Professional Documents
Culture Documents
Αρχάκης Κονδύλη PDF
Αρχάκης Κονδύλη PDF
Αρχάκης Κονδύλη PDF
Ε ισ α γ ω γ ή σε ζητημ ατα
ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
νήσος
ΑΘΗΝΑ 2002
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ............................................................ . ....................................13
Ε υρετήριο ό ρ ω ν ....................................................................................235
Ε υ ρετή ριο ο νο μ ά τω ν 243
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ
γνώσει μας και δεν θεωρούμε ότι μειώνει (αλλά αντίθετα ενι
σχύει) το συνολικό αποτέλεσμα.
Συνειδητά επίσης επιλέξαμε να μην ομοιογενοποιήσουμε
με κάποιον από τους καθιερωμένους τρόπους τα δηλωτικά
του φύλου, αλλά να χρησιμοποιούμε εντελώς τυχαία και διά
σπαρτα διαφορετικούς τύπους και συμβάσεις, δηλαδή είτε το
αρσενικό γένος είτε το θηλυκό ή και τα δύο.
ται φορέας της απόλυτης αλήθειας και κανένας δεν έχει το δι
καίωμα να ασκεί εξουσιαστικό και ηγεμονικό λόγο στον άλλο.
Επίσης, είναι ενδιαφέρον να έχοΰμέ~υπόψη ότι υπάρχουν
περιστάσεις και κοινωνικοί ρόλοι οι οποίοι απαιτούν την πα
ραγωγή σκοπίμως λανθασμένου γραμματικά προϊόντος, ώστε
να λειτουργήσει το λάθος αυτό ως κοινωνικός ενδείκτης του
συγκεκριμένου ρόλου και της συγκεκριμένης περίστασης: στην
κοινωνία Βιιηιηάΐ της Αφρικής, τα μέλη της άρχουσας τάξης
των ευγενών πρέπει σε κάποια δημόσια περιβάλλοντα νάπα
ραγάγουν λόγο με μικρά γραμματικά λάθη, με μοναδικό σκο
πό να δείξουν ότι η κοινωνική τους ταυτότητα βρίσκεται υπε-
ράνω της ανάγκης προσήλωσης στο ορθό λεκτικό προϊόν (βλ.
ΤσιτσιπήςΓΐ995ΪΊ>9).
Φαίνεται λοιπόν ότι το αντικείμενο της γλωσσολογίας
όπως προσδιορίζεται από τον Ο ιοιπι&υ, η μελέτη δηλαδή της
γλωσσικής ικανότητας ιδανικών μεμονωμένων ομιλητών και
ακοοάτών. είναι ϋαιτέλ^ καθώς δεν συνυπολογίζονται οι κοι
νωνικές συντεταγμένες που συντελούν στην~τελική επιλογή
του γΐώσσϊκσύ'πόο'ίόντος (για τα παραπάνω, πρβ. Τσιτσιπή,
1995: 68-69, ΐί).
Η έννοια της επικοινωνιακής ικανότητας, συμπληρώνο
ντας τη γλωσσική ικανότητα καΤ τη γλωσσολογική θεωρία με
τις παραμέτρους της κοινωνικής ποικιλότητας, όδήγέί αναπό-
φευκτα και στην αμφισβήτηση της θέσης περί ομοιογένειας
του γλωσσικού συστήματος (: η γλώσσα ως σύστημα είναι
ίδια και απαράλλαχτά κατανεμημένη στο νου των ομιλητών)
και, κατά συνέπεια, της ομοιογενούς αδιαφοροποιητης γλωσ
σικής κοινόττιτας (: όλα τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας
διαθέτουν το ίδιο ακριβώς γλωσσικό σύστημα). Όπως παρα- , / '
τηρεί ο Λν3πΰιαιΐ£ΐι (1986: 5), η ευδιάκριτη σε όλους γλωσσική
ποικιλότητα7 δημιουργεί σημαντικά προβλήματα σε όσους γ
προσπαθούν να αποδείξουν ότι στον βαθύτερο πυρήνα της η ι
γλώσσα είναι οαοιογενήζ και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να
περιγράφει με κατηγορικούς κανόνες (ο&ΐε§οηα1 πι1ε$), κανό-
32 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
1956: 221· πρβ. Τσιτσιπής, 1995, ειδ. κεφ. 2.1).12 Έτσι, εμμέ
σως πλην σαφώς, αμφισβητείται και το αξίωμα ότι όλες οι
κατηγορίες γνώσης του κόσμου είναι αντικειμενικές και ανε
ξάρτητες από την ανθρώπινη νόηση και ότι απλώς αντικατο
πτρίζονται στη γλώσσα (βλ. ενδεικτικά Κονδύλη, 1997: 85-
95).13
Ο Μιοιΐ προσπάθησε να αποδείξει ότι η γλώσσα διαμορ
φώνει τους τρόπους σκέψης και τα πολιτισμικά μοντέλα και,
κατά συνέπεια, κατορθώνει να επηρεάσει και τις ίδιες τις κοι
νωνικές δομές. Χρειάζεται ωστόσο να διευκρινιστεί πως η
κοινωνική δομή πρέπει να θεωρηθεί ότι εκφράζει τα στοιχεία
της κοινωνικής κουλτούρας, το σύστημα αξιών και τα πολιτι
σμικά μοντέλα μιας κοινωνίας. Είναι ο πολιτισμός με την έν
νοια που του αποδίδει η εθνογλωσσολογία, ως το σύνολο των
παραστάσεων και των εννοιών που συγκροτούν τη σφαιρική
αντίληψη που έχει έ\ας λαός για τον κόσμο, και όχι η κουλ
τούρα των κοινωνικών ομάδων στις ταξικά διαμορφωμένες
κοινωνίες (Οΐ§1ϊο1ϊ, 1973: 25-27). Απ’ αυτή την άποψη είναι
φυσικό η θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας του Μιοιί να
τείνει να ταυτίζεται με τον γλωσσικό ντετερμινισμό (πρβ. Τσι-
τσιπής, 1995).
Ωστόσο, όπως σχολιάζουν οι μελετητές (π.χ., Ηικίδοη,
1980: 102-104· ΡοδοΜ, 1990: 63), στην υπόθεση 5&ρΐτ & Μιοιΐ
μπορούμε να διακρίνουμε δύο εκδοχές: η «ισχυρή» εκδοχή εν
ολίγοις αποφαίνεται ότι ο πολιτισμός και η γνωσιακή συμπε
ριφορά καθορίζονται από τη γλώσσα και οι πολιτισμοί δια
φέρουν όσο διαφέρουν και οι γλώσσες· η «ασθενής» εκδοχή
διαπιστώνει ότι ορισμένες πλευρές της κοινωνικοπολιτισμι-
κής οργάνωσης και του τρόπου θεώρησης των πραγμάτων
μπορεί να εξαρτώνται από ορισμένες πλευρές της ιδιαίτερης
γλωσσικής οργάνωσης. Η ασθενής εκδοχή είναι εμπειρικά επι-
βεβαιώσιμη και δεν φαίνεται να εγείρει σοβαρές αμφισβητή
σεις σε οποιαδήποτε πολιτισμική και κοινωνική θεώρηση της
γλώσσας: πολλές προσπάθειες στο πλαίσιο της κοινωνιο
42 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
νω νιογλ ω σ σ ο λ ο γία και την κ ο ινω νιο λ ο γ ία της γλώ σσας, είναι
η κοινωνική ψυχολογία της γλώσσας, η ο π ο ία ασ χολείται α π ό
ψ υχολογική άποψ η με τη μελέτη της χρήσης της γλώσσας στις
επ ικ οινω νια κ ές αλληλεπιδράσεις και τις σχέσεις ανάμεσα σε
γλωσσική συμ περιφ ορά, αντιδρά σεις και στάσεις τω ν ομιλη-
τώ ν/-τριώ ν (Οίΐβδ & 5ί. ΟΜτ, 1979).
Ε πιζητώ ντας μία λιγότερο κατηγορική κατάταξη της «στε
νής» και της «ευρείας» κ οινω νιο γλ ω σ σ ο λο γία ς (κάτι π ο υ δεν
θα βρούμε εύκολα σ τις συνήθεις κ α τα τά ξεις του «σκληρού
πυρή να» της κ ο ινω νιογλω σ σ ολογία ς), μ π ορούμε να συμφ ω νή
σουμε με την πρόταση του Ηβ11ί(1αγ (1975) σχετικά με τους το
μείς έρευνας π ο υ είνα ι κατά κ ά π ο ιο τρ ό π ο κ οινω νιογλω σ σο-
λογικοί:
1. Για την αξιοποίηση του νγ£θΐ3Κγ και του Βα&ιΐίη, βλ. ενδεικτικά
ν/εΠδοΙι, 1985* Ο Ιο γο π , ΒιιΐΙ & λνίΐΐίαιηδ, 1996. Οι ενδιαφέρουσες κοινωνιο-
γλωσσολογικές μελέτες στην πρώην Σοβιετική Ένωση παραμένουν σχεδόν
άγνωστες στην Ευρώπη. Για μια αρκετά εμπεριστατωμένη εικόνα της παρα
γωγής της μαρξιστικής κοινωνιογλωσσολογίας, βλ. ϋίΐΐιηαΓ, 1978. Σχετικά
με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη γλώσσα ως εποικοδόμημα,
που αναπτύχθηκε επίσης στο πλαίσιο της μαρξιστικής γλωσσολογικής σκέ
ψης, βλ. ΜθΓοβΙΙβδί & Οοπίίη, 1974. Η εκδοχή της γλώσσας ως εποικοδομή
ματος, ειδικά μετά τη «γλωσσολογική παρέμβαση» του Στάλιν στο Μαρξι
σμός και γλωσσολογία (1950), ελέγχεται κριτικά από τη μαρξιστική γλωσσο
λογική προοπτική (βλ., π.χ., Μαπχΐ^δί & θ8Γ<ϋη, 1974* δάιαίί, χ.χ.)
2. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Α. ΜεΐΠεΐ («Οοπυηβπί Ιβδ πιοΐδ
οΙΐ3η£€ί Ιβδ δ€ηδ», 1905-1906, στο Ιίη&ιίείίςιιβ Μβίοήςυε 6ί ΙίηβιιίδΙίςιιε ξόηέ-
ΓΒίε, όπως αναφέρεται στο Βοιιίεί, 1984: 22-23) «Αν το περιβάλλον όπου η
γλώσσα εξελίσσεται είναι κοινωνικό, αν ο σκοπός της γλώσσας είναι να επι
τρέψει τις κοινωνικές σχέσεις, αν η γλώσσα δεν συνεχίζει να υπάρχει παρά
μόνο μέσα απ’ αυτές τις σχέσεις, αν τέλος τα όρια των γλωσσών τείνουν να
συμπέσουν με τα όρια των κοινωνικών ομάδων, τότε είναι προφανές ότι και
οι αιτίες που καθορίζουν τα γλωσσικά φαινόμενα πρέπει να είναι κοινωνι
κής φύσης και ότι η θεώρηση των κοινωνικών φαινομένων και μονάχα αυτή
θα επιτρέψει να αντικατασταθεί στη γλωσσολογία η απλή εξέταση των γεγο
νότων από τον καθορισμό των διαδικασιών, δηλ. η εξέταση των πραγμάτων
από την εξέταση των πράξεων, η απλή διαπίστωση ότι πολύπλοκα φαινόμε
να σχετίζονται μεταξύ τους από την ανάλυση φαινομένων σχετικά απλών
που εξετάζονται το καθένα στη δική του εξέλιξη».
3. Είναι λογικά αμφισβητήσιμο κατά πόσο μια οποιαδήποτε θεωρία μπο
ρεί να διεκδικήσει την επιστημονική και ιδεολογική ουδετερότητά της, εφό-
σον το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ορίζει
και την αξιακή της φόρτιση.
4. Παράλληλα αναπτύσσεται η εθνομεθοδολογία ως κοινωνική θεωρία,
κυρίως από τους Ο&ιίίηΜ και Οοοιιτεΐ. Για τη γενικότερη επισκόπηση ιδι
αίτερα των συνεισφορών της αλληλεπιδρασιακής κοινωνιογλωσσολογίας,
βλ. ΟαπιρβΓΖ & Ηγτπ€5, 1972.
54 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
5. Βλ., πχ., ί&βον, 1971β· Οί£ϋο1ί, 1973* Ο ίΐίιη & Γ , 1978* Βουΐεΐ, 1984.
6. Η έννοια του ιδανικού ομιλητή, εκτός από αφαίρεση σε σχέση με τους
πραγματικούς ομιλητές, αποτελεί επιπλέον αφαίρεση σε σχέση με τις πραγ
ματικές ομιλήτριες. Δεν μπορούμε λοιπόν να συμμεριστούμε τη φυσικοποίη-
ση της έμφυλης διαφοράς μέσα από τη «γραμματική αφαίρεση» σύμφωνα με
την οποία το αρσενικό γένος εκπροσωπεί και το θηλυκό (βλ. σχετικά 3.2).
Για λόγους όμως οικονομίας στο βιβλίο αυτό θα χρησιμοποιούμε τυχαία
διασπορά στα δηλωτικά του φύλου.
7. Σύμφωνα με τον Ηιιάδοη (1980: 24), ο όρος ποικιλία (ναπ6ΐγ) ορίζεται
ως ένα σύνολο γλωσσικών στοιχείων με παρόμοια κοινωνική κατανομή.
8. Η έννοια της γλωσσικής κοινότητας (ϋη^υίδΐΐο οοιτΐΓηυηΐί;γ) είναι κε
ντρική στην κοινωνιογλωσσολογία, εφόσον δηλώνει την έμφαση στην ανά
λυση της γλώσσας όπως τη χρησιμοποιούν οι άνθρωποι -μέλη μιας κοινό
τητας- και όχι οι μεμονωμένοι ιδανικοί ομιλητές. Ωστόσο υπάρχουν προ
βλήματα με την τεχνική αποσαφήνιση του όρου, διότι οι ομιλητές μπορεί να
ανήκουν ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία κοινότητες. Από τις διαφορε
τικές προσεγγίσεις στην έννοια, μπορούμε σχηματικά να πούμε ότι καθορι
στικό ρόλο παίζει η στάση και η αυτοσυνείδηση των ατόμων, τα οποία μοι
ράζονται ένα σύνολο κοινωνικών στάσεων αναφορικά με τη γλώσσα (ίαβον,
1972α) ή τα οποία μοιράζονται τη γνώση των κανόνων παραγωγής και ερ
μηνείας της ομιλίας (Ηγπΐ6δ, 1974). Θεωρούμε επίσης χρήσιμη τη διάκριση
που επιχειρεί ο Οίΐΐιη&Γ (1987) ανάμεσα σε γλωσσική κοινότητα (η οποία
έχει και ιστορικό χαρακτήρα) και σε επικοινωνιακή κοινότητα (η οποία πε
ριλαμβάνει τις πραγματολογικές και επικοινωνιακές όψεις που δεν περι
λαμβάνονται κατ’ ανάγκην στη γλωσσική κοινότητα). Βλ. σχετικά επίσης
Ανδρουλάκης, 1999* >^3πΙ1ιαιΐ£ΐι, 1986: 117-131.
9. Ακόμα ισχυρότερη είναι η αμφισβήτηση της διάκρισης ανάμεσα σε
ομιλία και σύστημα από λειτουργικές προσεγγίσεις, όπως, για παράδειγμα,
εκείνη του ΗΜί(1αγ και της ΗΒδαη που απορρίπτουν παρόμοιες διακρίσεις
αναπτύσσοντας τη δι-οργανική (ίηΐ6Γ-θΓ§αηίο) προσέγγιση στην ανάπτυξη
της γλώσσας. Η δι-οργανική προσέγγιση για τη γλώσσα υποστηρίζει ότι,
εφόσον η γλώσσα αναπτύσσεται ως επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους
και εσωτερικεύεται στο λεξικογραμματικό σύστημα, δεν υπάρχει καμία απο-
λύτως θεωρητική σκοπιμότητα να υιοθετηθούν μοντέλα εσωτερικής γλωσσο
λογίας (όπως εκείνα του δαιΐδδΐιτβ και του ΟιοΐϊΐδΚγ) τα οποία στηρίζονται
στη μελέτη του υποτιθέμενου εσωτερικού γλωσσικού συστήματος (ίηΐχ&-
θΓ£αηΐο) (βλ., π.χ., Ηαδβη, 1996).
10. Στη σύγχρονη γλωσσολογία μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά τον
γνωσιακό λειτουργισμό του Οίνόη (1984), του οποίου η λειτουργική-τυπολο-
γική γραμματική αντιμετωπίζει τη γλώσσα και την επικοινωνία ως μέρος
των γενικών γνωσιακών μηχανισμών και αντιπαρατίθεται προγραμματικά
στον γενετικό φορμαλισμό. Το πιο ισχυρό λειτουργικό μοντέλο βρίσκεται
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 55
2.1. Γ εω γ ρ α φ ικ ή γλ ω σ σ ικ ή δ ι α φ ο ρ ο π ο ί η σ η 1
Κοινωνική ποικιλότητα
Γεωγραφική ποικιλότητα
1η απάντηση 2η απάντηση
ΓουΛ ΡΙ ο ο γ ΡοιίΓύι ΡΙ ο ογ
5α&> (Α. Τ.) 30% 63% 40% 64%
Μαογ’δ (Μ. Τ.) 27% 44% 22% 61%
Κΐ€ΐη (Κ. Τ.) 5% 8% 13% 18%
80 -
50 -
20 -
15 + 35 + 55 + 15 + 35 + 55 + 15+ 35 + 55 +
Μ3ογ’δ ΚΜη
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 71
[ωι] 3 [_ιι]
[81] 3 [_ΐ]
80 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
\1 V
I I
Γιατί συντελέστηκε αυτή η επαναφορά στην αρχική προφο
ρά και ειδικότερα μεταξύ των ψαράδων, αγγλικής κυρίως κα
ταγωγής, 30 έως 45 ετών; Κατά τον ίβ&ον, η απάντηση βρί
σκεται στην αύξηση του τουρισμού και στην αποδοκιμασία
των τουριστών καταρχήν από μια μικρή ομάδα γέρων γηγε
νών νησιωτών. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ταυτιστεί με τις πα
ραδοσιακές αρχές και αξίες του νησιού και απέρριπταν τον
καταναλωτισμό των τουριστών. Η δε επαναφορά στην αρχική
82 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
χεται η δημοτική με τον Βενιζέλο και έκτοτε έως και την πε
ρίοδο της απριλιανής δικτατορίας η γλώσσα που διδάσκεται
στο σχολείο ακολουθεί τις πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις της
εκάστοτε κυβέρνησης. Συνήθως οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις
εισάγουν τη δημοτική (με εξαίρεση το δικτάτορα Μεταξά) και
οι συντηρητικές την καθαρεύουσα. Και επειδή οι αλλαγές στις
κυβερνήσεις είναι συχνές, αντίστοιχα συχνές είναι και οι αλ
λαγές στη γλώσσα του δημοτικού σχολείου. Από το 1917 ανα-
πτύσσεται η επιστημονική μελέτη της δημοτικής, παράλληλα
με αυτήν του νεοελληνικού πολιτισμού. Το 1941 γράφεται η
Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) από τον μετριοπα
θή δημοτικιστή Μ. Τριανταφυλλίδη.
Με την πτώση της χούντας το 1974 υπήρξε μια αυθόρμητη
κίνηση του λαού προς τη χρήση της δημοτικής σ’ όλες τις πε
ριστάσεις επικοινωνίας, επίσημες και ανεπίσημες. Ανταπο-
κρινόμενη στο λαϊκό αίτημα, η συντηρητική κυβέρνηση του Κ.
Καραμανλή καθιερώνει το 1976 τη δημοτική όχι μόνο στο
σχολείο, αλλά και ευρύτερα σ’ όλες τις επίσημες περιστάσεις
επικοινωνίας.
Με την καθιέρωσή της η δημοτική αρχίζει να χάνει τον
συμβολικό της ρόλο ως έμβλημα κεντροαριστερής ιδεολογικο
πολιτικής τοποθέτησης, ενώ σε αμηχανία βρέθηκαν και οι
οπαδοί του συντηρητικού κόμματος που αναγνώριζαν τον
εαυτό τους μέσα από την καθαρεύουσα. Πολύ γρήγορα όμως
η γλώσσα επανακτά τον διακριτικό, συμβολικό της ρόλο όταν
μέλη αριστερών κυρίως πολιτικών οργανώσεων αρχίζουν να
χρησιμοποιούν συγκεκριμένα στοιχεία της δημοτικής, όπως
τα ακόλουθα:
— την κατάληξη -ης στη γενική ενικού των αρχαιόκλιτων θη
λυκών (π.χ., της τάξης, της πόλης), αντί της κατάληξης -εως
(π.χ., της τάξεως, της πόλεως),
— τα συμφωνικά συμπλέγματα της μορφής τριβόμενο + κλει
στό στον μεσοπαθητικό αόριστο (π.χ. ονομάστηκε), αποφεύ-
γοντας την υπερδιορθωτική επέκταση του συμφωνικού συ
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 111
Σχολείο •
Μέσα ενημέρωσης •
Κοινωνική και •
Πολιτιστική
Δραστηριότητα στην
Κοινότητα
Επαφές με συγγενείς •
και φίλους
Επαφές με διοικητικές •
Υπηρεσίες
σότερες στο σπίτι, άλλη στο χωριό, άλλη για εμπορικούς σκο
πούς και για την επαφή μετον >ιόσμοέ|ωοιπό την κοινότητα.
Αυτές οι γλώσσες μαθαίνονται με φυσικό τρόπο και οι μετα
βάσεις από τη μια γλώσσα στην άλλη γίνονται από τους ομι
λητές χωρίς δισταγμό. Ένα μονόγλωσσο άτομο σε μια τέτοια
κοινότήτα θα θεωρούνταν κοινωνικά απροσάρμοστο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολύγλωσσης κοινότη
τας μας δίνουν οι ΤιιΚαηο του βορειοδυτικού Αμαζονίου, στα
σύνορα Κολομβίας και Βραζιλίας. Οι ΤιιΚ&ηο είναι πολύ
γλωσσοι διότι η γυναίκα που ένας άνδρας θα παντρευτεί πρέ
πει να μην είναι από την ίδια γλωσσική κοινότητα. Ο γάμος
απαγορεύεται ανάμεσα σε έναν άνδρα και σε μία από τις
«αδερφές» του, σε μία δηλαδή από τις γυναίκες που μιλούν
την ίδιά γλώσσα, καθώς κάτι τέτοιο θεωρείται ως ένα είδος
αιμομιξίας. Έτσι, οι άνδρες διαλέγουν τις γυναίκες που θα
παντρευτούν από γειτονικές αλλόγλωσσες φυλές. Μετά το γά
μο οι γυναίκες πηγαίνουν στην οικογένεια του άνδρα με απο
τέλεσμα στην κοινότητα να μιλιούνται πολλές γλώσσες αυτη
των ανδρών, οι ποικίλες γλώσσεςτων γυναικών απο τις διά
φορες φυλές, και μια διαδεδομένη στην ευρύτερή περιοχή
γλώσσα εμπορίου. Τα παιδιά γεννιούνται σε πολύγλωσσο πε
ριβάλλον, όπου άλλη είναι η γλώσσα του πατέρα, άλλη η
γλώσσα της μητέρας και άλλες οι γλώσσες των γυναικών με
τις οποίες έρχονται σε καθημερινή επαφή. Όλοι όμως στην
κοινότητα ενδιαφέρονται να μάθουν τις γλώσσες των άλλων
και στο πλαίσιο μιας συνομιλίας η μετάβαση από τη μία
γλώσσα στην άλλη είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Η πολυ
γλωσσία είναι κάτι τόσο φυσικό και αυτονόητο στην κοινότη
τα αυτή που οι ΤιιΚ&ηο δεν γνωρίζουν πόσες γλώσσες μιλούν.
Σε καμία περίπτωση πάντως δεν γίνεται προσπάθεια ελάττω
σης των ομιλούμενων γλωσσών, όπως συμβαίνει σε πολλά δυ
τικά κράτη κυρίως με τις γλώσσες των μεταναστών. Η πολυ
γλωσσία θεωρείται πηγή δύναμης καθώς δίνει τη δυνατότητα
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 119
Πίνακας 11: Κριτήρια βάσει των οποίων μια γλώσσα μπορεί να χαρα
κτηριστεί μητρική και ένα άτομο διπλόγλωσσο
■VΛ·1 Δ ΙΓ Λ Ω Σ Σ ΙΑ
+
ΔΙΠΛΟ
ΓΛ Ω ΣΣΙΑ
+ 1. Διγλωσσία και διπλογλωσσία μαζί 3. Διπλογλωσσία
χωρίς διγλωσσία
2. Διγλωσσία χωρίς διπλογλωσσία 4. Ούτε διπλογλωσσία
ούτεδιγλωοαία
Α: Θα το βρεις το μέρος;
Β: ] ’βη 81118 Ρ08 811Γ.
- *ο πιγ ύογίπ6πά
- *ί>ογίήαιά μου
128 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
- πά §ο εγώ πηγαίνω
-γιίβΟ εσύ πηγαίνεις
- πά ΙαΙάπι γυ εγώ βλέπω εσένα
- γυ ΙυΜτη πά εσύ βλέπεις εμένα
- πάρβία §ο εμείς πηγαίνουμε
- γυρεία βο εσείς πηγαίνετε
- ρ&ρ& ύίΙοηξ ιώϊ ο πατέρας μ ο υ .
- Ιιαυ$ ύίΐοπβ πάρβία ο σπίτι μας
- ραρα Μοηβ γυ ο πατέρας σου
- Ιιβα5 Μοπβ γυρβία ο σπίτι σας
ποικιλία της στη νέα ελληνική, βλ. επίσης Πετρούνιας, 1984; 308-309 και
Χαραλαμπόπουλος κ.ά., 1992.
8. Η έννοια της κοινωνικής τάξης δημιουργεί γενική αμηχανία στην
εμπειρική έρευνα και οφείλεται στη δυσκολία ορισμού της στο πλαίσιο μιας
γενικά αποδεκτής κοινωνικής θεωρίας. Κατά συνέπεια, οι δείκτες προσδιο
ρισμού της κοινωνικής τάξης στην κοινωνιογλωσσολογική έρευνα προσπα
θούν να υιοθετήσουν αντικειμενικά κριτήρια κατηγοριοποίησης όπως το
εισόδημα, ο βαθμός μόρφωσης και το επάγγελμα (ία&ον). Σε άλλες περι
πτώσεις προστίθενται επιπλέον κριτήρια όπως ο τόπος κατοικίας και το
επάγγελμα του πατέρα (Τηκΐ£ΐ11). Για να ορίσει την κοινωνική διαστρωμά
τωση η Μ ι Ιγο υ προτείνει περισσότερο ποιοτικά κριτήρια, όπως ο τρόπος ζω
ής και οι ιδιαίτερες σχέσεις των ατόμων με την εργασία. Προκειμένου να
συσχετιστούν οι κοινωνικές επαγγελματικές πρακτικές με τα διαφορετικά
σημασιολογικά συμφραζόμενα, η σχολή του Ηα11ίάαγ (βλ. 2.3.3. και 3.6.)
χρησιμοποιεί το εργαλείο των επαγγελμάτων υψηλής και χαμηλής εξάρτησης
από την υλική βάση της εργασίας. Θεωρώντας ότι το επάγγελμα, η εκπαί
δευση και το εισόδημα είναι παράγοντες αλληλεξαρτώμενοι -επομένως κα
νένας δεν μπορεί από μόνος του να αποτελέσει ευρετική κατηγορία για τη
συμμετοχή ενός ατόμου σε μια κοινωνική τάξη-, οι μελετητές της σχολής
αυτής υποστηρίζουν ότι η κοινωνική θέση των ατόμων δεν μπορεί να καθο
ριστεί απλώς από το επάγγελμα που ασκούν. Έτσι, διερευνάται, μεταξύ άλ
λων, η μεγαλύτερη ή μικρότερη εξάρτηση του νοήματος από τα συμφραζό
μενα τόσο σε επαγγέλματα υψηλής εξάρτησης από την υλική βάση της εργα
σίας όσο και σε επαγγέλματα χαμηλής εξάρτησης από την υλική βάση, ενώ
ταυτόχρονα λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που το άτομο διαμεσρλαβεί την ερ
γασία του μέσω των αποκτημένων γνώσεων, καθώς και ο βαθμός που το κά
θε συγκεκριμένο επάγγελμα επιτρέπει στο άτομο να αποφασίζει ή/και να
αναθέτει σε άλλους/άλλες (στο εργασιακό ή και το οικογενειακό περιβάλλον)
να εκτελούν τις αποφάσεις αυτές (Η&δ&η & αοΓβη, 1990· ^ΐΐΐΐ&τηδ, 1999).
9. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά της γλώσσας των νέων, ενδιαφέρον πα
ρουσιάζουν οι μελέτες του Ανδρουτσόπουλου (λ.χ., 1997, 1998) με δεδομένα
τόσο από τη νέα ελληνική όσο και από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Για τη
σχέση γλωσσικής ποικιλότητας και ηλικίας, βλ. επίσης Ηοίπίθδ, 1992: 164-
189.
10. Η Χατζηδάκη (1992) σε έρευνά της στη δεύτερη γενιά ελλήνων μετα
ναστών στις Βριξέλες χρησιμοποιεί τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων.
Διαπιστώνει ότι η ελληνική είναι η δεύτερη γλώσσα των νέων (με πρώτη τη
γαλλική) και ότι η χρήση της σε δίκτυα συνομηλίκων δεν υπαγορεύεται από
την ανάγκη να διευκολυνθεί η κατανόησή τους, αλλά από την ισχυρή πίεση
που δέχονται και η οποία προέρχεται από τη συνοχή των κοινωνικών δι
κτύων στα οποία συμμετέχουν (βλ. ό.π.: 620).
11. Πρβλ. για τα ελληνικά ανεκδοτικές και μη εκφράσεις του τύπου
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 147
Εμείς είμαστε η Γαριφαλιά, Θα πάω στην οικία τον σπιτιού μου, Οι γκον-
φρέτες, Ένα διαμέρισμα με πολλά ροκφόρ (= κομφόρ), Σχέτος καφές κτλ.
12. Σύμφωνα με τη Μακρή-Τσιλιπάκου (1997: 539-540, 544), περιπτώ
σεις άνωθεν υπερδιόρθωσης στη νέα ελληνική συναντάμε, μεταξύ άλλων,
στα αρχαιόκλιτα επίθετα, σε περιπτώσεις που μη επιτηδευμένοι ομιλητές
προσπαθούν να «πετύχουν» τους λόγιους αυτούς τύπους, χωρίς να τους
γνωρίζουν, αισθανόμενοι την ανάγκη να προβάλουν τον «καλύτερο» γλωσ
σικό εαυτό τους σε επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας. Π.χ., Δεν ξέρω αν
γίνομαι σαφές, Ύστερα σου λέει επείγον περιστατικά, Έκανα επείγον εισα
γωγή για αιματουρία.
13. Η Μακρή-Τσιλιπάκου (1997: 538, 540-543) θεωρεί ως ενδείξεις κά
τωθεν αλλαγής στη νέα ελληνική τις σχεδόν συστηματικές μεταβολές που αρ
χίζουν να παρατηρούνται στην κλίση των τριγενών και δικατάληκτων αρ
χαιόκλιτων επιθέτων σε -ης και -ες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο πα
ράδειγμα:
-Τ ι γνωρίζετε για τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους;
-Τ ι γνωρίζω! Ε ! αυτή είναι η συνήθη τακτική των Τούρκων.
Έτσι, η κλίση, λ.χ., του αρχαιόκλιτου θηλυκού αρχίζει να εναρμονίζεται
με το κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής (π.χ., η συνήθη, της συνήθης, τη συ
νήθη κτλ.). Η Μακρή-Τσιλιπάκου (ό.π.) θεωρεί ότι τα άτομα που ξεκίνησαν
αυτή την αλλαγή, για την οποία ο χρόνος θα δείξει τελικά αν πρόκειται για
συγχρονική ποικιλότητα ή διαχρονική εξέλιξη, είναι οι νεότεροι ομιλητές,
πιθανώς λόγω της ελλιπούς έκθεσής τους σε παρόμοιους τύπους μέσα στην
κοινωνία της μεταπολίτευσης. Παρατηρεί όμως και μια τάση υιοθέτησης των
τύπων αυτών από μεγαλύτερους και πιο μορφωμένους ομιλητές. Η διαφαι-
νόμενη αλλαγή είναι κάτωθεν, καθώς δεν εκπορεύεται από τα ανώτερα
στρώματα και στερείται εμφανούς γοήτρου. Έχει όμως καλυμμένο γόητρο
αν σκεφτούμε ότι συνδέεται με μια ηλικιακή ομάδα η οποία κατέχει ένα αγα
θό, τη νεότητα, το οποίο μερικές φορές θεοποιείται από την κοινωνία μας.
14. Χαρακτηριστικές είναι οι στερεοτυπικές στάσεις στις επιβιώσεις δια
λεκτικών στοιχείων (βλ. και 2.2.6.1.). Λ.χ., ο λόγος των Θεσσαλονικιών πα
ρωδείται με κλισαρισμένες εκφράσεις όπως θα σε καλέσω σπίτι να σε κάνω
κεφτεδάκια ή άνοιξέ με λίγο από πίσω (προς τον εισπράκτορα λεωφορείου
παλιότερα), βλ. σχετικά Μακρή-Τσιλιπάκου, 1991: 346-347.
15. Στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες και μετά την καθιέρωση της
δημοτικής το 1976 ακούγεται πάλι ένας αρχαιότροπος εθνικιστικός λόγος, ο
οποίος θεωρεί ότι η γλώσσα, το έθνος και η «καθαρότητα» και των δύο κιν
δυνεύουν από τους ισχυρούς ξένους και χρειάζονται μέτρα γλωσσικής αστυ
νόμευσης για να προστατευθεί η γλωσσική και πολιτισμική καθαρότητα του
έθνους. Όπως παρατηρεί ο Χριστίδης (1999α: 41), ο λόγος αυτός αντιπαρα-
τίθεται σ’ ένα ρηχό κοσμοπολιτισμό ο οποίος είναι ευθυγραμμισμένος με
έναν παγκοσμιοποιημένο πολιτισμικό και γλωσσικό ηγεμονισμό που αρνεί-
148 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
ται την εθνική, πολιτισμική και γλωσσική ποικιλία. Η θέση του Χριστίδη
(ό.π.: 42) είναι ότι η ιδιαίτερη νεοελληνική ταυτότητα θα πρέπει να διαφυ-
λαχθεί όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας
της, αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο
των ιστορικών, και όχι μυθικών, ιδιαιτεροτήτων της όσο και της ενότητάς
της με τις άλλες γλώσσες, η οποία απώτερα προκύπτει από την ενότητα της
ανθρώπινης νόησης.
16. Ανάλογη είναι και η παρατήρηση του ΒΐΌ\νηΐη£ (1991: 178), σύμφω
να με την οποία οι ελληνικές διάλεκτοι συχνά δείχνουν στη δομή τους το εί
δος των αποκλίσεων οι οποίες, κατά την απουσία ενοποιητικών παραγό
ντων όπως αυτοί που προαναφέρθηκαν, θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη
δημιουργία μιας ομάδας γλωσσών τόσο διαφορετικών μεταξύ τους όσο η
ρομανική ή η σλαβική οικογένεια.
17. Στα ελληνικά έχει καθιερωθεί η μετάφραση του όρου Γ€£ί5ί€τως επί
πεδο ύφους. Θεωρούμε όμως ότι ο όρος επίπεδο ύφους συσκοτίζει τις κοι-
νωνιοσημειωτικές πλευρές του όρου Γ€βΐ5ί€Γ, εφόσον παραπέμπει σε υφολο-
γικές διαφοροποιήσεις. Η θεματοποίηση και η επεξεργασία της έννοιας, που
έγινε από το χαλιντεϊανό ρεύμα, θα οδηγούσε περισσότερο στην κυριολεκτι
κή απόδοση του όρου ως λειτουργική (διατυπική) ποικιλία σύμφωνα με τη
χρήση (σε αντίστιξη με την ποικιλία σύμφωνα με το χρήστη, που σηματοδο
τεί τις γεωγραφικές διαλέκτους και κοινωνιολέκτους) (βλ. Ηα11ίάαγ & Η&δοη,
1985: 41* Η3ΐΜιγ & Μ&τϋίη, 1993: 54, 86-87).
18. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βι
βλιογραφικές πηγές: Γαδοΐά, 1990: 44-46* Τσιτσιπής, 1995: 89Γ97* Ψ8π11ΐ8ΐι§1ι,
1986: 245-248.
19. Στο αντικείμενο της εθνογραφίας της επικοινωνίας, όπως ήδη ανα
φέρθηκε στο 1.5., μπορεί σε γενικές γραμμές να ενταχθεί η μελέτη της γλωσ
σικής δραστηριότητας ως μέρος των συμβολικών αξιών ενός πολιτισμού και
μιας κοινωνίας και ως μέσο με το οποίο μια κοινωνία κατασκευάζει, διατη
ρεί και τροποποιεί τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Για
την εθνογραφία της επικοινωνίας τα γλωσσικά γεγονότα συνδέονται άρρη
κτα με τα κοινωνικά γεγονότα. Επιπλέον, η εθνογραφία της επικοινωνίας
μελετάει συγκριτικά το ρόλο της γλώσσας και της γλωσσικής συμπεριφοράς
σε διαφορετικές κουλτούρες (για τα παραπάνω, βλ. Ηγπΐ£5, 1974* δανΐΐΐε-
Ττο&β, 1989* ΟυΓ&ηίί, 1997).
20. Συνήθως θεωρείται ότι η λειτουργική ποικιλία δεν ανήκει στα εργα
λεία που χρησιμοποιούνται στην κοινωνιογλωσσολογία αλλά στη συστημική
λειτουργική γλωσσολογία. Έτσι, δημιουργείται μια «κατανομή εργασίας»
σύμφωνα με την οποία η κοινωνιογλωσσολογία ασχολείται με τις κοινωνι
κές ποικιλίες, ενώ η συστημική λειτουργική γλωσσολογία και η κειμενο
γλωσσολογία με τη λειτουργική ποικιλία.
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 149
21. Για την απόδοση του όρου ίβηοΓ ακολουθούμε την πρόταση της Παυ
λίδου (1999α).
22. Η δυσκολία να παραθέσουμε αναλυτικά λεξικο-γραμματικά δεδομέ
να οφείλεται στο ότι η συστημική λειτουργική γραμματική, απ’ όσο είμαστε
σε θέση να γνωρίζουμε, δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί παρά μόνο σποραδικά σε
ελληνικά δεδομένα.
23. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βι
βλιογραφικές πηγές: Αραποπούλου, 1995: 4-16* Βο&ετ, 1993: 7-8, 46-47, 51,
57, 67-69, 132-137· ΒΓονηίη§, 1991: 133-156* Γιαννουλοπούλου, 2001·
ΜιΙγου, 1980: 177-78· Κοίϊΐίώιε, 1994: 48-55* 5ανί11ε-ΤΓ0&6, 1989: 205-215*
Τσιτσιπής, 2001α και 2001β* Χατζηδάκη, 1998* ΨοπΗιαιι^Ιι, 1986: 55-87, 98-
115. Ειδικά για θέματα διπλογλωσσίας, χρήσιμο βοήθημα είναι το βιβλίο της
Κοπΐ3ίη€, 1995.
24. Βλ. επίσης, Γιαννουλοπούλου, 2001* Δελβερούδη & Μοσχονάς, 1997·
Μαργαρίτη-Ρόγκα, 1987: 27-36* Μπαμπινιώτης, 1998: 168-220* Μπασλής,
2000: 67-80* Σταυρίδη-Πατρικίου, 2001* Χριστίδης, 2001α, 2001β.
25. Για μια πρόσφατη και συστηματική παρουσίαση του κινήματος του
αττικισμού, βλ. Καζάζης, 2001.
26. Σε πρόσφατες νέρευνες στον γραπτό δημοσιογραφικό λόγο (Χατζη-
σαββίδης, 1999, 2000) διαπιστώθηκε μια σαφής πολιτικοϊδεολογική τοποθέ
τηση απέναντι στη σύγχρονη μορφή της ελληνικής: συγκεκριμένοι γλωσσικοί
τύποι απαντούν συχνότερα σε εφημερίδες συγκεκριμένων πολιτικών-κομμα-
τικών χώρων.
27. Για ένα συστηματικό προσδιορισμό του όρου μειονοτική γλώσσα
από νομική σκοπιά, βλ. Τσιτσελίκης, 2001α: 136.
28. Βλ. σχετικά Μπαλτσιώτης, 1997* Τσιτσελίκης, 2001β* Μπασλής,
2000: 85-89.
29. Για μια ενδιαφέρουσα πρόταση διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης
με ιδιαίτερη έμφαση στη γλωσσική ποικιλία, βλ. Κακριδή-ΡβΓΤβπ & Χειλά-
Μαρκοπούλου, 1996.
30. Για την απόδοση του όρου Μ1ΐη£υο1ί8ΐΏ όπως και του όρου ώ£ΐθΜία
ακολουθούμε την πρόταση της Παυλίδου, 1997: 120.
31. Η Σκοπετέα (2001: 76) εύστοχα παρατηρεί ότι κανένα έθνος δεν απο
βλέπει εκ των προτέρων στη μονοπώληση μιας γλώσσας και καμία γλώσσα
δεν τάχθηκε «από τη φύση της» να υπηρετήσει ένα και μόνο έθνος, καθώς
υπάρχουν έθνη που μοιράζονται με άλλα έθνη την ίδια γλώσσα. Παρά τη
διαπίστωση αυτή όμως, η μονογλωσσία, και μάλιστα ως εθνική μονογλωσ
σία, έχει προβληθεί ως η «φυσική» κατάσταση των εύπορων, εξελιγμένων
δυτικών κοινωνιών, ενώ η πολυγλωσσία, η οποία χαρακτηρίζει πολλές κοι
νωνίες στον κόσμο μας, έχει συστηματικά παρουσιαστεί ως πρόβλημα προς
αντιμετώπιση από το κράτος και ως ζήτημα προς μελέτη από τις κοινωνικές
επιστήμες. Διαπιστώνεται, δηλαδή, μια σαφής απροθυμία των δυτικών κυ
150 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
• Μορφολογία
Ο περίπτερός / η περίπτερού
Ο μανάβης / η μανάβισσα
Ο καφετζής / η καφετζού
• Σύνταξη
• Σημασιολογία
Γνναικάκι / αντράκι
Ψάχνω γυναίκα (= Θέλω καθαρίστρια) / ψάχνω άνδρα
(= θέλω να παντρευτώ)
Γυναίκα τον δρόμον, τον πεζοδρομίον / *άνδρας
του δρόμου, του πεζοδρομίου
Γυναικοκουβέντες / *ανδροκουβέντες, αλλά αντρίκεια
λόγια
Γυναικεία μυαλά / *αντρικά μναλά
Γυναικοδονλειές / *αντροδονλειές
Η χήρα τον Παπαδόπονλον / *ο χήρος της Παπαδοπού
λον
Άγαμη μητέρα / * άγαμος πατέρας
Επανδρώνω / *επιγυναικώνω
θηλυπρεπής / αλλά αρρενωπός
νουμε τρεις φάσεις στο έργο του (πρβ. ΑΐΚΐηδοη, 1985). Στην
πρώτη φάση προσπαθεί να εξηγήσει με γλωσσικούς όρους τη
σχολική αποτυχία των παιδιών ιω ιυ ΐοοέοχονται από χαμηλά
εργατικά στρώματα στη Βρετανία των δεκαετιών του ’60 και
του ’70: Τα παιδιά της εργατικής τάξης τείνουν να έχουν στη
διάθεσή τούς έναν κατά βάση περιορισμένο κώδικα που δεν
ανταποκρίνεται στις αΛαιτήσεις του σχολείου για να μεταδώ
σει τα εκπαιδευτικά περιεχόμενα,~ ενώ τά πάϊδΐά που προέρ
χονται από τη μεσαία τάξη διαθέτουν τόσο τον περιορισμένο
όσο-και τανε®ε|εργασμένο κώδικα. Ο "περιορισμένος κώδι
κας" ορίζεται ως τρόπος έκφρασής"ιδιαίτερα εξαρτημένος από
τα συικροαζόαενα καΓ^Ροσα^τολισμένος. 0.ιάΙά)υσικά χαρα
κτηριστικά της περίστασης, φτωχός σε,λεξίλργικές,αποχρώ-
σεΐζΤΟϊΓσε"λδγικη καησϋντάχτικτί διάρθρωση. Επομένως, εί-
ναϊ κατάλλήλος μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες περιστά
σεων. Ο επεξεργασμένος κώδικας ορίζεται ως τρόπος έκφρα
σης πολύ λιγότερο εξαρτημένος από τα συμφραζόμενα της
περίστασης και πιο πλούσιος σε σπιχασιολονική και συντάκτι-
κη^ίδρθρώση.
— Ηττπ^απάνώ θέση μπορεί να συσχετιστεί με την ευρύτερα
αποδεκτή (μη άμεσα συσχετισμένη με τη θεωρία του γλωσσι
κού ελλείμματος) και ανθεκτικότερη στο χρόνο και την κριτι
κή θέση του Βεπίδΐείη ότι ο επεξεργασμένος κώδικας χαρα-
κτηρίζεται από σχετική σαφήνεια και περιορισμένο αριθμό
προϋποθέσεων για τη γνώση του ακροατή (Γη σημασία~έντο-
πίζεται κυρίως στο κείμενο και οχι στα εξωγλωσσικά συμ
φραζόμενα), ενώ ο περιορισμένος κώδικας χαρακτηρίζεται
από σχετική ασάφεια και αυξημένο αριθμό προϋποθέσεων για
τη γνωστΓ'που (Γπόμπός μοιράζεται μέ" το δέκτη του (: η ση
μασία εντοπίζεται κυρίως στα εξωγΧ^σικ^Γσΰμφραζόμενα
και όχι στο κείμενο) (Κοπιαίηε, 1994: 195). Ο περιορισμένος
κώδικας χρησιμοποιείται (και μεταφέρεται από γενιά σε γε
νιά) κυρίως σε Κοινότητες όπου παρατηρούνται πυκνά και
πολυνήματα δίκτυα σχέσεων (βλ. 2.2.5.). Σε κοινότητες, δηλα
174 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
απλές νύξεις των ζητημάτων της έρευνας γενικά και της κοι-
νωνιογλωσσολογικής ειδικότερα. Είναι προφανές ότι η ανα
λυτική παρουσίαση μερικών μόνο από τις ερευνητικές τεχνι
κές θα απαιτούσε πραγμάτευση που ξεπερνάει κατά πολύ τις
δυνατότητες αυτού του βιβλίου. Θα περιοριστούμε λοιπόν σε
μερικές γενικές επισημάνσεις σχετικά με τα στάδια και τη συ
γκέντρωση κοινωνιογλωσσικού υλικού, οι οποίες εφαρμόζο
νται σε έρευνες του αποκαλούμενου κυρίαρχου ρεύματος της
κοινωνιογλωσσολογίας.
Ελληνόγλωσση
Ξενόγλωσση
αλλαγή άνωθεν 84
αλλαγή κάτωθεν 84, 147
αλληλεπιδρασιακή κοινωνιογλωσσολογία 26, 53, 156
αμοιβαία κατανόηση 60, 61
ανάλυση λόγου 47, 48, 55
ανάλυση συνομιλίας 26, 45
αναλυτικό μοντέλο 50, 56
αναπαραστατική λειτουργία 101
αναπλαισίωση 184, 188, 189
ανεξάρτητη μεταβλητή \9, 37, 66, 69, 145, 193, 202, 205, 207
ανθρωπολογία της γλώσσας 23, 38, 208
αποκρεολοποίηση 135
αποπλαισιωμένος λόγος 178, 184
αρβανίτικα 114, 140, 141, 142, 143, 151
αρβανιτόφωνοι 140
αρμενική 114
αρχαιοελληνική διάλεκτος 57
ασθενής γλώσσα 138, 139, 144
μειονοτική γλώσσα 17, 138, 140, 142
αστική διαλεκτολογία 65
αυτο-εκπληρούμενη προφητεία 169
αυτονομία (αρχή τής) 27, 28
βλάχικα 114
βοηθητικός ρόλος της γλώσσας 99
δείγμα 192
τυχαίο 194
αντιπροσωπευτικό 201
δημοτική 105, 108, 109, 110
δημοτικισμός 109
δημοτικιστής 110
διαλεκτολογία 24, 145
διάλεκτος 16, 33, 58, 95, 96
αυτόνομη 62
ετερόνομη 62, 63
κοινή 59
κοινή νέα ελληνική 59
κοινωνική 65
κυπριακή 187
διαπροσωπική λειτουργία 101, 102
διάσταση ποικιλότητας 102
διγλωσσία 16, 17, 47, 103, 104, 105, 108, 122, 123, 124, 136, 139
των βυζαντινών 105
κοινωνική 16, 17
ελληνική 105
δι-οργανική προσέγγιση στη γλώσσα 54, 179
διγλωσσική κοινότητα 123
διπλογλωσσία 16, 47, 115, 116, 117, 119, 120, 121, 122. 123, 124, 139, 140,
150
αφαιρετική 122
διαδοχική 121
ισορροπημένη 121
κυρίαρχη 121
όψιμη 121
προσθετική 122
πρώιμη 121
ταυτόχρονη 121
διπλόγλωσσος 116, 117, 119, 120, 121, 140, 142, 150
δομή της γλώσσας 26
δομικά χαρακτηριστικά 91
δομισμός 26
238 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
δομολειτουργισμός 55
θετικισμός 49
θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας 36
θεωρία του κειμένου 47, 48
θεωρία των κοινωνικών δικτύων 201, 203, 204, 205
θεωρία κοινωνικής διαστρωμάτωσης 202, 204, 205
θεωρία των κωδίκων 18, 176
£ταβθ8ηίοο 151
βτβεηΙίδΗ 127
£ποο 151
1οη£ΐΐ€ 26, 27
λαντίνο 114
λειτουργική ποικιλία 94, 95, 96, 97, 100, 102, 112, 123, 136, 148, 154, 181
σύμφωνα με τη χρήση 148
λειτουργική γλωσσολογία 180, 208
λειτουργισμός 39
1ίη§ιΐ8. ίΓΒηοβ 16, 59, 128, 150
Ηη^υίδΙιο ςοπιροΐεηοβ 27
240 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
μαρξισμός 55
μαρξιστική γλωσσολογία 36, 37, 38, 53
μαρξιστική κοινωνιογλωσσολογία 53
μαρξιστική κοσμοθεώρηση 42
μείξη κωδίκων 126
μειονοτική γλώσσα 17, 24, 112, 113, 114, 140, 143, 149
μη πρότυπος γλωσσικός τύπος 207
μονογλωσσία 115, 140, 149
μονόγλωσσος 116, 117, 118, 121
νεανική κουλτούρα 75
νόρμα 17, 50, 56, 63, 68, 71, 72, 73, 74, 75, 77, 78, 79, 82, 150, 153, 155,
165,171,187
ανταγωνιστική 79
ευρύτερης περιοχής 82
καθομιλουμένης 78, 79
κοινωνική 171
σχολείου 18, 168, 171
τοπική 83
υπάρχουσα 82
φαντασιωτικός χαρακτήρας 165
ομιλία 26, 54
ομοιογένεια (αρχή τής) 27, 28, 31
ονοματοποίηση 189
οντογένεση 39, 179
ποικιλία
αναπλαισιωμένη 184
κυπριακή 188
λειτουργική 16, 33, 47, 91, 184, 186
μη πρότυπη 47
ποικιλία σύμφωνα με το χρήστη 33, 95
ποικιλία σύμφωνα με τη χρήση 96, 148
πρότυπη 66, 141
υψηλή 17, 103, 104, 105,112, 113, 122, 124
χαμηλή 17, 103, 104, 105, 112, 113, 122, 124
ποικιλότητα 15, 16, 20, 25, 29, 31, 32, 33, 34, 47,64, 79, 90, 95, 146, 163,
181,193, 204, 205, 208, 209
σημασιακή-λεξιλογική 42
συγχρονική 147
πολιτισμική ανθρωπολογία 46
πολυγλωσσία 16, 24, 45, 47, 115, 117, 118, 119, 124, 142, 149
πολύγλωσσος 116, 118
πολυδιαλεκτισμός 47
πομάκικα 114, 143
πραγματογλωσσολογία 45, 48
πρότυπη γλώσσα 33, 35, 96, 135, 136, 160, 161, 166, 170, 171, 175, 203
πρότυπη γλωσσική μορφή 169
προτυποποίηση 63, 145
ταξινόμηση 177
τεχνική των εναρμονισμένων αμφιέσεων 199
τοπική διαπροσωπική απόσταση 98
τοπικό ιδίωμα 58, 108,
τουρκική 114, 115, 143
τυπική λογική 50
ψυχογλωσσολογ ία 24
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Αάοπιο 49
ΑίίεΜδοη 64, 81, 130, 145
Αμπατζόγλου 139
Ανδρουλάκης 54, 126
Ανδρουτσόπουλος 75, 146
Αραποπούλου 149, 205
Αρχάκης 151, 168, 201
Αρβανίτη 145
Αίΐάηδοη 173, 176
Οβίνβΐ 64, 86
ΟβιηβΓοη 34, 48, 155, 160, 187, 205
ΟογγοΠ 95
Γεωργακοπούλου 156
Οΐ3ΠΐΙ)€Γ$ 135, 145
Οΐ€5ίΓ€ 16, 74, 75, 204
ΟιοπίδΙ^Υ 27, 31, 36, 55, 132
Οιπδΐίβ 179, 184, 186, 189
Γιαννουλοπούλου 112, 149
ΟΐοοιΐΓ€ΐ 53
Οοτοη 53, 146, 183, 184
244 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
ΟΓβηηγ-ΡΓβηάδ 185
Γούτσος 156
Οιιηππηδ 116
ΕοΚβιΐ 203
Εώνβτάδ 175
Ε££ίηδ 98, 99, 101
Επάη-Τπρρ 25
Ο&τάίη 37, 53
ΟβτίίηΜ 46, 53
Οί£ΐίο1ί 41, 54, 175
Οΐνόη 54
θΓ6£θΓγ 95
Ο ιιπ ιρβΓ Ζ 23, 25, 26, 53, 55, 124, 126
ΙΜ Μ ιγ 18, 29, 33, 35, 42, 54, 55, 95, 96, 98, 99, 100, 101, 146, 148, 153,
179, 180, 181, 182, 183, 184, 188, 208
Η&δβη 33, 54, 95, 96, 98, 99, 100, 146, 148, 179, 183, 185
Ηαιΐββη 119
Ηα\ν1άη£ 189
Ηοΐιηβδ 146, 202
Ηιιάδοη 41, 45, 54, 145, 164, 169, 175, 205
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 245
Ηγιηβδ 23, 25, 26, 29, 46, 53, 54, 55, 91, 94, 148, 208
Ιακωβίδου 150
Ιορδανίδου 145
Μοηεη 50
Ιαοο&δοη 39
Καβουκόπουλος 188
Καζάζης 149
Κακριδή-Φερράρι 68, 107, 149
Καραντζόλα 63
Καραπαναγιώτου 150
Καρυολαίμου 145
Κατή 35, 187
Κατσογιάννου 151
Κονδύλη 35, 41, 42, 187, 188
Κοντοσόπουλος 145
Κοραής 106
Κρυολαίμου 187
Κωστούλα-Μακράκη 44, 151
Κωστούλη 187
ϋώ ο ν 16, 25, 26, 29, 33, 35, 37, 54, 64, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 79, 80, 81, 82,
83, 85, 86, 90, 102, 146, 165, 166, 175, 192, 201, 205, 208
ΙΑοίΤ 55
ΙχρδΚγ 45
ίενίηδοη 45
Λύκου 102, 185
Ιαιογ 42
ίγοηδ 29
Μα<±6η-ΗθΓ3Γ& 186
Μακρή-Τσιλιπάκου 65, 147, 150, 160
Μοίίηο^δίά 23
Μαργαρίτη-Ρόγκα 149
Μ3Γ06ΐΐ€δί 37, 53
ΜδΤϋίη 148, 180, 181, 182
ΜαΠίπεΙ 39
ΜοΟοηηοΙΙ-Οίηεΐ: 203
246 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
Μβϋΐθί 24, 53
Μί1ΐ€Γ 160
ΜϋΓογ 16, 45, 76, 77, 78, 146, 149, 174, 205
Μοσχονάς 149
Μπαλτσκδτης 149
Μπαμπινιώτης 109, 149
Μπασλής 61, 66, 149, 187, 188
ΜϋΗΜιΐ8ΐ€Γ 134
Παΐζη 188
Ρ&ίηίβΓ 182, 184
Παπαζαχαρίου 168, 187, 201, 204, 205
Παυλίδου 64, 103, 145, 149, 153, 156, 187, 205
Πετρούνιας 146
Ρορίδκ* 127
Ρορρ€Γ 49
Προφίλη 142, 143, 151
Εβνζίη 56
Κοιηαίηε 48, 51, 129, 131, 149, 173
26, 45
δαρίτ 15, 23, 36, 39, 41, 42
5δαΐδδΐΐΓ€ 24, 26, 27, 55
5ανί1ΐ6-Τπ)&€ 46, 125, 126, 136, 148, 149
δοΗαίί 53
5οΗβδ1οίί 26, 46
δοΜπη 202
Σκοπετέα 149
$&ιίη&&1)-Κ8η£αδ 116, 117, 119
Σοφιανός 105
5ία51)δ 205
Σταυρίδη-Πατρικίου 109, 149
δψΐίΐ 160
Τζάρτζανος 158
Τζιτζιλής 66, 145
Τριανταφυλλίδης 58, 110, 157
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 247
νβ€ΐ 181
νγβοΚ&γ 24, 42, 53, 180, 189
ΨβπΙΗαϋδΙι 29, 31, 36, 45, 54, 115, 124, 126, 128, 132, 145, 148, 149, 151
ΨβίηΓβίοΙι 63
Ψατίδοΐι 53
Μ ιογϊ 15, 23, 36, 39, 41, 42, 55, 189
ν/Π1ί3ΐϊΐδ 50, 53, 55, 146
Ζαιρβίεα 126
Χαραλαμπάκης 187
Χαραλαμπόπουλος 145, 146
Χατζηδάκη 127, 146, 149, 150, 187
Χατζησαβίδης 145, 149
Χειλά-Μαρκοπούλου 149
Χριστίδης 39, 40, 48, 55, 60, 63, 86, 87, 89, 107, 112, 115, 128, 144, 147,
148, 149
Μ
υποκαταστήσουν τη ζωντανή διδασκα
λία και τα πολλαπλά διδακτικά μέσα.
Στο πρόλογό τους σημειώνουν: «προ
τείνουμε αυτό το εισαγωγικό εγχειρί-
X , \ *
διο όχι μόνο για το φοιτητικό αναγνω
στικό κοινό αλλά πιθανόν και για ένα
ευρυτερο κοινό με ενδιαφέρον για την
κοινωνική διάσταση της γλώσσας».
Ι5ΒΝ 960-87114-8-7