματος θε­
ωρούνται, στο πλαίσιο των δυτικών κοινωνιών, πιο σημαντι­
κές από κάποιες άλλες, διότι η μη αποτελεσματική συμμετοχή
σ’ αυτές έχει σοβαρότατες επιπτώσεις για τη ζωή του ατόμου.
Συχνά αποδίδονται στα άτομα διαφορετικοί βαθμοί ευ­
φυΐας, χιούμορ, καλοσύνης ανάλογα με τον τρόπο που μιλά­
νε, παρόλο που μια κρίση βασισμένη μόνο στον τρόπο ομι­
λίας μπορεί να είναι λανθασμένη. Κατά συνέπεια, τα άτομα
που χρησιμοποιούν την πρότυπη γλώσσα, τον «σωστό» για
μια συγκεκριμένη κοινωνία τρόπο ομιλίας, είναι πολύ πιθανό
να θεωρείται ότι έχουν όποιο χαρακτηριστικό λογίζεται ως
καλό και αξιοσέβαστο στην κοινωνία αυτή, όπως παιδεία, ευ­
φυΐα, αγωγή κ.λπ.' Το αντίθετο προφανώς συμβαίνει για
162 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

όσους δεν χρησιμοποιούν τον ενδεδειγμένο τρόπο ομιλίας.


Συνάγουμε λοιπόν ότι η χρήση της γλώσσας από κάποιον
/ ομιλητή συσχετίζεται με ορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά
I του τα οποία συνδέονται επίσης με αξιολογικές κρίσεις. Το
ί αυτό ονομάζεται γλωσσική προκατάληψη (1ΐη§αΐ8ΐΐο
\φΓεϊα(1ΐθ€). Οι άνθρωποι λειτουργούν με γλωσσικές προκατα-
Γ^'λήψεις, χρησιμοποιούν δηλαδή τον τρόπο ομιλίας ως πηγή
αξιολογικής πληροφόρησης για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά
του συνομιλητή τους (αν κάποιος χρησιμοποιεί τον τύπο X,
πιθανότατα έχει το κοινωνικό χαρακτηριστικό Ψ).
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική σχετικά με τις
γλωσσικές προκαταλήψεις είναι η ακόλουθη έρευνα που έγινε
στο πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία (βλ. σχετικά
Ηικίδοη, 1980: 206). Ένας ερευνητής που χρησιμοποιούσε
στην ομιλία του τόσο την πρότυπη όσο και την τοπική προ­
φορά του Μπέρμιγχαμ μίλησε σε δύο ομάδες 17χρονων μαθη­
τών ενός σχολείου. Ο ερευνητής είχε διαπιστώσει οτι οι μα­
θητές αξιολογούσαν πολύ θετικά την πρότυπη προφορά και
αρνητικά την τοπική. Παρουσιάστηκε στους μαθητές ως καθη­
γητής ψυχολογίας, τους μίλησε λίγο για την επιστήμη του και
κατέληξε λέγοντάς τους ότι το πανεπιστήμιό του θέλει να
ερευνήσει τι ξέρουν για την επιστήμη αυτή οι μαθητές που
σκοπεύουν να τη σπουδάσουν. Τους ζήτησε να γράψουν ό,τι
ξέρουν για την ψυχολογία και ύστερα έφυγε αφήνοντας τη
βοηθό του να συγκεντρώσει τα γραπτά. Η βοηθός, αφού μάζε­
ψε τα γραπτά, είπε ότι στο β ' στάδιο της έρευνας το πανεπι­
στήμιο ήθελε να γνωρίζει αν οι μαθητές έκριναν ότι ο καθη­
γητής που τους μίλησε ήταν κατάλληλος να δίνει διαλέξεις
για την ψυχολογία στα σχολεία και επίσης ποια ήταν η αξιο­
λόγηση των μαθητών για την εξυπνάδα του καθηγητή. Το σχέ­
διο του πειράματος ήταν το ίδιο και για τις δύο ομάδες μα­
θητών με μία μόνο διαφορά: Στη μια ομάδα ο ερευνητής που
υποδυόταν τον καθηγητή ψυχολογίας χρησιμοποίησε την πρό­
τυπη προφορά, ενώ στην άλλη την τοπική προφορά. Οι απα-
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 163

ντήσεις των δύο ομάδων στις ερωτήσεις της βοηθού υπήρξαν


διαφοροποιημένες: η ομάδα στην οποία μίλησε με την πρότυ­
πη προφορά αξιολόγησε πολύ θετικά την καταλληλότητα και
την ευφυΐα του καθηγητή, ενώ η άλλη ομάδα αρνητικά, παρά
το γεγονός ότι μίλησε με το ίδιο περιεχόμενο και συμπερι­
φέρθηκε με τον ίδιο τρόπο και στις δύο ομάδες. Δεδομένου
ότι οι δύο ομάδες ήταν σε γενικές γραμμές ομοιογενείς, συνά­
γεται ότι οι διαφορές στις απαντήσεις τους συσχετίζονται με
τις διαφορετικές στάσεις και προκαταλήψεις των μαθητών
απέναντι στις δύο προφορές.
Η (λιγότερο ή περισσότερο ασυνείδητη) ενεργοποίηση γλωσ­
σικών προκαταλήψεων συνήθως λαμβάνει χώρα διότι στις επα­
φές που συχνά μπορεί να έχουμε με αγνώστους, βρισκόμαστε
σε κατάσταση γνωστικής αβεβαιότητας (οοξπϊίίνε ιιηοειΐεάηΐγ).
Δεν έχουμε, μ’ άλλά λόγια, δυνατότητα άλλης πληροφόρησης
σχετικής με την κοινωνική ταυτότητα και τις αξίες του συνομι­
λητή, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτές επιδρούν στη συ­
μπεριφορά του, παρά μόνο βάσει αυτών που λέει.
Σε σχέση με τη θετική ή αρνητική αξιολόγηση που επιχει-
ρείται με βάση την ομιλία, πρέπει να έχουμε υπόψη μας το γε­
γονός ότι η γλώσσα λειτουργεί ως σύμβολο ένταξης σε ομάδα
(5γπι5ο1 οί §τοαρ-ιη6πι1)6Γ5Μρ) (βλ. 2.2.6.1.). Έτσι, οι άνθρω­
ποι χρησιμοποιώντας τη γλώσσα υποδεικνύουν τις συγκεκρι­
μένες κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν (ή θα ήθελαν
να θεωρηθεί ότι ανήκουν), και, κατά συνέπεια, αξιολογούνται
σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται οι σχετι­
κές ομάδες. Και είναι δυνατόν για κάποιον ομιλητή, χάρη
στην πολυδιάστατη φύση της γλωσσικής ποικιλότητας, να δεί­
χνει τη συμμετοχή του σε ποικίλες κοινωνικές ομάδες, λ.χ.,
διατηρώντας από τη μια την προφορά της μητρικής του ποι­
κιλίας σε συγκεκριμένες περιστάσεις και από την άλλη χρησι­
μοποιώντας τη σύνταξη και το λεξιλόγιο των μεσαίων κοινω­
νικών στρωμάτων σε άλλες περιστάσεις.
Σύμφωνα με ορισμένα πορίσματα κοινωνικών ψυχολόγων
164 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

(πρβλ. Ηιιάδοη, 1980: 197), οι άνθρωποι αρέσκονται συνήθως


στη σκέψη ότι οι κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν εί­
ναι, από ορισμένες πλευρές τουλάχιστον, καλύτερες από άλ­
λες με τις οποίες μπορεί να συγκριθούν. Έτσι, μέσω της
γλώσσας προβάλλουν την κοινωνική τους προέλευση, αλλά
αρέσκονται να προβάλλουν και το ότι η ίδια τους η γλώσσα,
ως μέρος της κοινωνικής τους ταυτότητας, είναι καλύτερη
από αυτήν άλλων κοινωνικών ομάδων.
Ένα από τα φαινόμενα όμως που συχνά καταγράφει η
κοινωνιογλωσσολογική έρευνα έρχεται σε αντίθεση με την πα­
ραπάνω διαπίστωση της κοινωνικής ψυχολογίας: Ορισμένες
κοινωνικές ομάδες διακρίνονται ακόϊγλωσσική ανασψάλειοΡ
^(1ίη§ιπ5ΐϊο ίηδ6αιπΐγ) θεωρώντας ότι η γλώσσα τουςΓείναι χέί-
ρότερη από αυτήν άλλων ομάδων. Τα άτομα δηλαδή που ανή­
κουν συνήθως σε κοινότητες κατώτερων κοινωνικών στρωμά­
των, νέων, εθνοτικές κ.λπ. πιστεύουν ότι θά ήταν καλύτερο
γι’ αυτούς να χρησιμοποιούν διαφορετικούς γλωσσικούς τύ­
πους από τους απαξιωμένους που χρησιμοποιούν. Και το
ερώτημα που ανακύπτει άμεσα είναι γιατί οι άνθρωποι δεν
μιλούν με τον τρόπο που πιστεύουν ότι θα έπρεπε να μιλούν;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει καταρ-
χήν να έχουμε υπόψη ότι οι αξιολογήσεις (μεταξύ των οποίων
και οι γλωσσικές) που γίνονται αποδεκτές από την ευρύτερη
κοινωνία είναι αυτές της ισχυρότερης ομάδας και καθιερώνο­
νται, μεταξύ άλλων, μέσω των μηχανισμών του σχολείου και
των μέσων μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από την ισχυ­
ρότερη ομάδα. Κατά συνέπεια, και οι υψηλά αξιολογημένοι
γλωσσικοί τύποι (δηλαδή οι προβαλλόμενοι από το σχολείο
και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης) είναι αυτοί της ισχυρής κοι­
νωνικής ομάδας. Η εγκατάλειψη από ένα παιδί των γλωσσι­
κών τύπων της κοινωνικής του ομάδας και η υιοθέτηση αυτών
που είναι ευρύτερα διαδεδομένοι συνεπάγεται την αποδοχή
των αξιών μιας άλλης -της ισχυρής- κοινωνικής ομάδας με
τις οποίες είναι συνδεδεμένοι αυτοί οι γλωσσικοί τύποι. Μια
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 165

τέτοια επιλογή όμως μπορεί να φέρει περισσότερες απώλειες


από κέρδη για το παιδί καθώς αυτό μεγαλώνει: Από τη μια
μπορεί να χάσει τους δεσμούς με τους φίλους και την οικογέ-
νειά του και από την άλλη μπορεί να μην καταφέρει να ευθυ­
γραμμιστεί με τους γλωσσικούς τύπους με κύρος σε τέτοιο
βαθμό ώαχε να «προα/θεί» σε μέλος των ανώτερων κοινωνι­
κών στρωμάτων. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στις (γλωσσικές)
αξίες κατώτερων και ανωτερων κοινωνικών ομάδων αναφέρε-
ται, όπως είδαμε στο 2ο κεφάλαιο, ως αντίθεση μεταξύ εμφα­
νούς γοήτρου (ονεΠ ρΓ€5ΐΐ§ε) (: αφορά τις αξίες της ισχυρής
ομάδας που γίνονται αποδεκτές από την ευρύτερη κοινωνία)
και καλυμμένου γοήτρου (οονβΛ ρΓ68ΐϊ§ε) (: αφορά μόνο τις
αξίες μιας ανίσχυρης ομάδας). Είναι, λοιπόν, δυνατόν άτομα
από απαξιωμένες κοινωνικές ομάδες να αποδέχονται το εμφα­
νές γόητρο των γλωσσικών τύπων των ανώτερων κοινωνικών
στρωμάτων, αλλά να χρησιμοποιούν τύπους καλυμμένου γοή­
τρου επιδιώκοντας τή διατήρηση της κοινωνικής τους ταυτό­
τητας και τους δεσμούς τους με την κοινωνική τους ομάδα.6
Με τους όρους του ίαβον θα μπορούσαμε να κάνουμε λό­
γο για τον «φαντασιωτικό χαρακτήρα» της νόρμας: Οι ομιλη­
τές από κοινωνικά στρώματα που χρησιμοποιούν περισσότερο
τις στιγματισμένες γλωσσικές μεταβλητές, ακούγοντας από άλ­
λους ομιλητές τις στιγματισμένες μεταβλητές τις αντιμετωπί­
ζουν με μια απαξιωτική στάση απόλυτα σύμφωνη με τη νόρ­
μα, όπως φαίνεται και από τις δοκιμασίες υποκειμενικής αντί­
δρασης στην ίδια τους την ομιλία. Αυτό σημαίνει ότι ενώ
έχουν έντονη συνείδηση της νόρμας δεν μπορούν να την εφαρ­
μόσουν στην ίδια τους την ομιλία (πρβ. Βοαίεί, 1984).
166 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

3.4. ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Τα ζητήματα των προκαταλήψεων και των στάσεων διαφορε­


τικών κοινωνικών ομάδων απέναντι στην πρότυπη γλώσσα
και τις αξίες τοΐΓσχόλέίσΰ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γενικότε­
ρα για την εκπαίδευση. Ακολουθώντας τις επισημάνσεις του
Ντάλτα (1997: 297 κ.ε.), μπορούμε σχηματικά και σε γενικές
γραμμές να διακρίνουμε τρεις βασικές ομάδες μαθητών:; α)
όσους μετένουν <*η·η κοιν(ι>νΐΓιγ^ οΛππιυ,ό σύστπαα αξιών του
σχολείου και της ευρύτερης κοινωνίας. ΒΪ/όσους ανήκουν σε
κοινωνικές ομάδες ισχυρών κοινωνικών δικτύων (: κατώτε­
ρων κοι^ω^ι^ίνστρωμ0ΓΠ33νΓνδον, εθνοτικές κ.λπ.) με κοινω-
νιογλωσσικά συστήματα ανταγωνιστικά προς αυτό του σχο-
λειου καιΧγ)^οσοΰς~ο ί&ϋον (1972β: 260 κ. ε.) ονομάζει «σακά-
τήδές» Ο^εχΤΓΛάΐδιά ^δηλαδή που για διάφορους λόγους (:
φοβίες, ιδιοσυγκρασία κ.λπ.), μεταξύ των οποίων και η φιλο­
δοξία (των γονιών τους) για την ανοδική κοινωνική τους κι­
νητικότητα, δεν συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ανταγω-
νιστικής προς την κυρίαρχη κοινωνικής ομάδας από την
οποία_,προέρχθνταΐ: : , —
Ένα σύγχρονο σχολείο πρέπει να είναι ενημερωμένο για
την ύπαρξη των παραπάνω και πιθανώς και άλλων κατηγο­
ριών μαθητών, καθώς και για τα διαφορετικά κοινωνιογλωσ-
σικά συστήματα με τα οποία είναι εφοδιασμένοι οι μαθητές
όταν πρωτοέρχονται στο σχολείο. Αυτό όμως που συμβαίνει
συνήθως είναι ότι το σχολείο είναι έτοιμο να ασχοληθεί κυ­
ρίως με τη μόρφωση των παιδιών της ομάδάς α, όσων δηλα­
δή ήδη γνωρίζουν την πρότυπη^ εθνική γλώσσα και το σύστη­
μα αξιών με το οπρίο είναι συναρτημένή. Θεωρεί μάλιστα ότι
όσοι μαθητές είναι μέτοχοι άλλου κοινωνιογλωσσικού συστή-
ματος αποτελούν απόκλιση ή πρόβλημα, με αποτέλεσμα να μη
δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, σ τ ή δ ι ^ τουςΙτρόοδοΓ
Το σημερινό σχολείο είναι επίσης σε θεση να μοοφώσει και
τους «σακάτηδες» με κοινωνικές φιλοδοξίες (ομάδα γ), όχι
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 167

επειδή μπορεί να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει τις ιδιο­


μορφίες της κατηγορίας αυτής, αλλά επειδή αυτά τα παιδιά,
λόγω του προσανατολισμού τους προς το κοινωνιογλωσσικό
σύστημα αξιών της ευρύτερης κοινωνίας που υιοθετείται πλή­
ρως από το σχολείο, καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια προ-
κειμένου να μειώσουν το χάσμα ανάμεσα στο σύστημα αξιών
από το οποίο προέρχονται και στο οποίο προσβλέπουν. Θεω­
ρείται μάλιστα ότι έχουν πολλές πιθανότητες να τα καταφέ­
ρουν στο σχολείο, είτε επειδή τα έχει απορρίψει η κοινωνική
ομάδα προέλευσής τους είτε επειδή την έχουν απορρίψει αυ­
τά: και στις δύο περιπτώσεις, η σχολική πρόοδος είναι συχνά
ο μόνος τρόπος που διαθέτουν για να ολοκληρωθούν και να
κερδίσουν κοινωνική αναγνώριση.
Τέλος,' υΤΕά'ρ'χέι και η ομάδα β των μαθητών, οι οποίοι προ­
σέρχονται στο σχολείο όχι ως άτομα αλλά ως μέλη συνεκτι­
κών ομάδων με ανταγωνιστικά κοινωνιογλωσσικό συστήματα
προς αυτό του σχολείου. Τα παιδιά αυτά συνήθως δεν είναι
διατεθειμένα να λειτουργήσουν ως ΐαΐηιία πυα για τ ις κοινω-
νιογλωσσικές εγγραφές που προβάλλει το σχολείο. Μπορεί να \
αντιλαμβάνονται τις προοπτικές που ανοίγει η υιοθέτηση των ]
αξιών και της γλώσσας του σχολείου, στοιχείων που συμφω- /
να με τον ΒόΰπΒειι λειτουονούν ως πολιτισμικό κεφάλαιο. / ,
κατ’ αναλογία με το οικονομικό κεφάλαιο, καθώς αποτελού)/
διαβατήριο για επαγγέλματα και θέσεις επιρροής και εξου­
σίας (πρβ. ΡοιγοΙοιι^Η, 1989: 57-58). Ταυτοχρόνως όμως φαίνε­
ται να γνωρίζουν ότι τα ίδια είναι σε .μεγάλο βαθμό αποκλει-
σμένα από τις προοπτικές αυτές λόγω της στιγματισμένης
κοινωνικής τους προέλευσης. Αλλωστε, η υιθ(ΚΐήστΓτων
αξιών του σχολείου συνεπαγεται την απώλεια της δικής τους
ταυτότητας και τη διαμόρφωση χαρακτηριστικών κοινωνικών
«σακάτηδων». Επιπλέον, το καλυμμένο γόητρο των αξιών της
ομάδας στην οποία ανήκουν συχνά είναι ιδιαίτερα ισχυρό
ώστε κάποια από τα παιδιά αυτά να θεωρούν αδιανόητη προ-
168 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

δοσία το να τεθούν υπό το εμφανές γόητρο της γλώσσας και


του συστήματος αξιών του σχολείου.
Σε μια πρόσφατη έρευνα (βλ. Αρχάκης, 2000· ΑτοΗαΙάδ και
Ραραζ&οΗατϊοιι, 2001) σχετικά με την επίδραση του προφορι­
κού λόγου στα μαθητικά γραπτά παιδιών του δημοτικού σχο­
λείου, διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά των κατώτερων κοινωνι­
κών στρωμάτων σε αντίθεση με τα παιδιά των μεσαίων κοι­
νωνικών στρωμάτων οργανώνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό
το γραπτό τους μήνυμα με τους όρους του προφορικού λόγου
τόσο στο επίπεδο της εξωτερικής του μορφής όσο και του πε­
ριεχομένου. Λόγω της γλωσσικής αυτής συμπεριφοράς, τα
παιδιά των κατώτερων στρωμάτων φαίνεται να έρχονται σε
μετωπική σύγκρουση με τη σχολική νόρμα εισπράττοντας
αναπόφευκτα αρνητική αξιολόγηση. Αν η σχολική νόρμα συ­
σχετίζεται και πριμοδοτεί ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών
και πολιτισμικών παραδοχών, η απόρριψη απ;ό το σχολείο
των μη επίσημων προφορικών γλωσσικών πρακτικών που
χρησιμοποιούν παιδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμά­
των συνεπαγωγικά σύμπαρασύρει σε αρνητική αξιολόγηση
την κοινωνική τους ταυτότητα, καθώς Στιγματίζει τις αξίες
και τις αρχές τους. Μέσα σ ’ αυτό το πλαίσιο είναι πιθανό μη
αποδεκτά γλωσσικά στοιχεία από το εκπαιδευτικό σύστημα,
όπως η χρήση προφορικών στοιχείων στον γραπτό λόγο, να
γίνονται στη συνείδηση των παιδιών σύμβολα της κοινωνικής
τους ταυτότητας και των αξιών τους. Όπως παρατηρεί ο
Ντάλτας (1997: 306), τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών
στρωμάτων περιχαρακώνονται στον προφορικό λόγο της κα­
θομιλουμένης και τον πολιτισμό πού προϋποθέτει φορτίζο­
ντας τα χαρακτηριστικά της γλωσσικής αυτής ποικιλίας με
ιδεολογικό περιεχόμενο ανταγωνιστικό προς το σύστημα
αξιών της ευρύτερης κοινωνίας. Για τα^ παιδιά αυτά μοιάζει
δεδομένος ο άποκλεισμός τους από το πολιτισμικό κεφάλαιο
του σχολείου λόγω της κοινωνικής τους προέλευσης. Έτσι,
φοβούνται πως αν υιοθετήσουν το λόγο και τη γλώσσα του
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 169

σχολείου κινδυνεύουν να χάσουν και την επιβράβευση από


την κοινωνική τρυς,ομάδα.7 ,
Έχοντας υπόψη τα παράπάνω, μπορούμε να υποστηρίξου­
με τη θέση ότι το σύγχρονο σχολείο πρέπει να αναπτύξει δια-
φοροποΐήμεντ) στρατηγική ανάλογα με τις γλωσσικές και πο­
λιτισμικές ιδιαιτερότητες των μαθητών που υποδέχεται. Ενι­
αίος του στόχος πρέπει να είναι η ενσωμάτωση (όχι η αφο-
μοίωση) όλων των μαθητικών κατηγοριών στην ευρύτερη κοι­
νωνία, χωρίς να χάνεται η διαφορά τής κάθε κατηγορίας και
χωρίς να μετασχηματίζεται η διαφορά σε ανισότητα με απο­
τέλεσμα την Περιθωριοποίηση ορισμένων κατηγοριών. Το
σχολείο πρέπει να απαλλαγεί απο την αρνητική (μη επιστημο­
νική) στάση απέναντι στις «μειωμένου κύρους» γεωγραφικές
και κοινωνικές ποικιλίες των μαθητών και να ενημερωθεί
σχετικά με το ότι οι ποικιλίες αυτές, σύμφδτνα με τοΕ3Κ>ρί-
σματα της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας, δεν είναι κατά
κανέναν τρόπο κατώτερες, διαθέτουν υψηλό βαθμό οργάνω­
σης και είναι δυνάμει κατάλληλες για τη διατύπωση οποιου-
δήποτενοήμαιοςν--. '
ΚΓ γνώση αυτή είναι απολύτως απαραίτητη, καθώς έχει
αποδειχτεί ότι οι γλωσσικές προκαταλήψεις των εκπαιδευτι­
κών απέναντι στις γλωσσικές και πολιτιστικές καταβολές των
μαθητών τους παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην επί­
δοση των τελευταίων και οδηγούν στη λεγόμενη αυτο-εκπλη-
ρούμενη προφητεία (χείί-ίιιΐίΐΐΐΐηβ ρΓορΗεογ, πρβ. Ηιι&οη,
1980: 209). Ορισμένα παιδιά, όπως είδαμε, έρχονται στο σχο­
λείο μιλώντας μια γλωσσική ποικιλία που θεωρείται απο την
ευρύτερη κοινωνία και τους εκπαιδευτικούς υποδεέστερη.
Ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών θεωρεί ότι μεταξύ των
υποχρεώσεών τους είναι να υποδεικνύουν στα παιδιά το
ανορθόδοξο της χρήσης μη πρότυπων γλωσσικών μορφών και
να τα ωθεί στην αντικατάστασή τους από τις πρότυπες γλωσ­
σικές μορφές. Παράλληλα, η μη πρότυπη γλώσσα των παι­
διών οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε αρνητικές εντυπώσεις για
170 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

τη νοημοσύνη των παιδιών και τις γενικότερες ικανότητές


τους. Οι εντυπώσεις αυτές πολλές φορές αποδεικνύονται κα­
θοριστικές όσον αφορά την επακόλουθη αρνητική συμπεριφο­
ρά των εκπαιδευτικών απέναντι στα παιδιά. Φυσική συνέπεια
είναι τα παιδιά να αποκτούν αρνητική εικόνα για τον εαυτό
τους, να αναπτύσσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση ή να αποφασί­
ζουν-να μη συμμορφωθούν. Καταβάλλουν έτσι μειωμένη ή
μηδενική προσπάθεια έχοντας πειστεί ότι ματαιοπονούν. Το
τελικό αποτέλεσμα είναι να έχουν τα παιδιά αυτά χαμηλές
επιδόσεις δικαιώνοντας έτσι τις χαμηλές προσδοκίες των εκ­
παιδευτικών. Μόνο που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι
οι χαμηλές προσδοκίες των δασκάλων τους που οδηγούν τα
παιδιά σε χαμηλές επιδόσεις.
Συνοψίζοντας τη συζήτηση για τη γλωσσική ανισότητα που
παρατηρείται μεταξύ μαθητών διαφορετικής κοινωνικής προ­
έλευσης, μπορούμε να πούμε ότι κάθε φυσιολογικό παιδί φέρ­
νει στο σχολείο μια τεράστια ποσότητα γλωσσικών γνώσεων.
Η έννοια του παιδιού που πάσχει από γλωσσική υστέρηση
αποτελεί μάλλον κοινωνικό στερεότυπο που ,βασίζεται σε
λανθασμένη ερμηνεία του γεγονότος ότι κάποια παιδιά δεν
μιλούν πολύ στο σχολείο. Αντίθετα απ’ ό,τι συνήθως συμβαί­
νει, το βάρος της σχολικής αποτυχίας δεν πρέπει να πέφτει
στο παιδί, αλλά να αναζητούνται τα αίτιά της στο ίδιο το
σχολικό σύστημα, το οποίο πρέπει να αρχίσει να συνειδητο­
ποιεί ότι η οικεία γλωσσική ποικιλία του παιδιού πρέπει να
αξιοποιείται και όχι μόνο να μην απορρίπτεται αλλά, αντίθε­
τα, να χρησιμοποιείται ως βάση για τή διδασκαλία της πρό­
τυπης γλώσσας.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 171

3.5. Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ


ΤΟΥ ΒΕΚΝ5ΤΕΙΝ

Είναι προφανές ότι τα ζητήματα που θίξαμε παραπάνω, δη­


λαδή η συνάρτηση ποοκαταλίΐψεων-Μοινωνικήε ποοέλευσης με
αποτέλεσμα την ανισότητα που σχετίζεται με τις αποκλίσεις
από τη γλωσσική και κοινωνική νόρμα του σχολείου, μας
υποχρεώνουν να εξετάσουμε και άλλες όψεις του σχολικού
λόγου, οι οποίες δεν αφορούν μόνο την πρότυπη γλώσσα αλ­
λά και τον ίδιο τον τρόπο συγκρότησης της σχολικής γνώσης.
Η σνολική αποτυχία που οφείλεται στην κοινωνική ιεραρ­
χική δομή έχει απασχολήσει τον κλάδο γενικά της κοινωνιο-
λόγίας της εκπαίδευσης. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι οι σχετικά
πιο πρόσφατες εξελίξεις του κλάδου προσπαθούν να φωτί­
σουν όψεις της ίδιας της συγκρότησης της σχολικής γνώσης
προκειμένου να γίνει κατανοητό γιατί τα παιδιά των χαμη-
λών κοινωνικών στρωμάτων αποτυγχάνουν στο σχολείο. Η
παραπάνω προβληματική απστέλεσε αφετηριακό ερώτημα για
τη θεωρία των κωδίκων που ανέπτυξε ο Βεπκίείη (1971,
1987, 1990) στο κοινωνιολογικό του μ ο ν τε λ ο γ ϊα '^ σχέση
ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνική διαστρωμάτωση. Η
θεωρία του ΒεπίδΙεϊη, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική εκ­
μάθηση της γλώσσας επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά
και συνεπώς την αντίληψη για την κοινωνική πραγματικότη­
τα συνιστά μια ενδιαφέρουσα οπτική της σύνδεσης του κοι­
νωνικού με το γλωσσικό. Υποστήριξε ότι ο τρόπος με τον
οποίο χρησιμοποιούν τη γλώσσα άτομα που ανήκουν σε μια
συγκεκριμένη κοινωνική δομή επηρεάζεται από τη δομή άυτή
και την αναπαράγει. Ειδικότερα, η συμβολική οργάνωση και η
κουλτούρα μιας κοινωνίας καθορίζονται από το γενικότερο
κοινωνικό πλαίσιο και από τις κοινωνικές περιστάσεις μέσα
στις οποίες δρουν και συνομιλούν τα άτομα. Από την άλλη, ο
τρόπος με τον οποίο οργανώνεται το σημασιολογικό ρεπερτό­
ριο των ομιλητών επηρεάζεται από αυτό που μπορεί να κάνει
172 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

η γλώσσα στο πλαίσιο της δυναμικής των κοινωνικών τους


σχέσεων.8
Οι αιτίες της σχολικής αποτυχίας δεν τοποθετούνται πια
αποκλειστικά στους δομικούς παράγοντες της κοινωνικής ιε­
ράρχησης αλλά αναζητούνται και στους μηχανισμοΰς~κάτη;ς
κοινωνικές διαδικασίες που υιοθετεί το σχολείο για τη μετά­
δοση της γνώσης. Το σχολείο θεωρείτοα τοπος κοινωνικής
δραστηριότητας όπου επιτελείτάΓηΙϊέτάβαση στην επιστημο­
νική χ ν ω ο η ^ σϋ^εκριμένος τύπος κοινωνικής διάδικασίας
αντικατοπτρίζεται στο λόγο ή καλύτερα στη γλωσσική ποικι­
λία της σχολικής τάξης και των εκπαιδευτικών πρακτικών γε­
νικότερα.
Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής αναπτύχθηκε η θεω­
ρία των κωδίκων του Βεπίδίεϊη, ο οποίος προσπάθησε να
εξηγήσει τη σχολική αποτυχία των παιδιών χαμηλών κοινωνι­
κών στρωμάτών. Η απλουστευμένη διατύπωση της σχετικής
υπόθεσης είναι ότί μπορούμε να διακρίνουμε δύο τρόπους
ΧΟήσης της γλώσσας στην κοινωνία, τους οποφυς οϋΒεπίδίεϊη
---- -ρνόμασε Λ ^ιορισ μ ένο^ ^ εϊ ηοΐεφ και φιεξεργάσμένο ^ίϊϊΓ-
^ '^ Ο Γ & ΐεφ / κ ϊ^ οτι τα μέλη τω Τα^ϊτερτην κοι-
<^'^να?νικώντ«χί μεσαίων στρωμάτων έχουν τη δυνατότητα να
χρησιμοποιούν_2?αΛ„Τον5 με ΐΒ^αερί-
σταση, -ενώ τα μέλη των κατώτερων εργατικών κοινωνικών
στρωμάτων9 χρησιμοποιούν κυρίως τον περιορισμένο κώδι-
κα. Επομένως, τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλά κοι­
νωνικά στρώματα τείνουν να χρησιμοποιούν μόνο τον περιο­
ρισμένο κώδικαΓΤο σχολείο όμως απαιτεί τον επεξεργασμένο
κώδικα και έτσι τα παιδιά του περιορισμένου κώδικα απο­
τυγχάνουν. 1
" Ή παραπάνω διατύπωση όμως αποτελεί μια _μάλλον
απλουστευμένη εκδοχή της θεωρίας. Για να μπορέσουμε να
εξετάσουμε κάπως πιο αναλυτικά το μοντέλο του ΒεπίδΙεΐη
και σχηματοποιώντας κατ’ ανάγκην τον περίπλοκο και συχνά
μη συστηματικό τρόπο της σκέψης του, μπορούμε να δϊάκρΐ-
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 173

νουμε τρεις φάσεις στο έργο του (πρβ. ΑΐΚΐηδοη, 1985). Στην
πρώτη φάση προσπαθεί να εξηγήσει με γλωσσικούς όρους τη
σχολική αποτυχία των παιδιών ιω ιυ ΐοοέοχονται από χαμηλά
εργατικά στρώματα στη Βρετανία των δεκαετιών του ’60 και
του ’70: Τα παιδιά της εργατικής τάξης τείνουν να έχουν στη
διάθεσή τούς έναν κατά βάση περιορισμένο κώδικα που δεν
ανταποκρίνεται στις αΛαιτήσεις του σχολείου για να μεταδώ­
σει τα εκπαιδευτικά περιεχόμενα,~ ενώ τά πάϊδΐά που προέρ­
χονται από τη μεσαία τάξη διαθέτουν τόσο τον περιορισμένο
όσο-και τανε®ε|εργασμένο κώδικα. Ο "περιορισμένος κώδι­
κας" ορίζεται ως τρόπος έκφρασής"ιδιαίτερα εξαρτημένος από
τα συικροαζόαενα καΓ^Ροσα^τολισμένος. 0.ιάΙά)υσικά χαρα­
κτηριστικά της περίστασης, φτωχός σε,λεξίλργικές,αποχρώ-
σεΐζΤΟϊΓσε"λδγικη καησϋντάχτικτί διάρθρωση. Επομένως, εί-
ναϊ κατάλλήλος μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες περιστά­
σεων. Ο επεξεργασμένος κώδικας ορίζεται ως τρόπος έκφρα­
σης πολύ λιγότερο εξαρτημένος από τα συμφραζόμενα της
περίστασης και πιο πλούσιος σε σπιχασιολονική και συντάκτι-
κη^ίδρθρώση.
— Ηττπ^απάνώ θέση μπορεί να συσχετιστεί με την ευρύτερα
αποδεκτή (μη άμεσα συσχετισμένη με τη θεωρία του γλωσσι­
κού ελλείμματος) και ανθεκτικότερη στο χρόνο και την κριτι­
κή θέση του Βεπίδΐείη ότι ο επεξεργασμένος κώδικας χαρα-
κτηρίζεται από σχετική σαφήνεια και περιορισμένο αριθμό
προϋποθέσεων για τη γνώση του ακροατή (Γη σημασία~έντο-
πίζεται κυρίως στο κείμενο και οχι στα εξωγλωσσικά συμ­
φραζόμενα), ενώ ο περιορισμένος κώδικας χαρακτηρίζεται
από σχετική ασάφεια και αυξημένο αριθμό προϋποθέσεων για
τη γνωστΓ'που (Γπόμπός μοιράζεται μέ" το δέκτη του (: η ση­
μασία εντοπίζεται κυρίως στα εξωγΧ^σικ^Γσΰμφραζόμενα
και όχι στο κείμενο) (Κοπιαίηε, 1994: 195). Ο περιορισμένος
κώδικας χρησιμοποιείται (και μεταφέρεται από γενιά σε γε­
νιά) κυρίως σε Κοινότητες όπου παρατηρούνται πυκνά και
πολυνήματα δίκτυα σχέσεων (βλ. 2.2.5.). Σε κοινότητες, δηλα­
174 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

δή, όπου οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους, δεν έχουν


συχνές επαφές με αγνώστους και, κατά συνέπεια, η καθημερι­
νή συναναστροφή τούς στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κοινές
παραδοχές (πρβ. Ρ&δοΐίΐ, 1990: 271). Τέτοια δίκτυα είναι συνή­
θη, οπως υποστηρίζει η Μΐΐτον ( 1980), στα εργατικά κατώτε­
ρα κοινωνικά στρώματά.1Αντίθετα, τα ανώτερα κοινωνικά
στρώματα, όπως παρατηρήσαμε και παραπάνω, χρησιμοποι­
ούν τόσο τον περιορισμένο όσο και τον επεξεργασμένο κώδι­
κα. Πρέπει, βέβαια, να έχουμε υπόψη ότι η διάκριση μεταξύ
των κωδίκων δεν είναι απόλυτη αλλά διαβαθμίσιμη, δεδομέ­
νου ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων ο πομπός αφήνει
κάτι να εννοηθεί από τον αποδέκτη., Επιπλέον, η διάκριση
ανάμεσα σε κατώτερα και μεσαία ή ανώτερα κοινωνικά στρώ­
ματα γίνεται από τον Βεπίδϋεΐη μάλλον με στερεοτυπικό τρό­
πο, χωρίς να αναδεικνύει επιμέρους διαφοροποιήσεις στο
εσωτερικό των τάξεων.
Η πρόσβαση στους δύο τύπους κωδίκων μεσολαβείται από
τους ρόλους στο εσωτερικό της οικογένειας. Αν οι ρόλοι προ­
σανατολίζονται στην αυστηρή τήρηση της οικογενειακής ιε­
ραρχίας (= έλεγχος κατά τη θέση), τότε τα παιδιά οδηγούνται
σε ένα είδος γλωσσικής κοινωνικοποίησης που έχει ως συνέ­
πεια την ανάπτυξη κυρίως του περιορισμένου κώδικα, κάτι
που συμβαίνει συχνά με τα παιδιά των οικογενειών της εργα­
τικής τάξης. Και αυτό γιατί στις θεσικεντρικές οικογένειες ο
κοινωνικός έλεγχος ασκείται με παραπομπή των παιδιών στις
ανελαστικές υποχρεώσεις και δικαιώματα που απορρέουν
από την ιεραρχία των ρόλων. Απεναντίας, αν οι ρόλοι προ­
σανατολίζονται στα πρόσωπα (= έλεγχος κατά το πρόσωπο),
τα παιδιά οδηγούνται σε ένα είδος κοινωνικοποίησης που
έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη και των δύο κωδίκων. Και
αυτό γιατί στις προσωποκεντρικές οικογένειες "το κοινωνικό
δέον πρέπει να ανευρεθεί κάθε φορά άπό τη διαπράγματευση,
το διάλογο και τη λογική επεξεργασία των δεδομένων (βλ.
σχετικά Ντάλτας, Ϊ989: 573).
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 175

Η υποδοχή της κοινωνιολογικής θεωρίας του Βεπίδΐεΐη


από την πλευρά της κυρίαρχης κοινωνιογλωσσολογίας δεν
ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης. Αντίθετα, το πρώιμο έργο του
Βεπίδίεϊη θεωρήθηκε απολύτως συμβατό με την ψυχολογ ίζου-
σα θεωρία του γλωσσικού ελλείμματος (βλ. ενδεικτικά ϋϊΐ-
ΐιηβΓ, 1978· Εάνν&ηΐθ, 1985), καθώς θεωρεί ότι τα λεξιλογικά
και συντακτικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται από ομιλητές
του περιορισμένου κώδικα είναι περιορισμένα και προβλέψι­
μα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα στοιχεία που χρησιμοποιού­
νται από τους ομιλητές του επεξεργασμένου κώδικα (πρβ.
Βεπιβίεϊιι, 1971: 171· Ηιι&οη, 1980: 216). Από τη θέση αυτή
προκύπτει ότι η γλώσσα των ατόμων από τα κατώτερα κοι­
νωνικά στρώματα περιέχει πιο περιορισμένο λεξιλόγιο και
φτωχότερες συντακτικές δομές σε σχέση με το αντίστοιχο λε­
ξιλόγιο και τις δομιές που χρησιμοποιούνται από τα άτομα
των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Αλλοι όμως σχολια­
στές (π.χ., Ρβδοΐά, 1990: 270· Οΐ§1ίο1ΐ, 1973: 212) θέτουν σε αμ­
φισβήτηση την παραπομπή της θεωρίας των κωδίκων στην
υπόθεση του ελλείμματος.
Συνοπτικά, ο αντίλογος τόσο στη θεωρία του γλωσσικού
ελλείμματος όσο και στις υποθέσεις του Βεπικΐεϊη που στηρί­
ζουν τη θεωρία αυτή, περιστρέφεται γύρω από τους ακόλου­
θους άξονες (πρβ. σχετικά ίβ&ον, 19725· ΟϊΙΐιηαΓ, 1976): Η
παραγωγή περιορισμένων λεξιλογικών και συντακτικών στοι­
χείων μπορεί να οφείλεται στα ειδικά χαρακτηριστικά της
σχολικής περίστασης και όχι στη μειωμένη ικανότητα των
παιδιών. Μ ’ άλλα λόγια, τα παιδιά των κατώτερων κοινωνι­
κών στρωμάτων μπορεί να είναι απρόθυμα να συνεργαστούν
με το δάσκαλο, διότι δεν αισθάνονται οικειότητα προς τα
κοινωνικά του χαρακτηριστικά ή ακόμη δεν είναι σίγουροι γι’
αυτό που ο δάσκαλος περιμένει από αυτά. Κατά συνέπεια,
σιωπούν, ενώ πιθανότατα είναι σε θέση να χρησιμοποιούν
ένα μεγάλο αριθμό λεξιλογικών και συντακτικών στοιχείων,
που (ίσως) δεν ανήκουν στην πρότυπη γλώσσα, σε άλλες
176 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

οικειότερες γι’ αυτούς περιστάσεις, όπως όταν συνομιλούν με


τους φίλους ή τους συγγενείς τους.
Οι κριτικές που δέχτηκε η πρώιμη εκδοχή της θεωρίας των
κωδίκων, τόσο σε μεθοδολογικό επίπεδο όσο και για την υιο­
θέτησή της από τις υποθέσεις του γλωσσικού ελλείμματος και
τις παιδαγωγικές της συνέπειες, οδήγησαν και τον ίδιο τον
Βειτίδΐεϊη να τροποποιήσει σταδιακά το θεωρητικό του σχήμα
και να δώσει διευκρινίσεις για ποικίλες παρανοήσεις και υπε­
ραπλουστεύσεις της θεωρίας του (πρβλ. Αΐΐάηχοη, 1985· Βεπι-
δίεΐη, 1990). Εγκαταλείπει την άμεση συσχέτιση του επεξεργα­
σμένου και περιορισμένου κώδικα με το επίπεδο της γραμμα­
τικής έκφρασής τους και, στις ύστερες φάσεις της θεωρίας
του, αντιμετωπίζει τους κώδικες ως εκφράσεις της σημασιο-
λογικής οργάνωσης του ρεπερτορίου των ομιλητών: οι κώδι­
κες δεν αφορούν συγκεκριμένες γλωσσικές εκφράσεις, αλλά
αυτό που βρίσκεται «πίσω» από τη γλώσσα, δηλαδή τις συμ­
βολικές κατηγορίες νοήματος όπως διαμορφώνονται σε ένα
σύστημα κοινωνικών σχέσεων.
Ήδη από τη δεκαετία του ’70 ο Βεπίδΐεΐη εγκαταλείπει τις
προσπάθειες οροθέτησης των δύο κωδίκων με αμίγώς γλωσ­
σικά κριτήρια. Οι δύο κώδικες ονομάζονται πλέον κοινωνιο-
γλωσσικοί και ορίζονται με κριτήρια περισσότερο γνωσιακά
και αλληλεπίδρασης. Θεωρούνται δηλαδή τρόποι γλωσσικής
οργάνωσης και διατύπωσης της εμπειρίας. Η αρχή που τους
γεννά δεν αποδίδεται άμεσα στην ταξική προέλευση των ομι­
λητών αλλά στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας τους, βά-
σει μιας σειράς αλυσιδωτών σχέσεων ανάμεσα στην κοινωνία
(η οποία στηρίζεται στην κατανομή της εργασίας), στην οικο­
γένεια (και των ρόλων στο εσωτερικό της), στον γνωσιακό
προσανατολισμό (των τύπων σημασιών στις οποίες εθίζονται
οι ομιλητές) και τη γλώσσα.
Σε μια τρίτη φάση η θεωρία του ΒεπίδΙεϊη γίνεται ακόμη
πιο πολύπλοκη και αφηρημένη και απομακρύνεται ακόμη πε­
ρισσότερο από τα γλωσσικά δεδομένα. Στο επίκεντρο της θε-
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 177

ωρίας συνεχίζει να βρίσκεται η ιδέα της κοινωνικής κατανο­


μής της εργασίας. Εισάγεται όμως η έννοια της σχέσης με την
υλιΛη βάση της"εργασίας ως σημαντικό κριτήριο για τον ορι­
σμό του κώδικα. Όσο πιο περίπλοκη είναι η σχέση ανάμεσα
στο δρων άτομο και την υλική του βάση, τόσο πιο έμμεση εί­
ναι η σχέση ανάμεσα στις σημασίες και την υλική βάσή, και
τόσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα ανάπτυξης επεξεργασμέ­
νου κώδικα. Οι κώδικες χαρακτηρίζονται από δύο ανεξάρτη­
τους μεταξύ τους παράγοντες που ονομάζονται ταξινόμηση
(οίβδδΐίϊοβίΐοη) και πεοιγάοαξη (ίτατηίη§) (ΒεπίδΙεΐη, 1990). Η
ταξινόμηση (Τ) αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στις κατηγορίες
και τα περιεχόμενα ενός πλαισίου αναφοράς: όσο περισσότε- I
ρο διακριτά και απομονωμένα είναι μεταξύ τους, τόσο περισ-/
σότερο ισχυρή είναι η ταξινόμηση, δηλαδή ο βαθμός διαφύλρ/
ξης των συνόρων μεταξύ των κατηγοριών ή/και των περιεχο­
μένων. Η περιχάραξη (Π) δεν αναφέρεται στα περιεχόμενα της
παιδαγωγικής, αλλά στα όρια ανάμεσα σ’ αυτό που μπορεί
και σ’ αυτό που δεν μπορεί να μεταδοθεί μεταξύ διδάσκοντος
και διδασκομένου. Επομένως, η περιχάραξη σχετίζεται με τη
ρύθμιση των επικοινωνιακών πρακτικών ανάμεσα σε πομπό
και δέκτη, δηλαδή στο βαθμό ελέγχου που έχουν δάσκαλος και
μαθητής πάνω στην επιλογή, στην οργάνωση και τη χρονική
διάταξη της σχολικής γνώσης (Βεπίδίαη, 1989: 67-68).
Ας δούμε ένα εμπειρικό παράδειγμα (ΒεπίδΙβϊη, 1987,
1990): Ζητείται από παιδιά που προέρχονται από τη μεσαία
τάξη (ΜΤ) και από την κατώτερη εργατική τάξη (ΚΕΤ) να
ομαδοποιήσουν εικόνες από διαφορετικούς τύπους τροφών
και να εξηγήσουν γιατί έκαναν τη συγκεκριμένη ομαδοποίηση.
Τα παιδιά της ΚΕΤ τείνουν να εξηγήσουν με επιχειρήματα του
τύπου είναι αυτά που έφαγα το πρωί, είναι αυτό που φτιά­
χνει η μαμά, δεν μ ’ αρέσουν κ.λπ. Τα παιδιά της ΜΤ τείνουν
να δώσουν εξηγήσεις του τύπου είναι λαχανικά, τα βρίσκουμε
στη θάλασσα, έχουν μέσα βούτυρο κ.λπ. Σύμφωνα με τον
Ββπίδίβϊη, τα παιδιά της ΚΕΤ ερμήνευσαν ακατάλληλα την
178 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ερευνητική/σχολική περίσταση με όρους ασθενούς Τ και Π,


ενώ τα παιδιά της ΜΤ ερμήνευσαν κατάλληλα την περίσταση
με όρους ισχυρής Τ και Π. Η πρώτη κατηγορία παιδιών θεώ­
ρησε ότι μπορεί να μεταφέρει στοιχεία της προσωπικής εμπει­
ρίας στην ερευνητική/σχολική περίσταση, τα οποία όμως δεν
μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητά από τους συμμετέχοντες
(: πλαισιωμένος λόγος (οοηίοχίυ&ΐΐζοφ), ενώ η δεύτερη κατη­
γορία παιδιών ερμήνευσε αποτελεσματικότερα τη σχολική/
ερευνητική περίσταση γενικεύοντας τις κατηγοριοποιήσεις
τους έτσι ώστε να μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από
άτομα που δεν συμμερίζονται τις προσωπικές τους εμπειρίες
(: αποπλαισιωμένος λόγος (άεοοηΐβχΐυβίϊζεφ). Έτσι, ο κώδι­
κας με ισχυρή Τ και Π αποτελεί ένα πολύ αποτελεσματικό σύ­
στημα μετάδοσης, διαχείρισης και αξιολόγησης της γνώσης. Ο
επεξεργασμένος κώδικας προσιδιάζει στον συμβολικο ελεγχο,
επομένως και στον σχολικό θεσμό, ο οποίος τον προύποθετει
και τον αναπαράγει: η σχολική γνώση απαιτεί ρητή επεξηγη-
ση, αποπλαισιωμένο λόγο, γενικεύσεις κτλ.10 '
Σ ’ αυτή την εκδοχή της θεωρίας του Βεπικίβϊη ο παράγο­
ντας κοινωνική τάξη προσανατολίζει τους ομιλητές στο να
ερμηνεύουν μια επικοινωνιακή περίσταση με συγκεκριμένες
τιμές. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ίδια περίσταση ερμηνεύεται
από τα παιδιά με πολύ διαφορετικούς τρόπους.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο ΒετηκΙεΐη αντιμε­
τώπισε με πρωτότυπο τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα σε κοινωνι­
κή διαστρωμάτωση, κοινωνικοποίηση και γλώσσα προσπαθώ­
ντας να διερευνήσει πώς τα κοινωνικά δεδομένα εσωτερικο-
ποιούνται και εκφράζονται γλωσσικά και, αντίστροφα, πώς τα
γλωσσικά δεδομένα επηρεάζουν τα κοινωνικά, έχοντας διαρ-
κώς στραμμένη την προσοχή του στις γλωσσικές ανισότητες
στο σχολείο, στα αίτια και τις συνέπειές τους.
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε το κοινωνιολογικό μοντέλο
του ΒεπίδΙεϊη οφείλονται, εκτός των άλλων, και στην ασά­
φεια του όρου κώδικας που χρησιμοποίησε: δεν είναι πάντο­
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 179

τε σαφές αν αναφέρετοα σε επικοινωνιακά χαρακτηριστικά,


στην οργάνωση των σημασιών, σε κοινωνική συμπεριφορά ή
σε γνωσιακές διαδικασίες (πρβλ. Βειταΐο, 1995). Η αποσαφή­
νιση κάποιων από τα ζητήματα αυτά της θεωρίας του Βετη-
δίεΐη και η επεξεργασία με γλωσσολογικά και σημασιολογικά
δεδομένα του λόγου της σχολικής τάξης οφείλεται στη συστη­
μική λειτουργική γλωσσολογία με ιδρυτή τον Η&ΙΙϊιΙ&υ . Από
την προοπτική της συστημικής λειτουργικής γλωσσολογίας οι
κώδικες του ΒεπίδΙεϊη θεωρούνται στρατηγικές χρήσης της
γλώσσας και προτείνονται πολύ πιο έγκυρα γλωσσολογικά
μοντέλα για την ανάλυση αυτών των στρατηγικών, μοντέλα
που στηρίζονται στην κοινωνιοσημειωτική θεωρία για τη
γλώσσα.

3.6. Οι ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ* ΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ


ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ο διάλογος της γλωσσολογίας του Η8ΐ1ΐ<1&γ με την κοινωνιο-


λογία της γνώσης του Βεπίδίεϊη (πρβ. ΟιτϊδΙϊε, 1999· Ηβδβη,
1999) εδραίωσε την κοινωνιοσημειωτική προοπτική για τη με­
λέτη της γλώσσας. Έτσι, αφενός αποσαφηνίζονται πολλά θέ­
ματα της θεωρίας των κωδίκων του ΒεπίδΙείη και αφετέρου
ενισχύεται η συστημική λειτουργική ανάλυση της γλώσσας.
Επομένως, απ’ αυτή την άποψη μπορούμε να μιλήσουμε για
μια κοινωνική γλωσσολογία με την έννοια ότι δεν περιορίζε­
ται στη συσχετιστική ανάλυση γλωσσικών και κοινωνικών δε­
δομένων, όπως το κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνιογλωσσολο­
γίας, αλλά αναδεικνύει μια θεωρία για τη φύση της γλώσσας.
Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, η οντογένεση της γλώσ­
σας εδράζεται στη δι-οργανική και διαλογική (βλ. 1.3., σημεί­
ωση 9) αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το φυσικό και κοι­
νωνικό του περιβάλλον, δηλαδή με τη φυσική τάξη πραγμά­
των κάι με την κοινωνική οργάνωση. Σε αντίθεση όμως με τις
180 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

θεωρήσεις που θέλουν το περιβάλλον να εμπεριέχει σταθερές


φυσικές κατηγορίες τις οποίες η γλώσσα προσπαθεί να συλ-
λάβει ώστε να αντιστοιχίσει σ’ αυτές, η αντίληψη της συστη-
μικής λειτουργικής γλωσσολογίας υιοθετεί ένα εναλλακτικό
μοντέλο: από τη στιγμή που οι δυνατές κατηγοριοποιήσεις
της εμπειρίας είναι απειράριθμες, το λεξικογραμματικό σύ­
στημα, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί με συγκεκριμένο τρόπο
κατηγορίες αντίληψης του κόσμου, επιβάλλει με τη σειρά του
κατηγοριοποιήσεις στα φαινόμενα της εμπειρίας. Μ ’ αλλα λό­
για, οι γλωσσικές κατηγοριοποιήσεις δεν μπορούν να θεωρη­
θούν εσωτερικές και προδεδομένες, μια και το λεξικογραμματι-
κό σύστημα εξελίσσεται ως συμβολική διεπίδραση μεταξύ προ­
σώπων σε κοινωνικά περιβάλλοντα.11 Εφόσον κάτι τέτοιο
ισχύει, τότε η σημασιολογική δομή της κοινωνικής τάξης πραγ­
μάτων ενσωματώνεται στην εσωτερική οργάνωση του γλωσσι­
κού συστήματος (Ηβ11ί<1αγ, 1978: 120).
Από πολλές απόψεις μπορούμε να αναγνωρίσουμε εδώ τις
επιδράσεις της κοινωνικής ψυχολογίας του νγ£θϋ$1ίγ, ιδιαιτέ­
ρως σε ό,τι αφορά την προτεραιότητα του κοινωνικού στη
γνωσιακή-γλωσσική ανάπτυξη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η συστη-
μική λειτουργική γλωσσολογία διαφοροποιείται από εκείνες
τις ψυχογλωσσολογικές θεωρίες και από τα κοινωνιογλωσσο-
λογικά ρεύματα που συνεχίζουν να εξηγούν τις ιδεολογικές
και συγκροτησιακές σχέσεις του κειμένου και του λόγου με
όρους ατομικής γνώσης, προθέσεων, καταστάσεων του νου,
εσωτερικών ικανοτήτων κ.ο.κ. (Ηα11ϊ<1ειγ και Μ&ηίη, 1993).
Επιπλέον, η ιστορική εξέλιξη των γλωσσών θεωρείται ου­
σιαστική πτυχή της ίδιας της ανθρώπινης ιστορίας ως κοινω­
νικοοικονομικής και σημειωτικής δραστηριότητας. Μέ την
εξέλιξη των κοινωνιών η εμπειρία συνεχώς επανερμηνεύεται.
Αυτό όμως σημαίνει ότι η επανερμηνεία της εμπειρίας συνι-
στά αναπόσπαστο μέρος της εξέλιξης της γλώσσας και της
κοινωνίας (Ηα1Μ&γ και ΜβΠϊη, 1993: 10).
Όπως είδαμε (1.3. και 1.4.), η συστημική λειτουργική
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 181

γλωσσολογία αξιοποιεί θέσεις της γλωσσικής σχετικότητας


για θεωρητικούς και μεθοδολογικούς σκοπούς. Κατ’ αυτό τον
τρόπο απομακρύνεται από τη διαδεδομένη αντιμετώπιση της
γλώσσας ως ενός ουδέτερου μέσου για να εκφραστούν προϋ-
πάρχουσες δομές της σκέψης ή της υλικής πραγματικότητας
(αναφορική λειτουργία). Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η γλώσσα
εν μέρει διαμορφώνει την ίδια τη συνείδηση και τη γνώση για
το κοινωνικό και το φυσικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι η
γραμματική κάθε φυσικής γλώσσας είναι σε μεγάλο βαθμό μια
θεωρία για την ανθρώπινη εμπειρία που ερμηνεύει και μετα­
σχηματίζει την εμπειρία σε νόημα (βλ. ενδεικτικά, ΗΜΐάβΥ
και Μβτϋϊη, 1993· Μαιΐΐη και νεεί, 1998· Η&Ηϊά&Υ, 1999).12
Στο πλαίσιο αυτής της θεωρητικής προσέγγισης η σημα-
σιολογική διαφοροποίηση μπορεί να γίνει ορατή στο πεδίο
της γλωσσικής ποικιλότητας που εκδηλώνεται σε διαφορετι­
κές περιστάσεις-κείμενα και γίνεται αντικείμενο ανάλυσης με
βασικό εργαλείο τη λειτουργική ποικιλία (βλ. 2.3.3.).
Περνώντας από τις παραπάνω θεωρητικές θέσεις στις
εφαρμογές τους στην εκπαιδευτική γλωσσική πρακτική, μπο­
ρούμε ενδεικτικά να σημειώσουμε ότι το παιδί στη βάση της
καθημερινής του γλώσσας θεωρεί, λ.χ., ότι τα ρήματα σημαί­
νουν γεγονότα ή δράσεις, τα ουσιαστικά αντικείμενα ή οντό­
τητες: π.χ., τα σκυλιά γαβγίζουν και οι γάτες νιαουρίζουν.
Αυτός είναι ο συμβατός (οοη§ηιεηΐ) τρόπος απόδοσης νοήμα­
τος και μοτίβο για τη δεδομένη γνώση του αποθέματος των
παιδιών. Το πέρασμα όμως στην εκπαιδευτική γνώση συνεπά­
γεται αναμόρφωση της εμπειρίας. Μαθαίνοντας, π.χ., το γάβ­
γισμα των σκυλιών ή το νιαούρισμα των γατιών, μαθαίνουν
ταυτόχρονα έναν τρόπο απόδοσης νοήματος που δεν είναι
συμβατός με τις προηγούμενες γραμματικές κατηγορίες: ότι
τα ουσιαστικά μπορεί να αποδίδονται τόσο σε αντικείμενα
όσο και σε δράσεις ή γεγονότα.13
Το παραπάνω απλό παράδειγμα δείχνει τον τρόπο με τον
οποίο η γραμματική μεταφορά (§Γ£ΐπιπΐ£ΐΐϊθ3ΐ πιεί&ρΙιοΓ) (Ηαΐΐϊ-
182 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ά&γ και Μβτϋη, 1993* ΗαΙΜαγ, 1998, 1999), δηλαδή η ποικιλία


γραμματικών κατηγοριών με ίδιο σημαινόμενο, αναδιατυπώ­
νει τη σχέση ανάμεσα στη γραμματική και τη σημασιολογία. Ο
Ηαΐΐίάαγ (1999: 27) σημειώνει χαρακτηριστικά:

(...) Για παράδειγμα, όταν τρέψουμε το ρήμα κινώ σε κί­


νηση μπορούμε να μιλήσουμε για πράγματα όπως η κίνη­
ση είναι σχετική με κάποιο καθορισμένο σημείο* μπορού­
με να ορίσουμε κινητικούς νόμους και να συζητήσουμε
προβλήματα όπως αυτό της αέναης κίνησης μπορούμε να
κατηγοριοποιήσουμε την κίνηση ως γραμμική, περιστρο­
φική, περιοδική, παραβολική, αντίθετη, παράλληλη κ.ο.κ.
Όχι γιατί η λέξη κίνηση είναι ουσιαστικό, αλλά γιατί με-
τατρέποντάς τη σε ουσιαστικό μετατρέψαμε το κινώ από
γεγονός σε φαινόμενο άλλου είδους* δηλαδή, σε φαινόμε­
νο που να είναι ταυτόχρονα και γεγονός και αντικείμενο
(...) Αποκαλώντας το «κ ινώ » κίνηση δεν αλλάζουμε τίπο­
τα στον υλικό κόσμο* αυτό όμως που αλλάζουμε είναι ο
τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Φυσι­
κά, μία μόνο λέξη δεν έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο* αλλά
όταν αυτό συμβαίνει με εκατοντάδες ή και με χιλιάδες
λέξεις τότε πράγματι αναμορφώνεται η εμπειρία μας στο
σύνολό της.

Ειδικότερα όμως η γραμματική μεταφορά, ως ένα από τα


χαρακτηριστικά της γλωσσικής ποικιλότητας, μας ενδιαφέρει
εδώ περισσότερο γιατί συνδέεται με τη συστηματοποίηση της
γνώσης κατά το πέρασμα από την κοινή (οοιηιηοηδβηδβ) στη
μη κοινή (υηοοπιιηοηδεηδβ) γνώση.14 Στις σύγχρονες κοινω­
νίες αυτό συμβαίνει κυρίως με τη μετάβαση στη σχολική και
την επιστημονική γνώση, η οποία σε κάθε περίπτωση προϋπο­
θέτει την αντίστοιχη γλωσσική προετοιμασία. Η Ρ&ϊηΐετ
(1999) υποστηρίζει ότι προαπαιτούμενο της μετάβασης στην
εκπαιδευτική γνώση είναι η εξοικείωση με γενικεύσεις, υποθέ­
σεις, συμπερασμούς, αποπλαισιωμένες χρήσεις, ορισμούς, κα­
τηγοριοποιήσεις, αναστοχασμό γύρω από το γλωσσικό νόημα
κ.ά. Από τις ίδιες τις εμπειρικές έρευνες φαίνεται ότι η γλωσ­
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 183

σική προετοιμασία που επιτρέπει την πρόσβαση στον εκπαι­


δευτικό λόγο ποικίλλει ανάλογα με την κοινωνική προέλευση
των ομιλητριών/-τών ή, καλύτερα, από τις κοινωνιοσημειωτι-
κές στρατηγικές που αναπτύσσονται στα κοινωνικά διαφορο­
ποιημένα περιβάλλοντα μάθησης (οοηίεχΐ ίοΓ Ιεατηίηδ). Έτσι,
η θεματοποίηση της άνισης πρόσβασης στη σχολική γνώση
μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Όλα τα παιδιά έχουν πρόσβα­
ση στο σημασιολογικό δυναμικό του συστήματος· μπορεί
όμως να διαφέρουν ως προς την ερμηνεία αυτού που απαιτεί
η περίσταση, ανάλογα με το βαθμό διαφοροποίησης των κοι­
νωνικών ομάδων (βλ. σχετικά Ηα11ίά&γ, 1978).
Σύμφωνα με την παραπάνω προβληματική, η κοινωνιο-
γλωσσική ανισότητα και η σχολική αποτυχία δεν συνδέεται
πια απευθείας με την κοινωνική προέλευση μέσω της έννοιας
της κοινωνικής τάξης, αλλά μέσω της διαφορετικής κοινωνι­
κής σημασιοδότησης που αναπτύσσεται σε διαφορετικές κοι­
νωνικές τάξεις. Έτσι, σ’ αυτή τη μεθοδολογική προοπτική, η
ανισότητα στο σχολείο διερευνάται εμπειρικά με το συνυπο-
λογισμό τόσο της κοινωνικής προέλευσης όσο και της νοημα-
τοδότησης των περιβαλλόντων μάθησης από την πλευρά των
μελών κάθε κοινωνικής κατηγορίας.
Ενδεικτική είναι η έρευνα των Η&χαη και ΟοΓοη (1990),
όπου αναλύεται η αλληλεπίδραση μητέρας-παιδιού από δια­
φοροποιημένα κοινωνικά περιβάλλοντα στη βάση των επαγ­
γελμάτων. Η διεισδυτική στατιστική ανάλυση των κατηγο­
ριών των γλωσσικών στρατηγικών που αναπτύσσονται ανά­
μεσα σε μητέρες των οποίων το επάγγελμα έχει υψηλή αυτο­
νομία από την υλική βάση της εργασίας (Ηΐ§Η εαιΐοηοπιγ ργο -
ίεκχΐοηδ) και εκείνων με επάγγελμα χαμηλής αυτονομίας από
την υλική βάση της εργασίας (1ο\ν αιιΐοηοπιγ ρΐΌίεχδϊοηδ), δεί­
χνουν ότι η επιλογή συγκεκριμένων σημασιολογικών χαρα­
κτηριστικών είναι συστηματική και συνδέεται με την κοινωνι­
κή προέλευση των ομιλητριών και των ομιλητών (βλ. και κε­
φάλαιο 2ο, σημείωση 8).
184 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη μιας περίπτωσης


συνομιλίας μητέρας-παιδιού πριν από τη συστηματική εκπαί­
δευση. Η ανάλυση της συνομιλίας αυτής αναδεικνύει τον τρό­
πο νοηματοδότησης και την κατάλληλη για το σχολείο γλωσ­
σική προετοιμασία του παιδιού, η οποία του επιτρέπει να πε-
ράσει από την κοινή στην εκπαιδευτική και στην επιστημονι­
κή γνώση και να μεταβεί από ένα λόγο εξαρτημένο από το
συμφραστικό πλαίσιο σε ένα λόγο αποπλαισιωμένο (Ρβϊηίει-,
1999). Ανάλογης σημασίας είναι η έρευνα της € 1ογ8ιι ( 1999),
στην οποία αποδεικνύεται ότι συγκεκριμένες αποπλαισιωμέ-
νες ποικιλίες στη χρήση της γλώσσας, όπως η εικασία και η
γενίκευση, ποικίλλουν ανάλογα με την κοινωνική προέλευση
των ομιλητών.
Αν και ελάχιστα μελετημένο, κατεξοχήν προνομιακό πεδίο
ανάλυσης των λειτουργικών γλωσσικών ποικιλιών είναι ο λό­
γος της σχολικής τάξης. Ένα από τα λίγα σχετικά παραδείγ­
ματα μας προσφέρει η Οιτϊδΐϊε (1998). Σε έρευνά της σε μαθη­
τές των τελευταίων τάξεων του δημοτικού σχολείου στηρίζε­
ται στην παραδοχή ότι η επιστημονική γνώση αναδιατάσσεται
(αναπλαισιώνεται) στο σχολείο σύμφωνα με τους ισχύοντες
κοινωνικούς ρόλους (δάσκαλος-μαθητής), σύμφωνα με τους
σχολικούς χρόνους και τον φυσικό χώρο και σύμφωνα με τον
τρόπο της σχολικής αξιολόγησης. Έτσι, δείχνει πώς η γλώσσα
της επιστημονικής γνώσης αναδιατυπώνεται για τους σκο­
πούς της εκπαίδευσης.
Η άλλη σημαντική ερευνητική συνεισφορά της σχολής του
ΗαΙΙΜ&Υ αφορά τις αναλύσεις επιστημονικών και σχολικών
κειμένων. Εδώ σκοπός των ερευνών είναι να αναδείξουν τα
στοιχεία που συγκροτούν την ιδιαίτερη λειτουργική ποικιλία
των σχολικών κειμένων και τη σημασιολογική αναπλαισίωση
η οποία απαιτείται κάθε φορά που οι μαθητές περνούν από
τα διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης και από τα λιγότερο στα πε­
ρισσότερο επιστημονικά κείμενα. Η γενική παρατήρηση είναι
ότι η ιδιαίτερη ποικιλία των επιστημονικών κειμένων εμποδί-
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 185

ζει τους μη ειδικούς αναγνώστες να έχουν πρόσβαση στη γνώ­


ση και επομένως επιτείνει (δυνάμει ή εμπράγματα) την άνιση
πρόσβαση στην εξουσία που παρέχει η γνώση. Η ανάλυση των
επιστημονικών κειμένων ως ειδών λόγου δείχνει ότι με τη «με­
τάφρασή» τους σε πιο «κοινά» (μη επιστημονικά) είδη ενεργο­
ποιούνται διαφορετικές επιλογές στο επίπεδο του τόνου αλλά
και του πεδίου. Οι διαφοροποιήσεις αυτές καθιστούν τα κεί­
μενα λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλα (δηλαδή, κατανοητά)
για τους αποδέκτες τους (βλ. ΡιιΙΙογ, 1998· 0Γ8ηηγ-ΡΓ3ηαδ,
1998).
Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η έννοια των κωδίκων του
ΒατηχΙεΐη μεταφράζεται σε πόρους παραγωγής νοήματος και,
η άρση της κοινωνιογλωσσικής ανισότητας συνδέεται με τον
κριτικό γρ^/Ίίνττί^ΐΐύ 1ΐΐβΓαογ) στις διάφορες γλωσσΓ*
κές χρήσεις στη σχολική εκπαίδευση. Με τον κριτικό γραμμα-
τισμό συνδέονται όι διδακτικές εφαρμογές της συστημικής
λειτουργικής γλωσσολογίας και της κριτικής ανάλυσης λόγου
(βλ., λ.χ., ΡαίΓοΙοιι^Ιι, 1989) που έχουν σκοπό όχι μόνο να κα­
ταστήσουν τους μαθητές ικανούς χρήστες διαφορετικών ει­
δών προφορικών και γραπτών κειμένων, αλλά και με συνεί­
δηση του γεγονότος ότι τα διάφορα κείμενα αποτελούν πηγή
κατασκευής νοημάτων. Εφόσον τα νοήματα κατασκευάζονται
και ισχυροποιούνται μέσα από κοινωνικές διαδικασίες, η συ-
στημική λειτουργική προσέγγιση μπορεί να επιτρέψει στους
μαθητές/χρήστες της γλώσσας να κατανοήσουν τους τρόπους
με τους οποίους η κατασκευή των νοημάτων δεν βασίζεται
μόνο στο λεξικογραμματικό σύστημα, προσφέροντάς τους
έτσι τον κατάλληλο εξοπλισμό ώστε να μην τα θεωρούν αλή­
θειες με απόλυτη ισχύ (πρβλ. Λύκου, 2001: 69). Επομένως, η
δυνατότητα να αναπαράγουν, να ανακατασκευάζουν ή και να
αμφισβητούν τα νοήματα του επιστημονικού/σχολικού λόγου
επιτρέπει στους χρήστες της γλώσσας να συμμετέχουν σε δια­
δικασίες κοινωνικής αλλαγής (Ηβίβη, 1996).
Με λίγα λόγια, οι ανισότητες στο σχολείο προέρχονται και
186 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

από την άνιση -λόγω πρότερης κοινωνικο-πολιτισμικής


εμπειρίας- πρόσβαση που έχουν οι μαθητές/-τριες στις λει­
τουργικές ποικιλίες του επιστημονικού λόγου- το ζητούμενο
είναι να αποκτήσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες κριτική κα­
τανόηση των νοημάτων που κατασκευάζονται μέσα από τον
σχολικό λόγο.
Συνοπτικά μπορούμε εδώ να πούμε ότι στο μοντέλο της
συστημικής λειτουργικής γλωσσολογίας διαφαίνεται μία χει-
ραφετητική αντίληψη για την εκπαίδευση. Με τη διεύρυνση
του γλωσσικού δυναμικού οι μαθητές μπορούν να γίνουν
αποτελεσματικοί ομιλητές και συγγραφείς ώστε να ανταπο-
κριθούν στις ανάγκες του σχολικού γραμματισμού. Συγχρό­
νως όμως χρειάζεται να έχουν σαφή επίγνωση του γεγονότος
ότι κάθε κείμενο είναι προϊόν κοινωνικών σχέσεων και ότι
πρέπει να αντιμετωπίζεται σε αυτή του τη διάσταση. Οι άμε­
σες διδακτικές συνέπειες αυτής της προοπτικής δεν έχουν
αναπτυχθεί ακόμη με πληρότητα. Ωστόσο, τροφοδοτούν ήδη
τα σύγχρονα προγράμματα για τη διδασκαλία της γλώσσας
που διατρέχει όλα τα γνωστικά αντικείμενα (βλ., π.χ., Οιπ-
δίϊε, 1999· Μβ<±βη-ΗθΓ3η1ί, 2000).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βι­


βλιογραφικές πηγές: Παυλίδου, 1984· Παυλίδου, 1987 και Τσοκαλίδου, 2001.
Βλ. σχετικά επίσης ΟοιηβΓοη, 1985* Χαραλαμπάκης, 1992: 121-142.
2. Για τη συζήτηση σχετικά με την έμφυλη ανισότητα και τις διαφορετι­
κές γλωσσολογικές αντιλήψεις της σχέσης γλώσσας-νοήματος, βλ. €8Πΐ6Γοη,
1985, 1988. Για μια συστηματική συζήτηση της αναγκαιότητας διάκρισης του
βιολογικού από το κοινωνικό φύλο, καθώς και για μια εθνογραφική προ­
σέγγιση των διαφόρων τρόπων πραγμάτωσης του κοινωνικού φύλου από
ομιλητές βόρειου ιδιώματος, βλ. ΡαραζαοΗ&ήοιι, 1998.
3. Για την έρευνα τών θηλυκών επαγγελματικών στη νέα ελληνική, βλ.
Μπασλής, 1996· Παυλίδου, 1985· Φραγκουδάκη, 1987, 1988.
4. Οι Κατή και Κονδύλη (1999: 204) δείχνουν πειστικά τον τρόπο με τον
οποίο συσχετίζονται στην «πράξη» οι έννοιες του γλωσσικού συστήματος
(1βη£ΐΐ6) και της πρότυπης γλωσσικής νόρμας. Σημειώνουν χαρακτηριστικά
ότι «η έννοια [ΐ2ΐη£\ιε] λειτουργεί κατ’ ανάγκην ως νόρμα, όταν μεταφερθεί
στο επίπεδο του συστήματος μιας ιστορικής γλώσσας. Από τη στιγμή που
παραγνωρίζεται η μελέτη της αλλαγής και της παραλλαγής στην ομιλία
[ροτοΐβ], κάθε αναφορά σε ένα ενιαίο σύστημα υποβάλλει την ιδέα μιας
γλωσσικής νόρμας ως κυρίαρχης, αν όχι και μοναδικής. Καθώς όμως η νόρ­
μα αυτή αναδεικνύεται από μια υποτιθέμενα ουδέτερη θεωρητική ανακατα-
σκευή, δεν γίνεται αντιληπτός ο κοινωνικός της χαρακτήρας - το γεγονός
δηλαδή ότι πρόκειται για θεωρητική ανακατασκευή. Αλλά η ανάδειξη της
νόρμας δεν είναι ποτέ ουδέτερη υπόθεση. Η εμπλοκή αξιολογήσεων είναι
αναπόφευκτη, ακόμη και όταν οι γλωσσολόγοι περιγράφουν απλώς κανονι­
κότητες της ομιλίας (...)».
5. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στον Ηικίδοη, 1980:
195-214. Βλ. επίσης Κωστούλη και Χατζηδάκη, 1998.
6. Σχετική είναι η παρατήρηση της Καρυολαίμου (2000) για τους κύ-
πριους ομιλητές. Ειδικότερα, η Καρυολαίμου ( ό.π.: 207) σημειώνει πως «πα­
ρά το γεγονός (...) ότι οι Κύπριοι ομιλητές αξιολογούν αρνητικά την κυ­
πριακή διάλεκτο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες εκδηλώνουν κάποιας
μορφής θετικά συναισθήματα απέναντι της. Αυτό συμβαίνει όταν θίγεται ή
πιστεύεται ότι υποσκάπτεται η τοπική ταυτότητα (...) Φαίνεται, λοιπόν, ότι
188 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

υπάρχει ένα αίσθημα αφοσίωσης απέναντι στην κυπριακή ποικιλία η οποία


αποτελεί σύμβολο τοπικής ταυτότητας. Αυτό το αίσθημα μπορεί, υπό συγκε­
κριμένες περιστάσεις, (...) να δημιουργεί αντιστάσεις στις κανονιστικές πιέ­
σεις που δέχεται η κυπριακή από τη δίαηά&τά ελληνική».
7. Ανάλογα είναι τα συμπεράσματα των Παΐζη και Καβουκόπουλου
(2001), οι οποίοι, με βάση μια εκτεταμένη έρευνα που εκπόνησαν στη δευτε­
ροβάθμια εκπαίδευση, διαπίστωσαν μεταξύ άλλων ότι τα παιδιά της εργατι­
κής και της αγροτικής τάξης βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα
παιδιά της μεσοαστικής τάξης, εφόσον η απόσταση που πρέπει να διανύσουν
προκειμένου να προσεγγίσουν το γλωσσικό πρότυπο του σχολείου είναι πο­
λύ μεγαλύτερη από αυτήν που έχουν να διανύσουν τα παιδιά της μεσοαστι­
κής τάξης (ό.π.: 272-273). Βλ. σχετικά και Μπασλής (1988).
8. Ο Βεπίδΐεΐη αξιοποιεί την κλασική κοινωνιολογική θέση του ϋιΐΓΐί-
1ΐ6πη ότι η κοινωνική δομή συγκροτεί το σύστημα αξιών αλλά και τα εννοι-
ολογικά εργαλεία μιας κοινωνίας μέσω της γλώσσας η οποία παράγει νοή­
ματα και σημασιολογικά ύφη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά συμφραζόμενα
και με τη σειρά της επιβάλλει διαφορετικές τάξεις νοημάτων στα κοινωνικά
δεδομένα. Αυτό το είδος κυκλικής εξάρτησης των κοινωνικο-πολιτισμικών
με τα γλωσσικά δεδομένα παραπέμπει στη θεωρία που ανέπτυξε ο Μιοιί.
9. Η κατηγοριοποίηση σε μεσαία και εργατική τάξη αποτελεί μια μάλλον
απλουστευτική ματιά στην αγγλική κοινωνία της δεκαετίας του *60.
10. Η αναπλαισίωση (Γ6θοηί€χίιιβ1ίζαΐίοη) είναι ένας ακόμη όρος που
εισήγαγε ο ΒβπίδΙβίη (1977, 1990, 1996) για να περιγράψει την αναδιαμόρ-
φωση των νοημάτων σε εκπαιδευτικό πλαίσιο, ώστε να μπορέσει το πεδίο
μιας δραστηριότητας να υπάρξει μέσα στις σχέσεις ισχύος και χωροχρόνου
του εκπαιδευτικού συστήματος.
11. Για τον Η&11ΐ(1αγ (1978), το μοντέλο για την ανάπτυξη της γλώσσας
στο παιδί αποτελεί υπόδειγμα της ίδιας της γλωσσολογικής ανάλυσης. Η
πρωτογλώσσα του παιδιού έχει τα γνωρίσματα οποιουδήποτε απλού σημει­
ωτικού κώδικα, όπου με έναν ήχο δηλώνεται μια σημασία. Αυτός όμως ο
κώδικας δεν επαρκεί για τις ανάγκες της γλωσσικής, κοινωνικής και γνω-
σιακής ανάπτυξης. Έτσι, το ίδιο το κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα, υπο­
στηρίζει ο Ηα11ίάαγ, υποχρεώνει το παιδί να υιοθετήσει το γλωσσικό σύστη­
μα του ενήλικου περιβάλλοντος. Αυτό που σηματοδοτεί το πέρασμα από την
πρωτογλώσσα του παιδιού στη γλώσσα των ενηλίκων είναι η παρείσδυση
της τυπικής μορφής -του λεξικογραμματικού στρώματος- ανάμεσα στο πε­
ριεχόμενο και την έκφραση (για μια επισκόπηση, βλ. ενδεικτικά Κονδύλη,
1994, υπό δημοσίευση).
12. Εκ πρώτης όψεως η διατύπωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί έκφραση
του γλωσσικού ντετερμινισμού και του ακραίου γλωσσικού σχετικισμού.
Ωστόσο, οι ερευνήτριες και ερευνητές αυτής της σχολής φροντίζουν να τη­
ρούν ίσες αποστάσεις από τον ιστορικισμό και τον αφελή ρεαλισμό και να
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 189

μετριάζουν τη σχετικιστική αιχμή τονίζοντας ότι οι φυσικές γλώσσες σε κά­


ποιο βαθμό και από κάποιες απόψεις προσφέρουν διαφορετικούς τρόπους
για την περιγραφή της κοινής πραγματικότητας.
13. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, ένα απόσπασμα από ένα εκλαϊκευτικό
επιστημονικό κείμενο: «Ο Αϊνστάιν συνέχισε να ασχολείται με την ιδέα των
κβάντων κατά τη δεκαετία του 1920* ταράχτηκε ωστόσο βαθύτατα από τις ερ­
γασίες των \ν€ΓΠ6Γ Η0 ίδ6 ηΙ)6 Γ£ στην Κοπεγχάγη, Ραιιΐ ϋίταο στο Καίμπριτζ
και Επνίη δο1ΐΓδ<3ίη£6Γ στη Ζυρίχη, οι οποίοι ανέπτυξαν μια νέα εικόνα της
πραγματικότητας που ονομάστηκε κβαντική μηχανική» (δ. Η&\ν1αη£ (2001),
Το σόμπαν σε ένα καρυδότσουφλο (μτφρ.-επιμ. Μ. Πετράκη), Αθήνα: Κάτο­
πτρο, 26). Μία από τις πιθανές αναπλαισιώσεις του μέσω γραμματικής μετα­
φοράς σε ένα πιο επιστημονικό (: λιγότερο εκλαϊκευμένο) κείμενο θα μπο­
ρούσε να είναι η εξής: «Η συνεχής ενασχόληση του Αϊνστάιν κατά τη δεκαε­
τία του 1920 με την ιδέα των κβάντων διακόπηκε/διαταράχτηκε από τις ερ­
γασίες των λνεπιοΓ Η6ί$6ηΙ)6Γ§ στην Κοπεγχάγη, Ραιιΐ Οίταο στο Καίμπριτζ
και Επνίη 5οΗΐΌ(ϋη£€Γ στη Ζυρίχη σχετικά με την ανάπτυξη μιας νέας εικό­
νας της πραγματικότητας, την επονομαζόμενη κβαντική μηχανική». Σ’ αυτή
την περίπτωση η διαδικασία ονοματοποίησης των ρηματικών τύπων, ενώ εί­
ναι πιθανότατα αποτελεσματική για την επιστημονική αναπλαισίωση του κει­
μένου, αποκλείεται στην Αερίπτωση του τύπου ρήματος ταράχτηκε της πρώ­
της εκδοχής, που δηλώνει μια ψυχολογική κατάσταση του Αϊνστάιν και επο­
μένως δεν θεωρείται συμβατό με ένα επιστημονικό κείμενο.
14. Όπως σημειώνει η Οιπδΐίε (1998), η διάκριση ανάμεσα σε κοινή και
επιστημονική γνώση που χρησιμοποιεί ο ΒεπίδΙεΐη ανάγεται στον Μιοιί. Να
παρατηρήσουμε εδώ τις ομοιότητες με την έννοια των αυθόρμητων συλλογι­
σμών του παιδιού πριν από την επαφή με την εκπαιδευτική παρέμβαση που
χρησιμοποιεί ο Υγ§οΐδ^γ.
4. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ1

4.1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Στο υποκεφάλαιο 1.6. αναφερθήκαμε συνοπτικά σε ζητήματα


της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας που σχετίζονται με γενι­
κότερα μεθοδολογικά ερωτήματα των κοινωνικών και ανθρω­
πιστικών ερευνών. Εστιάζοντας σε ειδικότερα ζητήματα της
κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας μπορούμε καταρχήν να ξεκι­
νήσουμε με τη θεμελιώδη παρατήρηση της σύγχρονης επιστη­
μολογίας ότι η ουδετερότητα και η απόλυτη αντικειμενικότη­
τα της διερεύνησης δεν μπορεί να υπάρξει, εφόσον και η
έρευνα ενός φαινομένου είναι αφ’ εαυτής μία συγκεκριμένη
κοινωνική περίσταση. Όπως είδαμε αναλυτικά σε προηγούμε­
να κεφάλαια, στην κοινωνιογλωσσολογική έρευνα διερευνού­
με φαινόμενα σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Κατά συνέπεια,
αυτή η συνειδητά επιμερισμένη διερεύνηση δεν μπορεί να
απαντήσει με ακρίβεια στο ζητούμενο της συγκρισιμότητας με
άλλες περιστάσεις.2
Ως ανθρωπιστική και κοινωνική επιστήμη η κοινωνιο­
γλωσσολογία μελετάει φαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφο­
ράς τα οποία δεν μπορεί παρά να τα αντιμετωπίζει ως τά­
σεις, ενίοτε αντιφατικές: αν ένας ομιλητής συμπεριφέρεται με
ένα συγκεκριμένο γλωσσικό τρόπο κάθε φορά που τον παρα­
τηρούμε, αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος ομιλητής θα
έχει πάντα τη συγκεκριμένη γλωσσική συμπεριφορά. Κατά
συνέπεια, δεν μπορούν να γίνονται απόλυτες προβλέψεις σχε­
192 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

τικά με τις γλωσσικές συμπεριφορές ή, πολύ περισσότερο,


σχετικά με τα επόμενα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης.
Ένα άλλο ζήτημα σχετίζεται με την εγκυρότητα και την
αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος των πληροφορητών. Η
σχέση του δείγματος με το σύνολο του ερευνώμενου πληθυ­
σμού είναι σύνθετη: το αντιπροσωπευτικό δείγμα πρέπει θεω­
ρητικά να συλλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά του συνόλου,
ώστε η επεξεργασία του να οδηγεί σε γενικεύσιμα συμπερά­
σματα. Αλλά, για να συγκροτηθεί το δείγμα, χρειάζεται να
γνωρίζουμε εκ των προτέρων τα χαρακτηριστικά του συνό­
λου, δηλαδή τις παραμέτρους βάσει των οποίων συγκροτείται
το δείγμα, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό.
Στο πλαίσιο της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας έχει συ­
ζητηθεί ιδιαίτερα το ζήτημα της επίδρασης του ερευνητή στη
γλωσσική συμπεριφορά των ερευνωμένων. Σε κάθε περίπτωση
η παρουσία στοιχείων «ξένων» προς την περίσταση επηρεάζει
τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν. Αυτό το αναπόδραστο φαινόμε­
νο θεματοποιήθηκε από τον ίίώον (1972γ) ως παράδοξο του
παρατηρητή (οΙκεΓνεΓ’ε ρβτ&άοχ): Αν ένας από τους στόχους
παρατήρησης είναι η συλλογή, μέσω της συνέντευξης, φυσικού
ανεπίσημου καθημερινού λόγου, τότε ένα από τα δυσκολότερα
εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει είναι το παράδοξο που δη­
μιουργεί η ίδια η παρουσία του. Ενώ δηλαδή ο ερευνητής επι­
θυμεί να παρατηρήσει την αβίαστη γλωσσική συμπεριφορά
των ατόμων, η παρουσία τόσο του ίδιου όσο και του μαγνη­
τοφώνου του αλλοιώνει τη φυσικότητα της συμπεριφοράς αυ­
τής αυξάνοντας το βαθμό επισημότητας της περίστασης και
της συνακόλουθης προσοχής που δίνει στα λόγια του ο ομιλη­
τής. Η επίγνωση του παραδόξου από τους ερευνητές τούς κα­
θιστά περισσότερο «υποψιασμένους» για την κοινωνική πραγ­
ματικότητα που μελετούν. Διάφοροι τρόποι που έχουν επινοη­
θεί για τη μείωση της επίδρασης της ξένης παρουσίας στην
ερευνώμενη περίσταση θα αναφερθούν παρακάτω.
Οι παραπάνω μεθοδολογικές παρατηρήσεις αποτελούν
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 193

απλές νύξεις των ζητημάτων της έρευνας γενικά και της κοι-
νωνιογλωσσολογικής ειδικότερα. Είναι προφανές ότι η ανα­
λυτική παρουσίαση μερικών μόνο από τις ερευνητικές τεχνι­
κές θα απαιτούσε πραγμάτευση που ξεπερνάει κατά πολύ τις
δυνατότητες αυτού του βιβλίου. Θα περιοριστούμε λοιπόν σε
μερικές γενικές επισημάνσεις σχετικά με τα στάδια και τη συ­
γκέντρωση κοινωνιογλωσσικού υλικού, οι οποίες εφαρμόζο­
νται σε έρευνες του αποκαλούμενου κυρίαρχου ρεύματος της
κοινωνιογλωσσολογίας.

4 .2 .1 . ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Η δομή της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας εξαρτάται από


τους σκοπούς, τους στόχους και από τα χαρακτηριστικά του
μελετώμενου φαινομένου. Τα βασικά στάδια των ποσοτικών
ερευνών είναι σε γενικές γραμμές τα εξής:
Προσδιορίζεται ο~βχά%βς. της έρευνας, ο οποίος προκύπτει
από υποθέσεις του ερευνητή κυρίως γι,α τον τοόπο συ<χ/έτι-
σης ανεξάρτητων μεταβλητών (χρόνος, χώρος, περίσταση επι­
κοινωνίας, ηλικία, φύλο, κοινωνική τάξη κ.λπ) με εξαρτημέ­
νες-γλωοσ^ές μεταβλητές, δηλαδή με τα γλωσσικά στοιχεία
που εμφανίζουν ποικιλοτητα, που έχουν διαφορετικές πραγ­
ματώσεις. Πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη ότι η διαπίστωση
αυβχέτισης μεταξύ μιας ανεξάρτητης και μιας εξαρτημένης
μεταβλητής δεν, σημαίνει αναγκαστικά και. ανακάλυψης σχέ­
σης αιτιότητας μεταξύ των δύο, καθώς ένας τρίτος παράγο­
ντας που δεν έχουμε λάβει υπόψη μπορεί να είναι η πραγμα­
τική αιτία της συσχέτισης μεταξύ της ανεξάρτητης και της
εξαρτημένης μεταβλητής.
Η διερεύνηση της υπόθεσης συνεπάγεται την επιλογή των
πληροφορητών και των περιστάσεων στο πλαίσιο των οποίων
θα συλλεγεί το γλωσσικό υλικό που παράγουν. Η επιλογή αυ­
τή είναι πολύ σημαντική: Αν, λ.χ., ξεκινήσουμε με την υπόθε­
194 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ση ότι οι άνδρες και οι γυναίκες μιας κοινότητας διαφορο­


ποιούνται ως προς ένα γλωσσικό χαρακτηριστικό, τότε στην
επιλογή των ατόμων πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα ελεγ­
χθεί πράγματι το φύλο και θα αποφευχθεί η επίδραση (ή η συ-
νεπίδραση) άλλων παραγόντων όπως το επάγγελμα (π.χ., άν­
δρες χειρώνακτες εργάτες και γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι).
Το ίδιο ισχύει και για την περίσταση επικοινωνίας: δεν πρέ­
πει, λ.χ., η γλωσσική παραγωγή των ανδρών να προέρχεται
από κουβέντα σε παρέα του ίδιου φύλου, ενώ των γυναικών
όταν κάνουν επίσημη αναφορά σε άνδρες προϊστάμενους.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί η
γλωσσική συμπεριφορά σε διάφορες περιστάσεις, λ.χ., λιγότε-
ρο και περισσότερο επίσημες. Θα πρέπει, όμως, να είναι κοι­
νές και για τα δύο φύλα. Αν είναι αδύνατο να αποφευχθεί η
συνεπίδραση, τότε πρέπει να ληφθούν συστηματικά υπόψη οι
παράγοντες που συνεπιδρούν. Αν είναι πολλοί οι παράγοντες,,
που συνεπιδρούν και είναι αδύνατη η συνολική και συστημά-
τική μελέτη τους, τότε χρησιμοποιούνται τυχαία δείγματα του
πληθυσμού, όπου τα ερευνώμενα άτομα επιλέγονται τυχαία
από το σύνολο του πληθυσμού, με τέτοιο τρόπο όμως ώστε
όλα τα μέλη του πληθυσμού να έχουν ίσες ευκαιρίες επιλογής.
Λ.χ., στο δείγμα συμπεριλαμβάνεται το τρίτο όνομα κάθε σε­
λίδας του τηλεφωνικού η εκλεκτορικού καταλόγου μιας πε­
ριοχής.
Το επόμενο στάδιο αφορά την επιλογή της τεχνικής για τη
συλλογή του υλικού. Πριν από την οριστική επιλογή μπορεί
να προηγηθούν δοκιμαστικές, πιλοτικές έρευνες οι οποίες
αποσκοπούν συνήθως στο να επιβεβαιώσουν αν μέσω της με­
θόδου που έχει καταρχήν επιλεγεί μπορούν να συλλεγούν
γλωσσικά δεδομένα χωρίς να προκύπτουν προβλήματα. Επι­
πλέον, η πιλοτική έρευνα μπορεί να μας βοηθήσει να εξειδι-
κεύσουμε περαιτέρω την αρχική μας υπόθεση (λ.χ., οι άνδρες
και οι γυναίκες μιας ορισμένης ηλικίας και όχι κάποιας άλ­
λης διαφοροποιούνται γλωσσικά).
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΑΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 195

4.2.2. Βασικές τεχνικές συλλογής κοινωνιογλωσσικού υλικού


Είναι απαραίτητο εδώ να επισημάνουμε ότι οι πηγές άντλη­
σης κοινωνιογλωσσικών δεδομένων είναι τόσο η συγκέντρω­
ση γραπτού γλωσσικού υλικού (βιβλία, περιοδικά, τεκμήρια,
επιστολές, μαθητικά γραπτά, σχολικά εγχειρίδια κ.λπ.) όσο
και η συγκέντρωση προφορικού υλικού, το οποίο μπορεί να
αντληθεί είτε μέσω συνεντεύξεων και ερωτηματολογίων είτε
με άμεση παρατήρηση των ομιλητών (εν γνώσει ή εν αγνοία
τους). Στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να διακρίνουμε δύο
βασικές κατευθύνσεις για τη συλλογή του υλικού: α) την πα­
ρατήρηση και β) τη συνέντευξη ή το ερωτηματολόγιο. Ουσια­
στικά, οι διαφορές ανάμεσα στην παρατήρηση και τη συνέ­
ντευξη/ερωτηματολόγιο συνίστανται στον τρόπο επιλογής του
δείγματος και στο βαθμό προκατασκευής των ερωτημάτων.
Η άμεση παρατήρηση των γλωσσικών δεδομένων μέσα
στην ίδια τη γλωσσική κοινότητα είναι προτιμητέα. Ο ερευνη­
τής συμμετέχει στη ζωή των ατόμων που εξετάζει για μακρά
χρονικά διαστήματα προσπαθώντας να κατανοήσει την οπτι­
κή και τις αξίες τους και αναλαμβάνοντας σταδιακά και ο
ίδιος κάποιο ρόλο. Η παρατήρηση έχει συνδεθεί με την εθνο­
γραφική μέθοδο και γενικά παρέχει τα εχέγγυα για τον όσο το
δυνατόν ακριβέστερο προσδιορισμό των πληροφορητών, των
κοινωνικών τους σχέσεων και του γλωσσικού υλικού που πα­
ράγουν. Πολλές φορές όμως πρακτικοί λόγοι δεν την καθι­
στούν εφικτή. Γι’ αυτό, μεγάλο μέρος των κοινωνιογλωσσι-
κών δεδομένων προέρχεται από έρευνες πεδίου, οι οποίες
χρησιμοποιούν τεχνικές ικανές να ποσοτικοποιήσουν και να
οδηγήσουν σε γενικεύσεις.
Ένα είδος κοινωνιογλωσσολογικής διερεύνησης βασίζεται
σε τεχνικες με προκατασκευααμένα εργαλεία άντλησης της
γλωσσικής συμπεριφοράς, δηλαδή ερωτηματολόγια και συνε­
ντεύξεις Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ερευνητής ζητάει από
τους ερευνώμενους να συμπεριφερθούν με δεδομένο τρόπο:
να μιλήσουν, να εκφράσουν αξιολογήσεις και κρίσεις, να
196 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

πουν αν η γλωσσική συμπεριφορά τους είναι λιγότερο ή πε­


ρισσότερο σύμφωνη με εκείνη της ερευνητικής υπόθεσης.
Μπορεί επίσης να προσφέρει συγκεκριμένα ερεθίσματα ώστε
να προκαλέσει ορισμένη απάντηση. Επομένως, το ερωτηματο­
λόγιο/συνέντευξη «υποχρεώνει» την ερευνητική περίσταση να
προσαρμοστεί στα μέτρα του ερευνητή, μη επιτρέποντας έτσι
να αξιοποιηθούν δεδομένα που δεν ανήκουν στο κατασκευα­
σμένο πλαίσιο. Ειδικότερα μπορούμε να σημειώσουμε τα
εξής:

• Ερωτηματολόγιο: Πρόκειται για σύνολο τυποποιημένων


ερωτήσεων που μπορεί να υποβληθεί σε μια ομάδα επιλεγμέ-
νων ατόμων γραπτά ή προφορικά. Όταν η συμπλήρωση γίνε­
ται γραπτά και η ομάδα των ερευνωμένων είναι μεγάλη, ο
ερευνητής μπορεί να μην εμφανιστεί καθόλου. Σε παλιές δια-
λεκτολογικές έρευνες αποστέλλονταν ταχυδρομικώς ερωτημα­
τολόγια σε μακρινές περιοχές, συμπληρώνονταν και επιστρέ-
φονταν στον ερευνητή πάλι ταχυδρομικώς. |Όταν η συμπλή­
ρωση γίνεται προφορικά, τότε ο ερευνητής ή οι συνεργάτες
του επισκέπτονται τα ερευνώμενα άτομα, τους υποβάλλουν
τις ερωτήσεις και καταγράφουν τις απαντήσεις
Η διάταξη των ερωτήσεων γίνεται συνήθως θεματικά, ξε­
κινώντας από το γενικό και καταλήγοντας στο ειδικό. Σημα­
ντικό ρόλο παίζει η σειρά και ο τρόπος διατύπωσης των ερω­
τήσεων, διότι μπορεί να επηρεάσουν τα ερωτώμενα άτομα
υποβάλλοντας έμμεσα τις απόψεις του ερευνητή. Οι παράγο­
ντες αυτοί μπορεί και να απειλήσουν τα ερωτώμενα άτομα
οδηγώντας τα σε μια αμυντική και όχι φυσική γλωσσική συ­
μπεριφορά. Για να μην επέλθει κόπωση και, κατά συνέπεια,
για να μη δίνονται οι απαντήσεις με μηχανιστικό τρόπο, οι
ερωτήσεις πρέπει να είναι περιορισμένες, σύντομες και σα­
φείς.
ι Διακρίνουμε δύο είδη ερωτήσεων: τις κλειστές και τις
ανοιχτές. Η διάκριση αυτή αναφέρεται στο βαθμό ελευθερίας
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 197

που έχει το ερωτώμενο άτομο να απαντήσει. Οι κλειστές ερω­


τήσεις μπορεί να είναι ολικής άγνοιας, π.χ., Χρησιμοποιείτε
τον τύπο X; όπου η απάντηση είναι ναι ή όχι. ιΜπορεί επίσης
να είναι μερικής άγνοιας και να συμπεριλαμβάνουν προτεινό-
μενες (και διαβαθμισμένες) απαντήσεις, π.χ., Ποιον τύπο χρη­
σιμοποιείτε; τον X, τον Ψ, περισσότερο τον X, λιγότερο τον
Ψ, και τους δύο το ίδιο; Αντίθετα, οι ανοιχτές ερωτήσεις δεν
επιβάλλουν κανέναν περιορισμό και δίνουν τη δυνατότητα
στον ερωτώμενο να παρουσιάσει ελεύθερα τις απόψεις του,
π.χ., Ποιον τύπο χρησιμοποιείτε; Παρουσιάζουν όμως δυσκο­
λίες στην επεξεργασία και κωδικοποίησή τους, ακριβώς επει­
δή δίνεται ελευθερία στο άτομο να απαντήσει όπως και ό,τι
θέλει. Τις κλειστές ερωτήσεις μπορούν να τις χειριστούν ευ­
κολότερα οι ερωτώμενοι και, επιπλέον, είναι ευκολότερες
στην επεξεργασία και στην κωδικοποίησή τους. Προσανατολί­
ζουν όμως τους ερώτώμενους να απαντήσουν με τους όρους
του ερευνητή. Ο ιδανικός συνδυασμός είναι να προηγηθεί μια
πιλοτική έρευνα με ανοιχτές ερωτήσεις και να χρησιμοποιη­
θούν τα αποτελέσματά τους στην κατασκευή κλειστών ερωτή­
σεων.
Διακρίνουμε επίσης και ερωτήσεις που δεν αφορούν γλωσ­
σικούς τύπους, αλλά στάσεις/αξιολογήσεις απέναντι σε γλωσ­
σικούς τύπους ή σε γλωσσικές εκφράσεις. Οι απαντήσεις που
παίρνουμε σε τέτοιου είδους ερωτήσεις μπορεί να μην εκφρά­
ζουν τις πραγματικές αξιολογήσεις του ερωτωμένου, αλλά
την προσπάθειά του να συναντήσει τις αξιολογήσεις του
ερευνητή. Τέτοιες συμπεριφορές συναντάμε συχνά σε διαλε-
κτόφωνους. Για να ξεπεραστεί, εν μέρει τουλάχιστον, αυτό το
πρόβλημα, χρησιμοποιούνται υποθετικές ερωτήσεις (π.χ., Αν
ήσουν στη θέση του τάδε πώς θα σου φαινόταν ο γλωσσικός
τύπος X;) με τις οποίες δεν πιέζεται το άτομο να δώσει τη δι­
κή του γνώμη. Χρησιμοποιούνται επίσης και οι ερωτήσεις
ελέγχου. Μια επόμενη ερώτηση επαναλαμβάνει το περιεχόμε­
νο μιας προηγούμενης, με διαφορετική όμως μορφή, για να
198 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

επαληθευτεί ή όχι η συνέπεια του ερωτώμενου (π.χ., Σου αρέ­


σει να χρησιμοποιείς τον τύπο X;. Όταν ακούς τον τύπο X
πως νιώθεις;).

• Συνεντεύξεις: Διακρίνουμε δύο είδη, την κατευθυνόμενη και


τη μη κατευθυνόμενη ή ελεύθερη συνέντευξη. Η κατευθυνόμε­
νη συνέντευξη μοιάζει πολύ με τη μέθοδο του ερωτηματολο­
γίου, διότι είναι διαθέσιμο ένα διατεταγμένο σύνολο τυπο­
ποιημένων ερωτήσεων, κλειστών ή ανοιχτών. Στην ελεύθερη
συνέντευξη ο ερευνητής έχει προκαθορίσει τα θέματα και ίσως
έχει πρόχειρο έναν οδηγό ερωτήσεων. Δεν επιμένει όμως σε
μία συγκεκριμένη σειρά και διατύπωση, καθώς το πότε και το
πώς θα ρωτήσει κάτι εξαρτάται από το ερωτώμενο άτομο και
τη μέχρι εκείνη τη στιγμή ανταπόκρισή του στη συνέντευξη.
Στις συνεντεύξεις, κυρίως όταν ο στόχος είναι η συλλογή
υλικού με ποικιλία γλωσσικών μεταβλητών, οι ερωτήσεις
μπορεί να μην αναφέρονται ρητά στις μεταβλητές αυτές, αλλά
να αφορούν άλλα θέματα από τη ζωή των ερευνώμενων ατό­
μων. Οι ερωτήσεις βέβαια μπορεί να τίθενται με τέτοιο τρόπο
ώστε να κατευθύνουν τους ομιλητές στη χρησιμοποίηση των
υπό διερεύνηση γλωσσικών στοιχείων.
Στο πλαίσιο μιας επίσημης συνέντευξης, το παράδοξο του
παρατηρητή μπορεί ίσως να ξεπεραστεί στις ακόλουθες, μετα­
ξύ άλλων, περιπτώσεις, ώστε να συγκεντρωθεί αυθεντικό υλι­
κό συνομιλιών εν αγνοία των πληροφορητών:
ϊ) κατά την ομιλία έξω από την κυρίως συνέντευξη, δηλα­
δή στη διάρκεια της προκαταρκτικής συνομιλίας, αλλά και
στη διάρκεια των συνομιλιών στα διαλείμματα όπου ο ερευ­
νητής φροντίζει να έχει ανοιχτό το μαγνητόφωνο, συλλέγο-
ντας έτσι αυθεντικό, λιγότερο επίσημο υλικό.
ϋ) κατά τη συνομιλία με τρίτους στη διάρκεια της συνέ­
ντευξης, δηλαδή με παιδιά, συγγενικά πρόσωπα ή φίλους που
έρχονται απροειδοποίητα στο σπίτι ή καλούν τους συνεντευ-
ξιαζόμενους στο τηλέφωνο. Ο ερευνητής όχι μόνο δεν δυσα­
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 199

νασχετεί με τέτοιες «διακοπές», αλλά τις ενθαρρύνει, φεύγο­


ντας, λ.χ., από το δωμάτιο, αφήνοντας όμως το μαγνητόφωνο
ανοιχτό.
ΐϋ) κατά την παρέκκλιση σε ζητήματα «εκτός θέματος»,
που όμως ενδιαφέρουν τους ερευνώμενους, κυρίως μεγάλης
ηλικίας, οι οποίοι συχνά έχουν να διηγηθούν περιστατικά της
ζωής τους. Τέτοιες παρεκβάσεις μπορεί να προκαλέσει και ο
ίδιος ο ομιλητής ζητώντας από τον ερευνώμενο συνομιλητή
του να αναφερθεί στα παιδικά του χρόνια. Σχετικό είναι και
το τέχνασμα των ερωτήσεων που οδηγούν στην έντονη συναι­
σθηματική ανάμειξη των ερωτωμένων και στην παραγωγή
αυθόρμητου ανεπίσημου λόγου. Το στόχο αυτό υπηρετούν με
τον καλύτερο τρόπο ερωτήσεις σχετικά με τον αν κινδύνεψε ο
πληροφορητής να σκοτωθεί.

Η κυριότερη τεχνική που χρησιμοποιείται -με διάφορες πα­


ραλλαγές- για την ανίχνευση ειδικά των γλωσσικών στάσεων
ονομάζεται{ τεχνική των εναρμονισμένων αμφιέσεων (ιρ&ΐοΗεά
§ιιϊ$6 Ιεοΐιηΐςΰε), η <^όία καΓαπδτελέί κατεξοχήν έμμεσο τρό­
πο εκμαίευσης στάσεων. Τα άτομα που αποτελούν το δείγμα
της έρευνας δεν γνωρίζουν τι ακριβώς εξετάζεται. Επιστρα­
τεύεται ένας αριθμός ομιλητών/ερευνητών που να χειρίζεται
ικανοποιητικά όλες τις ποικιλίες ή τις γλώσσες που διερευ-
νώνται. Οι ομιλητές αυτοί μαγνητοφωνούνται ενώ διαβάζουν
το ίδιο ακριβώς κείμενο μετασχηματισμένο στις προς διερεύ-
νηση ποικιλίες ή γλώσσες. Τα μαγνητοφωνημένα κείμενα
εναλλάσσονται κατά τέτοιο τρόπο στην κασέτα ώστε να μην
είναι δυνατό να αναγνωριστεί ο ίδιος ομιλητής όταν διαβάζει
το κείμενο σε διαφορετική ποικιλία ή γλώσσα από αυτήν που
το διάβασε αρχικά. Λ.χ., ο πρώτος ομιλητής επανεμφανίζεται
αφού προηγηθούν δυο-τρεις άλλοι. Οι ακροατές λογικά ξε­
χνούν τη χροιά της φωνής του και τον εκλαμβάνουν ως δια­
φορετικό. Στο τέλος θεωρούν ότι έχουν ακούσει διπλάσιους
ομιλητές από αυτούς που πραγματικά άκουσαν. Αφού ακού-
200 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

σουν τις μαγνητοφωνήσεις, οι ακροατές βαθμολογούν τους


ομιλητές ως προς διάφορα χαρακτηριστικά, όπως ευφυΐα,
κοινωνική τάξη, μόρφωση κ.λπ. Αν το ίδιο πρόσωπο βαθμο­
λογηθεί διαφορετικά στις διαφορετικές γλωσσικές του αμφιέ­
σεις, συνάγεται ότι η γλώσσα είναι ο καθοριστικός παράγο­
ντας της αξιολόγησης (και, κατά συνέπεια, της βαθμολόγησης)
και όχι ο ομιλητής, η χροιά της φωνής του ή το περιεχόμενο
του κειμένου το οποίο παραμένει το ίδιο μετασχηματισμένο
στις προς διερεύνηση γλώσσες ή ποικιλίες. Οι απαντήσεις δί­
νονται με βάση κλψϋ(κϋς^ημααυ^ίλογίκ4§ ^αφοροΐΐοίτισϊΐς
(χεηι&ηΐίο (ΗίίεΓεηΐΐβΙ χοειίεχ). Οι κλίμακες αυτές καθορίζουν τα
δύο άκρα ενός χαρακτηριστικού (λ.χ., μορφωμένος-μη μορ­
φωμένος) και αφήνουν τη δυνατότητα διαβαθμίσεων ανάμεσά
τους.
Σε περιπτώσεις ερευνών όπου συλλέγεται αυθεντικό υλικό
χωρίς τη χρήση προκατασκευασμένων τεχνικών άντλησης της
γλωσσικής συμπεριφοράς, καταγράφεται με μαγνητόφωνο ή
βιντεοσκόπηση η συνολική διεπίδραση (π.χ., διεπίδραση στην
τάξη, συζητήσεις μεταξύ των μελών μιας ομάδας εφήβων, διά­
λογος μεταξύ μητέρας-παιδιού κ.λπ.). Είναι προφανές ότι τέ­
τοιου τύπου έρευνα δεν μπορεί να γίνει εν αγνοία των ερευ-
νωμένων. Προκειμένου να συγκεντρωθεί αυθεντικό υλικό,
μπορούν να ανακοινωθούν οι γενικοί σκοποί της έρευνας και
να προταθεί στις παρατηρούμενες ομάδες να μαγνητοφωνή­
σουν οι ίδιες τις διεπιδράσεις τους όπως εξελίσσονται στο
φυσικό τους περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει η δυνα­
τότητα να κλείσουν το μαγνητόφωνο όταν θεωρήσουν ότι
στοιχεία της διεπίδρασης δεν αφορούν την έρευνα. Έτσι, μο­
λονότι, τα υποκείμενα της έρευνας έχουν επίγνωση της ερευ­
νητικής περίστασης, πολύ σύντομα εξοικειώνονται με το «πα-
ρείσακτο» εργαλείο και παράγουν φυσικό λόγο (βλ., π.χ.,
Η&83Π και αοΓ&η, 1990). Άλλωστε, όπως έχει φανεί ειδικά
στη μαγνητοσκοπημένη καταγραφή σχολικών συνομιλιών, με­
τά από ένα χρονικό διάστημα εξοικείωσης η παρουσία του
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 201

ισχυρού εργαλείου παρατήρησης ξεχνιέται και έτσι επηρεάζει


ελάχιστα ή και καθόλου την τρέχουσα εκπαιδευτική διαδικα­
σία.

4.2.3. Κριτικές επισημάνσεις σε βασικές παραδοχές συλλογής


κοινωνιογλωσσικού υλικού
Στη συζήτηση που ακολουθεί θα αναφερθούμε σε βασικές πα­
ραδοχές της θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης (βλ.
2.2.2. και 2.2.3.) για τη συλλογή φυσικού λόγου, στον αντίλο­
γο που διατυπώνεται από πιο εθνογραφικές μεθόδους, όπως
αυτή που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της θεωρίας των κοι­
νωνικών δικτύων (βλ. 2.2.4. και 2.2.5.), και θα καταλήξουμε
στην υπογράμμιση των πλεονεκτημάτων μιας αμιγώς εθνο­
γραφικής προσέγγισης όπου αξιοποιείται η συμμετοχική πα­
ρατήρηση (βλ. σχετικά Ραρ&ζ&οΗευΐοιι, 1998· Παπαζαχαρίου
και Αρχάκης, υπό δημοσίευση).
Η βασική παραδοχή της θεωρίας της κοινωνικής διαστρω­
μάτωσης (δοοΐαΐ «ΐΓαΐϊίϊοβίϊοη ίΗεοιγ), όπως αυτή χρησιμοποι-
ήθηκε από τον ίει&ον (βλ., π.χ., 1972, 1990) και άλλους ερευ­
νητές (π.χ., ΤηιάξΟΙ, 1974, 1975) για τη συλλογή υλικού γλωσ­
σικής ποικιλότητας, είναι η κατανομή των μελών μιας κοινό­
τητας σε επιμέρους προ-καθορισμένες κατηγορίες, όπως είναι
αυτές της κοινωνικής τάξης, του φύλου, της εθνοτικής ομά­
δας. Βασική επιδίωξη των ερευνητών που ακολούθησαν τη
θεωρία αυτή ήταν η συλλογή ενός αντιπροσωπευτικού δείγμα­
τος πληροφορητών για κάθε κατηγορία. Μετά την επιλογή
και την αποδοχή των πληροφορητών να συμμετάσχουν στην
έρευνα, ακολουθούσαν συνήθως οι συνεντεύξεις του/της ερευ-
νητή/-τριας με καθέναν από τους πληροφορητές για τη συλλο­
γή του γλωσσικού υλικού.
Παρά τα ενδιαφέροντα πορίσματα που ανέκυψαν από την
εφαρμογή της θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στη
μελέτη της γλωσσικής ποικιλότητας, έχουν εντοπιστεί σημα­
ντικά μειονεκτήματα στον τρόπο συλλογής του υλικού τον
202 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

οποίο συνεπάγεται η θεωρία αυτή. Έτσι, εκτός από τα προ­


βλήματα ορισμού που έχουν έννοιες όπως η κοινωνική τάξη,
είναι προφανές ότι σε όλες τις κοινωνίες δεν είναι δυνατό να
εφαρμοστούν οι ίδιες προκαθορισμένες κατηγορίες ταξινόμη­
σης των πληροφορητών και, επιπλέον, δεν είναι καθόλου δε­
δομένη η εσωτερική συνοχή και ομοιογένεια των κατηγοριών
αυτών. Γενικότερα, η παραδοχή ενός πληροφορητή-ομιλητή
με παγιωμένα, αμετάβλητα και αδιαπραγμάτευτα χαρακτηρι­
στικά ταυτότητας (π.χ., άνδρας, λευκός, μεσήλικας, μεσαίας
κοινωνικής τάξης, από την Αθήνα) ανεξάρτητα από την επι-
κοινωνιακή περίσταση, τους συνομιλητές του και την πορεία
της συνομιλίας στην οποία συμμετέχει, παρουσιάζει σημαντι­
κά προβλήματα ακριβούς περιγραφής των κοινωνικών δρωμέ­
νων και των κοινωνικών παραμέτρων (πρβ. δοΐΰίίπη, 1996:
198-199· Ηοίπιεδ, 1997: 209).3 Στα κεφάλαια 2 και 3 είχαμε
την ευκαιρία να αναφερθούμε γενικότερα στα προβλήματα
που εμφανίζουν οι έννοιες του κοινωνικού στρώματος ή της
κοινωνικής τάξης για την εμπειρική κοινωνιογλωσσολογική
έρευνα (βλ. ειδικά 2, σημείωση 8). Στις έρευνες της σχολής
των Ηα11ΐ(1αγ και Ηαχαη στις οποίες η κοινωνική προέλευση
είναι αυτή που χρησιμοποιείται ως ανεξάρτητη μεταβλητή,
λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός εξάρτησης των πληροφορητών
από την υλική βάση της εργασίας τους και, μ’ αυτό τον τρό­
πο, επιχειρείται η συσχέτιση της κοινωνικής προέλευσης με το
σημασιολογικό δυναμικό των στρατηγικών που διαθέτουν οι
πληροφορητές.
Μερικός ή ολικός αντίλογος στις παραδοχές της θεωρίας
της κοινωνικής διαστρωμάτωσης για τη συλλογή φυσικού λό­
γου ήρθε από ερευνητές που ακολούθησαν περισσότερο εθνο-__
γραφικές μεθόδους. Βασική θέση της εθνογραφίας της επικοι­
νωνίας είναι ότι τα γλωσσικά γεγονότα είναι άρρηκτα συνδε-
δεμένα με τα κοινωνικά και πολιτισμικά γεγονότα (βλ. 2, ση- )
μείωση 2). Έτσι, η ερευνήτρια ή ο ερευνητής που έχει μια
εθνογραφική οπτική στη συλλογή του υλικού του, συμμετέχει
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΑΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 203

ενεργά στην εσωτερική ζωή της μικρής συνήθως κοινότητας


που θέλει να μελετήσει στοχεύοντας σε μία εκ των έσω, λε­
πτομερή και χωρίς προκαταλήψεις παρατήρηση τόσο των κοι­
νωνικών όσο και των γλωσσικών γεγονότων. Με τον τρόπο
αυτό αποφεύγεται η χρήση προ-καθορισμένων κοινωνικών
κατηγοριών και επιδιώκεται η συνειδητοποίηση και καταγρα­
φή των συγκεκριμένων καθημερινών κοινωνικών παραμέτρων
που διαμορφώνουν την κοινωνική δομή κάθε συγκεκριμένης
κοινότητας (ΕοΚειΐ και ΜοΟοηηεΙΙ-Οΐηεΐ, 1992).
Η θεωρία των κοινωνικών δικτύων είναι μία από τι^,χαο
^^ανχικές-θείορίες οι οποίες χρησιμοποιούν εθνογραφικές
Ι^ιεδόδουςχια.ιη.Λυλλογή κοίνωνιονλωσσικού υλικού. Στο
πλαίσιο της θεωρίας αυτής η γλωσσική συμπεριφορά των
πληροφορητών συσχετίζεται με τον τύπο του κοινωνικού δι­
κτύου στο οποίο μετέχουν οι πληροφορητές. Όπως είδαμε
(2.2.5.), ένα κοινωνικό δίκτυο ορίζεται ως το σύνολο των
ατόμων που συνδέονται με κοινωνικές σχέσεις συγγένειας,
φιλίας, γειτονίας, κοινής εργασίας, κοινής διασκέδασης κ.λπ.
Το δίκτυο του οποίου όλα τα μέλη συνδέονται άμεσα μεταξύ
τους είναι πυκνό, ενώ, αν τα μέλη του μοιράζονται περισσό­
τερους από έναν δεσμούς, το δίκτυο καθίσταται και πολυνη-
ματικό. Όσο ισχυρότερο (δηλαδή πυκνό και πολυνηματικό)
είναι ένα κοινωνικό δίκτυο, τόσο τα μέλη του χρησιμοποιούν
περισσότερο στοιχεία που ανήκουν στην καθομιλουμένη
γλωσσική ποικιλία και όχι στην πρότυπη γλώσσα. Οι παρα­
δοχές αυτές οδήγησαν τους ερευνητές σε μια εθνογραφικού
τύπου προσέγγιση. Ειδικότερα, προέκριναν τη συμμετοχική
παρατήρηση στο εσωτερικό τής υπό μελέτη κοινότητας προ-
κειμένου να κατανοήσουν και να καταγράψουν το είδος των
κοινωνικών δεσμών που συνδέουν τα μέλη ενός κοινωνικού
δικτύου.4
Τα μειονεκτήματα που θα μπορούσαν να εντοπιστούν στην
παραπάνω θεωρία αφορούν κυρίως τον τρόπο εφαρμογής
των βασικών εννοιών της. Έτσι, αν ο προσδιορισμός των κοι­
204 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

νωνικών δικτύων και των δεσμών που τα συγκροτούν δεν γί­


νεται με συμμετοχική, εκ των έσω, παρατήρηση, αλλά τα είδη
των δεσμών θεωρούνται δεδομένα, προκαθορισμένα (όπως,
π.χ., αυτά της συγγένειας, της φιλίας, της γειτονίας, της κοι­
νής εργασίας, της κοινής διασκέδασης) και κατά κάποιο τρό­
πο καθολικά, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να προκύψουν προ­
βλήματα ανάλογα με αυτά της θεωρίας της κοινωνικής δια­
στρωμάτωσης. Δηλαδή, οι ερευνητές να επιβάλλουν προκατα-
σκευασμένες κατηγορίες στα δεδομένα τους και όχι να
προσπαθούν εκ των έσω να συνειδητοποιούν και να αναλύ­
ουν τα δεδομένα τους. Ένας τέτοιος κίνδυνος μπορεί να προ-
κύψει αν, π.χ., επιχειρηθεί η περιγραφή των σχέσεων τόσο
των ανδρών όσο και των γυναικών με τα ίδια είδη δεσμών,
παρά τον πιθανό διαφορετικό κοινωνικό τους προσανατολι­
σμό (πρβ. ΟιεδϊΓε, 1982). Επίσης, υπάρχουν έρευνες των
οποίων τα πορίσματα επισημαίνουν τη μερική ή πλήρη ανε­
πάρκεια της θεωρίας των κοινωνικών δικτύων, καταρχήν, στο
να συλλάβουν τον κοινωνικό προσανατολισμό των πληροφο­
ρητών και, κατά δεύτερον, στο να ερμηνεύσουν την παρατη­
ρούμενη γλωσσική ποικιλότητα. Έτσι, μπορεί δύο γείτονες
κάποιου ατόμου να είναι και συνάδελφοί του στη δουλειά
και, κατά συνέπεια, να θεωρούνται τυπικά μέλη του κοινωνι­
κού του δικτύου, παρά το ότι στην πραγματικότητα το άτομο
αυτό δεν έχει καμία ουσιαστική συναναστροφή μαζί τους
(πρβ. Ραραζαο1ΐ3Γΐοιι, 1998: 43).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Το κείμενο του κεφαλαίου αυτού βασίστηκε στις ακόλουθες βιβλιο­


γραφικές πηγές: Αραποπούλου, 1995 : 31-34* Ροδοΐά, 1984: 149-158* ΗικΙδοη,
1980: 138-147· Ντάλτας, 1997: 44, 47, 105-109* ΡαρδζαοΗβπου, 1998: 32-52*
Μ Π γ ο υ , 1987: 18-67* Παυλίδου, 1988-89* δΐυΙΛδ, 1983: 218-246.
2. Για μεθοδολογικά, πολιτικά και ηθικά ζητήματα της έρευνας, μεταξύ
των οποίων και η απόκρυψη των στόχων της έρευνας από τους/τις ερευνώ-
μενους/-ες, βλ. ΟαιηεΓοη κ.ά., 1992* ίαβον, 1982.
3. Η παραδοχή αυτή αποκαλύπτεται εναργέστατα στο γεγονός ότι στις
στατιστικές μετρήσεις των μελετών γλωσσικής ποικιλότητας η ταυτότητα
των ομιλητών κωδικοποιείται ως κατηγορική (οαΐε^οηοαΐ) -δηλαδή σταθερή,
χωρίς διαβαθμίσεις-, ανεξάρτητη μεταβλητή.
4. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θεωρία των κοινωνικών δικτύων και η θε­
ωρία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης μπορεί να θεωρηθούν αλληλοσυ-
μπληρούμενες οπτικές, αν εκλάβουμε την πρώτη ως αναφερόμενη στο μι-
κροεπίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης (: σχέσεις μεταξύ ατόμων που συνα-
ποτελούν ομάδες) και τη δεύτερη ως αναφερόμενη στο μακρο-επίπεδο της
κοινωνικής οργάνωσης (: σχέσεις μεταξύ κοινωνικών δικτύων-ομάδων). Εκ-
κρεμεί όμως μια κοινά αποδεκτή κοινωνική θεωρία που θα επέτρεπε τον συ­
στηματικό προσδιορισμό του κρίκου μετάβασης από το μικρό- στο μακρο­
επίπεδο (βλ. σχετικά Μ ι Ιγ ο υ και Μ Π γ ο υ , 1992: 17* Ραρ&ζαάιαποιι, 1998: 47*
Παυλίδου, 1999β).
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Η συζήτηση των μεθοδολογικών προβλημάτων του κεφαλαίου


4 μας επαναφέρει σε διάφορα ζητούμενα στα οποία αναφερ-
θήκάμε λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά στην πραγμά-
τευση όλων των προηγούμενων κεφαλαίων (Ιο, 2ο, 3ο). Πιο
συγκεκριμένα, όπως θίξαμε και στα σχετικά κεφάλαια, το-βί*.
αα των κοινωνικών κατηγοοιοποιτίσεων τωνομιλητών ανοί­
γει, ένα τεράστιο αεθοδολονικό ποόβλτιιια: Ακόαη και αν χρη-
σιμοποιήσοΰμΓσΰ'γκεκριμένες προκατασκευασμένες κοινωνι­
κές κατηγορίες ως ανεξάρτητες μεταβλητές και τη γλωσσική
συμπεριφορά ως εξαρτημένη μεταβλητή, η ουσιαστική εξέταση
αυτής της συσχέτισης δεν μπορεί να προσφέρει μια ικανοποι­
ητική εξήγηση για τα αίτιά της. Το γεγονός δηλαδή ότι η
γλωσσική συμπεριφορά συμμεταβάλλεται ανάλογα με την κοι­
νωνική κατηγορία στην οποία ανήκουν οι ομιλητές/-τριες
αποτελεί απλώς μία περιγραφή των φαινομένων τα οποία γί­
νονται αντικείμενα μελέτης της κοινωνιογλωσσολογίας. Κατά
την παρουσίαση διαφόρων ερευνών αναφερθήκαμε στις προ­
σπάθειες να αιτιολογηθεί και να ερμηνευτεί η συμμεταβολή
της γλωσσικής και της κοινωνικής συμπεριφοράς. Για παρά­
δειγμα, η σύγκλιση με τη γλωσσική νόρμα έχει θεωρηθεί ότι
οφείλεται στην κοινωνική ανασφάλεια των ομιλητριών/-ών, η
εμμονή στη χρησιμοποίηση μη πρότυπων γλωσσικών τύπων
μπορεί να οφείλεται στην ανάγκη διατήρησης της γεωγραφι­
κής, κοινωνικής ή εθνοτικής ταυτότητας κτλ. Κανένα όμως
κοινωνιογλωσσολογικό ρεύμα δεν μπορεί να ταυτιστεί με ένα
μεταφυσικό κοινωνικό ντερμινισμό, δηλαδή με την αντίληψη
ότι τα κοινωνικά δεδομένα επιβάλλονται στα γλωσσικά δεδο-
208 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

μένα με αυτόματο και καθοριστικό τρόπο και τα κατηγοριο­


ποιούν. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση οι σχετικές έρευνες
φροντίζουν να τονίζουν την πιθανότητα των τάσεων κοινω-
νιογλωσσικής μεταβλητότητας, οι οποίες προκύπτουν από τις
στατιστικές πιθανότητες. Ακόμη όμως και οι πιο αυστηρές
μετρήσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να καταγράφουν το
υπαρκτό χωρίς να το ερμηνεύουν και, πολύ περισσότερο, χω­
ρίς να εξηγούν τις αιτίες του.
Τα περισσότερα λοιπόν δείγματα εργασίας της συσχετιστι-
κής κοινωνιογλωσσολογίας, επιδιώκοντας το στόχο της «επι-
στημονικότητας», δεν καταφέρνουν να αναδείξουν μια σφαι­
ρική θεωρία για την κοινωνική φύση της γλώσσας. Είναι εν­
δεικτικό ότι οι πιο φιλόδοξες προσπάθειες κατασκευής ενός
ερμηνευτικού σχήματος για τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας δεν
προέρχεται από την κυρίαρχη-συσχετιστική κοινωνιογλωσσο­
λογία αλλά από σνολέ^ στα σύνορα μεταξύ κοινωνιογλωσσο-
λογίας και α νθρω πολογίαςγλώ σ σ α ς -όπως^"εθνογραφι­
κή σχολή τοΰΤϊγιη 65-, και λειτουργικής γλωσσολογίας -
όπως η σχολή του Ηα11ϊ<1&γ. Το βασικό εργαλείο“και στις δύο
περιπτώσεις το εντοπίσαμε στη θεαατοποίηστι της ανθρώπι-
νης_δραστηριόΐηϊα^αι της σημασίας, που παρεμβάλλονται
_μετα§ύ κρινωνιολογικών και γλωσσικών δεδομένων.
Η πλήρης ανάπτυξη ενός θεωρητικού κοινωνιογλωσσολο-
γικού μοντέλου θα έδινε μια γενικότερη απάντηση και στο
πρόβλημα της θεωρητικής νομιμοποίησης των θεμάτων με τα
οποία ασχολείται η κοινωνιογλωσσολογία, όπως, π.χ.: Η ποι­
κιλότητα διαπιστώνεται σε συγκεκριμένα τυπικά γλωσσικά
χαρακτηριστικά και όχι άλλα, όπως διατείνεται το υπόδειγμα
του ίειβον ή, αντιθέτως, επεκτείνεται και στα σημασιολόγικά-
χαρακτηριστικά; Και αν η ποικιλότητα περιορίζεται σε ορι­
σμένα μόνο τυπικά χαρακτηριστικά, τότε δικαιώνεται η κυ­
ρίαρχη κοινωνιογλωσσολογική προοπτική η οποία εν ολίγοις
ισχυρίζεται ότι γλώσσα και κοινωνία αλληλεπικαλύπτονται
μόνο σε ένα βαθμό. Απεναντίας, αν η ποικιλότητα διαπιστώ­
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 209

νεται σε όλο το φάσμα του γλωσσικού δυναμικού υποκινού­


μενη από τη σημασιολογική διαφοροποίηση, όπως ισχυρίζο­
νται λίγο-πολύ οι λειτουργικές θεωρίες για τη γλώσσα, τότε
μπορούμε να υποθέσουμε ότι η γλωσσική ποικιλότητα εδράζε­
ται στις πρακτικές ανάγκες των ομιλητών και των κοινωνι­
κών ομάδων. Η δεύτερη αυτή προοπτική θα δικαίωνε την
αντίληψη της αμοιβαιότητας που διέπει τις σχέσεις γλώσσας-
κοινωνίας.
Εν κατακλείδι, σε σχέση με το καθεστώς της κοινωνιο­
γλωσσολογίας, οι συνέπειες των παραπάνω θεωρητικών προ­
βλημάτων είναι οι εξής: είτε ότι η κοινωνιογλωσσολογία κα­
τέχει μία παράπλευρη ή και συμπληρωματική θέση σε σχέση
με τη γλωσσολογία (όπως δηλώνεται με το υπόδειγμα της συ-
σχετιστικής κοινωνιογλωσσολογίας) είτε ότι αποτελεί ρεύμα
στη θεωρία της γλώσσας (όπως φιλοδοξεί η συστημική λει­
τουργική γλωσσολογία).
Μια τέτοια όμως ενοποιητική προοπτική θα οδηγούσε
ίσως στην περιστολή της ερευνητικής δραστηριότητας και στη
μεθοδολογική υπεραπλούστευση. Άλλωστε, από τα ετερογενή
και πολλές φορές αντικρουόμενα πορίσματα της εμπειρικής
έρευνας δεν λείπουν τα σπέρματα θεωρητικού αναστοχασμού
που δηλώνουν την ικμάδα ενός κλάδου ο οποίος ευτυχώς πα­
ραμένει ακόμη ζωντανός και επαναπροσδιοριζόμενος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αάοπιο, ΤΙι.ν/. (1994), «Σχετικά με τη λογική των κοινωνικών


επιστημών», Γ. Κουζέλης και Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επι­
στημολογία των Κοινωνικών Επιστημών. Αθήνα: νήσος,
σ. 329-350.
Αμπατζόγλου, Γ. (2001), «Γλώσσα και μετανάστευση: Ψυχολο­
γικές διαστάσεις», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία
με τη Μ. Θεόδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για
τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ.
100-103.
Ανδρουλάκης, Γ. (1992), «Η ελληνική γλώσσα σε επαφή με τη
γαλλική στο Παρίσι - η εναλλαγή κωδίκων», Μελέτες για
την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 13ης Ετήσιας συνά­
ντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής
του ΑΠΘ, 7-9 Μαΐου 1992. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης, σ.
641-654.
— (1999), «Η σχετικότητα του όρου γλωσσική κοινότητα σε κα­
ταστάσεις επαφής γλωσσών: Η ελληνική κοινότητα στο
Παρίσι», Α. Μόζερ (επιμ.), Ελληνική Γλωσσολογία ’97,
Πρακτικά του Γ ' Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για
την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ.
557-564.
Ανδρουτσόπουλος, Γ.Κ. (1997), «Η γλώσσα των νέων σε συγκρι­
τική προοπτική: Ελληνικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά»,
Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 17ης
Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλ(οσσολογίας της Φιλο­
212 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

σοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 22-24 Απριλίου 1996. Θεσσα­


λονίκη, σ. 562-576.
— (1998), «Γλώσσα των νέων και γλωσσική αγορά της νεανικής
κουλτούρας», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτι­
κά της 18ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολο­
γίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 2-4 Μαΐου 1997.
Θεσσαλονίκη, σ. 41-55.
Αραποπούλου, Μ. (1995), Στάσεις απέναντι στην Ελληνική
γλώσσα και τους ομιλητές της. Μεταπτυχιακή εργασία,
Τομέας Γλωσσολογίας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.
Αρχάκης, Α. (1998), «Μειονοτικές γλώσσες στην ελληνική επι­
κράτεια: Η περίπτωση των Αρβανίτικων της Λιβαδειάς»,
Τβππϊηοΐοβίβ βί Ττ&άυοΐίοπ, 3: σ. 135-151.
— (2000), «Ο προφορικός λόγος στα μαθητικά γραπτά», Γλώσ­
σα, 51: σ. 24-44.
— (2001), Παραδόσεις Κοινωνιογλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολο­
γίας. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών, Εκτυπωτικό Κέντρο.
Γεωργακοπούλου, Α. και Γούτσος Δ. (1999), Κείμενο και επι­
κοινωνία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Γιαννουλοπούλου, Γ. (2001), «Η νέα ελληνική μετά, τη διγλωσ­
σία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεο-
δωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα.
Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 160-164.
Δελβερούδη, Ρ. (2001α), «Γλώσσα και διάλεκτος», Α.-Φ. Χριστί-
δης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου),
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη:
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 50-53.
— (2001β), «Γλωσσική ποικιλία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συ­
νεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός
οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής
Γλώσσας, σ. 54-57.
Δελβερούδη Ρ. και Μοσχονάς Σ. (1997), «Ο καθαρισμός της
γλώσσας και η γλώσσα του καθαρισμού», Σύγχρονα Θέμα­
τα 62, σ. 79-91.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 213

Δενδρινού, Β. (2001), «Διγλωσσία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε


συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός
οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής
Γλώσσας, σ. 89-94.
Ιακωβίδου, Α. (1993), «ΡθΓ6ί§π6Γ-1&11ο>, Μελέτες για την Ελλη­
νική Γλώσσα. Πρακτικά της 14ης Ετήσιας συνάντησης του
Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ,
27-29 Απριλίου 1993. Θεσσαλονίκη, σ. 433-443.
Ιορδανίδου, Α. (1996), «5ΐ3ηά8Γ(1 κοινή νεοελληνική: Απόπειρα
καθορισμού», Πρακτικά ημερίδας: «Ισχυρές» και «Ασθε­
νείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Οψεις του γλωσ­
σικού ηγεμονισμού, 25 Απριλίου 1996. Θεσσαλονίκη: Κέ­
ντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 139-147.
— (1999), «Ζητήματα τυποποίησης της σύγχρονης νεοελληνι­
κής», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Πρακτικά Διεθνούς Συνε­
δρίου: «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊ­
κή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλο­
νίκη, 26-28 Μαρτίου 1997. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνι­
κής Γλώσσας, σ. 835-844.
Καζάζης, Ι.Ν. (2001), «Αττικισμός», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.),
Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την
ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής
Γλώσσας και Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα
Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σ. 901-910.
Κακριδή, Μ. (1997), Κοινωνιογλωσσολογία: Οι έρευνες του Ιμ-
ύον. Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Εθνικό και Καποδι-
στριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αθήνα: Τμήμα Φιλολο­
γίας - Τομέας Γλωσσολογίας.
Κακριδή-Φερράρι, Μ. (2001), «Μετάφραση ξένων όρων», Α.-Φ.
Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπού­
λου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονί­
κη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 203-205.
Κακριδή-ΡβΓΚίΓΪ, Μ. και Χειλά-Μαρκοπούλου, Δ. (1996), «Η
γλωσσική ποικιλία και η διδασκαλία της Νέας Ελληνικής
214 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ως ξένης γλώσσας», Η Νέα ελληνική (ος ξένη γλώσσα: Προ­


βλήματα διδασκαλίας. Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, ο.
17-51.
Οβίνοί ί.-Ι. (1999), «Όταν οι γλωσσικές αναπαραστάσεις επινο­
ούν τις γλώσσες», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.) Πρακτικά Διε­
θνούς Συνεδρίου. «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην
Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού.
Θεσσαλονίκη, 26-28 Μαρτίου 1997. Θεσσαλονίκη: Κέντρο
Ελληνικής Γλώσσας, σ. 129-137.
ΟβχηβΓοη, ϋ. (1988), «Γλώσσα και σεξουαλική διαφορά: Ποια εί­
ναι η φύση της γυναικείας καταπίεσης στη γλώσσα», Δίνη,
φεμινιστικό περιοδικό 3, σ. 86-91.
Καραντζόλα, Ε. (2001), «Γλώσσα και τυποποίηση», Α.-Φ. Χρι-
στίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου),
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη:
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 84-88.
Καραπαναγιώτου, Α. (1986), «Υπάρχει στην Ελλάδα ΡοΓείβηεΓ
ΤαΙ1&», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της
7ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φι­
λοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. 12-14 Μαΐου 1986. Θεσσα­
λονίκη, σ. 279-298.
Καρυολαίμου, Μ. (1999), «Περιγραφική γλωσσολογία και γλωσ­
σική πραγματικότητα», Α. Μόζερ (επιμ.), Ελληνική Γλωσ­
σολογία ’97, Πρακτικά του Γ' Διεθνούς Γλωσσολογικού
Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα, σ. 596-604.
— (2000), «Κυπριακή πραγματικότητα και κοινωνιογλωσσική
περιγραφή», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά
της 20ής Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας
της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 23-25 Μαΐου 1999.
Θεσσαλονίκη, σ. 203-214.
Κατή, Δ. και Κονδύλη, Μ. (1999), «Ζητήματα ρυθμιστικότητας
και περιγραφισμού στη γλωσσολογική θεωρία», Α.-Φ. Χρι-
στίδης (επιμ.), Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. «Ισχυρές»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 215

και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις


του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλονίκη, 26-28 Μαρτίου
1997. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 203-
211.
Κατσογιάννου, Μ. (1999α), «Το ιδίωμα της Καλαβρίας», Α.-Φ.
Χριστίδης (επιμ: σε συνεργασία με τις Μ. Αραποπούλου
και Γ. Γιαννουλοπούλου), Διαλεκτικοί θύλακοι της ελλη­
νικής γλώσσας. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και Κέντρο Ελληνικής
Γλώσσας, σ. 39-45.
— (1999β), «Ελληνικά της Κάτω Ιταλίας: Η κοινωνιογλωσσολο-
γική άποψη», Α. Μόζερ (επιμ.), Ελληνική Γλωσσολογία
’97, Πρακτικά του Γ' Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνε­
δρίου για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμ­
ματα, σ. 605-613.
Κονδύλη, Μ. (1997), «Ζητήματα σχετικισμού στην κοινωνική
γλωσσολογία», Αξιολογικά 10: σ. 62-106.
— (1999), Φάκελος σημειώσεων για το μάθημα «Θέματα κοινω­
νικής γλωσσολογίας», Πάτρα: Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπια­
γωγών Πανεπιστημίου Πατρών.
— (υπό δημοσίευση), «Η γλώσσα του παιδιού στην κοινωνιοση-
μειωτική προοπτική του Μ.Α.Κ. Ηα1Μ&γ». Τοπικά, τόμ. 5.
Κοντοσόπουλος, Ν.Γ. (1981), Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας
Ελληνικής. Αθήνα.
Κωστούλα-Μακράκη, Ν (2001), Γλώσσα και κοινωνία. Αθήνα:
Μεταίχμιο.
Κωστούλη, Τ. και Χατζηδάκη, Α. (1998), Νεοελληνική γλώσσα:
Κοινωνιογλωσσική ανάλυση. Θεσσαλονίκη.
ίγοη8,1. (1995), Εισαγωγή στη Γλωσσολογία (μτφρ. Μ. Αραπο­
πούλου, Α. Αρχάκης, Μ. Βραχιονίδου, Αι. Καρρά). Αθή­
να: Πατάκης.
Λύκου, X. (2001), «Η συστημική λειτουργική γραμματική του
Μ.Α.Κ. ΗβΙΙΐά&Υ», Γλωσσικός Υπολογιστής, 2: σ. 57-71.
Μ&ςΙίβη-ΗοΓαπΙί, Μ. (2000), «Γλωσσική αγωγή στη Β '/θμια εκ-
216 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

παίδευση στην Αυστραλία: Μια συστημική λειτουργική


οπτική», Γλωσσικός Υπολογιστής 2: σ. 74-95.
Μακρή-Τσιλιπάκου, Μ. (1986), «Μερικές στιγματισμένες φόρμες
της νεοελληνικής», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα.
Πρακτικά της 7ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσ­
σολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 12-14
Μαΐου 1986. Θεσσαλονίκη, σ. 261-277.
— (1991), «Γλώσσα, διαφορά και κοινωνική αξιολόγηση», Μελέ­
τες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 11ης Ετήσιας
συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής
Σχολής του ΑΠΘ, 26-28 Απριλίου 1990. Θεσσαλονίκη, σ.
345-365.
— (1996), «Τι άλλαξε λοιπόν;», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσ­
σα. Πρακτικά της 16ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα
Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 4-6
Μαΐου. Θεσσαλονίκη, σ. 435-446.
— (1997), «Κρασί ημιαφρώδη και ψωμάκια πλήρης για να έχου­
με υγιείς μαλλιά επειδή είναι δυσμενή χρονιά», Μελέτες
για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 17ης ετήσιας συ­
νάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχο­
λής του ΑΠΘ, 22-24 Απριλίου 1996. Θεσσαλονίκη, σ. 532-
546.
— (1999α), «Ερωτ.: Χρησιμοποιείτε ξένες λέξεις όταν μιλάτε;
Απαντ.: Νενετ! ((γέλια))», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.) Πρακτι­
κά Διεθνούς Συνεδρίου. «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσ­
σες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγε­
μονισμού. Θεσσαλονίκη, 26-28 Μαρτίου 1997. Θεσσαλονί­
κη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 439-447.
— (1999β), «Νεοελληνική και ξενόγλωσσες μονάδες: Δανεισμός ή
αλλαγή κώδικα;», Α. Μόζερ (επιμ.), Ελληνική Γλωσσολο­
γία ’97, Πρακτικά του Γ ' Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνε­
δρίου για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμ­
ματα, σ. 575-585.
Μαργαρίτη-Ρόγκα, Μ. (1987), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας II.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 217

Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,


Υπηρεσία Δημοσιευμάτων.
Μπαλτσιώτης, Λ.Μ. (1997), «Η πολυγλωσσία στην Ελλάδα», Σύγ­
χρονα Θέματα 63, σ. 89-95.
Μπαμπινιώτης, Γ. (19983) [1980], Συνοπτική ιστορία της ελληνι­
κής γλώσσας με εισαγωγή στην ιστορικοσυγκριτική γλωσ­
σολογία. Αθήνα.
Μπασλής Ι.Ν. (1988), Κοινωνική-γλωσσική διαφοροποίηση και
σχολική επίδοση. Εκδ. Νέα Παιδεία.
Μπασλής, Γ. (1996), «Θηλυκά επαγγελματικά», Μελέτες για την
Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 16ης Ετήσιας συνάντη­
σης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής
του ΑΠΘ, 4-6 Μαΐου 1995. Θεσσαλονίκη, σ. 447-457.
— (2000), Κοινωνιογλωσσολογία. Αθήνα: Γρηγόρη.
Βΰπικίβΐη, Β. (1989), Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός έλεγ­
χος (εισ.-μτφρ.-σημ. I. Σολομών). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
ΒοιιίεΙ, 1. (1984), Εισαγωγή στην κοινωνιογλωσσολογία (μτφρ.
Α. Ιορδανίδου, Ει. Τσαμαδού). Αθήνα: εκδ. Γρηγόρη.
ΒΐΌ\νηϊη§, Κ. (1991), Η μεσαιωνική και νέα ελληνική, μτφρ. Μ.Ν.
Κονομή. Αθήνα: Παπαδήμας.
Ντάλτας, Π (1989), «Περιορισμένος και ανεπτυγμένος κώδικας,
προφορικός και γραπτός λόγος, και η θεωρία της γλωσσι­
κής υστέρησης», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρα­
κτικά της 9ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολο­
γίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, σ.
559-579. 1
— (1997), Κοινωνιογλωσσική μεταβλητότητα: Θεωρητικά υπο­
δείγματα και μεθοδολογία της έρευνας. Αθήνα: Επικαιρό-
τητα.
Παϊζη, Λ.Α. και Καβουκόπουλος, Φ.Α. (2001), Η γλώσσα στο
σχολείο: Κοινωνιογλωσσικές διαφορές και σχολική πρόο­
δος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αθήνα: Νεφέλη.
Παπαζαχαρίου, Δ. και Αρχάκης, Α. (υπό δημοσίευση), «Εθνο­
218 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

γραφικός προσδιορισμός δεδομένων από νεανικές συνομι­


λίες».
Παυλίδου, Θ. (1984), «Γλώσσα-Γλωσσολογία-Σεξισμός», Σύγχρο­
να Θέματα 21: σ. 69-79.
— (1985), «Παρατηρήσεις στα θηλυκά επαγγελματικά», Μελέτες
για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 5ης Ετήσιας Συ­
νάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχο­
λής του του ΑΠΘ, 2-4 Μαΐου. Θεσσαλονίκη, σ. 201-217.
— (1988-9), Παραδόσεις του μαθήματος Κοινωνιογλωσσολογία
I. Θεσσαλονίκη.
— (1987), Εμείς και η γλώσσα. Ραδιοφωνικές εκπομπές στην
ΕΡΤ 1, Μάης-Ιούλιος 1987. Θεσσαλονίκη.
— (1996), «Γλώσσες, γλωσσικές ποικιλίες και η έννοια της
ισχύος», Πρακτικά ημερίδας. «Ισχυρές» και «Ασθενείς»
γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ενωση: Όψεις του γλωσσικού
ηγεμονισμού, 25 Απριλίου 1996. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελ­
ληνικής Γλώσσας, σ. 23-33.
— (1997), Επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης. Θεσσαλονίκη: Παρατη­
ρητής.
— (1999α), Παραδοτέο του υποχρεωτικού μεταπτυχιακού μαθή­
ματος Κοινωνιογλωσσολογία (Κ.Α. 901). Θεσσαλονίκη.
— (1999β), «Αναζητώντας μια θεωρία της γλωσσικής ανισότη­
τας»,'Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.) Πρακτικά Διεθνούς Συνε­
δρίου. «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊ­
κή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλο­
νίκη, 26-28 Μαρτίου 1997. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνι­
κής Γλώσσας, σ. 187-195.
Πετρούνιας, Ευ. (1984), Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική
ανάλυση. Θεσσαλονίκη: υπΐνβΓ8ϊΙγ 5ΐιι<ϋο Ρτεχχ.
Ρορρετ, Κ. (1994), «Η λογική των κοινωνικών επιστημών», Γ.
Κουζέλης και Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επιστημολογία των
Κοινωνικών Επιστημών. Αθήνα: νήσος, σ. 307-327.
Προςρίλη, Ο. (1999α), «Η ελληνική στη Νότια Ιταλία», Α.-Φ. Χρι-
στίδης (έπιμ. σε συνεργασία με τις Μ. Αραποπούλου και
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 219

Γ. Γιαννουλοπούλου), Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής


γλώσσας. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και Κέντρο Ελληνικής Γλώσ­
σας, σ. 31-37.
— (1999β), «Η αναζωογόνηση της §τΐοο στην Οτεοία 5αΙεπΐϊηει»,
Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τις Μ. Αραπο-
πούλου και Γ. Γιαννουλοπούλου), Διαλεκτικοί θύλακοι
της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και Κέντρο Ελλη­
νικής Γλώσσας, σ. 47-54.
— (2001α), «Γλώσσα/γλώσσες στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
(ισχυρές και ασθενείς γλώσσες)», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.
σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδι­
κός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνι­
κής Γλώσσας, σ. 126-128.
— (2001β), «Γλωσσική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Α.-Φ.
Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπού­
λου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονί­
κη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 129-131.
— (2001γ), «Μειονοτικές γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Α.-Φ.
Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου),
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέ­
ντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 132-135.
53ΐΐ88ΐΐΓ€, Ρ. άε (1979), Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας (μτφρ.
Φ.Δ. Αποστολόπουλος). Αθήνα: Παπαζήσης.
5ο1ιαίί, Α. (χ.χ.), Γλώσσα και γνώση (μτφρ. Κ. Αλάτσης). Αθήνα:
Ζαχαρόπουλος.
Σκοπετέα, Ε. (2001), «Έθνος και γλώσσα», Α.-Φ. Χριστίδης
(επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλο­
παιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελ­
ληνικής Γλώσσας, σ. 75-77.
Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (2001), «Το γλωσσικό ζήτημα», Α.-Φ.
Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπού­
λου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονί­
κη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 155-159.
220 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Τζάρτξανος, Α. (1991) [1946], Νεοελληνική σύνταξις (της κοινής


δημοτικής), τόμ. I Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
Τζιτζιλής, X. (2001), «Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική
διαλεκτολογία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με
τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη
γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ.
168-174.
Τριανταφυλλίδη Μ. (1978) [1941], Νεοελληνική Γραμματική (της
Δημοτικής). ΟΕΣΒ: Θεσσαλονίκη.
— (1993) [1938], Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή,
τόμ. 3. Αθήνα.
Τσιτσελίκης, Κ. (2001α), «Προστασία των μειονοτικών γλωσ­
σών», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θε­
οδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα.
Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 136-141.
— (2001β), «Μειονοτικές γλώσσες στην Ελλάδα», Α.-Φ. Χριστί-
δης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυ­
κλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο
Ελληνικής Γλώσσας, σ. 142-145.
Τσιτσιπής, Λ. (1995), Εισαγωγή στην ανθρωπολογία της γλώσ­
σας: Γλώσσα, ιδεολογία, διαλογικότητα και επιτέλεση.
Αθήνα: ΟιιΐεηΙ)βΓ£.
— (2001α), «Στάσεις απέναντι στη γλώσσα», Α.-Φ. Χριστίδης
(επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλο­
παιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελ­
ληνικής Γλώσσας, σ. 78-80.
— (2001β), «Γλωσσική συρρίκνωση», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε
συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός
οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής
Γλώσσας, σ. 81-83.
Τσιτσιπής, Λ.Δ. (2001γ), «Κριτική της Κοινωνιογλωσσολογίας»
Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 21ης
Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλο­
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 221

σοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, 12-14 Μαΐον 2000. Θεσσαλονί­


κη, σ. 795-800.
Τσοκαλίδου, Ρ. (2001), «Γλώσσα και φύλο», Α.-Φ. Χριστίδης
(επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλο­
παιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελ­
ληνικής Γλώσσας, σ. 104-107.
Φραγκουδάκη Ά. (1987). «Γλώσσα λανθάνουσα;», Δίνη, φεμινι­
στικό περιοδικό 2: σ. 27-28.
— (1988), «Γλώσσα λανθάνουσα - 2», Δίνη, φεμινιστικό περιοδι­
κό 3: σ. 82-85.
Ηα11ϊ(1αγ, Μ.Α.Κ. (1999), «Η γλώσσα και η αναμόρφωση της αν­
θρώπινης εμπειρίας» (προσαρμογή στα ελληνικά X. Λύ­
κου), Γλωσσικός Υπολογιστής, 1: σ. 19-34.
Χαραλαμπάκης, X. (1992), Νεοελληνικός λόγος: Μελέτες για την
γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος. Αθήνα: Νεφέλη.
Χαραλαμπόπουλος, Α., Αραποπούλου Μ., Κοκολάκης Α. και
Κυρατζής Σ. (1992), «Φωνολογική ποικιλία: Ηχηροποίη-
ση-προρινικοποίηση», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα.
Πρακτικά της 12ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσ­
σολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 18-20 Απρι­
λίου 1991. Θεσσαλονίκη, σ. 289-303.
Χαραλαμπόπουλος, Α. και Χατζησαββίδης, Σ. (1997,), Η διδα­
σκαλία της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας: Θεωρία και
πρακτική εφαρμογή. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.
Χατζηδάκη, Α. (1992), «δοοΐαΐ ηείχνοΛδ βηά ΐ3Π£ΐΐ3£6 οΐιοΐοε ΐη α
Μίη§ιιαΙ οοηΐεχΐ», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα.
Πρακτικά της 13ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσ­
σολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, 7-9 Μαΐον
1992. Θεσσαλονίκη, σ. 607-624.
— (1995), «Η διατήρηση της ελληνικής από Έλληνες μετανάστες:
Μια κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση», Μελέτες για την
Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 15ης Ετήσιας συνάντη­
σης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής
222 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

τον ΑΠΘ, 11-14 Μαΐον 1994, ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ


ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Μ. ΣΕΤΑΤΟ. Θεσσαλονίκη, σ. 686-697.
— (1996), «Τα ελληνικά των απόδημων: Προβλήματα περιγρα­
φής και οριοθέτησης και προτάσεις για τη διδασκαλία της
ελληνικής», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά
της 16ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας
της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, 4-6 Μαΐον 1995. Θεσ­
σαλονίκη, σ. 564-575.
— (1998), Πανεπιστημιακές σημειώσεις για τη διγλωσσία και τη
δίγλωσση εκπαίδευση. Ρέθυμνο: Παιδαγωγικό Τμήμα Πα­
νεπιστημίου Κρήτης.
— (1999) «Ο περιοριστικός όρος της ισοδυναμίας (εςυίναΐεηοε
οοηδίπιπιΐ): Στοιχεία από την εναλλαγή κωδίκων μεταξύ
ελληνικής και γαλλικής», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσ­
σα. Πρακτικά της 19ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα
Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, 23-25
Απριλίου 1998. Θεσσαλονίκη, σ. 586-600.
Χατζησαββίδης, Σ. (1999), «Η μορφολογική ποικιλία στον ελλη­
νικό γραπτό δημοσιογραφικό λόγο», Μελέτες για την Ελ­
ληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 19ης Ετήσιας συνάντησης
τον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον
ΑΠΘ, 23-25 Απριλίου 1998. Θεσσαλονίκη, σ. 601-614.
— (2000), «Η μορφολογική ποικιλία του ρήματος στον ελληνικό
γραπτό δημοσιογραφικό λόγο», Μελέτες για την Ελληνική
Γλώσσα. Πρακτικά της 20ής Ετήσιας συνάντησης του Το­
μέα Γλ(οσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 23-
25 Απριλίου 1999. Θεσσαλονίκη, σ. 588-599.
Χριστίδης, Α.-Φ. (1996-1997), Γενική Γλωσσολογία I: Γενικά χα­
ρακτηριστικά της γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων.
— (1999α), Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός. Αθήνα: Πόλις.
— (1999β) (επιστ. υπεύθ.), Βοήθημα Ορολογίας. Παραγωγή θεω­
ρητικού υλικού για την υποστήριξη του γλωσσικού μαβή-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 223

ματος. ΥΠΕΠΘ και Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ηλεκτρο­


νικός Κόμβος, Δράση 1.
— (2001α), «Η νέα ελληνική γλώσσα και η ιστορία της», Α.-Φ.
Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπού­
λου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονί­
κη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 149-154.
— (2001β), «Η αρχαία και η νεότερη ελληνική γλώσσα: η αυτο­
νομία της δημοτικής», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργα­
σία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός
για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας,
σ. 165-167.
— (2001γ), «Πολυγλωσσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Α.-Φ. Χρι-
στίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου),
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη:
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 165-167.
— (2001δ) (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου),
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη:
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Ξενόγλωσση

ΑΐΐοΜδοη, I. (1981), ΐΆΠβυΆβε οΗ&ηββ: Ργο§Τ6$3 οτ άεοαγ? Λονδί­


νο: Ροηίθηα Ραρ€Γ&£1<±$.
ΑΙΙάηχοη, Ρ. (1985), Εβπβυβββ, δύυοίυκ βπά κρτοάιιαίοη: Αη
ϊηίτοάααϊοη ίο ώβ 3οαο1ο§γ οΐ Ββεϊΐ ΒβτπΜβϊη. Λονδίνο:
ΜεΐΗιιεη.
Ατοΐΐίΐΐάχ, Α. και Ραρ&ζ&οΐιβποιι ϋ. (2001), «ΟιόΙ είειηεηΐί ϊη
ριιρϊΐδ’ \νπ1ΐη§8: ΕνΜεηοε ίτοιη Οτεείί οΙβδδΓοοιη «ΗδαηίΓδε»,
Ε. Νέιηβιΐι (επιμ.), ΡΓββτηαΐϊα ϊη 2000: ΞεΙβοίβά ρ&ρβτε
ίτοιη ίΗβ 7Λ ΙηίβΓΠΗίίοηΆΐ ΡτΆ&ιηαΙίοχ ϋοηίβΓβηοβ. ΙηΐεΓ-
ηαΐϊοη&Ι Ργ3§πι&Ιϊ08 Α$$οάαϋοη: ΑηΙ\νειρ, σ. 39-51.
Αρβανίτη, Α. (1995), «$οοίο1ίη£ΐιϊ$ΐίο ρ&ΙΙεπιχ οί ρΓεη8$α1ϊ$αΐϊοη ΐη
ΟΓεεΙί», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της
224 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

15ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας της


Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 11-14 Μαΐου 1994, ΤΙΜΗ­
ΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Μ. ΣΕΤΑΤΟ. Θεσσα­
λονίκη, σ. 209-220.
ΒβΚετ, 0. (1993), Ρουπάαίίοπ οί ΜΗπ§υα1 εάυοαΐϊοη αηά ΰϊΐΐπβυα-
1ϊ8τη. Κλέβεντον: Μυ11ϊ1ϊη§ιιβ1 Μ&ΙΐεΓδ.
ΒεπίδΙείη, Β. (1971), Οθ88, οοάβε αηά οοηίτοί, V. I. Λονδίνο:
Κου11εά§ε βη<1 Κε§αη Ρ&ιιΐ.
— (1987), «8οοϊ9.1 οΐ35δ, οοάβδ βηά οοιηιηιιηϊο&ΐΐοη», υ. Αηιιηοη,
Ν. Ι3ΪΙΪΓΠεΐΓ, Κ.1. ΜβΛεΐετ (επιμ.), 5οαοΙίηβυΪ8ΐΐ€8/5οζϊο-
1ϊη§ιιΐ8ίο1ί, V. II. Βερολίνο: άε Οηιγίετ, 536-572.
— (1990), ΊΊιβ Ξίιυοΐυππβ οί ρεάαξΟξΚ άΐ8θοατ8£. Λονδίνο:
Εοιιΐΐεάββ.
Βεπυΐο, Ο. (1995), Γοηάατηβηίί άί $οάο1ϊη§υί8ίκα. Ρώμη-Μπάρι:
ί&ΐετζα.
ΒίοΚεΠοη, ϋ. (1975), Ογηβπιϊο$ οί α οτ&οΐβ 5γ$ΐετη. Κέμπριτζ:
Οαιη5π(1§6 υηίνετχίΐγ Ρΐΐδδ.
— (1983), «Οτεοίε Ι.8η§ιΐ£ΐ§εδ», 5άβηίϊίϊο Ατηβηοοη, 249(1): 116-
122.
Β1οοπιίΐβ1<1, ί (1933), Γαηβΐιαββ. Νέα Υόρκη: Η. Ηοΐΐ.
Ο&πιεΓοη, ϋ. (1985), Ρβπιϊηϊ8ΐΏ αηά 1ϊη§ηΐ8ίκ ώεοιγ. Λονδίνο:
Μααηΐΐΐίΐη.
— (1990), «Οειηγΐ1ιο1ο§ΐζΐη§ δθάο1ΐη§υΐδ1ϊθ5: Μιγ ΐ8ΐΐ£ΐια£ε άοβδ
ηοΐ ΓβΠβοί δοάεΐγ», Ι.Ε. ΙοβερΗ και Τ.ί. Ταγίοτ (επιμ.),
Ιάεο1οξϊ68 οί Ιαηβυαββ. Λονδίνο: Κοιιΐΐε^ε, 77-93.
Ουηετοη, ϋ., Ρταζετ, Ε., Ηατνεγ Ρ., Κβηιρίοη, Μ.Β.Η. ΚϊοΗβκΙδοη,
Κ. (1992), Κβ5β3ΤθΙιϊη§ 1αη§ιιαξβ: Ι88υβ8 οί ροψβτ αηά πιβίΐι-
οά. Λονδίνο: Κοιιΐ1ε<1§ε.
ΟΙίΕΐτηβεΓδ, Ι.Κ. και Τηιά§ί11, Ρ. (1980), ΩϊαΙεοΐοΙοβΥ. Κέμπριτζ:
ΟίίΓηϋπίΙ^ε ϋηίνεΓδΐΐγ Ρτεδδ.
ΟιβπΛβΓδ, Ι.Κ. (1995), 5οάο1ίη§υίίΙίο ΐΗεοτγ: Ιώ^ι/κί/ο νατίαΐίοη
αηά ίί$ 8θάα1 Βΐβηϊϊϊ&αΗΧ. Οξφόρδη: Βΐ&οΐανεΐΐ.
Οιεδίτε, ί. (1978), «Ρτεχεπί ΐεηβε νεΛχ ΐη Κεα(1ϊη§ Εη§1ϊδ1ι», Ρ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 225

Τηκίβϋΐ (επιμ.), Ξοάοΐΐηβυϊίίίο ραΐίεπίί ϊη ΒήίκΙι Εη£ΐί$Η.


Λονδίνο: Ατηοΐά, 52-68.
— (1982), νβτίβίΐοη ϊη απ Εη§Ιίίή άΐαΐβοί. Κέμπριτζ: 08ΐη5π(1§β
υηΐνβκΐΐγ ΡΚδδ.
ΟΗοπιχΙίγ, Ν. (1965), Αφβοίϊ οί ΐΗβ ώβοτγ οί 8γηίβχ. Κέμπριτζ
Μασ.: ΜΓΓ Ρτεδδ.
ΟίτΐδΙΐε, Γ. (1998), «δοϊβηοβ βηά βρρΓεηϋοεδΙπρ: ΤΚβ ρε<ΐ3£θ£ΐο
ΛδοοιίΓδε», Μβιΐϊη, ί.Κ. και νεεί Κ. (επιμ.), Κββάϊηξ 5α-
βηοβ: ϋπίκβΐ βηά Λιπαΐοηβΐ ρβτφβοί/νβί οη ώίοουηβ οί
$αβπ<χ. Λονδίνο: Κοιιΐΐείίβε, 152-177.
— (1999) «ΤΗε ρεά3£θ§ΐο (Ιενϊοε 8ΐκ1 ΐΗε ΙεαοΚίη§ οί Εη§1Μ».
Οιηίΐΐε, Ρ. (επιμ.), Ρ&άβ£θ§γ βηά ώε Ξίι&ρΐηβ οί ϋοηζϊουί-
πβ8$. Πηβυίεΐΐο βηά 5οάα1 Ρτο<χ8$ε8. Λονδίνο και Νέα
Υόρκη: ΟοηΙίηααιπ, 156-184.
ΟΙοΓβη, Ο. (1999), «€οηΐεχΐδ ίοΓ 1β3Πΐΐ移, Ρ. ΟΙιτΐδΙΐβ (επιμ.), Ρεά-
β£θ§γ βηά ώε 8Ηαρϊπ£ οί α>η8ϊου8ηε88: Πη§υΜΐο βηά ζοοΐβΐ
ρτο<Χ8868. Λονδίνο: Οίδδείΐ, 31-87.
ΟΙοΓβη, €., ΒϋΗ, ϋ. και Ψϊΐϋβπΐδ, Ο. (επιμ.) (1996), Ψαγ& οί 8&γ-
ϊη§: Ψ&γ8 οί ΐΏβαηίπβ. Ξβίβείβά ρβρετ8 οί Κυ(}βΐγβ Ηαχβη.
Λονδίνο: Οαχχβΐΐ.
ΟΓβηηγ-Ρκιηοϊδ, Α. (1998), «ΤΤιε “δάεηοε” οί δάεηοε ίίοΐίοη: Α δο-
οίοοϋΙΐιΐΓβΙ βη&ίγδίδ». Ματίίη, Χ.Κ. και νοεί Κ. (επιμ.), Κεβ-
άϊη§ εάεηοε: ϋήίκαί βηά ίυηοίϊοηβΐ ρβηρεαίνες οη
άΐ3θοαΐ8β οί 8αβη<χ. Λονδίνο: Κοα11ε<1§ε, 63-80.
ϋε ΟΓβίί, Μ. (1999), Εβη§αβ§ε οτβ&ϋοη βηά Ιβη&ιβξβ οΛβι^β:
Οκοΐϊζαΐίοη, άϊβοΗτοηγ, βηά άενείορηιεηί. Κέμπριτζ. Πιε
ΜΓΓ Ρτεββ.
ϋε Μοιιγο, Τ. (1963), $Ιοήβ 1ίη§υΪ5ίθΆ άβΐΐ’ΐΐβΐΐβ ΙΙηϊίέ. Μπάρι:
ίΜετζΆ.
Οΐΐε, 5.Ο. (1989), 7Ίιε ώεοτγ οί ίυπβΐΐοη&Ι ξτβπαηβτ. Ρβη I: Ώιε
8θνοίυΓβ οί ΐΗε οίαυχε. Ντόρντρεχτ: ΡοΓίδ.
ΟΐΙΙιηβΓ, Ν. (1976), 5οάο1ίη£υϊ$Ιί(χ: Α αίΐϊοβΐ 8ΐχτνεγ οί ώεοΓγ βηά
βρρίΐοβίΐοη. Λονδίνο: Αηαοΐά.
— (1978), Μβηυβίβ άί $οαο1ΐηβυΐ8ΐΐοβ. Μπάρι: ίδΛεΓΖ».
226 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

— (1987), «Ι α ΚΙϋ 6 Ια δθθΐο1ϊη£υϊδΙΐο&: ϋη Μβηοίο (ΙβΙΙ’εδΙβπιο»,


ΚίνϊίΙα ΐίαΐίαπα άΐ άϊαΐείίοΐοβία, 11: 27-37.
ϋοηβη, Ν.Ο. (1981), Ιαηβαοβε Όεαίή: 77)6 Με ογάε οί α Ξοοΐίΐίΐι
ΟαεΙκ άϊαΐεοί. Φιλαδέλφεια: υηίνετδίΐγ οί Ρεηηχγίν&ηίει
Ρΐΐδδ.
ϋολνηβδ, Ψ. (1984), Ιαηβυαβε αηά 8θάείγ. Λονδίνο: Ροηΐβηα.
ϋιίΓαηίί, Α. (1992), Είηοβταίΐα άεΐ ρατίατε ςυοίΐάΐαηο. Ρώμη: Ια
Νυονβ Ιΐβΐΐβ 5οΐ6ηί1ίΐο&.
— (1997), Πηβυί5ίϊο αηίίίΓοροΙοβγ. Κέμπριτζ: 08πΛη(ΐ£6 ΙΜ -
νετδΐΐγ Ρτβδδ.
Εοΐίειΐ, Ρ. και ΜοΟοηηβΙΙ-ΟϊηβΙ, 5. (1992), «Τϊιΐηΐε ρΓ&οίϊοαΙΙγ &η(1
Ιοοίί Ιοο&ΙΙγ: ΐΑη§ιι&§ε &η<1 §βη<1εΓ 35 οοπιπιιιηϊΐγ - ϋβδβά
ρΓ&οΙϊοε». Αηηυαΐ τεν ϊε ν ο ί Αηίήτοροΐοβγ 2 1: 461-490.
Εώναπίδ, I. (1985), Ιαηβυαβε, 8θάείγ αηά ίάεηίϊίγ. Οξφόρδη: Β.
Βΐ3<±\νβ11.
— (1987), «ΕΜ>οκι16(1 3Π(1 Γ6δΐποΙβ(100(165», υ. Απιπιοη, Ν. Οίητηατ,
Κ.Ι. ΜαύιείβΓ (επιμ.), ΞοΰίοΙίηβυΜίοχ/ΞοζΐοΙϊηβυκΐοΙί, V. II.
Βερολίνο: <1β ΟηιγΐβΓ.
Ε§§ΐηδ, 5. (1994), Αη ΐηΐτοάαοίϊοη ίο 8γ8ίετηκ ίυηοΐίοηαΐ 1ϊηβαΐ8-
ϋβ8. Λονδίνο: ΡϊηίβΓ ΡιιΜϊδΙιβΓδ.
Ετνϊη-Τπρρ, 5. (1964), «Αη βηαίγδΐδ οί ιϊϊβ ίπίβΓ&οίϊοη οί 1αη§ιια§6,
Ιορΐο, 311(1 ΙίδΙεηεΓ», Αηαεηοαη Αηϋιτορο1θβΐ$ί 66, 6, II: σ.
86- 102.
Ρ&ίΓοΙου^Η, Ν. (1989), Ιαηβυαβε αηά ρονβΓ. Λονδίνο: ίοη§πΐ3η.
ΡβδοΜ, Κ. (1984), ΤΙιε 8θάοΙίηβυί8ΐϊθ8 ο ί 8οαείγ: Ιηίτοάαοΐίοη ίο
$0ά 0ΐϊη§υϊ$ΐϊ08. Οξφόρδη: Βίβείίλνβΐΐ.
— (1990), ΤΗε 5οαο1ίηβυί8ίίο8 ο ί Ιαηβυαβε: Ιηίτοάυαϊοη ίο βοοϊο-
1ϊηβυϊ8ίΐ08. Οξφόρδη: Β1αοΚ\νε11.
ΡβΓ§ιΐδοη, Ο.Α. (1959), «Οΐ§1θδδϊ3», Ψοτά, 15: 325-340
Ρΐδίπβη, Ι.Α. (1969) (επιμ.), «Βϊ1ΐη£ΐΐ3ΐΐδπι ΐη Ιϊϊβ Ββτπο», Μοάετη
Ιαηβυαβε Ιουπιαΐ, ΠΙΙ/3: 151-185, ΠΙΙ/4: 227-58.
— (1972), Τήε 80ά 0ΐ0β γ ο ί Ιαηβυαβε. Κο\ν1εγ: Νε\νΐ>ιΐΓγ Ηοιίδβ.
— (1975), Πιε 5οαο1ο§γ οί Ιαηβυ&βε. Μασαχουσέτη: Κο\ν1εγ.
— (1980), «Βί1ϊη§ιΐ3]ΐδΐη 3Π(1 Μοιι11ιΐΓ3ΐΐδΠΐ αδ ϊικίΐνϊ&ιαΐ 3Π(1 &δ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 227

δοοΐεΐαΐ ρΐιεηοπιεηα», ΙουτπβΙ οί Μυ1ίί1ϊη§υαΙ βηά Μαΐίί-


αύίυτβΐ Ωενείορπιεηΐ, 1: 3-15.
— (1991), Κενεκίπ£ 1αη£ΐΐ8§β $ήΐΆ. Κλέβεντον: Μιι11ϊ1ίη§ιιει1
Μ&ΙΙεΓδ.
ΡυΙΙεΓ, Ο. (1998), «Νε§οΐϊ3.1ϊη§ (ϋδοοιιτδε ΐη Ι&ε ροραΐατ ΐεχίδ οί
δίερΗεη Ιαγ Οοιιΐά», ΜευΠίη, ί,Κ.. και νεεί Κ.. (επιμ.), Κεβά-
ΐη§ ίάβηοε: ϋπίΐββΐ βηά ίαηοΐΐοηβΐ ρετ8ρεοίΐνε$ οη άί8θουτ8ε
οί 8άεηοε. Λονδίνο: Κ.οα11ε(1§ε, 35-62.
Ο&ιΐϊιΛεΙ, Η. (1967), 5ίαάΐε8 ϊη εΐήηοπιείΙιοάο1ο§γ. Ένγκλγουνχ
Κλιφς, Νιου Τζέρσι: ΡΓεηώοε ΗαΙΙ.
— (1972), «ΚειηβΓίίδ οη εΐΗηοηιεΐ1ιθ(1ο1ο§γ», υ . ΟιιιηρεΓζ και Ο.
Ηγπΐ8δ (επιμ.), Ωίτεαΐοπί ϊη βοάοΐϊηβυΐεϋΰε: ΤΗε βίήηο-
βτβρίιγ οί οοπιιηυηίοαίϊοη. Νέα Υόρκη: Ηοΐΐ, Κ,ίηεΚβΓΐ &
Ανϊηδίοη, 301-324.
Οΐ§1ϊο1ϊ, Ρ.Ρ. (1973) (επιμ.), ί.ΐη§α᧧ίο ε ίοάεΐά. Μπολόνια: II
Μιιΐΐηο. ν
Οίΐεδ, Η. και 81. Οίδΐτ, Κ. (1979) (επιμ.), Ιβη§υβ§ε βηά $οοϊβ1 ρ$γ-
άιοΙο§γ. Οξφόρδη: Β1&<±\νε11.
Οϊνόη, Τ. (1984), Ξγηίβχ: Α ίυηαϊοηβΐ-ΐγροΐοβΐοβΐ ϊηίΓοάυοΐϊοη.
Άμστερνταμ: Βεηίαηιΐηχ.
θΓε§οιγ, Μ. και ΟογγοΙΙ, 5. (1978), Ιβη§αβ£ε βηά άΐυβίΐοη: Ιβη-
§ιιβ£ε νβιίεΐΐεε βηά ώεϊτ 8θάβ1 οοηίεχΐζ. Λονδίνο:
Κοα11εά§ε βηά Κερη Ρ&οΐ.
ΟυηιρεΓζ, ί.Ι. (1973), «ία οοπιιιηίΐέ 1ϊη§ιιΐδΐΐαί», Ρ.Ρ. Οΐ§1ΐο1ΐ
(επιμ ), Πη§υ⧣ίο ε $οαεΐα. Μπολόνια: Π Μιιΐΐηο.
— (1977), «5οοϊοαι1ΐατ3ΐ 1αιο\ν1ε(ΐ£ε ΐη οοηνετδ&ΐΐοηβΐ ϊηίεΓεηοε»,
δανϊΙΙε-ΤΓΟΐΙίε, Μ. (επιμ.), Πη§υΐ8ίϊθ8 βηά ΑηίΗτοροΙοξγ.
Ουάσιγκτον: ΟεοΓ^εΐοννη υηΐνβΓ8ΐΐγ.
— (1982), Οί8βοιιΤ8ε 8ίτβίε§ϊε8. Κέμπριτζ: ΟαπΛπά^ε ϋηΐνεΓδΐΐγ
Ρτεδδ.
ΟυηιρεΓζ, υ . και Ηγηιεχ ϋ. (επιμ.) (1972), Οϊτεοίϊο/κ ΐη 8θ€ΐο1ΐη-
ξΐιϊ8ΐΐθ8: ΊΊιε εώηο§τβρΙιγ οί εοπυηυπκβάοπ. Νέα Υόρκη:
Ηοΐΐ, ΚϊηεΚβΠ και Λνϊηδίοη.
Ηα11ί<1βγ, Μ.Α.Κ. (1973), «ΤΗε ίιιηοΐίοηβΐ 588X8 οί ΐ3η§υ&§ε», Β.
228 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Ββπΐδίβΐη (επιμ.), Οβ8$, οοάε αηά οοηίτοί, V. II, Λονδίνο:


Κουΐ1ε<]£ε αηά Κεςοη Ρβιιΐ.
— (1975), «5οαο1ο§ίαύ εχρεοΐχ οί βειηαηΐΐε εΚβη§ε», ί. Ηεϋιηαηη
(επιμ.), Ρτοοεεώηβ8 οί Ιίιε εΐενεηώ ΐηίετηαίΐοηαΐ οοηβτε38
οί Ιϊηβυΐ8ίΐθ8, Μπολόνια: Π Μιιΐΐηο, 853-879.
— (1978), ιαηβυαβε 85 εοααΐ εειηΐοΐΐα Ώιε 3οαα1 ϊηίετρτείαίϊοη οί
Ιαηβυαβε αηά πιεαηΐηβ. Λονδίνο: Ατηοΐά.
— (1998), «Τϊιίηβχ βηά τεΐΜΐοηχ: Κε§Γ3Πΐιη&ΐΐα8ϊη§ εχρεπεηεε 88
Ιεοΐιηκβΐ 1αιοψ1ε<1§ε», ΜβΠϊη, Ι.Κ. και νεεί Κ. (επιμ.),
Κεαάϊηβ εάεηοε: ΟπίκαΙ αηά ίυηαίοηοΐ ρετβρεαίϊνεε οη άϊ8-
οουτ$ε οί 8άεη<χ. Λονδίνο: Κουΐ1ε(1§ε, 185-235.
ΗοΙΜαγ, Μ.Α.Κ. και Η&8βη, Κ. (1985), Ιαηβυαβε, οοηίεχΐ αηά
ίεχί: Α$ρεοί8 οί Ιαηβυαβε ϊη α 8οα8ΐ-5επήοίΐο ρεηρεοίΐνε.
Βικτόρια: ϋεαίίϊη υηϊνετβϊΐγ.
Η&ΐϋάαγ, Μ.Α.Κ. και Μωΐΐη, Ι.Κ. (1993), Ψπίΐηβ 8άεηοε: Πί-
βΓαβγ αηά άΐ$αιτ8ϊνε ρονετ. Λονδίνο: ΤΙιε ΡβΙπιεΓ Ρτεδδ.
Ηββαη, Κ. (1996), «ϋΐεπιογ, ενετγά&γ ΐβΐΐί βη<1 «οοΐεΐγ», Κ. Ηαβαη,
και Ο. Ψίΐΐϊ&ιπϊ (επιμ.), Πίεταογ ίη 8θάείγ. Λονδίνο: ίοη§-
ΠΜη, 377-424.
— (1999), «δοοϊεΐγ, ΐ3η§ϋβ§ε βηά ΐΗε ιηϊηά: ΤΗε πιεΐ£ΐ-(Μθ£ϊ$ιη οί
Β35Ϊ1 Βεπΐ8ΐεϊη8’ Λεοιγ», Ρ. Οιπβΐΐε (επιμ.), ΡεάαβΟβγ αηά
ώε 8ΐιαρΐηβ οί (χ>η8ΐου$ηε85: ΙΛηβυκίΐο αηά 8οααΙ ρτοοε88ε8.
Λονδίνο: 03&8ε11, σ. 10-30.
Η&χβη, Κ. και ΟοΓβη, Ο. (1990), «Α χοαοΐϊηβΐιϊχΐίο ίπίειρτεΜίοη
οί ενετγώγ ΐαΙΙε: βεί\νεεη ιηοΐΐιεη βηά οΜΙάτεη», Μ.Α.Κ.
Ηαΐΐΐάαγ, 1. Οϊββοηδ και Η. Νκώοΐββ (επιμ.), Ιεατηΐηβ,
ίεερΐηβ αηά υεϊηβ Ιαηβυαβε. Αμστερνταμ: Βεηϊβτηϊηδ, σ. 67-
99.
Ηαυςεη, Ε. (1953), ΤΙιε Νοηνεβΐοη Ιαηβυαβε ϊη Αιηεήοα: Α 8ίυάγ
ίη Μΐϊηβυαΐ ϋείιανΐοΓ. Φιλαδέλφεια: ϋηίνβΓχϊΙγ οί Ρεη-
ηχγίνβηϊ» Ρτβδβ.
Ηοίηιεχ, I. (1992), Αη ίηίΓοάυοΐίοη ίο 8θ€ΐοΙϊηβυϊ8ίϊθ8. Λονδίνο:
ίοη§ιη&η.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 229

— (1997), «Ψοιηβη, ΐ3Π8ϋ3§β βηά ΐάεηΐΐΐγ». Ιουτηβΐ οί 5οαο-


Ιϊηξυί8ΐΐθ5 1/2: σ. 195-223.
Ηυάχοη, Κ.Α. (1980), 5οάο1ύΐ£υί$ίΐθ5. Κέμπριτζ: ΟβηΛη^ε ΙΛπ-
νετδΐΐγ Ρτββδ.
Ηγτηεδ, ϋ.Α. (1974), Ρουπάβΐΐοπ ΐη 8θοΐο1ΐηξΐιΐ8ίΐα: Αη βώηοξτα-
ρΜβ ΆρρΓΟ&οϊι. Φιλαδέλφεια: υηΐνετδΐίγ οί Ρεηηδγίνβηΐβ
Ρτεδδ.
ΙΐΚοηεη, Ε. (1982), «€οηοετηίη§ ΐΗε τοίε οί ηβΐατβΐ-δοΐεηεε ιηοάεΐδ
ΐη 1ϊη§υί8ΐΐθ5», ϋ. ΟβπιβϋβΓϋβτβ και Α. Ο’Ατίϊ (επιμ.), Ιάβο-
Ιοβΐβ, ίΐϊθ8θΓιβ β ΙΐηβυΜοί. Ρώμη: Βιιΐζοηΐ, σ. 49-67.
Κοδίοΐίίβδ-Μβ^τβΐϋδ, Ν. (1995), Ιβη$υβ§β ηιβΐηίβηβηοβ οτ 8ίιΐίΐ? Α
8ίυάγ οί ξτββϊ ύΆ&βτουηά $1αάεηΐ5 ΐη Ξψεάβη. Στοκχόλμη:
Ιηδίίΐιιΐε οί Ιηΐετηβΐϊοηβΐ Εώιοβίΐοη, $ΙοοΗΗο1πι υηΐνετδΐίγ.
Ι_α&ον, ψ . (1971α), «Πιε ηοΐΐοη οί “δγϊΐεπι” ΐη οτεοίε 1βη§ιιβ§ε»,
Ο. Ηγιηεδ (επιμ.), Ρΐξάΐηΐζβίΐοη βηά εκοΐΐζαίΐοη οί Ιβη-
§υβ£β. Λονδίνο: ΟβηΛπίΙδβ ϋηίνετδίΐγ Ρτεδδ, σ. 447-472.
—■(1971β), «Πιε δΐυάγ οί 1βη§ιιβ§ε ΐη ΐίδ δοςΐβΐ οοηίεχΐ», I. Ρΐδίηβη
(επιμ.), Αάνβη<Χ8 ΐη ώβ 8οαοΐο£γ οίΐβηβυββϋ I: Ββ$ΐο οοη-
<χρΙ$, ίΙΐ6θτΐ€8 βηά ρΓθί>ΐ6πΐ8. ΊΠιε Ηβ£ΐιβ: Μουΐοη, σ. 52-
216 .
— (1972α), Ξοοΐοΐΐηζυΐίίϊο ρβΐίβπΐ8. Φιλαδέλφεια: υηΐνετδΐίγ οί
Ρεηηδγίνβηΐβ Ρτεδδ.
— (1972β), Ιβηβαβ&β ΐη ώβ ΐηηετ αίγ. Φιλαδέλφεια: υηΐνετδΐίγ οί
Ρεηηδγίνβηΐβ Ρτεδδ.
— (1972γ), «5οιηε ρηηάρίεβ οί Ιΐηςιιΐδΐΐε ιηεϋιοάοΙοξΥ», I βη§υβ§ε
ΐη 8θάβίγ, 1: σ. 97-120.
— (1973) «ίο δΐυΑο άεΐ 1ϊη§ιι⧣ίο ηεΐ δυο οοηΐεδίο δοαβίε ( 66-

84) / Τίιε δΐιΐ(1γ οί 1βη§ϋβ§6 ΐη ΐίδ δοοΐβΐ οόηΐβχί», Ρ.Ρ.


Οί£ΐΐο1ΐ (1973) (επιμ.), Ιΐηβυβαΐο β βοοΐαά. Μπολόνια: II
Μυΐΐηο.
— (1987), «ΟνβτβδΙΐιηβΙϊοη οί ίαηοϋοηβΐΐδίη», Κ. ΕΜτνβη και V.
Ρτΐβά (επιμ.), ΐυηοΐΐοηβΐΐζιη ΐη Ιΐη§ηΐ8ίΐ€8. Αμστερνταμ:
Ββηϊβηιΐηδ, σ. 310-322.
— (1989), «ΤΗε εχβοΐ άεδοηρίίοη οί δρεεοΚ ςοηιιηαηΐίγ: δΐιοη “β”
230 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ίη ΡΙιϊΙβάεΙρΚίέΐ». ΡαδοΜ, Κ.ψ, δοΐιηίίηη, ϋ. (επιμ.), Γάπ-


βυαβε Οιαηβε αηά νατϊαύοη. Άμστερνταμ: Βεηϊειιηϊηχ.
— (1990), «ΤΤιε ίηΐεΓχεοίίοη οί χεχ αηά δοάβΐ οίβδδ ϊη ΐΗε οοατδβ οί
1ϊη§αΐδΙϊο ο1ΐ8η§6», ιαηβυαβε ναπαίϊοη αηά Οιαηβε 2: σ.
205-254.
— (1994), Ρπηάρίεε οί Ιϊηβυϊςίκ οΐιαηβε: ΙηίεπιαΙ ίαοΐοη. Οξφόρ­
δη: Β1&ο1ί\νε11.
ΐΛ&ον, ^ . , Οοίιεη, Ρ., ΚοΜιϊηδ, Ο., ίε\νίδ, I. (1968), «Α δΐικίγ οί
ίΚβ ηοη-δΐοικίαπί Εη§1ίχΚ οί ηε§Γθ ωκΐ Ριιειΐο-Κίοαη δρε&Κ-
6Γ8 ΐη Νε\ν ΥογΚ Οίΐγ», ΡίηαΙ Κεροιί, ΟοορεπιΙίνε ΚεδεατοΗ
Ρτοϊβοί ηο. 3288, V. I και II., Ουάσιγκτον: 115 Οίίίοε Εάιι-
οαΐϊοη £ΐηά Ψείίατε.
ίβΚοίί, Ο. (1987), Ψοτηεη, ΐΐτε αηά άαηββΓουί ώΐηβί: ΨΗαί οαίε-
βοήεε τενεαΐ αϋουί ώ ε τηϊηά. Σικάγο: ΤΗ© υηίνεΓδίΙγ οί
ΟΜο&§ο.
ίερχ^Υ, Ο.Ο. (1992), ία Ιίηβυώϋοα άεΐ ηονεοεηίο. Μπολόνια: II
Μυΐΐηο.
ίενίηχοη, δ.Ο. (1983), Ρτα&ιηαΐία;. Κέμπριτζ: 0&πι5π<1§6 ϋηϊ-
νεΓδΐΙγ Ρτβδδ.
ίυογ, Ι.Α. (1992), ΟΓαπαπαύοαΙ οαίεξοτϊεε αηά οοβηϊίίοη: Α οαζε
8ίαάγ οί ώε Ιϊηβυΐδίΐο τεΐαίϊνϊίγ Ιιγροώε$ΐ$. Κέμπριτζ:
03ΐηΙ)Π(1§β υηΐνβΓδϊΐΥ Ρτεδδ.
Ματοείίεδί, Ι.Β. και Οβπϋη, Β. (1974), ΙηίΓοάυ&ϊοη ά Ια $οαο-
ΙίηβυίΜΐηυε: Ια Ιίηβυκίίηυε ίοάαΐε. Παρίσι: υ&πιίηε Ιλ -
Γοοδδε.
ΜαΠϊη, Ϊ.Κ. και νεεί Κ. (επιμ.) (1998), Κεαάΐπβ εάεηοε: ΟπίϊοαΙ
αηά ΔιηοΙϊοηαΙ ρετερεοίΐνεε οη άϊ$οουτ$ε οί εαεηοε. Λονδί­
νο: Κοαΐ1ε<]§β.
ΜΙΙγου, ί . (1980), ιαηβυαβε αηά εοοΐαΐ πείΦΟΓίκ. Οξφόρδη: Βίβο^-
\νε11.
— (1987), ΟϋζεΐΎϊηβ αηά αηαΐγίίηβ ηαίυΓαΙ Ιαηβυαβε. Οξφόρδη:
Βίαείανβΐΐ.
Μΐ1τογ, ί. και Μΐ1τογ I. (1992), «δοοΐ&Ι πεΙννοΛ 3ΐκ1 δοοΐβΐ οΐ&δδ:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 231

Τονν&τά 8ΐι ΐηΐβ§Γ8ΐβ(1 δοαο1ϊη§ιιϊδΐΐο πιοάεΐ». Ιβη§υβ§ε ΐη


5<κϊΟγ 21: σ. 1-26.,
ΜϋΗΜιΐδΙεΓ, Ρ. (1986), Ρϊάβίπ βηά οτβοΐβ 1ϊη§υΐ8ίΐ<%. Οξφόρδη:
ΒΙβοΚινεΙΙ.
ΡβϊηΐεΓ, 0. (1999), «Ρτερ8πη§ ίοΓ δοΐιοοί: Οενε1ορϊη§ 8 δεπιβηΐϊο
χΐγΐε 88 8 τεοουτδε ίοτ ΐΗΐηΚίη§: Α 1ΐη§ιιίδΙϊο νίε\ν οί Ιεατη-
ϊ移, Κ. Η858Π και Ο. Ψίΐΐί&ιηδ (επιμ.), Πίεταογ ΐη εοοΐβίγ.
Λονδίνο/Νέα Υόρκη: ίοπ^τηβη, σ. 50-85.
Ρ8ρ3Ζ£ΐοΙΐ3Γϊοιι, ϋ . (1998), Ιβηξυβξβ νβιΐβίΐοη βηά Ιίιε εοοΐβΐ εοη-
δίηιοΐΐοη οί ΐάβηϋίγ: ΤΗβ Ξοαοΐίηξυκίκ τοίβ οί ΐηΐοηβίΐοη
βτηοπβ βάοΙβ8θβηΐ8 ΐη Νοιΐήαη .Οκ&χ. υηριιβΙϊδΗεά ΡΗΏ
Ήιεδϊδ, υηϊνεΓδϊΐγ οί Εδδεχ, ϋ.Κ.
Ρορΐ8<±, 5. (1980), «δοιηεΐϊιηεδ ΓΗ δΐβιΐ 8 δεηίεηοε ϊη Εη§1ίδΗ Υ
ΤΕΚΜΙΝΟ ΕΝ Ε5ΡΑΝΟί; Ιονν&τάδ 8 Ιγρο1θ§γ οί οοάβ-δλνΐΐοΐι-
ΐ移, Πηβυΐ5 ίΐθ5 , 18: σ. 581-618.
— (1981), «δγηΐ&οϋϊο δΐηιοΐιιτε 3η<! δοάβΐ ίιιηοΐίοη οί οο<1ε-
δ\νίΐοΗί移, Κ. ϋιΐΓ&η (επιμ.), ίΜΐηο Ιβη§αβ§6 βηά α>παηυηΐ-
οβΐΐνε ύβήβνΐοΓ. Νόργουντ: ΑΜεχ ΡιιΜϊδ1ιϊη§ ΟοορεΓδΐΐοη,
σ. 169-184.
Κενζίη, Ι.Ι. (1968), Μοάέΐβχ 1ΐη§αΐ5ΐΐθ8. Παρίσι: ϋιιηοιΐ
Κοιηβΐηε, 5. (1982) (επιμ.), $οάο1ΐη§υΐ5ΐΐο νβτΐβίΐοη ΐη 5ρεβοΙ\
ϋοπίΓηηπϊίϊβξ,. Λονδίνο: Ατηοΐώ
— (1984), «ΤΗε 8ΐ8ΐιΐ8 οί δθάο1ο§ίο&1 ιηοάβίδ αηΐΐ 08ίε§οηεδ ϊη
6χρΐ 3ΐηΐη§ Ι8ηςιΐ8§ε νβηβΐίοη», Πηξυΐ&ΐκήβ Ββήάιίβ 90: σ.
25-38.
— (1994), Ιμπ£ υβ£β ΐη χοάείγ: Αη ΐηΐτοάασίΐοη ίο $οοΐοΙΐηξυΐ8ίΐ€8.
Οξφόρδη: Οχίοπΐ ΙΜνεΓδΐΐγ Ρτεβδ.
— (1995) [1989], Βϋΐη§υβ1ΐ$ηι. Οξφόρδη: Βίβοίπνεΐΐ.
58<±δ, Η. (1972), «Οπ ΐΗε 8ΐΐ8ΐγζ3ΐ)ΐ1ΐγ οί δΐοπβδ 5γ οΗϊΜΓεη», υ .
ΟιιιηρβΓΖ και ϋ . Ηγιηεδ (επιμ.), Ωΐτεαίοης ΐη ίοαοΐϊπβυϊ-
Μΐοε: ΤΗε βίΙιηοβΓβρΗγ οί οοπιπιυηκβίίοη. Νέα Υόρκη:
ΗοΙΙ, ΚΐπεΗδίΐ & Ψίηδΐοη, σ. 325-345.
5εινί11ε-ΤΓθίΚε, Μ. (1989) [1982], Ήιβ ΕίΗηοβτβρΙιγ οί οοηαηηηΐ-
ΰβίΐοη: Αη ΐηίτοάααΐοη. Οξφόρδη: Β1αο1ί\νε11.
232 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

$οΚε§1οίί, Ε. (1972), «δβςυβηοΐηβ 'ΐη οοηνβΓδαίΐοηβΙ ορβηϊη§δ», υ .


ΟαιηρβΓΖ και ϋ . Ηγπιβδ (επιμ.), ΩϊκοίίοηΒ ΐη ίοοΐοΐίπ-
ξυΐίΐκδ: ΤΗβ βώηοβΓαρΙιγ ο ί οοπυηυηίοαίίοη. Νέα Υόρκη:
ΗοΙΙ, Κ,ΐηβΙΐΒΓΐ & Ψΐηδίοη, σ. 346-380.
5οΚΐΗπη, Ο. (1996), «ΝβττβΙϊνβ βδ δβΙί-ροΠΓβίΙ: 5οοϊο1ΐη§ιιϊδΐϊο οοη-
δΐηιοΐίοη οί κίεηΐίίγ», ί.αη£υα§& ΐη Ξοοΐβίγ 25: σ. 167-203.
δΙαιΐη&ΙΛ-Κβηεβδ, Τ. (1984), ΒΐΙϊη§υα1ί5ΐη οτ ηοί? ΊΊιβ βώιοαϋοπ ο ί
ιηΐποήίκ$, Κλέβενχον: Μυ11ϊϋη§ιΐ8ΐ ΜαΚεΓδ.
— (1988), «Μιιΐϋΐϊηςυαίίδΐη 8ΐΐ(1 ΐΗβ εάυοαίίοη οί πϋηοπίγ οΗίΜ-
Γβη», Τ. 51αιΐη&1>1>-Κ3η§β5 και I. ΟιπΗηΐηδ (επιμ.), Μ ίηοπίγ
βάυοαίϊοη: Ρτοιη ώβιαε ίο $ίηΐ££ΐβ. Κλέβεντον: Μυ1ΐϊ1ϊη§ιΐ3ΐ
ΜαΙΙετδ, σ. 9-44.
δΐυββδ, ΜΐοΗειεΙ (1983), ϋίδοοιίΓδβ βηβίγβίδ: ΤΚβ δθθίο1ϊη§υίδΐΐο βη&-
Ιγδίδ οί ηαίιιΐΒΐ Ιβηβΐιβββ. Οξφόρδη: ΒΙ&οΙονβΙΙ.
Τηκΐ£Ϊ11, Ρ. (1974), ΤΗβ 5οάα1 ΩίίΐεκηΙί&Ιΐοη οί Εη§Ιΐ$Ιι ΐη Ν ογ-
ψκΗ. Λονδίνο: 03ΐη5π<ΐ8β ΙΜνθΓδϊΐγ ΡΓβδδ.
— (1975), «δβχ, οονβΛ ρΓ6δΙί§ε 3η<1 Ιίη§ιιίδίίο φαηςβ ΐη ΐΚβ ιιΛβη
Βήΐϊδίι Εη§1ίδΗ οί ΝοηνίοΙι», Β. ΊΤιοτηβ και Ν. Ηβηΐβγ
(επιμ.), Γαηξΐια§ε βηά $εχ: άΐίίβκηοβ αηά άοηιΐηαηοβ, 88-
104. Κ,οννίεγ ΜΑ: ΝεννβιΐΓγ Ηοιίδε.
Τδΐΐδΐρΐδ, ί.ϋ . (1998), Α Ιΐη&ιΜκ αηΐίιτοροΙο§γ ο ί ρτβχΐ$ βηά Ιαη-
§υα£6 βΜ ϊ . Ατνβηΐίΐία (ΑΙόβηΐαη) αηά Οτββέ ϊη οοηίαα.
Οξφόρδη: ΟχίοπΙ ϋηίνεΓδίΐγ ΡΓβδδ.
^3Γ(11ΐ6αι§1ι, Κ. (1986), Αη ΐηίτοάυοίΐοη ίο $οαοΙΐηβυΐ5ίΐ<χ. Οξφόρ­
δη: Βίαοΐανεΐΐ.
ν/ΗοΓί, ΒΧ. (1956), Ιβηβυβββ, ίΗου§Ηί αηά καΐΐίγ. Ι.Β. ΟβιτοΙΙ
(επιμ.), 5β/βοίβ</ νήίΐηβε ο ί Ββη]αηύη Εεβ ΨΗοτί. Κέμπριτζ
Μασ.: ΜΓΓ Ρτβδδ.
ΨβΛδοΙι, Ι.ν . (επιμ.) (1985), ϋυΐίυτε, οοπαηυηΐοβίΐοη αηά οο§-
ηΐίΐοη: νγξοίείΐαη ρβΓερεοΐΐνςί. Κέμπριτζ: 03ΐη5π§<1β
υηνετδίΐγ Ρτβδδ.
^ϋΐϊβπΐδ, Ο. (1992), 5οάοΙΐηξηί8ίίθ8: Α ίοοΐοΐοβΐαά οτΐίΐ(]υβ. Λον­
δίνο: Κουΐΐεάβε.
— (1999), «ΤΗε ρεά3§ο§ίο άενϊοε βικί ίΚε ρτοΛιοΙίοη οί ρεά^οβΐο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 233

άίδοοοΓχε: Α οββε εχωηρίε ϊη εβτΐγ Ιΐΐεπιογ εάιιο&ΙΙοη», Ρ.


ΟιήδΙΐε (επιμ.), Ρεά&βΟβγ βηά ώβ ώβρϊη§ οί οοη$άοιΐίηβ$5:
υπβυϊ5ίίο βηά $οαβ! ρτοο6536&. Λονδίνο: Οβδδείΐ, σ. 88-122.
Ζβτρεΐεα, Ρ. (1996), «Οοάε-8\νΐΐο1ιΐη§ βηά 1εχΐθ8ΐ &οιτο\νΐη§ (Ιοβη-
λνοπίδ) ϊη ΐΐιε βρεεοΗ οί ΐΗε ΐΐιτεε §εηετ£ΐΐϊοη8 οί ΟΓεεΙί
Ογρποίκ ΐη ίοηάοη (Η3πϊη§εγ)», Μελέτες για την Ελληνι­
κή Γλώσσα. Πρακτικά της 16ης Ετήσιας συνάντησης τον
Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ,
4-6 Μαΐον 1995 Θεσσαλονίκη, σ. 576-587.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ

αλλαγή άνωθεν 84
αλλαγή κάτωθεν 84, 147
αλληλεπιδρασιακή κοινωνιογλωσσολογία 26, 53, 156
αμοιβαία κατανόηση 60, 61
ανάλυση λόγου 47, 48, 55
ανάλυση συνομιλίας 26, 45
αναλυτικό μοντέλο 50, 56
αναπαραστατική λειτουργία 101
αναπλαισίωση 184, 188, 189
ανεξάρτητη μεταβλητή \9, 37, 66, 69, 145, 193, 202, 205, 207
ανθρωπολογία της γλώσσας 23, 38, 208
αποκρεολοποίηση 135
αποπλαισιωμένος λόγος 178, 184
αρβανίτικα 114, 140, 141, 142, 143, 151
αρβανιτόφωνοι 140
αρμενική 114
αρχαιοελληνική διάλεκτος 57
ασθενής γλώσσα 138, 139, 144
μειονοτική γλώσσα 17, 138, 140, 142
αστική διαλεκτολογία 65
αυτο-εκπληρούμενη προφητεία 169
αυτονομία (αρχή τής) 27, 28

βλάχικα 114
βοηθητικός ρόλος της γλώσσας 99

γενετική γλωσσολογία 26, 28, 49, 55


γενετικός φορμαλισμός 54
γεωγραφική διάλεκτος 33, 65, 148
γλώσσα εμπορίου 128
γλώσσα επαφής 128
γλώσσα των νέων 146
236 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

γλώσσα ως εποικοδόμημα 37, 53


γλωσσική αλλαγή 16, 45
γλωσσική ανασφάλεια 74, 164
γλωσσική ανθρωπολογία 25, 42
γλωσσική απόκλισήΪ6
γλωσσική απώλεια 45, 137
γλωσσική δημογραφία 47
γλωσσική διατήρηση 136, 137, 142
γλωσσική δραστηριότητα 37, 38, 42, 46, 96, 148
γλωσσική επικράτηση 17
γλωσσική επιτέλεση 27, 33
γλωσσική ηγεμονία 112
γλωσσική ικανότητα 28, 29, 31, 32, 33
γλωσσική κοινότητα 15, 25, 28, 30, 31, 32, 44, 54, 102, 122, 123, 161
γλωσσική μειονοτική ομάδα 143
γλωσσική μεταβλητή 193
ανεξάρτητη 19, 37, 66, 69, 145, 193, 202, 205, 207
εξαρτημένη 19, 37, 66, 69, 145, 193, 207
γλωσσική μετατόπιση/υποχώρηση 45, 136, 137, 139, 141, 142, 150
γλωσσική πολιτική 45, 142
γλωσσική πράξη 30, 45
γλωσσική προκατάληψη 17, 154, 160, 162, 163, 169
γλωσσική σχετικότητα 15, 39, 41, 47, 155, 181
γλωσσική υποχώρηση 136, 139 <
γλωσσική υστέρηση 170
γλωσσικό έλλειμμα 173, 176
γλωσσικό πρότυπο 188
γλωσσικός ηγεμονισμός 147
γλωσσικός ντετερμινισμός 41, 188
γλωσσικός σεξισμός 18, 154, 156
γλωσσικός σχεδιασμός 45, 47, 142
γλωσσικός σχετικισμός 188
γλωσσολογικός λειτουργισμός 35,39, 154
γλωσσολογικός φορμαλισμός 38
γνώση 182
επιστημονική 189
κοινή 182, 189
μη κοινή 182
σχολική 171
γνωστική αβεβαιότητα 163
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ 237

γόητρο εμφανές 73, 84, 147, 165, 168


γόητρο καλυμμένο 74, 83, 147, 165, 167
γραμματική μεταφορά 181, 182

δείγμα 192
τυχαίο 194
αντιπροσωπευτικό 201
δημοτική 105, 108, 109, 110
δημοτικισμός 109
δημοτικιστής 110
διαλεκτολογία 24, 145
διάλεκτος 16, 33, 58, 95, 96
αυτόνομη 62
ετερόνομη 62, 63
κοινή 59
κοινή νέα ελληνική 59
κοινωνική 65
κυπριακή 187
διαπροσωπική λειτουργία 101, 102
διάσταση ποικιλότητας 102
διγλωσσία 16, 17, 47, 103, 104, 105, 108, 122, 123, 124, 136, 139
των βυζαντινών 105
κοινωνική 16, 17
ελληνική 105
δι-οργανική προσέγγιση στη γλώσσα 54, 179
διγλωσσική κοινότητα 123
διπλογλωσσία 16, 47, 115, 116, 117, 119, 120, 121, 122. 123, 124, 139, 140,
150
αφαιρετική 122
διαδοχική 121
ισορροπημένη 121
κυρίαρχη 121
όψιμη 121
προσθετική 122
πρώιμη 121
ταυτόχρονη 121
διπλόγλωσσος 116, 117, 119, 120, 121, 140, 142, 150
δομή της γλώσσας 26
δομικά χαρακτηριστικά 91
δομισμός 26
238 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

δομολειτουργισμός 55

εθνογλωσσολογία 23, 41, 42


εθνογραφία της επικοινωνίας 25, 38, 46, 47, 55, 91, 95, 148, 20
εθνογραφική μέθοδος 20, 49, 195, 201, 202
εθνομεθοδολογία 38, 46, 53
εθνομεθοδολογική γλωσσολογία 47
εμπειρική απόσταση 98
εναλλαγή κωδίκων 16, 124, 125, 128
επικοινωνιακή ικανότητα 29, 30, 31, 33
επικοινωνιακή κοινότητα 54
επίπεδο ύφους 148
ερωτηματολόγιο 19, 195, 196, 198

θετικισμός 49
θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας 36
θεωρία του κειμένου 47, 48
θεωρία των κοινωνικών δικτύων 201, 203, 204, 205
θεωρία κοινωνικής διαστρωμάτωσης 202, 204, 205
θεωρία των κωδίκων 18, 176

£ταβθ8ηίοο 151
βτβεηΙίδΗ 127
£ποο 151

ιδανικός ομιλητής 28, 29, 31, 32, 54


ιεραρχική δομή 171
ισόγλωσσο 58
ιστορική γλωσσολογία 23, 24, 38
ισχυρή γλώσσα 116, 138, 140, 143, 144
αρχαΐζουσα 108
αρχαϊστική 107
επίσημη 108
καθαρεύουσα 105, 107, 108, 109, 110, 145
προεπαναστατική 106

κειμενική λειτουργία 101, 102


κειμενογλωσσολογία 148
κοινή υπόγεια γλωσσική ικανότητα 116
κοινωνικά δίκτυα 77, 78, 139, 146, 166, 173, 175, 204
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ 239

κοινωνική ανασφάλεια 76, 85


κοινωνική ανισότητα 17, 33
κοινωνική διαλεκτολογία 47, 64
κοινωνική διαστρωμάτωση 71, 135, 146, 201
κοινωνική δραστηριότητα 96
κοινωνική ιεραρχία 68, 95
κοινωνική τάξη 71, 72, 77, 95, 146, 183, 202
κοινωνική σημασιολογία 38
κοινωνική ψυχογλωσσολογία 24
κοινωνική ψυχολογία της γλώσσας 46
κοινωνικό στρώμα 95, 136, 202
κοινωνικός ντετερμινισμός 55, 207
κοινωνιογλωσσική ανισότητα 20, 47, 153, 154, 183, 185
κοινωνιογλωσσολογία της εκπαίδευσης 47
κοινωνιόλεκτος 16, 33, 65, 72, 148
κοινωνιολογία της γλώσσας 15, 16, 23, 44, 45, 47
κοινωνιολογία της γνώσης 43
κοινωνιολογική γλωσσολογία 23
κοινωνιο-σημασιολογική ποικιλότητα 102
κοινωνιοσημειωτική γλωσσολογία 29
κοινωνιοσημειωτική προοπτική 55
κρεολή 16, 4,7, 128, 135, 136
κριτική ανάλυση του λόγου 21, 38, 155, 185
κριτική κοινωνιογλωσσολογία 55
κριτικός γραμματισμός 185
κυρίαρχη γλώσσα 141
κυρίαρχη γλωσσολογία 14, 26, 29, 35, 179
κυρίαρχη ποσοτική κοινωνιογλωσολογία 48, 49
κώδικας 172
επεξεργασμένος 172, 173, 174, 176, 178
περιορισμένος 172, 173, 174, 176

1οη£ΐΐ€ 26, 27
λαντίνο 114
λειτουργική ποικιλία 94, 95, 96, 97, 100, 102, 112, 123, 136, 148, 154, 181
σύμφωνα με τη χρήση 148
λειτουργική γλωσσολογία 180, 208
λειτουργισμός 39
1ίη§ιΐ8. ίΓΒηοβ 16, 59, 128, 150
Ηη^υίδΙιο ςοπιροΐεηοβ 27
240 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

μαρξισμός 55
μαρξιστική γλωσσολογία 36, 37, 38, 53
μαρξιστική κοινωνιογλωσσολογία 53
μαρξιστική κοσμοθεώρηση 42
μείξη κωδίκων 126
μειονοτική γλώσσα 17, 24, 112, 113, 114, 140, 143, 149
μη πρότυπος γλωσσικός τύπος 207
μονογλωσσία 115, 140, 149
μονόγλωσσος 116, 117, 118, 121

νεανική κουλτούρα 75
νόρμα 17, 50, 56, 63, 68, 71, 72, 73, 74, 75, 77, 78, 79, 82, 150, 153, 155,
165,171,187
ανταγωνιστική 79
ευρύτερης περιοχής 82
καθομιλουμένης 78, 79
κοινωνική 171
σχολείου 18, 168, 171
τοπική 83
υπάρχουσα 82
φαντασιωτικός χαρακτήρας 165

ομιλία 26, 54
ομοιογένεια (αρχή τής) 27, 28, 31
ονοματοποίηση 189
οντογένεση 39, 179

παράδοξο του παρατηρητή 19, 192, 198


παραδοσιακή διαλεκτολογία 64
παράμετροι της λειτουργικής ποικιλίας 95
πεδίο 95, 97
τόνος 95, 97, 98, 99
τρόπος 95, 97
παρατήρηση 19, 20, 195
ρατοίο 26
περιγραφισμός 49
περιχάραξη 177
ρί<&ίη 16, 47, 123, 128, 129, 135, 136
πλαισιωμένος λόγος 178
πλειονοτική γλώσσα 112
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ 241

ποικιλία
αναπλαισιωμένη 184
κυπριακή 188
λειτουργική 16, 33, 47, 91, 184, 186
μη πρότυπη 47
ποικιλία σύμφωνα με το χρήστη 33, 95
ποικιλία σύμφωνα με τη χρήση 96, 148
πρότυπη 66, 141
υψηλή 17, 103, 104, 105,112, 113, 122, 124
χαμηλή 17, 103, 104, 105, 112, 113, 122, 124
ποικιλότητα 15, 16, 20, 25, 29, 31, 32, 33, 34, 47,64, 79, 90, 95, 146, 163,
181,193, 204, 205, 208, 209
σημασιακή-λεξιλογική 42
συγχρονική 147
πολιτισμική ανθρωπολογία 46
πολυγλωσσία 16, 24, 45, 47, 115, 117, 118, 119, 124, 142, 149
πολύγλωσσος 116, 118
πολυδιαλεκτισμός 47
πομάκικα 114, 143
πραγματογλωσσολογία 45, 48
πρότυπη γλώσσα 33, 35, 96, 135, 136, 160, 161, 166, 170, 171, 175, 203
πρότυπη γλωσσική μορφή 169
προτυποποίηση 63, 145

Γ6§ίδΐ6Γ 33, 148


ρομανές 114
ρυθμιστικές στάσεις 34

σεξισμός 156, 157


σεξιστικός λόγος 160
σημασιολογικό δυναμικό 183, 202
σημασιολογική αναπλαισίωση 184
σημειολογία 24
σλάβικα 114
στιγματισμένες γλωσσικές μεταβλητές 165
συγκροτησιακός ρόλος της γλώσσας 99
συμβατός τρόπος 18, 189
συμμετοχική παρατήρηση 201, 203
συνέντευξη 19, 57, 67, 195, 198, 199, 201
συνθετικό μοντέλο 50, 56
242 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

συνομιλιακή μείξη 16, 124, 125


συνύπαρξη/επαφή γλωσσών 16, 102
σύστημα 26, 54
εσωτερικό 54
συστημική λειτουργική ανάλυση 179, 185
συστημική λειτουργική γλωσσολογία 18, 55, 95, 148, 179, 180, 185, 186,
209
συστημική λειτουργική γραμματική 149
συσχετιστική κοινωνιογλωσσολογία 26, 66, 154208
σχηματισμός νοημάτων 97
σχηματισμός της περίστασης 97
σχολικός γραμματισμός 186

ταξινόμηση 177
τεχνική των εναρμονισμένων αμφιέσεων 199
τοπική διαπροσωπική απόσταση 98
τοπικό ιδίωμα 58, 108,
τουρκική 114, 115, 143
τυπική λογική 50

υλική βάση της εργασίας 177, 183, 202


υπερδιόρθωση 84, 85
άνωθεν 147
υπερδιορθωτική επέκταση
υπόθεση δαρίτ & >Μιοτί 15

φεμινιστική γλωσσολογία 155, 160


φιλοσοφία της γλώσσας 24, 38
φυλογένεση του νοήματος 39

ψυχογλωσσολογ ία 24
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Αάοπιο 49
ΑίίεΜδοη 64, 81, 130, 145
Αμπατζόγλου 139
Ανδρουλάκης 54, 126
Ανδρουτσόπουλος 75, 146
Αραποπούλου 149, 205
Αρχάκης 151, 168, 201
Αρβανίτη 145
Αίΐάηδοη 173, 176

Β2&6Γ 113, 117, 149, 150


Β&ϋιϋη 24, 53
ΒβηΐδΙβίη 18, 23, 42, 153, 171, 172, 175, 176, 177, 178, 179, 188, 189
ΒβΓΠΐΐο 39, 179
Βί<±€Γίοη 132, 135
Βίοοιηίίβΐίΐ 119
ΒουπΗβιι 167
ΒουΙβΙ 34, 53, 54, 145, 165
ΒΓ0\νηίηδ 58, 87 105, 148, 149
Βυΐί 53

Οβίνβΐ 64, 86
ΟβιηβΓοη 34, 48, 155, 160, 187, 205
ΟογγοΠ 95
Γεωργακοπούλου 156
Οΐ3ΠΐΙ)€Γ$ 135, 145
Οΐ€5ίΓ€ 16, 74, 75, 204
ΟιοπίδΙ^Υ 27, 31, 36, 55, 132
Οιπδΐίβ 179, 184, 186, 189
Γιαννουλοπούλου 112, 149
ΟΐοοιΐΓ€ΐ 53
Οοτοη 53, 146, 183, 184
244 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ΟΓβηηγ-ΡΓβηάδ 185
Γούτσος 156
Οιιηππηδ 116

Δελβερούδη 145, 149


Δενδρινού 150
Όε ΜαιίΓΟ 24
0& 55
Οίηπΐ3Γ 25, 36, 48, 53, 54, 175
Οοπβη 141
ϋοψηεδ 56
ϋιίΓδηΙί 46, 148
ΟιΐΓ&ιείιη 42

ΕοΚβιΐ 203
Εώνβτάδ 175
Ε££ίηδ 98, 99, 101
Επάη-Τπρρ 25

Ρ3ίτο1οιι§1ι 167, 185


ΡβδοΜ 41, 45, 55, 112, 122, 123, 145, 148, 156, 174, 175, 205
Ρ6Γ£ΐΐδοη 103, 112
ΡΜ ι 23
ΡίδΗΐϊΐβη 25, 43, 45, 112, 122, 123, 139
Ριι1ΐ6Γ 185

Ο&τάίη 37, 53
ΟβτίίηΜ 46, 53
Οί£ΐίο1ί 41, 54, 175
Οΐνόη 54
θΓ6£θΓγ 95
Ο ιιπ ιρβΓ Ζ 23, 25, 26, 53, 55, 124, 126

ΙΜ Μ ιγ 18, 29, 33, 35, 42, 54, 55, 95, 96, 98, 99, 100, 101, 146, 148, 153,
179, 180, 181, 182, 183, 184, 188, 208
Η&δβη 33, 54, 95, 96, 98, 99, 100, 146, 148, 179, 183, 185
Ηαιΐββη 119
Ηα\ν1άη£ 189
Ηοΐιηβδ 146, 202
Ηιιάδοη 41, 45, 54, 145, 164, 169, 175, 205
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 245

Ηγιηβδ 23, 25, 26, 29, 46, 53, 54, 55, 91, 94, 148, 208

Ιακωβίδου 150
Ιορδανίδου 145
Μοηεη 50

Ιαοο&δοη 39

Καβουκόπουλος 188
Καζάζης 149
Κακριδή-Φερράρι 68, 107, 149
Καραντζόλα 63
Καραπαναγιώτου 150
Καρυολαίμου 145
Κατή 35, 187
Κατσογιάννου 151
Κονδύλη 35, 41, 42, 187, 188
Κοντοσόπουλος 145
Κοραής 106
Κρυολαίμου 187
Κωστούλα-Μακράκη 44, 151
Κωστούλη 187

ϋώ ο ν 16, 25, 26, 29, 33, 35, 37, 54, 64, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 79, 80, 81, 82,
83, 85, 86, 90, 102, 146, 165, 166, 175, 192, 201, 205, 208
ΙΑοίΤ 55
ΙχρδΚγ 45
ίενίηδοη 45
Λύκου 102, 185
Ιαιογ 42
ίγοηδ 29

Μα<±6η-ΗθΓ3Γ& 186
Μακρή-Τσιλιπάκου 65, 147, 150, 160
Μοίίηο^δίά 23
Μαργαρίτη-Ρόγκα 149
Μ3Γ06ΐΐ€δί 37, 53
ΜδΤϋίη 148, 180, 181, 182
ΜαΠίπεΙ 39
ΜοΟοηηοΙΙ-Οίηεΐ: 203
246 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Μβϋΐθί 24, 53
Μί1ΐ€Γ 160
ΜϋΓογ 16, 45, 76, 77, 78, 146, 149, 174, 205
Μοσχονάς 149
Μπαλτσκδτης 149
Μπαμπινιώτης 109, 149
Μπασλής 61, 66, 149, 187, 188
ΜϋΗΜιΐ8ΐ€Γ 134

Ντάλτας 33, 166, 168, 174, 205

Παΐζη 188
Ρ&ίηίβΓ 182, 184
Παπαζαχαρίου 168, 187, 201, 204, 205
Παυλίδου 64, 103, 145, 149, 153, 156, 187, 205
Πετρούνιας 146
Ρορίδκ* 127
Ρορρ€Γ 49
Προφίλη 142, 143, 151

Εβνζίη 56
Κοιηαίηε 48, 51, 129, 131, 149, 173

26, 45
δαρίτ 15, 23, 36, 39, 41, 42
5δαΐδδΐΐΓ€ 24, 26, 27, 55
5ανί1ΐ6-Τπ)&€ 46, 125, 126, 136, 148, 149
δοΗαίί 53
5οΗβδ1οίί 26, 46
δοΜπη 202
Σκοπετέα 149
$&ιίη&&1)-Κ8η£αδ 116, 117, 119
Σοφιανός 105
5ία51)δ 205
Σταυρίδη-Πατρικίου 109, 149
δψΐίΐ 160

Τζάρτζανος 158
Τζιτζιλής 66, 145
Τριανταφυλλίδης 58, 110, 157
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 247

Τηκ&ΙΙ 16, 72, 73, 74, 135, 145, 146, 201


Τσιτσελίκης 143, 149
Τσιτσιπής 30, 31, 41, 49, 92, 148, 149, 151
Τσοκαλίδου 187

νβ€ΐ 181
νγβοΚ&γ 24, 42, 53, 180, 189

Φραγκουδάκη 158, 187

ΨβπΙΗαϋδΙι 29, 31, 36, 45, 54, 115, 124, 126, 128, 132, 145, 148, 149, 151
ΨβίηΓβίοΙι 63
Ψατίδοΐι 53
Μ ιογϊ 15, 23, 36, 39, 41, 42, 55, 189
ν/Π1ί3ΐϊΐδ 50, 53, 55, 146

Ζαιρβίεα 126

Χαραλαμπάκης 187
Χαραλαμπόπουλος 145, 146
Χατζηδάκη 127, 146, 149, 150, 187
Χατζησαβίδης 145, 149
Χειλά-Μαρκοπούλου 149
Χριστίδης 39, 40, 48, 55, 60, 63, 86, 87, 89, 107, 112, 115, 128, 144, 147,
148, 149

Ψυχάρης 108, 109


Το βιβλίο αυτό αποτελεί εισαγω γή
στην Κοινωνιογλωσσολογία. Οι συγ­
γραφείς, που διδάσκουν στο Πανεπι-
^παρουσιάζουν με

Μ
υποκαταστήσουν τη ζωντανή διδασκα­
λία και τα πολλαπλά διδακτικά μέσα.
Στο πρόλογό τους σημειώνουν: «προ­
τείνουμε αυτό το εισαγωγικό εγχειρί-
X , \ *
διο όχι μόνο για το φοιτητικό αναγνω­
στικό κοινό αλλά πιθανόν και για ένα
ευρυτερο κοινό με ενδιαφέρον για την
κοινωνική διάσταση της γλώσσας».

Ι5ΒΝ 960-87114-8-7

You might also like