Professional Documents
Culture Documents
ΚΟΝΔ63033917
ΚΟΝΔ63033917
1 Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εισήγηση που εκφωνήθηκε στο 46ο Συνέδριο της Πανελλήνιας
Ένωσης Φιλολόγων (Κόρινθος, 7-9 Νοεμβρίου 2019) με θέμα “Βυζάντιο: Ιστορία και Πολιτισμός”.
Διατηρήθηκε και στην παρούσα μορφή ο προφορικός χαρακτήρας της εισήγησης.
Περίπου έναν μήνα μετά την πραγματοποίηση του συνεδρίου στην Κόρινθο, κυκλοφόρησε από τις
εκδόσεις Σοκόλη ο τόμος: Κυριάκος Χαραλαμπίδης (2019) Εν δορί κεκλιμένος. Δοκίμια, μελέτες,
άρθρα, συνεντεύξεις. Αθήνα: Εκδόσεις Σοκόλη (στο εξής, Εδκ.). Προς επίρρωση όσων είχα υποστηρίξει
στην παρούσα εισήγηση, πρόσθεσα στο μεταξύ, στις υποσημειώσεις που ακολουθούν, παραπομπές
στα κείμενα του «Εν δορί κεκλιμένος», βιβλίου που προστιθέμενο στους δύο τόμους του «Ολισθηρού
ιστού» (βλ. παρακάτω, στη σημ. 3), συμπληρώνει την εικόνα του δοκιμιογράφου Χαραλαμπίδη. Επειδή
οι παραπομπές στο «Εν δορί κεκλιμένος» προστέθηκαν μετά την ανακοίνωση της εισήγησής μου,
τίθενται μέσα σε αγκύλες.
2 Βλ. «”Ο ένδοξός μας βυζαντινισμός“: Παπατσώνης, Σεφέρης και η αποκατάσταση του Βυζαντίου
στην ελληνική μεταπολεμική ποίηση» Στο Roderick Beaton (2015). Η ιδέα του έθνους στην ελληνική
λογοτεχνία. Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ.
381-396. Το παράθεμα στη σ. 396. Στη μελέτη γίνεται λόγος για το άρθρο του Τ.Κ. Παπατσώνη με τίτλο
«Ο ένδοξός μας βυζαντινισμός» στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τχ. 499 και 501 του 1948), που προκάλεσε
την αντίδραση του Σεφέρη (Βλ. εκτενώς, στη διδ. διατριβή του Βασίλειου Μακρυδήμα (2018).
Θρησκεία και ποίηση: Η περίπτωση του Τ.Κ. Παπατσώνη. Ιωάννινα: Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων, σσ. 422-454, προσβάσιμη μέσω διαδικτύου).
3 Συνέντευξή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη στον Αντώνη Κ. Πετρίδη: Βλ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης
(2009). Ολισθηρός Ιστός. Δοκίμια, Μελέτες , Άρθρα, Συνεντεύξεις. Αθήνα: Άγρα, τ. Α΄ σσ. 314-5 (Στο
εξής, Ο.Ι. Α΄). [Ο ίδιος ο ποιητής έχει δηλώσει σε συνέντευξή του στον Θεοδόση Πυλαρινό ότι οι
συνεντεύξεις που έχουν συμπεριληφθεί στους δύο τόμους του «Ολισθηρού ιστού» «είναι κατά βάση
νεότερες και έχουν επιλεγεί από μια μεγαλύτερη σειρά, ακριβώς για τον αυστηρά δοκιμιακό
χαρακτήρα τους (Εδκ. 164, υπογράμμιση δική μου)].
4 Βλ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης (2009). Ολισθηρός Ιστός. Δοκίμια, Μελέτες, Άρθρα, Συνεντεύξεις.
Αθήνα: Άγρα, τ. Β΄, σ. 317 (Στο εξής, Ο.Ι. Β΄). Η συνέντευξη του Κ. Χ. δόθηκε στον Χρήστο Μαυρή.
5 Ο.Ι. Α΄ 315.
6 Ο.Ι. Α΄ 313.
7 «Ίμερος» (2012), «Στη γλώσσα της υφαντικής» (2013) και «Ηλίου και Σελήνης άλως» (2017)
8 Κυριάκος Χαραλαμπίδης (2019). Ποιήματα 1961-2017. Αθήνα: Ίκαρος. Όλες οι αναφορές μου στα
ποιήματα προέρχονται από αυτή τη συγκεντρωτική έκδοση (=Στο εξής, Π). [Μια σύντομη αλλά πολύ
ενδιαφέρουσα επισκόπηση ολόκληρης της ποιητικής του διαδρομής και της στόχευσης κάθε συλλογής
του επιχειρεί ο ποιητής στην προαναφερθείσα συνέντευξή του στον Θεοδόση Πυλαρινό, τώρα στο
Εδκ. 157-164].
9 Βλ. τη συνέντευξή του σε μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου το 2001, όπου ο ποιητής είχε δηλώσει
ότι η εποχή που τον συγκινεί είναι η ομηρική, η αρχαϊκή και κυρίως η κλασική (Ο.Ι. Β΄ 283-4).
10 [Για τη χρήση του όρου «βυζαντινόθεμα» από τον ίδιο τον ποιητή, βλ. Εδκ. 13]
Δεν συμπεριλαμβάνουμε στα προς εξέταση βυζαντινόθεμα έργα, ποιήματα όπως το «Ακέφαλο
άγαλμα» (Π 220) από τη συλλογή «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα», που εκκινεί από το τραγικό γεγονός
της κατάληψης της πόλης το 1974, αλλά έχει πολλές αναφορές στο Βυζάντιο, το «Ομοίωμα» (Π 252-
3), από την ίδια συλλογή, με αναφορά στο βυζαντινό όνομα της Σαλαμίνας της Κύπρου (=Κωνσταντία).
Επίσης, το «Ημερησία διάταξις του Ποντίφικος» (Π 597-8), που τοποθετείται χρονικά δύο χρόνια πριν
από την Άλωση, όμως αναφέρεται σε μια σειρά από γεγονότα(;) ιδωμένα από τη σκοπιά της
ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Πβλ. και το «Χωρίς άλογα» (Π 714-716) από τη συλλογή «Στη γλώσσα
της υφαντικής», όπου μετά από αναφορά στις «”Νεαρές” του πορφυρογεννήτου», σχολιάζεται με
σαρκασμό δήλωση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου για τον τρόπο απεικόνισης των στρατιωτικών αγίων.
Σε σύγχρονο περιστατικό αναφέρεται και το ποίημα από την ίδια συλλογή με τίτλο «Με τείχη
απόρθητα οχύρωσε αυτή την πόλη ο Ορμίσδας, έχοντας τα χέρια καθαρά» (Π 680-1), αν και η
επιγραφή του τίτλου μάς οδηγεί στην πρώιμη βυζαντινή εποχή, όταν επί Θεοδοσίου Α΄ (379-395 π.Χ.)
οχυρώθηκε η Θεσσαλονίκη από τον Πέρση μηχανικό Ορμίσδα.
11 Βλ., π.χ., το ποίημα «Τῳ αοιδίμῳ Ιωάννῃ Χάκκετ» (Π 352-3), που σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας,
καθώς αποδέκτης είναι ο Βρετανός συγγραφέας της «Ιστορίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου».
Στο πολύ γνωστό αυτό έργο γίνεται, ανάμεσα στα άλλα, λόγος για την παραχώρηση του αυτοκεφάλου
της εκκλησίας της Κύπρου μετά την εύρεση του λειψάνου του Αποστόλου Βαρνάβα «υπό δένδρον
κερατέαν», θέμα ιδιαίτερα αγαπητό στις βυζαντινές αφηγηματικές πηγές.
Για την ειρωνεία και τον σαρκασμό, βλ. τις απόψεις του Χαραλαμπίδη στον Ο.Ι. Α΄ 299-300 και σε
συνέντευξή του στον Στέλιο Λουκά, περιοδικό Θευθ, τ. 7 (Ιούνιος 2018), σ. 116. Το χιούμορ του
Χαραλαμπίδη είναι ευδιάκριτο ακόμη και στον τρόπο που αντικρίζει τον Θεό βλ., λ.χ., Ο.Ι. Β΄ 322-3 και
17 Μου δόθηκε η ευκαιρία παλαιότερα να μελετήσω τέτοιου είδους υφολογικά στοιχεία εκπονώντας
τη μεταπτυχιακή μου εργασία στο τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. με επιβλέπουσα καθηγήτρια τη
Σουλτάνα Μαυρομάτη-Κατσουγιαννοπούλου. Βλ. Ιωάννης Χ. Κονδυλόπουλος (1994). Οι αναφωνήσεις
στα βυζαντινά χρονογραφικά έργα. Θεσσαλονίκη. Ειδικά για τα επίθετα ως στοιχεία ύφους βλ. σ. 5 και
σσ. 117-9 της εργασίας. Για τις αναφωνήσεις βλ. και Herbert Hunger (1992) [1978]. Βυζαντινή
Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών. (μετ. Τ. Κόλλιας, Κ. Συνέλλη, Γ. Χ. Μακρής,
Ι. Βάσσης). Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., τ. Β’, σσ. 47-8.
18 Georg Ostrogorsky (1989) [1963]. Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους. (μετ. Ι. Παναγόπουλος). Αθήνα:
Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, τ. Γ΄, σσ. 265-6.
19 Georg Ostrogorsky (1989) [1963], τ. Γ’, σ. 131.
20 Βλ. το ομότιτλο ποίημα του Κ. Χ. στο Π 366-7 και το δοκίμιο στον Ο.Ι. Α΄ 28-41, όπου ο Χ. αναλύει
διεξοδικά το ποίημα και αναφέρεται στη συγκεκριμένη οπτική των ιστορικών γεγονότων.
21 Βλ. πρόχειρα, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1980). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, τ. Θ΄, σ. 212.
Από τη συλλογή «Δοκίμιν» (2000) προέρχονται: το ποίημα «Ποίον το γένος των αγγέλων
(Παραμονές της Άλωσης)» (Π 478-9), όπου σχολιάζεται ειρωνικά –ή μάλλον με τρόπο
ευριπίδειο– η σκοπιμότητα των συζητήσεων περί του γένους των αγγέλων τη στιγμή που ο
Οθωμανοί σφίγγουν τον κλοιό τους γύρω από την Πόλη‧ επίσης, ποιήματα που σχετίζονται
με τη μεσαιωνική ιστορία της Κύπρου: «Βεργιλίνα» (Π 513-4), «Σάλβο Κοντούτον» (Π 515-6),
το «Παιδίος απέ την Αλεξάνδραν, Χριστιανός» (Π 518-9), με πρωτογενές υλικό από το χρονικό
του Λεοντίου Μαχαιρά (γεν. 1380) και στοιχεία από το κυπριακό ιδίωμα, καθώς και το
«Θέατρο του Μεσαίωνα» (Π 516-517)‧ επιπλέον, τρία ποιήματα για τον Ιουλιανό (361-363),
το «Πρεσβεία Χριστιανών στον Ιουλιανό» (Π 487-8), «Ιουλιανός σχολιάζων τα πάθη τα
σεπτά» (Π 488-9), «Ιουλιανός περιλυπούμενος» (Π 489-490).
Από το «Κυδώνιον μήλον» (2006) προέρχονται ένα ποίημα για τον Λέοντα Μαθηματικό,
«Το θέμα παραπέμθηκε στον Αυτοκράτορα» (Π 587-8),23 καθώς και το εσχατολογικό
«Παλαιολόγιον» (Π 588). Στην ενότητα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Λειμωνάριον» της ίδιας
συλλογής συμπεριλαμβάνεται το «Αποχαιρετισμός Ιουλιανού» (Π 608), που έρχεται, μαζί με
τα προαναφερθέντα τρία από το «Δοκίμιν», να προσθέσει την οπτική του Χαραλαμπίδη στα
Ιουλιανά ποιήματα του Καβάφη και στη λεγόμενη «ποίηση του κράματος»,24 όπως τα
προαναφερθέντα τρία «κυπριακά» προσθέτουν την οπτική του ποιητή μας σε εκείνην των
ποιημάτων του τρίτου «Ημερολογίου Καταστρώματος» του Σεφέρη που αφορμώνται από το
χρονικό του Μαχαιρά. Στην ενότητα «Πολυάνδριον», τέλος, διαβάζουμε το σύντομο
επίγραμμα «Μάρουλλου τάφος» (Π 624), αφιερωμένο στον Κωνσταντινοπολίτη λόγιο
Μιχαήλ Μάρουλλο Ταρχανιώτη (1453-1500), επίσης καβαφικό στον τρόπο.
22 Σημειώνεται ότι η απάντηση του Παλαιολόγου χαρακτηρίζεται από το ποιητικό εγώ ως «εκείνο το
καβαφικό».
23 Εδώ η ανωτερότητα των Βυζαντινών έναντι των Αράβων δίδεται διά στόματος του Αυτοκράτορα [=
Μιχαήλ Γ΄ (842-867)] μέσω μιας απροσδόκητης (ροΐδειας υφής) παράθεσης των στοιχείων που τη
σηματοδοτούν, δοσμένης σε πολυσύνδετο: «Είμαστε φύσει ανώτερης ποιότητας‧ | η γλώσσα μας κι η
πίστη μας και τα φορέματά μας».
24 Βλ. τις τελευταίες δύο στροφές του ποιήματος. Για την «ποίηση του κράματος» βλ. Μιχάλης Πιερής
(επιμ.) (2000). Η ποίηση του κράματος. Μοντερνισμός και διαπολιτισμικότητα στο έργο του Καβάφη.
Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, ιδίως την εισήγηση του Γιάννη Δάλλα που
συμπεριλαμβάνεται στον παραπάνω τόμο με τίτλο: «Ο Ιουλιανός και η διάσταση των δύο κόσμων»
στις σσ. 67-80. Για το θέμα της διάστασης των δύο κόσμων, ειδωλολατρικού και χριστιανικού, αλλά
και του αναπόφευκτου συγκρητισμού από την αλληλεπίδρασή τους, βλ., ανάμεσα σε άλλα ποιήματα
του Χ., και στη συλλογή «Δοκίμιν» το «Φιάλη αγάλματος χαλκού» (Π 457-8), με αναφορά στην τύχη
του αγάλματος-αριστείου της Αθηνάς (που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας και είχε μεταφερθεί στην
Κωνσταντινούπολη) λίγο πριν από την κατάκτησή της από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας
(1204). Βλ. επίσης, το ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Σύγκραση» (Π 609-610), έναν διάλογο των
εθνικών της Αντιόχειας με έναν χριστιανό, στη συλλογή «Κυδώνιον μήλον». Πβλ. και το επίγραμμα
«Μετάσταση 4ου αιώνος μ.Χ.» (Π 623-4), που μας παραπέμπει επίσης στην «ποίηση του κράματος».
Στη συλλογή με τίτλο «Ηλίου και Σελήνης άλως» (2017) ανήκουν τέσσερα εξαιρετικής
ωριμότητας και αφηγηματικής μεστότητας βυζαντινόθεμα ποιήματα: Στο πρώτο, το «Περί
της οικοδόμησης του ναού της Αγίας Σοφίας» (Π 762-4), η σαρκαστική ειρωνεία των
εναρκτήριων στίχων «Έχοντας σφαγιάσει τριάντα πέντε | χιλιάδες στον Ιππόδρομο
ανεγκέφαλους | τον φώτισε ο Πανάγαθος να κτίσει | εφάμιλλο του κρίματος ναό.» [Οι στίχοι
αναφέρονται φυσικά στον «ευλαβέστατο», όπως αποκαλείται παρακάτω, με ένα επίθετο
ιδιαίτερα αγαπητό στους Βυζαντινούς συγγραφείς, Ιουστινιανό Α΄ (527-565)] διανθίζεται
προς το τέλος του ποιήματος από ένα άλλο προσφιλές στοιχείο της ποιητικής του
Χαραλαμπίδη, το χιούμορ.26
Στο ποίημα με τίτλο «Προ της Αλώσεως» (Π 775-6), ο Χαραλαμπίδης εστιάζει στη μοναξιά
του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα, που καλεί σε σύσκεψη… «τη σπάθα, το σκουτάρι
και τα πέδιλά του» λίγες ώρες πριν από την Άλωση,27 σε αντιδιαστολή με την αλαζονική
συμπεριφορά του Μωάμεθ Β΄ στα δύο ποιήματα που ακολουθούν [«Μετά την Άλωση Α΄» (Π
776-7), «Μετά την Άλωση Β΄» (Π 777-8)]. Ο Πορθητής της Κωνσταντινούπολης θυσιάζει σε
αυτά με τελετουργικό τρόπο την πανέμορφη ελληνοπούλα σκλάβα του Ειρήνη, με την οποία
είναι ερωτευμένος, ώστε να επανέλθει απρόσκοπτα στην τάξη, ήτοι στα κατακτητικά του
καθήκοντα. Ο έρωτας και η ομορφιά θυσιάζονται και ο σολωμικός «πειρασμός»,28 ιδωμένος
αυτή τη φορά από την οπτική του κατακτητή, πατάσσεται προς δόξαν του σπαθιού και του
θανάτου. Αυτός είναι ο κόσμος της διαχρονικά παρούσης βίας, που η γραφίδα του
Χαραλαμπίδη από το 1974 έως σήμερα καταγγέλλει, όπου αυτή εκδηλώνεται, με αφόρμηση
είτε τον γνωστό θουκυδίδειο «Διάλογο Αθηναίων-Μηλίων»29 είτε την κατακτημένη
Αμμόχωστο του 1975, που αντικρίζεται μέσα από το βλέμμα ενός Ουμανιστή του 1339.30
Ωστόσο, η παρουσία και επίδραση του βυζαντινού τρόπου δεν εξαντλείται μόνο στα
βυζαντινόθεμα ποιήματα του Χαραλαμπίδη‧ στο έργο του είναι χωνεμένα πολλά από τα
χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού της ορθόδοξης Ανατολής, του λεγόμενου
Βυζαντινού: ο ελληνοχριστιανισμός31, η κοσμοθεώρηση με άξονα την ορθόδοξη θεολογία, η
25 «Μην τη φοβηθούμε | λέω την Αγάπη, μόλο που τα δώρα της | θωρώ αφημένα στο σανό. Άλλωστε,
Κύριε, | στης αδειανής ψυχής μας την κασέλα | ελάχιστος πια πόνος απομένει.» (Π 712).
26 «Ορθώθηκαν οι τρίχες των Συγκλητικών, | αλλά ο αυτοκράτορας –δεν του ‘λειπε το χιούμορ– | το
δέχτηκε […]» (Π 763). Για την πηγή του ποιήματος, βλ. τη σημ. στη σ. Π 882.
27 «Προ της Αλώσεως» (Π 775-6).
28 Βλ. Διονυσίου Σολωμού, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδίασμα Β΄, απ. 2 και ιδίως Σχεδίασμα
Γ΄, απ. 6 στο Διονυσίου Σολωμού (1991). Ποιήματα και πεζά. Αθήνα: Γράμματα, σσ. 191-2 και 209
αντίστοιχα.
29 Βλ. πόσο περίτεχνα χειρίζεται ο Κ. Χ. το θέμα στο Π 506-7.
30 Βλ. το ποίημα από τη συλλογή «Αχαιών ακτή» (1977), γραμμένο το 1975, με τίτλο «Ουμανιστής
του 1339 σε κατακτημένη πόλη του 1975» (Π 136-7).
31 Ο ίδιος σπεύδει ωστόσο να ξεκαθαρίσει: «Μέσα στο έργο μου υπάρχει ελληνικό και χριστιανικό
στοιχείο, όχι φυσικά με την έννοια του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, που μας έμαθαν ν’
αποστρεφόμαστε οι προπαγανδιστές και οι κενολόγοι του είδους. Το ελληνικό και χριστιανικό
μπορούν να εκδηλώνονται εν χρόνω και τόπω, αλλά η φύση τους εκτείνεται πέρα από την ορατή
Άλλωστε, το πολυεπίπεδο έργο του ερείδεται στην ίδια την ουσία του τόπου του, που ο
ίδιος την ταυτίζει με την ουσία της ύπαρξής του.34 Στο δοκίμιo εθνικής αυτογνωσίας με τον
χαρακτηριστικό τίτλο «Κυπροσυλλαβίζοντας» μιλά για την «πλατιά, ορθόδοξη ψυχή» του
Κυπρίου, που «όλα μπορεί να τα χωρέσει»35 και αναγνωρίζει τον «ελληνοχριστιανισμό» ως
την κεντρομόλο δύναμη που ωθεί τους Κυπρίους προς το εθνικό κέντρο (σε αντίθεση με τις
φυγόκεντρες δυνάμεις της «κυπριακής συνείδησης»).36 Ως Κύπριος θεωρεί εαυτόν
προνομιούχο, καθώς, όπως υποστηρίζει, «μας δόθηκε η χάρη –και η ευθύνη– να είμαστε
Έλληνες»,37 αλλά, όπως τονίζει σε άλλο σημείο, το γεγονός ότι κατάγεται από ένα νησί του
παρέχει την απαραίτητη αποστασιοποίηση από το εθνικό κέντρο και συμβάλλει στη
δημιουργία ενός άλλου ρυθμού αντίληψης του κόσμου και της ιστορίας.38 Είναι λοιπόν και ο
ποιητής μας κομμάτι του Οικουμενικού Ελληνισμού, «ελληνικός» μάλλον παρά «Έλλην»,
σύμφωνα με τη διάκριση του Καβάφη.39 «Η περηφάνια της καταγωγής, σημειώνει ο
πατρίδα και την ορατή Εκκλησία. Όποιος γνωρίζει τη φύση τους είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί και τον
προσωπικό αγώνα που χρειάζεται για την κατάκτησή τους.» (“Ένα πρώιμο κείμενο του 1973 που
δόθηκε στον Θεοκλή Κουγιάλη”, Ο.Ι. Α΄ 305-310, το παράθεμα σ. 310). Για την αγάπη στην πατρίδα
που δεν εκπίπτει σε σοβινισμό και πατριδοκαπηλία γράφει στο «Αιγιαλούσης επίσκεψις»: «Τελικά
είναι ζήτημα ευαισθησίας. Το ν’ αγαπάς την πατρίδα σου σωστά (ή να καλλιεργείς, όπως γράφω
αλλού, “την επιστήμη της αγάπης για την πατρίδα“), απορρέει από τις εσωτερικές σου ρυθμίσεις,
δηλαδή το βαθμό ευαισθησίας σου.» (Π 548).
32 Για τα στοιχεία αυτά βλ. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (1977). Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. (μετ. Τ. Δρακοπούλου). Αθήνα: Ψυχογιός, ιδίως σ. 16, όπου γίνεται λόγος για την
περίοδο από τον Θεοδόσιο Α΄ έως τον Ηράκλειο (379-641), κατά την οποία η βυζαντινή αυτοκρατορία
απέκτησε τα χαρακτηριστικά που την κατέστησαν αργότερα «ελληνική αυτοκρατορία της χριστιανικής
Ανατολής»‧ στο ίδιο, σσ. 73-4, όπου διαβάζουμε ότι «ο αρχαίος ελληνισμός και η μεσαιωνική
ελληνικότητα αποτελούν για τους βυζαντινούς δύο σταθμούς του ίδιου πολιτισμού, του δικού τους»
και ότι «η ελληνικότητα και η ορθοδοξία είναι τα ανεκτίμητα αγαθά που θα κληθούν να υπερασπίσουν
με κάθε θυσία οι βυζαντινοί από κάθε εξωτερικό και εσωτερικό εχθρό»‧ επίσης, σ. 161, όπου γίνεται
λόγος για την οικουμενική ακτινοβολία του βυζαντινού κράτους. Βλ. επίσης για τα στοιχεία αυτά και
την πνευματική κληρονομιά του Βυζαντίου Georg Ostrogorsky (1978) [1963], τ. Γ’, σσ. 276-7.
[Σχετικά βλ. τι σημειώνει ο ποιητής στο Εδκ. 13: «Ανέφερα “οικουμενικής” και η λέξη ανακαλεί στη
μνήμη μου την Κωνσταντινούπολη». Επίσης, σε άλλο σημείο (Εδκ. 30) ο Κ. Χ. κάνει λόγο για το
«πολυσυλλεκτικό και, φύσει οικουμενικό, ορθόδοξο Βυζάντιο»].
33 Βλ. ενδεικτικά Ο.Ι. Α’ 308: «Ο κόσμος ουσιαστικά κατασκευάζεται –θέλω να πω «συντάσσεται»–
όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας». [Βλ. τώρα και στο Εδκ. 12].
34 Μιλώντας στη Στέλλα Μούρεττου για την πατρίδα του, την Κύπρο, ο Κ. Χ. θέτει το ρητορικό
ερώτημα: «Και πώς θα μπορούσα να την αρνηθώ, εφόσον συνυφαίνεται με την ίδια την ύπαρξή μου;»
βλ. Ο.Ι. Β΄ 310. (Βλ. επίσης Ο.Ι. Α΄ 307: «Έχω ζυμωθεί με όλα όσα μας έθρεψαν και μας μεγάλωσαν:
την Ορθοδοξία μας, την ελληνική παράδοσή μας, αυτό που είμαστε τελικά, ως αποτέλεσμα αιώνων
πολλών και της δεδομένης ιστορικής στιγμής.»).
35 Ο.Ι. Β΄ 14.
36 Ο.Ι. Β΄ 15.
37 Ο. Ι. Β΄ 33.
38 Ο.Ι. Β΄ 305 (Από συνέντευξη του ποιητή στον Β. Καλαμαρά).
39 Ο Χαραλαμπίδης συχνά επικαλείται τη διάκριση αυτή. Βλ. π.χ. Π 539 και ιδίως στη σελίδα Π 550,
το σχόλιο από το «Αιγιαλούσης επίσκεψις», όπου τονίζει ότι «η έννοια του Έλληνα δεν επαρκεί […].
Αντίθετα, εκείνο που γεμίζει τον ουρανό του οράματος είναι το φως του κόσμου, που είν’ ελληνικό. (Η
έννοια εδώ του ελληνικού έχει πολυεθνικό χαρακτήρα και δεν περιορίζεται στο συγκεκριμένο
γεωγραφικό πεδίο της Ελλάδας ή της Κύπρου. Μιλώ για τη φανέρωση του ελληνικού στη θεοείδειά
του. Η οικουμενικότητά του καταργεί και την ιδιοποίησή του από περιούσιους πατριώτες)».
Κατά τον Χαραλαμπίδη, «η τέχνη δεν είναι ζήτημα θέματος, είναι ζήτημα ψυχής»41. Με
τι πάλλεται λοιπόν η δική του ψυχή; Από ποιο κέντρο εκκινεί και πού κατευθύνεται; Ως
ποιητής θεωρεί ότι η επιλογή του να «μείν[ει] με την Ποίηση» τού δίνει τα μέσα «να εί[ναι]
φτωχός και τη μέθοδο για μια θρησκευτική αντίληψη του κόσμου σε πλαίσιο ελληνικό: στη
γλώσσα, στο χυμό, στο ρυθμό, στην αίσθηση των ορατών και αοράτων».42 Αλλού αναφέρει
ότι «ο Θεός οπλίζει τους ποιητές με μια αίσθηση χώρου και χρόνου εντελώς διαφορετική από
τη λογοκρατούμενη (φυσιολογική) αντίληψη σχετικά με αυτά τα δύο που οροθετούν τον
βίο».43 Ο ποιητής αποτελεί, κατά τον Χαραλαμπίδη, «σκεύος εκλογής»44 και με τη
«θρησκευτική του άσκηση»45 στην τέχνη του, προσπαθεί να θηρεύσει «το μυστήριο των
πραγμάτων»46. Χάρη στις «”ελευθερώτριες λέξεις” (καταπώς τις αποκάλεσε ο
Βίττγκενστάιν)» «ενανθρωπίζεται η εικόνα του Θεού ή, αντίστροφα, η εικόνα του Ανθρώπου
που του δόθηκε η χάρη της θείας μετάληψης.»47 Ο περί Θεού λόγος διαποτίζει την
κοσμοθεώρηση του Χαραλαμπίδη. Τη συνομιλία του με έργα των ομοτέχνων του τη
χαρακτηρίζει ως «συντυχία ή κοινωνία» «σε ατομικό αλλά και σε θείο επίπεδο».48 Ο αληθινός
καλλιτέχνης «γίνεται υπηρέτης πιστός της τέχνης του», υποτάσσεται σε αυτή και «τότε
ακριβώς η τέχνη τού χαρίζεται και μαζί μ’ αυτήν και η δική του ελευθερία».49
Στον αγώνα του αυτόν ο ποιητής έχει τους «πολιούχους αγίους» του, τους ομότεχνους
που θεωρεί δασκάλους του50. Και ανάμεσα στους πρώτους δασκάλους του, ο Χαραλαμπίδης
αναγνωρίζει τον Βρεττάκο και τον Παπατσώνη, που είναι οι δύο «άδολοι» της τέχνης μας,
όπως αναφέρει στον δοκίμιό του για τον δεύτερο.51 Ο Χαραλαμπίδης αναφέρεται στην «αγία
[Βλ. επίσης σχετικά στο Εδκ. 25 για την έννοια του “ελληνικού” ως «κατάκτηση[ς] του ανθρώπου, που
δεν είναι ζήτημα μητρώου ή ιθαγένειας», ως έννοιας με «πνευματικό χαρακτήρα», που «διεκτείνεται
στο άπειρο» και ως ουσίας που «καθορίζεται από την υπέρβαση των τυπικών γνωρισμάτων του και
καθίσταται μέγα μυστήριο». Άλλωστε, λίγο παραπάνω (σ. 24), ο Χ. κάνει λόγο για «το άπλωμα του
ελληνισμού στις πολυδύναμες εστίες της περιφέρειας», ενώ παρακάτω (σ. 28) δηλώνει ότι «ο
“ελλαδισμός”, που κατατρώει και περιορίζει την οικουμενική ελληνική πατρίδα, με ξενίζει. Ο
ελληνισμός από τη φύση του έχει πολλά κέντρα, πολλές εστίες και –γιατί όχι; – πολλές αλήθειες που
συχνά ανταγωνίζονται. Τέλος, στην εισήγησή του με τίτλο «Μην το ξεχνάς πως Έλληνες είναι αυτοί»
(Εδκ. 57-65) επανέρχεται στο θέμα και αναφερόμενος στην εξάμηνη θητεία του στο Μόναχο κατά τη
δεκαετία του ’70 λέει: «Εκεί, στην ξένη χώρα, επαναπροσδιόριζα την ταυτότητά μου και σταδιακά
μετασχηματιζόμουν, από Έλληνας ως προς το γένος, σε “ελληνικόν”, ως προς το πνεύμα» (ό.π. 63)].
40 Ο.Ι. Β΄ 311.
41 Ο.Ι. Β΄ 286.
42 O.I. Β΄ 33.
43 Ο.Ι. Β΄ 295 (από συνέντευξη στον Στέλιο Κούκο).
44 Ο.Ι. Β΄ 301.
45 Ο.Ι. Β΄ 303.
46 Ο.Ι. Β΄ 318.
47 Ο.Ι. Α΄ 311.
48 Ο.Ι. Β΄ 322 (από συνέντευξη στους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Θ. Νιάρχο).
49 Ο.Ι. Β΄ 318 (από συνέντευξη στον Χρήστο Μαυρή).
50 Ο.Ι. Β΄ 306. Ο Χαραλαμπίδης θεωρεί ως τέτοιους τον Καβάφη με τον οποίον τον συνδέει
περισσότερο «η κοινή αίσθηση της ελληνικότητας» και τον Σεφέρη, η συνομιλία του με τον οποίον
αποτελεί για τον Χ. μια «υποσυνείδητη υποχρέωση ν’ αντιληφθ[εί] τα θεμέλια της Ιστορίας και του
μύθου μας.» (Ο.Ι. Β΄ 306). [Βλ. σχετικά και Εδκ. 26 και 174].
51 Ο.Ι. Α΄ 99. [Ο Χ. χαρακτηρίζει τον Παπατσώνη ως έναν από «τους δύο βασικούς μέντορες της
φοιτητικής [τ]ου περιόδου»— ο άλλος ήταν ο Φώτης Κόντογλου. Λέει χαρακτηριστικά: «ο πρώτος [=
ο Κόντογλου] ήταν κεντρομόλος, ο δεύτερος [=ο Παπατσώνης] έκκεντρος ως προς την αντίληψη της
Ορθοδοξίας και της οικουμενικής διάστασης του ελληνισμού». Εδκ. 13].
52 Ο.Ι. Β΄ 290.
53 Ο.Ι. Β΄ 292. Ενδεικτικές αναφορές που παραπέμπουν στην ορθόδοξη θεολογία και τη φρασεολογία
της: Ο Χαραλαμπίδης υποστηρίζει ότι ο Ελληνισμός εκτείνεται «επέκεινα του χώρου και του χρόνου»
(Ο.Ι. Β΄ 307), μιλά για την «ιεροπραξία του Άρτου και του Οίνου επάνω στο θυσιαστήριο της
κατεχόμενης πατρίδας» (Ο.Ι. Β΄ 312-3), ενώ, κατ’ αυτόν, η ποίηση «ακυρώνει τον θάνατο και
προσφέρει το ύδωρ το ζων.» (Ο.Ι. Β΄ 315). Ο Κ. Χ. σημειώνει πως η ποίησή του «διεκτείνεται από το
πέταγμα μιας μύγας ως τον οραματισμό της Βασιλείας των Ουρανών» (Ο.Ι. Β΄ 310).
54 «Τ.Κ. Παπατσώνης: Η πύλη και τα κλειδιά», Ο.Ι. Α΄ 63-104. «Αγαπητέ μου φίλε Άτμαν (Νικηφόρος
Βρεττάκος: τέσσερις συναντήσεις)» Ο.Ι. Α΄ 122-140.
55 Βλ. «Η εύρεση του σώματος του άλλου (Προσομιλία)» (Ο.Ι. Α΄ 105-116), όπου παρατίθεται και η
αλληλογραφία του Κ. Χ. με τον Πεντζίκη μετά την έκδοση της συλλογής «Αμμόχωστος βασιλεύουσα»,
με χαρακτηριστική προσέγγιση του Πεντζίκη που στηρίζεται στην προσφιλή του μέθοδο της
ψηφαρίθμησης, καθώς και το «Δικαίωμα τάφου» (Ο.Ι. Α΄ 117-121).
56 Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος «Χαβάγκα Γιώργος» [= ο κύριος Γιώργος, όπως αποκαλούσαν οι
Άραβες της Αλεξάνδρειας, όπου έζησε ο Πιερίδης, τον Άγιο Γεώργιο] (Ο.Ι. Α΄ 165-177). Βλ. για τον
Πιερίδη και «Καλωσορίζοντας ένα φίλο» (Ο.Ι. Α΄ 178-183) και το αποχαιρετιστήριο «Χαίρε, φίλε»
(Ο.Ι. Α΄ 184-186).
57 Ο.Ι. Β΄ 116-119.
58 «Χαροποιός» (Ο.Ι. Β΄ 120-122).
59 «Εναγκαλισμός ποιητού» (Ο.Ι. Α΄ 187-193). Ο χαρακτηρισμός στη σ. 187, όπου ο Χ. σημειώνει με
αφορμή στίχους του Μόντη: «Η αντιστροφή των πραγμάτων φανερώνει σε μας την απομέσα όψη
τους, την πιο λαμπερή. Τούτο είναι απολύτως χριστιανικό, πεντζίκειο και ανορθόδοξο.»
60 «Γέρων Ψαράς εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών» (Ο.Ι. Α΄ 242-257).
61 «Ψήγματα μνήμης ορθοδόξου φίλου» (Ο.Ι. Β΄ 171-175).
62 «Κάλλος το άγιον» (Ο.Ι. Β΄ 176-182). Το παράθεμα προέρχεται από τίτλο κεφαλαίου του βιβλίου
του Σταμούλη.
63 Ο.Ι. Β΄ 229-239.
Φτάνουμε έτσι στην καρδιά της σχετικής δραστηριότητας του Χαραλαμπίδη: το δοκίμιό
του για τον Νεόφυτο Μοναχό και Έγκλειστο (1134-1224) και τον λόγο του «Εις τα άγια
Φώτα»,65 και πάνω από όλα την εμβληματική μετάφραση τριών Ύμνων του Ρωμανού
Μελωδού,66 ως άθληση πνευματική,67 από την οποία προέκυψαν και δύο σπουδαία δοκίμια
για τη θεωρία της μετάφρασης.68 Ο Χαραλαμπίδης ως μεταφραστής προσέρχεται στον κόσμο
του υπό μετάφραση κειμένου ως ταπεινός μύστης είτε πρόκειται για ρητορικό λόγο («Eις τα
64 Σταχυολογώ πρόχειρα: Ο.Ι. Α΄ 36 και 40 (φανερή η γνώση της “Αποκάλυψης του Ιωάννη”), 56-7
(χαρακτηριστική η αναφορά στον Παλαιό των Ημερών), 133 («Διαισθάνομαι πως ο Βρεττάκος διείδε
στο μαγνητικό πεδίο του “Θόλου” στοιχεία που έδεναν με τη συνείδησή του‧»), 142 (παρατίθεται
αφορισμός του Ισαάκ Σύρου, στον οποίον συχνά αναφέρεται ο Χ., βλ. και παρακάτω, σ. 186), 249
(«Ατελεύτητα όντως τα πάθια κι οι καημοί, χωνεμένα όλα μέσα στο μυστήριο της ατελεύτητης δόξας
και της αγάπης του Κυρίου». Στην ίδια σελίδα υπάρχει αναφορά στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης), 250
(παράθεμα από τον Απόστολο Παύλο), 252 (αναφορά στην Ακολουθία του Εσπερινού και στον ύμνο
«Φως ιλαρόν»), 309 (για την εναρκτήρια φράση του κατά Ιωάννην), Ο.Ι. Β΄ 116 (Παράθεμα από Ιώβ ως
motto), 117 (αναφορά σε τροπάριο του Επιταφίου), 126 (αναφορά στον θάνατο και την ουράνια ζωή),
171 (για τον «φλεγόμενον έρωτα Ορθοδοξίας»), 179 (για τη βυζαντινή αγιογραφία), 316 (αναφορά στο
«Άσμα ασμάτων»), χωρίς να συμπεριλάβω στη δειγματολειπτική αναφορά μου παραθέματα που
προέρχονται από δοκίμια όπως, για παράδειγμα, αυτό για τον Παπατσώνη (Ο.Ι. Α΄63-104), όπου εξ
αντικειμένου οι αναφορές που σχετίζονται με την ορθόδοξη θεολογία είναι συνεχείς. Βλ., επίσης,
ενδεικτικά πλήθος από αναφορές βιβλικές ή σχετικές με τη λατρευτική ζωή της ορθόδοξης Εκκλησίας
στα ποιήματα: Π 14-5, 16, 19-20, 22, 23-4, 26-7, 53, 54-5, 55, 56, 57, 58, 77, 114-5, 130-1, 142-4, 146-
7, 157-8, 160-161, 161, 166, 183-6, 315-6, 325-6, 379, 380, 387-8, 408-9, 476-7, 479-481, 482-3, 483-
4, 485-486, 510, 598-9, 602, 603-4, 604-5, 605-6, 606-7, 607-8, 631, 757, 759-760, 766, 767, 768, 770-
1.
[Βλ. επίσης, στο «Εν δορί κεκλιμένος» ολόκληρη την εισήγηση με τον χαρακτηριστικό τίτλο
«Ιεροφάνεια εν μυστηρίω» (σσ. 77-84), που αφορά το ποίημα «Στα στέφανα της κόρης του», όπου
υπάρχουν αναφορές στον Όσιο Ιωάννη της Κλίμακος (σ. 78) και στο «Άσμα ασμάτων» (σ. 80), ενώ
γίνεται λόγος για τη θεολογία του Φωτός (σ. 79-80), αλλά και για τον ρόλο του Ιησού στην ιστορία (σ.
77): «Το πρόσωπο του Χριστού τέμνει την ιστορία και καθιστά τη μεθιστορία ορόσημο εσχατολογικό
της πρωταρχικής του κόσμου ιερότητας». Επίσης, για τον Ιησού «στο ακρότατο σημείο της αγωνίας
του» ως τον «απόλυτο “ξένο”» και «τον απόλυτο “παράδοξο” για το ανθρώπινο γένος» καθώς και για
την έννοια της χαρμολύπης, βλ. Εδκ. 10. Τέλος, ενδιαφέρουσα για το θέμα που εξετάζεται εδώ είναι η
σύνδεση της πτωχείας (του ποιητή) με τη δυνατότητα πρόσληψης της θεϊκής υπόστασης στο
«Διάγραμμα ιστορίας εσωτερικού βίου», Εδκ. 32-47 και συγκεκριμένα στη σ. 40].
65 Ο.Ι. Β΄ 183-202.
66 Κυριάκου Χαραλαμπίδη (1997). Ρωμανού του Μελωδού Τρεις Ύμνοι. Εισαγωγή-μετάφραση.
Αθήνα: Άγρα.
67 Ο ίδιος βέβαια, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του στον Στέλιο Κούκο (2000), δε διανοήθηκε να
συνθέσει ύμνους «εφόσον δεν αρδεύε[ται] από τα θρησκευτικά νάματα σε τέτοιο βαθμό που θα [τον]
καθιστούσε άξιο υμνητικά να εξαγγέλλ[ει] “Θεού τα θαυμάσια”». Τους λόγους που τον ώθησαν να
μεταφράσει Ρωμανό τους εξηγεί στην εισαγωγή του βιβλίου του για αυτόν, αν και στο συγκεκριμένο
σημείο δηλώνει επιγραμματικά ότι το έκανε «για να τον καταλάβ[ει] καλύτερα.» (βλ. σχετικά, O.I. B΄
299-301).
68 «Ύμνοι Ρωμανού του Μελωδού: Φανέρωση της μυστικής λειτουργικότητας του λόγου» (Ο.Ι. Β΄ 203-
215) και «Η πίστη των κειμένων και η “μετάφρασή” της» (Ο.Ι. Β΄ 216-228).
[Πάντως, είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Χ. δηλώνει: «Στις ποιητικές μου συλλογές θα
μπορούσαν ίσως να ενταχθούν και οι μεταφράσεις που έκανα στον Ρωμανό […] , εφόσον κυριαρχεί η
προσωπική χρήση του λόγου». (Εδκ. 161)].
Διαβάζοντας το ποιητικό έργο του Χαραλαμπίδη μέχρι την πιο πρόσφατη συλλογή
του, πότε έρχεται στο νου μας ο Ηρόδοτος, με τον πρώιμο οικουμενικό ανθρωπισμό του, και
πότε –μια που το θέμα μας είναι το Βυζάντιο– μας δημιουργείται η αίσθηση πως μας μιλά
ένας βυζαντινός χρονογράφος, ένας αφηγητής δηλαδή που επιχειρεί να διηγηθεί την ιστορία
της ανθρωπότητας χρησιμοποιώντας ποικίλες πηγές. Οι βυζαντινοί χρονογράφοι ξεκινούσαν
την αφήγησή τους από κτίσεως κόσμου. Το 1961 ο νεαρός Χαραλαμπίδης ξεκινά την ποιητική
του πορεία, τη δική του μακρά «αφήγηση», από το θεμέλιο του κόσμου τούτου, όπως το
αντιλαμβάνεται η άδολη ψυχή ενός νέου, τον έρωτα75. H πρώτη συλλογή του, η «Πρώτη
εκθέσει το πιστεύω του «στη συναστριά της ομορφιάς» και «στα δυναμάρια της ταπεινοσύνης» (Βλ. Π
10-11).
[Για τη συγκεκριμένη δημιουργική του περίοδο, βλ. τώρα στο Εδκ. 11: «τότε ανακάλυπτα τα πράγματα
στην πρωινή τους δροσιά, με το σκίρτημα του έρωτος στην πιο εκστατική διάστασή του, μπροστά στο
θαύμα της δημιουργίας και σε καθετί που μ’ έκανε ν΄ απορώ και να εξίσταμαι» (από την ομιλία του
με τίτλο «Ανάμνηση αθωότητας», ό.π. 9-17. Υπογραμμίσεις δικές μου)].
76 Ο.Ι. Β΄ 314. [Βλ. επίσης Εδκ. 26, στον λόγο με τίτλο «Επάνοδος από την Κύπρο: Στοιχεία
ταυτότητας», ό.π. 18-31, τη δήλωση του ποιητή: «Νιώθω κι εγώ με τη σειρά μου ότι θεσπίστηκα να
κάνω ποίηση πατώντας επάνω στα παθήματα και τ’ αγαπήματα του κυπριώτικου χώρου»].
77 Σε συλλογές όπως η «Μεθιστορία» διακρίνουμε μια προσπάθεια κατάταξης ομάδων ποιημάτων με
βάση την ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρονται. Ο ίδιος ο Χ. όμως υπονομεύει συνειδητά αυτή
την κατάταξη. [Βλ. σχετικά στη συνέντευξή του στον Θ. Πυλαρινό: «Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη
συλλογή κλείνει με δύο αρχαιόθεμα ποιήματα για την Ελένη και τον Ηρακλή απομακρύνει τον
αναγνώστη από τον πειρασμό να βλέπει την ιστορία παρατακτικά.» Εδκ. 161. Στο ίδιο σημείο ο Κ. Χ.
αναλύει την έννοια της «Μεθιστορίας»].
78 Πολλά ποιήματα του Χαραλαμπίδη αναφέρονται σε πρόσωπα και πράγματα της ιστορίας από
κτίσεως κόσμου που θα είχαν θέση σε μια βυζαντινή χρονογραφία. Ας θυμηθούμε επίσης ότι οι
χρονογράφοι αγαπούσαν τα παράδοξα, τις διοσημίες [ο Χ. χρησιμοποιεί τη λέξη σε κείμενα του Εδκ.
Βλ. σσ. 96 και 158)] αλλά και εντυπωσιακά ή θαυμαστά γεγονότα που εξήπταν το ενδιαφέρον των
αναγνωστών τους, ενώ ο «προσανατολισμός της κοσμοθεωρίας [τους] προς την ορθοδοξία είναι
εμφανής» (Herbert Hunger (1992) [1978], τ. Β΄ σσ. 33, 37 και 48-52).
Ενδεικτικά παραδείγματα ποιημάτων του Χ. που ανήκουν στην προαναφερθείσα κατηγορία: «Εύα»
(Π 53), «Κάιν» (Π 107-9), «Ο οίνος και η σημασία του» (Π 110-111), «Αυτός που βάδισε απάνω στο
νερό» (Π 112-3), «Ο Ραμεσής Β΄και ο Χαττουσίλ Β΄ ορκίζονταν να μιλούν με ανοιχτά χαρτιά» (Π 169-
173), «Το στοιχείο του νερού» (Π 222-225), «Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός» (Π 334-5), «Η παράδοση
της Κερύνειας» (Π 345-7), «Ο Κύπρου Κυπριανός» (347-350), «Ηλίας Σαμάρας» (Π 359-360), «Η
επανεύρεση των αισθήσεων» (Π 381-2), «Του Θάνου ο σκύλος» (Π 385), «Αποκατάσταση αγίου» (Π
472-3), «Ιστορία των Εβραίων» (Π 475-6), «Το άλογο του Καλιγούλα» (Π 505), «Η υαλουργία των
σουλτάνων» (Π 578-9), «Χρώμα του Βουκεφάλα» (Π 582-3), «Πώρου ελέφας» (Π 583-4), «Ημερησία
διάταξις του Ποντίφικος» (Π 597-8), «Γεώργιος και Απόλλων» (Π 606-7), «Θηριομαχία» (Π 607-8),
«Αχιλλεύς» (Π 653-4), «Υπατία» (Π 762) κ.ά.
79 Π.χ., Π 490-1.
80 Π 451-2, 467-8 και 660-1.
81 Π 498-500 και 500-501.
82 Π 350-1.
83 Π 355-9.
84 Π 626.
Το έργο του Χαραλαμπίδη, αναγνωρισμένο ήδη, θα μείνει, νομίζω, στην ιστορία των
ελληνικών γραμμάτων και για τον παρακάτω λόγο: γιατί έχει την οικουμενική ματιά που το
βοηθά να αναχθεί πέρα από της ιστορία της Κύπρου ή της Ελλάδας. Πρόκειται λοιπόν για μια
«παγκόσμια ιστορία», χωρίς να είναι Ιστορία.88 Για μια χρονογραφία, χωρίς να είναι
85 Βλ. το υπέροχο: Κυριάκος Χαραλαμπίδης (2003). «Αιγιαλούσης επίσκεψις – ένα ποίημα και ένα
σχόλιο», Αθήνα: Άγρα. Τώρα, στο Π 535-552.
86 Μελετώντας τα ποιήματα του Χ. για την τραγική μοίρα της Κύπρου, για τους σκοτωμένους
αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. ή για τους αγνοουμένους της τουρκικής εισβολής, μάς έρχεται κάποτε στον νου
η τόσο προσφιλής στους βυζαντινούς χρονογράφους αναφώνηση «οία τα του Θεού κρίματα!». Ας
σημειωθεί ότι για τον Χαραλαμπίδη, οι χαμένες πατρίδες του Ελληνισμού μπορούν να λειτουργήσουν
παιδευτικά, καθώς «βλέπουμε αληθινά, μονάχα όταν χάσουμε το πολύτιμο που είχαμε. Το
αντικρίζουμε τότε σε ένα επίπεδο αφθαρσίας και θάμβους. Προϊδεασμός της Βασιλείας των
Ουρανών.» Ο Ελληνισμός, κατά τον Χ., χάνοντας τις πατρίδες του τις μυθοποιεί και τις ανάγει σε
σύμβολα όπως η Βασιλεύουσα. Κι αυτές λάμπουν «στον ουρανό της καρδιάς μας». «Ο λαός μας θα
επιβιώσει πνευματικά αν καταφέρει να δει το μυστικό νόημα του κύκλου των παθών του. Αν
μεταγγίσει την εικόνα της πόλης-φαντάσματος [= της Αμμοχώστου] σε άρμα πυρφόρου αναβάσεως.»
(όλα τα παραπάνω παραθέματα από τον Ο.Ι. Β΄ 35). Χαρακτηριστικό είναι ότι στο σημείο αυτό ο Χ.
παραθέτει απόσπασμα από το «Κατά Λουκά Ευαγγέλιον» ΚΔ΄31 και την πορεία προς τους Εμμαούς,
που ετέθη ως motto στην συλλογή «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» (1982). Άλλωστε, όπως υποστηρίζει
σε άλλο σημείο: «Η τραγικότητα είναι το δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο» (Ο.Ι. Α΄ 248). (Προς
αποφυγή αναχρονισμών, σύγκρινε με τη βυζαντινή έννοια της «Παιδείας», αλλά και για την ιστορική
αντίληψη που δέχεται την παρέμβαση της Θείας Πρόνοιας στα ανθρώπινα στο Herbert Hunger (1992)
[1978] τ. Β’, σσ. 35, 39 και, ιδίως, 40).
[Για την κυπριακή τραγωδία ως «τύχη αγαθή» και «ευλογία», βλ. επίσης τι λέει ο ποιητής στην Άντα
Κατσίκη- Γκίβαλου (στη συνέντευξή του όπου δίνονται πολλά στοιχεία για την ποιητική του και έχει
τίτλο: «Έχουμε χρέος να οδηγούμε τις λέξεις πιο πέρα από το σημείο που μας δόθηκαν», Εδκ. 166-
176). Συγκεκριμένα στη σ. 170 λέει: «Τύχη αγαθή γεννήθηκα σε χώρα υπό κατοχήν», γιατί «είναι
θαύμα και ευλογία να έχει ένας λαός συγκεντρωμένη τη μνήμη του και όλα τα συνεκτικά του στοιχεία
στον ευσύνοπτο χώρο της τραγωδίας! Από αυτά ξεκινώντας, […], μπορεί να ανακαλύψει εξαρχής τον
εαυτό του, να δονείται υπαρξιακά και να συλλαμβάνει μηνύματα στην οντολογική τους διάσταση». Ο
Χ. στο συγκεκριμένο χωρίο αναφέρεται με παιγνιώδη τρόπο, εν είδει αυτοκριτικής, στις παραπάνω
απόψεις. Ωστόσο, σε άλλο σημείο γράφει: «η τραγωδία δοκιμάζει ακριβώς και την ποιότητα του
ποιητή.» (βλ. ό.π. σ. 27), ενώ για τον κυπριακό λαό λέει ότι χάρη στον απελευθερωτικό αγώνα της
ΕΟΚΑ, 1955-1959 κατόρθωσε να βιώσει «το ποιητικό ήθος της ιστορίας» και ότι «το αίμα που χύθηκε
καθιστά τα πράγματα αυτοδύναμα –τους δίνει το δικαίωμα να υπάρχουν, ανεξάρτητα από τη δική μας
κρίση» (Εδκ. 15)].
87 O.I. Β΄ 286. [Βλ. και Εδκ. 17].
88 [Άλλωστε, κατά τον Χαραλαμπίδη, ο ποιητής «αποτελεί ένα πολιτικό ον που υπερέχει της ιστορίας,
καθώς την ερμηνεύει περισσότερο φιλοσοφικά και με καθολικότερη θέα, πιο πρισματικά δηλαδή από
τα κατά παράταξη τεκταινόμενα. Το υπογράμμισε πρώτος ο Αριστοτέλης.» Εδκ. 43. Λίγο παραπάνω,
κάνοντας λόγο για την ποίηση, ο Χ. σημειώνει (σ. 38): «Μιλώ για την υπέρβαση της ιστορίας, ακόμη
και για την υπέρβαση της μεθιστορίας, εκεί όπου τα πράγματα υπόκεινται στην τέταρτη και την
πέμπτη, αν όχι και την εικοστή διάστασή τους, πέρα κι απ’ το φως της γνώσης, πέρα από κάθε υπαρκτή
γνωσιολογική Αλήθεια.»
Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι αναμένουμε εντός του έτους την προαναγγελθείσα έκδοση (εκδ.
«Ηρόδοτος»), σε επιμέλεια Αντώνη Κ. Πετρίδη & Δήμητρας Δημητρίου, του τόμου με τίτλο: Γλώσσης
Ίμερος. Η ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, όπου συγκεντρώνονται επεξεργασμένες οι εισηγήσεις
που παρουσιάστηκαν στο διεθνές συνέδριο με τίτλο “Κυριάκου Χαραλαμπίδη επίσκεψις” (που
διοργανώθηκε από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου στη Λευκωσία από 31-1-2019 έως 2-2-2019) και
ειδικότερα τις εισηγήσεις του Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλου με τίτλο «Βυζάντιο και Μεταβυζάντιο: δύο
σταθμοί στα γραπτά του Κυριάκου Χαραλαμπίδη», όπου σύμφωνα με την (σε προδημοσίευση)
Εισαγωγή του εν λόγω τόμου (σσ. 7-8) ο εισηγητής «προβαίνει σε μια συνολική αποτίμηση των
αναφορών του ποιητή στο Βυζάντιο και το Μεταβυζάντιο, κυρίως στα ποιητικά του έργα, με
χρονολογική σειρά», και της Δήμητρας Δημητρίου με τίτλο «“Η προτελευταία αλήθεια”: ο μύθος του
Χριστού στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη», εργασία που «προεκτείνει τον υπάρχοντα κριτικό
προβληματισμό γύρω από τη μεθιστορική υποδομή του Χαραλαμπίδη ως κατεξοχήν θεολογική»].].